Διαχείριση χρώματος στην ψηφιακή φωτογραφική ροή εργασίας - μια σύντομη επισκόπηση

Page 1

Διαχείριση Χρώματος στην Ψηφιακή Φωτογραφική Ροή Εργασίας μια σύντομη επισκόπηση

2016

Κων/νος Κολοκυθάς, Επίκουρος Καθηγητής, ΤΕΙ Αθήνας


ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΨΗΦΙΑΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΡΟΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ - μια σύντομη επισκόπηση Εκδότης: Κων/νος Θ. Κολοκυθάς Σχεδιασμός, επιμέλεια: Κων/νος Θ. Κολοκυθάς Από τη σειρά: ΨΗΦΙΑΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Φεβρουάριος 2016 Έκδοση 0.1 ISBN: 978-960-93-8620-3 © Κων/νος Θ. Κολοκυθάς 2016

Το παρόν έργο αδειοδοτείται υπό τους όρους της άδειας «Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα 3.0.» Για να δείτε ένα αντίγραφο της άδειας αυτής επισκεφτείτε τον ιστότοπο https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/.

ii


Η σελίδα παραμένει εσκεμμένα κενή.

iii


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ............................................................................... 6

2

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ............................................................................... 8

2.1

Η Χρωματική Εμπειρία ......................................................... 8

2.2

Η Αντίληψη του Χρώματος .................................................... 9

2.2.1

Χρωματική Αντιπαλότητα .................................................. 13

2.2.2

Η Ζωνική Θεώρηση του Χρώματος .................................... 15

2.3

Η Ποιότητα του Χρώματος .................................................. 16

2.4

Προσθετικό και Αφαιρετικό Χρώμα .................................... 18

2.4.1

Τριχρωματική Όραση και Χρωματική Αναπαραγωγή ........ 19

3

Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ .......................................... 21

4

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ............................................................ 24

4.1

Οι Ουδέτεροι Χρωματικοί Xώροι Grayscale ......................... 24

4.2

Xρωματικοί Xώροι RGB ...................................................... 25

4.3

Χρωματικοί Χώροι CMY(K) ................................................. 27

4.4

Ανεξάρτητο Χρώμα .............................................................. 29

4.4.1

Πρότυπες Φωτιστικές Πηγές .............................................. 29

4.4.2

Ο Κανονικός Παρατηρητής ................................................. 30

4.5

Το χρωματικό Μοντέλο CIE XYZ ........................................ 31

4.5.1

Ο Χρωματικός Χώρος xyΥ και το Διάγραμμα Χρωματικότητας xy ........................................................... 33

4.6

Χρωματικά Μοντέλα L*u*v* και L*a*b* .............................. 37

4.7

Χρωματικοί Χώροι Καταλόγου ............................................ 40

4.8

Χρωματική Αξία, Χρωματικές Τιμές και Χρώμα ................ 40

4.9

Παράρτημα Ενότητας........................................................... 43

5

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ......................................... 44 iv


5.1 6

Χρωματικός Χώρος Επεξεργασίας ...................................... 44 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ..................... 49

6.1

Από Συσκευή σε Συσκευή ................................................... 49

6.2

Συστήματα Διαχείρισης Χρώματος ...................................... 52

7

ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ICC .................................................................. 53

7.1

Ο Χρωματικός Χώρος Αναφοράς ......................................... 53

7.2

Τα Χρωματικά Προφίλ ........................................................ 54

7.3

Κατηγορίες Χρωματικών Προφίλ ......................................... 57

7.3.1

Ενσωματωμένα Χρωματικά Προφίλ................................... 59

7.4

CMM .................................................................................... 60

7.5

Προθέσεις Χρωματικής Απόδοσης ....................................... 63

8

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ......................... 69

9

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................... 71

10

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ............................................................................. 71

v


Η σελίδα παραμένει εσκεμμένα κενή.


1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι συσκευές δημιουργίας και προβολής ψηφιακών εικόνων, όπως οι σαρωτές, οι ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και οι οθόνες των υπολογιστών, ενώ όλες χρησιμοποιούν χρώματα RGB, κάθε μια (ακόμα και αντίγραφα του ίδιου μοντέλου συσκευής) μπορεί να αναπαράγει μια μόνο συγκεκριμένη χρωματική γκάμα, για λόγους που άπτονται της διαφορετικότητας των υλικών και του λογισμικού που τις οδηγεί. Οι ψηφιακοί εκτυπωτές και τα εκτυπωτικά φωτολιθογραφικά πιεστήρια, χρησιμοποιούν χρώματα CMYK. Επειδή οι παράγοντες που διαμορφώνουν το τελικό έντυπο αποτέλεσμα είναι πολλοί, οι χρωματική γκάμα κάθε μηχανής είναι σχεδόν μοναδική. Αν λοιπόν θέλουμε να αναπαράξουμε μια εικόνα σε κάθε μια από αυτές τις συσκευές και να εξασφαλίσουμε την ομοιότητα των αναπαραγωγών, θα πρέπει να γίνει κάποια ρύθμιση. Η γενική καλή πρακτική υποδεικνύει ότι η πιο παραγωγική και διαλειτουργική ρύθμιση θα πρέπει να αφορά στα δεδομένα της εικόνας που στέλνονται σε κάθε συσκευή, ενώ κάθε συσκευή θα πρέπει να έχει ρυθμιστεί σε μια γνωστή κατάσταση λειτουργίας ή οποία θα αποδίδει σταθερά αποτελέσματα. Είναι εύκολα κατανοητό ότι η μετατροπή μιας ομάδας χρωμάτων RGB (παραγωγή), σε χρώματα που θα προβληθούν σε μια συγκεκριμένη οθόνη (επεξεργασία) και από εκεί σε χρώματα που αντιστοιχούν σε μια συγκεκριμένη γκάμα χρωμάτων CMYK (εκτύπωση), με σκοπό την αναπαραγωγή του ίδιου οπτικού αποτελέσματος, προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός συστήματος διαχείρισης που θα διασφαλίζει την προβλεψιμότητα αυτών των μετατροπών.

—7—


Διαχείριση χρώματος είναι η συστηματική και μεθοδική διαδικασία η οποία εξασφαλίζει την ομοιόμορφη αναπαραγωγή χρώματος από συσκευή σε συσκευή. Η εξέλιξη της ψηφιακής τεχνολογίας έκανε διαθέσιμα στην ευρύτερη επαγγελματική και ερασιτεχνική αγορά της εικόνας, υπολογιστικά συστήματα και περιφερειακές συσκευές με δυνατότητες δημιουργίας, προβολής, επεξεργασίας και αναπαραγωγής έγχρωμων εικόνων. Σε ένα τέτοιο ανοικτό περιβάλλον διασύνδεσης λειτουργικών συστημάτων και συσκευών, δημιουργήθηκε αυτόματα η ανάγκη ενός μηχανισμού ελέγχου του χρώματος, ο οποίος να είναι αξιόπιστος και λειτουργικός σε κάθε ροή εργασίας.

2 ΤΟ ΧΡΩΜΑ 2.1

Η ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Αυτό που αντιλαμβανόμαστε σαν χρώμα είναι μια εμπειρία και σαν τέτοια δεν μπορεί παρά να είναι υποκειμενική. Η αίσθηση του χρώματος προϋποθέτει την ευαισθησία του ανθρώπινου ματιού στο φως το οποίο και γίνεται αντιληπτό είτε άμεσα, από διάφορες φωτεινές πηγές, όπως τον ήλιο, τη φλόγα ενός κεριού, την οθόνη μιας τηλεόρασης, κ.ά., είτε έμμεσα, από το φως των φωτεινών πηγών που ανακλάται από ή μεταδίδεται διαμέσου των αντικειμένων. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι βλέπουμε χρώμα όταν φως, με συγκεκριμένη φασματική σύνθεση, χτυπά ένα αντικείμενο το οποίο με τη σειρά του ανακλά ή μεταδίδει αυτή την ενέργεια με διαφοροποιημένη φασματική σύνθεση. Όταν η ενέργεια αυτή φτάσει στο ανθρώπινο μάτι, ερεθίζει τους φωτοαισθητήρες, οι οποίοι είναι ευαίσθητοι σε συγκεκριμένα τμήματα του φάσματος. Τα ερεθίσματα των φωτοαισθητήρων μεταδίδονται ηλεκτροχημικά στον εγκέφαλο, —8—


ο οποίος δημιουργεί και την αίσθηση του συγκεκριμένου χρώματος. Οι τρεις παράγοντες της χρωματικής εμπειρίας, φως (ακτινοβολία), αντικείμενο (ύλη) και άνθρωπος, συμπεριλαμβανομένου και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο υφίστανται, επηρεάζουν και διαμορφώνουν, διαφορετικά για τον καθένα μας, το τελικό αποτέλεσμα. Στον παράγοντα άνθρωπος συμπεριλαμβάνονται και οι πολιτισμικές καταβολές καθώς, για παράδειγμα, η γλώσσα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη σημασιολογική κατάταξη των χρωμάτων (λευκό του γάμου, πορφυρό της βασιλείας, μαύρο του πένθους, κλπ). Το γεγονός του χρώματος είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόμενο στο οποίο πάντοτε συμμετέχουν, μια φωτεινή πηγή, ένα αντικείμενο και ένας θεατής.

2.2

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Το ανθρώπινο μάτι διαθέτει στην επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, δύο διαφορετικούς τύπους φωτοαισθητήρων, τα ραβδία και τα κωνία. Τα ραβδία είναι νευρικές απολήξεις σε σχήμα ράβδου (περίπου 120 εκατομμύρια), υπεύθυνα για την όραση κάτω από χαμηλές φωτιστικές συνθήκες (όραση στο σκοτάδι scotopic vision) και δεν διαθέτουν χρωματική ευαισθησία. Επειδή βρίσκονται διασκορπισμένα σε όλη σχεδόν την επιφάνεια του αμφιβληστροειδούς, συνεισφέρουν στην περιφερειακή όραση αλλά προσφέρουν εικόνες με χαμηλή χωρική ανάλυση (χαμηλή διακριτική ικανότητα). Τα κωνία (περίπου 60 εκατομμύρια) είναι νευρικές απολήξεις σε κωνικό σχήμα, λειτουργούν σε υψηλές φωτιστικές συνθήκες (όραση στο φως - photopic vision) και είναι υπεύθυνα για το φαινόμενο της έγχρωμης όρασης. Στο σημείο του αμφιβληστροειδή χιτώνα, απέναντι από το φακό του ματιού, υπάρχει μια περιοχή (φοβέα) όπου παρατηρείται η μεγαλύτερη συγκέντρωση κωνίων, κάτι που αιτιολογεί και την —9—


υψηλή διακριτική ικανότητα της όρασης στο φως της ημέρας. Στο κέντρο αυτής της περιοχής υπάρχουν αποκλειστικά κωνία που είναι ευαίσθητα μόνο στο κόκκινο και πράσινο φως.

Γράφημα 1. Σχηματική αναπαράσταση τομής ανθρώπινου οφθαλμού. Η συγκέντρωση κωνίων είναι αυξημένη στην περιοχή ακριβώς απέναντι από το κέντρο του φακού (φοβέα).

Με τη βοήθεια φωτοχρωστικών ουσιών τα κωνία αντιδρούν επιλεκτικά σε τμήματα του ορατού φάσματος. Τα κωνία διακρίνονται ανάλογα με την ευαισθησία τους σε διαφορετικά μήκη κύματος του ορατού φάσματος ακτινοβολιών, σε κωνία τύπου L (Low frequencies), M (M edium frequencies), και S (Short frequencies). Τα κωνία L έχουν μέγιστη ευαισθησία περίπου στα 564nm (κίτρινο-πράσινο), τα κωνία M στα 534nm (πράσινο-μπλε) και τα κωνία τύπου S είναι περισσότερο ευαίσθητα σε ακτινοβολίες με μήκος κύματος περίπου 420nm (μπλε-ιώδες). Οι διαφορές των σημάτων που στέλνουν στον εγκέφαλο τα κωνία επιτρέπουν στον εγκέφαλο να δημιουργήσει την αίσθηση όλων των χρωμάτων. — 10 —


Γράφημα 2. Γραφική αναπαράσταση της συγκέντρωσης κωνίων στη φοβέα. Στο κέντρο της φοβέα υπάρχει μια περιοχή (foviola), όπου συγκεντρώνονται μόνο κωνία τύπου L και Μ.

Το κίτρινο χρώμα, για παράδειγμα γίνεται αντιληπτό όταν κωνία τύπου L ερεθίζονται λίγο περισσότερο από ότι τα κωνία Μ και το κόκκινο, όταν κωνία Μ ερεθίζονται αρκετά περισσότερο από ότι τα κωνία S. Παρόμοια, η αίσθηση του μπλε υπάρχει όταν κωνία S ερεθίζονται περισσότερο από τα κωνία L και M. Αυτό δηλαδή που προκαλεί το χρωματικό αίσθημα είναι τα σχετικά επίπεδα ερεθισμού των τριών κωνίων. Η ανθρώπινη όραση είναι περισσότερο ευαίσθητη στο πράσινο φως από ότι στα άλλα χρώματα, μια και οι ακτινοβολίες που αντιστοιχούν στο πράσινο τμήμα του ορατού φάσματος ερεθίζουν δύο από τους τρεις τύπους κωνίων σχεδόν ισόποσα. Η επικάλυψη των πεδίων ευαισθησίας των κωνίων L, M και S, είναι υπεύθυνη για το φαινόμενο του μεταμερισμού, όπου δύο φυσικά ερεθίσματα με διαφορετική φασματική σύνθεση, κάτω

— 11 —


από συγκεκριμένες συνθήκες1, προκαλούν το ίδιο χρωματικό αίσθημα. Για κάθε δηλαδή χρώμα που γίνεται αντιληπτό δεν υπάρχει ένας και μοναδικός φυσικός ερεθισμός. Δύο χρώματα τα οποία προκαλούν το ίδιο χρωματικό αίσθημα αλλά έχουν διαφορετική φασματική σύνθεση, λέμε ότι αποτελούν ένα μεταμερικό ζεύγος.

Γράφημα 3. Τα πεδία ευαισθησίας των τριών τύπων κωνίων επικαλύπτονται μεταξύ τους, γεγονός που κάνει εφικτή την αναπαραγωγή όλων των χρωμάτων του ουράνιου τόξου με την κατάλληλη μείξη τριών μόνο χρωμάτων.

Επειδή το φωτιστικό περιβάλλον επηρεάζει το χρωματικό αίσθημα, η παρατήρηση για τη χρωματική αποτίμηση στις 1

Οι συνθήκες αφορούν συνήθως το φωτισμό κάτω από τον οποίο γίνεται η παρατήρηση καθώς ο παρατηρητής θεωρείται ότι διαθέτει κανονική και σταθερή όραση. Μπορεί όμως να αφορά και τον “παρατηρητή” όταν αυτός για παράδειγμα είναι τα φωτοευαίσθητα στοιχεία ενός σαρωτή φίλμ, η φασματική ανταπόκριση των οποίων μπορεί να μην είναι ανάλογη με αυτή των ανθρώπινων κωνίων.

— 12 —


γραφικές τέχνες, αλλά και σε άλλες βιομηχανίες, γίνεται κάτω από σταθερές και προτυποποιημένες φωτιστικές συνθήκες και οι όποιες συγκρίσεις, ανάμεσα σε εκτυπώσεις (φωτογραφικές, λιθογραφικές κλπ), γίνονται συνήθως μπροστά από ένα χρωματικά ουδέτερο (γκρι) υπόβαθρο. Ο προσδιορισμός της χρωματικής ποιότητας της φωτεινής ακτινοβολίας επιτυγχάνεται με (τρία) φωτοευαίσθητα στοιχεία που αντιδρούν επιλεκτικά σε συγκεκριμένες περιοχές του ορατού φάσματος κάτω από συγκεκριμένες φωτιστικές συνθήκες.

2.2.1 Χρωματική Αντιπαλότητα Παρά το γεγονός ότι το κίτρινο σύμφωνα με την τριχρωματική (επιβεβαιωμένη και πειραματικά) θεωρία της έγχρωμης όρασης, είναι το μίγμα κόκκινου και πράσινου φωτός, μας είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα χρώμα που είναι συγχρόνως κόκκινο και πράσινο. Το ίδιο δύσκολο είναι να φανταστούμε (και να δούμε) ένα χρώμα με κιτρινο-μπλε απόχρωση. Μπορούμε όμως να δούμε κοκκινο-κίτρινες (πορτοκαλί) αποχρώσεις πρασινο-μπλε ή συνδυασμούς μπλεκόκκινου (πορφυρό). Άλλα φαινόμενα που δεν εξηγούνται με τη θεωρία της τριχρωματικής όρασης είναι για παράδειγμα η μεταίσθηση όπου η ξαφνική απώλεια ενός χρώματος δημιουργεί τη στιγμιαία ψευδαίσθηση ενός αντίθετου χρώματος. Αυτές και άλλες παρατηρήσεις, οδήγησαν τον Ewald Hering στη διαμόρφωση της θεωρίας των αντίπαλων χρωμάτων (1872) η οποία αναφέρει ότι η ανθρώπινη όραση γίνεται εφικτή μέσω μηχανισμών που παράγουν αντίθετα σήματα ανάλογα με το μήκος κύματος της ακτινοβολίας και ότι τα φωτοευαίσθητα στοιχεία στον αμφιβληστροειδή δεν λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από τα άλλα. Αυτό εξηγείται από την αλληλοκάλυψη των πεδίων ευαισθησίας των κωνίων, κάτι που ευνοεί τις

— 13 —


καταγραφές των διαφορών στις αντιδράσεις τους και όχι την καταγραφή των ανεξάρτητων ερεθισμάτων. Σύμφωνα με τη θεωρία υπάρχουν τρεις βασικές συνιστώσες πληροφορίας, ή αλλιώς τρία χρωματικά κανάλια: κόκκινο ή πράσινο, μπλε ή κίτρινο και φωτεινό ή σκοτεινό. Το τρίτο αναφέρεται σε αχρωματικά χαρακτηριστικά της ορατής ακτινοβολίας.

Γράφημα 4. Σύμφωνα με τη θεωρία των ζωνών τα ερεθίσματα των κωνίων (ζώνη Α) μεταφράζονται σε τρεις πρωτεύουσες πληροφορίες ή αλλιώς κανάλια (ζώνη Β) που αφορούν στο πόσο κίτρινο ή μπλε, κόκκινο ή πράσινο και φωτεινό ή σκοτεινό είναι το οπτικό ερέθισμα. Τα γράμματα β, α και L, χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τα αντίστοιχα κανάλια πληροφορίας στο χρωματικό χώρο L*a*b* (CIE LAB). — 14 —


2.2.2 Η Ζωνική Θεώρηση του Χρώματος Ενώ η τριχρωματική θεωρία περιγράφει το γεγονός της καταγραφής της πληροφορίας του χρώματος από τους διαφορετικούς τύπους κωνίων, η θεωρία της χρωματικής αντιπαλότητας προσφέρει εξηγήσεις για τους μηχανισμούς που παραλαμβάνουν και επεξεργάζονται αυτή την πληροφορία. Η ζωνική θεώρηση της χρωματικής εμπειρίας είναι ο συγκερασμός της θεωρίας της τριχρωματικότητας και της χρωματικής αντιπαλότητας. Σύμφωνα με αυτή, η λειτουργία της όρασης χωρίζεται σε δύο λειτουργικές ζώνες. Στην πρώτη λειτουργεί η τριχρωματική όραση με βάση την επιλεκτική αντίδραση των κωνίων στα πακέτα φωτεινής ενέργειας που τα προσβάλλουν και στη δεύτερη γίνεται η μετάφραση των αντιδράσεων αυτών σε αντίπαλα σήματα (φωτεινό-σκοτεινό, κόκκινο-πράσινο, κίτρινο-μπλε). Η αίσθηση της φωτεινότητας του χρωματικού αισθήματος προκύπτει από το συνδυασμό των ερεθισμάτων των κωνίων που είναι ευαίσθητα στο πράσινο (κωνία Μ) και στο κόκκινο φως (κωνία L).

Το χρώμα είναι ένα οπτικό αίσθημα που προκαλείται από ακτινοβολίες με συγκεκριμένη κατανομή φασματικής ενέργειας (SPD - spectral power distribution ) οι οποίες προσβάλλουν τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι ανιχνεύει το χρώμα χρησιμοποιώντας τρεις κατηγορίες μηκών κύματος. Συνέπεια του μηχανισμού αυτού είναι ότι δύο ακτινοβολίες με διαφορετικό SPD μπορεί να προκαλέσουν το ίδιο χρωματικό αίσθημα, ένα φαινόμενο γνωστό σαν μεταμερισμός. Αν και το μάτι ανιχνεύει τα χρώματα σύμφωνα με το κόκκινο, πράσινο και μπλε φως, το ανθρώπινο σύστημα όρασης κωδικοποιεί το χρωματικό αίσθημα σε τρία ζεύγη αντίπαλων διαστάσεων κόκκινου-πράσινου, μπλεκίτρινου και φωτεινού-σκοτεινού.

— 15 —


2.3

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Η ποιότητα του χρώματος καθορίζεται από δύο ειδών χαρακτηριστικά, τα χρωματικά και τα αχρωματικά. Τα χρωματικά αφορούν στα μεγέθη της απόχρωσης και του βαθμού κόρου ή αλλιώς χρωματικού κορεσμού (ποιότητα) και τα αχρωματικά στα μεγέθη της λαμπρότητας (ποσότητα) και της φωτεινότητας. Η απόχρωση (Hue) αναφέρεται σε εκείνο το χαρακτηριστικό του χρώματος, σύμφωνα με το οποίο μια περιοχή φαίνεται να είναι όμοια με ένα από τα χρώματα που αναγνωρίζονται σαν κόκκινο, κίτρινο, πράσινο, μπλε ή με ένα συνδυασμό δύο εξ’ αυτών. Με λίγα λόγια, αν το κυρίαρχο μήκος κύματος μιας ορατής ακτινοβολίας αλλάξει τιμή, η απόχρωση του χρώματος στο οποίο αντιστοιχεί θα μεταβληθεί ανάλογα. Ο κορεσμός (Saturation, Chroma, Colorfulness) αναφέρεται στη δύναμη ή αλλιώς στην καθαρότητα του χρώματος. Ένα ουδέτερο γκρι χρώμα έχει μηδενικό κορεσμό. Ένα κορεσμένο κόκκινο χρώμα είναι αυτό ενός κόκκινου μήλου. Το πορτοκαλί είναι χρώμα κόκκινο με μειωμένο βαθμό κόρου. Ο οργανισμός CIE2, ορίζει τον κορεσμό σαν την πληρότητα χρώματος μιας περιοχής όταν αυτή αποτιμάται σε σχέση με τη φωτεινότητά της. Πρακτικά δηλαδή, όσο περιορισμένη σε ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος, είναι η κατανομή φασματικής ενέργειας μιας ακτινοβολίας, τόσο πιο κορεσμένο είναι το χρώμα που συσχετίζεται με αυτή. Ο κορεσμός ενός χρώματος φθίνει αν προστεθεί σε αυτό, χρωματικά «ουδέτερο» φως (με την ίδια ισχύ σε όλα τα μήκη κύματος, δηλαδή λευκό φως).

2

CIE - Διεθνής Επιτροπή Φωτισμού

— 16 —


Η λαμπρότητα (Brigthness) αναφέρεται στο πόσο λαμπερό ή σκοτεινό μας φαίνεται ένα χρώμα. Η λαμπρότητα αφορά μια αισθητική εμπειρία. Η φωτεινότητα (Lightness) αναφέρεται στη λαμπρότητα ενός χρώματος (αντικειμένου ή φωτεινής πηγής), σε σχέση με μια συγκεκριμένη αναφορά (λευκό σημείο αναφοράς). Η φωτεινότητα είναι φυσικό μέγεθος. Πρακτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η φωτεινότητα είναι «συγκριτική ή σχετική λαμπρότητα». Η φωτεινότητα αναφέρεται και με τον όρο albedo3 ή «λευκότητα».

Γράφημα 5. Eικόνα 2.1. Χρώματα με αυξημένο βαθμό κόρου (αριστερά), μειωμένο βαθμό κόρου (μέση) και μηδενικό βαθμό κόρου (δεξιά). Αυτό που χαρακτηρίζει τα χρώματα στη δεξιά εικόνα είναι μόνο η τιμή φωτεινότητας.

3

χρησιμοποιείται στην αστρονομία, από το λατινικό albus που σημαίνει λευκό.

— 17 —


2.4

ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΟ ΧΡΩΜΑ

Η προσθετική χρωματική σύνθεση βασίζεται στο ότι η μίξη κόκκινου, πράσινου και μπλε φωτός έχει σαν αποτέλεσμα «άχρωμο» φως. Αν οι φωτεινές εντάσεις των τριών πηγών είναι υψηλές, το οπτικό αποτέλεσμα είναι λευκό φως. Η σύγχρονη προβολή κόκκινου και πράσινου φωτός δημιουργεί κίτρινο, κόκκινου και μπλε δημιουργεί ματζέντα και η προβολή μπλε και πράσινου δημιουργεί κυανό. Χρησιμοποιώντας διαφορετικές εντάσεις κόκκινου, πράσινου και μπλε φωτός, μπορούμε να δημιουργήσουμε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Η προσθετική χρωματική σύνθεση χρησιμοποιείται για την προβολή εικόνων (Οθόνες υπολογιστών, προβολικά, τηλεόραση, κλπ).

Γράφημα 6. Προσθετικά πρωτεύοντα χρώματα (αριστερά) και αφαιρετικά πρωτεύοντα χρώματα (δεξιά), τα οποία είναι συμπληρωματικά (ή αντίθετα) των προσθετικών. Η μείξη δύο συμπληρωματικών χρωμάτων, ακυρώνει την αίσθηση του χρώματος, δημιουργεί δηλαδή ουδέτερη πυκνότητα (γκρι).

— 18 —


Η αφαιρετική χρωματική σύνθεση αναφέρεται στη διαδικασία «αφαίρεσης» τμημάτων του ορατού φάσματος (λευκό φως) με τη βοήθεια φίλτρων που απορροφούν τμήματα του φάσματος. Η αφαιρετική σύνθεση δηλαδή, ξεκινά από το λευκό και με τη βοήθεια παρεμβαλλόμενων φίλτρων κυανού (C]B+G), ματζέντα (M]R+B) και κίτρινου (Y]R+G) χρώματος, δημιουργεί όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Αν οι εντάσεις των φίλτρων είναι μέγιστες, στο σημείο σύμπτωσης των τριών φίλτρων το αποτέλεσμα είναι μαύρο χρώμα (ανυπαρξία φωτός). Η αφαιρετική χρωματική σύνθεση χρησιμοποιείται στην εκτύπωση εικόνων με μελάνια. Όταν εφαρμόζεται στην πράξη (έγχρωμες εκτυπώσεις) χρησιμοποιείται και ένα τέταρτο χρώμα, το μαύρο (K]Key) για να προστεθεί ουδέτερη πυκνότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί τα έγχρωμα μελάνια δεν είναι «τέλεια» φίλτρα, αλλά και για λόγους οικονομίας (το μαύρο μελάνι είναι φτηνότερο από τα έγχρωμα).

2.4.1 Τριχρωματική Όραση και Χρωματική Αναπαραγωγή Όλα τα συστήματα χρωματικής αναπαραγωγής βασίζονται στην τριχρωματική υπόσταση της ανθρώπινης όρασης η οποία μεταξύ άλλων έχει την ικανότητα να αντιδρά με τον ίδιο τρόπο σε δύο ή περισσότερα φυσικά ερεθίσματα με διαφορετική φασματική σύνθεση. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν δύο ή και περισσότερα διαφορετικά ζευγάρια φυσικών ερεθισμάτων (χρώματα) τα οποία γίνονται αντιληπτά σαν το ίδιο χρώμα, ένα φαινόμενο γνωστό σαν μεταμερισμός. Το φαινόμενο του μεταμερισμού είναι και ο λόγος που μπορούμε να παράγουμε οποιοδήποτε χρώμα χρησιμοποιώντας μόνο τρία βασικά χρώματα. Χωρίς το φαινόμενο του μεταμερισμού θα έπρεπε να αναπαράγουμε τα χρώματα αντιγράφοντας το ακριβές φασματικό περιεχόμενο του πρωτότυπου οπτικού ερεθίσματος, κάτι που βέβαια είναι διαχειριστικά και οικονομικά ανέφικτο.

— 19 —


Η τριχρωματική αναπαραγωγή λειτουργεί δημιουργώντας την αίσθηση ενός χρώματος με τη χρήση διαφορετικών ποσοτήτων τριών μόνο βασικών χρωμάτων: Κόκκινου (R), Πράσινου (G) και Μπλε (B), με τη μέθοδο της Προσθετικής Σύνθεσης ή, Κυανού (C), Ματζέντα (M) και Κίτρινου (Y) με τη μέθοδο της Αφαιρετικής Σύνθεσης. Η τριχρωματική αναπαραγωγή αποτελεί το θεμέλιο μηχανισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας των συσκευών και μέσων αναπαραγωγής χρωμάτων, από τις τηλεοράσεις και τις οθόνες των υπολογιστών, τα έγχρωμα φωτογραφικά φιλμ, τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές και τα εκτυπωτικά πιεστήρια της βιομηχανίας των γραφικών τεχνών. Η τριχρωματικότητα αποτελεί τη βάση κάθε συστήματος αναπαραγωγής χρώματος.

— 20 —


3 Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ Η περιγραφή του χρώματος με αριθμούς, γίνεται μέσα σε διακριτά συστήματα αναφοράς, γνωστά σαν χρωματικά μοντέλα. Τα χρωματικά μοντέλα είναι μαθηματικά συστήματα τα οποία περιγράφουν ένα περιβάλλον, με μια, δύο, τρεις ή και τέσσερις διαστάσεις, μέσα στο οποίο μπορούμε να αναπαραστήσουμε, να συγκρίνουμε και να υπολογίσουμε χρώματα. Οι συντεταγμένες μέσα σε ένα τέτοιο χώρο αντιστοιχούν στην πλήρη περιγραφή ενός χρώματος. Ο συσχετισμός ενός χρωματικού μοντέλου με μια συγκεκριμένη δυνατότητα χρωματικής απεικόνισης των αριθμών, για παράδειγμα, τη χρωματική γκάμα4 μιας οθόνης υπολογιστή, καθορίζει ένα νέο χρωματικό χώρο. Για παράδειγμα, το AdobeRGB(1998) και το sRGB είναι δύο διαφορετικοί χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο χρωματικό μοντέλο RGB. Οι συνιστώσες (διαστάσεις) ενός χρωματικού μοντέλου είναι γνωστές και σαν χρωματικά κανάλια. Για παράδειγμα, το μοντέλο RGB, είναι ένα μοντέλο με τρία κανάλια χρωματικής πληροφορίας στο οποίο τα χρώματα περιγράφονται με δυνάμεις κόκκινου, πράσινου και μπλε, σύμφωνα με το προσθετικό χρωματικό μοντέλο. Εκτός από το χρωματικό μοντέλο RGΒ, που είναι εύκολα κατανοητό λόγω της χρήσης του τόσο στην εξήγηση της λειτουργίας της ανθρώπινης όρασης όσο και της εφαρμογής του σε δημοφιλής συσκευές όπως οι τηλεοράσεις και οι οθόνες 4

Η χρωματική γκάμα περιγράφει τα χρώματα που μπορεί να αναπαράγει μια συσκευή.

— 21 —


των υπολογιστών, υπάρχουν αρκετά άλλα μοντέλα τα οποία αποτελούν και βιομηχανικά πρότυπα. Ο λόγος ύπαρξης διαφορετικών μοντέλων αναπαράστασης του χρώματος είναι γιατί κάθε εφαρμογή έχει διαφορετικές απαιτήσεις από την περιγραφή του χρώματος. Ένα εκτυπωτικό πιεστήριο, για παράδειγμα, το οποίο βασίζεται σε χρωστικές που απορροφούν το φως, χρειάζεται ένα διαφορετικό μοντέλο από ότι μια οθόνη υπολογιστή που βασίζεται σε φωσφόρους οι οποίοι εκπέμπουν φως. Επειδή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν τη δυνατότητα να «διαβάζουν» και να επεξεργάζονται μόνο αριθμούς, για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε το χρώμα σε μια ψηφιακή ροή εργασίας θα πρέπει να περιγράψουμε το χρώμα με αριθμούς, δηλαδή να το κωδικοποιήσουμε με αριθμητικές τιμές. Τα χρώματα σε μια ψηφιακή ροής εργασίας, κωδικοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να αντιπροσωπεύουν (συνήθως) διαφορετικές ποσότητες Κόκκινου, Πράσινου και Μπλε (RGB) ή Κυανού, Ματζέντα, Κίτρινου και Μαύρου (CMYK), ανάλογα με το χρωματικό μοντέλο που χρησιμοποιείται. Πρακτικά, οι ποσότητες αυτές δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα μοναδικά χρώματα αλλά στις δυνάμεις των χρωστών που χρησιμοποιούν οι συσκευές για να δημιουργήσουν χρώμα. Δηλαδή, οι αριθμοί RGB και CMYK, είναι πρακτικά εξαρτώμενοι από τις χρωματικές ιδιαιτερότητες τις ιδιομορφίες και γενικά τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάθε αναπαραγωγικής συσκευής (χρωματική γκάμα) και από μόνοι τους δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο χρωματικό νόημα.

Χρωματικό μοντέλο είναι ένα αφηρημένο μαθηματικό μοντέλο το οποίο περιγράφει τον τρόπο αναπαράστασης των χρωμάτων με αριθμούς. Όταν το μοντέλο συσχετιστεί με ένα ακριβή τρόπο χρωματικής απεικόνισης των αριθμών, τα χρώματα που προκύπτουν λέμε ότι δημιουργούν ένα χρωματικό χώρο.

— 22 —


Eικόνα 3.1. Χαρτογράφηση των χρωμάτων R, G, B και C, M, Y στο τρισδιάστατο χρωματικό μοντέλο (χρωματικός κύβος) RGB. Ο συσχετισμός των βασικών προσθετικών και αφαιρετικών χρωμάτων διέπεται από απλές μαθηματικές σχέσεις, όπως: C=1-R, M=1-G, Y=1-B, R+G+B=1. Η τιμή 0 είναι το Μαύρο και η τιμή 1 είναι το Λευκό.

— 23 —


4 ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ Καθώς το «χρωματικός χώρος» είναι ένας πιο συγκεκριμένος όρος για το συνδυασμό ενός χρωματικού μοντέλου και μιας χρωματικής γκάμας, υπάρχει η τάση να χρησιμοποιείται και για την ονομασία χρωματικών μοντέλων, αφού η περιγραφή ενός χρωματικού χώρου προσδιορίζει αυτόματα το σχετιζόμενο χρωματικό μοντέλο. Οι χρωματικοί χώροι που χρησιμοποιούνται σε ροές εργασίας ψηφιακών εικόνων είναι: ! Χρωματικά ουδέτεροι χώροι (Grayscale). ! Χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο μοντέλο RGB. ! Χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο μοντέλο CMY. ! Ανεξάρτητοι-Συσκευών χρωματικοί χώροι, όπως ΧΥΖ και LAB. Όλοι οι χρωματικοί χώροι που ανήκουν σε κάποια βασική κατηγορία, συνδέονται μεταξύ τους με πολύ απλούς μαθηματικούς τύπους ή διαφέρουν μόνο ως προς το μορφότυπο αποθήκευσης που απαιτούν. 4.1

ΟΥΔΕΤΕΡΟΙ ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ XΩΡΟΙ GRAYSCALE

Οι χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο χρωματικό μοντέλο Grayscale έχουν μια διάσταση, η τιμή της οποίας μπορεί να κυμαίνεται από το λευκό έως το μαύρο και χρησιμοποιούνται για την περιγραφή, την προβολή και την εκτύπωση αχρωματικών εικόνων. Κάθε εικονοστοιχείο μιας εικόνας grayscale με βάθος χρώματος 8 δυφίων (8 bit) μπορεί να περιγραφεί με 256 διαφορετικούς τόνους του γκρι (28]256), που κυμαίνονται από το μαύρο (0) έως το λευκό (255) και είναι αρκετές για να δώσουν την αίσθηση της συνέχειας των τόνων (φωτογραφική ποιότητα). Όσο λιγότερες είναι οι διακριτές διαθέσιμες τιμές — 24 —


(μικρότερο βάθος χρώματος), τόσο πιο εμφανής είναι η μετάβαση από τον προηγούμενο στον επόμενο τόνο με συνέπεια την απώλεια της αίσθησης της συνέχειας (posterization). Σε ένα απόλυτο (ιδανικό), χρωματικό χώρο Grayscale η μέση τιμή του θα πρέπει να αντιπροσωπεύει μια τιμή έντασης 50%. Η τιμή 128 αντιστοιχεί στο μεσαίο γκρι ενός χώρου grayscale 8 bit.

Γράφημα 7. Διδιάστατη (αριστερά) και τριδιάστατη (δεξιά) αναπαράσταση χρωματικότητας ενός ιδανικά σχεδιασμένου χρωματικού χώρου Grayscale στο χρωματικό μοντέλο xyY. Το έγχρωμο σχήμα στο επίπεδο xy αντιπροσωπεύει όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος και είναι η «τοποθεσία του ορατού φάσματος» (spectrum locus) μέσα στο χώρο xyY.

4.2

XΡΩΜΑΤΙΚΟΙ XΩΡΟΙ RGB

Οι χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο χρωματικό μοντέλο RGB είναι οι πιο κοινοί χρωματικοί χώροι που χρησιμοποιούνται στη δημιουργία και αναπαράσταση — 25 —


έγχρωμων εικόνων. Είναι οι χώροι που χρησιμοποιούνται από τις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, τους σαρωτές και τις οθόνες των υπολογιστών. Ένας σαρωτής ή μια φωτογραφική μηχανή για παράδειγμα, χρησιμοποιεί φωτοευαίσθητα στοιχεία τα οποία είναι καλυμένα με φίλτρα κόκκινου, πράσινου και μπλε χρώματος. Με τον τρόπο αυτό διαβάζει τις ποσότητες κόκκινου, πράσινου και μπλε φωτός (φωτεινές εντάσεις) που ανακλάται από ή μεταδίδεται διαμέσου μιας εικόνας και μετά μετατρέπει (κωδικοποιεί) αυτές τις εντάσεις σε ποσότητες αναθέτοντας σε κάθε μια, μια διακριτή αριθμητική τιμή. Κωδικοποιεί δηλαδή τις φωτεινές εντάσεις του πρωτότυπου σε ψηφιακές τιμές R, G και Β. Οι τιμές RGB, σπάνια μπορεί να είναι οι ίδιες για κάθε ψηφιακή συσκευή, λόγω της διαφορετικότητας των υλικών. Για την αναπαραγωγή αυτών των τιμών στην οθόνη ενός υπολογιστή θα πρέπει οι τιμές να αποκωδικοποιηθούν και με κάποιο τρόπο να μεταφραστούν σε αναλογικά σήματα (φωτεινές εντάσεις). Αυτό γίνεται με τη μετατροπή των τιμών σε ηλεκτρικά φορτία τα οποία και τροφοδοτούν ένα μηχανισμό βομβαρδισμού της εσωτερικής επιφάνειας του καθοδικού σωλήνα της οθόνης με δέσμες ηλεκτρονίων. Τα ηλεκτρόνια προσπίπτουν πάνω σε στοιχεία (φώσφοροι) που έχουν την ιδιότητα να εκπέμπουν κόκκινο, πράσινο και μπλε φως. Αυξομοιώνοντας την ένταση της δέσμης των ηλεκτρονίων (διαφορετικές τιμές RGB), οι φώσφοροι παράγουν περισσότερο ή λιγότερο φως, δημιουργώντας την αίσθηση διαφορετικών χρωμάτων. Είναι προφανές ότι οι χρωματικοί χώροι RGB εξαρτώνται από τις συσκευές και τα υλικά που τους δημιουργούν. Είναι σχεδόν απίθανο δύο σαρωτές οι δύο οθόνες να παράγουν ακριβώς τα ίδια χρώματα. Για το λόγο αυτό, λέμε ότι οι χρωματικοί χώροι RGB είναι εξαρτώμενοι, ή ότι τα χρώματα ενός χώρου RGB είναι πάντοτε εξαρτημένα, μπορεί δηλαδή να είναι διαφορετικά, ανάλογα με τη συσκευή που κάθε φορά τα αναπαράγει.

— 26 —


Εικόνα 1. H εικόνα (επάνω αριστερά) και τα τρία κανάλια χρωματικής πληροφορίας R, G και Β, που τη συνθέτουν, στο χρωματικό μοντέλο RGB. Το λευκό περίγραμμα της εικόνας απαιτεί μέγιστες δυνάμεις κόκκινου, πράσινου και μπλε.

4.3

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ CMY(K)

Οι χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο μοντέλο CMY χρησιμοποιούνται κυρίως στην εκτύπωση, είναι εξαρτώμενοι από το σύστημα και τις συνθήκες εκτύπωσης και διέπονται από τις αρχές της αφαιρετικής χρωματικής σύνθεσης. Θεωρητικά, η σχέση ανάμεσα στις τιμές RGB και στις τιμές CMY είναι απλή και καθορίζεται από τις εξισώσεις: C]1-R, M]1-G και Y]1-B, όπου οι εντάσεις R, G και Β, εκφράζονται με τιμές από το 0 έως το 1, όπου το μαύρο δεν είναι απαραίτητο για τον σχηματισμό της εικόνας. Στην πράξη όμως η μίξη των τριών μελανιών πάνω σε χαρτί, αντί για μαύρο, δίνει ένα σκούρο καφέ χρώμα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιείται και ένα μαύρο μελάνι (K) για την επίτευξη των μαύρων τόνων και κατά συνέπεια την επέκταση της δυναμικής κλίμακας της εκτύπωσης.

— 27 —


Η ονομασία CMYK αναφέρεται στα αρχικά των Cyan, Magenta, Yellow, και Key (αναφέρεται στο Μαύρο και απορέει από το ‘Key Color’ ή χρώμα κλειδί). Η εκτύπωση με μαύρα μελάνια δίνει τη δυνατότητα της χρήσης μικρότερων ποσοτήτων κυανού, ματζέντα και κίτρινων μελανιών κάτι που συμφέρει οικονομικά μια και τα έγχρωμα μελάνια είναι γενικά πιό ακριβά από τα μαύρα. Προσφέρει επίσης μεγαλύτερη οξύτητα στην εικόνα καθώς στη θέση τριών κουκίδων άλλων μελανιών χρησιμοποιείται μια μόνο κουκίδα μαύρου μελανιού.

Εικόνα 2. Η ίδια εικόνα (βλέπε σελ.19) στο χρωματικό μοντέλο CMYK, διαμορφώνεται από τη σύνθεση τεσσάρων καναλιών χρωματικής πληροφορίας, τα οποία περιγράφουν ποσότητες κυανού, ματζέντα κίτρινου και μαύρου μελανιού εκτύπωσης.

Στην πράξη, η διαδικασία του υπολογισμού (χρωματική μετατροπή) των τεσσάρων χρωμάτων CMYK από ένα χρωματκό χώρο RGB είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, καθώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η συσκευή (πιεστήριο), — 28 —


αλλά οι χρωματικές δυνατότητες των μελανιών, οι ιδιαιτερότητες του χαρτιού και η ποσότητα μαύρου που θα πρέπει να καλύψει τα χρωματικά «κενά». 4.4

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΧΡΩΜΑ

Οι ανεξάρτητοι συσκευών χρωματικοί χώροι, γνωστοί και ως απόλυτοι χρωματικοί χώροι, είναι συστήματα περιγραφής του χρώματος με όρους της ανθρώπινης όρασης. Περιγράφουν δηλαδή το χρώμα όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από το σύστημα της ανθρώπινης όρασης και όχι όπως υλοποιείται από μια συσκευή αναπαραγωγής χρώματος (οθόνη, σαρωτής, εκτυπωτής, κλπ). Οι ανεξάρτητοι-συσκευών χρωματικοί χώροι, χρησιμοποιούνται σαν ενδιάμεσοι χώροι αναφοράς (πρότυπα) για τη μετατροπή χρωματικών δεδομένων από το χρωματικό χώρο μιας συσκευής στο χρωματικό χώρο μιας άλλης. Η δημιουργία των ανεξάρτητων χρωματικών χώρων είναι το αποτέλεσμα εργασιών της Διεθνούς Επιτροπής Φωτισμού (CIE - Commission Internationale d’Eclairage) και για το λόγο αυτό είναι γνωστοί και σαν χρωματικοί χώροι CIE. Οι δύο βασικοί πυλώνες του χρωματικού μοντέλου CIE είναι οι πρότυπες φωτιστικές πηγές και ο κανονικός (πρότυπος) παρατηρητής. Ο λόγος είναι γιατί το χρωματικό αίσθημα που αντιλαμβανόμαστε στα αντικείμενα (ύλη) αποτελεί πάντοτε συνάρτηση της φωτεινής ακτινοβολίας και του θεατή.

4.4.1 Πρότυπες Φωτιστικές Πηγές Η αρμόδια τεχνική επιτροπή του οργανισμού CIE, καθόρισε το 1931, τις παρακάτω πρότυπες πηγές φωτισμού: Πηγή A: Ένας λαμπτήρας πυρακτώσεως με νήμα βολφραμίου και θερμοκρασία χρώματος 28540 K. Με τη βοήθεια φίλτρων που μεταβάλλουν την κατανομή της φασματικής ενέργειας της πηγής Α, προέκυψαν και οι πηγές Β και C. Πηγή B: Ένα μοντέλο βασισμένο στο μεσημεριανό φως του ήλιου με θερμοκρασία χρώματος 48000 K. (προκύπτει από τη χρήση φίλτρων μπροστά από την πηγή Α) — 29 —


Πηγή C: Ένα μοντέλο του μέσου φωτισμού ημέρας με θερμοκρασία χρώματος 65000 K. (προκύπτει από τη χρήση φίλτρων μπροστά από την πηγή Α) Οι πρότυπες πηγές φωτισμού δεν είναι φυσικές πηγές, αλλά φωτιστικά μοντέλα (πρότυπα) τα οποία χαρακτηρίζονται από μια συγκεκριμένη και διακριτή κατανομή φασματικής ενέργειας. Το 1965, ο οργανισμός CIE πρόσθεσε σε αυτές τις πηγές ένα αριθμό πρότυπων πηγών φυσικού φωτισμού (φωτισμός ημέρας), τη λεγόμενη σειρά D (Daylight). Από αυτές τις πηγές οι πιό γνωστές και ευρέως χρησιμοποιούμενες είναι οι D50 (50000Κ) και D65 (65000Κ).

4.4.2 Ο Κανονικός Παρατηρητής Η επιτροπή CIE έχει ορίσει δύο τύπους κανονικού παρατηρητή, ή αλλιώς πρότυπου παρατηρητή, αυτόν του 1931 και μια αναθεωρημένη έκδοση του 1964. Και στις δύο περιπτώσεις, ο παρατηρητής πρότυπο αποτελούσε το μέσο όρο των αποτελεσμάτων μιας επιλεγμένης ομάδας ατόμων που διέθεταν κανονική έγχρωμη όραση και χρησιμοποιήθηκε σε πειράματα για την αντιστοίχιση των χρωμάτων με τριερεθιστικές τιμές RGB. Ο παρατηρητής, κοιτάζοντας μέσα από ένα άνοιγμα, έβλεπε συγχρόνως, απέναντί του, δύο χρωματικά δείγματα πάνω σε μία χρωματικά ουδέτερη επιφάνεια (100% λευκό). Το πρώτο δείγμα ήταν το αποτέλεσμα της προβολής ενός φασματικά καθαρού χρώματος. Το άλλο δείγμα προερχόταν από τη σύγχρονη και επάλληλη προβολή τριών δεσμών κόκκινου, πράσινου και μπλε φωτός. Η ένταση των τριών προβολών RGB ρυθμιζόταν έως ότου ο παρατηρητής έβλεπε τα δύο χρωματικά δείγματα να ταυτίζονται. Με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να καταγραφούν οι διαφορετικές εντάσεις των πηγών RGB (τριερεθιστικές τιμές RGB) που αντιστοιχούσαν σε κάθε — 30 —


ξεχωριστό χρώμα. Μπορούσε δηλαδή να καταγραφεί η συγκεκριμένη κατανομή φασματικής ενέργειας που αντιστοιχούσε σε κάθε χρωματικό αίσθημα. Η βασική διαφορά ανάμεσα στις προδιαγραφές του κανονικού παρατηρητή του 1931 και του 1964 είναι η ευρύτητα του πεδίου όρασης που χρησιμοποιήθηκε στα πειράματα. Ο παρατηρητής του 1931 είχε ένα πεδίο όρασης 20, το οποίο κάλυπτε την περιοχή του αμφιβληστροειδή χιτώνα, ακριβώς απέναντι από το φακό του ματιού (φοβέα). Αυτό ήταν προβληματικό καθώς δεν λάμβανε υπόψη την περιφερειακή όραση η οποία συμμετέχει στο φαινόμενο του χρώματος, άρα και στην εκτίμηση χρωματικών διαφορών. Το 1964, το πεδίο όρασης του κανονικού παρατηρητή αυξήθηκε στις 100 για να είναι εφικτή η καταγραφή της ευρύτερης ευαισθησίας του αμφιβληστροειδή. Στα σχετικά πειράματα, διαπιστώθηκε ότι για την παραγωγή όλων των χρωμάτων του φάσματος με βάση τη θεωρία της τριχρωματικής όρασης (μοντέλο RGB), ήταν απαραίτητη η εισαγωγή αρνητικών τιμών (βλέπε: Αρνητικές Τριερεθιστικές Τιμές, σελ. 43), κάτι που δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό σαν διεθνές πρότυπο. Για το λόγο αυτό, οι τριερεθιστικές τιμές RGB μεταφράστηκαν σε μια διαφορετική ομάδα θετικών αριθμών οι οποίοι διαμόρφωναν τρείς υποθετικές χρωματικές συνιστώσες, τις X, Y και Z και κατ’ επέκταση το τρισδιάστατο χρωματικό μοντέλο CIE XYZ. 4.5

ΤΟ ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CIE XYZ

Στο χρωματικό μοντέλο CIE XYZ, ή απλά XYZ, το χρώμα χαρτογραφείται με τρεις πρωτεύουσες συνιστώσες Χ, Υ και Ζ, οι οποίες αντιστοιχούν (περίπου) στη συμπεριφορά των αισθητήρων του ανθρώπινου ματιού (κωνία) και ο συνδυασμός των οποίων σε διαφορετικές δυνάμεις περιγράφει όλα τα χρώματα που βλέπουμε. Τα μεγέθη δηλαδή Χ,Υ και Ζ είναι ανάλογα με τη φυσική ενέργεια, αλλά η φασματική τους σύνθεση αντιστοιχεί στο χρωματικό αίσθημα της ανθρώπινης όρασης. — 31 —


Το χρωματικό μοντέλο CIE XYZ, αλλά και άλλα μοντέλα που προέκυψαν από αυτό, αποτελούν τη βάση όλων των συστημάτων διαχείρισης χρώματος. Οι πρωτεύουσες συνιστώσες ορίστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε το σύνολο της ορατής ακτινοβολίας να χαρτογραφείται σε ένα θετικό μείγμα των X, Y και Υ. Το μέγεθος Υ αντιστοιχεί στη λαμπρότητα (αντιληπτή φωτεινότητα) του χρώματος, καθώς η καμπύλη του μοιάζει με αυτή που χαρακτηρίζει την ανταπόκριση της ανθρώπινης όρασης στη συνολική ισχύ μιας φωτεινής πηγής. Για το λόγο αυτό η τιμή Υ ονομάζεται και παράγοντας φωτεινότητας. Όλοι οι ανεξάρτητοι συσκευών χρωματικοί χώροι που βασίζονται στο μοντέλο XYZ χρησιμοποιούνται κυρίως για το συσχετισμό χρωματικών παραμέτρων ή φαινομενικών χρωματικών διαφορών σε τιμές XYZ. Σημείωση: Ο σκοπός του χρωματικού συστήματος CIE, δεν ήταν η περιγραφή του χρώματος αυτή καθεαυτή, αλλά ένα σύστημα που θα μπορούσε να μετρήσει το βαθμό ομοιότητας δύο χρωματικών δειγμάτων, για εφαρμογές στο πεδίο της χρωματικής αναπαραγωγής.

— 32 —


4.5.1 Ο Χρωματικός Χώρος xyΥ και το Διάγραμμα Χρωματικότητας xy Επειδή το χρώμα είναι ευκολότερα κατανοητό με όρους που αφορούν στην απόχρωση και τον κορεσμό του, η Διεθνής Επιτροπή Φωτισμού, με μαθηματικούς μετασχηματισμούς των συντεταγμένων XYZ, σχεδίασε ένα νέο τρισδιάστατο χρωματικό χώρο με βάση τις τιμές χρωματικότητας x, y και z, οι οποίες ορίζονται σαν κανονικοποιημένες συντεταγμένες χρωματικότητας και την τριτερεθιστική τιμή Υ. Οι σχέσεις που διέπουν αυτό τον μαθηματικό μετασχηματισμό είναι: x ] X / (X+Y+Z), y ] Y / (X+Y+Z) και z ] Z / (X+Y+Z) ] 1 x - y Σημείωση: Οι τριερεθιστικές τιμές XYZ (συντεταγμένες χρωματικότητας) εμφανίζονται πάντοτε με κεφαλαίους χαρακτήρες ενώ οι τιμές xyz ( τιμές χρωματικότητας) με πεζούς.

Γράφημα 8. Eικόνα 4.4. Τρισδιάστατη αναπαράσταση του χρωματικού χώρου xyY. Η τιμή Υ στο επίπεδο xy είναι 0,0. Το διάγραμμα χρωματικότητας CIE σχηματίζεται στο επίπεδο xy. Η περιοχή που περικλείει το διάγραμμα ονομάζεται “Τοποθεσία του Φάσματος” (Spectrum Locus). Πηγή γραφήματος: Adobe Inc.

— 33 —


Επειδή η κανονικοποίηση των τιμών X, Y και Z (η διαίρεσή τους με το άθροισμα X+Y+Z) απομακρύνει τη συνολική ενέργεια του χρώματος έτσι ώστε το αποτέλεσμα να είναι ανεξάρτητο της έντασης και επειδή το άθροισμα x + y + z ] 1, μπορούμε να καθορίσουμε ένα χρώμα μόνο με τις δύο τιμές χρωματικότητας x και y. Μπορούμε δηλαδή να χαρτογραφήσουμε το ορατό φάσμα σε ένα δυσδιάστατο χώρο. Το διάγραμμα που προκύπτει είναι γνωστό σαν Διάγραμμα Χρωματικότητας CIE (1931).

Γράφημα 9. Eικόνα 4.5. Το διάγραμμα χρωματικότητας xy. Στο καμπύλο τμήμα του εμφανίζονται όλα τα μονοχρωματικά (κορεσμένα) χρώματα του ορατού φάσματος από το μπλε μέχρι το κόκκινο. Στο ευθύ τμήμα του διαγράμματος βρίσκονται μη φασματικά χρώματα, αποχρώσεις του ιώδους. Τα λιγότερο κορεσμένα χρώματα εμφανίζονται προς το κέντρο του διαγράμματος, όπου και βρίσκεται το λευκό.

— 34 —


Η τρίτη διάσταση καθορίζεται από την τριτερεθιστική τιμή Υ, η οποία προσδιορίζει τη φωτεινότητα του χρώματος. Η τιμές της συνιστώσας εμφανίζονται σε ένα άξονα, κάθετο προς το επίπεδο xy και κειμένονται από το 0 έως το 100. Στο επίπεδο 0, όπου το λευκό είναι αυτό της πρότυπης φωτεινής πηγής C (βλέπε: Πρότυπες Φωτιστικές Πηγές, σελ. 29), εμφανίζεται η πλήρης χρωματική γκάμα του ορατού φάσματος. Καθώς η τιμή Y αυξάνεται και το χρώμα γίνεται περισσότερο φωτεινό, η χρωματική γκάμα, μειώνεται. Στην τιμή Υ]100 η χρωματική γκάμα μειώνεται με αποτέλεσμα ο χώρος να είναι ένα μικρό μέρος της αρχικής περιοχής. Η χρωματική γκάμα ενός χώρου αναπαριστάται σαν μια περιοχή μέσα στο διάγραμμα χρωματικότητας xy. Οι χρωματικές γκάμες χώρων RGB (πχ, ο χώρος μιας οθόνης υπολογιστή) εμφανίζονται μέσα στο διάγραμμα με τριγωνικό σχήμα καθώς χρησιμοποιούν τρεις πρωτεύουσες χρωματικές συνιστώσες. Οι χρωματικοί χώροι CMY(K) εμφανίζονται σαν πολύεδρα. Το διάγραμμα χρωματικότητας είναι ένα εργαλείο για τον καθορισμό του χρωματικού αισθήματος (χρωματικής εμπειρίας) μέσα σε μια συγκεκριμένη περιοχή του φάσματος. Το διάγραμμα δεν μπορεί να περιγράψει χρώματα (τα χρώματα των αντικειμένων, των μελανιών εκτύπωσης, κλπ) μια και η χρωματικότητα που γίνεται αντιληπτή όταν παρατηρούμε ένα αντικείμενο, εξαρτάται και από τη φωτεινή πηγή που κάθε φορά χρησιμοποιείται. Στο διάγραμμα του χώρου xyΥ τα σημεία μιας ευθείας γραμμής ανάμεσα σε δύο χρώματα (σημεία) αναπαριστά τα χρώματα που μπορούν να δημιουργηθούν με την ανάμειξη των δύο χρωμάτων σε διαφορετικές αναλογίες.

Η χρωματική συνιστώσα Ζ δεν εμφανίζεται ανεξάρτητα καθώς έχει ενσωματωθεί στις νέες συντεταγμένες. Επειδή η συνιστώσα Υ σχετίζεται με τη φωτεινότητα ενός χρώματος, τα — 35 —


υπόλοιπα χαρακτηριστικά του χρώματος βρίσκονται στις χρωματικές συντεταγμένες x και y, κάτι που επιτρέπει τη χαρτογράφηση διαφορετικών χρωμάτων σε ένα δυσδιάστατο διάγραμμα. Το διάγραμμα χρωματικότητας του 1931 δεν είναι δίχως προβλήματα. Οι αποστάσεις ανάμεσα σε μόλις αντιληπτές χρωματικές διαφορές είναι κατά πολύ μεγαλύτερες στο επάνω πράσινο τμήμα του διαγράμματος από ότι στο κάτω. Παρόλα αυτά και για μάλλον ιστορικούς λόγους το διάγραμμα χρησιμοποιείται ευρέως, κυρίως για τη σύγκριση της χρωματικής γκάμας χρωματικών χώρων. Για να επιλύσει το πρόβλημα της ανομοιμορφίας της χρωματικής κλιμάκωσης, η Διεθνής Επιτροπή Φωτισμού υιοθέτησε δύο νέα χρωματικά μοντέλα, γνωστά σαν CIE LUV (L*u*v*) και CIE LAB (L*a*b*).

— 36 —


4.6

ΧΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ L*U*V* ΚΑΙ L*A*B*

Οι χρωματικοί χώροι L*u*v* και L*a*b* είναι μη γραμμικοί μετασχηματισμοί του χρωματικού χώρου XYZ και είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να υπάρχει μια περισσότερο ομοιόμορφη σχέση ανάμεσα στις γεωμετρικές και στις αντιληπτές αποστάσεις ανάμεσα στα χρώματα όταν αυτά εξετάζονται κάτω από τον ίδιο φωτισμό. Το μοντέλο LAB (CIE LAB, L*a*b*) είναι το defacto χρωματικό μοντέλο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει όλα τα ορατά χρώματα. Είναι ένας τρισδιάστατος χώρος μέσα στον οποίο οι ευκλείδιες αποστάσεις ανάμεσα στα χρώματα, αντιστοιχούν σε φαινόμενες, αντιληπτές χρωματικές διαφορές, είναι δηλαδή ένας ομοιόμορφος χρωματικός χώρος. Ο βαθμός διαφοράς των χρωμάτων εκφράζεται με το μέγεθος Δέλτα-Eψιλον (ΔE).

Η τιμή ΔE είναι η μαθηματική περιγραφή της απόστασης δύο χρωμάτων μέσα στο χρωματικό χώρο L*a*b* και προσφέρει μια αποτίμηση διαφορών απόχρωσης και πυκνότητας. Για τον υπολογισμό της τιμής ΔΕ, θα πρέπει να είναι γνωστές οι τιμές L*a*b* των δύο χρωμάτων. Ένας μέσος θεατής μπορεί συνήθως να αντιληφθεί διαφορές πάνω από 5 ή 6 ΔΕ. Το ανθρώπινο μάτι είναι περισσότερο ευαίσθητο σε αλλαγές των γκρίζων και μεσαίων τόνων. Μια διαφορά 0,5 ΔΕ συνήθως περνά απαρατήρητη.

Κάθε χρώμα μπορεί να περιγραφεί με τις τιμές L, a και b. Οι τρείς παράμετροι αναπαριστούν τη φωτεινότητα του χρώματος (η μικρότερη τιμή L αντιστοιχεί στο μαύρο), τη θέση του ανάμεσα στο κόκκινο και στο πράσινο (η μικρότερη τιμή a αντιστοιχεί στο πράσινο) και τη θέση του ανάμεσα στο κίτρινο και στο μπλε (η μικρότερη τιμή b αντιστοιχεί στο μπλε), αντίστοιχα, σε σχέση πάντοτε με ένα λευκό σημείο αναφοράς. — 37 —


Ο ίδιος συνδιασμός των τριών παραμέτρων περιγράφει πάντοτε το ίδιο χρώμα, καθώς το χρωματικό μοντέλο είναι ανεξάρτητο συσκευών. Αυτός είναι και ο λόγος που το CIELAB χρησιμοποιείται σαν απόλυτη αναφορά στη διαδικασία χρωματικών μετατροπών στα συστήματα διαχείρισης χρώματος που χρησιμοποιούν το μοντέλο ICC.

Eικόνα 4.1. Το χρωματικό διάγραμμα CIE u',v' (1976) αποτελεί βελτίωση του διαγράμματος CIE u’v’ (1960) καθώς τα χρώματα παρουσιάζονται μέσα σε ένα πιο ομοιόμορφο χώρο, σε ένα χώρο δηλαδή όπου οι αντιληπτές χρωματικές διαφορές είναι σχεδόν ανάλογες με τις αποστάσεις που χωρίζουν δύο χρώματα.

Και οι δύο χώροι L*u*v* και L*a*b* αναπαριστούν τα χρώματα σε σχέση με ένα λευκό σημείο αναφορά, το οποίο είναι μια συγκεριμένη περιγραφή αυτού που θεωρείται λευκό φως και είναι συνήθως το πιο λευκό φως που μπορεί να αναπαραχθεί από μια συσκευή. Η μέτρηση του χρώματος αναφορικά με ένα ορισμένο λευκό σημείο επιτρέπει τη διαχείριση χρώματος κάτω από διαφορετικές φωτιστικές συνθήκες. Σημείωση: Επειδή οι χώροι L*u*v* και L*a*b* αναπαριστούν τα χρώματα σε σχέση με ένα συγκεκριμένο ορισμό του λευκού, δεν είναι απόλυτα ανεξάρτητοι. Δύο χρώματα με τις

— 38 —


ίδιες χρωματικές αξίες ταυτίζονται μόνο αν μετρηθούν σε σχέση με το ίδιο λευκό σημείο.

Eικόνα 4.2. Γραφική αναπαράσταση των τριών καναλιών πληροφορίας του χρωματικού χώρου LAB. Το πρώτο αφορά στο πόσο φωτεινό ή σκοτεινό είναι ένα χρώμα (L), το δεύτερο στο πόσο πράσινο ή κόκκινο (a) και το τρίτο (b), στο πόσο μπλέ ή πράσινο. Στο χρωματικό χώρο LAB, ένα χρώμα μπορεί να είναι κόκκινο-μπλε (ιώδες), πράσινο-κίτρινο (κυανό), κοκκινο-κίτρινο, πρασινο-μπλε, κόκκινο ή πράσινο και μπλε ή κίτρινο.

Ένα χαρακτηριστικό των χρωματικών χώρων L*u*v* και L*a*b* είναι η ομοιομορφία τους. Η διαφορά δηλαδή που γίνεται αντιληπτή ανάμεσα σε δύο χρώματα είναι σχετικά ανάλογη με τη γεωμετρική απόσταση που χωρίζει τα στίγματά τους μέσα στο χρωματικό χώρο, κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο στη χρωματομετρία. Σε αντίθεση με τους χρωματικούς χώρους RGB οι ανεξάρτητοι συσκευών χρωματικοί χώροι XYZ, LUV και LAB, δεν είναι εύκολα κατανοητοί. Το ακριβές νόημα των συντεταγμένων τους είναι δύσκολο να οπτικοποιηθεί και να χρησιμοποιηθεί για αποφάσεις που αφορούν σε χρωματικές διορθώσεις κατά την επεξεργασία φωτογραφικών εικόνων. Αυτός άλλωστε είναι — 39 —


και ο λόγος που δεν χρησιμοποιούνται σαν χρωματικοί χώροι εργασίας. Ο ρόλος τους στη διαχείριση χρώματος είναι καταλυτικός, χωρίς όμως ποτέ να γίνεται ορατός στην πράξη, καθώς δεν χρειάζεται κάποιος να γνωρίζει τις ιδιαιτερότητες των χρωματικών αυτών χώρων για να διαχειριστεί χρωματικά μια αναπαραγωγή. 4.7

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥ

Για εικόνες όπου απαραίτητη είναι η χρήση ενός περιορισμένου αριθμού χρωμάτων, ο έμεσος καθορισμός των χρωμάτων αυτών είναι πιό πρακτικός. Αν δηλαδή μια ψηφιογραφική εικόνα διαθέτει μικρό αριθμό δυφίων για την περιγραφή κάθε εικοστοιχείου της (από 1 έως και 8) τα χρώματά της μπορούν να προσδιοριστούν σαν αυτά που αντιστοιχούν σε ένα κατάλογο ή πίνακα χρωματικών αξιών. Χρωματικοί χώροι καταλόγου (Indexed spaces) είναι οι χρωματικοί χώροι που χρησιμοποιούνται για έμεσο χρωματικό προσδιορισμό. Μια χρωματική αξία καταλόγου είναι η τιμή η οποία αντιστοιχεί σε ένα χρώμα ενός χρωματικού καταλόγου. 4.8

ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΞΙΑ, ΧΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑ

Για τον προσδιορισμό ενός χρώματος (χρωματική αξία) μέσα σε ένα χρωματικό χώρο, απαιτούνται, ανάλογα με το μοντέλο, μια, δύο, τρεις ή τέσσερις τιμές και είναι οι τιμές που μπορούν να λάβουν οι χρωματικές συνιστώσες του χρωματικού μοντέλου. Για παράδειγμα, για ένα μοντέλο Grayscale απαιτείται μια μόνο τιμή, για ένα μοντέλο RGB, τρεις, ενώ για ένα μοντέλο CMYK, τέσσερις. Στην περίπτωση μιας ψηφιακής εικόνας με κωδικοποίηση (βάθος χρώματος) 8 δυφίων, κάθε χρωματική συνιστώσα μπορεί να λάβει μια τιμή από 0 έως και 255 (28]256), για κωδικοποίηση 12 δυφίων, μπορεί να λάβει μια τιμή από 0 έως

— 40 —


και 4.095 (212]4.096), ενώ για κωδικοποίηση 16 δυφίων, μια τιμή από 0 έως και 65.535 (216]65.536). Η αριθμητική μορφοποίηση αυτών των τιμών είναι διαφορετική για διαφορετικούς χρωματικούς χώρους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αξίες των χρωματικών συνιστωσών, μεταφράζονται αριθμητικά σε μια κλίμακα από το 0,0 έως το 1,0. Εξαίρεση αποτελεί το χρωματικό μοντέλο L*a*b* (CIE LAB), όπου οι διαθέσιμες 256, 4.096 ή 65.536 αξίες, στις χρωματικές συνιστώσες a και b μεταφράζονται σαν αριθμητικές τιμές από το -128 έως και περίπου +128. Οι τιμές των χρωματικών διαστάσεων συνιστούν την πλήρη περιγραφή ενός χρώματος μέσα σε ένα χρωματικό χώρο, όχι όμως και του χρώματος που μπορεί να αναπαραχθεί φυσικά (από μια συσκευή) με βάση αυτές τις τιμές. Οι χρωματικές αξίες ενός χρωματικού χώρου, δηλαδή, δεν περιγράφουν ένα διακριτό χρωματικό αίσθημα (αυτό που βλέπουμε σαν χρώμα), αλλά μια «συνταγή» για το χρώμα αυτό. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των υλικών που κάθε φορά χρησιμοποιούνται στη συνταγή (συσκευές χρωματικής αναπαραγωγής) το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό. Εξαίρεση αποτελούν οι χρωματικές αξίες στο χώρο LAB, καθώς αντιστοιχούν σε πραγματικά χρώματα που αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη όραση5. Σημείωση: Αν και η κωδικοποίηση 16 δυφίων δίνει τη δυνατότητα για 65.536 πιθανές τιμές, στην εφαρμογή Adobe Photoshop, οι διαθέσιμες τιμές, στο ιστόγραμμα του εργαλείου Levels, για παράδειγμα, ή στο εργαλείο Curves, είναι φαινομενικά 256, όσες δηλαδή για μια κωδικοποίηση 8 5

Μια οθόνη υπολογιστή δεν έχει απαραίτητα την τεχνική δυνατότητα να παράξει όλα τα χρώματα που μπορούν να χαρτογραφηθούν σε ένα χρωματικό χώρο.

— 41 —


δυφίων. Η μόνη ένδειξη ότι δουλεύουμε με εικόνες βάθους χρώματος 16 δυφίων, εμφανίζεται στην λωρίδα τίτλου του παράθυρου εργασίας και στο μενού Image>Mode.

ΜΟΝΤΕΛΟ

ΚΑΝΑΛΙ 1

ΚΑΝΑΛΙ 2

ΚΑΝΑΛΙ 3

R: 255

G: 255

B: 0

CMY(K)

C: 0

Y: 100

M: 0

Lab

L: 97

a: -20

b: 88

RGB

ΚΑΝΑΛΙ 4

K: 0

Πίνακας 4.1. Χρωματικές τιμές, όπως διαμορφώνονται στα χρωματικά μοντέλα για την περιγραφή του ίδιου χρώματος (κίτρινου). Οι τιμές RGB και CMYK, από μόνες τους, δεν προσδιορίζουν σε ποιό ακριβώς κίτρινο αντιστοιχούν, καθώς αυτό εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της συσκευής (χρωματική γκάμα) που θα παράξει το χρώμα βάσει των τιμών αυτών.

— 42 —


4.9

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

Αρνητικές Τριερεθιστικές Τιμές Ο παρατηρητής μπορούσε να ρυθμίσει τις εντάσεις των τριών πηγών κόκκινου, πράσινου και μπλε φωτός, έως ότου θεωρούσε ότι τα δύο δείγματα ταυτίζονταν οπτικά. Όταν ο παρατηρητής κατόρθωνε να πετύχει μια χρωματική ταύτιση, οι εντάσεις των τριών πηγών RGB καταγράφονταν και καθόριζαν τις τριερεθιστικές τιμές του χρώματος. Αν ο παρατηρητής δεν μπορούσε να πετύχει χρωματική ταύτιση, στο αρχικό χρωματικό δείγμα προσέθεταν μια χρωματική διόρθωση, λίγο περισσότερο κόκκινο για παράδειγμα. Για να υπολογιστούν οι πραγματικές τριερεθιστικές τιμές του χρώματος, θα έπρεπε, από τις τιμές RGB των τριών τιμών να αφαιρεθεί το κόκκινο που προστέθηκε στο αρχικό δείγμα, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα αρνητικά νούμερα.

Γράφημα 10. Οι τριερεθιστικές τιμές που αντιστοιχούν στα κωνία τύπου L (ευαίσθητα στο θερμό-κόκκινο μέρος του φάσματος) λαμβάνουν και αρνητικές τιμές.

— 43 —


5 ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Πριν από την έκδοση 5.0, η εφαρμογή Photoshop “έστελνε” τις τιμές ενός εγγράφου εικόνας απευθείας στην οθόνη του υπολογιστή με συνέπεια, η εμφάνιση της ίδιας εικόνας να εξαρτάται από τα χρωματικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε οθόνης του κάθε χρήστη. Η λύση στο πρόβλημα αυτό δόθηκε με τον σχεδιασμό και τη χρήση ενός απόλυτου (ανεξάρτητου συσκευών) χρωματικού χώρου εργασίας και τη δημιουργία ενός προφίλ της οθόνης, μιας ομάδας δηλαδή δεδομένων, που περιγράφουν τα χρωματικά και αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά της. Τα χρώματα της εικόνας κωδικοποιούνται στο χρωματικό χώρος εργασίας, ο οποίος λειτουργεί σαν απόλυτο χρωματικό μέτρο και η εφαρμογή, χρησιμοποιώντας το χρωματικό προφίλ της οθόνης, “στέλνει” στην οθόνη τις διορθωμένες τιμές που απαιτούνται για την απεικόνιση της εικόνας στο χώρο εργασίας. Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι η ίδια εμφάνιση, των ίδιων τιμών RGB, σε διαφορετικές οθόνες. Οι καλές πρακτικές που αφορούν σε χρωματικά διαχειριζόμενες ροές εργασίας συνιστούν σαν επιλογή χρωματικού χώρου εργασίας ένα Χρωματικό Χώρο Επεξεργασίας.

5.1

ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ

Χρωματικός χώρος επεξεργασίας είναι εκείνος ο χρωματικός χώρος που έχει σχεδιαστεί ειδικά για την επεξεργασία ψηφιακών εικόνων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός τέτοιου χώρου, εκτός από την ανάγκη να είναι απόλυτος (ανεξάρτητος συσκευών), είναι: - Να διαθέτει ουδέτερη χρωματική ισορροπία. Θα πρέπει το γκρι (ουδέτερη πυκνότητα) να αντιστοιχεί σε ίσες δυνάμεις (τιμές) των πρωτευόντων χρωμάτων. Για παράδειγμα, ο — 44 —


συνδιασμός των τιμών 86R+86G+86B να αντιστοιχεί σε ουδέτερο γκρί. - Να είναι ομοιόμορφος. Θα πρέπει οι όποιες αλλαγές κατά την επεξεργασία να δημιουργούν τον ίδιο βαθμό αλλαγής στις σκιές, στους μεσαίους και στους φωτεινούς τόνους. Οι μετακινήσεις δηλαδή, ανάμεσα σε δύο διαφορετικά σημεία του χρωματικού χώρου να αντιστοιχούν σε ανάλογες χρωματικές μεταβολές. Η κωδικοποίηση gamma 2,2 θεωρείται ότι προσφέρει αυτή την ομοιομορφία. - Να διαθέτει ευρεία χρωματική γκάμα. Θα πρέπει η γκάμα των χρωμάτων που έχει τη δυνατότητα να περιγράψει, να περικλείει τα χρώματα που πρόκειται να επεξεργαστούν. Σχηματικά δηλαδή, το αποτύπωμα του χρωματικού χώρου στο διάγραμμα χρωματικότητας xyΥ θα πρέπει να καλύπτει το αποτύπωμα του χρωματικού χώρου της εικόνας. Χρωματικοί χώροι με ιδιαίτερα μεγάλη χρωματική γκάμα δεν είναι απαραίτητα και οι ιδανικότεροι για επεξεργασία εικόνων καθώς υποχρεώνουν μια ευρύτερη ισόνομη κατανομή των διαθέσιμων δυφίων με συνέπεια να σπαταλούνται δυφία σε περιοχές όπου δεν περιγράφονται χρώματα. Το πρόβλημα αφορά περισσότερο τις εικόνες 8 δυφίων, όπου οι ανακατανομές των τόνων που συνεπάγονται διάφορες επεξεργασίες, έχουν σαν αποτέλεσμα την απώλεια συνεχούς διαβάθμισης (posterization). Η λύση εδώ είναι η κωδικοποίηση των εικόνων με μεγαλύτερο βάθος χρώματος (16 δυφία). Οι Adobe RGB(1998) και sRGB IEC61966-2.1 (sRGB) είναι δύο από τους πιό δημοφιλείς χρωματικούς χώρους εργασίας στην ψηφιακή φωτογραφία. sRGB Ο χώρος sRGB είναι ένας χρωματικός χώρος RGB με κωδικοποίηση gamma 2.2, ο οποίος στηρίζεται σε πρότυπα HDTV και προτάθηκε από τις εταιρίες Hewllett Packard και — 45 —


Microsoft επειδή είναι (ήταν) πολύ κοντά στο μέσο όρο της χρωματικής γκάμας μιας μέσης οθόνης CRT. Προοριζόμενος να εξυπηρετήσει τον κοινό χρήστη με ελάχιστες γνώσεις διαχείρισης χρώματος, στοχεύει σε αποδεκτά χρωματικά αποτελέσματα τα οποία όμως δεν είναι αρκετά για ροές εργασίας όπου εμπλέκονται εκτυπώσεις όφσετ και ψεκασμού μελάνης με χρωματικές γκάμες που ξεπερνούν κατά πολύ τα χρώματα που περιγράφει. Επειδή η πλειοψηφία των φυλλομετρητών ιστοσελίδων δεν μπορεί να διαβάσει χρωματικά προφίλ ICC, το sRGB έχει γίνει το defacto χρωματικό πρότυπο για παρουσίαση εικόνων στον παγκόσμιο ιστό. Η χρωματική γκάμα του χώρου sRGB περικλείει περίπου το 35% των ορατών χρωμάτων (χρωματικός χώρος XYZ). Λόγω της περιορισμένης χρωματικής του γκάμας δεν θεωρείται ιδανικός για επεξεργασία φωτογραφικών εικόνων. Apple RGB Ο AppleRGB είναι ένας ιστορικός χρωματικός χώρος που βασίζεται στη χρωματική γκάμα της οθόνης 13" της Apple (Trinitron) και αποτέλεσε τον προτεροθετημένο χρωματικό χώρο της έκδοσης 2.0 της εφαρμογής Adobe Photoshop. Είναι ελάχιστα ευρύτερος από το χώρο sRGB, έχει κωδικοποίηση gamma 1.8 και δεν συμπεριφέρεται ιδιαίτερα καλά σε μεγάλες αλλαγές επεξεργασίας. Πρακτικά, δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης μια και δεν χρησιμοποιείται σχεδόν από κανένα (!). Ένας λόγος ύπαρξης θα μπορούσε να ήταν η επεξεργασία εικόνων που δημιουργήθηκαν με την εφαρμογή Photoshop 4.0, ή ακόμα προγενέστερες εκδόσεις. ColorMatch RGB Ο χώρος ColorMatchRGB είναι ελάχιστα ευρύτερος από τον sRGB και AdobeRGB και χρησιμοποιεί κωδικοποίηση gamma 1,8. Βασίζεται στο χρωματικό χώρο της οθόνης Radius PressView, μιας οθόνης υψηλής ποιότητας που απευθυνόταν στη βιομηχανία των γραφικών τεχνών, πολύ πριν κάνει την εμφάνισή της η διαχείριση χρώματος ICC. Η μόνη αναγκαία — 46 —


χρήση του θα μπορούσε να ήταν η εργασία σε εικόνες που έγιναν (πριν από χρόνια) στην οθόνη Radius PressView.

Γράφημα 11. Σύγκριση των χρωματικών χώρων AdobeRGB(1998) και sRGB στο τρισδιάστατο χρωματικό μοντέλο CIE LAB, από δύο διαφορετικές γωνίες (περιστροφή γύρω από τον κατακόρυφο άξονα της φωτεινότητας. Ο χρωματισμένος όγκος είναι ο χώρος sRGB και ο άχρωμος όγκος που τον περιβάλλει είναι ο χώρος AdobeRGB(1998). Το γεγονός ότι ο δεύτερος είναι μεγαλύτερος σε όγκο σημαίνει ότι μπορεί να περιγράψει περισσότερα χρώματα, έχει δηλαδή ευρύτερη χρωματική γκάμα. (Απεικόνιση με την εφαρμογή λογισμικού ColorSync της Apple Inc.)

Adobe RGB (1998) Ο χώρος Adobe RGB(1998) σχεδιάστηκε από την εταιρία Adobe Systems, Inc., έτσι ώστε να περικλείει τα περισσότερα χρώματα που μπορούν να τυπωθούν σε συσκευές CMYK με προδιαγραφές SWOP (Specifications for Web Offset Publications), όπως τα λιθογραφικά πιεστήρια όφσετ, χρησιμοποιώντας όμως χρώματα RGB. Ο χώρος καλύπτει περίπου το 50% των ορατών χρωμάτων και θεωρείται ιδανικός για επεξεργασία φωτογραφικών εικόνων. Η κωδικοποίηση gamma είναι 2,2 και θεωρείται ιδανικός για εικόνες που προορίζονται για εκτύπωση. Ένα πρόβλημα με το χρωματικό χώρο Adobe RGB — 47 —


είναι ότι η γκάμα του ξεπερνά τις δυνατότητες απεικόνισης μιας μέσης οθόνης, που σημαίνει ότι κάποια χρώματα δεν τα βλέπουμε ποτέ. Οι οθόνες που έχουν τη δυνατότητα να απεικονίσουν τη συνολική γκάμα των χρωμάτων του χώρου είναι ιδιαίτερα ακριβές (ξεπερνούν τα 5.000 ευρώ). ProPhoto RGB Ο χρωματικός χώρος ProPhoto RGB σχεδιάστηκε από την εταιρία Eastman Kodak με την αρχική ονομασία ROMM RGB (Reference Output Metric Method) με στόχο την κάλυψη του σύνολου της χρωματικής γκάμας των φωτογραφικών υλικών (φιλμς, κλπ). Είναι ένας ανεξάρτητος χρωματικός χώρος με κωδικοποίηση gamma 1,8 και με πολύ μεγάλη χρωματική γκάμα κάποια χρώματα της οποίας βρίσκονται έξω από τη γκάμα του διαγράμματος χρωματικότητας CIE xy (εκτός δηλαδή ανθρώπινης όρασης). Είναι χρήσιμος για την κωδικοποίηση αρχείων RAW και ψηφιοποιημένων φωτογραφικών αρνητικών/θετικών καθώς διατηρεί περισότερα χρώματα εντός γκάμας από ότι ο χώρος AdobeRGB(1998). Σε περίπτωση που οι κωδικοποιημένες εικόνες στο χώρο ProPhoto RGB, πρόκειται να επεξεργαστούν θα πρέπει να παραμείνουν στα 16bit.

— 48 —


6 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ

ΧΡΩΜΑΤΟΣ

6.1

ΑΠΟ ΣΥΣΚΕΥΗ ΣΕ ΣΥΣΚΕΥΗ

Όταν μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή ή ένας σαρωτής (συσκευή εισόδου), δημιουργεί μια εικόνα, όλα τα πρωτότυπα χρώματα της εικόνας, συρρικνώνονται στα χρώματα που έχει τη δυνατότητα να παράγει η συσκευή. Όταν μια ψηφιακή εικόνα αναπαράγεται σε μια συγκεκριμένη συσκευή, η συσκευή αναπαράγει μόνο τα χρώματα της εικόνας που βρίσκονται μέσα στις φυσικές δυνατότητες της συσκευής, τη λεγόμενη χρωματική της γκάμα. Τα χρώματα μιας εικόνας δεν μπορούν να αναπαραχθούν με ακρίβεια σε δύο διαφορετικά συστήματα ή δύο διαφορετικές συσκευές που διαθέτουν διαφορετικά χρωματικά χαρακτηριστικά. Για να μπορέσουν τα χρώματα μιας εικόνας να αναπαραχθούν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ομοιότητα σε μια άλλη συσκευή, θα πρέπει οι πληροφορίες που αφορούν σε αυτά και οι οποίες στέλνονται στη συσκευή, να έχουν μια απόκλιση, τέτοια ώστε να εξαλείφεται η χρωματική διαφορά των δύο αναπαραγωγών. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε συσκευή προορισμού, η εικόνα θα πρέπει να υποστεί ένα διαφορετικό χρωματικό μετασχηματισμό, μια προσαρμογή δηλαδή στη νέα χρωματική γκάμα της συσκευής.

— 49 —


Γράφημα 12. Σχηματική αναπαράσταση των δώδεκα (3Χ4=12) απαιτούμενων χρωματικών μετασχηματισμών για την αναπαραγωγή εικόνας, ανάμεσα σε συσκευές εισόδου (δημιουργία εικόνας) και συσκευές εξόδου (πιθανές χρήσεις).

Το πρόβλημα αυτό δεν είναι φυσικά καινούριο, απλά οι σημερινές συνθήκες δεν επιτρέπουν τις λύσεις στις οποίες στηρίζονταν τα κλειστά συστήματα αναπαραγωγής πριν από την επανάσταση των επιτραπέζιων υπολογιστών. Με μια πλειάδα διαθέσιμων συσκευών στη διάθεση όλων όσων εμπλέκονται στην ψηφιακή φωτογραφική ροή εργασίας, είναι αντιληπτό ότι η μονοσήμαντη διαχείριση χρωματικών μετασχηματισμών από συσκευή σε συσκευή φαντάζει ανέφικτη και από πλευράς υλοποίησης αλλά και διαχειριστικά.

— 50 —


Γράφημα 13. Σχηματική αναπαράσταση των επτά (3+4=7) απαιτούμενων χρωματικών μετασχηματισμών για την αναπαραγωγή εικόνας, ανάμεσα σε συσκευές εισόδου (δημιουργία εικόνας) και συσκευές εξόδου (πιθανές χρήσεις), με τη χρήση ενός κοινού ενδιάμεσου χρωματικού χώρου αναφοράς (Profile Connection Space).

Η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι η χρησιμοποίηση ενός ενδιάμεσου χρωματικού χώρου αναφοράς (PCS - Profile Connection Space), η χρωματική γκάμα του οποίου περιλαμβάνει όλα τα πραγματικά (ορατά) χρώματα τα οποία περιγράφονται σύμφωνα με ένα defacto χρωματικό πρότυπο. Στο χώρο αυτό, χαρτογραφούνται όλες οι χρωματικές γκάμες κάθε συσκευής. Αυτό σημαίνει ότι για οποιοδήποτε μετασχηματισμό από μια συσκευή προς μια άλλη, χρειαζόμαστε μόνο την αντιστοίχιση της χρωματικής της γκάμας στο χώρο αναφοράς. Η περιγραφή αυτής της αντιστοίχισης είναι το χρωματικό προφίλ της συσκευής.

— 51 —


Ο χρωματικός χώρος αναφοράς και τα χρωματικά προφίλ είναι δύο από τα βασικά συστατικά των συστημάτων διαχείρισης χρώματος που βασίζονται στο πρότυπο ICC.

6.2

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

Επιχειρήσεις της πληροφορικής και εκδοτικής βιομηχανίας έχουν αναπτύξει συστήματα διαχείρισης χρώματος για τη μετατροπή των χρωμάτων από το χρωματικό χώρο μιας συσκευής στο χρωματικό χώρο άλλης συσκευής. Μια ένωση τέτοιων εταιριών δημιούργησε τον οργανισμό ICC (International Color Consortium) με σκοπό: «...τη δημιουργία, προώθηση και υποστήριξη της προτυποποίησης και εξέλιξης ενός ανοικτού, εμπορικά ανεξάρτητου και διαλειτουργικού συστήματος διαχείρισης χρώματος...». Ένα σύστημα διαχείρισης χρώματος δίνει τη δυνατότητα στο χρήστη να υλοποιεί χρωματικούς μετασχηματισμούς, να γνωρίζει εκ των προτέρων ποια χρώματα μπορούν να αναπαραχθούν με ακρίβεια σε μια συσκευή, να παράγει έντυπα και εικονικά δοκίμια με σχετικά χαμηλό κόστος προσομοιώνοντας τη χρωματική γκάμα μιας συσκευής σε αυτή μίας άλλης συσκευής και να ρυθμίζει (καλιμπράρει) περιφερειακές συσκευές (οθόνες, σαρωτές, εκτυπωτές κλπ) χρησιμοποιώντας χρωματικά προφίλ και σχετικές εφαρμογές λογισμικού. Τα συστήματα διαχείρισης χρώματος επιτελούν δύο βασικές λειτουργίες: Προσδίδουν (αναθέτουν) συγκεκριμένο χρωματικό νόημα στις αφηρημένες αριθμητικές τιμές ενός ψηφιακού εγγράφου εικόνας.

— 52 —


Μετατρέπουν τις αριθμητικές τιμές ενός εγγράφου που επικοινωνούνται σε διάφορες συσκευές, σύμφωνα με προκαθορισμένους κανόνες, έτσι ώστε κάθε συσκευή να αναπαράγει τα ίδια χρώματα ή χρώματα που προσομοιάζουν και δίνουν την ίδια οπτική εντύπωση. Το ColorSync της Apple και το ICM (Image Color Matching) της Microsoft είναι συστήματα διαχείρισης χρώματος (CMS) τα οποία επιχειρούν στο επίπεδο του λειτουργικού συστήματος εξασφαλίζοντας για τις διάφορες εφαρμογές λογισμικού αξιόπιστους χρωματικούς μετασχηματισμούς σύμφωνα με τις οδηγίες των χρωματικών προφίλ ICC.

ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ICC

7

Κάθε σύστημα διαχείρισης χρώματος που βασίζεται στο πρότυπο ICC, χρησιμοποιεί τέσσερα βασικά στοιχεία: −

Ένα χρωματικό χώρο αναφοράς.

Χρωματικά προφίλ.

Ένα δομοστοιχείο διαχείρισης χρώματος.

Αλγόριθμους (προθέσεις) χρωματικής απόδοσης.

7.1

Ο ΧΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

Ο χρωματικός χώρος αναφοράς ή αλλιώς «συνδετικός χώρος προφίλ» (PCS - Profile Connection Space) είναι ένας διακριτός χρωματικός χώρος, ανεξάρτητος-συσκευών, ο οποίος χρησιμοποιείται σαν ενδιάμεσος σταθμός κατά τους χρωματικούς μετασχηματισμούς από χρωματικούς χώρους πηγής σε χρωματικούς χώρους προορισμού.

— 53 —


Ο Χρωματικός Χώρος Αναφοράς είναι το μέτρο που χρησιμοποιούμε για να μετρήσουμε και να ορίσουμε το χρώμα σε μια χρωματική μετατροπή. Το πρότυπο ICC χρησιμοποιεί δύο τέτοιους διαφορετικούς χρωματικούς χώρους, το χώρο XYZ (CIE XYZ) και το χώρο L*a*b* (CIE LAB), ανάλογα με τον τύπο του χρωματικού προφίλ που εμπλέκεται στο μετασχηματισμό. Και οι δύο χώροι αναπαριστούν τα χρώματα που γίνονται αντιληπτά από ένα κανονικό (παρατηρητή) θεατή 6 με κανονική έγχρωμη όραση. 7.2

ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΙΚΑ ΠΡΟΦΙΛ

Τα χρωματικά προφίλ είναι έγγραφα με δεδομένα που χρησιμοποιούνται από το σύστημα διαχείρισης χρώματος για τις μετατροπές των χρωμάτων μιας εικόνας, από ένα χρωματικό χώρο σε ένα άλλο. Περιέχουν πληροφορίες που δίνουν χρωματικό νόημα στις αφηρημένες τιμές RGB ή CMYK του εγγράφου, προσδιορίζοντας μια συγκεκριμένη χρωματική γκάμα ή περιγράφουν ένα χρωματικό χώρο. Διαφορετικού τύπου χρωματικά προφίλ διαφορετικές πληροφορίες με διαφορετικό τρόπο.

περιέχουν

Οι πληροφορίες αυτές, σε ότι αφορά στα προφίλ συσκευών, έχουν τη μορφή συγκριτικών πινάκων (LUT- Lookup Tables) με καταχωρήσεις των χρωμάτων (τιμές RGB ή CMYK) που περιέχονται στο χρωματικό χώρο (τη χρωματική γκάμα μιας συσκευής) και με καταχωρήσεις των πραγματικών χρωμάτων

6

Τα χαρακτηριστικά του “κανονικού παρατηρητή” έχουν καθοριστεί σε πρότυπα από την ανάλογη επιτροπή εργασίας του οργανισμού CIE.

— 54 —


στα οποία αντιστοιχούν τα δεδομένα χρωματικό χώρο αναφοράς (XYZ ή LAB).

στον

ενδιάμεσο

Κάθε χρωματικό προφίλ περιέχει πολλαπλούς συγκριτικούς πίνακες, οι οποίοι αναφέρονται σαν ετικέτες (tags). Οι ετικέτες ΑΒ μεταφράζουν τα χρώματα από τη συσκευή στο χώρο αναφοράς και οι ετικέτες ΒΑ μεταφράζουν τα χρώματα από το χώρο αναφοράς στο χώρο της συσκευής προορισμού. Για κάθε αλγόριθμο χρωματικής απόδοσης υπάρχει ένα ζευγάρι ετικετών ΑΒ και ΒΑ. Η δομή ενός εγγράφου χρωματικού προφίλ (μορφότυπος icc) επιτρέπει την περιγραφή μιας μεγάλης ποικιλίας συσκευών και οι προδιαγραφές του καθορίζονται από τον οργανισμό ICC. Η τελευταία έκδοση προδιαγραφών του μορφότυπου είναι η 4 (v4)7.

Εικόνα 3. Διαφορετικές ετικέτες (πληροφορίες) του προφίλ Adobe RGB(1998), το οποίο χρησιμοποιείται σαν χώρος επεξεργασίας και του προφίλ μιας συσκευής εισόδου (σαρωτής Epson), όπως φαίνονται μέσα από την εφαρμογή ColorSync της Αpple. Και στα δύο είναι επιλεγμένη η ετικέτα ‘wtpt’, η οποία περιγράφει το σημείο λευκού στο χώρο XYZ. 7

βλέπε: http://www.color.org

— 55 —


Χρωματικά Προφίλ Πηγής και Προορισμού Για κάθε αντιστοίχιση και μετατροπή τιμών ενός χρωματικού χώρου σε αυτές ενός άλλου, το σύστημα διαχείρισης χρώματος θα πρέπει να γνωρίζει ποιά είναι τα χρωματικά δεδομένα (πηγή) και σε ποιά δεδομένα θα πρέπει να τα αντιστοιχίσει (προορισμός). Χρειάζονται δηλαδή δύο χρωματικά προφίλ. Το χρωματικό προφίλ που σχετίζεται με μια εικόνα και περιγράφει τα χρωματικά χαρακτηριστικά της συσκευής στην οποία δημιουργήθηκε η εικόνα, λέγεται προφίλ πηγής (source profile). Για την προβολή της εικόνας αυτής απαιτείται η χρήση ενός άλλου χρωματικού προφίλ το οποίο περιγράφει τα συγκεκριμένα χρωματικά χαρακτηριστικά της συσκευής προβολής, όπως αυτά της οθόνης ενός υπολογιστή. Το προφίλ αυτό λέγεται προφίλ προορισμού (destination profile). Στην περίπτωση εκτύπωσης της εικόνας το προφίλ προορισμού είναι το χρωματικό προφιλ ICC του εκτυπωτή. Η έννοια των προφίλ πηγής και προορισμού αναφέρεται στο ρόλο που αναλαμβάνουν δύο χρωματικά προφίλ για την επιτέλεση ενός χρωματικού μετασχηματισμού και όχι σε κάποια ειδική κατηγορία χρωματικών προφίλ. Τα χρωματικά προφίλ εισαγωγής χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά σαν προφίλ πηγής, ενώ τα προφίλ προβολής και εξόδου αναλαμβάνουν και τους δύο ρόλους.

— 56 —


7.3

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΦΙΛ

Το πρότυπο ICC περιγράφει δύο βασικές κατηγορίες χρωματικών προφίλ. Τα χρωματικά προφίλ συσκευών και τα προφίλ χρωματικών χώρων και ειδικής χρήσης. Χρωματικά Προφίλ Συσκευών Ένα χρωματικό προφίλ συσκευής (device profile) χαρακτηρίζει μια συγκεκριμένη συσκευή περιγράφοντας τα χρωματικά χαρακτηριστικά που έχει κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Για παράδειγμα, μια οθόνη μπορεί να έχει περισσότερα από ένα προφίλ, ανάλογα με τη ρύθμιση gamma και τη ρύθμιση του λευκού που επιλέγει ο χρήστης. Ένας εκτυπωτής έχει πάντοτε διαφορετικά προφίλ, ανάλογα με το συνδιασμό χαρτιού και μελανιών που χρησιμοποιεί. Τα χρωματικά προφίλ συσκευών περιέχουν πληροφορίες που αφορούν σε τρείς βασικές παραμέτρους: Στη χρωματική γκάμα (κλίμακα) που μπορεί να αναπαράγει η συσκευή. Η χρωματική γκάμα μιας οθόνης εξαρτάται από τη χρωματικότητα των φωσφόρων που χρησιμοποιεί, ενός σαρωτή ή μιας ψηφιακής φωτογραφικής μηχανής από τη χρωματικότητα των φίλτρων που χρησιμοποιούνται μπροστά από τους αισθητήρες και μιας εκτυπωτικής συσκευής από τα μελάνια, το χαρτί και το μηχανισμό εκτύπωσης. Στη δυναμική κλίμακα αναπαραγωγής χαρακτηριστικά λευκού και μαύρου).

(χρωματικά

Στα χαρακτηριστικά τονικής αναπαραγωγής της συσκευής, δηλαδή στη σχέση ανάμεσα σε μια τιμή εισόδου και στην αντίστοιχη τιμή εξόδου. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι η τιμή Gamma μιας οθόνης CRT ή η παράμετρος dot gain ενός πιεστήριου.

— 57 —


Τα χρωματικά προφίλ συσκευών διακρίνονται σε: !

Προφίλ Εισόδου (Input), για σαρωτές και ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές.

!

Προφίλ Προβολής (Display), για οθόνες CRT και LCD.

!

Προφίλ Εξόδου (Output), για εκτυπωτικές συσκευές και τυπογραφικά πιεστήρια.

Όλα τα χρωματικά προφίλ συσκευών, είναι «αμφίδρομα» με την έννοια ότι εξυπηρετούν μετατροπές από τους χώρους των συσκευών στον χώρο αναφοράς (A→B) και αντίστροφα (B→A). Η μόνη εξαίρεση είναι τα προφίλ σαρωτών τα οποία υποστηρίζουν αποκλειστικά μετατροπές από το χώρο της συσκευής στο χώρο PCS (A→B), είναι δηλαδή «μονόδρομα», καθώς η μετατροπή και πάλι στο χώρο του σαρωτή δεν έχει κανένα πρακτικό νόημα. Προφίλ Χρωματικών Χώρων Τα προφίλ χρωματικών χώρων (ColorSpace Profiles) είναι προφίλ που περιγράφουν ανεξάρτητους-συσκευών χρωματικούς χώρους RGB, σε αντίθεση με τα προφίλ προβολής που περιγράφουν τα συγκεκριμένα αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά μιας οθόνης. Χρησιμοποιούνται από το Δομοστοιχείο Διαχείρισης Χρώματος (CMM) σαν προφίλ οθόνης αλλά συμπεριφέρονται σαν προφίλ χρωματικών χώρων. Τέτοιο παράδειγμα είναι το προφίλ του χρωματικού χώρου AdobeRGB(1998). Λόγω του ότι είναι ανεξάρτητα συσκευών, είναι πάντοτε ακριβή.

— 58 —


Tύπος Προφίλ Εισόδου Προφίλ Εξόδου Προφίλ Προβολής Device Link

Χρήση Για σαρωτές, φωτογραφικές μηχανές, κλπ Για εκτυπωτές Για οθόνες, προβολείς δεδομένων, κλπ Για μετατροπές ανάμεσα σε χώρους συσκευών

Προφίλ Χρωματικού

Για μετατροπές ανάμεσα σε

χώρου

χώρους εργασίας

Πίνακας 2. Διάφοροι τύποι χρωματικών προφίλ ICC και η χρήση τους.

7.3.1 Ενσωματωμένα Χρωματικά Προφίλ Τα χρωματικά προφίλ μπορούν να ενσωματωθούν σε ψηφιακά αρχεία εικόνας με τη μορφή μεταδεδομένων. Μπορούν για παράδειγμα να ενσωματωθούν σε μορφότυπους αρχείων JPEG, EPS, TIFF και PICT αλλά και σε άλλους ιδιογενείς εμπορικούς μορφότυπους διάφορων εφαρμογών λογισμικού. Η ενσωμάτωσή τους επιτρέπει την αυτόματη απόδοση της χρωματικής πληροφορίας καθώς η εικόνα μεταφέρεται από συσκευή σε συσκευή.

Εικόνες που μεταφέρονται χωρίς ενσωματωμένο χρωματικό προφίλ, είναι πληροφορίες χωρίς νόημα, καθώς η σωστή απόδοσή τους σε ένα άλλο σύστημα είναι μάλλον θέμα τυχαίων επιλογών του χρήστη. Ένα τυπικό μέγεθος χρωματικού προφίλ RGB είναι περίπου 500 byte, κάτι που δεν επιβαρύνει σοβαρά το μέγεθος ενός εγγράφου εικόνας. Η ενσωμάτωση ενός χρωματικού προφίλ σε — 59 —


ένα αρχείο εικόνας, δεν αλλάζει τα δεδομένα (τιμές RGB ή CMYK) της εικόνας.

Εικόνα 4. Το πλαίσιο διαλόγου Save As στην εφαρμογή Adobe Photoshop CS2 (v.9), επιτρέπει την ενσωμάτωση χρωματικών προφίλ ICC στο έγγραφο εικόνας.

Εικόνα 5. Στο παράθυρο εργασίας της εφαρμογής Adobe Photoshop CS2 , εμφανίζονται ενδείξεις που αφορούν στην ύπαρξη ή όχι ενσωματωμένου χρωματικού προφίλ στο έγγραφο εικόνας.

— 60 —


7.4

CMM

Το Δομοστοιχείο Διαχείρισης Χρώματος (CMM - Color Management Module8) είναι μια μηχανή λογισμικού, ενσωματωμένη σε εφαρμογές γραφικών, λειτουργικά συστήματα και οδηγούς συσκευών, η οποία χρησιμοποιεί χρωματικά προφίλ για να μετατρέψει και να αντιστοιχίσει τα χρώματα ενός συγκεκριμένου χρωματικού χώρου ή μιας συγκεκριμένης συσκευής, σε αυτά ενός άλλου χώρου ή μιας άλλης συσκευής. Χρωματική Μετατροπή (Color Conversion) είναι η διαδικασία της μετατροπής των χρωμάτων ενός χρωματιού χώρου σε αυτά ενός άλλου. Αυτό γίνεται με την αλλαγή των τιμών που προσδιορίζουν το χρώμα, στις τιμές που προσδιορίζουν το χρώμα στο νέο χρωματικό χώρο προορισμού. Χρωματική Αντιστοίχιση (Color Matching) είναι η διαδικασία ρύθμισης (ταίριασμα) των χρωμάτων που έχουν υποστεί μετατροπή με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτευχθεί η επιθυμητή (συνήθως μέγιστη δυνατή) ομοιότητα. Η χρωματική αντιστοίχιση είναι απαραίτητη όταν γίνεται μετατροπή σε ένα νέο χρωματικό χώρο με μικρότερη χρωματική γκάμα από αυτή του αρχικού. Η χρωματική αντιστοίχιση προϋποθέτει χρωματική μετατροπή, ενώ μια χρωματική μετατροπή μπορεί και να μην εμπεριέχει χρωματική αντιστοίχιση. Tα χρωματικά προφίλ δεν μπορούν να περιέχουν στους πίνακές τους όλες τις τιμές του χρωματικού χώρου PCS για κάθε πιθανό συνδιασμό τιμών RGB (προφίλ συσκευής εισόδου) αλλά ούτε και όλες τις τιμές CMYK για κάθε χρώμα του χώρου PCS (προφίλ συσκευής εξόδου). Αν συνέβαινε κάτι 8

Πολλές φορές αναφέρεται και σαν Color Matching Module ή Color Matching Method.

— 61 —


τέτοιο, το μέγεθος του προφίλ θα ήταν τεράστιο και η ενσωμάτωσή του στα έγγραφα εικόνας θα ήταν προβληματική. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιούνται μερικές μόνο τιμές, δειγματοληπτικά. Ο βασικός ρόλος του CMM σε ένα χρωματικό μετασχηματισμό έγκειται στον υπολογισμό των ενδιάμεσων τιμών, που απουσιάζουν από τους πίνακες των χρωματικών προφίλ, με τη μέθοδο της παρεμβολής. Η ποιότητα των μαθηματικών υπολογισμών και ιδιαίτερα ο υπολογισμός του λευκού σημείου, είναι κάτι που μπορεί να ελεγχθεί μόνο στην πράξη, πειραματικά.

Εικόνα 6. Επιλογή CMM σε μετατροπή χρωματικού χώρου από το μενού της εντολής Convert to Profile thw εφαρμογής Adobe Photoshop (Mac OS X).

Ανάλογα με το λειτουργικό σύστημα και τις εφαρμογές που χρησιμοποιούνται, υπάρχουν αρκετά CMM διαθέσιμα από εταιρίες όπως η Adobe, η Apple, η Kodak, η Heidelberg και άλλες.

— 62 —


Το δομοστοιχείο διαχείρισης χρώματος (Color Management Module) είναι μια «μηχανή» λογισμικού που αναλαμβάνει τη μετατροπή ή αντιστοίχιση των χρωμάτων μιας ψηφιακής εικόνας από ένα χρωματικό χώρο σε ένα άλλο. 7.5

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ

Στην περίπτωση που χρώματα μιας εικόνας (χρωματικός χώρος πηγής) δεν συμπεριλαμβάνονται στη χρωματική γκάμα μιας συσκευής αναπαραγωγής (χρωματικός χώρος προορισμού) σημαίνει ότι δεν μπορούν να αναπαραχθούν και θα πρέπει ή να αποκοπούν, να μην υπάρχουν δηλαδή στην τελική αναπαραγωγή ή να αντικατασταθούν με κάποια διαθέσιμα χρώματα. Η απόφαση για τον τρόπο με τον οποίο το CMM θα πρέπει να διαχειριστεί το πρόβλημα εξαρτάται από το σκοπό της αναπαραγωγής, την τελική δηλαδή χρήση της εικόνας. Είναι προφανές ότι άλλες είναι οι απαιτήσεις ενός φωτογράφου που αναπαράγει μια φωτογραφική εικόνα και άλλες ενός γραφίστα που θέλει να τυπώσει ένα λογότυπο. Οι λύσεις στο πρόβλημα, εκτός από την προφανή που είναι η μη αναπαραγωγή των εκτός γκάμας χρωμάτων, είναι: −

9

Η μείωση του κορεσμού των χρωμάτων πηγής έτσι ώστε αυτά να «χωρέσουν» στη νέα χρωματική γκάμα, η συμπίεση δηλαδή της χρωματικής γκάμας9.

Πρακτικά δηλαδή τη μείωση της επιφάνειας του αποτυπώματος στο διάγραμμα χρωματικότητας Yxy, επαναπροσδιορίζοντας όλα τα χρώματα πιό κοντά στο σημείο του λευκού.

— 63 —


Η αποκοπή (ψαλίδισμα) των χρωμάτων και η αντικατάστασή τους με το αμέσως επόμενο διαθέσιμο χρώμα του νέου χώρου.

Το πρότυπο ICC v.2 προσδιορίζει τέσσερις αλγόριθμους10 που ονομάζει προθέσεις χρωματικής απόδοσης, τους Perceptual, Relative Colorimetric, Saturation και Absolute Colorimetric, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατ’ επιλογή και να δώσουν διαφορετικές λύσεις στο πρόβλημα, ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι αλγόριθμοι Perseptual και Saturation χρησιμοποιούν μεθόδους συμπίεσης της χρωματικής γκάμας, ενώ οι αλγόριθμοι Relative και Absolute Colorimetric χρησιμοποιούν μεθόδους αποκοπής της χρωματικής γκάμας. Οι πιο χρήσιμοι αλγόριθμοι χρωματικής απόδοσης σε ροές εργασίας που αφορούν ψηφιακές φωτογραφικές εικόνες είναι οι Perceptual και Relative Colorimetric.

Perceptual (αντιληπτός) Ο αλγόριθμος αυτός εκμεταλλεύεται το ότι η ανθρώπινη έγχρωμη αντίληψη είναι πιό ευαίσθητη στις σχέσεις ανάμεσα στα χρώματα παρά στα χρώματα αυτά καθεαυτά. Μετατρέπει (επαναχαρτογραφεί) όλα τα χρώματα του χώρου πηγής, ακόμα και αυτά που εμπίπτουν στη γκάμα του νέου χώρου, έτσι ώστε να «συμπιεστούν» στο χώρο προορισμού, διατηρώντας όμως τις σχετικές τους θέσεις, εξασφαλίζοντας 10

Στην τελευταία έκδοση του πρότυπου ICC v.4, οι προθέσεις χρωματικής απόδοσης διαφέρουν (βλέπε www.color.org).

— 64 —


μια ανάλογη χρωματική εμφάνιση με την αρχική. Η συμπίεση επιτυγχάνεται με μείωση του κορεσμού των χρωμάτων. Κατά μια πρακτική έννοια θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν έχουμε καμμία αντιληπτή απώλεια χρωμάτων της εικόνας που θα μετατραπεί. Η μέθοδος είναι ιδανική για ψηφιακές φωτογραφικές εικόνες συνεχών τόνων.

Γράφημα 14. Μετατροπή ενός τυπικού χώρου RGB σε ένα τυπικό χώρο CMYK. Η μετατροπή με τον αλγόριθμο Perceptual έχει σαν στόχο τη διατήρηση των χρωματικών αναλογιών της εικόνας.

Relative colorimetric (σχετικά χρωματομετρικός) Η μέθοδος βασίζεται στο ότι η όρασή μας πάντοτε προσαρμόζεται στο λευκό του μέσου που κοιτάμε. Ο αλγόριθμος Relative Colorimetric αποκόπτει όλα τα εκτός γκάμας χρώματα μετατρέποντάς τα, στα αμέσως επόμενα διαθέσιμα του νέου χώρου, αφήνει τα χρώματα που εμπίπτουν — 65 —


στο νέο χώρο ως έχουν και προσαρμόζει το λευκό του χώρου πηγής στο λευκό του χώρου προορισμού. Σε μια μετατροπή δηλαδή, που αφορά εκτύπωση, το λευκό πηγής μετατρέπεται στο λευκό του χαρτιού όπου και θα γίνει η εκτύπωση. Ένα μειονέκτημα είναι ότι δύο διαφορετικά χρώματα του χώρου πηγής μπορεί να μετατραπούν στο ίδιο χρώμα, καθώς όλα τα χρώματα εκτός γκάμας θα χαρτογραφηθούν πάνω στο περίγραμμα του χώρου προορισμού, με αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των χρωμάτων και τη συμπίεση της τονικής διαβάθμισης της εικόνας. Για το λόγο αυτό δεν συνιστάται η χρήση του για φωτογραφικές εικόνες με πάρα πολλά χρώματα εκτός γκάμας προορισμού.

Γράφημα 15. Μετατροπή με τον αλγόριθμο Relative Colorimetric. Τα χρώματα εκτός γκάμας προορισμού επαναχαρτογραφούνται στο περίγραμμα του νέου χώρου διατηρώντας τη φωτεινότητα και την απόχρωση, όχι όμως και τον κορεσμό τους. Το λευκό του χώρου πηγής μετατοπίζεται στη θέση του λευκού του νέου χώρου.

— 66 —


Saturation (κορεσμός) Ο αλγόριθμος Saturation στοχεύει στη δημιουργία έντονων χρωμάτων, μετατρέποντας τα κορεσμένα χρώματα πηγής στα κορεσμένα χρώματα προορισμού. Η τυπική του χρήση αφορά γραφικές εφαρμογές όπου τα έντονα και κορεσμένα χρώματα ενδιαφέρουν περισσότερο από τη χρωματική ακρίβεια.

Γράφημα 16. Μετατροπή με τον αλγόριθμο Saturation. Το αποτέλεσμα είναι κορεσμένα χρώματα χωρίς απαραίτητα χρωματική ακρίβεια.

Absolute colorimetric (απόλυτα χρωματομετρικός) Ο αλγόριθμος Absolute Colorimetric λειτουργεί όπως και ο Relative Colorimetric, με τη διαφορά ότι δεν ταιριάζει το λευκό πηγής με το λευκό προορισμού. Στην πράξη δηλαδή, αν το προφίλ πηγής έχει ψυχρό λευκό (προς το μπλε) και το προφίλ προορισμού αφορά εκτύπωση όφσετ σε ένα «ζεστό» χαρτί — 67 —


(προς το κίτρινο), η χρωματική μετατροπή θα προσθέσει κυανό στις λευκές περιοχές της εικόνας για να προσομοιώσει το λευκό του πρωτότυπου. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για εφαρμογές όπου η χρωματική ακρίβεια είναι το ζητούμενο, όπως για παράδειγμα η αναπαραγωγή του κίτρινου της Kodak ή του κόκκινου της Coca Cola και σπάνια χρησιμοποιείται για μετατροπές φωτογραφικών εικόνων.

Γράφημα 17. Μετατροπή με τον αλγόριθμο Absolute Colorimetric. Τα χρώματα που βρίσκονται εκτός γκάμας προορισμού “χάνονται” καθώς χαρτογραφούνται στις αμέσως επόμενα διαθέσιμες θέσεις τυο νέου χώρου.

— 68 —


8 Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΧΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ

ΠΡΑΞΗ

Η διαχείριση χρώματος σε μια ψηφιακή φωτογραφική ροή εργασίας εφαρμόζεται με δύο βασικές ενέργειες: !

Την ανάθεση ή ενσωμάτωση ενός χρωματικού προφίλ στο έγγραφο εικόνας.

!

Τη μετατροπή του χρωματικού προφίλ που έχει ανατεθεί ή ενσωματωθεί στο έγγραφο εικόνας (προφίλ πηγής) σε ένα άλλο χρωματικό προφίλ (προφίλ προορισμού).

Η πρώτη ενέργεια εξασφαλίζει ένα χρωματικό νόημα για τις αριθμητικές τιμές της εικόνας, αφού τους προσδίδει ταυτότητα σε ένα πλαίσιο αναφοράς, δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο χρωματικό χώρο. Το τίμημα αυτής της ενέργειας είναι η αλλαγή της οπτικής εμφάνισης των χρωμάτων. Αυτό συμβαίνει γιατί με την ανάθεση ή ενσωμάτωση ενός χρωματικού προφίλ στο έγγραφο εικόνας, οι τιμές RGB ή CMYK δεν αλλάζουν, απλά αναπαριστώνται με το χρώμα που αντιστοιχεί σε αυτές στο νέο χρωματικό χώρο. Με τη δεύτερη εξασφαλίζεται ότι η χρωματική εμφάνιση της εικόνας θα παραμείνει η ίδια όταν αναπαραχθεί στη συσκευή προορισμού. Το τίμημα αυτής της ενέργειας είναι η αλλαγή των αριθμητικών τιμών της εικόνας, δηλαδή, στην πράξη, η δημιουργία ενός νέου εγγράφου εικόνας. Η αλλαγή αυτή συνεπάγεται και τη μείωση της ποιότητας της εικόνας, καθώς ανάλογα με τον επιλεγμένο αλγόριθμο χρωματικής απόδοσης, κάποια χρώματα αποκόπτονται ή αλλάζουν χρωματικά χαρακτηριστικά και για λόγους καλής πρακτικής, συνήθως υλοποιείται άπαξ πριν από το στάδιο της τελικής εκτύπωσης της εικόνας.

— 69 —


Εικόνα 7. Επιλογές στο πλαίσιο διαλόγου Convert to Profile της εφαρμογής Adobe Photoshop CS2 (Mac OS X).

Προϋπόθεση για την αποτελεσματική εφαρμογή των δύο ενεργειών είναι το σωστό καλιμπράρισμα των συσκευών που εμπλέκονται στη ροή εργασίας, δηλαδή η ρύθμισή τους σε μια γνωστή λειτουργική κατάσταση, και η δημιουργία αξιόπιστων χρωματικών προφίλ, δηλαδή ο σωστός χαρακτηρισμός της χρωματικής τους συμπεριφοράς.

— 70 —


9 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Roy S Berns , Saltzman’s. Principles of Color Technology. Wiley, 2000. Bruce Fraser, Fred Bunting, Chris Murphy. RealWorld Color Management, Peachpit Press, 2003. R.W.G.Hunt. Measuring Colour. Fountain Press, 2001. GüntherWyszecki, W.S.Stiles. Color Science: Concepts and Methods, Quantitative Data and Formulae. John Wiley & Sons, 2000. James D. Foley. Computer Graphics: Principles and Practice. Addison-Wesley, 1990. Hering E., Outlines of a Theory of the Light Sense, Cambridge, Mass., Harvard Univ. Press, 1964. Adams, Richard M. & Weisberg, Joshua B. The GATF Practical Guide to Color Management.

10 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ Absolute colorimetric ................ 69 Adobe RGB (1998) ....................48 Apple RGB ................................ 47 ColorMatch RGB........................ 47 ColorSpace Profiles .................... 61 ColorSync ..................................54 ICC-International Color Consortium ........................... 53 ICM, Image Color Matching ......54 Perceptual.................................. 67 ProPhoto RGB ...........................49 Relative colorimetric ................. 68 Saturation ................................. 68 sRGB ........................................ 46 ανάθεση χρωματικού προφίλ .... 72 απόχρωση.................................. 17 αφαιρετική χρωματική σύνθεση 20 Δομοστοιχείο Διαχείρισης Χρώματος ............................. 64

δυναμική κλίμακα αναπαραγωγής .. 60 κωνία ................................................ 10 κορεσμός .......................................... 17 λαμπρότητα ...................................... 18 μεταμερισμός .................................. 20 ουδέτερη χρωματική ισορροπία....... 45 προσθετική χρωματική σύνθεση ....... 19 Προφίλ Εξόδου .................................61 Προφίλ Προβολής .............................61 ραβδία .............................................. 10 τριχρωματική όραση ........................ 20 φωτεινότητα ..................................... 18 χρωματική αντιπαλότητα .................16 χρωματική αντιστοίχιση ................... 64 χρωματική γκάμα ............................ 60 χρωματική μετατροπή ................ 64, 72 χρωματική ομοιμορφία, αντιληπτή .. 46

— 71 —


— 72 —


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.