Κόκκινος Λουκάς - Αναμνήσεις ενός ομήρου από τα Γερμανικά Στρατόπεδα Συγκέντρωσης

Page 1


Α/Α Περιεχόμενα

Σελίδα

1

Εισαγωγή

3

2

Σημειώσεις του επιμελητή

5

3

Αυτοβιογραφικό σημείωμα του Λουκά Κόκκινου

7

4

Στρατόπεδο Χαϊδαρίου

14

5

Στρατόπεδο Νοενγκάμεν (Αμβούργο)

27

6

Στρατόπεδο Φάλκεζεν και Ζαξενχάουζεν

35

7

Στο δρόμο για την ελευθερία

45

8

Μετά τον πόλεμο

56

9

Η αναγνώριση της θυσίας μου

61

10

Επίλογος

63

11

Χάρτης των κυριοτέρων ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης

72

12

Κατάλογος των Γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης

73

13

Βιβλιογραφία

77

2


Εισαγωγή___________________________________ Αγαπητέ αναγνώστη, Προχωρώ στην Β’ έκδοση της περιπέτειάς μου γιατί η Α’ έκδοση, που είχα συγγράψει πριν μερικά χρόνια εξαντλήθηκε. Το βιβλίο εκείνο γράφτηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να μείνουν πολλά κενά. Βέβαια είναι πολλά τα γεγονότα που δε θυμάμαι, λόγω ένας ηλικίας μου των 80 ετών. Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια από την περιπέτεια που ξεκίνησε στην πόλη καταγωγής μου, την Άμφισσα, συνεχίστηκε στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και κορυφώθηκε σε 3 στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία (Νοεγκάμεν, Ζαξενχάουζεν και Φάλκεζεν). Δεν διεκδικώ τον τίτλο του συγγραφέα, αλλά ήθελα να γράψω αυτά που μου συνέβησαν. Όποιος βίωσε τα χρόνια εκείνα ένας κατοχής, ανακρίσεις στο κτίριο ένας οδού Μέρλιν στην Αθήνα και επεβίωσε των στρατοπέδων συγκέντρωσης της Γερμανίας, δεν μπορεί να ξεχάσει. Οι εμπειρίες ήταν έντονες, βαθιές, χαραγμένες στη μνήμη και δυστυχώς, για τους επιζήσαντες, αλησμόνητες. Τώρα πια, όλα τα φρικτά γεγονότα εκείνης ένας περιόδου εμφανίζονται στην τηλεόραση ως ντοκιμαντέρ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν γίνει μουσεία και μέρη επίσκεψης και φαντάζουν σαν ένα άσχημο και μακρινό παραμύθι. Οι νέοι πια τα αντιμετωπίζουν ως ιστορία και οι παλιοί τα ανασύρουν από τη μνήμη ένας, είτε επειδή τα έζησαν οι ίδιοι, είτε επειδή κάποιοι άλλοι τους τα διηγήθηκαν. Κάθε χρονιά εορτάζεται στα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης η μνήμη των θυμάτων, δεν μπορούν όμως να λησμονηθούν με τίποτα όλα αυτά τα απάνθρωπα εγκλήματα, που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ένας Γερμανίας, γιατί εξολόθρευσαν οικογένειες, μικρά παιδιά, γυναίκες, γέροντες. Γενικά ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κόστισε στην ανθρωπότητα 50 εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Τα 10 εκατομμύρια από αυτά χάθηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, γιατί ο επικεφαλής ένας ευρωπαϊκού, πολιτισμένου κράτους θέλησε να διαφυλάξει το γερμανικό έθνος από «κατώτερες ράτσες», ή «εχθρικά έθνη». Γιατί «ύστερα από μιξοκλάματα τόσων αιώνων περί υπεράσπισης των φτωχών και κατατρεγμένων, ήρθε επιτέλους η ώρα για ένας να υπερασπίσουμε τους ισχυρούς έναντι των αδυνάτων. Τα φυσικά ένστικτα όλων των ζωντανών οργανισμών μας υπαγορεύουν όχι μόνο να καταβάλλουν τους εχθρούς τους, αλλά και να τους εξοντώσουν. Η θεία πρόνοια θέλησε να γίνω εγώ ο τιτάνιος απελευθερωτής ένας ανθρωπότητας…» αγόρευε ο Χίτλερ στην έναρξη του πολέμου. Όλοι αυτοί που επέζησαν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχουν πολλά να θυμούνται : την διεξαγωγή του πολέμου, τους άδικους θανάτους, τις μεταλλαγμένες συνειδήσεις, τις προσπάθειες επιβίωσης, την ψυχολογική φθορά. Ήταν και είναι ανάγκη ψυχικής κάθαρσης να διηγούνται στις επόμενες γενιές τις εμπειρίες τους. Είναι ανάγκη σήμερα να γνωρίζουν όλοι τι μπορεί να συμβεί σε μια περίοδο πολέμου, για να είναι ικανοί να διαφυλάσσουν την ειρήνη. Θεώρησα χρέος μου να καταγράψω τις αναμνήσεις από τις περιπέτειές μου κατά τη διάρκεια ένας κατοχής, γιατί πιστεύω ότι αποτελούν παρακαταθήκη για το μέλλον. Ευχαριστώ θερμά την κόρη μου Ευαγγελία που αφιέρωσε πολλές ώρες έτσι ώστε τα σκόρπια κείμενά μου να έχουν μια συνέχεια και τελικά να πάρουν τελικά τη μορφή ενός βιβλίου που αφορά όλη τη ζωή μου. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τον συντοπίτη μας Δημήτρη Παλούκη, εξαίρετο φιλόλογο, που ανέλαβε την επιμέλεια σύνταξης και με απεριόριστη υπομονή συνέβαλε στην έκδοση αυτού του βιβλίου. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω τη σύζυγό μου Δήμητρα που ανέχτηκε τις ατελείωτες ώρες εξαφάνισής μου, τότε που προσπαθούσα να μαζέψω και να καταγράψω ένας σκέψεις μου. Εύχομαι για τις επόμενες γενιές να μην βιώσουν την πείνα, την ανέχεια, τον πόλεμο, τον θάνατο, με τον τρόπο που τα βιώσαμε όλοι εμείς «οι παλιοί». Εύχομαι να μην υπάρξει στο μέλλον ένας παρανοϊκός αρχηγός κράτους που να θελήσει να διαφυλάξει την καθαρότητα του έθνους του, ή

3


να επιθυμήσει την παντοκρατορία. Εύχομαι, κι αν ακόμα υπάρξει, να μην βρει οπαδούς και μιμητές. Εύχομαι η ιστορία να μην επαναληφθεί. Εύχομαι να μην ξαναγίνει πόλεμος.

4


Σημειώσεις

του επιμελητή______________________

Ο πατέρας μου είχε την τύχη ή την ατυχία να έχει εμπειρίες ζωής από μια ταραγμένη, για την περίοδο, Ελλάδα αλλά και για όλη την Ευρώπη. Τα χρόνια της κατοχής αλλά και το διάστημα εγκλεισμού του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης τον φόρτωσαν με «εμπειρίες» από τις οποίες δεν βγαίνει κανείς αλώβητος. Τις κουβαλάει πάντα μαζί του και κατ’ επέκταση επηρεάζουν τη ζωή του αλλά και τη ζωή των γύρω του. Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι ο πατέρας μου ήταν θέμα τύχης που γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και μπόρεσε να επιστρέψει στο σπίτι του, στην Άμφισσα. Είναι θέμα τύχης ακόμα και η ύπαρξή μας. Πολλοί ήταν αυτοί που δεν άντεξαν την πείνα, τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, τις στερήσεις. Από μικρά παιδιά ακούγαμε τις ιστορίες του πατέρα μου, στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν παραμύθια. Δεν είχαμε πιστέψει αυτά που του συνέβησαν, μπορεί και να μη θέλαμε. Ήμασταν πολύ νέοι για να καθίσουμε ν’ ασχοληθούμε, να δώσουμε προσοχή. Τα χρόνια πέρασαν, ανοίξαμε τα φτερά μας και δεν επιστρέψαμε στην οικογενειακή εστία παρά πολλά χρόνια μετά. Δεν ξέραμε καν ότι ετοίμαζε την Α’ έκδοση του βιβλίου του. Μας το έδειξε όταν ήταν πια τυπωμένο. Η αλήθεια είναι ότι σοκαριστήκαμε μ’ αυτά που διαβάσαμε. Αισθάνθηκα υπερηφάνεια όταν πολλοί συντοπίτες μου Αμφισσείς με πλησίασαν και με συνεχάρησαν για το βιβλίο του πατέρα μου. Με πλησίασαν και μερικοί που με άφησαν να καταλάβω ότι αμφισβητούσαν τις περιπέτειές του πατέρα μου τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Θεώρησα χρέος μου ότι θα έπρεπε να διασταυρώσω τα λεγόμενα του πατέρα μου με ιστορικές πηγές και αναφορές άλλων συγγραφέων που έχουν καταγράψει γεγονότα εκείνης της περιόδου έτσι ώστε να στηρίξω το λόγο του και ν’ αποδείξω, αν θέλετε, τη σκοπιμότητα καταγραφής αυτών των αναμνήσεων που ίσως θα έπρεπε να ειπωθούν χρόνια πριν και την ώρα που έπρεπε. Ο Αυστριακός φιλόσοφος Jean Amery έγκλειστος για χρόνια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Όταν πια είναι ελεύθερος σημειώνει : «Αυτός που βασανίστηκε παραμένει βασανισμένος… Όποιος υπέστη βασανιστήρια δεν θα μπορεί πλέον να προσαρμοστεί στον κόσμο, το όνειδος της εκμηδένισης δεν σβήνει ποτέ. Η εμπιστοσύνη στην ανθρωπότητα, ραγισμένη ήδη στο πρώτο ράπισμα, συντετριμμένη μετά τα βασανιστήρια, δεν επανακτάται πλέον». Πολλοί ήταν αυτοί που πέρασαν την εμπειρία της αιχμαλωσίας, πολλοί σιώπησαν, αλλά και αρκετοί διηγήθηκαν. Ίσως να σιώπησαν γιατί αισθάνονται ντροπή, γιατί θέλουν να ξεχάσουν, να λησμονήσουν, να απομακρυνθούν από τις αναμνήσεις τους γιατί είχαν ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα η οποία ήταν εξίσου σκληρή, γιατί είχαν να επιβιώσουν σε μια εποχή με διαλυμένες, από τον πόλεμο, οικονομίες. Δεν τους ψέγει κανείς. Από την άλλη πολλοί διηγήθηκαν και λίγοι κατέγραψαν και ίσως να ήταν αυτοί που δεν αισθάνθηκαν ντροπή γι’ αυτό που τους συνέβη, που αισθάνθηκαν ανακούφιση που τελείωσε αλλά ήταν αυτοί που η αιχμαλωσία τους σημάδεψε ολόκληρη την ύπαρξή τους και τη μετέπειτα ζωή τους. Άλλοι υπέφεραν και υποφέρουν ακόμα με τη θύμηση των συμφορών, άλλοι το εξέλαβαν ως εμπειρίες ζωής. Είναι γεγονότα που συνέβησαν, γεγονότα που δεν μπορούν να αποσιωπηθούν ή να απαλειφθούν από την ιστορία, γεγονότα που μπορεί να ξανασυμβούν. Όμως ο πατέρας μου όλα αυτά τα χρόνια, παρόλες τις επώδυνες και αλησμόνητες εμπειρίες του, μας ενέπνευσε το σεβασμό στους άλλους, την ανιδιοτέλεια, την υπηρεσία στο καλό των συνανθρώπων μας, χωρίς εμπάθεια ή προκαταλήψεις. Καθοριστική στάθηκε για μας τα παιδιά του η αγάπη του για τη ζωή και το συνάνθρωπο, η προσπάθειά του για βελτίωση και καλυτέρευση των συνθηκών της δικής του αλλά και της δικής μας ζωής. Η αποφασιστικότητα και το ήθος του σ’ όλες τις πτυχές της ζωής του αποτέλεσε ορόσημο και σημείο αναφοράς για μας, τα παιδιά του. Με προσωπική προσπάθεια κατάφερε να ξεπεράσει γεγονότα που τον σημάδεψαν βαθιά όταν ήταν ακόμα παιδί, να ανδρωθεί μέσα σε καιρούς δύσκολους για την Ελλάδα, να αγωνιστεί για τη ζωή του

5


που ξεκίνησε με μηδενικά εφόδια, να δημιουργήσει οικογένεια και να ζήσει δημιουργικά μέχρι τις μέρες μας. Ήταν και είναι το παράδειγμά μας στους αγώνες της ζωής μας, τους περασμένους αλλά και τους μελλοντικούς.

6


Αυτοβιογραφικό

σημείωμα του Λουκά Κόκκινου__

Ο Λουκάς Κόκκινος, γιος του Ευθυμίου και της Ευμορφίας γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1928. Είμαι ο τελευταίος από τα 6 παιδιά της οικογένειας : Ηλίας, Γεώργιος, Άγγελος, Σπύρος, Σωτηρία και Λουκάς κατά σειρά γέννησης. Μεγαλώσαμε και τα 6 αδέρφια στο σπίτι (προπολεμικά βέβαια) το οποίο βρισκόταν στην οδό Υλαίθου 15, τοποθεσία Μάρμαρα (ακροποταμιά). Αυτό το σπίτι ανήκε στους παππούδες μου και είναι ένα από τα πιο παλιά σπίτια που χρονολογούνται από την τουρκοκρατία. Είχε υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο. Στο υπόγειο βάζαμε τις ελιές που μαζεύαμε από τα κτήματα, το λάδι, το κρασί και το στάρι. Επίσης κατά τους χειμερινούς μήνες τα ζωντανά μας (αρνιά και γίδες). Στο ισόγειο ήταν ο στάβλος των αλόγων και άλλοι αποθηκευτικοί χώροι. Στον πρώτο όροφο βρίσκονταν τα λιτά μας υπνοδωμάτια. Το περισσότερο μέρος του σπιτιού ήταν πέτρινο και ένα μέρος του είχε κατασκευαστεί από χωματένιες πλίθες. Στα χρόνια που μέναμε μαζί όλοι εκεί, τα παράθυρα ήταν παλιά και οι πόρτες επίσης. Τον χειμώνα Ο Λουκάς Κόκκινος το έμπαινε αρκετός αέρας, πέρναγε από τα τρύπια πατώματα και μας πάγωνε έτος 2008 όλους εμάς που κοιμόμασταν στο πάτωμα με στρωματσάδα μια κουρελού. Σχεδόν κάθε βράδυ είχαμε νυχτερινούς επισκέπτες (κοριούς και ψείρες). Αλλά είχαμε καθαρό περιβάλλον, λαχανικά από το περιβόλι, ψωμί σπιτικό από στάρι που σπέρναμε και έτσι σπάνια αρρωστήσαμε. Ο πατέρας μου ήταν κρεοπώλης και φούρναρης. Το κρεοπωλείο το είχε συνεταιρικά με τον Διονύση Τσαμαντάνη (εκεί που είναι το καθαριστήριο του Κων/νου Μαργώνη, ιδιοκτησίας Λ. Γιδογιάννου). Επί της οδού Γιαγτζή ήταν το αρτοποιείο (εκεί που σήμερα βρίσκεται το αρτοποιείο του Ντίνου Λύτρα). Η συνεργασία του πατέρα μου με τον Διονύση Τσαμαντάνη ήταν άριστη. Σημειωτέον ότι οι παλιοί ήταν μπεσαλήδες και δεν είχε ακόμα κυριαρχήσει το συμφέρον, όπως είναι σήμερα. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο κρεοπωλείο μικρός και μου δίνανε ό,τι είχανε. Προπαντός ο μπάρμπα-Διονύσης μου έδινε κανένα κοσαράκι για να πάρω στραγάλια. Κάθε μέρα μαγειρεύανε κυρίως γκιουβέτσι με κρέας (γιατί έπρεπε να αντέξουνε στις δύσκολες συνθήκες εργασίας). Επίσης πίνανε πολύ ούζο για τον ίδιο λόγο. Αυτό ήταν και η καταστροφή τους, γιατί λόγω του ποτού και της υπερβολικής εργασίας, πέθαναν πρόωρα. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν στην ηλικία των 4 ετών. Θυμάμαι σαν τώρα να παίζω έξω από το σπίτι και να βγαίνει πολύς κόσμος μαυροφορεμένος. Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβα τι ακριβώς έγινε εκείνη την ημέρα. Ο πατέρας μου, το αρτοποιείο το άφησε στα δύο μεγαλύτερα αδέρφια μου, Ηλία και Γιώργο. Τον Άγγελο τον σπούδασε δάσκαλο και ο Σπύρος πήρε τα κτήματα με τις ελιές. Μετά το θάνατο του πατέρα μου, η μητέρα μου ανέλαβε το κουμάντο του σπιτιού και ευτυχώς για όλους μας ήταν πολύ δραστήρια. Ήταν όμως άτυχη γιατί πεθαίνοντας ο πατέρας μας το 1932, έμεινε χήρα στην ηλικία των 35 ετών περίπου, στα δύσκολα προπολεμικά χρόνια. Ιδιαίτερες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία μέχρι περίπου 8 ετών δεν υπάρχουν. Μετά τα 8 άρχισα να καταλαβαίνω ορισμένα πράγματα όπως εξελίσσονταν στην Ελλάδα. Μαζί με τα παιδιά της ηλικίας μου πήγαινα κάθε μέρα στο σχολείο. Τότε πήγαινα σχολείο στο παλιό κτίριο που βρίσκεται σήμερα το 2ο Δημοτικό Σχολείο Άμφισσας. Το κτίριο αυτό1 ήταν πέτρινο, με αρκετές 1

Στο χώρο του 2ου Δημοτικού σχολείου Άμφισσας βρισκόταν ο Ναός του Αγ. Γεωργίου. Το κτίριο του 2 ου Δημοτικού κτίστηκε περίπου το έτος 1885 και ήταν το διδακτήριο του Παρθεναγωγείου Άμφισσας. Η κατεδάφιση αυτού του κτιρίου έγινε το 1980 γιατί είχε υποσ τεί

7


αίθουσες ψηλοτάβανες, με μεγάλα παράθυρα. Δ/ντής του σχολείου θυμάμαι ότι ήταν κάποιος Γκίκας.

Ο Δάσκαλος Γκίκας, Διευθυντής του 2ου Δημοτικού Σχολείου Άμφισσας σε φωτογραφία του 1935

Είχαμε καλούς δασκάλους που επέμεναν να μάθουμε γράμματα, όπως ο Ράϊκος, η σύζυγός του Γεωργία, ο Λακαφώσης και άλλοι. Τα αγόρια φορούσαμε καπέλο. Τα μαλλιά ήταν κομμένα με την ψιλή. Τσάντα δεν είχαμε, βιβλία δεν είχαμε, για τετράδια ούτε λόγος. Οι μικρότεροι έπαιρναν τα βιβλία (αναγνωστικά) των μεγαλύτερων και με τη σειρά τους τα έδιναν στους μικρότερους όταν τελείωναν την τάξη. Γράφαμε στην πινακίδα με το κοντύλι. Το κοντύλι ήταν δεμένο με σκοινί στην πλάκα για να μην το χάνουμε. Οι περισσότεροι της ηλικίας μου, την εποχή εκείνη φορούσαμε μπαλωμένο παντελόνι, μπαλωμένα παπούτσια και δεν υπήρχε παρεξήγηση. Ήταν γεγονός ότι ήμασταν άτακτα παιδιά και οι δάσκαλοι για να μας συνετίσουν χρησιμοποιούσαν τη βέργα. Δεν υπήρχε διάλογος ή άλλες δημοκρατικές διαδικασίες, όπως είναι σήμερα και μας χτυπούσαν με το παραμικρό. Όταν δεν καθόμασταν ήσυχα στην τάξη, ή δεν είχαμε διαβάσει τα μαθήματά μας, μας χτυπούσαν με το χάρακα στα χέρια, ή μας έβαζαν τιμωρία στο υπόγειο για 1 ώρα μετά το σχόλασμα. Επίσης στο σχολείο δεν έπρεπε να μας βρουν ψείρες. Όταν συνέβαινε αυτό, μας πήγαιναν για κούρεμα με την ψιλή. Άλλο βάσανο κι αυτό. Στο κουρείο του Κοντονίκου που πήγαινα, ο βοηθός του, που τον λέγανε Νιανιάρα (παραγκώμι), είχε μηχανή του χεριού που δεν έκοβε καλά και μας έβγαζε τις τρίχες από τη ρίζα. Μας δίνανε λίγες δεκάρες για χαρτζιλίκι κι εμείς παίρναμε στραγάλια αρμυρά. Πίναμε και νερό για να φουσκώσουν τα στραγάλια και να χορτάσουμε. Αν μας περίσσευε κάτι, το ρίχναμε στον κουμπαρά. Όλα τα παιδιά, την εποχή εκείνη, προπολεμικά, περιμέναμε να γίνουν βαφτίσια, ή γάμοι Το 2ο Δημοτικό Σχολείο Άμφισσας όπως ήταν μέχρι τη δεκαετία του ΄70

ζημιές από σεισμούς. Στην θέση του οικοδομήθηκε το 2 ο Δημοτικό που υπάρχει μέχρι σήμερα. Στην ανασκαφική έρευνα που έγινε πριν την ανέγερση βρέθηκε κτίσμα των ρωμαϊκών χρόνων το οποίο έχει διατηρηθεί στον ακάλυπτο χώρο του σχολείου. (Σ.τ.ε.)

8


στις εκκλησίες και φροντίζαμε να είμαστε παρόντες στην «ρεμούλα» για να πάρουμε κάνα κοσαράκι. Μαζεύαμε και όσα γλυκά μπορούσαμε. Οι περισσότεροι γονείς έστελναν τα παιδιά τους στα μαγαζιά της αγοράς να κάνουν θελήματα (ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες που ήταν κλειστά τα σχολεία). Έτσι συνέβη και με μένα. Είχα κάποια απασχόληση για να μη γυρίζω άσκοπα στους δρόμους. Αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν ότι οι γονείς (όταν μιλούσαν μεταξύ τους) λέγανε «εγώ το παιδί μου το ρόγιασα» δηλαδή το έστειλα σ’ ένα μαγαζί της αγοράς να δουλεύει για κάποιες ώρες και να κερδίζει μερικά χρήματα. Σ’ ένα μαγαζί που βρισκόμουν, το θυμάμαι σαν και τώρα, άκουσα τους πελάτες που ψώνιζαν να συζητούν ότι έγινε δικτατορία με αρχηγό τον Ιωάννη Μεταξά2. Άλλοι τον κατηγορούσαν και άλλοι τον επαινούσαν. Εμείς τα παιδιά δεν ήταν δυνατόν να έχουμε γνώμη σ’ αυτή την ηλικία. Δεχόμασταν τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Οι γονείς δεν συζητούσαν μαζί μας και δεν ξέραμε πολλά πράγματα, ιδίως για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Στην Άμφισσα πριν τον πόλεμο ανθούσαν πολλές επαγγελματικές δραστηριότητες. Τα επαγγέλματα του βυρσοδέψη, του σχοινοποιού, του κουδουνά, του σαγματοποιού, του πεταλωτή, του παντοπώλη, του υποδηματοποιού, του σιδηρουργού, του οινομάγειρα, έδιναν δουλειά σε όλους, γυναίκες, άνδρες και παιδιά. Θυμάμαι το βράδυ, οι ταβέρνες γέμιζαν από τους κουρασμένους εργάτες που έτρωγαν και Βυρσοδέψες και σχοινοποιοί της Άμφισσας, Φωτογραφία του 1933

έπιναν κρασί γνήσιο και όταν έρχονταν στο κέφι, άρχιζαν τα τραγούδια της

εποχής εκείνης, ακόμα και αμανέδες. Όλοι οι επαγγελματίες ήταν αγαπημένοι. Δεν υπήρχε η σκέψη του συμφέροντος, ή η εξόντωση του άλλου επαγγελματία, όπως συμβαίνει σήμερα. Απέναντι από το φούρνο μας ήταν το ζαχαροπλαστείο του Μαυραϊδή. Εκεί γινόταν το νυφοπάζαρο. Στις Στην ταβέρνα του Φαρόπουλου, φωτογραφία του 1939 ταβέρνες και το ζαχαροπλαστείο τελειώνανε οι πατεράδες τα συνοικέσια. Ο πατέρας πήγαινε στο σπίτι, έλεγε στην κόρη του ότι την αρραβώνιασε με κάποιον και δεύτερη κουβέντα δεν υπήρχε. Την εποχή εκείνη 2

Ο Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941) υπήρξε ανώτατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και στη συνέχεια πρωθυπουργός και δικτάτορας. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και το 1917 εξορίστηκε στην Κορσική. Με την επιστροφή του ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο κατάφερε πολλές φορές να εισέλθει στη Βουλή, συγκεντρώνοντας όμως χαμηλά ποσοστά. Το 1936 διορίστηκε Πρωθυπουργός της Ελλάδας και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην επιβολή του δικτατορικού "καθεστώτος της 4ης Αυγούστου", κυβερνώντας έως το θάνατό του το 1941. Έμεινε στην ιστορία για την απάντηση που έδωσε στο Ιταλικό φασιστικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και για την ταχεία πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας ενόψει του ελληνοϊταλικού πολέμου και της Γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα. (Σ.τ.ε.)

9


υπήρχαν πολλοί κανταδόροι. Το βράδυ γύριζαν στις γειτονιές, όπου ήξεραν ότι υπήρχαν όμορφα κορίτσια, και έλεγαν ωραία τραγούδια, μερικές φορές με τη συνοδεία κιθάρας. Αλλά κι εμείς στην αγορά είχαμε διασκέδαση. Υπήρχαν κάποιοι τύποι που τους μεθούσαν και μετά τους έκαναν χάζι, τους κορόιδευαν, τους έβαζαν να παλεύουν. Ο φωτογράφος Ηλίας Μαχαιράς τους είχε φωτογραφία στη βιτρίνα του μαγαζιού του – εκεί που είναι σήμερα το φωτογραφείο των αδερφών Λαλλά. Εγώ μοίραζα ψωμί στα μαγέρικα το πρωί και έβλεπα τα φαγητά που ήταν ήδη έτοιμα μπροστά στη στόφα. Την πρώτη θέση είχε το κεφαλόποδο από τράγο. Γύρω στις 9 η ώρα το πρωί, οι ταβέρνες γέμιζαν από κόσμο. Πήγαιναν προπαντός οι κουδουνοποιοί και οι σχοινοποιοί που δούλευαν από τη νύχτα. Για το μεσημέρι τα μαγέρικα μαγείρευαν άλλα φαγητά και άλλα για το βράδυ. Απέναντι από το αρτοποιείο του αδερφού μου ήταν το οινομαγειρείο του Ιωάννη Αναγνωστόπουλου και του Καπράλου. Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν πολύ καλός μάγειρας και πρόσεχε τους πελάτες, γι’αυτό ήταν πάντα γεμάτος. Τα μόνα μαγαζιά που δεν είχανε πολύ δουλειά ήταν τα αρτοποιεία (επειδή σε όλα τα σπίτια ζυμώνανε) και τα χασάπικα, γιατί σχεδόν κάθε σπίτι είχε τα ζωντανά του. Το φθηνό φαγητό του φτωχού ήταν η ρέγκα και ο βακαλάος.

Μάζεμα της ελιάς στον κάμπο της Άμφισσας Φωτογραφία του 1959

Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι είχαμε ησυχία, το εμπόριο πήγαινε καλά, λειτουργούσαν όλα τα μαγαζιά. Το 90% των οικογενειών ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες, συγκεκριμένα με την καλλιέργεια της ελιάς. Στην περιοχή μας εκείνα τα χρόνια, οι καιρικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές, με αποτέλεσμα να μαζεύουμε πολύ ελαιόκαρπο. Σε κάθε οικογένεια βοηθούσαν όλοι για τη συλλογή της ελιάς, άντρες, γυναίκες, παιδιά. Από τα έσοδα του ελαιοκάρπου ζούσαμε πολύ καλά. Τα περισσότερα σπίτια είχαν ζωντανά, κατσίκες, προβατίνες, κότες, κουνέλια, οπότε σπάνια πηγαίναμε στο χασάπη. Αλλά και στα περιβόλια φυτεύαμε απ’ όλα τα λαχανικά. Έξω από το σπίτι μας, στην οδό Υλαίθου περνούσε ο χείμαρρος «Γατσοπνίχτης» και με το νερό που είχε μπορούσαμε άνετα να ποτίζουμε τα περιβόλια. Στο περιβόλι μας είχαμε πολλά οπωροφόρα δέντρα. Επίσης για τη μεταφορά του ελαιοκάρπου διατηρούσαμε και άλογο. Είχαμε και αμπέλια και βγάζαμε πολύ και καλό κρασί. Οι ιδιοκτήτες των κτημάτων, αλλά και οι εργάτες, έπιναν πολύ για να μπορούν να δουλεύουν αρκετές ώρες την ημέρα. Ο μέσος όρος ζωής δεν ξεπερνούσε τα 50-60 χρόνια. Το πολύ ποτό και οι σκληρές συνθήκες εργασίας έφθειραν πολύ την υγεία τους. Οι εργάτες κάθε πρωί πήγαιναν στα ελαιοκτήματα με τα πόδια. Χρειαζόταν μια ώρα για να πάμε και μια ώρα για να γυρίσουμε το απόγευμα. Μεγαλύτερη ήταν η διαδρομή στα κτήματα που είχαμε προς το Χρυσό, ή την Ιτέα όπου πήγαιναν με τη σούστα (κάρο) αλλά επέστρεφαν με τα πόδια. Μερικές φορές νύχτωναν στο δρόμο της επιστροφής.

10


Εμείς είχαμε το αρτοποιείο και το καλοκαίρι πήγαινα εκεί για δουλειά. Ο αδερφός μου Ηλίας το μεσημέρι με φόρτωνε με μια κανίστρα φραντζόλες και πήγαινα και το μοίραζα σε σπίτια. Άρχιζα από την Τέχολη, ανέβαινα Άγιο-Νικόλα, Πηγάδια, έφτανα μέχρι το Γκιρίζη. Ήτανε και απέξω από το αρτοποιείο, το χασάπικο του Δημήτρη, Αποστόλη και Ανδρέα Ασημακόπουλου. Τους έκανα κάτι δουλειές και ό,τι μου δίνανε το μάζευα και το πήγαινα στη μητέρα μου για να τη βοηθήσω. Την έβλεπα ότι κουραζόταν πολύ. Στο σπίτι πουλούσαμε το γάλα από τις κατσίκες, αυγά, κρασί γιατί χρειαζόταν χρήματα, για να στείλει στον Αγγελή που σπούδαζε δάσκαλος. Σ’ αυτή την ηλικία, πολλές φορές δεν φοράγαμε παπούτσια, ήμασταν κυρίως ξυπόλητοι. Το χειμώνα όμως δεν μας άφηναν έτσι. Μας έφτιαχναν καινούρια, με χονδρές πρόκες μπροστά και στο τακούνι πέταλο, όπως στα γαϊδουράκια. Σιγά-σιγά, μεγαλώνοντας άρχισα να προσφέρω περισσότερες εργασίες στο αρτοποιείο, να ξεφορτώνω τσουβάλια με αλεύρι από το αυτοκίνητο, να μεταφέρω καυσόξυλα για το φούρνο, καταλάβαινα ότι άρχιζα ν’ αποκτώ δύναμη. Αισθανόμουν χρήσιμος και έβγαζα και χρήματα.

Τσαγκάρικο της Άμφισσας, Φωτογραφία του 1949

Η μητέρα μας ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και προσπαθούσε καθημερινά να μας έχει στο δρόμο του Θεού. Κάθε πρωί μας ετοίμαζε το κατσικίσιο γάλα σε λεκανούλες που το πίναμε με συνοδεία ψωμιού. Έπρεπε υποχρεωτικά να σηκωνόμαστε όρθιοι και να κάνουμε την προσευχή μας και στη συνέχεια με τα σκαμνάκια μας, τα έξι παιδιά πηγαίναμε κοντά στο σουφρά για να φάμε το πρωινό μας. Το μεσημέρι ήταν σπάνιο να μαζευτούμε όλοι για φαγητό γιατί ήμασταν σε διάφορες δουλειές. Το χειμώνα έβραζε το φαγητό, στο τζάκι σε τσουκάλι (πινιάτα) και περιμέναμε πως και πως να σερβιριστούμε. Περνάγαμε ένας – ένας και μας γέμιζε τη λεκανούλα με φαγητό. Στο μέσο του σουφρά ήταν πάντοτε μια λεκάνη με ελιές ζαρωμένες. Τρώγαμε τουλάχιστον 20-30 ο καθένας. Μια κανάτα με κόκκινο κρασί ήταν κάθε μέρα στο τραπέζι. Πριν το φαγητό πάντα η προσευχή. Κάθε Κυριακή όλοι μαζί στην εκκλησία. Πηγαίναμε για μετάδοση συχνά. Επίσης συχνά περνούσε και ο παπάς να κάνει ευχέλαιο στο σπίτι. Ο αδερφός μου ο Άγγελος ήταν ψάλτης στον Αγ. Αθανάσιο, την ενορία μας. Ήταν αμαρτία να πατήσεις ψίχουλο ή να βάλεις το καρβέλι ψωμί ανάποδα, καθώς και τη σιδεροστιά. Η μητέρα μας έκανε φιλότιμες προσπάθειες για ν’ ακολουθούμε πάντα στο σωστό δρόμο, του Θεού. Μια γιαγιά που βρισκόταν στο σπίτι, μας έλεγε τρομερά πράγματα κάθε βράδυ, για νεράιδες, δράκους, ξωτικά, αράπηδες κ.α., για να μην κάνουμε φασαρία και να κοιμηθούμε γρήγορα. Έτσι όμορφα κυλούσαν τα προπολεμικά χρόνια. Η αναγγελία του Ελληνο-ιταλικού πολέμου μας έφερε μεγάλες φασαρίες και ανακατωσούρες. Ο αδερφός μου ο Ηλίας και ο Άγγελος πήγαν στο μέτωπο της Αλβανίας. Το αρτοποιείο το διατηρούσε ο αδερφός μου Γιώργος με το Σπύρο, αφού ήταν πια οι προστάτες της οικογένειας. Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Άμφισσα, στις 26/4/1941 και μετά από ένα μήνα περίπου παρέδωσαν, στις 29/5/1941, την διοίκηση της πόλης στους Ιταλούς. Στην αρχή της κατοχής που ήταν οι Γερμανοί στην πόλη μας, δεν μας πείραζαν. Και οι Ιταλοί δεν ήταν εχθρικοί απέναντί μας. Τα προβλήματα άρχισαν όταν ξεκίνησε το αντάρτικο και σκοτώσανε

11


κάτι Ιταλούς στο φαράγγι Ρεκά. Οι Ιταλοί σε αντίποινα, συνέλαβαν και εκτέλεσαν μερικούς Αμφισσιώτες. Μας είχαν καταλάβει το Γυμνάσιο και κάναμε μάθημα στην πάνω πλατεία σε διάφορα μαγαζιά. Τα τρόφιμα άρχιζαν να λιγοστεύουν και οι Αμφισσείς πήγαιναν λάδι με τα μουλάρια στη Λαμία και στη Θεσσαλία, για να πάρουν καλαμπόκι. Το στάρι ήταν ακριβό και δεν μπορούσαν να το αγοράσουν. Όσπρια σπέρναμε στα γύρω χωράφια. Ευτυχώς εκείνη τη χρονιά τα ελαιόδεντρα είχαν πολύ καρπό. Το λυπηρό ήταν ότι έρχονταν άνθρωποι από την Αθήνα για να πουλήσουν πράγματα αξίας και να πάρουν ό,τι βρουν (λάδι, ελιές, όσπρια). Θυμάμαι ότι πέρασαν και κάποιες γυναίκες άγνωστες από τη μητέρα μου και τους έδωσε λάδι δωρεάν. Οι Ιταλοί είχαν στήσει μπλόκα στις εισόδους της πόλης και έπρεπε να μαζευόμαστε στα σπίτια μας πριν νυχτώσει. Στα γύρω χωριά άρχισαν να γίνονται μάχες των ανταρτών με τους Ιταλούς, με αποτέλεσμα να καούν αρκετά χωριά και να εκτελεστούν πολλοί κάτοικοί τους 3. Στο μέσον του 1943 φεύγουν οι Ιταλοί και έρχονται οι Γερμανοί. Πάλι γινόντουσαν μάχες, με αποτέλεσμα οι Γερμανοί να μας θέσουν ορισμένη ώρα κυκλοφορίας – αργά το πρωί και το απόγευμα προτού σουρουπώσει. Στην πόλη γυρνούσε ένας τελάλης και ανακοίνωνε τις ώρες κυκλοφορίας. Όλες αυτές οι καταστάσεις μας φόρτωναν ψυχικά, αισθανόμασταν άσχημα να καθόμαστε, αρκετές φορές, όλη τη μέρα μέσα στο σπίτι και να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τον Οκτώβριο του 1943, μετά από μάχες4, οι Γερμανοί αποσύρθηκαν στην Γραβιά και τη Λιβαδειά και έτσι η Άμφισσα ελευθερώθηκε. Στη συνέχεια κατέβηκαν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ5 και του 5/426 και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία της Άμφισσας7. Προτού εισέλθουν τα ένοπλα τμήματα των οργανώσεων, οι επικεφαλής συγκέντρωσαν τους Αμφισσείς στο κέντρο της πόλης για να τους υποδεχτούμε. Όταν έμπαιναν στην πόλη άρχιζαν να χτυπούν οι καμπάνες χαρμόσυνα. Θυμάμαι σαν και τώρα από τον ΕΛΑΣ τον Νικηφόρο8, καβάλα στο άλογο να μπαίνει στην πόλη από το Ελαιουργείο του Τραχανά (κοντά στο σημερινό Λύκειο). Οι ένοπλοι του 5/42 μπήκαν στην 3

Κατά την Ιταλογερμανική κατοχή χωριά της περιοχής μας όπως η Σεγδίτσα (Προσήλιο), η Τοπόλια (Ελαιώνας), η Αγ. Ευθυμία και η Βουνιχώρα πυρπολήθηκαν από τους κατακτητές για αντίποινα λόγω εκτέλεσης στρατιωτών τους. Στα δύο τελευταία χωριά έβαλαν φωτιά οι Ιταλοί στις 9/4/1944 και εκτελέσθηκαν είκοσι άνδρες. Αιτία γι’ αυτή την καταστροφή ήταν η επίθεση ανταρτών του ΕΛΑΣ και του 5/42 σε ένοπλη φάλαγγα Ιταλών κοντά στην Αγ. Ευθυμία. «Οι Ιταλοί παγώσανε από τον τρόμο τους. Το βάλανε στα πόδια. Άλλοι πηδούσανε στα πρώτα αυτοκίνητα, άλλοι φεύγανε δρομαίοι μέσα στα χωράφια, οι φτέρνες τους στο σβέρκο τους. Μας ξέφυγαν πέντε-έξι αυτοκίνητα. Ένα το πρόλαβε ο Ζωγράφος και δυο-τρεις άλλοι και το λαμπαδιάσανε ο Στρογγυλάκος και ο Σόλωνας με την ομάδα τους. Άλλο τα κάψανε μέσα στο χωριό. Και τα δύο-τρία που έφευγαν τα ζεμάτισε η ομάδα του μπάρμπα-Γιάννη του Καμάρα πέρα από το χωριό. Φτάσανε και δύο αεροπλάνα και αρχίσανε βόλτες πάνω από τη φάλαγγα που καιγότανε. Σε λίγο άλλες ριπές. Γυρίσαμε και είδαμε νέα ιταλική δύναμη. Είχε καταφθάσει από την Άμφισσα. Τη νύχτα οι Ιταλοί ξαναφύγανε. Κατεβήκαμε και περάσαμε ξανά στον Παρνασσό. Δεκαεφτά αυτοκίνητα καμένα αφήσαμ ε στο πεδίο της μάχης και περίπου 40 ήτανε οι αιχμάλωτοι. Νεκρούς στο πεδίο της μάχης και μέσα στα αυτοκίνητα που μας έφυγαν, υπολογίσαμε μέχρι 70. Εμείς δεν είχαμε καμία απώλεια….» είπε ο Δ.Δημητρίου-Νικηφόρος του ΕΛΑΣ στην εφημ. «ΤΑ ΝΕΑ» 23 Οκτωβρίου 1975. (Σ.τ.ε.) 4 «Μάχες εναντίον των γερμανών έκανε το 5/42 σύνταγμα Ευζώνων. Η δράση του εκδηλώνεται έντονα στις αρχές του Φθινοπώρου 1943, όταν οι Γερμανοί καταφέρονται με απίστευτη σκληρότητα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Γίνονται επιχειρήσεις εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών στο Λιδωρίκι, στο Ανάθεμα, στο Τσακόρεμα». Π. Καλονάρος, Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης, σελ. 245. (Σ.τ.ε.) 5 Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) ήταν το στρατιωτικό παρακλάδι του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου κατά τη Γερμανοϊταλική κατοχή της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1941 υπό την καθοδήγηση του Άρη Βελουχιώτη και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουάριου 1945), ο ΕΛΑΣ και όλες οι επικουρικές ένοπλες δυνάμεις του όφειλαν να αφοπλιστούν και να διαλυθούν αλλά τελικά δεν συμμορφώθηκαν με την συμφωνία. (Σ.τ.ε.) 6 Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων δημιουργήθηκε το 1912 με έδρα την Λαμία και αποτελούνταν από 6 τάγματα. Το σύνταγμα πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13. Το 1918-19 το "42ο Σύνταγμα Ευζώνων", με διοικητή το Νικόλαο Πλαστήρα, οδηγείται στη Ρωσία, για να προσφέρει βοήθεια στο παλιό καθεστώς και να πολεμήσει την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917). Στην Μικρασιατική Εκστρατεία, υπό την Διοίκηση του Νικολάου Πλαστήρα το 5/42 έφτασε στην κορυφή της Δόξας του. Κατά την προέλαση του, το Σύνταγμα έφτασε μέχρι το Καλέ-Γκρόττο, πέρα από τον Σαγγάριο. Κατά την κατάρρευση του μετώπου, το Σύνταγμα υπό την διοίκηση του Πλαστήρα κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας σε πλήρη τάξη και μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την αντίσταση που προέβαλε στους Τούρκους, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν. Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός που γεννήθηκε στο Χρυσό Φωκίδας, το 1943, οργάνωσε το Σύνταγμα 5/42 για να εναντιωθεί στους κατακτητές. Έδωσε πολλές ηρωικές μάχες στα βουνά της Στερεάς Ελλάδος εναντίον του κατακτητή. Το Σύνταγμα είχε τραγικό τέλος με την εκτέλεση των 300 ανδρών του τον Απρίλιο του 1944 στο Κλήμα Δωρίδας. (Σ.τ.ε.) 7 Στην Άμφισσα ήταν η κύρια βάση του ΕΛΑΣ και του 5/42 συντάγματος. Την εποχή αυτή (Ιανουάριος 1944) η Άμφισσα ήταν ελεύθερη, μετά την αντίσταση που προέβαλαν εναντίον των γερμανών στο 51 ο χλμ. της οδού Άμφισσας – Γραβιάς, ένοπλοι και των δύο ταγμάτων. (Σ.τ.ε.) 8 «Ο Νικηφόρος Δημητρίου είναι από τους γνωστούς καπεταναίους του ΕΛΑΣ. Ήταν ανθυπολοχαγός βγήκε νωρίς στο βουνό και ήταν διοικητής μιας από τις πρώτες ομάδες ανταρτών του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη. Το σύνηθες πεδίο δράσης ήταν στην περιοχή της Γκιώνας και του Παρνασσού. Ο Νικηφόρος συμμετείχε στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη.» Γ. Φαράκου, Άρης Βελουχιώτης, σελ. 204, 211.

12


πόλη από τον Γκιρίζι. Ανταμώσανε στην πάνω πλατεία αντιπροσωπείες αυτών και βγάλανε λόγο από το μπαλκόνι της Δημαρχίας. Εμείς σαν παιδιά βλέπαμε πρώτη φορά αντάρτες. Μας έκαναν εντύπωση τα μακριά γένια και οι φυσιγγιοθήκες σταυρωμένες στο στήθος. Ήταν απερίγραπτη η χαρά μας. Μας φαινότανε ότι ήμασταν πάντα ελεύθεροι και ο γερμανικός ζυγός ήταν ένα όνειρο μακρινό9. Οι γυναίκες είχαν ετοιμάσει γλυκά και πίτες και τους πρόσφεραν για το καλωσόρισμα. Το τι είπαν στο μπαλκόνι δεν το συγκράτησα. Η κάθε παράταξη (λόχοι μάχιμοι) εγκαταστάθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες. Ένας λόχος του 5/42 με βαρέα όπλα έμεινε την Χάρμαινα, στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, άλλος λόχος στο Φρούριο10, άλλος λόχος στην εκκλησία του Αγ. Συμεών και σε άλλα σημεία. Οι γυναίκες έπιασαν δουλειά11 : μαγείρευαν, έπλεκαν γάντια, κάλτσες και φανέλες, έπαιρναν τα ρούχα των λόχων και τα έβραζαν για καταπολεμήσουν τις ψείρες και τους ψύλους. Εγώ με το φίλο μου τον Αριστείδη Κατραμάτο, πηγαίναμε στις προαναφερθείσες τοποθεσίες διάφορα τρόφιμα, που μας έδιναν οι μανάδες μας (πίτες, γλυκά, κ.ά.). Ο αδερφός μου Ηλίας ανέλαβε να βγάζει στο φούρνο την κουραμάνα12 του 5/42. Όσοι θέλανε κατατάσσονταν στο λόχο του ΕΛΑΣ ή του 5/42. Ήμασταν προσωρινά ελεύθεροι και κυκλοφορούσαμε κανονικά χωρίς το φόβο του εχθρού. Συγκεντρωνόμασταν, συζητούσαμε, σχολιάζαμε ελεύθερα και γυρίζαμε στους δρόμους και τις πλατείες αμέριμνοι. Δεν φανταζόμασταν ποτέ τι θα συνέβαινε στη συνέχεια. Αισθανόμασταν ασφάλεια Ο Δημήτρης Δημητρίου ή με την παρουσία των στρατιωτικών δυνάμεων13. «Νικηφόρος», καπετάνιος του ΕΛΑΣ

9

«Η Άμφισσα είχε απαλλαγεί πια από τους κατακτητές και ανέπνεε τον αέρα της λευτεριάς. Πρώτος μπήκε στην πόλη ο Μήταλας με τους άνδρες του και ύστερα τα άλλα τμήματα του Συντάγματος. Ο λαός της Άμφισσας υποδέχτηκε με μεγάλο ενθουσιασμό και δάκρυα χαράς τους αξιωματικούς και τους αντάρτες του 5/42. Η 12η Οκτωβρίου 1943 αποτέλεσε για την πρωτεύουσα της Φωκίδας το γλυκοχάραμα της λευτεριάς» Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ. 122. 10 «Οι άντρες του 5/42 ήταν χωρισμένοι σε ομάδες. Το αρχηγείο Μήταλα προωθήθηκε στο Κάστρο των Σαλώνων και το αρχηγείο Δεδούση κατέλαβε θέσεις κοντά στην πόλη.» Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ 122. 11 «Τότε στην Παρνασσίδα ιδρύθηκαν δύο στρατιωτικά νοσοκομεία και στην Άμφισσα ανέπτυξαν εξαιρετική δράση οι εθνικές οργανώσεις των γυναικών, οι οποίες μέρα-νύχτα ετοίμαζαν ρούχα, πλεκτά, τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τις ανάγκες των μαχομένων δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης». Π. Καλονάρος, Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης, σελ. 245. 12 Το ψωμί των στρατιωτών (Σ.τ.ε.) 13 Η ασφάλεια αυτή δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. «Τρεισήμισυ μήνες μετά την πρώτη εκείνη απελευθέρωση, οι Γερμανοί, φοβούμενοι συμμαχικές αποβάσεις στην Ελλάδα, μετέφεραν μεγάλες δυνάμεις από το Ρωσικό μέτωπο και άρχισαν από τα μέσα Ιανουαρίου 1944 εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Παρνασσίδα στις οποίες το 5/42 αντιστάθηκε απεγνωσμένα επιδεικνύοντας ανδρεία και αυτοθυσία. Τελικά οι Γερμανοί υπερέχοντας στρατιωτικά σε δυνάμεις και μέσα κατόρθωσαν κατόπιν μεγάλων προσπαθειών και θυσιών να φτάσουν στην Άμφισσα, την οποίαν κυρίευσαν στις 1 Φεβρουαρίου 1944. Από τότε αρχίζει για την Άμφισσα το φοβερότερο δράμα της ξενικής κατοχής, εξαιτίας της σκληρής τρομοκρατικής συμπεριφοράς των κατακτητών οι οποίοι ασκούσαν τρομερή καταπίεση και προέβαιναν σε ομαδικέ ς εκτελέσεις με την παραμικρή ή και χωρίς αφορμή.» Π. Καλονάρχος, Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης, σελ. 245.

13


Στρατόπεδο

Χαϊδαρίου________________________

Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1944 η περιοχή της Άμφισσας ήταν ανταρτοκρατούμενη. Γερμανοί υπήρχαν στη Λιβαδειά, τη Λαμία και τη Ναύπακτο αλλά όχι στην Άμφισσα. Αντάρτικα ήταν ο Ε.Λ.Α.Σ. (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και το 5/42 Σύνταγμα του Δ. Ψαρρού, στρατιωτικό τμήμα της Ε.Κ.Κ.Α.14(Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Όσoι μπορούσαν να φέρουν οπλισμό κατετάγησαν ή στον Ε.Λ.Α.Σ. ή στο Ψαρρό, δηλαδή στο 5/42 Σύνταγμα. Τα αδέλφια μου κατετάγησαν στο σύνταγμα του Ψαρρού, ο Σπύρος ήταν μάχιμος στο λόχο Πατυχάκη, ο Γιώργος στην εφεδρική ομάδα. Ο Ηλίας έβγαζε την κουραμάνα του συντάγματος στο αρτοποιείο μας. Εγώ βοηθούσα στο φούρνο και κρατούσα τα βιβλία που διένειμα στους λόχους την κουραμάνα. Ο Άγγελος ήταν δάσκαλος και είχε διοριστεί σε ένα χωριό στα Γιαννιτσά. Η μητέρα μου και η αδελφή μου έπλεκαν γάντια, Ο στρατιωτικός Δημήτριος κάλτσες και φανέλες για τους αντάρτες. Το βράδυ της Τρίτης 1 η Ψαρρός, φωτογραφία του 1930 Φεβρουαρίου 1944 οι Γερμανοί ερχόμενοι από τη Λαμία καταλαμβάνουν την Άμφισσα. Ο λόχος Πατυxάκη15 μαζί με λόχο του ΕΛΑΣ είχε ενέδρα στη θέση 51ο χλμ. της Εθνικής οδού Άμφισσας-Λαμίας, σε σημείο με μεγάλο υψόμετρο στο διάσελο μεταξύ Παρνασσού και Γκιώνας όπου βρίσκονται τα μεταλλεία βωξίτη 16. Εκεί έγινε τρομερή μάχη 17. Βέβαια υποχώρησαν οι αντάρτες, γιατί ο οπλισμός τους δεν ήταν ο κατάλληλος. Είχε ρίξει χιόνι και μοιράστηκαν σε ομάδες για να διανυκτερεύσουν σε σπηλιές ή σε καλύβες. Οι Γερμανoί είχαν το σύστημα, όταν σκοτώνονταν δικοί τους στρατιώτες, να μπαίνουν στην πόλη, να καίνε σπίτια και να σκοτώνουν ανθρώπους. Αυτό φοβήθηκαν και οι περισσότεροι άνδρες από την Άμφισσα έφυγαν προς διάφορες κατευθύνσεις όταν μαθεύτηκε η έκβαση της μάχης στο 51ο χλμ. Στην Άμφισσα μέχρι εκείνη την ημέρα υπήρχε λόχος του 5/42 και μετά οχυρώθηκε στα υψώματα γύρω από την Άμφισσα για να εμποδίσει την προέλαση των Γερμανών προς τις Καρούτες. Εγώ μαζί με τον αδερφό μου Γιώργο ανηφορήσαμε προς το χωριό Καρούτες 18 και ο Ηλίας πήγε σε 14

Η Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση (ΕΚΚΑ) ήταν αντιστασιακή οργάνωση σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1941 από τον δημοκρατικό-Βενιζελικό συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό σε συνεργασία με τον πολιτικό Γεώργιο Καρτάλη. Στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης ήταν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Η οργάνωση έφτασε να έχει 1.000 μαχητές και να εκπροσωπείται στο γενικό αρχηγείο των ανταρτικών οργανώσεων μαζί με τον ΕΔΕΣ και τον ΕΛΑΣ, με τους οποίους μέχρις ενός σημείου συνεργαζόταν. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην περιοχή της Φωκίδας. (Σ.τ.ε.) 15 «Ο λόχος Πατυχάκη του 5/42 φύλαγε τη διάβαση της Αμπλιανης στη μάχη με τους Γερμανούς στο 51ο χλμ. Άμφισσας -Γραβιάς την 1η Φεβρουαρίου 1944. Κατά τη διάρκεια της μάχης οι Γερμανοί αποπειράθηκαν να τους κυκλώσουν. Ο λόχος αυτός μη έχοντας τις απαιτούμενες δυνάμεις, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και στη συνέχεια στρατοπέδευσε στη Σεγδίτσα όπου και του ανατέθηκαν αποστολέ ς παρακολούθησης των κινήσεων των Γερμανών. Με την προέλαση των Γερμανικών δυνάμεων αποτραβήχτηκε στις Καρούτες το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου 1944 και την επόμενη μέρα επέστρεψε ξανά στη Σεγδίτσα λόγω της σφοδρής χιονόπτωσης», Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ. 149. (Σ.τ.ε.) 16 Τα μεταλλεία βωξίτη, κατά τη διάρκεια της κατοχής, είχαν πέσει στα χέρια των Γερμανών και αποτελούσαν περιουσία τους. Γι’ αυτό το λόγο στις 30 Μαρτίου 1943 σαμποτέρ ανατίναξαν τα μεταλλεία βωξίτη του Ελευθεροχωρίου, πάνω από τη Γραβιά. Ήταν πάγια τακτική των Γερμανών να παίρνουν υπό την εξουσία τους, σε κάθε χώρα που καταλάμβαναν, τα εργοστάσια, τα ορυχεία, τα μεταλλεία και να τα χρησιμοποιούν για τις πολεμικές τους ανάγκες. (Σ.τ.ε.) «Τα ορυχεία και τα εργοστάσια του Βελγίου και της βόρειας Γαλλίας, τα κανάλια της Ολλανδίας, τα ορυχεία νικελίου της Φιλανδίας, τα μεταλλεύματα των Βαλκανίων, οι πετρελαιοφόρες περιοχές της Ουγγαρίας βρίσκονταν υπό την εξουσία του Χίτλερ». H. Trevor-Roper, Χίτλερ-Οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 179. (Σ.τ.ε.) 17 «Κατά την μάχη στο 51ο χλμ. συνελήφθησαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες του 5/42 Αθανάσιος Λάζος και Κ. Κυριάκης, οι οποίοι αργότερα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης», Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σελ. 148. (Σ.τ.ε.) 18 Στο χωριό Καρούτες κατέφυγαν πολλοί Αμφισσιώτες λίγο πριν γίνει κατάληψη της Άμφισσας από τους Γερμανούς την 1η Φεβρουαρίου 1944. Επίσης εκεί μετακινήθηκε βιαστικά και το επιτελείο του 5/42 με τους εφοδιασμούς του. Μετακινήθηκε επίσης και το Ορεινό Χειρουργείο του Συν/τος με επικεφαλής τον ιατρό Παυλοστάθη Ι. Εκεί υπήρχαν ήδη δυνάμεις ανταρτών και άντρες των συμμαχικών δυνάμεων. Σ’ ένα πλάτωμα, κοντά στην Καψίτσα, όπου βρισκόταν το «αεροδρόμιο» των Καρουτών γίνονταν ρίψεις τροφίμων και πολεμικού υλικού για τους αντάρτες και φυλάσσονταν από Άγγλους λοχίες της συμμαχικής αποστολής. Αυτοί οι Άγγλοι συνελήφθησαν

14


μια καλύβα στο κτήμα μας στη θέση Κάμινος. Τα άλευρα που υπήρχαν στο φούρνο τα πήγαμε στο σπίτι, τα δε βιβλία που έγραφα την κουραμάνα προς τους λόχους, τα τρύπωσα στο υπόγειο σε μια τρύπα και την έκλεισα μπροστά, γιατί εάν τα έβρισκαν, θα βλέπανε τη δύναμη των λόχων. Εγώ με το Γιώργο καταλήξαμε σε μια καλύβα στο άκρο του βουνού προς Σκαλούλα, ονόματι Λελήγγου. Είχε ρίξει χιόνι και μάσαμε ξύλα και ανάψαμε φωτιά. Μια ομάδα από το λόχο Πατυχάκη που επέστρεψε από τη μάχη στο 51° χλμ., βρέθηκε στο Λιανοκλάδι. Μεταξύ αυτών ήταν και ο αδερφός μου Σπύρος και κανόνιζαν προς τα πού να κάμουν. Ήταν περίπου 10 άτομα και αποφάσισαν να πάνε προς τις Καρούτες. Ο μόνος που διαφώνησε ήταν ο αδερφός μου και μέσω τοποθεσίας «Καλούτσικο» κατέβηκε στη θέση Κάμινος και πήγε στην καλύβα που έχουμε στο κτήμα μας και βρήκε εκεί και τον αδερφό μου Hλία. Aπό την ομάδα που ανηφόρισε, δεν έμεινε κανείς. Δύο έχασαν το δρόμο και περιπλανήθηκαν στο χιόνι με αποτέλεσμα να πεθάνουν, οι Δημήτριος Κρανάκης και Αθανάσιος Κέντρος, οι δε υπόλοιποι ήλθαν στις Καρούτες στην καλύβα που μένανε οι Τριάντης Λάμπρος, Αλέκος Τραχανάς και άλλοι, δεν τους θυμάμαι όλους. Ήταν βρεγμένοι, εναπόθεσαν τον οπλισμό τους στον τοίχο και κάθισαν μπροστά στο τζάκι να στεγνώσουν. Όπως έμαθα μετά, οι Γερμανοί όταν ήλθαν στην Άμφισσα, το πρώτο κτήριο που πήγαν ήταν το αρτοποιείο μας, το άνοιξαν, το ερεύνησαν, πλην όμως δεν βρήκαν τίποτα. Κοίταξαν να βρούνε τα βιβλία αλλά τα είχα εξαφανίσει όπως ανέφερα. Πηγαίνουν στο σπίτι και λένε στη μητέρα μου «που είναι τα παιδιά;» Απαντά η μητέρα μου ότι «είναι στην Αθήνα». «Δεν είναι στην Αθήνα, ξέρουμε πού είναι» είπαν και έφυγαν. Φάνηκε ότι κάποιος τους είχε ήδη ενημερώσει, ότι τα αδέρφια μου είχαν ενταχθεί στις αντιστασιακές ομάδες και ότι προμηθεύαμε με ψωμί τους αντάρτες. Στο σπίτι είχαμε ένα όπλο παλαιό, από τον πάτερα μου (γκρας). Στο αρτοποιείο είχαμε έναν υπάλληλο από την Αγία Ευθυμία, ονόματι Παύλου (ή Πάτας). Η μητέρα μου του δίνει το όπλο, τον κατεβάζει στο ποτάμι που είναι μπροστά στο σπίτι μας, για να το πετάξει μακριά στις ελιές. Πλην όμως αυτός το παίρνει και έρχεται στις Καρούτες. Όταν τον είδα με το όπλο στο χέρι, τον έβαλα πόστα γιατί ήλθε με τέτοιο καιρό. Τον πηγαίνω σε μια καλύβα για να κοιμηθεί. 'Ήταν Σάββατο 5 Φεβρουαρίου βράδυ και ξημέρωνε Κυριακή. Στο σχολείο είχαν συγκεντρωθεί ορισμένοι αντάρτες και συνεννοούνταν τι θα κάνουν. Ο Κώστας Ταλάντης (Πατσαντάρας) έλεγε ότι έρχονται Γερμανοί. Φαίνεται ότι πέρασε ανάμεσα από τους Γερμανούς, αλλά δεν τον πείραξαν για να μην προδοθούν. Ο Ταλάντης όμως είδε τα πατήματα γι' αυτό επέμεινε. Οι Γερμανοί φορούσαν λευκές ενδυμασίες επειδή είχε χιόνι και δεν φαίνονταν. Κατεβαίνει ο αδελφός μου ο Γιώργος στο σχολείο και βλέπει τους άλλους να φεύγουν, έρχεται στην καλύβα και μας αναφέρει τα συμβαίνοντα. Ο Τριάντης και άλλοι που είχαν έλθει, μας λένε «μην ακούτε τον Ταλάντη». Αλλά οι Γερμανοί ήταν δίπλα. Μόλις πάει να βγει ο Λελήγγος, ακούμε φωνές, τον χτυπούσαν οι Γερμανοί και αμέσως μπαίνουν μέσα με τα αυτόματα έτοιμα. Και από εκεί και πέρα αρχινάει η περιπέτειά μου. Ένας, ένας βγαίναμε από την καλύβα, μας χτυπούσαν με το βούρδουλα και μας ρίξανε χάμω. Από επάνω μας οι στρατιώτες με τα αυτόματα, έβαλαν με πολυβόλα προς το απέναντι βουνό με τροχιοδρομικές σφαίρες. Είχε φεγγάρι και στο χιόνι φαίνονταν κάθε κίνηση. Αυτοί που ήτανε στο σχολείο και έκαναν προς τα κάτω γλιτώσανε, γιατί δεν το είχαν πιάσει οι Γερμανοί. Ενώ αυτοί οι τρεις που έκαμαν προς Άμφισσα, οι Γιάννης Φαρόπουλος, Γιάννης Γιδόγιαννος και Δημήτριος Ζαχαρόπουλος τους σκότωσαν οι Γερμανοί με τα πυροβόλα τους.

πρώτοι στο «αεροδρόμιο» και στη συνέχεια έγινε η κατάληψη των Καρουτών, δύο μέρες μετά την κατάληψη της Άμφισσας, από τους Γερμανούς. Επίσης έτερο «αεροδρόμιο» για ρίψεις εφοδίων λειτουργούσε στους Πενταγιούς. Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, σε λ. 149-150. (Σ.τ.ε.)

15


Ξημερώνοντας, μας μετέφεραν σε ένα καμένο σπίτι ψηλό, να μη μπορούμε να φύγουμε και όποιον έπιαναν τον έφερναν εκεί. Είχαν πιάσει και τους Εγγλέζους 19 που βρίσκονταν από καιρό εκεί και βοηθούσαν στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Περάσαμε όλη τη μέρα εκεί μέσα και το απόγευμα μας έβγαλαν έξω και μας βάλανε κατ' άνδρα. Μας φόρτωσαν από ένα γυλιό των στρατιωτών και η διάταξη της πομπής ήταν ένας Γερμανός και ένας από εμάς, οπότε ήταν αδύνατη η απόδραση. Βέβαια τα όπλα τα χρεώθηκε ο κάθε ένας, είχαν πάρει τα ονόματα. Εμένα βέβαια δεν μου βρήκαν τίποτα. Άλλοι είχαν όπλα και πολεμικό εξοπλισμό. Ο Ανδρέας Παύλου (Πάτας) που ήταν στην αχυρώνα, έμεινε όλη τη μέρα κάτω από τα λατσούδια και το απόγευμα μόλις ήτανε να φύγουμε, βγήκε από τον αχυρώνα με το όπλο στο χέρι. Απ' έξω ήταν ο γερμανός σκοπός οπότε τον πιάνει και μπήκε στη γραμμή και αυτός. Είμαστε άυπνοι δύο μέρες, περπατάγαμε τρικλίζοντας, πρέπει να μας κατέβασαν από την «Σωτήρο20». Ο πρώτος σταθμός ήταν απέξω από το εμπορικό του Φαρόπουλου νυν χασάπικο Κουτσόμπολη δίπλα στη Μητρόπολη της Άμφισσας. Μας έβαλαν όρθιους και να κοιτάζουμε προς τον τοίχο, αυτή ήταν η τακτική των Γερμανών. Μετά μας πήγανε στο Μαρκίδειο Δημοτικό σχολείο, στον επάνω όροφο, και φέρανε τον Αβραμίκο, πρόεδρο της Κοινότητας Άμφισσας για διερμηνέα. Μας πήραν καταθέσεις. Εγώ βέβαια ήμουν σίγουρος ότι θα με απέλυαν. Είχανε πιάσει αρκετούς Αμφισσείς και ανάμεσα σ’ αυτούς και τον Αχιλλέα Τριάντη, αδελφό του Λάμπρου. Όταν είδα ότι τον άφησαν, περίμενα να ακούσω και εγώ το όνομά μου, πλην όμως αυτό δεν έγινε ποτέ. Δεν μου είχαν βρει ούτε όπλο, ούτε τίποτα άλλο που να αποδείκνυε τη συμμετοχή μου στην αντίσταση. Είχα πάλι αυτή την αίσθηση ότι ήταν ενημερωμένοι από κάποιους, για το ποια άτομα έπρεπε να κρατήσουν. Την άλλη μέρα, δεν θυμάμαι τώρα, μας βάλανε σε μια κλούβα προς άγνωστη κατεύθυνση. Βέβαια φέρανε και άλλους από Αγία Ευθυμία, όπως τον Καργιαμπά και τον Μπιτσιραλέξη και άλλους που δεν θυμάμαι. Μας έφεραν ρούχα για τον ύπνο και η μητέρα μου έφερε κουρελού και κουβέρτα και καταλήξαμε στο Σφαγείο του Χαϊδαρίου21. Την πρώτη μέρα μας πλησίασε η οργάνωση του Ε.Α.Μ. 22 και μας ενημέρωσε τι θα τραβήξουμε κατά την ώρα των ανακρίσεων στη Μέρλιν23 (κτίριο στην οδό Μέρλιν στην Αθήνα πoυ γίνονταν τα βασανιστήρια των κρατουμένων, προκειμένου να προδώσουν). 19

«Στην Παρνασσίδα πραγματοποιούνταν μυστικές επαφές με αποστολές αξιωματικών των Συμμάχων (κυρίως Βρετανών) και έφταναν πολεμοφόδια, τα οποία ρίπτονταν σε απρόσιτα σημεία της Γκιώνας. Χάρη σ’ αυτές τις ρίψεις κατόρθωσαν να εφοδιαστούν οι αντάρτικες ομάδες του Νομού Φωκίδας. Οι πρώτες ρίψεις άγγλων αλεξιπτωτιστών στις Καρούτες έγιναν στις 1 Οκτωβρίου του 1942.» Π. Καλονάρος, Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης, σελ. 244. 20 Βυζαντινός Ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος του 11 ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή της Άμφισσας. (Σ.τ.ε.) 21 Οι πρώτες εγκαταστάσεις στρατώνων στο Χαϊδάρι δημιουργήθηκαν το 1936 επί Ι. Μεταξά. Τα επόμενα χρόνια λειτουργούσε σαν στρατόπεδο εκπαίδευσης στρατιωτών ή στρατοπέδευσης στρατευμάτων. Αμέσως μετά την κατάληψη της Αθήνας (27 Απριλίου 1941) από τους Γερμανούς, το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη χερσαία Ελλάδα αφήνοντας το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, το οποίο κατά την περίοδο αυτή λεηλατήθηκε. To στρατόπεδο παρέμεινε έρημο έως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1 943, όταν οι Ιταλοί μετέφεραν από τη Λάρισα τους πρώτους κρατούμενους. Μεταξύ αυτών υπήρχαν 243 κομμουνιστές που κρατούνταν στην Ακροναυπλία από την εποχή του Μεταξά, είκοσι Αναφιώτες, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί από τις φυλακές Αβέρωφ στη Λάρισα, και 327 κρατούμενοι των Ιταλών. Μεταξύ των τελευταίων υπήρχαν και τέσσερις γυναίκες. Από τον Οκτώβριο του 1943 και εξής στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι, συλληφθέντες είτε σε μπλόκα, είτε από την Γκεστάπο. Οι τελευταίοι αρχικά οδηγούνταν στο αρχηγείο των S.S. στην Αθήνα, το διαβόητο κτήριο της οδού Μέρλιν, προκειμένου να ανακριθούν, ή και να βασανιστούν. Στη Μέρλιν συντάσσονταν τα φυλακιστήρια για το Χαϊδάρι, καθώς και οι καταστάσεις των εκτελέσεων. Γύρω στα τέλη τ ου 1943 οι κρατούμενοι έφτασαν τους χίλιους διακόσιους. Ο μεγαλύτερος αριθμός κρατουμένων σημειώθηκε τον Αύγουστο του 1944 εξαιτίας των πολλαπλών μπλόκων και των μαζικών συλλήψεων που διενεργούσαν κατά την περίοδο αυτή τα S.S. To στρατόπεδο λειτούργησε έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 1944, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να αποσύρονται από τα ελληνικά εδάφη. Υπολογίζεται ότι από αυτό πέρασαν συνολικά πάνω από 21.000 κρατούμενοι. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι Εβραίοι, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου : http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.) 22 Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ ιδρύθηκε στην κατεχόμενη Αθήνα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Όπως αναφέρεται στο Ιδρυτικό, σκοπός του ΕΑΜ ήταν «...η απελευθέρωση του Έθνους από τον ξένο ζυγό...» και «...η κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, όπως αποφανθεί περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του...». Στο Ιδρυτικό επίσης αναφερόταν ότι «...το ΕΑΜ θα ασχοληθεί με την διατήρηση ακμαίου του απελευθερωτικού πνεύματος του ελληνικού λαού [...] με την εξασφάλιση κατά το δυνατόν μιας συνεργασίας με τους άλλους λαούς οι οποίοι αγωνίζονται κατά των δυνάμεων το υ Άξονος...». Στις 28 Οκτωβρίου του 1941 με εντολή του ΕΑΜ ο λαός της Αθήνας, ο οποίος ήταν και εξαθλιωμένος από την κατοχική πείνα, βγήκε στους δρόμους για να πανηγυρίσει το έπος του ελληνικού λαού στα βουνά της Αλβανίας. Ακολούθησαν απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις που έκαναν τους κατακτητές να καταλάβουν ότι απέναντί τους πλέον είχαν ένα ξεσηκωμένο έθνος. Ο χειμώνας του 1941 σκότωσε στους δρόμους της Αθήνας πάνω από 250 χιλιάδες ανθρώπους από την πείνα, εξαιτίας της δέσμευσης προμηθειών από τον

16


Το κτίριο της οδού Μέρλιν 6 στο κέντρο της Αθήνας, την περίοδο της κατοχής

Αυτοί που είχαν ήδη περάσει από το κτίριο της Μέρλιν με ενημέρωσαν : «Εάν προδίνεις, μας είπαν, τόσο θα σε υποβάλλουν σε βασανιστήρια για να ομολογήσεις και άλλα και στο τέλος σε σκοτώνουν». Ενώ, όταν πεις από την αρχή ότι δεν ξέρεις τίποτα, θα φας ορισμένο ξύλο, αλλά κάποτε θα σταματήσουν. Από τη γειτονιά μας είχαν πιάσει την Τασούλα Κακκανά, ανταρτίνα του Ε.Α.Μ. αλλά δεν της βρήκαν τίποτα επάνω της, τον μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο, τον Ιωάννη Σούφρα καθώς και τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο. Σημειωτέον ότι εγώ ήμουν 16 ετών, μαθητής της 4ης οκταταξίου και ο Σούφρας πρέπει να ήταν 2-3 χρόνια μεγαλύτερός μου, γιατί το καλοκαίρι 1943, είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Στο Χαϊδάρι μας τοποθετήσανε σε ένα κτήριο και από την άλλη μέρα άρχισε η μεγάλη ταλαιπωρία. Επί 12 ώρες τροχάδην να μεταφέρουμε πέτρες από τη μια μεριά στην άλλη. Μας δώσανε τενεκέδες για να μαζεύουμε ό,τι υπάρχει χάμω, μέχρι μικρά πετραδάκια24, φτάνει να μην

είσαι όρθιος, αλλά πάντοτε σκυμμένος. Μετά από 3- 4 μέρες ένα πρωί, μας λένε οι παλαιότεροι ότι σήμερα θα πάρουν για εκτέλεση. - «Που το καταλάβατε;» ρωτήσαμε. - «Δεν βλέπετε πολυβόλα στις σκοπιές;» μας απάντησαν Τότε πήραμε το πρώτο μάθημα για τις εκτελέσεις 25 και μετά τους ρωτάω: κατοχικό στρατό. Το ΕΑΜ συνέχισε και άπλωσε τη δράση του σε όλη την Ελλάδα, προχωρώντας επίσης στον ένοπλο πλέον αγώνα με τον κλάδο του ΕΛΑΣ. Το Μάιο του 1942 ο Άρης Βελουχιώτης μαζί με άλλους εννέα συντρόφους του έκανε την εμφάνισή του στη Δομνίστα της Ευρυτανίας και μίλησε για τον ένοπλο αγώνα που ξεκίνησε ο ΕΛΑΣ. Παράλληλα με τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ, το ΕΑΜ ξεκίνησε την προσπάθειά του για δημιουργία κράτους (το οποίο στη μετέπειτα φρασεολογία της Αριστεράς έμεινε γνωστό ως «Ελεύθερη Ελλάδα») σε περιοχές της υπαίθρου. Λίγους μόλις μήνες μετά, μια νέα κατάσταση διαμορφώθηκε στην ελληνική ύπαιθρο. Καθιερώθηκε ένα είδος τοπικής αυτοδιοίκησης. Άρχισε η λειτουργία των σχολείων, πατάχθηκαν οι ληστείες και οι ζωοκλοπές. Λειτούργησαν επίσης και τα λαϊκά δικαστήρια, με δικαιοδοσία να επιβάλλουν και την θανατική ποινή. Μια «Νέα Ελλάδα» σχηματίστηκε πάνω στα βουνά. Το 1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης διοργάνωσε εκλογές στις οποίες πήραν μέρος πάνω από 1.000.000 άτομα, μεταξύ αυτών και γυναίκες και νέοι άνω των 18 ετών. Η δράση του ΕΑΜ στις απελευθερωμένες περιοχές χαρακτηρίστηκε και από συγκρούσεις με άλλες οργανώσεις, όπως η Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση, αλλά και με τον ΕΔΕΣ του στρατηγού Ζέρβα, με την κατ’ αυτούς αιτιολογία για τους μεν πρώτους ότι είχαν κακοποιό δράση στην περιοχή που έλεγχε ο ΕΛΑΣ, για τους μεν δεύτερους ότι η δράση τους ήταν προδοτική. (Σ.τ.ε.) 23 Το Μέγαρο της οδού Μέρλιν 6, στο κέντρο της Αθήνας, ολοκληρώνεται το 1938 κι από τότε μετρά επιτάξεις: από του ς Γερμανούς κατακτητές, το ΕΑΜ, τους Άγγλους αργότερα κ.ά. Στις 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα και επιτάσσουν μέσα σε μ ία εβδομάδα μεγάλο μέρος του. Στα δυο υπόγεια, που είχαν χρήση αντιαεροπορικού καταφυγίου, έξι μέτρα κάτω από τη γη, η ναζιστική διοίκηση (Κομαντατούρ) εγκαθιστά τα κρατητήριά της από το 1941 έως το 1944. Οι συμπαγείς σιδερένιες πόρτες και τα διπλά σιδερένια παράθυρα στους φωταγωγούς «κρύβουν» τις κραυγές των κρατουμένων. Τα καταφύγια επικοινωνούσαν με εσωτερικό κλιμακοστ άσιο και τα οξυγονοκολλημένα πορτόφυλλά του προδίδουν την εσκεμμένη παρεμπόδιση της επικοινωνίας. Εκεί φυλακίστηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια πολλοί Έλληνες. Στους τοίχους των υπόγειων μπουντρουμιών οι κρατούμενοι άφησαν τα σημάδια της φρίκης που έζησαν, με αιχμηρά αντικείμενα, ενίοτε και με τα ίδια τους τα νύχια. (Σ.τ.ε.) Οι κρατούμενοι στο Χαϊδάρι ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν αγγαρείες σε καθημερινή βάση που σταδιακά αυξάνονταν και γίνονταν πιο σκληρές. Ταυτόχρονα, αυξανόταν και η αγριότητα του διοικητή και των φαντάρων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη των εργασιών. Οι εργασίες σχετίζονταν με επισκευές, καθαρισμούς και καλλωπισμό των κτηρίων του στρατοπέδου. Βέβαια, λίγες φορές οι αγγαρείες ε ίχαν λογικοφανή σκοπό. Ο Radomski (διοικητής του στρατοπέδου) και οι άνδρες του υποχρέωναν τους κρατουμένους να σκάβουν λάκκους με τα χέρια και έπειτα να τους ξαναγεμίζουν, η να σχηματίζουν σωρούς από μπάζα και έπειτα να τα ξανασκορπίζουν. Ο κρατούμενος δημοσιογράφος Νίκος Ρανταμάνης αναφέρει:«Ο σκοπός του Radomski δεν ήταν να εξωραΐσουμε το εσωτερικό του Χαϊδαρίου, αλλά να παιδευόμαστε άσκοπα για να ικανοποιούμε τον σαδισμό του. "Ράβε, ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει". Π.χ. τον πελώριο λάκκο που γεμίσαμε με τα νύχια μας, τον ξαναδειάσαμε και ξαναγεμίσαμε τρεις φορές. Ένα άλλο βουνό από πέτρες, που έφταναν να χτίσεις δύο πολυκατοικίες, τις μεταφέραμε κάπου δέκα φορές από σημείο σε σημείο. Στίβες από άμμο τις κουβαλούσαμε με τις χούφτες πότε εδώ και πότε εκεί. Κάτι πεζούλια, που χτίσαμε από την κεντρική είσοδο ως το 15, τη μία μέρα τα φτιάχναμε, την άλλη τα γκρεμίζαμε με διαταγή του Radomski. Ο υποκόπανος των φρουρών και η νηστεία ξεθύμαιναν στις πλάτες και τα στομάχια μας». Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου : http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.) 25 Η πρώτη εκτέλεση στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου έλαβε χώρα στις 7 Δεκεμβρίου 1943 το απόγευμα. To θύμα ήταν ο Ισραηλίτης Λευή από τα Ιωάννινα (έφεδρος υπολοχαγός του ελληνικού στρατού) ο οποίος εκτελέστηκε από τον ίδιο τον Radomski (διοικητή του 24

17


- Παίρνουν αυθαίρετα από του μπουλούκι; - 'Όχι, έρχεται πίνακας από τα κεντρικά γραφεία, από τη «Μέρλιν», μας λένε. Πράγματι πήραν 50 πατριώτες για εκτέλεση. Αυτό γινότανε τουλάχιστον κάθε 2-3-4 φορές την εβδομάδα. 'Όταν σκοτώνανε ένα Γερμανό στην Αθήνα, την άλλη μέρα έπαιρναν από το κοπάδι και εκτελούσαν. Δηλαδή είχαμε 24 ώρες προθεσμία ζωής. Αντιμετώπισα μια κατάσταση πολύ τραγική και είδα ανθρώπους να τρελαίνονται, να αυτοκτονούν και εγώ να τα έχω χαμένα. Πολλές φορές ερχόμουν σε απόγνωση αλλά από κάτι έπαιρνα κουράγιο. Μου είχε δώσει η μητέρα μου την Αγία Επιστολή26 και την εικόνα της Παναγίας. Μετά από δύο μήνες που μας έπιασαν οι Γερμανοί, ήλθαν 2 άγνωστα άτομα στη μητέρα μου εις το σπίτι και της λένε, «εάν θέλεις να δεις τα παιδιά σου έχουμε το μέσον να τα ελευθερώσουμε. Πρέπει όμως να μας δώσεις χίλιες (1.000) χρυσές λίρες». Η μητέρα μου τους λέει να έρθουν μετά από δύο ημέρες. Ήθελε να συμβουλευτεί τον Ηλία Aραπόπoυλο, δικηγόρο και Δημήτριο Σεργουνιώτη, ιατρό. Δεν την άφησαν να πληρώσει, γιατί θα τη γελούσαν. Βέβαια δεν είχε αυτά τα χρήματα. Θα πουλούσε τρία ελαιοκτήματα για να συμπληρώσει αυτό το ποσόν. Ήλθαν μετά από δύο ημέρες και τους είπε η μητέρα μου ότι δεν έχει καθόλου χρήματα να τους δώσει. Οπότε έφυγαν. Εκτός από τους δεξιούς συλληφθέντες, όπως προανέφερα, είχαν πιάσει και αριστερούς, τους οποίους ξέραμε. Οι αριστεροί φοβόντουσαν μήπως τους προδώσουμε. Είχαμε συνεννοηθεί, όμως, όλοι, ό,τι και να μας κάνoυν, να μην προβούμε σε προδοσία. Έρχεται ο μπάρμπα-Ηλίας Σπανόπουλος και με παρακάλεσε να μην τον προδώσω, επειδή είχε προηγηθεί μια φασαρία με τη μητέρα μου. Ήταν στην επιτροπή εράνου, όπου μαζί με τον καπετάνιο Σφέτσο επιτάσσανε ελαιόκαρπο από τα σπίτια, για τον αγώνα του ΕΛΑΣ και μας είχαν πάρει 2 τόνους ελιές και είχε γίνει μεγάλη φασαρία με τη μητέρα μου. Την ώρα που τις έπαιρναν, έτυχε να είμαι παρών και άκουσα τον άσχημο διάλογο μεταξύ μητέρας μου και μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλου. Εγώ του απάντησα «ό,τι και να μου κάνουν, δεν πρόκειται να προδώσω Έλληνα, ασχέτως ιδεολογίας και διαφορών μεταξύ μας. Δίκιο είχες και εσύ που πήρες τις ελιές για τον αγώνα του (ΕΛΑΣ). Έτσι έπρεπε να γίνει. Εγώ ενέκρινα να τις πάρετε, καθησύχασα μετά την μητέρα μου. Αλλά και εκείνη είχαν ματώσει τα γόνατά της να τις μάσει». Το βάρος το έριχναν σε εμένα οι αριστεροί, επειδή ήμουν μικρός, ότι με το ξύλο θα έσπαγα και θα άρχιζα τις αποκαλύψεις. Έτσι έστειλαν τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη 27, τον διερμηνέα που είχαν οι Γερμανοί και που βρισκόταν στη φυλακή από το 1936. Ο Σουκατζίδης ήταν Ακροναυπλιώτης28 και τον έβαλαν να μου πει ορισμένα πράγματα, που θα αντιμετωπίσω στην εδώ παραμονή και εν Ναπ. Σουκατζίδης στρατοπέδου κατά τα έτη 1943-1944) με την αιτιολογία ότι επιχείρησε να αποδράσει. Στόχος της δολοφονίας αυτής, καθώς και των υπόλοιπων αγριοτήτων του ταγματάρχη Radomski, δεν ήταν τόσο να τιμωρήσει τον Λευή, όσο να αποτρέψει τις αποδράσεις των κρατουμένων. Μετά τη δολοφονία του Λευή, ακολούθησαν πολυάριθμες ομαδικές εκτελέσεις στο Χαϊδάρι. Αναφέρεται ότι εκτελέστηκαν συνολικά 1.800 κρατούμενοι, ενώ 300 ακόμη θανατώθηκαν στις ανακρίσεις στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν στο κέντρο τη ς Αθήνας και στο Χαϊδάρι. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχαν τουλάχιστον 30 γυναίκες, 104 ανάπηροι πολέμου, 190 φοιτητές και 40 μαθητές. Η πλέον μαζική εκτέλεση ήταν αυτή των 200 Ακροναυπλιωτών την 1η Μαΐου 1944 στην Καισαριανή. Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου : http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.) 26 Βιβλίο που περιείχε ύμνους και προσευχές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. (Σ.τ.ε.) 27 Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν κομμουνιστής. Γεννήθηκε στην Προύσα το 1909. Ο Σουκατζίδης ήρθε στην Ελλάδα, στην Κρήτη, με την οικογένειά του, δεκατριάχρονο παιδί, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τελείωσε το σχολείο στο Ηράκλειο, έμαθε καλά γερμανικά, δούλεψε ως εμποροϋπάλληλος και έγινε συνδικαλιστής. Με τη δικτατορία του Μεταξά συνελήφθη, εξορίστηκε και κατόπιν κλείστηκε στην Ακροναυπλία. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα ο Σουκατζίδης, μαζί με τους περισσότερους Ακροναυπλιώτες, παραδόθηκε στις αρχές Κατοχής. Οι ναζί τον έστειλαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Έμαθαν ότι γνωρίζει γερμανικά και τον επιστράτε υσαν για να κάνει τον διερμηνέα. Ο Ναπολέων το δέχτηκε για να διευκολύνει, όσο περνούσε απ΄ το χέρι του, τους συντρόφους του. (Σ.τ.σ.) 28 Πρόκειται για φυλακές που βρίσκονταν στο Ναύπλιο. Στις 16 Φλεβάρη του 1937 το καθεστώς του Μεταξά ίδρυσε τις «Κομμουνιστικές Φυλακές Ακροναυπλίας» και «άνοιξε» την λειτουργία τους με ομάδα κρατουμένων από τον Πειραιά. Εκεί η Ασφάλεια έστελνε αυτούς που θεωρούσε στελέχη του κομμουνιστικού κινήματος, τους «επικίνδυνους κομμουνιστάς», αλλά και όσους θεωρούσε ως «υπόπτους αποδράσεως» από άλλες φυλακές. (Σ.τ.ε.)

18


συνεχεία στην ανάκριση. Αυτή ήταν η τακτική για όλους τους καινούριους κρατούμενους του Χαϊδαρίου. Τov άκουσα με προσοχή και του υποσχέθηκα ότι «δεν πρόκειται να προδώσω Έλληνα. Ας με βασανίσουν και ας με εκτελέσουν». «Πρόσεχε, σε κάθε αποστολή ρίχνουν πράκτορες (Ράλληδες) και πλησιάζουν ορισμένους κρατουμένους. Έχουν πάρει εντολή από τα SS για να τους αποσπάσουν ομολογίες σχετικά με «κομμουνιστές», ή άλλα άτομα που αναζητούν». Πράγματι ένα βράδυ, εκεί που καθόμουνα, έρχεται ένας τύπος κοντός με δεμένο το κεφάλι, φαινόταν ότι τον είχαν χτυπήσει οι Γερμανοί, και μου έπιασε κουβέντα. Αφού μου είπε πολλά για την δράση του ως αντιστασιακός, στο τέλος μου λέει ότι «και εσύ κάπου θα ήσουν εις την ΕΠΟΝ29, για να σε φέρουν εδώ». Του έδωσα την απάντηση που έπρεπε και έφυγε. Αμέσως ενημέρωσα και τους υπόλοιπους να προσέχουν. Το πρωί γυρνούσα να τον δω, δια να τον υποδείξω και στους άλλους, αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Ένας Γερμανός στρατιώτης που μας επέβλεπε εν ώρα εργασίας, ήταν πολύ μοβόρος. Είχε ένα βούρδουλα εις το χέρι και με το παραμικρό χτυπούσε. Ήταν Κροάτης, κοντός στο ανάστημα και τον λέγαμε «Koυλoχέρη». Τον είχαμε καταραστεί, να του «κουλαθεί το χέρι». Ευτυχώς είχαμε τον καλό άνθρωπο, τον Ναπολέοντα, που μας βοηθούσε στις δύσκολες στιγμές, τον οποίον εκτέλεσαν την 1 η Μαΐου 1944. Μόλις απoμακρύνετo αυτός ο μοβόρος στρατιώτης, μας έκανε νόημα να σηκωθούμε όρθιοι, εκεί που ήμαστε σκυμμένοι να μαζεύουμε τα πετραδάκια. Μας είχε δώσει ένα σύνθημα (ΣYPMA) «μόλις το ακούσετε αμέσως θα σκύψετε». Tο πρώτο καψόνι που μας έκανε ήταν να φορτωθούμε από μια πέτρα, σχετικά λίγο βαριά, στην πλάτη και τροχάδην, βέβαια όχι όλη μέρα και για λίγες ημέρες. Πoλύ υπέφεραν αυτοί που φέρανε από μια αποστολή, με το μπλόκο της Κοκκινιάς, τους ταλαιπωρούσαν επί πολλές ημέρες. Μια μέρα, εκεί που τρέχαμε φορτωμένοι με την πέτρα στην πλάτη, μπροστά μου ήταν ένας από την Αγία Ευθυμία, ονόματι Μπιτσηραλέξης, και έπεσε με την πέτρα χάμω. Εγώ αμέσως τον σηκώνω, του φορτώνω την πέτρα και συνεχίσαμε. Αλλά ο Γερμανός με είδε που έκανα αυτή τη χειρονομία και ήρθε και μου έδωσε αρκετές βουρδουλιές, καθ' ότι όποιος έπεφτε έτρωγε αρκετό ξύλο. Δέκα ημέρες προτού με πάρουν για ανάκριση, φέρανε έναν άνθρωπο δίπλα μoυ εκεί που κοιμόμουνα, μαύρο από το ξύλο. Όλο το σώμα του, το πρόσωπό του, το ένα μάτι του μόνο άνοιγε λίγο και το ένα χέρι του κουνούσε λίγο. Δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα του να φάει φαγητό. Μου έκανε νόημα για νερό, αλλά ούτε γι’αυτό μπορούσε να ανοίξει το στόμα του. Τότε, κόβω από το πουκάμισό μου ένα κουρέλι. Στη συνέχεια το έβρεχα και το έβαζα στο στόμα του. Με ευχαριστούσε κουνώντας το χέρι του. Μετά από 4 ημέρες πέθανε. «Θεέ μου», σκέφτηκα, «αν πρόκειται να με κάνουν έτσι, καλύτερα Άποψη των κρατητηρίων της οδού Μέρλιν 6 όπως ήταν τη δεκαετία του ‘90

Η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (Ε.Π.Ο.Ν.) υπήρξε κατά τη διάρκεια της Κατοχής η πιο μαζική αντιστασιακή οργάνωση νέων. Ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 23 Φεβρουαρίου 1943 σε μυστική σύσκεψη αντιπροσώπων νεανικών οργανώσεων της εποχής. Στην ίδρυσή της συμμετείχαν οι πολιτικές οργανώσεις: Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Νέων (ΕΑΜΝ), Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος (ΟΚΝΕ), Σοσιαλιστική Επαναστατική Πρωτοπορία Ελλάδος (ΣΕΠΕ), Αγροτική Νεολαία Ελλάδος, Λαϊκή Επαναστατική Νεολαία, οι αντιστασιακές οργανώσεις της Αθήνας: Λεύτερη Νέα, Φιλική Εταιρεία Νέων και Ενιαία Εθνικοαπελευθερωτική Νεολαία, οι αντιστασιακές οργανώσεις της επαρχίας: Ένωση Νέων Αγωνιστών Ρούμελης και Θεσσαλικός Ιερός Λόχος και η οργάνωση μαθητών Ενιαία Μαθητική Νεολαία. (Σ.τ.ε.) 29

19


να με πάρουν ένα πρωινό να με εκτελέσουν». Το περίεργο ήταν ότι πήραν από δίπλα μoυ έναν άλλον και έβαλαν αυτόν για εκτέλεση. Ο Ναπολέων, με είχε συμπαθήσει διότι ήμουν ο μικρότερος και συνεχώς μου έδινε θάρρος. Μόλις όμως είδε και μου φέρανε αυτόν δίπλα μου, τον είδα ανήσυχο λέγοντας, «άκου μικρέ, όπως βλέπω σου κάνουν ψυχολογικό πόλεμο, σε προετοιμάζουν για την ανάκριση. Να μη φοβηθείς. Εδώ που είμαστε το μόνο που μπορούν να μας κάνουν είναι να μας σκοτώσουν. Πρόσεξε, μου έδωσες μια υπόσχεση ότι δεν θα προδώσεις». «Σου υπόσχομαι ό,τι και να μου κάνουν θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό» του απάντησα. Ένα πρωϊνό με φωνάζουν για ανάκριση και στη συνέχεια με πήγανε στην Αθήνα στη Μέρλιν. Όσοι ήταν να μπουν στην κλούβα, ήταν εκατέρωθεν στην πίσω πόρτα εισόδου δύο στρατιώτες με το βούρδουλα και σε χτυπούσαν. Όταν έφτανες στη Μέρλιν, στην κάθοδο γινόταν το ίδιο πάλι. Έτρωγες και άλλο ξύλο και τροχάδην έμπαινες μέσα στο κτήριο. Σε κρατάγανε όρθιο και σε βάζανε να κοιτάς προς τον τοίχο, επί μια ώρα, και άκουγες τα ουρλιαχτά από τα παντός είδους βασανιστήρια, όπως βγάλσιμο νυχιών από τα πόδια και άλλα. Μετά, αυτούς που είχαν βασανίσει, τους ανέβαζαν με την κουβέρτα αιμόφυρτους από μπροστά μας, για να δούμε τι μας περιμένει, και μετά μας ανέβαζαν και εμάς στον όροφο που θα γινόταν ή ανάκριση. Ήρθε και η σειρά μου. Μπαίνοντας μέσα βλέπω ένα περιβάλλον τρομερό που σε έκανε να σπάσεις. Οι Γερμαναράδες στρατοδίκες πάνω στην έδρα, ένα σκοινί κρεμασμένο για κρεμάλα και 4 στρατιώτες με τους βούρδουλες. Βέβαια τα στοιχεία μου τα ήξεραν και αμέσως μπήκαν στο θέμα, αρχίζοντας την ανάκριση. Ο πρόεδρος είχε μπροστά του έναν ογκώδη φάκελο, γύριζε τις σελίδες, διάβαζε τα χαρτιά και έκανε τις ερωτήσεις. Έλληνας μεταφραστής των ερωτήσεων στεκόταν δίπλα του. Υπήρχαν πολλές λεπτομέρειες σ’αυτόν τον φάκελο, που όταν τις άκουσα, ανατρίχιασα. Προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποιον είχα κάνει κακό και θέλησε να μ’ εκδικηθεί μ’ αυτό τον τρόπο. - «Εσύ είσαι εθνικιστής, πέσ' μας τώρα Koμμoυνιστές, γιατί αυτοί σας κυνηγάνε». Απάντησα ότι «δεν ξέρω κανένα κομμουνιστή». Με ρωτάνε «Η Τασούλα Κακκανά τι ήταν;»,. Η απάντηση από εμένα «μοδίστρα, περνάω και τη βλέπω στο παράθυρο να ράβει φορέματα». - «Ψέματα λες, πες την αλήθεια». - «Αυτό ξέρω», τους απάντησα. Η Κακκανά απελύθη μετά από 20 ημέρες. Περίμενα και εγώ, αφού δεν είχα προδώσει κανέναν και δεν είχα δώσει καμιά πληροφορία, να με απολύσουν. Όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Συνέχισαν οι βασανισμοί. Ο πρόεδρος αγριεμένος αφού δεν πήρε τις απαντήσεις που περίμενε έκανε νόημα στους στρατιώτες και με πλακώνουν και οι 4 με τους βούρδουλες. Εγώ έπεσα χάμω, μάτωσε το κεφάλι μου και λιποθύμησα.. Με βγάζουν έξω, όταν συνήλθα. Μετά από μια ώρα με ξαναπαίρνουν μέσα. Πάλι τα ίδια. Πάλι ο ογκώδης φάκελος. Πάλι ονόματα Αμφισσέων, πάλι ερωτήσεις. - «Τώρα πεσ' μας για τον Σπανόπoυλο», επέμεναν. - «Έχει ένα καρότσι και πουλάει κουβαρίστρες και υφάσματα, κάνει το γυρολόγο», τους λέω. - «Ψέματα λες. Του βρήκαμε σημείωμα που έγραφε φάρμακα για τους αντάρτες». - «Δεν ξέρω», απάντησα. Άλλο σήμα από τον πρόεδρο. Με ξαναχτυπάνε, λιποθυμάω, με βγάζουν σούρνοντας και με πετάνε σε μια γωνιά. Κοντά στο μεσημέρι εμένα και άλλους άγνωστους, μας βάζουν πάλι στην κλούβα και μας έφεραν στο Χαϊδάρι. Όταν κατέβηκα από την κλούβα στο Χαϊδάρι ήμουν ζαλισμένος, αφού με είχανε χτυπήσει στο κεφάλι. Έπεσα κάτω και με σηκώσανε δύο συγκρατούμενοι και με την δική τους βοήθεια έφτασα στο θάλαμο και ξάπλωσα. Με είδαν από μακριά που δούλευαν οι συγκρατούμενοί μου και ο αδερφός μου Γιώργος, αλλά ήταν η ώρα εργασίας και δεν μπορούσαν να έρθουν. Μόλις όμως τελείωσαν, στις 12 η ώρα, την εργασία τους ήρθαν αρκετοί Αμφισσείς, ο αδερφός μου και κάποια

20


άτομα άγνωστα. Τους ανέφερα την μεταγωγή μου στο κτίριο της Μέρλιν και τις δυσκολίες που αντιμετώπισα, τα βασανιστήρια που μου έκαναν. Ένας από την Άμφισσα με ρωτάει εάν πρόδωσα και εγώ του απαντώ ότι «δεν γνωρίζω κανένα κομμουνιστή να προδώσω». Αυτοί οι άγνωστοι που παρευρίσκονταν δεν ήξερα ποιοι ήτανε και γιατί βρίσκονταν εκεί. Ίσως να ήτανε και πράκτορες των Γερμανών. Μετά που φύγανε οι άγνωστοι εξήγησα λεπτομερώς στους γνωστούς μου τι έγινε. Τους ρώτησα ποιοι ήταν αυτοί οι άγνωστοι, και τι ήθελαν κοντά μας. Μου ζήτησαν να τους υποδείξω τις επόμενες μέρες για να τους προσέχουμε. Είχαν εξαφανιστεί, δεν βρέθηκαν πουθενά. Σε λίγο κατέφτασε και ο φίλος μου Ναπολέων. Του είπα ότι «κράτησα την υπόσχεση που σου έδωσα. Αλλά τώρα τι θα γίνει που είμαι ζαλισμένος, αύριο θα μπορέσω να έλθω στη δουλειά;». «Εσύ θα έρθεις το πρωί στο προσκλητήριο και μετά θα κανονίσω να μείνεις στο θάλαμο μέχρι να δούμε πως θα πας», όπως και έγινε. Μετά από δύο μέρες συνήλθα και πήγαινα στη δουλειά, βέβαια κατά αραιά διαστήματα μου ερχόταν λιγότερη ζάλη. Άλλες δύο φορές με πήγαν για ανάκριση. Αυτό συνέβη μόνο σε μένα. Δεν ταλαιπώρησαν κατ’ αυτό τον τρόπο κανένα άλλο πατριώτη μου. Τη δεύτερη φορά δεν με χτύπησαν, αλλά μoυ έκαναν ένα ψυχολογικό πόλεμο επί μια ώρα, που ήταν χειρότερο από το ξύλο που έφαγα την πρώτη φορά. Αφού πέρασα πρώτα από τη διαδικασία, άνοδο στην κλούβα και κάθοδο με ξύλο και συνέχεια στήσιμο στον τοίχο ώστε ν’ ακούω να βασανίζoυν κάποιον στο υπόγειο, έφτασα στην αίθουσα που γινότανε η ανάκριση. Μου δώσανε καρέκλα και κάθισα. Στην έδρα επάνω ήταν τρεις Γερμανοί δικαστές με τον Έλληνα μεταφραστή. Στην αρχή με πήγαν με το καλό, ότι «είσαι νέος και είναι κρίμα να πας χαμένος»και άλλα πολλά. «Τώρα, τι έχεις να μας αποκαλύψεις; Εμείς επιπλέον θα σε ελευθερώσουμε και τον αδελφό σου. Θα σου δώσουμε χρήματα, όσα θέλεις, και ασφάλεια παραμονής στην Αθήνα, αλλά πρέπει να μας υποδείξεις τούς κομμουνιστές τους οποίους βέβαια οπωσδήποτε ξέρεις». Απάντησα ότι «εγώ κ. Πρόεδρε ασχολούμαι μόνο με τα μαθήματά μου, από το σχολείο στο σπίτι. Δεν με ενδιαφέρουν τα αντάρτικα δι' αυτό δεν γνωρίζω κανένα κομμουνιστή». Επέμεναν ότι : «Γνωρίζουμε ότι ήταν δύο αδέλφια σου στο Σύνταγμα του 5/42, τον έναν τον πιάσαμε, τον άλλον τον σκοτώσανε οι κομμουνιστές- αντάρτες προ ημερών. Διέλυσαν το Σύνταγμα του Ψαρρού και τους κατάσφαξαν όλους, και είναι και ο αδελφός σου μέσα. Τι λες τώρα;». Και τους απάντησα «Τι να σας πω κ.Πρόεδρε; Αν γνώριζα θα σας έλεγα». Τους βλέπω και αποσύρονται από την έδρα και έρχεται ένας και κάθεται δίπλα μου, Ράλλης30 με πολιτικά, και μου λέει: «Μα τόσο βλάκας είσαι; Σας σκοτώνουν οι κομμουνιστές και εσύ τους κρύβεις; Σκοτώσανε τον αδελφό σου. Εσύ δεν πρέπει να τους εκδικηθείς; Οι Γερμανοί θα σου λύσουν τη γλώσσα. Έχουν τον τρόπο τους. Θα σε κατεβάσουν στο υπόγειο, ή θα σε στείλουν στη Γερμανία να πεθάνεις». Τους απάντησα «Τώρα που μου λέτε ότι σκοτώσανε τον αδελφό μου, θα μαρτυρούσα, αν ήξερα, οπωσδήποτε. Δεν γνωρίζω όμως κανέναν». Μου έκανε εντύπωση πως ήξεραν όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Το συμπέρασμά μου το είχα βγάλει πλέον. Κάποιος «γνωστός» είχε προδώσει εμένα και άτομα της οικογένειάς μου. Φεύγει και πηγαίνει μέσα, εκεί που ήταν οι δικαστές. Φαίνεται τους τα είπε. Ανεβαίνουν πάλι στην έδρα. Ο μεταφραστής ήταν έτοιμος. Από το αυστηρό ύφος του Προέδρου κατάλαβα ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε. Ο μεταφραστής μου μετέφερε: «Σήκω πάνω. Βλέπω ότι δεν θέλεις να αποκαλύψεις τους εχθρούς που σας σκοτώνουν. Θυσιάζεις τον εαυτό σου για να τους κρύβεις. Θα το μετανιώσεις όμως. Είσαι νέος και είναι κρίμα να πας χαμένος». Με αυστηρό ύφος λέει στους στρατιώτες «Πάρτε τον». Η καρδιά μου χτυπούσε. «Θεέ μου, λέω, με πάνε για το υπόγειο».

Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης (1878-1946) ήταν έλληνας πολιτικός και πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής από τις 7 Απριλίου του 1943 μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944. Επί ημερών του οργανώθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας σε συνεργασία με το γερμανικό στρατό κατοχής, για την άμυνα της υπαίθρου και αντιμετώπιση ενόπλων κομμουνιστών του ΕΑΜ και των άλλων αντιστασιακών ομάδων. Όποιος ανήκε στα Τάγματα Ασφαλείας ονομαζόταν «Ράλλης». (Σ.τ.ε.) 30

21


Κατεβαίνουμε τη σκάλα, αλλά δεν σταματήσαμε στην είσοδο του υπογείου. Οπότε βγαίνουμε έξω και με παρέδωσαν στην φρουρά της κλούβας και με φέρανε στο Χαϊδάρι. Ήρθε πάλι ο Ναπολέων. Ο Αμφισσείς αριστεροί με ρωτούν, τι έγινε. Τους λέω «μη φοβάστε, το ίδιο σενάριο (δεν γνωρίζω)» και τους είπα τις καταστάσεις που αντιμετώπισα. Όπως φαίνεται ο Πρόεδρος όταν μου είπε «θα το μετανιώσεις», υπονοούσε ότι θα με έστελνε στη Γερμανία να πεθάνω.

Η πόρτα που οδηγούσε στο κολαστήριο της Μέρλιν, όπως εκτίθεται σήμερα στην οδό Μέρλιν 6.

Στο Χαϊδάρι είχαν τιμωρήσει δυο Εβραίους και δυο Αρβανίτες. Τους υποχρέωναν να πηγαίνουν κάθε μέρα με τη συνοδεία δύο Ιταλών στρατιωτών επάνω, στο βουνό, να γεμίζουν από ένα τσουβάλι χώμα και να το μεταφέρουν μέχρι το στρατόπεδο, όλη τη μέρα. Οι Αρβανίτες συνεννοηθήκανε στη δικιά τους γλώσσα να δραπετεύσουν. Έτσι μια μέρα πάνε να ανάψουν τσιγάρo από τους στρατιώτες, οπότε τους βουτάνε από το λαιμό, τoυς αφoπλίζoυν, τους δένουν στα δένδρα, καθώς και τους Εβραίους και έφυγαν. Αφού άργησαν να κατέβουν, ανέβηκαν οι Γερμανοί και τους βρήκαν δεμένους. Έστησαν μπλόκα για να τους πιάσουν, αλλά δεν τους βρήκαν πουθενά. Ευτυχώς δεν είχαμε αντίποινα.

Στην οδό Μέρλιν 6, δίπλα στην πόρτα υπάρχει η μαρμάρινη στήλη με το κείμενο «Εδώ ήταν το κολαστήριο της Γκεστάπο 1941-1944»

22


Η μητέρα μου ερχόταν στο Χαϊδάρι όποτε μπορούσε, δεν θυμάμαι πότε είχαμε επισκεπτήριο. Οι εκτελέσεις όπως προανέφερα, ήταν τακτικές γιατί, ή Ράλλης ή Γερμανός, αν σκοτωνόταν στην Αθήνα και στα περίχωρα, εκτελούσαν 50 άτομα για αντίποινα. Βέβαια αυτό αρχικά γίνονταν το πρωί, oπότε είχαμε προθεσμία ζωής μέχρι το άλλο πρωί. Αυτή η προθεσμία σταμάτησε, όταν ένα απόγευμα μας συγκέντρωσαν στο προαύλιο του στρατοπέδου και φωνάζουν 50 άτομα και τους λένε: «Πάρτε τα πράγματά σας να φύγετε». Πάνε στην πύλη, πλην όμως δεν ήρθε αυτοκίνητο να τους μεταφέρει, οπότε τους λένε «αύριο φεύγετε».

Σπάνια ντοκουμέντα που απεικονίζουν τοίχο κρατητηρίου στο κτήριο της οδού Μέρλιν. Αποκαλύφθηκε τυχαία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν γκρεμίστηκε μεσοτοιχία με τα παρακείμενα γραφεία της ΔΕΗ (φωτ. αρχείο Δ. Λούκα).

Την άλλη μέρα στις 10 το πρωί, φορτώνουν σχεδόν άλλους τόσους και αντί να τους διώξουν, τους κατευθύνουν επάνω από το στρατόπεδο στο νταμάρι και στήνουν τα πολυβόλα. Τους εκτέλεσαν ανά πέντε. Εμάς μας έκλεισαν στα κτήρια, για να μη βλέπουμε, αλλά κρυφοκοιτάζαμε, όσο μπορούσαμε, από τα παράθυρα. Στο θέμα φαγητού δεν είχαμε πρόβλημα, γιατί ήταν ο Ερυθρός Σταυρός31. Βέβαια όλο όσπρια τρώγαμε, κάθε εβδομάδα αλλάζαμε είδος, δηλαδή μια εβδομάδα φασόλια μεσημέρι, βράδυ και το πρωί βραστό νερό (καφές γερμανικός). Από ψείρα πάρα πολλή. Την ώρα της ανάπαυσης ασχολούμεθα με τις ψείρες. Paul von Radomski, ο απάνθρωπος Διοικητής του στρατοπέδου Χαϊδαρίου 1942-1944

Είχαμε ένα διοικητή Γερμανό πολύ μοβόρο32. Εκτέλεσε έναν μπροστά μας. Μια μέρα παίρνουν 35 για εκτέλεση, τους πήγανε σε μια αποθήκη, μέχρι να έλθει

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός κατά τη διάρκεια της κατοχής παρέχει νοσηλευτική φροντίδα, στελεχώνει νοσοκομειακές μονάδες για περίθαλψη τραυματιών, οργανώνει συσσίτια και διανέμει κουβέρτες και είδη ρουχισμού. (Σ.τ.ε.) 32 Με τη διοίκηση στα χέρια των S.S., μια νέα, σαφώς σκληρότερη φάση ξεκινούσε για τους κρατουμένους στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που ο νέος στρατοπεδάρχης (ο ταγματάρχης Paul Radomski) απηύθυνε στους κρατουμένους στο πρώτο του προσκλητήριο με τη βοήθεια του διερμηνέα Δημήτρη Τουλούπα: «Είμαι ο ταγματάρχης Radomski. Από σήμερα αναλαμβάνω τη διοίκηση του στρατοπέδου. Θέλω απόλυτη τάξη, πειθαρχία και ησυχία. Κάθε παράβαση, κάθε αταξία θα τιμωρείται αμείλικτα, ακόμα και με τα όπλα. Κάθε διαταγή μου θα εκτελείται αμέσως και με ακρίβεια και χωρίς καμία αντιλογία. Από τώρα και πέρα το στρατόπεδο θα είναι τόπος εργασίας. Εργάσιμες ώρες ορίζω από τις 8 ως τις 12 το πρωί και από τη 1 ως τις 5 το απόγευμα κάθε μ έρα. Τις Κυριακές θα γίνεται καθαριότητα στους θαλάμους και ψυχαγωγία στο προαύλιο». Ο σκληρός Paul Radomski μετέτρεψε το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, όπου κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει να δουλεύει, ούτε καν για να πάρει ανάσα. Επιπλέον, κάποιοι από τους κρατουμένους χρησιμοποιούνταν σε εξωτερικές εργασίες, π.χ. σε αγγαρείες στα γραφεία των S .S. στην οδό Μέρλιν, στις βομβόπληκτες περιοχές του Πειραιά, στο Φάληρο και τον Σκαραμαγκά. Αυτοί, βέβαια, θεωρούνταν σχετικά τυχεροί, καθώς είχαν την ευκαιρία να βγουν για λίγο από το στρατόπεδο, να δουν άλλους ανθρώπους έστω και από μακριά, να μάθουν κάπ οια νέα. Η έντονη σωματική καταπόνηση σε συνδυασμό με τα πενιχρά γεύματα που προσφέρονταν, οδηγούσαν σταδιακά τους κρατουμένους στην πλήρη αποδυνάμωση και την ασθένεια. Ο Radomski ήταν γύρω στα πενήντα. Καταγόταν από την Πρωσία και είχε έρθει στην Αθήνα κατευθείαν από το μέτωπο του Κιέβου. Ήταν διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Syretsky (υποστρατοπέδου του Ζαξενχάουζεν) το 1942, όπου και εφάρμοσε ιδιαίτερα βάρβαρες μεθόδους για την εξόντωση ανθρώπων. Αντικαταστάθηκε όταν σκότωσε έναν από τους βοηθούς τ ου, υπό την επήρεια αλκοόλ, τον Φεβρουάριο του 1944. (Σ.τ.ε.) 31

23


η κλούβα να τους πάρει. Τότε ένας κρύφτηκε πίσω από ένα κασόνι, τους μετράνε και τους βρίσκουν 34. Στον τόπο εκτέλεσης έπρεπε να πάνε 35. Έρχονται κάτω, βουτάνε έναν, συγκεντρώνουν τον αριθμό και φεύγει η κλούβα. Εν τω μεταξύ τον βρίσκουν αυτόν και τον φέρανε προς την κατεύθυνση που ήταν ο διοικητής, ο οποίος βρίσκονταν πλησίον μας. Βγάζει το πιστόλι, τον εκτελεί με δύο βολές και τον άφησαν όλη μέρα, για να τον βλέπουμε, εκεί χάμω. Όταν με έπιασαν, φορούσα μακρύ παντελόνι, του αδερφού μου Σπύρου και παρήγγειλα στη μάνα μου να μου στείλει ένα κοντό παντελόνι, μήπως και με δουν μικρό και με αφήσουν. Μου είχε φτιάξει η μητέρα μου ένα κουστουμάκι από μία ιταλική χλαίνη που είχε ξηλώσει. Πράγματι, μου το έφερε η μητέρα μου στο στρατόπεδο και το φόρεσα. Κάθε Σάββατο είχαμε επιθεώρηση, δηλαδή καθόμαστε μπροστά εκεί που κοιμόμαστε, όρθιοι. Βέβαια η κουρελού ήταν όμορφα στρωμένη στο τσιμέντο. Ο Διοικητής άλλαξε και ήρθε άλλος 33. Όταν φτάνει σε εμένα και με βλέπει με κοντό παντελόνι, γιατί μόνο εγώ είχα κοντό παντελόνι ανάμεσα σε 2000, ίσως και 3000 άτομα, αρχίζει ο διάλογος. Διερμηνέας ήταν ο Ναπολέων. - « Εσύ πότε ήρθες εδώ;», με ρώτησαν. - «Έχω τρεις μήνες» τους απάντησα. - «Από πού είσαι;» - «Από την Άμφισσα». - «Που σε πιάσανε;» - «Στο χωριό Καρούτες.» - «Εμένα με γνωρίζεις;» - «Πού να σας γνωρίζω, κύριε Διοικητά;» - «Εγώ σας έπιασα. Εσύ, μου λέει, πήγαινες στο φρούριο34.» - «Όχι δεν πήγαινα, τι να πάω να κάνω;» - «Πήγαινες, πήγαινες», είπε και έφυγε από εμένα. Πράγματι, πήγαινα με το φίλο μου τον Αριστείδη Κατραμάτο. Δυστυχώς, κάποιοι ρουφιάνοι μας είχανε προδώσει και έμεινα με την εντύπωση, τώρα που γνωριστήκαμε, πως κάτι μπορεί να γίνει, μήπως το κοντό παντελόνι έκανε δουλειά;

Το μπλοκ 15 στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου όπως είναι σήμερα

Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1944 ο διοικητής του στρατοπέδου Χαϊδαρίου Radomski αντικαταστάθηκε από τον Karl Fischer, ο οποίος συνέχισε την άγρια πολιτική των S.S. με τελείως διαφορετικό τρόπο από τον προκάτοχό του. Αντικατέστησε τη βαναυσότητα και τη θηριωδία του Radomski με την εσωτερική κατασκοπεία και τον χαφιεδισμό, ώστε να ελέγχει αποτελεσματικότερα το στρατόπεδο. Επί Fischer πραγματοποιήθηκαν οι πιο πολλές και πιο μαζικές εκτελέσεις από την ίδρυση του στρατοπέδου. Πολλοί από τους αιχμαλώτους του στρατοπέδου προωθήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας για αναγκαστική εργασία στα εργοστάσια των στρατοπέδων Πηγή η ιστοσελίδα του Δήμου Χαϊδαρίου : http://www.haidari.gr. (Σ.τ.ε.) 34 Εννοούσε ότι πήγαινα και ενίσχυα την αντάρτικη ομάδα του 5/42 που ήταν στο Φρούριο της Αμφισσας. (Σ.τ.σ.) 33

24


Στο Χαϊδάρι βρίσκονταν 200 κομμουνιστές Ακροναυπλιώτες από τον Μεταξά, που δεν πρόλαβαν να τους απολύσουν τότε. Ο Ναπολέων ήταν μεταξύ αυτών. 'Όταν σκότωσαν ένα μεγαλόβαθμο γερμανό στην Πελοπόννησο, πήραν από το Χαϊδάρι την 1η Μαΐου 1944 τους 200 πατριώτες για εκτέλεση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Μεταξύ αυτών πήρανε και ένα πατριώτη μας, τον Ευθύμιο Κανελλόπουλο, τον οποίο πιάσανε στις Καρούτες μαζί μας. Τον είχανε πιάσει γιατί φορούσε μπότες γερμανικές και κυλότα (παντελόνι) γερμανικό. Αλλά πρέπει να τον βρήκανε γραμμένο και στην Ασφάλεια από το 1936. Ήταν κάτι το τρομερό. Όλων μας οι καρδιές χτυπούσανε. Δεν ξέραμε τι γίνεται. Από την πεντάδα που πιάσανε, οι τρεις φύγανε και περίμενα τη σειρά μου. Οι κλούβες φόρτωναν συνέχεια και φώναξαν και τον Ναπολέοντα. Τότε ο διοικητής του είπε να βγει από τη γραμμή και ο Ναπολέων του λέει: - «Θα πάρεις έναν λιγότερο;» - «'Όχι δεν γίνεται.» - «Τότε θα μείνω, αφού κληρώθηκα», είπε και έμεινε και τον εκτέλεσαν. Φαντασθείτε τη μεγαλοψυχία του. Είδα όμως το Διοικητή σε κάποια φάση να παραδίνει τον κατάλογο σε άλλον και να φωνάζουν ονόματα άλλων κρατουμένων. 'Ίσως είχε λίγο, ελάχιστο ανθρωπισμό μέσα του. Όπως έμαθα μετά την απελευθέρωση, αυτός είχε κάνει και τη δεύτερη επίθεση στις Καρούτες, που τους σκότωσαν όλους, και ο διοικητής συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Σανιδάς Ευθύμιος μου είπε ότι ήταν Αυστριακός και αυτοκτόνησε. Αυτό πρέπει να συνέβη μετά το Μάϊο του 1944. Οι Αυστριακοί γενικά θεωρούνταν λιγότερο σκληροί από τους Γερμανούς. Τη δεύτερη μέρα παίρνουν πάλι για εκτέλεση περίπου 30 και την τρίτη μέρα πάλι, αλλά δεν θυμάμαι πόσους. Έπειτα από αυτά τα τελευταία γεγονότα, σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να με εκτελέσουν για να ησυχάσω. Σε ένα κτήριo στην κορυφή, είχανε φέρει και το γερο-Σοφούλη35 και έβγαινε και μας χαιρετούσε. Μας πήγαιναν να εργαστούμε στο λιμάνι του Πειραιά και στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και αλλού. Επίσης βασάνιζαν πολύ, αυτούς που είχανε πιάσει στο μπλόκο της Κοκκινιάς. Τους φορτώνανε από μια πέτρα και τροχάδην επί μέρες. Γύρω στις 10 Μαΐου 1944 αρρωσταίνω και με πηγαίνουν σε ένα κτήριο που είχαν για αναρρωτήριο. Εκεί παρέμεινα μέχρι που με φωνάξανε για τη Γερμανία. Εκείνο το πρωινό βλέπουμε τα πολυβόλα πάλι στις σκοπιές, λέμε «πάλι εκτέλεση έχουμε». Παρακολουθούσαμε από τα παράθυρα τα όσα συμβαίνανε στην πλατεία… Λένε στους κρατουμένους να κάτσουν κάτω, θα φωνάξoυν αρκετά oνόματα και θα γίνει αλλαγή στρατοπέδου, αλλά ποιος να τους πιστέψει. 'Eρχεται ένας και μου λέει: «Κόκκινε, ετοιμάσου» . Τότε, είπα στους άλλους αρρώστους, «προκειμένου να πεθαίνω κάθε μέρα, καλύτερα σήμερα να σταματήσει αυτό το μαρτύριo». Τους χαιρέτησα όλους, τους ευχήθηκα «καλή ελευθερία» και κατέβηκα κάτω να μπω στη γραμμή. Κοίταξα για τον αδελφό μου, το Γιώργο, και χαιρετηθήκαμε από μακριά. Απέναντι από το Χαϊδάρι ήταν ένας λοφίσκος και έρχονταν οι μανάδες και μας βλέπανε, έστω από μακριά. Ορισμένοι από τους Ακροναυπλιώτες ήταν οργανοπαίκτες και το βράδυ μας διασκέδαζαν. Τους οργανοπαίκτες στην Καισαριανή τους εκτέλεσαν τελευταίους. Την ώρα της εκτελέσεως έπαιζαν τα όργανα, αλλά οι Γερμανοί είχαν ως αρχή, ή εκτέλεση ή κρεμάλα, έπρεπε η

35

Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης (1860-1949) ήταν έλληνας αρχαιολόγος και διαπρεπής πολιτικός, ο οποίος χρημάτισε πρωθυπουργός της χώρας για ένα σύντομο διάστημα κατά την δεκαετία του 1920 καθώς και το 1945-1949, την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου. Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σοφούλης παρέμεινε στην Αθήνα και συμμετείχε σε δεξιά αντιστασιακή οργάνωση η οποία είχε επαφές με το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Οι κατοχικές Αρχές τον συνέλαβαν στις 19 Μαΐου του 1944 με την κατηγορία της αντιστασιακής δράσης και τον φυλάκισαν στο Χαϊδάρι μέχρι το τέλος της Κατοχής. (Σ.τ.ε.)

25


μουσική να παίζει. Άκουσα ένα βράδυ στην τηλεόραση, στα τωρινά χρόνια, ότι την ώρα που περνούσαν τα αυτοκίνητα για να πάνε να τους θάψουν, είδαν διερχόμενοι πολίτες το αίμα να τρέχει από τα αυτοκίνητα σαν νερό. Όταν μας βάλανε στις κλούβες για τη Γερμανία, προτού ξεκινήσουν, σηκώνεται ένας ψηλός, γεροδεμένος άνδρας, με μεγάλα μουστάκια και μας λέει: «Πατριώτες τώρα που θα μας πάνε για εκτέλεση θα σταθείτε ψηλά το κεφάλι και θα σηκώσετε το χέρι ψηλά, με κλειστή τη γροθιά και θα πείτε Ζήτω η Eλλάδα, ζήτω το EAM». Τότε σκύβω το κεφάλι, δακρύσανε τα μάτια μου και έφερα στο μυαλό μου για τελευταία φορά την ταλαιπωρημένη μητέρα μου, τα αδέλφια μου, τους καλούς μου γειτόνους, καθηγητάς μου, συμμαθητάς μου και φίλους μου, ότι δεν θα τους ξαναδώ. Το παράπονό μου ήταν ότι δεν πρόλαβα να προσφέρω στην πατρίδα μου τίποτα, ούτε να βοηθήσω στο σπίτι, τη μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Και οι κλούβες ξεκινάνε προς Αθήνα, αλλά κάθε λίγο σταματούσαν. Όλων οι καρδιές μας χτυπούσαν, ότι σε λίγη ώρα θα μας εκτελέσουν. Μόλις σταματούσαν οι κλούβες, περιμέναμε να ανοίξει η πίσω πόρτα να μας κατεβάσουν. Στην κλούβα ήταν και Αθηναίοι, οι οποίοι ήξεραν τους δρόμους. Στην πίσω πόρτα δεν είχαν κλείσει καλά το μουσαμά και φαινότανε από μια άκρη προς τα πού μας πήγαιναν. Μου λέει ένας Αθηναίος ότι πήραν το δρόμο προς το Ρουφ, που είναι τα τραίνα 36. Τότε ησυχάσαμε, γιατί από το Χαϊδάρι θέλαμε να φύγουμε κι ας μας πηγαίνανε στη Γερμανία. Πράγματι τα βαγόνια μας περίμεναν. Μας στοιβάξανε μέσα στα βαγόνια εμπορευμάτων σαν σαρδέλες, μας δώσανε μια κουραμάνα, κουκιά πράσινα φρέσκα και κάτι άλλο που δεν θυμάμαι, κουβάδες για να αποπατούμε και πετόνια για νερό. Δεν θυμάμαι πότε φύγαμε από την Αθήνα, μάλλον 25 Μαΐου 1944. Πάντως από το Κηφισοχώρι περάσαμε μέρα, γιατί ρίξαμε σημείωμα έξω, εκεί που ήταν αγρότες. Γράφαμε τα ονόματα όσων φεύγαμε, για να ειδοποιήσουν στην Άμφισσα που μας πάνε. Τότε είμαστε οι: Λάμπρος Τριάντης, Ευστάθιος Ασημακόπουλος, Ευθύμιος Ζαχαρίας, Σπανόπουλος Ηλίας, Σούφρας Ιωάννης, Θεόδωρος Καλπούζος, Αλέκος Τραχανάς, από το Χρυσό ο Μουρίκης και από το Σερνικάκι ο Λάζος. Αυτός ήταν αντάρτης του 5/42, ένας λεβέντης 2 μέτρα και στην ανάκριση στη Μέρλιν, τον ρωτάει ο στρατοδίκης, «γιατί πήγες αντάρτης;» «Για να ελευθερώσω την πατρίδα μου πολεμώντας σας», του απαντά και τον συνεχάρη χωρίς να τον πειράξουν. Με τον Καλπούζο και τον Τραχανά φθάνοντας στο Αμβούργο, είμαστε μαζί για ένα μήνα. Κατόπιν χωρίσαμε, αυτούς τους πήγανε σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπροστά από τη μηχανή του τρένου βάζανε πάντοτε δύο, τρία βαγόνια με κρατουμένους για τις νάρκες που τοποθετούσανε οι αντάρτες και ένα βαγόνι κατάλληλα φτιαγμένο με βαρέα πολυβόλα. Όταν φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, ανοίξανε τις πόρτες, πήραμε νερό και αδειάσαμε τους κουβάδες με τις ακαθαρσίες. Αυτό γινότανε συνέχεια επί 12 ημέρες, κάθε μέρα που φτάναμε σε κάθε σταθμό. Στη Θεσσαλονίκη, πήραμε σε άλλα βαγόνια Εβραίους, τους οποίους, στη Γερμανία, δεν είδαμε τι τους κάνανε. Αντιμετωπίσαμε μια δύσκολη κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία. Οι αντάρτες θέλανε να μας πιάσουν και έδιναν μάχες. Ευτυχώς περάσαμε χωρίς απώλειες, γιατί θα σκοτωνόντουσαν πολλοί κρατούμενοι. Τα τρόφιμα που μας είχαν δώσει τελειώσανε σε 3- 4 μέρες και μετά μείναμε νηστικοί. Τις υπόλοιπες ημέρες τουλάχιστον είχαμε νερό. Θυμηθήκαμε όλοι τις μέρες που περνούσαμε καλά στο Χαϊδάρι, γιατί εκεί τρώγαμε κάθε μέρα.

«Η πρώτη φάση του μαρτυρίου για τους κολασμένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης άρχιζε από την ώρα που επιβιβάζονται στα βαγόνια των τρένων για να μεταφερθούν από τις χώρες σύλληψής τους στον προορισμό τους. Τα βαγόνια αυτά προορισμένα για μεταφορά ζώων, γέμιζαν τόσο απάνθρωπα ώστε να μην υπάρχει αρκετός χώρος ούτε να σταθούν οι άνθρωποι όρθιοι. Τα βαγόνια πριν ξεκινήσουν σφραγίζονταν έτσι ώστε να γίνει αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα εξόδου από αυτά. Σε όλο το διάστημα του ταξιδιού, οκτώ-δέκα ημέρες, οι επιβάτες έπρεπε να κάνουν τα πάντα μέσα σ’ αυτό το χώρο, να ξεχωρίσουν μια γωνία για όλες τις φυσικές τους ανάγκες» , Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία – Η ζωή και η δράση του στο Νταχάου, στο Ζαξεχάουζεν και στο Άουσβιτς, σελ. 11. (Σ.τ.ε.) 36

26


Στρατόπεδο

Νοενγκάμεν (Αμβούργο)____________

Πρέπει να ήταν αρχές Ιουνίου 1944. Φύγαμε από τη Θεσσαλονίκη με κατεύθυνση την πρώην Γιουγκοσλαβία. Το τρένο δεν σταματούσε μέρα νύχτα παρά μόνο για λίγη ώρα, δεν θυμάμαι, κάθε δύο μέρες για να πάρουμε νερό και να αδειάσουμε τους κουβάδες με τις ακαθαρσίες. Ένα βράδυ τα μεσάνυχτα σταμάτησε και δεν ξεκίνησε ξανά. Πού είχαμε φτάσει δεν ξέραμε.

Οι κρατούμενοι μεταφέρονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μ’ αυτού του τύπου τα βαγόνια τραίνων, Μουσείο στρατοπέδου Νοενγκάμεν

Όταν ξημέρωσε ακούμε σφυρίχτρες και φωνές δυνατές. Στο βαγόνι πρέπει να είχα πατριώτες από την Άμφισσα, τον μπάρμπα Ηλία Σπανόπουλο, Ιωάννη Σούφρα, Καλπούζο, Τραχανά, ίσως και άλλους, δεν τoυς θυμάμαι. Δεν μπορούσαμε να δούμε έξω τι γίνεται, παρά μόνο από το φεγγίτη (παράθυρο μικρό) στην κορυφή του βαγονιού, που ήταν σφραγισμένο με σίδερα και αγκαθωτό συρματόπλεγμα, για να μην δραπετεύσουμε και να παίρνουμε αέρα. Εμένα και το Σούφρα διάλεξαν, που ήμασταν ελαφρύτεροι, να μας σηκώσουν στα χέρια για να δούμε πού βρισκόμαστε. Μόλις μας σήκωσαν, αντικρίσαμε καταρχήν μια λαοθάλασσα από κρατουμένους με ρούχα ριγέ, συντεταγμένους. Εκείνη την ώρα γινότανε προσκλητήριο. Είδαμε κρατουμένους να χτυπούν κρατουμένους. Δεν ξέραμε γιατί. Μετά βλέπουμε να βγαίνουν πάρα πολλοί κρατούμενοι από την κεντρική είσοδο για διάφορες εργασίες. Αυτός ο χώρος λεγόταν στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων.37 Όταν άδειασε η πλατεία από τους κρατουμένους, κατευθυνόμενους προς διάφορες εργασίες, βλέπουμε να κατευθύνονται προς τα βαγόνια στρατιώτες που κρατούσαν μαστίγια και κρατούμενοι (οι λεγόμενοι ΚΑΠΟ38), που τους μάθαμε μετά, που κρατούσαν κι αυτοί μαστίγια. Ό,τι βλέπαμε από το φεγγίτη, τα μεταδίδαμε στους υπόλοιπους. Μόλις είδαμε όμως ότι έρχονται με τα μαστίγια, τότε τους λέμε «Κατεβάστε μας διότι έρχονται να μας ανοίξουν και θα φάμε κατά την Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν από τις αρχές της Ναζιστικής διακυβέρνησης στη Γερμανία το 1933. Οι Ναζιστές δημιούργησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσα στην Γερμανία, πολλά από τα οποία κατασκευάστηκαν από τις τοπικές αρχές, με σκοπό τον εγκλεισμό σε αυτά των πολιτικών κρατουμένων και των ανεπιθύμητων ατόμων. Μετά το 1939, με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγιναν σταδιακά οι τόποι όπου όσοι θεωρούνταν εχθροί των Ναζί, περιλαμβανομένων των Εβραίων και των αιχμαλώτων πολέμου, είτε θανατώνονταν, είτε υποχρεώνονταν σε καταναγκαστική εργασία, είτε κρατούνταν σε συνθήκες υποσιτισμού και βασανιστηρίων. Με την έναρξη εφαρμογής του σχεδίου της τελικής λύσης, δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα "στρατόπεδα εξόντωσης". Σκοπός τους δεν ήταν ο εγκλεισμός και η καταναγκαστική εργασία, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά η συστηματική και χωρίς οίκτο εξόντωση όσων μεταφέρονταν σε αυτά. Τα στρατόπεδα εξόντωσης δημιουργήθηκαν εκτός Γερμανικού εδάφους, στο έδαφος της κατεχόμενης Πολωνίας. Οι έγκλειστοι στα στρατόπεδα αυτά απελευθερώθηκαν από τις Συμμαχικές δυνάμεις κατά τα έτη 1943-1945, συνήθως όμως ήταν πολύ αργά για να σωθούν οι εναπομείναντες κρατούμενοι. (Σ.τ.ε.) 38 Οι ΚΑΠΟ ήταν υπάλληλοι των στρατοπέδων, κυρίως αιχμάλωτοι πολέμου, εγκληματίες ή πολιτικοί κρατούμενοι. Ήταν υπό την επίβλεψη των SS και είχαν σκοπό να εποπτεύουν τους άλλους κρατούμενους και να αναφέρουν τα αποτελέσματα της εργασίας τους στους ανωτέρους τους. Είχαν σχετικά προνόμια, όπως φαγητό, αλκοόλ, κ.ά. Ο Χίμλερ έλεγε «Ο ΚΑΠΟ έπρεπε να φροντίσει να γίνεται η δουλειά και πρέπει να πιέσει τους άντρες του. Αν δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την απόδοσή του παύει να είναι ΚΑΠΟ και επιστρέφει ανάμεσα τους άλλους κρατούμενους. Γνωρίζει καλά ότι την πρώτη νύχτα που θα περάσει με τους άλλους, θα τον ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου », L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ. 34. (Σ.τ.ε.) 37

27


κάθοδο ξύλο39», όπως τρώγαμε και στο Χαϊδάρι την ώρα που μπαίναμε στις κλούβες για ανάκριση και κατεβαίναμε στο ανακριτήριο της οδού Μέρλιν στην Αθήνα. Έλληνες πρέπει να είμαστε γύρω εις τα 500 άτομα, αλλά θα πρέπει να πήραν και από άλλα επτά κράτη διότι μετά όπως φάνηκε, εκεί που μας συγκέντρωναν ανά 100, άτομα είμαστε πολλοί περισσότεροι. Ανοίγουν την πόρτα του βαγονιού και μας κάνουν με νόημα να κατεβούμε. Αλλά εμείς κάναμε ότι δεν καταλαβαίνουμε τι μας λένε, διότι ξέραμε τι μας περιμένει. Τότε ανεβαίνουν δύο στρατιώτες επάνω και άρχισαν να μας χτυπούν, οπότε αρχίσαμε να πηδάμε από το βαγόνι. Κατεβαίνοντας τρώγαμε και άλλο ξύλο40 και τρέχοντας μπαίναμε στη γραμμή ανά πεντάδες και 100 κάθε ομάδα. Όταν πηδάγαμε από το βαγόνι, πέφταμε κάτω, διότι από την ακινησία μέσα στο βαγόνι τόσες ημέρες και από εξάντληση, λόγω πολλών ημερών, χωρίς φαγητό, μετά δυσκολίας στεριωνόμαστε όρθιοι. Μας συγκέντρωσαν όλους στην πλατεία και μας κατεύθυναν σε ένα μεγάλο μπλοκ, όπου θα γινότανε η απολύμανση από τις ψείρες και θα παίρναμε τα ριγέ ρούχα και το νούμερο. Το μόνο καλό ήταν ότι ψείρα και κοριός δεν υπήρχε στο στρατόπεδο. Το στρατόπεδο λέγονταν Νοεγκάμεν41, και βρισκόταν πλησίον του Αμβούργου.

«Μόλις φτάσαμε οι ΚΑΠΟ άρχισαν να μας χτυπάνε με ρόπαλα. Αν κάποιος αργούσε να κατέβει τον χτυπούσαν ή τον σκοτώνανε επιτόπου. Ήμουν τόσο τρομοκρατημένος. Όλοι ήμασταν τρομοκρατημένοι» αναφέρει ένας αιχμάλωτος του Άουσβιτς, L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ. 47. (Σ.τ.ε.) 40 «Οι άνθρωποι εξουθενωμένοι από το πολυήμερο ταξίδι, μισοπεθαμένοι από την πείνα και τη δίψα, την ορθοστασία τόσων ημερών, τη βρωμιά και την έλλειψη αέρα μέσα στα κλειστά βαγόνια, ζαλισμένοι από την πρώτη επαφή με τον καθαρό αέρα, βρίσκονταν μπροστά στα εκτυφλωτικά φώτα ισχυροτάτων προβολέων και το ανατριχιαστικό σφύριγμα από αμέτρητες σφυρίχτρες, απέναντι σε ομάδες τα SS που ορμούσαν πάνω τους με ρόπαλα ή όπλα, με τους υποκόπανους να τους χτυπούν όπου έβρισκαν και άγρια λυκόσκυλα να τους γαυγίζουν τρομακτικά. Μέσα σ’ αυτό το πανδαιμόνιο οι άνθρωποι έπρεπε ν’ αφήσουν την πλατφόρμα των τραίνων και να τρέξουν δερόμενοι ανά πεντάδες έτσι ώστε ν’ αρχίσει η διαδικασία της επιλογής. Αρκετοί από αυτούς θα οδηγούνταν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και οι λίγοιτυχεροί που θα κρίνονταν ικανοί για εργασία θα τους πήγαιναν στο στρατόπεδο», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 12 (Σ.τ.ε.) 41 Το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νοενγκάμεν (Neuengamme), που βρίσκεται στη βόρεια Γερμανία, κοντά στην πόλη του Αμβούργου, ιδρύθηκε την 13η Δεκεμβρίου του 1938 με την άφιξη 100 αιχμαλώτων από το Sachsenhausen. Μετά από επιθυμία του Himmler επαναλειτούργησε ένα εργοστάσιο τούβλων σε που ήταν σε αχρηστία (μέσα στο χώρο του στρατοπέδου) με τη μεταφορά αιχμαλώτων διαφορετικών εθνικοτήτων από άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας. Οι αιχμάλωτοι αυτοί εργάζονταν στην κατασκευή των κτιρίων και του περιβάλλοντα χώρου του στρατοπέδου αλλά και στο εργοστάσιο των τούβλων. Τα κύρια υλικά εξάγονταν από ένα λατομείο, το οποίο βρίσκεται εντός της περίφραξης του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Τα τούβλα αυτά θα χρησιμοποιούνταν σε τεράστια έργα, όπως η κατασκευή διώρυγας στον Έλβα, η ανακατασκευή των δύο γερμανικών πόλεων της Νυρεμβέργης και του Βερολίνου και άλλα έργα, με σκοπό να εμπνεύσουν το δέος του υπόλοιπου κόσμου. Πολλοί από τους αιχμαλώτους που εργάζονταν κάτω από σκληρές συνθήκες εργασίας απεβίωσαν από τις κακουχίες, την πείνα, την εξάντληση αλλά και από βασανισμούς και επιδημία τύφου που ξέσπασε στο στρατόπεδο. Η περιοχή του Neuengamme, με τα 80 υπο-στρατόπεδα ήταν το μεγαλύτερο στρατόπεδο της βόρειας Γερμανίας και υπολογίζεται ότι περίπου 104.000 αιχμάλωτοι είχαν περάσει, εκ των οποίων οι 45.000 με 55.000 δεν επιβίωσαν. Επίσης λίγο πριν την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τα βρετανικά στρατεύματα, περίπου 6.100 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν με τα πόδια στο πλοίο Cap Arcona και χάθηκαν στα νερά της Βαλτικής μετά από βομβαρδισμό βρετανικών αεροπλάνων. Στο πλοίο αυτό βρίσκονταν και έλληνες αιχμάλωτοι. (Σ.τ.ε.) 39

28


Άποψη του στρατοπέδου Νοενγκάμεν το 1945

Στο τέλος του ταξιδιού είχα υψηλό πυρετό. Ευτυχώς ο πυρετός αυτός μου είχε πέσει, μετά από πέντε μέρες, και ήμουνα καλά. Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν που μας πήγαν, πρώτα έπρεπε να περάσουμε από μια διαδικασία, να μας φορέσουν τα ριγέ ρούχα και να πάρουμε το νούμερο, γιατί έκτοτε το όνομά μας θα το ξεχάσουμε. Έπρεπε να μάθουμε απ’ έξω το νούμερο. Και η διαδικασία ήταν η εξής: Έμπαινες σε ένα μεγάλο τολ, δηλαδή κτήριο με διάφορα τμήματα. Πρώτα γδυνόσουνα και έβαζες τα ρούχα σου σε μια σακούλα, την έδενες και έγραφες το όνομά σου. Στη συνέχεια τοποθετούσες επάνω σε ένα τραπέζι ό,τι τιμαλφή είχες επάνω σου, δηλ. χρυσό ρολόι, δαχτυλίδι κ.ά. Προχωρούσες, όπου είχες τρίχα στο σώμα σου, κούρεμα και ξύρισμα42, επάνω κάτω. Μετά έκανες μπάνιο, μετά σε εξέταζε γιατρός για να μην πάσχεις από αφροδίσια νοσήματα και έπαιρνες ρούχα. Ένα σώβρακο μακρύ, μια φανέλα, ένα πουκάμισο, παντελόνι και σακάκι ριγέ, ξύλινα σανδάλια γιατί τότε ήταν καλοκαίρι, αρχές Ιουνίου, κουβαρίστρα, βελόνα και τέλος, το νούμερο 43. Εγώ είχα το νούμερο «84523». Έπρεπε να μην είναι κομμένο κουμπί από το σακάκι ή παντελόνι και έπρεπε να ράψουμε και το νούμερο μπροστά. Επίσης μας δώσανε και καπέλο ριγέ, όπως το σακάκι. Το βράδυ που φτάσαμε μας δώσανε λίγο ψωμί και μια κουταλιά μαρμελάδα 44. Στην παράγκα μας είχανε κρεβάτια τριώροφα 1,80 Χ 0,80μ. και στο κάθε κρεβάτι μέναμε τρία άτομα. Οι δύο στο άκρο είχανε μια κατεύθυνση και ο μεσαίος αντίθετα, τα πόδια του στα κεφάλια των άλλων και αμέσως ύπνo. Τις επόμενες ημέρες αρχίσανε να μας βγάζουν σε υπαίθριες δoυλειές, αλλά όμως αντιμετωπίζαμε τώρα πείνα και όταν έβρεχε, δουλεύαμε με αποτέλεσμα το βράδυ να κοιμόμαστε βρεγμένοι. Ευτυχώς που κράτησε μόνο ένα μήνα αυτό το μαρτύριο. 'Έξω τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε, κυρίως χόρτα (γρασίδι σικάλεως). Όταν πηγαίναμε να πάρουμε τα σκουπίδια από τους στρατώνες, τα ανακατεύαμε, σαν τα σκυλιά, για να βρούμε κάνα μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Μεταφορικό μέσο σκουπιδιών και αποθανόντων, που τους πηγαίναμε για καύση, ήταν οι ρυμούλκες. Στα πλάγια είχανε προσαρμόσει συρματόσχοινα και τα περνάγανε στη μια πλάτη μας, όπως στα ζώα45. Υπήρχαν θαλαμοφύλακες46 που ετοιμάζανε αυτούς που είχανε πεθάνει. «Τα μαλλιά των κρατουμένων στέλνονταν σε εργοστάσια υφαντουργίας για παραγωγή υφασμάτων, κουβερτών κ.α. Ο μεγαλύτερος αγοραστής ανθρωπίνων μαλλιών ήταν η βαυβαρική υφαντουργία «Αλεκ Τσινκ» με τιμή 50 πφένιχ το κιλό.» Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 16. (Σ.τ.ε.) 43 «Για τους κρινόμενους ως ικανούς για εργασία η διαδικασία ήταν πιο περίπλοκη. Έπρεπε πρώτα να περάσουν στην αίθουσα καταγραφής για να βγάλουν τα ρούχα τους και να πάρουν τον αριθμό τους. Από την αίθουσα έβγαιναν ντυμένοι με τη γνωστή φόρμα με τις άσπρε ς και θαλλασιές ρίγες.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 17. (Σ.τ.ε.) 44 «Σε ότι αφορά τη διατροφή ήταν, το πρωινό μισή λίτρα καφέ, το γεύμα ήταν ένα λίτρο σούπα από πατάτες και 200 γρ. ψωμί άγνωστης σύνθεσης. Το βράδυ ένα κομματάκι ψωμί με λίγη μαργαρίνη και μια κουταλιά μαρμελάδα από κοκκινογούλια. Η διατροφή ήταν προορισμένη για ανθρώπους που απασχολούνταν στα καταναγκαστικά έργα για 10-12 ώρες το 24ωρο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι άνθρωποι αυτοί μετατρέπονταν σε σκελετούς.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 19. (Σ.τ.ε.) 42

«Μας έδωσαν μια καρότσα σαν αυτές που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά άχυρου. Μόνο που αντί για άλογα την καρότσα τη σέρναμε εμείς. Όταν ανοίξαμε την πόρτα μια φριχτή μυρωδιά πτωμάτων σε αποσύνθεση μας χτύπησε τα ρουθούνια.», Σ. Βενέτσια, Sonderkommando, σελ. 83. (Σ.τ.ε..) 46 «Αυτοί λέγονταν Sonderkommando και αποκλειστική εργασία τους ήταν να μεταφέρουν τα θύματα στους θαλάμους αερίων, μετά την θανάτωσή τους να αφαιρούν χρυσά δόντια, τεχνητά μέλη και μαλλιά. Τα πτώματα στη συνέχεια μεταφέρονταν για καύση και τα υπολείμματα οστών αλέθονταν σε ειδικές μηχανές και απορρίπτονταν στα ποτάμια, έτσι ώστε να μη μείνει ίχνος των θυμάτων… Λίγο πριν την 45

29


Σημειώνανε το νούμερο για να τους διαγράψουν και μετά τα ρούχα, τα τοποθετούσαν σε μια σακούλα. Περνούσε η αγγαρεία και φόρτωνε. Πάντως, από ό,τι θυμάμαι l00 με 200 άτομα πέθαιναν καθημερινά.

Κρεβάτια στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν

Σε μερικά στρατόπεδα, λόγω της πληθώρας των νεκρών, τα πτώματα προωθούνταν σε μαζικούς τάφους με μπουλντόζες

Aυτό το στρατόπεδο ήταν κάτεργα και βλέπανε αν θα αντέξουμε στις δοκιμασίες, για να μας ταξινομήσουν κατόπιν στα διάφορα εργοστάσια για εργασία47. Θυμάμαι μια ημέρα στην παρέα ήταν και ο Ευθύμιος Ζαχαρίας. Μας πέφτει το βαγόνι και φθάνουν δύο στρατιώτες των Ες-Ες και μας χτύπησαν πολύ άσχημα, ο δε Ζαχαρίας λιποθύμησε και τον βάλαμε επάνω στο βαγόνι,

απελευθέρωση από τους συμμάχους σχεδόν όλα τα μέλη Sonderkommando θανατώθηκαν στους θαλάμους αερίων του κεντρικού στρατοπέδου.», Σ. Βενέτσια, Sonderkommando, σελ. 263,266. (Στ.ε..) «Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν, μετά το 1942, ωθήθηκαν ενεργά στο θάνατο μόνο οι φιλάσθενοι και αυτοί που ήταν ακατάλληλοι για εργασία. Οι υπόλοιποι υπέφεραν να ζουν, την περίοδο που ήταν κατάλληλοι για δουλειά… Από τους τρόφιμους το 90% ήταν πολίτες των συμμαχικών κρατών που είχαν εισαχθεί στη Γερμανία ως είλωτες και 10% γερμανοί, εκ των οποίων οι μισοί ήταν κοινοί εγκληματίες σε χαμηλόβαθμες θέσεις εξουσίας μέσα στο στρατόπεδο… Το στρατόπεδο αυτό ήταν μια δεξαμενή απ’ όπου επιλέγονταν οι ικανότεροι για να σταλούν στα δορυφορικά στρατόπεδα, όπου υφίσταντο σωματικές και ψυχικές κακουχίες και όπου το προσδόκιμο ζωής ήταν στην καλύτερη περίπτωση δύο μήνες.», L. Russel, Η μάστιγα του ναζισμού, σελ. 254. (Σ.τ.ε.) 47

30


απομακρυνθήκαμε και κατόπιν συνήλθε. Οι στρατιώτες των Ες-Ες με κάθε ευκαιρία μας χτυπούσαν, μας έβριζαν, μας κλώτσαγαν ανελέητα. Δεν είδα ούτε μια στιγμή λύπηση στα μάτια τους48. Ένα απόγευμα μας συγκεντρώνουν στην πλατεία του στρατοπέδου. Οι παλαιότεροι μας λένε ότι σε κάθε νέα αποστολή που έρχεται, κρεμάνε και από δύο. Βλέπουμε και φέρνουν την κρεμάλα 49 και τη στήνουν στο κέντρο της πλατείας. Ή μουσική να παίζει. Καλούνε από όλα τα κράτη τους διερμηνείς και ο δικός μας διερμηνέας μας λέει ότι «θα κρεμάσουν δύο». Ο ένας πήγε να δραπετεύσει και ο άλλος να ανατινάξει την κομαντατούρα. Αλλά ποιους θα κρέμαγαν δεν ξέραμε. Το καρδιοχτύπι άρχισε πάλι. Μετά από μισή ώρα φέρανε δύο, ένα Ρώσο50 και έναν Πολωνό. Ο Πολωνός ήταν αδύνατος, του βάλανε τη θηλιά, πατήσανε το σκαλί και άνοιξε η καταπακτή και τελείωσε, ξεψύχησε. Στη συνέχεια, πάνε να βάλουν τη θηλιά στο Ρώσο, αυτός όμως ήταν γερός και παρ' ότι του είχανε δέσει τα χέρια από πίσω, δεν δεχότανε τη θηλιά. Εν τέλει ανεβήκανε τρεις στρατιώτες και του βάλανε τη θηλιά, οπότε καθάρισε και αυτός. Επί μια ώρα περιφερόμαστε γύρω από την κρεμάλα και η μουσική να παίζει. Άλλη μια φορά κρεμάσανε πάλι, αλλά δεν μας πήγαν τώρα στην πλατεία για να δούμε. Ήμαστε σε υπαίθρια δουλειά, μακριά από το στρατόπεδο. Τα δικά μας συναισθήματα ήταν βεβαίως το ίδια. Είχαμε κεραυνοβοληθεί όταν βλέπαμε να κρεμάνε δύο κρατουμένους άδικα στο Νοεγκάμεν, με τη δικαιολογία ότι δήθεν πήγαν να δραπετεύσουν51. Ήταν τρομερή η σκηνή να τους περνάνε τη θηλιά στο λαιμό και να χτυπιούνται δεξιά και αριστερά μέχρι να ξεψυχήσoυν. Και στη συνέχεια να μας βάζουν να παρελάσουμε ένα γύρο λες και ήταν πανηγύρι.

Κτίριο του στρατοπέδου Νοεγκάμεν, όπως ήταν τη δεκαετία του ΄40

Το φαγητό ήταν: το πρωί καφές ο γερμανικός, το μεσημέρι το εξώφυλλο της λαχανίδας ένα πιάτο και το βράδυ 50 γραμμάρια ψωμί με μια κουταλιά μαρμελάδα. Τακτικά γίνονταν 48

«Ο ίδιος ο Χίμμλερ επισκέφθηκε τους τόπους εκτελέσεων στο Μίνσκ και παρακολούθησε πληθώρα εκτελέσεων κρατουμένων με πυροβολισμό καθώς στέκονταν στην άκρη ενός λάκου. Ο αρχηγός των αξιωματικών του δήλωσε «Μπορείτε να με πάρετε απ’ εδώ; Δεν αντέχω άλλο. Εγώ και πολλοί άλλοι έχουμε κλονιστεί από το θέαμα. Τι είδους στρατιώτες θα εκπαιδεύσουμε εδώ; Είτε νευρωτικούς είτε άγριους». Αυτές οι διαμαρτυρίες συντάραξαν τον Χίμμλερ και διέταξε έρευνα για να βρεθούν νέοι εκτελεστικοί μέθοδοι που θα προκαλούσαν λιγότερα ψυχολογικά προβλήματα στους άντρες του. Μερικές εβδομάδες αργότερα οδήγησαν τα υποψήφια θύματα σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο και τα εκτέλεσαν με εκρηκτικά. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν μέθοδοι εκτέλεσης με θανατηφόρα ένεση, με μονοξείδιο του άνθρακα από εξατμίσεις φορτηγών και τέλος με το αέριο κυκλώνιο Β αφού πειραματίστηκαν με τις δόσεις για ακαριαίο θάνατο.», L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ 83-84. (Σ.τ.ε.) 49 «Ένας κρατούμενος που πήγε να αποδράσει, εκτελέστηκε επί τόπου. Για να δουν οι υπόλοιποι πώς μπορούσε να τελειώσει η απόδραση». Επίσης αναφέρει, τι θα μπορούσαν να νιώθουν τότε οι παρακολουθούντες κρατούμενοι: «Στο βαθμό που μπορώ να διαβάσω την έκφραση των ανθρώπων, έβλεπα στα πρόσωπά τους την κεραυνοβόληση που είχε προκαλέσει η τύχη του δραπέτη, τη συμπόνια για τον άτυχο και την απόφαση της εκδίκησης, όταν θα έρθει η ώρα». «Τα ίδια αυτά πρόσωπα έβλεπα και στη διάρκεια απαγχονισμών, παρουσία των συγκεντρωμένων κρατουμένων. Μόνο που τότε ήταν εμφανέστερη η φρίκη, ο τρόμος μπροστά σε μια τέτοια τύχη», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 107. (Σ.τ.ε.) 50 Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν υπήρχε πληθώρα αιχμαλώτων πολέμου από την Πολωνία και τη Ρωσία (από τον πόλεμο που ξεκίνησε το 1941). Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι από 28 συνολικά άλλες χώρες. (Σ.τ.ε.) 51 Στο στρατόπεδο Νοενγκάμεν πραγματοποιήθηκε σωρεία αποδράσεων. Η τακτική ήταν : κατά τη διάρκεια δολιοφθοράς στα εργοστάσια κατασκευής οπλικών συστημάτων από κρατουμένους γινόταν ταυτόχρονα απόπειρα απόδρασης από άλλους. Η τιμωρία για όσους συλλαμβάνονταν ήταν ο απαγχονισμός. (Σ.τ.ε.)

31


βομβαρδισμοί στο Αμβούργο, αλλά εμείς είμαστε μακριά πλέον από την πόλη, περίπου 20χλμ. Το νερό δεν ήταν καλό και όταν έπινες πολύ, πρηζόσουν με αποτέλεσμα να πεθαίνεις, γι' αυτό δίνανε σαρδέλες παστές. Προπάντων οι γάλλοι πρηζόντουσαν. Από τους έλληνες δεν πέθανε κανείς. Από καθαριότητα όμως πολύ καλή. Δεν υπήρχε ούτε ψείρα, ούτε κοριός. Τα δε κρεβάτια, όπως στο στρατό, 1 χωρίς λακκούβα στο μέσον και τα προσκέφαλα ζυγισμένα, δηλαδή στοιχισμένα με ακρίβεια, όχι άνω-κάτω. Η διάταξη ήταν ανά 100 άτομα σε πεντάδες, το δε βάδισμα ήταν όπως βάδιζε ο Γερμανικός στρατός. Από αυτό το στρατόπεδο γίνονταν αποσπάσεις σε διάφορα μέρη. Γίνονταν η διαλογή ανάλογα με τη σωματική διάπλαση για το πού θα σε στείλουν, σε βαριά ή ελαφριά δουλειά. Το αποφάσιζαν αυτοί, δηλαδή οι στρατοπεδάρχες. Όταν ήταν να βγούμε εκτός στρατοπέδου, για εργασία, είμαστε συντεταγμένοι και συντεταγμένοι επιστρέφαμε, ενώ τόσο κατά την έξοδο για τους τόπους εργασίας το πρωί, όσο και κατά την επιστροφή, το απόγευμα, η μπάντα του στρατοπέδου αποτελούμενη από κρατούμενους, έπαιζε χαρούμενες μελωδίες. Οι υπαίθριες δουλειές που μας έβαζαν να κάνουμε ήταν πολύ βαριές. Εγώ ήμουνα άμαθος και το βράδυ μετά το φαγητό έπεφτα για ύπνο. Άρχισα να χάνω βάρος και να με καταλαμβάνει μια απογοήτευση. Σκεφτόμουν το Χαϊδάρι. Ήταν προτιμότερο, διότι εκεί θα μας σκοτώνανε ξεκούραστους, ενώ εδώ μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Χιλιάδες κρατούμενοι απασχολούνταν σε εργασίες μέσα στο στρατόπεδο, επισκευές χαλασμένων κτιρίων, άνοιγμα τάφρων, οικοδομικά έργα, επέκταση στρατοπέδου. Αλλά και πολλές φορές μας έβγαζαν εκτός στρατοπέδου σε αγροτικές εργασίες, αλλά από ό,τι θυμάμαι, πρέπει να μας πήγαιναν προς το Αμβούργο, εκεί που εισχωρεί η θάλασσα, να σκάβουμε σε βάθος και να ανεβάζουμε την άμμο (το έδαφος είναι όλο αμμώδες) σε λαστιχένιες λεκάνες (ζιμπίλι) στην πλάτη. Σκοπός όλων αυτών των εργασιών ήταν να εισχωρήσει η θάλασσα πιο μέσα52. Ίσως για στρατιωτικούς σκοπούς.

Φωτογραφία κρατουμένων στο στρατόπεδο Νοεγκάμεν τη δεκαετία του ΄40

Αφού πέρασε μια εβδομάδα, προσαρμοστήκαμε με την τακτική που πρέπει να ακολουθούμε. Αρχίσαμε να μαθαίνουμε λίγο από όλα, Γερμανικά, Ρώσικα, Πολωνικά και Γαλλικά δια να συνεννοούμαστε. Γαλλικά ήξερα λίγα και συνεννοούμουν κάπως. Μου λέει ένας Γάλλος, παλιότερος κρατoύμενoς «Αυτό το στρατόπεδο είναι κέντρο διερχομένων, εξετάζουν μετά από σκληρή δουλειά ποιοι αντέχουν για να τους ταξινομήσουν στη «Οι γερμανοί χρησιμοποιούσαν πολλούς από τους κρατουμένους στην κατασκευή των οχυρωμάτων που δημιούργησαν το γνωστό ΄τοίχος του Ατλαντικού΄.», Lord Russel, Η μάστιγα του ναζισμού, σελ. 194. (Σ.τ.ε.) 52

32


συνέχεια σε διάφορα εργοστάσια. Πρόσεξε όταν επιστρέψεις από τη δουλειά εκτός στρατοπέδου να μην πέσεις κάτω. Σε σκοτώνουν επί τόπου. Στη συνέχεια σε φέρνουν φορτωμένο οι διπλανοί στο στρατόπεδο, διότι το βράδυ στο προσκλητήριο πρέπει να βγαίνει ο αριθμός κρατουμένων. Μερικές φορές σπάνιο να πάνε στη δουλειά και να γυρίσουν όλοι ζωντανοί…» Του έλεγε ένας ΚΑΠΟ ότι έχουν εντολή από τα Ες-Ες να χτυπάνε αλύπητα, μέχρι θανάτου, και οι στρατιώτες με το παραμικρό να σκοτώνουν κρατούμενους. Ήθελαν να μας τρομοκρατήσουν κατ' αυτό τον τρόπο. Εάν αρρώσταινες, σε πηγαίνανε στο νοσοκομείο. Αν ήσουν βαριά άρρωστος, σου έκαναν ένεση 53 και πέθαινες. Σε αυτό το στρατόπεδο συμπατριώτες μας ήταν ο Λάμπρος Τριάντης, ο Αλέκος Τραχανάς, ο Ιωάννης Λελίγγος, ο Ευθ. Ζαχαρίας, ο Ηλίας Σπανόπουλος, εγώ, ο Ανδρέας Τσαγκρινός, ο Θεόδωρος Καλπούζος, ο Αθανάσιος Λάζος, ο Ανδρέας Παύλου, ο Ιωάννης Σούφρας και ο Αθανάσιος Τσαρέλης. Κάθε κρατούμενος ζούσε συνεχώς με το αγχώδες ερώτημα: θα κατορθώσει άραγε να αντέξει σωματικά ως το τέλος; Με τη διατροφή συνεχώς χειροτερεύουσα, με θαλάμους μέσα στους οποίους συνεχώς στοιβάζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, με συνεχώς επιδεινούμενες τις συνθήκες υγιεινής και εκτεθειμένος συνεχώς σε κάθε λογής δυσμενείς ατμoσφαιρικές συνθήκες, καθώς ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει στο ύπαιθρο, ως πότε θα αντέχαμε; Αυτό το ερώτημα μας βασάνιζε διότι το χειρότερο ήταν ότι με βροχή δουλεύαμε και κοιμόμαστε βρεγμένοι με τα ρούχα. Είμαστε στοιβαγμένοι σε χώρο 180Χ50, εννέα άτομα σε τριώροφο κρεβάτι. Δεν υπήρχε χώρος να κρεμάσουμε τα ρούχα. Πάντοτε με τα ρούχα κοιμόμαστε και τα τσόκαρα 54 (παπούτσια) τα βάζαμε στο προσκέφαλο για να μην τα μπλέξουμε το πρωί και μαλώνουμε. Η διάταξη των κρεβατιών που κοιμόμαστε, όπως προανέφερα ήταν τριώροφα, μεσολαβούσε ένας διάδρομος 50 πόντους και απέναντι ήταν άλλη σειρά πάλι τριώροφα, δηλαδή όταν ήταν να κατέβουμε το πρωί, διότι μας κάνανε καψόνια οι ΚΑΠΟ, μπαίνανε με τις σφυρίχτρες και φωνάζανε γρήγορα να βγούμε έξω σε χώρο 180Χ50 μαζευόμαστε 18 άτομα. Το άσχημο ήταν ότι στην αρχή, ο από πάνω έπεφτε πάνω στον από κάτω, με αποτέλεσμα να γίνεται μεγάλη φασαρία. Βλέπαμε τους ΚΑΠΟ που γελούσαν με εμάς. Αλλά μετά συνεννοηθήκαμε και βγαίναμε με σειρά προτεραιότητας, έτσι ώστε να μην πέφτουμε ο ένας επάνω στον άλλο. Μετά τον ύπνο έπρεπε να πάμε να πλύνουμε το πρόσωπο και μετά τουαλέτα. Εκεί ήταν το πιο διασκεδαστικό φαινόμενο να αντικρίσεις. Οι τουαλέτες ήταν ένα τσιμεντένιο αυλάκι 1 μέτρο ύψος επί 50 πλάτος, ανέβαινες τρία σκαλιά, σκεπασμένο με σανίδα στη μέση. Μια σανίδα δεν υπήρχε για ν’ αποπατούμε με αυτό το σημείο. Ο αύλακας ήταν 100 μέτρα και πλέον, και ανεβαίναμε με τη σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλο και μπροστά μας να περιμένουν σειρά οι άλλοι και, εάν αργούσες, σε τραβούσε ο άλλος και σε κατέβαζε. Τι πάθαινες δεν το συμπληρώνω. Οι ώρες ήταν μετρημένες. Σε ορισμένο χρόνο να συνταχθούμε, να πάρουμε τον πρωινό καφέ, που αποτελούνταν από φύλλα δένδρoυ και ποιος ξέρει τι άλλο. Συνέχεια είχε προσκλητήριο, μπλοκ και συνέχεια παρατεταγμένοι πηγαίναμε στην πλατεία που γινόντουσαν προσκλητήρια στρατοπέδου. Δηλαδή μέχρι αυτό το σημείο περνούσαν δύο ώρες. Το ίδιο γινότανε και το βράδυ, το μόνο που τουαλέτα δεν είχε σειρά το βράδυ, δηλαδή άλλες δύο ώρες και 12 ώρες δουλειά 55. Σύνολο, στο πόδι, 16 ώρες ημερησίως. Ευτυχώς το Αμβούργο ήταν μακριά. Πρέπει να ήταν 20 χιλιόμετρα Οι κρατούμενοι που αδυνατούσαν να εργαστούν θανατώνονταν με ενδοκαρδιακές ενέσεις φαινόλης. Το Νοενγκάμεν ήταν το πρώτο στρατόπεδο που εφαρμόστηκε αυτή η μέθοδος και στη συνέχεια επεκτάθηκε στα περισσότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Ο καταδικασμένος καθόταν σε μια πολυθρόνα και δύο κρατούμενοι έπιαναν τα χέρια του, ενώ ένας τρίτος του έδενε τα μάτια με μια πετσέτα και κρατούσε το κεφάλι του. Στην συνέχεια τον πλησίαζε ο Δρ. Κλέρ και έμπηγε μια μακριά βελόνα στο στήθος του. Ο κρατούμενος πέθαινε σε λιγότερο από μισό λεπτό.» Lord Russel, Η μάστιγα του ναζισμού, σελ. 239-240. (Σ.τ.ε.) 54 «Κάθε βράδυ μετά τη δουλειά γυρίζαμε στα μπλοκ. Μας δίνανε ένα νεροζούμι και ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί είχαν το κουράγιο και δεν έτρωγαν το ψωμί. Το φύλαγαν για την άλλη μέρα το πρωί. Το ψωμί και τα τσόκαρα έμπαιναν κάτω από το προσκεφάλι, καλά φυλαγμένα για να μη μας τα κλέψουν.» Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, 50 χρόνια μετά…, σελ. 104. (Σ.τ.ε.) 55 « Η εργασία των κρατουμένων πρέπει να είναι εξαντλητική, ώστε να επιτευχθούν τα ανώτατα δυνατά αποτελέσματα. Ο χρόνος εργασίας δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό. Οι κρατούμενοι οδηγούνταν στους χώρους εργασίας στοιχισμένοι και έτσι επέστρεφαν. Αν κάπο ιος έπεφτε στο δρόμο δεχόταν μια σφαίρα επί τόπου.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 21. (Σ.τ.ε.) 53

33


και δεν είχαμε τη νύχτα συναγερμό. Ακούγαμε τις βόμβες αλλά δεν μας σηκώνανε. Όταν βομβάρδιζαν την ημέρα, βλέπαμε τα βλήματα που έσκαγαν από τα αντιαεροπορικά των Γερμανών. Μερικές φορές ρίχνανε και αεροπλάνα των εγγλέζων.

Άποψη του κρεματορίου του Νοεγκάμεν, τη δεκαετία του ΄40

Δεν είμαστε όλοι μαζί οι Αμφισσείς. Μας είχαν σκορπίσει σε διάφορα μπλοκ (κτίρια) γι' αυτό δεν ήμαστε στις ίδιες εργασίες. Το βράδυ ανταμώναμε και τα λέγαμε, πώς περάσαμε την ημέρα στην εργασία. Κάθε μέρα και χειρότερα. Ο ένας προσπαθούσε να δώσει κουράγιο εις τον άλλο. Αλλά όλοι μας είμαστε ψυχικά ράκη. Βλέπαμε ότι δεν θα κρατήσουμε πολύ ακόμη, εάν συνεχίσουν να μας βασανίζουν κατ' αυτό τον τρόπο56. Τις ελπίδες μας να αντέξουμε τις είχαμε στο Χριστό και την Παναγία. Όταν είχαμε χρόνο, συνεχώς λέγαμε το Πάτερ Ημών και το Πιστεύω. Ήταν σα να βρισκόμασταν σε ένα σαπιοκάραβο στο μέσον του ωκεανού με 15 μποφόρ. Τότε, μόνο με θαύμα θα γλιτώναμε. Έτσι κι εμείς τώρα μόνο με θαύμα θα γλιτώσουμε, σε αυτή την κόλαση που βρεθήκαμε.

Ο θνήσκων κρατούμενος Άγαλμα στο στρατόπεδο Νοεγκάμεν

«Ακριβώς αυτό ήθελαν οι ναζί – να μας εξευτελίσουν και να μας υποβιβάσουν στην κατάσταση των ζώων, να μας τρελάνουν και να εξαλείψουν και την πιο αμυδρή ανάμνηση ότι κάποτε ήμασταν ανθρώπινα όντα» αναφέρει κρατούμενη ενός στρατοπέδου, Ben Shepard, Mετά την Αυγή, σελ. 25. (Σ.τ.ε.) 56

34


Στρατόπεδο

Φάλκεζεν και

Ζαξενχάουζεν________

Υπολογίζω περίπου ότι ήταν αρχές Ιουλίου 1944. Είχε περάσει περίπου ένας μήνας που βρισκόμασταν στο στρατόπεδο Νοεγκάμεν. Ένα πρωί φωνάζουν περίπου 500 άτομα με τα νούμερα, γιατί όπως έχω αναφέρει πριν, έπρεπε να ξέρεις το νούμερό σου. Εάν σε φωνάζανε και δεν έβγαινες, τότε έτρωγες αρκετό ξύλο. Επίσης, έπρεπε να μάθεις και ορισμένα γερμανικά, δηλαδή πώς λένε καραβάνα, φαγητό, προσυναγερμό, συναγερμό, έξω, μέσα, επάνω, κάτω, δουλειά, γρήγορα και άλλα διότι είχαμε και καψόνια. Μας βάζουν στα βαγόνια προς άγνωστη κατεύθυνση και φτάνουμε στα προάστια του Βερολίνου, σε ένα μεγάλο στρατόπεδο, το Ζαξενχάουζεν57.

Είσοδος του στρατοπέδου Ζαξενχάζουζεν με τη γνωστή επιγραφή «Η εργασία απελευθερώνει»

Παραμένουμε δύο μέρες, ο μήνας πρέπει να ήταν Ιούλιος, και από εκεί μας μεταφέρουν πέριξ του Βερολίνου σε ένα προάστιο που λέγονταν Φάλκεζεν58. Σε αυτή την αποστολή, συμπατριώτες είχα μόνο τον μπαρμπαΛιά Σπανόπουλο και τον Ιωάννη Σούφρα. Οι άλλοι είχανε μείνει στο Αμβούργο. Μας τοποθέτησαν σε παράγκες. Εκεί είχαμε καλύτερη μεταχείριση, διώροφα κρεβάτια και στο κάθε κρεβάτι μόνο ένας κοιμότανε. Το στρατόπεδο είχε περίπου 6.000 κρατουμένους που απασχολούνταν σε διάφορες υπαίθριες δουλειές, επιδιόρθωση σιδηροδρομικών γραμμών, βομβαρδισμένων κτιρίων, εκταφή φονευθέντων σε κήπους των Ες-Ες. Στο εργοστάσιο, Αυτού του τύπου τα τανκ κατασκευάζαμε στο στρατόπεδο Φάλκεζεν που δουλεύαμε οι Το στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν (Sachsenhausen) βρισκόταν 35 χλμ. μακριά από το Βερολίνο και ιδρύθηκε το 1938 με πολιτικούς κρατούμενους που μετέφεραν από άλλα στρατόπεδα της Γερμανίας. Οι πρώτοι πολιτικοί κρατούμενοι, πολίτες της τότε Γερμανίας, έχτισαν τα κτίρια του στρατοπέδου και εξαναγκάστηκαν σε υποχρεωτική εργασία στα εργοστάσια που βρίσκονταν στο περίβολο του στρατοπέδου. Το 1939 το στρατόπεδο αριθμούσε 11.300 κρατούμενους (Γερμανούς κομμουνιστές, Εβραίους και αιχμαλώτους πολέμου). Αυτή την περίοδο ξέσπασε μια επιδημία τύφου. Λόγω της έλλειψης τροφής και φαρμάκων, αυτή η επιδημία εξαπλώθηκε και εκατοντάδε ς κρατουμένων πέθαναν. Μέχρι το 1940 δεν υπήρχαν κρεματόρια στο Ζαξενχάουζεν και οι νεκροί στέλνονταν για καύση σε άλλα στρατόπεδα. Τα πρώτα κρεματόρια δημιουργήθηκαν τον Απρίλιο του 1940. Χιλιάδες άνθρωποι θανατώθηκαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες (ξυλοδαρμοί, κρέμασμα, τυφεκισμοί κ.α.). Τον Απρίλιο του 1945, λόγω της προέλασης των Σοβιετικών, χιλιάδες κρατούμενοι υποχρεώθηκαν σε μια «Πορεία Θανάτου». Σκοπός των Ες-Ες ήταν να τους φορτώσουν σε καράβια και να τα βυθίσουν στη συνέχεια. Οι Σοβιετικοί μπήκαν στο στρατόπεδο στις 22 Απριλίου του 1945 και βρήκαν 3.000 επιζώντες τους οποίους και απελευθέρωσ αν. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 30.000-35.000 άνθρωποι. (Σ.τ.ε.) 58 Το Φάλκεζεν (Falkensee) ήταν ένα από τα 44 υποστρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιοχή του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν, στα δυτικά του Βερολίνου. Εκεί κατασκευάζονταν τα γερμανικά τανκς – πάντσερ (μοντέλο Albrechtshof) της εταιρείας Demag. Πέριξ του εργοστασίου υπήρχε ηλεκτρικά φορτισμένος φράχτης για την προστασία του από τα παραπήγματα των κρατουμένων. Περίπου 2.500 κρατούμενοι ήταν στο στρατόπεδο και εξαναγκάστηκαν σε εργασία στο εργοστάσιο του στρατοπέδου. (Σ.τ.ε.) 57

35


περισσότεροι, ήτανε περίπου 4.000 άτομα. Ήταν εργοστάσιο παραγωγής τανκς και οβίδων βαρέος πυροβολικού59. 'Ήταν ένα απέραντο εργοστάσιο μεγαλύτερο από την Άμφισσα και, όπως έλεγαν, βγαίνουν από την πόρτα 5 τανκς ημερησίως για το μέτωπο. Βέβαια, η πρώτη ύλη έρχονταν από άλλα εργοστάσια. Δηλαδή από τα χυτήρια. Το στρατόπεδο βρίσκονταν στο κέντρο και ένα γύρο είχανε αποθήκες καυσίμων, αντιαεροπορικά κλπ. Το εργοστάσιο είχε και υποσταθμό ρεύματος και γι' αυτό, εάν οι σύμμαχοι βομβάρδιζαν, θα σκοτώνανε εμάς. Και πράγματι βομβάρδιζαν τα χυτήρια που μας προμήθευαν τα εξαρτήματα, οπότε καθυστερούσαμε. Πολλές φορές όμως χτυπούσαν τα αντιαεροπορικά, οπότε έπεφτε και σε μας καμιά οβίδα, ευτυχώς όμως με λίγες απώλειες.

Κρατούμενοι επιστρέφουν από εργασία στην πύλη του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν

Ο διοικητής ήταν ένας ηλικιωμένος, καλός και, όπως φαίνεται, ήθελε να μας αναδείξει εμάς τους Έλληνες που έχουμε ιστορία, καθ’ ότι διδάσκονταν τα αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Τα μαλλιά μας τα μετρούσαν με το πασέτο και, όταν ήταν μεγαλύτερα από το κανονικό, μας κούρευαν γιατί τα χρησιμοποιούσαν να φτιάχνουν γάντια, που μόνο ο αντίχειρας ήταν ξεχωριστός, το άλλο ήταν μονοκόμματο. Το χειμώνα που μας πηγαίνανε στις σιδηρoτρoχιές και είχανε πάγο, χωρίς αυτά τα γάντια δεν γινότανε δουλειά. Η δουλειά ήταν 12 ώρες, μια εβδομάδα μέρα και μια εβδομάδα νύχτα. Την Κυριακή δεν δουλεύαμε για να γίνει αλλαγή βάρδιας. Κάθε Κυριακή επίσης κάναμε υποχρεωτικά λουτρό, γιατί ήταν αργία και δεν δουλεύαμε. Επίσης, την Κυριακή γινότανε ποδόσφαιρο, εφ' όσον το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Οι αγώνες ήταν μεταξύ ομάδων των κρατουμένων (Βέλγων, Ολλανδών, Νορβηγών, Γάλλων κλπ.) γιατί αυτοί λαβαίνανε δέματα από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και, επειδή ήταν πιο εύρωστοι από τους άλλους κρατουμένους, είχανε την αντοχή να παίζουν ποδόσφαιρο. Μία Κυριακή διαλέγουν 10 γερόντια Έλληνες, και τα ντύνουν ρούχα ποδοσφαίρου. Μεταξύ αυτών και ο μπάρμπα-Ηλίας ο Σπανόπουλος. Τους βάζουν στο κέντρο, απέναντί τους Νορβηγοί Προθήκη με μαλλιά κρατουμένων, Μουσείο στρατοπέδου Ζαξενχαουζεν

«Στους χώρους μερικών στρατοπέδων συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν εργοστάσια όπλων που λειτουργούσαν συνεχώς. Άρχισε επίσης η απασχόληση κρατουμένων σε εξοπλιστικά εργοστάσια που βρίσκονταν και έξω από τα στρατόπεδα. Η Γενική Δ/νση Διαχείρισης και Επιμελητείας των SS ενδιαφερόταν να εξασφαλίσει για την εξοπλιστική βιομηχανία το μεγαλύτερο όγκο εργατικής δύναμης, ακόμη και αν αργότερα θα είναι ανίκανη για εργασία. Την κατάσταση όξυναν οι αυξανόμενες, κυριολεκτικά απεριόριστες, απαιτήσεις από μέρους του Υπουργείου Εξοπλισμών. Πολλοί διοικητές στρατοπέδων διατάχτηκαν να προμηθεύουν τα εργοστάσια αυτά με τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα εργατικών χεριών που κατά την επιλογή των SS κρίνονταν υγιείς και δυνατοί.», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 210-212. (Σ.τ.ε.) 59

36


ποδοσφαιριστές, κρατούμενοι βέβαια. Ο Διοικητής του στρατοπέδου και άλλοι Γερμανοί στρατιώτες, καθώς και όλοι οι κρατούμενοι του στρατοπέδου, περίπου 6.000 που είμαστε, γύρω από την πλατεία, 'Έγινε χαμός. Χειροκροτήματα από όλους και από τους στρατιώτες Γερμανούς. Τους έβαλαν σε διάφορες θέσεις. Τον μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο τον βάλανε τερματοφύλακα. Τους πέταξαν τη μπάλα και άρχισαν τα γεροντάκια να κυνηγάνε τη μπάλα, αλλά όλο έπεφταν κάτω. Αυτό κράτησε περίπου 15 λεπτά και τους απέσυραν. Τα βράδυ τα γεροντάκια πήραν διπλή μερίδα φαγητό.

Πρωινό προσκλητήριο κρατουμένων στο στρατόπεδο Ζακσενχάουζεν

Το διαιτολόγιο ήταν το ίδιο. Μόνο στις 11 η ώρα, μας δίνανε στο εργοστάσιο ένα σάντουιτς ψιλό, άλλοτε μέσα μαρμελάδα ή κρεμμυδάκι. Το εργοστάσιο από το στρατόπεδο ήταν περίπου 1 χιλιόμετρο. 'Έπρεπε το πρωί να σηκωθούμε δύο ώρες μπροστά, να πλυθούμε, να στρώσουμε το κρεβάτι, να βγούμε έξω στη γραμμή, να πάρουμε το πρωινό ρόφημα (καφέ), να πλύνουμε την καραβάνα και ξανά έξω, να μας μετρήσει ο ομαδάρχης και μετά πηγαίναμε στην πλατεία, όπου έρχονταν ο διοικητής, για να αναφέρουμε ότι «έχει καλώς», δηλαδή ότι όλα είναι σε τάξη. Από εκεί γινότανε η διανομή, εκτός από αυτούς που εργάζονταν στο εργοστάσιο. Όταν έβγαινες από την πύλη, έπρεπε να πηγαίνεις βήμα, το χέρι ευθεία και να τραγουδάς γερμανικό τραγούδι. Θυμάμαι μια φορά, χειμώνας με 20 βαθμούς υπό το μηδέν, έχασα το βήμα και μου ρίχνει μια με το βούρδουλα ο γερμανός και με παίρνει στη μύτη, ματώνει, ζαλίζομαι, πάω να πέσω κάτω, αλλά με πιάσανε οι δύο συγκρατούμενοι και σιγά-σιγά έφτασα στο εργοστάσιο. Ευτυχώς, πάγωσε το αίμα Κρατούμενοι σε καταναγκαστική εργασία στο στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν

37


και δεν είχα αιμορραγία, έσπασε το διάφραγμα και το πρόβλημα το έχω ακόμα μέχρι σήμερα. Θα γυρίσω λίγο πίσω, όταν μας πρωτοφέρανε σ’ αυτό το στρατόπεδο. Σ' αυτή την παράγκα μένανε και Γάλλοι. Αυτοί τρώγανε το μισό ψωμί. Το βράδυ το σκεπάζανε το άλλο με την καραβάνα στη θυρίδα, για να το φάνε το πρωί. Την άλλη μέρα δεν βρίσκανε τίποτα. Από τότε πήραμε το όνομα παντιτ (κλέφτης) και πού να ξαναφήσουν μετά ψωμί. Εκεί σε τοποθετούσανε σε ένα μηχάνημα και έπρεπε να μάθεις πώς λειτουργεί. Εάν χάλαγες το σίδερο, θεωρούνταν σαμποτάζ και πήγαινες στην κρεμάλα. Βέβαια υπήρχε γερμανός μηχανολόγος που μας πρόσεχε, και μας μάθαινε πώς να δουλεύουμε, γιατί δεν ήταν δυνατόν να μάθεις σε μια εβδομάδα τον χειρισμό του μηχανήματος. Μέσα στο εργοστάσιο υπήρχαν διαμορφωμένα τμήματα που κάθε ένα τμήμα έφτιαχνε και ένα κομμάτι από το άρμα (τανκ). Εγώ έπεσα στο διαμέρισμα που έφτιαχνε τον κινητήριο τροχό, δηλαδή εκεί που έχει το γρανάζι. Κάθε τμήμα ήταν περιφραγμένο με συρματοπλέγματα δικτυωτά και μας φυλάγανε οι στρατιώτες. Εγώ είχα χρεωθεί μηχανή που έφτιαχνε το καρέ στο ημιαξόνιο. Ο Σούφρας ήταν απέναντι σε άλλη μηχανή και δουλεύαμε στην ίδια βάρδια. Τον Σπανόπουλο τον είχανε σε άλλο τμήμα, στις οβίδες.

Άποψη του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν από τον ψηλό πύργο ενός φυλακίου. Διακρίνονται στο βάθος όλα τα κτίσματα που έμεναν οι κρατούμενοι.

Στη βάρδια των 12 ωρών δουλεύαμε σχεδόν 6 ώρες, γιατί τις υπόλοιπες είμαστε στα καταφύγια, επειδή βομβαρδίζανε τα συμμαχικά αεροπλάνα 60. Τα καταφύγια στο εργοστάσιο ήταν υπόγεια. Στα καταφύγια οι τοίχοι ήταν αλειμμένοι με φώσφορο, για να μας βλέπουν οι στρατιώτες που ήταν μπροστά στις πόρτες. Δηλαδή ζήτημα να κοιμόμαστε 4 ώρες γιατί βομβάρδιζαν μέρανύχτα. Ακούγαμε από μακριά προς το Βερολίνο που γινότανε χαμός. Το εργοστάσιο ήταν καμουφλαρισμένο και από l0 χλμ. μακριά φαινότανε σαν ένας λόφος και μέσα στο στρατόπεδο υπήρχαν τολ, που έφτιαχναν οι κρατούμενοι μυδράλια. Στο εργοστάσιο αν δεν είχες σίδερο να επεξεργαστείς στη μηχανή, απαγόρευαν να κάτσεις. Μόνο όρθιος έπρεπε. Κατ' αυτό τον τρόπο κυλούσε ο χρόνος μέχρι που ήλθε ο χειμώνας και μας έδωσαν άρβυλα ξύλινα, κάτι πανιά για κάλτσες και ένα μπουφάν. Στο στρατόπεδο Φάλκεζεν, όταν επρόκειτο να γίνει βομβαρδισμός, είχαμε προσυναγερμό (φορ αλάρμ). Δηλαδή τη νύχτα έπρεπε να ντυθούμε και να είμαστε έτοιμοι για τα καταφύγια. Είχαν Εννοεί τα βρετανικά συμμαχικά αεροπλάνα γιατί η Βρετανία, λόγω της γεωγραφικής της θέσης ήταν από τις λίγες χώρες που δεν κατελήφθησαν από τους Γερμανούς και ανέλαβαν το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου εναντίον τους. (Σ.τ.ε.) 60

38


φτιάξει ορύγματα υπόγεια, σκεπασμένα από επάνω με τσιμεντένιες κολώνες και απάνω χώμα, και τούτο γιατί είχαμε ειδικότητα στο εργοστάσιο και μας χρειάζονταν. Με το αλάρμ (συναγερμός) έπρεπε τροχάδην να μπούμε στα ορύγματα. Όταν με πήγαν στο εργοστάσιο, με χρέωσαν μηχανή που έφτιαχνε το καρέ στο ημιαξόνιο, από τον κινητήριο τροχό του άρματος. Ένα πρωινό που τέλειωνε η βάρδια μου, δεν είχα αποσυνδέσει το ημιαξόνιο καλά, με αποτέλεσμα ο γερανός να σηκώσει το επάνω μέρος της μηχανής προς τα επάνω. Ευτυχώς μια χειρίστρια του γερανού, πολωνέζα ελεύθερη εργάτρια, πρόσεξε το λάθος μου και το άφησε αμέσως κάτω. Εγώ δεν μίλησα καθόλου, μπαίνω στη γραμμή και επιστρέφω στο στρατόπεδο και όλη τη μέρα δεν κοιμήθηκα, γιατί τη ζημιά οι επόμενοι θα την ανέφεραν στο γερμανό μηχανολόγο. Δεν ήξερα τι με περιμένει, γιατί μας είχαν τονίσει ότι ζημιά μηχανής ή εξαρτήματος, θεωρείται σαμποτάζ και έχει κρεμάλα. Το βράδυ που επέστρεψα στο εργοστάσιο για εργασία, με φωνάζει ο μηχανολόγος και μου αναφέρει ότι έκανα ζημιά στη μηχανή. Εγώ βέβαια αρνήθηκα και άρχισε να με χτυπάει. Ευτυχώς η μηχανή δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά, είχαν στραβώσει κάτι σωλήνες που επιστρέφουν το νερό. Την άλλη μέρα ήλθε πιο ήρεμος και του λέω ότι με πονάνε τα πόδια μου και το κεφάλι μου και δεν μπορώ να εργαστώ σε αυτή τη μηχανή, γιατί ήταν πολύπλοκη. Απέναντι δούλευε ο Σούφρας Ιωάννης, που άνoιγε κάτι σφηνιές σε ένα εξάρτημα. - «Πού θέλεις να πας»; μου λέει. - «Απέναντι», του λέω, «στο μηχάνημα του Σούφρα». Και έκτοτε ήμουνα παρέα με το Σούφρα. Σ’ αυτό το στρατόπεδο, στην κατασκευή των τανκς, τα μηχανήματα είχανε πολύ καλή διάταξη. Ο ρυθμός μεταφοράς του κάθε εξαρτήματος από τον κινητήριο τροχό του άρματος, από μηχανή σε μηχανή, ήταν τέτοιος ώστε να μην υπάρχει καθυστέρηση ούτε λεπτό. Ένας μικρός υδραυλικός γερανός ήταν μόνιμα δίπλα από την κάθε μηχανή και μια μεγάλη γερανογέφυρα πηγαινοερχόταν συνέχεια πάνω από τα κεφάλια μας. Έλεγχε τους επίγειους γερανούς για να μην υπάρχει καθυστέρηση. Κάθε τμήμα είχε ηλεκτρογεννήτρια με πετρέλαιο και όταν βομβαρδίζανε τον κεντρικό ηλεκτρικό σταθμό, αμέσως την αντικαθιστούσαν πετρελαιομηχανές. Την Κυριακή που δεν εργαζόμασταν περνούσε συνεργείο με γερμανούς μηχανικούς και έκανε συντήρηση στις μηχανές. Ο συντονισμός εργασίας ήταν άριστος, γιατί οι ανάγκες του γερμανικού στρατού σε άρματα ήταν πολύ μεγάλες. Τα τσιγάρα που έπαιρνα, 10 την εβδομάδα, τα έδινα στον Σούφρα. Αλλά αυτός, έφευγε από τη μηχανή και ακολουθούσε τους Γερμανούς που έρχονταν, και κοίταγε πού θα πετάξουν τη γόπα (απoτσίγαρo), για να το αρπάξει. Είχε και καρφίτσα που την κάρφωνε για να ρoυφήξει μέχρι τέλους τη γόπα.. Είδα κάτι το τρομερό σε αυτούς τους ανθρώπους που καπνίζανε. Ανταλλάσσανε τα 10 τσιγάρα της εβδομάδας με το ψωμί των 50 γραμμαρίων που δίνανε κάθε Σάββατο, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν μετά από λίγο διάστημα, κυρίως από πείνα. Αυτό με έκανε να μην καπνίσω ποτέ στη ζωή μου. Αρκετές φορές που περνούσε ο μηχανολόγος, και δεν έβλεπε τον Σούφρα κοντά μου και με ρωτούσε «πού είναι ο Γιάννης;» Του έλεγα, «τουαλέτ». Αλλά από τις πολλές φορές, τον έγραψε κοπανατζή, οπότε τον μετέθεσαν τους τελευταίους μήνες. Ειδίκευσαν άλλον βέβαια στη μηχανή, γιατί εγώ, λόγω της ζημιάς που είχα πάθει στη μέση μου, μετά από 15 ημέρες πήγα στο εργοστάσιο. Όταν μας έπαιρναν στα μαγειρεία, για να καθαρίσουμε για το στρατό παντζάρια, λάχανα και καρότα, δέναμε τη μοδάντα (σώβρακο) στο κάτω μέρος και βάζαμε μέσα μερικά από αυτά. Στη συνέχεια περνάγαμε από την πόρτα για έλεγχο, αλλά πού να φανταστούν πως τα τρυπώναμε εκεί κάτω. Κάθε μέρα όλο και χάναμε βάρος, είχαμε φθάσει τα 50 κιλά και όλο κατεβαίναμε. Το κρύο πολύ και μόνο μια κουβέρτα είχαμε για σκέπασμα. Πισσόχαρτο από επάνω και τσιμεντόλιθα άλειφτα. Με τα ρούχα απαγορεύονταν να κοιμηθείς. Είχαμε μερικές σακούλες από τσιμέντο και τις φτιάχναμε γιλέκο εσωτερικά. Αλλά αυτό απαγορευότανε.

39


Είμαστε έξι πιτσιρίκια και όταν επιστρέφαμε το πρωί από το εργοστάσιο, βέβαια αυτό κατά αραιά διαστήματα, μας παίρνανε στο μαγειρείο και καθαρίζαμε για το στρατό παντζάρια, πατάτες, καρότα κλπ. Τις πατάτες που κλέβαμε από το μαγειρείο, επιστρέφοντας από τη νυχτερινή εργασία, τις περνάγαμε το βράδυ από την πύλη που πηγαίναμε για εργασία, κρυμμένες πάλι στην μοδάντα (σώβρακο), δεμένο καλά εις το κάτω άκρο του ποδιού. Στο εργοστάσιο είχαμε κρυμμένη μια κατσαρόλα και τα μεσάνυχτα τις βράζαμε ρίχνοντας δύο καλώδια γυμνά μέσα στο νερό με το ρεύμα. Τις είχαμε πλύνει καλά, διότι θα τις τρώγαμε με τις φλούδες, πάντα παρέα με τον Ιωάννη Σούφρα. Η πείνα ήταν ανυπόφορη. Όσο περνούσε ο χρόνος και στο εργοστάσιο δεν μας φέρνανε σίδερα, υπολειτουργούσε, με αποτέλεσμα να μας πηγαίνουνε σε εξωτερικές δουλειές. Όταν μας πηγαίνανε στον κήπο των Ες-Ες να σκαλίσουμε τα παντζάρια και τις πατάτες, τα μισά τα ξεχώναμε, τα τρώγαμε και φυτεύαμε τα φύλλα. Την άλλη μέρα άλλη αγγαρεία. Το φοβερότερο ήταν ότι ζευόμαστε τη ρεμούλκα και πηγαίναμε για να μάσουμε τα σκουπίδια στα Ες-Ες. Μαζεύαμε τα μουχλιασμένα ξεροκόμματα σαν τους σκύλους και τα τρώγαμε. Άμα πέθαινε κανείς, είχανε ένα μικρό φούρνο και τον καίγανε μέσα στο φούρνο (τα λεγόμενα κρεματόρια). Δεν θυμάμαι ποιο μήνα αρρώστησα και με πήγανε στο αναρρωτήριο. Πρέπει να ήταν Σεπτέμβρης ή Οκτώβρης του 1944. Είχανε μια παράγκα και με εξέτασε ο γιατρός. Δεν ξέρω τι μου βρήκε και με μετέφεραν στο κεντρικό στρατόπεδο που υπαγόταν το Ζάξενχάουζεν και με περάσανε από ακτίνες. Μετά από μερικές μέρες μου έπεσε ο πυρετός, αλλά δεν με μετέφεραν πίσω αμέσως. Με βάλανε αγγαρεία να σέρνω ρυμούλκα μαζί με άλλους και μαζεύαμε τα πτώματα από τις παράγκες και τα πηγαίναμε στους φούρνους. Πριν όμως ρίξουμε τα πτώματα στους φούρνους, υπήρχε ένας επιβλέπων αξιωματικός και έδινε διαταγή στον κρατούμενο, στον οποίο είχε δώσει μια τανάλια, να βγάζει τα χρυσά δόντια 61 από τους νεκρούς. Είχα όμως μια περιπέτεια, που παραλίγο να μου στοιχίσει τη ζωή μου. Όταν ήταν να βγάλουμε τα χρυσά δόντια από τους νεκρούς 62, οι παλαιότεροι μου λένε: «Πρόσεχε, ό,τι κάνουμε εμείς θα κάνεις κι εσύ γρήγορα. Διότι αυτός ο αξιωματικός ο Γερμανός που μαζεύει τα δόντια, είχε σκοτώσει πολλούς που δειλιάζουν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Είναι πολύ μοβόρος». Εκτός από το ταναλάκι, μου δώσανε και μια λάμα για ν’ ανοίγω τις σιαγόνες και ένα μαχαίρι για να σχίζω το μάγουλο, μήπως στο βάθος υπάρχει χρυσό δόντι, καθ' ότι αίμα δεν είχαν καθόλου. Τον πρώτο πεθαμένο που ανέλαβα, προτού του ανοίξω το στόμα, κάνω το σταυρό μου και σκέφτηκα: «Θεέ μου, τι είναι αυτό που με βάλανε να κάνω;» Από πάνω μου ήταν ο αξιωματικός Ερείπια των φούρνων καύσης πτωμάτων όπως είναι σήμερα στο μουσείο του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν

Ο B. Jacobs αναφέρει : «…έπρεπε να γονατίζω πάνω από τα πτώματα και να ανοίγω το στόμα τους με τη βία χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο. Την ώρα που το στόμα άνοιγε έβγαινε ένας ήχος σπασίματος. Όταν το στόμα ήταν πλέον ανοιχτό αφαιρούσα τα χρυσά δόντια. Δεν είναι κάτι για το οποίο μπορώ να είμαι περήφανος. Αλλά εκείνη την περίοδο δεν είχα αισθήματα. Ήθελα να επιβιώσω. Ακόμα κι έτσι η ζωή δεν ήταν ανεκτή, αλλά ο άνθρωπος κρατιέται από αυτήν πάση θυσία», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 200. (Σ.τ.ε.) 62 «Τα χρυσά δόντια που αφαιρούνταν από τους νεκρούς χύνονταν σε εργαστήρια που βρίσκονταν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου και ο παραγόμενος χρυσός μαζί με τα τιμαλφή στέλνονταν στο Βερολίνο, στη Ραιχσμπαντ και στη συνέχεια στην Ελβετία σε ειδικούς λογαριασμούς. Από τα βιβλία που βρέθηκαν προκύπτει ότι υπήρξαν περίοδοι που από τα χρυσά δόντια των θυμάτων παράγονταν ημερησίως 10-15 κιλά καθαρού χρυσού», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 15-16. (Σ.τ.ε.) 61

40


Γερμανός, γιατί δεν ενήργησα γρήγορα. Μου φωνάζει να κάνω γρήγορα και, όπως ήμουνα γονατισμένος, μου δίνει μια κλοτσιά από πίσω και τον βλέπω να πάει το χέρι του στο πιστόλι. Εγώ αμέσως του βγάζω ένα χρυσό δόντι, ευτυχώς που είχε μπροστά και του το έδωσα. Μου λέει γκούτ (καλό). Λαχτάρισα. Παραλίγο θα με σκότωνε. Ο αξιωματικός έφευγε με το που τελείωνε η αφαίρεση δοντιών. Στο πρώτο φορτίο που φορτώσαμε στη ρεμούλκα, να την πάμε στον φούρνο, μου λένε οι άλλοι κρατούμενοι:«Παραλίγο θα σε σκότωνε. Φθηνά τη γλίτωσες!» Επιβλέποντες μετά ήταν Γερμανοί κρατούμενοι (Koμμoυνιστές), χειρότερoι από τους στρατιώτες, για να έχουν καλή μεταχείριση από τα SS, οι λεγόμενοι ΚAΠO.

Βαλίτσες με δόντια κρατουμένων, έτσι όπως βρέθηκαν μετά την απελευθέρωση του Ζαξενχάουζεν

Όταν τελείωνε η συλλογή πτωμάτων, μας πηγαίνανε σε άλλες αγγαρείες. Έπρεπε να κλείσουμε το 12ωρο εργασίας. Στον καθαρισμό χώρων (ακόμα και της στάχτης πέριξ των κρεματορίων 63), στα εργοστάσια που βρίσκονταν περιμετρικά του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν, σε αγροτικές εργασίες μέσα και έξω από το στρατόπεδο. Η διαδικασία της συλλογής πτωμάτων είχε ως εξής. Το πρωί μετά το προσκλητήριο παίρναμε τη ρεμούλκα έξι άτομα γύρω από τη ρεμoύλκα, οι δύo μπροστά στο τρίγωνο (τιμόνι). Υπήρχαν συρματόσχοινα που περνάγαμε εις την πλάτη, καθώς και οι δύο μπροστά τραβούσαν και αυτοί. Ο θαλαμοφύλακας είχε παραδώσει τον αριθμό αποθανόντων. Πρώτα τους κατεβάζαμε από τα διώροφα ή τριώροφα κρεβάτια, δεν θυμάμαι. Τους μαζεύαμε σε ανοιχτό χώρο για την αφαίρεση δοντιών, για να μπορεί ο αξιωματικός να ελέγχει την κατάσταση. Μετά άρχιζε το γδύσιμο. Ταξινομούσαμε στις σακούλες κάθε είδος ρούχου 64 και έγραφε ο ΚAΠO. Επίσης ξηλώναμε με προσοχή τα νούμερα. Διπλαρώναμε με τη ρεμούλκα, ανοίγαμε το παραπέτι και αρχίζαμε να φορτώνουμε και οι τέσσερις της αγγαρείας, δύο από τα χέρια και δύο από τα πόδια και με φόρα τους πετάγαμε επάνω. Όταν όμως κλείναμε το παραπέτι, αφού γέμιζε ως εκεί με πτώματα, χρειαζότανε περισσότερη δύναμη για να πετάξoυμε και άλλους πάνω. Ήμουν ο μικρότερος, κοντότερος και ο πιο αδύναμος στην τετράδα. Με είδε ο ΚAΠO ότι δεν μπορούσα να βοηθήσω αποτελεσματικά. Με πήρε από το φόρτωμα και με έβαλε να βγάζω τις σακούλες με τα ρούχα έξω. Τις σακούλες τις φορτώναμε στο τέλος, τις πηγαίναμε σε αποθήκη, και «Οι στάχτες των κρεματορίων, κατά τόνους καθημερινά, εύκολα αναγνωρίζονταν, διότι συχνά περιείχαν δόντια ή σπονδύλους. Παρόλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για διάφορους σκοπούς : για κάλυψη βαλτότοπων, σαν θερμικό μονωτικό στους τοίχους των οικοδομών από ξύλο, σαν φωσφορικό λίπασμα. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το ότι χρησιμοποιήθηκαν αντί χαλικιών για να καλύψουν δρόμους των χωριών κοντά στα στρατόπεδα…», Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, σελ 131. (Σ.τ.ε.) 64 «Τα είδη ρουχισμού που αφαιρούνταν από τους κρατούμενους, πριν το θάνατό τους, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στέλνονταν για έρευνα για να ανακαλυφθούν πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα σ’ αυτά και στη συνέχεια χρησιμοποιούνταν για συμπλήρωση του ιματισμού των κρατουμένων. Μεγάλο μέρος του ιματισμού παραδινόταν στην κοινωνική πρόνοια για τους πρόσφυγες και για τα θύματα των βομβαρδισμών. Τα αντικείμενα αξίας και τα χρήματα που τα ανακάλυπταν κρυμμένα στέλνονταν για διαλογή σε ειδική υπηρεσία και στη συνέχεια φυλάσσονταν στα θησαυροφυλάκια του Ράιχ ή αποστέλλονταν στο εξωτερικό, κυρίως στην Ελβετία», Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 221-222. (Σ.τ.ε.) 63

41


τις ταχτοποιούσαμε κάθε είδος χωριστά. Βέβαια στο τράβηγμα της ρεμούλκας έπαιρνα πάλι τη θέση μου.

Ρεμούρκες που περιείχαν πτώματα στο Ζαξενχάουζεν

Ένα πρωινό, ο θαλαμοφύλακας δεν πρόσεξε ότι σε μια γωνία στα κρεβάτια ήταν τρία άτομα, δύο πεθαμένα και ένας άρρωστος και έδωσε λάθος αριθμό στον ΚΑΠΟ. Στο προσκλητήριο μπλοκ (θαλάμου) έπρεπε να αναφέρονται και πόσοι είναι μέσα πεθαμένοι και άρρωστοι, ούτως ώστε να ταιριάζει ο αριθμός κρατουμένων. Στη συνέχεια γινότανε προσκλητήριο στρατοπέδου και ήταν υπεύθυνος ο ΚΑΠΟ. Ο ΚΑΠΟ είδε το λάθος του και έφαγε αρκετό ξύλο. Έκτοτε έβαλε υπεύθυνους και άλλους τρεις να ελέγχουν όλα τα κρεβάτια και να δίνουν αναφορά.

Ένας επιζών του στρατοπέδου Ζαξενχάουζεν

Ένα απόγευμα, εν ώρα αναπαύσεως με φώναξε ο ΚΑΠΟ, και μου έπιασε κουβέντα από ποιο στρατόπεδο ήλθα και πού δούλευα. Ήξερα αρκετά Γερμανικά και συνεννοούμουν καλά. Του είπα ότι ήλθα από το Φάλκεζεν και δουλεύω στο εργοστάσιο παραγωγής αρμάτων μάχης της εταιρίας DEMAG65. Στη συνέχεια τον ενημέρωσα ότι αρρώστησα και με φέρανε σ’ αυτό το στρατόπεδο. Περίπου δύο φορές την εβδομάδα με πέρναγαν το βράδυ από μηχανήματα. Ο πυρετός μου έπεσε σε πέντε ημέρες και δεν αισθανόμουν τίποτα άλλο. Σκεφτόμουν: γιατί δεν με διώχνουν πίσω, θα με Η γερμανική εταιρεία DEMAG ιδρύθηκε το 1906 και στην αρχή έφτιαχνε γερανούς φορτοεκφόρτωσης. Το 1910 σχεδίασε και υλοποίησε το μεγαλύτερο πλωτό γερανό στο Μπέλφαστ. Στη συνέχεια δημιούργησε σκαπτικά μηχανήματα, ηλεκτράμαξες, βαγόνια τραίνων και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα περίφημα γερμανικά τανκς – πάντσερ που πρωτοστάτησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Σήμερα υπάρχουν μερικά από αυτά τα τανκς σε μουσεία στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Ολλανδία, τη Ρωσία, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Λίγα από αυτά βρίσκονται ακόμα σε λειτουργία. Η DEMAG συνεχίζει την παραγωγή βαρέος μηχανολογικού εξοπλισμού και το 1973 εξαγοράζεται από την Mannesmann και το 1999 από τη Siemens. (Σ.τ.ε.) 65

42


αφήσουν να κάνω αυτή τη δουλειά; Παρακάλεσα το προϊστάμενό μου-ΚΑΠΟ να με πάει σε άλλη δουλειά. Είχαν κάτι κυλίνδρους που τους τραβούσαν κρατούμενοι να ισοπεδώνουν το έδαφoς. «Δεν μπορώ διότι το νούμερό σου έχει καταχωρηθεί γι’ αυτή την εργασία 66». Eπίσης μου λέει ότι «oι γιατροί θα φροντίσουν να σε γιατρέψουν γιατί είσαι παραγωγικός και νέος, τους είσαι απαραίτητος. Είναι πολύ καλοί γιατροί, για να σε κρατάνε, κάτι έχεις. Εάν δεν μπορέσουν να σε γιατρέψουν, θα σου κάνουν μια ένεση να πεθάνεις 67». Του λέω «Εάν πρόκειται να κάνω αυτή τη δουλειά συνέχεια, καλύτερα να μου την κάνουν να ησυχάσω». Περίπου στο μήνα, για τελευταία φορά ένα βράδυ, με φωνάξανε πάλι οι γιατροί. Ήταν τρεις και μου λένε, «δεν έχεις τίποτα τώρα, αύριο φεύγεις για το Φάλκεζεν». Τους ευχαρίστησα, και τους ρώτησα τι είχα. Δεν κατάλαβα τη λέξη, αλλά με νεύμα μου έδειξαν πρoς το στομάχι και την κοιλιά. Μάλιστα ο ένας γιατρός, ηλικιωμένος, με χτύπησε στην πλάτη φιλικά και μου λέει: «Είσαι καλός Έλληνας». Όπως προανέφερα στο Φάλκεζεν, όταν δεν λειτουργούσε το εργοστάσιο, μας πηγαίνανε σε διάφορες εργασίες, μεταξύ αυτών και στους χώρους που είχανε τους σκύλους και τρώγαμε τα ξεροκόμματα που ήταν μισοφαγωμένα, ίσως εκεί πήρα το μικρόβιο του εχινόκοκκου 68. Όταν επέστρεψα στο στρατόπεδο Φάλκεζεν, έπειτα από αυτή την κατάσταση που αντιμετώπισα στο στρατόπεδο (Ζαξενχάουζεν), ψυχολογικά δεν πήγαινα καλά. Φωνάζω τον μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο και του είπα το πρόβλημά μου και το τι τράβηξα, εκεί που με πήγανε. Με αγκάλιασε και μου λέει ότι «εδώ που μας φέρανε, επόμενο είναι ότι θα τα τραβούσαμε αυτά, μη στεναχωριέσαι, ο Θεός θα μας προστατεύσει και θα γυρίσουμε ζωντανοί πίσω. Διάβαζε την Αγία Επιστολή και θα σου δώσει δύναμη» (είχε βρεθεί μια Αγία Επιστολή και την διαβάζαμε όλοι οι Έλληνες που είμαστε, δεν θυμάμαι πόσοι, όχι πολλοί). Και πράγματι μόλις τη διάβαζα, μου έδινε δύναμη και ξεχνούσα αυτά που πέρασα, αυτό το μήνα στο Ζαξενχάουζεν. Τον χρόνο αναπαύσεως, μας έλεγε πολλά ο Ηλίας Ο μπάρμπα – Ηλίας Σπανόπουλος

Σπανόπουλος, σε εμένα και τον Ιωάννη Σούφρα, μας έδωνε θάρρος και άλλα πολλά. Είναι γεγονός ότι οφείλω πολλά στον μπάρμπα-Ηλία Σπανόπουλο καθώς και στον Ναπολέοντα

Οι επικεφαλής των στρατοπέδων συγκέντρωσης κρατούσαν πλήθος στοιχείων των κρατουμένων τα οποία κατέγραφαν καθημερινά. Μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η ευθύνη της φύλαξης των αρχείων των ναζιστών ανήκε, με βάση τη Συνθήκη της Βόννης, στον Ερυθρό Σταυρό και ειδικότερα στη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων, η οποία μετά τον πόλεμο ανέλαβε το έργο του εντοπισμού και του επαναπατρισμού των εκτοπισθέντων από τις αρχές κατοχής. Τα αρχεία των ναζιστών βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα στη Γερμανία και εξακολουθούσαν να θεωρούνται απόρρητα με βάση μια διεθνή συνθήκη την οποία συνυπέγραψαν το 1955 ένδεκα κράτη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα. Με την αναθεώρηση της συνθήκης του 1955, τον Μάιο 2006, άνοιξε πλέον ο δρόμος για την παράδοση αυτού του υλικού στην «ιστορική έρευνα». Τα αρχεία αυτά άργησαν να δημοσιοποιηθούν από τη Γερμανία και την Ιταλία καθώς, αν τα στοιχεία τους δίνονταν στη δημοσιότητα, τότε εκατομμύρια ανθρώπων θα αξίωναν αποζημιώσεις από τα δύο αυτά κράτη. Τα αρχεία αυτά περιέχουν: α) Τους ατομικούς φακέλους 17,5 εκατομμυρίων προσώπων με στοιχεία όπως το ποινικό μητρώο, η φυλετική προέλευσή τους, η κατάσταση της υγείας τους, τα παράνομα τέκνα που ενδεχομένως είχαν, οι επαφές τους με τον κοινωνικ ό περίγυρο, κ.α. β) Πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξολόθρευσης και για τις συνθήκες διαβίωσης όσων διά της βίας εξαναγκάστηκαν να εργασθούν (7,6 εκατομμύρια ξένοι εργάτες, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είχε μεταφερθεί από τις κατεχόμενες χώρες διά της βίας) σε γερμανικά εργοστάσια κατά τη διάρκεια της κατοχής. γ) Εκθέσεις και μελέτες για τα αποτελέσματα των «ιατρικών επιστημονικών πειραμάτων» που οι Γερμανοί έκαναν επί των κρατουμένων, δ) Διατάγματα, αποφάσεις, οδηγίες και εγκύκλιοι που εξέδωσαν οι αρχές κατοχής. «Στο φως τα αρχεία των ναζιστών», Το ΒΗΜΑ, 14/05/2006 (Σ.τ.ε.) 67 Ένας ΚΑΠΟ κομμουνιστής περιέγραφε την μοίρα των ασθενών «Μας είπε ότι στο στρατόπεδο Ζαξεχάουζεν είχε ακούσει κάτι φήμες για ανθρώπους που τους έπαιρναν από τα νοσοκομεία και τους εξαφάνιζαν κάπου», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 72. (Σ.τ.ε.) 68 Προ εικοσαετίας, ίσως και περισσότερο, πέρασα υπέρηχο στη Λαμία, στον κο Θεοδωρακόπουλο και μου λέει : «δεν με ανησυχεί μια μικρή πέτρα που έχεις, αλλά έχεις ένα μπάλωμα στο συκώτι. Αυτό είναι το πρόβλημα. Πρέπει να πας το συντομότερο στην Αθήνα σε αξονικό τομογράφο να δούμε τι γίνεται». Μου έδωσε μια σύσταση. Πράγματι, μου βρήκαν στο συκώτι μια κύστη από αποτιτανωμένο εχινόκοκκο και μου είπε ο καθηγητής ότι «μπορεί να τον έχεις από πολλά χρόνια και δεν πρέπει να πειραχθεί καθόλου το συκώτι». Μου βρήκαν και την καρδιά υπερογκωμένη, ίσως από τις λαχτάρες. Δεν ξέρω εάν ήταν αυτή η περίπτωση που με πήγαν για θεραπεία στο Ζαξενχάουζεν. (Σ.τ.σ) 9

43


Σουκατζίδη, στο Xαϊδάρι, πoυ τον εκτέλεσαν την 1 Μαΐου 1944 (ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ). Όταν πηγαίναμε από το στρατόπεδο στο εργοστάσιο, η διάταξη είμαστε, δεν θυμάμαι καλά, ανά 100 σε πεντάδες. Εκατέρωθεν μας συνόδευαν στρατιώτες. Τον χειμώνα, με τον πάγο και με ξύλινα παπούτσια γλιστρούσανε. Εάν έφευγες, γλιστρούσες από τη γραμμή ένα μέτρο. Ο στρατιώτης σε εκτελούσε, με το αιτιολογικό ότι πήγες να δραπετεύσεις, δι' αυτό προσέχαμε τους ακραίους να τους πιάσουμε. Μας είπαν οι παλαιότεροι ότι είχαν σκοτώσει πολλούς με αυτή τη δικαιολογία. Την πρωτοχρονιά του 1945 ήμουνα νυχτερινός και τα μεσάνυχτα μας δίνανε ένα σάντουιτς και καφέ (νεροζούμι). Μαζευτήκαμε όλοι οι Έλληνες αυτού του τμήματος και ευχηθήκαμε «καλή λευτεριά». Τον Ιανουάριο 1945 μας πάνε μια ομάδα να ξεφορτώσουμε ξυλεία σε βαγόνια του τρένου. Κόβεται το συρματόσχοινο και κυλάνε τα ξύλα. Τέσσερις οι σκοτωμένοι, εγώ πλακωμένος από κάτω και άλλος ένας. Μας ξεπλακώνουν, με περνάνε ακτίνες γιατί είχα πάθει ζημιά στη μέση. Μου βάζουν μια ζώνη και για 15 μέρες δεν με έστειλαν για δουλειά. Μετά με πήγανε στο εργοστάσιο στη μηχανή μου και το μόνο που μου επέτρεψαν, όταν δεν είχα εξαρτήματα να επεξεργασθώ στη μηχανή, ήταν να έχω δικαίωμα να κάθομαι λόγω του προβλήματος μου.

Άγαλμα που έχει τοποθετηθεί στα ερείπια του κρεματόριου, Στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν

44


Στο

δρόμο για την ελευθερία__________________

Διάνυσα το χειμώνας του 1944 (Νοέμβρης 1944 – Μάρτης 1945) στο στρατόπεδο Φάλκεζεν. Αρχές Απριλίου 1945 το μέτωπο άρχισε να καταρρέει. Η πείνα όλο και δυνάμωνε, μερικές φορές δεν είχαν ούτε ψωμί να μας δώσουν. Ευτυχώς που είχαμε κρατουμένους Βέλγους, Ολλανδούς και Νορβηγούς και λαβαίνανε αυτοί δέματα από τον Ερυθρό Σταυρό και μας δίνανε το φαγητό τους, δηλαδή αυτή τη νερόσουπα, όχι βέβαια πάντοτε. Δεν επέτρεπαν στον Ερυθρό Σταυρό να δίνει δέματα στα κράτη που είχαν κομμουνιστικό καθεστώς και τους πολεμούσαν. Έλεγαν ότι η Ελλάδα είχε κομμουνιστικό καθεστώς. Οι βομβαρδισμοί γίνονταν μέρα νύχτα και τα μέτωπα προχωρούσαν από ανατολικά και δυτικά 69. Τα νέα τα μαθαίναμε όλα στο εργοστάσιο. Τη γερανογέφυρα τη δούλευε μια πολωνέζα ελεύθερη εργάτρια. Δεν βάζανε από εμάς κανένα, για να μη δραπετεύσουμε. Τα μεσάνυχτα διπλάρωνε σε μια τσιμεντοκολόνα και έπαιρνε το σήμα άλλος πολωνός από κάτω και μας τα έλεγε, οπότε παίρναμε θάρρος. 'Όταν φτάσανε οι Ρώσοι στην Πολωνία, σε ένα ποταμό καθυστέρησαν να τον περάσουν (πρέπει να ήταν ο ποταμός Όντερ). Αλλά μόλις τον πέρασαν, τότε το ηθικό μας αναπτερώθηκε και ελπίζαμε ότι, πρώτα ο θεός, θα ζήσουμε. Άρχιζαν να ακούγονται τα κανόνια τα Ρωσικά. Το εργοστάσιο συνέχιζε να δουλεύει. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι εμείς θα πέσουμε στους Ρώσους. Διατρέχαμε όμως τον κίνδυνο να μας μεταφέρουν, όπως είχαμε ακούσει που έκαναν σε άλλα στρατόπεδα. Βέβαια πού να μας πάνε; Το τέρμα ήταν το Βερολίνο. Στα άλλα στρατόπεδα τους μετέφεραν, με αποτέλεσμα στο δρόμο να σκοτώνουν όποιον δεν μπορούσε να βαδίσει. Κατά το μήνα Μάρτιo μεταθέτουν τους Ιωάννη Σούφρα και Ηλ. Σπανόπουλο, οπότε δεν είχα κανένα πλέον συμπατριώτη μου εδώ στο στρατόπεδο. Η φρούρηση του στρατοπέδου ήταν ως εξής: από μέσα σύρμα αγκαθωτό απλωμένο σε κουλούρα, στο μέσον πλέγμα ηλεκτροφόρο και προς τα έξω τσιμεντένιες κολόνες ψηλές με σύρμα πυκνό. Σκοπιά υπερυψωμένη και σκοπιά υπόγεια, σκυλιά και προβολείς οπότε ήταν αδύνατο να δραπετεύσεις, αλλά και πού να πάς; Όταν έφτασαν τα ρωσικά στρατεύματα στα 50 χλμ, έριξαν προκηρύξεις τα αεροπλάνα για να μην μας μετακινήσουν. Χάναμε συνεχώς βάρος γιατί δεν είχαν να μας δώσουν τίποτα. Μας έκοψαν και το ψωμί. Είχαμε φτάσει 30-35 κιλά70, σχεδόν σκελετωμένοι. Όταν φτάσανε στα 30χλμ. οι Ρώσοι, κλείνει το εργοστάσιο. Διοικητή είχαμε ένα καλό γέροντα, ο οποίος ήξερε αρχαία ελληνικά και καλούσε κάτι φοιτητές κρατούμενους δικούς μας και μιλούσανε. Περίπου 15 Απριλίου του 1945 μας μαζεύουν στην πλατεία και μας λένε ότι η φρουρά θα φύγει, όποιος θέλει να πάει μαζί τους είναι δεκτός. Εμείς έπρεπε να κάτσουμε εκεί μέσα, να μην βγούμε έξω και θα έλθουν να μας πάρουν, έτσι μας είπε. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη, ποτέ δεν φανταζόμαστε ότι θα βγαίναμε ζωντανοί από αυτή την περιπέτεια, απ' αυτή την κόλαση. Ξημερώνοντας δεν υπήρχε γερμανός να μας φυλάει. Αλλά είχαμε όμως το στρατό το γερμανικό μπροστά στο μέτωπο. Και υπήρχε κίνδυνος οπισθοχωρώντας, επειδή ήταν όλοι χιτλερικοί, να μπούνε να μας σκοτώσουν. Τώρα επί το έργον. Έπρεπε να κόψουμε το συρματόπλεγμα σε μια μεριά. Προς βορρά υπήρχε μια αποθήκη από τρόφιμα. Δυστυχώς φεύγοντας η φρουρά, άφησε το ρεύμα ανοιχτό και πάνε κάπου 10 παιδιά, καήκανε, ευτυχώς ήμουνα πιο πίσω. Πήγανε, βρήκανε το διακόπτη και τον κλείσανε και έτσι σταμάτησε ο κίνδυνος να πάμε όλοι από ηλεκτροπληξία. Εν τω μεταξύ ανοίξαμε τα μαγειρεία και βρήκαμε κουραμάνες. Ανέλαβε μια επιτροπή και μας έδωσε από 1/4 του κιλού. Πήγαμε στην αποθήκη σιγά-σιγά, αφού πέφταμε, ο ένας σήκωνε τον άλλο, Στα ανατολικά σύνορα προέλαυναν οι Ρώσοι (ο Κόκκινος Στρατός βρίσκεται πλησίον του Βερολίνου) και δυτικά οι Βρετανοί με τους Αμερικάνους βρίσκονται στον ποταμό Έλβα. (Σ.τ.ε.) 70 Οι Άγγλοι, την ημέρα που απελευθέρωσαν το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, αναφέρουν : «Πολλοί κρατούμενοι ήταν κυριολεκτικά ζωντανοί σκελετοί με χαρακωμένα, κάτωχρα πρόσωπα. Οι περισσότεροι φορούσαν κάτι που έμοιαζε με ριγέ πιτζάμα – άλλοι φορούσαν πραγματικά κουρέλια, ενώ οι γυναίκες φορούσαν ριγέ φανελένιες ρόμπες ή οτιδήποτε άλλο είχαν καταφέρει να βρουν». «Είναι απίστευτο. Δεν υπάρχει οργάνωση, δεν υπάρχουν τρόφιμα, δεν υπάρχει τίποτε. Πεινασμένοι, αποστεωμένοι, απελπισμένοι, παράφρονες, αυτοί οι άνθρωποι που τριγυρνούν άσκοπα στο στρατόπεδο έχουν καταντήσει σα ζώα. Τα μάτια μου έχουν δει πολλά και πίστευα ότι μπορο ύσα να αντέξω το οτιδήποτε, αλλά αυτό με ταρακούνησε, μου έφερε αναγούλα», Ben Sephard, Μετά την αυγή, σελ. 49-50, 67. (Σ.τ.ε.) 69

45


και πήραμε καρότα και παντζάρια. Και μαζευτήκαμε μέσα. Τη νύχτα βγήκανε έξω μερικοί και τους πέτυχε μια περίπολος και τους σκότωσε. Το μέτωπο πλησίαζε, έρχονταν σφαίρες από τα πολυβόλα στις παράγκες οπότε και εμείς είμαστε συνεχώς πρηνηδόν σε κάτι καταφύγια. Βλέπουμε τους Γερμανούς και έρχονται κάποια στιγμή και οχυρώνονται στα 500 μέτρα μπροστά στο στρατόπεδο που βρισκόμασταν, οπότε οι Ρώσοι δεν θα μπορούσαν να χτυπήσουν με τα κανόνια, γιατί τα βλήματα θα έρχονταν επάνω μας. Περιμέναμε από ώρα σε ώρα να μας πιάσουν οι Ρώσοι. Περάσανε τέσσερις μέρες. Οι Ρώσοι έκαναν κυκλωτική κίνηση (πέταλο) στους Γερμανούς για να τους αναγκάσουν να οπισθοχωρήσουν. Εμείς καθόμαστε καθηλωμένοι. Βέβαια τα πολυβόλα δουλεύανε. Είχαμε εφοδιαστεί από ένα ξύλο για μπαστούνι, ένα ψευτοσακίδιο που είχαμε τα τρόφιμα, μέχρι που ήλθε η μεγάλη μέρα της λευτεριάς. Δευτέρα, ημέρα του Αγίου Γεωργίου, 23 Απριλίου 1945. Η νύχτα πέρασε ήσυχη, οπότε βλέπουμε να διασχίζουν δύο Ρώσοι 71 το πρωί το συρματόπλεγμα και βέβαια μας άνοιξαν το δρόμο. Το Πάσχα αυτή τη χρονιά έπεφτε στις 6 Μαΐου. Ξεχυθήκαμε όλοι προς το μέρος τους και, με αυτή τη λίγη δύναμη που είχαμε, τους σηκώσαμε στα χέρια. Μας λένε ότι πρέπει να απομακρυνθούμε γρήγορα, γιατί οι Γερμανοί έχουν οχυρωθεί πίσω από το στρατόπεδο και επίκειται μάχη. Ο θεός μας βοήθησε και πήρανε φτερά τα πόδια μας. Περάσαμε ανάμεσα από το ρωσικό στρατό, χιλιάδες στρατιώτες και άρματα μάχης και μας διώχνανε όλο προς τα πίσω. Ήταν πρωί, περίπου 10 η ώρα. Μέχρι το απόγευμα φεύγαμε προς τα μετόπισθεν, οπότε μας είπανε να σταματήσουμε. Μας είδαν ότι όλο και πέφταμε κάτω και δεν μπορούσαμε να βαδίσουμε. Ξεκουραστήκαμε όλη τη νύχτα στο δάσος και την άλλη μέρα ήλθαν αξιωματικοί και μας κάνανε διαλογή, δηλαδή μας ξεχωρίσανε κατά εθνότητα, Πολωνούς, Ουκρανούς κλπ. Τους Ρώσους αιχμαλώτους τους κρατάγανε ξεχωριστά. Επίσης κρατάγανε και Γερμανούς που είχαμε επιστάτες. Είχαμε Γερμανούς κομμουνιστές, που ο Χίτλερ είχε συλλάβει και αυτοί μας χτυπούσαν περισσότερο από τους στρατιώτες, τους Ναζί. Και όπως μάθαμε αυτούς τους σκοτώσανε όλους, δηλαδή τους Γερμανούς αυτούς τους επιστάτες, τους κομμουνιστές. Τέλος, σε όλους εμάς, Γάλλους, Ολλανδούς, Έλληνες, Βέλγους μας είπαν «κλέψετε και φάτε72, εμείς δεν μπορούμε να σας τροφοδοτήσουμε, μόνο φύγετε πίσω ακόμη». Μετά από τρεις μέρες πορεία, πηγαίνουμε στο κεντρικό στρατόπεδο του Ζαξενχάουζεν και δεν βρήκαμε κανένα, εκτός από καμιά l0αριά άτομα που κρυφτήκανε και μας είπαν ότι τους κρατουμένους τους μετακίνησαν. Όπως μάθαμε αργότερα η εκκένωση του Ζαξενχάουζεν είχε ξεκινήσει νωρίς το πρωί στις 21 Απριλίου του 1945 από τους Γερμανούς. Οι 33.000 κρατούμενοι του στρατοπέδου (μαζί τους γυναίκες και παιδιά) είχαν κληθεί να εγκαταλείψουν το στρατόπεδο με κατεύθυνση βορειοδυτική. Περίπου 3.000 κρατούμενοι που ήταν πολύ αδύνατοι ή άρρωστοι, αφέθηκαν στο στρατόπεδο για να ελευθερωθούν από τους Ρώσους. Γερμανοί εγκληματίες και κατάδικοι του Ζαξενχάουζεν εφοδιάστηκαν με όπλα και επιφορτίστηκαν με την επίβλεψη των κρατουμένων του στρατοπέδου κατά την πορεία θανάτου73 όπως ονομάστηκε. «Οι Ρώσοι στρατιώτες που μπήκαν πρώτοι στο στρατόπεδο και αντίκρυσαν χιλιάδες ετοιμοθάνατους δεν χαιρετούσαν, δεν χαμογελούσαν. Έδειχναν συντετριμμένοι, όχι μόνο από οίκτο αλλά και από ένα συγκεχυμένο αίσθημα αμηχανίας που σφράγιζε τα στόματά τους μπροστά σ’ αυτό το μακάβριο θέαμα. Ήταν η ίδια ντροπή, η τόσο γνώριμη σ’ εμάς, που μας κατέκλυζε μετά από κάθε διαλογή και κάθε φορά που ήμασταν υποχρεωμένοι να παρακολουθήσουμε ή να υποστούμε έναν εξευτελισμό. Μια ντροπή που οι Γερμανοί αγνοούσαν, η ντροπή που νιώθει ο δίκαιος μπροστά στην αδικία που διέπραξε κάποιος άλλος και η καλή του θέληση που αποδείχτηκε ασήμαντη, ανεπαρκής και εντελώς αναποτελεσματική», Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, σελ 76. (Σ.τ.ε.) 71

«Όλα τα σπίτια των Γερμανών στη διάθεσή σας. Μπείτε μέσα και πάρτε ό,τι σας χρειάζετε, κάντε και σεις ό,τι σας έκαναν… - μας είπε ένας Ρώσος αξιωματικός», Έρικα Κούνιο-Αμαρίλο, 50 χρόνια μετά, σελ 176. (Σ.τ.ε.) 73 «Οι πορείες θανάτου δεν ήταν καινούρια ιδέα των ναζί. Ξεκίνησαν τον Ιανουάριο 1940 όπου υποχρέωσαν 800 Πολωνούς αιχμαλώτους σε μια πορεία 100 χλμ. με αποτέλεσμα να επιβιώσουν ελάχιστοι. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ναζί επέβαλαν πορείες θανάτου όταν έκαναν εκκαθαρίσεις των στρατοπέδων και μετέφεραν αιχμαλώτους από το ένα στρατόπεδο στο άλλο». L. Rees, Οι ναζί και η τελική λύση, σελ. 292-293. Νωρίτερα το είχαν εφαρμόσει οι Τούρκοι στους Έλληνες του Πόντου! Στην αναμνηστική στήλη που έχει τοποθετηθεί για την πορεία θανάτου στο Sachsenhausen, στο χώρο που αποτελεί πλέον μουσείο, αναγράφεται : «Οι γραμμές με τους αιχμαλώτους ήταν υποχρεωμένες να βαδίζουν 20 έως 40 χιλιόμετρα την ημέρα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι πρόσφυγες και στρατιωτικές δυνάμεις και έτσι οι γραμμές των αιχμαλώτων κινούνταν πολύ αργά. Οι φύλακες είχαν διαταγές να πυροβολούν όποιον προσπαθούσε να βρει αποθηκευμένες πατάτες στα ερείπια που περνούσαν. Το πλάνο που υπήρχε ήταν να οδηγήσουν τους 72

46


Σε αυτή την πορεία του θανάτου ήταν δύο πατριώτες μας, ο Ιωάννης Σούφρας και ο μπάρμπα-Ηλίας Σπανόπουλος και μου είπαν την ταλαιπωρία που πέρασαν. Εάν βάδιζαν μια ημέρα ακόμη, θα έπεφταν, οπότε θα τους εκτελούσαν. «Πράγματι επικρατούσε μια αναρχία. Κανείς δεν ήξερε πού θα μας πάνε, αφού μπροστά μας πλησίαζαν οι σύμμαχοι να μας ελευθερώσουν. Κατά τη διαδρομή είχαν εκτελέσει εκατοντάδες κρατουμένους που δεν μπορούσαν να βαδίσουν. Ήταν πράγματι πορεία του μαρτυρίου. Διανυκτερεύσαμε σε ένα δάσος και το πρωί είχαν εξαφανισθεί όλοι οι Γερμανοί», μου είχε εξιστορήσει ο Ιωάννης Σούφρας και πολλά άλλα τα οποία δεν θυμάμαι. Οι Γερμανοί πολίτες είχανε εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχανε μεταβεί στον αμερικανικό τομέα, γιατί ξέρανε τι τους περίμενε από τους Ρώσους. Όποιο Γερμανό πολίτη βρίσκανε μπροστά τους τον εκτελούσανε επί τόπου. Τόσο μεγάλο ήταν το μίσος των Ρώσων για τους Γερμανούς. Εμείς χωριστήκαμε σε ομάδες, είμαστε περίπου 100 Έλληνες, ανά 10, και κάθε ένας ανέλαβε καθήκοντα για προμήθεια τροφίμων. Βρεθήκαμε σε προάστιο του Βερολίνου και υπήρχαν εκεί εργατικές κατοικίες, μπήκαμε στα σπίτια και βρήκαμε τρόφιμα, προπάντων πατάτες. Εκείνη η περιοχή δεν είχε βομβαρδιστεί, γιατί ήταν αραιοκατοικημένη με μονώροφες κατοικίες. Ευτυχώς, είχαμε ένα γιατρό συγκρατούμενο τον Κων/νο Βισαράκη από την Αθήνα, που μας είχε συστήσει από την αρχή να μη φάμε πολύ φαγητό, γιατί υπήρχε κίνδυνος να τρυπήσει το έντερό μας, λόγω του ότι ήταν από την πείνα πολύ ψιλό. Μας κανόνιζε τι θα φάμε κάθε μέρα και σε ποιες ποσότητες, έτσι ώστε να μην μας συμβεί κάτι άσχημο. Πολλοί πέθαναν μετά την απελευθέρωση, επειδή έφαγαν πολύ. Λέγεται ότι και ο Θύμιος Ζαχαρίας έτσι την έπαθε. Τώρα αρχίσαμε να περιπλανιόμαστε. Μπαίναμε στα σπίτια 74 και αρχίσαμε να ερευνούμε για να βρούμε κάποιο πράγμα αξίας, γιατί από κουστούμια και ρούχα, είχαμε όσα θέλαμε. Πέσαμε και σε μια τράπεζα. Βέβαια είχαν περάσει, άλλοι πρώτα και την είχαν ανοίξει. Τα μάρκα, σε δεσμίδες σκόρπιες στο έδαφος και πήρα μερικά για ενθύμιο. Πορεία θανάτου έξω από το Ζαξενχάουζεν

κρατούμενους στη Βαλτική όπου θα τους έβαζαν σε καράβια που στη συνέχεια θα τα άφηναν να βουλιάξουν. Οι αιχμάλωτοι αναγκάστηκαν να περπατήσουν κάτω από δύσκολες συνθήκες με φοβερό κρύο και χιόνι. Πολλοί δεν άντεξαν και πέθαναν στη διάρκεια της διαδρομής. Ορατός ήταν ο κίνδυνος επιδημιών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Γερμανοί φύλακες αποφάσισαν να φύγουν για να σωθούν και άφησαν τους αιχμαλώτους στην τύχη τους. Κατά τη διάρκεια της εκκένωσης είχε ειδοποιηθεί ο Ερυθρός Σταυρός και προσπάθησε να προσεγγίσει τις ομάδες των αιχμαλώτων αυτής της πορείας θανάτου για να μοιράσει τρόφιμα και να περιθάλψει τους νοσούντες. Οι αιχμάλωτοι μόνοι τους προσπάθησαν να βρούν τροφή μέχρι να φτάσει ο Ερυθρός Σταυρό.». (Σ.τ.ε.) 74 «Ύστερα από λίγο βρεθήκαμε μπροστά σε μια ωραία βίλα. Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη και μας καλούσε μέσα. Στην τραπεζαρία το τραπέζι ήταν στρωμένο με κατάλευκο τραπεζομάντηλο, ωραία πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια μισογεμισμένα με κρασί. Ήταν ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι είχαν φύγει γρήγορα. Σταθήκαμε μπροστά στις ντουλάπες και διαλέξαμε ρούχα. Πήραμε κουβέρτες και παπλώματα. Στο δρόμο συναντήσαμε πολλούς κρατούμενους που προχωρούσαν με λάφυρα στα χέρια», ‘Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, 50 χρόνια μετά, σελ. 177. (Σ.τ.ε.)

47


Ο Λουκάς Κόκκινος (δεξιά) μαζί με ένα συγκρατούμενο (του στρατοπέδου Φάλκεζεν) με τα ριγέ ρούχα, στο Βερολίνο, μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου (τέλος Απριλίου 1945)

Το έδαφος στη Γερμανία είναι αμμώδες και είχαμε βέργες σιδερένιες και ψάχναμε στον κήπο του σπιτιού για χωμένα κασόνια. Η βέργα πήγαινε 1 μ. βάθος, και όταν δεν πήγαινε, τότε υπήρχε κάτι χωμένο75. Τα ξεχώναμε αλλά δυστυχώς όλο ρούχα βρίσκαμε. Διαλέγαμε το καλύτερο σπίτι και μέναμε, γιατί μόνο ένα βαλιτσάκι είχαμε. Μετά την απελευθέρωση στο Βερολίνο υπήρχε έλλειψη τροφίμων. Λειτουργούσαν ορισμένα καμπαρέ σε ισόγεια, γιατί ήταν κατεστραμμένο όλο το κέντρο, αλλά, όπως μας έλεγαν άλλοι, που το είχαν γυρίσει όλο, ότι σε πολύ μεγάλη ακτίνα δεν υπήρχε πολυκατοικία όρθια. Tις είχανε ισοπεδώσει οι βόμβες που είχαν ρίξει οι Εγγλέζοι και οι Ρώσοι 76. Άλλες πολυκατοικίες ήταν κομμένες στη μέση από τις βόμβες. Εμείς είχαμε τρόφιμα, επειδή κάναμε το φωτογράφο στα νοσοκομεία, όπως προανέφερα, και όταν μπαίναμε στα καμπαρέ με τα τρόφιμα, έρχονταν οι Γερμανίδες και μας διπλαρώνανε, για τα τρόφιμα που τους δίναμε, αλλά δεν τις πλησιάζαμε γιατί ήταν όλες άρρωστες από αφροδίσια νοσήματα. Είχαν οι Ρώσοι στρατιώτες τον πρώτο λόγο. Για προμήθεια ψωμιού κάναμε το εξής: ο ρωσικός στρατός, εκτός από τα αυτοκίνητα που προμήθευαν τρόφιμα στο μέτωπο, είχαν και άμαξες που τις έσερναν βόδια. Οι άνδρες που τα οδηγούσαν ήταν πολύ σωματώδεις Τάταροι και Μογγόλοι. Λαβαίναμε θέση κατά αραιά διαστήματα εμείς ντυμένοι με τα ρούχα της φυλακής και τους λέγαμε ρωσικά: «νταβάϊ χλέπ γκρεκ κομουνιστ» δηλαδή «δώστε μας ψωμί είμαστε Έλληνες κομμουνιστές» και αυτοί μας πέταγαν κουραμάνες και παστά κρέατα. Στο στρατόπεδο είχαμε μάθει κάτι λίγα γερμανικά, γαλλικά, ρωσικά και πολωνικά για να συνεννοούμαστε και τα υπόλοιπα τους τα λέγαμε ελληνικά, για να μάθουνε και αυτοί. Όλα τα σπίτια είχανε ποδήλατα. Είχαμε πάρει από ένα να κάνουμε βόλτες, αλλά μια μέρα μας σταμάτησε ένα «Κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αρκετοί από τους ηγέτες των Γερμανών εθνικοσοσιαλιστών φρόντιζαν επιμελώς να κρύβουν στο έδαφος μεγάλες ποσότητες χρυσού, κοσμημάτων και πολύτιμων λίθων, τις οποίες λαφυραγώγησαν από τα θησαυροφυλάκια των χωρών που είχαν καταλάβει καθώς και από τα εκατομμύρια των Εβραίων που είχαν δολοφονήσει…. Στο τέλος του πολέμου σε γερμανικά εδάφη ανακαλύφθηκαν από τους συμμάχους θησαυρούς (ράβδους χρυσού, βαλίτσες με χρυσά αντικείμενα, εκατομμύρια γερμανικά και νομίσματα άλλων χωρών, ράβδους πλατίνας, ασημένια πιάτα και άλλα αντικείμενα… Μετά το πέρας του πολέμου ο στρατηγός Αϊζενχάουερ περιέγραψε τη σκηνή όπου ήταν αυτόπτης μάρτυρας: «Βαλίτσες, κιβώτια και άλλα δέματα με χρυσά και ασημένια πιάτα που είχαν προφανώς λεηλατηθεί από ιδιωτικές κατοικίες σ’ όλη την Ευρώπη είχαν ισιωθεί με χτυπήματα σφυριών προφανώς για να μπορούν να αποθηκευτούν εύκολα» στην εύρεση μεγάλης ποσότητας «θησαυρού». Αυτές οι πληροφορίες είχαν διαδοθεί μεταξύ των επιζώντων των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά και των συμμαχικών δυνάμεων και όλοι έψαχν αν για θησαυρούς που κρύβονταν στο έδαφος της Γερμανίας... Μετά τον πόλεμο συστάθηκε μια επιτροπή η οποία θα συνέλεγε τον κλεμμένο χρυσό και θα τον επέστρεφε στους νόμιμους ιδιοκτήτες του. Αυτή η συμμαχική επιτροπή βεβαίωνε ότι ο θησαυρός των Ναζί προερχόταν από τις τράπεζες της Ευρώπης και όχι από τους ιδιώτες. Μεγάλο μέρος του ευρεθέντος χρυσού μοιράστηκε στις χώρες που είχαν δοσοληψίες με τους γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Όσος χρυσός απέμεινε η επιτροπή κλήθηκε να τον διανείμει προς όφελος των θυμάτων. Τα χρήματα που μοιράστηκαν ήταν πολύ λίγα», Κ. Τσοπάνης, Ο χρυσός των Ναζί, σελ. 8,20. (Σ.τ.ε.) 76 «Στις 24 Απριλίου 1945 οι συμμαχικές δυνάμεις μόλις είχαν εξαπολύσει επίθεση από αέρος και το μέρος εκείνο φάνταζε σαν σεληνι ακό τοπίο. Το μισό τμήμα του αρχηγείου του Χίτλερ είχε καταστραφεί, σπίτια στρατηγών είχαν ισοπεδωθεί. Εκείνη τη νύχτα της 27 ης-28ης Απριλίου 1945 οι βομβαρδισμοί των Ρώσων κατά της Καγκελαρίας στο Βερολίνο είχαν φτάσει στο ζενίθ. Φαινόταν πως κάθε βομβαρδισμός πετύχαινε το στόχο του, ακριβώς στο κέντρο της Καγκελαρίας. Από στιγμή σε στιγμή ανέμεναν πια οι Ρώσοι στρατιώτες να φτάσουν και να εισβάλουν στην Καγκελαρία για να συλλάβουν τον Χίτλερ ζωντανό. Στις 28 Απριλίου οι Ρώσοι μάχονταν κοντά στο κέντρο του Βερολίνου και δεν υπήρχε ίχνος γερμανικού στρατού», H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ 251, 264. (Σ.τ.ε.) 75

48


Ο Λουκάς Κόκκινος (πρώτος καθισμένος αριστερά) μαζί με άλλους συγκρατούμενους στο Βερολίνο, μετά την έξοδο από το στρατόπεδο συγκέντρωσης

στρατιωτικό αυτοκίνητο και μας τα πήρε. Αλλά το λάθος μας ήταν ότι φορούσαμε πολιτικά ρούχα. Μετά εμείς βρήκαμε άλλα ποδήλατα, βγάλαμε τα λάστιχα, οπότε με τα στεφάνια δεν μας τα ξαναπείραξαν. Μετά την απελευθέρωση, αφού φτάσαμε περπατώντας στο Ζαξενχάουζεν και δεν βρήκαμε κανέναν, εκτός από λίγους, όπως έχω προαναφέρει, προχωρήσαμε ακόμα και μας είπαν οι Ρώσοι να μείνουμε εκεί. Είμαστε στα προάστια του Βερολίνου. Μετά όμως από ένα μήνα περίπου «πρέπει να φύγετε και να πάτε αλλού» μας λέγανε την περιοχή, δεν θυμάμαι, με το αιτιολογικό ότι εκεί συγκεντρώνονται όλοι, «για να σας διώξουν για την πατρίδα σας». Βέβαια με τα πόδια η απόσταση που θα περπατούσαμε ήταν πάνω από 50 χιλιόμετρα. Πράγματα δεν είχαμε, μόνο ένα βαλιτσάκι, δυο κουβέρτες. Φτιάξαμε καρότσα με ρόδες από ρουλεμάν, καθ' ότι οι δρόμοι ήταν όλοι με άσφαλτο και ίσιοι και φτάσαμε στην εν λόγω τοποθεσία μετά από μέρες. Τρόφιμα είχαμε, αλλά μπαίναμε και στα σπίτια και βρίσκαμε πατάτες, είχαμε τις κατσαρόλες μαζί μας και ανάβαμε φωτιά. Ήταν καλοκαίρι και κοιμόμαστε έξω. Δια να μην επαναλαμβάνω τα ίδια δύο φορές, ακόμη μας συνέστησαν να αλλάζουμε μέρος, για να φτάσουμε οριστικά από το σημείο που φύγαμε για την Ελλάδα. Πάντως η ταλαιπωρία ήταν μεγάλη, καθ' ότι δεν είχαμε ακόμη δυνάμεις, για να διανύσουμε τέτοιες αποστάσεις σε δύο μήνες, διότι δεν τρώγαμε πολύ, για να μην σπάσει το έντερό μας77, που ήταν ακόμη λεπτό. Ο Λουκάς Κόκκινος (αριστερά), το φθινόπωρο του 1945 στο Βερολίνο Οι Βρετανοί απελευθέρωσαν το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, μια ανθρώπινη χωματερή όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα νέα της εποχής, στις 12 Απριλίου του 1945. Η Σάρα Μπικ διηγείται «Οι κρατούμενοι έτρωγαν λαίμαργα ότι τους έδιναν οι Βρετανοί. Τα πακέτα 77

49


Ωραία περνάγαμε, αλλά όταν το Μάιο τελείωσε ο πόλεμος, μας είπαν οι Ρώσοι ότι πρέπει να πηγαίνουμε στην ύπαιθρο να προμηθευόμαστε τρόφιμα, δηλαδή πατάτες κλπ., γιατί θα επιστρέψουν οι Γερμανοί στα σπίτια τους και πρέπει να φτιάξουμε παράγκες να μείνουμε, όπως και έγινε γιατί ήταν καλοκαίρι. Εγώ με άλλους τέσσερις Έλληνες, μέναμε σε ένα γερμανικό σπίτι και ήρθε ένας γέροντας Γερμανός που μας είπε να παραμείνουμε.

Άποψη του Βερολίνου στο τέλος του Β’Παγκοσμίου πολέμου

Στη φωτογραφία που έχω βγάλει με τα ρούχα της φυλακής στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου μου, στο διάδρομο διακρίνεται μία κερασιά. Στο σπίτι που μέναμε, είχε επιστρέψει ο γερμανός γέροντας ιδιοκτήτης του. Είμαστε παρέα 4 έλληνες. Εμείς μέναμε από πάνω και ο γέροντας έμενε από κάτω. Ήταν μικρό το σπίτι. Η κερασιά ήταν φορτωμένη κεράσια. Του είπαμε του γέροντα να κόψουμε και πιάνει μόνος του και μας δίνει μόνο μισό κιλό. Καταστρώνουμε σχέδιο τη νύχτα να μάσουμε, φεγγάρι είχε. Τα μεσάνυχτα ανεβαίνω επάνω. Οι άλλοι ήταν αθηναίοι και δεν τους άφησα να ανέβουν, για να μην πέσουν. Εγώ ήξερα, διότι ανέβαινα στις ελιές. Αλλά ανοίχτηκα στο κλωνάρι, με αποτέλεσμα να ξεκλονιαστεί και να πέσω κάτω. Ευτυχώς δεν ήταν ψηλά, 2-3 μέτρα, λίγο χτύπησα εις το πόδι. Ο γέροντας δεν πήρε χαμπάρι. Τώρα πώς να δικαιολογηθούμε; Χαλάμε το φράχτη, που ήταν από σύρμα. Το πρωί ο γέροντας γερμανός άρχισε να φωνάζει. Βγαίνοντας έξω, του δείχνουμε το φράχτη χαλασμένο και του λέμε «Πάντιτ»(κλέφτες). Με τα λίγα γερμανικά που ξέραμε, κουβεντιάζαμε μ’ αυτόν τον γέροντα για θέματα του πολέμου. Μας είχε κάνει εντύπωση που είδαμε πολλά σπίτια ομοιόμορφα, με ίδιο εμβαδό, με τον ίδιο κήπο, με ίδια διαρρύθμιση εσωτερικά και εξωτερικά, με κεραμοσκεπές, με ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Είχαμε μπει σε πάρα πολλά σπίτια και είχαν τις ίδιες ηλεκτρικές συσκευές και όλα τα κομφόρ για μια άνετη διαβίωση. Αυτός ο γέροντας μας ενημέρωσε ότι ο Χίτλερ είχε στεγάσει δωρεάν όλους τους εργάτες, τους είχε δώσει δουλειά με πολύ καλό μισθό, δωρεάν περίθαλψη σε όλα τα μέλη κάθε οικογένειας και δωρεάν μηνιαία επίσκεψη γιατρού. Πρόσθεσε ότι σαν πολίτες του γερμανικού κράτους ήξεραν ότι βρίσκονταν σε πόλεμο με άλλα κράτη που ήταν «κατώτερα», αλλά δεν γνώριζαν την αλήθεια για τις συνθήκες διαβίωσης των λαών στα κράτη που είχαν εκστρατείας που μας έδωσαν περιείχαν : μπέικον, λουκάνικα, χοιρινό τεμάχια, λαχανικά, κέικ, βούτυρο, μαρμελάδα. Έφαγα κι εγώ αλλά το στομάχι μου δεν μπόρεσε να το κρατήσει. Μια κοπέλα δίπλα μου πέθανε από το πολύ φαγητό. Αργότερα υπολογίσαμε ότι πέθαναν περίπου 2.000 άτομα μέσα σε μια εβδομάδα λόγω ακατάλληλης τροφής. Οι Βρετανοί είχαν κάνει το πρώτο μεγάλο λάθος. Μετά από αυτή την τροπή των πραγμάτων μιλούσαμε μ’ ένα βρετανό αξιωματικό και μας είπε ότι αντιλήφθηκαν αργά ότι σε λιμοκτονούντες ανθρώπους δεν έπρεπε να δώσεις πολλή τροφή γιατί τους κάνει κακό», Ben Shepard, Μετά την αυγή, σελ. 54-55. (Σ.τ.ε.)

50


καταλάβει. Του είπαμε για το τι έγινε στην Ελλάδα, ότι έκαψαν πολλά χωριά78, ότι σκότωσαν εκατοντάδες αθώους πολίτες, ότι κατέστρεψαν τη χώρα μας. Αφού του εξιστορήσαμε και τις περιπέτειές μας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συμφώνησε μαζί μας ότι θα έπρεπε κάποιος να είχε ανατρέψει τον Χίτλερ, όταν βρισκόταν στην εξουσία, και φάνηκε ότι είχε την πρόθεση να δημιουργήσει όλα αυτά τα προβλήματα σε δεκάδες χώρες της Ευρώπης. Εν τω μεταξύ η οργάνωση του Ε.Α.Μ. άρχισε να γυρίζει μια ομάδα και να μας γράφει, οπότε γράψανε και μένα. Μας συγκέντρωναν σε μια αίθουσα και μας κάνανε διαφώτιση. Σε εκείνη την περιοχή συγκέντρωναν όλους τους ξένους οι Ρώσοι. Δηλαδή όλους τους πρώην αιχμαλώτους πολέμου Βέλγους, Πολωνούς, Γάλλους για να τους στείλουν στο κράτος που κατάγονταν, οπότε μαζευτήκαμε αρκετοί Έλληνες. Τώρα γίναμε ένα στρατόπεδο από κρατουμένους με διοικητή ένα Ρώσο αξιωματικό και υπήρχε και η σχετική φρουρά για να μη γίνονται φασαρίες. Όταν στην Ελλάδα έγινε μετά τα Δεκεμβριανά79, δεξιά κυβέρνηση μας συγκεντρώνει η οργάνωση του Ε.Α.Μ., και με τα πανώ που είχανε φτιάξει, κάναμε πορεία στο φρουραρχείο, που ήταν ο Ρώσος διοικητής. Η διαμαρτυρία μας ήταν για να φύγει η δεξιά κυβέρνηση από την Ελλάδα. Βγαίνει ο αξιωματικός ο Ρώσος στο μπαλκόνι και μας βγάζει λόγο. Εμείς μόνο όταν ακούγαμε «Στάλιν», τότε ζητωκραυγάζαμε χτυπώντας παλαμάκια. Μετά από αρκετή ώρα διαλυθήκαμε, αλλά οι συγκεντρώσεις γίνονταν τακτικά. Άρχισε η συγκοινωνία να λειτουργεί στο Βερολίνο με τα προάστια με λεωφορεία, τραμ και υπόγειο σιδηρόδρομο. Τα μάρκα που είχα περνούσαν αλλά δεν υπήρχε τίποτα αξιόλογο να αγοράσεις. Μπαίνοντας στο κέντρο του Βερολίνου ήταν όλο κατεστραμμένο. Σπάνια να βρεις κάνα ισόγειο μαγαζί που να λειτουργεί ως μπαρ για τους ρώσους στρατιώτες. Όταν μια μέρα έφτασα με τον υπόγειο στο κέντρο του Βερολίνου (Αλεξάντερ Πλατς) είδα στον τοίχο το σημάδι που είχε ανέβει το νερό, όταν άνοιξαν τα Ες-Ες τους κρουνούς του νερού και πνίξανε, όπως μας έλεγαν, πολύ κόσμο γιατί ήταν όλοι σχεδόν ξένοι, καθ' ότι οι γερμανοί πολίτες είχαν καταφύγει στον αμερικανικό τομέα. Διεδόθη ότι θα γίνει πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής και πηγαίναμε προς τους Αμερικάνους να περάσουμε προς τα εκεί, αλλά ήταν στρατός και δεν μας επιτρέψανε να πλησιάσουμε. Αρχίσανε τα πράγματα από άποψη φαγητού να στενεύουν και σκεφτήκαμε ότι είμαστε 4 Έλληνες και μπορούμε να κάνουμε τον φωτογράφο. Είχαμε δύο φωτογραφικές μηχανές βρει σε ένα σπίτι στο Βερολίνο και τις πήραμε. Επίσης, είχαμε ανακαλύψει μέσα στο Βερολίνο ένα φωτογραφείο απόμερο, δεν το ξέρανε οι άλλοι και μας προμήθευε φιλμ. Πηγαίναμε στα νοσοκομεία και βγάζαμε φωτογραφίες τους τραυματίες, ρώσους στρατιώτες, οπότε είχαμε ό,τι θέλαμε ψωμί, παστά κρέατα, βότκα κλπ. γιατί μας πλήρωναν για τις φωτογραφίες που τους βγάζαμε. Βγάλαμε πολλές φωτογραφίες μεταξύ μας, οι πρώην κρατούμενοι των στρατοπέδων. Τότε που είχαμε την φωτογραφική μηχανή δεν σκεφτήκαμε να πάρουμε φωτογραφίες από το βομβαρδισμένο Βερολίνο και να τις φέρουμε στην Ελλάδα. Δεν σκεφτήκαμε να πάμε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και να πάρουμε φωτογραφίες από τα παραπήγματα που ζούσαμε ή τους φούρνους Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί κατακτητές είχαν σαν αρχή όταν εκτελούνταν ένας δικός τους στρατιώτης στη συνέχεια να εκτελούν πληθώρα κατοίκων των παραπλήσιων χωριών για αντίποινα. Σε αρκετές περιπτώσεις έκαψαν και ολόκληρα χωριά (στην περιοχή μας η Αγ. Ευθυμία, η Βουνιχώρα, η Σεγδίτσα, η Τοπόλια). (Σ.τ.ε.) 79 Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Δεκέμβρη 1944 - Γενάρη 1945, ανάμεσα σε δυνάμεις αριστερών οργανώσεων (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ) και δυνάμεις που ανήκαν στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ηγέτης του τότε "Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος") έως την άκρα δεξιά. Στην σύρραξη ενεπλάκησαν και οι Βρετανοί. Ο όρος Δεκεμβριανά οφείλεται στην περίοδο που πραγματοποιήθηκαν οι συγκρούσεις (μήνας Δεκέμβριος). Αφορμή για την έναρξη των συγκρούσεων αποτέλεσε η διαδήλωση που οργάνωσε στο κέντρο της Αθήνας το ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου του 1944. Η βαθύτερη αιτία ήταν η διαμάχη ανάμεσα σε δύο δυνάμεις που διεκδικούσαν την εξουσία: Από τη μια το ΕΑΜ, το οποίο ελεγχόταν από το ΚΚΕ αλλά είχε απήχηση, ιδιαίτερα στα λαϊκά στρώματα και τις τάξεις των διανοουμένων. Το φιλοσοβιετικό ΕΑΜ, που είχε καταστεί ισχυρότατος πολιτικός και στρατιωτικός μηχανισμός, όντας η σημαντικότερη αντιστασιακή δύναμη στην κατεχόμενη Ελλάδα, είχε σε πολλές περιοχές της χώρας de facto την εξουσία στα χέρια του μετά το τέλος του πολέμου και ήθελε να αποτρέψει την επάνοδο του βασιλιά, καθώς και την τυχόν ανασύσταση δικτατορικού καθεστώτος, όπως αυτό της μεταξικής περιόδου. Από την άλλη πλευρά είχαν συνασπιστεί το σύνολο των αντικομμουνιστικών ένοπλων δυνάμεων, φιλελεύθεροι και φιλοβασιλικοί, με την υποστήριξη των Άγγλων, που ήθελαν να αποτρέψουν την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην Ελλάδα και ευνοούσαν την επιστροφή του βασιλιά, ο οποίος παραδοσιακά εξέφραζε την φιλοαγγλική πολιτική. (Σ.τ.ε.) 78

51


που έκαιγαν τους κρατούμενους, αλλά και να το σκεφτόμασταν οι Ρώσοι δεν θα μας άφηναν. Η μόνη μας σκέψη ήταν να γυρίσουμε το συντομότερο στην Ελλάδα. Είχαμε γνωρίσει μια ελληνίδα 50 ετών που έμενε στο κέντρο, και πολλές φορές διανυκτερεύαμε στο σπίτι της, γιατί ήταν μακριά από εκεί που μέναμε. Επίσης, κάναμε παρέα με μια ελληνίδα που είχε παντρευτεί γερμανό αξιωματικό και είχε σκοτωθεί. Είχε επάνω της πολλά χρυσαφικά και μου δώρισε ένα δαχτυλίδι, αυτό ήταν το μόνο που έφερα στην Ελλάδα και η φωτογραφική μηχανή.

Πάνω αριστερά : Με τις φωτογραφικές μηχανές στην τσάντα, στο Βερολίνο, μετά την απελευθέρωση από τους Ρώσους(δεύτερος από αριστερά). Πάνω δεξιά : το φωτογραφείο του Βερολίνου απ΄όπου προμηθευόμαστε τα φιλμ για τις φωτογραφικές μηχανές.

Κατά το μήνα Μάιο του 1945 που τελείωσε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν θυμάμαι ημερομηνία, όπως καθόμουνα ένα βράδυ στο σπίτι που μέναμε, όπως έχω αναφέρει, με το που ήλθε ο Γερμανός γέροντας στα προάστια του Βερολίνου, ήταν σούρουπο, ακούμε κανονιοβολισμούς που χάλαγε ο κόσμος. Προς στιγμήν τα χάσαμε, διότι δεν ξέραμε ότι είχε τελειώσει ο πόλεμος, διότι μπροστά από τρεις μέρες γίνονταν μάχες και ακούγαμε τα κανόνια. Απέναντι από εκεί που μέναμε ήταν ο Ρώσος Διοικητής, πήγαμε να τον ρωτήσουμε τι συμβαίνει. Ανησυχήσαμε διότι ήταν μια διάδοση ότι θα έρθουν σε ρήξη Αμερικανοί με τους Ρώσους, οπότε η περιπέτειά μας θα συνεχίζονταν. Μας ανακοίνωσε ότι τελείωσε ο πόλεμος. Συνέχεια ο ουρανός του Βερολίνου έλαμπε από βεγγαλικά. Ο δε Ρώσος Διοικητής μας κάλεσε να πάμε στη συνέχεια στο τραπέζι φαγητού, που είχαν ετοιμάσει στην ταράτσα του σπιτιού και ξενυχτήσαμε. Ξέραμε μερικά Ρωσικά. Οι Ρώσοι πίνουν βότκα, ένα σαν τσίπουρο πολύ δυνατό. Εμείς λίγο ήπιαμε. Αυτοί μέθυσαν. Ήταν περίπου 20 άτομα. Πάντως αξιωματικοί πρέπει να ήταν και άρχισαν να πυροβολούν. Είμαστε τέσσερις Έλληνες και συνεννοηθήκαμε να φύγουμε. Κάναμε οι δύο τον μεθυσμένο οπότε με τρόπο φύγαμε, διότι συνέχεια βγάζανε τα πιστόλια και ρίχνανε. Να μην την πάθουμε τώρα στο τέλος. Από τις οδομαχίες που είχαν γίνει oι δρόμοι και τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα σφαίρες άριχτες. Ο Ρώσος Διοικητής έβαλε τους Γερμανούς να καθαρίσουν τις ανωτέρω τοποθεσίες και τα συγκέντρωσαν μαζί με τα ξερά χόρτα που υπήρχαν σε ορισμένα σημεία και έβαλαν φωτιές. Μας απαγόρευαν να κυκλοφορούμε σ’ εκείνα τα σημεία, διότι έσκαγαν οι σφαίρες, λες και γινότανε μάχη. Τον Ιούνιο και Ιούλιο 1945 καλά περάσαμε και κάναμε προμήθεια τροφίμων συνεχίζοντας να βγάζουμε φωτογραφίες στα νοσοκομεία. Μπαίνοντας ο Αύγουστος μας είπαν ότι θα μας βάλουν στα βαγόνια για την Ελλάδα, αλλά να εφοδιαστούμε τρόφιμα όσο μπορούμε περισσότερα, γιατί οι Ρώσοι δεν μπορούν να μας τροφοδοτήσουν.

52


Ο συγκρατούμενος και φίλος Αντώνης Κοντός από την Αθήνα, που με βοήθησε στο ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα

Συγκέντρωσαν όλους όσους ήταν από Τσεχοσλοβακία μέχρι Ελλάδα. Όπου περνούσε το τρένο κατεβαίνανε οι κάτοικοι κάθε χώρας. Δεν θυμάμαι, πρέπει να ξεκινήσαμε περίπου 10 με 15 Αυγούστου 1945 και αντί να μπούμε στην Τσεχοσλοβακία που ήταν η χώρα μετά τη Γερμανία, μας κάμανε προς τα επάνω στην Πολωνία. Όταν φτάσαμε στην Πολωνία διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας πηγαίνουν προς τα επάνω, προς τη Σοβιετική 'Ένωση. Μας είπανε ότι επειδή είναι κατεστραμμένες οι γέφυρες στα Βαλκάνια, μας πάνε στα ρωσικά λιμάνια που βρίσκονται στον Εύξεινο Πόντο για να μας στείλουν στην Ελλάδα δια θαλάσσης. Φτάνουμε στη Βαρσοβία και πηγαίνει μια επιτροπή στο Ρώσο διοικητή που μας συνόδευε να διαμαρτυρηθεί, γιατί μας πάνε προς στα επάνω, γιατί ελέχθη ότι μας πάνε στη Ρωσία για δουλειά. Εν τω μεταξύ εμείς βγήκαμε από τα βαγόνια και δεν μπαίναμε Τελικά, όμως επειδή εμείς φωνάξαμε ότι δεν εγκρίνουμε τη λύση αυτή, μας γυρίσανε πίσω και τελικά επιστρέψαμε μέσω Βαλκανίων, δηλαδή δια μέσου Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Είπαν ότι επενέβη ο Ερυθρός Σταυρός80, γιατί είμαστε οι περισσότεροι κρατούμενοι από τα Βαλκάνια και μας γύρισαν πίσω. Στο τρένο που ήμουνα, ήταν τρύπια από επάνω τα βαγόνια, με αποτέλεσμα να πιάσει βροχή και τη νύχτα, εκεί που κοιμόμουνα, να βραχώ καθώς και δύο άλλοι. Αρρωσταίνω με 40 πυρετό. Γιατρός δεν υπήρχε, ούτε φάρμακα. Μόλις μπαίνουμε στην Τσεχοσλοβακία είχα ένα καλό φίλο, τον Αντώνιο Στο πέρας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο Ερυθρός Σταυρός επιφορτίστηκε με την καταγραφή των αιχμαλώτων πολέμου και οργάνωσε τον επαναπατρισμό τους. (Σ.τ.ε.) 80

53


Κοντό από την Αθήνα και του δίνω ένα σακάκι να το πουλήσει στην αγορά, γιατί τα μάρκα δεν περνάγανε, και να πάρει τρεις κούπες, δύο ξυραφάκια, βαμβάκι και οινόπνευμα για να μου πάρουν κοφτές βεντούζες81. Το τρένο σταματούσε σε κάθε πόλη, για να πάρουμε νερό και τρόφιμα πουλώντας ρούχα, ή κάνοντας πλιάτσικο. Πράγματι τα φέρνει ο φίλος μου και υπήρχε μια γυναίκα που ήξερε, και μου έκοψε αρκετές βεντούζες καθώς και στους άλλους δύο αρρώστους. 'Ένας δίπλα μου δεν δέχτηκε να του κόψουν βεντούζες, με αποτέλεσμα να πεθάνει μετά από λίγες ημέρες. Εγώ ήξερα από τη μητέρα μου πως, όταν κρυώναμε, αμέσως βεντούζες κοφτές μας έπαιρνε και όταν το ποτήρι γέμιζε έως τη μέση με αίμα, έλεγε η μητέρα μου ότι βγαίνει το κρύο. Στην αποστολή που έρχονταν στην Ελλάδα εμφανίστηκαν ταγματασφαλίτες και άρχισαν να κάνουν φασαρίες με τους Εαμίτες (οπαδοί του ΕΑΜ και του ΚΚΕ). Επενέβαινε ο Ρώσος διοικητής και τους ησύχαζε. 'Όπως είπα, το τρένο σταματούσε την ημέρα ορισμένες ώρες, για να πάμε στα χωράφια να κλέψουμε, για να μαγειρέψουμε. Είχαμε κατσαρόλα, μαζεύαμε ξύλα και μαγειρεύαμε και προμηθευόμαστε και νερό να πίνουμε. Φτάνουμε στο Βουκουρέστι και μπαίνουμε στο τραμ για να πάμε στο κέντρο της πόλης. Μόλις φτάναμε βλέπουμε πλήθος συγκεντρωμένων μπροστά στα ανάκτορα του βασιλιά Μιχαήλ να φωνάζουν κρατώντας πανό. Επάνω στα ανάκτορα οι φρουροί με πολυβόλα. Δεν κατεβήκαμε καθόλου. Επιστρέψαμε στο τρένο γιατί κάτι θα συνέβαινε. Γίνονταν διαδήλωση για να φύγει ο βασιλιάς από τη Ρουμανία, την πατρίδα του. Το τρένο μόνο νύχτα προχωρούσε και πήγαινε, πολύ αργά γιατί το δίκτυο του σιδηροδρόμου ήταν σε πολλές τοποθεσίες κατεστραμμένο. Μπαίνοντας στη Ρουμανία μια παρέα, σταματημένο βέβαια το τρένο, μπαίνει σε μια αποθήκη και κλέβει μια κατσίκα την οποία έσφαξαν και έκρυψαν επάνω στο βαγόνι. Εμείς πηγαίναμε στα χωράφια για να βρούμε κάτι για φαγητό. Κάποιοι ηλικιωμένοι χασικλήδες βρήκαν το ψωμί τους, δηλαδή καναβουριά και μάζεψαν αρκετή. Πηγαίνοντας το τρένο στον επόμενο σταθμό, κατέφθασε η αστυνομία ρουμανική και με την άδεια του ρώσου διοικητή μας έκανε έρευνα για να βρουν την κατσίκα. Δεν τη βρήκανε γιατί ήταν από πάνω στο βαγόνι. Τα βαγόνια βέβαια, ήταν αυτά που μεταφέρουν εμπορεύματα και κοιμόμαστε χάμω στα σανίδια. Αφού προχώρησε αρκετά η αμαξοστοιχία, κατεβάσαμε κάτω την κατσίκα και τη μοιραστήκαμε. Φτάνουμε στα σύνορα Βουλγαρίας και Ρουμανίας, στον ποταμό Δούναβη. Υπήρχαν ποταμόπλοια που είχαν επάνω γραμμές τρένου και έμπαιναν ορισμένα βαγόνια επάνω στο πλοίο και περνούσαν απέναντι στη Βουλγαρία και τα τραβούσε άλλη μηχανή που υπήρχε εκεί. Η οργάνωση του ΕΑΜ που μας είχανε γραμμένους, άρχισε να μας προετοιμάζει να μείνουμε στη Βουλγαρία, γιατί μας έλεγαν ότι τώρα θα αρχίσει ο αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους φασίστες. Το τρένο δεν έφτανε μέχρι τα ελληνικά σύνορα, δηλαδή σταμάτησε στην τοποθεσία Κούλα (Σιδηρόκαστρο), απόσταση περίπου 10 χλμ. Μας έβαλαν σε μικρό τρενάκι και φτάσαμε μέχρι τα σύνορα τα δικά μας. Την τελευταία μέρα προτού κατεβούμε από τα βαγόνια, περνάει μια επιτροπή του ΕΑΜ, νύχτα και ρωτούσε ποιοι επιθυμούν να μείνουν επάνω. Φτάνουν και σε μένα «Νεαρέ, τι θα κάνεις θα κάτσεις εδώ;» «Θα καθόμουνα, αλλά έχω τέσσερις αδελφάδες και τα γερόντια και πρέπει να δω εάν ζούνε. Τον αγώνα εγώ θα τον συνεχίσω από μέσα από την Ελλάδα». «Μπράβο» μου λένε και φύγανε. Οι μισοί από την αποστολή, που είμαστε περίπου 500, μείνανε επάνω. Το τρενάκι κουβαλούσε τους υπόλοιπους στα σύνορα. Στο βαγόνι που επιστρέφαμε, είχαμε και εβραίους μέσα, που έρχονταν στην Θεσσαλονίκη. Τους ρώτησα «πώς γλιτώσατε από το Άουσβιτς;» Μου είπανε ότι γλιτώσανε, γιατί ξέρανε γερμανικά και τους είχαν διερμηνείς. Άκουγα να ρωτούν να μάθουν πόσο έχει η λίρα, πόσο το δoλλάριo, άνθρωποι του χρήματος.

Οι κοφτές βεντούζες γίνονταν στην πλάτη. Μ’ ένα ξυραφάκι χαράσσονταν ελαφρά το δέρμα και πάνω στις χαραξιές τοποθετούνταν ποτήρι που είχε ζεσταθεί στη φωτιά. Τα ποτήρια γέμιζαν κατά το ήμισυ με το αίμα που έβγαινε. Αφού αφαιρούνταν τα ποτήρια με τ ο αίμα, γινόταν έντονη εντριβή με οινόπνευμα στην περιοχή της πλάτης. Στη συνέχεια ζεστά ρούχα και ύπνος. Ήταν το γιατρικό για κάθε είδους κρυολόγημα την εποχή εκείνη και μέχρι πρόσφατα (δεκαετία του ’70). (Σ.τ.σ.) 81

54


Έρχεται πίσω ένας και μας λέει ότι οι Βούλγαροι στρατιώτες κάνουν πλιάτσικο στη γέφυρα. Εγώ είχα την φωτογραφική μηχανή και το δαχτυλίδι. Το τρύπωσα στη φόδρα, στο σακάκι και τη μηχανή, είχα ένα καρπούζι και άνοιξα μια τάπα, το κούφωσα μέσα και την έβαλα εκεί. Από αποσκευές μόνο ένα βαλιτσάκι, είχα όπως όλοι. Παίρνω το καρπούζι στη μασχάλη με την τάπα προς τα μέσα, μου κάνουν έρευνα, βέβαια φόραγα τα ρούχα της φυλακής και με άφησαν. Στο μεταξύ ενημερώθηκε ο Ρώσος αξιωματικός, ότι γίνεται κλεψιά στα σύνορα και ήλθε επιτόπου, οπότε αμέσως σταμάτησε το κλέψιμo. Μόλις περάσαμε τη γέφυρα γονατίσαμε και φιλάγαμε το ελληνικό χώμα, που με τη βοήθεια του Θεού γυρίσαμε ζωντανοί από αυτή την περιπέτεια. Μας πάνε κατόπιν στο Σιδηρόκαστρο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Αμέσως πήρα τηλέφωνο στο σπίτι μου στην Άμφισσα, ότι έφθασα στην Ελλάδα. Πρέπει να ήταν στις 19 Σεπτεμβρίου 1945, όπως αναφέρει και η βεβαίωση του Ερυθρού Σταυρού. Η μάνα και τα αδέλφια μου πήγανε να τρελαθούν από τη χαρά τους. Δεν ξέρω γιατί, μας βάλανε σε πλοία για να μας μεταφέρουν στον Πειραιά. Το πλοίο προχωρούσε πολύ σιγά. Μας είπανε ότι υπάρχουν νάρκες. Άλλο χτυποκάρδι μέχρι να φτάσουμε στον Πειραιά. Ανεβαίνω στην Αθήνα και πάω στο καφενείο του Μαρίνου, κάτω από την Ομόνοια, που σύχναζαν οι Αμφισσείς. Τον πρώτο που βρήκα ήταν ο Αχιλλέας ο Τριάντης που είχε μετέπειτα το μπακάλικο στην Άμφισσα. Μου λέει «εσύ δεν είσαι ο Λουκάς Κόκκινος;» Του απαντώ «μάλιστα». «Παιδάκι μου, εσένα σε έχουμε για πεθαμένο όπως έγραψε μια εφημερίδα. Επέστρεψε και ο αδελφός σου ο Γιώργος από τη Γερμανία», μου λέει. Τότε έμαθα ότι είχαν φέρει και αυτόν, γιατί αυτόν τον πήραν μετά από εμένα από το Χαϊδάρι. Την άλλη μέρα μπαίνω στο λεωφορείο για την Άμφισσα. Η συνάντηση στο σπίτι ήταν συγκινητική. Έπειτα από πολλές περιπέτειες μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι, χάρη στη βοήθεια της Παναγίας. Η μητέρα μου αγωνιούσε για τη ζωή των δύο παιδιών της και, όταν είχαν μεταφέρει οι Γερμανοί εμένα και το Γιώργο στη Γερμανία, έκανε τάματα και αφιερώσεις σε εκκλησίες ελπίζοντας στη βοήθεια της Παναγίας. Επίσης πήγαινε ξυπόλητη στην Αγία Παρασκευή και τον προφήτη Ηλία. Είχε φτάσει μέχρι τη Δαμάστα Λαμίας για να προσευχηθεί. Τελειώνοντας, τα έργα της και οι προσευχές της, μας βοήθησε η Παναγία να επιστρέψουμε και οι δύο από τη Γερμανία. Ο αδερφός μου Γιώργος βρισκόταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στα γαλλικά σύνορα. Η μεταφορά του από το Χαϊδάρι έγινε με βαγόνια τραίνου κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τη δική μου μεταφορά. Στο συγκεκριμένο στρατόπεδο οι κρατούμενοι ασχολούνταν με υπαίθριες δουλειές, κατασκευή δρόμων, ανοικοδόμηση βομβαρδισμένων σπιτιών και σε αγροτικές εργασίες. Εσωτερικά του στρατοπέδου η τακτική των γερμανών ήταν η ίδια : 12ωρη εργασία καθημερινά, ξύλο, πείνα, εκτελέσεις λόγω αποδράσεων, ή για εκφοβισμό. Οι κρατούμενοι του στρατοπέδου ελευθερώθηκαν από τους Εγγλέζους το τέλος Απριλίου 1945. Ο αδερφός μου μεταφέρθηκε στην Αγγλία και στη συνέχεια με πλοίο, μαζί με άλλους έλληνες κρατουμένους, στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψα, ήλθε η Τασούλα Κακκανά, με αγκάλιασε και μου λέει «την ζωή μου την οφείλω σε εσάς τα Κοκκινόπουλα, σ’ εσένα και το Γιώργο. Έλεγα ότι θα με προδώσετε επειδή είμαστε αντιθέτου ιδεολογίας». «Άκου Τασούλα μου, της λέω, εχθρός μας ήτανε οι Γερμανοί και όχι οι κομμουνιστές, βέβαια γίνανε λάθη και από τις δύο πλευρές, είμαστε όλοι έλληνες. Το ξύλο που έφαγα για σένα και τον Σπανόπουλο το περίμενα, αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό και για σας και για άλλους που ήξερα …». Ο μπάρμπα-Ηλίας Σπανόπουλος επανειλημμένως με είχε ευχαριστήσει που δεν τον πρόδωσα, παρ' όλο το ξύλο που έφαγα. Του απαντώ ότι «εγώ είχα αποφασίσει ότι θα πεθάνω, παρά να πρoδώσω».

55


Μετά

τον πόλεμο_____________________________

Δυό μέρες μετά τον γυρισμό μου στην Άμφισσα, παρουσιάστηκα στο Γυμνάσιο και οι καθηγητές μου χαρήκανε πολύ που με βλέπανε ζωντανό, έπειτα από αυτή την περιπέτεια. Αφού για πολύ ώρα με ρωτήσανε για τα διάφορα περιστατικά, στο τέλος μου λένε «να έρθεις αύριο να δώσεις εξετάσεις για να πάρεις τις δύο τάξεις που έχασες». Πράγματι έτσι και έγινε και με προβιβάσανε στην έκτη οκταταξίου και συνέχισα το σχολείο. Στο τέλος του 1945 λογομάχησε ο αδερφός μου ο Γιώργος με κάποιον Αμφισσιώτη, ο οποίος πήγε και του έφτιαξε φάκελο στην Αστυνομία σαν αριστερό. Στη συνέχεια στρατεύτηκε προς το τέλος το 1946, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Μετά τη βασική εκπαίδευση τους χωρίσανε, άλλους για τη Μακρόνησο και άλλους για τις επιχειρήσεις. Αυτόν τον ξεχωρίσαν για τη Μακρόνησο82. Τότε επενέβησαν οι εθνικόφρονες συμπατριώτες μας Αμφισσείς, που υπηρετούσανε και αυτοί και είπανε ότι αυτό είναι απαράδεκτο. «Ο Γιώργος ο Κόκκινος», είπανε, «ήταν αντάρτης στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων και στη συνέχεια όμηρος στη Γερμανία. Δεν έχει ο άνθρωπος καμιά σχέση με τους κομμουνιστές». Έτσι τον πήρανε πίσω, δηλαδή δεν πήγε στη Μακρόνησο. Αλλά καλύτερα να πήγαινε στη Μακρόνησο, παρά αυτά που τράβηξε στις επιχειρήσεις. Μεγάλα προβλήματα δημιουργήθηκαν το έτος 1947 (όταν πήγαινα στην εβδόμη τάξη του Γυμνασίου) όπου μας βρήκε η μια συμφορά μετά την άλλη. Ήτανε πολύς στρατός εδώ στην Άμφισσα, λόγω των επιχειρήσεων. Την στρατιωτική κουραμάνα, δηλαδή το ψωμί για τους στρατιώτες, την βγάζανε τα πέντε (5) υπάρχοντα τότε εδώ αρτοποιεία σε ίσα μερίδια. Στη δημοπρασία που γινότανε, φαινότανε σαν υπεύθυνος ο αδερφός μου ο Ηλίας (αρτοποιός το επάγγελμα) για την καλή παρασκευή, την καλή ποιότητα, το ελλιποβαρές και λοιπά. Μετά από λίγο διάστημα εμφανίστηκε ένας νέος αρτοποιός και πρότεινε στον αδερφό μου τον Ηλία να συνεργαστούν και να αφήσουν τους άλλους αρτοποιούς απ’ έξω. Ο Ηλίας, σαν τίμιος άνθρωπος που ήτανε, δεν το δέχτηκε. Το θεώρησε αδικία και προδοσία. Οι άλλοι αρτοποιοί ήταν υπερήλικες και δεν μπορούσανε να αναλάβουνε τέτοιες ευθύνες. Αυτός ο αρτοποιός ήτανε με την τότε κρατούσα κατάσταση, και επειδή ο αδερφός μου δεν δέχτηκε την πρόταση που του έκανε, κατέστρωσε σχέδιο για να τον εξοντώσει. Φρούραρχος ήτανε τότε εδώ ένας ταγματάρχης, ονόματι Ευθυμίου. Ένα πρωί έρχεται στο αρτοποιείο με τέσσερις (4) στρατιώτες και βλέπει ότι είχαμε βγάλει το δικό μας ψωμί πρώτα, δηλαδή το ψωμί για τον κόσμο. Πάντοτε έτσι γινότανε σε όλα τα αρτοποιεία. Άρχισε αμέσως να κτυπά τον Ηλία με γροθιές στο πρόσωπο και το κεφάλι, με αποτέλεσμα να τρέχει αίμα πολύ από τις εκδορές που του είχε κάνει. Εγώ γεμάτος δικαιολογημένη οργή, έβλεπα αυτή την κατάσταση, αλλά δεν τολμούσα να σηκώσω χέρι, γιατί υπήρχε ο στρατιωτικός νόμος και θα με στέλνανε στρατοδικείο. Μόλις φύγανε, τον πήγα αμέσως στη βρύση και του έπλυνα τα αίματα και του τοποθέτησα βαμβάκι στη μύτη για να σταματήσω το αίμα. Ράγισε η καρδιά μου απ’ τον πόνο. Η σκηνοθεσία της υπόθεσης, που είχε γίνει σε βάρος του αδερφού μου Ηλία επιβεβαιώθηκε πριν μερικά χρόνια, όταν, πριν πεθάνει, ήρθε ο Ηλίας ο Τσώνος, λεωφορειούχος από Ιτέα και μου λέγει «την εποχή εκείνη ήμουνα σωφέρ στον Ταγματάρχη τον Ευθυμίου και ήρθε και μου είπε το εξής :

Η Μακρόνησος ή "Μακρονήσι" ή κατά τους αρχαίους χρόνους "Ελένη" ή όπως την αναφέρει ο Στράβων "Κρανάη" είναι νησί του Αιγαίου πελάγους και βρίσκεται κοντά στις ακτές της Αττικής, απέναντι από το Λαύριο. Από τον Απρίλιο του 1947 η Μακρόνησος και στη διάρκεια του Εμφυλίου (ως το 1958) χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης "εθνικής αναμόρφωσης" για χιλιάδες κομμουνιστές, πολιτικούς κρατούμενους και λιποτάκτες στρατιώτες. Απειλές, ατομικοί και ομαδικοί βασανισμοί βρίσκονταν στο καθημερινό πρόγραμμα με σκοπό να σκύψουν το κεφάλι, να καμφθεί το ηθικό. Ο τρόμος και τα βασανιστήρια ήταν η μέθοδος για ιδεολογική αναβάπτιση η οποία θα δηλωνόταν με την δήλωση μετάνοιας. Όσοι δεν υπέγραφαν δήλωση μετάνοιας πέρναγαν στρατοδικείο. Με απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, το νησί κρίθηκε μνημείο της εποχής του εμφυλίου, οπότε σήμερα νησί και κτίσματα των επιμέρους στρατοπέδων σε αυτό προστατεύονται από παρεμβάσεις. (Σ.τ.ε.) 82

56


«Τρέξε στο φούρνο του Κόκκινου όπως έχουμε συνεννοηθεί». Και συνέχισε «στο λέω τώρα μετά από τόσα πολλά χρόνια, για να μην το έχω βάρος στη ψυχή μου». Μετά από λίγες μέρες μας έρχεται ένας χαφιές και μου λέγει : «Για να μην προχωρήσει η υπόθεση, πρέπει να μου δώσεις εξακόσιες (600) χρυσές λίρες ίσως και παραπάνω». Του απαντώ «Φύγε να μη σε βλέπω, παλιο-τέρας. Μας δείρατε και τώρα ζητάτε και λύτρα». Ποιον έδειρε ο άνανδρος, έναν ανάπηρο του Αλβανικού Πολέμου και με δύο παράσημα επ’ ανδραγαθία; Αυτός στη συνέχεια – ο ταγματάρχης Ευθυμίου – έφτιαξε δικογραφία σε βάρος του αδερφού μου, με το παρά κάτω κατηγορητήριο. Ότι «ο στρατός που βρισκότανε και πολεμούσε στη Γκιώνα, έμεινε 10 μέρες χωρίς ψωμί, γιατί εμείς βγάλαμε πρώτα το δικό μας ψωμί». Πράγματα ψεύτικα και ανυπόστατα. Σε λίγες μέρες έρχεται η κλήση από το στρατοδικείο Λαμίας για να παρουσιαστεί για να δικαστεί. Ζητάμε και παίρνουμε βεβαίωση ότι είμαστε εθνικόφρονες και ότι έχουμε δύο αδέρφια που υπηρετούν στο στρατό και πολεμάνε τους αντάρτες. Στη Λαμία στο στρατοδικείο «Βασιλικός Επίτροπος», δηλαδή ο εισαγγελέας, ήτανε ένας που τον αποκαλούσανε «Κινίνο», δηλαδή φαρμάκι. Του είχανε κολλήσει το παρατσούκλι αυτό, γιατί όλους τους καταδίκαζε σε θάνατο. Το επίθετό του, όπως με πληροφόρησε ο συγγραφέας και αγαπητός φίλος κ. Ηλίας Ρεκαΐτης, ήτανε «Ζουζουνάκης» και πρέπει να καταγότανε από την Κρήτη. Επρόκειτο για μεγάλο τέρας. Παρίστανε τον κουμουνιστοφάγο. Την ώρα που γινότανε η δίκη, λέγει στον αδερφό μου «αν είχες αριστερά φρονήματα θα σε δίκαζα σε θάνατο, αλλά τώρα επειδή είσαι εθνικόφρων σου ρίχνω τέσσερα (4) χρόνια φυλακή». Σε όλη αυτή την χρονική περίοδο των γεγονότων, δεν ενημερώσαμε τα αδέρφια μου Γιώργο και Σπύρο που πολεμούσανε στο στρατό, όπως αναφέρω παραπάνω, για να μην τους δημιουργήσουμε προβλήματα. Μόλις τελείωσε η δίκη, τον Ηλία τον φέραμε στην εδώ φυλακή της Άμφισσας, αλλά μόλις το έμαθε ο Ευθυμίου, τον έδιωξε αμέσως και τον έστειλε στη φυλακή της Ακροναυπλίας, όπου εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν έγκλειστοι όλοι οι βαρυποινίτες αριστεροί, πολλοί από αυτούς καταδικασμένοι σε θάνατο. Μόλις τον πήρανε, η μητέρα μου, άρχισε να κλαίει ασταμάτητα, γιατί τα δάκρυα από την αιχμαλωσία μας στη Γερμανία δεν είχαν σταματήσει ακόμα και τώρα άρχισαν να ρέουν πάλι. Τότε εγώ σκέφτηκα ότι, όταν εμένα με βασάνιζε η Γκεστάπο (οι Γερμανοί για να προδώσω πατριώτες) δικαιολογημένα, γιατί οι Γερμανοί ήταν εχθροί της πατρίδας μου. Αυτοί όμως που τώρα μας δέρνουν και μας φυλακίζουν, χωρίς να έχουμε κάνει απολύτως τίποτα, τι είναι και ποιοι είναι; Είναι Έλληνες, αδέρφια μας, ή είναι χαφιέδες και χειρότεροι από τους Γερμανούς; Ασφαλώς το δεύτερο είναι. Στη συνέχεια καταφύγαμε στο Συμβούλιο Χαρίτων. Πάλι αγωνία, κλάματα και έξοδα, πληρώνοντας δικηγόρους. Τελικά του δώσανε χάρη, αφού κάθησε μέσα περίπου δύο χρόνια. Ο Ηλίας επέστρεψε ταλαιπωρημένος και με το παράπονο ότι, οι τοπικοί παράγοντες του χώρου, της παράταξης που διοικούσε εκείνη την εποχή και στην οποία εμείς ανήκαμε, αδιαφόρησε παντελώς. Εγώ πλέον σταμάτησα το σχολείο και κάθησα να τον βοηθήσω. Τα αδέρφια μου Σπύρος και Γεώργιος ήταν στρατιώτες και αδυνατούσαν να εργαστούν στο αρτοποιείο. Έτσι αναγκάστηκα να διακόψω το σχολείο και να εργαστώ προσωπικά, ώστε να μην κλείσει η οικογενειακή επιχείρηση γιατί αυτή συντηρούσε όλη την οικογένεια. Στο διάστημα που ο αδερφός μου Ηλίας ήτανε στη φυλακή, συνέχισα εγώ να βάζω την κουραμάνα, την οποία έπαιρνα, όπως πρώτα, στη δημοπρασία μετά από διαγωνισμό. Επίσης ένα άλλο γεγονός, που έλαβε χώρα το 1947, ήταν το εξής : όταν βρισκόταν στη φυλακή ο αδερφός μου Ηλίας, τον αδερφό μου Άγγελο (δάσκαλος) τον είχα λογιστή στο αρτοποιείο, αλλά τον εκπαίδευσα και στον φούρνο (να φουρνίζει ψωμί). Βλέποντας ο πανούργος αρτοποιός ανταγωνιστής αυτή την ενέργεια, του έστειλε στο Υπουργείο Παιδείας αναφορά για το τι δουλειά κάνει. Η απάντηση από το Υπουργείο ήταν να απομακρυνθεί διότι θα τον πάψουν από δάσκαλο. Παραλίγο να μας κάνει και άλλη συμφορά.

57


Ο αδερφός μου Ηλίας απολύθηκε από τις φυλακές Ακροναυπλίας μετά από 2 χρόνια περίπου (το 1949) και βρισκόταν σε άθλια κατάσταση. Στη συνέχεια ανέλαβε τη λειτουργία του φούρνου μαζί με τον αδερφό μου Γιώργο και για κάποια χρόνια όλα πήγαιναν καλά. Το 1953 συνεργάζομαι με τον αδερφό μου Σπύρο για να κάνουμε νέες επιχειρήσεις που τις είχε ανάγκη η περιφέρεια. Είχε ανάγκη από αδρανή οικοδομικά υλικά. Εγκαθιστούμε το πρώτο εργοτάξιο με 15 εργάτες στην τοποθεσία Αμπλιανός. Φέραμε και τα απαραίτητα μηχανήματα και συνεργείο από τη Σουβάλα με τεχνίτες και κατασκευάζαμε γωνιόλιθους και κράσπεδα τα οποία προωθούσαμε σε Λαμία και Αθήνα. Το πέτρωμα ήταν κατάλληλο για την κατασκευή των παραπάνω και πηγαίναμε πολύ καλά. Το 1960 περίπου εγώ και ο Σπύρος παροτρύναμε τον αδερφό μας τον Ηλία να κατεδαφίσει το κτίριο του αρτοποιείου που ήταν ιδιοκτησία μου και να φτιάξει καινούριο κτίριο σύγχρονο και να φέρουμε Γερμανικό αρτοκλίβανο και άλλα σύγχρονα μηχανήματα. Θα τον βοηθούσαμε και εμείς οικονομικά, γιατί το κόστος ήταν μεγάλο, πράγμα που δέχτηκε και η όλη υπόθεση μπήκε σε ενέργεια. Οι αρτοποιοί για τους οποίους ο αδερφός μου Ηλίας εδάρθη και εφυλακίσθη στο παρελθόν, έδειξαν την αχαριστία τους. Υπέγραψαν αναφορά το 1960 να μη μας δοθεί άδεια εγκατάστασης Γερμανικού αρτοκλίβανου. Εμείς όμως ενωμένοι υπερκεράσαμε τις αντιξοότητες και ανοίξαμε τον φούρνο. Έγινε το ωραιότερο στολίδι, σαν κτίσμα και σαν επιχείρηση στην κεντρική αγορά της πόλης. Φέραμε και ένα μάστορα, «τεχνίτη» από την Αθήνα, για να παρασκευάζει διάφορα κουλουράκια, βουτήματα, τάρτες, γλυκίσματα, τυρόπιτες, κλπ. που τον λέγανε Αναστασιάδη. Και ενώ όλα πηγαίνανε καλά και η επιχείρηση προχωρούσε ικανοποιητικά, ένα πρωί και πριν περάσει ένας χρόνος από τη λειτουργία του, ο αρτοκλίβανος καταστράφηκε ολοσχερώς. Αμέσως ήρθε ο Γερμανός τεχνικός αρμόδιος και αφού έκανε τον έλεγχο, διέγνωσε ότι επρόκειτο περί δολιοφθοράς (σαμποτάζ). Ύποπτος κρίθηκε ο Αρχιμάστορας, διότι είχαμε πληροφορίες από κάποιους τίμιους αρτεργάτες μας, ότι κρυφά τους προέτρεπε να μην δουλεύουν για να χρεωκοπήσει η επιχείρηση. Τον απομακρύναμε αμέσως και φέραμε καινούριο αρτοκλίβανο και μετά απ’ όλα αυτά πήγε καλά η επιχείρηση. Δυστυχώς βρέθηκε κάποιος που πάλι μας ταλαιπώρησε, μετά από εξαγορά και μετά από υπόδειξη κάποιου ρουφιάνου, που του έδωσε τα λύτρα της προδοσίας σαν ανταμοιβή του. Εγώ και ο αδερφός μου ο Σπύρος ήμαστε νέοι και είχαμε όρεξη για δημιουργία. Έτσι επεκτείναμε τις δραστηριότητές μας και σε άλλους τομείς, με απώτερο σκοπό να βοηθήσουμε και την πόλη και την περιφέρεια και να δώσουμε δουλειά στον κοσμάκη. Το 1967, πάντα με το Σπύρο, φτιάξαμε ένα σύγχρονο ελαιοτριβείο, το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα. Φέραμε σύγχρονα ελαιουργικά ιταλικά μηχανήματα. Πήγαμε πολύ καλά και με αυτή την επιχείρηση. Το μόνο άσχημο ήταν ότι έπρεπε να ακολουθείς κάθε τόσο τη νέα τεχνολογία που παρουσιαζότανε. Έτσι αλλάξαμε άλλες δύο φορές συγκροτήματα για να καταλήξουμε στο τέλειο, που σήμερα λειτουργεί με αυτή τη μορφή. Το 1970 περίπου συνεργαστήκαμε με το φίλο μας Θωμά Λούσκο από την Αράχωβα ξεκινώντας νέα επιχείρηση. Περπατήσαμε όλο τον Παρνασσό και τη Γκιώνα, μήπως βρούμε κόκκινο μάρμαρο. Πράγματι εντοπίσαμε κοιτάσματα στην περιοχή του χωριού Σώταινα της Δωρίδας. Αμέσως εγκαταστήσαμε το άλλο εργοτάξιο με 12 εργάτες. Αφού λοιπόν αγοράσαμε 13 εκτάσεις που περιείχαν τέλειο πέτρωμα και αφού εφοδιαστήκαμε με άδεια εξόρυξης, φέραμε μηχανήματα στη συνέχεια και βάλαμε μπρος την επιχείρηση. Η αρχή ήτανε βέβαια δύσκολη. Κατόπιν αρχίσαμε να προωθούμε ογκόλιθους στην Αθήνα. Λογιστή είχαμε από την Ιτέα κάποιο Σωτήρη Παναγόπουλο, ο οποίος μας παρότρυνε να το διαφημίσουμε το κόκκινο μάρμαρο και στο εξωτερικό. Πράγματι στείλαμε διαφημιστικά έντυπα και στη συνέχεια σαν δείγματα πλακίδια και αμέσως άρχισαν να καταφθάνουν επιστολές για συνεργασία. Αλλά από εδώ και πέρα αρχίσανε τα δύσκολα. Όπως μάθαμε κατόπιν, ένας μεγαλέμπορος από την Πελοπόννησο βρήκε και αυτός κόκκινο μάρμαρο και μας δημιούργησε μεγάλα προβλήματα. Είχε γνωστούς στο Υπ. Γεωργίας και τους

58


έβαλε και ειδοποίησαν το Δασαρχείο Λιδορικίου να έρθει να μας κάνει διοικητικές αποβολές με το αιτιολογικό ότι μέσα στα οικόπεδα αυτά υπήρχαν θάμνοι και πουρνάρια, και επομένως οι εκτάσεις αυτές ήταν δασικές. Χωρίς λοιπόν να μας ενημερώσουν, μας κοινοποίησαν τα έγγραφα και συνάμα μας κάνανε μηνύσεις. Ήτανε τότε η δικτατορία και δεν έβρισκες το δίκιο σου. Εγώ συνέχισα να εργάζομαι, οπότε ένα πρωί έρχεται η Αστυνομία. Πρόλαβα και έδιωξα τους εργάτες, γιατί προηγουμένως με είχε ενημερώσει ένας γνωστός μου αστυνομικός. Με συνέλαβαν και με φέρανε στο αυτόφωρο. Επειδή μεσολάβησαν γιορτές με κλείσανε 4 μέρες στη φυλακή, ώσπου να γίνει το αυτόφωρο. Στη συνέχεια άρχισαν να εκδικάζονται οι μηνύσεις. Έκανα προσφυγές αλλά μάταια. Απελπισμένος απέσυρα τα μηχανήματα. Εν τω μεταξύ ερχόντουσαν συνέχεια γράμματα από το εξωτερικό και μου λέγανε γιατί δεν τους απαντούσα, σχετικά με το μάρμαρο. Δυστυχώς η διαπλοκή λειτουργούσε με πολύ μαεστρία, με αποτέλεσμα να πάθουμε μεγάλη οικονομική ζημιά. Για άλλη μια φορά, παρόλες τις δυσκολίες, δεν πτοηθήκαμε και το 1976 πηγαίνουμε στο νομό Βοιωτίας και ιδρύουμε πυρηνοελαιουργείο, με 60 ελαιοτριβείς από περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, στην τοποθεσία ‘Σωληνάργια’ (ελαιουργεία Βοιωτίας). Αυτή η κίνηση έγινε γιατί τα υφιστάμενα πηρηνοελαιουργεία που λειτουργούσαν στις περιοχές: Λαμία, Χαλκίδα και Μεσολόγγι μας έπαιρναν τους πυρήνες σε χαμηλή τιμή, με αποτέλεσμα από μικρές επιχειρήσεις που ήταν, να αυξήσουν τα κέρδη τους και να γίνουν πολύ μεγάλες. Αφού λοιπόν διαθέτανε χρήματα τώρα, μετά την αναβάθμισή τους, άρχισαν να μας δημιουργούν προβλήματα. Μια μέρα ξεσηκώσανε τους κατοίκους του χωριού (Σωληναρίου) και κατέβηκαν με τα τρακτέρ και έκλεισαν τον εθνικό δρόμο διαμαρτυρόμενοι ότι τους ενοχλεί ο καπνός από τα φουγάρα του εργοστασίου. Εν τω μεταξύ μεσολάβησαν και κάτι εσωτερικά προβλήματα, οπότε πηγαίναμε για πτώχευση. Έτσι αναγκαστήκαμε και πουλήσαμε το 60% των μετοχών μας σε μεγαλέμπορο, οπότε μπήκαμε ξανά στο παλιό καθεστώς με μειωμένη τιμή πυρήνος και οι μετοχές μας έχασαν την αξία τους. Τελικά πουλήσαμε και τις υπόλοιπες μετοχές και φύγαμε. Το 1987 αγοράζουμε με άλλους δύο συνέταιρους, το λατομείο στη θέση «Γουλά» Ιτέας. Τα δύο πρώτα χρόνια πηγαίναμε καλά, τον τρίτο χρόνο όμως οι άλλοι δύο συνέταιροι ακολούθησαν αντιοικονομική τακτική, παρ’ όλες τις συστάσεις μου, γιατί εγώ είχα πείρα από λατομεία. Αυτοί συνέχισαν το ίδιο βιολί. Βλέποντας ότι γρήγορα θα πτωχεύσουν, αποχωρήσαμε από την εταιρία εγώ και ο Σπύρος. Σε λίγο διάστημα το κλείσανε το λατομείο οι εναπομείναντες συνέταιροι. Καιροφυλακτούσε ο ανταγωνιστής Η.Κ. που είχε λατομείο στα Μεταλλεία, το ενοικίασε για λίγο διάστημα και μετά το έκλεισε. Πάλι η διαπλοκή λειτούργησε. Οι δύο πιο πάνω συνέταιροι στο λατομείο της Ιτέας δημιούργησαν προβλήματα τότε, αλλά ακόμα και το 2006 με την οικοπεδική έκταση. Έτσι στις 22/6/1992 παρατείναμε επ’ αόριστον τη διάρκεια της εταιρίας του λατομείου στη θέση «Αμπλιανός», με τροποποίηση ως προς το σκοπό. Να εκμεταλλευτεί στο χώρο του λατομείου στη θέση Αμπλιανός έτοιμο σκυρόδεμα, ασβεστοποιία και σχιστήριο μαρμάρων. Βέβαια θα μεταφέραμε και το ελαιοτριβείο εκεί, γιατί μέσα στην πόλη δεν ήταν δυνατό να παραμείνει άλλο. Είναι γεγονός ότι ο Η. Κ. στο Λατομείο Ιτέας, διαμέσου του τύπου, μας έκανε μεγάλο πόλεμο για να μας κλείσει. Μας είχε γνωρίσει ότι έχει χρήματα και πληρώνει και ό,τι θέλει το επιτυγχάνει. Όπως και το έκλεισε ,αλλά δεν ήξερα ότι είχα σειρά και εγώ στο Λατομείο Αμπλιανός. Το πέτρωμα στο ανωτέρω λατομείο ήταν ορισμένη ποσότητα, αρίστης ποιότητας μάρμαρο χρώματος μπεζ, καλύτερο από των Ιωαννίνων. Προωθούσαμε ογκόλιθους σε Πάτρα και Βόλο, αλλά μας τα έπαιρναν φτηνά. Σκεφτήκαμε να εγκαταστήσουμε σχιστήριο μαρμάρων και να κάνουμε ενοικίαση ενός τμήματος από το δημόσιο, το κόκκινο μάρμαρο Σωταίνης. Αλλά και εδώ η πολιτεία θεωρώ ότι με αδίκησε αφού, μέσα από γραφείο του τότε υπουργού Πολιτισμού, μου έστειλε έγγραφο, ότι λόγω Δελφικού τοπίου, κλείνει το λατομείο. Έκρυψε την

59


απόφαση του Υπουργού στη Νομαρχία ο αρμόδιος υπάλληλος και όταν έλαβα γνώση, από γνωστό μου πρόσωπο, ήτανε αργά, γιατί έχασα το δικαίωμα της προσφυγής μου. Λόγω του κλεισίματος των ανωτέρω επιχειρήσεων, έμειναν χωρίς δουλειά αρκετές οικογένειες που απασχολούσαμε. Επίσης αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στη δικαιοσύνη και χρόνια τώρα συρόμεθα στα δικαστήρια, με αβέβαιο το αποτέλεσμα της αποζημίωσης από τη μη λειτουργία των επιχειρήσεών μας. Έχω την υποψία ότι οι ενέργειες που έγιναν σε βάρος μου στη Νομαρχία Φωκίδας ήταν αποτέλεσμα των συγκρούσεών μας με τον Η.Κ. που προανέφερα, γιατί μου είχε επαναλάβει πολλές φορές ότι δεν θα με αφήσει να πραγματοποιήσω τις δραστηριότητες που σχεδίαζα, γιατί «έχει χρήματα και ό,τι θέλει κάνει». Δεν σκέφτηκε όμως ότι σ’ αυτό τον ψεύτικο κόσμο μία κακία μένει και καλά τα έργα του καθενός κρίνονται από την κοινωνία. Εγώ πήγα στην κηδεία του, τον ασπάστηκα και τον συγχώρεσα για το κακό που έκανε, τόσο σ’ εμάς, όσο και στην περιφέρεια, διότι θα εργάζονταν τουλάχιστον 80 άτομα στις παραπάνω δραστηριότητες. Ευτυχώς που όλα αυτά τα χρόνια είχα δικηγόρο τον Ηλία Αραπόπουλο, εξαίρετο αστικολόγο, αλλιώς θα με είχανε βάλει φυλακή πολλές φορές. Έχω βγει στη σύνταξη εδώ και μια εικοσαετία. Η προηγούμενη συνεχής δραστηριοποίησή μου στον τομέα των επιχειρήσεων και η ανάγκη καθημερινής ενασχόλησής μου με κάτι, με ώθησαν ν’ ασχοληθώ με τα ελαιοκτήματα της οικογένειάς μου, με το διάβασμα βιβλίων και με τη συγγραφή προσωπικών μου εμπειριών και σκέψεων. Επισκέπτομαι τακτικά την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Σερνικάκι για να προσευχηθώ για την προστασία που μου παρείχε το διάστημα που ήμουν στη Γερμανία, αλλά και τα μετέπειτα χρόνια. Στην μητέρα μου, κατά τη διάρκεια προσευχής, στα χρόνια του πολέμου, είχε παρουσιαστεί μια μαυροφορεμένη γυναίκα που της είχε πει: «Γιατί κλαίς; Να ξέρεις ότι είμαι η Αγία Παρασκευή και προστατεύω εγώ τα παιδιά σου. Μην ανησυχείς, θα γυρίσουν πίσω ζωντανοί». Μετά την εξιστόρηση αυτού του γεγονότος από τη μητέρα μου, προσευχόμουν στην Αγία Παρασκευή και ευχόμουν να συνεχίσει να με προστατεύει και τα επόμενα χρόνια. Την ευχαριστώ γιατί, αν και σήμερα είμαι 80 ετών, έχω μόνο μικροπροβλήματα υγείας, παρόλο που κατά τα χρόνια της επαγγελματικής μου δραστηριότητας δούλεψα σε ιδιαίτερα δύσκολες και ανθυγιεινές συνθήκες (λατομεία, εξορύξεις υλικών, ελαιουργεία, σχιστήρια μαρμάρων). Προ έτους πήγε ο πρώην συμβολαιογράφος Ιωάννης Αναγνωστόπουλος στο Βερολίνο και επισκέφθηκε το στρατόπεδο Ζαξενχάουζεν. Είδε τους φούρνους που καίγανε τους νεκρούς, τις ρεμούρκες που τους κουβαλάγαμε και το μουσείο που έχουν δημιουργήσει με «εκθέματα» εκείνης της περιόδου. Μου εκμυστηρεύτηκε : «Λουκά, έμεινα άναυδος από αυτά που αντίκρυσα. Το βράδυ δεν μπορούσα να κοιμηθώ». Η σκέψη της επίσκεψης των στρατοπέδων, που είχα όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες, με τυραννά ακόμα. Έπρεπε, μετά την απελευθέρωση, να πάω αλλά δεν τα κατάφερα.

60


Η

αναγνώριση της θυσίας μου_________________

Η άδικη σύλληψη, η προσαγωγή μου στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ο βασανισμός μου στη Μέρλιν, ο εγκλεισμός μου στα άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας, η συνολική ταλαιπωρία μου και η στέρηση της ελευθερίας μου για ενάμισι περίπου χρόνο, με γέμισαν θυμό, πέραν των σωματικών και ψυχολογικών προβλημάτων που μου κληροδότησαν τα χρόνια που πέρασαν. Θεώρησα χρέος μου, σαν αντάλλαγμα των άσχημων καταστάσεων που πέρασα, να αναζητήσω τη δικαίωσή μου μέσα από τη δικαιοσύνη του ελληνικού και του γερμανικού κράτους. Όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν και όποτε μάθαινα για νομοθεσία που αφορούσε αποζημιώσεις αιχμαλώτων στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ήμουν από τους πρώτους που έκανα αιτήσεις. Δεν προσδοκούσα ποτέ το χρήμα γιατί αυτό από μόνο του δεν μπορεί να επουλώσει πληγές, αλλά ζητούσα πάντα τη δικαίωση για τις διώξεις που υπέστην χωρίς να έχω διαπράξει κάποια αδικία ή να έχω πειράξει κάποιον. Τα χρήματα που έδωσα κατά καιρούς σε δικηγόρους για να με υπερασπιστούν στα δικαστήρια, είναι περισσότερα από τις αποζημιώσεις που έλαβα. Κόπιασα πολύ και για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά δεν σκέφτηκα στιγμή να τα παρατήσω, γιατί θεώρησα ότι αυτό ήταν το χρέος μου για την αποκατάσταση της αδικίας που έγινε σε βάρος μου από το γερμανικό κράτος. Η αναγνώριση της στέρησης της ελευθερίας μου από το γερμανικό και το ελληνικό κράτος είναι μια δικαίωση για μένα, αλλά και μια παρακαταθήκη για τα παιδιά μου. Παραθέτω χωρίς λεπτομέρειες τα σημαντικότερα γεγονότα απ’ αυτή την προσπάθεια. Το 1961 το γερμανικό κράτος προσεφέρθη να αποζημιώσει τους πολίτες διαφόρων κρατών που ήταν κρατούμενοι στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτό που ήταν απαραίτητο, ήταν η ύπαρξη δικαστικής απόφασης εναντίον του γερμανικού κράτους που να βεβαιώνει ότι συλληφθήκαμε από τους γερμανούς και μας αφαιρέθηκε η ελευθερία στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Εκείνη την εποχή έβαλα δικηγόρο το φίλο μου Κων/νο Πριγγή. Η απόφαση του ελληνικού δικαστηρίου το έτος 1962 ήταν η χορήγηση αποζημίωσης 14.000 δρχ. Παρά την απόφαση του δικαστηρίου, έλαβα οριστικώς 7.000 δρχ. για αποζημίωση. Επανέρχομαι στις 30/9/1992 με νέα αίτηση, για σύνταξη γήρατος προς την αρμόδια υπηρεσία του γερμανικού κράτους στη Στουτγάρδη. Η απάντηση που έλαβα στις 24/2/1993 είναι ότι η απορριφθείσα αίτησή μου για αποζημίωση, λόγω αλλαγής του σχετικού νόμου, μπορεί να επανεξεταστεί. Τους απέστειλα τη βεβαίωση του Ερυθρού Σταυρού και την δικαστική απόφαση (από το ελληνικό κράτος). Αλλά και πάλι απέρριψαν την αίτησή μου. Τότε απογοητευμένος εντόπισα μια Γερμανίδα βουλευτή που έκανε ερώτηση στη Γερμανική Βουλή σχετικά με τις αποζημιώσεις κρατουμένων από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και της έστειλα επιστολή όπου της ανέφερα το ιστορικό μου και την παρακαλούσα να μου γράψει τη σχετική νομοθεσία περί αποζημιώσεων για να προσφύγω ξανά. Η προαναφερθείσα βουλευτής μου απάντησε λέγοντας ότι η Ελλάδα έχει πάρει ένα μεγάλο κονδύλι για αποζημιώσεις των θυμάτων της γερμανικής κατοχής σε συμφωνία που είχε υπογράψει με τη Γερμανία περίπου το 1955. Και γι’ αυτό το λόγο κάτοικοι της Ελλάδας δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν πρόσθετες αποζημιώσεις από το γερμανικό κράτος. Παρόλα αυτά, επειδή ήταν σε εκκρεμότητα εκδίκαση υποθέσεων για αποζημιώσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα με ενημέρωναν για οποιαδήποτε νέα εξέλιξη για το θέμα. Το 1989 με ειδοποίησαν από το ΤΕΒΕ ότι μπορούσα να κάνω αίτηση για αποζημίωση από το γερμανικό κράτος. Η αίτηση έγινε στις 14/11/1989 προς την αρμόδια επιτροπή εξετάσεων των δικαιολογητικών συνταξιοδότησης ομήρων εργαζομένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία κατά τα έτη 1941-1945 του κρατιδίου της Βυρτεμβέργης. Μετά από ένα διάστημα, το 1995, με ειδοποίησαν ότι η αίτησή μου απερρίφθη, γιατί δεν είχα καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές για το διάστημα που ήμουν κρατούμενος στα στρατόπεδα συγκέντρωσης!!! Από το 1989 μέχρι το 1999 συσσωρεύτηκαν χιλιάδες αιτήσεων κρατουμένων, τις οποίες και απέρριπταν. Ο δρόμος για δικαίωση των αιχμαλώτων άνοιξε το 1999. Οι Γερμανοί ίδρυσαν μια

61


οργάνωση που λεγόταν «Ανάμνηση-Ευθύνη και Μέλλον». Ο νόμος άρχισε να ισχύει από τις 12 Αυγούστου του 2000 και η προθεσμία παραλαβής αιτήσεων ήταν μέχρι τις 11 Αυγούστου 2001. Ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης θα αναλάμβανε να χειριστεί τις αιτήσεις μας, όπως με διαβεβαίωσαν από τον γραφείο τους στον Άλιμο, στην Αθήνα, όπου και κατέθεσα τα δικαιολογητικά μου. Σε λίγο χρονικό διάστημα μου δώσανε σε δύο δόσεις των 7.500 δρχ. Προαπαιτούμενο γι’ αυτή την αποζημίωση ήταν ο κρατούμενος να είναι ζωντανός από το έτος 1999 και μετά. Όπως φαίνεται οι Γερμανοί καθυστέρησαν τη χορήγηση αυτών των αποζημιώσεων, έτσι ώστε η πληθώρα των αιχμαλώτων της περιόδου 1941-1945 να μην ζουν πια, ή και όσοι ακόμα κατάφεραν επιβιώσουν από την κόλαση των στρατοπέδων, να είναι υπερήλικες. Για παράδειγμα αναφέρω ότι από την Άμφισσα ήταν κρατούμενοι στη Γερμανία 14 άτομα περίπου. Επιστρέψαμε μόνο 9. Το 1999 είμαστε ζώντες μόνο τρεις: Ασημακόπουλος, Κόκκινος και Τσαρέλης και φυσικά αποζημιωθήκαμε μόνο εμείς. Έχω την εντύπωση ότι το γερμανικό κράτος άργησε τόσο πολύ την χορήγηση αποζημιώσεων, για να έχει αποβιώσει το 90% των αιχμαλώτων. Το 1989 που μας ειδοποίησαν να κάνουμε τις αιτήσεις, μαζεύτηκαν χιλιάδες αιτήσεων. Με την καθυστέρηση 10 ετών το 1999 ο αριθμός των αιτήσεων μειώθηκε κατά 90%. Η φήμη που διέρρευσε την εποχή εκείνη, γι’ αυτές τις αποζημιώσεις, ήταν ότι τα χρήματα αυτά προήλθαν από τον χρυσό που ανακαλύφθηκε σε τράπεζες της Ελβετίας και προερχόταν από την κατάσχεση χρυσού και άλλων πολύτιμων αντικειμένων από τους αιχμαλώτους των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Στην πλειονότητά του αυτός ο χρυσός προερχόταν από τους Εβραίους, αλλά και κρατουμένους άλλων εθνικοτήτων. Η ελληνική πολιτεία με τίμησε με την αντιστασιακή σύνταξη και αυτό αποτελεί αναγνώριση της προσφοράς μου στα χρόνια της κατοχής. Το 1985 ψηφίστηκε ο νόμος 1543 για την συνταξιοδότηση αγωνιστών της εθνικής αντίστασης. Στις 23/5/1988 υπέβαλα αίτηση προς τη Νομαρχία Φωκίδας και μου ενέκριναν 30% αναπηρία από δυσκαμψία στη σπονδυλική στήλη. Αυτή η αναπηρία κρίθηκε μόνιμη, από το πόρισμα της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής, και προκλήθηκε κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας μου στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η σύνταξη αυτή ορίστηκε στις 14.770 δρχ. το μήνα. Το έτος 2007 η εκπομπή ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ με επικεφαλής το δημοσιογράφο κ. Σ. Κούλογλου επισκέφθηκε τη Φωκίδα και πήρε συνεντεύξεις από μένα και από άλλους αγωνιστές της περιοχής σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσής μας κατά τη διάρκεια του πολέμου, την οργάνωση των αντιστασιακών οργανώσεων, τον τρόπο σύλληψής μου και τις μετέπειτα ταλαιπωρίες μου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Η εκπομπή με θέμα «Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ Μέρος 2o:Τρόμος και Αντίσταση στο Γ' Ράιχ - Μέρος 3o:Η Πικρή Απελευθέρωση» προβλήθηκε στις 8-11-2007 στην ελληνική τηλεόραση. (Η εκπομπή όπως προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση βρίσκεται σ’ αυτό το σύνδεσμο http://www.dailymotion.com/video/xm21e5_tvxs-gr%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%87%CE%AF%CF%84%CE%BB%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%80%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%AD%CF%81%CF%8 9%CF%83%CE%B7_tv) Επίσης ο Δήμος Άμφισσας, στις 23 Νοεμβρίου 2008, στα πλαίσια του εορτασμού της Ημέρας Ενωμένης Εθνικής Αντίστασης με τίμησε με εύφημο μνεία και αναγνώστηκαν στο κοινό τμήματα του βιβλίου μου της Α’ έκδοσης.

62


Επίλογος____________________________________ Οι εμπειρίες όλων των ανθρώπων που έζησαν για κάποιο διάστημα στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αλλά και νωρίτερα, είναι τρομερές και αλησμόνητες. Ο προβληματισμός μου όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν, ήταν αν οι αντίπαλοι του Χίτλερ σ’ αυτό τον πόλεμο, γνώριζαν την μοίρα των αιχμαλώτων τους και αν επεδίωξαν να τους ελευθερώσουν, έτσι ώστε να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους. Η προσωπική μου άποψη, μέσα απ’ όλα αυτά που έζησα, ήταν ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη δεν είχαν γνώση των συνθηκών διαβίωσης των αιχμαλώτων. Σε αντίθετη περίπτωση, τουλάχιστον έτσι πίστευα, θα έπρεπε να κάνουν ένα σοβαρό διάβημα διαμαρτυρίας, ή μια προσπάθεια να τους δώσουν την ελευθερία τους. Για το λόγο αυτό μελέτησα όσα βιβλία μπόρεσα να βρω στα ελληνικά βιβλιοπωλεία και αφορούσαν το Χίτλερ, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στη Γερμανία τα χρόνια 1937-1945. Στην συνέχεια παραθέτω με συντομία τα αποτελέσματα της έρευνάς μου που οφείλω να ομολογήσω, ότι με κατέπληξαν. Ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος του γερμανικού κράτους το 193383. Οι σκέψεις του για τις «κατώτερες κοινωνικές ομάδες (Πολωνούς, Ρομά, Ρώσους, Εβραίους, ομοφυλόφιλους, μάρτυρες του Ιεχωβά)» και την «ανωτερότητα» του γερμανικού έθνους84 ήταν γνωστά και διατυπωμένα από τον ίδιο σε πολλές ομιλίες του, σε μικρό ή μεγάλο κοινό. Οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες, πολλά χρόνια πριν την έναρξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η μεγάλη αντιπάθεια που έτρεφε Ο Χίτλερ με τα μέλη της πρώτης Κυβέρνησής του. 30/01/1933 για τους Εβραίους οφειλόταν στο ότι τους θεωρούσε υπεύθυνους για την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και την «εξευτελιστική συνθήκη» που υπεγράφη στη συνέχεια. Ένοχος θεωρούνταν ο Εβραίος Υπουργός Εξωτερικών (Βάλτερ Ρατενάου) που πρωτοστάτησε στην υπογραφή της συνθήκης. Βασιζόμενος σ’ αυτό το γεγονός ο Χίτλερ κατηγόρησε 85 συνολικά τους Εβραίους ως «εχθρούς του κράτους».

Ο ίδιος στο βιβλίο του «Ο Αγών μου», πριν ακόμα πάρει την εξουσία, αναφέρει για τον εαυτό του «Σπάνια στην ανθρώπινη ιστορία μπορεί να τύχει ένας άνθρωπος να είναι και πρακτικός πολιτικός και πολιτικός φιλόσοφος. Όσο στενότερη είναι αυτή η σχέση τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πολιτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν κοπιάζει για να ικανοποιήσει τα αιτήματα των απλοϊκών ανθρώπων. Ξανοίγεται σε φιλόδοξα σχέδια που είναι κατανοητά μόνο στους λίγους. Έτσι σε όλη του τη ζωή είναι καταδικασμένος άλλοι να τον αγαπούν και άλλοι να τον μισούν. Εξού και οι νεότερες γενιές τελικά αδυνατούν να τον κατανοήσουν παρά τις προσπάθειές του για υστεροφημία.» H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 138. (Σ.τ.ε.) 84 Ο Χίτλερ δηλώνει το 1944 : « Ακόμα κι αν δεν καταφέρουμε να κατακτήσουμε, πρέπει να συμπαρασύρουμε στην καταστ ροφή τη μισή υφήλιο και να μην αφήσουμε κανένα να θριαμβεύσει σε βάρος της Γερμανίας. Δεν θα υπάρξει άλλο 1918. Δεν θα παραδοθούμε ούτε θα συνθηκολογήσουμε ποτέ, ακόμα και αν μαζί μας ο κόσμος ολόκληρος χαθεί στις φλόγες. Εάν οι Γερμανοί επρόκειτο να κατακ τηθούν κατά τη διάρκεια του αγώνα τότε αυτό θα οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν ανίκανοι να ανταπεξέλθουν στη δοκιμασία της ιστορίας κ αι τους άξιζε ο αφανισμός» σε μια συνεδρίαση περιφερειακών διοικητών. H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 146. (Σ.τ.ε.) 85 «Η ανάμνηση του μύθου που ήθελε τους Εβραίους και τους κομμουνιστές να συνωμότησαν πίσω από τις γραμμές του μετώπου ώστε η Γερμανία να ηττηθεί στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν νωπή στη μνήμη τους και συμβάδιζε απόλυτα με την εικόνα του επικίνδυνου αλλά κρυμμένου εχθρού. Επίσης ο Γκαίμπελς θεωρούσε ότι οι Εβραίοι θησαύριζαν στην ασφάλεια των μεγάλων πόλεων την ώρα που οι Γερμανοί στρατιώτες υπέφεραν στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Για τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο θεωρήθηκε ότι οι Εβραίοι υποκίνησαν τις ΗΠΑ για να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 35, 87. (Σ.τ.ε.) 83

63


Οι στρατιώτες του γερμανικού κράτους είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη στον αρχηγό τους86 και τον ακολουθούσαν πιστά σε όλες τις ενέργειές του. Αρκετοί από τους πολίτες της Γερμανίας τον στήριζε και πίστευε σ’ αυτόν 87. Ο προσωπικός του γιατρός φρόντιζε να του καταστέλλει την υπερκόπωση με σκευάσματα, έτσι ώστε να δουλεύει ώρες ατελείωτες 88. Σε ορισμένους από τους αρχηγούς των SS, ο Χίτλερ εμπιστεύτηκε την δημιουργία των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης κρατουμένων. Αυτά ξεκίνησαν να δημιουργούνται από το έτος 1933, όταν δηλαδή ανέλαβε ο ίδιος την εξουσία. Κατασκευάστηκαν από τις τοπικές αρχές και σκοπός τους ήταν ο εγκλεισμός των πολιτικών κρατουμένων και των ανεπιθύμητων ατόμων. Τα μεγαλύτερα εξ αυτών ήταν : το Νταχάου (1933), το Ζαξενχάουζεν (1936), το Μπούχενβαλντ (1937), το Φλόσενμπεργκ (1938), το Μαουτχάουζεν (1938) και το Ράβενσμπρικ (1939). Από το έτος 1938 και μετά, οι ναζί εκμεταλλεύονταν τους κρατουμένους σε καταναγκαστική εργασία, γιατί είχαν πειστεί ότι η εργασία δρα καταπραϋντικά σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αργότερα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι πολιτικοί κρατούμενοι αλλά και αιχμάλωτοι πολίτες άλλων κρατών, προωθήθηκαν βιαίως σε εργοστάσια κατασκευής πολεμικού υλικού, σε οικοδομικές και αγροτικές εργασίες. Σ’ αυτά τα στρατόπεδα, από την ημέρα κατασκευής τους, «φιλοξενούνταν» χιλιάδες κρατούμενοι89. Η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης πρέπει να ήταν γνωστή στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ την περίοδο του πολέμου. Αλλά και οι Γερμανοί πολίτες θα πρέπει να γνώριζαν, τουλάχιστον τυπικά, τι συνέβαινε στην ίδια τους τη χώρα. Καθημερινά συλλαμβάνονταν γείτονές τους, που δεν τους έβλεπαν ποτέ ξανά. Άδειαζαν καθημερινά ολόκληρες συνοικίες και στα οικήματα αυτά μεταφέρονταν γερμανοί πολίτες από άλλες περιοχές της χώρας. Αυτοί τουλάχιστον δεν αναρωτήθηκαν ποτέ τι συνέβη στους ανθρώπους που έμεναν μέχρι τότε σ΄ αυτά τα σπίτια και για ποιο λόγο το καθεστώς τους μετακινούσε μέσα στη χώρα τους; Είναι γεγονός ότι η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης και οι συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα προσπάθησαν να καλυφθούν από τους Γερμανούς αξιωματούχους. Υπήρχε πληθώρα γερμανών πολιτών που δούλευε στα στρατόπεδα, συγκέντρωσης και ήξερε με κάθε λεπτομέρεια τι διαδραματιζόταν καθημερινά στον τόπο εργασίας τους. Ήταν άνθρωποι με αισθήματα, με λογική, με ευαισθησίες; Γιατί δεν ανέφεραν στις οικογένειές τους τι συνέβαινε; Ίσως επειδή είχαν το φόβο της αντίδρασης από τους ανθρωπιστές Γερμανούς πολίτες. Ίσως επειδή ήταν αφοσιωμένοι στο Χίτλερ και στις ιδέες που εκπροσωπούσε. Ίσως γιατί ήταν «υποχρεωμένοι να πειθαρχήσουν», όπως ισχυρίζονταν, για το καλό της χώρας τους και κατά συνέπεια για το δικό τους καλό. Στην Γερμανία υπήρχαν ανταποκριτές από διάφορες χώρες της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Σκοπός της παραμονής τους στη Γερμανία ήταν να καταγράφουν τα γεγονότα πριν τον πόλεμο. Ένας τέτοιος Αμερικανός ανταποκριτής, ο Ουίλιαμ Σίρερ, στην Ευρώπη, κατά τα έτη 1934-1941 μεταδίδει «Ήμουν ευγνώμων στα SS για την πνευματική καθοδήγηση που μου έδωσαν. Πολλοί από εμάς ήμασταν μπερδεμένοι πριν καταταγούμε στην οργάνωση. Δεν καταλαβαίναμε τι συμβαίνει γύρω μας. Τα SS μας πρόσφεραν μια σειρά απλών ιδεών που μπορούσαμε να καταλάβουμε και στις οποίες μπορούσαμε να πιστέψουμε» αναφέρει ο J. Hassebroeck, διοικητής ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 36. (Σ.τ.ε.) 87 «Αυτοί οι ανθρακωρύχοι αντιπροσώπευαν το μέσο Γερμανό στρατιώτη ή εργάτη. Και ήταν σαφές ότι πίστευαν στο Χίτλερ όσο κανέναν άλλο. Ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο αυτός μπορούσε να κατανοήσει την εργατική τάξη από την οποία προερχόταν, όσο και το μυστήριο της πολιτικής, το οποίο η υπόλοιπη γερμανική φυλή αγνοούσε, και ότι ήταν ικανός όσο κανένας άλλος να κάνει το θαύμα και να τους οδηγήσει στη λύτρωση απ’ αυτή την απελπιστικά δύσκολη κατάσταση.» H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 182. (Σ.τ.ε.) 88 «Ο Μόρελ, προσωπικός γιατρός του Χίτλερ, του χορηγούσε τεχνητές διεγερτικές ουσίες και μ’ αυτό τον τρόπο ο Χίτλερ διατηρούσε την αντοχή του και στη συνέχεια έγινε εξαρτώμενος από τις ιατρικές του συνταγές. Ο Χίτλερ τα τελευταία χρόνια παρουσίαζε την αβεβαιότητα ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Υπήρχαν συνεχείς και παρατεταμένες εκρήξεις θυμού. Τα άκρα του άρχιζαν το 1943 να τρέμουν, το αριστερό του πόδι σερνόταν στο έδαφος και είχε αναπτύξει κύφωση. Αυτή η κατάσταση έγινε μόνιμη μετά το 1944 και σπάνια άλλαζε. Αυτή η εικόνα σχολιάστηκε από τον Γκαίμπελς τον Απρίλιο του 1943 στα γενέθλια του Χίτλερ» H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 163. (Σ.τ.ε.) 89 «Μέχρι το καλοκαίρι του 1941 ο Χίτλερ είχε σοβαρές αντιρρήσεις για την εξόντωση του πλήθους των Εβραίων που κατοικούσαν στη Γερμανία. Ο Γκαίμπελς (υπουργός προπαγάνδας των Ναζί) πρότεινε οι Γερμανοί-Εβραίοι να μεταφερθούν ανατολικά, να δημευτούν οι περιουσίες τους και τα σπίτια τους να περιέλθουν στο Γερμανικό κράτος. Ο Χίτλερ τελικά λύγισε το Σεπτέμβριο του 1941 κάτω από το βάρος των αιτήσεων των κατωτέρων του και συμφώνησε για την έναρξη της εκκαθάρισης», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 88. (Σ.τ.ε.) 86

64


ειδήσεις από τις κυριότερες πόλεις των γεγονότων που προηγήθηκαν της έναρξης του πολέμου το 1941. Η μαρτυρία του είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού περιγράφει όλα τα νέα, μέρα με τη μέρα, σε επίπεδο αρχηγών κρατών, κάνει ανταποκρίσεις από το Βερολίνο, το Μόναχο, την Πράγα, τη Βαρσοβία, τη Γιουγκοσλαβία, το Λονδίνο, την Ουάσινγκτον, το Παρίσι. Βλέπει ότι τα σύννεφα του πολέμου στην Ευρώπη πλησιάζουν 90. Επισημαίνει ότι ο Γερμανικός λαός αντιλαμβάνεται τις προθέσεις του Χίτλερ91 και δεν επιθυμεί η χώρα του να εμπλακεί σε πόλεμο.

Περιγράφει τη «χαλαρή» στάση της Βρετανίας και Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίλιαμ της Γαλλίας στις αξιώσεις του Χίτλερ εναντίον της Σίρερ, φωτογραφία του 1960 Τσεχοσλοβακίας92. Παρακολουθεί τις συνεδριάσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων στο Λονδίνο και την προφητική αναφορά του Τσώρτσιλ 93 για τις επεκτατικές βλέψεις του Χίτλερ. Αναφέρει την κατάληψη της Τσεχίας 94 και την απάθεια των άλλων ευρωπαϊκών πολεμικών δυνάμεων. Κρίνει την στάση των Η.Π.Α.95 στον ενδεχόμενο πόλεμο μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών. Σ’ ένα βαγκόν-λί συζητά με ανταποκριτές άλλων χωρών για τα σχέδια του Χίτλερ για την Ευρώπη και με ποιο τρόπο τα δρομολογεί 96. Παρακολουθεί την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων και την κατάληψη της Πολωνίας το φθινόπωρο του 1939 κατόπιν της

«Αυτά τα 3 χρόνια (1934-1937) η σκιά του ναζιστικού φασισμού (υπό την ηγεσία του Χίτλερ), του σαδισμού, της καταδίωξης, της στρατικοποίησης, του τρόμου, της κτηνωδίας της καταπίεσης, του μιλιταρισμού και της προετοιμασίας για πόλεμο κρεμόταν πάνω απ ό τις ζωές μας, σαν ένα καινούριο μαύρο σύννεφο που δεν καθαρίζει ποτέ. Συχνά προσπαθήσαμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας από όλα αυτά. Βρήκαμε δύο καταφύγια – τους εαυτούς μας και τα βιβλία». Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941, σελ. 84. (Σ.τ.ε.) 91 Βερολίνο 27 Σεπτεμβρίου 1938. «Ο Χίτλερ στεκόταν εκεί και δεν ήταν πάνω από 200 άτομα στη μεγάλη πλατεία. Ο Χίτλερ φαινόταν σκυθρωπός και οργισμένος. Αυτό που είδα απόψε αναζωπυρώνει σχεδόν λίγη πίστη για τον Γερμανικό λαό. Είναι εναντίον του πολέμ ου. Παρ’ όλα αυτά χθες βράδυ μου είπαν ότι η Γαλλία επιστρατεύεται. Κανένα τραίνο δεν φεύγει». Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941,σελ. 139. (Σ.τ.ε.) 92 Μόναχο 30 Σεπτεμβρίου 1938 «Οι εκπρόσωποι της Γαλλίας (Νταλαντιέ) και την Βρετανίας (Τσάμπερλαιν) δεν πιέζουν τον Χίτλερ για καμιά παραχώρηση από μέρους του. Συμφωνούν να παραδοθεί μέρος της Τσεχοσλοβακίας (Σουδήτες) στην Γερμανία άνευ όρων. Η γνώμη της Τσεχοσλοβακίας από την οποία ζητάνε να κάνει όλες τις θυσίες για την ειρήνη της Ευρώπης, δεν ζητήθηκε σε κανένα στάδιο των συνομιλιών. Αργότερα το ίδιο βράδυ στο τραίνο για Βερολίνο κορυφαίοι γερμανοί συντάκτες πανηγυρίζουν και δηλώνουν ότι απόψε ο γερμανικός λαός αισθάνεται μεγάλος». Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941, σελ. 140-143. (Σ.τ.ε.) 93 Λονδίνο, Οκτώβριος 1938 : Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ απευθυνόμενος στη Βουλή των Κοινοτήτων θα πει «… Έχουμε υποστεί πλήρη και ανεπανόρθωτη ήττα. Ας μην τυφλωνόμαστε. Πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι όλες οι χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης θα κ άνουν ότι μπορούν για να εξασφαλίσουν τους καλύτερους όρους με τη θριαμβεύουσα ναζιστική δύναμη…. Ο δρόμος προς το Δούναβη, ο δρόμος προς τη Μαύρη Θάλασσα και την Τουρκία άνοιξε. Κατά τη γνώμη μου όλα τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης και της κοιλάδας του Δούνα βη, το ένα μετά το άλλο, θα ενταχθούν στο τεράστιο σύστημα της ναζιστικής πολιτικής, όχι μόνο της πολιτικής μιας στρατιωτικής δύναμης αλλά και της οικονομικής πολιτικής που πηγάζει από το Βερολίνο». Ο Τσώρτσιλ – ο μόνος απαρατήρητος προφήτης στη βρετανική γη, Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941, σελ. 144. (Σ.τ.ε.) 94 Παρίσι 15 Μαρτίου 1939 « Ο γερμανικός στρατός κατέλαβε τη Βοημία και τη Μοραβία. Ο Χίτλερ με κακές θεατρικές χειρονομίες πάνω από το Μολδάβα στην Πράγα κήρυξε την προσάρτησή τους στο τρίτο Ράιχ. Είναι κοινός τόπος να σημειώσει κανείς ότι παραβίασε ακόμα μια συμφωνία. … Πλήρης απάθεια στο Παρίσι για το τελευταίο πραξικόπημα του Χίτλερ. Η επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων της Βουλής ανακοίνωσε ότι δεν έχει την υποχρέωση να κάνει οτιδήποτε. Στο Λονδίνο, στη Βουλή των Κοινοτήτων έφτασαν να δηλώσουν ότι δεν υπάρχει κακοπιστία εναντίον του Χίτλερ…» Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941, σελ 155. (Σ.τ.ε.) 95 Ουάσινγκτον 3 Ιουλίου 1939 « Πολύ λίγη επίγνωση για την ευρωπαϊκή κρίση. Εδώ όλοι νομίζουν ότι δεν θα γίνει πόλεμος. Μακάρι να το ήξερα και εγώ…. Τα χέρια του Ρούζβελτ είναι δεμένα από το Αμερικανικό Κογκρέσο. Βλέπει την ευρωπαϊκή κατάσταση σωστά, αλλά ακριβώς επειδή βλέπει τον κίνδυνο, τον αποκαλούν πολεμοκάπηλο….» Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941,σελ. 163. (Σ.τ.ε.) 96 Βερολίνο 10 Αυγούστου 1939 « Σε πόσο εντελώς απομονωμένο κόσμο ζει ο γερμανικός λαός! Μια ματιά στις εφημερίδες χτες και σήμερα σου το θυμίζει. Ενώ όλος ο υπόλοιπος κόσμος πιστεύει ότι σύντομα η ειρήνη θα καταλυθεί από τη Γερμανία, ότι η Γερμανία απειλεί να επιτεθεί στην Πολωνία για το Δάντσιχ, εδώ στη Γερμανία στον κόσμο που δημιουργούν οι εφημερίδες, πιστεύεται εντελώς το αντίθετο. Αυτό που οι ναζιστικές εφημερίδες διατυμπανίζουν είναι ότι η Πολωνία είναι αυτή που ενοχλεί την ειρήνη στην Ευρώπη. Η Πολωνία απειλεί τη Γερμανία με ένοπλη εισβολή και τα λοιπά. Αυτό που ψιθυρίζεται στους κυβερνητικούς κύκλους είναι ότι η Γερμανία δεν μπορεί να ανεχθεί την ύπαρξη στρατιωτικής δύναμης στα ανατολικά της σύνορα, και συνεπώς η σημερινή Πολωνία πρέπει να πάψει να υπάρχει. Και ύστερα όταν η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία περιοριστούν ανάλογα, η Γερμανία θα είναι οικονομικά και γεωργικά ανεξάρτητη, κα ι ο μεγάλος φόβος του αγγλογαλλικού αποκλεισμού, που κέρδισε τον περασμένο πόλεμο και προς το παρόν είναι πιθανό να κερδίσει και τον επόμενο, θα εκλείψει. Η Γερμανία τότε μπορεί να γυρίσει στη Δύση και πιθανόν να την νικήσει», Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941, σελ. 167-168. (Σ.τ.ε.) 90

65


συμφωνίας με την Σοβιετική Ένωση97. Καταγράφει την στάση της Γαλλίας με τις φράσεις «Ο Νταλαντιέ με ευγενικό τρόπο ζητάει από τον Χίτλερ να μην φτάσει στην πόλεμο, αφού όλα μπορούν να λυθούν ευγενικά». Την επόμενη μέρα στην Βρετανική πρεσβεία στο Βερολίνο «οι διπλωμάτες ετοιμάζουν τις βαλίτσες τους». Η Γερμανία χρησιμοποιώντας σαν αιτία την αναγγελία επιστράτευσης στην Πολωνία 98 παραβιάζει τα Πολωνικά σύνορα. Οι γερμανοί πολίτες θέλουν ν’ αντιδράσουν99, τα γεγονότα όμως τους προλαβαίνουν. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος ξεκινά.

Στην φωτογραφία εικονίζονται από αριστερά : ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσάμπερλεν, ο Γάλλος πρωθυπουργός Νταλαντιέ μαζί με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι στις 29/9/1938, κατά την υπογραφή της συνθήκης του Μονάχου όπου συμφώνησαν όλοι να δοθεί μέρος της Τσεχοσλοβακίας στη Γερμανία

Στο ημερολόγιο που κράτησε αυτός ο πολεμικός ανταποκριτής (ο Ουιλ. Σίρερ) όλα αυτά τα χρόνια, αναφέρει ξεκάθαρα την εμπάθεια του Χίτλερ και των συνεργατών του για τους Εβραίους και τις άλλες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες της χώρας του. Επίσης αναφέρει ότι τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη καθώς και οι ΗΠΑ, γνώριζαν τις προθέσεις του Χίτλερ, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του και διαπραγματεύονταν μαζί του. Και καταλήγει λέγοντας ότι άφησαν τον Χίτλερ να Βερολίνο, 23 Αυγούστου 1939 «Μεγάλη αναστάτωση απόψε. Κατά τις 2 π.μ. μαθαίνουμε τους όρους της ρωσογερμανικής συνθήκης. Είναι μια πραγματική συμμαχία και με τους όρους του Στάλιν. Προσκαλεί την Γερμανία να εισβάλει στην Πολωνία και να την ξεκαθαρίσει» , Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941,σελ. 174. (Σ.τ.ε.) 98 Βερολίνο, 30 Αυγούστου 1939 «Οι Πολωνοί είχαν ήδη επιστρατεύσει όλους τους άντρες για τους οποίους είχαν όπλα και αρβύλες. Το νέο όμως δίνει στο γερμανικό Τύπο μια δικαιολογία να αποκαλέσει την Πολωνία επιτιθέμενη χώρα. Τα μεσάνυχτα ο Χίτλερ ανακοινώνει τη δημιουργία του Συμβουλίου Πολέμου», Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941, σελ. 184-185. (Σ.τ.ε.) 99 Βερολίνο 31 Αυγούστου 1939 « Όλοι εναντίον του πολέμου. Ο κόσμος μιλάει ανοιχτά. Ο λαός αντιδρά επίσης γιατί τον κρατούν στο σκοτάδι. Ένας Γερμανός μου είπε χθές «Δεν ξέρουμε τίποτα. Γιατί δεν μας λένε τι συμβαίνει;» Η αισιοδοξία στους επίσημους κύκλους αρχίζει να διαλύεται….Μια χαρακτηριστική απάτη του Χίτλερ εκδηλώθηκε απόψε. Στις 9 μ.μ. το γερμανικό ραδιόφωνο διέκοψε το κανονικό πρόγραμμα και ανακοίνωσε τους όρους των προτάσεων στην Πολωνία….. Απόψε επιστρατεύονται μεγάλες δυνάμεις στρατού, ναυτικού και αεροπορίας…. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.» Ουιλ. Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου 1934-1941,σελ. 185-186 (Σ.τ.ε.) 97

66


προχωρήσει τα σχέδιά του και όταν πια η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, τότε αναγκάστηκαν από τις συνθήκες να εμπλακούν με τη χώρα του σε πόλεμο. Ο Ουίλιαμ Σίρερ στα ημερολόγιά του και στις ανταποκρίσεις του δεν αναφέρει λέξη για στρατόπεδα συγκέντρωσης, ούτε για κρατουμένους, μόνο για διώξεις κοινωνικών ομάδων(κυρίως Εβραίων). Υπάρχει όμως πληθώρα εγγράφων που αποδεικνύει ότι υπήρχε γνώση των συμμάχων για τα εγκλήματα των Ναζί, που διενεργούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και όχι μόνο. Από τον Σεπτέμβριο του 1941 οι Βρετανοί, μέσω των μυστικών υπηρεσιών τους, ήταν ενήμεροι για συστηματικές σφαγές αμάχων, στην πλειοψηφία τους εβραίοι, αλλά και πολίτες διαφόρων άλλων κρατών. Αναφορά έγινε επίσημα στη Βουλή των Κοινοτήτων, στο Λονδίνο, στις 17 Δεκεμβρίου 1942, όπου ο Αντονι Ιντεν 100, ύστερα από συνομιλίες που είχε κάνει με τις Συμμαχικές κυβερνήσεις, ανακοινώνει ότι οι Γερμανοί «είχαν θέσει σε ενέργεια πρόγραμμα εξολόθρευσης όλων των Εβραίων της Ευρώπης, γεγονός που ήταν η πρόθεση του Χίτλερ, την οποία είχε διατυπώσει πολλές φορές ανοιχτά».

Επισήμανε ότι οι Συμμαχικές κυβερνήσεις καταδίκασαν Άντονι Ίντεν, υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας κατά το «αυτή την κτηνώδη τακτική της εν ψυχρώ εξολόθρευσης» Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δήλωσε ότι «θα ασκούσαν τις απαραίτητες πιέσεις για να ανατρέψουν τη βάρβαρη χιτλερική τυραννία». Ο ίδιος πίστευε ότι το BBC θα έδινε μεγάλη δημοσιότητα και το ανακοινωθέν αυτό θα μεταδιδόταν σ’ όλη την Ευρώπη και θα γινόταν προσπάθεια να πειστεί ο γερμανικός λαός ότι αυτός δεν ήταν πόλεμος αλλά εν ψυχρώ δολοφονίες, για τις οποίες κάποιοι έπρεπε να τιμωρηθούν. Η Βουλή των Κοινοτήτων κράτησε ενός λεπτού σιγή ως διαμαρτυρία γι’ αυτά τα «βάρβαρα εγκλήματα». Τον Απρίλιο του 1943 η Βρετανία και οι ΗΠΑ σε μια ειδική διάσκεψη στις Βερμούδες, συζήτησαν τις συνέπειες της ναζιστικής πολιτικής στο θέμα των προσφύγων, χωρίς να προβούν σε καμιά περαιτέρω ενέργεια. Οι ΗΠΑ άσκησαν πιέσεις στις ευρωπαϊκές χώρες στις αρχές του 1944 και συζητήθηκαν πλάνα παρέμβασης στην Γερμανία, όταν πιέστηκαν και οι ίδιες από τις εβραϊκές οργανώσεις της χώρας τους. Αποφασίστηκαν αεροπορικοί βομβαρδισμοί, ιδίως κοντά στα γνωστά στρατόπεδα συγκέντρωσης, προκειμένου ν’ απελευθερωθούν. Αυτό δεν έγινε ποτέ και υπήρξαν αρκετές δικαιολογίες από τους βρετανούς. Όταν έγινε η εισβολή των συμμάχων στην Ευρώπη, τον Ιούνιο του 1944, οι βρετανοί στρατιώτες είχαν φυλλάδιο που είχε εκδοθεί από το Υπουργείο Πολέμου και τους ενημέρωνε ότι θα συναντούσαν «ομάδες απελευθερωμένων αιχμαλώτων που πιθανόν να είναι πεινασμένοι και ρακένδυτοι» και πώς θα έπρεπε να φερθούν σ’ αυτές τις περιπτώσεις, για την πρόληψη της μετάδοσης πιθανών ασθενειών. Σ’ αυτό το έγγραφο αναφέρονται αιχμάλωτοι πολίτες, αλλά δεν γίνεται αναφορά για το πού ζούσαν αυτοί μέχρι τότε (στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), ούτε κάτω από ποιες συνθήκες. Οι συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών πρέπει να γνώριζαν τα πάντα για την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης: ένα έγγραφο που συντάχθηκε από συνεργάτες του Αϊζενχάουερ, περιείχε λεπτομερή κατάλογο με πολλά από τα υπάρχοντα στρατόπεδα, με πρόχειρους χάρτες, καθώς και εκτεταμένη αναφορά για την ανάπτυξη του συστήματος των στρατοπέδων από τους

100

Υπουργός εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας εκείνη την περίοδο (Σ.τ.ε.)

67


ναζί101. Επίσης υπήρχαν πληροφορίες κατεγραμμένες από κρατούμενους που απέδρασαν 102 από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κοινό αίτημα ήταν ο βομβαρδισμός στρατοπέδων, ή τουλάχιστον των σιδηροδρομικών γραμμών που υπήρχαν εκεί. Το αίτημα απορρίφθηκε από τους Βρετανούς, με την αιτιολογία ότι τα βομβαρδιστικά συμμετείχαν σε άλλες σημαντικές επιχειρήσεις. Η εξόριστη πολωνική κυβέρνηση στο Λονδίνο, είχε ενημερώσει το Μάιο του 1941 όλες τις συμμαχικές κυβερνήσεις για την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Πολωνία και τις συστηματικές εκτελέσεις που γίνονταν εκεί. Τον Ιούλιο του 1942 η εφημερίδα Polish Fortinghly Review, που εκδιδόταν στο Λονδίνο, δημοσίευσε μια λίστα με 22 στρατόπεδα στα οποία οι Ναζί διέπρατταν φρικαλεότητες103.

Ο Χίτλερ δείχνει στον Μουσολίνι την αίθουσα, όπου έγινε η απόπειρα δολοφονίας του στις 20 Ιουλίου 1944

Μέρος των στρατηγών του Χίτλερ συνωμότησαν104 στις 20 Ιουλίου 1944 για την ανατροπή του, αφού θεωρούσαν πια τον πόλεμο χαμένο, και ήταν έτοιμοι να σπάσουν τη συμμαχία τους με τον «αρχηγό» τους. Η προσπάθεια απέτυχε και μετά απ’ αυτό η δύναμη του Χίτλερ αυξήθηκε, αφού καθαίρεσε τους «προδότες», άλλαξε τους στρατηγούς των επιτελείων και εκτέλεσε αρκετούς από αυτούς105. Η προσπάθεια αυτή ανατροπής του Χίτλερ δεν έγινε για να σταματήσουν οι κτηνωδίες « Όπως διαπιστώθηκε αργότερα οι περισσότερες από τις πληροφορίες βασίζονταν σε μαρτυρίες γερμανών στρατιωτών που είχαν συλληφθεί σε διάφορες μάχες από τις δυνάμεις του Άξονα. Η αναφορά εκείνη θεωρήθηκε ότι δεν βασιζόταν σε ακριβείς πληροφορίες και δεν καταχωρήθηκαν οι μαρτυρίες αυτές σε στρατιωτικούς φακέλους», B. Shepard, Μετά την Αυγή, σελ. 41. (Σ.τ.ε.) 102 «Οι πληροφορίες δόθηκαν από 4 κρατούμενους που δραπέτευσαν από το στρατόπεδο του Άουσβιτς, τον Απρίλιο του 1944. Αυτές οι αναφορές αποτέλεσαν τα «Πρωτόκολλα του Άουσβιτς» και αντίγραφα αυτών δόθηκαν σε αρκετές κυβερνήσεις της Ευρώπης», L. Rees, Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 271. (Σ.τ.ε.) 103 L. Rees , Οι Ναζί και η τελική λύση, σελ. 270. (Σ.τ.ε.) 104 Πολλές από τις λεπτομέρειες της Συνωμοσίας των Στρατηγών είναι ευρέως γνωστές. Και η σημασία τους είναι πολύ σημαντική. Μετά από μακρά προετοιμασία, ένα μικρό κομμάτι του γερμανικού λαού είχε πάρει επιτέλους την πρωτοβουλία. Σ’ αυτή την συνομωσία συμμετείχαν άτομα από την αριστοκρατία της Ανατολ. Γερμανίας, παλιοί κυβερνήτες του γερμανικού στρατού, που τώρα είχαν τον έλεγχο μόνο του Γενικού Επιτελείου, και άλλοι στρατιωτικοί συνεργάτες των Ναζί που επεδίωκαν μ’ αυτό το απελπισμένο χτύπημα ν α ανατρέψουν ένα καταστροφικό τους λάθος. Η συνομωσία ήταν καλά προγραμματισμένη και παρ’ ολίγον επιτυχής. Ένα φορτίο με εκρηκτική ύλη είχαν καταφέρει να περάσει μέσα σ’ ένα χαρτοφύλακα στην αίθουσα συσκέψεων και ένας κόμης το είχε τοποθετήσει κά τω από την καρέκλα του Χίτλερ. Η έκρηξη έγινε, αλλά ο Χίτλερ επιβίωσε με διάτρηση τυμπάνου και μερικούς μώλωπες. Ο ίδιος απ’ εκεί και μετά κατάλαβε ότι ίσως ο στρατός και να ήταν εναντίον του», H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 125-126. (Σ.τ.ε.) 105 «Ο ναύαρχος Κανάρης εκτελέστηκε με μεσαιωνική βαρβαρότητα. Ο διάδοχός του επίσης. Ο στρατηγός που ήταν επικεφαλής της δολιοφθοράς αυτοκτόνησε για να αποφύγει τα χειρότερα. Στο γενικό επιτελείο πάνω από πενήντα αξιωματικοί σκοτώθηκαν και 101

68


που ελάμβαναν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά για να διασώσουν την εικόνα της Γερμανίας στην Ευρώπη και να διαπραγματευτούν τη θέση της χώρας τους μετά τον πόλεμο. Οι Συμμαχικές Δυνάμεις για να δικαιολογήσουν τη μη συμμετοχή τους στην βοήθεια των αιχμαλώτων πολέμου, ισχυρίστηκαν ότι δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένες πληροφορίες, σε στρατιωτικούς φακέλους, για τις θηριωδίες που εκτυλίσσονταν καθημερινά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε περίπτωση που υπήρχαν γραπτά ντοκουμέντα, είχαν το χρέος να ενεργήσουν και να κάνουν συμφωνίες για την επιστροφή των αιχμαλώτων. Όμως έκαναν «λάθος» στον ισχυρισμό τους για τη μη ύπαρξη γραπτών στοιχείων, γιατί όπως ανακαλύφθηκε μετά το τέλος του πολέμου σε κάθε στρατόπεδο κρατούνταν αναλυτικές σημειώσεις για κάθε κρατούμενο, σε τι εργασίες απασχολούνταν, ποια περίοδο, πόσες ώρες, ποιες πολιτικές πεποιθήσεις είχε και πλήθος άλλων στοιχείων. Ήταν πολλοί εργαζόμενοι των στρατοπέδων που ασχολούνταν μ’ αυτό το θέμα. Τα αρχεία αυτά των ναζιστών φυλάχτηκαν, με βάση τη Συνθήκη της Βόννης από τον Ερυθρό Σταυρό και ειδικότερα από τη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων, η οποία από το τέλος του πολέμου και μετά, ανέλαβε το έργο του εντοπισμού και του επαναπατρισμού των εκτοπισθέντων από τις αρχές κατοχής. Επρόκειτο για 50 εκατομμύρια έγγραφα τα οποία είναι κατανεμημένα σε 30 εκατομμύρια φακέλους και αφορούν 17,5 εκατομμύρια πρόσωπα. Το αρχείο αυτό βρίσκεται από τότε στο Μπαντ Αρολσεν της Γερμανίας, όπου είναι και η έδρα της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού106. Οι κυβέρνηση της Βρετανίας είχε σίγουρα πληροφορίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα από διάφορες πηγές107. Θεώρησε όμως ότι αυτά ήταν υπερβολές ή ακόμα και αν ήταν αλήθεια και

Εικόνα από τα αρχεία των ναζιστών που βρίσκονται σε πόλη της Γερμανίας, όπου είναι η έδρα της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού

εκατοντάδες απολύθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο επικεφαλής του γενικού επιτελείου οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και δεν είδε ποτέ το φως της μέρας. Ο Ρόμελ, ο αγαπημένος στρατηγός του Χίτλερ, πιέστηκε ν’ αυτοκτονήσει με μια κάψουλα με δηλητή ριο» H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 131-132. (Σ.τ.ε.) H εν λόγω υπηρεσία δημιουργήθηκε εν μέσω του πολέμου, το 1943, από τον βρετανικό Ερυθρό Σταυρό, ο οποίος, διαβλέποντας ότι η ήττα των χωρών του Άξονα άρχισε να διαγράφεται, ξεκίνησε τη διαδικασία έρευνας, καταγραφής και εντοπισμού όλων όσοι είχαν συλληφθεί από τις αρχές κατοχής. Το 1946 τα αρχεία του βρετανικού Ερυθρού Σταυρού μεταφέρθηκαν στο Μπαντ Αρολσεν, όπου σταδιακώς άρχισαν να μεταφέρονται και όλα τα αρχεία που διατηρούσαν οι ναζιστές, είτε στη Γερμανία, είτε στις χώρες που είχαν καταλάβει. Το 1955 το μεγαλύτερο τμήμα των συλληφθέντων και εκτοπισθέντων κατά τη διάρκεια της κατοχής, είχε πλέον επαναπατρισθεί και συνεπώς ετέθη το ερώτημα της τύχης αυτών των αρχείων. Δεδομένων των εξαιρετικά ευαίσθητων στοιχείων που περιείχαν, υιοθετήθηκε ομοφώνως εκείνη την εποχή η απόφαση να χαρακτηρισθούν «άκρως απόρρητα» και να αναλάβει την ευθύνη της φύλαξης και της διαχείρισής τους ο Ερυθρός Σταυρός. Την απόφαση αυτή συνυπέγραψαν, εκτός από την Ελλάδα, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Γερμανία, η οποία ανέλαβε και το κόστος της φύλαξης και της διαχείρισης των αρχείων. (Σ.τ.ε.) 107 «Οι Σύμμαχοι που πολεμούσαν κατά της Γερμανίας απέκτησαν στις 31 Μαΐου 1944 λεπτομερείς αεροφωτογραφίες όλων των στρατοπέδων του Άουσβιτς. Το 2003 η Βρετανική Royal Air Force δημοσίευσε για πρώτη φορά αεροφωτογραφίες, όπου φαίνονται ακόμη και οι φωτιές των σωρών πτωμάτων, που καίγονταν σε ανοικτό χώρο αφού τα κρεματόρια δεν διέθεταν την απαιτούμενη χωρητικότητα για τους χιλιάδες νεκρούς. Εκτός αυτού, δυο κρατούμενοι που είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν (Ρούντολφ Βερμπα και Άλφρεντ Βέτσλερ) σχεδίασαν λεπτομερείς χάρτες με ακριβείς πληροφορίες για το Άουσβιτς, τα οποία παρέδωσαν στους Συμμάχους το καλοκαίρι του 1944, ενώ ο Βίτολντ Πιλέτσκι (Witold Pilecki), ο οποίος ως μοναδικός άνθρωπος φυλακίστηκε εθελοντικά στο Άουσβιτς, τους έστελνε τακτικά κρυφές αναφορές από το εσωτερικό του στρατοπέδου. Αμερικανικά βομβαρδιστικά προκάλεσαν στις 13 Σεπτεμβρίου 1944 φοβερές ζημιές στις κοντινές βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η ερώτηση, εάν οι συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις θα έπρεπε να είχαν βομβαρδίσει το στρατόπεδο ή έστω τις ράγες που οδηγούσαν εκεί, συζητείται αμφιλεγόμενα μέχρι σήμερα.» Πηγή η ιστοσελίδα http://el.wikipedia.org/wiki - Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Άουσβιτς (Σ.τ.ε.) 24

69


έκανε κάποιες κινήσεις για την απελευθέρωση των εκατομμυρίων αιχμαλώτων, θα ήταν υποχρεωμένη να τους παρέχει τροφή και στέγη σε μια δύσκολη οικονομική περίοδο για όλη την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό μάλλον αποσιωπήθηκε και όταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης των αιχμαλώτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, που ήταν στα δυτικά σύνορα της Γερμανίας με τη Γαλλία οι Βρετανοί δεν είχαν προετοιμαστεί για τις καταστάσεις που θα αντίκριζαν, ούτε είχαν έτοιμο σχέδιο διατροφής και νοσοκομειακής περίθαλψης των αιχμαλώτων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να υπάρξουν πολλά θύματα λόγω χορήγησης ακατάλληλης τροφής και λόγω ασθενειών που ήταν εξαπλωμένες σε μεγάλο βαθμό και δύσκολο να αντιμετωπιστούν (π.χ. τύφος). Επίσης η μη καλή επικοινωνία των Βρετανών με τους Ρώσους, που ήδη είχαν απελευθερώσει το Άουσβιτς, και με τους Αμερικανούς, που είχαν ήδη μπει στο Μπούχενβαλντ κάποιες μέρες νωρίτερα, δεν τους έδωσε τη δυνατότητα να είχαν ήδη καταστρώσει σχέδια αντιμετώπισης των δύσκολων καταστάσεων που θα συναντούσαν. Οι Άγγλοι, όταν απελευθέρωσαν το στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν, τον Απρίλιο του 1945, μετά από συνεργασία τους με τον Χίμλερ, διαπίστωσαν τα εγκλήματα που είχαν λάβει χώρα εκεί. Θεώρησαν ότι ήταν αδύνατο όλα αυτά να γίνονταν δίπλα σε κατοικημένες περιοχές, χωρίς κανένας να έχει αντιληφθεί κάτι. Γι’ αυτό το λόγο μετέφεραν στο στρατόπεδο τους δημάρχους των γειτονικών πόλεων, σε μια περιοδεία με συνοδεία στρατιωτών, και τους έδειξαν τους ομαδικούς τάφους και την συνολική κατάσταση που επικρατούσε στο στρατόπεδο. Ο Ντέρεκ Σίνγκτον και ο βρετανός συνταγματάρχης Σπότισγουντ, ο διοικητής της μονάδας Στρατιωτικής Διοίκησης, διάβασε μια μακροσκελή καταγγελία στα γερμανικά, ενώ το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί άκουγε εντελώς σιωπηλό. «Αυτό που θα δείτε εδώ είναι η τελική και πλήρης καταδίκη του Ναζιστικού Κόμματος. Αυτό που συνέβη εδώ δικαιολογεί οποιαδήποτε μέτρα λάβουν στο μέλλον τα Ηνωμένα Έθνη για τη διάλυση του Ναζιστικού Κόμματος. Αυτό που θα δείτε εδώ αποτελεί τέτοιο όνειδος για τον γερμανικό λαό, ώστε το όνομά του πρέπει να σβηστεί από τον κατάλογο των πολιτισμένων εθνών. Εσείς, οι οποίοι αντιπροσωπεύετε τους πατέρες και τα αδέρφια των Γερμανών στρατιωτών, βλέπετε απέναντί σας μερικούς από τους γιους και τις θυγατέρες που φέρουν ένα μικρό μόνο μέρος της ευθύνης γι' αυτό το έγκλημα - μόνο ένα μικρό μέρος της ευθύνης, αλλά ένα πολύ βαρύ φορτίο για την ανθρώπινη ψυχή. Όμως, ποιος φέρει την τελική ευθύνη; Εσείς, οι οποίοι επιτρέψατε στον Φύρερ σας να πραγματοποιήσει τα φριχτά του καπρίτσια. Εσείς, οι οποίοι αποδειχτήκατε ανίκανοι να εμποδίσετε τα παρανοϊκά σχέδιά του. Εσείς, οι οποίοι γνωρίζατε γι' αυτά τα στρατόπεδα, ή είχατε ακούσει τι συνέβαινε εκεί. Εσείς, οι οποίοι δεν ξεσηκωθήκατε αυθόρμητα για να αποκαταστήσετε το όνομα της Γερμανίας, χωρίς φόβο για προσωπικές συνέπειες. Στέκεστε εδώ δικαζόμενοι για όσα θα αντικρίσετε σ' αυτό το στρατόπεδο. Θα πρέπει να εξιλεωθείτε με εργασία και ιδρώτα για τα εγκλήματα που διέπραξαν τα παιδιά σας και για τα εγκλήματα τα οποία σταθήκατε ανίκανοι να αποτρέψετε.» Σύμφωνα με τον Σίνγκτον, «κατά τη διάρκεια της ομιλίας, ένας από τους Γερμανούς δημάρχους κάλυψε το πρόσωπο με τα χέρια του και άρχισε να κλαίει». Ένας δημοσιογράφος ρώτησε αργότερα: «Πώς το πήραν οι δήμαρχοι;» και πήρε την εξής απάντηση: «ο ένας απ' αυτούς έδειχνε άρρωστος και ένας άλλος δεν ήθελε να κοιτάξει. Όλοι τους είπαν ότι δεν είχαν ιδέα για το τι συνέβαινε στο στρατόπεδο». Αυτό ήταν μια συνηθισμένη δικαιολογία στη Γερμανία, εκείνη την περίοδο. Οι τραγικές συνθήκες διαβίωσης στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν κινηματογραφήθηκαν από το BBC και προβλήθηκαν, όταν πια ο πόλεμος είχε τελειώσει. Ο Χίτλερ είχε διατάξει να καταστραφούν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης108 προτού φτάσουν οι σύμμαχοι, έτσι ώστε να μην βγουν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της πολιτικής

«Στις αρχές του 1945 η τύχη των αιχμαλώτων ήταν αμφίβολη. Θα τους άφηναν να ζήσουν, ή θα έπεφταν όλοι θύματα μαζικών εκτελέσεων; Οι απόψεις της ηγεσίας των Ναζί διέφερε ως προς αυτό το ζήτημα. Ο Χίτλερ επέμενε ότι κανένας κρατούμενος δεν έπρεπε 108

70


του. Ήξερε ότι ο τρόπος που είχε δράσει τόσα χρόνια επί των αιχμαλώτων και των πολιτικών κρατουμένων, ήταν αντίθετος σε κάθε κοινή λογική και ενάντια στις διεθνείς συνθήκες περί κρατουμένων. Επίσης ο ίδιος και οι στενοί του συνεργάτες κλείστηκαν για μερικές μέρες σ’ ένα υπόγειο καταφύγιο και όταν οι Ρώσοι έφτασαν πολύ κοντά ο Χίτλερ αυτοκτόνησε και το σώμα του, μαζί με τα σώματα άλλων, παραδόθηκε στην πυρά. Δεν θέλησε ούτε ο ίδιος να ανακριθεί, ή να δικαστεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αν είχε δράσει μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας, δεν είχε λόγο ν’ αυτοκτονήσει. Ο Χίμλερ 109 που, όλα αυτά τα χρόνια ήταν το δεξί του χέρι του Χίτλερ και ουσιαστικά ο άνθρωπος που έπαιρνε τις αποφάσεις και διέταζε για την εκτέλεσή τους, αγνόησε τις εντολές του και επέτρεψε στους συμμάχους να μπουν στο Μπέργκεν-Μπέλσεν. Ήταν μια κίνηση για να δείξει ο ίδιος ότι δεν γνώριζε τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν στο στρατόπεδο και να διαπραγματευτεί την μετέπειτα πορεία του 110. Πολλοί από τους συλληφθέντες αξιωματικούς και απλοί στρατιώτες αποποιήθηκαν ότι γνώριζαν, ή δικαιολόγησαν τη συμμετοχή τους, γιατί ως στρατιώτες είχαν την υποχρέωση να πειθαρχήσουν111, διαφορετικά κινδύνευε η ίδια τους η ζωή. Υπήρξαν στρατιώτες που υποχρεώθηκαν να εκτελέσουν ακόμα και αδέρφια τους με σκοπό να πνίγουν τα συναισθήματα οίκτου που είχαν. Η αφοσίωσή τους στον αρχηγό τους το Χίτλερ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα εγκλήματα που διέπραξαν. Με τη δίκη της Νυρεμβέργης, το Νοέμβριο του 1945, έγινε απόπειρα εκδίκασης των γερμανών ναζιστών εγκληματιών πολέμου για εγκλήματα κατά της ειρήνης, για εγκλήματα πολέμου και κατά της ανθρωπότητας. Οι περισσότεροι ανώτατοι αξιωματικοί και αρχηγοί επιτελείων που συνελήφθησαν καταδικάστηκαν σε θάνατο, σε ισόβια δεσμά ή σε κάποια χρόνια φυλάκιση. Από όλα τα παραπάνω συμπέρανα ότι οι σύμμαχοι όχι μόνο γνώριζαν για την ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά το τραγικό της ιστορίας είναι ότι δεν έκαναν τίποτα για όλους εμάς που βρισκόμασταν εκεί και υποφέραμε μαζί με τους κρατούμενους από άλλα κράτη. Αυτή τη στάση δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω ούτε να την καταλάβω. Δεν στάθηκε ικανή η ιστορία να εξηγήσει αυτό το γεγονός, πως θα μπορούσα να το κάνω εγώ; Το μόνο που διαπιστώνω είναι ότι η διπλωματία έπαιξε το ρόλο της, τα κράτη της τωρινής Ευρώπης καθώς και όλα τα υπόλοιπα που ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκόσμιο κοίταξαν να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους, χωρίς να λάβουν υπόψη τους, τους ανήμπορους πολίτες, θύματα της πολεμικής μηχανής. να επιζήσει και ότι όλες οι ενδείξεις ύπαρξης των στρατοπέδων έπρεπε να εξαφανιστούν. Αυτή την άποψη συμμερίζονταν και πολλοί άλλοι στρατηγοί. Όμως η άποψη του Χίμλερ, που ήταν ο άρχοντας των στρατοπέδων, ήταν πιο πολύπλοκη. Εξακολουθούσε να ελπίζει σε συνεργασία με τους συμμάχους. Οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα φιγουράριζαν στα σχέδια του Χίμλερ, όχι για λόγους ανθρωπιστικούς , αλλά για να δείξει καλή διαγωγή απέναντι στους Άγγλους και τους Αμερικανούς», B. Shepard, Μετά την Αυγή, σελ. 32. (Σ.τ.ε.) 109 «Ο Χίμλερ ήταν τόσο άσπλαχνος που τίποτα δεν τον τρόμαζε. Με τον πιο ήρεμο και απαθή τρόπο διέταξε την εξολόθρευση ολόκληρων φυλών. Η σκέψη των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που γέμιζαν τα βαγόνια αερίων- περιστατικά που συχνά τρέλαιναν ακόμα και τους δεσμοφύλακες- το ότι γνώριζε πως οι θάλαμοι βασανιστηρίων της Ευρώπης ήταν γεμάτοι από τα δικά του θύματα, και ότι σε κάθε ώρα της ημέρας οι άνθρωποι που πέθαιναν εξαιτίας του σε μια ολόκληρη ήπειρο – αυτά τα πράγματα δεν διέκοψαν ποτέ τη ρουτίνα του γραφείου του, δεν ανέτρεψαν ποτέ την πραότητα της παγερής εκείνης αυτάρεσκης έκφρασης που έπαιρνε το πρόσωπό του», H. TrevorRoper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 115. (Σ.τ.ε.) 110 «Ο Χίμλερ τους διαβεβαίωσε ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να πεθάνει ή ν’ αυτοκτονήσει, όπως είχε κάνει ο Χίτλερ. Αντιθέτως ήταν γεμάτος με ιδέες και ζωντάνια. Το μόνο που ήθελε ήταν μια συζήτηση με το στρατάρχη Μοντγκόμερι. Άφησε να εννοηθεί ότι σχεδίαζ ε να διαπραγματευτεί με τις Δυτικές Δυνάμεις να τον αφήσουν να ζήσει και του δώσουν κάποιες εξουσίες. Και φαινόταν σίγουρος ότι τα σχέδιά του θα πετύχαιναν. Όταν η σύσκεψη έληξε, ακόμα και οι επικεφαλής των Ες-Ες κουνούσαν τα κεφάλια τους με απογοήτευση, εκφράζοντας την έκπληξή τους με τις αυταπάτες του αρχηγού του Ράιχ. Μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Χίτλερ, ο Χίμλερ υπήρχε ακόμα. Δεν ήταν πλέον αρχηγός του Ράιχ αλλά ένας αναποφάσιστος και αγράμματος άνθρωπος που είχε χάσει το νόημα της ζωής του κ αι ακόμα δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι ζούσε μέσα στις ψευδαισθήσεις. Αφού δεν είχε διαθέσεις συνεργασίας από τους συμμάχους, έβαλε τα ρούχα του απλού στρατιώτη και πήγε προς ένα βρετανικό στρατόπεδο. Εκεί τον αναγνώρισαν, τον έγδυσαν, τον έψαξαν. Είχε αποφασίσει ότι η τελευταία του ευκαιρία πέρασε. Δάγκωσε μια κάψουλα με δηλητήριο και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήταν νεκρός», H. Trevor-Roper, Χίτλερ – οι τελευταίες μέρες 1945, σελ. 334-335. (Σ.τ.ε.) 111 «Ο Ρούντολφ Ες κατά τη διάρκεια της εξέτασης περιέγραψε πώς γινόταν η εκπαίδευση των Ες-Ες, πώς τους επεξεργάζονταν και τους παραμόρφωναν ψυχικά, προετοιμάζοντάς τους για τον κατοπινό τους ρόλο, ως αυτομάτων εκτελεστών των διαταγών : Ο Φύρερ έχει πάντα δίκιο και η θέλησή του είναι υπόθεση ιερή για τον Ες-Ες. Κάθε διαταγή από ανώτερο, που είναι πάντοτε έκφραση απόφασης παρμένης στο ανώτατο κλιμάκιο της εξουσίας και αποτελεί πραγμάτωση της βούλησης του αλάθητου Φύρερ, πρέπει να εκτελείται χωρίς καμιά σκέψη. Όταν ακούς τη διαταγή, δεν μπορείς να την υποβάλλεις σε οποιαδήποτε σκέψη, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε ανάλυση του περιεχόμενού της, πρέπει να εκτελείται αμέσως. Ο Ες-Ες δεν έχει δικαίωμα κριτικής των εντολών που παίρνει. Είναι ανεπίτρεπτη, όχι μόνο οποιαδήποτε κριτική των αποφάσεων της ηγεσίας, αλλά και οποιαδήποτε άλλη σκέψη, πέρα από την ακριβή εκτέλεσή της. Καθετί που είναι ατομικό πρέπει να το καταπνίξεις μέσα σου, πρέπει να χάσεις το εγώ σου. Πρέπει να πιστεύεις φανατικά στον Φύρερ, όπως ο φανατικός πιστός πιστεύει στη θρησκεία του», R. Hoess, Αυτοβιογραφία, σελ. 39-40. (Σ.τ.ε.)

71


Χάρτης των κυριοτέρων ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης στην Ευρώπη

Χάρτης των κυριότερων στρατοπέδων στην περιοχή Αμβούργου-Βερολίνου

72


Κατάλογος των Γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης (πηγή η ιστοσελίδα http://el.wikipedia.org/wiki) Όνομα στρατοπέδου

Χώρα (σημερινή)

Τύπος στρατοπέδου

Περίοδος λειτουργίας

Υπολογιζόμεν Υπολογιζόμεν ος αριθμός ος αριθμός κρατουμένων θανάτων

Άρμπαϊτσντορφ (Arbeitsdorf)

Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

8 Απριλίου 1942 - 11 Οκτωβρίου 1942

τουλάχιστον 600

ΆουσβιτςΜπίρκεναου (AuschwitzBirkenau)

Πολωνία

Στρατόπεδο εξόντωσης και εργασίας

Απρίλιος 1940 - 400.000 Ιανουάριος 1945

1.100.000 1.500.000

Μπάρντουφος (Bardufoss)

Νορβηγία

Στρατόπεδο συγκέντρωσης

Μάρτιος 1944

250

Μπέλζεκ (Bełżec)

Πολωνία

Στρατόπεδο εξόντωσης

Μάρτιος 1942 Ιούνιος 1943

600.000

Μπέργκεν-Μπέλζεν Γερμανία (Bergen-Belsen)

Κέντρο συλλογής

Απρίλιος 1943 Απρίλιος 1945

70.000

Μπολτζάνο (Bolzano-Bozen)

Ιταλία

Κέντρο συλλογής

Ιούλιος 1944 - 11.116 Απρίλιος 1945

Μπρίντονκ (Breendonk)

Βέλγιο

Φυλακή και στρατόπεδο εργασίας

20 Σεπτεμβρίου τουλάχιστον 1940 3.532 Σεπτέμβριος 1944

Μπράιτεναου (Breitenau)

Γερμανία

"Αρχικά άγριο Ιούνιος 1933 - 470- 8.500 στρατόπεδο", Μάρτιος 1934, κατόπιν στρατόπεδο 1940 - 1945 εργασίας

Μπούχενβαλντ (Buchenwald)

Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

Ιούλιος 1937 - 250.000 Απρίλιος 1945

56.000

Κέλμνο (Chełmno) Πολωνία

Στρατόπεδο εξόντωσης

Δεκέμβριος 1941 - Απρίλιος 1943· Απρίλιος 1944 Ιανουάριος 1945

340.000

Νταχάου (Dachau) Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

Μάρτιος 1933 - 200.000 Απρίλιος 1945

τουλάχιστον 30.000

Φάλσταντ (Falstad) Νορβηγία

Στρατόπεδο φυλάκισης

Δεκέμβριος 1941 - Μάιος 1945

τουλάχιστον 200

Φλόσενμπεργκ (Flossenbürg)

Στρατόπεδο εργασίας

Μάιος 1938 - τουλάχιστον Απρίλιος 1945 100.000

30.000

Γερμανία

800

τουλάχιστον 391

73


Γκρίνι (Grini)

Νορβηγία

Στρατόπεδο φυλάκισης

14 Ιουνίου 1941 19.788 - Μάιος 1945

8

Γκρος-Ρόζεν (Gross-Rosen)

Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

Αύγουστος 1940 Φεβρουάριος 1945

40.000

Χερτσόγκενμπους (Herzogenbusch)

Ολλανδία

Στρατόπεδο φυλάκισης και μεταγωγών

1943-καλοκαίρι 1944

Χίντσερτ (Hinzert) Γερμανία

Κέντρο συλλογής και παράρτημα στρατοπέδου

Ιούλιος 1940 - 14.000 Μάρτιος 1945

τουλάχιστον 302

Κάουφερινγκ/Λάντ Γερμανία σμπεργκ (Kaufering/Landsbe rg)

Στρατόπεδο εργασίας

Ιούνιος 1943 - 30.000 Απρίλιος 1945

τουλάχιστον 14.500

Κάουνας (Kaunas) Λιθουανία

Γκέτο και στρατόπεδο εγκλεισμού

Κλούγκα (Klooga) Εσθονία

Στρατόπεδο εργασίας

Καλοκαίρι 1943 - 28 Σεπτεμβρίου 1944

2.400

Λάνγκεσταϊν Ζβίμπεργκε (Langenstein Zwieberge)

Γερμανία

Παράρτημα του Μπούχενβαλντ

Απρίλιος 1944 - 5.000 Απρίλιος 1945

2.000

Λε Βερνέτ (Le Vernet)

Γαλλία

Στρατόπεδο εγκλεισμού

1939 - 1944

Λβοφ (Lwów)

Ουκρανία

Στρατόπεδο εξόντωσης και εργασίας

Σεπτέμβριος 1941 Νοέμβριος 1943

Μάζντανεκ (Majdanek)

Πολωνία

Στρατόπεδο εξόντωσης

Ιούλιος 1941 Ιούλιος 1944

Μάλτσοβ (Malchow)

Γερμανία

- 8 Μαΐου 1945

Μάλι Τρόστενετς (Maly Trostenets)

Λευκορωσία Στρατόπεδο εξόντωσης

Ιούλιος 1941 Ιούνιος 1944

ΜαουτχάουζενΓκούζεν (MauthausenGusen)

Αυστρία

Στρατόπεδο εργασίας

Αύγουστος 1938 - Μάιος 1945

Στρατόπεδο εργασίας

Σεπτέμβριος 60.000 1943 - Απρίλιος 1945

Μίτελμπαου-Ντόρα Γερμανία (Mittelbau-Dora)

125.000

τουλάχιστον 200.000

200.000500.000 195.000

τουλάχιστον 95.000

τουλάχιστον 20.000

74


ΝατζβάιλερΣτρούτχοφ (NatzweilerStruthof)

Γαλλία

Στρατόπεδο εργασίας

Μάιος 1941 Σεπτέμβριος 1944

Νόιενγκαμε (Neuengamme)

Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

13 Δεκεμβρίου 106.000 1938 - 4 Μαΐου 1945

55.000

Νίντερχαγκεν Γερμανία (Niederhagen), έξω από το Βέβελσμπουργκ (Wewelsburg)

Φυλακή και στρατόπεδο εργασίας

Σεπτέμβριος 1941 - αρχές 1943

1.285

Οράνιενμπουργκ (Oranienburg)

Γερμανία

Κέντρο συλλογής

Μάρτιος 1933 - 3.000 Ιούλιος 1934

Οστχόφεν (Osthofen)

Γερμανία

Κέντρο συλλογής

Μάρτιος 1933 Ιούλιος 1934

Πλάστσοφ (Płaszów)

Πολωνία

Στρατόπεδο εργασίας

Δεκέμβριος 1942 Ιανουάριος 1945

Ράβενσμπρικ (Ravensbrück)

Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

Μάιος 1939 - 150.000 Απρίλιος 1945

Ρίγα-Κάιζερβαλντ (Riga-Kaiserwald)

Λετονία

Στρατόπεδο εργασίας

Ριζιέρα Ντι Σαν Σάμπα (Risiera di San Sabba) (Τεργέστη)

Ιταλία

Στρατόπεδο αστυνομικής κράτησης

1942 - 6 20.000 Αυγούστου 1944 Σεπτέμβριος 1943 - 29 Απριλίου 1945

Ρόδος

Ελλάδα

Στρατόπεδο συγκέντρωσης

Χαϊδάρι

Ελλάδα

Στρατόπεδο συγκέντρωσης

Σάξενχαουζεν (Sachsenhausen)

Γερμανία

Στρατόπεδο εργασίας

Ιούλιος 1936 - τουλάχιστον Απρίλιος 1945 200.000

100.000

Ζομπίμπορ (Sobibór)

Πολωνία

Στρατόπεδο εξόντωσης

Μάιος 1942 Οκτώβριος 1943

250.000

Στούτχοφ (Stutthof) Πολωνία

Στρατόπεδο εργασίας

Σεπτέμβριος 1939 - Μάιος 1945

Λάγκερ Ζιλτ (Lager Νησιά της Sylt) Μάγχης (Άλντερνι (Alderney)

Στρατόπεδο εργασίας

Μάρτιος 1943 - 1.000 Ιούνιος 1944

40.000

3.900

τουλάχιστον 150.000

110.000

25.000

τουλάχιστον 16

τουλάχιστον 9.000

τουλάχιστον 90.000)

5.000

65.000

460

75


Τερέζιενσταντ (Theresienstadt, Terezín)

Δημοκρατία της Τσεχίας

Στρατόπεδο μεταγωγών και γκέτο

Νοέμβριος 1941 - Μάιος 1945

Τρεμπλίνκα (Treblinka)

Πολωνία

Στρατόπεδο εξόντωσης

Ιούλιος 1942 Νοέμβριος 1943

Βαϊβάρα (Vaivara) Εσθονία

140.000

τουλάχιστον 800.000

15 Σεπτεμβρίου 1943 - 29 Φεβρουαρίου 1944

Βαρσοβία (Warsaw) Πολωνία

Στρατόπεδο εργασίας και εξόντωσης

1942 - 1944

Βέστερμπορκ (Westerbork)

Κέντρο συλλογής

Οκτώβριος 102.000 1939 - Απρίλιος 1945

Ολλανδία

35.000

Έως και 40.000 Έως και 200.000

76


Βιβλιογραφία________________________________  Rudolf Hoess, Αυτοβιογραφία – Η ζωή και η δράση του στο Νταχάου, στο Ζαξεχάουζεν και στο Άουσβιτς, Εκδ. Νεφέλη, 1995, Αθήνα  Ben Shepard, Μετά την Αυγή, Η απελευθέρωση του στρατοπέδου Μπέργκεν-Μπέλσεν από τα βρετανικά στρατεύματα το 1945, εκδ. Κέδρος, 2005, Αθήνα  Έρικα Κούνιο-Αμαρίλιο, 50 Χρόνια Μετά…., εκδ. Ιανός, 2006, Θεσσαλονίκη  Ουίλλιαμ Σίρερ, Ημερολόγιο του Βερολίνου – σημειώσεις ενός ξένου ανταποκριτού 19341941, εκδ. Βίπερ, Αθήνα, 1971  Χρ. Σεργουνιώτης, Χρονικόν Αμφίσσης 1828-1940 & Περιληπτικόν Χρονικόν 1941-1962, Άμφισσα 2007  L. Rees, Άουσβιτς – Οι Ναζί και η «τελική λύση», εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2006  Μ. Σπινθουράκης, «Στο φως τα αρχεία των ναζιστών», Το ΒΗΜΑ, 14/05/2006  Κ. Τσοπάνης, Η μυστική ζωή του Χίτλερ, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006  Γ. Φαράκου, Άρης Βελουχιώτης-Το χαμένο αρχείο- Άγνωστα κείμενα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997  Π. Καλονάρος, Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης, Εκδ Συλλόγου Απανταχού Αμφισσέων – ΤΑ ΣΑΛΩΝΑ, Άμφισσα 1997  H. Trevor-Roper, Χίτλερ – Οι τελευταίες μέρες 1945, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2005  Γ. Καϊμάρα, Το χρονικό μιας θυσίας, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 1988  Lord Russell of Liverpool, Η μάστιγα του ναζισμού – τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ 1939-1945, εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2007  Σ. Βενέτσια, Sonderkommando μέσα από την κόλαση των θαλάμων αερίων, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008  Κ. Τσοπάνης, Ο χρυσός των Ναζί, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα 2006  Primo Levi, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2000

Διευθύνσεις

στο Διαδίκτυο____________________

 Ιστορία της Άμφισσας μέσα από φωτογραφίες και ντοκουμέντα: http://www.amfissahistory.gr/photos  Εν Αμφίσση, μια ιστοσελίδα για την ιστορία και τον πολιτισμό της Άμφισσας http://amfissacity.blogspot.gr/  5/42 Σύνταγμα Ευζώνων : http://clubs.pathfinder.gr/542psarros/239558  Δήμος Χαϊδαρίου : Το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στη νεότερη ιστορία http://www.haidari.gr/Default.aspx?tabid=153&language=en-US  Εφημερίδα Ριζοσπάστης - Οι 200 εκτελεσμένοι κομμουνιστές στην Καισαριανή http://www2.rizospastis.gr/page.do?publDate=30/4/2002&id=2495&pageNo=19&direction=-1  Στίχοι στη μνήμη του ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη http://stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=25033  Neuengamme Concentration Camp http://www.scrapbookpages.com/Neuengamme/Neuengamme03.html  Sachsenhausen "Oranienburg" Concentration Camp http://www.holocaustresearchproject.org/othercamps/sachsenhausen.html  Bergen-Belsen http://www.scrapbookpages.com/bergenbelsen/Introduction.html  Δεκεμβριανά http://el.wikipedia.org/  Ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης http://el.wikipedia.org/

77


      

 

Demag http://en.wikipedia.org/wiki/Demag Γερμανικά πάντσερ http://en.wikipedia.org/wiki/Bergepanther Φωτογραφίες http://www.holocaustresearchproject.org/ Φωτογραφίες http://holocaustcontroversies.blogspot.com/2006/08/whos-prettiest-of-themall.html Paul Radomski http://www.deathcamps.org/occupation/syrets.html Χαϊδάρι http://xaidari.blogspot.com/2008/10/15.html Μαρτυρικές πόλεις http://www.greekholocausts.gr/gr/index.php?option=com_content&task=view&id=22&Itemid=3 2 Στο φως τα αρχεία των ναζιστών: http://www.tovima.gr/world/article/?aid=173204 Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός : http://www.redcross.gr/default.asp?la=1&pid=8

78


79


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.