ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ Θα ήταν το 1943. Εγώ, τότε, ήµουν 12 ετών και πήγαινα στο Γυµνάσιο της Λαµίας, στη δεύτερη τάξη. Τότε ήταν τα χρόνια της µαύρης κατοχής και, στη Λαµία, είχαµε Γερµανούς και Ιταλούς, οι οποίοι σηµείωναν, µε τον φόβο και τον τρόµο, την βίαιη παρουσία του κατακτητή. Επειδή ήµασταν πολλά παιδιά, στο σχολείο, δεν µας χωρούσε να κάνουµε µάθηµα, όλα, το πρωί. Για το λόγο αυτό κάναµε µάθηµα µία εβδοµάδα το πρωί και την άλλη το απόγευµα. Στη Λαµία µέναµε από τη ∆ευτέρα µέχρι το Σάββατο. Κάθε Σάββατο ερχόµασταν στο χωριό και επιστρέφαµε, στη Λαµία, την Κυριακή το απόγευµα. Κάποιο από τα Σάββατα κάναµε µάθηµα το απόγευµα και τελειώσαµε σουρουπώνοντας. Στη Λαµία, οι γερµανοϊταλοί, είχαν επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη νύχτα και έπρεπε να ξεκινήσουµε αµέσως, για το χωριό, πριν περάσει η ώρα και κλειστούµε µέσα στην πόλη, χωρίς να µπορούµε να βγούµε έξω. Θα πρέπει να ήταν φθινόπωρο και, τότες, αρχίζουν τα πρωτοβρόχια. Ο ουρανός ήταν µουντός1 και µαύρα σύννεφα ξεχώριζαν επάνω σ’ αυτόν, τα οποία, όσο περνούσε η ώρα, όλο µεγάλωναν και θέριευαν. Κοιτάζαµε προς τον ουρανό και τα µαύρα σύννεφα που βλέπαµε, µας µαύριζαν και τη δική µας καρδιά. Και όλο ρωτούσαµε τον εαυτό µας, αν θα προλάβουµε ή όχι να φθάσουµε, στο χωριό, πριν βρέξει. Το διαισθανόµαστε, βέβαια, ότι δεν θα προλαβαίναµε και θα την τρώγαµε τη βροχή στο δρόµο. Στη Λαµία, πάντως, δεν µπορούσε να µας κρατήσει κανένας µε τίποτε, ούτε και δεµένους µε σίδερα. Θέλαµε, οπωσδήποτε, να φύγουµε και να πάµε στο χωριό. Και αυτή µας η ακατανίκητη επιθυµία είχε την αφετηρία της σε τρεις σηµαντικούς λόγους, οι οποίοι ήταν οι εξής: Ο πρώτος: Στη Λαµία βλέπαµε και φοβόµασταν, κάθε µέρα, τους Γερµανούς και τους Ιταλούς. Αυτό µας άγχωνε και µας πλάκωνε το στήθος σαν κάτι βαρύ και ασήκωτο. Στο χωριό, όµως, δεν βλέπαµε τον κατακτητή και είχαµε την ψευδαίσθηση µιας, κατ’ επίφαση, φαινοµενικής ελευθερίας. Αυτή την αίσθηση την είχαµε πολύ ανάγκη, µας ξαλάφρωνε, µας ηρεµούσε, µας αποτοξίνωνε λίγο από τον συνεχή φόβο και αυτό µας ενδυνάµωνε και µας καθιστούσε ικανούς να αντέξουµε την καταπίεση της άλλης εβδοµάδος. Ο δεύτερος: Εµείς, τότε, είχαµε φύγει από το χωριό και ζούσαµε τον περισσότερο χρόνο, κατά τη σχολική περίοδο, στη Λαµία. Ήµασταν, όµως, µικρά παιδιά και είχαµε µεγάλη ανάγκη από την παρουσία και την εκδήλωση της αγάπης και της ζεστασιάς των γονιών µας και των αδελφών µας. Αυτά µας έλλειπαν και, η έλλειψή τους αυτή, µας δηµιουργούσε την αίσθηση της αποµονώσεως. Η χαρούµενη υποδοχή της οικογένειας, το προστατευτικό και γεµάτο στοργή βλέµµα των γονιών µας και η χαρά και τα γέλια των αδελφών µας που θα µας έβλεπαν, µας έκανε να αισθανόµαστε ανείπωτη αγαλλίαση, µας έκανε ευτυχισµένους. Αυτές τις εκδηλώσεις της οικογένειας όσες φορές και να τις γευόµασταν, ποτέ δεν τις χορταίναµε, ποτέ δεν µας ήταν βαρετές και ποτέ δεν έπαψαν να µας είναι αναγκαίες.
1
Μουντός (= θαµπός, θολός) < από το Βυζαντ. µουντός < από το αρχ. µυνδός.
ΠΡΟΣΘΗΚΗ «15/Μ∆» Ο τρίτος: Πεινούσαµε και θάλαµε να πάµε στο σπίτι µας να φάµε λίγο ζεστό φαγάκι, µαζί µε όλη την οικογένεια. Το φαγάκι, αυτό, δεν είχε σηµασία αν ήταν ένα απλό, γαλατοκουρκούτι (γαλατουκουρκούτ’) 2 ή κατσιαµάκι (κατσιαµάκι),3 αρκεί να ήταν ζεστό και να καθίσουµε να το φάµε όλοι µαζί στο σοφρά.4 Αλλά δεν έφτανε αυτό. Κάθε Κυριακή όλο και θα έσφαζε, η Μητέρα, κανένα κοτόπουλο, γιατί, όλες τις άλλες µέρες, το κρέας και το κοτόπουλο, ήταν όνειρο απατηλό. Στη Λαµία τρώγαµε ό,τι είχαν και µπορούσαν να µας στείλουν, οι γονείς µας, από το χωριό. Εµένα µου έστελναν, φαγητό, µε ένα τσουκάλι (τσ’κάλι),5 στο µαγαζί του αείµνηστου Σπύρου Γιωτόπουλου. Τι χαρά και τι αγαλλίαση της ψυχής ήταν αυτή, όταν έβλεπα να µε περιµένει, εκεί, γεµάτο το τσουκάλι, αλλά και τι απογοήτευση και τι θλίψη όταν δεν το εύρισκα και έφευγα, για το σπίτι που έµενα, µε κατεβασµένο το κεφάλι!!! Απ’ ό,τι θυµάµαι, το τσουκάλι αυτό, ήταν και ένας ψυχολογικός συνδετικός κρίκος µεταξύ εµού και της οικογενείας µου!!! Οι ανωτέρω λόγοι ήταν ισχυρότατα κίνητρα, τα οποία µας έσπρωχναν, µας παρακινούσαν και µας προέτρεπαν στο να πάρουµε το δρόµο, για το χωριό, το δυνατόν γρηγορότερα. Στο κάτω – κάτω χωριατόπαιδα ήµασταν και µία βροχή θα µας συγκρατούσε; Αυτό, δα, µας έλλειπε!!! Μαζευτήκαµε, λοιπόν, περί τα έξι µε επτά παιδιά και ξεκινήσαµε πιλαλώντας (π’λαλώντας)6. Χρόνος για κουτούλισµα (κούτ’λιζµα)7 δεν υπήρχε. Από τα παιδιά που µαζευτήκαµε, θυµάµαι µόνο τον Γιώργο τον Αναγνωστόπουλο του Αθανασίου, σήµερα (2004) Αντιστράτηγος ε. α. Εγώ ήµουν από τους µικρότερους ή ο µικρότερος από όλους. Μόλις βγήκαµε από τη Λαµία βγάλαµε τα παπούτσια, τα δέσαµε µεταξύ τους µε τα κορδόνια και τα κρεµάσαµε στον ώµο. Αυτό γίνονταν πάντοτε για να µη φθείρονται, µια και ήταν το µοναδικό ζευγάρι που είχαµε και το χρειαζόµασταν, για να πηγαίνουµε στο σχολείο!! Για να πάµε στο χωριό πήραµε το δρόµο που άρχιζε από τις στρατώνες της Λαµίας (ήταν, τότε, γεµάτες Ιταλούς), περνούσε µέσα από το χωριό Καλύβια, διέσχιζε πλαγίως όλο τον κάµπο και έφθανε στην οδική γέφυρα του Σπερχειού, που είναι βόρεια του χωριού µας. Μόλις περάσαµε τα καλύβια, έπεσε η πρώτη ψιχάλα.8 Από εκεί και πέρα, οι µπόρες,9 η µία διαδέχονταν την άλλη. Το νερό µας είχε περονιάσει (πιρουνιάσει)10 2
Γαλατοκουρκούτι = γάλα + κουρκούτι. Η λ. κουρκούτι (= βρασµένος χυλός από αλεύρι) < από το Βυζαντ. κουρκούτιν, αγνώστου ετύµου. Το γαλατοκουρκούτι το τρώγαµε πολύ στην κατοχή, ελλείψει άλλων τροφών, αν είχαµε, βεβαίως, γάλα και αλεύρι από σιτάρι. 3 Κατσαµάκι (= χυλός από καλαµποκάλευρο) < από το τουρκ. Kacamak. 4 Σοφράς (= χαµηλό στρογγυλό τραπέζι της παλιάς εποχής) < από το τουρκικό sofra. 5 Τσουκάλι [= πήλινη χύτρα (κατά το λεξικό Τεγόπουλου – Φυτράκη)]. Εµείς όµως, στο σπίτι, ονοµάζαµε έτσι και ένα επικασσιτερωµένο χάλκινο σκεύος, το οποίο είχε σχήµα κανάτας. 6 Πιλαλώντας = τρέχοντας < από το πιλαλάω-ώ = τρέχω.. 7 Κουτούλισµα [= χασοµέρισµα (χάσιµο χρόνου), καθυστέρηση] < από το κουτουλίζω ή κουτουλώ (= χτυπώ το κεφάλι, γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω) < (κατά Ανδριώτη): από το Βυζαντινό κονδυλίζω και (κατά Μ. Φιλήντα): από το κούτουλο < από το κούτελο (= πρόσωπο) < από το µεταγενέστερο κότυλον (= δοχείο). 8 Ψιχάλα (= ψιλή βροχή, βροχή µε ψιλές και αραιές σταγόνες νερού) < από το συµφυρµό (συνένωση) των λέξεων ψεκάδα και ψίχαλο. Η λ. ψεκάδα < από τη λ. ψεκάζω < από το αρχαίο ψακάζω (= εκσφενδονίζω νερό σε σταγονίδια, ραντίζω). Η λ. ψίχαλο (= ψίχουλο) < από το αρχαίο ψιξ, ψιχός (= ψίχα).
2
ΠΡΟΣΘΗΚΗ «15/Μ∆» µέχρι το κόκαλο. Και, όµως, ούτε και σαν σκέψη δεν µας πέρασε από το µυαλό, να γυρίσουµε πίσω. Εκεί, εµείς, τραβούσαµε προς τα µπροστά, σαν κάποια αόρατη δύναµη να µας έσπρωχνε και να µην έχουµε τη δυνατότητα να αντιδράσουµε διαφορετικά!! Εµείς τα µικρά παιδιά, βέβαια, ακολουθούσαµε τους µεγαλύτερους σαν κουτάβια, από κοντά, αλλά κανένας δεν βρέθηκε να είναι κιοτής (κιουτής).11 Ή µπροστά ή τίποτε άλλο!! Από τη στιγµή που µουσκέψαµε για τα καλά, µας ήταν αδιάφορο πόσες µπόρες έπεφταν και πόσο δυνατές ήταν. Το πρόβληµά µας ήταν να προχωράµε και προχωρούσαµε. Οι λάσπες και οι λακκούβες του χωµατόδροµου, που ήταν γεµάτες νερό, ούτε και αυτές µας ήταν εµπόδιο. Βουτούσαµε µέσα σαν να µην υπήρχαν, αφού και δεν τις βλέπαµε, καλά – καλά, δεδοµένου ότι ήταν σκοτάδι. Έπειτα τα παπούτσια µας δεν επρόκειτο να τα χαλάσουµε, αφού τα είχαµε κρεµασµένα στην πλάτη. Ήταν, όντως, συγκλονιστικό να βλέπεις µια οµάδα νεαρών παιδιών, να προχωρά καταµούσκεµη, µε τα µαλλιά πεσµένα στο πρόσωπο από το νερό, µε σκυφτό το κεφάλι, για να προφυλάσσουν τα µάτια από τις δυνατές σταγόνες της βροχής, τσαλαβουτώντας µέσα στις λάσπες, σκοντάφτοντας, κοντανασαίνοντας και χωρίς να µιλούν, σαν να ήταν φαντάσµατα µέσα στη νύχτα!!! Και να, επιτέλους, φτάσαµε στη δηµοσιά πριν από τη γέφυρα. Μόλις πατήσαµε το στερεό έδαφος του δρόµου, αισθανθήκαµε µεγάλη ανακούφιση. Το γάιδαρο τον είχαµε φάει και µόνο η ουρά του µας έµενε. Θα περνούσαµε τη γέφυρα και, µε δυο δρασκελιές, θα ήµασταν στα σπίτια µας. Μόλις, όµως, φτάσαµε στην άκρη της γέφυρας, είδαµε κάτι που µας πάγωσε το αίµα!!! Τι είχε συµβεί; Στις 6 Απριλίου του 1941, όπως µας είναι γνωστό, µας επιτέθηκαν και οι Γερµανοί, στη Μακεδονία και στη Θράκη, ενώ, ο Ελληνικός Στρατός, πολεµούσε νικηφόρα εναντίον των Ιταλών, στη Βόρεια Ήπειρο. Ο νικηφόρος Ελληνικός Στρατός δεν άντεξε την επίθεση του πανίσχυρου γερµανικού Στρατού και, ύστερα από τη µεγαλειώδη άµυνα, στα οχυρά της λεγόµενης «Γραµµής Μεταξά», ηττήθηκε. Πριν µας επιτεθούν οι Γερµανοί και µε την προοπτική αυτής της επίθεσης, ήλθε, στην Ελλάδα, Αγγλικός στρατός, για να µας βοηθήσει. Με την κατάρρευση, όµως, του Ελληνικού µετώπου, οι Άγγλοι άρχισαν να υποχωρούν, κάνοντας επιβραδυντικό αγώνα µέχρι τα λιµάνια της Πελοποννήσου, όπου θα επιβιβάζονταν στο στόλο τους, για να αποχωρήσουν. Μία κατάλληλη τοποθεσία, για επιβράδυνση, ήταν και αυτή των Θερµοπυλών, όπου, οι Άγγλοι, αντέταξαν άµυνα λίγων ηµερών. Κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα, οι Άγγλοι, κατέστρεψαν και τη γέφυρά µας, ανατινάσσοντάς την µε εκρηκτικές ύλες. Τη γέφυρα την έκοψαν στη µέση και, σχηµατίζοντας ένα (v), έπεσε µέσα στο νερό του ποταµού. Συγκεκριµένα η κορυφή του (v) ήταν µέσα στο νερό και, οι άκρες των πλευρών του, ακουµπούσαν στην κορυφή των οχθών, εκεί που ήταν τα βάθρα της γέφυρας. Οι Κωσταλεξιώτες είχαν τοποθετήσει ένα χοντρό µαδέρι,12 κάτω χαµηλά και λίγο 9
Μπόρα (= ξαφνική και ραγδαία βροχή µικράς διαρκείας) < από το βενετικό borea < από το λατινικό boreas και, αυτό, από το Ελληνικό βορέας (= βοριάς). 10 Περονιάσει (= τρυπήσει) < από το περονιάζω (= διατρυπώ µε το πιρούνι, διατρυπώ, πιρουνιάζω) < από το περόνη (= καρφίτσα, το πιρούνι) < από το αρχ. περόνη < από το αρχ. πείρω (= τρυπώ). Κιοτής (= δειλός, αυτός που εγκαταλείπει, εύκολα, από φόβο) < από το τουρκικό kÖtÜ. Μαδέρι (= πλατύ και χοντρό δοκάρι) < από το Βυζαντινό µαδέριν < από το αρχαίο βενετικό madero < από το λατινικό material.
11 12
3
ΠΡΟΣΘΗΚΗ «15/Μ∆» επάνω από την επιφάνεια του νερού, το οποίο ακουµπούσε, µε τις άκρες του, στα δύο κοµµένα και πεσµένα τεµάχια της γέφυρας. Με τον τρόπο, αυτό, περνούσαν το Σπερχειό πεζή. Αν είχαν ζώα περνούσαν είτε από τον πόρο στο «Πολυµεράκι», αν ήταν καλοκαίρι, είτε από τη γέφυρα της Σανίδας, η οποία λειτουργούσε κανονικά. Και τι είχε συµβεί λοιπόν; Με τη βροχή ανέβηκε η στάθµη του νερού του ποταµού και παρασύρθηκε το µαδέρι. Άρα; Το πέρασµα του Σπερχειού ήταν αδύνατο!!! Και τώρα τι γίνεται; Να γυρίσουµε στη Λαµία ούτε συζήτηση. Τώρα ίσχυε η απαγόρευση της κυκλοφορίας και δεν ήταν δυνατό να µπούµε µέσα. Ακόµη και όταν θα περνούσαµε τη σιδηροδροµική γραµµή, ήταν δυνατό να πέσουµε επάνω σε κάποια γερµανική ενέδρα, µε κίνδυνο να νοµίσουν, οι Γερµανοί, ότι ήµασταν αντάρτες, που πηγαίναµε να χαλάσουµε τις γραµµές και να µας χτυπήσουν. Τα πράγµατα, συνεπώς, ήταν µπροστά βαθύ (ο Σπερχειός) και πίσω ρέµα (οι Γερµανοί). Κάποιος πέταξε την κουβέντα να πάµε να περάσουµε από τη σιδηροδροµική γέφυρα!!!! Τη γέφυρα αυτή, όµως, τη φύλαγαν, οι Γερµανοί, κατά τέτοιον τρόπο που δεν µπορούσε να περάσει ούτε κουνούπι. Συρµατοπλέγµατα και νάρκες την έζωναν γύρω – γύρω. Άλλη λύση, όµως, δεν υπήρχε και αυτή ήταν λύση απελπισίας. Το πρόβληµα ήταν να καταλάβουν οι Γερµανοί ποιοι ήµασταν και να µην νοµίσουν ότι ήµαστε αντάρτες και µας πυροβολήσουν. Για το λόγο αυτό συµφωνήθηκε να βαδίζουµε επάνω στις γραµµές από πολύ µακριά από τη γέφυρα και να συζητάµε µεγαλόφωνα. Με τον τρόπο αυτό ελπίζαµε ότι θα πεισθούν, οι Γερµανοί, ότι ήµασταν απλοί χωρικοί και όχι αντάρτες. Αλλά δεν ήταν µόνο αυτό. Όσο περνούσε η ώρα ήταν δυνατό να ξεχειλίσει ο Σπερχειός και να κατακλύσει τον κάµπο, οπότε σίγουρα θα πνιγόµασταν. Έπρεπε, συνεπώς, να πάρουµε γρήγορα απόφαση και να ξεκινήσουµε. Την απόφαση την πήραµε. Θα πάµε από τη σιδηροδροµική γέφυρα. Ξεκινήσαµε, λοιπόν, µε την ελπίδα ότι ο θεός θα µας βοηθούσε και οι Γερµανοί θα αντιδρούσαν ήρεµα και όχι βίαια. Παράλληλα µε τη βόρεια όχθη του ποταµού υπήρχε ένα µονοπάτι, το οποίο άρχιζε από την οδική γέφυρα και έφθανε στη σιδηροδροµική γέφυρα. Αυτόν το δρόµο θα ακολουθούσαµε. Εµείς τα «κουτάβια», βέβαια, δεν µας έπεφτε λόγος στις αποφάσεις των µεγάλων. Ακούγαµε µόνο και ήµασταν έτοιµοι να τους ακολουθούσαµε, σε όποια απόφαση και αν έπαιρναν. ∆εν υπήρχαν περιθώρια, αλλά ούτε και ο χρόνος ήταν κατάλληλος για να φοβόµαστε. Ακολουθούσαµε, λοιπόν, τους µεγάλους µε αποφασιστικότητα και κουράγιο (κουράιου).13 Η βροχή µία σταµατούσε και µία άρχιζε. Αλλά όλοι µας προχωρούσαµε θαρραλέα και, κάποτε, φτάσαµε στη σιδηροδροµική γραµµή. Ανεβήκαµε επάνω σε αυτή και συνεχίσαµε το περπάτηµα, πλησιάζοντας προς τη γέφυρα, συζητώντας έντονα όπως είχαµε συµφωνήσει. Όσο πλησιάζαµε τόσο η αγωνία µας κατέτρωγε. Θα µας ρίξουν οι Γερµανοί ή δεν θα µας ρίξουν. Θα µας αφήσουν να περάσουµε ή θα µας διώξουν, γυρίζοντάς µας πίσω. Αυτά τριβέλιζαν14 όλη την ώρα στο µυαλό µας, χωρίς να το λέγει ο ένας στον άλλον. Καθώς προχωρούσαµε. όµως, ακούµε ένα άγριο «Halt» και αµέσως µας φώτισε το φως από ένα ηλεκτρικό φανάρι. 13
Κουράγιο (= θαρραλέα αντιµετώπιση δυσκόλων καταστάσεων) < από το βενετ. coragio. Τριβέλιζαν = τριβέλιζαν (= µας τρύπαγαν το κεφάλι, µας πονοκεφάλιαζαν) < από το τριβελίζω (= τρυπώ µε τριβέλι). Η λ. τριβέλι (= τρυπάνι) < από το Βυζαντ. τριβέλλιν < από το τρεβέλλιον = υποκοριστικό του λατιν. terebellum. 14
4
ΠΡΟΣΘΗΚΗ «15/Μ∆» Κοκκαλώσαµε αµέσως στη θέση που βρισκόµασταν και σηκώσαµε τα χέρια ψηλά. Σαν να βλέπω ακόµη τους δύο Γερµανούς, που φάνηκαν µπροστά µας. ∆εν φορούσαν κράνος και ο ένας κρατούσε το όπλο του, γυρισµένο προς το µέρος µας, ενώ, ο άλλος, µας φώτιζε µε το φακό του. Οι µεγάλοι φώναξαν «Καµαράντ, Καµαράντ…..»15 και προχώρησαν, σιγά – σιγά, προς τα µπροστά για να εξηγήσουν στους Γερµανούς περί τίνος πρόκειται. Και πώς να τους εξηγήσουν που κανένας δεν γνώριζε γερµανικά. Με κάτι Ελληνο-γερµανο-ιταλικές λέξεις και χειρονοµίες κατόρθωσαν να εξηγήσουν στους Γερµανούς τι θέλαµε. Και εκεί που φοβόµασταν για τα χειρότερα, το θαύµα έγινε. Οι Γερµανοί δέχθηκαν να µας αφήσουν να περάσουµε από τη γέφυρα. Ίσως και το ότι είδαν και εµάς τους µικρούς µαζί µε τους µεγάλους, να τους έπεισε ότι δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο. Ακόµη θυµάµαι πως, όταν περνούσαµε τη γέφυρα, ένιωθα να περνά από κάτω µε ταχύτητα και µε θόρυβο το θολουριασµένο νερό του Σπερχειού, σαν να εκδήλωνε την κακία του, που δεν µπόρεσε, τελικά, να µας εµποδίσει να τον περάσουµε. ∆οξασµένος ο Θεός. Περάσαµε το µεγάλο εµπόδιο χωρίς κίνδυνο. Τώρα προχωρούσαµε προς το χωριό µε ξαλαφρωµένη την ψυχή µας από το φόβο και την αγωνία. Αυτό µας ενεθάρρυνε και έτσι προχωρούσαµε πιο αποφασιστικά. Από τη σιδηρογέφυρα ανέβαινε ένας δρόµος, για το χωριό, που άρχιζε από τα «Κανάλια» και, περνώντας από τις «Χούνες», «Πουρναρούλες», «Αυλάκι», «Φακές» και «Ξεριά» έφθανε στο «Αλώνι του Αχιλλέα» στην άκρη του χωριού. Αυτόν τον δρόµο πήραµε ανηφορίζοντας για το χωριό. Όταν, όµως, περάσαµε τις «Φακές» και πλησιάζαµε προς τον Ξεριά ακούσαµε ένα δυνατό βουητό, να έρχεται από την κατεύθυνσή του. Αυτό το βουητό το γνωρίζαµε και, µόλις το ακούσαµε, µας έκαψαν τα κρεµµύδια. Ο Ξεριάς ήταν κατεβασµένος από το νερό της βροχής!!!!! Φαίνεται ότι, ο Σπερχειός, ήταν σε συνεννόηση µε τον Ξεριά, να µας βάλλει και αυτός το τελευταίο εµπόδιο πριν από το χωριό!!! Εδώ τα πράγµατα ήταν πολύ επικίνδυνα. Αν έπεφτε κάποιος µέσα στα ορµητικά νερά του Ξεριά, θα τον έπαιρναν στον κατήφορο και άντε να τον βρεις νύχτα που ήταν!! Περισσότερο κίνδυνο διατρέχαµε εµείς οι µικροί. Οι µεγάλοι, όµως, που ήξεραν τα κατατόπια του Ξεριά, βρήκαν ένα στενό πέρασµα και από εκεί, πηδώντας, τον διαβήκαµε. Εµάς τους µικρούς µας βοήθησαν οι µεγάλοι να πηδήξουµε το νερό και να περάσουµε από την απέναντι µεριά. Τώρα, πλέον, είχαµε περάσει και το τελευταίο ανεπάντεχο εµπόδιο. Λίγη απόσταση µας απόµεινε για να φθάσουµε στα σπίτια µας. Η κούραση µας είχε φύγει όλη και, µε ταχύ βήµα, ανεβαίναµε τον ανήφορο. Οι ανάσες µας, τώρα, ήταν πιο γρήγορες από την έντονη προσπάθεια να περπατήσουµε γρηγορότερα. ∆εν µιλούσαµε, πια, µεταξύ µας. Όλοι σκεφτόµασταν τις δυσκολίες που περάσαµε, αλλά περισσότερο έρχονταν στο µυαλό µας οι δικοί µας, που θα µας περίµεναν και αυτοί µε αγωνία. Με αυτές τις σκέψεις φθάσαµε στο «Αλώνι του Αχιλλέα» και, ξαφνικά, ακούω τη φωνή του πατέρα µου, να φωνάζει από τη «Ράχη»: «Παναϊώτ’» (Παναγιώτη). Η καηµένη η οικογένεια ανησύχησε, γιατί µε περίµενε να έλθω στο σπίτι τη συγκεκριµένη ώρα, όπως γίνονταν κάθε Σάββατο. Και, αν αργούσαµε λίγο, δεν θα υπήρχε ανησυχία, εδώ, όµως, αργήσαµε πολλές ώρες και η µεγάλη ανησυχία ήταν δικαιολογηµένη. Γι’ αυτό και ο πατέρας µου βγήκε στη Ράχη (Ράχη) – σηµερινή πλατεία - και φώναζε, κάθε τόσο και λιγάκι, 15
Καµαράντ = σύντροφε.
5
ΠΡΟΣΘΗΚΗ «15/Μ∆» το όνοµά µου περιµένοντας να πάρει κάποια απόκριση. Την ίδια ανησυχία είχαν, βέβαια, και οι οικογένειες των άλλων παιδιών που ήµασταν µαζί. Μόλις άκουσα τη φωνή του πατέρα µου, να µε προσκαλεί, σκίρτησα από χαρά και µε µία λαχταριστή φωνή αποκρίθηκα : Εδώ είµαι πατέρα, έρχοµαι… (’δώ είµι πατέρα, έρχουµι…). Ε, τα υπόλοιπα δεν χρειάζεται να σας τα διηγηθώ, αφού, εξ άλλου, είναι και αυτονόητα. Να πω µόνο τέλος καλό – όλα καλά. Αλλά, τελειώνοντας, θα ήθελα να εξάρω την άριστη και άψογη συµπεριφορά των µεγάλων παιδιών της παρέας. Τα παιδιά αυτά έδειξαν µεγάλο ηρωισµό, αξιοθαύµαστη συναίσθηση ευθύνης, πνεύµα συναλληλίας, αποφασιστικότητα και θάρρος, σωστή αντίληψη των καταστάσεων και λήψη ορθών αποφάσεων, τα οποία είχαν ευεργετικά αποτελέσµατα τόσο για τους εαυτούς τους, όσο και για εµάς τους µικρούς που τους ακολουθούσαµε. Ιδιαίτερα, εµάς τους µικρούς, από τη στιγµή που διαπιστώσαµε το αδύνατο της διαβάσεως του Σπερχειού από την κατεστραµµένη γέφυρα, δεν µας εγκατέλειψαν, αλλά ανέλαβαν, χωρίς αµφιταλαντεύσεις και δισταγµούς, την προστασία µας και την ευθύνη να µας παραδώσουν, στις οικογένειές µας, σώους και αβλαβείς. Και την ευθύνη αυτή την έφεραν σε πέρας όσο µπορούσαν καλύτερα. Είναι κρίµα που δεν θυµάµαι τα ονόµατα των παιδιών αυτών, παρά µόνο του Γιώργου του Αναγνωστόπουλου. ∆εν έχει όµως, τούτο, ιδιαίτερη σηµασία. Σηµασία έχει η πράξη των παιδιών αυτών, η οποία µπορεί να προβληθεί σαν εξαιρετικό παράδειγµα προς µίµηση. Αλλά να εξάρω και τη συµπεριφορά ηµών των µικρών. ∆εν φοβηθήκαµε και δεν δειλιάσαµε. Αντίθετα δείξαµε δύναµη και αποφασιστικότητα και εκτελέσαµε τις αποφάσεις, των µεγάλων, µε θαυµαστή ακρίβεια και αντοχή!!! Παρά το νεαρό της ηλικίας µας αντιληφθήκαµε πλήρως την κρισιµότητα της καταστάσεως και προσκολληθήκαµε στους µεγάλους «ψυχή τε και σώµατι», ώστε να τους βοηθήσουµε, όσο µπορούσαµε καλύτερα, να αντιµετωπίσουν τις κρίσιµες περιστάσεις. Να, λοιπόν, που «ουδέν κακόν αµιγές καλού».
6