Ουτοπικές προσεγγίσης στην αρχιτεκτονική σκέψη | Το παράδειγμα του Τ.Χ.Ζενέτου, Ερευνητική Εργασία

Page 1

Ο Υ Τ Ο Π Ι Κ Ε ΣΠ Ρ Ο Σ Ε Γ Γ Ι Σ Ε Ι ΣΣ Τ Η ΝΑ Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ ΗΣ Κ Ε Ψ Η Τ οπ α ρ ά δ ε ι γ µ ατ ο υΤ ά κ ηΧ . Ζ ε ν έ τ ο υ

Κ Ο Λ Λ Ι Α ΣΚ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο ΣΟ Ι Κ Ο Ν Ο ΜΟ ΥΑ Ν Ν ΑΜΑ Ρ Ι ΑΠ Α Ρ Χ Α Ρ Ι ∆ Ο ΥΕ Λ Ι Ν Α Α Π Ρ Ι Λ Ι Ο Σ2 0 1 8



ΟΥΤΟΠΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ |Το παράδειγμα του Τάκη Χ. Ζενέτου|


ΟΥΤΟΠΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ Το παράδειγμα του Τάκη Χ. Ζενέτου

ΚΟΛΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ | ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ | ΠΑΡΧΑΡΙΔΟΥ ΕΛΙΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΛΕΞΗ 2018

Επιβλέπων : Πατρίκιος Γεώργιος, Επ. Καθηγητής ΔΠΘ Σύμβουλοι: Παπαγιαννόπουλος Γεώργιος, Επ. Καθηγητής ΔΠΘ Δενδρινός Σταύρος, Αναπλ. Καθηγητής ΔΠΘ

ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ


Abstract.........................................................................................................10 . 01 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ιστορικό Πλαίσιο | Η Ανάγκη της Κοινωνικής Ουτοπίας.........................11 Ιστορικό Πλαίσιο | Αρχιτεκτονικά Οράματα............................................. 13

02 | SIXTIES YONA FRIEDMAN | 1956............................................................................. 20 ARCHIGRAM | 1960.................................................................................... 23 ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΤΕΣ | 1960................................................................................. 27 ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΚΟΙ-CONSTANT NIEUWENHUYS | 1958.................................. 30 SUPERSTUDIO | 1966.................................................................................... 34

03 | ΤΑΚΗΣ Χ.ΖΕΝΕΤΟΣ Ηλεκτρονική Πολεοδομία | 1952-1971....................................................... 42 Πρώτη Φάση Επεξεργασίας | 1962-1963.................................................. 42 Δεύτερη Φάση Επεξεργασίας | 1966-1969................................................ 43 Τρίτη Φάση Επεξεργασίας | 1969-1974......................................................44 Ο Χρόνος ως Εργαλείο Σχεδιασμού........................................................... 45 Κατασκευαστική Επίλυση του Τρισδιάστατου Συστήματος...................... 46 Παραμετρικά Μεταβαλλόμενο Κέλυφος.....................................................49 Διαδικασίες Μετάβασης...............................................................................54 Σταδιακή Απεδαφοποίηση........................................................................... 56 Νέα Μορφή Κοινωνικότητας....................................................................... 58 Η Έννοια της Μεταφοράς στο Έργο του Ζενέτου...................................... 60 Σχέση Αλληλεπίδρασης του Ερευνητικού με το Υλοποιημένο Έργο........ 62

04 | ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Κριτική Αποτίμηση των «SIXTIES».................................................................. 68 Τι Επιβιώνει από τον Διεθνή Ριζοσπαστισμό του 1960.............................. 72

05 | ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΚΗ Χ.ΖΕΝΕΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

00 | ΠΡΟΛΟΓΟΣ ........................................................................... 7


6


Σύμφωνα με τον Lewis Mumford στο βιβλίο του «Η ιστορία των Ουτοπιών», η ιστορία της ουτοπίας αποτελεί το άλλο μισό της ιστορίας της ανθρωπότητας. Το σκηνικό των δραστηριοτήτων του ανθρώπου ήταν λίγο πολύ πάντοτε το ίδιο, όσες αλλαγές κι αν υπέστη ο πλανήτης με την πάροδο των χρόνων. Παρόλ’αυτά, αυτό είναι μόνο το ένα δεύτερο της ιστορίας μας, αφού ζούμε ταυτόχρονα σε δύο κόσμους: τον εξωτερικό-υλικό και τον εσωτερικό-του μυαλού μας.

«Ο homo sapiens είναι ένας «διχασμένος άνθρωπος». Κατορθώνει να απελευθερώνεται από την καταπιεστική λαβή της πραγματικότητας και να κατευθύνεται προς το άλλο, το ανύπαρκτο. Έτσι, μπορεί να συμπεριφέρεται σκόπιμα ως «πολίτης δύο κόσμων».» - Fred Polak

00 | ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Γιατί είναι απαραίτητο να μιλάμε για την ουτοπία;

Είναι δύσκολο να συλλάβουμε μία κοινωνική τάξη πραγμάτων τόσο πλήρη και ικανοποιητική, ώστε να μην μας κάνει να νιώθουμε την ανάγκη να καταφεύγουμε σε ένα κόσμο φανταστικό, εκεί όπου απαλλασσόμαστε από την καταναγκαστική καθημερινότητα. Δεν χρειάζεται όμως να εγκαταλείψει κανείς τον πραγματικό κόσμο για να εισέλθει σε αυτόν τον πραγματοποιήσιμο κόσμο της ουτοπίας, γιατί πάντα ο δεύτερος ξεπηδά από τον πρώτο. Άλλωστε, από τέτοια αποκυήματα της φαντασίας, που δεν αντέχουν την πραγματική ζωή, αναπτύχθηκαν κατά κύριο λόγο η τέχνη και η λογοτεχνία. Χρησιμοποιώντας την κατοικία ως παράδειγμα της ουτοπίας ανασυγκρότησης , ο Mumford συσχετίζει τις ουτοπικές και τις αρχιτεκτονικές πρακτικές. Μάλιστα, υπερασπίζεται την ουτοπία μέσω των αρχιτεκτονικών σχεδίων: «Είναι παράλογο να ξεφορτωθούμε την Ουτοπία λέγοντας ότι υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Η απάντηση σε αυτό είναι, ότι το ίδιο ακριβώς μπορούμε να πούμε και για τα αρχιτεκτονικά σχέδια ενός σπιτιού, και τα σπίτια αυτά υπάρχουν και παραϋπάρχουν».[1] Η συσχέτιση αυτή, υπαινίσσεται, ότι οι ουτοπίες και τα αρχιτεκτονικά σχέδια αποτελούν και τα δύο επινοήματα της φαντασίας, αλλά μπορούν κάλλιστα να μετατραπούν σε πιθανή πραγματικότητα. Η αρχιτεκτονική είναι μια σύνθετη δραστηριότητα, που οφείλει να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες και συχνά δύσκολες συνθήκες της πραγματικότητας.

1 Mumford ,Lewis. Η ιστορία των ουτοπιών. Θεσσαλονίκη: ΝΗΣΙΔΕΣ, 1998, σελ.25

7


Ωστόσο, υπάρχουν αρχιτέκτονες που αφιερώνουν ένα σημαντικό μέρος του χρόνου τους σε μία σχεδιαστική διερεύνηση δυνατοτήτων και προθέσεων, αναγνωρίζοντας στη γόνιμη φαντασία το άλλο πρόσωπο του ισοπεδωτικού πραγματισμού. Η κατάσταση αυτή, θέτει απευθείας ερωτήματα. Κατά πόσον χρειάζονται οι αρχιτεκτονικές ιδέες, -εκφρασμένες σε σχέδια ή λόγια-, όταν δεν ανταποκρίνονται σε κάποιο υλοποιήσιμο πρόγραμμα; Μπορεί η αναζήτηση της αρχιτεκτονικής να εμπλουτιστεί με στοιχεία της φαντασίας ή θα έπρεπε να υπηρετεί μονάχα το -φαινομενικά- λογικό της πραγματικότητας; Συνήθως δεν αναφερόμαστε σε φανταστική ζωγραφική ή φανταστική μουσική, καθώς κάτι τέτοιο φαίνεται πλεονασμός. Αντίθετα αναφερόμαστε σε «φανταστική» αρχιτεκτονική και πολεοδομία. Ο διαχωρισμός αυτός εμφανίζει δύο προσδιορισμούς της αρχιτεκτονικής: πραγματικής και φανταστικής. Αυτό, ίσως μπορούμε να το εξηγήσουμε με το συλλογισμό, ο οποίος θέλει την αρχιτεκτονική να ταλαντεύεται ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη. Η κατασκευή ενός κτιρίου οφείλει να ικανοποιεί πραγματιστικά και κατασκευαστικά κριτήρια, τα οποία περιορίζουν το πεδίο που δρα η φαντασία του αρχιτέκτονα. Φανταστική λοιπόν, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αρχιτεκτονική, που δεν υπακούει σε λειτουργικές και κατασκευαστικές νομοτέλειες και αισθητικές συμβάσεις, καταλήγοντας σε μορφές συχνά παράδοξες , που μοιάζουν να ανήκουν σε έναν άλλο κόσμο, επινοημένο από την ανεξέλεγκτη φαντασία του αρχιτέκτονα. Από την άλλη μεριά, στην αρχιτεκτονική, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες τέχνες, μεσολαβεί απόσταση μεταξύ της ιδέας και της υλοποίησης. Το αρχιτεκτονικό έργο δεν μπορεί να επιτελέσει τον προορισμό του πριν οικοδομηθεί. Η δημιουργικότητα όμως του αρχιτέκτονα έχει απορροφηθεί πριν από αυτό το στάδιο, στην κατάρτιση σχεδίων που φτάνουν ως το σημείο της λεπτομερούς περιγραφής του έργου. Ενδιαφέρον έχει να κρίνουμε την αρχιτεκτονική που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε με την προοπτική να παραμείνει στο σχέδιο, αντλώντας από τη σχέση της με την πραγματικότητα, αυτή την ουτοπική διάσταση, έστω και αν δεν υλοποιήθηκε, επειδή ξεπέρασε κοινωνικές και οικονομικές, πολιτισμικές και κατασκευαστικές συνθήκες της εποχής της. Οι αναζητήσεις της φαντασίας, μέσα από τη θεωρία, τη σπουδή, ή απλά το παιχνίδι του μυαλού, εμπλουτίζουν το συνθετικό χειρισμό και ενθαρρύνουν τον πειραματισμό και την εξερεύνηση των μορφικών ορίων των ιδεών του αρχιτέκτονα. Παράλληλα, η πραγματικότητα των κατασκευών, προϋποθέτει την ανάπτυξη του φαντασιακού επιπέδου, αποτελώντας ωστόσο και ένα όριο όσον αφορά την υπέρβασή της. Όσο και αν τα όρια που χωρίζουν φαντασία και πραγματικότητα είναι αρκετά σαφή, βρίσκονται παράλληλα και σε διαρκή επικοινωνία. Το πεδίο της φαντασίας δηλαδή, λειτουργεί όταν ο αρχιτέκτονας σχεδιάζει στο πεδίο της πραγματικότητας, και το αντίστροφο. Η υπέρβαση της τεχνικής αναγκαιότητας μπορεί να αποκτήσει νόημα, όταν προτείνονται σχεδιασμοί προσανατολισμένοι στο μέλλον, τεχνικά μη κατασκευάσιμοι, οι οποίοι ωστόσο ανάγουν την τεχνολογία σε πρότυπο ανθρώπινης φαντασίας, κάτι που αντικατοπτρίζεται στο έργο του Buckminster Fuller, των Archigram ή του Ζενέτου. Αντίστοιχα, η υπέρβαση της οικείας λειτουργικότητας μπορεί να αποκτά νόημα με τον κτηριακό ή πολεοδομικό σχεδιασμό, που προτείνει νέες κοι-

8


νωνικές και θεσμικές μορφές, όπως για παράδειγμα στο βιβλίο του Thomas More ή στο έργο του Le Corbusier.

Μεθοδολογία Προκειμένου να κατανοήσουμε την έννοια του φανταστικού, της ουτοπίας μέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, συντάσουμε την ερευνητική μας εργασία με άξονα τη δεκαετία του 1960. Το κείμενο διαρθρώνεται σε τέσσερις κύριες ενότητες. Στο πρώτο μέρος, την “ΕΙΣΑΓΩΓΗ”, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον όρο της ουτοπίας, μέσα από παραδείγματα κοινωνικών οραμάτων, στρεφόμενοι και στην αρχιτεκτονική πρακτική. Αναζητούμε το ρόλο της ουτοπίας στην αρχιτεκτονική σκέψη. Στο δεύτερο μέρος, αναλύουμε και κρίνουμε την εποχή των “SIXTIES” μέσα από συγκεκριμένα έργα ριζοσπαστικών αρχιτεκτόνων -Radicals- που προώθησαν μια πρωτοποριακή σκέψη, παράλληλα με έναν τεχνολογικό ουτοπισμό. Τα παραδείγματα αυτά επιλέχθηκαν ώστε να βοηθήσουν τον παραλληλισμό μας με το έργο του αρχιτέκτονα Τάκη Χ. Ζενέτου. Το τρίτο μέρος , ασχολείται διεξοδικά με το ερευνητικό έργο του “ΤΑΚΗ Χ. ΖΕΝΕΤΟΥ” και τις προεκτάσεις αυτού, στο υλοποιημένο κομμάτι της αρχιτεκτονικής του πορείας. Δίνοντας έτσι μία απάντηση στο τι εν τέλει επιβιώνει από τον διεθνή ριζοσπαστισμό του 1960, στην ελληνική αρχιτεκτονική. Τέλος, μέσω των παραπάνω αναλύσεων, καταλήγουμε στα “ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ” ως κριτική αποτίμηση της δεκαετίας του 1960, όπου αντιπαραβάλλουμε το έργο του Ζενέτου με αυτό των διεθνών ριζοσπαστικών αρχιτεκτόνων, θέτοντας ερωτήματα για το διάλογο των επόμενων αρχιτεκτονικών κινημάτων με τον ριζοσπαστισμό των sixties.


ABSTRACT 10

Why is it necessary to talk about utopia? According to Lewis Mumford, in his book “The history of Utopias”, utopia composes the half of the history of humankind. It is hard to think of a society, so satisfying that doesn’t make us resort to a fantastic field of mind, far away from the obligatory daily routine. Besides, it’s these fictions, that don’t bare real life, which inspired art and literature. Do we need architectural ideas –either expressed with drawings or wordswhen they don’t respond to a materialized program? Can architectural procedure to be enriched with fiction elements or should it serve only the sensible reality? It is interesting to consider of an architecture that started and ended in order to remain on the paper, drawing from the reality its utopian dimension and never managed to be realized, because it surpassed the social, economic, cultural and structural conditions of the present time. In order to understand the connection of utopia with architectural design, we form our thesis, based on the 1960’s decade. The whole text consists of four main sections. In the first part, we are trying to understand the meaning of utopia and its origins. We study the historiographic process of utopia through the centuries, beginning with some initial social visions, such as “Plato’s Republic”, Sir Thomas More’s “Utopia”, and Utopian Socialists’ suggestions. Furthermore, we analyze the role of utopia in the architectural synthesis. This chapter contains some of the well-known architecture movements, such as Futurism, Russian Constructivism, Modernism and we note the basic characteristics of the 1950’s that lead to the radical decade of 1960’s. In the second part, we analyze and criticize the “radical sixties”, choosing some particular radical projects, in order to find out the architectural tools, which made this decade known as avant-garde. There are five architecture offices included in this chapter: Yona Friedman, Archigram, Constant Nieuwenhuys, Superstudio and the Metabolists. This analysis leads us to answer a question set from the beginning of this thesis: What does survive from the radical sixties, in the Greek architectural scene? At this point, we refer to the Greek architect Takis Zenetos, who acted in the years 1960-1974. We mostly deal with his research project “Electronic Urbanism”, in which he visions the future society, talking about cities which form a network, both physical and digital, hanging above the existing urban field. Finally, we make a connection between the materialized work and research study of the architect, showing the radical elements, which appear in his architecture process. Considering all the above, we come up to the final part of the thesis, where we compare the international characteristics of the 1960’s, with the architectural practice of Takis Zenetos. And finally, we search for the elements which inspired the next architectural movements.


Κατά την Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια, ουτοπία είναι «μια ιδανική πολιτεία, που οι κάτοικοί της ζούνε σε τέλειες συνθήκες». Η λέξη «ουτοπία» πολλές φορές συνδέεται με το εξωπραγματικό, το φαντασιακό και το ανύπαρκτο. Αποτελεί ίσως μία ιδέα αντίθετη του πραγματικού κόσμου, η οποία όμως καταφέρνει να τον κάνει υποφερτό, ενισχύοντας τον κόσμο των ιδεών και επαναπροβάλλοντας μια νέα πραγματικότητα. Οι συγγραφείς, τοποθετούσαν αρχικά τις ουτοπίες, σε απόσταση χώρου και όχι χρόνου, σε σχέση με τον τόπο παραμονής τους, ή ακόμα σε κάποια ουράνια πολιτεία ή σε φανταστικά νησιά. Κάθε ιδανική πολιτεία παίρνει τη μορφή και το χρώμα της από την εποχή στην οποία γράφεται. Για παράδειγμα, η Πολιτεία του Πλάτωνα (380π.Χ.) χρονολογείται την εποχή της κοινωνικής αποσύνθεσης, που ακολούθησε τον Πελοποννησιακό πόλεμο και ως ένα βαθμό αντανακλά τις κοινωνικές και πολιτικές απόψεις του. Αντιδρώντας σε παρόμοιες συνθήκες, έγραψε και ο Sir Thomas More την Ουτοπία (1516). Στον ίδιο αποδίδεται και η εφεύρεση του όρου ουτοπία: ου+τόπος, κανένας τόπος. Σκοπός του ήταν να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην παλιά τάξη των πραγμάτων του Μεσαίωνα και στους νέους θεσμούς της Αναγέννησης, μιλώντας για ένα νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα τοποθετημένο στο νησί Ουτοπία. Η νεωτερική εκδοχή της ουτοπίας υπήρξε ωστόσο αρκετά διαφορετική, ώστε να καταφέρει να ξεπεράσει τον υποθετικό , φανταστικό μη-τόπο, και να μπορέσει να ενσωματωθεί στη διαλεκτική της ιστορίας ως προέκταση του παρόντος. Από τον Thomas More και μετά, παρατηρούμε μία πύκνωση των παραδειγμάτων ουτοπικών προσεγγίσεων, ενώ κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης (τέλη 18ου-19ος αι.) αυξάνονται εκθετικά . Την εποχή της Αναγέννησης, η ουτοπική σκέψη είχε δεχτεί ισχυρή ώθηση από τις νέες φιλοσοφικές ιδέες, τη γέννεση των εθνικών κρατών και την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου. Κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, εξίσου σημαντικά γεγονότα τροφοδότησαν τα ουτοπικά οράματα: τα επακόλουθα της Γαλλικής Επανάστασης, η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας και η επεξεργασία σοσιαλιστικών συστημάτων. Η βιομηχανική επανάσταση, με την αύξηση της παραγωγής και την παράλληλη μείωση του κόστους των εμπορευμάτων άνοιξε νέους ορίζοντες και σε πολλούς φάνηκε, ότι θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα της φτώχειας και της ανισότητας. Έτσι, παρατηρούμε, πως ενώ οι ουτοπίες του παρελθόντος είχαν τονίσει την ανάγκη απομάκρυνσης από τα υλικά αγαθά, το πλήθος των ουτοπιών του 19ου αιώνα αναζήτησαν την ευτυχία στις αυξανόμενες υλικές ανάγκες. Το γεγονός αυτό, οδήγησε σε ουτοπικά μοντέλα, αντίθετα μεταξύ τους, από τα οποία μπορούμε παραδειγματικά να αναφέρουμε το έργο του Edward Bellamy και του William Morris. Ο πρώτος, στο έργο του «Looking Backward» (κοιτώντας πίσω) αναζητά την απόλυτη τάξη της κοινωνίας, μέσω ενός καλά οργανωμένου βιομηχανικού συστήματος, σε αντίθεση με τον δεύτερο, ο οποίος, μέσα από το έργο του

01 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ιστορικό Πλαίσιο | Η Ανάγκη της Κοινωνικής Ουτοπίας

εικ.1: εικονογράφηση για την πρώτη έκδοση του βιβλίου του Sir Thomas More, Utopia (1516)

11


«News from Nowhere», προωθεί την επιστροφή στις βασικές ηθικές αξίες και την εξισορρόπηση πόλης και υπαίθρου.

εικ.2: προοπτική του φαλανστηρίου του Fourier

εικ.3: εξώφυλλο του βιβλίου του William Morris, News from Nowhere (1890)

Η επιρροή των Ουτοπικών Σοσιαλιστών στις ουτοπίες του 19ου αιώνα ήταν σημαντική. Owen, Fourier, Saint-Simon , όχι μόνο επηρέασαν με τα θεωρητικά τους γραπτά τις ουτοπίες, αλλά και τα συγκεκριμένα τους σχέδια που αφορούσαν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και «συνεργασιακά χωριά», παραλληλόγραμμα ή φάλαγγας, ενέπνευσαν πολλά χαρακτηριστικά των μεταγενέστερων ουτοπιών.[2] Η ιστορία των ουτοπιών αυτού του αιώνα συνδέεται στενά με τη δημιουργία του σοσιαλιστικού κινήματος, γεγονός που δυσκολεύει τον διαχωρισμό σχεδίων ουτοπικής σκέψης και κοινωνικών οραμάτων. Η λέξη ουτοπία έχασε τη σημασία της, φτάνοντας να σημαίνει το αντίθετο του «επιστημονικού». Λαμβάνει λοιπόν, ένα νέο, μαρξιστικό ορισμό από τον Friedrich Engels, τον οποίο αναφέρει στο έργο του «Ουτοπικός και Επιστημονικός σοσιαλισμός » και ο οποίος γίνεται ευρύτερα αποδεκτός. Ενώ μέχρι τότε «ουτοπία» λεγόταν μία φανταστική ιδανική πολιτεία, που η πραγματοποίησή της ήταν δύσκολη ή ανέφικτη, ο F.Engels διεύρυνε τη σημασία της λέξης, περιλαμβάνοντας όλα τα κοινωνικά σχέδια που δεν αποδέχονται τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, το αναπόφευκτο της ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης.[3] Περνώντας στον 20ο αιώνα ,παρατηρούμε ότι οι προσπάθειες υλοποίησης των ουτοπικών σχεδίων του παρελθόντος μάλλον απέτυχαν. Δημιουργήθηκαν ισχυρά κράτη, τα οποία ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και διανομής, χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν στους πολίτες τους αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Έτσι, η δύναμη του κράτους ως μετασχηματιστής της κοινωνίας αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό. Παράλληλα, φθίνει ακόμα και η πίστη στο αναπόφευκτο της προόδου. Για τους περισσότερους συγγραφείς του 19ου αιώνα, οι επιστημονικές ανακαλύψεις και η βιομηχανική ανάπτυξη ήταν τα βασικά συστατικά της κοινωνικής ευημερίας, όμως οι νεότεροι συγγραφείς, συνυπολογίζουν και τα μειονεκτήματα και τους κινδύνους που ενέχει η πρόοδος.

2 Bernerie, Maria-Luise. Περιήγηση στην ουτοπία. Σκόπελος: ΝΗΣΙΔΕΣ, 1999, σελ.182 3 ό.π. σελ.179

12


Ιστορικό Πλαίσιο | Αρχιτεκτονικά Οράματα Στη δεκαετία του 1920, η έρευνα των «πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων» στρέφεται στην τυποποίηση και βιομηχανοποίηση της κατασκευής κατοικιών με κοινωνικούς στόχους, σε νέους τρόπους οργάνωσης των πόλεων, με μαζική χρήση αγαθών της νέας τεχνολογίας, στο σχεδιασμό και διάδοση ανωτέρων ποιοτικά βιομηχανικών αντικειμένων.

εικ.4: σκίτσο του Antonio Sant’ Elia, από τη La Città Nuova, (1914). Βαθμιδωτές πολυκατοικίες με εξωτερικούς ανελκυστήρες

Η πρώτη ίσως τόσο ευρέως γνωστή εμφάνιση ουτοπικής σκέψης στην αρχιτεκτονική ήταν αυτή των Φουτουριστών. Εξυμνούν την τεχνολογική ανάπτυξη την ταχύτητα και τον δυναμισμό και πιστεύουν ότι η ανάπτυξη θα έρθει μέσω της τεχνολογίας και τον μετασχηματισμό των πόλεων σε πόλεις-μηχανές. Ο κύριος εκφραστής του Φουτουρισμού, Filippo T. Marinetti, εκδίδει το 1909 το φουτουριστικό μανιφέστο που ακολουθείται από το Μανιφέστο της Φουτουριστικής Αρχιτεκτονικής (1914) του Antonio Sant’Elia. Σε αυτά καλούνταν ο αρχιτεκτονικός κόσμος, να απαρνηθεί το φορμαλιστικό παρελθόν και να δημιουργήσει ένα δυναμικό μέλλον με κεντρικό άξονα την ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ανάδειξη της μηχανής ως μέσο προόδου της κοινωνίας .[4] Αν και η διάρκεια ζωής του φουτουρισμού ήταν ιδιαίτερα μικρή φαίνεται, πως επηρέασε ιδιαίτερα το Μοντέρνο Κίνημα, δίνοντας ώθηση προς τη δημιουργία και το καινούριο. Επιπλέον, ενίσχυσαν την εμμονή με τη μηχανή,η οποία, με μία μεταφορική έννοια του τρόπου λειτουργίας της πόλης θα μπορέσει να αντιπροσωπεύσει την πραγματική κίνηση στο κτήριο. Παράλληλα, στην προεπαναστική Ρωσία συναντάμε το Ρώσικο Κονστρουκτιβισμό (1910-1930). Όλη η κοινωνική ανησυχία εκείνης της περιόδου βρίσκει σε αυτήν τον εκφραστή της . Οι καλλιτέχνες-αρχιτέκτονες της περιόδου θέλουν να αφήσουν πίσω τους το παρελθόν και τους συμβολισμούς και έτσι αναζητούν καινοτόμες μορφές έκφρασης και σύνδεση μεταξύ των τεχνών. Κύριο χαρακτηριστικό τους, είναι η χρήση προηγμένης τεχνολογίας και βιομηχανικών υλικών (μετάλλο, γυαλί) τόσο στα σχέδια όσο και στα υλοποιημένα κτίριά τους. Πιστεύω τους είναι ότι η βιομηχανία πρέπει να τεθεί στην υπηρεσία της κοινωνίας προσφέροντας φθηνά, όχι μόνο χρηστικά αντικείμενα καλής ποιότητας, αλλά και σπίτια. Όλα αυτά, γίνονται υπό ένα σοσιαλιστικό πλαίσιο μια ιδανικής ουτοπικής κοινωνίας και θα οδηγήσουν στην Ρώσικη επανάσταση (1917). Σταδιακά, στη δεκαετία του 1930, μέσα από την πίεση της μεγάλης οικονο-

εικ.5: Μ.Μπάρστς & Β.Βλαντιμίροφ. Αξονομετρικό σχέδιο για συλλογική κατοικία (Ντομ-Κομμούνα) 1.680 κατοίκων (1929)

4 Γκιμίσης Δημήτριος και Κωνσταντίνου Αδάμ Κωνσταντίνος. Κινητική αρχιτεκτονική- Προσαρμογή σε ένα δυναμικό περιβάλλον. 2012, σελ.13

13


μικής κρίσης, την άνοδο του φασισμού, τις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, ο προβληματισμός συρρικνώνεται. Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, ξεκινά μία νέα εποχή που για μια εικοσιπενταετία (μέχρι συμβολικά το 1968) θα εφαρμόσει επιλεκτικά και μονοσήμαντα στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία τις πρωτοποριακές ιδέες του μεσοπολέμου, που θα υπηρετήσουν τη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, αλλά και την καταναλωτική κοινωνία, πραγματοποιώντας τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας και του Κοινωνικού Κράτους.

εικ.6: Le Corbusier. Ville Radieuse. Σχέδιο γενικής διάταξης (1931)

εικ.7: Le Corbusier. Σχέδιο Voisin για το Παρίσι. Πρόπλασμα (1922-1925)

Κοινός παρονομαστής όλων των κινημάτων που εμφανίζονται στην αρχιτεκτονική είναι ο στόχος για αναβάθμιση της κοινωνίας και της ζωής στην πόλη, με τη συνδρομή της βιομηχανίας. Επίσης, αρχίζει να κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα μορφολογικά πρότυπα έπρεπε να εφευρεθούν και να συντεθούν σε αντιδιαστολή με τα μέχρι τότε επικρατούντα πρότυπα, που χαρακτηρίζονταν «ακαδημαϊκά». Με αυτά τα χαρακτηριστικά ως βάση, αναπτύσσεται το Μοντέρνο Κίνημα. Ο Le Corbusier, ίσως ο σημαντικότερος αρχιτέκτονας του 20ου αιώνα, εξέφρασε με τον σαφέστερο τρόπο τις ουτοπικές εκφάνσεις του μεσοπολεμικού πολεοδομικού μοντερνισμού. Οραματίστηκε στο πλαίσιο του «μηχανοκρατούμενου πολιτισμού» έναν κόσμο κοινωνικής και περιβαλλοντικής αρμονίας με κορυφαία λειτουργική και συμβολική έκφανση τη σύγχρονη μεγαλούπολη, εύτακτα προσχεδιασμένη, απαλλαγμένη από τις δυσμενείς συνθήκες που είχαν δημιουργήσει η πληθυσμιακή διόγκωση και η εισβολή της μηχανής στα αστικά κέντρα του 19ου αιώνα. Με το πέρας και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αρχίζει ξανά η έντονη τεχνολογική πρόοδος. Τέλη της δεκαετίας του '40 έχουμε την κατασκευή του πρώτου υπολογιστή και σχεδόν 10 χρόνια μετά η Ρωσία στέλνει τον πρώτο δορυφόρο στο διάστημα. Κατά τη δεκαετία του 1950, σημειώθηκε έντονη τεχνολογική έξαρση, κυρίως στους τομείς της πτήσης και του διαστήματος. Με την κατασκευή των πρώτων αεροσκαφών και το γεγονός, ότι η πτήση άρχισε να γίνεται προσιτή στο ευρύ κοινό, υλοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό η ουτοπία της πτήσης. Η τελευταία, υποσχόταν, όχι απλώς την εναέρια συγκοινωνία, αλλά και την αποδέσμευση από την κίνηση στο έδαφος και την κατά βούληση τρισδιάστατη κίνηση στο χώρο. Οι προσδοκίες της τεχνολογικής ουτοπίας, μορφοποιήθηκαν μέσα από το φανταστικό σχεδιασμό. Ο φανταστικός σχεδιασμός είναι αυτός, που αντιμετωπίζει πρώτος τον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών στη διαμόρφωση του αστικού χώρου. Η αρχιτεκτονική πρακτική ωστόσο, φαινόταν να έχει μείνει πίσω σε σχέση με την τεχνολογική εξέλιξη. Η αρχιτεκτονική του μοντέρνου κινήματος κατά τη δεκαετία του 1950 δεν κατάφερε να υλοποιήσει τις υποσχέσεις των κύριων εκφραστών του. Τα κτήρια δεν είχαν γίνει «μηχανές για να ζούμε». Η τεχνολογία δεν είχε εισέλθει στον τομέα της κατασκευής. Τα κτήρια δεν είχαν ωφεληθεί από τη βιομηχανοποιημένη παραγωγή, όπως άλλοι τομείς. Οι κλασικές μέθοδοι κατασκευής, οδηγούσαν σε πόλεις άκαμπτες, που κατέπνιγαν τις ανθρώπινες δραστηριότητες, αντί να τις αναδεικνύουν και να τις προωθούν. Η καθαρότητα του μοντέρνου σχεδιασμού δεν βελτίωσε το αστικό περιβάλλον. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα, το οποίο είχε εντοπιστεί και από το μοντέρνο

14


κίνημα. Οι αντιπροτάσεις, εστίασαν στον εξαρχής σχεδιασμό νέων αστικών κέντρων που ανταποκρίνονταν σε διαφορετικά κοινωνικά μοντέλα. Οι πόλεις αυτές φαίνονταν να στοχεύουν στη βελτίωση των βιοτικών συνθηκών μέσα από την ανάκτηση της επαφής με το περιβάλλον, το διαχωρισμό των χρήσεων και τον κεντρικό σχεδιασμό των κτηρίων. Πέρα από το γεγονός, ότι δεν επέλυαν τα προβλήματα των υπαρχόντων αστικών κέντρων, οι προσεγγίσεις αυτές οδηγούσαν σε άκαμπτες αστικές επιλύσεις που γρήγορα θα υστερούσαν σε σχέση με τα διαρκώς μεταλλασσόμενα κοινωνικά δεδομένα και οι οποίες γρήγορα θα οδηγούσαν στην υποβάθμιση των βιοτικών συνθηκών, ενώ ταυτόχρονα να άφηναν ανεκμετάλλευτο το τεχνολογικό δυναμικό της εποχής.[5] Παρουσιάστηκαν όμως αρχιτέκτονες, υποστηρικτές της τεχνολογικής ουτοπίας, οι οποίοι αμφισβήτησαν την ίδια την υπόσταση της αρχιτεκτονικής και διαμόρφωσαν έναν αντίλογο, χρησιμοποιώντας τις αρχές και τις δομές της διαστημικής τεχνολογίας. Έναν εναλλακτικό τρόπο δόμησης και αντίληψης της αρχιτεκτονικής και της τεχνολογίας. Η πόλη του μέλλοντος, όπως αυτή είναι αντιληπτή μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βασίζεται στη μηχανοκίνητη μετακίνηση, επίγεια και εναέρια. Η μεγέθυνση των αστικών κέντρων, που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα εκμηδενισμού του χρόνου μετακίνησης, οδήγησαν στη διαμόρφωση της εικόνας της μητροπολιτικής μεγαλούπολης. Χαρακτηριστικά είναι τα πολυσύνθετα αστικά τοπία με τους ουρανοξύστες, τις αμέτρητες γέφυρες, τους αυτοκινητόδρομους σε πολλά επίπεδα και την πανταχού παρουσία των αεροσκαφών.

εικ.8: R.Buckminster Fuller. Σχέδιο για έναν γεωδετικό θόλο πάνω από το κέντρο του Μανχάταν (1962)

Η φουτουριστική – ουτοπιστική αντίληψη για την πόλη αντανακλάται σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’60. Πρώτος μεταπολεμικός της διδάξας είναι ο Αμερικανός Richard Buckminster Fuller , ο οποίος το 1962 προτείνει την κατασκευή ενός γιγάντιου «γεωδαιτικού θόλου» για την κάλυψη περιοχής 50 οικοδομικών τετραγώνων του Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Λιγότερο απλοϊκές μορφές δημιουργούν οι Ιάπωνες μεταβολιστές, μια νεοσύστατη ομάδα αρχιτεκτόνων το 1960 (Kikutake | Maki | Kurokawa | Isozaki), που πρεσβεύει τον «σχεδιασμό συστημάτων» (system planning) ανοιχτών σε αλλαγές και μελλοντική ανάπτυξη. Μια άλλη έκφανση της ίδιας τάσης εμφανίζεται στο Παρίσι, με πόλο συσπείρωσης το GEAM (1957-1965), με βασικό εκπρόσωπο τον Ισραηλινό Yona Friedman. Το σχέδιό του «Ville Spatiale» προβλέπει την ανέγερση ενός νέου αστικού χωρικού πλέγματος, που θα αναπτύσσεται πάνω από την υπάρχουσα πόλη και θα αποτελείται από ένα γιγαντιαίο σκελετό ύψους 6 μέχρι 20 ορόφων, στηριγμένο σε τεράστιους πυλώνες σε απόσταση 6-25 μέτρα. Στα διάκενα του σκελετού τοποθετούνται οι οικιστικές μονάδες που εικ.9: R.Buckminster Fuller. Dymaxion House (1927)

5 Αλέξανδρος Παπαδιάς. Συμβολικά συστήματα του σχεδιασμού: Η φανταστική εικονογραφία και η σχεδιαστική πρακτική τον 20ό αιώνα. ΕΜΠ διδακτορική διατριβή, σελ.372

15


αναπτύσσονται στη βάση ενός ενιαίου μετρικού συστήματος (modul). Η λογική της κατά βούληση εξάπλωσης δικτυακών δομών εμφανίζεται και στους πολεοδομικούς οραματισμούς των δύο ιταλικών ομάδων : Superstudio και Archizoom. Τα σχέδια για το «συνεχές μνημείο»(Monumento continuo,1969) του Superstudio και της «αέναης πόλης» (Non-stop city, 1970) των Archizoom, αναπαράγουν την ιδέα ενός ομογενούς και ισότροπου χώρου ως πλαισίου ανάπτυξης παγκοσμιοποιημένων πλέον οικονομικών δομών και κοινωνικών σχέσεων , ο οποίος αποδεικνύεται εφιαλτικός. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, μία πρωτοβουλία από καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες και πολιτικούς στοχαστές συγκροτείται γύρω από το περιοδικό «Internationale Situationiste» και έχει σαν βασικό στόχο την παρέμβαση στη συζήτηση για τη σύγχρονη πόλη. Οι αρχιτεκτονικές-πολεοδομικές προτάσεις των σιτουασιονιστών, με κορυφαία έκφραση τη «Νέα Βαβυλώνα» του Constant, αποτελούν την πιο θεμελιακή κριτική στον ντετερμινισμό του μοντέρνου κινήματος, αλλά ταυτόχρονα πρόταση εξόδου από τις αλλοτριωτικές λειτουργίες της κοινωνίας της κατανάλωσης, εισάγοντας για πρώτη φορά τη συμμετοχική λογική στις διαδικασίες παραγωγής περιβάλλοντος. Η ιδέα της πόλης –μηχανής επανεμφανίζεται στα φανταστικά σχέδια της αγγλικής ομάδας Archigram (1961). Χρησιμοποιώντας διαστημική εικονογραφία, με δανεισμούς από το στυλ των κόμικς, οι Archigram προαναγγέλλουν την είσοδο στην εποχή του «δεύτερου τεχνολογικού πολιτισμού».

εικ.10: Guy Debord. Society of Spectacle. Εξώφυλλο της έκδοσης του 1983

16


Στην πόλη του μέλλοντος, το υλικό αντικαθίσταται από το άυλο της πληροφορίας. Ο αυτοματισμός που υπάρχει στην παραγωγική διαδικασία, συμβάλλει στη δημιουργία νέων μορφών κατοίκησης, ευέλικτων και μεταβαλλόμενων. Στα ελληνικά δεδομένα, ο Τάκης Ζενέτος, έχοντας αντιληφθεί, αυτή τη σταδιακή μετάβαση σε μια νέα κατάσταση, παρουσιάζει μια σειρά μελετών που είναι γνωστές ως «Ηλεκτρονική Πολεοδομία». Μέσα από αυτές διαμορφώνονται προτάσεις για τη μορφή της πόλης, έτσι ώστε αυτή, να ανταποκριθεί στις εξελισσόμενες κοινωνικές δομές. Προσθέτει μια νέα διάσταση στην πολεοδομία, αυτή του χρόνου. Το επιτυγχάνει μέσω των «τηλε-ενεργειών», καθώς έτσι μειώνει την ανάγκη για μετακινήσεις.

“…η πόλη του μέλλοντος αποτελεί τον κατεξοχήν τόπο της αφηρημένης τριτογενούς εργασίας που προδιαγράφει τη μεταβιομηχανική εποχή. Η αναδιοργάνωση της εργασίας (“τηλέ-εργασία”) συνιστά ιδρυτικό αξίωμα της ορθολογικής διάταξης της πόλης και πρόλογο κάθε μετασχηματιστικής υπόθεσης. Ενάντια στην προαστιακή αποσπασματικότητα των “κηπουπόλεων” και την επίσης ουτοπία της ατέρμονης οικοδόμησης, ο Ζενέτος διαγνώσκει το τέλος όλων των προηγούμενων πόλεων εργασίας και παραγωγής και θέτει το πρόβλημα μιας “πόλης-μηχανής”, η οποία σα μηχανή μπορεί να αναπαραχθεί το διηνεκές.” Γ. Τζιρτζιλάκης, Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου, Η ελληνική εμπειρία, 1992 Ο Ζενέτος, έχοντας βαθειά πίστη στις τεχνολογίες της πληροφορίας, θέτει τη διακίνηση της πληροφορίας σαν βασικό στοιχείο του συστήματος του και ανατρέπει την μοντέρνα πολεοδομία, όπως εκφράστηκε από το CIAM. Στις μελέτες του, διακρίνονται αναλογίες με το διαστημικό σύστημα ικριώματος και κάψουλας, ενώ εμφανίζονται κάποια κοινά σημεία με τη Ville Spatiale του Yona Friedman, τη New Babylon του Constant, την Plug In City των Archigram και το έργο των Μεταβολιστών. Φαίνεται ότι μέσα από το έργο των πρωτοπόρων της αρχιτεκτονικής θεωρίας των δεκαετιών του 1950 και του 1960, η αρχιτεκτονική μετατρέπεται από μνημειακό έργο, σε ευέλικτο σύστημα υποδομών, το οποίο φιλοξενεί την ανθρώπινη δραστηριότητα, μέσα σε εφήμερες, αναλώσιμες και εναλλάξιμες κάψουλες.

17


02 | SIXTIES

Στο ιστοριογραφικό πλαίσιο, έως το τέλος του 1960, παραμένει μία γραμμική θεώρηση της «συνέχειας» μιας μοντέρνας παράδοσης ή ρήξης με αυτή. Μια αποφασιστική αλλαγή πλεύσης θα παρατηρηθεί μόνο από τις αρχές της δεκαετίας ’70 και μετά. Συμβολικό όριο είναι το 1968, ενώ αμέσως μετά καταγράφεται η εισαγωγή της έννοιας της πολυπλοκότητας και του πλουραλισμού, αντίστοιχη με την πολυπλοκότητα , τον πλουραλισμό και την αποσπασματικότητα της αρχιτεκτονικής πρακτικής. Κυρίαρχο φυσικά είναι πλέον το φαινόμενο του μεταμοντέρνου.[6] Οι εξελίξεις που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της τεχνοκρατικά ουτοπικής δεκαετίας των 1960 συνδέονται με ευρύτερα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ,η Δύση εισέρχεται σε μία μετα-βιομηχανική περίοδο . Παρατηρείται δηλαδή η μετάβαση από τις κοινωνίες της παραγωγής, στις κοινωνίες των υπηρεσιών. Η αρχιτεκτονική διανύει μια φάση πρωτόγνωρου πλουραλισμού με κυριότερο χαρακτηριστικό μια νέα ανθρωπολογική προσέγγιση της βιώσιμης κατασκευής στο χώρο, ενώ την ίδια στιγμή ολοκληρώνεται η εμπειρία του CIAM (Otterlo, 1959). Εισερχόμαστε δηλαδή σε μία φάση μετά το μοντέρνο, που δεν έχει ωστόσο καταργήσει το διάλογο με αυτό. Και όλα αυτά, μέσα από την οπτική μιας σχεδόν επαναστατικής εξέλιξης της έννοιας της τυπολογίας, μέσω υιοθέτησης μοντέλων οικουμενικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Αντρέα Γιακουμακάτο, στο άρθρο του «Αναγωγές μιας επετείου»,2006 : «Ο αγγλοσαξονικός κόσμος θα διαμορφώσει και θα επιβάλλει μία στάση φυγής από τα πιεστικά προβλήματα σχετικά με το θέμα της ανάπτυξης, σε πλανητικό επίπεδο, κατά τη διάρκεια του 1960, μετατρέποντας την τη διαχείριση των πολιτικών προβλημάτων σε ένα ζήτημα γλωσσικού ιδιώματος , σε ένα ζήτημα πολλαπλών κωδίκων «συσκευασίας» ή «εικονογράφησης» για άμεση πρόσληψη και κατανάλωση. Οι αντοχές της Δύσης, μετά τις αλλεπάλληλες εκρήξεις με αποκορύφωμα το 1968 είχαν πλέον εξαντληθεί. Η μεταλλαγή των συνειδητοποιημένων πολιτών σε ομογενοποιημένους καταναλωτές των shopping malls σχηματοποιείται και επιβάλλεται συστηματικά και σε παγκόσμια κλίμακα, παράλληλα με την επικράτηση της λαϊκιστικής ρητορικής της μεταμοντέρνας κουλτούρας, από τις αρχές του 1970 και μετά.»

6 Γιακουμακάτος, Αντρέας. Αναγωγές μιας επετείου. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.41

18


Συνεπώς, μέσω των παραδειγμάτων που θα αναλύσουμε παρακάτω, επιδιώκουμε να τονίσουμε την ηθική διάσταση της δεκαετίας του 1960, ως επιστροφή στον ντετερμινισμό μίας συνεκτικής πολιτικής κοινωνίας, ικανής να αντιμετωπίσει τον ρελατιβισμό της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας. Και ακόμα ,δείχνοντας ότι η εμπειρία της δεκαετίας των sixties παραμένει ισχυρή, θέτοντας ερωτήματα ως προς την σχεδιαστική , αλλά και κοινωνικοπολιτική αντιμετώπιση των θεμελιωδών αιτημάτων της σύγχρονης κοινωνίας.

εικ.11: φωτογραφία από διαδήλωση το Μάιο του 1968. Τα γεγονότα ξεκίνησαν από κινητοποιήσεις των Γάλλων μαθητών και φοιτητών, επεκτάθηκαν με γενική απεργία των Γάλλων εργατών και τελικά οδήγησαν σε πολιτική και κοινωνική κρίση, που άρχισε να παίρνει διαστάσεις επανάστασης και οδήγησε στη διάλυση της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης και την προκήρυξη εκλογών από τον τότε πρόεδρο Σαρλ Ντε Γκωλ.

19


YONA FRIEDMAN | 1956 Πρόκειται για έναν αρχιτέκτονα και πολεοδόμο, ο οποίος αμφισβήτησε τον μέχρι τότε τρόπο σχεδιασμού των πόλεων, καθώς τις θεωρούσε στατικές και άκαμπτες. Υποστήριζε, ότι τα κτήρια θα έπρεπε να μπορούν να μετασχηματιστούν και να ανανεωθούν. Επηρέασε τα γεγονότα της εποχής ιδίως μετά τη συμμετοχή του στο 10ο CIAM. (1956)

εικ.12: Yona Friedman. Vile Spatial (1958)

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο μοντερνισμός άρχισε να δέχεται σφοδρή κριτική κυρίως στο πολεοδομικό κομμάτι. Από τους σημαντικούς επικριτές του ήταν και ο Yona Friedman. Σύμφωνα με τον Friedman ο μοντερνισμός παρήγαγε στατικά και απόλυτα πολεοδομικά σχέδια και δεν μπορούσε να ενσωματώσει τις αλλαγές της εποχής, τόσο τεχνολογικά όσο και κοινωνικά. Οι διαφωνίες απέναντι στον μοντερνισμό εκφράστηκαν στο 10ο CIAM. Ο Yona Friedman και ορισμένοι ακόμα αρχιτέκτονες , χαρακτήρισαν τον μοντερνισμό ξεπερασμένο και δημιούργησαν σχίσμα στο CIAM. Τότε ήταν που ο Friedman παρουσίασε την πρότασή του για την «Κινούμενη Πόλη». Αργότερα, στα τέλη του 1957, δημιουργεί την Ομάδα Μελέτης της Κινητής Αρχιτεκτονικής (GEAM) με μανιφέστο το βιβλίο του «Η Κινητή Αρχιτεκτονική». Η ιδέα της «Κινητής Αρχιτεκτονικής» συμπληρώνεται με την πρότασή του για την αναρτημένη «Χωρική Πόλη» (Ville Spatiale). Μέσα από το «Πρόγραμμα για μια Κινητή Αρχιτεκτονική» παρουσιάζει τις συνθήκες που δυσκολεύουν τη σύγχρονη πολεοδομία και που ο μοντερνισμός δεν έχει δώσει λύση, καθώς και τα προβλήματα τα οποία προκύπτουν. Κύριοι άξονες προβληματισμού είναι τα κυκλοφοριακά προβλήματα ,τώρα που η μετακίνηση με αυτοκίνητο ολοένα και αυξάνεται και ότι η αύξηση του πληθυσμού που δεν προβλέπεται από τους πολεοδόμους με αποτέλεσμα να στριμώχνονται οι οικογένειες μέσα στα άκαμπτα σπίτια τους. Επίσης παρατηρεί την αύξηση των ενοικίων, που οδηγεί σε αποκομμένους πληθυσμούς από τη ζωή στην πόλη και την συνεχή απόκλιση ανάμεσα στην πόλη και το σχέδιο πόλεως, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι επιτυχημένα τα σχέδια και δεν αφήνουν ελεύθερους χώρους ζωής και διαμόρφωσης από τους κατοίκους. Ο Friedman, παρακολουθώντας τα παραπάνω, τις εξελίξεις της τεχνολογίας και τις συνεχείς αλλαγές της καθημερινής ζωής, γίνεται υπέρμαχος της δυνατότητας μεταβολής και μετασχηματισμού κάθε δημιουργίας, κτηρίου και πόλης και αναφέρει χαρακτηριστικά: «οι πόλεις δεν ακολουθούν σχέδια…

20


οι άνθρωποι τις αναδιοργανώνουν καθημερινά μέσα από τη συμπεριφορά τους. Το τοπίο της πόλης και οι συμπεριφορές προσαρμόζονται αμοιβαία». Για την πραγματοποίηση των αρχών αυτών, η GEAM στρέφεται προς την εξέλιξη των μεταβλητών κατασκευαστικών στοιχείων (τοίχων, οροφών κτλ), την εξέλιξη ευμετάβλητων δικτύων εφοδιασμού με ενέργεια, νερό και εξουδετέρωση απορριμμάτων και τέλος την εξέλιξη μεγαλύτερων πολεοδομικών ενοτήτων χώρου (π.χ. πλωτά κτίσματα, κτίσματα συνδεόμενα με γέφυρες) Τη μελέτη του Friedman και της GEAM για την Κινητή Αρχιτεκτονική ήρθε να πλαισιώσει και να ενισχύσει, ως χωρικό παράδειγμα, η Ville Spatiale. Η τελευταία, αφορούσε το σχεδιασμό μιας πόλης με τρισδιάστατη χωροδομή, αναρτημένης σε υποστυλώματα που απείχαν 60 μέτρα μεταξύ τους. Στα κενά που δημιουργούνται, ο Friedman τοποθετεί όλες τις λειτουργίες μιας σύγχρονης πόλης όπως κατοικίες, χώρους εργασίας και δημόσιους χώρους. Έχοντας αναφέρει ως μεγάλο πρόβλημα των σημερινών πόλεων την αύξηση της κυκλοφορίας, σχεδιάζει ειδικούς άξονες κίνησης που διατρέχουν την κατασκευή. Ταυτόχρονα, προκειμένου να υπάρχει επαφή των ανθρώπων με την καλλιέργεια προβλέπονται ζώνες καλλιέργειας της αναρτημένης γης. Όλο αυτό, βασίζεται στη λογική, ότι θα αυξηθεί η διαθέσιμη επιφάνεια των πόλεων και επιπλέον θα απελευθερωθεί η επιφάνεια της γης από τις πόλεις και τα κτίσματα. Με αυτό τον τρόπο, επιτυγχάνεται η δημιουργία χώρων πρασίνου, στοιχείου που λείπει από τις νέες πόλεις, καθώς σύμφωνα με τα νέα δεδομένα η επιφάνεια της γης παραμένει ανεπηρέαστη από τις πόλεις. Ταυτόχρονα αποφεύγει τις κατεδαφίσεις μεγάλης κλίμακας στα παλαιότερα κομμάτια της πόλης, κρατώντας τον χαρακτήρα και την παράδοσή της, αφού ουσιαστικά δημιουργεί μία δεύτερη αναρτημένη πόλη πάνω από την υπάρχουσα. Στην πρόταση της Χωρικής Πόλης βλέπουμε ουσιαστικά μια αναρτημένη πόλη που εκτείνεται, τόσο πάνω από υπάρχουσες πόλεις, όσο και πάνω από ακατοίκητες περιοχές. Τα χαρακτηριστικά αυτής της πόλης είναι το ευμετάβλητο σύστημα της, αφού τα μέρη της θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν και να διαμορφωθούν διαφορετικοί χώροι ανάλογα με τις επιθυμίες του χρήστη, οι ξεχωριστοί κυκλοφοριακοί άξονες που αποσυμφορίζουν και εξυπηρετούν την πόλη και η μηδενική επαφή της με το επίπεδο του εδάφους, γεγονός που αφήνει να αναπτυχθούν παντού χώροι πρασίνου και ταυτόχρονα διατηρεί το χαρακτήρα και την παράδοση της υπάρχουσας πόλης. Πέρα από τις κοινωνικές προεκτάσεις που έχει η πρόταση αυτή, θίγει καίρια σημεία της αρχιτεκτονικής σκέψης και πρακτικής. Καταρχήν, ορίζει το ρόλο του αρχιτέκτονα σε εντελώς νέο πλαίσιο, όχι σαν πρωταγωνιστή στη διαμόρφωση του χώρου, αλλά σαν ένα πάροχο δυνατοτήτων και ιδεών. «Ο σχεδιασμός καθίσταται ανεκτός, επειδή δεν είναι οριστικός και η δυνατότητα διόρθωσης και πειραματισμού είναι ακόμα εκεί». Ο σκοπός του σε κάθε περίπτωση, ήταν η δημιουργία ενός καλύτερου περιβάλλοντος για τον άνθρωπο. Μέσω αυτής της προσέγγισης, ο Friedman, τονίζει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής και επιχειρεί παράλληλα να απομακρύνει τη μνημειακότητά της.

εικ.13: Yona Friedman. Vile Spatial (1958)

εικ.14: Yona Friedman. Vile Spatial (1958)

εικ.15: Yona Friedman. Vile Spatial (1958)

21


εικ.16: Yona Friedman. Vile Spatial (1958)

εικ.17: Yona Friedman. Vile Spatial (1958)

22


ARCHIGRAM | 1960

εικ.18: Peter Cook. Archigram, The True Story Told by Peter Cook

Η ομάδα Archigram δημιουργήθηκε το 1960 και ήταν μια ένωση νεαρών βρετανών αρχιτεκτόνων, οι οποίοι μέχρι το 1974, συνεργάστηκαν συστηματικά ως ομάδα ανεξάρτητων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων. Αποτέλεσαν μια αρχιτεκτονική ομάδα, που αντιτάχθηκε στον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο παράγεται η αρχιτεκτονική. Εξέδιδαν το ομώνυμο περιοδικό, του οποίου κάθε τεύχος αποτελούσε ένα μανιφέστο. Στις σελίδες του έβρισκε κανείς comic strips, αλλοπρόσαλλες γραμματοσειρές και σελιδοποίηση, ποιήματα και κοφτές σαν σε τηλεγράφημα δηλώσεις. Το πρώτο τεύχος, παράχθηκε το 1961 σε 300 μόλις αντίτυπα, αποτελώντας στην ουσία φύλλο διαμαρτυρίας. Εξαρχής, διατηρούσαν μια επικριτική στάση απέναντι στο μοντερνισμό, καθώς θεωρούσαν, πως ο φορμαλισμός που αυτός προσέφερε και η αισθητική, θα παγίδευε τους νέους αρχιτέκτονες σε μια αρχιτεκτονική δίχως όραμα και θα τους οδηγούσε σε δεδομένες σχεδιαστικές λύσεις. Αντίθετα οι ίδιοι ήταν υποστηρικτές του πειραματισμού και της αρχιτεκτονικής του μέλλοντος. Αυτό διακρίνεται και από το γεγονός, ότι επικροτούσαν την κινητή αρχιτεκτονική και τη χρήση της υψηλής τεχνολογίας για την ανακατασκευή των πόλεων. Δημιουργούσαν υποθετικά project, στα οποία πρότειναν καταναλωτικές πόλεις, οι οποίες αντλούσαν άπειρες πρώτες ύλες, θεωρώντας ότι τα αποθέματα θα είναι ατέρμονα και θα μπορούν να τροφοδοτούν απεριόριστα τις ανθρώπινες καταναλωτικές ανάγκες. Ασχολήθηκαν επίσης με τις κάψουλες διαβίωσης και με τις κινητές δομές, οι οποίες μέσα από υψηλής τεχνολογίας ελαφριές κατασκευές θα δημιουργούσαν μια υπερκατασκευή διαβίωσης. Η λογική της ομάδας άλλαξε στις αρχές του 1970, όταν οι αρχικές παρορμήσεις περί υπερκατασκευών, έδωσαν τη θέση τους σε πολύ μικρότερες τεχνολογικές παρεμβάσεις στον αστικό χώρο, στον οποίο είχαν κυριαρχήσει τα μοντέρνα κτήρια. Αυτή η λογική όμως, εν τέλει οδήγησε την ομάδα στο να ασχολείται περισσότερο με ειρωνικές εκδοχές της επιστημονικής φαντασίας, παρά στο να σχεδιάζει λύσεις, που θα ήταν πράγματι ικανές να πραγματοποιηθούν και να αφομοιωθούν από την κοινωνία. Οραματίζονταν την πόλη ως κάτι που θα υποστηρίζει το νομαδικό τρόπο ζωής ως κυρίαρχη κοινωνική δύναμη. Η κατανάλωση, το lifestyle, οι διαστημικές αποστολές και η παροδικότητα έγιναν η νέα πραγματικότητα για αυτούς. Σύμφωνα με τους ίδιους, μέσω των ακραίων πολλές φορές προτάσεών τους, απώτερος σκοπός τους πάντα, ήταν να εγείρουν προβληματισμούς και να δημιουργούν συζητήσεις γύρω από το θέμα κυρίως της κατοίκησης. Ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές προτάσεις τους είναι οι εξής: Living City Πρόκειται για ένα έργο, το οποίο παρουσίασαν στο Λονδίνο και αποτέλεσε μανιφέστο για τις απόψεις τους. Παρουσίαζε την πόλη ως ένα ζωντανό οργανισμό. Η πόλη αυτή, αντί να αποτελεί άκαμπτο τοπίο στο οποίο θα δημιουργηθούν ορισμένες καταστάσεις και στο οποίο οι άνθρωποι θα κληθούν να προσαρμοστούν, αντίθετα θα είναι οργανωμένη με τέτοιο τρόπο, ώστε

23


να μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να μετασχηματιστεί προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του ανθρώπου. Plug in City| Peter Cook|1964

εικ.19: Peter Cook. Plug-In-City (1964)

Είναι ίσως, από τα πιο γνωστά έργα του Peter Cook, με το οποίο κριτικάρει τον παρωχημένο τρόπο που λειτουργεί το φουνξιοναλιστικό κτήριο του μοντερνισμού. Πρόκειται ουσιαστικά, για το αποτέλεσμα της προσπάθειάς των Archigram, να συμπυκνώσουν τις ιδέες που είχαν αναφορικά με τις πόλεις τα χρόνια 1962 με 1964. Εμπνεόμενοι από τα φουτουριστικά σχέδια του Sant’ Elia και με βάση τις προτάσεις των Fuller και Friedman, προτείνουν την Plug in City, μια οραματική αστική υπερκατασκευή που εμπεριέχει κατοικίες, προσβάσεις και εναλλακτικές παροχές για τους κατοίκους της. Με πρόθεση να υποστηρίξουν και να ενθαρρύνουν τις αλλαγές τις οποίες επιβάλλει ο γρήγορος τρόπος ζωής, δημιουργούν κτηριακές μονάδες για τη διαβίωση, την εργασία, την εκπαίδευση και τη διασκέδαση. Η κάθε μονάδα, έχοντας διαφορετική διάρκεια ζωής, θα μπορεί να προσαρμόζεται πάνω σε έναν άξονα με γερανούς, σχεδιασμένο με πρόβλεψη χρόνου ζωής τα σαράντα χρόνια. Η δομή αυτή, θα ενώνει υπάρχοντα αστικά κέντρα, σχηματίζοντας πυκνότερες, ή πιο αραιές συστάδες στοιχείων, ανάλογα με τις επιλογές εγκατάστασης των χρηστών. Αυτή η ευέλικτη και ταυτόχρονα παροδική φόρμα θα μπορούσε να αντανακλά τις ανάγκες και τη συλλογικότητα των κατοίκων. The Walking City|Ron Herron|1964

εικ.20: Ron Herron. The Walking City (1964)

24

Αποτελείται από έξυπνα κτήρια και ρομπότ, που έχουν τη μορφή μιας γιγάντιας αυτοδύναμης, ζωντανής «λέμβου», η οποία μπορεί να περιφέρεται μέσα στις πόλεις και ανά τον κόσμο. Η φόρμα προέρχεται από το συνδυασμό εντόμου και μηχανής και αποτελεί μια ανατρεπτική εξέλιξη της λογικής του Le Corbusier, ότι το σπίτι είναι μία μηχανή στην οποία ζεις. Οι κινούμενες πόλεις είναι ανεξάρτητες, χωρίς σύνορα, αλλά ταυτόχρονα παρασιτικές, καθώς μπορούν να εφαρμόσουν σε σταθμούς για να ανταλλάξουν κατοίκους ή να αναπληρώσουν εφόδια. Ο κάτοικος πλέον είναι ένας νομάς, ο οποίος περιφέρεται στην πληθώρα των πόλεων. Το πλαίσιο είναι αντιληπτό ως μία κατεστραμμένη πόλη, που έχει χτυπηθεί από μία πυρηνική καταστροφή. Η ιδέα αυτή περιλαμβάνει ακόμη, σταθερές τοποθεσίες πληροφοριών και δημόσιων υπηρεσιών, διάσπαρτες στο χώρο, στις οποίες κάθε «walking city» μπορεί να κουμπώσει και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των ανθρώπων της, που «δουλεύουν και παίζουν, ταξιδεύουν και μένουν στάσιμοι ταυτόχρονα».


Cushicle & Suitaloon | Michael Webb| 1964 Είναι μια εφεύρεση, μικρότερης κλίμακας από τις προηγούμενες, που επιτρέπει στο χρήστη να κουβαλήσει ένα πλήρες περιβάλλον στην πλάτη του. Είναι μια ολοκληρωμένη νομαδική μονάδα, την οποία ο χρήστης μπορεί να φουσκώσει όποτε επιθυμεί και να τη χρησιμοποιήσει. Παρέχει υψηλή άνεση με την ελάχιστη προσπάθεια. Η αυτόνομη αυτή μονάδα μπορεί να μεταφέρει φαγητό, νερό, ραδιόφωνο, μικρή τηλεόραση και συσκευή θέρμανσης. Instant City | 1968 Αποτελεί κι αυτή μια μητρόπολη που ταξιδεύει, αλλά αυτή τη φορά χρησιμοποιεί τις υπάρχουσες πόλεις ως βάσεις της. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα υβρίδιο μεταξύ καραβανιού και παράσιτου, μια πόλη που στήνεται κατά παραγγελία, που εδράζεται για κάποιον καιρό, μεταλλάσσοντας την υπάρχουσα δυναμική και μετά αναχωρεί, που δημιουργεί προσωρινά κτήρια, που μπορεί να διηθεί μέσα σε υπάρχοντα, που μπορεί να τεμαχιστεί. Αυτό το έργο, περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του ρομπότ και μεταβλητές που ρυθμίζουν το περιβάλλον, καθώς και αυτοματοποιημένους μηχανισμούς και τεχνολογία αεροσκαφών. Οι Archigram, ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τα νέα τεχνολογικά δεδομένα που έφερε η διαστημική εποχή. Όμως, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι επικεντρώθηκαν περισσότερο στο κομμάτι της εικόνας και της επιστημονικής φαντασίας, παρά στην προσπάθεια κάλυψης των πραγματικών αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου. Η Walking City για παράδειγμα, ήταν σχεδιασμένη πραγματικά σα να βαδίζει μέσα σε έναν ερειπωμένο κόσμο την επόμενη ενός πυρηνικού πολέμου. Μέσω αυτών των σχεδίων έδειχναν, ότι δεν έβρισκαν λόγο να ασχοληθούν με τις κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες των διάφορων προτάσεών τους για μεγα-κατασκευές.

εικ.21: Michael Webb. Cushicle & Suitaloon (1964 & 1967)Αποτελούν μέρος της ενασχόλησης των Archigram με κινητές κατασκευές.Αν και όλα τα έργα τους περιέχουν την ιδέα της κινητής πόλης, θεωρήθηκαν βέβαια αφύσικα και άβολα. Το έργο αυτό μιμείται τα οργανικά συστήματα και είναι άνετο.

Παρ’όλα αυτά, είναι γεγονός, πως σε όλα τα projects τους, έδιναν έμφαση στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες. Οι προτάσεις των Archigram, όσο ουτοπικές και μακρινές κι αν έμοιαζαν, εμπεριείχαν πάντα ένα ενδελεχές τεχνικό κομμάτι, που εξηγούσε τις δυνατότητες παραγωγής του κάθε χώρου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι προτιμούσαν κατά κύριο λόγο τα αξονομετρικά σχέδια, ως τα πλέον επιθυμητά για να αποδώσουν τόσο την αίσθηση του χώρου, όσο και τις λεπτομέρειες της κατασκευής του. Εντύπωση προκαλεί, πως ακόμα και σε πανοραμικές όψεις των πόλεών τους, σε κλίμακες σαφώς πολεοδομικές, απεικονίζονται, παραδείγματος χάρη, οι γερανοί που θα χρειαστούν για τη μετακίνηση των μονάδων, οι δε μονάδες σχεδιασμένες σχολαστικά και με στόχο τη βέλτιστη εργονομία, παρουσιάζονται με την πλήρη συνδεσμολογία τους. Παράλληλα, έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της κατάστασης, έναν όρο που την ίδια περίοδο πραγματεύεται ο Constant και οι καταστασιακοί, αλλά και ο Friedman. Μέσα στο πλαίσιο της ζωογόνας πόλης βλέπουν το δι-

εικ.22: εξώφυλλο του περιοδικού Archigram 3 (1963)

25


καίωμα του ατόμου στην ελευθερία και στην προσωπική του ευτυχία ως υψίστης σημασίας. Προωθούν την ιδέα, ότι ο καθορισμός του περιβάλλοντός σου δεν χρειάζεται πλέον να αφήνεται στα χέρια του σχεδιαστή του κτηρίου: μπορεί να παραδοθεί στον ίδιο το χρήστη. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας είναι δυνατή η δημιουργία ενός αυτοπεριβάλλοντος, ένα μέρος όπου η αλλαγή και προσαρμοστικότητα έχουν τον πρώτο λόγο.[7] Επίσης οι Archigram, αξίζει να σημειωθεί, ότι ασκούσαν σκληρή κριτική στη μοντέρνα αρχιτεκτονική, χωρίς όμως ποτέ να την απαρνηθούν εντελώς. Παραφράζουν το γνωστό μότο στο «η ζωή ακολουθεί την αρχιτεκτονική», παρατηρώντας ότι μέσα από την αυστηρότητα του μοντέρνου όλη η ζωή προγραμματίζεται σύμφωνα με αυτό που υπαγορεύει το κτήριο, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικής λειτουργίας. Ωστόσο δεν επιδιώκουν την απεμπόλησή του, καθώς πιστεύουν, πως μια νέα γενιά αρχιτεκτονικής πρέπει να αναδυθεί με μορφές και χώρους που φαινομενικά να απορρίπτουν τα διδάγματα του μοντέρνου κινήματος, αλλά στην πραγματικότητα να τα διατηρούν. Τα project των Archigram, αναδεικνύουν μια νέα σχέση ανθρώπου, αρχιτεκτονικής και τεχνολογίας. Ο άνθρωπος διασυνδέεται με το τεχνολογικό του περιβάλλον και μέσω αυτού με άλλους ανθρώπους. Η αρχιτεκτονική μεταλλάσσεται σε μέσο διασύνδεσης με το φυσικό περιβάλλον. Η τηλεόραση και το ραδιόφωνο έχουν σταθερή παρουσία σε όλες τις προτάσεις τους, πράγματα που αντιπροσωπεύουν την τεχνολογία της πληροφορίας. Μέσα από αυτές τις συσκευές, όπως σε μεγαλύτερη κλίμακα στην Plug-In City, ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί το κωδικοποιημένο περιβάλλον του. Όμως παρόλα αυτά και παρά τις διαρκείς αναφορές τους στην ανάγκη απελευθέρωσης του ατόμου στο χώρο, κατηγορήθηκαν, ότι δεν ασχολήθηκαν στην ουσία με τον άνθρωπο, αλλά με μια «αυτοματοποιημένη ερημιά που κατοικείται μόνο από υπολογιστές και ρομπότ». Οι ίδιοι βέβαια, πίστευαν πως προσέφεραν τα μέσα για την απελευθέρωση από την υπάρχουσα χαοτική συνθήκη και έναν αυτό-προσδιοριζόμενο τρόπο ζωής. Τα κυριότερα μέσα ήταν η πληροφορική και ένα σύστημα το οποίο διαχειρίζεται τις ατομικές επιλογές των πολιτών και το οποίο διαμόρφωνε ταυτόχρονα και τη δομή της πόλης. Με βάση αυτά, η τεχνολογία στις προτάσεις τους, ανάγεται εν τέλει σε κοινωνικό ρυθμιστή.[8]

εικ.23: Peter Cook. Ένα zeppelin ενεργοποιεί τη ζωή ενός μικρού χωριού στην Instant City (1968)

7 Crompton, D & Johnston, P. A guide to Archigram 1961-74. London: Academy editions. 1994, pg.440 8 Cook, Peter. Experimental Architecture. New York: Universe Books. 1970. Pg.94

26


ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΤΕΣ | 1960 Στα τέλη του 1950 μια ομάδα από Ιάπωνες αρχιτέκτονες και σχεδιαστές δημιούργησαν το κίνημα του «Μεταβολισμού». Ο όρος μεταβολισμός, χρησιμοποιήθηκε από τον Kawazoe, με σκοπό να περιγράψει την αρχιτεκτονική του κινήματος, που δεν ήταν στατική, αλλά μεταβαλλόμενη γύρω από μια διαδικασία που έμοιαζε με μεταβολικό κύκλο. Επικεφαλής ήταν ο Kenzo Tange και μέλη ο Kisho Kurokawa και ο Kiyonori Kikutake. Το 1960 δημοσίευσαν το μανιφέστο «Μεταβολισμός: Οι προτάσεις για νέα αστικοποίηση», το οποίο μιλούσε για μια ριζική αναμόρφωση της μοντέρνας πόλης. Οι μεταβολιστές, επηρεάστηκαν από την Μαρξιστική ιδεολογία και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στον τρόπο σχεδιασμού των Σοβιετικών πόλεων. Στην έρευνά τους συνδύασαν τα μαρξιστικά ιδεώδη περί δημόσιας ιδιοκτησίας της γης με τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ενός νέου τύπου «κοινόχρηστης» κοινωνίας. Η Ιαπωνία στα τέλη του 1950 και το 1960 γνώρισε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, με αποτέλεσμα εκείνη η περίοδος να συνδεθεί με έντονες προσπάθειες ανοικοδόμησης. Πόλεις με μεγάλη αστικοποίηση, όπως το Τόκυο υποβλήθηκαν σε αστική μεταμόρφωση, καθώς είχαν αρχίσει να ανοικοδομούνται μετά τον πόλεμο, χωρίς να διατηρούν κάποια συνοχή με το παρελθόν τους. Έτσι, ο ιαπωνικός μεταβολισμός αναπτύχθηκε από την ανάγκη των αρχιτεκτόνων να αντισταθούν στη δυναμική αστικοποίηση και μετάλλαξη των ιαπωνικών πόλεων, προβάλλοντας ως επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός αμιγούς ιαπωνικού στυλ, που θα αναδείξει τις δυνάμεις του λαού και θα αποδείξει τις δυνατότητές του στη Δύση. Οι αρχιτέκτονες της ομάδας, θεωρούσαν, ότι η πολεοδομική προσέγγιση του μοντέρνου κινήματος, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από το τέταρτο CIAM στη Χάρτα των Αθηνών, ήταν ανεπαρκής για την υποστήριξη της πολυπλοκότητας και των διαφορετικών ρυθμών ανάπτυξης υπάρχουν σε κάθε πόλη. Ο μεγάλος χρόνος κατασκευής και η μονιμότητά της καθιστούν τη συμβατική αρχιτεκτονική δυσκίνητη. Ακόμα και όταν καταφέρει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας δεδομένης ιστορικής συγκυρίας, πολύ γρήγορα οι κοινωνικές συνθήκες και οι λειτουργικές απαιτήσεις αλλάζουν, καθιστώντας την ξεπερασμένη. Βασίζοντας λοιπόν την ιδεολογία τους στην έννοια του εφήμερου, που είναι συνυφασμένη με τη λογική του κύκλου της ανάπτυξης, προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα μοντέλο αστικής δόμησης και οργάνωσης, το οποίο να έχει τις προϋποθέσεις ώστε να υποστηρίζει τις αλλαγές που επιφέρει στην πόλη ο σύγχρονος τρόπος ζωής.[9] Το όραμά τους περιελάμβανε μελλοντικές πόλεις, οι οποίες κατοικούνταν από πολυπληθείς κοινωνίες και χαρακτηρίζονταν από μεγάλη κλίμακα, ευέλικτες και επεκτάσιμες κατασκευές, που θα υποστήριζαν τις διαδικασίες και τη

9 Παπαδιάς Αλέξανδρος. Συμβολικά συστήματα του σχεδιασμού: η φανταστική εικονογραφία και η σχεδιαστική πρακτική τον 20ό αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. ΕΜΠ. σελ.380

27


εικ.24: Ocean City. Πρόπλασμα

εικ.25: Kisho Kurokawa, Helix City (1962)

εικ.26: Nakagin Capsule Tower. Φωτογραφία, αξονομετρικό μονάδας, κάτοψη. (1970-1972)

φυσική επέκτασή τους. Υποστήριζαν, ότι οι παραδοσιακοί κανόνες προκαθορισμένων λειτουργιών και μορφών ήταν παρωχημένες. Τα σχέδια του Μεταβολισμού βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην προηγμένη τεχνολογία και συχνά περιελάμβαναν μεγα-κατασκευές που εφάρμοζαν πάνω στα κτήρια. Οραματίζονταν τη θάλασσα και τον ουρανό ως μελλοντικά τοπία για τους κατοίκους και πρότειναν μία πόλη, η οποία θα μπορούσε να μεγαλώσει και να μεταλλαχθεί με οργανικό τρόπο, όπως εξελίσσεται και μεταμορφώνεται ένας φυσικός οργανισμός. Διάσημα projects περιλαμβάνουν την πόλη που επιπλέει μέσα στη θάλασσα (Unabara project), την πόλη ωκεανό (Ocean City), την πόλη πύργο (Tower city), την πόλη τείχος (Wall city) και την ελικοειδή πόλη (Helix city). Ιδιαίτερα μεγαλεπήβολο ήταν το έργο για την επέκταση του Τόκυο μέσα στο λιμάνι του. Σε αυτό, δύο παράλληλοι αυτοκινητόδρομοι ξεκινούν από το επιχειρηματικό κέντρο της ιαπωνικής πρωτεύουσας και με τη μορφή αναρτημένων από πυλώνες γεφυρών φτάνουν μέχρι την απέναντι όχθη του κόλπου, πλαισιώνοντας, μαζί με τις εγκάρσιες διασυνδέσεις τους, ένα ορθογωνισμένο πλέγμα υπερυψωμένων μεγακατασκευών προορισμένο να λειτουργήσει ως κέντρο τριτογενών δραστηριοτήτων. Δευτερεύοντες δρόμοι, κάθετοι προς αυτή τη ραχοκοκκαλιά, αλλά πάντα αιωρούμενοι πάνω από το νερό, οδηγούν στις μεγακατασκευές της κατοικίας, διάσπαρτες μέσα στον κόλπο , που έχουν τη μορφή δικλινούς στέγης με κοίλες επιφάνειες. Η πρόταση αυτή, έδειχνε περισσότερο τολμηρή και ριζοσπαστική απ’ό,τι πραγματικά ήταν. Η εφαρμογή της ίσως να μην ήταν τεχνολογικά ανέφικτη, ενδεχομένως ούτε αντιοικονομική. Δύσκολα όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί καινοτόμος ως πολεοδομική σύλληψη. Αν εξαιρέσει κανείς την ιδέα της μεγακατασκεύης. , αναπαρήγαγε ουσιαστικά τις διακρίσεις , τις ιεραρχήσεις και τα οργανωτικά σχήματα της μοντέρνας ρασιοναλιστικής πολεοδομίας.[10] Όσον αφορά τα κτισμένα παραδείγματα, το πιο διάσημο είναι το Nakagin Capsule Tower 1972. Στο τελευταίο έργο,ο Kurokawa οραματιζόταν έναν κόσμο, όπου οι άνθρωποι θα ζούνε νομαδικά, οπότε ο κάτοικος θα μπορεί να αλλάζει την κατοικία που θέλει να μείνει. Οι χρήστες των χώρων αυτών θα ήταν εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν θα είχαν σταθερό ωράριο και απλώς θα χρειάζονταν ένα μικρό χώρο να ξεκουραστούν και να ανανεωθούν για την επόμενη μέρα τους. Οι κάψουλες αποτελούν εσωστρεφή τεχνολογικά περιβάλλοντα, μέσα στα οποία ο χρήστης είναι αποκκομένος από το φυσικό και το αστικό περιβάλλο. Μοναδική διέξοδο αποτελεί η τεχνολογική διασύνδεση με αυτό.[11] Η κάψουλα των μεταβολιστών έχει διαφορετικό χαρακτήρα από αυτές των

10 Κονταράτος, Σάββας. Ουτοπία και πολεοδομία. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014. Β’ τόμος. Κεφάλαιο 22: κριτικη της μοντερνας πολεοδομιας, σελ.216 11 Παπαδιάς Αλέξανδρος. Συμβολικά συστήματα του σχεδιασμού: η φανταστική εικονογραφία και η σχεδιαστική πρακτική τον 20ό αιώνα. Διδακτορική Διατριβή. ΕΜΠ. σελ.372

28


Archigram και του Banham. Οι κάψουλες των Μεταβολιστών λειτουργούν σα φίλτρο απέναντι στην αδιακρισία της πόλης. Απομονώνουν το χρήστη, προσφέρουν ιδιωτικότητα, αλλά παράλληλα συνδέουν με τη βοήθεια των τεχνολογικών εξαρτημάτων απευθείας το χρήστη με το σύστημα. Ο συνδυασμός της απομόνωσης από το εξωτερικό περιβάλλον με την τεχνολογική διασύνδεση, έχει σαν αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός εικονικού πληροφοριακού περιβάλλοντος. Η ομάδα των Μεταβολιστών είναι υπεύθυνη για το μοναδικό μέχρι τώρα αρχιτεκτονικό κίνημα που ευδοκίμησε στην Ιαπωνία και γνώρισε μια καθολική αποδοχή στο εσωτερικό της χώρας, ενώ δεν άφησε αδιάφορους ούτε τους ξένους αρχιτέκτονες. Στην πραγματικότητα το θεωρητικό του υπόβαθρο θεωρήθηκε τότε επαναστατικό από τη Δύση. Οι εξαγγελίες του κινήματος και τα μοντέλα των μεγαδομών που αποτελούν τη μορφολογική πρόταση, προβάλλουν την αγάπη του Ιάπωνα για τη φύση, μετατοπίζοντας το κέντρο ενδιαφέροντος από τη μηχανή στους φυσικούς οργανισμούς, όσο και την ιδιόμορφη σχέση του με το χρόνο, που απορρέει κυρίως από τη φιλοσοφική τοποθέτηση του Βουδισμού, ότι τίποτα το υλικό δεν ζει αιώνια. Παρόλα αυτά,δέκα χρόνια μετά, ο Μεταβολισμός, εξαντλείται στην κορύφωσή του. Οι ιδέες των πλωτών πόλεων φάνηκαν ανεφάρμοστες και απόμακρες από την καθημερινή ζωή. Οι μεταβολιστικές κατασκευές με χαρακτήρα υψηλής τεχνολογίας έπαψαν, σταδιακά, να αποτελούν πρότυπα σχεδιαστικών προσεγγίσεων. Άλλωστε, το γεγονός, ότι οι περισσότεροι μεταβολιστές εξακολούθησαν να υιοθετούν συμβατικές μάλλον πρακτικές επιβεβαιώνει το ρητορικό χαρακτήρα του κινήματος. εικ.27: Kenzo Tange. Plan for Tōkyō, 1960–2025. (1960)

29


ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΑΚΟΙ - CONSTANT NIEUWENHUYS | 1958 Μία από τις ομάδες που άσκησαν μεγάλη επιρροή, καθορίζοντας το ιδεολογικό υπόβαθρο της εποχής, και συνέβαλαν στον οραματισμό της παγκόσμιας πόλης του μέλλοντος τη δεκατία του ’60, ήταν οι καταστασιακοί. Κύριο χαρακτηριστικό τους αποτελούσε η καλλιτεχνική ιδιότητα των μελών τους αλλά και ο έντονος πολιτικοποιημένος χαρακτήρας τους καθώς ήταν επηρεασμένοι από τον Μαρξιστή φιλόσοφο Ανρί Λε Φεβρ. Θεωρούσαν πως η παρακμή της καθημερινής ζωής, οφείλεται στον σύγχρονο καπιταλισμό αφού η λογική της εμπορευματικής ανταλλαγής έχει φετιχοποιήσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Υποστήριζαν ότι, καθώς ή καπιταλιστική οργάνωση συμπληρώνει ή και αναπληρώνει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, οι αλλοτριωτικές διαμεσολαβήσεις πού χωρίζουν τον άνθρωπο από τά έργα και τις επιθυμίες του πολλαπλασιάζονται και φτάνουν σε σημείο παροξυσμού.[12] Κυρίαρχο στοιχείο της εποχής πλέον είναι πως ακόμα και η ίδια η ζωή έχει μετατραπεί σε θέαμα και προσφέρεται στην κατανάλωση. Οι καταστασιακοί προσπαθούσαν να βρουν τα μέσα για την πραγματοποίηση μιας κοινωνίας που ο άνθρωπος θα χαρακτηρίζεται ως Homo Ludens (ο άνθρωπος που παίζει) και θα εξαλειφθεί η έννοια του Homo Faber(άνθρωπος κατασκευαστής) που του έχει προσδώσει ο καπιταλισμός και κάνει το βασικό κριτήριο αξιολόγησης ενός ανθρώπου τη χρησιμότητά του. Στο κοινωνικό μοντέλο τους η τεχνολογία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο αφού θα αυτοματοποιήσει πλήρως τις παραγωγικές διαδικασίες. Η ιδιοκτησία της γης και των μέσων παραγωγής θα είναι συλλογική και η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών θα αυτοματοποιηθεί. Ο άνθρωπος θα έχει πλέον αρκετό ελεύθερο χρόνο και έτσι οποιαδήποτε δραστηριότητα θα είναι απαλλαγμένη από τη χρησιμότητα και τη λειτουργικότητα και θα αποτελεί προϊόν δημιουργικής φαντασίας. Για να μπορέσει να ολοκληρωθεί η μετάβαση στην ιδεατή τους κοινωνία βασίστηκαν σε κάποιες θεμελιώδεις αξίες. Οι αξίες αυτές συνοψίζονται στις στρατηγικές και πρακτικές της Περιπλάνησης και της Ψυχογεωγραφίας, των Κατασκευασμένων Καταστάσεων(constructe d situations) και της Ενιαίας Πολεοδομίας (unitary urbanism) Ψυχογεωγραφία Η μελέτη των εξειδικευμένων επιπτώσεων του γεωγραφικού περιβάλλοντος (είτε είναι συνειδητά οργανωμένο είτε όχι) επί των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς των ατόμων. Βασική πρακτική της ψυχογεωγραφίας αποτεεικ.28: Ο Guy Debord και η Situationist International ανέπτυξαν την ιδέα της “ψυχογεωγραφίας” και της “περιπλάνησης” ως εργαλεία για την κριτική διερεύνηση των ψυχολογικών επιδράσεων των αστικών χώρων.

30

12 Κονταράτος, Σάββας. Ουτοπία και πολεοδομία. 2 τόμοι.Κεφαλαιο 22: Κριτική Της Μοντέρνας Πολεοδομίας.Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014, σελ.257


λεί η περιπλάνηση, σαν μέθοδος αστικής εξερεύνησης όπως βιώθηκε εφήμερα από τον πλάνητα, κάθε φορά και πρότειναν μια διαφορετική ανάγνωση του αστικού τοπίου. Τα αποτελέσματα των περιπλανήσεων καταγράφονταν στους λεγόμενους ψυχογεωγραφικούς χάρτες. Ενιαία Πολεοδομία Προήλθε από την κριτική των καταστασιακών στην πολεοδομία του φονξιοναλισμού και αποτυπώθηκε στη θεωρία της συνδυασμένης χρήσης τέχνης και τεχνικής, ως μέσα που συνεισφέρουν στην δόμηση ενός ενιαίου περιβάλλοντος διαβίωσης, σε δυναμική σχέση με πειράματα συμπεριφοράς. Μονάδα της ενιαίας πολεοδομίας δεν είναι η κατοικία, αλλά το αρχιτεκτονικά σύμπλεγμα, μια σύνθεση όλων των παραγόντων που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ή μια σειρά αντιφατικών ατμοσφαιρών στην κλίμακα της κατασκευασμένης κατάστασης.[13] Κατασκευασμένη κατάσταση ορίζεται ως «στιγμή ζωής, δομημένη συγκεκριμένα και σκόπιμα από τη συλλογική οργάνωση ενός ενιαίου κλίματος, μαζί με ένα παιχνίδι γεγονότων».[14] Οι κατασκευασμένες καταστάσεις σκοπό έχουν αν διαρρήξουν τις σχέσεις που διέπουν το κοινωνικό γίγνεσθαι στο καπιταλιστικό σύστημα της εποχής τους και να αποτελούν πρόσκαιρους χώρους ζωής που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες των πολιτών κάνοντας τη ζωή συναρπαστική. Ο Constant Nieuwenhuys, μέλος της ομάδας αυτής, δούλεψε πάνω στη θεωρία, τις εικόνες και τις αισθήσεις μιας παγκόσμιας πόλης όπου σώμα, τεχνολογία και χώρος λειτουργούν σαν ένα ενιαίο σύστημα. Βαθύτατα επηρεασμένος από το θεωρητικό έργο της ομάδας είναι ο μόνος που προσπάθησε να εκφράσει τις ιδέες αυτές και να μορφοποιήσει την Ενιαία Πολεοδομία. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν η Νέα Βαβυλώνα την οποία επεξεργαζόταν και βελτίωνε για 15 χρόνια. Νέα Βαβυλώνα

εικ.29: Constant. New Babylon. Πρόπλασμα.

Ο Constant στη Νέα Βαβυλώνα, χρησιμοποίησε τις νέες σύγχρονες τεχνικές και υιοθέτησε την πλήρη εκμηχάνιση, αφού τα θεώρησε αναγκαία για τη δημιουργία ελαφρών κατασκευών που θα μπορούσαν να αλλάξουν, δημιουργώντας "χώρους παιχνιδιού" και εναλλαγή καταστάσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που η Νέα Βαβυλώνα έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις τεχνολογικές ουτοπίες της εποχής της. Τεχνικά, η Νέα Βαβυλώνα, αποτελείται από απλά δομημένα πλαίσια για έναν σκελετό που στέκεται πάνω από το έδαφος. Το φυσικό έδαφος μένει

13 ο.π 14 «Definitions», Internationale Situationiste #1 Ιούνιος 1958

31


ανέπαφο και ελεύθερο για κυκλοφορία. Ο σκελετός διαχωρίζεται σε μικρότερες ενότητες (τομείς) και αφήνει να δημιουργηθεί ένα δικτυωτό σχέδιο το οποίο περιέχει πλήρη και κενά, κάθε φορά που διακόπτεται από κατάλοιπα του τοπίου ή από τις κυκλοφοριακές αρτηρίες. Στα πλήρη έχουμε τους χώρους κατοικίας και κοινωνικής ζωής που σχηματίζουν πολυώροφους όγκους που φωτίζονται και κλιματίζονται τεχνητά. Το ανώτερο επίπεδο μένει άδειο έτσι ώστε να πάρει χρήσει που απαιτούν μεγάλο ανεμπόδιστο εμβαδόν όπως γήπεδα και αεροδρόμια.

εικ.30: Constant. New Babylon. Πρόπλασμα.

εικ.31: Constant. New Babylon. Εφαρμογή της Ενιαίας Πολεοδομίας.

εικ.32: Constant. New Babylon. Πρόπλασμα.

32

Μέσα στα κτίρια έχουμε κεντρικά ένα μεγάλο δημόσιο χώρο που εξυπηρετεί την κοινωνική ζωή και γύρω του αρθρώνονται οι κατοικίες. Ο δημόσιος χώρος διαχωρίζεται με κινητούς τοίχους οι οποίοι μπορούν να μετακινηθούν ανάλογα με τον χρήστη και να δημιουργήσουν ένα νέο, διαφορετικό περιβάλλον που αλλάζει ανάλογα με τις απαιτήσεις. Με τους μετασχηματισμούς αυτούς, κάθε πολίτης της γίνεται αρχιτέκτονας εφαρμόζοντας μια αέναη Ενιαία Πολεοδομία. Τέλος στη Νέα Βαβυλώνα βρίσκουμε και στοιχεία τα οποία χωρίς να καθορίζουν την ποιότητα του χώρου επηρεάζουν την αντίληψή του. Αυτά είναι τα ψυχολογικά στοιχεία με τα οποία έρχεται κάποιος σε επαφή μέσα στην πολύπλοκη πόλη. (πχ. φαγητό, κίνηση επικοινωνίες). Ακόμα ένα τέτοιο στοιχείο, που έρχεται να επιβεβαιώσει την μεγάλη χρήση της τεχνολογίας στη Νέα Βαβυλώνα, είναι τα οπτικοακουστικά μέσα. Κάθε τομέας διαθέτει εγκαταστάσεις(δίκτυο εκπομπής και λήψης) προκειμένου οι τηλεπικοινωνίες να βοηθούν τη συμμετοχή και την επαφή μεγάλου αριθμού ανθρώπων, μέσω της αποστολής και λήψης εικόνων και ήχων, στην καθημερινή κοινωνική ζωή και στην δημιουργία καταστάσεων. Στη Νέα Βαβυλώνα παρατηρήσαμε μια μεγάλη προσπάθεια από τον Constant να μορφοποιήσει τις ιδέες των καταστασιακών. Κύρια προσδοκία του ήταν να συνταυτίσει την εξερεύνηση του περιβάλλοντος με την δημιουργία του, προάγοντας τον Homo Ludens ως τη φυσική ταυτότητα του ανθρώπου. Η ευκαμψία και η μεταβλητότητα των εσωτερικών χώρων που δημιουργούσε φαίνεται πως εξυπηρετούν τέλεια την έννοια των κατασκευασμένων καταστάσεων, ξεπερνώντας τον φονξιοναλισμό και τον αισθητισμό. Παρά το γεγονός όμως ότι στη Νέα Βαβυλώνα συνέβαιναν όλα τα παραπάνω δέχθηκε κριτική το τεχνικό κομμάτι της. Χαρακτηρίστηκε ως στείρο και κρύο τεχνολογικό περιβάλλον το οποίο δεν μπορούσε να αγκαλιάσει τις ζωντανές και κοινωνικές ιδέες των καταστασιακών.


33


SUPERSTUDIO | 1966

εικ.33: Superstudio. Life without Objects

Στη δεκαετία του 1960, στη μετά-βιομηχανική ιταλική κοινωνία και συγκεκριμένα στις αρχιτεκτονικές σχολές, δημιουργήθηκε μια κριτική αντι-κουλτούρα. Ασκήθηκε πίεση από τη φοιτητική κοινότητα για την αναβάθμιση της διδασκαλίας. Μέσα από καταλήψεις και μάχες κατά του απαρχαιωμένου συστήματος, προκύπτουν τα μελλοντικά μέλη που θα αποτελέσουν τη γενιά της Superarchitecture. Αποτέλεσμα, είναι η δημιουργία της ομάδας Superstudio, η οποία αποτελούνταν από έξι μέλη, τους Adolfo Natalini, Cristiano Toraldo di Francia, Roberto Magris, Pierro Frassinelli, Alessandro Magris, Allessandro Poli. Από το 1966 μέχρι το 1973 το γραφείο Superstudio εξασκεί την αρχιτεκτονική ως μια κοινωνικο-πολιτική πρακτική. Πρόθεσή τους ήταν η αποστασιοποίηση της από κάθε καλλιτεχνική ιδιότητα, αλλά και κατασκευαστική δραστηριότητα. Βασική τους τοποθέτηση ήταν, ότι η αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα είχε αναπτύξει μια προνομιακή σχέση με τη βιομηχανία , η οποία καθιέρωσε ένα συγκεκριμένο πρότυπο ορθολογικής κατασκευαστικής τεχνολογίας. Η συγκεκριμένη συμπόρευση επέτρεψε στην αρχιτεκτονική να ανανεωθεί μορφολογικά και στη βιομηχανία να παρουσιαστεί ως δύναμη μετασχηματισμού του κόσμου. Η κριτική τους στρέφεται ενάντια στην προσπάθεια ενοποίησης του πολιτισμικού συστήματος και των τεχνολογιών , που επιχείρησε ο μοντερνισμός προκειμένου να επινοηθούν νέες αξίες με άλλοθι τις ορθολογικές ανάγκες. Έτσι, προσπαθούν να μιλήσουν για το πώς θα φαινόταν ο κόσμος αν εμείς οι ίδιοι επιτρέπαμε στις νόρμες του σχεδιασμού, από το αντικείμενο μέχρι το επίπεδο μιας πόλης, να αναπτυχθούν χωρίς κριτική, χωρίς έλεγχο. Τάχθηκαν ενάντια στις αρχές του σχεδιασμού της δεκαετίας του 1960, που επέβαλαν την ευελιξία, την προσαρμοστικότητα και τη συνδεσιμότητα, πρότειναν χώρους και αντικείμενα στέρεα, ακίνητα, μονολιθικά, σκληρά, επιθετικά, άβολα, αλλά με επικοινωνιακή δύναμη. Το πνεύμα της κριτικής ουτοπίας του εκφράστηκε κυρίως με τρεις προτάσεις δυστοπίας: το Συνεχές Μνημείο, τις δώδεκα ιδανικές πόλεις και την υψηλής τεχνολογίας υπερεπιφάνεια.

«Ακολουθούσαμε την ουτοπία ενός κόσμου και μιας ζωής απελευθερωμένης από την εργασία, μία ζωή «χωρίς αντικείμενα». -Adolfo Natalini Οι Superstudio σχεδιάζουν κτήρια εσωστρεφή, αδιαφανή, ενίοτε με μορφή ιδεογράμματος και άλλοτε με λείες επιφάνειες υψηλής αντανάκλασης, τα οποία εμφανίζονται επιβλητικά σε διάφορα σημεία της επιφάνειας της γης,

34


χωρίς να έχουν όρια χώρου και χρόνου, χωρίς διάκοσμο και χωρίς την απαραίτητη παρουσία των αρχιτεκτόνων.

Επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν την κλασική αντίληψη της αντίθεσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου και έτσι επαναξετάζουν τη διάκριση ανάμεσα στο φυσικό και τεχνητό στοιχείο που οριοθέτησε ο μοντερνισμός. Αντικαθιστούν την ουμανιστική αντίληψη για τον άνθρωπο με μία, όπου αυτός θεωρείται ορθολογική μηχανή. Σύμφωνα με αυτή, άνθρωποι, ιδέες και τεχνολογίες θα αλληλεπιδρούν σ’ ένα κατοικήσιμο χώρο, όπου η φύση και η κοινωνία δεν θα ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Ηλεκτρονικά βοηθήματα θα ενισχύσουν τις αισθήσεις προκειμένου να οδηγηθούμε στη δημιουργία ενός διαδικτύου που θα επιτρέπει τη διάδραση. Θα δημιουργηθεί ένα τοπίο χωρίς σύνορα, από το οποίο θα αντλούνται άπειρες πληροφορίες και θα χρησιμοποιούνται ανεξάντλητες υπηρεσίες. Η δομή, η μορφή και ο διάκοσμος θα ενωθούν σε ένα ατέρμονο κάνναβο. Η έννοια της πόλεως θα αντικατασταθεί από τη δομή του κόμβου. Οι κόμβοι θα αποτελούν σημεία υψηλής αξίας, ποιότητας και πυκνότητας , αλλά συγχρόνως και τις μαύρες τρύπες τις αρχιτεκτονικής, αφού η σημασία της θα έχει πλέον εκμηδενιστεί. Όλο το σύστημα θα βασίζεται στη μετάδοση ενέργειας και στον ελεύθερο σωματικό και πνευματικό νομαδισμό των υπάρξεων, έως ότου τα υποκείμενα ταυτιστούν με το ίδιο το σύστημα. Το Superstudio υπήρξε ένα κίνημα σιτουασιονιστικό, που χρησιμοποίησε τα κλασικά εργαλεία της αρχιτεκτονικής (σχέδια | μελέτες) για να ασκήσει κριτική όχι μόνο στην αρχιτεκτονική και στις τρέχουσες ιδέες γύρω από αυτήν ,αλλά και στην κοινωνία. Χρησιμοποίησε στοιχεία μεταφοράς και αλληγορίας καθώς και εργαλεία ειρωνείας και φαντασίας, κινούμενο σε μία ουδέτερη ζώνη μεταξύ τέχνης και αρχιτεκτονικής, για να μπορέσει να εισχωρήσει στο χώρο της πολιτικής, της κοινωνιολογίας και της φιλοσοφίας.[15] Απέρριψαν την ιδέα της αντικατάστασης αυτού του κόσμου με έναν καλύτερο μελλοντικό, αλλά αντ’αυτού χρησιμοποίησαν τους ίσιους τους μηχανισμούς του καπιταλιστικού συστήματος, προκειμένου να απομυθοποιήσουν όλες τις ιδεολογίες, που είχαν γίνει πλέον συμπεριφορές. Στην ουσία χρησιμοποίησαν μια αρνητική ουτοπία στην προσπάθειά τους να κριτικάρουν την αρχιτεκτονική, που σύμφωνα με τους ίδιους ο μόνος της σκοπός ήταν να κτίσει για χάρη της κατασκευής. Η βασική τους πεποίθηση ήταν, πως η αρχιτεκτονική πραγματικότητα, δεν απομονώνει τα υλικά ή την κατασκευή, αλλά στοχεύει στην εμπειρία του χρήστη. Σύμφωνα με τον Kenneth Frampton, το Superstudio, «χρησιμοποίησε

εικ.34,35,36,37,38: Superstudio. Continuous Monument.

15 Natalini ,Adolfo. Τι ωραία που ήταν ακόμα η αρχιτεκτονική το 1966. Ακμή και παρακμή μιας πρωτοπορίας. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.53-55

35

The


την έννοια του σχεδιασμού ταυτόχρονα ως μέθοδο παραγωγής αισθητικών αντικειμένων και ως πολιτικών εργαλείων. Είναι σημαντικό, ότι επέλεξαν να παραστήσουν έναν μη καταπιεστικό κόσμο με όρους μια αρχιτεκτονικής ουσιαστικά αόρατης ή παντελώς άχρηστης και σχεδιαστικά αυτοκαταστροφικής, όπου αυτή ήταν ορατή». Παρ’όλα αυτά ο Frampton προσθέτει, ότι μεγάλο μέρος από το σύνολο του έργου τους, ήταν «καλυμμένο» με ειρωνία και ασάφεια, ώστε να δυσκολεύει την αναγνωσιμότητά του.

36


Το 1945 έφυγε απ’ την Ελλάδα με υποτροφία για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Παρίσι, στην Ecole des Beaux Arts στο εργαστήριο του Otello Zavaroni. Το 1952 τελειώνει τον κύκλο σπουδών του στη σχολή και το 1953 παρουσιάζει τη διπλωματική του εργασία με θέμα «Μικρόπολις – Αυτόνομη οικιστική μονάδα». Επέστρεψε στην Ελλάδα οριστικά το 1955 και άνοιξε σε συνεργασία με τον Μαργαρίτη Αποστολίδη γραφείο μελετών στην οδό Ακαδημίας 61. Τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριότητας είναι ιδιαίτερα γόνιμα. Τα πρώτα έργα μαζί με τον Μαργαρίτη Αποστολίδη είναι τα εργοστάσια Φιξ και APCO, η μονοκατοικία στο Καβούρι και η πολυκατοικία στην Λ. Αμαλίας 34. Ακολούθησαν οι μονοκατοικίες στη Γλυφάδα, Ψυχικό και η πολυκατοικία στην οδό Ηρώδου Αττικού. Ωστόσο, μέχρι το 1962 παραμένει ουσιαστικά άγνωστος. Το έργο του δημοσιεύτηκε με τη βοήθεια του Ορέστη Δουμάνη, υπεύθυνου αρχιτεκτονικών θεμάτων στον «Ζυγό» ,αργότερα διευθυντή σύνταξης της «Αρχιτεκτονικής», ιδρυτή των «Αρχιτεκτονικών Θεμάτων» καθώς και υπεύθυνου συντάκτη για το ελληνικό τμήμα του «World Architecture». Επίσης έργα του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά περιοδικά. Ο Zενέτος ολοκλήρωσε συνολικά 120 έργα, ανάμεσα στα οποία είναι το χωροταξικό σχέδιο του Λεκανοπεδίου Αττικής, πολλά βιομηχανικά κτήρια καθώς και σημαντικές πολυκατοικίες και μονοκατοικίες.[16]

03 | ΤΑΚΗΣ Χ. ΖΕΝΕΤΟΣ

Ο Τάκης Ζενέτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας κοσμηματοπωλών. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής γενιάς. Κατόπιν παρότρυνσης οικογενειακού φίλου προσανατολίστηκε στις αρχιτεκτονικές σπουδές στη Γαλλία. Με αυτήν την προοπτική μαθήτευσε στη σχολή αρχιτεκτονικού σχεδίου («Σχολή Αρχιτεκτονικών Μελετών») η οποία απευθυνόταν σε σπουδαστές του Ε.Μ.Π. το οποίο, όπως όλες οι σχολές, υπολειτουργούσε την περίοδο της κατοχής.

Εκτός από την ιδιαίτερη ικανότητά του στους συνθετικούς χειρισμούς, είχε ευρύτατες τεχνολογικές γνώσεις. Αντιμετώπιζε με ευσυνειδησία και συνέπεια όλα τα έργα του, τα οποία χαρακτηρίζονταν από τη λειτουργικότητα της οργάνωσης, την καθαρότητα της μορφής, τη σαφήνεια της κατασκευής, την ευελιξία και τη δυνατότητα συμμετοχής του χρήστη στη διαμόρφωση του πε-

16 Καλαφάτη ,Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006, σελ. 144

37


ριβάλλοντός του, τη χρήση της προηγμένης τεχνολογίας και την ανάδειξη των λεπτομερειών, το σεβασμό του τοπίου ή τη δραστική επέμβαση στο περιβάλλον, ανάλογα με την περίπτωση. Έδινε έμφαση στη λειτουργία των κτηρίων αλλά και στην κατάργηση των συμβατικών όγκων. Ασχολούνταν με τη μορφολογία της σύλληψής του, αφού πρώτα θεωρούσε ότι είχε εξασφαλίσει τις απαραίτητες τεχνικές προϋποθέσεις. Το έργο τού Τάκη Ζενέτου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από ένα μικρό κύκλο νέων αρχιτεκτόνων, πολλούς οπό τούς όποιους επηρέασε σημαντικά. Σε μία εποχή στην οποία κυριαρχούσε η μαζική, πρόχειρη δόμηση, ο Ζενέτος υποστήριζε ότι η ανθρώπινη κατοικία πρέπει να είναι το υψηλότερο και πλέον πολυτελές προϊόν του σύγχρονου πολιτισμού. Θεωρούσε απαραίτητη την κατάργηση του κύβου κουτιού της μοντέρνας κατοικίας και την ενσωμάτωση της στο περιβάλλον. Την περίοδο εκείνη η Αθήνα ζούσε την εποχή της αλόγιστης καταστροφής των παλαιότερων κτιρίων και την ανέγερση κακότεχνων πολυκατοικιών που στέγασαν τους εσωτερικούς μετανάστες. Ο Ζενέτος όμως είχε ήδη οραματιστεί την εξέλιξη της πόλης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη τη Δύση. Είχε προβλέψει τις τεχνολογικές εξελίξεις που θα επηρέαζαν τη ζωή και τις δραστηριότητες του ανθρώπου και τα επόμενα χρόνια θα προσπαθούσε να διατυπώσει τη δική του άποψη για την ιδανική μορφή της και να χτίσει κτίρια που θα την υπηρετούσαν. Η πεμπτουσία της πολεοδομικής και χωροταξικής φιλοσοφίας του Τάκη Ζενέτου περιέχεται στην έρευνά του, όπως διατυπώθηκε στην πρότασή του για την Ηλεκτρονική Πολεοδομία (1962), δηλαδή στην ένταξη των πιο πρόσφατων κατακτήσεων της ηλεκτρονικής επιστήμης και τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου.

εικ.40: Η Αθήνα του μέλλοντος.

38


«Η αντίφαση και το αδιέξοδο της σημερινής κοινωνίας με οδήγησαν στην έρευνα για μια «ηλεκτρονική πολεοδομία» που αναφέρεται σε οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς, αλλά όπως κάθε αλλαγή θα πραγματοποιηθεί από την εργατική τάξη»

«Τα σύγχρονα προβλήματα κάνουν ολοένα και πιο φανερή την ανάγκη πολιτικοποίησης και «συμμετοχής» του αρχιτέκτονα, αλλά είναι αδύνατο να τα αντιμετωπίσει σωστά, όσο ταλέντο ή καλή θέληση κι αν διαθέτει»

Κεντρική ιδέα της μελέτης του για την Ηλεκτρονική Πολεοδομία είναι η δημιουργία ενός εκτεταμένου συστήματος επιπέδων, αναρτημένων από καλώδια, που θα φιλοξενήσουν τις δραστηριότητες της πόλης και ιδιαίτερα την κατοικία, πάνω από την ελεύθερη φύση. Οι τεχνολογίες της επικοινωνίας, θα επιτρέπουν τη γενικευμένη διασύνδεση ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων, ενώ η εκτεταμένη εφαρμογή τηλε-εργασίας, τηλε-ιατρικής, τηλε-εκπαίδευσης, θα αναδιοργανώσει το ανθρώπινο περιβάλλον προς την κατεύθυνση της ελεύθερης επικοινωνίας και δημιουργικής απασχόλησης.[17] Στη λογική του Ζενέτου, αυτή η τεχνοτοπία θα πραγματωθεί σταδιακά, μέσα από τις μεταβολές του χρόνου, ενώ αποτελεί από τη σύστασή της μια τομή σε σχέση με το παρόν και μία ταυτόχρονη προβολή στο μέλλον. Το 1964, κατά τη διάρκεια συμποσίου στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, που είχε ιδρύσει ο Κ.Δοξιάδης, ο Ζενέτος αναρωτιόταν αν «η τεχνολογική εξέλιξη θα διευκολύνει μελλοντικά τις συναλλαγές, με τρόπο ώστε να μειωθούν οι προσωπικές επαφές και οι συναλλαγές να πραγματοποιούνται με τηλετυπικά μηχανήματα», ενώ ζητούσε «πληροφορίες για τις ιδανικές πόλεις του μέλλοντος».[18] Ο Δοξιάδης του απάντησε ότι η συναλλαγή χωρίς μετακίνηση αποτελεί κατά βάση ουτοπία, διότι ενώ οι μονάδες πληροφοριών αυξήθηκαν, οι ανθρώπινες επαφές που έχουν συναισθηματικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεν ελαττώθηκαν .

17 Καλαφάτη ,Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006, σελ.23 18 Χεκίμογλου Αχιλλέας. Όταν ο Τάκης Ζενέτος οραματιζόταν τις «έξυπνες πόλεις», εφημερίδα «το Βήμα». 14/9/2013

39


Αργότερα, το 1969, ο Ζενέτος έγραφε για την ηλεκτρονική πολεοδομία και τις τηλε-ενέργειες : «οι πόλεις μας ξόφλησαν. Έτσι όπως τις έχτισε η τρισδιάστατη πολεοδομία καταστράφηκαν. Έγιναν αποκλειστικοί χώροι της υπερτροφικής τριτογενούς παραγωγής. Σωτηρία υπάρχει μόνο στην Ηλεκτρονική. Αυτή μπορεί να φέρει την ειρήνη στις πόλεις με τα εκατομμύρια κατοίκους. Έχουμε διαθέσιμες τις τεχνικές. Είναι οι κάθε λογής τηλε-ενέργειες: τηλε-διεκπεραίωση, τηλε-εργασία, τηλε-εξυπηρέτηση, τηλε-επαφή. Με τις ίδιες τηλε-ενέργειες μπορούμε κάλλιστα να μπούμε και στις πόλεις για να τις σώσουμε».[19] Αντιμετωπίζοντας αισιόδοξα αυτή την τεχνολογική εξέλιξη , πίστευε ότι θα εξοικονομούσε χρόνο από τους ανθρώπους, που θα μπορούσε να διοχετευθεί σε δημιουργικές απασχολήσεις.

19 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 3, 1969, σελ.114-125

40


εικ.41: Η πρόταση για την Ηλεκτρονική Πολεοδομία.

41


Ηλεκτρονική Πολεοδομία 1952-1971 «Η ηλεκτρονική πολεοδομία δεν είναι ουτοπία, αλλά μια αδυσώπητη πραγματικότητα από την οποία ο μεταπολεμικός άνθρωπος της καταναλωτικής κοινωνίας δεν θα μπορέσει να ξεφύγει»

Αν και η «Ηλεκτρονική Πολεοδομία» βασίζεται σε ένα κεντρικό άξονα σκέψης και σταθερές αναζητήσεις επιλύσεων σε συγκεκριμένα ζητήματα της πόλης, μελετώντας το έργο του, διακρίνουμε τρεις φάσεις μελέτης, στις οποίες μπορούμε να εντοπίσουμε κάθε φορά ένα νέο σημείο βαρύτητας, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους και απαρτίζουν εν τέλει το συνολικό έργο.

Πρώτη Φάση Επεξεργασίας | 1962-1963

εικ.42: δικτυωματικές κατασκευές σαν ιστός αράχνης καλύπτουν τη Γη

εικ.43: το σύστημα (προ-)εντάσεως. Αυξομείωση πυκνότητας. άνοιγμα βασικού καννάβου, αυξανόμενο ανάλογα με τις τεχνικές δυνατότητες

εικ.44: η πόλη σήμερα. η πόλη στο μέλλον. η γη μένει ελεύθερη

42

Η πρώτη παρουσίαση της ηλεκτρονικής πολεοδομίας γίνεται σε μια έκθεση για το σύγχρονο σπίτι, στο Ζάππειο, το 1962. Πρόκειται για μια έκθεση όχι αρχιτεκτονική, αλλά με μια ίσως εμπορική χροιά. Εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Ζενέτος παρουσιάζει τις πρώτες σκέψεις του σχετικά με την πόλη του μέλλοντος, ενώ αναγνωρίζει ως βασικά προβλήματα των μεγαλουπόλεων την ταχύτητα, τον διογκωμένο αριθμό κατοίκων και της κατοίκησης. Κάνει μια συνολική αναφορά στην υδρόγειο και ένα συνεχή «ιστό αράχνης» που την καλύπτει. Προτείνει την κατασκευή δικτυωματικών κατασκευών που ελίσσονται στο χώρο, με πεδίο εφαρμογής ολόκληρη τη Γη. Η πρόταση αυτή, αντιμετωπίζεται τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά. Από τη μία έχει μια κυριολεκτική πλευρά, με τις δικτυακές κτιριακές υποδομές να δημιουργούν χώρους κίνησης και διαβίωσης, σχηματίζοντας δίκτυα. Από την άλλη, συμβολίζει άλλου είδους δίκτυα, τα οποία δεν έχουν λάβει ακόμα μορφή στην εποχή του, αλλά διαβάζει για αυτά και αναγνωρίζει ότι στο άμεσο μέλλον θα ενσωματωθούν στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου : τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Φαίνεται εξ αρχής η πρόθεσή του να σχεδιάσει μία πόλη-γέφυρα, η οποία θα ακουμπάει σημειακά στο έδαφος, αφήνοντας τη φύση ανέγγιχτη, να αναπτύσσεται . Μιλάει για μία κρεμαστή πολεοδομία, αναρτημένη από καλώδια, η οποία αποτελείται από παράλληλες κατασκευές. Η τελευταία έννοια, είναι αρκετά διαδεδομένη στις ουτοπίες του ’60, όπως βλέπουμε και στο έργο του Yona Friedman. Εδώ, οι παράλληλες δικτυωματικές πλάκες έχουν ιδιαίτερη αξία, καθώς αποτελούν υποδοχείς νέων μονάδων κατοίκησης, οι οποίες είναι αναλώσιμες και αντικαθίστανται αναλόγως με τις νέες τεχνολογικές συνθήκες. Ο Ζενέτος επιλέγει την κατακόρυφη ανάπτυξη του ιστού της πόλης, όσο επιτρέπει η ίδια η ατμόσφαιρα, μιλώντας περίπου για 6 χιλιόμετρα καθ’ύψους ανάπτυξης.


Τα σχέδια αυτής της περιόδου εμφανίζουν μία καμπυλόμορφη επεξεργασία, η οποία μας παραπέμπει στη συνέπεια της εφαρμογής των εφελκυόμενων κατασκευών που τραβιούνται και παραμορφώνουν τα δικτυώματα. Μπορεί όμως να πηγάζει και από την ίδια την καμπυλόμορφη γεωμετρία της Γης, οπότε και να διαμορφώνεται καμπυλόμορφη και η κάτοψη. Σε αυτή τη φάση, παρατηρούμε μία έμφαση στην ευελιξία και την προκατασκευή και οι μονάδες κατοίκησης είναι πιο συμβατικές, με στοιχεία όπως στην πολυκατοικία του Ηρώδου Αττικού. Καταλαβαίνουμε ότι τον απασχολεί κάτι συγκεκριμένο, αλλά δεν έχει βρει ακόμα τον τρόπο να το εκφράσει.

Δεύτερη Φάση Επεξεργασίας | 1966-1969 Εκδίδεται το βιβλίο «Ηλεκτρονική Πολεοδομία» το 1969, κάπως πρώιμα θα λέγαμε, αφού ακόμα δεν έχει φτάσει στο τέλος της η μελέτη. Σημαντικό ρόλο παίζει και η συμμετοχή του, το 1966, στο Ε’ Πανελλήνιο συνέδριο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, όπου προτείνει μια εφαρμογή της ηλεκτρονικής πολεοδομίας για την Αθήνα.

εικ.45: Τομές που δείχνουν επεξηγηματικά τους κόμβους, την κατακόρυφη κίνηση, τη μορφή των δικτυωματικών πλακών και το δικτύωμα οριζόντιας προεντάσεως.

Πλέον, έχει ενισχύσει το θεωρητικό υπόβαθρο του ερευνητικού του έργου, θέτοντας ερωτήματα για την πόλη, τα προβλήματα και της δυνατότητες ανάπτυξης τη δεκαετία του ’60. Ο ίδιος θεωρούσε ότι ήδη εκείνη την εποχή τα πολεοδομικά προβλήματα και η αδυναμία επίλυσής τους είχαν οδηγήσει σε αδιέξοδο, έχοντας δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη των χωρών.

«Σήμερα, λόγω της ειδικής αναπτύξεως της τριτογενούς παραγωγής και της αυξανόμενης μετακινήσεως της απασχολήσεως προς αυτήν, η ανθρώπινη κλίμακα και το optimum μέγεθος της πόλεως ξεπεράστηκαν. Η πόλη μετατρέπεται προοδευτικά σε έναν απρόσωπο χώρο, αφιερωμένο αποκλειστικά στην παραγωγή, ενώ η κατοικία εκτοπίζεται προς την περιφέρεια.» [20]

20 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 3, 1969, σελ.114

43


Δεν αρκείται μόνο στον εντοπισμό των προβλημάτων, αλλά δίνει απαντήσεις, λέγοντας ότι αντί να κατασκευάζονται έργα διευκολύνσεως, πρέπει να καταργηθούν οι ανάγκες που τα επιβάλλουν. Το πρόβλημα των μετακινήσεων θα λυθεί μόνο με την κατάργηση των μετακινήσεων, δηλαδή μέσω της αυτοματοποίησης του τριτογενούς τομέα μέσω της τηλε-διεκπεραίωσης. Μεγάλη έμφαση δίνεται και στην ανάγκη μεταβλητότητας. Τα κτίρια δεν πρέπει να μένουν στατικά, αλλά να σχεδιάζονται εξίσου ρευστά με τις ανάγκες του κόσμου, που συνεχώς αλλάζει.

εικ.46: Ο Ζενέτος αναρωτιέται ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη της Γης εάν συνεχίσουμε την επέκταση των συμβατικών συστημάτων.

Εμβληματικό είναι το σκίτσο του αρχιτέκτονα που παραλληλίζει την πόλη με τη μορφή ιστού αράχνης, με την πλακέτα υπολογιστή. Φαίνεται ξεκάθαρα η σύνδεση που επιχειρεί, αλλά ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει την υλοποίηση αυτής της ιδέας στην ηλεκτρονική πολεοδομία.

Τρίτη Φάση Επεξεργασίας | 1969-1974 Το βήμα για να συνειδητοποιήσει την προβολή των τεχνολογιών πληροφορίας στην ηλεκτρονική πολεοδομία γίνεται όταν ο Ζενέτος λαμβάνει μέρος στο διαγωνισμό επίπλου 2000. Παρουσιάζει μια αρθρωτή, σπονδυλωτή καρέκλα που μετακινείται με μηχανικό τρόπο, αρκετά ανθρωπομορφική στην εμφάνισή της και συνοδευόμενη από όλες τις τεχνολογικές δυνατότητες των μέσων δράσης του ανθρώπου κατά το έτος 2000 (τηλε-επαφές | τηλε-εργασία | τηλε-χειρισμός). Τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται είναι: α.) το κυρίως κάθισμα β.) το χειριστήριο στο πλάι του καθίσματος, από το οποίο χρησιμοποιείται η καρέκλα, αλλά και η επικοινωνία με τα ηλεκτρονικά δίκτυα γ.) η οθόνη (ηλεκτρονικού υπολογιστή) μπροστά από το κάθισμα. Συνεπώς, ο κινητός, σπονδυλωτός φορέας του σώματος γίνεται βασικό συστατικό του ατομικού θαλάμου τηλε-ενεργειών, δηλαδή της βασικής μονάδας κατοίκησης. Το ολοκληρωμένο έργο παρουσιάζεται το 1971 σε μία δεύτερη έκθεση στο Ζάππειο, την Α’ Οικοδομική Έκθεση, όπου ο Ζενέτος κατέχει κεντρική θέση. Έχοντας φτάσει στο σημείο να μιλά για την κυριάρχηση των τεχνολογιών της πληροφορίας μετά το 1969, καταφέρνει να τους αποδώσει την αρχιτεκτονική τους έκφραση μεταξύ 1972-1974, με μια νέα επεξεργασία λεπτομερών σχεδίων, προβάλλοντας παράλληλα το «άυλο» και τη «μη αρχιτεκτονική» ως μελλοντικό στόχο. Παρόλα αυτά, ο Τάκης Ζενέτος δεν παρουσιάζει μία ουτοπία του μέλλοντος μέσα από τα σχέδιά του. Δεν προτείνει κάποιο τελικό σχέδιο, αλλά μεταβατικά στάδια εξέλιξης προς ένα στόχο.

εικ.47: Το έπιπλο πολλαπλών χρήσεων

44


Ο Χρόνος ως Εργαλείο Σχεδιασμού Ο Ζενέτος, στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία, επιχειρεί να εισάγει μία νέα έννοια, αυτή του χρόνου.

« Στην πολεοδομία του μέλλοντος θα προστεθεί μια νέα διάσταση, που θα είναι και η κυριότερη διέξοδος, μαζί με τη μείωση των μετακινήσεων χάρη στην εξέλιξη της τεχνολογίας επαφών. Φαίνεται λοιπόν, ότι η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι σημερινό πρόβλημα που θα εκλείψει ( και στα ανωτέρο, θα πρέπει να προσθέσουμε τις μελλοντικές δυνατότητες ατομικής κινήσεωςπτήσεως, με την ωθούμενη μηχανή-κοστούμι)».[21] Η μελλοντική πόλη χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα μετάδοσης της πληροφορίας και τα συστήματα τηλε-διεκπεραίωσης και τηλε-ενεργειών. Παράλληλα, η εξέλιξη της απαιτεί, τη δυνατότητα πολλαπλών χρήσεων και αναπροσαρμογής ή μεταφοράς των κατασκευών. Η ιδιαίτερη βάση που δίνει ο Ζενέτος στο χρόνο, διακρίνεται έντονα στο Ε’ Πανελλήνιο Συνέδριο Αρχιτεκτόνων το 1966: «Η ομοιόμορφη κατανομή των δραστηριοτήτων σε ολόκληρο το 24ωρο, η κατάργηση της συμπτώσεως των ωραρίων, η κατανομή της χρήσεως των εγκαταστάσεων σε όλο τον κύκλο ημέρα-νύχτα για την αποφυγή αιχμών και νεκρών περιόδων, η εφαρμογή συστημάτων πολλαπλής χρήσεως αντί του αποκλειστικού χαρακτηρισμού, ενός τομέως, είναι μερικές από τις δυνατότητες, που η εφαρμογή τους είναι επιβεβλημένη. Η συνεχής χρησιμοποίηση των εγκαταστάσεων και των περιφερειακών κέντρων, θα δώσει σ’αυτά την απαραίτητη ζωντάνια και το χαρακτήρα «πόλεως», χωρίς τα οποία, μοιραία, θα είναι μόνο γειτονιές για τον ύπνο ενός πληθυσμού, που θα τις εγκαταλείπει ελκυόμενος από το συμφορημένο πυρήνα της παλιάς ζωντανής πόλεως».[22] Μια μεταβλητή και εύκαμπτη πολεοδομία, προσφέρει την ελευθερία σταδιακής πλήρωσης της πόλης, ανάλογα με τις εξελισσόμενες ανάγκες και προσφέρει δυνατότητες παραλλαγών και τροποποιήσεων, σε αντίθεση με την παραδοσιακή πολεοδομική οργάνωση, όπου το διάγραμμα χρήσεων εδάφους, εφαρμόζεται από την αρχή και είναι δεσμευτικό για την επέκταση της πόλης. «Οι μελλοντικές ανάγκες δεν θα είναι δεσμευτικές για τη σημερινή σύνθεση, γιατί η χρήση κάθε τομέως δεν θα είναι καθοριστική». Η σύνθεση του ιστού της πόλης από προκατασκευασμένα κινητά στοιχεία (κτήρια και δρόμοι, από ελαφριές ύλες και μη μονιμότητα των κατασκευών, εξασφαλίζει την απαραίτητη ευελιξία για αναπροσαρμογή στο χρόνο, απαραίτητο στοι-

21 Τ.Χ. Ζενέτος, «Η πόλη και η κατοικία στο μέλλον. Η πολεοδομία στο χώρο. Μελέτη 1962.», Αρχιτεκτονική, τχ 42, σελ 50 22 Π. Ζενέτος (1966), «Οι τηλεπικοινωνίες και οι σύγχρονες μέθοδοι οργανώσεως. Τα νέα μέσα συγκροτήσεως των πόλεων σε αντικατάσταση των κλασικών έργων. Η μεταβλητή πολεοδομία», Πρακτικά Ε’ Πανελλήνιου Συνεδρίου Αρχιτεκτόνων, εκδόσεις ΤΕΕ, 1974, σελ 252

45


χείο για μια ζωντανή και λειτουργική πόλη. Ο ιστός αναπλάσσεται σύμφωνα με τις ανάγκες του ατόμου και της πόλεως, που αλλάζουν με επιταχυνόμενο ρυθμό».[23] Σε μια τέτοια χωρική ανάπτυξη της πόλης, όπου χώρος είναι ο αέρας, η κίνηση συμβαδίζει με την πτήση. Εναέριοι δρόμοι θα ενώνουν τις μονάδες κατοικίας με τους κοινόχρηστους χώρους, ενώ οχήματα ταχείας κυκλοφορίας θα λειτουργούν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Σε ένα πρώτο στάδιο εφαρμογής, προτείνονται κοινόχρηστα οχήματα σε κατακόρυφους δρόμους και «οριζόντιοι δρόμοι-καλώδια μεγάλης κινητικότητας για γενική κυκλοφορία και ανταλλαγή αγαθών». Η σύνδεση των διαφορετικών τεχνητών επιπέδων, καθώς και με το επίπεδο εδάφους, θα πραγματοποιείται με κατακόρυφη μηχανική κίνηση. Αυτή, η τύπου ανελκυστήρα κίνηση, κάνει δυνατή την καθ’ύψος ανάπτυξη της πόλης του Ζενέτου μέχρι το τέλος της βιώσιμης ατμόσφαιρας. Στην τηλεματική πόλη, οι αποστάσεις ακυρώνονται και η αστικότητα διαφοροποιείται ποιοτικά και ποσοτικά. Στο απώτερο μέλλον, οι ανάγκες μετακινήσεων θα μειωθούν σημαντικά, καθώς οι κατοικίες θα έχουν πλήρη αυτοτέλεια και οι εξυπηρετήσεις των κατοίκων θα γίνονται με παροχές ροής πληροφοριών και στοιχείων. Οι περιττές μετακινήσεις θα καταργηθούν. Η συνθήκη δρόμος-αυτοκίνητο-στάθμευση, που υποβάλλει τον άνθρωπο σε διαδικασίες καθημερινής ρουτίνας, δεν θα υφίσταται. Παράλληλα, με την επανάληψη καθ’ύψος επιφανειών πρασίνου και χώρων κοινωνικής συνάθροισης και ψυχαγωγίας, οι κάτοικοι δεν θα χρειάζεται να μετακινηθούν σε αποστάσεις μεγαλύτερες της ακτίνας πεζού. Επιπλέον, μέσω του κινητού σπονδυλωτού φορέα σώματος, η χωρική εμπειρία αποδεσμεύεται από τους φυσικούς περιορισμούς της υλικότητας. Έτσι, ο χρόνος στην τηλεματική πόλη, επαναπροσδιορίζεται, χρόνος διεπαφής και πραγματικός συμπίπτουν. Η χρονική εμπειρία μέσω των τεχνολογιών δι-επικοινωνίας και σε φυσικό τόπο ταυτίζονται.

Κατασκευαστική Επίλυση του Τρισδιάστατου Συστήματος Μέσα από σχέδια που έχει δημιουργήσει ο αρχιτέκτονας σε κάθε φάση της έρευνάς του, μπορούμε να καταλάβουμε τη λειτουργικότητα της κατασκευής που προτείνει, η οποία βασίζεται κυρίως σε συστήματα προεντάσεως. Πρώτο έναυσμα για την επιλογή του δομικού συστήματος αποτελεί η κατα-

23 ό.π. σελ.87

46


σκευαστική λογική των γεφυρών. Στόχος είναι η δημιουργία ενός τρισδιάστατου συστήματος, στο οποίο το μέγιστο ποσοστό των στοιχείων του φορέα εργάζεται σε εφελκυσμό. Τα μόνα στοιχεία που εργάζονται σε θλίψη είναι οι πυλώνες, οι οποίοι στο τρισδιάστατο σύστημα κυκλοφορίας αποτελούν τους κατακόρυφους δρόμους. εικ.48: Διάγραμμα του συστήματος εντάσεως για τη σταθεροποίηση του πολεοδομικού ιστού. Κάτοψη και όψη. Στα μεταβαλλόμενα όρια της δομής του αστικού ιστού, το σύστημα αγκυρώνεται ή στα γύρω βουνά ή στο έδαφος

Ο αρχιτέκτονας αναλύει στατικά το παράδειγμα των γεφυρών, θέτοντας ως βασικό στατικό πρόβλημα τις πλάγιες ωθήσεις του ανέμου ή του σεισμού. Στην περίπτωση του αναρτημένου οικιστικού συστήματος, λύνει αυτό το πρόβλημα αφενός με τη λιγότερο συμπαγή «ύλη» και αφετέρου δίνοντας στο σύστημα μορφή τμήματος σφαίρας και υπερβολικού παραβολοειδούς στα άκρα. Οι πιθανές ωθήσεις μηδενίζονται από τους «απέναντι» φορείς. Έτσι, οδηγείται σε καμπυλόμορφες μορφές στην κάτοψη και στην τομή των επιπέδων της πόλης. εικ.49: α. Λεπτομέρεια αναρτημένης κατασκευής β. Λεπτομέρεια διατάξεως στοιχείων αναρτημένων επιπέδων. Οι αριθμημένοι τύποι στοιχείων των επιπέδων θα προσφέρονται στο εμπόριο για αγορά ή ενοικίαση γ. Λυόμενες μονάδες από συμβατικά έτοιμα στοιχεία της αγοράς (μονάδες ερμαρίων, κουφώματα, κυψέλες λουτρών). Τυπικό επίπεδο αναρτημένης κηπουπόλεων με διαμπερή «οικόπεδα», που από τη μια πλευρά βλέπουν προς ένα πολύ πυκνό αστικό περιβάλλον και από την άλλη έχουν άμεση επαφή με το αναοιχτό φυσικό περιβάλλον.

εικ.50: Σημειακές επεμβάσεις στο έδαφος Α:κατανομή των δυνάμεων σε επιφάνεια, Β: χημική σκλήρυνση μη βραχώδους εδάφους

47


Σε μια πρώτη εφαρμογή, το προτεινόμενο άνοιγμα κάθε επιπέδου ανάμεσα στους συνδετικούς κόμβους είναι 100 μέτρα. Σε όλο το μήκος των επιπέδων υπάρχει πεζόδρομος, η προέκταση του οποίου οδηγεί σε κέντρα εξυπηρετήσεως και κοινωνικών επαφών. Υπάρχουν όμως και εγκάρσιες συνδέσεις στο επίπεδο όπου δημιουργείται το δικτύωμα οριζόντιας προεντάσεως, στις οποίες βρίσκουμε κοινόχρηστες εγκαταστάσεις. Οι πυλώνες αποτελούν κόμβους που παραλαμβάνουν οριζόντια και κατακόρυφη επικοινωνία.

εικ.51: Κινητός οικισμός ειδικών χρήσεων

Το σύστημα που προτείνει ο Τ.Ζενέτος δεν μπορεί να παράξει απόλυτα όμοιες μορφές στοιχείων. Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτό θα αποζητούσε ένα πολυπλοκότερο δομικό φορέα. Έτσι, διαχωρίζει κάποιους τύπους στοιχείων των επιπέδων, τα οποία και θα δίνονται στον καταναλωτή είτε προς πώληση είτε προς ενοικίαση, σύμφωνα και με την κατάλληλα προσαρμοσμένη νομοθεσία περί χρησικτησίας. Από τη στιγμή που ο καταναλωτής κατέχει το τεχνητό δάπεδο, μπορεί να χρησιμοποιήσει το «οικόπεδό» του με κάθε τρόπο. Το δικτύωμα της πρώτης φάσης είναι φτιαγμένο από σωλήνες αλουμινίου, καλυμμένο με ένα περίβλημα από ενισχυμένο πολυεστέρα, ενώ ταινίες από νεοπρένιο συνδέουν το αρθρωτό δάπεδο. Το δικτύωμα περιέχει μάλιστα όλα τα στοιχεία εξυπηρετήσεως και τις σωληνώσεις ταχυδρομικής διανομής προϊόντων. Μεταγενέστερη εκδοχή της δομής αυτής θα αποτελέσει μια δομική μεμβράνη με νευρώσεις από θερμοπλαστικό υλικό, το οποίο θα είναι δυνατό να παραχθεί βιομηχανικά. Η διαρκής αναζήτηση επόμενων σταδίων εξέλιξης, ωθεί τον αρχιτέκτονα να φαντάζεται ότι στο απώτερο μέλλον, η ιδιοσυγκρασία του ατόμου και η περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίαςθα επιτρέψει την δημιουργία άυλων συστημάτων δημιουργίας περιβάλλοντος. Θεωρεί ότι οι φορείς πιθανόν θα είναι αναρτημένοι από «ακίνητους» δορυφόρους, με το επόμενο βήμα να αποτελούν οι «ήπειροι - δορυφόροι», οι οποίοι θα μπορούν να αιωρούνται πάνω από τμήματα των ωκεανών. Παράλληλα, «οι επιθυμητές συνθήκες περιβάλλοντος θα υλοποιούνται με ακριβή διαχωρισμό περιοχών κυμάτων και μαγνητικών πεδίων».[24] Η σκέψη του Ζενέτου κινείται από τις κατασκευές στο έδαφος, στις ελαφριές κατασκευές που αιωρούνται πάνω από αυτό και από εκεί στο άυλο.

24 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 8, 1974, σελ.125

48


Παραμετρικά Μεταβαλλόμενο Κέλυφος Ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο αναπτύσσεται τη δεκαετία του ’60, καθώς περνάμε από τον λειτουργικό άνθρωπο των CIAM και το πολιτιστικό άτομο του Team X, στον Homo Ludens της κοινωνίας της κατανάλωσης. Ο Ζενέτος επιχειρεί να περάσει κατευθείαν από το λειτουργικό άτομο του Μοντέρνου, στο διαδραστικό άτομο της κοινωνίας των πληροφοριών, που είναι κατά πολύ μεταγενέστερή του. Η δυνατότητα του χρήστη να μεταβάλλει παραμετρικά και μέσα από συνεχή διάδραση τον χώρο του, είναι από την αρχή βασική του πρόθεση. Ο χαρακτήρας αυτής της μεταβολής δεν ανταποκρίνεται σε μια διάθεση «παιχνιδιού» ,αλλά σε μια νέα κοινωνικότητα που θα επέτρεπε στα άτομα να συγκροτούν ελεύθερα ομάδες συμβίωσης αφού, μέσω των νέων τεχνολογιών και της τηλε-εργασίας, η εγγύτητα με τον τόπο παραγωγής δεν είναι απαραίτητη. Από αυτήν την άποψη, αντιδιαστέλλεται ξανά με τους Archigram και πλησιάζει περισσότερο τον Yona Friedman που προτείνει την ελεύθερη διαμόρφωση κοινοτήτων. Η ελευθερία επιλογής τόπου κατοίκησης συνοδεύεται με την ελευθερία διαμόρφωσης του κελύφους κατοίκησης. Τέσσερα στοιχεία διαμόρφωσης του χώρου συνθέτουν το πρωτογενές λεξιλόγιο μιας παραμετρικά μεταβαλλόμενης αρχιτεκτονικής:

Α. ΤΟ ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΚΟ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ

εικ.52: πρόπλασμα ενός τυπικού επιπέδου.

Η μονάδα δημιουργίας ατομικού χώρου, παράγει σε διαφορετικούς συνδυασμούς τη μονάδα κατοικίας και κατ’επέκταση ένα σύνολο κατοικιών. Η κατοικία δεν σημαίνει το σπίτι με την παραδοσιακή έννοια, αλλά σύνολα διαφορετικών λειτουργιών σε προστατευμένα μακρο- και μικρο-περιβάλλοντα. Ανάμεσα στις δύο πλάκες της τρισδιάστατης πόλης, δημιουργούνται δύο επίπεδα τα οποία παραλαμβάνουν τις κάψουλες κατοίκησης. Στο κάτω επίπεδο εμπεριέχεται το συμβατικό πρόγραμμα, όπως είσοδος, τουαλέτα και υπνοδωμάτιο. Το επάνω επίπεδο, σημαίνει ότι οι κάψουλες βρίσκονται αναρτημένες από την οροφή και εκεί βρίσκονται οι χώροι αλληλεπίδρασης με τα ηλεκτρονικά δίκτυα. Το περίβλημα της κάψουλας αποτελείται από δύο διαφανείς μεμβράνες (γυάλινες ή πλαστικές)σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, ώστε ανάμεσα να κυκλοφορεί «ρευστό ελεγχόμενης διαφάνειας» που γίνεται διαφανές/ημιδιαφανές/αδιαφανές, προσδιορίζοντας παραμετρικά την ιδιωτικότητα σε διάδραση με τη στιγμιαία επιθυμία του χρήστη. Ο Ζενέτος σημειώνει ότι το ημισφαιρικό σχήμα είναι ενδεικτικό, θα μπορούσε να είναι πολύεδρα ή να αποτελείται από διαστελλόμενα στοιχεία ,ανάλογα με την τεχνολογία κάθε τόπου.

49


εικ.53: Οριζόντια τομή στο επίπεδο της οροφής. Μερική όψη του αστικού χωροδικτυώματος. Α. Περιοχή διαμονής τεσσάρων ατόμων. 1. Θάλαμος ιδιωτικής εισόδου. Μεταβατικό στοιχείο από το ύπαιθρο στον ελεγχόμενο χώρο 2. Θάλαμος ατομικής υγιεινής 3. Συνδετικός θάλαμος 4. Χώρος επαφών, αναπαύσεως, στιγμιαίου ύπνου ζεύγους 5. Πτυσσόμενο περίβλημα απομονώσεως 6. Ατομικός θάλαμος τηλε-ενεργειών 7. Θάλαμος εισόδου, παιχνιδιού παιδιών(κάτω επίπεδο) 8. Ατομικό στοιχείου παιδιού(άνω επίπεδο) 9. Θάλαμος εισόδου ξένων 10. Χώρος ανταλλαγών, φαγητού, συζητήσεων υπο-ομάδας. 11. Πτυσσόμενο περίβλημα απομονώσεως 12. Χώρος επαφών ομάδας και υπο-ομάδων, πολλαπλού δυναμικού, επιφάνειας και χρήσεως 13. Πλατεία επαφών 14. Κήπος 15. Θάλαμος εισόδου από στοιχείο 16 16. Θάλαμος εμπειριών αιωρήσεως, διαστημικής θέας (διαφανής θάλαμος κολυμβήσεως) 17. Χώρος κοινωνικών εκδηλώσεων «απομίμηση καταστάσεων», «αυθόρμητο θέατρο» 18. στοιχεία που υπάρχουν στην αγορά

50


Β. Ο ΚΙΝΗΤΟΣ-ΣΠΟΝΔΥΛΩΤΟΣ ΦΟΡΕΑΣ Μια αιωρούμενη φυσαλίδα ολοκληρώνει το Existenzminimum (Bauhaus) γύρω από ένα και μοναδικό «έπιπλο πολλαπλών χρήσεων» που μοιάζει να «πλέει» στο διάστημα, ή στο αμνιακό υγρό.[25] Καλωδιώσεις και κεραίες ασυρμάτων συνδέσεων υποστηρίζουν το «έπιπλο για το 2000» ,σχεδιασμένο σαν ανατομική πολυθρόνα (και κρεβάτι). Βραβευμένο στο διαγωνισμό Interdesign 2000 (1967) ,οργανώνει το άμεσο περιβάλλον του ανθρώπου, για ανάπαυση, τηλε-εργασία, απομονωμένη εργασία. Πρόκειται για μία αρθρωτή, σπονδυλωτή καρέκλα, αρκετά ανθρωπομορφική στην όψη της, που μετακινείται με μηχανικό τρόπο και συμπληρώνεται με όλες τις τεχνολογικές δυνατότητες των μέσων δράσης του ανθρώπου του 2000, όπως τηλε-επαφές, τηλε-εργασία, τηλε-χειρισμούς. Οι βραχίονές του είναι φορείς πληκτρολογίων και χειριστηρίων που αφορούν την πλοήγηση του ακινητοποιημένου χρήστη μπροστά από μία οθόνη. Η υλική διαφάνεια του κελύφους αποκτά ακόμη ένα παράθυρο. Παράθυρο-οθόνη. Μια ηλεκτρομηχανολογική και ηλεκτρονική υποδομή που παραπέμπει και προέρχεται από κάποιον «θάλαμο διακυβέρνησης» (καμπίνα αστροναύτη ή πιλοτήριο), για την επικοινωνία με και για τον έλεγχο του περιβάλλοντος και που υπερβαίνει τη φυσική θέα και τον φυσικό φωτισμό, βρίσκει την έκφρασή της στην όλη οπτικο-ακουστική εγκατάσταση και την αρχιτεκτονική της. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες επινοήσεις, που οι προεκτάσεις του ανθρώπου ήταν μερικές και αποσπασματικές, η ηλεκτρονική είναι περιεκτική και καθολική, γιατί επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα, είναι μια επέκταση του νου. Ο Ζενέτος, δημιουργεί μια “μηχανή-κουστούμι”, ένα ρούχο σκέψης και δράσης, ένα υβρίδιο μηχανής και οργανισμού. Ο σπονδυλωτός φορέας συστήματος είναι ένα κυβερνητικό εγγενές σύστημα διαχείρισης της πληροφορίας, που προσφέρει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ηλεκτρονικής επικοινωνίας και πρόσβασης σε κάθε άλλο σημείο σε όλο το σύμπαν, ελεύθερης απευθείας διασύνδεσης και ενέργειας, αποδεσμευμένης από επιμέρους μηχανικές διαδικασίες και δράσεις. «Οι επιθυμητές καταστάσεις θα υλοποιούνται στιγμιαία, με τηλεμετάδοση της σκέψης». Ο φαινομενικά ατομικός αυτός χώρος της κατοικίας, αποκτά χαρακτηριστικά κοινόχρηστου μέχρι και δημόσιου, χάρη στις τηλενέργειες.[26]

εικ.54: το έπιπλο πολλαπλών χρήσεων

εικ.55: Πρόπλασμα

«Η μηχανή, μέχρι τώρα πιστός δούλος της νεκρής εκμετάλλευσης, γίνεται συστατικό στοιχείο ενός νέου ζωντανού οργανισμού. Την ύπαρξή της δεν τη χρωστάμε στη χαριστική διάθεση ενός αγνώστου, ούτε στην ευρυματική τάση μιας κατασκευαστικής ιδιοφυϊας, αλλά δημιουργείται σα φυσική προσθήκη της εξέλιξης την ίδια στιγμή που την απαιτεί η ανάγκη».[27]

25 Do.co.mo.mo. Τα τετράδια του μοντέρνου 01.Αθήνα: futura, 2006, σελ. 93 26 Τ.Χ.Ζενέτος, «Η Ηλεκτρονική Πολεοδομία», Αρχιτεκτονικά Θέματα, τχ 8, 1974, σελ. 125 27 Conrads, Ulrich. «Μανιφέστα και Προγράμματα της Αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα: Δυναμι-

51


Η Ηλεκτρονική Πολεοδομία, μας προσφέρει έναν κατάλογο από νέες έννοιες και, πάνω από όλα, διεκδικεί ένα γίγνεσθαι-μηχανής του ανθρώπινου σώματος, που αν παρατηρήσουμε προσεκτικά, θα δούμε, ότι δεν τίθεται σα μια μίμηση ή σα μια αναπαράσταση της μηχανής, αλλά σα μια μεταμόρφωση, ένας τρόπος να γίνεις άλλος.

Γ. ΤΟ ΕΥΚΑΜΠΤΟ ΕΔΑΦΟΣ Για τον Τ.Ζενέτο αποτελεί συμπληρωματικό «έπιπλο» του μέλλοντος. Μπορεί να μεταβάλλεται για να ακολουθεί το σώμα του ανθρώπου σε διάφορες στάσεις, ανάλογα με τις δραστηριότητές του. Η τεχνική του εναλασσόμενου εδάφους με τη βοήθεια του ελεγχόμενου μικροκλίματος, αλλάζει την έννοια του υπνοδωματίου, καθώς γίνεται ένας χώρος διαβίωσης, για ανάπαυση, «στιγμιαίο» ύπνο και παράλληλες δραστηριότητες. Τα όρια του κλειστού-θερμαινόμενου χώρου και του ημιυπαίθριου χώρου δεν διαχωρίζονται: εκτοξευόμενα ανακλαστικά μικροσωματίδια αναστρέφουν την ηλιακή ακτινοβολία δημιουργώντας κατάλληλες βιοκλιματικές συνθήκες, ώστε να μπορεί κανείς να ζήσει γυμνός. Το σπίτι του αύριο για τον Ζενέτο θα αντικατασταθεί με μια κλιματικά ελεγχόμενη περιοχή , χωρίς υλικό περίβλημα, όπου ο κάτοικος θα έχει στη διάθεσή του διάφορα ηλεκτρονικά εργαλεία, αναγκαία στο σύστημα διαβιώσεως του μέλλοντος. Ορισμένα από αυτά, είναι τα ακουστικά και τα ειδικά ματογυάλια για ακουστική και οπτική μόνωση. Τα ακουστικά διαθέτουν κεραία, ενδιάμεση μετάδοση θροϊσμάτων, ησυχίας κ.ά. Μόλις το άτομο φορέσει τα ακουστικά απομονώνεται και επιλέγει μόνο τις επιθυμητές εισόδους. Τα ματογυάλια-φίλτρα, επιτρέπουν στο χρήστη να βλέπει μόνο ό,τι διαλέγει χωρίς να ενοχλεί ή να επιβάλλεται στους άλλους.[28]

Δ. Ο ΤΟΙΧΟΣ ΟΘΟΝΗ Πέρα από τη διάδραση μέσω του ιδιωτικού χώρου, ο Ζενέτος σχεδιάζει ένα βασικό εξοπλισμό, που εξασφαλίζει διάδραση και αλληλεπίδραση στο δημόσιο χώρο, τον τοίχο-οθόνη. Μέσω αυτού, ο κάτοικος έχει τη δυνατότητα ανταλλαγής ψηφιακών πληροφοριών στο φυσικό δημόσιο χώρο, ενώ αποτελεί και μια απάντηση στο πρόβλημα της απομόνωσης στο ψηφιακό χώρο. Επιτρέπει την επικοινωνία ομάδων που βρίσκονται σε απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές. Κάθε τέτοια επικοινωνία θα μπορεί να αποθηκεύεται σε βάση δεδομένων δημιουργώντας ψηφιακά «στιγμιαία μνημεία», μέσα από

κή και λειτουργία». Αθήνα: Επίκουρος. 1977. σελ 65 28 Καλαφάτη ,Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006, σελ 56

52


την καταγραφή στιγμών της καθημερινότητας.[29]

29 ό.π.

53


Διαδικασίες Μετάβασης Η «τηλε-διεκπεραίωση», η «τηλε-εργασία» και η «τηλε-εξυπηρέτηση» είναι έννοιες που θα μπορούσαν , σύμφωνα με την έρευνα του Τ.Ζενέτου, να εφαρμοστούν άμεσα, με τα τεχνολογικά μέσα της τότε εποχής. Ο ίδιος θέλει να προτείνει ένα νέο πολεοδομικό και συνάμα κοινωνικο-πολιτικό όραμα, το οποίο φαίνεται δελεαστικά εφαρμόσιμο σε παρόντα χρόνο και όχι απλώς ένα απραγματοποίητο ουτοπικό σχέδιο. Έτσι, στη εισήγησή του στο Ε’ Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο του 1966, ο Τάκης Ζενέτος, αφορμώμενος από το παράδειγμα των Αθηνών, προτείνει ένα μεταβατικό στάδιο από την υπαρχουσα πόλη, στην πόλη του μέλλοντος. Η περίοδος που μεσολαβεί για την αναπροσαρμογή των παραδοσιακών μεθόδων διεκπεραιώσεως υπολογίζεται σε περίπου 15 χρόνια, λέγοντας ότι το έτος –στόχος είναι πολύ κοντά. Το έδαφος για την υποδοχή του νέου συστήματος πρέπει να περιλαμβάνει ρυθμιστικά σχέδια που στο εξής θα εγκολπώνουν τις βασικές αρχές του νέου συστήματος και θα αντιμετωπίζουν τις προβλεπόμενες αναδιαρθρώσεις. Βασικό ρόλο θα παίξει η ανακοπή της εξάπλωσης των μεγάλων αστικών κέντρων, με παράλληλη ενίσχυση των δευτερευόντων, επαρχιακών κέντρων. Για τη μεταβατική περίοδο αρκεί η μεταφορά των περισσότερων κεντρικών λειτουργιών στην περίμετρο της πόλης και των περιφερειακών λειτουργιών στα επαρχιακά κέντρα, η εφαρμογή συντηρητικών οργανωτικών μέτρων όσον αφορά την κυκλοφορία (και όχι η συνεχής επέκταση των υπαρχόντων έργων διευκολύνσεως) και μία σταδιακή εφαρμογή μέσων «τηλε-ενεργειών», τα οποία, ενώ υπάρχουν ήδη, δεν αξιοποιούνται.[30] Σαν λογική εξέλιξη μίας νέας διαδικασίας, ο Ζενέτος θεωρεί ότι θα υπαρξει μία κάποια αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία όμως θα αντισταθμιστεί, όταν το σύστημα θα σταθεροποιηθεί. Άλλωστε, κατά τη γνώμη του αρχιτέκτονα, τα θετικά στοιχεία αυτής της εφαρμογής υπερτερούν κάθε δυσκολίας, με άμεσα αποτελέσματα τη διάσωση και διατήρηση του αστικού περιβάλλοντος. εικ.56: ρυθμιστικό σχέδιο ευρύτερης περιοχής Αθηνών

Η εφαρμογή της «τηλε-εργασίας» θα αναδιοργανώσει την αστική πόλωση, εξισταθμίζοντας την υπέρμετρη αστικοποίηση και την εγκατάλειψη των μικρών αστικών κέντρων. Οι δυνατότητες ανάπτυξης, εργασίας και εξυπηρέτησης θα είναι ίδιες παντού. Έτσι, τα δευτερεύοντα κέντρα θα αναπτύσσονται,

30 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 3, 1969, σελ.117

54


φτάνοντας σε αυτοδύναμη πνευματική και οικονομική δραστηριότητα, ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα θα αποσυμφορούνται, με τη διαδικασία αυτή να λειτουργεί έως ότου υπάρξει μελλοντικά ομοιόμορφη κατανομή σε ολόκληρη τη γη. Κεντρικό στοιχείο κάθε μεταβατικού επιπέδου θα πρέπει να αποτελεί η ανάγκη για απελευθέρωση του εδάφους. Για τον Τ.Ζενέτο, τα πάρκα ή το αστικό πράσινο δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την φύση, η παρουσία της οποίας είναι απολύτως αναγκαίο στοιχείο της ζωής του ατόμου. Τα στάδια αυτά, αν και αφορούν το έργο συνολικά, δηλαδή θα μπορούσαν να αφορούν οποιοδήποτε σημείο πάνω στον πλανήτη, μπορούμε ίσως να τα καταλάβουμε καλύτερα σε παράδειγμα απτό, όπως αυτό της Αθήνας. Μέσα από χάρτες που συγκρότησε ο Ζενέτος, μπορούμε να δούμε αρχικά το κέντρο της πόλης να αποδίδεται στους πεζούς, με τα μέσα μαζικής μεταφοράς να εξυπηρετούν περιφερειακά, όπου τοποθετούνται και οι ενότητες της κατοικίας , με τις ενότητες παραγωγής ενδιάμεσα. Ως τελευταίο στάδιο,μπορούμε να δούμε την Αθήνα του μέλλοντος να εισέλχεται στη φάση όπου ο «ιστός αράχνης περιέχει την πόλη». Οι εγκαταστάσεις στο επίπεδο του εδάφους συγκροτούνται από ελαφριά συναρμολογούμενα στοιχεία και η φύση ελευθερώνεται περνώντας στο στάδιο πλήρους αποκατάστασής της.

εικ.57: ρυθμιστικό σχέδιο Αθηνών 1.Πανεπιστήμια 2.Έρευνα 3.Πειραματική βιομηχανία 4.Λυόμενος προσωρινός εργατικός οικισμός 5.Προκατασκευασμένο ημιμόνιμο οδικό δίκτυο 6.Δίκτυο τηλε-επαφών 7.Αυτόνομες μονάδες που δημιουργούνται με την ένωση προαστίων 8.Άξονας ανθρωπίνων επαφών σε άμεση επαφή με τις μονάδες εικ.58: Η Αθήνα του μέλλοντος. Ένας «ιστός αράχνης» περιέχει την πόλη.

55


Σταδιακή Απεδαφοποίηση Η διαρκής προβολή προς το μέλλον και η αποδέσμευσή του από το παρόν κυριαρχούν στη σκέψη του Ζενέτου. Τη στιγμή που μας εξηγεί το γιατί και το πώς μιας κατασκευής, προσδιορίζοντας τη μορφή της, προτείνει ταυτόχρονα και τη μεταβολή της στο χρόνο. Τα σχέδια και τα έργα του γίνονται έτσι μηχανές του γίγνεσθαι.[31] Στην ηλεκτρονική πολεοδομία, η σημερινή πόλη απογειώνεται σταδιακά από το παραδοσιακό οικοδομικό τετράγωνο προς το αιωρούμενο επάνω από το έδαφος επίπεδο, για να συναντήσει στο μέλλον μια «άυλη» αρχιτεκτονική.

εικ.59: Άυλη αρχιτεκτονική

Η αιώρηση της πόλης πάνω από τη φύση είναι το τελευταίο στάδιο μίας εξελικτικής διαδικασίας. Ζητώντας ο αρχιτέκτονας να απαντήσει σε κάθε ερώτημα που αφορά την υλοποίηση της σύλληψής του, δοκιμάζει τρία στάδια μετάβασης προς την «απογείωση». Πολύ εύστοχα μάλιστα εικονογραφεί τη

31 Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης. Η επικαιρότητα της ηλεκτρονικής πολεοδομίας του Τάκη Ζενέτου. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.110-113

56


διαδικασία σε ένα σχέδιο – κλειδί, το οποίο αποτελεί ένα διάγραμμα εξέλιξης της αστικής μονάδας, με διατήρηση της κλασικής διάταξης και κλίμακας (100x100μ.). Αν η φάση (Α) μας δείχνει την παρούσα αστική μονάδα, η οποία ορίζεται από τους δρόμους κυκλοφορίας, στη μεταβατική φάση (Β) εντάσσονται τρία νέα στοιχεία στο σύστημα της πόλης: η ελαχιστοποίηση της επέμβασης στο έδαφος, η ευκαμψία στη μικροδομή και η φύση. Γίνεται δηλαδή η διάσπαση της ενότητας της αστικής μονάδας και συνδέονται οι εσωτερικές αυλές μεταξύ τους. Στην τρίτη φάση (C) οι «δρόμοι» ταυτίζονται με τις «οικοδομές» και η ευκαμψία επεκτείνεται και στη μακροδομή. Η συνύπαρξη με τη φύση αντισταθμίζει τα αποτελέσματα της ευρείας μηχανοποίησης. Σε επίπεδο τομής, την κλασική δομή της αστικής μονάδας ακολουθεί η επάλληλη οργάνωση των επιπέδων («οικοπέδων») σε συμβατικό σκελετό από λυόμενα στοιχεία, τα οποία δέχονται έτοιμα στοιχεία κατοικίας. Γίνεται το πρώτο βήμα για την απελευθέρωση του εδάφους, καθώς οι υπόγειες και οι ισόγειες χρήσεις μεταφέρονται στο υπερυψωμένο νέο «έδαφος». Συνεπώς, η απεδαφοποίηση που προτείνεται, δείχνει μία νέα συμβίωση τεχνήματος και φύσης. Το καθένα λειτουργεί από τη μία ανεξάρτητα και αυτόνομα, αλλά φτάνουν σε μία αμοιβαία αρμονία. Η φύση λειτουργεί ως φόντο για τη δραστηριότητα του ανθρώπου. Όλες αυτές οι μεταμορφώσεις του αστικού ιστού στοχεύουν ίσως και σε μία τέταρτη φάση , που παρουσιάζεται στο τέλος του 1974, όπου θα κυριαρχήσει το άυλο.

εικ.59: Ριζωματική εξάπλωση πόλης-εδάφους. Συγκριτικό διάγραμμα ενδεχόμενης εξελίξεως της δομής της αστικής μονάδας με διατήρηση της κλασσικής διατάξεως και κλίμακας

Όσον αφορά τις κοινωνικές εξυπηρετήσεις, όπως είδαμε, η πλειοψηφία μεταφέρεται στη δομή της κρεμαστής πόλης. Αναρωτιόμαστε όμως, ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος σε μία πόλη εναέρια, η οποία μπορεί να παρέχει ακόμα και τεχνητή γη στα επίπεδα που τη διατρέχουν; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλο το έργο του Τ.Ζενέτου βασίζεται σε συγκρουσιακές υποθέσεις. Σε δίπολα που συσχετίζουν μία πρωωθημένη τεχνολογία-νεωτερικότητα και την επιστροφή σε μία αρχέγονη κατάσταση. Μπορούμε να παρατηρήσουμε την αντίφαση σε σκίτσα που δείχνουν τον άνθρωπο σε μία πολύ φυσική κατάσταση κάτω από ένα δέντρο, αλλά και τον άνθρωπο ως αδρανές σώμα να επικοινωνεί με το ίντερνετ μέσω ηλεκτροεγκεφαλικών μηνυμάτων. Συνεπώς, στην Ηλεκτρονική πολεοδομία, η φύση δεν μένει απλά ανέγγιχτη, αλλά χρησιμοποιείται ως ελεύθερος φυσικός χώρος, για περιοδικές εκδηλώσεις και κυρίως από τον τομέα της εκπαίδευσης, με λυόμενα – μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα.

57


Νέα Μορφή Κοινωνικότητας Ο Τ.Ζενέτος, στο άρθρο του στα Αρχιτεκτονικά Θέματα IV, καταγράφει κάποιες βασικές δραστηριότητες του ανθρώπου του μέλλοντος, η ιδιοσυγκρασία του οποίου συνδυάζεται και συνδιαμορφώνεται από την έννοια των άυλων συστημάτων. Α) δημιουργική δραστηριότητα, τηλε-εργασία από το σπίτι, «παιχνίδι» Β) σωματική άσκηση, τοπική ή στο φυσικό περιβάλλον του εδάφους Γ) σεξουαλική ζωή, ανάπαυση, «στιγμιαίος ύπνος» Δ) κατανάλωση προϊόντων, διάθεση απορριμάτων Ε) κοινωνικές επαφές και εκδηλώσεις Η προτεινόμενη δομή της πόλεως και της υπαίθρου θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από περιττές μετακινήσεις , επιτρέποντάς του να αξιοποιήσει δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο του και να λάβει μέρος σε κάθε μορφή κοινωνικής εκδήλωση. Όλα τα κέντρα εξυπηρετήσεως προβλέπεται να βρίσκονται σε μικρή ακτίνα από το χώρο διαμονής, ώστε να προσεγγίζονται περπατώντας. Αυτό ενισχύει την κοινωνικοποίηση των κατοίκων, οι οποίοι συναντιούνται στους πεζοδρόμους , στις πλατείες και τους υπόλοιπους χώρους επαφών που παρεμβάλλονται μεταξύ των χώρων διαμονής. Ο περίπατος επανακτά τη σημασία του. Οι κάτοικοι, θα μπορούν να γνωρίσουν τους συνανθρώπους τους και να ανταλλάξουν εμπειρίες.

«Θα ανταλλάσσουν με αργόσχολη διάθεση τις πολλαπλές εμπειρίες που θα τους προσφέρει η ανεπτυγμένη τεχνολογία πληροφορήσεως, τα κοινωνικά θέματα, το μέλλον, οι νέες ανακαλύψεις.» Η συνολική μνήμη της κοινότητας χτίζεται μέσα από μια διπλή αναφορά, φυσική και ψηφιακή. Από τη μία πλευρά, η διαφύλαξη και συντήρηση των παλιών πόλεων και μνημείων και από την άλλη, η δημιουργία ψηφιακών «στιγμιαίων μνημείων», που αποθηκεύονται σε τράπεζες πληροφοριών-μουσεία, μάρτυρες της εποχής τους.[32] Το άτομο, απαλλαγμένο από «επίκτητα συμπλέγματα», όπως τα ονομάζει ο αρχιτέκτονας, θα ζει όπως στην εποχή των αρχέγονων κοινωνιών που έχουν διατηρηθεί μέχρι την πρόσφατη ιστορική εποχή. Δεν θα έχει την ανάγκη να απομονώνεται από τον περίγυρό του, θα μπορεί να ρυθμίσει κατάλληλα τις συνθήκες του περιβάλλοντός του ώστε να ζει γυμνός ακόμα και στην ύπαιθρο. Αυτή είναι και μία έννοια της απόλαυσης, την οποία και δεν συναντάμε συχνά στην αρχιτεκτονική, όμως στο έργο του Ζενέτου, η ηδονική αρχή είναι βασικό συστατικό, αποτελώντας βέβαια και δείγμα της εποχής των ’60, όπου

32 Καλαφάτη ,Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006, σελ.56

58


κυριαρχεί ο χιπισμός, η σχέση του γυμνού σώματος με τον ήλιο και οι μορφές υπαιθρισμού. Ο Ζενέτος μας δίνει την ευκαιρία να σκεφτούμε ότι η νέα κοινωνικότητα δεν παράγεται μέσα από μια ριζική τομή με το υπάρχον, αλλά μέσα από την ένταση μεταξύ του δυνητικού και του πραγματωμένου. Η αρχιτεκτονική παράγει το σημαίνον έδαφος αυτής της έντασης, όπου οι συλλογικότητες διαπραγματεύονται το μέλλον τους. Αυτό που «είδε» ο Ζενέτος δεν ήταν μόνο οι εφαρμογές των νέων τεχνολογιών των πληροφοριών, αλλά τα διακυβευόμενα μέσα από αυτές. Στη δημιουργία αυτής της νέας μορφής κοινωνικότητας, έρχεται να συμβάλλει και η έννοια του παιχνιδιού. Μέσω της αυτοματοποίησης του τριτογενούς τομέα, ο ελεύθερος χρόνος του ανθρώπου αυξάνεται, με αποτέλεσμα να δίνεται η δυνατότητα της επαναφοράς του παιχνιδιού στην κοινωνική ζωή. Ο αρχιτέκτονας, για τον κάτοικο της πόλης του, προτείνει αθλοπαιδιές στο επίπεδο του εδάφους, χώρους παιχνιδιου-γυμναστικής, όπως για παράδειγμα φορείς αναρρίχησης φυτών και διαδραστικούς θαλάμους εμπειρικής αιωρήσεως διαστημικής θέας (διαφανής θάλαμος κολυμβήσεως). Παράλληλα, το παιχνίδι εισάγεται στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία και μέσω του συμμετοχικού χαρακτήρα από μέρους των κατοίκων, στη διαμόρφωση του χώρου διαβίωσης, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες και επιθυμίες τους. Το παιχνίδι υιοθετεί και τη μορφή των επικοινωνιών. Η αρχιτεκτονική του Ζενέτου, απορροφά τα μέσα επικοινωνίας και εισάγει νέους τρόπους επικοινωνίας. Περιγράφοντας τους χώρους τηλε-επαφών, χαρακτηρίζει τον κάτοικο της ηλεκτρονικής πόλης ως θεατή. Ο Ζενέτος, έλκεται από τη δύναμη της εικόνας και τη νέα μορφή σχέσεων που αυτή συνεπάγεται. Έτσι, προτείνει τεχνολογικές προεκτάσεις του ανθρώπινου σώματος και των ιδιοτήτων του, από το σπονδυλωτό φορέα σώματος, μέχρι τα οπτικά φίλτρα.

59


Η Έννοια της Μεταφοράς στο Έργο του Ζενέτου [33] Η έννοια της μεταφοράς είναι αυτή που απελευθερώνει τη σκέψη του αρχιτέκτονα από την κυριολεκτική μορφή της πραγματικότητας. Αν ως μεταφορά ορίσουμε το να «δίνεις σε ένα πράγμα ένα όνομα που ανήκει σε κάτι άλλο», μελετώντας το έργο του Τάκη Ζενέτου, συνειδητοποιούμε πόσο μεγάλο μέρος έχει αυτή η έννοια στη σκέψη του.[34] Μέσω της χρήσης της, μπορεί να απεικονίσει με περισσότερη οικειότητα σκέψεις που συγκροτούν τον διαφορετικό κόσμο που οραματίζεται ο ίδιος. Ίσως με αυτό τον τρόπο να προσπαθούσε να κάνει τις ιδέες του πιο συμβατές με το παρόν, εντάσσοντάς τις ως μέρος της πραγματικότητας.

εικ.60: Jeronimus Bosch, ο κήπος των απολάυσεων (1450-1516)

Μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα : α.) Ο κατακόρυφος βράχος ως ανακεκλιμένο δάπεδο. β.) Τα δωμάτια ως κυψέλες. γ.) Το κτίριο ως αθωνικό μοναστήρι, αλλά και από τη μεταφορά που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο Ζενέτος για τα αθωνικά μοναστήρια: «το μοναστήρι ως ουρανοξύστης» , Και τα τρία αυτά παραδείγματα από τα «Λιακωτά», ξενοδοχείο 1.200 κλινών στο βραχώδη λόφο «Κορυφή» του Πλακιά, Κρήτη,1966. δ.) Το κάθισμα-έπιπλο πολλαπλών χρήσεων για το έτος 2000, 1967: το κάθισμα ως ανθρώπινο σώμα. ε.) Το γυμνάσιο στον Άγιο Δημήτριο, Αθήνα, 1972 : Το κτίριο ως «Απροσδιόριστο Ιπτάμενο Αντικείμενο» στ.) Οι σφαιρικοί χώροι κατοίκησης (κάψουλες)στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία : Η κατοικία ως διαστημική κάψουλα, αλλά και ως μήτρα. ι.) Το χωροταξικό σχέδιο αναπτύξεως της Αγίας Γαλήνης, Κρήτη, 1966 : ο οικισμός ως τοπίο, ή τοπογραφική διαμόρφωση του βουνού με πεζούλες ια.) Η κατοικία στο Καβούρι, 1959: ο εξώστης της κατοικίας, ως κατάστρωμα σκάφους Το περιβάλλον του Ζενέτου θα λέγαμε ότι είναι το περιβάλλον της τεχνικής μεταφοράς για την αρχιτεκτονική.[35] Ο Ζενέτος συνδέει άμεσα στο έργο του τη διερεύνηση της αρχιτεκτονικής μορφής, μέσω της τεχνικής δυνατότητας. Αν και η τελευταία αποτελεί το θεμέλιο λίθο για την άρθρωση ενός οικοδομικού έργου και συνήθως αποτελεί αυτονόητο, για τον Ζενέτο αποκτά ενδιαφέρον χρησιμοποιούμενη έτσι ώστε να ικανοποιήσει ιδέες κοινωνικές και πολιτικές. Όπως για παράδειγμα στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία, στην οποία η

33 Σημ.:Επειδή εξυπηρετούσε τη συλλογιστική μας, το κεφάλαιο «Η έννοια της μεταφοράς στο έργο του Ζενέτου» βασίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στο κεφάλαιο του βιβλίου του Ζήση Κοτιώνη, Η τρέλα του τόπου, κεφ. Ο μηχανικός της μεταφοράς ή ο Τάκης Ζενέτος του έργου του, σελ.161-175 34 Κοτιώνης, Ζήσης. Η τρέλα του τόπου. Αθήνα: εκδόσεις ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2004, σελ.163-168 35 ό.π.

60


ελαχιστοποίηση της κατασκευής στρέφεται προς την ουσιώδη εξοικονόμηση ύλης και ενέργειας. Έτσι, μπορεί ουσιαστικά να προσφέρει πολλαπλά οφέλη, όσον αφορά την ποσότητα, το κόστος ζωής και της ίδιας της κατασκευής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ζενέτος ξόδευε μεγάλο μέρος του χρόνου του σε έρευνα. Συνέτασσε κείμενα γεμάτα με τεχνικά δεδομένα, διασταυρώσεις και πιστοποιήσεις για τη δυνατότητα υλοποίησης, κείμενα που ταυτόχρονα επαγγέλλονται τη συμβατότητά τους με τα προβλήματα του παρόντος κόσμου, αλλά και ενός κόσμου που ο Ζενέτος τον έβλεπε επερχόμενο την ώρα που όλοι οι άλλοι έμοιαζαν να μη βλέπουν τίποτα. Η επιμονή του Ζενέτου στην πραγματολογική ανάλυση και την περιγραφή του δικού του προγράμματος για την αρχιτεκτονική και την κοινωνία, θα ήταν ενδιαφέρον να ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο των εξωτερικών συμφραζομένων του. Ήταν σαν να ήθελε να αποδείξει μια συμβατότητα με τον περίγυρο, που θα έκανε τις προτάσεις του να μοιάζουν σαν μέρος της πραγματικότητας. Έτσι μοιάζει τελικά η κάθε του πρόταση να ήταν τόσο άμεσα και δελεαστικά εφαρμόσιμη, που η μη εφαρμογή της να επιστρέφει προς τη μεριά της πραγματικότητας, αποδεικνύοντας πόσο αποξενωμένη είναι από την ίδια την ουσία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ηλεκτρονική πολεοδομία». Παρατηρούμε μια κοινή βάση μεταξύ του μορφολογικού προγράμματος και του ευρύτερου πολεοδομικού- κτιριολογικού προγράμματος. Το πρώτο αρθρώνεται με μεταφορικά concepts πάνω στην ιδέα ενός τεντώματος των ορίων της τεχνικής τους δυνατότητας. Το δεύτερο, αρθρώνεται με μια ρητορική του εφικτού πάνω στην ιδέα ενός τεντώματος των ορίων της κοινωνικής πραγματικότητας, προς την κατεύθυνση αυτού που θα μπορούσε –μόνο με τον ενεργό ρόλο της εργατικής τάξης, όπως έλεγε ο Ζενέτος- να είναι.[36]

εικ.61: Τα «Λιακωτά». Πλακιάς (1966)

36 ό.π. σελ.168-169

61


Σχέση Αλληλεπίδρασης του Ερευνητικού με το Υλοποιημένο Έργο Μελετώντας την πλήρη εργογραφία του αρχιτέκτονα, μπορούμε να την χωρίσουμε σε δύο μέρη : πρώτον τη συμβατική –ας το πούμε– δουλειά του και δεύτερον, τα κτίρια δημόσιου ενδιαφέροντος. Το πρώτο μέρος, αφορά τις κατοικίες και τις πολυκατοικίες που σχεδίασε και είναι εύκολο να κατανοηθεί και να εκτιμηθεί. Αφενός, φαίνεται η ευχέρεια στο σχεδιασμό και αφετέρου, η πίστη στη νεωτερικότητα και η εισαγωγή νέων συνθετικών αρχών και υλικών στην αρχιτεκτονική της εποχής. Το δεύτερο μέρος, χρειάζεται ίσως πιο συστηματική μελέτη, ώστε να γίνει κατανοητό και να αξιολογηθεί, όπως του αρμόζει. Η ερευνητική πρόταση της Ηλεκτρονικής πολεοδομίας , πέρα από την αυτοτέλειά της, αλληλεπιδρά με την πιο συμβατική δουλειά του Ζενέτου. Μπορούμε να δούμε ότι ο τρόπος που δημιουργούνται οι μεγάλες δικτυωματικές πλάκες της Ηλεκτρονικής Πολεοδομίας, μοιάζουν με τον τρόπο που ο ίδιος δημιουργεί τις καθαρές πλάκες της πολυκατοικίας στην Ηρώδου Αττικού (1959),ή της πολυκατοικίας στην Αμαλίας και Δαιδάλου (1959), με στόχο να επιτρέψει μεγαλύτερο βαθμό ευελιξίας στα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Ή ακόμα, τη λογική συνέπεια της «κλίμακας χωρίς όρια» να αντανακλάται σε μία χωρίς τέλος επανάληψη όμοιων στοιχείων που συγκροτούν ένα ουδέτερο υπόβαθρο, το οποίο ενισχύεται με κατασκευές κατευθυνόμενες από τις επιθυμίες του χρήστη, καθώς υπάρχουν κινητά διαχωριστικά. Εν έτει 1960,βέβαια, ίσως το μέγιστο που μπορούσε να φτάσει ο Ζενέτος ήταν να δημιουργήσει ψήγματα για μία αέναη μεταβαλλόμενη αρχιτεκτονική μέσω της ελεύθερης διαμόρφωσης του προσωπικού χώρου του χρήστη.

62


Η ιδέα της «χωρίς όρια επέκτασης» τροφοδοτεί και την επεξεργασία της όψης του εργοστασίου ΦΙΞ , αντανακλώντας την πεποίθηση του αρχιτέκτονα ότι μία χωρίς τέλος επανάληψη όμοιων στοιχείων δημιουργούν ένα ουδέτερο τεχνολογικό υπόβαθρο, το οποίο μπορούμε να χειριστούμε επιδέξια σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Σε μια άλλη ανάγνωση, μας δείχνει την μετατόπιση της σκέψης του προς τη γενικευμένη βιομηχανική παραγωγή στοιχείων. Το οικοδομικό περιβάλλον στη Ελλάδα δεν θα μπορούσε εκείνη την εποχή να συμβαδίσει με τις προθέσεις του Ζενέτου, έτσι, ενώ απεικόνιζε λεπτομερώς στοιχεία προκατασκευής και επανάληψης στην όψη, η τελική κατασκευή υλοποιήθηκε με επίχρισμα, τοποθετώντας έντεχνα σκοτίες γα να υποδείξει τη θέση των νοητών προκατασκευασμένων μελών. Εδώ ,νιώθει κανείς την αγωνία του Ζενέτου να σχεδιάσει ένα εργοστάσιο με τρόπο τέτοιο, ώστε στο μέλλον να μπορεί να μεταβληθεί, ανάλογα με τις ανάγκες. Το εργοστάσιο άλλωστε, ανανεωνόταν με συνεχείς επεκτάσεις, τις οποίες ο αρχιτέκτονας ενοποιεί με την συνεχή περιβάλλουσα όψη. Ο Σάββας Κονταράτος, χαρακτηριστικά περιγράφει: «Η τεράστια τεντωμένη επιδερμίδα από λεπτή πλινθοδομή και υαλοστάσια, με την οποία περιέβαλλε τον παλαιό σκελετό, ήταν κάτι πρωτόγνωρο στο αθηναϊκό αστικό τοπίο». Ο Ζενέτος από την αρχή προέβλεψε, ότι το κτίριο κάποια στιγμή θα έπαυε να είναι εργοστάσιο και θα γινόταν κάτι άλλο σημαντικότερο, με άλλη, δημόσια λειτουργία. Συνεπώς, η βιομηχανοποίηση της κατασκευής στο κτισμένο έργο ενεργοποιείται με τρεις τρόπους: α) με τον τρισδιάστατο σκελετό που παραλαμβάνει στοιχεία πλήρωσης β) με την οριζόντια πλάκα με στοιχεία πλήρωσης γ) με την τρισδιάστατη προκατασκευασμένη μονάδα

63


«Πάντα με απασχολούσε το πρόβλημα, πώς να σπάσω τον κύβο-κουτί, με τρόπους που να είναι λειτουργικοί και να μην έχουν στόχο-βάση τη μορφολογία. Αντί η όψη να είναι ένα επίπεδο απολίθωμα, έγινε τρισδιάστατη και μεταβλητή»

Είναι εμφανές, ότι η διαδικασία μετάβασης είναι ένα από τα κυρίαρχα πλαίσια τα οποία αναζητά ο Τ.Ζενέτος στην αρχιτεκτονική του . Έτσι, στην Αγία Γαλήνη, σχεδιάζει την ανάπτυξη του οικισμού όχι ως οριστική μελέτη, αλλά περισσότερο ως αναζήτηση των σταδίων που θα μετατρέψουν το χωριό σε κωμόπολη. Τα επίπεδα υποδοχής προτείνονται ως γενική αρχή και στα δύο βασικά πολεοδομικά έργα που μελέτησε, το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αναπτύξεως της Αγίας Γαλήνης και το Ρυθμιστικό Σχέδιο Τουριστικής Αναπτύξεως του Πλακιά, και τα δύο στο νομό Ρεθύμνης (1966-1967). Η κεντρική ιδέα της προσέγγισης και των δύο οικισμών ακολουθεί τις ίδιες έννοιες που τον απασχολούν και στο ερευνητικό του έργο: ελάχιστη παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον, στάδια μετάβασης και ευελιξία. Η διαφορά είναι ότι τα ρυθμιστικά σχέδια του νομού Ρεθύμνης ακολουθούν τις ισοϋψείς καμπύλες, προσαρμοζόμενα στο έδαφος. Επιπλέον, ελκύεται από το μεσαίο μέγεθος του οικισμού της Αγίας Γαλήνης, το οποίο θεωρεί ότι θα αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά της υπαίθρου με τις δυνατότητες αποκεντρωμένης εργασίας που θα προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.[37] Το ιδανικό μελλοντικό πλάνο είναι πάντα η μείωση της παρέμβασης στο έδαφος, κάτι που τον οδηγεί σε σχέδια μονάδων κατοικίας με την ελάχιστη στήριξη, συνδεδεμένες με καλώδια για επίτευξη της οριζόντιας ευστάθειας.

εικ.62: Τα «Λιακωτά». Όψη από τη θάλασσα. Πλακιάς.

Έννοιες, όπως η χωρίς τέλος επέκταση του κανάβου και η χωρίς όρια επέκταση της πλάκας, παρατηρούνται και σε παραδείγματα κατοικιών του 1959, όπως η κατοικία Siemens και η κατοικία στο Καβούρι .

37 Καλαφάτη, Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006, σελ.89

64


Εξίσου σημαντική η σκέψη του στο σχεδιασμό του θεάτρου στο Λυκαβητό, το οποίο εμφανίζεται ως συμπληρωματικό στοιχείο της μορφολογίας του εδάφους και όντας λυόμενο, μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε περίπτωση που δεν ικανοποιεί τις τρέχουσες ανάγκες. Η παραβολοειδής κατασκευή του είναι εμπνευσμένη από ραδιοτηλεσκόπια, κάτι που υπογραμμίζει όχι μόνο τη σχέση του αρχιτέκτονα με την κατασκευαστική τεχνολογία, αλλά και με την τεχνολογία της πληροφορίας. Και τέλος, δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς την αγωνία του να φτιάξει ένα σχολείο, το οποίο θα ξεπερνούσε όλες τις δυσκολίες της ελληνικής γραφειοκρατίας , αλλά θα ήταν ικανό μετά από πολλές δεκαετίες να εξυπηρετήσει διαφορετικές εκπαιδευτικές πρακτικές, με βάση τα νέα τεχνολογικά συστήματα, που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ότι θα χρησιμοποιηθούν. Σαφής αναλογία υπάρχει στον τρόπο που οραματίζεται και υλοποιεί τη δική του άποψη για μια ευέλικτη διαβίωση με τη χρήση των συστημάτων ψηφιακής τεχνολογίας και ηλεκτρονικών δικτύων, με τον τρόπο που σχεδιάζει την κάτοψη στο «στρογγυλό» σχολείο. Το κτήριο, έχει τη δυνατότητα να σχηματοποιεί πολλές διατάξεις, καθώς τα εσωτερικά χωρίσματα είναι προσωρινά. Περιμετρικά της κεντρικής αυλής, βρίσκονται οι αίθουσες διδασκαλίας και τα γραφεία. Αν αφαιρεθούν τα περιμετρικά πανέλα, γίνεται ενοποίηση της κεντρικής αυλής με τους γύρω χώρους. Με τη σειρά της, η αίθουσα συγκεντρώσεων, που βρίσκεται κάτω από την αυλή, μπορεί να ενοποιηθεί με τις τάξεις που το περιβάλλουν.[38]

εικ.63: το θέατρο Λυκαβητού.

Η ανάγκη ενοποίησης των χώρων του κτηρίου, εξυπηρετεί τον τρόπο, που σύμφωνα με το Ζενέτο, θα λειτουργεί το σχολείο στο ψηφιακό μέλλον. Στην ιδεατή του μορφή, ο χώρος λειτουργεί ενιαία, δίνοντας τη δυνατότητα να εμφανίζονται συγκεντρώσεις ατόμων γύρω από απτικουακουστικά μέσα και αυτοποιημένα συστήματα διδασκαλίας, που απευθείας συνδέουν τις ομάδες των μαθητών με εξωτερικές εικονικές πραγματικότητες.[39] Το γεωμετρικό κέντρο του σχολείου, αποτελεί το σημείο ηλεκτρονικής εισόδου/εξόδου. Σε ένα μέλλον, όπου οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα πολυμέσα θα έχουν μπει στην εκπαιδευτική διαδικασία, το κέντρο γίνεται ένας χώρος οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικών μέσων και πληροφοριών. Το σχολείο αποτελεί έναν υβριδικό χώρο (ψηφιακό-πραγματικό), που επιτρέπει

38 Δουμάνης, Ορέστης, «Γυμνάσιο-Λύκειο Αγίου Δημητρίου, Μπραχάμι, Αρχιτέκτων Τ.Χ Ζενέτος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, τχ 13, 1979, σελ.196 39 Κοτιώνης, Ζήσης, Η τρέλα του τόπου, Αθήνα, Εκκρεμές, 2004, σελ.78

65


πολλαπλές διασυνδέσεις. Οι αίθουσες διδασκαλίας, έχουν αντικατασταθεί από ένα σύνολο εκπαιδευτικών σχέσεων υποστηριζόμενων από τις τεχνολογίες της επικοινωνίας. Ο ενιαίος χώρος επιτρέπει τη συνύπαρξη και την εναλλασσόμενη δραστηριότητα ομάδων. Στην περιφέρεια οι μαθητές εργάζονται ατομικά, έχοντας οπτική επαφή με τη γειτονιά και διαθέτοντας παράλληλα εξοπλισμό διασύνδεσης. Στο κέντρο, συγκεντρώνεται το σύνολο της σχολικής κοινότητας παρακολουθώντας διαλέξεις και μεταδίδοντάς τες τηλεοπτικά στη γειτονιά. Τη στιγμή αυτή, όσο δηλαδή διαρκεί η διάλεξη , το σχολείο γίνεται το κέντρο της γειτονιάς. Η συνθήκη αυτή περιγράφει χαρακτηριστικά τη φράση του Ζενέτου: «το κέντρο υλοποιείται στη στιγμή και στον τόπο της ενέργειας».[40] Ο Ζενέτος δεν θεωρούσε ότι τα κτίρια που σχεδίαζε ήταν «τελειωμένα», «κλειστά» έργα, αλλά θεωρούσε την υλοποίησή τους, στιγμή μιας διαδικασίας που εξελίσσεται στο χρόνο, και στο μέλλον θα μπορούσε το ίδιο αρχιτεκτονικό πρόβλημα να απαντηθεί με διαφορετικό τρόπο.[41] Το αρχιτεκτονικό έργο είναι ο καταλύτης αυτής της μετάβασης και το κύριο υλικό σχεδιασμού είναι ο χρόνος. εικ.64: κάτοψη του σχολείου του Αγίου Δημητρίου

εικ.65: φωτογραφία του «στρογγυλού» σχολείου

40 «Έξι συνεντέυξεις. Οι αρχιτέκτονες και τα σχολεία που σχεδίασαν. Τ.Χ Ζενέτος», Αρχιτεκτονικά Θέματα, τχ 13, 1979, σελ.219 41 Καλαφάτη ,Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006, σελ.17

66


67


Κριτική Αποτίμηση των “SIXTIES” Η δεκαετία του ’60, ήταν μια εποχή με εξαιρετικές πολιτικές και πολιτισμικές συγκρούσεις, που αποτέλεσαν κοινό πεδίο αντιπαράθεσης των ιδεών και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της σκέψης των αρχιτεκτόνων και των θεωρητικών της αρχιτεκτονικής. Τα κείμενα που εξέφρασαν αυτή τη σκέψη ήταν πολλά ,με κοινό χαρακτηριστικό τους, ότι αναγνώριζαν στην ιστορία και στις επιστήμες του ανθρώπου τα ισχυρά θεμέλια, που είχε ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος, για να οικοδομήσει ένα καλύτερο μέλλον. Το 1960, η κριτική και η θεωρητική διάσταση αποτέλεσαν κυρίαρχο συστατικό ενός νέου ιστορικού κειμένου που φιλοδοξεί να διαβαστεί ενεργητικά και άμεσα, όχι τόσο από εκείνους που θέλουν να «μάθουν» ιστορία, αλλά από εκείνους που θέλουν να «αλλάξουν» την ιστορία. [42] Όλα τα έργα που παρουσιάστηκαν μέσα στο σύντομο διάστημα της δεκαετίας του 1960 έτειναν προς μία παγκόσμια αντιμετώπιση των πολεοδομικών ζητημάτων, που προέκυπταν από ερωτήματα σχετικά με τις ανάγκες του σύγχρονου πολίτη-κατοίκου και πώς αυτές μπορούσαν να καλυφθούν μέσω του σχεδιασμού, εισάγοντας ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα τη συμμετοχή του χρήστη στη διαμόρφωση των συνθηκών κατοίκησης. Εργαλείο, αλλά και μέσο σχεδιασμού αποτελούν οι νέες τεχνολογίες, έχοντας βασικό ρόλο όσον αφορά τις κατασκευές, αλλά και αποτελώντας βασικό συστατικό των ουτοπικών οραμάτων των sixties. Φαίνεται η βαθιά πίστη των οραμάτων αυτών στην έννοια της τεχνολογίας ως κοινωνικού ρυθμιστή. Πολλά έργα της εποχής θεώρησαν, ότι η τεχνολογία θα μπορούσε να διαμορφώσει μία διαφορετική καθημερινότητα, όπου ίσως η αυξανόμενη αυτοματοποίηση θα είχε τη δυνατότητα να ελαχιστοποιήσει το χρόνο εργασίας και να αφήσει άφθονο χρόνο για δημιουργικότητα. Ταυτόχρονα, η έννοια των τηλε-δραστηριοτήτων ή η ενίσχυση της καθημερινότητας του ατόμου με τεχνολογικά εξαρτήματατα, οδηγούν στη διαδραστικότητα. Διάδραση, όχι μόνο μεταξύ των ατόμων των νέων κοινωνιών, αλλά και με το νέο περιβάλλον. Έτσι, επιτρέπεται στο χρήστη να έχει ενεργό ρόλο στη δημιουργία των συνθηκών διαβίωσης. Βλέπουμε την πρόθεση των περισσότερων αρχιτεκτονικών έργων για μια ενιαία, παγκόσμια αντιμετώπιση των πόλεων, οι οποίες ακόμα και αν είχαν για αφετηρία έναν τόπο, σύντομα θα μπορούσαν να επεκταθούν σε έναν ατέρμονο χωροκάνναβο. Δίνουν έτσι στο άτομο ένα ουδέτερο έδαφος, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα εμπλοκής του στη διαμόρφωση του προσωπικού του χώρου. Οι νέες χωροπόλεις δημιουργούνται πάνω από τις υπάρχουσες στα περισσότερα έργα της περιόδου, δίνοντας ελευθερία στη δημιουργία μεταβαλλόμενων μικρο-κοινοτήτων, έξω και πάνω από το δεσμευτικό ιστό της πόλης.

42 Τουρνικιώτης ,Παναγιώτης. Τα sixties γράφουν (τη δική τους) ιστορία. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.60

68


Παραμένει εντούτοις το ερώτημα, γιατί από το πλήθος των αρχιτεκτονικών οραμάτων της δεκαετίας του ’60 (τεχνολογικός ουτοπισμός | Ιταλοί radicals | ιαπωνικός μεταβολισμός ), τελικά επικράτησε στις δύο επόμενες δεκαετίες η αντιβιομηχανική νοσταλγία του μεταμοντέρνου. Ο Claude Schnaidt, στο βιβλίο του ,Architecture and Political Commitment ,1967 επέκρινε τα επιτεύγματα της «εναλλακτικής» πρωτοπορίας της δεκαετίας του ‘60: «Το γεγονός ότι ακόμη και οι τολμηρότερες συλλήψεις στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία είναι εφικτές χάρη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, συνιστά στοιχείο της φιλοσοφίας τους. Και αυτό ακριβώς κρύβεται πίσω από τις αναζητήσεις τους για κάτι που θυμίζει διαστημόπλοια, μηχανικούς σκελετούς, συστήματα αρχειοθέτησης, διυλιστήρια ή τεχνητά νησιά… Αυτοί οι φουτουριστές αρχιτέκτονες θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιήσουν την τεχνολογία στις λογικές της προεκτάσεις, τις πιο πολλές φορές όμως η στάση τους καταλήγει στη λατρεία της τεχνολογίας. Το διυλιστήριο και η διαστημική κάψουλα μπορεί, βέβαια, να χρησιμεύουν ως πρότυπα τεχνικής και μορφικής τελειότητας, αν αναχθούν όμως σε αντικείμενα λατρείας, τα μαθήματα που μπορούν να δώσουν θα χάσουν τελείως τον στόχο τους. Η απεριόριστη αυτή εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της τεχνολογίας συμβαδίζει με έναν εκπληκτικό βαθμό ανειλικρίνειας, όσον αφορά το μέλλον του ανθρώπου…Οράματα σαν κι αυτά λειτουργούν κατευναστικά σε πολλούς αρχιτέκτονες: οπλισμένοι με τόση τεχνολογία και έχοντας τέτοια εμπιστοσύνη στο μέλλον, αισθάνονται επιβεβαιωμένοι και δικαιολογημένοι για την παραίτησή τους από την κοινωνική και πολιτική ζωή.» Ο Σάββας Κονταράτος κρίνει εξίσου δύσπιστα τα επιτεύγματα των αρχιτεκτονικών οραμάτων της δεκαετίας του 1960. Όπως λέει ο ίδιος, «αν εξαιρέσουμε την ευφάνταστη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που προσέφερε η σύγχρονη δομική μηχανική και η ηλεκτρονική τεχνολογία, καθώς και των νέων μορφολογικών προτύπων που παρείχε ο βιομηχανικός σχεδιασμός, οι πολεοδομικές ουτοπίες της δεκαετίας του ’60 ελάχιστα διαφέρουν από τις προγενέστερες. Όπως κι εκείνες, σχεδίαζαν την ιδανική πόλη με κάθε δυνατό μέσο που θα επανασυμφιλίωνε το άτομο με την κοινότητα και το τεχνητό περιβάλλον με τη φύση, με τη διαφορά ότι τώρα πλέον ολόκληρη η πόλη μπορούσε να υψωθεί στο χώρο κι να γίνει πράγματι τρισδιάστατη. Όπως και σε εκείνες, η λογική των λειτουργικών διακρίσεων και ιεραρχήσεων παρέμενε κυρίαρχη, με τη διαφορά ότι στο πλαίσιο των μεγακατασκευών τον διαχωρισμό των χρήσεων γης υποκαθιστούσε ο διαχωρισμός του φέροντος από το φερόμενο, του εξυπηρετούντος από το εξυπηρετούμενο, του σταθερού από το μεταβαλλόμενο.»[43] Θα μπορούσε κανείς να πει, ότι η έμφαση των ουτοπιστών αρχιτεκτόνων και

43 Κονταράτος, Σάββας. Ουτοπία και πολεοδομία. 2 τόμοι. Κεφαλαιο 22: Κριτική Της Μοντέρνας Πολεοδομίας. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014, σελ.223

69


πολεοδόμων της δεκαετίας του ’60 στη μεταβλητότητα ήταν κάτι καινούριο και ότι απέρρεε από τη διάθεση να προσφερθεί στον κάτοικο μια μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση του ιδιωτικού του χώρου. Μήπως όμως δεν ήταν παρά μία κίνηση τεχνοοικονομικού εκσυγχρονισμού, ένα πέρασμα από το παλαιότερο αίτημα για βιομηχανική παραγωγή της κατοικίας στην απαίτηση για μια γρήγορη κατανάλωσή της, που θα διασφάλιζε την αποδοτική λειτουργία του συστήματος;[44] Έτσι κι αλλιώς, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε ότι σε μια μεγακατασκευή του Tange , σε έναν επιπλέοντα οικισμό του Kikutake ή στην Plug-In City (Πόλη-Βυσμα) του Cook, ο κάτοικος θα είχε μεγαλύτερη ελευθερία οργάνωσης και χρήσης του χώρου από εκείνη που φιλοδόξησε να του προσφέρει , αλλά που ελάχιστα πέτυχε στην πράξη, η ‘Unite’ του Le Corbusier. Το βέβαιο είναι ότι, όπως κι οι άλλοι σύγχρονοί τους οραματιστές, απεικόνισαν φανταστικές πόλεις στις οποίες μάλλον δεν θα θέλαμε να ζούμε. Από την άποψη αυτή, τα σχέδιά τους λειτούργησαν τουλάχιστον ως κριτικές πολεοδομικές δυστοπίες. Στο έργο του Τάκη Ζενέτου και ιδιαίτερα στην έρευνά του για την Ηλεκτρονική Πολεοδομία, βρίσκουμε σύντομες αναφορές στο έργο των διεθνών αρχιτεκτόνων της εποχής, στοιχείο που δείχνει ότι δεν ήταν αγνώμων των παγκόσμιων τάσεων. Αντιθέτως, δείχνει να έχει μελετήσει με κριτική ματιά τις προεκτάσεις των διεθνών προτάσεων. Θα λέγαμε, ότι οι βασικές αρχές του σχεδιασμού του συσχετίζονται με το πνεύμα της εποχής. Βέβαια, ο αρχιτέκτονας έχει θέσει κάποιους δικούς του άξονες και μένει πιστός σε αυτούς στις μελέτες του, στις οποίες διαφαίνονται χωρολειτουργικά στοιχεία δυσερμήνευτα αν δεν συνδυαστούν με την πειραματική έρευνα που ανέπτυσσε. Αυτό αποτελεί στοιχείο, που δείχνει τη βαθιά ενασχόλησή του με τις έννοιες που τον απασχολούν. Δεν αποτελούν δηλαδή στοιχεία προσωρινά στο σχεδιασμό του, αλλά προσπαθεί ο ίδιος να γειώσει κάποια μελλοντολογικά οράματα που πρεσβεύει και να τα αφομοιώσει στο έργο του, δείχνοντας την κατεύθυνση προς το επερχόμενο μέλλον. Η Ηλεκτρονική Πολεοδομία του Ζενέτου, έρχεται να αμφισβητήσει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των πόλεων, καθώς και της κοινωνίας. Ο ίδιος θεωρεί, πως ο συνδυασμός ενός τρισδιάστατου μοντέλου πόλης και η εισαγωγή της τηλε-διεκπεραίωσης στον τριτογενή τομέα, είναι στοιχεία ικανά να αναδιαμορφώσουν το σκηνικό της πόλης. Στην πρότασή του, ο αστικός ιστός αναπροσαρμόζεται και επεκτείνεται, σε συνάρτηση με τις αλλαγές στις παραγωγικές διαδικασίες, αλλά και στις κοινωνικές πρακτικές. Η δημιουργία μεγαδομών «δεν αποτελούν λύσεις, εφόσον διατηρούν μέσα στον αστικό ιστό τις διαδικασίες των Υπηρεσιών Διεκπεραιώσεως», τονίζει. «Η επιταχυνόμενη αστικοποίηση του ανθρώπου πρέπει να αντιμετωπιστεί με την

44 Κονταράτος, Σάββας. Ουτοπία και πολεοδομία. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014. Β’ τόμος. Κεφάλαιο 22: κριτικη της μοντερνας πολεοδομιας, σελ.223

70


αύξηση του αριθμού των μονάδων-κοινωνικών ενοτήτων και όχι με τη συνεχή διόγκωση των υπαρχόντων υπερκέντρων. Η αστικοποίηση τεράστιων επιφανειών αλλοιώνει το κλίμα και δυσκολεύει το κύκλωμα παραγωγής οξυγόνου, ενώ ο άνθρωπος χάνει την απαραίτητη επαφή με τα βασικά στοιχεία προσανατολισμού του». Ο Ζενέτος περνάει κατευθείαν, από τον Λειτουργικό άνθρωπο, στον Διαδραστικό άνθρωπο, δίνοντας τη δυνατότητα μεταβλητότητας του χώρου από τον χρήστη και διαμορφώνει διαδραστικά περιβάλλοντα, που συνδυάζονται με τηλε-δραστηριότητες Η τρισδιάστατη πόλη που προτείνει ο Ζενέτος, έχει σαν επίκεντρο τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ορίζει το χώρο, δίνει μέτρο και μορφή. Για παράδειγμα, οι κάψουλες κατοίκησης διαμορφώνονται ανάλογα με την επιθυμία και τις ανάγκες του χρήστη. Ο ιστός για αυτόν, ορίζει μια αρχιτεκτονική προσαρτημάτων (clip-on architecture) , όπως την εννοεί ο Reyner Banham, ενώ το τεχνητό έδαφος είναι έτοιμο για υποδοχή της κατοικίας ως κάψουλας συνδεδεμένης με δίκτυα εξυπηρετήσεων. Το Plug-In ταυτίζεται με τα δίκτυα διασύνδεσης. Ο Ζενέτος ξεπερνά την αρχιτεκτονική «μιας χρήσης» και εμμένει στη μοντέρνα άποψη του χώρου, εντάσσοντας έλλογα τις νέες τεχνολογίες. Για αυτόν η κατοικία δεν είναι καταναλωτικό αγαθό (όπως στην αναλώσιμη αρχιτεκτονική των Archigram), αλλά αγαθό χρήσης. Συνεπώς, παρατηρούμε ότι ο Ζενέτος κατευθύνεται προς μία ουμανιστική θεώρηση των τεχνολογιών πληροφορίας. Επιπλέον, ο κάτοικος ορίζει το ποσοστό ιδιωτικότητας που αρμόζει στην ιδιοσυγκρασία του μέσω του παραμετρικού περιβλήματος. Αυτό ισχύει, όχι μόνο στο φυσικό χώρο, αλλά και στις διαδικασίες των τηλε-ενεργειών, όπου κατά κάποιο τρόπο το ιδιωτικό εισχωρεί στο δημόσιο και το αντίστροφο. Παράλληλα, με την απελευθέρωση του εδάφους που προτείνει και το σταδιακό αποικισμό της ατμόσφαιρας, επιδιώκει να αποδεσμεύσει την κατοίκηση από το θέμα της ιδιοκτησίας. «Θα οικοδομήσουμε δηλαδή τον αέρα, με απόλυτη ελευθερία οργανώσεως, εφόσον δεν θα υπάρχει θέμα ιδιοκτησίας, που είναι ο βασικός λόγος αδυναμίας ορθολογικής οργάνωσης των σημερινών οικισμών. Το έδαφος παραμένει ελεύθερο και προσφέρεται για κοινή χρήση υποδεικνύοντας τον κυρίαρχο ρόλο της φύσης στην πόλη του μέλλοντος. Αλλά επίσης, ως ιδέα, μας δείχνει πως ο Ζενέτος βρίσκεται ουσιαστικά, μεταξύ του μοντερνισμού και της άρνησής του, μέσα από την προβολή του προς την άυλη και κυρίως διασυνδεμένη αρχιτεκτονική. Η απεδαφοποίηση, συνδυασμένη με την πρόταση για τεχνητή γη επάνω από την προστατευόμενη φύση, δεν θα διέφερε από τη Cite Radieuse του Le Corbusier, αν δεν συνδεόταν με το άυλο των νέων τεχνολογιών. Η Ηλεκτρονική Πολεοδομία, αποτελεί τον τόπο της άυλης τριτογενούς παραγωγής. Ο Ζενέτος θεωρεί δεδομένο, ότι το μοντέλο της εργασίας και της παραγωγής έχει αλλάξει η κοινωνία και η πόλη πρέπει να ακολουθήσουν τις εξελίξεις και να μην επιμείνουν σε παραδοσιακά πρότυπα και μοντέλα

71


οργάνωσης και ανάπτυξης. Η ουτοπία του Ζενέτου έχει μια μεγάλη δόση ρεαλισμού, καθώς στηρίζεται σε σαφή θεωρητική και επιστημονική σκέψη. Αναζητά συνδέσεις, με τα πεδία της τεχνολογίας και της κατασκευής, από τη μεγαδομή μέχρι τη μικροκλίμακα των κυψελών και των στοιχείων που συνθέτουν το χώρο διαμονής, προκειμένου να καταστήσει την πρότασή του δυνητική. Σύμφωνα με τον Γ.Τζιρτζιλάκη, «Στο έργο του Ζενέτου απουσιάζουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις και έννοιες για το τι είναι αρχιτεκτονική και ως εκ τούτου πρέπει να το επινοήσουμε. Ο Ζενέτος εγκαινιάζει μια αλλαγή πολιτιστικού παραδείγματος που σηματοδοτεί το τέλος της αρχιτεκτονικής όπως την γνωρίζαμε. Η πρότασή του μεταφέρει μέσα της το αίνιγμα μιας απώλειας και μιας επιστροφής σε ένα είδος πρωτογονισμού, υπό τη μορφή μελλοντολογικού οράματος. Η προσκόλληση του Ζενέτου στο μέλλον, συνοδεύεται από ένα ανοίκειο συναίσθημα υπερσχεδιασμένου προσωπείου αυτής της απώλειας και επιστροφής. Σχεδιάζει την πόλη του μέλλοντος, υπενθυμίζοντάς μας ότι κάτι χάνουμε, κάπου επιστρέφουμε και κάπου διεκδικούμε να κινηθούμε.»[45]

Τι Επιβιώνει από τον Διεθνή Ριζοσπαστισμό του 1960 Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η αρχιτεκτονική ακολούθησε διαφορετικούς και συχνά αντίθετους δρόμους από εκείνους, που είχαν επικρατήσει τα προηγούμενα πενήντα χρόνια. Η μεγάλη στροφή της δεκαετίας του 1960, όπως αποκρυσταλλώθηκε στις δεκαετίες του 1970 και 1980, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό ένα πρόβλημα θεωρίας. Οι αλλαγές στο επίπεδο των φαινομένων μορφών ήταν οπωσδήποτε σημαντικές, αλλά η ριζική ανατροπή συνέβη στον τρόπο σκέψης, στο πεδίο της συνολικής ερμηνείας και αντιμετώπισης της αρχιτεκτονικής πραγματικότητας.[46] Μελετώντας την ιστοριογραφική εξέλιξη των κινημάτων της αρχιτεκτονικής, διαπιστώνουμε ότι η ένταση που επέδειξαν τα sixties διαδραμάτισαν κύριο ρόλο στην προβολή και εκτίμηση της έννοιας της τεχνολογίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, βλέπουμε τις ρίζες της μετα-μοντέρνας αρχιτεκτονικής να βασίζονται σε δύο τεχνολογικές αλλαγές: α.) τις σύγχρονες επικοινωνίες, οι οποίες δημιουργούν ένα νέο «διεθνισμό» ισοπεδώνοντας τα όρια του χώρου και του χρόνου

45 Λέξεις και σκέψεις: Τάκης Χ. Ζενέτος «Ηλεκτρονική Πολεοδομία», 40 χρόνια μετά, στο πλαίσιο της έκθεσης Tomorrows, Αθήνα. 29/6/2017 46 Τουρνικιώτης, Παναγιώτης. Ιστορία και θεωρία 6_Η σύγχρονη εποχή. Αθήνα : ΕΜΠ, 2007

72


β.) τις νέες τεχνολογίες, όπως το computer modeling, οι οποίες δίνουν την δυνατότητα προσωπικής, βιομηχανικά παραγόμενης μορφής

Η χρήση της τεχνολογίας αποτελεί κυρίαρχο θέμα για την αρχιτεκτονική ήδη από το 1930, με το Μοντέρνο Κίνημα να μιλά για «κτήρια-μηχανές». Για πρώτη φορά όμως, μέσα από τις προτάσεις των αρχιτεκτόνων του 1960 παρατηρούμε μία τάση αναγνώρισης της επερχόμενης ψηφιακής εποχής. Οι Archigram χρησιμοποιούν τεχνικές αναπαράστασης που παραπέμπουν ξεκάθαρα σε σχεδίαση με Η/Υ. Ζενέτος, Yona Friedman και Constant αναπτύσσουν μία λογική εξάπλωσης του αστικού χωροπλέγματος μέσω δικτύων, με χρήση κυριολεκτική και μεταφορική. Ιδίως ο Τάκης Ζενέτος σχεδιάζει για το μέλλον, ενσωματώνοντας στο έργο του τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δίνοντας μία πολύ ιδιαίτερη περιγραφή του χώρου, όπου θα βρίσκεσαι «πουθενά και παντού». Η έννοια του δικτύου επανέρχεται στο προσκήνιο από το 1990 και μετά, υπό το πρίσμα των τεχνολογιών της πληροφορίας και προσφέρει ένα διαφορετικό μοντέλο για τη σύλληψη του χώρου. Ο σχεδιασμός ψηφιακών περιβαλλόντων αρχίζει να επιδρά και στο σχεδιασμό του φυσικού περιβάλλοντος. Σταδιακά, διαμορφώνεται ένας εναλλακτικός τρόπος σύλληψης της φυσικής πραγματικότητας ως πολύπλοκης δομής πληροφορίας. Η τεχνολογία των «τηλε-» υποδεικνύει τον σταδιακό κατακερματισμό του σώματος και την ενίσχυση των αισθήσεων με συγκεκριμένα τεχνολογικά μέσα. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ως συμπληρωματικό μέσο του εγκεφάλου είναι μάλλον η επόμενη λογική λύση. Οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και αλληλεπιδρούμε με το χωρικό περιβάλλον. Οι νέες πόλεις προκύπτουν από τις στρωματώσεις του πραγματικού και του εικονικού, επιβάλλοντας στο σχεδιαστή να μεταβάλει την έμφαση από την κλασική ή φυσική μορφολογία, σε μία ποιοτική αλληλεπίδραση της πολιτιστικής ζωής μέσα από την ανταλλαγή πληροφορίας. Την εποχή της ηλεκτρονικής, ψηφιακής επανάστασης, μπορεί οι πόλεις να διατηρούν τη φυσική τους παρουσία, αλλά μαζί ενυπάρχει και μία λειτουργική, άυλη παρουσία: μία παγκόσμια κατασκευή από smart places σε ένα διαφορετικό επίπεδο. Ο ρόλος της αρχιτεκτονικής θα αναθεωρηθεί, και όπως σημειώνει ο W.Mitchell «πρέπει να μάθουμε να χτίζουμε e-topias: ηλεκτρονικά εξυπηρετούμενες, παγκόσμια συνδεδεμένες πόλεις, για το επερχόμενο ντεμπούτο. Η αλλαγή θα είναι ανάλογη με τις αλλαγές που επήλθαν με το τρένο, το τηλέφωνο, τις εθνικές οδούς κ.τ.λ.» [47]

47 Βιδάλης, Μιχάλης. Αστεακή Κοινωνιολογία: Οι μεταλλάξεις της έννοιας του «χώρου» στη σύγχρονη πόλη και η αλληλεξάρτηση από την αρχιτεκτονική «μορφή». Λέσβος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνιολογίας, 2016, σελ.72

73


Στην εποχή της πληροφορίας, η εικόνα έχει δεσπόζουσα θέση. Η εικόνα ή το σήμα λειτουργεί ως σύμβολο, νοηματοδοτεί το χώρο. Σε αυτή την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ των ηλεκτρονικών μέσων και του αρχιτεκτονικού ιστού, προκύπτουν νέες πολιτισμικές πραγματικότητες. Η κατανόηση του μηνύματος των χώρων της σύγχρονης πόλης απαιτεί την πολυεπίπεδη ανάγνωσή τους και σαφώς την αναγνώριση της ψηφιακής πραγματικότητας.

74


75


1954 Πολυκατοικία, Αρτέμιδος, Ηλιούπολη

1956 Περίπτερο ΦΙΞ, Έκθεση Θεσσαλονίκης Κατοικία, Κυκλάδων, Αιγάλεω

1957 Εργοστάσιο ΦΙΞ, Συγγρού 53, Αθήνα Κατοικία, Γκορτσολόγου 2, Σπάρτη Κατοικία, Π.Ζερβού 13, Ψυχικό

1958 Εργοστάσιο Χυμοφιξ, Άρτα Εργοστάσιο φαρμακευτικών προϊόντων Ε.Φ.Ε., Σολωμού 66, Μοσχάτο Διπλοκατοικία, Θησέως 3, Εκάλη Πολυκατοικία, Καλησπέρη 24, Αθήνα Κτήριο γραφείων, Εμμ.Μπενάκη-Μαυροκορδάτου, Αθήνα Περίπτερο Apco, Έκθεση Θεσσαλονίκης Περίπτερο Πειραϊκής – Πατραϊκής, Έκθεση Θεσσαλονίκης

1959 Πολυκατοικία, Αμαλίας- Δαιδάλου, Αθήνα Εργοστάσιο Χυμοφιξ, Θεσσαλονίκη/Σπάρτη Ξηραντήριο ΦΙΞ, Ιωάννινα Εργοστάσιο πλαστικών Apco, Πειραιώς 72, Μοσχάτο Μελέτη τουριστικής αξιοποίησης Λαγονησιού, δυναμικότητας 1000 κλινών (προμελέτη) Κατοικία, Κιτέζα Κάλμη, Αττική Κατοικία, Δερεχάνη 32, Καβούρι Κατοικία εταιρείας Siemens, Χελιδόνους 3, Νέα Κηφισιά Πολυκατοικία, Ηρώδου Αττικού 17, Αθήνα Εσωτερική διαμόρφωση διαμερίσματος, Ηρώδου Ατιικού 17, Αθήνα Πολυκατοικία, Σόλωνος-Σίνα, Αθήνα

1960 Κτήριο ψυγείων ΦΙΞ, Δραγατσανίου-Αιγάλεω, Πειραιάς Εμφιαλωτήριο Χυμοφιξ, Θεσσαλονίκη

76


1961 Κατάστημα, Ερμού 8, Αθήνα Πολυκατοικία, Φρύνης 4, Παγκράτι Κατοικία, Ξάνθου 23α, Γλυφάδα Κατοικία, Ξάνθου 21, Γλυφάδα Κατοικία, Καλάρη 7, Ψυχικό Ναυτικός Όμιλος Ύδρας, Ύδρα Περίπτερο ΦΙΞ, Μόναχο Περίπτερο ΦΙΞ, Ζάππειο, Αθήνα Περίπτερο ΦΙΞ, Έκθεση Θεσσαλονίκης

1962 Εργοστάσιο ηλεκτρονικών και αποθήκες Siemens-Hellas, Κηφισού 150, Αθήνα Εργοστάσιο εκρηκτικών υλών ΒΙΑΜΟΝ, Βοιωτία Σταθμός λεωφορείων Α’ ΚΤΕΛ Αθηνών, Κηφισίας, Μαρούσι Κατάστημα, Ερμού 49, Αθήνα Πολυκατοικία, Συγγρού 49, Αθήνα Εσωτερική διαμόρφωση κτηρίου γραφείων, Πλατεία Συντάγματος και Ερμού

1963 Εργοστάσιο χυμών και κονσερβών «Κύκνος», Πύργος Πολυκατοικία, Φράττη-Προπυλαίων 17 Κατοικία, Αμάρυνθος, Εύβοια Εσωτερική διαμόρφωση διαμερισμάτων, Δεινοκράτους 28 και Πλουτάρχου 50, Αθήνα

1964 Εργοστάσιο απορρυπαντικών Βιανίλ Αγ.Άννης 111, Αγ. Ιωάννης Ρέντης Εργοστάσιο ζωοτροφών «Συνθετική», Κηφισού,Αιγάλεω Θέατρο Λυκαβηττού, Αθήνα Κατάστημα, Φιλελλήνων 6, Αθήνα Κατάστημα, Βασ. Κωνσταντίνου-Σωτήρος Διός, Πειραιάς

1965 Εργοστάσιο Palatex, Αγ. Δημητρίου 49- Παπαστράτου, Πειραιάς Λυόμενο περίπτερο εκθέσεως Κοντέλλης Α.Ε., Βασ. Γεωργίου- Βασ. Σοφίας, Πειραιάς Πολυκατοικία, Μενάνδρου 54, Αθήνα Πολυκατοικία, Ιπποκράτους 192 & Φαναριωτών, Αθήνα Εσωτερική διαμόρφωση διαμερίσματος, «Φάρος», Καβούρι

77


1966 Ρυθμιστικό σχέδιο αναπτύξεως Αγίας Γαλήνης Ρεθύμνης Ρυθμιστικό σχέδιο τουριστικής αναπτύξεως Πλακιά Ρεθύμνης Ρυθμιστικό σχέδιο τουριστικής αναπτύξεως Βιγλών και Ματάλων, Ηράκλειο Εσωτερική διαμόρφωση ορόφου γραφείων ΦΙΞ, Συγγρού 53, Αθήνα

1967 Τουριστικές εγκαταστάσεις 1,200 κλινών, Αγ. Απόστολοι, Χανιά Επέκταση εργοστασίου πλαστικών Apco, Πειραιώς 72, Μοσχάτο

1968 Εσωτερική διαμόρφωση διαμερίσματος, Βασ. Κωνσταντίνου 60, Αθήνα

1969 Γυμνάσιο 1.500 μαθητών, Πριάμου-Καλλιθέας-Παπάγου-Θρασυβούλου, Αγ. Δημήτριος, Αθήνα Κτίριο γραφείων, Βουκουρεστίου 36 & Σόλωνος, Αθήνα

1970 Πολυκατοικία, Ναρκίσσου 41, Παλαιό Ψυχικό Εσωτερική διαμόρφωση διαμερίσματος, Αργυρουπόλεως 15-17, Αθήνα

1971 Ρυθμιστικό σχέδιο τουριστικής αναπτύξεως Στροφυλίας, Ηλεία- Αχαΐα, δυναμικότητας 25.000 κλινών Ρυθμιστικό σχέδιο αναπτύξεως νέας τουριστικής πόλεως Μαύρα Βουνά, Αχαΐας, 40.000 κατοίκων Πολυώροφο κατάστημα, 3ης Σεπτεμβρίου 10, Αθήνα

1972 Εργοστάσιο καφέδων Bravo, Κηφισού 100, Αιγάλεω Κατοικία, Ιθάκης 4, Κοκκιναράς Πολυκατοικία, Κλεομένους 11, Αθήνα Εσωτερική διαμόρφωση διαμερίσματος, Κλεομένους 11, Αθήνα

1974 Εργοστάσιο σωληνουργίας Γενικής Εμπορίου και Βιομηχανίας Α.Ε., Νέα Κηφισιά

78


1975 Μελέτη αναδείξεως, αναστυλώσεως και αναπτύξεως Ιεράς Μονής Αρκαδίου και άμεσου περιβάλλοντος χώρου, Ρέθυμνο Τεχνική σχολή ΚΕΚΑΤΕ ΟΑΕΔ, Αιγάλεω

1976-1977 Σχολικό συγκρότημα 5.300 μαθητών, Πυλαία, Θεσσαλονίκη

79


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

//ΒΙΒΛΙΑ Γιακουμακάτος ,Αντρέας.Η αρχιτεκτονική και η κριτική.Β’ έκδοση, Αθήνα: ΝΕΦΕΛΗ, 2009 Καλαφάτη ,Ελένη-Παπαλεξόπουλος ,Δημήτρης. Τάκης Χ.Ζενέτος: Ψηφιακά οράματα και αρχιτεκτονική. Αθήνα: LIBRO, 2006 Καρύδης ,Δημήτρης. Τα επτά βιβλία της πολεοδομίας. Αθήνα: ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ, 2006 Κονταράτος, Σάββας. Ουτοπία και πολεοδομία. 2 τόμοι. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014 Κοτιώνης, Ζήσης. Η τρέλα του τόπου. Αθήνα: εκδόσεις ΕΚΚΡΕΜΕΣ, 2004 Πάγκαλος ,Παναγιώτης. Ιστορία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής τεχνολογίας. Αθήνα: κάλλιπος, 2015 Ρηγοπούλου ,Πέπη. Ο νάρκισσος. Αθήνα: ΠΛΕΘΡΟΝ, 2002 Σίνος, Στέφανος. Θεωρία και πράξη στην προ-μοντέρνα αρχιτεκτονική. Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗ, 2012 Τερζόγλου, Νικόλαος- Ίων. Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα. Αθήνα: νήσος, 2009 Αρχιτεκτονική θεωρία. Από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα. Αθήνα: ΓΝΩΣΗ / TASCHEN, 2006 Bernerie, Maria-Luise. Περιήγηση στην ουτοπία. Σκόπελος: ΝΗΣΙΔΕΣ, 1999 Calvino, Italo. Οι αόρατες πόλεις. Αθήνα: ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2009 Coleman, Nathaniel. Utopias and architecture. Α’ έκδοση, Νέα Υόρκη: Routledge Taylor&Francis Group, 2005 Conrads, Ulrich. Μανιφέστα και προγράμματα της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα. Αθήνα: ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, 1977 Do.co.mo.mo. Τα τετράδια του μοντέρνου 01.Αθήνα: futura, 2006 Frampton, Kenneth. Μοντέρνα αρχιτεκτονική: ιστορία και κριτική. Δ’ έκδοση, Αθήνα: ΘΕΜΕΛΙΟ, 2009 Mannheim, Karl. Ιδεολογία και ουτοπία. Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση ΕΠΕ, 1997 Mumford ,Lewis. Τέχνη και τεχνική. Θεσσαλονίκη: ΝΗΣΙΔΕΣ, 1997

80


Mumford ,Lewis. Η ιστορία των ουτοπιών. Θεσσαλονίκη: ΝΗΣΙΔΕΣ, 1998

\\ΑΡΘΡΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Κονταράτος ,Σάββας. Σημειώσεις για το «φανταστικό» στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ. 127-129 Αντωνακάκη ,Σουζάνα. Ουτοπία και αρχιτεκτονική. Μερικές σκέψεις. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.136 Γιακουμακάτος, Αντρέας. Αναγωγές μιας επετείου. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ. 41-43 Γιακουμακάτος, Αντρέας. Για μια νέα λειτουργικότητα του σχεδίου. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ. 137 Δεκαβάλλας, Κωνσταντίνος. Η αρχιτεκτονική του χαρτιού και της φαντασίωσης. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.138 Καλογεράς, Νίκος.Ο ρεαλισμός της ουτοπίας. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.139 Krier, Leon. Το σχέδιο είναι ένα αντικείμενο τόσο μάταιο όσο και ισχυρό. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.141 Μπίρης ,Τάσος. Σχέση φαντασίας και πραγματικότητας. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.142 Παπαϊωάννου, Τάσης. Τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.145 Τομπάζης ,Αλέξανδρος. Οι πολλαπλές εκφράσεις της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Αρχιτεκτονικά Θέματα 27, 1993, σελ.146 Γεωργιάδης ,Σωκράτης. Μετά την πρωτοπορία. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.44-48 Natalini ,Adolfo. Τι ωραία που ήταν ακόμα η αρχιτεκτονική το 1966. Ακμή και παρακμή μιας πρωτοπορίας. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.53-55 Τουρνικιώτης ,Παναγιώτης. Τα sixties γράφουν (τη δική τους) ιστορία. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.60-63 Φατούρος, Α. Δημήτρης. Μακροαρχιτεκτονική 2005 και η αγωνία της νεώ-

81


τερης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.100-103 Καλογεράς ,Νίκος. Οι τεχνολογικές συνιστώσες στην ελληνική αρχιτεκτονική της δεκαετίας του 1960. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.104-105 Παπαλεξόπουλος, Δημήτρης. Η επικαιρότητα της ηλεκτρονικής πολεοδομίας του Τάκη Ζενέτου. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.110-113 Τομπάζης ,Ν. Αλέξανδρος. Οι συνθήκες του ’60 και το επάγγελμα για έναν νέο αρχιτέκτονα. Αρχιτεκτονικά Θέματα 40, 2006, σελ.114-115 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 3, 1969, σελ.114-125 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 4, 1970, σελ.59-60 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 7, 1973, σελ.112-119 Ζενέτος, Χ. Τάκης. Ηλεκτρονική πολεοδομία. Αρχιτεκτονικά θέματα 8, 1974, σελ.122-135 Kopp, Anatole. Η αρχιτεκτονική της Αριστερά. Αρχιτεκτονικά θέματα 7, 1973, σελ.95-96 Superstudio. Δώδεκα ιδανικές πόλεις. Προμηνύματα για τη δεύτερη παρουσία της πολεοδομίας. Αρχιτεκτονικά θέματα 7, 1973, σελ.84-94

\\ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΑ Βιδάλης, Μιχάλης. Αστεακή Κοινωνιολογία: Οι μεταλλάξεις της έννοιας του «χώρου» στη σύγχρονη πόλη και η αλληλεξάρτηση από την αρχιτεκτονική «μορφή». Λέσβος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνιολογίας, 2016 Βλαχονάσιου, Ελένη. Τεχνικές αναπαράστασης του χώρου και μορφογένεση στον 20ο αιώνα: επιδράσεις των ψηφιακών εργαλείων σχεδιασμού στην αρχιτεκτονική. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ. Πολυτεχνική Σχολή. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2012 Παπαδιάς Αλέξανδρος. Συμβολικά συστήματα του σχεδιασμού: η φανταστική εικονογραφία και η σχεδιαστική πρακτική τον 20ό αιώνα. Αθήνα: ΕΜΠ. Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών

82


//ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ http://www.academia.edu/222442/Le_Corbusier_and_Tafuri_on_ Architecture_Utopia_and_Community https://www.youtube.com/watch?v=ENIkhl70l3k : Τάκης Χ. Ζενέτος «Ηλεκτρονική Πολεοδομία», 40 χρόνια μετά, στο πλαίσιο της έκθεσης Tomorrows, Αθήνα. 29/6/2017 https://parallhlografos.wordpress.com/2011/05/19/%CE%BF%CE%B9-%CE %BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B9 %CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7%CF%88%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%B3%CE%B5%CF%89%CE%B3%CF%81 %CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1/ http://arch122superstudio.blogspot.gr/ https://www.theguardian.com/artanddesign/2003/mar/31/architecture. artsfeatures https://www.nytimes.com/2016/04/04/t-magazine/design/superstudiodesign-architecture-group-italy.html?_r=0

83



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.