Metropolis: a deception | Η πλάνη της Μητρόπολης

Page 1


Αγγελική Μουρελάτου Κωνσταντίνα Κοτζαγεώργη Επιβλέπων Καθηγητής Γεώργιος Πανέτσος Πανεπιστήμιο Πατρών Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ακαδημαϊκό έτος 2017-2018


Αποδομώντας την αθηναϊκή ταυτότητα



Για την πραγματοποίηση της παρούσας ερευνητικής θέλουμε, αρχικά, να ευχαριστήσουμε τον κ. Γεώργιο Πανέτσο για τις ουσιαστικές συμβουλές του και την καθοδήγησή του. Ακόμα, ευχαριστούμε θερμά τους γονείς μας και τα αδέρφια μας για την αδιάκοπη στήριξη αλλά και τη βοήθειά τους, τους φίλους μας και ιδιαίτερα τον Λευτέρη, τη Μυρτώ, τη Μαριαντίνα και τον Μπάντσι για τις συμβουλές τους και την πνευματική τους υποστήριξη.


ABSTRACT

The characterization of a city as a metropolis, both in the realm of architecture and in a wider spectrum is not an uncommon phenomenon. Metro-polises, nowadays, expand throughout the planet, proliferate continuously and they are always becoming more competitive. The original, ancient, term metropolis regards a condition which is not retained anymore by its contemporary versions. Progressing from the initial metropolis to the, known to all, metropolises of the 21st century is certainly not a “linearâ€? nor bloodless process. The multifaceted history of the Western World is expressed in a distinctive way on its material executives, the cities. Thus, modern cities, as a result of that expression, appear equally complex. Their remarkable past, the social structures that develop and act in them throughout the centuries as well as the plurality of images produced in their chaotic nexus of everyday life, transfuse them their unique character. We are thus presented with the fragmented metropolis of the 21st century with the traces of memory, the special ambiences and its undeniable desire to be promoted, which nonetheless manage to create a special urban identity. An identity that, among the cities of the world, acquires multiple expressions. In many, it is structured solely around one fairly obvious feature, thus creating the question of whether that is enough tÎż define them as metropolises. The deconstruction of the identity of a city, that falls within this dilemma, approximates the answer to the question. Athens, a city with an undeniably peculiar present, a totally unstable history and a grave past, deconstructs, with its every moment, the convention of the term metropolis.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο χαρακτηρισμός μιας πόλης ως μητρόπολη, τόσο στον κλάδο της αρχιτεκτονικής όσο και σε ευρύτερο φάσμα, δεν είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Οι μητρο-πόλεις, στη σημερινή εποχή, εκτείνονται σε όλο τον πλανήτη, πολλαπλασιάζονται αδιάκοπα και γίνονται διαρκώς πιο ανταγωνιστικές. Ο αρχικός όρος μητρόπολις, ωστόσο, αφορά μια συνθήκη, η οποία δεν εκπληρώνεται πλέον σε αυτές τις σύγχρονες εκδοχές. Η πορεία από την αρχική μητρόπολη στις, γνωστές σε όλους, μητροπόλεις του 21ου αιώνα, σίγουρα δεν είναι «γραμμική» και αναίμακτη. Η πολυσύνθετη ιστορία του Δυτικού Κόσμου εκφράζεται με εκλεκτό τρόπο στους υλικούς της αντιπροσώπους, τις πόλεις. ΄Έτσι, οι σύγχρονες πόλεις, ως αποτέλεσμα αυτής της έκφρασης, εμφανίζονται εξίσου σύνθετες. Το ιδιαίτερο παρελθόν, τα κοινωνικά σύνολα που αναπτύσσονται και δρουν σε αυτές ανά τους αιώνες, αλλά και η πληθώρα των εικόνων που παράγεται στο πλαίσιο της χαώδους καθημερινότητάς τους, τους προσδίδουν έναν μοναδικό χαρακτήρα. Μας «παραδίδεται», έτσι, η θραυσματική μητρόπολη του 21ου αιώνα, η οποία με τα ίχνη μνήμης, τις ιδιαίτερες ατμόσφαιρες και την ακατάπαυστη επιθυμία της να προβάλλεται καταφέρνει να πλάθει μια ιδιαίτερη αστική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που ανά τις πόλεις του κόσμου εμφανίζει ποικίλες διαφορετικές εκφάνσεις. Σε πολλές, δομείται μόνο από ένα, αρκετά έκδηλο, χαρακτηριστικό δημιουργώντας, δικαίως, το ερώτημα αν μόνο αυτό επαρκεί για τον ορισμό τους ως μητροπόλεις. Η αποδόμηση της ταυτότητας μιας πόλης, που εμπίπτει στην αμφιλεγόμενη αυτή κατηγορία, προσεγγίζει την ενδεχόμενη απάντηση του εν λόγω ερωτήματος. Η Αθήνα, μια πόλη με ένα αδιαμφισβήτητα ιδιόμορφο παρόν, μια απολύτως ασταθή ιστορία και ένα βαρύνον παρελθόν αποδομεί, σε κάθε στιγμή της, τη σύμβαση του όρου μητρόπολη.


0 1

Πρόλογος....................................................................................................................................2

Μητρόπολη-μια εισαγωγή 1. Η μητρόπολη στον χρόνο 1. Από την «πόλις» στη «μητρόπολις»..................................................................................6 2.Η αναγέννηση της μητρόπολης.........................................................................................9 3.Η μητρόπολη του 20ου αιώνα..........................................................................................12 2. ΄Έννοιες που αφορούν τη μητρόπολη 1. Μητρο-πολίτης..................................................................................................................15 2. Κοινωνική δομή................................................................................................................18 3. Πολίτευμα–Πολιτικός χαρακτήρας................................................................................21 4. Οικονομικός πυρήνας......................................................................................................25 5. Χωρική διάρθρωση..........................................................................................................30 3. Μητροπολιτικός χαρακτήρας...............................................................................................33

2

Η μητρόπολη του 21ου αιώνα

1. Μια επισκόπηση.....................................................................................................................38

2. ΄Έννοια και ταυτότητα............................................................................................................42 1. Locus..................................................................................................................................44 1. Μνήμη – Ιστορία – Μνημείο..........................................................................................45 2. Διάρκεια – Ανάπτυξη – Αναπαλαίωση.........................................................................48 2. Ambiance...........................................................................................................................50 1. Η συλλογική μνήμη και οι ομάδες................................................................................52 2. Ατμόσφαιρα και συνέχεια της εικόνας.......................................................................53 3. Παράδοση – Λαϊκό – Pop culture.................................................................................54 3. Vibe....................................................................................................................................58 1. Εικονοπλασία και συμβολισμός στη σύγχρονη κρίση μνήμης και συγκάλυψης....58 2. Το θέαμα, η ζωή και η ψυχαγωγία ως εμπορεύματα...............................................59 3. Η προβολή στην εποχή της κατανάλωσης και των social media.............................61 3. Σύνοψη..................................................................................................................................63


3

Το παράδειγμα της Αθήνας

1. Το βάρος της αθηναϊκής κληρονομιάς...................................................................................68 2. Η αθηναϊκή ταυτότητα στο πέρασμα του χρόνου 1. 1833-1900: Αθήνα του νεοσυσταθέντος κράτους........................................................70 2. 1900-1930: Ο νέος αιώνας................................................................................................71 3. 1930-1950: Από την ακμή στην παρακμή.......................................................................73 4. 1950-1974: Το μοντερνιστικό όνειρο...............................................................................74 5. 1974-2000: Τα χρόνια της μεταπολίτευσης....................................................................76 6. 2000-2012: Αβίωτη πόλη..................................................................................................77 7. Το παράδειγμα της Αθήνας εν έτει 2018........................................................................80 3. Η Αθήνα μητρόπολη;..............................................................................................................82

_

Επίλογος....................................................................................................................................87

Σημειώσεις........................................................................................................................................93 Βιβλιογραφία...................................................................................................................................98 Κατάλογος εικόνων.........................................................................................................................102




1


Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε σε τέτοιο βαθμό εξοικειωμένοι με κάποια μορφή της πόλης, που μας καθιστά ανίκανους να την εξετάσουμε με αντικειμενικό βλέμμα. Εάν μπορούσαμε, –εάν, για παράδειγμα, είχαμε καταφθάσει στη Γη από κάποιον άλλο πλανήτη κάποια στιγμή εντός των τελευταίων τεσσάρων χιλιάδων χρόνων– το πρώτο στοιχείο που θα αναγνωρίζαμε θα ήταν οι υλικές μορφές των γήινων πόλεων. Πιο συγκεκριμένα το τι θα βλέπαμε εξαρτάται από τη χρονική στιγμή της άφιξής μας. Παρόλα αυτά υπάρχουν κάποια υλικά χαρακτηριστικά που παραμένουν σταθερά στο πέρασμα του χρόνου, ακόμη κι αν οι αιτίες της ύπαρξής τους δεν είναι άμεσα εμφανείς από την υλική τους υπόσταση. Πόλεις δεν είναι μόνο κτήρια. Είναι μια ισχυρή ένωση κτηρίων και ανθρώπων. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι δημιουργούν, χρησιμοποιούν και αλληλοεπιδρούν με τη δομή των αστικών τους συγκεντρώσεων, καθιστούν μια μοναδική ενότητα. Υπάρχουν κάποιες καθοριστικές πτυχές των πόλεων που αποτελούν τα οπτικά στοιχεία για τη φύση τους. ΄Ένας έξω-γήινος επισκέπτης του πλανήτη μας είναι πιθανό να αφηνόταν στην απλή παρατήρηση αυτών των οπτικών υλικών πτυχών και παρόλη την πληρότητα αυτής της οπτικά συναρπαστικής εμπειρίας, θα άφηνε αναπάντητα πολύ πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα. Ερωτήματα όπως, τι είναι πόλη; Τι οδηγεί το ανθρώπινο είδος να καθιστά την πόλη αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής στη Γη; Ανατρέχοντας στην εξέλιξη του κόσμου συναντάμε τον πρωτόγονο άνθρωπο και την πρώτη ανάγκη του για δημιουργία οικίας. Αυτή η ανάγκη επιβίωσης ακολουθήθηκε από τους αρχαίους οικισμούς και από την αρχαία πόλις. Μεσαίωνας, μεσαιωνική πόλη. Μια κωμόπολη ήσσονος σημασίας, περίκλειστη από τείχη και χαραγμένη από στενούς, δαιδαλώδεις δρόμους. Βιομηχανική επανάσταση, νέες τεχνολογίες, καινοτόμες τεχνικές, εργοστάσια, σιδηροδρομικές γραμμές, βιομηχανίες. Η πόλη εκρήγνυται. Γραμμές μετρό και αυτοκινητόδρομοι, προάστια, ψηλές πολυκατοικίες. Η παλαιά μεσαιωνική πόλη αποτελεί, πλέον, το παραδοσιακό κέντρο της νέας πόλης. Ένα κέντρο φορτισμένο με μια βαρύνουσα ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά. Και η νέα πόλη, η μητρο-πόλη, εξαπλώνεται, διαχέεται, εκτείνεται αέναα. Πως συνέβη, όμως, αυτή η διαδικασία; Ποιοι παράγοντες ώθησαν προς αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές; Παρόλη τη σύνθεση και αποσύνθεση που βίωσε η σύγχρονη πόλη στην ιστορία της, η πίστη των ανθρώπων σε αυτή δεν κλονίστηκε. Η πεποίθησή τους ότι στην πόλη θα τους προσφερόταν μια ακόμη ευκαιρία παρέμεινε ισχυρή. ΄Έτσι, οι άνθρωποι θεωρούν την πόλη ως τον χώρο τους, τον χώρο που μπορούν να κερδίσουν τα χρειώδη, να διακριθούν και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Μια προσγειωμένη ουτοπία. ΄Όπως άλλωστε έχει υποστηρίξει και ο Αλεχάντρο Αραβένα: «΄Έχει αποδειχθεί πως οι άνθρωποι ζουν καλύτερα στις πόλεις.»1. Πόσο μάλλον στις σύγχρονες μητροπόλεις. Η μητροπολιτική ζωή είναι το παρόν και το μέλλον μας2. Γιατί, όμως, να αναλυθεί και να ερευνηθεί μια έννοια τόσο καθημερινή όσο αυτή της μητρόπολης; Μα ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Η σπουδαιότητα της παραδοχής πως για να κατανοήσουμε την ίδια μας την καθημερινότητα είναι απαραίτητη η ανάγνωση της κουλτούρας της ίδιας μας της μητρόπολης, συναρπάζει. Η ιστορία είναι μέρος της κουλτούρας και καθώς αυτή αλλάζει, αλλάζουν και οι τρόποι με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν, το παρόν, αλλά και το μέλλον. ΄Ένα συνονθύλευμα ιχνών, στοιχείων, ατμοσφαιρών και ενεργειών διαφορετικών εποχών και συνθηκών που βιώνουμε αλλά δεν παρατηρούμε. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να ορίσουμε την πόλη; Είναι τα κτήριά της, οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτήν, οι μύθοι που την περιβάλλουν, οι άνθρωποι που την κατοικούν σήμερα ή αυτοί που την κατοικούσαν χθες ή, ακόμη, αυτοί που θα την κατοικήσουν αύριο, είναι οι χαράξεις των δρόμων, η ζωή στις πλατείες και στα πάρκα, ή όλα αυτά μαζί; Ποια είναι η ταυτότητά της;

1 Alejandro Aravena, My architectural philosophy? Bring the community into the process, TEDGlobal 2014, Οκτώβριος 2014, (Προβολή: 26 Οκτωβρίου, 2018). https://www.youtube.com/watch?v=o0I0Poe3qlg .

2 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, Στιγμιότυπα της Νεωτερικότητας. Γκέοργκ Ζίμμελ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ζηγκφρηντ Κρακάουερ, μτφ. Γεωργία Γιαννακοπούλου και Βασίλης Τομάνας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2009, σελ. 28.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

2




2


6

1.1 Η μητρόπολη στον χρόνο Η νεοελληνική λέξη «πόλη», προέρχεται από την αρχαιοελληνική «πόλις». Η τελευταία, διάφορη της λέξης άστυ και ετυμολογικά συγγενική με τις λέξεις πολίτευμα και πολιτική1, αναφέρεται στον τόπο όπου συναθροίζονται και οργανώνονται πολίτες, οι οποίοι εκφράζουν άποψη στα κοινά. Κατά την αρχαϊκή περίοδο, η χρήση της λέξης πόλις σηματοδοτεί την εξέλιξη από την πρωτόγονη αγροτική κοινότητα στο πρωτοαστικό κέντρο, άστυ· μίας αστικής, δηλαδή, περιοχής που είναι αντίθετη της υπαίθρου, η οποία τότε παίρνει το όνομα χώρα. Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη, εστιάζοντας κυρίως στη σύνδεσή της με το πολίτευμα2. Η πολιτική της οντότητα, λοιπόν, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της, ακόμη και αν η ίδια δεν είναι κατάλληλη να θεωρείται πόλη εξαιτίας, είτε του πολεοδομικού της σχεδιασμού, είτε της έλλειψης δημοσίων κτηρίων3. Χρονολογικά η αρχαιοελληνική πόλις εμφανίζεται, πρώτη φορά, στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα και συμπίπτει χρονικά με την άνοδο της αριστοκρατίας. Συνιστά το επίκεντρο της οργάνωσης της, τότε νεοσυσταθείσας, ελληνικής κοινωνίας (άνοδος μετά τον Ελληνικό Μεσαίωνα), ενώ σε πολεοδομικό επίπεδο σχεδόν πάντα χαρακτηρίζεται από οργάνωση με ακρόπολη και τείχη4. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι πολίτες αποκτούν υπόσταση μέσα σε ένα κράτος που, παρά την πρωτόγονη μορφή του, λειτουργεί ήδη ως πόλη5. Η έννοιά της ταυτίστηκε με την ιδέα της πολιτείας κι έτσι κύριο στοιχείο της αποτελεί το πολίτευμα. Βασικά χαρακτηριστικά της γνωρίσματα αποτελούν η μικρής έκτασης δικαιοδοσία, η αυτάρκεια και η αυτονομία, έννοιες που οδηγούν και στη δημιουργία του όρου πόλη-κράτος. Παράλληλα, η πολιτική οντότητά της αποκτά σημαντικό ρόλο καθώς ασκεί έντονη επιρροή στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιφέρειας. ΄Έτσι, μαζί με την πόλη συντάσσεται και η έννοια του έθνους. Το έθνος, σαν οντότητα, σε αυτή την εποχή ταυτίζεται με την πόλη. Οι πόλεις συγκροτούνται γύρω από ένα αστικό κέντρο, ενώ στο έθνος ο πληθυσμός ζει σκορπισμένος σε χωριά, καλύπτοντας μια ευρεία περιοχή. Σύντομα, η οργάνωση με κέντρο την πόλη-κράτος αρχίζει να αντιμετωπίζει μία σοβαρή κοινωνική και οικονομική κρίση, με κύρια αίτια τον υπερπληθυσμό λόγω της αστικοποίησης, την έλλειψη πρώτων υλών και τις αναπόφευκτες πολιτικές συγκρούσεις· φαινόμενα που οδηγούν στην αναζήτηση νέων χώρων και τη μετατροπή της περιφέρειας σε χώρο κατάλληλο για εγκατάσταση αποικιών6. Αναδεικνύεται έτσι, για πρώτη φορά, ο ρόλος της πόλης ως μητρόπολη, μητέρα δηλαδή των μικρότερων πόλεων, των αποικιών. Σταδιακά, βέβαια, ο όρος αρχίζει να αποκλίνει από αυτή, την πρώτη σημασία του, αφού με την πάροδο του χρόνου οι ΄Έλληνες, μέσω του αποικισμού, εν τέλει ιδρύουν σκοπίμως ανεξάρτητες πόλεις με διαφορετικούς, από αυτούς της μητρόπολης, θεσμούς, και όχι απλές προεκτάσεις της7. Παράλληλα, βασικός, και απαραίτητο να ληφθεί υπόψιν, συντελεστής, καθώς καθορίζει εν μέρει το ιδεολογικό περίγραμμα της πόλης, είναι η εγκαθίδρυση θρησκευτικών κέντρων. Ο Francois de Polignac, αναλύοντας τις απαρχές της πόλης, έρχεται σε ρήξη με το βασικό πρότυπο της γαλλικής ιστοριογραφίας που συνδέει τη γέννηση της πόλης μόνο με την ανάπτυξη πολιτικών 1 Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, 2001, σελ. 1455. 2 George Thomson, Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία – Το Προϊστορικό Αιγαίο, μτφ. Γιάννης Βιστάκης, Κέδρος, Αθήνα, 2006, σελ. 247.

3 Κωνσταντίνος Καλογερόπουλος, Η ελληνική πόλις από την προϊστορία έως την ρωμαϊκή εποχή, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://archive.gr/, σελ. 1.

4 Ο.π., σελ. 5. 5 Claude Mosse και Annie Schnapp-Gourbeillon, Επιτομή Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ.), μτφ. Λύντια Στεφάνου, Παπαδήμας, Αθήνα, 2015, σελ. 159.

6 Ιωάννης Γιαννόπουλος, Ελληνική Ιστορία. Τόμος Α, Ε.Α.Π., Πάτρα, 1999, σελ. 78. 7 Claude Mosse και Annie Schnapp-Gourbeillon, σελ. 175.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.1 Από την «πόλις» στη «μητρόπολις»


7

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

θεσμών που υποσκέλισαν τις δομές του γένους. Θεωρεί πως σε αρκετές περιπτώσεις το θρησκευτικό ιερό γίνεται πόλος κοινωνικής συγκρότησης της πόλης και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις κομβικό σημείο, στο οποίο γεννιούνται μορφές εξουσίας8. Mε τον τρόπο αυτό αναδεικνύεται και η έννοια της μητρόπολης ως θρησκευτικό κέντρο. Κατά την Κλασσική περίοδο (500-323 π.Χ.) η πόλη ταυτίζεται με τον πολίτη. Αντιπροσωπεύει το κοινωνικό σύνολο και όχι τη γεωγραφική της έκταση. Η πλειονότητα των πτυχών της ατομικής ζωής είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον δημόσιο βίο, σε βαθμό που ο πολίτης αισθάνεται πως η ζωή του ανήκει στην πόλη, καθώς αυτή είναι που ελέγχει ουσιαστικά την εμπλοκή του στους διαφόρους τομείς της ζωής9. Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο (323 π.Χ.-330 μ.Χ.), ο θεσμός της πόλης-κράτους αρχίζει να παρακμάζει και η μοναρχία σταδιακά γίνεται κυρίαρχη. Οι κατακτήσεις των Μακεδόνων βασιλέων Φιλίππου ΙΙ και Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλάζουν τη φύση και το ρόλο της αρχαίας πόλης και την καθιστούν μη-ανεξάρτητη. Οι σχέσεις των βασιλέων με τις πόλεις του βασιλείου τους αποκτούν ουσιαστικά δικτατορικό χαρακτήρα, με τις πόλεις να οφείλουν να συμμορφώνονται απέναντι στα διατάγματα της βασιλικής θέλησης10. Την περίοδο αυτή εμφανίζονται στις νέες μεγάλες πόλεις οι συνοικίες, λόγω της έντονης πληθυσμιακής κινητικότητας της περιόδου. Παράλληλα, τα νέα οχυρωματικά έργα είναι περίπλοκα, με σκοπό την επίτευξη της μέγιστης αντοχής των τειχών έναντι των νέων πολιορκητικών μηχανών, αλλά και την περιφερειακή κάλυψη πολλών χιλιομέτρων γης. Εντός των τειχών εντάσσονται εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης, για την επιβίωση της πόλης σε ενδεχόμενη πολιορκία. Ενώ, αξιοσημείωτη διαφορά είναι η μείωση του αριθμού των ναών, καθώς η αγάπη για τους θεούς δεν είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη της ελληνιστικής περιόδου11. Στη Δυτική Ευρώπη μετά την παρακμή και διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Εκκλησία αποτελεί τον ισχυρό και καθολικό θεσμό της πόλης ολόκληρη η υπόστασή της, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά περιστρέφεται γύρω από την εξουσία και την αποδοχή της, αποδοχή που ακόμη και οι βασιλείς αποζητούν έως τον 16ο αιώνα12. Από την πτώση της Ρώμης (410 μ.Χ.) έως τον 11ο αιώνα, ακολουθούν πέντε αιώνες βίας, παράλυσης κι αβεβαιότητας που δημιουργούν στις ευρωπαϊκές πόλεις μια βαθιά επιθυμία για ασφάλεια. Υπό αυτές τις συνθήκες και σε συνδυασμό με την εξάπλωση της δουλείας από τους βαρβάρους, στα τέλη του 9ου αιώνα, οι πόλεις «αδειάζουν», με έντονες τάσεις αποκέντρωσης να επικρατούν λόγω των συνθηκών τρόμου και της ανάγκης για επιβίωση. Η επιστροφή στην πόλη επιτυγχάνεται αργότερα με την κατασκευή τειχών για την προστασία της και την παροχή ασφάλειας από εισβολείς13. Οι μεσαιωνικές πόλεις είναι είτε ακανόνιστα αναπτυγμένες στον χώρο, είτε σε παραλληλία με το οδικό δίκτυο. Κατά την αρχή του μεσαίωνα όμως αρχίζει για πρώτη φορά να χρησιμοποιείται ένα ορθοκανονικό σύστημα ανάπτυξης, που αποτελεί καινοτομία για την εποχή. Παρόλα αυτά, το κλειδί στη διάταξη της τότε πόλης είναι η κεντρική τοποθέτηση της εκκλησίας, ώστε να διακρίνεται από κάθε σημείο της, αλλά και να καθίσταται αντιληπτή η έντονη διαφορά του μεγέθους της σε σχέση με τα μικρά σπιτάκια στον περίβολό της14. Προκύπτει έτσι μια μορφή πόλης που περικλείεται από τείχη και χαράσσεται από στενούς δαιδαλώδεις δρόμους. ΄Έχει μια συμπαγή δομή, μια μεγάλη πλατεία μπροστά στον ναό, όπου γίνονται τα παζάρια, ένα παλάτι και πυκνοδομημένα σπίτια. Την κατοικούν βιοτέχνες, αγρότες, έμποροι, κληρικοί και ευγενείς15. Εντός, λοιπόν, των τειχών της πόλης αυτής, ο δρόμος κατέχει εντελώς διαφορετική λειτουργία σε σχέση 8 François de Polignac, Η Γέννηση της Αρχαίας Ελληνικής Πόλης, μτφ. Νάσος Κυριαζόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, Ιανουάριος 2007, σελ. 15.

9 George-Willis Botsford και Charles-Alexander Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Σωτήριος Τσιτσώνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008, σελ. 128.

10 G.E.M. de Ste Croix, Ο Ταξικός Αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, μτφ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα, 2005, σσ. 379-381.

11 George-Willis Botsford και Charles-Alexander Robinson, σελ. 553. 12 Lewis Mumford, The Culture of Cities, Harcourt Brace & Company, San Diego, 1970, σσ. 27-28. 13 Ο.π., σελ. 14. 14 Ο.π., σσ. 51-54. 15 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, Επόμενη Στάση: Χαμένες Λεωφόροι, Futura, Αθήνα, 2004, σσ. 224-227.


8

με τους δρόμους εκτός των τειχών. Στην ύπαιθρο, αυτοί συνιστούν το δίκτυο μετακίνησης των ανθρώπων, ενώ στην πόλη μια γραμμή επικοινωνίας και ανταλλαγής αγαθών16. Στην περίοδο του Μεσαίωνα, οι κατάλληλα οχυρωμένες και «ασφαλείς» πόλεις ξαναγίνονται πόλος έλξης για τους ανθρώπους, με αποτέλεσμα τη μαζική τους συγκέντρωση στα στενά της. Η λύση στον υπερπληθυσμό, τότε, ήταν η ανέγερση νέων, περίκλειστων σε τείχη, πόλεων σε κοντινή απόσταση, καθώς οι περιορισμοί στις υποδομές και στους πόρους που προέκυπταν από την ύπαρξη των αδιάσπαστων τειχών τους, δεν επέτρεπε την επέκταση των ήδη υπαρχουσών. Απόρροια του φόβου της εποχής αυτής και της ανάγκης ύπαρξης απόρθητων ορίων, ήταν και η έλλειψη διάθεσης για αύξηση του πληθυσμού τους και η διατήρηση πληθυσμιακά και χωρικά μικρών πόλεων17. Μετά το πέρας της περιόδου του Μεσαίωνα ακολουθεί η Αναγέννηση, μια περίοδος διακοσίων χρόνων (15ος-17ος αιώνας μ.Χ.) με έντονη πολιτισμική, πολιτιστική, πολιτική άνθιση και αναβίωση του παρελθόντος. Μια περίοδος αισθητικής αναβάθμισης για τη μεσαιωνική πόλη, μέσω ανέγερσης ή ανακαίνισης μνημείων και αξιοποίησης και επανάχρησης αρχιτεκτονικών ρυθμών18. Κατά τον 16ο αιώνα, η λεωφόρος αποτελεί το πιο σημαντικό σύμβολο και το κύριο γεγονός της Μπαρόκ πόλης. Τόσο στις εξ ολοκλήρου νέες πόλεις, όσο και σε αυτές που δημιουργήθηκαν από, επισήμου χαρακτήρα, προσθήκες στα παλιά κέντρα, το κτήριο αποτελεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ακμάζει η λεωφόρος, η οποία συνιστά τον χώρο παρέλασης. Αποτελεί τον χώρο συγκέντρωσης των θεατών, ώστε να παρακολουθούν με δέος και φόβο τις ασκήσεις, τις εξελίξεις και τις θριαμβευτικές πορείες του στρατού. Η λεωφόρος, ταυτόχρονα, λειτουργεί ως το απόλυτο εργαλείο διαχωρισμού της ανώτερης από την κατώτερη τάξη. Αντίθετα με το χάος και την άναρχη διάταξη της μεσαιωνικής πόλης, ο χώρος κίνησης της κάθε τάξης είναι πλέον οριοθετημένος. Η ανώτερη τάξη στη λεωφόρο, ιππήλατη, η κατώτερη εκτός, στο μεταγενέστερα κατασκευασμένο πεζοδρόμιο. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, τα καρότσια και τα βαγόνια, μετά από τεχνικές βελτιώσεις, αποκτούν καθημερινή, γενική χρήση εντός των πόλεων. Το γεγονός αυτό βοηθά στη μεταγενέστερη αποδοχή των τροχοφόρων οχημάτων, κατά το νέο πνεύμα της κοινωνίας που αποζητά ταχύτερη κίνηση και κατάκτηση του χώρου. Η κίνησή τους στην πόλη, λειτουργεί ως αφορμή για τον επαναπροσδιορισμό της διάταξης της μπαρόκ πόλης και της γραμμικής εξέλιξης του πολεοδομικού της σχεδίου19. Για πολλούς αιώνες, λοιπόν, οι πόλεις του κόσμου ήταν περιτειχισμένες, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Οι άνθρωποι ζούσαν είτε σε αυτές είτε στην ύπαιθρο και κάθε νύχτα οι πύλες των πόλεων έκλειναν για λόγους ασφαλείας, θέτοντας έτσι ξεκάθαρα τα όρια κάθε πληθυσμού. Επομένως, η μοίρα του κατοίκου ήταν στενά συνδεδεμένη με τη μοίρα της πόλης. Από τον 18ο αιώνα και έπειτα παύει η κατάκτηση μιας πόλης να συνοδεύεται από την ολική εξολόθρευση του πληθυσμού της, αφού οι πολίτες της αποκτούν διακριτή οικονομική υπόσταση ως εργαλεία παραγωγής, αλλά και κατανάλωσης και οι πύλες παύουν να κλείνουν. Τον 19ο αιώνα εκκινείται και η κατεδάφιση των τειχών τους, πολύ συχνά δίχως εναπομείναντα ίχνη, φαινόμενο αναγκαίο για την εδραίωση της βιομηχανικής επανάστασης20. 16 Lewis Mumford, σελ. 56. 17 Ο.π., σελ. 58. 18 Ο.π., σσ. 75-90. 19 Ο.π., σσ. 94-97. 20 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, Αύριο οι Πόλεις, Πλέθρον, Αθήνα, 2003, σελ. 21.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

3


9 1.1.2 Η αναγέννηση της μητρόπολης

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο όρος βιομηχανική επανάσταση συχνά επικρίνεται επειδή υποδηλώνει ανακριβώς μια ξαφνική και απότομη αλλαγή. Σε ευρείς ιστορικούς όρους αυτό μπορεί να είναι έτσι, αλλά υπό το πρίσμα της καθημερινής ζωής είναι περισσότερο μια περίοδος αβεβαιότητας που χαρακτηρίζεται από εξελίξεις, η μεγάλη ιστορική σημασία των οποίων δεν γινόταν αντιληπτή από τον μέσο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Πρόκειται για 150 έτη βραδείας, διάχυτης και βαθμιαίας τεχνολογικής αλλαγής21. Η βιομηχανική κοινωνία, παρόλα αυτά, λειτουργεί ως καταλύτης στη διαδικασία διάλυσης της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής πόλης. Στην περίπτωση που η νέα διαμόρφωσή της υλοποιείται εκτός των ορίων των ήδη υπαρχουσών πόλεων, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων πολεοδομικών συνόλων με εντελώς διάφορο χαρακτήρα. Στο βόρειο Ρουρ, στη Γερμανία, για παράδειγμα, παρατηρείται ένα συγκεχυμένο τοπίο, στο οποίο η αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου μετατρέπεται σε ένα μη αντιληπτό συνονθύλευμα, στο οποίο οι εργατικοί συνοικισμοί βρίσκονται δίπλα σε τεράστιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και το κέντρο κάθε τόπου δεν καθορίζεται, όπως μέχρι πρότινος, από την αγορά, την εκκλησία και το δημαρχείο, αλλά από το εργοστάσιο22. Εντός της πόλης όμως, η εγκατάσταση των εργοστασίων γίνεται στην περίμετρό της, πέρα από τα σπίτια που πάρα πολύ συχνά βρίσκονται ακριβώς έξω από τα τείχη, προσφέροντας λίγο πιο υγιεινές συνθήκες διαβίωσης στους ανθρώπους που εγκαταλείπουν το άστυ. Η νέα χωρική οργάνωση περιλαμβάνει εγκατάσταση των εργοστασίων εκεί που παλαιότερα υπήρχαν μόνο προαστιακές βίλλες, μικρά χωριουδάκια ή οι καταυλισμοί των απόκληρων της κοινωνίας. Σε κάθε νέο εργοστάσιο αντιστοιχεί μια νέα συνοικία, συνήθως μια φτωχογειτονιά, όπου βρίσκουν στέγη οι εξαθλιωμένοι αγρότες που καταφθάνουν στις πόλεις από την ύπαιθρο για να επανδρώσουν τις νέες μονάδες παραγωγής. Μαζί με τα εργοστάσια και τις κατοικίες, όμως, εκκινείται και η εμφάνιση των εμπορικών καταστημάτων ως σημεία προμήθειας του πληθυσμού με τα χρειώδη, των καπηλειών ως σημεία διασκέδασης και αναψυχής των εργατών κατά τον λιγοστό ελεύθερο χρόνο τους, αλλά και των δρόμων ως αξόνων μετακίνησης23. Στην κατασκευαστική βιομηχανία, οι τεχνογνωσίες εξελίσσονται, αλλάζοντας ριζικά σε ορισμένες περιπτώσεις, λόγω των νέων μεθόδων της βιομηχανικής και μαζικής παραγωγής. Χαρακτηριστικό της ταχείας αυτής εξέλιξης αποτελεί η εμφάνιση, για πρώτη φορά μετά τη ρωμαϊκή περίοδο, ενός νέου τεχνητού οικοδομικού υλικού: του σιδήρου, του οποίου η χρήση ακολουθεί αυξητική πορεία καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα24. Από τη μεγάλη αυτή αλλαγή, όμως, δεν επηρεάζονται μόνο τα δομικά στοιχεία αλλά και οι διαδικασίες κατασκευής. Ο χειρισμός του εδάφους δύναται πλέον να γίνεται μηχανικά και η διαχείριση των νέων μεγάλων οικοπέδων είναι πλέον αδύνατο να γίνεται από τις παλαιές, μικρής κλίμακας, ατομικές ως επί το πλείστον, επιχειρήσεις. Αυτό οδηγεί στην άνοδο των συγκροτημένων εργολαβικών ομάδων. Ταυτόχρονα, γεννιούνται νέες απαιτήσεις από τις ίδιες τις ταχύτατα εξελισσόμενες βιομηχανίες. Εκτός από την επικρατούσα αρχιτεκτονική λύση στο ίδιο το εργοστάσιο, νέες τεχνικές λειτουργίες καθορίζονται με τη μορφή θέρμανσης, αποχέτευσης και εξαερισμού. Απαιτήσεις λειτουργικές που πολύ σύντομα μεταφέρονται και στα κτήρια κατοίκησης. ΄Έτσι, τα συστήματα θέρμανσης με ατμό, μια παραλλαγή των συστημάτων κεντρικής θέρμανσης από την εποχή της Αρχαίας Ρώμης, αρχίζουν να εμφανίζονται κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ενώ το φωταέριο έρχεται στο Λονδίνο στις αρχές του αιώνα και ο ηλεκτρικός φωτισμός –αν και αρχικά ακριβός και ενδεχομένως επικίνδυνος– φθάνει αργότερα, όπως και οι ανελκυστήρες, τα τηλέφωνα και τα μηχανικά συστήματα εξαερισμού. Η 21 Graham Vickers, Key Moments in Architecture: The Evolution of the City, Hamlyn, London, 1998, σελ. 122. 22 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 73. 23 Ο.π., σελ. 23. 24 Walter Benjamin, Παρίσι, Πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, 1993, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://kompreser.espivblogs.

net/files/2011/09/%CE%BE4-Walter-Benjamin.-%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B9-%CE%A0%CF%81%CF%89%CF%84%CE% B5%CF%8D%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-19%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1.pdf, σελ.13.


10

εγκατάσταση όλων αυτών των υποδομών στην πόλη λειτουργεί ως αφετηρία μιας νέας οργάνωσής της και πολεοδομικής της διάταξης, με στόχο την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων των βιομηχανιών αλλά και των πολιτών. Η Αγγλία είναι το λίκνο της επανάστασης, αλλά και της μεγάλης ανατροπής της παλαιότερης καθεστηκυίας τάξης στη μορφή και διάταξη της πόλης. Με στόχο να στραφεί, όμως, η προσοχή όλων στις νέες δυνατότητες της αρχιτεκτονικής, των μεταφορών, της μηχανικής και όλων των άλλων τομέων της ανθρώπινης προσπάθειας και της εφευρετικότητας που βιώνουν πρόσφατα ριζικές αλλαγές και καθιστούν τη Βρετανία, όχι μόνο το εργαστήριο του κόσμου, αλλά την πρωταρχική επιρροή στην εκβιομηχάνιση άλλων χωρών, διοργανώνεται στο Hyde Park του Λονδίνου το 1851 η Μεγάλη ΄Έκθεση (Great Exhibition). Στο πλαίσιο αυτής, υλοποιείται η κατασκευή ενός τεράστιου, για την εποχή, κτηρίου από γυαλί και σίδερο, το οποίο ονομάζεται το «Κρυστάλλινο Παλάτι» (Crystal Palace), συμβολίζει την οικονομική υπεροχή της Μεγάλης Βρετανίας και εντυπωσιάζει ακόμα και τον πιο ηθικά αντίπαλο της επανάστασης. Η Μεγάλη ΄Έκθεση πραγματοποιείται στα μέσα ενός αιώνα που φέρνει πολλές αλλαγές στο φάσμα της πόλης. Παρόλα αυτά καμία από τις αλλαγές αυτές δεν είναι μεγαλύτερη από την έλευση των σιδηροδρόμων, η οποία, πέραν της αλλαγής των δυνατοτήτων του ταξιδιού σε δραματικό βαθμό, αφήνει, επίσης, νέα χνάρια στην πόλη που αλλάζουν τη γεωμετρία και τον χαρακτήρα της25. Με την ένταξη των σιδηροδρομικών γραμμών στο κέντρο της, ένα νέο σύνολο κατασκευών κρίνεται αναγκαίο. Ο σιδηροδρομικός σταθμός συνιστά σύντομα τον τόπο συλλογής δυνατοτήτων οικοδόμησης: χρήση της νέας τεχνολογίας σιδήρου –που εξαρχής είχε καταστήσει δυνατή την κατασκευή του–, εκμετάλλευση του ηλεκτρισμού χωρίς οικονομικούς περιορισμούς, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως μία στέγη επεξεργασίας και στρατολόγησης των τρένων αλλά και του μεγάλου αριθμού των, συχνά άπειρων, σιδηροδρομικών ταξιδιωτών. Αυτή η ανάπτυξη μπαίνει σε μια αποφασιστική νέα φάση όταν γίνεται φανερό ότι η ατμομηχανή –αντικείμενο των διαφορετικών πειραματισμών μετά το 1828-1829– μπορεί να λειτουργήσει σωστά μόνο πάνω σε σιδηροτροχιές. Ο σίδηρος αποφεύγεται στην κατασκευή κατοικιών, χρησιμοποιείται όμως σε στοές, εκθεσιακούς χώρους, σιδηροδρομικούς σταθμούς –σε οικοδομήματα για περαστικούς26. Ο αντίκτυπος του σιδηροδρομικού σταθμού στις πόλεις όλων των μεγεθών διαρκεί, είτε ως σύμβολο απόδρασης από μικρές πόλεις είτε ως σημείο γειτνίασης για τις πόλεις, ενθαρρύνοντας έτσι ένα ολόκληρο φάσμα κτηρίων «υποστήριξης» –ξενοδοχεία, παμπ, μεταφορικές διασυνδέσεις, ακόμη και τη δημιουργία μιας ορισμένης μεταβατικής ατμόσφαιρας στους τοπικούς οικιστικούς, λιανικούς και επιχειρηματικούς χώρους27. 25 Graham Vickers, σσ. 122-124. 26 Walter Benjamin, σελ. 13. 27 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 127.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

4


11

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

5


12

Στα τέλη του 19ου αιώνα οι πρώιμες μεγαλουπόλεις, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα πληθυσμιακής υπερσυγκέντρωσης και κυκλοφοριακής συμφόρησης. Οι κεντρικές τους συνοικίες, που τους προηγούμενους αιώνες φιλοξενούσαν τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, ευγενείς και εμπόρους, μετατρέπονται βαθμιαία σε ανθυγιεινά και επικίνδυνα γκέτο, καθώς στεγάζονται εκεί, πλέον, οι βιομηχανίες και οι βιομηχανικοί μετανάστες. Τα μεταφορικά μέσα της εποχής εντός της πόλης, ιππήλατα τραμ και λεωφορεία, δεν επαρκούν για την αποχώρηση των χαμηλόμισθων εργατών από τον χώρο εργασίας τους και την επιστροφή τους στις κατοικίες τους. ΄Έτσι, μια νέα τεχνολογία μεταφορών εφευρίσκεται. Αναπτύσσεται υπόγεια, και την αφήνει ανεπηρέαστη το κυκλοφοριακό κομφούζιο που επικρατεί στην επιφάνεια, γεγονός που την καθιστά ταχεία, συνεπή και φθηνή. Οι μητροπόλεις επενδύουν στην κατασκευή του μετρό, είτε με κρατικά κεφάλαια, είτε μέσω ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ανάλογα με το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο που επικρατεί σε κάθε μια τους. Βαθμιαία, η επέκταση του μετρό προκαλεί την αποσυμφόρηση του κέντρου, ενώ οι κυρίαρχες δυνάμεις της αγοράς προωθούν έναν νέο τρόπο ανάπτυξης: τη συμπαγή αστικοποίηση κατά μήκος των γραμμών του μετρό28. Η βιομηχανική κοινωνία, όμως, αλλάζει και τις πόλεις που κληρονομεί. Κυρίαρχος τρόπος επέκτασης των πόλεων, από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, γίνεται η προαστικοποίηση. Η ανάπτυξη των πόλεων πέρα από τα όρια του δήμου προς τα προάστεια, τα οποία γεννώνται από την απορρόφηση, εντός του συνόλου της πόλης, περιφερειακών χωριών και μικρών κωμοπόλεων29. Σε αυτή τη διαδικασία ο πληθυσμός του πυρήνα της πόλης μειώνεται. Το παραδοσιακό κέντρο προσελκύει προσωρινά «εκπαιδευτικούς μετανάστες», δηλαδή νέους ανθρώπους, που μετά το πέρας των σπουδών τους εγκαταλείπουν πάλι την πόλη, αλλά και μη δημοφιλείς ομάδες, όπως μετανάστες, κυρίως από μη ευρωπαϊκές χώρες. Το εμπόριο, η αναψυχή, οι πολιτιστικές δραστηριότητες μεταφέρονται στην περιφέρεια ακολουθώντας τη μετατόπιση του πληθυσμού αλλά και τις αλλαγές που επιφέρει το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως η αναβάθμιση της οικονομικά ενεργού γυναίκας στην κοινωνία. Η αύξηση των δικαιωμάτων της γυναίκας και η συμμετοχή της στον οικονομικό και πολιτικό βίο της κοινωνίας της πόλης έφερε βαθύτατες αλλαγές στην ίδια τη δομή της πόλης. Το γεγονός ότι η γυναίκα πλέον εργάζεται και δεν έχει τον ελεύθερο χρόνο, που είχε μέχρι πρότινος, οδηγεί σε μεταβολές των αγοραστικών συνηθειών του κοινού. Οι καθημερινές αγορές της γειτονιάς αντικαθίστανται από τις εβδομαδιαίες αγορές του «πορτ μπαγκάζ» σε εμπορικά κέντρα εύκολα προσεγγίσιμα με το αυτοκίνητο, τα οποία δεδομένων των συνθηκών πολλαπλασιάζονται εντός της πόλης και, κυρίως, των προαστίων της30. Παράλληλα, στις νέες υποδομές του αιώνα έρχεται να προστεθεί το τεχνολογικό επίτευγμα του τρεχούμενου νερού εντός των κατοικιών, εξέλιξη που ο κόσμος αποδέχεται σχεδόν αμέσως και θεωρεί απολύτως απαραίτητη πλέον για την καθημερινότητά του31. Η αστικοποίηση όμως την εποχή αυτή έχει χαρακτήρα αυξητικό και η μητροπολιτική συμφόρηση εξαπλώνεται σε όλους τους χώρους και τομείς της πόλης· στο μετρό, στα λεωφορεία, στους δρόμους με τα αυτοκίνητα, στους πεζούς. Το φαινόμενο της εναγώνιας προσπάθειας για την αποφυγή του κορεσμού χώρων, υποδομών και εξοπλισμού, έχει ως αποτέλεσμα οι μητροπόλεις να αναζητούν διαρκώς νέες πηγές και πόρους, ώστε να καταφέρουν να εξυπηρετήσουν τον αυξανόμενο πληθυσμό τους32. ΄Όλες αυτές οι νέες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όμως, καθώς περνούν μέσα, πάνω και κάτω από την πόλη, δημιουργούν μια αόρατη πόλη κάτω από την ορατή. Κάτω από κάθε μητρόπολη, πλέον, βρίσκεται μια θαμμένη πόλη. Η πόλη των αγωγών ύδρευσης και αποχέτευσης, των αγωγών φυσικού αερίου, των ηλεκτρικών και των ατμοηλεκτρικών καλωδίων και των τεράστιων κελαριών, όπου παράγεται θερμότητα και ηλεκτρισμός για τα κτήριά της. Αυτή η υπόγεια πόλη, αυξανόμενη 28 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 17. 29 Lewis Mumford, σελ. 234. 30 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 77. 31 Lewis Mumford, σελ. 235. 32 Ο.π., σελ. 241.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1.3 Η μητρόπολη του 20ου αιώνα


13

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

βήμα προς βήμα, ακολουθεί τις βασικές χαράξεις του οδικού δικτύου του δρόμου στην επιφάνεια. Η διαμόρφωσή της και ο σχεδιασμός της ανάπτυξής της, όμως, πραγματοποιείται άναρχα και όλα τα υπάρχοντα και μη δίκτυα μεταφέρονται από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο33. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός και η μορφή του στην πορεία του 20ου αιώνα άλλαξε ριζικά. Στην αυγή του αιώνα οι κήποι ήταν το κύριο στοιχείο της πολεοδόμησης σε όλους τους τύπους κατασκευών (ανεξάρτητους, σε κατοικίες, σε δημόσια κτήρια). Η δομή του πράσινου ανοικτού χώρου στην πορεία εξαφανίστηκε μαζί με κάθε χώρο αναπνοής, καθώς η εκμετάλλευση της γης ακόμα και σε αυτές τις περιοχές καθίσταται αναπόφευκτη. ΄Έπειτα οι αρχικές κεντρικές περιοχές κατοίκησης εκκενώνονται καθώς οι ένοικοί τους τις εγκαταλείπουν για τα προάστια και υποκαθίστανται από χαμηλότερες οικονομικά τάξεις. Στη συνέχεια αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα, που συνιστούν το χώρο μετάβασης από το εμπορικό κέντρο της πόλης στις καλύτερου βιοτικού επιπέδου οικιστικές περιοχές, μεταμορφώνονται λόγω της αναρχίας και της φτώχειας, σε τόπους ασθενείας και εγκληματικότητας, τα επονομαζόμενα γκέτο34. Η «ασφάλεια» της μητρόπολης κλονίζεται κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς αποτελεί στόχο εναέριων απειλών και ο πληθυσμός της είναι σε μόνιμη επιφυλακή για να προστατευθεί σε καταφύγια και οχυρά35. Στον απόηχο αυτής της φρίκης, η τεχνολογική εξέλιξη καθορίζει τις αναπαραστάσεις της «νέας» πόλης. Το κοινωνικό αίτημα για μαζική στέγαση, επακόλουθο τόσο του πολέμου με το έντονο φαινόμενο της κρίσης της στέγης36, όσο και του εκμοντερνισμού, που επέβαλε η ανάπτυξη της τεχνολογίας, καθόρισε την εφαρμογή μοντέλων τυποποιημένης κατοικίας με δυνατότητα επέκτασής τους σε μεγάλη κλίμακα. Οι πόλεις μετά από έναν αιώνα ραγδαίων αλλαγών, αντιμετωπίζουν εμφανή προβλήματα στη δομή και τη λειτουργία τους μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω της αποσύνθεσης που έφερε και της ταυτόχρονης αύξησης του αστικού πληθυσμού στις πιο αναπτυγμένες και αυτόνομες βιομηχανικές κοινωνίες. Η μεγάλη τομή στην ιστορική εξέλιξη της πόλης γίνεται στη μετάβαση από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Η κυριαρχία του Μοντέρνου κινήματος καταργεί το συμβολικό σχεδιασμό της Αναγέννησης, επιδιώκοντας μια σαφή ρήξη με το παρελθόν. Παράλληλα, στην προσπάθειά τους να επιλύσουν τα προβλήματα των μητροπόλεων, προβλήματα συνυφασμένα από τον νέο τρόπο παραγωγής, την αστυφιλία, την εσωτερική μετανάστευση, οι αντιπρόσωποι του κινήματος ενσωματώνουν στον αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό σχεδιασμό τον κοινωνικό προβληματισμό και εισάγουν την έννοια του zoningI. Ανατρέπουν ριζικά τη, μέχρι τότε, αντίληψη του αστικού δημόσιου χώρου. Η πλατεία μετασχηματίζεται σε κυκλοφοριακό κόμβο και σχεδόν εξαφανίζεται, οι δρόμοι κατακλύζονται από γρήγορα αυτοκίνητα, ο δημόσιος χώρος διακρίνεται σε ζώνες πρασίνου, παιδότοπων, αθλητικών εγκαταστάσεων. Η οργάνωση της πόλης με τον διαχωρισμό της κάθε λειτουργίας, οδηγεί, όμως, σε μια τυποποίηση και μια ομοιομορφία με αποτέλεσμα την κατάλυση των καθημερινών σχέσεων γειτονιάς και ζωής στην πόλη37. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Μεταμοντερνισμός αντιτίθεται στη νέα πολεοδομική μορφή της πόλης μέσω μιας κριτικής και νοσταλγικής διάθεσης απέναντι στη χαμένη αστικότητα. Η μνημειακότητα εκτός των κλασικών μοτίβων, ο συμβολισμός, ο πλουραλισμός επανεμφανίζονται στο σκηνικό της πόλης. Προάγεται μια πολεοδομική μορφή, που στηρίζεται στο ισχυρό κέντρο και τα συμπαγή προάστια, όπως και μια νέα αστική συνείδηση, την πολυπολιτισμική αστικότητα38. Τη δεκαετία του 1980 έχει ολοκληρωθεί η εσωτερική μετανάστευση, τα τραύματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έχουν επουλωθεί, οι ρυθμοί της ανοικοδόμησης έχουν πια μειωθεί και η τελευταία δεν αποτελεί, πλέον, προτεραιότητα για τις ευρωπαϊκές πόλεις. Οι μητροπόλεις, λόγω της 33 Lewis Mumford, σελ. 239. 34 Ο.π., σελ. 245. 35 Ο.π., σσ. 275-278. 36 Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και Πολιτική, μτφ. Πάνος Τουρνικιώτης και Κλωντ Λωράν, Κουκίδα, Αθήνα, 2007, σελ. 40.

37 Σάββας Κονταράτος, Ουτοπία και Πολεοδομία, Β΄ Τόμος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2017, σελ. 102. 38 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 17.


14

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

οικονομικής ανάπτυξης της περιόδου, στρέφονται προς την ανάπτυξη των δημοσίων χώρων, που βρίσκονται σε εγκατάλειψη και παρακμή αξιοποιώντας ειδικά στοχευμένα προγράμματα αναβάθμισης ή με αφορμή διοργανώσεις διεθνούς εμβέλειας: οικονομικές, αθλητικές (Ολυμπιακοί Αγώνες), πολιτιστικές (Expo, Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης) και ιστορικές. Πραγματοποιούνται αναπλάσεις πλατειών, πάρκων, πεζόδρομων και μεγάλων πολεοδομικών ενοτήτων με σκοπό την αναβάθμιση της ποιότητας της καθημερινής ζωής στην πόλη39. Ο οραματισμός και σχεδιασμός ενός καλύτερου κόσμου, κατά τον 20ο αιώνα, ήταν αναγκαίος, καθώς οι πόλεις θεωρούνται το μέλλον και η ανάγκη για νέα είδη πόλεων κυριαρχεί για την κοινωνία. Οι λύσεις που δίνονται αφορούν νέες μορφές ολοκληρωμένων κοινωνιών, όπου ο άνθρωπος ζει αρμονικά με τον συνάνθρωπο και τη φύση, προσδοκώντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνο να λύσουν το πρόβλημα των πόλεων, αλλά και της κοινωνικής κρίσης. Η πολεοδομική και αστική διαμόρφωση που κυριαρχεί γίνεται το μέσο για την εκμετάλλευση της μηχανής και την πορεία της κοινωνίας προς την αρμονία40.

39 Σάββας Κονταράτος, σσ. 267-269. 40 Ο.π., σσ. 325-335.


15

1.2 ΄Έννοιες που αφορούν τη μητρόπολη 1.2.1 Μητρο-πολίτης

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η σύγχρονη ζωή χαρακτηρίζεται από την αξίωση του ατόμου να διατηρήσει την αυτονομία και την ατομικότητά του απέναντι στις κοινωνικές δυνάμεις, την ιστορική κληρονομιά και τη διαδικασία της καθημερινής ζωής. Ο πρωτόγονος άνθρωπος μέσω της προσπάθειάς του για επιβίωση στην άγρια φύση κατάφερε να μετασχηματίσει τη σωματική του υπόσταση41. Πρώτος αστός νοείται αυτός που δεν παλεύει, πλέον, με την ακαλλιέργητη φύση για την επιβίωσή του. Φαινόμενο που για την αγροτική κοινωνία της αρχαίας πόλης, σημαίνει την αποδέσμευση από την εξαναγκαστική εργασία και θεωρείτο βασικό γνώρισμα του πολίτη42. Ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται από καταπιεστικούς, για το άτομο, δεσμούς. Δεσμούς πολιτικού, συντεχνιακού, αγροτικού και θρησκευτικού χαρακτήρα, που το κατευθύνουν και του επιβάλουν ξεπερασμένες και άδικες ανισότητες. Δεσμούς που το θεμελιώνουν. Οι συνθήκες αυτές προκαλούν τη γέννηση αιτημάτων για ελευθερία, ισότητα και πίστη στην απόλυτη ελευθερία κινήσεων του ατόμου στον χώρο όλων των κοινωνικών σχέσεων43. Καλείται, λοιπόν, η φύση του ανθρώπου να αναπτυχθεί χωρίς εμπόδια και φραγμούς44. Η ελευθερία, αυτή, επιτρέπει την επανεμφάνιση της ευγενούς ουσίας του ατόμου, μιας φυσικής ουσίας την οποία η κοινωνία και η ιστορία είχαν, μέχρι πρότινος, διαστρεβλώσει. Παράλληλα με αυτό το ιδεώδες του φιλελευθερισμού του 18ου αιώνα, εμφανίζεται τον 19ο αιώνα, με τον Goethe και τον ρομαντισμόII, αλλά και με τον καταμερισμό της εργασίας, ένα άλλο ιδεώδες: η επιθυμία των απελευθερωμένων, από ιστορικούς δεσμούς, ατόμων να ξεχωρίσουν μεταξύ τους45. Η, θεμιτή αυτή, εξειδίκευση καθιστά τα άτομα μη συγκρίσιμα μεταξύ τους και το καθένα ξεχωριστά απαραίτητο στον ύψιστο δυνατό βαθμό και έχει ως αποτέλεσμα κάθε άνθρωπος να εξαρτάται από τις συμπληρωματικές δραστηριότητες άλλων46. Ο φορέας των αξιών του ανθρώπου δεν πρέπει να είναι η «καθολική ανθρώπινη ύπαρξη» σε κάθε άτομο, αλλά η ποιοτική μοναδικότητα και το αναντικατάστατο του ανθρώπου47. Οι σχέσεις και οι υποθέσεις της ζωής που χαρακτηρίζουν τη μητρόπολη, είναι τόσο ποικίλες και πολυσύνθετες, που χωρίς την αυστηρή ακρίβεια στην τήρηση των υποχρεώσεων και την εκτέλεση των υπηρεσιών, το σύνολό της θα κατέληγε σε χάος. Μια πραγματικότητα που ορίζεται από τη συγκέντρωση πολλών ανθρώπων με διαφορετικά συμφέροντα, οι οποίοι πρέπει να ενσωματώσουν τις σχέσεις τους και τις δραστηριότητές τους σ΄ έναν άκρως σύνθετο οργανισμό. ΄Όπως αναφέρει και ο Georg Simmel: «Αν όλα τα ρολόγια στο Βερολίνο άρχιζαν ξαφνικά να πηγαίνουν λάθος έστω και για μια ώρα, όλη η οικονομική ζωή και η επικοινωνία της πόλης θα αναστατωνόταν για μεγάλο διάστημα. Επιπλέον, ένας φαινομενικά απλός εξωτερικός παράγων –οι μεγάλες αποστάσεις– θα έκαναν κάθε αναμενόμενη και μη πραγματοποιημένη συνάντηση να καταλήγει σ΄ ένα απίστευτο χασομέρι.»48. Παράλληλα, οι ψυχολογικές συνθήκες, στις οποίες βασίζεται η προσωπικότητα των ανθρώπων που ζουν στη μητρόπολη, χαρακτηρίζονται από την εντατικοποίηση της νευρικής διέγερσης, που προκαλείται από την ταχεία και αδιάκοπη μεταβολή των εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων της πόλης. Το πνεύμα του ανθρώπου, που ως ον δύναται να διακρίνει διαφορές, 41 Georg Simmel, Πόλη και ψυχή, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ΄Έρασμος, Απρίλιος 2009, σελ. 13. 42 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 97. 43 Georg Simmel, σελ. 30. 44 Ο.π., σελ. 13. 45 Ο.π., σσ. 30-31. 46 Ο.π., σελ. 13. 47 Ο.π., σελ. 31. 48 Ο.π., σελ. 17.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

16

6


17

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

διεγείρεται από τη συσσώρευση μεταβαλλόμενων εικόνων και εντυπώσεων. Με κάθε διασταύρωση του δρόμου, με τον ρυθμό της οικονομικής, επαγγελματικής και κοινωνικής του ζωής, η ζωή στη μητρόπολη αντιτίθεται σε κάθε προηγούμενη συνθήκη, όσον αφορά στα αισθητηριακά θεμέλια του ψυχικού βίου. Η μητρόπολη απαιτεί από τον άνθρωπο άλλο βαθμό συνείδησης, κι όχι αυτόν της αγροτικής ζωής, που βασίζεται στο βαθύ αίσθημα και τις καθαρά συναισθηματικές σχέσεις, που ριζώνουν στα πιο ασυνείδητα στρώματα της ψυχής49. Η νόηση αποτελεί την πιο προσαρμοστική δύναμη του ανθρώπου, που αντιμέτωπη στη μεταβολή και στην αντίθεση των φαινομένων της μητρόπολης, δεν απαιτεί εσωτερικές αναστατώσεις, όπως θα απαιτούσε ένα συντηρητικό πνεύμα για την προσαρμογή του στο ρυθμό της. ΄Έτσι, ο άνθρωπος αντιδρά με το μυαλό του και όχι με την καρδιά του. Κατ΄ αυτήν τη λειτουργία, η αυξημένη επίγνωση καταργεί το αποκλειστικό προνόμιο της ψυχής. Στη βάση του τύπου ζωής που αναπτύσσεται στη μητρόπολη βρίσκεται ένας αυξημένος βαθμός συνείδησης και μια υπεροχή της νόησης στον ανθρώπινο τύπο που της αντιστοιχεί. Η διανοητικότητα προστατεύει την υποκειμενική ζωή από τη συνθλιπιτκή ένταση της μητρόπολης50. Δεν υπάρχει άλλο ψυχικό φαινόμενο που να έχει τόσο απόλυτα αποδοθεί στη μητρόπολη, όσο η στάση του blasé. Στάση που παράγεται πρωτίστως από τα ταχέως μεταβαλλόμενα και συνωστιζόμενα αντιθετικά ερεθίσματα των νεύρων. Μια ζωή αφιερωμένη στο απεριόριστο κυνήγι της απόλαυσης. Γεγονός που διεγείρει τα νεύρα στον ύψιστο βαθμό αντίδρασης τους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που στο τέλος παύουν να αντιδρούν. ΄Έτσι, δημιουργείται μια ανικανότητα αντίδρασης, με την ανάλογη ενεργητικότητα, σε νέες εντυπώσεις. Η ουσία, όμως, της στάσης του blasé συνίσταται στην άμβλυνση της ικανότητας του νου να κάνει διακρίσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αντικείμενα δεν γίνονται αντιληπτά, αλλά πως το νόημα και η αξία των πραγμάτων βιώνονται με μια επίπεδη ομοιομορφία και γκρίζα απόχρωση. Διάθεση που πηγάζει από τη θέση του χρήματος στη ζωή του μητροπολίτη, το οποίο καθίσταται ο απόλυτος εξισωτής των πραγμάτων της ζωής του51. Η πολιτισμική πρόοδος της κοινωνίας της μητρόπολης είναι τεράστια και αυξάνεται συνεχώς. Παρόλα αυτά, όμως, η ατομική πολιτισμική πρόοδος ατροφεί, λόγω της μονόπλευρης εξέλιξης που απαιτείται από τον αυξητικό καταμερισμό εργασίας52. Από τη μια, η ζωή γίνεται απείρως εύκολη για την προσωπικότητα υπό την έννοια ότι της παρέχονται ερεθίσματα, ενδιαφέροντα, χρήσεις του. Από την άλλη, όμως, η ζωή συγκροτείται όλο και περισσότερο από απρόσωπα περιεχόμενα και απρόσωπες προσφορές που τείνουν να εκτοπίσουν τις αυθεντικές προσωπικές αποχρώσεις και μοναδικότητες. Ο άνθρωπος επικαλείται στον ύψιστο βαθμό τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα προκειμένου να διασώσει τον πιο προσωπικό του πυρήνα, είναι υποχρεωμένος να μεγενθύνει αυτό το προσωπικό στοιχείο για να εξακολουθήσει να γίνεται αρεστός, ακόμη και στον εαυτό του53. Ο πειρασμός να εμφανίζεται κανείς «καίριος», να εμφανίζεται συγκεντρωμένος και έντονα χαρακτηριστικός, βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο άτομο όταν κινείται μέσα στις σύντομες επαφές της μεγάλης πόλης παρά όταν κινείται σε μια ατμόσφαιρα στην οποία η συχνή και παρατεταμένη συναναστροφή εξασφαλίζει στην προσωπικότητα μια ξεκάθαρη εικόνα της στα μάτια των άλλων54. Κατά τη φεουδαρχική περίοδο, ελεύθερος άνθρωπος ήταν αυτός που βρισκόταν υπό την ασφάλεια του νόμου της ευρύτερης κοινωνικής σφαίρας, και μη ελεύθερος ήταν αυτός που έβρισκε το δίκιο του μόνο σε κλειστό κύκλο και ήταν περιθωριοποιημένος από την ευρύτερη κοινωνική σφαίρα. Σήμερα όμως, ο άνθρωπος της μητρόπολης είναι ελεύθερος με μια εξαϋλωμένη και εκλεπτυσμένη έννοια, έχοντας αποβάλλει τη μικροπρέπεια και τις προκαταλήψεις που τον περίζωναν στη μικρή πόλη. Η σωματική εγγύτητα και η στενότητα χώρου καθιστά απλώς πιο 49 Georg Simmel, σελ. 14. 50 Ο.π., σελ. 15. 51 Ο.π., σσ. 19-20. 52 Ο.π., σελ. 29. 53 Ο.π., σελ. 30. 54 Ο.π., σελ. 28.


18 ορατή την ψυχική απόσταση. Την άλλη όψη όμως αυτής της ελευθερίας, αποτελεί το γεγονός ότι κάποιος υπό ορισμένες περιστάσεις δεν αισθάνεται πουθενά αλλού τόσο μόνος και χαμένος από όσο στο πλήθος της μητρόπολης. Διότι σε αυτήν, όσο οπουδήποτε αλλού, η ελευθερία του ανθρώπου αντανακλάται στον συναισθηματικό του βίο κατά εντελώς αναγκαίο τρόπο ως άνεση55. Η μητρόπολη είναι ο τόπος που ζουν ξένοι και η άμεση γειτνίαση με τον ξένο δημιουργεί απώθηση. Το αστικό πνεύμα, λοιπόν, θα μπορούσε να οριστεί ως η καθυποταγμένη αποστροφή, καθώς όπως υποστηρίζει και ο Stendhal: «το αστικό πνεύμα δεν είναι παρά η αξεπέραστη αδυναμία μας να θυμώσουμε για τους κακούς τρόπους των άλλων»56.

Μια συγκέντρωση κτισμάτων παύει να είναι ένας απλός οικισμός και αποκτά το δικαίωμα να αποκαλείται πόλη, όταν δίνει στέγη όχι μόνο σε ένα σύνολο ανθρώπων αλλά και στις σχέσεις εκείνες μεταξύ τους, που ανήκουν στη σφαίρα της πολιτικής. Αν η κοινωνία, την οποία συγκροτεί το σύνολο αυτό των ανθρώπων, είναι οργανωμένη μόνο επί τη βάσει δεσμών αίματος ή της πρόσκαιρης –φυσικής ή κοινωνικής– ισχύος των μελών της και όχι επί τη βάσει θεσμών που οριοθετούν τις μεταξύ τους σχέσεις, τότε ο οικισμός δεν έχει ακόμη μετεξελιχθεί σε πόλη57. Η πρωιμότερη φάση των κοινωνικών σχηματισμών, τόσο σε ιστορικές, όσο και σε σύγχρονες κοινωνικές δομές, είναι ένας σχετικά μικρός κύκλος, αποφασιστικά κλειστός απέναντι σε γειτονικούς, ξένους, ή κατά κάποιον τρόπο ανταγωνιστικούς κύκλους. Παρόλα αυτά, ο κύκλος, αυτός, διαθέτει μεγάλη συνοχή και δεν αφήνει στα μέλη του παρά μόνο στενό πεδίο για την ανάπτυξη μοναδιαίων ποιοτήτων και ελεύθερων, υπεύθυνων κινήσεων. ΄Έτσι, δημιουργούνται πολιτικές ομάδες, ομάδες συγγένειας, κόμματα, αλλά και ομάδες θρησκευτικές. Η αυτοσυντήρηση, αυτών, των, πολύ νέων, ενώσεων απαιτεί την καθιέρωση αυστηρών ορίων, καθώς και μια κεντρική ενότητα. Επομένως δεν δύναται να επιτρέπουν την ατομική ελευθερία και τη μοναδιαία εσωτερική και εξωτερική ανάπτυξη. Η κοινωνική ανάπτυξη, λοιπόν, ακολουθεί αμέσως δύο διαφορετικές, αλλά αντίστοιχες, κατευθύνσεις. Ανάλογα με τον βαθμό που η ομάδα μεγαλώνει –σε αριθμό, σε χώρο, σε σπουδαιότητα και σε περιεχόμενο ζωής– η άμεση, εσωτερική ενότητα της ομάδας χαλαρώνει, και η αυστηρότητα του αρχικού διαχωρισμού από τους άλλους απαλύνεται με αμοιβαίες σχέσεις και επαφές. Ταυτοχρόνως, το άτομο αποκτά ελευθερία κινήσεων, σε σχέση με την αρχική ξενοφοβική οριοθέτησή του. Αποκτά μια συγκεκριμένη ατομικότητα, στην οποία ο καταμερισμός εργασίας μέσα στη διευρυμένη ομάδα του προσδίδει κοινά χαρακτηριστικά. Το κράτος και η χριστιανοσύνη, οι συντεχνίες και τα πολιτικά κόμματα, και οι αναρίθμητες άλλες ομάδες εξελίσσονται, στο βάθος του χρόνου, σύμφωνα με αυτό το υπόδειγμα, οι ειδικές συνθήκες και δυνάμεις των αντίστοιχων ομάδων, βέβαια, τροποποιούν το γενικό σχήμα58. Κάθε μέρος του χώρου κατέχει μία αποκλειστικότητα ή μοναδικότητα. Αν και με διαφορετικούς τρόπους, συγκεκριμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί μπορούν να ταυτιστούν με συγκεκριμένους χώρους, όπως κράτη ή συνοικίες πόλεων. Ενώ η αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων και ομάδων στα κράτη συνδέεται στενά με μία αυστηρά οριοθετημένη περιοχή, η «σφαίρα σημασίας και επιρροής» της πόλης εκτείνεται στην ενδοχώρα με ποικίλα διαφοροποιημένα λειτουργικά «κύματα» -οικονομικά, πολιτιστικά, πολιτικά. Πράγματι, στην πόλη έχουμε συχνά μία λειτουργική μάλλον παρά ποσοτική πλήρωση του χώρου, όπως στη μεσαιωνική πόλη με τις συντεχνίες ή τα σωματεία της59. Η αρχαία πόλις έχει τον χαρακτήρα μιας μικρής πόλης. Η μόνιμη απειλή για την ύπαρξή της, 55 Georg Simmel, σσ. 24-25. 56 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 95. 57 Ο.π., σελ. 17. 58 Georg Simmel, σσ. 22-23. 59 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, Στιγμιότυπα της Νεωτερικότητας. Γκέοργκ Ζίμμελ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ζηγκφρηντ Κρακάουερ, μτφ. Γεωργία Γιαννακοπούλου και Βασίλης Τομάνας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2009, σελ. 21.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.2.2 Κοινωνική δομή


19

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

7


από κοντινούς και μακρινούς εχθρούς, έχει ως αποτέλεσμα την αυστηρή συνοχή από πολιτική και στρατιωτική άποψη, την αλληλοεπίβλεψη των πολιτών, την καχυποψία του συνόλου, του οποίου ο ιδιωτικός βίος καταπιέζεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποζημιώνεται μόνο με το να ενεργεί σαν τύραννος μέσα στο δικό του σπίτι60. Η ζωή της μικρής πόλης, λοιπόν, κατά την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, βάζει φραγμούς στην κίνηση και στις σχέσεις των ατόμων με τον εξωτερικό κόσμο, και ορθώνει εμπόδια εναντίον της ατομικής ανεξαρτησίας και διαφοροποίησης μέσα στο ίδιο το άτομο61. Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, η υποχώρηση του πολιτειακού συστήματος της πόλης-κράτους και η επικράτηση της μοναρχίας έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της δύναμης των πολιτών και τον περιορισμό της ανάμιξής τους στα κοινά, καθώς και αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα. Η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας αριστοκρατίας αστών. Το εισόδημα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ελαχιστοποιείται, ενώ ο αριθμός των δούλων αυξάνεται συνεχώς62. Με το σύστημα της φεουδαρχίας, η διάρθρωση αυτή εντείνεται, οπότε και η κοινωνία ορίζεται από τους άρχοντες, τους υποτελείς και τους δούλους. Την περίοδο μετάβασης προς την εποχή της Αναγέννησης, και ενώ η φεουδαρχία παρακμάζει, η ποικιλομορφία των ομάδων εντός του συνολικού εδάφους αυξάνεται. Η αποτυχία της ενιαίας πολιτικής οργάνωσης με κέντρα τις «ελεύθερες» πόλεις, υπό την επίβλεψη ενός μονάρχη, αλλά και η εκρηκτική μείωση του πληθυσμού λόγω της Μαύρης Πανώλης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή των κοινωνικών δομών. ΄Έτσι, οι χαμηλότερες τάξεις στην επαρχία αποκτούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία και μια διαφορετική ανάπτυξη. Η νέα, αυτή, κοινωνική οργάνωση οδηγεί στη δημιουργία πόλεων πυρήνων, των ανεξάρτητων μπαρόκ πόλεων. Σε αυτές, παραμένει η ύπαρξη μιας άρχουσας, πιο προνομιούχας τάξης, την οποία προστατεύει ο νόμος και μιας κατώτερης που υπακούει στη θέληση του μονάρχη. Μια τυπική ομοιομορφία επιβάλλεται μέσω της γραφειοκρατικής τακτικής, ενώ η παρεμβολή των στρατιωτικών δυνάμεων για την ανάκτηση της τάξης είναι ακόμα αισθητή. Υπάρχει, ωστόσο, μια βασική αρμονία που διαπερνά όλους αυτούς τους θεσμούς: μεταξύ τους δημιουργούν μια νέα μορφή για την κοινωνική ζωή∙ τη μπαρόκ πόλη63. Κατά τον 19ο αιώνα, η πλήρης αποδόμηση της φεουδαρχίας προκαλεί την εισροή των αγροτών στις πόλεις με σκοπό την εύρεση δουλειάς στις βιομηχανίες. Οι βιοτέχνες συνασπίζονται μεταξύ τους και υπερασπίζονται τις θνήσκουσες τέχνες τους ενάντια στη διογκούμενη μαζική παραγωγή. Οι έμποροι πληθαίνουν και ισχυροποιούνται. Στελεχώνουν τη νέα αστική τάξη, που έρχεται στο προσκήνιο και επιδιώκει να πάρει στα χέρια της την εξουσία, αφού βαθμηδόν αποκτά σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά προνόμια: τίτλους ευγενείας, πλούτο, κοινωνικό πρεστίζ. Στη μετάβαση, όμως, από τη μεσαιωνική στη βιομηχανική πόλη, οι τεράστιες μάζες των μεταναστών, που καταφθάνουν στο κέντρο, όπου διαμένουν σε άθλιες συνθήκες, συνιστούν για την εξουσία έναν τεράστιο κίνδυνο για την απώλεια της έννομης τάξης (π.χ. παρισινή κουμμούνα). Οι πιέσεις που ασκούν αυτές οι κοινωνικές ομάδες, εκφράζοντας το δικό τους «δικαίωμα στην πόλη», είναι τιτάνιες, και θέτουν σε κίνδυνο την ισχύουσα κοινωνική θέσμιση. Η μητροπολιτική εξουσία με σκοπό την ένταξη και ενσωμάτωση αυτού του διογκωμένου κοινωνικού περιθωρίου στο σύνολό της, ανασχεδιάζει χωρικά την πόλη, χρηματοδοτεί την κατασκευή μέσων μεταφοράς, αλλά και προαστίων για τους φτωχούς64. Η αστική ζωή της πρωτεύουσας –κυρίως για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα– βρίσκεται στο αποκορύφωμά της με μια δυναμική διάσταση∙ μέσω αυτής ανταλλάσσονται γνώσεις και απόψεις, δημιουργούνται συγκρούσεις και συναντήσεις, αναπτύσσονται πρότυπα και τρόποι ζωής65. Η συνεχής αστικοποίηση και αύξηση του πληθυσμού, καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, 60 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 24. 61 Georg Simmel, σελ. 23. 62 G.E.M. de Ste Croix, σελ. 379. 63 Lewis Mumford, σσ. 78-82. 64 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 226. 65 Henry Lefebvre, σελ. 36.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

20


21

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

οδηγεί σταδιακά στη διαμόρφωση των κοινωνικών ομάδων του 20ου αιώνα, που, ενώ μειώνουν δραματικά την επαφή τους, χαρακτηρίζονται από μια σχέση εξάρτησης. Ο καταμερισμός των λειτουργιών και των υπηρεσιών, στις πόλεις του 20ου αιώνα, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ομάδων με μοναδικά χαρακτηριστικά66. Η αποσύνδεση της προσωπικής ασφάλειας από τη συλλογική τύχη, η διάρρηξη των οικονομικών δεσμών των ατόμων με τον άμεσο περίγυρό τους και η κατάρρευση του τοπικού πολιτιστικού περιβάλλοντος είναι τρεις διεργασίες που προκλήθηκαν από τις γενικότερες, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις και που θέτουν σε νέες βάσεις τη σχέση των κατοίκων με τις πόλεις τους67. Στη σύγχρονη μητρόπολη, οι μεγάλες συγκεντρώσεις πληθυσμού οδηγούν από μόνες τους στη δημιουργία των διαπροσωπικών εκείνων σχέσεων που –όσο και αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο– καλύπτουν τις προϋποθέσεις που έθεταν οι κλασικοί68. Στο παρελθόν, η θέση κάθε κάτοικου στην κοινωνία που στέγαζε η πόλη ήταν σαφώς καθορισμένη. Στην αρχαία πόλη ήταν πολίτης, μέτοικος, δούλος. Στη μεσαιωνική πόλη ήταν στρατιώτης, ευγενής ή πληβείος. Σήμερα οι πόλεις δίνουν, με την τεράστια έκτασή τους και τη χαλαρή οργάνωσή τους, την αίσθηση πως είναι οργανισμοί ευρύτεροι από την κοινωνία που φιλοξενούν. Οι πληροφορίες βρίσκουν προνομιακές συνθήκες διακίνησης σε αυτές· οι νέες ιδέες, οι νέες συνήθειες, οι εσωτερικοί και οι ξένοι μετανάστες βρίσκουν έναν χώρο ύπαρξης, τον οποίο η κοινωνία τους τον παραχωρεί έπειτα από πολύ χρόνο και ενστάσεις. ΄Ένα άλλο χαρακτηριστικό της οικιστικής δραστηριότητας, που προανήγγειλε τη σημερινή παγκόσμια οικονομική και πολιτιστική πραγματικότητα, είναι ότι δημιούργησε πόλεις οι οποίες δέχονται στους κόλπους τους στρώματα πληθυσμού που δεν εντάσσονται στο παραδοσιακό σώμα της κοινωνίας, και ιδέες που δεν χωρούν στα πλαίσια κάποιας από τις συγκροτημένες ιδεολογίες. Οι κοινωνίες της σύγχρονης μητρόπολης είναι οργανωμένα σύνολα. Όταν εντάσσουν στους κόλπους τους ανθρώπους, ιδέες, ήθη, το κάνουν θεσμοθετώντας ή, τουλάχιστον, περιγράφοντας τους όρους ένταξής τους. Η εκπόνηση νομικού πλαισίου υποδοχής αλλοδαπών, η καταδίκη ή αποδοχή κάποιων δραστηριοτήτων, η ενσωμάτωση μιας νέας σκέψης σε ένα ευρύτερο σύστημα ιδεών, η μετατροπή μιας άποψης για τα πράγματα σε προϊόν τέχνης είναι διαδικασίες χρονοβόρες, δύσκολες, περίπλοκες. Οι μετανάστες και πρόσφυγες εγκαθίστανται στην πόλη και αναπτύσσουν τις πρώτες σχέσεις τους με αυτήν, πριν καν η κοινωνία αντιληφθεί την ύπαρξή τους. Στις αστικές συγκοινωνίες στέκονται πλάι-πλάι άνθρωποι με διαφορετικές αντιλήψεις και συνήθειες, ανεχόμενοι εκ των πραγμάτων ο ένας τον άλλο, πολύ πριν οι ίδιοι διαμορφώσουν γνώμη για τη συνύπαρξη αυτή69. Η πόλη, άλλωστε, είναι ο τόπος που μπορεί ο καθένας να ζήσει τη ζωή του απαλλαγμένος από τον αυστηρό έλεγχο του χωριού. Το «άστυ» προσφέρει χώρο και στην πιο περίεργη συμπεριφορά, προσφέρει ικανοποίηση και στην πιο ασυνήθιστη ανάγκη70. 1.2.3 Πολίτευμα-πολιτικός χαρακτήρας Στην αρχαία πόλη η πολιτική που ασκείται, δεν δύναται να οριστεί με συγκεκριμένο τρόπο, καθώς κάθε πολιτεία λειτουργεί διαφορετικά. Συνίσταται, όμως, από μια ροπή προς την αριστοκρατία, αφού, σχεδόν όλες, οι πόλεις κυριαρχούντο από μία κληρονομική αριστοκρατία. Αυτή έχει στην κατοχή της το μεγαλύτερο μέρος της γης και, συνεπώς, της παραγωγής και της δύναμης, ενώ οι γεωργικές και εμπορικές ενέργειες εκπονούνται από τους δουλοπάροικους. Σε ορισμένες πόλεις η αριστοκρατική τάξη κυβερνά δια νόμου και οι πολίτες έχουν μικρή ανάμιξη στα κοινά, ενώ σε άλλες υπάρχει μια φαινομενική ανάμιξη των πολιτών, ωστόσο, υποκινούμενη από την ίδια 66 Lewis Mumford, σελ. 250. 67 Georg Simmel, σελ. 29. 68 Ο.π., σελ. 20. 69 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σσ. 39-41. 70 Ο.π., σελ. 95.


την αριστοκρατία. Αποτέλεσμα αποτελεί η ανάπτυξη δημοκρατικών τάσεων σε πολλές πόλεις, οι οποίες εκκινούν ένα ταξικό αγώνα για τα δικαιώματα των πολιτών. Η περίπτωση της δημοκρατίας της Αθήνας, αναπτύσσεται ως προϊόν συνοικισμού το 500 π.Χ.. Συνιστά μια μορφή άμεσης δημοκρατίας, κατά την οποία το σύνολο των πολιτών ψηφίζει για κάθε ζωτικό θέμα. Επί της ουσίας, όμως, ένα μόνο μέρος των πολιτών έχει αυτό το δικαίωμα, καθώς αποκλείονται από τη διαδικασία της άμεσης ψηφοφορίας οι γυναίκες, οι σκλάβοι και οι ξένοι. Η όλη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στην Αθήνα αποσκοπούσε στην ενθάρρυνση των Αθηναίων στη συμμετοχή και τη συνεργασία τους με το πολιτικό σύστημα71. Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, ο θεσμός της πόλης-κράτους αρχίζει να παρακμάζει και η μοναρχία σταδιακά γίνεται κυρίαρχη. Ενώ, η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου έχει ως αποτέλεσμα την ισχυρή εμφάνιση της αριστοκρατίας72. Η ελληνιστική πόλη είναι ένας σύνθετος τόπος, στον οποίο συγχέονται οι νέες οικονομικές δυνατότητες με την κοινωνική αναδιαστρωμάτωση, η απώλεια της πολιτικής δύναμης με την οικονομική ευημερία. Κανείς δεν έχει πραγματική πολιτική δύναμη εντός της πόλης, καθώς η δύναμη ανήκει στον μονάρχη. ΄Έτσι, ενώ υφίσταται μια επιφανειακή πολιτική ισότητα, αφού οι αποφάσεις λαμβάνονται σε άλλα κέντρα εξουσίας, την ίδια στιγμή η οικονομική ανισότητα προκαλεί κοινωνική αποσταθεροποίηση. Νέες ευκαιρίες παρουσιάζονται για τους σκλάβους και για τις γυναίκες, οι οποίες φαίνεται να αποκτούν μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή της ελληνιστικής πόλης73. Τη ρωμαϊκή περίοδο εξαλείφονται βαθμιαία από τις ελληνικές πόλεις και τα τελευταία κατάλοιπα της δημοκρατίας, καθώς σταθερή επιδίωξη των Ρωμαίων αποτελεί η ανάθεση της διοίκησης των επαρχιακών κρατών υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των εύπορων τάξεων, οι οποίες υπάγονται στον Ρωμαίο κυβερνήτη74. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, η εντόπια αριστοκρατία διατηρεί την κοινωνική της θέση, αλλά έχει πολύ περιορισμένη πολιτική δύναμη και δεν ενσωματώνεται πλήρως στην αντίστοιχη ρωμαϊκή τάξη, ενώ μακροπρόθεσμα η κατάλυση της δημοκρατίας αποδυναμώνει δικαιωματικά τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις75. Η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οδηγεί σταδιακά στον Μεσαίωνα. Οι εισβολές και οι αναταραχές των πληθυσμών (άνοδος του Ισλάμ, Βίκινγκς, Γότθοι, Μογγόλοι) δημιουργούν νέες κοινωνικές συσπειρώσεις. Αν και το πολιτικό σύστημα στο μεσαίωνα παραμένει η βασιλεία, η ιεραρχία των αρμοδιοτήτων από τον βασιλιά έως τον χωρικό, αλλάζει τις σχέσεις δύναμης. Διαμορφώνει μια σύνθετη κατάσταση: ενσωματωμένη στις φεουδαρχικές σχέσεις, αλλά και ανταγωνιστική ως προς την φεουδαρχική γαιοκτησία. Η μεσαιωνική πόλη, χωρίς να χάνει τον πολιτικό χαρακτήρα της, είναι κυρίως εμπορική, βιοτεχνική, τραπεζική και ενσωματώνει τους εμπόρους, που προηγουμένως ήταν νομάδες, εξορισμένοι εκτός της πόλης76. Παράλληλα, από τη διάλυση της Ρωμαϊκής κυριαρχίας προκύπτει η φεουδαρχική ιδιοκτησία της γης, ενώ οι δουλοπάροικοι αντικαθιστούν τους σκλάβους. Κατά την Αναγέννηση, συνυπάρχουν η φεουδαρχική οργάνωση της ιδιοκτησίας και της κατοχής του εδάφους –όπου οι αγροτικές κοινότητες έχουν μια εθιμική κατοχή και οι αφέντες την «υψηλή ιδιοκτησία»– αλλά και μια συντεχνιακή οργάνωση των επαγγελμάτων και της αστικής ιδιοκτησίας. Οι συντεχνίες γεννήθηκαν από την αναγκαιότητα συνεταιρισμού που επέβαλλε η αντιμετώπιση των ήδη συνεταιρισμένων ιπποτών77. Η μετάβαση στη μπαρόκ πόλη χαρακτηρίζεται από μια έντονη αλλαγή της πολιτικής οργάνωσης. Η αλλαγή της έντασης και της ανάγκης των σχέσεων μεταξύ αρχόντων και υποτελών οδηγεί στη σταδιακή κατάργηση της φεουδαρχίας. Η κυριαρχία του βασιλιά παραμένει υπαρκτή, στρέφεται, ωστόσο, προς την κυριαρχία επί ολόκληρου του έθνους. Η διαχείριση της πολιτικής 71 G.E.M. de Ste Croix, σελ. 107. 72 Ο.π., σελ. 379. 73 Claude Mosse και Annie Schnapp-Gourbeillon, σελ. 450. 74 G.E.M. de Ste Croix, σελ. 387. 75 Ο.π., σελ. 399. 76 Henry Lefebvre, σελ. 22. 77 Ο.π., σελ. 56.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

22


23

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

8


αυτής, όμως, λειτουργεί έως τα όρια της πόλης και ο πλήρης έλεγχος της επαρχίας δεν γίνεται ποτέ εφικτός. Η κυβερνητική ελευθερία των τοπικών κέντρων φαινομενικά περιορίζεται, καθώς υπακούει απευθείας στον βασιλιά, παρόλα αυτά η κοινωνική διαφοροποίηση και ανάπτυξη δεν δύναται να αποτραπεί. Η διάχυση της κουλτούρας και η αποτυχία του ελέγχου, σταδιακά, οδηγεί στις πόλεις της αναγέννησης. Μερικά κέντρα πετυχαίνουν την ανάπτυξη και την ανεξαρτησία, αφήνοντας άλλα να αποδεχτούν τη στασιμότητα ή να επέρχονται σε απελπιστικές κινήσεις μίμησης78. Συνυπάρχουν, λοιπόν, τρεις ιεραρχίες· η φεουδαρχική γαιοκτησία, η συντεχνιακή οργάνωση και ο βασιλιάς με τον κρατικό του μηχανισμό79. Κατά τον 16ο αιώνα, πραγματοποιείται η άνοδος του καπιταλισμούIII, εμπορικού και τραπεζικού, και στη συνέχεια η εμφάνιση των καπιταλιστικών πόλεων. Ο καπιταλισμός εξαπλώνεται, υποτάσσοντας οτιδήποτε προϋπήρχε αυτού: γεωργία, έδαφος και υπέδαφος, χτισμένες περιοχές και αστικές πραγματικότητες ιστορικής καταγωγής. Εξαπλώνεται, όμως, συγκροτώντας, παράλληλα, νέους, εμπορευματοποιημένους, βιομηχανοποιημένους τομείς: τον ελεύθερο χρόνο, την κουλτούρα και τη «μοντέρνα τέχνη» και την αστικοποίηση80. Η Γαλλική Επανάσταση, που λαμβάνει χώρα στο τέλος του 17ου αιώνα, αποτελεί μια σημαντική επιτυχία για τη λαϊκή δημοκρατία έναντι του αριστοκρατικού προνομίου. Διαθέτει, όμως, ταυτοχρόνως, στους κυβερνήτες του κράτους μια εξουσία που, μέχρι πρότινος, οι βασιλιάδες δεν τολμούσαν να ασκήσουν. Αυτή είναι αυτή της λαϊκής επιστράτευσης, η οποία πραγματοποιείται κατά τη δημιουργία του Εθνικού Στρατού. Οι πόλεις του 19ου αιώνα ενσωματώνουν πιστά όλες τις συγχύσεις και τις αντιφάσεις αυτής της περιόδου. Στο τέλος του αιώνα, το χάος των μεγάλων πόλεων θυμίζει πεδίο μάχης. Επικρατεί έντονη καχυποψία, έλεγχος και αντιθέσεις μεταξύ των βιομηχάνων, των τραπεζιτών και των μηχανικών81. Η πολιτική βάση αυτού του νέου τύπου αστικής συνάθροισης στηρίζεται σε τρεις κύριους άξονες: την κατάργηση των συντεχνιών και τη δημιουργία ενός αισθήματος μόνιμης ανασφάλειας για τις εργατικές τάξεις, την εγκαθίδρυση της ανοικτής αγοράς για την εργασία και για την πώληση αγαθών και τη διατήρηση των σχέσεων εξάρτησης, που έχουν σχηματιστεί με άλλες χώρες, ως πηγές πρώτων υλών για τις νέες βιομηχανίες82. Η έντονη, αυτή, κοινωνική και πολιτική αστάθεια που επικρατεί, οδηγεί σε έντονες εξεγέρσεις και εκρήξεις καταστολής, εκ μέρους της φοβισμένης μπουρζουαζίαςIV, με χαρακτηριστική αυτή της Παρισινής ΚουμμούναςV. Οι συγκρούσεις αυτές εντείνουν την άνοδο ενός κύκλου ολιγαρχίας, των εκπαιδευμένων στη μάχη και των κερδοσκόπων επιχειρηματιών και χρηματοδοτών, που προωθούν τις ένοπλες, αυτές, συγκρούσεις και αντλούν κέρδη από τα αποτελέσματά τους83. Επομένως, ο 20ος αιώνας παραλαμβάνει πόλεις που δυσφορούν σε όλη την οικονομική και κοινωνική τους σκηνή. Ο χώρος της πολιτικής κατακλύζεται από ανταγωνιστικές αντιπαραθέσεις για την επιλογή των κοινωνικών τάξεων ή ομάδων, που θα ευνοηθούν κατά την εκμετάλλευση του δημοτικού και κρατικού προϋπολογισμού. Ενώ, παράλληλα, εξαλείφονται όλα τα άλλα όργανα της κοινότητας και της αστικής ζωής, εκτός από το «κράτος». Αναπτύσσονται επιθετικά μέσα ως υποκατάστατα του εμπορίου και της παράδοσης, γίνεται εκμετάλλευση των αποικιών και της ενδοχώρας, ενώ εντατικοποιείται η έλλειψη κίνησης της εμπορικής αγοράς, έπειτα από την υπερέκταση της βιομηχανίας και των κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, λόγω των πολέμων και των πολεμικών παρασκευασμάτων. Η αποτυχία των οικονομικών και πολιτικών ηγετών να διατηρήσουν τις διοικητικές αρμοδιότητές τους έχει ως αποτέλεσμα οι φόροι τιμής να γίνονται τόσο κυβερνητικοί, όσο και επιχειρηματικοί. ΄Έτσι, η κοινωνία κατακλύζεται από μια γενικευμένη ηθική απάθεια και μια αποτυχία της πολιτικής ευθύνης· κάθε ομάδα, κάθε άτομο εκμαιεύει, ό,τι δύναται, από το σύστημα. Ακολουθεί δημοτική και κρατική πτώχευση. Τα τοπικά ταμεία φορολογίας εκκενώ78 Lewis Mumford, σσ. 78-82. 79 Henry Lefebvre, σελ. 57. 80 Ο.π., σελ. 285. 81 Lewis Mumford, σελ. 144. 82 Ο.π., σελ. 145. 83 Ο.π., σελ. 290.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

24


25

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

νονται ώστε να εξυπηρετήσουν την αύξηση του φορτίου του τοπικού χρέους. Η αύξηση, αυτή, όμως, δεν επαρκεί και οι πόλεις αναγκάζονται να προσφύγουν στο κράτος για περαιτέρω οικονομική βοήθεια, καθώς διανύουν περιόδους οικονομικής αποδιοργάνωσης· απώλεια αυτονομίας. Παράλληλα, μεγάλο μέρος της εθνικής φορολογίας δεσμεύεται από τη στήριξη του αυξανόμενου στρατιωτικού κατεστημένου του κράτους. Η μεγάλη οικονομική δυσχέρεια που επικρατεί αλλά και τα αισθήματα αδικίας που κυριαρχούν μετά το πέρας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδηγούν σε μια έξαρση του εθνικισμού και την άνοδο δικτατόρων με την ενεργή συγκατάθεση της αστικής τάξης. Αυτοί προσπαθούν να επαναφέρουν την τάξη με στρατιωτικά μέσα και συστηματική τρομοκρατία από τις ένοπλες δυνάμεις84. Μετά τον έντονο διχασμό και διάσπαση που υπήρχε κατά τη διάρκεια των πολέμων, εκκινούνται προσπάθειες για την αύξηση της διεθνούς συνεργασίας, ιδίως με την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών. Ενώ, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αρχίζει επίσημα τη δεκαετία του ΄50 και καταλήγει στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο τέλος του 20ου αιώνα. Το βασίλειο μιας απελευθέρωσης από τον καταναγκασμό της εργασίας, που ο Μαρξ ονειρευόταν στην κομμουνιστική ουτοπία, το υπόσχεται, πλέον, σε οποιονδήποτε διαθέτει χρήματα ο οργανισμός της σύγχρονης καπιταλιστικής πόλης με τις υποδομές της και το πλήθος των αγαθών και των υπηρεσιών της. Η αρχαιότερη ουτοπία της συμφιλίωσης του ανθρώπου με τη φύση, που τόσο απασχόλησε θεωρητικά τον πρώιμο σοσιαλισμό και τον Μαρξ, αλλά και πιο πραγματιστικά κινήματα, όπως την Broad Acre City του Frank Lloyd Wright, δεν απαντάται ακόμα στην πόλη του 20ου αιώνα. Οι δύο, αυτές, αντιθέσεις συνυπάρχουν με την πολιτική εξέλιξη. Επομένως, το αν είναι πολιτικά εφικτό να υπάρξει μια βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων δεν θα κριθεί από τις δυνατότητες της τεχνολογίας, αλλά από την απάντηση που προκύπτει από την αντιμετώπιση τέτοιων αντιφάσεων85. 1.2.4 Οικονομικός πυρήνας Η οικονομία ως την υστεροαρχαϊκή περίοδο είναι κυρίως αγροτική. Η ιδιοκτησία και η καλλιέργεια της γης αποτελούν κύριες προϋποθέσεις για την απόκτηση εξουσίας και συνεπώς οι οικονομικοί λόγοι που οδηγούν σε κρίσεις, όπου και όποτε αυτές εντοπίζονται, φαίνεται να συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη γη. Παράλληλα, την εποχή εκείνη, ο πόλεμος κατέχει καταλυτικό ρόλο στην επιρροή της οικονομικής ζωής των πόλεων. Με την κατάκτηση της γης και την εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού της ηττημένης πόλης, συνιστά σημαντικό, θετικό ή αρνητικό, οικονομικό παράγοντα. Την πιο ουσιαστική στιγμή, όμως, στην εξέλιξη της οικονομίας και των εμπορικών συναλλαγών αποτελεί η κοπή και η κυκλοφορία του νομίσματος. Η σημασία της εφεύρεσης και της εξάπλωσης του νομίσματος συνδέεται άμεσα με την ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής της πόλης, την ανάπτυξη και τη ρύθμιση του φορολογικού συστήματός της. Λειτουργεί ως πολιτειακό σύμβολο, καθώς η κατασκευή νομισμάτων με το σύμβολο της πόλης συνιστά ταυτόχρονα διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της86. Η επιβεβλημένη Ρωμαϊκή κυριαρχία εξομαλύνει την οικονομία των πόλεων, η οποία φθάνει στο απόγειό της κατά τον 2ο αιώνα. Φαινόμενο που καθίσταται αντιληπτό από την οικοδομική δραστηριότητα, την αύξηση των επιγραφικών κειμένων και την επανακοπή νομισμάτων, η οποία είχε ανασταλεί μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Η αναδιοργάνωση της οικονομίας έχει άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά αποτελέσματα, καθώς παλαιές πόλεις χάνουν την αυτονομία τους και συγχωνεύονται με άλλες, ιδρύονται νέες πόλεις ή παρακμάζουν κέντρα που ευημερούσαν στο παρελθόν. Κοινό στοιχείο τους παραμένει η, άμεση ή έμμεση, φορολογία που εφαρμόζει και καθιερώνει το ρωμαϊκό κράτος87. 84 Lewis Mumford, σσ. 290-291. 85 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σσ. 98-99. 86 George-Willis Botsford και Charles-Alexander Robinson, σσ. 318-319. 87 Ιωάννης Γιαννόπουλος, σελ. 208.


ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

26

9


27

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι μεσαιωνικές πόλεις στο απόγειο της ανάπτυξής τους, αποτελούν τον τόπο συγκέντρωσης του πλούτου. Οι κυρίαρχες ομάδες επενδύουν μεγάλο μέρος από τον πλούτο αυτό στις πόλεις που εξουσιάζουν. Ταυτόχρονα, ο εμπορικός κι ο τραπεζικός καπιταλισμός καθιστά «κινητό» τον πλούτο, συγκροτεί κυκλώματα ανταλλαγής και δίκτυα διακίνησης του χρήματος88. Στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, η πόλη ήταν ο τόπος όπου έλαβε χώρα η χειραφέτηση του οικονομικά ενεργού πολίτη, του αστού. Η απελευθέρωσή του από τον ζυγό της κλειστής οικιακής οικονομίας με την οικονομία της αγοράς αλλά και η απελευθέρωση του αστού πολίτη από τη φεουδαρχική κυριαρχία με τις πρώτες μορφές δημοκρατικής αυτοδιοίκησης89. Κατά την εμφάνιση της εκβιομηχάνισης και της γέννησης του καπιταλισμού, η πόλη αποτελεί ήδη μια πραγματικότητα. Παρόλη τη, σχεδόν ολοκληρωτική, εξαφάνιση των αρχαίων πόλεων στη δυτική Ευρώπη κατά την αποσύνθεση του Ρωμαϊκού κράτους, η πόλη ξαναβρίσκει την εξελικτική της ορμή. Η γεωργία και η γαιοκτησία παύουν να είναι κυρίαρχες και η αστική τάξη, δηλαδή οι μικροεπιχειρηματίες, υπερέχουν. Οι εκφυλισμένοι αρχαίοι αστικοί πυρήνες αποκτούν επιταχυντικό ρόλο στην κίνηση των κατάλοιπων της ανταλλακτικής οικονομίας, καθώς οι έμποροι, κυρίως πλανόδιοι, τους χρησιμοποιούν ως κέντρο της δραστηριότητάς τους. Η διαχείριση της γης περνά στα χέρια των κεφαλαιοκρατών, που έχουν ήδη πλουτίσει από το εμπόριο, τις τράπεζες και την τοκογλυφία, και με αυτόν τον τρόπο οι πόλεις, στηριζόμενες στο αυξανόμενο προϊόν της γεωργίας, σε βάρος των φεουδαρχών, συγκεντρώνουν πλούτη. Ενώ παράλληλα, η βιοτεχνία ακμάζει. ΄Έτσι, η πόλη επανέρχεται ως κέντρο κοινωνικής και πολιτικής ζωής με συσσώρευση πλούτου, αλλά και γνώσης, τεχνικής κι έργων90. Αποκτά, λοιπόν, χαρακτήρα «έργου», ο οποίος αντιτίθεται στον αναπότρεπτο προσανατολισμό της εποχής προς το χρήμα, το εμπόριο, τις ανταλλαγές, τα προϊόντα. Το κράτος, όμως, δεν είχε τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους για να χτίσει νέες πόλεις εκ του μηδενός, παρά μόνο σε ελάχιστες ιστορικές περιόδους και πολιτικά καθεστώτα. Η αστική ανάπτυξη στηρίχθηκε και στα ιδιωτικά κεφάλαια και πυροδοτήθηκε από τις οικονομικές δυνάμεις. Σε πολλές περιπτώσεις, κεφαλαιούχοι χρηματοδότησαν την κατασκευή κοινωφελών υποδομών και ιδιωτικών σπιτιών, με στόχο τη μεγιστοποίηση του ατομικού τους κέρδους, εξυπηρετώντας άθελά τους τη μητροπολιτική έκρηξη. Οι σιδηρόδρομοι του Henry Huntington, οι αυτοκινητόδρομοι του Robert Moses, τα προαστιακά σπίτια του Abraham Levitt, δεν είναι παρά μερικά τρανταχτά παραδείγματα επιχειρηματιών που με τη δράση τους διαμόρφωσαν τις σύγχρονες μητροπόλεις91. Η πόλη του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από μια συνεχή παλινδρόμηση από την ευημερία στη χρεωκοπία. Οι οικονομικά ισχυρότεροι επιδιώκοντας τη διατήρηση της θέσης τους και τη μη διάχυση πλούτου στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, σπάνε τον κλοιό των συνόρων. Με το ξεπέρασμά τους το πλεόνασμα που δεν βρίσκει τόπο επένδυσης στον τόπο παραγωγής του, βρίσκει διαφυγή στο εξωτερικό92. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η αρχή ενός παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος αγοραπωλησίας αγαθών. Στον 20ο αιώνα η κινητικότητα της εργατικής δύναμης έφτασε σε ένα καινοφανές επίπεδο. Με την κατάρρευση, μάλιστα, του σοσιαλισμούVI –ή με τη μετεξέλιξή του σε «σοσιαλισμό της αγοράς»VII– η κινητικότητα αυτή χαρακτηρίζει ολόκληρο τον πλανήτη. Στο παρελθόν δουλειές προσφέρονταν και χάνονταν κάθε στιγμή, παρασύροντας ανθρώπινες ζωές στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο ή στην εξαθλίωση. ΄Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, ο κάτοικος της πόλης ήταν κατά κάποιο τρόπο ένας φιλοξενούμενος, όχι ένας μόνιμα εγκατεστημένος επαγγελματίας. Ακόμη και ο αγρότης που επί σειρά αιώνων πουλούσε τα λαχανικά του στη γειτονική του πόλη και ήταν, έτσι, άμεσα εξαρτημένος από αυτήν, απέκτησε σιγά-σιγά την δυνατότητα να διαθέτει το εμπόρευμά του αλλού, σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. ΄Όμως, ταυτόχρονα, άρχισε να αισθά88 Henry Lefebvre, σελ. 23. 89 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 99. 90 Henry Lefebvre, σελ. 22. 91 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 226. 92 Lewis Mumford, σελ. 272.


νεται τον σκληρό ανταγωνισμό των αγαθών που έρχονταν από μακριά και που ακύρωναν την προνομιακή σχέση του με τον παραδοσιακό τόπο πώλησης των προϊόντων του. Το ίδιο έγινε και με την ανάπτυξη των μεταφορών, και με τους βιοτέχνες και τους τεχνίτες. Η πίστη των ανθρώπων στη σταθερότητα των οικονομικών δεσμών που τους ένωναν με την πόλη τους κλονίστηκε93. Εκείνο που διακρίνει το εμπόριο τον 19ο και τον 20ο αιώνα σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι απέκτησε μονιμότερη στέγη και ότι ταυτόχρονα διαχύθηκε στην πόλη. Τιθασεύτηκε, περιοριζόμενο μέσα σε τέσσερις τοίχους ή, καλύτερα, σε τρεις τοίχους και μια τζαμαρία, αλλά ξέφυγε από τον ειδικά προορισμένο γι΄ αυτό χώρο. Οι ρωμαϊκές εμπορικές αγορές, οι σκεπαστές αγορές της Περσίας και της Εγγύς Ανατολής, οι εμπορικές συνοικίες των πόλεων της Κίνας, όλες αυτές οι προσπάθειες οργάνωσης της εμπορικής δραστηριότητας άφηναν το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας αυτής να λαμβάνει χώρα σε εφήμερες κατασκευές, κάτω από τον ανοικτό ουρανό, κάτι που δημιουργούσε ένα εξαιρετικά περίπλοκο και ασταθές, από πλευράς οπτικής εντύπωσης, περιβάλλον –σε μια μικρή, κατ΄ αρχάς, περιοχή, που έτεινε, όταν επέβαλαν οι συνθήκες, να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα. Ο αστικός τρόπος ζωής της βιομηχανικής εποχής επέβαλε πιο αυστηρή τάξη στο εμπόριο και περιορισμό των επιπτώσεων που είχαν στο οικιστικό περιβάλλον οι διακυμάνσεις του. ΄Έτσι, δίπλα στις παραδοσιακές αγορές εμφανίστηκαν οι σειρές καταστημάτων –είτε σε στεγασμένες «στοές», είτε σε παράθεση– στους μεγάλους δρόμους των ευρωπαϊκών πόλεων94. Η τιθάσευση της εμπορικής δραστηριότητας είχε αντίκτυπο όχι μόνο στην καθημερινή ζωή και την ατμόσφαιρα της πόλης, αλλά και στην ίδια την πόλη. Οι προθήκες των καταστημάτων κλόνισαν την απόλυτη κυριαρχία του συμπαγούς υλικού και των ακίνητων στο χρόνο μορφών των οικοδομημάτων της εποχής του κλασικισμούVIII και του εκλεκτικισμούIX. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, αποκτούν σιγά σιγά αυτοτέλεια και γίνονται σχεδόν ανεξάρτητα στοιχεία του χώρου της πόλης. Οι μεγαλουπόλεις του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τα ελάχιστα καταστήματα, δημιουργούσαν μια έντονη αίσθηση απομόνωσης την οποίαν βίωναν οι κάτοικοί τους, μια αίσθηση έλλειψης συμμετοχής και μαρτυρίας των κοινωνικών καθημερινών εξελίξεων95. Η μεγαλούπολη υπήρξε πάντα η έδρα της χρηματικής οικονομίας. Η πολλαπλότητα και η συγκέντρωση της οικονομικής συναλλαγής προσδίδει στα μέσα αυτής της συναλλαγής μια σπουδαιότητα που η πενιχρότητα του αγροτικού εμπορίου δεν θα επέτρεπε96. Η χρηματική οικονομία κυριαρχεί στη μητρόπολη, έχει εκτοπίσει τα τελευταία επιβιώματα της οικογενειακής παραγωγής και της άμεσης ανταλλαγής των αγαθών, ελαχιστοποιεί, από μέρα σε μέρα, το ποσοστό της εργασίας που γίνεται με απευθείας παραγγελία του πελάτη. ΄Όλες οι στενές, συναισθηματικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων βασίζονται στην ατομικότητά τους, ενώ στις ορθολογικές σχέσεις ο άνθρωπος υπολογίζεται ως αριθμός, ως ένα στοιχείο το οποίο είναι αυτό καθ΄ αυτό αδιάφορο. Μόνο το αντικειμενικό, μετρήσιμο επίτευγμα έχει ενδιαφέρον. Η σύγχρονη μητρόπολη όμως εφοδιάζεται ολοκληρωτικά σχεδόν από την παραγωγή για την αγορά. Η ανωνυμία που πηγάζει από την έλλειψη προσωπικής επαφής, οδηγεί στην εκτόξευση των συμφερόντων και των οικονομικών υπολογιστικών εγωισμών αμφότερων των πλευρών97. «Η ύπαρξη και μόνο της χρηματικής οικονομίας ως διαμεσολαβητή στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων μετασχηματίζει δραματικά και ορίζει τα νοήματα του χώρου και του χρόνου στην κοινωνική ζωή, καθορίζει τα όρια και επιβάλλει αναγκαιότητες στο σχήμα και στη μορφή της αστεοποίησης.»98 David Harvey

93 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σσ. 26-27. 94 Ο.π., σελ. 46. 95 Ο.π., σσ. 47-49. 96 Georg Simmel, σελ. 15. 97 Ο.π., σελ. 16. 98 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 29.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

28


29

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

10


30

Οι πόλεις τείνουν να έρχονται σε σύνολα. Αυτά τα σύνολα σχηματίζουν ένα είδος αστικής ιεραρχίας. Κάθε πόλη έχει τους δορυφορικούς δήμους της, όπως κάθε πόλη έχει τα απομακρυσμένα χωριά της. Αυτό το μοτίβο συναντάται παντού στην ιστορία, ενώνοντας, έτσι, τις πόλεις με πολύ διαφορετικούς πολιτισμούς και προελεύσεις. Οι πόλεις προκύπτουν από την ύπαιθρο. Παρόλο που καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να δικαιολογηθεί στη σύγχρονη εποχή, αυτή η αρχή παραμένει αληθινή. Στις πόλεις της αρχαιότητας, κάθε χαρακτηριστικό του γύρω τοπίου διαμορφώνει το σχήμα και το χαρακτήρα της αστικής μορφής. Οι πόλεις έχουν πάντα τα όριά τους. Όχι πια ορισμένα από φυσικά στοιχεία, τα όρια της πόλης υπάρχουν πάντα. Χωρίς τοίχους, ακόμα και συμβολικούς, μια πόλη δεν είναι πόλη99. Οι πόλεις χαρακτηρίζονται από την κεντρικότητα, τη μείωση δηλαδή των υψών από το κέντρο με τα ψηλά κτήρια προς την περιφέρεια με τα χαμηλά κτήρια. Από την αντίθεση μεταξύ πόλης και υπαίθρου, από τη σαφή διάκριση μεταξύ της περιτοιχισμένης πόλης και των αγρών που την περιβάλλουν. Από τη σύμμειξη, από τη ζωντανή παράθεση και ανάμειξη της εργασίας, της διαμονής, της αναψυχής και της κυκλοφορίας, των νέων και των ηλικιωμένων, των ντόπιων και των ξένων, των φτωχών και των πλουσίων100. Στην αρχαία πόλη επικρατεί ένας τύπος πολιτικής οργάνωσης που έχει ως βάση τη φυλετική δομή, ενώ όσον αφορά στον πολεοδομικό σχεδιασμό, οι πόλεις διατηρούν τα πολεοδομικά συστήματα που προϋπάρχουν από τους προϊστορικούς χρόνους101. Για παράδειγμα, η Αθήνα διατηρεί το ακανόνιστο πολεοδομικό σχέδιό της από τη μυκηναϊκή περίοδο. Παράλληλα, υπάρχει μια μετάβαση από την αυστηρή σχηματικότητα της Γεωμετρικής περιόδου σε ένα φυσιοκρατικό και ανθρωποκρατικό πρότυπο, λόγω της επένδυσης των πόλεων και του σχεδιασμού του δημόσιου χώρου102. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, οι νέες μεγάλες πόλεις χωρίζονται σε συνοικίες, λόγω της πληθυσμιακής μετακίνησης στις πόλεις. Υπάρχουν ανάκτορα και ναοί, γυμναστήρια, θέατρα, βιβλιοθήκες, λουτρά και αγορά. Η μεσαιωνική πόλη χαρακτηρίζεται από μια άναρχη και χαοτική διάρθρωση που προκύπτει από την υπερσυσσώρευση πληθυσμού σ΄ έναν αυστηρά περιορισμένης έκτασης τόπο. Η πόλη του 19ου αιώνα ήταν μια πόλη μεγάλης πυκνότητας, συμπαγής και περιορισμένης έκτασης. Χαρακτηριστικά που επιβλήθηκαν στη μορφή της λόγω του ανεπαρκούς συστήματος συγκοινωνιών, της μαζικής αστυφιλίας και της καθαρής φτώχειας103. Οι έντονες κοινωνικές αναταραχές και συγκρούσεις που δημιουργούνται από τη σύμμειξη των αστικών τάξεων του Παρισιού, οδηγεί στη διαμόρφωση μιας ταξικής στρατηγικής που αποσκοπεί στη χωρική αναδιάρθρωση της πόλης. Ο βαρόνος Haussmann αντικαθιστά τους ελικοειδείς δρόμους με μεγάλες λεωφόρους, τις ρυπαρές συνοικίες με συνοικίες αστικοποιημένες104. ΄Έτσι, η πρώτη συνολικά σχεδιασμένη αναδιάρθρωση του αστικού ιστού, αποτελεί γεγονός. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η δημιουργία του μετρό και η επέκτασή του έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του φαινομένου της προαστικοποίησης. Φαινόμενο που επικρατεί στις μητροπόλεις, αποτελώντας πόλο έλξης διαφορετικών κοινωνικών τάξεων ανά χρονικές περιόδους. Φτωχούς, στην αρχή του αιώνα, που μετοικούν λόγω της μετατόπισης της βιομηχανίας στα νεόδμητα προάστια105. Πλούσιους αστούς, μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που επιθυμούν είτε μεγαλύτερες κατοικίες, είτε μονοκατοικίες, είτε, απλώς, επιθυμούν καλύτερες συνθήκες φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Η αναζήτηση για κοινωνικά ομοιογενείς γειτονιές, η επιθυμία διάκρισης σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες, αλλά και η επιθυμία για ασφάλεια και καλύτερη εκπαίδευση, αποτελούν κίνητρα μετεγκατάστασης του πληθυσμού. Ο μέσος αστός αισθάνεται 99 Graham Vickers, σελ. 8. 100 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σσ. 71-72. 101 George-Willis Botsford και Charles-Alexander Robinson, σελ. 60. 102 Ο.π., σελ. 128. 103 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σελ. 73. 104 Henry Lefebvre, σσ. 36-37. 105 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 17.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.2.5 Χωρική διάρθρωση


31

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

απειλή στους πυρήνες των πόλεων λόγω της συγκέντρωσης μεταναστών και η προσφορά κατοικίας κατάλληλης για μεσαία και ανώτερα στρώματα θρέφει την τάση φυγής των στρωμάτων αυτών από το κέντρο της πόλης106. Στις μεγαλουπόλεις των Η.Π.Α. τα δύο τρίτα του πληθυσμού ζουν, πλέον, στα προάστια. Η ίδια τάση διαφαίνεται και στην Ευρώπη. Οι ποσοτικές διαφοροποιήσεις του πληθυσμιακού όγκου προς όφελος της περιφέρειας και εις βάρος του πυρήνα των πόλεων προκαλούν έντονες ποιοτικές αλλαγές στις κοινωνικές δομές που οδηγούν σε έναν χωροταξικό διαχωρισμό κατά τον οποίο ο κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά ενεργός πληθυσμός συγκεντρώνεται στην περιφέρεια, ενώ ο πυρήνας των πόλεων μετατρέπεται σε δεξαμενή υποδοχής προβληματικών ομάδων: των φτωχών, των ανέργων, των ηλικιωμένων και των αλλοδαπών107. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα λαμβάνει χώρα μια άνευ προηγουμένου επέκταση των πόλεων. Ακόμη και στην Ευρώπη, όπου ο πληθυσμός των μεγάλων πόλεμων παρέμεινε σταθερός, η έκτασή τους αυξάνεται με ιδιαίτερα γοργούς ρυθμούς. Οι απαιτήσεις για ένα πιο άνετο χώρο διαβίωσης, η ρήξη του κλασικού μοντέλου οικογενείας και η συνεπακόλουθη ανάγκη για μεγαλύτερο αριθμό κατοικιών, η οικονομική μεγέθυνση και η αδιάκοπη οικοδόμηση νέων κτηρίων και εγκαταστάσεων, καθώς και η συνεχής επέκταση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου επιφέρουν την ταχύτατη αύξηση της επιφάνειας που κατέχουν οι πόλεις, έστω και αν μέρος των νέων απαιτήσεων καλύπτεται από την επανάχρηση του υφιστάμενου οικοδομικού πλούτου, ή την καλύτερη αξιοποίηση γηπέδων σε ήδη οικοδομημένες περιοχές108. H επέκταση, αυτή, συνιστά χαρακτηριστικό όλων των πόλεων. Είτε πραγματοποιείται με τη συνεχή προσθήκη νέων φτωχογειτονιών στην περιφέρεια του ήδη υπάρχων αστικού ιστού, όπως στη Βομβάη, είτε με την προσθήκη οργανωμένων οικιστικών συγκροτημάτων με πλήρως ανεπτυγμένες υποδομές, όπως στο ΄Άμστερνταμ, είτε και με τους δύο τρόπους μαζί, όπως στη Μανίλα και την Κωνσταντινούπολη. Η εξάπλωση, αυτή, επιφέρει μια σημαντική αλλαγή στη συγκρότηση των πόλεων, καθώς συντρίβει με την κλίμακά της όλες τις σχέσεις των θεμελιωδών στοιχείων της πόλης στον αστικό χώρο. Γεγονός που ισχύει τόσο για τις μικρές όσο και για τις μεγάλες πόλεις109. Δρόμοι που οριοθετούσαν την πόλη, που χώριζαν το άστυ από τη φύση, πλέον δεν αποτελούν πια παρά δυσδιάκριτες λεπτομέρειες στον αστικό ιστό110. Ενώ παράλληλα, η ασφάλεια γίνεται ένα, όλο και πιο σημαντικό, στοιχείο της κοινωνικής διάρθρωσης του χώρου της πόλης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις gated communities –περιφραγμένες κοινότητες – στις Η.Π.Α.111. Στο τέλος του 20ου αιώνα, η παλαιά μεσαιωνική πόλη αποτελεί το παραδοσιακό κέντρο της πόλης. Αν η πόλη είναι ευρωπαϊκή, το κέντρο είναι φορτισμένο με μια βαρύνουσα πολιτισμική κληρονομιά και εκεί, συγκεντρώνονται όλες οι λειτουργίες μητροπολιτικής εμβέλειας: διοίκηση, υπηρεσίες, πολιτισμός, αναψυχή. Αν είναι αμερικάνικη, με εξαίρεση τη Νέα Υόρκη και ελάχιστες άλλες πόλεις των Η.Π.Α., το κέντρο παρακμάζει και χάνει τη δυναμική του. Η υπερεπέκταση, όμως, των πόλεων και η συνεχή ανάπτυξη και πύκνωση των προαστίων της αμφισβητεί, πλέον, τον όρο προαστικοποίηση. Με αυτόν νοείται μια εξαρτημένη περιφέρεια από τον πυρήνα της πόλης κατά την ανάπτυξή της, φαινόμενο που πλέον δεν υφίσταται, καθώς οι περιφερειακοί, αυτοί, δήμοι από λειτουργικά εξαρτημένες και ατελείς προαστιακές κοινότητες, μετατρέπονται σε λειτουργικώς αυτόνομες πόλεις. Ενεργοποιώντας, έτσι, την «αποπροαστικοποίηση», φαινόμενο κατά το οποίο το κέντρο της πόλης παύει να συνιστά τον πυρήνα της αλλά στρέφεται προς την περιφέρεια112. Η μορφή, που πήρε στον χώρο η νέα αστική ανάπτυξη, δεν καθορίστηκε μονοσήμαντα από τους παραπάνω παράγοντες. Επηρεάστηκε, επιπλέον, από τη γεωγραφία, το κλίμα, το φυ106 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, σσ. 77-78. 107 Ο.π., σελ. 74. 108 Ο.π., σσ. 30-31. 109 Ο.π., σελ. 31. 110 Ο.π., σελ. 33. 111 Ο.π., σσ. 89-90. 112 Ο.π., σελ. 79.


32

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

σικό ανάγλυφο, και την κουλτούρα του χώρου ή αλλιώς τη sense de l΄ espace των λαών που έχτισαν τις πόλεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η έντονη διαφοροποίηση Νέας Υόρκης και Λος ΄Άντζελες, που η ανάπτυξή τους ωθήθηκε από τις ίδιες τεχνολογίες. Η μορφή τους στο χώρο απεδείχθη τελείως διαφορετική, εξαιτίας αφενός της γεωγραφίας, αλλά αφετέρου και της κουλτούρας των ανθρώπων που τις κατοίκησαν, των εμπνεύσεων και των προτιμήσεών τους, όσον αφορά στην ιδανική πόλη των ονείρων τους113.

113 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σσ. 224-227.


33

1.3 Μητροπολιτικός χαρακτήρας

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Φθάνοντας, λοιπόν, στο τέλος του 20ου αιώνα και στην πρώτη πνοή της νέας χιλιετίας, η αρχαία πόλη έχει πια μεταμορφωθεί σε ένα νέο είδος πόλης. Μια πόλη με μορφή εντελώς διαφορετική, με «αλλαγμένους» ανθρώπους που συνιστούν τις νέες αστικές κοινωνίες, με χιλιάδες πολιτικά συστήματα και με μια οικονομία τροφό της επιβίωσης της. Μια πόλη με χαρακτήρα εμφανώς αναγνωρίσιμο. ΄Ένα χαρακτήρα μητροπολιτικό. Οι πόλεις αυτές, οι μητροπολιτικές, είναι οι πόλεις του σύγχρονου κόσμου. O G. Simmel τον 19ο αιώνα ορίζει την πρωτεύουσα: «Πρωτεύουσα είναι η πόλη της μητροπολιτικής κουλτούρας, της κρατικής γραφειοκρατίας και μίας σημαντικής στρατιωτικής παρουσίας (περίπτωση Πρωσίας) καθώς και των εμπορικών συναλλαγών και της κοινωνικής αλλοφροσύνης114.» Η πρωτεύουσα, λοιπόν, του 19ου αιώνα, αντικαθιστά, εν μέρει, την αρχαία μητρόπολη, καθώς αποτελεί σημείο αναφοράς και κέντρο ανάπτυξης. Από τον 19ο αιώνα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, ωστόσο, η πόλη αυτή δεν είναι, μόνο, η μία και μοναδική, πρωτεύουσα του έθνους, αλλά κάθε πόλη που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία, αυτόν τον μητροπολιτικό χαρακτήρα. Με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, άλλωστε, η μητροπολιτική κουλτούρα, αναδεικνύεται σε παγκόσμια και ξεπερνάει τα όρια των πρωτευουσών και κατ΄ επέκταση των κρατών115. Στο πέρας της ιστορίας, οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές δομούν τις πόλεις αυτές. Οι επιλογές σε κάθε ιστορική περίοδο, από την αρχική θέση και την τοπογραφία, μέχρι τους σύγχρονους τρόπους μεταφοράς ορίζουν την εικόνα του μητροπολιτικού χαρακτήρα της πόλης. Η χωρική οργάνωση και η δόμηση, αυτής, αποκτά κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η επιβλητικότητα και η επίδραση που ασκεί εκφράζονται και χωρικά με κάποια κυρίαρχα, δυνατά σημεία. Κυρίαρχες δομές, μνημεία, διαδρομές, περιοχές ή και ιδέες και ιδεολογίες, που συνδέονται με αυτή, εντείνουν την μητροπολιτική της μορφή116. ΄Όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος, η ανάπτυξη της μητρόπολης, από τον 19ο αιώνα και έπειτα, συνυφαίνεται και με την ανάπτυξη τόσο με την κίνηση μέσα σε αυτή, όσο και με την ανάπτυξη της υπόγειας εκδοχής της. Δηλαδή, τα μέσα μεταφορών και οι τεχνολογίες τους αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του μητροπολιτικού χαρακτήρα. Η τεχνολογική επανάσταση των μέσων μεταφοράς (μετρό και αυτοκινητόδρομος) έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην αστική ανάπτυξη. Πριν εφευρεθεί το μετρό, η πόλη είχε γίνει αβίωτη, οι κεντρικές της συνοικίες υποβαθμισμένες και υπερκορεσμένες. Τα πρώτα προάστια χτίσθηκαν χάρη στο μετρό, και το κέντρο αποσυμφορήθηκε. Με τη διάδοση του αυτοκινήτου, η πόλη ξεπέρασε την κλίμακα που της είχε προσδώσει το μετρό, και διαχύθηκε σε νέες χαμηλότερες πυκνότητες στην ύπαιθρο, ακόμα μακρύτερα του κέντρου. ΄Έτσι, ο ρόλος των μέσων μεταφοράς, πέρα από την απλή μετακίνηση, είναι και πως συνέβαλαν στη διαμόρφωση της μητροπολιτικής κουλτούρας, δηλαδή των κοινών αντιλήψεων, παραδόσεων, μύθων και συμβόλων που ενστερνίζονται οι κάτοικοι της πόλης117. Ο άνθρωπος και οι ομάδες εξελίσσονται και αναπτύσσονται μέσα σε αυτή την κουλτούρα, χωρίς να μένουν ανεπηρέαστοι. Ο τυπικός άνθρωπος της πολυπολιτισμικής μητρόπολης, «Le modulor», όπως τον αποκάλεσε ο Le Corbusier, αναζητεί μανιωδώς να ανακαλύψει μια αίσθηση του «ανήκειν» με τον απρόσωπο και πολυάνθρωπο μηχανισμό της σύγχρονης πόλης. Παρά όμως την αίσθηση αποξένωσης, ο άνθρωπος είναι απαραίτητος για την εδραίωση του χαρακτήρα αυτού, είναι μέρος των σχέσεων εξάρτησης που δημιουργούνται σε ένα τέτοιο πολυσύνθετο σύστημα. Υπό αυτή την έννοια, η ιστορία της μητρόπολης και ο τρόπος που εξελίσσεται είναι μια πολιτισμική κληρονομιά υπερεθνική, αναγκαία σήμερα για τη διαμόρφωση της αστικής συνείδησης118. Αυτή η αστική συνείδηση, η αστικότητα, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η πολυπλοκότητα 114 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 17. 115 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 13. 116 Kevin Lynch, The Image of the City, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1960, σελ. 112. 117 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, σελ. 11. 118 Ο.π., σελ. 13.


34

ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ-ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

της αστικής ζωής, είναι παράλληλη με την ανάπτυξη της μητροπολιτικής κουλτούρας. Παράλληλα, η έκρηξη της τεχνολογίας είναι ασταμάτητη και η εξέλιξή της ανεμπόδιστη. Συμβάλλει και αυτή σημαντικά στη συνεχή μητροπολιτική έκρηξη. Πλέον, ο μητροπολιτικός χαρακτήρας συνδέεται και με την ταχεία ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της πρωτοπορίας στις επικοινωνίες, τις μετακινήσεις, τη διαφήμιση, το εμπόριο, τη διασκέδαση κ.ά. Η πορεία προς τον 21ο αιώνα καθιστά συνεχώς πιο αναγκαία τη χρήση της στη ζωή σε μια, τέτοιας μορφής, πόλη. Ποιο θα είναι, τελικά, το συνολικό φάσμα επιρροής της; Πώς αυτή και όλοι, οι προαναφερθέντες παράγοντες, επηρεάζουν τις μητροπόλεις στον επόμενο αιώνα; Αλλοιώνουν τον χαρακτήρα τους;




11


38

Ποια είναι, όμως, η εικόνα της μητρόπολης του σήμερα; Τι έχει αλλάξει από την αυγή του 21ου αιώνα στην αστική πραγματικότητα; Οι νοοτροπίες και οι κουλτούρες, καθώς και οι δραστικές μεταρρυθμίσεις, που αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 έχουν αφήσει έντονα στίγματα στις μητροπόλεις του Δυτικού κόσμου1. Η κατάσταση του σήμερα διακατέχεται από μια εμφανή ανάμιξη στοιχείων και μια γενική εικόνα που περιέχει θραύσματα όλων των στιλ και όλων των δεκαετιών. Ως εκ τούτου, η μητρόπολη του 21ου αιώνα, στην υλική της υπόσταση, είναι έντονα διαφοροποιημένη. Η εκμετάλλευση του χώρου έχει ξεφύγει κατά πολύ από τα όρια του εδάφους. Μιλάμε για «δικαιώματα του αέρα», για οριακή αντιστροφή του ύψους των κτηρίων υπογείως, για πλήρη εκμετάλλευση του υγρού στοιχείου ,όπως και του στερεού. Το άθροισμα της μάζας της μητρόπολης είναι, πλέον, συγκλονιστικά τεράστιο. Από κάθε άποψη επεκτείνεται εξαπλώνεται, διογκώνεται. Η μητρόπολη εννοιολογικά συνδέεται στενά με μία αρχιτεκτονική τυπολογία: μία αρχιτεκτονική του όγκου, του κυρίαρχου και του εντυπωσιασμού, ικανή να ταιριάζει με την βαρύτητα της έννοιας και του χαρακτήρα της μητρόπολης του 21ου αιώνα και στον ίδιο χρόνο, καθώς απομακρύνεται από το κέντρο, μετατρέπεται, μειώνεται, εξαθλιώνεται. Στο κέντρο παραμένει μια «τίμια» μητροπολιτική πολεοδομία που συνίσταται από μεγάλη πυκνότητα. Τέτοια ώστε να προκαλεί αρκετή συμφόρηση, τόσο πολεοδομική και κυκλοφοριακή, όσο και πνευματική2. Ωστόσο, η συνολική εικόνα έχει πολλάκις χαρακτηριστεί ως αποσπασματική, ασύνδετη και χωρίς κλίμακα. Δεν είναι παρά ένα κολλάζ αυτοκινητόδρομων, εμπορικών κέντρων, ψηλών κτηρίων και μικρών σπιτιών που όμως καταφέρνει να δίνει ζωτικότητα, ενέργεια και εν τέλει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες πόλεις του σήμερα3. Ομογενοποιημένες ιστορικές ζώνες προστατευόμενες λόγω της αρχιτεκτονικής και σκηνογραφικής αξίας τους, έρχονται σε αντιπαράθεση με περιοχές υπέρ-ανάπτυξης4. Ταυτόχρονα ο δημόσιος χώρος που δημιουργείται παρουσιάζει, επίσης, αυτή τη διπολική ταυτότητα, η οποία τον μετατρέπει σε ένα πολύ ιδιαίτερο περιβάλλον5. ΄Ένα περιβάλλον στο οποίο ο αστικός δρόμος μέσω στρωμάτων, ιδιωτικών μαγαζιών, εστιατορίων και γραφείων, μετατρέπεται στον δημόσιο χώρο του πολίτη6. Παράλληλα, μέρος του συνολικού δημόσιου χώρου πηγάζει από τη λογική της συλλογικότητας που εμφανίζεται πλέον στην πόλη. Αυτός δηλαδή ο δημόσιος χώρος είναι σχεδιασμένος, συγκεκριμένος και πολυμορφικός, καλύπτει διαφορετικές ανάγκες, αναφέρεται στα κοινά και έχει πολύ πιο ευφάνταστα στοιχεία7. Ενώ το υπόλοιπο είναι o, ονομαζόμενος από τον Rem Koolhaas, υπολειμματικός δημόσιος χώρος, αυτός, δηλαδή, που συντίθεται από όλα τα κενά σημεία που υπάρχουν στις μεγαλουπόλεις8. Εμφανίζεται στο ενδιάμεσο, λίγο πιο πίσω, λίγο πιο πέρα και παραμένει σε παρακμή μέχρι να γίνει χρήσιμος σε μια νέα οικονομική ή πολιτιστική επένδυση9. Συχνά αίτια για αυτά τα αστικά κενά και τις ασυνέχειες του τοπίου, αποτελούν οι διαφορετικοί στόχοι και τα κίνητρα που υπήρχαν κατά τις μεταβάσεις από τη μια περίοδο στην άλλη, αφήνοντας έτσι στην πόλη τα «κενά» αυτά απομεινάρια10. ΄Ίσως αυτό 1 M. Christine Boyer, The City of Collective Memory: Its Historical Imagery and Architectural Entertainment, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1994, σελ. 2.

2 Rem Koolhaas, «Η ζωή στη μητρόπολη ή Η κουλτούρα της συμφόρησης» από: Architectural Design 47, No. 5, μτφ: Γιάννης Αίσωπος, Αύγουστος 1977, σελ. 2.

3 Bernard Tschumi, «Κάποιες αστικές έννοιες» από: Present and Futures. Architecture in Cities, μτφ. Γιάννης Αίσωπος, Centre de Cultura Contemporania de Barcelona and ACTAR, Barcelona, 1996, σελ. M1.43.

4 M. Christine Boyer, σελ. 372. 5 Ο.π., σελ. 368. 6 Ο.π., σελ. 372. 7 Ο.π., σελ. 9. 8 Rem Koolhas, «Η Γενική Πόλη» από: S, M, L, XL, μτφ. Γιάννης Αίσωπος, Rotterdam 010 Publishers, 1995, σελ. M2K1.W256. 9 Μ. Christine Boyer, σελ. 372. 10 Μ. Christine Boyer, σελ. 2.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

2.1 Μια επισκόπηση


39

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

που τελικά, ενοποιεί τα στοιχεία αυτά, στη σύγχρονη εποχή, είναι το συμβάν και το σοκ, τα οποία εντατικοποιούν και επιταχύνουν συνεχώς την αστική εμπειρία. Σύμφωνα με τον Bernard Tschumi: «η αρχιτεκτονική στη μεγαλούπολη συχνά έχει να κάνει με εύρεση νέων και ασυνήθιστων λύσεων παρά με τις ήσυχες καθησυχαστικές λύσεις της κατεστημένης κοινότητας»11. Η μητροπολιτική αρχιτεκτονική δεν έχει πια επεξηγηματικό ρόλο. Ο αρχιτέκτονας αποκτά τη δυνατότητα κατασκευής συνθηκών, που δημιουργούν μία νέα πόλη και νέες συνθήκες μεταξύ χώρων και γεγονότων12. Με τη λέξη «γεγονός», ο B. Tschumi αναφέρεται στο απρόβλεπτο, αυτό που δε μπορεί να κωδικοποιηθεί και που ανήκει στο χώρο του συμπτωματικού13. Αντικείμενο του αρχιτέκτονα, λοιπόν, παύει πλέον να είναι η εκπλήρωση των συνθηκών της κατασκευής, αλλά η αποτελεσματική κατασκευή συνθηκών, με σκοπό τη μετάθεση των πιο παραδοσιακών και οπισθοδρομικών πλευρών της κοινωνίας και την ταυτόχρονη αναδιοργάνωσή τους με πιο απελευθερωμένο τρόπο· όπου η εμπειρία γίνεται η εμπειρία των γεγονότων που έχουν οργανωθεί και έχουν ως στρατηγική την αρχιτεκτονική. ΄Όλη αυτή η ρευστότητα και η κινητικότητα της κοινωνίας του σήμερα οδηγεί την αρχιτεκτονική της μητρόπολης στον δια-προγραμματισμό και τον διαρκή συνδυασμό χώρων, κινήσεων και συμβάντων, δηλαδή η μίξη των ειδών, των προγραμμάτων και των λειτουργιών συνιστά τη νέα κατεύθυνση της σύγχρονης εποχής14. Η νέα αυτή προσέγγιση της αρχιτεκτονικής συγκροτείται από κατασκευές που αντιπροσωπεύουν την επιτομή της ανθρώπινης φαντασίας, μαζί με την αβεβαιότητα που αυτή δημιουργεί. Στόχος της: η δημιουργία ενός κόσμου απόλυτα κατασκευασμένου από τον άνθρωπο15 και αποτέλεσμά της: εξ ορισμού ο χώρος του συνδυασμού των διαφόρων16. Συνυφασμένη με τον 21ο αιώνα είναι, φυσικά, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας. Ο ρυθμός ανάπτυξής της, σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα είναι ανεπανάληπτος και θα ήταν αφελές να θεωρηθεί πως αυτό δεν επηρέασε καταλυτικά τις αναπτυσσόμενες πόλεις. Η τεχνολογία είναι το κυρίαρχο στοιχείο στην καθημερινότητα κάθε ατόμου: από την ιδιωτική κατοικία και τον προσωπικό του χώρο, στον δημόσιο, τον εργασιακό, αλλά και σε πιο ειδικές περιπτώσεις στο ίδιο του το σώμα, μέσω της ιατρικής. Η χρήση τόσο των οργάνων όσο και των μηχανών, καθίσταται αναγκαία για τον πολίτη της σύγχρονης μητρόπολης. Χωρίς αυτά, δεν μπορεί να κάνει τίποτε δίχως να συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια17. Από υπολογιστές και σαρωτές σε ποικίλα κινητά μηχανήματα, ένας σταθερά αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων αναλώνει πολύ χρόνο από τη ζωή του αλληλοεπιδρώντας με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της τεχνολογίας. Αναπόσπαστο και πολύ σημαντικό κομμάτι αυτής της νέας τεχνολογίας είναι φυσικά το διαδίκτυο. Το οποίο συνυπάρχει εξίσου σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας της πόλης και επεκτείνει εμφανώς τις δυνατότητες της σύγχρονης εποχής. ΄Έτσι, οι δυνατότητες εκμηδενισμού της απόστασης και του χρόνου, πλησιάζουν όσο ποτέ άλλοτε στον πλήρη ρεαλισμό. Μια μεγαλούπολη χωρίς φραγμούς, χωρίς όρια, χωρίς σύνορα. Κάθε χωροχρονική στιγμή μπορεί να ξεπεραστεί. Η τόσο εξελιγμένη τεχνολογία του σήμερα είναι ικανή να δώσει πολύ πιο εύκολα λύση σε πολλά από τα προβλήματα που η γέννησή της δημιούργησε τον 18ο και 19ο αιώνα. Έτσι, ο 21ος αιώνας έγινε γενεσιουργός των νέων τάσεων της αειφορίας, της βιωσιμότητας, των οικολογικών τακτικών και της ευέλικτης ανάπτυξης, τόσο στην καθημερινή ζωή, όσο και στον σχεδιασμό των πόλεων. ΄Όσον αφορά στην αστικοποίηση του 21ου αιώνα, υπάρχει μια πληθώρα αναδυόμενων τάσεων και εναλλακτικών μελλοντικών προοπτικών. Ο βιοκλιματικός και «ανθεκτικός» σχεδιασμός έχει πλέον γίνει σημαντικό κομμάτι της δυτικότροπης λογικής δόμησης της πόλης. Γίνονται συζητήσεις γύρω από τις πράσινες πόλεις με κάθετη γεωργία, τις «ανθεκτικές» πόλεις –ικανές να αντι11 Bernard Tschumi, Κάποιες αστικές έννοιες, σελ. Μ1.46. 12 Ο.π., σελ. Μ1.46. 13 Bernard Tschumi, «Program and Event» συνέντευξη από: Γιάννης Αίσωπος, μτφ. Γιάννης Αίσωπος, σελ. Μ2Κ1.279. 14 Bernard Tschumi, Κάποιες αστικές έννοιες, σελ. Μ1.43. 15 Rem Koolhaas, «Η ζωή στη μητρόπολη ή Η κουλτούρα της συμφόρησης», σελ. 8. 16 Bernard Tschumi, Κάποιες αστικές έννοιες, σελ. Μ1.46. 17 Βιτρούβιος, Περί Αρχιτεκτονικής. Βιβλία VI-X, μτφ. Παύλος Λέφας, Πλέθρον, Αθήνα, 1998, σελ. 293.


40

σταθούν σε οικονομικές και περιβαλλοντικές διαταραχές– τις ευχάριστες προς τον πεζό πόλεις, τις πόλεις κέντρα πολιτισμού, ακόμη και τις αναπτυγμένες εξ ολοκλήρου γύρω από παγκόσμια αεροδρόμια πόλεις18. Εκτός από τις διάφορες πολιτικές εξελίξεις σε κυβερνητικό πλαίσιο, στον 21ο αιώνα διογκώνονται και οι προσπάθειες ενημέρωσης, πρόληψης και επαναφοράς, από ποικίλους φορείς, με τελικό στόχο τον ίδιο τον πολίτη. ΄Έτσι, ο μητρο-πολίτης του 21ου αιώνα είναι, όσο ποτέ άλλοτε, συνειδητοποιημένος απέναντι στο περιβάλλον με μεγάλη ενσυναίσθηση και αυξανόμενες τάσεις συμμετοχής σε κάθε μείζον ή μη περιβαλλοντικό ζήτημα. Μια πόλη του 21ου αιώνα, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μητρόπολη αν δεν εντάσσεται στα αντίστοιχα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά κλπ. πλαίσια. Είναι νομοτελειακά αναμενόμενο να εμπεριέχονται σε αυτήν κατάλληλα συστήματα οργάνωσης, λειτουργίας και παραγωγής. Η πληθώρα βιομηχανιών, πολυεθνικών και φορέων μεγάλης οικονομικής ισχύος αποτελούν την οικονομική πραγματικότητα των μητροπόλεων. Ως «μητέρα» της περιοχής ή της χώρας, αυτή πρέπει να κατέχει όλα τα εργαλεία για τον έλεγχο, τόσο εντός όσο και εκτός, των συνόρων της. Στη σύγχρονη εποχή θα μπορούσε η μητρόπολη της αρχαιότητας, το κέντρο δηλαδή αναφοράς των αποικιών, να παραλληλιστεί με τη σχέση του κέντρου της πόλης με τα προάστια. Οι σύγχρονες μητροπόλεις, με την τεράστια προαστικοποίηση, δημιουργούν ενεργούς πυρήνες σε πολλά σημεία γύρω από το κέντρο τους. Η έκταση τους , άλλωστε, λόγω της αστικής διάχυσης σε τεράστιο κομμάτι της περιφερειακής υπαίθρου, καθιστά τη δημιουργία των πυρήνων αυτών απαραίτητη. ΄Όλα όσα προαναφέρθηκαν δημιουργούν ένα σύνολο: τη σύνθετη πραγματικότητα των μεγαλουπόλεων και μητροπόλεων του σήμερα. Αυτή αποτελεί το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη και την ακμή σχέσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ όλων των συντελεστών της μητρόπολης και των ανθρώπων που κατοικούν, εργάζονται ή βρίσκονται, με κάποιον τρόπο, σε αυτήν. Ο Aldo Rossi αναφέρει: «Η πόλη είναι ταυτόχρονα ένα υλικό εργαλείο της συλλογικής ζωής και ένα σύμβολο εκείνου του συνόλου των σκοπών και των συναινέσεων που γεννιούνται μέσα στις ευνοϊκές συνθήκες. Μαζί με το λεξιλόγιο είναι, ίσως, το μεγαλύτερο έργο τέχνης του ανθρώπου»19. Τα λόγια αυτά, δίνουν τη βάση για να κατανοηθεί πως πρώτον, η πόλη δημιουργείται και μεταβάλλεται βάση της εξέλιξης και των αποφάσεων του ανθρώπου και δεύτερον, αυτή η εξέλιξη προκαλεί την ανάπτυξη νέων σχέσεων και συμβάντων. Επομένως, όπως σε κάθε συγκέντρωση συγκρουόμενων στοιχείων, έτσι και στο πλέγμα της πόλης παράγονται «αποτελέσματα», τα οποία προσδίδουν επιπλέον χαρακτήρα και επιπλέον νοήματα. Αυτά τα «αποτελέσματα», που δημιουργούνται στη διάρκεια των χρόνων, αυξάνονται καθημερινά και προκύπτουν από όλες τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην πόλη. Συμβαίνουν σε κάθε χρόνο και συχνά αφήνουν ίχνη που προσθέτουν στα επίπεδα της πόλης. Συνεπώς, αναφέρονται, τόσο στο παρόν, όσο και στο παρελθόν και το μέλλον. Με αυτό το χρονικό τρίπτυχο παραλληλίζονται εύκολα και οι έννοιες ιστορία, καθημερινότητα και προβολή, που εμπεριέχονται στην πραγματικότητα της πόλης. ΄Έτσι, βάσει της υλικής πραγματικότητας, άλλα και όλων αυτών των άυλων στοιχείων, θα μπορούσε να ορισθεί ένα σύστημα παραγόντων που συνυπάρχουν, αλληλεπικαλύπτονται, επηρεάζονται και αλληλεξαρτώνται και που προσδίδουν κάθε στιγμή στην πόλη μια ιδιαίτερη, ίσως και μοναδική, ταυτότητα. 18 Robert Moran, Who’s Your Megacity? The 21st Century Metropolis, Huffpost, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www. huffingtonpost.com/robert-moran/whos-your-megacity-the-21_b_5505919.html?guccounter=1.

19 Aldo Rossi, Η Αρχιτεκτονική της πόλης, μτφ: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 37.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

12


13


42

Η σύγχρονη πραγματικότητα βρίσκει τη μητρόπολη του 21ου αιώνα να ισορροπεί σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο, αυτό μεταξύ της ιδιαίτερης ταυτότητας και της κενότητας. Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, το φαινόμενο δηλαδή της «νομιμοποιημένης» ομογενοποίησης, δεν είναι πλέον ένας τίτλος βόμβα, βρίσκεται παντού γύρω μας, βρίσκεται σε κάθε πραγματικότητα των πόλεων μας. ΄Έτσι, συχνά λόγω προσπαθειών ενοποίησης, οι μητροπόλεις βρίσκονται υπό τον τίτλο, «κενή ταυτότητας» ή «Γενική» όπως τις ονομάζει ο R. Koolhaas20. Είναι, όμως, ο κίνδυνος της γενικότητας υπαρκτός; Ο R. Koolhass με τη χρήση του όρου αστική ταυτότητα θεωρεί την ιστορία, το περιβάλλον και την πραγματικότητα, ενώ δεν μπορεί να φανταστεί πως οτιδήποτε σύγχρονο και φτιαγμένο από τον άνθρωπο μπορεί να συνεισφέρει σε αυτή21. ΄Όμως, η ιστορία είναι οι πράξεις των ανθρώπων. Πράξεις που όταν ήταν και αυτές οι ίδιες σύγχρονες, πιθανώς να μην άρμοζαν στην ταυτότητα του τότε –όπως, δηλαδή, ήταν διαμορφωμένη εκείνη τη χρονική περίοδο. Το περιβάλλον τους τελευταίους αιώνες είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το αστικό τοπίο· αυτό, είναι η πραγματικότητα του κόσμου. Κάθε συμβάν που λαμβάνει χώρα σε αυτό το περιβάλλον συνιστά την πραγματικότητα. Ενώ τα περισσότερα συμβάντα ενεργοποιούνται από τον ίδιο τον άνθρωπο. ΄Άλλωστε η πόλη είναι το προϊόν των ανθρώπων22. Κάθε αστικός συντελεστής, κάθε στοιχείο της πόλης, είναι μαρτυρία του ανθρώπου μέσα σε αυτή. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, πρωτογενή και περιοχής, κατά τον A. Rossi, δημιουργούν πάντα ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους. Οι δεσμοί αυτοί μπορούν να ορίσουν τόσο έντονους αστικούς συντελεστές που εν τέλει αυτοί να αποτελούν το κύριο χαρακτηριστικό μιας πόλης. «Και μήπως η πόλη δεν είναι πάντα το άθροισμα αυτών των συντελεστών;»23. Για τη συγγραφέα Stephanie Springgay, η ταυτότητα αποτελεί μια διαδικασία ανταλλαγής και σύγκρουσης που παράγει νοήματα μέσα σε έναν χώρο24. Πώς επιτυγχάνεται η ανταλλαγή και η σύγκρουση μέσα σε μια πόλη; Μέσω της ύπαρξης ανθρώπων που αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά και με την ίδια. Οι άνθρωποι, το ανθρώπινο δυναμικό είναι αναπόσπαστο μέρος της πόλης. Την επηρεάζουν, την αλλάζουν, την καθορίζουν25. Συνεπώς, οι έννοιες της ιστορίας, του περιβάλλοντος και της πραγματικότητας υπάρχουν ως ενεργά στοιχεία μόνο σε συνεργασία με την ύπαρξη και την «κίνηση» του ανθρώπου. Με την πάροδο του χρόνου, οι μεταβλητές αυτές συγκροτούν στρώματα, κατηγορίες, ενότητες που αλληλοκαλύπτονται, δημιουργούν ένα παλίμψηστοX. Μερικές φορές διακατέχονται από μια συνεχή ζωτικότητα, χωρίς να μεταβάλλονται, ενώ άλλες αλλοιώνονται· αλλά και σε αυτή την περίπτωση εξακολουθούν να διατηρούν στοιχεία διάρκειας και μορφής26. ΄Έτσι, όσο στα στρώματα αυτά υπάρχουν εμφανείς αμυχές και υπόνοιες όλων των προτετελεσμένων, η ταυτότητά τους παραμένει ενεργή, μεταβαλλόμενη και καθολική. Κανένα στοιχείο της μητρόπολης δεν αποκρύπτεται τελείως, αλλά εμφανίζεται, επηρεάζεται και μεταβάλλεται κάθε φορά με νέο τρόπο κατά τη συνύφανση της τελικής εικόνας της. Μια εικόνα που, βέβαια, δεν έχει νόημα χωρίς αποδέκτη. Ο αποδέκτης/παρατηρητής εκλαμβάνει τα αμέτρητα ερεθίσματα και διαμορφώνει μια άποψη. Κάθε μια άποψη είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι το άθροισμά τους δημιουργεί την αντιλαμβανόμενη κοινή εικόνα. Την εικόνα που γίνεται αντιληπτή εκ των έσω. Αλλά, και εκ των έξω. Ο παρατηρητής, σήμερα, δημιουργεί με τη φαντασία του την καθολική εικόνα της πόλης ενώνοντας 20 Rem Koolhass, «Η Γενική Πόλη», σελ. Μ2Κ1.252. 21 Ο.π., σελ. Μ2Κ1.252. 22 Aldo Rossi, σελ. 35. 23 Ο.π., σελ. 133. 24 Stephanie Springgay, An Intimate Distance: Youth Interrogations of Intercorporeal Cartography as Visual Narrative Text, University of Illinois Press, Vol. 33, No. 1, JSTOR, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.jstor.org/ stable/20715447?seq=1#page_scan_tab_contents. 25 Kevin Lynch, The Image of the City, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1960, σελ. 2. 26 Aldo Rossi, σελ. 149.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

2.2 ΄Έννοια και ταυτότητα


43

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

τα διαστήματα και τους αποσυνδεδεμένους χώρους σε μια νοητά ενωμένη θέα, όπου συμβαίνει το παράδοξο της κατάρριψης των ερωτημάτων για δεσμούς και ενώσεις27. Υπάρχει, δηλαδή, πάντα μια αίσθηση νοητής συνέχειας. Τα εντυπωσιακά αντικείμενα και οι ενδιάμεσοι χώροι28 που μετατρέπονται σε δοχεία πράξεων και ζωής, προσδίδουν αυτή την ενότητα στα μάτια του παρατηρητή. Δηλαδή, σε μια πραγματική κατάσταση αποσύνδεσης και αποσύνθεσης, ο παρατηρητής εξακολουθεί να εκλαμβάνει μια συνολική έκφραση, μια ταυτότητα29. ΄Έτσι η πόλη και η ταυτότητά της είναι ενεργά, μεταβαλλόμενα στοιχεία. Πόλη και ταυτότητα αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. ΄Όσο περισσότερες αλληλεπιδράσεις, τόσο περισσότερα αποτελέσματα. Η ένταση αυτών, μεταξύ διαφορετικών στοιχείων και περιοχών, μεταξύ ενός τομέα και άλλων, συνιστά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πόλης και την αισθητική της «εικόνας» της. Η κάθε πόλη διαμορφώνεται, έτσι, ως ένα αντικείμενο που διαφοροποιείται και αποκτά ξεχωριστή ταυτότητα, ενώ συχνά επωμίζεται μοναδικά επίθετα που την χαρακτηρίζουν. Το παρόν, το μέλλον και το παρελθόν συνυπάρχουν στην κάθε στιγμή της πόλης30. Με αυτό το χρονικό τρίπτυχο παρομοιάζονται και οι έννοιες ιστορία, καθημερινότητα και προβολή που συγκροτούν την πραγματικότητα της πόλης. Σε αυτή τη σύνθετη πραγματικότητα ο ιδιωτικοποιημένος δημόσιος χώρος και ο δημοσιοποιημένος ιδιωτικός, η απαραίτητη, αλλά «ξεπερασμένη», έννοια της κοινωνίας και του δημόσιου χώρου, του συλλεκτικού και συνεργατικού έργου, μας ενώνουν σε μια αρμονία που δεν ερμηνεύεται από τα οπτικά τεκμήρια31. Η πόλη, ως ένα καθολικό έργο (gestaltistXI), ένα σύνολο που είναι περισσότερο από αυτό που ορίζει το άθροισμα των μερών του32. Το κάθε «τώρα» του παρόντος φαντάζει απόμακρο και αποκομμένο από την ταυτότητα, όμως στην πραγματικότητα όταν δεν θα είναι πια «τώρα» θα έχει ήδη ενταχθεί σε αυτή. Κάθε πράξη, κάθε συμβάν, είτε είναι «ελεύθερο», είτε έχει κάπως ενσωματωθεί σε κάποιο κτήριο, σε κάποιο περιβάλλον, σε κάποιο βιβλίο καταγράφεται και παραμένει ως ένα κομμάτι του μωσαϊκού της ταυτότητας. Η παραπάνω θέση μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή μέσω ενός παραδείγματος. Σήμερα, ο πύργος του ΄Άιφελ αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία παγκοσμίως, σύμβολο της ακμής και της εξέλιξης του κόσμου και των μοντέρνων προσδοκιών. Το 1887, όμως, με την ανακοίνωση της τοποθέτησης του πύργου του στο κέντρο του Παρισιού οι αντιδράσεις ήταν τεράστιες. Ομάδες καλλιτεχνών διαδήλωναν και επίκριναν την απόφαση δημοσιεύοντας στην εφημερίδα Le Temps: «Συγγραφείς, ζωγράφοι, γλύπτες, αρχιτέκτονες, παθιασμένοι εραστές της μέχρι τώρα άθικτης ομορφιάς του Παρισιού, ερχόμαστε να διαδηλώσουμε με όλη μας τη δύναμη, με όλη μας την αγανάκτηση, στο όνομα του προδομένου Γαλλικού γούστου, στο όνομα της απειλούμενης Γαλλικής τέχνης και ιστορίας, κατά της ανέγερσης, στο κέντρο της πρωτεύουσάς μας, του άχρηστου και τερατώδους πύργου του ΄Άιφελ...»

27 M. Christine Boyer, σελ. 16. 28 Ο.π., σελ. 3. 29 Michael Hebbert, “The street as locus of collective memory” από: Environment and Planning D: Society and Space, Vol. 23, SAGE journals, Αύγουστος 2005, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1068/d55j, σελ. 582.

30 Colin Rowe και Fred Koetter, Collage City, MA: The MIT Press, Cambridge, 1978, σελ, 32. 31 Kevin Lynch, σελ. 3. 32 Roland Barthes, Semiology and Urbanism, 1967, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου 2018). https://thecharnelhouse.org/wp-content/ uploads/2015/04/roland-barthes-semiology-and-urbanism-1967.pdf, σελ. 414.


44

2.2.1 Locus Η λατινική λέξη locus σημαίνει «τόπος». Ο A. Rossi στο βιβλίο του Η αρχιτεκτονική της πόλης, γράφει: «Μ’ αυτόν τον όρο εννοούσα τη μοναδική και οικουμενική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο και στις κατασκευές που υπάρχουν σ’ αυτό τον τόπο»33. Η λέξη έχει μεταβιβαστεί και στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα και ορίζεται σύμφωνα με το Cambridge Dictionary ως: “the place where something happens or the central area of interest on something being discussed”34. Εξ ορισμού λοιπόν, φαίνεται ότι δεν πρόκειται για απόλυτη ταύτιση με τη χωρική έννοια του τόπου, αλλά για μια σύνθετη έννοια που εγκολπώνει σχέσεις, αλληλεπιδράσεις αλλά και την ανθρώπινη σκέψη και δραστηριότητα. Στις πρώτες της μορφές, η λέξη είχε έντονη σχέση με την τοποθεσία και το συγκεκριμένο σημείο που επιλεγόταν για να γίνει ο «τόπος» ενός οικοδομήματος. Οι χωρικές και τοπογραφικές ποιότητες παραμένουν, πάντως, διαχρονικά εξαιρετικά σημαντικές για την αρχιτεκτονική του τόπου. Στη γενική έννοια της αρχιτεκτονικής ο τόπος συγκαταλέγεται ως κάτι μοναδικό και συγκεκριμένο35. Γίνεται εύκολα αντιληπτό όμως ότι η τοπογραφία και οι χωρικές συνθήκες, επηρεάζουν τόσο τις σχέσεις και τις αντιθέσεις με τον περιβάλλοντα χώρο, όσο και την κίνηση και επιρροή του ανθρώπου πάνω σε αυτόν τον τόπο. Επομένως, κάθε τόπος είναι ένα δοχείο μνήμης και συλλογικού μόχθου∙ μια χωρική επιφάνεια, συγκεκριμένων ορίων, πάνω στην οποία επισωρεύονται όλα τα δεδομένα του χρόνου που «πέρασαν» από πάνω της· η μνήμη όμως αυτή, είναι πλήρως εξαρτημένη από το συγκεκριμένο του σημείου και τις αντιδράσεις που προκάλεσε αυτό. Ο Viollet-le-Duc αναρωτιέται από τα τέλη του 19ου αιώνα τη δυσκολία που έχει η μεταφορά ενός αρχιτεκτονικού οικοδομήματος από έναν τόπο σε έναν άλλο, και τι επιδράσεις έχει αυτό στην αξία του36. Αλλά, ακόμα και σε έναν τόπο, οι αλλαγές περιβάλλοντος και ανθρώπων επηρεάζουν την τελική μνήμη και τη μνημειακότητά του, ή των στοιχείων εντός του. Για παράδειγμα, ένα μνημείο όπως η Αγία Σοφία, απέδιδε διαφορετική 33 Aldo Rossi, σελ. 145. 34 Cambridge Advanced Learner's Dictionary, Cambridge University Press, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://dictionary. cambridge.org/dictionary/english/locus.

35 Aldo Rossi, σελ. 145. 36 Ο.π., σελ. 145.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

14


45 μνημειακότητα όσο ήταν χριστιανικός ναός και διαφορετική σήμερα που είναι οθωμανικός και είχε υπάρξει χριστιανικός. Παρόλα αυτά, η σημερινή της εικόνα δεν θα ήταν ίδια, αν δεν βρισκόταν σε αυτό το σημείο και αν δεν είχαν επιδράσει πάνω της αυτές οι καθοριστικές αλλαγές. ΄Έτσι, η μνημειακότητα της Αγίας Σοφίας γίνεται μοναδική και αυτό την ορίζει ως ένα συγκεκριμένο locus. Η έννοια του locus, συνεπώς, γίνεται υπεύθυνη για τη δημιουργία των ειδικών και ιδιαίτερων τόπων στα όρια μιας πόλης. ΄Έτσι, μετατρέπεται σε έναν ειδικό συντελεστή που διαμορφώνεται από τον χώρο και τον χρόνο, από την τοπογραφική του διάσταση, από τη μορφή του, από το ότι είναι ο τόπος παλιών και καινούργιων γεγονότων και φυσικά από τη μνήμη που περικλείει. ΄Ένας συντελεστής τόσο με τοπογραφική όσο και με συλλογική ιδιότητα. Τέλος, λόγω των σχέσεων μεταξύ τόπου και ανθρώπου, είναι και ένας συντελεστής, διεπιστημονικός, με εμφανείς αναφορές στην οικολογία και την ψυχολογία37. ΄Άλλωστε, σύμφωνα με τον Walter Benjamin, ακόμα και τα μικρά αντικείμενα «αντίκες» ή αντικείμενα που έχουν κάποιου είδους μνήμη πρέπει να παραμένουν στον αρχικό τόπο, ώστε να δημιουργείται η σύγκριση παρελθόντος παρόντος και να υπάρχουν ενεργά ερεθίσματα για το τι συνέβη κάποτε εκεί. Ενεργά ερεθίσματα ικανά να προκαλέσουν συγκρούσεις οι οποίες δημιουργούν τη συσχέτιση των αντικειμένων, τόσο με το ανθρώπινο δυναμικό όσο και με το φυσικό περιβάλλον. Καθώς η συλλογική μνήμη γεννιέται λόγω της κοινωνικής εξέλιξης και ιδίως της ανάπτυξης των πόλεων, αυτό το αστικοποιημένο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ενεργούν ομάδες, είναι απαραίτητο για να διατηρηθεί και να συνεχιστεί38. 2.2.1.1 Μνήμη – Ιστορία – Μνημείο Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

“Historical stories are arranged to be told in space.”39 Η μνήμη, στον άνθρωπο, είναι μια έννοια έντονα χωρική. Σύμφωνα με πολλές έρευνες η λειτουργία της μνήμης πηγάζει από σωματικές εμπειρίες και κίνηση του σώματος μέσα σε κάποιον χώρο40 που καταγράφονται ως ίχνη τα οποία επαναναγνώσκονται και δημιουργούν την ανάμνηση41. Πρόκειται για μια διαδικασία σωματική, νευρο-εγκεφαλική. Η ίδια η διαδικασία της θύμησης δημιουργείται μέσω χωρικών μεταφορών και συνδέσεων με την τοπογραφία. Ο κλειστός διασυνδεδεμένος χώρος λειτουργεί από τα αρχαία χρόνια ως συσκευή μνήμης. Αντίστοιχες συσκευές που δημιουργήθηκαν τον 16ο αιώνα, οδήγησαν και στη δημιουργία του θεάτρου της αναγέννησης, τα σκηνικά του οποίου λειτουργούν εμφανώς με τη λογική της δημιουργίας μνήμης μέσω καταχώρησης εικόνων από τον τρισδιάστατο χώρο. Ο Anthony Vidler ερευνά την ιστορία του αστικού σχεδιασμού μέσω αυτών των θεάτρων. Τα τελευταία στην ψευδή προοπτική των σκηνικών τους, περιλάμβαναν επιβλητικούς δρόμους με έντονες καμάρες και κολώνες και μικρά φτωχικά σπίτια σε μικρά σοκάκια. Ο A. Vidler ονομάζει την πρώτη κατηγορία Tragedy street και την παραλληλίζει με μια δημόσια αρχιτεκτονική που εκφράζει τη θεσμική δύναμη και συνέχεια. H λογική του Tragedy street μεταφέρεται και εντός της πόλης και αντιπροσωπεύει όλη τη μνήμη που δημιουργείται μέσω της στοχευμένης μνημειακότητας, του συμβολισμού και κάθε τρόπου καταγραφής των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών στο αστικό τοπίο42. Αντίστοιχοι τρόποι προσέγγισης του αστικού σχεδιασμού ακολουθήθηκαν καθόλη την ιστορία. Αρχικά, η ίδια η σκηνογραφία του αναγεννησιακού θεάτρου, ενσωματώθηκε γρήγορα στην πραγματικότητα αποτελώντας υπαρκτό τρόπο πολεοδόμησης την εποχή του Μπαρόκ43. 37 Aldo Rossi, σελ. 150. 38 Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, μτφ: Γιάννης Κουμπουρλής, Νεφέλη, Αθήνα, 1998, σελ. 97. 39 Reuben Rose-Redwood, Derek Alderman και Maoz Azaryahu, “Collective memory and the politics of urban space: an

introduction” από: GeoJournal, Vol. 73, No.3, Springer, Σεπτέμβριος 2008, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). https://www.jstor. org/stable/41148291?seq=1#page_scan_tab_contents, σελ. 2. 40 Michael Hebbert, σελ. 581. 41 Ζακ Λε Γκοφ, σελ. 87. 42 Michael Hebbert, σελ. 581. 43 Ο.π., σελ. 581.


46

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Την εποχή του Διαφωτισμού, που διαδέχθηκε το Μπαρόκ, αναπτύχθηκε η άποψη ότι η αρχιτε-

15


47

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

κτονική μπορεί να διαμορφώνει συμπεριφορές ή να εκκινεί ηθικές αξίες44. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το κέντρο του Παρισιού μετατρέπεται από τον Johann Hittorf σε μια τελετουργική σύνθεση, διακοσμημένη και οργανωμένη με τρόπο που να παραπέμπει σε δόξες και επιτυχίες του παρελθόντος45. Ο Ναπολέοντας ο 3ος απαίτησε από τον Hittorf το 1852 να ανανεώσει την Πλατεία Κονκόρντ διότι «… απέτυχε να διδάξει τον αστικό πληθυσμό και αντιθέτως χρησιμοποιούνταν ακόμα για μαζικές διαδηλώσεις»46. Τη φαντασμαγορία του πολιτισμού του Παρισιού συνεχίζει να «καταγράφει» στους δρόμους και ο βαρόνος Haussmann που με τις δραστικές μεταρρυθμίσεις του ανάγει το Παρίσι κατάλληλο για τις νέες, υψηλές εμπορικές και κοινωνικές υποχρεώσεις του47. Οι μεγαλοπρεπείς θέες, τα βουλεβάρτα ,οι στοές στις πρωτεύουσες του 19ου αιώνα προσδίδουν το κύρος και τη δύναμη που «αρμόζει» στις γοργά αναπτυσσόμενες πόλεις της πρώιμης βιομηχανικής επανάστασης, ενώ ταυτόχρονα εμπεριέχουν τα απαραίτητα σημεία «μνήμης» και υπενθύμισης για όλα τα σημαντικά προτετελεσμένα. Καθώς μερικές δεκαετίες ακόμα περνούν το όραμα του μοντερνισμού γίνεται πλέον κυρίαρχο. Η μνημειακότητα και η αίγλη έγκεινται πλέον στο απολαυστικό πανόραμα με τον αλλαγμένο χώρο και χρόνο που προσφέρουν οι νέοι τρόποι μεταφοράς και δόμησης48. Η μετάλλαξη του χρόνου και του χώρου που ενεργοποιείται από τις νέες μορφές μετακίνησης. Η κίνηση, η ταχύτητα και η ευκολία είναι οι νέες έννοιες που ριζώνουν την κυβερνητική δύναμη και υπεροχή. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 αρχίζει η διαδικασία διατήρησης, επανάχρησης και αναβίωσης του παρελθόντος και έτσι σώζεται η αρχιτεκτονική και αστική κληρονομιά από τα avant garde κινήματα της εποχής49. Με τον τρόπο αυτό, η μητρόπολη γίνεται το όραμα των αρχαίων: «ο λαβύρινθος». Μια διαλεκτική αρχαιότητας και νεωτερικότητας, καθώς και η παραδοχή ότι η αρχαιότητα υπάρχει μέσα στη νεωτερικότητα, προσφέρει στη σύλληψη της νεωτερικότητας ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της γνωρίσματα50. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι μεγάλο μέρος της μνήμης είναι η αποκρυστάλλωση του παρελθόντος –το οποίο συχνά αποτελεί προϊόν αποτίμησης και τρόπο προσδιορισμού– ως μια επιλεκτική κοινωνική και γεωγραφική κατασκευή51. Η ίδια η πόλη και τα αντικείμενα μέσα σε αυτήν αποτελούν την κατασκευή που περιέχει τη μνήμη ή τα ερεθίσματα για την ανάκλησή της. Εκτός από τη γενικότερη πολεοδομική λογική και τους κανόνες δόμησης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον δίνεται συχνά και στους ίδιους τους τόπους μνήμης∙ τα μνημεία. Σύμφωνα με τον Jacques Le Goff, η ανάπτυξη των μνημείων εντάσσεται σε μια νέα κατηγορία μνήμης: τη μνημόνευση, δηλαδή τον εορτασμό ενός αξιομνημόνευτου γεγονότος μέσα από ένα αναμνηστικό μνημείο52. Με τον τρόπο αυτό, η καθιέρωση τόπων μνήμης αποκτά νόημα και αξία για τα άτομα, τις κοινωνικές ομάδες, ακόμα και ολόκληρα τα έθνη καθώς μέσω αυτών αναζητούν την εγκυρότητα της κοινής ταυτότητας και της ιστορίας του τόπου τους. Παράλληλα, διαφαίνεται μια τάση, κυρίως από άτομα που είναι πιο εξοικειωμένα με μια πόλη, να βασίζονται όλο και περισσότερο σε συστήματα τοπόσημων και τόπων μνήμης, ως οδηγών κίνησης, με σκοπό την απόλαυση της μοναδικότητας και της μνημειακότητας στις διαδρομές τους, ακόμα και αν αυτές δεν χαρακτηρίζονται από πλήρη συνέχεια53. Οι τόποι μνήμης, τα ορόσημα και τα μνημεία είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία ενός 44 M. Christine Βoyer, σελ. 16. 45 Ο.π., σελ. 35. 46 Ο.π., σελ. 38. 47 Walter Benjamin, Παρίσι, Πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, 1993, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://kompreser.espivblogs.

net/files/2011/09/%CE%BE4-Walter-Benjamin.-%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B9-%CE%A0%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B 5%CF%8D%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-19%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1.pdf, σελ. 1. 48 M. Christine Boyer, σελ. 40. 49 Ο.π., σελ. 5. 50 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, Στιγμιότυπα της Νεωτερικότητας. Γκέοργκ Ζίμμελ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ζηγκφρηντ Κρακάουερ, μτφ. Γεωργία Γιαννακοπούλου και Βασίλης Τομάνας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2009, σσ. 67-68. 51 Reuben Rose-Redwood, Derek Alderman και Maoz Azaryahu, σελ. 161. 52 Ζακ Λε Γκοφ, σελ. 95. 53 Kevin Lynch, σελ. 78.


πλέγματος, μιας τοπογραφίας μνήμης και λήθης. Για τον λόγο αυτό, σε καιρούς πολιτικής αστάθειας και διαμάχης, η έννοια της μνήμης και η καθιέρωση της μέσω του μνημείου είναι συχνά το μέσο εξασφάλισης του κύρους54. Πώς, όμως, τελικά από αυτή την παράταξη μνημείων η πόλη δεν μετατρέπεται σε ένα υπαίθριο μουσείο, αλλά σε ένα τόπο συλλογικής μνήμης; Παρόλο που δεν υπάρχει πια ενδιαφέρον για τους δεσμούς μεταξύ ηγεμόνων και κατοίκων, ούτε για τη δημιουργία μιας καθολικής εικόνας της ενωμένης πόλης, υπάρχει μια κυρίαρχη επιθυμία κρυμμένη πίσω από πολλές από τις σύγχρονες αναχρονιστικές τάσεις: η επιθυμία της επιβίωσης ή σκόπιμης διατήρησης αρχιτεκτονικών ερειπίων και μνημείων εντός της πόλης, που διατηρούν τα οπτικά σημάδια του περάσματος του χρόνου και που τους επιτρέπεται να συμβολίζουν και να εγκολπώνουν μια κουλτούρα του τόπου55. Μια κουλτούρα που συχνά μετατρέπεται σε σύγχρονες υπερχειλίσεις μνήμης56. ΄Έτσι κάθε τόπος αλλά και τόπος μνήμης αποτελεί μέσο αφήγησης. Ειδικότερα, οι τόποι μνήμης συνιστούν τα μέσα αφήγησης της ιστορίας57. Με βάση τα λόγια του John Goody: «το έρεισμα της ανάμνησης δεν κείται ούτε στο επίπλαστο επίπεδο, στο οποίο δρα η λέξη-προς-λέξη μνήμη, ούτε στο επίπεδο των ανεξερεύνητων μύθων που ανακαλύπτουν πολλοί μυθολόγοι…φαίνεται αντίθετα πως ο σημαντικός ρόλος παίζεται από την αφηγηματική διάσταση και από άλλες περιστασιακές δομές»58. Τέτοιες δομές εντός του «τόπου» συνιστούν και τα κτήρια, η αρχιτεκτονική και οι αστικές δομές που εν τέλει ενσαρκώνουν την ανάμνηση και αποτελούν έτσι μνημειακούς κώδικες. Μέσα σε αυτές εμπεριέχεται συλλογική μνήμη59. Πιο συγκεκριμένα, το κτήριο μπορεί να επωμίζεται λειτουργίες επιβλητικότητας και τραγικότητας ώστε να παράγει με τον τρόπο αυτό ταυτότητα και μνήμη. ΄Έτσι, κάθε κτήριο είναι μνημείο. Καθώς τα μνημεία, οι δρόμοι και οι αρχιτεκτονικές μορφές, αναφέρονται στα «μάτια του οράματος» και στην «ψυχή της μνήμης» και συχνά περιλαμβάνουν μεγάλους διαλόγους ιστορίας60. 2.2.1.2 Διάρκεια – Ανάπτυξη – Αναπαλαίωση ΄Όπως αναφέρει ο A. Rossi, η διαφορά ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον είναι ότι το παρελθόν βιώνεται εν μέρει στο παρόν. Κάθε εποχή αφήνει στο πέρασμα του χρόνου το δικό της σημάδι-ίχνος. Αν αυτό το σημάδι μας δείχνει κάτι ουσιαστικό για την εποχή, τότε διαρκεί και δεν χάνεται μέσα στον χρόνο61. Η διάρκεια είναι το στοιχείο εκείνο του παρελθόντος που εξακολουθεί να αποτελεί τμήμα των τωρινών βιωμάτων μας. Συμφώνα με τη θεωρία του Marcel Pοëte, τα στοιχεία που επιβιώνουν αναγνωρίζονται μέσα από τα μνημεία, μέσα από τα σημάδια του παρελθόντος, αλλά και μέσα από τη διατήρηση των χαράξεων και των σχεδίων της πόλης. Δηλαδή κάθε «νέα» πόλη χτίζεται στα χνάρια της παλιάς και άρα αναπτύσσεται έχοντας ως σημείο αναφοράς τα σημάδια των παλιών συντελεστών, που συχνά δεν είναι εμφανείς στο παρόν62. Η επιβίωσή τους οφείλεται στην ικανότητα τους να συγκροτούν την πόλη, στο γεγονός, δηλαδή, πως κατέχουν ιστορία, τέχνη και φυσικά μνήμη63. Συνεπώς, η κάθε στιγμή της πόλης καθιστά ένα παρόν που εμπεριέχει μέρη και ίχνη του παρελθόντος τα όποια όμως κάθε στιγμή υποβάλλονται μιας άλλης διαχείρισης και αντιμετώπισης. Οι τόποι μνήμης, τα μνημεία, τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και οποιοδήποτε θραύσμα του παρελθόντος γίνονται συνεχώς σημεία ενδιαφέροντος, έλξης και προσοχής και έτσι η πορεία 54 Reuben Rose-Redwood, Derek Alderman και Maoz Azaryahu, σελ. 161. 55 M. Christine Boyer, σελ. 16. 56 Ζακ Λε Γκοφ, σελ. 91. 57 Ο.π., σελ. 91. 58 Ο.π., σελ. 94. 59 M. Christine Boyer, σελ. 54. 60 Ο.π., σελ. 31. 61 Τάσης Παπαϊωάννου, Η αρχιτεκτονική του καθημερινού, Καστανιώτη, Αθήνα, 2005, σελ. 15. 62 Aldo Rossi, σσ. 61-62. 63 Ο.π., σελ. 66.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

48


49

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ανάπτυξης τους παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλομορφία ανάλογα με τις συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Δηλαδή, το κάθε ριζικά «νέο» του σήμερα, ορίζεται πάντα σε σχέση με το πρότερο64. Η σύγχρονη πόλη έρχεται, λοιπόν, αντιμέτωπη με την ανάγκη αναθεώρησης και επεξεργασίας της ιστορίας, της μνήμης και της διάρκειας που εμπεριέχουν αυτοί οι συντελεστές. Καθώς όμως αυτοί αναφέρονται σε μοντέλα προηγούμενων περιόδων, είναι απαραίτητη η εκτίμηση τους σε κάθε μεταβολή τους, διότι αυτή επηρεάζει τόσο τη διάρκεια των ίδιων των συντελεστών, όσο και την ανάπτυξη του συνολικού συστήματος της πόλης. Παράλληλα, ο σύγχρονος τρόπος σχεδιασμού, όταν αυτός απαιτεί και τη διαχείριση της μνήμης, συχνά εντοπίζεται μόνο στη μονάδα. Ειδικά από τη δεκαετία του ‘60 και μετά η τάση προστασίας ιστορικών κτηρίων διογκώνεται65. Οι αποκαταστάσεις και αναπαλαιώσεις μοναδικών κτηρίων, μνημείων ή δημόσιων χώρων χωρίς καθολική σκοπιά και χωρίς εξέταση της επίδρασης του χρόνου σε αυτά, είναι πολύ έντονο φαινόμενο. Η νοσταλγία για το παρελθόν μεταφράζεται σε στείρα συντήρηση και επαναφορά στην πρώτη μορφή, καθώς επικρατεί η πεποίθηση ότι αυτό και μόνο είναι η κουλτούρα του τόπου66. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του M. Pοëte, είναι απαραίτητο να συλλέγονται όλα τα οπτικά σύμβολα του αστικού είναι –όλες οι αποδείξεις των παθογενειών του και των ομαλοτήτων του– μέσω της συγκέντρωσης και της αποθήκευσης όλων των ενδείξεων μνήμης από τους περασμένους καιρούς, ώστε στο παρόν να δύναται εφικτή μια κατάσταση ισορροπίας μεταξύ του αστικού βίου και του υλικού περιβάλλοντός του67. Καθίσταται, λοιπόν, εξαιρετικά σημαντικό, όταν οι μέθοδοι του σήμερα δανείζονται τρόπους του παρελθόντος, να γίνεται αντιληπτή η ιστορική οργάνωση αυτών των οπτικών κατηγοριών, αλλά και πως η ένταξή τους επηρεάζει τα σύμβολα και την αισθητική του σήμερα68. Ο Ronald Barthes υποστηρίζει ότι αυτό που πρέπει να καταγράφεται από όλες τις επιστήμες που εμπλέκονται στη δημιουργία του αστικού τοπίου είναι η διαφορά και η μετάλλαξη από μια χρονική περίοδο σε μια άλλη. Αυτή είναι που πρέπει με κάποιο τρόπο να συμβολοποιείται ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για την επόμενη φάση. Παρομοιάζει την πόλη με ένα ποίημα, το σημαίνον του οποίου εξελίσσεται διαρκώς. Αυτή η εξέλιξη πρέπει με κάποιο τρόπο να καταγράφεται στη σημειολογία της πόλης και να γίνεται μέρος του συμβολισμού της69. ΄Έτσι, κάθε σύμβολο γίνεται υπαρκτή αναφορά στο παρελθόν αλλά και κατάλληλο λάκτισμα για το μέλλον.

64 Ηλίας Κωνσταντόπουλος, «Επανάχρηση: Μια νέα αστική συνείδηση» από: Made in Athens, Ελληνική Συμμετοχή, 13η Διεθνής

΄Έκθεση Αρχιτεκτονικής - LA BIENNALE DI VENEZIA, Νοέμβριος 2012, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.academia. edu/5588248/Made_in_Athens_-_Greek_Participation_at_the_13th_International_Architecture_Exhibition_-la_Biennale_di_ Venezia_Exhibition_Catalogue_, σελ. 66. 65 Οπ., σελ. 61. 66 M. Christine Boyer, σελ. 274. 67 Ο.π., σελ. 17. 68 Ο.π., σελ. 2. 69 Ronald Barthes, σελ. 418.


50

16

«Μα πόλη είναι κυρίως οι άνθρωποι!»70 Στην ανάλυση του A. Vidler που αναφέρθηκε πιο πάνω, υφίσταται και μια δεύτερη κατηγορία που συγκαταλέγεται στο αστικό τοπίο και η οποία ονομάζεται Comedy Street. Η Comedy street παρομοιαζόμενη με τα μικρά χαμόσπιτα του αναγεννησιακού θεάτρου, αναφέρεται σε έναν καθημερινό αστικό χαρακτήρα που επεκτείνεται συσσωρευτικά μέσω των μοντέλων της καθημερινής ζωής των ανθρώπων που ζουν, δουλεύουν και συνυπάρχουν στον αστικό χώρο71. Η μορφή της πόλης δηλαδή, αποκτά τον ρόλο του εδάφους στο οποίο αναπτύσσεται η συλλογική μνήμη του καθημερινού, του λαού, της ζωής. ΄Έτσι, η μορφή αυτή δεν είναι αυστηρά καθορισμένη αλλά είναι πλαστική και μεταβάλλεται σύμφωνα με τους σκοπούς και τις αντιλήψεις των πολιτών72. Τόσο, λοιπόν, η μορφή όσο και η ταυτότητα της μητρόπολης επηρεάζονται από την ενεργή δύναμη των, εν ζωή, στοιχείων του αστικού τοπίου73. Αυτή η συλλογική αστική μνήμη παρέχει ένα «… μέσο πρόσβασης στο πως τα διάφορα στρώματα της κοινωνίας και των διαφορετικών κοινοτήτων κατασκευάζουν τον μητροπολιτικό κόσμο»74. Η διάσταση αυτή, επομένως, καθώς είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη και μη στατική, γίνεται αντιληπτή ως μια αίσθηση, μια ατμόσφαιρα. Η Christine Boyer ονομάζει μια από τις κατηγορίες των «εργαλείων» της μνήμης, City Tableaux75. Η λέξη tableaux στα αγγλικά, απομηνάρι της γαλλικής έκφρασης “tableau vivant” –που εξ ορισμού σημαίνει ζωντανή εικόνα–, εκφράζει ακριβώς αυτήν την ενεργή κατάσταση της πόλης. ΄Έτσι, όπως μια tableau vivant, όπως και μια φωτογραφία, απεικονίζει μια αύρα της στιγμής και η κάθε στιγμή της πόλης είναι μια «φωτογραφία» που περι70 Τάσης Παπαϊωάννου, σελ. 110. 71 Michael Hebbert, σελ. 581. 72 Kevin Lynch, σελ. 91. 73 A. C. M. Jansen, “The Atmosphere of a City Centre” από: Area, Vol.16, No.2, The Royal Geographical Society (with the Institute of British Geographers), Ιούνιος 1984, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://www.jstor.org/stable/20002044?seq=1#page_ scan_tab_contents, σελ. 148 74 Smriti Srinivas, Landscapes of urban memory: The sacred and the civic in India’s high tech city, MN: University of Minnesota Press, Minneapolis, 2001, σελ. 320. 75 M. Christine Boyer, σσ. 367-368.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

2.2.2 Ambience


17


52 κλείει μια ατμόσφαιρα76. Σε αυτή τη σύνθεση στιγμιαίων πραγματικοτήτων τα όρια του λογικού μπορούν εύκολα να θολώσουν και εξαρτώνται πάντα από την κρίση του παρατηρητή. Ακριβώς όπως και με τις tableaux vivantsXII του 18ου και 19ου αιώνα, των οποίων η επιτυχία προέκυψε από τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τη στατικότητα που προσέφεραν. Με αυτό τον τρόπο και οι πόλεις παραμένουν στατικές και δίνονται προς κατανάλωση και χρήση στους πολίτες τους. «Η μορφή μια πόλης είναι πάντα η μορφή μιας εποχής και στη μορφή μιας πόλης συνυπάρχουν πολλές εποχές»77. ΄Έτσι, ο περιπατητής της πόλης έρχεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα ερεθισμάτων κάθε αισθητικής: τοιχογραφίες, πινακίδες, γιγαντοαφίσες, ουρανοξύστες, readymades, τόπους μνημείων, τόπους ιστορικούς, τόπους πράσινους κ.ά.78. Κάθε ένας από αυτούς προκαλεί και ενεργοποιεί, ακόμα και ασυνείδητα, μια άλλη συμπεριφορά, ίσως και μια άλλη τροπή στην πορεία του μέσα στο αστικό τοπίο79. Κατά τον περίπατό του, ο παρατηρητής συναντά ποικίλες εποχές, τεχνοτροπίες, κουλτούρες, λαϊκές προτιμήσεις και στοιχεία μνήμης και, έτσι, γίνεται ο συνδετικός κρίκος του παρόντος με το παρελθόν, ενώ με τις πράξεις του είναι πιθανό να ορίσει και το μέλλον. ΄Έτσι η πόλη, που αποτελεί έναν κώδικα του παρόντος συνιστώμενο από τύπους (πολυκατοικία, μονοκατοικία, πλατεία, δρόμος), αντικαθίσταται σταδιακά, στο μυαλό του πολίτη από εικόνες ζωντανές ή με ζωή, κίνηση, ήχο80. Κάθε εμπειρία, κάθε συμβάν αποθηκεύεται ως εικόνα και ήχος81, αποτελεί μια διανοητική εικόνα, που προέρχεται από μνήμη και εμπεριέχει το αποτέλεσμα της εμπειρίας όλων των αισθήσεων82.

«Η πόλη δεν είναι μια χωρική οντότητα με κοινωνιολογικές συνέπειες, αλλά μια κοινωνιολογική οντότητα που διαμορφώνεται χωρικά.»83 Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να οργανώνεται σε ομάδες, αρχίζει και να μορφοποιεί το περιβάλλον γύρω του ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. ΄Έτσι, το περιβάλλον μετατρέπεται σε πεδίο ιχνών της ανθρώπινης ενέργειας. ΄Άνθρωποι και περιβάλλον αναπτύσσονται και μεταλλάσσονται αναλογικά με απομεινάρι αυτής της ανάπτυξης τη μνήμη. Η ιδιομορφία της σχέσης αυτής μεταφέρεται επαγωγικά και στην πολυπλοκότητα των πόλεων, με τη μνήμη να λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος ανθρώπων και πόλης. Επομένως, η ίδια η πόλη είναι η συλλογική μνήμη των λαών της84 και οι λαοί της δημιουργούν αυτή τη μνήμη λόγω της πόλης. Ειδικότερα, μητρόπολη είναι ο τόπος των ακαθόριστων συλλογικοτήτων, όπως τα πλήθη και οι όχλοι, και όχι απλά ένα εστιακό σημείο. «΄Όταν μια ομάδα εγκαθίσταται σε ένα τμήμα του χώρου, τον μεταμορφώνει καθ’ ομοίωση της, αλλά συγχρόνως υπόκειται και προσαρμόζεται στους υλικούς παράγοντες που της αντιστέκονται. Αυτή η ομάδα περιορίζεται στο περιβάλλον που κατασκεύασε. Η εικόνα του εξωτερικού περιβάλλοντος και οι σχέσεις που δημιουργεί μ’ αυτό αποκτούν μια κυρίαρχη σημασία στην ιδέα που αυτή η ομάδα σχηματίζει για τον εαυτό της»85. Ο τόπος, λοιπόν, έχει ουσιαστική επιρροή στην ανάπτυξη των χαρακτηριστικών της ομάδας. Ακόμα και στο ακατέργαστο περιβάλλον της φύσης, πριν ακόμα την ανάπτυξη των μεγάλων πόλεων, τα χαρακτηριστικά του τόπου οδηγούν τον άνθρωπο στην εξέλιξη συγκεκριμένων δε76 M. Christine Boyer, σελ. 369. 77 Kevin Lynch, σελ. 109. 78 O.π., σελ. 372. 79 Hugh Ferriss, The Metropolis of Tomorrow, Ives Washburn Publisher, New York, 1929, σελ. 147. 80 Kevin Lynch, σελ. 11. 81 A. C. M. Jansen, σελ. 147. 82 Ronald Barthes, σελ. 415. 83 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 28. 84 Aldo Rossi, σελ. 190. 85 Maurice Halbwachs, La memoire collective, Presses Universitaires de France, Paris, 1950, σελ. 42.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

2.2.2.1 Η συλλογική μνήμη και οι ομάδες


53

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ξιοτήτων προκειμένου να «δαμάσει» το περιβάλλον του. Ο Βιτρούβιος τονίζει στο έργο του την ποικιλία αντιμετώπισης του τόπου αναφερόμενος στους Κόλχους, τους Φρύγες, τους Μασσαλιώτες, τους Αθηναίους και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν τις ορεινές, πεδινές, δασικές κ.ά. εκτάσεις86. Η «δύναμη του τόπου», λοιπόν, είναι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης μέσω της συσσώρευσης κινήσεων μικρής κλίμακας87. Βασικός τόπος, στον οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η συσσώρευση, είναι ο δρόμος. Ο δρόμος που λειτουργεί ως το κοινό μητρώο των πολιτών, που με την ακατάστατη, τετριμμένη και ασχεδίαστη ζωή του, λειτουργεί ως: «ο φρουρός της συνέχισης της κουλτούρας και του τόπου που έκανε εμάς, τους χρήστες του, πολύ και ουσιαστικά μεγαλύτερους από την ηλικία μας και απεριόριστα εξυπνότερους από ότι είμαστε.»88. Επομένως, οι πόλεις, που απέκτησαν την παροντική τους μορφή και λόγω της γεωγραφίας89, οδηγούν τις ομάδες που τις κατοικούν σε συγκεκριμένες επιλογές και τις ορίζουν με συγκεκριμένο τρόπο. Παράλληλα, η αλληλεπίδραση μεταξύ ομάδων και ατόμων στις πόλεις συνδέεται στενά με μια αυστηρά οριοθετημένη περιοχή της οποίας η «σφαίρα σημασίας και επιρροής» εκτείνεται στην ενδοχώρα με ποικίλα διαφοροποιημένα λειτουργικά «κύματα» –οικονομικά, πολιτιστικά, πολιτικά90. Μάλιστα αυτή η επιρροή συχνά μπορεί να είναι τόσο έντονη που μόνο με την αναφορά του ονόματός της, αναμένει κάνεις κάποια χαρακτηριστικά. Η ποικιλομορφία όμως των πόλεων στη σύγχρονη εποχή, η πληθώρα διαφορετικών ποιοτήτων των περιοχών, καθώς και ο αποσπασματικός και προαστιακός τρόπος ανάπτυξής τους, οδηγούν στη δημιουργία ετερογενών ομάδων και εντός των πόλεων. Στην αμφίδρομη αυτή διαδικασία, τα στοιχεία της πόλης που οδήγησαν στη διαμόρφωση των ομάδων αποκτούν επίσης ειδικό χαρακτήρα για τις ίδιες. «΄Όταν οι κάτοικοι του Παρισιού κατέστρεψαν τη Βαστίλη, διέγραψαν ταυτόχρονα αιώνες αδικίας και πόνου, που η συγκεκριμένη μορφή για το Παρίσι ήταν η Βαστίλη»91. Κάθε σημείο, συντελεστής, περιοχή ή πόλη που ορίζει ένα όριο ποιότητας, ενεργοποιεί και αυτή τη διαδικασία αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης ομάδας και περιβάλλοντος. ΄Άλλωστε, η ύπαρξη τέτοιων ορίων εκκινείται από την τάση των ομάδων να αποδίδουν ιδιότητες στον χώρο. 2.2.2.2 Ατμόσφαιρα και συνέχεια των εικόνων Η εικόνα της σύγχρονης πόλης είναι ένα οπτικό χάος χωρίς ομοιογένεια, ενώ συχνά η ζωή μέσα σε αυτή φαίνεται ακατόρθωτη92. Παρόλα αυτά μέσα σε αυτό το μεγάλο χαώδες σύνολο εντοπίζονται μικρές ενέργειες που αποδίδουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, μια καθημερινή ενέργεια αποκτά νέο νόημα αν διαπράττεται σε ένα πιο ζωντανό περιβάλλον93, ενός μικρότερου «κάδρου» που είναι πιο ευανάγνωστο για το μάτι. Συνεπώς, η καθαρότητα της εικόνας της είναι ένας παράγοντας που είναι δυνατό να βοηθήσει στην «ανάγνωση» της πόλης και να συνεισφέρει σε πιο ουσιαστικές και παραγωγικές «κινήσεις» μέσα σε αυτή. Σύμφωνα με τον Kevin Lynch, η επίτευξη μιας οπτικής συνέχειας είναι αυτή που μπορεί να αποδώσει την επιτυχία της ατμόσφαιρας, που συνεπάγεται και της ευνοϊκής εμπειρίας του πολίτη. Οι μορφές, αν διαχειρίζονται με τέτοιο τρόπο, δημιουργούν μια πορεία συνέχειας στις αδιάκοπες και πολλαπλές εικόνες της μεγάλης πόλης. Παρόλα αυτά όμως, παρατηρείται ότι αυτό που εκφράζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και τη μοναδική ταυτότητά της είναι ακριβώς αυτή η ποικιλομορφία94. Ο συνδυασμός αυτής της μεγάλης ποικιλομορφίας στις λεπτομέρειες, με κάποια κατευθυντήρια, κυρίαρχα σημεία όπως τοπόσημα, κόμβους κ.ο.κ, που αποδίδουν συνέχεια και 86 Βιτρούβιος, σελ. 117. 87 Dolores Hayden, The Power of Place: Urban Landscapes as Public History, MIT Press, Cambridge, 1995, σελ. 9. 88 Spiro Kostof, The City Assembled: The Elements of Urban Form Through History, Thames and Hudson, London, 1992, σελ. 243. 89 Aldo Rossi, σελ. 135. 90 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 21. 91 Aldo Rossi, σελ. 141. 92 Kevin Lynch, σελ. 5. 93 Ο.π., σελ. 5. 94 Ο.π., σελ. 109.


ενότητα, συνιστά τον κερδοφόρο τρόπο ανάπτυξης της ατμόσφαιρας της σύγχρονης πόλης. Με αυτόν τον τρόπο, παραμένει ανοιχτό το περιθώριο της πλαστικότητας της εικόνας, το ενδεχόμενο διαφορετικών εκδοχών και επιλογών, ώστε ο άνθρωπος να έχει πάντα τη δυνατότητα να κατασκευάσει τη δική του εικόνα95. ΄Άλλωστε, η πόλη είναι ένα έργο τέχνης που ο καθένας αντιλαμβάνεται με διαφορετικό τρόπο96. Σε παράθεση με τη συνέχεια των μορφών του K. Lynch, ο César Daly υποστηρίζει πως μια οπτικά ενοποιημένη πόλη συγκροτείται από ένα σύστημα δημόσιων χώρων. Κατά την άποψή του, το σχέδιο των δρόμων, μαζί με τα κανάλια και τις σιδηροδρομικές γραμμές, γίνεται η οργανωτική δομή της πόλης που «ενώνει» διαφορετικές περιοχές, τόσο ιστορικές όσο και σύγχρονες. Μια ενεργή συσκευή άνθισης του πολιτισμικού και της φαντασίας στον αστικό χώρο: πυροδοτεί, δηλαδή την αστική «έμπνευση». Η ταυτόχρονη συγκέντρωση αστικών δομών στο κέντρο της πόλης, το ενισχύουν και συγκροτούν, έτσι, έναν πόλο δημόσιου θαυμασμού και πνευματικής ανάπτυξης97. Σε κάθε σημείο της πόλης υπάρχουν πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορεί να δει το μάτι και να ακούσει το αυτί, ένα σκηνικό ή μια θέα που μπορεί να ανακαλυφθεί98. Οι δρόμοι, τα μνημεία και οι μορφές αναφέρονται στο όραμα και στην ανάμνηση, γεννώντας διαλόγους με την ιστορία και τη μνήμη99. Επομένως μια προσωπική εικόνα προέρχεται από μνήμη και ατομικά νοήματα100 και συνοδεύεται από την εμπειρία όλων των αισθήσεων101. Το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών εικόνων μετατρέπει την πόλη σε ένα σύμβολο περιπλοκότητας της κοινωνίας, και την καθιστά ικανή να παράγει δυνατά και εκφραστικά νοήματα102. Προκύπτει δηλαδή, εκτός από μια μορφή υλική, και μια μορφή αισθησιακή καθώς η αντίληψή της βασίζεται και στις αισθήσεις. Η μορφολογική συνέχεια ακολουθείται και από συνέχεια εικόνων και νοημάτων. ΄Άλλωστε, «αποτελεί χρέος μας να κτίζουμε πόλεις για την ευχαρίστηση μεγάλων ομάδων ανθρώπων από διαφορετικά περιβάλλοντα, πόλεις που επίσης θα είναι ικανές να προσαρμοστούν σε μελλοντικούς σκοπούς και ακόμα να είμαστε αρκετά σοφοί ώστε να επικεντρωθούμε στη φυσική καθαρότητα της εικόνας και να αφήσουμε έτσι τα νοήματα να αναπτυχθούν χωρίς εμφανή καθοδήγηση»103. «Καθώς κινούμαστε σε μια πόλη, βρισκόμαστε όλοι στην ίδια κατάσταση με τον αναγνώστη των 100,000 Εκατομμυρίων Ποιημάτων του Queneau, όπου ανακαλύπτουμε ένα διαφορετικό ποίημα απλώς με την αλλαγή ενός στίχου εν αγνοία μας, είμαστε και εμείς κάτι σαν αυτόν τον avant-garde αναγνώστη όταν βρισκόμαστε σε μια πόλη.»104 Roland Barthes

95 Kevin Lynch, σελ. 111. 96 Ο.π., σελ. 5. 97 M. Christine Boyer, σελ. 15. 98 Kevin Lynch, σελ. 1. 99 M. Christine Boyer, σελ. 32. 100 Ο.π., σελ. 1. 101 A. C. M. Jansen, σελ. 147. 102 Kevin Lynch, σελ. 5. 103 Ο.π., σελ. 8. 104 Ronald Barthes, σελ. 418.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

54


55 2.2.2.3 Παράδοση – Λαϊκό – Pop culture «Πώς η καθεμιά είναι γνήσια έκφραση της ψυχής της κάθε εθνικότητας, της βασικής αυτονομίας της, μα πως όλες ανήκουν στην παγκόσμια οικογένεια της μιας και ενιαίας παράδοσης όλων των λαών της γης.»105

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

΄Όπως αναφέρθηκε έως τώρα, η ατμόσφαιρα δημιουργείται από εικόνες και οι εικόνες ενεργοποιούνται από την κίνηση και τη ζωή των ανθρώπων. Πώς επηρεάζεται όμως αυτή η κίνηση; Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες που επηρεάζουν τη συλλογική συνείδηση μέσα στην πόλη; Οι αρχέγονες συνήθειες και οι τρόποι ζωής, όπως ακριβώς και οι επιλογές του τρόπου δόμησης, ακόμα και σήμερα αποτελούν κινητήρια δύναμη για τη διαμόρφωση των συμπεριφορών εντός της πόλης. Αυτή η λαϊκή έκφραση, είναι καρπός της ανθρώπινης προσωπικότητας, όταν ο νους και όλες οι ευαίσθητες ιδιότητες της ανθρώπινης ψυχής ενεργούν συνδυαστικά ως σύνολο106. Είναι μια ιδιάζουσα έκφραση του ιδιαίτερου «είναι» μιας ομάδας, ενός πληθυσμού, ενός λαού107. Αν και στη σύγχρονη πόλη η συνέχεια της παράδοσης διακόπτεται λόγω της ταχύτητας και των θραυσμάτων γεγονότων-σταθμών, αυτή, έχει ακόμα, έστω και αποσπασματικά, επιρροή σε μικρότερες ή ευρύτερες περιοχές της. Συχνά οι παραδόσεις αυτές και οι λαϊκές συνήθειες εντυπώνονται και στα αστικά τοπία108. Λαϊκά, καθημερινά τοπία ριζωμένα με μια αίσθηση τόπου και τοπικής παράδοσης, διατηρούνται ή επαναδημιουργούνται από τη λαχτάρα και την επιθυμία που εκπέμπει η νοσταλγία. Θεάματα, τελετές και επέτειοι σημειώνονται όχι μόνο στο ημερολόγιο αλλά και στην ίδια την πόλη σε μια σειρά «εορταστικών» δημόσιων χώρων. Τους χώρους αυτούς η C. Boyer τους ονομάζει «λαϊκούς τόπους» –vernacular topoi– και θεωρεί πως γεννιούνται από τις ανάγκες των λαών, συμβολίζουν τα τοπικά και καθημερινά γεγονότα και δημιουργούν τοπία που ορίζουν τις τοπικές ταυτότητες109. Τέτοιοι τόποι εντός των πόλεων δημιουργήθηκαν από ποικίλες αναφορικές τάσεις στην πάροδο της ιστορίας. Τον 19ο αιώνα, η ρομαντική τάση για διατήρηση οδηγεί στην αναβίωση των μνημείων και της λαογραφίας, τα λαϊκά αντικείμενα, οι προφορικές παραδόσεις και κάθε στοιχείο των ριζών του έθνους «εγέρθηκαν» και επαναφέρθηκαν στην καθημερινότητα. Οι κινήσεις αυτές αποκαλύπτουν μια ανάγκη για την εύρεση ενός συμβόλου της πνευματικής δύναμης και της συλλογικής μνήμης του εκάστοτε λαού, με αναφορά στη «χρυσή εποχή» του. ΄Έτσι, ξεκινάει η έντονη ανάπτυξη της λεγόμενης «εθνικής κληρονομιάς»110. Μετά το πλήγμα των πολέμων και ειδικά μετά από τις, σχεδόν ολοκληρωτικές, καταστροφές των ιστορικών κέντρων από τους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η προσοχή εστιάζει και πάλι στην αναδόμηση και στην επαναφορά της κληρονομιάς. Παράλληλα, ξεκινά η άνοδος της τεχνολογίας, η εμφάνιση του αυτοκινήτου, η ανάπτυξη του μοντερνιστικού πανοράματος με τις μηδενιστικές κρυσταλλένιες μορφές. Η παρακμή, όμως, του μοντερνισμού κάνει τους απόγονους του να αναρωτιούνται για το τι έλειπε από όλες αυτές τις τακτικές. Η υπερβολική προσήλωση στην πολεοδομία είχε αφαιρέσει τον ίδιο τον άνθρωπο από την πόλη. Διωγμένος από το αυτοκίνητο, μένει στο κέντρο όλων αυτών των ανοικείων μορφών χωρίς να έχει θέση πουθενά111. ΄Έτσι, η παρακμή του μοντερνισμού φέρνει την άνοδο της pop κουλτούρας και του καθημερινού στη ζωή, στην αρχιτεκτονική, στην τέχνη, οι οποίες προορίζονται να γίνουν οι σωτήριες επιλογές. Ο Robert Venturi και ο Scott Brown επιστρέφουν στον δρόμο για να βρουν το λεξιλόγιο της αρχιτεκτονικής που θα αναφέρεται στο λαϊκό, στις διαφορετικές ανάγκες και γούστα, στην οπτική ευαισθησία που θα προέρχεται από 105 Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, ΜΙΕΤ: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2010, σελ. 157. 106 Δημήτρης Πικιώνης, σελ. 161. 107 Ο.π., σελ. 162. 108 M. Christine Boyer, σελ. 321. 109 Ο.π., σελ. 321. 110 Ο.π., σελ. 378. 111 Ο.π., σελ. 52.


56

την καθημερινή μορφή112. Δημιουργούνται πάλι δημόσιοι τόποι συνάντησης, ανταλλαγής, χώροι για αυθόρμητους εορτασμούς, ανοιχτές αγορές, ώστε ο πολίτης να γίνει πάλι μέρος του αστικού θεάματος και όχι απλά ένας παρατηρητής113. Στη σύγχρονη μητρόπολη η συλλογικότητα της μνήμης δεν είναι πια τόσο εμφανής και υπαρκτή, πλέον είναι πολύ λιγότερο συνδεδεμένη με τον κοινωνικό και τον φυσικό χώρο ενός λαού, αλλά ούτε συνδέεται με τη μεταφορά των ηθών και των παραδόσεων. Παραμένει παρόλα αυτά ενταγμένη αποσπασματικά στην ταυτότητα, στο παραδοσιακό καφενείο της γειτονιάς, στο σπίτι της γιαγιάς, στο φαγητό, στα ονόματα των δρόμων, στις αργίες και τις γιορτές. Σήμερα, για μια ακόμα φορά, περιμένουμε να ανακαλύψουμε τα κρυμμένα στο αστικό τοπίο νοήματα, τις αναμνήσεις, τους τόπους αυτούς που δημιουργούν τη δομή στην πόλη, που μας κάνουν μέρος της: νοήματα και αναμνήσεις που προσφέρουν την ευχαρίστηση της αναγνώρισης και τη συλλογική ευεξία114. ΄Έτσι, η πόλη και ο λαός δημιουργούν ένα διάλογο. Κάθε σημείο γίνεται σημείο ανταλλαγής και συνάντησης υλικών ή αύλων αγαθών. Στο κέντρο τα σημεία αυτά αυξάνονται εκθετικά με αποτέλεσμα αυτό να γίνεται η «ψυχή», ο πυρήνας, το θέλγητρο115. ΄Όλες αυτές οι πράξεις διαλόγου, ανταλλαγής, ερωτισμού –όπως τις ονομάζει ο Barthes– προσδίδουν στην πόλη τη λαϊκή, ανθρώπινη, καθημερινή ατμόσφαιρά της.

112 Ο.π., σελ. 58. 113 Ο.π., σελ. 52. 114 M. Christine Boyer, σελ. 18. 115 Ronald Barthes, σελ. 417.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

18


57

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

19


58 2.2.3 Vibe

Ο κόσμος των πόλεων, από το τελευταίο μισό του 19ου αιώνα και έπειτα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από μια «φρενίτιδα του ορατού». Μια κρίση της μνήμης κατασκευασμένη από τον καταιγισμό εικόνων· εικόνων φαντασμαγορικών, επεξεργασμένων, εμπορευματοποιημένων, εικόνων που καταφέρνουν να κατακτούν μια θέση στον νου, συχνά να τον κυριαρχούν117. O David Frisby, σχολιάζοντας τις θεωρίες του W. Benjamin, αναφέρει: «΄Ένα μονίμως εξαφανιζόμενο παρόν είναι κεντρικό συστατικό της εφήμερης φύσης της νεωτερικότητας, που συνοδεύεται από την καταστροφή της ιστορικής μνήμης.»118. Η κρίση της μνήμης και η επικράτηση του θεάματος συνεχίζονται στη διάρκεια της ιστορίας. Οι πόλεις αρχίζουν να κατασκευάζουν μια πλαστή εικόνα: της αίσθησης που θέλουν να εκπέμπουν, του ελκυστικού vibe που θέλουν να υιοθετήσουν. To vibe: η διάθεση, ο χαρακτήρας,119 η ενέργεια ενός τόπου. Στον αγώνα αυτό οι πόλεις καλούνται να συμμετάσχουν απειλούμενες και από την παγκοσμιοποίηση, την τεράστια εξάπλωση των μέσων ενημέρωσης και πληροφόρησης, αλλά και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. ΄Έτσι, η πόλη εκθρονίζεται από το μονοπώλιο της κατασκευής της εικόνας της, καθώς άλλοι εξωτερικοί παράγοντες αποκτούν μέρος τους ρόλου αυτού. Η τελική εικόνα που πλανάται στον πραγματικό και τον ψηφιακό κόσμο αποτελεί ένα μείγμα πολλών μικρότερων εντυπώσεων και προθέσεων που κινητοποιούνται από όλους όσους βρέθηκαν, βρίσκονται ή θα βρεθούν στην πόλη. Οι σύγχρονοι τρόποι δόμησης, που συχνά προέρχονται από μια μεσοαστική, αποπολιτικοποιημένη λογική, πασχίζουν να δημιουργήσουν μια ανταγωνιστική εικόνα της πόλης στην εποχή της συνολικής αναδόμησης των πρωτευουσών και των μεγάλων πόλεων. Συχνά γίνεται μια μυωπική εστίαση στη βελτίωση της εμπορικότητας και της δυνατότητας της πόλης να παράγει ισχυρές εικόνες προς τα έξω∙ ενώ παράγοντες, όπως η ευχρηστία και η πολιτισμική άνθιση, ενισχύουν συνεχώς αυτή τη σκοπίμως προβαλλόμενη ελκυστική εικόνα120. Η πόλη παλεύει να φανεί, να ξεχωρίσει, να είναι η πιο ζωηρή, η πιο ζωντανή, η πιο ωραία εικόνα και να είναι η πρωτεύουσα της κουλτούρας και του πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική λειτουργεί ως εμπόρευμα και μέσο δημοσιότητας από την αρχή του 19ου αιώνα∙ σήμερα, όμως, εντοπίζεται στον πυρήνα της κουλτούρας της κατανάλωσης. Στο αστικό τοπίο των καλοσχεδιασμένων ουρανοξυστών, των κατασκευασμένων τοπόσημων και των περιβαλλόντων «του κουτιού» γίνεται ο κυρίαρχος τρόπος προβολής της αύρας της σύγχρονης, ανεπανάληπτης μητρόπολης. Αυτή η διπολική πραγματικότητα και η αμφισημία που επικρατεί σήμερα δημιουργεί μια κατάσταση που ταυτόχρονα ελκύει και απορρίπτει την πιθανότητα της θέας της πόλης ως μιας κατασκευασμένης ολότητας. Υπάρχει, λοιπόν, ένα γενικό vibe; Επιτυγχάνεται η προβολή ενός ενιαίου χαρακτήρα; 2.2.3.1 Εικονοπλασία και συμβολισμός στη σύγχρονη κρίση μνήμης και συγκάλυψης Στο πλαίσιο της σύγχρονης, θεαματικής αλλά και θραυσματικής μητρόπολης, η διαδικασία του συμβολισμού και η διαδικασία των συνεχών νοημάτων βρίσκονται σε μια ιδιαίτερη έξαρση. Σε αυτή την κατάσταση έκστασης, η θύμηση και η συλλογικότητα έχουν αποκτήσει νέα σημαντι116 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 50. 117 M. Christine Boyer, σελ. 27. 118 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 134. 119 Cambridge Advanced Learner's Dictionary. 120 M. Christine Boyer, σελ. 4.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

«Ο W. Benjamin ερευνά τις επιφάσεις σ’ έναν αλληγορικό κόσμο που αποτελείται από μάσκες και πέπλους. Η πλάνη, η μυθολογία και το «καινούργιο» καλύπτουν με μάσκα την πραγματικότητα· το πλήθος, οι αρχιτεκτονικές προσόψεις (κυρίως οι ιστορικιστικές), η γριφώδης, σαν παζλ, εικόνα των πραγμάτων και η αναπαράσταση του εμπορεύματος στη μόδα, όλα λειτουργούν σαν πέπλοι.»116


59

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

κότητα, καθώς η συνεχής ανταλλαγή πληροφορίας δημιουργεί ένα σύννεφο εικόνων και μηνυμάτων, που είναι αδύνατο να κρατήσει ένα σταθερό περιεχόμενο121. Ενώ λοιπόν οι συμβολισμοί είναι ατελείωτοι, τα νοήματα και πραγματικότητα δεν είναι πάντα αναλογικά. Δύο όμορες γειτονιές συνιστούν μια συνεχόμενη κίνηση και ροή, αλλά μπορεί, επίσης, να χαρακτηρίζονται από ένα τελείως διαφορετικό συμβολισμό και νόημα122. Αυτές οι διαμάχες μεταξύ νοήματος και λειτουργικότητας συχνά εμφανίζονται λόγω των πολύ εμφανών και επιβαρυμένων νοημάτων που μπορεί να έχουν σημεία, γειτονιές ή και ολόκληρες πόλεις. ΄Έτσι, πολλές φορές ένας συμβολισμός γίνεται πολύ πιο έκδηλος από άλλους. Για παράδειγμα, η Ρώμη εμφανίζει μια μόνιμη σύγκρουση μεταξύ λειτουργικών αναγκών της σύγχρονης ζωής και της σημασιολογικής επιβάρυνσης που κατέχει λόγω της ιστορίας123. Συχνά οι πόλεις επαφίενται σε αυτούς τους πολύ έντονους συμβολισμούς που έχουν αυτόματα παραχθεί ή προσπαθούν να προάγουν με πολύ εμφατικό τρόπο ένα στοιχείο τους για λόγους συμφέροντος ή επικάλυψης. Η συγκάλυψη παθογενειών και η εναλλακτική προβολή τους είναι πιθανό να έχει τις ρίζες της στην παράδοση, καθώς η παράδοση συχνά αποτελεί τρόπο κάλυψης και λησμόνησης του παρελθόντος. H λογική της εικονοπλασίας και της προβολής της εικόνας δεν υποδηλώνει πάντα κάτι σταθερό, συγκεντρωμένο ή, με κάποιο τρόπο, οργανωμένο. Η ουσία της δεν είναι προφανής, απλή και κατανοητή με μια ματιά. Το συνολικό περιβάλλον που πρέπει να «καταγραφεί» είναι εξαιρετικά σύνθετο124 και η συνθετότητα αυτή αυξάνει συνεχώς την ποικιλία των πιθανών εικόνων, εκδοχών της πραγματικότητας. Ποιότητες, χαρακτηριστικά και ετερόκλητα στοιχεία παγιδεύονται σε ένα κύμα που δημιουργεί, όχι μια, άλλα άπειρες, εικόνες, με μια όμως, κοινή ενέργεια. Αυτή η κοινή ενέργεια, αίσθηση, vibe είναι και ο απώτερος σκοπός. Το σύστημα της πόλης, όμως, δεν έρχεται ποτέ σε κορεσμό: πάντα έχει περιθώριο και για άλλα νοήματα για άλλες ισορροπίες, για άλλα περιεχόμενα. ΄Έτσι η ενέργεια αυτή ενισχύεται, μεταβάλλεται ή και αλλάζει ολοκληρωτικά ανάλογα με την εποχή και τις επιλογές125. Η πόλη γίνεται ένας ενιαίος παράγοντας, σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, υπό το πρίσμα της ίδιας της ιδέας που υπάρχει για αυτή∙ αυτή η ιδέα τη διατρέχει όπως η μνήμη διατρέχει τη ζωή ενός ανθρώπου, και που για να συγκεκριμενοποιηθεί πρέπει πάντα να δίνει μορφή στην πραγματικότητα και να αποκτά τη μορφή της από αυτήν. Αυτή η διαδικασία μορφοποίησης είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό των μοναδικών και διαφορετικών αστικών συντελεστών μιας πόλης, των μνημείων της καθώς και της άποψης που έχουμε εμείς για αυτήν. Αυτό εξηγεί γιατί η γέννηση της πόλης στην αρχαιότητα είχε τη μορφή μύθου126. Η πόλη γεννιέται μέσω μιας ιστορίας, μιας ιδέας, μιας ενιαίας αύρας, ενώ παράγει τις εικόνες της για να την υποστηρίξει. 2.2.3.2 Το θέαμα, η ζωή και η ψυχαγωγία ως εμπορεύματα «Το πρόσωπο της πόλης μεταμορφώνεται όχι μόνον από τις νέες κατασκευές, αλλά και από την αυξανόμενη ψευδαίσθηση ότι το κέντρο της παραδίδεται ολοένα πιο πολύ, στον ελεύθερο χρόνο, στην ψυχαγωγία/διασκέδαση.»127 Το ενδιαφέρον στη σύγχρονη μητρόπολη δεν είναι ότι αποτελεί απλώς τον τόπο στον οποίο καταγράφονται οι αφηγήσεις της ζωής, αλλά ότι η δράση των χώρων της κινητοποιεί και προκαλεί συνεχώς νέες αφηγήσεις. Οι αλληλοσυγκρουόμενοι χώροι και χρόνοι της μητρόπολης προκαλούν αδιάκοπα νέο έδαφος για αφηγήσεις. Αποτελεί δηλαδή το κατάλληλο μέσο πειθούς 121 M. Christine Boyer, σελ. 4. 122 Roland Barthes, σελ. 414. 123 Ο.π., σελ. 414. 124 Kevin Lynch, σελ. 8. 125 Roland Barthes, σελ. 418. 126 Aldo Rossi, σελ. 118. 127 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 138.


Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

60

20


61

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

για την χειραγώγηση της μάζας128. Γρήγορα η βιομηχανία της διαφήμισης, βασιζόμενη σε αυτή την πλαστικότητα του μητροπολιτικού τόπου, άρχισε να χρησιμοποιεί τα επίπλαστα περιβάλλοντα «εποχής». Με τέτοιο τρόπο που να προκαλούν νοσταλγία και να γοητεύουν, με αποτέλεσμα να προωθεί συγκεκριμένους τρόπους ζωής που «πουλάνε» και μαζί τους να αυξάνονται κατακόρυφα και οι πωλήσεις των ανάλογων αγαθών129. Εικόνες δηλαδή, που προωθούν επίλεκτες στιγμές ή στοιχεία του αστικού τοπίου, γίνονται τεχνικές διαφήμισης. Αυτές, ως εικόνες-θεάματα είναι σκηνογραφικά οράματα που βασίζονται στο λαϊκό και το μαζικό ενδιαφέρον130. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο σύγχρονος θεατής της πόλης αναζητώντας την ψυχαγωγία και την εκπαίδευση γίνεται ο εξερευνητής αστικών αρχιτεκτονικών περιπάτων σε τόπους που επιθυμεί νοσταλγικά να κατοικήσει, που αποπνέουν το δέλεαρ του «παλιού». Γίνεται αυτός που επιθυμεί να φορέσει τα ρούχα για περιπέτειες σαφάρι, των Σκωτσέζων κυνηγών, των βικτωριανών υπηρετριών κ.ο.κ.131. Χωρίς να προκαλεί έκπληξη δημιουργείται, έτσι, η κοινωνία του θεάματος, η πόλη που μετατράπηκε σε ένα παιχνίδι εικόνων και ανέπτυξε στενές συνδέσεις με τη λογική της κατανάλωσης και την εμπορευματοποίηση του ελεύθερου χρόνου και του τρόπου ζωής132. Η συναρπαστική ζωή στη σύγχρονη μητρόπολη, το θέαμα, η καλοπέραση, τα υλικά αγαθά, το “american dream” όλα μετατρέπονται σε πειρασμούς που κατευθύνουν τους κατοίκους της σε τεράστιες γενικεύσεις και ωραιοποιήσεις. Το ίδιο το περιεχόμενο της μητρόπολης στη σύγχρονη, καπιταλιστική κοινωνία δεν χρειάζεται καμία βοήθεια για να κάνει τους πολίτες της να την ερωτευτούν. Οι τρομερά ισχυρές εικόνες της κυριαρχούν στα μυαλά των πολιτών και γίνονται οι ιδανικές. Αυτό που «θέλουν» ή «νιώθουν» πως είναι η πόλη τους133. Αυτή η συναρπαστική ζωή, αυτή η συναρπαστική ενέργεια γίνεται αυτόματα η συγκάλυψη της παθογένειας, το πέπλο που κρύβει το παρελθόν, που οδηγεί σε σβήσιμο του ριζικά από τη μνήμη134. Η απίστευτα ελκυστική, εναλλακτική, σύγχρονη και ψυχαγωγική εικόνα του Βερολίνου του σήμερα συγκαλύπτει εκπληκτικά τις τεράστιες πληγές της ιστορίας του, ωθώντας, σχεδόν όλους, του διαβάτες του να τις ξεχνούν. 2.2.3.3 Η προβολή στην εποχή της κατανάλωσης και των social media «Το πιο σπουδαίο χαρακτηριστικό της μεγαλούπολης είναι αυτή η λειτουργική επέκταση των φυσικών της ορίων… μια πόλη αποτελείται από τις ολικές τις συνέπειες οι οποίες εκτείνονται πέραν των άμεσων ορίων της.»135 Ο George Simmel αναφέρει αυτή την κατάργηση ορίων στη μεγαλούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα η πόλη ταυτίζεται με αυτή την ανυπαρξία ορίων περισσότερο από ποτέ. Από την εποχή εκείνη, ωστόσο, με την εξέλιξη της τυπογραφίας και της φωτογραφίας, η επιρροή που έχει η εικόνα στην κίνηση του λαού αλλάζει δραματικά. H εφεύρεση της camera obscuraXIII προκαλεί σκέψη και θεωρίες για τον τρόπο με τον οποίο η εικόνα εντυπωσιάζει, υποκινεί και μαγικά διοχετεύει επιθυμίες στον νου των ανθρώπων136. Στον ονειρικό κόσμο του καπιταλισμού του 19ου αιώνα, αυτές οι ιδεολογικές φαντασιώσεις αποτυπώνονται στα πολλαπλασιασμένα αγαθά και εμπορεύματα που κινούνται στην αγορά. Μια καθημερινότητα γεμάτη φαντασμαγο128 Mike Crang και Penny S. Travlou, “The city and topologies of memory” από: Environment and Planning D: Socie-ty and Space,

Vol. 19, SAGE journals, Απρίλιος 2001, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1068/d201t, σελ. 175. 129 Μ. Christine Boyer, σελ 420. 130 Ο.π., σελ. 372. 131 Ο.π., σελ. 420. 132 Guy Debord, Η κοινωνία του θεάματος, μτφ. Παναγιώτης-Δημήτρης Τσαχαγέας, Ελεύθερος Τύπος, Σεπτέμβριος 1986, σσ. 34-35. 133 M. Christine Boyer, σελ. 418. 134 Νταίηβιντ Φρίσμπυ, σελ. 133. 135 Georg Simmel, Πόλη και ψυχή, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ΄Έρασμος, Απρίλιος 2009, σελ. 26. 136 M. Christine Βoyer, σελ. 294.


62

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

ρικές εικόνες, που παράγονται στο μαύρο κουτί της camera obscura, αλλά μαγικά μετατρέπονται σε αντικείμενα και σκέψεις137. ΄Έτσι, η παρέλαση των εικόνων που λαμβάνει χώρα τους τελευταίους αυτούς αιώνες, προκαλεί ενέργειες και κινήσεις και ταυτόχρονα δημιουργεί την αίσθηση της κατάκτησης του αγνώστου. Παράλληλα, η γοητεία των εικόνων έγκειται και στη σφαίρα της πηγαίας ευχαρίστησης που γεννιέται από τις εικονογραφικές ψευδαισθήσεις, στον κόσμο που παρακολουθείται μέσα από ένα «μαγεμένο» γυαλί, σαν πολλά εφήμερα θεάματα που αναβοσβήνουν σαν πυροτεχνήματα και εξαφανίζονται πάλι στο χάος της πόλης138. Οι εικόνες, λοιπόν, πλάστες ή αυθόρμητες, μπορούν να αποκρύπτουν ή να αποκαλύπτουν, να προβάλουν κάποια χαρακτηριστικά και να αποσιωπούν άλλα. Στην κοινωνία του θεάματος, όπου η αποκάλυψη και η απόκρυψη είναι βασικές ενέργειες, το αφελές μάτι δεν αμφισβητεί τι συμβολίζει και τι πυροδοτεί αυτή η προβολή ούτε πως έχει την ικανότητα να γοητεύει. Η ίδια η ικανοποίηση του θεάματος αποπροσανατολίζει τον θεατή από την εξήγηση του μυστηριώδους αυτού πέπλου και έτσι παραμένει μαγεμένος από τη «ρεαλιστική» εικόνα στην οποία υποβλήθηκε139.

137 M. Christine Βoyer, σελ 294. 138 Ο.π., σελ. 295. 139 Ο.π., σελ. 295.

21


63

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Τα αντικείμενα των πόλεων, ή και ολόκληρες οι πόλεις, σήμερα μεταφέρουν αυτές τις πολύ έντονες εικόνες που δημιουργούν γρηγορότερα από ποτέ και με μεγαλύτερη πληθώρα μέσων. Με τον τρόπο αυτό, οι πόλεις σχηματίζουν την εικόνα που θέλουν να προβάλουν, επιλέγοντας αντικείμενα και τακτικές. Μέρος της διαδικασίας αυτής είναι, φυσικά, υποκινούμενο από την τεράστια βιομηχανία του τουρισμού. ΄Έτσι, οι προκατειλημμένες απόψεις των επισκεπτών είναι πολύ εντονότερες και πολύ πιο σχηματισμένες. Για τον Gustave Flaubert, όπως και για πολλούς σύγχρονους τουρίστες, η επαφή με ένα διάσημο μνημείο είναι μια συναισθηματικά «κοπιαστική» συνάντηση με ένα, προηγουμένως, φαντασιακό αντικείμενο. Η κατεστραμμένη Ακρόπολη αποτελεί την πραγμάτωση της φανταστικής εικόνας –που κάθε τουρίστας έχει– για τον περασμένο ελληνικό πολιτισμό. Με φροϋδικούς όρους, αποτελεί μια αποδυνάμωση: «που σηματοδοτεί τόσο την αβεβαιότητα της εμπειρίας υπό το φως της προκαταρκτικής αντίληψης, όσο και την προφανή αδικία της προκαταρκτικής αντίληψης υπό το πρίσμα της εμπειρίας»140. Τα μοναδικά αντικείμενα των πόλεων έχουν, δηλαδή, μια πολύ συγκεκριμένη αύρα και αίγλη στην οποία υποβάλλεται ο τουρίστας ή ο παρατηρητής. Σε αυτήν ακριβώς στηρίζεται και ο τουρισμός για να δημιουργήσει τις μοναδικές εικόνες του και άρα το πέπλο ενέργειας που χαρακτηρίζει την πόλη. Εκτός από την ίδια την πόλη και τους ισχυρούς οικονομικούς και τουριστικούς παράγοντες εντός της, σημαντικό ποσοστό της δημιουργίας εικόνας δίνεται και στους ίδιους τους πολίτες λόγω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του ίντερνετ. Οι πόλεις σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ γνωστές μέσω εικόνων στο διαδίκτυο. Ο σύγχρονος πολίτης, ζει, φωτογραφίζει, κοινοποιεί και έτσι επηρεάζει και ο ίδιος την «πλαστή» εικόνα της πόλης του. Δημιουργεί τη διαδικτυακή της εμπειρία.

2.3 Σύνοψη Με την παραπάνω ανάλυση, αποδεικνύεται πως η θραυσματικότητα της μητρόπολης του 21ου αιώνα καταφέρνει να πλάθει μια αστική ταυτότητα. Η ταυτότητα αυτή, συντελείται, ουσιαστικά, από τους τρεις διαφορετικούς τομείς locus, ambience, vibe, που κατά μία έννοια, αντιστοιχούν στο χρονικό τρίπτυχο (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Οι τόποι της πόλης αποτελούν τόπους μνήμης, τόπους «καταγραφής» της ανθρώπινης δραστηριότητας. Δοχεία ζωής και κίνησης που «διαρκούν» στον χρόνο. Συχνά, οι τόποι αυτοί, είναι δημιουργημένοι από τον ίδιο τον άνθρωπο και συνιστούν, έτσι, μνημεία. Η μνήμη και η μνημειακότητα της πόλης, λοιπόν, εξασφαλίζει τη διατήρηση του παρελθόντος και τη διάρκεια. Το παρελθόν, και η νοσταλγία που προκαλεί, διατηρείται, προστατεύεται και βιώνεται στο παρόν της πόλης. Το παρόν, ωστόσο, δομείται μέσω της ατμόσφαιρας που «παράγουν» οι ομάδες. Μια ατμόσφαιρα που προκαλείται από την προσωπική «ανάγνωση» και «μετάφραση» των εικόνων και των συμβόλων του σύνθετου αστικού τοπίου. Η ανάμιξη των ομάδων και ο τρόπος «αντίδρασής» τους με το χώρο δημιουργεί μια μοναδική ατμόσφαιρα εικόνων, ανάλογη των συνθηκών της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής. Δημιουργούνται έτσι, μέσα έκφρασης, όπως η λαϊκή προτίμηση, η παράδοση, η pop κουλτούρα, που αφήνουν στίγματα συλλογικής μνήμης στο τοπίο. Η κυριαρχία των εικόνων ωστόσο, δεν αφορά μόνο την ακούσια εικονοπλασία των ομάδων μέσα στην πόλη, αλλά είναι, πλέον, και ένας τρόπος χειραγώγησης και επιρροής τόσο του εσωτερικού περιβάλλοντος της πόλης, όσο και του εξωτερικού. Η προβολή της σύγχρονης πόλης μέσω των εικόνων και των συμβολισμών, της εξασφαλίζει την απαραίτητη συγκάλυψη ή προώθηση των στοιχείων που έχουν επιλεχθεί ως τα «δυνατά» της σημεία. Εικόνες, επιλεγμένες και παραγμένες, με σκοπό, να δημιουργούν μια συγκεκριμένη διάθεση και ενέργεια. Η βιομηχανία του τουρισμού, αλλά και 140 Mike Crang και Penny S. Travlou, σελ. 172.


η εσωτερική οικονομία, βασίζονται αρκετά στο vibe που θα καταφέρει να προβάλει η πόλη. Το μέλλον της ορίζεται από την επιτυχία της προβολής της εικόνας της, για τη δημιουργία της οποίας, σήμερα, στην εποχή των social media, σημαντικό ρόλο αποκτά και η ίδια η κοινωνία της. Οδηγούμαστε, λοιπόν, συνεχώς σ’ ένα παράδοξο. Μια συνολική εικόνα που μοιάζει ενιαία, όμως με ελάχιστη εστίαση γίνεται αποσπασματική. Μια ταυτότητα που συχνά φαίνεται να ακμάζει μόνο σε ένα τομέα. Ενώ κάθε τομέας φαίνεται να έχει ισχυρούς αντιπρόσωπους σε κάποιες πόλεις. Επιδιώχθηκε όμως ποτέ μια ολική ομογενοποίηση141; Η ζωή και η ταχύτητα της εξέλιξης δεν επέτρεψαν ποτέ κάτι τέτοιο. Ακόμα και όταν επιχειρήθηκε, απέτυχε. Πλέον, η ευκολία με την οποία κάτι μπορεί να αποκτήσει σημαντικά σταθερή υπόσταση έχει μειωθεί δραματικά, καθώς η ταχύτητα δυνατής αντικατάστασής του είναι ανεπανάληπτη. ΄Έτσι, με λιγότερο ή περισσότερο «ψάξιμο» σε κάθε πόλη υπάρχουν απομεινάρια όλων των τομέων της ταυτότητας. Η πολυπλοκότητα και οι άπειρες διαφορετικές συνδέσεις που υφίστανται στις μητροπόλεις του 21ου αιώνα κάνουν αναπόφευκτη τη μη πλήρωσή τους. Ο Barthes παρομοιάζει την κάθε πόλη με ένα συνεχή διάλογο. Διάλογος μεταξύ υλικού και ζωντανού. Υπάρχει, δηλαδή, μια «γλώσσα» των πόλεων. Η μετάφραση της γλώσσας αυτής, των συμβολισμών και των νοημάτων της, δεν είναι πάντα τέλεια, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κενά και ατέλειες142. ΄Όμως, μια τέλεια συντεταγμένη πόλη προκαλεί ανικανότητα δημιουργίας νέων εμπειριών, νέων διαδρομών, νέων συνθηκών. Η πόλη χρειάζεται κενά, ασυνέχειες και ατέλειες. Τότε είναι που ο πολίτης ενεργοποιείται από το μυστήριο143. Αποκτά διάθεση ανάπτυξης και συμμετοχής. Εγγυάται να δημιουργήσει και να αφήσει στην πόλη μελλοντικά θραύσματα μνήμης κάθε είδους. Εγγυάται να διατηρήσει το σύνθετο σύστημα της ταυτότητάς της. Οι πολίτες του σήμερα γίνονται μάρτυρες της επανεκτίμησης της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Σε μια εποχή που η ιστορική αμνησία βρίσκεται στην ακμή της, σε μια εποχή συνεχούς αύξησης της κληρονομιάς που συχνά επικεντρώνεται στον τουρισμό. Η αναθεώρηση και η επαναφορά στη μνήμη και τη διατήρηση γίνεται αναγκαία. Αναζητείται μια αίσθηση σιγουριάς στον κόσμο της υπερ-πληροφόρησης και των νέων που ξεθωριάζουν κάθε λεπτό144. Αναζητείται η βεβαιότητα που θα μπορεί ταυτόχρονα να εξασφαλίζει και τη στοιχειώδη ελευθερία. Ο κόσμος της μητρόπολης, δηλαδή, πρέπει να είναι με τέτοιο τρόπο πλαστικός ώστε να προστατεύει, αλλά και κάθε στιγμή να επιτρέπει τη δημιουργία και τη μετατροπή145. Ποιες σύγχρονες μητροπόλεις, όμως, καταφέρνουν να είναι πλαστικές; Σε τι βαθμό είναι δυνατή η επέμβαση των πολιτών στη συλλογική μνήμη και ποιες πόλεις καταφέρνουν να αποφεύγουν τον τίτλο «απρόσωπες»; Η ποικιλομορφία των μητροπόλεων του 21ου αιώνα, είναι ανεπανάληπτη. Ανεξαρτήτως του ρυθμού προόδου της κάθε πόλης, η παγκοσμιοποίηση εντείνει τον ανταγωνισμό, τη σύγκριση και, φυσικά, την ομοιότητα. Επομένως, τα ευρωπαϊκά δεδομένα «ταξιδεύουν» με τεράστια ευκολία σε μεγαλουπόλεις της Ασίας και της Αμερικής, αλλά και αντιστρόφως. Το σύνολο των πόλεων, λοιπόν, έχει ως σημείο αναφοράς τις ισχυρότερες, ικανότερες και πιο δυναμικές μητροπόλεις και υιοθετεί πολλά χαρακτηριστικά από αυτές. Στο φάσμα της επιρροής εντάσσονται όλες οι πόλεις, ιδιαίτερα όμως εκείνες που προσπαθούν να προλάβουν την επικαιρότητα των αλλαγών. Επομένως, όλες οι πόλεις που προσπαθούν να είναι ανταγωνιστικές ή «διάσημες», ή απλά να αποκτήσουν μια θέση στο περίπλοκο σύστημα των σύγχρονων πόλεων, συγκαταλέγονται σε μια «μητροπολιτική» κατηγορία. Αυτό συμβαίνει διότι «μιμούνται» και κατ’ επέκταση κατέχουν, πολλά από τα χαρακτηριστικά των ισχυρότερων. Τι είναι, όμως, αυτό που τους λείπει για να χαρακτηριστούν μητροπόλεις; Ποια στοιχεία δεν κατάφεραν να ενστερνιστούν για να αποκτήσουν τον «μεγαλειώδη» τίτλο της μητρόπολης; 141 Aldo Rossi, σελ. 132. 142 Ronald Barthes, σελ. 415. 143 Kevin Lynch, σελ. 6. 144 Andreas Huyssen, Twilight Memories: Making time in a culture of amnesia, Routlege, New York, 1995, σελ. 7. 145 Kevin Lynch, σελ. 6.

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

64




22


68

3.1 Το βάρος της αθηναϊκής κληρονομιάς Η σύγχρονη Αθήνα, αλλά και η Αθήνα κάθε εποχής, από τη στιγμή που έγινε πρωτεύουσα, ζει κάτω από το βάρος που η φήμη –της προγονικής της− της κλασικής, έχει δημιουργήσει. Η συλλογική μνήμη των Δυτικών πόλεων, καθώς και ο τρόπος επιρροής της ανάπτυξής τους και η κινητοποίηση της φαντασίας τους, είναι σαφές πως αφορμάται από τον πολιτισμό της αρχαίας Αθήνας. Ο Δυτικός πολιτισμός είναι υπόχρεός της2. Τόσο οι θεμελιακές αρχές της ίδρυσης της πόλης, με την Αθήνα να είναι η πρώτη μητρόπολη, όσο και οι αρχές της τέχνης και της αρχιτεκτονικής, αποτελούν σημείο αναφοράς για σχεδόν όλες τις νέες προσπάθειες της ανθρωπότητας και του πολιτισμού3. Το θαυμαστό στοιχείο της αρχαίας Αθήνας είναι πως πέτυχε να «κτίσει» τον πολιτισμό της και να πραγματώσει τα ιδανικά των θεωριών του σε κάθε τομέα. Είναι μια πόλη ελεύθερη, με μια ανάπτυξη που εκκινείται από τον πολίτη και τη δική του ηθική εξέλιξη, φαίνεται σαν η υλική της υπόσταση να είναι δευτερεύουσα και να πρόκειται για έναν τόπο αποκλειστικά νοητικό. ΄Έτσι, δεν περιορίζεται σε μια εξάπλωση εντός των τειχών της, όπως συνέβαινε με άλλους αρχαίους πολιτισμούς, αλλά εκτείνεται και συνεχίζεται με οδηγό τον μύθο και τη φύση4. ΄Ένα τέτοιο ιδανικό ανεβάζει τις προσδοκίες εξαιρετικά ψηλά για τα επακόλουθά του, στη συγκεκριμένη περίπτωση: τη σύγχρονη Αθήνα. Γιατί, όμως, η σύγχρονη Ελλάδα αδυνατεί συνεχώς να φτάσει ξανά σε αυτήν την πολιτισμική ακμή; Ο Karl Marx στο έργο του Κριτική της Πολιτικής ονομάζει τον ελληνικό πολιτισμό ως «η παιδική ηλικία της ανθρωπότητας». Με αφορμή τον χαρακτηρισμό αυτό ο Aldo Rossi αναφέρει: «Και γιατί η ιστορική παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, στην πιο ωραία στιγμή της ανάπτυξής της, να μην ασκεί μια αιώνια γοητεία, ως στάδιο που δεν θα ξαναγυρίσει πια; Υπάρχουν παιδιά κακοαναθρεμμένα και παιδιά σοφά σαν τους γέρους. Πολλοί από τους αρχαίους λαούς ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Οι ΄Έλληνες ήταν φυσιολογικά παιδιά. Η γοητεία που ασκεί επάνω μας η τέχνη τους δεν μας φαίνεται να έρχεται σε σύγκρουση με το χαμηλό ή ελάχιστα ανεπτυγμένο στάδιο της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύχθηκε αυτή η τέχνη. Αντίθετα, αυτή η γοητεία είναι ίσως το αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής κατάστασης η οποία συνδέεται αδιάσπαστα με το ότι οι ανώριμες κοινωνικές συνθήκες, που μέσα τους γεννήθηκε η ελληνική τέχνη, και που μόνο μέσα τους μπορούσε να γεννηθεί, δεν μπορούν ποτέ πια να επανέλθουν»5. Η αρχαία Αθήνα, συνεπώς, παραμένει η πιο γνήσια εμπειρία της ανθρωπότητας, πραγματοποιημένη υπό συνθήκες που δεν δύναται να επαναληφθούν6∙ ενώ η σύγχρονη παραμένει αιώνια παγιδευμένη στον φαύλο κύκλο της ανάστασής της μέσω των ερειπίων της. Μια πόλη που, όπως υποστηρίζει ο Jacques Derrida, είναι συνεχώς «χρεωμένη»∙ ενώ οφείλει τα χρέη της στην αποδόμηση και τον «θάνατο». Το Αθηναϊκό τοπίο διαμορφώνεται μέσω μιας διαδικασίας αποδόμησης που δηλώνει παρούσα, μέσω των «εξαφανισμένων» Αθηνών του παρελθόντος. Το παρόν συνιστά, δηλαδή, μια συνεχή επιστροφή του παρελθόντος. Δημιουργείται διαρκώς μια αλληγορία τριπλής αναδρομής σε ένα τριπλό φυσικό και συμβολικό τοπίο του σήμερα7. ¹ M. Christine Boyer, The City of Collective Memory: Its Historical Imagery and Architectural Entertainment, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1994, σελ. 152.

2 Ο.π., σελ. 152. 3 Aldo Rossi, Η Αρχιτεκτονική της πόλης, μτφ: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 196. 4 Ο.π., σσ. 198-199. 5 Ο.π., σσ. 196-197. 6 Ο.π., σελ. 200. 7 Mike Crang και Penny S. Travlou, “The city and topologies of memory” από: Environment and Planning D: Society and Space, Vol. 19, SAGE journals, Απρίλιος 2001, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1068/d201t, σσ. 173-174.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

«΄Όλα τα κράτη της Ευρώπης, στις καλύτερες εποχές τους, στράφηκαν απευθείας στην αρχαία Αθήνα.»1


23


70

3.2 Η αθηναϊκή ταυτότητα στο πέρασμα του χρόνου 3.2.1 1833-1900: Αθήνα του νεοσυσταθέντος κράτους

Το 1833, η έρημη και πληγμένη από την επανάσταση Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του νέου κράτους9, παρόλο που στην πραγματικότητα είναι ακόμα ένα χωριό10. Εκτός από τα σοβαρά προβλήματα υποδομών και οργάνωσης, εκκρεμεί και μια μεγάλη ανάγκη δημιουργίας μιας ενιαίας ελληνικής ταυτότητας11.΄Έτσι, η «νεογέννητη» πρωτεύουσα της Ελλάδας επιστρέφει στο παρελθόν της για να βρει το παρόν της. Ακολουθώντας τα κλασικά πρότυπα, οι πρώτοι, κυρίως ξένοι, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, δημιουργούν ένα σχέδιο πόλης (σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert) που στρέφει όλες τις οπτικές φυγές προς την Ακρόπολη12, ώστε να είναι «σύμφωνο με τη δόξα και την ομορφιά της αρχαίας πόλης της Αθήνας»13. ΄Ένα σχέδιο που, παρά τον διορατικό και εκφραστικό νεοκλασικό του χαρακτήρα, δεν εφαρμόζεται ποτέ εξ ολοκλήρου, λόγω των σχέσεων συμφερόντων που επικρατούν14. H νέα Αθήνα σχεδιάζεται ως μια αναλογική συνέχεια της αρχαίας, με κτήρια δημόσιας, διοικητικής, αλλά και ιδιωτικής χρήσης να «φορούν» το χαρακτηριστικό, ελληνικό, νεοκλασικόXIV στιλ. Κάθε κατασκευή συνιστά μια αναφορά και απόδοση τιμής στο «χρυσό» παρελθόν της πόλης. Η ανάμνηση της αρχαίας Αθήνας προκαλούσε μια αίσθηση χρέους για τον επαναπροσδιορισμό της ως πηγή του Δυτικού πολιτισμού και της γνώσης, ως κέντρο της κληρονομιάς της βόρειας Ευρώπης και για τη δημιουργία ενός παρόντος με βάση τα μεγαλύτερα και τα αγνότερα επιτεύγματα του παρελθόντος της15. ΄Έτσι, η αίγλη των αρχαίων, αποδίδει στην Αθήνα την ιδιότητα μιας πόλης με λαμπρό παρελθόν αλλά και εξίσου υποσχόμενο μέλλον, μιας πόλης, η οποία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο αιώνιο και το εφήμερο. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η δημιουργία μιας διπλής πόλης: «μιας νέας Αθήνας που δανείζεται από παντού και καταλήγει να μην μοιάζει σε τίποτα και μιας αρχαίας Αθήνας με σκηνογραφικές οφθαλμαπάτες εφήμερες σαν όνειρα.»16. Η κοινωνική δομή επί βασιλείας του ΄Όθωνα αναπροσαρμόζεται, ενώ προκαλούνται έντονοι διχασμοί και αντιρρήσεις λόγω της καταστροφικής οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί η ΑντιβασιλείαXV. Δημιουργείται μια άρχουσα τάξη, γύρω από την Αυλή και μια νέα αστική τάξη που αποτελείται κυρίως από μεταπράτες, υπαλλήλους, ακαδημαϊκούς κ.ά. Η νέα αυτή αστική τάξη επιζητά την ταυτότητά της μέσω μιας επίπλαστης μίμησης των ξένων προτύπων17. Η κοινωνική αναταραχή, καθώς και το γεγονός ότι, παρά την ανάπτυξη της Αθήνας, η οικονομία της Ελλάδας εξαρτάται ακόμα από μεγάλα παροικιακά κέντρα (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια), οδηγούν γρήγορα στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και το νέο σύνταγμα 8 M. Christine Boyer, σελ. 159. 9 Δημήτρης Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984, σελ. 65. 10 Richard Clogg, A Concise History of Greece, Cambridge University Press, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). file:///C:/Users/

DB0B~1/AppData/Local/Temp/Richard-Clogg-A-Concise-History-of-Greece-Cambridge-Concise-Histories-1992.pdf, σελ. 50.

11 Ο.π., σελ. 47. 12 Mike Crang και Penny S Travlou, σελ. 164. 13 M. Christine Boyer, σελ. 163. 14 Γεώργιος Πανέτσος, «Made in Athens: 1833-1933. Κοινό και μη κοινό έδαφος», από: Made in Athens, Ελληνική Συμμετοχή, 13η Διεθνής ΄Έκθεση Αρχιτεκτονικής - LA BIENNALE DI VENEZIA, Νοέμβριος 2012, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www. academia.edu/5588248/Made_in_Athens_-_Greek_Participation_at_the_13th_International_Architecture_Exhibition_-la_ Biennale_di_Venezia_Exhibition_Catalogue, σελ. 18. 15 Mike Crang και Penny S.Travlou, σελ. 164. 16 M. Christine Boyer, σελ. 170. 17 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 66.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

“Antiquity became an escape: into adventure, into the exotic, into the marvelous. It offered the compensation of “once-upon-a-time” to mollify the flat and repetitive present.”8


71

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

το 1843, που ακολουθείται από την πρόταση της Μεγάλης ΙδέαςXVI από τον Ι. Κωλέττη18. Η πρόταση αυτή γίνεται σε μια πραγματικότητα που είναι έντονα διχασμένη. Μια νέα Ελλάδα που επιστρέφει στην αίγλη της αρχαίας, είναι όμως πλέον και ορθόδοξη. Μια ορθόδοξη Ελλάδα, λοιπόν, που συνεχώς δέχεται ετερόχθονες, οι οποίοι μεταφέρουν τον ελληνισμό από την Ευρώπη19. ΄Έτσι, ο Μεγαλοϊδεατισμός προσφέρει μια στοιχειώδη ενότητα και ένα κοινό στόχο που όλοι νοσταλγικά επιθυμούν, χωρίς όμως να υπάρχει ουσιαστικά μια ενιαία ταυτότητα. Με την επέκταση του εδάφους της Ελλάδας μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1877XVII, καθώς και με την άνοδο του Χ. Τρικούπη αρχίζει η υλοποίηση μεγάλων έργων και αποφάσεων εκσυγχρονισμού των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Η ανάπτυξη της μικροαστικής τάξης και της βιομηχανίας αυξάνει τη λαϊκή δύναμη και επηρεάζει αισθητά την πολιτική εξέλιξη. Παρά τις μεταρρυθμίσεις το αγροτικό πρόβλημα και η αργή διανομή των εθνικών γαιών παραμένουν. Η αδυναμία του κράτους να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις του προς το εξωτερικό και η αδράνεια αυτής της νέας αστικής τάξης οδηγούν στη χρεωκοπία του 189320. Παρόλα αυτά, η περίοδος Τρικούπη έχει ως αποτέλεσμα την προώθηση της αστικής τάξης και μιας νέας ιδεολογίας βασισμένης στη «νεοελληνική πραγματικότητα». Σταδιακά, η ταυτότητα αρχίζει να γίνεται πιο τοπικιστική. Στο βάθρο των ένδοξων προγόνων ανεβαίνει τώρα ο λαός. Ο αρχαϊσμός δίνει τη θέση του στο λαϊκισμό21. Στο πλαίσιο όλων αυτών των αναταραχών, αλλά και λόγω της αδιάκοπης εισροής πληθυσμού στην Αθήνα, το πολεοδομικό σχέδιο Κλεάνθη-Schaubert οδηγείται συνεχώς σε άναρχες ή πιο οργανωμένες αλλαγές22. Επομένως, η αστική όψη στο κέντρο της Αθήνας γίνεται πολύ πιο σύνθετη και λιγότερο γεωμετρική και αυστηρή σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Από την αρχιτεκτονική της μικροκλίμακας στην πολεοδομία της μακροκλίμακας, η Ελλάδα δοκιμάζει όλες τις συγκρουόμενες τάσεις της Ευρώπης, με αποτέλεσμα η προσαρμογή της στην πραγματικότητα να έχει μοιραία όλα τα χαρακτηριστικά μιας άβολης συνύπαρξης. Αυτή η περίεργη συνύπαρξη ανάμεσα σε μια προϋπάρχουσα κατάσταση και σε μια νέα που επιβάλλεται εκ των άνω, θα παραμείνει σταθερό γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής για τον πολεοδομικό σχεδιασμό23. Πολύ συχνά, η χωροθέτηση οποιασδήποτε λειτουργίας στην Αθήνα είναι απλά αποτέλεσμα τύχης και κάποιας ευκαιριακής λύσης ή μιας παράβλεψης των γενικών κανόνων προς το συμφέρον του ενδιαφερόμενου24. Παρά, λοιπόν, την εμφανή αποτυχία υπόταξης της Αθήνας στα ευρωπαϊκά πρότυπα, η ιδέα για την αίγλη και το κύρος της δεν εγκαταλείπεται. Η Αθήνα είναι η αναγεννημένη μητρόπολις του κόσμου και θα διατηρήσει τον χαρακτήρα αυτόν πάση θυσία25. 3.2.2 1900-1930: Ο νέος αιώνας Η αρχή του 20ου αιώνα βρίσκει την Ελλάδα σε κατάσταση χρεωκοπίας. ΄Όλες οι κοινωνικές τάξεις πλήττονται ιδιαιτέρως από την οικονομική πολιτική που ακολουθείται. Το εμπόριο, η βιομηχανία αλλά και η αγροτική παραγωγή παρακμάζουν, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης είναι επίσης αντίξοες. Η εμφάνιση του Ε. Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο σηματοδοτεί μια νέα περίοδο στην ιστορία της Ελλάδας και της Αθήνας26. Στο πρόσωπό του αντικατοπτρίζεται η αποκατάσταση του τραύματος της ήττας και της αυτοπεποίθησης του έθνους∙ το οποίο τα τελευταία 15 χρόνια, ηττά18 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 66. 19 Richard Clogg, σελ. 51. 20 Ο.π., σελ. 71. 21 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 105. 22 Ο.π., σελ. 73. 23 Ο.π., σελ. 75. 24 Ο.π., σελ. 77. 25 Ο.π., σελ. 77. 26 Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, μτφ. Αικατερίνη Ασδράχου, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007, σελ. 111.


72

ται συνεχώς στις αντιπαραθέσεις για τον καταμερισμό των εδαφών με την Τουρκία, με σκοπό την επανένωση των Ελλήνων της διασποράς27. Το νέο σύνταγμαXVIII που δομείται το 1911 υπό την πρωθυπουργία του εξασφαλίζει, καλύτερα εργατικά δικαιώματα και δημιουργεί το πρώτο Κράτος Δικαίου της νεότερης Ελλάδας28. Ταυτόχρονα, η επαναφορά της Μεγάλης Ιδέας και, εν συνεχεία, οι νίκες της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους αναπτερώνουν το αίσθημα ενότητας στον λαό, κάνοντας τον Βενιζέλο ιδιαιτέρως δημοφιλή. Ωστόσο, οι εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ βασιλοφρόνων και βενιζελικών οδηγούν στον διχασμό της Ελλάδας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αποτέλεσμα οι πολιτικές αναταραχές να είναι αδιάκοπες. ΄Έτσι η, ήδη αβέβαιη, εκστρατεία κατά της Τουρκίας, λαμβάνει χώρα ακριβώς μετά τις εκλογές του 1920 και οδηγεί στην τραγική «έξοδο» του ελληνισμού της Μικράς Ασίας29, δύο χρόνια αργότερα. Η Αθήνα, ως το κυρίαρχο αστικό κέντρο, που ήδη προσελκύει τον μεγαλύτερο όγκο της εσωτερικής μετανάστευσης και των επαναπατριζόμενων ομογενών, τώρα καλείται να εγκολπώσει και τον τεράστιο αριθμό προσφύγων. Φυσικά, το πρόβλημα της στέγασης οξύνεται. Η Αθήνα επεκτείνεται άναρχα εμφανίζοντας ορισμένα από́ τα προβλήματα της βιομηχανικής πόλης: άθλιες συνθήκες κατοίκησης φτωχών και μεταναστών, έλλειψη υποδομών κ.ά.30. ΄Ύστερα από την εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και την οριστική αποκοπή της Ελλάδας από την Ανατολή, η ιδεολογική κατεύθυνση μετατοπίζεται από τη σταθερή αναφορά στο παρελθόν και στις Ευρωπαϊκές πολιτισμικές εισαγωγές, σε ένα νέο ελληνοκεντρικό σύστημα. H Αθήνα, και κατ’ επέκταση η Ελλάδα, στρέφεται προς την αναζήτηση της σύγχρονης «ελληνικής πραγματικότητας». Η αλλαγή κλίματος στην τέχνη και την αρχιτεκτονική γίνεται γρήγορα εμφανής. Το κριτήριο της αυθεντικότητας αναζητείται κυρίως στη λαϊκή́ παράδοση, η οποία θεωρείται πηγή ανανεωτικής δύναμης, ενώ δημιουργείται μια ανάγκη για ένα νέο, αυθεντικό́ ελληνικό́ πολιτισμό́, λυτρωμένο από́ την ξενομανία και την προγονοπληξία. Σε αυτό συμβάλλει και η έντονη αίσθηση του ελληνισμού που μεταφέρουν οι πρόσφυγες του ’22, η οποία είναι καταλυτική για τη στροφή προς την παράδοση και την απεξάρτηση από τον Δυτικό Κόσμο31. Παράλληλα, εκκινείται και μια ιδεολογική αναγέννηση του Βυζαντίου, η οποία κορυφώνεται και λόγω των Βαλκανικών πολέ27 Richard Clogg, σελ. 73. 28 Νίκος Σβορώνος, σελ. 115. 29 Ο.π., σελ. 123. 30 Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Η Αθήνα από τον ύστερο 19ο αιώνα έως το 1940» από: Αρχιτεκτονικές Ματιές. Greek Architects, 4

Σεπτεμβρίου, 2014, (Πρόσβαση: 7 Οκτωβρίου, 2018). https://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%8 4%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82/%CE%B7%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%8D%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE %BF-19%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1-%CE%AD%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%BF-1940-id9228. 31 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 150.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

24


73 μων. Το ενισχυμένο αυτό ενδιαφέρον για τη λαϊκή παράδοση και το Βυζάντιο συνδέεται και με τα νέα ρεύματα της Belle ÉpoqueXIX, όπως το Arts & CraftsXX32. ΄Έτσι, παρά τα πλήγματα των πολέμων, η κοινωνική ζωή στην Αθήνα ανθίζει. ΄Όλες αυτές οι πηγές επιρροής, αλλά και η σταδιακή εισαγωγή της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και την αύξηση της ποικιλομορφίας στους τομείς της γαστρονομίας και της διασκέδασης, αλλά και στην κινητοποίηση του λαού στα κοινωνικά θέματα, όπως τα δικαιώματα των γυναικών. Το βιοτικό επίπεδο σταδιακά ανεβαίνει και ο τρόπος ζωής προσομοιάζει τα μοντέρνα δεδομένα της μητρόπολης. Ο κινηματογράφος και τα, ευρωπαϊκού τύπου, κέντρα διασκέδασης προστίθενται στις συνήθειες του Αθηναίου του μεσοπολέμου, η ζωή του οποίου έχει ήδη αλλάξει δραματικά εξαιτίας της αυξημένης χρήσης του αυτοκίνητου. 3.2.3 1930-1950: Από την ακμή στην παρακμή

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Κατά τη δεκαετία του ‘30, η οικονομία της Ελλάδας είναι ακόμα, τυπικά, αγροτική ενώ η εκβιομηχάνισή της δεν έχει προχωρήσει πλήρως33. Ωστόσο, το Μοντέρνο Κίνημα που ανθίζει στην Ευρώπη βρίσκει πρόσφορο έδαφος για αυθεντική εφαρμογή στην Αθήνα. ΄Έτσι, οι ταχύρρυθμες κοινωνικές αλλαγές και οι ανάγκες ανοικοδόμησης που δημιουργούν, καλύπτονται σταδιακά από νέους κτηριακούς τύπους σε σχολεία, νοσοκομεία, προσφυγικές κατοικίες, πολυκατοικίες, εργοστάσια κ.ά. Στις αρχές του 1930, η πολιτισμική και κοινωνική πτυχή της Αθήνας, είναι ακόμα ενεργή. Στο κλίμα αυτό, το 1933, φιλοξενεί το CIAM IVXXI, με θέμα «λειτουργική πόλη»34. Ωστόσο, η επίλυση των οικονομικών προβλημάτων δεν διευθετείται και έτσι το 1932 κηρύσσεται μερική πτώχευση. ΄Όσον αφορά στον καλλιτεχνικό τομέα γίνεται μια προσπάθεια προσαρμογής ενός εθνικού χαρακτήρα στα μοντερνιστικά ρεύματα, με μια επιστροφή στην ελληνικότητα35. Η αναζωπύρωση του ζητήματος της ελληνικότητας γρήγορα χρησιμοποιείται σκόπιμα και για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων. Τα δύο αυτά γεγονότα ενθαρρύνουν την ανάπτυξη εθνικιστικών προτύπων με αποτέλεσμα το 1936 να καταργηθεί ο κοινοβουλευτισμός και ο Ι. Μεταξάς να επιβάλλει τη δικτατορία του. Με το καθεστώς της 4ης ΑυγούστουXXII σταδιακά χειραγωγούνται και ελέγχονται οι τεχνικές και πολιτισμικές τάσεις36. Ο συνδυασμός των συνθηκών αυτών οδηγεί στη δημιουργία μιας Αθήνας που παρουσιάζει τη μορφή της «Πόλεως-Χωριού». Οι πολυκατοικίες παραμένουν απλησίαστες για μεγάλο μέρος του πληθυσμού που αναζητεί στέγαση σε μονώροφα «ευτελούς» κατασκευής37. Η δικτατορία του Μεταξά διακόπτεται τον Απρίλιο του 1941 με τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. ΄Έτσι, η Αθήνα –μιας και αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα, στρατηγικά σημεία– υπόκειται στον πλήρη έλεγχο των γερμανικών στρατευμάτων. Πολλές περιοχές καταστρέφονται ολοκληρωτικά από τους βομβαρδισμούς38. Ο έλεγχος των πρώτων υλών, η εξαιρετικά ασθενής οικονομία, αλλά και οι πράξεις αντίποινων από τους κατακτητές οδηγούν στον πολύνεκρο λιμό του 1941-42 και στην κατακόρυφη μείωση του πληθυσμού της πόλης. Το αθηναϊκό τοπίο παρακμάζει, κυριαρχεί η φτώχεια και η εξαθλίωση. Ο εσωτερικός διχασμός που ξεκινάει από το 1943 μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς –καθώς και γεγονότα όπως τα ΔεκεμβριανάXXIII και η συμφωνία της ΒάρκιζαςXXIV– οδηγούν στον Εμφύλιο που διαρκεί από το 1946 έως το 194939. Το τοπίο της Αθήνας υφίσταται νέες διαμάχες, ενώ οι πληγές του πολέμου είναι ακόμα νωπές. 32 Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Η Αθήνα από τον ύστερο 19ο αιώνα έως το 1940». 33 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 181. 34 Γεώργιος Πανέτσος, σελ. 25. 35 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 181. 36 Ο.π., σελ. 193. 37 Ο.π., σελ. 202. 38 Ο.π., σελ. 265. 39 Νίκος Γ. Σβορώνος, σσ. 142-143.


74

Η Αθήνα κατά τη δεκαετία του ‘50 προσπαθεί σταδιακά να ορθοποδήσει και να ξεπεράσει την παρακμή των πολέμων. Ως εκ τούτου το Αθηναϊκό τοπίο την περίοδο του 1950-70 εμφανίζεται πιο αποδιοργανωμένο∙ οι αυξημένες κατεδαφίσεις των νεοκλασικών δίνουν τη θέση τους στις μοντέρνες –πολλά υποσχόμενες– πολυκατοικίες που έρχονται να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του συνεχώς μεγαλύτερου πληθυσμού. Στο κέντρο της πόλης συντελούνται αλλεπάλληλες διεργασίες που σταδιακά τη μεταμορφώνουν, ωστόσο το, ακόμα μεταπολεμικό, τοπίο υπογραμμίζει αδιάκοπα την πληγωμένη αστικότητα40. Κύριο χαρακτηριστικό της εποχής αποτελεί η πληθυσμιακή ρευστότητα και η εσωτερική μετακίνηση προς την Αθήνα, λόγω των δυσβάσταχτων οικονομικών συνθηκών για τους κατοίκους της επαρχίας. Η τεράστια αύξηση του πληθυσμού δημιουργεί την ανάγκη στέγασης εκτινάσσοντας την οικοδομική δραστηριότητα στα ύψη. Παράλληλα, αυξάνεται η ζήτηση εργατικών χεριών στον βιομηχανικό κλάδο, ο οποίος ανθίζει και λόγω της συμμετοχής της ομογένειας. Ο αυξανόμενος πλούτος όμως, δεν συγκεντρώνεται μόνο σε λίγες κατασκευαστικές εταιρίες41. Η άνιση κατανομή του δημιουργεί μια νέα αστική τάξη στην οποία κυριαρχεί ο μικρός εισοδηματίας και ο ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης. Το εισόδημα με τη μορφή ενοικίου προσφέρει, στον πρώτο, τη δυνατότητα ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου δεν τον μετατρέπει όμως ποτέ σε μεγάλο εισοδηματία. Στον κλάδο της επιχείρησης, όπου οι Αθηναίοι συμμετέχουν ενθουσιωδώς, ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης, το αποτέλεσμα είναι η αντιφατική συνύπαρξη του εύπορου κεφαλαιούχου με τον ιδιοκτήτη μικρού καταστήματος. Σε αυτή τη νέα τάξη λοιπόν, που γρήγορα ονομάζεται μεσαία τάξη, κυριαρχεί ο κάτοικος της μεγαλούπολης που φέρει, όμως, την ιδιοσυγκρασία του κατοίκου της επαρχίας. Το νέο εστιακό κέντρο, εμπορίου, ανάπτυξης και οικονομίας, γίνεται η, ραγδαία αναπτυσσόμενη, πλατεία Ομονοίας. Η Αθήνα γνωρίζει εξαιρετικά μεγάλη οικονομική ανάπτυξη για τα ελληνικά δεδομένα με βασικό σημείο τον κόμβο της 3ης Σεπτεμβρίου και της Σταδίου42. Οι μετατροπές και οι μεταμορφώσεις που συντελούνται σε όλες τις περιοχές του κέντρου της, προκειμένου να ακολουθήσει τα ευρωπαϊκά πρότυπα, είναι αδιάκοπες. Οι αρχιτεκτονικές προσπάθειες της εποχής συχνά υιοθετούν μια λογική «γοήτρου»43. Σταδιακά η Αθήνα «φορά» το προσωπείο της μοντερνιστικής πόλης, της μητρόπολης του δυτικού κόσμου. Στην προσπάθεια αυτή, φυσικά, συμπεριλαμβάνεται ακόμα η ανάδειξη του παρελθόντος της, αλλά αυτή τη φορά με έναν πιο λιτό και αφαιρετικό τρόπο. Τα μεγάλα δημόσια έργα, καθώς και τα έργα ανοικοδόμησης αυξάνονται. Εμβληματικό και απολύτως συμβολικό κατασκεύασμα της εποχής αποτελεί το ξενοδοχείο Χίλτον, που κατασκευάζεται το 1963 και αποτελεί το νέο «μνημείο» της μεταπολεμικής Αθήνας. Αυτό και άλλα, αντίστοιχής αίγλης, έργα όπως η Πρεσβεία των Η.Π.Α, αποτελούν μια σύνθεση του κοσμοπολίτικου μοντερνισμού της εποχής με την αισθητική παράδοση του κλασικισμού. Παράλληλα με τα έργα μεγάλης εμβέλειας, το κέντρο της Αθήνας γεμίζει επίσης από συνεταιρικές πολυκατοικίες ή πολυκατοικίες αναγερμένες με τη μέθοδο της αντιπαροχήςXXV44. Ο δημόσιος χαρακτήρας της πόλης αλλάζει προσπαθώντας να ενστερνιστεί πρότυπα διασκέδασης, αίγλης, κίνησης και ζωντάνιας ευρωπαϊκών δεδομένων. Τα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα αναζητούν φθηνές στεγαστικές λύσεις και εγκαθί40 Mike Chang και Penny S. Travlou, σελ. 164. 41 Δημήτρης Φιλιππίδης, σελ. 253. 42 Ο.π., σελ. 277. 43 Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα» από: Αρχιτεκτονικές Ματιές. Greek Architects, 8

Ιανουαρίου, 2010, (Πρόσβαση: 7 Οκτωβρίου, 2018). https://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF %84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82/%C E%B7-%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%B5%CF%8D%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%AE%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%85-%CF%84%CE%BF%CF%85-20%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1-id2707. 44 Πάνος Δραγώνας, Η πολυκατοικίας της αντιπαροχής, Re-think Athens: Αστικές προκλήσεις 2014-2015, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση, 27 Ιανουαρίου, 2015, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). http://www.sgt.gr/gre/SPG1032/?vid=0_ aur9qp7i.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

3.2.4 1950-1974: Το μοντερνιστικό όνειρο


75

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

25


76 στανται στα προπολεμικά κτήρια του κέντρου, αλλά και στις εργατικές συνοικίες, όπως το Μεταξουργείο. Περιοχές όπως τα ΄Άνω Πετράλωνα, αν και βρίσκονται πολύ κοντά στον αναπτυσσόμενο πυρήνα, αποκτούν μια λογική παραγκούπολης45. Η ανάγκη, δηλαδή, για ταχεία στέγαση, οδηγεί στη δημιουργία άναρχα δομημένων λαϊκών πυρήνων, όπου η κατοικία δεν συνιστά μια μοντέρνα αναφορά, αλλά μια αυτοσχέδια υποδομή. Οι προηγούμενοι κάτοικοι μετακινούνται στα προάστια, όπου μαζί με τους λεγόμενους «νεόπλουτους», δημιουργούν το τοπίο της «εξοχής» με τις πολυτελείς κατοικίες. Ως λογικό επακόλουθο, «αναδύεται» μια πόλη με ετερόκλητα προσωπεία και δυσανάλογα ανεπτυγμένες περιοχές. Το χουντικό καθεστώς που επικράτησε στην Ελλάδα από το 1967 ως το 1974 επιβάλλεται με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου του 1967XXVI46. Το γεγονός αυτό φυσικά επέφερε αλλαγές στο κλίμα πόλης, παρόλο που η ανάπτυξη και τα έργα υποδομής συνεχίζονται, αν και συχνά αποτελούν πρόχειρες κατασκευές. Η ζωή στην Αθήνα υφίσταται περιορισμούς. Η αστυνόμευση, οι απαγορεύσεις των συναθροίσεων και οι περιορισμοί κίνησης στους δημόσιους χώρους, αναπόφευκτα περιορίζουν την ένταση και την κινητικότητα της πόλης. Τον Νοέμβριο του 1973 με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το κοινωνικό περιβάλλον και κατ’ επέκταση το αστικό τοπίο της πόλης χαρακτηρίζεται από έντονες αναταραχές. Η Αθήνα βιώνει και πάλι μια περίοδο έντονης αστάθειας.

Με την πτώση της Χούντας, η Ελλάδα ξεκινά να διανύει την πιο μακροσκελή περίοδο ευημερίας ως νεότερο κράτος. Στο πλαίσιο της «νέας» αρχής, στο τέλος της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, αρχίζουν να γίνονται κάποιες προτάσεις για μια συστηματική μεταρρύθμιση στις διαδικασίες σχεδιασμού και παραγωγής του αστικού χώρου της πρωτεύουσας. Ωστόσο, οι προβλέψεις για απογιγάντωση και αποκέντρωση των λειτουργιών και αναθεώρηση του δημόσιου χώρου, παραμένουν, ουσιαστικά, ανεφάρμοστες. Τα όρια της Αθήνας είναι πλέον αχανή, με τις πολυκατοικίες να υπερκαλύπτουν το αστικό έδαφος, επισκιάζοντας ακόμα και τους μύθους, τα πάθη και τα κατορθώματα του παρελθόντος. Η συνεχής επέκταση της κατοίκησης, μέσω μιας διαδικασίας «ιδιωτικής αστικοποίησης», ελαχιστοποιεί τους δημόσιους χώρους στο αστικό πλέγμα της Αθήνας. Η αυθαίρετη δόμηση και ο αφανισμός του αττικού τοπίου επεκτείνονται στα προάστια, τις ακτές, τα δάση και τους αγρούς. Για τους κατοίκους της, δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, παρά μόνο η σκέψη ενός βασανιστικού παρόντος, μέσα στον ασφυκτικό κλοιό κτηρίων και διαμερισμάτων. Από τη «γκριζόλευκη ανωνυμία» του ’50 και του ’60, η Αθήνα σταδιακά μεταβαίνει στην παρδαλή πανσπερμία των μορφών της ευρύτερης περιοχής της Αττικής47. Παρά τα προαναφερθέντα, η οικονομική άνθηση, η δημογραφική σταθερότητα και τα κύματα παγκοσμιοποίησης, που επικρατούν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, έχουν και θετικό αντίκτυπο στην πρόοδο της Αθήνας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν: η αναβάθμιση του ιστορικού κέντρου και οι αστικές αναπλάσεις, αναπαλαιώσεις και αποκαταστάσεις των ιστορικών κτηρίων. Οι τακτικές αυτές συμβαδίζουν με τα διεθνή ρεύματα προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς48. Παράλληλα, από τη δεκαετία του ’80 ξεκινά η συστηματική ένταξη της τεχνολογίας στη ζωή των ανθρώπων, η οποία και πυροδοτεί την εμφάνιση νέων προτύπων ζωής και κατανάλωσης. Στο αστικό πλέγμα της Αθήνας προστίθενται τα shopping malls, που συνιστούν νέους τόπους συνάθροισης, ενώ τα πολύκεντρα διασκέδασης στα προάστια προκαλούν μερική ερήμωση στους δημόσιους χώρους του κέντρου. Επιπρόσθετα, η μεταφορά των πολυεθνικών εταιριών εκτός κέντρου, με επίκεντρο τη Λεωφόρο Κηφισιάς, προκαλεί μια επιπλέον ερήμωση 45 Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και Πολιτική, μτφ. Πάνος Τουρνικιώτης και Κλωντ Λωράν, Κουκίδα, Αθήνα, 2007, σελ. 29.

46 Richard Clogg, σελ. 162. 47 Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα». 48 Μ. Christine Boyer, σελ. 407.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

3.2.5 1974-2000: Τα χρόνια της μεταπολίτευσης


77 του κέντρου, αλλά και τη μετακίνηση των ανώτερων επαγγελματικών στρωμάτων στα Βόρεια Προάστια. Τα μεταναστευτικά ρεύματα της δεκαετίας του ‘90XXVII από τα Βαλκάνια, προκαλούν κοινωνική αναταραχή και επηρεάζουν την ταυτότητα της πόλης. Η προσαρμογή και η ένταξη των ομάδων αυτών δεν εκπονείται με τους απαραίτητους γοργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα συχνά να εμφανίζονται τριτοκοσμικά φαινόμενα κατοίκησης και διαβίωσης. Για ακόμα μια φορά η κοινωνία της Αθήνας καλείται να εντάξει στο πλαίσιο της νέες ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως η ίδια να κατέχει την απαραίτητη ωριμότητα. ΄Έτσι, η παρουσία των μεταναστών λειτουργεί ως ένας ακόμα παράγοντας απομάκρυνσης των κατοίκων από τους δημόσιους χώρους του κέντρου και δημιουργεί κοινωνικούς μικρο-πυρήνες. Η ποικιλομορφία και η ανομοιομορφία, αυτή τη φορά ως προς τη σύσταση του πληθυσμού, χαρακτηρίζει για ακόμα μια φορά το αθηναϊκό τοπίο. 3.2.6 2000-2012: Αβίωτη πόλη

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

H Αθήνα του 2000 είναι μια πόλη που μοιάζει να απαρνείται τα φυσικά της όρια. Η εξάπλωση των προαστίων εντείνεται ακόμα περισσότερο. Η αρκετά ανεπτυγμένη οικονομία που έχει δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και η ευημερία της εποχής, φτάνει στην ακμή της με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όπου στο πλαίσιο προετοιμασίας τους, τα έργα υποδομής αυξάνονται εκρηκτικά. Οι κάτοικοι γίνονται μάρτυρες της διάνοιξης νέων συγκοινωνιακών αρτηριών, της ανάπλασης περιοχών και φυσικά της εγκαινίασης του μετρό. Η Αθήνα αρχίζει επιτέλους, μετά από καθυστέρηση δεκαετιών, να αποκτά σταδιακά, αξιόπιστα μέσα μαζικής μεταφοράς49. Στο πλαίσιο της ανάπλασης εντάσσονται και περιοχές του κέντρου που είχαν παραμεληθεί ή ξεχαστεί, όπως η Πλατεία Θεάτρου, το Γκάζι, ο Κεραμεικός50, οι οποίες όμως δεν καταφέρνουν να αποδώσουν μια αρκετά ισχυρή ταυτότητα. Ακόμα, πολλά από τα έργα δημιουργούνται κατεπειγόντως, κυρίως με στόχο την κερδοσκοπία, και όχι βάση της σχεδιαστικής μελέτης που πιθανώς να απαιτούσαν. Η αδιαπραγμάτευτη απαίτηση ταχείας και ανεμπόδιστης άφιξης, αναχώρησης και μετακίνησης των αθλητών, των μελών της Ολυμπιακής Οικογένειας και των εκατοντάδων χιλιάδων θεατών κατά τη διάρκεια των Αγώνων καθιστά απαραίτητη την κατασκευή ενός νέου διεθνούς αεροδρομίου χωροθετημένου στα Σπάτα, εκτός, δηλαδή, του οικοδομικά κορεσμένου λεκανοπεδίου. Το νέο αεροδρόμιο αποτελεί πόλο αναβάθμισης της περιοχής, η οποία με τη σειρά της προστίθεται στα αναπτυσσόμενα προάστια. Για τη σύνδεση του αεροδρομίου με το κέντρο της πόλης προβλέπεται και η διάνοιξη της Αττικής Οδού. Η ανέγερση δικτύων κυκλοφορίας σε μήκος όλου του λεκανοπεδίου, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία υπολειμματικών τοπίων. Δημιουργείται, δηλαδή, μια άναρχη και απρόβλεπτη παράταξη υπερτοπικών δικτύων υψηλής ταχύτητας, κτηρίων αποθήκευσης, βιοτεχνιών, καλλιεργειών αλλά και, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης, φύσης, την οποία παρατηρεί κανείς, απλά διερχόμενος με το αυτοκίνητό του. Στο πλαίσιο αυτών των μετατροπών δημιουργούνται σημειακές και χωρικές συνυπάρξεις που προκαλούν αστικά συμβάντα και συναντήσεις ετερόκλητων στοιχείων ισχυροποιώντας περαιτέρω τον χαρακτήρα της Αθήνας ως διάχυτης πόλης. ΄Έτσι, τα μικρά καθημερινά σημεία της πόλης αποκτούν νέα σημαντικότητα και στο σύνολο τους ορίζουν μια ταυτότητα. Η Αθήνα, όμως, ως μια πόλη που διαμορφώθηκε τα χρόνια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, δεν διαθέτει ιδιαίτερη αστική κουλτούρα51. ΄Έτσι, ο νεοέλληνας κάτοικός της, το 2004 –ακόμα συγχυσμένος από την αλλαγή του νομίσματος του 2001– δεν είναι αρκετά ώριμος και προετοιμασμένος για αυτές τις ραγδαίες αλλαγές. Συχνά τις

49 Τάσης Παπαϊωάννου, Η αρχιτεκτονική του καθημερινού, Καστανιώτη, Αθήνα, 2005, σελ. 33. 50 Πάνος Δραγώνας και Άννα Σκιαδά, «Made in Athens», από: Made in Athens, Ελληνική Συμμετοχή, 13η Διεθνής ΄Έκθεση Αρχιτεκτονικής - LA BIENNALE DI VENEZIA, σελ. 11.

51 Πάνος Δραγώνας και Άννα Σκιαδά, σελ. 12.


78

αντιμετωπίζει επικριτικά ή υποτιμητικά, με αποτέλεσμα η ένταξή τους στη δημόσια ζωή και κίνηση της πόλης να μην είναι όσο ομαλή και γρήγορη θα μπορούσε. Στο παρασκήνιο της ένδοξης μητροπολιτικής διάθεσης και των Ολυμπιακών Αγώνων, ωστόσο, υποθάλπονται αρκετά από τα μελανά σημεία της περιόδου όπως: η υπερκατανάλωση, τα φαινόμενα εγκληματικότητας και βίας, η άκριτη εισροή μεταναστών και φυσικά τα οικονομικά σκάνδαλα και η πολιτική διαφθορά. Το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, έρχεται να στιγματίσει η οικονομική κρίση του 2008, που επηρεάζει ιδιαιτέρως την Αθήνα και ειδικά το κέντρο της52. Αναταραχή προκαλούν επίσης, οι αλλεπάλληλες εξεγέρσεις που λαμβάνουν χώρα το 2008, σε απάντηση της δολοφονίας του Αλέξανδρου ΓρηγορόπουλουXXVIII, αλλά και προς την γενικότερη αστάθεια που επικρατεί ήδη από την αρχή της κρίσης. Τα μέτρα λιτότηταςXXIX και πολλές ακόμα αποφάσεις της κυβέρνησης βρίσκουν το λαό αντίθετο και σταδιακά άπιστο προς κάθε έκφανση της. Φαινόμενο που οδηγεί στο καλοκαίρι των «αγανακτισμένων»XXX το 2011, το οποίο έρχεται να συνεχίσει την ασταθή ζωή στον αθηναϊκό χώρο. Η ανασφάλεια, ο φόβος και ο θυμός των κατοίκων εκφράζονται συνεχώς και εμφανώς στο αστικό τοπίο. Η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού γίνεται ολοένα και πιο έντονη και οδηγεί σε αποσύνθεση53. Ταυτόχρονα, η εμπορικότητα στο κέντρο μειώνεται αισθητά, με αποτέλεσμα, αυτό, μέχρι το 2012, να εμφανίζεται εμφανώς πιο ερειπωμένο. Η παρακμή, ωστόσο, αποτελεί έναυσμα για την ενεργοποίηση των πολιτών ως σύνολο που διεκδικεί τον δημόσιο χώρο της πόλης. Ομάδες ατόμων όπως αυτή των «αγανακτισμένων» συνιστούν μια λαϊκή πολιτική έκφραση εντός της πόλης, γεγονός που είχε χρόνια να συμβεί στην Αθήνα. ΄Ένα άλλο προϊόν της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης αποτελεί η άνθιση κάποιων καλλιτεχνικών ρευμάτων. Η συλλογικότητα και η χειραφέτηση εκφράζεται και μέσα από δημόσιες παραστάσεις, μουσικές σκηνές, επανάχρηση δημόσιων χώρων, υπαίθριες αγορές κ.ά. Ωστόσο, στο σύνολό της, η κοινωνική και πολιτισμική ζωή στην Αθήνα είναι αρκετά παγωμένη και σε ένα βαθμό αβίωτη.

52 Πάνος Δραγώνας και Άννα Σκιαδά, σελ. 10. 53 Ο.π., σελ. 11.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

26


79

ΤΙΤΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

27


80

Το πέπλο της ανώνυμης πολυκατοικίας καλύπτει τόσο μεγάλο μέρος της Αθήνας, που ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν άλλα μέρη της. Παρόλα αυτά, η βίωση της πόλης από το επίπεδο του δρόμου και η αλληλεπίδραση ακόμα και αυτής της ανώνυμης πολυκατοικίας με αυτόν, προκαλεί κάποιες έντονες «εκφράσεις». Ο δημόσιος χώρος στη σύγχρονη Αθήνα συνεχίζει να κατακερματίζεται και να διανέμεται σε διαφορετικές ομάδες και λειτουργίες. Βιομηχανία της διασκέδασης, εγκληματικά κυκλώματα, νέοι επενδυτές του real estate, άστεγοι, εξαθλιωμένοι μετανάστες, ακροδεξιές οργανώσεις, πολυάριθμα κινήματα πόλης κ.ά, όλοι διεκδικούν ένα μέρος του. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον πως ο αθηναϊκός δημόσιος χώρος έχει ανακτήσει τη χαμένη πολιτική του διάσταση54. Παρά την εξακολούθηση της οικονομικής κρίσης και παρά το γεγονός ότι τα κυβερνητικά φορολογικά μέτρα επιδεινώνονται ακόμα περισσότερο, αρκετές περιοχές του κέντρου αποκτούν ξανά ζωή και δραστηριότητα. Σημεία όπως τα ΄Άνω Πετράλωνα, το Μεταξουργείο αλλά και η περιοχή γύρω από την οδό Κολοκοτρώνη και την πλατεία Αγίας Ειρήνης επανέρχονται και μετατρέπονται σταδιακά σε πόλους έλξης. Παράλληλα, στον τομέα της δόμησης και της πολιτισμικής εξέλιξης, η ανέγερση του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ευνοούν, σε ένα μεγάλο βαθμό, την κινητοποίηση αυτή. Το φαινόμενο της αστικής διάχυσης της Αθήνας, όμως, είναι ακόμα εμφανές, ενώ τα προάστιά της ενισχύουν την αυτονομία τους περισσότερο από ποτέ. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μείωση του πληθυσμού της πόλης, καθώς μέρος των ημεδαπών επιλέγει την επιστροφή στην επαρχία, ενώ ένα άλλο, αρκετά αισθητό, μέρος τους –νέοι, ή και ολόκληρες οικογένειες– μεταναστεύει στο εξωτερικό προς εύρεση εργασίας55. Οι δημόσιοι χώροι αποτελούν μοτίβα διαφορετικών χρονικών στιγμών και περιόδων που ο περιπατητής, κατά τη διάρκεια της κίνησής του, καλείται να ανακαλύψει. Πρόκειται για ένα αστικό σύμπλεγμα που χαρακτηρίζεται από την υπέρθεση και την αντίθεση διαφορετικών τοπίων, που δημιουργεί συνυπάρξεις επιβλητικών επίπεδων με πολλές εφήμερες θέες. Αυτή η κατάσταση, όμως, δεν συνιστά μια σκόπιμη οργάνωση και ανάπτυξη γύρω από το παραδοσιακό κέντρο, αλλά μια τυχαία αντιπαράθεση ριζικά διαφορετικών περιόδων από κλασικούς αρχαιολογικούς χώρους και οικοδομικά τετράγωνα μητροπολιτικού τύπου. Αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, διαχωριζόμενοι από αιώνες, συγκρούονται ο ένας με τον άλλο σε ένα φαινομενικά ανταγωνιστικό μοτίβο ανάπτυξης. ΄Ένα σύνολο από τοπία, όπου κάποια ιστορικά τοπόσημα ξεχωρίζουν, ενώ άλλα, όχι απλά «θάβονται», αλλά σχεδόν διαγράφονται56. Η ακεραιότητα αυτών των στοιχείων στην Αθήνα είναι πολύ εμφανής. Επομένως, η ιδιότητα της μικροκλίμακας είναι πάντα παρούσα μέσα από την πολυμορφία της. «Οι πόλεις μέσα στην πόλη» αντανακλούν τα πολλά επίπεδα της σύγχρονης Αθήνας και το «δικαίωμα στην πόλη», στον αστικό τρόπο ζωής, αποτελεί τις διεκδικήσεις και τις τριβές της σύγχρονης καθημερινότητας57. Ωστόσο, η Αθήνα καλείται, και με κάποιο τρόπο καταφέρνει να λειτουργεί ή να υπολειτουργεί ως ενιαίο σύνολο.

54 Πάνος Δραγώνας και Άννα Σκιαδά, σελ. 12. 55 Kaboom, σελ. 41. 56 Mike Chang και Penny S. Travlou, σελ. 163. 57 Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης, «Τάξη και αταξία στην πόλη» από: Αρχιτεκτονικές Ματιές. Greek Architects, 15 Μαρτίου,

2016, (Πρόσβαση: 12 Οκτωβρίου, 2018). https://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B 5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82/%CF%84%CE %AC%CE%BE%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7-id10770.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

3.2.7 Το παράδειγμα της Αθήνας εν έτει 2018


81

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

28


82

Με την παραπάνω αναδρομή καθίσταται εύκολα εμφανές ένα βασικό γεγονός: η Αθήνα δεν είχε ποτέ χρόνο. Η πολυτάραχη ιστορία της την κρατούσε, αλλά και ακόμα την κρατά, δέσμια της ανάγκης και της πρακτικότητας. Η μοντέρνα Αθήνα δεν έζησε ποτέ μια περίοδο αμιγούς εξέλιξης και ευημερίας μεγαλύτερη των 10 χρόνων. Ενώ, όπως προαναφέρθηκε, παραμένει πάντα στη σκιά του ιδανικού παρελθόντος της. Ο τίτλος που φέρει, ως η πρώτη πόλις, τη στοιχειώνει διαρκώς απέναντι στις Δυτικές πόλεις. ΄Όμως, και η γεωγραφική της θέση της προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο βάρος, μεγαλύτερες «ευθύνες». Καθώς βρίσκεται στο σταυροδρόμι Δύσης και Ανατολής, το status της μεταβάλλεται αδιάκοπα ανάλογα με τη δεδομένη κατάσταση, «ανατρέχοντας» κάθε φορά σε άλλη ιστορική περίοδο προς αναζήτηση της ταυτότητάς της. Είναι μια πόλη με πολύ αναπτυγμένη τουριστική βιομηχανία, η οποία «τρέφεται» από αυτήν την ιδιόμορφη ταυτόχρονη συνύπαρξη και παράγει έναν κόσμο, πολλά υποσχόμενων εικόνων. Ακόμα όμως και λαογραφικά, το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια τροχιά ανάπτυξης σαν αυτή των Νοτιότερων Ευρωπαϊκών πόλεων, την διαφοροποιεί. Ως πόλη της Νότιας Ευρώπης χαρακτηρίζεται από μια μεταμοντέρνα αίσθηση, διαφορετική από αυτή που οι τυπικές αφηγήσεις των Δυτικών πόλεων αποδίδουν58. Επομένως, η Αθήνα «κουβαλά» συνεχώς στοιχεία που δημιουργούν για αυτή μεγάλες προσδοκίες. Οι διαταραχές στις οποίες υποβάλλεται η κλασική, αλλά και η σύγχρονη ελληνική ταυτότητα, το «κενό» της τούρκικης κυριαρχίας, η ιδιαιτέρως κομβική θέση της, η καθολικότητα των κλασικών ιδανικών, σε συγκεκριμένες θέσεις και συγκεκριμένες στιγμές δημιουργούν μια εξαιρετικά δύσκολη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα κατάσταση. Δημιουργούν ένα, σίγουρα, ραγδαίο τοπίο59. ΄Ένα τοπίο, όμως, που συχνά φαίνεται να ορίζεται τυχαία και να παραμένει ανεκμετάλλευτο. Στην Αθήνα, το μόνο προφανές είναι, ότι υπάρχει μνήμη. Ο τόπος χαρακτηρίζεται από μια επιστροφή –πολύ πριν αυτή «οριστεί» αναγκαία από τα μεταμοντερνιστικά πρότυπα– που τον κάνει να λειτουργεί ως «θέατρο μνήμης». Μέσα του, ανακαλύπτονται οι αξίες των προ-βιομηχανικών πόλεων, των «πόλεων της πέτρας», ικανές να ενεργοποιούν τον χρόνο, να φέρνουν το παρελθόν στο σύγχρονο τοπίο60. Στο παρόν της, η πόλη, κυρίως λόγω αυτής της ύπαρξης μνήμης, δομεί συνεχώς εικόνες. Γίνεται ένα λεύκωμα από αλλεπάλληλες, εφήμερες στιγμές. Από την αρχαία Αθήνα, που φαντάζει απολύτως ζωντανή, μεταβαίνει κανείς με μια κίνηση στο παρόν. Τα ερείπια δημιουργούν αντικρουόμενους τόπους με αποτέλεσμα την ύπαρξη διαρκώς εφήμερων συνυπάρξεων. Μια πόλη που αψηφά κάθε συστηματική και συνεχή χρονολόγηση της ιστορικής προόδου. Το παρελθόν της δεν αποτελεί έναν υπολανθάνοντα ορίζοντα, αλλά ένα κυριολεκτικό σκηνικό που συνιστά μια έντονη παρουσία, μέσα στο αστικό τοπίο. Η σύγκρουση αυτού του σκηνικού και η συνεχής κοινωνικοπολιτική αναταραχή δημιουργούν μια αισθητική «της σύμπτυξης των επιπέδων, των ασυνεχών συμβολισμών, των εκρήξεων, των ορίων και της διάβρωσης»61. Η Αθήνα με το εξαιρετικά θραυσματικό τοπίο –θραυσματικό και από επιλογή– αποτελεί ένα σύνολο μονάδων με αρκετό ενδιαφέρον, αδυνατεί όμως συνεχώς να εκπληρώσει την εμφανή συσχέτισή τους. Σαν πολλά αυθεντικά κομμάτια να «επιπλέουν» σε ένα μέσο και να δημιουργούν αντιθέσεις, όχι όμως και ολότητα. Η νέα Αθήνα χαρακτηρίζεται από τη «γέννησή» της από μια ασυνταξία μοτίβων και στοιχείων. Τα μοτίβα δεν ταιριάζουν στα μέρη και τα μέρη δεν ταιριάζουν στα μοτίβα. Οι άναρχες και βιαστικές κινήσεις της, σε όλη την πορεία της νεότερης ιστορίας της, ποτέ δεν την άφηναν να καλύπτει όλα τα κενά της. Να δημιουργεί μια, έστω και φαινομενικά, ολοκληρωμένη εικόνα. Αυτός είναι ο χαρακτήρας της: από το 1840 με την επιβλητικότητα της Βασιλικής Αυλής να αντιπαρατίθεται στους χωματόδρομους της Πλάκας, μέχρι και σήμερα, με την ολική παρακμή της περιοχής του Ελαιώνα να απέχει μόλις 10 λεπτά από 58 Mike Chang και Penny S. Travlou, σελ. 163. 59 Ο.π., σελ. 171. 60 Ο.π., σελ. 163. 61 Ο.π., σελ. 163

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

3.3 Η Αθήνα μητρόπολη;


83

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

την υπερανάπτυξη. Το αποτέλεσμα της εκρηκτικής αστικής ανοικοδόμησης μετά τον πόλεμο, είναι αυτό το συνονθύλευμα πολυκατοικιών που κτίστηκαν πάνω στα χνάρια ενός παλιού πολεοδομικού ιστού, με μικρά οικοδομικά τετράγωνα και ακόμα μικρότερους δρόμους που σε σπάνιες περιπτώσεις διαπλατύνθηκαν62. Δημιουργείται, έτσι, ένα ιδιόμορφο αστικό παλίμψηστό63 μέσα στο οποίο προστίθενται και οι εξίσου ιδιόμορφες ομάδες της Αθήνας. Οι ομάδες του πληθυσμού της καλούνται να προσαρμοστούν, να αναπτυχθούν, αλλά και να επηρεάσουν και να αναπτύξουν αυτό ακριβώς το ασυνεχές και ιδιόμορφο τοπίο. ΄Ένα τοπίο που, εκτός των άλλων παθογενειών του, χαρακτηρίζεται, επίσης, και από τη σημαντική έλλειψη δημόσιων χώρων. Η δημιουργία της συλλογικής μνήμης καθίσταται αρκετά δύσκολη. Παρόλα αυτά οι συνεχείς αναταραχές, οι συνεχείς αναμείξεις και συγκρούσεις οδηγούν τις ομάδες σε αναπόφευκτες αντιδράσεις. Το ιδιόμορφο αυτό τοπίο όμως, προκαλεί, αν όχι ενδιαφέρον, σίγουρα περιέργεια. Αυτοί, συνιστούν δύο σημαντικούς λόγους για τους οποίους η κινητικότητα στην Αθήνα σπάνια παρακμάζει. ΄Όπως γίνεται εμφανές και από τα ίδια τα ιστορικά γεγονότα, η κοινωνική ατμόσφαιρα της πόλης αποτελεί, αναμφισβήτητα, σημαντικό μέρος της ταυτότητάς της. Παρόλο που το θέαμα και η φαντασμαγορία στον ιστό της σύγχρονης Αθήνας δεν είναι ιδιαίτερα έκδηλα, η ζωή και οι συνυπάρξεις της εμπεριέχουν σίγουρα το σοκ και το απρόβλεπτο. Τόσο οι ομάδες όσο και οι εναλλαγές εικόνων ενεργοποιούν τις αισθήσεις και προκαλούν μοναδικές εμπειρίες. ΄Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα προβάλει τον εαυτό της, η αίγλη της κληρονομιάς της δύσκολα αποβάλλεται. Ο εφησυχασμός που προκαλεί η δύναμη του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, είναι πολύ μεγάλος για να αφεθεί64. Αποτελεί την εύκολη λύση για τον τουρισμό, αλλά και σημείο αναφοράς για πολλούς ακόμα παράγοντες –ακόμα και για τους ίδιους τους πολίτες. Στη λογική αυτού του τρόπου προβολής και αυτό-επιβεβαίωσης είναι πολύ εύκολο να ενταχθούν και οι πολίτες. Η αρχαία κληρονομιά αποτελεί, άλλωστε, το μόνο σταθερό και σίγουρο κομμάτι της ταυτότητας της πόλης. Στην ιδιαίτερη αυτή περίπτωση κοινωνικού συνόλου έρχεται να προστεθεί και η εποχή των ψηφιακών μεσών. Η μνήμη των πολιτών αντικαθίσταται από τις αλλεπάλληλες δημοσιεύσεις στα social media, ενώ τα μνημεία που τους προσφέρει το Αθηναϊκό τοπίο, δίνουν σε αυτές την απαραίτητη θεαματικότητα65. Με όλα αυτά τα ιδιόμορφα δεδομένα, η Αθήνα των τόσων προσωπείων, των τόσων ιστοριών, σε αντίθεση με πολλές «στάσιμες» μεγαλουπόλεις, συνεχίζει τη δική της δυναμική, ιδιαίτερη και ακατανόητα συγκλονιστική πορεία της στον χρόνο. Στο πλαίσιο της εντοπίζεται ένας ανεξιχνίαστος γρίφος της μυστηριώδους και ζωντανής πραγματικότητάς της66. Το γεγονός πως η Αθήνα πλαισιώνει μια μοναδική ταυτότητα, είναι εμφανές. Παρόλα αυτά είναι αυτή η ταυτότητα αρκετή για να την ορίσει μητρόπολη; Η Αθήνα του σήμερα, πλανάται και παρασύρεται από τα ρεύματα, σε μια τακτική παρόμοια με τη μητροπολιτική, που όμως σε μεγάλο βαθμό γίνεται ακούσια. Οι τεράστιες εντάσεις του τοπίου και του περιεχομένου της προκαλούν αλληλεπιδράσεις και αποτελέσματα, τα οποία όμως δεν αποτελούν προϊόν σκόπιμης προσπάθειας. Οι τομείς της ταυτότητας της μητρόπολης υπάρχουν, υποβόσκουν και αποσπασματικά γίνονται αντιληπτοί, αλλά ποτέ με την ένταση που εμφανίζονται στις μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου. Επιπλέον, η ουσιαστική έλλειψη δυναμισμού σε οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς τομείς δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα, ειδικά όταν οι ανταγωνιστές της προκαλούν αισθητή, παγκόσμια επιρροή στους τομείς αυτούς. Η Αθήνα παραμένει σχεδόν αμέτοχη μπροστά στις ραγδαίες αλλαγές, εξαρτημένη από την τεράστια φήμη της και ανίκανη να προλάβει να επεξεργαστεί την πιθανότητα του νέου, της αλλαγής. Η εκρηκτική πραγματικότητά της και η ασταθής ιστορία της την κάνουν συνεχώς παρούσα, ενώ είναι συνεχώς 62 Τάσης Παπαϊωάννου, σελ. 99. 63 Ο.π., σελ. 99. 64 Ο.π., σελ. 112. 65 Kaboom, σελ. 51. 66 Τάσης Παπαϊωάννου, σελ. 82.


84

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

απούσα. Μια πόλη που συνεχώς την προλαβαίνουν οι εξελίξεις της. Την «αγγίζουν» και της δίνουν, έτσι, έναν υποτυπώδη μητροπολιτικό χαρακτήρα, που η ίδια ακόμα αρνείται να εκμεταλλευτεί.




87

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το μυστήριο της σύγχρονης μητρόπολης λοιπόν, ίσως να μην αποκρυσταλλωθεί ποτέ πλήρως. Η τεράστια πολυπλοκότητά της, αλλά και η αέναη παραγωγή νέων δεδομένων, το καθιστούν αδύνατο. Εξίσου δύσκολη και μη ξεκάθαρη, είναι και η απάντηση στο ερώτημα: «πώς παράχθηκαν οι σύγχρονες πόλεις;». Οι σύνθετες αυτές δομές παράχθηκαν ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων∙ η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση των οποίων οδήγησε σε μια κοινωνική δυναμική που προκάλεσε την αστική έκρηξη (που διήρκησε σχεδόν μια εκατονταετία) και παρήγαγε τη σύγχρονη μητρόπολη1. Καθώς, λοιπόν, η γέννησή τους οφείλεται στην κοινωνική οργάνωση, είναι και θα συνεχίσουν να είναι το φυσικό, αυτονόητο, και τελείως απαραίτητο για τη ζωή μας, ως κοινωνικών όντων, πλαίσιο. Αυτό το πολύπλοκο δημιούργημα του ανθρώπου, αυτό είναι το ιδανικό για εκείνον και σε αυτό είναι πιθανότερο να μάθει να προσαρμόζεται πιο αποτελεσματικά. Ο αστικός βίος μεταβάλλεται και εξελίσσεται παράλληλα με την ανάπτυξη των πόλεων, με ενεργά υποκείμενα των αλλαγών αυτών, τους ίδιους τους ανθρώπους2. Επομένως, θα πρέπει να κατανοηθεί ότι μέσα σε αυτή την πολυπλοκότητα το ενδεχόμενο της καλής πόλης είναι μια ουτοπία. Το ιδανικό, η επίτευξη όλων των στόχων: πράσινη πόλη, πόλη ως μηχανή, ουσιαστική δημοκρατία, θα αποτελεί πάντα ένα κυνήγι των εξελίξεων, η πλήρης εφαρμογή των οποίων είναι αναπόφευκτη σε μια χρονική στιγμή3. Ως εκ τούτου, κάθε κοινωνική μεταβολή, πρόσμιξη, επανασύσταση και ανάγκη αποτυπώνεται και καθορίζει την ίδια την πόλη, οπότε και οι «αντιδράσεις» που προκύπτουν είναι αδιάκοπες. Οι προθέσεις για ριζικές αλλαγές, αν και καλοπροαίρετες, απέχουν πολύ από τη συνεχώς ενεργή πραγματικότητα. Ειδικά η ευρωπαϊκή πόλη, που είναι ένας τόπος επαναστατικός, ορίζεται συνεχώς από τις αντιφάσεις της. ΄Όλες οι αλλαγές συντελούνται όταν εντός της εμφανίζονται δίπολα και διχασμοί. Η ευρωπαϊκή πόλη ακμάζει μέσα στην τάξη και την αταξία, το δημόσιο και το ιδιωτικό, τον αδιάφορο κάτοικο της μεγαλούπολης και τον υπεύθυνο, συνειδητοποιημένο πολίτη, ανάμεσα στην αποξένωση και τη συλλογικότητα, στο αστικό χάος και τη ζεστή γειτονιά4. Η μαγική πραγματικότητα της πόλης είναι αυτή η συνύπαρξη αντιθέσεων μεταξύ τεχνιτών στοιχείων και δημιουργών. Για τον λόγο αυτό, όπως λέει ο Charles Bernstein: «Από τη στιγμή που γίνεται η συνειδητοποίηση ενός έργου, του έργου της πόλης, ως τέχνασμα, ως σύστημα, τότε ξεκινά και η καλύτερη προετοιμασία του για το μακρύ ταξίδι του στο χρόνο…»5. ΄Όσο γρηγορότερα υπάρξει η αποδοχή της μη τελειότητας, τόσο πιο αποτελεσματική θα αρχίσει να είναι η παράλληλη πρόοδος ανθρώπων-πόλης. Στο σύστημα της πόλης υπάρχουν και ενεργούν πολλοί πυρήνες. Τα φάσματα επιρροής τους δεν επικαλύπτονται πάντα σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε όλη την έκταση της πόλης να υπάρχει η ίδια ευρυθμία και ενέργεια. Αυτό, όμως δεν είναι κάτι που επηρεάζει καταλυτικά το συνολικό σύστημα. Με άλλα λόγια, μέσα στην αστική διάχυση των πόλεων δημιουργούνται διαρκώς ετεροτοπίες. Οι ετεροτοπίες αυτές αποτελούν πλέον, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία των σύγχρονων πόλεων. Καθιστούν την πόλη ικανή να ξεπερνά δίπολα, όπως κέντρο-προάστια, και να συνιστά σε κάθε στιγμή της ένα δυναμικό σύστημα. Τα προάστια δημιουργούν νέες κουλτούρες, ατμόσφαιρες και μοναδικά στοιχεία που συμβάλουν στη γενική ταυτότητα ή στην ύπαρξη ταυτότητας σε κάθε στιγμή. «H πορώδης πόλη είναι μια πυκνότητα από ουσιώδεις τόπους»6. Μια πόλη που προκαλεί ενδιαφέρον σε όλα τα σημεία της και δεν «ξεθωριάζει» καθώς απομακρύνεται κανείς από το κέντρο της. Τα ίχνη της διάρκειας που –όπως ήδη αναφέραμε– θα παραμείνουν στην πόλη, εν πάση περιπτώσει, δημιουργούνται τώρα, σε πολλαπλά σημεία, από πολλαπλούς παράγοντες. Μέσω της χαρτογραφίας, μέσω των τοπωνύμιων, μέσω του πολεοδομικού σχεδίου, 1 Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, Επόμενη Στάση: Χαμένες Λεωφόροι, Futura, Αθήνα, 2004, σελ. 226. 2 Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, Αύριο οι Πόλεις, Πλέθρον, Αθήνα, 2003, σελ. 59. 3 Ο.π., σελ. 103. 4 Ο.π., σελ. 104. 5 M. Christine Boyer, The City of Collective Memory: Its Historical Imagery and Architectural Entertainment, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1994, σελ. 480.

6 Paola Vigano, “The Metropolis of the Twenty-First Century. The Project of a Porous City” από: On Territories. OASE, No. 80,

Δεκέμβριος 2009, (Προβολή: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.oasejournal.nl/en/Issues/80/TheMetropolisOfTheTwentyFirstCentury.


μέσω των ενεργειών σε όλα τα προάστια, σε όλη την έκταση της πόλης. Το παράδειγμα της Αθήνας, αποδεικνύει πως η μνήμη, ακούσια ή εκούσια, αποτυπώνεται στην πόλη. Η πολυπλοκότητα της ιστορίας, η ανάμιξη στοιχείων και η κινητικότητα της κοινωνίας, σχεδόν πάντα αφήνουν στίγματα μνήμης. Ο απόλυτος χειρισμός των συστημάτων μνήμης και συλλογικότητας στην πόλη, περιορίζει αρκετά τις δυνατότητες εξέλιξής της. Δεν δύναται να υπάρχει πλήρης επανάπαυση στις αξίες της πόλης και στο ότι η αλληλεπίδραση των στοιχείων/συντελεστών θα εξασφαλίσει τη συνέχεια, και κατ’ επέκταση τη μνήμη. Χωρίς κανένα χειρισμό της πολεοδομίας και των λειτουργιών της πόλης, η κατάσταση μπορεί εύκολα να καταστεί χαώδης. Η κοινωνία –που συνιστά την πόλη– είναι απαραίτητο να γνωρίζει τον μηχανισμό της, να είναι ικανή να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσει σε μια περίπτωση «ανάγκης». Με τον όρο κοινωνία, νοείται όλο το ανθρώπινο δυναμικό που συνυπάρχει σε μια πόλη, όποια και αν είναι η θέση ισχύος του∙ από τους απλούς πολίτες έως την κυβέρνηση. H ιδανική διαχείριση αφορά μια «διπλωματική» σχέση αστού-άστεως. ΄Όπως αναφέρει και ο A. Rossi: «Πιστεύω ότι δεν πρέπει να επιδιώξουμε τον ολοκληρωτικό έλεγχο αυτών των διαδοχικών μεταβολών των αστικών συντελεστών, αλλά τον έλεγχο των κυριότερων από αυτούς που εμφανίζονται σε μια συγκεκριμένη περίοδο.»7. Κάθε περίοδος, λοιπόν, που μεταβάλλει τις ισορροπίες των σχέσεων και της προόδου, «καλεί» για μια νέα τακτική. Η καθημερινότητα και η βίωση της πόλης για τον πολίτη χαρακτηρίζεται από μια εγγύτητα και μια εξάρτηση, η οποία τον ωθεί να παρατηρεί και να αντιλαμβάνεται με τρόπο διαφορετικό την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Αντιλαμβάνεται δηλαδή τη μητρόπολη, ως ένα σύγχρονο χάος. Το γεγονός, αυτό, είναι εύκολο να του προκαλέσει μια επικριτική διάθεση. Ο G. Simmel τον 19ο αιώνα αναφέρει: «Η μεγαλούπολη αποκαλύπτεται ως ένας από τους μεγάλους εκείνους σχηματισμούς μέσα στους οποίους αντιτιθέμενα ρεύματα που περικλείουν τη ζωή εκτυλίσσονται και αλληλοσυνδέονται με ισότιμα δικαιώματα. Εντούτοις, σ ’αυτή τη διαδικασία τα ρεύματα της ζωής, ανεξαρτήτως του εάν τα επιμέρους φαινόμενα τους προκαλούν μέσα μας τη συμπάθεια ή την αντιπάθεια, υπερβαίνουν εντελώς τη σφαίρα απέναντι στην οποία πρέπει να τηρούμε στάση κριτού.»8. Στη σημερινή εποχή με την έξαρση της τεχνολογίας, της προβολής, της διαφήμισης και την παράλληλη συμμετοχή του πολίτη μέσω των ψηφιακών μέσων, είναι λογικό η κατάσταση αυτή να εντείνεται. Ωστόσο, η υπερβολικά επικριτική στάση είναι δυνατό να αλλοιώσει την ταυτότητα και τη συνέχεια της πόλης, όσο είναι δυνατό να την αλλοιώσει και η πλήρης αμέλεια. Η αναγνώριση των στοιχείων της ταυτότητας και η «ανάγνωση» του τρόπου λειτουργίας της πόλης, χωρίς ολοκληρωτική παρεμβολή, είναι η ιδανική συνθήκη. Ακριβώς όπως σε έναν άνθρωπο –ή στον ίδιο μας τον εαυτό– αναγνωρίζουμε τα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτήρα του, και επιλέγουμε να τα «χειριστούμε» με συγκεκριμένο τρόπο. Αντίστοιχα και η πόλη ως «ζωντανός οργανισμός» θα πρέπει να υποκύπτει στον ίδιο χειρισμό. Πολίτες, αλλά και κυβερνητικοί φορείς, θα πρέπει να έχουν επαρκή επίγνωση του τόπου, της ιστορίας, της λαογραφίας, της ατμόσφαιρας, του κλίματος, του συστήματος στο οποίο ζουν, ενεργούν, και συνεπώς επηρεάζουν. Στην ήδη επαυξημένη ευθύνη των πολιτών της σύγχρονης μητρόπολης προστίθεται η μεταβολή και η επανεκτίμηση της ατομικής και συλλογικής μνήμης. Οι σύγχρονοι πολίτες γίνονται μάρτυρες της συνεχούς αλλαγής, της αύξησης της πληροφορίας, της «τρέλας» της καθημερινότητας. Σε μια εποχή όπου η ιστορική αμνησία βρίσκεται στην ακμή της. Σε μια εποχή όπου η διόγκωση της κληρονομίας για τον πιο κερδοφόρο τουρισμό προκαλεί «πονοκέφαλο». Η αναθεώρηση και η επαναφορά στη μνήμη και τη διατήρηση –με σεβασμό προς την αξία της– γίνεται σχεδόν απαραίτητη. Αυτή είναι που μπορεί να προσδώσει μια σιγουριά, ένα «στερέωμα». Για τον λόγο αυτό, η σωστή παιδεία και η ενημέρωση του λαού κρίνεται ακόμα πιο επιτακτική. Η συμμετοχή στα κοινά και οι προληπτικές μέθοδοι, θα πρέπει να ενταχθούν στην καθημερινότητά του. Η ανάπτυξη της αστικής κουλτούρας συνεπάγεται ανάπτυξη του ίδιου του άστεως, της τέχνης και της τεχνικής του. Μια πολύ ανεπτυγμένη αστική τέχνη και τεχνική συνδέεται με τη δημιουργία ενός 7 Aldo Rossi, Η Αρχιτεκτονική της πόλης, μτφ: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 59 8 Georg Simmel, Πόλη και ψυχή, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ΄Έρασμος, Απρίλιος 2009, σελ. 3.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

88


89

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

αρκετά κριτικού και προσεκτικού κοινού. ΄Όταν η τέχνη αυτή και το κοινό της αναπτύσσονται μαζί, τότε οι πόλεις θα γίνουν μια πηγή συνεχούς ψυχαγωγίας στα εκατομμύρια των κατοίκων τους9. Κριτικό κοινό με την έννοια της προσωπικής κριτικής σκέψης και όχι της επίκρισης. Η κρίση, αυτή, θα οδηγήσει τα άτομα να αφήσουν στην πόλη την ελευθερία που της χρειάζεται για να συνεχιστεί, αλλά παράλληλα, θα τα αποτρέψει από το να παρέμβουν άναρχα και αυθαίρετα στο τοπίο της. Μια προσωπική «καταγραφή» θα πείσει τους ανθρώπους ότι η πόλη τους είναι θεαματική. Αυτή είναι, άλλωστε, που τους παρέχει στέγη και τους «προστατεύει» από την αχανή φύση10. Μια αναθεώρηση στις εικόνες και τους χώρους της πόλης, εικόνες από ταξίδια και αναζητήσεις, που μπορούν να τονίσουν αυτές τις σκηνογραφικές συνθέσεις του τόπου και να μεταμορφώσουν αυτά τα «επιβλητικά» θεάματα σε οικείες στιγμές. Η προσωπική εμπειρία του διαβάτη που του χαρίζει μοναδικές στιγμές μέσα στην πόλη και, επομένως, μοναδικές μνήμες, ενθαρρύνεται από τη μορφολογική και λειτουργική συνθετότητα της μητρόπολης. ΄Έτσι, ο κάτοικος της μητρόπολης έχει στη διάθεση του τα μέσα για να κάνει την αστική ζωή συναρπαστική. Πέρα από την οικονομική ισχύ ή την ισχύ επιρροής που κάποιες πόλεις κατέχουν έναντι άλλων, αποτελεί κοινή παραδοχή πως όλες οι πόλεις του κόσμου έχουν κάποιες κοινές βάσεις, κάποια στοιχεία μιας μυστηριώδους ενότητας. ΄Ίσως ο κοινωνικός παράγοντάς τους, το γεγονός, δηλαδή ότι συνιστώνται από ομάδες ανθρώπων, συνεισφέρει στην ομοιότητα αυτή. ΄Όσο δηλαδή θεωρείται παραδοχή, ότι όλες οι ομάδες ατόμων έχουν κάποια βασικά χαρακτηριστικά ίδια. Παρόλα αυτά, αυτή ακριβώς η προαναφερθείσα ισχύς συνιστά ένα σημαντικό λόγο που οδηγεί στην παγκοσμιοποίηση της αστικής πραγματικότητας και του αστικού βίου. ΄Όλες οι πόλεις του κόσμου, όσο ιδιαίτερες και διαφορετικές και αν είναι, βαίνουν στο να είναι κοινές με τέτοιο τρόπο, ώστε η μελέτη τους, ως σύνολο, να μην αποτελεί κάτι το εντελώς αόριστο. Πράγματι υπάρχουν παγκοσμίως κοινά χαρακτηριστικά στη σημαντικότατη αυτή εκδήλωση του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ταυτότητα, όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, αναφέρεται σε χαρακτηριστικά που κάθε πόλη, περισσότερο ή λιγότερο ισχυρή, μπορεί να έχει. Τα χαρακτηριστικά αυτά –locus, ambience, vibe– είναι αποτέλεσμα της ενέργειας και της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων μέσα στην πόλη και με την πόλη. Επομένως, όλα όσα χρειάζεται μια πόλη για να έχει μια δική της ταυτότητα είναι: υλικές αστικές δομές και ανθρώπινες αστικές «δομές» –σύνθετες σε τέτοιο βαθμό που να μην ορίζουν την απλοϊκή κοινωνία ενός χωριού. Συμπερασματικά λοιπόν, σε κάθε αρκετά σύνθετη δομή πόλης –του 21ου αιώνα– υπάρχουν τα χαρακτηριστικά της μητροπολιτικής ταυτότητας. Γιατί όμως η πόλη αυτή δεν είναι μητρόπολη; Η ανάλυση του παραδείγματος της Αθήνας δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Πολλές πόλεις του σήμερα, όπως η Αθήνα, δεν καταφέρνουν να είναι τόσο ανταγωνιστικές και τόσο ισχυρές, όσο οι μεγάλες μητροπόλεις του κόσμου. Πόλεις, όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, το Τόκιο, έχουν μια παγκόσμια επιρροή και μια παγκόσμια ισχύ, που σίγουρα τους δίνει έναν επιπλέον χαρακτήρα από αυτόν που έχουν άλλες «μικρότερες». Πολλές πόλεις «συμπληρώνουν» όλα τα στοιχεία της ταυτότητας και του χαρακτήρα της μητρόπολης, χωρίς να καταφέρνουν να έχουν την έντασή της. Στην περίπτωση της Αθήνας, η ανισορροπία της ιστορίας της, η μη σταθερή της οικονομία και το τεράστιο «άγχος» που προκαλεί το παρελθόν της δεν της επέτρεψαν ποτέ να ανακτήσει τον τίτλο της μητρόπολης. Υπάρχουν, επίσης, περιπτώσεις πόλεων με τεράστιο πληθυσμό, με μεγάλο πλούτο ή με μεγάλη πολιτισμική ανάπτυξη, που, όμως, εκλείπουν σε άλλους τομείς. Πόλεις πολύ «δυνατές», αλλά όχι τόσο φιλικές, πόλεις πολύ οργανωμένες, ή καλύτερα, υπερβολικά οργανωμένες, πόλεις πολύ άσημες, αλλά εξαιρετικά λειτουργικές. Σε αυτό το εύρος περιπτώσεων, είναι λογικό, οι οικονομικά ισχυρές πόλεις να αποκτούν ευκολότερα το πλεονέκτημα της ανάπτυξης, όπως και της αυτοπροβολής τους. Γίνονται, έτσι, αναπόσπαστοι κρίκοι της διεθνούς οικονομίας. Επομένως, αυτές οι δυνατές πόλεις, σχεδόν επιβάλουν τον μητροπολιτικό τους χαρακτήρα. Οι υπολοιπόμενες, ωστόσο, όπως η Αθήνα, εκλείποντας στον τομέα της οικονομίας και της ισχύος, αποκτούν ένα χαρακτήρα παρόμοιο και σε 9 Kevin Lynch, The Image of the City, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1960, σελ.112 10 M. Christine Boyer, σελ. 377.


90

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

κάποιες περιπτώσεις μιμιτικό, αδυνατούν, όμως, να εκπληρώσουν τις προσδοκίες του σύγχρονου εξαιρετικά ισχυρού καπιταλιστικού συστήματος ως εξίσου ανταγωνιστικές. Η έλλειψη αυτής της οικονομικής ισχύος τους αφαιρεί τη δυνατότητα υπεροχής και διάκρισης έναντι των μητροπολιτικών πόλεων, αλλά δεν τους αφαιρεί τον μητροπολιτικό τους χαρακτήρα. Αυτός ορίζεται από εκείνο το σύνολο παραγόντων που εντοπίζεται στην πολυπλοκότητα των πόλεων. Ο περιζήτητος τίτλος της μητρόπολης, λοιπόν, είναι μια πλάνη∙ διότι όλες οι πόλεις είναι σε κάποιο βαθμό μητροπόλεις. ΄Άλλωστε, ο αρχικός ορισμός της λέξης –όπου η μητρόπολη αποτελούσε σημείο αναφοράς όλων των αποικιών– επιστρέφει στο παρόν, με όλους τους «πυρήνες» των προαστίων, και συχνά τις πολλές πόλεις δορυφόρους, να εξαρτώνται και να επηρεάζονται εμφανώς, από αυτή την «πιο μητροπολιτική» πόλη. Σήμερα, λοιπόν, στην εποχή που δεν έχει σύνορα και όρια, η πλάνη της μητρόπολης καταρρίπτεται. Η «συνταγή» της μητροπολιτικής ταυτότητας αποκαλύφθηκε παγκοσμίως, όλες οι πόλεις έχουν πρόσβαση σε αυτή∙ υπάρχουν, ωστόσο, κάποιες που την «πετυχαίνουν» καλύτερα.

29




93

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

I Νομοθετική διαδικασία με την οποία ιδιωτικές αστικές περιοχές χωρίζονται σε διαφορετικές ζώνες (όπως κατοίκησης, εμπορικές, βιομηχανικές) σύμφωνα με την καθορισμένη χρήση γης. Κάθε ζώνη ρυθμίζεται ως προς την πυκνότητα, τη θέση, το μέγεθος και τον τύπο των κτηρίων που επιτρέπονται στην έκταση αυτή. II Ο ρομαντισμός ήταν ένα καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό, μουσικό και πνευματικό κίνημα που ξεκίνησε στην Ευρώπη προς τα τέλη του 18ου αιώνα και έφτασε στην ακμή του την περίοδο από το 1800 έως το 1850. Χαρακτηρίζεται από την έμφαση που δίνει στο συναίσθημα και την πνευματική εξέλιξη του ατόμου, καθώς και τη δοξασία του παρελθόντος και της φύσης (με προτίμηση στο μεσαιωνικό στιλ και όχι το κλασικό). Εν μέρει, αποτελεί αντίδραση στη Βιομηχανική Επανάσταση, τα αριστοκρατικά κοινωνικά και πολιτικά πρότυπα της Εποχής του Διαφωτισμού, και τον επιστημονικό εξορθολογισμό της φύσης· όλα δηλαδή, τα συστατικά της νεωτερικότητας. III Ο καπιταλισμός, σε οικονομικό επίπεδο, είναι το σύστημα στο οποίο τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε ιδιώτες και όχι στο κράτος. Σε δεύτερη ανάλυση, ο καπιταλισμός αφορά τη χρήση των μέσων παραγωγής με στόχο την επίτευξη κέρδους. Το κέρδος, δηλαδή, είναι η κινητήριος δύναμη της επιχειρηματικότητας των καπιταλιστών, δηλαδή αυτών που κατέχουν μέσα παραγωγής. Βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία, η συσσώρευση κεφαλαίου, η μισθωτή εργασία, η εθελοντική ανταλλαγή, το σύστημα τιμών και οι ανταγωνιστικές αγορές. IV (προέρχεται από τη γαλλική λέξη “bourgeois”, που σημαίνει «κάτοικος μιας πόλης») Η μπουρζουαζία είναι όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή της κοινωνικής τάξης που ανήκουν κυρίως αστοί και κτηματίες. Ιστορικά, η τάξη της μπουρζουαζίας προέρχεται από την τάξη των εμπόρων του μεσαίωνα, οι οποίοι αντλούσαν εξουσία και επιρροή από την εργασία και τον πλούτο τους, σε αντίθεση με αυτούς των οποίων η εξουσία προερχόταν από την καταγωγή και την κτήση γης. Ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο όρος περιγράφει την τάξη στην οποία ανήκουν τα μέσα παραγωγής πλούτου. V Επαναστατική απόπειρα της εργατικής τάξης να πάρει την εξουσία στα χέρια της σε τοπικό επίπεδο, καταργώντας τις συγκεντρωτικές δομές του κράτους. Η πολιτική δράση έλαβε χώρα στο Παρίσι και αποδείχτηκε θνησιγενής. Διήρκεσε 72 ημέρες (18 Μαρτίου - 28 Μαΐου 1871) και έληξε με οδομαχίες διάρκειας 8 ημερών, γνωστές και ως η «Ματωμένη Εβδομάδα» από την κυβέρνηση του Adolphe Thiers. Η Κουμμούνα αναπτύχθηκε από το πολιτικό κενό που προέκυψε μετά τη συντριπτική ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο με την Πρωσία (19 Ιουλίου 1870 - 10 Μαΐου 1871). VI Είναι ένα κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και τη συνεταιριστική διαχείριση της οικονομίας. Στον σοσιαλισμό, η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαθιστά σταδιακά την ατομική ιδιοκτησία. Ο όρος ιστορικά, αφορά ένα πολιτικό κίνημα, του οποίου η γέννηση τοποθετείται στον 19ο αιώνα και των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της εποχής (βιομηχανική επανάσταση, μορφοποίηση του καπιταλισμού ως κοινωνικό/οικονομικό σύστημα), ενώ συσχετίζεται στενά με τον όρο Αριστερά. VII O σοσιαλισμός της αγοράς διατηρεί τη χρήση των νομισματικών τιμών, των αγορών και σε ορισμένες περιπτώσεις του κίνητρου του κέρδους, με σεβασμό προς τη λειτουργία των κοινωνικών επιχειρήσεων και την κατανομή των κεφαλαιουχικών αγαθών μεταξύ τους. Τα κέρδη, που παράγονται από αυτές τις επιχειρήσεις, ελέγχονται απευθείας από το εργατικό δυναμικό κάθε επιχείρησης ή καταμερίζονται στην κοινωνία με τη μορφή κοινωνικού μερίσματος. VIII Ο κλασικισμός είναι ένα πολιτισμικό, αισθητικό και καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη του 17ου και 18ου αιώνα (από το 1660 έως και το 1715). Γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τον 18ο αιώνα και εκφράστηκε σε όλες τις μορφές της τέχνης: την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία (κυρίως τη θεατρική). Χαρακτηρίζεται από την αναφορά στην κλασσική περίοδο, την κλασική αρχαιότητα, τη δυτική παράδοση και από την προσπάθεια


μίμησης των προτύπων και των αξιών της αρχαιότητας. Η τέχνη του κλασικισμού επιδιώκει συνήθως να είναι επίσημη και συγκρατημένη. Αντικατέστησε το μπαρόκ και έδωσε τη θέση του στον ρομαντισμό, πριν γνωρίσει μία νέα άνθηση με τον νεοκλασικισμό. IX Ο Εκλεκτικισμός είναι αρχιτεκτονικό στιλ του 19ου και του 20ου αιώνα, κατά το οποίο επιλέγεται και χρησιμοποιείται μια ποικιλία στοιχείων διάφορων εποχών και ρυθμών, σε ένα ενιαίο κτίσμα. Πρόκειται, ουσιαστικά, για τη διαδικασία κατά την οποία θα κληθούν οι αρχιτέκτονες, να επιλέξουν τα στοιχεία των διάφορων ιστορικών περιόδων, και συνθέτοντάς τα θα καταλήξουν στην δημιουργία της τελικής μορφής του έργου τους. X Με τον όρο παλίμψηστο περιγράφονται αρχαία κείμενα σε πάπυρους και περγαμηνές ή ζωγραφικοί πίνακες που επικαλύφθηκαν με άλλο κείμενο ή εικόνα σε μεταγενέστερη εποχή για να χρησιμοποιηθούν ξανά ως βάση για τη δημιουργία νεότερων έργων. Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά ως μεταφορά για να περιγραφεί μια διαδικασία κατά την οποία εφαρμόζονται επαναλαμβανόμενες δράσεις, με αποτέλεσμα η μια να επηρεάζει την προηγούμενη και τέλος όλες να παράγουν ένα σύνολο, μια οντότητα. XI O όρος χρησιμοποιείται από τον Barthes ως μετατροπή του γερμανικού όρου gestalt, που σημαίνει ολότητα, σύνολο. Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται και στην ψυχολογία, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορά την καθολική εξέταση της πολεοδομίας και της πόλης. XII Οι tableaux vivants είναι στατικές σκηνές ενός προσεκτικά στημένου σκηνικού με ηθοποιούς, θεατρικού τύπου σκηνικά και φωτισμό. ΄Ήταν, είτε εκτελεσμένες ζωντανά, είτε αποδομένες σε πίνακες, φωτογραφίες και γλυπτά σε πολλά έργα των ρευμάτων του Ρομαντισμού, της Αισθητικής, των Συμβολιστών, των Προ-Ραφαλιτών και της Art Nouveau. XIII (Στα λατινικά: «σκοτεινό δωμάτιο») Αρχικά χρησιμοποιείται για τον ορισμό του φυσικού οπτικού φαινομένου της αντιστροφής του ειδώλου, όταν μια εικόνα περνά μέσα από μια μικρή οπή στην επιφάνεια απέναντι από το άνοιγμα αυτό, μέσα σε κάποιο σκοτεινό χώρο. Ο όρος “camera obscura” αργότερα, αναφέρεται σε κατασκευές ή συσκευές που κάνουν χρήση του φαινομένου αυτού μέσα σε ένα κιβώτιο, σκηνή ή δωμάτιο. Οι συσκευές, αυτές, με την προσθήκη ενός φακού στο άνοιγμα, έχουν χρησιμοποιηθεί από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και έγιναν δημοφιλείς ως βοήθημα για τη ζωγραφική και τη σχεδίαση. Τα κουτιά της camera obscura μετεξελίχθηκαν τον 19ο αιώνα στις πρώτες φωτογραφικές μηχανές, όταν χρησιμοποιήθηκαν για την έκθεση φωτοευαίσθητων υλικών στην προβαλλόμενη εικόνα. XIV Στην Ελλάδα ο νεοκλασικισμός έρχεται αμέσως μετά την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος (1833). Πρόκειται για ένα κίνημα που μιμείται τις τάσεις του Ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, άλλωστε εφαρμόζεται στον ελλαδικό χώρο κυρίως από ξένους καλλιτέχνες και μηχανικούς. Ο γερμανικός κλασικισμός στην αρχιτεκτονική επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του ελληνικού αρχιτεκτονικού λεξιλογίου, αν και εφαρμόζεται σε μικρότερη κλίμακα. Ο νεοκλασικισμός για την ελληνική ιδεολογία σημαίνει την επανασύνδεση και την ταύτιση με την ένδοξη αρχαιότητα και όχι μόνο την ηθική ανανέωση και εξυγίανση, που σημαίνει για την Ευρώπη. Εκφράζει τον εθνικό χαρακτήρα και την ταυτότητα του κράτους, με αποτέλεσμα να έχει ευρεία διάδοση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. XV Αντιβασιλεία ονομάζεται το διοικητικό όργανο που διοικούσε την Ελλάδα στο όνομα του ανήλικου Βασιλέα ΄Όθωνα από την άφιξή του στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1833, μέχρι την ενηλικίωσή του. Το όργανο της Αντιβασιλείας συνιστούσαν οι: Κόμης Ιωσήφ Λουδοβίκος Άρμανσπεργκ, Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ και ο Υποστράτηγος Κάρολος Γουλιέλμος φον Χάιντεκ. XVI ΄Ήταν το αλυτρωτικό κίνημα και η κύρια πολιτική του Ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή, την απελευθέρωση όλων των περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσαν μεγάλοι Ελληνικοί πληθυσμοί, και όλων των περιοχών που παραδοσιακά ανήκαν στην Ελλάδα κατά την Ελληνιστική περίοδο (Νότια Βαλκάνια, Μικρά Ασία). Επί της ουσίας πρόκειται για τον αλυτρωτικό ελληνικό οραματισμό. Τον όρο εμπνεύστηκε ο πρώτος Συνταγματι-

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

94


95

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

κός πρωθυπουργός, Ι. Κωλέττης, στα μέσα του 19ου αιώνα, για δημαγωγικούς λόγους και σε αυτόν στήριξε ολόκληρη την πολιτική του. XVII Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, γνωστός στην Ελλάδα (ιδιαίτερα στον ΄Έβρο) ως «Δεύτερη Ρωσία», ήταν μια σύγκρουση μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Ορθόδοξου Συνασπισμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και με τη συμμετοχή της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Διεξήχθη στα Βαλκάνια και στην Καυκασία και προκάλεσε την ανάδυση του βαλκανικού εθνικισμού του 19ου αιώνα. Επιπρόσθετοι παράγοντες για την κήρυξη του ήταν οι ελπίδες της Ρωσίας για ανάκτηση των χαμένων εδαφών κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, για την αποκατάστασή των εδαφών της στη Μαύρη Θάλασσα και την υποστήριξη των πολιτικών κινημάτων που προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τα Βαλκανικά έθνη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. XVIII Μετά την ανατροπή του ΄Όθωνα ψηφίστηκε στην Αθήνα το Σύνταγμα του 1864, το οποίο εισήγαγε τον θεσμό της βασιλευομένης δημοκρατίας. Το σύνταγμα του 1864 αναθεωρήθηκε με το Σύνταγμα του 1911. Την αναθεώρηση του οποίου χαρακτηρίζει η τάση για οργάνωση και εμπέδωση του «κράτους δικαίου», αλλά και γενικότερα «του στοιχείου του φιλελευθερισμού εις το δημοκρατικόν πολίτευμα». XIX (Στα γαλλικά: «΄Όμορφη Εποχή») Ονομάζεται μια περίοδος της Δυτικής Ιστορίας. Χρονολογείται από το τέλος του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου το 1871 έως το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. ΄Ήταν μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, περιφερειακή ειρήνη, οικονομική ευημερία, ακμή των αποικιακών αυτοκρατοριών και καινοτομίες στον τεχνολογικό επιστημονικό και πολιτιστικό τομέα. Στο κλίμα της εποχής, ειδικά στο Παρίσι, η τέχνη άνθισε και πολλά αριστουργήματα της λογοτεχνίας, της μουσικής, του θεάτρου και της εικαστικής τέχνης δημιουργήθηκαν την περίοδο αυτή. XX Το κίνημα των Τεχνών και Χειροτεχνιών ήταν ένα διεθνές κίνημα των διακοσμητικών και των καλών τεχνών. Ξεκίνησε στη Βρετανία και άνθισε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική μεταξύ του 1880 και του 1920 (επηρεασμένο από το κίνημα Mingei, της δεκαετίας του 1920, στην Ιαπωνία). Υποστήριζε την παραδοσιακή χειροτεχνία χρησιμοποιώντας απλές φόρμες και συχνά χρησιμοποιούσε μεσαιωνικά, ρομαντικά ή λαϊκά στιλ διακόσμησης. Οι εκπρόσωποί του ήταν αντίθετοι στην εκβιομηχάνιση της τέχνης και της διακόσμησης. Είχε ισχυρή επιρροή στις τέχνες της Ευρώπης, μέχρι τον εκτοπισμό του από τον μοντερνισμό τη δεκαετία του 1930. Αν και, η επιρροή του συνεχίστηκε και αργότερα στους βιοτέχνες, τους σχεδιαστές και τους πολεοδόμους. XXI Το Διεθνές Συνέδριο Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής (CIAM) ήταν ένας οργανισμός που ιδρύθηκε το 1928 και διαλύθηκε το 1959. Οργάνωσε μια σειρά εκδηλώσεων και συνεδρίων, που διοργανώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, από τους πιο σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής, με στόχο τη διάδοση των αρχών του σύγχρονου κινήματος σε όλους τους κύριους τομείς της αρχιτεκτονικής (όπως το τοπίο, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο βιομηχανικός σχεδιασμός και πολλά άλλα). Το 4ο CIAM πραγματοποιείται στην Αθήνα με θέμα τη λειτουργία της πόλης (λειτουργική πόλη). XXII Ονομάστηκε το δικτατορικό καθεστώς που είχε η Ελλάδα από τις 4 Αυγούστου 1936, ημερομηνία στην οποία ο Ιωάννης Μεταξάς, σε συνεργασία με το βασιλιά Γεώργιο, κατήργησε τον κοινοβουλευτισμό και επέβαλε δικτατορία, η οποία λειτούργησε μέχρι την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, τον Απρίλιο του 1941. XXIII Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μια σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα από το Δεκέμβριο του 1944 ως τον Ιανουάριο του 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από τη σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, ηγέτης του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος) έως τη φιλομοναρχική δεξιά και τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών. Οι μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 6 Ιανουαρίου του 1945. Τα Δεκεμβριανά, ή όπως καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη, οι μάχες του Δεκεμβρίου 1944, ήταν η μοναδική περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην


ελληνική πρωτεύουσα από τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830). XXIV Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου του 1945 από την, τότε, κυβέρνηση Πλαστήρα, καθώς και αντιπροσώπους του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), μετά την ανακωχή των Δεκεμβριανών στις 11 Ιανουαρίου του 1945, ανάμεσα στις βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις και τον ΕΛΑΣ. Βάσει της οποίας οι δυνάμεις του υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη. XXV Η αντιπαροχή ή θεσμός της αντιπαροχής οικοπέδων με διαμερίσματα είναι μέθοδος δόμησης που χρησιμοποιήθηκε έντονα στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Ως νομικός όρος, σημαίνει την παροχή ενός οικοπέδου σε εργολάβο ή κατασκευαστή, με αντάλλαγμα την απόκτηση μιας ή περισσότερων ιδιοκτησιών στο οικοδόμημα που θα ανεγερθεί. Εφαρμόστηκε ως λύση στο οξύ στεγαστικό ζήτημα που προκλήθηκε στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στην Αθήνα, εξαιτίας της τεράστιας συσσώρευσης πληθυσμού σε αυτήν, ως αποτέλεσμα της καταστροφής χιλιάδων χωριών και κωμοπόλεων που προκάλεσε ο Εμφύλιος Πόλεμος του 1946-1949. Σε αυτή τη μέθοδο στηρίχθηκε μεταπολεμικά η οικοδόμηση της Αθήνας και των προαστίων, δημιουργώντας όλα τα μειονεκτήματα που της έχουν κατά καιρούς καταλογίσει. XXVI Στις 21 Απριλίου του 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, αξιωματικοί του στρατού, υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, με τη συμμετοχή του ταξίαρχου τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, όπως και άλλων αξιωματικών του στρατού ξηράς, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «εθνοσωτήρια επανάσταση» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Την πράξη τους, οι πραξικοπηματίες δικαιολόγησαν ως απαραίτητη, προκειμένου να αποφευχθεί η αναρχία, την οποία σχεδίαζαν κεντροαριστερές ομάδες –υποστηρίζοντας ότι έχουν τρανταχτές αποδείξεις, τις οποίες, όμως, ποτέ δεν παρουσίασαν–. Το δημοκρατικό πολίτευμα καταλύθηκε και στη χώρα επιβλήθηκε δικτατορία, η οποία κράτησε για επτά χρόνια και έμεινε γνωστή ως Χούντα. Στις 24 Ιουλίου του 1974, η ξαφνική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο ανάγκασε το καθεστώς της Χούντας του Ιωαννίδη, ο οποίος είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο, να εγκαταλείψει την εξουσία. Η Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων, με το 4ο ψήφισμα στις 8 Ιανουαρίου 1975 χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 πραξικόπημα. Οι τρεις πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο ως στασιαστές, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια με απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή. XXVII Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, η επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής κατάστασης και ο θρησκευτικός ολοκληρωτισμός, επέφεραν δραματική αύξηση στα ρεύματα αλλοδαπών από την ανατολική και την κεντρική Ευρώπη αλλά και τον Τρίτο Κόσμο. Στην Ελλάδα, η μεγάλη αύξηση της εισροής παρατηρείται στην αρχή της δεκαετίας του ‘90. Το μεγαλύτερο μέρος των προσερχόμενων πληθυσμών προέρχεται από την Αλβανία, την Πολωνία, τις Φιλιππίνες, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Ιράν και την Αίγυπτο. Στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος νομιμοποίησης (1998), που θέσπισε ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού, σχεδόν 400.000 μετανάστες έκαναν αίτηση για προσωρινή άδεια παραμονής (λευκή κάρτα) και από αυτούς περίπου 180.000 υπέβαλαν αίτηση για προσωρινή άδεια παραμονής (πράσινη κάρτα). XXVIII Στις 6 Δεκεμβρίου του 2008 ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε από τον ειδικό φρουρό της Ελληνικής Αστυνομίας Επαμεινώνδα Κορκονέα στα Εξάρχεια. Μετά τη δολοφονία οι ταραχές έλαβαν τόσο μεγάλη έκταση, ώστε χαρακτηρίσθηκαν, από μερίδα του τύπου και στελεχών πολιτικών κομμάτων, ακόμη και ως εξέγερση. Αντιδράσεις υπήρξαν από πολίτες σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις, όπως την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Πάτρα, το Ηράκλειο, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα, τα Χανιά, την Κομοτηνή, τον Βόλο, τη Ρόδο, τη Μυτιλήνη, την Κέρκυρα και το Αγρίνιο. Οι πορείες διαμαρτυρίας, που διοργανώθηκαν το ίδιο βράδυ του περιστατικού και τις επόμενες μέρες, οδήγησαν σε μεγάλες υλικές καταστροφές γραφείων, καταστημάτων, δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων. Οι μεγαλύτερες καταστροφές, όμως, σημειώθηκαν στην Αθήνα. XXIX Στις 3 Μαΐου του 2010, η Ελλάδα αιτήθηκε 80 δισεκατομμύρια ευρώ από τις υπόλοιπες

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

96


97 (15) χώρες του Ευρώ και 30 δισεκατομμύρια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Την αίτηση συνόδευαν 3 συνημμένα μνημόνια. Το πρώτο πακέτο λιτότητας ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση στις 9 Φεβρουαρίου (μετά την επιστροφή του Γ. Παπανδρέου από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όπου και δέχτηκε έντονα σχετικές πιέσεις) και περιλάμβανε μέτρα για τον δημόσιο τομέα , πάγωμα μισθών, περικοπές επιδομάτων 10%, περικοπές υπερωριών και οδοιπορικών. Η ανακοίνωση προκάλεσε αντιδράσεις και μία πανελλαδική απεργία της ΑΔΕΔΥ στις 10 Φεβρουαρίου. Στο επόμενο διάστημα άρχισε να αναφέρεται έντονα το ενδεχόμενο της στάσης πληρωμών. Για την αποφυγή του ενδεχομένου, η κυβέρνηση έλαβε στις 3 Μαρτίου νέα σκληρά μέτρα (δεύτερο πακέτο μέτρων). Η Ελλάδα δεν κατάφερε να βελτιώσει τη θέση της στις διεθνείς αγορές παρά τη λήψη των μέτρων, με αποτέλεσμα ενάμιση μήνα μετά να προσφύγει στη βοήθεια του ΔΝΤ, της Ε.Ε. και της ΕΚΤ που συγκρότησαν από κοινού μηχανισμό βοήθειας για την Ελλάδα. Η ανακοίνωση της προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης έγινε στις 23 Απριλίου. Η Ελλάδα προχώρησε σε υπογραφή μνημονίου με το ΔΝΤ και την ΕΕ, για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, προκειμένου να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός στήριξης (τρίτο πακέτο μέτρων). XXX Ως διαδηλώσεις στην Ελλάδα τον Μάιο έως και τον Νοέμβριο του 2011, εννοείται μια σειρά διαδηλώσεων και αντικυβερνητικών κινητοποιήσεων σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένου ενός κινήματος ανταπόκρισης στο ισπανικό κίνημα των «Αγανακτισμένων», ενάντια στα οικονομικά μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση σε συμφωνία με εξωτερικούς πιστωτές. Στις συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις των «Αγανακτισμένων» κύριο και κοινό γνώρισμα των διαδηλώσεων ήταν ο ειρηνικός χαρακτήρας και η απουσία επιμέρους κομματικών ταυτοτήτων, αλλά ταυτόχρονα έλαβαν χώρα και περισσότερο συνηθισμένες κινητοποιήσεις από συνδικαλιστικούς φορείς και πολιτικές ομάδες, συνοδευόμενες ορισμένες φορές από γενικές απεργίες ή/και συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


98

Aldo Rossi, Η Αρχιτεκτονική της πόλης, μτφ: Βασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1991

Claude Mosse και Annie Schnapp-Gourbeillon, Επιτομή Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ.), μτφ. Λύντια Στεφάνου, Παπαδήμας, Αθήνα, 2015

François de Polignac, Η Γέννηση της Αρχαίας Ελληνικής Πόλης, μτφ. Νάσος Κυριαζόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, Ιανουάριος 2007

G.E.M. de Ste Croix, Ο Ταξικός Αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, μτφ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα, 2005

George Thomson, Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία – Το Προϊστορικό Αιγαίο, μτφ. Γιάννης Βιστάκης, Κέδρος, Αθήνα, 2006

George-Willis Botsford και Charles-Alexander Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Σωτήριος Τσιτσώνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008

Guy Debord, Η κοινωνία του θεάματος, μτφ. Παναγιώτης-Δημήτρης Τσαχαγέας, Ελεύθερος Τύπος, Σεπτέμβριος 1986

Henry Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη. Χώρος και Πολιτική, μτφ. Πάνος Τουρνικιώτης και Κλωντ Λωράν, Κουκίδα, Αθήνα, 2007

Jean Baudrillard, Η έκσταση της επικοινωνίας, μτφ: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Καρδαμίτσα, Δεκέμβριος 1991

Βιτρούβιος, Περί Αρχιτεκτονικής. Βιβλία VI-X, μτφ. Παύλος Λέφας, Πλέθρον, Αθήνα, 1998

Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, 2001

Δημήτρης Πικιώνης, Κείμενα, ΜΙΕΤ: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2010

Δημήτρης Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1984

Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, μτφ: Γιάννης Κουμπουρλής, Νεφέλη, Αθήνα, 1998

Ιωάννης Γιαννόπουλος, Ελληνική Ιστορία, Τόμος Α, Ε.Α.Π., Πάτρα, 1999

Νίκος Μπαρμπόπουλος και Παύλος Μπαλτάς, Επόμενη Στάση: Χαμένες Λεωφόροι, Futura, Αθήνα, 2004

Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, μτφ. Αικατερίνη Ασδράχου, Θεμέλιο, Αθήνα, 2007

Νταίηβιντ Φρίσμπυ, Στιγμιότυπα της Νεωτερικότητας. Γκέοργκ Ζίμμελ, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ζηγκφρηντ Κρακάουερ, μτφ. Γεωργία Γιαννακοπούλου και Βασίλης Τομάνας, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 2009

Παύλος Λέφας, Walter Siebel και Jerome Binde, Αύριο οι Πόλεις, Πλέθρον, Αθήνα, 2003

Σάββας Κονταράτος, Ουτοπία και Πολεοδομία, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2017

Τάσης Παπαϊωάννου, Η αρχιτεκτονική του καθημερινού, Καστανιώτη, Αθήνα, 2005

Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία −

Andreas Huyssen, Twilight Memories: Making time in a culture of amnesia, Routlege, New York, 1995

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνική Βιβλιογραφία


99 −

Colin Rowe και Fred Koetter, Collage City, MA: The MIT Press, Cambridge, 1978

Dolores Hayden, The Power of Place: Urban Landscapes as Public History, MIT Press, Cambridge, 1995

Graham Vickers, Key Moments in Architecture: The Evolution of the City, Hamlyn, London, 1998

Hugh Ferriss, The Metropolis of Tomorrow, Ives Washburn Publisher, New York, 1929

Kevin Lynch, The Image of the City, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1960

Lewis Mumford, The Culture of Cities, Harcourt Brace & Company, San Diego, 1970

M. Christine Boyer, The City of Collective Memory: Its Historical Imagery and Architectural Entertainment, MA: The MIT Press, Boston, Massachusetts, 1994

Maurice Halbwachs, La memoire collective, Presses Universitaires de France, Paris, 1950

Meredith Glaser, Mattijs van ‘t Hoff, Hans Karssenberg, Jeroen Laren, Jan van Teeffelen, Τhe city at eye level: lessons for street plinths, Eburon , Rotterdam/Amsterdam, 2012

Robert Venturi και Denise Scott Brown, Steven Izenour, Learning from Las Vegas the forgotten symbolism of architectural form, MA: The MIT Press, Cambridge, 1977

Spiro Kostof, The City Assembled: The Elements of Urban Form Through History, Thames and Hudson, London, 1992

Ηλεκτρονικά Βιβλία ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

A. C. M. Jansen, “The Atmosphere of a City Centre” από: Area, Vol.16, No.2, The Royal Geographical Society (with the Institute of British Geographers), Ιούνιος 1984, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://www.jstor.org/stable/20002044?seq=1#page_scan_tab_contents

Richard Clogg, A Concise History of Greece, Cambridge University Press, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). file:///C:/Users/DB0B~1/AppData/Local/Temp/Richard-Clogg-A-Concise-Historyof-Greece-Cambridge-Concise-Histories-1992.pdf

Stephanie Springgay, An Intimate Distance: Youth Interrogations of Intercorporeal Cartography as Visual Narrative Text, University of Illinois Press, Vol. 33, No. 1, JSTOR, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.jstor.org/stable/20715447?seq=1#page_scan_tab_contents

Πάνος Δραγώνας και Άννα Σκιαδά, Made in Athens, Ελληνική Συμμετοχή, 13η Διεθνής ΄Έκθεση Αρχιτεκτονικής - LA BIENNALE DI VENEZIA, Νοέμβριος 2012, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.academia.edu/5588248/Made_in_Athens_-_Greek_Participation_at_the_13th_ International_Architecture_Exhibition_-la_Biennale_di_Venezia_Exhibition_Catalogue_

Άρθρα −

Paola Vigano, “The Metropolis of the Twenty-First Century. The Project of a Porous City” από: On Territories. OASE, No.80, Δεκέμβριος 2009, (Προβολή: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www. oasejournal.nl/en/Issues/80/TheMetropolisOfTheTwenty-FirstCentury

Reuben Rose-Redwood, Derek Alderman και Maoz Azaryahu, “Collective memory and the politics of urban space: an introduction” από: GeoJournal, Vol. 73, No.3, Springer, Σεπτέμβριος 2008, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). https://www.jstor.org/stable/41148291?seq=1#page_ scan_tab_contents

Robert E. Dickinson, “The City in History” από: Annals of the Association of American


100

Δοκίμια −

Bernard Tschumi, «Κάποιες αστικές έννοιες» από: Present and Futures. Architecture in Cities, μτφ. Γιάννης Αίσωπος, Centre de Cultura Contemporania de Barcelona and ACTAR, Barcelona, 1996

Georg Simmel, Πόλη και ψυχή, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ΄Έρασμος, Απρίλιος 2009

Michael Hebbert, “The street as locus of collective memory” από: Environment and Planning D: Society and Space, Vol. 23, SAGE journals, Αύγουστος 2005, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1068/d55j

Mike Crang και Penny S. Travlou, “The city and topologies of memory” από: Environment and Planning D: Society and Space, Vol. 19, SAGE journals, Απρίλιος 2001, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). http://journals.sagepub.com/doi/abs/10.1068/d201t

Rem Koolhaas, «Η ζωή στη μητρόπολη ή Η κουλτούρα της συμφόρησης» από: Architectural Design 47, No. 5, μτφ: Γιάννης Αίσωπος, Αύγουστος 1977

Rem Koolhas, «Η Γενική Πόλη» από: S, M, L, XL, μτφ. Γιάννης Αίσωπος, Rotterdam 010 Publishers, 1995

Roland Barthes, Semiology and Urbanism, 1967, (Πρόσβαση: 1 Οκτωβρίου, 2018). https://thecharnelhouse.org/wp-content/uploads/2015/04/roland-barthes-semiology-andurbanism-1967.pdf

Smriti Srinivas, Landscapes of urban memory: The sacred and the civic in India’s high tech city, MN: University of Minnesota Press, Minneapolis, 2001

Walter Benjamin, Παρίσι, Πρωτεύουσα του 19ου αιώνα, 1993, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://kompreser.espivblogs.net/files/2011/09/%CE%BE4-Walter-Benjamin.-%CE%A0%CE%B1%

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Geographers, Vol. 52, No. 3, JSTOR, (Πρόσβαση: 7 Οκτωβρίου, 2018). https://www.jstor.org/ stable/2561390?seq=4#metadata_info_tab_contents Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης, «Τάξη και αταξία στην πόλη» από: Αρχιτεκτονικές Ματιές. Greek Architects, 15 Μαρτίου, 2016, (Πρόσβαση: 12 Οκτωβρίου, 2018). https://www. greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%C E%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82/%CF%84% CE%AC%CE%BE%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BE%CE%AF%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7-id10770 Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Η Αθήνα από τον ύστερο 19ο αιώνα έως το 1940» από: Αρχιτεκτονικές Ματιές. Greek Architects, 4 Σεπτεμβρίου, 2014, (Πρόσβαση: 7 Οκτωβρίου, 2018). https://www. greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF% CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82/%CE%B7%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF% 8D%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF-19%CE%BF-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CE%AD%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%BF-1940-id9228 Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, «Η Αθήνα στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα» από: Αρχιτεκτονικές Ματιές. Greek Architects, 8 Ιανουαρίου, 2010, (Πρόσβαση: 7 Οκτωβρίου, 2018). https:// www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B9%CF%84%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE %BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%B5%CF%82/%C E%B7-%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B4%CE%B5%CF%8D% CF%84%CE%B5%CF%81%CE%BF-%CE%AE%CE%BC%CE%B9%CF%83%CF%85-%CF%84%CE%BF%CF%8520%CE%BF%CF%8D-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1-id2707


101 CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B9-%CE%A0%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%85%C F%83%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-19%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%B1. pdf −

Αλέξανδρος Σχισμένος, «Το παρελθόν ως τουριστικός προορισμός» από: Kaboom. Ημερολόγια πριν από τη μεγάλη έκρηξη, No. 4, Αθήνα, Μάιος 2018

Κωνσταντίνος Καλογερόπουλος, Η ελληνική πόλις από την προϊστορία έως την ρωμαϊκή εποχή, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://archive.gr/

Σοφία Καναούτη, «Ο τουρισμός της φωτογραφίας: μνημεία χωρίς μνήμη στο Instagram» από: Kaboom. Ημερολόγια πριν από τη μεγάλη έκρηξη, No. 4, Αθήνα, Μάιος 2018

Ιστότοποι −

Cambridge Advanced Learner's Dictionary, Cambridge University Press, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018) https://dictionary.cambridge.org/dictionary/english/locus

Robert Moran, Who’s Your Megacity? The 21st Century Metropolis, Huffpost, (Πρόσβαση: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.huffingtonpost.com/robert-moran/whos-your-megacitythe-21_b_5505919.html?guccounter=1

Συνεντεύξεις − ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bernard Tschumi, “Program and Event” συνέντευξη από: Γιάννης Αίσωπος, μτφ. Γιάννης Αίσωπος

Video – Διαλέξεις −

Alejandro Aravena, My architectural philosophy? Bring the community into the process, TEDGlobal 2014, Οκτώβριος 2014, (Προβολή: 26 Οκτωβρίου, 2018). https://www.youtube. com/watch?v=o0I0Poe3qlg

Christine Boyer, Future of Urbanism, University of Michigan Taubman College, 20, Μαρτίου 2010, (Προβολή: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.youtube.com/watch?v=tGnKz8YgeoQ

Hans Kessenberg, The City at Eye Level Film: The experience of the pedestrian, 4, Αύγουστος 2016, (Προβολή: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.youtube.com/watch?v=uoDQ-TKsK38

Jan Ghel, In Search of the Human Scale, TEDxKEA, 18, Δεκέμβριος 2015, (Προβολή: 3 Οκτωβρίου, 2018). https://www.youtube.com/watch?v=Cgw9oHDfJ4k

Πάνος Δραγώνας, Η πολυκατοικίας της αντιπαροχής, Re-think Athens: Αστικές προκλήσεις 2014-2015, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση, 27 Ιανουαρίου, 2015, (Προβολή: 3 Οκτωβρίου, 2018). http://www.sgt.gr/gre/SPG1032/?vid=0_aur9qp7i


102

Εικόνα 1: Stephanie Jung, Φωτογραφία “Another view of Paris” από: Cityscapes. Πηγή: http:// www.stephaniejung-photography.com/cityscapes#9.

Εικόνα 2:Γκραβούρα του 19ου αιώνα, «Η Αρχαία Αθήνα από το λιμάνι του Πειραιά». Πηγή: https:// www.alamy.de/stockfoto-antike-athen-aus-dem-hafen-von-piraeus-griechenland-87105196. html.

Εικόνα 3: Προσωπικό σκίτσο που αναπαριστά την τυπική μορφή της μεσαιωνικής πόλης.

Εικόνα 4: Προσωπικό σκίτσο που αναπαριστά τι έντονες αλλαγές που προστέθηκαν στη μεσαιωνική πόλη με τη βιομηχανική επανάσταση.

Εικόνα 5: Σειρά φωτογραφιών από άρθρο για την κατασκευή του μετρό του Παρισιού, 1899-1950. Πηγή: http://www.pariszigzag.fr/histoire-insolite-paris/photos-constructionmetro-parisien.

Εικόνα 6: Moey Hoque, Φωτογραφία, 2011. Πηγή: https://www.flickr.com/photos/therealmo eysphotography/6819719654/in/photostream/.

Εικόνα 7: Stephanie Jung, Φωτογραφία “Museumsinsel” από: Berlin series. Πηγή: http:// www.stephaniejung-photography.com/berlin.

Εικόνα 8: Ζωγραφική απεικόνιση, “Paris on fire”, 1871. Πηγή: https://www.histoire-image. org/fr/etudes/paris-enflamme-commune.

Εικόνα 9: Andre Dluhos, Ζωγραφική απεικόνιση “Surrealism Society Greed Political”. Πηγή: https://gr.pinterest.com/pin/514465957423439350/?lp=true.

Εικόνα 10: Προσωπικό κολλάζ.

Εικόνα 11: Stephanie Jung, Φωτογραφία “Potsdamer Platz” από: Berlin series. Πηγή: http:// www.stephaniejung-photography.com/berlin.

Εικόνα 12: Προσωπικό σκίτσο.

Εικόνα 13: Sebastiano Serlio, Γκραβούρα σκηνογραφίας για κωμική σκηνή. Πηγή: http:// www.larousse.fr/encyclopedie/images/Sebastiano_Serlio_d%C3%A9cor_pour_sc%C3%A8ne_ comique/1005771.

Εικόνα 14: Προσωπικό κολλάζ.

Εικόνα 15: Φωτογραφική tableau vivant σε εξωτερικό χώρο με θέμα την εξόρυξη χρυσού, Παράμαριμπο, Σουρινάμ, 1892. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Tableau_vivant#/media/ File:Tropenmuseum_Royal_Tropical_Institute_Objectnumber_60006559_Tableau_vivant_ voorstellende_de_Goudd.jpg.

Εικόνα 16: Andrea Constantini, Κολάζ φωτογραφιών από: “Cityscape Portraits”. Πηγή: http:// www.arch2o.com/cityscape-portraits-andrea-constantini/.

Εικόνα 17: Jenni Haili, Φωτογραφία από: “City Scenography”, 2013. Πηγή: http://www. jennihaili.com/portfolio/city_scenography/.

Εικόνα 18: Προσωπικό κολλάζ.

Εικόνα 19: Προσωπική σύνθεση διαφημίσεων. Πηγή: https://gr.pinterest.com/.

Εικόνα 20: Προσωπικό κολλάζ.

Εικόνα 21: Προσωπικό κολλάζ.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Κατάλογος Εικόνων


103 −

Εικόνα 22: Johann August Kaupert, «Χάρτης ανάπτυξης της περιοχής των Αθηνών έως τα τέλη του 1870», έκδοση: 1881, πηγή: http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_9.aspx.

Εικόνα 23: Φρεντ Μπουασονά, «΄Άποψη της Ακρόπολης από το Θησείο», Φωτογραφία, 1920. Πηγή: https://www.dinfo.gr/%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE %B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-1920-%CE%BC%CE%AD%CF%83%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%B9%CF%82-%CF%86%CF%89%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%C E%B5%CF%82/.

Εικόνα 24: Τάκης Ζενέτος, Eργοστάσιο της Φιξ, Λεωφόρος Συγγρού, Αθήνα, φωτογραφική απεικόνιση, 1961. Πηγή: http://www.emst.gr/museum/the-fix-building.

Εικόνα 25: Φωτογραφία της Ακρόπολης κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων του Δεκεμβρίου 2008. Πηγή: https://athens.indymedia.org/media/old/metafiles/1299974h58mkw.jpg.

Εικόνα 26: Κώστας Σπάθης, Φωτογραφία, Άποψη της Αθήνας από ψηλά, 2018. Πηγή: https:// www.instagram.com/p/BfQdHxRHE9n/?hl=el&taken-by=spathumpa.

Εικόνα 27: Κώστας Σπάθης, Φωτογραφία, Άποψη της Αθήνας από ψηλά, 2018 https://www. instagram.com/p/BeVy_lOHRrh/?hl=el&taken-by=spathumpa.

Εικόνα 28: Ηugh Ferriss, “The Metropolis of Tomorrow”, σελ. 142. Πηγή: https://archive.org/ details/mettomo00ferr.

Εξώφυλλο, Μεσόφυλλα κεφαλαίων: Προσωπικά σκίτσα.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.