Πολιτικός λόγος
Τρόποι και μέσα πειθούς στον πολιτικό λόγο Η γλώσσα του πολιτικού λόγου
Στόχοι
Με την ολοκλήρωση του μαθήματος αναμένεται να είστε σε θέση να: ●
●
●
Εντοπίζετε τους τρόπους και τα μέσα πειθούς που χρησιμοποιούνται σε έναν πολιτικό λόγο. Διακρίνετε τον πραγματικό πολιτικό λόγο, από την ξύλινη γλώσσα και από την προπαγάνδα. Εφαρμόζετε τρόπους με τους οποίους θα προστατεύεστε από την προπαγάνδα.
Ορισμός Πολιτικός είναι ο γραπτός ή προφορικός λόγος –
με τον οποίο ο πομπός επιθυμεί να πείσει τον δέκτη ● ●
να πάρει κάποιες αποφάσεις ή να προβεί σε κάποια ενέργεια.
Πομπός; –
πολιτικό πρόσωπο
–
ιδιώτης με έντονη πολιτική δράση
Περιεχόμενο ενός πολιτικού λόγου
●
Παρουσίαση απόψεων, προτάσεων.
●
Απόδειξη ορθότητας θέσεων.
●
Επίκριση πολιτικών αντιπάλων.
●
Κριτική σε πρόσωπα ή καταστάσεις.
●
Προβολή ομιλητή ή πολιτικής παράταξης ως ικανών να ηγηθούν της χώρας.
Τρόποι και μέσα πειθούς ●
Επίκληση στη λογική –
Τεκμήρια (παραδείγματα, στατιστικά στοιχεία, πορίσματα ερευνών, παραθέματα, γεγονότα, εμπειρικές αλήθειες)
– ●
Επιχειρήματα
Επίκληση στο συναίσθημα –
Περιγραφή
–
Αφήγηση
–
Συγκινησιακός-μεταφορικός λόγος (λέξεις συναισθηματικά φορτισμένες, ειρωνεία, χιούμορ, σαρκασμός, υπερβολή, μεταφορά, λογοπαίγνιο, συνειρμός)
●
Επίκληση/Επίθεση στο ήθος πομπού/δέκτη/αντιπάλου (αξιόπιστος λόγος, έπαινος, εγκώμιο, λανθάνων αξιολογικός χαρακτηρισμός, κριτική, κατηγορητήριο)
●
Επίκληση στην αυθεντία (αποφθέγματα, ρητά, γνωμικά, παροιμίες, λόγια μιας προσωπικότητας)
Η γλώσσα του πολιτικού λόγου (α) ●
Λεκτικός πληθωρισμός –
Πλεονασμοί πχ. «Η χώρα διήρχετο μίαν κρίσιν αναζητούσα διέξοδον εξ ενός πολιτικού αδιεξόδου εις το οποίον είχε εισέλθη». (από το διάγγελμα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, 21 Απριλίου 1967)
–
Συνώνυμα
–
Διατύπωση βεβαιωτική, δεοντολογική και θαυμαστική
–
Συναισθηματική φόρτιση πχ. πιστεύουμε στην Ελλάδα, να αναστήσουμε την ελπίδα, σωτηρία της πατρίδας
–
Μεγαλοστομία (χρησιμοποίηση υπερβολών ή πομπωδών εκφράσεων στο λόγο)
Η γλώσσα του πολιτικού λόγου (β)
●
Χρήση λέξεων-αξιών (πχ. έθνος, πατρίδα, σοσιαλισμός, φιλελευθερισμός, λαός, παράδοση, χριστιανισμός, σημαία) πχ. «Η κατάστασις αυτή (πολιτική αστάθεια) προστιθεμένη εις μίαν αναρχικήν αντίληψην, η οποία είχε επιβληθή σχεδόν εις όλα τα άτομα της κοινωνίας, είχε δημιουργήση τον έσχατον κίνδυνον να αλωθεί η χώρα από τον κουμμουνισμόν». (από το διάγγελμα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, 21 Απριλίου 1967)
Η γλώσσα του πολιτικού λόγου (γ) ●
Ευφημισμός (σχήμα λόγου στο οποίο αντικαθίσταται μια δυσοίωνη, απαγορευμένη ή γενικά πολύ αρνητικά φορτισμένη λέξη ή φράση, με μια άλλη που έχει εντελώς αντίθετη σημασία, πχ. «Ειρηνικός Ωκεανός» αντί «τρικυμιώδης») με στόχο τον εξορθολογισμό του
μηνύματος ή τη νομιμοποίηση του πομπού πχ. «Προ αυτής της καταστάσεως ο εθνικός στρατός, αι εθνικαί ένοπλοι δυνάμεις της χώρας, η μόνη ουδετέρα δύναμις η οποία υπήρχε έκρινεν ότι όφειλε να παρέμβη δια να αποτρέψει τον δρόμον προς τον κρημνόν». (από το διάγγελμα του δικτάτορα Παπαδόπουλου, 21 Απριλίου 1967)
–
Χρήση του «εμείς» (vs οι άλλοι)
–
Η λέξη «λαός» αντικαθιστά το υποκείμενο πχ. ο λαός απαιτεί
–
Αφηρημένες έννοιες και ηθικές αξίες ως υποκείμενα πχ. η δημοκρατία απαιτεί, η ομαλότητα επιβάλλει
Η γλώσσα του πολιτικού λόγου (δ) ●
Διχοτόμηση πχ. καλό-κακό, σωστό-λάθος, προοδευτικό-αντιδραστικό, ωραίο-άσχημο, ηθικόανήθικο
●
Σύμφυρση (ανάμειξη στοιχείων χωρίς τάξη και οργανική σύνδεση) πχ. ναζιστικός λόγος –
Προφητικός και κοσμοσωτήριος (μεσσιανικός) λόγος
–
Υπεραξιολόγηση του παρελθόντος (προγονοπληξία) – απόλυτη καταδίκη παρόντος – κήρυγμα σωτηρίας στο μέλλον
–
Λεκτικά μείγματα από όρους, λέξεις, ιδέες, συνθήματα, σύμβολα που είχαν νόημα έντονα αντίθετο και συχνά αλληλοαναιρούμενο πχ. εθνικοσοσιαλισμός, «δεν είναι προδοσία να προδίδεις τους προδότες» καταδίκη του κεφαλαίου και συνεργασία με τους κεφαλαιούχους
Η γλώσσα του πολιτικού λόγου (δ) ●
Λόγος αυταπόδεικτος (τα πράγματα παρουσιάζονται ως φυσιολογικά και επομένως δεν υπάρχει πολιτική ευθύνη) πχ. «Η “ρατσιστική” θεωρία δίνει προέχουσα θέση στις διάφορες πρωταρχικές ράτσες της ανθρωπότητας. Βασικά δε θεωρεί το Κράτος παρά ως ένα σκοπό, για να υπάρξει κάποιο αντίβαρο ανάμεσα στη διατήρηση των ανθρώπινων φυλών. Δεν πιστεύει διόλου στην εξίσωσή τους, αλλ' αντίθετα αναγνωρίζει και τη διαφοροποίηση αλλά και την αξία τους λίγο ή πολύ μεγαλύτερη. Αυτή η αναγνώριση τής προσδίδει την υποχρέωση, ακολουθώντας των αιώνια θέληση που κυβερνά αυτόν τον κόσμο, να παραχωρεί την νίκη στον καλύτερο και στον πιο δυνατό και να δέχεται την υποταγή των κακών και των αδύναμων». (Α. Χίτλερ, Ο Αγών μου)
Ξύλινη γλώσσα (α) ●
●
●
●
Επαναλαμβανόμενη χρήση φράσεων και επιχειρημάτων. Χαρακτηριστικά: στόμφος (επιτηδευμένος τρόπος στην εκφορά του λόγου) και ασάφεια Ο ομιλητής, αντί να επιχειρηματολογεί για το συγκεκριμένο θέμα, επιλέγει να παρουσιάσει μια σειρά από προκατασκευασμένες απαντήσεις οι οποίες είναι γενικόλογες και αόριστες. Ξύλινη γλώσσα = ομιλία που λέει πολλά αλλά δεν σημαίνει τίποτε απολύτως
Ξύλινη γλώσσα (β) πχ.
Προπαγάνδα (α) ●
Ορισμός (ΛΚΝ) 1α. η (έντυπη ή προφορική) συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης πολιτικών, θρησκευτικών κτλ. ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους: Kομμουνιστική / αθεϊστική / ανθελληνική ~. Kάνω / ασκώ ~. H εφημερίδα ήταν το όργανο της προπαγάνδας του κόμματος. β. αυτός που διενεργεί προπαγάνδα: Πράκτορας της αγγλικής προπαγάνδας, της Aγγλίας. 2. μονομερής, στρεβλή, μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς στόχους: Tο δελτίο ειδήσεων κατάντησε κυβερνητική ~.
Προπαγάνδα (β) ●
Διαφορές δίκαιου λόγου από προπαγάνδα