ΙΔΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ ΙΔΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ ΙΔΟΥ ΤΑ ΟΠΛΑ ΜΑΣ
ΕΝΑ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΤΡΙΣΧΙΛΙΕΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΙΙΣ ΣΤ ΤΟ ΟΡΡΙΙΚ ΚΑ Α ΕΕΡΡΑ ΑΝ ΝΙΙΣ ΣΜ ΜΑ ΑΤ ΤΑ Α
Γ ΓΙΙΑ ΑΝ ΝΝ ΝΗ ΗΞ ΞΟ ΟΥ ΥΛ ΛΙΙΔ ΔΗ Η Φ ΦΙΙΛ ΛΟ ΟΛ ΛΟ ΟΓΓΟ ΟΥ Υ--ΙΙΣ ΣΤ ΤΟ ΟΡΡΙΙΟ ΟΔ ΔΙΙΦ ΦΗ Η Σ ΣΥ ΥΝ ΝΤ ΤΑ ΑΞ ΞΙΙΟ ΟΥ ΥΧ ΧΟ ΟΥ Υ ΓΓΥ ΥΜ ΜΝ ΝΑ ΑΣ ΣΙΙΑ ΑΡΡΧ ΧΗ Η Θ ΘΕΕΣ ΣΣ ΣΑ ΑΛ ΛΟ ΟΝ ΝΙΙΚ ΚΗ Η 22000077
ΙΔΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ
ΙΔΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ
ΙΔΟΥ ΤΑ ΟΠΛΑ ΜΑΣ
«... ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ἐκέλευσε γράμματα μανθάνειν Ἑλληνικά καί Μακεδονικοῖς ὅπλοις ἐντρέφεσθαι»
(ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ).
«Ἔστιν οὖν Ἑλλάς καί ἡ Μακεδονία» (ΣΤΡΑΒΩΝ).
«Ἄγει πρός φῶς τήν ἀλήθειαν ὁ χρόνος» (ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ).
«Ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τό καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελές γίνεται διήγημα» (ΠΟΛΥΒΙΟΣ).
«Ἡ ἱστορία οὐδέν ψεῦδος λέγει, οὐδέν ἀληθές σιωπᾷ» (ΤΑΚΙΤΟΣ).
«Ὂλβιος ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν» (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ αποδεικνύεται λίκνο των πρωτογόνων ανθρώπων, ίσως και του αρχανθρώπου (ανθρωπογέννηση), αφού το περιβόητο σπήλαιο των ΠΕΤΡΑΛΩΝΩΝ, στη Χαλκιδική, υπήρξε το ενδιαίτημά του. Εκεί η ΜΑΝΑ ΓΗ, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΗ, έκρυβε μέσα στα σπλάχνα της, πολλές μυριάδες χρόνια, ένα μεγάλο μυστικό: κρατούσε το απολιθωμένο κρανίο αυτού. Πρόκειται, μέχρι σήμερα, για το αρχαιότερο γνωστό ανθρωπολείψανο (ηλικίας 750.000 περίπου ετών) στον Ελλαδικό χώρο και στην ΕΥΡΩΠΗ γενικά και αποδεικνύεται ότι ανήκει στον αρχαιότερο Έμφρονα Άνθρωπο (Homo sapiens) της Ευρωπαϊκής ηπείρου, όπως δηλώνει ο Άρης Πουλιανός, ο γνωστός Έλληνας σπηλαιολόγος που το ανακάλυψε και το εξερεύνησε. Στο ίδιο επίσης σπήλαιο βρέθηκαν και τα αρχαιότερα μέχρι σήμερα γνωστά παγκοσμίως ίχνη φωτιάς (ηλικίας περίπου 1.000.000 ετών). Και αυτή είναι η αρχαιότερη ίσως μαρτυρία για την ανθρώπινη παρουσία στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε όλο τον Πλανήτη μας. Όλα αυτά τα παλαιοντολογικά λείψανα και τα προϊστορικά επίσης ευρήματα του σπηλαίου μαρτυρούν και αποδεικνύουν την αυτοχθονία των Ελλήνων, αφού όλη η εργοτεχνία του Πετραλώνειου Αρχανθρώπου επιτρέπει να αναγνωρίσουμε σ΄ αυτόν το χώρο ένα πρωτόγονο πολιτισμό, τον πετραλώνειο, τον αρχαιότερο στην ΕΥΡΩΠΗ, όπως λέγει ο Έλληνας σπηλαιολόγος Άρης Πουλιανός και παραδέχονται και άλλοι ειδικοί. Αυτό το πίστευαν ακράδαντα οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ο Αθηναίος μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος του 4ου π.Χ. αιώνα, στον «Πανηγυρικό» του λόγο που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του έτους 380 π.Χ. (99η Ολυμπιάδα) λέγει: «Ταὺτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ΄ ἐρήμην καταλαβὸντες οὐδ΄ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ΄ οὕτω καλῶς καὶ γνησίως γεγὸναμεν, ὥστ΄ ἐξ ἧσπερ ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν χρόνον διατελοῦμεν, αὐτόχθονες ὄντες...» (στη χώρα αυτή κατοικούμε, χωρίς να έχουμε διώξει άλλους. ούτε τη βρήκαμε έρημη. ούτε και μαζευτήκαμε εδώ πέρα ανάκατα από διάφορα έθνη. είναι τόσο ωραία και γνήσια, λέγω, η καταγωγή μας, ώστε εκεί που γεννηθήκαμε εκεί και κατοικούμε χωρίς καμιά διακοπή, γέννημα – θρέμμα αυτού του τόπου...). Οι Έλληνες λοιπόν δεν ήρθαν από πουθενά, είναι αυτόχθονες. Πήγαν παντού στον κόσμο, αλλά δεν ήρθαν από πουθενά. και αυτό επιβεβαιώνεται και από ξένες πηγές, δηλαδή η αυτοχθονία των Ελλήνων. Ο ΠΛΑΤΩΝ, ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος του 4ου π.Χ. αιώνα, σ΄ ένα απόσπασμα από το έργο του «ΤΙΜΑΙΟΣ», που είναι από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα της γραμματείας της αρχαιότητας και είναι από μόνο του ολόκληρη η Ελληνική Προϊστορία, διασώζει μια πολύ παλιά πληροφορία από την επίσκεψη του Σόλωνα, του μεγάλου σοφού και νομοθέτη της αρχαίας Αθήνας, στην Αίγυπτο (6ος π.Χ. αιώνας). Στο διάλογο μεταξύ αυτού και του Αιγύπτιου αρχιερέα γίνεται μία αναφορά στους κατακλυσμούς της γης και ο αρχιερέας του λέγει: «... εσείς (οι Έλληνες) ενθυμείσθε μόνο έναν κατακλυσμό της γης, ενώ έγιναν και άλλοι προηγουμένως, και ακόμη δε γνωρίζετε ότι στη χώρα σας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το ωραιότερο και άριστο μεταξύ των ανθρώπων γένος, από το οποίο κατάγονται και εσύ και οι σημερινοί συμπολίτες σου, που έζησαν πριν από 9.000 χρόνια. Θα σου φανερώσω λοιπόν...». Επομένως τα περί Ινδοευρωπαϊκής φυλής και γλώσσας είναι παραμύθια. οι ΕΛΛΗΝΕΣ δεν ανήκουν σε καμία ομοεθνία Ινδοευρωπαϊκή ή άλλη, ανήκουν μόνο στην ΕΛΛΑΔΑ και η ΕΛΛΑΔΑ ανήκει εξ ολοκλήρου μόνο στους ΕΛΛΗΝΕΣ και είναι υπερήφανη και αδιαπραγμάτευτη. Η απάτη αποκαλύφθηκε. Η ΕΛΛΑΔΑ και η Μακεδονία - που είναι σάρκα από τη σάρκα της – είναι η μάνα και η πνευματική τροφός όλης της ανθρωπότητας. εδώ
γεννήθηκε η γλώσσα, εδώ ο πολιτισμός, εδώ άναψαν τα φώτα της διανόησης. Μάνα και δασκάλα, λοιπόν, είναι η ΕΛΛΑΔΑ και διαμέσου της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ διαδόθηκε ο πολιτισμός σ΄ όλη την ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, όπως ξαναείπα, είναι η φωτοδότρα της ανθρωπότητας και, αν το συνειδητοποιήσουμε, θα νιώθουμε πιο υπερήφανοι που γεννηθήκαμε Έλληνες και ιδιαίτερα αυτοί που είναι Μακεδόνες. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ δεν έχει σύνορα. Περισσότερο είναι ένα πνευματικό μέγεθος, ένα μέγεθος πολιτισμού. Ένα από τα κέντρα αυτού του πολιτισμού είναι και η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Όπου και να σκάψεις σ΄ όλο τον ιστορικό χώρο αυτής, θα βρεις έντονη την αρχαιοελληνική παρουσία. Όσοι, τώρα, καμώνονται ότι τάχα δεν ξέρουν και όσοι άλλα λέγουν για την Ελληνική Μακεδονία, κάνουν πολιτική προπαγάνδα ανέντιμη και άδικη σε βάρος μας. Αυτό δεν είναι ιστορική μαρτυρία και αποτελεί διαστρέβλωση της ιστορίας. Η αρχαιολογική έρευνα έχει δώσει ως τώρα άφθονο υλικό, τόσο για τη γνώση του πολιτισμού των Μακεδόνων, όσο και για την κατανόηση της ιστορικής τους φυσιογνωμίας. Οι διαβολές και οι συκοφαντίες, οι παραχαράξεις και οι πλαστογραφίες, το ιστορικό ψέμα γενικά, αντιμετωπίζονται με τα όπλα της ιστορίας και του πολιτισμού και όχι μόνο με άμυνα αλλά και με επίθεση. Όλοι οι ΕΛΛΗΝΕΣ πρέπει να μάθουμε για τις ρίζες μας, το δρόμο που διανύσαμε, την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας, την πολιτιστική γενικά κληρονομιά μας. Αυτή πρέπει να είναι η θέση όλων των Ελλήνων, των διανοουμένων, των ερευνητών, των πολιτικών και καθενός απλού πολίτη. Λοιπόν «ΙΔΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ, ΙΔΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ, ΙΔΟΥ ΤΑ ΟΠΛΑ ΜΑΣ!» Αυτά είναι τα ισχυρότερα όπλα στα χέρια ενός λαού, ενός έθνους. Εξοπλισθείτε, λοιπόν, έτσι θα επιβιώσουμε ως έθνος. Τα πρώτα γνωστά από τις αρχαίες γραπτές πηγές τοπωνύμια και εθνικά ονόματα της Μακεδονίας αναφέρονται στον ΟΜΗΡΟ (τον πατέρα της επικής ποίησης, 9ος-8ος π.Χ. αιώνας, που είναι ο αρχαιότερος ποιητής της Ελλάδας και ο μεγαλύτερος του κόσμου όλων των αιώνων), όπως π.χ. Αξιός (ποταμός στην Κεντρική Μακεδονία), Παίονες (λαός στη Βόρεια Μακεδονία). Επίσης στις «Ικέτιδες» ο Αθηναίος ΑΙΣΧΥΛΟΣ (525-456 π.Χ.), ο πατέρας της τραγωδίας, εμφανίζει το βασιλιά του Άργους ΠΕΛΑΣΓΟ να καυχιέται, γιατί το γένος του βασιλεύει και πέρα από την Πίνδο μέχρι τα γάργαρα νερά του Στρυμόνα (το βασίλειό του δηλαδή συμπεριλαμβάνει και τη Μακεδονία). Τι λέγει η ιστορία; Ως την ανάρρηση του Φιλίππου Β΄ στο θρόνο του Μακεδονικού Βασιλείου (359 π.Χ.), η Μακεδονία είχε προς Ν. όρια τα Καμβούνια όρη και τον Κάτω Όλυμπο, προς Δ. την Πίνδο, προς Β. πλησίαζε τα σημερινά ελληνο-σκοπιανά σύνορα και έφτανε προς Α. ως την Κερκίνη λίμνη και τα όρη Κερδύλλια και Βερτίσκο. Περιελάμβανε δηλαδή τις εξής περιοχές: Πιερία, Ελιμειώτιδα, Τυμφαία, Βοτιαία, Εορδαία, την Ορεστίδα, Λυγκηστίδα, Μυγδονία, Αλμωπία, Κρηστονία και Βισαλτία. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄, ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πρόσθεσε στο μακεδονικό κράτος προς Β. την Πελαγονία, προς Ν. τη Χαλκιδική και προς Α. τη ζώνη πέρα από την Κερκίνη, το Βερτίσκο και τα Κερδύλλια ως τα όρη δυτικά από το Νέστο ποταμό. Από τις άλλες χώρες που υπέταξε, άλλες τις έκανε προσωπικές του κτήσεις κι άλλες τις συνέδεσε μαζί του με συνθήκες, που δεν κατέλυαν όμως εντελώς την ανεξαρτησία τους. Επί της δυναστείας των Αντιγονιδών βασιλιάδων προσαρτήθηκε στο βασίλειο της Μακεδονίας η Άνω Παιονία, αλλά όχι και η Δαρδανία. δηλαδή έμεινε έξω από το βασίλειο το ανώτατο μέρος της λεκάνης του Αξιού ποταμού, όπου βρισκόταν η πόλη ΣΚΟΥΠΟΙ (σήμερα Σκόπια). Επί Ρωμαιοκρατίας θα δοθεί το γεωγραφικό όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σε μια επαρχία, που ίδρυσαν οι κατακτητές Ρωμαίοι το 148 π.Χ. και σ΄ αυτήν συμπεριέλαβαν πολλά εδάφη, που όμως ουδέποτε υπήρξαν μακεδονικά, όπως π.χ. τμήματα της Ιλλυρίας. Η διευρυμένη αυτή Ρωμαϊκή επαρχία (provincia Macedonia) κατά το τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα απέβαλε από τη δικαιοδοσία της διοίκησής της τα εδάφη εκείνα, που δεν ανήκαν ποτέ στο αρχαίο Μακεδονικό Βα-
σίλειο, αλλά και ορισμένα τμήματά της στα νοτιοδυτικά, παραχωρήθηκαν στη νέα επαρχία της Θεσσαλίας. Αργότερα στα βόρεια σύνορα της Μακεδονίας έγιναν νέες εδαφικές αλλαγές και στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας – επί αυτοκράτορα Ιουστινιανού – η Μακεδονία ανέκτησε τα παλαιά σύνορά της προς Β. Αργότερα κατά την εποχή της διοικητικής διαίρεσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε θέματα – το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κάλυπτε και το θέμα της Θράκης. Συγκεκριμένα η Μακεδονία μνημονεύεται για πρώτη φορά ως θέμα το έτος 802. Περιελάμβανε τα εδάφη μεταξύ του Στρυμόνα και Έβρου νότια της οροσειράς του Αίμου και οργανώθηκε, για να αποκρούει τις βουλγαρικές επιδρομές, ενώ δυτικά του Στρυμόνα ήταν η διοίκηση της Macedonia Prima με σκοπό την απόκρουση των σλαβικών επιδρομών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοίρασε τα αρχαία μακεδονικά εδάφη σε διάφορα σαντζάκια (νομούς) και δε χρησιμοποίησε αυτό το γεωγραφικό όνομα / Μακεδονία. Όμως το ένδοξο αυτό όνομα δεν έσβησε από τις ψυχές των σκλαβωμένων Μακεδόνων, απλώς είχε περιέλθει σε νάρκη, όσο κρατούσε η νύκτα της μαύρης σκλαβιάς, της Τουρκοκρατίας. Επί αιώνες όμως το όνομα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έμεινε γνωστό στους λίγους μορφωμένους εντόπιους και στους απόδημους της ελληνικής διασποράς και απ΄ αυτούς πέρασε στη γλώσσα της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Τέλος, ξαναέγινε όνομα της διοικητικής επικαιρότητας μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων (1912-1913). Πάντως, επαναλαμβάνω, οι Μακεδόνες προσάρτησαν αργά την Παιονία και ποτέ τη ΔΑΡΔΑΝΙΑ με την περιοχή των Σκούπων (ΣΚΟΠΙΩΝ). Εκεί στα όρια Παιονίας – Δαρδανίας σταμάτησαν αργότερα και οι σφαίρες γλωσσικής επιρροής, της μεν λατινικής από βόρεια, της δε ελληνικής από νότια. Οι Μακεδόνες είχαν αποκτήσει εθνική ταυτότητα και συνείδηση ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα. Η συμπόρευσή τους με τους άλλους Έλληνες ως σήμερα, επί 2500 και περισσότερα ακόμη χρόνια, χωρίς διακοπή του εθνολογικού ρεύματος, οφείλεται στην εθνική τους αυτογνωσία, στο ότι δηλαδή ανήκουν στο ίδιο έθνος, όπου και όλοι οι άλλοι Έλληνες, στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ, και όχι «Μακεδονικό» ή «;», όπως κάποιοι πλαστογραφούν. Παρά τις πολλές σλαβικές και βουλγαρικές διεισδύσεις και τις πολλές καταστροφικές επιδρομές άλλων ποικιλωνύμων βαρβάρων και παρά τις οθωμανικές παρεμβολές και τα φρικτά δεινοπαθήματα των ραγιάδων (παιδομάζωμα, εξισλαμισμοί, εξανδραποδισμοί, σφαγές κ.λ.π.) κατά τη μακραίωνη δουλεία, οι πρόγονοί μας Μακεδόνες παρέμειναν στη συντριπτική τους πλειοψηφία αμιγείς ΕΛΛΗΝΕΣ. Η αυτοσυνειδησία τους δε διαταράχθηκε καταλυτικά. Όλες οι μετακινήσεις και διεισδύσεις των Σλάβων και των Βουλγάρων βαρβάρων επιδρομέων ήταν παροδικές και αντιμετωπίσθηκαν. Πολλά αλλεπάλληλα κύματα βαρβάρων, ορμητικά και άγρια σαν «τσουνάμι», ήλθαν και κατέκλυσαν την ΕΛΛΑΔΑ. Οι περισσότεροι αποκρούσθηκαν, τσάκισαν τα μούτρα τους πάνω στον κυματοθραύστη που λέγεται «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ». Λίγοι κατάφεραν να περάσουν καίγοντας και σφάζοντας, αλλά κανείς δεν έμεινε. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θα εκχριστιανίσει τους Σλάβους και τους Βουλγάρους, όμως δε θα τους εξελληνίσει. Ο εκπολιτισμός τους θα ακολουθήσει σταδιακά._
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Α΄. Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ. Γύρω από το θέμα αυτό, της εθνικότητας / ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων, δημιουργήθηκαν αμφιβολίες και στους αρχαίους ακόμη και στους νεότερους χρόνους: - Δεν ήταν και πολύ Έλληνες; - Δεν ήταν απόλυτα Έλληνες; - Δεν ήταν καθόλου Έλληνες; Όμως οι περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας, της ελληνικής γραμματείας και ξένης (Λατίνοι, Ιουδαίοι), με θαυμασμό αναφέρονται προς τους Μακεδόνες και αναγνωρίζουν αυτούς και τους βασιλιάδες τους ως ΕΛΛΗΝΕΣ. Πρύτανης μάλιστα της ελληνικής διανόησης είναι ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ, ο παμμέγιστος – πανεπιστήμονας – όλων των αιώνων σ΄ όλο τον κόσμο. Και με το σοφότατο αυτόν άνδρα συναριθμούνται <100> και περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας, που κατάγονται από τη Μακεδονία και έχουν γράψει στην ελληνική (κοινή) γλώσσα τα έργα τους, τα οποία καλύπτουν τα περισσότερα είδη του πεζού και ποιητικού (έντεχνου) λόγου. Οι περισσότεροι ιστορικοί, αρχαιολόγοι, γλωσσολόγοι αναγνωρίζουν την εθνικότητα των Μακεδόνων ως ελληνική. Οι ίδιες οι λέξεις «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ / ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» είναι γνήσιες ελληνικές. παράγονται από την αρχαιότατη λέξη «μᾶκος =μῆκος». σε δωρική διάλεκτο (α μακρό, αντί η) ΜΑΚΕΔΝΟΣ (= Μακεδών) σημαίνει – μακρύς, υψηλός. Αυτήν την εντύπωση προκαλούσε η εμφάνιση των πανάρχαιων ανθρώπων που έζησαν εδώ στη Μακεδονία από τους προϊστορικούς χρόνους. Ήταν πράγματι μακεδνοί, δηλαδή άνθρωποι υψηλοί, γιγαντόσωμοι. Επίσης αναφέρονται ως ξανθοί και ωραίοι. Ο ΗΡΟΔΟΤΟΣ, από την Αλικαρνασσό, ο πατέρας της ιστορίας (5ος π.Χ. αιώνας), στις «Ιστορίες» του διασώζει μια πανάρχαια παράδοση, σύμφωνα με την οποία οι ΔΩΡΙΕΙΣ κατάγονταν από ένα τμήμα Μακεδνών / Μακεδόνων. Σχηματίσθηκαν από την ένωση Μακεδνών και άλλων Ελληνικών φύλων, που κατοικούσαν στις πλαγιές του ορεινού όγκου της Πίνδου. Γράφει στην ιστορία του ότι το Δωρικό φύλο κατοικούσε: «... ἐν Πίνδῳ Μακεδνόν καλεόμενον...» (δηλαδή, στην ΠΙΝΔΟ και ονομαζόταν Μακεδονικό). «ΜΑΚΕΔΝΟΝ ΕΘΝΟΣ»: Ιδού, λοιπόν, η εθνικότητα, η καταγωγή και η συγγένεια των αρχαίων Μακεδόνων. Οι ΔΩΡΙΕΙΣ όμως είναι αναμφισβήτητα αμιγείς, γνήσιοι ΕΛΛΗΝΕΣ, άρα και η ελληνικότητα αυτών προϋποθέτει και την ελληνικότητα των συστατικών τους φύλων, μεταξύ των οποίων και το φύλο των Μακεδνών / Μακεδόνων. και σύμφωνα πάντοτε με την αρχή της λογικής επιστήμης «τά πρός τρίτῳ τινί ἴσα καί ἀλλήλοις ἴσα» (δηλαδή, αυτά που είναι ίσα προς ένα τρίτο, είναι και μεταξύ τους ίσα). Η συνύπαρξη δε αυτών, Δωριέων και Μακεδόνων, πρέπει να χρονολογηθεί πριν από το 14ο αιώνα. και είναι λογικά και αυταπόδεικτα οι Μακεδόνες ΕΛΛΗΝΕΣ. Μία όμως περσική επιγραφή, που χρονολογείται στα 513 π.Χ., μνημονεύει τους λαούς της ΕΥΡΩΠΗΣ, που ήταν υποτελείς του "Μεγάλου Βασιλιά" της Περσικής Αυτοκρατορίας, του
Δαρείου του Α΄. Ένας απ΄ αυτούς τους λαούς χαρακτηρίζεται με το όνομα «Yauna Takabara» (Ίωνες με κάλυμμα της κεφαλής όμοιο με ασπίδα). Οι Πέρσες, όπως και άλλοι αρχαίοι ανατολικοί λαοί, έλεγαν «ΙΩΝΕΣ» όλους τους Έλληνες. Όσο για το κάλυμμα της κεφαλής που αναφέρεται και το οποίο μοιάζει σαν ασπίδα, αναγνωρίσθηκε σαν εκείνο το καπέλο-σκιάδιο, που απεικονίζεται σε μακεδονικά νομίσματα και λέγεται «καυσίας». Και επομένως, ο λαός που λεγόταν από τους Πέρσες «ΙΩΝΕΣ / Έλληνες με κάλυμμα της κεφαλής όμοιο σαν ασπίδα» ταυτίζεται με τους Μακεδόνες. Να σημειώσουμε εδώ ότι, κατά τη Σκυθική εκστρατεία των Περσών (514-513 π.Χ.), περνώντας από την Ασία στην Ευρώπη, υπέταξαν το κράτος των Μακεδόνων. Αυτή η περσική επιγραφή αποτελεί την αρχαιότερη άμεση μαρτυρία που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για την εθνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων. Σ΄ ένα απόσπασμα από το ιστορικό έργο του ο ΕΛΛΑΝΙΚΟΣ (Λέσβιος – 5ος π.Χ. αιώνας), ο οποίος έζησε αρκετό καιρό στην αυλή της Μακεδονικής Δυναστείας, εμφανίζει το ΜΑΚΕΔΟΝΑ, το μυθικό γενάρχη των Μακεδόνων, ως γιο του Αιόλου. Αυτή η γενεαλογική σχέση απηχεί την ιδέα ότι οι Μακεδόνες ήταν τμήμα των Αιολέων, που ήταν μία από τις διαιρέσεις του Ελληνικού Έθνους. Ενώ ο ΗΣΙΟΔΟΣ (μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα), επικός ποιητής από τη Βοιωτία, λέγει ότι οι Μακεδόνες είναι συγγενείς των Μαγνήτων (Θεσσαλία), οι οποίοι είναι Έλληνες. Επιπλέον εμφανίζει την Πανδώρα, κόρη του Δευκαλίωνα, ως μητέρα του Μακεδόνα (του αρχηγέτη των Μακεδόνων) και του Μάγνητα (του αρχηγέτη των Θεσσαλών), παιδιά του ΔΙΑ. Είναι αδελφή του ΕΛΛΗΝΑ (του γενάρχη των Ελλήνων). Επομένως ο Μακεδόνας και ο Μάγνητας είναι αδελφοί και είναι διογενείς, και ανεψιοί του ΕΛΛΗΝΑ. Κατά λέξη ο ποιητής γράφει: «Ἡ δέ – Πανδώρα - ὑποκυσαμένη Διί... γείνατο ... υἷε δύω, Μάγνητα Μακηδόνα τε... οἵ περί Πιερίην καί Ὄλυμπον δώματ΄ ἔναιον» (δηλαδή, αυτή έμεινε έγκυος από το ΔΙΑ και γέννησε δύο γιους, το Μάγνητα και το Μακεδόνα... οι οποίοι κατοικούσαν γύρω από την Πιερία και τον Όλυμπο). Ο Ηρόδοτος όμως ισχυρίζεται ότι οι Μακεδόνες είναι Δωρικής καταγωγής ως προς την εθνικότητα. Αναφερόμενος στη ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 π.Χ.) γράφει για τη συγγένεια μεταξύ Δωριέων και Μακεδόνων: «Ἐκστρατεύοντο... ἐκ μέν Πελοποννήσου Λακεδαιμόνιοι.... Κορίνθιοι... Σικυώνιοι... Ἐπιδαύριοι... Τροιζήνιοι, Ἑρμιονέες... ἐόντες οὗτοι πλήν τῶν Ἑρμιονέων Δωρικόν καί Μακεδνόν ἔθνος ἐξ Ἐρενεού τε καί Πίνδου... ὕστατα ὁρμηθέντες» (δηλαδή, έλαβαν μέρος στην εκστρατεία από την Πελοπόννησο οι Λακεδαιμόνιοι, οι Σικυώνιοι, οι Επιδαύριοι, οι Τροιζήνιοι και οι Ερμιονείς, που αυτοί ήταν εκτός των Ερμιονέων δωρικής και μακεδονικής καταγωγής, που είχαν τελευταία έλθει από τον Ερενεό και την Πίνδο). Αυτά, όσον αφορά την απώτατη καταγωγή των Μακεδόνων. Τώρα σχετικά με την προέλευση και την καταγωγή (εθνικότητα) των ιδίων των βασιλιάδων της Μακεδονίας. Βασίλεψαν δύο δυναστείες. Η πρώτη είναι η Δυναστεία των Αργεαδών ή Τημενιδών και η δεύτερη είναι η Δυναστεία των Αντιγονιδών. Οι βασιλιάδες της δεύτερης, οι Αντιγονίδες, ήταν αυτόχθονες – εντόπιοι Μακεδόνες – που κατάγονται από βασιλικό γένος της επαρχίας ΕΛΙΜΕΙΑΣ (Νομός Κοζάνης). ενώ οι βασιλιάδες της πρώτης και ενδοξότερης δυναστείας, οι ΤΗΜΕΝΙΔΕΣ, προέρχονταν από το ΑΡΓΟΣ της Πελοποννήσου και ήταν της γενιάς των ΗΡΑΚΛΕΙΔΩΝ, που είναι το ενδοξότερο γένος της ελληνικής οικουμένης. Ο γενάρχης των Μακεδόνων βασιλιάδων ΤΗΜΕΝΟΣ είναι ένας από τους Ηρακλείδες και ανάγει τη γέννησή του μάλιστα στο ΔΙΑ. Κάποιοι απόγονοί του ξαναγύρισαν στη Μακεδονία, απ΄ όπου είχαν κατεβεί στην Πελοπόννησο (Κάθοδος των Δωριέων) οι πρόγονοί του. Τελεσίδικα από το «δικαστήριο της Ιστορίας εκδίδεται η απόφαση» ότι η Μακεδονική Δυναστεία των Αργεαδών ή Τημενιδών είναι ελληνική. οι ρίζες της ανάγονται στο ΑΡΓΟΣ. Ο Ηρόδοτος γράφει: «Τό δέ Ἄργος τοῦτον τόν χρόνον (7ος π.Χ. αιώνας) προεῖχε ἁπάσαις (ταῖς πόλεσι) τῶν ἐν τῇ νῦν ΕΛΛΑΔΑ καλεομένῃ χώρῃ» (δηλαδή, το Άργος εκείνα τα χρόνια ήταν η πρώτη από όλες τις πόλεις που βρίσκονται στη χώρα που σήμερα λέγεται Ελλάδα). Οι
αρνητές της ελληνικότητας της Μακεδονικής Δυναστείας και των υπηκόων τους Μακεδόνων ας προσέξουν αυτόν τον απλό συλλογισμό, αφού το ΑΡΓΟΣ είναι ΕΛΛΑΔΑ: Οι Αργείοι είναι Έλληνες, Οι Αργεάδες (Τημενίδες) είναι Αργείοι, άρα και οι Αργεάδες είναι ΕΛΛΗΝΕΣ. Πρέπει να πεισθούν και να σταματήσουν τις αμφισβητήσεις και τις διαστρεβλώσεις της Ελληνικής ιστορίας, εκτός αν είναι τυφλοί (θεληματικά) στα μάτια, στα αφτιά και στο νου. Ιδρυτής του βασιλικού οίκου θεωρείται ο βασιλιάς ΠΕΡΔΙΚΚΑΣ Α΄, ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία και ηγήθηκε στους Αργεάδες γύρω στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα. Οι Αργεάδες ταυτίζονται με τους Μακεδόνες, όπως αναφέρει και ο Έλληνας ιστορικός ΑΠΠΙΑΝΟΣ το 2ο μ.Χ. αιώνα. Ο Περδίκκας επεκτείνει γοργά την εξουσία του και σε άλλους Μακεδνούς / Μακεδόνες. Σχετικές μαρτυρίες για την αρχή της Μακεδονικής Δυναστείας έχουμε και από τους μεγάλους ιστορικούς της αρχαιότητας. Ο Ηρόδοτος σχετικά με την προέλευση και την εγκατάσταση της πρώτης μακεδονικής δυναστείας στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ γράφει: «Τοῦ δέ Ἀλεξάνδρου τούτου ἕβδομος γενέτωρ Περδίκκας ἐστί, ὁ κτησάμενος τήν τυραννίδα τρόπῳ τοιῳδε. ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριούς τῶν Τημένου ἀπογόνων τρεῖς ἀδελφέοι, Γαυάνης τε καί Ἀέροπος καί Περδίκκας, ὡς ἐμοί καταφαίνεται εἶναι ... ἀπίκοντο ἐς Λεβαίην πόλιν... οἱ δέ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων ... Ὑπέρ δέ τῶν κήπων ὄρος κέεται Βέρμιον οὔνομα» (δηλαδή, Του Αλεξάνδρου αυτού έβδομος πρόγονος είναι ο Περδίκκας, ο οποίος έγινε βασιλιάς με αυτόν εδώ τον τρόπο : από το Άργος / της Πελοποννήσου έφυγαν στη χώρα των Ιλλυριών από τους απογόνους του Τημένου τρεις αδελφοί, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας, όπως εγώ γνωρίζω... έφτασαν στην πόλη Λεβαία... άλλοι όμως έφτασαν σε άλλη περιοχή της Μακεδονίας και κατοίκησαν πλησίον των κήπων... πάνω δε από τους κήπους κείται (υψώνεται) ένα βουνό που λέγεται ΒΕΡΜΙΟ). Ο ίδιος ιστορικός μας σε άλλο σημείο της ιστορίας του γράφει: «ΕΛΛΗΝΑΣ δέ εἶναι τούτους τούς ἀπό Περδίκκεω γεγονότας, κατά περ αὐτοί λέγουσι, αὐτός τε οὔτω τυγχάνω ἐπιστάμενος» (δηλαδή, Αυτοί που κατάγονται από τον Περδίκκα είναι Έλληνες, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι λέγουν, αλλά και εγώ ο ίδιος έτσι ξέρω). Ο άλλος μεγάλος ιστορικός της ελληνικής αρχαιότητας ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ο Αθηναίος (5 π.Χ. αιώνας), στην «Ξυγγραφή» του γράφει: «Τήν ... νῦν Μακεδονίαν... Ἀλέξανδρος, ὁ Περδίκκου πατήρ, καί οἱ πρόγονοι αὐτοῦ Τημενίδαι τό ἀρχαῖον ὄντες ἐξ Ἄργους...» (δηλαδή, την.... τωρινή Μακεδονία... ο Αλέξανδρος, ο πατέρας του Περδίκκα, και οι πρόγονοί του Τημενίδες, που απ΄ τα παλιά τα χρόνια κατάγονται από το Άργος...). ος
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι απόψεις των δύο μεγάλων ιστορικών της ελληνικής αρχαιότητας, Ηροδότου και Θουκυδίδη, συγκλίνουν: μνημονεύουν τον Περδίκκα από το δυναστικό οίκο των Τημενιδών, που είναι Έλληνες και προέρχονται από το Άργος (Αργεάδες). Αυτός, λοιπόν, ο Περδίκκας ήλθε στη Μακεδονία, εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Βερμίου με τους συντρόφους του – ακολουθώντας κατά την παράδοση ένα ποίμνιο από αίγες (κατσίκες) –σε εύφορη τοποθεσία με κήπους, ίδρυσε εκεί πόλη (ΑΙΓΑΙ) και ηγήθηκε στους Αργεάδες. Απήχηση του γεγονότος (του μύθου;) αποτελούν τα πρώτα μακεδονικά νομίσματα, που έκοψαν οι πρώτοι βασιλιάδες της Μακεδονικής Δυναστείας, τα οποία στη μια όψη τους απεικονίζουν μια κατσίκα (αίγα) καθισμένη. αλλά μαρτυρεί και το ίδιο το όνομα της πρώτης πόλης που ίδρυσαν οι Αργεάδες βασιλιάδες που έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους και έδρα της Δυναστείας. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές θα ταυτοποιήσουν την πόλη των ΑΙΓΩΝ με τη ΒΕΡΓΙΝΑ, όπου φυλάσσονται οι βασιλικοί τάφοι και όπου εκτίθενται τα οστά του Φιλίππου Β΄.
Σχετικά, όμως, με τον ιδρυτή της βασιλικής δυναστείας ένας άλλος ιστορικός συγγραφέας (4 π.Χ. αιώνας) από τη Χίο, ο ΘΕΟΠΟΜΠΟΣ, έχει άλλη γνώμη. αυτός ασχολήθηκε με την ιστορία της Μακεδονικής Δυναστείας και αναφέρει σαν πρώτο βασιλιά της Μακεδονίας τον ΚΑΡΑΝΟ, ο οποίος ήταν αδελφός του Φείδωνα, του τυράννου / βασιλιά του ΑΡΓΟΥΣ. Και σύμφωνα με το Θεόπομπο, ο Κάρανος εγκατέλειψε το Άργος (στα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα) και πήγε στη Μακεδονία, όπου εκεί συνάντησε ομογλώσσους του. αυτός έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας και ίδρυσε τις Αιγές. Πάντως οι αδελφοί αυτοί ήταν Τημενίδες. ος
Επίσης ο Θουκυδίδης γράφει ότι οι Μακεδόνες αποτελούνται από διάφορες ελληνικές φυλές με χωριστούς βασιλιάδες, που κατοικούσαν στην Ανατολική πλευρά της Πίνδου και στη Δυτική Μακεδονία: «... Γιατί στους Μακεδόνες ανήκουν και οι ΛΥΓΚΗΣΤΕΣ και οι ΕΛΙΜΙΩΤΕΣ... και άλλοι πάνω (βόρειοι) λαοί, οι οποίοι είναι μεν σύμμαχοι και υπήκοοι των Μακεδόνων, έχουν όμως δικούς τους χωριστά βασιλιάδες... βασίλεψαν, αφού έδιωξαν από την ΠΙΕΡΙΑ τους Πιέρους, οι οποίοι ήρθαν και κατοίκησαν πέρα από το Στρυμόνα στους πρόποδες του ΠΑΓΓΑΙΟΥ...». Αυτά και μόνο τα στοιχεία μαρτυρούν την εθνικότητα – ελληνικότητα των Μακεδόνων και της Μακεδονικής Δυναστείας της Αρχαίας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ .
Α΄α. ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΛΙΠΠΟ. Από τον 8ο π.Χ. αιώνα η Χαλκιδική, η ΘΑΣΟΣ και γενικά όλα τα παράλια της Μακεδονίας και της Θράκης είχαν κατακλυσθεί από αποίκους ελληνικών πόλεων της Εύβοιας και των Κυκλάδων νήσων. Ίδρυσαν αποικίες που σιγά-σιγά έγιναν πολιτιστικές εστίες και ανέπτυξαν οικονομία με την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ενδοχώρας της Μακεδονίας, των μεταλλείων της Χαλκιδικής και κυρίως των χρυσωρυχείων του Παγγαίου όρους, καθώς και των πλουσίων δασών. Ναυπηγήσιμη ξυλεία χρειάζονταν οι Αθηναίοι και οι Κορίνθιοι για τους εμπορικούς και πολεμικούς στόλους τους. Δημιουργήθηκε έτσι ανταγωνιστικό εμπόριο, που προκάλεσε την ανάμιξη των μεγάλων δυνάμεων της Νότιας Ελλάδας, της Αθήνας και της Κορίνθου αλλά και της Σπάρτης αργότερα – στη διάρκεια του εμφύλιου μακροχρόνιου πολέμου, του Πελοποννησιακού (431-404 π.Χ.). Οι Μακεδόνες υστέρησαν πολιτιστικά σε σύγκριση με τους συν-΄Ελληνες της Νότιας Ελλάδας για μακρό χρονικό διάστημα. Αυτό κυρίως οφείλεται στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ αυτών λόγω της μορφολογίας του εδάφους της Μακεδονίας, αλλά και στην αυστηρά δομημένη κοινωνία της μακεδονικής υπαίθρου και ακόμη στη μορφή του μοναρχικού πολιτεύματος. Δεν ξέκοψαν όμως από τον εθνικό κορμό ούτε ξέφυγαν από τη δίνη της ελληνικής ιστορίας. Από το έτος 490 π.Χ. οι βασιλιάδες των Μακεδόνων πέτυχαν να μικρύνουν την απόσταση που χώριζε τους Βορειοελλαδίτες από τους Νοτιοελλαδίτες και κατά περιόδους μάλιστα να διαδραματίσουν κάποιο αισθητό ρόλο στον πολιτικό ορίζοντα του Ελλαδικού χώρου και στον πολιτιστικό τομέα με την εισαγωγή στη χώρα τους περισσοτέρων πολιτιστικών στοιχείων από την ΑΘΗΝΑ, κυρίως, και από άλλα εξωμακεδονικά κέντρα. Αλματώδης υπήρξε η επέκταση και η ανάπτυξη του Μακεδονικού Βασιλείου σε τόσο βαθμό, ώστε μέσα σ΄ έναν αιώνα έγινε πρώτη ελληνική δύναμη. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στην οργάνωση της διοίκησης του κράτους, όσο και στο πολιτιστικό επίπεδο που χαρακτήριζε όλη τη Μακεδονική Δυναστεία. Έγινε λοιπόν ένα πολιτιστικό θαύμα, που οφείλεται σε κάποιους ικανούς ηγεμόνες. Οι Μακεδόνες βασιλιάδες κάλεσαν στην Αυλή τους κορυφαίους συγγραφείς και καλλιτέχνες και τους φιλοξένησαν επί μακρό χρονικό διάστημα στα ανάκτορά τους. Δημιουργήθηκε έτσι μια βαθιά παράδοση στις σχέσεις της Δυναστείας με τους διαφόρους ανθρώπους του πνεύματος: Αρκετοί είναι οι ποιητές, οι ιστορικοί, οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι οι παιδαγωγοί, οι επιστήμονες, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι γλύπτες και άλλοι, που έζησαν και εργάσθηκαν στη Μακεδονία – στις Αιγές / Βεργίνα, στην Πέλλα, στο Δίον και σε άλλα κέντρα του μακεδονικού ελληνισμού, στην Αιανή, στη Σίνδο, στη Λητή, στη Θεσσαλονίκη, στη Χαλκιδική, στην Αμφίπολη, στους Φιλίππους, στη Θάσο. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες κατά καιρούς ανταποκρίθηκαν στις προσκλήσεις των βασιλιάδων και ήρθαν από την υπόλοιπη Ελλάδα να εργασθούν στη Μακεδονία με πλουσιοπάροχες αμοιβές. Κατά χρονολογική σειρά σπουδαίοι βασιλιάδες της πρώτης δυναστείας, των Τημενιδών, ήταν: ο Αλέξανδρος Α΄, ο οποίος βασίλεψε από το έτος 495 – 452 π.Χ., ο Περδίκκας Β΄ (452413), ο Αρχέλαος (413-399), ο Αμύντας Γ΄ (393-370), ο Περδίκκας Γ΄ (368-360), ο Φίλιππος Β΄ (360/359-336) και τέλος ο ενδοξότερος όλων ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ ο ΜΕΓΑΣ (336-323 π.Χ.). Η μακρά βασιλεία του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Α΄ συμπίπτει με τους Ελληνοπερσικούς πολέμους (τα Μηδικά). για τη δράση του μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Φημιζόταν για την ευγένεια, τη φιλοτιμία και τη φιλοπατρία του. εμπνεόταν από πανελλήνια αισθήματα, γιατί θεωρούσε πατρίδα του όλη την ΕΛΛΑΔΑ. Στο πρόσωπό του μάλιστα αναγνωρίσθηκε η ελληνικότητα της Αρχαίας Μακεδονίας από τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, όταν θέλησε - εκπροσωπώντας το βασίλειο της Μακεδονίας –να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες το έτος 496 π.Χ.. Τότε (70ή Ολυμπιάδα), διάδοχος ακόμη του θρόνου της Μακεδονίας, παρουσιάσθηκε στην Ολυμπία να αγωνισθεί στο πένταθλο και στο αγώνισμα του δρόμου (άθλημα ταχύτητας – 185 μέτρων). Ενώ μέχρι τότε οι Μακεδόνες δεν είχαν γίνει δεκτοί στη συμμετοχή των αγώνων. Οι αντίπαλοί του επιχείρησαν να τον αποκλείσουν, με το επιχείρημα ότι μόνο Έλληνες –όχι βάρβαροι – επιτρέπονταν να αγωνισθούν.
Με την ευγένεια που τον διέκρινε, με το φιλότιμό του και με όλη την αρρενωπότητά του τη μακεδονική παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής των Ελλανοδικών και απέδειξε με παρρησία την ελληνική του ιθαγένεια – εθνικότητα, πάντοτε κατά τον Ηρόδοτο τον πατέρα της Ιστορίας, διαμαρτυρόμενος και λέγοντας: «Αὐτός τε ΕΛΛΗΝ γένος εἰμί τὠρχαῖον» (δηλαδή, Κι εγώ ο ίδιος είμαι Έλληνας από παλιά ελληνική γενιά). Έπεισε τους αρμόδιους Ελλανοδίκες ότι ήταν Έλληνας και έτσι αγωνίστηκε και μάλιστα στο στάδιο νίκησε και βγήκε πρώτος. ανακηρύχθηκε ο πρώτος Μακεδόνας Ολυμπιονίκης. Ο Ηρόδοτος αναφέρει: «Ἀλέξανδρος ... ἐκρίθη τε εἶναι ΕΛΛΗΝ καί ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ» (δηλαδή, ο Αλέξανδρος κρίθηκε ότι ήταν Έλληνας και αγωνίσθηκε στο άθλημα του σταδίου και βγήκε πρώτος). Ο ΠΙΝΔΑΡΟΣ, Θηβαίος λυρικός ποιητής, ο πατέρας της λυρικής ποίησης στην αρχαιότητα (5ος π.Χ. αιώνας), φιλοξενήθηκε στην αυλή του Αλεξάνδρου, στις Αιγές / Βεργίνα, ως υψηλός προσκεκλημένος του και του αφιέρωσε έναν ολυμπιόνικο, ωδή προς τιμή του, που εκτελέσθηκε με μουσική και χορό παρουσία του ίδιου του βασιλιά. Ο Αλέξανδρος Α΄, επίσης, νεότερος ακόμη, όταν είχαν έλθει στη Μακεδονία Πέρσες πρεσβευτές για διαπραγματεύσεις με το βασιλιά πατέρα του, τον Αμύντα Α΄ (το γιο του ΑΛΚΕΤΑ), τους υποδέχθηκε αυτός και τους είπε: «Βασιλέι τῷ πέμψαντι ἀπαγγείλητε ὡς ἀνήρ Ἕλλην, Μακεδόνων ὕπαρχος, εὖ ὑμέας ἐδέξατο» (δηλαδή, να αναφέρετε στο βασιλιά σας που σας έστειλε ότι ένας άνδρας ΕΛΛΗΝΑΣ, αντιβασιλιάς των Μακεδόνων, σας έκανε καλή υποδοχή). Στο εδάφιο αυτό από την ιστορία του Ηροδότου θαυμάζουμε ιδιαίτερα την ελληνοπρεπή, μακεδονική υπερηφάνεια, ειλικρίνεια και αυτοπεποίθηση του νεαρού Αλεξάνδρου, αρετές που διέκριναν όλους τους Μακεδόνες. Αυτή είναι μια πρόσθετη μαρτυρία ότι οι Μακεδόνες και οι βασιλιάδες τους είχαν ελληνική συνείδηση από τα τέλη ακόμη του 6ου π.Χ. αιώνα. Όμως ο Αμύντας είχε σχέσεις υποτέλειας με τον Πέρση βασιλιά (Δαρείο) και τελικά ανατράπηκε από τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος, επίσης, κατά την εκστρατεία του Ξέρξη, του γιου του Δαρείου, στην Ελλάδα το έτος 481 π.Χ. πρόσφερε πολύ θετικές εθνικές υπηρεσίες με το διπλό διπλωματικό του παιχνίδι, της κατασκοπίας και αντικατασκοπίας υπέρ των Ελλήνων και κατά των βαρβάρων επιδρομέων Περσών, μολονότι ήταν υποτελής αυτών. Ευεργέτησε τους Έλληνες, προειδοποιώντας τους κρυφά, για τις δυνάμεις και τα σχέδια του Μεγάλου Βασιλιά, του Ξέρξη, και κυρίως τους Αθηναίους. Ήταν αφοσιωμένος στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Μακεδονίας και της άλλης Ελλάδας από τον περσικό ζυγό. Ο Ηρόδοτος, που συναντήθηκε με το Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο και περιέλαβε τις αφηγήσεις αυτού στις «Ιστορίες» του, γράφει για τον πατριωτισμό του άνδρα: «Μεγάλως κήδομαι συναπάσης τῆς ΕΛΛΑΔΟΣ καί ἀντ΄ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἄν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τήν ΕΛΛΑΔΑ» (δηλαδή, Εγώ νοιάζομαι πολύ για όλη την Ελλάδα και δε θέλω να τη δω από ελεύθερη να γίνει υπόδουλη). Για όλες τις καλές του υπηρεσίες, για τη σωτηρία της πατρίδας του ΕΛΛΑΔΑΣ από τον περσικό ζυγό και το βαρβαρικό ασιατικό ιμπεριαλισμό και δεσποτισμό, του απονεμήθηκε ειδικό δίπλωμα τιμής και πατριωτισμού, τίτλος ευγένειας με το χαρακτηρισμό «ΦΙΛΕΛΛΗΝ», ως προστάτης και ευεργέτης του Ελληνικού Έθνους. Κάποιοι όμως κακόβουλοι παρεξηγούν τον τίτλο αυτό. αγνοούν βέβαια την αλήθεια ή την παραβλέπουν. Ο τίτλος που σήμαινε «φιλόπατρις», «ευπατρίδης», «ευεργέτης», δινόταν σε Έλληνες με διακεκριμένη εθνική δράση για το κοινό καλό όλων των Ελλήνων, δηλαδή σ΄ εκείνους που δεν περιόριζαν τη δράση τους και τη σκέψη τους στο στενό τοπικιστικό ορίζοντα της πόλης ή του κράτους, όπου γεννήθηκαν ή ζούσαν, αλλά είχαν ορίζοντες πανελλήνιας σκέψης. Τον τίτλο «φιλέλλην» χρησιμοποίησαν και άλλοι συγγραφείς, όπως ο Πλάτων και ο Ισοκράτης. Μάλιστα προς τιμή του Αλεξάνδρου του «Φιλέλληνα» στήθηκε άγαλμά του στο πανελλήνιο ιερό των Δελφών. Επίσης και ο ίδιος αφιέρωσε στο ναό του Δία στην Ολυμπία χρυσό ανδριάντα του εαυτού του, που φιλοτεχνήθηκε από τα πλούσια λάφυρα, που πήρε κατά τη νίκη
του εναντίον των Περσών του Μαρδονίου, όταν τους επιτέθηκε και αυτός μετά τη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.), κατά την οπισθοχώρησή τους από τη Μακεδονία. Από όλη τη δράση του έγινε γνωστός σ΄ όλη την ελληνική οικουμένη. Χαρακτηρίζεται από τον Ηρόδοτο ως τίμιος, ευφυής και προνοητικός ηγέτης. Ήταν μία γοητευτική φυσιογνωμία – Ελληνική. Σύμφωνα λοιπόν με τα γραφόμενα του Ηροδότου, του πατέρα της Ιστορίας, δε νομίζω να υπάρξει κανείς καλόπιστος, που να αμφιβάλει ακόμη για την ελληνική συνείδηση του Αλεξάνδρου. Εγώ μάλιστα νομίζω ότι είναι ο αληθινός ΕΛΛΗΝΑΣ. Ο διάδοχός του, ΠΕΡΔΙΚΑΣ Β΄, φιλοξένησε στην πρωτεύουσά του (Αιγές / Βεργίνα) τον ποιητή / διθυραμβογράφο ΜΕΛΑΝΙΠΠΙΔΗ και τον επιστήμονα / γιατρό ΙΠΠΟΚΡΑΤΗ τον Κώο, τον πατέρα της ιατρικής επιστήμης. Προτού κλείσει ο 5ος π.Χ. αιώνας, περίοδος της πιο ακμαίας ελληνικής κλασικής δημιουργίας, το βόρειο αυτό τμήμα του Ελλαδικού χώρου, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ανοίγει διάπλατα τις πύλες στους πιο γνωστούς δημιουργούς του ελληνικού πνεύματος, στους κορυφαίους συγγραφείς και καλλιτέχνες. Η ελληνική διανόηση αποκαλύπτεται στους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. Ένας «ρηξικέλευθος» - στην κυριολεξία – βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν ο ΑΡΧΕΛΑΟΣ, διάδοχος του προηγουμένου και ήταν νόθος γιος του Περδίκκα Β΄. Κατέλαβε την εξουσία πραξικοπηματικά. Όμως παρά τη βίαιη ανάρρησή του στο θρόνο, κυβέρνησε πολύ καλά τη χώρα του. Φρόντισε για την άμυνα, τις συγκοινωνίες και τον εκπολιτισμό του βασιλείου του. Άνοιξε ίσιους δρόμους και ύψωσε προστατευτικά τείχη και τακτοποίησε το στρατιωτικό εφοδιασμό της χώρας, το ιππικό, το πεζικό και τον άλλο εξοπλισμό. Ο Αρχέλαος θεωρείται πρόδρομος του Φιλίππου. Λαμπρή υπήρξε η πνευματική κίνηση στα χρόνια που βασίλεψε ο φιλότεχνος αυτός Μακεδόνας. Είχε γίνει και αυτός διάσημος στην ελληνική οικουμένη για τις νίκες του στους πανελλήνιους αθλητικούς αγώνες στο αγώνισμα των τεθρίππων (αρματοδρομίες με 4 άλογα). Νίκησε στα Πύθια (στους Δελφούς) και στα Ολύμπια (στην Ολύμπια) το έτος 408 π.Χ. (92η Ολυμπιάδα). Ο πιο σπουδαίος ζωγράφος της εποχής του, ο ΖΕΥΞΙΣ, κόσμησε το νέο ανάκτορό του στην Πέλλα, όπου έγινε η μεταφορά της έδρας της πρωτεύουσας του Μακεδονικού Βασιλείου, για να έχει διέξοδο στη θάλασσα, που απείχε 120 στάδια (περίπου 22 χιλιόμετρα), όπως μας πληροφορεί ο ΣΤΡΑΒΩΝ (γεωγράφος πολύ μεταγενέστερος). Έτσι η ΠΕΛΛΑ, ως νέα πρωτεύουσα, θα οδηγηθεί από την αφάνεια στην κοσμοκρατορία. Ο πρώτος αρχαίος συγγραφέας, που αναφέρει την Πέλλα, μικρό χωριό τότε, είναι ο Ηρόδοτος. Ο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ο Αθηναίος, ο μεγαλύτερος ρήτορας της αρχαιότητας (4ος π.Χ. αιώνας) – μιλώντας στην Εκκλησία του Δήμου –εκφράστηκε με περιφρόνηση για τη γενέτειρα του Φιλίππου, την Πέλλα: «... χωρίῳ ἀδόξῳ τότε ὄντι καί μικρῷ» (δηλαδή ήταν τότε –το 382 που γεννήθηκε ο Φίλιππος –ένα ασήμαντο και μικρό χωριό). Όμως τον διαψεύδει ο συμπολίτης του ΞΕΝΟΦΩΝ, μεγάλος κι αυτός ιστορικός (4ος π.Χ. αιώνας), ο οποίος έγραψε (Ελληνικά V, 2, 13): «... Πέλλα, μεγίστη τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πόλεων» (δηλαδή, η Πέλλα είναι η πιο μεγάλη μακεδονική πόλη). Άλλα λοιπόν λέγει ο Ξενοφών, άλλα ο Δημοσθένης. Πού βρίσκεται η αλήθεια; Αυτή θα αποδειχθεί στην πορεία της εργασίας αυτής. Μετά τον Ηρόδοτο, δεύτερος αναφέρει την Πέλλα ο Θουκυδίδης - 2 φορές: Τη μια φορά, η πληροφορία που μας δίνει, ανάγεται στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα και τη δεύτερη φορά αναφέρεται στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο ίδιος γράφει για τα έργα του Αρχελάου: «Έκανε τόσα πολλά, όσα δεν έκαναν όλοι μαζί οι οκτώ προηγούμενοι βασιλιάδες της Μακεδονίας». Επίσης επί της βασιλείας του Αρχελάου στη Μακεδονία φιλοξενήθηκαν και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ο ΤΙΜΟΘΕΟΣ ο Μιλήσιος, μεγάλος διθυραμβογράφος και μουσικός, ο ΧΟΙΡΙΛΟΣ, ο καλύτερος της εποχής εκείνης επικός ποιητής, και ο γιατρός και γιος του Ιπποκράτη ΘΕΣΣΑΛΟΣ.
Η βασιλική Αυλή με την ευρύτερη σημασία, δηλαδή η βασιλική οικογένεια και η αριστοκρατία όλη, ήταν γαλουχημένη με ελληνικές ιδέες. είχε δημιουργηθεί μία κουλτούρα που έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον για τα γράμματα και τις καλές τέχνες. Στη Μακεδονία έχουν ανακαλυφθεί μέχρι τώρα 3 αρχαία θέατρα: στο Δίον (5ου π.Χ. αιώνα), στις Αιγές / Βεργίνα (4ου αιώνα) και στους Φιλίππους (μεταγενέστερο). Σ΄ αυτά παίζονταν αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Στο ΔΙΟΝ (της Πιερίας), που καθιερώθηκε ως παμμακεδονικό κέντρο θρησκείας και λατρείας του Ολυμπιακού Δωδεκάθεου, γενικά, και του ΔΙΑ – του πατέρα των θεών και όλων των ανθρώπων - ειδικά (γι΄ αυτό πήρε και το όνομα η πόλη), ο βασιλιάς Αρχέλαος καθιέρωσε και αθλοθέτησε αγώνες (μικρή Ολυμπιάδα), που γίνονταν στο στάδιο και παίζονταν στο θέατρο θεατρικές παραστάσεις. Κατά τις εννέα μέρες (όσες ήταν και οι Μούσες) που διαρκούσαν οι θρησκευτικές εκδηλώσεις, δίνονταν και παραστάσεις τραγωδιών. Δύο από τους διασημότερους Αθηναίους τραγικούς ποιητές της εποχής του Αρχελάου προσκλήθηκαν από το βασιλιά στη Μακεδονία, όπου έζησαν επί σειρά ετών, έγραψαν και ανέβασαν στη σκηνή σπουδαία έργα τους: ο ΑΓΑΘΩΝ από το 407 ως 401 π.Χ. και ο ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ από 408 – 406 π.Χ. βρήκαν εδώ πάνω κοινό δεκτικότερο απ΄ ό,τι στην εμπόλεμη Αθήνα. εκεί συνεχιζόταν ακόμη με αγριότητα ο εμφύλιος σπαραγμός του Πελοποννησιακού πολέμου. Αυταπόδεικτο βέβαια είναι ότι οι θεατές στις κερκίδες του θεάτρου των Αιγών ή του Δίου καταλάβαιναν ελληνικά και μάλιστα είχαν κάποια θεατρική παράδοση. διαφορετικά πώς μπορούσαν να παρακολουθούν έναν Ευριπίδη; Ο Ευριπίδης, ο τραγικότερος των τραγικών, εδώ στη Μακεδονία, στην Πέλλα, έγραψε και τα τελευταία του έργα, τις τραγωδίες «Ἀρχέλαος», «’Ιφιγένεια ἐν Αὐλίδι» και «Βάκχαι». Την πρώτη την αφιέρωσε στο βασιλιά Αρχέλαο, που τον φιλοξενούσε στο πολυτελέστατο ανάκτορό του, για το οποίο ο ΑΙΛΙΑΝΟΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ (2ος / 3ος αιώνας μ.Χ.), Ρωμαίος σοφιστής, γράφει στο έργο του «Varia Historia = ποικίλη ιστορία» ότι ήταν ξακουστό και το επισκέπτονταν από όλο τον κόσμο. Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο μυθικός ήρωας Αρχέλαος. έτσι ο μαέστρος της τραγικής ποίησης εμπλούτισε τη βασιλική γενεαλογία με ένα νέο πρόγονο. Ο βασιλιάς τίμησε τον Ευριπίδη και τον ανακήρυξε «εταίρο» του. Τις άλλες δύο τραγωδίες του ανέβασε στη σκηνή ο Ευριπίδης ο νεότερος μετά το θάνατο του πατέρα του. Το τελευταίο έργο του μεγάλου τραγωδού, «Βάκχαι», εμπνευσμένο από τις εμπειρίες της διονυσιακής λατρείας που απέκτησε στη Μακεδονία, είναι συγκλονιστικό και το πιο ώριμο. Εδώ στη Μακεδονία, που πολύ αγάπησε, ο Ευριπίδης άφησε και την τελευταία του πνοή (406 π.Χ.). Βρήκε οικτρό θάνατο, όταν (κατά την παράδοση) τον κατασπάραξαν τα σκυλιά του Αρχελάου στη διάρκεια ενός οργανωμένου μεγάλου ομαδικού κυνηγιού, στην περιοχή της ΑΡΕΘΟΥΣΑΣ (αρχαία ελληνική πόλη κοντά στη λίμνη Βόλβη), όπως αναφέρει και ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του. Εδώ ενταφιάσθηκε με τιμές ως Μακεδόνας εταίρος. Ο Αρχέλαος μετέφερε τα οστά του φίλου του στην Πέλλα. Το πέρασμά του από τη Μακεδονία άφησε βαθιά ίχνη στις ψυχές των Μακεδόνων, όπως φάνηκε από την άρνηση αυτών να επιτρέψουν στους Αθηναίους την ανακομιδή των λειψάνων του στην Αθήνα. Αυτοί όμως τίμησαν τη μνήμη του συμπολίτη τους στήνοντας στην πόλη τους ένα κενοτάφιο, και χάραξαν στην επιτύμβια στήλη επίγραμμα του ποιητή Τιμοθέου: «Μνῆμα μέν Ἑλλάς ἅπασα Εὐριπίδου, ὀστέα δ΄ ἴσχει γῆ Μακεδών, ᾗπερ δέξατο τέρμα βίου...» (δηλαδή, όλη γενικά η ΕΛΛΑΔΑ είναι τάφος του Ευριπίδη, τα οστά του όμως τα κρατάει η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, όπου ακριβώς δέχθηκε το τέλος της ζωής του). Σχετικά επίσης με το θάνατο του μεγάλου αυτού δραματουργού έχουμε και την πληροφορία του ΠΑΥΣΑΝΙΑ του περιηγητή (2ος μ.Χ. αιώνας), που γράφει: «Τέθαπται δ΄ Εὐριπίδης ἐν Μακεδονίᾳ παρά τόν βασιλέα Ἀρχέλαον» (δηλαδή, ο Ευριπίδης έχει ταφεί στη Μακεδονία, στη χώρα του βασιλιά Αρχελάου). Αλλά και ο ίδιος ο Αρχέλαος λίγα χρόνια μετά θα έχει άδοξο τέλος. κατά τη διάρκεια κυνηγιού το έτος 399 π.Χ. θα δολοφονηθεί από ένα νεαρό ακόλουθό του, τον Κρατεύα.
Ο ΑΜΥΝΤΑΣ Γ΄ ήταν γιος του ΑΡΡΙΔΑΙΟΥ, δισέγγονος του Αλεξάνδρου Α΄ και πατέρας του Φιλίππου Β΄ και παππούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είχε στην υπηρεσία του το γιατρό ΝΙΚΟΜΑΧΟ, τον πατέρα του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, ως γιατρό της Αυλής. Μεγάλες οι υπηρεσίες που πρόσφεραν οι δύο αυτοί Μακεδόνες / Σταγειρίτες: ο πρώτος γιατρεύει τον παππού και ο άλλος θα μορφώσει τον εγγονό του, τον Αλέξανδρο το Μέγα. Ο Αμύντας Γ΄ έγινε ο ιδρυτής εκείνου του κλάδου των Τημενιδών, που θα καθιστούσε τη Μακεδονία οικουμενική δύναμη. Ο ΠΕΡΔΙΚΚΑΣ Γ΄, γιος του προηγουμένου, παρά τη σύντομη βασιλεία του συνέχισε την κρατική μέριμνα για την πνευματική καλλιέργεια της Μακεδονικής αυλής. Προσκάλεσε και πήρε στην υπηρεσία του ως πολιτικό του σύμβουλο το φιλόσοφο ΕΥΦΡΑΙΟ από τον Ωρεό, σπουδαίο μαθητή του μεγάλου Αθηναίου φιλοσόφου Πλάτωνα. Ο Ευφραίος ο Ωρείτης, όπως λέγεται, άνοιξε μάλιστα και φιλοσοφική σχολή στη βασιλική Αυλή. Αλλά έχασε γρήγορα τον προστάτη του, το βασιλιά. Ο Περδίκκας έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά των Ιλλυριών και των Δαρδανίων μαζί με 4.000 άνδρες του το έτος 360 π.Χ..
Α΄β. Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ (360/359-336 π.Χ.). Ο Φίλιππος Β΄ ήταν τριτότοκος γιος του Αμύντα Γ΄ και της Ευρυδίκης, θυγατέρας του Σίρρα, ενός τοπικού ηγεμόνα από τον οίκο της επαρχίας Λυγκηστίδας. Γεννήθηκε στην ΠΕΛΛΑ το έτος 382 π.Χ.. Διαδέχθηκε τον αδελφό του Περδίκκα, ο οποίος φονεύθηκε στην προσπάθειά του να αναμετρηθεί με το Βάρδυλη, τον ηγεμόνα των εισβολέων Ιλλυριών, που είχαν καταλάβει την Άνω Μακεδονία. Πρώτη ενέργειά του ήταν να εξασφαλίσει τη θέση του στο θρόνο της Μακεδονίας από τους ανταπαιτητές του. εξάλλου ο νόμιμος διάδοχος του μακεδονικού θρόνου ΑΜΥΝΤΑΣ Δ΄, ο ανεψιός του, ήταν μόλις οκτάχρονο αγόρι, όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του. Την επιτροπεία του ανήλικου βασιλιά ανέλαβε ο θείος του Φίλιππος, ο οποίος ουσιαστικά θεωρούνταν βασιλιάς. αλλά η κατάσταση αυτή τερματίστηκε και τυπικά το έτος 356 π.Χ., όταν ο Φίλιππος ανακηρύχθηκε και επίσημα βασιλιάς από το στρατό των Μακεδόνων. Έτσι κράτησε τις τύχες της Μακεδονίας και όχι μόνο, από το 360/359 π.Χ. μέχρι το τέλος της ζωής του - 336 π.Χ. και η βασιλεία του υπήρξε η πιο ένδοξη από τις βασιλείες όλων των προκατόχων του θρόνου. Θα έχει όμως άδοξο τέλος. θα δολοφονηθεί στις Αιγές / Βεργίνα πάνω στο ζενίθ της δόξας του και πάνω στην κορύφωση της χαράς του. Βασίλεψε περίπου 24 χρόνια. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα γι΄ αυτόν και για το λαό του. Επικρατούσε χάος μετά την ήττα του στρατού. το κράτος ήταν σχεδόν διαλυμένο. Οι βάρβαροι γειτονικοί λαοί κινούνταν να διαμελίσουν το κράτος. Στα ΒΔ οι προαιώνιοι εχθροί της Μακεδονίας, οι Ιλλυριοί, με επικεφαλής τον ηγεμόνα τους ήλεγχαν τη Βορειοδυτική Μακεδονία. στα βόρεια οι Παίονες με το βασιλιά τους Άγη προωθούνταν προς Ν. κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού, ενώ στα ανατολικά ο βασιλιάς των Θρακών, ο Κότις, καιροσκοπούσε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη Μακεδονία. Αλλά και οι Αθηναίοι είχαν συμφέρον από μια εξασθενημένη Μακεδονία, γιατί διεκδικούσαν να ανακαταλάβουν την Αμφίπολη. Γενικά πριν από την ανάληψη της βασιλείας από το Φίλιππο, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, το βασίλειο της Μακεδονίας πέρασε περίοδο αδυναμίας (399-359). Ήταν αντικείμενο των φιλοδοξιών και των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων της Νότιας Ελλάδας, της Αθήνας, της Σπάρτης και της Θήβας. Εκτός από τις κατά καιρούς επεμβάσεις αυτών στα εσωτερικά πράγματα του Μακεδονικού κράτους, εναντίον αυτού στρέφονταν και οι κατακτητικές βλέψεις των βαρβάρων γειτόνων, των Ιλλυριών, των Παιόνων και των Θρακών, από τα δυτικά, τα βόρεια και τα ανατολικά –αντίστοιχα – σύνορά του. Στο στόχαστρο λοιπόν όλων αυτών, Ελλήνων και βαρβάρων, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ο νέος όμως βασιλιάς, ο Φίλιππος Β΄, είναι πολύ διαφορετικός απ΄ όλους τους προκατόχους του θρόνου. Εφάρμοσε ένα νέο και άριστο πρόγραμμα εξοπλιστικό και σύστημα αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων, του πεζικού και του ιππικού, με κέντρο τη Μακεδονική Φάλαγγα. Ο στρατός του έγινε πιο αξιόμαχος. Νέο όπλο η σάρισσα και το σώμα των σαρισσοφόρων ήταν ο κύριος όγκος των κρούσεων, σώμα γενναίο που αντιμετώπιζε τις επιθέσεις του εχθρού. Ο Φίλιππος ενοποίησε όλες τις επαρχίες / τοπικές ηγεμονίες με την πυγμή του. Ανασυγκρότησε τη διοίκηση του κράτους και βελτίωσε τα οικονομικά του δημοσίου / βασιλικού ταμείου, έχοντας στην κατοχή του τις πλούσιες πεδιάδες της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας και άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές, όπως το δασικό πλούτο των πυκνοδασωμένων βουνών για την ξύλευση ναυπηγήσιμης ξυλείας (εμπορεύσιμης) και τον ορυκτό πλούτο των μεταλλείων της Χαλκιδικής και των χρυσωρυχείων της επαρχίας Βισαλτίας - του Παγγαίου, που είχαν περιέλθει στην κατοχή των Μακεδόνων από την εποχή του βασιλιά Αλεξάνδρου Α΄ με την προσάρτηση της περιοχής μετά τη συντριβή και εκδίωξη των βαρβάρων Περσών. Τα άφθονα χρυσά και αργυρά νομίσματα – όλα ενεπίγραφα «ΦΙΛΙΠΠΟΥ» - που έκοψαν τα εθνικά νομισματοκοπεία, διευκόλυναν τις συναλλαγές, βελτίωσαν πάρα πολύ την οικονομική και κοινωνική ζωή και συνέβαλαν στην ανάπτυξη του εμπορίου. Ασφαλώς όμως η οικονομική άνεση αποτέλεσε και προϋπόθεση των πολλών πολεμικών επιχειρήσεων που έκανε ο Φίλιππος, τόσο για να αποκρούσει τις βαρβαρικές επιδρομές των διαφόρων Βαλκάνιων λαών, όσο και για να επεκτείνει την επικράτεια του βασιλείου του και να αντιμετωπίσει πολιτικά, διπλωματικά και στρατιωτικά τους αντιπάλους του Έλληνες.
Η Μακεδονία γεωπολιτικά διακρινόταν σε 2 διαμερίσματα: στην Άνω Μακεδονία (βορειοδυτική – ορεινή) με τις επαρχίες – Λυγκηστίδα, Ορεστίδα, Ελιμεία, Εορδαία, Τυμφαία και στην Κάτω Μακεδονία (νοτιοανατολική – πεδινή) με τις επαρχίες Βοτιαία, Πιερία, Μυγδονία, Βισαλτία κ.ά.). Ο Φίλιππος σπάζει αυτή τη δυαδικότητα βουνού και κάμπου και πετυχαίνει την ενοποίηση αυτών των επαρχιών και την υπαγωγή τους κάτω από τον αυστηρό ενιαίο έλεγχο της κεντρικής εξουσίας με την πάταξη των διαχωριστικών τάσεων των τοπικών ηγεμόνων. Σταδιακά όμως θα επεκτείνει την κυριαρχία του ανατολικά μέχρι το Νέστο και πέρα απ΄ αυτόν, νότια ως τη Θεσσαλία, ενώ θα προσαρτήσει τη Χαλκιδική και θα καταστήσει υποτελή διάφορα βάρβαρα φύλα στα βόρεια και βορειοδυτικά του βασιλείου του. Η τακτική του αυτή συντέλεσε και στη στρατολόγηση και ένταξη σπουδαίων ευγενών και γενναίων ανδρών απ΄ όλες τις περιοχές της επικράτειας στις τάξεις των εταίρων και της Μακεδονικής Φάλαγγας, καθώς επίσης και στην προώθησή τους στη διοίκηση του κράτους και στην ηγεσία του στρατού. Ακολουθούν οι πιο γνωστοί απ΄ αυτούς. Από την Άνω Μακεδονία π.χ. κατάγονταν οι: ΠΑΡΜΕΝΙΩΝ, ήταν ο αρχαιότερος στρατηγός του Φιλίππου, τον οποίο διατήρησε και ο Αλέξανδρος ως επιτελάρχη και υπαρχηγό του ως το θάνατό του. ήταν συνετός άνδρας και προνοητικός. Ο ΦΙΛΩΤΑΣ, γιος του Παρμενίωνα. μοναδικός διοικητής του ιππικού των εταίρων. μέχρι το θάνατό τους πατέρας και γιος υπηρέτησαν πιστά τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία της Ασίας. Ο ΠΕΡΔΙΚΚΑΣ, ευγενής από την Ορεστίδα, προβιβάστηκε σε μέλος της σωματοφυλακής του Αλεξάνδρου και αργότερα έγινε στρατάρχης της αυτοκρατορίας του, διοικητής του ιππικού και «μέγας βεζίρης» και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε επιμελητής / επίτροπος του θρόνου της Αλεξανδρινής Αυτοκρατορίας – σαν αντιβασιλιάς. Ο ΚΡΑΤΕΡΟΣ, ευγενής κι αυτός από την Ορεστίδα. Επίσης από την Ορεστίδα καταγόταν και ο στρατηγός Αντίοχος, καθώς και ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ (ο δολοφόνος του Φιλίππου). Ο ΠΟΛΥΣΠΕΡΧΩΝ, καταγόταν από την Τυμφαία. προβιβάστηκε σε διοικητή του συντάγματος της πατρίδας του στη φάλαγγα του εταιρικού ιππικού και έγινε γνωστός στους Έλληνες με την ανάμιξή του στους πολέμους για τη διαδοχή του μακεδονικού θρόνου, μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ από την Εορδαία, ο γιος του Λάγου και της Αρσινόης, φίλος του Αλεξάνδρου από τα παιδικά τους χρόνια και συμμαθητής αυτού στη «ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝ». Προβιβάσθηκε σε στρατάρχη της αυτοκρατορίας στην ΑΣΙΑ και μετά το θάνατο του αγαπητού φίλου του έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου, ιδρυτής της δυναστείας των Λαγιδών. Έγραψε τα απομνημονεύματά του από την εκστρατεία στην Ασία, τα οποία δε σώθηκαν και δεν έφτασαν σε μας, αλλά είχε προλάβει να τα μελετήσει ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ – Έλληνας διανοούμενος και πολιτικός (2ος μ.Χ. αιώνας) από τη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας – και αυτά αποτέλεσαν άριστη πηγή για τη συγγραφή της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου γνωστή σε μας ως «ΑΡΡΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ». Εορδαίος επίσης ήταν ο ΠΕΙΘΩΝ, γιος του Κρατεύα. Ο ΚΟΙΝΟΣ, υψηλόβαθμος Μακεδόνας, καταγόταν από την Ελιμεία, γαμπρός του Παρμενίωνα. διακρίθηκε στην εκστρατεία στη φάση του ανταρτοπολέμου στη διάβαση της ορεινής Κεντρικής Ασίας. Ο ΛΕΟΝΝΑΤΟΣ ο Λυγκηστής (από τη Λυγκηστίδα) ήταν συγγενής της Ευρυδίκης, της μητέρας του Φιλίππου και γιαγιάς του Αλεξάνδρου. υπηρέτησε ως σωματοφύλακας διαδοχικά του Φιλίππου και του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συμμετείχε σε ανώτατα στρατιωτικά και διπλωματικά κλιμάκια σε όλες τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου. Ο ΑΡΠΑΛΟΣ, ευγενής από την Ελιμεία, φίλος του Μ. Αλεξάνδρου από τα παιδικά τους χρόνια και συμμαθητής του, όταν σπούδαζαν στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλη στη Μίεζα. ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία της Ασίας, ο οποίος τον τίμησε ιδιαίτερα με την απόλυτη εμπιστοσύνη που του έδειξε διορίζοντάς τον αρχιθησαυροφύλακα. Ελιμειώτης ήταν επίσης ο ΔΕΡΔΑΣ. Τέλος από τη Λυγκηστίδα καταγόταν και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο Λυγκηστής, συγγενής του Φιλίππου και του Μεγ. Αλεξάνδρου. Αλλά και ο ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ (ο Μονόφθαλμος), Μακεδόνας ευγενής, καταγόταν από την Ελιμιώτιδα (Ελίμεια) της Άνω Μακεδονίας. στρατηγός του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, μετά
το θάνατο του οποίου διεκδίκησε σθεναρά το στέμμα του Μακεδονικού βασιλείου – πλην όμως ανεπιτυχώς. απ΄ αυτόν προέρχεται η δεύτερη δυναστεία, η Δυναστεία των ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ. Άλλοι σπουδαίοι στρατηγοί είναι: ο Αντίπατρος, επιτελάρχης του Φιλίππου και αντιβασιλιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. ο Φίλιππος τόνιζε για την αφοσίωσή του: «Είμαι ήσυχος, εφόσον ο Αντίπατρος επιτηρεί τα πάντα». Ο Λυσίμαχος, Θεσσαλικής καταγωγής γεννήθηκε στην Πέλλα, διετέλεσε σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου και μετά το θάνατό του αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της ΘΡΑΚΗΣ. Ο Σέλευκος από την Ευρωπό της Παιονίας, που έγινε ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών. Από τη ΜΙΕΖΑ (παραθεριστικό κέντρο της βασιλικής οικογένειας) καταγόταν ο Πευκέστας. αυτός έσωσε τη ζωή του Αλεξάνδρου στη μάχη της ακρόπολης των Μαλλών στην ΙΝΔΙΑ. Διορίσθηκε σωματοφύλακας του βασιλιά και σατράπης της Περσίδας. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ είχε γνωρίσει κατά την ομηρεία του στη Θήβα (368-365 π.Χ.) τους ικανούς Θηβαίους στρατηγούς Επαμεινώνδα και Πελοπίδα και είχε επηρεασθεί από τη στρατηγική τακτική τους. Ανασυγκρότησε το στράτευμα, που έγινε αήττητο, και οδήγησε τους άνδρες του από νίκη σε θρίαμβο εναντίον των βαρβάρων στη Βαλκανική και εναντίον των αντιπάλων του στην Ελλάδα. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ήταν μόνιμα επί ποδός πολέμου. Η συντριβή των ανήσυχων και ανυπότακτων βαρβάρων γειτόνων, των Ιλλυριών και Παιόνων στα βόρεια και βορειοδυτικά και των Θρακών στα ανατολικά και βορειοανατολικά σύνορα, οι οποίοι υπήρξαν στο παρελθόν μια σημαντική αιτία της αδυναμίας του Μακεδονικού κράτους, αποτελούσε για το Φίλιππο προϋπόθεση του ευρύτερου διεθνούς ρόλου, που οραματιζόταν για τη Μακεδονία – εντός και εκτός της Ελλάδας. Γι΄ αυτό η ενοποίηση των δύο γεωγραφικών διαμερισμάτων της Μακεδονίας – πολιτικά και στρατιωτικά – ήταν το μεγαλύτερο πολιτικο-στρατιωτικό επίτευγμα του Φιλίππου. Έτσι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα γίνει μια πανίσχυρη δύναμη στο βορειοελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια. Τρόπαια των νικών και των θριάμβων αυτού κατά των βαρβάρων είναι οι πόλεις που ίδρυσε σε διάφορα στρατηγικά σημεία, Ηράκλεια, Φίλιπποι, Φιλιππούπολη. επίσης οχύρωσε τις πόλεις Στόβους και Στήβερα, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα εντός και εκτός της σημερινής Ελληνικής Μακεδονίας, συγκεκριμένα στην περιοχή των Σκοπίων και της Βουλγαρίας. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ήταν διορατικός πολιτικός και πολύ καλός διπλωμάτης. Όσο ήταν απασχολημένος με τους Βαλκάνιους βάρβαρους αντιπάλους του, ήταν ευθυγραμμισμένος προσεκτικά με τα συμφέροντα των Αθηναίων στο βορειοελλαδικό χώρο και είχε εξασφαλίσει συνθήκη μαζί τους. Αυτό του είχε επιτρέψει να συγκεντρώσει όλη την προσοχή του στους αμεσότερους κινδύνους που διέτρεχαν ο θρόνος του και τα σύνορα του βασιλείου του, καθώς το κύρος της ΑΘΗΝΑΣ – στην τελευταία τότε φάση του ηγεμονικού της μεγαλείου – του παρείχε κάποια προστασία. Μετά την αποστασία των συμμάχων της Αθήνας και τη διάλυση της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ εγκατέλειψε τους Αθηναίους, αλλά κέρδισε σε πρώτη φάση τη φιλία και την εμπιστοσύνη του γειτονικού κοινού των Χαλκιδέων (της Ομοσπονδίας των πόλεων της Χαλκιδικής), επικεφαλής του οποίου ήταν η ισχυρή ΟΛΥΝΘΟΣ. Η συνεργασία και συμμαχία του αυτή με την Όλυνθο του εξασφάλισε για αρκετό χρονικό διάστημα επαρκή προστασία από την πλευρά του ΑΙΓΑΙΟΥ από ενδεχόμενη απειλή του ισχυρού αθηναϊκού στόλου. Έτσι, ήταν τότε σε θέση να αρχίσει να καταλύει τα κέντρα αθηναϊκής επιρροής στις κοντινές παράλιες περιοχές και στην ενδοχώρα της Μακεδονίας. Η Αμφίπολη, η Μαρώνεια, τα Άβδηρα, η Απολλωνία, η Νεάπολις (Καβάλα), οι Κρηνίδες, η Μεθώνη και η Πύδνα περιήλθαν στην κυριαρχία του Φιλίππου . εξασφαλίστηκε τώρα ο μακεδονικός έλεγχος της παραλίας του Βορείου Αιγαίου από τα σύνορα της Θεσσαλίας μέχρι τον Έβρο, ενώ παράλληλα η επιρροή του Φιλίππου αυξήθηκε στην περιοχή της ΘΡΑΚΗΣ και της ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ. Για να αποκτήσει διέξοδο προς το ΙΟΝΙΟ πέλαγος συνδέθηκε νωρίς με το βασιλικό οίκο των Μολοσσών, που ήταν το κυρίαρχο έθνος της ΗΠΕΙΡΟΥ. Ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής του Φιλίππου ήταν ο δυναστικός γάμος του το έτος 357 π.Χ. με την πανέμορφη ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ, τον αδελφό της οποίας Αλέξανδρο επέβαλε ως βασιλιά των Μολοσσών, καθιστώντας αυτόν υποχείριό του όργανο και αργότερα μάλιστα γαμπρό του.
Αναμείχθηκε στα εσωτερικά ζητήματα του ΚΟΙΝΟΥ των ΘΕΣΣΑΛΩΝ (Συνομοσπονδία των Θεσσαλικών πόλεων), που τελικά του χορήγησαν το τιμητικό αξίωμα του ταγού / άρχοντα του Κοινού . έτσι πέτυχε να προωθήσει στενότατες σχέσεις μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας παντρεύτηκε το 353 π.Χ. τη Λαρισαία Φίλιννα και το 352 τη Φεραία Νικησίπολη. Με τις ιδιότητες αυτές, του ταγού και του γαμπρού, επεμβαίνει ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ και αναδιοργανώνει τις διοικητικές δομές της Θεσσαλίας. Ο δεσμός αυτός των Μακεδόνων και Θεσσαλών διατηρήθηκε όλα τα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Η ΘΡΑΚΗ όμως αποδείχθηκε δυσκολότερο πρόβλημα. Από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου η δυτική κυρίως Θράκη ήταν η μεγαλύτερη πηγή ανησυχιών. Η ίδρυση της αποικίας των Φιλίππων (έτσι μετονομάσθηκαν οι Κρηνίδες το 356 π.Χ.), με εσωτερική αυτονομία και με καθήκοντα μακεδονικής προφυλακής, εξασφάλισε την επιρροή αυτού στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας μέχρι το Νέστο ποταμό, που αργότερα (352 π.Χ.) προσαρτήθηκε στο μακεδονικό κράτος. Στην Κεντρική και Ανατολική Θράκη αναγκάσθηκε να επέμβει πιο δυναμικά και κατά τη μεγάλη θρακική εκστρατεία, τα έτη 342-340 π.Χ., ανέτρεψε τους δύο ανυπότακτους Θράκες βασιλιάδες και διόρισε Μακεδόνα στρατιωτικό διοικητή. Έτσι από τότε οι Θράκες υποσχέθηκαν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας και να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες στους Μακεδόνες βασιλιάδες. Βλέπουμε σταδιακά το Φίλιππο να ξανοίγεται στο βαλκανικό χώρο και την κυριαρχία του ή επικυριαρχία του να αναγνωρίζεται απ΄ όλους τους λαούς – από την Αδριατική θάλασσα και το Ιόνιο πέλαγος, το Αιγαίο, την Προποντίδα ως τον Εύξεινο Πόντο. Χάρη στην αυξανόμενη στρατιωτική υπεροχή των Μακεδόνων το βασίλειο και η ευημερία του λαού ήταν ασφαλή σε μεγάλο βαθμό και ο αριθμός των στρατιωτών έχει υπερτριπλασιασθεί και ήταν απαράμιλλη η αφοσίωση των ανδρών στο πρόσωπο του βασιλιά τους. Ο Μακεδονικός Στρατός ήταν άριστα εξασκημένος, ένας φιλόδοξος αποφασιστικός στρατός, με αυστηρή πειθαρχία και αυτοπεποίθηση για τη νίκη και την επικράτησή του. Εξάλλου ο βασιλιάς τους πλήρωνε πλουσιοπάροχα. Επομένως έπρεπε να εξευρεθούν κατάλληλες ευκαιρίες για νέες επιτυχίες. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ με το επιτελείο του και τους συμβούλους του αναζητούσε κατάλληλες διεξόδους για το δυναμισμό της Μακεδονικής Φάλαγγας και του Μακεδονικού εταιρικού ιππικού. Αλλά προς ποια κατεύθυνση να στραφεί; Δύο κυρίως δυνατότητες προσφέρονταν: η μία ήταν ρεαλιστική λύση με προέλαση ανατολικότερα, προς τα παράλια της Μικράς Ασίας, και η άλλη ήταν η προέλαση νοτιότερα, στη Νότια Ελλάδα. Ο Φίλιππος τελικά απέκλινε προς την πρώτη λύση: Πορεία προς την ΑΣΙΑ, όπου προσφέρονταν περισσότερες οικονομικές ευκαιρίες και όπου ο Μικρασιατικός Ελληνισμός δεν ανήκε σε πολιτικούς συνασπισμούς, όπως συνέβαινε στην Μητροπολιτική Ελλάδα, αλλά αντίθετα περίμενε τον ελευθερωτή του από την περσική τυραννία. Εξάλλου ένας πόλεμος εναντίον των Περσών, στον οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες, πρώτα – πρώτα θα καθιστούσε αδύνατη κάθε απόπειρα μελλοντικής διπλωματικής επέμβασης ή στρατιωτικής του Πέρση βασιλιά στα ελληνικά πράγματα σύμφωνα με την πάγια και δοκιμασμένη πολιτική των Περσών. Ο Φίλιππος ήταν καλά πληροφορημένος για την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία από φυγάδες από την περσική επικράτεια και ασφαλώς διέκρινε εκεί τεράστιες ευκαιρίες για στρατιωτικές επιτυχίες. Όλα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι δε θα εξεγείρονταν οι υποταγμένοι Βαλκάνιοι λαοί και δε θα τορπίλιζαν την εκστρατεία του οι συν-Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, αλλά αντίθετα θα ήταν συνεπίκουροί του στην τολμηρή αυτή και μεγάλη επιχείρηση. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ απεχθανόταν να στρέψει το στρατό του εναντίον των ομογενών του Ελλήνων, όταν μάλιστα πολλοί από τους συμπολίτες τους είχαν ακολουθήσει το ρεύμα των μεταναστών προς τη Μακεδονία. Αυτό όμως δεν έγινε κατορθωτό και η σύγκρουση μεταξύ των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας δε θα αργήσει. Και πρώτα ο Φίλιππος ξεκαθάρισε τη θέση του με τους κοντινούς αντιπάλους του, τους Ολύνθιους, οι οποίοι αποσπάσθηκαν από τη συμμαχία του. Τους τιμώρησε πολύ αυστηρά (348 π.Χ.), καταστρέφοντας την πόλη τους. Γρήγορα αναγκάσθηκε να αναμειχθεί στις εσωτερικές διαφορές των Ελλήνων της Νότιας Ελλάδας. Αφορμή ήταν ο λεγόμενος Ιερός Πόλεμος μεταξύ των Φωκέων και των Θη-
βαίων και των συμμάχων τους αντίστοιχα, ο οποίος συνεχιζόταν από χρόνια εν ονόματι της Δελφικής Αμφικτιονίας. Ο Φίλιππος ανταποκρίθηκε σε πρόσκληση των Αμφικτιόνων να επέμβει, για να λήξει ο πόλεμος. Η σύγκρουση μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων προς το παρόν ακόμη αποφεύγεται με τη Φιλοκράτειο Ειρήνη το 346 π.Χ.. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ με το διακανονισμό του Ιερού Πολέμου θα δοξασθεί ως ευεργέτης της πόλης των Δελφών, η οποία του παραχώρησε προνόμια, του έστησε επίχρυσο άγαλμα, του ανέθεσε την προεδρία των Πυθίων και το Αμφικτιονικό Συνέδριο τον έκανε μέλος του, ιδιότητα μεταβιβάσιμη στους απογόνους του. γιατί είχαν πεισθεί ότι οι Μακεδόνες και ο ίδιος ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ (μόνο Έλληνες γίνονταν μέλη του συνεδρίου). Έτσι λοιπόν πέτυχε κάτι σπουδαίο: Στο πρόσωπό του οι Μακεδόνες κατείχαν πλέον επίσημη θέση στο Αμφικτυονικό Συνέδριο. Τα έτη 345/344 π.Χ. ο Φίλιππος πολεμώντας εναντίον των Δαρδάνων και των Ιλλυριών νίκησε, αλλά είχε πολλές απώλειες και μάλιστα ο ίδιος τραυματίσθηκε σοβαρά. Αργότερα ίδρυσε εκεί - στο πεδίο της μάχης – την πόλη ΗΡΑΚΛΕΙΑ προς τιμή του προστάτη και σωτήρα του, του Ηρακλή . αιώνες αργότερα η πόλη θα ακμάσει ως ελληνοχριστιανικό κέντρο και θα μετονομασθεί ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, που σήμερα δυστυχώς κατέχεται από τους Σκοπιανούς (Μπίτολα). Στη ΘΡΑΚΗ η συνεχιζόμενη εκστρατεία και οι πολύμηνες πολιορκίες της Περίνθου και του Βυζαντίου προκάλεσαν έναν ισχυρό αντιφιλιππικό συνασπισμό ελληνικών κρατών. Η υποταγή της Θράκης θα εξασφάλιζε στο Φίλιππο τον έλεγχο των Στενών (Ελλησπόντου και Βοσπόρου). Η κατάσταση όμως στη Θράκη με τις παρατεινόμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις, που επηρεάζουν τις εμπορικές δραστηριότητες του Αθηναϊκού εμπορικού στόλου, εξοργίζουν τους Αθηναίους αντιφιλιππίζοντες, η ένταση κλιμακώθηκε και τότε κήρυξαν τον πόλεμο στο Φίλιππο (340-339 π.Χ.) ενθαρρυμένοι από τις αποτυχίες του Φιλίππου να εκπορθήσει την Πέρινθο και το Βυζάντιο και από την απομάκρυνσή του στα βάθη της Βαλκανικής, πολεμώντας εναντίον των Τριβαλλών και των Σκυθών, όπου και τραυματίστηκε πολύ βαριά στο δεξιό του πόδι. Ενώ συνέβαιναν αυτά στη Θράκη και στη Βαλκανική, στην Κεντρική Ελλάδα άναψε νέος (Δ΄) Ιερός Πόλεμος . ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ, μετά την ανάρρωσή του, για λογαριασμό πάλι του Αμφικτιονικού Συνεδρίου επεμβαίνει δυναμικά και εισβάλλει στην Κεντρική Ελλάδα. Ο συνασπισμός των συμμάχων όμως, οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι και λοιποί, αποφάσισαν να του αντισταθούν. Η αναμέτρηση έγινε στη Χαιρώνεια (της Βοιωτίας) το 338 π.Χ.. Στη μάχη θριάμβεψαν η πειθαρχία, η ικανότητα και η ευκινησία των μακεδονικών δυνάμεων. Η νίκη του Φιλίππου αποφασιστικής σημασίας, ενώ η ήττα των συμμάχων ήταν συντριπτική, πολύνεκρη. Ανάμνηση του γεγονότος αποτελεί ο «λέων της Χαιρώνειας», στημένος στο πεδίο της μάχης. Το άγαλμα αυτό συμβολίζει την ταφόπετρα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων της Κεντρικής και της Νότιας Ελλάδας. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις του μοιραίου «τρίπτυχου» του Ελληνισμού ΣΠΑΡΤΗ – ΑΘΗΝΑ – ΘΗΒΑ, που διεκδίκησαν δυναμικά κατά το παρελθόν την ηγεμονία επί όλου του ελληνικού κόσμου, κατασπατάλησαν τις δυνάμεις του ελληνικού έθνους. Όμως οι συνεχείς έριδες και διαξιφισμοί αυτών ωφέλησαν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που ήταν μια συνεχώς ανερχόμενη δύναμη του Ελληνισμού στο βορειοελλαδικό χώρο, και ιδιαίτερα το Φίλιππο, αφού αυτός επιζητούσε ευκαιρίες να επεκτείνει την επικράτεια του βασιλείου του σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτός τώρα θα υπαγορεύσει ως νικητής τους όρους του διακανονισμού που επιθυμούσε . ήταν γενικά επιεικής, γιατί αυτός ο ίδιος αποσκοπούσε στη γενική ειρήνευση και ασφάλεια του ελληνικού κόσμου. Μία κοινή ειρήνη και συμμαχία ήταν το ποθούμενο και η ιδέα αυτή πλανιόταν στον ελληνικό ορίζοντα από τις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα. Ο σοφιστής ΓΟΡΓΙΑΣ και ο ρήτορας ΛΥΣΙΑΣ, που διαπνέονταν από πανελλήνια αισθήματα, δίδαξαν και μίλησαν για την ένωση των Ελλήνων και τη συμμαχία αυτών. Ο ακούραστος Αθηναίος ρητοροδιδάσκαλος ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ είχε κάνει ήδη προπαγάνδα από το έτος 380 π.Χ. κατά την 99η Ολυμπιάδα γράφοντας τον «πανηγυρικό του λόγο και υποστηρίζοντας με αυτόν δημόσια την ένωση των Ελλήνων και την ανάληψη μίας πανελλήνιας «σταυροφορίας» εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας. Από τότε δεν έπαυσε να ενεργεί προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να πείσει τους Έλληνες για την πραγμάτωση αυτού του πολι-
τικού του οράματος. Και ως το καταλληλότερο πρόσωπο γι΄ αυτό το σκοπό θεωρούσε τελευταία μόνο το ΦΙΛΙΠΠΟ, ως «τον πιο ικανό από τους ηγήτορες που γνώρισε η ΕΛΛΑΔΑ ως τότε. Αρχικά οι στόχοι αυτοί του Ισοκράτη προσείλκυσαν το ενδιαφέρον του Ιάσονα, τυράννου των Φερών (Θεσσαλίας), αλλά αυτός δολοφονήθηκε, ενώ σχεδίαζε τρόπους υλοποίησης του οράματος αυτού. Κάλεσε μετά, τον Αγησίλαο, το βασιλιά της Σπάρτης . αργότερα έγραψε επιστολές με το ίδιο περιεχόμενο στο Διονύσιο, τον τύραννο των Συρακουσών, και στον Αρχίδαμο, το γιο και διάδοχο του Αγησιλάου. Στους λόγους / επιστολές, που έγραψε ο Ισοκράτης προς το Φίλιππο, τον συμβουλεύει: «... σὲ δ΄ ὥσπερ γεγενημένον ἅπασαν τήν ΕΛΛΑΔΑ πατρίδα νομίζειν, ὥσπερ ὁ γεννήσας ὑμᾶς ... ἅπαντές σοι χάριν ἕξουσιν, οἱ μὲν Ἕλληνες ὑπέρ ὧν ἄν πάσχωσι, τό δέ τῶν ἄλλων γὲνος, ἤν διά σέ βαρβαρικής δεσποτείας ἀπαλλαγέντες ἐπιμελείας τύχωσιν ... φημί γὰρ χρῆναι σὲ τοὺς μὲν Ἕλληνες εὐεργετεῖν, Μακεδόνων δὲ βασιλεύειν, τῶν δέ βαρβάρων ὡς πλείστων ἄρχειν» (δηλαδή - αφού θεωρήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο – να θεωρείς πατρίδα σου όλη γενικά την Ελλάδα, όπως ακριβώς και ο γενάρχης σου – ο Ηρακλής –θα σε ευγνωμονούν όλοι γενικά, οι μεν Έλληνες – της Μητροπολιτικής Ελλάδας – για τις ευεργεσίες σου, οι δε άλλοι – Έλληνες της Μικρασιατικής Ελλάδας –αν με τις ενέργειές σου τους απαλλάξεις από την βαρβαρική τυραννία και τους προσφέρεις κηδεμονία ... και ισχυρίζομαι ότι πρέπει τους Έλληνες να ευεργετείς, να παραμείνεις βασιλιάς των Μακεδόνων και να γίνεις κυρίαρχος όσο το δυνατό περισσοτέρων βαρβάρων). Στο τελευταίο εδάφιο του παραπάνω αποσπάσματος βλέπουμε ότι ο Ισοκράτης, που εμπνεόταν από την ιδέα της πανελλήνιας ένωσης, κάνει σαφή διάκριση μεταξύ Μακεδόνων και βαρβάρων. Άρα δε θεωρεί το Φίλιππο, τον παραλήπτη της επιστολής του «βάρβαρο», όπως τον θεωρούσε ο Δημοσθένης, αλλά ΕΛΛΗΝΑ και μάλιστα τον θέλει δυναμικό ευεργέτη του Ελληνισμού. Ο Ισοκράτης λοιπόν πρώτος από τους Έλληνες, βλέποντας τον κατακερματισμό των ελληνικών δυνάμεων, είχε συλλάβει το πολιτικό όραμα της ενοποίησης όλης της ΕΛΛΑΔΑΣ και στο λόγο/επιστολή του προς το Φίλιππο Β΄ τον παρακινούσε και τον καλούσε να αναλάβει, χάρη όλων των Ελλήνων την αρχιστρατηγία μιας «σταυροφορίας» κατά των Περσών. Και του γράφει: «Ἄργος μὲν γὰρ ἐστί σοι πατρίς...». είναι σαν να του λέγει - Είσαι Έλληνας, αφού κατάγεσαι από το ΑΡΓΟΣ. Και σε άλλο σημείο του γράφει και του συνιστά: «Κτίσαι πόλεις καί κατοικίσαι τούς νῦν πλανωμένους δι΄ ἔνδειαν τῶν καθ΄ ἡμέραν ...» (δηλαδή, Να κτίσεις πόλεις και να εγκαταστήσεις τους φτωχούς Έλληνες που περιπλανιώνται). Μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ προχώρησε και στην Πελοπόννησο. κατέλαβε στρατιωτικά την Κόρινθο, ενώ οι Αργείοι, οι Αρκάδες, οι Μεσσήνιοι, οι Ηλείοι και άλλοι, μεταξύ των οποίων επικρατούσαν οι φιλιππίζοντες, τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Στη Σπάρτη δεν εισέβαλε. Αρνήθηκε να ικανοποιήσει αξιώσεις φανατικών εχθρών της υπερήφανης αυτής πόλης, που ήθελαν την πλήρη καταστροφή της, από εκτίμηση για τη μεγάλη προσφορά της στο ελληνικό έθνος κατά τους ελληνοπερσικούς πολέμους. Σε όλη την κεντρική και νότια Ελλάδα ο πολιτικός χάρτης ανασυντάσσεται, αλλάζει η μορφή των πολιτευμάτων και εγκαθίστανται μακεδονικές φρουρές. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ είναι ο ρυθμιστής της νέας κατάστασης. Κατά το τέλος του έτους 338 π.Χ. ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ βασιλιάς αποφάσισε να προχωρήσει γρήγορα στην εφαρμογή των ευρύτερων και μακρόπνοων σχεδίων του. Κάλεσε όλες τις πόλεις –κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους να αποστείλουν αντιπροσώπους στην Κόρινθο για τη διεξαγωγή συζητήσεων και τη λήψη αποφάσεων κοινού ενδιαφέροντος. Ορίσθηκε η ΚΟΡΙΝΘΟΣ ως τόπος συγκέντρωσης και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Εκεί είχαν συνέλθει το 480 π.Χ. αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων, που αποφάσισαν με όρκο να αντισταθούν στο μεγάλο βασιλιά των Περσών, τον ΞΕΡΞΗ. Έτσι ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ υποδήλωνε συνειρμικά ότι η νέα αυτή σύνοδος θα συνέχιζε το έργο εκείνης. Η πρόταση του Φιλίππου βρήκε ανταπόκριση άμεση από όλα τα ελληνικά κράτη με εξαίρεση τη Σπάρτη. Οι απεσταλμένοι αντιπρόσωποι έφθασαν στην Κόρινθο και οι εργασίες
του Συνεδρίου της Κορίνθου άρχισαν στις αρχές του 337 π.Χ. Ορισμένες από τις αποφάσεις αυτού αποτέλεσαν όρους ενός συμφώνου «ΚΟΙΝΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ», τους οποίους τα συμβαλλόμενα μέρη δήλωσαν ενόρκως ότι θα εφαρμόσουν χωρίς παρέγκλιση. Από μια επιγραφή, που προέρχεται από την ΑΚΡΟΠΟΛΗ της Αθήνας, πληροφορούμαστε για το κείμενο αυτού του συμφώνου της ειρήνης: «ΟΡΚΟΣ. Ὀμνύω ΔΙΑ... θεούς πάντας καί πάσας. Ἐμμενῶ ... καί οὐ λύσω τάς συνθήκας τάσδε... οὐδέ τήν βασιλείαν τήν ΦΙΛΙΠΠΟΥ καί τῶν ἐκγόνων καταλύσω... καί πολεμήσω τῷ τήν κοινήν εἰρήνην παραβαίνοντι, καθ΄ ὅ,τι ἄν δοκῇ τῷ κοινῷ συνεδρίῳ καί ὁ ΗΓΕΜΩΝ παραγγέλλῃ καί οὐκ ἐγκαταλείψω...» (δηλαδή, Ορκίζομαι στο ΔΙΑ και σ΄ όλους τους θεούς και σ΄ όλες τις θεές. θα μείνω σταθερός και δε θα παραβιάσω τους όρους αυτούς εδώ ούτε τη βασιλεία του Φιλίππου και των απογόνων του θα καταλύσω και θα πολεμάω αυτόν που παραβαίνει την κοινή ειρήνη, όπως τυχόν αποφασίζει το κοινό συνέδριο και ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ διατάζει και δε θα εγκαταλείψω...). Οι σύνεδροι ανέλαβαν συγκεκριμένα τις ακόλουθες υποχρεώσεις: να μην αναγκάσουν κανένα ελληνικό κράτος να μετάσχει σ΄ αυτό το σύμφωνο παρά τη θέλησή του. να σεβασθούν την ελευθερία, την αυτονομία και την εδαφική ακεραιότητά τους. να τηρήσουν τις διμερείς συνθήκες που είχαν συναφθεί ήδη ανάμεσα στο Φίλιππο και σε ορισμένα απ΄ αυτά. να μην πολεμήσουν εναντίον κρατών που θα συνυπέγραφαν τη συνθήκη, εφόσον εκείνα δε θα παραβίαζαν κάποιο από τους όρους της. να μην εμποδίσουν τη ναυσιπλοΐα των άλλων συμβαλλομένων ούτε να αναγκάσουν πλοία τους να καταπλεύσουν σε λιμάνι διαφορετικό από τον προορισμό τους. να μην αναλάβουν εχθρική ενέργεια εναντίον του Φιλίππου και των απογόνων του. να μην καταλύσουν τα καθεστώτα που υπήρχαν κατά τη στιγμή της υπογραφής του συμφώνου, με εξαίρεση τις τυραννίδες, που έμειναν απροστάτευτες. να μη δέχονται φυγάδες (πολιτικούς εξορίστους) και να μην τους βοηθούν να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις των πατρίδων τους. να μην προβούν σε αναδασμό γης, κατάργηση χρεών και απελευθέρωση δούλων. να μην ψηφίσουν νέους νόμους που να επιβάλλουν ποινές θανάτου, υπερορίας, δήμευσης περιουσίας σε αδικήματα που ως τότε επέσυραν ελαφρότερες ποινές. και τέλος σε περίπτωση παρασπονδίας να συνεργήσουν στην περιστολή της και στην τιμωρία των ενόχων. Όπως φαίνεται από όλους αυτούς τους όρους, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ήθελε να παγιωθεί απόλυτα η κατάσταση που επικρατούσε ως τότε σε όλους τους τομείς: σύνορα κρατών, πολιτεύματα, κοινωνικά καθεστώτα, νομοθεσία. Δεν τον ενδιέφερε και τόσο πολύ η μορφή των πολιτευμάτων, μερικά από τα οποία ήταν δημοκρατικά, αλλά η σταθερότητα αυτών. Η διατήρηση του καθεστώτος αυτού δεν είχε άλλο σκοπό παρά την αποφυγή ανωμαλιών ως την πραγματοποίηση της εκστρατείας κατά των Περσών που είχε στο νου του. Η έκρηξη ταραχών μπορούσε να την καθυστερήσει και να μειώσει τις ελπίδες επιτυχίας της. Ο ίδιος όμως ο Φίλιππος ήταν στο απυρόβλητο των δεσμευτικών υποχρεώσεων. εξάλλου αυτός υπαγόρευσε το καταστατικό της συμμαχίας, που συγκροτήθηκε μεταξύ όλων των ελληνικών κρατών της Κεντρικής και της Νότιας Ελλάδας αφενός (πλην της Σπάρτης) και των Μακεδόνων αφετέρου. Αυτός ο πανελλήνιος πολιτικός και στρατιωτικός (συμμαχικός) οργανισμός ονομάστηκε επίσημα «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ή διαφορετικά «ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ». Τα όργανα της διοίκησής του ήταν : 1) ένα σώμα που συγκροτούσαν οι αντιπρόσωποι των κρατών – μελών του, 2) το Προεδρείο του ίδιου σώματος και 3) ο ΗΓΕΜΩΝ. Το Σώμα των Αντιπροσώπων Συμμάχων αναφέρεται ως «ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ» και ήταν πληρεξούσιοι των πόλεων που αντιπροσώπευαν. Η αντιπροσώπευση ήταν αναλογική, ανάλογα δηλαδή με τον πληθυσμό των κρατών – μελών και το μέγεθος του καταστατικού της Συμμαχίας. Μετά την ψήφιση του καταστατικού της Συμμαχίας, επικεφαλής του Προεδρείου του «ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ» εκλέχθηκε μοναδικός Πρόεδρος και εγγυητής της καθολικής αυτής ειρήνης Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ως ΗΓΕΜΟΝΑΣ. Από την ώρα εκείνη ο Φίλιππος ήταν ο αδιαφιλονίκητος πολιτικός και στρατιωτικός κύριος της ΕΛΛΑΔΑΣ. Πριν τερματίσει τις εργασίες της η Συντακτική Συνέλευση της Συμμαχίας των «ΕΛΛΗΝΩΝ», ο Φίλιππος ανακοίνωσε ότι κατά την πρώτη τακτική σύνοδο του «Συνεδρίου», που είχε ορισθεί για το φθινόπωρο του 337 π.Χ., θα έκανε μια εισήγηση «περί των συμφερόντων». Όταν πραγματοποιήθηκε αυτή η
σύνοδος, πρότεινε την ανάληψη μιας πανελλήνιας «σταυροφορίας», δηλαδή μιας κοινής εκστρατείας όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της Συμμαχίας και των ιδικών του, με σκοπό την τιμωρία των Περσών, για να λάβουν οι Έλληνες εκδίκηση για την απρόκλητη εισβολή τους στην Ελλάδα, για τα δεινά που υπέστησαν κατά τους Μηδικούς πολέμους, για τις καταστροφές των ελληνικών ιερών (κατά τις τρεις εκστρατείες αυτών τα έτη 492, 490 και 481-479 π.Χ., αντίστοιχα του Μαρδονίου, του Δάτη / Αρταφέρνη και του Ξέρξη) και τέλος για όλες γενικά τις επεμβάσεις αυτών στα εσωτερικά πράγματα των ελληνικών πόλεων – κρατών. Άλλος σκοπός της εκστρατείας επίσης ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας από την Περσική τυραννία. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ λοιπόν θεσμοποίησε αυτή την ηγεμονία εντός του πλαισίου της Κορινθιακής Συμμαχίας και νομιμοποίησε την εκστρατεία την οποία θα αναλάβει. Η πρόταση του ηγεμόνα Φιλίππου έγινε αποδεκτή από τους συνέδρους και του ανέθεσαν την εντολή της εκστρατείας και την ανώτατη αρχηγία των συμμαχικών δυνάμεων με την ιδιότητα του στρατηγού αυτοκράτορα (αρχιστρατήγου). επίσης δόθηκαν τότε οδηγίες για την προετοιμασία της μεγάλης αυτής επιχείρησης. Η ευκαιρία παρουσιαζόταν κατάλληλη, γιατί η περσική αυτοκρατορία περνούσε την περίοδο εκείνη εσωτερικές κρίσεις (δυναστικές) και οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν αναθαρρήσει κατά της τυραννίας. Αν θελήσουμε να συγκρίνουμε αυτή τη συνθήκη καθολικής ειρήνης του Φιλίππου στην Κόρινθο (337 π.Χ.) με εκείνη τη συνθήκη ειρήνης, που είχε συνομολογηθεί - πριν από 50 τόσα χρόνια - στα ΣΟΥΣΑ, πρωτεύουσα της περσικής αυτοκρατορίας, μεταξύ του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου και του μεγάλου βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη Β΄ (386 π.Χ.), γνωστή ως Ανταλκίδειος Ειρήνη (από το όνομα του Σπαρτιάτη διαπραγματευτή), θα συμπεράνουμε ότι η δεύτερη ήταν προδοτική και όχι απλά ανθελληνική. Τότε, η ΣΠΑΡΤΗ τελείωσε τον πόλεμο εναντίον των Περσών με μια ειρήνη εξευτελιστική για το μεγάλο κύρος της και για την τιμή όλων των Ελλήνων, που την είχε υπαγορεύσει ένας βάρβαρος τύραννος, ο Πέρσης βασιλιάς. πρόδωσε το Μικρασιατικό και τον Κυπριακό Ελληνισμό στους Πέρσες, ενώ εγγυόταν θεωρητικά την αυτονομία όλων των ελληνικών πόλεων, μεγάλων και μικρών, στην ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε να μην μπορούν να συνασπισθούν κατά των βαρβάρων Περσών. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ όμως ως ηγεμόνας των Ελλήνων με τη συνθήκη αυτή καθολικής ειρήνης της Κορίνθου σεβάστηκε και διατήρησε την αυτονομία και την ελευθερία των ελληνικών πόλεων και εγγυήθηκε την εδαφική ακεραιότητα αυτών και παράλληλα τις συνένωσε, για να τις οδηγήσει εναντίον των προαιώνιων εχθρών του Ελλαδικού και του Μικρασιατικού Ελληνισμού, των Περσών, και υποσχόταν την απελευθέρωση και ανεξαρτοποίηση όλων των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας από την περσική κυριαρχία / τυραννία. Μολονότι ήταν παντοδύναμος ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ, δεν προσάρτησε τα κράτη του ελλαδικού νότου και των νησιών, άμεσα ή έμμεσα, στην επικράτειά του. πέτυχε να εξασφαλίσει τον ουσιαστικό έλεγχο στην ηπειρωτική Ελλάδα και, αποφεύγοντας επικίνδυνες αντιδράσεις των Ελλήνων, προωθήθηκε στο ύπατο αξίωμα του Ηγεμόνα και του Στρατηγού Αυτοκράτορα. Σκοπός του ήταν να ενθαρρύνει την αυτοδιοίκηση των ελληνικών πόλεων - κρατών σε συνδυασμό με τα μακεδονικά πολιτικά, ρεαλιστικά συμφέροντα του συνεχώς ανερχόμενου μακεδονικού ελληνισμού. Με όλες τις πολιτικές του ενέργειες ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ αποδεικνύεται ένας μεγάλος ρεαλιστής πολιτικός της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας. Αλήθεια, ήταν μια μεγάλη ελληνική γενναία ψυχή! Και όμως πριν από 3 χρόνια - στα Ολύμπια του 340 π.Χ. είχαν ακουστεί φωνές αποδοκιμασίας εναντίον του. Ο Άγγλος Νίκολας Χάμοντ, ομότιμος καθηγητής του clare college, Cambridge, ιστορικός ερευνητής με βαθύτατη γνώση της μακεδονικής τοπογραφίας και ιστορίας γράφει: «Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ παραχώρησε στις ελληνικές πόλεις - κράτη το προνόμιο της ελευθερίας και αυτονομίας, υπό τον όρο της συνεργασίας και του σεβασμού προς τους άλλους και ο γιος του θα ακολουθήσει το παράδειγμά του το έτος 336 π.Χ.. Πράγματι τοποθετήθηκαν μακεδονικές φρουρές σε μερικές ακροπόλεις, αλλά αυτό το μέτρο είχε εγκριθεί από το «ΣΥΝΕΔΡΙΟ» της Ελληνικής Συμμαχίας της Κορίνθου (337 π.Χ.) ως το όργανο αυτοδιοίκησης του ΚΟΙΝΟΥ των ΕΛΛΗΝΩΝ». Μόλις εγκρίθηκε η πρότασή του από το «Συνέδριο» της Συμμαχίας για ανάληψη «σταυροφορίας» εναντίον των βαρβάρων της Ανατολής, Περσών, υπό την ηγεσία του, έστειλε την
άνοιξη του 336 π.Χ. ο Φίλιππος στη Μικρά Ασία μια προφυλακή από 10.000 άνδρες με αρχηγούς τον επιτελάρχη του, έμπειρο στρατηγό Παρμενίωνα, και τον Άτταλο. Σκοπός της προέλασης της προφυλακής αυτής προς τη βορειοδυτική Μικρά Ασία θα ήταν η ανίχνευση και η εκτίμηση της υπάρχουσας κατάστασης στις σατραπείες, να απειλήσουν τους Πέρσες και να τονώσουν το φρόνημα των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Αυτή η Μακεδονική δύναμη, αφού πέρασε τον Ελλήσποντο χωρίς αντίσταση κανενός, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις από την Τρωάδα ως το Μαίανδρο ποταμό και κατέλαβε τα ενδιάμεσα βαρβαρικά εδάφη. Ο Φίλιππος ο ίδιος σχεδίαζε να περάσει στην Ασία, μόλις ολοκληρωνόταν η επιστράτευση του κύριου όγκου των μακεδονικών στρατευμάτων και των τμημάτων των συμμαχικών κρατών και ύστερα βέβαια από την εδραίωση του προγεφυρώματος της προφυλακής του στρατού του. Ήρθε τελικά η ώρα που το πολιτικό όραμα του σοφού γέροντα Ισοκράτη θα γίνει πραγματικότητα. Η προφυλακή του εκστρατευτικού σώματος ολοκλήρωσε το έργο της, άνοιξε το δρόμο στη Μικρά Ασία και περίμενε τον εντολοδόχο ηγεμόνα να περάσει, για να πραγματοποιήσει τα στρατηγικά του σχέδια. Στην ΕΛΛΑΔΑ επικρατούσε η ειρήνη και από τις ακτές της Μικράς Ασίας έφταναν ειδήσεις και αναφορές για τη θερμή υποδοχή, που έκαναν στους Μακεδόνες στρατιώτες της προφυλακής του Μακεδονικού Στρατού, τους απελευθερωτές από τον περσικό ζυγό. Οι βάσεις της κύριας εκστρατείας, που θα ξεκινούσε σε λίγο, φαίνονταν πολύ ασφαλείς. Ο Φίλιππος πίστευε ότι η ΕΛΛΑΔΑ δε χρειάζεται παρά μόνο την ενότητα, για να αναδειχθεί η αξιότερη και ισχυρότερη απ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Πόσο πολύ είχε αλλάξει η θέση της Μακεδονίας κατά τη βασιλεία του Φιλίππου! Από μια ασήμαντη και πολιτικά περιθωριακή γωνιά του Ελληνισμού είχε γίνει η ηγεμονική δύναμη στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα του Αιγαίου. Όμως οι τελευταίες ημέρες του καλοκαιριού εκείνου, του έτους 336 π.Χ., ήταν και οι τελευταίες της ζωής του άξιου ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΕΛΛΗΝΑ ΗΓΕΜΟΝΑ. Ενώ όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσει το εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον ίδιο το ΦΙΛΙΠΠΟ, συνέβηκε κάτι το αναπάντεχο, το αδιανόητο και ασύλληπτο. Κόπηκε το νήμα της ζωής του! Δεν έζησε να πραγματοποιήσει και να ολοκληρώσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του, όπως δεν επέζησε και ο σύμβουλός του, ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ο μεγάλος οραματιστής της ιδέας της ένωσης όλων των Ελλήνων σε μια ενιαία πολιτική - κρατική οντότητα και της πανελλήνιας εκστρατείας κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Αυτός όμως είχε πεθάνει το 338 π.Χ. από γεροντικό μαρασμό, σχεδόν αιωνόβιος. Ο γάμος του ΦΙΛΙΠΠΟΥ (7ος) με τη νεαρή και όμορφη Κλεοπάτρα, από γνήσια μακεδονική και αριστοκρατική γενιά, ανεψιά του στρατηγού Αττάλου, το 337 π.Χ., είχε προκαλέσει μεγάλη κρίση και ρήξη στη βασιλική οικογένεια. είχε δημιουργήσει σύγχυση στη ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ, γεγονός που οδήγησε έμμεσα - αλλά πολύ γρήγορα - σε οικογενειακή τραγωδία και στο μοιραίο του γαμπρού. Ένας άλλος γάμος, δυναστικός, στα τέλη του καλοκαιριού του έτους 336 π.Χ. θα αποβεί για το ΦΙΛΙΠΠΟ μοιραίος. Δολοφονήθηκε τη μέρα ακριβώς που πάντρευε την κόρη του Κλεοπάτρα με τον Αλέξανδρο, το βασιλιά των Μολοσσών. ο γαμπρός ήταν θείος της νύφης αδελφός της μητέρας της Ολυμπιάδας. Όποια και να ήταν τα κίνητρά της, η δολοφονία του έξοχου αυτού ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΕΛΛΗΝΑ ΗΓΕΜΟΝΑ έγινε - επίσημα - δημόσιο θέαμα. η αποτρόπαια αυτή δολοφονική πράξη έγινε με τον πιο δημόσιο και συμβολικά εντυπωσιακό τρόπο μπροστά στα έντρομα μάτια χιλιάδων θεατών, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και εκατοντάδες προσκεκλημένοι επίσημοι, Έλληνες και ξένοι. Ποιος θα μπορούσε να φαντασθεί το μεγάλο αυτό κακό! Ο γάμος ήταν διπλωματικός, είχε καθαρά πολιτική σκοπιμότητα. Δεν παύει όμως ένας γάμος να είναι μία μεγάλη οικογενειακή χαρά και σεβαστή κοινωνική εκδήλωση. Απέβλεπε επίσης και στην αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας με την καταπράυνση της ρήξης, που είχε δημιουργηθεί το προηγούμενο έτος. Το θέατρο των Αιγών / Βεργίνας, ακριβώς κάτω από το ανάκτορο, ήταν κατάμεστο από επιφανείς Μακεδόνες και επίσημους προσκεκλημένους του μακεδονικού κράτους, φίλους του Φιλίππου απ΄ όλο τον κόσμο, καθώς και από τους ηγέτες των υποτελών κρατών και τις χιλιάδες των απλών πολιτών και στρατιωτών.
Η γαμήλια τελετή άρχισε με θρησκευτικές εκδηλώσεις και με επίδειξη του αμύθητου πλούτου της Δυναστείας. Όλοι περίμεναν να εμφανισθεί η βασιλική οικογένεια. Υπό τους ήχους της μουσικής πρώτος μπήκε στο χώρο της ορχήστρας του θεάτρου ο διάδοχος του θρόνου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, συνοδευόμενος από μερικούς εταίρους και αμέσως ακολούθησε ο άλλος ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο Μολοσσός, ο γαμπρός. Κάθισαν στις προκαθορισμένες θέσεις των επισήμων. Ο βασιλιάς ΦΙΛΙΠΠΟΣ μπήκε στο θέατρο μόνος (χωρίς την σύζυγό του), φορώντας λευκή στολή, και στάθηκε περήφανος και πλημμυρισμένος από χαρά στο κέντρο της ορχήστρας και δέχθηκε τις επευφημίες του μεγάλου πλήθους. Επίσημοι απεσταλμένοι πόλεων και εθνών του πρόσφεραν τιμητικές διακρίσεις. Ο κήρυκας ανήγγειλε ότι οι Αθηναίοι του απένειμαν χρυσό στεφάνι και ανέγνωσε ψήφισμα της εκκλησίας του δήμου, με το οποίο η πόλη αποφάσιζε να μην παράσχει ποτέ καταφύγιο σε οποιονδήποτε επιβουλευόταν το βασιλιά Φίλιππο. Μετά την είσοδο του βασιλιά στο χώρο της ορχήστρας, ακολούθησαν 7 σωματοφύλακες. ένας από αυτούς ήταν ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ. Αυτός τον δολοφόνησε. Οι μουσικοί αντίλαλοι και οι επευφημίες σταμάτησαν, τα μάτια όλων δάκρυσαν, ο κόσμος πάγωσε. Εδώ «η παράσταση της τραγωδίας» «Δύο Κλεοπάτρες - δύο γάμοι κι ένας φόνος» έλαβε τέλος. Η «αυλαία» του θεάτρου «πέφτει» αργά. Το τελευταίο σκηνικό μακάβριο. Στη μέση της ορχήστρας ο πρωταγωνιστής ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄, ο πεθερός, ο βασιλιάς των Μακεδόνων, ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ των ΕΛΛΗΝΩΝ και στρατηγός αυτοκράτορας της εκστρατείας κατά των Περσών στην ΑΣΙΑ, κείται αιμόφυρτος, μαχαιρωμένος, νεκρός!! Μεγάλη σύγχυση! Έτσι «παίχτηκε» η τελευταία πράξη της ταραχώδους ζωής του! Πολύ τραγικό το τέλος του! Πολύ μεγάλη η συμφορά για τους Έλληνες, της Μακεδονίας και της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ελλάδας και για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας που τον περίμεναν απελευθερωτή! Τη σκηνή αυτή ο γιος του και διάδοχός του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Ο πολυδοξασμένος αυτός βασιλιάς της Μακεδονίας και Ηγεμών των Ελλήνων πόσο άδοξο τέλος είχε! Δολοφονήθηκε από έναν «έμπιστο» σωματοφύλακά του πάνω στο ζενίθ της δόξας του και στην κορύφωση της ευτυχίας του - στο γάμο της κόρης του. Ενώ ο προκάτοχος του . θρόνου του, ο αδελφός του Περδίκκας ο Γ’, είχε ένδοξο τέλος έπεσε ηρωικά μαχόμενος για τη σωτηρία της πατρίδας του, της Μακεδονίας, πολεμώντας εναντίον των βαρβάρων Ιλλυριών, που είχαν εισβάλει στην επικράτεια του βασιλείου του. Η ταυτότητα του δολοφόνου ήταν ξεκάθαρη. ήταν ένα μέλος της ανακτορικής φρουράς και μάλιστα της προσωπικής σωματοφυλακής του Φιλίππου. Αλλά εκείνο, που δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ, είναι, αν είχε δράσει ο Παυσανίας μόνος του ή συμμετείχε σε κάποια συνωμοτική ομάδα και ποιο ήταν το πραγματικό κίνητρο της δολοφονικής και προδοτικής αποτρόπαιας πράξης του. Ο δολοφόνος Παυσανίας ήταν ένας ευπατρίδης από την ΟΡΕΣΤΙΔΑ της Άνω Μακεδονίας και ειπώθηκε ότι πιθανότατα να ήταν όργανο συνωμοτικής ομάδας ή ακόμη και των Περσών και να επιδίωξαν την ανατροπή του ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Όμως γι΄ αυτό δεν υπάρχει ούτε καν σκιά ένδειξης. Συνελήφθηκε και εκτελέσθηκε επί τόπου, προτού προλάβει να πει τίποτε. Ο Αλέξανδρος κήδεψε τον πατέρα του με πολύ μεγάλες τιμές και λαμπρές τελετές, αλλά χωρίς καθυστέρηση, γιατί άλλες μεγάλες ανάγκες καλούσαν το νέο βασιλιά να δράσει άμεσα. Μετά την καύση της σωρού του, ενταφιάσθηκε. Τα οστά του και το χρυσό βασιλικό του στέμμα τέθηκαν σε ολόχρυση λάρνακα / οστεοθήκη, στο κάλυμμα της οποίας εικονιζόταν χαραγμένο το δεκαεξάκτινο αστέρι, το έμβλημα της ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ. Αυτά μαζί με την πανοπλία του και άλλα πλούσια κτερίσματα, καθώς και μία άλλη λάρνακα / οστεοθήκη, κι αυτή ολόχρυση, με οστά που ανήκουν σε γυναίκα - πιθανώς της τελευταίας συζύγου του (7ης), της Κλεοπάτρας - περιέχονταν μέσα στον υπέρλαμπρο τάφο του, που σφραγισμένος καλυπτόταν επί 2313 χρόνια από έναν πολύ μεγάλο τύμβο στο βασιλικό νεκροταφείο των ΑΙΓΩΝ, της παλιάς πρωτεύουσας (Βεργίνα). Εκεί, κάτω από τη γενέτειρα μακεδονική γη, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ αναπαυόταν επί 23 και πλέον αιώνες, μέχρι που ο Μανόλης ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, ο αείμνηστος καθηγητής μου στη ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, διατάραξε τον αιώνιο ύπνο του, το έτος 1977, με την αρχαιολογική του σκαπάνη. ανέσκαψε τον τύμβο, ανακάλυψε και αποκάλυψε τον τάφο του, που από τύχη είχε διαφύγει την οργή
του Πύρρου Α΄, του βασιλιά της Ηπείρου, που εισέβαλε το 274 π.Χ. στη Μακεδονία και σύλησε τους βασιλικούς τάφους στις ΑΙΓΕΣ (Βεργίνα) και διασκόρπισε τα οστά των βασιλιάδων. Σήμερα ο «ΦΙΛΙΠΠΟΣ» εκτίθεται στο μοντέρνο μουσείο της Βεργίνας και προξενεί τη συγκίνηση και το θαυμασμό του κόσμου που τον επισκέπτεται. Η ταυτότητα του μεγάλου νεκρού αναγνωρίσθηκε από κάποια ανατομικά, κυρίως, στοιχεία του σκελετού. δεν έχουν βρεθεί κανένα όνομα, καμιά επιγραφή. Τα συγκεκριμένα όμως ανατομικά στοιχεία, που αναφέρονται παρακάτω, οδηγούν με μεγάλη αληθοφάνεια στην ταυτοποίηση του σκελετού. Τα δόντια και κάποια οστά υποδηλώνουν ότι ανήκουν σε άνδρα και ότι ο Χάρος τον πήρε σε ηλικία μεταξύ των 40-50 ετών. Το κρανίο φέρει τραύμα πάνω από τη δεξιά οφθαλμική κόγχη και τα οστά του δεξιού ποδιού παρουσιάζουν βράχυνση. Εξάλλου η χρονολόγηση του τάφου και της διακόσμησής του στη δεκαετία 340-330 π.χ., ο πλούτος, επίσης, η κομψότητα και το ποιόν της υψηλής τέχνης των κτερισμάτων που περιείχε, σε συνδυασμό με τα αναφερθέντα ανατομικά στοιχεία του σκελετού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο εκτιθέμενος στη Βεργίνα σκελετός ανήκει στο Φίλιππο. Αυτός πράγματι είχε δεχθεί πολλά τραύματα στα πεδία των μαχών: Ένα στο κρανίο του, πάνω από το δεξιό του μάτι - του στέρησε μάλιστα και την όραση - το δέχθηκε κατά την πολύμηνη πολιορκία της Μεθώνης (αθηναϊκής βάσης στο Θερμαϊκό κόλπο) τα έτη 355-354 π.Χ.. Επίσης πολεμώντας εναντίον των βαρβάρων Τριβαλλών στη Βαλκανική στο ύψος του Ίστρου (Δούναβη ποταμού - στα σημερινά ρουμανοβουλγαρικά σύνορα), τον Ιούνιο του 339 π.Χ. δέχθηκε ένα άλλο, διαμπερές, τραύμα στο δεξιό του πόδι. γι΄ αυτό ήταν χωλός (κούτσαινε) λόγω βράχυνσης των οστών, όπως εξάλλου αυτό αποδεικνύεται και από τις μεταλλικές περικνημίδες που βρέθηκαν μέσα στον τάφο και είναι ανισομεγέθεις. Ο Φίλιππος πράγματι, όταν δολοφονήθηκε, ήταν 46 ετών. Υπήρχαν λοιπόν ελπίδες να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη και να μεγαλουργήσει ακόμη περισσότερο για τη Μακεδονία, για όλη την Ελλάδα και για τον άλλο κόσμο. Μέσα στα 23 χρόνια της βασιλείας του, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ έκανε την πατρίδα του, τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την ισχυρότερη ελληνική δύναμη. αφού ενοποίησε όλες τις περιοχές του μακεδονικού βασιλείου, ενισχύοντας έτσι το κύρος της κεντρικής εξουσίας, προσάρτησε νέα εδάφη, τετραπλάσια από εκείνα που κληρονόμησε. Ένωσε τα ελλαδικά κράτη της Κεντρικής και της Νότιας Ελλάδας σε μια συμμαχία νέου τύπου υπό την ηγεσία του και, έχοντας την κυριαρχία ή επικυριαρχία στη Βαλκανική εξασφαλισμένη ως τις χώρες των βορείων βαρβάρων, Τριβαλλών, Γετών και Σκυθών, στην κοιλάδα του Ίστρου (Δούναβη), ετοιμάσθηκε να οδηγήσει την πανελλήνια εκστρατεία στην Ασία εναντίον των Περσών, των προαιώνιων εχθρών του ελληνισμού. Όμως ο αδόκητος, πρόωρος και βίαιος θάνατός του δεν τον άφησε να συνεχίσει την πορεία, που είχε χαράξει ήδη η προφυλακή του εκστρατευτικού σώματος. Αποδείχθηκε ότι υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές και διπλωματικές προσωπικότητες της αρχαιότητας και όχι μόνο. Ήταν πολύ δυνατός χαρακτήρας, ευφυής, οξυδερκής, αποφασιστικός, τολμηρός, αλλά και βίαιος μερικές φορές. Ήταν επίσης δεινός ψυχολόγος: αντιλαμβανόταν τις σκέψεις των συνομιλητών του, κολάκευε τους αντιπάλους του, για να τους αποκοιμίσει. Γινόταν γενναιόδωρος, για να κερδίσει συμπάθειες, εξαγόραζε συνειδήσεις και απειλούσε, για να εκφοβίσει. Συγκέντρωσε γύρω του πρόσωπα μεγάλης αξίας και αφοσιωμένα σ΄ αυτόν, στα οποία ανέθετε εμπιστευτικές θέσεις στο στρατό και στην πολιτική διοίκηση. Οι πολιτικές θέσεις δίνονταν κατά προτίμηση σε υπηκόους άλλων ελληνικών κρατών, επειδή είχαν την απαιτούμενη μόρφωση και πείρα. Αυτοί οργάνωσαν και στελέχωσαν τις υπηρεσίες. γι΄ αυτό το λόγο γλώσσα της διοίκησης και της διπλωματίας ήταν η α τ τ ι κ ή δ ι ά λ ε κ τ ο ς. Στο στρατό όμως οι επιτελείς του και οι διοικητές των μεγάλων και κάποιων επίλεκτων μονάδων ήταν Μακεδόνες ευγενείς - προερχόμενοι κυρίως από την Άνω Μακεδονία - οι οποίοι διακρίνονταν για τη μαχητικότητά τους και για τα ηγετικά τους προσόντα. Κριτήρια εκλογής των συνεργατών του ήταν η ικανότητά τους και η αφοσίωση στο πρόσωπό του. Αλλά και ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ τους αντάμειβε πλουσιοπάροχα. Πέρα από τις στρατηγικές και πολιτικές ικανότητες και δραστηριότητές του, για την επίλυση των πολιτικών εθνικών του στόχων χρησιμοποιούσε και τη διπλωματία. Ήταν πράγματι ο μεγαλύτερος πολιτικός, στρατηγός και διπλωμάτης όχι μόνο της εποχής του και όλων των προη-
γουμένων εποχών, αλλά αξιολογείται και ως ένας από τους μεγαλύτερους του κόσμου ως σήμερα. Ένας μεταγενέστερός του βιογράφος είπε με έξυπνο τρόπο: «ο πατέρας του Αλεξάνδρου, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ, είχε πολεμήσει τους πολεμίους του με γάμους». Με άλλα λόγια είχε συνδυάσει τον επιχειρησιακό πόλεμο με γαμήλια διπλωματία, οικοδομώντας «γέφυρες», είτε για να κάμψει την αντίσταση των εχθρών και των αντιπάλων του είτε για να εξασφαλίσει την ηρεμία τους μετά την ήττα. Και αυτό το έκανε πολλές φορές. Ο ίδιος ο Φίλιππος έκανε 7 γάμους: Πρώτη σύζυγός του η Αυδάτα, ήταν θυγατέρα ή εγγονή του Βαρδύλη, βασιλιά των Ιλλυριών. δεύτερη η Φίλα, θυγατέρα του Δέρδα, βασιλιά των Ελιμειωτών. τρίτη η Φίλιννα η Λαρισαία, . που του χάρισε ένα γιο, το Φίλιππο Αρριδαίο, που ήταν διανοητικά ανάπηρος τέταρτη η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ, θυγατέρα του Νεοπτολέμου, βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Κλεοπάτρας. πέμπτη η Νικησίπολις η Φεραία (Θεσσαλή), που του χάρισε μια θυγατέρα, τη Θεσσαλονίκη. έκτη η Μήδα, θυγατέρα του Κοθήλα, ηγεμόνα των Γετών, και έβδομη και τελευταία σύζυγός του ήταν η μοιραία νεαρή Κλεοπάτρα, ανεψιά του Μακεδόνα στρατηγού του Αττάλου, γνήσια μακεδόνισσα, ευγενικής καταγωγής. Όλοι αυτοί οι γάμοι του, καθώς και ο γάμος της θυγατέρας του Κλεοπάτρας με τον Αλεξάνδρο, το βασιλιά των Μολοσσών, τελέστηκαν από πολιτική σκοπιμότητα, ήταν δυναστικοί. διπλωματικοί ελιγμοί καθαρά. Έτσι το Βασίλειο της Μακεδονίας συμπεθέριασε με την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, για να εξασφαλίσει ο Φίλιππος τα νώτα του δυτικά και νότια. επίσης συμπεθέριασε και με τους Ιλλυριούς και τους Γέτες, για να έχει το δικαίωμα σαν γαμπρός να επεμβαίνει και να ρυθμίζει τα πράγματα στα Βαλκάνια, ώστε να εξασφαλίζει τα βορειοδυτικά και τα βορειοανατολικά σύνορα του Μακεδονικού Κράτους. Όμως η πολυγαμία των βασιλιάδων της Μακεδονίας δημιουργούσε επιπλοκές. κάθε νέος βασιλιάς δεν είχε μόνο ετεροθαλή αδέλφια, αλλά και συγγενείς διαφόρων βαθμών μέσα στο βασιλικό οίκο. Προσπαθούσε να κερδίσει τη συνεργασία τους και την υποστήριξή τους με γάμους θυγατέρων του ή αδελφών του ή με υποσχέσεις απατηλές ή με δολοπλοκίες και συκοφαντίες για δήθεν προδοσίες. Ο ιστορικός Θεόπομπος, σύγχρονος του Φιλίππου, ο πρώτος που έγραψε για τα κατορθώματά του (τα «Φιλιππικά»), ισχυρίζεται ότι ήταν μία απαράμιλλη μορφή στην Ευρωπαϊκή ιστορία. η ΕΥΡΩΠΗ δε γέννησε ποτέ τέτοιον άνδρα πριν: «τοιοῦτον ἄνδρα παράπαν οἷον τόν Ἀμύντου Φίλιππον» (δηλαδή, τέτοιον άνδρα σαν το Φίλιππο, το γιο του Αμύντα). Είχε στόχο να γίνει κυβερνήτης / ηγεμόνας όλων των Ελλήνων και όχι μόνον των Μακεδόνων, και το πέτυχε. Έκαμψε τις αντιστάσεις που συνάντησε και επέφερε μεταβολές, που άλλαξαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας. Οι νεότεροι ιστορικοί είναι σύμφωνοι ότι η μεταμόρφωση της Μακεδονίας και η επιβολή της στα Βαλκάνια και στον ελληνικό χώρο υπήρξαν αποτελέσματα της θέλησης του Φιλίππου, της ιδιοφυίας και της δράσης του. Ένας από αυτούς έγραψε: «Οι φιλόσοφοι συζητούν γύρω από το πρόβλημα του «ήρωα»: να μία αναμφισβήτητη περίπτωση ιστορικής περιόδου, που φέρει ολοφάνερα τη σφραγίδα ενός «μεγάλου ανδρός». στα 23 χρόνια που κράτησε την εξουσία ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ, δεν έπαψε να κυριαρχεί και να ασκεί αποφασιστική επίδραση επάνω στα γεγονότα. με την αποφασιστικότητα και το έργο του οδήγησε σε νέους δρόμους την ιστορία του κόσμου». Η άνοδος του Φιλίππου στο θρόνο της Μακεδονίας (360/359 π.Χ.) αποτελεί σταθμό στην ιστορία της Μακεδονίας και όλης της Ελλάδας και όχι μόνο. Αυτός μεταμόρφωσε τη Μακεδονία σε πρώτη δύναμη του ελληνικού κόσμου. Είναι ο ιδρυτής και θεμελιωτής του πολιτικού μεγαλείου της Μακεδονίας. Διεύρυνε με το στρατό του, που ήταν ο πιο αξιόμαχος, την επικράτειά του. Αυτός ήταν ο κύριος διοργανωτής της Μακεδονικής Φάλαγγας με το σώμα των σαρισσοφόρων στρατιωτών / φαλαγγιτών. Και την κυριαρχία του και επικυριαρχία του εξάπλωσε σε τεράστιο βαθμό, κατά την εικοσιτριάχρονη βασιλεία του (360/359-336 π.Χ.). Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ έλαμψε στον ελληνικό ορίζοντα σαν διάττοντας αστέρας. Θεωρείται επίσης πατέρας της Ευρωπαϊκής ιδέας, δηλαδή της ένωσης της Ευρώπης, γιατί αυτός ένωσε πρώτος τις ελληνικές πόλεις – κράτη σε μια ενιαία δύναμη / ηγεμονία.
Αλλά και στον πολιτιστικό τομέα ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ έκανε πολλά. Ο ίδιος είχε τέλεια ελληνική παιδεία και καλλιέργεια και μιλούσε τα ελληνικά τόσο γοητευτικά και επιτήδεια, όσο και οι πιο φημισμένοι ρήτορες και σοφιστές της Αθήνας στην εποχή του. Παράλληλα αγαπούσε να περιβάλλεται από Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενους γενικά. Όταν απέκτησε δύναμη και κύρος προσέλκυσε μεγάλο αριθμό ανδρών από τη νότιο Ελλάδα στην υπηρεσία του: φιλοσόφων, επιστημόνων, λογοτεχνών, καλλιτεχνών, μουσικών, ηθοποιών, ζωγράφων, στρατιωτικών, ναυτικών, τεχνικών, πολιτικών και οικονομικών συμβούλων. Ο Φίλιππος τους αντάμειβε πλουσιοπάροχα. Ο Φίλιππος ήταν ζηλωτής της ελληνικής παιδείας και τέτοιος παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Σπουδαίοι καλλιτέχνες προσκλήθηκαν από το Φίλιππο στην αυλή του, στην ΠΕΛΛΑ, και εργάστηκαν στη Μακεδονία. ένας απ΄ αυτούς ήταν ο ονομαστός ζωγράφος (προσωπογράφος) της εποχής εκείνης ΑΠΕΛΛΗΣ, που γεννήθηκε στην Κολοφώνα αλλά μεγάλωσε στην Έφεσο. Εκεί διδάχθηκε τη ζωγραφική τέχνη και τελειοποιήθηκε στο εργαστήρι και στη σχολή του Παμφίλου, του διάσημου ζωγράφου και δασκάλου της γεωμετρίας που καταγόταν από την Αμφίπολη (Μακεδονία). Μεγάλοι επίσης ζωγράφοι, ονομαστοί, της εποχής του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, ήταν ο Νικόμαχος και ο Φιλόξενος ο Ερετριεύς. αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι καλύτεροι ζωγράφοι. διακρίνονται για την ποιότητά τους οι τοιχογραφίες τους. εργάστηκαν και για τον ευπρεπισμό του τάφου του Φιλίππου στις Αιγές / Βεργίνα. Στον Αθηναίο γλύπτη ΛΕΩΧΑΡΗ είχε αναθέσει ο Φίλιππος να φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα των μελών της βασιλικής οικογένειας, για να τα στήσει στην Ολυμπία. Κάλεσε, επίσης, ο Φίλιππος και το ΛΥΣΙΠΠΟ, τον περίφημο γλύπτη. ο Σικυώνιος αυτός χαλκοπλάστης ήταν ο ευνοούμενος ανδριαντοποιός του Αλεξάνδρου. Αυτόν και τον Απελλή μόνο προτίμησε να έχουν το δικαίωμα να τον παρασταίνουν, οι οποίοι μάλιστα τον ακολούθησαν και στην εκστρατεία του στην ΑΣΙΑ. Επίσης καλός τεχνίτης είναι και ο Γνώσις, που υπογράφει τα ψηφιδωτά δάπεδα σε αρχοντικά της Πέλλας: «ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ», «ο Γνώσις εποίησεν» (δηλαδή ο Γνώσις – με – έκανε). Είναι ο αρχαιότερος γνωστός ψηφιδοθέτης. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ συνέχισε την εκπολιτιστική παράδοση των προκατόχων του. Η μακεδονική μοναρχία ήταν κυριολεκτικά «ἡ τοῦ ἑνός ἀνδρός ἀρχή». Ήταν όμως «συνταγματική» - θα λέγαμε – μοναρχία, εγκαθιδρυμένη από το έθνος και λειτουργούσε σύμφωνα με το νόμο. Ήταν και κληρονομική μοναρχία: οι διάδοχοι του θρόνου εκπαιδεύονταν με τα παραδείγματα και τα παραγγέλματα των προκατόχων τους. Έτσι η Αυλή των βασιλιάδων – και λέγοντας «ΑΥΛΗ» εννοούμε και την τάξη των ευγενών – αποτέλεσε ένα είδος αριστοκρατικής κουλτούρας, κάτι σαν την «πεφωτισμένη δεσποτεία» των νεοτέρων χρόνων στην ευρωπαϊκή ιστορία. Ενθάρρυνε και ο Φίλιππος, όπως είχε πράξει και ο Αρχέλαος, διάσημους Έλληνες διανοούμενους να εγκατασταθούν στην Πέλλα. Ακόμη και κάποιοι που δεν επισκέφθηκαν το Φίλιππο ως φίλοι του ή ως απεσταλμένοι πρεσβευτές ελληνικών πόλεων – κρατών, αλληλογραφούσαν μαζί του, για να τον συμβουλέψουν σε θέματα εξωτερικής πολιτικής κυρίως, όπως ο σπουδαίος Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης. Ο μαθητής αυτού Πύθων ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Φιλίππου, ήλθε στην Πέλλα. αυτός έγραψε την επιστολή του βασιλιά προς τους Αθηναίους κατά τις διαπραγματεύσεις της Φιλοκράτειας Ειρήνης (346 π.Χ.). Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ είχε γνωρίσει τους γίγαντες της ελληνικής διανόησης, τον Αθηναίο μεγάλο φιλόσοφο ΠΛΑΤΩΝΑ και το Μακεδόνα τρισμέγιστο φιλόσοφο και πανεπιστήμονα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής. Επίσης αλληλογραφούσε με το ΣΠΕΥΣΙΠΠΟ, πλατωνικό φιλόσοφο, ανεψιό του Πλάτωνα και διάδοχό του στην Ακαδημία, δηλαδή στη διεύθυνση της Φιλοσοφικής Σχολής του στην Αθήνα. Εξάλλου και ο ίδιος ο Φίλιππος ήταν στενός φίλος του ΕΡΜΕΙΑ, που ήταν κι αυτός μαθητής του Πλάτωνα και δυνάστης του Αταρνέα, μιας Μικρασιατικής πόλης. Τη Μακεδονία επίσης επισκέφθηκε και ο Θεόπομπος, ο ιστορικός από τη Χίο, ο οποίος στα «Φιλιππικά» του εκθέτει τη σταδιοδρομία του Φιλίππου Β΄, όπως έχει προαναφερθεί. Στα πλαίσια της εκπαιδευτικής –θα λέγαμε –πολιτικής ο Φίλιππος επανίδρυσε στην Πέλλα τη «Σχολή των Βασιλικών Ακολούθων ή Σώμα των Βασιλικών Παίδων». είχε πρωτοϊδρυθεί επί Αρχελάου και δραστηριοποιήθηκε περισσότερο από τον Μ. Αλέξανδρο. Σύμφωνα με
τον «κανονισμό» της Σχολής αυτής επιλεγμένοι 50 γιοι Μακεδόνων ευγενών, ηλικίας 14 ετών, υπηρετούσαν στην Αυλή ως νεαροί σωματοφύλακες και τελετουργικοί ακόλουθοι. Οι παίδες / έφηβοι διδάσκονταν –ως οικότροφοι- και θεωρητικά μαθήματα, γραμματικής, ρητορικής, διαλεκτικής, γεωμετρίας, αριθμητικής, μουσικής και αστρονομίας και εκπαιδεύονταν στρατιωτικά από καλούς εκπαιδευτές. Έτσι προετοιμάζονταν για μελλοντικά υψηλά αξιώματα στη βασιλική υπηρεσία της Αυλής. υπηρετούσαν το βασιλιά, τον φρουρούσαν τη νύκτα, τον ακολουθούσαν στα κυνήγια και στους πολέμους. Η πειθαρχία ήταν αυστηρή. Ο ίδιος ο βασιλιάς ήταν επικεφαλής της Σχολής και επέβαλλε αυστηρές σωματικές τιμωρίες. Επρόκειτο για το άνθος της μακεδονικής κοινωνίας, που κάποτε μετά την αποφοίτηση και την ενηλικίωσή τους σε ηλικία 18 ετών (η φοίτηση ήταν τετραετής) θα γίνονταν εταίροι και με τον καιρό θα προάγονταν στις θέσεις του «φίλου», του «σωματοφύλακα» κ.λ.π. Αλλά χρησίμευαν και ως όμηροι, για να εξασφαλίζεται η καλή συμπεριφορά και η νομιμοφροσύνη των ισχυρών και απείθαρχων πατέρων τους. Πράξη μεν πονηρή, διπλωματική όμως και πολιτική. Τέλος ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ κάλεσε στην Αυλή του το έτος 343/342 π.Χ. το Σταγειρίτη ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, το φωστήρα της διανόησης όλων των εποχών. υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα στην Φιλοσοφική Σχολή του, την Ακαδημία, στην Αθήνα, όπου αργότερα ίδρυσε και ο ίδιος δική του Φιλοσοφική Σχολή, το ΛΥΚΕΙΟΝ, την Περιπατητική Σχολή (335 π.Χ.), με χρηματοδότηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκείνος δέχθηκε την πρόσκληση του Φιλίππου και έφυγε από τη Λέσβο μαζί με το μαθητή και φίλο του ΘΕΟΦΡΑΣΤΟ, ο οποίος θα διαδεχθεί το δάσκαλό του ως σχολάρχης / διευθυντής του Λυκείου / περιπάτου, μετά το θάνατό του (322 π.Χ.). Ανέβηκαν λοιπόν μαζί στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Εκεί ο Αριστοτέλης ανέλαβε την παιδεία της αριστοκρατικής νεολαίας. Τον διόρισε ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ καθηγητή του γιου / διαδόχου του Αλεξάνδρου και της ακολουθίας του. Ο Αριστοτέλης θα ιδρύσει σχολή φιλοσοφική δική του, μακριά από την πρωτεύουσα του βασιλείου, την Πέλλα, το 343/342 – ο πρόλογος εκείνης που ίδρυσε αργότερα στις όχθες του Ιλισσού (ΛΥΚΕΙΟΝ). Ο Φίλιππος και ο Αριστοτέλης διάλεξαν ως έδρα της Σχολής τη ΜΙΕΖΑ. Πρόκειται για την πρώτη Ανωτάτη Σχολή / Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας και όχι μόνο, αλλά και το πρώτο της ΕΥΡΩΠΗΣ!!! Εκεί ήταν ένα άλσος, το Νυμφαίον (άλσος ιερόν των Νυμφών) και υπήρχε ένα εξοχικό παλάτι, ένα θαυμάσιο συγκρότημα κτισμάτων και κήπων. η πιθανή τοποθεσία της Φιλοσοφικής Σχολής είναι ανάμεσα στους οπωρώνες στους πρόποδες του Βερμίου. Δε μπορούσε να επιλεγεί ωραιότερος τόπος για ήρεμες και ειρηνικές σπουδές, αλλά και για την ελεύθερη ανάπτυξη της φαντασίας αγοριών που είχαν κλίση προς την ποίηση και τη γνώση, αλλά και προς τις μεγάλες πράξεις. Γύρω από το σοφό Αριστοτέλη, που τον βοηθούσαν στο διδακτικό έργο του ο Θεόφραστος ο Λέσβιος και ο ανεψιός του ο ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ο Ολύνθιος και ειδικοί δάσκαλοι για τη σωματική αγωγή, σχηματίσθηκε ένας κύκλος μαθητών που είχαν κριθεί άξιοι να συμμερισθούν τη μαθητική ζωή του διαδόχου του θρόνου. Οι συμμαθητές του ήταν συνομήλικοί του ή σχεδόν συνομήλικοι. ήταν παιδιά ευγενών μακεδονικών οικογενειών και ηγεμόνων γειτονικών χωρών που είχαν δεχθεί – ή υποχρεωθεί – να υπακούουν στο βασιλιά της Μακεδονίας. Ο πιο αγαπητός του φίλος αλλά και συμμαθητής ήταν ο ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ, ο γιος του Αμύντορα από την Πέλλα (γεννήθηκε το 357 –πέθανε το 324 π.Χ.). Ο Λέσβιος φιλόσοφος και ερευνητής Θεόφραστος μελέτησε επίσης τα φυσικά φαινόμενα της Μακεδονίας και θεωρείται πατέρας της βοτανικής. Μεγάλες υπηρεσίες στη Μακεδονία πρόσφερε ο ΕΥΜΕΝΗΣ (από την Καρδία της Θρά. κης) εργάστηκε στην Πέλλα ως γραμματέας του Φιλίππου και στη συνέχεια του Αλεξάνδρου. Την εποχή του ΦΙΛΙΠΠΟΥ η μακεδονική βασιλική οικογένεια και η αριστοκρατία των ευγενών, των εταίρων και των αξιωματούχων, ήταν πλήρως ενταγμένες στον κύριο κορμό της ελληνικής πνευματικής ζωής. Θα αναπτυχθεί μάλιστα και επιχώρια λογοτεχνική κίνηση, αφού πολλοί Μακεδόνες είχαν μαθητέψει κοντά σε τόσους σπουδαίους Έλληνες δασκάλους από τον υπόλοιπο Ελληνισμό. Έτσι ο ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ, ευγενής Μακεδόνας στρατηγός του Φιλίππου, και μετά απ΄ αυτόν αντιβασιλιάς της Μακεδονίας επί Αλεξάνδρου, έχει γράψει την ιστορία των Ιλλυρικών πολέμων του Περδίκκα Γ΄. Στην πνευματική αυτή επιχώρια κίνηση ανήκουν επίσης ο Μαρσύας, ο Κρατερός, ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος. απέκτησαν
πλούσια παιδεία ελληνική, που τους επέτρεψε να γράψουν κι αυτοί αργότερα έργα καλά γύρω από τη μακεδονική ιστορία και τις πράξεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ΜΑΡΣΥΑΣ γεννήθηκε στην ΠΕΛΛΑ και ήταν πολύ φίλος και συμμαθητής του Αλεξάνδρου. Έγραψε τα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ» και «Αλεξάνδρου αγωγή». Ιστορία της εκστρατείας αυτού στην ΑΣΙΑ έγραψε επίσης και ο Καλλισθένης ο Ολύνθιος. Τα έργα αυτών δε σώθηκαν ως τις μέρες μας. Όμως στις ιστορίες του Πτολεμαίου και του Αριστοβούλου στηρίχθηκε, πολύ αργότερα, ο Αρριανός για να γράψει την «Αλεξάνδρου Ανάβασιν». Ο Πτολεμαίος μάλιστα ήταν φίλος του Αλεξάνδρου από τα παιδικά του χρόνια και συμμαθητής του στη «Σχολή των Βασιλικών Παίδων». Τέλος, επίσης, ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος εισάγουν την τήρηση ημερολογίων – των «Βασιλείων Εφημερίδων» που θα συνεχίσουν και οι διάδοχοί τους της Δυναστείας των Αντιγονιδών. Ο αρχιγραμματέας του κράτους Ευμένης ήταν υπεύθυνος της σύνταξης αυτών. Όλη αυτή η πνευματική κίνηση μαρτυρεί ότι οι Μακεδόνες ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ όχι μόνο στην καταγωγή, αλλά και ως προς τη νοοτροπία, τη θρησκεία, τη συνείδηση, τη γλώσσα, την παιδεία. Αντιλαμβάνονταν τη νοοτροπία των Ελλήνων της άλλης Ελλάδας και ήταν μάλιστα ικανοί να τους ξεπεράσουν σε διπλωματικότητα. Όλες αυτές οι δραστηριότητες όμως θα είχαν μικρή επιρροή έξω από την Αυλή της δυναστείας και ακόμη λιγότερη βέβαια στους χωρικούς της υπαίθρου και στους ορεσίβιους. Αλλά αυτό ίσχυε λιγότερο ή περισσότερο και στην άλλη Ελλάδα. Ο κλασικός και ο ελληνιστικός πολιτισμός βασίζονταν κυρίως στον αστικό βίο. Η ανάπτυξη των αστικών κέντρων και συγχρόνως η εύνοια της βασιλικής δυναστείας συνέδεσε τη Μακεδονία με τα μεγάλα ρεύματα του ελληνικού πνευματικού κόσμου. Ο κοσμοπολιτισμός όμως αυτός ήταν σε μεγάλο βαθμό επιφανειακός. οι παλαιές παραδόσεις και αξίες του μακεδονικού έθνους δεν εξαφανίστηκαν ούτε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Τα πανάρχαια μακεδονικά πάθη για τα συμπόσια, τα κυνήγια και τους πολέμους ε. ξακολουθούσαν όμως σταδιακά εξευγενίζονταν. Η μακεδονική κληρονομιά, που άφησε ο Φίλιππος στο γιο του Αλέξανδρο, συνοψίζεται επιδέξια στον πολύπλοκο και έξυπνο λόγο (μέσα από την γραφίδα του ιστορικού Αρριανού), που εκφώνησε ο γιος – σαν να ήθελε να πλέξει ένα εγκώμιο για το μεγάλο πατέρα του –στην Ώπη το έτος 324 π.Χ., ενώπιον του συγκεντρωμένου στρατού (όταν αντιμετώπιζε τη δεύτερη ανταρσία από τους Μακεδόνες παλαιμάχους του). Να πώς ξεκινάει (απόσπασμα από την "Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβαση"): «Ο Φίλιππος έγινε βασιλιάς σας, όσο ακόμη ήσασταν φτωχοί νομάδες. οι περισσότεροι ντυνόσασταν με δέρματα και βοσκούσατε πρόβατα στα βουνά. δύσκολα υπερασπιζόσασταν τη γη σας από τους βάρβαρους Ιλλυριούς, τους Τριβαλλούς και τους γείτονές σας τους Θράκες. σας έδωσε χλαμύδες αντί για τα δέρματα, σας κατέβασε από τα βουνά στις πεδιάδες και σας έκανε αξιόμαχους αντίπαλους για τους βάρβαρους των γειτονικών περιοχών, γιατί δε στηριζόσασταν πια τόσο στην οχυρότητα των τόπων σας, όσο στην προσωπική σας παλληκαριά. Σας έφερε να ζήσετε σε πόλεις και καθιέρωσε νόμους και χρηστά ήθη». Σ΄ αυτό το κείμενο με συντομία και με έξυπνο τρόπο ο Αρριανός μας πληροφορεί για τα επιτεύγματα της βασιλείας του Φιλίππου, για τη συμβολή του στην οικονομική, στρατιωτική, πολιτική και πολιτισμική ανάπτυξη της Μακεδονίας και των Μακεδόνων. Όσο αφορά την αστικοποίηση της μακεδονικής κοινωνίας και οικονομίας, με τον περιορισμό της ποιμενικής ζωής, άρχισε αυτή νωρίτερα, από την εποχή της βασιλείας του Αρχελάου, και συντελέστηκε στην εποχή της βασιλείας του Φιλίππου. Οργάνωσε ο Φίλιππος μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων στα πλαίσια της εσωτερικής πολιτικής της ενοποίησης του βασιλείου: 1) προς ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, αφού επέτυχε αποδυνάμωση των διαφόρων τοπικών ισχυρών οικογενειών (σ΄ αυτό εξάλλου αποσκοπούσε και η λειτουργία της Σχολής των Βασιλικών Ακολούθων) και 2) προς ενίσχυση αραιοκατοικημένων περιοχών κυρίως προς τα βόρεια σύνορα. Βάση όμως της οικονομίας ήταν η γεωργία με την κτηνοτροφία. Το εμπόριο αναπτυσσόταν με βραδύτερο ρυθμό . Ανασκοπώντας λέγω ότι ο Φίλιππος ήταν μία μεγάλη μορφή στην ιστορία του αρχαίου κόσμου. Ήταν ο αναμορφωτής του μακεδονικού στρατού και του μακεδονικού κράτους και δημιουργός του πρώτου «εθνικού» κράτους στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, ίσως και στον
κόσμο ολόκληρο. ήταν συνειδητά ή ασυνείδητα περισσότερο Έλληνας – Πανέλληνας – από το ρήτορα Δημοσθένη, που είχε παραμείνει ως το θάνατό του μόνο Αθηναίος. Ο Φίλιππος ήταν συνετός μεν στην άσκηση και στον έλεγχο της εξουσίας και στην εκτέλεση της ιστορικής του αποστολής, ακόλαστος όμως σαν άνθρωπος στην ιδιωτική του ζωή. του άρεζαν τα συμπόσια, οι γυναίκες και τα κυνήγια. δεν ήταν φιλοπόλεμος, προσπαθούσε να τους αποφύγει με τη διπλωματία, αλλά κατέφευγε σ΄αυτούς, όταν αποτύχαινε αυτή._
Α΄γ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ «Ο ΦΙΛΙΠΠΟΥ» (356-323 π.Χ.). Ο «Μέγας» Αλέξανδρος ήταν γιος του Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας. Ο μεν πατέρας του μας είναι ήδη γνωστός, η μητέρα του όμως ποια είναι; Η Ολυμπιάδα ήταν Ηπειρώτισσα, πριγκίπισσα του βασιλείου των Μολοσσών, θυγατέρα του Νεοπτόλεμου που υπήρξε βασιλιάς και αδελφός της ήταν ο Αλέξανδρος που βασίλεψε αργότερα. Οι γονείς του γνωρίσθηκαν στη Σαμοθράκη. σ΄ αυτό το νησί του Β.Α. Αιγαίου, όπου είχαν πάει, για να μυηθούν στα μυστήρια των Καβείρων, άναψε ο έρωτάς τους το έτος 357 π.Χ. και παντρεύτηκαν. Εκείνος στα 25 του χρόνια ένδοξος και όμορφος άνδρας, με τρεις όμως προηγούμενους γάμους, και εκείνη στα 17 της χρόνια, πολύ όμορφη κοπέλα. την ομορφιά της συναγωνιζόταν η ισχυρή βούλησή της. η φιλοδοξία της ξεπερνούσε το μέτρο. Είχε βέβαια αισθήματα. Η Ολυμπιάδα ήτα η προσωποποιημένη άρνηση του μέτρου. Ήταν μια δυναμική, εκρηκτική γυναίκα, άτομο βαθιά θρησκευόμενο μέχρι δεισιδαιμονίας. κυρίως υπηρετούσε με θρησκευτική μανία το Διόνυσο. Το παιδί τους γεννήθηκε το καλοκαίρι του 356 π.Χ. στην Πέλλα, την πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους, όπου ακόμη, τότε, έφθαναν τα κύματα της θάλασσας του Θερμαϊκού κόλπου. Ο ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ (50-125 μ.Χ.) ιστορικός, φιλόσοφος και παιδαγωγός από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, ο βιογράφος του, που είναι η καλύτερη και συχνά μάλιστα η μοναδική μας πηγή για τα πρώτα 20 χρόνια της ζωής του Αλεξάνδρου, αναφέρει μία ιστορία σχετικά με τη γέννησή του: «Και στο Φίλιππο, που μόλις είχε κυριέψει την Ποτίδαια, ήρθαν ταυτόχρονα τρία ευχάριστα μηνύματα. το πρώτο είναι ότι οι Ιλλυριοί νικήθηκαν από τον Παρμενίωνα σε μεγάλη μάχη. το δεύτερο είναι ότι με άλογο ιππασίας νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες (105η Ολυμπιάδα). και το τρίτο είναι πως γεννήθηκε ο γιος του Αλέξανδρος». Την ίδια χρονιά ο πολιτικός σχολιαστής Ισοκράτης απευθυνόταν προς τον ελληνόφωνο κόσμο έτσι: «η ΕΛΛΑΔΑ καλύπτεται και κατέχεται από πόλεμο, επαναστάσεις, σφαγές και άλλα αναρίθμητα δεινά». Αυτό το πολιτικό χάος η ιστορική μοίρα είχε αναθέσει στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, για να σταματήσει το κατρακύλισμα του ελληνικού κόσμου. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πρωταγωνίστρια από τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα του ελληνισμού, παίρνοντας τις τύχες του στα χέρια της, κατόρθωσε να ενώσει τις πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας, όσο αυτό ήταν εφικτό, και να διαδώσει την ελληνική γλώσσα και την ελληνική παιδεία σ΄ όλο τον τότε γνωστό κόσμο της Ανατολής. Τον τόσο σημαντικό αυτό στόχο έθεσε ο πατέρας / Φίλιππος και εκτέλεσε ο γιος του Αλέξανδρος. Ο νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας θα συνεχίσει την πολιτική και το έργο του πατέρα του. Αυτός θα πραγματοποιήσει την εκστρατεία στην ΑΣΙΑ κατά των Περσών, που σχεδίασε και ετοίμασε ο πατέρας του. Ο στρατηλάτης των αιώνων, ο ανεπανάληπτος «ένοπλος εξερευνητής», προχώρησε βαθιά στον κόσμο και με το υπέρλαμπρο αστέρι του σκόρπισε τα σκοτάδια και αφάνισε νοοτροπίες σκοταδιστικές. Ρηξικέλευθος χάραξε νέους δρόμους, της νέας εποχής, της λεγόμενης Ελληνιστικής και ο ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ θα γίνει ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ. Αυτή είναι «εκ προοιμίου» η μεγάλη προσφορά του Μακεδόνα Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του και των επιγόνων στην ανθρωπότητα. Θα φωνάξω δυνατά, για να το ακούσουν και να το μάθουν όλοι οι ΕΛΛΗΝΕΣ και όλοι οι ξένοι, ότι το υπέρλαμπρο εκείνο αστέρι της μακεδονικής δυναστείας (της Βεργίνας) επί τρεις αιώνες δημιουργούσε πολιτισμό και ήταν ο οδηγός της συνείδησης του ελληνισμού. Εξάλλου, το ξέρουν και τα μικρά παιδιά, τα σύνορα δεν κόβουν την ιστορία και τον πολιτισμό. Αυτά τα δύο μεγέθη προσδιορίζονται από τις διαχρονικές πορείες και δημιουργίες των εθνών, των λαών. Τα σύνορα καθορίζονται από συνθήκες και πολιτικές. Για το λόγο αυτό δεν παίζουν ρόλο – ή έστω δεν παίζουν μεγάλο ρόλο – στο ιστορικό «γίγνεσθαι».
Χωρίς τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δε θα ήταν δυνατό το άλμα αυτό. Ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του ίδρυσαν κράτη πολυεθνικά, μέσα στα οποία έγινε δυνατή η μεταλαμπάδευση του λεγόμενου Ελληνομακεδονικού πολιτισμού σε μη Έλληνες, σε βάρβαρους. [Αλλά, οι Μακεδόνες τί γλώσσα μιλούσαν; Σε ποια γλώσσα διαδόθηκε αυτός ο ανώτερος πολιτισμός, αφού οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ήταν «βάρβαροι» και όχι ΕΛΛΗΝΕΣ;]
Α΄δ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ / ΛΑΛΙΑ. Τα αρχαιότερα μακεδονικά γραπτά μνημεία παρέχουν μόνο ονόματα και πολύ αργότερα εμφανίζονται μακεδονικά κείμενα, αλλά και αυτά είναι διατυπωμένα στην αττική διάλεκτο. Η γλωσσική μορφή αυτών είναι ένα από τα επιχειρήματα, που χρησιμοποιούν όσοι αρνούνται την ελληνικότητα των Μακεδόνων. Αυτοί υποστηρίζουν ότι οι Μακεδόνες ήταν αλλόγλωσσοι που εξελληνίσθηκαν. Όσοι είναι υπέρ της ελληνικότητας των Μακεδόνων απαντούν ότι οι βασιλιάδες τους εισήγαγαν την αττική διάλεκτο στην «Αυλή» τους και στη διοίκηση, επειδή η τοπική διάλεκτος ήταν ακαλλιέργητη. δεν υπήρχε επικοινωνία με τη Νότια Ελλάδα. Ο Μακεδονικός Ελληνισμός είχε μείνει απομακρυσμένος από τα κέντρα του ακμαίου ελλαδικού πολιτισμού. Στην εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου οι Μακεδόνες στρατιώτες και ο απλός κόσμος μιλούσαν μια τοπική διάλεκτο (μακεδονική), αλλά με βαριά προφορά, που ακουγόταν τραχιά στ΄ αυτιά των άλλων Ελλήνων: «ανεβόα μακεδονιστί» (φώναζε δυνατά στα μακεδονικά). Άλλωστε και σήμερα ακόμη δεν παρατηρείται το ίδιο πράγμα στην ύπαιθρο της Μακεδονίας και ιδίως στη Δυτική (π.χ. στην Κοζάνη, στη Σιάτιστα); Να ένα παράδειγμα από τη Δυτική Μακεδονία: «Ποιος ξέρει, πώς τσάλντιζε το κεφάλι της έρμης της μάνας μας και έβανε τις φωνές:- στάκουτε να βγουν οι καλικατζαραίοι!» (δηλαδή, ποιος ξέρει πώς βούιζε το κεφάλι της έρημης της μάνας μας και φώναζε: - σταθείτε να βγουν οι καλικάντζαροι!) Από τον Πλούταρχο και από τον Αρριανό πληροφορούμαστε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν επικοινωνούσε με τους διοικητές των μακεδονικών στρατιωτικών μονάδων, με τους αξιωματικούς και τους απλούς στρατιώτες του, χρησιμοποιούσε τη μακεδονική διάλεκτο για καθαρά ψυχολογικούς λόγους: «ανεβόα μακεδονιστί», «μακεδονιστί τῇ φωνῇ», «μακεδονίζειν», «μακεδονίζοντα τῇ φωνῇ». Τις διατυπώσεις αυτές έχουν θεωρήσει από τους αρχαίους ακόμη χρόνους οι αντίθετοι προς την ελληνικότητα των Μακεδόνων ως ενδεικτικές μιας γλώσσας διαφορετικής από την ελληνική. Και σήμερα ακόμη οι στημένοι και εθελοτυφλούντες κακοθελητές, παραχαράκτες και πλαστογράφοι της ελληνικής μακεδονικής ιστορίας αυτό το επίρρημα «μακεδονιστί» το παρεξηγούν. Ο Αλέξανδρος, σαν βασιλιάς και αρχιστράτηγος που ήταν, προσφωνούσε τα παλληκάρια του στο πεδίο της μάχης στη μητρική τους – μακεδονική – διάλεκτο, για να τα εμψυχώνει. και τα παραγγέλματα επίσης θα δίνονταν από τους διοικητές των μονάδων στα μακεδονικά. Το ίδιο γίνεται και σήμερα ακόμη. π.χ. οι Πόντιοι αξιωματικοί, όταν απευθύνονται σε Πόντιους στρατιώτες ή οι Πόντιοι βουλευτές, όταν απευθύνονται στις εκλογικές τους περιφέρειες σε Πόντιους κατοίκους επικοινωνούν στα ποντιακά: π.χ. «ταουτεφτέστεν» (τους ζυγούς λύσατε). Οι μη Πόντιοι δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Θα θεωρήσουμε λοιπόν τους Πόντιους σήμερα ως βάρβαρους (μη Έλληνες), γιατί δεν τους κατανοούμε; ή τους Κύπριους, τους Κρητικούς, τους Κερκυραίους ή τους... ; Πώς θα τους χαρακτηρίσουμε; Θα τους θέσουμε έξω από τον εθνικό κορμό; Θα μας βγάλουν τα μάτια, αν δε μας σκοτώσουν. και με το δίκαιό τους, γιατί, αν συνειδητά περιφρονήσεις και υποτιμήσεις την εθνικότητα και ταυτότητα κάποιου, είναι σαν να συντρίβεις την προσωπικότητά του. Οι διαφορές των τοπικών διαλέκτων της περιφέρειας, σε σύγκριση με τη γλώσσα του κέντρου, είναι πολύ αισθητές. Το ίδιο όμως συμβαίνει παντού και πάντοτε: όπως π.χ. μεταξύ Σικελίας και βόρειας Ιταλίας, νότιας Αγγλίας και Σκωτίας ή μεταξύ της Βαυαρίας και της βόρειας Γερμανίας κ.λ.π.. Κάθε περιοχή έχει ιδιαίτερη προφορά και πολλές δικές της λέξεις, που είναι μη κατανοητές σε άλλες περιοχές. Επίσης είναι γνωστό ότι όλες οι γλώσσες δίνουν λέξεις και παίρνουν ξένες λέξεις. π.χ. πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν δανεισθεί μεγάλο αριθμό λέξεων από το ελληνικό λεξιλόγιο, κυρίως στην επιστημονική ορολογία. Θα αμφισβητήσουμε λοιπόν την εθνικότητα των Ευρωπαίων που τις χρησιμοποιούν; Ατράνταχτη μαρτυρία για τη γλώσσα των Μακεδόνων έχουμε από τον Πλούταρχο. Αναφέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος στρατολόγησε 30.000 επίλεκτους νεαρούς Πέρσες και με βασιλικό διάταγμα διέταξε: «Γράμματα μανθάνειν Ἑλληνικά καί Μακεδονικοῖς ὅπλοις
ἐντρέφεσθαι» (γράμματα να μαθαίνουν Ελληνικά και να εκπαιδεύονται στα Μακεδονικά όπλα). Αν, λοιπόν, οι Μακεδόνες μιλούσαν άλλη γλώσσα ως μη Έλληνες, ασφαλώς ο Αλέξανδρος θα διέταζε να μάθουν τα Ασιατόπουλα τη μακεδονική γλώσσα και όχι τα Ελληνικά, γιατί μ΄ αυτή θα συνεννοούνταν και στην εκπαίδευση και στον πόλεμο. – Γλώσσα των Μακεδόνων είναι η Ελληνική. Όμως από τα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα άρχισε η διάδοση της αττικής διαλέκτου μεταξύ των Μακεδόνων ως μέσο γραπτής έκφρασης, κυρίως στη διοίκηση, στη διπλωματία και στην παιδεία. Παρά την έλλειψη μακεδονικών κειμένων γραμμένων στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα (μακεδονική διάλεκτο), ο χαρακτήρας της διαλέκτου αυτής διαγράφεται από κάποιες μαρτυρίες: από μερικές εκατοντάδες μακεδονικών λέξεων και από τις 10.000 ονομάτων Μακεδόνων, καθώς και από τις 5.000 περίπου ελληνικές επιγραφές που συνέλεξε το Κέντρο Ελληνικής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών σε ειδικό Μακεδονικό πρόγραμμα. Νέα αποστομωτική απάντηση. Έτσι φαίνεται ότι η μακεδονική δεν ήταν μία άλλη γλώσσα (βαρβαρική), αλλά μια διάλεκτος της ελληνικής, με βαριά / τραχιά προφορά. Ο ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ (384-322 π.Χ.), ο Αθηναίος πολιτικός ρήτορας, ο μεγαλύτερος της αρχαιότητας και ίσως της παγκόσμιας ιστορίας, σύγχρονος του Φιλίππου Β΄, έτρεφε άσπονδο πολιτικό μίσος γι΄ αυτόν. Ήταν ο κυριότερος στο Πανελλήνιο πολέμιος, πολιτικός αντίπαλός του. Εκφωνώντας λόγο πύρινο στην Εκκλησία του Δήμου, στην προσπάθειά του να πείσει τους συμπολίτες του να δραστηριοποιηθούν προς σχηματισμό αντιφιλιππικού συνασπισμού και αμυντικής συμμαχίας με άλλους Έλληνες, έφτασε στο σημείο να προτείνει ακόμη και την επιδίωξη της συνεργασίας του Μεγάλου Βασιλιά, της Περσίας, εναντίον του βασιλιά της Μακεδονίας, τον οποίο αποκάλεσε ληστή των Ελλήνων. Ληστής ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ!!! Απολαύστε τον – «το μεγάλο Έλληνα πατριώτη» - τον εθνικό μειοδότη: «... είναι καιρός να αποβάλετε τις ανόητες προκαταλήψεις, που σας ζημίωσαν πολλές φορές, ο "βάρβαρος" και “ο κοινός εχθρός όλων μας” και όλα τα ανάλογα. όταν βλέπω κάποιον να φοβάται εκείνον που κατοικεί στα ΣΟΥΣΑ ή στα ΕΚΒΑΤΑΝΑ και να ισχυρίζεται ότι έχει κακές διαθέσεις για την πόλη, ενώ και παλαιότερα συνετέλεσε στην ανόρθωσή της και τελευταία έδειξε την ίδια διάθεση... και από την άλλη μεριά να χρησιμοποιεί διαφορετική γλώσσα για τον ληστή των Ελλήνων, που επεκτείνει τη δύναμή του έξω από την πόρτα μας, στην καρδιά της Ελλάδας, εγώ τουλάχιστον αισθάνομαι έκπληξη και φοβούμαι αυτόν τον άνδρα, όποιος και να είναι, γιατί αυτός δε φοβάται το Φίλιππο». Και η Εκκλησία του Δήμου τις προτάσεις του αυτές τις δέχθηκε, το 342 π.Χ.. αλλά τόσο οι Αθηναίοι όσο και οι σύμμαχοί τους πλήρωσαν δυστυχώς ακριβά τις ανοησίες αυτές του Δημοσθένη στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.). Αποκαλούσε το Φίλιππο «βάρβαρο» (μη ελληνόγλωσσο)! Αγορεύοντας στο «ΚΛΕΙΝΟΝ ΑΣΤΥ» τον Γ΄ Ολυνθιακό λόγο του κατά του Φιλίππου, ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου της Αθήνας, είπε στους συμπολίτες του: «... Οὗτοι νῦν οὐ πολεμοῦσιν; Οὐκ ἐχθρός; Οὐκ ἔχων ἡμέτερα; Οὐ βάρβαρος; Οὐχ ὅ,τι ἄν εἴποι τις;» (δηλαδή, ... Αυτοί τώρα – οι Μακεδόνες – δεν μας πολεμούν; Δεν – είναι ο Φίλιππος – εχθρός μας; Δεν – είναι αυτός – που κατέχει δικά μας εδάφη; Δεν – είναι – βάρβαρος; Οι χειρότεροι χαρακτηρισμοί δεν του αρμόζουν;). Μιλώντας, ο Δημοσθένης, περιφρονητικά για το πρόσωπο του Φιλίππου έλεγε ότι η χώρα του δεν μπορούσε καν να παράσχει ευπρεπείς δούλους, για να τους προσλάβουν οι Έλληνες. Μωρέ μίσος! Αμετροέπεια! Εξαίρεση λοιπόν στο αποδεικτικό οπλοστάσιο της ελληνικότητας της Μακεδονίας αποτελούν κάποια κείμενα (ατυχείς εκφράσεις) του Αθηναίου ρήτορα και κάποιων ομοϊδεατών του. Οι Μακεδόνες φαίνονταν «βάρβαροι» στα μάτια κάποιων άλλων Ελλήνων παρατηρητών, εξαιτίας των καθυστερημένων θεσμών τους (π.χ. της κληρονομικής μοναρχίας) και της τραχύτητας της προφοράς τους και του χαρακτήρα τους. Οι ρητορικές αποστροφές του Δημοσθένη είναι αναξιόπιστες. Αυτός έχοντας στενή αντίληψη της έννοιας «πατρίδα» και σοβινιστικές και ρατσιστικές τάσεις –όπως θα λέγαμε σήμερα – παρακινούσε τους Αθηναίους πολίτες σε αντίσταση ενάντια στο Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο, που τον χαρακτήριζε ως βάρβαρο. Η πολιτική, αφενός, εμπάθειά του προς τους «Μακεδονίζοντες» πολιτικούς αντιπάλους του, οι οποίοι εμπνέονταν
από πανελλήνια αισθήματα, όπως π.χ. ο συμπατριώτης του Ισοκράτης, και ήθελαν το Φίλιππο ρυθμιστή των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων και αρχιστράτηγο των Ελλήνων εναντίον των βαρβάρων Περσών, και οι ρητορικές, αφετέρου, καταγγελίες του στο Δήμο και στη Βουλή της Αθήνας για δήθεν «βαρβαρότητα» αυτού ίσως δικαιολογούνταν λόγω της πολιτικής σκοπιμότητας και της βιαιότητας του χαρακτήρα του. Στο μεγάλο θυμό του ο Δημοσθένης μίλησε, όπως κάνουν όλοι και σήμερα ακόμη, που βρίζουν κάποιον ή κάποιους με πολλά «κοσμητικά επίθετα» και ιδίως όταν πολιτικολογούν. Πρέπει όλοι οι Έλληνες και οι ξένοι (φιλέλληνες, ανθέλληνες και μισέλληνες) να προσέξουν και να πιστέψουν ότι οι απρεπείς και οι βαρείς εκείνοι χαρακτηρισμοί του «μεγάλου» εκείνου Αθηναίου πολιτικού ρήτορα, Δημοσθένη, κατά του Φιλίππου, του βασιλιά της Μακεδονίας, «ληστής των Ελλήνων», «παλιάνθρωπος», «βάρβαρος» κ.λ.π. ήταν ατυχείς εκφράσεις – σχήματα λόγου – σε ώρα ψυχικού έντονου αναβρασμού λόγω έξαρσης των πολιτικών παθών ενώπιον του λαού. Μεγάλο πολιτικό ατόπημα! Εθνικό ολίσθημα! Πάντως διαφαίνεται ότι δεν το έκανε συνειδητά. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το ότι ο ίδιος ο Δημοσθένης σε άλλο λόγο του νωρίτερα (Ολυνθιακός Β΄) επαινεί το βασίλειο των Μακεδόνων για τις καλές του υπηρεσίες προς την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Εξάλλου είχε ευκαιρίες ο ίδιος να γνωρίσει από κοντά το περιβάλλον του Φιλίππου. κι αν οι Μακεδόνες δε μιλούσαν ελληνικά, σίγουρα θα αντιμετώπιζαν τις επικρίσεις του. Αντίθετα μάλιστα λέγεται ότι, όταν επισκέφθηκε δύο φορές τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σαν Πρεσβευτής της Αθήνας, τόσο πολύ θαμπώθηκε από τον πλούτο και το μεγαλείο των ανακτόρων του Φιλίππου στην πρωτεύουσά του ΠΕΛΛΑ, ώστε διέκοψε την ομιλία του δύο φορές και τελικά με συγκατάβαση του ίδιου του βασιλιά την ολοκλήρωσε. Ο Δημοσθένης εξάλλου ουδέποτε θα τολμούσε να κατηγορήσει ο ίδιος συνειδητά οποιονδήποτε ως βάρβαρο (μη Έλληνα), γιατί η ίδια κατηγορία – για βαρβαρική καταγωγή – καταλογιζόταν και στον ίδιο. Ο ΑΙΣΧΙΝΗΣ (4ος π.Χ. αιώνας), σύγχρονος του Φιλίππου, ιδεολογικά / πολιτικά αντίπαλος του Δημοσθένη, τον καταγγέλλει στην Εκκλησία του Δήμου –εκφωνώντας το λόγο του κατά του Κτησιφώντα – και λέγει: «... ἐξ ἧς ὁ συκοφάντης – Δημοσθένης – γεγένηται... τά δ΄ ἀπό τῆς μητρός Σκύθης, βάρβαρος, ἑλληνίζων τῇ φωνῇ ...» (δηλαδή, από αυτήν έχει γεννηθεί – αυτός ο συκοφάντης... και από τη μητέρα του είναι Σκύθης, βάρβαρος δηλαδή με ελληνική προφορά). Άλλος ιδεολογικά αντίπαλος στην αντιμακεδονική πολιτική του Δημοσθένη ήταν ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης, που ήταν οπαδός της φιλομακεδονικής πολιτικής παράταξης. Με την ελευθερία λόγου, που τους εξασφάλιζε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας και η ιδιότητά τους ως πολιτικοί ρήτορες, ήταν φυσικό να παρασυρθούν σε φραστικές υπερβολές, ακρότητες και απρέπειες. Αυτός δε δίστασε να χαρακτηρίσει το Δημοσθένη και τους οπαδούς του ως «μαινομένους δημαγωγούς» σε επιστολή που έγραψε προς το Φίλιππο. Παραταύτα ο Φίλιππος ήταν απυρόβλητος και αδιάβλητος από τα πυρά του Δημοσθένη και των Αθηναίων πατρώνων της Δημοκρατίας και θα εξέλθει άτρωτος από τις πολιτικές διαμάχες και τις πολεμικές συγκρούσεις με τους Έλληνες της Νότιας Ελλάδας. Η μαχητικότητα και η αποφασιστικότητά του σε συνδυασμό και με την ελληνικότητά του υπερίσχυσαν στη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.). απέναντι στην αδιαλλαξία του Δημοσθένη και των ομοϊδεατών του και απέναντι στο πολίτευμα της πόλης της Παλλάδας Αθηνάς έδειξε επιείκεια και αξιοπρεπή, ελληνοπρεπή συμπεριφορά και όχι βάρβαρη. Η διπλωματία του θριάμβευσε στο Συνέδριο της Κορίνθου. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ήταν απόλυτα ικανός να συζητάει σε κοινά ελληνικά. στο Κοινό των Θεσσαλών εκλέχθηκε ταγός / άρχοντας, στο κοινό των Ελλήνων της Συμμαχίας Κορίνθου εκλέχθηκε ηγεμόνας και στο Αμφικτυονικό Συνέδριο εκλέχθηκε πρόεδρος. Αν ο Φίλιππος δεν ήταν Έλληνας, θα του ανέθεταν οι σύνεδροι και οι σύμμαχοι τέτοιους ηγετικούς πανελλήνιους ρόλους; Θα διάβαζε ελληνική
λογοτεχνία, μολονότι η τοπική διάλεκτος, η μακεδονική, ήταν διανθισμένη με αρκετούς μη ελληνικούς (ιδιαίτερα ιλλυρικούς) γλωσσικούς τύπους; Η απάντηση είναι ότι τελικά τον πίστεψαν ως ΕΛΛΗΝΑ και άξιο ηγέτη, ο οποίος μάλιστα ενστερνιζόταν με ενθουσιασμό τον υψηλό κλασικό πολιτισμό, που είχε αναπτυχθεί στην ΑΘΗΝΑ κυρίως, στο ΠΡΥΤΑΝΕΙΟ της ΣΟΦΙΑΣ, όπως έλεγε ο Πλάτων. Και, όπως έδειξε η τελική έκβαση των πραγμάτων, ήταν απόλυτα ανακριβή τα όσα διέδιδε η αντιφιλιππική προπαγάνδα της αντιμακεδονικής παράταξης των πολιτών. Τον πολιτικά εμπαθή Δημοσθένη θα τον διαψεύσει ο γιος του Φιλίππου, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος θα συνεχίσει το έργο του πατέρα του εφαρμόζοντας την ενωτική πολιτική του και θα κατακτήσει την Ανατολή. όμως δε θα την εκβαρβαρώσει, αλλά θα την εξελληνίσει. Πρέπει επίσης να παρατηρήσουμε ότι όλες οι κατηγορίες για «βαρβαρισμό των Μακεδόνων» δεν προέρχονται από φιλοσόφους, ποιητές, ιστορικούς ή άλλους συγγραφείς της αρχαιότητας, αλλά μόνο από κάποιους εμπαθείς δημαγωγούς πολιτικούς ρήτορες και μάλιστα μόνο Αθηναίους. Και πράγματι αυτό το έκαναν από ζηλοφθονία. Η μεγάλη μετατόπιση του κέντρου του Ελληνισμού από το νότο στο βορρά, που άρχισε με την εμφάνιση του Φιλίππου στο προσκήνιο της Ελληνικής Ιστορίας, οι νίκες αυτού και η παρακμή των άλλων ελληνικών πόλεων – κρατών δημιούργησαν ένα ψυχολογικό κλίμα ζήλειας και δυσφορίας κατά του Φιλίππου. Γιατί το πολιτιστικό άγγιγμα της Νότιας Ελλάδας προκάλεσε και το πολιτικό άνοιγμα της Μακεδονίας από τη Βόρεια στη Νότια Ελλάδα, γεγονός σπουδαίο μεν για τη Μακεδονική μοναρχία, μείωνε όμως το γόητρο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και έβλαπτε την οικονομία της και πιο συγκεκριμένα τα οικονομικά συμφέροντα της άρχουσας / αστικής τάξης της Αθήνας στη Βόρεια Ελλάδα. Με την απαξιωτική αντιμακεδονική προπαγάνδα της αρχαιότητας βαδίζει παράλληλα, δυστυχώς, και η σύγχρονη προπαγάνδα, η οποία φιλοξενείται και αναπαράγεται στις εκδόσεις μεγάλων Αμερικανικών και Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων και εκδοτικών οίκων. Έχουν εισχωρήσει απόψεις που υπηρετούν την πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας. Στόχος τους είναι να δημιουργηθεί αμφισβήτηση για τον ελληνικό χαρακτήρα της αρχαίας Μακεδονίας. Ένα άρθρο π.χ. με τον τίτλο «The language of Macedonians», που δημοσιεύθηκε στο κεφάλαιο IV της αγγλικής έκδοσης «The Cambridge Ancient History III, I» του 1982 περιέχει αιχμές. Συγκεκριμένα αναφέρεται : «Οι Έλληνες του 5ου π.Χ. αιώνα αναγνώρισαν τους Μακεδόνες σαν ένα έθνος με καθορισμένη ταυτότητα και γενικά εμφανίζονται να τους θεωρούν σαν βάρβαρους» και γίνεται παραπομπή στο ιστορικό σύγγραμμα του Αθηναίου μεγάλου ιστορικού ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν είναι αληθής, γιατί από το κείμενο (ΙV, 124, 1) εξάγεται ακριβώς το αντίθετο συμπέρασμα, αφού γίνεται εκεί αντιδιαστολή των βαρβάρων από τους Μακεδόνες και Χαλκιδείς. Γράφει ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός: «Ξὺμπαν δὲ τὸ ὁπλιτικὸν τῶν Ἑλλήνων τρισχίλιοι μάλιστα, ἱππῆς δ΄ οἱ πὰντες ἠκολούθουν Μακεδόνων ξύν Χαλκιδεῦσιν ὀλίγου ἐς χιλίους, καί ἄλλος ὅμιλος τῶν βαρβάρων πολύς» (δηλαδή, οι Έλληνες οπλίτες ήταν όλοι μαζί περίπου τρεις χιλιάδες και ακολουθούσαν αυτούς όλοι οι ιππείς των Μακεδόνων περίπου χίλιοι μαζί με τους Χαλκιδείς, και άλλο πλήθος μεγάλο από τους βαρβάρους). Στην προκειμένη περίπτωση μας ξενίζει η ερμηνεία, την οποία δίνει η Ιστορία του Cambridge και όπου αποσιωπάται εσκεμμένα το ότι μαζί με τους Μακεδόνες ήταν και Χαλκιδείς, για να εξάγεται αυθαίρετο συμπέρασμα μόνο για τους Μακεδόνες. Όμως δεν ήταν λογικό, ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ένα πνεύμα παγκόσμιας ακτινοβολίας και αναγνώρισης, να θεωρούσε βάρβαρους τους Μακεδόνες και Θράκες, όταν ο ίδιος φαίνεται να είχε θρακική καταγωγή από τον πατέρα του. Το όνομα του πατέρα του, Όλορος, είναι το ίδιο με το όνομα του βασιλιά της Θράκης Ολόρου, του οποίου την κόρη νυμφεύτηκε ο Μιλτιάδης, ο νικητής του Μαραθώνα, και γεννήθηκε ο Κίμων, ο διώκτης των βαρβάρων Περσών, ο οποίος «καὶ νεκρὸς ἐνίκα». Το όνομα «Όλορος» δεν ήταν γνωστό στην Αττική. Επιπλέον είναι γνωστό ότι ο Θουκυδίδης έζησε εξόριστος από την πόλη του στην περιοχή του Παγγαίου όρους, όπου είχε κτήματα και ήταν ιδιοκτήτης μεταλλείων χρυσού (Θουκυδίδης IV, 104, 4 και 105, 1).
Το δημοσίευμα του Cambridge αναφέρεται και σ΄ ένα άλλο θέμα, που χρησιμοποιείται επίσης από τους πλαστογράφους της ιστορίας της Μακεδονίας: ισχυρίζονται ότι δεν είναι γνωστή καμία επιγραφή (αναφέρεται στο άρθρο), που να έχει γραφεί στην ελληνική γλώσσα πριν από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Οι Μακεδόνες όμως μιλούσαν και έγραφαν ανέκαθεν ελληνικά. Αυτό φαίνεται και αποδεικνύεται αδιάψευστα από τα νομίσματα των βασιλιάδων του 5ου π.Χ. αιώνα, που αποτελούν μινιατούρες ενεπίγραφες. τα ονόματα των βασιλιάδων της Μακεδονίας, που τα έκοψαν, είναι χαραγμένα στα ελληνικά: π.χ. «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ», «ΑΡΧΕΛΑΟΥ». Και αυτά είναι σαν εγχάρακτες σφραγίδες αυτών, που θα αποδεικνύουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ήταν ΕΛΛΗΝΙΚΗ από τους αρχαιότατους χρόνους. Με τα νομίσματα οι βασιλιάδες επικοινωνιακά απευθύνονται προς τους υπηκόους τους και τους βοηθούν μ΄ αυτά στις συναλλαγές τους, όπως εξάλλου το ίδιο συμβαίνει με τα νομίσματα όλες τις εποχές σ΄ όλο τον κόσμο. Αλλά υπάρχουν και άλλες επιγραφές εκτός από τα νομίσματα. Ένα μικρό δείγμα επιγραφής είναι το χρυσό δακτυλίδι, που βρέθηκε ανάμεσα στα κτερίσματα τάφου στη ΣΙΝΔΟ (περίχωρο της Θεσσαλονίκης), με τη λέξη «ΔΩΡΟΝ» - χρονολογείται στα 480 π.Χ.. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα και μετά κατακλύζεται ο τότε γνωστός κόσμος με τα ελληνικά νομίσματα, όπως και με τα ελληνικά γράμματα. αυτό οφείλεται στους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ και ήταν αποτέλεσμα προεργασίας αιώνων. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ στρατιώτες του εκστρατευτικού σώματος του Αλεξάνδρου, φυσικά, δεν ήταν ούτε άφωνοι ούτε άγλωσσοι. Η εξελλήνιση της ΑΝΑΤΟΛΗΣ είναι έργο όχι μόνο της ηγεσίας, αλλά και των απλών στρατιωτών, από τους οποίους πολλοί εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί. Και γεννιούνται άμεσα τα εξής πολύ εύλογα ερωτήματα: Αν δε μιλούσαν ελληνικά οι Μακεδόνες, πώς διέδωσαν τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό στην πολυεθνική βάρβαρη Ανατολή; Αν δεν ήταν οι Μακεδόνες ελληνόγλωσσοι, επομένως βάρβαροι, ποια τέλος πάντων γλώσσα μιλούσαν; Δε θα έπρεπε να βρεθεί, έστω και ένα μόνο σημάδι της δικής τους γλώσσας; Πώς είναι δυνατό η γλώσσα τους να εξαφανίσθηκε τόσο ξαφνικά και ριζικά, ώστε να μη διασώθηκε ούτε ένα κείμενο ούτε μία επιγραφή; Αλήθεια, αν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ αποτελούσαν άλλη εθνότητα, μολονότι ήταν πολύ υπερήφανοι για την καταγωγή τους, γιατί δεν επέβαλαν τη δική τους γλώσσα; Στην απέραντη αυτοκρατορία του ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος και στα ελληνιστικά βασίλεια οι Μακεδόνες διάδοχοί του έκτισαν πολλές ελληνικές πόλεις, στις βιβλιοθήκες των οποίων αποθησαυρίσθηκαν πολλές χιλιάδες τόμων συγγραμμάτων μόνο Ελλήνων συγγραφέων: π.χ. η μεγάλη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας φιλοξενούσε 700.000 τόμους, της Περγάμου 200.000 τόμους. Επί του θέματος τί γλώσσα μιλούσαν οι αρχαίοι Μακεδόνες, βαρύνουσα σημασία έχει η γνώμη του πατέρα της Ιστορίας, του Ηροδότου, που δηλώνει: «Τό δέ Ἑλληνικόν ἔθνος γλώσσῃ μέν, ἐπείτε ἐγένετο, αἰεί κοτέ αὐτῇ διαχρᾶται, ὡς ἐμοί καταφαίνεται εἶναι » (δηλαδή, το Ελληνικό έθνος χρησιμοποιεί πάντοτε από τότε που υπάρχει σ΄ όλη την Ελλάδα – επομένως και στη Μακεδονία – την ίδια γλώσσα, αυτή είναι η αλήθεια). Χιλιάδες νομίσματα μακεδονικά, της προαλεξανδρινής και της μετααλεξανδρινής εποχής, φέρουν επιγραφές με τα ονόματα των βασιλιάδων ελληνικά, όπως προαναφέρθηκε. Χιλιάδες επίσης επιγραφές ελληνικές, που προέρχονται από τον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, διασώζουν ονόματα χιλιάδων Μακεδόνων. οι περισσότερες απ΄ αυτές τις επιγραφές, που είναι κυρίως επιτύμβιες στήλες, ανήκουν σε άτομα μέσων κοινωνικών τάξεων και πλουτίζουν συνεχώς το μακεδονικό ανθρωπωνυμικό υλικό. Στα τέλη του προπερασμένου αιώνα (1892) εκδόθηκε από τον Έλληνα εκπαιδευτικό / σχολάρχη και ιστοριοδίφη συγγραφέα Δήμιτσα Μαργαρίτη, που καταγόταν από τη Βόρεια Μακεδονία (από την Αχρίδα – σήμερα ανήκει στο κράτος των Σκοπίων), όπως έχει προαναφερθεί, ένα βιβλίο του με το χαρακτηριστικό τίτλο «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ἐν λίθοις φθεγγομὲνοις καί μνημείοις σωζομένοις». Την απάντηση στους διαστρεβλωτές της ιστορίας της Μακεδονίας μας δίνουν οι ίδιες οι πέτρες, δηλαδή τα ενεπίγραφα μάρμαρα που ευτυχώς για τους πλαστογράφους δεν οργίζονται (αλλιώς θα έπεφταν στα ξεροκέφαλά τους), απλώς φθέγγονται (μιλούν). Αυτός λοιπόν ο άξιος Έλληνας και «μεγάλος δάσκαλος του γένους» των νεότερων χρόνων συνέλεξε και μελέτησε περίπου 1.600 επιγραφές και τις δημοσίευσε σε 2 τόμους. απ΄ αυτές 1.410 είναι ελληνικές, οι υπόλοιπες είναι λατινικές και ούτε -1- σε άλλη γλώσσα και καλύπτουν χρονικά μια μεγάλη περίοδο από τον 6 π.Χ. αιώνα μέχρι το 18ο αιώνα. Στο αμερικάνικο περιοδικό
«The Ancient World» του Σικάγου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1981) αναφέρεται ότι από την εποχή του Δήμιτσα πρέπει να έχουν τριπλασιασθεί οι μακεδονικές επιγραφές. Σήμερα, όπως έχει προαναφερθεί, φτάνουν περίπου τις 5.000 οι γνωστές αρχαίες ελληνικές επιγραφές, που προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο της Αρχαίας Μακεδονίας, ύστερα από τις συστηματικές ανασκαφές που έγιναν και άλλες που συνεχίζονται. Ενώ παράλληλα έχουν καταχωρισθεί και αποθησαυρισθεί στο αρχείο ιστορίας του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών 10.000 ονόματα Μακεδόνων. Είναι σαν να βγαίνουν από τους τάφους τους οι πρόγονοί μας Μακεδόνες, για να καταθέσουν τη μαρτυρία τους για την ελληνικότητά τους στο αδέκαστο δικαστήριο της Παγκόσμιας Ιστορίας και να φράξουν τα βέβηλα στόματα των παραχαρακτών και πλαστογράφων της ελληνικής ιστορίας για τη μεγάλη αδικία που τους γίνεται με την άρνηση της καταγωγής τους. Τα περισσότερα επίσης ονόματα και επίθετα θεών και ηρώων, που λατρεύουν οι Μακεδόνες, είναι ελληνικά, καθώς και όλα τα ονόματα των εορτών είναι ελληνικά, ενώ τα ονόματα των μηνών του μακεδονικού ημερολογίου έχουν ελληνική κατάληξη. Τέλος στο σύνολό τους σχεδόν – σε ποσοστό 95% - τα εθνικά ονόματα, τα τοπωνύμια και τα ονόματα ανθρώπων είναι ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Ενδεικτικά ακολουθεί κατάλογος ονομάτων:
ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ Αγαθοκλής (αγαθός + κλέος = δόξα) Αγάθων (αγαθός) Αγήνωρ (άγω + ανήρ) Άδυμος Αέροπος (αήρ + οψ = φωνή ) Ακύλας Αλέξανδρος (αλέξω = αποκρούω + ανήρ) Αλεξίμαχος (αλέξω + μάχομαι) Αλκέτας (αλκή = παλληκαριά) Αλκίδημος (αλκή + δήμος = λαός) Άλκιμος (= παλληκαράς) Αμερίας Αμύντας (αμύνω = αποκρούω) Αμύντωρ (αμύνω = αποκρούω) Αναξίδοτος (άναξ = βασιλιάς + δίδω) Ανδροκλής (ανήρ + κλέος = δόξα) Ανδρομένης (ανήρ + μένος = οργή) Ανδρόνικος (ανήρ + νίκη) Ανθεσία Αντιγένης (αντί + γένος) Αντιγόνη-Αντίγονος (αντί + γόνος) Αντίοχος (αντί + έχω) Αντίπατρος (αντί + πατήρ) Απολλόδωρος (Απόλλων + δώρον) Απολλοφάνης (Απόλλων + φαίνομαι) Αρέτης, Αρέτας Άρητος Αριστόβουλος (άριστος + βούλομαι = θέλω) Αριστοτέλης (άριστος + τέλος = σκοπός) Αριστοτίμα (άριστη + τιμή) Άρπαλος Αρραβέος Αρριδαίος Αρσινόη Αρύββας Αρχέλαος (άρχω + λαός) Αρχίας Άσανδρος (; + ανήρ) Ασκληπιόδωρος (Ασκληπιός + δώρον) Άτταλος Βάλακρος Βασιλικός *Βεριννώ Βερενίκη / Φερενίκη (φέρω + νίκη) Βουκεφάλας (βους + κεφαλή) Γνώσις Γονατάς Γοργίας Δαμασίας Δημήτριος (Δημήτηρ = Δήμητρα / θεά) Δημόκριτος (δήμος + κρίνω) Δίμνος
ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ Αιανή αι Αιγαί (αίξ = κατσίκα) Αλεξανδρούπολις, Αλεξάνδρεια Αλιάκμων Αλμωπία Αμφίπολις Αντιγόνεια Αξιός Απολλωνία Άργος Αρσινόειον Βέρμιον Βέροια Βισαλτία Βοττιαία η Γάζωρος Δίον Έδεσσα Ελιμεία ή Ελιμιώτις Εορδαία Ερίγων (ποταμός) Ευρώπη η Ευρωπός Εχέδωρος (ποταμός) Ηράκλεια Θέρμη Θερμαϊκός Θεσσαλονίκη ή Θεσσαλονίκεια Κασσανδρεία Κέλετρον Κρηστωνία Λαοδικεία Λητή Ληταία Λουδίας Λυγκηστίς η Λυχνιδός ή Λυχνίτις ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Μίεζα Μυγδονία Νεάπολις Νέστος Όλυμπος η Όλυνθος Ορεστίς Παγγαίον Παιονία Πελαγονία ΠΕΛΛΑ Πιερία Πίνδος Πτολεμαΐς Πύδνα Σέρραι
Δρύκαλος (δρυς + καλός) Δρωπίδης Δώσων Έκτωρ Επιφανής Ερμόδωρος (Ερμής + δώρον) Ερμόλαος (Ερμής + λαός) Ετησίας Εύανδρος (ευ + ανήρ) Ευεργέτης Ευρυδίκη (ευρύς + δίκη) Ευρυνόη (ευρύς + νους) Ευρώπη (ευρύς + οψ =μάτια) Ευφάνης Ηγέλοχος Ηγησίδημος (ηγούμαι = οδηγώ + δήμος) Ηρακλείδης Ηραμένης Ηφαιστίων Θεαγένης (θεός + γένος) Θεόδωρος (θεός + δώρον) Θεότιμος (θεός + τιμή) Θεσσαλονίκη (; θεσσαλών + νίκη) Θηραμένης (θήρα = κυνήγι + μένος = μανία) Ιόλας Ιπποστράτης ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ Κάλλας Καλλικλής (καλός / καλλίων + κλέος) Καλλισθένης (καλός/καλλίων+σθένος=δύναμη) Καλός Κάρανος Κάσσανδρος (; + ανήρ) Κεβαλίνος Κεραυνός Κερδίμμας Κλέανδρος Κλέαρχος Κλείτος Κλεοπάτρα (κλέος + πατήρ) Κλεώνυμος (κλέος + όνομα) Κοίνος Κρατερός Κρατεύας Κρίτων Λάγος Λάμπος (λάμπω) Λανίκη Λαοδίκη Λαομέδων (λαός + μέδω = κυβερνώ) Λεοννάτος Λυσίμαχος (λύω + μάχη) Λύσων
Σίνδος τα Στάγειρα Στόβοι Στρατονίκεια Στρυμών η Στύβερρα Φίλιπποι Φιλιππούπολις Χαλάστρα Χαλκιδική
ΕΘΝΙΚΑ Αμφιπολίτης οι Αργεάδαι (από το Άργος της Πελοποννήσου κατάγονται οι βασιλιάδες της πρώτης δυναστείας) Αργεσταίοι (οι κάτοικοι του Άργους της Μακεδονίας) Βεροιεύς, Βεροιαίος (από τη Βέροια) οι Διέσται (από το Δίον) οι Ελιμιώται (από την Ελιμεία) Εορδαίοι (από την Εορδαία) Θεσσαλονικείς, (-εύς) Κρηστωναίοι (από την Κρηστωνία) οι Λυγκησταί (από τη Λυγκηστίδα) Μακεδόνες –Μακεδονίς Μύγδονες (από τη Μυγδονία) οι Ορέσται (από την Ορεστίδα) Πελλαίος (από την Πέλλα) Πυδναίος (από την Πύδνα) Τυμφαίοι (οι κάτοικοι από την επαρχία Τυμφαία) Φιλιππήσιος
Μάζαρος Μακαρτάτος Μαρσύας Μαχάτας Μελέαγρος (; + αγρός) Μενέλαος (; + λαός) Μενεσθεύς Μένης Μένων (μένω) Νειλόξενος (; + ξένος) Νεοπτόλεμος Νικάνωρ (νικώ + ανήρ) Νικάτωρ (νικώ + ; ήτορ = καρδιά) Νικίας (νικώ) Νικόλαος (νικώ + λαός) Νικόμαχος (νικώ + μάχομαι) Ξενοκράτης (ξένος + κράτος) ΑΝΘΡΩΠΩΝΥΜΙΑ Ολυμπιάς Ορέστης Ορόντης Πανταλέων Παντόρδανος Παρμενίων Πατερίνος Παυσανίας Πείθων (πείθω;) Περδίκκας Περοίδας Περσεύς (πέρθω = εκπορθώ) Πευκέστας (πεύκη) Πευκόλαος (πεύκη + λαός) Πιερίων Πολεμοκράτης (πόλεμος + κράτος) Πολέμων (πόλεμος) Πολύαινος (πολύς + αίνος = εγκώμιο) Πολυδάμας Πολυσπέρχων Πτολεμαίος Πτολεμαΐς Πύθων Σάθων Σέλευκος Σιμμίας Στράτις Στρατονίκη (στρατός + νίκη) Σωκράτης Σώπατρος Σώπολις (σώζω + πόλις) Σωσθένης Σωσίας (σώζω) Σωσώ
ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ βασιλικός βασίλισσα Η κατάληξη –στας ή –τας (αρσενικά) και η κατάληξη -ισσα (θηλυκά) μαρτυρούνται ως γνήσιες μακεδονικές (ή δωρικές). δώρον (περιοχή Σίνδου) εταίρος ήρως καυσίας = καπέλο Μακεδόνισσα (από τη Μακεδονία) οικόπεδον πεζέταιροι σάρισσα συνθήκη ΦΡΑΣΕΙΣ – ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ «ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ». «ΗΡΑΚΛΗ ΠΑΤΡΩΩ». «ΠΑΡ ΗΡΕΑΣ ΑΡΓΕΙΑΣ ΕΜΙ ΤΟΝ ΑΕΘΛΟΝ». «ΕΥΑΝΔΡΟΣ ΕΥΑΝΔΡΟΥ ΒΕΡΟΙΑΙΟΣ ΕΠΟΙΕΙ».
Σωτήρ Τυρίμμας Υπερβερέτας Υπολυμπιδία Φίλα Φιλάδελφος Φίλιππος (φίλος + ίππος) / Βίλιππος: Φιλομήτωρ: Το (Φ) το βρίσκουμε στην αρχή κυρίων ονομάτων και ως (Β). Φιλοπάτωρ Φίλων Φιλώτας Φόρβας Χαιρίων Ψευδάνωρ (ψεύδος + ανήρ)
Πρόσφατα βρέθηκε κοντά στο Ζαγκλιβέρι (Νομός Θεσσαλονίκης) κατά τη διενέργεια ανασκαφών η παρακάτω ακέραια ελληνική επιγραφή με μεγάλα επιμελημένα γράμματα: «ΕΤΟΥΣ Κ ΚΑΙ Ρ ΑΡΡΙΔΑΙΟΣ ΚΑΙ ΚΟΤΥΣ ΟΙ ΣΩ-. ΠΑΤΡΟΥ ΚΑΙ ΣΩΠΑΤΡΟΣ ΚΟΤΥΟΣ ΤΗΝ ΕΞΕΔΡΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΤΟΑΝ ΤΗΙ ΠΟΛΕΙ ΕΠΙ ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΚΑΙΣΑΡΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΑΡΡΙΔΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΩΠΑΤΡΟΥ» (χρονολογείται στα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.). Αυτά τα στοιχεία, νομίζω, είναι αρκετά πειστικά για τη μακεδονική γλώσσα / λαλιά και αποδεικνύουν με βεβαιότητα την ελληνικότητα των Μακεδόνων και την ιστορική συνέχεια της Μακεδονίας. Κάτι όμως πιο σημαντικό ακόμη είναι η γλώσσα του μύθου που αποδεικνύει την προέλευση και την ελληνικότητα της Μακεδονικής Δυναστείας. Κλείνοντας, τέλος, την ενότητα αυτή για τη μακεδονική γλώσσα και για την αισχρή εκστρατεία κατά της Ελλάδας, την οποία δημιούργησαν κάποια κέντρα ανθελληνικής προπαγάνδας του εξωτερικού, φωνάζω από τα βάθη της ψυχής μου: [Μη βεβηλώνετε, βέβηλοι παραχαράκτες και πλαστογράφοι, την ιστορία της Ελληνικής Μακεδονίας. αυτό αποτελεί παρέκβαση, συνειδητή παρεκτροπή από την ιστορική πραγματικότητα και πλάνη οικτρή και ασυγχώρητη. Σας καταδικάζει ο ΧΡΟΝΟΣ στο Δικαστήριο της Παγκόσμιας Ιστορίας και σας διαψεύδει, όπως διέψευσε στην αρχαιότητα και το Δημοσθένη, τις πολιτικές θέσεις του οποίου εσείς παρερμηνεύετε σήμερα εσκεμμένα, για να προκαλέσετε σύγχυση]. Άλλο λοιπόν γλώσσα και άλλο προφορά.-
Α΄ε. ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΤΙΒΑΣΙΛΙΑΣ. Ας στρέψουμε όμως τώρα όλα τα φώτα των προβολέων της ιστορίας στο μεγάλο ΕΛΛΗΝΑ στρατηλάτη, στον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ το ΜΑΚΕΔΟΝΑ, τον ενδοξότερο βασιλιά όλων των αιώνων, να φωτίσουμε την προσωπικότητά του την πολυδιάστατη και ανυπέρβλητη. Θα ξεκινήσουμε ιχνογραφώντας την πολυδοξασμένη – σύντομη δυστυχώς - πορεία της ζωής του, από τη γέννησή του στην ΠΕΛΛΑ της Μακεδονίας το καλοκαίρι του έτους 336 π.Χ. ως το θάνατό του στη ΒΑΒΥΛΩΝΑ της Μεσοποταμίας (ΙΡΑΚ) το καλοκαίρι του 323 π.Χ.. Ως τα 14 χρόνια του έλαβε αγωγή και εκπαίδευση μέσα στο ανάκτορο. δυο γυναίκες του ανακτόρου τον καθοδηγούν και αυτός τις θαυμάζει και τις αγαπά υπερβολικά, όπως το ίδιο και αυτές. Επηρέασαν και σφράγισαν το χαρακτήρα του διαδόχου του μακεδονικού θρόνου. Μία είναι η γιαγιά του ΕΥΡΥΔΙΚΗ, η βασίλισσα χήρα του ΑΜΥΝΤΑ, η μητέρα του ΦΙΛΙΠΠΟΥ, και η άλλη είναι η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ, η δική του μητέρα, η βασίλισσα της Μακεδονίας και πριγκίπισσα της Ηπείρου. Τη βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας συμπληρώνει η πριγκίπισσα Κλεοπάτρα, αμφιθαλής αδελφή του Αλεξάνδρου, λίγα χρόνια μικρότερή του. Είχε επίσης και ετεροθαλή αδέλφια – από άλλες συζύγους του Φιλίππου – τον Αρριδαίο / Φίλιππο, με διανοητικά όμως προβλήματα, και την όμορφη Θεσσαλονίκη. αλλά φαίνεται ότι δεν έμεναν μαζί του στα ανάκτορα. Πρώτος προσωπικός δάσκαλος του Αλεξάνδρου ήταν ένας Έλληνας Ηπειρώτης, που λεγόταν ΛΕΩΝΙΔΑΣ, συγγενής της Ολυμπιάδας. αυτός είχε αναλάβει τη γενική ευθύνη για την αγωγή του. Η μητέρα του επιβάλλει τη θέλησή της. Αλλά ο Λεωνίδας δε συμμορφώθηκε με το δικό της πνεύμα και τα δικά της ήθη. Η μόρφωσή του δεν ήταν πλούσια, αλλά είχε αυστηρό ήθος – γράφει ο Πλούταρχος. Ο μικρός Αλέξανδρος φοβόταν τη ματιά του, που τον πρόσεχε και τον παρακολουθούσε παντού, ακόμη και όταν κοιμόταν. Η παιδαγωγική μέθοδος του Λεωνίδα στηριζόταν στη σκληραγωγία. το βασιλόπουλο έπρεπε να διδαχθεί την ολιγάρκεια, την αποχή και από τις παιδικές ακόμη χαρές. Παραταύτα ο Αλέξανδρος το δάσκαλό του τον σεβόταν και τον αγαπούσε πολύ, τον θεωρούσε μάλιστα σαν δεύτερο πατέρα του και αργότερα θα του στείλει δώρα από τη Συρία κατά την εκστρατεία. Άμεσο βοηθό του στο έργο της αγωγής του Αλεξάνδρου προσέλαβε ο Λεωνίδας ή ο ίδιος ο Φίλιππος έναν ακόμη παιδαγωγό, τον Έλληνα Λυσίμαχο από την Ακαρνανία. από τη Δυτική Ελλάδα λοιπόν κι αυτός. Κατά τον Λατίνο Κούρτιο Ρούφο, κάποια ημέρα ο Λεωνίδας ρώτησε τον Αλέξανδρο: «Πότε, παιδί μου, θα γίνουν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι». και το έξυπνο βασιλόπουλο απάντησε: «Όταν ενωθούν κάτω από μια βασιλεία και γίνουν αδέλφια». Ο Λεωνίδας, που θαύμασε για την απάντηση αυτή είπε στη βασίλισσα: «στο γιο σου μέσα κρύβεται όχι ο βασιλιάς της Μακεδονίας, αλλά ο βασιλιάς όλου του κόσμου». Προφητικός ο λόγος του δασκάλου του!!! Και οι δύο ήταν καλοί παιδαγωγοί και σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα του διαδόχου της βασιλείας, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, προσφέροντάς του σαν καλοί Έλληνες δάσκαλοι άρτια αγωγή και ελληνική στοιχειώδη εκπαίδευση, γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, μουσική, γυμναστική κ.λ.π. και προετοιμάζοντάς τον βέβαια για το βασιλικό ρόλο. Ο Αλέξανδρος συνδέθηκε και με τους δύο δασκάλους του με στενές, άρρηκτες σχέσεις. Όμως το Λεωνίδα, που ήταν ο προσωπικός «κολλητός» δάσκαλός του, τον είχε και σαν «θετό» πατέρα, ήταν ο σύμβουλος και ο καθοδηγητής του. Εξάλλου του έλειπε του μικρού Αλεξάνδρου η πατρική στοργή και φροντίδα, γιατί ο Φίλιππος, ο φυσικός του πατέρας, απουσίαζε στις πολεμικές επιχειρήσεις επί μακρά χρονικά διαστήματα, στην ηλικία την παιδική που διαμορφωνόταν ο χαρακτήρας του και η προσωπικότητά του. Ο άλλος δάσκαλός του, ο Λυσίμαχος, με τα παραμύθια του κολάκευε τη φαντασία του παιδιού. ονόμαζε τον Αλέξανδρο Αχιλλέα. Κι αυτός τόσο πολύ τον συμπάθησε, ώστε δε θέλησε να τον αποχωρισθεί και μάλιστα αργότερα θα τον πάρει μαζί του στην εκστρατεία της ΑΣΙΑΣ. Και άλλοι δάσκαλοι πρόσφεραν τις ειδικές γνώσεις τους στον ευάγωγο και επιμελή μαθητή βασιλόπαιδα, όπως ο Φιλίσκος και ο Μέναιχμος, ο διάσημος μαθηματικός – γεωμέτρης.
Από μικρό παιδί είχε έντονη κλίση προς την ποίηση και τη μουσική. Όμως κάποτε που τον είδε ο πατέρας του να παίζει την κιθάρα, τον επέπληξε λέγοντας ότι «δεν αρμόζει σ΄ αυτόν που θα διαδεχθεί το θρόνο να ασχολείται με τη μουσική». Από μικρός ο Αλέξανδρος ήθελε να διακρίνεται. ήταν φιλόδοξος, τολμηρός και υπεροπτικός τύπος. Επιδίωκε πάντοτε την πρωτιά, ήταν υψηλόφρονας και σοβαρός. διακρινόταν για τη διορατικότητα και την ευφυΐα του. ήταν εύρωστος, δυνατός, άοκνος, αποφασιστικός και θαρραλέος. Όταν ακόμη ήταν παιδί 12 ετών, κατόρθωσε να τιθασεύσει ένα νεοφερμένο θεσσαλικό ατίθασο ίππο, που κανένας δεν είχε μπορέσει να τον ιππεύσει. Ο Φίλιππος, όταν τον είδε, του είπε: «Γιε μου, κοίταξε να βρεις ένα βασίλειο ίσο με σένα, γιατί η Μακεδονία δε σε χωράει». [Αν αληθεύει αυτή η παράδοση, ο πατέρας / Φίλιππος προφήτεψε τη δόξα του γιου του / Αλεξάνδρου]. Ο Θεσσαλικός αυτός ίππος πουλήθηκε στο Φίλιππο πολύ ακριβά, στο αστρονομικό ποσό των 13 ασημένιων ταλάντων από το Θεσσαλό έμπορο Φιλόνεικο και έμεινε γνωστός στην ιστορία ως Βουκεφάλας. Το όνομα που του δόθηκε, οφείλεται σ΄ ένα στίγμα που είχε στη μουσούδα του σε σχήμα κεφαλής βοδιού. Ο Φίλιππος τον δώρισε στο γιο του και από τότε έγιναν αχώριστοι φίλοι στα κυνήγια και στους πολέμους. Μόνο αυτός τον ίππευε. Αυτός ο τετράποδος φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο ΒΟΥΚΕΦΑΛΑΣ, θα μεταφέρει τον αναβάτη του ως τα πέρατα του κόσμου, ως την ΙΝΔΙΑ. Εκεί θα τελειώσει η ζωή του, όμως το όνομά του θα γραφεί στην ιστορία της ανθρωπότητας με χρυσά γράμματα. Ο ΠΛΙΝΙΟΣ (ο πρεσβύτερος), λατίνος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, αναφερόμενος στην παιδική ηλικία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μας πληροφορεί ότι ήταν πολύ όμορφο παιδί, με πλούσια σγουρά μαλλιά και ωραία γαλανά μάτια και ότι ένα έργο του γλύπτη Λυσίππου που τον απεικόνιζε πολύ πιστά – 400 χρόνια αργότερα - καταγοήτεψε το Ρωμαίο αυτοκράτορα Νέρωνα, που πρόσταξε να το επιχρυσώσουν. Ο Αλέξανδρος το 342 π.Χ. –ηλικίας 14 ετών- κατατάχθηκε στη βασιλική στρατιωτική «Σχολή των Βασιλικών Ακολούθων». Συμμαθητές του είχε εκλεκτούς γόνους της μακεδονικής αριστοκρατίας –των ευγενών-καθώς και ηγεμονικών οίκων των γειτονικών περιοχών, που είχαν δεχθεί ή είχαν υποχρεωθεί να υπαχθούν στο Βασίλειο της Μακεδονίας. Πρώτο είχε γνωρίζει τον ΚΛΕΙΤΟ, το γιο του Δρωπίδη, που ήταν αδελφός της Λανίκης, της αγαπητής του τροφού. συγχρόνως σχεδόν γνώρισε τους αδελφούς ΦΙΛΩΤΑ, Νικάνορα και Έκτορα, τους τρεις γιους του Παρμενίωνα, του επιτελάρχη και φίλου του πατέρα του. Αυτοί αποτέλεσαν τον πρώτο κύκλο γνωριμιών του νεαρού Αλεξάνδρου, αλλά ήταν μεγαλύτεροί του 5-10 χρόνια. Έτσι αυτοί ούτε συμμαθητές ούτε παιδικοί φίλοι του μελλοντικού στρατηλάτη μπορεί να ήταν. Συνομήλικος του και συμμαθητής του ήταν ο Λεοννάτος, που συγγένευε με το βασιλικό οίκο. Άλλοι συνομήλικοι και συμμαθητές του Αλεξάνδρου ήταν ο Μαρσύας, ο Κάσσαδρος, γιος του Αντιπάτρου, στρατηγού του Φιλίππου και μετέπειτα αντιβασιλιά της Μακεδονίας. Από τα νεανικά του χρόνια γνωρίσθηκε και συνδέθηκε ο Αλέξανδρος πολύ στενά με το Νέαρχο, κρητικής καταγωγής, του οποίου η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στην Αμφίπολη και αργότερα στην Πέλλα. ήταν όμως 4 χρόνια μεγαλύτερος ο Νέαρχος και δεν πρέπει να ήταν συμμαθητής του. Άλλος φίλος του και αυτός μεγαλύτερός του μερικά χρόνια, όμως συμμαθητής του, ήταν ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου. Άλλος παιδικός φίλος του Αλέξανδρου, συνομήλικος περίπου και συμμαθητής του ήταν ο Άρπαλος, ο Ελιμιώτης, από τον παλαιό ηγεμονικό οίκο της περιοχής της Ελιμιώτιδας. Επίσης περίπου συνομήλικος του Αλεξάνδρου ήταν ο Περδίκκας, με τον οποίο συνδέθηκε στενά. αυτός και ο Αλκέτας, ο αδελφός του, γιοι του Ορόντου, κατάγονταν από υψηλό γένος της Ορεστίδας (Άνω Μακεδονίας), που συγγένευε με το βασιλικό οίκο της Μακεδονίας. Αυτοί υπήρξαν συμμαθητές του Αλέξανδρου. Όμως απ' όλο το φιλικό περίγυρο του βασιλόπαιδα Αλεξάνδρου διακρίνεται η φιλία του με τον Ηφαστίωνα, το όμορφο παιδί του Πελλαίου Αμύντορα. ήταν σχεδόν συνομήλικοι και συμπολίτες και είχαν ανατραφεί από μικρά παιδιά μαζί στη βασιλική αυλή. Συνδέθηκαν με πάρα πολύ στενή αδελφική φιλία κι έζησαν βίο παράλληλο. υπήρξαν αχώριστοι φίλοι και συμμαθητές στα ίδια σχολεία- με τους ίδιους δασκάλους – με τα ίδια όνειρα, με τους ίδιους
καημούς, τα ίδια προβλήματα, τους ίδιους πόθους και πόνους, ώστε να παρεξηγηθούν οι σχέσεις τους. μαζί στη ζωή, μαζί στα κυνήγια και στους πολέμους ως το θάνατό τους (πέθαναν κοντά – με διαφορά λίγων μηνών – 324 και 323 π.Χ. αντίστοιχα). Ο Ηφαιστίωνας ήταν για τον Αλέξανδρο το άλλο μισό του «alter ego» (ο άλλος εγώ). Συνειδητοποίησαν ότι οι δύο τους ήταν επανενσάρκωση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου. Την εφηβική τους απολλώνια ομορφιά είχαν προλάβει να αποθανατίσουν οι καλλιτέχνες Λύσιππος και Απελλής (χαλκοπλάστης και προσωπογράφος) πριν την αναχώρησή τους για την εκστρατεία στην ΑΣΙΑ. Άλλοι επίσης φίλοι του πιστοί ήταν οι εξής: ο Κρατερός, γιος του ευγενούς Αλεξάνδρου από την Ορεστίδα, ο Σέλευκος γιος του Αντιόχου από καλό μακεδονικό γένος, ο Λυσίμαχος ο Πελλαίος, γιος του Αγαθοκλή, και άλλοι. Αυτοί θα είναι μερικοί από τους γενναίους συντρόφους του Αλεξάνδρου στη μελλοντική ένδοξη πορεία του πάνω στη γη. Οι φιλίες του, εκλεκτές όλες, θα αποδειχθούν σημαντικότατες ιστορικά. Μαζί θα διαδώσουν στον κόσμο τον Ελληνομακεδονικό πολιτισμό. Η καλή συντροφιά του, η αγάπη, η φροντίδα και η υπεύθυνη καθοδήγηση των καλών του δασκάλων τον έκαμαν να νιώθει ευτυχισμένος. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος δήλωσε: «Εἰς μέν τόν πατέρα μου ὀφείλω τό ζῆν, εἰς δέ τόν διδάσκαλόν μου τό εὖ ζῆν» (δηλαδή, Στον πατέρα μου οφείλω –απλώς- τη ζωή μου, στο δάσκαλό μου όμως οφείλω την ευτυχία). Κάποτε οι φίλοι του τον ρώτησαν αν ήθελε να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες στο αγώνισμα του δρόμου (γιατί ήταν πολύ ταχύς στο τρέξιμο) κι αυτός απάντησε: «και βέβαια θέλω, αρκεί να έχω ανταγωνιστές μου βασιλιάδες». Ενέπνεε θερμή φιλία και αγάπη στην παρέα του και εκτιμούσε πολύ την ειλικρινή και πιστή φιλία γι' αυτό συχνά τους έλεγε: «μαζί σας θα αποκτήσω μεγάλο όνομα». Και δε θα τους διαψεύσει. [Αυτοπεποίθηση – προφητική!] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ θαύμαζε τον πατέρα του για τη γενναιότητά του και την τόλμη του, αλλά και δυσανασχετούσε κιόλας, κάθε φορά που έφταναν στ' ανάκτορα ευχάριστες ειδήσεις για νέες μεγάλες νίκες και καταλήψεις πόλεων, και έλεγε στους φίλους του και τους συμμαθητές του: «Παιδιά, ο πατέρας μου πρώτος θα τα πάρει όλα. για μένα δε θα αφήσει μεγάλη και έξοχη πράξη να την εκτελέσω μαζί σας». Και απευθυνόμενος στο Φιλώτα του είπε: «Φιλώτα, δεν πρέπει να μεγαλοπιανόμαστε για τα ανδραγαθήματα των πατέρων μας, αλλά για τα δικά μας. Ανδραγαθίες, λοιπόν, και όχι πατραγαθίες, Φιλώτα!» Με την παρέα του πήγαινε τακτικά σε ομαδικά κυνήγια. Οι Έλληνες παιδαγωγοί του δεν έκαναν τίποτε να αποτρέψουν το πρώιμο πάθος του για κυνήγια αγρίων ζώων, αφού αυτό ήταν μία ταιριαστή βασιλική επιδίωξη και έπαιζε έναν καθοριστικό ρόλο μεταξύ των Μακεδόνων για τη μετάβαση των νεαρών στον ανδρικό ρόλο. Μία πολύ καλή πληροφορία για την άγρια πανίδα της αρχαίας Μακεδονίας μας δίνει ο Ηρόδοτος: «...Εἰσί δέ κατά ταῦτα τά χωρία καί λέοντες πολλοί καί βόες ἄγριοι, τῶν δέ κέρεα ὑπερμεγέθεά ἐστι... οὗρος δέ τοῖσι λέουσί ἐστι ὅ τε δι΄ Ἀβδήρων ῥέων ποταμός ΝΕΣΤΟΣ καί δι' Ἀκαρνανίης ῥέων Ἀχελῶος...» (δηλαδή, Στα μέρη αυτά υπάρχουν και λιοντάρια πολλά και βόδια άγρια, που έχουν κέρατα πολύ μεγάλα... και σύνορο της περιοχής των λιονταριών –στα ανατολικά-είναι ο Νέστος ποταμός που ρέει μέσα από τα Άβδηρα και-δυτικά-ο Αχελώος ποταμός που ρέει μέσα από την Ακαρνανία). Το έτος 343 π.Χ. διαδόθηκε στη νότια Ελλάδα ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ (ο βάρβαρος!), σχεδίαζε να αναθέσει την ανώτερη παιδεία του Αλεξάνδρου σ' έναν από τους διασημότερους σοφούς δασκάλους της εποχής του, για να λάβει ο διάδοχος του θρόνου ανώτερη μόρφωση, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των σπουδών του. Ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ έδειξε ενδιαφέρον και μάλιστα συνέταξε ένα δοκίμιο για την εκπαίδευση βασιλοπαίδων με μορφή επιστολής προς τον Αλέξανδρο. τον μιμήθηκαν κι άλλοι. Ο Πλατωνικός φιλόσοφος ΣΠΕΥΣΙΠΠΟΣ προθυμοποιήθηκε και φιλοδοξούσε να αναλάβει αυτός να δώσει φιλοσοφική παιδεία στο μελλοντικό βασιλιά, σύμφωνα με το δόγμα του θείου και δασκάλου του Πλάτωνα, που έλεγε : «οι βασιλιάδες να φιλοσοφούν ή οι φιλόσοφοι να κυβερνούν». Μάλιστα αυτός, για να εξασφαλίσει την υψηλόμισθη αυτή θέση του καθηγητή φιλοσοφίας της βασιλικής Αυλής, δημοσίευσε μια ανοικτή επιστολή προς το Φίλιππο, όπου κατηγόρησε τον Ισοκράτη για δήθεν ανειλικρινή αισθήματα προς αυτόν, γράφοντας τα εξής: «Οὔτε τάς εἰς τήν ΕΛΛΑΔΑ γενομένας εὐεργεσίας ὑπό σοῦ καί τῶν σῶν προγόνων δεδήλωκεν οὔτε τάς ὑπό τινων
κατά σοῦ γεγενημένας διαβολάς λέλυκε» (δηλαδή ούτε τις υπηρεσίες, που εσύ και οι πρόγονοί σου προσφέρατε στην Ελλάδα, γνωστοποίησε ούτε τις συκοφαντίες κάποιων εναντίον σου διέψευσε). Στο εδάφιο αυτό υπονοείται ο Δημοσθένης, ο οποίος διακήρυττε ότι ο Φίλιππος ήταν βάρβαρος και εχθρός της Ελλάδας, ενώ ο ίδιος ο Σπεύσιππος αναγνωρίζει την προσφορά των υπηρεσιών αυτού και των άλλων Μακεδόνων βασιλιάδων. Θαυμάζουμε το συναγωνισμό των διανοουμένων της Νότιας Ελλάδας να αναλάβουν την ανώτερη παιδεία του διαδόχου του θρόνου του Μακεδονικού Βασιλείου, του Αλεξάνδρου –του «βάρβαρου»!!! Αλλά ο βασιλιάς έκανε μια ακόμη πιο αξιοσημείωτη εκπαιδευτική επιλογή, για να λάβει αυτός που θα τον διαδεχόταν στο θρόνο ακόμη πιο επιμελημένη ανώτερη παιδεία. Ήδη πολύ νωρίτερα ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ είχε γράψει την ακόλουθη επιστολή στον ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, που τον καιρό εκείνο βρισκόταν στα Στάγειρα, στη γενέτειρά του πόλη της Χαλκιδικής: «Ο Φίλιππος στον Αριστοτέλη, χαίρε! Μάθε ότι μας γεννήθηκε γιος! Πολύ ευχαριστώ τους θεούς, όχι τόσο γιατί γεννήθηκε το παιδί, αλλά γιατί γεννήθηκε στις μέρες σου. ελπίζω ότι, αν ανατραφεί και εκπαιδευθεί από σένα, θα καταστεί άξιος γιος μας και ικανός να διαδεχθεί το θρόνο μας». Κάλεσε λοιπόν, όπως έχει προαναφερθεί, στη Μακεδονία το Μακεδόνα φιλόσοφο Αριστοτέλη, το Σταγειρίτη, και του ανάθεσε την επιμόρφωση του γιου του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, προσφέροντάς του πλούσιο μισθό. Υπήρχαν όμως και κάποιοι προσωπικοί λόγοι γι' αυτή την επιλογή τού καθηγητή. Ο πατέρας του Αριστοτέλη, ο Νικόμαχος, ήταν γνωστός της βασιλικής Αυλής. Υπήρξε προσωπικός γιατρός του βασιλιά Αμύντα- του πατέρα του Φιλίππου. Εξάλλου ο ίδιος ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ήταν πασίγνωστος, ο πιο διακεκριμένος μαθητής της Ακαδημίας του Πλάτωνα, στην Αθήνα, φωστήρας της επιστήμης, ο πρύτανης των φιλοσόφων. Εκεί στη ΜΙΕΖΑ – μεταξύ Σκύδρας και Νάουσας- στη Φιλοσοφική Σχολή, που ίδρυσε ο Μακεδόνας φιλόσοφος, θα φοιτήσει ο Αλέξανδρος, μακριά από την Πέλλα και το βασιλικό περιβάλλον, γιατί ο Φίλιππος πολύ ανησυχούσε για την επιρροή και γοητεία που ασκούσε πάνω στο γιο της η Ολυμπιάδα. Ήταν η ώρα που ο Φίλιππος σκέφθηκε ότι ο γιος του χρειαζόταν μια ανώτερη μόρφωση από έναν ανώτερο καθηγητή, που θα τον οδηγούσε στην ύψιστη σφαίρα της γνώσης, ακόμη και στις «απόρρητες και βαθύτερες διδασκαλίες» (γράφει ο Πλούταρχος). Ο Αλέξανδρος, αμιλλώμενος στην επίδοση τους συμμαθητές του, που αποτελούσαν την παρέα του από τη Σχολή των Βασιλικών Ακολούθων, στην Πέλλα, έκανε εκεί στη ΜΙΕΖΑ- μέσα στις ωραίες δενδροστοιχίες-ανώτερες σπουδές και έμεινε προσηλωμένος στο μεγάλο σοφό καθηγητή του περίπου 3 έτη, μέχρι να ολοκληρώσει τον κύκλο των βασικών φιλοσοφικών σπουδών. Ο Φίλιππος συμβούλευε το γιο του και διάδοχό του να μελετά τα μαθήματα του καθηγητή του Αριστοτέλη και να αφοσιώνεται στη φιλοσοφία, λέγοντάς του: «Με τη φιλοσοφία ως εφόδιο μπορείς να προφυλάγεσαι και να μην κάνεις και συ, από άγνοια, πολλά που εγώ τώρα μετανιώνω, γιατί τα έκανα». Η φιλοσοφία –που διδάχθηκε- συνδύαζε πρακτική και θεωρητική γνώση. έλαβε γενική και ποικίλη μόρφωση. Χαιρόταν να ακούει ύμνους του Πινδάρου, να διαβάζει έργα των τραγικών και να μελετά την ΙΛΙΑΔΑ του Ομήρου. Τον σαγήνευε ιδιαίτερα ο στίχος: «Αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (δηλαδή, Πάντοτε να είσαι γενναίος και πρώτος απ' όλους). Ο Αριστοτέλης, μάλιστα, βλέποντας το πάθος που είχε ο μαθητής του Αλέξανδρος για την ΙΛΙΑΔΑ, του δώρισε ένα αντίγραφο με την ιδιόχειρη υπογραφή του, το οποίο είχε μαζί του στην εκστρατεία. Ο μεγάλος αυτός διανοητής του Ελληνισμού –Αριστοτέλης- μετέδωσε στον επιμελή μαθητή του Αλέξανδρο το μεγάλο ενθουσιασμό για την επιστήμη και τη φιλοσοφία και τον μόρφωσε ηθικά και πολιτικά. τα μαθήματα που διδάχθηκε, θεωρητικά και πρακτικά, κάλυψαν πολλούς τομείς της γνώσης: φιλοσοφίας, κοσμολογίας, γεωγραφίας, βοτανικής, ζωολογίας και ιατρικής ακόμη, και αποδέχθηκε τις απόψεις του καθηγητή του στη μεταφυσική, τη λογική και την πολιτική. Ο Αλέξανδρος παρά την ηλικία του ήταν ένα μεστό και σοβαρό πνεύμα. Μελετούσε με πάθος. του άρεζαν οι γεωγραφικές γνώσεις ιδιαίτερα. ήταν από τη φύση του «φιλόλογος». έτσι μας πληροφορεί ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής). Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και ένα περιστατικό σχετικά με το ερώτημα που έθεσε κάποτε ο Αλέξανδρος στους φίλους της παρέας του και συμμαθητές του, δηλαδή ποιον από τους προγενέστερους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες θαύμαζαν περισσότερο και γιατί. Έτσι ο
Άρπαλος είπε ότι θεωρεί καλύτερο τον Αλκιβιάδη, γιατί όποτε ήθελε ωφελούσε ή έβλαπτε την πατρίδα του. ο Νέαρχος τον Κίμωνα, γιατί αποδείχθηκε πολύ αμνησίκακος απέναντι στην Αθήνα, μολονότι τον αδίκησε σε πολλές περιπτώσεις. ο Ερίγυος το Θεμιστοκλή, για τη λαμπρή του νίκη κατά των Περσών στη Σαλαμίνα. Ο Πτολεμαίος τον Περικλή, αφού κατόρθωσε να γίνει «βασιλιάς» με δημοκρατικό πολίτευμα και γιατί εξωράϊσε την Αθήνα. ο Ηφαιστίων τον Επαμεινώνδα, για την υποδειγματική του φιλία με τον Πελοπίδα. τέλος ο Φιλώτας είπε πως θαύμαζε τον Παυσανία για τη νίκη του στις Πλαταιές. Και ο Αλέξανδρος, αφού άκουσε τις γνώμες των φίλων του, είπε: «Πράγματι όλοι αυτοί οι άνδρες είναι αξιοθαύμαστοι για τις αρετές τους, εγώ όμως πιστεύω ότι κανείς από αυτούς δεν κατόρθωσε ό,τι κατόρθωσε ο Λακεδαιμόνιος Καλλικρατίδας. αναχωρώντας από την Αυλή του Κύρου του νεότερου, χωρίς να κατορθώσει να εξασφαλίσει χρήματα για τη μισθοδοσία του στόλου του, οργίσθηκε και του είπε: "Μακάρι να μπορούσα να συμφιλιώσω τους ΕΛΛΗΝΕΣ, για να μην αναγκάζονται να ζητούν χρήματα από τους βαρβάρους κολακεύοντάς τους, αλλά οι ίδιοι οι βάρβαροι να κολακεύουν τους Έλληνες και να τους ακολουθούν". Ο Φιλώτας -που πήρε το λόγο- είπε ότι αυτό που ονειρευόταν ο Καλλικρατίδας είναι έργο σπουδαίο, αλλά πάρα πολύ δύσκολο. και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ τελειώνοντας τη συζήτηση απάντησε: «Ναι, δυσκολότατο και μεγάλο, γι'αυτό και χρειάζεται κάποιος μεγάλος άνδρας να το κατορθώσει». Ο Καλλικρατίδας (όπως τον παρουσιάζει ο Ξενοφών ο Αθηναίος) εκφράζει πανελλήνια αισθήματα οραματιζόμενος την ένωση των ελληνικών πόλεων σ' ένα κράτος και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, θεωρώντας τον ως τον πιο αξιοθαύμαστο, συμμερίζεται απροκάλυπτα τους οραματισμούς του υπερήφανου Σπαρτιάτη στρατηγού. Ο Αλέξανδρος, που θα αναδειχθεί ως μεγάλη πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα, είχε την εύνοια της τύχης με το μέρος του σ'όλη τη ζωή του. Είχε την τύχη να έχει ως καθηγητή του στη φιλοσοφική σχολή της Μίεζας τον Αριστοτέλη, που ήταν μια φιλοσοφική μεγαλοφυία, που κι αυτός είχε την τύχη να έχει ως καθηγητή του τη φιλοσοφική μεγαλοφυΐα που λεγόταν Πλάτων. τόσο ο δάσκαλος όσο και ο Σταγειρίτης μαθητής του ήταν φωστήρες της διανόησης. Αλλά και ο ίδιος ο Πλάτων είχε την τύχη να έχει ως δάσκαλό του το μέγιστο –τον Τιτάνα της σκέψης, το ΣΩΚΡΑΤΗ. Αυτή η αλυσίδα από τρεις φιλοσοφικές μεγαλοφυΐες, η οποία θα καταλήξει στην πολιτική και στρατηγική μεγαλοφυΐα του Αλεξάνδρου, δεν έχει άλλο ανάλογο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όσον αφορά την πολιτική του τοποθέτηση, δε φαίνεται να προτιμούσε κάποιο από τα πολιτεύματα ιδιαίτερα, του αρκούσε όμως «ἄν ὁ εἷς ἤ οἱ ὀλίγοι ἤ οἱ πολλοί πρός τό κοινόν συμφέρον ἄρχωσι» (δηλαδή, Αν ο ένας ή οι ολίγοι ή οι πολλοί κυβερνούν σύμφωνα με το κοινό συμφέρον). Συγκεκριμένα η μορφή του πολιτεύματος δεν τον ένοιαζε και πολύ, είτε μοναρχία είτε ολιγαρχία είτε δημοκρατία υπήρχε, αρκεί να ασκούνταν η εξουσία σύμφωνα με το κοινό συμφέρον. Το έτος 340 π.Χ. έπαυσε η λειτουργία της Σχολής του Αριστοτέλη στη ΜΙΕΖΑ και ο μεγάλος δάσκαλος επέστρεψε στη γενέτειρά του, στα Στάγειρα. Αιτία ήταν η ανάκληση του Αλεξάνδρου στην Πέλλα. τον κάλεσε ο πατέρας του να του αναθέσει την αντιβασιλεία του Μακεδονικού Κράτους, γιατί εκείνος θα εκστράτευε στη Θράκη. Ήταν σαν ένα πολύ μεγάλο δώρο για την φοίτησή του. Τώρα η σκέψη του εφήβου (16 ετών) Αλέξανδρου, μακριά από τα βιβλία και τις διδασκαλίες, εγκαταλείπει τους ειρηνικούς ορίζοντες της παιδείας και μπαίνει υπεύθυνα και αποτελεσματικά στους πολεμικούς ορίζοντες και στα κυβερνητικά προβλήματα, στην αρχή σαν αντιβασιλιάς, διάδοχος, και γρήγορα σαν βασιλιάς και μελλοντικός στρατηλάτης. Ο βασιλιάς Φίλιππος εκστρατεύοντας στη ΘΡΑΚΗ, κατά την περίοδο που πολιορκούσε την Πέρινθο και το Βυζάντιο (πόλεις της Προποντίδας και του Βοσπόρου αντίστοιχα), στα 340-339 π.Χ. όρισε τον Αλέξανδρο αντιβασιλιά της Μακεδονίας. Το γεγονός μαρτυρεί την αναγνώριση της πρόωρης ανάπτυξης του γιου του ως άνδρα και ηγέτη που θα γινόταν βασιλιάς. Από σπουδαστής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλη, ξαφνικά έγινε ο νεαρός Αλέξανδρος «Κύριος ἐν Μακεδονίᾳ τῶν πραγμάτων καί τῆς σφραγίδος τοῦ κράτους». Ανήλικος ακόμη –μόλις 16 ετών- εκμεταλλεύθηκε, όσο μπορούσε, την ευκαιρία της απουσίας
του πατέρα του, για να αποκτήσει φήμη και δόξα. Υποχρεώθηκε να εκστρατεύσει εναντίον ενός Θρακικού φύλου, των Μαίδων, που ήταν υποτελείς του Φιλίππου και έκαναν ανταρσία. Ιδού λοιπόν η ευκαιρία. Ανέλαβε την αρχιστρατηγία και κινήθηκε με το Βουκεφάλα του αστραπιαία εναντίον τους. Η εκστρατεία του ήταν επιτυχημένη. Εδώ λοιπόν πήρε το «βάπτισμα του πυρός» και γνώρισε τη φρίκη του πολέμου. Κατατρόπωσε με το στρατό του τους βάρβαρους Μαίδους, που κατοικούσαν στα ανατολικά σύνορα του Μακεδονικού κράτους, κυρίεψε το κέντρο τους και ιδρύθηκε εκεί νέα πόλη, ελληνική, με μικτό πληθυσμό (Μακεδόνων και βαρβάρων), η «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΙΣ» (στην περιοχή πιθανότατα όπου βρίσκεται το Πετρίτσι ή το Μελένικο), που δεν υπάρχει τώρα. Επέστρεψε στην πρωτεύουσα νικητής και τροπαιούχος στρατιώτης και αρχιστράτηγος, αφήνοντας πίσω του στο πέρασμά του και έναν ηχηρό υπαινιγμό για όσα θα ακολουθούσαν. [Αναρωτιέται κανείς τι να σκέφθηκε άραγε ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ γι'αυτό το κατόρθωμα – το πρώτο – του γιου του!] Ο ίδιος ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ είχε ήδη ιδρύσει στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης 2 πόλεις, στις οποίες έδωσε το όνομά του. Πρόκειται για τους Φιλίππους, το 356 π.Χ., (κοντά στην Καβάλα) και για τη Φιλιππούπολη, το 342 π.Χ., (υπήρξε για μικρό διάστημα, από το 1878-1885, πρωτεύουσα της Ελληνικής αυτόνομης Ηγεμονίας της Ανατολικής Ρωμυλίας – σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία). Οι επιχειρήσεις στη Θράκη ήταν χρονοβόρες. οι δύο πολιορκίες, της Περίνθου και του Βυζαντίου, απέβησαν άκαρπες . οι Μακεδόνες έλυσαν αυτές και ο Φίλιππος επέστρεψε στην Πέλλα τον Αύγουστο του 339 π.Χ., όχι νικητής δαφνοστεφανωμένος, αλλά ανάπηρος κουτσαίνοντας στο δεξιό του πόδι. Είχε δεχθεί, όπως έχει προαναφερθεί, ένα πολύ σοβαρό τραύμα -διαμπερές- που του άφησε μόνιμη αναπηρία. Οι επιχειρήσεις στη ΘΡΑΚΗ έληξαν, γιατί ο αντιφιλιππικός συνασπισμός Ελληνικών κρατών είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά του Φιλίππου, ενώ ένας ακόμη Ιερός (Δ') πόλεμος καλούσε το Φίλιππο να επέμβει για το κύρος του Αμφικτυονικού Συνεδρίου. Στη μάχη, που επακολούθησε στη ΧΑΙΡΩΝΕΙΑ της Βοιωτίας το 338 π.Χ., ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, που ο Φίλιππος τον είχε ανακηρύξει με την ενηλικίωσή του (18 ετών) διάδοχό του (δώρο στα γενέθλιά του), θριάμβεψε πολεμώντας γενναία στην πρώτη γραμμή ως αρχηγός του μακεδονικού ιππικού των εταίρων (βαρύ ιππικό). Στη σύγκρουση που έγινε, διέσπασε τις γραμμές των συμμάχων και διέλυσε τη Θηβαϊκή φάλαγγα. ο Ιερός Λόχος της Θήβας πολέμησε ηρωικά και έπεσαν όλοι. Η μάχη κερδίστηκε και ο αντιφιλιππικός συνασπισμός διαλύθηκε. Οι αντίπαλοι σύμμαχοι, Θηβαίοι και Αθηναίοι, έπαθαν πανωλεθρία. Η φρίκη σ΄ όλες τις διαστάσεις της! Στη μάχη αυτή ο νεαρός Αλέξανδρος πήρε το πρώτο επίσημο μάθημα της πολεμικής τακτικής, έφηβος ακόμη 18 ετών, πολεμώντας στο πλευρό του αρχιστράτηγου πατέρα του εναντίον γενναίων αντιπάλων με πολεμική παράδοση και εμπειρία. Είδε τους Ιερολοχίτες νεαρούς Θηβαίους να πέφτουν μπροστά του, μαχόμενοι με αυταπάρνηση μέχρι τον τελευταίο. Και αυτό ήταν ένα άλλο μάθημα ανεπιφύλακτης γενναιότητας και απόλυτου πνεύματος αυτοθυσίας. Τριγυρνώντας στο πεδίο της μάχης και ατενίζοντας τους γενναίους Ιερολοχίτες να κείτονται άψυχα κουφάρια, αναφώνησε (γράφει ο Κούρτιος Ρούφος): « Ιερές σκιές των νεκρών, δεν είμαι εγώ ο αίτιος γι’ αυτή τη σκληρή και αποτρόπαια μοίρα σας, αλλά ο καταραμένος διχασμός που ώθησε έθνη αδελφικά και λαούς ομόφυλους να σηκώσουν χέρι φονικό ο ένας εναντίον του άλλου. Όχι μόνο δε χαίρομαι τώρα για την νίκη εναντίον σας, αλλά αντίθετα λυπάμαι, που δεν ευτύχησα να σας έχω ζωντανούς και συσπειρωμένους γύρω μου, αφού μάλιστα η ίδια η θρησκεία και γλώσσα και οι ίδιοι πόθοι μας συνδέουν. Επαινώ την ανδρεία σας, αλλά θα επιθυμούσα να σας φαινόμουν χρήσιμος σε άλλη περίσταση. Χαίρετε, λοιπόν, στις κατοικίες του ΑΔΗ! Χαίρετε, γεναίοι πολεμιστές!» Μ’ αυτά τα λόγια ο νεαρός ήρωας, διάδοχος του Μακεδονικούθ θρόνου, απομακρύνθηκε σκουπίζοντας τα δάκρυά του. Ακολούθησε αμέσως και ένα άλλο μάθημα σπουδαίο: Ο Φίλιππος έστειλε στην ΑΘΗΝΑ την τέφρα των παλληκαριών της, που έπεσαν γενναία μαχόμενα στο πεδίο της μάχης, με τιμητική συνοδεία το στρατηγό του Αντίπατρο και τον ίδιο το διάδοχό του, το γιο του Αλέξανδρο. Η σκηνή ήταν μακάβρια, ο οδυρμός μεγάλος για τα 1000 χαμένα παλλη-
κάρια της πόλης . η συγκίνηση και η θλίψη του νεαρού νικητή - μορφωμένου Αλεξάνδρου - πολύ βαθιά, αλλά και η τιμή που του έκαναν οι ΑΘΗΝΑΙΟΙ ήταν μεγάλη: Ο Δήμος της πόλης της Παλλάδας Αθηνάς του απένειμε τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη με τιμητικό ψήφισμα. Στη μάχη της Χαιρώνειας καταξιώθηκαν η στρατηγική του ικανότητα, η όλη στρατιωτική του αγωγή και εκπαίδευση και γενικά οι ηγετικές του ικανότητες και αρετές. Μετά τη Συνθήκη της Κορίνθου και την ανάληψη της ηγεμονίας της Ελληνικής Συμμαχίας από το Φίλιππο, άρχισαν οι προετοιμασίες της εφαρμογής των αποφάσεων που αφορούσαν την εκστρατεία στην ΑΣΙΑ. Δεν ξέρουμε αν διδάχθηκε ο Αλέξανδρος την πολεμικη τέχνη ως «θεωρία». Αυτονόητο όμως πρέπει να θεωρηθεί ότι στη Μίεζα, όπου φοίτησε, όπως και πρωτύτερα στην Πέλλα στη «Σχολή των Βασιλικών Ακολούθων», θα είχε συστηματικά ασκηθεί – όχι μόνο ατομικά αλλά και μαζί με τους άλλους βασιλικούς παίδες – σε πρότυπα στρατιωτικά τμήματα στη χρήση των μακεδονικών όπλων. Μπορεί βέβαια να πήρε και μαθήματα πολεμικής τέχνης διαβάζοντας μόνος του –ή με επεξηγήσεις που θα του έκαναν αρμόδιοι δάσκαλοι – το Θουκυδίδη, ακόμη και τον Ηρόδοτο και προπάντων τον Ξενοφώντα, του οποίου το ιστορικό έργο «Κύρου Ανάβασις» αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε, πρόλογο των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και πρότυπο για την ιστορία του Αρριανού. Πρέπει επίσης να υποθέσουμε ότι και ο πατέρας του, ο εξοχότερος χειριστής της πολεμικής «τακτικής» των ημερών εκείνων, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ, θα εξήγησε οπωσδήποτε στο γιο του και διάδοχό του πώς κερδίζεται μία μάχη. Αλλά ακόμη και οι επιτελείς αξιωματικοί του μακεδονικού στρατού, όπως ο συνετός Αντίπατρος και ο εμπειροπόλεμος Παρμενίων, θα του εξήγησαν τη ριζική αναδιάρθρωση των στρατιωτικών δυνάμεων του μακεδονικού κράτους και την αλλαγή της πολεμικής τακτικής που πραγματοποίησε ο πατέρας του. Η βασιλεία στη Μακεδονία ήταν ταυτόχρονα κληρονομική και αιρετή . τον κάθε νέο βασιλιά έπρεπε να τον αποδεχθούν οι ένοπλοι ελεύθεροι Μακεδόνες. Και αυτοί δίκαζαν όσους ο βασιλιάς θεωρούσε ένοχους προδοσίας. Οι ισχυροί Μακεδόνες, οι ευγενείς κάτοχοι μεγάλης έγγειας περιουσίας, ήταν οι «εταίροι» και οι «φίλοι» του βασιλιά. αυτοί είχαν το δικαίωμα να μιλούν μαζί του περίπου ως ίσοι προς ίσο και απάρτιζαν στο στρατό το επίλεκτο σώμα των θωρακισμένων ιππέων (το βαρύ ιππικό των εταίρων). Αλλά και οι μικρογαιοκτήμονες Μακεδόνες, που υπηρετούσαν στο πεζικό, απέκτησαν με τον καιρό και αυτοί κύρος και δικαιώματα. πήραν μια ονομασία που είναι πολύ χαρακτηριστική. Ονομάσθηκαν «πεζέταιροι». Ο Φίλιππος, με την οικονομική άνεση του κράτους του, οργάνωσε άριστα τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις σε τακτικές στρατιωτικές μονάδες, που έφεραν το όνομα της περιοχής τους: π.χ. τάξις Ελιμιώτις –ταξίαρχος ο Κοίνος ο Πολεμοκράτους, ίλη της Αμφιπόλεως – ιλάρχης ο Σώπολις ο Ερμοδώρου κτλ. Κάθε μονάδα ήταν γνωστή και με το όνομα του διοικητή της. Η «Μακεδονική Φάλαγξ» των πεζεταίρων –σαρισσοφόρων (οπλισμένοι με τη σάρισσα, μακρύ δόρυ μήκους 4-7 μέτρων) αποτελούσε την κύρια δύναμη κρούσης του πεζικού στρατού και ήταν η «ψυχή» όλου του στρατεύματος. Η «ΦΑΛΑΓΞ» ήταν ακατανίκητη τόσο στην άμυνα όσο και στην επίθεση. αποτελούσε ένα κινούμενο φρούριο και συνέβαλε αποφασιστικά στις θριαμβευτικές νίκες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, πατέρα και γιου. Με την ενοποίηση όλων των περιοχών της Μακεδονίας που έκανε ο Φίλιππος επετέλεσε εθνικό έργο. Εξουδετέρωσε ομαλά –χωρίς να έλθει σε ρήξη μαζί τους, χωρίς να προκαλέσει την εξέγερσή τους-τις αποκεντρωτικές τάσεις των ευγενών Μακεδόνων και έκανε τη Μακεδονία ένα πρόπλασμα εθνικού κράτους, οργανώνοντας έτσι το λαό σε ενιαίο εθνικό στρατό με την υποχρεωτική στρατιωτική υπηρεσία που επέβαλε και με διοικητές εξέχοντες ευγενείς Μακεδόνες, που προέρχονταν από παλαιές ηγεμονικές οικογένειες όλων των περιοχών. Το Μακεδονικό κράτος αποτελούσε μια «Κοινωνία ενόπλων ελεύθερων ανδρών», που είχαν δικαίωμα έκφρασης γνώμης –στις συνελεύσεις – να ελέγχουν τις πράξεις του βασιλιά. Μετά την Συνθήκη της Κορίνθου και τη συγκρότηση της Κοινής Ελληνικής Συμμαχίας (337 π.Χ.), σε όλη την ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα επικράτησε μία πάγια ειρήνη. Οι ΕΛΛΗΝΕΣ ετοιμάζονταν να πραγματοποιήσουν το μεγάλο άλμα στην ΑΣΙΑ. Ο διάδοχος της Μακεδονίας στην πρωτεύουσα ΠΕΛΛΑ χαίρεται για τα κατορθώματα του πατέρα του και μοιράζεται τη χαρά του και την υπερηφάνειά του με την παρέα του, «τους πέντε της Πέλλας», όπως είναι γνωστή. Αυτοί ήταν εκτός από τους δύο Μακεδόνες παιδικούς κολλητούς φίλους του, τον Πτολεμαίο και τον Άρπαλο, από την Άνω Μακεδονία, που υπήρξαν και συμμαθη-
τές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλη, και τρεις από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο – από τη νησιωτική Ελλάδα- ο Νέαρχος κρητικής καταγωγής και οι αδελφοί Ερίγυιος και Λαομέδων λεσβιακής καταγωγής, των οποίων οι οικογένειες είχαν μετοικήσει στη Μακεδονία. Η παρέα του νεαρού Αλεξάνδρου, «οι Πέντε της Πέλλας», αποτελούν ένα ενδιαφέρον αντιπροσωπευτικό δείγμα της διεθνοποιημένης – θα λέγαμε- μακεδονικής ελίτ, που ο Φίλιππος είχε κάνει τόσα πολλά για να την ενθαρρύνει και να την καλλιεργήσει. Και οι πέντε έγιναν εταίροι του Αλεξάνδρου και θα εξυψωθούν στις ύψιστες θέσεις κατά τη διάρκεια της μελλοντικής εκστρατείας του στην ΑΣΙΑ. Το άνοιγμα αυτό της συντροφιάς του Αλεξάνδρου εκτός Μακεδονίας δηλώνει τα πανελλήνια αισθήματα, από τα οποία διαπνεόταν η ψυχή του νεαρού διαδόχου του μακεδονικού θρόνου, αλλά εκφράζει και κάποια ίσως ανησυχία για το μέλλον του. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ήταν ο κύριος ενσαρκωτής αυτών των πανελλήνιων αισθημάτων και ήταν υπερήφανος για το γιο του. Χαιρόταν, λέγει ο Πλούταρχος, όταν οι Μακεδόνες αποκαλούσαν «βασιλέα» τον Αλέξανδρο και τον εαυτό του μόνο «στρατηγό». Μ' αυτήν την παρέα και με τον κολλητό αδελφικό του φίλο- τον Πελλαίο Ηφαιστίωνα – περνούσε πολύ ευχάριστα την εφηβική ζωή του, ώσπου ήλθε η κακή ώρα. Οι σχέσεις πατέρα και γιου – του βασιλιά / Φιλίππου και του διαδόχου / Αλεξάνδρου – που ήταν άριστες μέχρι τότε, διαταράχθηκαν και διακόπηκαν. Δυστυχώς! Αφορμή, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ήταν ο έβδομος γάμος του Φιλίππου με τη νεαρή και όμορφη Κλεοπάτρα, κόρη του Μακεδόνα ευγενούς Ιπποστράτη, ανεψιά και κηδεμονευόμενη του στρατηγού του Αττάλου, ο οποίος και κανόνισε το γάμο της με το βασιλιά σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη εποχή, το 337 π.Χ.. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να παρευρεθεί στο ξεφάντωμα της χαράς. Αλλά, όταν ο θείος και κηδεμόνας της νύφης, Άτταλος, μεθυσμένος σηκώθηκε από το ανάκλιντρό του και εγείροντας πρόποση, ευχήθηκε στους θεούς, μπροστά στον Αλέξανδρο, να χαρίσουν ένα νόμιμο - «γνήσιο» - διάδοχο της βασιλείας, υπονοώντας φυσικά ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν γνήσιος, επειδή η μητέρα του (Ολυμπιάδα) δεν καταγόταν από τη Μακεδονία , μη μπορώντας άλλο να συγκρατήσει ο διάδοχος την ηφαιστειώδη οργή του κραύγασε: «Ἡμεῖς δέ σοι, κακή κεφαλή, νόθοι δοκοῦμεν;» (Κι εγώ, ανισόρροπε, θεωρείς ότι είμαι νόθος;). ενώ ταυτόχρονα του πέταξε ένα κύπελλο στο κεφάλι. Ο Φίλιππος (ο γαμπρός) πετάχθηκε από το ανάκλιντρό του όρθιος και χύμηξε με το ξίφος του να σκοτώσει τον Αλέξανδρο, αλλά σκόνταψε, επειδή ήταν μεθυσμένος, και σωριάσθηκε κάτω. ευτυχώς! Ο Αλέξανδρος όμως δεν αρκέσθηκε στο πάθημα αυτό του πατέρα του και φώναξε εξοργισμένος, ταπεινώνοντάς τον : «Νάτος, άνδρες, ποιος είναι εκείνος, που ετοιμάζεται να διαβεί από την ΕΥΡΩΠΗ στην ΑΣΙΑ. διαβαίνοντας από το ένα ανάκλιντρο στο άλλο, σωριάσθηκε κάτω!» [Μπορείτε να φαντασθείτε πώς θα ήταν ο κόσμος σήμερα, αν δε σωριαζόταν τότε ο Φίλιππος;] Ο Αλέξανδρος διασώθηκε στην Ήπειρο διαφεύγοντας την οργή του πατέρα του και του Αττάλου. κατέφυγε στην αυλή του συνονόματου θείου του, του αδελφού της μητέρας του, που τότε ήταν βασιλιάς των Μολοσσών. Μαζί του ακολούθησε και η Ολυμπιάδα. τους συνόδεψαν και μερικοί από τους εταίρους. Η τόσο άλλοτε υπερήφανη βασιλική οικογένεια του Φιλίππου διαλύθηκε. Ο Φίλιππος έμεινε στην Πέλλα με τις δύο Κλεοπάτρες, τη νέα σύζυγό του (στη σειρά έβδομη) και την κόρη του (από την Ολυμπιάδα). Με τη μεσολάβηση όμως του Δημάρατου, του Κορίνθιου εκείνου που είχε μεσολαβήσει στην αγορά κάποτε, από το Φίλιππο, του Βουκεφάλα, σύντομα θα αποκατασταθούν οι σχέσεις πατέρα και γιου. Ο Κορίνθιος αυτός φίλος είπε στο βασιλιά: «Βασιλιά με ρωτάς για τις σχέσεις των Ελλήνων μεταξύ τους. δεν πρέπει να φροντίζεις και να ταράζεσαι τόσο πολύ για την ησυχία των Ελλήνων, ενώ είναι διαταραγμένες οι σχέσεις σου με τα αγαπημένα σου πρόσωπα». Ο Αλέξανδρος υπάκουσε και επέστρεψε στην πρωτεύουσα μαζί με τη μητέρα του. αυτή όμως σχεδίαζε τρόπο να εκδικηθεί για το χωρισμό της. Αφού επέστρεψε ο Αλέξανδρος στην Πέλλα, σημειώθηκε μία νέα κρίση στις σχέσεις του Φιλίππου με το γιο του. υπεύθυνος για τη νέα αυτή κρίση στους κόλπους της βασιλικής οικογένειας ήταν ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Είχε γίνει μετά τον πρόσφατο γάμο του πατέρα του αρκετά φιλύποπτος ως προς το θέμα της διαδοχής του θρόνου. Η Κλεοπάτρα, η νέα σύζυγος του Φι-
λίππου, που είχε εκτοπίσει από τα ανάκτορα την Ολυμπιάδα, περίμενε παιδί, το φύλο του οποίου τον ανησυχούσε πάρα πολύ για τη νομιμότητα της διαδοχής. Επίσης με τέχνασμά του ο Αλέξανδρος ματαίωσε ένα σχέδιο του πατέρα του για ένα συνοικέσιο γάμου του άλλου γιου του, του Αρριδαίου, με μια κόρη του Πιξώδαρου από τον ηγεμονικό οίκο της Καρίας (Μικρασιατικά Παράλια). Αντιπρότεινε λοιπόν στον επίδοξο συμπέθερο του Φιλίππου τον εαυτό του για γαμπρό του, λέγοντάς του όμως την αλήθεια, ότι δηλαδή ο υποψήφιος σύζυγος της κόρης του ήταν διανοητικά ταραγμένος. Τελικά οι γάμοι αυτοί ματαιώθηκαν με την μεσολάβηση του ίδιου του πατέρα των Μακεδόνων πριγκίπων. Ο Φίλιππος δεν τιμώρησε τον Αλέξανδρο που χάλασε το συνοικέσιο, αλλά τον επέπληξε με αυστηρούς πατρικούς λόγους και περιορίσθηκε να εξορίσει μόνο μερικούς στενούς φίλους του από «τους Πέντε της Πέλλας», τον Άρπαλο, τον Ερίγυιο, το Λαομέδοντα και το Νέαρχο. Ο Αλέξανδρος γρήγορα θα τους ανακαλέσει, μόλις έγινε εκείνος βασιλιάς. Εξάλλου παρά τις ταλαντεύσεις των αισθημάτων του απέναντι στο γιο του, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπάει και να αισθάνεται υπερήφανος γι'αυτόν. Αλλά και ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να μισεί τον πατέρα του για την παιδεία και τη δόξα που του πρόσφερε. Τέλος πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο ότι με τη δολοφονία του Φιλίππου- με τη σκοτεινή και ανεξιχνίαστη αυτή ιστορία, όπου δεν αποκλείεται να είχε κάποια ανάμιξη και η τρομερή «Μολοσσή» ΟΛΥΜΠΙΑΣ, εκδικητική και πολύ εκρηκτική γυναίκα- καμία σχέση δεν είχε ο Αλέξανδρος. Αν υπήρχε η παραμικρή υποψία, δε θα έσπευδαν κοντά του για να τον στηρίξουν, βοηθώντας τον και στην αιματηρή εκκαθάριση όσων είχαν ή θα επιδίωκαν να έχουν πρόσβαση στο θρόνο, οι ανώτατοι συνετοί επιτελείς στρατηγοί του αδικοσκοτωμένου Φιλίππου, ο Αντίπατρος και ο Παρμενίων, δύο έξοχοι άνδρες, εμπειροπόλεμοι και οι πιο αφοσιωμένοι σύμβουλοί του._
Β'. Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ' Ο «ΜΕΓΑΣ» (336-323 π.Χ.). Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ. Εκείνη την κακή - μοιραία - ώρα του Οκτωβρίου του 336 π.Χ., τη μεγάλη χαρά του γάμου της πριγκίπισσας της Μακεδονίας Κλεοπάτρας με το βασιλιά της Ηπείρου Αλέξανδρο το Μολοσσό διαδέχθηκε η βαθιά θλίψη και το βαρύ πένθος των Μακεδόνων για τον αδόκητο θάνατο του αδικοσκοτωμένου ένδοξου βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου! Σε άμεση προτεραιότητα ήταν η εκλογή νέου βασιλιά. Η εκλογή όμως δεν ήταν εκ των προτέρων δεδομένη, επειδή ήταν γνωστό ότι υπήρχαν κάποιοι βασιλικοί γόνοι της δυναστείας, που διεκδικούσαν το θρόνο, μεταξύ των οποίων ο πιο νόμιμος διεκδικητής της εξουσίας ήταν ο ΑΜΥΝΤΑΣ (Δ';), ο γιος του βασιλιά Περδίκκα Γ΄, ανεψιός του Φιλίππου, τον οποίο επετρόπευσε ως ανήλικο παιδί επί 2 έτη (359-357 π.Χ.) και τον καθαίρεσε, για να βασιλέψει ο ίδιος προσωπικά με απόλυτη εξουσία. Και αυτό έγινε, γιατί το κράτος, όπως έχει προαναφερθεί, διέτρεχε πολλούς κινδύνους, άμεσους και σοβαρούς, από τους γειτονικούς βαρβάρους. Καθώς πολλοί άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στο θέατρο, ένοπλοι και λαός, για το γάμο, λειτούργησαν ως συνέλευση και εκλεκτορικό σώμα, ενώ ακόμη το πτώμα του Φιλίππου έκειτο στη μέση της ορχήστρας αιμόφυρτο, μάρτυρας των διαδικασιών. Προήδρευσε ο Αντίπατρος, ο πιο επιφανής και συνετός συνεργάτης του Φιλίππου, επιτελικός αξιωματικός του μακεδονικού στρατού. Τα βλέμματα των περισσοτέρων διασταυρώθηκαν στο πρόσωπο του Αλεξάνδρου, του γιου του μεγάλου νεκρού, που είχε πάρει το χρίσμα του αντιβασιλιά και του διαδόχου από τον ίδιο τον πατέρα του από έφηβος ακόμη, ήταν δοκιμασμένος στις πολεμικές επιχειρήσεις με επιτυχία και επιπλέον ήταν μορφωμένος. Η έως τότε ολιγόχρονη αλλά αποτελεσματική δράση του και κυρίως η γενναία συμβολή του στη μάχη της Χαιρώνειας είχαν εδραιώσει το κύρος του στις τάξεις του μακεδονικού στρατού, του οποίου η συνέλευση τελικά τον ανακήρυξε θριαμβευτικά βασιλιά, όπως συνηθιζόταν. Γύρω του αμέσως είχαν συσπειρωθεί οι εταίροι και ένας απ'αυτούς, ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής γιος του Αερόπου, πρώτος τον προσφώνησε «Αλέξανδρος ο Φιλίππου». Η εκλογή του νέου βασιλιά έγινε. Έχοντας ο Αλέξανδρος στα μάτια του νωπή τη σκηνή «του ματωμένου γάμου» της αγαπητής αδελφής του, της Κλεοπάτρας –με το ξίφος του δολοφόνου καρφωμένο στο στήθος του πατέρα του- δήλωσε στο συγκεντρωμένο έντρομο πλήθος, που λίγο νωρίτερα παρακολουθούσε χαρούμενο τη γαμήλια τελετή, ότι μόνο το όνομα του βασιλιά άλλαξε στο κράτος και τίποτε άλλο ούτε από την εσωτερική ούτε από την εξωτερική πολιτική. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μπήκε στην παγκόσμια ιστορία 20 ετών και την ίδια στιγμή που έμπαινε ήταν ΜΕΓΑΣ. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος- στο βίο του Αλεξάνδρου «παρέλαβε την βασιλείαν φθόνους μεγάλους, δεινά μίση και κινδύνους πανταχόθεν έχουσαν» (δηλαδή, παρέλαβε τη βασιλεία που είχε φθόνους μεγάλους, φοβερά μίση και διέτρεχε από παντού κινδύνους). Προκαλεί κατάπληξη ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τα μεγάλα προβλήματα, που είχε να επιλύσει τόσο στο εσωτερικό του κράτους του όσο και στο εξωτερικό. Από την πρώτη εκείνη στιγμή – μετά τη δολοφονία του πατέρα του - φάνηκαν τα εξαιρετικά του χαρίσματα: η αποφασιστικότητα, η ταχύτητα δράσης και η σπουδαία πολιτική του σκέψη. Αξιοθαύμαστο είναι ότι μέσα σ' ένα χρόνο στερέωσε την εξουσία του στη Μακεδονία, αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία την αντίδραση, που εκδήλωσαν εναντίον του οι ελληνικές πόλεις, και με δύσκολες αλλά επιτυχημένες επιχειρήσεις κατέπνιξε τις εξεγέρσεις των υποτελών βαρβάρων γειτόνων της Μακεδονίας, των Θρακών, των Τριβαλλών και των Γετών στα βόρεια και των Ιλλυριών στα δυτικά. Στις στρατιωτικές υποθέσεις και στις πολεμικές επιχειρήσεις ο Αλέξανδρος θα έχει την αμέριστη συμπαράσταση και καθοδήγηση των δύο διακεκριμένων επιτελών στρατηγών του, του Αντιπάτρου και του Παρμενίωνα, που ήταν οι πιο στενοί συνεργάτες του
πατέρα του, των οποίων η νομιμοφροσύνη απέναντι στο πρόσωπό του συνέβαλε στην εκλογή του και στην ανάρρησή του στο θρόνο. Ο νέος βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ', που διακρινόταν για την ευφυΐα και τη ρητορική δεινότητά του, επανέλαβε στη Συνέλευση του Στρατού τις «προγραμματικές δηλώσεις» του, ότι δηλαδή δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε απ' όσα αφορούν την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του προκατόχου του. Οι στρατιώτες του πήραν όρκο πίστης και προσήλωσης στο πρόσωπό του και εκείνος απευθυνόμενος προς αυτούς τους διαβεβαίωσε ότι μαζί τους θα συνέχιζε ατόφια την πολιτική του Φιλίππου. ενώ από τους πρέσβεις της υπόλοιπης Ελλάδας - όσοι είχαν παραβρεθεί στην Πέλλα προσκεκλημένοι για το γάμο της αδελφής του και έγιναν μάρτυρες της δολοφονίας του πατέρα του- ζήτησε να δείξουν και προς τον ίδιο την ίδια καλή θέληση και συνεργασία που έδειξαν προς εκείνον. Κατά τον ΔΙΟΔΩΡΟΝ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗΝ, τον Έλληνα ιστοριογράφο του 1ου π.Χ. αιώνα, ο Αλέξανδρος επωφελήθηκε από την παρουσία πολλών προσκεκλημένων αντιπροσώπων ελληνικών πόλεων στο θέατρο των ΑΙΓΩΝ να προσκαλέσει «τούς Ἕλληνας τηρεῖν τήν πρός αὐτόν πατροπαράδοτον εὔνοιαν» (δηλαδή, οι Έλληνες να συνεχίσουν να τηρούν και προς τον ίδιο την πατροπαράδοτη καλή θέληση). Αμέσως μετά ο Αλέξανδρος σύστησε ανακριτική επιτροπή να διερευνηθούν οι συνθήκες της δολοφονίας του πατέρα του. Από την ανάκριση και τη δίκη αποκαλύ-φθηκε ότι ο δολοφόνος Παυσανίας ενήργησε έτσι, επειδή ήταν αγανακτισμένος που δεν τιμώρησε ο Φίλιππος κάποιους από το περιβάλλον του, που πρόσβαλαν την προσωπικότητά του. Αυτό τουλάχιστον επιβεβαιώνει και ο Αριστοτέλης, που τότε βρισκόταν στη Μακεδονία και μάλιστα ήταν παρών στη δίκη. Δεν αποκλείεται όμως και η συνωμοσία. Γιατί στο σημείο που συνελήφθηκε και εκτελέσθηκε ο δολοφόνος –και γιατί να τον εκτελέσουν;- διαφεύγοντας από το χώρο της ορχήστρας για να εξαφανισθεί, δεν υπήρχε ένα μόνο άλογο. Υπάρχει η εξής πληροφορία: «Προς τα άλογα στην είσοδο του θεάτρου κατευθύνθηκε, που ήταν έτοιμα για τη φυγάδευσή του». Το συμβάν αυτό δεν είναι απλό, αποτελεί σπουδαιότατο ιστορικό γεγονός και δεν είναι ένδειξη, αλλά απόδειξη ατράνταχτη ότι ο Παυσανίας δεν ήταν μόνος, αλλά κι άλλοι, οι οποίοι δεν πρόλαβαν να επέμβουν, ίσως γιατί ο Παυσανίας βιάστηκε να δράσει από ανυπομονησία και έτσι ο άλλος ή οι άλλοι επίδοξοι συνωμότες δεν εκδηλώθηκαν. Μήπως το επόμενο –ενδεχόμενο – θύμα ήταν ο Αλέξανδρος; Σίγουρα! Πάντως στη δίκη απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 3 άνδρες, των οποίων όμως η ενοχή δεν αποδείχθηκε. Εκφράσθηκαν και απόψεις που υποστήριζαν ότι ένα δεύτερο χτύπημα, ταυτόχρονα με εκείνο του Φιλίππου, ετοιμαζόταν για τον Αλέξανδρο έτσι ώστε να κηρυχθεί ο θρόνος «ἐν χηρείᾳ» και φυσικά να επωφεληθούν όσοι είχαν συμφέροντα. Τρία ήταν τα πιο πιθανά κίνητρα της πιθανολογούμενης συνωμοσίας: 1) εσωτερική ενέργεια από τους ανταπαιτητές και διεκδικητές του θρόνου, για να πληγεί η βασιλική οικογένεια ή και όλη ακόμη η Δυναστεία; 2) συμμαχική ενέργεια, για να διαλυθεί η Ελληνική Κοινή Συμμαχία της Κορίνθου; Και 3) δάκτυλος της περσικής κατασκοπίας, για να ματαιωθεί η προετοιμαζόμενη μεγάλη εκστρατεία των Μακεδόνων μαζί με τους άλλους Έλληνες εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας; Το υπ' αριθμόν -3- κίνητρο φαίνεται το πιο πιθανό. Στη δίκη παρέστησαν και οι γιοι του Αερόπου και ο Αμύντας, από τους διεκδικητές του στέμματος. Σχετικά με τα αίτια και τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονικής στυγερής αυτής πράξης πολλά λέγονταν, αλλά τίποτε δεν αποδείχθηκε. η επίσημη όμως άποψη, που υιοθέτησε η Αυλή της Πέλλας, ήταν πως ο δολοφόνος είχε υποκινηθεί από ξένη δύναμη, από τους Πέρσες. Αφού τελείωσε η δίκη, ο Αλέξανδρος, κατά τα καθιερωμένα έθιμα της Μακεδονίας, κήδεψε μεγαλόπρεπα τον πατέρα του, κλαίγοντας πικρά πάνω στον τάφο του, όπου αποτέθηκαν τα λείψανά του μετά την ημιαποτέφρωση της σορού του. Στον ίδιο αυτόν τάφο του Φιλίππου σφαγιάσθηκαν, όσοι καταδικάσθηκαν ως ένοχοι ή συνένοχοι συνωμοσίας από τους ανταπαιτητές και διεκδικητές της εξουσίας, όπως οι μνηστήρες του θρόνου γιοι του Αερόπου, Αρραβαίος, Ηραμένης και Αλέξανδρος. αλλά ο τελευταίος γλίτωσε, γιατί ζήτησε ειλικρινή συγνώμη από το συνονόματό του βασιλιά. Πράγμα που έγινε. Αυτό και μόνο δείχνει τη μεγαλοψυχία του νεαρού βασιλιά! Όσοι εκτελέσθηκαν, αποδείχθηκε αργότερα ότι είχαν δωροδοκηθεί από τον Πέρση
βασιλιά και συνωμότησαν για τη δολοφονία του Φιλίππου. Επίσης και η Ολυμπιάδα καταδίωξε με μίσος την αντίζηλό της Κλεοπάτρα (χήρα του πρώην συζύγου της), η οποία είχε προλάβει να αποκτήσει από το γάμο της με το Φίλιππο δύο παιδιά, τον ΚΑΡΑΝΟ και την ΕΥΡΩΠΗ(;). Τελικά σκότωσε τα μωρά της και ανάγκασε την ίδια να απαγχονισθεί. Η ενέργεια όμως αυτή της μητέρας του δεν τον βρήκε διόλου σύμφωνο τον Αλέξανδρο και τον εξόργισε. Μετά την εκκαθάριση της κατάστασης που δημιουργήθηκε, η «βασιλομήτωρ» ΟΛΥΜΠΙΑΣ έμεινε απόλυτη αφέντρα όλης της Δυναστείας με το γιο της στο θρόνο της Μακεδονίας και την άλλη κόρη της Κύνα (από το Φίλιππο). Παραταύτα, μολονότι όλοι οι κίνδυνοι ανατροπής του και ενδεχόμενης δολοφονικής επίθεσης εναντίον του είχαν εκλείψει, δε θα μπορεί πια ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ από εδώ και πέρα να κοιμάται ήσυχος, όπως πρώτα, όταν μοιραζόταν αμέριμνος την ευτυχία του με την παρέα του στην ΠΕΛΛΑ! Ο «εφιάλτης» θα ταράζει τον ύπνο του. Η σκηνή της δολοφονίας του πατέρα του- ενώ δηλαδή ο άτιμος και άνανδρος Παυσανίας, ένας «έμπιστος» σωματοφύλακάς του και μάλιστα πολύ κοντινός του, ξιφουλκούσε και κάρφωνε το ξίφος του στο στήθος του Φιλίππου, πάνω στο ζενίθ της δόξας του και πάνω στην κορύφωση της χαράς του- θα τον ακολουθεί ως το τέλος της ζωής του. Μετά την είδηση του θανάτου του Φιλίππου, σε πολλές ελληνικές πόλεις κινητοποιήθηκαν οι αντιμακεδονικές παρατάξεις, με τη δικαιολογία ότι οι συμφωνίες που είχαν γίνει στην Κόρινθο με το Φίλιππο, δεν ίσχυαν πια. Τον κύριο ρόλο τον έπαιξε η ΑΘΗΝΑ με πρωτεργάτη και πάλι το Δημοσθένη. το στενοκέφαλο! Πίστευε ότι στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα επικρατούσε τώρα χάος- μετά το Φίλιππο- και μιλούσε μάλιστα με απόλυτη περιφρόνηση για τον Αλέξανδρο, αποκαλώντας τον «μειράκιον» (αμούστακο παλληκαράκι). Άρχισε – το σπουδαιότερο - μυστικές συνεννοήσεις με το Μακεδόνα στρατηγό Άτταλο, που μαζί με τον Παρμενίωνα είχαν τεθεί από το Φίλιππο συνδιοικητές του μικρού εκστρατευτικού σώματος, που πραγματοποιούσε το προγεφύρωμα στη Μικρά Ασία. σκοπός του η ανατροπή ή και η εξόντωση του ίδιου του Αλεξάνδρου. Αλλά τον πρόλαβε ο νεαρός βασιλιάς. κατέστειλε την εξέγερση που είχε κάνει στη Μικρά Ασία και τον εξόντωσε. Αλλά ο Δημοσθένης, ο πολύ «Φιλέλληνας», άρχισε επίσης και μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες, για να βοηθήσουν μια γενική εξέγερση των Ελλήνων κατά της μακεδονικής Ηγεμονίας και επικυριαρχίας. Μάταια προσπάθησε ο συνετός στρατηγός της Αθήνας Φωκίων, που ήταν επικεφαλής της φιλομακεδονικής παράταξης, να πείσει τους συμπολίτες του να συγκρατηθούν και να συνετισθούν. [Θαυμάστε το Δημοσθένη το μεγάλο «πατριώτη»! προδίδει πάλι τους Μακεδόνες και όλη την Κοινή Συμμαχία των Ελλήνων συνεργαζόμενος με τους προαιώνιους εχθρούς όλου του Ελληνικού κόσμου, τους Πέρσες!!] Ξεσηκώθηκαν πολλές ελληνικές πόλεις στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, ενώ στην Αθήνα κυριαρχούσε ο Δημοσθένης με τους οπαδούς του σε μια πολεμική υστερία κατά του Αλεξάνδρου: Οι Θεσσαλοί απέκλεισαν τα Τέμπη, οι Θηβαίοι δημαγωγοί καλούσαν τους πολίτες να διώξουν τη Μακεδονική φρουρά, την οποία είχε εγκαταστήσει ο Φίλιππος στην Καδμεία, όταν νίκησε τους Θηβαίους στη Χαιρώνεια, οι Αιτωλοί ψήφισαν την επαναφορά των εξορίστων από το Φίλιππο, οι Αμβρακιώτες έδιωξαν τη Μακεδονική φρουρά και κήρυξαν τη δημοκρατία. ενώ στην Πελοπόννησο οι Αργείοι και οι Αρκάδες και άλλοι Έλληνες ετοιμάζονταν να αποτινάξουν τη Μακεδονική επικυριαρχία. Παρατηρείται γενικά ένας επικίνδυνος αντιμακεδονικός συναγερμός, που απειλούσε την ενότητα της Κοινής Συμμαχίας. Βλέπουμε πάλι το «θαύμα» της διχόνοιας των Ελλήνων και του ξένου χρυσού. Στη Μακεδονία πραγματοποιούνταν συσκέψεις και συμβούλια για την αντιμετώπιση της κρίσιμης κατάστασης. Οι στενότεροι αυλικοί συμβούλευαν το νεαρό βασιλιά να πολιτευθεί με μετριοπάθεια και ηπιότητα. Πράγματι ο Αλέξανδρος άκουσε τους συμβούλους του και για ένα διάστημα έδωσε «τόπο» στην οργή του, προσπαθώντας να πετύχει φιλικούς συμβιβασμούς. Η μετριοπαθής αυτή πολιτική του δεν απέδωσε και αποφάσισε να επέμβει δυναμικά, για να καταπνίξει τις εξεγέρσεις και να εξασφαλίσει και για τον εαυτό του το κύρος που είχε ο πατέρας του ανάμεσα στους Έλληνες ως πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Έτσι ο Αλέξανδρος ο βασιλιάς, αφού απαλλάχθηκε και από τον Άτταλο, το στασιαστή, βιαζόταν να κατεβεί στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα να ρυθμίσει όλες τις ανωμαλίες, που δημιούργησε η αντίδραση και εξέγερση των ελληνικών πόλεων –κρατών. Υποχρεώθηκε να δρά-
σει αστραπιαία, πριν προλάβουν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, για να τον αντιμετωπίσουν όλοι μαζί. Έπρεπε να παγιώσει τη Συμμαχία της Κορίνθου και να επιστρέψει γρήγορα στη Βαλκανική, για να στραφεί απερίσπαστος εναντίον των επαναστατημένων βορείων βαρβάρων γειτόνων λαών, πριν αναλάβει ο ίδιος την εντολή της εκστρατείας κατά των Περσών, που είχε δοθεί στον πατέρα του από το Συνέδριο της Συμμαχίας Κορίνθου. Κινήθηκε ταχύτατα και προήλασε με το στρατό του κάνοντας επίδειξη μάλλον της δύναμής του. δεν επιδίωκε τη σύγκρουση, αλλά την τρομοκράτηση των Ελληνικών πόλεων, την ειρήνευση και αποκατάσταση της μακεδονικής επικυριαρχίας, που διαταράχθηκε μετά τη δολοφονία του πατέρα του. Έτσι στη Θεσσαλία πέτυχε να αναγνωρισθεί ως άρχοντας (ταγός) του Κοινού των Θεσσαλών. Προελαύνοντας με γρήγορη προέλαση έφτασε στις ηρωικές Θερμοπύλες, όπου «Τῶν Ἀμφικτυόνων συνέδριον συναγαγών ἔπεισεν ἑαυτῷ κοινῷ δόγματι δοθῆναι τήν τῶν Ἑλλήνων ἡγεμονίαν» (δηλαδή, Συγκάλεσε το Αμφικτυονικό Συνέδριο και έπεισε τους Πυλαγόρες να δοθεί με κοινή απόφαση σ'αυτόν η ηγεμονία των Ελλήνων).Και έτσι αναγνωρίσθηκε προστάτης του ιερού των Δελφών. Η κεραυνοβόλος προέλαση του νεαρού βασιλιά της Μακεδονίας πάγωσε από φόβο τις αντιμακεδονικές παρατάξεις και ο πολεμικός πυρετός, που είχε κυριεύσει ως εκείνη τη στιγμή κυρίως τους Θηβαίους και τους Αθηναίους, κόπασε. Το παράδειγμα αυτών ακολούθησαν και οι πολίτες των μικρότερων πόλεων, που έσπευσαν να δηλώσουν τη νομιμοφροσύνη τους στο νέο βασιλιά της Μακεδονίας. Δεν παραβίασε την αυτονομία της Θήβας και της Αθήνας, μολονότι αυτές είχαν πρωτοστατήσει στην αντιμακεδονική αυτή εξέγερση. Η Αθηναϊκή πρεσβεία έγινε ευμενώς δεκτή από τον Αλέξανδρο. στους πρέσβεις, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν αρχικά και ο ίδιος ο Δημοσθένης, αλλά φοβήθηκε και έφυγε, έδωσε ο νεαρός βασιλιάς φιλάνθρωπες απαντήσεις και απάλλαξε το λαό της Αθήνας από τον πολύ φόβο και τρόμο: «φιλανθρώπους ἀποκρίσεις δούς ἀπέλυσε τοῦ πολλοῦ φόβου τόν δῆμον», μολονότι ο επικεφαλής της αντιμακεδονικής παράταξης της πόλης, ο «φιλέλλην» Δημοσθένης, είχε πάρει πολλά χρήματα από τους Πέρσες, για να πολιτεύεται κατά των Μακεδόνων «πολλά χρήματα φασίν αὐτόν εἰληφέναι παρά Περσῶν, ἵνα πολιτεύηται κατά Μακεδόνων» (γράφει ο Διόδωρος). Μετά ο Αλέξανδρος κάλεσε τους αντιπροσώπους των ελληνικών πόλεων να συγκεντρωθούν στην έδρα της Ελληνικής Συμμαχίας στην Κόρινθο (στον Ισθμό της Κορίνθου) σε συνέλευση, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να γίνει για όλη την κατάσταση των ελληνικών πραγμάτων ύστερα από τη διασάλευση της Κοινής Ειρήνης του έτους 337 π.Χ.. Η ΣΠΑΡΤΗ, όπως και την προηγούμενη φορά, αρνήθηκε να συμμορφωθεί και δεν έστειλε πάλι αντιπροσώπους, γιατί πατροπαράδοτη συνήθειά τους ήταν να «ἡγοῦνται ἄλλων» και όχι να ακολουθούν άλλους. Στο Συνέδριο της Κορίνθου αναγορεύθηκε Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ «ΗΓΕΜΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ» της Ελληνικής Συμμαχίας και αποδέχθηκαν οι ΕΛΛΗΝΕΣ να συνεκστρατεύσουν στην ΑΣΙΑ κατά των Περσών, εχθρών του Ελληνισμού: δηλαδή μεταβιβάσθηκαν σ'αυτόν όσες αρμοδιότητες, τιμές και αξιώματα είχε και ο πατέρας του. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Κορίνθιοι του έκαναν λαμπρή υποδοχή και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη μεγάλη και πλούσια αυτή πόλη Κόρινθο («οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον» δεν μπορεί κανείς να πάει να ζήσει στην Κόρινθο, γιατί είναι πολύ ακριβή πόλη) τον επισκέφθηκαν σημαντικοί άνθρωποι, ρήτορες, φιλόσοφοι, διανοούμενοι και γενικά μορφωμένοι και καλλιτέχνες να θαυμάσουν το νεαρό Μακεδόνα βασιλιά, να τον χαιρετήσουν . όλοι τους ήθελαν να ακούσουν από το στόμα του Αλέξανδρου, έστω και δύο λέξεις! Μόνο ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης ο Σινωπεύς (από τη Σινώπη του Πόντου) που ζούσε τότε εκεί, στην Κόρινθο, και μάλιστα μέσα σ' ένα μεγάλο πιθάρι, έμεινε ατάραχος και αδιάφορος τελείως για ό,τι συνέβαινε έξω απ'αυτό. Ο Αλέξανδρος που ήταν επηρεασμένος από τα μαθήματα φιλοσοφίας, που είχε πάρει στη Σχολή της Μίεζας κοντά στον καθηγητή του Αριστοτέλη, εκτιμούσε πολύ τους φιλοσόφους. τον επισκέφθηκε στην "κατοικία" του με την ακολουθία του και, όταν-εκφράζοντας τη συμπάθειά του- τον ρώτησε μήπως ήθελε να του ζητήσει κάποια χάρη, πήρε την απίστευτη απάντηση: «μικρόν ἀπό τοῦ ἡλίου μετάστηθι» (δηλαδή,
τραβήξου λίγο από τον ήλιο –μη μου κρύβεις τον ήλιο). Και φεύγοντας από την Κόρινθο ο «ἡγεμών τῆς Ἑλλάδος» απευθυνόμενος στην ακολουθία του φέρεται να είπε: «Ἀλλά μήν ἐγώ, εἰ μή Ἀλέξανδρος ἤμην, Διογένης ἄν ἤμην» (δηλαδή, κι εγώ βέβαια, αν δεν ήμουνα Αλέξανδρος, Διογένης θα ήμουνα / θα ήθελα να είμαι). Τί εννοούσε; Μερικές φορές πάντως ο Αλέξανδρος είχε μεγαλόπνοες ιδέες επηρεασμένος από τις διδασκαλίες του σοφού καθηγητή του.Ουσιαστικά όμως ήταν η ενσάρκωση του ανθρώπου της δράσης και της περιπέτειας και όχι απλώς ενός ένοπλου φιλοσόφου. Έτσι θα αποδειχθεί τελικά αντάξιος μαθητής της «τέχνης» του πατέρα του μάλλον (της πολεμικής), παρά αντάξιος της σοφίας του καθηγητή του. Η παράδοση αναφέρει (Πλούταρχος και Διόδωρος) ότι ο Αλέξανδρος πέρασε από το Μαντείο των Δελφών κατά την επιστροφή του από την Πελοπόννησο στη Μακεδονία, για να πάρει χρησμό, και ότι η Πυθία εξαναγκάσθηκε να του δώσει χρησμό, ενώ δεν επιτρεπόταν, γιατί ήταν τότε αποφράδες ημέρες. χρησμοδότησε: «Ἀνίκητος εἶ, ὦ παῖ» (δηλαδή, Είσαι ανίκητος, παιδί μου). Έφτασε στην Πέλλα ικανοποιημένος, επειδή σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε εξασφαλίσει τη σύμπραξη των ελληνικών πόλεων της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, έστω και χωρίς τη συμμετοχή της Σπάρτης. και έτσι η μεγάλη εκστρατεία-που ετοιμαζόταν – έπαιρνε πανελλήνιο χαρακτήρα, όπως ακριβώς το είχαν ονειρευθεί και ο πατέρας του και ο ίδιος. Είχε καταγράψει στο ενεργητικό του μέχρι τότε την παγίωση της ειρήνης τόσο στο βασίλειό του όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα και την αναγνώριση της αρχής του από όλες τις πόλεις- κράτη, ενώ ήταν μόλις ολίγων μηνών βασιλιάς. Κι ας ήταν το «μειράκιον» για το στενοκέφαλο Δημοσθένη, το «φιλέλληνα»! Απέμενε, μετά, να καταπνίξει τη γενική εξέγερση των γειτονικών βαρβάρων λαών στα βόρεια σύνορα του κράτους του. Απαραίτητη προϋπόθεση, πριν επιχειρήσει την εκστρατεία του στην ΑΣΙΑ εναντίον των Περσών, ήταν να εξασφαλίσει απόλυτα τα νώτα του στα Βαλκάνια. Έτσι, αφήνοντας στην Πέλλα τον Αντίπατρο, εκστράτευσε με πολύ στρατό-ξεκινώντας από την Αμφίπολη στις αρχές της άνοιξης του έτους 335 π.Χ. - πρώτα εναντίον των Θρακών στην περιοχή της Αδριανούπολης και των Τριβαλλών στη σημερινή Βουλγαρία, οι οποίοι πιεζόμενοι από τους Γέτες και τους Δάκες στα βόρεια του Ίστρου (ποταμού Δούναβη –στη σημερινή Ρουμανία) παρενοχλούσαν τα βόρεια σύνορα της επικράτειάς του. Επιχειρώντας ο Αλέξανδρος να καθυποτάξει τους εξεγερμένους βάρβαρους της Βαλκανικής θα αποκαλύψει το στρατηγικό δαιμόνιο του. Ο στρατός του με απόλυτη πειθαρχία και άριστη τάξη διοικούμενος θα νικήσει τους Θράκες, θα διαβεί τα στενά του Αίμου και θα συντρίψει τους Τριβαλλούς, οι οποίοι απωθήθηκαν προς το Δούναβη. Ο βασιλιάς τους Σύρμος πρόβαλε σθεναρή αντίσταση, αλλά τελικά δήλωσε υποταγή στο Μακεδόνα βασιλιά με την υπόσχεση να ακολουθεί τους Μακεδόνες στις εκστρατείες τους. Επίσης ο Αλέξανδρος αιφνιδίασε και κάποια Κελτικά φύλα, που κατοικούσαν κοντά στο Δούναβη, διαβαίνοντας τον ποταμό με σχεδίες κατασκευασμένες από προβιές παραγεμισμένες με χόρτα. Απώθησε και τους βάρβαρους Γέτες, που τον περίμεναν παραταγμένοι στην απέναντι όχθη: «Πόθος ἔλαβεν αὐτόν ἐπ΄ ἐκεῖνα τοῦ Ἴστρου ἐλθεῖν» (Πόθος τον κυρίεψε – τον Αλέξανδρο- να προχωρήσει σ' εκείνα τα μέρη του Ίστρου –ποταμού). Εδώ εκδηλώνεται για πρώτη φορά ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Αλεξάνδρου:ο πόθος να προχωράει –η έλξη- προς το άγνωστο και να επιχειρεί πράγματα όχι εύκολα. Νίκησε και τους Γέτες, τους βορειότερους από τους βαρβαρικούς Βαλκανικούς λαούς, και πήρε πλούσια λάφυρα. Όλοι οι λαοί που κατοικούσαν κοντά στον Ίστρο εντυπωσιάσθηκαν ή φοβήθηκαν από το κατόρθωμά του, τη διάβαση του ποταμού, και έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή, ζητώντας να αποκτήσουν τη φιλία του Αλεξάνδρου. Πολλοί Κέλτες μάλιστα προσήλθαν αυθόρμητα στο ελληνικό στρατόπεδο με πρόθεση να συμμαχήσουν με το Μακεδόνα βασιλιά. Έκλεισε ειρήνη και συμμαχία με τους Τριβαλλούς και τους Κέλτες, γιατί τους ήθελε ως αντίπαλο δέος εναντίον των Θρακών, όταν εκείνος θα βρισκόταν στην ΑΣΙΑ. Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Αλέξανδρος, ο νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας (το «μειράκιον»- όπως τον χλευάζει ο στενοκέφαλος Δημοσθένης), δεν αρκέσθηκε μόνο να καταστείλει απλώς τις γειτονικές βαρβαρικές φυλές, αλλά προχώρησε και πέρα από το Δούναβη, που θα μπο-
ρούσε να θεωρηθεί σαν το φυσικό σύνορο του βασιλείου της Μεγάλης Μακεδονίας, του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Η απουσία του Αλεξάνδρου πολύ καιρό τόσο μακριά από την πρωτεύουσά του-στα βορειοανατολικά –είχε βάλει και από την άλλη πλευρά (βορειοδυτικά) σε κίνδυνο την ασφάλεια του μακεδονικού κράτους. Ενώ προήλαυνε προς τη χώρα των Αγριάνων και των Παιόνων, έφθασε η είδηση ότι οι Ιλλυριοί, που ήταν υποτελείς της Μακεδονίας, επαναστάτησαν και μαζί τους εξεγέρθηκαν κι άλλα βαρβαρικά φύλα πολεμικά, οι Ταυλάντιοι και οι Αυταριάτες. Χάρη στην εξαιρετική προπαρασκευή και εκπαίδευση των ανδρών του μακεδονικού στρατού, που ήταν ικανοί να βαδίσουν οπλισμένοι 50 περίπου χιλιόμετρα την ημέρα, κατόρθωσε ο Αλέξανδρος να φθάσει έγκαιρα και με τη βοήθεια των συμμάχων του Αγριάνων, παλαιών συμμάχων του Φιλίππου, κατατρόπωσε τους αντιπάλους συμμάχους, τους Ταυλάντιους και τους Ιλλυρίους, και κατέλαβε την πόλη Πήλιον, το κέντρο αντίστασης αυτών. Από τότε δεν κινήθηκαν πια εναντίον της Μακεδονίας. Ο Αλέξανδρος συνομολόγησε ειρήνη με τους ηγεμόνες αυτών, τον Ιλλυριό βασιλιά Κλείτο και τον Ταυλάντιο βασιλιά Γλαυκία. [Εκπλήττουν τα ελληνικά ονόματα αυτών]. Εξάλλου και η παρουσία των Κελτών, στις περιοχές αυτών, συμμάχων του Αλεξάνδρου, θα αποτελέσει εγγύηση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή πέρα από τα βορειοδυτικά σύνορα της μακεδονικής επικράτειας. Επιστρέφοντας ο Αλέξανδρος στη Μακεδονία, δέχθηκε επίθεση και από ένα άλλο βαρβαρικό φύλο, τους Αυταριάτες, που προσπάθησαν να εμποδίσουν την επιστροφή του μακεδονικού στρατού. Όμως ο βασιλιάς των συμμάχων Αγριάνων, ο Λάγγαρος, ανέλαβε την τιμωρία τους και σαν αντιστάθμισμα των όλων υπηρεσιών του, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υποσχέθηκε να του δώσει ως σύζυγο την αδελφή του ΚΥΝΑ (ομομήτρια και ομοπάτρια). Τελικά αυτός ο γάμος δεν έγινε, γιατί ο υποψήφιος γαμπρός πέθανε επιστρέφοντας στην πατρίδα του. Οι μεγάλες αυτές επιτυχίες των Μακεδόνων στη Βαλκανική οφείλονταν κατά κύριο λόγο στις ηγετικές ικανότητες του Αλεξάνδρου, στη στρατηγική του ευφυΐα και τη διπλωματική ευστροφία, στην ψυχραιμία και την επιμονή του, αλλά εξίσου οφειλόταν και στην γενναιότητα, μαχητικότητα και καρτερικότητα των ανδρών του. Στο διάστημα που οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου προσπαθούσαν να υποτάξουν τα βαρβαρικά φύλα της Χερσονήσου του Αίμου (της Βαλκανικής), οι ΠΕΡΣΕΣ, ανήσυχοι για τη συνέχιση της παραμονής του μακεδονικού εκστρατευτικού σώματος (προγεφυρώματος) στη Μικρά Ασία, προσπάθησαν με κάθε τρόπο και ιδίως με άφθονα χρήματα (δαρεικούς =χρυσά νομίσματα) να εξαγοράσουν τις ελληνικές συνειδήσεις των πολιτών των ελληνικών πόλεων και να δραστηριοποιήσουν και πάλι τις αντιμακεδονικές παρατάξεις, για να αποτινάξουν τη μακεδονική επικυριαρχία. Έτσι οι προαιώνιοι εχθροί του Ελληνισμού, οι ΠΕΡΣΕΣ, με το χρυσάφι τους κατάφεραν να πείσουν τις Ελληνικές εκείνες πόλεις που δεν αποδέχονταν τη φιλία των Μακεδόνων, με αποτέλεσμα να πραγματοποιήσουν μια τρομερή συνωμοσία κατά της Μακεδονικής κηδεμονίας, ώστε να καταστήσουν ανεκτέλεστες τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Κορίνθου για μια πανελλήνια εκστρατεία εναντίον τους υπό την ηγεσία του Μακεδόνα βασιλιά. Στην απόφασή τους αυτή τους ενθάρρυνε και η απουσία του Αλεξάνδρου μακριά από την Ελλάδα. Εξάλλου η μακρόχρονη απομάκρυνση του βασιλιά της Μακεδονίας και ηγεμόνα των Ελλήνων από τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας έδωσε την ευκαιρία να κυκλοφορήσουν φήμες ότι σκοτώθηκε («τέθνηκε Αλέξανδρος») πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. παρόμοια διέδιδε και για το Φίλιππο («τέθνηκε Φίλιππος») στους Αθηναίους με τους πολιτικούς λόγους του ο Δημοσθένης – επικεφαλής της αντιμακεδονικής / αντιφιλιππικής παράταξης. [Ευγενείς και εθνικοί πόθοι!!!] Είναι εύλογο να διαδίδουν οι αντίπαλοι του Αλέξανδρου την ανακριβή αυτή είδηση με μεγάλο ζήλο, ώστε να επισπεύσουν την έκρηξη μιας γενικής επανάστασης εναντίον του. Ύστερα από τις φήμες αυτές, ότι δηλαδή σκοτώθηκε ο βασιλιάς Αλέξανδρος στο μακρινό βορρά, πυροδοτήθηκε εξέγερση αντιμακεδονική. οι αντιμακεδονικές παρατάξεις στις ελληνικές πόλεις δε χρειάζονταν περισσότερες πληροφορίες και εξηγήσεις, για να αρχίσουν να κινούνται δραστήρια. Στην ουσία, όπως φάνηκε, δεν είχαν δεχθεί όλες οι πόλεις της Ελλάδας με τη θέλησή τους τη Συνθήκη του Κοινού της Κορίνθου και τώρα μάλιστα με ανακούφιση άκουγαν τους ισχυρισμούς των διαφόρων δημαγωγών, ότι δηλαδή απαλλάσσονταν απόλυτα από τους όρους
της Συμμαχίας οι υπόλοιποι Έλληνες, εφόσον ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει, χωρίς να αφήσει διάδοχο. Την πρωτοπορία τώρα στην αντιμακεδονική εξέγερση είχε η ΘΗΒΑ, όπου η δημοκρατική συνέλευση των Θηβαίων ψήφισε να συνεχισθεί ο αγώνας για αυτονομία και αποτίναξη της μακεδονικής επικυριαρχίας, διακηρύσσοντας - σύμφωνα με τα λόγια του Διοδώρου - πάνω από έναν υψηλό πύργο: «όποιος θέλει να ελευθερώσει τους ΕΛΛΗΝΕΣ και να καταλύσει τον τύραννο της Ελλάδας, με τη βοήθεια του Μεγάλου βασιλιά (των Περσών) και των Θηβαίων μπορεί να έλθει με μας». Αυτή η διακήρυξη των Θηβαίων απευθυνόταν στα μέλη της Κορινθιακής Συμμαχίας, με σκοπό τη διάλυσή της, πράγμα που συνέφερε στους Πέρσες, γιατί ήθελαν τους Έλληνες διασπασμένους. Ενάμισο αιώνα περίπου ο περσικός παράγοντας ήταν ο "μπαμπούλας" των Ελλήνων και ρυθμιστής των Ελληνικών πραγμάτων! Και γιατί τάχα ο Παυσανίας, ο δολοφόνος του Φιλίππου που _ ήταν ο Αρχηγός της Κοινής Συμμαχίας των Ελλήνων _ να μην ενήργησε ως πράκτορας της περσικής κατασκοπίας; Οι Θηβαίοι κατάφεραν με ενέδρα να εξοντώσουν τους αρχηγούς της Μακεδονικής φρουράς στην Καδμεία, τον Αμύντα και τον Τιμόλαο, και πολιόρκησαν την ακρόπολη. ενώ ταυτόχρονα προθυμοποιούνταν να τους βοηθήσουν οι Αθηναίοι με προτροπή πάλι του Δημοσθένη, του μεγάλου «Έλληνα πατριώτη». Στην Αιτωλία ξέσπασαν ταραχές κατά των Μακεδόνων. στην Πελοπόννησο οι Ηλείοι εκδίωξαν τους οπαδούς του Αλεξάνδρου, ενώ οι Αρκάδες και οι Αργείοι σκέφτονταν να πράξουν τα ίδια. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μαθαίνοντας τα γεγονότα αυτά, την επαναδραστηριοποίηση των αντιμακεδονικών παρατάξεων των ελληνικών πόλεων και την εξέγερση των Θηβαίων, πήρε την τολμηρή απόφαση να δράσει άμεσα και αστραπιαία, πριν γενικευθεί η εξέγερση και λάβει μεγάλες διαστάσεις και πριν ενωθούν οι επαναστάτες με τους Θηβαίους, που σήκωσαν το λάβαρο της ελευθερίας και ανεξαρτησίας κατά της μακεδονικής επικυριαρχίας, ακόμη και οι Σπαρτιάτες που δε τους δέσμευε καμιά συμμαχία μαζί του. Ευτυχώς για τους Μακεδόνες η είδηση για την εξέγερση της Θήβας έφθασε στο «βαλκανικό» μέτωπο, αφού είχαν ήδη τελειώσει με επιτυχία οι πολεμικές επιχειρήσεις. Πάντοτε η τύχη του χαμογελούσε του Αλεξάνδρου, ήταν με το μέρος του. Παροιμιώδης ήταν η εύνοια της τύχης του. Υπήρξε τόσο τυχερός, ώστε ο Πλούταρχος, νεαρός ακόμη, επηρεάστηκε και έγραψε βιβλίο «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ» . Πράγματι κατά την εκστρατεία στην ΑΣΙΑ με επικεφαλής τον πατέρα του (αν ζούσε ο Φίλιππος) ο Αλέξανδρος ο ίδιος θα έμενε στην ΠΕΛΛΑ στο ρόλο του αντιβασιλιά. η δολοφονία όμως του Φιλίππου θα αλλάξει την τύχη του Αλέξανδρου, ο οποίος θα αλλάξει την τύχη του κόσμου. Μέσα στο κλίμα μιας γενικής αναταραχής που επικρατεί στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα, έρχεται μία είδηση που ενσκήπτει ως «κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ», ότι δηλαδή ο Αλέξανδρος όχι μόνο δεν έχει πεθάνει, αλλά πλησιάζει η ώρα της επιστροφής του! Με αστραπιαία προέλαση σε 14 ημέρες έφθασε έξω από τα τείχη της Θήβας. μαζί του πήγαν και δυνάμεις από τη Φωκίδα και τη Βοιωτία. Ο ίδιος εγκατέστησε το στρατόπεδό του γύρω από το δρόμο που οδηγούσε στην Αθήνα, αποκόπτοντας έτσι τη δυνατότητα κάθε επικοινωνίας μεταξύ Θήβας και Αθήνας. «Έμαθα», είπε σαρκαστικά ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, «πως ο Δημοσθένης με ονόμασε "παιδάριο", όταν πολεμούσα τους Τριβαλλούς και τους Ιλλυριούς, και "αντράκι", όταν έφθασα στη Θεσσαλία. τώρα μπροστά στα τείχη της Αθήνας θα του δείξουμε πως είμαι άνδρας». Ωστόσο υπήρχαν και μερικοί που πίστευαν ότι δεν πρόκειται για τον Αλέξανδρο του Φιλίππου, γιατί τον θεωρούσαν πεθαμένο, αλλά για τον Αλέξανδρο το Λυγκηστή, που τάχα τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Μακεδονίας. Άλλοι, πάλι, ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για τον αντιβασιλιά Αντίπατρο που έστειλε στρατό στο νότο, για να κατευνάσει τις εξεγέρσεις. Οι αμφιβολίες και οι σφαλερές αυτές εντυπώσεις δείχνουν καθαρά πόσο μεγάλη ήταν η έκπληξη που προκάλεσε η απρόσμενη επανεμφάνιση του βασιλιά της Μακεδονίας στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα και μάλιστα σε τόσο ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ο Αλέξανδρος στρατοπέδεψε κάτω από τα τείχη Θήβας και προσπάθησε με συμβιβαστικές προτάσεις να διευθετήσει ειρηνικά την κατάσταση, γιατί, όπως έλεγε, οι Θηβαίοι είναι ομόφυλοι. Οι Θηβαίοι όμως, λησμονώντας την πανωλεθρία τους στη μάχη της Χαιρώνειας πριν 3 χρόνια, αρνήθηκαν τη συμβιβαστική λύση που πρότεινε ο Αλέξανδρος, έχοντας πεποίθηση στα οχυρά τείχη της πόλης τους. Τότε η πόλη πολιορκήθηκε στενά και εκπορθήθηκε. Στην πολιορκία διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους ο ίδιος ο βασιλιάς και οι στρατηγοί του Αμύντας
και Περδίκκας, ο οποίος μάλιστα πληγώθηκε βαριά. Οι Θηβαίοι αντιστάθηκαν με πείσμα και ηρωικά. γιατί είχαν αποφασίσει να αγωνισθούν «μέχρις ἐσχάτων» (Διόδωρος): «οὐδείς ἑωράθη Θηβαίων δεηθείς τῶν Μακεδόνων φείσασθαι τοῦ ζῆν» (δηλαδή, Κανένας Θηβαίος δε φάνηκε να παρακαλάει τους Μακεδόνες να του λυπηθούν τη ζωή). Σκοτώθηκαν χιλιάδες και αιχμαλωτίσθηκαν πολλοί περισσότεροι. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος ήθελε να φανεί επιεικής μετά τη νίκη του, αλλά η τύχη της Θήβας και των κατοίκων της είχε προδιαγραφεί κυρίως από τους Έλληνες, που υπηρετούσαν στο Μακεδονικό Στρατό. Έτσι οι Θεσσαλοί, οι Φωκείς και οι Βοιωτοί (Πλαταιείς, Θεσπιείς και Ορχομένιοι) ζήτησαν την παραδειγματική τιμωρία των ηττημένων Θηβαίων, γιατί είχαν πάθει από αυτούς μεγάλες συμφορές, όταν η ΘΗΒΑ κάποτε- με την οικονομική υποστήριξη των βαρβάρων Περσών –είχε αναδειχθεί πρώτη στρατιωτική δύναμη της Ελλάδας. Είναι, πράγματι, τραγικό το τι επακολούθησε! Εγκλήματα και λεηλασίες. ακόμη και ναοί βεβηλώθηκαν. Η διαρπαγή και η λαφυραγώγηση συνεχίσθηκε ως τη νύκτα. Για την τελική τύχη της πόλης και των κατοίκων της δεν αποφάσισε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μόνος του, αλλά συγκάλεσε συμβούλιο και ρώτησε τους εκπροσώπους του Συνεδρίου της Συμμαχίας της Κορίνθου: «πῶς χρηστέον τῇ πόλει τῶν Θηβαίων» (δηλαδή, πώς πρέπει να μεταχειρισθεί την πόλη των Θηβαίων). Πέρα από τα δεινά, που υπέφεραν από τους Θηβαίους, όταν ηγεμόνευαν στην Ελλάδα, θυμήθηκαν οι σύμμαχοι πως οι Θηβαίοι στους Ελληνοπερσικούς πολέμους είχαν μηδίσει (πρόσφεραν στον Ξέρξη, τον κατακτητή Πέρση βασιλιά, "γῆν καί ὕδωρ", σύμβολα της υποταγής τους). Εκτός απ΄ αυτά, το έτος 404 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι παραδόθηκαν στους Σπαρτιάτες, τελειώνοντας ο Εμφύλιος Πελοποννησιακός πόλεμος, οι Θηβαίοι είχαν παρακινήσει τους νικητές έντονα να καταστρέψουν την ΑΘΗΝΑ, αλλά οι Λακεδαιμόνιοι δε δέχθηκαν, όπως είπαν, να βγάλουν το ένα «μάτι» της Ελλάδας. Η απόφαση ήταν ομόφωνη και φοβερή: όσοι κάτοικοι επέζησαν από τη σφαγή, άνδρες, γυναίκες και παιδιά να πουληθούν ως ανδράποδα (δούλοι), η πόλη να λεηλατηθεί και να κατεδαφισθεί και η γη να μοιρασθεί στους γειτονικούς συμμάχους, εκτός από εκείνη που ανήκει στους ιερείς και στους φίλους των Μακεδόνων. Κατά διαταγή του ίδιου του Αλέξανδρου από τη λεηλασία εξαιρέθηκαν μόνο οι ναοί και το σπίτι, όπου είχε ζήσει ο μεγάλος Θηβαίος ποιητής ΠΙΝΔΑΡΟΣ. Το μέτρο της τιμωρίας ήταν ασφαλώς τρομερά σκληρό, παρουσιάσθηκε όμως ως εκτέλεση κοινής απόφασης των μελών του Συνεδρίου της Κορίνθου. Πολλοί Έλληνες θρήνησαν την τραγική μοίρα των Θηβαίων και ο ίδιος ο Αλέξανδρος λυπήθηκε πολύ για το μέγεθος της καταστροφής. Παράπονα όμως πολλά εκφράσθηκαν κατά του Αλεξάνδρου, που δεν μπόρεσε να αποτρέψει τη συμφορά. Η απόφαση βέβαια για την έκταση της καταστροφής ήταν συλλογική, αφού οι Θηβαίοι καταπάτησαν τον όρκο τους και ξεσήκωσαν ανταρσία με σκοπό τη διάλυση της Κοινής Συμμαχίας των Ελλήνων και αρνήθηκαν τις διαπραγματεύσεις. Εξάλλου, εφόσον ο Αλέξανδρος ετοιμαζόταν να επιχειρήσει μια εκστρατεία, που θα οδηγούσε τους Έλληνες για πολύ καιρό μακριά από την Ελλάδα, έπρεπε να δείξει με τρόπο αποφασιστικό- όπως ήταν η τιμωρία της Θήβας και των κατοίκων της – ότι δε θα ήταν ανεκτές οι αποστασίες πόλεων στο μέλλον και ότι οι αποστάτες θα είχαν την ίδια τύχη. Έτσι επικοινώνησε με τα μέλη του Κοινού των Ελλήνων. Οι υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις που είχαν παρασυρθεί στην εξέγερση, μαθαίνοντας την καταστροφή των Θηβαίων και της πόλης τους, σταμάτησαν αμέσως κάθε εχθρική κίνηση και έσπευσαν να δηλώσουν νομιμοφροσύνη και υποταγή στον Αλέξανδρο, εφαρμόζοντας φιλομακεδονικά μέτρα. Έτσι οι Αιτωλοί έστειλαν πρέσβεις και ζήτησαν συγγνώμη από το Μακεδόνα βασιλιά. στην Πελοπόννησο οι Ηλείοι ανακάλεσαν από την εξορία τους φιλομακεδόνες, ενώ οι Αρκάδες όχι μόνο παράγγειλαν να επιστρέψει ο στρατός τους από τον Ισθμό, που είχε σκοπό να κινηθεί εναντίον των Μακεδόνων, αλλά και καταδίκασαν σε θάνατο εκείνους που πρότειναν ανταρσία κατά του Αλεξάνδρου. Ο νεαρός Μακεδόνας βασιλιάς και «Ηγεμών των Ελλήνων» ως μαθητής του μεγάλου φιλοσόφου Αριστοτέλη που υπήρξε, φέρθηκε με επιείκεια σε όλους γενικά τους επαναστάτες, δείχνοντας μεγαλοψυχία, ιδιαίτερα στους Αθηναίους, που τους τιμούσε για τη δόξα τους και τον πολιτισμό τους. Οι Αθηναίοι που γιόρταζαν τα Ελευσίνια μυστήρια, συγκλονίστηκαν από την είδηση της καταστροφής της Θήβας, παράτησαν τα "Πανηγύρια" και αλλόφρονες
έσπευσαν να μεταφέρουν την κινητή περιουσία τους από την ύπαιθρο μέσα στο "ΑΣΤΥ", επειδή φοβήθηκαν, μήπως ο Αλέξανδρος βαδίσει εναντίον της πόλης τους και είχαν την ίδια τύχη. Αλλά ο νεαρός βασιλιάς φάνηκε διαλλακτικός απέναντί τους. δεν εβάδισε εναντίον της Αθήνας. Εκείνη η φορά – που συνόδευσε τιμητικά τις τεφροδόχους κάλπες με τις τέφρες των πτωμάτων των πεσόντων Αθηναίων στη μάχη της Χαιρώνειας- ήταν η πρώτη και μοναδική που επισκέφθηκε την πόλη του φωτός, για την οποία είχε ακούσει πολλά καλά λόγια από το σοφό δάσκαλό του Αριστοτέλη. Η ΑΘΗΝΑ ήταν το «πρυτανείον» της σοφίας. Ο Αλέξανδρος δέχθηκε δεκαμελή πρεσβεία των Αθηναίων, που στάλθηκε να υποβάλει – κατά πρόταση του ρήτορα Δημάδη- τα συγχαρητήριά της για την ευτυχή επάνοδό του από την παράτολμη, μακρόχρονη, νικηφόρο εκστρατεία του στις βαρβαρικές χώρες της χερσονήσου του Αίμου και να εκφράσει την ευχαρίστησή της για τη δίκαια, όπως τη χαρακτήρισε, τιμωρία των επίορκων Θηβαίων. Ο «Ηγεμών των Ελλήνων» δέχθηκε με καλή διάθεση την Αθηναϊκή πρεσβεία και ενέκρινε τις προτάσεις της. απαίτησε όμως την παράδοση του Δημοσθένη και των άλλων εννέα πολιτικών παραγόντων της αντιμακεδονικής παράταξης. Αλλά με τη μεσολάβηση του Δημάδη, πρόσωπο αγαπητό στον Αλέξανδρο, η παράδοση αυτών αποφεύχθηκε. η σωφροσύνη και η νεανική ευγένεια του Αλέξανδρου χάρισαν τη ζωή και την ελευθερία στους υποκινητές της ανωμαλίας. Συγχώρησε όλους τους υπεύθυνους της εξέγερσης και ζήτησε τη συνεργασία της πόλης για την επίτευξη του κοινού σκοπού. Ίσως επηρεάσθηκε ο νεαρός βασιλιάς και από την παρουσία του σεβαστού και σοφού δασκάλου του, του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, του οποίου τότε άρχισε η λειτουργία της Φιλοσοφικής Σχολής, του ΛΥΚΕΙΟΥ, στην Αθήνα. Μετά το τέλος όλων των εκκρεμοτήτων και των διαπραγματεύσεων – ήταν πια φθινόπωρο του έτους 335 π.Χ. – Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ επέστρεψε στη Μακεδονία νικητής και τροπαιούχος. γιόρτασε πανηγυρικά τις νίκες του εναντίον των βαρβαρικών βαλκανικών γειτονικών εθνών και την επιτυχημένη εξομάλυνση της ανταρσίας των ελληνικών πόλεων της Κεντρικής και της Νότιας Ελλάδας, με λαμπρές τελετές στο Δίον, στις Αιγές και στην Πέλλα, τιμώντας τους θεούς με θυσίες και αγώνες. Με τη δεύτερη αυτή κάθοδο του Αλεξάνδρου στη Νότια Ελλάδα αποδείχθηκε ο ανδρισμός του και η μεγάλη στρατηγική ικανότητά του. συσπείρωσε και πάλι τους Έλληνες γύρω από τη «Μεγάλη Εθνική Ιδέα», που ενστερνιζόταν για τον αλύτρωτο Μικρασιατικό Ελληνισμό, για την αποτίναξη της Περσικής τυραννίας από τις Ελληνικές πόλεις. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος άφησε τους άνδρες του να αναπαυθούν και να ξεχειμωνιάσουν στις πατρίδες τους με τις οικογένειές τους- ύστερα από τις πολύμηνες, εξαντλητικές πολεμικές επιχειρήσεις και πορείες σ'όλη τη Βαλκανική, από το Δούναβη ποταμό ως την ΑΘΗΝΑ και τον Ισθμό. Έπρεπε όμως και να εκπαιδεύονται και να εκγυμνάζονται, γιατί με τον ερχομό της άνοιξης θα αναχωρούσαν για την εκστρατεία στην ΑΣΙΑ. Ο ρυθμός της προετοιμασίας έγινε εντονότερος. Στην εκστρατεία θέλησε ο Αλέξανδρος, όπως και ο Φίλιππος, να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα. εξάλλου το ιδεολογικό υπόβαθρο είχε προπαρασκευασθεί με τα κηρύγματα και τις ιδέες του ΙΣΟΚΡΑΤΗ, τον οποίο πίστεψε τόσο ο πατέρας όσο και ο γιος και έγιναν οι κήρυκες της πανελλήνιας ενότητας με στόχο την κοινή εκστρατεία εναντίον των βαρβάρων Περσών στην Ασία. Ο Αλέξανδρος μάλιστα ανατράφηκε και ανδρώθηκε με αυτό το ιδεώδες, για να ηγηθεί σ'αυτόν τον πανελλήνιο αγώνα. Σαν γιος του φιλόδοξου Φιλίππου ενστερνίσθηκε αυτόν το ρόλο με ενθουσιασμό, γιατί ταίριαζε απόλυτα και στη δική του ιδιοσυγκρασία. Τη «Μεγάλη Ιδέα» του πανελλήνιου συναγερμού και της πανελλήνιας εκστρατείας τού την κληροδότησε ο πατέρας του και η εύνοια της ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΥΧΗΣ τον κατέστησε άξιο εκτελεστή του εθνικού συμβολαίου του ελληνικού πολιτισμού με την παγκόσμια ιστορία. Κι αυτός δε θα διαψεύσει ούτε τον πρώτο ούτε τη δεύτερη. [Θα προικοδοτήσει με την ελληνική γλώσσα την Ανατολή και θα την παντρέψει με τον Ελληνικό πολιτισμό]. Ο υπόλοιπος όμως ελληνικός κόσμος δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί το μακεδονικό προβάδισμα και γι'αυτό αντιδρούσε. Η πανελλήνια εξάλλου ενότητα, που επιβλήθηκε-έστω και με τη βία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, των Μακεδόνων βασιλιάδων –δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί παρά μόνο, αν την κάλυπτε ένας κοινός στόχος –πανελλήνιος:αυτόν λοιπόν τον στόχο εκπροσωπούσε η ιδέα της εκστρατείας εναντίον των βαρβάρων Περσών στην Ασία. Βασική αιτιολογία προέβαλε ο Αλέξανδρος, ως «Ηγεμών Στρατηγός Αυτοκράτωρ» της Ελληνικής Συμμαχίας εν ονόματι του Συνεδρίου του Κοινού της Κορίνθου, την αντεκδίκηση για όσα
κακά είχαν κάνει οι ΠΕΡΣΕΣ στην ΕΛΛΑΔΑ, τον περασμένο αιώνα, κατά τους Μηδικούς (Ελληνοπερσικούς) πολέμους, και για την υπόθαλψη τόσων εμφυλίων συγκρούσεων στην Ελλάδα, χρηματοδοτώντας εναλλακτικά τους αντιπάλους. Εξάλλου οι Πέρσες είχαν θεωρηθεί πιθανοί υποκινητές της δολοφονίας του πατέρα του. Άλλη επίσης αιτιολογία, που προέβαλε ο Αλέξανδρος για την πολυσυζητημένη αυτή «σταυροφορία», ήταν η προοπτική της απελευθέρωσης των χιλιάδων αλύτρωτων Ελλήνων αδελφών, που κατοικούσαν στις πόλεις της Μικράς Ασίας, υπό την περσική δεσποτεία, καθώς και η εγκατάσταση ελληνικού κόσμου στην πλούσια ενδοχώρα για λύση του οικονομικού προβλήματος της Ελληνικής πενίας σε συνδυασμό βέβαια και με την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, που θα πραγματοποιόταν με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Ίσως να είχε ο Αλέξανδρος και προσωπικά κίνητρα. Δε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε με σιγουριά πόσο μακριά είχε πρόθεση να φτάσει, όταν ξεκινούσε από τη Μακεδονία. Σχετικά με τα οικονομικά του Μακεδονικού Βασιλείου, ο ΑΡΙΑΝΟΣ, ο πιο αξιόπιστος από τους ιστοριογράφους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σημειώνει ότι δεν ήταν ανθηρή η οικονομική κατάστασή του και ότι το βασιλικό ταμείο ήταν πενιχρό! Αλλά, όπως έγραψε ο Δημοσθένης : «δεῖ χρημάτων καί ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων» (δηλαδή, Υπάρχει ανάγκη χρημάτων και χωρίς αυτά τίποτε δεν είναι δυνατόν να γίνει από τα πρέποντα) και πολύ αργότερα ο ομόλογός του στη Ρώμη Κικέρων θα τονίσει: «τα χρήματα είναι οι μύες του πολέμου». Είναι πρωτοφανής η τόλμη, με την οποία ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αντιμετώπισε το οξύ οικονομικό πρόβλημα της χώρας του, καθώς άφηνε την Ελλάδα ξεκινώντας για την ΑΣΙΑ. Μια στρατιά όμως τόσο μεγάλη, όπως αυτή που συγκρότησε ο Αλέξανδρος, έπρεπε να διαθέτει τεράστια ποσά, όχι μόνο άφθονα χρήματα για τη μισθοδοσία και την τροφοδοσία των χιλιάδων ανδρών των ενόπλων δυνάμεων, για τον οπλισμό και τη γενικότερη εξάρτυσή τους, αλλά και για τη συντήρηση του ιππικού και του στόλου, για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, για τη διακίνητη των διπλωματικών αντιπροσωπειών / πρεσβειών, επίσης για την περίθαλψη των τραυματιών και των ασθενών, αλλά ακόμη και για τις ταφές των νεκρών. Τέλος πολλά χρήματα απαιτούνταν για τα έξοδα παραστάσεων, αγώνων, τελετών και εορτών. Για τον ίδιο τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ αναφέρεται από τον Πλούταρχο ότι, όταν επρόκειτο να διαβεί τον Ελλήσποντο, συγκέντρωσε τους εταίρους του και τους μοίρασε την περιουσία του, που κατείχε προσωπικά από τον πατέρα του στη Μακεδονία (σαν να έκανε τη διαθήκη του, θα λέγαμε σήμερα). Όταν τους είχε μοιράσει σχεδόν όλη τη βασιλική περιουσία, ο Περδίκκας, έμπιστος και αγαπητός του φίλος και στρατηγός, τον ρώτησε: «Και για τον εαυτό σου τί αφήνεις, βασιλιά;» Κι εκείνος του απάντησε: «Τις ελπίδες». Τότε ο Περδίκκας είπε: «Λοιπόν, κι εμείς, όσοι θα εκστρατεύσουμε μαζί σου, ας τις μοιρασθούμε». Αρνήθηκε να πάρει όσα του χάρισε ο βασιλιάς, παραδειγματίζοντας έτσι και μερικούς άλλους από τους ευγενείς να κάνουν το ίδιο. Το συμβάν αυτό φωτίζει την προσωπικότητα και την ψυχολογία του νεαρού βασιλιά, αλλά και το υψηλό φρόνημα των συντρόφων του. Αποδεικνύονται όλοι ανώτεροι χρημάτων. Πάντως είναι γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για τη μεγαλύτερη εκστρατεία – που επιχειρήθηκε ποτέ στην αρχαιότητα – και νίκησε, αφήνοντας, όταν έφυγε, ελλειμματικό ταμείο στο κράτος του. Παρέλαβε μόνο 70 τάλαντα και εξασφάλισε τροφές για ένα μήνα. Και είναι εύλογο το ερώτημα που γεννιέται, πού έβρισκε - στην αρχή τουλάχιστον της εκστρατείας - όλα αυτά τα χρήματα που χρειάζονταν, ώσπου να πάρει στα χέρια του τους θησαυρούς των Αχαιμενιδών - των Περσών βασιλιάδων. έτσι λέγεται η δυναστεία. Το εκστρατευτικό μακεδονικό σώμα, που είχε σταλεί από το Φίλιππο στη Μικρά Ασία ως εμπροσθοφυλακή της μεγάλης στρατιάς που θα ακολουθούσε, πέτυχε στο σκοπό της αποστολής του. Κατόρθωσε να απελευθερώσει τις Ελληνικές πόλεις από τον Ελλήσποντο μέχρι τον ποταμό Μαίανδρο. Τελικά όμως ύστερα από επέμβαση των Περσών υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση, ενώ ο επικεφαλής αυτού στρατηγός Παρμενίων ανακλήθηκε στη Μακεδονία και ο συνδιοικητής Άτταλος είχε εκτελεσθεί κατά διαταγή του Αλεξάνδρου, γιατί είχε στασιάσει κατά του θρόνου. Οι Πέρσες με επικεφαλής τον Έλληνα – δυστυχώς- στρατηγό Ρόδιο Μέμνονα, που ήταν στην υπηρεσία του Πέρση βασιλιά Δαρείου Γ', επανέκτησαν τα περισσότερα εδάφη, που είχαν αρχικά καταλάβει οι Μακεδόνες.
Ο Παρμενίων στην αναφορά του εξέθεσε στο βασιλιά πως είχαν τα πράγματα στην ΑΣΙΑ και εκείνος αδημονούσε να ξεκινήσει για τη μεγάλη εκστρατεία στην Ασία, πριν προλάβουν οι περσικές δυνάμεις να αναπτυχθούν και να δραστηριοποιηθούν προς άμυνα. Ήξερε επίσης ο Παρμενίων ότι η πολιτική κατάσταση στη χαώδη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί, ύστερα από τις επαναστάσεις των σατραπών και τη δυναστική κρίση και ότι ο Δαρείος δε διέθετε ιδιαίτερα διοικητικά και στρατηγικά προσόντα. Αλλά το επιτελείο του Αλεξάνδρου ανησυχεί για τη διαδοχή. Οι πιστοί στρατηγοί του, Αντίπατρος και Παρμενίων, γνωρίζοντας πόσο παράτολμος ήταν στις μάχες, τον συμβούλεψαν ότι σωστό ήταν, πριν αναχωρήσει, να εξασφαλίσει τη διαδοχή του, δηλαδή να νυμφευθεί και να αποκτήσει ένα διάδοχο. Εκείνος όμως αγανακτισμένος αγέρωχα τους απάντησε: «Αἰσχρόν ἐστι τόν ὑπό τῆς Ἑλλάδος ἡγεμόνα καθεστάμενον τοῦ πολέμου καί πατρικάς ἀνικήτους δυνάμεις παρειληφότα καθῆσθαι γάμους ἐπιτελοῦντα καί τέκνων γεννήσεις ἀναμένοντα» (δηλαδή, Είναι ντροπή εγώ, που οι Έλληνες μ'έχουν εκλέξει αρχιστράτηγο της εκστρατείας και έχω παραλάβει από τον πατέρα μου ακατανίκητες στρατιωτικές δυνάμεις, να κάθομαι να παντρολογιέμαι και να περιμένω γεννητούρια). Την άποψη αυτή του Αλεξάνδρου νεότεροι ιστορικοί την κατακρίνουν ότι ήταν λάθος, όπως θα αποδειχθεί με τον πρόωρο θάνατό του τόσο μακριά από τη Μακεδονία. Δεν «του έλειπε το αίσθημα ευθύνης», όπως μερικοί τον κρίνουν αυστηρά, αλλά ήταν προσκολλημένος με το νου και την ψυχή του στην ιδέα της εκστρατείας, να αρχίσει τον πόλεμο εναντίον των Περσών, γιατί ο Μικρασιατικός αλύτρωτος Ελληνισμός τον παρακινούσε να έλθει να τους λυτρώσει από την περσική δεσποτεία. Η ζωή των Ελλήνων είχε γίνει ανυπόφορη και πίστευαν ότι μόνο ο ίδιος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μπορούσε να τους αποδώσει την ελευθερία τους. Οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας παρουσίαζαν εμπορική ανάπτυξη και οικονομική άνοδο, η πολιτική τους όμως κατάσταση ήταν πραγματικά οικτρή. Τις κυβερνούσαν ντόπιοι τύραννοι ή ολιγαρχικά καθεστώτα φιλοπερσικά με την υποστήριξη περσικών φρουρών. Περιμένει λοιπόν ο Μικρασιατικός Ελληνισμός από τη Μητροπολιτική Ελλάδα το λυτρωτή του. Εξάλλου ο ίδιος διακήρυξε πως πήγαινε «να ανατρέψει τις φιλοπερσικές ολιγαρχίες, να αποκαταστήσει τη δημοκρατία και να επαναφέρει στις ελληνικές πόλεις των περιοχών εκείνων τους παλαιούς νόμους τους». Φαίνεται ότι κατά βάθος συμπαθούσε τις δημοκρατικές ιδέες. Αυτό τουλάχιστον άφησε να εννοηθεί η επιεικής συμπεριφορά του απέναντι της δημοκρατικής Αθήνας, όταν παρά την αλλαζονεία και τις ύβρεις των Αθηναίων αντιπάλων του, τους οποίους συγχώρησε, υπογράμμισε τη φιλοτιμία των πολιτών να ασχολούνται συστηματικά με ζητήματα σχετικά με την πατρίδα τους. Επίσης κατάσκοποι κήρυκες του Αλεξάνδρου διακήρυτταν στις αιολικές και ιωνικές πόλεις να καταλύσουν παντού τις ολιγαρχίες, να εγκαθιδρύσουν δημοκρατίες, να διοικούνται με τους δικούς τους νόμους και να καταργήσουν τους φόρους που έδιναν στους βάρβαρους Πέρσες. Τώρα πια ο δρόμος για την ΑΣΙΑ ανοιγόταν διάπλατος στην αφεντιά του, για να πραγματοποιήσει τα φανερά του και τα κρυφά του μεγαλεπήβολα σχέδια, αφού προηγουμένως εξασφάλισε το κράτος του στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, ενισχύοντας την κυριαρχία του στον ελληνικό κόσμο της Μητροπολιτικής Ελλάδας με την ανάληψη της ηγεμονίας και της αρχιστρατηγίας των Ελλήνων και παγιώνοντας την επικυριαρχία του στους λαούς της Βαλκανικής (Ιλλυριούς, Θράκες, Τριβαλλούς και λοιπούς). Αφήνοντας στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ως αντιβασιλιά του τον Αντίπατρο, που ήταν πιστός και συνετός σύμβουλός του, όπως υπήρξε και του πατέρα του, και άξιος στρατηγός, με τις αρμοδιότητες του στρατηγού –διοικητή της Ευρώπης και του αναπληρωτή του Ηγεμόνα της Κοινής Συμμαχίας της Κορίνθου, να επιτηρεί τις ελληνικές πόλεις, στη νομιμοφροσύνη των οποίων στηριζόταν, αναχώρησε ο νεαρός βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ με τον κύριο όγκο του Μακεδονικού Σρτατού, αφού έθεσε υπό τις διαταγές του αντιβασιλιά ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ 12.000 πεζούς στρατιώτες και 1.500 ιππείς. Βαρύνουσα όμως γνώμη είχε και η φιλόδοξη και αλοζονική «βασιλομήτωρ», η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ. Σε όλη την Ευρωπαϊκή επικράτειά του επικρατούσε ασφάλεια και ειρήνη. Πίστευε ο Αλέξανδρος ακράδαντα στο αξιόμαχο της στρατιάς του και ιδίως της Μακεδονικής Φάλαγγας, αλλά και στην ειλικρίνεια των Συμμάχων της Ελληνικής Ομοσπονδίας. Ήταν πράγματι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ', ο βασιλιάς της Μακεδονίας, ο πολιτι-
κός κυρίαρχος του Ελληνικού κόσμου και ο ισχυρότερος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της γνωστής Ευρώπης. Έχοντας αποκτήσει γερά εφόδια, πλούσιες εμπειρίες, στρατιωτικές, πολιτικές, διοικητικές και διπλωματικές κοντά στον πατέρα του, αλλά και μετά το θάνατο εκείνου, και εξοπλισμένος με την πανίσχυρη πανοπλία της ελληνικής παιδείας που του πρόσφερε ο Μακεδόνας καθηγητής του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ο παμμέγιστος σοφός επιστήμων όλων των εποχών, «άνοιξε πανιά» για την κατάκτηση της Ασίας, για την πραγμάτωση της μεγάλης εποποιίας. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πίστευε ότι οι θεοί θα του ενέπνεαν μεγάλα έργα και θα ήταν αρωγοί του στην εκστρατεία του, καθότι και ο ίδιος, όπως έλεγε, είχε θεία καταγωγή: Από τον πατέρα του ήταν Ηρακλείδης και από τη μητέρα του ήταν Αιακίδης. πίστευε ότι ήταν αντίστοιχα απόγονος του Ηρακλή και του Αχιλλέα. Εξάλλου η δυναστεία των Τημενιδών (της Μακεδονίας) είχε γενάρχη τον Ηρακλή και η δυναστεία των Μολοσσών (της Ηπείρου) θεωρούσε γενάρχη τον Αχιλλέα. Στο ΔΙΟΝ (της Πιερίας), κάτω από τη σκιά του ΟΛΥΜΠΟΥ, όπου λατρευόταν ο προστάτης της Δυναστείας ΔΙΑΣ, τέλεσε ο Αλέξανδρος τις τελευταίες μεγαλοπρεπείς θυσίες του, για να έχει την εύνοια και την προστασία εκείνου και όλων των άλλων θεών του Ολύμπου και των Πιερίδων Μουσών. Τα σημάδια της θυσίας βγήκαν ευοίωνα. Κατά την τελετή αναχώρησης, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ντυμένος τη βασιλική αστραφτερή πανοπλία του, με τα μεγαλοπρεπή λευκά φτερά της περικεφαλαίας του, εκφώνησε τον παρακάτω εμπνευσμένο λόγο, που απηύθηνε στους στρατιώτες του: «Άνδρες στρατιώτες! Με εμπιστοσύνη και πεποίθηση στην ανδρεία και προθυμία σας και με τη συμπαράσταση των θεών αναλαμβάνω το μεγάλο αυτόν αγώνα. Σας γνωρίζω από παιδί, σας θαύμασα και σας δοκίμασα ποικιλότροπα, καθώς μεγάλωνα. Με την ανδρεία σας νίκησα τον Ιερό Λόχο των Θηβαίων, τους Μαίδους και τα βάρβαρα γειτονικά έθνη. Με την παλληκαριά σας ταπείνωσα την αλαζονεία των Κελτών. Με λυπεί, βέβαια, η καταστροφή της Θήβας στα βάθη της καρδιάς μου! Πιστεύω ακράδαντα ότι το τωρινό έργο, που επιχειρούμε, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο, περισσότερο επίπονο και επικίνδυνο. Θα αναχωρήσετε σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα και τους δικούς σας. Θα αναρριχηθείτε σε βουνά δύσβατα, περνώντας ποταμούς και χειμάρρους βαθείς και ορμητικούς, διασχίζοντας πεδιάδες άνυδρες και έρημες. Θα παλέψετε ενάντια σε περισσότερους εχθρούς, αλλά έχω ακλόνητη πίστη πως θα υπομείνετε απτόητοι και με ζήλο τα πάντα. Με τη βοήθεια όμως των θεών θα νικήσετε. Προπάντων αναλογισθείτε τη δόξα που θα κερδίσετε από το έργο αυτό, αντάξιο των μεγάλων κόπων και των αγώνων σας. Να φανείτε άνδρες, λοιπόν, και μη ξεχνάτε ότι είσθε προορισμένοι με την ανδρεία σας να συμβάλετε στη βελτίωση της ανθρωπότητας, γιατί αυτή είναι η θέληση των θεών!». Το τέλος της ομιλίας του κάλυψαν οι επευφημίες και τα χειροκροτήματα των στρατιωτών και των άλλων παρισταμένων, ενώ η ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ συγκινημένη αγκάλιασε το γιο της και τον φίλησε στο μέτωπο, λέγοντάς του: «Παιδί μου, να δείξεις φρονήματα άξια με την καταγωγή σου!» Ήταν ο ύστατος ασπασμός! Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο Φιλίππου ξεκίνησε από την πρωτεύουσά του, την ΠΕΛΛΑ, την οποία δυστυχώς δε θα την ξαναδεί. Ήταν άνοιξη του έτους 334π.Χ. και θα σβήσει στη μακρινή ΒΑΒΥΛΩΝΑ, που θα γίνει η πιο ξακουστή πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου. Η συγκέντρωση του στρατού και του στόλου ολοκληρώθηκε και συναντήθηκαν στην περιοχή της Αμφίπολης. Από εκεί μέσα σε 20 ημέρες, αφού πέρασε τους ποταμούς Στρυμόνα, Νέστο και Έβρο, έφτασε στην πόλη Σηστό, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου. Τρομερά συγκινημένος στη θέα της ΑΣΙΑΣ, ίδρυσε 12 βωμούς, που αφιερώθηκαν στους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, και θυσίασε για τη νίκη στον επερχόμενο πόλεμο. Σχετικά με τη συγκρότηση της Στρατιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που οδήγησε στην ΑΣΙΑ, γνωρίζουμε από τις πηγές ότι ήταν πολύ αξιόμαχος στρατός και άρτια εκγυμνασμένος και εκπαιδευμένος με μεγάλη εμπειρία από τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ήταν επίσης άριστα οργανωμένος στρατός με επίλεκτους διοικητές και επιτελείς στρατηγούς αφοσιωμένους στο πρόσωπο του νεαρού βασιλιά τους και στην ιδέα που αυτός ο μεγάλος ΕΛΛΗΝΑΣ ενστερνιζόταν. Όταν ανέλαβε ως εντολοδόχος ηγεμόνας της Ελλάδας την
αρχιστρατηγία της αντιπερσικής εκστρατευτικής δύναμης (334 π.Χ.), ο συνολικός αριθμός των ανδρών που υπηρετούσαν στις ένοπλες δυνάμεις του κράτους υπολογίζεται ότι έφτανε στις 35.000-50.000. Ο Μακεδονικός Στρατός σχεδόν πενταπλασιάσθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Είχε σημειωθεί μία πληθυσμιακή έκρηξη στη Μακεδονία και ιδίως επί Αλεξάνδρου. Ο πληθυσμός ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο. Η αλματώδης αυτή δημογραφική ανάπτυξη της Μακεδονίας ήταν μία προβλέψιμη συνέπεια της πολιτικής σταθερότητας και της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, που εξασφάλισε η κραταιά πυγμή της Μακεδονικής Μοναρχίας και γενικά το απολυταρχικό καθεστώς του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Η Στρατιά του Αλεξάνδρου, την οποία οδηγούσε στην ΑΣΙΑ εναντίον των κατακτητών βαρβάρων Περσών, αποτελούσε πολεμικό όργανο εξαιρετικά ισχυρό, μολονότι η αριθμητική του δύναμη, επιβλητική για τα ελληνικά μέτρα, ήταν δυσανάλογα μικρή σε σύγκριση πάντοτε με το τεράστιο πολεμικό δυναμικό που διέθετε ο αντίπαλος, που διέθετε και επικουρίες. Οι αριθμοί που παρέχουν οι αρχαίες πηγές (ο Αριστόβουλος, ο Διόδωρος, ο Αρριανός και άλλοι) για τη συνολική δύναμη του εκστρατευτικού σώματος παρουσιάζουν διακύμανση. Ο Αρριανός είναι ο μάλλον αξιόπιστος: «πεζούς μέν σύν ψιλοῖς καί τοξόταις οὐ πολλῷ πλείους τῶν τρισμυρίων, ἱππέας δέ ὑπέρ τούς πεντακισχιλίους» (δηλαδή, Πεζούς είχε μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους και τοξότες όχι πολύ περισσότερους από 30.000 – άνδρες – και ιππείς πάνω από 5000 άνδρες). Άλλοι ιστορικοί άλλα λέγουν. Σύμφωνα με όλα γενικά τα στοιχεία η αρχική σύνθεση του εκστρατευτικού σώματος ήταν η ακόλουθη: Ι. ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ: Σύνολο 12.500
ΙΙ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΜΜΑΧΟΙ: Σύνολο 7.000 ΙΙΙ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΙ: Σύνολο 5.000 IV. ΒΑΛΚΑΝΙΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ: Σύνολο 7.500 (αυτοί ήταν υποτελείς).
Ι. ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ: Σύνολο 2.400
ΠΕΖΙΚΟ / 32.000 Α'. Η ΦΑΛΑΓΓΑ των ΠΕΖΕΤΑΙΡΩΝ, που αποτελούνταν από 6 τάξεις (ταξιαρχίες) με 1.500 άνδρες- σύνολο 9.000 – και διοικητές ήταν οι ταξίαρχοι: ο Κοίνος γιος του Πολεμοκράτη, ο Φίλιππος γιος του Αμύντα, ο Περδίκκας γιος του Ορόντου, ο Κρατερός γιος του Αλεξάνδρου, ο Αμύντας γιος του Ανδρομένη και ο Μελέαγρος γιος του Νεοπτολέμου. –ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΑΛΑΓΞ. Β'. ΟΙ (ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ) ΥΠΑΣΠΙΣΤΕΣ, που αποτελούσαν 3 χιλιαρχίες και αρχηγός τους ήταν ο Νικάνωρ γιος του Παρμενίωνα. η 1η χιλιαρχία λεγόταν «Άγημα Βασιλικόν» ή απλώς «Άγημα». Γ'. ΟΙ ΤΟΞΟΤΕΣ, που αποτελούσαν ένα σώμα χωριστό 500 ανδρών και διοικητής τους -τοξάρχης- ήταν ο Κλέαρχος ΟΠΛΙΤΕΣ, από τους οποίους 700 Αθηναίοι. διοικητής όλων των συμμάχων Ελλήνων ήταν ο στρατηγός Αντίγονος γιος του Φιλίππου. ΟΠΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΤΑΣΤΕΣ, Αιτωλοί, Ακαρνάνες, Μικρασιάτες και Κρητικοί ΤΟΞΟΤΕΣ με διοικητή τον Μένανδρο. ΟΠΛΙΤΕΣ: Ιλλυριοί, Θράκες, Τριβαλλοί. διοικητής αυτών ήταν ο «τῶν Θρακῶν στρατηγός» Πτολεμαίος. Μαζί μ' αυτούς ήταν και 500 Αγριάνες καλοί ακοντιστές με διοικητή τον Άτταλο.
ΙΠΠΙΚΟ / 5.700 Α' ΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ: Το σώμα αυτό των εταίρων/ ιππέων το αποτελούσαν συνολικά 8 ίλες και ήταν αρχηγός/ ιππάρχης ο Φιλώτας γιος του επιτελάρχη Παρμενίωνα. Κάθε ίλη είχε 225 άνδρες και χωριστά δικό της διοικητή/ ιλάρχη. αυτοί ήταν: ο Κλείτος (ο Μέλας) επικεφαλής της 1ης ίλης που λέγεται Βασιλική Ίλη, ο Σώπολις γιος του Ερμοδώρου, ο Ηρακλείδης γιος του Αντιόχου, ο Περοίδας γιος του Μενεσθέα, ο Σωκράτης γιος του Σάθωνα, ο Παντόρδανος γιος του Κλεάνδρου κτλ. Σύνολο εταίρων 1.800.
ΙΙ. ΘΕΣΣΑΛΟΙ 1.800 ΙΙΙ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΜΜΑΧΟΙ: 600 IV. ΒΑΛΚΑΝΙΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ: Σύνολο 900
Β' ΟΙ ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ, ιππείς / σαρισσοφόροι. αυτοί αποτελούσαν 4 ίλες και κάθε μία είχε 150 άνδρες οπλισμένους με σάρισσα και αρχηγός τους ήταν ο Ηγέλοχος. Το σύνολο των προδρόμων ήταν 600 άνδρες. Αρχηγός / ιππάρχης αυτών ήταν ο Κάλας, γιος του Αρπάλου. Από τις πόλεις της Συμμαχίας της Κορίνθου, κυρίως από το Άργος, την Αχαΐα και την Κεντρική Ελλάδα και διοικητής τους ιππάρχης ήταν ο Φίλιππος γιος του Μενελάου. Αρχηγός τους ήταν ο ιππάρχης Αγάθων, γιος του Τυρίμμα. Αυτοί ήταν 600 πρόδρομοι ανιχνευτές Θράκες και 300 Παίονες.
(αυτοί ήταν υποτελείς).
Αποτελεί πράγματι αξιοθαύμαστο οργανωτικό έργο η συγκρότηση του Μακεδονικού Στρατού και το σύστημα της διοικητικής του μέριμνας – επιμελητείας! Διάφορες υπηρεσίες πλαισιώνουν την στρατιά. Εκτός από τη δύναμη αυτή των 38.000 περίπου ανδρών συνολικά, που αφορά τις καθαρά μάχιμες μονάδες, στη σύνθεση της στρατιάς ανήκουν: Τεχνικές υπηρεσίες διάφορες –σώμα μηχανικού εφοδιασμένο με συνεργεία γεφυροποιίας με μηχανήματα εκτόξευσης λίθων και ακοντίων και με εργαλεία για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών, για την ανόρυξη τάφρων, πηγαδιών και την υπονόμευση τειχών, που το απαρτίζουν οι «μηχανοποιοί», σπουδαίοι τεχνικοί, ειδικοί τεχνίτες, «χειροτέχνες», μηχανικοί, αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, σκαπανείς, μεταλλευτές, γεφυροποιοί, ναυπηγοί. Το μηχανικό σώμα είχε αρχηγό το Διάδη, που πλαισιωνόταν από καλούς συνεργάτες (Χαρίας, Γόργος, Κράτης, Δεινοκράτης, Πολυείδης, Ηρακλείδης κ.ά.). Υπηρεσία μεταφορών. διέθετε φορτηγά ζώα, άλογα, ημιόνους, καμήλες, τροχοφόρα –άμαξες (όχι βοϊδάμαξες) και αχθοφόρους. Υπηρεσία διαβιβάσεων. χρησιμοποιούσε ταχυδρόμους, πεζούς και έφιππους, και σύστημα οπτικών σημάτων από υψώματα. Υπηρεσία πληροφοριών και γεωγραφική –τοπογραφική. κύριο όργανο αυτής ήταν οι «βηματιστές», που κατέγραφαν τις διανυόμενες αποστάσεις και συγκέντρωναν χρήσιμες πληροφορίες, ιδίως για τους δρόμους και τις κατάλληλες θέσεις για «στρατοπεδεία». Υγειονομική υπηρεσία, η λεγόμενη «βασιλική θεραπεία», που φρόντιζε για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των τραυματιών και ασθενών. Αρκετοί γιατροί ακολούθησαν την εκστρατεία . ένας σπουδαίος, προσωπικός γιατρός του βασιλιά, ήταν ο Φίλιππος ο Ακαρνάν. Αναφέρεται από τον ιστορικό Διόδωρο Σικελιώτη ότι τα έξοδα σε φάρμακα για λογαριασμό του εκστρατευτικού σώματος έφτασαν τα 100 τάλαντα (600.000 δρχ.): «... φαρμάκων δ' ἰατρικῶν ἑκατόν τάλαντα. ταῦτα μέν οὖν διέδωκε τοῖς στρατιώταις» . Διπλωματική υπηρεσία (πρέσβεις, διερμηνείς, κατάσκοποι, πληροφοριοδότες κτλ.) αναπτύχθηκε βαθμιαία. Σπουδαιότερη όμως ήταν η οικονομική υπηρεσία και επιμελητεία μισθοδοσίας και επισιτισμού. Η υπηρεσία αυτή ήταν άρτια οργανωμένη. την πλαισίωναν πολλοί οικονομολόγοι, οι οποίοι έπρεπε να μελετούν το επιχειρησιακό, όπως και το οικονομικό πλάνο της «χρηματορροής». Έκαναν τις αναλύσεις της «ταμειορροής», τη λογιστική ανάλυση, την κατανομή της φορολογίας. έπρεπε να γνωρίζουν και να αναφέρουν στη διοίκηση της στρατιάς τα έσοδα και τα έξοδα της εκστρατείας και το αποθεματικό του θησαυροφυλακίου. Πρώτος ταμίας και θησαυροφύλακας ήταν ο Άρπαλος. Η Επιμελητεία επισιτισμού έπρεπε να εξασφαλίζει 100.000 τουλάχιστον μερίδες τροφής κάθε μέρα (για το γεύμα και το δείπνο) για τη σίτιση της στρατιάς και της ακολουθίας της. Τεράστια ποσά απαιτούνται και για τη συντήρηση του στόλου και του ιππικού και για τα μεταγωγικά. Το Ελληνικό Ναυτικό είχε 160-180 πολεμικά πλοία- ο συμμαχικός στόλος (από αυτά τα πλοία 20 ήταν αθηναϊκά) και αρκετά μεταγωγικά. Υπηρετούσαν χιλιάδες πεζοναύτες, κωπηλάτες και στρατιώτες. Η ναυτική δύναμη της Ελληνικής Στρατιάς σε σύγκριση με τις χερσαίες δυνάμεις ήταν περιορισμένη. Γενικά τόσο οι χερσαίες όσο και οι ναυτικές δυνάμεις του βασιλιά Μεγάλου Αλεξάνδρου Γ΄, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του «Μεγάλου» βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας Δαρείου Γ' του Κοδομαννού, υστερούσαν πάρα πολύ και επιπλέον ο Ασιάτης δεσπότης είχε στη διάθεσή του άφθονες επικου-
ρίες και αμύθητους θησαυρούς. Όλα τα είχε ο «Μεγάλος» αντίπαλος, μόνο «ψυχή» δεν είχε, όπως θα αποδειχθεί στα πεδία των μαχών αργότερα. Το επιτελείο του Αλεξάνδρου ήταν εξαιρετικά αναπτυγμένο. το αποτελούσαν οι ανώτατοι αξιωματικοί με επιτελάρχη τον Παρμενίωνα. οι «σωματοφύλακες», όπως ο Αρύββας, ο Βάλακρος, ο Μένης, ο Δημήτριος και αργότερα ο Λυσίμαχος, ο Πτολεμαίος ο Λάγου (που θα γράψει ιστορία της εκστρατείας), ο Ηφαιστίων, ο Περδίκκας, ο Λεοννάτος, ο Πείθων και ο Πευκέστας- αυτοί αναλάμβαναν την εκτέλεση ειδικών, λεπτών αποστολών. ο στενός κύκλος εταίρων, που λέγονταν «οἱ ἀμφ' αὐτόν ἑταῖροι» (δηλαδή οι κολλητοί), οι πιο έμπιστοι και δοκιμασμένοι, αφοσιωμένοι γύρω από το βασιλιά Αλέξανδρο, όπως ο Άρπαλος, ο Νέαρχος που αργότερα θα διορισθεί ναύαρχος του Μακεδονικού στόλου στον Ινδικό ωκεανό και θα συγγράψει ιστορία της ινδικής εκστρατείας του Αλεξάνδρου, ο Ευμένης ο Καρδιανός, ο Σέλευκος, ο Δημάρατος ο Κορίνθιος, ο Στασάνωρ ο Κύπριος και άλλοι. οι «Βασιλικοί Παίδες»-ήταν στρατιωτικοί ακόλουθοι-αποτελούσαν ένα είδος πολύ εμπιστευτικής μονάδας, «λόχου διοικήσεως», και υπηρετούσαν από πολύ κοντά το βασιλιά. η «ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ» τύπου και πληροφοριών, εμπιστευμένη στον Ευμένη, τον οποίο ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπερεκτιμούσε. υπήρξε σπουδαίο διοικητικό όργανο, επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή και διεκπεραίωση της προσωπικής αλληλογραφίας του βασιλιά, τόσο της στρατιωτικής όσο και της πολιτικής και διπλωματικής, καθώς και με τη σύνταξη και αρχειοθέτηση των βασιλικών «ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ» (δελτίων τύπου και πληροφοριών και προσωπικού ημερολογίου της εκστρατείας που αφορούσε το βασιλιά). Τη «Βασιλική Γραμματεία», εκτός από τον αρχιγραμματέα Ευμένη, πλαισίωναν και καλαμαράδες /γραφείς, επιστολογράφοι, υπομνηματογράφοι και γραμματοφόροι. Τέλος στο επιτελείο και στον περίγυρο του βασιλιά ανήκει το υπηρετικό προσωπικό της «Αυλής», όπως π.χ. ο Ιόλλας, ο αρχιοινοχόος, ο μάντης Αρίστανδρος, ο Δημοφών ο τραπεζοκόμος, ο Αρέτης ο ιπποκόμος, ο Αθηνοφάνης ο υπεύθυνος των λουτρών, ο Χάρης ο Μυτιληναίος ο τελετάρχης και διάφοροι άλλοι από διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου και όχι αποκλειστικά Μακεδόνες. Χαρακτηριστικό δείγμα της ανώτερης μόρφωσης που είχε λάβει ο Αλέξανδρος, είναι το ότι την εκστρατεία του συνόδεψαν και πολλοί διανοούμενοι της εποχής. Ανάμεσά σ' αυτούς ξεχώριζαν ο Καλλισθένης από την Όλυνθο της Χαλκιδικής, φιλόσοφος, που ακολούθησε τον Αλέξανδρο, για να γράψει την ιστορία της εκστρατείας –ήταν ανεψιός του καθηγητή του Αριστοτέλη. από τη Χαλκιδική επίσης καταγόταν και ο Αριστόβουλος, αρχιτέκτονας και γεωγράφος, που έγραψε κι αυτός ιστορία της εκστρατείας του Αλεξάνδρου στην Ασία. ιστορία επίσης της εκστρατείας έγραψε και ο Αναξιμένης ο Λαμψακηνός (από την πόλη Λάμψακο του Ελλησπόντου). Τον Αλέξανδρο ακολούθησε επίσης και ο Μακεδόνας Μαρσύας, φίλος και συμμαθητής του, που θα γράψει κι αυτός ιστορία για την εκστρατεία. Τέλος ιστορία για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου θα γράψει στην Αυλή του Λυσιμάχου ο Ονησίκριτος. μαζί με τον Νέαρχο οδήγησε το στόλο στον Ευφράτη - ήταν κυβερνήτης της ναυαρχίδας. Εκτός απ'αυτούς πολλές άλλες εξέχουσες προσωπικότητες και διάφοροι επιστήμονες ακολούθησαν εξαρχής τη στρατιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για να ερευνήσουν, να μελετήσουν και να καταγράψουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τη χλωρίδα, την πανίδα και τα φυσικά διάφορα φαινόμενα που έχουν σχέση με την κλιματολογία και μορφολογία των χωρών που θα περνούσαν. η γεωγραφία ήταν ένα από τα πάθη του Αλεξάνδρου- πόθος τον κατείχε για τα άγνωστα μέρη. οι γεωγράφοι κατέγραφαν τις πληροφορίες και τις παρατηρήσεις τους, για να τις κάνουν γνωστές στον Αριστοτέλη. Επίσης άλλοι διανοούμενοι / φιλόσοφοι πήγαν αργότερα να τον συναντήσουν, όπως ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης, της Σχολής του Δημοκρίτου, και ο Πύρρων – μαθητής του Ανάξαρχου – ο ιδρυτής του σκεπτικισμού. Αλλά και για την ψυχαγωγία των ανδρών του στη μεγάλη εκστρατεία του ενδιαφέρθηκε ο νεαρός – αλλά πολύ συνετός – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Τον συνόδεψαν πολλοί καλλιτέχνες, γλύπτες (Λύσιππος), ζωγράφοι (Απελλής), χαράκτες- νομισματοποιοί, σατυρικοί ποιητές, κωμοδιογράφοι, τραγωδοί, μουσικοί (κιθαρωδοί, αυλητές), χορευτές, γελωτοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές, όμιλοι ηθοποιών. Πλήθος επαγγελματιών για τις διάφορες ανάγκες του έμψυχου και άψυχου υλικού της στρατιάς ακολουθούσε από διάφορα μέρη του Ελλαδικού κόσμου την πορεία προς την Ανατολή: Βυρσοδέψες, σανδαλοποιοί, ράπτες, σκηνοποιοί, ξυλουργοί, αμαξοποιοί, οπλουργοί, αγγειοπλάστες, μάγειροι, αρτοποιοί, έμποροι, μεσίτες. Εξάλλου ο Αλέξανδρος πλήρωνε πολύ καλά, ήταν
γενναιόδωρος «εργοδότης». Η αμοιβή στην Αρχαία Ελλάδα (Αθήνα στα 330 π.Χ.) για μια ολόκληρη ημέρα εργασίας ήταν 2 δραχμές (αττικές). Ο Αλέξανδρος πλήρωνε σε κάθε ξένο μισθοφόρο 4 δραχμές ημερομίσθιο, ενώ κάθε εταίρος της φρουράς των πεζών (φαλαγγίτης) έπαιρνε 5 δραχμές και κάθε εταίρος της έφιππης φρουράς έφτανε να παίρνει πολύ μεγαλύτερο μισθό. Αυτό έδειχνε και το μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον που είχε η εκστρατεία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου για τους νέους άνεργους της Αρχαίας Ελλάδας, ώστε να ενταχθούν εκούσια στο Μακεδονικό Στρατό. Όταν υπήρχε η υπόσχεση ενός σίγουρου καθημερινού μισθού, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από το μισθό των καλύτερα αμοιβόμενων Ελλήνων εργατών της εποχής, η αύξηση των εθελοντών ήταν εύλογη. Και στις αμοιβές αυτές τις τακτικές δεν υπολογίζονται οι πρόσθετες, τα δώρα, τα λάφυρα, τα «πριμ» και τα κέρδη από το εμπόριο. Η αγοραστική αξία των αλεξανδρινών νομισμάτων ήταν μεγάλη και στην Ασία πληρώνονταν με χρυσό. Το ένα τάλαντο χρυσού ισοδυναμούσε με 6.000 δραχμές αττικές και είχε βάρος 25 κιλά περίπου. Αλλά τη στρατιά ακολουθούσαν και κάποιοι που ασκούσαν παράνομα επαγγέλματα: τυχοδιώκτες, τοκογλύφοι, λαθρέμποροι. Τα είχε όλα αυτά η στρατιά. Ακόμη και γυναίκες. Εταίρες και παλλακίδες πολλές ακολουθούσαν την στρατιά, όπως γνωστές έμειναν η Γλυκέρα, η Πυθιονίκη, η Αντιγόνη, η Θαΐδα. Αλλά και πολλές – χιλιάδες – άλλες γυναίκες, και αρκετές μάλιστα με τα μικρά παιδιά τους, αναγκάσθηκαν να ακολουθήσουν τους συντρόφους τους στη μακρόχρονη εκστρατεία. Τα παιδιά αυτά, όσα επέζησαν από τις στερήσεις, τις ασθένειες και τις κακουχίες, μεγάλωσαν στη μεγάλη πορεία των χιλιάδων χιλιομέτρων στα βάθη της Ανατολής. Υπολογίσθηκαν από το Μέγα Αλέξανδρο σε 10.000, σύμφωνα με το Διόδωρο τον ιστορικό. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ είχε απαγορεύσει στις συζύγους και γενικά στις γυναίκες να ακολουθούν τους στρατιώτες. Το ίδιο εφάρμοσε και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στην αρχή. όταν όμως άφησε πίσω του τη Μεσόγειο θάλασσα και κατευθύνθηκε στη Μεσοποταμία (ΙΡΑΚ), τότε κατάργησε την απαγόρευση αυτή, με συνέπεια να παρατηρηθεί εντυπωσιακή παρουσία γυναικών στα στρατόπεδα, που έγινε πολύ προβληματική. Την ανθρώπινη μάζα της μεγάλης αυτής στρατιάς ακολουθούσε και ένα πελώριο κοπάδι ζώων: άλογα, ημίονοι, καμήλες, βόδια, πρόβατα, κατσίκες κ.ά.. Αυτά τα ζώα έπρεπε όχι μόνο να εκτρέφονται, αλλά και να αναπαράγονται κανονικά, έχοντας και τακτική κτηνιατρική παρακολούθηση έτσι, ώστε να εξασφαλίζεται ο συνεχής εφοδιασμός της στρατιάς με ζωική τροφή (οι ζωικές πρωτεΐνες δίνουν περισσότερη ενέργεια). Ο βασιλιάς προσπαθούσε να μένει σταθερή η αριθμητική σύνθεση των στρατιωτικών μονάδων. Επανειλημμένα έφθασαν ενισχύσεις από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ο Αλέξανδρος είχε επικοινωνία με τον αντιβασιλιά Αντίπατρο. Ο συνολικός αριθμός αυτών των ενισχύσεων της Ελληνικής Στρατιάς στην ΑΣΙΑ για τα πρώτα 4 χρόνια των επιχειρήσεων ήταν 12.700 πεζοί και 1.650 ιππείς, για να καλύπτονται οι απώλειες στα πεδία των μαχών. Αργότερα θα προστεθούν στο στρατό του Αλεξάνδρου και ασιατικά στρατεύματα. Οι κύριοι παράγοντες που καθιστούσαν τη στρατιά εξαιρετικά ισχυρή, παρά τη μικρή συγκριτικά αριθμητική δύναμή της, ήταν: 1) Η μεγάλη μαχητική αξία των μονάδων αυτής- και ιδίως των μακεδονικών, 2) Η πρότυπη για την εποχή εκείνη σύνθεσή της, 3) Η υποδειγματική οργάνωση, η επιμελημένη εκπαίδευση, η πολεμική εμπειρία, η άρτια επαγγελματική κατάρτιση των μονίμων στελεχών, 4) Η άριστη διοίκηση και ηγεσία, με πρώτο τον ίδιο το βασιλιά – μπροστά στη πρώτη γραμμή της μάχης – να εμπνέει και να ενθαρρύνει τους άνδρες του, 5) Το ενιαίο πολεμικό δόγμα – τακτική και στρατηγική, 6) Η ύπαρξη ειδικών μονάδων, 7) Η άμιλλα των μονάδων κρούσης και 8) προπάντων η εμπιστοσύνη των μαχητών στην άξια ηγεσία τους και η πεποίθηση για την τελική επικράτηση. Αυτή ήταν η μεγάλη στρατιά του Μεγάλου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, η «Grande armée»- θα λέγαμε –της αρχαιότητας για τα ελληνικά και παγκόσμια δεδομένα, η οποία ποτέ δε θα ηττηθεί σε όλη τη διάρκεια της προέλασής της από τη Μακεδονία ως την ΙΝΔΙΑ. Ο Μ. Αλέξανδρος διέγραψε στον ιστορικό ορίζοντα σαν «διάττοντας αστέρας» μια τροχιά φωτεινότατη μήκους 30.000 περίπου χιλιομέτρων, φωτίζοντας τη βάρβαρη Ανατολή, απ' όπου –δυστυχώς για τον ελληνισμό και τον παγκόσμιο πολιτισμό- δεν ξαναγύρισε στην ΕΥΡΩΠΗ. Έδυσε εκεί-στην ακμή της ζωής του και στο ζενίθ της δόξας του και του μεγαλείου του Ελληνισμού!_
Β'α. ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ. Από τη Σηστό ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, όπως αναφέρει ο ιστορικός Αρριανός, προχώρησε νοτιοδυτικά και έφθασε στον Ελαιούντα, στην άκρη της Θρακικής Χερσονήσου, επικεφαλής μόνο των Μακεδόνων, ενώ ο Παρμενίων διατάχθηκε να επιβλέψει τη μεταφορά των μη μακεδονικών στρατευμάτων από τη Σηστό στην Άβυδο (στην πρώτη/ απέναντι μικρασιατική πόλη) με τα πλοία και τα μεταγωγικά του Ελληνικού Στόλου. Ο νεαρός Μακεδόνας στρατηλάτης στον Ελαιούντα θυσίασε στον τύμβο του Πρωτεσιλάου, του πρώτου Έλληνα νεκρού ήρωα του Τρωικού πολέμου, που σκοτώθηκε από έναν Τρώα, όταν πρώτος αποβιβάσθηκε στην ΑΣΙΑ, μαχόμενος γενναία. Ο ίδιος συγγραφέας προσθέτει: «Ὁ νοῦς τῆς θυσίας ἦν ἐπιτυχεστέραν οἷ γενέσθαι ἤ Πρωτεσιλάῳ τήν ἀπόβασιν» (δηλαδή, Το πνεύμα της θυσίας ήταν να αποβεί σ'αυτόν πιο επιτυχημένη η απόβαση απ'ό,τι στον Πρωτεσίλαο). Εν τω μεταξύ ο Παρμενίων εκτέλεσε τη διαταγή του Αλεξάνδρου, διαπεραίωσε με τα πολεμικά του συμμαχικού ελληνικού στόλου και «πολλοῖς ἄλλοις πλοίοις στρογγύλοις», δηλαδή με πολλά μεταγωγικά, τον υπόλοιπο στρατό. Ο Αλέξανδρος, οδηγώντας ο ίδιος τη «στρατηγίδα ναῦν» (δηλαδή τη ναυαρχίδα),έπλευσε από τον Ελαιούντα και αποβιβάσθηκε στην απέναντι μικρασιατική ακτή, στην τοποθεσία «Αχαιών Λιμήν». φτάνοντας στη μέση του στενού περάσματος, θυσίασε έναν ταύρο στον Ποσειδώνα και στις Νηρηίδες και έκαμε σπονδή με χρυσή φιάλη στη θάλασσα, με την επίκληση και ευχή «να τον δεχθούν όχι ακούσια αυτές οι χώρες ως βασιλιά τους». Λένε, προσθέτει ο Αρριανός, ότι ο Αλέξανδρος πρώτος αποβιβάστηκε, καθώς και ότι έστησε βωμούς προς τιμή του ΔΙΑ, του προστάτη των αποβάσεων, στο σημείο της ευρωπαϊκής ακτής του Ελλησπόντου, απ'όπου απέπλευσε, και προς τιμή της Αθηνάς και του Ηρακλή στο σημείο, όπου αποβιβάστηκε στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου. Η παράδοση πάλι αναφέρει ότι, πριν αποβιβασθεί ο Αλέξανδρος στην ΑΣΙΑ, εξακόντισε στη στεριά το δόρυ του δηλώνοντας έτσι συμβολικά την κατοχή της γης που θα πατούσε (δορύκτητη γη) και διακήρυξε ευθέως: «Δέχομαι την ΑΣΙΑ από τους θεούς». Ύστερα ανέβηκε με την ακολουθία του στο ΙΛΙΟΝ, στην ακρόπολη της Τροίας , όπου θυσίασε στην Ιλιάδα Αθηνά και αφιέρωσε στο ναό της την πανοπλία του. αντί γι' αυτήν πήρε μερικά όπλα ιερά απ' αυτά που σώζονταν, λένε, ακόμη από τον Τρωικό πόλεμο. Αναφέρεται ότι αυτά τα όπλα οι υπασπιστές του τα «ἔφερον πρό αὐτοῦ ἐς τάς μάχας» (τα κουβαλούσαν μπροστά του κατά τη διάρκεια των μαχών). Επίσης θυσίασε και στον Πρίαμο, πάνω στο βωμό του Ερκείου Δία, για να εξευμενίσει την οργή του για το γένος του Νεοπτολέμου, από το οποίο ο Αλέξανδρος πίστευε ότι καταγόταν (από τη μητέρα του) και ο ίδιος. Εκεί στο Ίλιον τον στεφάνωσαν με χρυσό στεφάνι ο κυβερνήτης Μενοίτιος και ο Αθηναίος εξόριστος Χάρης, άλλοτε εχθρός του, που ήλθε τώρα γι' αυτόν το σκοπό από το Σίγειο μαζί με άλλους Έλληνες και εντόπιους. Άλλη παράδοση πάλι αναφέρει ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στεφάνωσε τον τάφο του Αχιλλέα, μακαρίζοντας τον ήρωα που η τύχη τού χάρισε, όσο ζούσε, φίλο πιστό τον Πάτροκλο και, όταν πέθανε, έναν ΟΜΗΡΟ υμνητή και κήρυκα των κατορθωμάτων του «ἐς τήν ἔπειτα μνήμην». Παράλληλα ο Ηφαιστίων στεφάνωσε τον τάφο του Πατρόκλου, υπογραμμίζοντας έτσι τη μεγάλη φιλία του με τον Αλέξανδρο. Προσθέτουν μάλιστα ότι ο νεαρός βασιλιάς οργάνωσε προς τιμή του ήρωα αγώνα δρόμου, στον οποίο μάλιστα πήρε μέρος και ο ίδιος μαζί με τους εταίρους του. Ο Αλέξανδρος ανακήρυξε την πόλη αυτόνομη, αποκατέστησε τη δημοκρατία και απάλλαξε τους κατοίκους από το φόρο, που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν στο βασιλιά της Περσίας. Επίσης αργότερα, μετά την κατάλυση του περσικού κράτους, έστειλε επιστολή «φιλάνθρωπον» στην πόλη και υποσχόταν να την ξαναχτίσει και να την κάνει «μεγάλην», να κτίσει νέο, μεγάλο «ἐπισημότατον» ναό προς τιμή της Αθηνάς και να καθιερώσει ιερούς αγώνες. Οι υποσχέσεις όμως αυτές του Αλεξάνδρου πραγματοποιήθηκαν από άλλον. πολύ αργότερα από το Λυσίμαχο.
Από το Ίλιο ο Αλέξανδρος προχώρησε στην Αρίσβη, εκεί όπου προήλασε και στρατοπέδεψε η στρατιά μετά τη διάβαση του Ελλησπόντου. Έγινε αναφορά και επιθεώρηση όλων των μονάδων του εκστρατευτικού σώματος για το μεγάλο άλμα. Στην Αρίσβη δεν καθυστέρησε καθόλου. Την άλλη μέρα άρχισε προέλαση με κατεύθυνση προς Β.Α. και έπειτα Α., όχι σε πολύ μεγάλη απόσταση από τις ακτές του Ελλησπόντου και της Προποντίδας. Πρέπει να καταλάβει τα ασιατικά παράλια της περιοχής αυτής, για να μην αποκοπεί η επικοινωνία του με τη Θράκη και τη Μακεδονία και έτσι διακινδυνέψει η ασφάλεια της στρατιάς του με την άφιξη και ανάπτυξη περσικών δυνάμεων. Ήθελε να έχει ελεύθερα τα νώτα του, όταν θα προχωρούσε να ελευθερώσει τις Αιολικές και Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Οι σατράπες και οι στρατηγοί του Δαρείου –σε σύσκεψη που έκαναν στη Ζέλειααποφάσισαν να ανακόψουν την προέλαση του Αλεξάνδρου στο Γρανικό ποταμό με μια αποφασιστική μάχη και συγκέντρωσαν πολύ μεγάλη δύναμη-τριπλάσια από τη δύναμη του Αλεξάνδρου. Ενώ ο ΜΕΜΝΩΝ, Έλληνας δυστυχώς, ο Ρόδιος δωσίλογος, στρατηγός επικεφαλής των Ελλήνων μισθοφόρων στην υπηρεσία του «Μεγάλου» Πέρση βασιλιά, είχε αντιπροτείνει υποχώρηση και - με εμπρησμό - καταστροφή όλων των καρπών της γης, χωρίς να λυπηθούν ακόμη και τις ίδιες τις πόλεις τους, ώστε ο Αλέξανδρος να μην μπορέσει να μείνει στη χώρα τους «ἀπορίᾳ τῶν ἐπιτηδείων» (λόγω έλλειψης τροφών) για τους άνδρες του, τα άλογα του ιππικού και τα υποζύγιά του. Για τους Έλληνες ευτυχώς η πρόταση του Μέμνονα δεν εισακούσθηκε. όμως για τους Πέρσες «δυστυχώς» η πανωλεθρία-που θα πάθουν –θα είναι πολύ μεγάλη. Προς χαρά του Μακεδόνα βασιλιά οι Πέρσες σατράπες απέρριψαν με περισσή αλαζονεία την πρόταση του Μέμνονα, τονίζοντας με στόμφο και έπαρση: «Οι Πέρσες θα καταπατήσουν με το ιππικό τους τον αναιδή εισβολέα και θα τον τρέψουν σε επαίσχυντη φυγή». Εντονότερη υπήρξε η αντίδραση του σατράπη Αρσίτη, που δήλωσε: «Δεν ανέχομαι να καεί ούτε μία απλή καλύβα των υπηκόων μου. ο στρατός του βασιλιά μας γνωρίζει να νικά». Και από την άλλη μεριά ο «Μέγας» βασιλιάς ΔΑΡΕΙΟΣ Γ' ο Κοδομανός, ο βασιλιάς των Περσών, κυριαρχούμενος από μια χωρίς προηγούμενο αλαζονεία και υπεροψία, έδωσε αυστηρή διαταγή στους σατράπες και τους στρατηγούς του «να συλλάβουν τον αυθάδη αυτόν ταραξία νεανία και, αφού τον μαστιγώσουν για τα καλά, να τον οδηγήσουν ζωντανό μπροστά του». Όσο για τους στρατιώτες του διέταξε «να τους δέσουν όλους και να τους διασκορπίσουν στα πιο μακρινά μέρη της Περσίας». Αλλά και το επιτελείο του Αλεξάνδρου σκεπτόταν, μήπως θα ήταν προτιμότερη η παράκαμψη των θέσεων των Περσών, δηλαδή η σύγκρουση να γίνει σε άλλο μέρος. Ο βασιλιάς όμως δεν ήθελε να ακούσει καμιά άλλη γνώμη για παράκαμψη θέσεων μάχης και για αναβολή της επίθεσης. Η συγκέντρωση τόσων πολλών περσικών δυνάμεων του έδινε την ευκαιρία να δώσει μια αποφασιστική μάχη, συντριπτική (κατά τον Πλούταρχο) «ἐν πύλαις τῆς ΑΣΙΑΣ περί τῆς εἰσόδου καί τῆς ἀρχῆς» (δηλαδή, Στις πύλες της Ασίας για την είσοδο και την εξουσία), που θα είχε ηθικά αποτελέσματα για όλο τον αγώνα. Ο Παρμενίων, επιτελάρχης της στρατιάς, ο εμπειρότερος στρατηγός του Αλεξάνδρου, του συνέστησε ότι δε συνέφερε χρονικά και τοπικά να γίνει αμέσως εκεί η επίθεση, γιατί οι απέναντι όχθες του Γρανικού ήταν απόκρημνες και δύσβατες και το ρεύμα του ποταμού στο σημείο διάβασης –που ήθελε ο Αλέξανδρος – ήταν ορμητικό και η ώρα είχε περάσει, είχε αρχίσει να νυκτώνει. Η απάντηση του βασιλιά προς τον επιτελάρχη του ήταν σταθερή και αγέρωχη, σύμφωνα πάντοτε με τον Αρριανό που εξιστόρησε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της εκστρατείας αυτού: «Ταῦτα μέν, ὦ Παρμενίων, γιγνώσκω. αἰσχύνομαι δέ, εἰ τόν μέν Ἑλλήσποντον διέβην εὐπετῶς, τοῦτο δέ σμικρόν ρεῦμα εἵρξει ἡμᾶς τοῦ μή οὐ διαβῆναι, ὡς ἔχομεν. καί τοῦτο οὔτε πρός Μακεδόνων τῆς δόξης οὔτε πρός τῆς ἐμῆς ἐς τούς κινδύνους ὀξύτητος ποιοῦμαι. ὰναθαρρήσειν τε δοκῶ τούς Πέρσας ὡς ἀξιομάχους Μακεδόσιν ὄντας, ὅτι οὐδέν ἄξιον τοῦ σφῶν δέους ἐν τῷ παραυτίκα ἔπαθον». (δηλαδή, Αυτά, Παρμενίωνα, τα ξέρω. ντρέπομαι όμως, διότι τον Ελλήσποντο τον πέρασα εύκολα κι αυτό ένα ασήμαντο ρέμα θα μας εμποδίσει, ώστε να μην περάσουμε, όπως
είμαστε. αυτό λοιπόν δεν αρμόζει ούτε στη δόξα των Μακεδόνων ούτε στην ορμητικότητα του χαρακτήρα μου απέναντι στους πολεμικούς κινδύνους. και νομίζω ότι οι Πέρσες θα πάρουν θάρρος πως τάχα είναι ικανοί να τα βγάλουν πέρα με τους Μακεδόνες, διότι δεν έπαθαν μέχρι τώρα κανένα κακό ανάλογο με το φόβο τους). Μένει λοιπόν αμετακίνητος. αλλά και οι Πέρσες έμειναν αμετακίνητοι, αποφασισμένοι να αμυνθούν ηρωικά. Απέναντι του Αλεξάνδρου βρίσκεται η εκλεκτή ηγεσία του περσικού στρατού: ο Αρσαμένης, σατράπης της Κιλικίας, ο Αρσίτης, ο Μιθροβουζάνης, ηγέτης της Καππαδοκίας, ο Φαρνάκης, κουνιάδος του Δαρείου του βασιλιά της Περσίας, ο Ροισάκης, ο Μιθριδάτης, γαμπρός του Δαρείου, ο Σπιθριδάτης, σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, ο Ρεομίθρης και άλλοι. Μαζί τους βέβαια είναι και ο Έλληνας δωσίλογος Μέμνων με τους γιους του. Ο περσικός στρατός υπερτερούσε σε ιππικό, ενώ η ελληνική στρατιά υπερτερούσε σε πεζικό. Οι Πέρσες βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση άμυνας, εκμεταλλευόμενοι τη μορφολογία του εδάφους (πάνω από λόφους), ενώ οι Έλληνες βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, έπρεπε να περνούν το ποτάμι και συγχρόνως να επιτίθενται αποκρούοντας τους αμυνόμενους. Βασικός στόχος του Αλεξάνδρου ήταν να διαβεί το ποτάμι και να δημιουργήσει το πρώτο προγεφύρωμα, να το διατηρήσει, να το διευρύνει και να επιτύχει έπειτα ρήγμα στο εχθρικό μέτωπο. το ρήγμα αποτελούσε πρωταρχικό αντικειμενικό σκοπό του σχεδίου μάχης του Αλεξάνδρου, που θα είχε και αποφασιστική επίδραση για την όλη έκβαση της νίκης. Με παραπλανητικούς ελιγμούς του Αλεξάνδρου άρχισε το απόγευμα μιας από τις τελευταίες ημέρες του Μαΐου του έτους 334 π.Χ. η ιστορική μάχη του Γρανικού. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος εμψυχώνοντας με πολεμικές κραυγές τους στρατιώτες του και ορμώντας στην πρώτη γραμμή σαν ομηρικός ήρωας- φορώντας λευκά πτερά στο κράνος του –ήταν μία μορφή περίοπτη μπροστά στη Βασιλική Ίλη. Επέτυχε στο βασικό του στόχο: «οἱ ἀμφ΄ αὐτόν» και οι λοιποί εταίροι του δημιούργησαν το προγεφύρωμα και άρχισαν να βγαίνουν από την κοίτη του ποταμού και να συγκρούονται με τους Πέρσες. Όλες οι προσπάθειες των αντιπάλων στρατηγών στρέφονται κατά του Αλεξάνδρου, του οποίου το δόρυ πάνω στην ορμή τού αγώνα έσπασε. ζήτησε από τον Αρέτη, τον ιπποκόμο του, να του δώσει το δικό του, αλλά και εκείνου είχε σπάσει. Τότε ο Δημάρατος ο Κορίνθιος του έδωσε το δικό του. Ο κλοιός γύρω από το βασιλιά γίνεται πολύ επικίνδυνος. Σκότωσε ο ίδιος τον Πέρση στρατηγό Μιθριδάτη, το γαμπρό του Δαρείου, και το στρατηγό Ροισάκη, ο οποίος λίγο έλειψε να τον σκοτώσει. κατάφερε δυνατό κτύπημα στο κεφάλι του Μακεδόνα βασιλιά, που απέκοψε μάλιστα μέρος του κράνους και έφτασε μέχρι τα μαλλιά του. Όμως ο Αλέξανδρος τον έριξε νεκρό με ένα ισχυρό κτύπημα. Ταυτόχρονα τον πλησίασε ο Σπιθριδάτης, ο σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, πολύ επικίνδυνα από πίσω του, αλλά, ενώ ύψωνε τη λόγχη του να του καταφέρει καίριο κτύπημα, τον πρόφτασε ο Κλείτος ο «Μέλας» (μαύρος), ο γιος του Δρωπίδου, ο υπασπιστής του Αλεξάνδρου, που ήταν ο διοικητής (ιλάρχης) της Βασιλικής Ίλης. Πρόλαβε λοιπόν αυτός και με τη λόγχη του κτύπησε το Σπιθριδάτη και του έκοψε το δεξί του χέρι «ξύν τῇ κοπίδι αὐτοῦ» (με τη μάχαιρά του), όπως λεπτομερειακά αναφέρει ο Αρριανός. Έτσι σώθηκε ο βασιλιάς Αλέξανδρος από βέβαιο θάνατο. Θαυμασμό μεγάλο προκαλεί η εύνοια της τύχης του. [Φαντάζεσθε την τύχη της Ελληνικής Στρατιάς, της Μακεδονίας, όλης της Ελλάδας και όλου του κόσμου ποια θα ήταν, αν δεν προλάβαινε ο ΚΛΕΙΤΟΣ;] Γύρω του τώρα διεξάγεται άγρια ιππομαχία, στην οποία διακρίθηκε το Θεσσαλικό ιππικό. Σκοτώθηκαν ο Φαρνάκης, κουνιάδος του Δαρείου, και ο Μιθροβουζάνης ο σατράπης της Καππαδοκίας. Οι Πέρσες ιππείς τελικά τράπηκαν σε φυγή. Η πρώτη φάση της μάχης τελείωσε με τη νίκη του Αλεξάνδρου. Σε δεύτερη φάση εκμηδένισε το πεζικό των αντιπάλων. Η καθολική νίκη ήταν προϊόν της στρατηγικής ιδιοφυΐας του Μακεδόνα βασιλιά. αντιλήφθηκε αστραπιαία τη στρατηγική κατάσταση. Η καταπληκτική ταχύτητά του στην οργάνωση και στην επίθεση δεν επέτρεψε στους διοικητές των Περσών να αναδιοργανωθούν. Το αποτέλεσμα ήταν η πανωλεθρία των Περσών. οι απώλειές τους ήταν τεράστιες: Σκοτώθηκαν συνολικά ιππείς 1000 και πεζοί περίπου 18.000 –απ' αυτούς οι περισσότεροι, δυστυχώς, ήταν Έλληνες, που υπη-
ρετούσαν ως μισθοφόροι για λογαριασμό του βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας στις τάξεις του στρατού του. Οι αιχμάλωτοι πεζοί ήταν 2.000-κι αυτοί Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου, ενώ ο ίδιος ο αρχηγός των μισθοφόρων αυτών, ο Μέμνων, προσποιούμενος το νεκρό διέφυγε τη σύλληψη. Οι απώλειες του Αλεξάνδρου ήταν πολύ μικρές, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο Αρριανός: Σκοτώθηκαν 25 εταίροι, άλλοι ιππείς περισσότεροι από 60 και πεζοί περίπου 30συνολικά οι πεσόντες ήταν 115 ή λίγο περισσότεροι. Όλοι πολέμησαν γενναιότατα, αλλά ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ξεπέρασε όλους σε ηρωισμό. μιμήθηκε το γενάρχη του, τον ομηρικό ήρωα ΑΧΙΛΛΕΑ. Πολύ τιμητικά τα σχόλια του ιστορικού Διοδώρου: «τῆς ἀνδρείας τό πρωτεῖον ἐπηνέγκατο» - «τῆς ὅλης νίκης ἔδοξε μάλιστα αἴτιος γεγονέναι» (δηλαδή, το πρωτείο της ανδρείας σφοδρά επιθυμούσε – φάνηκε ότι υπήρξε ο κυριότερος αίτιος της όλης νίκης). Ο Αλέξανδρος ήταν γεννημένος ηγέτης χαρισματικός. Σημασία δεν έχει μόνο πως ο σπουδαίος αυτός νεαρός στρατηλάτης κέρδιζε τις μάχες, αλλά και η ανθρώπινη συμπεριφορά του. Πριν από τη σύγκρουσή του με τους Πέρσες έδειξε την ανωτερότητά του και δεν τιμώρησε τους Έλληνες κατοίκους της Λαμψάκου (πόλη στην ασιατική ακτή του Ελλησπόντου), οι οποίοι δε δέχονταν την παρουσία του στην πόλη τους και μάλιστα την άρνησή τους συνόδευαν λόγια άπρεπα και εξοργιστικά, τονίζοντας με τρόπο αυθάδη ότι προτιμούσαν τους Πέρσες απ' αυτόν. Ο Αλέξανδρος, φοβερά θυμωμένος, ορκίσθηκε να κατεδαφίσει την πόλη τους. Αλλά σώθηκε με τέχνασμα του Αναξιμένη του Λαμψακηνού, που υπήρξε δάσκαλός του της ρητορικής. Μετά τη λήξη της μάχης του Γρανικού, πρώτη ενέργεια του νικητή ήταν να επισκεφθεί την άλλη μέρα τους τραυματίες και να φροντίσει για την περίθαλψή τους, τους επισκέφθηκε όλους έναν –έναν, είδε τα τραύματά τους και τους ρώτησε πως τραυματίσθηκαν. Εξάλλου και ο ίδιος δέχθηκε αρκετά τραύματα. όχι σημαντικά ευτυχώς! Τι μεγάλη συμφορά, αν προλάβαινε ο Σπιθριδάτης και κτυπούσε τον Αλέξανδρο! Έθαψε με τιμές τους νεκρούς στρατιώτες του, με τον οπλισμό τους «ξύν τοῖς ὅπλοις». στους 25 εταίρους του επιφύλαξε ιδιαίτερη τιμή: παράγγειλε στον άξιο γλύπτη Λύσιππο, που ήταν ο προσωπικός του αγαλματοποιός, να φιλοτεχνήσει χάλκινους ανδριάντες αυτών, που θα στήνονταν στο ΔΙΟΝ δίπλα στους ανδριάντες των Τημενιδών βασιλιάδων. Ενώ τους γονείς και τα παιδιά όλων των πεσόντων Μακεδόνων απάλλαξε από τη φορολογία, από κάθε είδους εισφορά και από έκτακτη υποχρεωτική εργασία (αγγαρεία). Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ όμως δεν αρκέσθηκε μόνο σ'αυτά. Γενναίος και μεγαλόψυχος ηγέτης, έθαψε με αξιοπρεπή κηδεία και «τῶν Περσῶν τούς ἡγεμόνας» (στρατηγούς και σατράπες) και τους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών που σκοτώθηκαν στη μάχη. Όσους όμως απ' αυτούς συνέλαβε αιχμαλώτους, τους έστειλε αλυσοδεμένους στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, καταδικασμένοι να εργάζονται ισοβίως σαν δούλοι στα κτήματα αυτών που σκοτώθηκαν στη μάχη αυτή και άλλους τους έστειλε να εργάζονται σαν δούλοι στα μεταλλεία (της Χαλκιδικής;), όπως αναφέρει ο Αρριανός: «ὅτι παρά τά κοινῇ δόξαντα τοῖς Ἕλλησιν Ἕλληνες ὄντες ἐναντίᾳ τῇ Ἑλλάδι ὑπέρ τῶν βαρβάρων ἐμάχοντο» (διότι παρά τις αποφάσεις του ΚΟΙΝΟΥ των ΕΛΛΗΝΩΝ –της Συμμαχίας της Κορίνθου, μολονότι είναι Έλληνες, πολεμούσαν εναντίον της Ελλάδας για λογαριασμό των βαρβάρων). Χαρακτηριστικό είναι ότι ελευθέρωσε όσους ήταν Θηβαίοι λέγοντάς τους: «Εσείς, ταλαίπωροι, πηγαίνετε, όπου θέλετε, γιατί δεν έμεινε πια για σας καμία πατρίδα»! Τέλος στην ΑΘΗΝΑ, «τό πρυτανεῖον τῆς σοφίας» και «παιδευτήριον ἁπάσης Ἑλλάδος», την πόλη που σεβόταν περισσότερο από κάθε άλλη στην Ελλάδα, έστειλε 300 περσικές πανοπλίες «ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν πόλει» (δηλαδή να είναι αφιέρωμα προς τιμή της θεάς Αθηνάς στον Παρθενώνα - πάνω στην Ακρόπολη), αφού έδωσε εντολή να χαραχθεί σαν αναθηματική επιγραφή, ότι τις αφιέρωναν «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ καί οἱ Ἕλληνες πλήν Λακεδαιμονίων ἀπό τῶν βαρβάρων τῶν τήν Ἀσίαν κατοικούντων», (δηλαδή, ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες εκτός των Σπαρτιατών από τους βαρβάρους που κατοικούν στη Μ. Ασία). [Τρόπαιο νίκης κατά βαρβάρων από ένα «βάρβαρο»]!!!
Στην αναθηματική αυτή επιγραφή διαφαίνεται η συνειδητή προσπάθεια του Αλεξάνδρου να προβάλει τον πανελλήνιο χαρακτήρα της εκστρατείας. Η νίκη στο Γρανικό ποταμό παρουσιάζεται ως νίκη του Πανελληνίου εναντίον των βαρβάρων. Παράλληλα όμως η διατύπωση της επιγραφής (πλην Λακεδαιμονίων) υπογράμμιζε λακωνικά και περιφρονητικά την απουσία των Σπαρτιατών από το μεγαλειώδες αυτό προσκλητήριο και εγχείρημα των Ελλήνων στη Μικρά Ασία υπό την ηγεσία του Μακεδόνα στρατηλάτη, ενώ συγχρόνως εξέφραζε τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση του Αλεξάνδρου για την άρνηση των Σπαρτιατών να συστρατευθούν και στιγμάτιζε αυτούς. Παρατηρήστε την απουσία από τη διατύπωση της επιγραφής βασιλικού τίτλου και τη φράση «τῶν τὴν Ἀσίαν κατοικούντων» όχι «ελεγχόντων». Εξάλλου ο αριθμός <300> των πανοπλιών συνδέει συνειρμικά το Γρανικό με τις Θερμοπύλες – αντίστοιχα –εδώ ανυποταξία τώρα και εκεί αυτοθυσία τότε των Σπαρτιατών. Θαυμάστε τη θεοσέβεια, την ελληνοπρέπεια, την ψυχολογία, την κοινωνική πρόνοια, αλλά και τη διπλωματική σκέψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του μεγάλου αυτού Έλληνα βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ηγεμόνα της Ελλάδας. Παρόμοια αφιερώματα πρέπει να έκανε και σε άλλες πόλεις, επειδή ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να κάνει τους Έλληνες «κοινωνούς της νίκης». και πολύ σωστά, αφού ο ελληνικός συμμαχικός στόλος διαβίβασε το εκστρατευτικό σώμα στην Ασία και το ελληνικό συμμαχικό ιππικό νίκησε τους αντιπάλους στο αριστερό κέρας (παράταξη). Έστειλε και στην Ολυμπιάδα λάφυρα, τα ωραιότερα και πολυτιμότερα δώρα, ρούχα και σκεύη, πιστεύοντας ότι «οὐδέν μητρός ἥδιον τέκνοις» (δηλαδή, Τίποτε γλυκύτερο δεν υπάρχει στα παιδιά από τη μάνα). Μάλιστα στον αντιβασιλιά Αντίπατρο, που του έστειλε ένα εκτεταμένο γράμμα γεμάτο παράπονα, για παρεμβάσεις της «βασιλομήτορος» στην άσκηση των ανειλημμένων καθηκόντων του, διοίκησης / πολιτικής, έδωσε μια έμμεση απάντηση, διαβάζοντας μεταξύ των φίλων του το επικριτικό αυτό γράμμα και φωνάζοντας δυνατά: «Αντίπατρε, Αντίπατρε, δεν ξέρεις πως ένα δάκρυ της μάνας μου σβήνει χιλιάδες τέτοιες επιστολές δικές σου»! Οφείλουμε την πληροφόρησή μας κυρίως στον Αρριανό, που χρησιμοποιεί τον Πτολεμαίο το γιο του Λάγου, που είναι πιο ακριβής, επειδή ήταν πολεμιστής σ΄ αυτή τη μάχη και είχε μάλιστα πρόσβαση στις βασιλικές «ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ». Μία λιγότερο ακριβής πηγή είναι ο Αριστόβουλος του Αριστοβούλου, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Πλούταρχος. Τελείως διαφορετική διήγηση έχουμε από το Διόδωρο που αντλεί από τον Κλείταρχο. Ο Κλείταρχος (ιστορικός – σύγχρονος περίπου του Μεγάλου Αλεξάνδρου) έγραψε μεγάλο έργο (12 βιβλία) «Περὶ Ἀλεξάνδρου ἱστορίαι», του οποίου σώζονται μόνο λίγα αποσπάσματα. από το έργο του άντλησαν πληροφορίες για τις ιστορίες τους εκτός από το Διόδωρο και οι Ρωμαίοι ιστοριογράφοι Κούρτιος Ρούφος και Ιουστίνος. Από όλους τους ιστοριογράφους ο πιο αξιόπιστος είναι ο Αρριανός. Μετά τη μεγάλη και αποφασιστική νικηφόρο μάχη στο Γρανικό, άνοιξαν οι πύλες της ΑΣΙΑΣ για τον Αλέξανδρο. Άνοιξαν τις πύλες τους πλήθος πόλεων Ελληνικών και δέχθηκαν το Μακεδόνα βασιλιά ως λυτρωτή τους από την περσική τυραννία. Ο σατράπης της Ελλησποντιακής Φρυγίας, ο Αρσίτης, αυτοκτόνησε, γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει την ιδέα της φοβερής ήττας που έπαθαν οι Πέρσες – πίστευε πως είχε ευθύνη και ο ίδιος. Ο Αλέξανδρος διόρισε νέο σατράπη τον ευγενή Μακεδόνα Κάλα και στρατιωτικό διοικητή τον Αλέξανδρο του Αερόπου. Ο Παρμενίων ολοκληρώνει την υποταγή της Φρυγίας, ενώ ο Αλέξανδρος προχωρεί προ τις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας, την οποία καταλαμβάνει, χωρίς οι κάτοικοι να προβάλουν καμιά αντίσταση. ο φρούραρχος της ακρόπολης έσπευσε και παρέδωσε την πόλη. Το Μιθρίνη, έτσι λεγόταν αυτός ο Πέρσης φρούραρχος, τον τίμησε ο Αλέξανδρος και τον πήρε μαζί του, συνεργάτη του στην εκστρατεία. Τοποθέτησε ως επιμελητή / φρούραρχο στην ακρόπολη των Σάρδεων τον εταίρο Παυσανία, όρισε το Νικία υπεύθυνο για τα οικονομικά και διόρισε τον Άσανδρο, το γιο του Φιλώτα, σατράπη της Λυδίας στη θέση του Πέρση Σπιθριδάτη, του μονόχειρα, που ήταν φοβερός αντίπαλός του στη μάχη του Γρανικού (τον έκοψε με τη λόγχη του ο Κλείτος, ο υπασπιστής του Αλεξάνδρου).
Με εντολή του Μακεδόνα βασιλιά, κτίσθηκε στην ακρόπολη των ΣΑΡΔΕΩΝ ναός του «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ», δηλαδή του Ολύμπιου Δία, που αποτελούσε όχι μόνο πρότυπο της ελληνικής τέχνης, αλλά και σύμβολο της εθνικής ενότητας. Η κατάληψη των Σάρδεων ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, γιατί βρισκόταν στο σημείο, όπου ενώνονταν οι δρόμοι που οδηγούσαν προς τις παράλιες ελληνικές πόλεις, Σμύρνη, Έφεσο, Μίλητο και άλλες, καθώς και προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Εξάλλου το βασιλικό ταμείο του Αλεξάνδρου που ήταν πενιχρό, ενισχύθηκε με τους θησαυρούς των Περσών που φυλάσσονταν στην ακρόπολη. Προελαύνοντας εισέρχεται ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ως ελευθερωτής στην Έφεσο, όπου κατέλυσε το ολιγαρχικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δημοκρατία, ενώ επανέφερε τους εξορίστους. Από την πόλη αυτή εξέδωσε μια γενική διαταγή: όλες οι απελευθερωμένες ελληνικές πόλεις θα έπρεπε να δεχθούν τη δημοκρατία αντί για την ολιγαρχία, επέμεινε στη γενική αμνηστεία και στην εγκατάσταση των δικών τους νομικών πλαισίων. Διακήρυξε επίσης την πολιτική του ως βασιλιάς της Ασίας έναντι των υπηκόων του. Η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων συντελέσθηκε από μικρές στρατιωτικές δυνάμεις. Μετά την Έφεσο πολλές ελληνικές πόλεις των μικρασιατικών παραλίων της Ιωνίας θα σπεύσουν με τη θέλησή τους να παραδοθούν στο Μακεδόνα στρατηλάτη απελευθερωτή. Ο Παρμενίων απελευθέρωσε όλες τις αιολικές πόλεις και πολλές Ιωνικές παραδόθηκαν αμαχητί. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος πολιτεύθηκε με περισσή ελληνοπρέπεια απέναντι στο Μικρασιατικό Ελληνισμό: απέφυγε τα σφάλματα που είχε διαπράξει ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος – πολεμώντας στη Μικρά Ασία εναντίον των Περσών – με κατάληξη τη επονείδιστη Ανταλκίδειο Ειρήνη (386 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος επιθεώρησε τη στρατιά σε μεγάλη παρέλαση που έγινε μπροστά στο ναό της Άρτεμης, στο βωμό της οποίας προσέφερε μια επίσημη θυσία, και την άλλη μέρα προήλασε προς τη Μίλητο. Η Μίλητος, η πιο μεγάλη πόλη της ΙΩΝΙΑΣ, πρόβαλε αντίσταση και ο Αλέξανδρος θα την πολιορκήσει και από την ξηρά και από τη θάλασσα και μάλιστα εδώ θα χρησιμοποιήσει πρώτη φορά πολιορκητικές μηχανές. Η εκπολιόρκηση της πόλης επιτεύχθηκε χάρη στο συντονισμένο αποκλεισμό της από την ξηρά και από τη θάλασσα. Με εντολή του βασιλιά ο ελληνικός συμμαχικός στόλος (160 τριήρεις) απέκλεισε την είσοδο στο λιμάνι του περσικού στόλου, που αποτελούνταν από 400 τριήρεις. Ο Αλέξανδρος απέφευγε να ναυμαχήσει, γιατί τα εχθρικά πληρώματα - κυρίως Φοίνικες και Κύπριοι – ήταν καλύτερα εκπαιδευμένα από τα ποικίλα ελληνικά πληρώματα και σε περίπτωση ήττας θα αυξανόταν ο κίνδυνος ανταρσίας στην Ελλάδα. Η έγκαιρη κατάληψη καίριων στρατηγικών σημείων από τις Μακεδονικές Δυνάμεις εξουδετέρωσε τις επιθετικές κινήσεις του περσικού στόλου προς ενίσχυση των πολιορκουμένων. Η πόλη έπεσε με βαριές απώλειες των Μιλησίων και των μισθοφόρων υπερασπιστών της, ενώ ο εχθρικός στόλος εμποδίσθηκε να αποβιβασθεί στην περιοχή από ένα απόσπασμα μακεδονικού πεζικού και ιππικού και υποχώρησε στη Σάμο. Αλλά και ο Αλέξανδρος απομάκρυνε τον πολεμικό στόλο του σε ασφαλή λιμάνια ελληνικά. η συντήρησή του ήταν δαπανηρή. Στους κατοίκους της Μιλήτου παραχώρησε ελευθερία και άφησε εκεί τα μεταγωγικά πλοία. Μετά την άλωση της Μιλήτου όλες οι περσικές δυνάμεις, στρατός και στόλος, συγκεντρώθηκαν στην Αλικαρνασσό της Καρίας, μεγάλη ναυτική βάση του Δαρείου στο Ν.Α. Αιγαίο, και αποφάσισαν να αντιτάξουν εκεί οργανωμένη άμυνα στο Μακεδόνα στρατηλάτη βασιλιά Αλέξανδρο. Ο Δαρείος, ο Πέρσης βασιλιάς, διόρισε αρχιστράτηγο των επιχειρήσεων και διοικητή της Κάτω Ασίας το γνωστό Ρόδιο, το Μέμνονα. Ο Αλέξανδρος έφτασε και άρχισε χωρίς καθυστέρηση την πολιορκία της πόλης. αντιμετώπιζε μια πόλη ιστορική (πατρίδα του Ηροδότου – του πατέρα της ιστορίας), με ισχυρή οχύρωση και πολυάριθμο στρατό, με έναν Έλληνα, δυστυχώς, αρχηγό, αποφασισμένο να εκδικηθεί για την ήττα του στο Γρανικό. Ο Αλέξανδρος, χρησιμοποιώντας πολιορκητικές μηχανές, προκάλεσε ρήγμα στα τείχη της. Τότε η πόλη εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της και παραδόθηκε στις φλόγες. Έτσι η Αλικαρνασσός καταλήφθηκε και όλες οι υπόλοιπες πόλεις της Καρίας παραδόθηκαν. Ο νικητής Αλέξανδρος διόρισε σατράπη της περιοχής την ΑΔΑ, την εκθρονισμένη βασίλισσα της Καρίας, της οποίας ζήτησε την υιοθεσία. είναι η πρώτη φορά που διορίζει ξένο σατράπη και μάλιστα γυναίκα. Επειδή πλησίαζε ο χειμώνας (334/333 π.Χ.), ο βασιλιάς Αλέξανδρος χορήγησε άδειες σε πολλούς Μακεδόνες, που ήταν νιόπαντροι, να πάνε στη Μακεδονία να ξεχειμωνιάσουν με τις
γυναίκες τους. Διέταξε επίσης τους αξιωματικούς συνοδούς αυτών να κάνουν και στρατολόγηση. Τρεις νιόπανροι στρατηγοί ο Πτολεμαίος ο γιος του Σέλευκου, ο Κοίνος ο γιος του Πολεμοκράτη και ο Μελέαγρος ο γιος του Νεοπτόλεμου, ανέλαβαν την εκτέλεση εκείνης της διαταγής. [Θαυμάστε την κοινωνική πολιτική του και την ψυχολογική του ικανότητα]! Μετά την υποταγή της ΚΑΡΙΑΣ ο ίδιος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κατευθύνθηκε νοτιοανατολικά, εναντίον της ΛΥΚΙΑΣ και της ΠΑΜΦΥΛΙΑΣ να καταλάβει την παραλιακή περιοχή, ενώ ο Παρμενίων με αρκετό στράτευμα, πεζικό – ιππικό, με τα μεταφορικά μέσα και τις εφοδιοπομπές κατευθύνθηκε μέσω των Σάρδεων, της πρωτεύουσας της ΛΥΔΙΑΣ, να καταλάβει το οροπέδιο της ΜΕΓΑΛΗΣ ΦΡΥΓΙΑΣ. Ο σκοπός θα επιτευχθεί σε 7 μήνες. Ο νεαρός στρατηλάτης Αλέξανδρος ήξερε από την εμπειρία του πατέρα του στη Μακεδονία και στη Θράκη ότι η κατοχή μιας παραλιακής λωρίδας ήταν ασταθής και πως ήταν απαραίτητο να κατακτηθεί η ενδοχώρα. Αυτό ήταν απαραίτητο για τη Μικρά Ασία. Γι΄ αυτό η κατάκτηση του μεγάλου κεντρικού οροπεδίου της ΦΡΥΓΙΑΣ, απ΄ όπου πηγάζουν οι ποταμοί Κάικος, Έρμος, Κάυστρος και Μαίανδρος, των οποίων οι κοιλάδες – που διασχίζουν – αποτελούν άνετες διοδεύσεις προς τις ακτές του Αιγαίου, κρίθηκε αναγκαία. Επιπροσθέτως ήθελε να συνεχίσει τον αποκλεισμό του περσικού στόλου, κατακτώντας τα λιμάνια της νότιας ακτής, τα μεσογειακά παράλια της Μικράς Ασίας, ένα πολύ δύσκολο έργο, επειδή η ορεινή ακτογραμμή ήταν κατάλληλη μόνο για το πεζικό και οι εντόπιοι κάτοικοι ήταν πολεμοχαρείς. Δήλωσε ότι πορεύεται εκεί, για να εκκαθαρίσει εντελώς την παραλία από τους Πέρσες μέχρι την Κιλικία και τη Φοινίκη. Όλες οι ελληνικές πόλεις, όπως η Πέργη, η Άσπενδος και άλλες στην ενδοχώρα παραδόθηκαν αμαχητί και αναγνώρισαν τον Αλέξανδρο ως απελευθερωτή από τους Πέρσες. Στη ΛΥΚΙΑ μάλιστα φρόντισε ο Αλέξανδρος για τη στρατιωτική εκπαίδευση των νεαρών Λυκίων. απ΄ αυτούς θα συγκροτηθεί αργότερα το πρώτο ασιατικό απόσπασμα που πλαισίωσε τη στρατιά του Μακεδόνα στρατηλάτη. Έκανε βάσεις του τις ελληνικές πόλεις Πέργη και Άσπενδο, όπου εγκατέστησε μακεδονικές φρουρές. Υπέταξε την ΠΙΣΙΔΙΑ, γιατί του αντιτάχθηκε και κατευθύνθηκε στο βάθος της ενδοχώρας, στη ΦΡΥΓΙΑ, να συναντήσει τον Παρμενίωνα. Εν τω μεταξύ αποκαλύφθηκε συνωμοσία κατά της ζωής του Αλεξάνδρου, του Μακεδόνα βασιλιά, όταν ακόμη ήταν κοντά στην πόλη Φάσηλη. Το μητρικό ένστικτο της Ολυμπιάδας ή κάποιο θεϊκό σημάδι της είχε φανερώσει τα όσα μυστικά γίνονταν εναντίον της ζωής του γιου της, τον οποίο είχε ενημερώσει πριν από λίγες ημέρες με επιστολή, συμβουλεύοντάς τον να είναι προσεκτικότερος με τους προσωπικούς του κατά το παρελθόν εχθρούς. Ένας Πέρσης πράκτορας, ονόματι Σισίνης, που συνελήφθηκε από τον Παρμενίωνα, ομολόγησε στο βασιλιά ότι τον είχε στείλει ο βασιλιάς του, ο Δαρείος, να συναντηθεί με τον Αλέξανδρο το Λυγκηστή, που τότε μαζί με τον Περμενίωνα ως διοικητής του Θεσσαλικού ιππικού δρούσαν κατά του σατράπη της Φρυγίας. Αυτός, ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής, είχε στείλει ένα γράμμα μέσω ενός Μακεδόνα φυγάδα, του Αμύντα του Αντιόχου, στο Δαρείο και σε απάντηση ήλθε να του πει ο Σισίνης ότι, αν σκότωνε το βασιλιά του, ο Δαρείος θα τον έκαμε βασιλιά της Μακεδονίας και θα του έδινε 1.000 χρυσά τάλαντα. Ο πράκτορας Σισίνης όμως δεν πρόλαβε να συναντηθεί με τον Αλέξανδρο Λυγκηστή. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος και οι «Φίλοι» του έκριναν ότι ο Αλέξανδρος ο Λυγκηστής ήταν ένοχος εσχάτης προδοσίας, και κρατήθηκε υπό επιτήρηση περίπου 4 χρόνια, από τον ίδιο το βασιλιά, ίσως από λόγους συμπάθειας ή υστεροβουλίας. Εξάλλου ήταν εξάδελφος του και γαμπρός του αντιβασιλιά Αντιπάτρου, τον οποίο δεν ήθελε –και δε συνέφερε –να δυσαρεστήσει. ήταν και προικισμένος επίσης δημοφιλής διοικητής, που θα μπορούσε να τον διαδεχθεί επάξια, αν σκοτωνόταν, γιατί ο Αρριδαίος – Φίλιππος, ο ετεροθαλής αδελφός του, ήταν διανοητικά ανίκανος. Ο σατράπης της Φρυγίας είχε ήδη ηττηθεί και εγκατέλειψε τη σατραπεία του. ο Αλέξανδρος όρισε νέο σατράπη τον αξιόμαχο Μακεδόνα Αντίγονο Μονόφθαλμο και δέχθηκε πρέσβεις από την Αθήνα. Ήρθαν να τον συναντήσουν, για να τον παρακαλέσουν να αφήσει ελεύθερους τους συμπολίτες τους, που αιχμαλωτίσθηκαν ως μισθοφόροι του Δαρείου στο Γρανικό. αλλά τους απέπεμψε. Στη συνέχεια οδήγησε το στρατό του, αφού ξεκουράσθηκε 10 ημέρες, στο Γόρδιον, όπου ενώθηκε όλο το εκστρατευτικό σώμα, ο Παρμενίων με τις μονάδες του, οι νιόπαντροι Μακεδόνες – που έληξε η άδειά τους και επέστεψαν με τη λήξη του χειμώνα – και οι
ενισχύσεις των νεοσυλλέκτων που έφτασαν στο μικρασιατικό μέτωπο στρατολογημένοι από τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και από την Πελοπόννησο – σταλμένοι από τον Αντίπατρο. Εν τω μεταξύ κατά τη διάρκεια του ίδιου χειμώνα, ενώ ο Μακεδόνας βασιλιάς διέσχιζε τις ορεινές περιοχές της Κεντρικής Μικράς Ασίας, οι Πέρσες αναθάρρησαν από την απομάκρυνση της ελληνικής στρατιάς από τα παράλια και κινητοποίησαν πάλι το στόλο τους στο Αιγαίο με αρχηγό το Μέμνονα και επιχείρησαν να δημιουργήσουν αντιμακεδονικό αντιπερισπασμό. Ο Αλέξανδρος τα χρειάσθηκε, ανησύχησε πάρα πολύ, όταν πληροφορήθηκε τη δυσάρεστη είδηση και αναγκάσθηκε να διατάξει την άμεση επαναδραστηριοποίηση του στόλου του. Ευτυχώς όμως γι΄ αυτόν! Πέθανε ο Μέμνων, που ήταν από τους πιο φοβερούς αντιπάλους του. Τελικά όμως η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων στο ΑΙΓΑΙΟ είχε πια περάσει στα χέρια του Αλεξάνδρου. Οι ναύαρχοι του στόλου του και ο Αντιβασιλιάς Αντίπατρος ανέλαβαν το έργο της ανάκτησης των νησιών και της ειρήνευσης της Ελλάδας, ύστερα από την αναταραχή που προκάλεσε ο περσικός αυτός αντιπερισπασμός. Είναι Απρίλιος του 333, ένας ολόκληρος χρόνος ασταμάτητης δράσης έχει περάσει από τον Απρίλη του 334 που αναχώρησε από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Τα αποτελέσματα ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία. Έχει αναστείλει κάθε δραστηριότητα του βασιλικού στρατού της Περσίας χάρη στη δική του κινητικότητα και έχει καταστήσει ανενεργό τον Περσικό στόλο μέσω της πολιορκητικής ικανότητας του στρατού του. Στον απολογισμό της δράσης του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, κατά το πρώτο έτος της εκστρατείας, καταχωρίζεται η κυριαρχία στο Αιγαίο, που εξασφαλίσθηκε με τον έλεγχο των νησιών και την απελευθέρωση των μικρασιατικών παραλίων και όλων των ελληνικών πόλεων από τον Ελλήσποντο μέχρι τις μεσογειακές ακτές της Παμφυλίας. Τεράστιες εκτάσεις, η Ελλησποντιακή Φρυγία, η Μυσία, η Ιωνία, η Λυδία, η Καρία, η Λυκία, η Παμφυλία, η Πισιδία και η Φρυγία (η Μεγάλη) αποτέλεσαν τμήματα της επικράτειάς του. Ως βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ ο Αλέξανδρος ελευθέρωνε τους λαούς από τον περσικό ζυγό και κέρδιζε την υποστήριξη των χωρών. Εξάλλου είχε απαγορέψει τη λεηλάτηση και τη διαρπαγή. Πήρε επίσης την υπάρχουσα δομή της διακυβέρνησης μέσω σατραπών, έκανε μερικές ριζικές διορθώσεις και άρχισε, όπως προαναφέρθηκε ήδη, την εκπαίδευση νέων στη στρατιωτική μακεδονική μηχανή. Συνεχίζοντας ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ την παραμονή του στη Φρυγία, επισκέφθηκε το Γόρδιον και ανέβηκε στην ακρόπολη, όπου «έλυσε» το Γόρδιο δεσμό, που κανείς δεν είχε μπορέσει. Ενώ προσπαθούσε να τον λύσει, ξέσπασε φοβερή καταιγίδα με βροντές και αστραπές και ο Αλέξανδρος είπε: «΄Εδειξαν οι θεοί τα σημάδιά τους και φανέρωσαν τον τρόπο να λυθεί ο δεσμός» και τον έκοψε με το ξίφος. Σύμφωνα με μια παλαιά παράδοση υπήρχε χρησμός που έλεγε ότι, όποιος θα έλυνε αυτόν, θα γινόταν βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ. Επρόκειτο για μια βασιλική άμαξα αφιερωμένη στο θεό ΔΙΑ από το βασιλιά της Φρυγίας ΜΙΔΑ. Ο ζυγός αυτής ήταν δεμένος με τον άξονα έτσι, ώστε το δέσιμο δεν μπόρεσε κανείς ως τότε να το λύσει. Με ανασυγκροτημένο το στρατό του ο Αλέξανδρος προχώρησε στην ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ και έφθασε ως την «ΑΓΚΥΡΑ», δε θέλησε όμως να προελάσει βορειότερα, προς τον ΠΟΝΤΟ, ούτε να καταλάβει την ΑΡΜΕΝΙΑ. Ενώ πρέσβεις από την ΠΑΦΛΑΓΟΝΙΑ, που τον επισκέφθηκαν στην Άγκυρα, του δήλωσαν υποταγή της χώρας τους. Αρκέσθηκε μόνο να αλλάξει το σατράπη. δε θέλησε να διαθέσει πολύτιμο χρόνο για την κατάληψη όλης της περιοχής, γιατί βιαζόταν και ενδιαφερόταν να προελάσει νοτιότερα, να γίνει κύριος των διαβάσεων του όρους Ταύρου. Η Παφλαγονία συνενώθηκε διοικητικά με την Ελλησποντιακή Φρυγία και εξαιρέθηκε από την πληρωμή φόρων. Έπαρχος διορίσθηκε ο Κάλας. Οι ελληνικές πόλεις της ακτής διατάχθηκαν να εγκαταστήσουν δημοκρατικά πολιτεύματα, όπως έγινε στην περίπτωση της Αμισού, ανατολικά της Σινώπης. Έτσι ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να εξασφαλίσει τα νώτα του στη Μικρά Ασία. αλλά και στο Αιγαίο – μετά την αποτυχία του αντιμακεδονικού περσικού αντιπερισπασμού και το θάνατο του Μέμνονα – επικράτησε ησυχία. οι Πέρσες κράτησαν μόνο τη Μυτιλήνη, υπό το Φαρνάβαζο, ο οποίος διορίσθηκε από το Δαρείο στη θέση του Μέμνονα. Ο Δαρείος είχε πεισθεί στις συμβουλές του Μέμνονα, του αρχιστρατήγου του, που τον συμβούλεψε ότι ήταν ανάγκη να αναλάβει ο ίδιος προσωπικά την ανώτατη ηγεσία του στρατού και να κατευθύνει τις επιχειρήσεις, για να αναπτερωθεί το φρόνημα του περσικού στρατού, που είχε καταπέσει από τις αλυσιδωτές επιτυχίες του Αλεξάνδρου.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πίστευε ότι ο στόλος του θα μπορούσε καλά να κρατήσει τα στενά του Ελλησπόντου, γι΄ αυτό διέλυσε το στόλο του – διατήρησε μόνο 20 Αθηναϊκές τριήρεις. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι επίτηδες προέβη στην ενέργεια αυτή. «τέχνασμα»; Επισφαλές και επικίνδυνο, για να πείσει τους άνδρες του να πολεμήσουν ηρωικά. Εξάλλου οι Έλληνες μισθοφόροι αναχώρησαν από τη Μικρά Ασία. ο Δαρείος τους συγκέντρωσε στη Συρία. Ο Αλέξανδρος κατευθύνεται να τον συναντήσει. Όμως οι Πύλες της Κιλικίας, ένα στενό πέρασμα πάνω από γκρεμούς, φυλάσσονταν καλά από περσικές δυνάμεις. Με την εμφάνιση του Αλεξάνδρου, επικεφαλής ενός αποσπάσματος υπασπιστών, τοξοτών και Αγριάνων, μετά από μια νυκτερινή πορεία, οι Πέρσες φρουροί αιφνιδιάστηκαν το πρωί και έφυγαν αφήνοντας το στενό αφρούρητο. Όταν έφτασε το ιππικό και το ελαφρό πεζικό, ο Αλέξανδρος τους οδήγησε αστραπιαία – καλύπτοντας 75 μίλια περίπου - έως την πόλη Ταρσό, πριν βραδιάσει. Ο ίδιος λοιπόν επικεφαλής του ιππικού προελαύνει προς την ΚΙΛΙΚΙΑ. Ο Πέρσης σατράπης Αρσάμης πανικόβλητος ετοιμαζόταν να κάψει την ελληνική αυτή πόλη ΤΑΡΣΟ, αλλά φοβήθηκε τον Αλέξανδρο και κατέφυγε στο Δαρείο. Ο Αλέξανδρος μπήκε στην πόλη ελευθερωτής. Εκεί όμως κατέρρευσε ο Μακεδόνας στρατηλάτης. από την υπερκόπωση και την εξάντληση αρρώστησε βαριά. Πηγή για το γεγονός είναι ο Αριστόβουλος (ιστοριογράφος) που ακολουθούσε το εκστρατευτικό σώμα του Αλεξάνδρου. Αναφέρει ότι αρρώστησε από υπερκόπωση. Ο Αρριανός όμως γράφει: «Εἰς τὸν Κὺδνον ποταμὸν... ρὶψαντα νήξασθαι, ἐπιθυμήσαντα τοῦ ὕδατος, ἱδροῦντα καὶ καὺματι ἐχόμενον» (δηλαδή, Έκανε βουτιά στον ποταμό Κύδνο, για να κάνει μπάνιο. ήταν όμως ιδρωμένος και είχε υψηλό πυρετό. είχε επιθυμήσει το νερό). Η συμπτωματολογία δείχνει μάλλον πνευμονικό νόσημα, βρογχίτιδα εμπύρετο ή πνευμονία. τα νερά του Κύδνου ήταν πολύ ψυχρά. Άλλοι λέγουν ίσως ελονοσία. Παρουσίαζε γενική ωχρότητα, διαρκείς σπασμούς, πολύ υψηλό πυρετό, δυνατό ρίγος και συνεχή αϋπνία. Στη στρατιά υπήρχε μεγάλη ταραχή και ασυνήθιστη κινητικότητα. ακούγονταν θρήνοι και αναθέματα για την κακοτυχία αυτή. Τι θα γίνουμε; Πώς θα επιστρέψουμε στην πατρίδα χωρίς στόλο; Στα χαμένα πήγαν τόσοι αγώνες! Βασανιστικές σκέψεις. Οι περισσότεροι γιατροί νόμιζαν ότι δε θα ζήσει. Μόνο ο έμπειρος γιατρός και φίλος προσωπικός του βασιλιά – ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ο Ακαρνάν – προσφέρθηκε να τον θεραπεύσει. Ενώ ο γιατρός αυτός παρασκεύαζε το φάρμακο για το μεγάλο ασθενή του, έφθασε επιστολή του επιτελάρχη Παρμενίωνα, που συνιστούσε στον Αλέξανδρο να φυλάγεται από το Φίλιππο, γιατί τάχα είχε ακουσθεί ότι ο Δαρείος τον είχε δωροδοκήσει για να τον δηλητηριάσει. Ο Αλέξανδρος, που διάβασε την επιστολή, δεν ταράχθηκε, αντίθετα, ενώ έπινε το φάρμακο με την κούπα, έδωσε την επιστολή στο γιατρό του να διαβάσει το περιεχόμενό της. Ο Φίλιππος, επίσης ατάραχος, περιορίστηκε να του συστήσει ηρεμία και να ακολουθήσει σχολαστικά τις οδηγίες του, αν ήθελε να σωθεί. Πράγματι το φάρμακο ήταν δραστικό και αποτελεσματική η θεραπευτική αγωγή. Ο Αλέξανδρος ανάρρωσε πλήρως. Αυτή είναι η διήγηση του Αρριανού που αντλεί από τον Αριστόβουλο. Αξίζει η αναφορά αυτού του επεισοδίου, γιατί καθρεπτίζει από τη μια την πίστη του βασιλιά σ΄ αυτούς που ο ίδιος έκρινε άξιους της εμπιστοσύνης και της φιλίας του και από την άλλη τη γενναιότητα και την καρτερία, με την οποία αντιμετώπιζε ο ίδιος το θάνατο. Υπάρχουν όμως και διαφορετικές απόψεις. Λέγεται ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε αποκτήσει εκούσια ένα βαθμό ανοσίας απέναντι στα δηλητήρια, «μιθριδατισμό». Η ανάρρωση του βασιλιά σκόρπισε ανείπωτη χαρά και ξέφρενο ενθουσιασμό στις τάξεις του στρατεύματος. Η αρρώστια του επέμενε από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο (333). Στο διάστημα αυτό ο νέος αρχηγός του Περσικού στόλου, ο Φαρνάβαζος, επαναδραστηριοποίησε τις ναυτικές του δυνάμεις στο ΑΙΓΑΙΟ, έφτασε ως τις Κυκλάδες, αλλά τους αιφνιδίασε ο μακεδονικός στόλος. απείλησαν όμως οι Πέρσες τα στενά του Ελλησπόντου με την κατάληψη της Τενέδου και της Σαμοθράκης. Η άμυνα στα στενά πήγε καλά και στο μεταξύ ο βασιλιάς έγινε καλά. Αμέσως μετά την ανάρρωσή του, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ διέταξε τον Παρμενίωνα να σπεύσει ως τα σύνορα Κιλικίας και Συρίας, να αποκρούσει τις δυνάμεις των σατραπών της περιοχής και να καταλάβει και να φυλάξει τα περάσματα. Ο ίδιος συμπλήρωσε την υποταγή της Κιλικίας και εγκαταστάθηκε στους Σόλους, όπου μαθεύτηκε ότι οι σατράπες του στη Λυδία και στην Καρία νίκησαν τα απομεινάρια του Περσικού στρατού, του στρατηγού Οροντοβάτη, κοντά στην Αλικαρνασσό.
Ο Αλέξανδρος γιόρτασε πανηγυρικά το γεγονός προς τιμήν του Ολύμπιου Δία και των Μουσών και πρόσφερε μεγάλη θυσία στον Ασκληπιό, το θεό της υγείας, που τον έσωσε από τη βαριά αρρώστια. Στη συνέχεια διέταξε το Φιλώτα να κατευθυνθεί με το ιππικό του ως εμπροσθοφυλακή της στρατιάς ανατολικά, προς την Ισσό, όπου ρέει ο ποταμός Πύραμος. Ο ίδιος έφθασε στο Μαλλό, πόλη ελληνική, αποικία του Άργους, συμφιλίωσε τους κατοίκους που βρίσκονταν σε διαμάχη μεταξύ τους και τους απάλλαξε από τους φόρους που κατέβαλλαν ως τότε στο Δαρείο, καθότι και εκείνος «Ἀπ΄ Ἄργους τῶν Ἡρακλειδῶν εἶναι ἠξίου» (δηλαδή, καυχόταν ότι καταγόταν από το Άργος από τη γενιά των Ηρακλειδών). Τώρα ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ελέγχει τα παράλια της Κιλικίας, κατέχοντας τις πόλεις Ταρσό, Μαλλό και Σόλους. Ο τρόπος, με τον οποίο ο Μακεδόνας στρατηλάτης ρύθμισε τη διοίκηση των πόλεων της Μικράς Ασίας, ήταν διακριτικός. από πόλη σε πόλη η πολιτική του συμπεριφορά διέφερε. Υποστηρίχθηκε ότι έγιναν μέλη του Κοινού της Κορίνθου, χωρίς όμως η άποψη αυτή να θεωρείται πολύ βάσιμη για κάποιες τουλάχιστον απ΄ αυτές. Βάσιμο όμως είναι ότι σε όλες τις μικρασιατικές πόλεις ο Αλέξανδρος εγκατέστησε δημοκρατικά πολιτεύματα και παραχώρησε μια ιδιότυπη αυτονομία. Ωστόσο, η σχέση των πόλεων αυτών προς το Μακεδόνα βασιλιά ήταν σχέση χαλαρής υποτέλειας: τις είχε σαν ελεύθερες συμμάχους και με καμιά δε συνήψε ιδιαίτερη συνθήκη. Η μεταχείριση δεν ήταν κοινή για όλες τις πόλεις. Σε άλλες τοποθέτησε φρουρά – δεν ήταν όλες ελληνικές – με άλλες έκαμε οριστική συμμαχία και άλλες τις απάλλαξε από την πληρωμή φόρου. Πρυτάνευε – οπωσδήποτε μέσα του – στο διακανονισμό των σχέσεών του με τις πόλεις, η στάση κάθε μιας που είχε δείξει απέναντί του (αν τον είχε δηλαδή δεχθεί πρόθυμα). Γενικά οι ελληνικές μικρασιατικές πόλεις, εκτός από τη Μίλητο και κυρίως την Αλικαρνασσό, τον δέχθηκαν τον Αλέξανδρο ως ελευθερωτή. Όσο αφορά τους μη ελληνικούς πληθυσμούς, εφόσον ο ίδιος σεβόταν τους νόμους και τα ήθη και έθιμά τους, δεν έδειξαν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, αντίδραση. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, μετά από αλλεπάλληλες συσκέψεις, επειδή η αυτοκρατορία των Περσών κινδύνευε με τη συνεχιζόμενη προέλαση και προσέγγιση του Αλεξάνδρου, αποφασίσθηκε να αναλάβει προσωπικά την αρχιστρατηγία ο ίδιος ο ΔΑΡΕΙΟΣ, ο «Μέγας Βασιλεύς», και να εκστρατεύσει εναντίον της Ελληνικής Στρατιάς, να τη συντρίψει και να σώσει το θρόνο του. Ο Πέρσης, λοιπόν, δυνάστης συγκέντρωσε στη Βαβυλώνα δυνάμεις από τα περισσότερα τμήματα της υπόλοιπης επικράτειάς του, επιλέγοντας ως επιτελείς συνεργάτες και συμβούλους του τους πιο κατάλληλους, μεταξύ των οποίων συγγενείς και φίλους του, για να του συμπαρασταθούν, και προχώρησε και στρατοπέδεψε στους Σώχους, πόλη της Ασσυρίας. εκεί αποφάσισε αρχικά να περιμένει τον Αλέξανδρο. Επειδή όμως δε φαινόταν ο Μακεδόνας αντίπαλός του, μεταστρατοπέδεψε στην παραλία της Κιλικίας, έχοντας μαζί του όλη τη βασιλική οικογένεια, τη μητέρα του, τη σύζυγο / αδελφή του, τις δύο κόρες του και το γιο / διάδοχό του. Πόθος κατείχε τους αντιπάλους να συγκρουσθούν το ταχύτερο, είχε μεσολαβήσει όμως η ασθένεια του Αλεξάνδρου. Ο στρατός του Δαρείου, ένας ατέλειωτος συρφετός, ήταν πολυεθνικός: Η συνολική του δύναμη αριθμούσε περίπου 250.000 πεζούς και 35.000 ιππείς. Άλλοι αναφέρουν πιο πολλούς. Ο Δαρείος νομίζει ότι από δειλία οι Μακεδόνες αποφεύγουν τη σύγκρουση: «Ο δειλός, ο άνανδρος – Αλέξανδρος – μένει στο καταφύγιό του και δε βγαίνει να πολεμήσει, γιατί ξέρει ότι τα πέταλα των περσικών αλόγων θα καταπατήσουν τους στρατιώτες του και αυτόν τον ίδιο». [Όμως γρήγορα θα πάρει ένα καλό μάθημα απ΄ αυτόν]. Ο Δαρείος, ο «Μέγας Βασιλεύς», αγέρωχος και αλαζόνας, όταν επιθεωρούσε τις μονάδες της στρατιάς του, απευθυνόμενος στον Αθηναίο Χαρίδημο, έναν από τους συμβούλους του, θανάσιμο εχθρό του Αλεξάνδρου, που είχε καταφύγει στην Περσική Αυλή, τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το αξιόμαχο της μεγάλης στρατιάς του και ποια θα ήταν η έκβαση της σύγκρουσης. Η απάντηση που πήρε τον έκανε έξαλλο από θυμό: «Βασιλιά... ο στρατός σου είναι φοβερός σε όγκο και λαμπρότητα, αλλά οι Μακεδόνες είναι πιο εμπειροπόλεμοι, τραχείς και πειθαρχικοί... αυτή, βασιλιά, είναι η περίφημη «Μακεδονική Φάλαγξ». οι στρατιώτες αυτοί δεν κυριαρχούνται από τη δίψα του χρυσού και του αργύρου, αλλά είναι μαθημένοι να πολεμούν και να υπομένουν τη φτώχεια τους...».
Αλλά και ο Μακεδόνας στρατηλάτης, αδημονώντας να αντιμετωπίσει το Δαρείο, όταν έμαθε, ότι ο αντίπαλός του είχε πλησιάσει, έφυγε από το Μαλλό και προχώρησε να τον συναντήσει. Κατέλαβε την πόλη Ισσό, άφησε εκεί τους τραυματίες, τους άρρωστους και τους απόμαχους. από την Ισσό προχώρησε προς Ν. και στρατοπέδεψε στην πόλη Μυρίανδρο (κοντά στη σημερινή Αλεξανδρέττα), όπου είχε ήδη νωρίτερα προωθηθεί η προφυλακή της στρατιάς του Αλεξάνδρου με επικεφαλής τον Παρμενίωνα. Ταυτόχρονα, σχεδόν, ο Δαρείος έφθασε στην παραλιακή πεδιάδα της Ισσού. Όμως η μεταστρατοπέδευση των αντιπάλων σύντομα θα αποδειχθεί ειρωνεία της τύχης του Δαρείου και εύνοια της τύχης του Αλεξάνδρου. Έτσι ο Δαρείος από κακή εκτίμηση έκανε το μοιραίο λάθος να μετακινηθεί από την πλεονεκτική ασφαλή θέση που ήλεγχε και βρέθηκε στα νώτα του Αλεξάνδρου. Μάταια είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει από την απόφασή του αυτήν ο Αμύντας ο Μακεδόνας, που είχε αυτομολήσει στην Αυλή του Δαρείου, παριστάνοντας ότι είναι λάθος να «εγκλωβισθεί» η μεγάλη στρατιά του στα στενά της Κιλικίας. Ο Πέρσης βασιλιάς και οι σατράπες του είχαν απορρίψει την εύστοχη εισήγηση του αυτόμολου Αμύντα. ΕΥΤΥΧΩΣ!!! Ο ΔΑΡΕΙΟΣ, ο «Μέγας Βασιλεύς» των Περσών, κυρίεψε την Ισσό και, αφού θανάτωσε όλους τους τραυματίες και ασθενείς της ελληνικής στρατιάς που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος, στρατοπέδεψε στις εκβολές του ποταμού Πίναρου. όταν συνειδητοποίησε την ακαταλληλότητα του εδάφους, ήταν πια αργά να αλλάξει θέση. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο Μακεδόνας βασιλιάς και ηγεμόνας των Ελλήνων, όταν πληροφορήθηκε ότι ο αντίπαλός του βρισκόταν πίσω του, έστειλε με μια «τριακόντορο» μερικούς εταίρους να ανιχνεύσουν την περιοχή και να εξακριβώσουν αν οι πληροφορίες ήταν σωστές. Πράγματι η εμφάνιση του Δαρείου στα στενά της Κιλικίας έφερε σε αμηχανία τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες, οι οποίοι νόμιζαν ότι οι Πέρσες βρίσκονταν μπροστά τους, ενώ έγκυρες πληροφορίες βεβαίωναν πως βρίσκονταν στα νώτα τους. Υπήρχε βάσιμος, λοιπόν, φόβος, μήπως περικυκλωθούν και αποκλεισθεί η επικοινωνία τους με τη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα. όλοι οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου αναλογίζονταν τις φοβερές ταλαιπωρίες του Αθηναίου Ξενοφώντα και των «ΜΥΡΙΩΝ» του. Όμως γρήγορα οι φόβοι και οι προβληματισμοί των Ελλήνων διαλύθηκαν, όταν η αποστολή των εταίρων ανιχνευτών επέτυχε. έφεραν στον Αλέξανδρο την ευχάριστη είδηση: «Ἐν χερσίν εἶναι Δαρεῖον» (δηλαδή, Στα χέρια σου – βασιλιά – είναι ο Δαρείος). Και ο Αλέξανδρος είπε: «Ὁ θεός ὑπέρ σφῶν στρατηγεῖ ἄμεινον» (δηλαδή, Ο θεός είναι ο καλύτερος στρατηγός τους). Τότε ο Μακεδόνας βασιλιάς ανέστρεψε κεραυνοβόλα την πορεία του, έσπευσε να εξασφαλίσει την κατοχή στη νότια έξοδο της πεδιάδας της Ισσού και, μετά από σύντομη ανάπαυση του στρατού του, διέταξε την αστραπιαία προέλαση εναντίον του εχθρού. Αναπτύσσοντας προοδευτικά τις δυνάμεις του, όσο επέτρεπε το πλάτος της πεδιάδας, παρέταξε λοξά τη στρατιά του στη νότια όχθη του ποταμού Πίναρου, όπως ο Μιλτιάδης στη μάχη του Μαραθώνα. Ο Πέρσης βασιλιάς στην απέναντι όχθη του ποταμού δεν κατόρθωσε να αντιπαρατάξει παρά μόνο ένα μέρος της στρατιάς του. η στενότητα του μετώπου στο ύψος του ποταμού τον υποχρέωσε να αχρηστεύσει ουσιαστικά μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, που παρέμειναν καθηλωμένες σε αρκετή απόσταση πίσω από την κύρια γραμμή κρούσης. Η διάταξη των μονάδων του στη δεξιά όχθη του ποταμού υπαγόρεψε στον Αλέξανδρο την εφαρμογή λοξής παράταξης, στην πρώτη τουλάχιστον φάση της μάχης. [Λοξή φάλαγγα – τακτική που εφάρμοσε πρώτος ο Επαμεινώνδας στη μάχη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ.]. Ο ΕΛΛΗΝΑΣ – ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ σταμάτησε για λίγο την προσπέλαση προς τον αντίπαλό του, επιθεώρησε καβάλα στο περίφημο άτι του, το ΒΟΥΚΕΦΑΛΑ, όλη τη στρατιά του, για να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών του, που συνειδητοποιούσαν τους κινδύνους από τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή των Περσών, και με το αδάμαστο θάρρος του και με τη στρατηγική του ευφυΐα τους τόνωσε, υπενθυμίζοντάς τους αγέρωχα ότι ο αγώνας θα είναι νικητών προς νικημένους. Εμψύχωσε τους στρατιώτες του ως εξής: «Οι θεοί τύφλωσαν το ΔΑΡΕΙΟ, γι΄ αυτό τον έριξαν στις κοιλάδες και στα φαράγγια της Κιλικίας. αναλογισθείτε ότι είσθε ασύγκριτα πιο έμπειροι πολεμιστές από τους Πέρσες και τους Μήδους, ελεύθεροι εσείς απέναντι δούλων, γενναίοι και ανδρείοι απέναντι τρυφηλών και μαλθακών, Έλληνες εσείς που μάχεσθε ενάντια σε χρεοκοπημένους μισθοφόρους Έλληνες, οι οποί-
οι προδίδουν την πατρίδα τους, με αντίτιμο έναν ευτελή μισθό, αλλά και την προγονική τους δόξα. απέναντί μας θα έχουμε όχι απλά τους Πέρσες, μα τον ίδιο το βασιλιά τους. όμως εσείς έχετε να αντιτάξετε σ΄ αυτούς έναν ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ... Εμείς μαχόμαστε για την ΕΛΛΑΔΑ και μεγάλα θα είναι τα βραβεία αυτής της μάχης. Μετά τη νίκη μας, θα κυριαρχήσουμε σε όλη την ΑΣΙΑ, νιώθοντας αρκετή ικανοποίηση και χαρά για όσα δεινά πάθαμε... Γι΄ αυτό σε όλους εσάς αποδίδω, εγώ πρώτος, την ευγνωμοσύνη της Ελλάδας, γιατί χωρίς εσάς ό,τι πράττω θα ήταν ασήμαντο... Είμαστε το άνθος και το πνεύμα της Ελλάδας. Έφτασε η μεγάλη ώρα, για να το αποδείξουμε. Γενναίοι μαχητές, υπέρ πατρίων δοξάσατε. Φανείτε, άνδρες γενναίοι, αντάξιοι των προηγουμένων νικηφόρων αγώνων σας». Και τότε «Αὐτῷ πανταχὸθεν βοή ἐγίγνετο μή διατρίβειν, ἀλλά ἐσβάλλειν ἐς τούς πολεμίους» (δηλαδή, Όλη η στρατιά αναφώνησε να μην καθυστερούν, αλλά να επιτεθούν κατά των εχθρών). Έτσι, με πρωτοβουλία του βασιλιά Αλεξάνδρου, άρχισε εκεί, το απόγευμα μιας από τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου του 333 π.Χ. στη στενή πεδιάδα που τη χώριζε ο μικρός ποταμός Πίναρος, η μεγάλη και συντριπτική μάχη της Ισσού. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, αναλαμβάνοντας το κύριο βάρος της επίθεσης, εξόρμησε πρώτος επικεφαλής των εταίρων του εναντίον των Καρδάκων (σώματος επιλέκτων Περσών) στην αριστερή πτέρυγα του περσικού στρατεύματος. Παράλληλα η «Μακεδονική Φάλαγξ», που κατείχε το κέντρο της παράταξης, προχώρησε, αλλά αντιμετώπισε ισχυρή αντίσταση από τους Έλληνες μισθοφόρους του Δαρείου, επικεφαλής των οποίων, δυστυχώς, ήταν ο Μακεδόνας Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, προσωπικός αντίζηλος του Αλεξάνδρου, που πρόδωσε την ελληνική εκστρατεία. Ενώ ο Παρμενίων στην αριστερή πτέρυγα της ελληνικής παράταξης προέβαλλε αποφασιστική άμυνα στην τρομερή πίεση του πολυάριθμου περσικού ιππικού. Η άμεση όμως ανατροπή του σώματος των Καρδάκων από τον Αλέξανδρο επέτρεψε στο μακεδονικό ιππικό να πλευροκοπήσει τους Έλληνες μισθοφόρους των Περσών. Η υποχώρησή τους και η φυγή του ίδιου του Δαρείου, που έσπευσε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, για να σώσει μόνο το τομάρι του, ξεχνώντας ακόμη και τη μάνα του, και όχι μόνο, αλλά και τη γυναίκα του και τις κόρες του και τον εξάχρονο γιο του και διάδοχό του, είχαν ως αποτέλεσμα την ανακοπή της επίθεσης του περσικού ιππικού εναντίον των δυνάμεων του Παρμενίωνα και την ολοκληρωτική κατάρρευση του περσικού μετώπου. Τα αποτελέσματα της επικής αυτής αναμέτρησης για τους Πέρσες ήταν οικτρά, μολονότι λίγες ώρες πριν από τη σύγκρουση ο βασιλιάς τους με περίσσια αλαζονεία έλεγε: «... καταπατήσειν τῇ ἵππῳ τῶν Μακεδόνων τήν στρατιάν» (ότι δηλαδή θα τσαλαπατήσει με το – πολυάριθμο – ιππικό του τη στρατιά των Μακεδόνων) <Αρριανός>. Φοβερή ήταν η κρούση των Περσών. Ο Διόδωρος γράφει: «’Επέρριψαν οἱ βάρβαροι τοσοῦτον πλῆθος βελῶν, ὥστε διὰ τὴν πυκνότητα τῶν βαλλομὲνων ἀλλήλοις συγκρουόντων ἀσθενεστέρας γίγνεσθαι τάς πληγάς » (δηλαδή - κατά τη διάβαση του ποταμού Πίναρου – οι βάρβαροι έριξαν άπειρα βέλη, αλλά, επειδή συγκρούονταν αυτά μεταξύ τους, δεν ήταν και τόσο βαριά τα τραύματα που προκαλούσαν – στους επιτιθέμενους άνδρες του Αλεξάνδρου). Ο «ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ» Δαρείος ο Αχαιμενίδης, ο παντοδύναμος και αλαζονικός αυτός δεσπότης της ΑΣΙΑΣ, προτού ακόμη κριθεί οριστικά η αποφασιστική αυτή μάχη, τόσο πολύ τρόμαξε από τον αντίπαλό του «θρασύδειλο», όπως έλεγε, Μακεδόνα βασιλιά και στρατηλάτη των Ελλήνων, ώστε – κατά τον Αρριανό - «Εὐθύς, ὡς εἶχεν ἐπί τοῦ ἅρματος, ξύν τοῖς πρώτοις ἔφευγε» (δηλαδή, Αμέσως, όπως ήταν πάνω στο άρμα του, μαζί με τους πρώτους τράπηκε σε φυγή). Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ με τη βασιλική ίλη των εταίρων του όρμησε με πείσμα προς καταδίωξή του. Δεν τον βρήκε όμως, γιατί είχε απομακρυνθεί αρκετά και χάθηκε μέσα στα λαγκάδια. είχε νυκτώσει. Βρήκε όμως το άρμα του Δαρείου και την πανοπλία του, το τόξο και την ασπίδα του, μαζί με τον κάνδυν του (το βασιλικό μανδύα). Ο Αλέξανδρος τα μεσάνυκτα επέστρεψε στο στρατόπεδό του. Διέφυγε ο Δαρείος, αλλά η ήττα της στρατιάς του ήταν συντριπτική. Διαλύθηκαν όλες οι μονάδες του και οι απώλειές του ήταν βαρύτατες, και στο πεδίο της μάχης και στην καταδίωξη, κυρίως των ιππέων από το συνωστισμό και την αταξία μέσα στους δύσβατους – για το βαρύ ιδίως ιππικό – δρόμους, καθώς μάλιστα τους καταδίωκαν πολύ δυναμικά οι Θεσσαλοί
ιππείς. Μια ομάδα που περιλάμβανε 4.000 Έλληνες μισθοφόρους και τη διοικούσε ο Μακεδόνας αποστάτης Αμύντας, ο γιος του Αντιόχου, τράπηκε σε άτακτη φυγή και κατέφυγε προς τη Συρία. έτσι ο Αμύντας διέφυγε τη σύλληψη και την τιμωρία, την εκτέλεση. Οι πηγές μάς δίνουν διάφορους αριθμούς για τους στρατούς των αντιπάλων και για τις απώλειες των ανδρών. Οι εγκυρότερες αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι ο Δαρείος παρέταξε στη μάχη της Ισσού περίπου 600.000 άνδρες και απ΄ αυτούς σκοτώθηκαν περίπου 100.000 πεζοί και περίπου 10.000 ιππείς, και μάλιστα μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται πολλοί επιφανείς σατράπες του. Ο Αλέξανδρος παρέταξε στη μάχη αυτή μόνο 30.000 άνδρες (20 φορές λιγότερους απ΄ ό,τι ο αντίπαλός του) και παραταύτα η νίκη του ήταν θριαμβευτική. έχασε μόνο 300 πεζούς και 150 ιππείς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο γενναίος Πτολεμαίος ο γιος του Σευλεύκου. Είχε όμως ο Αλέξανδρος πολλούς τραυματίες. και ο ίδιος μάλιστα δέχθηκε τραύμα στο μηρό από ξίφος. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από τον Κούρτιο Ρούφο, το λατίνο ιστοριογράφο, που έγραψε ιστορία της εκστρατείας «De gestis Alexandri magni, regis Macedonum» (δηλαδή, για τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του βασιλιά των Μακεδόνων). Ο αριθμός, που αναφέρει για τους Έλληνες τραυματίες, φαίνεται διογκωμένος. μιλάει για 4.500 άνδρες. Η τιμή των όπλων – για το θρίαμβο αυτό – ανήκει σε όλα τα τμήματα της ελληνικής στρατιάς του Αλεξάνδρου, τα οποία είχαν εξαιρετική απόδοση μαχητικότητας, αλλά ιδιαίτερα στο Θεσσαλικό ιππικό και στο Μακεδονικό ιππικό των εταίρων. Πρωταγωνιστής και αυτής της νίκης, στην ΙΣΣΟ, ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μακεδόνας Βασιλιάς. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι τόσο η απόρριψη των προτάσεων του Μέμνονα, όσο και των παρατηρήσεων του Αμύντα, στοίχισαν δύο ήττες των Περσών αντίστοιχα, την μια το 334 π.Χ. στο Γρανικό ποταμό και την άλλη στην ΙΣΣΟ το 333 π.Χ.. Ευνοήθηκε βέβαια ο Μακεδόνας στρατηλάτης και από την τύχη, από το στρατηγικό σφάλμα του αντιπάλου του, του Δαρείου, ο οποίος, αδημονώντας να εκδικηθεί τον Αλέξανδρο και να συντρίψει τη στρατιά του, οδήγησε στη συντριβή και διάλυση τη δική του στρατιά. τον εκδικήθηκε και πάλι ο Αλέξανδρος, ο «θρασύδειλος», όπως τον είχε αποκαλέσει ο «Μέγας Βασιλεύς», ο επίσημος λιποτάκτης της μεγάλης και κραταιάς περσικής αυτοκρατορίας. Ο Αλέξανδρος αξιοποίησε αριστοτεχνικά την εύνοια αυτή: αυτός εκτίμησε σωστά την κατάσταση, αυτός κίνησε πολύ κατάλληλα και έγκαιρα τα στρατεύματά του, αυτός εκπόνησε το σχέδιο μάχης και επέτυχε την άριστη εκτέλεσή του. Βασικό όμως στοιχείο για την επιτυχημένη εφαρμογή στην πράξη όλου του σχεδίου ήταν η ταχύτητα στην εκτέλεση του επιθετικού ελιγμού στη δεξιά πτέρυγα της παράταξης. Ο Δαρείος, κατατρομαγμένος από την ορμή των εταίρων του Αλεξάνδρου πάνω στο πιο κρίσιμο σημείο της σύγκρουσης, λιποτάκτησε, όπως προαναφέρθηκε, και καταδιωκόμενος από τον ίδιο τον Αλέξανδρο, μέχρι που νύχτωσε, διέφυγε τη σύλληψη και σώθηκε μέσα στα φαράγγια και τα πυκνοδασωμένα βουνά της περιοχής. Κατέφυγε προς τον Ευφράτη ποταμό, κοντά στην πόλη Θάψακο. Μάλιστα η τρομάρα – που πήρε - ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, για να γίνει όσο μπορούσε - πιο ευκίνητος, εγκατέλειψε το άρμα του και τον οπλισμό του και συνέχισε τη φυγή του με αγωνιώδη και απελπισμένη προσπάθεια ιππεύοντας προσωπικά, για να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Μακεδόνες. Ενώ οι οικογένειες μερικών σατραπών και άλλων ευγενών του επιτελείου του Δαρείου μαζί με το θησαυρό των Περσών είχαν σταλεί – πριν από τη μάχη – στη Δαμασκό, μεγάλη πόλη της Συρίας, για περισσότερη ασφάλεια, ο Δαρείος τη βασιλική οικογένεια την είχε κρατήσει κοντά του – για να την προδώσει. την εγκατέλειψε στο έλεος της τύχης, δηλαδή αιχμάλωτη στη «βαρβαρική» ευγένεια και στοργή του μεγάλου νικητή, Αλεξάνδρου! Την αποτελούσαν η «βασιλομήτωρ» Σισύγαμβρις, η βασίλισσα – αδελφή και σύζυγος – Στάτειρα, που ήταν η ωραιότερη Περσίδα της εποχής της, δύο πριγκίπισσες / κόρες και ο διάδοχος / γιος του 6 ετών. Εκτός από τη βασιλική οικογένεια του Δαρείου αιχμαλωτίσθηκαν και άλλα επίσημα πρόσωπα, όπως η χήρα και οι κόρες του βασιλιά Ώχου, η κόρη του Οξυάθρη, του αδελφού του Δαρείου, η σύζυγος και ο γιος του δωσίλογου Μέμνονα, καθώς και η σύζυγος και ο γιος του Αρτάβαζου. Αιχμαλωτίσθηκαν επίσης και πρέσβεις διαφόρων Ελλήνων που συνεργάζονταν με το Δαρείο. Ο Αλέξανδρος επιστρέφοντας από την καταδίωξη του Δαρείου στο περσικό στρατόπεδο, μπήκε μέσα στη βασιλική σκηνή του μεγάλου αντιπάλου του, όπου υπήρχε πολλή φωτοχυσία και όλα ήταν έτοιμα: τα λουτρά και τα τραπέζια στρωμένα. Τα είχαν ετοιμάσει οι βα-
σιλικοί παίδες της ακολουθίας του, περιμένοντας να υποδεχθούν ποιον; Το «Μεγάλο Βασιλιά» Αλέξανδρο, τον τροπαιούχο! Ήθελε να δει τα πλούτη του Δαρείου και τον τρόπο της ζωής του. Πριν εισέλθει, είπε στην ακολουθία του : «Πάμε να ξεπλύνουμε τον ιδρώτα της μάχης στο λουτρό του Δαρείου». Όταν αντίκρισε τον πλούτο και τη χλιδή και ύστερα στη μεγάλη και πανύψηλη σκηνή τα τραπέζια γεμάτα και τα κρεβάτια στρωμένα, που τα είχε ετοιμάσει το υπηρετικό προσωπικό της Αυλής, ο νεαρός Μακεδόνας βασιλιάς στράφηκε στους εταίρους του και εξέφρασε τον οίκτο μάλλον παρά το θαυμασμό του για τον αντίπαλό του. Με ιδιαίτερη έμφαση περιγράφει ο Πλούταρχος την εκδήλωση της μεγαλοψυχίας του νικητή απέναντι στους αιχμαλώτους του. Την ώρα που δειπνούσαν οι Μακεδόνες επίσημοι, κάποιος τους είπε ότι μεταξύ των αιχμαλώτων περιλαμβάνονταν και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας και ότι θρηνούσαν και οδύρονταν, όταν είδαν να φέρνουν τα προσωπικά αντικείμενα του Δαρείου, γιατί πίστεψαν ότι είχε σκοτωθεί. Έστειλε τότε ο Αλέξανδρος το σωματοφύλακά του Λεοννάτο να τους αναγγείλει ότι ο αρχηγός και αφέντης της οικογένειάς τους δε σκοτώθηκε και ότι δεν υπήρχε λόγος να φοβούνται τον Αλέξανδρο. Τους εξήγησε: «Ο πόλεμος δε γίνεται από έχθρα ενάντια στο Δαρείο, αλλά για την ηγεμονία της ΑΣΙΑΣ». Αυτή είναι η διήγηση του Πτολεμαίου και του Αριστοβούλου, από τους οποίους αντλεί ο Αρριανός, και είναι αναμφίβολα σωστή. Ο μεγαλόψυχος νικητής δήλωσε ότι η οικογένεια του αντιπάλου του θα είχε και στο εξής ό,τι είχε και απολάμβανε και όταν βασίλευε ο Δαρείος. Έδωσε την άδεια να θάψουν τους νεκρούς που ήθελαν και υποσχέθηκε και διάφορες άλλες παραχωρήσεις. Την άλλη ημέρα μετά τη μάχη επισκέφθηκε ο ίδιος ο νικητής βασιλιάς τη σκηνή, όπου έμενε η αιχμάλωτη βασιλική οικογένεια, έχοντας μαζί του μόνο τον πολύ έμπιστο φίλο του Ηφαιστίωνα. Η μητέρα του Δαρείου, η γερόντισσα Σισύγαμβρις, βλέποντάς τους να φορούν τις ίδιες λαμπρές στολές και μη γνωρίζοντας ποιος από τους δύο ήταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος, προσήλθε και προσκύνησε τον Ηφαιστίωνα, γιατί εκείνος της φάνηκε υψηλότερος. Επειδή όμως ο Ηφαιστίων έκαμε πίσω και κάποιος δικό της της έδειξε το βασιλιά, έκαμε πίσω καταντροπιασμένη για το λάθος της. Προσκύνησε ύστερα κανονικά τον Αλέξανδρο, ο οποίος της είπε με βασιλική υιική ευγένεια και τρυφερότητα: «Μηδέν φροντίσῃς, ὦ μῆτερ. καί γάρ οὗτος Ἀλέξανδρός ἐστιν» (δηλαδή, Μη νοιάζεσαι καθόλου, μητέρα. γιατί και αυτός είναι Αλέξανδρος). Το περιστατικό αυτό και άλλα σχετικά με την τύχη της βασιλικής περσικής οικογένειας αναφέρονται με πολλές λεπτομέρειες από τον ιστορικό Διόδωρο το Σικελιώτη, που αντλεί από την ιστορία του Κλείταρχου, που ήταν σύγχρονος του Αλεξάνδρου. Ο Διόδωρος μάλιστα προσθέτει ότι ο Αλέξανδρος υποσχέθηκε στην «αιχμάλωτη» οικογένεια του Δαρείου ότι θα αναθρέψει και θα μορφώσει το μικρό γιο του Πέρση βασιλιά σαν δικό του παιδί και θα το περιβάλει με τιμές βασιλικές. Κάλεσε ύστερα το ίδιο το παιδί, το φίλησε και, όταν παρατήρησε ότι ο μικρός τον κοίταξε υπερήφανα και άφοβα, χωρίς έκπληξη, γύρισε και είπε σ΄ όλους τους παρισταμένους: «Ὁ παῖς ὤν ἕξ ἐτῶν καί τήν ἀρετήν ὑπέρ τήν ἡλικίαν προφαίνων πολλῷ βελτίων ἐστί τοῦ πατρός» (Το παιδί μολονότι είναι έξι μόλις ετών δείχνει από τώρα το θάρρος του παρά την ηλικία του και είναι πολύ ανώτερο από τον πατέρα του). Αναλαμβάνει ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπό την υψηλή βασιλική προστασία του όλη την οικογένεια του Δαρείου: αποκαλεί τη βασιλομήτορα της Περσίας «μητέρα», αντικρίζοντας στα μάτια της γερόντισσας τα μάτια της δικής του μητέρας, υπεύθυνα αναλαμβάνει την κηδεμονία και μάλιστα υπόσχεται ακόμη και την υιοθεσία του μικρού και ανήλικου διαδόχου του Περσικού θρόνου. Αργότερα θα γίνει και γαμπρός του Δαρείου. Η σκηνή της συνάντησης και γνωριμίας του νεαρού βασιλιά Αλεξάνδρου με τη βασιλική οικογένεια αποπνέει ευγένεια, ηθική, ευαισθησία, ευσπλαχνία, τρυφερότητα, ανδροπρέπεια και τέλος ελληνοπρέπεια. Ο σεβασμός στα γηρατειά, ο ανθρωπισμός και αλτρουισμός στα εγκαταλειμμένα / προδομένα και απροστάτευτα παιδιά, ο ιπποτισμός του, ακόμη και η αξιοθαύμαστη εγκράτειά του απέναντι στην πανέμορφη βασίλισσα και τις πριγκίπισσες είναι μερικές μόνο από τις αρετές, που διανθίζουν την ψυχή του υπερήφανου «β ά ρ β α ρ ο υ !!!» Μακεδόνα βασιλιά. Μία απλή σύγκριση πείθει για το ποιόν των μεγάλων αντιπάλων : ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ ΤΗΜΕΝΙΔΗΣ – βασιλιάς της Μακεδονίας,
ΔΑΡΕΙΟΣ Γ΄ ΑΧΑΙΜΕΝΙΔΗΣ – βασιλιάς της Περσίας. «Αλέξανδρος» - «Δαρείος» είναι έννοιες ασύγκριτες. Ο πρώτος αποδεικνύεται πράγματι «ΜΕΓΑΣ» και έτσι θα καταχωρισθεί στις δέλτους της ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Ο δεύτερος, «ο Μέγας βασιλεύς» της Περσικής Αυτοκρατορίας, μέσα από το σκηνικό της μεγάλης αυτής ολέθριας αναμέτρησης, όχι μόνο δεν αποδεικνύεται «Μέγας», αλλά αντίθετα αποδεικνύεται πολύ μικρός, δειλός, φιλοτομαριστής, απάνθρωπος, πραγματικός βάρβαρος. Λίγες ημέρες πριν τη μάχη, μπαίνοντας στην Ισσό, κατέσφαξε τους τραυματίες και τους άρρωστους στρατιώτες του Αλεξάνδρου και λίγες ώρες πριν τελειώσει – πάνω στην κορύφωση της σύγκρουσης – ο άνανδρος αυτός και πραγματικά θρασύδειλος γύρισε τις πλάτες του και «ρίψασπις» τράπηκε σε άτακτη φυγή, για να σώσει ο βλάκας και ανάλγητος μόνο το δικό του τομάρι. Παράτησε στα χέρια του «βάρβαρου» αντιπάλου του όλη την οικογένειά του. αρκούσε γι΄ αυτόν να σωθούν ο ίδιος και οι θησαυροί του. Ευτυχώς όμως γι΄ αυτούς! Ο Αλέξανδρος είχε περίσσεια ανθρωπιά και διέθετε μεγάλη, γενναία ελληνική – μακεδονική καρδιά. Αυτά είπε και έκαμε τότε ο Μακεδόνας Αλέξανδρος, ο "νεαρός ταραξίας και θρασύδειλος", όπως τον είχε χαρακτηρίσει ο «Μέγας Βασιλεύς» Δαρείος. Την ίδια ημέρα – μετά την επίσκεψη του Αλεξάνδρου και τη γνωριμία του με τη βασιλική οικογένεια του Δαρείου – ο μεγάλος νικητής της μάχης, μολονότι είχε τραυματιστεί στο πόδι από ξίφος, δεν παράλειψε την καθιερωμένη επίσκεψή του στους τραυματίες. Ύστερα, αφού διέταξε να περισυλλέξουν τους νεκρούς, τους κήδεψε με μεγάλες τιμές, έχοντας όλο το στράτευμα παραταγμένο για απόδοση των καθιερωμένων τιμών. Αμέσως ύστερα επαίνεσε τους στρατιώτες εκείνους που έκαναν ανδραγαθίες και τους τίμησε με δωρεές χρημάτων, τον καθένα ανάλογα με την παλληκαριά του και το αξίωμά του. Και τέλος διόρισε σατράπη της Κιλικίας το Βάλακρο, το γιο του Νικάνορα, και αρχηγό της ταξιαρχίας του Πτολεμαίου, του γιου του Σέλευκου, που σκοτώθηκε στη μάχη αυτή, όρισε τον Πολυσπέρχοντα, το γιο του Σιμμία. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται από τους ιστορικούς στο γεγονός ότι ο νικητής βασιλιάς Αλέξανδρος, ακολουθώντας τις πατροπαράδοτες ελληνικές συνήθειες, τον άγραφο νόμο των Ελλήνων θεών, έδωσε εντολή να ταφούν και οι χιλιάδες νεκροί της στρατιάς του Δαρείου, όπως έπραξε και στο Γρανικό. Αν συγκρίνουμε τη συμπεριφορά αυτή του «βάρβαρου!» Αλεξάνδρου, με εκείνη του Ξέρξη στις Θερμοπύλες, ο οποίος διαπόμπευσε το πτώμα του ήρωα αντιπάλου του Σπαρτιάτη βασιλιά, Λεωνίδα, θα αντιληφθούμε την ανωτερότητα και την υπεροχή του Ελληνικού πολιτισμού απέναντι στον ασιατικό. Το ελληνικό ήθος αποδεικνύεται συντριπτικά υπέρτερο της ασιατικής βαρβαρότητας. Ο αντίπαλος που πέφτει στο πεδίο της αναμέτρησης ηρωικά μαχόμενος, πρέπει να τιμάται για την ανδρεία του, γι΄ αυτό και αξίζει να είναι και αυτός μέτοχος των «νενομισμένων» νεκρικών τιμών, που προσφέρονται στους Έλληνες νεκρούς. [Ας θαυμάσει, λοιπόν, όλη η ανθρωπότητα το επιβλητικό ανάστημα αυτού του μεγάλου ΕΛΛΗΝΑ και ας καταδικάσει η παγκόσμια ιστορία τους ανιστόρητους και εθελοτυφλούντες διαστρεβλωτές και παραχαράκτες της ελληνικής ιστορίας, που χαρακτηρίζουν το μεγάλο αυτό άνδρα «βάρβαρο!» και όχι Έλληνα, ακόλαστο, άσωτο και λάγνο!] Πολύτιμα λάφυρα έπεσαν στα χέρια των νικητών, καθώς και 3.000 τάλαντα από το ταμείο του Δαρείου. Οι μεγάλοι θησαυροί είχαν σταλεί, όπως αναφέρθηκε, στη Δαμασκό μαζί με τις Περσίδες αριστοκράτισσες γυναίκες αξιωματούχων, πριν τη μάχη. Τρεις μεγάλοι βωμοί αφιερώθηκαν στις όχθες του ποταμού Πίναρου σε ανάμνηση της νίκης. Κτίσθηκε ακόμη και μία πόλη προς τιμή του νικητή, η «κατ΄ Ἰσσόν Ἀλεξάνδρεια», κοντά στην είσοδο των Συρίων πυλών, σαν ένα ζωντανό μνημείο του θριάμβου (η Αλεξανδρέτα;), άγνωστον είναι από ποιον και πότε. Στην Ελλάδα, όταν έφτασε το μαντάτο της λαμπρής νίκης, η εντύπωση, που δημιουργήθηκε, ήταν πολύ μεγάλη και τα αισθήματα ποικίλα. Άλλοι χάρηκαν υπερβολικά, ορισμένοι όμως αναστατώθηκαν, όπως ο Αθηναίος Δημοσθένης, γιατἰ αυτός διέδιδε ότι αυτό το «μειράκιον» (άγουρος νέος), ο γιος του «βάρβαρου» Φιλίππου, κινδύνευε να εκμηδενισθεί στην Κιλικία. Αλλά και τα αισθήματα των απεσταλμένων των ελληνικών πόλεων στο Συνέδριο της Συμμαχίας της Κορίνθου θα πρέπει να ήταν ανάμικτα, όπως αποδείχθηκε κατά την επόμενη κα-
νονική σύνοδο, το έτος 332 π.Χ. – με την ευκαιρία των Ισθίων – και αποφάσισαν τελικά να του στείλουν χρυσό στεφάνι με πρεσβεία, να τον συγχαρούν για τη μεγάλη νίκη του και να τον ευχαριστήσουν για ό,τι είχε κάμει για τη σωτηρία και την ελευθερία της Ελλάδας. Πράγματι με την πρώτη του νίκη στο Γρανικό το προηγούμενο έτος (334) άνοιξε η πύλη για την υποταγή της Μικράς Ασίας και με τη δεύτερη τώρα θριαμβευτική του νίκη (333) στην Ισσό άνοιξε η πύλη για την κατάκτηση της υπόλοιπης Ασίας – και όχι μόνο – αλλά όλης της οικουμένης. Ο πρώτος στόχος της εκστρατείας των Ελλήνων στην ΑΣΙΑ, δηλαδή η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, επιτεύχθηκε σχεδόν στο ακέραιο. Τώρα όλα τα παράλια του Αιγαίου Πελάγους και της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τη Συρία έχουν ελευθερωθεί από τον Περσικό ζυγό και έχουν καταληφθεί από τον ένδοξο Μακεδόνα στρατηλάτη, το Μεγάλο Αλέξανδρο. Και όχι μόνο τα παράλια αλλά και η ενδοχώρα της Μικράς Ασίας (η σημερινή Τουρκία) έχουν υπαχθεί στην επικράτεια του Μακεδόνα βασιλιά._
Β΄β. ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΦΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ. Ο Μέγας Αλέξανδρος, μετά τη θριαμβευτική του νίκη στην ΙΣΣΟ, βρέθηκε προ διλήμματος: Να επιτεθεί αμέσως προς Α. εναντίον του Δαρείου, ώστε να προλάβει να τον συντρίψει, προτού ανασυντάξει τις δυνάμεις του; ή να προελάσει προς Ν., να αφαιρέσει κάθε δυνατότητα από τους Πέρσες να χρησιμοποιήσουν ως ναυτικές βάσεις πόλεις της Φοινίκης (Λίβανος), ιδίως την ΤΥΡΟ, που ήταν το ισχυρότερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου; Σκεφτόταν ότι η θέση του στην ΑΣΙΑ δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί. Από την άλλη όμως μεριά σκεφτόταν ότι η κατάκτηση της Συρίας και της Φοινίκης θα εξασφάλιζε τη θέση του στην ΑΣΙΑ και θα άνοιγε το δρόμο - με την υποταγή της Παλαιστίνης - για την προέλαση στην ΑΦΡΙΚΗ. Γιατί έτσι μόνο θα είχε ασφαλή τα νώτα του, ώστε να βαδίσει ήσυχος προς τη Μεσοποταμία (Ιράκ), για να λύσει οριστικά τους λογαριασμούς του με τον Πέρση βασιλιά. Σε σύσκεψη λοιπόν με το επιτελείο του αποφασίστηκε η προέλαση προς Ν. Όρισε σατράπη της ΣΥΡΙΑΣ το Μένωνα, το γιο του Κερδίμμα, και αναχώρησε για τα παράλια της Φοινίκης. Ενώ βρισκόταν στην πόλη Μάραθο, έφθασαν εκεί πρέσβεις του Δαρείου και του επέδωσαν επιστολή του. Ο Πτολεμαίος (ο Λάγου) διέσωσε το περιεχόμενο της επιστολής αυτής και την απάντηση του Αλεξάνδρου, που καταχωρήθηκαν στις Βασιλικές Εφημερίδες (κρατικά αρχεία) και αυτές είχε υπόψη του ο Αρριανός, από τον οποίο αντλούμε τις πληροφορίες. Ο Δαρείος παρακαλούσε τον Αλέξανδρο να απελευθερώσει την οικογένειά του και να συνάψουν συνθήκη φιλίας μεταξύ τους. Το κείμενο της επιστολής έχει ως εξής: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ! Ο πατέρας σου, Φίλιππος, ήταν φίλος και σύμμαχος του «Μεγάλου» βασιλιά Αρταξέρξη, αλλά, όταν τον διαδέχθηκε ο γιος του Άρσης και προκάτοχός μου (Αρταξέρξης Δ΄), πρώτος ο πατέρας σου «ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων», γιατί, χωρίς να πάθει κανένα κακό από τους Πέρσες, έκανε επιθέσεις στις ελληνικές θάλασσες εναντίον των δικών μας σατραπών. Αλλά και όταν παρέλαβα την εξουσία εγώ, ούτε εσύ έστειλες απεσταλμένους σε μένα για την ανανέωση και επιβεβαίωση της παλιάς μας φιλίας και συμμαχίας. Απεναντίας, μάλιστα, πέρασες με στρατό στην Ασία και προξένησες πολλά κακά στην Περσία. Γι΄ αυτό, ακριβώς, κι εγώ κατέβηκα με τους λαούς μου, έτοιμος να υπερασπίσω τη χώρα μου και να εξασφαλίσω την πατρική μου βασιλεία. Και ενώ η μάχη είχε την έκβαση που ενέκριναν οι θεοί, εγώ χρησιμοποιώντας το ύφος ενός ισότιμου ανταγωνιστή, απαιτώ σαν βασιλιάς από βασιλιά και τη μητέρα μου και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου που έπεσαν στα χέρια σου. Η επιθυμία μου είναι να έχω τη φιλία σου, αλλά προτείνοντας, επιπλέον, συμμαχία μαζί σου, προβάλλω την αξίωση να αποστείλεις σε μένα πρέσβεις μαζί με τους δικούς μου αγγελιοφόρους Μινίσκο και Αρσίμα, με σκοπό να πάρουν από μένα και να δώσουν σε σένα ένορκες διαβεβαιώσεις για επισφράγιση της συμφωνίας». Μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρίες των ιστορικών Διοδώρου Σικελιώτη και Κουρτίου Ρούφου (Ρωμαίου), ο Δαρείος πρόσφερε και χρηματικό ποσό ως λύτρα για την απελευθέρωση της οικογένειάς του, που υπολογίζεται σε 10.000 τάλαντα. Η απαντητική επιστολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που παρατίθεται ολόκληρη από τον Αρριανό, απορρίπτει το περιεχόμενο της επιστολής του Δαρείου. Ο Θέρσιππος, ειδικός απεσταλμένος του Μακεδόνα βασιλιά και κομιστής της προσωπικής του επιστολής στο Δαρείο διατάχθηκε να την επιδώσει στον ίδιο προσωπικά τον Πέρση μονάρχη, καθώς και να αποφύγει μαζί του κάθε συζήτηση. Το κείμενό της είναι το ακόλουθο: «Οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι ἐλθόντες ἐς τήν ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ καί ἐς τήν ἄλλην ΕΛΛΑΔΑ κακῶς ἐποίησαν ἡμᾶς…» (Οι δικοί σας πρόγονοι εκστράτευσαν στη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα και μας έκαναν κακό, χωρίς να πάθουν κανένα κακό από εμάς, ούτε να υποστούν καμία αδικία). «Ἐγώ δέ τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ ἡγεμών κατασταθείς καί τιμωρήσα-
σθαι βουλόμενος Πέρσας διὲβην ἐς τήν ΑΣΙΑΝ, ὑπαρξάντων ὑμῶν...» (Κι εγώ, αφού ορίσθηκα ηγεμόνας των Ελλήνων, επειδή θέλω να εκδικηθώ τους Πέρσες, εισέβαλα στην Ασία, αφού εσείς κάνατε την αρχή του πολέμου. πρώτα βοηθήσατε τους Περίνθιους που αδικούσαν τον πατέρα μου, ενώ παράλληλα ο Ώχος/Αρταξέρξης Γ΄ έστειλε στρατό στη Θράκη που ήταν υπό την εξουσία μας. επιπλέον, ο πατέρας μου πέθανε δολοφονημένος από τους εχθρούς του, τους οποίους οργανώσατε εσείς οι ίδιοι, πράγμα που το καυχηθήκατε στις επιστολές σας με τρόπο αλαζονικό). » Τέλος, εσύ με τον ευνούχο σου Βαγώα σκότωσες τον Άρση και έγινες βασιλιάς, όχι δίκαια και νόμιμα, αλλά αδικώντας τους Πέρσες («οὐ δικαίως οὐδέ κατά τόν Περσῶν νόμον ἦρχες» - ενώ ο Αλέξανδρος του συστήνεται στην επιστολή του ως νόμιμος βασιλιάς της Μακεδονίας, κυβερνήτης της Θράκης και της Θεσσαλίας και ηγεμόνας των Ελλήνων). Από τότε, στρεφόμενος εναντίον μου, δεν έπαψες να στέλνεις χρήματα στους Λακεδαιμόνιους και στους άλλους Έλληνες, προτρέποντάς τους να ξεσηκώσουν πόλεμο εναντίον μου, αλλά και πάσχιζες με κάθε τρόπο να διαλύσεις την ειρήνη που σύναψα μ΄ αυτούς. Ενώ, λοιπόν, εσύ διαπράττεις αδικίες, έκανα κι εγώ εκστρατεία εναντίον σου, αφού εσύ άρχισες την έχθρα. Και ενώ νίκησα τους στρατηγούς και τους σατράπες σου, και τώρα εσένα τον ίδιο, έχω τη χώρα υπό την εξουσία μου, την οποία λέγεις ότι εσύ μου προσφέρεις, αλλά εγώ λέγω ότι μου την παρέδωσαν οι θεοί (υπαινιγμός της λύσης του Γόρδιου δεσμού). Ακόμη, όσοι από τους στρατιώτες σου κατέφυγαν σε μένα, μετά τη μάχη, τους περιποιήθηκα μεγαλόψυχα και τώρα με τη θέλησή τους μένουν κοντά μου. » Έλα, λοιπόν, και εσύ σε μένα και αναγνώρισέ με σαν κύριο της Ασίας. Αν πάλι φοβάσαι μήπως ερχόμενος πάθεις κάποιο κακό, στείλε μερικούς φίλους σου να πάρουν από μένα ένορκες εγγυήσεις. Κι αν έλθεις σε μένα, μπορείς να πάρεις και τη μάνα σου και τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου χωρίς λύτρα. Από εδώ και πέρα, όταν μου απευθύνεις επιστολή, να τη γράφεις σαν να τη στέλνεις στο βασιλιά της ΑΣΙΑΣ («ὅταν πέμπῃς παρ΄ ἐμέ, ὡς πρός βασιλέα τῆς ΑΣΙΑΣ πέμπε» - η διατύπωση αυτή υποδηλώνει κοσμοκρατορικές τάσεις). Ακόμη, αν έχεις ανάγκη από κάτι, ζήτα το από μένα, θεωρώντας με κύριο όλων των δικών σου πραγμάτων. » Σε διαφορετική περίπτωση, θα θεωρήσω εγώ αδίκημα κάθε τι το αντίθετο. Αν, όμως, διεκδικείς ακόμη τη βασιλεία σου, τότε κάνε υπομονή, αγωνίσου γι΄ αυτήν και μη φεύγεις, γιατί εγώ θα σε καταδιώξω, όπου κι αν φύγεις». Αξιοπρόσεκτη είναι η διατύπωση της απαντητικής επιστολής του υπερήφανου αυτού Ελληνομακεδόνα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ: η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και η άλλη ΕΛΛΑΣ. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών. εκφράζει αυτό που αισθάνεται και εννοεί: Μακεδονία / τμήμα της Ελλάδας. Η διατύπωση αυτή απαντά και σε άλλες εποχές και εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες είναι όμαιμοι (όπως είναι και ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι). Πράγματι από τη διατύπωση της περικοπής αυτής φαίνεται καθαρά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος θεωρούσε ως ελληνική χώρα τη Μακεδονία και μάλιστα ταύτιζε τα όσα κακά αυτή έπαθε από τους Πέρσες με τις καταστροφές που προξένησαν στην άλλη Ελλάδα και εμφανιζόταν ως εκδικητής όλων αυτών. Πρώτα αναφέρει την αδικία που οι Πέρσες είχαν κάμει τον περασμένο αιώνα κατά τους Μηδικούς (Ελληνοπερσικούς πολέμους) με τις τρεις εκστρατείες τους (του Μαρδονίου – 492 π.Χ., του Δάτη/Αρταφέρνη – 490 π.Χ. και του Ξέρξη - 481/479 π.Χ.). Τονίζει έπειτα ότι ο ίδιος – διορισμένος ηγεμόνας της Ελληνικής Συμμαχίας (της Κορίνθου) – εκστράτευσε στην Ασία, για να εκδικηθεί τους Πέρσες για όλες τις εχθρικές ενέργειές τους. Στη συνέχεια ανέφερε τις αδικίες των Περσών εναντίον του ίδιου του κράτους του (της Μακεδονίας) και ιδιαίτερα τόνιζε την ανάμειξη και συμμετοχή τους στη δολοφονία του Φιλίππου (του πατέρα του). Διαμαρτυρόταν επίσης ο Αλέξανδρος στην επιστολή του και για τη συστηματική προσπάθεια του Δαρείου να διαφθείρει με τους δαρεικούς του (χρυσά περσικά νομίσματα) τις ελληνικές πόλεις και να τις παρακινεί να πολεμήσουν εναντίον των Μακεδόνων (εννοεί τη συγκρότηση φιλοπερσικών αντιμακεδονικών παρατάξεων, που συνεργάσθηκαν μαζί του για τη διάλυση της Ελληνικής Κοινής Συμαμχίας και τη δολοφονία του Φιλίππου). Στο τέλος της επιστολής υποδηλώνεται με έντονο αλλαζονικό ύφος η αποφασιστικότητα και η ασυγκράτητη ορμή του νεαρού Μακεδόνα στρατηλάτη να πάρει το μεγάλο δώ-
ρο των θεών, την ΑΣΙΑΝ, όπως είχε διακηρύξει κατά την απόβασή του στην μικρασιατική ακτή του Ελλησπόντου: η πίστη του τον οδηγεί. [Νάτος πάλι ο παλληκαράς, ο Μακεδόνας βασιλιάς!] Όλα αυτά τα επιχειρήματα του Αλεξάνδρου αποτελούν αδιαφιλονίκητη δικαίωση της εκστρατείας, που ο Μακεδόνας βασιλιάς ανέλαβε να οδηγήσει εναντίον των Περσών. Μετά τη νίκη του στην ΙΣΣΟ δεν είναι πλέον διατεθειμένος να δεχθεί συνύπαρξη ή ισοτιμία με το βασιλιά Δαρείο, αλλά προβάλλει την αξίωση να θεωρείται ανώτερός του, απόλυτος «κύριος της ΑΣΙΑΣ απάσης». Έχουμε λεπτομερείς πληροφορίες για την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην ΑΣΙΑ εναντίον των Περσών. Αξιολογώντας όμως κανείς τη σχετική αρχαία ιστοριογραφία διαπιστώνει ότι κάποιες είναι αντικρουόμενες ή διογκωμένες. Όπως έχει προαναφερθεί, ο πιο αξιόπιστος ιστοριογράφος είναι ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ, γιατί αυτός αντλεί τις πληροφορίες του από τον ΠΤΟΛΕΜΑΙΟ, που είχε γράψει ο ίδιος ιστορία της εκστρατείας, ήταν στρατηγός πιστός του Αλεξάνδρου και είχε πρόσβαση στη Γραμματεία ΤΥΠΟΥ (Αρχείο ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ) και έγινε μάλιστα αργότερα βασιλιάς της Αιγύπτου / ιδρυτής δυναστείας. Εκτός από το Μακεδόνα Πτολεμαίο και άλλοι Μακεδόνες, που ακολούθησαν την εκστρατεία, έγραψαν ιστορία για τον Αλέξανδρο, όπως ο Αριστόβουλος, ο Καλλισθένης και ο Μαρσύας. Τα έργα όμως αυτών δεν έχουν διασωθεί. Αν διασώζονταν θα γνωρίζαμε πολύ περισσότερα – και από πρώτο χέρι - για την ένδοξη εποποιία των Μακεδόνων του Μεγάλου στρατηλάτη. Άλλος σύγχρονος του Αλεξάνδρου, που έγραψε ιστορία γι΄ αυτόν, είναι ο Κλείταρχος ο Κολοφώνιος. στο έργο του όμως αφηγείται με μυθιστορηματικό τρόπο τη ζωή και τη δράση του Αλεξάνδρου. Από το έργο του τελευταίου αντλούν οι ιστοριογράφοι Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος π.Χ. αιώνας), ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς (1-2ος μ.Χ. αιώνας), οι Ρωμαίοι Κούρτιος Ρούφος, Ιουστίνος και ο εκλατινισμένος Γαλάτης Τρόγος Πομπήιος. Ο Πλούταρχος όμως στα έργα του παρουσιάζει τον Αλέξανδρο κυρίως από την παιδαγωγική και ηθική άποψη. Η τύχη όμως διέσωσε ολόκληρο το έργο του Αρριανού «ΑΡΡΙΑΝΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ» (εκστρατεία). το σύγγραμμα διαιρείται σε 7 βιβλία, γραμμένο μεθοδικά, με ύφος γλαφυρό. [Κάποτε το διδάσκονταν τα Ελληνόπουλα στα Γυμνάσια. τώρα όμως !!! Τα Μακεδονόπουλα ένιωθαν ιδιαίτερη υπερηφάνεια για τον ένδοξο πρόγονό τους]. Ας επανέλθουμε, όμως, στη ροή των γεγονότων να παρακολουθήσουμε την προς Ν. προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του μεγαλύτερου και ενδοξότερου στρατηλάτη όλων των εποχών, αλλά και του σπουδαιότερου - του πρώτου - εκπολιτιστή της οικουμένης, αφού η προσφορά του στον κόσμο άμεσα και έμμεσα αποδείχθηκε οικουμενική. Κατά την παραμονή του στην πόλη Μάραθο της Φοινίκης, έφθασε η είδηση ότι ο Παρμενίων, εκτελώντας σχετική διαταγή του βασιλιά Αλεξάνδρου, είχε γίνει κύριος των βασιλικών θησαυρών του Δαρείου, καταλαμβάνοντας τη Δαμασκό. Τώρα τα οικονομικά του Μακεδόνα στρατηλάτη βελτιώθηκαν ικανοποιητικά. Θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με περισσότερη οικονομική άνεση τις τεράστιες δαπάνες, που απαιτούνταν για τη συνέχιση της προέλασής του στα μεσογειακά παράλια για την υποταγή της Φοινίκης, της Παλαιστίνης και την εισβολή στην ΑΦΡΙΚΗ (Αίγυπτο). Οι Φοινικικές πόλεις ΑΡΑΔΟΣ, ΒΥΒΛΟΣ και ΣΙΔΩΝ παραδόθηκαν οικειοθελώς και αναγνώρισαν την ηγεμονία του Μακεδόνα βασιλιά. Η κατάληψη όμως της ΤΥΡΟΥ φαινόταν εξαιρετικά δύσκολη, ενώ ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ θεωρούσε απαραίτητη την κατάληψη αυτής της μεγάλης και πλούσιας πόλης, που ήταν μεγάλο λιμάνι πρωταρχικής σημασίας για το διαμετακομιστικό εμπόριο στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Η πόλη θεωρούνταν απόρθητη και απρόσβλητη και από την ξηρά και από τη θάλασσα, κτισμένη σε δύο νησίδες, με τέλεια οχύρωση (διέθετε πολλές πολιορκητικές μηχανές) και με ισχυρό στόλο (είχε καλές λιμενικές εγκαταστάσεις). Ο Αλέξανδρος συγκάλεσε σύσκεψη των εταίρων και των διοικητών και τους εξέθεσε πως διαγραφόταν η κατάσταση. Ο λόγος του διασώθηκε από τον Αρριανό, τον πήρε από τις "ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ" μέσω Πτολεμαίου. Τα επιχειρήματα του Αλεξάνδρου ήταν στρατηγικά. Η προώθηση στη Μεσοποταμία (ΙΡΑΚ) σε αναζήτηση του Δαρείου, ενώ η ΤΥΡΟΣ, η ΚΥΠΡΟΣ και η ΑΙΓΥΠΤΟΣ έμεναν ως
βάσεις του περσικού στόλου, θα ήταν πράξη ανόητη. Ο εχθρικός στόλος με ενισχύσεις και με τη συνεργασία της ΣΠΑΡΤΗΣ και με την Αθήνα ασταθή, θα μπορούσε να προκαλέσει στην Ελλάδα έναν επικίνδυνο αντιμακεδονικό αντιπερισπασμό. Κρίθηκε λοιπόν απαραίτητο να πέσει πρώτα η Τύρος, οπότε θα άνοιγε ο δρόμος προς την Αφρική και θα ήταν εύκολη η εισβολή στην Αίγυπτο. Όλοι οι επιτελείς του Αλεξάνδρου πείσθηκαν, ενώ ο Αλέξανδρος δε διέθετε στόλο. Η πολιορκία αποφασίσθηκε και άρχισε τον Ιανουάριο του έτους 332 π.Χ.. Κράτησε 7 μήνες. Πέρασε η επιχείρηση από διάφορες φάσεις. Διακρίθηκε το μηχανικό σώμα της στρατιάς. με χωματουργικά έργα και με την κατασκευή πύργων και πολιορκητικών μηχανών οι Έλληνες προέγγισαν και πολιόρκησαν στενότερα τους Τυρίους, αλλά και οι πολιορκούμενοι αμύνονταν με γενναιότητα και αγριότητα. έκαναν ακόμη χρήση και «εμπρηστικών βλημάτων» (πυρφόρα βέλη και πυρακτωμένα σίδηρα), καθώς επίσης και «πυρπολικών». Έτσι ο Αλέξανδρος στην πρώτη φάση της πολιορκίας είχε πολλές απώλειες. Με την πάροδο του χειμώνα μαθεύτηκε η συντριβή του Δαρείου στην Ισσό και η πρόοδος των επιχειρήσεων του Αλεξάνδρου στη Φοινίκη. Τότε ο αντιμακεδονικός αντιπερισπασμός, που επιχειρήθηκε στην Ελλάδα από το Φαρνάβαζο και το δωσίλογο Άγη, το βασιλιά της Σπάρτης, και είχε απειλήσει τη συνοχή της Ελληνικής Συμμαχίας ( του Κοινού της Κορίνθου), διαλύθηκε και ο περσικός στόλος είχε αρχίσει να αποσυντίθεται. Στα μέσα του καλοκαιριού (332 π.Χ.) 200 περίπου πλοία (80 Φοινικικά και 120 Κυπριακά) υποτάχθηκαν στο Μέγα Αλέξανδρο. Τα πλοία αυτά μαζί και με κάποιες τριήρεις που είχε εξεύρει από τη Ρόδο και τη Λυκία, τα συγκέντρωσε ο Αλέξανδρος στο λιμάνι της Σιδώνας. Έτσι ο Αλέξανδρος απέκτησε και πάλι μια αξιόμαχη ναυτική δύναμη κρούσης και απέκλεισε και πάλι τους Τυρίους. οι σύμμαχοι του Μακεδόνα βασιλιά Φοίνικες και Κύπριοι, που διψούσαν για εκδίκηση, γιατί είχαν υποφέρει από τους Τυρίους, διακρίθηκαν στη δεύτερη αυτή φάση της πολιορκίας. Έτσι με λύσσα συνέχιζαν την αντίστασή τους οι πολιορκούμενοι Τύριοι και παρά την έλλειψη τροφών και τις πολλές απώλειες δεν παρέδιναν την πόλη τους. Τελικά περικυκλώθηκαν από παντού και χάνονταν πολλοί. «Οι Μακεδόνες σκότωναν με οργή, επειδή ήταν κουρασμένοι από την πολύμηνη πολιορκία και επειδή οι Τύριοι έσφαξαν Μακεδόνες αιχμαλώτους και πέταξαν τα σώματά τους έξω από το μακεδονικό στρατόπεδο». Τον Ιούλιο (332) η φονικότατη αυτή πολιορκία έλαβε τέλος. Η τιτάνια αυτή αναμέτρηση έληξε με την κατάληψη της Τύρου. ο πρώτος, που αποβιβάσθηκε, ο ΑΔΜΗΤΟΣ, σκοτώθηκε. Ακολούθησε ο Αλέξανδρος με τους εταίρους που διασφάλισαν ένα προγεφύρωμα. Υπολογίσθηκαν σε 8.000 οι νεκροί Τύριοι και περίπου 30.000 πουλήθηκαν ως δούλοι. Σώθηκαν από την σφαγή ο βασιλιάς της πόλης Αζέμιλκος και πολλοί αυλικοί του, επειδή κατέφυγαν ικέτες στο ναό κάποιου θεού, που ταυτιζόταν με τον Ηρακλή. έτσι εξασφάλισαν την ασυλίαν. Κανείς απολύτως δεν τους ενόχλησε. γιατί οι διαταγές του βασιλιά να σέβονται τα ιερά των εντοπίων ήταν πάρα πολύ αυστηρές. Ο Αλέξανδρος έχασε μόνο 400 παλληκάρια, ενώ οι τραυματίες του ήταν πολλοί, περίπου 3.000 αναφέρει ο Αρριανός. Αξίζει να μνημονευθεί το όνομα του Διάδη του Θεσσαλού, του αρχηγού του μηχανικού σώματος της ελληνικής στρατιάς, του οποίου οι τεχνικές γνώσεις συνέβαλαν στη νίκη με την κατασκευή πολιορκητικών μηχανημάτων, πύργων, γεφυρών και καταπελτών που απαιτήθηκαν. Ο Αλέξανδρος, ο νικητής, αφού επιθεώρησε το στρατό του, τίμησε τον ΗΡΑΚΛΗ, το γενάρχη του, με επιβλητική θρησκευτική τελετή στο ναό του, προσφέροντας επίσημη θυσία, και παρήλασε με όλο το στρατό σε τάξη μάχης, τιμώντας τον ξακουστό εκείνο πρόγονό του: «Ἀλέξανδρος δέ τῷ Ἡρακλεῖ ἔθυσε καί πομπήν ἔστειλε ξύν τῇ δυνάμει ὡπλισμένῃ καί ἀγώνα γυμνικόν καί λαμπάδα ἐποίησεν» (δηλαδή, ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία στον Ηρακλή και έκανε παρέλαση με τη στρατιά οπλισμένη και τέλεσε γυμνικούς αγώνες και λαμπαδηφορία). Επίσης και ο στόλος παρατάχθηκε για επιθεώρηση. Ενώ το ιερό πλοίο των Τυρίων και μία πολιορκητική μηχανή αφιερώθηκαν ως λάφυρα από τον Αλέξανδρο στον Ηρακλή, τον προστάτη του. Η πόλη καταστράφηκε εκτός από τους ναούς και κάποια δημόσια κτίρια. Αργότερα, ο Απόστολος Παύλος περνώντας από την ΤΥΡΟ, αναφέρει ότι πρόκειται για πόλη ακμαία με πολλούς πιστούς (μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα). Τέλος η άλωση της περήφανης πλούσιας και απόρθητης ως τότε Τύρου ήταν σπουδαιότατος άθλος όσο και αναγκαίος και αποτέλεσε νέο μεγάλο πολεμικό τρόπαιο του Μεγάλου Α-
λεξάνδρου, που στερέωσε – μετά το θρίαμβο της ΙΣΣΟΥ- ακόμη περισσότερο τη φήμη του ως ακατανίνητου στρατηλάτη. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι πριν λήξει ακόμη η πολιορκία της Τύρου, ο Αλέξανδρος έλαβε δεύτερη επιστολή του Δαρείου. Τη φορά αυτή όμως ήταν πιο γενναιόδωρος – διπλασίασε το ποσό των ταλάντων (20.000) για λύτρα, για να ελευθερώσει ο Αλέξανδρος, ο νικητής του, την αιχμαλωτισμένη οικογένειά του. Του παραχωρούσε ακόμη (πληροφορίες του Διόδωρου και του Κούρτιου) όλα τα μικρασιατικά εδάφη από το Αιγαίο ως τον ποταμό ΑΛΥ. Το αξιολογότερο όμως στοιχείο της δεύτερης αυτής επιστολής είναι ότι «ο Μέγας βασιλιάς» Δαρείος αναγνώριζε πια το δικαίωμα του Αλεξάνδρου να του εκχωρηθεί ένα μέρος του απέραντου περσικού κράτους. Του πρότεινε ακόμη να νυμφευθεί τη μεγάλη κόρη του ΣΤΑΤΕΙΡΑ και να κλείσουν μεταξύ τους συμμαχία και φιλία. Στη σύσκεψη των εταίρων και των διοικητών – επιτελών του ο Αλέξανδρος ανακοίνωσε τις προτάσεις του Δαρείου. ο Παρμενίων είπε στο βασιλιά ότι, αν ήταν στη θέση του εκείνος, θα δεχόταν τους όρους του αντιπάλου του και θα έληγε ο πόλεμος. και εκείνος του απάντησε ότι ίσως ενεργούσε έτσι, αν ήταν Παρμενίων. Η απάντηση του Μακεδόνα βασιλιά στο Δαρείο ήταν αυτήν την φορά κεραυνοβόλος – ακόμη πιο αποφασιστική:ούτε χρήματα είχε ανάγκη να πάρει, αφού είχε στα χέρια του τον περσικό θησαυρό, που κυρίεψε στη Δαμασκό ο Παρμενίων, ούτε και να του δοθεί μέρος της χώρας του, εφόσον ολόκληρη ήταν δική του. κι αν επιθυμούσε να νυμφευθεί την κόρη του Δαρείου, ήταν στο χέρι του να το κάμει. και μάλιστα «...ἐκέλευεν αὐτόν ἥκειν, εἴ τι εὑρέσθαι ἐθέλοι φιλάνθρωπον παρ' αὑτοῦ...» (τον παράγγειλε να έλθει, αν κάτι φιλάνθρωπο ήθελε να επιτύχει από αυτόν τον ίδιο). Εντωμεταξύ πέθανε η σύζυγος του Δαρείου, η βασίλισσα της Περσίας Στάτειρα, η πιο όμορφη γυναίκα της Περσίας, γεγονός που προξένησε πολύ μεγάλη λύπη στην ψυχή του νεαρού Μακεδόνα βασιλιά. θρήνησε και πρόσταξε να την κηδέψουν με πολύ μεγάλες τιμές, κατά τα περσικά έθιμα, «οὐδεμιᾶς πολυτελείας φειδόμενος» (δηλαδή, χωρίς καμιά πολυτέλεια να λυπηθεί). Για το πρόσωπο της πρώην βασίλισσας οι πηγές αναφέρουν ότι ήταν σύζυγος και συνάμα αδελφή του Δαρείου και ονομαζόταν, όπως έχει προαναφερθεί, Στάτειρα. το ίδιο όνομα είχε και η μεγάλη κόρη της, που ο πατέρας της την προξένευε στον Αλέξανδρο. Αν αληθεύει η πληροφορία του Πλουτάρχου η βασίλισσα πέθανε κατά τη διάρκεια τοκετού, το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου (332). Η «μακαρίτισσα» ήταν εκπάγλου καλλονής, η ωραιότερη γυναίκα της Ασίας, και παρέμεινε «αιχμάλωτη» του Αλεξάνδρου υπό την υψηλή προστασία, φροντίδα και συμπάθειά του. Γεννιέται το εύλογο ερώτημα τίνος ήταν το παιδί, που κυοφορούσε η δύστυχη. Σε ένα γράμμα του, πάντως, προς το στρατηγό Παρμενίωνα ο ίδιος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έγραφε: «Εγώ, όχι μόνο δε θέλησα να δω τη γυναίκα του Δαρείου, αλλά ούτε συλλογίσθηκα κάτι τέτοιο! Μα ούτε και από απλή περιέργεια παρακινήθηκα να το κάνω, μολονότι άκουσα ότι, προπάντων, γινόταν πολύς λόγος για την ομορφιά της». Γράφει λοιπόν ότι μόνο άκουσε για την ομορφιά της Στάτειρας, δεν την είχε δει. Μας φαίνεται όμως πολύ αναξιόπιστη η πληροφορία αυτή του Πλουτάρχου σχετικά με την αλήθεια του περιεχομένου της επιστολής, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας τα τότε έθιμα του πολέμου, που έδιναν ακόμη και το δικαίωμα στο νικητή «ζωής και θανάτου» πάνω στους αιχμαλώτους και αναλογισθούμε ότι οι αιχμάλωτες, και μάλιστα οι όμορφες αιχμάλωτες γυναίκες, ήταν "τρόπαια" συνηθισμένα για τη σαρκική απόλαυση των νικητών. [«Η μετά γενναιότητος σωφροσύνη» του Μακεδόνα στρατηλάτη τόσο μεγάλη ήταν, ώστε να δικαιολογείται και μία τόσο μεγάλη εγκράτειά του;]. Ενώ εξακολουθούσε η πολιορκία της Τύρου, ένας ευνούχος, που δραπέτευσε από το στρατόπεδο του Αλεξάνδρου, έφερε τη θλιβερή είδηση του θανάτου της Στάτειρας στο Δαρείο. Αυτός, συγκλονισμένος από την απέραντη θλίψη του, ρώτησε τον ευνούχο αν η άτυχη βασίλισσα κράτησε την αξιοπρέπειά της και αν ο Αλέξανδρος μεταχειρίστηκε βία εναντίον της. Τότε ο ευνούχος τον διαβεβαίωσε με όρκους ότι και η βασίλισσα στάθηκε καθ΄ όλα αξιοπρεπής και ο Αλέξανδρος τήρησε απέναντί της άψογη συμπεριφορά. Ακούγοντας τις διαβεβαιώσεις αυτές, ο Δαρείος ευχήθηκε, όταν καταρρεύσει ο βασιλικός οίκος των Αχαιμενιδών, να τον διαδεχθεί στην εξουσία ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, δείχνοντας έτσι περίτρανα την εκτίμησή του στο πρόσω-
πο του αντιπάλου του. Ενώ ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει το Μακεδόνα στρατηλάτη (στις παραμονές της μάχης στην Ισσό -333/Νοέμβριο) θρασίδειλο ταραξία. Ας παρακολουθήσουμε όμως την αντίδραση του ΔΑΡΕΙΟΥ, του «Μεγάλου Βασιλιά»της Περσικής Αυτοκρατορίας, όπως την εκθέτει ο Λατίνος / Ρωμαίος ιστοριογράφος Κόιντος Κούρτιος Ρούφος. Ο Δαρείος, γεμάτος συγκίνηση από τη ζωηρή διήγηση του ευνούχου (αυλικού του δούλου), σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και αναφώνησε: « Θεοί γενέθλιοι, που κυβερνάτε τις βασιλείες και τα κράτη των εθνών, δώστε μου τη δύναμη να επανορθώσω την τύχη της ΠΕΡΣΙΑΣ και να την επαναφέρω στην προηγούμενη δόξα της, όπως την παρέλαβα, ώστε να ανταποδώσω στον Αλέξανδρο τις ευεργεσίες που μου πρόσφερε στη συμφορά μου. Αν όμως είναι πεπρωμένο, σύμφωνα με τη μεταβολή και τη φθορά των πραγμάτων στον κόσμο να πάρει τέλος η βασιλεία των Περσών /Αχαιμενιδών, μην επιτρέψετε να καθίσει στο θρόνο του ΚΥΡΟΥ κανένας εκτός από το Μακεδόνα βασιλιά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ!» Ο Αλέξανδρος μετά την άλωση της Τύρου προχώρησε νοτιότερα. Οι περισσότερες πόλεις είχαν ήδη παραδοθεί. Στόχος του τώρα είναι η ΑΙΓΥΠΤΟΣ. Κατά την προέλασή του δε συνάντησε κανένα εμπόδιο, ως τη στιγμή που έφθασε στην πόλη ΓΑΖΑ, την τελευταία της Παλαιστίνης. Οι κάτοικοι της Ιουδαίας τον υποδέχθηκαν ευνοϊκά, αφού πρώτα εξιλέωσαν την οργή του. είχαν αρνηθεί να προμηθεύσουν ζωοτροφές, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τύρου, στους Μακεδόνες, επειδή φοβούνταν αντίποινα από το Δαρείο, αν βοηθούσαν τον Αλέξανδρο. Η Γάζα ήταν μεγάλη και άριστα οχυρωμένη, γι'αυτό οι κάτοικοί της θα αντισταθούν γενναία. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ θα την πολιορκήσει με τις ίδιες πολιορκητικές μηχανές που χρησιμοποίησε στην Τύρο. Η πολιορκία ήταν δύσκολη και απασχόλησε τον Αλέξανδρο 2 μήνες (Αύγουστος και Σεπτέμβριος 332 π.Χ.). Η πόλη καταλήφθηκε και οι κάτοικοι τιμωρήθηκαν σκληρά, με εξανδραποδισμό. Ο Πλούταρχος προσθέτει την πληροφορία, ότι ο βασιλιάς μετά την κατάληψη της πόλης αυτής, που ήταν πολύ πλούσια, διέταξε να σταλούν πολλά από τα πλούσια λάφυρα στην ΠΕΛΛΑ για τη μητέρα του, επίσης για την αδελφή του Κλεοπάτρα και για τους φίλους του. Έστειλε επίσης τόννους λιβάνι και σμύρνα στον πρώτο του δάσκαλο, τον αυστηρό παιδαγωγό του Λεωνίδα. Ο Πλούταρχος εξηγεί το λόγο, γιατί του έστειλε τόσο υπερβολικά μεγάλη ποσότητα θυμιαμάτων: όταν ο Αλέξανδρος, παιδί ακόμη, σε μια θυσία άρπαξε με τα δύο του χέρια και έριξε θυμίαμα στο βωμό, ο Λεωνίδας του έκανε παρατήρηση: «Αλέξανδρε, όταν κατακτήσεις τη χώρα, που παράγει αρώματα, να ρίχνεις θυμιάματα τόσο πολλά, τώρα όμως να χρησιμοποιείς τα υπάρχοντα με οικονομία». Το έξυπνο και πεισματάρικο βασιλόπουλο, όταν ανδρώθηκε και υπέταξε τη Φοινίκη, στα βουνά της οποίας (Λίβανος και Αντιλίβανος) παράγεται πολύ λιβάνι, θυμήθηκε το δάσκαλό του και την παρατήρηση που του είχε κάνει και του έστειλε ολόκληρες καραβιές από θυμιάματα! [Μπράβο μακεδονικό πείσμα! ] Τέλος ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι, όταν μετά την άλωση της Γάζας οι εταίροι του του έφεραν ένα- από τα λάφυρα- εκπληκτικής πολυτέλειας κιβώτιο, ρώτησε αυτούς τι πολύτιμο πράγμα να κρύψει. και, αφού του έκαναν διάφορες προτάσεις, εκείνος είπε ότι θα διαφυλάξει εκεί μέσα τον ΟΜΗΡΟ. Πρόκειται για το αντίγραφο εκείνο της ΙΛΙΑΔΑΣ, δώρο του μεγάλου σοφού καθηγητή του, Αριστοτέλη, κατά την αποφοίτησή του από τη σχολή του και την αναγόρευσή του ως αντιβασιλιά της Μακεδονίας, που έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή του. Ο Αλέξανδρος έδωσε τις απαιτούμενες οδηγίες για τη διοίκηση της Συρίας, της Φοινίκης και της Παλαιστίνης, που τις πόλεις τους μεταχειρίστηκε, όσες δεν έφεραν αντίσταση, όπως και τις μη ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας: τους παραχώρησε ένα είδος αυτοδιοίκησης και έδειξε σεβασμό στα ήθη και στα έθιμά τους και κυρίως στη θρησκεία. Εν τω μεταξύ διαμήνυσε στον αντιβασιλιά της Μακεδονίας Αντίπατρο να του στείλει επικουρίες. Μετά την εκπόρθηση της Γάζας, άνοιξε για τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ο δρόμος για τη χώρα του ΝΕΙΛΟΥ και των ΦΑΡΑΩ. Η κατάκτηση της ΑΙΓΥΠΤΟΥ ήταν παλαιό όνειρο των Ελλήνων. Ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα σημειώνονται οι πρώτες ελληνο –αιγυπτιακές σχέσεις. Πολλοί Έλληνες είχαν υπηρετήσει ως μισθοφόροι στους Φαραώ. την εποχή που βασίλευε ο φαραώ Ψαμμήτιχος Α΄, είχε ιδρυθεί στο Δέλτα του Νείλου η πρώτη ελληνική αποικία, η "Ναύκρατις". Ελληνική πολιτιστική ζωή υπήρχε και πριν από την άφιξη των Μακεδόνων. Στη
Μέμφιδα μάλιστα, πρωτεύουσα της χώρας, υπήρχε ελληνική παροικία, οι «Ελληνομεμφίτες». Έτσι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπήρξε ο εκλεκτός της ιστορίας, που πραγματοποίησε τον προαιώνιο πόθο των Ελλήνων να γίνουν κύριοι της χώρας του Νείλου. Εφόσον δεν υπήρχε πια η απειλή του μεγάλου περσικού στόλου, μετά την καταστροφή της μεγάλης ναυτικής βάσης στην Τύρο, δε φαινόταν δύσκολη επιχείρηση η υποταγή της Αιγύπτου, όπου μάλιστα το αντιπερσικό φρόνημα ήταν εντονότατο. Ο στόλος του Αλεξάνδρου παρέπλευσε τα παράλια Φοινίκης και Παλαιστίνης και προσορμίσθηκε στην πόλη Πηλούσιον, το σημερινό Πορτ Σάιντ, το Νοέμβριο του 332 π.Χ., όπου μέσα σε 11 ημέρες έφτασε από τη Γάζα και ο ίδιος ο Αλέξανδρος με τη στρατιά καλύπτοντας κάπου 20 μίλια την ημέρα. Επόμενος τόπος στάθμευσης και συνάντησης στρατού και στόλου αποφασίσθηκε η Μέμφις. Κατά τη διαδρομή προς τη Μέμφιδα οι Αιγύπτιοι υποδέχονταν τον Αλέξανδρο με επικεφαλής το ιερατείο, που-μετά την κατάλυση της τελευταίας δυναστείας των Φαραώ -«είχε αναλάβει εθναρχικές αρμοδιότητες» κάτω από την περσική κατοχή. Στο πρόσωπο, τώρα, του Αλεξάνδρου έβλεπαν τον ελευθερωτή της χώρας από την περσική τυραννία. Στο Μακεδόνα βασιλιά, μπαίνοντας στη Μέμφιδα, έσπευσε να παραδοθεί ο Πέρσης σατράπης Μαζάκης. με το "καλοσώρισμα" του παράδωσε την πόλη και μαζί 800 τάλαντα. Αγαλλίασε η ψυχή του νεαρού βασιλιά, έγινε κύριος μιας τόσο μεγάλης χώρας με πανάρχαιο προηγμένο πολιτισμό, χωρίς να αναγκασθεί να δώσει μάχη - «χωρίς να ανοίξει μύτη» -στα τέλη του έτους 332 π.Χ.. Πανηγυρική ήταν η είσοδος και η υποδοχή των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων συμμάχων του Αλεξάνδρου. Αμοιβαία ήταν τα αισθήματα των Αιγυπτίων και των Ελλήνων ελευθερωτών. Ο νεαρός στρατηλάτης φέρθηκε με εξαίρετη πολιτικότητα. Από την πρώτη ώρα έδειξε απόλυτο σεβασμό στους Αιγυπτιακούς θεούς και τίμησε τις θρησκευτικές και λατρευτικές παραδόσεις των κατοίκων, προσφέροντας ο ίδιος μεγάλες θυσίες. Αλλά και το ιερατείο έσπευσε να τον χρίσει φαραώ (βασιλιά) της χώρας και να του φορέσουν στο κεφάλι το «ψεντ» (το διπλό βασιλικό στέμμα της Αιγύπτου, που φορούσαν οι Φαραώ και συμβόλιζε την κυριαρχία τους στην ΑΝΩ και στην ΚΑΤΩ ΑΙΓΥΠΤΟ). Του απονεμήθηκαν παραδοσιακοί βασιλικοί τίτλοι: «Ώρος», «αγαπητός του Άμμωνα και εκλεκτός του ΡΑ» και «Γιος του ΡΑ». Από τη στιγμή εκείνη όλοι οι Αιγύπτιοι του όφειλαν απόλυτη υπακοή. Ο Μακεδόνας βασιλιάς και ηγεμόνας των Ελλήνων, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, τώρα έγινε και φαραώ της Αιγύπτου, συνεχιστής των φαραωνικών δυναστειών. Η ανακήρυξη του Αλεξάνδρου ως φαραώ είχε πολύ βαθιά σημασία. Η Αίγυπτος δεν ήταν πια τμήμα/ σατραπεία της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά αποκτούσε πάλι οντότητα, την ανεξαρτησία της, ως βασίλειο ενωμένο με το βασίλειο της Μακεδονίας και με την Ασία στο πρόσωπο ενός μεγαλοφυούς ηγεμόνα. Ο νέος όμως φαραώ δεν ξέχασε την Ελληνική καταγωγή του. ως πραγματικός απόστολος του ελληνικού πολιτισμού ήθελε να διδάξει τον ελληνικό τρόπο ζωής στους εντόπιους και μάλιστα πανηγύρισε την ενθρόνισή του με τέλεση γυμνικών και μουσικών αγώνων, όπως γράφει ο Αρριανός. Γι' αυτό το σκοπό κάλεσε στην Αίγυπτο τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες από την Ελλάδα. Ήρθαν επίσης στην Αίγυπτο και τον συνάντησαν 15 πρέσβεις από το Κοινό των Ελλήνων (την Ελληνική Συμμαχία της Κορίνθου), να τον συγχαρούν και να τον τιμήσουν προσφέροντάς του ένα χρυσό στέμμα για αναγνώριση των υπηρεσιών του ως ηγεμόνα «για την ασφάλεια και ελευθερία της Ελλάδος». Από τη Μέμφιδα ο Μέγας Αλέξανδρος, ο νέος φαραώ της Αιγύπτου, έπλευσε με το στόλο του στις εκβολές του Νείλου. Εκεί ήλθε και τον συνάντησε ο αρχηγός του μακεδονικού στόλου του Αιγαίου Ηγέλοχος, φέρνοντας την ευχάριστη είδηση της οριστικής υπερίσχυσης και της απελευθέρωσης όλων των νησιών του Αιγαίου από την περσική κατοχή και προσκομίζοντας δέσμιους τους αιχμάλωτους τυράννους των νησιωτικών πόλεων. Ο Αλέξανδρος χάρηκε πολύ για την είδηση, όμως δεν τιμώρησε τους δωσίλογους αυτούς συνεργάτες της Περσίας, τους έστειλε πίσω στις πόλεις τους, για να δικασθεί από τις αρχές της πατρίδας του ο καθένας χωριστά. Τώρα ο Αλέξανδρος έγινε θαλασσοκράτορας, ελέγχει απόλυτα όλες τις θάλασσες, ήτοι τον Εύξεινο Πόντο, την Προποντίδα, το Αιγαίο, τα Μικρασιατικά παράλια, τα Φοινικικά και τα Αιγυπτιακά ως τα Λυβικά παράλια. Η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου ελέγχεται απόλυτα,
έγινε όλη για πρώτη φορά στην ιστορία μια ελληνική θάλασσα. ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΟΡΕΣ!!! Αυτό επιτεύχθηκε με τη διάλυση του περσοφοινικικού στόλου και την πάταξη της πειρατείας και οφείλεται στη συνεργασία του ελληνικού συμμαχικού στόλου με το Μακεδόνα στρατηλάτη. Οι βασιλιάδες της Κύπρου είχαν παραχωρήσει τα πλοία τους στον Αλέξανδρο και εκείνος τους τιμούσε γι'αυτό. Με εντολή του θα ελευθερωθεί και η Κρήτη και θα εξαφανισθεί η μάστιγα της πειρατείας. Έτσι με τη θαλασσοκρατορία του ο Αλέξανδρος έβαλε τις βάσεις για το διηπειρωτικό - διεθνές εμπόριο, που θα έφερνε μια ευμάρεια σε όλους τους ανθρώπους της Ανατολικής Μεσογείου. Το επίτευγμα αυτό της θαλασσοκρατορίας και της ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου θα δείξει τα αποτελέσματά του σταδιακά. βρίσκονται πίσω από την ευμάρεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της διαδόχου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ευρισκόμενος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στο ΔΕΛΤΑ του Νείλου, κυριεύθηκε από τον πόθο να πάει στο Μαντείο του Άμμωνα, για να πάρει χρησμό από το θεό. Ο Αρριανός γράφει: «Πόθος λαμβάνει αὐτόν ἐλθεῖν παρ' Ἄμμωνα ἐς Λιβύην» (δηλαδή τον κυρίεψε η επιθυμία να έλθει στο Μαντείο του Άμμωνα- αιγυπτιακή θεότης- στη Λιβύη). γιατί ο Άμμωνας από τους Έλληνες θεωρούνταν οικουμενική θεότητα, είχε μάλιστα και στην Ελλάδα ναούς. Το μαντείο του θεού Άμμωνα (Αμμώνειον) βρίσκεται πολύ μακριά, στη δυτική έρημο-στην όαση Σίβα- και είναι περίφημο, όπως της Δωδώνης και των Δελφών στην Ελλάδα. Κίνησε, λοιπόν, για την επίσκεψή του με μια μικρή συνοδεία, στην οποία βέβαια ήταν και ο Πτολεμαίος, ίσως και ο Καλλισθένης, ο ανεψιός του καθηγητή του Αριστοτέλη. Στη μέση της διαδρομής –μέσα στην αφιλόξενη και άνυδρο έρημο της Λιβύης-συναντήθηκαν με πρέσβεις από την Κυρήνη, που ήλθαν να του εκδηλώσουν το σεβασμό της πόλης τους (ελληνική αποικία). του πρόσφεραν στεφάνι χρυσό και άλλα πολύτιμα δώρα και ο Αλέξανδρος έκλεισε φιλία και συμμαχία με τους Κυρηναίους. Έτσι επεξέτεινε τη σφαίρα επιρροής του προς Δ. ως τα σύνορα της επικράτειας της Καρχηδονιακής πολιτείας (Τυνησία). Συνεχίζοντας την πορεία τους ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του υπέφεραν πολλά, ώσπου να φθάσουν στο μαντείο του Άμμωνα, που στη συνείδηση των Ελλήνων είχε ταυτισθεί με το ΔΙΑ (ΑΜΜΩΝ ΖΕΥΣ). Λεπτομέρειες για την επίσκεψη αυτή του Αλεξάνδρου στο Αμμώνειον και για το χρησμό που δόθηκε στο νεαρό βασιλιά έχουμε από τον Πλούταρχο: ο προφήτης του θεού έσπευσε ο ίδιος να τον χαιρετήσει, αποκαλώντας τον με έναν παράξενο τρόπο: «Ἀπό τοῦ θεοῦ χαίρειν, ὡς ἀπό πατρός» (δηλαδή, χαιρετίσματα από το θεό, σαν από πατέρα). Ο χαιρετισμός αυτός ήταν απαραίτητος για ένα νέο φαραώ, όπως ήδη ήταν ο Μακεδόνας βασιλιάς. Προσθέτει μάλιστα ο Πλούταρχος την πληροφορία ότι ο Αλέξανδρος σε μια επιστολή του προς την Ολυμπιάδα στην ΠΕΛΛΑ γράφει στη μητέρα του ότι υπάρχουν και κάποιες απόρρητες μαντείες, τις οποίες θα τις ανακοινώσει σ'αυτήν προσωπικά, όταν επιστρέψει στη Μακεδονία. [΄Ομως δυστυχώς! Δε θα επιστρέψει ποτέ]. Ο Διόδωρος όμως μας τα λέγει αλλιώς. Γράφει ότι οι ιερείς οδήγησαν τον Αλέξανδρο – μόνο του –μέσα στο ναό και ο αρχιμάντης –προφήτης μέσα από το άδυτο τον προσφώνησε «Χαῖρε, ὦ παῖ, καί ταύτην παρά τοῦ θεοῦ ἔχε τήν πρόσρησιν». Και ο Αλέξανδρος απάντησε: «Δέχομαι, πάτερ, και το λοιπόν κεκλήσομαι σός» (Γεια σου παιδί μου, δέξου και την προσφώνηση αυτή από το Θεό- δέχομαι, πατέρα, και στο εξής θα θεωρούμαι δικός σου). Έπειτα απάντησε σε ερωτήσεις του υψηλού επισκέπτη ότι δήθεν θα κυριαρχήσει πάνω στη γη και ότι θα είναι αήττητος στο μέλλον, όπως ως τώρα. Κατά την αναχώρησή του ο αρχιμάντης χάρισε στον Αλέξανδρο 2 χρυσά κέρατα κριαριού, σύμβολα του θεού, ως αναμνηστικά της επίσκεψής του. Απεικονίσεις αυτών βλέπουμε χαραγμένες στα νομίσματα, που κόπηκαν τότε από αυτόν και αργότερα από τους διαδόχους του –βασιλιάδες των ελληνιστικών κρατών. Έμεινε γνωστός σαν δικέρατος. και σήμερα ακόμη έτσι είναι γνωστός σε όλο τον αραβικό κόσμο, «ζουλ καρνέιν». έτσι αναφέρεται και στο Κοράνιο, το ιερό βιβλίο του Μωαμεθανισμού / Ισλαμισμού. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ όμως δεν έπαυσε ποτέ να πιστεύει ότι είναι γιος του Φιλίππου – αυτόν ανέφερε κάθε φορά ως γονέα του στα επίσημα έγγραφα. την υποτιθέμενη πατρότητα του Άμμωνος Διός τη χρησιμοποίησε μόνο στην Αίγυπτο ως πολιτικό μέσο και διπλωματικό ελιγμό.
Για τους Αιγύπτιους ήταν Φαραώ. Ιερογλυφικές επιγραφές επιβεβαιώνουν ότι τιμήθηκε με παραδοσιακούς τίτλους: «Γιος του ΡΑ», «βασιλιάς της ΑΝΩ Αιγύπτου και βασιλιάς της ΚΑΤΩ Αιγύπτου, αγαπημένος του Άμμωνος και εκλογή του ΡΑ». Ως φαραώ της Αιγύπτου θυσίαζε στις αιγυπτιακές θεότητες και κυρίως στον ΑΠΙ. Παράλληλα διοργάνωνε αθλητικές και μουσικές εκδηλώσεις με το μακεδονικό πατροπαράδοτο τρόπο. Πάντως η υιική αυτή σχέση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τον Άμμωνα Δία – σε συνδυασμό με τη φαραωνική του ιδιότητα και την παράδοση για τη λύση του Γόρδιου δεσμού- θα κατευθύνει τη σκέψη και τον πόθο του Μακεδόνα στρατηλάτη και θα οδηγήσει τα επόμενα βήματά του μέχρι τα πέρατα της τότε γνωστής οικουμένης και ως το τέλος της ζωής του.
ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. Από τις πρώτες ημέρες της παράδοσης της Αιγύπτου στους Ελληνομακεδόνες, η μεγαλοφυΐα του Μακεδόνα βασιλιά συνέλαβε την αναγκαιότητα της ίδρυσης μιας ισχυρής παραλιακής πόλης στο Δέλτα του Νείλου, ώστε να δημιουργηθεί μία διέξοδος για το κλειστό οικονομικό σύστημα της απέραντης αυτής χώρας. Ονειρεύθηκε μια μεγάλη πόλη, ισχυρή, με μεγάλο λιμάνι, ώστε να παίξει το ρόλο που έπαιζε άλλοτε στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου θάλασσας η νικημένη / καταστραμμένη πόλη της Φοινίκης, η Τύρος. Προέβλεψε επίσης ότι θα μπορούσε να γίνει παράλληλα εκτός από μεγάλο εμπορικό κέντρο και εστία του ελληνικού πολιτισμού. Ο χρόνος θα δικαιώσει τις προβλέψεις του και η ανθρωπότητα θα βρει τον αναμορφωτή της. Το ελληνικό «δαιμόνιό» του θα μεγαλουργήσει. Την τοποθεσία της μελλοντικής πόλης επέλεξε ο ίδιος ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος και Φαραώ της Αιγύπτου με τη στρατηγική διορατικότητα, που τον χαρακτήριζε, και θα της χαρίσει το όνομά του: «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Σαγηνεύθηκε από την ωραία περιοχή της παραλίας ανάμεσα στη Λίμνη Μαρεώτιδα και στη νησίδα ΦΑΡΟΣ, κατά την πορεία του προς το «ΑΜΜΩΝΕΙΟΝ». Το ιερατείο του μαντείου, που συμβουλεύθηκε, του υπέδειξε, φαίνεται, την ίδια θέση, επιβεβαιώνοντας έτσι την ορθότητα της κρίσης του. Επιστρέφοντας από την έρημο Σίβα ο Αλέξανδρος καθόρισε την ακριβή θέση της νέας πόλης, τα όρια της οποίας σημάδεψε ο ίδιος, χρησιμοποιώντας άλφιτα (χυλός από κριθαρένια άλευρα) και προσδιόρισε τα σημεία, όπου θα κτίζονταν τα τείχη, οι ναοί των θεών και η αγορά. Τη μελέτη των σχεδίων της Αλεξάνδρειας, που θεμελίωσε ο ίδιος ο βασιλιάς, ανέλαβε ο Ρόδιος πολεοδόμος Δεινοκράτης και όλες τις λεπτομέρειες τις σχετικές με την ίδρυση της πόλης έχουμε από το Διόδωρο. Η ανάπτυξή της και η εξέλιξή της μέσα σε λίγα χρόνια υπήρξε αλματώδης. Η ίδρυση της ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ το έτος 331 π.Χ. στάθηκε η μεγαλύτερη συμβολή τού ιδρυτή της στην προσπάθεια σύνδεσης της Αιγύπτου με τον ελληνικό κόσμο. Κατοικήθηκε από την αρχή όχι μόνον από Μακεδόνες και άλλους Έλληνες, αλλά και από ιθαγενείς (Αιγύπτιους) και από ξένους ακόμη (κυρίως Εβραίους/ Ιουδαίους). Με την άδεια του βασιλιά εγκαταστάθηκε εκεί μία εβραϊκή κοινότητα, η οποία θα αναπτυχθεί πολύ γρήγορα. Η πόλη του Αλεξάνδρου θα γίνει γρήγορα το μεγάλο κέντρο της χώρας του Νείλου, αργότερα εξελίχθηκε στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Μεσογείου και μάλιστα η βασιλεύουσα δυναστεία των Λαγιδών – Πτολεμαίων φιλοδόξησε και το επέτυχε να γίνει η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ το μέγιστο και υπέρλαμπρο κέντρο όλου του Ελληνισμού. Η επιτυχία των πολιτικών και οικονομικών, καθώς και των πολιτιστικών στόχων και προσδοκιών του ιδρυτή της πόλης – όταν τη θεμελίωνε- θα φανεί αργότερα, αλλά δυστυχώς! Δε θα ζήσει να χαρεί το δημιούργημά του, που προόριζε να την κάνει ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ του τότε γνωστού κόσμου. Θα δικαιωθεί όμως ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στην παγκόσμια ιστορία ως μία από τις πιο λαμπερές προσωπικότητες του αρχαίου κόσμου και όχι μόνο, αφού η πόλη του υπήρξε ο τηλαυγής φάρος του πολιτισμού, που ακτινοβολούσε και φώτιζε τον κόσμο περίπου επί 10 αιώνες, μέχρι την κατάληψή της από τους Άραβες (331 π.Χ.- 642μ.Χ.)., και έπαιξε σημαντικότατους ρόλους σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Από το ΔΕΛΤΑ του Νείλου ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μέμφη, όπου κατά πληροφορία του Αρριανού έφθασαν πολλές πρεσβείες από την μητροπολιτική Ελλάδα, για να τον συναντήσουν και να υποβάλουν τα αιτήματά τους στον αφέντη που διαφέντευε τις τύχες του Ελληνισμού σε παγκόσμια τώρα κλίμακα. Και αυτός φρόντισε να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματά τους. Ταυτόχρονα είχαν φθάσει από τη Μακεδονία και οι επικουρίες που ειχε ζητήσει από τον
αντιβασιλιά Αντίπατρο. Και όλοι μαζί, οι Έλληνες, λαός και στρατός, και οι εντόπιοι, έλαβαν μέρος σε επίσημες πανηγυρικές εκδηλώσεις με παρελάσεις και αγώνες γυμνικούς και μουσικούς. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, πριν εγκαταλείψει την ΑΙΓΥΠΤΟ, φρόντισε να οργανώσει την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση και την οικονομία της χώρας. Σκέφθηκε πολύ ορθά ότι έπρεπε να κατανείμει τις αρμοδιότητες σε διαφορετικά άτομα και όχι να αναθέσει την αρχή όλης της χώρας σε ένα μόνο άτομο. Πρώτα διαχώρισε τις εξουσίες- πολιτική, οικονομική, στρατιωτική- όπως είχε ήδη κάμει και σε άλλες περιοχές κατακτημένες. Την πολιτική διοίκηση εμπιστεύθηκε σε δύο Αιγύπτιους «νομάρχες» για τα δύο μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα αντίστοιχα (νομούς)- της ΑΝΩ Αιγύπτου και της ΚΑΤΩ Αιγύπτου. επειδή όμως ο ένας δε δέχθηκε, ανέλαβε ολόκληρη τη διοίκηση ο άλλος μόνος του. Κι αυτός ήταν ο Αιγύπτιος Δολόασπης. Διόρισε επίσης δύο Έλληνες άρχοντες / διοικητές, έναν – τον Απολλώνιο – στη συνοριακή περιοχή προς τη Λιβύη, δυτικά, και τον άλλον- τον Κλεομένη το Ναυκρατίτη – στη συνοριακή περιοχή προς την Αραβία, ανατολικά. Μάλιστα ο Κλεομένης διορίσθηκε και ανώτατος οικονομικός άρχοντας όλης της χώρας και αργότερα, μετά το θάνατο του Δολόασπη, του ανέθεσε ο Αλέξανδρος, που βρισκόταν τότε στην ΑΣΙΑ, τη Γενική Διοίκηση ολόκληρης της Αιγύπτου. Τη στρατιωτική διοίκηση της χώρας την εμπιστεύθηκε στους Μακεδόνες του. Συγκρότησε δύο μικρές στρατιωτικές μονάδες κατοχής με διοικητές (φρούραρχους), στη Μέμφη υπό τον Πανταλέοντα τον Πυδναίο και στο Πηλούσιο υπό τον Πολέμωνα τον Πελλαίο. Άφησε επίσης και ένα επικουρικό μισθοφορικό σώμα. Στρατηγούς διόρισε τον Πευκέστα, γιο του Μακαρτάτου, και το Βάλακρο, γιο του Αμύντα. Τέλος ναύαρχο διόρισε τον Πολέμωνα, γιο του Θηραμένη. Έκαμε ακόμη ο Αλέξανδρος ορισμένες προαγωγές και διορισμούς, για να καλύψει τα κενά που δημιουργήθηκαν από θανάτους. Αλλά και για την εκπαίδευση της τοπικής νεολαίας ενδιαφέρθηκε ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Εκεί, στην ΑΙΓΥΠΤΟ, έθεσε τις βάσεις του εξελληνιστικού προγράμματός του ο μεγάλος αυτός οραματιστής και εκπολιτιστής. Στα πλαίσια μάλιστα εφαρμογής ενός μεγάλου εκσυγχρονιστικού – πολιτιστικού συστήματος για την εκπαίδευση και την ταχεία εξελλήνιση των παιδιών της Ανατολής, ήρθαν να διδάξουν διαπρεπείς Έλληνες δάσκαλοι και κυκλοφόρησαν (βρέθηκαν στην Αίγυπτο) εγχειρίδια διδασκαλίας της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, για την εκμάθηση αυτής και για τη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Το σύστημα αφορούσε και τη στρατιωτική εκπαίδευση των μαθητών από 14-18 ετών, στο κυνήγι, στην ιππασία και στη χρήση των μακεδονικών όπλων, όπως ακριβώς γινόταν και στη Σχολή των Βασιλικών Ακολούθων στη Μακεδονία. Το εκπαιδευτικό δηλαδή σύστημα στις μικτές πόλεις (Έλληνες κάτοικοι και ιθαγενείς) ήταν μακεδονικό και οι απόφοιτοι γίνονταν δεκτοί στις βασιλικές υπηρεσίες ως Βασιλικοί Παίδες. Πρόκειται για ένα πολύ πρώιμο τύπο κρατικής εκπαίδευσης, που οργάνωνε και χρηματοδοτούσε ο ίδιος ο βασιλιάς Αλέξανδρος ως βασιλιάς της Ανατολής και μάλιστα τα θεωρητικά μαθήματα παραδίδονταν σε ένα σταθερό τύπο κτιρίου, το ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ (ένα τέτοιο ανασκάφηκε στην Πριήνη Μ.Ασίας). Οι πηγές διασώζουν την πληροφορία ότι «6.000 παίδες του βασιλιά με την εντολή του Αλεξάνδρου του Μακεδόνα εκπαιδεύθηκαν στις τέχνες του πολέμου στην ΑΙΓΥΠΤΟ». Οι εισαγόμενοι τουλάχιστον ήταν 1.500. Η εντολή δόθηκε στην Αίγυπτο στις αρχές του 331 π.Χ., δηλαδή συγχρόνως περίπου με τη θεμελίωση της νέας πόλης και ο τόπος της εκπαίδευσης ήταν η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ. Η κατάκτηση της Αιγύπτου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ορόσημα της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. Όμως η απόφαση του νεαρού αυτού βασιλιά να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον του Δαρείου στο εσωτερικό της Ασίας ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο της μεγάλης αυτής εποποιίας. Συμπαρατάσσομαι με τη γνώμη ορισμένων νεότερων ιστορικών, που πιστεύουν ότι η εκστρατεία των Ελληνομακεδόνων δεν έπρεπε να συνεχισθεί και ότι ο Αλέξανδρος, προχωρώντας ανατολικότερα προς το εσωτερικό της Ασίας, υπερκέρασε τους αρχικούς σκοπούς / στόχους : εγκατέλειψε δηλαδή τις αποφάσεις του Συνεδρίου της Κορίνθου και «το πνεύμα του στράφηκε προς την παγκόσμια κυριαρχία». Δεν ήταν όμως δυνατό ο Αλέξανδρος να μείνει ικανοποιημένος με όσα εδάφη είχε κυριέψει ως εκείνη την ώρα, αφού η «εκδικητική εκστρατεία» του δεν
είχε απλώς ως στόχο την κατοχή ενός μόνο μέρους του περσικού κράτους, αλλά την πλήρη κατάλυσή του. Μεγάλος και σπουδαίος άνθρωπος ήταν ο Μακεδόνας βασιλιάς. σαν μεγάλος Έλληνας είχε τη δύναμη να κρατά πάντα μέσα στην ψυχή του την Ελλάδα. Όπως ορθότατα υποστηρίχθηκε, «ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έμεινε στο βάθος πιστός στο ελληνικό πνεύμα και ήταν μεγάλος εργάτης αυτού, αφού κατάφερε να το εξαπλώσει παντού, όπου έφθασαν τα τολμηρά βήματά του». Πίστευε ότι ενεργούσε ως εντολοδόχος των θεών και της ιστορίας. Με τη στρατιά του ξεκουράσθηκε στην Αίγυπτο επί 4 μήνες, οργανώνοντας και βελτιώνοντας το διοικητικό σύστημα της πρώην σατραπείας του βασιλείου του Δαρείου, που έγινε τώρα τμήμα του δικού του βασιλείου. Οργάνωσε επίσης και επιστημονική αποστολή για την εξακρίβωση των ετήσιων πλημμυρών του ΝΕΙΛΟΥ. Επιθυμούσε να πάει και στην Αιθιοπία, αλλά αντί αυτού πήγε ο Καλλισθένης. Αφού ανέθεσε σε μερικούς έμπιστους φίλους του τη φροντίδα και την ευθύνη της οικοδόμησης της ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, αναχώρησε ο Μέγας Αλέξανδρος από την Αίγυπτο, την άνοιξη του 331 π.Χ., επέστρεψε πάλι στη Φοινίκη και είχε προσωρινά την έδρα του στην Τύρο, όπου είχε φτάσει και ο στόλος του. Η Τύρος ανοικοδομήθηκε με φοινικικό πληθυσμό και ανατέθηκε η διοίκησή της σε Μακεδόνα διοικητή, υπεύθυνο για όλη την περιοχή γύρω απ'αυτήν. Από εκεί κατέστειλε τάσεις ανεξαρτησίας, που σημειώθηκαν στη Σαμάρεια και στην άλλη Παλαιστίνη, καθώς και στη Συρία, κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο, και έκαμε αρκετές διοικητικές αλλαγές στη Φοινίκη, στη Συρία, στην Κιλικία και στην ΚΥΠΡΟ. Όπως προαναφέρθηκε, μετά τη διάλυση του μεγάλου περσικού στόλου, τα φοινικικά και τα κυπριακά πλοία προσχώρησαν στο μακεδονικό στόλο του Αιγαίου και τέθηκαν υπό τις διαταγές του αντιβασιλιά Αντιπάτρου. Τελέσθηκαν μάλιστα και πάλι επίσημες εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του Ηρακλή με αθλητικούς και δραματικούς αγώνες και χορηγοί ήταν οι βασιλιάδες της Κύπρου, που προσχώρησε στον Αλέξανδρο. Ήταν η ευκαιρία να τιμηθεί η θαλασσοκρατορία. Ο Αλέξανδρος εδώ εξασφάλισε απόλυτα τα νώτα του, κατά την τρίμηνη παραμονή του. Τιμώρησε πολύ αυστηρά τους ενόχους της εξέγερσης στη Σαμάρεια, που είχαν κάψει ζωντανό το Μακεδόνα σατράπη της περιοχής, και διασκόρπισε τον πληθυσμό της πόλης. Εν συνεχεία εισβάλλει στη Μεσοποταμία (ΙΡΑΚ), για να τελειώνει με το Δαρείο, ο οποίος είχε εκμεταλλευθεί την ευκαιρία της απασχόλησης του Αλεξάνδρου στην κατάκτηση της Φοινίκης, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, ώστε με κάθε τρόπο να φροντίσει να ανασυγκροτήσει τις διαλυμένες δυνάμεις του. Με συστηματική και εσπευσμένη στρατολόγηση δυνάμεων από όλες τις σατραπείες που ήλεγχε ακόμη μέχρι τον ΙΝΔΟ, κατόρθωσε να συγ-κεντρώσει στη Βαβυλώνα μια γιγαντιαία στρατιά, πολλές μυριάδες άνδρες, Ασιάτες διαφόρων εθνικοτήτων, που πλαισιώνονταν και από ειδικές μονάδες «τεθωρακισμένων», τα δρεπανηφόρα άρματα εννοώ και τους πολεμικούς ελέφαντες. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ διέταξε τον Παρμενίωνα, που κατείχε τη Δαμασκό, να κινηθεί προς την Θάψακο και να ζεύξει με βάρκες τον ποταμό ΕΥΦΡΑΤΗ, για να διαπεραιωθεί η στρατιά. Ο Αλέξανδρος διαπεραιώθηκε ανενόχλητος και εν συνεχεία διέσχισε τη Μεσοποταμία και έφθασε στον Τίγρητα ποταμό. Ενώ ο αντίπαλός του από τη Βαβυλώνα κινήθηκε προς την πόλη Άρβηλα με όλο το συρφετό του- μωσαϊκό εθνοτήτων. Κατά τη διάρκεα της προέλασής τους μία πρεσβεία από 10 επιφανείς Πέρσες επέδωσε στον Έλληνα Μακεδόνα βασιλιά τρίτη επιστολή του Πέρση βασιλιά, το καλοκαίρι του 331 π.Χ. Ο Δαρείος, μετά τη συντριπτική ήττα του στη μάχη της ΙΣΣΟΥ, θέλοντας να αποφύγει μια άλλη αναμέτρηση με το νικητή του, τη φορά αυτή κάνει με την επιστολή του προτάσεις περισσότερο δελεαστικές. Το κείμενο της επιστολής αυτής διασώζουν οι Ρωμαίοι ιστοριογράφοι Κούρτιος Ρούφος και Ιουστίνος και ο Έλληνας Διόδωρος Σικελιώτης. Ο «Μέγας βασιλεύς » Δαρείος με την επιστολή του αυτή ευχαριστούσε το νεαρό Μακεδόνα βασιλιά για την καλή μεταχείρισή του προς την αιχμαλωτισμένη βασιλική οικογένειά του αλλά και την άμεμπτη συμπεριφορά του γενικότερα, αξίωνε να γίνει φίλος του και του υποσχόταν ότι αυτή τη φορά θα του δώσει «τήν ἐντός τοῦ Εὐφράτου χώραν» και 30.000 τάλαντα (τριπλασίαζε το ποσό των λύτρων –ο θρασύδειλος). επίσης επανέλαβε την πρόταση γάμου της κόρης του με την αφεντιά του. και μάλιστα του έγραψε πως, αν γινόταν γαμπρός του και έπαιρνε τη θέση του γιου του, θα μετείχε στη διακυβέρνηση ολόκληρου του βασιλείου
του. Πολύ έξυπνος ο βάρβαρος Ασιάτης, Δαρείος, πάει να παγιδέψει το νεαρό Μακεδόνα στρατηλάτη. Προτείνει στον Αλέξανδρο 3 πολύ δελεαστικά-υλικά βέβαια- αγαθά: νεαρή και όμορφη γυναίκα, την πρώτη πριγκίπισσα της Περσικής αυτοκρατορίας, πολύ μεγάλη προίκα και συμβασιλεία. ο Δαρείος θα κυβερνούσε το ανατολικό τμήμα του βασιλείου του (από τον Τίγρητα ως τον Ινδό ποταμό) και ο Αλέξανδρος το δυτικό (από τον Τίγρητα ως τα μεσογειακά παράλια), χωρίς να διασπασθεί η ενότητα της αυτοκρατορίας του. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, όπως ήταν επόμενο, απέρριψε και πάλι τους περσικούς όρους, γιατί προτιμούσε την «εὐδοξίαν» (την καλή φήμη) από τις προσφορές και δωρεές, που του πρότεινε ο αντίπαλός του. Αποκρίθηκε στους πρέσβεις του Δαρείου ότι, όπως ο κόσμος δε θα ήταν δυνατό να έχει «τήν ἰδίαν διακόσμησιν καί τάξιν», αν υπήρχαν δύο ήλιοι, έτσι ούτε η οικουμένη θα μπορούσε να υπάρχει «ἀταράχως καί ἀστασιάστως» (δηλαδή χωρίς ταραχές και επαναστάσεις), αν είχαν δύο βασιλιάδες την ηγεμονία. Τους είπε επίσης ότι, αν ο Δαρείος ήθελε τα πρωτεία, έπρεπε να δώσει μάχη μαζί του «περί τῆς τῶν ὅλων μοναρχίας» (για την κυριαρχία όλου του κόσμου). Αν πάλι, καταφρονώντας τη δόξα, προτιμούσε την πολυτέλεια και την εύκολη ζωή, θα έπρεπε να κάμει ό,τι του πρόσταζε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Ύστερα από αυτή την απάντηση δεν ήταν δυνατό να υπάρξει καμιά συναλλαγή. Η απόρριψη των προτάσεων οδηγεί στη σύγκρουση. Η δεύτερη πολεμική αναμέτρηση των δύο αντιπάλων, Αλέξανδρου Γ΄ και Δαρείου Γ΄, ήταν αναπόφευκτη πλέον. Ο Μακεδόνας βασιλιάς μιλούσε τώρα από θέση ισχύος, όπως οι παλαιοί βασιλιάδες της Περσίας άλλοτε, χωρίς να δέχεται ισότιμη συνύπαρξη. Ήθελε την υπαγωγή των Περσών και των άλλων ασιατικών λαών στο οικουμενικό κράτος που διαμόρφωνε. Ο Αλέξανδρος όντας πάντοτε νικητής, δε δεχόταν να διαπραγματευθεί, ιδίως δεν ανεχόταν να του βάζει όρους ο ηττημένος αντίπαλός του Πέρσης βασιλιάς. [Μακεδονική υπερηφάνεια!!!] Γενικά όμως γύρω από το θέμα των επιστολών του Δαρείου διατυπώθηκαν πολλές αντικρουόμενες απόψεις, ορισμένοι μάλιστα νεότεροι ερευνητές αμφισβητούν ολωσδιόλου τη γνησιότητα της αλληλογραφίας μεταξύ των δύο αντιπάλων βασιλιάδων: Ο ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ όμως σχετικά για τις επιστολές γράφει: «Scribit itaque et tertias epistulas...» (δηλαδή, ο Δαρείος γράφει έπειτα και τρίτη επιστολή...). Ας παρακολουθήσουμε όμως τη συνέχιση της πορείας της ελληνικής Στρατιάς. Η διάβαση του ποταμού Τίγρητα ήταν πολύ δύσκολη. ο Αλέξανδρος «διεβίβασε τήν δύναμιν οὐ μόνον ἐπιπόνως, ἀλλά καί παντελῶς ἐπικινδύνως» (δηλαδή, διαβίβασε τη στρατιά, όχι μόνο με πολύ κόπο, αλλά και εντελώς επικίνδυνα), όμως ανενόχλητος, χωρίς καμιά αντίσταση, κοντά στην αρχαία Μοσσούλη. Κατάκοποι και ταλαιπωρημένοι από τη διάβαση του ποταμού και τρομαγμένοι από την ολική έκλειψη της σελήνης, που συνέβηκε στις 20 Σεπτεμβρίου, περίμεναν τη σύγ-κρουση με το Δαρείο. Αφού ξεκουράσθηκε η στρατιά μια μέρα, συνέχισε ο Αλέξανδρος την προέλασή του μέσα από την Ασσυρία. Η αποφασιστική συνάντηση για την τελική αναμέτρηση Ελλήνων και Περσών θα γίνει στα Γαυγάμηλα (Ιράκ), όπου ο πολυάριθμος στρατός του Δαρείου περίμενε παραταγμένος. Ο Αλέξανδρος ανίχνευσε την ανοικτή πεδιάδα, είδε τον όγκο της αντίπαλης στρατιάς και τον τρόπο παράταξης αυτής και στρατοπέδεψε σε απόσταση 5-6 χιλιομέτρων από τις θέσεις του Δαρείου. Πράγματι αυτήν τη φορά αντιστράφηκαν οι όροι. ο Μακεδόνας βασιλιάς βρέθηκε σε πολύ μειονεκτική θέση συγκριτικά με τη μάχη στην Ισσό. Εκεί ο γεωγραφικός παράγοντας τον ευνόησε, ενώ εδώ στα Γαυγάμηλα ευνοούσε τον αντίπαλό του. Η πλεονεκτική θέση και η συντριπτική αριθμητική του υπεροχή προβλημάτισαν πολύ τον Αλέξανδρο. Ανέλαβε προσωπικά να εκτιμήσει την κατάσταση, έκανε την αναγνώριση της πεδιάδας και των θέσεων του εχθρού και με βάση τα στοιχεία – που συγκέντρωσε – πήρε την απόφαση για τη μάχη και κατέστρωσε με το επιτελείο του τα σχέδια της επίθεσης. Συγκάλεσε εν συνεχεία όλους τους αξιωματικούς του σε πολεμικό συμβούλιο και τους ανακοίνωσε τις αποφάσεις και τα σχέδιά του, τα οποία αμέσως ενέκριναν. Ήταν έτοιμοι όλοι και ανέμεναν τις διαταγές. Ο Παρμενίων και κάποιοι άλλοι πρεσβύτεροι εταίροι προσπάθησαν να πείσουν τον Αλέξανδρο να επιτεθεί κατά τη νύκτα. ο βασιλιάς Αλέξανδρος όμως τους αποστόμωσε λέγοντας
(κατά τον Πλούταρχο) «οὐ κλέπτω τήν νίκην». και κατά τον Αρριανό: «αἰσχρόν ἐστι κλέψαι τήν νίκην» (δηλαδή, Δεν υποκλέπτω τη νίκη – είναι αισχρό να υποκλέψεις τη νίκη). [Θαυμάστε τον ιπποτισμό του Μακεδόνα βασιλιά, την ευγένεια της ψυχής του, την Ελληνική ηρωική συνείδησή του, τη μεγαλοφροσύνη του !!!] Εξάλλου η επιτυχία νυκτερινής αιφνιδιαστικής επίθεσης προϋποθέτει την ακριβή γνώση του χώρου. Η συνολική δύναμη του Αλεξάνδρου (σύμφωνα με τον Αρριανό) ήταν 40.000 άνδρες πεζοί και 7.000 ιππείς. Σχετικά με την αριθμητική δύναμη της μεγάλης πολυεθνικής στρατιάς του Δαρείου, τα νούμερα, που μας δίνουν οι ιστοριογράφοι, ο Αρριανός, ο Πλούταρχος, ο Διόδωρος Σικελιώτης, ο Κούρτιος Ρούφος και ο Ιουστίνος, ποικίλλουν. Οι δύο πρώτοι συμπίπτουν στον αριθμό των πεζών – μιλούν για 1.000.000 – και οι ιππείς ήταν 40.000 περίπου. Ο Αρριανός αναφέρει επίσης 200 δρεπανηφόρα άρματα και 15 πολεμικούς ελέφαντες. Η μεγάλη μάχη άρχισε το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του έτους 331 π.Χ.. Η μάχη των Γαυγαμήλων, όπως είναι γνωστή, μία από τις φονικότερες και σπουδαιότερες της αρχαίας ιστορίας, έγινε «ὑπέρ ξυμπάσης της ΑΣΙΑΣ» (δηλαδή, Για την κατάκτηση όλης γενικά της Ασίας), κατά την έκφραση του ιδίου του βασιλιά Αλεξάνδρου. Προ της μάχης κάλεσε τους άνδρες του να πολεμήσουν ηρωικά, λέγοντάς τους ότι τώρα πια θα αποφασισθεί ποιοι πρέπει να είναι οι κυρίαρχοι της γης, οι Έλληνες ή οι Πέρσες. Τον πολυάριθμο στρατό του αντιπάλου κατόρθωσε ο Αλέξανδρος να κατανικήσει και να τον διαλύσει χάρη στην άριστη οργάνωση του στρατού του και στο θαυμάσιο στρατηγικό σχέδιο που εφάρμοσε. Παράταξε το στρατό του έτσι, ώστε να αποτρέψει τον κίνδυνο υπερφαλάγγισής του από τον αριθμητικά πολύ υπέρτερο στρατό του αντιπάλου του. Ο Παρμενίωνας στο αριστερό και ο Αλέξανδρος, όπως πάντοτε, στο δεξιό άκρον της παράταξης της στρατιάς. Αποβραδίς της μάχης διέταξε ο Μακεδόνας στρατηλάτης τους άνδρες του να δειπνήσουν και να κοιμηθούν, για να είναι χορτάτοι και ξεκούραστοι το πρωί που θα άρχιζε η επίθεση. Ενώ ο Δαρείος είχε καταπονήσει το στράτευμά του, γιατί έκανε το μοιραίο, πάλι, στρατηγικό λάθος να κρατήσει τους άνδρες του άυπνους όλη τη νύχτα, όρθιους σε ετοιμότητα μάχης, επειδή φοβήθηκε, μήπως ο Αλέξανδρος του επιτεθεί αιφνιδιαστικά στη διάρκεια της νύκτας. Έτσι ο αντίπαλος στρατός καταπονημένος από την κόπωση της ολονύκτιας ορθοστασίας και από την αϋπνία δε θα μπορέσει να αναπτυχθεί και να αποδώσει στη μάχη. Μεγάλο μειονέκτημα επίσης της πανστρατιάς της Ασίας ήταν η πολυγλωσσία της και η ασυνεννοησία της και επομένως ο δυσχερής συντονισμός των ενεργειών σύμφωνα με τις διαταγές των διοικητών των μονάδων της. Οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν από την τόσο μεγάλη διαφορά των δυνάμεων, από την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων και την υπεροπλία τους, ούτε και από τα «τεθωρακισμένα» τους. πολέμησαν ηρωικά και κέρδισαν, πάλι, την άνιση αυτή σύγκρουση. Ο Μακεδόνας βασιλιάς εφαρμόζει εδώ το σύστημα της «λαβίδας», με το οποίο είχε νικήσει πρώτος ο Αθηναίος Μιλτιάδης τους Πέρσες του Δάτη και Αρταφέρνη στην περιβόητη μάχη του ΜΑΡΑΘΩΝΑ (490 π.Χ.), δηλαδή αραιό το κέντρο της παράταξης και πυκνά τα άκρα, επειδή διέθετε λιγότερες αριθμητικά δυνάμεις. Το στρατηγικό αυτό σχέδιο εφάρμοσε και ο Μ. Ναπολέων, ο μεγάλος Γάλλος στρατηλάτης, στη μάχη του Βατερλό το 1815, τοποθετώντας τους σωματοφύλακές του, τους Γρεναδιέρους, σε σχήμα τετραγώνου. αλλά αυτός ηττήθηκε και διαλύθηκε η Γαλλική Αυτοκρατορία. Όταν ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πήρε την πρωτοβουλία της μάχης και διέταξε τη Μακεδονική Φάλαγγα να επιτεθεί, άρχισε να κάμπτεται η άμυνα του εχθρού. Τα δρεπανηφόρα άρματα αχρηστεύθηκαν, δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικά, όπως και οι ελέφαντες. Όταν η «λαβίδα» του ελληνικού στρατού απείλησε με περικύκλωση το στρατό του Δαρείου, ο ίδιος τράπηκε πάλι σε φυγή, όπως είχε πράξει και στη μάχη της Ισσού πριν 2 χρόνια ακριβώς. Έγινε άφαντος πάλι ο θρασύδειλος. Αντί να αμυνθεί ως το τέλος της μάχης και ή νικητής να ελευθερώσει την αιχμαλωτισμένη οικογένειά του ή σε αντίθετη περίπτωση να σκοτωθεί μαχόμενος ηρωικά για την τιμή του στέμματός του, προτίμησε ο φιλοτομαριστής Ασιάτης την ατραπό της επαίσχυντης σωτηρίας. Οι δύο αντίπαλοι είχαν βρεθεί πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. ο Αλέξανδρος ακόντισε το Δαρείο, αλλά επέτυχε τον άτυχο ηνίοχό του και τον έριξε νεκρό κάτω από το άρμα του. Τότε ο
ίδιος ο «ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ της Περσίας» προδικάζοντας το τέλος «καταπλαγείς πρός φυγήν ὥρμησεν» (δηλαδή, ο Δαρείος – επειδή τρόμαξε πολύ, τράπηκε σε φυγή). Έτσι γράφει ο Αρριανός. όμως ο Αλέξανδρος τον καταδίωξε, ώσπου νύκτωσε. Και «φυγή καρτερά εγένετο» (δηλαδή, η φυγή των Περσών γενικεύθηκε). Η μάχη τελείωσε με τη συντριβή της μεγάλης στρατιάς του Δαρείου και τη διάλυση αυτής. Οι απώλειές της ήταν βαρύτατες ιδίως κατά την καταδίωξη. Ο Αρριανός γράφει ότι οι νεκροί του Δαρείου ήταν περίπου 300.000 και οι αιχμάλωτοι περισσότεροι. ενώ ο Αλέξανδρος έχασε 100 μόνο παλληκάρια. άλλοι ιστορικοί βέβαια δίνουν άλλα νούμερα. Είχε όμως πολλούς τραυματίες. «τραυματίαι δ΄ ἐγένοντο παμπληθεῖς» (τραυματίες όμως υπήρξαν πάρα πολλοί), γράφει ο Διόδωρος. Μεταξύ αυτών ήταν οι φίλοι του Ηφαιστίων, Κοίνος και Περδίκκας. Επίσης πάνω από 1.000 ίπποι του ιππικού του Αλεξάνδρου τραυματίσθηκαν, σκοτώθηκαν ή πέθαναν από την ταλαιπωρία, ενώ περιήλθαν στην κυριαρχία του οι πολεμικοί ελέφαντες και πολλά δρεπανηφόρα άρματα του αντιπάλου του. Η μάχη στα ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ χάρισε την πιο ένδοξη νίκη στον ΕΛΛΗΝΑ ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ – είναι μία από τις πιο σημαντικές μάχες όλων των αιώνων. Εδώ κρίθηκε αποφασιστικά η τύχη της μεγάλης Περσικής Αυτοκρατορίας. Με τα αποτελέσματά της άμεσα και απώτερα αποτέλεσε σταθμό της αρχαίας ιστορίας. Μετά τη νίκη του Γαυγάμηλα, που έκρινε το γιγάντιο αγώνα του, ανακηρύχθηκε από τη συνέλευση του στρατού του ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ «ΒΑΣΙΛΕΥΣ της ΑΣΙΑΣ» για τη δόξα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και όλης της ΕΛΛΑΔΑΣ. Έκανε μεγαλοπρεπείς θυσίες στους θεούς και πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα στους φίλους του και γενικά σ΄ αυτούς που διακρίθηκαν στη μάχη. Ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ όμως δε λησμονούσε ποτέ τις υποχρεώσεις, που είχε ως «ΗΓΕΜΩΝ των ΕΛΛΗΝΩΝ». Έδωσε διαταγή να καταλυθούν όλα τα τυραννικά καθεστώτα των πόλεων εκείνων της «Συμμαχίας Κορίνθου», που είχαν εγκαθιδρυθεί με την υποστήριξη του αντιβασιλιά της Μακεδονίας Αντίπατρου, κατά την απουσία του στην εκστρατεία της Ασίας. Οι σχέσεις του Αλεξάνδρου και η συνεργασία του με τους άλλους Έλληνες ήταν καλές. Είναι πολύ σπουδαίο να επισημάνουμε ότι στα Γαυγάμηλα η νίκη ήταν τόσο των Μακεδόνων όσο και των άλλων Ελλήνων. Κατά τη διάρκεια της προέλασης στο πεδίο της μάχης, ο Αλέξανδρος οδηγούσε τους Έλληνες συμμάχους στην αριστερή πτέρυγα της παράταξης. Μάλιστα κατά πληροφορία του Καλλισθένη με ανάταση των χεριών του χαιρέτισε τους θεούς και προσευχήθηκε για τους Έλληνες: «Αν είναι αλήθεια ότι είμαι από τη γενιά του ΔΙΑ, να φυλάξετε και να ενδυναμώσετε τους Έλληνες». Για να συνδέσει τις μεγάλες του νίκες με τις μεγάλες νίκες των Ελλήνων κατά των Περσών, τον προηγούμενο αιώνα, διακήρυξε ότι θα ξαναέκτιζε την πόλη των Πλαταιέων και έστειλε γι΄ αυτό το σκοπό πολλά χρήματα από το βασιλικό ταμείο: «... ὅτι τήν χώραν οἱ πατέρες αὐτῶν ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας παρέσχον» (διότι οι πρόγονοι αυτών πρόσφεραν στους Έλληνες τη χώρα τους να αγωνισθούν για την ελευθερία της Ελλάδας) – μάχη των Πλαταιών το 479 π.Χ.. Έστειλε επίσης ο Μέγας Αλέξανδρος ένα μέρος από τη λεία της μάχης στον Κρότωνα, πόλη της Κάτω Ιταλίας, γιατί ο Κροτωνιάτης Φάυλλος ήταν ο μόνος Έλληνας της Μεγάλης Ελλάδας, που είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να έλθει να αγωνιστεί με ένα δικό του πλοίο στο πλευρό των αγωνιζόμενων Ελλήνων στη μεγάλη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). [Ο Αλέξανδρος γνωρίζει καλά την ελληνική ιστορία. γι΄ αυτό τιμά και ευγνωμονεί τους γενναίους Έλληνες αγωνιστές – υπερασπιστές της πατρίδας]. Τέλος, αφού ολοκληρώθηκε το μακάβριο έργο της ταφής τόσων χιλιάδων νεκρών (δεν έθαψε μόνο τους δικούς του, αλλά και τους αντιπάλους του - σαν «β ά ρ β α ρ ο ς !!!» που ήταν), προήλασε ταχύτατα στα Άρβηλα, ελπίζοντας ότι θα βρει εκεί το Δαρείο και τους θησαυρούς του και ό,τι άλλο ανήκε σ΄ αυτόν. Έφτασε την άλλη ημέρα, αφού τον καταδίωξε επί 100 περίπου χιλιόμετρα. δεν τον βρήκε όμως τον ίδιο, αλλά το άρμα του, τον οπλισμό του και 3.000 τάλαντα, γιατί ο τέως «Μέγας βασιλεύς» της Περσικής Αυτοκρατορίας, που πριν 2 χρόνια είχε αποκαλέσει τον Αλέξανδρο «θρασύδειλον», παράτησε τους κάμπους και έπιασε τα υψηλά βουνά. Πανικοβλημένος από την ορμητικότητα του Μακεδόνα στρατηλάτη, μήπως
ανακαλυφθεί, έφτασε στην Αρμενία «παρά τά ὄρη τά Ἀρμενίων ἤλαυνεν ἐπί τῆς Μηδίας» (δηλαδή, Έτρεχε καβάλα στο άλογό του κοντά στα αρμενικά βουνά πάνω στη Μηδία). Ο Δαρείος, τραγικό πρόσωπο πλέον της παγκόσμιας ιστορίας, μετά την πανωλεθρία του στα Γαυγάμηλα, δε θα τολμήσει να αναμετρηθεί άλλη φορά με το «θρασύδειλο» ΕλληνοΜακεδόνα βασιλιά. Ως τώρα έχοντας εξασφαλισμένη τη νομιμοφροσύνη της Μητροπολιτικής Ελλάδας κάτω από τον αυστηρό έλεγχο του αντιβασιλιά της Μακεδονίας Αντιπάτρου, ο Αλέξανδρος κέρδισε 3 μεγάλες μάχες κατά των βαρβάρων Περσών: Στο Γρανικό (334 π.Χ.) και στην Ισσό (333), με τις οποίες ελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και, εξασφαλίζοντας τη θαλασσοκρατορία, προχώρησε στην ΑΦΡΙΚΗ και εν συνεχεία εστράφη ακάθεκτος στα βάθη της ΑΣΙΑΣ. Και τώρα, μετά τη συντριβή του Δαρείου στα ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ (331), ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ήταν πλέον αδιαμφισβήτητος κύριος όλων των χωρών της Μικράς Ασίας, της Νοτιοανατολικής Μεσογείου της Αιγύπτου και της Μέσης Ανατολής και οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ του ανέλαβαν να κυριέψουν όλη την ΑΣΙΑ για λογαριασμό του. Η ήττα της Περσίας θεωρήθηκε ως προεισαγωγή για την κατάκτηση όλης της Ασίας. Σχεδόν όμως την ίδια εποχή, ενώ ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κέρδιζε τη μια μάχη μετά την άλλη, κατάφορτος από τις δάφνες των θριάμβων του, σημειώνεται νέα εξέγερση στην Ελλάδα εναντίον της επικυριαρχίας των Μακεδόνων! Πρωτοστατεί και πάλι ο βασιλιάς της ΣΠΑΡΤΗΣ Άγις Γ΄. Είναι ευνόητο ότι ο Δαρείος επιχείρησε και αυτή τη φορά να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στον προελαύνοντα Μακεδόνα στρατηλάτη, υποκινώντας σε εξέγερση τις ελληνικές πόλεις. Μάλιστα ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ήρθε ο ίδιος στην περσική Αυλή, ζητώντας τη βοήθεια του Δαρείου, ο οποίος πρόθυμα του πρόσφερε άφθονους «δαρεικούς» για τη σύμπηξη μετώπου κατά των Μακεδόνων. Ο Άγις με άφθονα περσικά χρήματα και με συμμάχους τους Ηλείους και τους Αρκάδες καταλαμβάνει την αρκαδική πόλη Μεγαλόπολη που παρέμενε πιστή φίλη των Μακεδόνων. Όμως η κίνησή του και των συμμάχων του απέτυχε οικτρά. στη μάχη της Μεγαλόπολης – μάχη των ποντικών, όπως είναι γνωστή – το φθινόπωρο του έτους 331 π.Χ., τα μακεδονικά στρατεύματα (40.000 άνδρες) νίκησαν κατά κράτος τους Πελοποννήσιους αντάρτες. Σκοτώθηκαν 5.000 περίπου άνδρες Σπαρτιάτες και σύμμαχοι και ανάμεσά τους και ο ίδιος ο ΑΓΙΣ. Ο νικητής των ανταρτών Αντίπατρος, ο αντιβασιλιάς της Μακεδονίας, με την ιδιότητα του επιτηρητή / επιμελητή της Ελληνικής Ηγεμονίας παρέπεμψε την τιμωρία των πρωταίτιων υποκινητών στο ίδιο το Συνέδριο της Κορίνθου. όμως οι σύνεδροι προτίμησαν να κριθεί το θέμα από τον ίδιο τον Ηγεμόνα Αλέξανδρο, το βασιλιά της Μακεδονίας και της Ασίας και φαραώ της Αιγύπτου. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης βρισκόταν στις μεγάλες του δόξες._
Β΄γ. Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΑΣ. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΑΙΟΥΧΟΣ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΑ ΣΟΥΣΑ. Τώρα οι πύλες για την κατάκτηση όλης της ΑΣΙΑΣ άνοιξαν διάπλατα, για να περάσει ο ΤΡΙΣΜΕΓΙΣΤΟΣ ΓΙΓΑΣ της ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ο ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Φορέας αυτού είναι ο «Ένοπλος Εξρευνητής» ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Αυτός θα διαλύσει τα σκοτάδια του δεσποτισμού της ασιατικής βαρβαρότητας, αυτός θα «εξανθρωπίσει», αυτός θα εκπολιτίσει και θα ενώσει τους λαούς της Ανατολής. Αφήνοντας τα Άρβηλα κατευθύνθηκε προς τη Βαβυλώνα. Όταν πλησίασε στην πόλη, παρέταξε το στρατό του σε σχηματισμό μάχης. Όμως ο Πέρσης σατράπης της περιοχής Μαζαίος, που είχε πολεμήσει με γενναιότητα στη μάχη των Γαυγαμήλων, βλέποντας ότι ήταν μάταιη η συνέχιση της αντίστασης, αποφάσισε να παραδώσει την πόλη αμαχητί. μαζί με τους γιους του πήγε και παρουσιάσθηκε στον Αλέξανδρο ως ικέτης. Έτσι η μεγαλούπολη και πολυάνθρωπη παλαιά πρωτεύουσα των ΧΑΛΔΑΙΩΝ, η ΒΑΒΥΛΩΝ, παραδόθηκε στον Αλέξανδρο. Όλοι οι κάτοικοι τον προϋπάντησαν και τον υποδέχθηκαν ως ελευθερωτή με επικεφαλής το ιερατείο και τους άρχοντες και μάλιστα στρώνοντας το δρόμο του με άνθη. Ο καθένας του πρόσφερε από ένα δώρο και όλοι μαζί του δήλωσαν πως είναι πρόθυμοι να του παραδώσουν την πόλη τους και τους θησαυρούς της. Ο Αλέξανδρος περιηγήθηκε την πόλη και τη θαύμασε, ιδίως για τους κρεμαστούς κήπους της. Πρόσταξε να ανοικοδομήσουν όσα ιερά ήταν γκρεμισμένα και να επισκευασθούν τα τείχη της. Τίμησε τη θρησκεία των Βαβυλωνίων και άφησε το Μαζαίο στη θέση τού σατράπη. η πολιτική αυτή –υστεροβουλία –του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν δοκιμασμένη και επιτυχημένη. Όμως διαχώρισε τη διοικητική από τη στρατιωτική και οικονομική εξουσία. Στρατιωτικό διοικητή διόρισε τον εταίρο Απολλόδωρο, τον Αμφιπολίτη, το γιο του Φίλωνα. Στην ακρόπολη εγκατέστησε μακεδονική φρουρά 700 ανδρών με φρούραρχο τον Αγάθωνα από την Πύδνα. Στο Μαζαίο μάλιστα, κατά εξαίρεση, δόθηκε η άδεια να διατηρεί νομισματοκοπείο και να κόβει νόμισμα – ήταν ο μόνος μη Έλληνας σατράπης, στον οποίο παραχωρήθηκε αυτό το δικαίωμα. Είναι διάχυτη η εντύπωση όλων των επιτελών του και των στρατιωτών του ότι η προσπάθεια του Αλεξάνδρου να προσεταιρισθεί την περσική αυτοκρατορία είναι μέρος ενός γενικότερου σχεδίου του, που δεν είναι ακόμη ορατό. Στην Αρμενία, που δεν την είχε καταλάβει ακόμη, έστειλε ως σατράπη τον Πέρση Μιθρίνη, τον πρώην φρούραρχο των Σάρδεων, που του είχε παραδώσει την ακρόπολη. Ύπαρχο της Συρίας, της Φοινίκης και της Κιλικίας και υπεύθυνο για την ασφάλεια των επικοινωνιών με την Ελλάδα διόρισε το Μένητα από την Πέλλα. σ΄ αυτόν έστειλε αργότερα από τα ΣΟΥΣΑ 3.000 τάλαντα, για να τα χρησιμοποιήσει ο Αντιβασιλιάς της Μακεδονίας, Αντίπατρος, όταν θα τα χρειαζόταν. Στη Βαβυλώνα η στρατιά του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναπαύθηκε 1 μήνα περίπου. Απ΄τα χρήματα που είχαν πέσει στα χέρια του, δώρισε ο Αλέξανδρος σε κάθε Μακεδόνα ιππέα 600 δραχμές, σε κάθε Έλληνα ιππέα 500, σε κάθε Μακεδόνα πεζό 200 δραχμές και στους Βαλκάνιους στρατιώτες του πλήρωσε ανάλογα. επίσης στους Έλληνες μισθοφόρους πλήρωσε μισθό 2 μηνών. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στα παλαιά ανάκτορα του ένδοξου Χαλδαίου βασιλιά της Βαβυλωνιακής Αυτοκρατορίας, του Ναβουχοδονόσορα Β΄, βρήκε την ευκαιρία να πληροφορηθεί για τον πανάρχαιο πολιτισμό των Βαβυλωνίων και των Χαλδαίων και να θαυμάσει την ωραία, παραδεισένια πόλη τους, με τους κήπους τους κρεμαστούς τόσο πολύ, ώστε να οδηγηθεί στην ιστορική απόφαση να μετατοπίσει στοχαστικά το κέντρο της ιδεατής κοσμοκρατορίας – που ο μεγάλος αυτός οραματιστής οραματιζόταν να ιδρύσει – ανατολικότερα από την Αλεξάνδρεια που οικοδομούνταν, στη Βαβυλώνα. Εξάλλου η πόλη με τη γύρω περιοχή της (Βαβυλωνία), με τη σημαντική γεωγραφική της θέση – σταυροδρόμι σπουδαίων εμπορικών δρόμων της Ανατολής – του ανήκει. είναι ο πρώτος καρπός της μεγάλης του νίκης και ήταν η πλουσιότερη σατραπεία της περσικής αυτοκρατορίας. Οι απλοί άνθρωποι του λαού, μαζί τους και οι ιερείς και οι άρχοντες καλωσόρισαν τον Αλέξανδρο και του εμπιστεύθηκαν την πόλη τους με την πανάρχαια ιστορία. Ήταν γι΄ αυτούς το τέλος 200 χρόνων περσικής τυραννίας. Ο Αλέξανδρος συμπάθησε τους Βαβυλώνιους, που ήταν ένας φιλήσυχος, φιλειρηνικός και προ-
οδευτικός λαός, έδειξε το σεβασμό του για τα ήθη, τα έθιμα και τη θρησκεία τους και γι΄ αυτό αγαπήθηκε και ο ίδιος πολύ. Η παραμονή του στην πόλη αυτή ήταν μια πολύ έντονη και ιδιότυπη εμπειρία. Εδώ στη Βαβυλώνα ένιωσε ο Μέγας Αλέξανδρος μια αποκάλυψη. ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή με έναν κόσμο τελείως άγνωστο και διαφορετικό, εξωτικό, όπου το κλίμα, τα τοπία, τα χρώματα ήταν πολύ διαφορετικά και, κυρίως, η αίσθηση της ζωής τελείως διαφορετική. Στη Μεσοποταμία (ΙΡΑΚ) τα πάντα είχαν άλλες διαστάσεις, άλλη κλίμακα, γι΄ αυτόν. Αφήνοντας στα τέλη του έτους 331 π.Χ. την ωραία Βαβυλώνα, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, κατευθύνθηκε προς τα νοτιοανατολικά, στην ΠΕΡΣΙΑ (ΙΡΑΝ), κατευθείαν προς την πρωτεύουσα της Περσικής Αυτοκρατορίας, τα ΣΟΥΣΑ. Κατά την πορεία συναντήθηκε με τις επικουρικές ενισχύσεις, που του έστειλε από την Ελλάδα ο αντιβασιλιάς Αντίπατρος υπό την ηγεσία του Αμύντα, του γιου του Ανδρομένη. Έτσι ενισχύθηκαν οι τάξεις και οι ίλες του στρατού του Μακεδόνα στρατηλάτη και καλύφθηκαν τα κενά από τις απώλειες των ανδρών από την υπηρεσία τους στην πρώτη γραμμή μάχης. Ήταν όλοι οι νεοσύλλεκτοι περίπου 15.000 άνδρες. Εξάλλου ένα μεγάλο μέρος του στρατού χρειάζονταν για τη φρούρηση των πόλεων που κατακτούσε. Έφθασαν συγχρόνως από τη Μακεδονία και 50 νεαροί, γιοι φίλων του βασιλιά Αλεξάνδρου, για να ενταχθούν στη σωματοφυλακή του. Αυτοί αποτελούσαν την τελευταία τάξη της στρατιωτικής Σχολής Βασιλικών Ακολούθων. εκεί θα αποφοιτούσαν υπό τη διεύθυνση και καθοδήγηση του Καλλισθένη και άλλων φιλοσόφων της Αυλής, που ακολουθούσαν την εκστρατεία. Η εκπαίδευσή τους θα συνεχιζόταν κάτω από τη στενή επιτήρηση του ίδιου του βασιλιά. γνωστοποίησε μάλιστα στην Πέλλα (στον αντιβασιλιά του) ότι ήθελε και τους άλλους τελειόφοιτους της Σχολής στην Αυλή του. Η μεταφορά της Σχολής Βασιλικών Ακολούθων (Βασιλικών Παίδων) πρέπει να σχολιάστηκε από τους Μακεδόνες και στην πατρίδα και στην Ασία, πάντως όχι ευμενώς. Και ο αντιβασιλιάς Αντίπατρος θα τους χρειαζόταν οπωσδήποτε στην πατρίδα, στην υπηρεσία του. Όμως ο ίδιος ο βασιλιάς, ο Αλέξανδρος, ένιωθε ότι θα έπρεπε να ενδυναμώσει τη θεσμική του θέση στην ΑΣΙΑ ως βασιλιάς της Μακεδονίας και της ΑΣΙΑΣ και να επαυξήσει την επιρροή του σ΄ αυτούς τους νεαρούς βλαστούς, που αργότερα θα αποτελούσαν την άρχουσα τάξη στο μεγάλο βασίλειο της ΑΣΙΑΣ. Το γεγονός όμως διατάραξε τις στενές σχέσεις που είχε ο βασιλιάς με τους Φίλους και τους Εταίρους του. Το «καλό» παράδειγμα υποταγής και νομιμοφροσύνης απέναντι στο νικηφόρο στρατηλάτη της Μακεδονίας Αλέξανδρο, που έδειξαν οι Βαβυλώνιοι, ακολούθησαν και οι Σούσιοι, οι κάτοικοι των Σούσων και της γύρω περιοχής – Σουσιανής. Ο Αβουλίτης, ο Πέρσης σατράπης της σατραπείας αυτής, παραδόθηκε μαζί με το γιο του αμαχητί. Μετά την παράδοση της διοικητικής πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας, που αποτελεί καίριο πλήγμα της περσικής κυριαρχίας στην ΑΣΙΑ, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κατέλαβε τα ΣΟΥΣΑ και έγινε κύριος των θησαυρών των ΑΧΑΙΜΕΝΙΔΩΝ: 50.000 τάλαντα αργύρου σε ράβδους (Αρριανός) και «9.000 τάλαντα χρυσοῦ χαρακτῆρα δαρεικόν ἔχοντα» (Διόδωρος), δηλαδή χρυσά νομίσματα που εικονίζουν το «Μέγα βασιλέα» Δαρείο Α΄, περιήλθαν στα χέρια του Μακεδόνα στρατηλάτη και ενίσχυσαν το βασιλικό ταμείο της ελληνικής στρατιάς. Επίσης στα βασιλικά ανάκτορα ο Αλέξανδρος βρήκε 5.000 τάλαντα πορφύρας πολύ μεγάλης αξίας και άλλα δώρα και αντικείμενα πολυτελείας βασιλικά. ο Πλούταρχος γράφει: «πολυτέλειαν ἀδιήγητον». Το τάλαντο ως μονάδα βάρους ισοδυναμούσε περίπου με 25 κιλά. [Αμύθητος ο πλούτος! Βαρύς όμως ο φόρος αίματος μυριάδων σκλάβων – υπηκόων των Αχαιμενιδών!] Στα ανάκτορα επανεγκατέστησε Μέγας Αλέξανδρος τη μητέρα και τα παιδιά του τέως βασιλιά της Περσίας, του ρίψασπη και λιποτάκτη Δαρείου. Φρόντισε ο Μακεδόνας βασιλιάς, όπως ταίριαζε σε μέλη βασιλικής οικογένειας, να μην τους λείψει τίποτε, τιμές και πλούτη. κανόνισε μάλιστα και για την εκπαίδευση του Ώχου, του 8χρονου γιου του Δαρείου, επειδή τον θεωρούσε επίδοξο διάδοχο του περσικού θρόνου. φρόντισε επίσης και για τις δύο πριγκί-
πισσες. Ο ίδιος μάλιστα όρισε και τους Έλληνες δασκάλους, που θα δίδασκαν την ελληνική γλώσσα στα παιδιά του τέως «Μεγάλου» βασιλιά. [Προσέξατε, παρακαλώ: την ελληνική γλώσσα, όχι άλλη, π.χ. «τη μακεδονική;» ή κάποια βαρβαρική ή;]. «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ» (βγήκε ο σπορέας να σπείρει το σπόρο του) –ο μεγάλος οραματιστής, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο μεγάλος στρατηλάτης. Ο εξελληνιστής και εκπολιτιστής της Ανατολής αρχίζει την εφαρμογή του ειρηνικού, εξελληνιστικού και εκπολιτιστικού προγράμματός του μέσα από τα ίδια τα ανάκτορα της περσικής δυναστείας. Τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες με γυμνικούς αγώνες και λαμπαδηφορία. Έκαμε μια μεταρρύθμιση στην οργάνωση του στρατού, για να εντάξει τις νέες δυνάμεις / ενισχύσεις, που είχαν φθάσει από την Ελλάδα. Φρούραρχο στην ακρόπολη διόρισε τον εταίρο Μάζαρο και στρατηγό των δυνάμεων κατοχής τον Αρχέλαο, γιο του Θεοδώρου, ενώ σατράπη της περιφέρειας της Σουσιανής άφησε τον ίδιο, τον Πέρση Αβουλίτη. Ο Μέγας Αλέξανδρος χάρηκε πάρα πολύ, γιατί τα δύο μεγαλύτερα κέντρα της άλλοτε πανίσχυρης, υπερήφανης και ζάπλουτης περσικής αυτοκρατορίας, η ΒΑΒΥΛΩΝ και τα ΣΟΥΣΑ, περιήλθαν στην κυριαρχία του άμεσα, αυτοπροαίρετα και αναίμακτα. Οι άνδρες όμως του εκστρατευτικού σώματος ίσως δε θα δοκίμασαν τα ίδια συναισθήματα, γιατί είδαν ότι άρχιζαν και άλλοι, ξένοι πια, να μπαίνουν στη ζωή του βασιλιά τους. Η ευνοϊκή μεταχείριση του Αλεξάνδρου – προς τους Βαβυλώνιους και τους Σουσίους, η διακριτική – προκλητική – συμπεριφορά του προς την αιχμάλωτη βασιλική οικογένεια του Δαρείου και οι προνομιακές παραχωρήσεις προς τους Πέρσες σατράπες Μιθρίνη (Αρμενίας), Μαζαίο (Βαβυλωνίας) και Αβουλίτη (Σουσιανής) προβλημάτιζαν τους γενναίους και υπερήφανους Μακεδόνες. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν ότι ήταν πολιτική ανάγκη να συνάψουν φιλικές σχέσεις με ορισμένους τουλάχιστον Πέρσες, αφού δεν είχαν στην κατοχή τους ακόμη ολόκληρη την επικράτεια του Δαρείου, παρά μόνο τις παρυφές της περσικής αυτοκρατορίας. Βαθιά συγκίνηση πρέπει να προξένησε στην ψυχή του νεαρού Μακεδόνα στρατηλάτη το γεγονός ότι εκείνος ο ίδιος ήταν πια ο κύριος της περσικής πρωτεύουσας, των Σούσων, και να ένιωσε μεγάλη ντροπή, που επί δύο σχεδόν αιώνες η πόλη αυτή έπαιζε ρόλο άτιμο στη μοίρα των ελληνικών πόλεων – κρατών με τις ποικιλότροπες επεμβάσεις των Περσών βασιλιάδων στα ελληνικά πράγματα. Χρόνια ολόκληρα πρεσβείες ελληνικές από ελληνικές διάφορες πόλεις ή και σπουδαίοι εξόριστοι Έλληνες ηγέτες έφταναν στα βασιλικά ανάκτορα των Περσών, εκεί στα Σούσα, περιμένοντας ακρόαση στους προθαλάμους των βασιλιάδων. Ακόμη και ο μεγάλος Αθηναίος Θεμιστοκλής, ο τροπαιούχος νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, που τσάκισε τον πανίσχυρο περσικό στόλο και ξεφτίλισε τον Πέρση δυνάστη, τον Ξέρξη, πήγε ως εκεί ζητώντας πολιτικό άσυλο από τον ηττημένο αντίπαλό του, όπως νωρίτερα το ίδιο είχαν πράξει και ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, ο βασιλιάς της υπερήφανης και ηρωικής Σπάρτης Δημάρατος και αργότερα ο ηγέτης της Θήβας Πελοπίδας και άλλοι ηγέτες Έλληνες. Εξάλλου σ΄ αυτήν την πόλη, στα ΣΟΥΣΑ, είχε συνομολογηθεί και η τόσο υποτιμητική και επονείδιστη για τον Ελληνισμό (το 387 π.Χ.) Ανταλκίδειος Ειρήνη. Στους Αθηναίους όμως, με τους οποίους επιθυμούσε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ να έχει πάντοτε καλές σχέσεις – εξάλλου εκεί δίδασκε (στο Λύκειο της Αθήνας) ο σεβαστός του καθηγητής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ – επιφύλαξε μια έκπληξη: τους έστειλε πίσω το χάλκινο σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων (που είχε φιλοτεχνήσει ο σπουδαίος γλύπτης Αντήνωρ). Το βρήκε ο Μακεδόνας βασιλιάς καταχωνιασμένο ανάμεσα σε άλλα λάφυρα στις αποθήκες των ανακτόρων. το είχαν αρπάξει οι βάρβαροι Πέρσες, όταν ο Ξέρξης κατέστρεψε την ΑΘΗΝΑ κατά την εκστρατεία του το 480 π.Χ., μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Αυτή η πράξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου όχι μόνο ήταν απόλυτα σύμφωνη με την προπαγάνδα που νομιμοποιούσε την εκστρατεία ως πανελλήνια εκδίκηση, αλλά είχε και το όφελος ότι ισχυροποίησε τα αντιτυραννικά διαπιστευτήριά του, αφού οι δύο τυραννοκτόνοι – Αρμόδιος και Αριστογείτων – είχαν εκτελεσθεί, επειδή είχαν συνωμοτήσει για την ανατροπή του τυράννου της Αθήνας Ιππάρχου, και η Αθηναϊκή Δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε λίγο αργότερα, τους θεωρούσε ως ήρωες.
Στην Αθήνα – στο Δήμο και στη Βουλή – η περιπέτεια ή καλύτερα η απότομη μεταβολή της τύχης, που αντιπροσώπευε η νίκη του Μεγάλου Αλεξάνδρου κατά των Περσών, σχολιάσθηκε (330 π.Χ.) από τον Αθηναίο ρήτορα Αισχίνη ως εξής: «Μήπως ο βασιλιάς των Περσών, εκείνος που άνοιξε διώρυγα στον Άθω, που γεφύρωσε τον Ελλήσποντο, που ζήτησε «γῆν καί ὕδωρ» από τους Έλληνες, που τόλμησε να γράψει στις επιστολές του ότι ήταν αφέντης όλου του κόσμου από την Ανατολή μέχρι τη Δύση, μήπως αυτός δεν πολεμάει τώρα όχι πια για την κυριαρχία του πάνω στους άλλους, αλλά για την ίδια τη ζωή του;…». Η ΑΘΗΝΑ δείχνοντας νομιμοφροσύνη προς τον Ηγεμόνα της Ελληνικής Συμμαχίας Μέγα Αλέξανδρο, που αγωνιζόταν στην ΑΣΙΑ, δεν είχε συμπράξει με τη ΣΠΑΡΤΗ, της οποίας ο βασιλιάς ΑΓΙΣ επικεφαλής αντιμακεδονικού συνασπισμού είχε ξεσηκώσει με το περσικό χρυσάφι τους Πελοποννησίους κατά της Μακεδονικής επικυριαρχίας.-
Β΄δ. ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΔΙΑΣ. ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ. O ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΝΟΜΙΜΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΔΑΡΕΙΟΥ. ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ. Ο Μέγας Αλέξανδρος τον Ιανουάριο του έτους 330 π.Χ. ξεκίνησε για να εισβάλει στη σατραπεία της Περσίδας. Σκοπός του ήταν να συλλάβει το Δαρείο. Κατά την προέλασή του αντιμετώπισε την αντίσταση μιας πολεμικής φυλής, τους ορεσίβιους Ουξίους, τους οποίους υπέταξε. Προελαύνοντας νοτιοανατολικά για την Περσέπολη έπρεπε να περάσει από τις Περσίδες Πύλες, τα φυσικά στενά που συνδέουν τη Σουσιανή με την Περσίδα, τις οποίες φρουρούσε ο Πέρσης σατράπης της περιοχής Αριοβαρζάνης με 40.000 πεζούς και 400 ιππείς. Όμως ο Μακεδόνας στρατηλάτης με κυκλωτική κίνηση – και με την κάλυψη του στρατηγού Κρατερού – κατόρθωσε να κυριέψει τη στρατηγική και οχυρή αυτή θέση και να τρέψει τους Πέρσες σε φυγή, χωρίς καν να επιχειρήσουν να αμυνθούν. Από τις Περσίδες Πύλες ο Μέγας Αλέξανδρος κινήθηκε ταχύτατα, διάβηκε χωρίς δυσκολία τον ποταμό Αράξη, για τη γεφύρωση του οποίου βέβαια είχαν προηγηθεί τμήματα του στρατού και του μηχανικού με αρχηγούς τον Αμύντα, το Φιλώτα και τον Κοίνο. Βιαζόταν να φθάσει στην Περσέπολη, πριν προλάβουν οι Πέρσες να φυγαδέψουν τους βασιλικούς θησαυρούς. Εξάλλου ο Πέρσης διοικητής της πόλης, ο Τιρίδατος, του διαμήνυσε ότι, αν έφτανε εκεί πριν από τους ανθρώπους του Δαρείου, θα του παράδινε την πόλη με τους θησαυρούς της. Πλησιάζοντας προς την πόλη ο Μακεδόνας στρατηλάτης, αντίκρισε μια εικόνα απίστευτης τραγικότητας: «θέαμα παράξενον καί δεινόν» - γράφει ο Διόδωρος. το αναφέρουν όμως και οι Λατίνοι (Ρωμαίοι) ιστοριογράφοι Κούρτιος Ρούφος και Ιουστίνος: Ένα πλήθος ανθρώπων (γύρω στους 800), γέροι, όλοι ακρωτηριασμένοι, με αναπηρία – άλλος με ένα πόδι ή ένα χέρι και άλλος χωρίς μύτη ή χωρίς αυτιά, βγήκαν στο δρόμο του να τον συναντήσουν και να ζητήσουν τη βοήθεια και τη συμπαράστασή του. Ήταν Έλληνες τεχνίτες και επαγγελματίες, που ήταν αιχμάλωτοι προηγουμένων Περσών βασιλιάδων. Συγκινήθηκαν πολύ οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου και ο ίδιος δεν μπόρεσε να κρύψει τα δάκρυά του. Διέταξε αμέσως την επιμελητεία του για την περίθαλψή τους. Επιτάχυνε την προέλασή του και έφτασε μπροστά στα τείχη της Περσέπολης, όπου έμεινε ο Αλέξανδρος έκπληκτος από την ωραιότητα, τον πλούτο και το μέγεθός της. Παραδόθηκε αμαχητί. Την πόλη ίδρυσε ο Δαρείος Α΄ και την οχύρωσε με τείχη και περιβόλους απόρθητους. Ήταν πρωτεύουσά του και στην ακρόπολη έκτισε τα πιο μεγαλόπρεπα ως τότε ανάκτορα στον κόσμο. Ο Διόδωρος μας παρέχει άφθονα στοιχεία για τη δόξα της πόλης και το άδοξο τέλος που είχε: Την ονομάζει «Μητρόπολιν τῶν Ἀχαιμενιδῶν» και «πλουσιωτάτην τῶν ὑπό τόν ἥλιον» . Περιγράφει με λεπτομέρειες τα υπέρλαμπρα ανάκτορα και τη χλιδή τους. Εκθαμβωτική –εξαιρετικά υποβλητική ήταν η αίθουσα του θρόνου με τις 100 πανύψηλες κολόνες. Στη μεγαλόπρεπη σκάλα υπήρχε εγχάρακτη επιγραφή –σε σφηνοειδή γραφή: «Έτσι ορίζει ο Βασιλιάς ΔΑΡΕΙΟΣ: η χώρα αυτή της Περσίας που μου παραχώρησε ο (Θεός) Ωρομάσδης, που είναι εύφορη και τρέφει καλά άλογα και γενναίους άνδρες, χάρη στο Θεό Ωρομάσδη και σε μένα, το βασιλιά Δαρείο, εχθρό δε φοβάται». Αυτή η άλλοτε τόσο υπερδύναμη και υπερήφανη πόλη, η ΠΕΡΣΕΠΟΛΙΣ, λεηλατήθηκε και ταπεινώθηκε και ατιμάσθηκε. Ο Διόδωρος μάλιστα γράφει ότι ο Αλέξανδρος άφησε ελεύθερους τους άνδρες του μια ολόκληρη ημέρα να επιδοθούν στη διαρπαγή των ιδιωτικών κινητών περιουσιών. Ακολούθησε ύστερα η καταστροφή των ιερών και η λεηλασία των θησαυρών τους. Λέγεται όμως ότι είχε συγκληθεί και στρατιωτικό συμβούλιο, «για να αποφασίσουν όλοι μαζί οι επιτελείς αξιωματικοί για την τύχη της πόλης». Ο συνετός επιτελάρχης Παρμενίων έκρινε ότι δε θα έπρεπε να προσβληθούν άσκοπα τα αισθήματα του ηττημένου λαού. Εδώ θα αναζητήσουμε τα πρώτα σπέρματα ψυχρότητας μεταξύ των δύο ανδρών, του ηλικιωμένου και συνετού επιτελάρχη Παρμενίωνα και του νεαρού ανυποχώρητου στρατηλάτη Αλέξανδρου, η οποία όχι ύστερα από πολλούς μήνες θα οδηγήσει στο άδοξο τέλος του πρώτου. Επιμένοντας ο έμπειρος Παρμενίων είπε ότι στο εξής δε θα υπάκουαν και δε θα υποτάσσονταν με τη θέλησή τους οι Ασιάτες στον Αλέξανδρο, αν δημιουργούσε ο νέος βασιλιάς την εντύπωση ότι
δεν πήρε την εξουσία της ΑΣΙΑΣ απλώς, αλλά επιχειρούσε να επιτίθεται έτσι μόνο για τη νίκη και τη διαρπαγή. Ο Μέγας Αλέξανδρος όμως ισχυρίσθηκε ότι ήθελε να τιμωρήσει τους Πέρσες, παίρνοντας εκδίκηση για την καταστροφή της ΑΘΗΝΑΣ από τον ΞΕΡΞΗ και για όσα άλλα κακά αυτοί «τούς Ἕλληνας εἰργάσαντο (τους Έλληνας έκαναν)». Η απόφαση του νεαρού βασιλιά ήταν τελεσίδικη και αμετάκλητη – να καταστραφεί η Περσέπολη – και απόλυτα μάλιστα συνεπής προς τους σκοπούς του εκδικητικού πολέμου, που του είχε αναθέσει το Συνέδριον του Κοινού των Ελλήνων στην Κόρινθο. Η συμφορά όμως της πόλης ολοκληρώθηκε με τον εμπρησμό των ανακτόρων. το γεγονός αναφέρουν όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τον Αλέξανδρο: Γράφουν ότι σε μια νυκτερινή διασκέδαση, καθώς όλοι οι αξιωματούχοι της Αυλής του Αλεξάνδρου και του στρατού του ήταν μεθυσμένοι, παρασύρθηκε ο νεαρός βασιλιάς από τα λόγια μιας γυναίκας, της όμορφης Αθηναίας εταίρας Θαΐδας, φίλης του Πτολεμαίου του Λάγου. Του είπε: «Τι ωραίο θα ήταν να έλεγαν οι άνθρωποι ότι η Αθηναία Θαΐς μαζί με τον Αλέξανδρο εκδικήθηκαν τους Πέρσες, καίγοντας τα ανάκτορα του Ξέρξη στην Περσέπολη, όπως κι αυτός έκαμε στην Ακρόπολη της πατρίδας μου, της ΑΘΗΝΑΣ» ! Τότε έδωσε εντολή να πάρουν οι συνδαιτυμόνες από έναν πυρσό και να κάψουν τα ανάκτορα του Δαρείου (Α΄). Γιατί, όμως, έδωσε την εντολή ο Αλέξανδρος να γίνει αυτό; αν πράγματι αυτός την έδωσε; ή γιατί το επέτρεψε να γίνει, αν δεν το διέταξε ο ίδιος; Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη εκδίκηση για την πυρπόληση των ελληνικών ιερών από τους Πέρσες κατά τους Μηδικούς πολέμους. Ο Αρριανός όμως, σοβαρός κριτής και μελετητής του Αλεξάνδρου, δε δικαιολογεί την ακατανόητη εκείνη πράξη του. Νεότεροι όμως μελετητές υποστήριξαν ότι η πυρπόληση των παλαιών ιστορικών ανακτόρων της Περσίας (Περσέπολη) ήταν εσκεμμένη και μπορεί να θεωρηθεί ως μία πολιτική διακήρυξη προς την ΑΣΙΑ και προς την ΕΛΛΑΔΑ εκ μέρους του νέου βασιλιά – σαν ένα σημείο προς τους Βαβυλωνίους αφενός και τους άλλους Ασιάτες και προς τους Αθηναίους αφετέρου και τους άλλους Έλληνες –ότι πήρε εκδίκηση για την πυρπόληση του μεγάλου ναού του θεού Βήλου στη Βαβυλώνα και του Εκατόμπεδου / ναού της θεάς ΑΘΗΝΑΣ στην Αθήνα από τον βάρβαρο βασιλιά ΞΕΡΞΗ. Και σαν συμβολική ακόμη απόδειξη ότι η εξουσία των ΑΧΑΙΜΕΝΙΔΩΝ είχε πλέον λήξει οριστικά. Ουσιαστικά η αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει και ακέφαλη η δυναστεία της είχε καταλυθεί. Τώρα ο Μέγας Αλέξανδρος κατείχε τις πρωτεύουσες (Σούσα και Περσέπολη) και τους θησαυρούς των Αχαιμενιδών. Τα ανάκτορα, που, κατά τις πληροφορίες των ιστορικών Διοδώρου και Κούρτιου Ρούφου, «ἔγεμον ἀργυρίου καί χρυσίου» (ήταν γεμάτα από ασήμι και χρυσάφι), δεν υπάρχουν πια. όμως ένας αμύθητος θησαυρός, που είχε συγκεντρωθεί πάνω στην ακρόπολη από την εποχή του ΚΥΡΟΥ, του ιδρυτή του περσικού κράτους, περιήλθε στα χέρια του εκδικητή Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετρήθηκαν 120.000 τάλαντα (120.000 Χ 25 κιλά = 3.000.000 κιλά = 3.000 τόνοι) χρυσού και για τη μεταφορά τους χρησιμοποιήθηκαν 10.000 ζευγάρια μουλάρια και 5.000 καμήλες. Σατράπη διόρισε στην Περσίδα τον Πέρση Φρασαόρτη, γιο του Ρεομίθρη. Ο Πλούταρχος δίνει και την εξής πληροφορία, πως τάχα ο Αλέξανδρος, αντικρίζοντας μέσα στα ανάκτορα ένα μεγάλο ανδριάντα του Ξέρξη πεσμένο καταγής, γύρισε και του είπε ειρωνικά σαν να ήταν «έμψυχος»: «Για ποιο από τα δύο, για την εκστρατεία σου εναντίον των Ελλήνων ή για τη μεγαλοφροσύνη και την αρετή σου, να σε σηκώσω πάλι στη θέση σου;». Επίσης γράφει ότι στην Περσέπολη ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της Μακεδονίας και ηγεμόνας της Ελλάδας, κάθισε για πρώτη φορά στο χρυσό θρόνο των Περσών βασιλιάδων και αυτοανακηρύχθηκε συνεχιστής της δυναστείας των Αχαιμενιδών. Και όταν τον είδε ο Δημάρατος ο Κορίνθιος, ένας πατρικός του φίλος, γέροντας πια και συνετός, δάκρυσε και του είπε: «Όσοι από τους Έλληνες έχουν πεθάνει, στερήθηκαν τη μεγάλη αυτή χαρά να σε δουν, Αλέξανδρε, να κάθεσαι στο θρόνο του Δαρείου». Από τα λάφυρα και τους θησαυρούς ο Αλέξανδρος έκαμε, όπως συνήθιζε μετά την κατάληψη κάθε πόλης, πλούσιες δωρεές στους συμπολεμιστές του και έστειλε στους φίλους του στην πατρίδα. Δε φαινόταν συνετή στην Ολυμπιάδα, τη βασιλομήτορα, η απέραντη γενναιοδωρία του γιου της, συνεχή δείγματα της οποίας είχε και εκείνη επίσης μετά από κάθε μάχη που κέρ-
διζε αυτός. Μάλιστα σε μια επιστολή προς το γιο της η Ολυμπιάδα (πληροφορία του Πλουτάρχου) έγραφε: «Παιδί μου, βρες άλλο τρόπο να ευεργετείς τους φίλους σου και να τους οδηγείς στη δόξα. με την τακτική που ακολουθείς, τους κάνεις όλους ίσους με βασιλιάδες και τους εξασφαλίζεις πολλούς φίλους, ενώ τον εαυτό σου τον απογυμνώνεις». [Μήπως η διαίσθηση της Μάνας προβλέπει κάτι το ύποπτο, κάποιο κακό για το παιδί της, καμιά συνωμοσία εκκολαπτόμενη;] Πάντως, περίπου αυτή την εποχή, παρ΄ όλη την αγάπη που είχε ο Αλέξανδρος για τη μητέρα του, μαθαίνοντας από μια επιστολή του αντιβασιλιά της Μακεδονίας Αντιπάτρου πόσο αυτή επέμενε να αναμιγνύεται στην πολιτική του, του έδωσε εντολή να της το απαγορέψει. και όταν εκείνη παραπονέθηκε γι΄ αυτό στον Αλέξανδρο, αυτός ο ίδιος δεν υποχώρησε. Τότε εκείνη θύμωσε και αποσύρθηκε στην Ήπειρο, όπου βασίλευε ο αδελφός της Αλέξανδρος με την κόρη της, την Κλεοπάτρα. Τέσσερις μήνες περίπου αναπαύθηκε η στρατιά του Μακεδόνα στρατηλάτη στην Περσέπολη. Στο διάστημα της παραμονής του εκεί, έφθασαν οι πρέσβεις των Σπαρτιατών να απολογηθούν για την ανταρσία της πόλης τους. συγχώρησε τις εναντίον του ενέργειές τους και τους υποχρέωσε να γίνουν και αυτοί μέλη της Ελληνικής Συμμαχίας της Κορίνθου. Διασώζεται μάλιστα η πληροφορία ότι, όταν έφτασε το μήνυμα της ήττας του ΑΓΗ και της κατάπνιξης της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, είπε ο Αλέξανδρος στον Ηφαιστίωνα: «Φαίνεται πως, ενώ εμείς κατακτούσαμε την Ανατολή, στην ΑΡΚΑΔΙΑ έγινε κάποια βατραχομυομαχία» (η μάχη που έμεινε γνωστή ως μάχη των ποντικών). Οι άνδρες του Αλεξάνδρου κατά τον τετράμηνο στρατωνισμό τους στην Περσέπολη απέλαυσαν τις χαρές της ζωής. εξάλλου η πόλη δεν είχε επηρεασθεί από τον εμπρησμό των ανακτόρων. Το Μάρτιο όμως ο Αλέξανδρος έστειλε μια επίλεκτη δύναμη στα βουνά νότια της πόλης, όπου υπέταξε τους Μάρδους και άλλες πολεμικές φυλές ορεσίβιες. Ύστερα ξεκίνησαν για τις Πασαργάδες. Πλησιάζοντας ο Αλέξανδρος, τον υποδέχθηκε ο Πέρσης φρούραρχος Γοβάρης, ο οποίος του παρέδωσε την πόλη, που ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του περσικού κράτους, του ιδρυτή αυτού, του Κύρου του Μεγάλου, καθώς και 6.000 τάλαντα χρυσού. Εκεί ο Μακεδόνας στρατηλάτης επισκέφθηκε τον τάφο του Κύρου, όπου εκδήλωσε το βαθύ σεβασμό του προς εκείνον που υπήρξε επίσης μεγάλος στρατηλάτης. φαίνεται πως θα τον είχε «γνωρίσει» σε νεαρή ηλικία, διαβάζοντας την «Κύρου Παιδεία» του ιστορικού Αθηναίου Ξενοφώντα. Φρόντισε επίσης να συντηρηθεί και να διακοσμηθεί ο τάφος του Κύρου, που θεωρούνταν ο εθνικός ήρωας των Περσών. Όμως και οι τυραννοκτόνοι – Αρμόδιος και Αριστογείτων – ήταν εθνικοί ήρωες της Αθήνας, αλλά δεν τους σεβάστηκε καθόλου ο επιδρομέας Ξέρξης και άρπαξε το άγαλμά τους και το απήγαγε στην Περσία, όπου βρέθηκε καταχωνιασμένο στα ανάκτορά του. [Από τη σύγκριση των αισθημάτων φαίνεται η διαφορά μεταξύ Αλεξάνδρου και Ξέρξη, του Έλληνα ελευθερωτή από το βάρβαρο κατακτητή]. Εκεί στις ΠΑΣΑΡΓΑΔΕΣ ήλθε και επισκέφθηκε το Μέγα Αλέξανδρο ο Πέρσης σατράπης της σατραπείας της Καρμανίας, ο ΑΣΤΑΣΠΗΣ, για να του αναγγείλει ότι η σατραπεία του ήταν στη διάθεσή του. Ο Μέγας στρατηλάτης εκτίμησε την κίνησή του, υπέταξε την Καρμανία και κράτησε στη θέση του τον Ασπάσπη. Την άνοιξη του 330 π.Χ. ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ξεκίνησε, για να καταλάβει τα ΕΚΒΑΤΑΝΑ, την τελευταία από τις μεγάλες πόλεις της Περσίας, που ήταν κάποτε πρωτεύουσα του βασιλείου των Μήδων, πριν από την ίδρυση του Περσικού κράτους από το μεγάλο Κύρο το 550 π.Χ. Εδώ είχε εγκαταστήσει ο Δαρείος Α΄ τους εκτοπισμένους Ερετριείς, όταν η στρατιά του με τους αρχηγούς Δάτη και Αρταφέρνη είχαν καταλάβει και καταστρέψει το 490 π.Χ.. την Ερέτρια (στον Ευβοϊκό κόλπο). Εδώ τελευταία είχε καταφύγει – τραγική ειρωνεία της τύχης – και ο Δαρείος Γ΄, μακρινός απόγονος του ένδοξου εκείνου «Μεγάλου» βασιλιά, με τα απομεινάρια της μεγάλης στρατιάς του, μετά τη συμφορά που έπαθε στα Γαυγάμηλα. Είχε μεγάλη ανάγκη
ο ταλαίπωρος Πέρσης μονάρχης να αναπαυθεί και να αναλογισθεί το μέγεθος της συμφοράς που βρήκε τον ίδιο, την οικογένειά του και το βασίλειό του. Εξάλλου εκεί ήταν τα ανάκτορα της θερινής διαμονής των Αχαιμενιδών. Ο Δαρείος παρέμεινε στη ΜΗΔΙΑ, χωρίς να ενοχληθεί, επί επτά μήνες. Είναι μία μεγάλη περιοχή, ορεινή και ασφαλής, και ο ίδιος είχε έρθει σε επαφή με τους υπηκόους του των ανατολικών σατραπειών, κυρίως της Βακτριανής. Πάντως απέτυχε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και να δημιουργήσει μεγάλο στρατό. οι αλλεπάλληλες ήττες του, που ήταν συντριπτικές, υπονόμευσαν το κύρος του. εξάλλου η σχετικά φιλελεύθερη πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου – σε σύγκριση με τον απολυταρχικό ασιατικό δεσποτισμό των Αχαιμενιδών – δημιουργούσε την υποδομή για μια αποδεκτή εναλλακτική λύση στην περσική κυριαρχία. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης προήλασε το Μάιο με πλήρη δύναμη. Σκοπός της επιχείρησης αυτής ήταν να συλλάβει το Δαρείο και να τελειώσει μ΄ αυτόν. Στην Παραιτακηνή οι αντιδράσεις αντιμετωπίσθηκαν και ο Αλέξανδρος την κατέλαβε και εγκατέστησε άλλον Πέρση σατράπη, τον Οξάθρη, το γιο του Αβουλίτη (σατράπη της Σουσιανής). Έτσι, έχοντας εξασφαλίσει τα νώτα του, συνέχισε την προέλασή του για τα Εκβάτανα να συγκρουσθεί με το Δαρείο. Όταν βρισκόταν σε απόσταση 12 ημερών από τα σύνορα της σατραπείας της Μηδίας, ειδοποιήθηκε ότι ο μεγάλος καταζητούμενος, ο Δαρείος, τον περίμενε για μάχη έχοντας λάβει ενισχύσεις. η αναφορά όμως αποδείχθηκε λανθασμένη. Οι σύμμαχοι, που περίμενε ο πρώην «Μέγας βασιλεύς» των Περσών, δεν έφτασαν ποτέ και ο ίδιος ο Δαρείος – τραγικό πρόσωπο της Ασίας και της παγκόσμιας ιστορίας – μπροστά στην ακάθεκτη ορμή του «θρασύδειλου» νεαρού διώκτη του, στρατηλάτη Αλεξάνδρου, εγκατέλειψε τα Εκβάτανα και τράπηκε πάλι σε φυγή με κατεύθυνση προς βορειοανατολικά – τρίτη φορά τώρα – ο άνανδρος! [Τόσο πολύ φοβόταν και έτρεμε ο «ΜΕΓΑΣ; βασιλεύς» της Περσικής Αυτοκρατορίας το νεαρό στρατηλάτη βασιλιά της Μακεδονίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ!] Ο Αλέξανδρος σπεύδει ολοταχώς με όλο το στρατό του να καταλάβει τα Εκ-βάτανα. Πλησιάζοντας όμως στην πόλη τον προϋπάντησε ο Βισθάνης, γιος του Αρταξέρξη Γ΄ (του Ώχου – προκατόχου του Δαρείου) και του δήλωσε υποταγή του ιδίου και της σατραπείας της Μηδίας. Αυτό ήταν ένα μήνυμα ότι η Περσική Αυτοκρατορία διαλύθηκε, κηρύχθηκε έκπτωτος ο Δαρείος, καταργήθηκε η δυναστεία των Αχαιμενιδών και ότι η περσική αριστοκρατία αναγνώριζε και δεχόταν τον ΕΛΛΗΝΑ / ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ως βασιλιά / δεσπότη της ΑΣΙΑΣ. Ο Βισθάνης ανέφερε ότι ο Δαρείος διέφυγε με 7.000 τάλαντα και ένα στρατό 3.000 ιππέων και 6.000 πεζών. Τώρα όλα τα μεγάλα κέντρα του περσικού κράτους: Εκβάτανα, Πασαργάδες, Περσέπολις, Σούσα και Βαβυλώνα βρίσκονταν στην κατοχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εδώ στα ΕΚΒΑΤΑΝΑ ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, γνωρίζοντας ότι μάλλον δε θα χρειαζόταν πολύ στρατό για μάχη «κατά παράταξιν» στο άμεσο μέλλον, προέβη σε μια πολιτικοστρατιωτική πράξη πανελλήνιας σημασίας. Διακήρυξε το τέλος της πανελλήνιας εκστρατείας, η ηγεσία της οποίας του είχε ανατεθεί με εντολή του Συνεδρίου της Ελληνικής Συμμαχίας της Κορίνθου. Ως Ηγεμών των ΕΛΛΗΝΩΝ έθεσε τέλος στον πόλεμο της Ελληνικής Κοινότητας ενάντια στην Περσία. Είχε πραγματοποιηθεί ο σκοπός της εκστρατείας, αφού όλοι οι στόχοι επιτεύχθηκαν: οι ελληνικές δυνάμεις και τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν απελευθερώσει και εκδικήθηκαν τους βάρβαρους Πέρσες με τις αλλεπάλληλες επιτυχίες τους, αλλά και την αυτοκρατορία του «Μεγάλου βασιλέως» διέλυσαν. Βέβαια οι μη Μακεδόνες Έλληνες δεν είχαν πρόθεση να κατακτήσουν όλη την Ασία για λογαριασμό του Αλεξάνδρου. Διακήρυξε λοιπόν ότι, όσοι από τους συμμάχους Έλληνες ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, ήταν ελεύθεροι να φύγουν, αφού ήταν απαλλαγμένοι από την υποχρέωση στράτευσης. Δεν ήθελε να τους παρασύρει περισσότερο καιρό σε πολέμους. Πρόσταξε όμως, αν κάποιοι ήθελαν, σκεπτόμενοι επαγγελματικά, να μείνουν μαζί του μισθοφόροι του, να το δηλώσουν. Και δήλωσαν πολλοί. Όσοι θα επέστρεφαν, θα οδηγούνταν με συνοδεία φρουράς ιππέων ως τη θάλασσα (στα παράλια της Κιλικίας) και παράγγειλε στο Μένητα, διοικητή της περιοχής να φροντίσει να επιβιβασθούν στα πλοία και να τους στείλει στην Ελλάδα. Τους ξεπροβόδισε, αφού τους ευχαρίστησε για τις υπηρεσίες τους και τους τίμησε με τιμές μεγάλες και πλούσια δώρα. κάθε ιππέας πήρε 1 τάλαντο, ενώ κάθε πεζός πήρε 1/6 ταλάντου, επιπλέον του
κανονικού μισθού τους, στον οποίο υπολογίσθηκε ως χρόνος υπηρεσίας και ο χρόνος της επιστροφής ως τις πατρίδες τους. Το τάλαντο την εποχή εκείνη είχε αξία 6.000 αττικές δραχμές και αποτελούνταν, όπως προαναφέρθηκε, από βάρος 25,8 κιλά χρυσού ακριβώς. Έτσι η επίσημη στρατιωτική συνεργασία του Μακεδόνα Βασιλιά και Ηγεμόνα των Ελλήνων με την Κορινθιακή Συμμαχία έληξε τον Ιούνιο 330 π.Χ. Τώρα ο Μακεδόνας στρατηλάτης θα διοργανώσει εντελώς δικό του στρατό, που θα ήταν αποκλειστικά υπό τον προσωπικό του έλεγχο. Το κενό που δημιουργήθηκε στις δυνάμεις του καλύφθηκε μερικώς από τους 6.000 μισθοφόρους, που ήρθαν από το Αιγαίο μέσω Κιλικίας. Εδώ, στα Εκβάτανα, μετακίνησε την έδρα των επιχειρήσεων του από την Περσέπολη και εδώ διέταξε να μεταφερθούν όλοι οι θησαυροί της δυναστείας των Αχαιμενιδών βασιλιάδων, που είχαν «αποταμιεύσει» στα ανάκτορά τους από τη σύσταση του Περσικού βασιλείου (550-330 π.Χ.), και να ασφαλισθούν στην οχυρή ακρόπολη της Μηδικής πρωτεύουσας, υπό τη φρούρηση του Άρπαλου, παιδικού φίλου και συμμαθητή του Αλεξάνδρου, που τον είχε διορίσει θησαυροφύλακα και σαν οικονομολόγο του με μια φρουρά 6.000 ανδρών, Μακεδόνων. Μεταφέρθηκαν οι περσικοί θησαυροί από τα Σούσα, την Περσέπολη και από τις Πασαργάδες. και χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά εκτός από τις πολλές χιλιάδες αχθοφορικών ζώων (μουλάρια και καμήλες), ακόμη και πολλοί αιχμάλωτοι ως ημιονηγοί και βαστάζοι (χαμάληδες), όπως μας πληροφορεί ο Πολύαινος (2ος μ.Χ. αιώνας) – συγγραφέας Μακεδόνας – στο έργο του «Στρατηγήματα». Τελικά συγκεντρώθηκε το σύνολο των θησαυρών της Δυναστείας στην ακρόπολη των Εκβατάνων, που έφτασε τα 180.000 τάλαντα (δηλαδή 4.644 τόνοι χρυσού που ισοδυναμούσαν με 1.080.000.000 αττικές δραχμές της εποχής εκείνης, 330 π.Χ.). Στα Εκβάτανα ο μέγας Μακεδόνας στρατηλάτης κατέστρωσε το τελικό σχέδιο της καταδίωξης του Δαρείου που τον ήθελε ζωντανό. Αλλά, γιατί άραγε ο Αλέξανδρος έκανε αυτήν την υπέρτατη προσπάθεια να συλλάβει ζωντανό το Δαρείο, υποβάλλοντας τον εαυτό του και τους άνδρες του σε τόσο πολλούς κόπους και μεγάλες θυσίες; Ο μεγαλοφυής Μακεδόνας βασιλιάς, αφέντης της Ασίας, προωθούσε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο ίδρυσης αυτόνομου περσικού κράτους υπό την επικυριαρχία του, γι΄ αυτό εξάλλου διατήρησε στις θέσεις τους ορισμένους παλιούς Πέρσες σατράπες, που του παρέδωσαν αμαχητί τις σατραπείες τους και τους θησαυρούς που φρουρούσαν, ανταμείβοντας την εκούσια και αβίαστη υποταγή τους. Ο Δαρείος βέβαια ξεφτιλίστηκε και περιφρονήθηκε, σύμφωνα με τη συνηθισμένη αρχή ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι ήταν τόσο ανίκανος ή ανεπαρκώς προετοιμασμένος να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο. λέγεται ότι είχε ισχυρή προσωπικότητα και μπορούσε να γίνει αποδεκτός από τους Πέρσες ευγενείς, ύστερα από την τροπή της τύχης του, αν δεχόταν να συνεργασθεί με τον νικητή του. Ξεκίνησε λοιπόν ο Αλέξανδρος από τα Εκβάτανα, για να τον συναντήσει επικεφαλής του κύριου όγκου του στρατού του, αφήνοντας τον Παρμενίωνα στα μετόπισθεν με λίγο στρατό, υπεύθυνο για την επικοινωνία της εμπροσθοφυλακής. Η συμπεριφορά όμως αυτή του Αλεξάνδρου προς τον έως τότε επιτελάρχη του, με την ανάθεση επουσιώδους ρόλου, δήλωνε τον παραμερισμό του, στην ουσία τον έθετε πια «εκτός μάχης». Ήταν κι αυτό ένα άλλο σημάδι της ψυχρότητας μεταξύ των δύο ανδρών. Εξάλλου στην ηλικία των 70 ετών, που βρισκόταν ο Παρμενίων, ήταν λογικό να τον θεωρεί ο βασιλιάς ταλαιπωρημένο και ακατάλληλο να μάχεται, όπως πρώτα στην πρώτη γραμμή. γι΄ αυτό εξάλλου εξέφραζε ο στρατηγός του τη διστακτικότητά του για τη συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στις ανατολικές σατραπείες. Η πορεία του Μεγάλου στρατηλάτη Αλεξάνδρου ήταν τόσο γοργή, ώστε πολλοί στρατιώτες του αδυνατούσαν να προχωρήσουν από την κόπωση και πολλά άλογα ψοφούσαν. Ο Δαρείος όμως άφαντος. ενώ πολλοί από τους στρατιώτες του λιποτακτούσαν και έφευγαν κρυφά στις πατρίδες τους και άλλοι αυτομολούσαν στο στρατό του Αλεξάνδρου. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης σταμάτησε για λίγο καιρό την καταδίωξη του Δαρείου και την προέλαση του στρατού του, για να αναπαυθούν οι άνδρες και τα άλογά του στις Ράγες (κοντά στη σημερινή Τεχεράνη). Τέλος, σατράπη της Μηδίας διόρισε τον Πέρση Οξυδάτη. Αφού ξεκουράστηκαν 5 ημέρες, ο Μακεδόνας στρατηλάτης προήλασε προς την Παρθυαία με κατεύθυνση Β.Α. και σε 2 ημέρες πέρασε τις Κάσπιες Πύλες, αλλά πήρε μια δυσάρεστη γι΄αυτόν είδηση. Ένας επιφανής Βαβυλώνιος, ο Βαγιστάνης, και ο Αντίβηλος, γιος του Μαζαί-
ου –του Πέρση σατράπη της Βαβυλώνας, ήρθαν από το στρατόπεδο του Δαρείου και ανέφεραν στον Αλέξανδρο ότι 3 επιφανείς Πέρσες (σατράπες του Δαρείου), ο Βήσσος, ο Βαρσαέντης και ο Ναβαρζάνης κήρυξαν έκπτωτο το Δαρείο, τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και απήγαγαν τον τέως βασιλιά τους. Ο Μέγας Αλέξανδρος άφησε το στρατηγό του Κρατερό ως οπισθοφυλακή, ενώ ο Παρμενίων με μικρή δύναμη θα επιχειρούσε εκστρατεία από τα Εκβάτανα προς την Υρκανία –με κατεύθυνση βόρεια – όπου οι νότιες ακτές της Κασπίας. Ο ίδιος ο βασιλιάς όρμησε με τους εταίρους του ακάθεκτος, να προλάβει να σώσει το Δαρείο από τους στασιαστές σατράπες του. Επιθυμούσε με την ευγενή καλοσύνη του να τον συλλάβει αυτός και να τον αποδώσει ζωντανό στη μάνα του και στα παιδιά του που μάταια τον περίμεναν. Τους το είχε υποσχεθεί. Τόσο πολύ σεβάσθηκε τη γερόντισσα βασιλομήτορα Σισύγαμβρη και συμπάθησε τα εγγόνια της! Δεν κατόρθωσε όμως ο Μακεδόνας στρατηλάτης, παρ΄ όλη την ταχύτητα της καταδίωξης των απαγωγέων, να τους βρει. πληροφορήθηκε μόνο ότι είχε γίνει αντιδυναστικό πραξικόπημα κατά του Δαρείου στις ανατολικές σατραπείες. Ήδη στα Εκβάτανα, όπου είχε καταφύγει μετά την ήττα του στα Γαυγάμηλα ο Δαρείος, είχε εκδηλωθεί η δυσαρέσκεια και η αντίθεση των επιτελών του, όταν σε πολεμικό συμβούλιο – που είχε συγκαλέσει – ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αντιμετωπίσει και πάλι το Μέγα Αλέξανδρο «τον κακό του δαίμονα». Η ανακοίνωση της απόφασης του Δαρείου να αντισταθεί και πάλι προκάλεσε την έκπληξη, απελπισία και φρίκη των επιτελών του και έδειξε ότι ο μονάρχης είχε πλέον χάσει το κύρος και την προσωπική του επιβολή εξαιτίας των αποτυχιών του. Από τότε είχε συσταθεί ομάδα συνωμοτών, που αποσκοπούσε στην ανατροπή του από την βασιλική εξουσία. Ένας μάλιστα από τους συνωμότες, ο Ναβαρζάνης, απευθυνόμενος του είπε: «Η τύχη, βασιλιά, αποδείχθηκε εχθρική για σένα! Οφείλεις, λοιπόν, να την εξιλεώσεις παραχωρώντας εικονικά τη βασιλεία σου στο Βήσσο, με τη συμφωνία να την αναλάβεις και πάλι, εφόσον τα πράγματα διορθωθούν». Ο Δαρείος εξοργίσθηκε και όρμησε με το ξίφος του να τον καρφώσει, πρόλαβε όμως και διέφυγε. Από τότε ο Δαρείος ήταν ξεγραμμένος. Μάταια του είχε προτείνει ο αρχηγός των Ελλήνων μισθοφόρων του, ο Πάτρων από τη Φωκίδα, να τον σώσει. δίστασε να εμπιστευθεί ολότελα την τύχη του σε έναν Έλληνα. Έτσι επικράτησαν οι συνωμότες και οι πραξικοπηματίες και πήραν την εξουσία στα χέρια τους, για να προλάβουν να περισώσουν από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας τουλάχιστον το ανατολικό τμήμα αυτής. Ο Δαρείος εκθρονίσθηκε και ανακηρύχθηκε νέος βασιλιάς ο έως τότε σατράπης της Βακτριανής (ή Βακτρίας), ο Βήσσος, ο επικεφαλής της συνωμοτικής κίνησης και του πραξικοπήματος. Ανέλαβε να βασιλέψει με τον τίτλο του Αχαιμενίδη, σαν συνεχιστής του Δαρείου, του οποίου μάλιστα ήταν και συγγενής, για να περισώσει την ένδοξη δυναστεία από τον εξευτελισμό και τον πλήρη αφανισμό και να αποσοβήσει την ολοκληρωτική υποταγή του περσικού κράτους. Ο Δαρείος δέσμιος οδηγούνταν προς τα ανατολικά πάνω σε αρμάμαξα, ενώ ο νέος «βασιλιάς» ο Βήσσος, ως Αρταξέρξης Ε΄ Αχαιμενίδης με τους συνεργάτες του και το στρατό του προσπαθεί να παρασύρει τον Αλέξανδρο ανατολικότερα, ώστε να τον εγκλωβίσει. Ο Αλέξανδρος, που και αυτός είχε αυτοανακηρυχθεί και αναγνωρισθεί βασιλιάς της Περσίας σαν συνεχιστής των Αχαιμενιδών, πίστεψε από τις πληροφορίες που πήρε ότι, αν κατόρθωνε να φτάσει το Βήσσο, θα διαπραγματευόταν μαζί του και θα του παράδινε το Δαρείο. Συνέχισε την καταδίωξη των πραξικοπηματιών με μια παράτολμη και εξουθενωτική πορεία, αλλά διαφεύγουν την σύλληψη. τα στρατεύματά τους βλέποντας να τους πλησιάζουν οι Έλληνες, διαλύθηκαν και τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Το ίδιο έκανε και ο Βήσσος με τους επιτελείς του, αφού κάρφωσαν το Δαρείο με τα ακόντιά τους και τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο μέσα στην άμαξά του, επειδή αρνήθηκε να προχωρήσει περισσότερο ακολουθώντας τους συνωμότες που τον ανέτρεψαν. Υπέκυψε στα βαριά τραύματά του αβοήθητος και ανυπεράσπιστος, μόνος κι έρημος. Πολύ άδοξο το τέλος του τελευταίου Αχαιμενίδη! Ήταν 50 ετών περίπου, όταν δολοφονήθηκε, το καλοκαίρι (Ιούλιος) του έτους 330 π.Χ., από τους τέως επιτελείς του. Είχε ενθρονισθεί το 336 π.Χ., την ίδια χρονιά με τον Αλέξανδρο. Ο Πλούταρχος όμως αναφέρει ότι στις τελευταίες στιγμές του Δαρείου ένας Έλληνας απλός στρατιώτης βρέθηκε κοντά του και του συμπαραστάθηκε. λεγόταν Πολύστρατος. Ο ετοιμοθάνατος τέως «Μέγας Βασιλεύς» της Περσικής Αυτοκρατορίας του ζήτησε λίγο νερό, για να καταπραΰνει τη θανατηφόρα δίψα του! Και, καθώς το έπινε, πρόλαβε να ψελλίσει:
«Αυτό, άνθρωπέ μου, είναι το αποκορύφωμα της μεγάλης δυστυχίας μου, να έχω ευεργετηθεί και να μην μπορώ να ανταμείψω εκείνον που με ευεργέτησε. Ωστόσο, τη χάρη που μου έκαμες, θα σου την ξεπληρώσει ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και εκείνον πάλι θα τον ανταμείψουν οι ΘΕΟΙ για την καλωσύνη που έδειξε στη μάνα μου, στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Με σένα του δίνω το χέρι μου». Και, πιάνοντας το χέρι του, ξεψύχησε. Πόσο τραγικές ήταν οι τελευταίες στιγμές του! Και θυμηθείτε το ανοσιούργημά του – που έσφαξε όλους τους τραυματίες και ασθενείς στρατιώτες του Αλεξάνδρου –λίγο πριν τη μάχη στην ΙΣΣΟ !!! Ο Μέγας Αλέξανδρος επικεφαλής μιας επίλεκτης δύναμης 500 ανδρών εφίππων, αφού όλη την προηγούμενη ημέρα της δολοφονίας του τέως αντιπάλου του είχε διανύσει 74 χιλιόμετρα, επέπεσε την αυγή στο διαλυμένο στρατό του Βήσσου και μέσα στον κονιορτό και ορυμαγδό του βαρβαρικού όχλου αναγνώρισε την αρμάμαξα του Δαρείου, αλλά τον βρήκε νεκρό. Έβγαλε τη δική του βασιλική πορφυρή χλαμύδα και σκέπασε το παγωμένο κορμί του. Και πρόσταξε να στείλουν τη σωρό τού τόσο άτυχου πρώην Μεγάλου Βασιλιά «κεκοσμημένην βασιλικῶς» (στολισμένη όπως πρέπει σε βασιλιά) στην Περσέπολη, για να ενταφιασθεί στους βασιλικούς τάφους, πλάι στους άλλους βασιλιάδες της Δυναστείας, κατά τα περσικά έθιμα, με τη φροντίδα της οικογένειάς του και των λοιπών συγγενών και φίλων του. Λέγεται ότι και ο ίδιος ο Αλέξανδρος θρήνησε για το άδοξο τέλος του αντιπάλου του, όπως είχε θρηνήσει και για το θάνατο της συζύγου του (Στάτειρας), και ότι δεν έπαψε να θεωρεί την οικογένειά του ως βασιλική. Νικήθηκε επανειλημμένα και στερήθηκε την οικογένειά του. διαλύθηκε ο μεγάλος στρατός του και έχασε τους θησαυρούς του. περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέσα στο κράτος του και προδόθηκε από τους επιτελείς του. Και τέλος των βασάνων του – ο «Μέγας Βασιλεύς», ο βασιλιάς των βασιλιάδων, δέθηκε με αλυσίδες και σκοτώθηκε άσπλαχνα. «Μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε». Είχε όμως βασιλική κηδεία. [Τι πιστεύετε; Ήταν βάρβαρος ο Μακεδόνας ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ; Αυτή ήταν βαρβαρική συμπεριφορά; Έτσι σκέφτεται και έτσι αισθάνεται ένας βάρβαρος; Άραγε ποια θα ήταν η τύχη του Μακεδόνα βασιλιά, αν έπεφτε ο ίδιος στα χέρια του ΔΑΡΕΙΟΥ;;;]
Β΄ε. ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΠΡΟ ΔΙΛΗΜΜΑΤΟΣ. ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΣΑΤΡΑΠΕΙΩΝ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΣΙΑΣ. ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Με το θάνατο του Δαρείου Γ΄ σφραγιζόταν το τέλος μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, που περισσότερο από 2 αιώνες είχε κυριαρχήσει στον τότε γνωστό κόσμο της Ανατολής. Ωστόσο ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, που την επόμενη ημέρα της μεγάλης του νίκης στα Γαυγάμηλα η στρατιά του τον είχε αναγορεύσει «βασιλιά της ΑΣΙΑΣ», που κατέλαβε την πρωτεύουσα του Δαρείου και κάθισε στο θρόνο του, θεωρούσε πια τον εαυτό του και τυπικά «κληρονόμο και νόμιμο διάδοχο των Αχαιμενιδών στον περσικό θρόνο». [Προφητικός υπήρξε ο λόγος του Δαρείου. η ευχή και η επιθυμία του – να τον διαδεχθεί ο Μακεδόνας Βασιλιάς – πραγματοποιήθηκε πολύ σύντομα, πριν ακόμη περάσει πολύς χρόνος από το θάνατο της συζύγου του]. Όμως ο Αλέξανδρος δεν ανακηρύχθηκε ποτέ, όπως οι προκάτοχοι του περσικού θρόνου, «Μέγας Βασιλεύς» ή «Βασιλεύς τῶν βασιλέων», ενώ θεωρούσε ότι το βασίλειό του ήταν όλη η ΑΣΙΑ. Πάντως θα κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να επιτύχει και να γίνει αποδεκτός από την περσική αριστοκρατία και την κοινή γνώμη. Μετά το θάνατο του Δαρείου δεν θα είχε πλέον τον ίδιο χαρακτήρα ο πόλεμος, που ο Αλέξανδρος λογάριαζε να συνεχίσει. Η «απελευθερωτική εκστρατεία» είχε λήξει προ πολλού χρόνου και «η εκδικητική εκστρατεία» προ ολίγου. Η κοινή λογική εδώ σταματά. αφού δεν υπάρχει λόγος να συνεχισθεί ο πόλεμος, γιατί να τον συνεχίσουν; Η σκέψη όμως του Αλεξάνδρου στρεφόταν τώρα πια προς την εδραίωση μιας κοσμοκρατορίας. Παλληκάρι μόλις 26 ετών, γεμάτος ορμή, δόξα, πλούτο και πόθο για γνώση, ο επιμελής και ευφυής μαθητής του Αριστοτέλη δεν έμεινε άπρακτος. Ποτέ δε σκέφθηκε μετά την πραγματοποίηση των προκαθορισμένων στόχων της εκστρατείας του να επιστρέψει στην πατρίδα ούτε, φυσικά, να αρκεσθεί στα κεκτημένα. Είχε επιτύχει, εντός 6 μόλις ετών, να γίνει βασιλιάς της Μακεδονίας / Θράκης, άρχοντας της Θεσσαλίας, ηγεμόνας των Ελλήνων, επικυρίαρχος των Βαλκανικών εθνών, φαραώ της Αιγύπτου και βασιλιάς της Ασίας. Πίστευε συνειδητά ότι ήταν προορισμένος από την ιστορική μοίρα να επιτελέσει ακόμη περισσότερα, ικανός να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Όπλα του, εκτός από τις φυσικές δυνάμεις του, τις πνευματικές του ικανότητες και τις ψυχικές του αρετές, είχε την ελληνική γλώσσα και την ελληνική παιδεία, που έλαβε από τους Έλληνες παιδαγωγούς (δασκάλους) του. Ιδιαίτερα διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες η διδασκαλία του καθηγητή του στη Μίεζα, του Αριστοτέλη, του Μακεδόνα φιλοσόφου και ανεπανάληπτου πανεπιστήμονα. «Έχοντας μέσα του τις μεγάλες αρετές, δηλαδή ευσέβεια προς τους θεούς, εμπιστοσύνη στους φίλους, απλότητα, εγκράτεια, ελευθεριότητα, καταφρόνηση προς το θάνατο, θάρρος, μεγαλοψυχία, φιλανθρωπία, ευπροσηγορία, ειλικρίνεια, σταθερότητα στις αποφάσεις, ταχύτητα στις ενέργειες, έρωτα για τη δόξα και ισχυρή θέληση στο καλό αποτέλεσμα», όπως γράφει ο Πλούταρχος, θα συνεχίσει το λυτρωτικό του έργο, την ειρηνική και εξερευνητική προέλασή του με τους άξιους, ικανούς και γενναίους Μακεδόνες του και άλλους Έλληνες, όχι για να κατακτήσει απλώς και άλλες χώρες και πλούτη (είχε ήδη αποκτήσει αμύθητους θησαυρούς) ή να ικανοποιήσει άλλα προσωπικά του πάθη, αλλά για να ενώσει όλους τους ανθρώπους με τα δεσμά της φιλίας, της αμοιβαίας επικοινωνίας, της ομόνοιας και της ειρήνης κάτω από το φως του ελληνικού πολιτισμού. Και στη Βουλή της ΑΘΗΝΑΣ, μαθαίνοντας τη δράση του και τα νέα σχέδιά του, οι νομιμόφρονες και πιστοί στη συμμαχία του Αλεξάνδρου δηλώνουν ότι το κενό που υπήρχε ανάμεσα στην πατρίδα και στο τέλος του κόσμου έκλεισε (Αισχίνης). Ο Αλέξανδρος τώρα σκέφθηκε να προχωρήσει στη σύνθεση του ελληνικού και του περσικού στοιχείου. Μετά το θάνατο μάλιστα του Δαρείου ένωσε τον Ελληνικό και τον Περσικό στρατό. Όταν όμως διαισθάνθηκαν τη νέα στροφή του βασιλιά τους, οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ανησύχησαν. Ο Καλλισθένης μάλιστα του κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντάς του: «Μην
ξεχνάς την ΕΛΛΑΔΑ, γιατί είμαστε λίγοι και σε ξένη χώρα, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ». Ο Μακεδόνας στρατηλάτης, κατά τη διάρκεια της εκπληκτικής του έως τότε προέλασης, θαύμασε πολλούς βάρβαρους για τη στρατηγική τους ικανότητα και για τη γενναιότητά τους. οι διάφοροι επίσης πολιτισμοί που αντίκρισε στην Αίγυπτο, στη Βαβυλωνία και στην Περσία του είχαν κάμει μεγάλη εντύπωση. Έτσι έσβησε σιγά-σιγά μέσα στο νου του η υποτιμητική έννοια που οι Έλληνες έδιναν στη λέξη «β ά ρ β α ρ ο ς». Σκέφθηκε, λοιπόν, ότι πολλοί βάρβαροι (ιθαγενείς) άξιζαν και έπρεπε να πάρουν μια θέση μέσα στην αχανή αυτοκρατορία που είχε ιδρύσει. Δεν επαρκούσαν, εξάλλου, οι Έλληνες αριθμητικά. Για να διαδώσει στα έθνη των χωρών που κυρίεψε την ελληνική γλώσσα, τον πλούτο της ελληνικής σκέψης και γενικά τον ελληνικό πολιτισμό, ήταν ανάγκη επιτακτική να ακολουθήσει μια νέα πολιτική, ένα συνδυασμό της νοοτροπίας που βασίλευε στις ελληνικές πόλεις με εκείνη που είχαν οι Πέρσες σατράπες και γενικά οι Ασιάτες. Πρώτος – στην παγκόσμια ιστορία – ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο Μέγας αντιμετώπισε τέτοιο κολοσσιαίο πρόβλημα και καταλάβαινε πόσο δύσκολο θα ήταν να κερδίσει τον αγώνα της ενοποίησης – συγχώνευσης των Ελλήνων και των ξένων υπηκόων του, χωρίς καμία απολύτως διάκριση Ευρωπαίων, Αφρικανών, Ασιατών (κατακτητών και κατακτημένων). Διαισθανόταν επίσης πως οι πρώτοι που δε θα ήταν σε θέση να τον κατανοήσουν δε θα ήταν οι «βάρβαροι», αλλά οι ίδιοι οι συμπολεμιστές του, οι ΕΛΛΗΝΕΣ. Αν και διάδοχος των Αχαιμενιδών ο Μέγας Αλέξανδρος, ήταν ο άξιος Έλληνας ηγέτης με εξαιρετική ελληνική παιδεία. έπρεπε λοιπόν να προσπαθήσει να ανεβάσει στο επίπεδο ελεύθερων ανθρώπων και τους ξένους υπηκόους του και ιδιαίτερα τους Πέρσες. Γι΄ αυτό επικεφαλής των ανατολικών σατραπειών της αυτοκρατορίας του τοποθέτησε ευγενείς Πέρσες – σατράπες. Υπήρχε, ωστόσο, τεράστιο πρόβλημα – χάσμα μεγάλο – στη νοοτροπία Περσών και Ελλήνων, δουλοπρεπών υπηκόων και ελευθέρων πολιτών. Παρά την τεράστια διαφορά ανάμεσα στους δύο τρόπους ζωής, τον ελληνικό και τον ασιατικό, θα κατόρθωνε ο Μακεδόνας στρατηλάτης να συγκρατήσει κοντά του ταυτοχρόνως Έλληνες και Πέρσες; Ήταν δυνατό και λογικό να καθιερώσει άλλη μεταχείριση για τους Έλληνες και άλλη για τους Πέρσες συνεργάτες του; Αυτό το οξύτατο πρόβλημα θα προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις, οι οποίες φυσικά εκδηλώθηκαν από την πλευρά των Ελλήνων. Αλλά και στην παράταξη των Περσών δε σταμάτησαν οι δολοπλοκίες, οι απιστίες και οι αποστασίες, οι ίντριγκες. Ο θάνατος του Δαρείου αποτελεί το σημαντικότερο ίσως ορόσημο στην πορεία της μεγάλης εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Σημαδεύει αναμφισβήτητα το τέλος του πολέμου, που ως ηγεμόνας της Ελληνικής Συμμαχίας της Κορίνθου ανέλαβε να διεξαγάγει ο Μακεδόνας βασιλιάς εναντίον των Περσών. Παράλληλα όμως, τώρα, αποτελεί την αφετηρία ενός νέου πολέμου, τον οποίο επέβαλε η καταξίωση της νομιμότητας της διαδοχής του θρόνου του νεκρού Δαρείου στο νέο βασιλιά της ΑΣΙΑΣ, για την πάταξη του στασιαστικού / πραξικοπηματικού κινήματος των δολοφόνων σατραπών και την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης του κράτους και των υπηκόων του. Την πολιτική αυτή υπαγόρευε η απόφαση του Αλεξάνδρου να εγκαταστήσει στον απέραντο χώρο των κατακτήσεών του ένα κράτος νόμου, όπου κατακτητές και κατακτημένοι θα συνεργάζονταν ενωμένοι για την ειρηνική συγχώνευση και συμβίωση των λαών. Από την άλλη μεριά όμως ο Βήσσος, ο δολοφόνος του Δαρείου, φερόμενος ως συνεχιστής της δυναστείας των Αχαιμενιδών με το βασιλικό τίτλο Αρταξέρξης (Ε΄) στρατολογούσε ισχυρό εθνικό στρατό και ετοιμαζόταν να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της χώρας του και, εκστρατεύοντας κατά του Αλεξάνδρου να διεκδικήσει – με τη σύμπραξη των πραξικοπηματιών συνεργατών του –την αρχή όλης της Ασίας. Η κατοχή των ανατολικών σατραπειών του Περσικού κράτους, επισφαλής εξαιτίας της φύσης των χωρών αυτών και του ανυπότακτου επιθετικού χαρακτήρα των φυλών που τις κατοικούσαν, ήταν αναγκαία για την ολοκλήρωση της υποταγής της Περσικής αυτοκρατορίας, που κληρονόμησε ο Αλέξανδρος ως κληρονόμος του Δαρείου Γ΄ (Κοδομανού). Δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η υποταγή, αν δε συντριβόταν η ανταρσία των απαγωγέων και δολοφόνων του Δαρείου και δεν καταστελλόταν και η τελευταία εστία αντίδρασης. Ενώ ο πρόωρος τερματισμός των επιχειρήσεων του πολέμου και, πολύ περισσότερο ακόμη, η επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα θα είχαν ως αποτέλεσμα την ά-
μεση εξέγερση των ανυπότακτων και την αμφισβήτηση της μακεδονικής κυριαρχίας ακόμη και στις κατακτημένες περιοχές της Πρόσω Ασίας. Και πέρα ακόμη από τους νέους αυτούς στόχους, που έταξε ο Αλέξανδρος για τη νέα του εκστρατεία, ο ορίζοντας των μελλοντικών κατακτήσεων φαίνεται να μετατίθεται ολοένα παραπέρα. Η ιδέα της κοσμοκρατορίας, που ανεπαίσθητα αλλά σταθερά βλαστάνει στην ψυχή του μεγάλου στρατηλάτη Μακεδόνα, με την πρόοδο των κατακτήσεων ωριμάζει και βαθμιαία αποκρυσταλλώνεται σε ένα νέο όραμα. Αλλά ο χρησμός του Γορδίου, οι προφητείες του Άμμωνα, η μακρά αλυσίδα των αλλεπάλληλων επιτυχιών του και η εύνοια της τύχης οδηγούσαν λογικά και συναισθηματικά στην προοδευτική αύξηση των φιλοδοξιών του Αλεξάνδρου. Ο νεαρός –μόλις εικοσιεξάχρονος –Μακεδόνας στρατηλάτης, ολοκληρώνοντας την κατάκτηση της ΑΣΙΑΣ, έβλεπε ήδη να ξανοίγεται μπροστά του ο δρόμος της κοσμοκρατορίας και της αποθέωσης. Πίστευε, όπως φαίνεται, συνειδητά στη θεϊκή του καταγωγή. δεν είχε καμία αμφιβολία ότι με τη συνέχιση της εύνοιας και της αρωγής των θεών θα κατόρθωνε ως υψηλός προστατευόμενος αυτών να επικρατήσει σε οποιονδήποτε κυβερνούσε την ΑΣΙΑ. Και αυτή η πεποίθησή του τον βοηθούσε να ξεπερνάει πολλές κρίσεις και δυσκολίες. Απαραίτητη βέβαια ήταν η θέληση των Μακεδόνων του, που τον ακολουθούσαν πιστά. Στο απόγειο ήδη της δόξας, μετά τη συντριπτική νίκη του στα Γαυγάμηλα, το περασμένο φθινόπωρο, τον είχαν ανακηρύξει βασιλιά της ΑΣΙΑΣ, και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έκανε τα αδύνατα δυνατά - μέσα από αφιλόξενες και δύσβατες περιοχές ή άνυδρες ερήμους -να μη διαψεύσει τους άνδρες του στις προσδοκίες τους και σκόπευε να τους κάνει να κρατήσουν το λόγο τους. Τώρα όμως που τελείωσε το κοπιώδες και ανελέητο κυνηγητό του «Μεγάλου» βασιλιά της Περσίας με την ανατροπή του, τη σύλληψη και δολοφονία του από το Βήσσο (Ιούλιος 330 π.Χ.) οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου βρέθηκαν προ διλήμματος: για ποιο άλλο σκοπό να συνεχίσουν να πολεμούν τόσο μακριά από την πατρίδα τους, στα βάθη της Ανατολής, αφού δεν υπήρχε πια ο Δαρείος; Ποιος ήταν ο επόμενος στόχος; Και ενώ τα ελληνικά συμμαχικά στρατεύματα επέστρεφαν στις πατρίδες τους από τα Εκβάτανα, οι Μακεδόνες έτρεφαν κρυφές ελπίδες ότι θα επέστρεφαν και αυτοί. Η νοσταλγία τους κορυφώθηκε. Μετά την παύση της καταδίωξης του Δαρείου, οι Μακεδόνες, που ήταν γύρω από το βασιλιά τους (7.000 περίπου) στρατοπεδευμένοι κοντά στο Εκατόμπυλο της Παρθίας και αναπαύονταν, περίμεναν εναγωνίως να εξαγγείλει ο Αλέξανδρος τη λήξη των εχθροπραξιών και ειρήνευση, γεγονός που θα επέτρεπε και τη δική τους επιστροφή στην πατρίδα. Συγκάλεσε λοιπόν συνέλευση του στρατού και τους είπε ότι επιστροφή στην πατρίδα σήμαινε να αφεθεί η ΑΣΙΑ σε σύγχυση και να εκτεθούν σε αντεπιθέσεις των Ασιατών και να πάνε χαμένα όλα τα επιτεύγματά τους. όποιος όμως επιθυμεί να φύγει, ας εγκαταλείψει τώρα το βασιλιά του, ο οποίος θα προχωρήσει με τους φίλους του και με μια δύναμη εθελοντών. Να επιστρέψουν λοιπόν ή να μείνουν πιστοί στο πλευρό του βασιλιά τους –στη διάθεσή του – για πραγμάτωση των νέων στόχων; Σκέφθηκαν και δεν άργησαν να απαντήσουν. η ανταπόκριση των γενναίων Μακεδόνων ήταν άμεση. Για όλους γενικά τους παραπάνω λόγους δικαιολογήθηκε και αποφασίσθηκε η συνέχιση της προέλασης της στρατιάς. Οι Μακεδόνες θα μείνουν κοντά του, όπου ήθελε να οδηγήσει το στρατό του. Οι ειδήσεις από τη μητέρα πατρίδα ήταν πολύ καλές. Ο αντιβασιλιάς της Μακεδονίας και αναπληρωτής του ηγεμόνα της Ελλάδας, ο Αντίπατρος, επιβλήθηκε στη συμμαχία και έτσι επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά η αυθεντία του Συνεδρίου του Κοινού των Ελλήνων. Πολλοί σύμμαχοι επιστρέφουν στην Ελλάδα και η αναπλήρωση των μονάδων της στρατιάς ήταν μια άλλη επιτακτική ανάγκη. Το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί με τη συγκρότηση νέων τμημάτων στρατού, κυρίως από μισθοφόρους Έλληνες, Αιγύπτιους, Μικρασιάτες και Πέρσες, και με την αναδιάρθρωση γενικά του εκστρατευτικού σώματος, καθώς επίσης και με την αναμόρφωση της τακτικής και της στρατηγικής. Σκοπός της ριζικής αναδιοργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων του ιδιοφυούς στρατηλάτη Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν η επίτευξη μεγαλύτερης ταχύτητας στις μετακινήσεις και ευκινησίας στους τακτικούς ελιγμούς των μονάδων του στρατού. Επειδή, εξάλλου, από νωρίτερα ακόμη είχε ενδοιασμούς για το ενδεχόμενο να αποσυρθούν οι Σύμμαχοι Έλληνες, συγκρότησε ήδη ο Αλέξανδρος τμήματα από νεαρά άτομα αλλοεθνή, για την εκπαίδευση των οποίων είχε φροντίσει πρωτύτερα ο ίδιος. Επίσης πολλοί
μάχιμοι Ασιάτες, που ήταν στην υπηρεσία του Δαρείου και μάλιστα είχαν δείξει γενναιότητα στα πεδία των μαχών, πολεμώντας εναντίον του Αλέξανδρου, προσήλθαν τώρα θεληματικά στις τάξεις του στρατού των Ελλήνων. και άλλους τους κάλεσε ο ίδιος ο βασιλιάς. Αλλά και στην Αυλή του τώρα δέχθηκε ο Αλέξανδρος ένα μεγάλο αριθμό από διακεκριμένους Πέρσες και λοιπούς Ασιάτες, που συνέχιζαν να απολαμβάνουν τις τιμές που είχαν και στο παρελθόν. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την πολιτική συνεργασίας με την άρχουσα τάξη της αριστοκρατίας των ευγενών. Έτσι η προώθησή του προς τα ανατολικά θα ήταν δυνατή μόνον, αν οι Πέρσες και οι Μήδοι ήταν αξιόπιστοι στη συνεργασία τους – όσον αφορά τον εφοδιασμό και τις επικοινωνίες με τα μετόπισθεν. Στην προέλασή του ο Μακεδόνας βασιλιάς θα είχε να αντιμετωπίσει νέους αντιπάλους, των οποίων η ποιότητα και η πολεμική τακτική υπαγόρεψαν τη μορφή του νέου πολέμου. Βασικό γνώρισμα των νέων αντιπάλων του Αλεξάνδρου και κυρίως των Βακτρίων και των Σογδίων, που κατοικούσαν στις ακραίες ανατολικές σατραπείες της άλλοτε περσικής αυτοκρατορίας, ήταν το εξαιρετικά υπερήφανο εθνικό φρόνημα, που χαρακτηρίζει τον αγώνα λαών, οι οποίοι υπεραμύνονται της ανεξαρτησίας του πατρίου εδάφους. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε να παλέψει με εθνικούς ηγέτες, που είχαν ικανότητες απαράμιλλες. οι εμπειροπόλεμοι λαοί τους θα αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους, χρησιμοποιώντας με όλες τις δυνάμεις τους όλες τις δυνατότητες που παρείχε η τακτική του ατάκτου πολέμου, του «κλεφτοπολέμου», εκμεταλλευόμενοι φυσικά τη μορφολογία του εδάφους τους. Η εκστρατεία όμως στις ανατολικές σατραπείες δε θα είχε μόνο νέους στόχους κατακτητικούς. Ο νέος χώρος, στον οποίο επρόκειτο να κινηθεί το εκστρατευτικό σώμα του Μ. Αλεξάνδρου, από τις νότιες ακτές της Κασπίας ως τον Ινδό ποταμό, δίνει στην κατακτητική πορεία του Μακεδόνα στρατηλάτη το χαρακτήρα μιας πρωτοφανούς εξερευνητικής αποστολής, όπου οι γεωγραφικές ανακαλύψεις, και όχι μόνον αυτές, αλλά και οι φυσιογνωστικές, οι κλιματολογικές και οι εθνολογικές συμβαδίζουν και συναγωνίζονται τις πολεμικές επιτυχίες του. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δεν ήταν μόνον ο πρώτος ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ, αλλά και ο τελευταίος στρατηλάτης, που οδήγησε ποτέ ευρωπαϊκό στρατό σ΄ αυτές τις απόμακρες και αφιλόξενες περιοχές της γης. Ακόμη και σήμερα η ιστορική έρευνα αντιμετωπίζει δυσκολία να ακολουθήσει τα πραγματικά ίχνη της πορείας του. τούτο οφείλεται στην ασάφεια και ανεπάρκεια των αρχαίων πηγών, αλλά και στη δική μας ατελή γνώση των χωρών αυτών της Κεντρικής ΑΣΙΑΣ. Η εκστρατεία λοιπόν του Αλεξάνδρου για την κατάκτηση των ανατολικών σατραπειών της άλλοτε κραταιάς περσικής αυτοκρατορίας θα αρχίσει το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου (μετά τη δολοφονία του Δαρείου – Ιούλιο 330 π.Χ.) και θα τελειώσει με την οριστική εκκαθάριση και υποταγή της σατραπείας της Σογδιανής την άνοιξη του έτους 327 π.Χ. Η μεγάλη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων είναι χαρακτηριστική της σκληρής και άγριας μορφής του εδάφους, των κλιματολογικών συνθηκών και της ηρωικής αγωνιστικής διάθεσης και εμπειρίας των λαών των χωρών αυτών. Η ολοκλήρωση της υποταγής της Κεντρικής Ασίας, δηλαδή του βορειοανατολικού τμήματος της Περσικής Αυτοκρατορίας, θα απασχολήσει τη στρατιά του Μακεδόνα στρατηλάτη με υπερεντατικές προσπάθειες –υπεράνθρωπες θα λέγαμε –σχεδόν 3 χρόνια. Ενώ 4 μόλις χρόνια απαιτήθηκαν για την προέλαση του Αλεξάνδρου από τον Ελλήσποντο ως τη ΜΗΔΙΑ και την οριστική κατάλυση της περσικής κυριαρχίας στην ΑΣΙΑ. Επίσης, ενώ στους αγώνες εναντίον του Δαρείου ο Μακεδόνας βασιλιάς ακολούθησε την παραδοσιακή τακτική του αρχαίου πολέμου, δηλαδή μάχη «εκ παρατάξεως», τώρα θα υποχρεωθεί – από τις συνθήκες που θα βρει –να ακολουθήσει την «τακτική του ατάκτου πολέμου», δηλαδή του ανταρτοπολέμου. Στην πόλη Εκατόμπυλο είχε συγκεντρωθεί το κύριο μακεδονικό εκστρατευτικό σώμα. ανασυντάχθηκε, αναπαύθηκε και ανταμείφθηκε πλουσιοπάροχα. Ο Μέγας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, με την παροιμιώδη γενναιοδωρία που τον χαρακτήριζε, μοίρασε ένα πολύ μεγάλο ποσό, 12.000-13.000 τάλαντα, όπως μας πληροφορούν ο Διόδωρος και ο Κούρτιος, ως ανταμοιβή στους άνδρες του για τη μέχρι τότε μαχητική τους απόδοση. Μετά τις τελευταίες διοικητικές ρυθμίσεις, ο Μακεδόνας στρατηλάτης μετακινήθηκε βορειότερα, για να θέσει υπό τον έλεγχό του τις προσβάσεις στα στρατηγικής σημασίας υψίπεδα του Ελμπρούζ και στις νότιες ακτές της Κασπίας και συγχρόνως στράφηκε εναντίον της σατραπείας της Υρκανίας και της Παρθίας. Με συντονισμένες ενέργειες των στρατηγών του Κρατερού και Ερίγυιου και με ταυτόχρονη επίθεση του Παρμενίωνα από τα Εκβάτανα κυρίεψε
όλες τις περιοχές προς Κασπίαν. υπέταξε τους Ταπούρους και τους Μάρδους και έτσι απέκτησε τον έλεγχο των διαβάσεων και των νότιων ακτών της Μεγάλης Θάλασσας, όπως λεγόταν τότε η Κασπία. Η επικράτηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου στις περιοχές εκείνες έφερε άμεσο αποτέλεσμα. οι Πέρσες αξιωματούχοι έσπευσαν να παραδοθούν, όπως ο επιτελάρχης του Δαρείου Ναβαρζάνης, ο σατράπης της Υρκανίας και της Παρθίας Φραταφέρνης, ο στρατηγός του Δαρείου Αρτάβαζος με τους τρεις γιους του και άλλοι. Οι Μάρδοι, μια φοβερά ανυπότακτη φυλή, αντιστάθηκαν γενναία και μάλιστα κατά τις επιχειρήσεις αιχμαλωτίσθηκε ο Βουκεφάλας. όμως ο Αλέξανδρος επέτυχε την απελευθέρωση του «παιδικού του φίλου», του ίππου του, απειλώντας με γενική σφαγή των κατοίκων και ολοσχερή καταστροφή των χωριών τους. Τέλος σατράπη της σατραπείας της Υρκανίας και Παρθίας αποκατέστησε ο Αλέξανδρος τον ίδιο το Φραταφέρνη. Επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα της σατραπείας Ζαδράκαρτα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας βρήκε τους Έλληνες μισθοφόρους, απομεινάρια ελεεινά της στρατιάς του δολοφονημένου Δαρείου, και πολλούς απ΄ αυτούς τους υποχρέωσε να ενταχθούν στη μακεδονική στρατιά. Εδώ γιόρτασε η στρατιά του Αλεξάνδρου κατά το μακεδονικό τρόπο –με θυσίες και αθλητικούς / γυμνικούς αγώνες – και αναπαύθηκε 15 ημέρες. Ο μεγαλοφυής Μακεδόνας στρατηλάτης στα Ζαδράκαρτα θα ελέγξει τους λογισμούς και τους πόθους του, τα οράματά του. Ήταν ακριβώς η ώρα, κατά την οποία έπρεπε να απαντηθεί το κρίσιμο ερώτημα της πολιτικής που έπρεπε να ακολουθηθεί. Σε δίλημμα λοιπόν και ο ίδιος ο βασιλιάς των Μακεδόνων: ικανοποιημένος με τα κεκτημένα εδάφη, να σταματήσει την προέλασή του ανατολικότερα και, εφαρμόζοντας τακτική αμυντική, να ολοκληρώσει την οργάνωση του ασιατικού του κράτους ή να συνεχίσει την επιθετική τακτική του πολέμου και, προελαύνοντας νικηφόρος προς χώρες εντελώς άγνωστες στους Έλληνες διανοητές και τόσο απομακρυσμένες, να φτάσει στα ανατολικότερα σύνορα της άλλοτε απέραντης περσικής αυτοκρατορίας που κληρονόμησε από τους Αχαιμενίδες; Πόσο πιο ανατολικά ήθελε να φτάσει ο Μακεδόνας αυτός βασιλιάς; Μήπως αναζητούσε τα πέρατα της ΟΙΚΟΥΜΕΝΗΣ, αυτά που προσδιόριζε η σοφία του καθηγητή του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ; Αλλά, τι βρισκόταν ανατολικότερα, δεν το ήξεραν μήτε οι ίδιοι οι αυλικοί Ασιάτες του Αλεξάνδρου. Εκδηλώθηκε, λοιπόν, η έντονη επιθυμία του να προελάσει ανατολικότερα –ο πόθος του προς το άγνωστο –τον ωθούσε. Είχε προ πολλού συνειδητοποιήσει ότι η ήττα της ΠΕΡΣΙΑΣ ήταν προεισαγωγή για την κατάκτηση όλης της ΑΣΙΑΣ και έτσι κατέστρωσε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Και μέρος αυτών κάλυπτε η επιστημονική έρευνα. Βρισκόταν ήδη σε ένα μέρος του κόσμου, που ήταν εντελώς άγνωστο στους Έλληνες επιστήμονες και συγγραφείς. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι αυτός, ο ίδιος ο Μεγαλέξανδρος, και οι επιστήμονες ερευνητές, που πλαισίωναν το επιτελείο της στρατιάς του, είχαν τακτική αλληλογραφία με τον τρισμέγιστο Μακεδόνα φιλόσοφο/ επιστήμονα Αριστοτέλη και του έστελναν τις πληροφορίες και τις παρατηρήσεις τους-για τις αποστάσεις, το κλίμα, τη χλωρίδα και την πανίδα, την ανθρώπινη και τη ζωική οικολογία –στη Φιλοσοφική του Σχολή (Λύκειο του Αριστοτέλη) στην Αθήνα, την περιπατητική σχολή. Ο Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε στον καθηγητή του το υπέρογκο ποσό των 800 ταλάντων, με το οποίο ο Αριστοτέλης μπόρεσε να ιδρύσει στην Αθήνα μια μεγάλη βιβλιοθήκη, το 330 π.Χ., με έργα λογοτεχνικά – σε πάπυρο- και να ιδρύσει την πρώτη συλλογή ειδών για διδασκαλία, ειδικά στον τομέα της ζωολογίας. Η προέλαση προς τα ανατολικά – η «ένοπλη εξερεύνηση» (έτσι έμοιαζε) - θα έδινε έναν πολύ μεγάλο πλούτο νέων ανακαλύψεων. Μετά την οριστική υποταγή της Υρκανίας, ο Μακεδόνας στρατηλάτης, έχοντας εξασφαλισμένα τα νώτα του, άρχισε την προέλασή του προς Α. και , διασχίζοντας τις βόρειες παρυφές της Παρθίας, έφτασε στα σύνορα της σατραπείας της Αρείας (ή Αριανής), ο σατράπης της οποίας Σατιβαρζάνης, ενώ αρχικά είχε δηλώσει υποταγή στον Αλέξανδρο, επαναστάτησε και κατέφυγε στη Βακτρία στο «βασιλιά» Βήσσο. Ο Αλέξανδρος κατέστειλε την εξέγερση. Οι κάτοικοι παραδόθηκαν. Διόρισε νέο σατράπη, τον Πέρση Αρσάκη, και κοντά στην πρωτεύουσα της σατραπείας ο Αλέξανδρος ίδρυσε την πρώτη Αλεξάνδρεια της ΑΣΙΑΣ, τη γνωστή αργότερα ως ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ των Αρείων. σήμερα είναι η πόλη Χεράτη. Στη σατραπεία αυτή – όπου σήμερα είναι το Αφγανιστάν –ο Μακεδόνας βασιλιάς ενδιαφέρθηκε και για την εκπαίδευση των νέων της Αριανής. Συνεχίζοντας την πορεία προς Ν. κατέλαβε τη Δραγγιανή. ο σατράπης της σατραπείας αυτής – Δραγγιανής και Αραχωσίας – ο Βαρσαέντης, ένας από τους δο-
λοφόνους του Δαρείου, μαθαίνοντας την προέλαση των Μακεδόνων εγκατέλειψε τη χώρα του. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης κατέλαβε τη χώρα και ίδρυσε νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια την Προφθασία, το φθινόπωρο του 330 π.Χ. . Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη χώρα αυτή, αποκαλύφθηκε, ενώ ο στρατός του αναπαυόταν στα Φράδα- πρωτεύουσα της Δραγγιανήςτον Οκτώβριο 330 π.Χ., η υποτιθέμενη συνωμοσία του αρχηγού του Μακεδονικού ιππικού των εταίρων, δηλαδή του Φιλώτα. Η νέα πόλη, η δεύτερη Αλεξάνδρεια που κτίσθηκε στην Ασία από το Μέγα Αλέξανδρο, ονομάστηκε «Προφθασία», γιατί εκεί πρόφθασε ο Μακεδόνας στρατηλάτης να αποκαλύψει συνωμοτικές κινήσεις, που στρέφονταν κατά της ζωής του (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος του 330 π.Χ.). Την εποχή εκείνη οι σχέσεις μεταξύ του βασιλιά Αλεξάνδρου και μερικών επιτελών του, κυρίως του Παρμενίωνα και του Φιλώτα, δεν ήταν καλές, ήταν διαταραγμένες. Αιτία η αντίθεση πολλών Μακεδόνων στη συγχώνευση Ελλήνων και Περσών, την οποία οραματιζόταν να επιτύχει ο Αλέξανδρος. Μία γυναίκα στάθηκε μοιραία για τη ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιτελών του Παρμενίωνα και Φιλώτα, η Αντιγόνη από την Πύδνα της Μακεδονίας. Είχε αιχμαλωτισθεί στη μάχη της Ισσού. Ήταν νέα και ωραία, ερωμένη του Φιλώτα, στην οποία ο Μακεδόνας στρατηγός / ίππαρχος και συνομήλικος του βασιλιά μιλούσε υποτιμητικά γι' αυτόν, τονίζοντας ότι τα κατορθώματα του νεαρού βασιλιά οφείλονται στις δικές του ικανότητες και του πατέρα του, Παρμενίωνα. Και δεν έπαυε να εκθειάζει συνεχώς τον εαυτό του, να υπερηφανεύεται για τις ανδραγαθίες του, ονομάζοντας περιφρονητικά και υποτιμητικά το βασιλιά «μειράκιον» (παιδαρέλι!) . Ο γενναίος Φιλώτας αποδείχθηκε απερίσκεπτος. μιλούσε απροκάλυπτα και απερίσκεπτα στην Αντιγόνη εναντίον του βασιλιά του. Η ανάρμοστη αυτή διαγωγή του Φιλώτα έγινε γνωστή από την ερωμένη του στον Κρατερό, ανώτερο επίσης επιτελικό αξιωματικό του Αλεξάνδρου, τον οποίο ενημέρωσε. Ο Αλέξανδρος, όπως ήταν φυσικό, δυσαρεστήθηκε έντονα για την απρεπή και αλαζονική συμπεριφορά του μοναδικού ιππάρχου του, μαζί με τον οποίο ανατράφηκε, εκπαιδεύθηκε, αλλά και συγκινδύνευσε στα πεδία των μαχών. Γρήγορα όμως ένα γεγονός μετέτρεψε τη δυσαρέσκειά του σε μίσος και οργή! Εξυφάνθηκε συνωμοσία, που απέβλεπε στη δολοφονία του Αλεξάνδρου. Ασφαλώς, όμως, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ως αιτία και την αρχομανία και φιλοδοξία, αλλά και την προσωπική έχθρα κάποιων αξιωματούχων Μακεδόνων, που ζήλευαν την τύχη του βασιλιά, τη δόξα, τις τιμές, τα μεγαλεία και τα πλούτη του και τον φθονούσαν. Ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ενώπιον της συνέλευσης του στρατού για προδοσία, επειδή, ενώ γνώριζε τη συνωμοτική κίνηση, δεν την αποκάλυψε. Ο Φιλώτας ομολόγησε με συντριβή ότι παραμέλησε την υπόθεση, αλλά αρνήθηκε κάθε ανάμειξη. Συγκροτήθηκε στρατοδικείο υπό την προεδρία του Ηφαιστίωνα, που τον δίκασε και τον έκρινε ένοχο προδοσίας του βασιλιά. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέσθηκε με ακοντισμό. Επίσης εκτελέσθηκαν και όλοι όσοι συμμετείχαν στη συνωμοσία. Ο Φιλώτας, υποκύπτοντας στους φρικτούς πόνους των βασανιστηρίων, ομολόγησε ότι πολλές φορές αυτός και ο πατέρας του συνομίλησαν, σχεδιάζοντας τη δολοφονία του Αλεξάνδρου, αλλά δεν την επιχείρησαν, όσο ζούσε ο Δαρείος, γιατί θα ωφελούσε πιο πολύ τον Πέρση βασιλιά παρά αυτούς. Έτσι δικάσθηκε ως συνένοχος και ο ένδοξος στρατηγός του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, Παρμενίων, «ἐρήμην» σε θάνατο, ο οποίος εκτελέσθηκε με προσωπική εντολή του ίδιου του βασιλιά στα Εκβάτανα, όπου υπηρετούσε τελευταία ως φρούραρχος, φυλάσσοντας και το θησαυροφυλάκιο του Αλεξάνδρου (180.000 τάλαντα χρυσού). Τραγικό και άδοξο το τέλος του γηραιού επιτελάρχη. Δεν είχε μάθει για την τύχη του μεγαλύτερου γιου του! Η υπόθεση του Φιλώτα χαλκεύθηκε, κυρίως, για να βγει από τη μέση ο παραγκωνισμένος ήδη πατέρας του, Παρμενίων, για τον οποίο ο Φίλιππος μακάριζε τον εαυτό του, που είχε στις τάξεις του στρατού του έναν πανάξιο στρατηγό. Δολοφονήθηκε (πράγματι για δολοφονία πρόκειται) από το Σιτάλκη, ηγεμόνα των Θρακών που υπηρετούσαν υπό τις διαταγές του Παρμενίωνα στα Εκβάτανα. Σ'αυτόν επέδωσε ο Πολυδάμας, ο απεσταλμένος εταίρος, την επιστολή με τη ρητή διαταγή του βασιλιά για την εκτέλεση. Η πράξη αυτή του Αλεξάνδρου υπαγορεύθηκε από το σκεπτικό, μήπως ο πρώην επιτελάρχης του -με το κύρος που διέθετε στους στρατιώτες του που τον αγαπούσαν πολύ- εξεγείρει επανάσταση στα μετόπισθεν και ηγηθεί στις δυτικές σατραπείες, καθώς ο ίδιος θα πορευόταν ανατολικά.
Έτσι άδοξα τερματίσθηκε η ζωή και η ένδοξη δράση του συνετού επιτελάρχη του Μακεδονικού στρατού Παρμενίωνα και του ανδρείου αρχηγού του Μακεδονικού ιππικού Φιλώτα (πατέρα και γιου), που πρόσφεραν τόσα πολλά για το μεγαλείο της Μακεδονίας και όλου του Ελληνισμού, συμβάλλοντας στη δόξα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου (πατέρα και γιου). Αυτά πληροφορούμαστε από τον Αρριανό, που άντλησε από τη διήγηση του Πτολεμαίου του Λάγου που ήταν παρών στη δίκη. Πληροφορίες για τη δίκη, καταδίκη και εκτέλεση αυτών των διακεκριμένων επιτελών του Μακεδονικού στρατού και ιππικού παρέχουν και ο Διόδωρος, ο Στράβων και ο Ιουστίνος, ο Ρωμαίος. Ο Πλούταρχος περιγράφοντας το χαρακτήρα του Φιλώτα γράφει: "Ο Φιλώτας γιος του Παρμενίωνα, ήταν ανδρείος, καρτερικός, γενναιόδωρος και πιστός φίλος. μόνον απέναντι στον Αλέξανδρο υστερούσε και υποχωρούσε σ'αυτόν, και σε κανέναν άλλον. είχε συμπεριφορά αλλαζονική και υπεροπτική, με συνέπεια να τον φθονούν και να τον αντιπαθούν. αλλά και ο πατέρας του, Παρμενίων, θέλοντας να τον φρονηματίσει, του έλεγε: -Παιδί μου, μη γίνεσαι χειρότερος! » Ο Αλέξανδρος, πάντως, δεν είχε πολλές επιλογές. Αν δεν είχε αποκαλύψει τη συνωμοσία ο στρατιώτης Κεβαλίνος τότε, την ημέρα της δίκης, μπορεί να είχε δολοφονηθεί και η διακυβέρνηση μπορούσε να περάσει στο Φιλώτα ως διοικητή του ιππικού των Εταίρων και στον Παρμενίωνα ως διοικητή του πεζικού. Γι'αυτό ο Αλέξανδρος μνημόνευσε την αποφυγή του κινδύνου, ιδρύοντας στη Δρογγιανή την πόλη ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, που την ονόμασε «ΠΡΟΦΘΑΣΙΑ», επειδή πρόφθασε να μη γίνει στόχος δολοφονικής απόπειρας των συνωμοτών. Ωστόσο οι ανακρίσεις για την προδομένη συνωμοσία συνεχίσθηκαν σε βάθος για την ανακάλυψη και άλλων συνωμοτών. αποκαλύφθηκε, λοιπόν, η ενοχή και άλλων, όπως του Δημητρίου, σωματοφύλακα του βασιλιά, και των τεσσάρων γιων του Ανδρομένη (Πολέμων, Σιμμίας, Άτταλος, Αμύντας). Ο Δημήτριος εκτελέσθηκε, ενώ οι άλλοι γλύτωσαν τη θανατική καταδίκη, χάρη στην ευγλωττία του τελευταίου, οι οποίοι στη συνέχεια έδειξαν παραδειγματική αφοσίωση στο βασιλιά τους. Η όλη εμπειρία ήταν φοβερή για τον Αλέξανδρο. συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ούτε τους πλησιέστερους Φίλους και Εταίρους. Εξάλλου, στο απόγειο της δόξας του, τακτικά βασανιζόταν από την εφιαλτική εκείνη σκηνή του πατέρα του, μαχαιρωμένου από έμπιστο σωματοφύλακά του. Ο Αλέξανδρος κατάλαβε ότι ο Φιλώτας, ο Παρμενίων, ο Δημήτριος και οι άλλοι συνωμότες ήταν η εσωτερική αντιπολίτευση στις ιδέες του για συνεργασία με την περσική αριστοκρατία (μετά τα Γαυγάμηλα είχε ορίσει μόνο Πέρσες σατράπες), για την ασιατίζουσα εμφάνισή του και την όλη συμπεριφορά του στην Αυλή και τέλος για τη συνέχιση της εκστρατείας ακόμη ανατολικότερα. Ο Φιλώτας μάλιστα, σύμφωνα με τον ΑΡΡΙΑΝΟ, που χρησιμοποίησε τον Πτολεμαίο και τον Αριστόβουλο ως πηγές του, ήταν ύποπτος για συνωμοσία κατά του Αλεξάνδρου ήδη από την Αίγυπτο, το έτος 331, αλλά τότε ο βασιλιάς δεν είχε δώσει και τόση σημασία. Η δίνη, που προκάλεσε η συνωμοσία, συμπαρέσυρε σε δίκη και τον Αλέξανδρο Λυγκηστή, το γιο του Αερόπου, ο οποίος κρατούνταν υπό περιορισμό επί 3 χρόνια, χωρίς να έχει δικασθεί. είχε κατηγορηθεί από τον ίδιο το βασιλιά Αλέξανδρο για προδοσία αυτού. η μαρτυρία του γράμματος, που μετέφερε ο Σισίνης από το Δαρείο, ήταν συντριπτική. Καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέσθηκε με ακοντισμό. Συνέπεια όλων αυτών των αποκαλυπτικών γεγονότων ήταν να οργισθεί τόσο φοβερά ο νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας, ώστε δόθηκε εντολή σε έμπιστα πρόσωπα να παρακολουθούν ακόμη και τις κινήσεις του ίδιου του αντιβασιλιά Αντιπάτρου στη Μακεδονία. Γνωρίζοντας ότι υπήρχε αντίδραση από τους φίλους και τους διοικητές του, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να κερδίσει περισσότερο την υποστήριξη των Ασιατών αυλικών του. όρισε επιφανείς Ασιάτες- Πέρσες- ως προσωπικούς του φρουρούς, κάτι αντίστοιχο με τους επτά Μακεδόνες σωματοφύλακές του. Ο ίδιος, επίσης, χρησιμοποιούσε την αρχαία σφραγίδα για την αλληλογραφία με την Ευρώπη. φορούσε πάντοτε το παραδοσιακό δακτυλίδι – σφραγίδα που ήταν από την εποχή των Τημενιδών, ενώ για την αλληλογραφία με την Ασία χρησιμοποιούσε τη σφραγίδα του Δαρείου, της δυναστείας των Αχαιμενιδών, την οποίαν αναγνώριζαν και αποδέχονταν οι σατράπες που είχε ορίσει αυτός. Το γεγονός ότι έκανε επίσημη διάκριση ανάμεσα στο λειτούργημά του άλλοτε ως βασιλιάς της Μακεδονίας και άλλοτε ως βασιλιάς της Ασίας, προκαλούσε τη δυσαρέσκεια σ' εκείνους τους Μακεδόνες που δεν επιθυμούσαν να μοιράζονται την εξουσία με τους Ασιάτες.
Έκαμε επίσης κάποιες ρυθμίσεις στη διοίκηση του στρατού ύστερα από τις εκτελέσεις του Παρμενίωνα και του Φιλώτα. τη διοίκηση του Ιππικού των Εταίρων ανέθεσε στον Ηφαιστίωνα και στον Κλείτο. Αποτελεί, πάντως, γεγονός αναμφισβήτητο ότι η διαυγής ατμόσφαιρα των θριάμβων και της αδιάσπαστης συνοχής στο Ελληνικό στρατόπεδο σκιάζεται από τα όσα φοβερά συνέβησαν! Υπάρχει στο άμεσο περιβάλλον του βασιλιά και στους στενούς του φίλους ακόμη μία επιφυλακτικότητα και καχυποψία απέναντι σε πρόσωπα και πράγματα, που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη και τη συνοχή που χαρακτήριζε το σύνολο του στρατού στα πρώτα χρόνια των θριάμβων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αισθητή μία διαίρεση των Μακεδόνων σε Φιλιππικούς και Αλεξανδρινούς και ότι δρα κατά της ομόνοιας του Μακεδονικού και γενικά του Ελληνικού στρατοπέδου, ενώ ευνοεί τους Πέρσες και τους άλλους Ασιάτες. Εκείνη η ανεπιφύλακτη αφοσίωση των Μακεδόνων στο πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου έχει σημαντικά μειωθεί. Από τη Δρογγιανή ο Μακεδόνας στρατηλάτης προήλασε νότια στην εύφορη πεδιάδα της Αριμασπίας. οι κάτοικοι της περιοχής αυτής είχαν τον τίτλο «Ευεργέτες», επειδή είχαν σώσει το στρατό του Κύρου του Μεγάλου, που λιμοκτονούσε, στέλνοντάς του 30.000 φορτώματα γεννήματα από τη χώρα τους. Δέχθηκαν την εξουσία του Αλεξάνδρου, που τους φέρθηκε με μεγαλοψυχία. Εδώ στρατοπέδεψε για 2 μήνες (Νοέμβριος – Δεκέμβριος του 330 π.Χ.). Ο στρατός αναπαύθηκε και συγκέντρωσε αποθέματα τροφής για το χειμώνα που ερχόταν. Και ο λαός της Γεδρωσίας (Βελουχιστάν) υποτάχθηκε επίσης οικειοθελώς στον Αλέξανδρο, ο οποίος όρισε έναν Πέρση σατράπη της Αριμασπίας και της Γεδρωσίας. Εντωμεταξύ νέα εξέγερση στην Αριανή απείλησε τις επικοινωνίες του. Ο έκπτωτος σατράπης Σατιβαρζάνης, που είχε δραπετεύσει στο Βήσσο, επέστρεψε και ξεσήκωσε πάλι επανάσταση κατά της Μακεδονικής κυριαρχίας στο όνομα του Ασιάτη «βασιλιά» Βήσσου. Ο Αλέξανδρος κατέστειλε την εξέγερση με το ιππικό που έστειλε υπό τη διοίκηση του Πέρση Αρταβάζου, του Κάρανου και του Ερίγυιου με τη σύμπραξη και του σατράπη της Παρθυαίας, που είχε εισβάλει στην Αριανή. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και ο Σατιβαρζάνης σκοτώθηκε (Νοέμβριος 330 π.Χ.). Στην αρχή του χειμώνα και ενώ καταστελλόταν η εξέγερση των Αριανών, ο Αλέξανδρος εισέβαλε στην Αραχωσία και ανάγκασε το λαό σε υποταγή. Επειδή η σατραπεία αυτή είχε μεγάλη στρατηγική σημασία, όρισε σατράπη το Μακεδόνα Μένωνα, επικεφαλής 4.000 πεζών και 600 ιππέων, και ίδρυσε νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια «ἐν Ἀραχώτοις» (η τρίτη της Ασίας-σήμερα λέγεται Κανδαχάρ). Εδώ στην Αραχωσία συνάντησε τον Αλέξανδρο ο στρατός (11.800 άνδρες), που έφτασε από τα Εκβάτανα και ο οποίος ανήκε στην έδρα διοίκησης του Παρμενίωνα, του αδικοσκοτωμένου. Μέσα σε 3-4 μήνες, από τον Ιανουάριο του έτους 329 π.Χ., ο Μέγας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ επιχείρησε μεγάλη και πολύ δύσκολη στρατιωτική δράση. Από την Αραχωσία προήλασε προς Β. πανστρατιά (με όλο το στράτευμά του) σε μια πορεία κατά μήκος του όρους Ινδοκούς, για να εισβάλει στη Βακτρία, με σκοπό να νικήσει το Βήσσο και να τον συλλάβει, ώστε να καταλύσει την κυριαρχία του στις ανατολικές επαρχίες της άλλοτε περσικής αυτοκρατορίας. Μπροστά του τώρα ορθώνεται ο απέραντος και πανύψηλος ορεινός όγκος του Ινδικού Καυκάσου (Χιντού –Κους). Η πολυήμερη πορεία των Μακεδόνων, κατά την προσπάθειά τους να διαβούν το άξενο αυτό τοπίο, αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της εκστρατείας. Εδώ η στρατιά του Αλεξάνδρου δοκιμάσθηκε πολύ σκληρά, κυρίως από ανεπαρκή ανεφοδιασμό. Ήταν βαρύς ο χειμώνας του 329 π.Χ. και η πορεία κράτησε 16 ημέρες μέσα από πολύ πυκνό χιόνι και παγετό. Κατά την ανάβαση και διάβαση της οροσειράς μέσα από δύσβατες χιονοσκεπείς εκτάσεις πολλοί στρατιώτες έπαθαν κρυοπαγήματα και «έχασαν» τα πόδια τους και αρκετοί έχασαν το φως των ματιών τους από την εκτυφλωτική ανταύγεια του χιονιού. Οι προμήθειες –που είχαν συγκεντρώσει-εξαντλήθηκαν και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να σφάξουν και να φάνε τα υποζύγια και μάλιστα, καθώς δεν έβρισκαν ξύλα για το μαγείρεμα, έτρωγαν ωμά κρέατα και ρίζες. Οι σκληροτράχηλοι Μακεδόνες, οι γενναιότεροι από οποιονδήποτε σύγχρονο στρατιώτη στο δυτικό ημισφαίριο, με την παραδοσιακή αντοχή τους και εγκράτεια έμειναν σταθεροί στην εκτέλεση των διαταγών του βασιλιά τους και τα κατάφεραν να περάσουν (Αφγανιστάν). Η διάβαση του Ινδικού Καυκάσου (Ινδουκούχ)
αποτελεί πραγματική εποποιία μέσα στην παγκόσμια ιστορία. Χάθηκαν πολλοί στρατιώτες από τις κακουχίες, παγωνιά και πείνα, και ιδίως γυναικόπαιδα (πολλοί είχαν κάνει γάμους με Ασιάτισσες). Κάπου έβλεπαν και εντόπιζαν καλύβες από τον καπνό που έβγαζαν. οι εντόπιοι ζούσαν σε μεγάλα υψόμετρα σε καλύβες κάτω από το χιόνι και είχαν τροφές που συγκέντρωναν από το καλοκαίρι. Ο στρατός σώθηκε καταφεύγοντας σ'αυτές τις καλύβες για διαμονή και τροφή, και μάλιστα από επιγαμίες θα προέλθουν κάποιες φυλές Μακεδονοασιατικές. Στα βόρεια της διάβασης ο καιρός ήταν καλύτερος και ο στρατός πέρασε το υπόλοιπο του χειμώνα κοντά στη σημερινή Καμπούλ (πρωτεύουσα του Αφγανιστάν), όπου υπήρχαν τρόφιμα. Ο Μέγας Αλέξανδρος πρόσφερε θυσίες στους θεούς, όπως συνήθιζε στην αρχή και στο τέλος κάθε επιχείρησης, και ίδρυσε εκεί νέα πόλη, την ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ του Καυκάσου (του Ινδικού). Η στρατηγική σημασία της τοποθεσίας, όπου κτίσθηκε η νέα αυτή πόλη, στο σταυροδρόμι προς Βακτρία, Αραχωσία και Ινδία, ανέδειξε την πόλη του Αλεξάνδρου σε ένα από τα κυριότερα κέντρα του Ελληνικού πολιτισμού στην Κεντρική Ασία. Έκτισε και άλλες μικρότερες με μικτό πληθυσμό και οργάνωσε τη σατραπεία. σατράπης ορίσθηκε ο Πέρσης Προέξης και στρατιωτικός διοικητής ο Μακεδόνας Νειλόξενος. Ο αντίπαλος του Μ. Αλεξάνδρου Βήσσος, ο σφετεριστής του περσικού βασιλείου, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του στην πόλη Άορνο και ερημώνοντας, απ'όπου θα περνούσε ο Αλέξανδρος, όλες τις περιοχές, νόμισε ότι θα παρεμπόδιζε την προέλασή του, διότι θα αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες δυσκολίες επισιτισμού. Ο Βήσσος στηριζόμενος στη συνεργασία των ανδρείων διοικητών της περιοχής, Σπιταμένη και Οξυάρτη, και στη συμμαχία γειτονικών βαρβάρων διακήρυττε ότι θα νικούσε και θα απέκρουε τους Μακεδόνες. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ βρισκόταν σε πολύ μειονεκτική θέση. μπροστά του ορθώνεται και πάλι ο Ινδικός Καύκακος (το βόρειο τμήμα της οροσειράς) με τις απάτητες κορυφές του (υψόμετρο 6.000-8.000 μέτρα) κατάφορτες με τα πυκνά χιόνια και τους παγετούς της πρώιμης άνοιξης (329). Από την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα (περιοχή της σημερινής Καμπούλ) υπάρχουν 7 δύσβατες ορεινές διαβάσεις. Η διάβαση από το Μακεδονικό στρατό αυτής της περιοχής εκείνη την εποχή του έτους αποτελεί το εκπληκτικότερο ίσως αυτού του είδους κατόρθωμα όλων των εποχών. Ο Μακεδόνας στρατηλάτης επιδίωξε να υπερφαλαγγίσει τον αντίπαλό του- Βήσσο- από τα βορινά. Αποφεύγοντας την «πεπατημένην», επέλεξε μια από τις ανατολικότερες διαβάσεις, το σημερινό Χαουάκ (υψόμετρο 3.500 μέτρα), και με βόρεια και βορειοδυτική πάντοτε κατεύθυνση προχώρησε στο εσωτερικό της Βακτρίας, στην καρδιά του «βασιλείου» του Βήσσου. Ο Αλέξανδρος στις ορεινές στενοπορίες και στην ερημωμένη από τον εχθρό γη αντιμετώπισε το οξύτατο πρόβλημα του ανεφοδιασμού. αναγκάσθηκαν οι ηρωικοί Μακεδόνες να τρέφονται με ό,τι μπορούσαν να βρουν που τρωγόταν. έσπαζαν τον πάγο στα παγωμένα ποτάμια να πιάσουν κανένα ψάρι και, όταν δεν έβρισκαν, έσφαζαν τα υποζύγιά τους, για να κρατηθούν στη ζωή. Παραταύτα κατόρθωσαν, μετά από πορεία 500 περίπου χιλιομέτρων, να περάσουν εντελώς τον ορεινό όγκο του Ινδικού Καυκάσου (Χιντού – Κους) και να φθάσουν, χωρίς σοβαρές απώλειες, στην πόλη Δράψακα. Ο Βήσσος όμως, ο ψευτοπαλληκαράς "βασιλιάς", μαθαίνοντας κατάπληκτος το γεγονός αυτό, τράπηκε σε φυγή και τον ακολούθησαν ο Σπιταμένης με τον Οξυάρτη. διάβηκαν με τα στρατεύματά τους τον Ώξο ποταμό και κατέφυγαν στη Σογδιανή. Μετά από σύντομη ανάπαυση του εκστρατευτικού σώματος στα Δράψακα, ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τα δυτικά. Οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της Βακτριανής, τα Βάκτρα ή Ζαρίασπα και η Άορνος, κυριεύθηκαν χωρίς σοβαρή αντίσταση. Ο Αλέξανδρος κυρίεψε όλη τη σατραπεία και διόρισε νέο σατράπη στη θέση του λιποτάκτη Βήσσου τον Πέρση Αρτάβαζο (τέως στρατηγός-επιτελάρχης του Δαρείου Γ' που προσήλθε στην υπηρεσία του Αλεξάνδρου) στα Βάκτρα, πρωτεύουσα της Βακτριανής. και φρούραρχο της μακεδονικής φρουράς στην ακρόπολη της Αόρνου εγκατέστησε το Μακεδόνα Αρχέλαο, το γιο του Ανδρόκλου. Εντωμεταξύ στη σατραπεία της Αρείας (Αριανής) έγινε μια διοικητική αλλαγή. μετά την τελική ήττα και το θάνατο του Σατιβαρζάνη, αντικαταστάθηκε και ο νέος σατράπης, ο Αρσάκης, ως ύποπτος συνεργασίας στο κίνημα του προηγουμένου. Νεότερος σατράπης τώρα διορίσθηκε από τον Αλέξανδρο ο Κύπριος Στασάνωρ, γόνος του βασιλικού οίκου των Σόλων.
Αφού ξεκουράστηκε λίγες μέρες η στρατιά, αφήνοντας στα Βάκτρα τις πιο βαριές αποσκευές, συνέχισε την αμείλικτη καταδίωξη του Βήσσου και κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Ώξο. Από τα Βάκτρα ως τις όχθες του Ώξου θα περάσουν τα μακεδονικά στρατεύματα νέα απερίγραπτη δοκιμασία. Η απόσταση είναι 80 χιλιόμετρα περίπου μέσα από άνυδρη στέπα. πολύ καταπονήθηκε η στρατιά από τον τρομερό καύσωνα (καλοκαίρι του 329 π.Χ.) και από τους παραισθησιακούς αντικατοπτρισμούς λόγω της υψηλής θερμοκρασίας του εδάφους. Είχε η στρατιά απώλειες από αφυδάτωση των ανδρών λόγω στέρησης νερού. Αλλά και στο τέρμα της πορείας –από άκρατη υδροποσία- οι απώλειες έγιναν μεγαλύτερες (όπως μας πληροφορεί ο Ρωμαίος Κούρτιος Ρούφος). Η επόμενη δυσκολία αντιμετωπίσθηκε τότε εμπειρικά. πρόκειται για τη διάβαση του ποταμού αυτού. Ο Ώξος είναι από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Ασίας. Το πλάτος του μεγάλο, τα νερά του βαθιά και ορμητικά, το έδαφος αμμουδερό και η έλλειψη πλοιαρίων καθιστούσαν τη διάβασή του προβληματική. Η γύρω περιοχή ήταν άδενδρη και δεν υπήρχαν υλικά για τη γεφύρωση αυτού. Ο μεγάλος Μακεδόνας στρατηλάτης, χωρίς μεγάλη χρονοτριβή, διέταξε τους άνδρες του να γεμίσουν τα δέρματα, που χρησιμοποιούσαν για σκηνές, με άφθονο ξηρό χόρτο, να τα ράψουν στεγανά και να τα χρησιμοποιήσουν ως πλωτά μέσα, όπως παλαιότερα είχαν κάνει στην Ευρώπη, για τη διάβαση του Δούναβη. Έτσι εμπειρικά σε 5 ημέρες μπόρεσαν να περάσουν τον ποταμό Ώξο. Όμως εναντίον του Βήσσου οργανώθηκε πραξικόπημα. Οι στρατιωτικές του δυνάμεις είχαν ήδη αρχίσει να τον εγκαταλείπουν. συνωμότησαν εναντίον του οι ίδιοι οι επιτελείς του και στενοί συνεργάτες του, ο Σπιταμένης, Σογδιανός άρχοντας, ο Δαταφέρνης και ο Κάτανος. τον ανέτρεψαν, κηρύσσοντάς τον έκπτωτο, τον συνέλαβαν και σκέπτονταν να τον παραδώσουν στον Αλέξανδρο. Την ευθύνη για την παραλαβή του επίδοξου αντιπάλου του, Βήσσου, ο Μακεδόνας βασιλιάς ανέθεσε στο στρατηγό του Πτολεμαίο, ο οποίος τελικά κατόρθωσε να τον συλλάβει ο ίδιος στην πόλη Μαρακάνδα, πρωτεύουσα της σατραπείας της Σογδιανής (περιοχή της Σαμαρκάνδης –πόλη του Ουζμπεκιστάν) και με εντολή του Αλέξανδρου τον οδήγησε γυμνό και δέσμιο στο Ελληνικό στρατόπεδο. ο βασιλιάς διέταξε να μαστιγωθεί μπροστά στον παραταγμένο στρατό και ταπεινωμένος να μεταφερθεί στα Βάκτρα, την άλλοτε πρωτεύουσά του, για να δικασθεί και να θανατωθεί. Οι Πέρσες αυλικοί του Αλεξάνδρου συνεδρίασαν υπό την προεδρία του, ως βασιλιά της ΑΣΙΑΣ, και αποφάσισαν να τον ακρωτηριάσουν με τον περσικό τρόπο, κόβοντάς του τη μύτη και τα αυτιά. ύστερα από τα βασανιστήριά του, ο Αλέξανδρος τον έστειλε με συνοδεία στα Εκβάτανα, όπου "το Συνέδριο των Μήδων και των Περσών" θα αποφάσιζε για τον τρόπο της εκτέλεσής του. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, συνεχίζοντας την προέλασή του εντός της Σογδιανής, κατέλαβε την πρωτεύουσα της σατραπείας που ταυτίζεται με τη Σαμαρκάνδη και εκεί εγκατέστησε μακεδονική φρουρά και ο ίδιος συνέχισε την προέλασή του στις απέραντες ερήμους και στέπες. Μάλιστα τραυματίσθηκε σε μια από τις μάχες εναντίον των εντοπίων της περιοχής αυτής σοβαρά στο πόδι από εχθρικό βέλος. Αφού θεραπεύθηκε το τραύμα του, κατευθύνθηκε προς τον Ιαξάρτη ποταμό, το πιο ακραίο βορειοανατολικό σύνορο της πρώην περσικής αυτοκρατορίας, όπου είχε φθάσει και ο Κύρος ο μεγάλος, βασιλιάς και ιδρυτής του περσικού κράτους. Οι κάτοικοι της Σογδιανής, ενώ στην αρχή είχαν δεχθεί τους Μακεδόνες ως ελευθερωτές, ξαφνικά μεταστράφηκαν οι ειρηνικές διαθέσεις τους. Επαναστατικός άνεμος έπνευσε αστραπιαία και διαδόθηκε σε ολόκληρη τη σατραπεία. ο Σπιταμένης, ο σατράπης, ανέλαβε την ηγεσία του επαναστατικού αγώνα των Σογδίων εναντίον των Μακεδόνων και καλούσε και τους Βακτρίους να συμπράξουν. Ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ εύκολα κυρίεψε τις επαναστατικές εστίες, εκτός από την Κυρούπολη (είχε κτισθεί από τον Κύρο) . η πόλη είχε άριστη οχύρωση. από μεγάλο σεβασμό προς την προσωπικότητα του Κύρου ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να μη λεηλατηθεί. Αλλά η πεισματική αντίσταση των βαρβάρων εξόργισε το βασιλιά Αλέξανδρο και η πόλη, αφού κατακτήθηκε με τέχνασμα, λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Οι κάτοικοι τιμωρήθηκαν με εξόντωση και αιχμαλωσία και νέοι θησαυροί περιήλθαν στα χέρια του Μακεδόνα στρατηλάτη. Τώρα το σύνολο των θησαυρών της δυναστείας των βασιλιάδων Αχαιμενιδών, που αποταμιεύθηκε στο θησαυροφυλάκιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έφτανε στις 206.000 τάλαντα χρυσού. αυτά ήταν γενικά τα έσοδα της εκστρατείας (206.000 Χ 25,8 = 5.314.800 κιλά), 5.314,8 τόνοι. Κατά τις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις και συμπλοκές τραυματίσθηκαν ο στρα-
τηγός Κρατερός και ο ίδιος πάλι ο βασιλιάς Αλέξανδρος, που κτυπήθηκε από πέτρα στο λαιμό και έπεσε αναίσθητος, καθώς και πολλοί άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες. Η θέση όμως του Αλέξανδρου επιδεινώθηκε, όταν στη βόρεια όχθη του Ιαξάρτη ποταμού εμφανίσθηκε πολυάριθμος Σκυθικός στρατός (βαρβαρικό έθνος, πολεμοχαρείς ιππείς), οι οποίοι ήταν έτοιμοι να ενισχύσουν τους Σόγδιους επαναστάτες, ενώ συγχρόνως ο σατράπης Σπιταμένης πολιορκούσε τη Μακεδονική φρουρά της ακρόπολης της Σαμαρκάνδης (Μαρακάνδα). Ο Μακεδόνας βασιλιάς της Ασίας αναγκάσθηκε να διεξαγάγει διμέτωπο αγώνα, και ενώπιον των Σογδίων επαναστατών και εναντίον των Σκυθών συμμάχων τους, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ίδρυση μιας νέας ακόμη πόλης, της ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ της Εσχάτης, εκεί στη θέση του παραποτάμιου στρατοπέδου του, στον Ιαξάρτη ποταμό. Διέταξε να κατασκευασθούν σχεδίες για τη διάβαση. ο Κούρτιος αναφέρει ότι σε 3 μόνο ημέρες κατασκευάσθηκαν 12.000 σχεδίες. Έτσι διάβηκε η στρατιά τον Ιαξάρτη. Η βροχή των εχθρικών βελών και το ισχυρό ρεύμα του ποταμού παρέλυαν την επιθετικότητα των Μακεδόνων. όμως με τα τεχνάσματα του βασιλιά κατόρθωσαν να διαβούν και η σύγκρουση με τους βαρβάρους Σκύθες υπήρξε σφοδρότατη. Οι γενναίοι Μακεδόνες νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή αφήνοντας 1.000 νεκρούς. Η καταδίωξη δεν κράτησε πολύ, γιατί ο καύσωνας ήταν αφόρητος και νερό δεν υπήρχε πόσιμο καθόλου. Πίνοντας όχι καθαρό, αλλά ό,τι νερό έβρισκαν μπροστά τους, πολλοί στρατιώτες Μακεδόνες και ο ίδιος ο βασιλιάς Αλέξανδρος αρρώστησαν βαριά από δυσεντερία. Ευτυχώς ο βασιλιάς των Σκυθών ζήτησε ειρήνη. Επίσης και οι Σάκες, γειτονικός πολεμικός λαός, έσπευσαν και δήλωσαν υποταγή στο Μακεδόνα βασιλιά της Ασίας. Σε άλλο όμως σημείο του μετώπου ένα τμήμα του μακεδονικού στρατού έπεσε σε ενέδρα του Σπιταμένη και Σκυθών συμμάχων του και παρά τη γενναιότητά τους, λόγω της πείνας, της δίψας και του καύσωνα, αλλά και λόγω της ασυμφωνίας των αξιωματικών, νικήθηκαν κατά κράτος και κατασφάγηκαν όλοι. Αυτή ήταν η πρώτη ήττα του εκστρατευτικού σώματος του Αλεξάνδρου, αφότου διάβηκε τον Ελλήσποντο (334). Ο Μακεδόνας στρατηλάτης, μετά τις διαπραγματεύσεις που είχε με το βασιλιά των Σκυθών, εξαπέλυσε ένα άγριο και ανελέητο κυνηγητό να προλάβει το Σπιταμένη, προτού να φτάσει στα Μαράκανδα (Σαμαρκάνδη) και πολιορκήσει πάλι τη μακεδονική φρουρά στην ακρόπολη. Διέσχισε σε 3 ημέρες την απίστευτη απόσταση των 1500 σταδίων / 280 χιλιομέτρων (Αρριανός). Αν ο ιστορικός μας συγγραφέας δεν πέφτει έξω στους υπολογισμούς του, η πορεία αυτή με αφόρητο καύσωνα και φοβερή ξηρασία του πρώιμου φθινοπώρου (329 π.Χ.) αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους άθλους στην παγκόσμια πολεμική ιστορία. Ο Αλέξανδρος διέκοψε για λίγο τις συμπλοκές, ενώθηκε με τα τμήματα της στρατιάς που οδηγούσε ο Κρατερός και όλοι μαζί μπήκαν στα Βάκτρα, για να ξεχειμωνιάσουν σε μόνιμο στρατόπεδο και να αναπαυθούν οι καταπονημένοι στρατιώτες του βασιλιά. Στη Σογδιανή άφησε στρατιωτικό διοικητή το Μακεδόνα Πευκόλαο. Στα Βάκτρα, το χειμώνα του 329-328 π.Χ., ο Μ. Αλέξανδρος βρήκε την ευκαιρία να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να διευθετήσει όσες εκκρεμότητες υπήρχαν. Εκεί, στα ΒΑΚΤΡΑ, ο Μέγας στρατηλάτης της Μακεδονίας αναπαύθηκε με το στρατό του και ετοιμάσθηκε για την επόμενη αναμέτρηση, περιμένοντας ενισχύσεις από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ο Αντίπατρος, ο αντιβασιλιάς, έστειλε στο βασιλιά Αλέξανδρο 8.000 άνδρες. εκτός από Έλληνες μισθοφόρους έφθασαν και τέθηκαν στην υπηρεσία του μονάδες από τη Λυδία, Λυκία και από τη Συρία. Ήταν, αυτοί, οι πρώτοι απόφοιτοι μιας εκπαιδευτικής στρατιωτικής διαδικασίας, που ο ίδιος είχε εισαγάγει σε επιλεγμένους νέους αυτών των χωρών, καθώς και της Αιγύπτου. Συνολικά οι ενισχύσεις έφτασαν στις 22.000-23.000 άνδρες. Ήταν πολύ αναγκαίες για την ολοκλήρωση της υποταγής της δύσκολης Σογδιανής. Επίσης ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ, ήδη από τις αρχές του έτους 329 π.Χ., είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πλήρες σύστημα στρατιωτικής εκπαίδευσης σε όλες τις νέες πόλεις, που ίδρυσε στην «δορύκτητη γη» με μικτό πληθυσμό (Ασιατικό και Ελληνικό), τις Αλεξάνδρειες. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος επέλεξε 30.000 παιδιά προεφηβικής ηλικίας (14 ετών), από αριστοκρατικές οικογένειες των Περσών, να τα εκπαιδεύσει και να τα εντάξει στο στρατό του, για να τονώσει το συγχρωτισμό των Μακεδόνων με τους εντόπιους. Να τι γράφει ο ιστορικός μας και ένας από τους καλύτερους παιδαγωγούς: «...ἐκέλευσε -ὁ Ἀλέξανδρος –γράμματά τε μανθάνειν ΕΛΛΗΝΙΚΑ καί Μακεδονικοῖς ὅπλοις
ἐντρέφεσθαι» (δηλαδή, διέταξε να μαθαίνουν – τα παιδιά ως νεοσύλλεκτοι στο Μακεδονικό στρατό – ελληνικά γράμματα και να ασκούνται στα μακεδονικά όπλα). Το σκεπτικό του βασιλικού αυτού διατάγματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που έχει προαναφερθεί, ήταν να εκπαιδευθούν τα Ασιατόπουλα στη μακεδονική πολεμική τέχνη, που ήταν ανώτερη απ' όλες, για να ενταχθούν στη Μακεδονική Φάλαγγα ή στο Μακεδονικό ιππικό, που ήταν μέχρι τότε αήττητα πολεμικά σώματα, ενώ παράλληλα εξελληνίζονταν με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, που την μιλούσαν πολλοί και ήταν απ' όλες ανώτερη. [Αυτά διέταξε ο «μη Έλληνας;» ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ! Και παραταύτα τον θέλουν τώρα δικό τους οι παραχαράκτες και πλαστογράφοι της ιστορίας, οι ΑΛΒΑΝΟΣΛΑΒΟΣΚΟΠΙΑΝΟΙ!] Το παραπάνω εδάφιο του Πλουτάρχου μαρτυρεί τη φροντίδα του "βάρβαρου κατακτητή" βασιλιά της Μακεδονίας και της ΑΣΙΑΣ, Μεγάλου Αλεξάνδρου, για την αγωγή και εκπαίδευση των παιδιών της ΑΣΙΑΣ. Η παραδοχή της ελληνικής γλώσσας ως ανώτερης δηλώνει όχι μόνο τη δική του παιδεία, αλλά πρωτίστως δηλώνει τη συνείδηση και την πίστη του για την ελληνική του καταγωγή και εθνικότητα. Το πνεύμα του βασιλικού διατάγματος απηχεί την επιθυμία και το ζήλο του μεγάλου αυτού άνδρα να μοιρασθούν οι Ασιάτες με τους Έλληνες (Μακεδόνες) το μέλλον του απέραντου βασιλείου του. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος όρισε Έλληνες δασκάλους και εκπαιδευτές, καθώς και επιμελητές (επιθεωρητές), που δίδασκαν και επόπτευαν, με δικές του δαπάνες, τα παιδιά της ΑΣΙΑΣ. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ παρείχε ένα πλήρες εκπαιδευτικό σύστημα για τα πιο ζωντανά παιδιά του ασιατικού κόσμου. Συμπληρώνοντας μετά 4 έτη την εκπαίδευσή τους, μπορούσαν να υπηρετήσουν ως στρατιωτικοί στη στρατιά του Αλεξάνδρου ή υπό τη διοίκηση του σατράπη της περιοχής τους. Κατά την παραμονή του στα Βάκτρα, ο Μέγας Αλέξανδρος δέχτηκε για δεύτερη φορά πρεσβεία των Σκυθών. ο νέος βασιλιάς τους ανανέωσε τους όρκους συμμαχίας και πρότεινε στον Αλέξανδρο την κόρη του για γάμο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ανανέωσε τη συμμαχία με το Σκύθη βασιλιά, ενώ αποποιήθηκε με διπλωματικότητα την πρόταση γάμου. Επίσης εκεί έφτασε επικεφαλής πρεσβείας και ο Φαρασμάνης, ο βασιλιάς της φυλής των Χορασμίων, και του πρότεινε να συνεκστρατεύσουν στην Κολχίδα και να τον βοηθήσει, αν ήθελε ο Αλέξανδρος, να υποτάξει τις χώρες ανατολικά του Ευξείνου Πόντου. Και εκείνος του απάντησε: «Για την ώρα ενδιαφέρομαι, αφού εδραιώσω την κλονισμένη κυριαρχία μου στις ανατολικές σατραπείες, για την ΙΝΔΙΑ. Αν υποτάξω τους Ινδούς, θα κατέχω τότε όλη την ΑΣΙΑ και με αυτήν δική μου θα επιστρέψω στην ΕΛΛΑΔΑ και από εκεί με όλη την πεζική και ναυτική δύναμή μου θα προελάσω μέσω Ελλησπόντου και Βοσπόρου προς τα βάθη του Ευξείνου Πόντου. η πρότασή σου μπορεί να περιμένει ως τότε». Στην αρχή της άνοιξης του έτους 328 π.Χ., ξεκίνησε ο Μέγας Αλέξανδρος από τα Βάκτρα, για να επαναλάβει τις επιχειρήσεις του εναντίον των επαναστατημένων Σογδίων και του Σπιταμένη, αφήνοντας για τη φρούρηση της πόλης φρουρά με αρχηγούς τους αξιωματικούς του Μελέαγρο, Άτταλο, Πολυπέρχοντα και Γοργία. Ο ίδιος με το υπόλοιπο στράτευμα κατευθύνθηκε προς τον Ώξο ποταμό. εκεί, καθώς άνοιγαν οι άνδρες του πηγάδια στις όχθες του ποταμού, για να βρουν πόσιμο νερό, είδαν να αναβλύζει από τη γη «έλαιον», που μύριζε όμως διαφορετικά. Ήταν προφανώς πετρελαιοπηγές. Ο στρατός, αφού διάβηκε τον ποταμό, εισέβαλε πάλι στη Σογδιανή και χωρίσθηκε σε 5 τμήματα με επικεφαλής τον Αλέξανδρο, τον Ηφαιστίωνα, τον Πτολεμαίο, τον Περδίκα και τον Κοίνο και με συναρχηγό / οδηγό τον Πέρση Αρτάβαζο. Κάθε στρατηγός με το τμήμα του έλαβε διαταγή να διασχίσει ένα μέρος της σατραπείας για εκκαθάριση των επαναστατικών εστιών. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας κατακτήθηκε, αλλά ο Σπιταμένης με βαρβάρους Μεσσαγέτες ιππείς μπήκε στη Βακτρία για αντιπερισπασμό και πολιόρκησε τα Βάκτρα. τον απέκρουσε όμως ο Κρατερός και τελικά τον καταδίωξε ο Κοίνος. Τότε τον εγκατέλειψαν οι δικοί του και οι σύμμαχοί του, Σόγδιοι, Βάκτριοι και Σκύθες. Αυτοί τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν και έστειλαν το κεφάλι του στον Αλέξανδρο. Το φθινόπωρο του 328 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος με το στρατό του βρισκόταν στα Μαράκανδα (Σαμαρκάνδη) της Σογδιανής (Ουζμπεκιστάν). Εδώ διαδραματίσθηκε ένα δεύτερο
τραγικό γεγονός, μετά από εκείνο της εκτέλεσης του Φιλώτα και του Παρμενίωνα. Με την ευκαιρία της γιορτής των Διοσκούρων (Κάστορα και Πολυδεύκη) ο Αλέξανδρος διοργάνωσε σειρά από λαμπρότατα συμπόσια. Προσκεκλημένοι ήταν όλα τα επίσημα πρόσωπα, Μακεδόνες και Πέρσες, και ανάμεσά τους ο Κλείτος ο γιος του Δρωπίδου. Σε μια νυκτερινή συνεστίαση ο βασιλιάς και οι ομοτράπεζοί του μέθυσαν από την άκρατη οινοποσία. Με δεδομένη την αντίθεση του Κλείτου στην επιθυμία του Μεγάλου Αλεξάνδρου να υιοθετήσει τα ανατολικά έθιμα – της Περσικής Αυλής- άρχισε στο δείπνο να ξετυλίγεται το νήμα που κατέληξε στον τραγικό θάνατο του Κλείτου, του ανθρώπου στον οποίο ο βασιλιάς Αλέξανδρος χρωστούσε τη ζωή του! Κάποιοι αυλοκόλακες προκάλεσαν με τις βλακείες τους επεισόδιο. Το σκηνικό του επεισοδίου έχει ως εξής: Σε κάποια φάση του δείπνου ο Κλείτος εκδήλωσε τη δυσαρέσκειά του για την απαγγελία κάποιων ποιημάτων, που σατίριζαν την αποτυχία μερικών Μακεδόνων στρατηγών στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις. Ο Αλέξανδρος όμως ήθελε να συνεχισθεί η απαγγελία, με συνέπεια να ξεσπάσει φιλονικία μεταξύ των δύο ανδρών. Τα πνεύματα οξύνθηκαν περισσότερο, όταν οι γλοιώδεις αυλοκόλακες «ποιητές» άρχισαν να εξυμνούν τα ανδραγαθήματα του Αλέξανδρου, παρουσιάζοντας αυτά ανώτερα από εκείνα του πατέρα του, του Φιλίππου. Ο Κλείτος κραύγαζε πως οι γενναίες πράξεις ανήκουν πιο πολύ στους στρατιώτες, οι οποίοι δοξάσθηκαν περισσότερο στην προηγούμενη βασιλεία. Ο Αλέξανδρος χαρακτήρισε το σωτήρα του έμμεσα δειλό. ο Κλείτος – σε έντονη στιχομυθία- σηκώθηκε όρθιος και, δείχνοντας το δεξί του χέρι, είπε στο βασιλιά: «Αυτή όμως η δειλία σε έσωσε, εσένα το θεογεννημένο, από το σπαθί του Σπιθριδάτη... και με το αίμα των Μακεδόνων και τα τραύματα αυτών έγινες τόσο μεγάλος, ώστε να απαρνιέσαι το Φίλιππο και να κάνεις τον Άμμωνα πατέρα σου» . Το επεισόδιο πήρε διαστάσεις. Συνεχίζοντας ο Κλείτος λέγει: «Μακαρίζουμε εκείνους που πέθαναν, πριν δουν... εμάς τους Μακεδόνες να παρακαλούμε Πέρσες – αυλικούς- για να πάρουμε ακρόαση από το βασιλιά μας». Και πάλι προκλήθηκε από τον Αλέξανδρο ο Κλείτος, ο οποίος του σύστησε με ύφος αλαζονικό να μην προσκαλεί άλλη φορά στο τραπέζι του ελεύθερους άνδρες, που έχουν ελευθερία λόγου, αλλά να ζει με τους βαρβάρους και τους δούλους, που είναι πρόθυμοι να προσκυνούν την περσική ζώνη και τον ολόλευκο χιτώνα του. Η προσβολή στο πρόσωπο του βασιλιά ήταν βαριά και ο Αλέξανδρος, που έχασε εντελώς την αυτοκυριαρχία του υπό την επήρεια της οργής και του αλκοόλ, όρμησε να τον σκοτώσει. τους χώρισαν προς το παρόν οι Φίλοι και οι Εταίροι, που τους αγαπούσαν εξίσου και τους δύο. Αλλά τελικά ο βασιλιάς, που θεώρησε την αυθάδη συμπεριφορά τού τέως υπασπιστή του ως προδοσία, υποψιαζόμενος ίσως μια οργανωμένη συνωμοτική κίνηση εναντίον του, διέταξε το σαλπιγκτή να σαλπίσει συναγερμό, ενώ ο ίδιος ασυγκράτητος και έξαλλος όρμησε και πάλι εναντίον του Κλείτου να τον σκοτώσει. τον εμπόδισαν όμως και πάλι οι αξιωματικοί της ακολουθίας του πιάνοντάς τον από το σώμα. Άλλοι προσπαθούσαν να απομακρύνουν τον Κλείτο από την αίθουσα του συμποσίου, που συνέχισε να βρίζει και να προκαλεί. ο Αλέξανδρος όρμησε, πάλι μαινόμενος, βρίζοντας και απειλώντας τον για την αναιδέστατη συμπεριφορά του απέναντί του. Ο Κλείτος όμως κραύγαζε, εκτός εαυτού, με προσβλητικές για το βασιλιά φράσεις: «Πρέπει να μάθεις να ακούεις και ορισμένες αλήθειες, περισσότερες από ό,τι σου είπε στην έρημο Σιουάχ- Σίβα ο δήθεν πατέρας σου, Άμμων Ζευς». Και τελείωσε φωνάζοντας δυνατά: «Αυτό το χέρι σε έσωσε, Αλέξανδρε»! Ο Αλέξανδρος έγινε έξω φρενών, χωρίς καθόλου πλέον να μπορεί να ελέγξει τις πράξεις του. άρπαξε τότε τη λόγχη ενός φρουρού και τον κτύπησε κατάστηθα με εκδικητική μανία. Ο Κλείτος έπεσε νεκρός! Όλοι οι συνδαιτυμόνες πάγωσαν από το θέαμα του καβγά. νεκρική σιγή απλώθηκε παντού, ενώ ο Αλέξανδρος, αποσβολωμένος, έβλεπε το αποτέλεσμα της ανόητης φονικής πράξης του. Μόλις συνειδητοποίησε τι είχε πράξει, τράβηξε τη λόγχη από το άψυχο σώμα του γενναίου και υπερήφανου Κλείτου, στον οποίο όφειλε τη ζωή του, και την έστρεψε στο στήθος του, κυριευμένος από έναν αλλόκοτο πανικό, έτοιμος να αυτοκτονήσει. Τον πρόλαβαν όμως οι σωματοφύλακές του και του αφαίρεσαν το φονικό όπλο. Τότε φωνάζοντας γοερά «Κλεῖτε, Κλεῖτε», πέφτει κάτω, κτυπώντας το κεφάλι του συνεχώς στο πάτωμα και σχίζοντας το πρόσωπό του με τα νύχια του, χωρίς να μπορούν να τον αποτρέψουν οι παριστάμενοι. Εξακολούθησε να βρίσκεται πεσμένος κάτω μπρούμυτα, αναστενάζοντας βαθιά, και κτυπώντας με
τις γροθιές του το πάτωμα καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που σήκωσε το χέρι του ενάντια στο σωτήρα του (τον είχε σώσει στη μάχη του Γρανικού-το 334). Τρεις ημέρες έκλαιγε απαρηγόρητος το σύντροφό του και αρνούνταν να φάγει και να κοιμηθεί! Οι τύψεις βασάνιζαν τη συνείδησή του και οι Ερινύες δεν τον άφηναν σε ησυχία! Δεν μπορούσε να ξεχάσει την αφοσίωση όλης της οικογένειας του Κλείτου απέναντί του. η θεία του η Λανίκη (αδελφή του πατέρα του Κλείτου) υπήρξε παραμάνα του και οι γιοι της είχαν σκοτωθεί για τη δόξα του στην πολιορκία της Μιλήτου. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο η μεταμέλεια και η συντριβή του Αλεξάνδρου, που δείχνουν μεγαλείο ψυχής, όπως μαρτυρούν οι αντιδράσεις του, τις οποίες επιβεβαιώνουν όλοι οι ιστορικοί. Η ειλικρινής μετάνοια δείχνει ξεκάθαρα την ευαισθησία του νεαρού βασιλιά, που ήταν γαλουχημένος με το Ελληνικό πνεύμα! Μόνο οι κακοήθεις και συστηματικοί διαστρεβλωτές της ιστορικής αλήθειας δεν αποδέχονται για τον Αλέξανδρο ούτε και το ελαφρυντικό «της μετρίας συγχύσεως, που λόγω της μέθης μετατράπηκε σε «πλήρη σύγχυσιν» ή «βρασμόν ψυχῆς» ! Ήρθαν οι φιλόσοφοι να τον παρηγορήσουν και να τον συνεφέρουν από την κατάθλιψη στην οποία βρισκόταν. Ο Καλλισθένης δεν κατόρθωσε τίποτε, ενώ ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης τον ταρακούνησε λέγοντάς του: «Καμαρώστε τόν Αλέξανδρο, που τον βλέπει όλη η οικουμένη να κείτεται καταγής, κλαίγοντας σαν ανδράποδο...». Συνήλθε από τον πανικό. Ύστερα από τα θλιβερά αυτά γεγονότα, η στρατιά συγκεντρώθηκε και στρατοπέδεψε στην πόλη Ναύτακα, για να ξεχειμωνιάσουν και να ξεκουρασθούν οι στρατιώτες (χειμώνας του 328-327 π.Χ.). Έγινε συμβούλιο επιτελών και σατραπών, έγιναν επίσης και αλλαγές στα πρόσωπα της διοίκησης, ενώ συγχρόνως ο Αλέξανδρος ζήτησε να σταλούν από τη Μακεδονία νέες δυνάμεις για ενίσχυση. Την άνοιξη του 327 π.Χ. επαναλαμβάνει ο Μακεδόνας στρατηλάτης τις επιθετικές επιχειρήσεις για εκκαθάριση και των τελευταίων εστιών αντίστασης ορισμένων τοπικών δυναστών, όπως ήταν ο Οξυάρτης, ο Χοριήνης και άλλοι. Εκστράτευσε για να καταλάβει τη «Σογδιανή Πέτρα». είναι ένα ασφαλέστατο φυσικό οχυρό με απόκρημνους βράχους και πολλά χιόνια. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί πολλοί επαναστάτες Σόγδιοι με τις οικογένειές τους. Στις προτάσεις του Αλέξανδρου να παραδοθούν απάντησαν προκλητικά και ειρωνικά και εκείνος εξοργίσθηκε. του είπαν ότι, αν ήθελε να καταλάβει τον οχυρό βράχο, έπρεπε να βρει φτερωτούς στρατιώτες. Και ο Μακεδόνας στρατηλάτης δεν άργησε. Τάζοντας πολύ μεγάλα χρηματικά έπαθλα, συγκρότησε ένα μικρό σώμα 300 ανδρών αναρριχητών (λόχο ορεινών καταδρομών –Λ.Ο.Κ. –όπως θα λέγαμε σήμερα). Αυτοί κατόρθωσαν να αναρριχηθούν μέσα στην παγερή νύκτα από μια αφύλακτη πλευρά του παγωμένου βράχου και να καταλάβουν την κορυφή του υψώματος. Χάθηκαν όμως στην προσπάθεια για την εκτέλεση του δύσκολου αυτού εγχειρήματος 30 παλληκάρια. Ο Μέγας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο Μακεδόνας ιδιοφυής στρατηλάτης, διαμήνυσε στους πολιορκημένους να παραδοθούν, γιατί οι «πτηνοί στρατιῶται» βρίσκονταν ήδη επάνω στο βράχο. Οι βάρβαροι κατάπληκτοι έσπευσαν να παραδοθούν μαζί με τις οικογένειές τους. Ανάμεσά τους ήταν και η οικογένεια του Οξυάρτη, του Σόγδιου τοπικού άρχοντα, που δε βρισκόταν όμως μαζί τους εκεί ο ίδιος. Η κόρη του δυνάστη αυτού, η ωραιότατη ΡΩΞΑΝΗ, «ἡ καλλίστη τῶν γυναικῶν τῆς Ἀσίας», μαλάκωσε την οργή του "δορυκτήτη" Μακεδόνα βασιλιά. η ομορφιά της τον ενέπνευσε σφοδρό ερωτικό πόθο, την οποία αποφάσισε να την κάνει νόμιμη σύζυγό του, βασίλισσα της ΑΣΙΑΣ και της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Τότε ο Οξυάρτης μαθαίνοντας για την αιχμαλωσία της οικογένειάς του, έσπευσε να παραδοθεί και αυτός στον βασιλιά Αλέξανδρο, ο οποίος τον περιέβαλε με πολλές τιμές, τον δέχθηκε ως αυλικό του. Με την πτώση και του απόρθητου αυτού οχυρού ολοκληρώθηκε και η υποταγή της «δύσκολης» Σογδιανής. Προελαύνοντας στην Παραιτακηνή (ανατολικά) ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, επιτέθηκε εναντίον του ανυπότακτου ακόμη τοπικού δυνάστη Χοριήνη, ο οποίος με τους οπαδούς του ταμπουρώθηκε σε ένα απόκρημνο βράχο, που λεγόταν – από το όνομά του – «Πέτρα του Χοριήνη». Ένα βαθύ φαράγγι ολόγυρα στα ριζά του βράχου σχημάτιζε φυσική αμυντική τάφρο. Αλλά και πάλι θα θριαμβέψει η μεγαλοφυΐα του Μακεδόνα στρατηλάτη. με τη στρατηγική ευστροφία του κατασκευάσθηκαν πολλές ξύλινες σκάλες, κατέβηκαν στην τάφρο του φαραγγιού και άρχισαν
τη συστηματική πρόσχωσή της με ξύλινους πασσάλους και χώμα. Ο Χοριήνης, συνειδητοποιώντας ότι ήταν μάταια κάθε προσπάθεια αντίστασης, έσπευσε και αυτός να παραδώσει το οχυρό του, προσφέροντας στον Αλέξανδρο άφθονα τρόφιμα και κρασί για τη στρατιά του, η οποία είχε εξαντληθεί από την πείνα, την κόπωση και το πολύ κρύο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, αποφεύγοντας να ταπεινώσει τον ανδρείο αντίπαλό του, του επέτρεψε να κρατήσει το οχυρό και τη διοίκηση των περιοχών που είχε. Με τη γενναιοδωρία του ο Αλέξανδρος μετέτρεψε ριζικά τα αισθήματα των αντιστασιακών. Εδώ –ειδυλλιακά –πάνω στο βράχο του Χοριήνη έγινε ο γάμος του βασιλιά Μεγάλου Αλεξάνδρου με την πανέμορφη πριγκίπισσα της ΑΣΙΑΣ Ρωξάνη. Το χαρμόσυνο γεγονός του βασιλικού γάμου γιορτάστηκε πανηγυρικά μεταξύ των κατακτητών και των κατακτημένων, Μακεδόνων και Ασιατών. Ο αήττητος στις μάχες βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και ο «ἄτρωτος ταῖς ἐπιθυμίαις» δέχθηκε τα πυρφόρα βέλη του γιου της Αφροδίτης, του ΕΡΩΤΑ, στα 29 του χρόνια πολύ μακριά από την πατρίδα του, στη μακρινή Σογδιανή, στην πιο βορειοανατολική άκρη της Κεντρικής Ασίας, και ο γάμος αυτός επισφράγισε την ειρήνη των όπλων. Ήταν ασφαλώς μία πράξη υψηλής πολιτικής σκοπιμότητας. Πέρα όμως από τους πολιτικούς στόχους, ο γάμος του Αλεξάνδρου αποτέλεσε την πιο χειροπιαστή εκδήλωση της μεγαλεπήβολης ιδέας της ενοποίησης και συγχώνευσης των λαών, η οποία διακατείχε το νου και την ψυχή του κυρίαρχου της ΑΣΙΑΣ. Ιδανικός ο συμβολισμός :ο γαμπρός ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ –η νύφη ΑΣΙΑΤΙΣΣΑ. Πάντως πέρα από κάθε σκοπιμότητα και κάθε συμβολισμό, σημασία έχει ότι ο κεραυνοβόλος έρωτάς του θα καρποφορήσει, αλλά δυστυχώς, ο Αλέξανδρος δε θα ζει, όταν θα γεννηθεί το παιδί του! Η βασίλισσα ΡΩΞΑΝΗ θα φέρει στον κόσμο το γιο του, λίγους μήνες μετά το θάνατό του (323 π.Χ.). Ο θρόνος της ΑΣΙΑΣ θα ευτυχήσει να αποκτήσει νόμιμο διάδοχο, αλλά το παιδί που θα γεννηθεί, ο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ'» (έτσι θα ονομασθεί), δε θα αξιωθεί να βασιλέψει. Μετά το γάμο του ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ επέστρεψε στα Βάκτρα, για να αναπαυθεί ο στρατός του. Παρέμεινε όμως ο Κρατερός να εξουδετερώσει δύο ακόμη – τις τελευταίες –εστίες της αντίστασης, στην Παραιτακηνή με αρχηγούς τον Κάτανο και τον Αυστάνη. Ο Κρατερός εξουδετέρωσε την αντίσταση του Κάτανου, που σκοτώθηκε, και αιχμαλώτισε τον Αυστάνη. Μετά την ολοσχερή εκκαθάριση και της σατραπείας της Παραιτακηνής, επέστρεψε και αυτός στα Βάκτρα. Το τέλος των επιχειρήσεων στη Βακτριανή και στη Σογδιανή αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς της μεγάλης εκστρατείας του Αλεξάνδρου. Εδραιώθηκε η κατοχή των ακραίων αυτών Ανατ. περιοχών του πρώην Περσικού κράτους και ολοκληρώθηκε η υποταγή της Κεντρικής Ασίας από το Μακεδόνα βασιλιά Μέγα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. Η κατάκτηση της Κεντρικής Ασίας και η προέλασή του στην ΙΝΔΙΑ, όπως οραματιζόταν ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης, προϋπέθετε τη δημιουργία ασφαλών συνόρων και απόλυτη εξασφάλιση των νώτων του. Προς το παρόν το ανατολικό σύνορο της Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου ήταν ο ποταμός ΙΑΞΑΡΤΗΣ. Ήταν μια μεγάλη, απέραντη επικράτεια, "δορύκτητη γη", κληρονομιά από το Δαρείο. Τώρα η μεγάλη και ένδοξη εποποιία μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών –των δύο δυναστειών, των Τημενιδών / Αλεξάνδρου Γ'(Δαβίδ) και των Αχαιμενιδών / Δαρείου Γ' (Γολιάθ) – τελείωσε πλέον οριστικά με την καθυπόταξη όλων των βορειοδυτικών και βορειοανατολικών περιοχών της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας. Οι επιχειρήσεις επισφραγίσθηκαν με τον έρωτα και τα δεσμά του γάμου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και ΡΩΞΑΝΗΣ. Εγκαινιάζεται τώρα σε μεγάλη κλίμακα το πρωτοποριακό πολιτικό πρόγραμμα του εξοριενταλισμού ("orientalis" = ανατολικός) των άγριων εκείνων περιοχών, θα διαδοθεί η ελληνική γλώσσα και θα εξαπλωθεί ο γίγαντας ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ πολιτισμός, τον οποίον θα καρπωθούν οι κάτοικοι της Υρκανίας, Παρθίας, Βακτρίας, Σογδίας και της Ινδίας, και θα εδραιωθούν εκεί αργότερα, στα ελληνιστικά χρόνια, το ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΒΑΚΤΡΙΑΝΗΣ και το ΕΛΛΗΝΟΪΝΔΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ. Όμως οι νικηφόρες εκστρατείες με τις αλλεπάλληλες και επίμονες επιχειρήσεις είχαν φθείρει αισθητά το μακεδονικό εκστρατευτικό σώμα και την ηγεσία του. Ο αδιάλειπτος πόλεμος, η φυσική φθορά από τραυματισμούς και ασθένειες, το βάρος των κολοσσιαίων ευθυνών και η συνείδηση της συνεχούς αύξησης της δύναμής του είχαν σφραγίσει ανεξίτηλα την
προσωπικότητα του νεαρού βασιλιά. Εξάλλου η πολιτική της συνεργασίας με τους ηττημένους εχθρούς συνέδεε ολοένα περισσότερο τον κατακτητή με τους κατακτημένους, ενώ συγχρόνως αποξένωνε το βασιλιά από τους συμπολεμιστές του. Ήδη μετά το θρίαμβο στα Γαυγάμηλα (331) αρχίζει να υποδηλώνεται μία μεταβολή στη συμπεριφορά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία βαθμηδόν αποβαίνει βαθύτερη και εντονότερη. Το βέβαιο είναι ότι η δόξα, τα πλούτη, οι τιμές και τα μεγαλεία ήρθαν τόσο πολύ γρήγορα – σαν αστραπές θα λέγαμε- στη ζωή του νεαρού βασιλιά, ώστε φυσικό και λογικό είναι να ασκήσουν όλα αυτά μεγάλη επίδραση επάνω του. Στο νοσηρό περιβάλλον του βασιλιά της ΑΣΙΑΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, οι συνεχείς μηχανορραφίες των γλοιωδών αυλοκολάκων προκαλούν διάβρωση στην ψυχή και στο χαρακτήρα του και τα ειλικρινή αισθήματα, που τον συνέδεαν με τους στρατιώτες του και τους στενούς συνεργάτες του, υποτάσσονταν τώρα πια στις επιταγές μιας αλόγιστης καχυποψίας. Εν τω μεταξύ, καθώς περνούσε ο καιρός, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ βαθμιαία υιοθετούσε ορισμένες ανατολικές συνήθειες και γινόταν ολοένα πιο απολυταρχικός. Στην αρχή, στην άσκηση των βασιλικών καθηκόντων του ως προς τη διοίκηση, ήταν πολύ προσεκτικός: ήταν για τους Έλληνες ο βασιλιάς της Μακεδονίας και για τους εντόπιους ήταν ο βασιλιάς της Ασίας. ήταν σαφώς διακριτοί οι ρόλοι του. Γι' αυτό εξάλλου είχε προσλάβει στη διαρκώς μετακινούμενη "Αυλή" του αρκετούς Ασιάτες αξιωματούχους της πρώην δυναστείας ως αυλικούς του. Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων όμως και την απόλυτη επικράτησή του, θα γίνει ο Αλέξανδρος άλλος άνθρωπος. Η αλλαγή στους τρόπους της συμπεριφοράς του προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια των Μακεδόνων. η δυσαρέσκεια όμως αυτών έγινε αγανάκτηση, όταν θέλησε ο βασιλιάς τους να επιβάλει και στους Έλληνες την προσκύνησή του, όπως συνέχιζαν να κάνουν οι κατακτημένοι Ασιάτες υπήκοοί του. Η πολιτική αυτή του βασιλιά επηρέασε αρκετούς από τους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός του, που άρχισαν να ρέπουν στην κολακεία και στη δουλοπρέπεια. Τη φυσική και εύλογη υπερηφάνεια, που θα πρέπει να ένιωθε ο νεαρός και νιόπαντρος βασιλιάς της Μακεδονίας και της Ασίας για τις επιτυχίες του, τη διέφθειραν, δυστυχώς, οι άμετρες και απερίσκεπτες κολακείες ορισμένων εταίρων, με αποτέλεσμα σε κάποιες ώρες μέθης –γιατί είχε αρχίσει στην Ανατολή να πίνει πολύ κρασί – να χάνει το μέτρο της λογικής, να εξοργίζεται επικίνδυνα και να γίνεται εκρηκτικός, όταν διαισθανόταν ασυμφωνία των άλλων μαζί του ακόμη και στο παραμικρότερο σημείο. Η περίπτωση του Καλλισθένη είναι χαρακτηριστική της βάναυσης συμπεριφοράς του σε όσους εναντιώνονταν στη θέλησή του. Ο Ολύνθιος φιλόσοφος, ο επίσημος ιστορικός της εκστρατείας του, ο Καλλισθένης, ανεψιός του Αριστοτέλη, θα είναι το επόμενο θύμα του. Αυτός ήταν επικεφαλής της μακεδονικής αντίδρασης στην πολιτική της συγχώνευσης ΕΛΛΗΝΩΝ και ΠΕΡΣΩΝ, που είχε αρχίσει νωρίτερα και ξέσπασε φανερότερα τώρα εδώ στη Βακτριανή (327) με αφορμή το θέμα της επιβολής της προσκύνησης του βασιλιά και εκ μέρους των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων. Ο Καλλισθένης διευκρίνιζε, λοιπόν, ότι η επιβολή υποχρεωτικής προσκύνησης του βασιλιά δεν ήταν απλώς μία εκδήλωση σεβασμού προς την μεγαλειότητά του, αλλά και έκφραση ευσέβειας προς την υπονοούμενη θειότητά του, σαν να ήταν ένας ζωντανός θεός. Έτσι οι «αλεξανδροκόλακες» και όσοι άλλοι δεν τον συμπαθούσαν, περίμεναν την κατάλληλη αφορμή να του κλείσουν το στόμα για πάντα. Ένας από τους αυλικούς κόλακες ήταν ο Κλέων, ο οποίος προέτρεπε τους άλλους και ιδίως τους σοφούς να προσκυνούν τον Αλέξανδρο. Ο Καλλισθένης τον αποστόμωσε λέγοντας: «...Ο Αλέξανδρος είναι αναμφίβολα ανώτερος από τους άλλους ανθρώπους, ο μεγαλύτερος ανάμεσα στους βασιλιάδες και ο ενδοξότερος νικητής, αλλά είναι άνθρωπος. για να πάρει το όνομα του θεού, πρέπει να αποβάλει ό,τι θνητό στοιχείο έχει. συμφέρει σε μας να είναι μακρόχρονη η ζωή του και ο ίδιος ευτυχισμένος. οι Έλληνες δεν πρόσφεραν θεϊκές τιμές ούτε στον Ηρακλή, παρά μόνο μετά το θάνατό του... αλλά πού ακούστηκε οι νικημένοι να δίνουν νόμους στους νικητές; Λησμονήσαμε ότι ο Αλέξανδρος υπέταξε την Ασία στην Ελλάδα και όχι την Ελλάδα στην Ασία;» Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αγανάκτησε φοβερά κατά του Καλλισθένη, μαθαίνοντας τα λόγια του, και άρπαξε την ευκαιρία, κρύβοντας προσωρινά την οργή του, να του προσάψει την κατηγορία του συνομώτη, για να τον εξοντώσει. Την άνοιξη (327) εξ αφορμής ενός βασιλικού
κυνηγιού, οργανώθηκε μία συνωμοσία μεταξύ των «Βασιλικών Παίδων» κατά της ζωής του βασιλιά της Μακεδονίας και της Ασίας, η οποία ευτυχώς αποκαλύφθηκε και εξαρθρώθηκε έγκαιρα! Ένας από αυτούς, ο Ερμόλαος, Αμφιπολίτης, ο γιος του Σώπολη (του διοικητή της ίλης της Αμφίπολης), μαθητής του Καλλισθένη, είχε διορισθεί στις βασιλικές υπηρεσίες. Με ενθουσιασμό αποδεχόταν τις δημοκρατικές ιδέες του δασκάλου του, απορρίπτοντας την ανάμιξη του Ελληνικού στοιχείου με το Περσικό. Ο νεαρός αυτός συμμετείχε στη βασιλική ακολουθία ως φρουρός- σε ένα κυνήγι, κυνηγώντας με τον Αλέξανδρο και παραβλέποντας την εθιμοταξία, έριξε πρώτος το ακόντιο και σκότωσε ένα μεγάλο αγριογούρουνο που εμφανίσθηκε μπροστά τους. Αλλά το πρώτο κτύπημα ήταν προνόμιο του βασιλιά! Τότε οργισμένος ο Αλέξανδρος διέταξε να μαστιγωθεί ο Ερμόλαος και να του αφαιρεθεί το άλογο! Ο Ερμόλαος, εξοργισμένος στο έπακρο για την ταπείνωση αυτή, ορκίσθηκε φρικτή εκδίκηση. μαζί του συντάχθηκαν και άλλοι "Ακόλουθοι" της βασιλικής υπηρεσίας (φρουράς), καθώς και ο σατράπης της Συρίας Αντίπατρος. Κατέστρωσαν το σχέδιο της δολοφονίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου τη νύκτα, κατά την αλλαγή της φρουράς. Για καλή του όμως τύχη ο Αλέξανδρος δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύκτα στο βασιλικό κοιτώνα, παρέμεινε στο συμπόσιο μέχρι το πρωί. Έτσι η εκτέλεση αποσοβήθηκε και ο βασιλιάς Αλέξανδρος σώθηκε. η συνωμοτική κίνηση όμως προδόθηκε και η τιμωρία τους ήταν πολύ σκληρή, λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, μετά από σύντομη καταδικαστική διαδικασία του πολεμικού συμβουλίου. Με την προτροπή ασφαλώς ορισμένων εταίρων, κύριος πρωτεργάτης της συνωμοσίας θεωρήθηκε ο Καλλισθένης, που ήταν επιμελητής της μόρφωσης των «Βασιλικών Παίδων» και το όνομά του βρέθηκε να εμπλέκεται σε συνομωσία. Έτσι διατάχθηκε η σύλληψή του και, μολονότι δεν αποδείχθηκε η ανάμειξή του, ρίχθηκε αλυσοδεμένος στη φυλακή, βασανίσθηκε και θανατώθηκε με οικτρό τρόπο, κραυγάζοντας για την αθωότητά του. Ο ίδιος μάλιστα ο Αλέξανδρος όχι μόνο αρνήθηκε να του δώσει χάρη, αλλά σε επιστολή του, που έστειλε στη Μακεδονία, πληροφορεί τον αντιβασιλιά Αντίπατρο για τα συμβάντα και απειλεί ότι ο ίδιος θα τιμωρήσει ακόμη και εκείνους που τον έστειλαν εδώ (προφανώς εννοεί τον Αριστοτέλη, ο οποίος αντιστρατευόταν την ανατολική πολιτική τού Αλεξάνδρου). Επίσης στην επιστολή δηλώνει ότι αυστηρή ποινή επιφυλάσσεται και για όσους δέχονται στις πόλεις τους ανθρώπους που τον επιβουλεύονται. Τόσο πολύ είχε πανικοβληθεί ο Αλέξανδρος! Όμως υπάρχουν και άλλες πληροφορίες και διαδόσεις, θέσεις και απόψεις για το θάνατο του Καλλισθένη. Λέγεται ότι είπε κάποτε στον Ερμόλαο θέλεις να γίνεις διάσημος, σκότωσε ένα διάσημο!!! Το βέβαιο είναι ότι υπόθεση του Καλλισθένη είχε τεράστιες συνέπειες για την υστεροφημία του Αλέξανδρου. Ο θάνατος του φιλοσόφου αυτού αμαύρωσε τη φήμη του Μακεδόνα βασιλιά και συνάμα έγινε αιτία να ψυχρανθούν οι σχέσεις του νεαρού βασιλιά με τον καθηγητή του Αριστοτέλη, θείο του Καλλισθένη, ενώ ήταν έως τότε πολύ θερμές και δήλωνε ότι όφειλε σ'αυτόν "τό εὖ ζῆν" (τη σωστή ζωή του). Ο Ρωμαίος συγγραφέας Κούρτιος Ρούφος παραθέτει άποψη του επίσης Ρωμαίου, φιλοσόφου Σενέκα, ο οποίος τονίζει για το θάνατο του Καλλισθένη: «Ο άδικος θάνατος του Καλλισθένη είναι αιώνιος έλεγχος και ψόγος κατά του Αλεξάνδρου, που δεν τον σβήσουν ούτε τα σπάνια προτερήματά του ούτε και οι ένδοξες πράξεις του». Ενώ ο ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ, θρηνώντας το χαμό του φίλου του Καλλισθένη, άγχεται για την καλοτυχία του Αλεξάνδρου και λέγει ότι ο ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ έπεσε θύμα ενός ανθρώπου με πολύ μεγάλη τύχη και με πολύ μεγάλη ισχύ, αλλά που δεν ήξερε με ποιο τρόπο να χρησιμοποιεί την ευτυχία. (Κρίση του Κικέρωνα). Οι Περιπατητικοί / Αριστοτελικοί φιλόσοφοι είχαν ασφαλώς τώρα λόγους να αισθάνονται εχθρότητα προς τον Αλέξανδρο. Τέλος από τους νεότερους ιστορικούς ο Burn πιστεύει ότι "ο Καλλισθένης υπήρξε μάρτυρας του ορθολογισμού και της ελευθερίας του λόγου". Αλλά παρόλα αυτά η ορμή του Μεγάλου Αλεξάνδρου για μεγάλες δόξες και ο πόθος του για νέες κατακτήσεις έμειναν αναλλοίωτα ως το τέλος της ζωής του. Μεταθέτοντας ολοένα πιο μακριά – πιο ανατολικά – τα όρια του κατορθωτού, ο Αλέξανδρος ετοιμαζόταν για το ακόμη πιο τολμηρό εγχείρημά του, την κατάκτηση του άγνωστου κόσμου της Ινδικής χερσονήσου, η επιτυχία του οποίου θα άνοιγε νέους δρόμους προς την κοσμοκρατορία.-
Β'στ. Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ «ΑΝΑΒΑΣΙΣ» ΤΕΛΟΣ. Την περίπτωση για την εκστρατεία στην ΙΝΔΙΑ ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ τη σκεφτόταν ήδη από το χειμώνα του έτους 330/329 π.Χ., όταν ακόμη βρισκόταν στην ΑΡΑΧΩΣΙΑ. Τώρα, μετά την κατάκτηση των ανατολικών επαρχιών της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας, λόγοι στρατιωτικής σκοπιμότητας και, ειδικότερα, ασφάλειας, κατά την εκτίμηση του Μακεδόνα βασιλιά, υπαγόρευαν και την κατάκτηση της Ινδίας. Εξάλλου η απέραντη αυτή χώρα δεν αποτελούσε ένα ενιαίο ισχυρό κράτος, αλλά κατοικούνταν από διάφορα ινδικά φύλα, που το καθένα είχε δικό του βασιλιά (ηγεμόνα /μαχαραγιά), και μεταξύ τους είχαν διαφορές και προστριβές. Εύκολη «λεία» για τον Αλέξανδρο. Οι σκέψεις του αυτές συμπορεύονταν με τον πόθο του να γνωρίσει νέες άγνωστες χώρες. Αλλά και λόγοι οικονομικής φύσης, η φήμη για τον πλούτο της Ινδίας και η ανάπτυξη του εμπορίου που θα επακολουθούσε από την εξασφάλιση της επικοινωνίας με αυτή, συνηγορούσαν για την ανάληψη εκστρατείας. Ο νεαρός Μακεδόνας στρατηλάτης, πολεμιστής με ακραίο φρόνημα, δεν παραδεχόταν το τέλος του κόσμου, πριν καταβάλει κάθε εχθρική αντίσταση, ενώ πίστευε πως δεν υπάρχει τίποτε που δεν μπορεί να κυριευθεί από τους θαρραλέους άνδρες. και κάθε νέα δυσκολία τον παρακινούσε σε επιθυμία να βαδίζει εμπρός. Ήθελε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ να είναι πρωταθλητής της Ιστορίας, να μην υπερβεί κανείς τα κατορθώματά του, όπως έχω προαναφέρει. Ο παλαιός μαθητής του Αριστοτέλη – φίλος και θαυμαστής των φιλοσόφων – δεν ήταν μόνο πολεμιστής (χαρακτηρίσθηκε από τους νεότερους ιστορικούς ως "ένοπλος εξερευνητής"). είχε και το πάθος εξερευνητή για την ανακάλυψη νέων χωρών και το ζήλο επιστήμονα για τη διεύρυνση των γεωγραφικών, ιδίως, και άλλων γνώσεων της εποχής του. Επιθυμούσε να φτάσει στον Ωκεανό, που θεωρούσε ως σύνορο του κόσμου. είχε μεγάλο ενδιαφέρον να γνωρίσει νέους κόσμους, διαφορετικούς πολιτισμούς, νέες ιδέες. Ο Κούρτιος Ρούφος γράφει: «Οι Μοίρες τον περίμεναν να ολοκληρώσει την καθυπόταξη της ΑΝΑΤΟΛΗΣ και να φτάσει στον Ωκεανό, επιτυγχάνοντας όλα όσα ήταν ικανός να επιτύχει ένας θνητός». Γενικά ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ γοητευόταν από την περιπέτεια – το άγνωστο και το μυστηριώδες τον τραβούσε. Είχε μια έντονη ψυχική παρόρμηση να πραγματοποιήσει την εκστρατεία στη χώρα των θαυμάτων, όπως θεωρούσαν τότε οι Έλληνες την ΙΝΔΙΑ. Τέλος, την κατάκτηση της Ινδίας ο μεγάλος Μακεδόνας στρατηλάτης την έβλεπε ως αποφασιστικό σταθμό για τη μεγάλη αποστολή που είχε τότε αναδεχθεί. Κάτω από την επίδραση των επιτυχιών του και της εμπειρίας που απέκτησε από τους πολιτισμούς και τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει, είχαν αρχίσει να παίρνουν άλλη μορφή τα αόριστα νεανικά όνειρά του για ηρωικές πράξεις και μεγάλα κατορθώματα, καθώς και η παλαιότερη αξιολογία του. Ήθελε τώρα οι πολεμικοί αγώνες και οι κατακτήσεις χωρών να υπηρετούν υψηλότερους σκοπούς. είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο προορισμός του ήταν να εκπολιτίσει και να συναδελφώσει τους λαούς με την ίδρυση οικουμενικού και δίκαιου κράτους, που θα ένωνε όλους τους ανθρώπους. Ο Πλούταρχος γράφει: "Ἀλεξάνδρῳ δ' ἐπέττατε ἡ ΑΡΕΤΗ... ἑνί κόσμῳ κοσμήσαντα πάντας ἀνθρώπους μιᾶς ὑπηκόους ἡγεμονίας καί μιᾶς ἐθάδας διαίτης καταστῆναι" (δηλαδή, η Αρετή πρόσταζε τον Αλέξανδρο... να κυβερνήσει με μια τάξη και να κάμει όλους τους ανθρώπους υπηκόους ενός κράτους που να έχουν ένα τρόπο ζωής). [Παγκοσμιοποίηση;] Άρχισε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος τις προετοιμασίες για τη νέα τολμηρή εκστρατεία στην Ινδία. Έκανε ανακατατάξεις στο στράτευμα και ρυθμίσεις για τις νέες συνθήκες που θα αντιμετώπιζαν. Συγκρότησε μια ειδική μονάδα ναυπηγών και κωπηλατών, που προέρχονταν από την Κύπρο, Καρία, Φοινίκη και Αίγυπτο, ώστε να υπάρχει διαθέσιμο κατάλληλο προσωπικό για τη ναυπήγηση πλοίων και την επάνδρωσή τους, επειδή στην πορεία τους θα συναντούσαν πολλούς ποταμούς. Παράλληλα συγκέντρωσε τις πληροφορίες που ήθελε. Στα Βάκτρα άφησε σατράπη όλης της Βακτριανής τον Αμύντα, γιο του Νικολάου, με 10.000 πεζούς και 3.500 ιππείς, ως υπεύθυνο για τον έλεγχο των συγκοινωνιών, και ξεκίνησε ο μεγάλος στρατηλάτης –ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ για την Ινδία, στα τέλη της άνοιξης του 327 π.Χ., με ένα εκστρα-
τευτικό σώμα, του οποίου η αριθμητική δύναμη ξεπερνούσε εκείνη που είχε ο Αλέξανδρος στη Μικρά Ασία την άνοιξη του 334 π.Χ., όταν διάβαινε τον Ελλήσποντο. Τώρα στρατολογήθηκαν και πολλοί Ασιάτες υπήκοοί του, που είχαν ενταχθεί εκούσια στο στρατό του βασιλιά, ιδίως πολεμιστές της Βακτριανής και Σογδιανής, σκληροτράχηλοι άνδρες. τον ακολούθησαν επίσης οι σύμμαχοι Σκύθες και οι Δάες. Διάβηκε (καλοκαίρι 327) τον Ινδικό Καύκασο, πέρασε από την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου, που την ίδρυσε ο ίδιος (στις αρχές του 329) και κατευθύνθηκε Ν.Α.. Εδώ το εκστρατευτικό σώμα αναπαύθηκε και από εδώ αρχίζει ουσιαστικά η εκστρατεία στην Ινδική. Στην περιοχή προς Β. του Ινδού ποταμού κατοικούσαν τρεις ομάδες πολεμικών ινδικών φύλων, οι Ασπάσιοι, οι Γουραίοι και οι Ασσακηνοί. Αυτοί είναι οι πρώτοι με τους οποίους θα συγκρουσθεί ο Αλέξανδρος με το ένα μεγάλο τμήμα της στρατιάς. Το άλλο μεγαλύτερο τμήμα της στρατιάς οδήγησαν οι δύο χιλίαρχοι Ηφαιστίων και Περδίκκας – μαζί τους ήταν και οι τεχνικοί –με κατεύθυνση Ν. και Ν.Α., για να προετοιμάσουν τη διάβαση του Ινδού ποταμού γεφυρώνοντάς τον. Ο Αλέξανδρος ο ίδιος κατά τις πρώτες μάχες με τους Ασπάσιους τραυματίσθηκε, ευτυχώς ελαφρά, στον ώμο- επίσης τραυματίσθηκαν ο Πτολεμαίος και ο Λεοννάτος. Υπέταξε τους Ασπάσιους και με σκληρές μάχες θα κατακτήσει και τη χώρα των Γουραίων και των Ασσακηνών. Πολύ γενναία αντίσταση αντιμετώπισε στο οχυρό της Αόρνου Πέτρας, το οποίο κυρίεψε κατόπιν πολιορκίας (χειμώνας 326 π.Χ.) . ήταν μία από τις τολμηρότερες επιχειρήσεις. Στο απόρθητο αυτό ύψωμα είχαν οχυρωθεί οι Ινδοί των γειτονικών περιοχών και προέβαλαν πεισματώδη αντίσταση. Με την κατάληψη του γειτονικού υψώματος της Αόρνου Πέτρας από τον Πτολεμαίο, με τις σφοδρές επιθέσεις των γενναίων Ελλήνων στρατιωτών και με επιχωμάτωση της βαθιάς χαράδρας, που χώριζε το ύψωμα αυτό από την εχθρική θέση, επέτυχε ο Αλέξανδρος την κατάληψη του οχυρού την άνοιξη του 326 π.Χ.. ο Αρριανός αναφέρει ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος ανέβηκε πρώτος πάνω στο βράχο. Αφού υπέταξε και τους Ασσακηνούς, χωρίς πολλές απώλειες, η προοπτική για τη συνέχιση της εκστρατείας φαινόταν ευνοϊκή. Τώρα στράφηκε προς Ν., όπου τον περίμεναν με το άλλο τμήμα της στρατιάς ο Ηφαιστίωνας και ο Περδίκκας, που είχαν προηγηθεί, για να γεφυρώσουν τον ΙΝΔΟ ποταμό. Συγκεντρώθηκε όλη η στρατιά στο σημείο της ζεύξης του ποταμού, όπου αναπαύθηκε ένα μήνα. Εκεί δέχθηκε ο Μακεδόνας βασιλιάς τα πλούσια δώρα, οικονομική και στρατιωτική βοήθεα, του Ινδού βασιλιά (φυλάρχου –μαχαραγιά) της περιοχής, που λεγόταν Ταξίλης, ο οποίος δήλωσε ότι του παραδίνει την πρωτεύουσά του ΤΑΞΙΛΑ και ζήτησε να συνεργασθεί ως σύμμαχος του. Εδώ στη στρατιωτική γέφυρα του Ινδού έγινε η συνένωση των δύο τμημάτων της στρατιάς και τελείωσε η πρώτη φάση της εκστρατείας στην Ινδική (χώρα), την άνοιξη του 326 π.Χ.. Είχαν περάσει 10-11 μήνες, αφότου είχε ξεκινήσει από τα Βάκτρα (της Βακτριανής), και προετοιμάσθηκε για τη διάβαση. Όταν όλα ετοιμάσθηκαν, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ οργάνωσε επίσημες, μεγαλοπρεπείς θυσίες στους ελληνικούς θεούς και τέλεσε αγώνες γυμνικούς και ιππικούς κατά τα μακεδονικά έθιμα και τα ιερά ήταν αίσια για τη διάβαση, που άρχισε το πρωί μιας ημέρας της άνοιξης (326). Πραγματοποιήθηκε χωρίς δυσκολία χάρη στην έτοιμη γέφυρα, που είχε κατασκευασθεί από τους μηχανικούς του τεχνικού σώματος της στρατιάς, υπό την επίβλεψη των στρατηγών Ηφαιστίωνα και Περδίκκα, και θεωρείται μεγάλο κατόρθωμα για την εποχή εκείνη. Ο Αρριανός αναφέρει: «Ὁ Ἰνδός μέγιστος ποταμῶν ἐστι τῶν κατά τήν Ἀσίαν τε καί τήν Εὐρώπην, πλήν Γάγγου» (δηλαδή, ο Ινδός είναι ο πιο μεγάλος από τους ποταμούς που υπάρχουν και στην Ευρώπη και στην Ασία, εκτός από το Γάγγη). Πρώτος πέρασε στην ΙΝΔΙΑ ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος, ο μεγάλος Μακεδόνας στρατηλάτης, όπως το 334 π.χ. είχε περάσει πρώτος από την ΕΥΡΩΠΗ στην ΑΣΙΑ. Συνολικά διάβηκαν περίπου 75.000 άνδρες. Όμως ο αριθμός των ανδρών της στρατιάς του Αλεξάνδρου στην Ινδία κατά άλλους συγγραφείς είναι πολύ μεγαλύτερος. Ο Πλούταρχος π.χ. γράφει: «... δώδεκα μὲν μυριάδες ἦσαν οἱ πεζοί, ἱππικόν δέ εἰς μυρίους καὶ πεντακισχιλίους» (δηλαδή 120.000+15.000= 135.000 περίπου). Κάποιοι μάλιστα συγκλίνουν. έτσι ο Αρριανός στο σύγγραμμά του «Ινδική» γράφει: «... δώδεκα μυριάδες αὐτῷ μάχιμοι εἵποντο...» (δηλαδή, τον Αλέξανδρον ακολουθούσαν
120.000 μάχιμοι άνδρες) και επιβεβαιώνει ο Κούρτιος Ρούφος: «... CXX milia armatorum erant» (δηλαδή, ήταν 120.000 στρατιώτες). Ο Μακεδόνας βασιλιάς κατευθύνθηκε στη μεγάλη ινδική πόλη ΤΑΞΙΛΑ, όπου του επιφυλάχθηκε μεγαλοπρεπής υποδοχή. Ο Διόδωρος γράφει: «Ὁ Ταξίλης παρέδωκεν ἑαυτόν τε καὶ τὴν δύναμιν τῷ βασιλεῖ» (δηλαδή, ο Ταξίλης παραδόθηκε στη διάθεση του βασιλιά Αλεξάνδρου – με το στρατό του). Και αυτός, πάντοτε γενναιόδωρος στους φίλους και στους συμμάχους, του ανταπέδωσε το βασίλειό του. Τα Τάξιλα ήταν πολυάνθρωπη πόλη και πλούσια, ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο και ένα από τα κέντρα του Βραχμανισμού. Ο Αρριανός τη χαρακτηρίζει: «πόλιν μεγάλην καὶ εὐδαίμονα, τὴν μεγίστην τῶν μεταξύ Ἰνδοῦ τε ποταμοῦ καί ‘Υδάσπου» (δηλαδή, πόλη μεγάλη και πλούσια, την πιο μεγάλη απ΄ αυτές που βρίσκονται μεταξύ του Ινδού ποταμού και του Υδάσπη). Εκεί οι Μακεδόνες και οι άλλοι Έλληνες στρατιώτες, που έβλεπαν για πρώτη φορά μεγάλη ινδική πόλη, ήλθαν σε επαφή με τον ιδιότυπο ινδικό πολιτισμό και το βραχμανισμό και εντυπωσιάσθηκαν πολύ από τους γυμνούς βραχμανιστές μοναχούς, τους «γυμνοσοφιστές», όπως τους ονόμασαν, που προσεύχονταν στις αόρατες δυνάμεις για απολύτρωση από τη σάρκα. Αυτοί θαύμασαν την ευφυΐα, την αρετή και την παλληκαριά του Μακεδόνα βασιλιά και στρατηλάτη και μάλιστα ένας από αυτούς, που οι Έλληνες τον ονόμασαν ΚΑΛΑΝΟ, ακολούθησε τη στρατιά και έγινε φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και προστατευόμενός του. Εκεί στα Τάξιλα ο Αλέξανδρος, προετοιμάζοντας την εισβολή στην Πενταποταμία (αχανής έκταση μεταξύ του Ινδού και των μεγάλων παραποτάμων του – σήμερα στα ινδικά λέγεται Παντζάμπ), είχε το χρόνο να κάμει κάποιες αλλαγές στη διοίκηση της στρατιάς και να δεχθεί διπλωματικές αντιπροσωπείες από τις γύρω χώρες με πλούσια δώρα, για να δηλώσουν την υποταγή τους. Ένας όμως ισχυρός δυνάστης, με ισχυρές δυνάμεις και υψηλό φρόνημα, ο βασιλιάς Παουράβα (στα ινδικά), που οι Έλληνες τον έλεγαν Πώρο, αρνήθηκε να συναντηθεί στα Τάξιλα με τον Αλέξανδρο για συνθηκολόγηση και αποφάσισε να αντισταθεί. αγέρωχος διαμήνυσε στο Μακεδόνα βασιλιά ότι τον περίμενε να τον συναντήσει με τα όπλα στα σύνορά του. Ο Αλέξανδρος αντιλήφθηκε ότι ο αντίπαλός του, ο Πώρος, ήταν γενναίος άνδρας. Επειδή για τη διάβαση του ποταμού Υδάσπη θα χρειάζονταν πλωτά μέσα, διέταξε να χωρίσουν σε 2-3 τμήματα τα πλοιάρια του στολίσκου, που είχε κατασκευάσει και ήταν αγκυροβολημένος στον Ινδό ποταμό, και να τα μεταφέρουν με άμαξες στις όχθες του Υδάσπη. Εκεί συναρμολογήθηκαν και πάλι και ρίχθηκαν στην κοίτη του ποταμού. Ο Αλέξανδρος θέλοντας να προλάβει την περίοδο των μεγάλων θερινών βροχών (των μουσώνων) και την άφιξη ενισχύσεων στον Πώρο, αφού τέλεσε τις καθιερωμένες θυσίες και έκανε αγώνες, ξεκίνησε από τα Τάξιλα, στα τέλη Μαΐου του 326 π.Χ., με τη στρατιά του και με τους συμμάχους Ινδούς (5.000 περίπου) με επικεφαλής τον Ταξίλη. Πέρασαν τον Υδάσπη (πρώτο παραπόταμο) με τα πλοιάρια και ο ίδιος ο βασιλιάς Αλέξανδρος κατευθύνθηκε αμέσως προς το στρατόπεδο του Πώρου, του Ινδού βασιλιά, ακάθεκτος. Η μεγάλη σύγκρουση έγινε κοντά στον Υδάστη. άρχισε ένα πρωινό αρχές Ιουνίου 326 π.Χ. και κράτησε όλη την ημέρα. Ο αντίπαλος του Αλεξάνδρου υπερτερούσε σε στρατιωτική δύναμη και μάλιστα είχε και πολλά «τεθωρακισμένα» (δρεπανηφόρα άρματα και πολεμικούς ελέφαντες), αλλά δεν είχε καλό συντονισμό εξαιτίας του μεγάλου πλάτους της ινδικής παράταξης, που ξεπερνούσε τα 6.000 μέτρα.. Η μάχη έληξε με θριαμβευτική νίκη του Μακεδόνα στρατηλάτη. ο κύριος παράγοντας αυτής ήταν – εκτός από την παλληκαριά και την εμπειρία των Μακεδόνων και των συμπολεμιστών τους – η άξια ηγεσία της ελληνικής στρατιάς με την εφαρμογή στρατηγικής και τακτικής που κρίνονται απαράμιλλες και παραμένουν υποδειγματικές. Δίκαια η διάβαση του ποταμού Υδάστη και η μάχη – που επακολούθησε – θεωρούνται ως μία από τις σπουδαιότερες πολεμικές επιχειρήσεις της αρχαίας ιστορίας. Χιλιάδες ήταν οι νεκροί Ινδοί, οι τραυματίες και οι αιχμάλωτοι, και από τους ελέφαντες επέζησαν μόνο 80. Από τους στρατιώτες του Αλεξάνδρου χάθηκαν 650 περίπου, από τους οποίους οι περισσότεροι ποδοπατήθηκαν από τους θηριώδεις ελέφαντες του Πώρου. Εκτός από τον Αλέξανδρο, διακρίθηκαν στη μάχη ο Ηφαιστίων, ο Σέλευκος, ο Κρατερός, ο Κοίνος, ο Πτολεμαίος, ο Περδίκκας και ο Λυσίμαχος, καθώς επίσης ο Μελέαγρος, ο Άτταλος και ο Γοργίας. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Αλεξάνδρου εντοπίζεται κυρίως στην εκπόνηση και εκτέλεση του
σχεδίου της μάχης, στην παράκαμψη των φυσικών εμποδίων και στην εξόντωση ή εξουδετέρωση των «τεθωρακισμένων» (των παχύδερμων θηριωδών ελεφάντων και των δρεπανηφόρων αρμάτων). Αλλά και οι Ινδοί πολέμησαν γενναία. ο γιος του Πώρου μάλιστα φονεύθηκε, ενώ ο ίδιος ο Πώρος πολεμώντας γενναιότατα τραυματίσθηκε στον ώμο και αιμόφυρτος αποχώρησε από τη μάχη και πείσθηκε να παραδοθεί. Ο γενναιόφρονας Μακεδόνας βασιλιάς, θαυμάζοντας το παράστημα του αντιπάλου του και προπαντός το υπερήφανο και ηρωικό φρόνημά του κατά τη διάρκεια της μάχης, του χάρισε τη ζωή και το βασίλειό του. Οι ιστορικοί Αρριανός και Πλούταρχος καταγράφουν τη στιχομυθία μεταξύ των δύο αντιπάλων βασιλιάδων (Αλεξάνδρου και Πώρου): -Πώς θέλεις να σου φερθώ; Και ο Πώρος απάντησε: «Να μου φερθείς βασιλικά, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ». Και όταν ο Αλέξανδρος τον ξαναρώτησε αν θέλει να προσθέσει τίποτε άλλο, ο ΠΩΡΟΣ του είπε: «Πάντα ἐστίν ἐν τῷ βασιλικῶς» (δηλαδή, όλα τα περιλαμβάνει η λέξη- «βασιλικώς»). Ο Αλέξανδρος τον άφησε εντελώς ανεξάρτητο, τιμώντας το "θηριώδη" και υπερήφανο αυτόν άνδρα, και μάλιστα τον έκανε σύμμαχό του και τον συμφιλίωσε με τον Ταξίλη, με τον οποίο είχε διαφορές. Αυτή ήταν η περιβόητη νίκη των Ελλήνων (Μακεδόνων) κατά των Ινδών και μάλιστα επιτεύχθηκε κατά τρόπο περισσότερο εύκολο από ό,τι αναμενόταν. [Θαυμάστε τη μεγαλοσύνη και τη γενναιοψυχία του μεγάλου αυτού στρατιωτικού και πολιτικού άνδρα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και όλου του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, του παλληκαρά ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, του «βάρβαρου;» Μας συγκινεί η ευγένειά του προς τον υψηλό αντίπαλό του, τον Ινδό αιχμάλωτο βασιλιά ΠΩΡΟ. Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στην ιστορία της ΑΣΙΑΣ και της ΕΥΡΩΠΗΣ. Άραγε ποια θα ήταν η τύχη του Αλέξανδρου, αν έπεφτε ο ίδιος στα χέρια του Πώρου;] Η πράξη αυτή, βέβαια, του Αλέξανδρου υπαγορεύθηκε και από λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. κατοχύρωνε με τον αποτελεσματικό αυτόν τρόπο τις συγκοινωνίες του, ελέγχοντας τους ποτάμιους δρόμους, επειδή σκόπευε να προελάσει ανατολικότερα, προς την κοιλάδα του Γάγγη ποταμού. Τέλεσε μεγαλοπρεπείς επινίκιες θυσίες με οργάνωση αγώνων και ίδρυσε δύο ακόμη νέες ελληνικές πόλεις με μικτό πληθυσμό, τη ΝΙΚΑΙΑ σε ανάμνηση της μεγάλης του αυτής νίκης και τη ΒΟΥΚΕΦΑΛΕΙΑ στη μνήμη του ίππου του Βουκεφάλα, του οποίου – μετά τη μάχη του Υδάσπη-τελείωσε εκεί και η δράση και η ζωή. είχε περάσει τα είκοσι. πέθανε από γηρατειά και υπερκόπωση. Τον πένθησε και τον θρήνησε πολύ ο Αλέξανδρος. αυτός τον είχε τιθασεύσει, παιδί ακόμη 12 ετών στον κάμπο της ΠΕΛΛΑΣ, όταν ήταν 4/χρονο πουλάρι. Με αυτόν ριχνόταν στον ορυμαγδό της μάχης, μαζί στους κινδύνους, μαζί στις δόξες, μαζί μοιράζονταν τις δάφνες της νίκης και του θριάμβου. Ο ΒΟΥΚΕΦΑΛΑΣ τραυματίσθηκε και αυτός επανειλημμένα, όπως ο αναβάτης του. μοιράσθηκε τις ίδιες κακουχίες, όπως και ο αφέντης του βασιλιάς. διέσχισε χώρες πολλές, πεδιάδες, λαγκάδια, καυτές και άνυδρες ερήμους, ανέβηκε παγωμένα βουνά, πέρασε πολλά ορμητικά ποτάμια, στερήθηκε αρκετές φορές τροφή και νερό, όπως ο καρτερικός και υπερήφανος αφέντης του π.χ. στη διάβαση της οροσειράς του Ινδοκούς και στη διάβαση της στέπας από Βάκτρα προς Ώξον. Επιτέλεσε το καθήκον του στο ακέραιο, πιστός μέχρι το θάνατό του στον υπερήφανο βασιλιά του. Μετέφερε το βασιλιά της Μακεδονίας δαφνοστεφανωμένο και κάποτε ματωμένο από τις πληγές των τραυμάτων που είχε δεχθεί. Διάνυσε τεράστιες, αχανείς εκτάσεις, και στις τρεις γνωστές τότε ηπείρους, στην Ευρώπη, στην Αφρική, στην Ασία- πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα. Ήταν αχώριστοι φίλοι. Και ο Αλέξανδρος τίμησε ιδιαίτερα τον πιστό τετράποδα φίλο του και τον κήδεψε με μεγαλοπρεπή νεκρική πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν ο ίδιος. Του έλειψε πολύ και βασανίσθηκε πολύ η ψυχή του που έχασε ένα τέτοιο πιστό άτι. Η πόλη Βουκεφάλεια αποτέλεσε επί αιώνες ένα από τα σύμβολα της μακεδονικής δόξας και του εθνικού μας μεγαλείου. Μετά τον Υδάσπη ποταμό και αφού η στρατιά αναπαύθηκε ένα μήνα, ο μεγάλος ΕΛΛΗΝΑΣ στρατηλάτης, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΣΙΑΣ («ἁπάσης»), στον οποίο δικαιωματικά ανήκει ο τίτλος "ΜΕΓΑΣ", προελαύνει ανατολικότερα και διαβαίνει τον Ακεσήνη και τον Υδραώτη, παραποτάμους του Ινδού. Διάφορα ινδικά φύλα υποτάσσονται θεληματικά στο πέρασμά του. Οι άνδρες όμως της
στρατιάς του Αλεξάνδρου υπέφεραν πολλά από τα φαρμακερά φίδια. Στην περιοχή προς Β του Ινδού ποταμού, στη χώρα των ανυπότακτων Ασσακηνών, ο Αλέξανδρος διόρισε σατράπη /διοικητή το Φίλιππο, το γιο του Μαχάτα. Οι Καθαίοι, πολεμικός λαός, προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στην πόλη Σάγγαλα (κοντά στην σημερινή Λαχώρη –ανήκει στο Πακιστάν), αλλά νικήθηκαν κατά κράτος. χιλιάδες οι νεκροί και οι αιχμάλωτοι, ενώ ο Αλέξανδρος έχασε μόνο 100 παλληκάρια, αλλά είχε πολλούς τραυματίες. Οι Μακεδόνες κατέστρεψαν το κέντρο αντίστασης αυτών, τα Σάγγαλα. Μετά την περιφανή νίκη του εναντίον των Καθαίων και άλλοι Ινδοί ηγεμόνες, όπως ο Σαπείθης και ο Φηγέας, συνθηκολόγησαν ή παραδόθηκαν αμαχητί στο Μακεδόνα βασιλιά της ΑΣΙΑΣ, ο οποίος αγέρωχος προήλασε ανατολικότερα και έφτασε στον ΥΦΑΣΗ, παραπόταμο του Ινδού, που ήταν ορμητικός και δυσδιάβατος. Εδώ ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο αήττητος μέχρι τότε στρατηλάτης βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ΑΣΙΑΣ, σχεδίαζε τη διάβαση και του ποταμού αυτού, για να προελάσει στη συνέχεια ακόμη πιο ανατολικά, θέλοντας να φτάσει στην κοιλάδα του ΓΑΓΓΗ, για να καθυποτάξει και άλλα ισχυρά ινδικά φύλα, ώστε να βγει στον Ωκεανό, στα πέρατα της οικουμένης, όπως πίστευαν. [ Και από εκεί πού;;; Στο άγνωστο!!! ] Εδώ όμως έγινε στάση των στρατιωτών και των αξιωματικών της στρατιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για απόλυτα κατανοητούς λόγους, αρχικά οι απλοί στρατιώτες σταμάτησαν να προχωρούν. δήλωσαν, επιτέλους, ότι δε θα έκαναν ούτε ένα βήμα παραπέρα. Απογοητευμένοι οι Μακεδόνες με τη φαινομενικά ασίγαστη δίψα του βασιλιά τους για παραπέρα εξερευνήσεις και κατακτήσεις αγνώστων χωρών ουσιαστικά εστασίασαν . αρνήθηκαν όλοι γενικά να συνεχίσουν την προέλαση, γιατί πια ήταν φοβερά καταπονημένοι, αλλά και τα άλογα φοβερά εξαντλημένα. Οι σκληρές δοκιμασίες που πέρασαν κατά τη διάρκεια της πολύχρονης εκστρατείας, οι τρομερά αποκαρδιωτικοί μουσώνες (70 ημέρες συνεχώς έβρεχε), η χρόνια νοσταλγία για την πατρίδα και τις οικογένειές τους και ένας αυξημένος φόβος για το άγνωστο τους είχαν σημαδέψει. Ο βασιλιάς, για να προλάβει την επέκταση του στασιαστικού πνεύματος και να αντιδράσει στην πτώση του ηθικού του στρατού του, συγκάλεσε τους διοικητές των ταξιαρχιών και τους εκφώνησε εξαίρετο λόγο. Δεν έπεισε όμως τους ακροατές του. το πνεύμα της άρνησης για προέλαση πέρα από τον ΥΦΑΣΗ είχε φτάσει ως τους ανώτατους επιτελικούς αξιωματικούς του στρατού. Σιωπή ακολούθησε πέρα ως πέρα στη στρατιά. Το λόγο πήρε τότε ο ΚΟΙΝΟΣ από τους κορυφαίους στην ηγεσία του στρατού. Πήρε λοιπόν το θάρρος και απάντησε εκ μέρους όλης της ηγεσίας και των στρατιωτών: Εκφράζει την αντίθετη όψη των πραγμάτων. εκθέτει τις ταλαιπωρίες, την εξάντληση και τη δεινή θέση των στρατιωτών. Ο λόγος του, που ήταν εξαίρετος, όπως και του Αλεξάνδρου, κατέληγε κάνοντας έμμεσο υπαινιγμό ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε φθάσει σε υπερβολή. Του είπε: «Καλόν, ὦ βασιλεῦ, εἴπερ τι καί ἄλλο, καί ἡ ἐν τῷ εὐτυχεῖν σωφροσύνη» (δηλαδή, Ωραίο πράγμα είναι, βασιλιά, και πάνω από κάθε τι άλλο, η σωφροσύνη μέσα στους κόλπους της ευτυχίας): να συμβαδίζει η ευτυχία με τη σωφροσύνη. Τι σοφή η γνώμη του Αρριανού! Εξάλλου, όπως γράφει ο Ηρόδοτος, η ζωή είναι περιστρεφόμενος τροχός και δεν επιτρέπει ποτέ στον ίδιο άνθρωπο να προχωράει αδιάκοπα προς την ευημερία. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στενοχωρημένος διέλυσε τη συνέλευση των επιτελών του και δήλωσε ότι θα προχωρήσει ανατολικά μόνο με εθελοντές. Η στρατιά όμως επέμενε απαρέγκλιτα στη γνώμη της, στην άρνηση δηλαδή της συνέχισης της προέλασης.Ο βασιλιάς περίμενε 3 ημέρες κλεισμένος στη σκηνή του, συλλογιζόμενος και προβληματιζόμενος, μήπως αλλάξουν οι στρατιώτες του και οι αξιωματικοί του απόφαση. Αλλά τίποτε. Διαπιστώνοντας Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ότι δεν πρόκειται να τους μεταπείσει, συγκάλεσε πάλι τους επιτελείς του και τους ανακοίνωσε την απόφασή του για το τέλος της προέλασης και για την επιστροφή της στρατιάς. Έτσι χολωμένος αναγκάσθηκε τελικά να πεισθεί. Δέχθηκε το τελεσίγραφο των στρατιωτών του, των οποίων η χαρά και η συγκίνηση για την επιστροφή ήταν ανείπωτη. Ήταν η πρώτη φορά που δεν κατάφερε να επιβάλει τη θέλησή του. Αυτή ήταν η πρώτη ήττα του αήττητου βασιλιά Αλέξανδρου στα χέρια όμως των ίδιων των στρατιωτών του: Η μοναδική ήττα της σταδιοδρομίας του. ήταν η πρώτη και μό-
νη φορά που ο Μ. Αλέξανδρος υποχώρησε, που παραδέχθηκε την ήττα του. αλλά βέβαια όχι από κανέναν εχθρό, από την ίδια τη στρατιά του που μαζί της είχε κερδίσει πάρα πολλές μάχες, περίλαμπρες νίκες και είχε αποκτήσει τόση δόξα και τόσους θησαυρούς. Πάντως είχε αποφύγει μια σύγκρουση και ξεπέρασε την κρίση με τους Μακεδόνες του στο πλευρό του. Όμως στενοχωρήθηκε, γιατί ένιωσε να θίγεται το κύρος του. Έτσι το φθινόπωρο (Νοέμ.) του 326 π.Χ. εκεί στον ΥΦΑΣΗ ποταμό τερματίσθηκε η μεγάλη προς Α. προέλαση των Μακεδόνων. Εκεί η ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ "ΑΝΑΒΑΣΙΣ" (εκστρατεία)- προς τα ανατολικά – για την κατάκτηση της Οικουμένης, έλαβε τέλος. Ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, διέταξε και κτίσθηκαν 12 βωμοί (όσοι οι θεοί του Ολύμπου), υψηλοί και μεγάλοι, ισομεγέθεις, στην αριστερή όχθη του ΥΦΑΣΗ, όπου έγινε η στάση της στρατιάς και σταμάτησε η προέλαση του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, για να είναι «εὐχαριστήρια τοῖς θεοῖς τοῖς ἐν τοσόνδε ἀγαγοῦσιν αὐτόν νικῶντα καί μνημεῖα τῶν αὑτοῦ πόνων»- γράφει ο Αρριανός, (δηλαδή, για να ευχαριστήσει τους θεούς που τον οδήγησαν σε τόσο μακρινά μέρη νικητή και να θυμούνται οι άνθρωποι τα κατορθώματά του). Οι βωμοί αυτοί παρέμειναν επί αιώνες αδιάψευστοι μάρτυρες της μνημειώδους εκείνης εποποιίας των γενναίων Μακεδόνων. Όταν όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση από τον ΥΦΑΣΗ, ο Μακεδόνας στρατηλάτης, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΣΙΑΣ, αφού έκαμε μεγαλοπρεπείς θυσίες πάνω στους 12 βωμούς και οργάνωσε γυμνικούς αγώνες και ιππικούς, πήρε με τη στρατιά του το δρόμο της επιστροφής με κατεύθυνση προς Ν. – προς τον ΙΝΔΟ ποταμό.-
Β΄ζ. ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ. Ο ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΙΝΔΙΚΟ ΩΚΕΑΝΟ. Αφού διάβηκαν τους ποταμούς Υδραώτη και Ακεσήνη, έφτασαν στη νεόκτιση ελληνική πόλη ΝΙΚΑΙΑ, την κτίση της οποίας επέβλεψε ο Ηφαιστίων. Εκεί ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγκατέστησε απομάχους μισθοφόρους, όσοι ήθελαν, μαζί με περιοίκους. Επίσης ρύθμισε διοικητικές διαφορές των λαών της Πενταποταμίας για την ασφαλή διακυβέρνηση των κτήσεών του στις βορειο-δυτικές περιοχές της Ινδίας. Από τη ΝΙΚΑΙΑ συνέχισε την πορεία και έφτασε στον Υδάσπη. Εκεί έφτασαν από την Ελλάδα νέες ενισχύσεις αξιόλογες, πανοπλίες και φαρμακευτικό υλικό. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ χάρηκε πολύ, διότι επιπλέον έμαθε από τους κατοίκους της περιοχής ότι ο ΙΝΔΟΣ ποταμός εκβάλλει σε ανοικτή θάλασσα μεγάλη, στον Ωκεανό. Έτσι θα ικανοποιούνταν η φιλοδοξία του και ο διακαής πόθος του να φτάσει στην άκρη του κόσμου και από τις εκβολές του Ινδού θα ανακάλυπτε και ένα σύντομο θαλάσσιο δρόμο προς τις εκβολές του Ευφράτη και του Τίγρητα, που θα αντικαθιστούσε τους δύσκολους χερσαίους δρόμους από βουνά και ερήμους. Από τους βασιλιάδες των ινδικών κρατών άλλους καθαίρεσε και άλλους τους άφησε αυτόνομους – καθιστώντας τους μόνο φόρου υποτελείς του. Ο μεγάλος στρατηλάτης της Μακεδονίας και της Ασίας φρόντισε να επισπευθεί η ναυπήγηση μεγάλου στόλου από μεταγωγικά και ιππαγωγά πλοία και άλλα πλωτά μέσα, που συνολικά έφταναν τα 2.000 και ως πληρώματα χρησιμοποιήθηκαν οι Κύπριοι, οι Κάρες, οι Φοίνικες και οι Αιγύπτιοι που υπηρετούσαν στη στρατιά του. Ενώ ετοιμαζόταν ο στόλος, η στρατιά πένθησε για το θάνατο του αξιόμαχου Κοίνου. Στη συνέχεια ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ σε συνέλευση των εταίρων του και των Ινδών πρέσβεων, που βρίσκονταν κοντά του, ανακοίνωσε ότι ο Πώρος (που είχε γίνει φίλος και σύμμαχός του) θα είναι στο εξής βασιλιάς όλων των ινδικών περιοχών που είχαν κυριευθεί ανατολικά του Υδάσπη ποταμού. Έτσι θα εξασφάλιζε ο Μακεδόνας στρατηλάτης τον έλεγχο των επικοινωνιών στην αχανή και πολυπληθή αυτή έκταση ως την κοιλάδα του Γάγγη ποταμού και ως τους πρόποδες της οροσειράς των Ιμαλαΐων. Καθόρισε εξάλλου και την πορεία της στρατιάς. Ο Κρατερός με ένα τμήμα της στρατιάς θα προχωρούσε από τη δεξιά όχθη και ο Ηφαιστίων με το μεγαλύτερο τμήμα αυτής θα προχωρούσε από την αριστερή όχθη, ενώ ο βασιλιάς Αλέξανδρος επικεφαλής ενός τμήματος θα επιβιβαζόταν στο στόλο. Υπεύθυνος ναύαρχος του στόλου ορίσθηκε ο Νέαρχος, ο Κρητικός. Το Νοέμβριο του 326, αφού έγιναν οι καθιερωμένες θυσίες στους θεούς, ο στόλος αναχώρησε πλέοντας βραδέως, ώστε να έχει επαφές με τα τμήματα του στρατού, δεξιά – αριστερά. Κατά διαστήματα ο Αλέξανδρος έκαμε αποβάσεις και δεχόταν τη φιλία, τα δώρα και τη συμμαχία ινδικών φύλων και άλλους τους ανάγκασε με τη βία. Όλα τα τμήματα της στρατιάς αντάμωσαν με το στόλο στο προκαθορισμένο σημείο αναφοράς στο βασιλιά. Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέστρωσε τότε το σχέδιο εκστρατείας εναντίον των Μαλλών, ενός πολεμικού ινδικού λαού που κατοικούσαν μεταξύ του Υδραώτη και του Ακεσίνη ποταμού . αυτοί δεν αναγνώριζαν την κυριαρχία των Ελλήνων και δε δεχόταν τη φιλία και συμμαχία του Αλεξάνδρου. Η πορεία της στρατιάς εναντίον της χώρας των Μαλλών ήταν μία αιματοβαμμένη, πολύ παράτολμη ενέργεια μέσα από κατοικημένες περιοχές, χωριά και πόλεις. Η καθυπόταξη των Μαλλών μάλιστα παραλίγο θα του κόστιζε του Αλεξάνδρου, τη ζωή. Στην προσπάθειά του να αναρριχηθεί στο τείχος της ακρόπολης των Μαλλών, ο Αλέξανδρος δέχθηκε ένα βαρύτατο τραύμα. ένα βέλος τον τραυμάτισε στο στήθος, πέρασε το θώρακά του λίγο πάνω από την καρδιά. Συνέχισε να αμύνεται, αλλά σε λίγο από την πολλή αιμορραγία έπεσε λιπόθυμος. Μαζί του τραυματίσθηκαν από βέλη και ο Πευκέστας και ο Λεοννάτος που τον ακολουθούσαν. Ακολούθησε άγρια μάχη, κατάληψη της πόλης και σφαγή των Μαλλών. Όλοι νόμισαν ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πέθανε. Αλλά επέζησε. Πέρασαν πολλές ημέρες, για να αναρρώσει, παραμένοντας κλινήρης στο στρατόπεδο. Μόλις συνήλθε και ανέλαβε λίγο τις δυνάμεις του ο Αλέξανδρος διέταξε και τον επιβίβασαν σε πλοίο, που έπλευσε στο μεγάλο στρατόπεδό του. Χαιρέτησε τους άνδρες του σηκώνοντας το χέρι και, όταν του έφεραν φορείο, εκείνος ζήτησε ίππο. ανέβηκε επάνω και τότε όλη η στρατιά από χαρά και ενθουσιασμό κτύπησε τις ασπίδες: «κρότῳ δή πολλῷ ἐπεκτύπησεν ἡ
στρατιά πᾶσα, ἐπήχησαν δέ αἵ τε ὄχθαι καί αἱ πλησίον νάπαι» (δηλαδή, όλη η στρατιά κτύπησε πάνω τις ασπίδες με πολύ κρότο, αντήχησαν όμως και οι όχθες και τα κοντινά δάση). Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά τους, που σώθηκε ο βασιλιάς τους, ώστε τον στεφάνωσαν με άνθη της ινδικής γης, γιατί νίκησε το θάνατο. Όσοι Μαλλοί επέζησαν της σφαγής, παρέδωσαν τα εδάφη τους στους Μακεδόνες. Η εκστρατεία κατά της χώρας των Μαλλών υπήρξε η πιο αιματηρή από όλες τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου. Εξοντώθηκαν ολόκληροι πληθυσμοί και παραλίγο θα κατέληγε σε μεγαλύτερη συμφορά με το θάνατο του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διάφοροι άλλοι λαοί φοβούμενοι την τύχη των Μαλλών, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και προσχώρησαν στον βασιλιά της Μακεδονίας και της Ασίας Αλέξανδρο. Όσοι λαοί κατοικούσαν δυτικά του Ινδού ποταμού, τώρα θα υπάγονταν στη σατραπεία της ΑΡΑΧΩΣΙΑΣ. Στη συμβολή του Ακεσήνη με τον Ινδό ποταμό διέταξε να κτισθεί μια άλλη Αλεξάνδρεια – η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ η Οπιηνή –και να κατασκευασθούν εκεί ναυπηγεία και ναύσταθμοι. Τον Οξυάρτη, τον πεθερό του (πατέρα της Ρωξάνης), τον διόρισε σατράπη της επαρχίας των Παραπανισάδων. Συνεχίζοντας τον κατάπλουν του Ινδού ποταμού, ο Αλέξανδρος κατέπλευσε στη χώρα των Σόγδων. Εκεί ίδρυσε και άλλη Αλεξάνδρεια (η Ινδική ή η Σογδία), όπου κατασκεύασε και άλλο ναύσταθμο, θέλοντας να ελέγξει τις επικοινωνίες και να συμβάλει στην ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου. Έως τότε κανένας Ινδός βασιλιάς, ηγεμόνας, φύλαρχος δεν μπόρεσε να νικήσει το Μέγα Αλέξανδρο. μετά τους Μαλλούς και άλλα ινδικά φύλα, όπως οι Σόγδοι και οι Οξυδράκες υποτάχθηκαν στο πέρασμα του Μακεδόνα βασιλιά. Στο σημείο συμβολής του Ακεσήνη παραποτάμου με τον Ινδό ποταμό ορίσθηκε το νότιο σύνορο της σατραπείας του Φιλίππου του γιου του Μαχάτα, ο οποίος θα είχε την ευθύνη του ελέγχου όλων των περιοχών της ενδοχώρας σαν τοποτηρητής – κατά κάποιο τρόπο – του θρόνου. Τέλος σατράπης των περιοχών από τη συμβολή των ποταμών προς Ν. μέχρι τη θάλασσα διορίσθηκε ο Πείθων, ο γιος του Αγήνορα. Προχωρώντας νοτιότερα ο στρατός δεξιά και αριστερά της κοίτης του Ινδού με επικεφαλής, αντίστοιχα, τους στρατηγούς Κρατερό και Ηφαιστίωνα και ο βασιλιάς Αλέξανδρος με το διοικητή του μακεδονικού στόλου ΝΕΑΡΧΟ, συνεχίζοντας τον κατάπλουν αυτού ως τις εκβολές του στον Ινδικό ωκεανό, θα καθυποτάξουν και άλλα 3 ινδικά βασίλεια το ένα μετά το άλλο: το βασίλειο του Μουσικανού, το βασίλειο του Οξυκανού και το βασίλειο του Σάμβου. Εν τω μεταξύ διέταξε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ τον Κρατερό με τις ταξιαρχίες των πεζεταίρων, που διοικούσαν ο Μελέαγρος, ο Άτταλος, ο Αντιγένης και άλλοι, να αναχωρήσουν από την ΙΝΔΙΑ και να κατευθυνθούν στην ΚΑΡΜΑΝΙΑ, περνώντας από την ΑΡΑΧΩΣΙΑ. Μαζί ακολούθησαν και οι απόμαχοι από τους εταίρους, που επέστρεφαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ο υπόλοιπος στρατός με επικεφαλής τον Ηφαιστίωνα, το στρατηγό, και ο στόλος με επικεφαλής τον ίδιο τον Αλέξανδρο, συνεχίζοντας τον κατάπλουν του Ινδού ποταμού, έφτασαν στα Πάταλα και στις εκβολές του Ινδού. Από τον Υδάσπη (παραπόταμο του Ινδού) ως τις εκβολές του Ινδού η εκστρατεία κράτησε 7 μήνες. Έτσι το όνειρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου να φτάσει στον Ωκεανό (που θεωρούσε πέρας της Οικουμένης), πραγματοποιήθηκε. προσορμίσθηκε στις ακτές και βάδισε χαρούμενος και πολύ υπερήφανος για το επίτευγμά του. Τα ΠΑΤΑΛΑ ήταν μεγάλη ινδική πόλη και ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αποφάσισε να την κάνει βάση του. Διέταξε τον Ηφαιστίωνα να περιτειχίσει την ακρόπολη, να ανοίξουν φρεάτια στη γύρω άνυδρη περιοχή, ώστε να γίνει κατοικήσιμη και να κατασκευασθούν ναυπηγεία και ναύσταθμοι για τη δημιουργία εμπορικής κίνησης, για την ανάπτυξη της όλης γύρω περιοχής. Τέλος, ο Μ. Αλέξανδρος εξερεύνησε όλη τη γύρω περιοχή του ΔΕΛΤΑ του Ινδού ποταμού και διαπίστωσε ότι ήταν μεγαλύτερο από το ΔΕΛΤΑ του Νείλου. Εγκατέστησε μακεδονική φρουρά, κτίζοντας μάλιστα φρούριο, το οποίο θα σημάδευε το ανατολικό του σύνορο στους αιώνες. Με την αναμφισβήτητη στρατηγική, πολιτική και διπλωματική ικανότητά του, την ακαταμάχητη παλληκαριά του και την όλη ψυχική αρχοντιά του έπεισε τους βασιλιάδες και ηγήτορες της αχανούς αυτής χώρας, της Ινδικής, να αποδεχθούν ως «τετελεσμένον γεγονός» την κυριαρχία του, διατηρώντας όμως τη δική τους διακυβέρνηση και τα δικά τους ήθη και έθιμα. Στους ΙΝΔΟΥΣ, που ήταν διασπασμένοι και χωρισμένοι σε αλληλοσπαρασσόμενες φυλές, έφερε την ενότητα, την ειρήνη και την υπόσχεση της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και της πνευ-
ματικής καλλιέργειας με τη διάδοση της ελληνικής κουλτούρας. Εξάλλου στις νέες ελληνικές (με μικτό πληθυσμό) πόλεις, που ίδρυσε ο ρηξικέλευθος αυτός βασιλιάς της Μακεδονίας, οι εντόπιοι είχαν νέες δυνατότητες ακμής και τα παιδιά τους ήταν πιο κοντά στον ελληνικό τρόπο εκπαίδευσης. Οι Έλληνες εξερευνητές και επιστήμονες είχαν πολλά να διδάξουν στους Ινδούς. Έτσι τέθηκαν στη μακρινή αυτή «χώρα των θαυμάτων» υγιείς βάσεις για μια νέα περίοδο, ακμής, και οι Μακεδόνες και οι λοιποί Έλληνες θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής, χαρούμενοι και περήφανοι, γιατί επιτέλους αντίκρισαν (με όποιο κόστος) τον ΩΚΕΑΝΟ – βγήκαν στον ΙΝΔΙΚΟ ΩΚΕΑΝΟ – όπου νόμιζαν πως εκεί τελείωνε ο κόσμος. Ο βασιλιάς Αλέξανδρος αποδέσμευσε και αποστράτευσε τα επικουρικά ινδικά και άλλα συμμαχικά ασιατικά στρατεύματα. Και τώρα είναι έτοιμος να αναχωρήσει με τους Μακεδόνες του για τη ΒΑΒΥΛΩΝΑ. Η μεγάλη και περιπετειώδης εκστρατεία των ΕΛΛΗΝΩΝ με στρατηλάτη το ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, το βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, κατά της ΑΣΙΑΣ, ως την ΙΝΔΙΑ, εδώ τελειώνει. Σήμερα ένας οβελίσκος εκεί στα Πάταλα, στην περιοχή του ΔΕΛΤΑ του Ινδού ποταμού, υπενθυμίζει στους περαστικούς τους άθλους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που θεωρούνταν απόγονος του γενάρχη της Μακεδονικής Δυναστείας, του ημίθεου Ηρακλή. Επιγραφή λέγει: «Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ σταμάτησε εδώ». Ο υπέρλαμπρος «δορυκτήτης» και «ένοπλος εξερευνητής», ο εκπολιτιστής και αναμορφωτής της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, θεοσεβέστατος πάντοτε, πρόσφερε πολυτελείς θυσίες στους θεούς για την αίσια έκβαση της εκστρατείας και τέλεσε μεγαλοπρεπείς τελετές με αγώνες. Ιδιαίτερα όμως προσευχήθηκε στο ΔΙΑ (σαν διογενής;) : «Μηδὲνα μετ΄ αὐτὸν ἀνθρώπων ὑπερβῆναι τούς ὅρους τῆς στρατείας» (δηλαδή, Κανένας μετά απ΄ αυτόν άνθρωπος να μην ξεπεράσει τα όρια της εκστρατείας του) και του ζήτησε να είναι αρωγός του και στην πορεία της επιστροφής.-
Γ΄. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ. Ο ΠΑΡΑΠΛΟΥΣ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ. ΑΦΙΞΗ ΣΤΗ ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Η ΕΙΡΗΝΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ. Το καλοκαίρι του έτους 325 π.Χ., όταν ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ βεβαιώθηκε από τις πληροφορίες που πήρε από τους ιθαγενείς και από τις αναγνωρίσεις που ο ίδιος επιχείρησε, ότι η θάλασσα που ανοιγόταν μπροστά του, ήταν ο Ωκεανός, θεώρησε ότι είχε εκπληρώσει το στόχο / πόθο του – ενώ ταυτόχρονα είχε ολοκληρώσει την εκστρατεία της Ινδίας – και αποφάσισε να επιστρέψει στη ΒΑΒΥΛΩΝΑ, ικανοποιημένος για ό,τι πέτυχε. Για την επιστροφή της στρατιάς χρειάσθηκαν να κατασκευασθούν και άλλα πλοία. δεν αναφέρουν οι αρχαίες πηγές τον αριθμό των πλοίων και των δυνάμεων που επιβιβάσθηκαν. Διοικητής του στόλου – ναύαρχος – ορίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ο Νέαρχος, Κρητικός στην καταγωγή. ήταν επιστήθιος φίλος από τα παιδικά χρόνια του Αλεξάνδρου και μέλος της 5μελούς παρέας της ΠΕΛΛΑΣ. Προσφέρθηκε εντελώς αυθόρμητα – εθελοντής – να ηγηθεί του στόλου. Είπε στον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ : «Εγώ, βασιλιά μου, δέχομαι προς χάρη σου να οδηγήσω το στόλο... θα σου φέρω πίσω αβλαβή τα πλοία και τους ανθρώπους σου ως την Περσία». Το σχέδιο της επιστροφής, που κατέστρωσε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ με τους επιτελείς του, όριζε ότι η στρατιά χωρισμένη σε 3 τμήματα θα αναχωρούσε σταδιακά. Ήδη το τμήμα με επικεφαλής το στρατηγό Κρατερό αναχώρησε το μήνα Ιούλιο του 325 και κατευθυνόταν στην Αραχωσία. έπειτα διαμέσου της Δραγγιανής θα κατευθυνόταν στην Καρμανία, όπου είχε εντολή να περιμένει τον υπόλοιπο στρατό. Δεύτερο τμήμα –με τον κύριο όγκο της στρατιάς –με επικεφαλής τον ίδιο το βασιλιά Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάταλα στα τέλη του Αυγούστου (325), αφού ο Νέαρχος, που θα ακολουθούσε με το στόλο, διατάχθηκε να μην αποπλεύσει, πριν σταματήσουν οι νοτιοδυτικοί άνεμοι (μουσώνες), που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Δεν είναι γνωστό από τις πηγές πόσο στρατό ακριβώς πήρε μαζί του ο Μακεδόνας βασιλιάς. ακολουθούσαν πλήθος μεταγωγικά και τα γυναικόπαιδα, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, πολλοί στρατιώτες έκαναν γάμους με Ασιάτισσες και είχαν πολλοί αποκτήσει παιδιά. Αντιμετωπίσθηκαν μικροεστίες αντίστασης και μάλιστα στη χώρα των Ορειτών ο Ηφαιστίων έλαβε εντολή να ιδρύσει νέα πόλη / Αλεξάνδρεια. Διόρισε σατράπη της περιοχής τον Απολλοφάνη και οπισθοφυλακή –με αρκετό στρατό – ο Αλέξανδρος άφησε το σωματοφύλακά του Λεοννάτο, για να βοηθήσουν στον επισιτισμό του στόλου του Νεάρχου, όταν θα έφτανε εκεί. Στη συνέχεια ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ προχώρησε προς τη Γεδρωσία, που το μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνει η έρημος (της Γεδρωσίας), μία αχανής, αμμώδης και άνυδρος έκταση με φοβερή ξηρασία απλωνόταν γύρω τους. Εξαιτίας της λειψυδρίας αναγκάζονταν να πορεύονται τη νύκτα, ώστε να αποφεύγουν τον αφόρητο καύσωνα της ημέρας (τον αυγουστιάτικο ήλιο). Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ γράφει ότι η πορεία αυτή του Αλεξάνδρου, μέσα από την έρημο της Γεδρωσίας, δεν έχει προηγούμενο σε όλη τη μεγάλη εκστρατεία της ΑΣΙΑΣ. Άνθρωποι και ζώα πέρασαν τρομερές ταλαιπωρίες. και στερήσεις. τρόφιμα και νερό δεν υπήρχαν. τα υποζύγια και οι άνθρωποι χώνονταν μέσα στην καυτή άμμο. ακατανίκητος εχθρός ήταν η ακαταμάχητη υπνηλία. εγκαταλείπονταν όσοι δεν ξυπνούσαν το πρωί και αυτοί χάνονταν στο «πέλαγος» της άμμου. Επίσης όλοι οι ανήμποροι, οι τραυματίες, οι άρρωστοι, τα γυναικόπαιδα είχαν περιέλθει σε τραγική κατάσταση. Οι στρατιώτες, για να αντιμετωπίσουν το φάσμα της πείνας, πολλές φορές έσφαζαν και έτρωγαν τα υποζύγια και μάλιστα διέλυαν τις άμαξες να χρησιμοποιήσουν τα ξύλα για το μαγείρεμα ή ψήσιμο των σφαχτών. Αλλά πού νερό; Και, όταν έβρισκαν νερό, πολλοί άνθρωποι και ζώα ύστερα από την αφυδάτωση πέθαιναν από υπερβολική υδροποσία. Το τραγικότερο ίσως πάθημα της διάβασης της ερήμου της Γεδρωσίας επιφύλαξε στον καταπονημένο στρατό ένας τελείως απρόβλεπτος παράγων: στρατός, γυναικόπαδα με τα υποζύγια είχαν κατασκηνώσει στην κοίτη ενός χειμάρρου που είχε ελάχιστο νερό. Όμως μια ξαφνική καταιγίδα ξέσπασε τη νύκτα και το ρέμα πλημμύρισε. έτσι παρέσυρε και έπνιξε πολλούς, κυρίως γυναικόπαιδα και ανήμπορους, καθώς και όσα ζώα είχαν απομείνει αφάγωτα.
Ο Μέγας Αλέξανδρος συμμερίζεται απόλυτα όλες τις ταλαιπωρίες, κακουχίες και στερήσεις. συμπάσχει και υπομένει καρτερικά τα ίδια, όπως όλοι οι στρατιώτες του και όσοι άλλοι ακολουθούν τη στρατιά. Βάδιζε πεζός, με μεγάλο κόπο, μέσα από την καυτή άμμο της ερήμου, κάτω από ένα τρομερό και αφόρητο καύσωνα. όταν μια ημέρα στρατιώτες του βρήκαν και του πρόσφεραν να πιει λίγο νερό, αρνήθηκε να το δεχθεί και το έχυσε καταγής, αφού τους ευχαρίστησε για τη χειρονομία. Από τη σκηνή αυτή πήρε δύναμη και κουράγιο όλο το στράτευμα, ξεδίψασαν ψυχικά. Ο Αρριανός θαυμάζει και επαινεί το Μακεδόνα βασιλιά για την καρτερικότητα και τη στρατηγικότητά του και την παραδειγματική υπεράνθρωπη αντοχή του, ενώ μόλις λίγοι μήνες είχαν περάσει από την ανάρρωσή του, ύστερα από το βαρύ και παραλίγο μοιραίο τραύμα, που είχε δεχθεί στο στήθος (πνεύμονα). Οι Θεοί τον προστάτευαν! Κάποτε οι οδηγοί του στρατού, ιθαγενείς της περιοχής, που προπορεύονταν, έχασαν τα σημάδια του δρόμου. Ο ίδιος ο βασιλιάς με 5 στρατιώτες μόνο επεχείρησαν να βρουν δρόμο κοντά στη θάλασσα. καταπονήθηκαν όμως πολύ. Τελικά, σκάβοντας τα χαλίκια με όποιο τρόπο μπορούσαν, βρήκαν νερό πόσιμο. Κατέβηκε τότε στην παραλία το στράτευμα όλο και γλίτωσαν όλοι, γιατί πέθαιναν πολλοί από αφυδάτωση. Όταν οι οδηγοί αναγνώρισαν επιτέλους το δρόμο, οδήγησαν τη στρατιά πάλι προς τα μεσόγεια. Μετά από 60 ημέρες επίπονης πορείας έφθασαν στα ΠΟΥΡΑ, την πρωτεύουσα της Γεδρωσίας. Εκεί αναπαύθηκαν για 2 μήνες. Οι απώλειες όμως του Αλεξάνδρου ήταν πολλές. Ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, βασιλιάς της Μακεδονίας και της ΑΣΙΑΣ («ἁπάσης») είχε αποδειχθεί όχι μόνο μεγαλοφυής στρατηλάτης, αλλά και ηγέτης χαρισματικός, ταλαντούχος, μοναδικός, γιατί ήξερε να κερδίζει τη συμπάθεια και την εκτίμηση των ανδρών του, συμπάσχοντας πάντοτε σε κάθε ταλαιπωρία τους. Με την ολοκλήρωση της υποταγής και της Γεδρωσίας ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την κατοχή Ασίας ως τον ΙΝΔΟ ποταμό. Εντάσσοντας τις νέες περιοχές στο ήδη απέραντο κράτος του ο βασιλιάς διόρισε σατράπη τον Έλληνα Θόοντα. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 325 π.Χ. προχώρησε ο Αλέξανδρος στο εσωτερικό της Καρμανίας και στρατοπέδευσε κοντά σε ένα ποτάμι που είχε νερό. Εκεί, στη θέση του στρατοπέδου αυτού, ιδρύθηκε και άλλη «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ». Σε λίγο θα φτάσει εκεί από τη Δραγγιανή με το σώμα του στρατού του και ο Κρατερός. Μεγάλη ήταν η χαρά του βασιλιά για την επανένωση της στρατιάς, καθώς μάλιστα ενισχύθηκε και με πλήθος υποζυγίων, κυρίως καμήλες (που ο βασιλιάς είχε στερηθεί αρκετό καιρό τις υπηρεσίες τους). τα έφερε ο σατράπης της Αρείας και της Δραγγιανής Στασάνωρ. Αυτά ήταν πολύτιμα δώρα για τον Αλέξανδρο – ύστερα από τις απώλειες που είχε ο στρατός του κατά τη διάβαση της ερήμου της Γεδρωσίας. Τελέσθηκαν θυσίες με αγώνες για την ένωση του στρατού ξηράς και τιμήθηκε ο Πευκέστας με το αξίωμα του σωματοφύλακα, γιατί είχε σώσει τον Αλέξανδρο από βέβαιο θάνατο στη μάχη που έγινε πάνω στην ακρόπολη των Μαλλών. Σε λίγο θα φτάσει εκεί, στην Καρμανία, και ο Νέαρχος με το στόλο, που ο βασιλιάς τον περίμενε με μεγάλη αγωνία. Το εγχείρημα του Νεάρχου, ο παράπλους των ακτών της νοτιοδυτικής Ασίας, από τις εκβολές του Ινδού ποταμού (Ινδικός ωκεανός) ως το μυχό του Περσικού Κόλπου – δηλαδή ως τις εκβολές των γνωστών ποταμών Τίγρητα και Ευφράτη- είχε καθαρά διερευνητικό και επιστημονικό χαρακτήρα. Ο Κρητικός αυτός ναύαρχος είχε πάρει εντολή από το Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο να σημειώνει και να καταχωρίζει στο "βιβλίο συμβάντων" του στόλου σαν διοικητής αυτού και υπεύθυνος της διερευνητικής αποστολής- κάθε παρατήρηση για τη μορφολογία του εδάφους των ακτών, για τα θαλάσσια ρεύματα και για τις κλιματολογικές συνθήκες που θα συναντούσαν. Έπρεπε τα μέλη της ερευνητικής αποστολής να σημειώνουν πληροφορίες για τα έθνη που κατοικούσαν στα παράλια, για τα ήθη και τα έθιμά τους, καθώς και διάφορα στοιχεία για την πανίδα και τη χλωρίδα της κάθε περιοχής. Πράγματι, ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ είχε παρακινήσει τον Αλέξανδρο στην έρευνα και την ανακάλυψη. γι’αυτό οι νικηφόρες επιχειρήσεις του ήταν συγχρόνως «ταξίδια ανακαλύψεων στην υπηρεσία της επιστήμης και μάλιστα με συνειδητή πρόθεση». Ο πλους άρχισε νωρίτερα από ό,τι είχε ορίσει ο Αλέξανδρος, μολονότι δεν είχαν σταματήσει ακόμη οι μουσώνες. άρχισε γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου 325 π.Χ. και πιο συγκεκριμένα «εἰκάδι τοῦ Βοηδρομιῶνος μηνός» (δηλαδή την εικοστή ημέρα του Βοηδρομιώνα μήνα / Σεπτεμβρίου), διότι μετά την αναχώρηση του βασιλιά από την Ινδία, οι ιθαγενείς έδειξαν εχθρικές διαθέσεις απέναντι στους Έλληνες. Πριν αποπλεύσει, θυσίασε στο ΔΙΑ Σωτήρα.
Στην πρώτη φάση του πλου ο Νέαρχος, παραπλέοντας πάντοτε τις νοτιοδυτικές ακτές της Ασίας (του Ινδικού ωκεανού) επί αρκετές ημέρες, προσορμίσθηκε στην αμμώδη νήσο Κρώκαλα. Αποπλέοντας από εκεί αγκυροβόλησε σε ένα φυσικό λιμάνι ασφαλές, μεγάλο και ωραίο, που το ονόμασε «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΙΜΕΝΑ» (στη θέση του σημερινού Καράτσι – πόλη του Πακιστάν). Εκεί ο στόλος έμεινε 24 ημέρες και στερήθηκαν τα πληρώματα από νερό και τρόφιμα. έτρωγαν μόνο θαλασσινά και έπιναν νερό θαλασσινό που προσπαθούσαν να το ξαλμυρίσουν. Όταν κόπασαν οι άνεμοι, ο στόλος ανοίχθηκε και αγκυροβόλησαν στα ανοικτά της κωμόπολης Κώκαλα και οι άνδρες βγήκαν στη στεριά, όπου έκαναν ένα πρόχειρο στρατόπεδο και αναπαύθηκαν. Εκεί τους συνάντησε ο Λεοννάτος (ένας από τους σωματοφύλακες του βασιλιά Αλέξανδρου). τότε ο Νέαρχος βρήκε άφθονα τρόφιμα, συγκεντρωμένα χάρη στη φροντίδα του βασιλιά που προηγήθηκε. Έτσι εξασφάλισε ο ναύαρχος για τα πληρώματά του διατροφή για 10 ημέρες και, αφού επισκεύασε όσα πλοία είχαν πάθει ζημιές και αντικατέστησε όσους ναύτες ήταν ακατάλληλα να συνεχίσουν την αποστολή τους- με ικανούς άνδρες από το στράτευμα του Λεοννάτου- απέπλευσε. Οι άνδρες όμως πάλι υπέφεραν τρομερά από την πείνα και τη δίψα, επειδή δεν μπορούσαν εύκολα να αγκυροβολήσουν. Ο ίδιος ο Νέαρχος έδινε το καλό παράδειγμα στους ναύτες του για ηρεμία, ψυχραιμία και αντοχή. Σπάνια κατάφερναν να βρουν στις ακτές ζώα για να φάνε. εξάλλου συναντούσαν και πρωτόγονες ακόμη φυλές και μάλιστα κινδύνευαν και από «αγέλες» φαλαινών – μεγάλη ήταν η τρομάρα τους. Συνεχίζοντας να παραπλέουν τις ακτές, πήραν ρότα βορειοδυτικά, ενώ άφηναν αριστερά τους τις αραβικές ακτές. έτσι μπήκαν στην είσοδο του Περσικού κόλπου. αγκυροβόλησαν στο βάθος ενός μικρού κόλπου, όπου ήταν η πόλη ΑΡΜΟΖΕΙΑ με καλό λιμάνι (σήμερα πορθμός του ΟΡΜΟΥΖ). Είχαν περάσει 80 ημέρες από τη στιγμή που άφησαν τον «Αλεξάνδρου Λιμένα» και πλησίαζε πια το τέλος Δεκεμβρίου του έτους 325 π.Χ. Εδώ τελειώνει η δεύτερη φάση του παράπλου του Περσικού κόλπου. Εκεί στην Αρμόζεια οι ταλαιπωρημένοι ναύτες θα αναπαυθούν ύστερα από τους κόπους του επίπονου πολυήμερου ταξιδιού μέσα από άγνωστες θάλασσες. μάλιστα θα σύρουν τα πλοία στην ξηρά να επισκευάσουν τις αβαρίες και θα οργανώσουν επί τόπου έναν προσωρινό ναύσταθμο, τον οποίο και θα οχυρώσουν. Στη συνέχεια ο Νέαρχος πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος ήταν στρατοπεδευμένος όχι πολύ μακριά και κίνησε με το Μακεδόνα υπαρχηγό του Αρχία και με λίγους συντρόφους του να πάει να τον συναντήσει. αλλά και ο ίδιος ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε την άφιξη του Νεάρχου και έστειλε άνδρες του να ερευνήσουν την παραλία. αγωνιούσε πάρα πολύ για την τύχη του στόλου και του ίδιου ασφαλώς του φίλου του Νεάρχου. Ανταμώθηκαν και έφτασαν μαζί ενώπιον του Αλεξάνδρου. Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ γράφει για τη συγκινητική σκηνή της αντάμωσης των δύο ανδρών. Ο Αλέξανδρος βλέποντας τους ταλαιπωρημένους αξιωματούχους του στόλου του, Νέαρχο και Αρχία, τους χαιρέτισε και αποσύρθηκε κλαίγοντας, γιατί νόμισε ότι ο στόλος του είχε καταστραφεί τελείως και ότι μόνο αυτοί είχαν σωθεί. Αγαλλίασε όμως η ψυχή του, όταν κατάπληκτος άκουσε το Νέαρχο να του λέγει: «Ὦ βασιλεῦ... καί αἱ νέες τοι σῶαι εἰσί καί ὁ στρατός. ἡμεῖς δέ οὗτοι ἄγγελοι τῆς σωτηρίης αὐτῶν ἥκομεν» (δηλαδή, βασιλιά, και τα πλοία και οι στρατιώτες σου έχουν σωθεί. εμείς δε οι ίδιοι έχουμε έλθει να σου αναγγείλουμε τη σωτηρία τους). Και τότε δάκρυσε ο βασιλιάς πάλι από τη μεγάλη χαρά του και μάλιστα είπε πως χάρηκε περισσότερο και από την κατάκτηση της Ασίας. Ήταν πολύ συναισθηματικός. Το χαρμόσυνο γεγονός της επανένωσης όλης της στρατιάς πανηγυρίσθηκε με μεγαλοπρεπείς θυσίες και παρελάσεις και τελέσθηκαν μουσικοί και γυμνικοί αγώνες. Όλοι οι στρατιώτες έρραναν το θαλασόλυκο Κρητικομακεδόνα ΝΕΑΡΧΟ. Κατά παράκλησή του προς το βασιλιά Αλέξανδρο, θα ολοκληρώσει την αποστολή του και θα οδηγήσει το στόλο ως τα ΣΟΥΣΑ, ενώ ο Ηφαιστίων θα βάδιζε με το μεγαλύτερο όγκο της στρατιάς προς την ίδια κατεύθυνση από τον παραλιακό δρόμο της Περσίδας, εξασφαλίζοντας τροφές για τον ανεφοδιασμό του στόλου. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εν τω μεταξύ με τους εταίρους και με ελαφρότερα σώματα προχώρησε προς τις Πασαργάδες, όπου έφθασε χωρίς δυσκολία στις αρχές Στην του έτους 324τρίτη π.Χ. φάση του πλου, από την Καρμανία ως τα Σούσα, ο Νέαρχος με το στόλο του δεν αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες, γιατί ο ανεφοδιασμός γινόταν κανονικά στα παράλια
της Περσίδας και της Σουσιανής. Στο τέλος Ιανουαρίου του 324 π.Χ. εισέπλευσε στις εκβολές του ΕΥΦΡΑΤΗ και αγκυροβόλησε κοντά στη Βαβυλωνία. Εν τω μεταξύ και ο βασιλιάς Αλέξανδρος από τις Πασαργάδες βάδισε προς τα ΣΟΥΣΑ. Στρατός και στόλος αντάμωσαν πάλι. η συνάντηση έγινε στον Πασιτίγρη, παραπόταμο του Τίγρη, κοντά στα Σούσα. Σε λίγο έφτασε εκεί και ο Ηφαιστίων. Τότε γιορτάσθηκε πανηγυρικά το αντάμωμα όλου του στρατού με το στόλο –με επίσημες θυσίες και μεγαλοπρεπείς αγώνες για τη σωτηρία των ανθρώπων και των πλοίων. Δόθηκε η ευκαιρία στους στρατιώτες και τους ναύτες να αναπαυθούν και να ψυχαγωγηθούν και να καυχηθεί ο καθένας για τη δράση και τα κατορθώματά του. Τότε έγινε και η βράβευση του Ηφαιστίωνα και η προαγωγή του στο βαθμό του χιλιάρχου (στρατάρχη) και έγινε στην ιεραρχία της στρατιάς το δεύτερο πρόσωπο, μετά το βασιλιά, σαν πρωθυπουργός (θα λέγαμε). Έτσι εδώ τελείωσε και η τρίτη –τελευταία- φάση του ένδοξου πλου, που επιτέλεσε ο άξιος ναύαρχος Νέαρχος. Ο παράπλους των ασιατικών ακτών από τις εκβολές του Ινδού ποταμού ως τις εκβολές των ποταμών Τίγρητα και Ευφράτη ήταν μία εκπληκτική επιχείρηση, που είχε αίσιο τέλος και στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Τις αφάνταστες περιπέτειες του θαλασσόπληκτου αυτού άνδρα, που γεννήθηκε στην Κρήτη, αλλά ανδρώθηκε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, τα δύο άκρα της Μητροπολιτικής Ελλάδας, μαθαίνουμε από τον ιστορικό ΑΡΡΙΑΝΟ, που έγραψε το έργο "ΙΝΔΙΚΗ" (για τις επιχειρήσεις στην Ινδία και για τον παράπλουν του Περσικού κόλπου). Ο Αρριανός φαίνεται ότι είχε υπόψη του το "βιβλίο συμβάντων" (ναυτικό ημερολόγιο), που κρατούσε ο διοικητής του στόλου «Νέαρχος ὁ Ἀνδροτίμου, Κρής, τῶν Ἀλεξάνδρῳ τῷ Μεγάλῳ συστρατευσαμένων ὁ διασημότερος», για να δώσει αναφορά στο φίλο του βασιλιά Μέγα Αλέξανδρο. Τα διάφορα στοιχεία που συγκέντρωσε ως ναύαρχος αυτής της ναυτικής επιχείρησης τα ήθελε ο Αλέξανδρος, γιατί σκόπευε να εγκαινιάσει θαλάσσιο δρομολόγιο επικοινωνίας ανάμεσα στην ΙΝΔΙΑ και την ΠΕΡΣΙΑ, για να αναπτυχθεί εμπορική κίνηση. Έτσι π.χ. «χαρτογράφησε» τα ανατολικά παράλια του Περσικού κόλπου και γενικά τις νοτιοδυτικές ακτές της ΑΣΙΑΣ. Επίσης συγκέντρωσε σπουδαίες πληροφορίες για την πανίδα και χλωρίδα των περιοχών αυτών. Για τα φίδια της Πενταποταμίας ο Νέαρχος λέει: «Η αγριότητα και ο αριθμός τους είναι εκπληκτικός... υπάρχουν και πύθωνες 24 ποδών (8 μέτρων). αλλά οι μικρές κόμπρες είναι πιο επικίνδυνες. κρύβονται σε σκηνές, σε δοχεία ή μαγειρικά σκεύη, σε φράκτες και σε τοίχους. όσους δαγκώνουν, πεθαίνουν σύντομα με αγωνία...». Ενώ για τα ψάρια των περιοχών λέει: «Μεγάλα θαλάσσια κήτη ζουν συνήθως στον Ωκεανό και πολύ μεγαλύτεροι ιχθύες απ' ό,τι στην ιδική μας Μεσόγειο θάλασσα...». Μεγάλη ήταν η τρομάρα τους. Οι μεν στρατιώτες του Αλεξάνδρου, για να αποφεύγουν τα φίδια, κοιμούνταν σε αιώρες, που έδεναν στους κορμούς των δένδρων. οι δε ναύτες του Νεάρχου απωθούσαν τις φάλαινες εκβάλλοντας αλαλαγμούς και προκαλώντας πάταγο και σαλπίζοντας. Κατά τη διάρκεια όμως της μακρόχρονης απουσίας του Μεγάλου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ στα βάθη της Ανατολής διασαλεύθηκε η τάξη και η ασφάλεια του Ασιατικού κράτους του και έγιναν πολλές ασεβείς πράξεις και υπερβασίες, κυρίως στην Περσία και στη Βαβυλωνία, αλλά και στη Βακτριανή. Ορισμένοι από τους σατράπες, που είχε ορίσει ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, Ασιάτες ή Έλληνες, δε φάνηκαν αντάξιοι της μεγάλης εμπιστοσύνης του, γιατί πίστευαν ότι ο μεγάλος στρατηλάτης δεν επρόκειτο ποτέ να γυρίσει πίσω από την εκστρατεία στην ΙΝΔΙΑ. Έπρεπε τώρα –που γύρισε- να αποκαταστήσει την έννομη τάξη, γιατί διαφορετικά το κράτος του θα διαλυόταν. Έπρεπε να τους τιμωρήσει παραδειγματικά, να πατάξει τους κλέφτες και τους καταχραστές και να συντρίψει τους αντάρτες και τους προδότες. Ιδιαίτερα εξοργίσθηκε για την άδικη συμπεριφορά κάποιων σατραπών του απέναντι στους λαούς τους, που τη θεώρησε έγκλημα έσχατης προδοσίας κατά του προσώπου του. Όλοι βέβαια οι παραβάτες τιμωρήθηκαν με θάνατο. Ένας από αυτούς γλίτωσε. φρόντισε έγκαιρα να εξαφανισθεί. Είναι ο Μακεδόνας ΑΡΠΑΛΟΣ, ο αγαπητός παιδικός φίλος του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και συμμαθητής του στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ στη ΜΙΕΖΑ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ήταν ένας από τους κολλητούς φίλους του που αποτελούσαν την παρέα του στην ΠΕΛΛΑ. Τώρα όμως τον πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος του είχε εμπιστευθεί το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, διορίζοντάς τον αρχιθησαυροφύλακα το έτος 331 και υπεύθυνο διαχειριστή των κεντρικών θησαυροφυλακίων στη ΒΑΒΥΛΩΝΑ και μετά στα ΕΚΒΑΤΑΝΑ, όπου φυλασσό-
ταν ο περσικός χρυσός, οι θησαυροί της δυναστείας των Αχαιμενιδών- χιλιάδες τόνοι- που είχαν περιέλθει στα χέρια των Μακεδόνων του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Αυτός λοιπόν ο «έξυπνος», ο Άρπαλος, εκμεταλλευόμενος τη μακρόχρονη απουσία του βασιλιά, ο οποίος με το επιτελείο του πολεμούσε στην ΙΝΔΙΑ, καλοπερνούσε βάζοντας χέρι στο βασιλικό ταμείο και διάγοντας έκλυτο βίο με την Αθηναία εταίρα Πυθιονίκη. Όμως λιποτάκτησε το 324, πριν μπορέσει να τον προλάβει ο Αλέξανδρος στη Βαβυλώνα. Αν έπεφτε στα χέρια του, θα πλήρωνε και αυτός για όλα, για την προδοσία του και τις οικονομικές ατασθαλίες και καταχρήσεις του. Δεν έμεινε συνεπής και πιστός ως το τέλος της εκστρατείας. Εγκατέλειψε την υψηλόβαθμη θέση του και κατέφυγε στην Κιλικία, συναποκομίζοντας 5.000 τάλαντα (Χ 25,8 κιλά = 129 τόνοι) χρυσού. Εκεί, στην πόλη Ταρσό, συνέχισε τον έκλυτο βίο του με τη Γλυκέρα του, μια άλλη Αθηναία εταίρα, κατασπαταλώντας τα βασιλικά χρήματα που καταχράσθηκε. έκαμε μάλιστα προδοτικές ενέργειες, βοηθώντας οικονομικά την αντιμακεδονική παράταξη των Αθηναίων με επικεφαλής τον πατριδοκάπηλο Δημοσθένη - με 700 τάλαντα (18.060 κιλά) χρυσού- να ξεσηκώσει τις ελληνικές πόλεις κατά της Μακεδονικής κυριαρχίας. ο ίδιος ο λιποτάκτης Άρπαλος με μισθοφορικό στρατό κατέφυγε στην ΚΡΗΤΗ, όπου δολοφονήθηκε. Τα αυστηρά μέτρα, που χρησιμοποίησε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ για την αποκατάσταση της έννομης και ηθικής τάξης στο κράτος του, αποσκοπούσαν στον παραδειγματισμό αρχόντων και αρχομένων - χωρίς διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και Ασιατών- για τη στερέωση της εξουσίας του. Είναι άδικο, επομένως, να λέγουν κάποιοι ιστορικοί ότι επρόκειτο για μια προσπάθεια τρομοκρατίας – βασιλεία του τρόμου. Πώς θα κυβερνούσε ο Μακεδόνας βασιλιάς ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ένα τόσο πελώριο κράτος, την Αλεξανδρινή αυτοκρατορία, αν, μόλις έστρεφε τα νώτα του, έβρισκαν την ευκαιρία οι εντολοδόχοι του να αυθαιρετήσουν; Εξάλλου ήταν τόσο αδιάφθορος ο ίδιος, ώστε δε συγχωρούσε σε κανέναν απολύτως αρπαγές, συλήσεις ιερών, ναών, τάφων και προπαντός κακή συμπεριφορά και κατάχρηση εξουσίας αρχόντων προς τους υπηκόους τους. Πώς θα κυβερνούσε ένα κράτος με τόση ανομοιογένεια εθνών – με συνεργάτες που είχαν φανεί ανάξιοι της εμπιστοσύνης του; Ας το σκεφθούν οι παραχαράκτες της ιστορίας. Ήταν δικαιολογημένη κάπως η τρομοκράτηση αυτή, ύστερα μάλιστα από την άρνηση των στρατιωτών του και των αξιωματικών του να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφαση ποταμό, προς την κοιλάδα του ποταμού Γάγγη. αλλά ο τρόπος της αντίδρασης του Αλεξάνδρου δεν ήταν ο σωστός. Ήταν παράλογο να τους καταπονήσει για την προδοσία, όπως θεώρησε αυτή τη στάση των ανδρών του, επιβάλλοντάς τους μια περιττά καταπονητική αιματοβαμμένη πορεία από τον Ύφαση ως τις εκβολές του Ινδού ποταμού και στη συνέχεια άλλη πορεία πίσω στην Περσία- μέσα από την καυτή και άνυδρη έρημο της Γεδρωσίας (325). Ήταν πολύ σοβαρό λάθος. έχασε ο Αλέξανδρος πολλούς άνδρες, ενώ, φτάνοντας στην Περσία, είδε σημάδια αναταραχής και εξέγερσης. Ήταν όμως και ο Εφιάλτης- η σκηνή του δολοφονημένου πατέρα του από το ξίφος του έμπιστου σωματοφύλακά του Παυσανία- που κάθε τόσο τον συντάραζε, εξάπτοντας την φαντασία του και τον όλο ψυχισμό του, ώστε να "βλέπει" συνωμοσίες εναντίον του. Έτσι δικαιολογείται και εξηγείται η βιαιότητά του σχετικά με τις εκτελέσεις του Φιλώτα και του Παρμενίωνα (γιου και πατέρα), του Κλείτου, του Καλλισθένη και άλλων παραγόντων και συνεργατών του. Όμως με τα μέτρα αυτά τα αυστηρά που έλαβε η εξουσία του ενισχύθηκε. Είχε έλθει ο καιρός να διαδηλώσει ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έμπρακτα τις αρχές της πολιτικής, που σκόπευε να εφαρμόσει στο μεγάλο του ασιατικό κράτος, προάγοντας το πρόγραμμα της συγχώνευσης ΕΛΛΗΝΩΝ και ΠΕΡΣΩΝ μέσα στα πλαίσια του «οικουμενικού» κράτους του, με βάση την ελληνική παιδεία, βλέποντας με το διορατικό βλέμμα του μια ένωση Ανατολής και Δύσης. Η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, που συνοικούσαν στο κράτος του, ανήκε βέβαια στο βασιλιά, στα σχέδια όμως του πολιτικού προγράμματος συνεργάσθηκε στενά με το φίλο του Ηφαιστίωνα. Έτσι στα τέλη της άνοιξης ή στις αρχές του καλοκαιριού του 324 π.Χ. εορτάσθηκε πανηγυρικά στα ΣΟΥΣΑ η ολοκλήρωση της κατάκτησης του περσικού κράτους και η επιτυχία της εκστρατείας της Ινδικής. Με την ευκαιρία αυτή τελέσθηκε στα ΣΟΥΣΑ μία μεγάλη – εντυπωσιακά οργανωμένη – μαζική λαμπρή γαμήλια τελετή. ΄Έγιναν ομαδικοί γάμοι Μα-
κεδόνων με Περσίδες, μέλη αριστοκρατικών οικογενειών. Ο ίδιος ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, τραγουδώντας τον "υμέναιο" (γαμήλιο άσμα), έδωσε το παράδειγμα, ενώ ήταν ήδη νυμφευμένος με τη Ρωξάνη, την καλλονή πριγκίπισσα της Σογδιανής, από το έτος 327. Ακολουθώντας όμως τα ανατολικά έθιμα, πήρε και άλλη γυναίκα, τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου Γ' που λεγόταν Στάτειρα, πολύ όμορφη γυναίκα, όπως ήταν και η μητέρα της που είχαν ίδιο όνομα (κατά την πληροφορία του Πλουτάρχου –Βιογραφία Αλεξάνδρου). Αλλά πήρε και τρίτη σύζυγο, την Παρύσατη, τη νεότερη κόρη του Αρταξέρξη Γ', του Ώχου (κατά πληροφορία του Αριστόβουλου, από τον οποίο αντλεί ο Αρριανός). Φρόντισε ο Αλέξανδρος και για τον πιστό του φίλο, Ηφαιστίωνα. σ'αυτόν έδωσε ως σύζυγο την κουνιάδα του Δρύπετη, την άλλη κόρη του Δαρείου (αδελφή της δεύτερης συζύγου του/ Στάτειρας), γιατί ήθελε ο βασιλιάς της Μακεδονίας και της ΑΣΙΑΣ να είναι τα παιδιά τους εξαδέρφια, όπως σημειώνει ο Αρριανός. Τους βασιλικούς/ πριγκιπικούς αυτούς γάμους ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Περίπου 100 επιτελείς και άλλοι εταίροι νυμφεύτηκαν κόρες ευγενών Περσών και Μήδων ή άλλες Ασιάτισσες πριγκίπισσες, όπως π.χ. ο στρατηγός Σέλευκος, που νυμφεύτηκε τη Βακτριανή πριγκίπισσα ΑΠΑΜΑ, κόρη του δυνάστη της Βακτριανής Σπιταμένη, από το γάμο των οποίων θα προέλθει η δυναστεία των Σελευκιδών, που εγκαινιάσθηκε με τη γέννηση και τη βασιλεία (281-261 π.Χ.) του ΑΝΤΙΟΧΟΥ Α', ο οποίος θα βασιλέψει στο ελληνιστικό βασίλειο της ΣΥΡΙΑΣ /ΑΣΙΑΣ. Ο ναύαρχος Νέαρχος, επίσης, νυμφεύτηκε την εγγονή του Πέρση μεγιστάνα Αρτάβαζου. Ο στρατηγός Κρατερός νυμφεύτηκε τη θυγατέρα του αδελφού τού Δαρείου, του Οξυάρθη, που ονομαζόταν Άμαστρις. τέλος, ο Πτολεμαίος νυμφεύτηκε μια κόρη του σατράπη Πέρση Αρτάβαζου, που λεγόταν και αυτή Απάμα. Ο Ευμένης πήρε την Άρτωνη, κόρη του Αρτάβαζου, και ο Περδίκκας την κόρη του Ατροπάτου, σατράπη της Μηδίας. Αλλά οι γάμοι αυτοί μπορεί να έγιναν για καθαρά τυπικούς λόγους. Καθόλου όμως τυπική –αν αληθεύει- δεν ήταν η φημολογούμενη σχέση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τη Βαρσίνη, τη χήρα του Έλληνα Μέμνονα. από την ερωτική σχέση αυτών μάλιστα είχε προκύψει καρπός, είχε αποκτήσει ο βασιλιάς γιο, που είχε ονομασθεί ΗΡΑΚΛΗΣ. Ο γάμος αυτός όμως δεν αναγνωρίσθηκε από τον Αλέξανδρο και το παιδί θεωρούνταν νόθος γιος του. Ακολουθώντας το παράδειγμα της ηγεσίας και άλλοι πολλοί, 10.000 συνολικά, Μακεδόνες αξιωματικοί και απλοί στρατιώτες νυμφεύτηκαν Ασιάτισσες. Ο γενναιόδωρος ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο δαφνοστεφανωμένος αυτός μεγάλος βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΣΙΑΣ, έγινε κουμπάρος και κηδεμόνας. προικοδότησε όλες τις νύφες και έδωσε πλούσια δώρα στους γαμπρούς. Οι γάμοι βέβαια αυτοί, πολιτικής σκοπιμότητας, ήταν μέρος του μεγαλοπρεπούς πολιτικού του προγράμματος, που απέβλεπε στη συγχώνευση κατακτητών και κατακτημένων, Ελλήνων –Περσών, με σκοπό να προέλθει η νέα διοικούσα τάξη, μία νέα ελίτ αριστοκρατών και ευγενών στη νέα αυτοκρατορία των Ιρανο-Μακεδόνων που ανέτειλε, ώστε Πέρσες και Μακεδόνες να κυβερνούν μαζί αρμονικά ως αυτοκρατορική εξουσία στη νέα τάξη πραγμάτων υπό το φως των προβολέων του ελληνικού πολιτισμού. Οι γάμοι αυτοί –που έγιναν το 324 π.Χ. στα ΣΟΥΣΑ-ήταν μία μεγαλειώδης πολιτική χειρονομία, ενταγμένη και πλήρως εναρμονισμένη στα σχέδια του εξοριενταλισμού του ασιατικού κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τότε έφτασαν στα ΣΟΥΣΑ και οι κυβερνήτες των νεόκτιστων ελληνικών πόλεων και από την υπόλοιπη χώρα, φέρνοντας μαζί τους 30.000 έφηβους εκπαιδευμένους (η εκπαίδευσή τους είχε διαταχθεί το έτος 327 π.Χ.), τους οποίους ο Αλέξανδρος ένταξε στο στρατό του και τους ονόμασε "ΕΠΙΓΟΝΟΥΣ". Έκανε ορισμένες αλλαγές στη διάρθρωση του στρατού, για την απορρόφηση των νέων αυτών δυνάμεων, γεγονός που δυσαρέστησε όμως κάποιους από τους παλαιμάχους. Έτσι ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπερέβηκε τα όρια της ανοχής των στρατιωτών του και των παλαιμάχων αξιωματικών του (Ιούνιος του 324), όπως πριν 2 χρόνια στην ΙΝΔΙΑ είχε σπάσει τα όρια της αντοχής τους και είχαν στασιάσει, αρνούμενοι οι Μακεδόνες να συνεχίσουν. Στις όχθες του Τίγρητα ποταμού –κοντά στη σημερινή πολύπαθη ΒΑΓΔΑΤΗ –ήταν κτισμένη η πόλη "ΩΠΙΣ". Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΣΙΑΣ, ευρισκόμενος εκεί συγκέντρωσε το στρατό του και ανάγγειλε στους παλαιμάχους Μακεδόνες του ότι, όσοι είχαν γεράσει ή ήταν τραυματίες και δεν ήταν πια κατάλληλοι να συνεχίσουν να προσφέρουν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες, θα επέστρεφαν στην πατρίδα. Αυτοί ήταν περίπου 10.000 ανδρείοι παλαίμαχοι («μπαρουτοκαπνισμένοι» θα λέγαμε άνδρες), οι οποί-
οι με βασιλικό διάταγμα τέθηκαν εκτός υπηρεσίας και διατάχθηκαν να επιστρέψουν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η Συνέλευση όμως του στρατού πήρε απροσδόκητη δραματική εξέλιξη. έγινε ανταρσία των Μακεδόνων και όχι μόνο των παλαιμάχων. Του φώναξαν να τους απολύσει όλους από τις τάξεις του στρατού και να συνεχίσει να κυβερνάει την ΑΣΙΑ με τον πατέρα του, τον ΑΜΜΩΝΑ. Αυτό όμως το θεώρησε μεγάλη προσβολή και ασέβεια. Τότε ο βασιλιάς έγινε έξω φρενών και διέταξε τη σύλληψη και θανάτωση των αρχηγών –υποκινητών της ανταρσίας. Όλοι σιώπησαν κατάπληκτοι. Μετά ανέβηκε στο βήμα και τους μίλησε με ψυχραιμία. Τους τόνισε ότι μπορούσαν να φύγουν, αν ήθελαν, αλλά έπρεπε να θυμηθούν τι είχε κάμει γι' αυτούς – πριν από όλα –ο πατέρας του ΦΙΛΙΠΠΟΣ: Πως τους είχε παραλάβει φτωχούς βοσκούς πάνω στα βουνά και είχε αλλάξει ριζικά η ζωή τους, οδηγώντας τους στο δρόμο της προόδου, καθιερώνοντας νόμους και χρηστά ήθη. πως είχε υποτάξει στη μακεδονική θέληση τις ελληνικές πόλεις-κράτη. πως είχε γίνει «ηγεμών και στρατηγός αυτοκράτωρ» όλης της Ελλάδας, προσφέροντάς τους δόξα μεγάλη. Πρόσθεσε, επίσης, πως αυτούς ο ίδιος (ο Αλέξανδρος) τους είχε κάνει κυρίαρχους της Ανατολής, στην Αφρική και στην Ασία, έχοντας συμμερισθεί πάντοτε και σε όλα τα σημεία τους κοινούς κινδύνους που είχαν αντιμετωπίσει. Πρόσθεσε με υπερηφάνεια: «Ποιος από σας πιστεύει ότι μόχθησε για μένα περισσότερο απ' ό,τι εγώ για εκείνον;» Τους μίλησε για τα πολλά τραύματα που είχε δεχθεί στις μάχες για χάρη τους και για τη δική τους δόξα και για το δικό τους πλούτο. Το επιβεβαιώνει ο ίδιος ο βασιλιάς Αλέξανδρος λέγοντας (κατά τον Αρριανό): «Ελάτε, λοιπόν, γυμνώσατε το σώμα σας και δείξτε μου τα τραύματά σας. θα σας δείξω και εγώ τα δικά μου τραύματα. δεν υπάρχει σημείο στο μπροστινό μέρος του σώματός μου, που να μην έχει πληγωθεί, ούτε όπλο που να το χειρίζεται κανείς με το χέρι ή να το ρίχνει από μακριά, που να μη φέρω πάνω μου τα ίχνη του. έχω τραυματισθεί από ξίφος, από βέλος, από πολιορκητική μηχανή, από πέτρες και ξύλα για σας, για τη δόξα και για τον πλούτο σας». Πράγματι είχε δεχθεί περισσότερα τραύματα ακόμη και από οποιονδήποτε από τους απλούς στρατιώτες του και από οποιονδήποτε αξιωματικό του. Στη μάχη του Γρανικού ποταμού, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή της συμπλοκής- υπενθυμίζω –είχε παρά τρίχα γλιτώσει από το να κατακρεουργηθεί μέχρι θανάτου από τη μάχαιρα του Σπιθριδάτη, του Πέρση σατράπη της Λυδίας και της Ιωνίας. και στην ΙΝΔΙΑ, στη μάχη του Ύφαση ποταμού, στη χώρα των Μαλλών, δέχθηκε ένα βαρύτατο τραύμα –παραλίγο θανάσιμο-στο στήθος λίγο πάνω από την καρδιά. το εχθρικό βέλος του τρύπησε τον πνεύμονα. Ήταν υπερτυχερός!!! «Στέφανοί τε χρυσοῖ τοῖς πλείστοις ὑμῶν εἰσί μνημεῖα τῆς τε ἀρετῆς τῆς ὑμετέρας καί τῆς ἐξ ἐμοῦ τιμῆς ἀθάνατα ... χαλκαῖ δέ εἰκόνες τῶν πλείστων οἴκοι ἑστᾶσιν, οἱ γονεῖς δ' ἔντιμοί εἰσι λειτουργίας τε ξυμ-πάσης καί εἰσφορᾶς ἀπηλλαγμένοι» (δηλαδή, Στους περισσοτέρους από σας ανήκουν χρυσά στεφάνια ως αθάνατα μνημεία και της ιδικής σας παλληκαριάς και της τιμής που απονέμεται από μένα... και χάλκινοι ανδριάντες των περισσοτέρων έχουν στηθεί στην πατρίδα, ενώ οι γονείς τους απολαμβάνουν τιμές και είναι απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία και φορολογία). Και πρόσθεσε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (κατά τον Αρριανό): «Ήθελα να στείλω στην πατρίδα μόνον αυτούς που δεν μπορούν πια να πολεμήσουν. αφού όμως έτσι θέλετε τώρα, φύγετε όλοι. να πάτε να πείτε ότι το βασιλιά σας, τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, που νίκησε τους Πέρσες και τους Μήδους, τους Βάκτριους και τους Σάκες, που υπέταξε τους Ούξιους, τους Αραχωτούς και τους Δράγγες, που κατάκτησε τους Πάρθους, τους Χορασμίους και τους Υρκανίους μέχρι την ΚΑΣΠΙΑ θάλασσα, που πέρασε τον Καύκασο (τον Ινδικό) από τις Κασπίες Πύλες, που πέρασε τον ποταμό Ώξο, τον Τάναη, ακόμη και τον ΙΝΔΟ -που δεν τον είχε περάσει κανείς άλλος- που πέρασε τους ποταμούς Υδάσπη, Ακεσίνη, Υδραώτη και θα περνούσε και τον Υφάση, αν εσείς δεν κάνατε πίσω, που βγήκε στη μεγάλη θάλασσα (στον Ωκεανό) και από τα δύο στόματα του Ινδού, που διέσχισε την έρημο της Γεδρωσίας, αυτήν που κανείς πρωτύτερα δεν είχε διασχίσει με τη στρατιά του, που κατέλαβε στο δρόμο του την Καρμανία και τη γη των Ωρειτών, αφού ήδη το ναυτικό του είχε έρθει από την ΙΝΔΙΑ στην ΠΕΡΣΙΑ- στον Περσικό κόλπο- αυτόν λοιπόν το βασιλιά, μόλις ξαναγυρίσατε στα ΣΟΥΣΑ, τον
παρατάτε και φεύγετε, αφήνοντας να τον φυλάγουν οι νικημένοι βάρβαροι ... "Άπιτε" (φύγετε λοιπόν)». Καταιγιστική αλλά και καταισχυντική ήταν η αγόρευση του βασιλιά. θόλωσαν τα μάτια των στασιαστών Μακεδόνων. Αντιπαράβαλε το μεγαλείο των επιτευγμάτων τους υπό την ηγεσία του με την ανέντιμη λιποταξία τους και την εγκατάλειψη του καθήκοντός τους. Αυτό το ρητορικό χωρίο (που καταχωρεί ο Αρριανός στην ιστορία του «Αλεξάνδρου Ανάβασις») είναι πολύ χρήσιμο. Μας πληροφορεί πολύ εντυπωσιακά και οριοθετεί την αχανή γεωγραφική έκταση του μεγάλου στρατιωτικοπολιτικού επιτεύγματος του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Ο οργισμένος βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΣΙΑΣ μαλάκωσε την οργή του, βλέποντας τους άνδρες του συγκινημένους να καταθέτουν ταπεινωμένοι τα όπλα τους στις πύλες του ανακτόρου. Τους θεώρησε όλους «συγγενείς» του και δέχθηκε τον ασπασμό τους. Η συμφιλίωση και η αποκατάσταση της ομαλότητας και της νομιμότητας είχε πραγματοποιηθεί στις τάξεις του στρατού στο ασιατικό μεγάλο τμήμα της Αλεξανδρινής αυτοκρατορίας. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ όμως εξακολουθούσε να είναι και ο Ηγεμών της Ελληνικής Συμμαχίας της Κορίνθου. Στα πλαίσια του ειρηνευτικού πολιτικοκοινωνικού προγράμματός του -για λόγους καθαρά πολιτικούς και ανθρωπιστικούς- έδωσε εντολή στις ελληνικές πόλεις να δεχθούν πίσω τους πολιτικούς εξορίστους, που υπολογίζονταν περίπου στους 100.000 άνδρες. Νόμισε ότι είχε χρέος ανθρωπιστικό να ρυθμίσει αυτό το οξύ και οδυνηρό κοινωνικό πρόβλημα των περιπλανωμένων Ελλήνων, ενώ κανονικά δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, γιατί αποτελούσε υπέρβαση των δικαιωμάτων του και αυθαίρετη παρέμβαση στα εσωτερικά των πόλεων, πράγμα ασυμβίβαστο προς τους όρους της Κοινής Συμμαχίας των Ελλήνων. Το επίσημο κείμενο του «διαγράμματος» (διαγγέλματος) για την επιστροφή των πολιτικών εξορίστων στις πατρίδες τους ανέγνωσε με εντολή του βασιλιά και ηγεμόνα ο Μακεδόνας Νικάνωρ ο Σταγειρίτης, τόσο στο Συνέδριο της Συμμαχίας στην Κόρινθο, όσο και στους Ολυμπιακούς αγώνες το Σεπτέμβριο του έτους 324 π.Χ.. Έτσι πίστευε ο βασιλιάς ότι με το διπλωματικό αυτό ελιγμό θα συνέβαλε στην ειρηνική συνεργασία όλων των πολιτικών δυνάμεων των ελληνικών πόλεων στη Μητροπολιτική Ελλάδα. Το «διάγραμμα» / διάγγελμα αυτό (κατά το Διόδωρο) έγραφε: -«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος προς τους πολιτικούς εξορίστους από τις ελληνικές πόλεις: Για την εξορία σας δεν είμαστε εμείς η αιτία, θα γίνουμε όμως η αιτία της επιστροφής σας στις πατρίδες σας, εκτός εκείνων που βαρύνονται με ανόσιο έγκλημα. σχετική εντολή δόθηκε στον ΑΝΤΙΠΑΤΡΟ (τον αντιβασιλιά), ώστε να αναγκάσει τις πόλεις, που δε θα δεχθούν την επιστροφή των εξορίστων». Προκλήθηκε διχογνωμία: άλλες δέχθηκαν, και μάλιστα δήλωσαν ότι τα επιτεύγματά του άξιζαν υπερφυσική αναγνώριση, άλλες όμως είχαν αποδοκιμάσει βαθιά το διάταγμα της παλιννόστησης των πολιτικών εξορίστων. Στα πλαίσια μάλιστα του ειρηνευτικού αυτού πολιτικού προγράμματός του ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ προωθούσε τον Κρατερό στη θέση του αντιβασιλιά, να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο, που ήταν πια γέρος αλλά και αντίθετος στις προοδευτικές αντιλήψεις του βασιλιά Αλεξάνδρου. Η διακήρυξη όμως αυτή – για επαναπατρισμό των πολιτικών εξορίστων – παραβίαζε τους όρκους και τις αρχές της Συμμαχίας Κορίνθου για πλήρη αυτονομία των ελληνικών πόλεων και αποτέλεσε το σπέρμα της μεγάλης εξέγερσης κατά της μακεδονικής επικυριαρχίας – γνωστής ως Λαμιακός πόλεμος (322 π.Χ.), στην οποία πρωτοστάτησε η ΑΘΗΝΑ του Δημοσθένη. Τη μεγαλόπνευστη αυτή πολιτική για ειρήνευση όλων των υπηκόων λαών του επισφράγισε ο μεγαλοφυής ΕΛΛΗΝΑΣ – Μακεδόνας- βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, της ΑΙΓΥΠΤΟΥ και της ΑΣΙΑΣ, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, «ο Φιλίππου», με μεγαλοπρεπή θυσία στους θεούς, με προσευχή και όρκο, παραθέτοντας εκεί στην ΩΠΗ πλούσιο πανεθνικό συμπόσιο. Γύρω του κάθισαν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ και κοντά τους οι πιο διακεκριμένοι από τους Πέρσες και τα άλλα έθνη (βασιλιάδες, μαχαραγιάδες, ηγεμόνες, προύχοντες κάθε φυλής), συνολικά 9.000 άτομα. Έλληνες μάντεις και Πέρσες μάγοι έκαμαν σπονδές από κοινό κρατήρα και ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ προσευχήθηκε στους θεούς να χαρίζουν σε όλους κάθε αγαθό. Ευχήθηκε να ζήσουν όλοι οι άνθρωποι στο κράτος του με ομόνοια και αρμονία, χωρίς να είναι κανείς υπήκοος του άλλου.
Για το συμπόσιο αυτό ο ίδιος ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ μαρτυρεί: «Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ... έκανε γενικό συμπόσιο, όπου και ο ίδιος παρακάθησε ... γύρω του οι Μακεδόνες, εν συνεχεία δε κατόπιν αυτών οι Πέρσες και κατόπιν αξιωματούχοι των άλλων εθνών... ευχόταν δε σε όλους τα άλλα αγαθά και ομόνοια και συμμετοχή στην εξουσία και στους Μακεδόνες και στους Πέρσες. λέγουν δε ότι, όσοι έλαβαν μέρος στο συμπόσιο, ήταν έως 9.000 και όλοι αυτοί έκαναν την ίδια σπονδή και κατόπιν έψαλαν τον παιάνα». Στο λόγο, μάλιστα, που εκφώνησε, εμπεριέχεται όρκος που έδωσε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στην Ώπη της Βαβυλωνίας το καλοκαίρι εκείνο του έτους 324 π.Χ. στο πολυπληθές και πολυεθνικό συμπόσιο των καλεσμένων αξιωματούχων και ευγενών Ελλήνων, Περσών, Μήδων και άλλων εθνικοτήτων. Σ' αυτό αποκαλύπτεται περίτρανα η ελληνικότητα των Μακεδόνων, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται το ενωτικό πνεύμα που επιδίωκε ο ένδοξος Μακεδόνας βασιλιάς – της Μακεδονίας και της Ασίας- και οι εκπολιτιστικοί στόχοι του «ένοπλου αυτού εξερευνητή». Ο λόγος / όρκος έχει ως εξής: «Σας εύχομαι, τώρα που τελειώνουν οι πόλεμοι, να ευτυχήσετε με την Ειρήνη. όλοι οι θνητοί από εδώ και πέρα να ζήσουν σαν ένας λαός, μονοιασμένοι για την κοινή προκοπή. να θεωρείτε την ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ σας, με κοινούς νόμους, όπου θα κυβερνούν οι άριστοι, ανεξαρτήτως φυλής. δε χωρίζω τους ανθρώπους, όπως κάνουν οι στενόμυαλοι, σε Έλληνες και βαρβάρους. δε με ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών ούτε η ράτσα που γεννήθηκαν. τους καταμερίζω με ένα μόνο κριτήριο, την ΑΡΕΤΗ. Για μένα κάθε καλός ξένος είναι ΕΛΛΗΝΑΣ και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από βάρβαρο. αν ποτέ σας παρουσιασθούν διαφορές, δε θα καταφύγετε στα όπλα, παρά θα τις λύσετε ειρηνικά. στην ανάγκη θα σταθώ εγώ διαιτητής σας. Το ΘΕΟ δεν πρέπει να τον νομίζετε ως αυταρχικό κυβερνήτη, αλλά ως κοινό πατέρα όλων, ώστε η διαγωγή σας να μοιάζει με τη ζωή που κάνουν τα αδέρφια μέσα στην οικογένεια. από μέρους μου θεωρώ όλους ίσους, λευκούς και μελαμψούς, και θα ήθελα να μην είσθε μόνο υπήκοοι της Κοινοπολιτείας μου, αλλά μέτοχοι, όλοι συνέταιροι. όσο περνάει από το χέρι μου, θα προσπαθήσω να συντελεσθούν αυτά που υπόσχομαι. Τον όρκο αυτό, που δώσαμε με τη σπονδή απόψε, κρατήστε τον σαν συμβόλαιο ΑΓΑΠΗΣ». Τον όρκο αναφέρει ο συγγραφέας Ζαλοκώστας Χρήστος στο βιβλίο του «Μέγας Αλέξανδρος, ο πρόδρομος του ΧΡΙΣΤΟΥ», χρησιμοποιώντας ως πηγή την αρχαία παράδοση (τον Ψευδοκαλλισθένη) και το φιλόσοφο Ερατοσθένη. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ορκίζεται μαζί με όλους τους άλλους συνδαιτυμόνες «στο ΘΕΟ ΠΑΤΕΡΑ όλων των ανθρώπων». λέγει πως οραματίσθηκε ότι πίσω από τους τοπικούς θεούς υπάρχει ο ΕΝΑΣ, ο Μεγάλος, ο Παντοδύναμος Θεός που κινεί το ΣΥΜΠΑΝ. Ο όρκος αυτός είναι ο θρίαμβος της πολιτικής του "εξοριενταλισμού" του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του μεγάλου πολιτικού και στρατηλάτη άνδρα της ιστορίας όλων των αιώνων. Πανανθρώπινο το μήνυμα, αντιρατσιστικό, «χριστιανικό! ». Μιλάει για αγάπη, δικαιοσύνη, ομόνοια, αρμονία, ειρήνη, αρετή, ισονομία, ισοπολιτεία μέσα στα όρια της κοινοπολιτείας του. Ο ιστορικός Wilcken σημειώνει: «Η στιγμή αυτή ήταν πάρα πολύ μεγάλη στη ζωή του Αλεξάνδρου. σκέψεις που για καιρό τον είχαν απασχολήσει, έρχονταν ξαφνικά στο φως της ημέρας καθαρά προσδιορισμένες». Πολλοί όμως μελετητές πιστεύουν ότι ο Όρκος αυτός δεν είναι υπαρκτός, επειδή τον αναφέρει ο «Ψευδοκαλλισθένης» που χαρακτηρίζεται αμφιλεγόμενο πρόσωπο. συνήθως ο συγγραφέας (;) αναφέρεται σε θρύλους και παραδόσεις. Ο Ερατοσθένης όμως, ο οποίος διορίσθηκε από το βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Γ' τον Ευεργέτη διευθυντής της μεγάλης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, το έτος 235π.Χ., καταθέτει ότι άκουσε άτομα γεροντικής ηλικίας να επιβεβαιώνουν τον Όρκο στην Ώπη. Πάντως το κείμενο του ΟΡΚΟΥ είναι ένα πολιτικό "μανιφέστο" και συνάμα ένα πανανθρώπινο (Χριστιανικό!!) κήρυγμα ΑΓΑΠΗΣ και ΕΙΡΗΝΗΣ, που ακούεται σαν ένας παρορμητικός λόγος της διδαχής του Ιησού Χριστού, που αποδέκτες είναι όλα τα έθνη της Αλεξανδρινής Κοινοπολιτείας. Η εκθαμβωτική προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που εξηγεί και την ανεξίτηλη σφραγίδα, με την οποία σφράγισε την πορεία της ανθρωπότητας, δια-φαίνεται στο λόγο του αυτόν. Εκεί, στην ΩΠΗ, ο μεγαλοφυής και ιδιοφυής, χαρισματικός και ταλαντούχος αυτός ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ, Ο ΕΛΛΗΝΑΣ - ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ρηξικέλευθος ηγέτης έσμιξε την ΑΝΑΤΟΛΗ με τη ΔΥΣΗ. Μαζί με τους άλλους προσκεκλημένους του συνδαιτυμόνες – στην πανδαισία
του συμποσίου – ευχήθηκε «στο θεό πατέρα όλων των ανθρώπων» για τη διατήρηση της ειρήνης. Ωραιότερες, τόσο μεστές, πανανθρώπινες ιδέες και σκέψεις δεν είχαν ακουσθεί πρωτύτερα. [Χριστιανικές αντιλήψεις! Προοικονομία του ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Ήταν πρόδρομος του ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ ο Μακεδόνας ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ;] Η αποφασιστική πολιτική του "εξοριενταλισμού" της τεράστιας αυτοκρατορίας του με την εφαρμογή ενός πλήρους εξελληνιστικού προγράμματος- με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και με τη μεταλαμπάδευση του ελληνικού πολιτισμού που άρχισε από την Αίγυπτοσυνεχίζεται τώρα με εντονότερο ρυθμό. Δεν επέτρεπε ο βασιλιάς Αλέξανδρος σε προσωπικά του συναισθήματα να εμποδίσουν το "εξοριενταλιστικό" πολιτικό του πρόγραμμα. Ήταν αποφασισμένος να ρισκάρει τα πάντα για την επιτυχή πραγμάτωση της πολιτικής αυτής. Προχώρησε, έστω και με αντιθέσεις, συγκρούσεις, συνωμοσίες και εκκαθαρίσεις. Και επέτυχε! Σταδιακά η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ αποβάλλει το βαρύ ανατολικό μανδύα της του ασιατικού βαρβαρισμού και ενδύεται την περίλαμπρη εσθήτα του ελληνικού πολιτισμού. Η ειρήνευση των εθνών, όπως αυτή εξαγγέλθηκε στο πολυεθνικό συμπόσιο στην Ώπη, θα συμβάλλει στην ταχεία εξελλήνιση της Ανατολής. Από το τελευταίο τρίτο του 4ου αιώνα π.Χ. και μέχρι τα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα κατακλύζεται ο τότε γνωστός κόσμος της Ανατολής με τα ελληνικά γράμματα από τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ κι αυτό βέβαια ήταν αποτέλεσμα προεργασίας αιώνων. Οι Μακεδόνες στρατιώτες, φυσικά, δεν ήταν άφωνοι ούτε άγλωσσοι. Διέδιδαν τη γλώσσα τους, την ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Η εξελλήνιση / ελληνοποίηση της Ανατολής είναι έργο των Μακεδόνων στρατιωτών, πολλοί από τους οποίους εγκαταστάθηκαν εκεί και δημιούργησαν οικογένειες, από τις οποίες προήλθαν οι ΕΠΙΓΟΝΟΙ. [Αν δε μιλούσαν ελληνικά, δε θα έπρεπε να βρεθεί – έστω – και ένα σημάδι της δικής τους γλώσσας;] Μετά τις εορταστικές εκδηλώσεις της συμφιλίωσης / συναδέλφωσης που έγιναν στην Ώπη, οι Μακεδόνες παλαίμαχοι, όσοι ήθελαν, ετοιμάσθηκαν να αναχωρήσουν. Ο βασιλιάς εξόφλησε τους μισθούς τους, υπολογίζοντας και ένα επιμίσθιο για τις ημέρες της πορείας, ώσπου να φθάσουν στην πατρίδα. δώρισε επίσης στον καθένα χωριστά και από ένα τάλαντο επιπλέον. Έγραψε, μάλιστα, στον αντιβασιλιά Αντίπατρο να τους δοθεί η πρωτοκαθεδρία σε όλους τους αγώνες και στα θέατρα και να παρευρίσκονται εκεί στεφανωμένοι σαν παλαίμαχοι ένδοξοι ήρωες (Πλούταρχος). Ακόμη όρισε να δίδεται μισθός (σύνταξη) στα ορφανά παιδιά, όσα έχασαν τον πατέρα τους στην εκστρατεία. Πρόσταξε, τέλος, να μην πάρουν μαζί τους τις Ασιάτισσες συζύγους τους και τα παιδιά που είχαν αποκτήσει απ'αυτές. Αυτά θα έμεναν πίσω ως παιδιά του στρατοπέδου. τα αγόρια θα ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες για το καινούργιο πρότυπο του αυτοκρατορικού στρατού του. Ο βασιλιάς δήλωσε ότι για τα παιδιά αυτά θα φρόντιζε ο ίδιος να ανατραφούν σύμφωνα με τα μακεδονικά έθιμα και να πάρουν μακεδονική πολεμική αγωγή. και, όταν θα γίνονταν άνδρες (ενηλικιώνονταν), θα τους οδηγούσε ο ίδιος προσωπικά στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ να τους παραδώσει στους πατέρες τους. Επικεφαλής των απομάχων τέθηκε ο Κρατερός, για να τους οδηγήσει στην πατρίδα. Αυτός ήταν ένας από τους τέσσερες στρατάρχες της αυτοκρατορίας (οι άλλοι ήταν ο Ηφαιστίωνας, ο Περδίκκας και ο Πτολεμαίος). [Θαυμάζουμε την «κοινωνική» πολιτική του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ!] Το φθινόπωρο του 324 π.Χ. ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έρχεται στα ΕΚΒΑΤΑΝΑ. Εκεί κατά τη διάρκεια μεγάλων και λαμπρών εκδηλώσεων, αθλητικών, δραματικών και μουσικών αγώνων, που οργανώθηκαν σύμφωνα με την επιθυμία του ίδιου, πέθανε τελείως ξαφνικά –μετά από σύντομη ασθένεια- ο Ηφαιστίων. Ο Διόδωρος λέγει από υπερβολική οινοποσία. ο Αρριανός μιλάει για φυσιολογικό θάνατο. ενώ ο Πλούταρχος αναφέρει ότι, μολονότι ήταν άρρωστος με πυρετό, ήπιε πρωί πρωί αρκετό παγωμένο κρασί και έφαγε έναν ολόκληρο πετεινό ψητό-και
έτσι χειροτέρεψε και πέθανε. Ο μεγάλος βασιλιάς θρήνησε γοερά τον «Πάτροκλό του», τον παιδικό του φίλο, στον οποίο δεν έβρισκε κανένα ψεγάδι. Ήταν αχώριστοι ως το τέλος. Ο θάνατος του επιστήθιου φίλου του ήρθε να τον συντρίψει ψυχικά, χωρίς να καταφέρει να ισορροπήσει το συναίσθημα και τη λογική! Ράγισε η καρδιά του και σκοτείνιασε ο νους του για το άδοξο τέλος που είχε. Το πτώμα του παρέλαβε ο Περδίκκας να το μεταφέρει στη Βαβυλώνα. Διατάχθηκε δημόσιο πένθος. ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ τον πένθησε με ψυχική συντριβή. ήταν ο πιο έμπιστος από τους σωματοφύλακές του, διοικητής του ιππικού μετά το θάνατο του Φιλώτα και τέλος χιλίαρχος- στρατάρχης, «μέγας βεζίρης», κάτι σαν πρωθυπουργός του κράτους (το δεύτερο πρόσωπο της ιεραρχίας του στρατού). Καμία αιματοβαμμένη εκστρατεία δεν μπορούσε να αντισταθμίσει το χαμό του. Ο βασιλιάς συγκλονίσθηκε. Η κηδεία του ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΑ, που ήταν ο άλλος του εαυτός, έγινε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ διέταξε τον αρχιτέκτονα Δεινοκράτη να κατασκευάσει για το φίλο του ένα μεγαλειώδες ταφικό μνημείο, μεγάλο και εντυπωσιακό. στοίχισε 12.000 τάλαντα. Ο Διόδωρος το περιγράφει λεπτομερειακά. Ταφικά μνημεία (κενοτάφια) προς τιμή του Ηφαιστίωνα διέταξε επίσης ο Αλέξανδρος να κτισθούν και σε άλλες πόλεις, Αλεξάνδρειες. Ο ίδιος, για να δώσει διέξοδο στη μεγάλη του θλίψη, ασχολήθηκε με μια ορεινή φυλή, ληστρική, τους Κοσσαίους, τους οποίους ούτε οι Πέρσες βασιλιάδες είχαν μπορέσει να υποτάξουν. τους νίκησε και τους υποχρέωσε να παύσουν να ζουν ληστρικά. Αυτή ήταν και η τελευταία πολεμική επιχείρηση του Αλεξάνδρου. Μετά γύρισε πάλι στα ΕΚΒΑΤΑΝΑ, όπου πέρασε το χειμώνα του έτους 324-323 π.Χ. Στο διάστημα της παραμονής του στα Εκβάτανα, αφού ξαναβρήκε τον εαυτό του, μετά τον κλονισμό που είχε πάθει, ο μεγάλος ΕΛΛΗΝΑΣ στρατηλάτης, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και «ἁπάσης» της Ασίας οργάνωσε στη σκέψη του τα μελλοντικά σχέδιά του. Αφού εξασφάλισε τη δυνατότητα επικοινωνίας της Ινδίας με τον Περσικό κόλπο, ύστερα από την επιτυχημένη εξερεύνηση που έκανε ο ΝΕΑΡΧΟΣ, τώρα επιθυμούσε να γνωρίσει και την Αραβική Χερσόνησο, για να εξασφαλίσει και τη δυνατότητα επικοινωνίας του Περσικού Κόλπου με την ΑΙΓΥΠΤΟ. Σκοπός του λοιπόν ήταν ο περίπλους των ακτών της Αραβίας και η ανακάλυψη θαλάσσιας οδού προς την Ερυθρά Θάλασσα και τις ακτές της Αιγύπτου. Την άνοιξη του νέου (του μοιραίου!) χρόνου 323π.Χ. ο βασιλιάς αναχώρησε από τα Εκβάτανα και προχώρησε προς τη Βαβυλώνα, που την προόριζε για πρωτεύουσα του ασιατικού κράτους του. Δεν μπήκε από τη δυτική πύλη, γιατί η περιοχή ήταν γεμάτη έλη. Η είσοδός του έγινε από την ανατολική πύλη και ήταν πανηγυρική και θριαμβευτική η υποδοχή του. Στη Βαβυλώνα τον επισκέφθηκαν πρέσβεις των Λιβύων, για να τον στεφανώσουν ως "βασιλιά της ΑΣΙΑΣ". Ήρθαν επίσης πρέσβεις Ιλλυριοί, Καρχηδόνιοι και Ιταλιώτες (Βρέττιοι, Λευκανοί, Τυρρηνοί, Ρωμαίοι), Κέλτες, Ίβηρες, Αιθίοπες και Σκύθες, για να τον συγχαρούν και να ζητήσουν τη φιλία του. Κάποιοι όμως νεότεροι ιστορικοί αποκλείουν την περίπτωση να έφτασαν πρεσβείες από την Ιταλία, γιατί τότε διεξάγονταν εκεί σκληρές μάχες. Πάντως το βέβαιο είναι ότι η φήμη του Αλέξανδρου για τις κατακτήσεις του είχε απλωθεί στα πέρατα της Ευρώπης και φυσικό είναι να έφτασαν στην πρωτεύουσα του Μεγάλου Αλεξάνδρου από πολλά μέρη αντιπροσωπείες εθνών, για να τον χαιρετήσουν και για να εξασφαλίσουν βέβαια τη φιλία του, ίσως γιατί φοβούνταν μήπως –μετά τη λήξη των επιχειρήσεων στην Ανατολή –στρεφόταν εναντίον της ΔΥΣΗΣ. Κάποιοι από τους ξένους αυτούς πρέσβεις θα φτάσουν αργά. δε θα τον προλάβουν ζωντανό, θα τον αποχαιρετήσουν νεκρό. Παρά τα έκδηλα σημάδια της κάμψης της υγείας του, δηλαδή τα κλινικά συμπτώματα – υπαρκτά/ορατά –της πάθησης από την οποία υπέφερε (μετατραυματική επιπλοκή στον πνεύμονα), εντούτοις δε σταμάτησε ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ να ετοιμάζεται εντατικά για την Αραβική εκστρατεία. Φρόντισε να μεγαλώσει το λιμάνι της πρωτεύουσάς του, της Βαβυλώνας (επί του πλωτού Ευφράτη ποταμού) έτσι, ώστε να χωράει 1.000 πλοία πολεμικά και εμπορικά. Σκόπευε να κάνει την πόλη όχι μόνο πολεμικό ναύσταθμο, αλλά και μεγάλο εμπορικό κέντρο με την ανάπτυξη μεγάλης εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ της Ινδίας, της Μεσοποταμίας (ΙΡΑΚ) και της Αιγύπτου, μετά την επιτυχημένη έκβαση των επιχειρήσεων που σχεδίαζε στην ΑΡΑΒΙΑ.
Ο ίδιος ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, άοκνος και ανυπόμονος, επέβλεπε τα λιμενικά και εγγειοβελτιωτικά έργα και μάλιστα στην περιοχή του ΔΕΛΤΑ των εκβολών του Τίγρητα ποταμού ίδρυσε και άλλη ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ (η τελευταία), που θα εξελιχθεί σε μεγάλο ναυτικό και εμπορικό κέντρο. Τα πλοία για την Αραβική επιχείρηση –εκτός από εκείνα του στόλου του Νεάρχου- ετοιμάζονταν και εκμισθώνονταν πληρώματα. Εντεταλμένοι του βασιλιά έκαναν εξερευνήσεις, δεν τόλμησαν όμως να ολοκληρώσουν τον περίπλου της Αραβικής χερσονήσου. Εν τω μεταξύ ήλθαν στη Βαβυλώνα να συναντήσουν τον Αλέξανδρο και πρέσβεις από τις ελληνικές πόλεις. ήταν όλοι στεφανωμένοι. έμοιαζαν με «θεωρούς», σαν να επισκέπτονταν ένα θεό (αθάνατο). στεφάνωσαν και το βασιλιά με χρυσό στεφάνι και τον συγχάρηκαν για όλα τα επιτεύγματά του. Τους δέχθηκε όλους με μεγάλες τιμές και επέστρεψε σ' αυτούς όσα έργα τέχνης είχε αρπάξει ο ΞΕΡΞΗΣ από την Ελλάδα κατά την εκστρατεία των Περσών 481479 π.Χ.. Στις αρχές του καλοκαιριού (323) έφτασε στη Βαβυλωνα ο ΠΕΥΚΕΣΤΑΣ, ο Μακεδόνας σατράπης (διοικητής) της επαρχίας Περσίδας, οδηγώντας 20.000 νεαρούς Πέρσες εκπαιδευμένους στη στρατιωτική τέχνη. έφτασαν επίσης και ενισχύσεις από την Καρία και τη Λυδία, καθώς και ιππείς από τη Μακεδονία, που είχε στείλει ο αντιβασιλιάς Αντίπατρος. Έγιναν ανακατατάξεις στη σύνθεση του στρατού. Συγκρότησε μικτές μονάδες με Μακεδόνες και Πέρσες. Και από αυτό φαίνεται ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δε θα καθόταν με "σταυρωμένα τα χέρια". Ίσως δε συναισθανόταν την κρισιμότητα της υγείας του. Τα πράγματα βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο της προπαρασκευής της εκστρατείας στην ΑΡΑΒΙΑ και, ενώ η ασθένεια τον βασάνιζε και φλεγόταν από τον υψηλό πυρετό, ο μεγαλόψυχος και μεγαλόκαρδος ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ βασιλιάς έδινε τις τελευταίες διαταγές του στους διοικητές των μονάδων του στρατού και του στόλου για τον πλουν και την πορεία της Αραβικής εκστρατείας και, μάλιστα, όρισε ως ημέρα αναχώρησης του στόλου την 22η και 23η του μήνα ΔΑΙΣΙΟΥ (του μακεδονικού ημερολογίου). Έτσι μας ενημερώνει ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ –αντλώντας τις πληροφορίες από τις βασιλικές "ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ". Όμως ο πρόωρος και αδόκητος θάνατος του βασιλιά ματαίωσε όλα τα σχέδια των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ. Αυτή η εκστρατεία στην ΑΡΑΒΙΑ είναι η πρώτη, που σχεδιάσθηκε από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ και δεν εκτελέσθηκε. Ο μεγάλος νεκρός πρέπει να είχε κοινοποιήσει τις προθέσεις του, ότι σκόπευε να εκστρατεύσει προς τα δυτικά. γι' αυτό εξάλλου είχαν έλθει πρέσβεις από τους λαούς της Δύσης. Τα σχέδια, που έγιναν γνωστά από τις "ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ" μετά το θάνατό του, ήταν λεπτομερειακά. Είχε προγραμματισθεί κατασκευή πανίσχυρου πολεμικού στόλου, που θα κατασκευαζόταν στα ναυπηγεία της Φοινίκης, της Κύπρου και της Κιλικίας, για την επίθεση εναντίον της Καρχηδόνας, που απειλούσε και ανταγωνιζόταν τον ελληνισμό της ΔΥΣΗΣ, κυρίως στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία. Ακόμη προέβλεπαν τα επιτελικά σχέδια του Αλεξάνδρου και απόβαση στην ΙΤΑΛΙΑ ή, ακόμη, και στην ΙΣΠΑΝΙΑ (!!) . Τα σχέδια αυτά τα είχε εκπονήσει δύο χρόνια πριν ο Αλέξανδρος, σε συνεργασία με τον Ηφαιστίωνα , και μαρτυρούν το μέγεθος των φιλοδοξιών και των δύο ανδρών. Ο Περδίκκας, στρατάρχης και αυτός της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, που είχε πρόσβαση στην αρχιγραμματεία και στο αρχείο των "Εφημερίδων", κοινοποίησε τα τελευταία αυτά σχέδια του Αλεξάνδρου. Αναφέρονται και από το Διόδωρο και από το Ρωμαίο Ιουστίνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, αν ο χάρος τον άφηνε να ζήσει λίγα ακόμη χρόνια, και την ΑΡΑΒΙΑ και την ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ, την αντίζηλη μεγάλη δύναμη που αντιστρατευόταν στον ελληνισμό της ΕΥΡΩΠΗΣ (Μεγάλης Ελλάδας), θα κατακτούσε και θα εξουδετέρωνε, αντίστοιχα. Και ίσως ακόμη πραγματοποιούσε νικηφόρο προέλαση από τα Λιβυκά παράλια ως τις ακτές της Ιβηρικής Χερσονήσου-της Ισπανίας –περνώντας από τις ΗΡΑΚΛΕΙΕΣ ΣΤΗΛΕΣ (Γιβραλτάρ), όπου –κατά την παράδοση –είχε φτάσει πρώτος ο ΗΡΑΚΛΗΣ, ο γενάρχης του. Ο θάνατός του, ωστόσο, δεν ήταν μακριά και αυτά τα σχέδια όλα έμειναν ανεκτέλεστα, ματαιώθηκαν. [« Δρυός πεσούσης πᾶς ἀνήρ ξυλεύεται»]. Γιατί γρήγορα θα αρχίσουν οι διενέξεις και οι συγκρούσεις μεταξύ των στρατηγών /διαδόχων τού μεγάλου άνδρα. Γίνεται συνειδητό ότι, αφού ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, κυριάρχησε στην ΑΝΑΤΟΛΗ, θα επιθυμούσε τη στήριξη του ελληνικού πολιτισμού και στη ΔΥΣΗ και την παραπέρα εξάπλωσή του στην ΕΥΡΩΠΗ. Θα τον απασχολούσε οπωσδήποτε η τύχη των ΕΛΛΗΝΩΝ στα ευρωπαϊκά παράλια της Μεσογείου, όπου υπήρχαν πολλές ελληνικές αποικίες. Θα γνώριζε βέβαια ότι ο θείος του Αλέξανδρος ο Μολοσσός, ο βασιλιάς της Ηπείρου, αδελφός της μητέ-
ρας του (Ολυμπιάδας) και συνάμα γαμπρός του (σύζυγος της αμφιθαλούς αδελφής του Κλεοπάτρας), ενώ αυτός πραγματοποιούσε την εκστρατεία στην ΑΣΙΑ, εκείνος, «ο Μολοσσός», εκστράτευε στην ΕΥΡΩΠΗ να βοηθήσει τους ΕΛΛΗΝΕΣ στους αγώνες τους κατά των Ιταλιωτών και σκοτώθηκε εκεί. Η κατάκτηση των χωρών της Δυτικής Μεσογείου φαίνεται, ωστόσο, σαν φυσική κατάληξη των σχεδίων του. Η ανήσυχη φαντασία του και ο ερευνητικός χαρακτήρας του δε θα του επέτρεπαν να κάθεται ως βασιλιάς σε μια πρωτεύουσα και να κυβερνάει το κράτος του, χωρίς να τον καταλαμβάνει ο ανήσυχος «πόθος» για νέες επιτυχίες. Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ, ο ιστοριογράφος του, για την αγωνιστικότητά του σχετικά γράφει: «Προσωπικά δεν μπορώ να πω με ακρίβεια τι σχέδια είχε ο Αλέξανδρος ούτε και με ενδιαφέρει να υποθέσω. εκείνο όμως που μου φαίνεται ότι μπορώ να ισχυρισθώ είναι ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε τίποτα μικρό ή ασήμαντο στο μυαλό του ούτε θα έμενε ήσυχος στις περιοχές που είχε ήδη κατακτήσει, ακόμη και αν πρόσθετε την ΕΥΡΩΠΗ στην ΑΣΙΑ. τότε θα συναγωνιζόταν τον εαυτόν του, μια και δε θα υπήρχε αντίπαλος». Ήταν υπερβολικά φιλόδοξος. η δίψα του για δόξα δε γνώριζε όρια. Στους διοικητές του στον Ύφαση ποταμό είχε διακηρύξει: «Δεν πιστεύω ότι υπάρχει όριο σε έναν άνδρα με διάθεση για άθλους, εκτός αν οι άθλοι οδηγούν σε μεγάλα κατορθώματα». Και ο Κούρτιος Ρούφος γράφει ότι η κατακτητική διάθεση του Αλεξάνδρου ήταν «δίχως όρια» (infinita). Το κράτος του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είχε την τάση προς την παγκοσμιότητα, προς την «ΚΟΣΜΟΠΟΛΗ» (όλος δηλ. ο κόσμος σαν μία πόλη). Κάλυψε το μισό του τότε γνωστού κόσμου. Και αυτό το τμήμα του κόσμου, που είχε υπαχθεί με ποικίλους τρόπους και με πολλούς κόπους στη θέληση του Αλεξάνδρου – τμήμα τεράστιο και για τα μέτρα της δικής μας εποχής- δεν έγινε ολόκληρο «επικράτεια» του Μακεδόνα βασιλιά, έδαφος του «κράτους» του. Έτσι π.χ. δε θέλησε ο ίδιος να είναι ο «κύριος» της Ελλάδας, αλλά ο «ηγεμών» αυτής. Ανακηρύχθηκε «κύριος ἁπάσης της ΑΣΙΑΣ», όχι όμως και «βασιλιάς των βασιλιάδων». Του απέραντου ασιατικού κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου κέντρο δεν ήταν η ΠΕΛΛΑ, δεν ήταν η Μακεδονία. Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε μια ιδιορρυθμία. Οι ΡΩΜΑΙΟΙ ύπατοι και αργότερα οι αυτοκράτορες, όσο και αν απομακρύνονταν από την Ιταλία, είχαν κέντρο αναφοράς –πρωτεύουσα του κράτους –τη ΡΩΜΗ. Ενώ η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, όταν ο Αλέξανδρος έφυγε για την μεγάλη εκστρατεία του, έγινε μία όλο και πιο ξέμακρη επαρχία. Δεν είχε ένα μόνιμο κέντρο αναφοράς. αυτό ήταν διαρκώς μετακινούμενο, ήταν κάθε φορά εκεί, όπου βρισκόταν ο ίδιος ο βασιλιάς, το «κέντρο» ακολουθούσε τα βήματά του. Ίδρυσε την πρώτη ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ στην Αίγυπτο και την προόριζε να την κάνει πρωτεύουσά του, αλλά δεν ήταν τυχερός να ζήσει εκεί. Ούτε καμιά από τις πρωτεύουσες των Αχαιμενιδών –Περσών βασιλιάδων –έκανε πρωτεύουσα δική του (Πασαργάδες, Περσέπολη, Σούσα, Εκβάτανα), αλλά μετά τη λήξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων και την επιστροφή του στην αρχαία πρωτεύουσα των ΧΑΛΔΑΙΩΝ και των ΣΟΥΜΕΡΙΩΝ, στη Βαβυλώνα, με τους ωραίους κρεμαστούς κήπους (ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου), έμεινε εκεί, όπου και κατέληξε σε λίγους μήνες. Εξάλλου ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δεν επέβαλε παντού, όπου πατούσε το πόδι του, το ίδιο διοικητικό σύστημα και το ίδιο πολίτευμα. Μία απόλυτα ομοιόμορφη πολιτική οργάνωση του κόσμου, από το Ιόνιο πέλαγος ως την ΙΝΔΙΑ και από τον Ίστρο ποταμό (Δούναβη) και τον Καύκασο ως κάτω στην Αιθιοπία και πέρα στον Ινδικό ωκεανό, θα ήταν βέβαια κάτι το αδύνατο. Έτσι στη Μητροπολιτική Ελλάδα π.χ. ως "ΗΓΕΜΩΝ" αυτής επέτρεψε τη διατήρηση της πλήρους αυτονομίας / αυτοδιοίκησης των ελληνικών πόλεων / κρατών. ο ίδιος δεν επέβαλε ούτε και ευνόησε τυράννους και ολιγαρχίες. Διέκειτο μάλλον ευνοϊκά προς τα δημοκρατικά πολιτεύματα. Επίσης δεν επέβαλλε το ίδιο φορολογικό σύστημα στις πόλεις και τα έθνη που κατακτούσε. Διατήρησε το ίδιο σχεδόν διοικητικό σύστημα, που είχαν εφαρμόσει οι Αχαιμενίδες βασιλιάδες. Διόριζε έμπιστους σατράπες, πολιτικούς και στρατιωτικούς διοικητές, Μακεδόνες και άλλους Έλληνες και μάλιστα διατήρησε αρκετούς Πέρσες στις σατραπείες τους, άλλους τους μετέθεσε σε άλλες περιοχές και άλλους τους καθαίρεσε ή τους «καθάρισε». Σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική ο Αλέξανδρος καινοτόμησε στη συλλογή και επιμέλεια των «δημοσίων» (βασιλικών) εσόδων. Ξεκίνησε από την Πέλλα με ένα πενιχρό ταμείο και, όταν κατέλυσε την περσική αυτοκρατορία, το θησαυροφυλάκιό του περιείχε χιλιάδες τάλαντα χρυσού. Θησαυροφύλακα είχε διορίσει τον παιδικό του φίλο Άρπαλο, ο οποίος, όπως
προαναφέρθηκε, δε φάνηκε πιστός ως το τέλος της εκστρατείας, καταχράσθηκε την εμπιστοσύνη του και μάλιστα τον πρόδωσε. Συγκεντρωτική ήταν η οργάνωση των «δημοσιονομικών» λειτουργιών και υπηρεσιών στο ασιατικό κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έχει υπολογισθεί ότι το συνολικό κόστος όλης της εκστρατείας στην Ανατολή, που έκανε ο μεγάλος στρατηλάτης της Μακεδονίας, σε σταθερές τιμές του έτους 334 π.Χ. έφτασε στο ποσό των 750.000.000 περίπου αττικών δραχμών, δηλαδή 125.000 τάλαντα περίπου, ενώ το συνολικό ποσό των εσόδων από τους αμύθητους Περσικούς θησαυρούς των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στα χέρια του Έλληνα βασιλιά, έφτανε τα 206.000 τάλαντα. Υπερκαλύφθηκαν οι ανάγκες με γενναιόδωρες παροχές και έμεινε αποθεματικό περίπου 80.000 τάλαντα. Όχι μόνο στο στρατιωτικοπολιτικό και στο διοικητικό και δημοσιονομικό τομέα, αλλά και στην οικονομική πολιτική ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έδειξε τις ικανότητές του. Έκανε ριζικές ρυθμίσεις. Η συγκεντρωτική οργάνωση της δημοσιονομίας διευκόλυνε και τη χάραξη μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Και τούτο είναι βαρυσήμαντο. για πρώτη φορά στην ιστορία βλέπουμε να καθιερώνεται ένα ενιαίο νόμισμα σε μια πολύ μεγάλη περιοχή του κόσμου. Στο σημείο αυτό ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πρόλαβε τη ΡΩΜΗ, δημιούργησε ένα μεγάλο και διδακτικό γι'αυτήν προηγούμενο. Από την ενιαία αλεξανδρινή νομισματική πολιτική εξαιρέθηκαν κάποιοι σατράπες και ηγεμόνες (ο Μαζαίος- σατράπης της Βαβυλωνίας, ο Πώρος –βασιλιάς στην Ινδία, οι βασιλιάδες της ΚΥΠΡΟΥ και των Φοινικικών πόλεων), καθώς και οι «αυτόνομες» ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Τους επέτρεψε ο Μακεδόνας βασιλιάς να έχουν τα δικά τους νομίσματα. διατήρησαν το δικαίωμα της κοπής αργυρών νομισμάτων με το δικό τους όνομα. Αλλά η γενική πολιτική του ήταν η ενοποίηση του νομισματικού συστήματος. Όταν ο χρυσός και ο άργυρος των Περσών βασιλιάδων έπεσαν στα χέρια του Αλεξάνδρου, τα ελληνικά νομίσματα εκτόπισαν τα περσικά, τους χρυσούς «δαρεικούς». Τα βασιλικά νομισματοκοπεία στην Αλεξάνδρεια (της Αιγύπτου), στη Βαβυλώνα και σε άλλες πόλεις έκοψαν άπειρα χρυσά και αργυρά νομίσματα, που διευκόλυναν την ανάπτυξη του εμπορίου και ενοποίησαν οικονομικά τις αγορές και τους λαούς της απέραντης αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Στη νομισματοκοπία καθιέρωσε τον αττικό νομισματικό κανόνα και τη γενική χρήση του δεκαδικού συστήματος. Έτσι από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου η ελληνική ΔΡΑΧΜΗ (του αττικού τύπου) έγινε «παγκόσμιο» νόμισμα. Το αργυρό 4/δραχμο ήταν το συνηθέστερο νόμισμα σε ένα τεράστιο τμήμα του τότε γνωστού κόσμου. Το άπλωμα αυτό της «δραχμής» επηρέασε ευεργετικά το παγκόσμιο εμπόριο, τις συναλλαγές με όλες τις χώρες και έτσι άφθονος πλούτος εισέρρευσε στο Αλεξανδρινό κράτος. Πρώτος από τη Μακεδονική Δυναστεία που έκοψε στη Μακεδονία νόμισμα είναι ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α'. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έριξε στην παγκόσμια αγορά το πλεόνασμα του βασιλικού θησαυρού, το χρυσάφι και το ασήμι που είχαν αποταμιεύσει οι Αχαιμενίδες από τη βαριά φορολογία των υπηκόων λαών τους επί 2 και περισσότερους αιώνες. Υπερήφανος ο Μακεδόνας βασιλιάς, μετά το θάνατο του Δαρείου, είχε δηλώσει στους Πέρσες: -Σκοπεύω να κάνω τη χώρα πλούσια και να κάνω τους περσικούς δρόμους ειρηνικά και ασφαλή κανάλια για το εμπόριο. Όσο αφορά την κοινωνική και οικιστική πολιτική, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ήταν ο μέγιστος στην ιστορία του κόσμου ιδρυτής/ οικιστής πόλεων. Ο Πλούταρχος γράφει ότι ίδρυσε πάνω από 70 πόλεις ελληνικές, τις περισσότερες στο ανατολικό ΙΡΑΝ (Περσική αυτοκρατορία) σε μέρη στρατηγικής σημασίας για αυτοκρατορικό έλεγχο, μέσω οχυρών, για την ανάπτυξη του εμπορίου και για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Σε πολλές απ'αυτές έδωσε το όνομά του. Στις πηγές αναφέρονται 16 Αλεξάνδρειες και από αυτές υπάρχουν 6 ακόμη και σήμερα. αλλά μόνο η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ της Αιγύπτου δεν άλλαξε όνομα, οι άλλες 5 άλλαξαν. Οι ιστορικοί της αρχαιότητας αλλά και των νεοτέρων χρόνων θεωρούν ότι η ίδρυση τόσων πολλών ελληνικών πόλεων στην απέραντη επικράτεια του Αλεξάνδρου αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του στον παγκόσμιο πολιτισμό, γιατί οι νέες αυτές πόλεις έγιναν πόλοι έλξης πολλών Ελλήνων. Έτσι διαδόθηκε η ελληνική γλώσσα και παιδεία και έγιναν τα νέα αυτά κέντρα κυψέλες του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, οι φάροι του ελληνικού πολιτισμού που φώτιζαν επί αιώνες τους βάρβαρους της Ανατολής. Οι πόλεις που ίδρυσε ο Αλέξανδρος ήταν σαν φωτεινά ελληνικά σήματα, που τοποθέτησε παντού, όπου έφτασαν τα βήματά του. Στις πόλεις τις νεόκτιστες το κύριο στοιχείο του πληθυσμού ήταν αρκετοί απόμαχοι Έλληνες (από αυ-
τούς που τον ακολούθησαν –μετά τον τερματισμό της πανελλήνιας εκστρατείας- ως εθελοντές μισθοφόροι) και οι περισσότεροι ήταν απόμαχοι Μακεδόνες, όσοι δεν επέστρεψαν στην πατρίδα. Έτσι ρίζωσε το ελληνικό στοιχείο στα βάθη της Ανατολής. Πολλοί μάλιστα προχώρησαν βαθύτερα στην Ασία, προς το ΓΑΓΓΗ ποταμό, προς το Κινεζικό Τουρκεστάν και αλλού, αναζητώντας την τύχη τους ή περιπέτειες. ξεπέρασαν τα όρια του Αλεξάνδρου! Στις νέες πόλεις που ίδρυσε ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους απομάχους ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ επαγγελματίες, έμποροι, τεχνίτες, καλλιτέχνες, δάσκαλοι και διάφοροι άλλοι. ο Μακεδόνας βασιλιάς τους παραχώρησε δικαιώματα, με τα οποία έγιναν «πολίτες» και όχι απλοί υπήκοοί του. Οι εντόπιοι Ασιάτες δεν είχαν ούτε τη στοιχειώδη παιδεία. Για τα παιδιά όμως των νέων αυτών πόλεων και όλης της επικράτειάς του ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ βασιλιάς, που κατέλυσε το Περσικό κράτος και ανέβηκε στο θρόνο του ΔΑΡΕΙΟΥ, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, διέταξε να μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, να παίρνουν ελληνική παιδεία και να εκπαιδεύονται στη μακεδονική πολεμική τέχνη. Πόσο καλά ακούεται το βασιλικό διάταγμα του Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ που αντηχεί στην Κεντρική Ασία: «Γράμματα μανθάνειν ΕΛΛΗΝΙΚΑ...»! Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δεν ήταν μόνο μεγάλος κατακτητής. ο πολιτικός μέσα του ήταν ισάξιος με τον πολεμιστή. Ήθελε να κάμει τους ηττημένους να ξεχάσουν την ήττα τους, να δουν στο πρόσωπό του όχι τον ξένο κατακτητή Έλληνα- Μακεδόνα, αλλά το δικό τους βασιλιά. Έτσι άρχισε το εκπολιτιστικό /αναμορφωτικό του πρόγραμμα (του εξοριενταλισμού) μέσα από τα ανάκτορα του Δαρείου, όπως έχει προαναφερθεί, δηλαδή από την ίδια την αιχμάλωτη βασιλική οικογένεια, την οποία είχε αναλάβει υπό την υψηλή κηδεμονία του. Ανάθεσε σε Έλληνες δασκάλους να διδάξουν, όπως έχει προαναφερθεί, στα παιδιά του Δαρείου την ελληνική γλώσσα- γιατί οι μέτοχοι της ελληνικής παιδείας θα μπορούσαν να θεωρηθούν και να γίνουν Έλληνες. Γνωρίζουμε καλά την πολιτική που ακολούθησε στην ίδρυση των νέων ελληνικών πόλεων. έβαλε να συνυπάρχουν Έλληνες (αυτοί ως ηγετικό στοιχείο) και εντόπιοι. Έχουμε ιστορικά επιβεβαιωμένη τη συμπεριφορά του απέναντι στους Ασιάτες, στα ήθη και τις θρησκείες τους. Και έχουμε πέρα από αυτά και άλλα καθαρά σημάδια της πολιτικής του, τους γάμους που επέβαλε μεταξύ Μακεδόνων και γυναικών της Ασίας. πρόκειται για την πολιτική της ένωσης και συγχώνευσης των εθνών με τη νομιμοποίηση των σχέσεων πάνω από 10.000 Μακεδόνων. Την πολιτική αυτή εξαίρει, αιώνες αργότερα, ο Πλούταρχος, όταν πλέον είχε κριθεί ο συγχρωτισμός Ελλήνων και Ασιατών, του ελληνικού πολιτισμού με τους ανατολικούς πολιτισμούς. Γράφει λοιπόν ο Πλούταρχος: «... Με πόση ευχαρίστηση δε θα φώναζα, ω βάρβαρε και ανόητε Ξέρξη, μάταια υποβλήθηκες σε κόπους για την κατασκευή της γέφυρας του Ελλησπόντου, ιδού πώς συνετοί βασιλιάδες ενώνουν την ΑΣΙΑΝ με την ΕΥΡΩΠΗΝ, όχι με ξύλινες γέφυρες και πλοία και με δεσμούς άψυχους και αντιπαθητικούς, αλλά με νόμιμο έρωτα και συνετούς γάμους, συνδέοντας τα έθνη με κοινούς απογόνους». Επίσης Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, στα πλαίσια του συγχρωτισμού Ελλήνων και Ασιατών, συνέλαβε την ιδέα να επιτρέψει ακόμη και μαζικές μετακινήσεις Ασιατών προς την Ευρώπη (Ελλάδα) και αντιστρόφως Ελλήνων προς την ΑΣΙΑ. Έτσι αντιμετωπίσθηκε έμμεσα και το δημογραφικό πρόβλημα (υπερπληθυσμός) των ελληνικών πόλεων / κρατών και το οξύ πρόβλημα της ελληνικής «πενίας». Δημιουργήθηκε μεταναστευτικό ρεύμα. πολλοί Έλληνες αναζήτησαν καλύτερη τύχη στα κεκτημένα εδάφη. Το φαινόμενο αυτό ενισχύθηκε στην εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. ΟΙ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΙ και οι ΣΕΛΕΥΚΙΔΕΣ είχαν καθιερώσει, μάλιστα, κίνητρα προσέλευσης Μακεδόνων και άλλων Ελλήνων στα βασίλειά τους. Υπήρξε θετική ανταπόκριση και έτσι ιδρύθηκαν, ιδίως στο μεγάλο κράτος των Σελευκιδών (της Συρίας ή της ΑΣΙΑΣ) με πρωτεύουσα την ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ, πολλές ελληνικές πόλεις. στην ουσία έγινε ένας άλλος (τρίτος) αποικισμός. Δεν ήταν δυνατόν οι βασιλιάδες της δυναστείας των Σελευκιδών στο απέραντο βασίλειό τους, που κληρονόμησαν από το ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, να εφαρμόσουν στη διοίκηση ένα αυστηρό συγκεντρωτικό σύστημα, αφού την εξουσία τους στήριζε μια μειοψηφία Μακεδόνων και λοιπών Ελλήνων και ο πληθυσμός ήταν πολυεθνικός. Προσπάθησαν και ίδρυσαν πολλές οργανωμένες πόλεις – κατά το διοικητικό σύστημα που εγκαινίασε ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ– ιδίως ο Σέλευκος ο Α' και ο Αντίοχος ο Α', με πολλούς Έλληνες αποίκους. Ιδιαίτερα η Βόρεια Συρία ήταν ο κύριος τόπος του αποικισμού, ώστε η περιοχή να ονομασθεί «ΝΕΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ»! Έτσι με
έκπληξη μας πληροφορούν οι ιστοριογράφοι για νέες πόλεις –στη Συρία- που φέρουν μακεδονικά ονόματα: Αμφίπολη (μετονομασία της πόλης Θαψάκου), Αρέθουσα, Βέροια, Δίον, Έδεσσα, Ευρωπός (μετονομασία της πόλης Δούρα), τη μετονόμασε ο Σέλευκος Α' από τη γενέτειρά τουπόλη της αρχαίας Παιονίας. Ιδρύθηκαν επίσης και πολλές Σελεύκειες, Λαοδίκειες και διάφορες Αντιόχειες κ.α.. Όμως η ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ επί του Ορόντου ποταμού είναι η πρώτη. κτίσθηκε το 300 π.Χ. και ήταν η πρωτεύουσα – η βασίλισσα των πόλεων της Ανατολής. διαφιλονικούσε τα πρωτεία από τη ΡΩΜΗ. Η ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός πολιτισμός, τα ήθη – έθιμα και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ήταν οι πνευματικές «αποσκευές», που μετέφεραν στην Ανατολή εκείνοι που πίστεψαν ότι θα ζήσουν μια καλύτερη ζωή, όχι εντελώς ξένοι, αλλά μέσα σε μια ατμόσφαιρα ελληνική, με άρχοντες που κατείχαν τις καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού. Ο Ελληνισμός, τόσο στην Αίγυπτο όσο και στη Συρία / Ασία, με την καταλυτική δύναμη του ελληνικού πνεύματος, θα κυριαρχήσει, παραμερίζοντας όσα εμπόδια συναντήσει. Ο Πλούταρχος στο έργο του "Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής" γράφει: «ἦν θεόθεν ἁρμοστής καί διαλλάκτης τῶν ὅλων» (Ο Αλέξανδρος ήταν από τους θεούς προορισμένος να ενώσει και να συμφιλιώσει όλους). αυτός ανάμειξε «τούς βίους καί τά ἤθη» των πιο διαφορετικών εθνών. Συνεχίζει ο Πλούταρχος. ας τον προσέξουμε: «Στον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ η αρετή επέβαλε το βασιλικό και θείο αγώνα, του οποίου σκοπός ήταν όχι χρυσάφι ούτε απολαύσεις περσικές και συμπόσια και γυναίκες, αλλά να ενώσει όλους τους ανθρώπους σ'ένα κόσμο στολίδι, υπηκόους μιας ηγεμονίας, όπου θα έχουν τα ίδια ήθη και έθιμα. από την παιδική ηλικία είχε έμφυτο αυτόν τον έρωτα, ο οποίος τον συντρόφευε καθώς μεγάλωνε στην ηλικία... ο σκοπός της εκστρατείας απέδειξε τον άνδρα αληθινά σοφό, διότι έβαλε στο νου του όχι να αποκτήσει πλούτη και να ικανοποιήσει την πολυτέλειά του και τις ηδονές του, αλλά να ενώσει όλους τους ανθρώπους με τα δεσμά της ειρήνης, της ομόνοιας και της αμοιβαίας επικοινωνίας ... και όσους με την πειθώ δεν μπορούσε, τους εξανάγκαζε με τα όπλα να προσέλθουν στην ένωση. Όλα τα έθνη από παντού συνένωσε σ'ένα σώμα και, ωσάν σ΄έναν κρατήρα, ανάμειξε τους τρόπους της ζωής τους, τα ήθη τους, τους γάμους τους, την τροφή τους και διέταξε όλους πατρίδα μεν να θεωρούν την οικουμένη, ακρόπολη δε και φρούριο το στρατόπεδο, τους αγαθούς ως συγγενείς, τους δε κακούς ως αλλοφύλους. τέλος να διακρίνουν το ελληνικό από το βαρβαρικό όχι από την εμφάνιση, αλλά τον μεν Έλληνα από την αρετή, το δε βάρβαρο από την κακία να συμπεραίνουν». Και ο Αρριανός συμπληρώνει: «...σκοπός του Αλεξάνδρου δεν ήταν να επιδράμει στην Ασία ληστρικά, να κάνει διαρπαγές, να συναθροίσει και να μεταφέρει πλούσια λάφυρα, αλλά να ενώσει κάτω από μια εξουσία και ένα κράτος όλους τους κατοίκους του κόσμου σαν ένα λαό. γι΄ αυτόν το λόγο προσαρμοζόταν προς τα ήθη και τις συνήθειες αυτών». Το βασικό, λοιπόν, πολιτικό όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν η ενοποίηση του κόσμου. Είναι ο πρώτος στην παγκόσμια ιστορία, που εμφορούνταν από την ιδέα της παγκοσμιοποίησης (όλος ο κόσμος ένα σύνολο με κοινά κίνητρα) κάτω από το λαμπρό φως των προβολέων του ελληνικού πολιτισμού, που θα πραγματοποιούνταν με γλωσσικό όργανο την κοινή ελληνική γλώσσα, ενώ ο Φίλιππος, ο πατέρας του, είναι ο πρώτος Έλληνας που υλοποίησε τις πανελλήνιες ιδέες και τα οράματα γενεών, ενώνοντας τις πόλεις της Μητροπολιτικής Ελλάδας σε μια δύναμη. Ο Αλέξανδρος πίστευε στην οικουμενικότητα του Ελληνισμού και ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας αυτής, γι'αυτό αποτέλεσε βίωμα και επιδίωξή του από την αρχή κιόλας της μεγάλης του εκστρατείας ως τον πρόωρο θάνατό του. Δεν μπορεί να εννοήσει κανένας την οικουμενικότητα του ελληνικού πνεύματος, χωρίς να συνειδητοποιήσει το περιεχόμενο του κατακτητικού και εκπολιτιστικού έργου του μεγαλοφυούς και ιδιοφυούς αυτού ΜΑΚΕΔΟΝΑ άνδρα. Η αναδρομή στα κείμενα και στα πορίσματα της πνευματικής κληρονομιάς των προγόνων μας είναι διαφωτιστική και αναγκαία, για να γίνει φανερή η οικουμενικότητα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Πίστευε ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ ότι ένα ιδανικό σχήμα διακυβέρνησης του βασιλείου της Ασίας ήταν ο συνδυασμός ενός αυτοκράτορα με ένα εξελιγμένο σύστημα σατραπειών (διοικητικών περιφερειών) και με πλήρη τοπική αυτοδιοίκηση. Πράγματι, στην εποχή του Μ. Αλεξάνδρου ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα θα ήταν αποτελεσματικό και γενικά αποδεκτό, πάντοτε βέβαια κάτω από το φωτεινό σηματοδότη, τον ελληνικό πολιτισμό. Γιατί ο
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε απόλυτη πίστη στην ολοκληρωμένη αγωγή και πλούσια ελληνική παιδεία, που έλαβε στην πατρίδα, τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, από τους Έλληνες δασκάλους του και τον πανεπιστήμονα και παμμέγιστο φιλόσοφο καθηγητή του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ το Σταγειρίτη. Μία τέτοια προοπτική ειρήνης, ευμάρειας και προόδου δεν υπάρχει ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη του κόσμου. Γενικά το όλο πολιτικό πρόγραμμα του βασιλιά ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είναι ένας μεγαλόπνοος σχεδιασμός, που αποκαλύπτει την οργανωτική του ικανότητα, την πολιτική σύνεση, την διπλωματική ευστροφία, τη στρατηγική ιδιοφυία, την επιτηδειότητα, καθώς επίσης την ισχυρή βούληση, την έμφυτη παλληκαριά του, τη γενναιοδωρία του και τη μεγαλοψυχία του, η οποία λειτούργησε – κατά κοινή ομολογία των ιστορικών – ως πολιτική αρετή. Λίγο πριν το θάνατό του τα σχέδιά του χαρακτηρίζονται κοσμοκρατορικά. Ο συγκεντρωτισμός και ο αποκεντρωτισμός σε ένα συγκερασμό αποτελούν τον άξονα διοίκησης της αυτοκρατορίας του. Ονειρευόταν τον εαυτό του κοσμοκράτορα με συγκυρίαρχους λαούς τους ΕΛΛΗΝΕΣ και τους ΠΕΡΣΕΣ (τους πρώην αντιπάλους), ενώ όλοι οι άλλοι λαοί θα ήταν αυτόνομοι. Στον συγκεντρωτισμό διακρίνεται ο περσικός δεσποτισμός, ενώ στον αποκεντρωτισμό διακρίνεται το δημοκρατικό πνεύμα των Ελληνικών πόλεων. Δυστυχώς, όμως, το πρόγραμμα αυτό, που μόλις υλοποιήθηκε, δεν προχώρησε, αφού ο πρόωρος και αδόκητος θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου παρέλυσε τα πάντα! Σφράγισε την περιπετειώδη και τόσο σύντομη ζωή του με τη διακήρυξη για ομόνοια, ειρήνη και κοινωνία μεταξύ όλων των ανθρώπων. Οι στρατηγοί / διάδοχοί του γρήγορα άρχισαν τις μεταξύ τους συγκρούσεις, ώστε να είναι ανέφικτη η εφαρμογή και συνέχιση ενός τέτοιου μεγαλόπνοου προγράμματος. Γι' αυτό εγκαταλείφθηκε. Θα περάσουν πολλοί αιώνες, για να έρθουν και πάλι στο προσκήνιο της ιστορίας ενωτικές ιδέες και ενωτικά κηρύγματα των εθνών, σαν κι αυτά του μεγάλου τέκνου της Μακεδονίας, που κάποιοι θρασύτατα τολμούν, δυστυχώς, να αποκαλούν τον Αλέξανδρο"ιμπεριαλιστή και ρατσιστή". Γιατί όχι μόνο δεν ξεχώριζε Έλληνες και ξένους, αλλά αντίθετα κήρυττε και προωθούσε τη συναδέλφωση των λαών. Στα νεότερα χρόνια, ο Ρήγας Φεραίος κήρυξε τη συνένωση των λαών της Βαλκανικής, ενώ ο Ιωάννης Καποδίστριας μίλησε πρώτος για μια ενωμένη Ευρώπη και έτσι σταδιακά φτάσαμε στην Κ.Τ.Ε., στον Ο.Η.Ε. και στην Ε.Ε..-
Δ΄. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Οι μελετητές του ΜΑΚΕΔΟΝΑ βασιλιά δίνουν μεγάλη σημασία στη γενετική του κληρονομιά από τους γονείς του, το ΦΙΛΙΠΠΟ και την ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ. Το προσωπικό του θάρρος, η εξαιρετική του στρατηγική ικανότητα, η ταχύτητα των αποφάσεων και η διανοητική αντίληψη είναι ιδιότητες που είχε από κοινού με τον πατέρα του και επομένως ίσως να τα κληρονόμησε απ' αυτόν. Στα γονίδια της μητέρας του αποδίδονται η ισχυρή του θέληση και η παθιασμένη φύση, ισχυρότερη και πιο παθιασμένη ακόμη και από του Φιλίππου, καθώς και η θρησκευτικότητά του που έφτανε μέχρι τη δεισιδαιμονία. είχε βαθιά πίστη στην παραδοσιακή μακεδονική θρησκεία, ήταν ευσεβέστατος και τελούσε τα της λατρείας με μεγίστη ευλάβεια. Ο Μέγας Αλέξανδρος τηρούσε το τυπικό της ελληνικής λατρείας με απέραντη θεοσέβεια, όπου βρισκόταν. Τελούσε καθημερινές θυσίες, ακόμη και όταν ήταν άρρωστος βαριά -στα τελευταία του. Αλλά έκανε και επίσημες θυσίες πολυδάπανες πριν από κάθε πορεία, εκστρατεία, μάχη και επισημότητες μετά τη νικηφόρο έκβαση κάθε επιχείρησης, που συνοδεύονταν από λαμπρές γιορταστικές εκδηλώσεις με αθλητικούς και μουσικούς αγώνες (κατά την ελληνική εθιμοτυπία), αλλά ακόμη και από ποιητικούς και δραματικούς αγώνες, για την ψυχαγωγία της στρατιάς του, κυρίως όμως να ευχαριστήσει τους θεούς, για να τους έχει αρωγούς του. Πίστευε ότι εξασφάλιζε την εύνοια και την αρωγή των θεών, με τα ευχαριστήρια που τους απέδιδε. Εξάπλωσε τη θρησκεία των Ελλήνων, των προγονικών θεών, παράλληλα με την ελληνική γλώσσα και παιδεία με την ίδρυση ελληνικών πόλεων / κέντρων σε κομβικά σημεία της αυτοκρατορίας του. Ενώ παράλληλα σεβάστηκε τις θρησκευτικές ελευθερίες των λαών που υπέταξε και ανέχθηκε την παράλληλη λατρεία. Είχε πολύ μεγάλο πάθος για τα ομαδικά κυνήγια αγρίων ζώων, τα οποία διοργανώνονταν τακτικά. Του άρεζαν επίσης οι διασκεδάσεις και μετείχε σε ολονύκτια συμπόσια. Οι όποιοι όμως παραχαράκτες των ιστορικών πηγών προσπαθούν να στιγματίσουν την προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προσάπτοντας σ' αυτόν την κατηγορία του "πότη και του μέθυσου" , το μόνο που επιτυχαίνουν είναι να καταδικάζονται στη συνείδηση όλων εκείνων που γνωρίζουν την ιστορική αλήθεια μέσα από τις αυθεντικές πηγές. Ο Πλούταρχος καταθέτει τα εξής: «Και στην οινοποσία ακόμη ήταν λιγότερο έκδοτος από ό,τι φαινόταν. μπορεί κακώς να θεωρήθηκε πότης και μέθυσος, γιατί έμενε στα συμπόσια πολλές ώρες, όχι όμως πίνοντας διαρκώς, αλλά συζητώντας με τους επιτελείς του και φιλοσοφώντας με τους φίλους και πρώην συμμαθητές του. επιπλέον, σε κάθε πρόποση πρότεινε και ένα νέο θέμα μακράς συζήτησης. περνούσε τη μέρα του (τις ελεύθερες ώρες του) κυνηγώντας, δικάζοντας ή γράφοντας κάτι για πολεμικά, ακόμη και διαβάζοντας». Αν ήταν αλκοολικός ή απλώς έρρεπε προς μέθη πως μπορούσε να έχει τόση νηφαλιότητα και καθαρότητα σκέψης και τόση δύναμη ψυχής και σώματος, ώστε να αποδειχθεί ο μεγαλύτερος στρατηλάτης όλων των αιώνων στην παγκόσμια ιστορία, η μεγαλύτερη στρατηγική ιδιοφυΐα, ο μεγαλοφυής «ένοπλος εξερευνητής», ο απελευθερωτής λαών και εκπολιτιστής βαρβάρων;;; Ο Μέγας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ συνδύαζε την πρακτικότητα με μια οραματική πνευματική διάσταση που πήγαζε από τα θρησκευτικά του "πιστεύω". Είχε αντίληψη των ικανοτήτων και των αρετών του εαυτού του, γι' αυτό είχε και τη σφοδρή επιθυμία να αναγνωρισθεί από τους άλλους ως άτομο περισσότερο από κοινός θνητός, σαν υπεράνθρωπος ή σαν προσωπικότητα θεϊκή. Σχετικά με το θέμα, αν τελικά ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ θεοποίησε τον εαυτό του ή διέταξε τους υπηκόους του να τον θεοποιήσουν, δεν υπάρχουν αναμφισβήτητες αποδείξεις. Όλος αυτός ο σάλος και θρύλος που δημιουργήθηκε γύρω από αυτό το θέμα της "θεοποίησης" ή μη του Μεγάλου Αλεξάνδρου οφείλεται στη μεγαλοφυΐα του και στην εύνοια της ΤΥΧΗΣ. Είχε, φαίνεται, συνειδητοποιήσει ότι ήταν αθάνατος (;) ή παιδί θεού, του ΔΙΑ ή του Άμμωνα Δία (του ΡΑ). Πρόκειται για την υιική σχέση, που πίστεψε μετά την επίσκεψή του στην Όαση Σίβα στο μαντείο του Άμμωνα ΡΑ, στη Λιβύη. Πολεμώντας πάντοτε μπροστά στην πρώτη γραμμή της μάχης, ενώ κινδύνευε άμεσα και πολύ σοβαρά η ζωή του- και είχε μάλιστα δεχθεί πολλά τραύματα
σε πολλά μέρη του σώματός του- εντούτοις σωζόταν. ήταν προστατευόμενος των θεών, της θείας πρόνοιας;Ο ίδιος όμως ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, όταν τραυματίσθηκε από βέλος βαρύτατα στο στήθος, στη μάχη που έδωσε στη χώρα των Μαλλών (στην ΙΝΔΙΑ), φώναξε: «Τούτο, φίλοι μου, που τρέχει, είναι αίμα και όχι ιχώρ, που ρέει στις φλέβες των αθανάτων θεών» (ο Αλέξανδρος μελετούσε την Ιλιάδα του Ομήρου και ήξερε ότι ιχώρ-αιθέριος χυμός- ρέει μόνο στις φλέβες των αθανάτων θεών). Ποια μεγαλύτερη παραδοχή θέλουν οι διαστρεβλωτές της ιστορίας για τον σεβασμό του μεγάλου αυτού άνδρα, αφού δεν εντάσσει τον εαυτό του στους αθανάτους θεούς; Διαφοροποιείται. Στην Ώπη μάλιστα-προσέξατε- είχε δηλώσει, στο πανεθνικό εκείνο συμπόσιο που παρέθεσε, πως ο ΘΕΟΣ είναι κοινός πατέρας όλων των ανθρώπων (μονοθεϊστική ιδέα!!!). Αλλά σχετικά με τη θεοποίηση του ανωτάτου άρχοντα, του τυράννου ή του βασιλιά είχαν γίνει σκέψεις και στο παρελθόν. Ο ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ π.χ. σε μια ανοικτή επιστολή του προς το ΦΙΛΙΠΠΟ γράφει: «Αν ο Φίλιππος πραγματοποιούσε το όνειρό του να κατακτήσει την ΑΣΙΑ, δε θα απέμενε πια τίποτα άλλο να κάνει από το να γίνει θεός». Και ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ έγραψε αργότερα στα πολιτικά του ότι ο άνδρας που είναι βασιλιάς αυτοκράτορας «είναι σαν ΘΕΟΣ μεταξύ των ανθρώπων». Ενώ στη ΡΩΜΗ στους αυτοκρατορικούς χρόνους (από την εποχή του Οκταβιανού –Αυγούστου –το έτος 29 π.Χ.) καθιερώθηκε η λατρεία του αυτοκράτορα. Πάντως ο Αλέξανδρος αναγνωρίστηκε –αν όχι θεός –ισόθεος. Η πνευματική διάσταση της προσωπικότητάς του δημιούργησε στη συνείδησή του την υπέρτατη πίστη και τη δύναμη της θέλησης, ότι δηλαδή θα ξεπερνούσε την αντίδραση των Μακεδόνων στην προσπάθειά του να κατακτήσει όλη την ΑΣΙΑ και να ενώσει τον κόσμο της ΑΝΑΤΟΛΗΣ με τον κόσμο της ΔΥΣΗΣ. Κατείχετο, όπως πολλές φορές αναφέρει ο Αρριανός, από έναν έντονο "πόθο" να γνωρίσει το άγνωστο, να κατακτήσει όσο το δυνατό περισσότερες χώρες, να υπερισχύσει και να γνωρίσει νέους λαούς και άλλους πολιτισμούς. Τις παραμονές ακόμη του θανάτου του κατέστρωνε σχέδια για νέα δράση. στο στόχαστρο ήταν η εξερεύνηση της Κασπίας θάλασσας και ο "περίπλους" της Αραβικής χερσονήσου και στη συνέχεια η προέλαση προς τη Δύση. Ήταν πράγματι ακαταμάχητος ο πόθος του για επιδίωξη και επίτευξη υπεράνθρωπων κατορθωμάτων. Πίστευε ότι δεν υπάρχει όριο σε άνδρα με έφεση για άθλους, όταν μάλιστα οδηγούν και σε μεγάλα κατορθώματα. παρακινούσε και τους στρατιώτες του να το πιστέψουν και οι ίδιοι, αποβλέποντας πάντοτε στο καλό. και καλό θεωρούσε κάθε ελληνικό! Δε χωράει καμιά αμφιβολία ότι ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πέτυχε απίστευτα μεγάλο αριθμό πραγμάτων στη σύντομη βασιλεία του. Ήταν φιλαναγνώστης. Υπάρχει μαρτυρία του Πλουτάρχου για το πόσο μελετηρός υπήρξε: «...Και επειδή δεν είχε άλλα βιβλία να διαβάσει στην ΑΝΩ ΑΣΙΑ, διέταξε τον Άρπαλο, το θησαυροφύλακά του, να του στείλει και εκείνος του έστειλε αρκετές τραγωδίες του Ευριπίδη, του Σοφοκλή και του Αισχύλου και άλλους συγγραφείς». Έπαιρνε μάλιστα τον "ΟΜΗΡΟ" μαζί του στις επιχειρήσεις της εκστρατείας και μελετούσε τακτικά την Ιλιάδα. ήταν θαυμαστής του ΑΧΙΛΛΕΑ που τον θεωρούσε γενάρχη του (από τη γενιά της μητέρας του). Πρόκειται για το ειδικό εκείνο αντίγραφο, σχολιασμένο για χάρη του από τον ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, που του δώρισε με την υπογραφή του, μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή του στην πόλη ΜΙΕΖΑ, όταν ο Φίλιππος τον ανακήρυξε αντιβασιλιά της Μακεδονίας. κρατούσε τον πάπυρο κάτω από το μαξιλάρι του φυλαγμένο σε χρυσή κασετίνα, που ήταν λάφυρο του Δαρείου στην ΙΣΣΟ. Ο Γερμανός λόγιος παπυρολόγος ΟΥΛΡΙΧ ΒΙΛΚΕΝ γράφει: «Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πέρα για πέρα θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού. στην αυλή του σύχναζαν Έλληνες φιλόσοφοι και διάφοροι λόγιοι». Επίσης ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν και φιλότεχνος. πίστευε ότι η γνώση των τεχνών ωφελεί, γι' αυτό ήταν προστάτης αυτών. Πράγματι, όπως και ο πατέρας του, έζησε και πέθανε ως ενθουσιώδης λάτρης του υψηλότερου ελληνικού πολιτισμού και όχι μόνο, αλλά αγωνίσθηκε σκληρά και έκανε το παν να τον διαδώσει και να τον εξαπλώσει στα πέρατα της οικουμένης, συντελώντας έτσι στον εξελληνισμό και εκπολιτισμό τόσων βαρβάρων λαών. Η ηθική του ήταν υποδειγματική. εκτιμούσε ιδίως την ειλικρίνεια και τη γενναιοψυχία των αντιπάλων του. Κατά την καταστροφή της ΘΗΒΑΣ (335), έμεινε κατάπληκτος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ από το ήθος και τη γενναία ομολογία της αιχμάλωτης Θηβαίας Τιμόκλειας, ότι ήταν η αδελφή του στρατηγού Θεαγένη, που πολέμησε γενναία εναντίον του Φιλίππου και του ιδίου
στη μάχη της Χαιρώνειας (338). Θαυμάζοντας τη γενναιοφροσύνη της γυναίκας την απελευθέρωσε, ενώ είχε σκοτώσει η ίδια έναν αξιωματικό του. Όταν νίκησε τον Ινδό βασιλιά Πώρο, στη μάχη που έγινε στον ΥΔΑΣΠΗ ποταμό (Ιούλιος 326), θαυμάζοντας το παράστημα του αντιπάλου του, το υπερήφανο φρόνημά του και τη γενναία αντίστασή του στη λυσσώδη αναμέτρηση, του συμπεριφέρθηκε, όπως έχει προαναφερθεί, με άψογο ήθος και του χάρισε το βασίλειο. Η πράξη βέβαια κρύβει και πολιτική σκοπιμότητα. Επίσης η ευσπλαχνία του προς τους αδυνάτους και η κοινωνική μέριμνα γι' αυτούς είναι συγκινητική και υποδειγματική. Κανείς ηγέτης πριν απ' αυτόν δεν έδειξε τόση ευσπλαχνία και μάλιστα απέναντι στους αντιπάλους του. Η συμπεριφορά του προς την αιχμάλωτη βασιλική οικογένεια του Δαρείου – μετά τη μάχη στην ΙΣΣΟ (333) - υπήρξε παροιμιώδης. Κανείς δεν τόλμησε να θίξει την αξιοπρέπεια των μελών αυτής ή και να αγγίξει ακόμη τις παλλακίδες του "Μεγάλου Βασιλιά", του Δαρείου. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κέρδισε από την πρώτη στιγμή κιόλας την καρδιά της Σιζύγαμβρης, της μητέρας του Δαρείου, με το σεβασμό που της έδειξε, με την ειλικρίνεια, την απλότητα και την αγνότητα της νιότης του. Και ενώ η καρδιά αυτής άντεξε στον καημό για τη δολοφονία τού γιου της, δεν θα αντέξει στον καημό για το θάνατο του Αλεξάνδρου. αμέσως θα θέσει τέλος στη ζωή της. Ήταν το στήριγμα στα γηρατειά της (ήταν υπό την υψηλή κηδεμονία του νικητή του γιου της επί μια δεκαετία, 333-323). Επίσης έχει προαναφερθεί η κοινωνική αντίληψή του, με οικονομικές παροχές και φορολογικές ελαφρύνσεις, απέναντι στις μακεδονικές οικογένειες που έχασαν δικούς τους στη μάχη του Γρανικού (334). Μεγάλη επίσης η μακροθυμία που έδειξε απέναντι στον αντίπαλο του Μαζαίο και στην οικογένειά του. Αλλά πολύ πιο συγκινητική υπήρξε η μέριμνα του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς τον όμιλο των 4.000 δυστυχισμένων Ελλήνων αιχμαλώτων, που είχαν μεταφερθεί από την Ελλάδα στην Περσέπολη κατά τις περσικές επιδρομές. Όπως έχει προαναφερθεί, οι δυστυχισμένοι αυτοί ομοεθνείς, σε προχωρημένη ηλικία, ζούσαν μακάβρια ζωή, αξιοθρήνητοι και αποτρόπαιοι στην όψη, περιφερόμενοι εδώ κι εκεί, αντικείμενα εμπαιγμού των βαρβάρων Περσών. Τους αναξιοπαθούντες αυτούς επισκέφθηκε ο μεγαλόψυχος, φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος Μακεδόνας βασιλιάς και τους υποσχέθηκε να τους στείλει πίσω στις πατρίδες τους. αυτοί όμως δε θέλησαν να γυρίσουν στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκονταν, ακρωτηριασμένοι, άλλος στα αυτιά, άλλος στη μύτη, άλλος στη γλώσσα κι άλλος με ένα χέρι. Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ικανοποίησε την επιθυμία τους και διέταξε αμέσως την περίθαλψη και την πλήρη οικονομική τακτοποίησή τους για το υπόλοιπο της ζωής τους (κοινωνικός λειτουργός!). [Απέραντη η ευαισθησία του "βάρβαρου" αυτού ΕΛΛΗΝΑ βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ απέναντι στον ανθρώπινο πόνο! Δε νομίζω να υπάρχει προηγούμενο!]. Νεαρός ακόμη βασιλιάς ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, οπλισμένος με τη διδασκαλία του Αριστοτέλη, ξεχύθηκε σαν ορμητικός χείμαρρος από την ΠΕΛΛΑ την πρωτεύουσα της Μακεδονίας (πριν από 2340 χρόνια), όχι για να αποκτήσει ο ίδιος πλούτη ή να ικανοποιήσει προσωπικές του επιθυμίες, αλλά να διαδώσει τον ελληνικό πολιτισμό στους βάρβαρους και να ενώσει όλους τους ανθρώπους με τα δεσμά της ειρήνης, της ομόνοιας και της αμοιβαίας επικοινωνίας. Εφόδιά του οι πολλές αρετές του και οι ελπίδες του: ευσέβεια προς τους θεούς, εμπιστοσύνη στους φίλους, απλότητα, ελευθερότητα, εγκράτεια, μεγαλοψυχία, θάρρος, καταφρόνηση προς το θάνατο, φιλανθρωπία, ευπροσηγορία, ειλικρίνεια, συνέπεια λόγων και πράξεων, σταθερότητα στις αποφάσεις και ταχύτητα στην εκτέλεση των ενεργειών, έρωτας για δόξα και θέληση για το καλό αποτέλεσμα. Με αυτές τις αρετές χαρακτηρίζει ο Πλούταρχος το Μακεδόνα στρατηλάτη στη βιογραφία του. Την αυτοπεποίθησή του αυτή, ότι δηλαδή θα επιτύχει στα σχέδιά του να ενώσει σε μια αυτοκρατορία όλον τον κόσμο, τη διατύπωσε πολύ νωρίς ακόμη, όταν είχε συναντηθεί (335) με τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη στην Κόρινθο. Είπε (κατά τον Πλούταρχο): «Εάν δεν σκεπτόμουν να αναμίξω τα βαρβαρικά έθνη με την ΕΛΛΑΔΑ και διατρέχοντας όλη την ήπειρο (την ΑΣΙΑ) να την εκπολιτίσω και, αφού βρω τα πέρατα της γης και τον Ωκεανό να εκτείνω ως εκεί τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και να σπείρω – και να απλώσω - την ελληνική δικαιοσύνη και ειρήνη σε όλα τα μέρη του κόσμου, δε θα καθόμουν άπρακτος μεταχειριζόμενος την εξουσία για σωματικές απολαύσεις, αλλά θα ζήλευα την απλότητα του Διογένη». [Θαυμάστε ένα συνετό νεαρό βασιλιά "βάρβαρο", που κόπτεται για την ΕΛΛΑΔΑ! ]
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δε μέθυσε από την εξουσία και δεν έκανε ποτέ κατάχρηση της δύναμής του. Χάρη στο χαρακτήρα του και στο έργο που επιτέλεσε η αυτοκρατορία του, που δημιούργησε μέσα σε 11 μόλις χρόνια (334-323 π.Χ.), διατηρήθηκε επί 3 αιώνες (το τελευταίο Ελληνιστικό βασίλειο, των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, θα υποταχθεί στους Ρωμαίους το 31 π.Χ.). Ξεκίνησε σαν μεγάλος στρατηλάτης και μεταμορφώθηκε σε υπέροχο διανοητήεκπολιτιστή. Και συμπληρώνει ο Πλούταρχος: «Ἀλέξανδρος ὀφθήσεται οἷς εἶπεν, οἷς ἔπραξεν καί οἷς ἐπαίδευσε φιλόσοφος» (δηλαδή, απ'όλα που είπε, απ'όλα που έπραξε και απ' όλα που δίδαξε, αποδεικνύεται ο Αλέξανδρος φιλόσοφος). Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ένα από τα πιο ασυνήθιστα άτομα που περπάτησαν ποτέ πάνω στη γη. ήταν αναμφισβήτητα μία παράξενη μεγαλοφυΐα . Αυτός πάνω απ'όλους αξίζει να αποκαλείται στην παγκόσμια ιστορία "ΜΕΓΑΣ". Είναι "ο ΜΕΓΑΣ της Ιστορίας". Η εκστρατεία του ως πέρα από το Νείλο και ως πέρα από τον ΙΝΔΟ ποταμό και από το Αιγαίο πέλαγος ως πέρα στον Ινδικό ωκεανό είναι η μεγαλύτερη και ενδοξότερη πορεία στην ιστορία των πολέμων όλων των εποχών. Το αρχαίο του μεγαλείο και το παρόν του δικαίωμα στη μνήμη βασίζονται και τα δύο στη στρατηγική του ικανότητα. ήταν αναμφίβολα μία μεγάλη και σπουδαία στρατηγική ιδιοφυΐα, είχε ταλέντο να ηγείται των ανδρών του στις πολεμικές επιχειρήσεις, τους οποίους οδηγούσε πάντοτε στη νίκη και στο θρίαμβο. Όποια στρατιωτική επιχείρηση συνέλαβε, τη σχεδίασε τέλεια και τη διεξήγαγε αποτελεσματικά, νικηφόρα, χωρίς σοβαρές απώλειες. Στη στρατηγική δεν τον ξεπέρασε κανείς, υπήρξε αήττητος στα πεδία των μαχών, αλλά και στα πεδία της πολιτικής και της διπλωματίας ήταν ικανότατος. Ένας από τους σπουδαιότερους και ενδοξότερους θαυμαστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Μέγας Ναπολέων, είπε κάποτε με κατανοητή υπερβολή: «Το να κατακτάς δεν είναι τίποτε. πρέπει κανείς να ωφελείται κιόλας από τις επιτυχίες του ». Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ωφελήθηκε τα μέγιστα από την εκστρατεία, ο ίδιος ικανοποίησε τον ασίγαστο πόθο του για γνώση και μάθηση και όλος ο ελληνισμός θα βγει κερδισμένος από τις εμπειρίες που απέκτησε: γνώρισαν οι Έλληνες νέες άγνωστες ως τότε χώρες και ήλθαν σε επαφή με πολλές φυλές και έθνη, έμαθαν την ιστορία τους, ασχολήθηκαν με τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους, τα ήθη και τα έθιμά τους, τη νομοθεσία τους, εξέτασαν τη χλωρίδα και την πανίδα των χωρών και σπούδασαν τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν εκεί. Παράλληλα όμως ωφελήθηκαν πολύ περισσότερο οι λαοί που έγιναν υπήκοοί του. διαδόθηκε σ'αυτούς ο ανώτερος ελληνικός πολιτισμός, όπου θα διατηρηθεί επί αιώνες, Ο ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ. Τί κέρδισε ο Φίρερ Χίτλερ-που αιματοκύλισε την ανθρωπότητα – με τον οποίο αναίσχυντα τόλμησε να παρομοιάσει το Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ο Φριτς Σαχερμέιρ; Τόσο στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο όσο και στον Α', οι Γερμανοί ηγήτορες ούτε οι ίδιοι ωφελήθηκαν από τις κατακτήσεις τους ούτε το γερμανικό έθνος και τους κατακτημένους λαούς ωφέλησαν, ούτε ακόμη περισσότερο προώθησαν τις επιστήμες και γενικά τον πολιτισμό, αλλά αντιστρόφως αφάνισαν τον κόσμο και με τη σιδηρόφρακτη πολεμική μηχανή τους ακρωτηρίασαν τον πολιτισμό στην ΕΥΡΩΠΗ και όχι μόνο. Ούτε ο Βοναπάρτης (ο Μέγας Ναπολέων), κατά την εκστρατεία του μέχρι τη ΡΩΣΙΑ, διέδωσε με τη μεγάλη στρατιά του (Grand armée) πολιτισμό, γιατί υπήρχε στα κράτη της ΕΥΡΩΠΗΣ αναπτυγμένος πολιτισμός. Μάταια οι "δημοκρατικές"λεγεώνες των Γάλλων καταστράφηκαν και στη Ρωσία και στο Βατερλό (1815). ο απολυταρχισμός όχι μόνο δεν κατέρρευσε, αλλά βγήκε και πιο ενισχυμένος, καθοδηγούμενος από την "Ιερά Συμμαχία". Ή μήπως οι αμερικανικές παρεμβάσεις και οι πολεμικές ολέθριες επιχειρήσεις των Τζορτζ Μπους (πατέρα και γιου) – με τη σύμπραξη και άλλων Νατοϊκών δυνάμεων – έφεραν την ειρήνη και προώθησαν τον πολιτισμό στις χώρες της Κεντρικής ΑΣΙΑΣ (Αφγανιστάν, Ιράκ ...), στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ου και στις αρχές της 1ης δεκαετίας του 21ου αιώνα; Η εκστρατεία όμως των ΕΛΛΗΝΩΝ προς τις χώρες αυτές (Ιράκ- Ιράν- Αφγανιστάν...) – με στρατηλάτη το βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ- είχε πολλές θετικές, άμεσες και έμμεσες συνέπειες. πολλά τα οφέλη "κατακτημένων" και "κατακτητών". Τα αποτελέσματα της εκστρατείας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είναι διαχρονικά. Ο "ΑΡΗΣ ΜΑΚΕΔΩΝ" διέδωσε τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό στους βάρβαρους λαούς της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, ήταν ο εκπολιτιστής των λαών, ο αναμορφωτής των ηθών, ο μεγάλος ειρηνοποιός. Αλλά και ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ εμπλουτίσθηκε, κι όχι μόνο οικονομικά, αλλά και εκπολιτιστικά.
Γενικά η ανθρωπότητα και άμεσα και έμμεσα ωφελήθηκε και η γνώση του κόσμου διευρύνθηκε. Πέθανε πολύ νέος και στα μισά της λαμπρής πορείας της ζωής του. επομένως δεν ολοκλήρωσε το έργο του και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι μπορεί να υπήρχε περαιτέρω, πιθανώς, ακόμη πιο σημαντική εξέλιξη. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είναι ο μεγαλύτερος κατακτητής που έζησε ποτέ και όχι μόνο. γιατί με τις πολιτικές, διπλωματικές και πολιτιστικές ικανότητες και δραστηριότητές του και με τους αξιοθαύμαστους ελιγμούς του χειρίσθηκε τις τύχες πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων. Ενδυόμενος το βασιλικό μανδύα του Φιλίππου (που τον διαδέχθηκε στην εφηβική ακόμη ηλικία των είκοσι ετών) ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ανέλαβε τρεις ρόλους: του βασιλιά της Μακεδονίας, του πολιτικού ηγεμόνα της Ελληνικής Συμμαχίας (της Κορίνθου) και στη συνέχεια του Έλληνα στρατηλάτη στην εκστρατεία κατά των Περσών, η οποία θα τον οδηγήσει στα πέρατα της γνωστής τότε οικουμένης. Κάποιες όμως από τις πολλές και ποικίλες στρατιωτικές επιχειρήσεις του είναι πιο αξιόλογες, αφού φωτίζουν διαφορετικές όψεις της στρατιωτικής του ιδιοφυΐας. Σπουδαίες – πανελλήνιας σημασίας- είναι η νίκη του στο Γρανικό (334) και στην Ισσό (333), καθώς επίσης και η κατίσχυση του ελληνικού στόλου στο ΑΙΓΑΙΟ και στα παράλια των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου (334-332). Με τις επιχειρήσεις αυτές απελευθερώθηκαν οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας από το ζυγό της περσικής τυραννίας, για την απελευθέρωση των οποίων είχε επισήμως αυτοδεσμευθεί ο Αλέξανδρος, πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία του. έτσι εξασφαλίσθηκε και η θαλασσοκρατορία των Ελλήνων. Σημαντικότατες υπήρξαν επίσης οι εκστρατείες, που έκανε ο Αλέξανδρος κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του, πριν αναχωρήσει για την ΑΣΙΑ, τόσο στο βορρά / στη Βαλκανική – ακόμη και πέρα από το Δούναβη- όσο και στη Νότια Ελλάδα, για να εξασφαλίσει τα νώτα του αναχωρώντας για την Ανατολή. Πολύ δύσκολη και επίπονη ήταν η επτάμηνη πολιορκία της Τύρου (332). αποφασιστική η νίκη κατά του Πέρση βασιλιά Δαρείου (331) στα Γαυγάμηλα. ανελέητος ήταν ο «ανταρτοπόλεμος» στην Κεντρική ΑΣΙΑ (Ιράν, Αφγανιστάν, Πακιστάν) κατά τα έτη 329-327 και, τέλος, η νίκη του επί του Ινδού μαχαραγιά / βασιλιά Πώρου στη μάχη του Υδάσπη ποταμού το 326. Αξιέπαινη η καρτερία και η συνέπεια του βασιλιά Αλεξάνδρου στις ταλαιπωρίες. υπέφερε από κοινού με τους άνδρες του. ανεξάντλητα τα αποθέματα της ψυχικής δύναμής του και της αντοχής του, και μάλιστα μετά την εξάντληση της υγείας του λόγω του πολύ σοβαρού τραυματισμού του στη μάχη κατά των Μαλλών. Αξιοθαύμαστη τέλος ήταν η περιπετειώδης διάβαση της ερήμου της Γεδρωσίας μέσα από την καυτή και άνυδρη, απέραντη αμμώδη έκταση (καλοκαίρι του 325 π.Χ.), κατά την οποία υπέφεραν τα πάνδεινα και πολλοί άνδρες και πολλά γυναικόπαιδα πέθαναν από την κόπωση, την πείνα και τη δίψα κάτω από τον αφόρητο καύσωνα. Και όμως, ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πάντα μπροστά! Πολεμούσε πολύ παλληκαρίσια και δεν του άρεζε να υποκλέπτει τη νίκη χρησιμοποιώντας δόλο. Τις πολιορκητικές μηχανές τις χρησιμοποιούσε μόνο, όταν δεν υπήρχε άλλη λύση να νικήσει. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνος, ορμούσε πρώτος στη μάχη και μοιραζόταν τους κοινούς κινδύνους με τους άνδρες του, ενσταλάζοντας σ' αυτούς υψηλό φρόνημα και την ελπίδα της νίκης. Γι' αυτό απαιτούσε και από τους επιτελείς του, από τους λοιπούς αξιωματικούς και τους απλούς στρατιώτες του αποφασιστικότητα και γενναιότητα, φτάνοντας μέχρι την αυταπάρνηση. Ήταν ανταγωνιστικός σε όλη τη σύντομη ζωή του. Με στρατηγική ικανότητα, αλλά και με πρέπουσα σκληρότητα αντιμετώπιζε "εν τη γενέσει τους" όλα τα εσωτερικά προβλήματα ανυπακοής και απειθαρχίας, που προέκυπταν στο κράτος του, συνωμοσίες, στάσεις, ανταρσίες και τιμωρούσε πολύ αυστηρά τους καταχραστές της εξουσίας. Αποδείχθηκε μάλλον αντάξιος μαθητής του πατέρα του (Φιλίππου) παρά του καθηγητή του (Αριστοτέλη). Τα στρατιωτικά του επιτεύγματα είναι ουσιαστικά αδιαφιλονίκητα. αποτελούν μια συναρπαστική αλυσίδα επιτυχιών. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε ακραιφνής ΕΛΛΗΝΑΣ, ενθουσιώδης λάτρης και υποστηρικτής του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο είχε ενστερνισθεί από την παιδική του ηλικία με τις διδασκαλίες του σοφού καθηγητή του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. Ήταν επίσης υπερβολικά φιλόδοξος άνδρας. ήθελε να είναι ο πρωταθλητής της ιστορίας και να μην υπερβεί κανείς άλλος τα κατορθώματά του. Δεν ξεχνούσε τον Όμηρο: «Αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων». Και όταν έφτανε ιδίως σε χώρες
άγνωστες στους Έλληνες, τότε ο ζήλος του για εξερευνήσεις ανταποκρινόταν στις ωραιότερες παραδόσεις της ελληνικής επιστήμης. Συνδύαζε μια ευρεία περιέργεια με τη στενή παρατήρηση και την ακριβή εξήγηση. Ήταν όμως και υπερβολικά τυχερός άνθρωπος. Η καλοτυχία του ήταν παροιμιώδης! Η πολιτειακή ιδεολογία του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, σχετικά δηλαδή με τον τρόπο διακυβέρνησης του κράτους, διαφέρει ριζικά από εκείνη του καθηγητή του Αριστοτέλη. Ο Μακεδόνας αυτός πανεπιστήμονας, ο Σταγειρίτης, στο σύγγραμμά του "ΠΟΛΙΤΙΚΑ" σχολιάζει ότι, αν οι ΕΛΛΗΝΕΣ μπορούσαν να επιτύχουν μια και μόνη συντεταγμένη πολιτεία (πολιτική οργάνωση), θα κυβερνούσαν όλο τον κόσμο. Ίσως ακόμη και να έτρεφε την ελπίδα ότι ο Αλέξανδρος, ο πρώην μαθητής του, θα κατάφερνε να επιτύχει κάποιο είδος παγκόσμιας ελληνικής ένωσης σε βάρος των μη Ελλήνων, των «βαρβάρων», τους οποίους ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ήταν «εκφύσεως» - και χωρίς δυνατότητα αλλαγής- κατώτεροι από τους ΕΛΛΗΝΕΣ. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ όμως πίστευε το εντελώς αντίθετο: η δική του πολιτεία θα ήταν μία αυτοκρατορία, όπου οι «βάρβαροι», στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν – ιδιαίτερα- πρώην εχθροί του, θα μπορούσαν να παίξουν ένα σημαντικό, ακόμη και κυρίαρχο, ρόλο. Ο ίδιος δήλωνε ότι δεν είχε πολιτική ιδεολογία. δεν ήταν ιδεολογικά δημοκράτης, αλλά η πρακτικότητα και ο ρεαλισμός υπαγόρευαν την υποστήριξη των δημοκρατικών πολιτευμάτων εκ μέρους του. Αξίωσε να καταλυθούν όλες οι τυραννίδες, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, όπου αυτές είχαν επιβληθεί, και να αντικατασταθούν οι νόμοι που οι τύραννοι (δωσίλογοι των Περσών) είχαν ποδοπατήσει. Η ψυχική καλλιέργεια του νεαρού βασιλιά της Μακεδονίας, η διανοητική του ανάπτυξη και η άριστη σωματική του διάπλαση σε συνδυασμό με την αρρενωπή ομορφιά του, με τα πλούσια σγουρά μαλλιά του και τα ωραία γαλανά και λαμπερά μάτια, τον καθιστούσαν πολύ γοητευτικό άνδρα. Παραταύτα κάποιοι απληροφόρητοι και κάποιοι κακοθελητές συγγραφείς – μισέλληνες – παρατηρούν ότι η πολεμική ορμή του δε συμβάδιζε με τη γενετήσια ορμή του, δηλαδή αμφισβητούν τη σεξουαλικότητά του. Άλλοι απ' αυτούς τον χαρακτηρίζουν ανίκανο και άλλοι ομοφυλόφιλο. και άλλοι πάλι – ανήθικα και παράλογα σκεπτόμενοι και παρεξηγώντας την αμέριστη αγάπη που έτρεφε για τη μάνα του (την Ολυμπιάδα) και αυτή αντιστρόφως για το γιο της- υποψιάζονται ακόμη και οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Αλλά ούτε ανίκανος ήταν ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ούτε ομοφυλόφιλος ούτε από καμία σεξουαλική διαστροφή έπασχε. Έχουν παρεξηγήσει την υπέρμετρη αγάπη του, που αισθανόταν προς τον αχώριστο φίλο του ΗΦΑΙΣΤΙΩΝΑ, και τη συμπόρευση από τα παιδικά τους χρόνια ως το θάνατό τους. Ήταν μάλιστα και συμμαθητές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλη στη ΜΙΕΖΑ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Εκεί η φιλία τους έγινε έκσταση και πίστεψαν οι δυο τους ότι ήταν η επανενσάρκωση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου. Αλλά και ο Ηφαιστίων ανταποκρινόταν στην αγάπη του με την ίδια θέρμη. Κάποτε μάλιστα στη σχολή απαγγέλλοντας ανάμεσα στους συμμαθητές και φίλους του και στον καθηγητή του την εικοστή δεύτερη ραψωδία της Ιλιάδας δάκρυσε ο Αλέξανδρος λέγοντας: «Πόσο πολύ θα ήθελα να ήμουν και εγώ ΑΧΙΛΛΕΑΣ, αλλά να είχα και τέτοιο φίλο, όπως ο ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ»! Τότε ο Ηφαιστίων του απάντησε: «Αν εσύ, Αλέξανδρε, επιθυμείς να αντικαταστήσεις τον Αχιλλέα, και εγώ επιθυμώ να αντικαταστήσω τον Πάτροκλο». Αμέσως αγκαλιάσθηκαν και το βασιλόπουλο είπε: «Από τώρα και πέρα ο Αλέξανδρος είναι Ηφαιστίων και ο Ηφαιστίων είναι Αλέξανδρος». Κάποιοι πιστεύουν ότι είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους και κάποια ομοφυλοφιλική, ίσως, σχέση. Λέγεται, επίσης, ότι ένα πρόσωπο αμφίβολης αποδοχής - και από τους Μακεδόνες και από τους κορυφαίους Πέρσες- ο νεαρός Πέρσης ευνούχος Βαγώας, εξαιρετικά όμορφος και ταλαντούχος τραγουδιστής και χορευτής, έγινε εραστής του Αλεξάνδρου, όπως υπήρξε και του Δαρείου, και ότι ασκούσε επιρροή σ' αυτόν. Υπάρχει όμως μαρτυρία του Πλουτάρχου ότι ο Αλέξανδρος χαρακτηρίζει την ομοφυλοφιλία αισχρή ηδονή. Ο Πλάτων στο έργο του "ΝΟΜΟΙ" καταδικάζει απερίφραστα τον σαρκικό έρωτα μεταξύ αρρένων. Ο ψυχικός όμως δεσμός μεταξύ νέων δεν είχε καμιά σχέση με σωματικές επαφές και όποιος επιχειρούσε να ασελγήσει σε βάρος άλλου, έχανε – βάσει νόμου- όλα τα πολιτικά του δικαιώματα. Η κοινή γνώμη διάκειται εχθρικά προς τους ομοφυλόφιλους και τους παιδεραστές σ' όλη την Αρχαία Ελλάδα. Η ισχύουσα νομοθεσία στις Ελληνικές πόλεις εκμηδενίζει πολιτικά και κοινωνικά τα άτομα αυτά και τα καταδικάζει ακόμη και σε θάνατο (Αισχίνης "Κατά Τιμάρχου"), γιατί η ομοφυλοφιλία ήταν αισχρή πράξη και θεωρούνταν "ύβρις".
Παρεξηγούν επίσης οι κακοθελητές συγγραφείς το ότι ο Αλέξανδρος δε θέλησε να νυμφευθεί στην ηλικία που συνήθως κάνουν γάμο οι άνδρες στη Μακεδονία, πριν αναχωρήσει για την μεγάλη εκστρατεία. Πιθανώς να μην τοποθετούσε τη σεξουαλική δραστηριότητα με γυναίκες πολύ ψηλά στην κλίμακα των αξιών του. Λέγεται ότι για το θέμα αυτό έχει πει: «Ο έρωτας και ο ύπνος μόνο με κάνουν να συνειδητοποιώ ότι είμαι θνητός». Στην ιεράρχηση των αξιών και των προτιμήσεών του προηγούνται η χαρά και η δόξα του πολέμου, οι περιπέτειες για κατάκτηση και εξερεύνηση του άγνωστου, τα κυνήγια, τα συμπόσια και η ενασχόλησή του με θρησκευτικά θέματα. Ένας τόσο γενναιόψυχος, παράτολμος / ριψοκίνδυνος άνθρωπος πως μπορεί να ήταν ομοφυλόφιλος (παθητικός ή ενεργητικός); Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. πολεμώντας πάντοτε στην πρώτη γραμμή της μάχης, τραυματίσθηκε πολλές φορές. Δέχθηκε τραύματα περισσότερα από κάθε στρατιώτη και αξιωματικό του. Ενώ ένας «τοιούτος» κοιτάζει πως να σώσει το τομάρι του, λιποτακτώντας ή προδίδοντας ακόμη και τους δικούς του. Για τον Αλέξανδρο η απλή χαρά της μάχης, όπως είναι άλλες απολαύσεις για άλλους άνδρες, ήταν ακαταμάχητη. Δεν επιθυμούσε πολύ τις σεξουαλικές κατακτήσεις. Είχε την πεποίθηση ότι είναι βασιλικότερο να νικά τα πάθη τού εαυτού του από το να νικά τους εχθρούς του. Αστειευόμενος έλεγε: «Οι Περσίδες είναι αλγηδόνες των οφθαλμών» (δηλαδή, Η ομορφιά των Περσίδων προκαλεί πάθος στα μάτια των ανδρών). Ίσως δεν είχε εμπιστοσύνη στις γυναίκες – από φόβο για την ασφάλεια της ζωής του- ενώ ήταν τολμηρότατος στις μάχες. Τα πολλά σημάδια του σώματός του από τις πληγές των τραυμάτων του είναι τα εύσημα του ανδρισμού και της παλληκαριάς του.Ήταν ένας πραγματικός, τέλειος, φυσιολογικός άνδρας και ένας πραγματικός ήρωας. Η επιβίωσή του μετά από το βαρύτατο τραυματισμό του στην ΙΝΔΙΑ, η γρήγορη ανάρρωσή του και η συνέχιση της πορείας του και των επιχειρήσεων αποδεικνύουν ότι ήταν ένας ασυνήθιστος άνθρωπος, αλλιώτικος από όλους. Αποκλείεται να ήταν σεξουαλικά ανίκανος. Για το θέμα αυτό υπάρχουν μαρτυρίες αδιάσειστες. Έγραψε σε κάποιο φίλο του: «Δος μου την τραγουδίστριά σου και πάρε 10 τάλαντα, αν βέβαια εσύ δεν την αγαπάς». Ο Ιουστίνος (Ρωμαίος ιστοριογράφος -3ος μ.Χ. αιώνας) διασώζει μια περιγραφή του εκλατινισμένου ιστοριογράφου Γαλάτη Πομπήιου Τρόγου ( 1ος π.Χ. αιώνας). αναφέρεται στην εθιμοτυπία, που υιοθέτησε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, όταν ανέβηκε στο θρόνο των Αχαιμενιδών, των Περσών βασιλιάδων: «...ο Αλέξανδρος μοίραζε τις νύκτες του μεταξύ των ορδών των βασιλικών παλλακίδων». Το πολυπληθές χαρέμι του αποτελούσαν 365 παλλακίδες (αναλογία μία για κάθε ημέρα), που τις κληρονόμησε από το Δαρείο. Εξάλλου τις περισσότερες φορές ο Αλέξανδρος στην ομορφιά εκείνων, αντιτάσσοντας την ομορφιά της δικής του εγκράτειας και σωφροσύνης, τις απέπεμπε σαν άψυχες εικόνες πραγμάτων! Αλλά πρέπει να σκεφθούμε και τους γάμους του. Το πρώτο δυνατό ερωτικό σκίρτημα της καρδιάς του πρέπει να αισθάνθηκε το Νοέμβρη του 333- μετά τη μάχη στην Ισσό- όταν αιχμαλωτίσθηκε η βασιλική οικογένεια του Δαρείου. Στην ηλικία των 23 ετών ο μέχρι τότε «ἄτρωτος ταῖς ἐπιθυμίαις» (δηλαδή ανέραστος) νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας αιχμαλωτίσθηκε και ο ίδιος, μαγευμένος από τη Στάτειρα, τη σύζυγο του «Μεγάλου» βασιλιά Δαρείου, που ήταν εκπάγλου καλλονής, η ωραιότερη γυναίκα της Ασίας. Όμως ο ερωτικός του πόθος, όπως έχει προαναφερθεί, έμεινε χωρίς ανταπόκριση –δεν εκδηλώθηκε-ίσως για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η άτυχη βασίλισσα πέθανε το 332 κατά τη διάρκεια τοκετού. άραγε τίνος ήταν το παιδί;Την κήδεψε με βασιλική μεγαλοπρέπεια και τη θρήνησε πολύ. Έκανε 3 γάμους. Από τον πρώτο γάμο του, με τη Σογδιανή καλλονή ΡΩΞΑΝΗ το 327, γεννήθηκε ένα αγόρι (μετά το θάνατό του /323), που ονομάσθηκε ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ'. Και μετά την επιστροφή από την εκστρατεία στην ΙΝΔΙΑ, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, όπως έχει προαναφερθεί, συμμετέχοντας το 324 στους μαζικούς γάμους που έγιναν κατ' εντολήν του, έκανε στα ΣΟΥΣΑ άλλους δύο παράλληλους γάμους με δύο Περσίδες πριγκίπισσες, τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου Γ΄, που λεγόταν κι αυτή Στάτειρα, και τη νεότερη κόρη τού πρώην βασιλιά Αρταξέρξη Γ΄, την Παρύσατη. Αλλά απ'αυτές δεν απέκτησε παιδιά. τον πρόλαβε ο θάνατος ή (;) ο δολοφόνος!!! Όμως είχε αποκτήσει ένα ακόμη παιδί –ένα γιο-από προγενέστερη ερωτική σχέση, που είχε με την όμορφη επίσης Περσίδα ΒΑΡΣΙΝΗ, τη χήρα του αντιπάλου του Μέμνονα, του Έλληνα / Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή στην υπηρεσία του σατράπη Πέρση Αρτάβαζου, του οποίου η Βαρσίνη ήταν κόρη. Ο γιος του αυτός ονομάσθηκε ΗΡΑΚΛΗΣ (του έδωσε ο Αλέξανδρος
το όνομα του ημίθεου γενάρχη της δυναστείας του). όμως δεν τον νομιμοποίησε, αφού δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο. Πάντως ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είναι ένα σεξουαλικά παρεξηγημένο άτομο. Μάταια προσπαθούν οι στημένοι κακοθελητές και μισέλληνες διαστρεβλωτές της ιστορίας του Μ. Αλεξάνδρου να μειώσουν και να ευτελίσουν τον ανδρισμό, το κύρος και τη δόξα του. Ντροπή τους!!! Όμως οι αξίες δεν ευτελίζονται και παραμένουν διαχρονικές. και ο Μακεδόνας αυτός παλληκαράς είναι μία μεγάλη αξία, ανυπέρβλητη, είναι ένας αστέρας πρώτου μεγέθους. Δυστυχώς, επειδή η σημερινή «ηθική και χριστιανική» κοινωνία μας δεν μπορεί να φτάσει στο μεγαλείο των αρχαίων Ελλήνων, επιδίδεται με μανία σε μια ακούραστη και κακοήθη προσπάθεια να τους υποβιβάσει, να τους εξευτελίσει, να τους διασύρει. Ας αφαιρέσουμε τις παρωπίδες και ας αφεθούμε απερίσπαστα και με πνεύμα ανοικτό στη μελέτη των κειμένων των προγόνων μας, των προγόνων κάθε αληθινού ανθρώπου. Το μόνο που έχουμε να χάσουμε είναι η άγνοιά μας. Και αυτό που θα κερδίσουμε; Ίσως το κλειδί της πνευματικής μας αναγέννησης. Ανήκει στην Παγκόσμια Ιστορία. Ήταν σοβαρός και συνεπής ηγέτης. διακρινόταν για την ειλικρινή ανδρική συνέπεια λόγων και πράξεών του. ο τρόπος της ζωής του ήταν ίδιος με τον τρόπο ζωής των Μακεδόνων του, τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη. Η λαμπρότητα, η ευρύτητα, η ταχύτητα του πνεύματός του και ειδικά η στρατηγική του σκέψη ήταν από τις βασικές αρετές του. Ήταν επίσης πολύ συναισθηματικό άτομο και αρκετές φορές έκλαψε και θρήνησε. Τα αισθήματά του ήταν πολύ δυνατά και ειλικρινή. Οπωσδήποτε είχε και ελαττώματα και μειονεκτήματα, όπως όλοι οι άνθρωποι. Βασικό ελάττωμα του χαρακτήρα του ήταν το ότι ήταν πολύ οξύθυμος, ευέξαπτος, εκρηκτικός άνθρωπος, ηφαιστειώδης. Ο Διόδωρος μαρτυρεί ότι ο Αλέξανδρος γνώριζε άριστα τα όρια της υπερηφάνειας και της αλαζονείας. Τα πλεονεκτήματα και προτερήματά του όμως ήταν πολύ περισσότερα, γι'αυτό η αντικειμενική εκτίμηση κλίνει υπέρ μιας θετικής εικόνας για την προσωπικότητά του. Όχι, δεν ήταν άσπιλος. όχι όμως και να προσπαθούν να τον σπιλώσουν κάποιοι κακοπροαίρετοι ψευδοσυγγραφείς και ερευνητές με γελοίες αναφορές σε βίτσια. Δεν ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος ούτε ηδονοθήρας ούτε μαλθακός ούτε μέθυσος ούτε επιρρεπής στην πολυτέλεια, αλλά άοκνος, ορμητικός και αποφασιστικός νεαρός. η φύση του χάρισε πάρα πολλά χαρίσματα και αρετές και η γραφίδα της Ιστορίας μαρτυρεί ότι στο πρόσωπό του συγκεντρώθηκε η Ελληνική Παιδεία, η οποία ανθούσε δεκάδες χρόνια στη Μακεδονική βασιλική Αυλή. Στις ομιλίες του προς τους αξιωματικούς και στρατιώτες του δεν παρέλειπε να εκδηλώνει τον "προσήκοντα" σεβασμό στην Ελληνική καταγωγή του: Όσοι – έλεγε – πολεμήσουν, να ξέρουν ότι θα πολεμήσουν για την Ελλάδα («...τούς ὑπέρ τῆς Ἑλλάδος ἑκόντας ἀμυνομένους»). Αισθανόταν πολύ μεγάλη υπερηφάνεια για την ένδοξη καταγωγή του, η οποία αναγόταν στα προϊστορικά ηρωικά χρόνια, αφού γενάρχης –όπως προαναφέρθηκε-της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας θεωρούνταν πως ήταν ο ημίθεος ΗΡΑΚΛΗΣ. Αλλά και από τη μητέρα του η καταγωγή του φθάνει στον ΑΧΙΛΛΕΑ. Προ-προπροπαππούς του ήταν ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α' ο «Φιλέλλην», βασιλιάς της Μακεδονίας (από 495;-452;). στο πρόσωπο αυτού αναγνωρίσθηκε για πρώτη φορά επίσημα η ελληνικότητα των Μακεδόνων, το 496 π.Χ. (70ή Ολυμπιάδα). Ήταν εγγονός του βασιλιά ΑΜΥΝΤΑ Γ' , ο οποίος σε ένα πανελλήνιο συνέδριο το 371 π.Χ. συγκαταλέγεται μεταξύ των Ελλήνων αντιπροσώπων, όπου έλαβε μέρος στην ψηφοφορία ως εκπρόσωπος της Μακεδονίας. Και υπέγραφε με υπερηφάνεια " ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ", τον οποίο διαδέχθηκε το 336 π.Χ.. Αγαπούσε υπέρμετρα τους γονείς του και τους τιμούσε. Τον πατέρα του τον θαύμαζε για τη στρατηγική πολιτική του και τη διπλωματική του δραστηριότητα και τον ανταγωνιζόταν στην αποφασιστικότητα και μαχητικότητα. Δήλωσε, ότι, όταν επέστρεφε στην πατρίδα, θα έκτιζε μια πυραμίδα ίση σε διαστάσεις με την υψηλότερη πυραμίδα της Αιγύπτου (του Χέοπος).Δεν έζησε όμως να πραγματοποιήσει το σκοπό αυτό. Αλληλογραφούσε με τη μητέρα του και της έστελνε πολύτιμα δώρα από τα λάφυρα των μαχών και της υποσχόταν ότι, επιστρέφοντας στη Μακεδονία, θα της εμπιστευόταν ιδιαίτερα κάποια μυστικά του.
Όμως στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δεν ήταν πεπρωμένο να γυρίσει. Έτσι τα μυστικά του ποτέ δεν τα έμαθε η μητέρα του- τα πήρε μαζί του. Τον κράτησε η ΑΣΙΑ. Το θάνατο του Αλέξανδρου στη Βαβυλώνα είχε προφητέψει ο Καλανός, ο πιο φημισμένος Ινδός Βραχμάνος ασκητής από τα Τάξιλα του Παντζάμπ (της Πενταποταμίας), ο οποίος εκφράζοντας το μεγάλο ενθουσιασμό του, που γνώρισε το μεγάλο Έλληνα Μακεδόνα στρατηλάτη, τον είχε ακολουθήσει κατά την επιστροφή του από την Ινδία στην Περσία. Αυτοκτόνησε στην Περσέπολη το έτος 324 αυτοπυρπολήθηκε επάνω στην πυρά που είχε ετοιμάσει ο ίδιος. ήταν μια επίσημη θεαματική τελετή αποτέφρωσης, που συνοδεύθηκε από γυμναστικούς και μουσικούς αγώνες. Αποχαιρέτησε όλους τους εταίρους του Αλεξάνδρου με ασπασμό, όμως τον ίδιο τον Αλέξανδρο δεν τον άφησε να τον πλησιάσει και να τον φιλήσει, αλλά του είπε: «Εσένα θα σε βρω και θα σε φιλήσω στη Βαβυλώνα». Όσοι το άκουσαν αυτό το ερμήνευσαν ως προφητεία για το τέλος του βασιλιά στο προσεχές μέλλον. Πράγματι η ψυχή του θα συναντήσει τη μεγάλη ψυχή του Μεγάλου βασιλιά της Μακεδονίας και της ΑΣΙΑΣ στη Βαβυλώνα, ύστερα από λίγους μήνες. Εκεί θα καταλήξει ο μεγαλύτερος στρατηλάτης των αιώνων και ο σημαντικότερος εκπολιτιστής. Η υγεία του γενικά, σωματική και ψυχική, παρουσίαζε κάποια σημάδια κάμψης, λόγω της υπερκόπωσης και της υπερφόρτισης αντίστοιχα. Τον «έφαγε» αυτός ο άπληστος «πόθος» του. φλεγόταν η ψυχή του από την επιθυμία να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα στο άγνωστο, να γνωρίσει νέους ορίζοντες. Δεν περιορίσθηκε μόνο στην κατάκτηση της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας, που ήταν ο απώτερος στόχος της εκστρατείας του στην Ανατολή, αλλά για να ικανοποιήσει τον «πόθο» του προχώρησε να φθάσει στα πέρατα της οικουμένης. Έτσι ταλαιπωρήθηκε η στρατιά του και ο ίδιος με την αιματηρή εκστρατεία εναντίον των ιθαγενών Ινδών. στενοχωρήθηκε πάρα πολύ από τη στάση των ανδρών του, που αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον ΥΦΑΣΗ ποταμό (326) . τότε ένιωσε για πρώτη φορά ηττημένος, προδομένος, γιατί θεώρησε την πράξη ως προδοσία. Εν συνεχεία ο θάνατος του Βουκεφάλα (326), του αχώριστου τετράποδου φίλου του, ο βαρύτατος – και πάρα λίγο μοιραίος – τραυματισμός του στη χώρα των Μαλλών (325), όπου ένιωσε για λίγο την πλήρη εγκατάλειψη των δυνάμεών του και των φίλων του- ένιωσε να χάνεται η ζωή του, η περιττά επιβεβλημένη πορεία της στρατιάς μέσα στο κατακαλόκαιρο διαμέσου της καυτής και άνυδρης απέραντης ερήμου της Γεδρωσίας, η τρομοκρατία στην Καρμανία, η σκληρή αντίδρασή του απέναντι στους Μακεδόνες του μετά την ανταρσία τους στην Ώπη, καθώς, επίσης και οι απότομες μεταπτώσεις των συναισθημάτων του, δείχνουν όλα αυτά ότι είχε κλονισθεί ο ψυχισμός του και είχε αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του. Το βαρύτατο όμως πλήγμα, που δέχθηκε η ψυχή του, ήταν ο αδόκητος θάνατος του καλύτερου, του πιστότερου φίλου του, του Ηφαιστίωνα, που πέθανε ξαφνικά στα Εκβάτανα το φθινόπωρο του 324 π.Χ. κατά τη διάρκεια συμποσίου. Τότε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε αισθανθεί ένα σοβαρό "σοκ" και είχε υποστεί ένα ομηρικό παροξυσμό θλίψης – όπως ο Αχιλλέας, όταν είδε νεκρό τον Πάτροκλο- ήταν σαν να πέρασε κυριολεκτικά από το σώμα του ηλεκτρισμός. το πένθος του ήταν πολύ βαρύ- ασήκωτο- όπως τότε που έχασε το περήφανο άτι του. Κλονισμός της ψυχής και του νου!!! Αυτοί οι δύο φίλοι του, ο ΗΦΑΙΣΤΙΩΝ και ο ΒΟΥΚΕΦΑΛΑΣ, τον συντρόφεψαν πιστά από τα παιδικά του χρόνια ως το τέλος της ζωής τους και μοιράσθηκαν από κοινού τους κόπους και τις χαρές της νίκης, τις δόξες και τους θριάμβους. Αλλά, δυστυχώς, όπως πάλι μας υπενθυμίζει ο πατέρας της Ιστορίας, Ηρόδοτος, «η ανθρώπινη ζωή είναι περιστρεφόμενος τροχός και δεν επιτρέπει ποτέ στον ίδιο άνθρωπο να προχωράει αδιάκοπα προς την Τα σημάδια της κατάρρευσής του ορατά. είχε μελαγχολία και δυσθυμία και η συμπεριευημερία». φορά του ήταν σκαιά και μη ενδεδειγμένη. Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έπινε πολύ. Στα ολονύκτια συμπόσια με τους φίλους του κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες κρασιού και μοίραζε στους στρατιώτες του και άφθονο κρασί και κρέατα μαζί- από τις μεγάλες θυσίες που έκαμνε τακτικότερα. Εξάλλου λέγεται ότι έπινε, για να μην αισθάνεται τις τύψεις της συνείδησής του που τον βασάνιζαν για τις εκτελέσεις που αυτός διέταξε (του Φιλώτα, του Παρμενίωνα, κ.ά.). Τέλος οι εκδικήτριες ΕΡΙΝΥΕΣ δεν τον άφηναν να ησυχάσει και να ηρεμήσει, όταν κάθε φορά ερχόταν στο νου του η εφιαλτική σκηνή του φόνου του πιστού φίλου του και υπασπιστή του, Κλείτου- που τον σκότωσε με τα ίδια τα χέρια του- μολονότι ο γενναίος αυτός εταίρος (ως διοικη-
τής / ιππάρχης της βασιλικής ίλης) είχε προτάξει τα στήθη του και τον είχε σώσει από τη σπάθα του Σπιθριδάτη στην πρώτη μάχη με τους Πέρσες, στο ΓΡΑΝΙΚΟ (334). Τρεις επανωτές διασκεδάσεις έκανε με παρατεταμένη οινοποσία και έφτασε στο τέλος. Αρρώστησε βαριά και, ενώ ψηνόταν στον πυρετό, δεν έπαυσε να παίρνει το λουτρό του και να συζητάει με τους φίλους και τους επιτελείς στρατηγούς του και το ναύαρχο Νέαρχο, δίνοντας τις τελευταίες εντολές του, ώστε να είναι όλα έτοιμα για τον απόπλουν του στόλου με τα αγήματα για την εκστρατεία στην ΑΡΑΒΙΑ. Δέκα ημέρες (από τις 3 Ιουνίου) κάηκε και έλιωσε από τον πολύ υψηλό πυρετό. είχε αρχίσει το φοβερό χαροπάλεμα του γενναίου και πολυδοξασμένου ήρωα (Ηρακλείδης από τον πατέρα του και Αιακίδης από τη μητέρα του). Όλοι πίστεψαν και ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν Θεός και ας έλεγε η παράδοση ότι ήταν μακρινός απόγονος του ίδιου του θεού ΔΙΑ. Πραγματοποιήθηκε ο συγκινητικός, δραματικός αποχαιρετισμός . μία συνταρακτική σκηνή που προηγήθηκε από το μοιραίο τέλος: επιτελείς στρατηγοί και λοιποί διοικητές αξιωματικοί και απλοί στρατιώτες, αυλικοί και λοιποί αξιωματούχοι του κράτους του και άλλοι περνούσαν ώρες πολλές μπροστά του σε μία ατελείωτη γραμμή. Εκείνος δεν μπορούσε να τους μιλήσει, τους αποχαιρετούσε μόνο, ανασηκώνοντας λίγο, κάπου-κάπου, το κεφάλι του με πολλή δυσκολία και τους έγνεφε με τα μάτια που αργοσβήναν. Βαρύς ακουγόταν ο επιθανάτιος ρόγχος αυτού και της «αυτοκρατορίας του». Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, στην ερώτηση των εταίρων του σε ποιον αφήνει την εξουσίαν «την βασιλείαν απολείπει», αποκρίθηκε με φωνή που τρεμόσβηνε: «τῷ κρατίστῳ» (στον πιο ικανό). Αυτή ήταν η τελευταία λέξη του – ΔΙΑΘΗΚΗ και παρακαταθήκη του προς το επιτελείο του, προς τους ΕΛΛΗΝΕΣ προς όλους τους υπηκόους του. Η βάσκανη μοίρα τον στέρησε τόσο ενωρίς από τον Ελληνισμό και απ΄ όλη την ανθρωπότητα που τον χρειαζόταν ακόμη πολύ. Έδυσε ο λαμπρός ήλιος της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, ο εκπολιτιστής των εθνών. Έσβησε στις 28 του μακεδονικού μήνα Δαισίου, δηλαδή στις 13 Ιουνίου 323 π.Χ. αργά το απόγευμα με το ηλιοβασίλεμα. Την ώρα εκείνη ήταν σαν να σταμάτησε μαζί με την αναπνοή του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και η αναπνοή της ίδιας της ιστορίας. Ο Ρωμαίος ιστοριογράφος Κούρτιος Ρούφος γράφει: «Κανένας δεν ταυτίσθηκε με την παγκόσμια ιστορία, όσο ο Μέγας Αλέξανδρος» και συνεχίζει: «στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του βασιλιά, Έλληνες και βάρβαροι ξέσπασαν σε πρωτάκουστο θρήνο και το πένθος ξεπέρασε αμέσως τα τείχη της Βαβυλώνας και – σαν να ήταν κύμα μιας μεγάλης και απρόσμενης παλίρροιας – ξαπλώθηκε παντού». Έφυγε στην ηλικία των 33 ετών (όσα και τα χρόνια της επίγειας ζωής του Ναζωραίου ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ). Ο Αρριανός σημειώνει: «... ὡς λέγει Ἀριστόβουλος, ἐβίω δύο καί τριάκοντα ἔτη καί τοῦ τρίτου μῆνας ἐπέλαβεν ὀκτώ» (δηλαδή ... έζησε 32 χρόνια και από το 33ο χρόνο πήρε 8 μήνες). Σχετικά για τα αίτια του θανάτου του υψιπέτη αετού της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, πολλές είναι οι απόψεις, που διατύπωσαν οι αρχαίοι και νεότεροι ιστορικοί αλλά και ειδικοί επιστήμονες. οι αφηγήσεις είναι φορτισμένες με προπαγανδιστικά στοιχεία. Από τη μια μεριά, μερικοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι μία απλή ασθένεια είχε νικήσει έναν τέτοιο γίγαντα και υποπτεύονταν ότι είχε δηλητηριασθεί. Από την άλλη μεριά, ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος υπέφερε από χρόνια ελονοσία και αυτή υποβόσκοντας έφθειρε την υγεία του και λόγω υπερκόπωσης επανεμφανιζόταν σε οξεία μορφή. Έτσι, τελικά, η ελονοσία τον κατέβαλε και τον οδήγησε στο θάνατο. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι τα μη επουλωμένα εντελώς τραύματα σε καίρια και ευπαθή σημεία του σώματός του, όπως στο στήθος, σε συνδυασμό με την υπερκόπωση και υπερένταση, εκνευρισμό και καταβολή των δυνάμεών του - λόγω των εξαντλητικών πορειών κατά τις εκστρατείες και λόγω της συμμετοχής του σε «παννυχίδες ευωχίας» (ολονύκτια συμπόσια) - υπέσκαψαν ανεπανόρθωτα την υγεία του. πρόκειται, επομένως, για μετατραυματικές επιπλοκές. Άλλες εκδοχές (όπως επιληψία ή ακόμη και αφροδίσιο νόσημα) είναι αναληθείς και μη συμβατές με τα γεγονότα και τα συμπτώματα της νόσου, που περιγράφουν οι «Εφημερίδες». Οι προβαλλόμενες απόψεις στηρίζονται σε εύλογα επιχειρήματα και δημιουργείται σύγχυση, προκαλούνται διλήμματα και γεννιούνται ερωτη-
ματικά και έτσι δεν καθίσταται δυνατή η διάγνωση της αλήθειας για την πραγματική αιτία του θανάτου του Μεγάλου «δορυκτήτορα» και εκπολιτιστή των λαών της Ανατολής. Η μόνη αξιόπιστη και σοβαρή πηγή κατά τον Ν. HAMMOND είναι οι «ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ», ενώ κάθε άλλη χαρακτηρίζεται μυθιστορηματική, αυθαίρετη, ανεύθυνη, φανταστική, που εξυπηρετεί προπαγανδιστικούς σκοπούς. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι οι προσθαφαιρέσεις, που γίνονται στις «Εφημερίδες», είτε είναι σύγχρονες των γεγονότων είτε μεταγενέστερες, εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες και προωθούν προσωπικές φιλοδοξίες. Όμως στους ελληνιστικούς ήδη χρόνους ο ιστοριογράφος ΣΤΡΑΤΤΙΣ, ο Ολύνθιος, έγραψε το έργο «περί τῶν Ἀλεξάνδρου Ἐφημερίδων». αυτός, εφόσον παρήλθε η εποχή των σκοπιμοτήτων και τα πράγματα ξεκαθάρισαν (μετά τη μάχη στην ΙΨΟ το 301 π.Χ.) κατάφερε να συλλέξει όλες τις Εφημερίδες με τις λογής προσθαφαιρέσεις και κατάρτισε ένα σώμα. Το πεντάτομο έργο που εκπόνησε, αποτελεί συγκερασμό, μια κοινή συνισταμένη των αντιτιθέμενων απόψεων και εκδοχών. βέβαια το έργο αυτό δε σώθηκε, είχε όμως γίνει πολύ γνωστό στην αρχαιότητα και μετά την επεξεργασία όλων των πληροφοριών που παρέχουν θεωρούνταν αξιόπιστες και άλλον αυθεντικές πηγές. Ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος αντλούν τις πληροφορίες τους από τις «Εφημερίδες» (Δελτίο Τύπου και Πληροφοριών των καθημερινών πράξεων της βασιλικής διοίκησης), και με βάση, λοιπόν, τις πληροφορίες τους οι νεότεροι ιστορικοί ΑΡΡΙΑΝΟΣ και ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, επίσης ο Αιλιανός και ο Αθήναιος υιοθετούν την άποψη ότι ο Αλέξανδρος υπέκυψε στο μοιραίο λόγω συνεχούς πυρετού, ο οποίος συχνά εξελισσόταν σε υπερπυρεξία (πολύ υψηλός πυρετός, πάνω από 40ο C). Ο Αριστόβουλος μάλιστα αναφέρει ότι η επιδείνωση της ασθένειας του βασιλιά είχε ως συνέπεια να τον οδηγήσει σε παροξυσμό, ο οποίος συνοδευόταν με εμφάνιση υψηλού πυρετού και παραλογισμού, συμπτώματα της υπερβολικής οινοποσίας των τελευταίων ημερών της ζωής του. Αποκρούεται όμως ο ισχυρισμός ότι η υπερπυρεξία είναι απότοκος υπερβολικής οινοποσίας. Όμως ο ίδιος ο ιστορικός αναφέρει και την ιατρική αμέλεια του μεγάλου ασθενούς προς τους θεράποντες γιατρούς του. καταστρατήγησε τους κανόνες της θεραπευτικής αγωγής: π.χ. ενώ είχε πλήρη εξάντληση, συνέχιζε να πίνει, να ξενυκτά, να κάνει τακτικά λουτρά και να μην αναπαύεται, ασχολούμενος με το πρόγραμμα των εργασιών του – των προετοιμασιών της εκστρατείας στην Αραβία. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι κοιμόταν στο λουτρό εξαιτίας του πυρετού («ἐκάθευδεν ἐν τῷ λουτρῷ διά τό πυρέξαι»). Αναφέρεται ακόμη ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, διέκοψε τις σχέσεις του με τους γιατρούς του, μάλιστα κατέκρινε δριμύτατα το γιατρό Γλαυκία, που δεν έσωσε τον αγαπητό του φίλο, και διέταξε τη θανάτωσή του. Αντικατέστησε τους θεράποντες γιατρούς του και εμπιστεύθηκε την παρακολούθηση της υγείας του σε μάγους και μάντεις. Τί ρόλο άραγε να έπαιξαν οι Χαλδαίοι (Βαβυλώνιοι) μάγοι και ιερείς, οι οποίοι δεν έπαυσαν να τον θεωρούν κυρίαρχο της χώρας τους; Πάντως οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του βασιλιά, μη μπορώντας να προσφύγουν σε άλλα πορίσματα, προσπαθούσαν να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους υπερτονίζοντας την προσωπική ευθύνη του Αλεξάνδρου με την άκρατη οινοποσία των τελευταίων κυρίως ημερών και την παραμέληση της υγείας του. Ωστόσο δε λείπουν και οι απόψεις που αναφέρουν ότι ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έπεσε θύμα δολοφονίας από ομάδα συνωμοτών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν δραστικό δηλητήριο, για να τον εξοντώσουν! Άποψη του ΑΡΡΙΑΝΟΥ – γράφει: «Πολλά έχουν αναγραφεί για τα αίτια του θανάτου του Αλεξάνδρου. Γνωρίζω ότι στάλθηκε από τον Αντίπατρο (τον αντιβασιλιά της Μακεδονίας) δηλητήριο, το οποίο του προμήθεψε ο Αριστοτέλης, επειδή φοβούνταν τον Αλέξανδρον εξαιτίας του Καλλισθένη. Ο γιος του Αντίπατρου Κάσσανδρος έφερε το δηλητήριο στη Βαβυλώνα μέσα στην οπλή ημιόνου. O αρχιοινοχόος (της Αυλής) Ιόλας, νεότερος αδελφός του Κασσάνδρου, πρόσφερε στον Αλέξανδρο μια κούπα κρασί ανακατωμένο με το δηλητήριο, λόγω δυσαρέσκειας προς τον Αλέξανδρο για προσωπικό ζήτημα. λέγεται επίσης ότι και ο Μήδιος ο Θεσσαλός, εραστής του Ιόλα, έλαβε μέρος στη συνωμοτική πράξη με την παρατήρηση ότι αυτός προσκάλεσε στην έπαυλή του τον Αλέξανδρο, για να φάνε και να πιούν μαζί. Πίνοντας ο βασιλιάς αισθάνθηκε έναν έντονο πόνο και γι' αυτό έφυγε από το συμπόσιο. Αυτά ας έχουν γραφεί από εμένα μάλλον, για να μη θεωρηθεί ότι τα αγνοώ, παρά ως πιστευτά για αφήγηση».
Άποψη του Πλουτάρχου- γράφει: «... τα περισσότερα απ' αυτά έτσι είναι γραμμένα στις "Εφημερίδες" και κανείς αμέσως δεν υποψιάσθηκε για δηλητηρίαση («φαρμακεία »). Ύστερα όμως από 6 χρόνια, λέγεται ότι έγινε καταγγελία στη βασιλομήτορα και η Ολυμπιάς εκτέλεσε πολλούς και έρριψε έξω από τον τάφο τα λείψανα του Ιόλα, που τότε είχε πεθάνει... Οι περισσότεροι νομίζουν ότι τα σχετικά με δηλητηρίαση είναι εντελώς πλαστά. Σοβαρή απόδειξη όμως της "φαρμακείας" αποτελεί το γεγονός ότι, ενώ οι στρατηγοί πολλές ημέρες είχαν προστριβές μεταξύ τους («ἐστασίαζον») για τη διαδοχή του θρόνου, το πτώμα, αν και έμεινε τόσες ημέρες άταφο σε τόπο θερμό και υγρό, εντούτοις δεν είχε παρουσιάσει κανένα σημείο αποσύνθεσης, αλλά έμεινε καθαρό και δροσερό (ισχυρή απόδειξη για δηλητηρίαση με αρσενικούχο δηλητήριο)». Οι Ρωμαίοι ιστοριογράφοι Κούρτιος Ρούφος και Ιουστίνος είναι κατηγορηματικοί για την άποψη της δημητηρίασης του Αλεξάνδρου, θεωρώντας ότι η θέση τους στηρίζεται στη διάχυτη πεποίθηση της κοινής γνώμης και σε αδιάψευστα γεγονότα. Ενώ ο Έλληνας ιστοριογράφος Διόδωρος ο Σικελιώτης δέχεται την εκδοχή της δηλητηρίασης, αλλά με επιφύλαξη. Γράφει: «Ο Αλέξανδρος προσκλήθηκε από το Μήδιο το Θεσσαλό να διασκεδάσουν- στο συμπόσιο ο βασιλιάς ήπιε πολύ, για να τιμήσει το θάνατο του Ηρακλή... Ξαφνικά έβγαλε βαρύ αναστεναγμό, σαν να δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Επειδή όμως μερικοί ιστορικοί διαφωνούν για την αιτία του θανάτου του Αλεξάνδρου, υποστηρίζοντας ότι προήλθε από δραστικό δηλητήριο, κρίνω αναγκαίο να μην παραλείψω την άποψή τους... ». Ο Ρωμαίος Ιουστίνος γράφει: «Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε την ατυχία να εξοντωθεί από τη δολιότητα των οικείων του και την προδοσία των υπηκόων του...ο Αντίπατρος συνωμότησε κατά του Αλεξάνδρου, με την σύμπραξη των γιων του. η συνωμοσία επέτυχε με τη δηλητηρίαση του βασιλιά στο συμπόσιο του Μηδίου με νερό αρσενικούχο, ανακατωμένο με κρασί, το οποίο του προσφέρθηκε από τον Ιόλα το γιο του Αντίπατρου, αδελφό του Κασσάνδρου». Άλλοι που βαρύνονται με τη συνεργία στη δηλητηρίαση είναι ο Μήδιος και ο Νέαρχος, ενώ οι "Εφημερίδες", συγκαλύπτοντας τις υπόνοιες αυτές, περιγράφουν σκηνές, όπου τα δύο αυτά πρόσωπα φέρονται να συζητούν κάθε μέρα με τον "ασθενή" και μάλιστα ο Μήδιος να παίζει μαζί του τους "κύβους". Ο Αλέξανδρος προηγουμένως είχε προσέλθει στην οικία του Νεάρχου, να τιμήσει το συμπόσιο του ναυάρχου του, όπου απέλαυσε την οινοποσία. Αυτοί οι δύο – ο Μήδιος και ο Νέαρχος –φέρονται οι "θύτες" με θύμα το βασιλιά. Άγνωστος παραμένει ο ρόλος των τριών συζύγων και γενικά του άμεσου περιβάλλοντος του Αλεξάνδρου, που λογικά θα έπρεπε να είναι κοντά του - στο κρεβάτι του πόνου! Επίσης άγνωστος είναι ο ρόλος των σπουδαίων επιτελών στρατηγών του (του Πτολεμαίου, του Περδίκκα και άλλων) κατά τις κρίσιμες εκείνες ημέρες, ενώ προβάλλονται στη δημοσιότητα των "Βασιλικών Εφημερίδων" τα ονόματα του Νεάρχου και του Μηδίου (που δεν είναι Μακεδόνες – Κρητικός και Θεσσαλός αντίστοιχα) για συγκάλυψη της εγκληματικής ενέργειας! Αξιοπερίεργο, επίσης, είναι το ότι δεν υπάρχει καμιά ενημέρωση σχετική με την πορεία της νόσου, αλλά και δεν αναφέρονται ονόματα των θεραπόντων γιατρών ούτε αναφέρονται τα μέτρα που έλαβαν και η θεραπευτική αγωγή γενικά για την αντιμετώπιση της ασθένειας(;). Οι επισημάνσεις αυτές δείχνουν προσπάθειες συγκάλυψης των πραγματικών γεγονότων και διοχέτευση πληροφοριών προς παραπλάνηση της κοινής γνώμης ή υποδηλώνουν σημαντικές παραλείψεις σχετικά με την αντιμετώπιση της ασθένειας. Δίνεται η εντύπωση προς τα έξω μιας συγκεχυμένης και απροσδιόριστης κατάστασης που επικρατεί στα βασιλικά ανάκτορα, τα οποία φρουρούνται αυστηρά! Το σκηνικό γεννάει υποψίες, τις οποίες επιτείνουν οι ασαφείς ανακοινώσεις των "Εφημερίδων"! Πάντως μεταξύ του αναγνωστικού κοινού πλανάται η φήμη για δολοφονία με τοξικό δηλητήριο. Αξιοσημείωτη είναι και η διαφωνία μεταξύ των σύγχρονων ιστορικών. Ο Νίκολας Χάμμοντ θεωρεί ότι ο συνεχής πυρετός, όπως μαρτυρούν οι πηγές που χρησιμοποιεί, δε συμβιβάζεται και δεν αντιστοιχεί στην εκδοχή της δηλητηρίασης. επίσης κατά τον Άγγλο ιστορικό αναξιόπιστος είναι ο Έλληνας ιστοριογράφος Κλείταρχος, που επικαλούνται ο Κούρτιος Ρούφος, ο Διόδωρος και ο Ιουστίνος, οι οποίοι χρησιμοποιούν και άλλες άσχετες αναξιόπιστες πηγές και συνεπώς είναι άσχετες με την πραγματικότητα. Απεναντίας ο BADIAN και ο BOSWORTH
στηριζόμενοι στη συγγραφή του Κούρτιου, του Διοδώρου και του Ιουστίνου υιοθετούν την άποψη της δηλητηρίασης, δίνοντας σημασία στις τελευταίες συνομιλίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη σκηνή με τον Περδίκκα, στον οποίο παρέδωσε το σφραγιδόλιθό του. "Το πτάρνισμα" ακόμη της Βαβυλώνας "ταράσσει και κινητοποιεί" την ΑΘΗΝΑ. Ένας από τους κυριότερους παράγοντες της αντιμακεδονικής παράταξης, ο Αθηναίος ρήτορας ΥΠΕΡΕΙΔΗΣ, εγκωμίασε σε δημόσια ομιλία του τον Ιόλα, γιο του Αντίπατρου, το δράστη της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου! Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ αναφέρει ότι «...ἐψηφίσατο καί τιμάς Ἰόλᾳ τῷ δοκοῦντι Ἀλεξάνδρῳ τό φάρμακον δοῦναι» (ψήφισε ακόμη και τιμές να αποδοθούν στον Ιόλα, που θεωρείται ότι χορήγησε το δηλητήριο στον Αλέξανδρο). Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η εκδοχή της δηλητηρίασης έφτασε πολύ γρήγορα στην Ελλάδα. Όμως παραξενεύει το γεγονός ότι οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου επέβαλαν το νόμο της σιωπής σε κάθε τι το σχετικό με τις διαδόσεις για δηλητηρίαση του βασιλιά και τέως συμπολεμιστή τους! Καταθέτω την άποψη του Ιερωνύμου του Καρδιανού, που είναι ένας από τους πιο αντικειμενικούς συγγραφείς. Γεννήθηκε στην Καρδία, πόλη της Θράκης, (Καρδιανός). Υπήρξε υπεραιωνόβιος - σύγχρονος των γεγονότων (370-266 π.Χ.). Υπηρέτησε στο μακεδονικό στρατό. Πρόσφερε τις υπηρεσίες του, στρατιωτικές και πολιτικές, και στους βασιλιάδες της δυναστείας των Αντιγονιδών. Το ιστορικό του έργο χαρακτηρίζεται από ιστορική ακρίβεια και λιτότητα ύφους. θεωρήθηκε μάλιστα η αυθεντικότερη πηγή, για την εποχή στην οποία αναφέρεται. Πολλοί μεταγενέστεροι ιστορικοί χρησιμοποίησαν το ιστορικό του έργο ως βοήθημα. Αυτός λοιπόν ισχυρίζεται ότι ο Μέγας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δηλητηριάσθηκε από τους γιους του Αντιπάτρου, με την παρατήρηση ότι η εκδοχή της δηλητηρίασης κοινολογείται και γνωστοποιείται μετά το θάνατο του βασιλιά Κασσάνδρου, συζύγου της ετεροθαλούς αδελφής του Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκης. Προφανώς εκείνοι που αποκάλυψαν την εκδοχή της δηλητηρίασης φοβούνταν τον Κάσσανδρο, γι'αυτό, όσο ζούσε, σιωπούσαν. Ο Ιουστίνος, είπαμε, παραδέχεται την εκδοχή της δηλητηρίασης, αλλά στο έργο του αναφέρει ως αιτία του θανάτου του Αλεξάνδρου και τη θεωρία του "αλκοολισμού". Τόσο ο ίδιος όσο και ο Πομπήιος Τρόγος (εκλατινισμένος Γαλάτης συγγραφέας από τον οποίο αντλεί) ισχυρίζονται ότι ο Μέγας Αλέξανδρος δηλητηριάσθηκε, και βασίζονται στις πληροφορίες του Σατύρου ( από τον Πόντο –έζησε στην Αλεξάνδρεια τον 3ο π.Χ. αιώνα- περιπατητικός φιλόσοφος και βιογράφος). Άλλος ιστοριογράφος, που ασχολήθηκε με το τέλος του Αλεξάνδρου, είναι ο ΕΦΙΠΠΟΣ ο Ολύνθιος (4ος π.Χ. αιώνας). αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος στο συμπόσιο του Μηδίου ήπιε πολύ κρασί και ξαφνικά "διπλώθηκε" νιώθοντας τόσο δυνατό πόνο, ώστε να πέσει το ποτήρι από το χέρι του! Το σύμπτωμα αυτό ενέσκυψε τόσο ξαφνικά και δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μέθης αλλά οξείας δηλητηρίασης! Το δηλητήριο ήταν άοσμο και άγευστο και γι'αυτό δεν το αισθάνθηκε, εξάλλου ήταν σε κατάσταση μέθης, γιατί είχε καταναλώσει πολύ κρασί και πρωτύτερα στο συμπόσιο του Νεάρχου. Βέβαια, παρά τη μεγάλη τοξικότητα του δραστικού δηλητηρίου, ο βασιλιάς Αλέξανδρος κατόρθωσε να αντέξει για λίγες ημέρες λόγω του Μιθριδατισμού, στον οποίο είχε προ πολλών ετών υποβληθεί, και λόγω του «φιλιατρεῖν» (είχε κάποιες ιατρικές γνώσεις, γιατί τον άρεζε να ασχολείται με τα ιατρικά και φαρμακευτικά θέματα). Όμως αυτή ακριβώς η ανοσία του Αλεξάνδρου κατά των δηλητηρίων και η αντοχή του οργανισμού του έδωσαν την εικόνα και τη δυνατότητα στη "Γραμματεία τύπου των Εφημερίδων", στη θέση της "αρχισυνταξίας" των οποίων είχε τοποθετηθεί από τον ίδιο το βασιλιά ο Ευμένης, όπως έχει προαναφερθεί, άνθρωπος εντιμότατος με "πιστοποιητικά" αφιλοκέρδειας και ανιδιοτέλειας, να γράψουν για νόσημα και να αποκλείσουν τις φήμες για δηλητηρίαση. Παρόλο που το δηλητήριο ήταν πολύ τοξικό και θανατηφόρο, είναι δυνατό η κατάποση να μην προκάλεσε τον άμεσο θάνατο, αλλά σίγουρα ήταν ανήκεστες οι βλάβες που επέφερε σε ευπαθή και ζωτικής λειτουργίας όργανά του (ήπαρ, νεφροί, καρδιά, εγκέφαλο κλπ). Τέλος ο Ψευδοκαλλισθένης (;) -3ος π.Χ. αιώνας-στο έργο του «Μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου» κατηγορεί τις "Βασιλικές Εφημερίδες" ως πρακτορείο χαλκευμάτων, που με ανακριβείς ή ψευδείς ανακοινώσεις και πληροφορίες προσπαθούν να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και να περάσουν με συνεχή προπαγάνδα την άποψη ότι ο θάνατος του βασιλιά οφείλεται σε φυσικά
αίτια και συγκεκριμένα στην κακή τροπή της ξαφνικής ασθένειάς του στο συμπόσιο του Μηδίου. Και ενώ ο βασιλιάς Αλέξανδρος σβήνει φαρμακωμένος, αντίθετα γίνεται λόγος στις "Εφημερίδες" για αλλεπάλληλες συσκέψεις μέσα στα ανάκτορα. Επιχειρείται δηλαδή η καθησύχαση της κοινής γνώμης και του στρατού με την παρουσίαση μιας εικόνας που απέχει από την πραγματικότητα. Πάντως η συνεχής παρουσία των "ηγεμόνων" (Μακεδόνων και Περσών) στο παλάτι πρέπει να σχετίζεται με θέματα της διαδοχής, ερήμην της Γενικής Συνέλευσης του Μακεδονικού Στρατού, η οποία κατά το έθιμο είχε γνώμη βαρύνουσα στην ανάρρηση των βασιλιάδων στο θρόνο της Μακεδονίας. Επίσης ανερμήνευτη είναι μία διαταγή, δήθεν του Αλεξάνδρου, δύο ημέρες πριν πεθάνει, κατά την οποία οι στρατηγοί και οι ανώτατοι βαθμοφόροι του στρατού έπρεπε να παραμείνουν στα ανάκτορα και στο χώρο μπροστά. Πρόκειται, σαφώς, για επιφυλακή εν αναμονή σοβαρών εξελίξεων και γεγονότων, αλλιώς δεν εξηγείται η έντονη κινητοποίηση αυτή. Προς τί όμως τα μέτρα της επαγρύπνησης αυτής και για πιο κίνδυνο; Πάντως ο "μέγας ασθενής" δεν είχε κανένα λόγο να δώσει μια τέτοια διαταγή. Άλλωστε από ποιους να προφυλαχθεί; Μήπως κινδύνευε από τους απλούς στρατιώτες του, οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι σε αυτόν; Άρα την εντολή έδωσαν οι "ηγεμόνες" (Μακεδόνες και Πέρσες αυλικοί). αυτοί είχαν συμφέρον να ισχύσουν πρόσθετα προστατευτικά μέτρα, γιατί τους κατείχε ο φόβος, μήπως εισβάλουν οι στρατιώτες στα ανάκτορα και αντιληφθούν την πραγματικότητα, την εγκληματική ενέργεια της δηλητηρίασης του βασιλιά τους, η οποία θα τους έφερνε σε μετωπική σύγκρουση με τη Συνέλευση του Μακεδονικού Στρατού. Επίσης είναι πολύ πιθανό να είχε πεθάνει ο Αλέξανδρος και οι "ηγεμόνες" να μην ήθελαν να ανακοινώσουν το θάνατό του, πριν τακτοποιήσουν το επίμαχο θέμα της διαδοχής του θρόνου και της αναδιανομής των διοικητικών περιφερειών μεταξύ τους, όπως υποστηρίζει ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ. Κλείνοντας το τόσο "καυτό" θέμα του θανάτου του Μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά, ανακεφαλαιώνω ότι η αιτία της ασθένειάς του και της ταχείας εξέλιξης αυτής, που τον οδήγησε στο θάνατο, ήταν οι ελώδεις πυρετοί που ενδημούν στην ελώδη περιοχή της Βαβυλωνίας, σε συνδυασμό βέβαια με την καταβολή των δυνάμεών του, σωματικών και ψυχικών, και τη συμμετοχή του σε ολονύκτια συμπόσια (οινοποσία, αϋπνία), δηλαδή την παραμέληση του εαυτού του. Αυτή η άποψη δημοσιεύεται στις "Βασιλικές Εφημερίδες", από τις οποίες αντλούν τις πληροφορίες τους ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος και απ'αυτούς, που ήταν σύγχρονοι των γεγονότων, αντλούν οι μεταγενέστεροι ιστορικοί Αρριανός και Πλούταρχος. Μεταγενέστεροι επίσης των γεγονότων εκείνων ιστορικοί, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, ο Κούρτιος Ρούφος, ο Ιουστίνος, ο Έφιππος ο Ολύνθιος και ο Ψευδοκαλλισθένης έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς με τις "Εφημερίδες" είναι εκείνο των τελευταίων ημερών της ζωής του βασιλιά Αλέξανδρου. Δηλαδή είναι γενικά αποδεκτή η άποψη ότι η περιπέτεια της υγείας του, που στοίχισε τη ζωή, έχει την αρχή της στο μοιραίο εκείνο βράδυ στο συμπόσιο του Μηδίου στην έπαυλή του. Με βάση τα παραπάνω γεγονότα που εκτέθηκαν, δύο είναι οι εκδοχές για το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο φυσιολογικός θάνατος ή η δηλητηρίαση. Συνοψίζοντας τις εκδοχές για τα αίτια που προκάλεσαν το θάνατο του βασιλιά (εφόσον απορρίψουμε την εκδοχή της εγκληματικής ενέργειας) αναφέρονται τα ακόλουθα: Το Γαλλικό Υγειονομικό Ινστιτούτο μετά από έρευνα αποφαίνεται ότι ο θάνατος του Μακεδόνα βασιλιά Αλεξάνδρου οφείλεται σε συνεχή "διαλείποντα" πυρετό των τροπικών χωρών. Υποστηρίζεται επίσης και η περίπτωση της κακοήθους ελονοσίας βαριάς μορφής, η οποία εστιάζεται στις περιοχές εκείνες (Βαβυλωνία), και η περίπτωση ακόμη του τύφου. Τέλος ο απόστρατος αρχίατρος Διονύσιος Αυρηλιώνης απορρίπτει τις εκδοχές ελονοσίας και άλλων ασθενειών και κατηγορηματικά την εκδοχή της δηλητηρίασης. Μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη των συμπτωμάτων της νόσου, εκφράζει την άποψη ότι αιτία του θανάτου υπήρξε το βαρύτατο και σοβαρότατο εκείνο τραύμα, που δέχθηκε ο Αλέξανδρος στη μάχη κατά των Μαλλών (325) στην Ινδία. Ένα βέλος είχε τραυματίσει τον πνεύμονα και παρά τις προσπάθειες των γιατρών δεν κατορθώθηκε η πλήρης ίαση του τραύματος, το οποίο δημιούργησε πυοθωρακικό απόστημα, που σταδιακά του προκάλεσε σηψαιμία. Αυτή τον οδήγησε στο θάνατο. Η διάγνωση του αρχιάτρου Αυρηλιώνη (θεωρητικά βέβαια) είναι: «Θάνατος λόγω μετατραυματικού αποστήματος πνεύμονος, ραγέντος εις την ελευθέραν υπεζωκοτικήν κοιλότητα».
Έφυγε ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ, ο απελευθερωτής, ο «ένοπλος εξερευνητής», ο εκπολιτιστής, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ. [Δε χρησιμοποιώ το ρήμα «πέθανε», γιατί ζει]. Ζει μέσα στις ψυχές όλων των πραγματικών Ελλήνων και ιδιαίτερα των Μακεδόνων«ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει» -συνεχίζει να υπάρχει στη θριαμβεύουσα ζωή του θρύλου και της αθανασίας, θριαμβευτής και τροπαιούχος, καλπάζοντας με το Βουκεφάλα του στους άγνωστους και απέραντους ορίζοντες της αιωνιότητας: Α
Θ
Α
Ν
Α
Τ
Ο
Σ
[Εδώ τελειώνω τη σύντομη σκιαγράφηση της σύντομης ζωής του]. Ο Μέγας Αλέξανδρος έφυγε από τη ζωή όχι πλήρης ημερών, αλλά πλήρης δόξης. Είχε φθάσει στο ζενίθ της δόξας και του πλούτου. Έφυγε νεότατος, στην πρώτη ακμή της ωριμότητάς του, χωρίς να προλάβει να χαρεί τη ζωή, να τη χορτάσει. παρά μόνο στα διαλείμματα των πολεμικών του δραστηριοτήτων. Αφότου είχε αποφοιτήσει από τα σχολεία –τη Στρατιωτική Σχολή των Βασιλικών Ακολούθων και τη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλη στη ΜΙΕΖΑ – πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στα πεδία των μαχών. πολεμούσε από παιδί (16 ετών). Και μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του σχεδίαζε μεγάλες επιχειρήσεις για νέες κατακτήσεις και εξερευνήσεις. Αλλά η διακυβέρνησή του σε ό,τι ιδίως αφορά τις σχέσεις μεταξύ νέων και παλαιών εδαφών δεν είχε προλάβει να σταθεροποιηθεί και να αναπτυχθεί πέρα από τον προσωπικό δυναμισμό του Αλεξάνδρου ως ατόμου. [Αν οι Μοίρες τον άφηναν να ζήσει λίγα ακόμη χρόνια, θα πραγματοποιούνταν και τα τελευταία μεγαλεπήβολα επιτελικά του σχέδια, θα σταθεροποιούνταν η κυριαρχία των Ελλήνων στην ΑΣΙΑ και θα έμπαιναν γερά θεμέλια για μια κοσμοκρατορία, που θα απλωνόταν σε 3 ηπείρους, από τον Ινδό ως τον Ατλαντικό ωκεανό, ως τα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, μια αυτοκρατορία που θα ένωνε την Ανατολή (Ασία και Αφρική) με τη Δύση (Ευρώπη), κάτω από το υπέρλαμπρο αστέρι του ελληνικού πολιτισμού]. Αυτό ήταν το μεγάλο επιτελικό του όραμα! Αλλά, δυστυχώς!!! Συνεχιστής του έργου αυτού δεν υπήρχε. δεν υπήρχε άξιος διάδοχος του μεγάλου αυτού άνδρα ούτε παγιωμένο γραφειοκρατικό πλαίσιο διακυβέρνησης, που θα εξασφάλιζαν την επιβίωση και διατήρηση της ακεραιότητας της ποικιλόμορφης αυτής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της αβέβαιας μεταβατικής περιόδου. Ο ένδοξος στρατηλάτης της Μακεδονίας και βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ με τόσα στρατιωτικοπολιτικά και εκπολιτιστικά επιτεύγματα δεν πρόλαβε να σκεφθεί πως να ρυθμίσει το θέμα της μεταβίβασης της εξουσίας, το θέμα της διαδοχής του θρόνου. Μήπως νόμιζε ότι ήταν αθάνατος; Όπως έχει προαναφερθεί, ο καρπός του φλογερού έρωτά του με την πανέμορφη νόμιμη σύζυγό του Ρωξάνη θα γεννηθεί λίγους μήνες μετά το θάνατό του. Θα ονομασθεί ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ'(323-310 π.Χ.), αλλά δε θα βασιλέψει να συνεχίσει το έργο του μεγάλου πατέρα του, ο οποίος επιδίωκε να έχει μια σφαιρική αντίληψη του κόσμου. Η εκλογή του θα υποδειχθεί από το ιππικό. Αρχηγός του Ιππικού ήταν ο Περδίκκας. Η περιπέτεια της τύχης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του ενδοξότερου στρατηλάτη των αιώνων, δεν τελείωσε με το θάνατό του. Η σορός του μεγάλου αυτού άνδρα πέρασε από μια ολόκληρη "Οδύσσεια", μέχρι να βρει την ησυχία που αρμόζει και ο τάφος του μετατράπηκε σε αξιοθέατο και προσκύνημα, ώσπου χάθηκαν τα ίχνη του. Τότε ξεκίνησε μια νέα "Οδύσσεια" για την ανακάλυψή του, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Σχετικά με την τύχη της σορού του βασιλιά, αυτό είναι ένα από τα μεγάλα και ακόμη άλυτα μυστήρια του αρχαίου κόσμου. Στην αρχή ταριχεύθηκε και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη ΒΑΒΥΛΩΝΑ. Παράλληλα αποφασίσθηκε η κατασκευή πολυτελέστατης αρμάμαξας, με την οποία θα μεταφερόταν η σορός, για να ενταφιασθεί στην Αίγυπτο, στο ιερό του ΑΜΜΩΝΑ ΔΙΑ, στην όαση της Σί-
βα, σύμφωνα, ίσως, με επιθυμία του ίδιου του Αλεξάνδρου. Η φροντίδα αυτή ανατέθηκε στον Αρριδαίο, τον ετεροθαλή αδελφό του, που αναγορεύθηκε βασιλιάς ως Αρριδαίος –Φίλιππος Γ', μέχρι να γεννήσει η βασίλισα ΡΩΞΑΝΗ, για να δουν τι θα κάνει. Υποδείχθηκε από το πεζικό. Ένα ζήτημα κεφαλαιώδους σημασίας, ιδιαίτερα για τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, είναι ο τόπος ταφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί! Αλλά περίπου 2 χρόνια αργότερα αποφασίσθηκε να επαναπατρισθεί η σορός του στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, για να ενταφιασθεί στο παλιό βασιλικό νεκροταφείο των Αιγών (στη Βεργίνα), όπου ήταν θαμμένοι και οι πρόγονοί του, όπως καθόριζε το έθιμο και επέβαλε η παράδοση. Ο Διόδωρος δίνει μια λεπτομερή περιγραφή της πολυτελέστατης αρμάμαξας, για την κατασκευή της οποίας χρειάσθηκαν σχεδόν δύο χρόνια και δαπανήθηκαν πολλά τάλαντα χρυσού. Πρώτα κατασκευάσθηκε ένα φέρετρο από σφυρήλατο χρυσό και το μέρος γύρω από το πτώμα το γέμισαν με αρώματα που του έδιναν ευωδία και το διατηρούσαν άφθαρτο. Επάνω στο φέρετρο ήταν απλωμένη μία χρυσοποίκιλτη πορφυρή στολή και η πανοπλία του νεκρού. Η άμαξα είχε 4 τιμόνια και σε κάθε τιμόνι ήταν ζευγμένες 4 σειρές από 4 ημίονους, ώστε ο συνολικός αριθμός των ημιόνων, που έσυρε την άμαξα έφτανε τους 64, και κάθε ένας ήταν στεφανωμένος με χρυσό στεφάνι. Την άμαξα συνόδευαν πολλοί στρατιώτες, τεχνικοί και οδοποιοί. Τη μεταφορά της βασιλικής σορού ανέλαβε ο στρατάρχης ΠΕΡΔΙΚΚΑΣ (ο Κράτιστος!), ο οποίος είχε αναλάβει την επιμελητεία του θρόνου ως επίτροπος της βασιλικής οικογένειας, μέχρι την ενηλικίωση του νεογέννητου Αλέξανδρου, διαδόχου του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, και ως επίκουρος συμβασιλιάς του βασιλιά Αρριδαίου-Φιλίππου Γ', γιατί είχε αυτός διανοητική αναπηρία. Έτσι ξεκίνησε η τελευταία "πορεία"του ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗ, η επιστροφή του στη Μακεδονία, αλλά ερχόταν νεκρός, για να ενταφιασθεί κοντά στους προγόνους του της δυναστείας των Τημενιδών. Εξαιτίας μιας προφητείας (την αναφέρει ο Αιλιανός),η οποία υποσχόταν ευημερία στον τόπου, όπου θα θαβόταν ο μεγάλος αυτός βασιλιάς, η σωρός του έγινε ανάρπαστη! Είχε ήδη ξεσπάσει η σύγκρουση των στρατηγών, η επάρατη διχόνοια άρχισε το έργο της. Στην πορεία προς την ΕΛΛΑΔΑ "κλάπηκε"η αρμάμαξα με τον επίσημο νεκρό "επιβάτη"της από το σατράπη της Αιγύπτου, τον Πτολεμαίο το γιο του Λάγου, που ήταν ένας από τους παιδικούς φίλους και συμμαθητές του Αλέξανδρου και είχε προαχθεί και αυτός στο βαθμό του στρατάρχη της αυτοκρατορίας. Ο ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ, συγγραφέας περιηγητής (2ος αι. μ.Χ.),μας δίνει την εξής πληροφορία: «....καί Μακεδόνων τούς ταχθέντας τόν Ἀλέξανδρον νεκρόν ἐς ΑΙΓΑΣ κομίζειν ἀνέπεισεν αὐτῷ παραδοῦναι» (δηλαδή –αυτός ο Πτολεμαίοςτους Μακεδόνες που ορίσθηκαν να μεταφέρουν τη σορό του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ στις Αιγές/ Βεργίνα τους μετέπεισε να την παραδώσουν σ'αυτόν). Πράγματι στα σύνορα Συρίας-Αιγύπτου ο Πτολεμαίος πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίθεση κατά του στρατιωτικού τιμητικού αποσπάσματος, που συνόδευε τη σορό του Μακεδόνα βασιλιά! Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση του συνοδευτικού αποσπάσματος και η μεταφορά του νεκρού αντί στην ΕΛΛΑΔΑ στην Αίγυπτο. Η ενέργεια αυτή του Πτολεμαίου αποσκοπούσε να δώσει αίγλη και λάμψη στη σατραπεία του, αλλά και να διακηρύξει ότι αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος του Αλεξάνδρου! Η πράξη αυτή του Πτολεμαίου χαρακτηρίζεται πραξικοπηματική κατά του Περδίκκα, του Επιμελητού του θρόνου, ο οποίος στις συγκρούσεις, που ακολούθησαν, έπεσε νεκρός και αυτός. Εκεί ο Πτολεμαίος αποφάσισε προς το παρόν (αναφέρει ο Διόδωρος) να μην ενταφιάσει τη σορό στο Ιερό του Άμμωνα Δία, όπως ήταν προαποφασισμένο από τη Συνέλευση, αλλά σε λαμπρό Μαυσωλείο στο κέντρο της Αλεξάνδρειας. και μέχρι την αποπεράτωση της κατασκευής του Μαυσωλείου αυτού, η σορός του Αλεξάνδρου φυλασσόταν στη Μέμφιδα, την παλαιά πρωτεύουσα των Φαραώ, γιατί και ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε αναγορευθεί από το ιερατείο της Αιγύπτου Φαραώ της Άνω και Κάτω Αιγύπτου (όπως αναφέρει ο Παυσανίας). μαρτυρία του γεγονότος αποτελεί και μία επιγραφή από παριανό μάρμαρο, που βρέθηκε εκεί: «Ἐπ' ἄρχοντος Ἀρχίππου Ἀλέξανδρος τίθεται ἐν Μέμφιδι καί Περδίκκας στρατεύει κατά τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ἀποθνήσκει» (δηλαδή, όταν ήταν άρχοντας ο Άρχιππος, ο Αλέξανδρος μεταφέρθηκε και εναποτέθηκε στη Μέμφιδα και ο Περδίκκας εκστρατεύει κατά της Αιγύπτου, όπου σκοτώνεται).Ο Πτολεμαίος έθαψε με μεγάλες τιμές τη σορό του Αλεξάνδρου πρώτα στη Μέμφιδα και αργότερα τη μετέφερε από εκεί στην Αλεξάνδρεια,
στη δική του πρωτεύουσα, όπου από το έτος 306 π.Χ. κυβέρνησε σαν εστεμμένος βασιλιάς της Αιγύπτου (πρώην σατραπείας του). Οι πληροφορίες που έχουμε- από τις πηγές που έχουν διασωθεί- είναι ότι η σορός του Αλεξάνδρου, αφού παρέμεινε για 2 χρόνια στη Μέμφιδα, ενταφιάσθηκε σε περίλαμπρο Μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια. οι πληροφορίες αυτές παρέχονται από τους: Στράβωνα, Διόδωρο, Παυσανία, Αρριανό, Πλούταρχο, Αιλιανό, Δίωνα Κάσσιο, Κούρτιο Ρούφο και τον Ψευδοκαλλισθένη. [Κανένας όμως σύγχρονος του Αλεξάνδρου, αλλά με μια χρονική απόσταση απ' αυτόν 300 ως 600 χρόνια. Τα έργα των συγχρόνων του ιστορικών, Πτολεμαίου, Αριστοβούλου, Καλλισθένη και Κλειτάρχου δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί]. Η ταφή λοιπόν του Αλεξάνδρου στην πόλη, που ίδρυσε ο ίδιος ο βασιλιάς εκπλήρωσε το χρησμό (τον αναφέρει ο Καλλισθένης), που είχε λάβει ο Αλέξανδρος, όταν τη θεμελίωνε: Η πόλη που κτίζεις θα γίνει τάφος σου. «τάφον γάρ ἕξεις αὐτήν, ἥν κτίζεις πόλιν ».Το Μαυσωλείο κατασκευάσθηκε από πολύτιμα μάρμαρα και η σαρκοφάγος ήταν ολόχρυση, με ανάγλυφο το όνομα του Αλεξάνδρου. Οι ιστορικές πηγές συγκλίνουν και συμφωνούν ότι η Αλεξάνδρεια είναι ο τόπος ταφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου . Κατά το Στράβωνα, περίφημο γεωγράφο της αρχαιότητας, ο οποίος επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια το έτος 25 π.Χ., η τέως πρωτεύουσα του κράτους των Πτολεμαίων είναι ο "Αλεξάνδρου τόπος". Συγκεκριμένα αναφέρει ο ΣΤΡΑΒΩΝ: «...μέρος δέ τῶν βασιλείων ἐστί καί τό καλούμενον ΣΗΜΑ Ἀλεξάνδρου, ἐν ᾧ αἱ τῶν βασιλέων ταφαί καί ἡ Ἀλεξάνδρου» (δηλαδή,μέρος των ανακτόρων είναι και το ονομαζόμενο Σήμα του Αλεξάνδρου, στο οποίο έγιναν οι ταφές των βασιλέων –Πτολεμαίων- και η ταφή του Αλεξάνδρου). Ο τάφος λοιπόν του Μεγάλου Αλεξάνδρου βρισκόταν εντός της Αλεξάνδρειας στη βασιλική νεκρόπολη. το Σήμα ήταν μέρος της αριστοκρατικής συνοικίας "Βρούχιον", όπου βρίσκονταν τα ανάκτορα, η βιβλιοθήκη και το Μουσείον (το αναφέρουν και ο Αρριανός και ο Δίων Κάσσιος, Ρωμαίος ιστορικός συγγραφέας-τέλος του 2ου / αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.). Επίσης ο ιστορικός ΖΗΝΟΒΙΟΣ (2ος μ.Χ. αιώνας) μας παραδίδει την πληροφορία ότι η θέση του βασιλικού νεκροταφείου βρίσκεται κοντά στο κέντρο της πόλης-Αλεξάνδρειας. Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής, όπως ταίριαζε στο μεγαλείο και το κύρος του. Το φέρετρό του ήταν κατασκευασμένο από χρυσό επάνω σε αλαβάστρινο στήριγμα, αλλά ο Πτολεμαίος Α' το αντικατέστησε με γυάλινο, το οποίο επέτρεπε τη θέα του νεκρού, που ήταν τέλεια διατηρημένος! Όμως μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ. δημιουργείται σύγχυση ως προς την ακριβή θέση του Μαυσωλείου. Μυστήριο καλύπτει την υπόθεση αυτή, αν λάβουμε υπόψη ότι το Μαυσωλείο ήταν τόπος προσκυνήματος. Ιστορικές πηγές αναφέρουν επισκέψεις Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και άλλων επισήμων στον Τάφο του Μακεδόνα στρατηλάτη, που ενισχύουν συντριπτικά την άποψη της ύπαρξής του στην Αλεξάνδρεια. Για την επίσκεψη του Ιουλίου Καίσαρα, ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, Έλληνας σοφιστής και συγγραφέας (2ος μ.Χ. αι.), γράφει : «κατῆλθεν εἰς τό ἄντρον, ἔνθα κεῖται ὁ τοῦ Πελλαίου Φιλίππου μανιώδης γόνος καί εὐτυχής στρατηλάτης» (δηλαδή, ο Ρωμαίος επίσημος –κατέβηκε στο σπήλαιο, όπου κείται νεκρός ο εκρηκτικός γιος του Φιλίππου που καταγόταν από την ΠΕΛΛΑ, αλλά ευτυχής στρατηλάτης). Επίσης οι πηγές αναφέρουν ότι οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες Οκταβιανός Αύγουστος, Καλιγούλας, Σεπτίμιος Σεβήρος και Καρακάλλας επισκέφθηκαν το Μαυσωλείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Αλεξάνδρεια και υποκλίθηκαν στη σορό του. Μάλιστα ο Οκταβιανός, θέλοντας να πάρει δύναμη, ακούμπησε τη σορό, με αποτέλεσμα να σπάσει ένα κομμάτι της μύτης. Όταν ρωτήθηκε αν ήθελε να δει και τους τάφους των Πτολεμαίων, αρνήθηκε, λέγοντας : «εγώ ήρθα να δω ένα βασιλιά και όχι νεκρούς», υποδηλώνοντας το θρυλικό "παρόν" του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο παρανοϊκός Καλιγούλας αφαίρεσε το θώρακα του νεκρού και ο Σεπτίμιος Σεβήρος έκλεισε μέσα στον τάφο πλήθος ιερών βιβλίων από τους αιγυπτιακούς ναούς. Ενώ, τέλος, ο γιος του Καρακάλλας, που διέδιδε πως ήταν μετενσάρκωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού απέθεσε στη σορό του τη χλαμύδα του, το σφραγιδόλιθό του και άλλα κοσμήματα πολύτιμα σαν σπονδή στο μεγάλο νεκρό, διέταξε να σφραγίσουν τον τάφο, για να μην τον αντικρίσει άλλος θνητός. Αυτά αναφέρει ο Ρωμαίος ιστορικός ΑπόΔΙΩΝ την ύστερη ΚΑΣΣΙΟΣ. αρχαιότητα και μετά (από τον 3ο μ.Χ. αιώνα) έχουν εξαφανισθεί τα ίχνη του τάφου. Όμως το κουβάρι, όπου μπλέκονται τα νήματα της Ιστορίας, των παραδόσεων,
των ερευνών και των ενδείξεων για τον τόπο, όπου είναι θαμμένος ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, άρχισε να ξετυλίγεται σαν συναρπαστικό "θρίλερ" και οι επιστήμονες ευελπιστούν ότι θα βρουν τον τάφο του ιδρυτή της Αλεξάνδρειας. Τα οστά του πατέρα του (του Φιλίππου) αξιώθηκαν να φυλάσσονται σήμερα –με τις πρέπουσες τιμές- εντός της ολόχρυσης λάρνακας στην πατρώα γη των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ, στο μοντέρνο αρχαιολογικό μουσείο στον τύμβο της ΒΕΡΓΙΝΑΣ (ΑΙΓΕΣ), μετά την ανακάλυψη και μελέτη του τάφου του από το Μανόλη Ανδρόνικο, το 1977. Τα λείψανα όμως του γιου του (του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ) βρίσκονται άραγε στην Αίγυπτο ή κάπου αλλού στην απεραντοσύνη της αυτοκρατορίας του; Ή μήπως έχουν κονιορτοποιηθεί από κάποιους μισαλλόδοξους; [Αλλά «Ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος» (Θουκυδίδης)]. Όμως νεότερες έρευνες στις ιστορικές πηγές (Παυσανίας, Πλούταρχος, Διόδωρος Σικελιώτης, Αρριανός, Στράβων, Ιουστίνος, Αιλιανός, Κούρτιος Ρούφος και άλλοι), στα ταφικά κτίσματα, στα οστά και στα κτερίσματα του βασιλικού τάφου της Βεργίνας, που έκαναν ο ιστορικός ερευνητής Τριαντ. Παπαζώης και οι καθηγητές της Ανθρωπολογίας Νικ. Ξηροτύρης και Αντ. Μπαρτσιώκας και η συνάδελφός τους Franziska Langenscheidt, προσεγγίζουν μια άλλη εκδοχή για τον τάφο του Φιλίππου ή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (;) Με βάση το ιστορικό γεγονός της εισβολής του ΠΥΡΡΟΥ Α', του βασιλιά της Ηπείρου, στη Μακεδονία, το έτος 274 π.Χ., και της σύλησης όλων των βασιλικών τάφων και της διασκόρπισης των οστών όλων των βασιλιάδων, μεταξύ των οποίων ήταν και τα οστά του Φιλίππου Β' και του γιου του Αρριδαίου (ή Φιλίππου Γ') , οδηγήθηκαν αυτοί οι ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ο ασύλητος, μέχρι τότε, (1977) αυτός τάφος της Βεργίνας δε φιλοξενούσε πλέον τα οστά του Φιλίππου Β' και της τελευταίας συζύγου του Κλεοπάτρας ούτε του Αρριδαίου και της συζύγου του Ευρυδίκης, αλλά κάποιου άλλου βασιλικού ζεύγους!!! Όταν βασίλευε στο Μακεδονικό Βασίλειο η Δυναστεία των Αντιγονιδών, επί της βασιλείας του Αντιγόνου Β' του Γονατά χρησιμοποιήθηκε ο μεγαλοπρεπής αυτός τάφος (ΙΙ) για την επαναταφή των λειψάνων του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και της συζύγου του ΡΩΞΑΝΗΣ, καθώς και του γιου τους ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Δ' (του διαδόχου του θρόνου τους) στον παρακείμενο ασύλητο επίσης τάφο (ΙΙΙ), του "Πρίγκιπα". Από τα ιστορικά στοιχεία προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς των ερευνητών αυτών, ότι στον τάφο (ΙΙ) είχε αρχικά ενταφιασθεί από τον Κάσσανδρο ο Αρριδαίος και η σύζυγός του Ευρυδίκη, που είχαν δολοφονηθεί από την Ολυμπιάδα το 317 π.Χ. στην Πέλλα. Μετά τη λεηλασία του βασιλικού νεκροταφείου από τον Πύρρο, διαμορφώθηκε ο τάφος αυτός στη σημερινή του μορφή από το βασιλιά Αντίγονο Β' Γονατά, με την περίφημη τοιχογραφία του κυνηγιού, το οποίο έγινε στη Βακτριανή της Περσικής Αυτοκρατορίας το 327 π.Χ.. Σ' αυτή διακρίνεται έφιππος ο Μέγας Αλέξανδρος (από την αμφίεσή του-λευκός χιτώνας, περσική ζώνη ως βασιλιάς της Ασίας), που είναι και στεφανωμένος με στεφάνι από φύλλα μυρτιάς. Επίσης διαπιστώνεται από τους ερευνητές ότι τα οστά του ανδρικού σκελετού είχαν προσεκτικά πλυθεί και δεν είχαν στάχτεςκαι είχαν προσεκτικά συλλεγεί όλα από την ημιαποτέφρωση. Αντίθετα τα οστά του γυναικείου σκελετού, που βρέθηκαν στον προθάλαμο του ίδιου τάφου, ήταν λειψά και λερωμένα με στάχτες και δεν μπορούσαν να επαναδομηθούν ολοκληρωτικά. Είχαν διασκορπισθεί. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι τα λείψανα μεταφέρθηκαν και επανατάφηκαν στις ΑΙΓΕΣ (Βεργίνα) από δύο διαφορετικούς τόπους, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και της συζύγου του Ρωξάνης, καθώς και του παιδιού τους Αλεξάνδρου Δ'. [Το βασιλόπουλο και η βασίλισσα θανατώθηκαν κατά εντολή του (βασιλιά) Κασσάνδρου το 310 π.Χ. στην Αμφίπολη]. Αποτελούσε ιερή παράδοση για τους Μακεδόνες στην αρχαιότητα η μετακομιδή των λειψάνων των βασιλιάδων, που πέθαιναν σε ξένους τόπους, στη γενέτειρά τους και από την παράδοση αυτή δεν ήταν δυνατό να εξαιρεθούν τα λείψανα της βασιλικής οικογένειας. Του Αλεξάνδρου μεταφέρθηκαν από τη Μέμφιδα της Αιγύπτου με όλα τα κτερίσματα (δεν ήλθε ταριχευμένη η σορός του, αλλά είχε ημιαποτεφρωθεί) και οπωσδήποτε στο μαυσωλείο της Αλεξάνδρειας είχε τοποθετηθεί ακριβές ομοίωμα (είδωλο) του Αλεξάνδρου, που επισκέφθηκαν και είχαν δει αργότερα οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες.-
Ε΄. ΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ / ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ. Κανένα έθνος στη διαδρομή των αιώνων δεν έχει να παρουσιάσει τόση πολυμορφία πολιτικών διαρθρώσεων και πολιτιστικής δημιουργικότητας όση το Ελληνικό. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (πατέρας και γιος) θεμελίωσαν μια νέα ελληνική ζωή μέσα σε ένα νέο ελληνικό χώρο. Μέσα σε λιγότερο από 15 χρόνια (338-323 π.Χ.) άλλαξε εντελώς η εικόνα του Ελληνισμού! Δεν άλλαξε μόνο ο γεωγραφικός χάρτης του Ελληνισμού ούτε άλλαξαν μόνο οι τύποι των πολιτευμάτων, το νόημα των πόλεων, ούτε οι ανώτατοι σκοποί των πολιτειών. Άλλαξε γενικά η ψυχή του Ελληνικού έθνους. Με την κατάκτηση του Ανατολικού κόσμου ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ μετέφερε την ιστορία του Ελληνικού έθνους σε ένα νέο επίπεδο. η μικρή ΕΛΛΑΔΑ έγινε η ελληνική ανατολική οικουμένη. Ο ελληνισμός αποκτά οικουμενικές διαστάσεις. Ένας καινούργιος ελληνικός κόσμος ΜΕΓΑΣ ανέτειλε. ένας νέος τύπος Έλληνα πρόβαλε, του οικουμενικού, ο άνθρωπος έγινε σχεδόν ξαφνικά πολίτης της οικουμένης. Νέος πολιτισμός αναφύεται, ο οικουμενικός. Ξεπεράστηκε το στενό ελλαδικό πνεύμα και μπήκε μέσα στην ιστορία των Ελλήνων, για πρώτη φορά, ένα στοιχείο οικουμενικότητας και υπερεθνικής ενότητας των ανθρώπων. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε δώσει γι' αυτή τη στροφή το παράδειγμα και, λίγο ή πολύ, οι διάδοχοί του και οι ΕΠΙΓΟΝΟΙ το ενστερνίσθηκαν. Τεράστιες προεκτάσεις πήρε ο κόσμος, που ένωσε υπό το σκήπτρο της εξουσίας του ο Μακεδόνας βασιλιάς. Το κύριο κέντρο του ελληνισμού μετατοπίσθηκε στην Ανατολή. Η ΑΘΗΝΑ δεν έσβησε, αλλά απλώς χλώμιασε μπροστά στη λάμψη της ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ. Η πόλη του Αλεξάνδρου, που τη θεμελίωσε ο ίδιος στην Αίγυπτο, έγινε εστία ελληνικής πνευματικής καλλιέργειας και διαδέχθηκε σε παγκόσμια κλίμακα την Αθήνα. Ο ΠΛΙΝΙΟΣ ο πρεσβύτερος, Λατίνος ιστορικός του 1ου μ.Χ. αιώνα, γράφει: «Οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου αυτοανακηρύσσονται μονάρχες και αλληλοσπαράσσονται. Ένας μάλιστα απ' αυτούς, ο ΑΤΤΑΛΟΣ Γ' (βασιλιάς της Περγάμου) κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη! Οι κατακτητικοί πόλεμοι του Αλεξάνδρου και οι νίκες του προκάλεσαν μεταναστευτικό κύμα προς την Ασία για πλουτισμό –μισθοφόροι, έμποροι, καλλιτέχνες, διανοούμενοι. Η Αθήνα το παγκόσμιο κέντρο του πνεύματος, της τέχνης και της επιστήμης σβήνει. Οι άνθρωποι των γραμμάτων σπεύδουν στις Αυλές των νεότευκτων βασιλείων». Η νέα αυτή ελληνική πόλη θα γίνει το κόσμημα και το κέντρο του ελληνισμού, ακραιφνές δημιούργημα του ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (από τον 3ο π.Χ. έως τον 4ο μ.Χ. αιώνα), οπότε το κέντρο της ιστορίας και του πολιτισμού μετατοπίζεται στο χριστιανικό ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Έπαψε οριστικά να ακτινοβολεί στα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα, όταν την κατέκτησαν οι ΑΡΑΒΕΣ (νεοφώτιστοι του Ισλάμ) και έκαψαν τη βιβλιοθήκη της. Στην ιστορία του πολιτισμού η μακραίωνη περίοδος, που εγκαινιάσθηκε με την ίδρυση της Αλεξάνδρειας το έτος 331 και διαρκεί μέχρι το 30 π.Χ., οπότε υποτάχθηκε η πόλη στους ΡΩΜΑΙΟΥΣ (ακριβώς 300 χρόνια), ονομάζεται ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ή ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ, γιατί σφραγίσθηκε από τη γονιμοποιό δύναμη του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο διέδωσε κατά την εκστρατεία του ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ – Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στους λαούς που έγιναν υπήκοοι της μεγάλης αυτοκρατορίας του. Η περίοδος αυτή στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, που αρχίζει με το Μέγα Αλέξανδρο και φτάνει σχεδόν ως τη γέννηση του ΧΡΙΣΤΟΥ, αποτελεί το τελευταίο της λαμπρό κεφάλαιο. Αν οι αρχαϊκοί χρόνοι της ελληνικής ιστορίας στάθηκαν η δυναμική εισαγωγή και οι κλασικοί συμπύκνωσαν σε μοναδικές δημιουργίες της τέχνης, του λόγου και του στοχασμού αυτό που αποκαλούμε ελληνικό πολιτισμό, στα ελληνιστικά χρόνια ο πολιτισμός αυτός με μια εκρηκτική έκταση απλώνεται ως τα όρια του τότε αρχαίου γνωστού κόσμου, αποκτά οικουμενικές διαστάσεις και προσφέρει τις γόνιμες καταβολές του νέου κόσμου, ο οποίος θα ανοίξει το δρόμο στη χριστιανική ανθρωπότητα: Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ είναι λαμπαδηδρόμος της οικουμένης. Αυτό είναι το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ. Πολιτιστικά όλος ο χώρος, τον οποίο έθεσαν υπό τον έλεγχό τους οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, θεωρείται ενιαίος. Όλους τους ποικιλώνυμους βάρβαρους λαούς, που έκαναν υπηκόους τους, τους ένωσε ο ανώτερος, ο λαμπρός ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ και τους εναγκαλίσθηκε μιλώντας κατευθείαν στις ψυχές τους όχι με γλώσσα « βάρβαρη», αλλά αντίθε-
τα με την ευγενική, υπέροχη και θεσπέσια ελληνική γλώσσα, την "ΚΟΙΝΗ" γλώσσα όλων των Ελλήνων,την υπεροχή της οποίας ομολογούν πολλοί. Λέγω "θεσπέσια γλώσσα" και μαζί μου συμφωνεί και ο γνωστότερος πολιτικός ρήτορας της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο ΚΙΚΕΡΩΝ, που λέγει πως και οι θεοί ακόμη, όταν συζητούν μεταξύ τους, χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα: «Εἰ οἱ θεοί διαλέγονται, τῇ τῶν Ἑλλήνων γλώττῃ χρῶνται». Ο μεγάλος αυτός άνδρας της ΡΩΜΗΣ έζησε 6 μήνες εξόριστος στη Μακεδονία – συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη –και γνώρισε από πολύ κοντά τους Μακεδόνες και τη γλώσσα τους. Ο ίδιος επίσης εκφράζοντας το θαυμασμό του για την υπεροχή της ελληνικής γλώσσας βεβαιώνει για την εποχή του (1ος π.Χ. αιώνας) ότι « τα ελληνικά διαβάζονται από όλα σχεδόν τα έθνη, ενώ τα λατινικά περιορίζονται στα σύνορά τους». Η ελληνική είχε γίνει οικουμενική γλώσσα. Την οικουμενικότητα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Γλώσσας είχε επισημάνει ο μεγάλος αυτός Λατίνος /Ρωμαίος ρήτορας: «Οι Λατίνοι, λαός αγροτικός, ξεκίνησαν με διακόσιες πενήντα (250) περίπου αγροτικές λέξεις, αντλώντας σωρηδόν λεξιλόγιο από την Ελληνική». Επιβεβαίωση όλων αυτών έχουμε στο βιβλίο – ετυμολογικό λεξικό της Λατινικής –του ERNOUT MEILNET, στην εισαγωγή του οποίου γράφει: «Το Λατινικό Λεξιλόγιο είναι μετάφραση του αντίστοιχου ελληνικού. η λατινική, γλώσσα λαού αγροτικού, πήρε από την ελληνική όλο το αφηρημένο και τεχνικό λεξιλόγιο». Η πρώτη και μέγιστη συνέπεια της δημιουργίας των μεγάλων μακεδονικών βασιλείων και της διασποράς των κέντρων του Ελληνισμού (Αλεξάνδρειες, Αντιόχειες, Σελεύκειες κ.ά.) είναι η δημιουργία της ελληνιστικής γλώσσας, αυτής που πήρε το χαρακτηριστικό όνομα "ΚΟΙΝΗ". Μέσα στον απέραντο ελληνιστικό κόσμο διαμορφώνεται – με βάση την αττική διάλεκτο – μία ελληνική γλώσσα, που χωνεύει και καταλύει όλες τις τοπικές διαλέκτους. Στην ενιαία γλώσσα αυτού του κόσμου θα καταγραφεί και θα διαδοθεί και ο θείος λόγος του Θεανθρώπου, Ναζωραίου ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, που θα αναπλάσει τον κόσμο και θα ορίσει τη μοίρα της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αυτή πράγματι η "κοινή" ελληνική έδωσε στον ΠΑΥΛΟ, τον κορυφαίο των Αποστόλων, τον Απόστολο των Εθνών, το γλωσσικό όργανο, για να διαδώσει το κήρυγμα του ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ και να εξαπλώσει το χριστιανισμό σε όλη την έκταση του ελληνόφωνου κόσμου, από την ΑΓΚΥΡΑ (προς Γαλάτας επιστολή) ως μέσα στην ίδια τη ΡΩΜΗ (προς Ρωμαίους επιστολή). Αυτή η γλώσσα έγινε η γλώσσα του Ελληνικού Έθνους μέσα στους αιώνες που ακολούθησαν από τότε μέχρι σήμερα. Όταν πήραν στα χέρια τους οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ τις τύχες του ελληνισμού, έκαναν την "κοινή" γλώσσα των Ελλήνων και κοινή γλώσσα των βαρβάρων υπηκόων τους. αυτή έγινε επίσημη γλώσσα του κράτους, της διοίκησης, του στρατού, της παιδείας, της διπλωματίας, του εμπορίου και των διεθνών συναλλαγών. Τα ισχυρότερα όπλα, στα οποία στήριξε τα σχέδιά του ο Μακεδόνας στρατηλάτης για την κατάκτηση της Ανατολής, γράφει ο HOLZNER στο βιβλίο του «ΠΑΥΛΟΣ», ήταν η ελληνική γλώσσα και παιδεία, που θα γίνει παγκόσμια, και η ελληνική κοινοτική ζωή και πολιτική ζωή. Αυτή- η κοινή ελληνική γλώσσα- ήταν το εργαλείο στα χέρια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στη συνέχεια των διαδόχων του και των επιγόνων να υλοποιήσουν το πολιτικό όραμα του εξελληνισμού πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων βαρβάρων. Αιγύπτιοι και Ασιάτες έμαθαν ελληνικά και ακολούθησαν τον τρόπο ζωής και σκέψης των κατακτητών/ εκπολιτιστών τους και έτσι εξελληνίσθηκαν. Αρκετοί μάλιστα ταυτίσθηκαν και αφομοιώθηκαν. Έτσι το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο "όρκος" στην ΩΠΗ για ομόνοια, ειρήνη, πρόοδο, επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων-συγχώνευση των εθνών – έγινε πραγματικότητα. Ένα εύγλωττο παράδειγμα αυτού του εκπληκτικού επιτεύγματος εξελληνισμού περιέχεται στους παρακάτω στίχους του Αλεξανδρινού νεοέλληνα ποιητή, Κωνσταντίνου Καβάφη: «Εμείς. οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, κι οι εν Μηδία κι οι εν Περσίδι κι όσοι άλλοι. Με τες εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών . Και την κοινήν Ελληνική λαλιά ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς ».
Έτσι δικαιολογημένα οι τρεις τελευταίοι προχριστιανικοί αιώνες ονομάσθηκαν Ελληνιστική εποχή. Η πλατιά διάδοση της ελληνικής γλώσσας όχι μόνο δεν περιορίσθηκε κατά την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας, που ακολούθησε με την πτώση και υποταγή των ελληνιστικών βασιλείων, αλλά αντίθετα ευνοήθηκε από τους θαυμαστές του ελληνικού πολιτισμού Ρωμαίους αυτοκράτορες, που συντέλεσαν στην ακόμη μεγαλύτερη διάδοση και εμπέδωσή της σε ολόκληρη την απέραντη έκταση του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους και την ανάδειξή της σε παγκόσμια πράγματι γλώσσα, σε όργανο πολιτισμού αναντικατάστατο. Αυτό είναι το πρώτιστο και το πιο πολύτιμο δώρο του ελληνισμού στην ανθρωπότητα, η οποία το οφείλει στους Μακεδόνες του Αλεξάνδρου. Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν επιτεύχθηκε η διατήρηση ενός ενιαίου κράτους. Τη δαφνοστεφή εποποιία του Μακεδόνα στρατηλάτη ακολούθησαν οι δραματικοί αγώνες των διαδόχων του και των επιγόνων. Οι μεγάλοι στρατηγοί συμπολεμιστές του, κληρονόμοι της δόξας του, του μαχητικού πνεύματος και του ζήλου του για την "αριστεία" και για τα πρωτεία, δεν μπόρεσαν δυστυχώς να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να λύσουν το ζήτημα της διαδοχής του θρόνου του. Θα συγκρούονται επί δεκαετίες στον απέραντο χώρο του κράτους που τους κληροδότησε, αρχικά για να διατηρήσουν την ενότητα της αυτοκρατορίας, σύμφωνα όμως με τις αντιλήψεις και τις βλέψεις του ο καθένας, και αργότερα για να διατηρήσουν ή να επαυξήσουν τις εδαφικές περιοχές, όπου είχαν ορισθεί διοικητές και είχαν κυριαρχήσει, με αποτέλεσμα τον οριστικό διαμελισμό του κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Συνέχισαν όμως την παράδοσή του απαρέγκλιτα πιστοί στην πολιτιστική κληρονομιά του. Με τον πρόωρο και απροσδόκητο θάνατο του Αλεξάνδρου μόνο τα κοσμοκρατορικά του σχέδια έμειναν στο κενό, μετέωρα! Η ιδέα μιας μονοκρατορίας, με παγκόσμιο – κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και η δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου – του κοσμοπολίτη, του οποίου πρωταρχικό γνώρισμα θα ήταν η Ελληνική παιδεία και όχι η εθνική προέλευσή του ή η θρησκεία του, εγκαταλείπονται μετά το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη. Η αιτία της εγκατάλειψης του κοσμοκρατορικού αυτού οράματος οφείλεται στο ότι οι Μακεδόνες στην πλειοψηφία τους δεν ήθελαν τη σύμμειξη ή τη συγχώνευσή τους με τους κατακτημένους λαούς της Ανατολής, της ΑΣΙΑΣ, γιατί θα έπαυαν να είναι σε διακριτική θέση έναντι αυτών. Η σύζευξη των Μακεδόνων και των άλλων Ελλήνων με τους εγχώριους Ανατολίτες - Ασιάτες δε θα αποτελούσε πλέον εμπόδιο να διαδεχθεί τον Αλέξανδρο στην εξουσία ένας Ανατολίτης –Ασιάτης με ελληνική παιδεία...! Το ενδεχόμενο αυτό δεν ήθελαν ούτε να το σκέπτονται oι κυρίαρχοι Μακεδόνες, γι'αυτό ήταν αντίθετοι εξαρχής με την ιδέα του εξοριενταλισμού, που τώρα εγκαταλείπεται. Ήδη από την πρώτη κιόλας ημέρα του θανάτου του μεγάλου βασιλιά του ελληνικού κόσμου προοιωνίζονταν καθαρά τα επερχόμενα χρόνια αναταραχών και αιματοχυσίας και ακούγονταν οι "τριγμοί των θεμελίων" της Αυτοκρατορίας. Προς στιγμήν επικράτησε ένταση, αλλά τελικά οι επιτελείς έδειξαν συμβιβαστική διάθεση. Κατά τη συμφωνία, που επισφραγίσθηκε με όρκο μπροστά στο φέρετρο του Αλεξάνδρου, βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο ΑΡΡΙΔΑΙΟΣ, γιος του Φιλίππου Β' και της Θεσσαλής Φιλίννης, ο οποίος βρισκόταν τότε στη Βαβυλώνα. Αυτός θα βασιλέψει από 323-317 π.Χ. ως ΦΙΛΙΠΠΟΣ Γ' ΑΡΡΙΔΑΙΟΣ. Ήταν σεβαστός στο πεζικό ως γιος του Φιλίππουθ Β'. Ήταν ετεροθαλής δηλαδή αδελφός του Αλεξάνδρου. Παράλληλα αναγνωρίζονταν τα δικαιώματα του παιδιού της Ρωξάνης, της πρώτης –νόμιμης – συζύγου του Αλεξάνδρου, που γεννήθηκε ύστερα από λίγους μήνες. ήταν γιος και ανακηρύχθηκε συμβασιλιάς με το όνομα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ' (323-310 π.Χ.). Η Ρωξάνη έδωσε διαταγή να θανατωθούν η άλλη σύζυγος του Αλεξάνδρου, η Στάτειρα, και η αδελφή της, γυναίκα του Ηφαιστίωνα, η Δρύπετη. Ο στρατάρχης Κρατερός, στον οποίο είχε ανατεθεί από τον Αλέξανδρο να συνοδέψει τους 10.000 παλαιμάχους –αποστρατευμένουςΜακεδόνες πίσω στη Μακεδονία, μετά την ανταρσία στην ΩΠΗ το 324, δεν ήταν παρών στη Βαβυλώνα, όταν τελείωσε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ . Διορίσθηκε πολιτικός διοικητής της Μακεδονίας και διεκδικούσε την επιτροπεία του θρόνου, γιατί ο Φίλιππος Γ' Αρριδαίος ήταν διανοητικά ανάπηρος. Επίσης ο Κρατερός είχε αναλάβει και τη φροντίδα του θησαυροφύλακα, μετά τον Άρπαλο.
Ο Αντίπατρος, γηραιός στην ηλικία, παρέμεινε στρατηγός αυτοκράτορας της Ευρώπης –στρατιωτικός διοικητής της Μακεδονίας. Αυτοί οι δύο (Κρατερός και Αντίπατρος, που θα συνδεθούν και με συγγενική σχέση) θα αποτελέσουν αποφασιστικό αντίβαρο στη δύναμη του Περδίκκα, ο οποίος είχε λάβει επίσημα το υψηλότερο αξίωμα του κράτους, μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα, του διοικητή του ιππικού (χιλίαρχος) και μετά έγινε στρατάρχης και μέγας "βεζίρης". Το αξίωμα αυτό ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πρωθυπουργία. εξάλλου σ΄αυτόν, ο βασιλιάς Αλέξανδρος ξεψυχώντας είχε εμπιστευθεί το δακτυλίδι –σφραγιδόλιθό του. Από τη θέση αυτή, με απόφαση και του βασιλιά Αρριδαίου –Φιλίππου, προχώρησε ο Περδίκκας σε αναδιανομή των σατραπειών, των διοικητικών μεγάλων περιφερειών. Ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο και τη Λιβύη, ο Λυσίμαχος πήρε τη Θράκη, που αποσπάσθηκε από τη δικαιοδοσία του Αντιπάτρου, ο Αντίγονος (ο Μονό-φθαλμος) πήρε τη Μεγάλη Φρυγία και άλλα εδάφη της Μικράς Ασίας, ο Λεοννάτος την Ελλησποντιακή Φρυγία, ο Λαομέδων τη Συρία, ενώ ο ίδιος ο Περδίκκας κράτησε τη Βαβυλωνία και την υπόλοιπη Ανατολική επικράτεια του Αλεξανδρ. Κράτους, δηλαδή πήρε τη "μερίδα του λέοντος". Ο Αντίπατρος διατήρησε το κράτος της Μακεδονίας και την επικυριαρχία στην υπόλοιπη Ελλάδα και Βαλκανική, ενώ έχασε την κυριαρχία του στη Θράκη. Αυτά αποφασίσθηκαν κατά τον πρώτο διακανονισμό των στρατηγών στη Βαβυλώνα το έτος 323π.Χ. Εντωμεταξύ η αυτοκρατορία άρχισε να δονείται από ανταρσίες και εξεγέρσεις. Η είδηση του θανάτου του βασιλιά Αλεξάνδρου δεν προκάλεσε εξεγέρσεις μεταξύ των ιθαγενών, αλλά μεταξύ των Ελλήνων. Η πρώτη από αυτές είναι η επανάσταση των Ελλήνων μισθοφόρων εποίκων, που είχαν εγκατασταθεί στη Βακτρία. αυτή απείλησε την ενότητα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Ο στρατάρχης ΠΕΡΔΙΚΚΑΣ διέταξε τον Πείθωνα, σατράπη της Μηδίας, να αντιμετωπίσει την κρίσιμη αυτή κατάσταση. το κίνημα καταπνίγηκε στο αίμα. οι αποστάτες Έλληνες συνετρίβησαν. Πολύ σημαντικότερη υπήρξε η εξέγερση των Ελλήνων της Μητροπολιτικής Ελλάδας, γνωστή ως Λαμιακός πόλεμος (323-322 π.Χ.), με επικεφαλής την ΑΘΗΝΑ. Ο καταλύτης αυτής της ανοικτής εξέγερσης ήταν η είδηση για το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ένας μάλιστα Αθηναίος πολιτικός, που η δυσπιστία του για το θάνατο του Αλεξάνδρου έχει μείνει παροιμιώδης, είχε πει ότι δεν πίστευε την είδηση, επειδή, αν ήταν αλήθεια, η μπόχα του πτώματός του θα είχε ήδη απλωθεί σε όλο τον κόσμο. Όμως ήταν αλήθεια! Σκοπός των εξεγερμένων Αθηναίων ήταν η αποτίναξη της μακεδονικής επικυριαρχίας. Κύριος υποκινητής του Λαμιακού πολέμου υπήρξε ο πολιτικός ρήτορας Αθηναίος Υπερείδης, επικεφαλής της αντιμακεδονικής παράταξης, και ψυχή της επανάστασης ήταν ο Αθηναίος στρατηγός Λεωσθένης. Εναντίον των επαναστατών Αθηναίων έσπευσε ο Μακεδόνας στρατηγός Λεοννάτος, σατράπης της Ελλησποντιακής Φρυγίας, για να βοηθήσει τον Αντίπατρο. Στις συγκρούσεις σκοτώθηκαν και ο Λεωσθένης και ο Λεοννάτος. Η νίκη έκλινε προς τους Μακεδόνες, κυρίως με την άφιξη και σύμπραξη του στρατάρχη Κρατερού, ο οποίος συνέβαλε στην ήττα των επαναστατημένων Ελλήνων στη μάχη της Κραννώνας το 322, και έτσι μπόρεσε να ανακουφισθεί ο Αντίπατρος που είχε πολιορκηθεί στη Λαμία. Αλλά και η ήττα του αθηναϊκού στόλου, στα ανοικτά της νήσου Αμοργού, από το Μακεδονικό στόλο σήμανε το οριστικό τέλος της ναυτικής δύναμης των Αθηναίων και κατέστησε το ΑΙΓΑΙΟ μακεδονική λίμνη. Οι Μακεδόνες επιτέλους υπερίσχυσαν και ο ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ υπαγόρεψε τους αυστηρούς όρους του ως νικητής στις διαπραγματεύσεις με τις εξεγερθείσες ελληνικές πόλεις. Θύματα της επανάστασης αυτής και της ήττας των Αθηναίων ήταν και οι δύο ρήτορες Υπερείδης και Δημοσθένης. καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Ο πρώτος εκτελέσθηκε από τον Αντίπατρο, ενώ ο δεύτερος, ο Δημοσθένης, ο πιο μεγάλος πολιτικός ρήτορας της αρχαιότητας, που ήταν όμως ο πιο "στενοκέφαλος" από τους αντιμακεδονίζοντες πολιτικούς, φοβερά ανθενωτικός, του οποίου η πολιτική άγγιζε τα όρια του "ΜΗΔΙΣΜΟΥ" (συνεργασίας με τους Πέρσες), προτίμησε να αυτοκτονήσει, παρά να συλληφθεί από τους Μακεδόνες. Τέλος και ο Αριστοτέλης πέθανε αυτοεξόριστος στη Χαλκίδα (322). Ο Αντίπατρος τίμησε ιδιαίτερα τον Κρατερό, του έδωσε σε γάμο την κόρη του Φίλα που ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, για τη συμβολή του στη νίκη και την τελική επικράτηση αυτού. Αλλά οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ είχαν επιτυχίες και εκτός της Μητροπολιτικής Ελλάδας: Ο Περδίκκας κατάκτησε στη Μικρά Ασία την Καππαδοκία, στην οποία διόρισε σατράπη τον Ευ-
μένη, και την Πισιδία και ο Πτολεμαίος στην Αφρική προσάρτησε την Κυρηναϊκή. Οι επιτυχίες του Περδίκκα και η ανάληψη της επιτροπείας των βασιλιάδων υπό του ιδίου, καθώς και ο γάμος του με την αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου Κλεοπάτρα (χήρα του Αλεξάνδρου- του Μολοσσού βασιλιά της Ηπείρου), προκάλεσαν αναπόφευκτα υποψίες σχετικά δήθεν για μονοκρατορικές τάσεις αυτού, που οδήγησαν στη διαμόρφωση ενός συνασπισμού στρατηγών εναντίον του: του ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ, του ΚΡΑΤΕΡΟΥ, του ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ, του ΛΥΣΙΜΑΧΟΥ και του ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ. Το έτος 321 π.Χ. όμως ο Περδίκκας, όπως προαναφέρθηκε, εισέβαλε στη σφαίρα επιρροής του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο εξ αφορμής της διαρπαγής της σορού του Μεγ. Αλεξάνδρου, ενώ μεταφερόταν για ενταφιασμό στη Μακεδονία. Εκεί δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους αξιωματικούς του που αυτομόλησαν στο στρατό του Πτολεμαίου. Επίσης σκοτώθηκε και ο Κρατερός, πολεμώντας μαζί με τον πεθερό του στη Μικρά Ασία εναντίον του Ευμένη. αυτός ήταν σύμμαχος του Περδίκκα και πολύ πιστός στη βασιλική οικογένεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι υπόλοιποι ανταγωνιστές, Αντίπατρος, Αντίγονος, Λυσίμαχος και Πτολεμαίος συναντήθηκαν στον Τριπαράδεισο (Β. Συρία) και κατέληξαν σε κάποια νεότερη συμφωνία. Στη σύνοδο αυτή των στρατηγών ο Αντίπατρος σαν πρώην αντιβασιλιάς του βασιλιά Αλεξάνδρου εξασφάλισε για τον εαυτό του το ύπατο αξίωμα του αυτοκράτορα επιμελητή των βασιλιάδων, ήτοι του Αρριδαίου- Φιλίππου Γ΄και του (νηπίου) Αλεξάνδρου Δ΄. Τους πήρε μαζί του και επέστρεψε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Έτσι ο γηραιός Μακεδόνας ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ, έμπειρος στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής στα πράγματα της ΕΥΡΩΠΗΣ, στρατηγός αυτοκράτορας, έγινε αντιβασιλιάς/ επιμελητής του θρόνου και θεωρήθηκε επίτροπος σε όλη την επικράτεια του κράτους που άφησε ο Μ. Αλέξανδρος, έχοντας πρωτεύουσα την ΠΕΛΛΑ. Αλλά τις ίδιες φιλοδοξίες και απαιτήσεις είχε και ο ΑΝΤΓΟΝΟΣ (ο Μονόφθαλμος). Αυτός επί 20 χρόνια (321-301 π.Χ.) πολέμησε σκληρά να καταλάβει το θρόνο της Μακεδονίας και υπήρξε ο κυριότερος διεκδικητής της αυτοκρατορίας, μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου με αναγνωρισμένες ηγετικές και διπλωματικές ικανότητες. Η οικογένειά του ανήκει στο βασιλικό οίκο της Ελιμιώτιδας. Διέθετε εξαιρετική σωματική δύναμη και αρκετή μόρφωση, εγκρατής άνθρωπος, νηφάλιος και πολύ αγαπητός στους στρατιώτες του. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου αποβαίνει ο ισχυρότερος των διαδόχων. Μετά την εξόντωση του Ευμένη, που προδόθηκε από τους δικούς του, έγινε απόλυτος κύριος της Μικράς Ασίας. Και μολονότι ο ίδιος προσωπικά δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει το στέμμα και το θρόνο της Μακεδονίας, ίδρυσε μια δυναστεία – τη Δυναστεία των Αντιγονιδώνη οποία, αρχίζοντας από τον εγγονό του Αντίγονο, βασίλεψε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ επί έναν αιώνα και πλέον. Κυρίως αυτός έδρασε στην Ασία και κύριοι αντίπαλοί του ήταν ο Ευμένης και ο Σέλευκος. Το 319 π.Χ. πέθανε ο Αντίπατρος έχοντας προλάβει να διορίσει – αυθαίρετα – στη θέση του αντιβασιλιά / επιμελητή των βασιλιάδων το Μακεδόνα στρατηγό Πολυσπέρχοντα και όχι το γιο του Κάσσσανδρο, ο οποίος θα αγωνισθεί σκληρά να εξασφαλίσει δικαιώματα στο θρόνο. Ο Πολυσπέρχων, για να αντιμετωπίσει τον αντίζηλό του ζήτησε την υποστήριξη όχι μόνο των ελληνικών πόλεων, στις οποίες κήρυξε την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αλλά και της μητέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας, την οποία κάλεσε να επιστρέψει από την Ήπειρο να αναλάβει αντί αυτού εκείνη τα χρέη του αντιβασιλιά, έως ότου ενηλικιωθεί ο μικρός εγγονός της Αλέξανδρος Δ΄. Η Ολυμπιάς δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα άμεσα. Είχε καταφύγει στην Ήπειρο στην αυλή του αδελφού της, το 331, εξαιτίας της διαμάχης της με τον αντιβασιλιά Αντίπατρο, και εκεί ασκούσε χρέη αντιβασιλιά της Ηπείρου μετά το θάνατο του αδελφού της Αλεξάνδρου Α΄, βασιλιά της Ηπείρου, που σκοτώθηκε πολεμώντας στην Ιταλία το 330 π.Χ.. Επέστρεψε στη Μακεδονία, για να συμπράξει με τον Πολυσπέρχοντα. φθονούσε υπερβολικά το βασιλικό ζεύγος, τον Αρριδαίο Φίλιππο-την Ευρυδίκη. η νέα αυτή βασίλισσα ήταν εγγονή του Φιλίππου Β΄ από την κόρη του Κυνάνη και ήταν πολύ φιλόδοξη γυναίκα, όπως εξάλλου και η Ολυμπιάδα. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίζηλων αυτών γυναικών έγινε κοντά στη Λιχνίτιδα λίμνη. ο στρατός της Ευρυδίκης αυτομόλησε στο στρατόπεδο της αντιπάλου της, το έτος 317 π.Χ.. Η ΟΛΥΜΠΙΑΣ κέρδισε τους Μακεδόνες χωρίς μάχη, σκότωσε το σύζυγό της Αρριδαίο και την ίδια την υποχρέωσε να αυτοκτονήσει. της πρόσφερε κώνειο (δηλητήριο),
βρόγχο (σχοινί) και ξίφος και εκείνη απαγχονίσθηκε. Επίσης η Ολυμπιάς σκότωσε τον Ιόλα, τον αδελφό του Κασσάνδρου, και πάρα πολλούς οπαδούς του. Άσπονδο μίσος είχε στην ψυχή της, γιατί είχε πεισθεί ότι ο γιος της (ο Αλέξανδρος) είχε πέσει θύμα εγκληματικής ενέργειας συνωμοτών και θεωρούσε εκτελεστές τού γιου της τον Αντίπατρο και τους δύο γιους του, Κάσσανδρο και Ιόλα. Ο Κάσσανδρος όμως επιστρέφοντας στη Μακεδονία από τη Μικρά Ασία, από το μέτωπο κατά του Ευμένη, κατέλαβε την εξουσία. Η αντίπαλός του, η βασιλομήτωρ του Μεγάλου Αλεξάνδρου, περικυκλώθηκε στην Πύδνα και παραδόθηκε το 316. Καταδικάσθηκε σε θάνατο. λιθοβολήθηκε από συγγενείς των θυμάτων της. Η ΡΩΞΑΝΗ και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ΄, η γυναίκα και το παιδί του "μεγάλου εκλιπόντος", του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, που μέσα στη δίνη των συγκρούσεων κατέφυγαν για προστασία στην Ολυμπιάδα (στην πεθερά και γιαγιά αντίστοιχα), πολιορκήθηκαν και αυτοί από τον Κάσσανδρο στην Πύδνα και μετά την παράδοση και τη σύλληψή τους φυλακίσθηκαν στην Αμφίπολη, όπου κατά διαταγήν του Κασσάνδρου το 310 π.Χ. εκτελέσθηκαν. Απομεινάρι τώρα της οικογένειας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, ο νόθος γιος του ΗΡΑΚΛΗΣ, που γεννήθηκε το έτος 331 π.Χ.. Μητέρα του ήταν, όπως έχει προαναφερθεί, η χήρα του Ρόδιου Μέμνονα. Παρότι δεν είχε ποτέ αναγνωρισθεί ως νόμιμη σύζυγος του βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ο Πολυσπέρχων επιδίωξε να υποστηρίξει κληρονομικά δικαιώματα του ΗΡΑΚΛΗ στο θρόνο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ το έτος 310 π.Χ., όταν πλέον είχε εκτελεσθεί από τον Κάσσανδρο ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ΄, μαζί με τη μητέρα του, Ρωξάνη. Ήταν τότε 21 ετών. Ο Πολυσπέρχων, λοιπόν, που μετά τη δολοφονία της Ολυμπιάδας το 316 π.Χ. είχε καταφύγει στην Πελοπόννησο, για να ξεσηκώσει τις πόλεις της νότιας Ελλάδας εναντίον του Κασσάνδρου, του εκτελεστή της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάλεσε τον ΗΡΑΚΛΗ από την Πέργαμο, όπου ζούσε αφανής μαζί με τη Βαρσίνη, τη μητέρα του, υποστηριζόμενος από αντιπάλους του Κασσάνδρου. Μεγάλη υποστήριξη είχαν ιδίως από τους Αιτωλούς. ο Πολυσπέρχων κατόρθωσε να συγκεντρώσει στρατό από 20.000 πεζούς και 1.000 ιππείς εναντίον του Κασσάνδρου, αλλά ο δεύτερος προτίμησε να συμβιβασθεί με τον Πολυσπέρχοντα, μοιράζοντας μαζί του την εξουσία του στην Ευρώπη, αν παραμέριζε το νόθο γιο του Αλεξάνδρου. Και έτσι, όταν ο Πολυσπέρχων έλαβε τις εγγυήσεις και τα δώρα του Κασσάνδρου, 1.000 τάλαντα, κάλεσε τον ΗΡΑΚΛΗ σε δείπνο και τον στραγγάλισε. Αυτό το οικτρό τέλος είχαν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας του πιο Μεγάλου και πιο ένδοξου βασιλιά της Ιστορίας, του μεγαλύτερου ευεργέτη του κόσμου, του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ του ΜΑΚΕΔΟΝΑ. Η διχόνοια, η προαιώνια αυτή ψυχοφθόρος ασθένεια του Ελληνισμού έπαιξε και πάλι τον ολέθριο και επαίσχυντο ρόλο της! Έτσι οι διαμάχες και οι συγκρούσεις της Ολυμπιάδας με την οικογένεια του Αντιπάτρου κατέληξαν στον αφανισμό της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφού απέτυχαν όλες οι ενέργειες της βασιλομήτορος να εγκαταστήσει στο θρόνο της Μακεδονίας τον εγγονό της Αλέξανδρο. Προδόθηκε από τους δικούς της αξιωματικούς και στρατιώτες. η εγκατάλειψη και αποδυνάμωσή της δεν οφείλεται μόνο στην αποστροφή που ένιωθαν γι' αυτήν οι περισσότεροι Μακεδόνες, αλλά και στην άρνησή τους να δεχθούν ως βασιλιά τους το γιο της Ρωξάνης και του Αλεξάνδρου, ο οποίος δεν ήταν γνήσιος Μακεδόνας, αλλά γόνος μικτού γάμου, λόγω της ασιατικής καταγωγής της ωραίας Ρωξάνης. Αβυσσαλέο το μίσος που είχε στην ψυχή του ο γιος του Αντιπάτρου Κάσσανδρος για το γιο του Φιλίππου Αλέξανδρο, ενώ ήταν φίλοι στα εφηβικά τους χρόνια. Δεν ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην Ασία. Το 323 π.Χ. είχε επισκεφθεί στη Βαβυλώνα τον Αλέξανδρο, αλλά με κακές προθέσεις. Η παράδοση αναφέρει ότι, σε μια έντονη λογομαχία μεταξύ των δύο ανδρών, ο Μακεδόνας βασιλιάς άρπαξε τον Κάσσανδρο από τα μαλλιά και του κτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. η αιτία ήταν ένα ειρωνικό σχόλιο του Κασσάνδρου για την πολιτική της εξομοίωσης των Περσών με τους Μακεδόνες- και μάλιστα χλεύασε ξεσπώντας σε γέλια, όταν είδε να τον προσκυνούν οι Πέρσες. Μεγάλη η προσβολή και η ταπείνωση του Κασσάνδρου, αντιδεοντολογική όμως και η συμπεριφορά αυτού προς το βασιλιά. Οι ιστορικοί (σύγχρονοι και μεταγενέστεροι) υποψιάζονται ότι ο σκοπός της άφιξής του στη Βαβυλώνα ήταν άλλος, να σκοτώσει (δηλητηριάσει) τον Αλέξανδρο. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Κάσσανδρος μετέφερε το δηλητήριο από τη Μακεδονία μέσα σε οπλή ημιόνου. Έτσι εκδικήθηκε βάρβαρα - έστω και νεκρό- τον ένδοξο στρατηλάτη βασιλιά του.
Μετά λοιπόν το θάνατο του Αντιπάτρου, επικράτησε στη Μακεδονία και στη λοιπή Ελλάδα η αναρχία και ο εμφύλιος σπαραγμός (319-316). Ο Κάσσανδρος τελικά θα εξουδετερώσει τον πολιτικό του αντίπαλο Πολυσπέρχοντα, μετά την εξόντωση της βασιλικής οικογένειας του Αλεξάνδρου, και θα επικρατήσει στις δυναστικές "ίντριγκες" στον Ελλαδικό χώρο και θα διεκδικήσει πολύ δυναμικά το στέμμα της Μακεδονίας. Μάλιστα ο ραδιούργος αυτός στρατηγός, για να αντισταθμίσει την οργή αντιπολιτευόμενων παραγόντων, που θαύμαζαν το Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, νυμφεύθηκε τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κόρη του Φιλίππου από τη σύζυγό του Νικησίπολη. [Ραδιουργίες- δολοπλοκίες – δολοφονίες και γάμοι εναλλάσσονται στους κόλπους της Αυλής] . Ο γάμος του με τη Θεσσαλονίκη, δυναμική γυναίκα, η ίδρυση δύο νέων φερωνύμων πόλεων στις ακτές του Θερμαϊκού κόλπου, της ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑΣ το 316 π.Χ. και της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ το 315π.Χ., και η εξόντωση αργότερα των νομίμων διαδόχων έδειχναν ότι φερόταν σαν βασιλιάς ή απέβλεπε στη βασιλεία. Προς στιγμήν επήλθε συμβιβαστική ειρήνη το 311, με την οποία εξασφάλισε την επιμέλεια του βασιλιά Αλεξάνδρου Δ', τον οποίο γρήγορα όμως εξόντωσε με τη Ρωξάνη. Ο Κάσσανδρος, κύριος στην Ευρώπη, είχε μονοκρατορικές τάσεις. το ίδιο και ο Αντίγονος στην ΑΣΙΑ, ο οποίος μάλιστα διέταξε και τη δολοφονία της χήρας του Περδίκκα Κλεοπάτρας και πρώην χήρας του Αλεξάνδρου Α' του Μολοσσού, του βασιλιά της Ηπείρου. Αυτή ήταν αμφιθαλής αδελφή του Μεγάλου Αεξάνδρου, το τελευταίο απομεινάρι της ένδοξης οικογένειας του Φιλίππου Β' και όλης της δυναστείας των Τημενιδών. Τελευταία την είχε ζητήσει σε γάμο ο Πτολεμαίος (308 π.Χ.). Προς το παρόν η σύγκρουση μεταξύ των δύο ισχυρών διεκδικητών του θρόνου της Μακεδονίας, Κασσάνδρου και Αντιγόνου, αποφεύγεται μέχρι το 307. Το έτος αυτό ο Αντίγονος διέταξε το γιο του Δημήτριο να εκστρατεύσει στην κυρίως Ελλάδα, όπου κατέλαβε την ΑΘΗΝΑ,αφού εκδίωξε τον ολιγαρχικό ηγέτη της πόλης, Δημήτριο το Φαληρέα, τον οποίο είχε διορίσει ο Κάσσανδρος, και αποκατέστησε τη δημοκρατία ύστερα από δεκαετή αυταρχική διακυβέρνηση. Μάλιστα ο ίδιος και ο πατέρας του έγιναν δεκτοί στην πόλη ως σωτήρες. Όμως απέτυχε στην επίμονη προσπάθειά του να καταλάβει τη ΡΟΔΟ ύστερα από πολύμηνη πολιορκία (305-304). για τις ικανότητες που επέδειξε σ'αυτή την πολιορκία επονομάσθηκε ο Δημήτριος Πολιορκητής. Αναμείχθηκε στα πράγματα των ελληνικών πόλεων, νίκησε τον Κάσσανδρο στις Θερμοπύλες, συγκάλεσε συνέδριο στον Ισθμό, όπου ανακηρύχθηκε αρχηγός των Ελλήνων και διεκδίκησε το θρόνο της Μακεδονίας. Ήδη από το 306 π.Χ. ο ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ και ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ έλαβαν τον τίτλο του βασιλιά (αυτοαναγορεύθηκαν), χειρονομία που υποδήλωνε την εξουσία τους σε όλο το κράτος του Αλεξάνδρου., Ο πατέρας (Αντίγονος) κρατούσε την Ανατολή (Ασία) και προόριζε το γιο του (Δημήτριο) για τη Δύση (Ευρώπη). Τον άλλο χρόνο (305) ακολούθησε το παράδειγμά τους ο Πτολεμαίος που κρατούσε την Αίγυπτο. τον μιμήθηκαν επίσης ο Κάσσανδρος ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος. Η τελική σύγκρουση δεν άργησε. Μετά την εξουδετέρωση του Ευμένη, ο Αντίγονος ήταν ο πιο ισχυρός στρατηγός και απόλυτος κύριος στην Ανατολή, όπως ο Κάσσανδρος στη Δύση, μετά την εξουδετέρωση του Πολυσπέρχοντα και την επικράτησή του. Ο Αντίγονος ανακάλεσε το Δημήτριο στην Ασία, γιατί εναντίον των Αντιγονιδών έγινε συνασπισμός πολύ ισχυρός. Η σύγκρουση των εστεμμένων τώρα στρατηγών υπήρξε σφοδρή. Οι ενωμένοι στρατοί του Σέλευκου και του Λυσίμαχου κατανίκησαν τη στρατιά των Αντιγονιδών στη μάχη που έγινε στην ΙΨΟ της Φρυγίας το 301 π.Χ., όπου σκοτώθηκε ο γηραιός (βασιλιάς) ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ (Α'). Μετά τη νίκη τους οι νικητές διαμοιράσθηκαν τη λεία. Έτσι το όνειρο της συνένωσης και διατήρησης της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά Αλεξάνδρου υπό το σκήπτρο ενός ισχυρού άνδρα έσβησε. Διαμορφώθηκαν 4 σφαίρες επιρροής. ο Σέλευκος, ο κυριότερος από τους νικητές, που χρησιμοποίησε και πολεμικούς ελέφαντες, πήρε τη "μερίδα του λέοντος", κράτησε τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία και ο Λυσίμαχος κράτησε τη Θράκη και πήρε τις κτήσεις των Αντιγονιδών στη Δυτική Ασία, ο Κάσσανδρος ήταν κύριος του Ευρωπαϊκού τμήματος της Αλεξανδρινής Αυτοκρατορίας και ο Πτολεμαίος "ο Λάγου" κράτησε την Αίγυπτο. Ο επίσημος αυτός διακανονισμός θα μονιμοποιήσει το διαμελισμό του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου στα 4 αυτά ελληνιστικά κράτη/ βασίλεια.
Όμως οι δυναστικές έριδες προκαλούσαν "ίντριγκες", συνωμοσίες και φοβερές συγκρούσεις, που άλλαξαν πολλές φορές τον πολιτικό χάρτη της όλης ελληνιστικής επικράτειας ως την υποταγή της στους Ρωμαίους. Στην Παλαιστίνη π.χ. εναλλασσόταν η κυριαρχία, μια στους Σελευκίδες και μια στους Πτολεμαίους. το ίδιο και στην ΚΥΠΡΟ. Ο Δημήτριος παρά τη συντριπτική ήττα του στην Ιψό (301 π.Χ.) κρατούσε κάποια ερείσματα στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Ελλάδα, αλλά και στη Μικρασιατική παραλία, και σε μια επταετία έγινε ένας από τους ισχυρούς ηγεμόνες της εποχής του. Ο ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΣ στην Ελλάδα υπερίσχυσε και αναγνωρίσθηκε τελικά από το μακεδονικό στρατό βασιλιάς της Μακεδονίας και βασίλεψε από το 305-298 π.Χ.. Μετά το θάνατό του, στη Μακεδονία και στη λοιπή Ελλάδα επικρατεί επί μια τριετία αναρχία, κατά την οποία αλληλοσυγκρούονταν για την εξουσία οι γιοι του Κασσάνδρου, Φίλιππος Δ΄, Αλέξανδρος Ε΄ και Αντίπατρος Α'. Αλλά και ο ρόλος της Θεσσαλονίκης (της μητέρας τους) ήταν δυναμικός. Πρώτος βασίλεψε ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ' –το έτος 297- διαδέχθηκε τον Κάσσανδρο, τον πατέρα του, αλλά η βασιλεία του διήρκεσε μόνο λίγους μήνες. Πέθανε το 296 από φυματίωση, ενώ έσπευδε προς βοήθεια των Αθηναίων, εναντίον των οποίων είχε πάλι επιτεθεί ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Τον διαδέχθηκε ο αδελφός του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ε' (296-294 π.Χ.) και συμβασίλεψε με τον άλλο αδελφό του, τον Αντίπατρο Α΄, ο οποίος σκότωσε τη Θεσσαλονίκη, τη μητέρα του, γιατί ευνοούσε τον Αλέξανδρο, ο οποίος φιλονίκησε μαζί του και ζήτησε τη βοήθεια του Δημητρίου Πολιορκητή και του Πύρρου, του βασιλιά της Ηπείρου. Ο Δημήτριος ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Αλεξάνδρου και ήρθε προς ενίσχυσή του, αλλά, όταν εμφανίσθηκε με το στρατό του το 294, τα δύο αδέλφια είχαν ήδη συμφιλιωθεί. Τότε ο Αλέξανδρος συνόδεψε το Δημήτριο μέχρι τη Θεσσαλία, με κρυφό σκοπό να τον δολοφονήσει, αλλά τον υποπτεύθηκε εκείνος και πρόλαβε να τον σκοτώσει. Επιστρέφει ο Δημήτριος και καταλαμβάνει το 294 το θρόνο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ενώ ο Αντίπατρος καταφεύγει στον πεθερό του Λυσίμαχο, βασιλιά της Θράκης, όπου ύστερα από λίγα χρόνια θεωρήθηκε ύποπτος, και ο Λυσίμαχος έβαλε να τον σκοτώσουν το 287 π.Χ.. [Έτσι εξέλειψε και η δυναστική οικογένεια Αντιπάτρου - Κασσάνδρου, που ενοχοποιείται για την εξόντωση της οικογένειας του Μεγάλου Αλεξάνδρου]. Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ο γιος του Αντιγόνου Α' του Μονόφθαλμου, ήταν ενεργητικός, δραστήριος, γενναίος και ευφυής άνδρας, υπήρξε μια από τις πιο αξιόλογες μορφές στην ιστορία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ήταν τολμηρός, χωρίς όμως σταθερότητα στις αποφάσεις του. Την αναρχία, λοιπόν, εκμεταλλεύθηκε ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ και κατέλαβε την εξουσία. Όμως ο ίδιος ο Μακεδονικός στρατός τον ανακήρυξε βασιλιά της Μακεδονίας. ήδη ήταν εστεμμένος από το έτος 306 π.Χ.. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλία, όπου κέντρο του βασιλείου του πρωτεύουσά του- έκτισε τη ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΑ (κοντά στο ΒΟΛΟ), στην οποία έδωσε το όνομά του. Βασίλεψε από το 294-283 π.Χ. ως ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α΄. Η επέμβασή του στη Μακεδονία προκάλεσε εναντίον του συνασπισμό. Το έτος 292 π.Χ. επιχείρησε να εισβάλει στο βασίλειο του Λυσίμαχου, στη Θράκη, και το 289 π.Χ. στο βασίλειο του Πύρρου, στην Ήπειρο. Αλλά απέτυχε στις προσπάθειές του. Τελικά όμως ο Λυσίμαχος και ο Πύρρος, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Δημητρίου στην Ασία, εισέβαλαν στη Μακεδονία και τη μοίρασαν μεταξύ τους. Ο Δημήτριος προσπάθησε να ανασυστήσει το μεγάλο κράτος του πατέρα του, αλλά απέτυχε, το 288. Η προσπάθειά του κατέληξε σε καταστροφή. Ο ίδιος ο Δημήτριος παραδόθηκε στο Σέλευκο και πεθαίνει αργότερα (283) αιχμάλωτός του. Ο ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ, όμως, ανησυχώντας για την εδαφική επέκταση της κυριαρχίας του Πύρρου στο βασίλειο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στράφηκε εναντίον του και τον έδιωξε από τη χώρα. Έτσι έμεινε μόνος κύριος του βασιλείου της Μακεδονίας από 286-281 π.Χ. Τώρα η επικράτεια του βασιλείου του – Θράκης / Μακεδονίας- είναι τεράστια, ένα από τα μεγαλύτερα βασίλεια της εποχής του, με πρωτεύουσα τη Λυσιμάχεια, που γεφύρωνε την Ευρώπη με την Ασία. Όμως διάφοροι ανταγωνισμοί προκάλεσαν τη ρήξη του βασιλιά Λυσίμαχου με τον ισχυρό άνδρα της Ανατολής Σέλευκο Α' και στη σύγκρουση που έγινε στο Κύρου Πεδίο της Φρυγίας, το 281 π.Χ., νικήθηκε και σκοτώθηκε. Το βασίλειό του διαλύθηκε. Μετά την πτώση του βασιλιά Λυσιμάχου, νέες περιπέτειες είχε ο θρόνος της Μακεδονί. ας για μικρό χρονικό διάστημα (281-280) αναγορεύθηκε βασιλιάς της Μακεδονίας Ο ΠΤΟ-
ΛΕΜΑΙΟΣ Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ, ο οποίος το 281 είχε δολοφονήσει το Σέλευκο, που ήταν ο τελευταίος επιζών στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μετά το θάνατο του Πτολεμαίου του Λάγου- το 283 π.Χ. και το θάνατο του Λυσιμάχου (281). Επί των ημερών του εκδηλώθηκε, η πρώτη βαρβαρική επιδρομή των Γαλατών, οι οποίοι κατέκλυσαν τη Μακεδονία στα τέλη του 280 με αρχές του 279 π.Χ. προερχόμενοι από την Κεντρική Ευρώπη. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός σκοτώθηκε μαχόμενος ηρωικά και επακολούθησε κυβερνητικό χάος, που διήρκεσε 2 χρόνια. Αρχικά αναγορεύθηκε βασιλιάς ο ΜΕΛΕΑΓΡΟΣ, αδελφός του Πτολεμαίου Κεραυνού, αλλά μετά από δύο μήνες εκδιώχθηκε. μετά βασιλιάς αναγορεύθηκε ο ανεψιός του Κασσάνδρου ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΣ Β' ο ΕΤΗΣΙΑΣ. Και αυτός όμως γρήγορα εκθρονίσθηκε. βασίλευσε μόνο 45 ημέρες, όσο διαρκούν "οι ετησίαι" άνεμοι (=τα μελτέμια). Υπήρξαν ανίκανοι να κυβερνήσουν δυναμικά, την εποχή που οι βάρβαροι επιδρομείς- Ευρωπαίοι- ΓΑΛΑΤΕΣ "αλώνιζαν" την ΕΛΛΑΔΑ, απειλώντας ακόμη και τους Δελφούς. Επί δύο χρόνια η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έμεινε χωρίς βασιλιά στο θρόνο. τη βασιλική εξουσία άσκησε – χωρίς όμως να πάρει το βασιλικό τίτλο- ο στρατηγός ΣΩΣΘΕΝΗΣ, ο οποίος απέτρεψε την πλήρη διάλυση του Μακεδον. Κράτους. Μάλιστα το 278 π.Χ. απέκρουσε επίθεση από τη Θράκη του Αντίγονου, γιου του Δημητρίου Πολιορκητή, που φιλοδοξούσε πάντοτε- όπως εξάλλου και ο πατέρας του και ο παππούς του- να κερδίσει το θρόνο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο γιος του Δημητρίου (Πολιορκητή) Αντίγονος το έτος 277 κατανίκησε αποφασιστικά τους Γαλάτες (προγόνους των σημερινών Γάλλων) κοντά στη Λυσιμάχεια και εξουδετέρωσε και τρεις διεκδικητές του μακεδονικού θρόνου, τον Αντίπατρο Ετησία, τον Πτολεμαίο – γιο του Λυσιμάχου- και κάποιον Αρριδαίο. επίσης εκδίωξε τον τύραννο Απολλόδωρο από την Κασσάνδρεια. Από τα τέλη του ίδιου χρόνου κατέλαβε την εξουσία και αναγορεύθηκε από το μακεδονικό στρατό βασιλιάς της Μακεδονίας. Έτσι έληξαν οι συγκρούσεις για τη διαδοχή του μακεδονικού θρόνου οριστικά πλέον. Με την άνοδο αυτού στο θρόνο των Τημενιδών / Αργεαδών σταθεροποιείται η πολιτική κατάσταση στο βασίλειο της Μακεδονίας. Σπουδαίο γεγονός επίσης της βασιλείας του είναι η συμφιλίωσή του με τον Αντίοχο Α΄, γιο του Σελεύκου, που υπήρξε άσπονδος εχθρός του πατέρα του και του παππού του (Αντιγόνου Α' του Μονόφθαλμου). Με αυτόν στο θρόνο – τον ΑΝΤΙΓΟΝΟ Β' ΓΟΝΑΤΑ (276-239π.Χ.)- εγκαινιάζεται επίσημα η νέα δυναστεία, των Αντιγονιδών, που θα βασιλέψει πάνω από 100 χρόνια – ως το 168 π.Χ.. Το έτος 274 όμως εμφανίζεται και πάλι ο ΠΥΡΡΟΣ απειλητικός στη Μακεδονία. είχε κάποια επιτυχία, όχι αποφασιστική, εναντίον του Αντιγόνου. Τελικά, αφού λεηλάτησε το βασιλικό νεκροταφείο στις Αιγές- Βεργίνα και σύλησε τους βασιλικούς τάφους με τους θησαυρούς τους, διασκορπίζοντας μάλιστα και τα οστά των βασιλιάδων, το 273 εκδιώχθηκε από τον Αντίγονο, ο οποίος γρήγορα αποκατέστησε την ανωμαλία, που προκάλεσε η εισβολή του Πύρρου, και αναστήλωσε τους καταστραμμένους βασιλικούς τάφους. Στον Αντίγονο, λοιπόν, ίσως να ανήκει η μεγάλη τιμή για πιθανή επαναταφή των λειψάνων, των οστών, των μελών της βασιλικής οικογένειας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ στους βασιλικούς ταφους της ΒΕΡΓΙΝΑΣ, όπως εικάζεται. Οπότε, αν έτσι έχουν τα πράγματα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς νεοτέρων ερευνητών, τότε έχουμε στα χέρια μας τα οστά του παμμέγιστου των Ελλήνων, της συζύγου του και του γιου τους. Μετά το θάνατο του Πύρρου το 272 π.Χ. ενισχύεται και επεκτείνεται η κυριαρχία του Αντίγονου Γονατά και στην λοιπή Ελλάδα. Με την εγκατάσταση της νέας αυτής δυναστείας στο θρόνο της Μακεδονίας και με τη λήξη των δυναστικών πολέμων επέρχεται περίοδος ειρήνης. Ο ελληνιστικός κόσμος της Αλεξανδρινής Αυτοκρατορίας, η οποία απλωνόταν στις χώρες, όπου σήμερα ανήκουν τα κράτη – εκτός από την ΕΛΛΑΔΑ- η Τουρκία, Αρμενία, Συρία, Κύπρος, το Ισραήλ, ο Λίβανος, η Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Λιβύη, Ιορδανία, το Ιράκ, το Ιράν (Περσία), το Κουβέιτ, Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Κιργιστάν, Καζακστάν, Ουζμπεκιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν και η ΙΝΔΙΑ, έγιναν υπήκοοι των τεσσάρων ελληνιστικών βασιλείων/ κρατών, που σχηματίσθηκαν από τον οριστικό διαμελισμό του ενιαίου κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ευεργετήθηκαν από τον Ελληνισμό. Τις τύχες αυτού του κόσμου- τόσων εκατομμυρίων – θα κρατήσουν στα δυναμικά χέρια τους 300 χρόνια οι βασιλιάδες των ελληνιστικών κρατών. Εκτός από το βασίλειο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ με πρωτεύουσα την ΠΕΛΛΑ, όπου βασίλεψε η δυναστεία των ΑΝΤΙΓΟΝΙ-
ΔΩΝ, τα άλλα είναι: το βασίλειο της ΑΙΓΥΠΤΟΥ με πρωτεύουσα την ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, όπου βασίλεψε η δυναστεία των ΛΑΓΙΔΩΝ/ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ, το βασίλειο της ΣΥΡΙΑΣ ή ΑΣΙΑΣ με πρωτεύουσα την ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ, όπου βασίλεψε η δυναστεία των ΣΕΛΕΥΚΙΔΩΝ και το βασίλειο της ΠΕΡΓΑΜΟΥ με πρωτεύουσα την ΠΕΡΓΑΜΟΝ, όπου βασίλεψε η δυναστεία των ΑΤΤΑΛΙΔΩΝ, στη Δυτική Μικρά Ασία. Το τελευταίο δημιουργήθηκε αργότερα και προήλθε από τη διάλυση του βασιλείου της Θράκης, μετά τον θάνατο του ιδρυτή του Λυσιμάχου, ο οποίος κατείχε εδάφη στη Μικρά Ασία, που είχε αποσπάσει μετά τη μάχη στην ΙΨΟ και τη διάλυση της επικράτειας του Αντιγόνου (του Μονόφθαλμου). Ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε το έτος 281 πολεμώντας, όπως προαναφέρθηκε, εναντίον του πρώην συμμάχου του Σελεύκου. Μετά το θάνατο του Λυσιμάχου ο Σέλευκος είχε γίνει απόλυτος κύριος στο μεγαλύτερο σχεδόν τμήμα της ασιατικής επικράτειας του Αλεξανδρινού κράτους, με εξαίρεση το μικρό βασίλειο της Περγάμου που ιδρύθηκε στη συνέχεια. Γρήγορα όμως δολοφονείται από τον Πτολεμαίο Κεραυνό. Επίσης ιδρύθηκαν και άλλα ανεξάρτητα εθνικά κράτη, μικρά και μεγάλα, όπως π.χ. το βασίλειο του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Αρμενίας, της Βακτρίας, της Παρθίας και το Ελληνοϊνδικό κράτος της ΙΝΔΙΑΣ, όταν αποσχίσθηκαν από την επικράτεια των Σελευκιδών. Στην ΕΥΡΩΠΗ, μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανέζησε το αρχαίο βασίλειο των Μακεδόνων. Αυτό διέφερε από τα ομόλογά του της Ανατολής κατά το ότι συντήρησε πολλά από τα στοιχεία της πολιτικής οργάνωσης των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ βασιλέων της προηγούμενης δυναστείας και κατά το ότι είχε περισσότερες επαφές με τα ελληνικά κράτη του νότου, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης του. Η γεωγραφική του θέση στο βορειοελλαδικό χώρο και τα συμφέροντα που είχε προς την κατεύθυνση του Ιονίου και Αδριατικού πελάγους συντέλεσαν έτσι, ώστε το Μακεδονικό Βασίλειο να είναι το πρώτο ελληνικό κράτος που συγκρούσθηκε με την πανίσχυρη ΡΩΜΗ και υπέκυψε σ' αυτήν. Η νέα βασιλική δυναστεία, των ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ, που κατάγεται από τη Δυτική Μακεδονία, από την Ελιμιώτιδα (ή Ελιμεία), επαρχία της Κοζάνης, συνδέεται με τις τύχες του Μακεδονικού Βασιλείου κατά τη μετα-αλεξενδρινή / ελληνιστική περίοδο. Οι βασιλιάδες της νέας δυναστείας, αντάξιοι κληρονόμοι των ενδόξων βασιλιάδων της δυναστείας των ΤΗΜΕΝΙΔΩΝ, κατόρθωσαν χάρη στις έξοχες στρατηγικές και διπλωματικές ικανότητές τους και στη διορατική πολιτική τους να αναδείξουν το μακεδονικό θρόνο σε πρώτου μεγέθους δύναμη μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων, να δεσπόσουν στην πολιτική σκηνή της Χερσονήσου του Αίμου (Βαλκάνια) ιδίως και να αποτελέσουν το σοβαρότερο ίσως αντίπαλο του ρωμαϊκού ιμπεριαλισμού / επεκτατισμού στην ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ, την οποία ήθελαν οι Ρωμαίοι να καταστήσουν δική τους θάλασσα. («mare nostrum»). Οι βασιλιάδες, που ανήκουν στη δεύτερη δυναστεία κατά σειρά διαδοχής του θρόνου, είναι: ο ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ Β' ο ΓΟΝΑΤΑΣ (από 276-239), ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β' (από 239-229), ο ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ Γ' ο ΔΩΣΩΝ (από 229-221), ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ε' (από 221-179) και τέλος ο ΠΕΡΣΕΥΣ (από 179-168 π.Χ.). Ο ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ Β' υπήρξε ισχυρή και συμπαθητική προσωπικότητα. Διατέλεσε μαθητής του Ζήνωνα, το μεγάλου Κύπριου φιλοσόφου, του ιδρυτή της Στοάς. Ενθάρρυνε πολλούς φιλοσόφους και συγγραφείς να επισκέπτονται την Αυλή του, φιλοδοξώντας να μεταβάλει την ΠΕΛΛΑ (πρωτεύουσα του κράτους) σε κέντρο ελληνικού πολιτισμού. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ήταν μετριοπαθής και άλλοι τον παραδέχονται για την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία του. Δεν ανεχόταν την κολακεία και την υποκρισία. Κάποτε επιπλήττοντας το γιο του και διάδοχο του θρόνου, Δημήτριο, για κάποια ατασθαλία του είπε προς αυτόν: «Οὐκ οἶσθα, ὦ παῖ, τήν βασιλείαν ἡμῶν ἔνδοξον εἶναι δουλεὶαν;» (δεν ξέρεις, παιδί μου, ότι η βασιλεία μας είναι μία ένδοξη δουλεία;). Κληρονόμησε ένα βασίλειο με προβλήματα πολλά και ανάλωσε τη ζωή του προσπαθώντας να τα επιλύσει, όσο καλύτερα μπορούσε, και να επινοήσει και να διατηρήσει μια σωστή πολιτική απέναντι στις ελληνικές πόλεις. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είχε εξουθενωθεί από την αναρχία και ακυβερνησία που μεσολάβησε και γι' αυτό ο Αντίγονος εφάρμοσε συνετή και συντηρητική πολιτική. Κατά τη μακρά βασιλεία του είχε αποκαταστήσει τη σταθερότητα και είχε στερεώσει την δυναστεία του στο θρόνο.
Ο γιος του και διάδοχός του ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β' ήταν 40 ετών περίπου, όταν ανέβηκε στο θρόνο, και πεπειραμένος στρατηγός. Η βασιλεία του χαρακτηρίζεται από νέους συνασπισμούς που ήταν συνδεμένοι με γεγονότα στην Ήπειρο. επίσης απέκρουσε ληστρικές επιδρομές των Ιλλυριών και των Δαρδάνων. Διάδοχός του κανονικά ήταν ο γιος του Φίλιππος, τότε μόλις 8 ετών. Η αντιμετώπιση της κρίσης όμως απαιτούσε ικανό επίτροπο της βασιλείας και οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ εξέλεξαν τον Αντίγονο, το γιο του Δημητρίου του Καλού, που ήταν ετεροθαλής αδελφός του Αντιγόνου Β΄ και συνεπώς εξάδελφος του Δημητρίου Β΄. Αλλά λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης του βασιλείου έλαβε γρήγορα το βασιλικό στέμμα. Έμεινε γνωστός στην ιστορία με το όνομα ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ Γ' ο Δώσων,επειδή συνεχώς υποσχόταν ότι θα δώσει ελευθερίες στις ελληνικές πόλεις που τελούσαν υπό τη Μακεδονική επικυριαρχία, αλλά τις ανέβαλλε συνεχώς. Πρώτος στόχος του ήταν να εκδιώξει τους Δαρδάνους από την Άνω κοιλάδα του Αξιού. Επέδειξε αξιόλογες ικανότητες. ήταν πολύ δραστήριος. Το 224 π.Χ. αναγορεύθηκε "ηγεμών" νέας συμμαχίας ελληνικών πόλεων/ κρατών υπό το σκήπτρο της μακεδονικής ηγεσίας. Τον διαδέχθηκε κανονικά ο νόμιμος κύριος του θρόνου, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ε'. Ο νέος βασιλιάς πολύ νέος ακόμη έδειξε τις πολεμικές και πολιτικές του ικανότητες. Επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων κατά τον πόλεμο εναντίον των Αιτωλών και των Ιλλυριών επικράτησε έτσι, ώστε έγινε η αποφασιστική δύναμη της Χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανικής) και απόλυτος ήταν ο έλεγχος που ασκούσε στον ελλαδικό χώρο. Ο Φίλιππος ήταν ο αγαπημένος όλων των Ελλήνων. Ο ΠΟΛΥΒΙΟΣ, ο μεγάλος ιστορικός, γράφει γι' αυτόν: «Ἐρώμενος πάντων τῶν Ἑλλήνων ἐγένετο» (αγαπητός όλων των Ελλήνων υπήρξε). Ο Συμμαχικός πόλεμος υπήρξε πολυμέτωπος και μακροχρόνιος. Τελικά υπογράφηκε το φθινόπωρο του 217 π.Χ. η ειρήνη της Ναυπάκτου. οι φιλόδοξες διεκδικήσεις των συμμάχων λησμονήθηκαν. Η ραγδαία όμως αύξηση της μακεδονικής δύναμης, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 3ου π.Χ. αιώνα, υπό την ηγεσία του φιλόδοξου Αντιγονίδη βασιλιά ΦΙΛΙΠΠΟΥ Ε', υπήρξε αιτία βέβαιη να προκαλέσει ανησυχίες στη ΡΩΜΗ, σε μια εποχή που διαμόρφωνε αυτή την ανατολική της πολιτική. Ιδιαίτερα η επιτυχία του να δημιουργήσει αξιόλογη ναυτική δύναμη και η πρωτοβουλία του να προσεγγίσει διπλωματικά το Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Β' σε βάρος του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Δ', θεωρήθηκαν από τη ΡΩΜΗ και τα αντίπαλα ελληνιστικά κράτη σοβαρή απειλή για την ισορροπία των δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο. Η σύγκρουση δε θα αργήσει. Η ΡΩΜΗ, εφαρμόζοντας την πολιτική της «διαίρει καί βασίλευε», θα επιχειρήσει την αποσταθεροποίηση μεταξύ των συμμάχων του Φιλίππου. Θα ακολουθήσουν 3 Μακεδονικοί Πόλεμοι μεταξύ των Μακεδόνων και των επιδρομέων Ρωμαίων: Ο Α' Μακεδονικός πόλεμος (215-205), ο Β' (200-194) και ο Γ' Μακεδονικός Πόλεμος (171-167 π.Χ.). Οι επιχειρήσεις θα περάσουν από πολλές φάσεις. Πρώτη εισβολή των Ρωμαίων επιδρομέων κατά της Μακεδονίας στο δεύτερο γύρο των επιχειρήσεων έγινε το έτος 199 π.Χ.. Τον Ιούνιο του έτους 197 π.Χ. ο πόλεμος των Ρωμαίων εναντίον του Φιλίππου έληξε με την ήττα του στην τοποθεσία Κυνός Κεφαλές (κοντά στα Φάρσαλα) από τον αντίπαλό του Ρωμαίο ύπατο Τίτο Κοΐντιο ΦΛΑΜΙΝΙΝΟ. Οι πόλεμοι αυτοί για τον Φίλιππο υπήρξαν ολέθριοι. Το κράτος της Μακεδονίας συρρικνώθηκε. Μετά τη μάχη στις Κυνός Κεφαλές, οι νικητές –Ρωμαίοι μεταχειρίσθηκαν το Μακεδόνα βασιλιά με επιείκεια. Τον περιόρισαν στη Μακεδονία, διατηρώντας το θρόνο του. πλήρωσε όμως πολεμική αποζημίωση και τον υποχρέωσαν να γίνει σύμμαχός τους, ενώ ο στόλος του κατασχέθηκε. Ο Φίλιππος Ε΄, ο γενναιότερος της δυναστείας των ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ, πέθανε το έτος 179 π.Χ.. Τον διαδέχθηκε ο γιος του ΠΕΡΣΕΥΣ, που βασίλεψε 179-168 π.Χ., ο τελευταίος Αντιγονίδης. απέκρουσε βαρβαρικές επιδρομές στα Βαλκάνια και προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις του με τα άλλα ελληνιστικά κράτη. Η πολιτική του όμως να ανανεώσει τους δεσμούς του με τη δυναστεία των Σελευκιδών στην Ασία και να προσεταιρισθεί την εύνοια των ελληνικών πόλεων, δεν πέρασε απαρατήρητη εκ μέρους της Ρώμης και το 171 π.Χ. του κήρυξαν οι Ρωμαίοι τον πόλεμο. Αυτός είναι ο Γ'Μακεδονικός πόλεμος, που έληξε τελικά με τη μάχη της ΠΥΔΝΑΣ (στην Πιερία) το έτος 168 π.Χ.. Εκεί ο Μακεδονικός Στρατός νικήθηκε αποφασιστικά-παρά την ηρωική αντίστασή του –και έπαθε πανωλεθρία από τις ρωμαϊκές λεγεώνες του Ρωμαίου υπάτου ΛΕΥΚΙΟΥ ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, ο οποίος κατέλαβε την ΠΕΛΛΑ, πρω-
τεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου, και έγινε κύριος όλης της Μακεδονίας. Εκατοντάδες ήταν οι νεκροί Μακεδόνες και χιλιάδες οι αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο βασιλιάς ΠΕΡΣΕΥΣ, που θα οδηγηθεί ταπεινωμένος και εξουθενωμένος ως τρόπαιο της νίκης στη ΡΩΜΗ, να γίνει στολίδι του θριάμβου του αντιπάλου του. Εκεί αργότερα θα σβήσει. Αρχικά διέφυγε τη σύλληψη. κατέφυγε μετά τη μάχη στην Πέλλα και έπειτα στη Σαμοθράκη, όπου παραδόθηκε τον Ιούλιο 168 στους Ρωμαίους. Διακομίζεται στην Ιταλία. Θα βρει τραγικό θάνατο το 162 εγκάθειρκτος στη Ρώμη, καθώς και ο πρωτότοκος γιος του – διάδοχος Φίλιππος, το έτος 160 π.Χ.. Στις 22- Ιουνίου -168 π.Χ. η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έπαψε να είναι πια ανεξάρτητο – ελεύθερο κράτος. Η ΡΩΜΗ κατίσχυσε.Ακολούθησε πρωτοφανής σε έκταση λεηλασία και διαρπαγή. Ο ιστορικός Πλούταρχος που έγραψε τη βιογραφία του νικητή τού Περσέα, του ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ, εκθέτει με κάθε λεπτομέρεια την «τύχη» της Μακεδονίας μετά τη μάχη της ΠΥΔΝΑΣ. Περιγράφει ότι η πομπή του θριάμβου, που τέλεσε αυτός στη ΡΩΜΗ, διήρκεσε 3 ημέρες. Την πρώτη ημέρα 250 άμαξες μετέφεραν ανδριάντες και κολοσσούς (πελώρια αγάλματα) και ζωγραφικά έργα . τη δεύτερη ημέρα άμαξες μετέφεραν τα ωραιότερα και πολυτελέστερα μακεδονικά όπλα, ενώ ακολουθούσαν 3.000 άνδρες, που μετέφεραν –ανά 4 άτομα-750 δοχεία με ασημένια νομίσματα συνολικής αξίας 3 ταλάντων. άλλοι επίσης μετέφεραν κρατήρες ασημένιους (μεγάλα αγγεία), ποτήρια από ελεφαντοστούν και άλλα πήλινα και κύλικες (κούπες). την τρίτη ημέρα ακολουθούσαν αυτοί που μετέφεραν 77 μεγάλα αγγεία (δοχεία) με το θησαυρό των χρυσών νομισμάτων, που κατανεμήθηκε παρόμοια με τα ασημένια, ώστε το καθένα να χωρέσει 3 τάλαντα. Έγινε τεραστίων διαστάσεων διαρπαγή. Εύλογο θαυμασμό προκαλεί το μέγεθος της λείας, που απέφερε στα ταμεία της Ρώμης ο Γ' Μακεδονικός πόλεμος. έφθασε σύμφωνα με την πιο πιθανή παράδοση τα 210.000.000 σηστέρτιους (αργυρά ρωμαϊκά νομίσματα -8.750 περίπου τάλαντα). Ο θησαυρός αυτός αποτελεί απόδειξη της εκπληκτικής αναβίωσης της μακεδονικής δύναμης με την πλήρη αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μακεδονική λεία επέτρεψε το 167 π.Χ. την κατάργηση της « εισφοράς» των Ρωμαίων πολιτών. Βέβαια είχαν προηγηθεί έναν αιώνα περίπου νωρίτερα (280-279 π.Χ.) οι βάρβαροι ΓΑΛΑΤΕΣ επιδρομείς (πρόγονοι των Γάλλων εταίρων μας), που λεηλάτησαν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Οι βάρβαροι όμως Ρωμαίοι κατακτητές (Ευρωπαίοι και αυτοί, πρόγονοι των Ιταλών εταίρων μας) ολοκλήρωσαν το καταστροφικό και ληστρικό έργο των προηγουμένων, θαμπωμένοι από το κάλλος και τον πλούτο των Μακεδόνων. Οι ΡΩΜΑΙΟΙ στρατηγοί, ο Φλαμινίνος (196), ο Αιμίλιος Παύλος (168) και στη συνέχεια, αργότερα, ο Μέτελλος (το 147 π.Χ.) γύμνωσαν κυριολεκτικά τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από έργα τέχνης που μπόρεσαν να μεταφέρουν, κυρίως από την Πέλλα και τις Αιγές (νέα και παλαιά πρωτεύουσα – αντίστοιχα- του Μακεδονικού βασιλείου), καθώς και από το ΔΙΟΝ, το θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων. Αναφέρεται από τις πηγές ότι από τα 100.000 αγάλματα, που διήρπασαν οι ΡΩΜΑΙΟΙ λεγεωνάριοι- άξεστοι κατακτητές της ΕΛΛΑΔΑΣ (οριστική υποταγή της Ελλάδας το έτος 146 π.Χ.) τα 15-20 χιλιάδες προέρχονταν από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Το σπουδαιότερο από αυτά ήταν το σύμπλεγμα που κατασκεύασε – κατ'εντολή του Μεγ. Αλεξάνδρου-ο Λύσιππος στημένο στο ΔΙΟΝ: Η μάχη του Γρανικού με τους 25 χάλκινους ανδριάντες των πεσόντων Μακεδόνων Για τον εταίρων. ΠΕΡΣΕΑ, τον τελευταίο βασιλιά της άλλοτε πανίσχυρης Μακεδονίας των Τημενιδών και των Αντιγονιδών βασιλιάδων, γνωρίζουμε ότι διέθετε και μια εντυπωσιακή, πολύ πλούσια βιβλιοθήκη, της οποίας οι βάσεις είχαν τεθεί ίσως από τους βασιλιάδες της πρώτης δυναστείας- των Τημενιδών- ή από τον Αντίγονο Γονατά, το στωικό Αντιγονίδη. Τα βιβλία αυτής (παπύρους και περγαμηνές) ο άξεστος «νικητής» της ΠΥΔΝΑΣ, ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ, τα μετέφερε στη ΡΩΜΗ και τα μοίρασε στους δύο γιους του, τον Κόιντο Φάβιο Μάξιμο και τον Πόπλιο Κορνήλιο Σκιπίωνα Αιμιλιανό. Η βιβλιοθήκη αυτή ήταν ένα πολύ μεγάλης πνευματικής αξίας απόκτημα για τη ΡΩΜΗ (την άξεστη) και χρησιμοποιήθηκε ίσως από τον Πολύβιο, του οποίου η γνωριμία με τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό είχε ως αφορμή να διασώσει μερικά βιβλία. Κατά μαρτυρία μάλιστα του Ισιδώρου από τη βασιλική βιβλιοθήκη της Μακεδονικής πρωτεύουσας, της ΠΕΛΛΑΣ, συστήθηκε η πρώτη βιβλιοθήκη στη ΡΩΜΗ, στην Ευρώπη. [Ευώδης προσφορά στην απολίτιστη –βάρβαρη – ΡΩΜΗ, στη ΔΥΣΗ].
Όλος αυτός ο πλούτος, πνευματικοί, καλλιτεχνικοί και οικονομικοί θησαυροί φτάνουν στη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα. Άρχοντες και πλούσιοι στόλισαν με τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της Μακεδονικής τέχνης τα σαλόνια τους και τις επαύλεις τους και γέμισαν τα ράφια των βιβλιοθηκών τους με τα συγγράμματα που απεκόμισαν από τις βιβλιοθήκες των μακεδονικών πόλεων, όπως γέμισαν και τα ερμάρια των ταμείων τους με τα νομίσματα του μακεδονικού πλούτου. Οι πηγές αναφέρουν ότι τόση ήταν η έκταση της διαρπαγής, ώστε οι θησαυροί της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μόνο υπερκάλυψαν τις δημόσιες οικονομικές ανάγκες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας για πολλές δεκαετίες και γι'αυτό δεν επιβλήθηκαν τότε νέοι φόροι. Με την πτώση του ΠΕΡΣΕΑ η Μακεδονική Δυναστεία των ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ έσβησε. Και με την πτώση της δυναστείας έπεσε και η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ όλη, η οποία σταδιακά θα συμπαρασύρει και όλα τα άλλα ελληνικά διάσπαρτα κράτη στην υποταγή, στο ρωμαϊκό ζυγό. Γιατί η Μακεδονία με την επικυριαρχία της στον ελλαδικό χώρο εξασφάλιζε την ειρήνη στους Έλληνες της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, καταστέλλοντας τις εξεγέρσεις των ελληνικών πόλεων/ κρατών και αποκρούοντας τις βαρβαρικές επιδρομές στα Βαλκανικά σύνορα του ελληνισμού. Οι Μακεδόνες τους βάρβαρους επιδρομείς αντιμετώπιζαν ενωμένοι και τους Ρωμαίους επίσης εισβολείς αντιμετώπισαν ηρωικά, με εθνική συνείδηση, κάτω από την άξια ηγεσία των βασιλιάδων τους. [΄Ηταν απαράμιλλος ο ηρωισμός της Μακεδονικής Νεολαίας]. Πράγματι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ανέκαθεν ήταν και είναι ένα προωθημένο τμήμα και ο προμαχώνας όλης της Ελλάδας. Χαρακτηριστικά ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός από την Αρκαδία, Πολύβιος (205-122 π.Χ.), παραθέτει στο ιστορικό του σύγγραμμα το λόγο του πρεσβευτή των Ακαρνάνων Λυκίσκου, το 211 π.Χ. προς τους Λακεδαιμονίους, όπου εκθέτει όλα τα ευεργετήματα, τα οποία απεκόμισε όλος ο ελληνικός λαός από τους Μακεδόνες. Γράφει συγκεκριμένα: «τίνος καί πηλίκης δεῖ τιμῆς ἀξιοῦσθαι Μακεδόνας, οἵ τόν πλείω τοῦ βίου χρόνον οὐ παύονται διαγωνιζόμενοι πρός τούς βαρβάρους ὑπέρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀσφαλείας, ὅτι γάρ αἰεί ποτ' ἄν ἐν μεγάλοις ἦν κινδύνοις τά κατά τούς Ἕλληνας, εἰ μή Μακεδόνας εἴχομεν πρόφραγμα καί τάς τῶν παρά τούτοις βασιλέων φιλοτιμίας, τίς οὐ γιγνώσκει ;» (Ποια και πόσο μεγάλη τιμή πρέπει να τύχουν οι Μακεδόνες, που το περισσότερο διάστημα της ζωής τους δεν παύουν να αγωνίζονται εναντίον των βαρβάρων για την ασφάλεια των Ελλήνων και ποιος αγνοεί ότι οι Έλληνες πάντοτε θα κινδύνευαν τα μέγιστα, αν δεν είχαμε προπύργιο τους Μακεδόνες και τις φιλοδοξίες των βασιλιάδων τους); Από το επιχείρημα αυτό του μεγάλου νοτιοελλαδίτη ιστορικού βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν βάρβαροι, αφού απέκρουαν τους βάρβαρους επιδρομείς για την ασφάλεια όλων των Ελλήνων, προτάσσοντας τα στήθη τους σαν φράγμα-προπύργιο στα σχέδιά τους. Επίσης, σε άλλη περίπτωση, ο Πολύβιος αναφέρει ότι ο Λυκίσκος, ο πρεσβευτής των Ακαρνάνων χαρακτήρισε τους Μακεδόνες ομοεθνείς των Αχαιών. Σε άλλο σημείο, πάλι, της ιστορίας του ο Πολύβιος αναφέρει ότι ο ΑΓΕΛΑΟΣ, ρήτορας από τη Ναύπακτο, μιλώντας το έτος 217 π.Χ. σε συγκέντρωση, στην οποία παρευρίσκονταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε' και αντιπρόσωποι των συμμάχων του, εξέφρασε την ευχή να σταματήσουν οι ενδοελληνικοί (εμφύλιοι) πόλεμοι, γιατί « τά ἐξ Ἑσπερίας νέφη» (τα σύννεφα –τα μαύρα –από τη Δύση) πλησίαζαν απειλητικά, δηλαδή οι ΡΩΜΑΙΟΙ. Του ίδιου βασιλιά (Φιλίππου Ε') πρεσβευτής απευθυνόμενος στους Αιτωλούς το έτος 200 π.Χ. έταξε τους Μακεδόνες με τους Έλληνες και όχι με τους "αλλοεθνείς" και "βαρβάρους".Ο Πολύβιος το διατυπώνει ως εξής: «Τότε μέν γάρ ὑπέρ ἡγεμονίας και δόξης ἐφιλοτιμεῖσθε πρός Ἀχαιούς καί Μακεδόνας ὁμοφύλους καί τόν τούτων ἡγεμόνα Φίλιππον» (τότε πράγματι ήσασταν ανταγωνιστές των Αχαιών και των ομοφύλων Μακεδόνων και του βασιλιά αυτών Φιλίππου). Για την ελληνικότητα της Μακεδονίας την εποχή του Φιλίππου Ε' ομιλεί και η επίσημη γλώσσα της διπλωματίας. η διατύπωση "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ καί ἡ ἄλλη ΕΛΛΑΣ ", όπως και η διατύπωση "ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ καί οἱ ἄλλοι ΕΛΛΗΝΕΣ" απαντούν στο κείμενο της συνθήκης συμμαχίας μεταξύ του Φιλίππου Ε΄, του βασιλιά της Μακεδονίας, και του ΑΝΝΙΒΑ, του ηγέτη/στρατηγού του κράτους της ισχυρής Καρχηδόνας (στη βόρεια Αφρική). Έτσι μας
πληροφορεί και πάλι ο Πολύβιος: «Ὅρκος, ὅν ἔθετο ΑΝΝΙΒΑΣ... πρός Ξενοφάνη... ἐναντίον θεῶν πάντων, ὅσοι ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ καί τήν ἄλλην ΕΛΛΑΔΑ κατέχουσιν» (δηλαδή, ο όρκος, τον οποίο έδωσε ο Αννίβας προς τον πρεσβευτή Αθηναίο Ξενοφάνη, το γιο του Κλεομάχου, τον οποίο απέστειλε ο βασιλιάς –της Μακεδονίας –Φίλιππος Ε', στο όνομα όλων των θεών, όσοι προστατεύουν τη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα). Παρομοίως διατυπώσεις που ταυτίζουν τους Μακεδόνες με τους άλλους Έλληνες και τη Μακεδονία με την άλλη Ελλάδα, συναντάμε και σε άλλους συγγραφείς της αρχαιότητας και μάλιστα όχι μόνο σε Έλληνες. Ότι οι Μακεδόνες ομιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους άλλους Έλληνες εξάγεται και από αναφορά του διάσημου Ρωμαίου ιστορικού ΤΙΤΟΥ ΛΙΒΙΟΥ (52 π.Χ.-17 μ.Χ.), που περιγράφει συνέλευση Ελλήνων στην Αιτωλία το έτος 200 π.Χ., όπου βρίσκονταν αντιπρόσωποι από Αιτωλούς, Ακαρνάνες και Μακεδόνες, ανθρώπους ομόγλωσσους: «Aetolos, Acarnanas, Macedonas, eiusdem linguae homines». Στη ΒΙΒΛΟ επίσης, και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, αφθονούν τέτοιες μαρτυρίες ταύτισης Μακεδόνων –Ελλήνων. Υπάρχουν πάρα πολλές ιστορικές αποδείξεις, που πείθουν απόλυτα τον αντικειμενικό κριτή για την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων και για το ότι αυτοί δεν αποτελούσαν καθόλου ιλλυρικά στοιχεία- δεν είχαν καμμιά γλωσσική ή εθνολογική συγγένεια με το γειτονικό έθνος των Ιλλυριών. Μαρτυρία επίσης του ιστορικού Πολύβιου αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας, πολεμώντας κατά των Ρωμαίων, έστειλε στο βασιλιά ΓΕΝΘΙΟ της Ιλλυρίας ως πρέσβεις για τη σύναψη συμμαχίας «τόν Ἀθηναῖον καί σύν τούτῳ τόν Γλαυκίαν, ἓνα τῶν σωματοφυλάκων, καί τρίτον τόν Ἰλλυριόν (Πλεύρακτον) διά τό τήν διάλεκτον εἰδέναι τήν Ἰλλυρίδα» (τον Αθηναίο και μαζί με αυτόν το Γλαυκία, που ήταν ένας από τους σωματοφύλακές του, και τρίτον τον Ιλλυριό Πλεύρακτο, γιατί γνώριζε την ιλλυρική γλώσσα). Αν όμως οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ήταν Ιλλυρικής καταγωγής, θα ήξεραν να ομιλούν τα ιλλυρικά και δε θα υπήρχε λόγος να σταλεί τότε και ο Πλεύρακτος ως διερμηνέας. Για τη δυσπιστία της ελληνικότητας του Φιλίππου Β' και όλης της Δυναστείας των Τημενιδών και των Αντιγονιδών, ευθύνεται η αντιμακεδονική πολιτική της Αθήνας και ιδιαίτερα του Δημοσθένη. η πολιτική του σκέψη ήταν πολύ πιο κοντόφθαλμη και ανεδαφική από τη δύναμή του στο λόγο. Με το τοπικιστικό του μένος και τις δημαγωγικές αποστροφές της στενόχωρης φιλοπατρίας του σκέπασε τις στέρεες, προσγειωμένες ιδέες του ΙΣΟΚΡΑΤΗ (της φιλομακεδονικής παράταξης) και έσυρε το λαό να παραπαίει σε λαθεμένους πολιτικούς δρόμους, σε ανεδαφικούς στρατιωτικούς σχεδιασμούς. Ήταν αλλοπρόσαλλος: ενώ τον είχε χαρακτηρίσει "βάρβαρο" και "ληστή" και "παλιάνθρωπο" (“ἅνθρωπος” :Α' Ολυνθιακός λόγος), σε άλλη περίπτωση λέγει γι'αυτόν –το Φίλιππο: «κανείς από τους ηγέτες των λαών δεν τον ξεπερνά σε ελληνική παιδεία και κανείς δεν τον φτάνει σε αττική ευγένεια και ευπρέπεια». Μετά τη μάχη της Πύδνας, στο Συνέδριο της Αμφίπολης, την άνοιξη του 167 π.Χ., ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις της Ρωμαϊκής Συγκλήτου για την τύχη της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Οι Ρωμαίοι υπέταξαν τους Μακεδόνες και επέβαλαν στη Μακεδονία διοικητική διαίρεση σε 4 περιοχές που ονομάζονταν "ΜΕΡΙΔΕΣ" –με ιδιαίτερο διοικητικό κέντρο η κάθε μία – γεγονός που έπληξε ολέθρια την εθνική ενότητα και υπόσταση αυτών. Συγκεκριμένα ιδρύθηκαν τέσσερα αυτόνομα αβασίλευτα ομοσπονδιακά κράτη. Η αιχμαλωσία και το τέλος του τελευταίου ΜΑΚΕΔΟΝΑ βασιλιά επισφράγισαν κατά τρόπο τραγικό την ΠΤΩΣΗ του πανίσχυρου ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ. Πολύ άδοξο ήταν το τέλος της Μακεδονικής Δυναστείας των ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ, της οποίας επέζησε μόνο ο τελευταίος γόνος, ο μικρότερος γιος του Περσέα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Και μάλιστα μας συγκινεί ιδιαίτερα ο αγώνας τού τελευταίου βασιλόπουλου της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και όλης ΕΛΛΑΔΑΣ για την επιβίωσή του. έγινε επιδέξιος τορευτής- λεπτουργός, έμαθε τη λατινική γλώσσα και υπηρέτησε ως γραμματέας τους τοπικούς άρχοντες της Ιταλίας.
[Αξιοσημείωτες παρατηρήσεις: Ο τελευταίος – της δεύτερης δυναστείας- Αντιγονίδης λεγόταν ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, όπως και ο τελευταίος – της Α' Δυναστείας – Τημενίδης λεγόταν επίσης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Και οι δύο είχαν άδοξο τέλος: ο πρώτος γεννήθηκε στην ΠΕΛΛΑ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του, και θα σβήσει στην Ιταλία ως δούλος της Ρώμης. ο δεύτερος – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ', ο γιος του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥγεννήθηκε στη ΒΑΒΥΛΩΝΑ της Περσίας, μετά το θάνατο του πατέρα του, και θα σβήσει στη Μακεδονία ως βασιλόπουλο, φορτωμένο με τη δόξα του Μεγάλου Πατέρα του που δε γνώρισε, αλλά άτυχο- δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον επίτροπό του, τον Κάσσανδρο. Η σύγκριση των βασιλοπαίδων αυτών υπογραμμίζει την αστάθεια των ανθρωπίνων πραγμάτων]. Έτσι καταλύθηκε και θα υποταχθεί το 148 το πρώτο από τα Ελληνιστικά κράτη / βασίλεια της αλεξανδρινής κληρονομιάς. Τέλος το έτος 146 π.Χ. και όλη η υπόλοιπη Μητροπολιτική Ελλάδα θα υποταχθεί στην πανίσχυρη Ρώμη και σταδιακά όλος ο ελληνιστικός κόσμος θα υποδουλωθεί, αλλά δε θα σβήσει. αντίθετα πολιτιστικά θα συνεχίσει την ιστορική του πορεία και θα "κατακτήσει" μάλιστα τους κατακτητές του. Τα ελληνιστικά βασίλεια, αφού έφθασαν στο ζενίθ της ακμής τους, άρχισαν σταδιακά να παρακμάζουν. Επήλθε ο ιστορικός κάματος και έτσι οι κατακτητές επέτυχαν το στόχο τους, την υποταγή τους. Ακολούθησε η υποταγή του κράτους της Περγάμου. συγκεκριμένα δεν έγινε υποταγή, αλλά ο τελευταίος Ατταλίδης βασιλιάς, ο ΑΤΤΑΛΟΣ Γ', άφησε με διαθήκη του κληρονόμο του κράτους του τη ΡΩΜΗ, το έτος 133 π.Χ.. Το κράτος των Σελευκιδών το 64 π.Χ. και τελευταίο υποτάχθηκε το κράτος της Αιγύπτου, το έτος 30 π.Χ., όπου βασίλεψε- τελευταία – η Μακεδόνισσα στην καταγωγή πανέμορφη ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ Ζ' (51-30 π.Χ.). Η υποταγή και του τελευταίου ελληνιστικού κράτους στους Ρωμαίους σήμανε και το τέλος της αρχαίας ελληνικής πολιτικής ιστορίας. -
ΣΤ'. ΤΟ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΩΝ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΑΥΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ. Η ΦΗΜΗ ΚΑΙ Η ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗ – ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΡΙΣΕΙΣ Αν τα λαμπρά δημιουργήματα του πνεύματος και της τέχνης των κλασικών χρόνων στέκονται ορόσημα της ελληνικής ιστορίας, αυτό δε σημαίνει ούτε ότι εξαντλούν το περιεχόμενο του ελληνικού πολιτισμού ούτε ότι αποτελούν ιδανικά πρότυπα, που έπρεπε και μπορούσε να μείνουν αμετακίνητα μέσα στους αιώνες. Τα έργα των κλασικών χρόνων στάθηκαν η έκφραση μιας ακμαίας ώρας της ελληνικής πόλης- κράτους, συμπυκνώνοντας την παράδοση των αιώνων που προηγήθηκαν και ρίχνοντας το σπόρο για τη μελλοντική καρποφορία. Επίστεψη αυτής της εποχής στάθηκε το έργο του Αριστοτέλη, μαθητή του Πλάτωνα και δασκάλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έτσι το πέρασμα από την κλασική Αθήνα προς τη μακεδονική κοσμοκρατορία μπορεί να είναι συνταρακτικό, αλλά όχι ανεξήγητο και ασύνδετο. Η ελληνική πόλη εξάντλησε τις πολιτικές και τις πολιτιστικές της δυνατότητες και η μάχη στη Χαιρώνεια ήταν μόνο η στρατιωτική εκδήλωση αυτού του τέλους. πίσω από τη μάχη αυτή λειτούργησαν βαθύτερες ιστορικές αιτίες και πνευματικές ανακατατάξεις. Όσο και αν είναι λαμπρή και σχεδόν μυθική η προσωπικότητα του νεαρού κοσμοκράτορα Μεγάλου Αλεξάνδρου, δε θα ήταν αρκετή, για να μεταμορφώσει μέσα στα δέκα – ένδεκα χρόνια της συναρπαστικής εκστρατείας του την εικόνα του αρχαίου κόσμου. Αν δεν είχε αρχίσει η διεργασία των δυνάμεων εκείνων, που συντέλεσαν στη δημιουργία των οικουμενικών διαστάσεων που κατακτά το πνεύμα και η τέχνη των ελληνιστικών χρόνων, η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς την ΑΝΑΤΟΛΗ θα μπορούσε να μείνει ένα εφήμερο στρατιωτικό ή πολιτικό επεισόδιο, χωρίς τις βαθυσήμαντες συνέπειες που είχε για την παγκόσμια ιστορία. Από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου όμως ως τη γέννηση του θεανθρώπου Ιησού Χριστού, πάνω δηλαδή από 300 χρόνια, ο αρχαίος κόσμος υφίσταται μια ριζική σε βάθος και απεριόριστη σε πλάτος μεταβολή. Τίποτε άλλο δε δηλώνει καλύτερα τη μεταβολή αυτή από τη γεωγραφική μετατόπιση των κύριων πολιτικών και πολιτιστικών κέντρων. Ο Ελληνικός Κόσμος απλώθηκε από το Αδριατικό Πέλαγος και το Δούναβη ποταμό ως τον Ινδό ποταμό και τον Ινδικό Ωκεανό. Τα μακεδονικά στρατεύματα των διαδόχων και των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα προχωρήσουν ακόμη περισσότερο: στην ΑΣΙΑ ως την Ινδία, στην κοιλάδα του Γάγγη ποταμού και ως τους πρόποδες της οροσειράς των Ιμαλαΐων- ήλθαν μάλιστα σε επαφές και με τους Κινέζους – και στην ΑΦΡΙΚΗ ως τη χώρα των Αιθιόπων. Ο ελληνικός ορίζοντας διευρύνθηκε, οι Έλληνες πατούσαν και στις τρεις γνωστές ηπείρους της γης: ΕΥΡΩΠΗ, ΑΦΡΙΚΗ, ΑΣΙΑ και ήταν θαλασσοκράτορες στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ έπλεαν ελεύθερα στον Εύξεινο Πόντο, στην Κασπία, στην Ερυθρά θάλασσα, στον Περσικό κόλπο και στον Ινδικό Ωκεανό. Το άνοιγμα αυτό οφείλεται στο ρηξικέλευθο Μακεδόνα βασιλιά, το Μέγα Αλέξανδρο, τον πολυτάλαντο και χαρισματικό ηγέτη του Ελληνισμού, ο οποίος γονιμοποίησε τη βάρβαρη Ανατολή και γαλούχησε τους λαούς της, αναβαθμίζοντάς τους. Αυτός έσπειρε τα σπέρματα του ελληνικού πολιτισμού για μια ενοποίηση του κόσμου. Αλλά δυστυχώς! Άφησε τον κόσμο αυτό τόσο νωρίς και πέταξε στον άλλο κόσμο, στο κόσμο της αιωνιότητας, της ιστορίας. Πέρα από τα παλαιά γνωστά κέντρα του Ελληνικού πολιτισμού στη Μακεδονία, Αιγές / Βεργίνα, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, ΔΙΟΝ και στη λοιπή Ελλάδα, οι νέες πόλεις που ιδρύθηκαν από τον ίδιο το Μέγα Αλέξανδρο και από τους διαδόχους του, η Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος), η Αντιόχεια (Συρία), η Πέργαμος (Μικρά Ασία) και άλλες, πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν και συγκέντρωσαν τα πλούτη των ελληνιστικών βασιλείων και τους πνευματικούς θησαυρούς του ελληνισμού. Έτσι δημιουργήθηκαν τα νέα μεγάλα κέντρα της πολιτικής δύναμης και πολιτιστικής ανάπτυξης. Οι δυναστείες που βασίλεψαν στα νέα αυτά κράτη, στα ελληνιστικά βασίλεια, της Αιγύπτου, της Συρίας και της Περγάμου, δηλαδή οι Πτολεμαίοι, οι Σελευκίδες και οι Ατταλίδες, ανταγωνίζονταν φιλότιμα να αναδείξουν, αντίστοιχα, τις πρωτεύουσές τους, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ, ΠΕΡΓΑΜΟ, σε κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας. Στα κέντρα αυτά, που αποτέ-
λεσαν τις εστίες της νέας πολιτιστικής ακμής, συγκεντρώθηκαν σοφοί, συγγραφείς, λογοτέχνες και καλλιτέχνες πολλοί και ιδρύθηκαν περίφημες βιβλιοθήκες. Κυρίως οι Πτολεμαίοι υπήρξαν προστάτες των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών και κάλεσαν στα βασίλειά τους πολλούς διανοουμένους και ερευνητές. Αν η ΑΘΗΝΑ ήταν στους κλασικούς χρόνους το "ΠΡΥΤΑΝΕΙΟΝ της ΣΟΦΙΑΣ", τώρα η ΑΛΕΞΑΔΡΕΙΑ (του Νείλου) στους ελληνιστικούς χρόνους γίνεται το παγκόσμιο επιστημονικό κέντρο ερευνών, το μεγαλύτερο, επίσης, κέντρο των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά και κέντρο διεθνούς εμπορίου. Η πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπήρξε πρωτεύουσα και έδρα του Ελληνισμού επί σειράν αιώνων ως την ανάδειξη της πόλης του Μεγάλου Κωνσταντίνου (του Βυζαντίου)- 7 αιώνες πρωτιάς. Εκεί θα συγκεντρωθούν, θα ερευνηθούν και θα μελετηθούν τα κλασικά κείμενα, εκεί θα μπουν οι βάσεις των επιστημών. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Parsons έγραψε: «Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι δημιούργησαν τις κλασικές σπουδές, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα». Η πρωτοκαθεδρία μεταξύ των βασιλιάδων των ελληνιστικών κρατών στον πολιτιστικό τομέα ανήκει στη δυναστεία των ΛΑΓΙΔΩΝ ή ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ, που βασίλεψε στην Αίγυπτο επί 300 περίπου χρόνια. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο Πτολεμαίος Α' ο Λάγου, ο επονομαζόμενος "ΣΩΤΗΡ". Ήταν έμπιστος φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τα παιδικά τους χρόνια και επιτελικός στρατηγός του στην εκστρατεία της Ασίας. Αυτοανακηρύχθηκε, όπως έχει προαναφερθεί, βασιλιάς το 305 και βασίλεψε ως το 285 π.Χ. Ευγενής στην καταγωγή. Η μητέρα του, Αρσινόη (Α΄), ήταν δισέγγονη του βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΜΥΝΤΑ Α' και σύζυγος του Μακεδόνα ηγεμόνα της Εορδαίας Λάγου. Επειδή όμως αυτή είχε προγαμιαίες σχέσεις με τον Φίλιππο Β΄και ήταν έγκυος, όταν παντρεύτηκε το Λάγο, ο γιος της Πτολεμαίος, και λόγω της εκπληκτικής ομοιότητάς του προς το Φίλιππο, λογιζόταν ως φυσικός γιος αυτού και επομένως ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Πτολεμαίος Α' υπήρξε ικανός στρατιωτικός και συνετός πολιτικός. επίσης υπήρξε και προστάτης των γραμμάτων. Μάλιστα έγραψε και ιστορία της εκστρατείας του Μεγ. Αλεξάνδρου, που έχει χαθεί, αλλά είχε χρησιμοποιηθεί ως πηγή για την ιστορία του Αρριανού. Ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Α' ο "Σωτήρ" (γενν. 365- πέθ. 283) στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια το "ΜΟΥΣΕΙΟΝ" ως κεντρική έδρα επιστημονικής συνεργασίας, κάτι – θα μπορούσαμε να φαντασθούμε – σαν ινστιτούτο επιστημονικών ερευνών. Δέχθηκε στην Αυλή του ως πολιτιστικό του σύμβουλο το φυγάδα από την Αθήνα διανοούμενο Φαληρέα, ο οποίος τον παρότρυνε να επιστατήσει στην οργάνωση του πνευματικού αυτού ιδρύματος. Το ανώτατο αυτό πνευματικό ίδρυμα λειτουργούσε με κρατική μέριμνα και τελούσε υπό την αιγίδα των Μουσών, των προστάτιδων των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών. Τώρα, στην ελληνιστική εποχή, η γνώση παίρνει νέες διαστάσεις. Η ελληνική επιστήμη έφθασε στο ανώτατο σημείο της και με τη σκέψη του ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΥ του Σάμιου προχώρησε ως το ηλιοκεντρικό σύστημα – 19 αιώνες περίπου- πριν από τον Πολωνό Κοπέρνικο. Τα ονόματα: ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ και ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ αρκούν, για να γίνει αμέσως αντιληπτό τι χρωστάει ο ΚΟΣΜΟΣ σε αυτή τη νέα φάση της ελληνικής σκέψης, που αξιοποιεί και προεκτείνει τις αριστοτελικές συλλήψεις. Όλες αυτές οι επιστημονικές κατακτήσεις όχι μόνο έβαλαν τις βάσεις και τα θεμέλια των σύγχρονων επιστημών, αλλά μερικές από αυτές, όπως η Ευκλείδεια Γεωμετρία (επιπεδομετρία), εξακολουθούν να παραμένουν ακρογωνιαίοι λίθοι στο οικοδόμημα του παγκόσμιου πολιτισμού. Δίπλα στην αστρονομία, στη μηχανική και στα μαθηματικά στέκονται τα επιτεύγματα της ιατρικής και της φαρμακευτικής επιστήμης. Στην Αλεξάνδρεια κλήθηκαν και εργάσθηκαν δύο μεγάλοι Έλληνες γιατροί της εποχής, ο ΗΡΟΦΙΛΟΣ και ο ΕΡΑΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, που τα ονόματά τους συμβολίζουν την αρχή μιας καινούργιας εποχής στην ιστορία της ιατρικής επιστήμης. Ο πρώτος θεωρείται ο πατέρας της ανατομίας. έκαμε ανατομικές έρευνες στο ανθρώπινο σώμα, πολλούς αιώνες πριν από τους Ευρωπαίους γιατρούς (όπως αυτό διαπιστώνεται από το ζωγραφικό έργο "Μάθημα ανατομίας" του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου της Αναγέννησης Ρέμπραντ -17ος αιώνας). Οι Πτολεμαίοι επέτρεψαν για πρώτη φορά τομές ανθρώπινων πτωμάτων. Πρώτος ο Ηρόφιλος οδηγήθηκε σε μια από τις σημαντικότερες στην ιστορία της ιατρικής ανακαλύψεις:αναγνώρισε την αληθινή φύση των νεύρων και θεώρησε τον εγκέφαλο κεντρικό όργανο του νευρικού συστήματος διατύπωσε το δόγμα «Ἀρχή τῶν νεύρων ἐγκέφαλος»- και συγχρόνως έδρα της νόησης,
ενώ τα νεύρα τα θεώρησε όργανα της αίσθησης. Ο Ερασίστρατος επίσης ήταν σπουδαίος γιατρός. θεωρείται ο πατέρας της φυσιολογίας. Στην Αλεξάνδρεια επίσης θεμελιώνεται η επιστήμη της φαρμακολογίας με την ανάπτυξη της βοτανικής. Αναπτύσσονται επίσης η φυσική, οπτική, ακουστική –μουσική και άλλοι κλάδοι της φυσικής επιστήμης, η υδροστατική (αρχή του Αρχιμήδη), η υδροδυναμική, η κατασκευαστική μηχανική. επίσης αναπτύσσονται η χημεία, η γεωλογία, η μετεωρολογία και η γεωγραφία: η μαθηματική γεωγραφία με τους θαυμαστούς υπολογισμούς του ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗ του Κυρηναίου, που κάποτε πλησίασαν με εκπληκτική προσέγγιση την απόλυτη ακρίβεια, όπως τουλάχιστον την ξέρουμε σήμερα, και η περιγραφική γεωγραφία, που εκπροσωπείται από το ΣΤΡΑΒΩΝΑ. Ο Στράβων έζησε στα ύστατα ελληνιστικά χρόνια και στην πρώιμη ελληνορωμαϊκή εποχή (66 π.Χ. -24μ.Χ.). Ήταν διανοούμενος Έλληνας και κυρίως καλός γεωγράφος. έκανε μεγάλα ταξίδια και επιδίωξε τις γνώσεις –που απέκτησε με την προσωπική του αντίληψη – να τις συμπληρώσει με τη μελέτη. Για μας τους σύγχρονους Έλληνες και ιδιαίτερα για τους Μακεδόνες ουσιώδες είναι το έργο του "Γεωγραφικά". κατατάσσει τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στην ΕΥΡΩΠΗ και παρέχει αρκετά πειστικά στοιχεία, ιστορικά και γεωγραφικά, που αποδεικνύουν την ελληνικότητα και την ιστορική συνέχεια των κατοίκων του βόρειου αυτού τμήματος της Ελλάδας. Γράφει: «ΠΕΛΛΑ ἐστί τῆς κάτω Μακεδονίας... ηὔξησε τήν πόλιν ἐκ μικρᾶς ΦΙΛΙΠΠΟΣ τραφείς ἐν αὐτῇ. ἔχει δ'ἄκραν ἐν λίμνῃ τῇ καλουμένῃ Λουδίᾳ. ἐκ ταύτης ὁ Λουδίας ἐκδίδωσι ποταμός, αὐτήν δέ πληροῖ τοῦ Ἀξιοῦ τι ἀπόσπασμα. ὁ δέ Ἀξιός ἐκδίδωσι μεταξύ Χαλάστρας καί Θέρμης. ἐπίκειται δέ τῷ ποταμῷ τούτῳ χωρίον ἐρυμνόν, ὅ νῦν μέν καλεῖται Ἀβυδών, Ὅμηρος δ' Ἀμηδῶνα καλεῖ καί φησι τούς Παίονας ἐντεῦθεν εἰς Τροίαν ἐπικούρους ἐλθεῖν, τηλόθεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ΄ Ἀξιοῦ εὐρυρέοντος... ἐκ Παιονίας ὤν τῆς ἐν Μακεδονίᾳ » (δηλαδή, η Πέλλα βρίσκεται στην κάτω Μακεδονία... ο Φίλιππος, που μεγάλωσε σ'αυτήν την πόλη, από μικρή την έκανε μεγάλη. έχει δε μια εσοχή στη λίμνη που λέγεται Λουδία. απ' αυτήν εκβάλλει ο Λουδίας ποταμός, ενώ αυτή τη γεμίζει ένα τμήμα του Αξιού. ο δε Αξιός εκβάλλει μεταξύ Χαλάστρας και Θέρμης (Θεσσαλονίκης). και κοντά στον ποταμό αυτό υπάρχει μια τοποθεσία οχυρή, η οποία τώρα μεν λέγεται Αβυδών, ο Όμηρος όμως την ονομάζει Αμυδώνα και μάλιστα ισχυρίζεται ότι οι Παίονες από εδώ ήλθαν στην Τροία ως επίκουροι, από μακριά από την Αμυδώνα από τον Αξιό το πλατύ ποτάμι ... που καταγόταν ο Αστεροπαίος από την Παιονία της Μακεδονίας). <Στράβων : VII, Αποσπάσματα 20, 39>. Ο ίδιος μας δίνει επίσης αρκετές πληροφορίες για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και για την περιοχή της: «...ὁ ΑΞΙΟΣ θολερός ῥεῖ. ὁ δ' Ὅμηρος Ἀξιοῦ κάλλιστον ὕδωρ φησίν, ἴσως διά τήν πηγήν τήν καλουμένην Αἴαν, ἥ καθαρώτατον ἐκδιδοῦσα ὕδωρ εἰς τοῦτον... μετά δ' Ἀξιόν Ἐχέδωρος ἐν σταδίοις εἴκοσιν ῥεῖ. εἶτα ἡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΑ Κασσάνδρου κτίσμα ἐν ἄλλοις τετταράκοντα καί ἡ ΕΓΝΑΤΙΑ ὁδός. Ἑπωνόμασε δέ ἀπό τῆς ἑαυτού γυναικός Θεσσαλονίκης, Φιλίππου δέ τοῦ Ἀμύντου θυγατρός, καθελών τά ἐν τῇ Κρουσίδι πολίσματα καί τά ἐν Θερμαίῳ κόλπῳ περί ἕξ καί εἴκοσι καί συνοικίσας εἰς ἕν. ἡ δέ μητρόπολις τῆς νῦν Μακεδονίας ἐστί» (δηλαδή... ο Αξιός με τα θολά νερά ρέει. ενώ ο Όμηρος λέγει ότι το νερό του Αξιού είναι πολύ καλό, ίσως εξαιτίας της πηγής που λέγεται Αία, η οποία χύνει σ'αυτόν πολύ καθαρό νερό... μετά τον Αξιό ρέει ο Εχέδωρος – ο Γαλλικός ποταμός- σε απόσταση 20 σταδίων. έπειτα σε απόσταση άλλων 40 σταδίων είναι η Θεσσαλονίκη, που την έκτισε ο Κάσσανδρος, και η Εγνατία Οδός. Της έδωσε το όνομα της Θεσσαλονίκης, της συζύγου του, που ήταν κόρη του Φιλίππου του γιου του Αμύντα, αφού κατεδάφισε τους οικισμούς στην περιοχή της Κρουσίδας και του Θερμαϊκού κόλπου, γύρω στους εικοσιέξι, και τους πληθυσμούς τους συνοίκισε σε έναν. Και τώρα είναι η μητρόπολη της Μακεδονίας). Η πόλη ιδρύθηκε το έτος 315 π.Χ.. Ο Κάσσανδρος σαν «οικιστής» της Θεσσαλονίκης μπορεί να θεωρηθεί ο "Μακεδόνας Θησέας", γιατί οι προσδοκίες του για τη νέα αυτή πόλη (πέρασαν ήδη 2322 έτη συνεχούς κατοίκησης) δικαιώθηκαν πλήρως. Ο Ελβετός ιστορικός της τέχνης και του πολιτισμού Zacgues
Buchard τον χαρακτηρίζει ως άνδρα μεγίστης δύναμης και αποφασιστικότητας, ενώ ο συμπατριώτης του ιστορικός Felix Staehelin χαρακτηρίζει τον Κάσσανδρο ως «πολιτικό εξαιρετικής οξυδέρκειας». Σε άλλο σημείο των "Γεωγραφικών" του (VII,9) ο Στράβων διασαλπίζει την ελληνικότητα της Μακεδονίας, της πατρίδας του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Αριστοτέλη, του παμμέγιστου αυτού επιστήμονα- θεμελιωτή των επιστημών- και πολλών άλλων σπουδαίων ανδρών, λέγοντας: «Ἔστι μέν οὖν ΕΛΛΑΣ καί ἡ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» (είναι βέβαια Ελλάδα και η Μακεδονία). Πολύ απλά και ωραία, λακωνικά και δογματικά διατυπώνεται η μεγάλη αυτή κι ατράνταχτη αλήθεια από το μεγάλο αυτό της αρχαιότητας γεωγράφο Στράβωνα, 20 αιώνες ήδη πριν από τους παραχαράκτες και πλαστογράφους της ιστορίας της πολύπαθης Μακεδονίας μας. "Τίνος ἄλλης μαρτυρίας χρείαν ἔχομεν"; Για να αποδείξουμε τί; Τα αυταπόδεικτα; Τα ίδια τοπωνύμια και τότε, τα ίδια και τώρα (Αξιός, Λουδίας, Θέρμη, Χαλάστρα, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, Θερμαϊκός Κόλπος, Μακεδονία κτλ.). ούτε όνομα άλλαξαν ούτε βέβαια και θέση. Και οι Παίονες ήταν Έλληνες και πολέμησαν στην Τροία. Εξάλλου έχουμε την πολύτιμη πληροφορία για την ελληνικότητα της πρώτης μακεδονικής δυναστείας από τον Ηρόδοτο, τον πατέρα της ιστορίας, ο οποίος, όπως έχει προαναφερθεί, τον 5ο π.Χ. αιώνα αποσαφηνίζει την εθνικότητα της μακεδονικής δυναστείας στο πρόσωπο του Μακεδόνα βασιλιά Αλεξάνδρου Α', που το 496 π.Χ. (70ή Ολυμπιάδα) βροντοφώναξε ενώπιον της επιτροπής των Ελλανοδικών με αυτοπεποίθηση και υπερηφάνεια: «Αὐτός τε γάρ ΕΛΛΗΝ γένος εἰμί τὠρχαῖον» (κι εγώ ο ίδιος πράγματι είμαι Έλληνας από αρχαία γενιά). Παράλληλα με την ανάπτυξη των θετικών επιστημών δημιουργείται για πρώτη φορά η φιλολογική επιστήμη μέσα στις ξακουστές βιβλιοθήκες, προπάντων στην Αλεξανδρινή, όπου συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν τα έργα της προγενέστερης ελληνικής γραμματείας. Αυτή η συστηματική προσπάθεια μεθοδικής συγκέντρωσης και έρευνας των κειμένων έθεσε τις βάσεις για όλες τις μεταγενέστερες φιλολογικές εργασίες, ανοίγοντας ένα δρόμο με απέραντες προοπτικές. Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ήταν η πιο μεγάλη του Αρχαίου Κόσμου, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη –σφηνοειδούς γραφής- βιβλιοθήκη του βασιλιά Ασσουρμπανιμπάλ στη Βαβυλώνα. Ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β΄, το Φιλάδελφο (285-246), γιο και διάδοχο του Πτολεμαίου Α' του Λάγου, με τη βοήθεια και τις χρήσιμες συμβουλές του Δημητρίου Φαληρέα. Σ'αυτή συγκεντρώθηκαν 500.000 τόμοι αρχικά, για να φτάσουν στα ώριμα ελληνιστικά χρόνια τους 700.000 τόμους, όλη η ελληνική γραμματεία. Ο κατάλογος μόνο των βιβλίων της βιβλιοθήκης αυτής αποτελούνταν από 120 βιβλία και είχε τίτλο: ''ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΩΝ ΕΝ ΠΑΣΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΚΑΙ ΩΝ ΣΥΝΕΓΡΑΨΑΝ" (κατάλογος όσων διέπρεψαν σε όλη την παιδεία και των συγγραμμάτων τους). Τον κατάλογο κατάρτισε ο λόγιος και ποιητής Καλλίμαχος. Ένα από τα χαρακτηριστικά της ελληνιστικής εποχής είναι η μεγάλη διάδοση του βιβλίου (σε πάπυρο βέβαια). ποτέ ως τώρα δεν είχαν συγκεντρωθεί τέτοιοι ασύλληπτοι αριθμοί βιβλίων σε μια πόλη ούτε μπορούσαν να υπάρξουν τόσα κέντρα με τέτοιες συλλογές. Αυτοί οι αριθμοί μάς δίνουν ένα χαρακτηριστικό και καίριο στοιχείο του νέου κόσμου:το μέγεθος. Εκεί στην ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, στο ΜΟΥΣΕΙΟ και στη ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, σφυρηλατήθηκε η "ΚΟΙΝΗ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ και μορφοποιήθηκε η ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Η πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που τη θεμελίωσε με τα ίδια του τα χέρια, και πρωτεύουσα των Πτολεμαίων θα είναι επί σειράν αιώνων η πνευματική πρωτεύουσα όλου του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Εκεί στην Αλεξάνδρεια, όπου μετατοπίσθηκε από την ΑΘΗΝΑ το πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού, έγινε και η μετάφραση από τα εβραϊκά στα ελληνικά της ΒΙΒΛΟΥ (της Παλαιάς Διαθήκης). Ο ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Β' (ο Φιλάδελφος) , για να πλουτίσει τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας με τη νομοθεσία των Εβραίων / Ιουδαίων και ιδίως για να ικανοποιήσει τις θρησκευτικές ανάγκες 1.000.000 ελληνοφώνων Εβραίων υπηκόων του, που κατοικούσαν στο βασίλειό του, έστειλε στον Ιουδαίο αρχιερέα Ελεάζαρ επιστολές και πλούσια δώρα και τον παρακάλεσε να στείλει στην Αλεξάνδρεια αντίγραφο της νομοθεσίας των Εβραίων μαζί με άνδρες νομοθέτες που διέθεταν ικανότητες να τη μεταφράσουν στην ελληνική γλώσσα.
Ο Ιουδαίος αρχιερέας έστειλε πρόθυμα επιτροπή από 72 άνδρες νομομαθείς απ' όλες τις φυλές του Ισραήλ μαζί με ένα αντίγραφο της ΒΙΒΛΟΥ (του Νόμου). Οι μεταφραστές, που συγκεντρώθηκαν στη νησίδα ΦΑΡΟ (όπου είχε κτισθεί ο μεγάλος Φάρος της Αλεξάνδρειας- ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου), επετέλεσαν το δύσκολο αυτό έργο τους, δηλαδή τη γνωστή μετάφραση της ΒΙΒΛΟΥ (της Παλαιάς Διαθήκης) των Εβδομήκοντα (Ο'). Η ίδρυση της Αλεξάνδρειας από το Μακεδόνα βασιλιά ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, ο εξωραϊσμός της νέας αυτής ελληνικής πόλης από τους Πτολεμαίους Α΄ και Β' (πατέρα και γιο) με την ίδρυση του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης και η καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας των λαών της Ανατολής συντέλεσαν, ώστε τα θεόπνευστα κείμενα της ΒΙΒΛΟΥ να χρησιμοποιούνται από τους ελληνίζοντες Εβραίους της διασποράς και από τον ελληνόφωνο τότε εθνικό κόσμο. Η μετάφραση αυτή θεωρείται και σήμερα για όλους τους απανταχού κατοικούντας Ιουδαίους και Χριστιανούς το επίσημο κείμενο της ΒΙΒΛΟΥ, η οποία είναι το πρωταρχικό θεμέλιο της Ιουδαϊκής θρησκείας και εβραϊκής γενικά φιλολογίας και αποτελεί παράλληλα τη βάση της χριστιανικής θρησκείας και γενικά θεολογίας σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο. [Αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες προσφορές - προίκα του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ των Αλεξανδρινών χρόνων – στις δύο θρησκείες, στον Ιουδαϊσμό και το Χριστιανισμό]. Στην ελληνιστική περίοδο αναπτύσσονται επίσης σε μεγάλο βαθμό οι φιλοσοφικές σπουδές. Συνεχίζεται η δράση της Πλατωνικής Ακαδημίας (πλατωνικοί φιλόσοφοι) και του Αριστοτελικού Λυκείου – του "Περιπάτου" (αριστοτελικοί φιλόσοφοι), ενώ παράλληλα εμφανίζονται νέα φιλοσοφικά ρεύματα, από τα οποία τα πιο σημαντικά είναι ο ΚΗΠΟΣ (δηλαδή οι Επικούρειοι) και η ΣΤΟΑ (δηλαδή οι Στωικοί). Μεταξύ τους οι Επικούρειοι και οι Στωικοί φιλόσοφοι παρουσιάζουν και ομοιότητες και διαφορές. Κοινά σημεία έχουν κυρίως στο πρόβλημα της ουσίας και στο πρόβλημα της πράξης. Με την ηθική τους αποβλέπουν στο να οδηγήσουν το άτομο στη γαλήνη της ψυχής. Για τους Επικούρειους το πιο υψηλό ιδανικό είναι η γαλήνη της ψυχής, η αταραξία και η αφοβία αυτής. γι' αυτούς η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, όμως εξηγούνται: Δεν εννοούν τις ηδονές των ασώτων και άλλες παρόμοιες απολαύσεις. γιατί την ευχάριστη ζωή δεν την κάνουν ούτε τα μεθύσια και τα ξεφαντώματα ούτε οι ερωτικές απολαύσεις και τα πλούσια φαγητά, αλλά το νηφάλιο λογικό, η φρόνηση, από την οποία γεννιούνται όλες οι άλλες αρετές. Ο Επίκουρος ο Αθηναίος - ιδρυτής του ΚΗΠΟΥ - (341-270 π.Χ.) έλεγε: «Οὐ πότοι καί κῶμοι οὐδέ ἀφροδίσιοι ἀπολαύσεις τόν ἡδύν γεννῶσι βίον, ἀλλά νήφων λογισμός καί τάς δόξας ἀπελαύνων, ἀφ' ὧν πλεῖστος τάς ψυχάς καταλαμβάνει θόρυβος». Η φρόνηση ερευνά τις αιτίες για κάθε προτίμηση ή αποστροφή και απόρριψη και διαλύει τις φαντασιώσεις που φέρνουν τις ψυχικές ταραχές και δημιουργούν νοσηρές καταστάσεις. Η φρόνηση μας διδάσκει ότι η ζωή χωρίς την ομορφιά και τη δικαιοσύνη είναι αδύνατη. αλλά η ζωή με τη φρόνηση, τη δικαιοσύνη και την ομορφιά μόνο, πάλι αδύνατη είναι χωρίς την ηδονή, γιατί οι αρετές και η ευχάριστη ζωή πηγαίνουν μαζί. Δόγμα τους λοιπόν είναι: Ο άνθρωπος πρέπει να δημιουργήσει και να εξασφαλίσει την ενάρετη και ευχάριστη ζωή και είναι μόνος του αρκετός για τον εαυτό του, για να υψωθεί σε προσωπικότητα και να φτάσει στην ευτυχία. Τέλος ο Επίκουρος συνιστά: Μακριά από τα πολιτικά και τα ερωτικά πάθη. τα πρώτα εξοβελίζουν τη γαλήνη και την ανθρωπιά της ψυχής και τα δεύτερα συνταράζουν την ηρεμία αυτής. Η ερωτική ορμή πρέπει να ικανοποιείται μέσα όμως στα όρια της λογικής, γιατί διαφορετικά καταντά πάθος που καταστρέφει τη γαλήνη της ψυχής. πρέπει να επιδιώκουμε την αγνή και ανιδιοτελή φιλία, γιατί αυτή συμπληρώνει τα κενά της ψυχής και ακόμη δεν πρέπει να φοβούμαστε το θάνατο, γιατί ο θάνατος οδηγεί στην ανυπαρξία: «Όταν εγώ υπάρχω, ο θάνατος δεν είναι παρών, και όταν είναι αυτός παρών, εγώ δεν υπάρχω». Η διδασκαλία του Επίκουρου απλώθηκε σε όλο τον ελληνικό και το ρωμαϊκό κόσμο και πρόσφερε παρηγοριά σε αμέτρητους ανθρώπους ως το τέλος των αρχαίων χρόνων.
[Μεγάλη και αυτή η προσφορά για τον άνθρωπο]. Αλλά και οι Στωικοί επηρέασαν βαθύτατα και για αιώνες τους ανθρώπους. συνδυάζοντας τον ελληνικό στοχασμό με θρησκευτικά στοιχεία της Ανατολής, δίδαξαν περισσότερο ένα ηθικό σύστημα ζωής παρά μια φιλοσοφική θεωρία, ετοιμάζοντας έτσι το δρόμο για το Χριστιανισμό και προσφέροντας στη χριστιανική σκέψη τα φιλοσοφικά υπόβαθρα που θα τη στήριζαν, για να οικοδομήσει μέσα στις περιοχές του αρχαίου παγανισμού το νέο άνθρωπο. Ο ΖΗΝΩΝ ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 334-262π.Χ.) είναι ο ιδρυτής της φιλοσοφικής σχολής της Στοάς. Αυτός ασχολήθηκε κυρίως με τη λογική και την ηθική. Παραδεχόταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην πλήρη γνώση, την επιστήμη. Χρησιμοποιούσε σχετικά μια πολύ εκφραστική παρομοίωση (τη διασώζει ο Κικέρων): «Έδειχνε το χέρι του με τα δάκτυλα ανοικτά- αυτό είναι η φαντασία έλεγε. ύστερα δίπλωνε λίγο τα δάκτυλά του-αυτό είναι η συγκατάθεση. έπειτα, όταν είχε πια κλείσει ολότελα το χέρι και έδειχνε τη γροθιά του, έλεγε –αυτό είναι η κατάληψη με την κυριολεκτική έννοια. ύστερα πλησίαζε το αριστερό χέρι στην κλειστή γροθιά του και την έσφιγγε με δύναμη, λέγοντας αυτό είναι η επιστήμη». Σχετικά για το κοσμολογικό θέμα έλεγε: «ο ΘΕΟΣ είναι η μόνη αιτία για την τέλεια δομή του σύμπαντος» (δηλαδή ο Θεός έκτισε το Σύμπαν τέλεια). [Προσέξατε: «ο ΘΕΟΣ»!Οι Στωικοί είχαν συλλάβει την έννοια ενός θεού;;;] Βιβλία με τις φιλοσοφικές θεωρίες όλων των συστημάτων ή άλλα βιβλία (παπύρους) επιστημονικού περιεχομένου και φιλολογικά παντός ενδιαφέροντος-όλων των συγγραφέωνμπορούσε να βρει κάθε επισκπέπτης της Αλεξάνδρειας και μελετητης, ερευνητής, που πήγαινε στη μεγάλη βιβλιοθήκη αυτής. Μικρότερες βιβλιοθήκες, ιδιωτικές, υπήρχαν βέβαια και στους κλασικούς χρόνους (5ος-4ος αιώνας), όπως του Ευριπίδη, της Πλατωνικής Ακαδημίας και του Αριστοτελικού Λυκείου στην Αθήνα, αλλά, τώρα, στους αλεξανδρινούς χρόνους ιδρύονται κρατικές. Οι βασιλιάδες των ελληνιστικών κρατών ιδρύουν, οργανώνουν και αναλαμβάνουν υπό την προστασία τους μεγάλες βιβλιοθήκες. Εκτός από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, μεγάλη βιβλιοθήκη ίδρυσαν και οι βασιλιάδες της Περγάμου, οι Ατταλίδες. έφτασε να έχει η βιβλιοθήκη της Περγάμου 200.000 τόμους-βιβλία (περγαμηνές). Μεγάλη επίσης βιβλιοθήκη είχε στην ΠΕΛΛΑ και ο τελευταίος Αντιγονίδης βασιλιάς, ο ΠΕΡΣΕΥΣ, η τύχη της οποίας, μετά την πτώση της Μακεδονίας, έχει προαναφερθεί. Στη μεγάλη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας φιλοδόξησαν οι Πτολεμαίοι και συγκέντρωσαν εκατοντάδες χιλιάδες χειρογράφων των αριστουργημάτων της κλασικής εποχής και όχι μόνο. Οι δύο πρώτοι κυρίως (πατέρας και γιος) Πτολεμαίοι χρησιμοποίησαν την περιουσία τους για την απόκτηση ή την αντιγραφή χειρογράφων από όλες τις περιοχές του πολιτισμένου κόσμου. Εκεί συγκεντρώθηκαν, ταξινομήθηκαν, εκτιμήθηκαν και πολιτικογραφήθηκαν ύστερα από σχολαστική κριτική των κειμένων. Οι σοφοί και λόγιοι και φιλόλογοι ερευνητές, που διέμεναν με δαπάνες των βασιλιάδων στο ΜΟΥΣΕΙΟΝ, τα χειρόγραφα αυτά των πολύτιμων θησαυρών της αρχαιότητας τα ταξινόμησαν, τα αποκατέστησαν, τα σχολίασαν, τα διαίρεσαν σε βιβλία και με την αφθονία της γραφικής ύλης (του παπύρου, που ευδοκιμεί και τον επεξεργάζονται στην Αίγυπτο) τα πολλαπλασίασαν σε αντίγραφα, τα οποία έστειλαν και σε άλλες ελληνικές πόλεις και όχι μόνο (από τη Ρώμη μέχρι την Ινδία). Τα πρώτα έργα, που επεξεργάσθηκαν, είναι τα ομηρικά έπη. Οι διευθυντές της Βιβλιοθήκης ήταν ανώτεροι υπάλληλοι του Κράτους και ήταν υπεύθυνοι για την εκπαίδευση των βασιλοπαίδων. Διάδοχος του Δημητρίου Φαληρέα στη διεύθυνση της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης ήταν ο ΖΗΝΟΔΟΤΟΣ ο Εφέσιος, που έλαβε τον τίτλο «αρχιβιβλιοθηκάριος» από 285-270 π.Χ.. Άλλοι ήταν ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (201186), ο Αρίσταρχος ο Σάμιος (175-145) και άλλοι σχολιαστές λόγιοι. Σ' αυτούς χρωστάμε τη μορφή μεγάλου μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και ιδίως της ποίησης, που έχει διασωθεί ως τις μέρες μας. Ἐτσι οι πνευματικοί θησαυροί των Αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, φιλοσόφων, ιστορικών, ρητόρων, ποιητών κτλ.διασώθηκαν και διαδόθηκαν χάρη στο έργο του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά, Μεγάλου Αλεξάνδρου, του "βάρβαρου", και των διαδόχων του. Μετά τη
ρωμαϊκή όμως κατάκτηση του ελληνικού κόσμου πολλές βιβλιοθήκες ακολούθησαν την τύχη των έργων τέχνης: εκπατρίσθηκαν, είτε αγοράσθηκαν από πλούσιους Ρωμαίους είτε αρπάχτηκαν /κλάπηκαν και μεταφέρθηκαν ως πολεμική λεία στη ΡΩΜΗ. Ο ελληνιστικός κόσμος εκτινάσσει τις δυνάμεις του προς «άπειρες» εκτάσεις. όπως το ίδιο το κράτος, έτσι και τα έργα του πνεύματος και της τέχνης εκφράζουν τις κεντρόφυγες τάσεις, που οδηγούν σε κολοσσιαίες συλλήψεις και οικουμενικές μορφές. Ο Ελληνικός πολιτισμός γίνεται τώρα οικουμενικός- κοσμοπολίτικος. Αν ο κοσμοπολιτισμός ήταν μία από τις βασικές συνεισφορές της ελληνιστικής εποχής στο δυτικό πολιτισμό, το ίδιο ήταν, κατά παράδοξο τρόπο, και η πνευματική αποκλειστικότητα. Με όλες λοιπόν τις δυνάμεις του ο Ελληνιστικός κόσμος μεταλαμπάδευσε τις πολιτιστικές κατακτήσεις των Ελλήνων σε Ανατολή και Δύση. Από τη Μικρά Ασία ως πέρα στην Ινδία, στις διάσπαρτες ελληνικές πόλεις που έκτισαν ο ίδιος ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του βασιλιάδες των ελληνιστικών κρατών και στον εγχώριο πληθυσμό οι ελληνικές πνευματικές δημιουργίες αποκτούν μια νέα ιθαγένεια και σφραγίζουν ανεξίτηλα πανάρχαιους πολιτισμούς. Και αργότερα στη Δύση η κοσμοκράτειρα ΡΩΜΗ, έκπληκτη και καταγοητευμένη από τη γνωριμία της με το ελληνικό πνεύμα, υποτάσσεται σ' αυτό, για να γίνει ο πρώτος πρεσβευτής του στη ΔΥΣΗ, στη Δυτική ΕΥΡΩΠΗ. Έτσι πεπεισμένος για την αξία της πολύτιμης και μεγάλης αυτής προσφοράς του υπέρλαμπρου πολιτισμού των Ελλήνων, ο Λατίνος – Ρωμαίος- μεγάλος ποιητής ΟΡΑΤΙΟΣ έγραψε συνειδητά για τους Έλληνες τους παρακάτω επαινετικούς στίχους: «Graecia capta cepit ferum victorem et artes intulit agresti Latio» (δηλαδή, η ΕΛΛΑΔΑ μολονότι υποτάχθηκε, εντούτοις υπέταξε τον άξεστο νικητή και τέχνες έφερε μέσα στο αγροίκο Λάτιο). Είναι μία αδιάψευστη και περίτρανη μαρτυρία από έναν εκπρόσωπο των κατακτητών της Ελλάδας! Πράγματι με τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας και την υποταγή όλου του Ελληνιστικού κόσμου στο Romanum Imperium (Ρωμαϊκό κράτος) συνέβηκε ένας εκτεταμένος εξελληνισμός των Ρωμαίων κατακτητών: θαμπώθηκαν από το κάλλος της ελληνικής τέχνης και την αντέγραψαν (τα μουσεία όλα είναι γεμάτα από ρωμαϊκά αντίγραφα που μιμούνται έργα της κλασικής και ελληνιστικής εποχής). έμαθαν την ελληνική γλώσσα και μελέτησαν τους Έλληνες σοφούς και συγγραφείς, τους θαύμασαν και κάποιοι της ανώτερης κοινωνικής τάξης της Ρώμης επηρεάσθηκαν τόσο πολύ, ώστε μαθήτεψαν κοντά τους και αργότερα μάλιστα έγραψαν βιβλία σε άπταιστη ελληνική γλώσσα, όπως π.χ. ο στωικός Ρωμαίος αυτοκράτορας ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ που έγραψε το «Εἰς ἑαυτόν». [Πολλά μας πήραν, όμως αυτοί τί μας έδωσαν;] Αυτόν λοιπόν τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό μετέφεραν οι ύπατοι και οι στρατηγοί της Ρώμης με τις λεγεώνες τους στη ΔΥΣΗ, αφότου υπέταξαν σταδιακά τον ελληνιστικό κόσμο της ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Από την εξελληνισμένη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, όπου το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αναδύθηκε η νέα θρησκεία, ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ. Από εκεί ξεκίνησε ο ΠΑΥΛΟΣ, για να γίνει ο Απόστολος των Εθνών, κηρύσσοντας το θείο λόγο, το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ του ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ, την αγάπη, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Ο Παύλος, Εβραίος στην εθνικότητα, με ρωμαϊκή υπηκοότητα και με άριστη ελληνική παιδεία –πλήρως εξελληνισμένοςγεννημένος στην ελληνική πόλη Ταρσό της Μικράς Ασίας, στις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα, όχι και πολύ μακριά από την πόλη ΙΣΣΟ, όπου ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο ΦΙΛΙΠΠΟΥ είχε πάρει από τις Μοίρες τα κλειδιά για την Ανατολή, έγινε ο κορυφαίος Απόστολος του ΧΡΙΣΤΟΥ. Κήρυξε το θείο λόγο χρησιμοποιώντας ως εργαλείο την ελληνική και έγραψε τις θεόπνευστες επιστολές του επίσης στην ελληνική γλώσσα, για να προσηλυτίσει τους «εθνικούς» (τους ειδωλολάτρες) της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο χριστιανικό ιδεώδες. Πήγε εν συνεχεία στη ΔΥΣΗ και μάλιστα στη ΡΩΜΗ, όπου κήρυξε και εκεί το ΧΡΙΣΤΟ, χρησιμοποιώντας ως γέφυρα τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, όπου ιδρύθηκαν οι πρώτες στην ΕΥΡΩΠΗ χριστιανικές εκκλησίες. Ο ΠΑΥΛΟΣ εκμεταλλεύθηκε μια έτοιμη πολιτισμική λεκάνη απορροής τόσο μεγάλη, ώστε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως οικουμενική.
Τα έργα της αλεξανδρινής διανόησης, όσα βέβαια από αυτά διασώθηκαν από τις περιπέτειες που είχε η μεγάλη Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη πρώτα από τη θρησκευτική μισαλλοδοξία των Χριστιανών (το έτος 390) και αργότερα από το θρησκευτικό φανατισμό των Μωαμεθανών –Ισλαμιστών/ Αράβων κατακτητών (το έτος 640), μελετήθηκαν συστηματικά. Άραβες μεταφράζουν και σχολιάζουν τους Έλληνες συγγραφείς και επιστήμονες, όπως π.χ. το φιλόσοφο Αριστοτέλη, τον αστρονόμο Πτολεμαίο Κλαύδιο, το μεγάλο γιατρό Γαληνό από την Πέργαμο και άλλους. Άλλοι πάλι Άραβες συνέγραψαν βιβλία βασισμένα στα έργα των Ελλήνων φιλοσόφων και επιστημόνων. Ολα αυτά μέσω Ισπανίας και Σικελίας με την εξάπλωση του Ισλάμ διοχετεύθηκαν στην ΕΥΡΩΠΗ και αυτά χρησιμοποιήθηκαν ως βάση των κανόνων της γνώσης στη μεσαιωνική ευρωπαίκή σκέψη. Προς την κατεύθυνση αυτή μεγάλη ήταν η δράση του Αραβοϊσπανού λόγιου ΑΒΕΡΡΟΗ, το 12ο αιώνα. σχολίασε τον Αριστοτέλη, που τον έκανε γνωστό στην Ευρώπη. Αιώνες αργότερα, όλος αυτός ο πνευματικός θησαυρός των προγόνων μας, στην περίοδο της πνευματικής Αναγέννησης της ΕΥΡΩΠΗΣ, με την εφεύρεση της τυπογραφίας έγινε κοινό και αιώνιο κτήμα της ανθρωπότητας, όσος βέβαια είχε διασωθεί μέσα από τα αποκαΐδια της μεγάλης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. [Μπορείτε να φαντασθείτε τη γνώση του κόσμου, αν δεν είχε καεί το υπέρλαμπρο εκείνο ταμιευτήριο της σοφίας;] Συνεπώς ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ της Ανατολής με τη μεγάλη προσφορά του επηρέασε –κατά σειράν- το Ρωμαϊκό, το Βυζαντινό, το δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό και τέλος αποτελεί το βάθρο του σημερινού παγκόσμιου πολιτισμού μας, το οποίο φωτίζεται κάτω από τις δέσμες του ελληνικού φωτός που άναψαν οι Έλληνες σοφοί και λόγιοι. Έτσι κινήθηκε όλη γενικά η δυτική ιστορία. Ο βασικός οραματιστής και δημιουργός αυτού του ελληνιστικού πολιτισμού είναι ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Κάτοχος της ελληνικής παιδείας πίστευε ότι το καλύτερο μέσο για τη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού ήταν η ίδρυση πολλών πόλεων παντού, σε όλη την επικράτειά του, όπου εγκαθιστούσε μικτό πληθυσμό, Ελλήνων και ιθαγενών, και φρόντιζε προσωπικά για την εκπαίδευση των παιδιών στα ελληνικά γράμματα από Έλληνες δασκάλους που διόριζε ο ίδιος. Όταν ο Αλέξανδρος και, στη συνέχεια, οι διάδοχοί του κατακτούσαν και παράλληλα εκπολίτιζαν την Ανατολή, το αναγνωστικό των μαθητών ήταν ο ΟΜΗΡΟΣ,που ήταν πράγματι ο πολύτιμος θησαυρός και του ίδιου του Αλεξάνδρου από τα μαθητικά του ακόμη χρόνια. Μελετούσε τακτικά την ΙΛΙΑΔΑ, όπως έχει προαναφερθεί, και είχε πρότυπό του –ίνδαλμα –τον ΑΧΙΛΛΕΑ, απόμακρο πρόγονό του, που ήθελε να τον μοιάσει στην παλληκαριά και να τον ξεπεράσει στη δόξα. Τον σαγήνευε ιδιαίτερα ο στίχος: «Αἰέν ἀριστεύειν καί ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων» (πάντοτε να είσαι γενναιότατος και να υπερέχεις από τους άλλους). Το «εκπαιδευτικό πρόγραμμα» περιλάμβανε και αποσπάσματα από τους τραγικούς, από τον Ευριπίδη και το Σοφοκλή. Όλη η ΑΣΙΑ διάβαζε τον Όμηρο. οι Πέρσες, οι Σουσιανοί, οι Γεδρούσιοι γνώριζαν για τις τραγωδίες του Ευρυπίδη και του Σοφοκλή. Μετά τον Αλέξανδρο, όπως έχει επισημάνει εύστοχα ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ στη βιογραφία του, ο Σοφοκλής διαβαζόταν στα Σούσα, ο Ευριπίδης ενέπνεε καλλιτέχνες στη Βακτριανή, κωμικές μιμήσεις γίνονταν στην Αλεξάνδρεια του Καυκάσου (του Ινδικού), μία ελληνική πραγματεία γράφτηκε στη Βαβυλώνα, η ιστορία του Δούρειου Ίππου έγινε δημοφιλές παραμύθι στο Άι Χανούμ, στις όχθες του Ώξου ποταμού στην Κεντρική Ασία, και ο λατρευμένος Όμηρος του Αλεξάνδρου έφτασε και στη μακρινή Κεϋλάνη (Σρι Λάνκα). Στην Αίγυπτο, όπως έχει προαναφερθεί, κυκλοφόρησε σχολικό εγχειρίδιο για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και για τη διδασκαλία αυτής ως ξένης γλώσσας. Καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι και τα κορίτσια παρακολουθούσαν μαθήματα μαζί με τα αγόρια, χωρίς καμία απολύτως διάκριση, ενώ αποκλείονταν κατά την κλασική περίοδο. Πράγματι στην εκτέλεση του ρεαλιστικού εκπολιτιστικού προγράμματός του, εφαρμόζοντας μια εκτεταμένη εποικιστική πολιτική ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο γιος του «βάρβαρου» Φιλίππου, είχε μοναδικό επικοινωνιακό εποικιστικό εργαλείο του την ελληνική κοινή
γλώσσα, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στην εποχή του. Έγινε η γλώσσα της εκπαίδευσης, της παιδείας γενικότερα και της διοίκησης του κράτους, ήταν ο πυρήνας των νέων ελληνικών πόλεων, που ίδρυσε ο Μακεδόνας στρατηλάτης, και της κοινοτικής ζωής μέσα στην αχανή Ελληνική Ασιατική Αυτοκρατορία αυτού. Έγινε το σταθερό θεμέλιο του ελληνοασιατικού πολιτισμού μέσα στην παγκόσμια κοινωνία που οραματιζόταν. Στο Αφγανιστάν οι ανασκαφές φανέρωσαν ναούς ελληνικούς, θέατρο και ωδείο. Ένα επίσης από τα κυριότερα χαρακτηριστικά των νέων ελληνικών πόλεων στην Ανατολή, κατά την Ελληνιστική εποχή, είναι και το "γυμνάσιον" (γυμναστήριο και παλαίστρα), που έγινε το κέντρο της πνευματικής δραστηριότητας και της φυλετικής συνοχής των Ελλήνων. Στη Βέροια (της Μακεδονίας) μάλιστα βρέθηκε μία μεγάλη επιγραφή με χαραγμένο το γυμνασιαρχικό νόμο, δηλαδή τον εσωτερικό κανονισμό της λειτουργίας του "γυμνασίου", μοναδικό εύρημα για την ελληνιστική εποχή. Αλλά και ο ίδιος ο Μακεδόνας στρατηλάτης οργάνωνε τακτικά καθόλην την διάρκεια της εκστρατείας του μέχρι την Ινδία αθλητικούς και μουσικούς –ποιητικούς αγώνες κατά το πρότυπο το ελληνικό, για την ψυχαγωγία του στρατού και των ιθαγενών, κυρίως μετά από κάθε μεγάλη νίκη του. Όλα για τη νεολαία, η οποία έπρεπε να μάθει να ζει ελληνικά ("...γράμματα μανθάνειν ἑλληνικά καί ἐντρέφεσθαι ὅπλοις μακεδονικοῖς"). Πόσο ωραία ακούγεται αυτό!!! Στην Ανατολή πράγματι επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό το ιδανικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή η αρμονική συνύπαρξη και η σταδιακή συγχώνευση Ελλήνων και ιθαγενών. Το εκπολιτιστικό έργο, που επιτέλεσε ο Μακεδόνας βασιλιάς της ΑΣΙΑΣ, οδήγησε στο θαύμα της ελληνιστικής «έκρηξης» με τις σημαντικότατες προόδους σε όλους τους τομείς της διανόησης. Το έργο αυτό, με τα αξιοθαύμαστα, άμεσα και έμμεσα, αποτελέσματα που είχε στην ιστορία του πολιτισμού, βασίσθηκε εξολοκλήρου στην πλήρη επικράτηση της ελληνικής γλώσσας και γενικά του ελληνικού πνεύματος και στο πολιτικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο μεγάλος αυτός στρατιωτικοπολιτικός ηγέτης της παγκόσμιας ιστορίας. Αδιαφιλονίκητο παραμένει το γεγονός ότι ο ελληνιστικός κόσμος των τριών τελευταίων αιώνων π.Χ. με τα σημαντικά νέα κέντρα του σε πόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, η Αντιόχεια στη Συρία και η Πέργαμος στη Μικρά Ασία, ήταν το άμεσο επακόλουθο των κατακτήσεων, της αξιοπρεπούς ελληνικής πολιτικής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της ειρήνευσης των λαών που επέτυχε αυτός ο ίδιος. Οι άνθρωποι που ίδρυσαν και οργάνωσαν αυτά τα κέντρα ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ-ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ –ήταν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ εταίροι και φαλαγγίτες, σύντροφοι και φίλοι και οι απλοί στρατιώτες του νεαρού βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ο οποίος άλλαξε τον πολιτικό και ιστορικό χάρτη της οικουμένης και αναστάτωσε τη σκέψη και τον τρόπο ζωής πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων βαρβάρων (αλλόγλωσσων), αλλά και Ελλήνων. Εκείνοι λοιπόν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, επώνυμοι και άγνωστοι πρόγονοί μας, είναι ευεργέτες της ανθρωπότητας. Η ΙΣΤΟΡΙΑ θα στέκεται αενάως ορθή μπροστά στη σκιά τους, αλλά ιδιαίτερα θα γονατίζει, συνειδητά βέβαια, με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη απέραντη μπροστά στην τριάδα: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ' ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Α' – ΣΩΤΗΡ και ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΣ Β' - ΦΙΛΑΔΕΛΦΟΣ, που είναι οι δημιουργοί του μεγαλείου της Αλεξάνδρειας, την οποία με τα λαμπρότατα αρχιτεκτονήματά της κατέστησαν εκπρόσωπο της καλαισθησίας, της κομψότητας και της ομορφιάς. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ήταν μία από τις υπέρτατες γονιμοποιητικές δυνάμεις στην ιστορία από πολιτισμική άποψη. Επιτάχυνε τόσο πολύ τη διαδικασία διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και γενικά του ελληνικού πολιτισμού, εξαπλώνοντας αυτόν τόσο μακριά και πλατιά, ώστε την έκανε σχεδόν μη αντιστρεπτή. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν μόνο ένας κατακτητής, αλλά και «ένοπλος εξερευνητής» και εκπολιτιστής. Αυτός ένωσε με τα "δεσμά του γάμου" τη βάρβαρη Ανατολή με τον ανώτερο Ελληνικό Πολιτισμό και ο "γάμος" αυτός θα διαρκέσει αιώνες. Οι σχέσεις τους θα αρχίσουν να κλονίζονται με το ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό και το διαζύγιό τους θα εκδοθεί με τον ισλαμικό φανατισμό. Προξενητής και κουμπάρος του "γάμου" έγινε ο Μακεδόνας βασιλιάς ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο "βάρβαρος", ο μαθητής του παμμέγιστου φιλοσόφου και πανεπιστήμονα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ. Η αξιότιμη κυρία Αρβελέρ- Γλύκατζη Ελένη, Ελληνίδα μεγάλη ιστορικός, πρύτανης του Πανεπιστημίου της Σορβόνης έγραψε: «Ο Μέγας Αλέξανδρος έβγαλε την Ελλάδα περίπατο
από την Ελλάδα και από τότε η ΕΛΛΑΔΑ δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα». Υπήρξε ο φορέας του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού και όχι μόνο ο μεγάλος κατακτητής, ο αήττητος στρατηλάτης στα πεδία των μαχών, αλλά και ο άριστος εκτελεστής των σχεδίων του και των αποφάσεών του. Εμπνεόταν από τη φιλόδοξη μανία ότι είχε από το Θεό (!) αποστολή να ξαναφτιάξει τον κόσμο κατ'εικόνα του. Ο Αριστόβουλος και ο Πλούταρχος σημειώνουν ότι πίστευε πως είχε έρθει στη ζωή προορισμένος να γίνει κυβερνήτης του κόσμου όλου ενώνοντας την ανθρωπότητα. Ο Αλέξανδρος τη δύναμη των όπλων τη χρησιμοποιούσε εκεί που δε δέχονταν την πειθώ του. Ένωσε όλες τις δυνάμεις του σε έναν και μόνο σκοπό: να ενώσει σε μια ευτυχή μίξη τις ζωές, τους τρόπους, τα ήθη και τα έθιμα όλων των ανθρώπων. Στην Ώπη διακήρυξε να θεωρούν οι υπήκοοί του την οικουμένη ως πατρίδα και το στρατό του ως δική τους ασφάλεια. Ο Αλέξανδρος θεωρείται πρωτεργάτης της παγκοσμιοποίησης - θα λέγαμε – εμφορούνταν από την παγκόσμια ιδέα της ένωσης όλου του κόσμου. Πρώτος αυτός ένωσε τόσους πολλούς και ποικιλώνυμους λαούς της Ανατολής (Ασίας και Αφρικής) και της Δύσης (Ευρώπης) σε μια πολυεθνική Ελληνική Αυτοκρατορία κάτω από το ιλαρό και λαμπρό φως του ελληνικού πολιτισμού. Οραματίσθηκε μια ιδεατή κοινοπολιτεία, ειρηνική, αντιρατσιστική, όπου θα κυβερνούσαν οι άξιοι και άριστοι με κριτήριο την αρετή, με ισονομία και ισοπολιτεία, και θα ζούσαν οι υπήκοοί του με αγάπη και δικαιοσύνη, μονοιασμένοι σαν ένας λαός. Το ότι δε δημιουργήθηκαν μεγάλες ταραχές, όσο βασίλευε, αποτελεί τίτλο τιμής και απόδειξη αποδοχής της ισχυρής προσωπικότητάς του. Ως το τέλος της σύντομης, δυστυχώς, ζωής του παρέμεινε ενθουσιώδης ελληνολάτρης, όπως ήταν και ο πατέρας του, που θεωρείται ο σημαντικότερος βασιλιάς της Μακεδονίας και ανεπιφύλακτα- μπορούμε να πούμε- ο πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής ιδέας, της ευρωπαϊκής ένωσης. Ο Φίλιππος ένωσε, όπως έχει προαναφερθεί, πρώτος τις ελληνικές πόλεις – ίδρυσε μια ομοσπονδία / κοινοπολιτεία με ενιαία και ισχυρή στρατιωτική οντότητα, το ΚΟΙΝΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Αν θελήσουμε, τώρα, να συγκρίνουμε με τα σύγχρονα κριτήρια τους θεμελιωτές / δημιουργούς του ελληνιστικού – ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, αναμφίβολα σε οικουμενική ευρύτητα και απήχηση τα επιτεύγματα του Αλεξάνδρου υπερέβαλαν παντός άλλου. Και αν θελήσει κανείς να συγκρίνει την πολιτική του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την πολιτική της Ρώμης, τότε που αυτή κυριάρχησε στη Δύση και υπέταξε το βασίλειο της Μακεδονίας, μετά τη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., θα αισθανθεί μεγάλη φρίκη για τη συμπεριφορά αυτής: ανελέητη λεηλασία των περιουσιών του πληθυσμού, διαρπαγή των έργων τέχνης, εξαθλίωση και εξευτελισμός της βασιλικής οικογένειας του ηττημένου Αντιγονίδη ΠΕΡΣΕΑ, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά. Έτσι φαίνεται η μεγάλη διαφορά της ιμπεριαλιστικής πολιτικής της άξεστης υπερδύναμης της Δύσης, της βάρβαρης ΡΩΜΗΣ, που εξαθλιώνει τον αντίπαλό της, ενώ η ίδια δεν έχει να του προσφέρει τίποτε. Εδώ λοιπόν θριαμβεύει η πολιτική του Μακεδόνα βασιλιά, του μεγάλου στρατηλάτη « κατακτητή» και συνάμα εκπολιτιστή της Ανατολής. Ο Αλέξανδρος στις περισσότερες χώρες που υπέταξε, πράγματι θεωρήθηκε ο λυτρωτής των λαών από τα δεινά της περσικής τυραννίας, του περσικού δεσποτισμού. Με πόση καλοσύνη, ευγένεια και τρυφερότητα συμπεριφέρθηκε ο Αλέξανδρος προς την οικογένεια του πανίσχυρου αντιπάλου του, του Μεγάλου βασιλιά της Περσικής αυτοκρατορίας, του ηττημένου Αχαιμενίδη ΔΑΡΕΙΟΥ, του τελευταίου της δυναστείας, έχει προαναφερθεί. απέραντη ήταν η γενναιοφροσύνη του Μακεδόνα "βάρβαρου" βασιλιά, αφού θρήνησε και για το θάνατο του ιδίου του Δαρείου και τον κήδεψε με τις πρέπουσες βασιλικές τιμές της περσικής εθιμοτυπίας. Απέραντη όμως ήταν και η εκτίμηση πολλών υποτελών Περσών προς το πρόσωπο του Μακεδόνα βασιλιά. μάλιστα κάποιοι δέχθηκαν να τον υπηρετήσουν και έγιναν αυλικοί του. Παροιμιώδης ήταν η εκτίμηση και η «μητρική» αγάπη της Σισύγαμβρης – της μητέρας του Δαρείου. ο Αλέξανδρος την είχε υπό την υψηλή προστασία του 10 χρόνια (333323). Τόσο πολύ αγάπησε τον νικητή του γιου της, ώστε η καρδιά της, ενώ είχε αντέξει στη δολοφονία του Δαρείου, λύγισε, όπως έχει προαναφερθεί, από τη θλίψη της για τον αδόκητο θάνατο του Αλεξάνδρου και αυτοκτόνησε, μόλις πληροφορήθηκε το θλιβερό Για τον περισσότερο κόσμο ο Μακεδόνας βασιλιάς είναι ο μεγαλύτερος στρατηλάτης μαντάτο. όλων των εποχών, αφού δημιούργησε μια απέραντη αυτοκρατορία σε τόσο μικρό- για την εποχή εκείνη – χρονικό διάστημα και με τα τότε υπάρχοντα τεχνικά και οικονομικά μέσα. Και μάλι-
στα υπήρξε αήττητος. ουδέποτε πολέμησε αμυνόμενος, πάντοτε ήταν επιτιθέμενος. Συγκέντρωνε ορισμένες ικανότητες σαν στρατηλάτης και κυβερνήτης, που κανένας άλλος ηγέτης κράτους δεν έχει να επιδείξει μέχρι σήμερα. Είναι όμως και ο σημαντικότερος εκπολιτιστής στην παγκόσμια ιστορία. Ευεργέτησε τους λαούς της Ανατολής και άμεσα και έμμεσα. Στην ΑΣΙΑ χάραξε νέους ορίζοντες. Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί στο έργο του "Περί τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἤ ἀρετῆς": «...εξημέρωσε βασιλιάδες βάρβαρους, έκτισε πάνω από 70 ελληνικές πόλεις ανάμεσα σε άγρια έθνη, δίδαξε νόμους σε άνομες και ατίθασες φυλές και επέβαλε την τάξη και την ειρήνη ανάμεσά τους... δίδαξε τους Υρκανούς (κατοικούσαν στη νοτιοδυτική ακτή της Κασπίας) να συνάπτουν νόμιμους γάμους. τους Πέρσες τους δίδαξε να σέβονται τις μητέρες τους και να μην κάνουν έρωτα με αυτές. τους Σογδιανούς (στο Ουζμπεκιστάν) τους έπεισε να τρέφουν και όχι να σκοτώνουν τους γέροντες γονείς τους. τους Σκύθες τους έπεισε να θάβουν τους νεκρούς τους αντί να τους τρώγουν. τους Αραχωσίους (στο Αφγανιστάν) τους δίδαξε να καλλιεργούν τη γη τους... Τέλος για όλα αυτά χαρακτηρίζεται ο Αλέξανδρος φιλόσοφος». Αυτά γράφει ο Πλούταρχος και άλλα πολλά. Όχι ασφαλώς «σφαγέας», όπως, δυστυχώς, κάποιοι στημένοι παραχαράκτες, βιαστές και διαστρεβλωτές πλαστογραφούν την ιστορία: ξένοι και «γραικύλοι», ανιστόρητοι και ανεγκέφαλοι, είσθε αισχροί! Είναι φρίκη, αλήθεια, να γράφετε ανεξέλεγκτα σήμερα τέτοιες βλακείες και αθλιότητες. μη γίνεσθε γελοίοι και ηλίθιοι. [Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έπραξε πάρα πολλά και αξιοθαύμαστα, υπεράνθρωπα επιτεύγματα διαχρονικής σημασίας και μάλιστα σε τόσο λίγο χρόνο! Μπορεί να ήταν βάρβαρος; Γνωρίζετε κανέναν άλλο τόσο "βάρβαρο" εκπολιτιστή και δημιουργό, όπως ο Μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος, που δημιούργησε τόσα πολλά και τα πρόσφερε δώρα στην ανθρωπότητα;;] Ο Πλούταρχος γράφει για την παγκοσμιότητα του ρόλου του Μεγάλου Αλεξάνδρου: «Οι χώρες που δε γνώρισαν τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, είναι σαν αν μην είδαν ποτέ τον ήλιο». Πράγματι ο Αλέξανδρος κατακτώντας τις χώρες της Ανατολής, τις φώτιζε διαδίδοντας στους λαούς το φως του ελληνικού πολιτισμού – διαλύοντας το σκοτάδι της ασιατικής βαρβαρότητας. Έτσι, και όταν στα μέσα του 15ου αιώνα ο Ελληνισμός βρέθηκε πάλι στην καμπή της ιστορίας του, κάποιος ανώνυμος χρονικογράφος –Έλληνας- αναφερόμενος στις συνέπειες της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (1453) έγραψε: «Ὅταν ἡ πόλις ἑάλω, ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη». Πράγματι οι Μογγόλοι Τούρκοι προελαύνοντας τότε από τις χώρες της Ανατολής προς τις χώρες της Δύσης, με τις ορδές τους έσβησαν τα φώτα του πολιτισμού, τον οποίο είχαν διαδώσει οι Έλληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και οι χώρες σκοτίσθηκαν από το σκοτάδι και το χάος της ασιατικής βαρβαρότητας και της ισλαμικής μισαλλοδοξίας, όπως και τότε που έκαψαν οι νεοφώτιστοι του Ισλάμ Άραβες τη μεγάλη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (640). Τα γεγονότα αυτά είναι οι μεγαλύτερες πνευματικές συμφορές του Έθνους μας και όλης της ανθρωπότητας. [ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ –Ασιατικός δεσποτισμός (Πέρσες, Άραβες, Τούρκοι) είναι έννοιες ασύγκριτες]. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ με τη φιλελεύθερη και δημιουργική πολιτική του εξύψωσε διανοητικά τους λαούς που υπέταξε. κέρδισε την εμπιστοσύνη τους με το να τους θεωρήσει όλους ισότιμους και σκλάβωσε ειρηνικά τις συνειδήσεις και τις ψυχές τους τόσο πολύ, ώστε κάποιοι να τον ευγνωμονούν ακόμη και σήμερα. Οι λαοί της Ανατολής δέχθηκαν τον Μακεδόνα στρατηλάτη Αλέξανδρο ως ελευθερωτή τους και δικό τους βασιλιά και ενσωμάτωσαν τους άθλους του μέσα στη δική τους παράδοση. Έτσι ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε ένας παγκόσμιος ήρωας, τον οποίο κάθε λαός φανταζόταν σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα. Στην ΠΕΡΣΙΑ (Ιράν) ήταν το υπόδειγμα του Πέρση μονάρχη. στην ΑΡΑΒΙΑ είχε τα χαρακτηριστικά του Προφήτη, στην ΑΙΓΥΠΤΟ και στην ΑΙΘΙΟΠΙΑ ήταν χριστιανός άγιος (της Κοπτικής Εκ-
κλησίας). ενώ στη ΔΥΣΗ ήταν το πρότυπο του ιππότη και πολεμιστή. Αλλού τον φαντάζονταν σαν ιερό πρόσωπο, χριστιανό άγιο, σαν ήρωα- νέο ΑΧΙΛΛΕΑ, οραματιστή, φιλόσοφο και επιστήμονα. Αξιοπαρατήρητο πάντως είναι ότι ο μεγάλος Μακεδόνας, ο ξακουστός στρατηλάτης Αλέξανδρος, όχι μόνο δε μισήθηκε από τους λαούς που υπέταξε, αλλά αντίθετα αγαπήθηκε και λατρεύθηκε σαν ημίθεος ή ισόθεος. Αιώνες μετά το θάνατό του οι Έλληνες της Ασίας γιόρταζαν ή τουλάχιστον θυμούνταν και ανέφεραν με δέος και ευγνωμοσύνη το όνομα και τους άθλους του, αποδίδοντάς του θρησκευτικές τιμές. Γι΄αυτό και σήμερα ακόμη αποτελεί μεγάλη τιμή για τους λαούς αυτούς της Ανατολής να ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύγχρονοί του στρατηγοί και μετά το θάνατό του διάδοχοί του και ιδρυτές των ελληνιστικών κρατών βάδισαν στα αχνάρια του. Στην ΑΣΙΑ το μεγάλο κράτος των Σελευκιδών βασιλιάδων, μετά την ένδοξη βασιλεία των δύο πρώτων (Σελεύκου Α' και Αντιόχου Α' – πατέρα και γιου), θα σηκώσει μεγάλα βάρη και θα περιορισθεί η έκτασή του. Εκεί στη μακρινή Ανατολή, στη Βακτρία και στην Ινδία, τις ανατολικότερες επαρχίες του σελευκιδικού κράτους, το ιδανικό της αρμονικής συμβίωσης και της σταδιακής συγχώνευσης Ελλήνων και ιθαγενών, που είχε οραματισθεί ο Μέγας Αλέξανδρος, προχώρησε πάρα πολύ. Έτσι από εδάφη -που ανήκαν στην επικράτεια των Σελευκιδών και αποσχίσθηκαν- θα ιδρυθούν δύο ισχυρά βασίλεια, το ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ της ΒΑΚΤΡΙΑΣ και στη συνέχεια μία απέραντη ΕΛΛΗΝΟΪΝΔΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, μία "Νέα Ελλάδα", η οποία, όταν βασίλευε ο ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ ο ΜΕΓΑΣ, επεκτάθηκε από την κοιλάδα της Καμπούλ ως τους πρόποδες των Ιμαλαΐων και ως την κοιλάδα του Γάγγη. Η μεγαλειώδης αυτή κατάκτηση τοποθετεί το Μένανδρο μεταξύ των επιφανεστέρων στρατιωτικών μορφών του αρχαίου κόσμου. Επί των ημερών του η ελληνική δύναμη έφθασε στο αποκορύφωμά της, στο ζενίθ της δόξας. το όνομα αυτού είναι το μόνο από τους Έλληνες βασιλιάδες, που απαθανατίσθηκε στην ινδική λογοτεχνία και στη μνήμη των Ινδών. Ο βασιλιάς ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ ήταν γόνος ελληνομακεδονικής καταγωγής. γεννήθηκε στην περιοχή Αλάσανδα, που ταυτίστηκε με την ελληνική πόλη ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ του Καυκάσου (του Ινδικού), μια από τις πόλεις που έκτισε ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Ανήλθε στο θρόνο της Βακτριανής το 155 π.Χ. και βασίλεψε 20 χρόνια. Ο ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ τον αναφέρει ως βασιλιά της Ινδίας, ο Πλούταρχος τον αποκαλεί βασιλιά της Βακτρίας και ο Στράβων τον περιλαμβάνει στους Βακτριανούς Έλληνες. αναφέρει μάλιστα ότι κατέκτησε πολλές φυλές. Συγκεκριμένα σε ένα από τα ιερά βιβλία των Ινδών, γραμμένο με τη σωκρατική μέθοδο των ερωταποκρίσεων, στο οποίο η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από προβλήματα μεταφυσικής, ο Μένανδρος για τη φιλομάθειά του χαρακτηρίζεται ως εξής : «...τόσο στη σοφία όσο και στη σωματική δύναμη, την ταχύτητα και τη γενναιότητα δεν υπήρχε ίσος με το Μένανδρο σε όλη την ΙΝΔΙΑ». Την εποχή που οι συν-΄Ελληνες στη Μητροπολιτική Ελλάδα υποτάσσονταν στους Ρωμαίους, στη μακρινή Ασία η «Ελληνική Αυτοκρατορία της Κεντρικής Ασίας» έφθανε στο ζενίθ της δύναμής της και ο ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ ο ΜΕΓΑΣ, ένας από τους ενδοξότερους επιγόνους του ελληνιστικού κόσμου, οδηγούσε τους δικούς του Έλληνες εκεί που επιθυμούσε να φθάσει ο Μέγας Αλέξανδρος, στην κοιλάδα του Γάγγη ποταμού (Ινδία), στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, στο απόγειο της δόξας τους (το έτος 146/145 π.Χ.). Υπήρξε μάλιστα ο βασιλιάς Μένανδρος ένας από τους μεγαλύτερους υπέρμαχους και ευεργέτες του Βουδισμού, ενώ ο ίδιος δεν είναι βέβαιο, αν ασπάσθηκε τη θρησκεία αυτή. αναμφισβήτητα αρκετοί Έλληνες της Ινδίας προσχώρησαν στο Βουδισμό. Μάλιστα στο μεγάλο βουδιστικό συνέδριο του έτους 137 π.Χ., που έγινε στην Κεϋλάνη, επικεφαλής μιας αντιπροσωπείας ήταν Έλληνας. Ο Μένανδρος τήρησε με αυστηρότητα πολιτική ανεξιθρησκίας και άφησε τις θρησκευτικές ινδικές κοινότητες, τους Βουδιστές και τους Βραχμάνες, να ακολουθήσουν τις λατρείες τους. Και στα νομίσματα, που έκοψε, οι δίγλωσσες επιγραφές προσπαθούσαν να εμπεδώσουν στους Ινδούς την πεποίθηση ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει. έφεραν τις προσωνυμίες "ΔΙΚΑΙΟΣ" και "ΣΩΤΗΡ". Η κυκλοφορία πολλών χρυσών νομισμάτων στο απέραντο Ελληνικό Κράτος της Ινδίας θα συμβάλει στην ανάπτυξη του εμπορίου, θα σημειωθεί μία τεχνολογική επανάσταση, θα βελτιωθεί επίσης πολύ η οικονομία των λαών, θα γίνει ειρηνική διείσδυση της ελληνικής γλώσσας και γενικά του ελληνικού πνεύματος και του ελληνικού τρόπου ζωής. Θα κτισθούν νέες πόλεις.
Ο ελληνικός πολιτισμός επηρέασε και τις θρησκείες των Ινδών, το Βουδισμό και το Βραχμανισμό, και τις τέχνες. Μάλιστα στη γλυπτική οι Ινδοί υιοθέτησαν την ανθρωπομορφική απεικόνιση του ΒΟΥΔΑ και του έδωσαν τη μορφή του Απόλλωνα. η μορφή αυτή του Βούδα πέρασε στην Κίνα και στην Άπω Ανατολή. Επίσης αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό η χρυσοχοΐα, η τορευτική, η κεραμική και η αρχτεκτονική. Στο Κασμίρ συνέχισαν να κτίζονται μέχρι το 10ο αιώνα ναοί με κορινθιακούς κίονες. Οι Ινδοί διδάχθηκαν για πρώτη φορά την αστρονομία, πήραν από τους Έλληνες το ημερολόγιο και τις ονομασίες των πλανητών. Θεραπεύθηκαν από επιδέξιους Έλληνες γιατρούς. Υιοθέτησαν την ελληνική γραφή και επηρεάσθηκαν γενικά στον τρόπο ζωής τους. Γι' αυτά όλα οι υπήκοοι της μεγάλης Ελληνοϊνδικής Αυτοκρατορίας συμπαθούσαν και εκτιμούσαν τους Έλληνες κυρίαρχους και μάλιστα ένα ινδικό χρονικό γράφει: «Πρέπει οι Έλληνες να τύχουν σεβασμού, όπως οι ΘΕΟΙ». Τέλος, όταν ο βασιλιάς Μένανδρος πέθανε, οι πόλεις του βασιλείου του φιλονίκησαν για το τιμητικό προνόμιο της ταφής του νεκρού βασιλιά. τον ήθελε στο έδαφός της η κάθε μία και τελικά μοιράστηκαν την τέφρα του, όπως είχε γίνει στο παρελθόν μόνο στην περίπτωση του Βούδα. Ο ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ ήταν εξαιρετικός στρατηγός και διοικητής, δίκαιος και αγαπητός βασιλιάς, προστάτης της φιλοσοφικής σκέψης και έρευνας και σοφός ηγεμόνας και θεωρείται επάξια ο επιφανέστερος των Ελλήνων της Βακτρίας και της Ινδίας. Ισάξιός του στην ινδική ιστορία υπήρξε ο μεγάλος Ινδός αυτοκράτορας ΑΣΟΚΑ (273; -232; π.Χ.). Ήταν ελληνοϊνδικής καταγωγής (η μία γιαγιά του ήταν Ελληνίδα –κόρη του Μακεδόνα βασιλιά της Συρίας / Ασίας Σελεύκου Α' Νικάτορα). ήταν μεγάλος μεταρρυθμιστής. Ήταν απόγονος του περίφημου ηγέτη των Ινδιών και ιδρυτή της δυναστείας των Μορυά, Τσάντρα Γκούπτα, που οι Έλληνες τον έλεγαν "Σανδράκοτο". Αυτός είχε βοηθήσει με 500 πολεμικούς ελέφαντες το Σέλευκο στη μάχη της Ιψού (301). Ο Ασόκα έφερε για πρώτη φορά την ενότητα στις Ινδίες. Δέχθηκε τον ελληνικό πολιτισμό, έκανε την ελληνική γλώσσα τη δεύτερη επίσημη γλώσσα του απέραντου κράτους του, οι νόμοι του γράφηκαν και στα ελληνικά και έκοψε νομίσματα δίγλωσσα, με ινδικά και ελληνικά γράμματα. Χρησιμοποίησε επίσης το μακεδονικό ημερολόγιο, την ελληνική πολεοδομία και ελληνικό διοικητικό σύστημα. Σώζεται ελληνική επιγραφή του Ασόκα με συμβουλές βουδιστικού περιεχομένου. Έτσι, όταν μετά το θάνατό του κυριάρχησαν οι Έλληνες βασιλιάδες του ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής, που αρχικά είχε ιδρυθεί σε εδάφη του Αφγανιστάν και του Τουρκμενιστάν και αργότερα επεκτάθηκε σε εδάφη του Πακιστάν και των Ινδιών, θα βρουν καλή, στερεά ελληνική υποδομή. Αλλά και εδώ, στις εσχατιές της Αλεξανδρινής κληρονομιάς, θα επέλθει ο ιστορικός κάματος και η πολιτική παρακμή. Οι Έλληνες, οι οποίοι από τα ινδικά χρονικά χαρακτηρίζονται ως «παντογνώστες», «γενναίοι» και «ορμητικοί στη μάχη», αφού τα έδωσαν όλα, αφομοιώθηκαν εντελώς από τους ιθαγενείς και εξαφανίσθηκαν από την ιστορία της ΙΝΔΙΑΣ. Την ίδια περίπου εποχή που η ΑΙΓΥΠΤΟΣ των Μακεδόνων Πτολεμαίων (30 π.Χ.) περνούσε στην εξουσία των Ρωμαίων, στο άλλο άκρο της άλλοτε αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην ΙΝΔΙΑ, έσβησε και το τελευταίο δυναστικό δημιούργημα των διαδόχων αυτού και των επιγόνων. Και, όπως στη ΔΥΣΗ ο ηττημένος στρατιωτικά και πολιτικά ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ υπέταξε πολιτιστικά τη ΡΩΜΗ, έτσι και στην Ανατολή τόσο οι ιθαγενείς όσο και οι νομαδικές φυλές, που κατέκλυσαν τις περιοχές εκείνες της «Νέας Ελλάδας» (στην Ινδία), γνώρισαν ένα βαθύ εξελληνισμό. Η επίδραση του ελληνικού πνεύματος έμοιαζε να αντισταθμίζει την πολιτική πτώση και να της δίνει ένα βαθύτερο ακόμη νόημα. Πράγματι, μετά από 3 αιώνες πολιτικής κυριαρχίας και άλλους 2 τουλάχιστον αιώνες ισχυρής πολιτιστικής επιρροής, πήρε οριστικά τέλος μία από τις πιο δραματικές και λιγότερο γνωστές περιπέτειες των Ελλήνων – Μακεδόνων, που διαδραματίσθηκε πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις κοιτίδες τους, χωρίς όμως και να επηρεάσει γενικότερα τη μοίρα του Ελληνισμού. Όμως η ιστορική σημασία των Ελλήνων της Βακτρίας και της Ινδίας (σήμερα Πακιστάν και δυτική Ινδία) έγκειται στο ότι για 3 και πλέον αιώνες, παρά τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισαν, το αφιλόξενο θερμό φυσικό περιβάλλον, την αρχική δυσπιστία των ιθαγενών και την αδιάλειπτη πίεση των νομάδων, μεταλαμπάδευσαν τον Ελληνικό πολιτισμό στην Κεντρική Ασία και στην Ινδία με τον τρόπο που είχε οραματισθεί, χωρίς όμως και να προλάβει να ολοκληρώσει, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.
Αν η Μητροπολιτική ΕΛΛΑΔΑ ίδρυσε με το κύμα του αποικισμού τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας (MAGNA GRAECIA) στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία και διέδωσε τα φώτα του ελληνικού πολιτισμού στην άξεστη δύση, Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ βασιλιάς ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ – ως εκπρόσωπος όλου του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ –φώτισε τη βάρβαρη Ανατολή που ήταν τυλιγμένη μέχρι τότε στα νέφη του μύθου και καταπιεσμένη από τα δεσποτικά καθεστώτα. [Αυτή είναι η μεγάλη προσφορά του ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ στην ιστορία της ανθρωπότητας]. Αν δε γινόταν η προέλαση της Ελληνικής Στρατιάς στην ΑΣΙΑ με στρατηλάτη το βασιλιά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, δε θα γινόταν η συντριβή του περσικού δεσποτισμού και δε θα είχαμε τη δημιουργία του εκθαμβωτικού ελληνιστικού πολιτισμού, στον οποίο τόσα πολλά οφείλει όλος ο Κόσμος. [Τί θα είχε συμβεί, αν δεν είχε προλάβει ο Κλείτος να κόψει το χέρι του Πέρση σατράπη Σπιθριδάτη; Θα έκοβε εκείνος το κεφάλι του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ –στο Γρανικό! Η ιστορία είναι πραγματικά απρόβλεπτη !!! Ποια θα ήταν η τύχη της ανθρωπότητας, αν δεν είχε κτίσει ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ την ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ και αν οι ΑΡΑΒΕΣ δεν είχαν κάψει τη μεγάλη βιβλιοθήκη της; Τέλος, φαντάζεσθε πόσο πιο ωραίος και πλούσιος σε γνώση θα ήταν ο κόσμος μας, αν δεν έσβηνε τόσο πολύ νέος ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ- ο γιος του ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ο ΕΛΛΗΝΑΣ βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ΑΣΙΑΣ και φαραώ της ΑΙΓΥΠΤΟΥ, ο γρανιτένιος βράχος του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ!!!] Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, κληρονομώντας σε ηλικία 20 ετών το βασίλειο του Φιλίππου (του πατέρα του), που ήταν ο κυρίαρχος του ελληνικού κόσμου ανατολικά της Αδριατικής, είχε γίνει επίσης – στην ώριμη ηλικία των εικοσιέξι ετών –κυρίαρχος της κάποτε ισχυρής Περσικής Αυτοκρατορίας των ΑΧΑΙΜΕΝΙΔΩΝ. Ήδη στα τριάντα του χρόνια είχε οδηγήσει τα νικηφόρα στρατεύματά του μέχρι τα όρια της γνωστής οικουμένης, διοικώντας μια απέραντη αυτοκρατορία μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό. Όμως λίγες ημέρες πριν από τα τριακοστά τρίτα γενέθλιά του ήταν νεκρός-πέταξε για την αιωνιότητα. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που είχε γίνει θρύλος ακόμη κατά τη διάρκεια της ζωής του; Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ γεννήθηκε θνητός, έδρασε σαν υπεράνθρωπος και πέθανε σαν ημίθεος, ενώ λατρεύθηκε σαν θεός μετά το θάνατό του. Είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδεται στην καταπληκτικότερη ίσως ιστορική μορφή. Με το θάνατό του, τον τόσο πρόωρο, πέρασε στους θρύλους όλων των λαών, γι'αυτό και έχουν γραφεί πάνω από 20.000 βιβλία μέχρι σήμερα, ενώ συνεχίζεται η μελέτη της ασύγκριτης εποποιΐας του και της μεγίστης προσφοράς του στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Ο Παρμενίων ο Μακεδών (γύρω στα 30 μ.Χ.) σ΄ ένα επίγραμμά του, τα συναισθήματα των συγχρόνων του, αλλά και των μεταγενεστέρων του, εκφράζοντας για τον Αλέξανδρο, γράφει: «Δεν πέθανε ο Αλέξανδρος και ψέμα ας μη σαλπίζει η φήμη. τι όσο αληθινός κι αν βγαίνει ο Φοίβος, τέτοιες μορφές ανίκητες ούτ’ Άδης δεν αγγίζει». Η φήμη του ήδη από την αρχαιότητα ήταν πολύ μεγάλη. Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ, ο ιστοριογράφος του, γράφει το 2ο μ.Χ. αιώνα: «Νομίζω ότι δεν υπάρχει έθνος, πόλη, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έφθασε τότε το όνομα του Αλεξάνδρου. και πιστεύω ακόμη ότι δεν μπορεί να έχει γεννηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους κάποιος, που να μη μοιάζει με τους άλλους χωρίς θεϊκή παρέμβαση». Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ πεθαίνοντας κι αφήνοντας αυτόν τον κόσμο, στη συνείδηση των μεταγενεστέρων είχε περάσει στον κόσμο του υπερβατικού. είχε γίνει θεός με αγαθή δραστηριότητα. Ο θρύλος του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είχε εξαπλωθεί πολύ μακριά και πολύ πλατιά – από την ΙΣΛΑΝΔΙΑ μέχρι την ΚΙΝΑ και αυτό οφείλεται κυρίως στο αποκαλούμενο «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ». Η μορφή του παρουσιάζεται ως μία από τις πιο αυθεντικές προσωποποιήσεις της ανθρώπινης δόξας και δύναμης. Τα κατορθώματά του, πο-
λεμικά και ειρηνικά – πολιτιστικά έργα, είχαν ήδη περιβληθεί με το φωτοστέφανο του μύθου, ακόμη και όσο ζούσε. Από τις διάφορες μυθικές μεταπλάσεις δημιουργήθηκε ένα είδος μυθιστορηματικής βιογραφίας του Αλεξάνδρου, η λεγόμενη του Ψευδοκαλλισθένη, που φθάνει ως τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Το κείμενο αυτό γνώρισε τεράστια διάδοση κατά τους βυζαντινούς χρόνους και δέχθηκε πολλές διασκευές, πεζές και έμμετρες, σε γλώσσα ελληνική - λόγια και δημώδη -στη γνωστή «ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ». Το 17ο αιώνα τυπώθηκε στα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας με τον τίτλο: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ, ΒΙΟΣ, ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ». Και από τότε ανατυπώθηκε πάρα πολλές φορές και κυκλοφόρησε σε απειράριθμες λαϊκές εκδόσεις μέσα στον ελληνικό κόσμο. διαδόθηκε επίσης σε πολλές χώρες της Ανατολής αλλά και στη Δύση. Η διάδοση που γνώρισε ήταν εκπληκτική μεταφράστηκε από τα ελληνικά σε πολλές χώρες: Αιθιοπία, Αραβία, Αρμενία, Ιάβα, Ινδία, Μαλαισία, Περσία, Συρία, Τουρκία και αλλού. Η ελληνική εκδοχή του Μυθιστορήματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου γνωστή ως «Η ΦΥΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ», υπάρχει και σε έμμετρη διασκευή με τίτλο διαφορετικό: «Η ΡΗΜΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ», γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους παρακολουθεί την παραμυθολογία και περιέχει ανακρίβειες και αναχρονισμούς. Αυτή τυπώθηκε περίπου ενάμισο αιώνα πριν από τη "ΦΥΛΛΑΔΑ" και αποτελούσε μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα το μοναδικό λαϊκό βιβλίο για το μεγάλο αυτό βασιλιά. Σώζεται επίσης και μία έκδοση της "Φυλλάδας του Μεγαλέξαντρου" στα καραμανλίδικα, τουρκική γλώσσα με ελληνικά γράμματα. Η φήμη της δόξας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ είναι γνωστή σε όλο τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο από αιώνες τώρα. Είναι γνωστός με το όνομα "ΙΣΚΑΝΤΕΡ". Με αυτό το όνομα αποκαλείται στο ΚΟΡΑΝΙΟ. Ο Αμπαΐ Κουνανμπάεφ (1845-1904), ένας από τους γνωστότερους Καζάχους ποιητές και φιλοσόφους έγραψε: «Ο κόσμος θυμάται τον Ισκαντέρ και τους άθλους του. Η Μακεδονία του έδωσε το σκήπτρο της. Ο Ισκαντέρ ήταν γιος του Φιλίππου. Η ζωή του ήταν ένα μακρύ όνειρο δόξας». Αναφέρεται από το ΜΩΑΜΕΘ, τον προφήτη του ΙΣΛΑΜ, στο Κοράνιο που είναι η ιερά βίβλος του αραβικού κόσμου, συγκαταλέγεται μάλιστα και ο ίδιος μεταξύ των προφητών και τον αποκαλεί «ζουλ καρνέιν», δηλαδή δικέρατο βασιλιά. Έτσι αναφέρεται στο Κοράνιο – Δικέρατος – γιατί οι Άραβες τον γνώρισαν από τα άφθονα νομίσματα της ελληνιστικής εποχής, που εικονίζουν το Μακεδόνα βασιλιά με δύο κέρατα στην κεφαλή (χρυσά δώρα του θεού Άμμωνα κατά την επίσκεψή του στο ιερό της Σίβα). Τέτοια νομίσματα- χρυσά και αργυρά- βρέθηκαν πολλά στην Αραβία / Κουβέιτ. Το Κοράνιο αναφέρεται στην απεραντοσύνη της Αλεξανδρινής Αυτοκρατορίας και γράφει: «.... Είχαμε στήσει τη δύναμή του πάνω στη γη και του δώσαμε τον τρόπο και τα μέσα για κάθε σκοπό. Ακολούθησε κάποιο δρόμο, μέχρις ότου έφθασε εκεί που δύει ο ήλιος. τον βρήκε να βασιλεύει σε μια πηγή στο πυρωμένο νερό. δίπλα της βρήκε ένα λαό και τότε είπαμε: ζουλ καρνέιν, εσύ που έχεις δύο κέρατα έχεις την εξουσία ή να τους τιμωρήσεις ή να τους μεταχειρισθείς με καλοσύνη». Είναι αποδεκτή η άποψη ότι η πολιτική και η τέχνη του ισλαμικού κόσμου φέρει τη βαθύτατη επίδραση του Ελληνισμού. Πολλοί Μουσουλμάνοι έχουν την πεποίθηση ότι ο Ελληνισμός αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το Ισλάμ. Κατηγορηματική είναι η δήλωση του Becket ότι «χωρίς το Μέγα Αλέξανδρο δε θα υπήρχε μωαμεθανικός πολιτισμός». Γι' αυτό και μέχρι σήμερα μεγάλη είναι η εκτίμηση και η φιλία των Αράβων προς τους Έλληνες και είναι σχετική προς το σεβασμό που τρέφουν προς το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γεγονός που ενισχύεται από τις αναφορές του Κορανίου στο Μακεδόνα βασιλιά. Στο ΚΟΥΒΕΪΤ και στο ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ ακόμη και σήμερα οι αρχαιολόγοι με υπερηφάνεια παρουσιάζουν στους επισκέπτες των μουσείων τα έργα της αλεξανδρινής/ ελληνιστικής εποχής, σαν να ήταν δικά τους. Έξω από την Καμπούλ (Πρωτεύουσα του Αφγανιστάν), στη νεκρόπολη Χάντα βρέθηκαν αγάλματα του Βούδα με το Μέγα Αλέξανδρο.
Στο ΚΟΥΒΕΪΤ, στην αραβική αυτή χώρα με την εντυπωσιακή πρόοδο, ο Έλληνας επισκέπτης δοκιμάζει μία ευχάριστη έκπληξη, γιατί διαπιστώνει ότι υπάρχουν αρχαιολογικοί χώροι με ευρήματα της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του – βρίσκονται στο νησί Φαίλακα. Το νησί αυτό είχε χρησιμοποιηθεί σαν βάση από το Νέαρχο, το ναύαρχο του Μ. Αλεξάνδρου, που έκανε το εξερευνητικό ταξίδι παραπλέοντας τις ακτές από τον ποταμό Ινδό μέχρι τον περσικό κόλπο, καθιερώνοντας έτσι νέο εμπορικό δρόμο. Όταν ο Νέαρχος περιέγραψε το νησί αυτό – που σήμερα λέγεται Φαίλακα- ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ το ονόμασε: «ΙΚΑΡΟΣ». Ο Αρριανός γράφει : «... καί ταύτην τήν νῆσον λέγει Ἀριστόβουλος ὅτι ΙΚΑΡΟΝ ἐκέλευσε καλεῖσθαι Ἀλέξανδρος» (δηλαδή, ο Αριστόβουλος λέγει ότι ο Αλέξανδρος διέταξε τούτο το νησί να ονομάζεται ΙΚΑΡΟΣ). Εκεί βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές το 1960 από την Ολλανδική Αρχαιολογική Αποστολή μαρμάρινες πλάκες με ελληνικές επιγραφές, πολλά αγγεία, νομίσματα, γλυπτά και ανασκάφηκαν τα ερείπια του ναού της Αρτέμιδας. Όλα χρονολογούνται στην ελληνιστική εποχή. Μία επιγραφή γράφει: ΣΩΤΕΛΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΙ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙ ΑΡΤΕΜΙΔΙ (ο Σώτελος ο Αθηναίος και οι στρατιώτες αφιερώνουν στον Ποσειδώνα στο ναό της Αρτέμιδας). Και μία άλλη επιγραφή γράφει: ΑΝΑΞΑΡΧΟΣ ΤΟΙΣ ΕΝ ΙΚΑΡΩ ΟΙΚΗΤΑΙΣ ΧΑΙΡΕΙΝ. ________ ________________ ________ ΙΚΑΔΙΩΝ ΑΝΑΞΑΡΧΩ ΧΑΙΡΕΙΝ. ΣΠΕΥΔΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΕΡΙ ΙΚΑΡΟΥ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ________ ________________ ________ (ο Ανάξαρχος στους κατοίκους της νήσου Ικάρου εύχεται να χαίρονται... Ο Ικαδίων στον Ανάξαρχο εύχεται να χαίρεται. ο βασιλιάς σπεύδει για το νησί Ίκαρο). Στα μουσεία της χώρας (Κουβέιτ) εκτίθενται άφθονα νομίσματα της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Σελευκίδη βασιλιά Αντιόχου Γ' του Μεγάλου (223-187 π.Χ.), τετράδραχμα ευρείας κυκλοφορίας. Του Αντιόχου εικονίζουν τον ίδιο –το όνομά του επιγράφεται –και στην άλλη όψη τον Απόλλωνα. άλλα νομίσματα εικονίζουν τον Ηρακλή –γενάρχη της Μακεδονικής Δυναστείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στην άλλη όψη το ΔΙΑ ένθρονο. Υπάρχουν και νομίσματα με το πορτρέτο του Αλέξανδρου. Ο καλύτερος τορευτής – λεπτουργός, νομισματοποιός που κατασκεύαζε μήτρες νομισμάτων και χαράκτης σφραγιδολίθων που εργάσθηκε για λογαριασμό του βασιλιά Αλεξάνδρου, λεγόταν Πυργοτέλης. Το Υπουργείο Πληροφοριών του Κουβέιτ μας πληροφορεί σε επίσημη έκδοσή του για τα ελληνικά νομίσματα της Φαίλακας ότι ο μεγάλος αριθμός των χρυσών και των αργυρών νομισμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου οφείλεται στο ότι λόγω της υψηλής ποιότητάς τους, αποτελούσαν το καλύτερο μέσο συναλλαγής στο διεθνές εμπόριο για πολλούς αιώνες. Στη ΣΥΡΙΑ υπάρχουν ακόμη και σήμερα πολλοί ελληνίζοντες χριστιανοί ορθόδοξοι, που θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στο ΛΙΒΑΝΟ επίσης πολιτικοί και κυβερνητικοί παράγοντες δήλωσαν ότι η χώρα τους είναι τμήμα του ελληνικού πολιτισμού και ότι σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να μην υποστηρίξει ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι ΜΙΑ και αυτή είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Ο υπουργός εξωτερικών του ΙΡΑΝ (Περσίας) Σαντέκ Γκονμαζντέκ , όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, είπε χαρακτηριστικά: «Για τους Ιρανούς ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δεν είναι το σύμβολο ιμπεριαλιστικών προθέσεων στην αρχαιότητα, αλλά μία προσωπικότητα που –χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα – είχε συλλάβει και είχε προσπαθήσει να εφαρμόσει ένα σύστημα παγκόσμιας επικοινωνίας και αδελφότητας Οι λαοί των των λαών». χωρών από τις οποίες πέρασε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ τον τίμησαν πολύ, μυθοποιώντας τον με θαυμασμό και δέος. Οι κάτοικοι της Σίβα (Λιβύη) αφηγούνται στις παραδόσεις τους πως εκεί, στον τόπο τους, είναι θαμμένος ο Μέγας αυτός βασιλιάς. Τα μάτια των παιδιών της όασης Σίβα λάμπουν από αυτόν τον θαυμασμό και το δέος, όταν προφέρουν το θρυλικό όνομα: ISKANDAR EL AHKBAR – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΙΣΤΟΣ (προσέξτε, όχι Μέγας-αλλά Μέγιστος). Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο το ότι η μέγιστη
αυτή τιμή τού δίνεται από ανθρώπους χωρίς ιστορική παιδεία, αλλά με ιστορική μνήμη ότι κατοικούν τον ίδιο αυτόν τόπο, όπου-κατά μια εκδοχή-βρίσκεται ο τάφος του και όπως-κατά την παράδοση-ο ίδιος ο βασιλιάς είχε εκφράσει την επιθυμία του. Νομίζω ότι θα ήταν περίεργο-αν όχι ανίερο-να μην έχει εκπληρωθεί η επιθυμία του. Στη Μογγολία τον λατρεύουν ως εθνικό ήρωα. Οι λαοί της ΑΝΑΤΟΛΗΣ (ιδίως στη Συρία, Αίγυπτο, Ιράκ, Πακιστάν, Αφγανιστάν και σε ημιανεξάρτητες φυλές των Ιμαλαΐων κ.α.) διατηρούν στα βάθη της εθνικής τους συνείδησης την καταγωγή τους από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Υπερηφανεύονται και εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους, όταν συναντήσουν Έλληνες. Ο ΜΑΡΚΟ ΠΟΛΟ, που ταξίδευσε στην Κεντρική Ασία το 13ο αιώνα, βεβαιώνει ότι οι εμίρηδες στο Βόρειο Αφγανιστάν καυχώνταν ότι ήταν απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και διάφοροι φύλαρχοι των ορεινών περιοχών του Αφγανιστάν και της Βόρειας Ινδίας τον λάτρευαν ως εθνικό ήρωα. Οι επισημάνσεις αυτές και διάφορες άλλες δεν αποτελούν ενημερωτικές πληροφορίες παροδικού χαρακτήρα, αλλά είναι γεγονότα- σταθμοί στην Ιστορία. Αποτελούν αποστομωτική απάντηση σε κάποιους σκόπιμους παραχαράκτες, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να σπιλώσουν και να λεηλατήσουν την προσωπικότητα του Μεγάλου αυτού άνδρα της παγκόσμιας ιστορίας και τολμούν αβασάνιστα να τον χαρακτηρίζουν «σφαγέα των λαών», εκείνον που με αγάπη θυμούνται οι σημερινοί ακόμη απόγονοι των λαών που «έσφαξε»!!! Στα έντυπα του Υπουργείου Τουρισμού του ΠΑΚΙΣΤΑΝ αναφέρονται ως απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων οι φυλές ΚΑΛΑΣ, ΠΑΤΑΝΣ, ΧΟΥΝΤΖΑ. Οι κάτοικοι της περιοχής του Πακιστάν, όπου κατοικούν οι φυλές αυτές, θεωρούνται απόγονοι 5 στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι είχαν χαθεί και περιπλανηθεί στα μέρη εκείνα, κατά την εκστρατεία του Μακεδόνα στρατηλάτη στην Κεντρική Ασία. Σε υψόμετρο 3.500 μέτρα ζουν σε 3 στενά οροπέδια οι Kafir (άπιστοι κατά τους Μουσουλμάνους) Καλάς, που οι Πακιστανοί τους θεωρούν απογόνους των Ελλήνων. Ζουν πάνω στις απόκρημνες πλαγιές του Ινδικού Καυκάσου (Ινδοκούς) και σε απρόσιτες κοιλάδες σε 30 περίπου οικισμούς, από τους οποίους πιο μεγάλα είναι τα χωριά Brumburet, Rubur, Birir και το Balanguru, συγκεκριμένα στα σύνορα του Αφγανιστάν και του Κινεζικού Θιβέτ, στην περιοχή που λέγεται Χούντζα – προς τις πλαγιές των Ιμαλαΐων. Την περιοχή επισκέφθηκε και ο Αμερικανός αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου της πολιτείας Ινδιάνα των Η.Π.Α. Michael Keathley. Οι ΚΑΛΑΣ, κυρίως, έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και ισχυρίζονται με περισσή υπερηφάνεια ότι είναι απευθείας απόγονοι κάποιων Μακεδόνων της στρατιάς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι πρέπει να ξέμειναν κατά τη διάβαση της οροσειράς του Ινδοκούς. Οι Έλληνες άφησαν τα ίχνη τους σ'αυτή την απόμακρη περιοχή της γης, την ξεχασμένη και άγνωστη στους Νεοέλληνες. Εκεί στο Πακιστάν (αραβική σήμερα χώρα) ζουν οι φυλές αυτές με μεσογειακά χαρακτηριστικά που μνημονεύουν το ΣΙΚΑΝΤΕΡ ΑΖΑΜ (το Μέγα Αλέξανδρο). Αλλά και σπουδαίοι επιστήμονες δε διαφωνούν με αυτή την άποψη. O Leveque κάνει λόγο για "νησίδες" ελληνικής κυριαρχίας, που κράτησαν ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα εκεί ψηλά στο Ινδοκούς. ενώ ο Paul Bernard χαρακτηρίζει ως "Ελληνική Άπω Ανατολή" την ευρύτερη περιοχή. Η φυλή των ΚΑΛΑΣ παρουσιάζει εθνολογικά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας τους Έλληνες, γιατί δεν εξισλαμίσθηκε και διατηρεί μια μοναδική στον κόσμο όλο παράδοση με στοιχεία από την αρχαία ελληνική εποχή στη θρησκεία, στη γλώσσα, στη μουσική και στα ήθη και έθιμα. Η θρησκεία τους είναι πολυθεϊστική. ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων είναι ο "Di Zal" (Δίας-Ζευς), μία θεότητα που κατοικεί στη Δύση. το όνομά του σημαίνει «αυτός που δίνει ζωή» (ζωοδότης). τον πατέρα των θεών τον αποκαλούν και "Paintagarau", που σημαίνει «αυτός που τα πάντα ελέγχει και κυβερνά» (Παντοκράτωρ). Τη θεά του έρωτα την αποκαλούν Φροτάιτ (Αφροδίτη). Η λατρεία των θεών τους μοιάζει με την αντίστοιχη λατρεία των θεών των αρχαίων Ελλήνων. Δεν τρώγουν για θρησκευτικούς λόγους κοτόπουλα και πέστροφες, που αφθονούν στα ποτάμια τους. Στους πρόποδες του Ινδοκούς, από την πλευρά του Αφγανιστάν, βρέθηκε μία αρχαία ελληνική επιγραφή, που αναγράφει: «Μην κυνηγάς, μην ψαρεύεις, μη σκοτώνεις»- ωραίο σύνθημα οικολογικό (το πρώτο στον κόσμο). Οι ΚΑΛΑΣ έχουν -6- είδη τελετουργικών χορών που χορεύουν προς τιμή θεών ή επιφανών ηρώων. Οι χοροί τους μοιάζουν με χορικά τραγωδιών, γιατί ρυθμικά τραγούδια συνοδεύουν τις χορευτικές τους κινήσεις. Χορεύουν και στις κηδείες γύρω από το νεκρό. Στις ταφές των
ανδρών γίνονται θυσίες και νεκρόδειπνα που κρατούν επί 3 ημέρες. Έξω από τους ναούς τους, που είναι ξύλινοι και πολύ απλοί, αφήνουν για τις ψυχές των νεκρών πίτες ή καρπούς, που κανείς δεν τολμά να αγγίξει. Στο εσωτερικό των ναών τους υπάρχει ξύλινη κολόνα, που στην κορυφή της φέρει κέρατα ή παράσταση κεράτων που θυμίζει στους πιστούς την καταγωγή τους από τον "δικέρατο", το ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. Τα ήθη και έθιμά τους φαίνονται να κατάγονται από την αρχαία Ελλάδα, η μουσική, οι χοροί, τα γλέντια τους στις γιορτές και στις συνάξεις τους, καθώς και ο τρόπος της ένδυσης και της επίπλωσης των σπιτιών τους και γενικά ο όλος τρόπος της ζωής αυτών θυμίζουν τα μακεδονικά, όπως τα παλαιά χρόνια στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας. Από παράδοση π.χ. κάθονται στα σπίτια τους σε καρέκλες και σκαμνιά σε αντίθεση με τους Ασιάτες της γύρω περιοχής, που κάθονται οκλαδόν. Επίσης αποτελεί για τους ΚΑΛΑΣ φυλετική επιταγή η αποφυγή επιμειξίας με τους γείτονες μουσουλμάνους και τους βουδιστές, που τους θεωρούν μιαρούς αλλόθρησκους. Είναι ψηλοί και λευκοί στην όψη, με μαλλιά ξανθά ή κοκκινωπά και στη συμπεριφορά είναι φιλικοί, γελαστοί και φιλόξενοι. Συμπαθούν τους Έλληνες και πασχίζουν να τους πείσουν ότι και αυτοί κατάγονται από Έλληνες και ότι στις φλέβες τους τρέχει αίμα Ελληνικό. Η γλώσσα που μιλούν έχει και πολλά ελληνικά στοιχεία, όπως π.χ. νομ (όνομα), πάρειμ (πάρειμι – παρέρχομαι- πορεύομαι, διαβαίνω), χεμάν (χειμώνας), ιλά (έλα), δοντουγιά (δόντια), χάιρε / χαϊρέτα (χαίρε, χαιρέτα). Όμως δε διαθέτουν σύστημα γραφής. Είναι μία μοναδική φυλή, που διατηρεί άσβεστη την πεποίθηση ότι γενάρχης της είναι ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Οι παραδόσεις και τα τραγούδια τους μιλούν για το "Ξανθό Αρχοντόπουλο", που έφθασε από τη Δύση καβάλα στο άλογό του μέχρι τα μέρη τους! Αγαπούν ιδιαίτερα το Σικαντέρ Αζάμ (Μέγα Αλέξανδρο) και είναι υπερήφανοι για τις πολλές Σικαντέριες, δηλαδή Αλεξάνδρειες. Τέλος για τους ΚΑΛΑΣ ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει μέσα από τις παραδόσεις τους, στις οποίες υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαιοελληνικής τέχνης, αλλά και της μακεδονικής ζωής. Στο Β.Δ. Πακιστάν κατοικεί και μία άλλη ομάδα ανθρώπων, οι ΠΑΤΑΝΣ, που ισχυρίζονται επίσης ότι είναι και αυτοί απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τέλος θα αναφέρω και μια ακόμη λεπτομέρεια για τα απομεινάρια της στρατιάς του Μ. Αλεξάνδρου στη μακρινή Κεντρική Ασία. Απομονωμένο και απόρθητο, σφηνωμένο κάπου στα δυτικά του ορεινού όγκου του ΘΙΒΕΤ, βρίσκεται ένα παράξενο χωριό, που έχει κρατήσει επί αιώνες τη δική του χωριστή μορφή. Λέγεται Μαλάνα! Οι κάτοικοι λατρεύουν αρχαίους ελληνικούς θεούς, το ΔΙΑ, τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ, τον ΕΡΜΗ, τον ΚΑΒΕΙΡΟ και την ΕΣΤΙΑ. Αρνούνται να τους αγγίξεις και ψηφίζουν δημοκρατικά με ανάταση των χεριών. Τα χαρακτηριστικά τους, τα ήθη και έθιμά τους, οι γιορτές και οι παραδόσεις τους βεβαιώνουν ότι πρόκειται για μακρινούς απογόνους Μακεδόνων στρατιωτών του Μ. Αλεξάνδρου. Αποτέλεσμα της φυσικής απομόνωσης και των συνηθειών των κατοίκων είναι ότι έχουν κρατηθεί καθαροί από επιμειξίες με τους διάφορους "περαστικούς" από την ΙΝΔΙΑ εφαρμόζοντας αυστηρά ενδογαμικό σύστημα. Έχουν ινδική υπηκοότητα, όμως αντί να λατρεύουν το θεό Σίβα, όπως κάνουν στις γύρω περιοχές, ο Θεός τους είναι ο ΜΑΧΑ ΝΤΕΟ (Μέγας Δίας). άλλοι θεοί που λατρεύονται είναι η Τζαμνταγκάν (Εστία), ο Τζαμλού (Απόλλων) και ο Μπηρ (Κάβειρος). Ο φυλές αυτές, ΚΑΛΑΣ κα ΠΑΤΑΝΣ, είναι οι ζωντανές μαρτυρίες- οι μάρτυρες που ζουν ακόμη και δεν έχουν αφομοιωθεί από τους γύρω λαούς, μουσουλμάνους και βουδιστές που μαρτυρούν και διασαλπίζουν στην ανθρωπότητα, με τις ιδιαιτερότητες που έχουν, την ελληνική τους καταγωγή και τα όρια στα οποία οδήγησε τον Ελληνισμό ο "ΑΡΗΣ" ΜΑΚΕΔΩΝ. Εμείς όμως τί κάνουμε γι' αυτούς;;; Αναμφισβήτητη επίδραση της ελληνιστικής τέχνης πιστοποιείται από τα ευρήματα στο Ανατολικό Τουρκεστάν και μέσω της περιοχής αυτής διαπιστώνεται επίδραση και στη Σινική τέχνη (Κινεζική), καθώς και στην Ιαπωνική (ζωγραφική και γλυπτική). Αν ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ δεν έφθανε ως την Ινδία, θα ήταν ίσως απίθανο να επισημαίνεται επίδραση της ελληνικής τέχνης στην Κίνα και στην Ιαπωνία. Επίσης πιστοποιείται επίδραση της ελληνιστικής γλώσσας στην κοπτική γλώσσα και φιλολογία στην Αίγυπτο.
Με αφετηρία τη συγγραφή του Ψευδοκαλλισθένη, που λέγεται «Μυθιστόρημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου» (3ος μ.Χ. αιώνας) έγιναν, όπως φημολογείται, πάνω από 80 μεταφράσεις και διασκευές σε Ανατολή και Δύση (στα ελληνικά, λατινικά, ιταλικά, ισπανικά, σερβικά, σλοβένικα, συριακά, αιθιοπικά κ.λπ.). Έτσι ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ προβάλλεται στις εθνικές λογοτεχνίες περίπου 80 χωρών, που εκτείνονται από την Αγγλία μέχρι τη Μαλαισία.Ο Μακεδόνας βασιλιάς είναι ο απόλυτος ήρωας του κλασικού κόσμου. Η φήμη του ιππότη αυτού διαρκεί πάνω από 2.000 χρόνια και αγκαλιάζει τόσο τους πολιτισμούς της Ανατολής όσο και αυτής της Δύσης. Υπήρξε ένας πολεμιστής και συνάμα εκπολιτιστής βασιλιάς, που ξανάφτιαξε τον κόσμο. Το όνομά του αντηχεί στους θρύλους μέχρι σήμερα. Ο ΟΡΟΣΙΟΣ, Λατίνος εκκλησιαστικός συγγραφέας, που έζησε τον 4ο και 5ο αιώνα αναφέρεται στη ζωή του Αλεξάνδρου. Στην παγκόσμια ιστορία του σε αγγλική μετάφραση του 9ου αιώνα περιέχονται θρύλοι για το Μέγα Αλέξανδρο στην αρχαία αγγλική γλώσσα. Τον 11ο αιώνα εντοπίζεται μυθιστορία του Μ. Αλεξάνδρου στα μεσαιωνικά ιρλανδικά. Ο Μέγας Αλέξανδρος εμφανίζεται ως ιππότης σε εκτεταμένα πονήματα του Αλμπερίκ ντε Μπριανσόν τον 12ο αιώνα. Στη Γερμανία ο Λάμπρεχτ γράφει την "ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΔΑ". Επίσης ο Αγγλονορμανδός ποιητής Τόμας του Κεντ γράφει στο τέλος του 12ου αιώνα το «Roman de toute chevalerie», που διασκευάσθηκε το 1275 στη μεσαιωνική αγγλική ιστορία του «King Alissander». Στην επιφάνεια έρχονται καινούργιοι μύθοι με ρίζες στα τέλη του 12ου αιώνα, οι οποίοι σχετίζονται με το "Ταξίδι στον Παράδεισο", που πραγματοποίησε ο Μ. Αλέξανδρος. Το «Itinerarium Alexandri Magni» (οδοιπορικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ανώνυμου συγγραφέα, είναι από τις πιο παλιές αφηγήσεις. Το οδοιπορικό βασίζεται στον Αρριανό και σκοπό είχε να χρησιμοποιηθεί κατά την εκστρατεία του αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνου Β' εναντίον των Περσών. Μέσω των Αράβων, που χρησιμοποίησαν συριακές αφηγήσεις, μεταδόθηκαν μύθοι για τον Αλέξανδρο στους λαούς, οι οποίοι κατά οποιοδήποτε τρόπο ήρθαν σε επικοινωνία με τους Άραβες κατακτητές. Έτσι ο Πέρσης ποιητής Νιζαμί (12ος αιώνας) καθώς και άλλοι συμπατριώτες του έδωσαν διαφορετική μορφή και περιεχόμενο στους μύθους. Αξιοσημείωτο είναι ότι στους Βυζαντινούς ήταν εξαιρετικά προσφιλής ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο οποίος εμφανίζεται ως όσιος ή ασκητής κάτω από τις θεοκρατικές αντιλήψεις που επικρατούσαν. Ο Άγιος όμως Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (4ος αιώνας) και ένας από σημαντικότερους πατέρες της ανατολικής ορθόδοξης Εκκλησίας, φαίνεται να δυσανασχετεί με τη συνήθεια των πιστών να φορούν στο λαιμό τουςσαν φυλαχτά- νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου που έφεραν την εικόνα του. [Πολύ δογματικός ο Μεσαίωνας]! Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα της φήμης του Μ. Αλεξάνδρου και πολλοί είναι οι κριτές και οι επικριτές αυτού. Ο ΔΑΝΤΗΣ κατέταξε π.χ. τον Αλέξανδρο στον 7ο κύκλο της «Κόλασής» του, μαζί με τους τυράννους. Μπράβο!!! Στον "ORLANDO FURIOSO" όμως ο Αριόστο ταυτίζει τον ομώνυμο ήρωα με τον Αλέξανδρο, πολεμώντας τους Ασιάτες. Ο Πετράρχης συνιστούσε στο φίλο του να επισκεφθεί τον τάφο του Αλεξάνδρου στην Αίγυπτο. Ο Μποσυέ στην "Παγκόσμια Ιστορία" του εγκωμιάζει το Μέγα Αλέξανδρο ότι από τη μοίρα προορίσθηκε να γίνει ξεχωριστός από τους άλλους. Επίσης οι Γάλλοι συγγραφείς της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού Μονταίν και Μοντεσκιέ αποδίδουν πολλές αρετές στο Μέγα Αλέξανδρο, παραλληλίζοντάς τον με τον Ιούλιο Καίσαρα. ο Ρακίνας γράφει θεατρικό έργο με τίτλο "Μέγας Αλέξανδρος" τοποθετώντας τη δράση του στη μακρινή Ινδία. Ο Ζαν – Ζακ Ρουσσώ στο παιδαγωγικό του έργο "Αιμίλιος" τονίζει την πίστη του Αλεξάνδρου στην αρετή και στον εαυτό του. Ο Σατωμπριάν τον συγκρίνει με το Μέγα Ναπολέοντα, ενώ ο Λαμαρτίνος και ο Μώρις Ντρυόν γράφουν τη βιογραφία του Μακεδόνα στρατηλάτη. Έως την ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν γνωστός ως στρατηγική ιδιοφυΐα, με κραυγαλέες εκδηλώσεις μεγαλοψυχίας και γενναιοδωρίας. Οι μυθιστορίες σταματούν, μετά την αναβίωση των κλασικών γραμμάτων στην Αναγέννηση, και δεσπόζουν τα ονόματα των αρχαίων Ελλήνων ιστορικών, Αρριανού, Πλουτάρχου και Διοδώρου και των Ρωμαίων Κούρτιου Ρούφου και Ιουστίνου.
Ο θρύλος του Αλεξάνδρου εξάπτει τη φαντασία όχι μόνο των συγγραφέων, αλλά και των κινηματογραφιστών (π.χ. η ταινία "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ" του Όλιβερ Στόουν), των καλλιτεχνών, των ηγετών του κόσμου (τον μιμήθηκαν στρατηγοί, βασιλιάδες, αυτοκράτορες, μεγάλοι διπλωμάτες και πολιτικοί), αλλά και των τυχοδιωκτών και των απλών ακόμη ανθρώπων. Αμέτρητες νουβέλες με θέμα το Μακεδόνα στρατηλάτη έχουν γραφεί και το μυθιστόρημα και η έβδομη τέχνη έχουν επηρεασθεί. Τέλος ο Αλέξανδρος αποτελεί αντικείμενο και των εικαστικών τεχνών, όλων των εποχών (π.χ. το ψηφιδωτό της Πομπηίας, όπου ο νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος, αντιμετωπίζει το Δαρείο – το Μεγάλο βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας- στη μεγάλη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ.). Η ζωγραφική στους νεότερους χρόνους δεν έμεινε αδιάφορη μπροστά στο άφθαρτο μεγαλείο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ζωγράφος των Βερσαλλιών Λεμπρέν φιλοτέχνησε τις «Μάχες του Αλεξάνδρου», με πολλές αναπαραστάσεις, γκραβούρες, ταπισερί κτλ. Ο Ν. Εγγονόπουλος παρουσιάζει τον Αλέξανδρο να αγκαλιάζει τον Παύλο Μελά, τον ήρωα Μακεδονομάχο των αρχών του 20ου αιώνα, ενώ ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος παρέστησε το "Μεγαλέξαντρο" ολόσωμο. Ο θρύλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως μεγάλου κατακτητή επέζησε του κράτους του, δηλαδή έζησε πολύ περισσότερο χρόνο από το κράτος του. Υπήρξε ο μεγαλύτερος στρατηλάτης που γνώρισε η ανθρωπότητα, η παγκόσμια ιστορία. εκπληκτικά ήταν τα επιτεύγματά του. πολυσχιδής η προσωπικότητά του, φάρος της Ανατολής, και όχι μόνον. Οι λαοί τον ανέβασαν στην περιοχή του μύθου και μπόλιασαν στην ιστορία των κατορθωμάτων του στοιχεία από τη θρησκεία και τη μυθολογία τους. Ο Μέγας Ναπολέων, ο μεγάλος ηγήτορας της Γαλλίας τον προπερασμένο αιώνα, μελέτησε την ιστορία του και θαύμαζε τη στρατηγική ιδιοφυΐα του. έλεγε: «η ιδιοφυΐα είναι το ανεξήγητο μέτρο ενός μεγάλου αρχηγού». Μεγάλος και αυτός κατακτητής και χαράκτης νέας εποχής στη Δύση, θαύμαζε τον Αλέξανδρο και τον μιμήθηκε. βάδισε προς Α. συντρίβοντας τα "κάστρα" του ευρωπαϊκού φεουδισμού, όπως ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε συντρίψει τα "κάστρα" του ασιατικού δεσποτισμού. Όμως ο Βοναπάρτης τί πρόσφερε στους κατακτημένους λαούς της Ευρώπης;Αυτοί και οργάνωση και πολιτισμό είχαν ! Εξάλλου με τη συντριβή του αναστηλώθηκαν τα κάστρα του ευρωπαϊκού φεουδαρχισμού. Όμως «ο Αλέξανδρος απέδειξε ότι από τον κατακτητή Αλέξανδρο δεν ήταν κατώτερος ο μεγαλεπήβολος οργανωτής». γράφει ο ιστορικός Bervé. Ανυπέρβλητος οργανωτής και εκπολιτιστής εθνών. Παρέλαβε ένα κράτος με σύνορα βόρεια τον Ίστρο ποταμό (Δούναβη) και δυτικάβορειοδυτικά το Ιόνιο και το Αδριατικό πέλαγος και το επεξέτεινε στα χρόνια (336-323 π.Χ.) της σύντομης βασιλείας του νότια μέχρι την Αιθιοπία και τον Ινδικό ωκεανό, βόρειαβορειοανατολικά μέχρι την Κασπία, το Κασμίρ και τους πρόποδες των Ιμαλαΐων και ανατολικά πέρα από τον Ινδό ποταμό. Ίδρυσε μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της παγκόσμιας ιστορίας, την οποία οργάνωσε διοικητικά άριστα και εκπολίτισε τους ιθαγενείς λαούς της. Και, αν ολοκληρώνονταν ο κύκλος της ζωής του, θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Λατίνος ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει την άποψη του μεγάλου Καρχηδόνιου στρατηλάτη, ΑΝΝΙΒΑ, ότι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπήρξε ο μέγιστος από τους αυτοκράτορες. Ο στρατηλάτης Μακεδόνας βασιλιάς μπήκε στην παγκόσμια ιστορία στην ηλικία των είκοσι ετών και –την ίδια στιγμή που έμπαινε –ήταν ήδη ο ΜΕΓΑΣ, γράφει στη βιογραφία αυτού ο Πλούταρχος, παραλληλίζοντάς τον με το Ρωμαίο στρατηλάτη Ιούλιο Καίσαρα, για τον οποίο ο ιστορικός γράφει: «όταν βρισκόταν σε μια περιοδεία αυτοκρατορικής υπηρεσίας στην Ισπανία, κάποτε κοίταξε για πολλή ώρα ένα άγαλμα του νεαρού Αλεξάνδρου και έκλαψε, επειδή, ενώ ο Μακεδόνας στρατηλάτης είχε πεθάνει στα τριάντα τρία χρόνια του βασιλιάς τόσο πολλών λαών, ο ίδιος στην ίδια ηλικία δεν είχε επιτύχει ακόμη κανένα σπουδαίο Το κατόρθωμα». σοφό ρητό του Αθηναίου σοφού νομοθέτη Σόλωνα: «Μηδένα πρό τοῦ τέλους μακάριζε» (κανέναν μην τον θεωρήσεις ευτυχισμένο πριν από το τέλος της ζωής του) θέλει να πει ότι τότε μόνο μπορεί να προσδιορισθεί η αληθινή αξία μιας ζωής. Είναι αδύνατο και παρακινδυνευμένο να καταλήξουμε σε μια τελική εκτίμηση των εξαιρέτων και καταπληκτικών και υπεράνθρωπων επιτευγμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατά τη διάρκεια της τόσο σύντομης ζωής του και μιας βασιλείας που κράτησε κάτι λιγότερο από 13 χρόνια. Σαφέστατα ο κύκλος της ζωής του δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Γι' αυτό και η μεγάλη ενωμένη αυτοκρατορία-Ανατολής και Δύσης-πέθανε μαζί με τον τριαντατριάχρονο ιδρυτή της. Παραταύτα η
Ιστορία έχει απαθανατίσει το όνομά του! Ιστορικοί της αρχαιότητας, αλλά και των νεότερων χρόνων επαινούν και εγκωμιάζουν το κατακτητικό και εκπολιτιστικό του έργο, τις σπάνιες αρετές του, καθώς επίσης τονίζουν και τα ελαττώματά του, που υπερκαλύπτονται όμως από τα προτερήματά του. Η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του παραμένει και θα συνεχίσει να παραμένει λαμπρή. Σε μας, τους Έλληνες, δε μένει παρά να καμαρώνουμε, γιατί η Ελληνική γη, η γη της Μακεδονίας γέννησε τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, το δικό μας Αλέξανδρο, το Μακεδόνα βασιλιά, το μεγάλο στρατηλάτη και εκπολιτιστή όλων των αιώνων. Στην ΕΛΛΑΔΑ , ακόμη και σήμερα, λέγει η παράδοση (που επηρέασε και τη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως π.χ. τα "Λόγια της Πλώρης" του Ανδρέα Καρκαβίτσα κ.ά.) πως οι ναυτικοί μας που βρίσκονται σε δύσκολη θέση έρχονται αντιμέτωποι με μια ΓΟΡΓΟΝΑ, τη Γοργόνα –την αδελφή του Μεγαλέξαντρου. Αυτή διασχίζοντας τις ελληνικές θάλασσες ρωτάει επίμονα τον Έλληνα ναυτικό, το θαλασσόπληκτο και ανεμόδαρτο: «Ναύτη, καλέ μου ναύτη, ζει ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ;» και η απάντηση ήταν, είναι και θα είναι η ίδια πάντα: «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». γιατί πράγματι η ανάμνηση του Μεγαλέξαντρου είναι πάντα ζωντανή σε κάθε γνήσια, καθαρή και αμόλυντη ελληνική ψυχή. φωλιάζει βαθιά μέσα στις καρδιές των Ελλήνων. Λοιπόν ας είναι βέβαιη απόλυτα η ΓΟΡΓΟΝΑ πως ο αδελφός της – ο "ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ"- ζει και θα ζει στη συνείδηση όλων των γνήσιων Ελλήνων ως αιώνιο σύμβολο της ελληνικής λεβεντιάς, της φυλής των ΕΛΛΗΝΩΝ. Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Λόρινγκ Ντάνφορθ έχει παρατηρήσει σωστά: «Από την ελληνική οπτική γωνία, ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είναι ένα από τα πιο ισχυρά σύμβολα της ελληνικότητας της Μακεδονίας, τόσο της αρχαίας όσο και της σύγχρονης ... αυτός υπήρξε ιδρυτής μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, εμπνευσμένης από τα όνειρα διαφορετικών ομάδων ανθρώπων που ζουν μαζί ειρηνικά». Και η Γαλλίδα ιστορικός Κλοντ Μοσέ, μία από τις σοφότερες ιστορικούς σε ό,τι αφορά την ελληνική αρχαιότητα, εκφράζει την άποψή της: «...πρέπει μάλλον να κρίνουμε τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ σύμφωνα με τα επιτεύγματά του και από την εξέλιξη της αυτοκρατορίας που κατέκτησε μέσα σε μια μόνο δεκαετία». Τί αλλαγή επέφερε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ στον κόσμο του, άμεσα ή έμμεσα, και στους μεταγενέστερους κόσμους, συμπεριλαμβανομένου και του δικού μας; Αυτό που μέσω της ρωμαϊκής εξάπλωσης αποτέλεσε το ανατολικό τμήμα της ισχυρής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν –ουσιαστικά- η εξελληνισμένη Μέση Ανατολή, που δημιουργήθηκε ως άμεσο επακόλουθο των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου. Εντός των ορίων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου κατοικούσε ένας κόσμος ενωμένος γύρω από τον ελληνικό πολιτισμό, ανέτειλε και διαδόθηκε ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, ο οποίος, ενώ ήταν μία ανατολική θρησκεία, έγινε δυτική θρησκεία. ο Χριστιανισμός εκτόπισε όλα τα θρησκευτικά ρεύματα και υπερίσχυσε ακόμη και μέσα στην ίδια τη ΡΩΜΗ, όπου και επιφανείς ακόμη Ρωμαίοι προσήλθαν με θέρμη, πίστη και ευλάβεια στο κήρυγμα του Ιερού Ευαγγελίου του ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ. Αναμφισβήτητη υπηρεσία και ανεκτίμητη πρόσφερε η ελληνική γλώσσα, η "κοινή γλώσσα"όλων των ελλήνων, όπως αυτή σφυρηλατήθηκε στους ελληνιστικούς – αλεξανδρινούς χρόνους, στην αλματώδη διάδοση και εξάπλωση του Χριστιανισμού. όλα τα ιερά κείμενα του Χριστιανισμού είναι γραμμένα στην ελληνική γλώσσα. Λαμπαδηδρόμος, που μεταλαμπάδεψε στη ΔΥΣΗ το ΙΛΑΡΟ –σωτήριο-φως του ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, είναι ο εξελληνισμένος Εβραίος ΠΑΥΛΟΣ και πυλώνας του δυτικού πολιτισμού, από τον οποίο πέρασε από την Ανατολή στη ΔΥΣΗ, από την ΑΣΙΑ στην ΕΥΡΩΠΗ, είναι η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ο HOLZNER λέγει: «Η Ταρσός γέννησε τον ΠΑΥΛΟ, ο οποίος κληρονόμησε τη διαθήκη του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ για την ένωση Ανατολής και Δύσης». Είναι τόση η συνεχιζόμενη φήμη του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ακόμη και στην πολύ διαφορετικά δομημένη σημερινή παγκόσμια κοινωνία, ώστε μεγάλοι δημοσιογραφικοί οίκοι, που ασχολούνται με τη διοίκηση μεγάλων επιχειρήσεων, αντλούν «μαθήματα από το μεγάλο ιδρυτή αυτοκρατοριών». Ενώ Αμερικανοί και Αυστραλοί κινηματογραφιστές και οικονομικοί μεγάλοι χορηγοί τους είναι έτοιμοι να διαθέσουν εκατομμύρια δολάρια, για να εξερευνήσουν, να αναδημιουργήσουν και ίσως –όπως ελπίζουν- ακόμη και να αυξήσουν τη φήμη ΑΥΤΟΥ (του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Είναι δίχως αμφιβολία απαράμιλλα φημισμένος τόσο στις
μέρες μας, όσο ήταν και κατά τη διάρκεια της ζωής του. είναι επίσης «μέγας» και πολύ περισσότερο ακόμη, είναι ο "ΜΕΓΑΣ". Παράξενη ήταν η μεγαλοφυΐα του! Ο ΚΙΚΕΡΩΝ (προς Αττικόν) γράφει για τον Αλέξανδρο ότι ήταν καταπληκτικό μυαλό. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος. υπάρχουν συγγραφείς που ξεκίνησαν από την ιστορικά ακάλυπτη και ηθικά ακατανόητη πρόθεση να μειώσουν την προσωπικότητα και το έργο του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Ο Σκοτσέζος ιστορικός του 18ου αιώνα Ουΐλιαμ Ρόμπερτσον μιλάει για τις «άγριες εκρήξεις του πάθους του» και ο Αμερικανός ποιητής Ρόμπερτ Λόουελ στο ποίημά του «ο θάνατος του Αλεξάνδρου» γράφει: «Κανείς δεν ήταν σαν κι αυτόν. φρικτά τα εγκλήματά του. μα αν να προσβάλεις θέλεις το μεγάλο βασιλιά, σκέψου πόσο ευτελής, άσημος και πληκτικός είσαι, πόσο ταπεινοί οι μόχθοι σου και οι αρετές σου λίγες.... ». Όμως τί είδους άνθρωπος ακριβώς ήταν αυτός ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ; Ήταν ο λογικός Αλέξανδρος του Γ. Ταρν; Ο ηρωικός Αλέξανδρος του Ρόμπιν Λέιν Φοξ; Ο αδίστακτος πραγματιστής Αλέξανδρος του Ερνστ Μπάντιαν και του Μπράιαν Μπόσγουορθ; Ή ήταν ο τιτάνιος και όμοιος με «ΦΙΡΕΡ» Αλέξανδρος του Φριτς Σαχερμέιρ; Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν κάτι απ' όλους αυτούς. ατυχής όμως η σύγκρισή του με τον παρανοϊκό «Φίρερ». αδικείται έτσι ο «τιτάνιος» πράγματι πολεμιστής και εκπολιτιστής. εξάλλου ο ίδιος ο ΧΙΤΛΕΡ δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά ήταν απλώς ένας εγκληματίας και καταστροφέας, όπως έχει αναφερθεί. Και ο ηθοποιός Κόλιν Φάρελ, που υποδύεται το ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ στην πολυσυζητημένη ταινία του Όλιβερ Στόουν, εκφέροντας την κρίση του λέγει: «Υπάρχουν όλα σ' αυτήν. υπάρχει απληστία, υπάρχει ζήλια, υπάρχει αγάπη, υπάρχει πόνος, υπάρχει ελπίδα, υπάρχει απόγνωση, υπάρχει υπερηφάνεια, υπάρχει φιλία, υπάρχει προδοσία. Είναι μία εκπληκτική, πολύ εκπληκτική ιστορία. έχει τόσα πολλά –είναι τόσο πυκνή- που ακούγεται σχεδόν σαν κακό μυθιστόρημα». Ο μεγάλος ιστορικός του Διαφωτισμού (18ος αιώνας) Ουΐλιαμ Ρόμπερτσον συνεχίζοντας τις επικρίσεις του για την προσωπικότητα του μεγάλου Μακεδόνα βασιλιά σημειώνει: «...τις απρεπείς υπερβολές του αλκοολισμού και τις κραυγαλέες επιδείξεις ματαιοδοξίας». Επίσης πρόσθετε, και πολύ σωστά μάλιστα, ότι αυτά τα χαρακτηριστικά του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ «υποβάθμισαν τόσο το χαρακτήρα του, ώστε η υπερέχουσα αρετή του ως κατακτητή, πολιτικού ηγέτη ή νομοθέτη να έχει σπάνια εκτιμηθεί δίκαια». Μεταξύ των επικριτών του είναι και ο Ίαν Γουέρδινγκτον, που έχει υποστηρίξει ότι «η μεγαλοσύνη» του Αλεξάνδρου πρέπει να αμφισβητηθεί και ο ιστορικός ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ να διαχωρισθεί από το μυθικό – παρά το κόστος για το θρύλο. Μεγάλη είναι επίσης η αμφισβήτηση γύρω από το μεγαλύτερο στρατηλάτη που γνώρισε η ιστορία, «το γιο του ονείρου», όπως τον είπαν μερικοί. Ο Τζ. Τ. Γκρίφιθ έγραψε: «Είναι ένα από τα παράδοξα της ιστορίας ότι αυτός ο βασιλιάς...παραδόθηκε τελικά στην ιστορία σαν ένα αίνιγμα». Σωστά έχει ειπωθεί ότι η αναζήτηση για τον ιστορικό Αλέξανδρο είναι κάτι σαν την αναζήτηση για τον ιστορικό ΙΗΣΟΥ. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ επί της εποχής του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, των διαδόχων του και των επιγόνων ευεργέτησε τον Ιουδαϊσμό και τις άλλες ανατολικές θρησκείες, το Βουδισμό, το Βραχμανισμό, προετοίμασε το έδαφος για τη διάδοση του Χριστιανισμού και τέλος από το συγκερασμό του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού πολύ αργότερα θα προέλθει ο Ισλαμισμός. Μάλιστα το ΙΣΛΑΜ προχώρησε ακόμη πιο πέρα από τον Ιουδαϊσμό, βρίσκοντας για τον Αλέξανδρο ακόμη και μια θέση αγίου εντός του πνευματικού του οράματος. Ίσως, λοιπόν, να είναι καιρός για όλους μας- όποια και να είναι η θρησκεία μας- να «ανακτήσουμε» έναν ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, που μπορεί να συμβολίσει μια ειρηνική, πολυεθνική συνύπαρξη. Εξετάζοντας τη σημασία του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην παγκόσμια ιστορία και τα αποτελέσματα γενικά της εκστρατείας του, ο M.L.W. Laistner γράφει: «Από μια άποψη το κατόρθωμα του Μακεδόνα στρατηλάτη θα μπορούσε να ονομασθεί η πιο εντυπωσιακή αποτυχία στην ιστορία, γιατί η βασική αδυναμία της μεγαλειώδους οικοδομής που έκτισε, ήταν ότι η διάρκειά της εξαρτήθηκε απόλυτα από ένα μοναδικό άνθρωπο». Όποιος, πράγματι, ανεγείρει ένα οικοδόμημα, πρέπει από την πρώτη στιγμή, από τη στιγμή που θέτει τα θεμέλια, να λύσει το πρόβλημα της αντοχής του στο χρόνο. Αλλά ο ΜΕ-
ΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ θεμελίωσε την Αυτοκρατορία του πάνω σε γρανιτένια θεμέλια, στην ελληνική γλώσσα και στον ελληνικό πολιτισμό. Θα μακροημερεύσει το κράτος του- επί αιώνες- και μετά το θάνατο του ιδίου και το διαμελισμό της ενιαίας αυτοκρατορίας του. Με την ίδρυση των ελληνιστικών βασιλείων ουσιαστικά το «παγκόσμιο» κράτος του Αλεξάνδρου δε διαλύθηκε, αλλά διαιρέθηκε. Απλώς στη θέση του ενός μπήκαν μεγάλα και ισχυρά βασίλεια, που παγιώθηκαν από τους Διαδόχους στρατηγούς του Αλεξάνδρου και από τους Επιγόνους του, όπως περίπου- τηρουμένων των αναλογιών- συνέβηκε αιώνες αργότερα και στη Δύση μετά το θάνατο (το 814) του Καρλομάγνου (του Καρόλου του Μεγάλου, του ιδρυτή της Φραγκικής αυτοκρατορίας). Ο W.W.Tarn γράφει: «Δεν υπήρχαν τέσσερις μόνο δυναστείες ελληνιστικές, οι Σελευκίδες, οι Πτολεμαίοι, οι Αντιγονίδες, οι Ατταλίδες, αλλά πέντε, και οι Ευθυδημίδες, που ήταν απείρως πιο σημαντικοί από τους Ατταλίδες, από κάθε άποψη, και για την έκταση της κυριαρχίας τους και γι' αυτά που προσπάθησαν να κάνουν... Η Ελληνική Αυτοκρατορία της Βακτρίας και της Ινδίας ήταν ένα ελληνιστικό κράτος και ως τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίζουμε». Οι βασιλιάδες των ελληνιστικών κρατών, οι Πτολεμαίοι, οι Σελευκίδες, οι Ατταλίδες, οι Αντιγονίδες, οι βασιλιάδες της Ελληνοϊνδικής Αυτοκρατορίας της Βακτρίας και Ινδίας θα συνεχίσουν και θα ολοκληρώσουν το εκπολιτιστικό έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και θα παγιώσουν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή. «Κανένα έργο στην ιστορία δε φέρει περισσότερο από το έργο του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ τη σφραγίδα μιας προσωπικής ιδιοφυΐας» έγραψε ο Ρ. Jouguet και ο H.Bengtson προσθέτει: «Η πρωτοβουλία της μεγάλης ατομικής προσωπικότητας του Αλεξάνδρου ήταν αυτή που έδωσε στον κόσμο ένα νέο πρόσωπο». Σωστά συνέλαβαν την προσωπικότητα του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και άλλοι, όπως π.χ. ο J.G.Droysen, o Montesquieu κλπ.. O DROYSEN όμως πρώτος αυτός αποκάλυψε τη μεγάλη σημασία που είχε για την πορεία του κόσμου η μετά τον Αλέξανδρο εποχή που της έδωσε το όνομα «ελληνιστική». Πρώτος αυτός συνέλαβε καθαρά τη βαθιά τομή που εσήμανε για την ιστορία του κόσμου η ζωή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Βέβαια δεν αρκούσε ο Αλέξανδρος μόνο ως ήρωας και κοσμοκατακτητής, για να εγκαινιασθεί η νέα εποχή. Έπρεπε να έχει ο Μακεδόνας στρατηλάτης – και είχε- σύμμαχο και πιστό σύντροφο, εκούσιο ή ακούσιο, στη μεγάλη του πορεία το ελληνικό πνεύμα. Έπρεπε, βέβαια, να είναι εμπνευσμένος και ο ίδιος από το πνεύμα αυτό. Και ήταν. Ο άνθρωπος αυτόςο μη Αθηναίος, ο «ημιβάρβαρος», όπως τον έβλεπε ο Δημοσθένης, ο γνωστός μας Αθηναίος πολιτικός ρήτορας, και όπως εξακολούθησε να τον βλέπει τον περασμένο αιώνα ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός Γεώργιος Κλεμανσώ- γαλουχημένος από τη διδασκαλία του Μακεδόνα παμμέγιστου φιλοσόφου καθηγητή του, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, «διατήρησε μπροστά στα μάτια του, μέσα από όλες τις μάχες και αιματοχυσίες, το όνειρο να μεταφέρει και να διαδώσει το ζωογόνο φως της ΑΘΗΝΑΣ σε έναν ευρύτερο κόσμο», σημειώνει ο W. Durant. Πάντως πρέπει να παραδεχθούν όλοι ότι «χωρίς τις ανθρώπινες αξίες», που είχαν γεννηθεί και αναπτυχθεί στον ελληνικό κόσμο, η εξάπλωση του Ελληνισμού, που πραγματοποίησε ή εγκαινίασε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, «δε θα μπορούσε να γίνει ένα από τα σημαντικότερα κοσμοϊστορικά γεγονότα», όπως διαβεβαιώνει ο H. Bervé. «Το παγκόσμιο κράτος, που δημιούργησε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, διατηρήθηκε – αν και διασπάσθηκε πολιτικά αμέσως μετά το θάνατό του- τριακόσια περίπου χρόνια ως κοινοπολιτεία παιδείας και ηθικού πολιτισμού, επιστήμης, τέχνης και εμπορίου» λέγει ο P.Bamm. "Η κοινοπολιτεία" αυτή εξασφάλισε την επιβίωση του ελληνικού πνεύματος, εξαπλώνοντάς το ως τα βάθη της ΑΣΙΑΣ, και δημιούργησε τις ηθικές και πνευματικές συνθήκες που έκαμαν τη ΡΩΜΗ και ύστερα ολόκληρη την ΕΥΡΩΠΗ να γίνει ό,τι έγινε. Και ο ίδιος διακηρύσσει: «Η αρχαιότητα, που από μέσα της γεννήθηκε η ΕΥΡΩΠΗ, είναι ο κόσμος του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ που ίδρυσε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ». Ο J. Burckhardt έγραψε: «...Οι Έλληνες είχαν την παιδεία τους, που μόνη αυτή ήταν ικανή να συλλάβει και να ερμηνεύσει ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, και το πνεύμα τους είχε την ύψιστη μεταδοσιμότητα στην ποίηση, στην τέχνη και στη φιλοσοφία. αυτής της παιδείας και των κινητών φορέων της το δρόμο προς τα άλλα έθνη μπορούσε να τον ανοίξει μόνο ένας μεγάλος εξελληνισμός του κόσμου, και τον εξελληνισμό αυτόν μπορούσε να τον πραγματοποιήσει μόνο ένας μέγας κατακτητής».
Ο Α.Ρ. Burn θα γράψει: «Προχωρώντας στα βάθη της Ανατολής, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ξεπέρασε τα όρια του μεσογειακού κόσμου... και εξασθένισε τον ελληνικό κόσμο... ακόμη και την ελληνική αντίσταση κατά της ρωμαϊκής επίθεσης στη Μητροπολιτική Ελλάδα... και αν η ελληνική κίνηση προς την Ανατολή δεν τύχαινε να βρει έναν άξιο ηγήτορα τόσο υπέροχης ακτινοβολίας και δεν εισχωρούσε τόσο βαθιά , η ελληνική επίθεση και άμυνα στη ΔΥΣΗ θα είχε πολύ περισσότερες δυνάμεις πίσω της. τι ευλογία θα ήταν για την ανθρωπότητα, αν οι ΕΛΛΗΝΕΣ είχαν αναχαιτίσει τη ΡΩΜΗ!.... Και πάλι όμως η ισχυρή προσωπικότητα του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ επηρέασε την ΙΣΤΟΡΙΑ. η επιρροή της ήταν μάλλον αρνητική-εξάντλησε τις δυνάμεις του ελληνισμού (όπως ο Μέγας Ναπολέων τις δυνάμεις της Γαλλίας), με αποτελέσματα που τελικά δε βγήκαν σε καλό της ανθρωπότητας» (!). Οι παρατηρήσεις αυτές ξεκινούν από μια πλήρη αναγνώριση της μεγάλης προσωπικότητας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Πάντως εύκολα συνάγεται ότι η ΕΛΛΑΔΑ μαζί με τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα κατόρθωνε, αν δεν είχε εξαντλήσει ο Αλέξανδρος ή σκορπίσει μακριά το έμψυχο δυναμικό της στα βάθη της Ασίας, να αναστείλει για έναν ή δύο αιώνες τη ρωμαϊκή κατάκτηση ή και να τη ματαιώσει οριστικά. Με τον Αλέξανδρο εγκαινιάσθηκε κάτι πολύ περισσότερο από μια νέα ιστορική εποχή. εγκαινιάσθηκε η πρώτη «παγκόσμια» (στην ιστορία της Δύσης) εποχή. Η ιστορία άλλαξε πρόσωπο. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ «σήκωσε μόνος του, ωσάν τον Άτλαντα, τον κόσμο επάνω στους ώμους του», σημειώνει ο F. Schachermeyr. Και o W.Tarn, διακεκριμένος ιστορικός, παρατηρεί: «Ο Αλέξανδρος σήκωσε τον πολιτισμένο κόσμο από ένα αυλάκι και τον πήγε σε άλλο. Εγκαινίασε μία νέα εποχή. τίποτε δε μπορούσε να είναι ξανά, όπως ήταν πριν. Ο Αλέξανδρος διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό τα όρια της γνώσης και της ανθρώπινης προσπάθειας και έδωσε στην ελληνική επιστήμη και στον ελληνικό πολιτισμό μια τέτοια έκταση και τέτοιες ευκαιρίες, που δεν είχαν ποτέ ως τότε. Ο τοπικισμός αντικαταστάθηκε από την ιδέα της Οικουμένης. το εμπόριο και οι συναλλαγές διεθνοποιήθηκαν και η Οικουμένη δέθηκε μέσα σ' ένα δίκτυ νέων δρόμων και πόλεων, καθώς και κοινών συμφερόντων. Ο Ελληνικός πολιτισμός, περιορισμένος ως τότε ουσιαστικά σε Έλληνες, ξαπλώθηκε στον κόσμο, και για τη χρήση των κατοίκων αναπτύχθηκε η μορφή της Ελληνικής γλώσσας, που είναι γνωστή ως κοινή. Η ΕΛΛΑΔΑ, που δίδαξε τη ΡΩΜΗ, ήταν ο ελληνιστικός κόσμος, έργο του Αλεξάνδρου... Έτσι, όταν, τέλος, ο Χριστιανισμός έδειξε την οδό προς την πνευματική εκείνη ενότητα , που οι άνθρωποι ποθούσαν, το μέσο που χρειαζόταν, για να διαδοθεί η νέα θρησκεία, ήταν έτοιμο: ήταν ο κοινός ελληνιστικός πολιτισμός της Οικουμένης». Ο Ρ. Bamm αμιλλώμενος – σε θαυμασμό προς τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ- τον W. Tarn λέγει: «Δίχως τον Αλέξανδρο δε θα γνώριζε η ιστορία του κόσμου τον Ελληνισμό, που ξεκινώντας από την αρχαία ελληνική έννοια του πολίτη στο ελεύθερο πολίτευμα, καθιέρωσε μια για πάντα το απαραβίαστο κύρος της ανθρώπινης προσωπικότητας. και δίχως τον Ελληνισμό και τον Ελληνιστικό ανθρωπισμό δε θα μπορούσε η στρατιωτική δύναμη ΡΩΜΗ να αναπτυχθεί στην εκπολιτιστική δύναμη ΡΩΜΗ, που ακόμη και τα συντρίμμια της άρκεσαν, για να κτισθεί η ΕΥΡΩΠΗ». Ο Σοβιετικός ακαδημαϊκός Ράνκοβιτς έγραψε: «Ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του δημιούργησαν πολιτισμό, τον οποίο κληρονόμησε η Ρώμη, το Βυζάντιο, η πρόσω Ανατολή και ο οποίος μας επηρεάζει ακόμη και σήμερα». Βλέπουμε όχι μόνο την τεράστια επίδραση που είχε το έργο του Αλεξάνδρου μέσω του ελληνισμού στη Ρώμη και ύστερα σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και την επίδραση που είχε στα βάθη της Ασίας, έμμεσα μάλιστα και στην Άπω Ανατολή. Ο R. Grousset αναφέρει: «Η ΙΝΔΙΑ μεταβίβασε με το Βουδισμό της ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία στον κινεζικό κόσμο». Μάλιστα ένας από τους εξωτικούς βασιλιάδες της ελληνοϊνδικής αυτοκρατορίας, ο ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ, αυτός ο μακρινός κληρονόμος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έγινε για τους Βουδιστές –με το όνομα "MILINDA" – κάτι σαν άγιος, όπως πολύ αργότερα έγινε ο Αλέξανδρος – ο Ισκαντέρ-άγιος και προφήτης στο Κοράνιο της ισλαμικής θρησκείας. Όλα αυτά ξεκίνησαν από το Μακεδόνα στρατηλάτη. Κανένας από όσους διέσχισαν μεγάλες περιοχές της γης, με βήματα κατακτητή, δεν άφησε ίχνη πιο «οικουμενικά» από τα ίχνη που άφησε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ , ακόμη και πέρα από τους δρόμους που άνοιξαν τα ίδια του τα βήματα. Και κανένας άλλος δε γονιμοποίη-
σε, όπως ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, τη φαντασία τόσων πολλών λαών και φυλών, καθώς και τόσων πολλών αιώνων. Όλοι τον οικειοποιήθηκαν, τον ήθελαν για δικό τους, ιππότη του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, μυθικό ήρωα, ακόμη και ως προφήτη του Ισλάμ και ως άγιο του Χριστιανισμού, ως θεό ή πρόδρομο του ΜΕΣΣΙΑ. Και όχι μόνο τότε, αλλά και στα νεότερα χρόνια, ακόμη και σήμερα τον διεκδικούν και μάλιστα τον σφετερίζονται οι γείτονές μας, οι Σλαβοσκοπιανοί, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι. Συνεχίζω τις κρίσεις των νεότερων ιστορικών. Ο V.Duruy αναφέρει: Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα κοσμοπολιτικά αποτελέσματα των κατακτήσεων του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, αλλά η ίδια η ιστορία μαρτυρεί τα μεγάλα αποτελέσματα του έργου του κατά τρόπο αδιάψευστο-για τον Ελληνισμό και για τον κόσμο ολόκληρο. ο Ελληνισμός έφθασε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, ιδρύοντας πολλές ελληνικές πόλεις-κάποιες μάλιστα με ιδιαίτερη πνευματική ακτινοβολία.... λαοί, θρησκείες, ιδέες, έθιμα συγχωνεύθηκαν σε μια ενότητα και θα μπορούσαν να αποδώσουν μια "νέα κοινωνία", αν ο χρόνος ευνοούσε τον Αλέξανδρο. αλλά, όπως γνωρίζουμε, αποδείχθηκε πολύ φειδωλός για το Μακεδόνα στρατηλάτη. Ο Γερμανός Reinach γράφει: Ο Μ.ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είχε σε ύψιστο βαθμό τη λατρεία προς τη διανοητική υπεροχή, προς το καλό, προς την πρόοδο και εργάσθηκε με θέρμη για την διάδοσή τους. Τί άλλο μπορεί να είναι η Ρωμαϊκή Ειρήνη (Rax Romana) και ακόμη τί άλλο η επιδιωκόμενη ένωση των λαών της Ευρώπης, παρά τα μακρινά αλλά ασφαλή αποτελέσματα του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Ο Γερμανός, επίσης, Weber διακηρύσσει: Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ υπήρξε ο μόνος κατακτητής που οι κατακτήσεις του απέβησαν ευεργετικές, δεν έφεραν την καταστροφή στους κατακτημένους λαούς, αλλά τα ανεκτίμητα αγαθά του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού. οι κατακτήσεις του δεν ήταν μόνο πολεμικές, αλλά και ειρηνικές, γιατί άνοιξαν μια πλατιά λεωφόρο προς την πρόοδο του κόσμου και του πολιτισμού. Ο Γερμανός λόγιος και παπυρολόγος Ulrich Wilcken είπε: «Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πέρα για πέρα θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού» και τον χαρακτηρίζει επιγραμματικά ως «ένα κράμα δαιμονικού πάθους και νηφάλιας διαύγειας και σωφροσύνης». Επίσης τον παραβάλλει με το Χριστόφορο Κολόμβο. Ο ένας, γράφει, αποκάλυψε στη ΔΥΣΗ την Ανατολή. ο άλλος ανακάλυψε την Αμερική για τη ΔΥΣΗ. Δύσκολο πάντως είναι να φανταστούμε, αν η ΕΛΛΑΔΑ δίχως τον Αλέξανδρο θα έπαιρνε ποτέ τις οικουμενικές διαστάσεις του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και αν θα επηρέαζε ως Ελληνισμός αποφασιστικά και δημιουργικά τη ΡΩΜΗ και, ύστερα, μέσω αυτής και μέσω του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ολόκληρη την ΕΥΡΩΠΗ, και όχι μόνο: γιατί έμμεσα – μέσω των μεταναστεύσεων που ακολούθησαν μετά τις γεωγραφικές ανακαλύψεις- θα επηρεασθεί και ο Νέος Κόσμος, η Αμερικανική ήπειρος και η Αυστραλία. Τέλος ο ΤΑΡΝ στο σύγγραμμά του "ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ" γράφει: «Η δάδα που άναψε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ για καιρό σιγόκαιγε μόνο. ίσως να σιγοκαίγει μόνο ακόμη και σήμερα. μα ποτέ δεν έσβησε εντελώς και ούτε μπορεί ποτέ να σβήσει». Θα καίγει σαν καντήλι στη μνήμη του αιώνια, γιατί αυτός υπήρξε ο εκλεκτός γιος του ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ και της ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ο ΜΕΓΑΣ ΙΠΠΟΤΗΣ του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και όχι μόνον. Δικαιολογημένα η ΙΣΤΟΡΙΑ τον καταχώρισε στις δέλτους των ΜΕΓΑΛΩΝ. Του αξίζει! Είναι ο παμμέγιστος όλων των εποχών. Στο πέρασμα των αιώνων ο κόσμος γέννησε και άλλους «μεγάλους». Τί έχει όμως απομείνει απ΄ όλους, αυτούς; Ποιος τους θυμάται έξω από τα σύνορα της πατρίδας τους και των ομοεθνών τους; Ποιος θυμάται σήμερα τους φημισμένους μονάρχες / ηγέτες της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, Σαργόν, Ασσουρμπανιμπάλ, το Ναβουχοδονόσορα και τους διαφόρους φαραώ της Αιγύπτου ή τους Τουρκομογγόλους σουλτάνους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τις μάστιγες της ανθρωπότητας, τον Αττίλα, τον Τσενγκίς Χαν, τον Ταμερλάνο;Τί το κοινό έχουν όλοι αυτοί με τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ, ακόμη και όλοι, όσους «μεγάλους» έχει να παρουσιάσει ο Δυτικός Κόσμος; Στο ΜΑΚΕΔΟΝΑ –αρχικά– βασιλιά η ΙΣΤΟΡΙΑ απέδωσε τον τίτλο του Μεγάλου. τίτλο όμως τον οποίο απέδωσε, αργότερα, και σε άλλους, έτσι ώστε ο τίτλος αυτός να αποβαίνει πολύ μικρός πλέον για τον Αλέξανδρο. Και τούτο γιατί ο γιος του Φιλίππου διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό που είχε αγαθοποιό επίδραση στην πνευματική κατάσταση των λαών που υπέταξε.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ στρατηλάτης έλαμψε σαν διάττοντας διαγράφοντας εκτυφλωτική τροχιά από τα δυτικά στα ανατολικά (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-ΙΝΔΙΑ) και τελικά μεσουράνησε σαν αστέρας πρώτου μεγέθους στο στερέωμα της παγκόσμιας ιστορίας. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ είναι το πιο διάσημο από τα ελάχιστα άτομα στην ιστορία της ανθρωπότητας, των οποίων το λαμπερό φως διέσχισε το στερέωμα "δίχα και καθέτως", για να σημαδέψει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Υπάρχουν άνθρωποι που συνοψίζουν μια εποχή και άνθρωποι που χαράσσουν μια άλλη. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο ΜΑΚΕΔΩΝ τα έκανε και τα δύο.-
Ζ'. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ – Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ. Στα πλαίσια του εκπολιτιστικού έργου και της προσφοράς του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και των διαδόχων του, καθώς και των επιγόνων, εντάσσονται και οι σχέσεις του ελληνισμού με τον ιουδαϊσμό και το χριστιανισμό. Η ΒΙΒΛΟΣ – η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ- περιέχει πολλά αδιάψευστα και αποστομωτικά στοιχεία για όλους εκείνους, αλλοδαπούς και ημεδαπούς δυστυχώς, που αλλοιώνουν την ιστορία της Μακεδονίας, αμφισβητώντας την ελληνικότητά της, ή προσπαθούν να αλλοιώσουν και να μειώσουν ακόμη την προσωπικότητα και το κύρος του λαμπρού και ένδοξου τέκνου της, του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, συγκεκριμένα, που είναι το Α' Μέρος της Βίβλου και είναι η αδιάσειστη βάση της πίστης μας και της χριστιανικής θεολογίας – συνάμα είναι και η πηγή και το πρωταρχικό θεμέλιο της Ιουδαϊκής θρησκείας και φιλολογίας – περιέχει πολύτιμες μαρτυρίες για τον εθνολογικό χαρακτήρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Μακεδόνων γενικά ως Ελλήνων. Ο Μακεδόνας βασιλιάς ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου προβάλλεται η εκθαμβωτική προσωπικότητά του. Ο Προφήτης ΔΑΝΙΗΛ, που πέθανε το 535 π.Χ. κατά την αιχμαλωσία του στη ΒΑΒΥΛΩΝΑ, είχε οραματισθεί όραμα αποκαλυπτικό για την υπερίσχυση της ελληνικής βασιλείας πάνω στη Μηδοπερσική Αυτοκρατορία 200 ήδη χρόνια πριν από τη γέννηση του Αλεξάνδρου (356). Προφήτεψε ότι ο βασιλιάς των Ελλήνων θα νικήσει τον Πέρση βασιλιά, το ΔΑΡΕΙΟ, και ότι μετά το θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη θα τον διαδεχθούν 4 βασιλιάδες από το ίδιο έθνος (το ελληνικό). Η προφητεία έχει ως εξής: «...Εἶδον ἐν τῷ ὁράματί μου ἐμοῦ ὄντος ἐν Σούσοις... » (είδα στο όραμά μου, όταν εγώ ήμουν στα Σούσα)«...εἶδον κριόν ἑστῶτα ἀπέναντι τῆς πύλης καί εἶχεν κέρατα, τό ἕν ὑψηλότερον τοῦ ἑτέρου...» (είδα ένα κριάρι που στεκόταν απέναντι από την πύλη και είχε κέρατα, το ένα πιο ψηλό από το άλλο)«...καί ἐγώ διενοούμην καί ἰδού τράγος αἰγῶν ἤρχετο ἀπό δυσμῶν... καί οὐκ ἥπτετο τῆς γῆς... » (και εγώ συλλογιζόμουν και να ένας τράγος από τις κατσίκες ερχόταν από δυτικά... και δεν άγγιζε τη γη)_ «...καί ἦλθεν ἐπί τοῦ κριοῦ... καί ἔδραμε πρός αὐτόν... καί ἐπάταξε καί συνέτριψε τά δύο κέρατα αὐτοῦ. καί ὁ τράγος τῶν αἰγῶν κατίσχυσε... καί, ὅτε κατίσχυσε, συνετρίβη αὐτοῦ τό κέρας τό μέγα καί ἀνέβη τέσσαρα κέρατα κατόπισθεν αὐτοῦ...» (και ήλθε και όρμησε – ο τράγος – επάνω στο κριάρι και πάταξε και του έσπασε τα δύο κέρατά του. και ο τράγος νίκησε και, όταν νίκησε, έσπασε το μεγάλο κέρατό του, αλλά βγήκαν τέσσερα κέρατα πίσω απ'αυτό...). «Ἐγώ, ο ΔΑΝΙΗΛ, τό ὅραμα ἐζήτουν διανοηθῆναι... τόν κριόν ὅν εἶδες τόν ἔχοντα κέρατα Βασιλεύς Μήδων καί Περσῶν. καί ὁ τράγος τῶν αἰγῶν Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων ἐστί καί τό κέρας τό μέγα... αὐτός ὁ βασιλεύς ὁ πρῶτος …καί τά συντριβέντα καί ἀναβάντα ὀπίσω αὐτοῦ τέσσαρα κέρατα -τέσσαρες βασιλεῖς τοῦ ἔθνους αὐτοῦ ἀναστήσονται» (Εγώ, ο Δανιήλ, ζητούσα να εξηγήσω το όραμα: το κριάρι που είδες αυτό που είχε τα κέρατα είναι ο Βασιλιάς των Μήδων και των Περσών. και ο τράγος των αιγών είναι ο βασιλιάς των Ελλήνων- με το κέρατο το μεγάλο... αυτός είναι ο βασιλιάς ο πρώτος. και σ' αυτό το κέρατο που έσπασε βγήκαν πίσω απ' αυτό τέσσερα κέρατα άλλα, τέσσερες βασιλιάδες του ίδιου έθνους θα προέλθουν).
Το κείμενο αυτό της προφητείας Δανιήλ, που αποτελεί την αρχαιότερη γνωστή μαρτυρία για το Μέγα Αλέξανδρο, είναι τόσο σαφές ότι αφορά το Μακεδόνα βασιλιά, ώστε κανείς δε διανοήθηκε να το αμφισβητήσει. Προφητεύει λοιπόν ο προφήτης ότι η μεγάλη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, της Περσίας, του Δαρείου που συμβολίζεται με κριάρι, θα καταλυθεί από το Μακεδόνα βασιλιά Μέγα Αλέξανδρο, που συμβολίζεται με τράγο (των αιγών). Σας υπενθυμίζω το μύθο ότι ποίμνιο αιγών οδήγησε τους πρώτους Τημενίδες να κτίσουν την πρωτεύουσα της Μακεδονίας τις Αιγές. εξάλλου και τα πρώτα μακεδονικά νομίσματα εικονίζουν μια αίγα (κατσίκα). Ο «τράγος», λοιπόν, που έρχεται ορμητικός από τη Δύση, θα επιτεθεί και θα νικήσει τον «κριόν», το Δαρείο. έτσι ο βασιλιάς Αλέξανδρος θα βασιλέψει πρώτος από τους Έλληνες στην ΑΣΙΑ. Ο προφήτης προφητεύει ότι, μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, από το απέραντο κράτος του θα προέλθουν 4 βασίλεια με Έλληνες / Μακεδόνες βασιλιάδες. είναι τα γνωστά ελληνιστικά βασίλεια με τις γνωστές δυναστείες, της Αιγύπτου /Πτολεμαίοι, της Συρίας ή Ασίας / Σελευκίδες, της Μακεδονίας / Αντιγονίδες και της Περγάμου / Ατταλίδες. Ο ανώτερος Ελληνικός πολιτισμός, τον οποίο διέδωσαν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ μέσω της ελληνικής «κοινής» γλώσσας, επηρέασε πολύ και το έθνος των Εβραίων της Παλαιστίνης και των ιουδαϊκών παροικιών της διασποράς. Ο ανώτερες τάξεις της ιουδαϊκής κοινωνίας εξελληνίζονται σε μεγάλο βαθμό: λαμβάνουν ελληνικά ονόματα και ελληνική παιδεία, η ελληνική γλώσσα γίνεται σαν μητρική τους γλώσσα, γράφουν ή μεταφράζουν βιβλία στα ελληνικά. Αλλάζει ριζικά ο τρόπος της σκέψης τους και της ζωής τους. Έτσι π.χ. το όνομα του βασιλιά Αλεξάνδρου πολιτογραφήθηκε ως όνομα εβραϊκό και συναντάται όχι μόνο μεταξύ των ελληνιστών Ιουδαίων της αρχαιότητας, αλλά και μεταγενέστερα. Το γεγονός καταδεικνύει την αναγνώριση και εκτίμηση του εκπολιτιστή Μακεδόνα βασιλιά και απελευθερωτή της Παλαιστίνης από τον Περσικό ζυγό. Σημαντική μαρτυρία για την επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Εβραίους αποτελεί ένα άρθρο του Γουστάβου Καλό, που είχε δημοσιευθεί το 1912 στην Ισραηλινή Επιθεώρηση και έχει ως εξής: «Η ελληνική γλώσσα, η τόσο μελωδική, η τόσο μουσική, είχε γοητεύσει τα αυτιά των αρχαίων Εβραίων, μέχρι του σημείου να γεννήσει σ'αυτούς την επιθυμία να τη μεταχειρίζονται σαν δικό τους γλωσσικό ιδίωμα. Οι Εβραίοι υπέστησαν τη γοητεία του ελληνικού πολιτισμού, διατηρώντας μέσα σ'αυτόν ακέραια την ουσία του Ιουδαϊσμού...». Και συνεχίζοντας γράφει: «Πράγματι οι Εβραίοι που διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους Έλληνες, ακόμη και προ της εποχής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, καθώς μας διδάσκει η ίδια η ΓΡΑΦΗ, δεν μπορούσαν ούτε έπρεπε να κρατούν τις πόρτες τους κλειστές στον πολιτισμό εκείνο, που είχε κερδίσει τη λατρεία του τότε γνωστού κόσμου». Η ελληνική γλώσσα αποτελούσε την ανώτερη αγωγή των αρχαίων Εβραίων, οι οποίοι τη δίδασκαν στα παιδιά τους, αγόρια και κορίτσια. Επιτρεπόταν στους Ισραηλίτες γονείς να διδάσκουν τις κόρες τους ελληνικά ως πνευματικό κόσμημα. Έτσι είναι φανερό ότι η αγωγή μιας νέας Ισραηλίτισσας της Ιερουσαλήμ θεωρούνταν ελλιπής, αν δε γνώριζε την ελληνική. Η γνώση αυτής ήταν προίκα. Η ελληνιστική διανόηση χάρη της κατάκτησης της Ιουδαίας από την Ελληνομακεδονική δυναστεία μεταφυτεύθηκε και στην περιοχή αυτή και συντέλεσε στην αλληλογνωριμία του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού και στη δημιουργία νέας φιλοσοφικοθρησκευτικής σύνθεσης, που άνοιξε νέους δρόμους και έδωσε νέες κατευθύνσεις στον πολιτισμό. Ας δούμε όμως πως έγινε αυτή η συνάντηση και γνωριμία.. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της πνευματικής αυτής κίνησης – της μεταβιβλικής περιόδου – είναι δύο ελληνιστές Ιουδαίοι της διασποράς και συγκεκριμένα της Ιουδαϊκής παροικίας της Αλεξάνδρειας. είναι ο φιλόσοφος Φίλων και ο ιστορικός Φλάβιος Ιώσηπος, ο οποίος έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ.. Στο ιστορικό σύγγραμμά του, που επιγράφεται «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία», ο Ιώσηπος αναφέρει τα εξής: (12,8,3-5): – Μετά την κατάκτηση της Τύρου και την παράδοση της Γάζας, ο Αλέξανδρος πήγε στην Παλαιστίνη, στην Ιουδαία (την πατρίδα των Εβραίων), και επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, όπου προ των πυλών της πόλης του έγινε θερμή βασιλική υποδοχή. Τον προϋπάντησαν ο Μέγας Αρχιερέας των Εβραίων και όλο το ιερατείο –με επίσημες στολές – και το πλήθος του
λαού που φορούσαν λευκές εσθήτες, το έτος 332 π.Χ.. Ο αρχιερέας Σίμων ο Δίκαιος κατά την είσοδο του Αλεξάνδρου στην εβραϊκή πρωτεύουσα τον αποκάλεσε: «Αλέξανδρε Μακεδόνα, βασιλιά των Ελλήνων». – Ο Αλέξανδρος πλησίασε και υποκλίθηκε στον αρχιερέα και εκείνος τον ασπάσθηκε και του διάβασε το κείμενο με την προφητεία του προφήτη Δανιήλ. Όμως ο Παρμενίων, ο επιτελάρχης της στρατιάς του Αλεξάνδρου, που παρατήρησε κάποια έκφραση δυσαρέσκειας στα πρόσωπα των ανδρών της συνοδείας του, πλησίασε και του είπε ότι όλοι είναι δυσαρεστημένοι, που έσπευσε και χαιρέτισε τον αρχιερέα. Εκείνος του απάντησε: «δε χαιρέτισα τον αρχιερέα, αλλά το ΘΕΟ που εκπροσωπεί». Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος εκμυστηρεύθηκε στον Παρμενίωνα ότι, όταν ακόμη ήταν στην πατρίδα, είχε ονειρευθεί στο ΔΙΟΝ έναν άνθρωπο που έφερε το ίδιο σχήμα με τον αρχιερέα και ο οποίος – είπε ο Αλέξανδρος- όταν διερωτιόμουν αν θα γίνω κύριος της Ασίας, με προέτρεψε να μη διστάσω και να προχωρήσω με εμπιστοσύνη. Επειδή όμως δεν είδα κανέναν άλλο μέχρι σήμερα με την ενδυμασία αυτή, θυμάμαι το όραμα και πιστεύω ότι η θεία πρόνοια με οδηγεί στην καταστροφή του Δαρείου και των Περσών και στη διάλυση της αυτοκρατορίας τους. – Μετά, σύμφωνα με υπόδειξη του αρχιερέα, ο Μακεδόνας βασιλιάς θυσίασε στο βωμό του ναού του Σολομώντα και επέτρεψε στους Ιουδαίους της Ιερουσαλήμ και των άλλων επαρχιών της Παλαιστίνης να διατηρήσουν τη θρησκευτική τους ελευθερία και να εφαρμόζουν τους πατρώους νόμους τους. Από την υποδειγματική αυτή ευσεβή συμπεριφορά του νεαρού Έλληνα βασιλιά απόρησε ο αρχιερέας και του είπε: «... εντούτοις εμείς θα κάνουμε για σένα, βασιλιά, έργο που θα είναι μνήμα αιώνιο. κάθε αρσενικό παιδί που θα γεννηθεί στους ιερείς, τους απογόνους της φυλής Λεβή, κατά το έτος αυτό, θα λάβει το δικό σου όνομα "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ"». Έτσι πράγματι μπήκε το όνομα «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» από γενεά σε γενεά στην εβραϊκή ονοματολογία, "πολιτογραφήθηκε" σαν όνομα εβραϊκό. Το σκηνικό της συνάντησης του Αλεξάνδρου με τον αρχιερέα των Ιουδαίων, που αναφέρει ο Ιώσηπος, διανθίζεται λεπτομερειακά από το ΤΑΛΜΟΥΔ (ιερό βιβλίο των Εβραίων), που είναι ο κώδικας της εβραϊκής παντογνωσίας. Είναι το ογκώδες μεταβιβλικό σύγγραμμα, το οποίο περιέχει το σύνολο της ερμηνευτικής εργασίας επί της Βίβλου από τις ραββινικές σχολές. Πάντως θαυμάζουμε το άριστο παράδειγμα έμπρακτης θεοσέβειας και ανεξιθρησκίας από μία υπέροχη και ευγενική ψυχή, αν βέβαια τα γεγονότα αυτά, όπως εκτίθενται, συνέβησαν στην πραγματικότητα. γιατί δε διασταυρώνονται. Στα γεγονότα αυτά υπάρχει το στοιχείο της υπερβολής. δε νομίζω ο νεαρός Μακεδόνας στρατηλάτης να έφθασε από διπλωματικότητα και θεοσέβεια στο σημείο να υποκλιθεί σε έναν εκπρόσωπο άγνωστης θρησκείας και μάλιστα να θυσιάσει κιόλας σε βωμό ξένης θεότητας. Ήταν πολύ υπερήφανος. Εξάλλου οι Έλληνες ιστοριογράφοι δεν αναφέρουν καμιά επίσκεψη του Αλεξάνδρου στην Ιερουσαλήμ ούτε θυσία στο ναό του Σολομώντα. Ο προφήτης Ησαΐας προφήτεψε επίσης: «Ταῦτα θά εἶναι σημεῖον καί μαρτυρία εἰς τόν ΚΥΡΙΟΝ τῶν δυνάμεων εἰς τήν χώραν της Αίγύπτου οὕτως, ὥστε, ὅταν οἱ ἄνθρωποι βοήσουν πρός τόν ΚΥΡΙΟΝ ἐξ αἰτίας τῶν δυναστῶν καί ἱκετεύσουν Αὐτόν νά ἀποστείλῃ εἰς αὐτούς λυτρωτήν. Αὐτός θά ἐπέμβει καί θά σώσει αὐτούς». Ο Ησαΐας έζησε τον 8ο ή 7ο π.Χ. αιώνα και προφήτεψε την έλευση ενός ανθρώπου, που θα παρουσιασθεί στην Αίγυπτο ως λυτρωτής και θα σώσει το λαό από την καταδυνάστευση των κατακτητών του (Περσική κατοχή). Ο άνθρωπος αυτός, κατά την άποψη του καθηγητή Τρεμπέλα, είναι ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, που υπήρξε «ΤΥΠΟΣ» του αναμενόμενου ΜΕΣΣΙΑ. Ο Μακεδόνας βασιλιάς, όπως έχει προαναφερθεί, έγινε δεκτός στην Αίγυπτο από το ιερατείο και το λαό ως απελευθερωτής και ανακηρύχθηκε Φαραώ (βασιλιάς) και κυβέρνησε τη χώρα. Διαφωτιστικές για την ταυτότητα του Αλεξάνδρου ως βασιλιά των Ελλήνων υπάρχουν και άλλες μαρτυρίες από την Παλαιά Διαθήκη, όπως π.χ. προφητείες των προφητών Ιωήλ, Αββακούμ, Ιερεμία και τα βιβλία Α', Β' και Γ' των Μακκαβαίων. Τα βιβλία "Μακκαβαίοι" Β' και Γ' γράφηκαν στην ελληνική γλώσσα, ενώ το άλλο – "Μακκαβαίοι Α' " – γράφηκε στα εβραϊκά, αλλά σώθηκε μόνο η ελληνική μετάφρασή του. Αυτό αρχίζει με την κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως εξής:
«Καί ἐγένετο μετά τό πατάξαι Ἀλέξανδρον, τὸν Φιλίππου τόν Μακεδόνα, ὅς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς Χεττειείμ καί ἐπάταξε τόν Δαρεῖον καί ἐβασίλευσεν ἀντ΄ αὐτοῦ πρότερος ἐπί τήν ΕΛΛΑΔΑ » (ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο γιος του Φιλίππου, ο Μακεδόνας, μετά τη νίκη του εξόρμησε από τη χώρα των Χετταίων (Μικρά Ασία) και επάταξε το Δαρείο και βασίλεψε στη θέση του πρώτος από τους Έλληνες)«...καί διῆλθεν ἕως ἄκρων τῆς γῆς ...καί ἐσίγησεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ » (και έφθασε έως τα πέρατα της γης και ησύχασε η γη από τους πολέμους μπροστά του)«...ἦρξε χωρῶν καί ἐθνῶν καί τυράννων» (έγινε κύριος χωρών, εθνών και τυράννων)«καί μετά ταῦτα ἔπεσεν ἐπί τήν κοίτην καί ἔγνω ὅτι ἀποθνήσκει καί ἐκάλεσε τούς παῖδας αὐτοῦ, τούς ἐνδόξους συνεκτρόφους αὐτοῦ ἐκ νεότητος, καί διεῖλεν αὐτοῖς τήν βασιλείαν αὐτοῦ ἔτι αὐτοῦ ζῶντος» (και μετά από αυτά αρρώστησε –ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ- και κατάλαβε ότι πεθαίνει. τότε κάλεσε τα "παιδιά" του, δηλαδή τους ένδοξους συντρόφους του από τα νεανικά του χρόνια, και μοίρασε σ'αυτούς τη βασιλεία του ζώντας ακόμη). [Στο τέλος του αποσπάσματος υπάρχει ανακρίβεια: η διαίρεση της αλεξανδρινής κληρονομιάς έγινε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου –ο ίδιος δεν είχε φροντίσει για τη διαδοχή του]. Η προβολή του έργου του Μεγάλου Αλεξάνδρου την εποχή εκείνη (175 π.Χ.;), περίπου 150 χρόνια μετά το θάνατό του και ιδιαίτερα στο βιβλίο των "Μακκαβαίων Α΄ ", έχει μεγάλη σημασία. Οι Μακκαβαίοι ήταν αδελφοί, ήρωες- επαναστάτες των Εβραίων στους αγώνες τους κατά των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σημειωτέον ότι η ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ, η χώρα των Εβραίων, ήταν το μήλο της έριδας μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων της εποχής εκείνης – της ελληνιστικής- λόγω γειτνίασης μεταξύ του βασιλείου της Αιγύπτου των Πτολεμαίων και του βασιλείου της Συρίας/ Ασίας των Σελευκιδών. Η ελληνομακεδονική κυριαρχία στην Παλαιστίνη επηρέασε ευεργετικά τους Εβραίους στον οικονομικό και πολιτικό τομέα. Γνώριζαν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Ακόμη και η λέξη «συναγωγή», χώρος θρησκευτικής και λατρευτικής σύναξης (synagogue), είναι ελληνική ( κατά τον Παπαρρηγόπουλο) και η χρήση της χρονολογείται πιθανόν από το διάταγμα που εξέδωσε ο Μέγας Αλέξανδρος σχετικά με τα δικαιώματα (ελευθερίες) των τοπικών ιουδαϊκών συλλόγων. Επίσης και το ετήσιο Μέγα Εθνικό Ιουδαϊκό Συνέδριο, που συγκαλούνταν στην Ιερουσαλήμ, ονομαζόταν «ΣΥΝΕΤΡΙΝ» από την ελληνική λέξη «Συνέδριον». Ο άλλος ελληνιστής Ιουδαίος, συγγραφέας φιλόσοφος, ο Φίλων ο Αλεξανδρινός στο φιλοσόφημά του «Περί τοῦ πάντα σπουδαῖον εἶναι ἐλεύθερον» (για να είναι κάθε σπουδαίος ελεύθερος) αναφέροντας την απόπειρα του Αλεξάνδρου να πείσει τον Ινδό γυμνοσοφιστή Κάλανο να «συναποδημήσει» (να πάνε μαζί) στην Ελλάδα, γράφει: «...Ἀλέξανδρος γάρ ὁ Μακεδών βουλόμενος ἐπιδείξασθαι τῇ Ἑλλάδι τήν ἐν τῇ βαρβάρῳ σοφίαν... παρεκάλει τόν Κάλανον συναποδημεῖν... » (ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας θέλοντας να παρουσιάσει στην Ελλάδα τη σοφία των βαρβάρων… παρακαλούσε τον Κάλανο να πάνε μαζί ). [Να μία ακόμη μαρτυρία για την ταυτότητα του Αλεξάνδρου]. Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα πολλά στοιχεία, στα οποία τόσο ο Αλέξανδρος όσο και οι διάδοχοί του και οι Επίγονοι Σελευκίδες και Πτολεμαίοι αναγνωρίζονται ως Έλληνες. για τους Εβραίους οι λέξεις «Μακεδόνες- Έλληνες» είναι συνώνυμες σχεδόν ταυτίζονται. Στην ιουδαϊκή θρησκεία και φιλολογία και γενικότερα στη ΒΙΒΛΟ υπάρχουν πολλές αδιάψευστες μαρτυρίες του αρχαίου εθνολογικού χαρακτήρα των Μακεδόνων ως Ελλήνων και οι λέξεις «Μακεδονία-Ελλάς» ταυτίζονται και εναλλάσσονται, είναι ισοπλατείς. Ιδιαίτερη σημασία έχει για τον ελληνισμό των Μακεδόνων ότι σε πλείστες περιπτώσεις ο Αλέξανδρος αποκαλείται στην εβραϊκή γλώσσα «Alexander a Mokdon meleh Yavan» (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ). Ο εγκυρότερος των νεότερων Εβραίων ιστορικών, ο Ερρίκος Graetz, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Breslaw, διακηρύσ-
σει: «... η Αρχαία Μακεδονία, της οποίας ο βασιλιάς Αλέξανδρος υπήρξε με την κατάκτηση της Ασίας αυτός που μετέβαλε τη ροή της ανθρώπινης ιστορίας, ήταν χώρα ελληνική, η βασιλική δυναστεία ήταν ελληνική, η πνευματική υφή και η δημογραφική συγκρότηση ήταν ελληνική, μολονότι, όπως και σε κάθε επαρχία, δεν έλειπαν και στη Μακεδονία και ετερογενή στοιχεία». Συνεχίζοντας αναφέρεται στη δραστηριότητα των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατονομάζει ως ελληνομακεδονικά τα ήθη τους, τη θρησκεία τους ως θρησκεία ελληνική και την όλη συμπεριφορά τους επίσης ως ελληνική. Αλλά και στο Β' μέρος της ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ, στην ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ του ΧΡΙΣΤΟΥ, υπάρχουν πολλές αναφορές στην Ελληνική Μακεδονία και σε πόλεις αυτής και στους Έλληνες-Μακεδόνες. Με τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας, της «κοινής», στην Ανατολή, έργο θεάρεστο των Ελλήνων Μακεδόνων, του στρατηλάτη βασιλιά Αλεξάνδρου, των διαδόχων του και των επιγόνων, ενοποιείται ο κόσμος της Ανατολής, εξελληνίζεται, εκπολιτίζεται και εξανθρωπίζεται, ώστε να δεχθεί αργότερα το μήνυμα της σωτηρίας, τη διδασκαλία του ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ. Ο Νίτσε γράφει: «Για να σωθεί η ανθρωπότητα, πρέπει να εξελληνισθεί». Όπως είναι ήδη γνωστό, η Παλαιά Διαθήκη των Εβραίων μεταφράσθηκε από την εβραϊκή στην ελληνική γλώσσα, για να γίνει κατανοητή τότε από τους λαούς της Ανατολής, αφού αυτή ήταν η κοινή τους γλώσσα, αλλά και η επίσημη των ελληνιστικών κρατών/ βασιλείων. Ακόμη και 3 από τα "Ευαγγέλια" και οι "Πράξεις των Αποστόλων" γράφηκαν στην ελληνική, το δε «Κατά Ματθαῖον ἱερόν Εὐαγγέλιον» μεταφράσθηκε νωρίς από την αραμαϊκή στην ελληνική γλώσσα. Ο Χριστιανισμός χρησιμοποίησε την ελληνική σαν μέσο μετάδοσής του. Αυτή τη γλώσσα είχαν καταστήσει παγκόσμια ο ίδιος ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ διάδοχοί του. Και στην ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ οι έννοιες "ΕΛΛΗΝΕΣΜΑΚΕΔΟΝΕΣ" και "ΕΛΛΑΔΑ-ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" είναι ταυτοπλατείς, αφού είχε γίνει συνείδηση των λαών της Ανατολής ότι οι Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου διέδωσαν σ'αυτούς τον ανώτερο Ελληνικό πολιτισμό. Να ένα παράδειγμα από το «Κατά ΛΟΥΚΑΝ ἱερόν Εὐαγγέλιον» (κγ'32-49): «Ἦν δέ καί ἐπιγραφή γεγραμμένη ἐπ' αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καί ρωμαϊκοῖς καί ἑβραϊκοῖς: οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων». Πρόκειται για τη γνωστή στους Χριστιανούς τόσο μικρή επιγραφή –Ι.Ν.Β.Ι.-που αποτελείται από τα τέσσερα αυτά μόνο γράμματα, αρχικά των τεσσάρων ελληνικών λέξεων : «ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΖΩΡΑΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΙΟΥΔΑΙΩΝ». Την επιγραφή έγραψαν πάνω στο ΣΤΑΥΡΟ του ΧΡΙΣΤΟΥ οι σταυρωτές του Φαρισαίοι, για να χλευάσουν και να ειρωνευθούν τον ΚΥΡΙΟΝ και ΣΩΤΗΡΑ. Παρατηρούμε στο εδάφιο του Ευαγγελιστή Λουκά ότι η ελληνική γραφή προηγείται από τη ρωμαϊκή (λατινική) και την εβραϊκή. εύκολα συνάγεται ότι η ελληνική γραφή και η ελληνική γλώσσα, που χρησιμοποιούσαν οι ελληνίζοντες Εβραίοι στα χρόνια του ΧΡΙΣΤΟΥ, ήταν τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ που μιλούσαν και έγραφαν και οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ "κατακτητές" τους, που προηγήθηκαν από τους Ρωμαίους ιμπεριαλιστές, που θα τους καθυποτάξουν. Ενώ οι Έλληνες Μακεδόνες, κατά τη μακρά περίοδο της επικυριαρχίας τους, διέδωσαν και στην Παλαιστίνη το ρηξικέλευθο ελληνομακεδονικό πολιτισμό. Επίσης στην «Πρός Κορινθίους Α' ἐπιστολήν Παύλου » (1,22-25) διαβάζουμε: «...ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καί ΕΛΛΗΝΕΣ σοφίαν ζητοῦσιν... αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καί ΕΛΛΗΣΙ, Χριστόν Θεοῡ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν» (...Οι Ιουδαίοι θαύματα θέλουν και οι Έλληνες ζητούν σοφία... αλλά σε εκείνους που είναι καλεσμένοι, Ιουδαίους και Έλληνες, ο Χριστός είναι Θεού δύναμη και θεού σοφία). Ένα άλλο γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, που έχει την αφετηρία του στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και επηρέασε την ΕΥΡΩΠΗ και ολόκληρο τον κόσμο, είναι το ότι η πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπήρξε ο πυλώνας, από τον οποίο πέρασε ο λαμπαδηδρόμος του Χριστιανισμού ΠΑΥΛΟΣ, ο Απόστολος των Εθνών, μεταφέροντας το ιλαρό και σωτήριο φως του ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ του ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ από την Ανατολή στη Δύση, στην ΕΥΡΩΠΗ.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ήταν επηρεασμένος από το έργο του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και των διαδόχων του και των επιγόνων. Χάρη στον ελληνικό πολιτισμό είχε δεχθεί στη γενέτειρά του, την Ταρσό, που ήταν ελληνικό κέντρο παιδείας των ελληνιστικών χρόνων, άριστη αγωγή και ελληνική παιδεία-ήταν τέκνο εξελληνισμένων Ιουδαίων. Ήταν όμως φοβερός διώκτης των πρώτων Χριστιανών. Μετά την αποκάλυψη όμως του ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ στην οπτασία του («ΣΑΟΥΛ, ΣΑΟΥΛ, τί με διώκεις;») και τη μεταστροφή του χαρακτήρα του, ο Σαούλ/Σαύλος –Παύλος γίνεται νέος άνθρωπος, αναγεννημένος και αναβαφτισμένος στα νάματα της ελληνικής παιδείας και φιλοσοφίας και της χριστιανικής διδασκαλίας και σοφίας. Είναι ο σπουδαιότερος, ο πρωτοκορυφαίος κήρυκας, ο απόστολος της Χριστιανοσύνης. Είναι ο κλητός του ΘΕΟΥ. Εξάλλου ο πάνσοφος και παντογνώστης ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ γνώριζε την ελληνική κατάρτιση του Παύλου και την ψυχική δυναμικότητά του, όπως γνώριζε και τη δυναμικότητα της ελληνικής γλώσσας, του ελληνικού πολιτισμού και γενικά την αξία της Ελλάδας. Διαβάζουμε στο «Κατά ΙΩΑΝΝΗΝ ἱερόν Εὐαγγέλιον» (ΙΒ', 23): Όταν ο ΙΗΣΟΥΣ πληροφορήθηκε από τους μαθητές του πως μέσα στο πλήθος των ακροατών του υπήρχαν και Έλληνες, που ήρθαν να ακούσουν τη διδασκαλία του και να τον γνωρίσουν, αναφώνησε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρὼπου (ΕΛΛΑΣ ΓΑΡ ΕΣΤΙ ΜΟΝΗ ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΟΣ, ΦΥΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟΝ ΚΑΙ ΒΛΑΣΤΗΜΑ ΘΕΙΟΝ, ΗΚΡΙΒΩΜΕΝΟΝ ΛΟΓΙΣΜΟΝ ΑΠΟΤΙΚΤΟΥΣΑ ΟΙΚΕΙΟΥΜΕΝΟΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗΝ)» (δηλαδή, Έχει έλθει η ώρα, για να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου. γιατί η ΕΛΛΑΔΑ είναι η μόνη χώρα που γέννησε τον άνθρωπο, είναι φυτό ουράνιο και βλαστάρι θεϊκό, αυτή που παράγει τέλειο λογισμό, ο οποίος κατακτά την ορθή γνώση). Το εδάφιο αυτό του Ευαγγελιστή Ιωάννη ολοκληρωμένο αναγράφεται σε χειρόγραφο του Ευσεβίου του Παμφίλου, επισκόπου της Καισάρειας, το έτος 265 μ.Χ.. Ανακαλύφθηκε από τον καθηγητή Ε. Πρόκο το 1974, ο οποίος ιστοριοδιφούσε στις βιβλιοθήκες του Βατικανού ως επίτιμος καθηγητής ξένων πανεπιστημίων. Όμως από τα αναγνωρισμένα και καθιερωμένα ευαγγέλια έχει απαλειφθεί η δεύτερη πρόταση. Από ποιους όμως έχει απαλειφθεί; Πότε; Και γιατί; Φαίνεται ότι κάποιοι ενοχλήθηκαν που ο ΧΡΙΣΤΟΣ- σαν παντογνώστης Θεός- γνώριζε την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας και του Ελληνικού πολιτισμού. «Πορευθέντες κηρύξατε πάντα τα έθνη»: με την ελληνική γλώσσα ως μέσο, οι Απόστολοι και ιδιαίτερα ο ΠΑΥΛΟΣ έγιναν διαπρήσιοι κήρυκες της χριστιανικής διδασκαλίας. Το αποστολικό έργο του Παύλου στην ΕΥΡΩΠΗ, κατά θεία προτροπή, άρχισε από τη Μακεδονία. Η θερμή παράκληση του άγνωστου Μακεδόνα στο όραμα του Παύλου ήταν η φωνή της ΕΥΡΩΠΗΣ για εκχριστιανισμό. Έτσι ο Παύλος θα περάσει από την Ασία στην ΕΛΛΑΔΑ, στην ΕΥΡΩΠΗ. Ο HOLZNER γράφει: «Κάποτε από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ήρθε ο νεαρός ήρωας Αλέξανδρος με τα 22 χρόνια του και έφερε τα ωραία δώρα της δύσης, την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία, στην Ανατολή. τώρα η Δύση ζητούσε το ωραιότερο δώρο της Ανατολής, τη διδασκαλία του ΝΑΖΩΡΑΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ». Στην ΕΛΛΑΔΑ θα έλθει ο ΠΑΥΛΟΣ με τους συνεργάτες του, προερχόμενος από τη Μικρά Ασία, κατά τη δεύτερη αποστολική του περιοδεία (τα έτη 48/49-51/52). Οι ελληνικές πόλεις ΦΙΛΙΠΠΟΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΒΕΡΟΙΑ, ΑΘΗΝΑ, ΚΟΡΙΝΘΟΣ αποτελούν σταθμούς όχι μόνο για το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, αλλά και για όλη την πνευματική ιστορία της ΕΥΡΩΠΗΣ. Κηρύττει στους Έλληνες το ΧΡΙΣΤΟ και απευθύνει σ'αυτούς θεόπνευστες επιστολές –ο Παύλος μιλούσε και έγραφε άπταιστα ελληνικά. Οι ΦΙΛΙΠΠΟΙ είναι η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη, στην οποία σπέρνεται ο σπόρος του Χριστιανικού Ευαγγελίου από τον Απόστολο των εθνών Παύλο. Υπενθυμίζω ότι δεν την έκτισε ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β', ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το 356 π.Χ., αλλά απλώς την αποίκισε με Μακεδόνες και τη μετονόμασε, δίνοντας το όνομά του. η πόλη λεγόταν πρώτα Κρηνίδες για τα πολλά νερά της και είχε ιδρυθεί από Θάσιους. Από την ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ- Πράξεις των Αποστόλων που τις έγραψε ο Ελληνικής καταγωγής από την Αντιόχεια Ευαγγελιστής Λουκάς, γιατρός στο επάγγελμα, που ήταν μαθητής και συνεργάτης του Παύλου –μαθαίνουμε. «Ὅραμα διά τῆς νυκτός ὤφθη τῷ Παύλῳ Ἀνήρ τις ἦν ΜΑΚΕΔΩΝ ἑστώς, παρακαλῶν αὐτόν καί λέγων:"διαβάς εἰς ΜΑΚΕ-
ΔΟΝΙΑΝ βοήθησον ἡμῖν". Ὡς δέ τό ὅραμα εἶδεν (ὁ Παῦλος) εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τήν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ ΚΥΡΙΟΣ εὐαγγελίσασθαι αὐτούς. Ἀναχθέντες οὖν ἀπό τῆς Τρωάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθράκην, τῇ δέ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν, ἐκεῖθέν τε εἰς Φιλίππους, ἥτις ἐστί πρώτη τῆς μερίδος τῆς Μακεδονίας πόλις, κολονία». [Μετάφραση: ένα όραμα τη νύκτα είδε ο Παύλος. κάποιος άνδρας Μακεδόνας στεκόταν ορθός και τον παρακαλούσε λέγοντας "πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας". όταν (ο Παύλος) είδε το όραμα, αμέσως ζητήσαμε να φύγουμε και να πάμε στη Μακεδονία, γιατί συμπεράναμε ότι ο Κύριος μας είχε προσκαλέσει, για να φέρουμε σ΄ αυτούς το άγγελμα της σωτηρίας. Αφού λοιπόν αναχωρήσαμε από την Τρωάδα, πλεύσαμε κατευθείαν στη Σαμοθράκη και την άλλη ημέρα στη ΝΕΑΠΟΛΗ (Καβάλα), και από εκεί (φτάσαμε) στους ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ, πρωτεύουσα της περιοχής της (Ανατολικής) Μακεδονίας, που ήταν τότε ρωμαϊκή αποικία (Romana colonia Macedoniae) – Πράξεις των Αποστόλων: 16, 9-12]. Καθώς η πόλη αυτή βρισκόταν δίπλα στην Εγνατία οδό και κοντά στα χρυσωρυχεία του Παγγαίου και ήταν η πρώτη μεγάλη ελληνική (ευρωπαϊκή) πόλη, με επίνειο τη ΝΕΑΠΟΛΗ, που συναντούσε κανείς ερχόμενος από την Ασία, ήταν φυσικό να έχει μεγάλη κίνηση εμπορική και πνευματική, όπως φαίνεται και από το μεγάλο αρχαίο θέατρο που σώζεται. Έτσι ήταν εύκολη η διάδοση των θρησκευτικών δοξασιών που προέρχονταν από την Ανατολή. Στην πόλη, όπου πριν από έναν περίπου αιώνα κρίθηκε η τύχη του Ρωμαϊκού Κράτους με τη νίκη του Οκταβιανού και του Αντωνίου (Μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ.), ξανακρίνεται τώρα στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα η τύχη του ΚΟΣΜΟΥ κατά έναν τρόπο ακόμη πιο αποφασιστικό: Ιδρύεται η πρώτη χριστιανική εκκλησία επί ευρωπαϊκού εδάφους. Εδώ άναψαν τα πρώτα φώτα του Χριστιανισμού για το δυτικό κόσμο. Στον «ευκτήριο οίκο» (συναγωγή) των Ιουδαίων της εβραϊκής παροικίας της μεγάλης αυτής πόλης, έξω από τη δυτική πύλη των τειχών, ένα Σάββατο στα τέλη του έτους 49 ο Παύλος κήρυξε για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό έδαφος το "Ευαγγέλιο" του ΧΡΙΣΤΟΥ, την πίστη στη σωτηρία της ψυχής με τη χάρη του ΘΕΟΥ και την αγάπη αλλήλων. Προσήλθαν στο Χριστιανισμό αρκετοί Ιουδαίοι και Έλληνες και ίδρυσαν μια χριστιανική κοινότητα, την πρώτη χριστιανική εκκλησία της Ελλάδας και της ΕΥΡΩΠΗΣ συνάμα. Βαφτίσθηκαν από τον ΠΑΥΛΟ μέσα σ΄ ένα χείμαρρο οι πρώτοι χριστιανοί αδελφοί, άνδρες και γυναίκες. Πρώτη δέχθηκε το θείο βάφτισμα η ΛΥΔΙΑ η ΦΙΛΙΠΠΗΣΙΑ, η πρώτη ΕΛΛΗΝΙΔΑ και ΕΥΡΩΠΑΙΑ χριστιανή. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ λοιπόν έγινε η κολυμβήθρα για την πνευματική αναγέννηση και αναβάπτιση των εθνικών (ειδωλολατρών) της Ευρώπης. Με την Εκκλησία των Φιλίππων ο Παύλος είχε ιδιαίτερα φιλικές/αδελφικές σχέσεις, όπως φαίνεται από την επιστολή που της απευθύνει –από τη Ρώμη ίσως-λίγα χρόνια αργότερα, η οποία είναι η πιο προσωπική, συναισθηματική και τρυφερή επιστολή του. μπορεί να χαρακτηρισθεί «ως επιστολή της χαράς», γιατί το θέμα της χαράς και η συνεχής προτροπή τού Αποστόλου προς τους κατοίκους της πόλης να χαίρουν δεσπόζουν στην επιστολή. Το θέμα της χαράς που κυριαρχεί στην επιστολή αυτή - «Πρός Φιλιππησίους» - υπογραμμίζει την αλήθεια πως ο Χριστιανισμός είναι θρησκεία αγάπης, χαράς και αισιοδοξίας. Η Εκκλησία των Φιλίππων, που του επιφύλαξε ακλόνητη αφοσίωση, εμφανίζεται στην επιστολή αυτή καλά οργανωμένη, με έναν επίσκοπο και διακόνους. Φεύγοντας από τους Φιλίππους και ακολουθώντας την Εγνατία οδό, αφού πέρασαν από την Αμφίπολη και την Απολλωνία, ο Παύλος με τους συντρόφους του ήλθαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η οποία, μετά την άλωση και τη λεηλασία της Πέλλας-της ένδοξης πρωτεύουσας του Μακεδονικού βασιλείου - το 168 π.Χ. από τους άξεστους Ρωμαίους κατακτητές, έγινε η νέα πρωτεύουσα όλης της Μακεδονίας (το 148) ως Ρωμαϊκής επαρχίας. Η πόλη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό. την είπαν πρώτη των Μακεδόνων, μεγαλόπολη, πολυανδρούσα, πολυάνθρωπη και θεοφρούρητη, μητέρα πάσης Μακεδονίας, κήπο μουσών και χαρίτων. Υπενθυμίζω ότι την πόλη ίδρυσε (με συνοίκιση) ο Κάσσανδρος, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, το έτος 315 π.Χ.. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ δέχεται, δεύτερη κατά σειρά ευρωπαϊκή πόλη μετά τους Φιλίππους, το σπόρο του χριστιανικού Ευαγγελίου, ο οποίος τόσο πολύ θα βλαστήσει στη συνέχεια, ώστε να αποτελέσουν οι χριστιανοί της πόλης αυτής το πρότυπο όλων των χριστιανών
της ΕΛΛΑΔΑΣ, όπως θα γράψει σε λίγο ο Παύλος στην πρώτη επιστολή του προς αυτούς. Την εποχή που ο Απόστολος Παύλος διαγγέλλει το μήνυμα της νέας πίστης, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η πλουσιότερη και πολυανθρωπότερη πόλη της Μακεδονίας-με πάνω από 200.000 κατοίκους - «Μητρόπολις της Μακεδονίας», όπως τη χαρακτηρίζει ο Στράβων, έχει το προνόμιο της «ελεύθερης πόλης». Οι Ρωμαίοι κατακτητές της επιτρέπουν να αυτοδιοικείται με το θεσμό των 5 ή 6 «πολιταρχών», την ύπαρξη των οποίων γνωρίζουμε από τις πληροφορίες που μας παρέχει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις "Πράξεις των Αποστόλων", καθώς και από δεκάδες μακεδονικών επιγραφών, που ανάγονται στη ρωμαϊκή εποχή. Οι πολιτάρχες αυτοί, εκλεγμένοι από το λαό της πόλης ανώτατοι άρχοντες αυτής, είχαν διοικητικά, δικαστικά και αστυνομικά καθήκοντα και ήταν υπεύθυνοι έναντι του «ΔΗΜΟΥ», ενός άλλου θεσμού αυτοδιοίκησης, καθώς και έναντι του Ρωμαίου πραίτωρα (στρατηγού), που είχε την έδρα του (το πραιτώριο) στη Θεσσαλονίκη. Στην πόλη κατοικούσαν κυρίως Έλληνες και Ρωμαίοι, αλλά και αρκετοί Εβραίοι. Στις πρώτες ήδη δεκαετίες μετά την ίδρυση της πόλης, ήλθαν και εγκαταστάθηκαν Εβραίοι έμποροι από διάφορες πόλεις της Μεσογείου και αργότερα ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά. Η "συναγωγή" τους εξυπηρετούσε τις ανάγκες και άλλων Ιουδαίων της Μακεδονίας. Στη "συναγωγή" αυτή εμφανίζεται ο ΠΑΥΛΟΣ το έτος 50, για να δώσει μια αυθεντική ερμηνεία της Γραφής. «Ἐπί τρία σάββατα», σημειώνει ο Λουκάς στις "Πράξεις των Αποστόλων", «διελέξατο αὐτοῖς ἀπό τῶν γραφῶν ... ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός ὁ Ἰησοῡς» (δηλαδή, Ανέπτυξε σ'αυτούς θέματα από τις γραφές... ότι αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός). Ο ΠΑΥΛΟΣ έμεινε λίγο καιρό στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Μερικοί μόνο από τους πολλούς Ιουδαίους της πόλης ασπάσθηκαν το κήρυγμά του και δέχθηκαν το χριστιανισμό. Οι περισσότεροι όμως οπαδοί του προήλθαν από τους «σεβομένους Ἕλληνας», από τους εθνικούς δηλαδή, οι οποίοι, κουρασμένοι από την αθλιότητα των ειδωλολατρικών θρησκειών, συγκέντρωναν τις ελπίδες τους για μια ηθικά ανώτερη ζωή στον Ιουδαϊσμό με τις νέες διαστάσεις που έπαιρνε τώρα από το κήρυγμα της Παύλειας διδασκαλίας, που κήρυττε τη σωτηρία της ψυχής μέσω της πίστης «εἰς τόν ἐσταυρωμένον Ἰησοῦν Χριστόν». Μεταξύ των οπαδών του Παύλου, που ασπάσθηκαν το Χριστό, ήταν και πολλές γυναίκες από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της πόλης. Μεταξύ των πρώτων Χριστιανών της Θεσσαλονίκης ήταν και ο ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ που έγινε στενός συνεργάτης του Παύλου, όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς, και αργότερα έγινε πρώτος επίσκοπος της Θεσσαλονίκης. Η μεγάλη όμως επιτυχία του έργου του Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη εξόργισε τους Εβραίους, οι οποίοι ξεσηκώθηκαν και κατήγγειλαν στους άρχοντες της πόλης τον Παύλο και την ακολουθία του. Κάτω, λοιπόν, από αυτές τις συνθήκες ιδρύθηκε η δεύτερη χριστιανική Ελληνική Εκκλησία, η Εκκλησία των Θεσσαλονικέων, που είναι και η δεύτερη όλης της Ευρώπης. Οι νέοι όμως προσήλυτοι φρόντισαν να τους συνοδέψουν τη νύκτα μέχρι τη ΒΕΡΟΙΑ, για να συνεχίσει και εκεί το αποστολικό του έργο. Ο Λουκάς γράφει για τους κατοίκους της πόλης αυτής: «Οἱ Βεροιεῖς ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ» . Αλλά και εκεί έφθασαν Ιουδαίοι της Θεσσαλονίκης, για να παρεμποδίσουν το έργο του Παύλου, γι'αυτό οι Χριστιανοί της Βέροιας συνόδεψαν τον Παύλο ως ένα παραθαλάσσιο μέρος, πιθανώς τη Μεθώνη της Πιερίας, για να αποπλεύσει από εκεί προς την ΑΘΗΝΑ. Ο ΠΑΥΛΟΣ αγάπησε πολύ τους νέους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, τους οποίους, δυστυχώς, αναγκάσθηκε να αποχαιρετίσει πολύ σύντομα, άφησε όμως τους συνεργάτες του ΤΙΜΟΘΕΟ και ΣΙΛΑ, για να συμπαρασταθούν στις ανάγκες των νέων εκκλησιών της Μακεδονίας, ενώ ο ίδιος έφυγε από τη Βέροια στη νότια Ελλάδα, όπου θα κηρύξει την ύπαρξη «τοῦ Ἀγνώστου» και αληθινού ΘΕΟΥ στην ΑΘΗΝΑ και στην ΚΟΡΙΝΘΟ, μεγάλα κέντρα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Από την Κόρινθο ο Παύλος έγραψε και έστειλε το έτος 51 την Α' «Πρός Θεσσαλονικεῖς» επιστολή του. Δεν άργησε όμως να ακολουθήσει και η Β' «Πρός Θεσσαλονικεῖς» επιστολή του. Οι επιστολές αυτές είναι τα πρώτα γραπτά κείμενα του Παύλου και ολόκληρης της Καινής Διαθήκης. Και στις δύο επιστολές του επαινεί την εμμονή τους στην πίστη τους και εκφράζει τη λύπη του για τη συμπεριφορά των «συμφυλετών» του (ομοεθνών) Εβραίων. Καταλήγουν οι επιστολές με ιδιόχειρες ευλογίες και αδελφικούς στοργικούς
ασπασμούς. Τα κείμενα αυτά των επιστολών Α' και Β' «πρός Θεσσαλονικεῖς» και «πρός Φιλιππησίους» από τον 1ο αιώνα συνεχώς αναγινώσκονται σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, γεγονός που ανά τους αιώνες θα υπενθυμίζει στον κόσμο όχι μόνο την χριστιανικότητα, αλλά και την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Αποτελούν στους αιώνες αδιάσειστα μνημεία ότι οι κάτοικοι της Μακεδονικής γης ήταν, είναι και θα είναι ΕΛΛΗΝΕΣ. Οι κάτοικοι της μακεδονικής πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης, με τη συνεχή και αδιάλειπτη κατοίκηση επί 23 αιώνες, ακούν και καταλαβαίνουν μόνο ελληνικά, μιλούν και γράφουν επίσης μόνο ελληνικά, αισθάνονται ΕΛΛΗΝΕΣ και θα παραμείνουν ΕΛΛΗΝΕΣ ως τη συντέλεια του κόσμου με το ίδιο πάντοτε όνομα – "ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ", όπως τους αποκαλούσε και ο Απόστολος των Εθνών. Τέτοια κοσμοϊστορικά γεγονότα καθιστούν αδύνατη την αλλοίωση της ιστορίας της Μακεδονίας και όποιος επιχειρεί να αμφισβητήσει την ελληνικότητά της απλώς ματαιοπονεί και διακινδυνεύει να χαρακτηρισθεί βλάκας και ανεγκέφαλος. Και στις τρεις εκκλησίες της Μακεδονίας, των ΦΙΛΙΠΠΩΝ, της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και της ΒΕΡΟΙΑΣ, ήταν πάρα πολλοί οι προσήλυτοι που βαφτίσθηκαν Χριστιανοί στο όνομα της "ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ", Έλληνες και ομοεθνείς του Παύλου- Εβραίοι. Υπήρχαν οργανωμένες εβραϊκές παροικίες τόσο στη βόρεια όσο και στη νότια Ελλάδα, όπου κήρυξε ο Παύλος. Τέλος επισκέφθηκε άλλες δύο φορές τη Μακεδονία, συγκεκριμένα τη ΒΕΡΟΙΑ, το έτος 56 καθ' οδόν από τη Μικρά Ασία προς την Ελλάδα και στις αρχές το 57, επιστρέφοντας από την ίδια οδό. Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ των εθνών, ΠΑΥΛΟΣ, είναι ο πολυεδρικός αδάμας της ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ του ΧΡΙΣΤΟΥ. Θεωρείται μέγας ευεργέτης της Ελλάδας και η ΕΛΛΑΔΑ είναι η μεγάλη ευεργέτιδα της ΕΥΡΩΠΗΣ, γιατί εισάγει σ'αυτήν εξ-ελληνισμένο Χριστιανισμό. Πράγματι υπήρχε στη ΡΩΜΗ γλωσσική υποδομή, κατάλληλη για τη μετάδοση του Χριστιανισμού, γιατί είχε προηγηθεί η εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, μετά την υποταγή της Ελλάδας και όλου του ελληνιστικού κόσμου από τους Ρωμαίους. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ υπήρξε ο ΜΕΓΑΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος δεν πρέπει να λησμονεί τι σημαίνει ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ και ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ. Το ωρολόγιο της Παγκόσμιας Ιστορίας σήμανε ξημέρωμα της συνείδησης του ανθρώπου δύο φορές. ποτέ άλλοτε. Και αν δε σήμαινε αυτές τις δύο φορές, δε θα ξημέρωνε ποτέ για την ανθρωπότητα. Τη μια φορά ξημέρωσε για το φωτισμό του νου του ανθρώπου από το σκοτάδι της βαρβαρότητας, όταν ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ εξήλθε από τον πυλώνα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και κατευθύνθηκε στην ΑΝΑΤΟΛΗ. Και την άλλη φορά ξημέρωσε για τη σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου από τα δεσμά της πλάνης και της αμαρτίας, όταν ο "ΘΕΙΟΣ" ΠΑΥΛΟΣ διήλθε από τον πυλώνα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και κατευθύνθηκε στη ΔΥΣΗ. Αυτοί οι δύο άνδρες, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και ο "ΘΕΙΟΣ" ΠΑΥΛΟΣ, Γίγαντες και Τιτάνες της Παγκόσμιας Ιστορίας, υπήρξαν οι λαμπαδηδρόμοι του φωτός και της αλήθειας και αποδείχθηκαν μεγάλοι ευεργέτες της ανθρωπότητας, αφού διέλυσαν το σκότος και το ψεύδος της βαρβαρότητας και άλλαξαν την πορεία της ΙΣΤΟΡΙΑΣ ριζικά. Αυτοί ξανάφτιαξαν τον ΚΟΣΜΟ. Ο πρώτος, ΕΛΛΗΝΑΣ- ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ, από τη ΔΥΣΗ εξελληνίζει, εκπολιτίζει και εξανθρωπίζει την ΑΝΑΤΟΛΗ και ο δεύτερος, ΕΒΡΑΙΟΣ-ΑΣΙΑΤΗΣ, από την ΑΝΑΤΟΛΗ, πλήρως εξελληνισμένος, εκχριστιανίζει και εξανθρωπίζει τη ΔΥΣΗ. Γέφυρα στις πορείες τους η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ο ΠΑΥΛΟΣ ήταν θεόπνευστος «ἐξ ἀποκαλύψεως». μήπως ήταν και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ;;; Η ερώτηση αυτή και η απάντηση πλανιέται!!!
Η'. ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ (ΓΕΝΙΚΑ). Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ήταν οι περισσότερο θρησκευόμενοι από τους Έλληνες, όπως αυτό αποδεικνύεται από την απέραντη θεοσέβεια του πρώτου των Μακεδόνων, του ίδιου του βασιλιά Αλέξανδρου, του γιου του Φιλίππου. Η προσωπικότητά του χαρακτηρίζεται από μια βαθιά θρησκευτικότητα, που έφθανε μέχρι το βαθμό της δεισιδαιμονίας. Πίστευε ακράδαντα στη θεία αρωγή σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του και είχε συνειδητοποιήσει ότι με την προστασία και την καθοδήγηση των θεών θα επιτύχει στους στόχους της εκστρατείας και θα αναπλάσει τον κόσμο με την εξάπλωση του ανώτερου ελληνικού πολιτισμού και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Θαυμάζουμε τις συχνές και πολυδάπανες θυσίες που έκανε στη διάρκεια της μεγάλης εκστρατείας του. Με τα δεδομένα που διαθέτουμε, γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου σαν σύνολο (Ολύμπιοι θεοί) και καθένα χωριστά. Επίσης λάτρευαν το Διόνυσο, τον Πλούτωνα με την Περσεφόνη, τον Ασκληπιό, τον Πάνα, τον Ηρακλή, τον Ορφέα, τους Διόσκουρους, τον Έρωτα, τον Ωκεανό, την Αμφιτρίτη, τις Νηρηίδες, τις Νύμφες, τις Μοίρες, την Υγεία, τη Λήθη, τη Νέμεση και άλλες θεότητες. Στους θεούς απέδιδαν επίσης τις συνηθισμένες ελληνικές επικλήσεις, όπως Ύψιστος, Ολύμπιος, Βασιλεύς, Αγοραίος στο ΔΙΑ, Βασίλεια στην Ήρα, Σωτήρ στον Απόλλωνα και Σώτειρα και Αγεμόνα στην Άρτεμη και άλλες. Ορισμένες μαρτυρίες για τη λατρεία της Γης, του Ήλιου, του Διόνυσου, του Πάνα, του Ασκληπιού και του Ηρακλή είναι παλαιότερες από την εποχή του Φιλίππου, ενώ οι πρώτες πληροφορίες για τους δώδεκα Ολύμπιους Θεούς ανάγονται στην εποχή του Φιλίππου. Ο μεγάλος αριθμός ονομάτων θεοτήτων και η πρωιμότητα της μαρτυρίας μερικών αντιστρατεύονται στο συνηθισμένο ψευδοεπιχείρημα των αντίθετων προς την ελληνικότητα των Μακεδόνων ότι δήθεν τα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία, που παρουσιάζονται στη Μακεδονία, επιβλήθηκαν από ελληνομανείς(;) βασιλιάδες και ιδιαίτερα από το Φίλιππο Β΄. Εξάλλου ο Φίλιππος ή κάποιος από τους κοντινούς προκατόχους του καθιέρωσε την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα του Μακεδονικού βασιλείου. Έτσι, αν και τα ελληνικά ονόματα θεών των Μακεδόνων ήταν επείσακτα, θα έπρεπε να έχουν αττικίζουσα μορφή. Αλλά η επωνυμία «ΑΓΕΜΟΝΑ» έχει διατηρήσει το μακρό (α) και στην κατάληξη και στην αρχική συλλαβή του θέματος. Αν η λέξη αυτή δεν είχε ρίζες στη Μακεδονία, αλλά είχε πολιτογραφηθεί με βασιλική πρωτοβουλία, θα τη γνωρίζαμε σαν «Ηγεμόνη». Εκτός όμως από τα ονόματα θεών πανελλήνιας παρουσίας ή περιορισμένης διάδοσης, υπάρχουν και αποκλειστικά μακεδονικά, όπως τα ακόλουθα π.χ. Αλκίδημος-επωνυμία της Αθηνάς, Άρητος-Ηρακλής, ΨευδάνωρΔιόνυσος, Υπερβερέτας-Ζευς, Θουρίδες –Μούσες. Παρατηρούμε ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν Θράκες ή Ιλλυριοί ή άλλης εθνικότητας, όπως ισχυρίζονται κάποιοι ανιστόρητοι παραχαράκτες της ελληνικής ιστορίας, αλλά γνήσιοι Έλληνες, που δέχθηκαν όμως και μη ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία σε πολύ μικρό ποσοστό. Η αρχαία ελληνική θρησκεία υπήρξε η αφετηρία πολλών μορφών της ελληνικής λογοτεχνίας και επηρέασε αποφασιστικά την ανάπτυξη των ιδεών, του θεάτρου και των τεχνών. Ο αρχαιότερος ορφικός ύμνος βρέθηκε (αποσπάσματα μόνο από ημιαπανθρακωμένο πάπυρο) σε μακεδονικό τάφο του 4ου π.Χ. αιώνα στο ΔΕΡΒΕΝΙ (περιοχή Λητής του δήμου Μυγδονίας στην Κεντρική Μακεδονία). Το κείμενο αποκατέστησε και μετέφρασε ο αγαπητός συνάδελφος Κυριάκος Τσαντσάνογλου, διαπρεπής καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τον αρχαιότερο ελληνικό πάπυρο που περιήλθε σε μας. ο αρχαίος κάτοχός του πρέπει να ήταν πολύ πλούσιος. Θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων ήταν το ΔΙΟΝ, ιερή πόλη κάτω από τη σκιά του υψηλότερου βουνού της Ελλάδας, αφιερωμένη στον Ύψιστο Θεό ΔΙΑ, τον πατέρα των θεών και των ανθρώπων, που φέρει και το όνομά του. Τη λατρεία, εκεί, των Ολύμπιων θεών και ιδιαίτερα του ΔΙΑ ολοκλήρωναν και τα "ΟΛΥΜΠΙΑ"των Μακεδόνων, τοπικοί «Ολυμπιακοί αγώνες» που καθιέρωσε ο βασιλιάς ΑΡΧΕΛΑΟΣ. Διαρκούσαν 9 ημέρες –όσες είναι οι Μούσες- κάθε αγωνιστική ημέρα ήταν αφιερωμένη σε μια από αυτές.
[Αν η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δεν ήταν ΕΛΛΗΝΙΚΗ, δε νομίζετε ότι θα ήταν παράλογο να τοποθετούν οι Έλληνες την κατοικία των θεών τους εκτός του Ελλαδικού χώρου – σε μια βάρβαρη χώρα –εφ'όσον ο θρόνος του πατέρα των θεών και των ανθρώπων, του ΔΙΑ, ήταν στημένος στην κορυφή του ΟΛΥΜΠΟΥ, απ' όπου ως παντεπόπτης επόπτευε και κυβερνούσε τους Έλληνες μαζί με τους άλλους Ολύμπιους θεούς και τις Μούσες, οι οποίες κατοικούσαν στα ΠΙΕΡΙΑ όρη;] Η γεωγραφική θέση του Ολύμπου και των Πιερίων εντός της μακεδονικής επικράτειας, όπου ήταν και η κατοικία των δώδεκα μεγάλων θεών και των Μουσών, προσφέρει ενίσχυση σημαντική στα επιχειρήματα κατά των πλαστογράφων και παραχαρακτών της ιστορίας. Κοινός, λοιπόν, τόπος λατρείας, κοινοί θεοί, κοινοί ημίθεοι, κοινά τα ιερά λατρείας, κοινές θυσίες, ήθη και έθιμα παρόμοια με τους άλλους Έλληνες. [Πολλά κοινά είχαν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ με τους άλλους ΕΛΛΗΝΕΣ και όχι μόνο τη γλώσσα και την εθνικότητα]. Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της θέσης, που κατείχε η Μακεδονία στον Ελλαδικό χώρο, είναι και το γεγονός ότι ο Μέγας Αλέξανδρος λατρεύθηκε σαν θεός, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ συμμετείχαν ενεργά στη θρησκευτική και πολιτιστική ζωή των λοιπών Ελλήνων. Ήταν μέλη της ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑΣ των Δελφών, και μάλιστα ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ και ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ διετέλεσαν και πρόεδροι του Αμφικτυονικού Συνεδρίου, των Δελφών, με αποφάσεις του οποίου ορίσθηκαν προστάτες του ιερού των Δελφών. [Να και άλλη μαρτυρία για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και της βασιλικής δυναστείας, εφ' όσον είναι γνωστόν ότι οι Αμφικτύονες ήταν γνήσιοι Έλληνες. αποκλείονταν οι βάρβαροι]. Ο Παυσανίας (2ος μ.Χ. αιώνας) γράφει: «Ὑπό μέν δή Ἀμφικτύονος αὐτοῦ φασίν ἐς συνέδριον κοινόν τοσάδε γένη τοῦ Ἑλληνικοῦ συναχθῆναι... Μακεδόνας μέν γάρ τελεῖν ἐς Ἀμφικτύονας... οἱ δέ Ἀμφικτύονες οἱ ἐπ΄ ἐμοῦ τριάκοντα ἀριθμῷ ἦσαν. ἐκ Νικοπόλεως μέν καί Μακεδονίας καί Θεσσαλῶνἀπό ἑκάστων ἀριθμῷ ἦσαν ἕξ...» (Λέγουν, λοιπόν, ότι ο Αμφικτύων ο ίδιος συγκάλεσε σε κοινό συνέδριο τόσα ελληνικά γένη... να συγκαταλέγονται βέβαια και οι Μακεδόνες μεταξύ των Αμφικτυόνων. και οι Αμφικτύονες στην εποχή μου ήταν τριάντα στον αριθμό. από τις περιοχές της Νικόπολης (πόλη της Ηπείρου που δεν υπήρχε στα χρόνια του Φιλίππου, στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας), της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας ήταν από την κάθε μια χωριστά έξι στον αριθμό). Επίσης ο Παυσανίας αναφέρει το ΦΙΛΙΠΠΕΙΟΝ της Ολυμπίας: «Ἔστι δέ ἐντός τῆς Ἂλτεως τό τε Μητρῷον καί οἴκημα... ὀνομαζόμενον Φιλιππεῖον... Φιλίππῳ δέ ἐποιήθη μετά τό ἐν Χαιρωνείᾳ... κεῖνται δέ αὐτόθι Φίλιππός τε καί Ἀλέξανδρος. σύν δέ αὐτοῖς Ἀμύντας ὁ Φιλίππου πατήρ. ἔργα δέ εστι καί ταῦτα Λεωχάρους ἐλέφαντος καί χρυσοῦ, καθώς καί τῆς Ὀλυμπιάδος καί Εὐρυδίκης εἰσίν αἱ εἰκόνες» (Μέσα στην ΑΛΤΙΝ βρίσκονται το Μητρώο και ένα κτίριο που ονομάζεται Φιλίππειο. έγινε για το Φίλιππο μετά τη νίκη του στη Χαιρώνεια. υπάρχουν αυτού προτομές του ΦΙΛΙΠΠΟΥ, του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και του ΑΜΥΝΤΑ –του πατέρα του Φιλίππου. είναι και αυτά του Λεωχάρη έργα από ελεφαντόδοντο –φιλντίσι – και χρυσάφι, καθώς και της Ολυμπιάδας και της Ευρυδίκης υπάρχουν οι προτομές- τα πορτρέτα). Στη ΔΗΛΟ (ιερό του Απόλλωνα και της Άρτεμης) ο βασιλιάς της Μακεδονίας ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ Β' Γονατάς έστησε ανδριάντες των βασιλιάδων της Μακεδονικής Δυναστείας (του πατέρα του και του παππού του), και πρώτο είχε στήσει τον ΗΡΑΚΛΗ, το γενάρχη του βασιλικού οίκου του Μακεδονικού βασιλείου, του οποίου τη μορφή εικόνιζαν πολλά νομίσματα μακεδονικής κοπής. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι στον τάφο του Φιλίππου (στη Βεργίνα
/ΑΙΓΑΙ) βρέθηκε η ασπίδα του βασιλιά, στην οποία εικονίζεται ως έμβλημα της Δυναστείας το ρόπαλο του ΗΡΑΚΛΗ. Στους Ολυμπιακούς αγώνες (κάτω στην Ολυμπία), όπου αγωνίζονταν μόνο Έλληνες, συμμετείχαν και οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. Ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Α΄, ο γιος του ΑΜΥΝΤΑ Α', όπως έχει προαναφερθεί, στους Ολυμπιακούς αγώνες του 496 π.Χ. (70ή Ολυμπιάδα) κρίθηκε ότι ήταν Έλληνας και, αφού πήρε μέρος στους αγώνες δρόμου, ήρθε πρώτος. Έτσι μας πληροφορεί ο πατέρας της ιστορίας ΗΡΟΔΟΤΟΣ: «Ἀλέξανδρος...ἐκρίθη ΕΛΛΗΝ εἶναι καί ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ» (Ο Αλέξανδρος κρίθηκε ότι ήταν Έλληνας και αγωνιζόμενος στο στάδιο βγήκε πρώτος). Στην Ήλιδα οι ΕΛΛΑΝΟΔΙΚΕΣ των ολυμπιακών αγώνων, που ήλεγχαν την ελληνικότητα των μετεχόντων αθλητών, αποδέχονταν τον ισχυρισμό περί ελληνικότητας και με το κριτήριο της κοινής θρησκείας. γιατί και η θρησκεία ήταν επίσης φορέας ταυτότητας στην ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ –και η θρησκεία των Μακεδόνων απέδιδε θεϊκή λατρεία στο συνηθισμένο ελληνικό Πάνθεο και ιδίως στο Ολυμπιακό Δωδεκάθεο. Ο Ηρόδοτος είχε δώσει στις «ΙΣΤΟΡΙΕΣ» του ένα φημισμένο «κώδικα της ελληνικότητας», θα λέγαμε: Μία σύνθεση κοινού αίματος /εθνικότητας, κοινής γλώσσας, κοινής θρησκείας, κοινών ηθών και εθίμων. Γράφει: «Αὖτις δέ τό Ἑλληνικόν, ἐόν ὅμαιμόν τε καί ὁμόγλωσσον καί θεῶν ἱδρὺματά τε κοινά (εἰσί) καί θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα» (Και πάλι το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ έχει κοινή καταγωγή, κοινή γλώσσα και των θεών και οι ναοί είναι κοινοί και οι θυσίες είναι κοινές και τα ήθη τηρούνται και εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο). Θα ήταν πληρέστερος ο ορισμός, αν πρόσθετε ο Πατέρας της Ιστορίας στο τρίπτυχο – όμαιμον, ομόγλωσσον, ομότροπον (ομόθρησκον) και «ενιαίο πολιτικό σύστημα». Αυτό το επέτυχαν αργότερα ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ και ο γιος του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, αλλά ήταν πολιτικό σύστημα όχι μακράς διάρκειας, γιατί ήταν προσωποπαγές. Ο βασιλιάς Αρχέλαος αγωνίσθηκε στην Ολυμπία το έτος 408 π.Χ. καθώς και στους Δελφούς (στα Πύθια) στο αγώνισμα των τεθρίππων και νίκησε. Ο Φίλιππος Β'αναδείχθηκε 3 φορές Ολυμπιονίκης –σ ε 3 συνεχόμενες ολυμπιάδες –τα έτη 356, 352 και 348 π.Χ. και διέπρεψε σε ιππικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Και αν ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ θριάμβευε με τα καλοαναθρεμμένα άλογά του, όπως και ο ΑΡΧΕΛΑΟΣ, πολλοί άλλοι απλοί αθλητές του βασιλείου της Μακεδονίας φαίνεται ότι διέθεταν γρήγορα πόδια. Όπως μας πληροφορεί το οξυρύγχειο παπυρικό κείμενο (Pap. Oxyr. 12V, 14-16): «Ὀλυμπιάδι ἑκατοστῇ τρισκαιδεκάτῃ Κρίτων Μακεδών ἐνίκα στάδιον» (δηλαδή ο Μακεδόνας Κρίτωνας στο αγώνισμα δρόμου νίκησε στην εκατοστή δεκάτη τρίτη Ολυμπιάδα). η 113η Ολυμπιάδα έγινε το έτος 328 π.Χ.. Ο Δαμασίας ο Αμφιπολίτης νίκησε στο στάδιο το έτος 320 π.Χ.. Ο Λάμπος ο Φιλιππήσιος αναδείχθηκε νικητής στο τέθριππο το έτος 304 π.Χ.. Ο Αντίγονος ο Μακεδών νίκησε στο στάδιο 2 φορές, τα έτη 292 και 288 π.Χ.. Ο Σέλευκος ο Μακεδών νίκησε στο στάδιο το 268 π.Χ. και άλλοι. Η πολιτιστική δραστηριότητα των Ελλήνων Μακεδόνων μαρτυρείται και από τα τρία αρχαία ελληνικά θέατρα που αποκαλύφθηκαν: στο ΔΙΟΝ (του 5ου π.Χ. αιώνα), στις ΑΙΓΕΣ / Βεργίνα (του 4ου π.Χ. αιώνα) και στους ΦΙΛΙΠΠΟΥΣ (των ελληνιστικών χρόνων). Στα θέατρα αυτά παίζονταν αρχαίες ελληνικές τραγωδίες. Στο θέατρο του ΔΙΟΥ μάλιστα, που είναι ανάλογο με εκείνο της Επιδαύρου, πρωτοπαίχθηκαν (πρεμιέρες) «οι ΒΑΚΧΕΣ», ο «ΑΡΧΕΛΑΟΣ» και ίσως ακόμη η «ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ» του Ευριπίδη. Θέμα της τραγωδίας «Αρχέλαος» ήταν η γνωστή παράδοση σχετικά με τη μετανάστευση του Αργείου Τημενίδη πρίγκιπα στη Μακεδονία και την ίδρυση του βασιλικού οίκου των ΑΙΓΩΝ, δηλαδή της δυναστείας των Τημενιδών /Αργεαδών. Οι τραγωδίες αυτές, όπως έχει προαναφερθεί, καθώς και όλες οι επόμενες που διδάχθηκαν στα θέατρα αυτά, γράφηκαν στην ελληνική γλώσσα και παίχθηκαν στα ελληνικά, γιατί απευθύνονταν σε Έλληνες θεατές / ακροατές, δηλαδή απέναντι στις κερκίδες των θεάτρων αυτών κάθονταν ασφαλώς θεατές ομόγλωσσοι των υποκριτών (ηθοποιών) και των χορευτών και όχι βάρβαροι ή <;;;>. Βέβαια μέχρι στιγμής κανένας από τους πλαστογράφους ή από τους συνοδοιπόρους και συμπαραστάτες τους δεν τόλμησε να υποστηρίξει ότι γινόταν και τότε ταυτόχρονη μετάφραση από την ελληνική γλώσσα στη «μακεδονική;».
Πράγματι οι Μακεδόνες με την αγροτική και ποιμενική ζωή τους, με τους συνεχείς αγώνες τους κατά των βαρβάρων και με τις ανωμαλίες για τη διαδοχή του θρόνου, καθώς και με την απομόνωσή τους από τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο διατήρησαν τα ήθη και τα έθιμά τους, αλλά για μακρό χρονικό διάστημα δεν είχαν αξιόλογη πολιτιστική εξέλιξη. Η διαφορά ήταν μεγάλη, ιδίως με τον προηγμένο πολιτισμό της ΑΘΗΝΑΣ, που αναπτύχθηκε ανενόχλητος χάρη των θυσιών των Μακεδόνων με τους αγώνες τους κατά των βαρβάρων λαών της Βαλκανικής. Ραγδαία πολιτιστική πρόοδος στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ συντελείται από την εποχή του Φιλίππου Β' κυρίως, που οφείλεται βέβαια και σε προσπάθειες προκατόχων του, του Αλεξάνδρου Α'του Αρχελάου και του Περδίκκα Γ΄. Ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης στο έργο του "Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ" γράφει: «Μπορεί να θεωρηθεί σήμερα αναμφισβήτητο ότι, αν οι Μακεδόνες δε χρησίμευαν πράγματι σαν πρόφραγμα (όπως το διαπίστωσε πρώτος ο αρχαίος Έλληνας μεγάλος ιστορικός Πολύβιος 21 αιώνες νωρίτερα) κατά των βαρβαρικών νοτίως του Ολύμπου επιδρομών, ο Ελληνισμός δε θα έμενε επί τόσους αιώνες απερίσπαστος να θεμελιώσει τα δόγματα της ελευθερίας και να φθάσει στα περίλαμπρα δημιουργήματα της σκέψης και της τέχνης, τα οποία κληρονόμησε η σύγχρονη ανθρωπότητα».-
Θ'. Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ (ΓΕΝΙΚΑ). Μεταξύ των ετών 359-168 π.Χ., δηλαδή από το Φίλιππο Β΄, και μέχρι την πτώση του Περσέα, η Μακεδονία συμμετείχε όλο και περισσότερο στον πολιτιστικό βίο της Ελλάδας. Κάποια διάκριση βέβαια πρέπει να γίνει μεταξύ των πόλεων και της υπαίθρου και ίσως ακόμη περισσότερο μεταξύ των αυλικών κύκλων και της υπόλοιπης χώρας. Όπως έχει προαναφερθεί, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι στερούνταν του βασικού δικαιώματος της ανεξαρτησίας, οι πόλεις της Μακεδονίας εξομοιώνονταν όλο και περισσότερο με τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας. [Για την πνευματική κίνηση στην Αρχαία Μακεδονία παρέχονται αρκετά στοιχεία και στα πρώτα κεφάλαια – Α'α. και Α'β. - της παρούσης εργασίας]. Στις πόλεις η πολιτιστική εξομοίωση με την υπόλοιπη Ελλάδα ενισχυόταν από τις συνεχείς επαφές μέσω των εμπόρων και των μεταναστών από όλη την ελληνική οικουμένη. Η Μακεδονική Αυλή σε ανώτερο επίπεδο παρείχε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας χάρη στην προστασία που προσέφερε σε καλλιτέχνες και διανοούμενους. Όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αρχέλαος επιδίωξε να καταστήσει τη νέα του πρωτεύουσα, την ΠΕΛΛΑ, εστία ελληνικής καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής προσκαλώντας στην αυλή του συγγραφείς, μουσικούς, ποιητές και καλλιτέχνες (όπως τον Ευριπίδη, τον Αγάθωνα και άλλους). Ο Φίλιππος Β' συνέχισε αυτήν την παράδοση. Η προβαλλόμενη καταγωγή του βασιλικού οίκου (της δυναστείας των Τημενιδών/ Αργεαδών από το ΑΡΓΟΣ της Πελοποννήσου) τον καθιστούσε ζηλωτή της ελληνικής παιδείας. ενθάρρυνε και αυτός διάσημους Έλληνες να εγκατασταθούν στην αυλή της Πέλλας: όπως π.χ. ο πλατωνικός φιλόσοφος Σπεύσιππος, διάδοχος του φιλοσόφου Πλάτωνα στην καθηγεσία (διεύθυνση) της Ακαδημίας στην Αθήνα. ο περιπατητικός φιλόσοφος Θεόφραστος, που μελέτησε τα φυσικά φαινόμενα της Μακεδονίας, και ο ιστορικός Θεόπομπος, που έγραψε τα "ΦΙΛΙΠΠΙΚΑ" με επίκεντρο τη σταδιοδρομία του Φιλίππου. Όμως ο μεγαλύτερος και διασημότερος διανοούμενος όχι μόνο της ελληνικής διανόησης αλλά της παγκόσμιας, ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ο σημαντικότερος των φιλοσόφων, ο πολυγραφότατος και παμμέγιστος πανεπιστήμων, Μακεδόνας από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, αξιώθηκε να έχει μαθητή του το διάδοχο του μακεδονικού θρόνου, το γιο του Φιλίππου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. Προσκλήθηκε από το Φίλιππο στην Πέλλα και διορίσθηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή που λειτούργησε στο ΝΥΜΦΑΙΟΝ της ΜΙΕΖΑΣ. Πρόκειται για ανώτατη σχολή, αφού ο σοφός αυτός δάσκαλος της ανθρωπότητας αποκάλυψε στο βασιλόπουλο της Μακεδονίας και στους συμμαθητές του, τέκνα της μακεδονικής αριστοκρατίας, τα μυστικά των επιστημών. Ανεπιφύλακτα μπορούμε να θεωρήσουμε το ανώτατο αυτό πνευματικό ίδρυμα ως το πρώτο πανεπιστήμιο στην ΕΥΡΩΠΗ και σε όλο τον πλανήτη μας. Ο Αριστοτέλης, που υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα στην Ακαδημία του στην Αθήνα, κατά την ολιγοετή παραμονή του στη Μακεδονία ενέπνευσε στο μαθητή του Αλέξανδρο τον «πόθο» για τα νέα και τα άγνωστα πράγματα, που δε θα τον αποβάλει από μέσα του σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του. Ο Καλλισθένης, ανεψιός του Αριστοτέλη, φιλόσοφος και ιστορικός συγγραφέας, από την Όλυνθο της Χαλκιδικής ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του στην ΑΣΙΑ και έγραψε γι' αυτήν. Είχε όμως άδοξο τέλος στην ΑΣΙΑ. Άλλοι αξιόπιστοι ιστοριογράφοι της εκστρατείας του Μεγ. Αλεξάνδρου είναι ο Πτολεμαίος ο Λάγου, στρατηγός του, και ο Αριστόβουλος, μηχανικός του. Παρακολουθούν την εκστρατεία από κοντά και οι ιστορίες που έγραψαν γι' αυτήν αποτέλεσαν τις πηγές, από τις οποίες άντλησε ο Αρριανός το ιστορικό υλικό, για να γράψει το δικό του ιστορικό έργο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Ανάβασις» πολύ αργότερα, το 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλος επίσης ιστορικός της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ναύαρχός του, είναι ο Νέαρχος ο Κρητικός, που ήταν στενός φίλος του.
Κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας δεν είχε η Μακεδονία την αίγλη και την έλξη μιας βασιλικής Αυλής. Ο Αντίπατρος όμως αντιστάθμισε κάπως το μειονέκτημα αυτό. Ήταν και ο ίδιος φίλος του Αριστοτέλη, όπως στη συνέχεια και ο γιος του Κάσσανδρος είχε δεσμούς με την περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη. Κατά την 20ετία που ακολούθησε το θάνατο του βασιλιά Κασσάνδρου, η Μακεδονία είχε την ατυχία να γίνει αντικείμενο συνεχών εισβολών βαρβάρων επιδρομέων και εσωτερικών συγκρούσεων μεταξύ αντιζήλων ηγεμόνων, κατάσταση που δεν ευνοούσε τις πνευματικές δραστηριότητες. Μεταξύ των ανταπαιτητών του μακεδονικού θρόνου ο Λυσίμαχος ευνόησε κάπως τη λογοτεχνία. Στην Αυλή του, στη Λυσιμάχεια (Θράκη), ο Ονησίκριτος έγραψε για την εκστρατεία του Αλεξάνδρου. είχε σχέσεις με το Νέαρχο. Μετά τη σταθεροποίηση του βασιλιά Αντιγονίδη – Αντίγονου Β' Γονατά – στο μακεδονικό θρόνο και την απόκρουση του γαλατικού κινδύνου, έγινε και πάλι η ΠΕΛΛΑ εστία ελληνικής παιδείας. Ο ίδιος ο βασιλιάς υπήρξε οπαδός της στωικής φιλοσοφίας, μαθητής του Ζήνωνα. Επί της βασιλείας του σύχναζαν και πάλι στην "Αυλή" άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, ιδίως όσοι έδειχναν, όπως και ο ίδιος, κλίση προς την ποίηση, τη φιλοσοφία και την ιστορία. Τα νέα πολιτικά ρεύματα της ελληνιστικής οικουμένης και η ίδρυση των νέων βασιλείων είχαν ως συνέπεια την ανάπτυξη νέων πολιτιστικών κέντρων, μεταξύ των οποίων η Αλεξάνδρεια και κάπως αργότερα η Πέργαμος ήταν τα γνωστότερα. Το βασίλειο όμως της Μακεδονίας των Αντιγονιδών βασιλιάδων, δε διέθετε ούτε τον απαραίτητο πλούτο ούτε την αίγλη, ώστε να δημιουργήσει ανάλογο πνευματικό κέντρο. Παραταύτα στα χρόνια της βασιλείας του Αντίγονου Γονατά η ΠΕΛΛΑ πρόσφερε καταφύγιο σε αρκετούς διακεκριμένους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Άρατος ο Σολεύς, που έγραψε το έργο "ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ",ένα στωικής έμπνευσης αστρονομικό ποίημα, το οποίο περιγράφει το φυσικό κόσμο, την ανατολή και τη δύση των αστέρων και τις πατροπαράδοτες μεθόδους πρόγνωσης του καιρού. Το έργο αυτό διατήρησε τη δημοτικότητά του σε όλη την αρχαιότητα. Άλλοι διανοούμενοι, που φιλοξενήθηκαν στην Αυλή της Πέλλας είναι: ο στωικός Περσαίος ο Κιτιεύς, που πρόσφερε τις υπηρεσίες του στα ανάκτορα ως παιδαγωγός των βασιλοπαίδων και εξελίχθηκε σε πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα. έγραψε πολλά έργα. Επίσης είναι ο σκεπτικός Τίμων ο Φλιάσιος, συγγραφέας σατυρικών δραμάτων και φιλοσοφικών έργων. και τέλος είναι ο Βίων ο Βορυσθενίτης ο κυνικός. Πέρασαν και άλλοι πολλοί. Σημαντικότεροι ήταν οι ιστορικοί συγγραφείς. Στην ελληνιστική οικουμένη, όπως αργότερα και στη ρωμαϊκή οικουμένη, η ιστοριογραφία καλλιεργήθηκε από άνδρες που ανήκαν σε ανώτατα στρώματα της κοινωνίας, όπως π.χ. ο Μαρσύας ο Πελλαίος (από την Πέλλα), που έγραψε ιστορία της Μακεδονίας και ήταν ίσως ο πρώτος σημαντικός Μακεδόνας συγγραφέας. ήταν ετεροθαλής αδελφός (ή ανεψιός) του βασιλιά Αντιγόνου του Μονόφθαλμου. Ένας άλλος συγγραφέας, που λεγόταν Κρατερός, δημοσίεψε μια σχολιασμένη συλλογή αττικών ψηφισμάτων. ήταν ίσως ο ετεροθαλής αδελφός του Αντίγονου Γονατά. Αλλά ο επιφανέστερος ιστορικός της Αυλής του Αντίγονου Γονατά ήταν ο Ιενώνυμος ο Καρδιανός (από την πόλη Καρδία Θράκης). ήταν ο ακριβέστερος και ουσιαστικότερος συγγραφέας των γεγονότων από το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου μέχρι το θάνατο του Πύρρου (272). Και άλλοι κλάδοι της λογοτεχνίας αντιπροσωπεύονταν στην Πέλλα: π.χ. ο τραγικός ποιητής Αλέξανδρος ο Αιτωλός και ο Ανταγόρας ο Ρόδιος, που έγραψε το επικό ποίημα "ΘΗΒΑΪΣ". Ο βασιλιάς Αντίγονος Γονατάς διατηρούσε έναν αξιόλογο λογοτεχνικό κύκλο, αλλά η παράδοση αυτή δε διατηρήθηκε από τους μεταγενέστερους της δυναστείας. Στα χρόνια που βασίλεψε ο Αντίγονος Γ' ο Δώσων έζησε ο περιπατητικός φιλόσοφος Πρύτανης. Και τέλος στα χρόνια της βασιλείας του Φιλίππου Ε΄ ο μόνος γνωστός λογοτέχνης της Αυλής ήταν ο επιγραμματοποιός Σάμος, που ήταν ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά. Αυτός είναι διάσημος για τα κολακευτικά προς το βασιλιά λογοπαίγνια. όμως στα τέλη της βασιλείας του Φιλίππου εκτελέσθηκε ως προδότης. Για τον Περσέα, τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας, γνωρίζουμε μόνο ότι διέθετε εντυπωσιακή, πλουσιότατη βιβλιοθήκη, της οποίας οι βάσεις είχαν τεθεί ίσως από τους βασιλιάδες της προηγούμενης δυναστείας, των Τημενιδών, ή από τον Αντίγονο Γονατά, το στωικό. Τη βιβλιοθήκη αυτή, όπως προαναφέρθηκε, μετέφερε στη Ρώμη ο νικητής της Πύδνας Ρωμαίος
ύπατος Παύλος Αιμίλιος, λάφυρο και αυτή πολύτιμο του θριάμβου του, που τη χάρισε στους γιους του. Υπενθυμίζω τη μαρτυρία του Ισιδώρου ότι από τη βιβλιοθήκη της Πέλλας συστήθηκε η πρώτη βιβλιοθήκη στη ΡΩΜΗ. Όλες αυτές οι δραστηριότητες όμως θα είχαν μικρή επιρροή έξω από την Αυλή και ακόμη λιγότερη στους χωρικούς και στον κόσμο της υπαίθρου. Αλλά αυτό ίσχυε λιγότερο ή περισσότερο και στην άλλη Ελλάδα. Ο κλασικός και ο ελληνιστικός πολιτισμός βασίζονταν κυρίως στον αστικό βίο. Η ανάπτυξη των πόλεων και συγχρόνως η εύνοια της βασιλικής Αυλής, ακριβώς, συνέδεσαν τη Μακεδονία με τα μεγάλα ρεύματα του ελληνικού πνευματικού βίου. Ο κοσμοπολιτισμός όμως αυτός ήταν σε μεγάλο βαθμό επιφανειακός. Με την ήττα των Μακεδόνων στη μάχη της Πύδνας το έτος 168 π.Χ. και την πτώση της Δυναστείας των Αντιγονιδών, έπεσε συγχρόνως και όλη η Μακεδονία στα χέρια των βαρβάρων κατακτητών Ρωμαίων. Έτσι έκλεισε το ένδοξο κεφάλαιο της ακμής του Μακεδονικού κράτους και ακολούθησε ένα άλλο κεφάλαιο, της παρακμής, της πτώσης. Μετά από μια σύντομη περίοδο (168-148 π.Χ.) διαίρεσης της χώρας σε 4 χωριστές "μερίδες" - διοικητικές περιφέρειες – η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ επανενώθηκε και υποχρεώθηκε να δεχθεί σταδιακά τη νέα μοίρα της, την υποταγή, ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους. Με την υποταγή όμως των Μακεδόνων στους Ρωμαίους δε διακόπηκε ο πνευματικός βίος τους, αλλά συνεχίσθηκε και στους ελληνορωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Ο άξιος παιδαγωγός και ιστοριοδίφης Μαργαρίτης Δήμιτσας αναφέρει στο έργο του ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα ανέδειξε περίπου 100 λόγιους και επιστήμονες συγγραφείς σε όλους τους κλάδους της ελληνικής γραμματείας και ο ίδιος τους ταξινόμησε σε 13 φιλοσόφους, 14 ποιητές, 24 ιστορικούς, 5 ρήτορες και σοφιστές, 16 φιλολόγους κλπ.. Τα συγγράμματα όμως των περισσοτέρων χάθηκαν στο μεγάλο ναυάγιο των ελληνικών γραμμάτων. Στη νέα εποχή του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ των τριών ηπείρων, όπου το κοσμοπολίτικο ανήσυχο πνεύμα διψά για νέες ιδέες και κατακτήσεις, ξεφεύγοντας ακόμη μια φορά – πιο τολμηρά παρά ποτέ- από τα στενά όρια της πόλης / κράτους και τα πεπερασμένα σύνορα του ελλαδικού χώρου, οι κεντρόφυγες και κεντρομόλες δυνάμεις της τέχνης αναζητούν άλλους ορίζοντες και οι προικισμένοι καλλιτέχνες νέους τρόπους έκφρασης. Το άπλωμα στο χώρο συνοδεύουν και ακολουθούν ρεύματα και τάσεις που εναλλάσσονται και προσαρμόζονται στις καλλιτεχνικές κατακτήσεις του άμεσου παρελθόντος χαρίζοντάς τους νέα διάσταση. Ποτέ ίσως άλλοτε το παλαιό δεν ήταν τόσο νέο και το πρωτόφαντο τόσο γνωστό. Ως προς το χωρισμό της ελληνιστικής τέχνης σε χρονολογικές περιόδους, χωρίζουμε το διάστημα των τελευταίων τριών προχριστιανικών αιώνων, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τον Οκταβιανό Αύγουστο (τον πρώτο αυτοκράτορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), με τους τρεις γενικούς χαρακτηρισμούς: Πρώιμοι ελληνιστικοί χρόνοι (330-220 π.Χ.), μέσοι ελληνιστικοί χρόνοι (220-150 π.Χ.) και ύστατοι ελληνιστκοί χρόνοι (150-30π.Χ.) ή για στρογγυλοποίηση του χρόνου ως τη γέννηση του Ιησού Χριστού. Η μορφή της τέχνης, που θα επηρεάσει τη ρωμαϊκή δημιουργία, θα είναι η ελληνική της ύστατης ελληνιστικής πνοής. Η ελληνική τέχνη των τριών προχριστιανικών αιώνων, δηλαδή η ελληνομακεδονική τέχνη της ελληνιστικής περιόδου, άφησε αξιόλογα έργα, που διακρίνονται από τη νατουραλιστική και ρεαλιστική εκφραστικότητα, κυρίως γλυπτά (αγάλματα περίοπτα και ανάγλυφα) και ζωγραφικά (τοιχογραφίες και ψηφιδωτά), αλλά και τα έργα της μεταλλοτεχνίας και μικροτεχνίας, κυρίως της χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας και της τορευτικής, είναι μνημειώδους τέχνης και εντός και εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας. Όπως ο Λύσιππος ήταν ο εκλεκτός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ανδριαντοποιός, έτσι και ο Απελλής, ήταν ο εκλεκτός του προσωπογράφος. Με θαυμασμό μιλούν οι αρχαίοι συγγραφείς για τον Απελλή, είχε τη φήμη του μεγαλύτερου ζωγράφου της αρχαιότητας. Άλλοι καλοί ζωγράφοι, σύγχρονοι του Απελλή, ήταν ο Πρωτογένης, ο Νικόμαχος και ο Αετίων. Ο Λουκιανός περιγράφει εκτενώς το περιφημότερο από τα έργα του Αετίωνα, τους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη. Δυστυχώς όμως τα έργα τους δεν έχουν σωθεί, μας είναι γνωστοί μόνο από φιλολογικές μαρτυρίες. Επίσης πολύ γνωστοί ζωγράφοι ήταν, στα τέλη
του 4ου π.Χ. αιώνα, ο Φιλόξενος και ο Αντίφιλος. Στον πρώτο αποδίδεται το πρωτότυπο του ρωμαϊκού ψηφιδωτού αντιγράφου της μάχης της Ισσού, που αποκαλύφθηκε σε δάπεδο αρχοντικής οικίας στην Πομπηία (Κάτω Ιταλία) και χρονολογείται γύρω στα 100 π.Χ.. Ο δεύτερος, ο Αντίφιλος, εισήγαγε τη ρωπογραφία και τη γελοιογραφία στη μεγάλη ζωγραφική. Η υψηλή στάθμη της εργασίας ολων αυτών των ζωγράφων, καθώς και ο θαυμασμός των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων τους καθρεπτίζεται στην ακόλουθη φράση του ΚΙΚΕΡΩΝΑ: «Στον Αετίωνα, στον Πρωτογένη, στο Νικόμαχο και στον Απελλή είναι πια όλα τέλεια». Τα αναρίθμητα μνημεία και γενικά όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν την ανεξίτηλη φήμη και δόξα των Μακεδόνων ανά τους αιώνες. Εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας υπάρχουν άφθονα αρχιτεκτονικά λείψανα και αναρίθμητα ποικίλα ελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα της ελληνιστικής εποχής, στην Αφρική (Αίγυπτο, Λιβύη μέχρι την Αιθιοπία), στην Ασία μέχρι την Ινδία και σε περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (στην Κεντρική Ασία). Όλα αυτά προκαλούν το θαυμασμό των τουριστών και αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια της τεράστιας εξάπλωσης του Ελληνομακεδονικού πολιτισμού, κυρίως τα άφθονα νομίσματα, αργυρά και χρυσά του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του και των επιγόνων με τα ελληνικά τους ονόματα εγχάρακτα, που μαρτυρούν τη δόξα και τον πλούτο των ανθρώπων των ελληνιστικών κρατών. Ένας αμύθητος αρχαιολογικός θησαυρός από 9.000 χρυσά νομίσματα της ελληνιστικής εποχής βρέθηκε στην Κεντρική Ασία. Ένα ψηφιδωτό δάπεδο, που παριστάνει το δυναστικό έμβλημα της Μακεδονίας, το γνωστό σ' εμάς δεκαεξάκτινο αστέρι της Βεργίνας, όμοιο με αυτό που είναι χαραγμένο στο κάλυμμα της ολόχρυσης οστεοθήκης, που βρέθηκε στον τάφο του Φιλίππου στην Βεργίνα, συγκινεί και συναρπάζει ιδιαίτερα τους Έλληνες επισκέπτες που τους γεμίζει υπερηφάνεια, ενώ από την άλλη μεριά αποστομώνει τους ανόητους παραχαράκτες της ελληνικής ιστορίας και τους ομοϊδεάτες συνοδοιπόρους τους και χορηγούς τους. Πρόκειται για απομεινάρι κάποιου δημόσιου κτιρίου ή κάποιας πλούσιας αρχοντικής κατοικίας, που αποκαλύφθηκε από Γάλλους αρχαιολόγους στα ερείπια κάποιας από τις ελληνικές πόλεις, που οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του έκτισαν διάσπαρτα στην επικράτειά τους: συγκεκριμένα βρίσκεται στην επικράτεια του ελληνιστικού βασιλείου της Βακτριανής, που αναπτύχθηκε στην κοιλάδα του ποταμού Ώξου (σήμερα Αμού Ντάρια) της Κεντρικής Ασίας – στο Αφγανιστάν. [Αναμφισβήτητα δημιουργοί του τρισμέγιστου αυτού πολιτισμού είναι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ του Μακεδόνα βασιλιά Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του]. Επίσης το 1976 στους Σκυθικούς θησαυρούς που επιδείχθηκαν από Σοβιετικούς αρχαιολόγους στην Αθήνα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη ελληνο-σκυθικού ρυθμού, που αναπτύχθηκε στις περιοχές της συνοριακής γραμμής Αφγανιστάν- Σοβιετικής Ένωσης (Ρωσίας) κατά την ελληνιστική εποχή, όπως παραδεχόταν τότε και το Υπουργείο Παιδείας της Σοβιετικής Δημοκρατίας. Αυτός ο διάσπαρτος ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ της οικουμένης του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του αποτελεί συνέχεια και μετεξέλιξη εκείνου που είχε αναπτυχθεί επί Φιλίππου και των προκατόχων του. Εντός της μητροπολιτικής Ελλάδας αφθονούν επίσης τα ποικίλα αρχαιολογικά ευρήματα, άλλα εκτεθειμένα ελεύθερα στους αρχαιολογικούς χώρους, κυρίως αρχιτεκτονικά λείψανα, ναοί και τάφοι, θέατρα κτλ και άλλα φιλοξενούνται στις προθήκες των αρχαιολογικών μουσείων, της Μακεδονίας ιδίως. αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο υπάρχουν στα μουσεία ευρήματα της ελληνιστικής περιόδου, από τα οποία μερικά είναι αριστουργήματα ανεκτίμητης αξίας. Από τα πιο αξιόλογα αρχιτεκτονικά μνημεία υπήρξαν: ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα, κοντά στη Μίλητο (Μικρά Ασία), ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, τον οποίο επανίδρυσε ο Αλέξανδρος (τον υπέροχο αρχαϊκό ναό είχε πυρπολήσει ο Ηρόστρατος), το Αρσινόειο της Σαμοθράκης, που είναι το μεγαλύτερο κυκλικό οικοδόμημα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στην ακρόπολη των Σάρδεων κτίσθηκε με εντολή του Αλεξάνδρου, του Μακεδόνα βασιλιά, μετά την παράδοση της περσικής φρουράς, ο ναός του Ολύμπιου Δία, του "ΠΑΝΕΛ-
ΛΗΝΙΟΥ" που αποτελούσε όχι μόνο πρότυπο της ελληνικής τέχνης, αλλά και σύμβολο της εθνικής ενότητας. Περίλαμπρο οικοδόμημα ήταν η Στοά του Αττάλου στην Αθήνα, επίσης επιβλητική και μνημειώδης ήταν η στοά του ιερού της Αθηνάς στην ακρόπολη της Λίνδου στη Ρόδο. Επιβλητικοί είναι οι μακεδονικοί επίσημοι τάφοι, του Φιλίππου στη Βεργίνα και του Λύσωνα και του Καλλικλή (στο νομό Ημαθίας), καθώς και ο τάφος ο μεγάλος που αποκαλύφθηκε στο Δερβένι της Θεσσαλονίκης-με τα πλούσια κτερίσματά τους. Αλλά το επιβλητικότερο και το σπουδαιότερο σωζόμενο αρχιτεκτονικό δείγμα των ελληνιστικών χρόνων είναι ο Βωμός του Δία και της Αθηνάς στην Πέργαμο (Τουρκία). αντιπροσωπεύει την όλη ελληνιστική τέχνη και ιδιαίτερα την περγαμηνή τέχνη στο υψηλότερο σημείο. Είναι ανάθημα (αφιέρωμα) της δυναστείας των Ατταλιδών βασιλιάδων του βασιλείου της Περγάμου, μετά τις νίκες των Περγαμηνών εναντίον των Ευρωπαίων βαρβάρων επιδρομέων Γαλατών. γνωστοί σπουδαίοι αρχιτέκτονες ήταν ο Δεινοκράτης και ο Ερμογένης – ο δεύτερος υπήρξε ανανεωτής και θεωρητικός του ιωνικού ρυθμού, που αποκτά τώρα προβάδισμα σε βάρος του δωρικού ρυθμού. Όλος ο ανάγλυφος διάκοσμος του μεγαλοπρεπούς αυτού βωμού μεταφέρθηκε από τους Γερμανούς στη χώρα τους, αναπαραστάθηκε και εκτίθεται εντός του αρχαιολογικού εθνικού μουσείου του Βερολίνου. Τέλος από τα πιο αξιόλογα έργα της ελληνιστικής γλυπτικής, εκτός από τα ανάγλυφα του Βωμού του Δία στην Πέργαμο, είναι το περίφημο μαρμάρινο σύμπλεγμα του Λαοκόοντα, το έξοχο μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, το μαρμάρινο άγαλμα -δυστυχώς ακέφαλοτης Νίκης της Σαμοθράκης, ο "θνήσκων Γαλάτης" της Περγάμου, το χάλκινο άγαλμα πυγμάχου και άλλα. Το έτος 1977 έγιναν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ συστηματικές ανασκαφικές έρευνες. Ο μακεδονικός χώρος είχε κυριολεκτικά λεηλατηθεί από βαρβάρους επιδρομείς στο παρελθόν και από τυμβωρύχους και αρχαιοκάπηλους στα μεταγενέστερα χρόνια. Εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες και διαρπαγές προξένησαν, όπως έχει προαναφερθεί, οι βάρβαροι Γαλάτες το 280-279 π.Χ., ο Πύρρος το 274 π.Χ. και οι βάρβαροι Ρωμαίοι κατακτητές πρώτα το 195/194 με το Φλαμινίνο, μετά ο Αιμίλιος Παύλος το 168/167 και πάλι το 148-146 π.Χ. ο Μέτελλος. Η διαρπαγή αρχαιοτήτων όμως από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ συνεχίσθηκε επί αιώνες. Στα νεότερα χρόνια, ο Βενετός πρόξενος της Θεσσαλονίκης (γράφει ο αείμνηστος πανεπιστημιακός μου δάσκαλος στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ) καταγγέλλει στις 25-4-1741 στο δόγη της Βενετίας το εμπόριο εξαγωγής αρχαιοτήτων από τους καθολικούς κάθε εθνότητας. Για να μεταφέρουν τα μαρμάρινα γλυπτά ναύλωναν μεγάλα πλοία, πληρώνοντας σημαντικά ποσά. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι ληστρικές αυτές επιδρομές και λεηλασίες κατά της ένδοξης και πολύπαθης Μακεδονίας, τόσο στους αρχαίους χρόνους (Γαλάτες, Ρωμαίοι), όσο και στους βυζαντινούς χρόνους (Σταυροφόροι, Νορμανδοί, Φράγκοι, Βενετοί, Γενουάτες κ.ά.) έγιναν, δυστυχώς, από Ευρωπαίους, προγόνους σημερινών εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ρήμαξαν τον τόπο μας. Τέλεια ενορχηστρωμένη λεηλασία και διαρπαγή της εθνικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς. Έτσι δικαιολογείται πως τα μουσεία της Ευρώπης και όχι μόνον – είναι κατάμεστα από καλλιτεχνήματα ελληνικής τέχνης όλων των ιστορικών περιόδων. Επίσης και οι βιβλιοθήκες τους διανθίζονται από τα συγγράμματα των σοφών προγόνων μας, από τα οποία διαχέεται η σοφία και η αρετή αυτών. Η Ελλάδα τους εξανθρώπισε, τους Ευρωπαίους, αυτή τους εκχριστιάνισε και αυτή η ίδια τους εκπολίτισε. Έτσι εμείς, οι ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, απαντήσαμε στους άνομους και άξεστους, στους άρπαγες κατακτητές μας. Στη βία του "σιδήρου της ΕΣΠΕΡΙΑΣ"απαντήσαμε με το φως του ανωτέρου ελληνικού πολιτισμού. Θείο δώρο στον κόσμο η προσφορά του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Παρά τα τόσα που μας άρπαξαν, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως πλείστα αρχαιολογικά ευρήματα, που έκρυβε η Μακεδονική γη στα σπλάχνα της επί αιώνες, τα οποία μελετήθηκαν και εκτίθενται στα μουσεία της Μακεδονίας ή φυλάσσονται στις αποθήκες αυτών για μελέτη και κατάταξη. Ανασκαφές έγιναν σε όλη τη μακεδονική γη, στην Ανατολική Μακεδονία, (Αμφίπολη, Φίλιπποι, Θάσος), στην Κεντρική Μακεδονία (Βεργίνα / Αιγές, Πέλλα, Δίον, Βέροια, Σίνδος Κιλκίς, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στη Χαλκιδική) και στη Δυτική Μακεδονία (Αιανή, Έδεσσα, Φλώρινα). Συστηματικά συνεχίζονται οι ανασκαφές στο ΔΙΟΝ, το
θρησκευτικό κέντρο των Αρχαίων Μακεδόνων, επίσης διεξάγονται στη Βεργίνα και στην Πέλλα (πρώτη και δεύτερη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου). Γίνονται όμως και παράνομες ανασκαφές. τυμβωρύχοι και αρχαιοκάπηλοι συνεχίζουν να λυμαίνονται την εθνική μας πολιτιστική κληρονομιά, αρπάζοντας και κλέβοντας και ξεπουλώντας τεράστιο αριθμό πολύτιμων αρχαιολογικών ευρημάτων. Επισημάνθηκαν και ανασκάφηκαν στη Μακεδονία αρκετά νεκροταφεία διαφόρων ιστορικών περιόδων, αλλά ελάχιστοι τάφοι βρέθηκαν ασύλητοι. Από τους 50 και περισσότερους μακεδονικούς τάφους τύπου-διαστάσεων -3Χ3 μέτρα μέχρι 10Χ4,5 μέτρα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα, μόνο αυτός του Φιλίππου Β΄και ο διπλανός του που ανήκει σε κάποιο νεαρό πρίγκιπα του μακεδονικού θρόνου (μήπως του Αλεξάνδρου Δ'του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου-επομένως του εγγονού του Φιλίππου;) στη Βεργίνα και ένας μεγάλος που βρέθηκε στο Δερβένι (περιοχή της Αρχαίας Μυγδονίας) ήταν ασύλητοι και πλούσια κτερισμένοι, θησαυροί αμύθητης αξίας. Τα πλούσια αυτά κτερίσματα, που διασώθηκαν εντός των τάφων αυτών, και ιδίως τα βαρύτιμα αριστουργήματα της αργυροχρυσοχοΐας και της τορευτικής τέχνης με τους πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους μας συγκινούν ιδιαίτερα, προκαλούν το θαυμασμό μας για τον ύψιστο βαθμό τέχνης και τονώνουν την εθνική μας υπερηφάνεια. ενώ συγχρόνως αυξάνουν την αγανάκτησή μας για τους βέβηλους συλητές των (συλημένων) τάφων, για όλους γενικά τους άρπαγες των αρχαιολογικών μας θησαυρών. Παραταύτα χιλιάδες ευρήματα ελληνομακεδονικής τέχνης και ελληνιστικής υπάρχουν στα μουσεία της Μακεδονίας ή φυλάσσονται στις αποθήκες αυτών προς μελέτη και κατάταξη ή ακόμη και από έλλειψη χώρων προς έκθεση στους επισκέπτες. Πολλές χιλιάδες ευρημάτων "έκαναν φτερά" και άγνωστος αριθμός είναι κατασπαρμένος σε ολόκληρη τη μακεδονική γη και τη λοιπή Ελλάδα, αλλά και εκτός Ελλάδας, στην Ασία και την Αφρική. Αν στις χιλιάδες των αρχαιολογικών ευρημάτων, που εκτίθενται στα μουσεία της Μακεδονίας ή φυλάσσονται ακόμη για ταυτοποίηση και καταχώρηση, προστεθούν όσα έργα τέχνης καταστράφηκαν από τους επιδρομείς, όσα άρπαξαν οι κατακτητές, Ρωμαίοι, Βενετοί, Φράγκοι και λοιποί κατά καιρούς, όσα βρίσκονται σε διάφορα μουσεία του κόσμου, σε ιδιωτικές συλλογές, στα χέρια των αρχαιοκαπήλων που περιμένουν αγοραστές και τέλος όσα κρύβονται ακόμη κάτω από τη μακεδονική γη και από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και στις χώρες απ'όπου διάβηκε ο μεγάλος στρατηλάτης Μακεδόνας βασιλιάς και όπου διαδόθηκε ο λαμπρός ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, τότε θα γίνει κατακλυσμός από τους θησαυρούς των Ελλήνων, που θα καταπνίξει όλους τους αρνητές της ελληνικότητας της Μακεδονίας και θα αφανίσει τους διαστρεβλωτές και παραχαράκτες της ένδοξης ελληνικής ιστορίας. Η "θεά" τύχη επιφύλαξε πολύ μεγάλη έκπληξη στον αείμνηστο πανεπιστημιακό δάσκαλό μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Μανόλη Ανδρόνικο, γιατί αυτός με τους συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων και η κ. Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ανεψιά μου, ύστερα από μακροχρόνιες συστηματικές προσπάθειες αποκάλυψε στη ΒΕΡΓΙΝΑ, κοντά στη Βέροια, τους βασιλικούς τάφους της Μακεδονίας το έτος 1977 με τα αμύθητης αξίας ευρήματα. Ένας μεγαλοπρεπής τάφος, ασύλητος, είναι του βασιλιά ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β'. Ευτυχώς! Αυτή ήταν μία από τις σημαντικότατες ιστορικές –αρχαιολογικές αποκαλύψεις του 20ου αιώνα, η οποία διακήρυξε σ'όλο τον κόσμο την ελληνικότητα της Μακεδονίας και σφράγισε την ταυτότητα της Μακεδονικής Δυναστείας των Τημενιδών ή Αργεαδών, της οποίας ο θυρεός/ το έμβλημα, το 16άκτινο αστέρι είναι εγχάρακτο στο κάλυμμα της ολόχρυσης οστεοθήκης, όπου είχαν τοποθετηθεί στα οστά του ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Από τη χρονολογία αυτή1977-στις δέλτους της Ιστορίας καταχωρίζεται επίσημα η ταυτοποίηση της Βεργίνας με τις ΑΙΓΕΣ. Η αποκάλυψη –που έγινε-πλούτισε την ιστορία του πολιτισμού με ευρήματα και αριστουργήματα μοναδικής εθνικής, ιστορικής, αρχαιολογικής και καλλιτεχνικής αξίας. Ο τάφος του ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β' βρέθηκε ασύλητος (σφραγισμένος) και περιείχε πολλά πλούσια κτερίσματα από χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, φίλντισι και πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους. Τα πιο αξιόλογα είναι οι δύο ολόχρυσες λάρνακες (οστεοθήκες) με τα οστά του βασιλιά ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β΄και της βασίλισσας Κλεοπάτρας (;) τελευταίας συζύγου του, με τα ολόχρυσα στέμματά τους εντός αυτών. Τα μάτια όλων των επισκεπτών του Μουσείου της Βεργίνας, όπου τώρα φιλοξενούνται τα λείψανά τους, «ροφούν» αχόρταγα την ομορφιά και τον πλούτο της μακεδονικής τέχνης και της μακεδονικής δυναστείας αντίστοιχα. Επίσης εκτίθεται η πα-
νοπλία του βασιλιά Φιλίππου, το κράνος του, ο χρυσοποίκιλτος θώρακας και η χρυσοποίκιλτη ασπίδα του, το ξίφος και οι περικνημίδες του. Ιδιαίτερα μεγάλη αίσθηση και συγκίνηση προκαλούν κάτι μικροτεχνήματα από ελεφαντοστούν (φιλντίσι), που παριστάνουν ανθρώπινες κεφαλές. πρόκειται για προσωπογραφίες – πορτρέτα του Φιλίππου, της Ολυμπιάδας και του Αλεξάνδρου, που διακοσμούσαν την κλίνη του βασιλικού τάφου του Φιλίππου. Όλα μας γεμίζουν από εθνική υπερηφάνεια. Είναι πράγματι εκθαμβωτικά, μοναδικά στον κόσμο όλο, και συναρπάζουν την ανθρωπότητα. [Φαντασθείτε τη συγκίνηση των Ελλήνων και όλου του πολιτισμένου κόσμου, αν οι σκαπάνες των αρχαιολόγων φέρουν στο φως των προβολέων της ιστορίας και τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου!] Επίσης αποκαλύφθηκε στη Βεργίνα το ανάκτορο της Μακεδονικής Δυναστείας των Τημενιδών/Αργεαδών, που είναι το μεγαλύτερο γνωστό αρχιτεκτονικό μνημείο –κτίσματων ελληνιστικών χρόνων. Η οικοδομή καλύπτει έκταση 17 στρεμμάτων. Τελευταία μάλιστα αποκαλύφθηκε και το θέατρο των ΑΙΓΩΝ (Βεργίνας), όπου δολοφονήθηκε, όπως έχει προαναφερθεί, ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β', την ημέρα που πάντρευε την κόρη του Κλεοπάτρα με το βασιλιά Αλέξανδρο το Μολοσσό, το έτος 336 π.Χ. Το θέατρο της Βεργίνας (των Αιγών) είναι το σπουδαιότερο εύρημα μετά τον τάφο του Φιλίππου Β΄. Ποιος, αλήθεια, θα αμφισβητήσει την ελληνικότητα όλου αυτού του ανεκτίμητου θησαυρού των ευρημάτων, που έφερε στο φως η σκαπάνη του αρχαιολόγου, όταν μάλιστα πάνω σε ένα χάλκινο τρίποδα, που βρέθηκε μέσα στον τάφο του Φιλίππου, διαβάζουμε την παρακάτω εγχάρακτη επιγραφή: «ΠΑΡ ΗΡΕΑΣ ΑΡΓΕΙΑΣ ΕΜΙ ΤΟΝ ΑΕΘΛΟΝ» [Παρ' Ἡρέας Ἀργείας εἰμί τῶν ἄθλων]. δηλαδή είμαι από τα έπαθλα των αγώνων που τελούνται στο Άργος προς τιμή της Ήρας. Και μάλιστα αποτελεί μεγάλη έκπληξη, όταν ξέρουμε πως το λαμπρό αυτό έπαθλο απονεμήθηκε σε κάποιο νικητή Μακεδόνα και μάλιστα επίσημο. Προφανώς ανήκε στο βασιλιά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ Α', αφού αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο του βασιλικού οίκου των Τημενιδών/Αργεαδών και χρονολογείται στα 460-450 π.Χ., όταν ακόμη βασίλευε ο Αλέξανδρος. Το περίφημο αυτό εύρημα αποδεικνύει την έντονη και επίσημη συμμετοχή των Μακεδόνων (βορείων Ελλήνων) στην παραδοσιακή θρησκευτική και πολιτιστική ζωή των νοτίων Ελλήνων. είναι εξάλλου γνωστό ότι στο Ηραίο του Άργους (της Πελοποννήσου) προήδρευαν και Μακεδόνες βασιλιάδες, όπως ο Δημήτριος Α' ο Πολιορκητής και ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ε᾿. Μήπως είναι δύσκολο να θυμηθούμε την καταγωγή των Μακεδόνων βασιλιάδων της πρώτης δυναστείας από τους Ηρακλείδες-Τημενίδες /Αργεάδες από το ΑΡΓΟΣ από μία αφιέρωση –επιγραφή -«ΗΡΑΚΛΗ ΠΑΤΡΩΩ» (δηλαδή στο γενάρχη Ηρακλή), που αποκάλυψε το 1966 ο Ανδρόνικος ανάμεσα στα ευρήματα του ανακτόρου των Αιγών (Βεργίνας); Ο ΗΡΑΚΛΗΣ λατρευόταν επίσημα από τη δυναστεία ως γενάρχης και εθνικός ήρωας από τον ίδιο το βασιλικό οίκο. έμβλημά του ήταν το ρόπαλο. [Το ροπαλοφόρο Ηρακλή έκανε έμβλημά της –είχε ως θυρεό-και η βασιλική οικογένεια / δυναστεία των Γλίξμπουργκ., που βασίλεψε στο νεότερο ελληνικό κράτος (1863-1967), πλην όμως αυτή δεν είχε κανένα συνδετικό ιστό με τον ελληνισμό: ήταν ξένης εθνικότητας, Δανοί]. Κι όταν σταθούμε στη "βεράντα" αυτού του ανακτόρου και λίγα μέτρα κάτω απ' αυτήν αντικρίσουμε την ορχήστρα του θεάτρου, όπου "παίχθηκε η τελευταία πράξη" της ζωής του ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β', και λίγα βήματα πιο πέρα δούμε το μικρό ναό της θεάς ΕΥΚΛΕΙΑΣ (καλή δόξα), θα μπορούμε να αμφιβάλουμε πως βρισκόμαστε σε μια πόλη, όπου έζησαν άνθρωποι με τις πιο γνήσιες ελληνικές καταβολές; Η πόλη ΑΙΓΑΙ (Βεργίνα), όπως διαπιστώνεται ανασκαφικά, είχε αρκετά μεγάλη έκταση. Έχουν αποκαλυφθεί επίσης τμήματα του τείχους της ακρόπολης και θεμέλια οικοδομών των ελληνιστικών χρόνων, καθώς και τμήματα του δικτύου ύδρευσης της πόλης. Τέλος, οι ανασκαφικές έρευνες αποκάλυψαν στα επιχώματα των τύμβων, που κάλυπταν τους βασιλικούς τάφους,
κομμάτια από μαρμάρινες επιτύμβιες πλάκες με επιγραφές 100 περίπου ελληνικών ονομάτων Μακεδόνων στρατιωτών. [Όλες οι ταφόπετρες- επιτύμβιες στήλες- στη Μακεδονική γη "μιλούν" ελληνικά. οι νεκροί απόμακροι πρόγονοί μας μέσα από το έρεβος του τάφου τους "αναστήνονται" και διασαλπίζουν τα ελληνικά ονόματά τους, προσυπογράφοντας την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ]. Οι καταβολές αυτές έχουν καρπίσει με τον πιο γόνιμο τρόπο στα δημιουργήματα της ανθρώπινης τέχνης. Σ' αυτά είναι δύσκολο να πλαστογραφήσεις τις πολιτιστικές αξίες, γιατί η γλώσσσα της τέχνης προδίδει αμέσως τόσο την καταγωγή της όσο και τους στόχους της. Η γλώσσα αυτή μαρτυρεί τόσο αυτόν που τη μιλάει, όσο κι αυτόν που την ακούει. Και τα έργα που μας χάρισαν οι ανασκαφές της μακεδονικής γης, με πρώτα και καλύτερα τα αριστουργήματα της Βεργίνας (των Αιγών), "μιλούν μία γλώσσα" που και ως γραμματική και ως σύνταξη οδηγούν πράγματι σε μια μακρόχρονη ελληνική παράδοση. Η απαράμιλλη ευγένεια των σχημάτων, η λιτή εκφραστικότητα των μορφών, η ευαισθησία και η σοφία στη σύλληψη και στην εκτέλεση των έργων αυτών πείθουν ότι είναι έργα καμωμένα από ανθρώπους με μεγάλο μεράκι, που είχαν πίσω τους μια μακρότατη καλλιτεχνική παράδοση υψηλής στάθμης, και ότι προορίζονταν για ανθρώπους που είχαν επίσης την καλλιέργεια να εκτιμήσουν αυτές τις αξίες. Στην κορυφή αυτής της δημιουργίας στέκονται οι ζωγραφικές συνθέσεις, που αποκαλύφθηκαν στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας, έργα μνημειώδους ζωγραφικής της ελληνικής όψιμης κλασικής αρχαιότητας. [Η ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ τέχνη στην κορύφωση της δημιουργίας της]. Η δύναμη του σχεδίου και η ευαισθησία στη χρωματική κλίμακα των μορφών μπορούν να συγκριθούν αβίαστα με τα πιο ψηλά δημιουργήματα της ζωγραφικής της ιταλικής Αναγέννησης. Στη Βεργίνα όλα τα ευρήματα βροντοφωνάζουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας. στην άρνηση αυτής "αντιδρώντας" ο Μακεδόνας βασιλιάς ΦΙΛΙΠΠΟΣ για την ενορχηστρωμένη μεγάλη ανθελληνική εκστρατεία που γίνεται, δεν άντεξε και βγήκε από τον τάφο του, για να συντρίψει τους παραχαράκτες και πλαστογράφους της ελληνικής ιστορίας. Η σκαπάνη όμως του αρχαιολόγου, όπως έχει λεχθεί, δεν μπορεί να πει ψέματα. Χορηγεί ασφαλή πιστοποιητικά μόνο της ιστορικής αλήθειας κατά των ανθελληνικών επιβουλεύσεων και προς πληροφόρηση και διαφώτιση της διεθνούς κοινωνίας. Η ΠΕΛΛΑ, η δεύτερη πρωτεύουσα του Μακεδονικού βασιλείου, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ιστορία της ΕΛΛΑΔΑΣ και όλου του κόσμου, κτίσθηκε από το βασιλιά ΑΡΧΕΛΑΟ που βασίλεψε από 413-399 π.Χ. Η μεταφορά της πρωτεύουσας από τις ΑΙΓΕΣ/Βεργίνα δε σημαίνει και εγκατάλειψη αυτής –της παλαιάς πρωτεύουσας- γιατί ο ΑΡΧΕΛΑΟΣ με απόφασή του όρισε την πόλη ως τόπο ταφής των βασιλιάδων της Μακεδονικής Δυναστείας. γι' αυτό άλλωστε εκεί βρέθηκε ο τάφος του ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Η μεταφορά της έδρας της πρωτεύουσας έγινε το έτος 413 π.Χ. Εκεί στην ΠΕΛΛΑ γεννήθηκε ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο μεγαλύτερος στρατηλάτης και αναμορφωτής της Οικουμένης. Η νέα αυτή πόλη έγινε το κέντρο του ελληνισμού επί Φιλίππου Β' και Αλεξάνδρου Γ' και διαδέχθηκε στην πολιτική κονίστρα την ΑΘΗΝΑ, τη ΣΠΑΡΤΗ και τη ΘΗΒΑ, αφού αυτές οι πόλεις- κράτη ηγεμόνευσαν, χωρίς να μπορέσουν να ενώσουν όλο τον ελληνικό κόσμο σε μια ενιαία πολιτική οντότητα, αλλά κατασπατάλησαν τις δυνάμεις τους με λυσσαλέα αλληλοεξόντωση, οδηγώντας τον ελληνισμό σε μια σταδιακή παρακμή. Ενώ ο Μακεδονικός Ελληνισμός αντίθετα αναπτυσσόταν συνέχεια πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτιστικά με σταθερό ρυθμό και "υποσχόταν" να διεκδικήσει την ηγεμονία όλης της Ο άφθονος χρυσός – των πολύτιμων κτερισμάτων – που αποκαλύφθηκε στους τάφους ΕΛΛΑΔΑ. και στις αγορές των μακεδονικών πόλεων, του Δίου, των Αιγών (Βεργίνας), της Πέλλας, της Αιανής, της Σίνδου, της Αμφίπολης και άλλων περιοχών της Μακεδονίας επιβεβαιώνει τις μαρτυ-
ρίες της γραπτής παράδοσης ότι ο Βορειοελλαδικός χώρος ήταν πλούσιος σε παραγωγή χρυσού. Στην Κεντρική Μακεδονία ο λεγόμενος σήμερα Γαλλικός ποταμός, ο αρχαίος ΕΧΕΔΩΡΟΣ, ήταν γνωστός ως Χρυσοφόρος (έβγαζαν οι πρόγονοί μας χρυσάφι από την άμμο του). ενώ στην Ανατολική Μακεδονία το όρος ΠΑΓΓΑΙΟ ήταν επίσης «χρυσοφόρον όρος». Επίσης και στη νήσο ΘΑΣΟ υπήρχε χρυσός. Οι Πάριοι που την αποίκισαν, στα αρχαϊκά χρόνια, έβγαζαν από τα χρυσωρυχεία της πολύ χρυσάφι. Στην ΠΕΛΛΑ ουσιαστικές ανασκαφές άρχισαν από το 1958 και από τις πρώτες διαπιστώθηκε ότι η πόλη είχε ρυμοτομηθεί σύμφωνα με το γνωστό ιπποδάμειο σύστημα (ο Ιππόδαμος ήταν ξακουστός πολεοδόμος της κλασικής αρχαιότητας). χωριζόταν σε ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα. Η μορφή των οικοδομών ήταν η τυπική μορφή του ελληνικού σπιτιού. Όμως κτίζονταν και πολυώροφες οικοδομές (αρχοντικά). έχουν αποκαλυφθεί τμήματα τοίχων τριώροφης οικοδομής με θαυμάσιες διακοσμήσεις, που εκτίθενται στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Όμοιοι τοίχοι βρέθηκαν και στην Πομπηία, που κτίσθηκε μετά από δύο και πλέον αιώνες, οι οποίοι ίσως είχαν ως πρότυπο τα αντίστοιχα οικοδομήματα της Πέλλας. Αποκαλύφθηκαν πλατείες, ευθύγραμμοι δρόμοι και σωληνώσεις, που μαρτυρούν σύγχρονο – και για τα σημερινά ακόμη δεδομένα – σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Το 1982 η Αρχαιολογική Υπηρεσία ανακοίνωσε την εύρεση ολόκληρου του συγκροτήματος της αρχαίας αγοράς, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 62.500 τετρ.μέτρα. Η αγορά αποτελούνταν από τεράστια πλατεία, που περιβαλλόταν περιμετρκά με στοές, που σχηματίζονταν από μια δωρική κιονοστοιχία που αποκαλύφθηκε σε όλη την έκταση. Πίσω από τις στοές αυτές υπήρχαν μεγάλα εργαστήρια και καταστήματα. Η όλη αγορά εντάσσεται στο ρυμοτομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης, την οποία διέσχιζε κατά πλάτος μεγάλη λεωφόρος πλάτους 15 μέτρων. Η αγορά της Πέλλας καταλαμβάνει έκταση όση μια αρχαιότερη πόλη. Πρόκειται για μια γιγάντια κατασκευή ενιαία και όλα τα ευρήματα δικαιολογούν το γιατί η Πέλλα δέσποζε σε όλους τους τομείς κατά την αρχαιότητα. Βρέθηκαν μέτρα και σταθμά για τη μέτρηση εμπορευμάτων, νομίσματα, κοσμήματα και πολλά χρηστικά αντικείμενα, χρυσά, ασημένια, χάλκινα, γυάλινα, πήλινα αγγεία και ειδώλια και πολλά κεραμίδια, που φέρουν διάφορες επιγραφές, κάτι σαν σφραγίδες, όπως "ΠΕΛΛΗΣ" που σημαίνει παραγωγή τοπικής βιοτεχνίας. άλλα κεραμίδια έχουν επιγραφές "ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ", "ΑΛΕΞΙΜΑΧΟΣ", "ΣΩΣΙΑΣ", "ΛΥΣΙΜΑΧΟΣ", "ΑΝΤΙΓΟΝΟΣ" κτλ., ονόματα αυτών που έκαναν την παραγγελία. Οι σφραγίδες αυτές αποδεικνύουν το πνεύμα τυποποίησης των προϊόντων που επικρατούσε στα εργαστήρια της Πέλλας. Επίσης βρέθηκαν και αγάλματα, ένα απ' αυτά είναι του Ποσειδώνα και ένα της Αθηνάς. Πιο σπουδαία όμως αποκάλυψη είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα οικιών- βρέθηκαν 7 μεγάλες ψηφιδωτές συνθέσεις – έργα μνημειώδους ζωγραφικής του 3ου π.Χ. αιώνα, τα οποία είναι τα πρώτα του είδους αυτού στη Βόρεια Ελλάδα. Ένα ψηφιδωτό από αυτά παριστάνει την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα, ένα άλλο εικονίζει το θεό Διόνυσο πάνω σε πάνθηρα και ένα τρίτο- και το καλύτερο- παριστάνει κυνήγι ελαφιού. αυτό είναι ενυπόγραφο έργο – μαθαίνουμε για πρώτη φορά το όνομα "ΓΝΩΣΙΣ"ενός μεγάλου ζωγράφου –ψηφιδογράφου: «ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΗΣΕΝ» (ο Γνώσις με δημιούργησε).Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις λεηλασίες της Πέλλας από τους Γαλάτες και τους Ρωμαίους αποκαλύφθηκαν ήδη πάρα πολλά ευρήματα. Οι ανασκαφές όμως συνεχίζονται και ελπίζεται ότι θα βρεθούν ακόμη περισσότερα ευρήματα. Μαζί με τις ΑΙΓΕΣ/Βεργίνα και την ΠΕΛΛΑ, την παλαιά και τη νέα πρωτεύουσα της Αρχαίας Μακεδονίας, το ΔΙΟΝ της Πιερίας υπήρξε σημαντικό κέντρο των Μακεδόνων. Εκεί στα ριζά του ΟΛΥΜΠΟΥ οι αρχαίοι Μακεδόνες είχαν ιδρύσει το μεγάλο τους ιερό και έτσι άρχισε η λατρεία του Ολύμπιου ΔΙΑ, του Υψίστου των θεών, του πατέρα των αθανάτων και των θνητών. Η εγκατάσταση των Μακεδόνων στην ΠΙΕΡΙΑ έγινε στα 1000 περίπου προ Χριστού. Το ΔΙΟΝ καταλαμβάνει έκταση 1.500 στρεμμάτων περίπου. είναι το θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων και η πόλη ήταν, όπως έχει προαναφερθεί, αφιερωμένη στο ΔΙΑ, από τον οποίο πήρε και το όνομά της. Σήμερα είναι ένας από τους σημαντικότερους και μεγαλύτερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Αποτελούσε τόπο λατρείας των Μακεδόνων και στα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται ανάγλυφη η χιλιετής ιστορία της πόλης από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα, που δείχνει μια ζωή μεγαλείου των Μακεδόνων, ελληνικού μεγαλείου. Οι ανασκαφές, που έγιναν μέχρι σήμερα και συνεχίζονται υπό την άγρυπνη
επιστασία του αγαπητού συναδέλφου μου κ.Δ. Παντερμαλή, καθηγητή της αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, απέδειξαν ότι οι ναοί του Δίου δε βρίσκονται μέσα στην πόλη, αλλά έξω από τον περίβολό της. Μαζί με το θέατρο και το στάδιο συγκροτούν ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο, δηλαδή μια χωροταξική λύση συνηθισμένη στα μεγάλα κοινά των ελληνικών φυλών π.χ. στην ΟΛΥΜΠΙΑ. Στις ανασκαφές βρέθηκαν ιερά κτίσματα και αναθήματα που χρονολογούνται στα τέλη του 6ου π.Χ. με αρχές 5ου π.Χ. αιώνα. Τα αναθήματα αυτά αποδεικνύουν ότι οι λατρείες των Μακεδόνων από τα αρχαϊκά χρόνια συνέπιπταν με τις λατρείες των Νοτίων Ελλήνων. Στο ΔΙΟΝ «δημοσιεύονταν», δηλαδή στήνονταν, λίθινες ενεπίγραφες πλάκες, των οποίων τα κείμενα αναφέρονταν σε σημαντικές πολιτικές και διοικητικές πράξεις των Μακεδόνων βασιλιάδων (ένα είδος Εφημερίδας της Κυβέρνησης), όπως η συνθήκη ανάμεσα στο ΦΙΛΙΠΠΟ και τους Λυσιμαχείς. Η επιγραφή αυτή βρίσκεται στο Μουσείο του Δίου. Στον 5ο στίχο διαβάζουμε το όνομα του Μακεδόνα βασιλιά ΦΙΛΙΠΠΟΥ Ε'και στον 7ο στίχο διαβάζουμε τον όρο «συνθήκη» και τη λέξη «Λυσιμαχείς» (οι κάτοικοι της πόλης Λυσιμάχειας στη Θράκη). Η συνθήκη αυτή έγινε στα 200 π.Χ. Σε μια άλλη επιγραφή, που βρίσκεται και αυτή στο ίδιο μουσείο, διαβάζουμε το κείμενο επιστολής του ίδιου βασιλιά, που λύνει με απόφασή του προβλήματα οριοθέτησης ανάμεσα στις Θεσσαλικές πόλεις. είχε χαραχθεί στο τέμενος (ιερό) του Ολύμπιου Δία. Σε ένα τμήμα αυτής, στον 4ο στίχο, υπάρχει η χρονολογία της απόφασης αυτής στο IC <16ο έτος> της βασιλείας του Φιλίππου Ε' και η λέξη «οικόπεδον». Το περιεχόμενο αυτών των επιγραφών –δημόσιων ανακοινώσεων –γινόταν εύκολα γνωστό στους Μακεδόνες, που συγκεντρώνονταν στο Δίο, για να γιορτάσουν επί εννέα ημέρες « τά ἐν Δίῳ Ὀλύμπια», τα οποία είχαν καθιερωθεί από το βασιλιά Αρχέλαο, όπως έχει προαναφερθεί, προς τιμή του Ολύμπιου Δία και των λοιπών θεών και Μουσών, οπότε τελούνταν λαμπροί αγώνες στο στάδο και παίζονταν τραγωδίες στο θέατρο. Στο Δίο έχουν αποκαλυφθεί ιερά (τόποι λατρείας), της θεάς Δήμητρας, της Άρτεμης και της Αφροδίτης (θυμηθείτε του Ηροδότου το ομότροπον / ομόθρησκον του ελληνικού έθνους). Βρέθηκαν πολλές επιγραφές, όπως π.χ. "ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΥΠΟΛΥΜΠΙΔΙΑ" (επειδή λατρευόταν κάτω από τον Όλυμπο), "ΑΡΙΣΤΟΤΙΜΑ ΣΩΣΟ", "ΑΝΘΕΣΙΑ ΙΟΥΚΟΥΝΔΑ" και άλλες. μία επιγραφή όμως "ΘΕΟΤΙΜΟΣ ΠΑΡΜΕΝΙΩΝΟΣ", που χρονολογείται γύρω στα 400 π.Χ., είναι ένα από τα ωραιότερα δείγματα ελληνικών επιγραφών στη Μακεδονία. Εδώ, στο ΔΙΟ, ο Φίλιππος, ο πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιόρτασε και πανηγύρισε τις μεγάλες νίκες του και ο ίδιος ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ξεκίνησε πανηγυρικά από το ΔΙΟ για τη μεγάλη εκστρατεία του, αφού πρόσφερε επίσημη θυσία στον ΥΨΙΣΤΟ ΔΙΑ και στους λοιπούς θεούς του Ολύμπου. Εδώ επίσης στήθηκαν με εντολή του Μακεδόνα αρχιστράτηγου Αλεξάνδρου οι χάλκινοι έφιπποι ανδριάντες των είκοσι πέντε Μακεδόνων εταίρων, των πρώτων πεσόντων ηρωικά στη μάχη του Γρανικού (334π.Χ.) πολεμώντας κατά των Περσών, έργα του περίφημου ανδριαντοποιού Λυσίππου, όπως μας πληροφορεί ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ «...ἐν Δίῳ ἑστᾶσι» . Εδώ υπήρχαν επίσης στημένα και πορτρέτα των μελών της Μακεδονικής Δυναστείας. Το ΔΙΟΝ γνώρισε μεγάλη άνθηση και στα ρωμαϊκά χρόνια. Έχει αποκαλυφθεί και ρωμαϊκό θέατρο-εκτός από το αρχαίο ελληνικό-και ρωμαϊκό ωδείο. Από μια άλλη επιγραφή σε επιτάφια πλάκα προκύπτει ότι και κατά τους χριστιανικούς χρόνους στο Δίο αναφέρονται ακόμη τα ονόματα "ΜΑΚΕΔΩΝ"και "ΜΑΚΕΔΟΝΙΣ". Η ακμή της πόλης εξακολούθησε, και όταν επικράτησε ο χριστιανισμός. τον 4ο αιώνα κτίσθηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες "βασιλικές" στο ρυμθμό και έγινε το ΔΙΟΝ έδρα επισκόπου. Πολλά και ποικίλα είναι τα ευρήματα που εκτίθενται στο μουσείο ή αγάλματα στημένα στο χώρο που βρέθηκαν, όπως π.χ. του Ηρακλή, του Απόλλωνα, του Ασκληπιού και των παιδιών αυτού. Όμως το πιο αξιόλογο, μνημειώδες έργο –αρχιτεκτονικής τέχνης –είναι το συγκρότημα των θερμών ιαματικών λουτρών (γι'αυτό εξάλλου υπάρχει τοπική λατρεία του θεού της υγείας –του Ασκληπιού). Καταλαμβάνει έκταση περίπου 4.000 τετρ. μέτρων με ψηφιδωτό δάπεδο. υπάρχουν λεκάνες με μαρμάρινη επένδυση, πολυτελείς αίθουσες με κιονοστοιχίες και ψηφιδωτά δάπεδα. Αποκαλύφθηκε εξάλλου σύστημα παροχής και αποχέτευσης νερού με
πύλινους, μολύβδινους και κτιστούς αγωγούς, καθώς και ένα τμήμα του συστήματος των υποκαύστων (της θέρμανσης). Επίσης έχει αποκαλυφθεί ένα πανάρχαιο νεκροταφείο κοντά στο Δίο, όπου βρέθηκαν κτερίσματα κτλ. που χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του σιδήρου. Τέλος τον 5ο μ.Χ. αιώνα – μετά από μεγάλο σεισμό-το ΔΙΟΝ καταστράφηκε ολοσχερώς και εγκαταλείφθηκε. αυτό φαίνεται από το ότι δε βρέθηκαν νεότερα κτίσματα. Αλλά και στη βιομηχανική περιοχή Θεσσαλονίκης, στη ΣΙΝΔΟ, μία τυχαία ανακάλυψη, το έτος 1980, ενός εξαιρετικά σημαντικού αρχαίου μακεδονικού νεκροταφείου έφερε στο φως πολύ μεγάλης αρχαιολογικής αξίας ευρήματα, που χρονολογούνται από τον 6ο μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Μέσα στους ασύλητους τάφους βρέθηκαν πλούσια και ποικίλα κτερίσματα, περίπου 1.000 αντικείμενα διαφορετικής χρήσης. Στους ανδρικούς τάφους υπήρχαν όπλα και στους γυναικείους βρέθηκαν κοσμήματα μεγάλης αξίας, χρυσά, ασημένια κτλ.. Ανάμεσα όμως στα κτερίσματα περιλαμβάνονται 5 χρυσές μάσκες νεκρικές, από τις οποίες μία χρονολογείται στα 510-500 π.Χ.. Ανάλογες είχαν βρεθεί στις Μυκήνες (μυκηναϊκής τέχνης) και στο Τρεμπένιτσε. Αλλ' όμως ακόμη πιο σημαντικότερο εύρημα είναι ένα πολύ μικρό αντικείμενο: πρόκειται για ένα χρυσό ανδρικό δακτυλίδι, που χρονολογήθηκε στα 480 π.Χ. και φέρει την επιγραφή "ΔΩRΟΝ" σε ιωνικό αλφάβητο. Είναι και αυτό μαζί με τα ευρεθέντα πολλά νομίσματα με επιγραφές της ίδιας περιόδου ένα αδιάψευστο ακόμη τεκμήριο της ελληνικότητας της Αρχαίας Μακεδονίας και αποτελεί απάντηση σ' αυτούς τους κακοπροαίρετους ερευνητές παραχαράκτες της ελληνικής ιστορίας, που αναζητούν ελληνικές επιγραφές – πειστήρια στη Μακεδονία προ του 4ου π.Χ. αιώνα. Από αρχαιολογικές μαρτυρίες όμως φαίνεται ότι η πολιτιστική παρουσία του μακεδονικού ελληνισμού ήταν ιδιαίτερα έντονη και σε περιοχές που σήμερα, δυστυχώς, ανήκουν εκτός της χώρας μας, στο γειτονικό νεοϊδρυθέν κράτος των Σκοπίων και στη Βουλγαρία. Οι περιοχές αυτές αποτελούσαν τα βόρεια τμήματα της Αρχαίας Μακεδονίας, όπως δείχνουν μνημεία, νομίσματα και επιγραφές από την εποχή του Φιλίππου Β΄ μέχρι την επικράτηση του χριστιανισμού. Όλες οι επιγραφές μάλιστα είναι ελληνικές και δύσκολα βρίσκει κανείς ιδιωματισμούς που δεν απαντούν στην άλλη Μακεδονία ή τη λοιπή Ελλάδα. Οι Ολύμπιοι θεοί και οι ημίθεοι ήταν παρόντες και στις βόρειες αυτές περιοχές του βορειοελλαδικού χώρου. διαπιστώνεται κοινή λατρεία, όπως και στην υπόλοιπη Μακεδονία και την άλλη Ελλάδα. Στις ΑΛΚΟΜΕΝΕΣ, παλαιά πόλη- οχυρό των Μακεδόνων βασιλιάδων, λατρευτόταν ο Αγοραίος Ζευς με την Ήρα, ο Ερμής και η Άρτεμη. Στην ΗΡΑΚΛΕΙΑ της Λυγκηστίδας (κοντά στο Μοναστήρι των Σκοπίων), την οποία, όπως έχει προαναφερθεί, έκτισε ο Φίλιππος Β' πριν από το 350 π.Χ. προς τιμή του γενάρχη του Ηρακλή – ημίθεου- σωτήρα του για τη διάσωσή του από βαρύ τραυματισμό, πολεμώντας εναντίον των Δαρδάνων, και όπου διατηρούνται τα τείχη της ακρόπολης, αρχαίο ελληνικό θέατρο, δύο παλαιοχριστιανικές εκκλησίες (βασιλικές) και ψηφιδωτά του 5ου και 6ου αιώνα, λατρεύονταν εκεί ο Ζευς, ο Ποσειδώνας, ο Ερμής, ο Ηρακλής, ο Διόνυσος, η Αθηνά, η Δήμητρα, ο Ασκληπιός και άλλοι. Στην αρχαία πόλη ΣΤΗΒΕΡΑ, που ήταν στο κέντρο της επαρχίας ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΣ και η ίδρυσή της ανάγεται στους αρχαϊκούς χρόνους – αναφέρεται από τον Στράβωνα- σώζονται μνημεία. εκεί λατρεύονταν ο Ζευς, ο Ποσειδώνας, ο Ηρακλής, ο Ασκληπιός, η Άρτεμη και άλλοι. Στους ΣΤΟΒΟΥΣ, σημαντική πόλη στη συμβολή των ποταμών Αξιού και Εριγώνα, λατρεύονταν ο Ζευς, ο Απόλλωνας, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ασκληπιός, η Αφροδίτη, η Άρτεμη, ο Ηρακλής και άλλοι δευτερεύοντες θεοί. Ελληνικές θεότητες λατρεύονταν και σε άλλες αρχαίες ελληνικές πόλεις της σημερινής Δημοκρατίας των Σκοπίων και της Νοτιοδυτικής Βουλγαρίας (επαρχία του ΠΙΡΙΝ), σχεδόν όλοι οι θεοί του Ολυμπιακού 12θεου και άλλες δευτερεύουσες θεότητες. Το έτος 1918, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βουλγαρικός στρατός, κατά την εκτέλεση έργων στην περιοχή της Αχρίδας κοντά στο χωριό ΤΡΕΜΠΕΝΙΤΣΕ, αποκάλυψε κοντά στην όχθη της λίμνης Λυχνίτιδας 7 τάφους, τους οποίους ερεύνησε ο Ελβετός καθηγητής Κάρολος Σκόρπιλ. Οι τάφοι ήταν στρατιωτικών. Κάθε τάφος περιείχε χάλκινο κράνος, σιδερένιο ξίφος, λόγχη, ασπίδα από χαλκό και πολλά κοσμήματα, αγγεία και άλλα αντι-
κείμενα. Όλα είναι καθαρά ελληνικού ρυθμού, χρυσά, ασημένια και ορειχάλκινα προερχόμενα από εργαστήρια της Νότιας Μακεδονίας. Πρόκειται για επίσημο – βασιλικό- νεκροταφείο με πολύ πλούσιες ταφές. Οι νεκροί έφεραν χρυσές προσωπίδες (μάσκες), χρυσά σανδάλια και χειρόκτια (γάντια) και θάβονταν με όλο τους τον οπλισμό, όπως οι Μυκηναίοι βασιλιάδες (κατά τη μυκηναϊκή περίοδο της ιστορίας). Μάλιστα μία χρυσή μάσκα του 4ου π.Χ. αιώνα δείχνει καθαρά την επιρροή της μυκηναϊκής τέχνης, όπως δηλώνουν τα διακοσμητικά θέματα με μαιάνδρους και πλωχμούς (πλεξούδες). Όλος αυτός ο θησαυρός, που εκτίθεται στο Βουλγαρικό Εθνικό Μουσείο Σόφιας, έκανε γνωστά στον κόσμο τα ταφικά έθιμα των αρχαίων Μακεδόνων και κατέδειξαν τη σχέση και συγγένειά τους με τα αντίστοιχα έθιμα των Ελλήνων της νότιας Ελλάδας. Ήταν αμύθητος ο πλούτος που είχαν αποκτήσει οι βασιλιάδες και οι ευγενείς της Αρχαίας Μακεδονίας. Κανένας επισκέπτης των εκπληκτικών βασιλικών τάφων του 4ου π.Χ. αιώνα στη Βεργίνα ή των αρχαιολογικών μουσείων της Θεσσαλονίκης, της Πέλλας, του Δίου κλπ. δεν μπορεί να μην αντιληφθεί την απίστευτη ποσότητα χρυσού που είχαν συσσωρεύσει οι κορυφαίοι Μακεδόνες ευγενείς. Κατά τον Κεραμόπουλο οι τάφοι στο Τρεμπένιτσε ανήκουν σε ηγεμόνες της ΑΝΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και μας γνώρισαν την παλαιά Μακεδονία τόσο, όσο και οι τάφοι των Μυκηνών μας γνώρισαν το Μυκηναϊκό πολιτισμό. Επιπλέον αποτελούν σπουδαίο στοιχείο για τον καθορισμό της επέκτασης του αρχαίου Μακεδονικού κράτους προς βορρά, καθώς και την κυριαρχία του πάνω στους άλλους γειτονικούς λαούς, σύμφωνα και με τη μαρτυρία του μεγάλου Αθηναίου ιστορικού Θουκυδίδη που, συνοψίζοντας την πριν απ' αυτόν ιστορία του Μακεδονικού κράτους, λέγει: «...Τῶν γάρ Μακεδόνων εἰσί καί Λυγκησταί καί Ἐλιμιῶται καί ἄλλα ἔθνη ἐπάνωθεν, ἅ ξύμμαχα μέν ἐστι τούτοις καί ὑπήκοα, βασιλείας δ' ἔχει καθ' αὑτά» (πράγματι στους Μακεδόνες ανήκουν και οι Λυγκνηστές και ο Ελιμιώτες και άλλοι λαοί βόρειοι, που είναι μεν σύμμαχοι με αυτούς και υπήκοοί τους, έχουν όμως χωριστούς ηγεμόνες). Οι Λυγκηστές κατοικούσαν στη σημερινή περιοχή της Φλώρινας και οι Ελιμιώτες κατοικούσαν στα βόρεια των Καμβουνίων ορέων και στην άνω κοιλάδα του Αλιάκμονα ποταμού με κέντρο την πόλη Αιανή, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαίωσε τη συγγένεια των κατοίκων της περιοχής με τους λοιπούς Μακεδόνες. αυτή δεν ξέρει να ψεύδεται. Είναι γνωστό άλλωστε, όπως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής μου στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. Κανατσούλης Δημήτριος στο βιβλίο του "Η ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ", ότι από τις έξι τάξεις (ταξιαρχίες), που συγκροτούσαν το πιο ισχυρό, αποτελεσματικό και αξιόμαχο σώμα κρούσης του Μακεδονικού Στρατού, τη Φάλαγγα των πεζεταίρων, οι τρεις προέρχονταν από την Άνω Μακεδονία, την Ελιμιώτιδα, τη Λυγκηστίδα, την Ορεστίδα, την Τυμφαία και την Εορδαία. πρόκειται αντίστοιχα για τις σημερινές διοικητικές περιφέρειες του Βοΐου Κοζάνης, Φλωρίνης, Καστοριάς, Γρεβενών και Πτολεμαΐδας. Μερικοί από τους σπουδαιότερους στρατηγούς του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως π.χ. ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, ο Περδίκκας, ο Λεοννάτος, ο Άρπαλος και άλλοι κατάγονταν από τις περιοχές αυτές και πολέμησαν για τη δόξα της Μακεδονίας και όλου του Ελληνισμού γενναιότατα, συμβάλλοντας παράλληλα στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στην Ασία και την Αφρική. Κλείνοντας το σπουδαίο αυτό κεφάλαιο σχετικά με τον πνευματικό βίο –γράμματα και τέχνες- των Αρχαίων Μακεδόνων, το οποίο παρουσίασα περιληπτικά, φαντάζομαι ότι τόσα συγγράμματα, τόσες επιγραφές, τόσα νομίσματα, κοσμήματα, αρχιτεκτονήματα, αγάλματα, ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες, τάφοι, αγγεία και ποικίλα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα, αυθεντικά όλα, αποτελούν αδιαφιλονίκητα και αδιάψευστα τεκμήρια της ελληνικότητας της Αρχαίας Μακεδονίας, επαρκή για να πείσουν όλους εκείνους που διαστρεβλώνουν, παραχαράσσουν και πλαστογραφούν την ιστορία της Μακεδονίας.
Τελειώνω το πρώτο μέρος της εργασίας μου, προσθέτοντας δύο ακόμη επιχειρήματα πολύ πειστικά –σχετικά με την ελληνικότητα της Μακεδονίας και την ταυτότητα των Μακεδόνων και της Μακεδονικής Δυναστείας. Ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος (εξελληνισμένος της Ιουδαϊκής παροικίας της Αλεξάνδρειας) αναφερόμενος στην υποταγή του ελλαδικού χώρου από τους Ρωμαίους κατακτητές (146 π.Χ.) περιλαμβάνει και τους Μακεδόνες βασιλιάδες μαζί με το Σελευκίδη ΑΝΤΙΟΧΟ Γ' το ΜΕΓΑ, καθόσον θεωρεί τη Μακεδονία επαρχία ελληνική. τα εθνικά ονόματα "ΜΑΚΕΔΩΝ" και "ΕΛΛΗΝ" συναντά συχνά ο μελετητής –του ιστορικού έργου του Εβραίου αυτού συγγραφέα- να ταυτίζονται. Η ελληνική γλώσσα –που είναι η γλώσσα του πολιτισμού-είχε καθιερωθεί ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης σε όλη την επικράτεια της Αλεξανδρινής Αυτοκρατορίας, στην Αφρική και στην Ασία, και παρέμεινε επίσημη και στους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση και υποταγή των ελληνιστικών βασιλείων. Στην Αίγυπτο, κατά τη βασιλεία των Πτολεμαίων, τα περισσότερα επίσημα κείμενα ήταν γραμμένα στην ελληνική γλώσσα με αιγυπτιακή μετάφραση, διότι στα ανάκτορα οι κύριοι αξιωματούχοι στην κυβέρνηση δεν ήταν Αιγύπτιοι, αλλά Μακεδόνες Έλληνες. Η Ρωσέττη Στήλη, που αποκαλύφθηκε στη Ρωσέττη της Αιγύπτου το 1802 από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα του Μεγάλου Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, έχει χαραγμένο αντίγραφο τιμητικού ψηφίσματος του ιερατείου της Αιγύπτου για την επίσημη στέψη στη Μέμφιδα του βασιλιά Πτολεμαίου Ε' του Επιφανούς (στις 27 Μαρτίου 197 π.Χ.). Το κείμενο είναι δίγλωσσο, αλλά σε τρεις γραφές:στο επάνω μέρος ιερογλυφική, στο μέσο η απλή γλώσσα του λαού και στο κάτω Ελληνική. Το τυχαίο αυτό εύρημα έγινε αφορμή να μελετηθεί και να αποκωδικοποιηθεί η ιερογλυφική γραφή των Αιγυπτίων. αυτό το επέτυχε ο Γάλλος Σαμπολιόν. Έτσι θα γεννηθεί η επιστήμη της παπυρολογίας - αιγυπτιολογίας. Τέλος, αναρωτιέμαι: όλα τα συγγράμματα του Μακεδόνα παμμέγιστου σοφού και επιστήμονα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, τα φιλοσοφικά, πολιτικά, επιστημονικά, μεταφυσικά κτλ. δε γράφηκαν στα ελληνικά; Ή μήπως- αυτά που σώθηκαν – είναι μεταφράσεις; Πέντε χιλιάδες περίπου στήλες προερχόμενες από τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας διασώζουν ισάριθμες επιγραφές στην ελληνική γλώσσα και γραφή. Ούτε αυτές πείθουν τους κακόπιστους αρνητές της ταυτότητας της ελληνικής Μακεδονίας; Μεγάλη τιμή ανήκει σε εκείνον τον επώνυμο Έλληνα εκπαιδευτικό / σχολάρχη Μαργαρίτη Δήμιτσα, τον πρωτοπόρο της προβολής της ελληνικότητας της Μακεδονίας, ο οποίος περισυνέλεξε, όπως έχει προαναφερθεί, και μελέτησε εκατοντάδες ελληνικών επιγραφών και τις δημοσίευσε (1892) στο βιβλίο του με τον εκφραστικότατο και εντυπωσιακό τίτλο: "Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΝ ΛΙΘΟΙΣ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΟΙΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΙΟΙΣ ΣΩΖΟΜΕΝΟΙΣ". Από τότε όμως έχουν βρεθεί χιλιάδες άλλα ευρήματα και συνεχώς έρχονται στο φως νέα από τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. «Ἄγει πρός φῶς τήν ἀλήθειαν χρόνος» (Μένανδρος).-
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ. Α΄. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ. Η ήττα του βασιλιά ΠΕΡΣΕΑ στην ΠΥΔΝΑ στις 22 Ιουνίου του έτους 168 π.Χ. υπήρξε μοιραία όχι μόνο για τη δυναστεία των Αντιγονιδών, αλλά και για το μακεδονικό κράτος. Έπειτα από μια μεταβατική περίοδο 20 ετών πλασματικής αυτονομίας και ελευθερίας, οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δε θα γνωρίσουν πια ανεξάρτητο πολιτικό βίο. Τέλος τραγικότατο, η κατάρρευση του ένδοξου βασιλείου του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου, πρέπει να έπληξε οδυνηρά όλους τους Μακεδόνες. Η εκμηδένιση του μακεδονικού στρατού στην τρομερή σφαγή της Πύδνας, η απαγωγή της βασιλικής οικογένειας και η εξορία της μακεδονικής αριστοκρατίας, η τεράστια λεία του πολέμου, ο σφετερισμός των βασιλικών πόρων, των γαιών, των δασών και των μεταλλείων εκ μέρους των κατακτητών – όλα αυτά άφησαν τη χώρα ακέφαλη, ταπεινωμένη και αποπροσανατολισμένη και οικονομικά εξαθλιωμένη. [Διέβλεψε άραγε κανείς τότε ότι το απαίσιο εκείνο έτος 168 π.Χ. θα σήμαινε και το τέλος του βασιλείου της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της ανεξαρτησίας της;] Η ΡΩΜΗ (Ρωμαϊκή Δημοκρατία / Respublica Romana), η νικήτρια στη μοιραία μάχη της Πύδνας, δεν προχώρησε αμέσως στην προσάρτηση της ηττημένης Μακεδονίας, είτε γιατί δε διέθετε τις κατάλληλες δυνάμεις να επιβάλει την κυριαρχία στη μεγάλη αυτή περιοχή της Βαλκανικής είτε γιατί προτίμησε να συγκαλύψει για ένα διάστημα ακόμη τις επεκτατικές της βλέψεις κάτω από το προσωπείο του απελευθερωτή. Ο διάσημος Ρωμαίος ιστορικός ΤΙΤΟΣ ΛΙΒΙΟΣ (59 π.Χ.-17 μ.Χ.) μας πληροφορεί ότι η Ρωμαϊκή Σύγκλητος αποφάσισε το διακανονισμό του μακεδονικού προβλήματος και έσπευσε να καθορίσει τις γενικές αρχές, με βάση τις οποίες επρόκειτο να ενεργήσουν τα εκτελεστικά της όργανα, και τα πλαίσια της πολιτικής τύχης της Μακεδονίας. Έτσι ο Παύλος Αιμίλιος, ο νικητής του Περσέα, ως εντολοδόχος της Συγκλήτου προχώρησε, σε συνεργασία με τους Ρωμαίους απεσταλμένους, στην επεξεργασία των λεπτομερειών που αφορούσαν τον οριστικό διακανονισμό των μακεδονικών υποθέσεων. Οι ρωμαϊκές αποφάσεις ανακοινώθηκαν σε επίσημο συνέδριο, που έγινε στο ρωμαϊκό στρατόπεδο στην Αμφίπολη, την άνοιξη του έτους 167 π.Χ., όπου κλήθηκαν να παρευρεθούν και αντιπρόσωποι των Μακεδόνων. Εκεί ως πολιτικός εκπρόσωπος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας ο Παύλος Αιμίλιος διακήρυξε ότι «όλοι οι Μακεδόνες θα ήταν ελεύθεροι, για να αποδειχθεί σε όλα τα έθνη ότι τα όπλα του ρωμαϊκού δήμου δεν επέβαλαν τη δουλεία στους ελεύθερους ανθρώπους, αλλά προσέφεραν την ελευθερία σε όσους ήταν δούλοι...». Για τους Ρωμαίους η «ελευθερία» ήταν ασυμβίβαστη με το βασιλικό θεσμό, όχι όμως και με τη ρωμαϊκή κηδεμονία. Αντίθετα ισχυρίζονταν ότι καταλύοντας τη βασιλεία απέδιδαν στα έθνη τη δυνατότητα να ζουν κατά τους νόμους τους. Ούτε και αντέβαινε η «ελευθερία» στην επιβολή ετήσιου φόρου. Ανακηρύσσοντας τους Μακεδόνες «ελεύθερους» οι Ρωμαίοι αναλάμβαναν την υποχρέωση να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τη Μακεδονία, πράγμα που έκαναν, αφού όμως έλαβαν προηγουμένως τα αναγκαία μέτρα να αποτρέψουν κάθε κίνδυνο εμφάνισης ενός γενναίου Μακεδόνα αντιπάλου. Το μοναρχικό καθεστώς καταλύθηκε και εγκαθιδρύθηκε αβασίλευτο πολίτευμα. Η Μακεδονία απογυμνώθηκε από τις εξωτερικές της κτήσεις, χωρίς όμως να θιγεί η ακεραιότητα του δικού της εδάφους. Μόνο, για να αποτρέψει την αναβίωση της δύναμής της, η ΡΩΜΗ επέβαλε ένα μέτρο που έπληξε θανάσιμα την εθνική υπόσταση των Μακεδόνων: Η Χώρα τους διασπάσθηκε και διαιρέθηκε σε 4 ανεξάρτητες και αυτόνομες «ΜΕΡΙΔΕΣ», διοικητικές περιφέρειες, που ήταν στην πραγματικότητα 4 χωριστά αβασίλευτα φόρου υποτελή ομοσπονδιακά κρατίδια. ενώ το ύψος του φόρου που όφειλαν να πληρώνουν στη ΡΩΜΗ ορί-
σθηκε στο μισό εκείνου που πλήρωναν οι Μακεδόνες στο βασιλιά τους. Η ΡΩΜΗ εφαρμόζει την πολιτική της «διαίρει και βασίλευε». Η κατάτμηση του Μακεδονικού Βασιλείου σε «μερίδες» σήμαινε την ολοσχερή καταστροφή της ενότητας των Μακεδόνων. Τα όρια των «μερίδων» συνέπιπταν χονδρικά ως επί το πλείστον με τα ιστορικά σύνορα των παραδοσιακών μακεδονικών περιοχών. Κάθε «μερίς» οργανώθηκε ως ανεξάρτητη διοικητική μονάδα με ένα διοικητικό κέντρο (πρωτεύουσα), όπου συνέρχονταν οι εκπρόσωποι των πόλεων της διοικητικής περιφέρειας, για να εκλέξουν τους κοινούς άρχοντες. εκεί συγκεντρώνονταν και οι φόροι. Κάθε «μερίς» ήταν αυτάρκης. Παρά τη διαίρεση της Μακεδονίας σε «μερίδες», η ΡΩΜΗ δεν έπαψε να τη θεωθεί μια εθνικο-πολιτική ενότητα και πιθανότατα η ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ να επέτρεψε στους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ να συστήσουν ένα κοινό «Συνέδριον» για όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η διαίρεση έγινε από Α. προς Δ. «Μερίς Πρώτη» - Α – με κέντρο την ΑΜΦΙΠΟΛΗ, περιελάμβανε την περιφέρεια μεταξύ των ποταμών Νέστου και Στρυμόνα, δηλαδή τις περιοχές: Ηδωνίς, Πιερίς, Σιντική, Οδομαντική, Βισαλτία και Θάσος. «Μερίς Δευτέρα» - Β – με κέντρο τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, περιελάμβανε την περιφέρεια μεταξύ των ποταμών Στρυμόνα και Αξιού, δηλαδή τις περιοχές: Μυγδονία, Παρορβηλία, Κριστωνίς, Χαλκιδική, καθώς επίσης και το τμήμα της περιοχής Παιονίας που βρίσκεται ανατολικά του Αξιού. «Μερίς Τρίτη» - Γ- με κέντρο την ΠΕΛΛΑ, αυτή περικλειόταν στα ανατολικά από τον Αξιό, στα νότια από τις εκβολές του Πηνειού (κοιλάδα των Τεμπών) και από τις οροσειρές του Ολύμπου και των Καμβουνίων, και στα δυτικά από το όρος Βέρμιο. περιελάμβανε δηλαδή τις περιοχές που λέγονταν : Πιερία, Βοττιαία, Αλμωπία και Αμφαξίτις, καθώς επίσης και το τμήμα της περιοχής Παιονίας που βρίσκεται δυτικά του Αξιού. Πρόβλημα αποτελεί ο καθορισμός των ορίων της «Μερίδος Τετάρτης» - Δ – εξαιτίας αλλοίωσης του σχετικού κειμένου από το ιστορικό έργο του Ρωμαίου συγγραφέα Τίτου Λίβιου. Κέντρο αυτής της διοικητικής περιφέρειας φαίνεται πως αναδείχθηκε η ΠΕΛΑΓΟΝΙΑ, που εκτείνεται στις ορεινές περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας και δεν έχει διέξοδο προς τη θάλασσα. Περιελάμβανε τις περιοχές: Πελαγονία, Λυγκηστίς, Ελιμιώτις, Εορδαία, Τυμφαία, καθώς επίσης και ένα τμήμα της Δυτικής Παιονίας και η περιοχή Δευρίοπος. η Ορεστίς ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη. Κάθε «μερίς» διέθετε έναν αιρετό άρχοντα, τον «αρχηγό», με ετήσια θητεία, και ένα αντιπροσωπευτικό συμβούλιο, το «συνέδριον», που απαρτιζόταν από αντιπροσώπους πόλεων και εθνών. Οι κατακτητές Ρωμαίοι, για να αποτρέψουν κάθε ενδεχόμενο επανένωσης των τεσσάρων «μερίδων», που θα κατέληγε μοιραία στην κραταίωση της μακεδονικής δύναμης, απαγόρεψαν κάθε είδους σχέσεις μεταξύ των κατοίκων των τεσσάρων διαμερισμάτων της Μακεδονίας, όπως π.χ. την απόκτηση εγγείου περιουσίας (γης και κατοικίας) και τη σύναψη γάμων έξω από τα όρια των «μερίδων». Όσο αφορά το μακεδονικό στρατό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είχε χαθεί στη μάχη της Πύδνας ή είχε διαλυθεί στο χάος που επακολούθησε, οι Ρωμαίοι ήταν αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν την ανασυγκρότησή του. Ωστόσο, επειδή η γειτνίαση με τους Ιλλυριούς, Θράκες και άλλους βάρβαρους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου επέβαλε την οργάνωση της ασφάλειας και άμυνας, οι Ρωμαίοι κυρίαρχοι θεώρησαν απαραίτητη τη συγκρότηση συνοριακών, αυστηρά αμυντικών μόνο, φρουρών στις τρεις μερίδες Α, Β και Δ, που ήταν εκτεθειμένες στους κινδύνους βαρβαρικών επιδρομών. Πάντως τα στρατεύματα, που οι Μακεδόνες είχαν δικαίωμα να διατηρούν στα σύνορα, φαίνεται ότι αρκούσαν, για να κρατούν σε απόσταση τους βάρβαρους. Πράγματι δε γίνεται λόγος για εισβολές βαρβάρων κατά τα έτη που ακολούθησαν. αντίθετα, επανειλημμένα επισημαίνονται εσωτερικές ταραχές (κατά την εικοσαετία από 168-148 π.Χ.), χωρίς να είναι δυνατό να προσδιορισθεί η φύση και η έκτασή τους. Αν δηλαδή πρόκειται για πατριωτικά, αντιρωμαϊκά κινήματα ή για κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στις προνομιούχες τάξεις και στις μάζες, που εξαθλιωμένες πρέπει να υπέφεραν βαρύτερα από τα δεινά του πολέμου και της ήττας ή και από προσωπικούς ανταγωνισμούς.
Οι Ρωμαίοι κατακτητές πράγματι δεν αρκέσθηκαν μόνο στην πολιτική και στρατιωτική εκμηδένιση της Μακεδονίας. επιδίωξαν συνάμα και την οικονομική της εξαθλίωση, γιατί μόνο έτσι θα παρεμπόδιζαν την ενδεχόμενη αναγέννησή της. Απαγορεύθηκε η εκμετάλλευση των δασών που παρήγαν ναυπηγήσιμη ξυλεία, ώστε όχι μόνο να αποκλεισθεί η απόπειρα ναυπήγησης μακεδονικού στόλου, αλλά και να στερηθούν οι Μακεδόνες μια από τις σημαντικότερες προσόδους τους, γιατί η μακεδονική ξυλεία ήταν περιζήτητη σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Σοβαρότερο όμως πλήγμα αποτέλεσε το κλείσιμο των μακεδονικών μεταλλείων, κυρίως των χρυσωρυχείων του Παγγαίου. τελικά επιτράπηκε μόνο η λειτουργία και εκμετάλλευση των ορυχείων σιδήρου και χαλκού. Οι μεταξύ των «μερίδων» εμπορικές σχέσεις δεν απαγορεύθηκαν, αλλά περιορίσθηκαν αισθητά. Οι τέσσερες «μερίδες» υποχρεώθηκαν να πληρώνουν στους Ρωμαίους φόρο υποτέλειας 100 ταλάντων, πάντως λιγότερο από το μισό εκείνου πλήρωναν στους Μακεδόνες βασιλιάδες. Φοβερό, εξάλλου, πλήγμα επέφεραν οι Ρωμαίοι κατά της Μακεδονίας με τον εκπατρισμό και τη μεταφορά της μακεδονικής αριστοκρατίας, των επιφανέστερων Μακεδόνων, διοικητικών, πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, καθώς και όλων των ευγενών και πλουσίων ανδρών με τα άρρενα τέκνα τους στη ΡΩΜΗ - ενέργεια που ισοδυναμούσε με πραγματικό αποκεφαλισμό της χώρας. Μολονότι τα μέτρα των κατακτητών κατά των Μακεδόνων υποτελών τους υπήρξαν εξουθενωτικά, εντούτοις δεν έλειψαν και εκείνοι που ήταν υπέρμαχοι της ρωμαϊκής πολιτικής. Ταύτιζαν τα συμφέροντά τους με τη ρωμαϊκή ισχύ, θυσιάζοντας την ελευθερία της πατρίδας τους. Πράγματι τίποτε δεν ευνοεί περισσότερο τις εσωτερικές διχόνοιες και προστριβές όσο η κηδεμονία μιας ξένης δύναμης. [Χαφιέδες – δωσίλογοι, φίλοι και συνεργάτες των Ρωμαίων υπήρξαν πολλοί, όπως και τους προηγούμενους καιρούς υπήρξαν των Περσών]. Ο ιστορικός Πολύβιος αποδίδει τις ταραχές αυτές στο γεγονός ότι οι Μακεδόνες δεν ήταν συνηθισμένοι στη «δημοκρατική» και «συνεδριακή πολιτεία». Τα πατριωτικά ωστόσο κίνητρα δε θα έπρεπε να υποτιμούνται και η ελπίδα για την ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας δε φαινόταν μάταιη. Οι Ρωμαίοι πράγματι δεν ήταν έτοιμοι να δημιουργήσουν ρωμαϊκή επαρχία στη θέση του μακεδονικού βασιλείου. Ο Μακεδονικός διακανονισμός ήταν πειραματικός και δεν έλαβε υπόψη τις ιστορικές παραδόσεις και δομές. Παρά το γεγονός ότι από οικονομική – φορολογική άποψη ήταν ευνοϊκός για τον πληθυσμό, δεν αναγνώριζε τη μακεδονική προσήλωση στο θεσμό της βασιλείας και το αίσθημα των Μακεδόνων ότι ανήκαν σε ένα έθνος (το ελληνικό) με λαμπρό παρελθόν. Η επανάσταση του Ανδρίσκου θα αποκαλύψει το βάθος αυτών των αισθημάτων και θα οδηγήσει σε διαφορετικό και οριστικό διακανονισμό. Η επανάσταση λοιπόν του ΑΝΔΡΙΣΚΟΥ, ενός τυχοδιώκτη, που εμφανιζόταν ως γιος του Περσέα και επέτυχε να ανακηρυχθεί βασιλιάς το έτος 149 π.Χ. στην ΠΕΛΛΑ με το όνομα ΦΙΛΙΠΠΟΣ, προκάλεσε συγκίνηση στους Μακεδόνες, αλλά και νέα επέμβαση στρατιωτική της Ρώμης και πρόσφερε την ευκαιρία να θέσει τέρμα σ΄ αυτήν την κατάσταση της νόθης ανεξαρτησίας. Ο αρχηγός του κινήματος ΑΝΔΡΙΣΚΟΣ κατόρθωσε να γίνει κύριος της χώρας. Ανεξάρτητα από τη σκοτεινή καταγωγή του και από τις προσωπικές του φιλοδοξίες για την εκτίμηση της επανάστασής του σημασία έχει κυρίως ένα γεγονός: Ο Αρχηγός της εξέγερσης των Μακεδόνων ΑΝΔΡΙΣΚΟΣ στηρίχθηκε στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις του πληθυσμού και έκανε προγραφές (εκκαθαρίσεις) αντιδραστικών ευπόρων. Το κίνημά του είχε γίνει γνωστό και εκτός Ελλάδας, και μάλιστα οι Καρχηδόνιοι του υπόσχονταν οικονομική και ναυτική ενίσχυση, γιατί αποτελούσε σημαντικό αντιπερισπασμό για τους ίδιους, που ένιωθαν την πίεση των Ρωμαίων έντονη και διέβλεπαν την επερχόμενη σύγκρουση και υποταγή τους. Η ρωμαϊκή προστασία είχε, πράγματι, διευρύνει τις αντιθέσεις στους κόλπους της μακεδονικής κοινωνίας. Έτσι οι εύπορες τάξεις τάσσονταν με το μέρος της Ρώμης, ενώ οι φτωχοί, με τους οποίους συμμαχούσαν και οι δούλοι, επιθυμούσαν και νοσταλγούσαν την αποκατάσταση της μοναρχίας. Η εμφάνιση σε διάστημα μερικών ετών και δύο άλλων ακόμη διεκδικητών του θρόνου των Αντιγονιδών δείχνει ότι τα συνθήματα εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών και υπέρ
της βασιλείας εύρισκαν απήχηση στις μάζες των Μακεδόνων. Το αντιρωμαϊκό κίνημα γενικεύθηκε. Οι πληροφορίες για τη νέα αυτή ρωμαιομακεδονική σύρραξη είναι πολύ ελλιπείς. Ο ψευδο-Φίλιππος / ΑΝΔΡΙΣΚΟΣ στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων συνέτριψε τους Ρωμαίους με τους επαναστάτες του στα σύνορα μεταξύ Μακεδονίας και Θεσσαλίας, πιθανότατα στις αρχές του έτους 148 π.Χ.. Η ΡΩΜΗ έστειλε εναντίον του μια λεγεώνα με επικεφαλής το Ρωμαίο στρατηγό Πόπλιο Ιουβέντιο Θάλνα. ο ίδιος ο στρατηγός και πλήθος λεγεωνάριων έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Η Σύγκλητος παραδέχθηκε ότι οι Μακεδόνες είναι γενναίος λαός. Η τυραννική όμως συμπεριφορά του αρχηγού της επανάστασης, Ανδρίσκου – Φιλίππου, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια όχι μόνο των ευπόρων, αλλά και των ασθενέστερων τάξεων. Τώρα εναντίον αυτού η ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ της Ρώμης έστειλε δυο αξιόμαχες λεγεώνες υπό την ηγεσία του έμπειρου στρατηγού Κόιντου Καικίλιου Μέτελλου. Οι συγκρούσεις θα γίνουν νότια της Πύδνας, όπου ύστερα από κάποιες επιτυχίες – νίκη και απώθηση του ρωμαϊκού ιππικού – ο στρατός των εξεγερμένων Μακεδόνων κατανικήθηκε και διαλύθηκε. Σε 25.000 υπολογίζονται οι νεκροί Μακεδόνες – πανωλεθρία. Ο αρχηγός της Μακεδονικής Αντίστασης, Ανδρίσκος – Φίλιππος, διασώθηκε καταφεύγοντας στη Θράκη. Εκεί προσπάθησε, συμμαχώντας με ηγεμόνες Θράκες, να ανοίξει δεύτερο μέτωπο, αλλά προδόθηκε και παραδόθηκε δέσμιος στο νικητή του, ο οποίος χάρη στις επιτυχίες του αυτές έλαβε τον τίτλο «Μακεδονικός». Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ λεηλατήθηκε και πάλι – φοβερά και άγρια – και, όσα καλλιτεχνήματα είχαν απομείνει από την προηγούμενη λεηλασία (το 168 π.Χ.), μεταφέρθηκαν και αυτά στην Ιταλία για το ρωμαϊκό θρίαμβο. Με τα πλούσια λάφυρα ο θριαμβευτής στρατηγός Μέτελλος ίδρυσε στη ΡΩΜΗ και διακόσμησε ναούς και δημόσια κτήρια. Όσο για τον ηγέτη της Μακεδονικής εξέγερσης, το γενναίο και τελευταίο παλληκάρι της ένδοξης Μακεδονίας, Ανδρίσκο – Φίλιππο, αφού τον διαπόμπεψε στο λαμπρό του θρίαμβο, το 146 π.Χ., τον θανάτωσε. Η μη επικράτηση της επανάστασης δείχνει ότι η παράταξη των φιλορωμαίων Μακεδόνων είχε πιο στερεά ερείσματα μέσα στο καθεστώς της ρωμαιοκρατίας από την παράταξη των αντιρωμαίων, των οποίων παραταύτα τη διακαή επιθυμία απέδειξε και το γεγονός ότι λίγο αργότερα δε δίστασαν να ακολουθήσουν και νέο διεκδικητή του μακεδονικού θρόνου, που εμφανίσθηκε με το όνομα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και υποστηριζόταν επίσης από τους Θράκες. Αρκούσε μόνο το όνομά του για να σαγηνέψει και αν έλξει κάτω από τα επαναστατικά του λάβαρα τους πατριώτες Μακεδόνες. Ισχυριζόταν και αυτός ότι δήθεν είναι γιος του Περσέα. συγκρότησε έναν αξιόλογο στρατό από Μακεδόνες και Θράκες και κατόρθωσε να καταλάβει την Ανατολική Μακεδονία. Όταν όμως τον επιτέθηκε ο Μέτελλος, εγκατέλειψε τους άνδρες του και έσπευσε να σωθεί στα βόρεια, αφήνοντας τη Μακεδονία στη διάκριση των νικητών Ρωμαίων. Οι αλλεπάλληλες όμως συγκρούσεις, οι αιματηρές εξελίξεις και οι συνεχείς επικλήσεις των φιλορωμαίων Μακεδόνων προβλημάτιζαν τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, που τελικά κατέληξε στην απόφαση να προχωρήσει σε ουσιαστικότερες παραχωρήσεις. Τα δύο όμως επαναστατικά κινήματα υπό την ηγεσία των αρχηγών «Φιλίππου» και «Αλεξάνδρου», αντίστοιχα, αποκάλυψαν το βάθος των αισθημάτων των γενναίων και υπερήφανων Μακεδόνων και έπεισαν την ηγεσία της Ρώμης να επέμβει δυναμικά και μάλιστα άμεσα. Μετά την κατάπνιξη της επαναστατικής δράσης, η ρωμαϊκή κυριαρχία στη Μακεδονία έγινε πραγματικότητα αμετάκλητη. Καταλύθηκε και η συμβατική ελευθερία που είχε παραχωρηθεί στους Μακεδόνες στα πλαίσια των τεσσάρων «μερίδων» μετά την ήττα του Περσέα (168). Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ προσαρτήθηκε και ενσωματώθηκε στο ROMANUM IMPERIUM (Ρωμαϊκό Κράτος). Συγκεκριμένα: Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος, που είχε πια αποφασίσει την προσάρτηση των εδαφών της ελληνικής χερσονήσου, προχώρησε στην ενοποίηση της Μακεδονίας και την υπαγωγή της στη Ρωμαϊκή Επικράτεια, ιδρύοντας το έτος 148 π.Χ. την πρώτη ρωμαϊκή επαρχία (Romana provincia Macedoniae) στην Ανατολή. Μολονότι το γεγονός της υλοποίησης της επεκτατικής πολιτικής της Ρώμης ήταν βαρυσήμαντο, εν τούτοις κατά περίεργο τρόπο αυτό παρασιωπήθηκε από τις σύγχρονες ιστορικές πηγές. Δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες. Απλώς γίνεται μνεία της μετατροπής της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία. Δε γνωρίζουμε την ακριβή εποχή της βαρυσήμαντης και στρατηγικής αυτής απόφασης ούτε τα σχετικά ζητήματα που αφορούσαν την ίδρυση της ρωμαϊκής αυτής επαρχίας ούτε τι είδους συνθήκες επικράτησαν ούτε τι σήμαινε ακριβώς αυτή η αναδι-
οργάνωση της Μακεδονίας. Έχει κανείς την εντύπωση ότι δε σημειώθηκαν ευρείες πολιτειακές μεταβολές, δηλαδή η οργάνωση της επαρχίας δε διέφερε ουσιαστικά από εκείνη που είχε επιβληθεί το 168 π.Χ.. Δεν υπήρξε νέος «επαρχικός νόμος», ίσχυσαν οι νόμοι που είχαν υπαγορευθεί από το νικητή Λ. Αιμίλιο Παύλο. παρά την ενοποίηση όμως της χώρας, οι τέσσερες «μερίδες» διατηρήθηκαν ως απλές μόνο διοικητικές περιφέρειες, ενώ το κοινό «συνέδριον» από το 146 π.Χ. μεταβλήθηκε σε «ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ». Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ έγινε πρωτεύουσα όλης της Ρωμαϊκής επαρχίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και έδρα του Ρωμαίου διοικητή της επαρχίας, ο οποίος διέθετε ανθυπατική εξουσία και έφερε τον τίτλο του στρατηγού (praetor). έμενε στο πραιτώριο / διοικητήριο. Η εξουσία του ήταν ετήσια, αλλά ήταν δυνατό να παραταθεί για ποικίλους λόγους, κυρίως για στρατιωτικούς (ασφάλειας). Πρώτος διοικητής της Ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας διορίσθηκε ο νικητής των επαναστατημένων Μακεδόνων Κόιντος Καικίλιος Μέτελλος, που παρέμεινε στην εξουσία 2 χρόνια, από 148-146 π.Χ., αφού εξουδετέρωσε όλες τις επαναστατικές εστίες και κατέπνιξε την αντίσταση οριστικά. Το έτος 148 π.Χ. αποτέλεσε την αφετηρία της επίσημης χρονολογίας της επαρχίας – από το φθινόπωρο – τότε πιθανότατα πρέπει να ανακηρύχθηκε η Μακεδονία επαρχία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Πρόβλημα αποτελεί και ο καθορισμός της έκτασης της νέας αυτής επαρχίας, γιατί λείπουν σαφείς σχετικές μαρτυρίες σε σύγχρονες πηγές. Φαίνεται πάντως ότι περιελάμβανε, εκτός από τις τέσσερες μακεδονικές «μερίδες», την Ήπειρο και τα Ιλλυρικά εδάφη των ακτών της Αδριατικής, ώστε να εξασφαλίζεται απρόσκοπτη επικοινωνία με την ΙΤΑΛΙΑ και τις νέες κτήσεις της Ρώμης στη Χερσόνησο του Αίμου (Βαλκανική). Ενωμένες υπό κοινή διοίκηση επί τέσσερες και πλέον αιώνες, η Μακεδονία και η Ιλλυρία δεν έπαυσαν ωστόσο να αποτελούν δύο σαφώς διακρινόμενες χώρες από εθνική και πολιτιστική άποψη. Οι πηγές δε μαρτυρούν την ύπαρξη στενότερων σχέσεων μεταξύ τους. Ο διοικητής της επαρχίας είχε στη δικαιοδοσία του εκτός από την Ιλλυρία και όλα τα εδάφη προς Ν. και προς Β. της Μακεδονίας, όσα είχαν κατακτηθεί και προσαρτηθεί στο ρωμαϊκό κράτος. Μέσα στους κόλπους της απέραντης αυτής γεωγραφικής έκτασης της επαρχίας, της οποίας τα βόρεια σύνορα διευρύνονταν ακατάπαυστα, ωσότου έφτασαν στο Δούναβη ποταμό και τον Εύξεινο Πόντο, η κυρίως Μακεδονία αποτελούσε μια χωριστή ενότητα, σαφώς καθορισμένη, με σταθερά τα ιστορικά της σύνορα. Η περίοδος από το 148 π.Χ. ως την εποχή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου υπήρξε μία από τις σκληρότερες που γνώρισε η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ενσωματωμένοι στη ρωμαϊκή οικουμένη οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δεν είχαν πια δική τους ιστορία. Τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στη χώρα τους δεν ήταν παρά επεισόδια της ρωμαϊκής ιστορίας. Η Μακεδονία έπαψε να διατηρεί εθνικό στρατό και τέθηκε εξ ολοκλήρου υπό την προστασία της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, που διατηρούσε υπό τις διαταγές του Ρωμαίου διοικητή της Μακεδονίας σημαντικές ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις. Για την άμυνα της χώρας από τις αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες επιδρομές των βαρβάρων φρόντιζαν πια οι Ρωμαίοι διοικητές. Αυτοί οδηγούσαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα πέρα από τα σύνορα, για να υποτάξουν και να ειρηνέψουν τις γειτονικές χώρες. Ωστόσο ο αντίκτυπος αυτών των επιχειρήσεων έπληττε κάθε τόσο τη Μακεδονία: ερημώσεις, λεηλασίες, βιαιοπραγίες, απαγωγές ανθρώπων και κτηνών. Η ασφάλεια των πόλεων και των κατοίκων τους εξαρτιόταν από τους διοικητές που έστελνε η Σύγκλητος της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι «Ευεργέται», στους οποίους όφειλε την «ελευθερία» της, έγιναν έτσι οι σωτήρες τους. Μόνο σε περιπτώσεις εξαιρετικής ανάγκης, όταν εξωτερικοί κίνδυνοι από επιδρομές των βόρειων γειτόνων απειλούσαν την ακεραιότητα της χώρας, οι Μακεδόνες στρατολογούνταν επικουρικά να ενισχύσουν το ρωμαϊκό στρατό. Η προστασία της επαρχίας από τους «βάρβαρους» υπήρξε το κύριο μέλημα των διοικητών. Ο απόλυτος έλεγχος της ακριτικής αυτής περιοχής και η απρόσκοπτη και ταχεία διακίνηση των ρωμαϊκών λεγεώνων επιτεύχθηκε λίγα χρόνια μετά (μεταξύ των ετών 146-100 π.Χ.) με την κατασκευή της μεγάλης (εθνικής) ΕΓΝΑΤΙΑΣ οδού (Via Egnatia), που συνέδεσε τις ακτές της Αδριατικής θάλασσας με την Ανατολική Θράκη. Η περίφημη αυτή στρατιωτική οδική αρτηρία είχε αφετηρία την Επίδαμνο (Δυρράχιο), περνούσε από την Ηράκλεια της Λυγκηστίδας, την Έδεσσα, την Πέλλα και διαμέσου της Θεσσαλονίκης κατέληγε στον Έβρο. Η Εγνατία οδός θα γίνει και οδός εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ της Βαλκανικής χερσονήσου και της Ιταλίας. Είχε μήκος 800 χιλιόμετρα, διέσχιζε την Ήπειρο, τη Μακεδονία και έφθανε στη Θρά-
κη. Κατασκευάσθηκε γύρω στα 130 π.Χ. για καθαρά πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους, για να εξυπηρετήσει τους ιμπεριαλιστικούς στόχους των Ρωμαίων. Μια δίγλωσση (λατινική και ελληνική) επιγραφή, που βρέθηκε κοντά στο Γαλλικό ποταμό, χαραγμένη πάνω σε ένα μιλιάριο (χιλιομετρικό δείκτη), διασώζει το όνομα του ρωμαίου διοικητή ανθύπατου Γναίου Εγνατίου, από τον οποίο πήρε το όνομα η μεγάλη αυτή οδός, που αποδείχθηκε πολύ μεγάλης στρατηγικής και εμπορικής σημασίας. χρόνος πορείας 17-20 ημέρες. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, αν και δεν ήταν εύκολο να λησμονήσουν το ένδοξο παρελθόν τους και αδίστακτα αποτολμούσαν εξεγέρσεις για την παλινόρθωση της μακεδονικής βασιλείας (και νέα εξέγερση σημειώθηκε κατά της ρωμαϊκής κυριαρχίας το 143-142 π.Χ. με την εμφάνιση ενός νέου ψευδο-Φιλίππου), άρχισαν με την πάροδο του χρόνου να προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση της υποταγής. Εξάλλου, εκτός από την αύξηση των φορολογικών τους υποχρεώσεων, δεν είχαν αισθανθεί καμιά άλλη ουσιαστική αλλαγή. Αντίθετα η μετατροπή της Μακεδονίας σε ρωμαϊκή επαρχία αποκατέστησε την εσωτερική γαλήνη και έδωσε την ποθητή ενότητα, που εξασφάλιζε και ευοίωνες προοπτικές βελτίωσης της οικονομίας. Η ελευθερία των κινήσεων στην ευρύτατη πια ρωμαϊκή επαρχία, σε συνδυασμό και με την κατασκευή της Εγνατίας οδού έδωσε πολύ μεγάλη ώθηση στο εμπόριο και διευκόλυνε την ανάπτυξη ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων κατακτητών. Πραγματικά η μακροχρόνια ειρηνική πια συνύπαρξη – συμβίωση και η πολύμορφη συναλλαγή μεταξύ των υποτελών Ελλήνων (Μακεδόνων, Ηπειρωτών, Θεσσαλών και άλλων) και των κυρίαρχων Ρωμαίων αποτέλεσαν τη βασική αιτία βελτίωσης της οικονομίας και επιβολής της τάξης και νομιμότητας. Τόσο μάλιστα επωφελείς ήταν οι σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων, ώστε οι μεν πρώτοι (οι Μακεδόνες) να αισθάνονται ευχαριστημένοι από τη λύση που δόθηκε στο εθνικό τους ζήτημα και μάλιστα να εγκωμιάζουν τους Ρωμαίους (κατακτητές τους) ως «ευεργέτες», όπως θα συμβεί αργότερα και με τους Έλληνες άλλων περιοχών της Ελληνικής Χερσονήσου, οι δε δεύτεροι (οι Ρωμαίοι) να θαυμάζουν και να γνωρίζουν συνεχώς – σε βάθος και πλάτος – τον ανώτερο πολιτισμό των Ελλήνων (υποτελών τους), μέχρι του σημείου να θελήσουν να τον μιμηθούν και να τον αντιγράψουν ακόμη. Έχουμε μαρτυρία περί αυτού, όπως έχει προαναφερθεί, από το έργο του Ρωμαίου ποιητή ΟΡΑΤΙΟΥ, που διασαλπίζει ανά τους αιώνες: «GRAECIA CAPTA CEPIT FEROCEM VICTOREM ET ARTES INTULIT AGRESTI LATIO» (η ΕΛΛΑΔΑ, μολονότι νικήθηκε και υποτάχθηκε, εντούτοις υπέταξε τον τραχύ νικητή της και τις τέχνες εισήγαγε μέσα στο άξεστο ΛΑΤΙΟ). Στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα και στις αρχές του 1ου π.Χ. η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δοκιμάσθηκε από τρομερές καταστροφικές επιδρομές ποικιλωνύμων βαρβάρων. Οι Σκορδίσκοι, μια βαρβαρική Γαλατική φυλή, που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της συμβολής των ποταμών Σάβου και Δούναβη, αποτελούσαν την εποχή εκείνη το σοβαρότερο κίνδυνο. Αξιόπιστη μαρτυρία του τρόμου, που ενέπνεαν οι επιδρομές των πολεμοχαρών αυτών ιππέων, παρέχει ένα ψήφισμα της ΛΗΤΗΣ (περιοχή του Δήμου ΜΥΓΔΟΝΙΑΣ στο Νομό Θεσσαλονίκης), που χρονολογείται στα 119 π.Χ. Η επιγραφή περιλαμβάνει μια εμπεριστατωμένη περιγραφή της επιδρομής που έγινε τότε – και του ηρωισμού του ταμία Μάρκου Αννίου, ο οποίος έτρεψε σε φυγή τους βάρβαρους «χωρίς να κάνει επιστράτευση Μακεδόνων». Γι΄ αυτό τιμήθηκε με ετήσιους αγώνες ως ευεργέτης. Όταν ήταν ύπατος – το έτος 110 π.Χ. – Ο Μάρκος Μινούκιος Ρούφος, έγινε νέα επιδρομή των Σκορδίσκων, των Βησσών και άλλων βαρβαρικών θρακικών φυλών. Αυτός νίκησε και απώθησε τους Σκορδίσκους μακριά από τα σύνορα και τους εξουδετέρωσε για αρκετό χρονικό διάστημα, ενώ η εκστρατεία του εναντίον των Βησσών της περιοχής της Ροδόπης άνοιγε νέους δρόμους στις ρωμαϊκές λεγεώνες για επέκταση. Σώθηκε μία τιμητική επιγραφή από την πόλη Ευρωπό (του κάτω Αξιού), που είναι αναμνηστική των νικών του. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της επαρχίας της Μακεδονίας από το Γάιο Σέντιο Σατουρνίνο (93-87 π.Χ.) σημειώθηκε γενική εξέγερση των βαρβάρων στη Βαλκανική. Υποκινήθηκαν – εξαγορασμένοι καθώς φαίνεται από το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄, τον Ευπάτορα, φοβερό και πεισματικό αντίπαλο της Ρώμης, οι Μαίδοι, οι Σιντοί, οι Δάρδανοι και άλλες φυλές – και επέδραμαν από όλες τις πλευρές στην επαρχία της Μακεδονίας και την ερήμωσαν οικτρά. Οι επιδρομές επαναλαμβάνονταν κάθε χρόνο. Μάλιστα το 88 π.Χ. οι βάρβα-
ροι έφθασαν ως τη Δωδώνη και λεηλάτησαν το ιερό του ΔΙΑ. Στα τέλη του 87 π.Χ. τη Μακεδονία πλημμύρισαν τα στρατεύματα του Μιθριδάτη. Αλλά το 86 π.Χ. ο Ρωμαϊκός στρατός με επικεφαλής το στρατηγό Σύλλα ανακατέλαβε τη Μακεδονία. Έμεινε εκεί για ένα χρονικό διάστημα και ηγήθηκε ο ίδιος των εκστρατειών εναντίον των βαρβάρων. Το 84 π.Χ. οι Σκορδίσκοι, οι Μαίδοι και οι Δάρδανοι εισβάλλουν και πάλι στη Μακεδονία και προελαύνουν ως τους Δελφούς, όπου πυρπολούν το ναό του Απόλλωνα. Όμως τη φορά αυτή οι Ρωμαίοι αντεπιτέθηκαν με σφοδρότητα και απώθησαν οριστικά τους Σκορδίσκους. Κατά τη διακυβέρνηση του Λεύκιου Καλπουρνίου Πίσωνα (57-55 π.Χ.) σημειώθηκε νέα εισβολή βαρβάρων στη Μακεδονία, των Δαρδάνων, των Βησσών και των Δενθηλητών, οι οποίοι επιτέθηκαν, για να εκδικηθούν τις αδικοπραγίες του ανθύπατου, του διοικητή της επαρχίας, εναντίον του οποίου βάλλει δριμύτατα και ο Κικέρων με φραστικές επιθέσεις. Ο ίδιος αναφερόμενος στο μέγεθος της καταστροφής της χώρας γράφει: «΄Εθεσαν σε κίνδυνο τις προσόδους μας, κατέλαβαν τις πόλεις, ερήμωσαν τους αγρούς, εξανδραπόδισαν τους συμμάχους μας, λεηλάτησαν τις ιδιοκτησίες, απήγαγαν τα κτήνη, ανάγκασαν τους ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ να οχυρώσουν την ακρόπολή τους». Η κατάσταση των «συμμάχων», δηλαδή των Μακεδόνων, πρέπει να ήταν οικτρή. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα συνεχίσει να είναι θέατρο στρατιωτικών επιχειρήσεων και κατά τη διάρκεια των εμφύλιων πολέμων, που έφεραν αντιμέτωπους τον Καίσαρα και τον Πομπήιο αρχικά, έπειτα τους υπέρμαχους της ελεύθερης ρωμαϊκής πολιτείας και τέλος την ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ [Β'], η οποία θα καταλήξει στη μοναρχία - αυτοκρατορία. Πράγματι η Μακεδονία υπήρξε ένα από τα κύρια θέατρα των εχθροπραξιών. Από την άνοιξη του 49 π.Χ. ως τη μάχη της Φαρσάλου (των Φαρσάλων) τον Αύγουστο του 48 π.Χ., υπήρξε η έδρα της εξόριστης δημοκρατικής κυβέρνησης και ο χώρος συγκέντρωσης των στρατευμάτων του Πομπήιου. Συνοδευόμενος από τους δύο υπάτους και από 200 συγκλητικούς ο Πομπήιος εγκαταστάθηκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, που ήταν έδρα του διοικητή της επαρχίας της Μακεδονίας. Είχε υπό τις διαταγές του 9 λεγεώνες και μάλιστα διηύθυνε αυτοπροσώπως τις ασκήσεις των στρατευμάτων του. το βάρος όμως του επισιτισμού τόσων χιλιάδων ανδρών πρέπει να εξάντλησε οικονομικά τη χώρα. Μετά τη μάχη της Φαρσάλου και την ήττα του Πομπήιου, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ περιήλθε στην εξουσία του Καίσαρα και μετά τη δολοφονία του άλλαξε επανειλημμένα κυρίους. Το φθινόπωρο του έτους 44 π.Χ. ο Βρούτος κατόρθωσε να προσεταιρισθεί στη δημοκρατική παράταξη την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα και παρέμεινε κύριος αυτών των χωρών ως τη μάχη των ΦΙΛΙΠΠΩΝ, τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του έτους 42 π.Χ.. Έπειτα από το 42 και ως το Σεπτέμβριο του 31 π.Χ. η Μακεδονία ανήκε στη δικαιοδοσία του Μάρκου Αντωνίου. Τέλος, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου 2 Σεπτεμβρίου του 31 π.Χ., οι εκστρατείες του ανθύπατου Μάρκου Λικινίου Κράσσου ολοκλήρωσαν την εγκαθίδρυση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην περιοχή που περιλαμβάνεται μεταξύ της οροσειράς του Αίμου (Βαλκάνια όρη) και του Δούναβη (ποταμού). Έτσι, την αυγή της περιόδου της ηγεμονίας (της Ρώμης), μια αχανής επαρχία συνένωσε το κεντρικό τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου, από το ακρωτήριο Ταίναρο στο νότο, ως το Δούναβη στο βορρά και από το Αδριατικό πέλαγος δυτικά ως τον Εύξεινο Πόντο ανατολικά. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου ακολουθούν δύο πολύ σημαντικά γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας: το ένα είναι η μονοκρατορία του Οκταβιανού Αυγούστου – πολιτειακή μεταβολή – λήγει η περίοδος της ελεύθερης Ρωμαϊκής πολιτείας (Respublica Romana) και εγκαινιάζεται η μακραίωνη περίοδος της Ηγεμονίας (αυτοκρατορικοί χρόνοι) ως την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους το 476 μ.Χ. και την κατάληψη της Ρώμης. το άλλο είναι η υποταγή του τελευταίου ελληνιστικού κράτους, του βασιλείου των Πτολεμαίων (της Κλεοπάτρας). Η ΡΩΜΗ έγινε πανίσχυρη, όταν η διχόνοια είχε διαφθείρει τις πολιτικές δυνάμεις του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, εφαρμόζοντας τη γνωστή πολιτική της «διαίρει και βασίλευε». Παρερμηνεύοντας οι ΕΛΛΗΝΕΣ κάθε φορά αυτήν την πολιτική τακτική των Ρωμαίων, δεν κατόρθωναν να ομονοούν, και μάλιστα κάποιοι πολιτικοί ηγέτες έφταναν, όπως προαναφέρθηκε, στο σημείο να ταυτίζουν το συμφέρον τους με την ισχύ της Ρώμης, θυσιάζοντας ακόμη και την
ελευθερία της πατρίδας τους. Το ατομικιστικό πνεύμα και η καταραμένη διχόνοια των Ελλήνων υπήρξαν τα βασικότερα αίτια της υποδούλωσής τους στους Ρωμαίους. Πάντως η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ υπήρξε ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος των Ρωμαίων. Ενωμένος ως το τέλος ο Μακεδονικός Ελληνισμός αντιμετώπισε σθεναρά «τὰ ἐξ Ἑσπερίας νέφη», υπερασπίζοντας γενναία την πατρίδα του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη. Και υποδουλωμένοι ακόμη οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ υπέμεναν τα πλήγματα της ιστορικής μοίρας ε ν ω μ έ ν ο ι, υποκύπτοντας στην πίεση των περιστάσεων. Χρειάσθηκε πολύς χρόνος ασφαλώς, για να σβήσουν οι αναμνήσεις της ταπεινωτικής καταστροφής και να εκμηδενισθεί κάθε ελπίδα επανάστασης. Κατά τα πολυτάραχα χρόνια της διακυβέρνησης του Σέντιου Σατουρνίνου έγινε μία τελευταία απόπειρα εξέγερσης εναντίον των Ρωμαίων και αποκατάστασης της «πατρίου βασιλείας». αναλήφθηκε από κάποιο νεαρό Μακεδόνα, που ονομαζόταν ΕΥΦΑΝΗΣ, αλλά καταπνίγηκε στη γέννησή της. Ο Κικέρων, που πέρασε από το καλοκαίρι του 58 π.Χ. 6 μήνες της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη, χαρακτήριζε τη Μακεδονία «πηγή και φυτώριο θριάμβων και επαρχία πιστή και φίλη του ρωμαϊκού δήμου (provincia fidelis et amica populi Romani)». Γι΄ αυτό υπήρξε επί μακρά περίοδο μία από τις πιο επίζηλες επαρχίες για τους στρατηγούς που επιθυμούσαν τη δόξα και για όσους αναζητούσαν ευκαιρίες πλουτισμού. Παρέμεινε για περισσότερα από 100 χρόνια η μοναδική ρωμαϊκή επαρχία στη Χερσόνησο του Αίμου και με την ιδιότητά της αυτή και χάρη στην επίκαιρή της θέση στη Χερσόνησο του Αίμου, ανάμεσα στην Ιταλία και τη Μικρά Ασία, διαδραμάτισε ρόλο σημαντικό στη ιστορία της ρωμαϊκής επέκτασης και των εμφύλιων πολέμων. Οι Μακεδόνες πολέμησαν ως «σύμμαχοι» στο πλευρό του Σύλλα, του Πομπήιου και του Βρούτου. Ο τελευταίος μάλιστα συγκρότησε 2 λεγεώνες Μακεδόνων, τις οποίες εκπαίδευσε κατά το ρωμαϊκό σύστημα. Τέλος με την εδραίωση της «Ειρήνης Σεβαστής» (Pax Augusta) η ένταξη των Μακεδόνων στη ρωμαϊκή οικουμένη θα ολοκληρωθεί οριστικά. Στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σημειώθηκε ανάπτυξη, οικονομική, δημογραφική και εκπολιτιστική, που επηρεάσθηκε από τρεις παράγοντες, την κατασκευή της Εγνατίας οδού, την εγκατάσταση Ρωμαίων εμπόρων στις μακεδονικές πόλεις και την ίδρυση ρωμαϊκών αποικιών. Η μεγάλη αυτή οδός αποτελούσε – ως προέκταση της μεγάλης ιταλικής οδού που λεγόταν Αππία (via Appia) από το στενό του Βρεντεσίου στο Δυρράχιο και την Απολλωνία – τον πιο άμεσο και πιο εύχρηστο σύνδεσμο μεταξύ της Ρώμης και της Ανατολής. Κατασκευασμένη για τον έλεγχο των Ρωμαϊκών κτήσεων στη Χερσόνησο του Αίμου, η στρατιωτική αυτή οδός έγινε όργανο της πολιτικής της Ρώμης για την επέκταση της κυριαρχίας της στην Ανατολή. Χρησίμευε όχι μόνο για τη μεταφορά των στρατευμάτων που λάβαιναν μέρος στις εκστρατείες της Χερσονήσου του Αίμου και της Ανατολής, αλλά και για τη γρήγορη διακίνηση των υπαλλήλων και των πρακτόρων της διοίκησης. Συγχρόνως όμως χρησίμευε ως φορέας για την ειρηνική διείσδυση των επιχειρηματιών, για τη μεταφορά των προϊόντων και για τις πολιτιστικές ανταλλαγές. Η παλαιότερη χρονολογημένη μαρτυρία Ρωμαίων εμπόρων εγκατεστημένων στη Μακεδονία – που έχουμε – είναι μια τιμητική επιγραφή που στήθηκε από την κοινωνία της ΒΕΡΟΙΑΣ και τους εγκατεστημένους εκεί Ρωμαίους εμπόρους προς τιμή του ανθύπατου Καλπουρνίου Πίσωνα. Άλλες πηγές επιβεβαιώνουν την παρουσία Ρωμαίων και λοιπών Ιταλών στην Αμφίπολη, στην Απολλωνία και στην Πέλλα, όπου εμπορεύονταν. Στις πρώτες 10ετίες της αυτοκρατορικής εποχής μαρτυρείται η ύπαρξη ρωμαϊκών παροικιών στην ΕΔΕΣΣΑ, ΣΤΥΒΒΕΡΑ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΑΚΑΝΘΟ και στις ΙΔΟΜΕΝΕΣ. Η συρροή τόσων Ρωμαίων εμπόρων αποτελεί ένδειξη της άνθησης της οικονομικής ζωής στη Μακεδονία. Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες της δημοκρατικής περιόδου σημειώνονται μαζικές εγκαταστάσεις στην επαρχία – όπου είχαν υπηρετήσει – παλαιμάχων ρωμαίων στρατιωτών. Οργανωμένος αποικισμός – με γνώμονα την ενίσχυση και ενοποίηση του ρωμαϊκού κράτους – έγινε με εντολή του Βρούτου στην Κασσάνδρεια και στο ΔΙΟΝ, το 43/42 π.Χ.. Αργότερα ρωμαϊκές αποικίες ιδρύθηκαν στους Φιλίππους, στην Πέλλα και αλλού – με πρωτοβουλία του Οκταβιανού. Η εγκαθίδρυση της ηγεμονίας – μοναρχίας / αυτοκρατορίας σημαδεύει την αφετηρία μιας περιόδου ειρήνης, ευημερίας και τάξης για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και για τις άλλες βέβαια ε-
παρχίες της απέραντης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που θα διαρκέσει σχεδόν 3 αιώνες (PAX ROMANA / ρωμαϊκή ειρήνη). Πράγματι, μετά τη λήξη των εμφύλιων πολέμων, το Ρωμαϊκό κράτος βρήκε στο πρόσωπο του μονοκράτορα ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΥ / ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ έναν ηγεμόνα ικανό να του επιβάλει ένα πολίτευμα, που θα του εξασφάλιζε μόνιμη σταθερότητα και οικονομική και πολιτιστική άνθηση, από την οποία θα ευνοούνταν όλοι όσοι ζούσαν μέσα στα σύνορα της επικράτειάς του. Ιδιαίτερα όμως θα ευνοούνταν οι μεσογειακοί λαοί, που τους ένωνε το «mare nostrum» των Ρωμαίων (η θάλασσά μας). η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ δηλαδή που ενώνει τόσους λαούς με πανάρχαιους πολιτισμούς. Αυτός ήταν ο διεθνής πολιτικός ορίζοντας, όταν – 30 χρόνια μετά την αναγόρευση του Οκταβιανού Αυγούστου ως αυτοκράτορα στο θρόνο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – γεννήθηκε στη ΒΗΘΛΕΕΜ της Παλαιστίνης, που ήταν τότε επαρχία της ΡΩΜΗΣ, ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ, ο ΜΕΣΣΙΑΣ του κόσμου, για μας, να εδραιώσει την ειρήνη και την ευημερία: «... καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Όλα τα έθνη περίμεναν να γίνει κάποια μεταφυσική μετάλλαξη του ανθρώπινου γένους. Ήταν η προσδοκία των εθνών ότι κάποιος ΜΕΣΣΙΑΣ (!) θα έσωζε τον κόσμο όλο. Την έλευσή του είχαν προφητέψει προ αιώνων Εβραίοι προφήτες και τη διάδοση της διδασκαλίας του προετοίμασε και διευκόλυνε ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (η ελληνική γλώσσα και η ελληνική φιλοσοφία, η πλατωνική και η στωική). Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ θα τιμήσουν τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο, εγκαινιάζοντας ένα νέο χρονολογικό σύστημα (έτη Σεβαστά) με αφετηρία την ημερομηνία της μεγάλης του νίκης στη συντριπτική ναυμαχία στο ΑΚΤΙΟΝ (στον Αμβρακικό κόλπο) – στις 2 Σεπτεμβρίου του έτους 31 π.Χ.. Κατά το διακανονισμό μεταξύ του αυτοκράτορα και της ΣΥΓΚΛΗΤΟΥ για τη διανομή των σφαιρών επιρροής, που έγινε το έτος 27 π.Χ., η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ συγκαταλέχθηκε στις συγκλητικές επαρχίες. Ήδη με την αναδιοργάνωση του ρωμαϊκού στρατού, που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 30-28 π.Χ., η κυρίως Μακεδονία εκκενώθηκε από στρατεύματα (ρωμαϊκά) και στα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια έγινε «ανοχύρωτη επαρχία» (provincia inermis), όταν αφαιρέθηκε η διοίκηση των λεγεώνων από τον ανθύπατο διοικητή της Επαρχίας της Μακεδονίας. Βόρεια αυτής το έτος 15 μ.Χ. δημιουργήθηκε μια νέα ρωμαϊκή διοίκηση, η επαρχία της Μυσίας (Βουλγαρία). Η επαρχία της Μακεδονίας - τότε – ειρηνευμένη και προστατευμένη από τις ρωμαϊκές λεγεώνες που στρατοπέδευαν πλέον στο Δούναβη περιορίσθηκε στα παλαιά της σύνορα και στο εξής σπάνια θα υποστεί τον αντίκτυπο της εξωτερικής πολιτικής της Ρώμης. Αρκετές είναι οι περιπτώσεις παρέμβασης του αυτοκράτορα στις συγκλητικές δικαιοδοσίες διοίκησης της Μακεδονίας. Στις αρχές της βασιλείας του αυτοκράτορα Τιβερίου (14 - 37 μ.Χ.), που διαδέχθηκε το έτος 14 μ.Χ. τον Οκταβιανό, όταν η Μακεδονία ζήτησε ελάφρυνση των υποχρεώσεών της, ο ΤΙΒΕΡΙΟΣ αποφάσισε να την υπαγάγει στη δική του δικαιοδοσία και εμπιστεύτηκε τη διακυβέρνησή της στο διοικητή της επαρχίας της Μυσίας Γάιο Ποππαίο Σαβίνο, του οποίου, εκτιμώντας τις στρατηγικές και διοικητικές ικανότητες, παρέτεινε τη θητεία πάνω από 20 χρόνια. Και ο διάδοχός του Πόπλιος Μέμμιος Ρήγουλος παρέμεινε επίσης για μεγάλο διάστημα στη θέση αυτή, από το 35-44 μ.Χ.. Τότε η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τέθηκε πάλι υπό τη δικαιοδοσία της Ρωμαϊκής συγκλήτου. Την ίδια εποχή ιδρύθηκε και η επαρχία της ΘΡΑΚΗΣ. Συχνές γίνονται οι παρεμβάσεις του θρόνου στα πράγματα των συγκλητικών επαρχιών επί της βασιλείας του Τραϊανού, του Αδριανού, του Σεπτίμου Σεβήρου και άλλων αυτοκρατόρων. Οι τέσσερες ρωμαϊκές αποικίες: οι Φίλιπποι, η Κασσάνδρεια, το ΔΙΟΝ και η Πέλλα είχαν ευνοϊκότερο καθεστώς. Στις τρεις πρώτες είχε παραχωρηθεί το « Ιταλικό δίκαιο» και απαλλάσσονταν από κάθε άμεση φορολογία. Οι μη ρωμαϊκές πόλεις, οι υποτελείς δηλαδή ελληνικές πόλεις, είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους – τους παλαιούς θεσμούς: εκκλησία του Δήμου, βουλή και άρχοντες, καθώς και δικαστική αυτονομία. Η αυτονομία όμως των ελληνικών πόλεων περιοριζόταν συχνά από τις επεμβάσεις των αυτοκρατόρων, στους οποίους οι πόλεις απευθύνονταν με πρεσβείες, για να επικαλεσθούν την εύνοιά τους. Αυτοκρατορικές επιστολές, που διασώθηκαν, δείχνουν το ενδιαφέρον των αυτοκρατόρων για τη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης των μακεδονικών πόλεων.
Τρεις πόλεις μακεδονικές απολάμβαναν το προνομιακό καθεστώς της ελεύθερης πόλης (civitates liberae): η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ανακηρύχθηκε ελεύθερη πόλη το 42 π.Χ. από τα μέλη της νικηφόρου Τριανδρίας (Οκταβιανός, Αντώνιος, Λέπιδος) – πρωτεύουσα της επαρχίας της Μακεδονίας (από το έτος 148 π.Χ.) και αποκαλείται ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ. Άλλη είναι η Αμφίπολη, πρωτεύουσα της «μερίδος» Α, που ανακηρύχθηκε ελεύθερη, όταν ιδρύθηκε η επαρχία της Μακεδονίας. αυτή έγινε πρώτη ελεύθερη πόλη, για να τιμηθεί, επειδή εκεί ήταν το στρατηγείο του Αιμίλιου Παύλου, του νικητή της Πύδνας. Τρίτη ελεύθερη πόλη ανακηρύχθηκε η Σκοτούσα, πόλη της Ανατολικής Μακεδονίας. Στην Άνω Μακεδονία ιδρύονται κατά την αυτοκρατορική περίοδο τα εθνικά «κοινά», που ευνοήθηκαν από τους Ρωμαίους ως ενδιάμεσοι οργανισμοί ανάμεσα στην Κεντρική διοίκηση της επαρχίας και τις τοπικές αρχές: τέτοια ομοσπονδιακά τοπικά «κοινά» αγροτικού κυρίως χαρακτήρα είναι το «ΚΟΙΝΟΝ των ΟΡΕΣΤΩΝ», το «ΚΟΙΝΟΝ των ΛΥΓΚΗΣΤΩΝ», το «ΚΟΙΝΟΝ των ΕΛΙΜΙΩΤΩΝ» και το «ΚΟΙΝΟΝ ΔΕΥΡΙΟΠΩΝ». Τέλος έχουμε και το γενικό «ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ» που ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια. Τώρα αυτό είναι μια συνομοσπονδία όλων των μακεδονικών κοινοτήτων με επίκεντρο την αυτοκρατορική λατρεία. Ο πρόεδρος του ΚΟΙΝΟΥ αυτού ήταν αρχιερέας των Σεβαστών και οργανωτής των αγώνων που τελούνταν. Το «ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ» μπορούσε να απευθύνεται απ΄ ευθείας στον αυτοκράτορα, χωρίς τη μεσολάβηση του διοικητή / επάρχου, να διατυπώνει παράπονα και κατηγορίες εναντίον του τελευταίου και να τον ενάγει σε δίκη για διοικητικά παραπτώματα. Το ΚΟΙΝΟΝ έκοβε νομίσματα με την εικόνα και το όνομα του αυτοκράτορα στη μια όψη και την επιγραφή «ΚΟΙΝΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ» ή απλώς «ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ» στην άλλη όψη. Οι ανώτατοι άρχοντές του ονομάζονταν «Μακεδονιάρχαι» και το «συνέδριον» απένεμε τον τιμητικό τίτλο του «πρώτου τοῦ ἔθνους». Συνέβαλλε έτσι στη διατήρηση του εθνικού φρονήματος των Μακεδόνων, μία τελευταία αναλαμπή του οποίου αποτελεί η αναβίωση της μνήμης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ευνοήθηκε ιδιαίτερα από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες Καρακάλλα και Αλέξανδρο Σεβήρο. Ο ΚΑΡΑΚΑΛΛΑΣ (211 - 217 μ.Χ.), εκκεντρικός άνθρωπος –κολακευόταν με την προσωνυμία «ΝΕΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ», διερχόμενος από τη Μακεδονία κατά τη μετάβασή του σε κάποια ανατολική εκστρατεία, στρατολόγησε Μακεδόνες και συγκρότησε μια αυθεντική «φάλαγγα», όπως και ο ΝΕΡΩΝ είχε ονομάσει μια φάλαγγά του «Φάλαγγα του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα της Ρώμης ΦΙΛΙΠΠΟΥ του ΑΡΑΒΑ αρχίζουν νέες βαρβαρικές επιδρομές, οι οποίες γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα θα πυκνώσουν. Ένας από τους αντίκτυπους των επιδρομών αυτών ήταν το κλείσιμο όλων των νομισματοκοπείων της επαρχίας. Το έτος 254 μ.Χ., επί της βασιλείας των αυτοκρατόρων ΒΑΛΕΡΙΑΝΟΥ και ΓΑΛΛΙΗΝΟΥ αρχίζουν να κατεβαίνουν οι ΓΕΡΜΑΝΟΙ (βάρβαροι, πρόγονοι και αυτοί των σημερινών εταίρων μας στην Ε.Ε.). Πρώτοι εμφανίζονται στη Βαλκανική οι ΓΟΤΘΟΙ. Αυτοί το 254 μ.Χ. επιτέθηκαν εναντίον της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, χωρίς όμως να επιτύχουν την κατάληψή της. Δεύτεροι εμφανίζονται οι ΕΡΟΥΛΟΙ. Αυτές οι δύο γερμανικές βαρβαρικές φυλές θα αποβούν μάστιγες της Βαλκανικής. Το έτος 268 οι βαρβαρικές ορδές αυτών εισέβαλαν στην Κεντρική Ελλάδα και τη λεηλάτησαν και επιστρέφοντας ερήμωσαν την Ήπειρο και τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Αυτή ήταν η σοβαρότερη από τις βαρβαρικές εισβολές του 3ου αιώνα. προκάλεσε πολύ μεγάλη αναστάτωση και αναρχία. Μεταξύ άλλων σφετεριστών της εξουσίας κάποιος ΒΑΛΗΣ αναγορεύθηκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ αυτοκράτορας. Αργότερα ο αυτοκράτορας της ΡΩΜΗΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ Β΄ (268 - 270 μ.Χ.) νίκησε τους Γότθους κοντά στη Ναϊσσό και έθεσε προσωρινό τέλος στο βαρβαρικό σοβαρό αυτό κίνδυνο. Σχετικά με την οικονομική και την κοινωνική κατάσταση στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κατά τη μακραίωνη ρωμαιοκρατία – από τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα μέχρι τα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα – υπάρχει πενία πληροφοριών, που μας υποχρεώνει να περιορισθούμε σε επιμέρους διαπιστώσεις και σε υποθέσεις σχετικά με τη ζωή των κοινωνικών τάξεων και ιδιαίτερα των κατωτέρων. Η Μακεδονία κατείχε κατώτερη σχετικά θέση στην οικονομική ζωή της αυτοκρατορίας. Πα-
ρά το φυσικό της πλούτο, δεν ήταν πια σε θέση να ανταγωνισθεί στον τομέα των διεθνών, οικονομικών σχέσεων τις πλούσιες επαρχίες της Μικράς Ασίας και της Δύσης. Η πρώιμη αυτοκρατορική περίοδος υπήρξε οπωσδήποτε γι΄ αυτήν περίοδος ευημερίας. Η ειρήνη και η ασφάλεια, οι καλοί δρόμοι και ένα σύστημα εκμετάλλευσης πιο δίκαιο από εκείνο της προηγούμενης περιόδου (της δημοκρατίας) ευνόησαν μια οικονομική άνθηση, από την οποία ωφελήθηκαν τόσο οι Ρωμαίοι κυρίαρχοι και οι ιθύνουσες τάξεις της επαρχίας, όσο και τα λαϊκά στρώματα. Η διεύρυνση της οικονομικής βάσης, η αύξηση του αριθμού τόσο των άμεσων παραγωγών όσο και αυτών που καρπούνταν την παραγωγή, καθώς και η βελτίωση των όρων διαβίωσης των παραγωγικών τάξεων αποτελούν χαρακτηριστικό της οικονομικής προόδου που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή. Όπως κάθε αρχαία κοινωνία, κατά την αυτοκρατορική περίοδο η μακεδονική κοινωνία ήταν μία κοινωνία δουλοκτητική. η οικονομία της βασιζόταν σε μεγάλο μέρος στη δουλική εργασία. Υπάρχει η τάξη των «χωρικών» της υπαίθρου, οι μικρομεσαίοι γαιοκτήμονες. αυτοί είναι οι πολλοί. Λίγοι είναι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. αυτοί καρπούνταν μεγάλα κτήματα και ήταν εγκαταστημένοι στις πόλεις. δε θεωρούνται «χωρικοί», ανήκουν στους ευγενείς και αποτελούν την αριστοκρατία. Εκπλήσσει το γεγονός ότι δε σώζεται καμία μαρτυρία σχετικά με το σύστημα της «προστασίας» στη Μακεδονία. Ανεπαρκείς επίσης είναι οι πληροφορίες μας σχετικά με το εργατικό δυναμικό στη βιοτεχνία και τα άλλα επαγγέλματα, καθώς και για το εμπόριο. Παρά ταύτα κάποιες μεγάλες οικογένειες ευγενών – μεγαλογαιοκτημόνων – της Θεσσαλονίκης, της Βέροιας και των Φιλίππων είχαν τεράστιες περιουσίες, όπως π.χ. ο ΚΟΪΝΤΟΣ ΠΟΠΙΛΛΙΟΣ ΠΥΘΩΝ, πολίτης της Βέροιας και αρχιερέας των Σεβαστών, πολύ γενναιόδωρος και μεγάλος χορηγός. Υπήρχαν όμως και οι αυτοκρατορικές γαιοκτησίες και τα ορυχεία, των οποίων η εκμετάλλευση ανήκε στον αυτοκράτορα. Βασικό κριτήριο της οικονομικοκοινωνικής διαίρεσης των κατοίκων της επαρχίας είναι η πολιτικοκοινωνική διαίρεση σε Ρωμαίους και μη Ρωμαίους. Οι ΡΩΜΑΙΟΙ ανήκαν στην τάξη των πλουσίων, των δουλοκτητών. Άλλοι είναι επιχειρηματίες, επαγγελματίες, έμποροι. Η θέση πάντως των Ρωμαίων ήταν προνομιακή και τους ξένους (υπάρχουν και οι Εβραίοι, εγκατεστημένοι στις μεγάλες πόλεις, π.χ. στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια και στους Φιλίππους) τους έβλεπαν διακριτικά, γιατί τους θεωρούσαν εκπροσώπους του κυριάρχου. Όμως η κοινωνία των Ρωμαίων πολιτών διευρυνόταν σταδιακά με την παροχή του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη σε άτομα ποικίλης εθνικής και κοινωνικής προέλευσης, ακόμη και σε ηττημένους εχθρούς της Ρώμης και σε απελεύθερους δούλους. Με το περίφημο διάταγμα του αυτοκράτορα Καρακάλλα το έτος 212 μ.Χ. χορηγήθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους ελεύθερους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και έτσι εξαλείφθηκε η διαφορά που χώριζε τους Ρωμαίους από τους μη Ρωμαίους πολίτες. Πάντως οι κάτοικοι των επαρχιών, επομένως και οι Μακεδόνες, εξισώθηκαν πλήρως με τους ίδιους τους κατοίκους της Ρώμης. Η μακραίωνη ρωμαϊκή κατοχή δεν αφομοίωσε τους ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, δεν επηρέασε τη γλώσσα και την εθνική συνείδησή τους, την οποία τροφοδοτούσε το μεγαλείο ενός ένδοξου και απαράμιλλου παρελθόντος. Αντίθετα η ελληνική γλώσσα διαδόθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ των κυρίαρχων Ρωμαίων, οι οποίοι επηρεάσθηκαν σε όλους τους τομείς της διανόησης, στην ποίηση, φιλοσοφία, θέατρο, τέχνες κ.λ.π. Ο νομικός εκρωμαϊσμός δεν έθιξε την υπερηφάνεια και το γόητρο των απογόνων του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ γίνονταν Ρωμαίοι πολίτες, χωρίς να παύσουν να μιλούν την ελληνική γλώσσα και να αισθάνονται Έλληνες. Παρέμειναν ΕΛΛΗΝΕΣ ακραιφνείς και σταδιακά θα ανορθωθούν ενταγμένοι στη μεγάλη ρωμαϊκή κοινότητα (Ρωμιός / Έλληνας). Σχετικά με το επίπεδο και το χαρακτήρα της εκπαίδευσης των νέων στη ρωμαιοκρατούμενη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, οι πληροφορίες μας είναι πενιχρές και είναι απλές επιγραφικές μνείες μεμονωμένων περιπτώσεων και, επομένως, δεν επαρκούν να μας διαφωτίσουν για την παιδεία και την πνευματική ζωή. Διαπιστώνεται από το επιγραφικό πλούσιο υλικό η διάδοση της γνώσης της γραφής σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την ελληνιστική περίοδο. Αυτό φαίνεται από πολλές επιγραφές –από διάφορα σημεία της Μακεδονίας – που προέρχονται από ανθρώπους όλων
των κοινωνικών τάξεων. Η φοίτηση στα σχολεία ήταν προνόμιο των παιδιών που μπορούσαν οι κηδεμόνες τους να πληρώσουν τα μαθήματα των δασκάλων. Στις μεγάλες πόλεις υπήρχε κάποιος έλεγχος των κοινοτικών αρχών για την παρεχόμενη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, ενώ οι αγροτικές κοινότητες δεν ήταν σε θέση να συντηρήσουν σχολείο. Αν και οι μαρτυρίες αναλφαβητισμού είναι εξαιρετικά σπάνιες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αριθμός των αναλφάβητων πρέπει να ήταν μεγάλος. Να μία μαρτυρία από τη Βέροια αξιομνημόνευτη: πρόκειται για μια επιστολή που αναφέρεται σε μια απελευθερωτική πράξη δύο αδελφών δούλων, που πέτυχαν την απελευθέρωσή τους στη Βέροια. τελειώνει ως εξής: «... ἐγράψαμεν, τήν ἐπιστολήν... διά χειρός Φλαβίου Ἄρδυος διά τό μή αὐτούς ἡμᾶς ἐπίστασθαι γράμματα» (γράψαμε την επιστολή με το χέρι του Φλαβίου Άρδυα, γιατί εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε γράμματα). Η μέση και η ανώτερη εκπαίδευση ήταν φυσικά αποκλειστικό προνόμιο των νέων πόλεων. Υπάρχουν μαρτυρίες αρκετές – κυρίως όμως είναι επιγραφές – που αναφέρονται στο μάθημα της φυσικής αγωγής. Υπάρχει, όπως έχει προαναφερθεί, η επιγραφή που διασώζει το «γυμνασιαρχικό νόμο» της Βέροιας. περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αφορούν την οργάνωση και τη λειτουργία του Γυμνασίου (γυμναστηρίου). Το πολύτιμο αυτό μνημείο είναι προγενέστερο βέβαια, αλλά αυτό που μπορεί να λεχθεί με βεβαιότητα είναι ότι το γυμνάσιο, ως πλαίσιο φυσικής αγωγής και μύησης των νέων στην πολιτική ζωή του τόπου, λειτουργούσε συνειδητά ή ασυνείδητα και ως φυτώριο, όπου καλλιεργούνταν η εθνική συνείδηση, γι΄ αυτό και διατηρήθηκε χωρίς διακοπή και μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση και μάλιστα γνώρισε κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο μια νέα εποχή άνθησης. Στη Στήβερρα, πόλη ελληνική, απόκεντρη στη Βόρεια Μακεδονία, ο αριθμός των παιδιών και των εφήβων, που ασκούνταν στο «γυμνάσιον», ξεπερνούσε τους 130 και η οργάνωση και η λειτουργία αυτού ήταν όμοια με εκείνη των άλλων ελληνικών πόλεων. Η τελευταία μνεία του θεσμού της εφηβείας στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ χρονολογείται στα έτη 269-270. Οι αναφορές Μακεδόνων καλλιτεχνών, συγγραφέων και σοφών, που επισημαίνονται στις επιγραφές ή στην ιστορία της λογοτεχνίας, ρίχνουν και αυτές έμμεσα κάποιο φως στην πνευματική ζωή των μακεδονικών πόλεων. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ εμφανίζεται ως το κυριότερο πολιτιστικό κέντρο με διεθνή φήμη, όπου έρχονταν να εγκατασταθούν ή να απευθυνθούν σε ένα καλλιεργημένο ακροατήριο ποιητές, ρήτορες και φιλόσοφοι. Είχε όμως η πόλη και δικούς της διανοούμενους – λόγιους και ποιητές. ο Αντίπατρος, φίλος και προστατευόμενος του Ρωμαίου υπάτου Καλπουρνίου Πίσωνα, το έτος 15 π.Χ., ήταν ένας από τους διάσημους επιγραμματοποιούς. Άλλοι ποιητές είναι ο Φίλιππος και κάποιος Δαμαίος. Επίσης και στη Βέροια υπήρχε καλλιτεχνική δράση και στην Κασσάνδρεια. Άλλοι γνωστοί συγγραφείς των ρωμαϊκών χρόνων είναι: Ο Μακεδόνας Αμερίας που ενδιαφέρθηκε για τις ξένες λέξεις (έκανε συλλογή εθνικών λέξεων – λεξικογράφηση;) και ασχολήθηκε με τη μαγειρική φαρμακολογία. ο ΘΕΑΓΕΝΗΣ ασχολήθηκε με τους αρχαίους μακεδονικούς θεσμούς. διάσημος Μακεδόνας υπήρξε ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ο Κυρρηστής, που ενδιαφέρθηκε για την αστρονομία και κατασκεύασε το περίφημο (ηλιακό) ωρολόγιο που κοσμούσε την αγορά της Αθήνας (είναι γνωστό σήμερα ως «Πύργος των Ανέμων»). Τέλος την εποχή της δεύτερης σοφιστικής τρεις Μακεδόνες έγιναν γνωστοί: ο σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος Τίτος Αυρήλιος Νικόστρατος Νικοστράτου που ήταν συγγραφέας πολυγραφότατος και ποικιλογράφος. άλλος είναι ο μυθιστοριογράφος Φίλιππος ο Αμφιπολίτης και ο τρίτος είναι ο Πολύαινος, ο μόνος ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ συγγραφέας, του οποίου σώζεται ακέραιο ένα έργο, τα «Στρατηγήματα», που είναι μία συλλογή με πληροφοριακό πλούτο. όμως κάθε ιστορικός μελετητής της Μακεδονίας θα προτιμούσε ασφαλώς να είχαν σωθεί οι χαμένοι λόγοι του «ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ» και «ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ». Κατά τη ρωμαιοκρατία παρουσιάζεται έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ μετέχουν ενεργά στις διάφορες πολιτιστικές και θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις και εντός και εκτός του μακεδονικού χώρου. Τελούνταν βέβαια, κατά παράδοση, και σκηνικά θεάματα, αλλά οι μουσικοί και οι γυμνικοί αγώνες πρέπει να αποτελούσαν στη Μακεδονία, όπως και σε κάθε άλλη ελληνική χώρα, το ελκυστικότερο μέρος των δημόσιων εορτών.
Το ενδιαφέρον των ανθρώπων του λαού για τις διασκεδάσεις αυτού του είδους μαρτυρεί μία ελληνική επιγραφή – επιτύμβια – ενός επαγγελματία αρτοποιού από τη ΒΕΡΟΙΑ, που ταξίδεψε 12 φορές στην ΟΛΥΜΠΙΑ, για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες. Αλλά αγώνες επίσημοι τελούνταν και στη Μακεδονία κατά «τὰ ἐν Δίῳ Ὀλύμπια». όμως σπουδαιότεροι ήταν οι αγώνες που διοργάνωνε το ΚΟΙΝΟΝ των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ στη Βέροια προς τιμή των επισήμων. οι αγώνες αυτοί τον 3ο αιώνα έλαβαν την ονομασία «ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ» σε ανάμνηση του εθνικού ήρωα της χώρας ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Τέλος ένα άλλο, ωστόσο βάρβαρο, είδος θεάματος, ξένο προς τη γνήσια ελληνική παράδοση, που προσέλκυε όμως το κοινό, ήταν οι μονομαχίες, καθώς και οι θηριομαχίες – θεάματα φρικώδη και δαπανηρά, αρεστά ιδιαίτερα στους Ρωμαίους. Θηριομάχοι και μονομάχοι, κυρίως δούλοι, που λαχταρούσαν τη λευτεριά, σκλάβοι που κουβαλήθηκαν αλυσοδεμένοι από τις μακρινές πατρίδες τους, κατάδικοι της αυταρχικής δικαιοσύνης των ρωμαίων διοικητών και των αυτοκρατόρων και χριστιανοί στην πίστη, που ήταν έτοιμοι να υποστούν το μαρτύριο, ήταν αυτοί που πρόσφεραν το «θέαμα» στις αρένες, κραυγάζοντας υποχρεωτικά: «Ave, Caesar, morituri te salutamus» (δηλαδή, χαίρε, Καίσαρα, οι μελλοθανάτοι σε χαιρετάμε). Σχετικά με τη θρησκεία και τη λατρεία – η θρησκευτική νοοτροπία των λαϊκών στρωμάτων των Μακεδόνων, που μένουν προσηλωμένοι στις εθνικές τους λατρείες και παραδόσεις, συντελούσε στην επιβίωση των τοπικών ιδιοτυπιών του ελληνορωμαϊκού κόσμου, αντίθετα προς την παιδεία, που ήταν ο κυριότερος παράγοντας της πολιτιστικής του ενοποίησης. Οι εθνικές θεότητες των Μακεδόνων εξακολούθησαν κατά τη ρωμαιοκρατία να λατρεύονται με αδιάλειπτο ζήλο. Ο Κρονίδης Ολύμπιος Ζευς διατήρησε την πρωτοκαθεδρία. Τα νομίσματα του Κοινού των Μακεδόνων φέρουν την εικόνα του και οι μεγαλοπρεπέστεροι αγώνες της χώρας (της Μακεδονίας) είναι αφιερωμένοι σ΄ αυτόν. Συνδεμένος με τη θεά ΡΩΜΗ ως ελευθέριος, γίνεται ο προστάτης του νέου καθεστώτος. Ο ΑΠΟΛΛΩΝ διατήρησε τον ελληνικό του χαρακτήρα και στα νομίσματα της Θεσσαλονίκης εικονίζεται κιθαρωδός. Η περισσότερο διαδεδομένη λατρεία στη ρωμαϊκή Μακεδονία ήταν της Αρτέμιδας. δεν υπάρχει περιοχή, όπου να μη μαρτυρείται. Η λατρεία επίσης του Διονύσου, ριζωμένη στη χώρα, είχε πιστούς σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. ο Ηρακλής, εθνικός ήρωας των Μακεδόνων, διατήρησε τη δημοτικότητά του. σύμβολό του είναι το ρόπαλο. Η λατρεία του όμως δεν απαντά στην ανατολική Μακεδονία. Η ρωμαϊκή κυριαρχία εισήγαγε στη Μακεδονία τη λατρεία της Ρώμης και των Ρωμαίων ευεργετών. Οι Ρωμαίοι άποικοι εισήγαγαν τις εθνικές ρωμαϊκές θεότητες και οι περισσότερες ταυτίσθηκαν με τις κυριότερες ελληνικές θεότητες. Εισήχθησαν και από την Ανατολή θεότητες, Αιγυπτιακές, η Ίσις και ο Σάραπις. μεγάλο Σαραπείο κτίσθηκε στη Θεσσαλονίκη και κτιριακό συγκρότημα αφιερωμένο στους Αιγύπτιους θεούς στους Φιλίππους. Αλλά στη ρωμαιοκρατούμενη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έδωσαν το «παρών» και δύο μονοθεϊστικές θρησκείες. συναντήθηκαν ο ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ και ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, που προήλθαν και αυτές από την Ανατολή, και μάλιστα από την ίδια χώρα, την Παλαιστίνη. Άγνωστο παραμένει πότε εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία οι πρώτοι Ιουδαίοι (Εβραίοι). Στα μέσα του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα υπήρχαν στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια οργανωμένες κοινότητες εβραϊκές, αρκετά πολυάνθρωπες, συσπειρωμένες γύρω από τις συναγωγές τους. Πάντως δεν είναι γνωστό, αν η προσηλυτιστική τους δράση είχε απήχηση μεταξύ των Μακεδόνων. Οι αρχές του Χριστιανισμού στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που αποτελούν συγχρόνως και τις απαρχές της νέας θρησκείας στην ΕΥΡΩΠΗ, ανάγονται, όπως είναι γνωστό, στον Απόστολο Παύλο, που είναι ο θεμελιωτής του Χριστιανισμού και ο μεγαλύτερος απόστολός του. Ο Παύλος, Ιουδαίος στο θρήσκευμα και εξελληνισμένος πολιτιστικά, στα πλαίσια των αποστολικών περιοδειών του έφτασε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το έτος 49, όπου κήρυξε το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ του ΧΡΙΣΤΟΥ στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Στους Φιλίππους ιδρύθηκε η πρώτη χριστιανική εκκλησία και στη Θεσσαλονίκη η δεύτερη. είναι οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες της Ελλάδας και της Ευρώπης. Στους Μακεδόνες Φιλιππησίους και
Θεσσαλονικείς ο Απόστολος των Εθνών ΠΑΥΛΟΣ απευθύνει και χαιρετιστήριες επιστολές αγάπης στο όνομα του Ιησού Χριστού. [Περισσότερες λεπτομέρειες για τον Απόστολο Παύλο και το έργο του στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έχουν αναφερθεί στο κεφάλαιο Ζ΄ του πρώτου μέρους της παρούσης εργασίας μου]. Μετά την ένδοξη αυτή αφετηρία, πλήρες σχεδόν σκότος καλύπτει την πρόοδο της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, στις μακεδονικές πόλεις, ώσπου να γίνει η επίσημη ιδεολογία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μολονότι οι πολύχρονοι αγώνες των Μακεδόνων εναντίον των βαρβάρων Ρωμαίων κατακτητών έληξαν, το 148 π.Χ., με τη οριστική ήττα και υποταγή τους, κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι και στον τομέα της τέχνης σημειώνεται ανάλογη και ουσιαστική αλλαγή. Βέβαια η συστηματική και λυσσαλέα απογύμνωση της Μακεδονίας από γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής και έργα μεταλλοτεχνίας, καθώς και η ληστρική αρπαγή των βιβλιοθηκών της και των θησαυρών της και η μεταφορά όλων αυτών στη ΡΩΜΗ προκάλεσαν την οικονομική δυσπραγία που ακολούθησε την υποταγή, με συνέπειες και στον τομέα της τέχνης. Η ΠΕΛΛΑ δεν έχει να επιδείξει τίποτε πια από το παλαιό της μεγαλείο, το ανάκτορο στη Βεργίνα (ΑΙΓΕΣ) ερημώνει και σιγά-σιγά σταματούν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ να κτίζουν τα λαμπρά ταφικά τους μνημεία με τις πολυτελείς προσόψεις. Η καλλιτεχνική δραστηριότητα, όμως, όση υπήρχε ακόμη, εξακολουθούσε να αντλεί την έμπνευσή της από τις δημιουργίες της ελληνιστικής τέχνης. Κυρίως τα έργα της πλαστικής (χρονολογούμενα μετά την υποταγή) «μιλούν ακόμη την ελληνιστική γλώσσα» (της τέχνης) και ακολουθούν πιστά τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής που πέρασε. Έργα και μνημεία της περιόδου της ρωμαιοκρατίας βρίσκονται και σώζονται πολλά, κυρίως στις μεγάλες πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στους Φιλίππους, στο ΔΙΟΝ και στους απομακρυσμένους Στόβους. Στη Βέροια υπήρχαν σπουδαία γλυπτικά εργαστήρια. από ένα υστεροελληνιστικό ταφικό ανάγλυφο μάλιστα, που βρέθηκε στη Λητή, μαθαίνουμε και το όνομα ενός καλλιτέχνη επώνυμου γλύπτη: «ΕΥΑΝΔΡΟΣ ΕΥΑΝΔΡΟΥ ΒΕΡΟΙΑΙΟΣ ΕΠΟΙΕΙ» (ο Εύανδρος ο γιος του Ευάνδρου από τη Βέροια το έκανε). Στα ιερά και τους δημόσιους χώρους εκτός από τα σύγχρονα γλυπτά και τους τιμητικούς ανδριάντες ήταν στημένα και αρκετά αντίγραφα κλασικών αριστουργημάτων με αξιόλογη ποιότητα εργασίας. βρέθηκαν αρκετά κυρίως στη Θεσσαλονίκη και στο ΔΙΟΝ. Της ρωμαϊκής εποχής είναι πολλές σαρκοφάγοι με θαυμάσιες ανάγλυφες παραστάσεις. επίσης καθαρά ρωμαϊκής νοοτροπίας είναι η φιλοτέχνηση ανδριάντων – αυτοκρατορικών χρόνων – που είναι πορτρέτα αυτοκρατόρων. τη σειρά αυτών των γλυπτών εγκαινιάζει ο ανδριάντας του Οκταβιανού Αυγούστου, του ιδρυτή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που «φιλοξενείται» στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, ένα από τα πιο γνωστά αυτοκρατορικά πορτρέτα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Βρέθηκαν όμως και ιδιωτικά γλυπτά πορτρέτα και πολλά επιτύμβια ανάγλυφα και ταφικές στήλες με επιγραφές. Σχετικά με την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική, κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους δεν κτίζονται αξιόλογες νέες πόλεις στη Μακεδονία. Τα αρχαιολογικά όμως ευρήματα δείχνουν ότι εφαρμόζονται εκτεταμένα οικοδομικά προγράμματα στα παλαιά αστικά κέντρα με την ίδρυση δημόσιων κτιρίων και την κατασκευή έργων κοινής ωφέλειας, ενώ παράλληλα κτίζονται νέες ιδιωτικές κατοικίες, πλούσιες, με ωραία ψηφιδωτά δάπεδα. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήταν χωρισμένη με κάθετα τεμνόμενους δρόμους σε κανονικές οικοδομικές νησίδες και στο κεντρικό τμήμα βρίσκονταν τα διάφορα δημόσια κτίριά της γύρω από μια πολύ μεγάλη αγορά, που έπιανε από την οδό Αγίου Δημητρίου ως την Εγνατία (τη σημερινή οδό της πόλης). Είχε στάδιο, όπου τελούνταν και μονομαχίες: «... ἐν τῷ σταδίῳ θαρρύνας τόν Νέστορα...» (από το απολυτίκιο του Αγίου Δημητρίου). είχε γυμνάσιο (γυμναστήριο και παλαίστρα), ιππόδρομο και ένα μεγάλο συγκρότημα θερμών (λουτρών), επίσης
ένα μικρό αμφιθέατρο – μάλλον για μουσικές παραστάσεις – ωδείο. Είχε ναούς για τους παραδοσιακούς θεούς, αλλά και για τις Αιγυπτιακές θεότητες και για την αυτοκρατορική λατρεία, όπως είχαν και οι άλλες μεγάλες πόλεις. Η Θεσσαλονίκη περικλειόταν από όλες τις πλευρές με τείχη και στο βόρειο μέρος υψωνόταν η ακρόπολη. Στους Στόβους το αρχαίο θέατρο της πόλης μετασκευάσθηκε σε αρένα κατάλληλη για θηριομαχίες και μονομαχίες. Στο ΔΙΟΝ ο οικοδομικός οργασμός τον 3ο αιώνα ήταν μεγάλος. στο παλιό αυτό θρησκευτικό κέντρο των Μακεδόνων είχε εγκατασταθεί ρωμαϊκή αποικία και ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε. Η πόλη είχε καλή οχύρωση, πυκνό οδικό δίκτυο και ένα άριστο σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης. Επίσης στο ΔΙΟΝ υπήρχαν 2 ωδεία, θέατρο, στάδιο, δημόσια λουτρά και δημόσια αφοδευτήρια. [Για το ΔΙΟΝ βλέπε περισσότερα στοιχεία στο κεφάλαιο Θ' του πρώτου μέρους της παρούσης εργασίας]. Έως τα μέσα του 3ου αιώνα, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, δε γνώρισε καμιά σοβαρή βαρβαρική απειλή, ο κόσμος ζούσε ειρηνικά και η οχύρωση των πόλεων είχε παραμεληθεί και τα τείχη είχαν αρχίσει να ερειπώνουν. Όμως με την εμφάνιση των βαρβαρικών γερμανικών ορδών, των Ερούλων και των Γότθων, αναγκάσθηκαν βιαστικά να επισκευάσουν τους οχυρωματικούς περιβόλους, όπως τούτο μαρτυρείται κυρίως στα τείχη της Θεσσαλονίκης. ακόμη και σήμερα διακρίνει κανείς σπασμένα γλυπτά, στήλες, σαρκοφάγους, κάθε είδους αρχιτεκτονικά μέλη ενσωματωμένα στα θεμέλια της τοιχοδομής. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η Μητρόπολη της Μακεδονίας και πρωτεύουσα αυτής, θα γνωρίσει μια νέα ακμή στην περίοδο της Τετραρχίας του ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ, αυτοκράτορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. συγκεκριμένα, όταν ο Καίσαρας Μαξιμινιανός Γαλέριος αποφάσισε να μεταφέρει στην πόλη την έδρα του και να κτίσει το ανάκτορό του. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο αρχιτεκτονικό συγκρότημα που κάλυπτε έκταση 150.000 τετραγωνικά μέτρα περίπου. Κτίσθηκε από το Γαλέριο στις αρχές του 4ου αιώνα. Τα κύρια ως τώρα γνωστά κτίσματα αυτού του οικοδομικού συνόλου είναι το κυρίως ανάκτορο – το «Οκτάγωνο», όπως λέγεται λόγω του σχήματός του, που χρησίμευε πιθανόν ως αίθουσα του θρόνου –, ο ιππόδρομος, η «Αψίς του Γαλερίου» (γνωστή ως «Καμάρα») και η «Ροτόντα». Εσωτερικά το κτίριο του Οκταγώνου είχε ψηφιδωτό δάπεδο και ορθομαρμάρωση στους τοίχους. Η «Αψίς του Γαλερίου», η «Καμάρα», είναι ένα θριαμβικό μνημείο, που στήθηκε σε ανάμνηση των νικηφόρων πολέμων του Γαλερίου εναντίον των Περσών στην Ανατολή, τα έτη 296-297. Ό,τι σώζεται σήμερα στη θέση του είναι λιγότερο από το μισό του αρχικού κτίσματος. Στις επάλληλες ζώνες των δύο κεντρικών πεσσών, που σώζονται, εικονίζονται σημαντικά επεισόδια από τις μάχες. Στο υψηλότερο σημείο του Γαλεριανού συγκροτήματος κτίσθηκε η «ΡΟΤΟΝΤΑ», ένα τεράστιο μνημειώδες, περίκεντρο στην κάτοψή του, οικοδόμημα που στεγάσθηκε με θόλο. Στον εξωτερικό του τοίχο πάχους 6,5 μέτρων ανοίγονταν 8 μεγάλες ορθογώνιες κόγχες με καμαρωτή οροφή, από τις οποίες μία είχε άνοιγμα διαμπερές και ήταν η είσοδος. Το κτίριο προοριζόταν ως Μαυσωλείο του Γαλερίου. είναι όμως βέβαιο ότι δε χρησίμευσε ως τέτοιο. Στο διάβα του χρόνου το κτίριο γνώρισε 2 μεγάλες επεμβάσεις. η πρώτη που έγινε γύρω στα 400, πιθανότατα στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας «Μεγάλου» Θεοδοσίου (379-395), το τίμησε και το λάμπρυνε, όταν μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό, ενώ η δεύτερη επέμβαση, που έγινε από τους κατακτητές Τούρκους τον 16ο αιώνα, το ατίμασε το περίφημο και υπερήφανο αυτό αρχιτεκτόνημα και το ασχήμισε, όταν το μετέτρεψαν σε ισλαμικό ναό (τζαμί) –με το κτίσιμο υψηλού μιναρέ. Τα οικοδομήματα αυτά του Γαλεριανού συγκροτήματος βρίσκονται επί νοητού άξονα και συνδέονταν με πομπική οδό. ανατολικά αυτής υπήρχαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και ο ιππόδρομος και εκτεινόταν το ανατολικό τμήμα των τειχών της πόλης. Το όλο συγκρότημα στρεφόταν προς τη θάλασσα, με την οποία φαίνεται να επικοινωνούσε άμεσα. Κλείνοντας τέλος το κεφάλαιο αυτό της ρωμαιοκρατούμενης Μακεδονίας υπογραμμίζω ότι η τέχνη της εποχής αυτής συνεχίζει την ελληνιστική παράδοση και μας εισάγει στο ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ.-
Β΄. Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ. «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» συνήθως ονομάζεται το χριστιανικό κράτος της Ρωμαϊκής Ανατολής, που με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη αναδύθηκε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. μέσα από τους κόλπους της ίδιας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα ονόματα «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» και «βυζαντινός», με την έννοια που τα δίνουμε σήμερα, είναι γέννημα της ιστοριογραφίας των νεότερων χρόνων. Πρώτοι οι Γάλλοι βυζαντινολόγοι ερευνητές τα χρησιμοποίησαν το 17ο αιώνα και τα υιοθέτησαν αμέσως οι δυτικοί καθολικοί ιστορικοί. Επικράτησαν γρήγορα στη διεθνή βιβλιογραφίακαι έριξαν σε αφάνεια τον ορθό όρο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ». Όπως έχει τονισθεί πολλές φορές, ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ επηρέασε τους Ρωμαίους κατακτητές πολύ ευεργετικά. Στη συνέχεια ο εκχριστιανισμένος Ελληνισμός «ανέτρεψε» αυτούς και τους αυτοκράτορές τους και μετάλλαξε την αυτοκρατορία, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, από ειδωλολατρική ρωμαϊκή σε «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ. Επί 250 και πλέον χρόνια οι Έλληνες που ασπάζονταν την πίστη του ΧΡΙΣΤΟΥ, τελούσαν υπό διωγμούς. Μετά το διάταγμα όμως της ανεξιθρησκίας, τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη ΡΩΜΗ στη «ΝΕΑ ΡΩΜΗ» και τη διαίρεση του ρωμαϊκού κράτους δημιουργείται η «ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ» ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, που είχε οικουμενικό χαρακτήρα, όπως είχε και η αυτοκρατορία των Μακεδόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου (και μάλιστα στα αχνάρια εκείνου). Θα μεταμορφωθεί όμως σιγά σιγά σε ελληνικό χριστιανικό, και μάλιστα ορθόδοξο, κράτος. Αλλά στους πρώτους αιώνες της νέας αυτής φάσης της αυτοκρατορίας, επειδή το όνομα «ΕΛΛΗΝ» σήμαινε «εθνικός» (ειδωλολάτρης), οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της αυτοκρατορίας απέφευγαν από φόβο τη χρήση του επί αρκετό χρόνο και οι «ΕΛΛΗΝΕΣ» ονομάζονταν «ΡΩΜΙΟΙ» (Ρωμαίοι πολίτες) ή «ΓΡΑΙΚΟΙ». Ακόμη και το 19ο αιώνα χρησιμοποιείται η λέξη «Γραικός» αντί «ΕΛΛΗΝ». κατά την παράδοση ο ήρωας της Αλαμάνας, ο Αθανάσιος Διάκος, την ώρα του μαρτυρικού θανάτου του (Απρίλιος 1821) βροντοφώναξε στον Ομέρ Βρυώνη: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω». Αγεφύρωτο ήταν το χάσμα μεταξύ των Ελλήνων / εθνικών και των νεοφώτιστων οπαδών της νέας θρησκείας. φοβεροί διωγμοί έγιναν από την ηγεσία του κράτους και της εκκλησίας κατά των εθνικών, οι οποίοι υπέστησαν τα πάνδεινα «ἐπί ἑλληνισμῷ». Θα περάσουν αιώνες, οπότε θα συνειδητοποιήσουν και θα διακηρύξουν συνειδητά οι Έλληνες την καταγωγή τους. Ο μεγάλος φιλόσοφος Γεώργιος – ΠΛΗΘΩΝ – ΓΕΜΙΣΤΟΣ (13ος -14ος αιώνας) διακηρύσσει: «ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΣΜΕΝ». Και αργότερα ο τελευταίος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη: «Ἐλπίδα καί χαρά ὅλων τῶν ΕΛΛΗΝΩΝ». Όμως για τον αμερόληπτο μελετητή της εποχής αυτής το όνομα «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» υπενθυμίζει ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας αυτής κτίσθηκε από το Μεγάλο Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της παλαιάς ελληνικής – μεγαρικής αποικίας του Βοσπόρου. Πάντως η επέκταση της σημασίας του όρου «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ», από την πρωτεύουσα προς ολόκληρη την αυτοκρατορία, δείχνει οπωσδήποτε τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης. Ονομάσθηκε από τους συγγραφείς: «ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ πόλις», «ΠΟΛΙΣ τῶν Βυζαντινῶν», «ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ της Ανατολής», «ΜΕΓΑΛΗ μετά τήν μεγίστην», «ἡ Δευτέρα Ρώμη», «ΝΕΑ ΡΩΜΗ» και μετά την άλωση ονομάζεται και ΠΟΛΗ, ενώ οι Τούρκοι κατακτητές την ονομάζουν ΕκείΙσταμπούλ. στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, στον Κεράτιο κόλπο, στην τοποθεσία της χιλιόχρονης αποικίας των Μεγαρέων, στο Βυζάντιο, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. στις 8 Νοεμβρίου του έτους 324 έγινε η θεμελίωσή της και τα εγκαίνιά της τελέσθηκαν στις 11 Μαΐου του 330 και συμπτωματικά η τελική πτώση – η άλωσή της από τους αλλόθρησκους και βαρβάρους Μογγόλους ΤΟΥΡΚΟΥΣ έγινε πάλι ίδιο μήνα, στις 29 Μαΐου 1453. Τη νέα πόλη ίδρυσε ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κωνσταντίνος Α΄ και ονομάσθηκε ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ.
Πρόκειται για συνέχιση της παλαιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό νέα μορφή και με νέα έδρα – πρωτεύουσα. Όπως και να θεωρήθηκε από τους ιστορικούς, Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό Κράτος της Ανατολής κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας του, Εξελληνισμένη Αυτοκρατορία της Χριστιανικής Ανατολής στα χρόνια της ακμής του ή ως Ορθόδοξη Ελληνική Πολιτεία στο τέλος της ζωής του, το χιλιόχρονο ΒΥΖΑΝΤΙΟ έφερε πάντοτε το όνομα «Ρωμαϊκόν Κράτος» ή «Ρωμαίων Κράτος», «Ρωμαϊκή Πολιτεία» ή «Ρωμαίων Πολιτεία» ή «Ρωμαίων Βασιλεία». Αναφέρεται επίσης και με τα ονόματα «ΡΩΜΗ» και «ΡΩΜΑΝΙΑ». Ανάμνηση αυτών μένουν ακόμη σήμερα οι όροι «Ρωμιός» και «ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ», που δηλώνουν στη γλώσσα μας το σύγχρονο Έλληνα, το σύγχρονο Ελληνισμό ως οργανική δηλαδή συνέχεια του βυζαντινού – μεσαιωνικού - ελληνικού κόσμου. Έτσι ήταν γνωστοί οι Έλληνες κατά τη μακραίωνη νύκτα της δουλείας. Και οι ίδιοι οι Τούρκοι τα χρησιμοποιούν τα ονόματα αυτά, όπως δηλώνουν τα τουρκικά και αραβικά κείμενα, παραποιημένα στη γλώσσα τους: «ΡΟΥΜ» και «ΡΟΥΜΕΛΗ». Επίσης κατά τη μακραίωνη ιστορία της η «Κωνσταντινούπολις» είναι η Βασιλεύουσα και η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είναι η «Συμβασιλεύουσα» πόλη της Αυτοκρατορίας. Η μακρόχρονη οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που άρχισε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα, διάβρωσε τις δομές και τους θεσμούς, κλόνισε τις αξίες του παρελθόντος και συμπαρέσυρε τα στρώματα που εκφράζονταν και επικρατούσαν διαμέσου αυτών. Οι νέες κοινωνικές δυνάμεις επέβαλαν – μόλις μπόρεσαν – διαμέσου των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284-305) και Κωνσταντίνου Α΄ (του Μεγάλου, 306-337) ένα νέο σύστημα μηχανισμών, που τερμάτισαν την αστάθεια και άνοιξαν το δρόμο σε μια νέα ιστορική εποχή. Σύγχρονα άλλαξε η θρησκευτική πολιτική του κράτους. Έπαψαν οι διωγμοί των Χριστιανών και η νέα πίστη γνώρισε την εύνοια και το ενδιαφέρον της εξουσίας. Γρήγορα ο Χριστιανισμός αναδείχθηκε σε επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, άρρηκτα συνδεμένη με το πολιτειακό σύστημα. Για το ανατολικό όμως τμήμα της νέας χριστιανικής αυτοκρατορίας η μεταμόρφωση χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την προοδευτική υποχώρηση της λατινικότητας και το θρίαμβο του Ελληνισμού. Το φαινόμενο αυτό της διατήρησης και του θριάμβου του Ελληνισμού έχει τις ρίζες του βαθιές στα πρώτα κιόλας χρόνια της ρωμαιοκρατίας. Το νέο χρέος της ελληνικής παιδείας και τέχνης, μετά την υποταγή της Ελλάδας στους Ρωμαίους, τα έτη 148146 π.Χ., ήταν να προσεγγίσει τους αγροίκους κατακτητές, να τους παιδεύσει και να τους εκπολιτίσει, και ας ήταν αυτοί οι καταλυτές της ελληνικής πολιτικής ελευθερίας. [Ήταν δυνατό να μην καταπλαγεί η ψυχή τους από το φως του «ελληνιστικού πνευματικού αγαθού»; Έχουμε τη μαρτυρία του Λατίνου / Ρωμαίου ποιητή Οράτιου]. Στο επίπεδο όμως της διοίκησης αυτό θα βραδύνει. Αλλά ήδη από το 300 μ.Χ. έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός των ρωμαϊκών αποικιών στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου, όπως και στην Ανατολή. Έτσι η Νέα Ρώμη του Ανατολικού κράτους, η Κωνσταντινούπολις, που ιδρύθηκε το 324, θα αναδειχθεί γρήγορα σε πρωτεύουσα ενός νέου κόσμου, του Βυζαντινού, που είναι ο συνεχιστής του Ρωμαϊκού στην Ανατολή, αλλά συγχρόνως, και κυρίως, μία νέα εμπλουτισμένη έκφανση της αναβιωμένης ελληνικής οικουμένης. Συνέβηκε ένα θαύμα. Όταν, δηλαδή, ο ελληνισμός φάνηκε να σβήνει κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία και ποικιλώνυμοι βάρβαροι επιδρομείς λυμαίνονταν τις ελληνικές χώρες, το αθάνατο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ενστερνίσθηκε και χειραγώγησε τη θρησκεία του ΧΡΙΣΤΟΥ, τη θρησκεία που θα λύτρωνε την ανθρωπότητα. Και από τότε με ιδανικό και «σύμμαχο» το Χριστιανισμό, μέσα από δύσκολους, τιτάνιους αγώνες κατά των βαρβάρων και της ρωμαϊκής διοίκησης, το Έθνος των Ελλήνων ανέζησε στο μεγάλο βυζαντινό κράτος και μάλιστα πήρε τα ηνία της εξουσίας στα χέρια του. Στη νέα αυτή φάση της ελληνικής ιστορίας ο Ελληνισμός δίνει το «παρών» στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ιδίως στη Θεσσαλονίκη, η οποία από την ίδρυσή της στους ελληνιστικούς χρόνους και στη συνέχεια μέχρι και σήμερα, δεν έπαψε να είναι η πρωτεύουσα της Μακεδονίας και η
συμπρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια σαν πρωτεύουσα πόλη / Μητρόπολη της Μακεδονίας διατήρησε συνεχώς τα σκήπτρα κατά τους αιώνες που επακολούθησαν σαν κέντρο, εμπορικό, αλλά και πνευματικό και καλλιτεχνικό. Είναι μία πόλη που έδωσε τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα βυζαντινής τέχνης, κυρίως αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής, από τον 5ο – 15ο αιώνα, και γι΄ αυτό δίκαια χαρακτηρίζεται ως το ζωντανό μουσείο της βυζαντινής τέχνης όλων των περιόδων της βυζαντινής ιστορίας. Ο σημερινός επισκέπτης της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ μπορεί να παρακολουθήσει τη συνεχή και αδιάσπαστη πολιτιστική παρουσία του ελληνικού κόσμου στο βορειοελλαδικό χώρο. Ο αυτοκράτορας ΓΑΛΕΡΙΟΣ, του οποίου το πλήρες όνομα είναι Γάιος Βαλέριος Μαξιμινιανός Γαλέριος (306-311), εγκαταστάθηκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και την ίδια πόλη στη συνέχεια επέλεξε ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ως έδρα των επιχειρήσεών του εναντίον του αντιπάλου του Λικινίου στους αγώνες του για μονοκρατορία. Η σταδιακή απώλεια των άλλων μεγάλων επαρχιακών κέντρων θα αναδείξει τη Θεσσαλονίκη ως τη δεύτερη πόλη όλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και, ιδιαίτερα, ακρόπολη και πνευματικό φάρο του βαλκανικού τμήματος αυτής. Από τις αρχές των βυζαντινών χρόνων οι όροι «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – Μακεδόνες» αποκτούν καθαρά γεωγραφικό και όχι πια εθνικό περιεχόμενο και δηλώνουν αυθαίρετα όλους τους κατοίκους της ιστορικής αυτής περιοχής ανεξάρτητα από την εθνική τους προέλευση. Όμως οι όροι αυτοί στα νεότερα χρόνια έγιναν – δυστυχώς – αντικείμενο εκμετάλλευσης της βαλκανικής (και όχι μόνο) διπλωματίας.-
Β΄α. ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ / ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (324-642). Καλύπτει τους λεγόμενους παλαιοχριστιανικούς αιώνες (τον 4ο, 5ο, 6ο ως τα μέσα του 7ου αιώνα). Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για την παλαιοχριστιανική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι λίγες. Κατά την κρίσιμη περίοδο της μετάβασης από τη ρωμαϊκή στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο υπήρξε η χώρα θέατρο σημαντικών γεγονότων, πολλά από τα οποία επέδρασαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του πολιτικού και θρησκευτικού καθεστώτος του ανατολικού, κυρίως, τμήματος του κράτους. Τα περισσότερα από αυτά τα γεγονότα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη, την οποία ορισμένοι αυτοκράτορες όχι μόνο τίμησαν με την παρουσία τους, αλλά μερικές φορές την έκαναν κέντρο προετοιμασίας και εκκίνησης των στρατιωτικών τους επιχειρήσεων. Από τα τελευταία χρόνια του 3ου αιώνα ο καίσαρας ΓΑΛΕΡΙΟΣ ΜΑΞΙΜΙΝΙΑΝΟΣ έστρεψε την προσοχή του και το ενδιαφέρον του προς τη Θεσσαλονίκη. Το ενδιαφέρον του αυτό εκδηλώθηκε κυρίως με την απόφασή του να ιδρύσει στην πόλη νομισματοκοπείο και να κτίσει εκεί ανάκτορα, απόφαση ενδεικτική του σχεδίου του για μεταφορά της έδρας του στην πρωτεύουσα / Μητρόπολη της Μακεδονίας, που πραγματοποίησε, όταν έλαβε τον τίτλο του Αυγούστου / σεβαστού (αυτοκράτορα). Η ανάγκη να διευθύνει με περισσότερη άνεση τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις εναντίον των βαρβαρικών φύλων, που ενοχλούσαν τα σύνορά του, επέβαλε τη μεταφορά αυτή. Εξάλλου από αιώνες η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήταν η Μητρόπολη της ρωμαϊκής επαρχίας της Μακεδονίας από την εποχή της υποταγής της. Πρώτος, όπως έχει προαναφερθεί, ο Στράβων της έδωσε αυτόν τον χαρακτηρισμό: «Ἡ Θεσσαλονίκη μητρόπολις τῆς νῦν Μακεδονίας ἐστί» (… της τωρινής Μακεδονίας είναι). Η παραμονή όμως του Γαλερίου στη Θεσσαλονίκη συνδέθηκε με το μεγάλο κύμα των διωγμών εναντίον των Χριστιανών, που ξέσπασε την εποχή αυτή, και ιδιαίτερα με το μαρτύριο του Αγίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Οι πρώτοι διωγμοί είχαν τοπικό χαρακτήρα, γίνονταν από τους διοικητές και επάρχους. μετά αποφάσιζαν και φρόντιζαν οι ίδιοι οι αυτοκράτορες (Νέρων, Δομιτιανός, Τραϊανός, Μάρκος Αυρήλιος, Σεπτίμιος Σεβήρος, Δέκιος, Διοκλητιανός, Γαλέριος). άρχισαν το έτος 64, στα χρόνια του Νέρωνα, και τελείωσαν, όταν έγινε αυτοκράτορας ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (306-337) με το διάταγμα του Μεδιολάνου το 313. Ο πιο σκληρός διωγμός των Χριστιανών έγινε την περίοδο της Τετραρχίας του αυτοκράτορα ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ (284-305), όταν ο Ρωμαίος αυτός ηγεμόνας, παρακινούμενος από τον καίσαρά του Γαλέριο, μέλος του κυβερνητικού συστήματος, εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον τους. Η εποχή εκείνη έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν «εποχή μαρτύρων του Χριστιανισμού». Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, νεαρός αξιωματικός καταγόμενος από επιφανή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, είχε ασπασθεί το Χριστιανισμό και μαρτύρησε, σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση, κατά διαταγή του αυτοκράτορα Γαλερίου στα υπόγεια του ρωμαϊκού λουτρού, όπου ήταν φυλακισμένος και όπου αργότερα κτίσθηκε ο περικαλλής ναός του. Η λατρεία του μεγαλομάρτυρα Δημητρίου ήδη από την εποχή εκείνη συνδέθηκε στενά με τη ζωή των κατοίκων της πόλης και διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε και άλλες πόλεις, όπως το Σίρμιο της Παιονίας – όπου είχε προτύτερα την έδρα του ο Γαλέριος ως καίσαρας στην τετραρχία του Διοκλητιανού – να διεκδικούν την καταγωγή του. Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ «ο Μυροβλήτης» και «φιλόπολις», ο «σωσίπατρις» και «υπέρμαχος», που έσωσε αναρίθμητες φορές την πόλη του και τους κατοίκους της από βαρβαρικές επιδρομές, επιδημίες και λιμούς, θεωρήθηκε από τον 6ο αιώνα ο θαυματουργός άγιος, προστάτης και πολιούχος της Θεσσαλονίκης και γενικότερα μία από τις σημαντικότερες μορφές του ελληνικού αγιολογίου. Μαζί του, κατά την παράδοση πάντοτε, μαρτύρησε και ο υπασπιστής του Νέστωρ, ο οποίος, όπως λέγει και το απολυτίκιο του αγίου Δημητρίου, με την ευλογία αυτού αντιμετώπισε σε μονομαχία στο στάδιο της Θεσσαλονίκης το φοβερό μονομάχο Λυαίο και τον σκότωσε. Αρχικά οι μαθητές του Δημητρίου και άλλοι πιστοί πάνω από τον τάφο του, όπου τον έθαψαν, έκτισαν ένα ναΐσκο – μαρτύριο. Διαπίστωσαν όμως από τις πρώτες ημέρες ότι ανάβλυζε μύρο και ευωδίαζε ο γύρω χώρος. γι΄ αυτό και λέγεται «Δημήτριος ο Μυροβλήτης». είναι ο πολιούχος Άγιος – προστάτης της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Εκτός από το «ἰαματικόν μύρον» η παράδοση αναφέρει ότι, όταν ο Ιουστινιανός αυτοκράτορας ζήτησε
μέρος από τα λείψανα του Αγίου, για να τα τοποθετήσει στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, αναπήδησε «πυρ» από τον τάφο του, που ανάγκασε τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα να επιστρέψουν άπρακτοι. Τέλος στα χρόνια των Σταυροφοριών – μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Λατίνους τον Οκτώβριο του 1204 – μεταξύ των πολλών έργων τέχνης και θησαυρών που άρπαξαν, εσκύλευσαν και τον τάφο του μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου και πήραν τα άγια λείψανά του. Όμως με ενέργειες του μακαριστού μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος του Β΄ επιστράφηκαν ύστερα από αιώνες στο ναό του. Μετά τον αυτοκράτορα Γαλέριο και ο Μέγας Κωνσταντίνος παρέμεινε για αρκετό καιρό στη Θεσσαλονίκη, όταν ετοιμαζόταν για τη σύγκρουση εναντίον του Λικινίου (322-323). Τότε κατασκευάσθηκε ένα μεγάλο λιμάνι τετράγωνο στη δυτική ακτή της πόλης (στην περιοχή του δικαστικού μεγάρου), που ονομάσθηκε «Λιμήν του Κωνσταντίνου» και χρησιμοποιήθηκε ως τους τελευταίους χρόνους της αυτοκρατορίας. Μάλιστα ο αντίπαλος του Κωνσταντίνου ΛΙΚΙΝΙΟΣ νικήθηκε, αιχμαλωτίσθηκε και φυλακίσθηκε στις φυλακές της Θεσσαλονίκης, όπου και εκτελέσθηκε το 325. Έτσι έμεινε μονοκράτορας ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ο Α΄, ο Μέγας, με την αδελφή του Κωνσταντία – χήρα (γαμπρός του Κωνσταντίνου ήταν ο Λικίνιος). Μετά τον Κωνσταντίνο εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Θεσσαλονίκη ο αυτοκράτορας του ανατολικού τμήματος του ρωμαϊκού κράτους «ΜΕΓΑΣ» ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (378-395) και ανέλαβε τη δύσκολη επιχείρηση της εκκαθάρισης – το 379/380 – της αυτοκρατορίας από τις βαρβαρικές επιδρομές των Γότθων και των Αλανών, που είχαν κατακλύσει τη Βαλκανική. Κατά τις επανειλημμένες επιδρομές των Γότθων, κατά της βυζαντινής αυτοκρατορίας που κράτησαν 3 αιώνες, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ παρουσιάζεται σαν ο «ὀφθαλμός τῆς Εὐρώπης καί κατ΄ ἐξοχήν τῆς Ἑλλάδος». ήταν πρόφραγμα κατά των βαρβάρων, όπως όλη η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από τα αρχαία χρόνια. Ο ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ συμπαθούσε τη Θεσσαλονίκη και την επισκέφθηκε κι άλλες φορές. Εκεί βαπτίσθηκε χριστιανός από το μητροπολίτη Ασχόλιο, που ήταν θερμός υποστηρικτής του δόγματος της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Ενδιαφέρθηκε για την οχύρωση της πόλης. επισκεύασε και ανύψωσε τα τείχη της Θεσσαλονίκης (Θεοδοσιανά τείχη). Εκεί νυμφεύθηκε την αδελφή του συναυτοκράτορά του (του δυτικού τμήματος του κράτους) Βαλεντινιανού Β΄, που λεγόταν Γάλλα. Μετά τη βάπτισή του ως χριστιανός, έγινε φανατικός υπέρμαχος του δόγματος της Νίκαιας και με την έκδοση του «διατάγματος της Θεσσαλονίκης στις 28 Φεβρουαρίου 380» ο χριστιανισμός γινόταν η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Στράφηκε εναντίον των αιρετικών και χάραξε έτσι τη θρησκευτική πολιτική του. Όμως το όνομά του συνδέθηκε με ένα μαζικό ειδεχθές έγκλημα στη Θεσσαλονίκη, που διαπράχθηκε την άνοιξη του 390, όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Ιταλία. Πολίτες Θεσσαλονικείς διαμαρτυρόμενοι επιτέθηκαν κατά της Γοτθικής φρουράς της πόλης και σκότωσαν το φρούραρχο «ΒΟΥΤΕΡΙΧΟ», ο οποίος είχε εμποδίσει τη συμμετοχή ενός δημοφιλούς ηνιόχου στις ιπποδρομίες λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Πολλοί Γότθοι (Γερμανικό έθνος) είχαν προσληφθεί στο στρατό της αυτοκρατορίας προσφέροντας ως μισθοφόροι τις υπηρεσίες τους. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α΄ οργισμένος διέταξε από την Ιταλία τη σφαγή των Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο της πόλης. στα γεγονότα αυτά έχασαν τη ζωή τους περίπου 7.000 πολίτες, άνδρες και γυναικόπαιδα, που παγιδεύθηκαν με δόλο μέσα στον Ιππόδρομο. γι΄ αυτό το ανοσιούργημα ο ιππόδρομος έκλεισε και από τότε δεν ξαναλειτούργησε. Ο γοτθικός κίνδυνος πια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βαλκανική και η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα δοκιμάσει επανειλημμένα τις βαρβαρικές – ληστρικές τους επιδρομές. Το έτος 395 διέτρεξε σοβαρότατο κίνδυνο από τους βάρβαρους Βησιγότθους (γερμανικό έθνος). με αρχηγό τους τον Αλάριχο προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές στην Ανατολική Μακεδονία και επιχείρησαν επίμονα την άλωση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ χωρίς όμως επιτυχία. Το ίδιο έτος <395> ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας «ΜΕΓΑΣ» ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (Α΄) πεθαίνει. Με διαθήκη του είχε διαιρέσει την απέραντη Ρωμαϊκή Χριστιανική πια Αυτοκρατορία σε 2 τμήματα: το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος (το ΒΥΖΑΝΤΙΟ), που πήρε ο γιος του ΑΡΚΑΔΙΟΣ, και το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος, που πήρε ο γιος του Ονώριος, με έδρες, αντίστοιχα, την Κωνσταντινούπολη και τη
Ρώμη. Εδώ τοποθετούμε επίσημα πλέον την αφετηρία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που θα επιζήσει πάνω από 1000 χρόνια. Σε όλους τους αιώνες που ακολούθησαν, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ιδιαίτερα η πρωτεύουσά της, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, θα δοκιμασθεί πολύ σκληρά από τις συχνές ληστρικές επιδρομές ποικιλώνυμων βαρβάρων: των Γότθων, Σλάβων, Αβάρων, Περσών, Βουλγάρων, Αράβων, Σαρακηνών, Νορμανδών, Καταλανών, Σέρβων, Φράγκων, Βενετών και των Τούρκων. Οι γενναίοι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ «ἀμύνονται τοῦ πατρίου ἐδάφους». διεξάγουν επικούς αγώνες και ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη, που με την ηρωική αντίστασή της στέκεται προπύργιο και άσβεστος φάρος του μεσαιωνικού ελληνισμού και όχι μόνο της Μακεδονίας, αλλά και της άλλης Ελλάδας. Δεν αποτελεί υπερβολή ούτε σοβινισμό να ειπωθεί πως η πόλη του Κασσάνδρου και του Αγίου Δημητρίου είναι μοναδικό παράδειγμα πόλης στην παγκόσμια ιστορία των λαών, η οποία όχι μόνο βρίσκεται στην ιστορική επικαιρότητα από την ίδρυσή της (315 π.Χ.), αλλά και – παρ΄ όλους τους σκληρούς και συνεχείς αγώνες που διεξήγαγε – δεν παρουσίασε κενά ιστορικά. Η πόλη του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτη ήταν πάντοτε παρούσα στην ιστορία και όταν περνούσε περίοδο ακμής και δόξας και όταν δοκιμαζόταν σκληρά από λεηλασίες και συμφορές. Ο αυτοκράτορας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους ΑΡΚΑΔΙΟΣ, γιος του Θεοδοσίου, αποδείχθηκε ανεπαρκής για τη διοίκηση. επί της βασιλείας του (395-408) οι Βησιγότθοι με τον Αλάριχο αρχηγό τους ερήμωσαν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και έφτασαν ως την Πελοπόννησο. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σώζεται χάρη στα τείχη της. Επί της βασιλείας του αυτοκράτορα ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Β΄ (408-450) η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δοκιμάσθηκε από την κάθοδο των Ούννων, το έτος 447. Πολύ σημαντική και μακροχρόνια δοκιμασία είχε η χώρα της Μακεδονίας κατά τη δεκαετία 473-483 από τους Οστρογότθους. χωρισμένοι σε 2 τμήματα με αρχηγούς τούς ηγεμόνες τους Θευδέριχους κινήθηκαν προς Ν.. Η πόλη ΣΤΟΒΟΙ καταστράφηκε σημαντικά, ενώ οι Φίλιπποι και η Θεσσαλονίκη απειλήθηκαν επικίνδυνα. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σώθηκε χάρη στις διπλωματικές ενέργειες του αυτοκράτορα ΖΗΝΩΝΑ (474-491). Κι άλλες πόλεις της Μακεδονίας δοκίμασαν τις αγριότητες των βαρβάρων αυτών. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, επί της βασιλείας του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Α΄ (491-518) εκδηλώθηκαν νέες βαρβαρικές επιδρομές. Σλαβικά φύλα και ουννικά εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας. μερικά απ΄ αυτά προκάλεσαν καταστροφές στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, το 517. Η κατάσταση όμως έγινε ακόμη σοβαρότερη την εποχή του αυτοκράτορα ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ Α΄ (527-565). Όπως μας πληροφορεί ο ιστορικός της εποχής του ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ σημειώνονταν ληστρικές επιδρομές βαρβάρων σχεδόν κάθε χρόνο. Ο Ιουστινιανός αναγκάσθηκε να εφαρμόσει ένα ευρείας έκτασης πρόγραμμα για την ανακαίνιση και βελτίωση του αμυντικού συστήματος, των οχυρώσεων των πόλεων. Μια επικίνδυνη επιδρομή, που γνώρισε η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ την εποχή του Ιουστινιανού, έγινε το έτος 540, όταν στίφη ουννικής καταγωγής προσπάθησαν να καταλάβουν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, χωρίς όμως πάλι να τα καταφέρουν. Την πόλη έσωσαν, όπως λέγει ο Προκόπιος, τα απόρθητα τείχη της. Αλλά κατέστρεψαν την Κασσάνδρεια. η πόλη έπαθε μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές, που θα μπορούσε να πάθει μια πόλη από βάρβαρους επιδρομείς. Άλλη πάλι επιδρομή ουννικής φυλής και Σλάβων και Βουλγάρων σημειώθηκε τα έτη 558/559. Το 570 οι ΣΛΑΒΟΙ πολιόρκησαν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, την ημέρα της γιορτής του πολιούχου της, αλλά αποκρούσθηκαν από τη φρουρά και τους κατοίκους. Λεηλάτησαν όμως την υπόλοιπη Μακεδονία. όλες οι επιδρομές είχαν ολέθρια αποτελέσματα, όχι όμως μόνιμα για τη Μακεδονία. Σφαγές, αιχμαλωσίες, ζημίες όχι όμως αλώσεις πόλεων, εκτός της Κασσάνδρειας. Ο πραγματικός όμως κίνδυνος είχε φανεί στα τέλη της βασιλείας του Ιουστινιανού με την εμφάνιση των ΑβαροΣλάβων, που θα αποτελέσουν ρυθμιστικό παράγοντα. Οι ΑΒΑΡΟΙ ήταν λαός μογγολικής καταγωγής, όπως οι Τούρκοι. Από αυτούς πιεζόμενοι θα έρθουν στις περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήταν άγριοι πολεμιστές. τρόμος και φρίκη απ΄ όπου περνούσαν. Το 580 εφορμούν κατά της Θεσσαλονίκης και την πολιορκούν για 2 συνεχή χρόνια. η πόλη σώθηκε και πάλι χάρη στο θάρρος και την αποφασιστικότητα των υπερασπιστών κατοίκων της. Οι επιδρομές στα επόμενα χρόνια και όλο τον 7ο αιώνα πυκνώνουν. Πλημμυρίζει η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μέχρι τα παράλιά της από βάρβαρους λαούς που λεηλα-
τούν τα πάντα. Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού ήταν ανίκανοι να προστατέψουν τις επαρχίες που χάνονταν η μία μετά την άλλη. Σχετικά με την εκκλησιαστική οργάνωση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο λίγα στοιχεία έχουμε. Οι μόνες πηγές – και αυτές έμμεσες – που διαθέτουμε είναι οι κατάλογοι και τα πρακτικά των οικουμενικών και τοπικών συνόδων, απ΄ όπου συμπεραίνουμε ότι η εκκλησιαστική οργάνωση στην επαρχία της Μακεδονίας στηρίχθηκε στο μητροπολιτικό σύστημα, που ακολουθούσε το διοικητικό σύστημα της επαρχίας. Τον τίτλο του μητροπολίτη κατείχε ο επίσκοπος της πρωτεύουσας (Θεσσαλονίκης), ο οποίος ήταν πρόεδρος των τοπικών εκκλησιαστικών συνόδων. στις άλλες πόλεις προϊστάμενοι της Εκκλησίας ήταν επίσκοποι. Η υπεροχή της δικαιοδοσίας του προκαθημένου μητροπολίτη της εκκλησίας της Θεσσαλονίκης Αλεξάνδρου και εντός και εκτός της Μακεδονίας μαρτυρείται από τον κατάλογο των επισκόπων που παραβρέθηκαν στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, το έτος 325, υπό την προεδρία του ίδιου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄. Η Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης και όλες μαζί οι επισκοπές της Μακεδονίας από τη σύστασή τους και μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης. Αλλά και μετά την οριστική πολιτική διευθέτηση της διαίρεσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την προσάρτηση της Μακεδονίας και της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, οι επισκοπές και οι μητροπόλεις έγιναν αντικείμενο μακροχρόνιας διεκδίκησης μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η διαπάλη αυτή κράτησε ως τον 8ο αιώνα. Η Εκκλησία των Φιλίππων, η πρώτη που ιδρύθηκε από τον Απόστολο Παύλο, κατείχε επίσης διακεκριμένη θέση ανάμεσα στις άλλες εκκλησίες της Ανατολής. Ο επίσκοπος Φιλίππων Πορφύριος έλαβε μέρος στην τοπική σύνοδο που έγινε στη Σαρδική τα έτη 342-343 (σήμερα Σόφια / Βουλγαρίας). Και στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο (Έφεσος / 431) ο επίσκοπος Φλαβιανός των Φιλίππων συμμετείχε ως τοποτηρητής του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ρούφου, μαχόμενος στο πλευρό του Κυρίλλου Αλεξανδρείας εναντίον του αιρετικού Νεστορίου. Η επισκοπή των Φιλίππων θα προαχθεί σε μητρόπολη. Ισχυρή ήταν και η επισκοπή της Ηράκλειας Λυγκηστίδας. Μάλιστα οι επίσκοποι αυτής σε 3 εκκλησιαστικές συνόδους τα έτη 449, 451 και 553 αντικατέστησαν το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Σπουδαίος ήταν και ο ρόλος της επισκοπής των Στόβων. Επίσκοποι και της πόλης αυτής έλαβαν μέρος σε οικουμενικές συνόδους. Αυτές ήταν οι σημαντικότερες επισκοπές της Μακεδονίας, όμως αναφέρονται και άλλες: της Βέροιας, Πέλλας, Κασσάνδρειας, της Αμφίπολης και των Σερρών. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ παρέμεινε πέρα από τους Ρωμαϊκούς και κατά τους πρώιμους βυζαντινούς αιώνες άρρηκτα συνδεμένη με την ελληνική πνευματική παράδοση και με τον κόσμο της ανατολικής Μεσογείου: αυτά ήταν τα θεμέλια της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Ανατολής. Η οικονομία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ κατά την ύστερη ρωμαϊκή και πρώιμη βυζαντινή περίοδο στηριζόταν κατά μεγάλο μέρος στις γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες. Το βιοτικό όμως επίπεδο του αγροτικού πληθυσμού δεν πρέπει να ήταν υψηλό. Παρατηρείται συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των γαιοκτημόνων. Γινόταν ικανοποιητική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της επαρχίας και ιδίως των μεταλλείων και των λατομείων. Υπήρχε εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, γεγονός που αποκαλύπτει ότι η Μακεδονία την εποχή αυτή ήταν κέντρο αξιόλογης οικονομικής δραστηριότητας και δεν ήταν απομονωμένη από τις άλλες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Η εμπορική της ανάπτυξη οφείλεται στο καλό οδικό δίκτυο (Εγνατία οδός) και στο καλό λιμάνι της Θεσσαλονίκης (Λιμήν Κωνσταντίνου), όπου γίνονταν μάλιστα και μεγάλες εμποροπανηγύρεις. Πρέπει να υπήρχε οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα και υψηλό βιοτικό επίπεδο στα αστικά κέντρα, όπως μαρτυρείται και από την παρουσία συντεχνιών και από τα φιλόδοξα οικοδομικά προγράμματα, τα οποία έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Ο Χριστιανισμός επηρέασε και την κοινωνική ζωή της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Επέδρασε όχι μόνο στις ψυχές των ανθρώπων, αλλά και στον τρόπο της ζωής τους και στο περιβάλλον όπου ζούσαν. Η εκκλησία γίνεται ο κύριος φορέας της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής των κατοίκων των αστικών κέντρων και των μικρότερων οικισμών. Παρά την εξάπλωση όμως του Χριστιανισμού την εποχή αυτή, οι εθνικές θρησκείες (ειδωλολατρία) δεν έπαψαν να υφίστανται για μεγάλο ακόμη χρονικό διάστημα. Παράλληλα το πρόβλημα των δογματικών αιρέσεων έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις. Η πίστη των χριστιανών της Μακεδονίας σε εποχή που ο χριστιανισμός αγωνίζεται για την ολοκληρωτική επικράτησή του, διαπιστώνεται και από το πλήθος των μαρτύρων της περιοχής. Εκτός από το μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριο, οι επιγραφές αναφέρουν και άλλους πολλούς μάρτυρες: το Νέστορα, τον Αγαθόποδα, τον Ακάκιο, τον Αλέξανδρο, το Δομνίνο, το Θεόδουλο, τον Ιωάννη, τις αδελφές Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία, την Ανυσία, τη Ματρώνα και άλλους. Ο μοναχικός βίος κάνει την εμφάνισή του αρκετά νωρίς και μάλιστα οργανωμένος στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Βεβαιώνεται και από την παράδοση και από τα μνημεία. Η αρχαιότερη μονή στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είναι του Λατόμου (ο ναΐσκος του ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ – στην Άνω Πόλη). Χρονολογείται στα τέλη του 5ου αιώνα. Αρχικά ήταν μονή του Αγίου Ζαχαρία. Χαρακτηριστική της περιόδου αυτής, της όψιμης αρχαιότητας, είναι και η συστηματική υποχώρηση της λατινικής επιρροής γενικότερα, ιδίως όμως της λατινικής γλώσσας, που διαπιστώνεται στις επιγραφές, ο αριθμός των οποίων εμφανίζεται πολύ περιορισμένος σε σχέση με το πλήθος των ελληνικών επιγραφών, γεγονός που φανερώνει την κατίσχυση της ελληνικής γλώσσας και την αφομοίωση των Ρωμαίων αποίκων από τον ελληνικό πληθυσμό. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κατά την περίοδο αυτή δεν έχει να επιδείξει αυτόνομη λογοτεχνική και φιλοσοφική δραστηριότητα. Κάθε πόλη είχε τη σχολή της, όπου δίδασκαν γραμματικοί. Ελάχιστα μόνο δείγματα πρωτότυπης πνευματικής παραγωγής διαπιστώνονται την εποχή αυτή. Μοναδικό έργο Μακεδόνα συγγραφέα αυτήν την περίοδο είναι η «Ανθολογία του Ιωάννου ΣΤΟΒΑΙΟΥ» (από τους Στόβους). Το έργο του είναι συμπίλημα του 5ου αιώνα. αποτελείται από αποσπάσματα περισσοτέρων από 500 ποιητές, φιλοσόφους, ιστορικούς, ρήτορες και ιατρικούς συγγραφείς. Χριστιανοί συγγραφείς δεν αναφέρονται. Σχετικά με την ψυχαγωγία και την πολιτιστική ζωή των κατοίκων στη Μακεδονία, κατά την πρώιμη παλαιοχριστιανική εποχή, γνωρίζουμε ότι η βασική διασκέδασή τους ήταν η παρακολούθηση των μονομαχιών - θηριομαχιών μέσα στα ειδικά θέατρα – αρένες – και των ιπποδρομιών στους ιπποδρόμους. Οι Θεσσαλονικείς π.χ. κατά χιλιάδες συνέρρεαν στον ιππόδρομο της πόλης τους (βρισκόταν ανατολικά του ανακτόρου του Γαλερίου), για να θαυμάσουν τους αγαπημένους τους ηνιόχους. Όλοι οι χώροι των λαϊκών διασκεδάσεων διέκοψαν τη λειτουργία τους μέσα στον 4ο αιώνα, γιατί απαγορεύθηκαν τα δημόσια θεάματα ύστερα από σχετικά αυτοκρατορικά διατάγματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Μεγάλου Θεοδοσίου. Το πνεύμα και οι αξιώσεις της νέας, της χριστιανικής, θρησκείας επιβλήθηκαν και στον τομέα αυτόν. Τότε σταμάτησαν να τελούνται και οι πανελλήνιοι αγώνες, οι ολυμπιακοί και οι άλλοι (οι ολυμπιακοί άρχισαν πάλι το 1896 – αλλά έγιναν παγκόσμιοι). Σχετικά με τις τέχνες (εικαστικές) κατά τους παλαιοχριστιανικούς αιώνες (4ο, 5ο και 6ο), η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ως τόπος όπου για πρώτη φορά μεταδόθηκε στην Ευρώπη το μήνυμα του Χριστιανισμού και ως τόπος με μακραίωνη καλλιτεχνική παράδοση, έδωσε μερικά από τα πρωιμότερα δείγματα χριστιανικής αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, γλυπτικής και τορευτικής. Μετά το διάταγμα του Μεδιολάνου (313) από τον Κωνσταντίνο Α΄, καθιερώνεται η θρησκευτική ισοπολιτεία (διάταγμα ανεξιθρησκίας). Έπαψαν οι διωγμοί των Χριστιανών και οι πιστοί βγήκαν από τις υπόγειες στοές – τις κατακόμβες (μία σώζεται στη Θεσσαλονίκη παραπλεύρως του ιερού του ναού της Αγίας Σοφίας), όπου τελούσαν τη λατρεία τους κρυφά από τους φορείς της εξουσίας, και άρχισαν τότε να κτίζουν τους ευκτήριους οίκους τους (ναούς). Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική (ναοδομία) την εποχή αυτή επικρατεί ο ρυθμός της βασιλικής ξυλόστεγης, τρίκλιτης, όπως ο ναός της Παναγίας Αχειροποιήτου της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 5ου αιώνα, και πε-
ντάκλιτης, όπως ο μεγαλοπρεπής ναός του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου. Ο αναστηλωμένος, μετά την πυρκαγιά του 1917, περικαλλής σήμερα ναός του προστάτη της πόλης έχει τη μορφή που πήρε την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) ύστερα από την καταστρεπτική πυρκαγιά της πρώτης εκκλησίας, που είχε κτισθεί πάνω στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου στα μέσα του 5ου αίώνα. Αυτόν τον πρώτο ναό ίδρυσε ο έπαρχος (διοικητής) της Επαρχίας του Ιλλυρικού, στην οποία υπαγόταν η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τότε. αυτός λεγόταν ΛΕΟΝΤΙΟΣ και έκτισε μια μεγάλη βασιλική από ευγνωμοσύνη, επειδή θεραπεύτηκε από βαριά αρρώστια με τη θαυματουργική χάρη του ΑΓΙΟΥ. Κάηκε όμως ο ναός αυτός ανάμεσα στα χρόνια 629-634 και με τις φροντίδες του τότε επισκόπου Ιωάννη και με την οικονομική βοήθεια των Θεσσαλονικέων και ξένων ακόμη – γιατί από την ίδρυσή του είχε αποβεί μεγάλο προσκύνημα με οικουμενική ακτινοβολία – ξανακτίζεται νέα βασιλική πάνω στην παλιά του Λεόντιου. Στις διάφορες αλώσεις της πόλης – 904, 1185 και 1430 (από τους βάρβαρους Σαρακηνούς, Νορμανδούς και Τούρκους αντίστοιχα) – ο ναός του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης έπαθε ζημιές, αλλά το 1917 (στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου) στη μεγάλη πυρκαγιά της πόλης αυτής μεταβλήθηκε σε ερείπια. Οι εργασίες ανακατασκευής και αναστήλωσης του ναού καθυστέρησαν πολύ και τελείωσαν οριστικά το 1949. Το κυκλικό κτίσμα της προηγούμενης περιόδου, το Μαυσωλείο που προοριζόταν για τον ενταφιασμό του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γαλέριου, το γνωστό σήμερα ως Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου στη Θεσσαλονίκη, μεγάλο περίκεντρο οικοδόμημα καλυπτόμενο από βαρύ πλινθόκτιστο τρούλο (θόλο), στα τέλη του 4ου αιώνα παραδόθηκε στη χριστιανική λατρεία, αφού μετασκευάσθηκε αρχιτεκτονικά και διακοσμήθηκε, όπως έπρεπε, και λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα ως ναός μάλλον των Ασωμάτων Δυνάμεων. Από την ύπαρξη όμως μια παρακείμενης μικρής εκκλησίας, πολύ μεταγενέστερης εποχής, του Αγίου Γεωργίου, θεωρήθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πως κάποτε η Ροτόντα λειτουργούσε στη χάρη του μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου. Της περιόδου αυτής, της παλαιοχριστιανικής, πολλά αρχιτεκτονικά μνημεία σώζονται και στους Φιλίππους, στην Αμφίπολη, στο Δίον, στην Ηράκλεια Λυγκηστίδα (περιοχή Φλώρινας), στους Στόβους και στην περιοχή Κοζάνης. Όλο το πολεοδομικό συγκρότημα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ περικλειόταν και από τα τέσσερα σημεία από υψηλά τείχη άριστης τοιχοδομίας. Αρχικά η νέα πόλη, που κτίσθηκε το έτος 315 π.Χ., περιτειχίσθηκε από τον ιδρυτή της, το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο. Έξω από τα τείχη της οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ σύντριψαν, με επικεφαλής το βασιλιά Αντίγονο Γονατά, τη φοβερή βαρβαρική επιδρομή των Γαλατών το 279 π.Χ.. Αυτή ήταν η πρώτη επιδρομή κατά της νεόκτιστης πόλης της Θεσσαλονίκης του Κασσάνδρου – και η πρώτη πολιορκία αυτής κατά την υπερδισχιλιετή ιστορία της. Από τότε και μέχρι την τελευταία πολιορκία και οριστική άλωσή της το 1430 από τους Τούρκους, θα αποκρούσει πάρα πολλές ληστρικές επιδρομές ποικιλώνυμων βαρβάρων. Η άριστη οχύρωση της Θεσσαλονίκης και η ηρωική άμυνα των Θεσσαλονικέων απέτρεπαν τη λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αιώνων. Την επιμέλεια της οχύρωσης είχαν οι ίδιοι οι αυτοκράτορες. κατά τις κρίσιμες εποχές των βαρβαρικών επιδρομών ενίσχυσαν τα τείχη της Θεσσαλονίκης ο Γαλέριος, ο Κωνσταντίνος Α' (ο Μέγας), ο Θεοδόσιος Α' (ο Μέγας), ο Ζήνων, ο Αναστάσιος Α' και ο Ιουστινιανός. Μια μεγάλη τρίστιχη εντοίχιος (πλίνθινη) επιγραφή, που αποκαλύφθηκε σε τετράγωνο πύργο του ανατολικού τείχους, μας πληροφορεί ότι την πόλη οχύρωσε με απόρθητα τείχη κάποιος ΟΡΜΙΣΔΑΣ: «ΤΕΙΧΕΣΙΝ ΑΡΡΗΚΤΟΙΣ ΟΡΜΙΣΔΑΣ ΕΞΕΤΕΛΕΣΕ ΤΗΝΔΕ ΠΌΛΙΝ…». Αυτός (πολιτικός μηχανικός της εποχής) ήταν ξένος, πιθανώς Πέρσης, στην υπηρεσία του Κράτους. Η περίμετρος της Θεσσαλονίκης έφτανε τα 8-9 χιλιόμετρα στην περίοδο της ακμής (στα βυζαντινά χρόνια). το μήκος των τειχών ήταν τόσο και το ύψος αυτών 10-12 μέτρα. ΄Ηταν ενισχυμένα με πύργους τετράγωνους. Η άμυνα των τειχών έσωζε τους Θεσσαλονικείς. παραταύτα κάμφθηκε 4 – μόνο – φορές: από τους Άραβες Σαρακηνούς (904), από τους Ευρωπαίους Νορμανδούς (1185), από τους Ευρωπαίους Σταυροφόρους του Πάπα (1204) και τελικά από τους Μογγόλους Τούρκους το 1430. Η τέχνη της ζωγραφικής στον τομέα της ψηφιδογραφίας φτάνει σε μέγιστο βαθμό εξέλιξης την παλαιοχριστιανική εποχή στη Μακεδονία. η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ έχει το προνόμιο να
διασώζει τα μοναδικά – μέχρι σήμερα γνωστά – προϊουστινιάνεια ψηφιδωτά της Ανατολής. Τα αρχαιότερα (τέλη 4ου αιώνα) εντοίχια ψηφιδωτά, δηλαδή στις επιφάνειες τοίχων, είναι αυτά που διασώθηκαν στη ΡΟΤΟΝΤΑ (της Θεσσαλονίκης), η οποία κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο ήταν σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο με ολοφάνερη ακόμη την ελληνιστική κληρονομιά. Την εποχή αυτή οι ζωγράφοι της πόλης, μέσα στις καλλιτεχνικές τους αναζητήσεις και ανησυχίες, μένουν ακόμη πιστοί στις κατακτήσεις της ελληνιστικής τέχνης. Τα ψηφιδωτά του τρούλου της Ροτόντας χαρακτηρίζονται σαν τα καλύτερα παλαιοχριστιανικά στον κόσμο. Φυσιοκρατική απόδοση και ελληνιστική χάρη συναντιούνται λίγο αργότερα και στα ψηφιδωτά της (ΠΑΝΑΓΙΑΣ) Αχειροποιήτου Θεσσαλονίκης που χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα. Ο ναός αυτός, μεγαλοπρεπής βασιλική ξυλόστεγη, τρίκλιτη, κτίσθηκε πιθανότατα αμέσως μετά τη Σύνοδο της Εφέσου το έτος 431 και αφιερώθηκε στη ΘΕΟΤΟΚΟ. Το 1430 έγινε το πρώτο τζαμί των Τούρκων κατακτητών. Ξαναλειτούργησε ως χριστιανικός ναός μετά από 500 χρόνια, το έτος 1930. Σύγχρονα περίπου είναι και τα ψηφιδωτά της πρώτης εκκλησιάς του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, που φανερώνουν παρόμοιες με τα προηγούμενα καλλιτεχνικές καταβολές. Όμως το ψηφιδωτό που διασώζεται στο καθολικό της Μονής Λατόμου (ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ) στη Θεσσαλονίκη, είναι ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής. Το θέμα της παράστασης είναι σπάνιο για τη χριστιανική εικονογραφία. Ο τεχνίτης της ψηφιδογραφίας διέθετε ασφαλώς άριστη τεχνική και ψυχογραφική ικανότητα. εργάστηκε στα τέλη του 5ου αιώνα και η δουλειά του αξιολογείται ως πιο προχωρημένο στάδιο από τα προηγούμενα – μας εισάγει στην ψηφιδογραφία της εποχής του Ιουστινιανού, που δυστυχώς δεν έχουμε δείγματά της στη Μακεδονία. Η Χριστιανική θρησκεία δεν ευνόησε την περίοπτη γλυπτική τέχνη (αγάλματα), γιατί αυτή υπήρξε ένα από τα κύρια μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης της ειδωλολατρικής περιόδου. Λόγω, εξάλλου, των ιστορικών συγκυριών (διάταγμα της ανεξιθρησκίας – εκχριστιανισμός του κράτους) παρουσιάζεται έντονος οικοδομικός οργασμός – ναοδομίας κυρίως – στη Μακεδονία και οι χριστιανοί καλλιτέχνες γλύπτες έστρεψαν την προσοχή τους στο αρχιτεκτονικό ανάγλυφο. Επίσης τότε αναπτύχθηκε και η τορευτική τέχνη – εγχάρακτη και ανάγλυφη ζωγραφική πάνω σε μεταλλικά κυρίως αντικείμενα (χρυσά ή αργυρά) οικιακής και λατρευτικής χρήσης. Οι τρεις αιώνες που πέρασαν από το θάνατο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (565) ως την ανάρρηση του Βασιλείου Α΄ (867) του ιδρυτή της ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ, είναι περίοδος σκοτεινή για την ιστορία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η ιστοριογραφία δεν ασχολείται με την επαρχία αυτή. Την περίοδο αυτή οι πολιτικοί προσανατολισμοί έστρεψαν το κυβερνητικό ενδιαφέρον προς την Ανατολή. οι ευρωπαϊκές περιοχές, δηλαδή και η Μακεδονία, πέρασαν μοιραία σε δεύτερη θέση στα κυβερνητικά ενδιαφέροντα και κατά συνέπεια στην ιστοριογραφία. Τοπικές ειδήσεις και πληροφορίες για το μακεδονικό χώρο αντλούμε από αγιογραφικό κείμενο που αφηγείται τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Περιγράφονται οι διαδοχικές επιθέσεις των βαρβάρων ΑΒΑΡΟΣΛΑΒΩΝ εναντίον της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και η θαυματουργική κάθε φορά διάσωσή της από τον πολιούχο Μεγαλομάρτυρα ΔΗΜΗΤΡΙΟ. Η επιμονή των ΣΛΑΒΩΝ να εισδύσουν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και να πλήξουν το κέντρο της, τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, είναι ενδεικτική της σπουδαιότητας και της μεγάλης φήμης, την οποία κατείχε η πόλη μέσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι σλαβικές επιθέσεις σπασμωδικές, ασυντόνιστες και σύντομης χρονικής διάρκειας μαρτυρούν το ληστρικό χαρακτήρα των πρώτων αβαροσλαβικών επιδρομών. Η πρώτη μεγάλη επίθεση κατά της Θεσσαλονίκης έγινε στα τέλη του 6ου αιώνα. μιλιούνια οι βάρβαροι επιδρομείς πολιόρκησαν 7 ημέρες την αγιοφρούρητη πόλη, που σώθηκε τελικά με τη θαυματουργική επέμβαση του ΑΓΙΟΥ. Εμψυχώθηκαν οι υπερασπιστές Θεσσαλονικείς και κατατρόπωσαν τους πολιορκητές, που διέλυσαν την πολιορκία και τράπηκαν σε φυγή.
Τον 7ο αιώνα οι ΣΛΑΒΟΙ αποσπάσθηκαν από τους Αβάρους και σχηματίζουν τις πρώτες «σκλαβηνίες», νησίδες εγκαταστάσεων δηλαδή στο μακεδονικό χώρο. Μία δεύτερη επίθεση ορμητική κατά της Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο 604, από 5.000 Σλάβους αποκρούσθηκε χάρη στην καλή οργάνωση της άμυνας της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα (615;) διάφορες σλαβικές φυλές έκαναν τρίτη απόπειρα κατάληψης της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – αυτήν την φορά από τη θάλασσα. Οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ όμως με διάφορα αμυντικά μηχανικά μέσα στο μώλο εμπόδισαν τους επίδοξους πολιορκητές ΣΛΑΒΟΥΣ να εισέλθουν στο λιμάνι και να καταλάβουν την πόλη. Τελικά την 4η ημέρα της πολιορκίας ένας ισχυρός βόρειος άνεμος, που προκάλεσε τρικυμία στο Θερμαϊκό, και η τολμηρή έξοδος των πολιορκουμένων προκάλεσαν σύγχυση στα βαρβαρικά στρατεύματα και διασκόρπισαν τα μονόξυλά τους. Το καλοκαίρι του 618 (;) ΑΒΑΡΟΣΛΑΒΟΙ πολιόρκησαν επί 30 ημέρες τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Οι πολιορκητικές μηχανές τους δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν ρήγματα στα τείχη. η πολιορκία λύθηκε κατόπιν συμφωνίας. Μόνοι τους οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ αμύνθηκαν γενναία, καθώς ο νέος αυτοκράτορας ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ (610-641) ήταν απασχολημένος προετοιμάζοντας σταυροφορική εκστρατεία εναντίον των Περσών. Οι ΠΕΡΣΕΣ όμως εκμεταλλεύθηκαν τη γενική αυτή αποδιοργάνωση του κράτους, για να απειλήσουν τη Θεσσαλονίκη σε συνεργασία με τους Αβάρους και πολιόρκησαν την πόλη επί 3 ημέρες από στεριά και θάλασσα – το έτος 626. Ευτυχώς δεν κατάφεραν τίποτε. τους απέκρουσαν σθεναρά οι υπερασπιστές της πόλης.
Β΄β. ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ / ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (642-1204). Επί της βασιλείας του αυτοκράτορα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Γ΄ (641-668), η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ απειλήθηκε και από ένα νέο εχθρό που έκανε την εμφάνισή του στο ΑΙΓΑΙΟ. Πρόκειται για τον αραβικό κίνδυνο. Το έτος 657 έγινε επιδρομή Αράβων, που είχαν ερημώσει νησιά του Αιγαίου με τα καράβια τους. εμφανίστηκαν στο Θερμαϊκό και απείλησαν με πολιορκία τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, αλλά και αυτοί αποκρούσθηκαν με το ίδιο σθένος. Η πόλη δεν έπεσε, άντεξε και πάλι. Οι ΣΛΑΒΟΙ όμως των μακεδονικών σκλαβηνιών απέκλεισαν πάλι τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και λεηλάτησαν τα περίχωρά της. Η αναταραχή αυτή κράτησε 2 χρόνια, 676-678, επί της βασιλείας του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Δ΄ του Πωγωνάτου (668-685). Έκαναν τριήμερη επίθεση κατά των τειχών της πόλης. αλλά και σ΄ αυτήν την πολιορκία (25-27 Ιουλίου του 677) απέτυχαν να την καταλάβουν. Στην αποτυχία τους συνέβαλε και ένας φοβερός σεισμός που συγκλόνισε την πόλη. Κατά την παράδοση ο πολιούχος ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ επεμβαίνει και σώζει ακόμη μια φορά την πόλη του. Ο νέος αυτοκράτορας ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ Β΄ ο Ρινότμητος (685-695) νίκησε οριστικά τους ΣΛΑΒΟΥΣ το 688 και διέλυσε τις εγκαταστάσεις τους, που αυτοί είχαν δημιουργήσει μέσα στην Αυτοκρατορία, τις λεγόμενες από τους βυζαντινούς συγγραφείς «σκλαβηνίες». Ο νικητής μπήκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ θριαμβευτικά. Από την περιοχή της πόλης και της λοιπής Μακεδονίας εκτοπίζονται 80.000 Σλάβοι και μεταφέρονται στη Μικρά Ασία. Έτσι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ειρηνεύει. Παράλληλα όμως εμφανίζεται στη ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ένας άλλος νέος κίνδυνος, το βουλγαρικό έθνος, λαός ασιατικός τουρκομογγολικής καταγωγής. Στα τέλη του 7ου αιώνα ένας ηγεμόνας των Βουλγάρων, που λεγόταν ΚΟΥΒΕΡ, επιχείρησε με δόλιο τρόπο να γίνει κύριος της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, καθώς και ένας ηγεμόνας των Σλάβων, που λεγόταν ΠΕΡΒΟΥΝΔΟΣ. Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ΙΩΑΝΝΗΣ (7ος αιώνας) γράφει: «Ἡ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ εἷλκε ὡς μαγνήτης σίδηρον βαρβαρικὸν καὶ ὡς ἤλεκτρον τὰ ἄχυρα τῶν ἐθνῶν». Τον 8ο αιώνα όμως οι ΣΛΑΒΟΙ ασπάζονται το Χριστιανισμό και ζουν ειρηνικά και αρμονικά με τους κατοίκους της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ιδιαίτερα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, με τους οποίους αρχίζουν να έχουν εμπορικές συναλλαγές. Σε όλη την αυτοκρατορία επικρατούν ο ελληνισμός και η ορθοδοξία. Το κράτος, αφού έχασε τις επαρχίες του, όπου κατοικούσαν αλλοεθνείς ή αιρετικοί, περιορίζεται τώρα στο χώρο, όπου επικρατεί το ελληνικό ή εξελληνισμένο ορθόδοξο στοιχείο. Τίποτα πια δε θυμίζει την παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η γλώσσα της πολιτικής, της διοίκησης, της διπλωματίας και των συναλλαγών είναι η ελληνική, η οποία αντικατέστησε τη λατινική. Η γλωσσική αυτή μεταστροφή φαίνεται καθαρά και στα νομίσματα, τα οποία φέρουν ελληνικά στοιχεία και χρονολογείται από την εποχή του ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ (610-641). Από τότε και μετά το ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ έχει πια καθαρά ελληνική εθνική φυσιογνωμία με δύο κυρίαρχα κέντρα: την πρωτεύουσα του κράτους Κωνσταντινούπολη και τη συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη (βασιλεύουσα και συμβασιλεύουσα). Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, κατά τους μεσοβυζαντινούς αιώνες (από τα μέσα του 7ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 11ου αιώνα), και ιδιαίτερα η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ θα ζήσει από κοντά όλες τις φάσεις και πτυχές των εξελίξεων, πολλές φορές μάλιστα με πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο διοικητής της πόλης έφερε τον τίτλο του «άρχοντα». Η πόλη «φιλοξένησε» πολλούς εκτοπισμένους, εξόριστους επικίνδυνους για την κεντρική εξουσία. Στη μακροχρόνια διαμάχη της περιόδου της εικονομαχίας η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ δίνει το «παρών» της. αποτελούσε κυρίαρχο θρησκευτικό κέντρο της Αυτοκρατορίας. Εδώ έμειναν εξόριστοι, επί της βασιλείας του αυτοκράτορα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤ' (780-797) της Δυναστείας των ΙΣΑΥΡΩΝ, ο Θεόδωρος Στουδίτης με τον αδελφό του Ιωσήφ δύο ολόκληρα χρόνια, το 795/796. Ήταν εικονολάτρες και αδιάλλακτοι υπερασπιστές της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας.
Στην περίοδο της εικονομαχίας τίμησαν το μητροπολιτικό θρόνο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ δύο μεγάλες προσωπικότητες: ο Ιωσήφ Στουδίτης, που ήταν λόγιος και υμνογράφος, αλλά ήταν εικονολάτρης αδιάλλακτος και συντηρητικός. καθαιρέθηκε από τον αυτοκράτορα ΝΙΚΗΦΟΡΟ Α' που βασίλεψε 802-811. Ο άλλος ήταν ο Λέων ο "Μαθηματικός", ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος, αλλά ήταν αδιάλλακτος εικονομάχος και προοδευτικός. καθαιρέθηκε από τον αυτοκράτορα ΜΙΧΑΗΛ Γ΄ που βασίλεψε 842-867. Στο στρατιωτικό τομέα, ύστερα από αρκετές δεκαετίες υποταγής, οι ΣΛΑΒΟΙ ξανασήκωσαν κεφάλι. Πάλι κινήθηκαν ορισμένες σλαβηνίες της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η επανάστασή τους όμως συντρίφθηκε αμέσως το 759 από τον αυτοκράτορα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ Ε'Κοπρώνυμο (741-775). Νέα εξέγερση των ΣΛΑΒΩΝ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και νοτιότερα σημειώθηκε τα έτη 782-783, την οποία κατέστειλε ο πρωθυπουργός ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΣ με εντολή της αυγούστας ΕΙΡΗΝΗΣ της Αθηναίας , που θα βασιλέψει από 797-802, αφού τύφλωσε το γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄, ο οποίος είχε διαδεχθεί ανήλικος τον πατέρα του –Λέοντα Δ' το Χάζαρο (775-780). Οι Σλάβοι νικήθηκαν και υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν ετήσιο φόρο. Στις αρχές του 9ου αιώνα εγκαινιάζεται ένα ευρύ πρόγραμμα εποικιστικής πολιτικής από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Α' για σθεναρή αντιμετώπιση ενδεχομένων βουλγαρικών επιδρομών. Οι Βούλγαροι την εποχή αυτή με επικεφαλής τον ηγεμόνα τους ΚΡΟΥΜΟ (806814) κατόρθωσαν να ιδρύσουν μεγάλο και ισχυρό κράτος με συνεχείς πολέμους στη Βαλκανική και κατέλαβαν τμήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Διέταξε ο Νικηφόρος να μεταναστεύσουν στις σκλαβηνίες του Βυζαντινού κράτους βυζαντινοί υπήκοοι από όλα τα "θέματα" (διοικητικές περιφέρειες μεγάλες). Η διαταγή όριζε μικρή προθεσμία, εντός ολίγων μηνών, τα έτη 809-810, και επέβαλε μάλιστα το μέτρο της αναγκαστικής εκποίησης της ακίνητης περιουσίας εκείνων που ήταν υπόχρεοι σε μετανάστευση. Το μέτρο αυτό αφορούσε κυρίως το μακεδονικό και το θρακικό χώρο και απέβλεπε στην πύκνωση του ελληνικού χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής με στόχο την αποτελεσματική ενίσχυση της άμυνας του κράτους κατά των Βουλγάρων. Το έτος 811 ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ εισέβαλε στην επικράτεια του Κρούμου, για να αναχαιτίσει το βουλγαρικό επεκτατισμό. παρά τις αρχικά σημαντικές επιτυχίες του, δεν κατόρθωσε να νικήσει ολοκληρωτικά τους αντιπάλους του, οι οποίοι ανασυγκροτήθηκαν, κατέστρεψαν το βυζαντινό στρατό και σκότωσαν τον ίδιο. Ο Κρούμος λεηλάτησε τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και τη Θράκη. Στη δεκαετία 820-830 η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ γίνεται πρωτεύουσα «θέματος», επί της βασιλείας του ΜΙΧΑΗΛ Β΄ (820-829), και το γεγονός χαρακτηρίζει την πρόοδο της αφομοίωσης των σλαβικών φυλών στη Μακεδονία. Παγιώνεται η ειρήνη και η διοίκηση του θέματος της Θεσσαλονίκης, η οποία απερίσπαστη από εσωτερικές ταραχές ανυπότακτων στοιχείων εγγυάται την ασφάλεια του πληθυσμού στη Μακεδονία από τους εξωτερικούς εχθρούς. Μετά την οριστική λήξη των θρησκευτικών διενέξεων, της εικονομαχίας, που προκάλεσε η δυναστεία των Ισαύρων (717-867) και την αναστήλωση των εικόνων, ακολουθεί (μεταεικονομαχική περίοδος) ο εκχριστιανισμός των ΣΛΑΒΩΝ και των ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ, οι οποίοι δέχονται και την πολιτιστική και πολιτική επιρροή του Βυζαντίου. Στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα, ειρήνη και ευημερία επικρατούν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και σε όλη τη διοικητική περιφέρεια του θέματος της Θεσσαλονίκης / Μακεδονίας. Με την Αλεξάνδρεια και την Αντιόχεια στα χέρια των ισλαμιστών / μωαμεθανών Αράβων, που κυριαρχούν στην Αίγυπτο και στη Συρία, η Θεσσαλονίκη απομένει να είναι το κυρίαρχο – μετά την πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη – κέντρο εμπορίου, βιομηχανίας, γραμμάτων και τεχνών. Η Θεσσαλονίκη θα εξελιχθεί σε μια πολυάνθρωπη και ακμάζουσα πόλη, όπου η ευπορία των κατοίκων της φαινόταν ακόμα και από την ενδυμασία τους. Εργοστάσια μεταξουργίας, υαλουργίας και μεταλλουργίας και άλλων ακόμη ειδών έδιναν στην πόλη, μαζί με το λιμάνι – το μεγάλο και ασφαλές – και το επαρκές οδικό δίκτυο (Εγνατία οδός), τεράστια έσοδα, ενώ οι καλλιέργειες και η κτηνοτροφία, που αναπτύχθηκαν σημαντικά χάρη στη «φιλοπονία» των κατοίκων, δημιουργούσαν επάρκεια τροφίμων στον πληθυσμό ολόκληρης της περιφέρειας. Κατά την περίοδο 6ο-9ο αιώνα η διοικητική οργάνωση της Μακεδονίας εξαρτάται από την κατάσταση που επικρατεί στη Βαλκανική και παρουσιάζει αλλεπάλληλες τροποποιήσεις, που υπαγορεύθηκαν από τις πολιτικές και στρατιωτικές ανάγκες. Από γραπτές πηγές και
από σφραγίδες μαρτυρούνται διάφοροι διοικητικοί και οικονομικοί θεσμοί και υπηρεσίες που δηλώνουν αναπτυγμένη αστική ζωή. Στο πρώτο βιβλίο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου αναφέρεται επανειλημμένα έπαρχος του Ιλλυρικού. ενώ στο δεύτερο βιβλίο των θαυμάτων, γραμμένο προς τα τέλη του 7ου αιώνα, ο έπαρχος ή ύπαρχος – που μνημονεύεται - έχει δικαιοδοσία που περιορίζεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης και τα καθήκοντά του μοιάζουν με εκείνα του επάρχου της Κωνσταντινούπολης και έφερε τους τίτλους του υπάτου ή του βασιλικού σπαθαρίου. Κατά την περίοδο αυτή οι πόλεις αποκτούν βαρύνουσα σημασία για τη βυζαντινή Μακεδονία. Καθώς η ύπαιθρος ερημώνεται από τις βαρβαρικές επιδρομές, οι κάτοικοί της καταφεύγουν στις πόλεις, που παραμένουν κέντρα εμπορίου, διατηρούν ανώτερο επίπεδο πολιτισμού και αποτελούν εστίες Ελληνισμού. Μέσα στα τείχη της Θεσσαλονίκης έβρισκαν καταφύγιο σωτηρίας χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής της, όταν συνέρρεαν κατά τις βαρβαρικές επιδρομές. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ διέθετε μεγάλες σιταποθήκες του δημοσίου με αποθηκευμένες σημαντικές ποσότητες σιτηρών για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών. Τότε και το λιμάνι έκλεινε με αλυσίδα στηριγμένη σε ξύλινες βάσεις. Από διάφορες πληροφορίες και μαρτυρίες γνωρίζουμε την ύπαρξη αστικών κέντρων, εκτός της Θεσσαλονίκης, η Αμφίπολη, Βέροια, Έδεσσα, Ηράκλεια (της Λυγκηστίδας), Καισάρεια (Αιανή Κοζάνης), Στρώμνιτσα, Χριστούπολη (σημερινή Καβάλα), το δεύτερο σε σπουδαιότητα λιμάνι των χρόνων αυτών στη Μακεδονία, τα Σέρβια, οι Σέρρες, οι Στόβοι και οι Φίλιπποι. Η Χριστούπολη μαρτυρείται ως έδρα αρχιεπισκοπής (στην Πενθέκτη Σύνοδο). ήταν εμπορικό και οχυρό κέντρο και είχε μάλιστα αυτοκρατορική φρουρά (9ος αιώνας). Επίσης η πόλη των Σερρών μαρτυρείται τον ίδιο αιώνα ως πρωτεύουσα του θέματος Στρυμόνα και ως έδρα επισκοπής. Σχετικά με την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση: μόνο στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ από όλες τις πόλεις της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ συνεχίσθηκε η καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά σε κλίμακα μειωμένη και με έμφαση στενά θρησκευτική. Πράγματι φτωχή είναι η πνευματική παραγωγή στη Μακεδονία κατά τους αιώνες 6ο-9ο. Διασώθηκαν οι διάφοροι πανηγυρικοί λόγοι για τον Άγιο Δημήτριο, τους οποίους εκφωνούσαν οι μητροπολίτες την ημέρα της εορτής του πολιούχου της πόλης (26 Οκτωβρίου). Επίσης υπάρχουν και τα δύο βιβλία (συλλογές) των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου. Είναι αξιόλογα κείμενα, γιατί παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την πνευματική ζωή της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα. Στο πρώτο π.χ. μαθαίνουμε ότι γίνονταν παραστάσεις «τραγωδών», πιθανώς στο αναστηλωμένο σήμερα ωδείο στην αγορά της πόλης και ότι υπήρχαν γιατροί σε όλη την επαρχία, που πρόσφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο διάστημα της επιδημίας του λοιμού, καθώς και για τις επιδρομές και τις πολιορκίες, που έκαναν οι Αβαροσλάβοι. Το δεύτερο βιβλίο των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου ρίχνει φως στις συνεχείς πιέσεις των Σλάβων εποίκων (των σκλαβηνιών) και στις ανεπιτυχείς απόπειρές τους να καταλάβουν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα. Παράλληλα όμως παρέχει στοιχεία και για την ειρηνική συνύπαρξη Σλάβων και Ελλήνων, καθώς και για την γοητεία που ασκούσε ο ελληνικός πολιτισμός στην κοινωνία των σλαβικών φυλών. Ακόμη και ο αρχηγός τους, ο ΠΕΡΒΟΥΝΔΟΣ, έμαθε ελληνικά και τα μιλούσε καλά. Τα κείμενα αυτά, οι πανηγυρικοί λόγοι και τα «θαύματα», γράφηκαν στη λόγια γλώσσα, χρησιμοποιούν πολλά από τα υφολογικά διδάγματα της ρητορικής και υποκαθιστούν την ελλείπουσα ιστοριογραφία. Από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ κατάγονταν οι δύο αδελφοί Κωνσταντίνος (Κύριλλος) και Μεθόδιος, γιοι του «δρουγγαρίου» (ναυάρχου του στόλου του θέματος Θεσσαλονίκης) Λέοντα, διανοούμενοι και θεολόγοι, που διέδωσαν το χριστιανισμό και το βυζαντινό πνεύμα στους ΣΛΑΒΟΥΣ της Μοραβίας με τη μεγάλη τους αποστολή το έτος 863. Ο ΜΕΘΟΔΙΟΣ γεννήθηκε γύρω στα 815. Μετά τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη, εισήλθε στην κρατική υπηρεσία. διορίσθηκε διοικητής διαμερίσματος της Μακεδονίας. Ο Κωνσταντίνος, νεότερος, γεννήθηκε γύρω στα 825. Αυτός, μετά τις βασικές του σπουδές στη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη πήγε στην Κωνσταντινούπολη το 843 για ανώτερες σπουδές. Στην πρωτεύουσα είχε δασκάλους το Φώτιο και το Λέοντα το Μαθηματικό, που νωρίτερα είχε διατελέσει (839/40-843) μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ο Κωνσταντίνος οδηγήθηκε στην
απόφασή του αυτή με την ώθηση αυτού του φημισμένου ιεράρχη. Εκεί διακρίθηκε ως σπουδαστής και έπειτα έγινε γραμματέας του πατριαρχείου και αργότερα μάλιστα καθηγητής της έδρας της ρητορικής στο νεοΐδρυτο πανεπιστήμιο (της Μαγναύρας), το οποίο είχε ιδρύσει το 863 ο καίσαρας ΒΑΡΔΑΣ, αδερφός της αυγούστας ΘΕΟΔΩΡΑΣ, χήρας του αυτοκράτορα ΘΕΟΦΙΛΟΥ (829-842) και μητέρας του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄. Αλλά και ο Μεθόδιος ύστερα από χρόνια θα φύγει από τη Μακεδονία και θα έλθει στην Κωνσταντινούπολη, για να ασχοληθεί με θεολογικές μελέτες. Έγινε μοναχός σε ένα μοναστήρι του Ολύμπου της Βιθυνίας, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη των ιερών κειμένων. Ενώ ο αδελφός του - ο Κωνσταντίνος – είχε έντονη κλίση στις ξένες γλώσσες και χρησιμοποιήθηκε σε διπλωματικές αποστολές. Το έτος 855 θα λάβει μέρος σε αποστολή προς το Χαλίφη της Συρίας και το 860 – 861 στέλλεται με το Μεθόδιο στην πρωτεύουσα των ΧΑΖΑΡΩΝ, ενός τουρκομογγολικού έθνους στην περιοχή της Κασπίας, για διαπραγματεύσεις. Ένα χρόνο μετά την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς ΡΑΤΙΣΛΑΒΟΣ του σλαβικού κράτους της ΜΟΡΑΒΙΑΣ, που ήταν νεοσύστατο αλλά δυναμικό κράτος στην Κεντρική Ευρώπη, ζήτησε εσπευσμένα από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Γ΄ την αποστολή ιεροδιδασκάλων. Ο γερμανικός κλήρος είχε ήδη αναλάβει ιεραποστολικό έργο στη χώρα του, την οποία όμως ο Ρατισλάβος ήθελε με κάθε τρόπο να απαλλάξει από τη γερμανική επιρροή και την εξάρτηση από την εκκλησία της Ρώμης. Ο Έλληνας αυτοκράτορας - ο Μιχαήλ Γ΄ (ο Μέθυσος) - και οι σύμβουλοί του εκμεταλλεύθηκαν αυτήν την ευκαιρία, για να εδραιώσουν το βυζαντινό και χριστιανικό γόητρο και το κύρος γενικά της Αυτοκρατορίας στην Κεντρική Ευρώπη. Στράφηκαν τότε προς τους ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ αδελφούς Κωνσταντίνο και Μεθόδιο, που ήταν σημαντικές προσωπικότητες και διέθεταν ευρύτατη διπλωματική πείρα. Επίσης οι δύο αδελφοί γνώριζαν άριστα τη σλαβονική γλώσσα. Είχαν μελετήσει επί μακρό χρονικό διάστημα στη γενέτειρά τους Μακεδονία τα προβλήματα του εκχριστιανισμού των ΣΛΑΒΩΝ και είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μόνο με την σλαβονική γλώσσα θα γινόταν αυτό κατορθωτό. Ο Κωνσταντίνος είχε τέλεια γλωσσολογική κατάρτιση και ο Μεθόδιος είχε πολυετή θητεία στη διοίκηση μιας μακεδονικής περιοχής με πληθυσμό κυρίως σλαβικό. Ο πυλώνας της Μακεδονίας άνοιξε και πάλι διάπλατα, όπως στα μέσα του 1ου αιώνα είχε ανοίξει για τον Απόστολο των Εθνών, τον ΠΑΥΛΟ, και οι δύο αδελφοί ξεκίνησαν για τη μακρινή Μοραβία. Από το σημείο αυτό η ιεραποστολική τους δράση ανήκει στη παγκόσμια ιστορία. Ο Κωνσταντίνος, που μετονομάσθηκε ΚΥΡΙΛΛΟΣ, όταν έγινε κι αυτός μοναχός, καθώς και ο ΜΕΘΟΔΙΟΣ που στο μεταξύ είχε γίνει ηγούμενος ονομαστής μονής, έγιναν οι Απόστολοι των Σλάβων. Κήρυξαν το ΧΡΙΣΤΟ. Μετά από πολλές περιπέτειες έφτασαν στη ΜΟΡΑΒΙΑ το έτος 863. Εκεί ο Κύριλλος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος), με τη συνεργασία του φωτισμένου ηγεμόνα των Σλάβων Ρατισλάβου της Μοραβίας και με τη βοήθεια του Μεθοδίου, που κύριο έργο του ήταν η οργάνωση της ιεραποστολής, δημιούργησε το σλαβικό αλφάβητο, που ονομάσθηκε από το όνομά του κυριλλικό αλφάβητο. Έδωσαν στους νεοπροσήλυτους το μέσο γραπτής επικοινωνίας για τη διευκόλυνση του ιεραποστολικού τους έργου. εκτός από το αλφάβητο, που δέχθηκαν με ανακούφιση οι ΣΛΑΒΟΙ, οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ / ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ ιεραπόστολοι αδελφοί μετέφρασαν και ερμήνευσαν τα ιερά κείμενα, τη ΒΙΒΛΟ και τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα των Σλάβων / Μοραβίας και διαμόρφωσαν γενικά φιλολογική γλώσσα, τη σλαβονική, που καθιερώθηκε επίσημο γλωσσικό όργανο των Σλάβων, τους οποίους μύησαν στην παράδοση του ελληνικού και του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ανοίγοντας με τον τρόπο αυτό τεράστιες δυνατότητες για την πολιτιστική ανάπτυξη όλου του σλαβικού κόσμου. Το θεάρεστο αυτό ιεραποστολικό έργο των δύο Θεσσαλονικέων σοφών αδελφών εκτιμήθηκε τόσο πολύ από το σλαβικό κόσμο, ώστε κάποιοι κακόβουλοι γείτονες διεκδικούν την καταγωγή τους από τη χώρα τους, εννοώ τους Σλαβο-σκοπιανούς. Η «ΑΓΙΑ», όμως Έδρα της ΡΩΜΗΣ θα φθονήσει το θρίαμβο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και με την πρώτη κιόλας ευκαιρία διαμέσου του εκπροσώπου της αρχιεπισκόπου του Σάλτζμπουρκ – με εκτελεστικό όργανο το Γερμανό ηγεμόνα Λουδοβίκο Γερμανικό – θα σαμποτάρει το αποτέλεσμα της ιεραποστολής. Έτσι οι δύο φωτιστές των Σλάβων, αφού τους άνοιξαν τα μάτια και αφού έσπειραν το σπόρο της ορθοδοξίας στις ψυχές του, θα εκδιωχθούν από τη Μοραβία. Θα
πεθάνουν στη ΡΩΜΗ, όπου είχαν εγκατασταθεί συνεχίζοντας να υπερασπίζονται τις θεολογικές τους θέσεις, ότι δηλαδή οι λαοί έχουν κάθε δικαίωμα να γνωρίζουν μέσα από τη δική τους γλώσσα το Χριστιανισμό. Υπέμειναν μέχρι το τέλος τους με καρτερία πολλές διώξεις και την ταπεινωτική συμπεριφορά των αντιφρονούντων θεολόγων και ιερωμένων της Δύσης. Έγινε το 867 το (πρώτο) σχίσμα των Εκκλησιών, Δυτικής (Πάπας) και Ανατολικής (Πατριάρχης). Τελικά όμως και η ΡΩΜΗ αποδέχθηκε τη νέα αυτή πραγματικότητα στο σλαβικό κόσμο της Βαλκανικής. Ο Κύριλλος υπήρξε η σημαντικότερη προσωπικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μετά το Μέγα Αλέξανδρο. Πράγματι, αν ληφθεί υπόψη η επίδραση που άσκησε το κυριλλικό έργο στο πέρασμα των αιώνων, ο ΚΥΡΙΛΛΟΣ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μορφή αν όχι μεγαλύτερη από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ τουλάχιστον ίση προς εκείνον. Εκείνος φωτίζει και εκπολιτίζει την ΑΝΑΤΟΛΗ, την ΑΣΙΑ, με όπλα του το ξίφος και τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ ο ΚΥΡΙΛΛΟΣ φωτίζει και εκπολιτίζει τη ΔΥΣΗ, την ΕΥΡΩΠΗ, με όπλα του το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ και τον ελληνικό βυζαντινό πολιτισμό. Πάντως είναι αναμφισβήτητο ότι το κυριλλικό αλφάβητο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από πολλούς λαούς από το Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό ως τα βόρεια ελληνικά σύνορα και από τη Βαλτική Θάλασσα ως το Βερίγγειο Πορθμό (εκεί που η Ασία πάει να συναντήσει την Αμερική). Τα λείψανα του Κυρίλλου βρίσκονται σήμερα στην κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Κλήμεντος στη Ρώμη κάτω από πολλές ευχαριστήριες αφιερώσεις κυβερνήσεων και λαών. Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τη μεγίστη αυτή προσφορά των δύο αδελφών Θεσσαλονικέων στο Χριστιανισμό αναγνωρίζοντας, τους αγιοποίησε ανακηρύσσοντας αυτούς ισαποστόλους. Η μνήμη τους εορτάζεται στις 11 Μαΐου. Και ψάλλει η ΕΚΚΛΗΣΙΑ του ΚΥΡΙΟΥ το απολυτίκιό τους (Ήχος πλάγιος α΄): «Ἀποστόλων τὸν ζῆλον ἐπιδειξάμενοι, ἐπὶ τάς χώρας τῶν ΣΛΑΒΩΝ Εὐαγγελίου τό φῶς διηυγάσατε λαμπρῶς θείῳ κηρύγματι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ οἱ βλαστοί καὶ ἀστέρες φαεινοί, Μεθόδιε σὺν Κυρίλλῳ, αὐτάδελφοι θεηγόροι, Ἐκκλησιῶν ἡ σεμνοπρέπεια» (Αφού επιδείξατε το ζήλο των Αποστόλων, διαδώσατε με λαμπρότητα στις Σλαβικές χώρες το φως του Ευαγγελίου με θείο κήρυγμα, εσείς τα τέκνα της Θεσσαλονίκης και αστέρια φωτεινά, Μεθόδιε μαζί με τον Κύριλλο, αδελφοί κήρυκες του Θεού, η ευπρέπεια των Εκκλησιών). Το έργο του Κυρίλλου και του Μεθοδίου συνέχισε ο Μακεδόνας μαθητής τους Κλήμης, που ήταν επίσης τέλειος κάτοχος και των δύο γλωσσών, της ελληνικής και της σλαβικής. Ήταν μέλος της ιεραποστολής στη Μοραβία για τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και συνεργάσθηκε στη μετάφραση της Βίβλου. Όταν επέστρεψε από τη Μοραβία, εγκαταστάθηκε στην Αχρίδα, όπου ίδρυσε σχολή για την εκπαίδευση του σλαβόφωνου κλήρου, για αποτελεσματικό εκχριστιανισμό του νεοπροσήλυτου σλαβικού πληθυσμού της περιοχής. Μέσα σε 7 χρόνια 3.500 μαθητές πέρασαν από τη σχολή του. Ο Κλήμης διέθετε όχι μόνο παιδεία και αποστολικό ζήλο, αλλά είχε και οργανωτικές ικανότητες. Έγινε και επίσκοπος. Με το εκπαιδευτικό έργο του υλοποίησε το ιεραποστολικό έργο των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Ο ΚΛΗΜΗΣ με το συγγραφικό του έργο (ύμνους και προσευχές στη σλαβονική γλώσσα, πρώτος συγγραφέας πρωτοτύπων έργων στη γλώσσα αυτή) θεωρείται δικαιολογημένα ο πατέρας της σλαβονικής γλώσσας. Ο 9ος αιώνας τελειώνει με το θρίαμβο της ορθοδοξίας και τον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των Βουλγάρων. Ο Ευαγγελισμός των Σλάβων από τους αδελφούς Θεσσαλονικείς Κύριλλο και Μεθόδιο κατά συγκυρία συνέπεσε με τον εκχριστιανισμό και των συνοίκων (στη Β. Βαλκανική) Βουλγάρων. Ενώ εκείνοι, Κύριλλος και Μεθόδιος, δρούσαν στη Μοραβία, άλλη βυζαντινή ιεραποστολή βάπτιζε χριστιανό το βασιλιά των Βουλγάρων Βόγορη ή Βόρη, που πήρε το όνομα του αναδόχου του Έλληνα βασιλιά Μιχαήλ Γ΄. Ο λαός του δέχθηκε το ευαγγελικό κήρυγμα και βάπτισμα από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. [Αυτή ήταν η μεγάλη, η σωτήρια προσφορά της Ελληνο-Χριστιανικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, προς το σλαβικό και βουλγαρικό έθνος].
Από τον 9ο αιώνα οι Σλάβοι, αφού απέκτησαν την ανεξαρτησία τους και ασπάσθηκαν το χριστιανικό δόγμα, συνδέθηκαν με το βυζαντινό κόσμο. Όμως από τότε το ΒΥΖΑΝΤΙΟ και ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ - παρά τα όσα σήμερα λέγονται για ομόθρησκο φίλο και καλό γείτονα – απέκτησαν ένα βάρβαρο και σκληροτράχηλο εχθρό, ο οποίος πολλές φορές δεν έχανε την ευκαιρία να επιτίθεται, να λεηλατεί, να εξανδραποδίζει και να εξοντώνει τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικά με την τέχνη κατά την πρώιμη φάση της μεσο-βυζαντινής περιόδου (6ος -9ος αιώνας), η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική εκπροσωπούνται σε ένα μοναδικό σωζόμενο ακέραιο κτίσμα: Είναι ο «Ἱερός Ναός τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας», που κτίσθηκε τον 8ο αιώνα. ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Μακεδονικής πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης, γνωστός ως «ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ». Κτίσθηκε ιδιαίτερα επιβλητικός, φαίνεται, για να τονισθεί ότι η Θεσσαλονίκη, που ήταν πρωτεύουσα του Ιλλυρικού θέματος, έγινε την περίοδο αυτή έδρα μητρόπολης, που υπαγόταν στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και όχι πια στη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης. Αντιπροσωπεύει ένα από τα πρώτα στάδια στη διαμόρφωση του μεταγενέστερου αρχιτεκτονικού ρυθμού, που λέγεται «σταυροειδής ναός μετά τρούλου», όπως είναι στην Κωνσταντινούπολη η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ και η Αγία Ειρήνη. Ο Τρούλος (ημισφαιρικός θόλος) στηρίζεται πάνω σε 4 ογκώδεις πεσσούς, που καταλήγουν σε ισάριθμα σφαιρικά τρίγωνα. Ο ναός χρονολογείται στην περίοδο της εικονομαχίας. Αξιόλογα έργα ζωγραφικής σώζονται στον Άγιο Δημήτριο και στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης. Είναι κυρίως ψηφιδωτά, άλλα προεικονομαχικά, άλλα είναι εικονομαχικά και άλλα είναι μεταεικονομαχικά. Τα σωζόμενα ακόμη σήμερα στο ναό του Αγίου Δημητρίου ψηφιδωτά είναι όσα υπήρχαν μέχρι την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917 και είναι όλα σύγχρονα, γύρω στα 640 (τελευταία χρόνια της εποχής του Ηρακλείου). Ξεχωρίζουν δύο: Στο ένα εικονίζεται ο ΑΓΙΟΣ ανάμεσα στον επίσκοπο και στον έπαρχο, ανακαινιστές του ναού, στο άλλο εικονίζεται ο ΑΓΙΟΣ ανάμεσα σε 2 παιδιά, που τα προστατεύει και τα ευλογεί. Στο ημιθόλιο του ιερού του ναού της Αγίας Σοφίας Θες/νίκης η παράσταση της Παναγίας ένθρονης είναι πολύ μεταγενέστερη (τέλη του 11ου ή 12ου αιώνα), ενώ στο «χρυσό» φόντο διακρίνονται εύκολα ακόμη τα ίχνη από τα άκρα μεγάλου Σταυρού της εικονομαχικής περιόδου. Της ίδιας εποχής εικονομαχικά δηλαδή ψηφιδωτά – με τα αυτοκρατορικά μονογράμματα του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤ΄ (780-797) και της μητέρας του ΕΙΡΗΝΗΣ της Αθηναίας (797-802) - διατηρούνται στην καμάρα του «βήματος» του ναού. αυτά καθώς και του επισκόπου της πόλης Θεοφίλου τοποθετούν την ίδρυση και τη διακόσμηση του επιβλητικού αυτού ναού γύρω στα 780, δηλαδή πριν από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας – του έτους 787 που συγκάλεσε η Ειρήνη η βασιλομήτωρ. Ενώ τα ψηφιδωτά του τρούλου με την ΑΝΑΛΗΨΗ του ΧΡΙΣΤΟΥ χρονολογούνται έναν αιώνα μετά, δηλαδή είναι μεταεικονομαχικά, γύρω στα 880 και είναι από τα πιο σημαντικά όλης της βυζαντινής τέχνης. Το 1585 ο ναός έγινε τζαμί. Στην πυρκαγιά του 1890 έπαθε πολλές ζημιές, αλλά στα 1907 – 1910 οι Τούρκοι τον επισκεύασαν και διακόσμησαν το εσωτερικό του με τα ανθικά του κοσμήματα που ακόμη διατηρούνται. Από τον 9 ο αιώνα ω ς το 1204. Η υποταγή πρώτα και η αφομοίωση ύστερα των νεοφερμένων σλαβικών πληθυσμών ήταν οι βασικές προϋποθέσεις για την ευόδωση της βυζαντινής πολιτικής, που απέβλεπε στον πλήρη εκβυζαντινισμό των πληθυσμών κάθε γωνιάς της αυτοκρατορίας, άσχετα από την εθνική τους καταγωγή και προέλευση. Στους στόχους της αυτοκρατορίας συνέβαλε πολύ ο εκχριστιανισμός των πληθυσμών αυτών. Στην περιοχή γύρω από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ύστερα από την αποτυχία επανειλημμένων προσπαθειών των ΣΛΑΒΩΝ να εκπορθήσουν την πόλη, αρχίζει να διαμορφώνεται ένα είδος συνύπαρξης μεταξύ των νεοφερμένων και ιθαγενών πληθυσμών. Ενώ στην περιοχή του Στρυμόνα ποταμού και στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης η υποταγή των εγκατεστημένων Σλάβων θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο. Με βεβαιότητα όμως μπορεί να λεχθεί ότι ήδη από τις αρχές του 9ου αιώνα είχε σχεδόν πραγματοποιηθεί η στρατιωτικοπολι-
τική και διοικητική ένταξη στα πλαίσια της αυτοκρατορίας των αποδυναμωμένων πλέον σλαβικών πληθυσμών της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και σταδιακά θα επιτευχθεί η πολιτιστική αφομοίωση αυτών χάρη στον εξελληνισμό (την επικράτηση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας) και χάρη βέβαια στον εκχριστιανισμό όλου του σλαβικού κόσμου του κράτους. Ο Τσέχος ιστορικός V. VAVRINEK γράφει: «Στο Βυζάντιο η Ορθοδοξία και η Ελληνική παιδεία αποτελούν ένα αδιάσπαστο οργανικό σύνολο. η Ελληνική γλώσσα είναι η “κατ’ ἐξοχήν” γλώσσα της χριστιανικής πίστης». Πράγματι τόσο στους βυζαντινούς όσο και στους νεότερους χρόνους συμπορεύονται ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός. Η σχέση αυτή αποτελεί μια πραγματικότητα για τον Ελληνισμό ιστορική και, βέβαια, μια πραγματικότητα συνείδησης και ταυτότητας για τον Ελληνισμό. Πάντως από το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα οι ΣΛΑΒΟΙ της Μακεδονίας είναι Βυζαντινοί υπήκοοι και πολίτες με όλα τα δικαιώματα και όλες τις υποχρεώσεις που είχαν οι ΕΛΛΗΝΕΣ. Η πλήρης εξομοίωση των Σλάβων με τους Βυζαντινούς Έλληνες δημιούργησε τις συνθήκες ειρήνης και ευμάρειας για τη Μακεδονία και ιδίως ωφελήθηκε η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Η πόλη βρίσκεται στο πραγματικό σταυροδρόμι του οδικού δικτύου που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με την Ιταλία – πρόκειται για την Εγνατία οδό που αρχίζει από το Δυρράχιο στο Αδριατικό πέλαγος, που χωρίζει τη Βαλκανική χερσόνησο από την Ιταλική χερσόνησο – και του δρόμου ο οποίος από τα παράλια του Βόρειου Αιγαίου οδηγεί στις χώρες του Δούναβη και της Κεντρικής Ευρώπης. Ο διαβαλκανικός αυτός δρόμος, όπως μας πληροφορεί ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου και συγγραφέας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (912-959), ήταν ένα 8-ήμερο δρομολόγιο μεταξύ Θεσσαλονίκης και Βελιγραδίου. από εκεί μπορούσες να κατευθυνθείς διαμέσου του πλωτού Δούναβη και των παραποτάμων του προς τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Στο σημείο συνάντησης του οριζόντιου άξονα της Εγνατίας με την κάθετη αυτή διαβαλκανική αρτηρία βρίσκεται η καλά οχυρωμένη και απόρθητη πόλη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, η θεοφύλακτη – από τον πολιούχο Άγιό της Δημήτριο προστατευόμενη και σωζόμενη. στο λιμάνι της συγκλίνουν επίσης οι ναυτικοί δρόμοι, οι οποίοι από τη Μικρά Ασία και τα λιμάνια της Ανατολής (της βυζαντινής και της αραβικής) οδηγούν στη Βαλκανική. Έτσι η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ γίνεται το οικονομικό κέντρο του βαλκανικού κόσμου από τα τέλη του 9ου αιώνα, και όχι μόνο, αφού συναγωνίζεται σε κίνηση και αυτήν την Κωνσταντινούπολη και όλα τα μεγάλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου. Στις αρχές του 10ου αιώνα η Θεσσαλονίκη είναι «Μήτηρ των Εσπερίων», αφού αναδεικνύεται ως το διοικητικό (στρατιωτικοπολιτικό) κέντρο της Δύσης, που περιλάμβανε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας - χωρίς να εξαιρείται και η βυζαντινή ΙΤΑΛΙΑ. Σαν συμπρωτεύουσα της ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ – Αυτοκρατορίας η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, με διεθνή εμπορική αγορά και διεθνή ακτινοβολία, γίνεται μεγάλο κοσμοπολίτικο κέντρο. Μια γενική εικόνα για τον πλούτο της πόλης και την ευημερία των κατοίκων της μας δίνει ο Μακεδόνας κληρικός Ιωάννης Καμενιάτης (10ος αιώνας). Γράφει για τις αφθονίες της γεωργίας και της χορηγίες της εμπορίας. αναφέρει «τά σηρικά (μεταξωτά) ὑφάσματα καί τά ἐξ ἐρίων (μάλλινα)». επίσης θαυμάζει τους «χρυσίου καί ἀργυρίου καί λίθων πολυτίμων παμπληθεῖς θησαυρούς», που είχαν οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ και αφθονούσαν στην αγορά της πόλης. Η πόλη ήταν μεστή από «παμμιγῆ ὄχλον... αὐτοχθόνων καί ἐπιξενουμένων» (γεμάτη από κάθε λογής κόσμο, εντόπιους και ξένους). Συνεχίζει ο Καμενιάτης: Η πόλη υπερηφανευόταν για τη λαμπρότητα των οικοδομών και των μνημείων της καθώς και για την πνευματική επίδοση των κατοίκων της στις επιστήμες και τις τέχνες. Είχαν οι κάτοικοι αφθονία για την καλή ζωή. Αυτά όλα όμως μέχρι το έτος 904, γιατί τότε η άλωση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τους βάρβαρους Σαρακηνούς / Άραβες θα ανακόψει την ανάπτυξή της όχι όμως για πολύ καιρό, γιατί ο πληθυσμός της θα ανορθωθεί και η οικονομία της θα αναλάβει Ωστόσο η πολιορκία και άλωση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ το 904 από τους Άραβες / γρήγορα. Σαρακηνούς πειρατές ήταν το σημαντικότερο στρατιωτικοπολιτικό γεγονός του 10ου αιώνα. Οι ΑΡΑΒΕΣ αυτοί διωγμένοι από το Χαλιφάτο της Ισπανίας κατέφυγαν και εγκαταστάθη-
καν στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, όπου ίδρυσαν δικό τους νέο κράτος με πρωτεύουσα την ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ της Αιγύπτου και έκαμαν ληστρικές επιδρομές κατά του Βυζαντινού κράτους. Κατέλαβαν την Κρήτη, που την έκαναν ορμητήριό τους, και παρενοχλούσαν απειλητικά τα Μικρασιατικά παράλια και τα νησιά του Αιγαίου, προκαλώντας με τις φονικές και ληστρικές επιδρομές τους φρίκη και φοβερές λεηλασίες. Έφθασαν και στα Μακεδονικά παράλια. Στις 29 Ιουλίου του έτους 904 μια ισχυρή ναυτική μοίρα πειρατικών πλοίων με Σαρακηνούς, έχοντας επικεφαλής το ΛΕΟΝΤΑ ΤΡΙΠΟΛΙΤΗ, χριστιανό εξωμότη (από την Τρίπολη της Συρίας), εισέδυσε στο Θερμαϊκό κόλπο. Η είδηση, ότι ο εχθρικός στόλος, αφού είχε λεηλατήσει τα παράλια της Χαλκιδικής, κατευθυνόταν για την πλούσια ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, προκάλεσε τρόμο στους κατοίκους και πανικό. Οι άρχοντες διέταξαν να υψωθεί το χαμηλό παραθαλάσσιο τείχος επιστρατεύοντας όλους τους τεχνίτες της πόλης. Ψυχή της αντίστασης ήταν ο στρατηγός ΝΙΚΗΤΑΣ, τον οποίο έστειλε ο αυτοκράτορας ΛΕΩΝ ΣΤ΄ ο Σοφός (886-916). Διέταξε λοιπόν ο στρατηγός όλοι οι άνδρες να σπεύσουν στις επάλξεις του παραθαλάσσιου τείχους οπλισμένοι να αντιμετωπίσουν σθεναρά τους βάρβαρους επιδρομείς. Ορμούσαν με άγριους αλαλαγμούς κατά του τείχους, όπου διαπίστωναν ότι κάποια σημεία του δεν ήταν πολύ υψηλά και με ξύλινες σκάλες προσπαθούσαν να ανέβουν, αλλά αποκρούονταν με επιτυχία από τους υπερασπιστές της πόλης. ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΜΕΝΙΑΤΗΣ γράφει: «…δίκην χαλάζης πυκνῆς οἱ λίθοι κατ΄ αὐτῶν» (σαν χαλάζι πυκνό ρίπτονταν οι πέτρες επάνω τους) και τα βέλη των αμυνομένων Θεσσαλονικέων. Οι άπιστοι Σαρακηνοί είχαν κυριολεκτικά «δαιμονιάσει»: Με φωτιές και «πετροβόλους» μηχανές προσπαθούσαν αλλεπάλληλα να παραβιάσουν με λύσσα τις πύλες του νοτιοανατολικού τείχους (περιοχή του Λευκού Πύργου σήμερα), χωρίς όμως να το επιτύχουν. Ο φρούραρχος στρατηγός Νικήτας «... τὸ τεῖχος ἅπαν διὲτρεχε τὸν δῆμον παραθαρρύνων» (έτρεχε πάνω στο τείχος από τη μια άκρη στη άλλη ενθαρρύνοντας το λαό) και προσπαθώντας να διατηρήσει αμείωτο το ηθικό των αμυνομένων και πολιορκουμένων. Δύο ημέρες κράτησε η ηρωϊκή άμυνα αυτών, είχε πλέον εξασθενήσει και εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Οι πολιορκητές κτύπησαν με σφοδρότητα στο πιο χαμηλό σημείο του παραθαλάσσιου τείχους και αναρριχήθηκαν. Διαδραματίσθηκαν σκηνές αλλοφροσύνης και απερίγραπτης φρίκης και κτηνωδίας. Οι βάρβαροι μπήκαν στην πόλη σφάζοντας χωρίς διάκριση, όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Αυτόπτης μάρτυρας ο Καμενιάτης, που επέζησε από τη σφαγή, γράφει: «... ἦν γὰρ ἰδεῖν τότε τούς ἀνθρώπους ὡς ἀκυβέρνητα σκάφη τῇδε κἀκεῖσε περιφερομένους, ἐλεεινόν θέαμα, ἀνδρας, γυναῖκας, νήπια... ἀσπαζομὲνους τὸν οἴκτιστον ἐκεῖνον καὶ τελευταῖον ἀσπασμόν... τὸν Θεὸν ἐλιτάνευον... δίκην ἀψύχων δένδρων τήν τομήν ἀναμένοντες» (αλήθεια τότε μπορούσε να δει κανείς τους ανθρώπους να περιφέρονται εδώ και εκεί σαν ακυβέρνητα καράβια. Ήταν θλιβερό το θέαμα, να βλέπεις άνδρες, γυναίκες, νήπια να δίνουν μεταξύ τους εκείνο τον τόσο οικτρό και τελευταίο ασπασμό. το Θεό ικέτευαν περιμένοντας τη σφαγή σαν άψυχα δένδρα). Δέκα ημέρες έμειναν οι σφαγείς του Ισλάμ στην αξιοθρήνητη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, τη λεηλάτησαν πολύ βάρβαρα. Φεύγοντας άφησαν πίσω τους μια νεκρή, ερημωμένη πολιτεία. ευτυχώς διέφυγε την πυρπόληση! Οι αιμοσταγείς ληστοπειρατές του ΙΣΛΑΜ είχαν τα αμπάρια των καραβιών τους κατάμεστα – εκτός από την άλλη λεία – και από πλούσια έμψυχη «λεία» . στοιβαγμένοι 30.000 αιχμάλωτοι, όσοι επέζησαν από τις κακουχίες και στερήσεις, πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο ίδιος ο στρατηγός Νικήτας καθώς και ο ίδιος ο ιστορικός των γεγονότων της άλωσης, ο Καμενιάτης. Μεγάλο όμως μέρος των σκλάβων αυτών εξαγοράσθηκε αργότερα με την αραβοβυζαντινή συνθήκη του 908. Ο Καμενιάτης απελευθερώθηκε νωρίτερα. Εκτός από την εξιστόρηση που έγραψε αυτός, και ο ίδιος ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός, που υπήρξε μαθητής του λόγιου Πατριάρχη Φωτίου, έγραψε θρηνωδία «Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης». Πάντως για τη συμφορά της συμπρωτεύουσας ευθύνεται η κυβέρνηση της πρωτεύουσας, η οποία αντιμετωπίζοντας περισσότερο το βουλγαρικό
κίνδυνο στη Βαλκανική δεν πρόσεξε, όσο έπρεπε, την αραβική απειλή στον ελλαδικό χώρο. Πολλές αξιόλογες πόλεις στην παγκόσμια ιστορία έσβησαν οριστικά μετά από παρόμοια καταστροφή. Όμως η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά διατηρήθηκε και μάλιστα ανασυγκροτήθηκε σύντομα, για να ξαναγίνει μέσα σε λίγα χρόνια πάλι το κυρίαρχο αστικό κέντρο της Βαλκανικής. Όπως έχει προαναφερθεί, μετά την προσχώρηση και των Βουλγάρων στο Χριστιανισμό, ακολούθησε μακρά περίοδος ειρηνικών σχέσεων με το Βυζάντιο: γενικεύεται η διάδοση του Χριστιανισμού και της ελληνικής γλώσσας στο βαλκανικό χώρο. Η κατάσταση θα αλλάξει, όταν έγινε βασιλιάς των Βουλγάρων ο ΣΥΜΕΩΝ (893-927), γιος και διάδοχος του Βόρη / Μιχαήλ. Ξέσπασαν μακροχρόνιοι και σκληροί αγώνες μεταξύ των δύο κρατών, που θα καταλήξουν το έτος 1018 στη διάλυση του βουλγαρικού κράτους. Ο νέος τσάρος (βασιλιάς) της Βουλγαρίας είχε μορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη και είχε λάβει ελληνική παιδεία. Υπήρξε ικανότατος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης. Θανάσιμη τώρα ήταν η απειλή που προερχόταν από αυτόν, γιατί δε διεκδικούσε την εδαφική μόνο αύξηση του κράτους του προς Νότον, επομένως σε βάρος της Μακεδονίας, αλλά απέβλεπε στην κατάκτηση και του βυζαντινού αυτοκρατορικού στέμματος. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (920944), γράφοντας για την κατάσταση που διαμορφώθηκε, αναφέρει για τους Βουλγάρους: «ἀλλοτρίοις ὀνόμασιν ἑαυτοὺς καλλωπίζουσι» (με ξένα ονόματα τους εαυτούς τους στολίζουν). γιατί ο τσάρος τους Συμεών επιδίωκε με τις επιδρομές του να οικειοποιηθεί τον τίτλο «Βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων». Ο Βουλγαρο-βυζαντινός πόλεμος άναψε και θα αργήσει πολύ να σβήσει. Αφορμή του πολέμου ήταν η σύγκρουση οικονομικών / εμπορικών συμφερόντων στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. Οι επιχειρήσεις άρχισαν το 894 και θα ταλανίσουν το μακεδονικό χώρο 100 σχεδόν χρόνια. Η πρώτη φάση των επιχειρήσεων έληξε το έτος 900 με ειρήνη υπέρ του Βυζαντίου, αλλά δεν κράτησε πολλά χρόνια. Οι Βούλγαροι κινήθηκαν νοτιότερα και έφθασαν 20 περίπου χιλιόμετρα βόρεια της Θεσσαλονίκης. Ο Συμεών, ο Βούλγαρος τσάρος, αμέσως μετά την άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς Άραβες, επιχείρησε να επωφεληθεί από την ήττα των βυζαντινών και να την καταλάβει. Ο Λέων ο Χοιροσφάκτης, υπεύθυνος για τη διοίκηση του θέματος Θεσσαλονίκης γράφει: «... τὴν ἁλωθεῖσαν ὑπ΄ Ἀγαρηνῶν Θεσσαλονίκην κατοικῆσαι βουληθέντων Βουλγάρων» (... επειδή θέλησαν οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ να κατοικήσουν – να εγκατασταθούν – στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ που κυριεύθηκε από τους Αγαρηνούς / Άραβες). Αυτός όμως με τη μεσολάβησή του έπεισε το Βούλγαρο ηγεμόνα να υπογράψει πάλι συνθήκη με το Βυζάντιο το 904. Νέα όμως φάση των επιχειρήσεων άρχισε πάλι το 912 και τελείωσε μετά το θάνατο του τσάρου / ηγεμόνα των Βουλγάρων, Συμεών, το έτος 927. Οι αυτοκράτορες ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Β΄ Φωκάς (963-969) και ΙΩΑΝΝΗΣ Α΄ ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ (969-976) κατανίκησαν τους Βουλγάρους. Έτσι το πρώτο ανεξάρτητο κράτος – βασίλειο των Βουλγάρων διαλύθηκε και προσαρτήθηκε η χώρα τους στη Βυζαντινή αυτοκρατορία, της οποίας πάλι τα σύνορα προωθήθηκαν μέχρι το ΔΟΥΝΑΒΗ, ενώ παράλληλα το Βουλγαρικό Πατριαρχείο καταργήθηκε. Μετά τον ξαφνικό, όμως, θάνατο του Τσιμισκή το 976 – η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έγινε και πάλι το θέατρο των βυζαντινο-βουλγαρικών συγκρούσεων. Οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ επαναστάτησαν με αρχηγό το ΣΑΜΟΥΗΛ και με νέα στρατηγική, στρεφόμενη κατά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της λοιπής Ελλάδας. Τα πράγματα όμως θα πάρουν ευνοϊκή τροπή, όταν ανέλαβε εξ ολοκλήρου τη βασιλική εξουσία, το έτος 985, ο πιο αξιόλογος αυτοκράτορας της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1081), ικανότατος στρατηγός, ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β΄ ο ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ (976/985-1025). Η δυναστεία αυτή, της οποίας ιδρυτής ήταν ο αυτοκράτορας ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α΄ ο ΜΑΚΕΔΩΝ (867-886), συνειδητοποίησε πολύ νωρίς το βουλγαρικό κίνδυνο. διαπίστωσε ότι ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων τόνωσε και το εθνικό φρόνημα αυτών. Η δυναστεία αυτή αξίζει τον έπαινο και την τιμή του μακεδονικού – ελληνικού πληθυσμού για την εξουδετέρωση του βουλγαρικού κινδύνου για μακρότατο χρονικό διάστημα. Το 989 οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Βέροια, απέτυχαν όμως να καταλάβουν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και τις Σέρρες, ενώ ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ έκανε ορμητήριό του την πόλη του Αγίου Δημητρίου το 990 και
επισκεύασε τα τείχη της από όλα τα σημεία, ώστε να είναι απόρθητη. Οι πολεμικές επιχειρήσεις του αυτοκράτορα με κέντρο την πόλη θα κρατήσουν σχεδόν 30 χρόνια. Το έτος 994 ο τσάρος των Βουλγάρων ΣΑΜΟΥΗΛ, εκμεταλλευόμενος την απουσία του αυτοκράτορα στη Συρία, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, νίκησε τη φρουρά της και σκότωσε το διοικητή της. Δεν τόλμησε όμως να κυριέψει την πόλη, αλλά προήλασε ως τον Ισθμό της Κορίνθου, λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμά του με τις βουλγαρικές ορδές του. Στην επιστροφή του συγκρούσθηκε με τον αξιόμαχο βυζαντινό στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό στις όχθες του Σπερχειού ποταμού (Φθιώτιδα) το έτος 997 και εκεί νικήθηκαν οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ κατά κράτος. ο ίδιος ο Σαμουήλ και ο γιος του Ρωμανός τραυματίσθηκαν και με δυσκολία διασώθηκαν στην επικράτειά τους. Εν τω μεταξύ έχει επιστρέψει ο αυτοκράτορας από τη Συρία και τίθεται επικεφαλής των επιχειρήσεων στη Βαλκανική. Το έτος 1003 απελευθερώνει από τη βουλγαρική κυριαρχία τις μακεδονικές πόλεις Βέροια, Έδεσσα, Σέρβια και τον Κολυνδρό. Οι επιχειρήσεις σε αυτή τη φάση διαρκούν 10 χρόνια ακόμη, και η πρωτοβουλία μεταξύ των εμπολέμων μια περνάει στους Βουλγάρους και μια στους Έλληνες (Βυζαντινούς). Το καλοκαίρι του 1014 ο αυτοκράτορας Βασίλειος με τη σύμπραξη του στρατηγού του Νικηφόρου Ξιφία σφυροκόπησαν τους Βούλγαρους του Σαμουήλ, που είχαν αποκλεισθεί στη στενή κοιλάδα του ποταμού Στρούμιτσα, κοντά στην τοποθεσία ΚΛΕΙΔΙ. Το αποτέλεσμα της μάχης αυτής για τους Βούλγαρους υπήρξε οικτρό. πανικόβλητοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή – αμέτρητοι οι νεκροί και περίπου 15.000 οι αιχμάλωτοι. Ο ίδιος ο τσάρος των Βουλγάρων, ο ΣΑΜΟΥΗΛ, μόλις κατόρθωσε να διαφύγει την αιχμαλωσία και να διασωθεί. πέθανε όμως γρήγορα από αποπληξία, όταν αντίκρισε τη φάλαγγα τόσων χιλιάδων τυφλών στρατιωτών του, οι οποίοι τυφλώθηκαν κατά διαταγή του ιδίου του αυτοκράτορα Βασιλείου και οδηγήθηκαν στη χώρα τους, για παραδειγματισμό βέβαια και εκφοβισμό. Τη λαμπρότητα της σημαντικής αυτής νίκης των Βυζαντινών σκίασε, βέβαια, η μελανή αυτή κηλίδα, που δίνει το μέτρο της αγριότητας, στην οποία είχαν φτάσει οι αντίπαλοι έπειτα από τόσο μακρό και σκληρό πόλεμο. Και ο λαμπρός νικητής αυτοκράτορας του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ θα μείνει στην ιστορία γνωστός ως Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος. Ο Βασίλειος συνέχισε και μετά το θάνατο του αντιπάλου του Σαμουήλ τις εκκαθαρίσεις των βουλγαρικών εστιών και φρουρών που υπήρχαν ακόμη στη Μακεδονία. Παραδόθηκαν τα περισσότερα φρούρια που κατείχαν οι Βούλγαροι και κατελήφθησαν όλες οι κτήσεις τους, καθώς και η ΑΧΡΙΔΑ, η πρωτεύουσα του Βουλγαρικού Κράτους. Οι «βογυάροι» (ευγενείς) δηλώνουν υποταγή, παύει να υπάρχει Βουλγαρικό κράτος ανεξάρτητο και γίνεται βυζαντινή επαρχία με διοικητή Βυζαντινό. Τα έτη 1038-1040 όμως έγινε νέα εξέγερση των Βουλγάρων στην περιοχή του Βελιγραδίου. επικεφαλής των επαναστατών ήταν ο Βούλγαρος άρχοντας Ντελιάν Πέτρος (Δελεάνος στις ελληνικές πηγές), που εμφανιζόταν ως εγγονός του Σαμουήλ. Ο στρατός του προελαύνει και γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των ελληνικών πληθυσμών. Ο χρονογράφος Γ. Κεδρηνός μαρτυρεί: «... πὰντα τὸν παρευρεθὲντα Ρωμαῖον ἀνηλεῶς καὶ ἀπανθρὼπως ἀναιροῦντες...» (σκοτώνοντας χωρίς έλεος και απάνθρωπα κάθε ΕΛΛΗΝΑ που συναντούσαν). Ο Δελεάνος, αφού σταθεροποιήθηκε στον επαναστατικό του αγώνα, προχώρησε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ βρισκόταν τότε ο αυτοκράτορας ΜΙΧΑΗΛ Δ΄ ο Παφλαγών (1034-1041). Είχε έλθει να ρυθμίσει τον επισιτισμό των κατοίκων, που μαστίζονταν και πάλι από μεγάλο λιμό. Έδωσε εντολή να μοιράζουν οι ενορίες των εκκλησιών σιτάρι από τις κρατικές αποθήκες στον πληθυσμό. κατηγορήθηκε όμως από το λαό ο Μητροπολίτης Θεοφάνης για καταχρήσεις, τον οποίο ο αυτοκράτορας καθαίρεσε αμέσως. Άλλος σκοπός της άφιξής του στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ήταν να προσευχηθεί στον τάφο του θαυματουργού μεγαλομάρτυρα προστάτη – πολιούχου αυτής, για να λυτρωθεί από την ανίατη ασθένεια που υπέφερε (επιληψία). Δεν έμεινε όμως να αντιμετωπίσει την προέλαση των Βουλγάρων. αλλά και ο ΔΕΛΕΑΝΟΣ, ο τσάρος των Βουλγάρων, δεν τόλμησε να κτυπήσει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Τον άλλο χρόνο όμως ο Αλουσιάνος, στρατηγός και συμβασιλιάς του Δελεάνου, πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη με 40.000 άνδρες και με πολιορκητικές μηχανές, κατασκευάζοντας και περιχαρακώματα. Ψυχή της άμυνας και αντίστασης των πολιορκουμένων Θεσσαλονικέων ήταν ο στρατη-
γός – πατρίκιος – Κωνσταντίνος, ανεψιός του αυτοκράτορα. Η άμυνα της φρουράς καλά κρατούσε. τελικά οι πολιορκούμενοι έκαναν έξοδο και επιτέθηκαν με αυταπάρνηση κατά των πολιορκητών Βουλγάρων, εμψυχωμένοι από τον ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ. Πολλές χιλιάδες εχθροί σκοτώθηκαν και άλλοι τόσοι αιχμαλωτίσθηκαν. Η βουλγαρική επανάσταση τελείωσε γρήγορα. όμως οι ελληνικοί πληθυσμοί της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ιδιαίτερα γύρω από τη Θεσσαλονίκη είχαν υποστεί μεγάλες λεηλασίες από τους επαναστάτες επιδρομείς. Το επαναστατικό κίνημα των τσάρων Δελεάνου και Αλουσιάνου καταστάλθηκε και η βυζαντινή κατοχή στη Βουλγαρία κράτησε ως το 1186. Αλλά και κατά τα επόμενα – μετά την καταστολή της βουλγαρικής επανάστασης – χρόνια η αναταραχή στο μακεδονικό χώρο δε σταμάτησε. Νέα βαρβαρικά στίφη εμφανίζονται στη Βαλκανική και απειλούν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Είναι οι ΟΥΖΟΙ ή ΟΥΓΟΥΖΟΙ, Τουρκομάνοι συγγενείς προς τους Σελτζούκους Τούρκους, γνωστοί και ως ΚΟΥΜΑΝΟΙ. Στράφηκαν κατά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ τα έτη 1064-1065, αλλά μόλις αντίκρισαν την περιτειχισμένη πόλη, άλλαξαν τα σχέδιά τους, την παρέκαμψαν και έτσι η πόλη σώθηκε. Μετά από αυτούς, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και όλη η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα γνωρίσουν και πάλι την ειρήνη και την ευημερία. «αἱ μὰχαιραι... μετῆλθον εἰς δρέπανα» (οι μάχαιρες έγιναν δρεπάνια), αναφέρει μία πηγή. Από τον 11ο αιώνα, και συγκεκριμένα από την προσάρτηση της Βουλγαρίας και την επέκταση των βυζαντινών συνόρων στην ΑΝΑΤΟΛΗ και στη ΔΥΣΗ ως την αυγή της Φραγκοκρατίας, η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει περίοδο αναλαμπής, ιδιαίτερης ακμής, οικονομικής και πολιτιστικής. Μακριά όμως από το μακεδονικό χώρο δύο νέες απειλές εμφανίζονται: οι Νορμανδοί στην ΙΤΑΛΙΑ, που εκμεταλλεύονται το οριστικό σχίσμα των δύο εκκλησιών (Ανατολικής / Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης και Δυτικής / Αγίας Έδρας Ρώμης) – που έγινε το 1054 – για να επεκταθούν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και οι Σελτζούκοι Τούρκοι, πρόγονοι των Οσμανλίδων Τούρκων, στη Μικρά Ασία, οι οποίοι, μετά τη νίκη τους στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071, απειλούσαν με διάλυση το βυζαντινό κράτος. Ο νορμανδικός κίνδυνος άρχισε να απειλεί και την αυτοκρατορία, όταν το έτος 1081 αυτοί οι επίδοξοι χριστιανοί κατακτητές από την Ευρώπη αποβιβάσθηκαν στη Βαλκανική, στο Δυρράχιο, που το έκαναν ορμητήριό τους. Εισχώρησαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και κυρίεψαν την ΚΑΣΤΟΡΙΑ. Ο αυτοκράτορας όμως ΑΛΕΞΙΟΣ Α΄ ΚΟΜΝΗΝΟΣ (1081-1118) την ανακαταλαμβάνει το 1083 και κατορθώνει με τη στρατηγική του ικανότητα και διπλωματικότητα να απωθήσει τους εισβολείς Νορμανδούς από την ΕΛΛΑΔΑ με αρκετά μεγάλες απώλειες, το 1085, και ο θάνατος του ηγεμόνα τους ΡΟΒΕΡΤΟΥ ΓΥΪΣΚΑΡΔΟΥ έδωσε τέρμα το νορμανδικό πόλεμο. Ο αιώνας – που ακολουθεί – είναι περίοδος μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Όπως αναφέρει ένα κείμενο του 12ου αιώνα, συνέρρεε τότε στα «ΔΗΜΗΤΡΙΑ» - στη δεκαήμερη μεγάλη εμποροπανήγυρη που γινόταν στα τέλη του Οκτωβρίου με τη γιορτή του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – «οὐ μὸνον αὐτὸχθων ὄχλος καὶ ἰθαγενής, ἀλλά πὰντοθεν καὶ παντοῖος, Ἑλλήνων τῶν ἁπανταχοῦ ... ἀλλά ταῦτα μὲν ἀμέσως πρὸς τὴν πὰλαι Μακεδονίαν καὶ Θεσσαλονίκην κομίζουσι ἔμποροι» (όχι μόνο ντόπιος κόσμος και άλλοι ιθαγενείς, αλλά ποικίλος και από παντού, Έλληνες από όλα τα μέρη... και αυτά – τα εμπορεύματα – έμποροι αμέσως τα μεταφέρουν προς την παλαιά Μακεδονία και Θεσσαλονίκη). Το σπάνιο και πολύτιμο αυτό κείμενο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τον πρωταρχικό οικονομικό ρόλο που διαδραματίζει η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την εποχή αυτή (12ος αιώνας), τώρα που ανοίγουν οι παγκόσμιες αγορές. Έμποροι Μακεδόνες και άλλοι Έλληνες και ξένοι άνθρωποι ποικίλης εθνικότητας επισκέπτονται ως εκθέτες την πόλη, για να πουλήσουν ή να ανταλλάξουν τα εμπορεύματά τους στο χώρο των ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ (στην περιοχή των εκβολών του Αξιού ποταμού), της «Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης» της εποχής εκείνης, όπως Βούλγαροι, Σλάβοι, Ιταλοί, Ίβηρες, Κέλτες πέρα από τις Άλπεις και άλλοι. Ο πληθυσμός της πόλης, πλουτισμένος από ξένα στοιχεία, Σλάβους, Λατίνους, ακόμη και Ούγγρους και Τούρκους, θα ζήσει νέα περίοδο ευμάρειας. Αλλά για μια ακόμη φορά εξωτερικός εχθρός θα πλήξει την πόλη λίγο πριν από το τέλος ου του 12 αιώνα. Πρόκειται για τους γνωστούς ήδη ΝΟΡΜΑΝΔΟΥΣ (ευρωπαϊκό χριστιανικό
φύλο από τη Β. Δυτική Γαλλία). Θα αρχίσουν πάλι οι βυζαντινο-νορμανδικοί πόλεμοι. Οι Νορμανδοί με νέες επιχειρήσεις απειλούν την ίδια την Κωνσταντινούπολη με κατάληψη, εκμεταλλευόμενοι τις αναταραχές που προκάλεσαν οι Σταυροφορίες. Οι επιχειρήσεις αυτές θα καταλήξουν στην άλωση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ το έτος 1185. Το έτος αυτό μια μεγάλη στρατιά Νορμανδών – 80.000 περίπου άνδρες – κατευθύνθηκε προς τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, χωρίς καμιά – αυτήν την φορά – αντίσταση εκ μέρους του Κράτους, της Δυναστείας των Κομνηνών (1081-1185), και έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Αυγούστου 1185 και αμέσως την πολιόρκησε απομονώνοντάς την από κάθε οδική επικοινωνία. Στις 15 Αυγούστου έφτασε στο Θερμαϊκό κόλπο και ο στόλος των Νορμανδών – αποτελούμενος από 200 καράβια, για να γίνει έτσι ο πλήρης αποκλεισμός της πόλης. Αρχηγοί των πολιορκητών ήταν οι κόμητες ΡΙΧΑΡΔΟΣ και ΑΛΔΟΥΪΝΟΣ, οι οποίοι έστησαν στην περίμετρο των τειχών της πόλης δεκάδες πολιορκητικών μηχανών. Οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ υπερασπίσθηκαν την πόλη τους με μεγάλη γενναιότητα. Όλοι ανεξαιρέτως βρέθηκαν στις επάλξεις των κάστρων, για να ενισχύσουν την αδύναμη φρουρά της, που αβοήθητη από την κεντρική εξουσία του αυτοκράτορα ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ Α΄ ΚΟΜΝΗΝΟΥ (1183-1185) έπρεπε μόνη της να αντιμετωπίσει τον πανίσχυρο στρατό και στόλο αυτών των βαρβάρων Ευρωπαίων επιδρομέων. Ψυχή της αντίστασης των πολιορκουμένων Θεσσαλονικέων ήταν ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ, βαθιά μορφωμένος, δεινός θεολόγος, ρήτορας, ιστορικός, φιλόλογος, ποιητής και προπαντός δραστήριος και τολμηρός, στάθηκε κοντά στο κατατρομαγμένο ποίμνιό του πολεμώντας τους εχθρούς - άξιος ποιμενάρχης – ενώ ο διοικητής της πόλης ήταν εντελώς ανάξιος και ανίκανος. Λεγόταν Δαβίδ Κομνηνός, ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Ανδρόνικου και δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον να συντονίσει την άμυνα. «ὁ στρατηγός δεινός ἦν κοιμᾶσθαι», γράφει ο Ευστάθιος (ο στρατηγός ήταν “φοβερός” στον ύπνο). Οι πολιορκητές ορμούσαν με λύσσα, αλλά απωθούνταν από τους γενναίους υπερασπιστές. Τελικά, όταν κάποια τμήματα του ανατολικού τείχους κατέρρευσαν, στις 24 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1185, οι πολιορκημένοι Θεσσαλονικείς χωρίς εφόδια και αβοήθητοι και με το ηθικό πεσμένο υποχώρησαν. Συγκεκριμένα ο νοτιοανατολικός γωνιαίος πύργος των τειχών, που βρισκόταν περίπου στη θέση του σημερινού Λευκού Πύργου, έμεινε σχεδόν αφρούρητος, τελείως αποδυναμωμένος. Τον πύργο αυτόν πρέπει να εννοεί ο Θεσσαλονίκης Ευστάθιος στην εξιστόρηση της πολιορκίας και άλωσης της πόλης, όταν λέει: «... τοῦ κατά θάλασσαν ἑώου πύργου...» (του παραλιακού ανατολικού πύργου). [Ο Λευκός Πύργος κτίσθηκε πολύ αργότερα, μετά το 1430, από τους Τούρκους, με τεχνίτες Βενετσιάνους, ίσως και πριν από την άλωση, κατά την εφτάχρονη Βενετοκρατία, 14231430. Στις αρχές του 19ου αιώνα ονομαζόταν ακόμη Πύργος των Γενιτσάρων, γιατί σ΄ αυτόν υπήρχε φρουρά Γενιτσάρων, ή Πύργος του Αίματος (Κανλή Κουλέ), γιατί χρησιμοποιούνταν ως κολαστήριο, φυλακή καταδίκων υψίστης ασφαλείας, βαρυποινιτών]. Οι βιαιότητες και οι λεηλασίες και οι σφαγές, που ακολούθησαν από τους βάρβαρους αυτούς Ευρωπαίους κατακτητές, δεν είχαν προηγούμενο. Χωρίς διάκριση έσφαζαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, ακόμη και κατοικίδια ζώα. Έσφαξαν άρρωστους, παιδιά, ακόμη και ιερωμένους πάνω στις άγιες τράπεζες των ναών. συνηθισμένο φαινόμενο οι βιασμοί γυναικών. Τα σπίτια, τα δημόσια κτίρια και οι ναοί απογυμνώθηκαν. Τα ανθρωπόμορφα αυτά κτήνη με τη θηριωδία τους δε σεβάστηκαν ούτε αυτόν τον τάφο του Αγίου Δημητρίου, του πολιούχου Μεγαλομάρτυρα προστάτη της Θεσσαλονίκης. Ο Ευστάθιος γράφει στην «Ἱστορία τῆς ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης ὑπὸ τῶν Νορμανδῶν»: «... ἐκπεπαικότες τῷ τάφῳ μετά πελέκεων... τὸν τε πέριξ ἐπιπολάζοντα κόσμον ἐξ ἀργύρου κατέκοψαν καὶ τόν ὑπέρ κεφαλῆς χρύσεον στέφανον περιείλοντο...». δηλαδή κτύπησαν και έσπασαν τον τάφο με τσεκούρια, έκοψαν και πήραν το άφθονο ασήμι που στόλιζε το «κιβώριο» και μάλιστα σκύλεψαν – οι ιερόσυλοι – τα ιερά λείψανα και αφαίρεσαν από την κεφαλή το χρυσό στεφάνι. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 7.000. Μετά τη φοβερή λεηλασία και σφαγή, μπήκαν στην πόλη έφιπποι και υπερήφανοι οι Νορμανδοί πρίγκιπες, οι αρχηγοί της εκστρατείας, που εγκαταστάθηκαν στα πιο πλούσια αρχοντόσπιτα, επιβάλλοντας σκληρή και απάνθρωπη κατοχή και τρομοκρατία. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
η πόλη του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, η ένδοξη και εύανδρος, υπέστη τελειωτικό κτύπημα. έπαθε τότε τη μεγαλύτερη καταστροφή, που όμοιά της δεν έχει να επιδείξει η μακραίωνη ιστορία της. Δεν άφησαν «οὔτε λείψανον τῆς παλαιᾶς καλλονῆς τῆς πόλεως» αυτοί οι βάρβαροι της Δύσης (τίποτα που να θυμίζει την παλιά ομορφιά της), όπως εξιστορεί με ζοφερά χρώματα τα γεγονότα της άλωσης ο τότε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ. Για μήνες η πόλη γνώρισε τρομερές συνθήκες καταπίεσης και καταδυνάστευσης, μετατράπηκε σε ερείπια, ενώ πριν από την άλωση ήταν «Μακάρων γῆ» (γη ευτυχών ανθρώπων). Ευτυχώς όμως η κατοχή των Νορμανδών κατακτητών κράτησε ένα μόνο χρόνο! Τελικά ο Βυζαντινός Στρατός με επικεφαλής τον ικανό στρατηγό Αλέξιο Βρανά, το 1186, νίκησε στην περιοχή της Αμφίπολης κατά κράτος τους Νορμανδούς και συνέλαβε αιχμάλωτους το στρατηγό τους κόμη Αλδουΐνο και το ναύαρχό τους κόμη Ριχάρδο, ο στόλος του οποίου νικήθηκε και καταστράφηκε σε ναυμαχία από τους ΕΛΛΗΝΕΣ και αφανίσθηκε από τρικυμία. Η καταστροφή, που υπέστησαν οι Νορμανδοί άρπαγες, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε αποφάσισαν να μάσουν τα απομεινάρια της άλλοτε υπερήφανης στρατιάς τους και αποχώρησαν από τη Θεσσαλονίκη και από όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Σχεδόν συγχρόνως με τα νορμανδικά γεγονότα επανεμφανίσθηκε ο βουλγαρικός κίνδυνος. άρχισαν νέες βουλγαρικές κινητοποιήσεις στο μακεδονικό χώρο. Το 1185 ξέσπασε επανάσταση των υποτελών Βουλγάρων με επικεφαλής αρχηγούς τούς Βούλγαρους αδελφούς ΠΕΤΡΟ και ΑΣΑΝ εναντίον της βυζαντινής κυριαρχίας, που κατέληξε στην επανίδρυση του Βουλγαρικού Κράτους (του τρίτου), το οποίο θα αναγνωρισθεί και από το ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Βουλγαρικά στρατεύματα, λοιπόν, τη χρονιά αυτή εισέβαλαν στην περιοχή Σερρών, νίκησαν τα εκεί βυζαντινά στρατεύματα, συνέλαβαν τον αρχηγό τους Αλέξιο Ασπιέτη και, αφού λεηλάτησαν τα πάντα, επέστρεψαν στα εδάφη τους. Την άλλη χρονιά επανέλαβαν τις ληστρικές τους επιδρομές. Στους κόλπους όμως του νέου Βουλγαρικού Κράτους επικρατεί αστάθεια, γιατί εμφανίζονται και άλλοι διεκδικητές της εξουσίας. «Μῆλον τῆς ἔριδος» ήταν το μακεδονικό έδαφος, όπου η κατάσταση είναι επισφαλής. Όχι μόνο στο Βουλγαρικό κράτος, αλλά σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία επικρατεί αναταραχή, την οποία προκάλεσε η κάθοδος των «Σταυροφόρων» με την ευλογία του πάπα, του προκαθημένου της «ΑΓΙΑΣ ΕΔΡΑΣ της ΡΩΜΗΣ». Ο νέος αιώνας, ο 13ος, θα αποβεί μοιραίος για τη ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΛΛΗΝΟΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Στις αρχές αυτού του αιώνα διεξάγεται η ΤΕΤΑΡΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ, για να απελευθερώσουν δήθεν οι αρχηγοί της τους ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ από τους πιστούς του ΙΣΛΑΜ. Αλλά κατά τη διάρκεια της Σταυροφορίας αυτής «οι Χριστιανοί Ευρωπαίοι Σταυροφόροι» παρεξέκλιναν από τους κύριους στόχους τους και οι επίδοξοι αρχηγοί της ΔΥΣΗΣ κατέλυσαν την Αυτοκρατορία της Ανατολής. καταλαμβάνεται η Κωνσταντινούπολη και η συμπρωτεύουσα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ το έτος 1204. Οι πόλεις, δυστυχώς, θα ταπεινωθούν και θα συμπορευθούν με τους λαούς τους τον ανηφορικό δρόμο της πρώτης διαρκούς αιχμαλωσίας του ΓΕΝΟΥΣ. Αρχίζει τώρα η περίοδος της ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ή γενικότερα της ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑΣ. Κατά την περίοδο από τα τέλη του 9ου ως τις αρχές του 13ου αιώνα η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από άποψη πολιτιστική δεν έχει το προβάδισμα. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ως δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας είχε βέβαια να παρουσιάσει κάποια πνευματική κίνηση, αλλά κατείχε δευτερεύουσα θέση. Υπήρχαν στην πόλη διδάσκαλοι της φιλολογίας και της φιλοσοφίας, αλλά όλοι επισκιάζονταν από τους διδασκάλους της Κωνσταντινούπολης. Κέντρα της πνευματικής ζωής είναι η Θεσσαλονίκη και η ΑΧΡΙΣ (Αχρίδα), που ανήκε στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας και είχε ενσωματωθεί πλέον στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ηγετικές μορφές στον τομέα των γραμμάτων και της διανόησης γενικότερα είναι οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της φιλολογικής παραγωγής παρουσιάζει χαρακτήρα εκκλησιαστικό.
Γέννημα και θρέμμα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΜΕΝΙΑΤΗΣ ανήκε στην εκκλησιαστική τάξη. Έζησε τον 9ο και 10ο αιώνα. Στην ιστορική του αφήγηση «Εἰς τὴν ἅλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης» (από τους Σαρακηνούς – Άραβες το 904) δείχνει κάποια περιγραφική ικανότητα. δε φαίνεται όμως ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την ελληνική παιδευτική παράδοση. Μεγάλη προσωπικότητα υπήρξε ο ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ (Ήφαιστος). έζησε τον 11ο αιώνα. διετέλεσε επίσκοπος Αχρίδας και έφερε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου των Βουλγάρων ως το θάνατό του, το 1108. Στο διάστημα της παραμονής του στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έγραψε σχόλια στους Ψαλμούς, στους Προφήτες και στα περισσότερα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Στο διάστημα αυτό ανήκει και η αλληλογραφία του, που παρέχει ειδήσεις πολύτιμες για την κοινωνική, οικονομική ζωή και την εκκλησιαστική ιστορία της Μακεδονίας. διατηρούσε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης. Μητροπολίτης της Θεσσαλονίκης διετέλεσε ο ΜΙΧΑΗΛ ΧΟΥΜΝΟΣ (από την ίδια πόλη). Έζησε τον 11ο και 12ο αιώνα και παρέμεινε στη μητροπολιτική έδρα της ως το 1133. Τα σωζόμενα συγγράμματά του είναι κυρίως πραγματείες εκκλησιαστικού δικαίου. Διάδοχος του προηγουμένου στο μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης υπήρξε ο ΝΙΚΗΤΑΣ (Μαρωνείας) – σύγχρονός του – και παρέμεινε στην έδρα αυτή ως το 1145. Έγραψε και αυτός πραγματείες εκκλησιαστικού δικαίου. Ανήκε στην κατηγορία των ορθοδόξων, που δεν επιθυμούσαν τη διάσπαση της χριστιανικής ενότητας και επιζητούσαν να εξομαλύνουν τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές. Από τη Μακεδονία καταγόταν επίσης ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (Αχρίδας), από τους διαδόχους του προηγουμένου στο μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης. Ανήκε και αυτός, όπως οι δύο προηγούμενοι, στη «φιλελεύθερη» πτέρυγα της ορθόδοξης Εκκλησίας. Το έτος 1175 ενθρονίζεται στο μητροπολιτικό θρόνο της συμπρωτεύουσας ο σοφός λόγιος ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ (Κατάφλωρος), άνθρωπος με πλατιά και βαθιά μόρφωση από την Κωνσταντινούπολη. Υπηρέτησε αντάξια και την παιδεία και την εκκλησία, και στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη. Δεν ενδιαφέρθηκε για τις δογματικές διαμάχες μεταξύ των θεολόγων των δύο εκκλησιών. Ασχολήθηκε με τον Όμηρο και έγραψε μνημειώδη σχόλια στην Ιλιάδα και Οδύσσεια: «Παρεκβολαί εἰς τήν Ὁμήρου Ὀδύσσειαν καί Ἰλιάδα». Επίσης σχολίασε τον Πίνδαρο και τον Αριστοφάνη. τα έργα αυτά όμως δε σώζονται σήμερα. Σώζονται μόνο μερικοί από τους πολλούς εγκωμιαστικούς λόγους που έγραψε. Κατά την άλωση και καταστροφή της Θεσσαλονίκης το 1185 από τους Νορμανδούς ο Ευστάθιος διέφυγε τη σφαγή. αιχμαλωτίσθηκε και με το υποδειγματικό του θάρρος ο άξιος αυτός ποιμενάρχης της πόλης συνέβαλε αποφασιστικά στη στήριξη του ηθικού φρονήματος του υπόδουλου ποιμνίου του. Απελευθερώθηκε και λίγο αργότερα συνέγραψε την «Ἱστορία τῆς ἁλώσεως τῆς Θεσσαλονίκης ὑπό τῶν Νορμανδῶν». το έργο του αυτό χαρακτηρίζουν η διαύγεια, η αμεροληψία και ο βαθύς ανθρωπισμός του. Μεγάλος ήταν ο ζήλος του για αναμόρφωση του κλήρου και του ποιμνίου του. Ώθησε τους κληρικούς της μητρόπολής του στη μελέτη, αντιγραφή και περίσωση χειρογράφων. στην ώθηση αυτή ασφαλώς οφείλεται και ένα σωζόμενο Ευαγγέλιο της εποχής του. Η πολυμάθειά του και η ευρυμάθεια, η σχολαστική του ευσυνειδησία, η ισορροπημένη κρίση και η ήρεμη καλαισθησία χαρακτηρίζουν το έργο του, και το φιλολογικό και το θεολογικό, και συνάμα αντικατοπτρίζουν την προσωπικότητά του. Με την πολύπλευρη και πολυδιάστατη φιλολογική του και θεολογική παραγωγή, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας γράφηκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ο ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ γίνεται η μεγαλύτερη μορφή των γραμμάτων στην εποχή του και όχι μόνον, γιατί τα έργα του και οι αρετές του είναι αρκετά να του εξασφαλίσουν μια εξέχουσα θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων. Η πλούσια δράση και το αξιόλογο συγγραφικό του έργο τού δημιούργησαν και φίλους και εχθρούς στη Θεσσαλονίκη. Το 1191 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Πέθανε πιθανότατα στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 12ου αιώνα. Αναγνωρίσθηκε ως άγιος.
Τον 9ο αιώνα εμφανίζεται στην ιστορία, και πιο συγκεκριμένα το έτος 843, ο ρόλος του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ. Κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας, δημιούργημα του Βυζαντινού Ελληνισμού, πάνω από 1000 χρόνια αποτελεί ανεκτίμητης αξίας κληρονομιά του Ελληνικού Έθνους με τους πολύτιμους πνευματικούς θησαυρούς του και τα ποικίλα καλλιτεχνήματα και κειμήλια που φυλάσσονται εκεί. Στην Ιερά Σύνοδο, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 843 για την αποκατάσταση των ιερών εικόνων – με το θρίαμβο της Ο Ρ Θ Ο Δ Ο Ξ Ι Α Σ – παρίστανταν και μοναχοί από τη Μοναστική Πολιτεία της Χερσονήσου του ΑΘΩ (στη Χαλκιδική), από το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Το 10ο αιώνα οργανώνεται ο θεσμός του ασκητισμού και ιδρύεται η λεγόμενη «Ἐπί τοῦ Ζυγοῦ Καθέδρα τῶν Γερόντων». Το 963 με χρυσόβουλο – επίσημο αυτοκρατορικό διάταγμα, που έφερε για πιστοποίηση της γνησιότητάς του την αυτοκρατορική χρυσή βούλα (σφραγίδα) – ιδρύεται με την οικονομική βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά η πρώτη οργανωμένη Ιερά Μονή, της Μεγίστης Λαύρας. Κτήτορας είναι ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. στο θησαυροφυλάκιό της φυλάσσονται πολλά άγια λείψανα και πολύτιμα κειμήλια και 1950 χειρόγραφα, από τα οποία σε περγαμηνή πολλά. Το έτος 972 καταρτίσθηκε από τον αυτοκράτορα ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΙΜΙΣΚΗ ο «Καταστατικός Χάρτης Μοναχισμού». γράφηκε σε δέρμα τράγου, γι΄ αυτό αποκαλείται το κείμενο αυτό από τότε «ΤΡΑΓΟΣ». Φυλάσσεται στις Καρυές, όπου είναι η έδρα του Ηγουμενοσυμβουλίου και θεωρείται το σημαντικότερο κειμήλιο του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ. Το Άγιον Όρος, μετά την υποταγή της Μακεδονίας και την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453), από τους Τούρκους, θα αναλάβει ηγετικό ρόλο στα γράμματα και τις τέχνες και θα καθοδηγήσει τη διανόηση του σκλαβωμένου ΓΕΝΟΥΣ, συμβάλλοντας και στους αγώνες των Μακεδόνων για την αποκατάσταση της ελευθερίας τους. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που συνεχίζει αδιάκοπα την παράδοση του Βυζαντίου και της Ορθοδοξίας και διαθέτει ιστορικό και αρχαιολογικό υλικό αποθησαυρισμένο, το οποίο ελάχιστα έχει γίνει προσιτό στην επιστήμη. Έτσι ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ και ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ έχουν χάρη στη Μακεδονία τη μοναδική στον κόσμο, τη λεγόμενη «Αγιορείτικη», ΜΟΝΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Είναι μια αυτοδιοίκητη – αυτόνομη πολιτεία με 20 μονές και συναφή άλλα κτίσματα. Ο πρώτος γνωστός ερημίτης – που εγκαταστάθηκε εκεί – ήταν ο όσιος Πέτρος Αθωνίτης στις αρχές του 9ου αιώνα. Το Άγιον Όρος αποτελεί ανά τους αιώνες τον πνευματικό φάρο του Ελληνικού Έθνους με τη συνεχή πνευματική παρουσία του στον Ελληνικό χώρο, και όχι μόνο, γιατί θεωρείται το Κέντρο του Ορθοδόξου κόσμου – του απανταχού της γης. Στον τομέα, τώρα, των τεχνών κατά τους 10ο, 11ο και 12ο αιώνες στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα αρχιτεκτονικής είναι στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η «ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΑΛΚΕΩΝ». Είναι ένα κομψό στολίδι της πόλης. Κτίσθηκε τον 11ο αιώνα, μετά τους νικηφόρους πολέμους του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, οπότε η πόλη περισσότερο έντονα από πριν συνέχισε την υψηλή πνευματική και καλλιτεχνική της επίδοση. Η κτητορική επιγραφή, που είναι χαραγμένη στο υπέρθυρο της δυτικής εισόδου, δίνει πληροφορίες για τον κτήτορα και τη χρονολογία. Χρονολογείται λοιπόν στα 1028 και κτίσθηκε σε θέση, όπου προηγουμένως υπήρχε (προ αιώνων) μη χριστιανικό «βέβηλο» κτίσμα. ο ιδρυτής του ήταν ο βασιλικός πρωτοσπαθάριος Χριστόφορος, διοικητής της Λογγοβαρδίας, μαζί με τη σύζυγό του Μαρία και τα δύο παιδιά του. Στη βυζαντινή περίοδο λεγόταν «ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΜΑΡΙΩΤΙΣΣΑ» και πιθανόν «Παναγία ἡ Καταφυγή». Μετά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1430 μετατράπηκε σε τζαμί του ΑΛΛΑΧ και του ΜΩΑΜΕΘ και πήρε το όνομα Καζαντζιλάρ τζαμί από τα μαγαζιά των χαλκωματάδων (χαλκουργών) που υπήρχαν τότε στην περιοχή. Το τουρκικό όνομα Καζαντζιλάρ αργότερα αποδόθηκε με τη λέξη «ΧΑΛΚΕΩΝ». Το 1933 οι σεισμοί της Χαλκιδικής προξένησαν σοβαρές ρωγμές στο μνημείο, αλλά την ίδια χρονιά άρχισε η στερέωση αι αναστήλωσή του. Το οικοδόμημα είναι ναός σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο υψηλό. είναι ο νέος ρυθμός που επικρατεί στη βυζαντινή ναοδομία κατά τη 2η χιλιετία. Πιο συγκεκριμένα είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής ναός, έχει διώροφο νάρθηκα με δύο μικρούς τρούλους,
επάλληλα παράθυρα ανισομεγέθη και μικρές κόγχες. όλα είναι στοιχεία που καθιστούν το κτίσμα ένα χαριτόβρυτο ναό της χαριτόβρυτης Θεοτόκου. Όλη η εκκλησία είναι κτισμένη με πλίνθους μόνο (τούβλα). Το εσωτερικό της είναι κατάγραφο με τοιχογραφίες σύγχρονες με την ανέγερσή της. Φαίνεται όμως ότι οι ζωγράφοι, που δούλεψαν εκεί, δεν αντιπροσωπεύουν όλοι τις ίδιες τάσεις. Στην περίοδο αυτή (9ος-12ος αιώνες) ανήκουν περισσότεροι ναοί στην ευρύτερη περιοχή του μακεδονικού χώρου: Η «ΠΑΝΑΓΙΑ της Κουντουριώτισσας» στην Πιερία (10ου -11ου αιώνα), η «Μητρόπολη του ΑΓΙΟΥ ΑΧΙΛΛΕΙΟΥ» στην Πρέσπα, το «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» του Αγίου Όρους (του 10ου αιώνα). ο «ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ» στην Καστοριά (9ου-10ου αιώνα), οι «ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ» (10ου-11ου αιώνα) και ο «ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ» (9ου-10ου αιώνα) είναι μικρές εκκλησίες καμαροσκέπαστες βασιλικές. επίσης στην Καστοριά σώζεται μία μικρή μονόκλιτη εκκλησία με τρούλο, είναι η γνωστή εκκλησίτσα Κουμπελίδικη (του 11ου αιώνα). Άλλες επίσης εκκλησίες της περιόδου αυτής είναι οι διάφοροι μητροπολιτικοί ναοί στη Βέροια, Έδεσσα και στις Σέρρες που είναι του 11ου και 12ου αιώνα. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης μοναδικό δείγμα αρχιτεκτονικής του 12ου αιώνα είναι η μικρή εκκλησία της «Μεταμορφώσεως του Σωτήρος» στο χωριό Χορτιάτη, με οκταγωνικό τρούλο. Την περίοδο από τις αρχές του 10ου αιώνα ως το τέλος του 12ου αιώνα, που συνήθως λέγεται κυρίως ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ, διαμορφώνονται και αποκρυσταλλώνονται τα κύρια χαρακτηριστικά της μεγάλης ζωγραφικής τέχνης του Βυζαντίου, μετά το θρίαμβο της Ορθοδοξίας, που αποκαθιστά το κύρος των εικονικών παραστάσεων στη διακόσμηση των ναών. Στη Μακεδονία - Θεσσαλονίκη, Βέροια, Καστοριά, στα μοναστήρια του ΑΘΩ (Αγίου Όρους) και αλλού - σώζονται τα περισσότερα και μερικά από τα πιο καλά έργα της μνημειακής ζωγραφικής τέχνης, κυρίως τοιχογραφίες. Αντιπροσωπευτικό ψηφιδωτό της εποχής αυτής (τέλη του 11ου ή αρχές του 12ου αιώνα) είναι, όπως έχει προαναφερθεί, η μεγάλη παράσταση της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ένθρονης στην κόγχη του ιερού της ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Επίσης της εποχής αυτής σώθηκαν και λίγες φορητές εικόνες ψηφιδωτές. Τέλος πολύ καλά δείγματα μνημειώδους ζωγραφικής – ελληνικής τέχνης – τοιχογραφίες σώζονται σε ναούς, που βρίσκονται σε τοποθεσίες που ανήκουν σήμερα, δυστυχώς, στις γειτονικές χώρες Βουλγαρία και Σκόπια.-
Β΄γ. ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (1204-1430). Η ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η ΑΝΑΒΙΩΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ. Η ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ. Μετά την άλωση και καταστροφή της συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης από τους ΝΟΡΜΑΝΔΟΥΣ, στη βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη γίνεται εξέγερση και μεταπολίτευση. Για τη συμφορά της πόλης του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και τη βεβήλωση του τάφου του πλήρωσε με τη ζωή του ο αυτοκράτορας ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, τον οποίο βασάνισε και θανάτωσε ο εξοργισμένος λαός της πρωτεύουσας, θεωρώντάς τον κύριο υπεύθυνο της καταστροφής της συμπρωτεύουσας. Η Δυναστεία των Κομνηνών ανατρέπεται. Την εξουσία ανέλαβε ο ΙΣΑΑΚΙΟΣ Β΄ ΑΓΓΕΛΟΣ (1185-1195), γενάρχης της νέας Δυναστείας των ΑΓΓΕΛΩΝ (1185-1204). Η αντιμετώπιση όμως του κινδύνου των Νορμανδών από το Βυζάντιο και η αλλαγή στην εξουσία δεν έφεραν την ειρήνη, την ασφάλεια και την ευημερία στο κράτος. Η αυτοκρατορία είχε πια αποδυναμωθεί σε τέτοιο βαθμό και η ανικανότητα των ηγεμόνων της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ήταν αδύνατο να βρεθούν κάποια στηρίγματα, για να παρατείνουν χρονικά τη ζωή της. Μέσα σ΄ αυτήν την κατάσταση παρακμής, οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ, όπως έχει προαναφερθεί, επαναστάτησαν και επανίδρυσαν ανεξάρτητο βουλγαρικό κράτος, το οποίο έσπευσε να αναγνωρίσει η ανίκανη κεντρική εξουσία της Αυτοκρατορίας. Το ίδιο κατόρθωσαν και οι ΣΕΡΒΟΙ, ίδρυσαν ανεξάρτητο ΣΕΡΒΙΚΟ κράτος με ηγεμόνα το ΣΤΕΦΑΝΟ ΝΕΜΑΝΙΑ, τον οποίο αναγνώρισε σαν «σεβαστοκράτορα» ο νέος αυτοκράτορας του Βυζαντίου το έτος 1190. Η δυναστεία του Νεμάνια έδωσε ισχυρούς ηγεμόνες (ζουπάνους), που έμειναν γνωστοί στην ιστορία του Βυζαντίου για τη σκληρότητά τους. Από εδώ και εμπρός δύο γειτονικά βαρβαρικά (χριστιανικά και ορθόδοξα μάλιστα) κράτη θα συγκρούονται με το Βυζαντινό κράτος για τη διεκδίκηση των μακεδονικών εδαφών και την επικράτησή τους σε αυτά. Έχοντας επίσης ως δεδομένη την εξασθένιση και ανεπάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των ΑΓΓΕΛΩΝ αυτοκρατόρων, ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ και ΣΕΡΒΟΙ θα θεωρούν τους Λατίνους της ΔΥΣΗΣ σαν ρυθμιστές και κυρίαρχους του κόσμου και θα απαγκιστρωθούν από το ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Έτσι η αποδιοργάνωση του Βυζαντινού Κράτους ήταν επόμενο να προσελκύσει και το «ενδιαφέρον» των επίδοξων ηγεμόνων της Χριστιανικής Δύσης. Εδώ και έναν αιώνα η Χριστιανική Ευρώπη κάτω από το μανδύα των Σταυροφοριών κατόρθωσε να διεισδύσει στα Βαλκάνια, υπέσκαψε τα θεμέλια της ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ του Βυζαντίου και απέβλεπε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά το Κράτος των ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ. Δυστυχώς, όμως, την τελική αφορμή για φανερή επέμβαση αυτών στο ΒΥΖΑΝΤΙΟ την έδωσε γόνος της ίδιας της βασιλεύουσας δυναστείας. Την κατάσταση στη Βαλκανική άλλαξε ριζικά η έκβαση της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204. Έπειτα από την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ίδρυση στη θέση της της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης (το 1204), ολόκληρη η περιοχή της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ υποτάχθηκε στο ΒΑΣΙΛΕΙΟ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ με ηγεμόνα / βασιλιά το ΒΟΝΙΦΑΤΙΟ το ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΙΚΟ (μαρκήσιο του Montferrat). Στις 12 Απριλίου 1204 οι ΛΑΤΙΝΟΙ Σταυροφόροι (Φράγκοι / Γάλλοι και Ιταλοί / Βενετοί), που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη, με αιφνιδιαστική επίθεση καταλαμβάνουν και κυριεύουν την πόλη (πρώτη άλωσή της). Ο μεγάλος ιστορικός – βυζαντινολόγος Άγγλος ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ γράφει: «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους υπήρξε το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας... ήταν πράξη μιας γιγαντιαίας πολιτικής τρέλας». Ενώ η πόλη λεηλατούνταν, στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ στεφόταν από τον ορθόδοξο, ακόμη, πατριάρχη αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο στρατηγός ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ. Όμως ήταν πια πολύ αργά. Εγκατέλειψε την πρωτεύουσα μαζί με τον πατριάρχη και τους άλλους αξιωματούχους και έκανε πρωτεύουσά του τη ΝΙΚΑΙΑ (της Μικράς Ασίας), ιδρύοντας εκεί την «ΕΛ-
ΛΗΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΝΙΚΑΙΑΣ», όπου θα συσπειρώσει τον ελληνισμό της Ανατολής κατά των Λατίνων κατακτητών. Την ίδια περίοδο θα δημιουργηθούν άλλες δύο ανεξάρτητες ελληνικές αυτοκρατορίες: η «Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας» από τους εγγονούς του Ανδρόνικου Α΄, Αλέξιο και Δαβίδ Κομνηνούς, και η «Αυτοκρατορία της Ηπείρου» (ή Δεσποτάτον της Ηπείρου) από το Μιχαήλ Α΄ Άγγελο Κομνηνό, γιο του «σεβαστοκράτορα» Ιωάννη Αγγέλου και εγγονό τού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Το γεγονός της άλωσης όμως έδωσε την ευκαιρία στον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ να συνειδητοποιήσει την εθνική του υπόσταση, να αποκτήσει ενότητα και συνοχή και να αφυπνισθεί από τη μακαριότητα, όπου τον είχαν οδηγήσει οι προηγούμενοι αιώνες. Σε εφαρμογή της συμφωνίας που είχαν κάνει οι αρχηγοί της Σταυροφορίας, τον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης ανέλαβε ο Φράγκος / Γάλλος ηγεμόνας – κόμης της ΦΛΑΝΔΡΑΣ – ΒΑΛΔΟΥΪΝΟΣ και τον πατριαρχικό θρόνο ανέλαβε ο Ιταλός / Βενετός ΘΩΜΑΣ ΜΟΡΟΖΙΝΙ, τοποτηρητής και εντολοδόχος του πάπα της Ρώμης (της «ΑΓΙΑΣ ΕΔΡΑΣ») Ιννοκέντιου Γ΄. Από την ημέρα αυτή αρχίζει η μακρόχρονη «νύκτα» της Φραγκοκρατίας / Λατινοκρατίας για τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ. Τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ένα τμήμα της Θεσσαλίας και ένα τμήμα ακόμη της Νότιας Ελλάδας υπό ενιαία διοίκηση ανέλαβε ο Ιταλός ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΙΚΟΣ, που ίδρυσε βασίλειο με πρωτεύουσα τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, τον Οκτώβριο του 1204, και πρώτος καθολικός επίσκοπος που ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, ήταν ο Γάλλος Νευελών, που διορίσθηκε από τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ το έτος 1205. Αρχικά μάλιστα για τη διανομή της «λείας» της πρώην ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ είχαν προστριβές μεταξύ τους οι δύο αυτοί ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ / Λατίνοι ηγεμόνες, ο Γάλλος ΒΑΛΔΟΥΪΝΟΣ και ο Ιταλός ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ, «χριστιανοί», καθολικοί, εκτελεστικά όργανα της «ΑΓΙΑΣ ΕΔΡΑΣ της ΡΩΜΗΣ», του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄. Οι σχέσεις των δύο ανδρών έφτασαν στο έπακρο. οι νεοφανείς αυτές μεγάλες δυνάμεις, η «ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ» και το «ΛΑΤΙΝΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», ήρθαν αντιμέτωπες. Γιατί ο πρώτος, ο Λατίνος / Φράγκος Αυτοκράτορας, διεκδίκησε να πάρει και τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, εναντίον της οποίας εκστράτευσε, για να αναγνωρισθεί και να αναγορευθεί από όλους «ΒΑΣΙΛΕΥΣ των ΡΩΜΑΙΩΝ» και έτσι έπειτα να την παραδώσει στο δεύτερο, για να υπογραμμισθεί ασφαλώς η σχέση υποτέλειας η φεουδαρχική τού βασιλιά Βονιφάτιου προς τον Αυτοκράτορα, το Βαλδουίνο. Έφτασε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και στρατοπέδεψε έξω από τα τείχη της - κατά παράκληση των αρχών της πόλης – για να αποφευχθεί καμιά λεηλασία από το στρατό του. τον υποδέχθηκαν μάλιστα «περιχαρῶς» (με χαρά). Αναχώρησε όμως γρήγορα, αφού επικύρωσε όλα τα προνόμια της πόλης, εκδίδοντας σχετικό χρυσόβουλο, επειδή πληροφορήθηκε ότι ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ, ο αντίπαλός του, κατέλαβε περιοχές της ΘΡΑΚΗΣ και στρατολογούσε ΕΛΛΗΝΕΣ, προσπαθώντας να συμμαχήσει μαζί τους εναντίον των υπολοίπων Λατίνων της Κωνσταντινούπολης. Έφτασε μάλιστα στο ευχάριστο (για τους Έλληνες) σημείο να αναγορεύσει αυτοκράτορα των Ρωμαίων τον ΜΑΝΟΥΗΛ, γιο της συζύγου του Μαρίας – Μαργαρίτας της Ουγγαρέζας (από τον προηγούμενο σύζυγό της, τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ισαάκιο Β΄ Άγγελο). Το γεγονός πράγματι μετέστρεψε πολλούς ΕΛΛΗΝΕΣ με το μέρος του και ομαδικά άρχισαν να τάσσονται κάτω από τις σημαίες του. Τελικά με τη διαμεσολάβηση του Βενετού δόγη (άρχοντα) Δάνδολου και των άλλων Φράγκων επισήμων η σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών αποφεύχθηκε. Επήλθε συμφιλίωση και ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ξεκίνησε για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και ανέλαβε την κυβέρνηση του «ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» τον Οκτώβριο του 1204. Εξάλλου τώρα είχαν να αντιμετωπίσουν έναν κοινό εξωτερικό κίνδυνο, άμεσο και μεγάλο, το Βούλγαρο τσάρο ΙΩΑΝΝΙΤΖΗ (ή Καλογιάννη). Όταν οι ΛΑΤΙΝΟΙ εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσά τους, στη Θεσσαλονίκη, έδιωξαν τον Έλληνα Μητροπολίτη και τον αντικατέστησαν με Λατίνο / καθολικό επίσκοπο (καρδινάλιο), το Γάλλο Νευελών. Μάλιστα κατέλαβαν και μερικές μεγάλες εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και τη βασιλική του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Μυροβλήτη, που την ανέλαβαν «οι μο-
ναχοί» (Σταυροφόροι) του Τάγματος του «ΑΓΙΟΥ ΤΑΦΟΥ» της Ιερουσαλήμ. Πολύ μεγάλη ήταν – από τις πρώτες κιόλας ημέρες – η θρησκευτική καταπίεση. ο ελληνικός ορθόδοξος κλήρος διατάχθηκε να μνημονεύει στους ορθόδοξους ναούς το όνομα του πάπα αντί του πατριάρχη. Η καταδυνάστευση αυτή θα αυξήσει το μίσος των Θεσσαλονικέων για τους Λατίνους δυνάστες και θα φουντώσει το πατριωτικό φρόνημα στο λαό. Ο Λατίνος όμως βασιλιάς της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ, δεν είχε ακόμη εδραιώσει την εξουσία του στις χώρες της Ελλάδας, που του παραχωρήθηκαν με τη συμφωνία, και θα εκστρατεύσει να τις καθυποτάξει. Τόσο ο ηγεμόνας / Δεσπότης της Ηπείρου (12051215) ΜΙΧΑΗΛ Α΄ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ όσο και άλλοι ηγεμόνες, Έλληνες και ξένοι, στη νότια Ελλάδα αμφισβητούσαν την εξουσία του. Έτσι ο Βονιφάτιος, αφού κατέλαβε τις Σέρρες και τη Βέροια, για να εξασφαλίσει τα νώτα του, και, αφού εγκατέστησε διοίκηση στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ υπό την αντιβασίλισσα σύζυγό του ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ – ΜΑΡΙΑ την Ουγγαρέζα, στράφηκε προς τη νότια Ελλάδα. Το στρατό του, ένα συνονθύλευμα Λομβαρδών, Γάλλων και Γερμανών, ακολουθεί και ο γιος της Μαργαρίτας – Μαρίας, ο Μανουήλ, μαζί με πολλούς Έλληνες «ευπατρίδες», που προσδοκούσαν προσωπικά οφέλη και διακρίσεις, τυφλωμένοι από τη γοητεία του «ιπποτισμού». Αναγκάσθηκε όμως να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, στην έδρα του, χωρίς αξιόλογες επιτυχίες, γιατί ο Βούλγαρος τσάρος ΙΩΑΝΝΙΤΖΗΣ, μετά από πολλές επιτυχίες στη Θράκη κατά των Λατίνων με τη βοήθεια και των επαναστατημένων Ελλήνων, συνέλαβε το Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ΒΑΛΔΟΥΪΝΟ αιχμάλωτο στις 15 Απριλίου 1205 και στράφηκε κατά της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος ο Ιωαννίτζης πολιόρκησε την πόλη των Σερρών και με συνθηκολόγηση την κατέλαβε, ενώ ο στρατηγός του Βούλγαρος ΣΙΣΜΑΝ προήλασε με το στρατό του (Βουλγάρους και Βλάχους) και έπειτα από συνεννόηση με την αντιλατινική – αντιπολιτευτική – μερίδα του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης εισήλθε στην πόλη και ανάγκασε την αντιβασίλισσα ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ – ΜΑΡΙΑ να περιορισθεί με τη διοίκηση και τη φρουρά της στην ακρόπολη. Όμως η φρουρά της πόλης έκανε έξοδο και νίκησε τους βάρβαρους εισβολείς, τους απώθησε και αποκατέστησε την τάξη, την ασφάλεια και την ησυχία. Η πόλη διέφυγε τη λεηλασία. Όταν ο Βονιφάτιος έφτασε στη Μακεδονία και έμαθε για την απώθηση των εχθρών από την πρωτεύουσά του, σκέφθηκε να προελάσει προς τη βορειοδυτική Μακεδονία, για να κτυπήσει τους Βούλγαρους της περιοχής. Αλλά έμαθε για την ήττα και τη σύλληψη του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουΐνου και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη ολοταχώς, όπου τιμώρησε τους πρωταίτιους της προδοσίας – κατά την απουσία του – και της συνεργασίας με τους Βούλγαρους. Ο Βούλγαρος τσάρος επιχείρησε πάλι να εκπορθήσει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, αλλά ανεπιτυχώς. Τότε στράφηκε εναντίον του νέου Λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης ΕΡΡΙΚΟΥ της ΦΛΑΝΔΡΑΣ, διαδόχου του Βαλδουίνου (1205-1216), που επιχειρούσε ανακατάληψη των λατινικών κτήσεων στη Θράκη και έτσι η Θεσσαλονίκη απαλλάχθηκε από την τρομερή παρουσία του. Τον άλλο χρόνο οι δύο Λατίνοι ηγεμόνες, ο Ερρίκος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και ο Βονιφάτιος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης, αποφάσισαν να συνεκστρατεύσουν εναντίον των Βουλγάρων του Ιωαννίτζη. Δύο μήνες όμως πριν από την έναρξη της εκστρατείας, σε συμπλοκή με δυνάμεις του Βούλγαρου ηγεμόνα θα πέσει σε ενέδρα ο Βονιφάτιος και θα σκοτωθεί. Τον διαδέχθηκε ο γιος του ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Α΄), νήπιο μόλις 2 ετών, στις 4 Σεπτεμβρίου 1207. Αυτός, ο Ουγγροϊταλός στην καταγωγή βασιλιάς της Λατινοκρατούμενης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, είναι ο τρίτος που βασίλεψε με αυτό το όνομα στο Μακεδονικό χώρο. οι προηγούμενοι ανήκαν στην ένδοξη Ελληνική Δυναστεία των ΑΝΤΙΓΟΝΙΔΩΝ του βασιλείου της ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο τσάρος ΙΩΑΝΝΙΤΖΗΣ απέκτησε τον τίτλο του «αυτοκράτορα των Βουλγάρων και των Ρωμαίων» από έναν πράκτορα της «ΑΓΙΑΣ ΕΔΡΑΣ» της ΡΩΜΗΣ και τώρα στρέφεται με λύσσα κατά των Λατίνων και κατά των Ελλήνων / Ρωμαίων. Βοηθούμενος από τους ΒΛΑΧΟΥΣ συμμάχους του, επεκτείνει την κατοχή εδαφών στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και στη Θράκη, τρομοκρατώντας την ύπαιθρο και ιδιαίτερα τους ΕΛΛΗΝΕΣ, που τον αποκαλούν για την αγριότητα και βαναυσότητά του «ΣΚΥΛΟΓΙΑΝΝΗ». Ενώ ο ίδιος ο ΙΩΑΝΝΙΤΖΗΣ αποκαλεί τον εαυτό του «ΡΩΜΑΙΟΚΤΟΝΟ», αντεκδικούμενος με σφαγές και λεηλασίες φοβερές τον ΕΛ-
ΛΗΝΑ αυτοκράτορα ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟ, που είχε βασιλέψει πριν από 2 αιώνες. Διακαής πόθος του Βούλγαρου τσάρου ήταν να επικρατήσει στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ώστε με την κατάληψη και της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ να αποκτήσει το Βουλγαρικό κράτος διέξοδο στο ΑΙΓΑΙΟ. Έτσι εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του παρουσιάσθηκε με το θάνατο του βασιλιά της πόλης και αψηφώντας την αποτελεσματικότητα της ασθενούς άμυνας αυτής, με ένα βασιλόπουλο «στο θρόνο» που το επιτρόπευε μάλιστα μία γυναίκα, η μητέρα του Δημητρίου – η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ η Ουγγαρέζα - που ήταν αντιπαθητική στους κατοίκους, θα επιχειρήσει αποφασιστικά πλέον να εκπορθήσει την πόλη του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, τον Οκτώβρη του έτους 1207. Δεν πρόλαβε όμως να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. τον πρόφτασε ο δολοφόνος. Βρέθηκε δολοφονημένος στη σκηνή του. τον σκότωσε ο στρατηγός του Μαναστράς, Κουμάνος στην καταγωγή, κατά προτροπή της τσαρίνας που ήταν ερωμένη του. Ο θάνατος του τσάρου Ιωαννίτζη αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για το Βουλγαρικό κράτος. Οι ενδοβουλγαρικές, τότε, αντιθέσεις έφθασαν στο απόγειό τους, ενώ από αυτές τις αντιθέσεις επωφελήθηκε ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ΕΡΡΙΚΟΣ, ο οποίος εξουδετέρωσε τους διεκδικητές του βουλγαρικού θρόνου με τη σύμπραξη και του δεσπότη (ηγεμόνα) της ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΔΟΥΚΑ ΑΓΓΕΛΟΥ. Επίσης και στο Λατινικό Βασίλειο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ επικρατεί αναταραχή. Οι τοπικοί ΛΟΜΒΑΡΔΟΙ μεγιστάνες της πόλης συμμάχησαν με άλλους λομβαρδικής καταγωγής ηγεμόνες του Βασιλείου και εξεγέρθηκαν αμφισβητώντας το δικαίωμα διαδοχής στο θρόνο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ του ανήλικου γιου του Βονιφάτιου, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Αμφισβήτησαν ακόμη και το δικαίωμα επικυριαρχίας του ιδίου του Αυτοκράτορα της Λατινικής Αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολης στο Βασίλειο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, του Ερρίκου, ο οποίος όμως εκστράτευσε και μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη και έστεψε ο ίδιος βασιλιά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ το Δημήτριο. Ο άλλος γιος τη αντιβασίλισσας ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ, ο Μανουήλ, είχε εξορισθεί ήδη από τον πατριό του (Βονιφάτιο) στη Δύση, γιατί τον θεωρούσε επικίνδυνο αντίπαλο και ύποπτο εξέγερσης κατά των Λατίνων του Βασιλείου του. Ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ΕΡΡΙΚΟΣ, είχε προσόντα και οι ΕΛΛΗΝΕΣ τον εκτιμούσαν. Επιβλήθηκε τελικά στους αντιπάλους του και ολόκληρη η Λατινοκρατούμενη Ελλάδα αναγνώρισε την επικυριαρχία του. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ τα πράγματα δεν πήγαιναν ευχάριστα για τους ξένους. Επικρατούσαν έντονες θρησκευτικές έριδες και λαϊκός αναβρασμός μεταξύ των Λατίνων εκπροσώπων της εξουσίας και του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού της πόλης. Αιτία ήταν η φορολογία των εκκλησιαστικών κτημάτων και η απαίτηση της αντιβασίλισσας Μαργαρίτας αυτή να διαθέτει η ίδια, κατά την κρίση της, τα πλούσια εισοδήματα από τους ελληνικούς ορθόδοξους ναούς και τα ορθόδοξα μοναστήρια της περιοχής. Έντονες διαμάχες γίνονται μεταξύ των καθολικών του γαλλικού κλήρου της Θεσσαλονίκης και του ιταλικού / βενετσιάνικου κλήρου της Κωνσταντινούπολης, στις οποίες επεμβαίνουν οι «βαρόνοι» της Θεσσαλονίκης, ο ίδιος ο πάπας και ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος μάλιστα δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη. τον διαδέχθηκε ο ηγεμόνας Πέτρος ντε Κουρτενέ (1216-1219). Από όλες τις διαμάχες αυτές των καθολικών βγαίνει κερδισμένο το Ελληνικό κράτος της ΗΠΕΙΡΟΥ, το γνωστό ως «ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΝ της ΗΠΕΙΡΟΥ», το οποίο τότε έγινε το επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ο νέος δεσπότης (ηγεμόνας) της Ηπείρου ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΔΟΥΚΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ, που ηγεμόνευσε από το 1215 μέχρι το 1230, επεξέτεινε σταδιακά και μεθοδικά τις κτήσεις του. Κατέλαβε το φρούριο του Πλαταμώνα, τα Σέρβια, όλη τη Δυτική Μακεδονία και τη Βέροια. Το 1221 κυρίεψε μάλιστα και τις Σέρρες. με αυτόν τον τρόπο είχε απομονώσει το Λατινικό Βασίλειο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από την κυριαρχία της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Η μεθοδική αυτή πολιτική του Θεοδώρου έφερε τα αποτελέσματά της. το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης συρρικνώνεται και σύντομα θα καταλυθεί. Μπρος στην απελπιστική για τους ξένους δυνάστες κατάσταση η αντιβασίλισσα Μαργαρίτα - η Ουγγαρέζα, χήρα του Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου (του Βυζαντινού αυτοκράτορα) και του Βονιφάτιου Μομφερρατικού (του Ιταλού βασιλιά της Θεσσαλονίκης) εγκαταλείπει το θρόνο της Θεσσαλονίκης και καταφεύγει στην Ουγγαρία. την ακολούθησε και ο γιος της, ο νεαρός βασιλιάς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, που κατέφυγε στη
ΡΩΜΗ. Εκεί έπεισε τον πάπα Ονώριο Γ΄ να κάνει νέα «σταυροφορία» κατά του δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Αγγέλου Δούκα Κομνηνού και ζήτησε την υποστήριξη όλων των ιπποτών, για να αποκατασταθεί το γόητρο των Λατίνων και να «διασωθεί» η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, χωρίς όμως σοβαρή ανταπόκριση. Ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός το 1223 φτάνει στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και άρχισε να την πολιορκεί. Μάταια ο «μαρκήσιος» της Βοδονίτσας (φραγκικής μαρκιωνίας της Λοκρίδας) Γουΐδωνας Παλλαβιτσίνι, που είχε έλθει να ενισχύσει την άμυνα της πόλης, συνεχίζει την αντίσταση. Στα τέλη του 1224 η φρουρά της πόλης παραδόθηκε ύστερα από μακρά πολιορκία και ο άξιος Έλληνας δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Κομνηνός εισήλθε θριαμβευτής στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Μία δυσκολία – που παρουσιάσθηκε στη στέψη του ως αυτοκράτορα των Ρωμαίων (Ελλήνων) – ο τολμηρός και φιλόδοξος αυτός άνδρας την ξεπέρασε με αποφασιστικότητα. Ο μητροπολίτης (ορθόδοξος) Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης αρνήθηκε να τον στέψει αυτοκράτορα, υποστηρίζοντας πως ο θρόνος ανήκει στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας, επειδή ο τελευταίος ορθόδοξος πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης κατά τη νύκτα της άλωσης (11/12 Απρ.1204) από τους Φράγκους είχε στέψει στην ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ αυτοκράτορα το Θεόδωρο Λάσκαρη. Ανεξήγητη η στάση του «αγίου» αυτού μητροπολίτη. Είχε φαίνεται, διασυνδέσεις με την αυλή της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Όμως εξοργισμένος για την άρνηση του μητροπολίτη της Θεσσαλονίκης, ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ο δεσπότης της Ηπείρου, ο νικητής των Λατίνων και απελευθερωτής της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ενήργησε παλληκαρίσια: Εξόρισε το μητροπολίτη της πόλης Κωνσταντίνο και στέφθηκε «Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων» (1224-1230) από τον αρχιεπίσκοπο της ΑΧΡΙΔΑΣ Δημήτριο Χωματιανό, που θεωρούσε τον εαυτό του αυτόνομο και αυτοκέφαλο θρησκευτικά. Μαζί με το Θεόδωρο στέφθηκε «δεσπότης» και ο μικρότερος αδελφός του ΜΑΝΟΥΗΛ. Έτσι καταλύθηκε το «ΛΑΤΙΝΙΚΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ». Η λατινοκρατία κράτησε στη ΘΕΣΣΛΑΟΝΙΚΗ – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 20 μόνο χρόνια. όμως η πόλη είχε υποστεί πραγματική αφαίμαξη οικονομική. τεράστιες οι επιπτώσεις από την ευρωπαϊκή τυραννία. οι κάτοικοι δοκίμασαν μια πρωτοφανή σε ωμότητα καταπίεση και καταδυνάστευση από ομόθρησκους, δυστυχώς, ηγεμόνες της Χριστιανικής Δύσης. Η λατινοκρατία υπήρξε μία σκοτεινή περίοδος για το Βυζάντιο. Η επέμβαση των Λατίνων στο χώρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας αποδυνάμωσε σε μέγιστο βαθμό την ισχύ του κράτους και άνοιξε το δρόμο της χριστιανικής ΕΥΡΩΠΗΣ στους μωαμεθανούς Τουρκομογγόλους. [Να το σκεφθούν πολύ καλά οι εταίροι της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας. τί ζητούν στην Ευρώπη οι Ασιάτες Τουρκομογγόλοι; Προσοχή! Εταίροι, να μην την πατήσετε, θα μετανοιώσετε οικτρά, αλλά τότε θα είναι πολύ αργά].
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Με την κατάληψη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τον δεσπότη της Ηπείρου ΘΕΟΔΩΡΟ ΑΓΓΕΛΟ ΔΟΥΚΑ ΚΟΜΝΗΝΟ, το 1224, αρχίζει μία νέα περίοδος για την ιστορική αυτή πολύπαθη πόλη. Μολονότι η Λατινοκρατία στη Θεσσαλονίκη κράτησε σχετικά λίγα χρόνια, οι λεηλασίες και η άγρια εκμετάλλευση από τους κατακτητές είχαν σαν αποτέλεσμα η άλλοτε ακμάζουσα πόλη να έχει χάσει το παλιό της μεγαλείο, αφού τα πάντα είχαν αποδιοργανωθεί και φτώχεια και πολλές στερήσεις βάραιναν τον πληθυσμό της. Όμως παρόλα αυτά η πόλη του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ αποκτά ξανά την παλιά της αίγλη με τον ερχομό του Θεόδωρου Κομνηνού, που την κάνει πρωτεύουσα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ του Δυτικού Ελλαδικού Κόσμου. Ο ίδιος ονομάζει τώρα τον εαυτό του με τον ένδοξο τίτλο: «Ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστόν βασιλέα καὶ αὐτοκράτορα τῶν Ρωμαίων». συγκροτεί στην πόλη βασιλική Αυλή με τιτλούχους (δεσπότες, δομέστιχους, πρωτοβεστιάριους και σεβαστοκράτορες) και κόβει δικό του νόμισμα με τα σύμβολα της εξουσίας του. Ο Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός συνέχισε τις κατακτήσεις του και επεξέτεινε το κράτος του και ανατολικότερα της Μακεδονίας. Την ορμή του όμως προς τα ανατολικά μετέστρεψε η πληροφορία ότι ο γιος του Βονιφάτιου Μομφερρατικού (από προηγούμενο γάμο του) Γουλιέλμος Ε΄ο Μομφερρατικός πέρασε από την Ιταλία με πολύ στρατό στην Ελλάδα, με σκοπό να ανακτήσει το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης (του πατέρα του). Πέθανε όμως κατά τη διάρκεια της πορείας και τα στρατεύματά του γύρισαν άπρακτα. Ο αυτοκράτορας της Θεσσαλονίκης ΘΕΟΔΩΡΟΣ Άγγελος Κομνηνός στράφηκε προς τη Νότια Ελλάδα, για να ξεκαθαρίσει τη χώρα από τα υπολείμματα των Λατίνων. Έτσι γρήγορα η Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης επεκτάθηκε εδαφικά. όλος ο χώρος από το Δυρράχιο ως την Ανδριανούπολη και από τη Θεσσαλονίκη ως τη Ναύπακτο ανήκε στον ΕΛΛΗΝΑ αυτοκράτορα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟ ΑΓΓΕΛΟ ΚΟΜΝΗΝΟ. Η δύναμή του αναγνωρίσθηκε εσωτερικά, εξωτερικά όμως δεν πολιτεύθηκε σωστά. Έτσι, ενώ συμμάχησε με τον ισχυρό καθολικό μονάρχη της Δύσης αυτοκράτορα της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟ Β΄, δεν κινήθηκε ανάλογα με το ίδιο πνεύμα στη Βαλκανική. Αντί να επιδιώξει ειρηνικές σχέσεις με τους Βούλγαρους, ώστε να εξασφαλίσει ηρεμία και ειρήνη στα βόρεια σύνορά του και να αφοσιωθεί απερίσπαστος στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την απομάκρυνση και εκδίωξη των Λατίνων – Φράγκων από τα πρώην βυζαντινά εδάφη, επανασύνδεση του κράτους και την ανάληψη της εξουσίας της Κωνσταντινούπολης, υπερισχύοντας του αντιπάλου του αυτοκράτορα της ΝΙΚΑΙΑΣ, ο Θεόδωρος επιτέθηκε το έτος 1230 με το στρατό του κατά των δυνάμεων του συνετού ορθόδοξου Βούλγαρου τσάρου ΙΩΑΝΝΗ ΑΣΑΝ Β΄. Όμως στη μάχη της Κλοκοτινίτσας του Έβρου ο Έλληνας αυτοκράτορας της ΘΕΣΣΛΑΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ έπαθε πανωλεθρία από το βουλγαρικό στρατό. Ο στρατός του διαλύθηκε, ενώ ο ίδιος και οι επιτελείς του αιχμαλωτίσθηκαν. Ο Βούλγαρος τσάρος ΑΣΑΝ τους φέρθηκε φιλάνθρωπα. αλλά αργότερα τύφλωσε το Θεόδωρο, γιατί κινήθηκε συνωμοτικά. Τώρα ο Βούλγαρος Ασάν απέσπασε όλες τις ελληνικές περιοχές της Θράκης και της Μακεδονίας επεκτείνοντας το κράτος του ως τις ακτές της Ιλλυρίας. Παρά τη συντριπτική ήττα των Ελλήνων η Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης δε διαλύθηκε, απλώς περιορίσθηκε στην περιοχή γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ο μικρότερος αδελφός του νικημένου Θεοδώρου, ο Μανουήλ Δούκας Άγγελος – Κομνηνός, που σώθηκε από τη φοβερή σύγκρουση, επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη ανέλαβε το θρόνο και διατήρησε την εξουσία 10 χρόνια (1230-1240), χωρίς να ενοχληθεί από τους Βούλγαρους, αφού νυμφεύθηκε την κόρη του τσάρου τους Ιωάννη Ασάν. Και ενώ ο άλλος αδελφός του Μανουήλ, ο Κωνσταντίνος Άγγελος Κομνηνός, πέτυχε να γίνει δεσπότης της Ηπείρου, με το όνομα ΜΙΧΑΗΛ Β΄ (12461271), η δική του εξουσία απειλήθηκε από το μεγάλο αδελφό του Θεόδωρο (τον τυφλό), που τον απελευθέρωσε ο Ασάν, αφού αυτός νυμφεύθηκε την κόρη του Θεοδώρου, την πριγκίπισσα ΕΙΡΗΝΗ, και του έδωσε την άδεια να ανακαταλάβει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και ό,τι είχε απομείνει από τις παλαιές κτήσεις του. Προς στιγμή απειλήθηκε αδελφοκτόνος πόλεμος μεταξύ Μανουήλ και Θεοδώρου, αποσοβήθηκε όμως και με μια συμφωνία ο Μανουήλ ανατρέπεται
και κράτησε μόνο τη Θεσσαλία, ενώ ο Θεόδωρος με το γιο του ΙΩΑΝΝΗ ΑΓΓΕΛΟ επανέρχεται στο θρόνο της αυτοκρατορίας της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1240-1244). Η δύναμή τους όμως είχε ήδη περιορισθεί σε σημαντικό βαθμό. Το 1242 ο αυτοκράτορας της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΝΙΚΑΙΑΣ, ΒΑΤΑΤΖΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, εκμεταλλευόμενος την αποδυνάμωση και διάσπαση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης, με πολύ στρατό θα αναγκάσει τους συναυτοκράτορες ΘΕΟΔΩΡΟ και ΙΩΑΝΝΗ (πατέρα και γιο) να δηλώσουν υποταγή στο δικό του κράτος. Υποχρέωσε τον Ιωάννη Άγγελο να αποθέσει τον αυτοκρατορικό τίτλο και αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία της ΝΙΚΑΙΑΣ να αρκεσθεί μόνο στη διοίκηση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ απλώς ως «δεσπότης», υποτελής του ΒΑΤΑΤΖΗ. Το 1244 πέθανε ο Ιωάννης και τον διαδέχθηκε ο «άσωτος» γιος του ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ (1244-1246). Αυτός κακοδιοίκησε τη Θεσσαλονίκη, γιατί μόνη του φροντίδα ήταν οι αλόγιστες σπατάλες και οι διασκεδάσεις. Ο Βατάτζης εκμεταλλευόμενος το θάνατο του τσάρου των Βουλγάρων, εκστράτευσε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και απέσπασε πολλές πόλεις από αυτούς και σε συνεργασία με τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης κατέλαβε την πόλη το Δεκέμβριο 1246. Ο δεσπότης ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ συνελήφθη και εξορίσθηκε. Έτσι το «ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΝ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» έπαυσε να υπάρχει και η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ αποτέλεσε στο εξής τμήμα των κτήσεων της Αυτοκρατορίας της ΝΙΚΑΙΑΣ. Κυβερνήτης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της υπόλοιπης ΕΛΛΑΔΑΣ με έδρα τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ διορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Βατάτζη ο «μέγας δομέστιχος» ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, με διοικητή της ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ το γιο του Μιχαήλ Παλαιολόγο, τον ιδρυτή – αργότερα της ομώνυμης δυναστείας, των Παλαιολόγων. Το 1252 ο αυτοκράτορας της Νίκαιας ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ απέκρουσε και το δεσπότη της Ηπείρου ΜΙΧΑΗΛ Β΄ (αδελφό του Θεοδώρου και Μανουήλ Κομνηνών), ο οποίος σχεδίαζε να ανακαταλάβει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, την πόλη όπου είχαν βασιλέψει οι αδελφοί του. τελικά όμως υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει υπέρ του αυτοκράτορα της Νίκαιας τις περιοχές της Μακεδονίας που είχε αποσπάσει. Τώρα μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης, ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ βρίσκεται πάλι ενωμένος και συμπαγής με μόνο ηγεμόνα τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη ΒΑΤΑΤΖΗ. Οι Έλληνες έχουν αφυπνισθεί και με ενισχυμένη την πίστη τους στην ορθοδοξία μάχονται κατά των τελευταίων οχυρών των Λατίνων κατακτητών, έχοντας τώρα και την ηθική συμπαράσταση των ηγεμόνων της Δύσης. Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ αυτοκράτορας ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ Β΄ γράφει στον ΕΛΛΗΝΑ αυτοκράτορα ΙΩΑΝΝΗ ΒΑΤΑΤΖΗ, γοητευμένος από τους αγώνες των Ελλήνων για την ανάκτηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας: «… ο αρχιερέας (ο πάπας) τόλμησε με αδιάντροπο τρόπο να δυσφημίσει ως αιρετικούς αυτούς, οι οποίοι είχαν διαδώσει τη Χριστιανική πίστη ως τα έσχατα όρια του κόσμου». Ο διάδοχος του Ιωάννη Βατάτζη ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β΄ ΛΑΣΚΑΡΗΣ διεξήγαγε πολύμηνους σκληρούς αγώνες εναντίον των Βουλγάρων, απώθησε αυτούς που απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας και ανάγκασε τον τσάρο τους ΜΙΧΑΗΛ Α΄ ΑΣΕΝ να υπογράψει ειρήνη παραιτούμενος από κάθε αξίωσή του στα μακεδονικά εδάφη και γενικά στην αυτοκρατορία. Τα επόμενα χρόνια η κατάσταση μεταβλήθηκε. Η ειρήνη διαταράχθηκε πάλι στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, επειδή ο δεσπότης (ηγεμόνας) της Ηπείρου ΜΙΧΑΗΛ Β΄ υποκίνησε τους ΑΛΒΑΝΟΥΣ υποτελείς σε επανάσταση και με τη βοήθεια αυτών κατέλαβε την Καστοριά, τη Βέροια και την Έδεσσα. Οι επιτυχίες του ενίσχυσαν τις ελπίδες του να γίνει αυτός κύριος της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και αυτής ακόμη της Κωνσταντινούπολης. Η φιλοδοξία του μάλιστα να επιτύχει τους στόχους του τον οδήγησε στη συγκρότηση ισχυρού συνασπισμού δυνάμεων. συμμάχησε με το Μαμφρέδο, το βασιλιά της ΣΙΚΕΛΙΑΣ, και με τον ηγεμόνα της ΑΧΑΪΑΣ Βιλλεαρδουΐνο. Η εικόνα στις μακεδονικές κτήσεις της αυτοκρατορίας της Νίκαιας παρουσιαζόταν ζοφερή. Την κατάσταση όμως έσωσε ο ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, στρατηγός διοικητής της Ανατολικής Μακεδονίας, ο οποίος στη μάχη της Πελαγονίας (βορειοδυτική Μακεδονία) κατόρθωσε να συντρίψει τους συνασπισμένους αντιπάλους του, το έτος 1259, και να ανακαταλάβει τις χαμένες ως τότε περιοχές της δυτικής και βορειοδυτικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μέχρι την ΑΧΡΙΔΑ και τα ΣΚΟΠΙΑ. Μετά την επιτυχία του αυτή ο ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, ο γιος του κυβερνήτη της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικου Παλαιολόγου, έρχεται στη Μικρά Ασία. Στη Νίκαια ξέσπασε στρατιωτικό πραξικόπημα το 1260, δολοφονήθηκε ο επίτροπος του ανήλι-
κου βασιλιά ΙΩΑΝΝΗ Β΄ (γιος / διάδοχος του Θεοδώρου Β΄) και την επιτροπεία του θρόνου ανέλαβε ο ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, ο οποίος στη συνέχεια στέφθηκε ο ίδιος αυτοκράτορας της Αυτοκρατορίας της ΝΙΚΑΙΑΣ. Αφού σταθεροποιήθηκε στην εξουσία, μεθοδεύει τον αγώνα του για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και την απελευθέρωση της «ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑΣ» από τη φραγκική τυραννία. Έτσι στις 15 Αυγούστου 1261 ο ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ εισήλθε θριαμβευτικά στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, όπου ξαναστέφθηκε αυτοκράτορας, τώρα πλέον της αναστημένης ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΟΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ακολουθώντας την κανονική σειρά διαδοχής ως ΜΙΧΑΗΛ Η΄ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ (1261-1282) και θα καταλυθεί και τυπικά η ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ στην ΕΛΛΑΔΑ. Έτσι εγκαθιδρύθηκε η Δυναστεία των Παλαιολόγων, των τελευταίων αυτοκρατόρων. Ολόκληρη η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ αποτέλεσε και πάλι περιοχή της ενιαίας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για τη Λατινοκρατία / Φραγκοκρατία, που γνώρισε ο Ελληνισμός τον 13ο αιώνα, βαρύνουσα σημασία έχει η κρίση του Γερμανού ιστορικού Γρηγορόβιου: «Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν δημιούργημα … και των ιδεών του παπισμού, έπεσε… αφήνοντας πίσω της μόνο καταστροφή …. Αυτό ανήκει στα πιο ανάξια φαινόμενα της ιστορίας».
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ (1261) ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ (1430). Μετά την ανασύσταση της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ο αυτοκράτορας ΜΙΧΑΗΛ Η΄ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ με τους αγώνες του και τη διπλωματικότητά του θα δώσει νέα πνοή στο κράτος. Έτσι επιτεύχθηκε τελικά να ορθοποδήσει το «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» και να επιβιώσει για άλλους 2 αιώνες περίπου. Την ίδια πολιτική και τακτική εφάρμοσε και ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Β΄ ΠΑΛΙΟΛΟΓΟΣ (1282-1328) γιος και διάδοχος του προηγουμένου. Ο αυτοκράτορας αυτός, όταν πέθανε η Αυγούστα, η σύζυγός του ΑΝΝΑ πριγκίπισσα της ΟΥΓΓΑΡΙΑΣ, πιστός στη γνωστή βυζαντινή τακτική των αυτοκρατόρων της δημιουργίας πολιτικών συμμαχιών βασισμένων σε επιγαμίες μεταξύ ηγεμόνων επικινδύνων για την ασφάλεια της αυτοκρατορίας ή για ενίσχυση της πολιτικής τους, αναζήτησε σύζυγο στους κόλπους της ΔΥΣΗΣ. Νυμφεύθηκε την ΙΟΛΑΝΔΗ το 1284, κόρη του μαρκήσιου ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ Ζ΄ του ΜΟΜΦΕΡΡΑΤΙΚΟΥ. Ο πεθερός του αυτοκράτορα ήταν απόγονος του βασιλιά (επί λατινοκρατίας) της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου του Μομφερρατικού. Η νέα αυτή αυγούστα, η ΙΟΛΑΝΔΗ, φιλόδοξη γυναίκα, που μετά το γάμο της ονομάσθηκε ΕΙΡΗΝΗ, έλαβε σαν «προίκα» τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και τα εδάφη που ανήκαν κάποτε στο Βασίλειο της Θεσσαλονίκης – στα χρόνια της λατινοκρατίας. Στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου επανεμφανίζεται ο σλαβικός κίνδυνος. Ο νέος «κράλης» (ηγεμόνας) των Σέρβων ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΟΥΡΕΣΗ Β΄ ΜΙΛΙΟΥΤΙΝ (1282-1321) επεκτείνει συνεχώς το Σερβικό κράτος νοτιότερα. Καταλαμβάνει τα ΣΚΟΠΙΑ, που τα κάνει πρωτεύουσά του και προελαύνει απειλητικά προς τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Εναντίον των Σέρβων θα εκστρατεύσει επανειλημμένα επικεφαλής μεγάλου εκστρατευτικού σώματος «ο κονστόσταυλος» Μιχαήλ Ταρχανειώτης Γλαβάς χρησιμοποιώντας ως βάση τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, χωρίς όμως τελικά να κατορθώσει να τους αναχαιτίσει. Ο Μιλιούτιν προχωρεί γοργά προς τη Θεσσαλονίκη και ο Ανδρόνικος συνθηκολογεί. Μάλιστα, για να στερεωθεί η συνθήκη, άρχισαν διαπραγματεύσεις για συνοικέσιο. ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος πρότεινε την κόρη αυτού και της Ιολάνδης / Ειρήνης, την πριγκίπισσα ΣΙΜΩΝΙΔΑ, νήπιο ακόμη πεντάχρονο, στον ισχυρό Σλάβο κράλη των Σέρβων Μιλιούτιν ως σύζυγο. Ο «γάμος» αυτός έγινε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ με μεγαλοπρέπεια, την άνοιξη του 1299, και για προίκα δόθηκαν στο Σέρβο βασιλιά όλες οι ελληνικές επαρχίες, που είχαν ήδη καταληφθεί από αυτόν, με αντάλλαγμα τη σταθεροποίηση των βόρειων συνόρων της Αυτοκρατορίας και την παραίτηση αυτού από τις βλέψεις του για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Η αυτοκράτειρα Ιολάνδη – Ειρήνη, όταν αργότερα συγκρούσθηκε (τα χάλασε) με τον άνδρα της, τον ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ, εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη συμπρωτεύουσα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (1303), όπου, εμποτισμένη με τις φεουδαρχικές αντιλήψεις της Δύσης, θα αναπτύξει δική της πολιτική, ανεξάρτητη από αυτήν του αυτοκράτορα συζύγου της προωθώντας τις βλέψεις της για τεμαχισμό του κράτους και ανάληψη της εξουσίας από τους γιους της. Εγκαταστάθηκε μόνιμα, λοιπόν, στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (συμβασιλεύουσα πόλη), όπου θα αναπτύξει ιδιαίτερες φιλίες με το Σέρβο ηγεμόνα Μιλιούτιν (το γαμπρό της), σε τέτοιο μάλιστα σημείο, ώστε να ασκεί επίδραση και σε αυτά ακόμη τα εσωτερικά πράγματα του Σερβικού κράτους. Ο ίδιος, επίσης, ο κράλης – ηγεμόνας των Σέρβων – επισκεπτόταν συχνά την πεθερά του (Γιολάνδη – Ειρήνη) στην έδρα της – Θεσσαλονίκη, μετά τη διάστασή της με το σύζυγό της αυτοκράτορα Ανδρόνικο. Μετά τη σύναψη των φιλικών και συγγενικών Ελληνο-Σερβικών σχέσεων, οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ και γενικά οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ πίστεψαν ότι θα ερχόταν στον τόπο η πολυπόθητη ειρήνη. Οι ελπίδες τους όμως γρήγορα θα διαψευσθούν. θα γνωρίσουν νέες απειλές, επιδρομές και λεηλασίες βαρβάρων επιδρομέων. Το Βυζαντινό Κράτος είχε περιπέσει σε πολύ μεγάλη αδυναμία. Την άθλια κατάσταση της Ελληνικής Ορθόδοξης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης επωφελήθηκαν – για να δράσουν αρπακτικά – οι ΚΑΤΑΛΑΝΟΙ, βάρβαροι ΕΥ-
ΡΩΠΑΙΟΙ κι αυτοί, όπως οι Νορμανδοί, «χριστιανοί» καθολικοί, προερχόμενοι από την ΙΣΠΑΝΙΑ και γενόμενοι μάστιγες της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Στα μέσα του φθινοπώρου του έτους 1308 ΟΙ ΚΑΤΑΛΑΝΟΙ (σήμερα Ισπανοί) εισέβαλαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Ερημώθηκαν τότε πολλά χωριά στην προέλασή τους προς τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Τόση μάλιστα ήταν η ληστρική βαρβαρότητά τους, ώστε δε σεβάσθηκαν ούτε την ιερότητα των μοναστηρίων του ΑΘΩ (του Αγίου Όρους), πολλά από τα οποία λεηλατήθηκαν και απογυμνώθηκαν κυριολεκτικά, ενώ οι μοναχοί διασκορπίσθηκαν στα γύρω χωριά ή κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη για ασφάλεια εντός των τειχών της πόλης. Τόση ήταν η λυσσώδης μανία αυτών των Χριστιανών, δυστυχώς, Ευρωπαίων επιδρομέων, των Καταλανών, ώστε ο ίδιος ο βασιλιάς της Αραγωνίας (Ισπανία) ΙΩΑΚΕΙΜ Β΄ να αναγκασθεί να εκδώσει διάταγμα, με το οποίο προσπάθησε να προστατέψει τη ζωή των μοναχών. Προχώρησαν και κατέστρεψαν την Χαλκιδική και έστησαν το στρατόπεδό τους στην ΚΑΣΣΑΝΔΡΕΙΑ, ξεχειμώνιασαν και την άνοιξη (1309) άρχισαν επιδρομές γύρω από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Σκοπός τους ήταν να εκπορθήσουν την πόλη, να τη λεηλατήσουν και να απαγάγουν τις δύο βασίλισσες που βρίσκονταν εντός της πόλης, την Ξένια / Μαρία πριγκίπισσα της Αρμενίας, σύζυγο του συναυτοκράτορα ΜΙΧΑΗΛ Θ΄, γιου του Ανδρονίκου Β΄, και την Ιολάνδη / Ειρήνη, σύζυγο του τελευταίου, με τον οποίο βρισκόταν ήδη σε διάσταση. Η εξαγορά για την απελευθέρωση των δύο γυναικών θα προσπόριζε στους Καταλανούς πολλά λύτρα-κέρδη. Πολιορκούν λοιπόν την πόλη από ξηρά και θάλασσα. Όμως εδώ συνάντησαν οι επιδρομείς σθεναρή αντίσταση από τους γενναίους υπερασπιστές της Θεσσαλονίκης αλλά και της γύρω περιοχής, που έτρεξαν να σωθούν πίσω από τα απόρθητα τείχη αυτής, η οποία είχε δικό της (εθνικό) στρατό και όχι μισθοφορικό και ισχυρή φρουρά. Ακόμη στην άμυνα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ αυτή τη φορά βοήθησε με στρατό και ο ΜΙΛΙΟΥΤΙΝ, ο κράλης των Σέρβων, ο γαμπρός της Ιολάνδης / Ειρήνης (και όχι μόνον;) που έμενε τότε στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ σώθηκε από μια άλωση (τέταρτη) και λεηλασία και ειδικά από μια Τρίτη επέμβαση «σωτήρια!» των Χριστιανών Ιπποτών - της Καταλανικής Εταιρείας – της Ευρωπαϊκής Παπικής Δύσης. Οι επίδοξοι επιδρομείς – ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ – μετά από αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες έλυσαν την πολιορκία και εγκατέλειψαν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Στην απόκρουση των Καταλανών συνέβαλε με στρατό αυτοκρατορικό και ο συναυτοκράτορας. Από το 1320 με το θάνατο του συναυτοκράτορα και γιου του Ανδρόνικου Β΄, ΜΙΧΑΗΛ Θ΄ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ, επέρχεται ρήξη στους κόλπους της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ο γηραιός αυτοκράτορας (Ανδρόνικος Β΄) αφαιρεί τα δικαιώματα διαδοχής του θρόνου από τον εγγονό του ΑΝΔΡΟΝΙΚΟ Γ΄, ο οποίος ήδη από το 1316 είχε αναγορευθεί συναυτοκράτορας, όπως ήταν και ο πατέρας του. Μεταξύ παππού και εγγονού είχε δημιουργηθεί διάσταση για προσωπικούς λόγους στην αρχή – αιτία ήταν ο επιπόλαιος και ερωτόληπτος χαρακτήρας του δευτέρου – μετά όμως η διένεξη οδηγήθηκε σε συνεχή αντιδικία, για να φτάσει σύντομα σε πλήρη ρήξη με διαστάσεις εμφύλιου πολέμου και μάλιστα μακροχρόνιου (1321-1328). Η δυναστική αυτή σύγκρουση, όπως ήταν επόμενο, χώρισε τους ΕΛΛΗΝΕΣ σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, σε μια εποχή πολύ κρίσιμη για το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, και έμελλε να διεξαχθεί, δυστυχώς, και με τη συμμετοχή ξένων στρατιωτικών δυνάμεων. Στον πόλεμο αυτό δεν ήταν δυνατό να μην αναμιχθεί η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, που αποτελούσε τότε το πιο ουσιαστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, ίσως πιο δυναμικό και από την Κωνσταντινούπολη. Προκλήθηκαν τεράστιες αναστατώσεις στο μακεδονικό χώρο και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα την άνοιξη του 1322 γίνεται στάση στη Θεσσαλονίκη υπέρ του συναυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, που εξέφραζε τους λαϊκούς πόθους για κοινωνική δικαιοσύνη, υποσχόμενος οικονομικές διευκολύνσεις και φορολογικές απαλλαγές στο λαό. Οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ, προοδευτικοί και δημοκρατικοί κατά παράδοση, ξεσηκώθηκαν κατά της κεντρικής εξουσίας φανερά. Πολλοί από τους υποστηρικτές του αυτοκράτορα σκοτώθηκαν σε συμπλοκές ή εκτελέσεις. Το κίνημα όμως σε πρώτη φάση κατέπνιξε ο αυτοκρατορικός στρατός του Ανδρόνικου Β΄ (του παππού) και συνέλαβε τους 75 κύριους «στασιώτες». Το 1326 οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ πάλι θα κινηθούν. Αυτή τη φορά με στόχο την κατάργηση της εξάρτησης της πόλης από την πρωτεύουσα και τους εκεί κύκλους της αριστοκρατίας. Ο
διοικητής της πόλης «πανυπερσέβαστος» Ιωάννης Παλαιολόγος αποφάσισε να κηρυχθεί η πόλη αυτοδιοικούμενη. Θορυβημένη τότε η Κωνσταντινούπολη προσέφερε στο διοικητή της Θεσσαλονίκης το δελεαστικό και επίζηλο τίτλο του «Καίσαρα», για να τον εξευμενίσει. Το επεισόδιο όμως έληξε, γιατί τον ίδιο χρόνο πέθανε ο «δεσπότης / καίσαρας» της Θεσσαλονίκης Ιωάννης Παλαιολόγος. Τέλος το έτος 1328 τα πράγματα ξεκαθάρισαν στο Βυζάντιο με την κατάληψη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τον Ανδρόνικο Γ΄ (τον εγγονό), που μαζί με τον έμπιστο φίλο του και οπαδό του ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟ έρχεται στην πόλη, όπου γίνεται δεκτός από τους κατοίκους της πανηγυρικά. Η φρουρά της πόλης και μερικοί πιστοί οπαδοί του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ (του παππού) κλείσθηκαν στην ακρόπολη (στην Άνω Πόλη). Τελικά όμως με τη βοήθεια των κατοίκων κάμφθηκε η αντίστασή τους και έτσι ο Ανδρόνικος Γ΄ έγινε κύριος και της ακρόπολης και στέφθηκε αμέσως αυτοκράτορας στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Τότε και μεγάλες επαρχιακές πόλεις, όπως η Βέροια, Έδεσσα, Καστοριά και άλλες περιοχές συνθηκολόγησαν με το νέο αυτοκράτορα που επικράτησε παντού. Ο νικητής (εγγονός) ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Γ΄ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ (1328-1341) μπαίνει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει το θρόνο, ενώ ο Ανδρόνικος Β΄ (ο παππούς του) παραιτήθηκε – γίνεται μοναχός και πεθαίνει σε λίγο. Έτσι τελείωσε το 1328 ο εμφύλιος πόλεμος, που είναι γνωστός ως «πόλεμος των δύο Ανδρονίκων». Επικεφαλής της κεντρικής διοίκησης της αυτοκρατορίας του τέθηκε ο συνεργάτης του και ο κύριος ηγέτης της επανάστασης Ιωάννης Καντακουζηνός, στα χέρια του οποίου περιήλθαν όλη η εσωτερική οργάνωση καθώς και οι εξωτερικές υποθέσεις της αυτοκρατορίας, ενώ ο ίδιος ο Ανδρόνικος δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί με υποθέσεις του κράτους. απασχόλησή του η «ντόλτσε βίτα». Ο Καντακουζηνός θα αποβεί παντοδύναμος ρυθμιστικός παράγοντας της αυτοκρατορίας, μολονότι η μητέρα του αυτοκράτορα, η χήρα Ξένια / Μαρία, και η δεύτερη σύζυγός του, η Άννα της Σαβοΐας πριγκίπισσα, τον εχθρεύονταν πολύ. Παραταύτα πρώτη φροντίδα του νέου αυτοκράτορα ήταν να αντιμετωπίσει τους Σέρβους, οι οποίοι με επικεφαλής το νέο κράλη (ηγεμόνα τους) ΣΤΕΦΑΝΟ Θ΄ ΝΤΟΥΣΑΝ κατέλαβαν την Καστοριά και άλλες περιοχές και το καλοκαίρι του 1334 έφθασαν μπροστά στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο αυτοκράτορας εκστρατεύει στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ να υπερασπισθεί ο ίδιος τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Τελικά όμως η σύγκρουση δεν έγινε, οι δύο αντίπαλοι ΝΤΟΥΣΑΝ – ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ συναντήθηκαν έξω από τη Θεσσαλονίκη, χωρίς να εμπλακούν. Η πόλη θα σωθεί από δυσάρεστες εξελίξεις. Μετά από συνθήκη ειρήνης ο Ντουσάν αποχώρησε στην επικράτειά του, κρατώντας μόνο μερικά από τα μακεδονικά εδάφη. Το 1341 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος πεθαίνει και θα αρχίσει νέος εμφύλιος πόλεμος, που θα είναι πιο καταστρεπτικός για το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, και μακροχρόνιος. Αιτία και πάλι η εξουσία της Κωνσταντινούπολης, αλλά κατά βάθος είναι η κοινωνική ανισότητα μεταξύ των «Δυνατών», δηλαδή των ευγενών –πλουσίων και των ακτημόνων, του πτωχού λαού. Αφορμή όμως ήταν το θέμα της διαδοχής του θρόνου. Κύριο θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων και των αναστατώσεων και πάλι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με κέντρο τη Θεσσαλονίκη. Όπως και ο προηγούμενος εμφύλιος πόλεμος, «των δύο Ανδρονίκων», έτσι και αυτός θα φέρει και πάλι τα ξένα στρατεύματα στη χώρα, από την οποία όμως δε θα φύγουν πια. Υπεύθυνος ο Καντακουζηνός. Ο Ανδρόνικος Γ΄ πέθανε, χωρίς να αφήσει αναγνωρισμένο διάδοχο. ο πρώτος γάμος του με τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Ειρήνη δε του έδωσε παιδιά, ενώ ο μεγαλύτερος γιος του ΙΩΑΝΝΗΣ Ε΄ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, από τη δεύτερη σύζυγό του, την ΑΝΝΑ της Σαβοΐας, ήταν ανήλικο παιδί – 10 περίπου ετών (θα βασιλέψει κατά διαστήματα από το 1341 έως το 1391). Την επιτροπεία του βασιλόπαιδα Ιωάννη ανέλαβε η μητέρα του, που είχε ανακηρυχθεί «αντιβασιλιάς» από τον Πατριάρχη, αλλά τους ηγετικούς αυτούς ρόλους διεκδικούσε και ο «μέγας δομέστικος» Ιωάννης Καντακουζηνός – μέλος μεγάλης αριστοκρατικής οικογένειας – που ασκούσε καθήκοντα αντιβασιλιά, χωρίς να του απονεμηθεί επίσημα ο τίτλος. Όμως τον μήνα Οκτώβριο του 1341 αυτοαναγορεύθηκε, πραξικοπηματικά, (στο Διδυμότειχο από τα στρατεύματα της Θράκης) αυτοκράτορας. Λίγο αργότερα έγινε στην Κωνσταντινούπολη η επίσημη στέψη του (ανήλικου) διαδόχου ως Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου. Έτσι η αυτοκρατορία απέκτησε δύο αυτοκράτορες (συνονόματους). Εναντίον του Καντακουζηνού στράφηκαν με πείσμα και οργή ο πατριάρχης, η «βασιλομήτωρ» / αντιβασίλισσα ΑΝΝΑ, ο μέγας δομέστικος Αλέξιος
Απόκαυκος και ο απλός λαός, εκφράζοντας την πίστη τους στη νομιμότητα της δυναστείας. Ο Καντακουζηνός εκπροσωπούσε την πλουτοκρατία / αριστοκρατία (τους Δυνατούς). Η δυναστική αυτή κρίση προκάλεσε κοινωνικό ρήγμα βαθύ, ταξική διάσταση και η εξέγερση του λαού κατά των ευγενών (μεγαλογαιοκτημόνων) γενικεύθηκε, πήρε διαστάσεις επανάστασης. Όλοι ζητούσαν κοινωνική δικαιοσύνη και αναδιοργάνωση του κράτους, που έδειχνε σημάδια παρακμής και ηθικού μάλιστα ξεπεσμού, αφού οι αντιμαχόμενες παρατάξεις, για να επιτύχουν τους στόχους τους προσέφυγαν επανειλημμένα για βοήθεια στους πιο επικίνδυνους εχθρούς του κράτους (Σέρβους, Βούλγαρους, Τούρκους), τη στιγμή που ο βασικός στόχος αυτών ήταν να επεκτείνουν τις επικράτειές τους σε βάρος της Αυτοκρατορίας. Οι ενέργειες αυτές αποτέλεσαν πολύ μεγάλο εγκληματικό λάθος. Η φλόγα της εξέγερσης αυτής γρήγορα διαδόθηκε και οι πόλεις, η μία μετά την άλλη, επαναστατούν κατά των αρχόντων και της αριστοκρατίας. Η φλόγα αυτή δεν άργησε να φτάσει και στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου η τοπική εξέγερση του λαού έλαβε χαρακτήρα κοινωνικής επανάστασης, που είναι - στη βυζαντινή ιστορία - γνωστή ως «Κίνημα των Ζηλωτών». Τα μέλη της οργάνωσης αυτής είχαν φιλελεύθερες και προοδευτικές αρχές. ανέτρεψαν το διοικητή – στρατοπεδάρχη της πόλης Θεόδωρο Συναδινό, όταν προσπάθησε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον αποστάτη. Ο Καντακουζηνός αποκρούσθηκε από τα κυβερνητικά στρατεύματα στη Θράκη και επιδίωξε να εξασφαλίσει ερείσματα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, καταλαμβάνοντας τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Έτσι θεωρήθηκε από τους ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ σφετεριστής του θρόνου και εκφραστής των συμφερόντων του κατεστημένου των ευγενών. Οι κάτοικοι της πόλης στην πλειοψηφία τους ήταν φιλικοί προς τους Παλαιολόγους. Ο Συναδινός εγκατέλειψε τη Θεσσαλονίκη και μαζί του έφυγαν πάρα πολλοί αριστοκράτες, η περιουσία των οποίων διαρπάχθηκε από τους κινηματίες Ζηλωτές. Στη Θεσσαλονίκη το κοινωνικό αυτό κίνημα, στην πέμπτη δεκαετία του 14ου αιώνα, είχε τη μεγαλύτερη επιτυχία, αφού οι εξεγερθέντες κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και να την κρατήσουν για μεγάλο διάστημα, 7 χρόνια (1342-1349). Επίσης και στο θρησκευτικό πεδίο, τόσο η κοινωνική εξέγερση των Ζηλωτών όσο και το θεολογικό κίνημα των Ησυχαστών χρωματίσθηκαν πολιτικά, με τους πρώτους να τάσσονται υπέρ του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και τους δεύτερους να τάσσονται υπέρ του αποστάτη Ιωάννη (ΣΤ΄) Καντακουζηνού. Ωστόσο η ταραγμένη αυτή εποχή στιγματίσθηκε από την άνοδο της σερβικής και τουρκικής ισχύος. Σέρβοι και Τούρκοι φρόντισαν να εκμεταλλευθούν την εμφύλια διαμάχη και τις προσπάθειες των αντιπάλων παρατάξεων να τις προσεταιρισθούν. Έτσι ο Καντακουζηνός υποστηρίχθηκε διαδοχικά από τον Σέρβο κράλη / ηγεμόνα Στέφανο Ντουσάν και από τους Σελτζούκους και τους Οθωμανούς Τούρκους. Κατά βάθος όμως από τη σύγκρουση των αντιμαχομένων παρατάξεων κερδισμένοι βγαίνουν οι σύμμαχοί τους, οι ξένες δυνάμεις, αφού η κάθε μία απέβλεπε σε οφέλη από τον ανταγωνισμό των Βυζαντινών. Την περίοδο αυτή, που η ελληνική ύπαιθρος έχει ερημώσει από πληθυσμό, γιατί χιλιάδες κάτοικοι εγκατέλειψαν την ύπαιθρο χώρα και κατέφυγαν πρόσφυγες στις πόλεις της Μακεδονίας, βρήκε κατάλληλη ο κράλης της Σερβίας Στέφανος Ντουσάν, να πραγματοποιήσει τα κατακτητικά του σχέδια κατά της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα της Μακεδονίας. Το ίδιο κάνουν και οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πλημμυρίζει από στίφη βάρβαρων πολεμιστών των γειτονικών κρατών, που με πρόσχημα την παροχή βοήθειας προς τις αντιμαχόμενες Ελληνικές παρατάξεις λεηλατούν τα πάντα. ενώ τα ανταλλάγματα «των υπηρεσιών» που προσφέρουν είναι τεράστια. Ο Ντουσάν ζήτησε από τον Καντακουζηνό ολόκληρη σχεδόν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μαζί με τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – σε αντάλλαγμα της στρατιωτικής βοήθειας που θα του έδινε – και, όταν εκείνος αρνήθηκε να του υποσχεθεί μια τέτοια παραχώρηση, ο Σέρβος ηγεμόνας τάχθηκε με το μέρος της αντιβασίλισσας της Κωνσταντινούπολης, που του υποσχόταν να του παραχωρήσει τη Δυτική Μακεδονία μόνο. Έτσι οι Σέρβοι κατέλαβαν τις πόλεις Φλώρινα, Καστοριά και τα Βοδενά (την Έδεσσα). Οι Βούλγαροι επίσης με τον τσάρο ΙΒΑΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ κατέλαβαν περιοχές στη Ροδόπη, ενώ οι Τούρκοι απεκόμισαν (1343) πλούσια λεία από την άγρια λεηλασία της Θράκης. Ο Καντακουζηνός τότε στράφηκε προς τους Τούρκους. ο εμίρης Ουμούρ φτάνει με
στρατό και 200 πλοία στην περιοχή της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ενισχύοντας τον Καντακουζηνό, που ήταν τώρα σε πλεονεκτική θέση. Οι ΤΟΥΡΚΟΙ (Οθωμανοί) πιεζόμενοι από τους Μογγόλους του Τσεγγίς-Χαν, αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν νοτιοδυτικά, φτάνοντας έτσι στη Μικρά Ασία, όπου αναμείχθηκαν με τους προγενέστερους Σελτζούκους Τούρκους και θα επικρατήσουν. Από το όνομα του ηγεμόνα / πρώτου σουλτάνου τους Οθωμάν ή Οσμάν ονομάσθηκαν Οθωμανοί ή Οσμανλήδες ΤΟΥΡΚΟΙ. Μετά τον προσηλυτισμό τους στο ΙΣΛΑΜ – στη θρησκεία του Μωάμεθ (Μωαμεθανοί) έγιναν άσπονδοι εχθροί των χριστιανών και τους πολέμησαν λυσσαλέα μέχρι της τελικής υποταγής αυτών σε όλες τις χώρες, όπου εξαπλώθηκαν, στην Ασία, στην Αφρική και στην ΕΥΡΩΠΗ. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ οι Ζηλωτές επικράτησαν. με σθένος και με εθνικό ζήλο αντιστάθηκαν και η πόλη σώθηκε από την απειλή του Καντακουζηνού και των συμμάχων του Τούρκων. Την άμυνα της πόλης είχε ενισχύσει ήδη νωρίτερα με στρατό και στόλο ο μέγας δομέστικος Αλέξιος Απόκαυκος εκ μέρους της κεντρικής κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης, μόλις είχε πληροφορηθεί τη συνεργασία του Καντακουζηνού με τον Κράλη των Σέρβων Στέφανο Ντουσάν. Οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ δήλωσαν ότι δεν είχαν σκοπό να υποταχθούν σε κανέναν (1344). Όμως το 1345, όσοι ευγενείς είχαν απομείνει μέσα στην πόλη, οργάνωσαν συνωμοσία κατά των Ζηλωτών, παρασύροντας με το μέρος τους και το μεγάλο δούκα Ιωάννη Απόκαυκο, που ο πατέρας του (Αλέξιος) τον είχε τοποθετήσει διοικητή της Θεσσαλονίκης. Αυτός με δόλο σκοτώνει σε μια απόκεντρη συνοικία της Θεσσαλονίκης τον αρχηγό των Ζηλωτών, ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ και παίρνει την εξουσία της πόλης μαζί με τους φίλους του ευγενείς. Όλα τα στελέχη του κινήματος των Ζηλωτών φυλακίζονται και βασανίζονται φρικτά. Σε όλη την πόλη επικρατεί αναβρασμός. Νέα όμως εξέγερση των Ζηλωτών πραγματοποιείται, η οποία με αρχηγό τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ και με κύρια δύναμη κρούσης τα μέλη της ναυτικής συντεχνίας της πόλης στέφεται με επιτυχία. Η εκδίκηση όμως του ξεσηκωμένου πλήθους είναι πολύ σκληρή. Οι ευγενείς εξευτελίζονται δημόσια και σφάζονται χωρίς έλεος. Η τρομοκρατία επικράτησε σε όλη την πόλη με την ανακατάληψη της εξουσίας από τους Ζηλωτές, οι οποίοι αυτή τη φορά ήταν άκαμπτοι και αποφασισμένοι να φτάσουν στα άκρα, να εξοντώσουν δηλαδή τους ευγενείς και τους πλούσιους, από τους οποίους τόσα πολλά κακά είχαν υποφέρει, και έτσι να οργανώσουν και να εγκαθιδρύσουν τη «λαϊκή δημοκρατία» της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Από μαρτυρίες ιστορικών και χρονογράφων προκύπτει ότι την περίοδο 1345-1349 οι Ζηλωτές κατίσχυσαν και η πόλη οργανώθηκε με βάση νέους θεσμούς, τους οποίους υπαγόρευαν το κοινό συμφέρον και η θέληση του πληθυσμού της πόλης να αποτινάξει μόνιμα την απάνθρωπη καταπίεση των αρχόντων και των ευγενών (της αριστοκρατίας). Οι Ζηλωτές γκρέμισαν τους ευγενείς από την εξουσία και κυβέρνησαν δικτατορικά, επιβάλλοντας τη λαοκρατία και πραγματοποιώντας πολλές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που βελτίωναν τις συνθήκες ζωής των λαϊκών μαζών. Οι περιουσίες των πλουσίων αρχόντων καθώς και των εκκλησιών και μοναστηριών δημεύθηκαν, για να βοηθηθούν οι ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και για να εξοπλίσουν το δικό τους τακτικό στρατό. Η εκλογή των αρχόντων γινόταν από το σύνολο των κατοίκων. Τα δημόσια αξιώματα της πόλης δεν ήταν προνόμια πια της αριστοκρατίας. ακόμη και οι θρησκευτικοί αρχηγοί εκλέγονταν άμεσα από το λαό. Τα προνόμια όλα και οι τίτλοι ευγενείας καταργήθηκαν και η ακίνητη περιουσία ανήκε στο «ΔΗΜΟ». Την ίδια χρονιά (1345) με τις ταραχές στη Θεσσαλονίκη, ο Σέρβος ηγεμόνας Ντουσάν εκμεταλλευόμενος τη συνεχιζόμενη εμφύλια διαμάχη μεταξύ του αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου και του Ιωάννη Καντακουζηνού επιτίθεται ξανά στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και καταλαμβάνει το οχυρό των Σερρών. Κύριος της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, εκτός της Θεσσαλονίκης που έμενε απόρθητη, ο Ντουσάν ονομάζεται «ΣΤΕΦΑΝΟΣ κράλης και αυτοκράτωρ Σερβίας και ΡΩΜΑΝΙΑΣ» και το ΠΑΣΧΑ του έτους 1346 στέφεται στα ΣΚΟΠΙΑ (πρωτεύουσά του) «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ» από τον πατριάρχη της Σερβίας με την παρουσία και πολλών εκπροσώπων της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους, το οποίο είχε περιέλθει στα χρόνια της ηγεμονίας του σχεδόν ολόκληρο στην επικυριαρχία του. Μεγάλη ήταν η επιρροή και η εύνοιά του. Πολλοί τότε ιερωμένοι Σέρβοι διείσδυσαν στο Άγιο Όρος, έ-
φτασαν μάλιστα και να διοικήσουν το Πρωτάτο, χωρίς όμως να κατορθώσουν και να επηρεάσουν τους Έλληνες μοναχούς. Τελικά, η όλη πολιτικοκοινωνική κρίση, που δημιουργήθηκε στους κόλπους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με το θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, κατέληξε στη συνδιαλλαγή των δύο παρατάξεων (1347) και ο Καντακουζηνός έγινε δεκτός στην Κωνσταντινούπολη. Η αντιβασίλισσα ΑΝΝΑ αναγκάσθηκε να υποχωρήσει, αφού ο υποστηρικτής αυτής μέγας δομέστικος, Αλέξιος Απόκαυκος, και αντίπαλος του Καντακουζηνού είχε δολοφονηθεί. Έτσι ο ισχυρός αντίπαλός της Καντακουζηνός αναγνωρίσθηκε αυτοκράτορας ισότιμος με το γιο της, τον ΙΩΑΝΝΗ Ε΄ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ. Μάλιστα οι δύο αντίπαλοι και αντιμαχόμενοι, επί 6 χρόνια, συμπεθέριασαν, αφού η κόρη του Καντακουζηνού, Ελένη, παντρεύτηκε το νεαρό βασιλιά ΙΩΑΝΝΗ. Έτσι πραγματοποίησε τα φιλόδοξα σχέδιά του ο πανίσχυρος αυτός άνδρας. στέφθηκε συναυτοκράτορας ως ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤ΄ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ, ο οποίος θα συμβασιλέψει από το 1347 μέχρι το 1355. Ο δεύτερος μακροχρόνιος αυτός εμφύλιος πόλεμος έληξε το έτος 1347. Το Βυζαντινό όμως κράτος έχει πολύ συρρικνωθεί. ο Ντουσάν κατέχει το μεγαλύτερο χώρο της Ελλάδας πλην της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Το Σερβικό βασίλειο έγινε το μεγαλύτερο κράτος των Βαλκανίων. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας θα αναγκασθεί να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με το Σέρβο κράλη έξω από τα τείχη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, όπου ο Ντουσάν κατέφθασε με πολύ στρατό, για να την καταλάβει. Αυτός προκειμένου να σταθεροποιήσει τη θέση του και την ισχύ του έκανε διάφορες επιγαμίες. Πάντρεψε την αδελφή του ΘΕΟΔΩΡΑ με το σεβαστοκράτορα της βορειοανατολικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στρατηγό Ντεγιάννη. [Απ' αυτόν το γάμο γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Δραγάσης, άρχοντας της Βόρειας Μακεδονίας, η κόρη του οποίου ΕΛΕΝΗ (Σλάβα) υπήρξε «η μόνη Σερβίδα που έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου» - όπως αναφέρει ο Ρώσος βυζαντινολόγος Α. Βασίλιεφ. Παντρεύτηκε το Μανουήλ Παλαιολόγο, από τον οποίο γεννήθηκε ο μετέπειτα αυτοκράτορας της ΑΛΩΣΗΣ, ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγάσης – Παλαιολόγος]. Το έτος 1349 οι Ζηλωτές στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ περνούν δύσκολες ημέρες, επειδή ο Ι. Καντακουζηνός, κύριος σ' όλη τη βυζαντινή επικράτεια (αφού ο συναυτοκράτοράς του ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ μπήκε στο περιθώριο), εφάρμοζε οικονομικό αποκλεισμό της πόλης και οργάνωσε την ανατροπή τους. Ένας από τους ευγενείς της πόλης ο «πρωτοσέβαστος» Αλέξιος Μετοχίτης, άνθρωπος του Καντακουζηνού, οργάνωσε νέα συνωμοσία στη Θεσσαλονίκη κατά των Ζηλωτών, αφού κατόρθωσε να διασπάσει την ενότητα της ναυτικής συντεχνίας της πόλης, που αποτελούσε τον κύριο κορμό της επαναστατικής οργάνωσης των κατοίκων. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη αντεπανάσταση κατά των Ζηλωτών, των οποίων όμως ο αρχηγός Ανδρέας Παλαιολόγος φεύγει από την πόλη. το σπίτι του καθώς και τα σπίτια των κύριων συνεργατών του ναυτών πυρπολούνται. Μάχες σκληρές διεξάγονται στους δρόμους της πόλης για πολλές ημέρες. Οι Ζηλωτές αμύνονται γενναία και ο αυτοκράτορας ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤ' ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ στέλνει στην πόλη για βοήθεια των οπαδών του Αλέξιου Μετοχίτη στρατεύματα τουρκικά με αρχηγό το Σουλεϊμάν, το γιο του σουλτάνου ΟΡΧΑΝ. Οι Ζηλωτές αντιμετώπιζαν τώρα για δεύτερη ήδη φορά τους μωαμεθανούς ΤΟΥΡΚΟΥΣ – μετά τον εμίρη Ουμούρ. παρά την ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών Ζηλωτών, οι ΤΟΥΡΚΟΙ ύστερα από πολιορκία κατέλαβαν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Δεν έκαναν όμως λεηλασίες, όπως είχαν διαπράξει οι Αγαρηνοί/Άραβες το 904 και οι Χριστιανοί Νορμανδοί το 1185, αλλά την παρέδωσαν στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Καντακουζηνό, για λογαριασμό του οποίου ενήργησαν! Στα τέλη του 1349 με αρχές του 1350 ο Ιωάννης ΣΤ'Καντακουζηνός εισήλθε «νικητής!» και «τροπαιούχος!» στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ακολουθούμενος από το συναυτοκράτορά του Ιωάννη Ε' Παλαιολόγο. έτσι αναγνωρίσθηκε η απόλυτη κυριαρχία του και στη συμπρωτεύουσα Θεσσαλονίκη. Έμεινε όμως στην ιστορία του Βυζαντίου αξιοκατάκριτος, επειδή από αλόγιστη φιλοδοξία, για να αποκτήσει το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, συμμάχησε με τους Οθωμανούς Τούρκους και μάλιστα πάντρεψε, ο ξεφτιλισμένος, την ανήλικη κόρη του, την πριγκίπισσα ΘΕΟΔΩΡΑ, παιδί ακόμη 13 ετών-με το γέρο σουλτάνο Έτσι το προοδευτικό κίνημα των Ζηλωτών εξέπνευσε, αφού η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ για 7 ΟΡΧΑΝ. ολόκληρα χρόνια διοικήθηκε δημοκρατικά και λειτούργησε με βάση τη λαϊκή κυριαρχία,
σε μια εποχή ακμής της φεουδαρχίας και του τιμαριωτισμού σε Ανατολή και Δύση. Οι πληροφορίες αυτές για τις αρχές και τους στόχους της "λαϊκής δημοκρατίας", που εγκαθίδρυσαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ οι Ζηλωτές, πολίτευμα –το πρώτο ίσως στην παγκόσμια ιστορία-που, όπως γράφει ο Γρηγοράς, «δεν έμοιαζε με κανένα γνωστό πολίτευμα», προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από τα συγγράμματα και άλλων σύγχρονων βυζαντινών συγγραφέων: του Νικολάου Καβάσιλα, του Θωμά Μαγίστρου, του Αλεξίου Μακρεμβολίτη, αλλά και του ίδιου του Ιωάννη Καντακουζηνού, του κυριότερου αντίπαλου του προοδευτικού αυτού κινήματος. Από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ο Ιωάννης Καντακουζηνός επιχείρησε κατά του Σέρβου ηγεμόνα Ντουσάν επιθέσεις, χωρίς όμως σταθερά αποτελέσματα. Οι ΣΕΡΒΟΙ τότε κατέλαβαν και έχασαν επανειλημμένα τη Βέροια και τα Βοδενά (Έδεσσα). πολιόρκησαν και τη Θεσσαλονίκη, αλλά ανεπιτυχώς. Το καλοκαίρι του 1351, ο νεαρός αυτοκράτορας ΙΩΑΝΝΗΣ Ε'Παλαιολόγος, δυσαρεστημένος, επειδή είχε παραγκωνισθεί από το συναυτοκράτορά του ΙΩΑΝΝΗ ΣΤ'Καντακουζηνό (τον πεθερό του),συμμάχησε με το Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Ντουσάν, και έτσι οι Σέρβοι βρήκαν και πάλι την ευκαιρία να απειλήσουν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Την κατάσταση τότε έσωσε η "βασιλομήτωρ" ΑΝΝΑ, που μεσολάβησε προς τον Κράλη Ντουσάν και τον έπεισε με χρηματικά ποσά να παραιτηθεί από τις βλέψεις του κατά της πόλης. Ολόκληρη η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ως τις Σέρρες πλην της Θεσσαλονίκης ανήκε στους Σέρβους. Ο Ντουσάν, αφού θα απειλήσει και τη Θράκη, θα πεθάνει το Δεκέμβρη του 1355. Ευτυχώς!!! Έτσι η φιλοδοξία του να κατακτήσει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και να στεφθεί «αυτοκράτορας των Ρωμαίων» στην ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ δεν πραγματοποιήθηκε. Το «πλασματικό» κράτος του, που δημιουργήθηκε σε μια περίοδο αδυναμίας και εμφύλιου σπαραγμού του Βυζαντίου, δεν επέζησε για πολύ –θα διαλυθεί- και έτσι θα απαλλαγούν οι Έλληνες και ιδίως οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ από το σλαβικό /σερβικό κίνδυνο. Αλλά και ο Καντακουζηνός είχε παραιτηθεί, νωρίτερα, από το θρόνο και είχε αποσυρθεί σε μοναστήρι, το Νοέμβρη του 1354, αφού μάλιστα κατά τραγική ειρωνεία της τύχης είδε προηγουμένως –το Μάρτη του ίδιου χρόνου- τους συμμάχους του Οθωμανούς Τούρκους, με επικεφαλής το γαμπρό του σουλτάνο ΟΡΧΑΝ, να διαβαίνουν σχεδόν ανενόχλητοι τον Ελλήσποντο και να εγκαθίστανται πλέον μόνιμα στην ΕΥΡΩΠΗ, καταλαμβάνοντας τη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Έτσι από το έτος αυτό άρχισε μία νέα ιστορική περίοδος όχι μόνο για το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, αλλά και για τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, αφού οι Τούρκοι έγιναν σύνοικοι με τους Χριστιανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής και γενικότερα της Ευρώπης, τους Έλληνες, τους Σέρβους, τους Βούλγαρους, τους Αλβανούς και τους Βλάχους. Με ένα Βυζαντινό κράτος αδύναμο και εδαφικά περιορισμένο, το οποίο μάλιστα επιβουλεύονταν και δυτικές δυνάμεις, ήδη από το 1351, η Βενετία και η Γένουα, με μια οικονομία καταρρακωμένη και με μια Βαλκανική κατακερματισμένη και εξαντλημένη από τους μακροχρόνιους κατακτητικούς και εμφύλιους πολέμους, θα πραγματοποιήσουν οι ΤΟΥΡΚΟΙ σε λίγα χρόνια τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια με άμεσο στόχο την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους και έμμεσο την επικράτησή τους στη Βαλκανική χερσόνησο και αργότερα στη λοιπή Ευρώπη. Τα τελευταία 50 χρόνια του 14ου αιώνα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν τα πιο σκοτεινά και ταραχώδη της μακραίωνης ιστορίας της. Ο απαίσιος διπλωματικός γάμος του γέρου Τούρκου σουλτάνου ΟΡΧΑΝ (1326-1359, γιου του ιδρυτή του Οθωμανικού κράτους ΟΣΜΑΝ) με την ανήλικη Βυζαντινή Πριγκίπισσα Θεοδώρα Καντακουζηνού του Ιωάννη δεν είχε τα αναμενόμενα –από πλευράς Βυζαντίου – αποτελέσματα. Όταν μάλιστα έγινε σουλτάνος ο γιος του ΜΟΥΡΑΤ Α' (1359-1389) φάνηκαν καθαρά οι στόχοι και τα σχέδια των Τούρκων. Ο Μουράτ κυριεύει την ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ το έτος 1361 και την κάνει πρωτεύουσά του (αντί της Προύσας). Διαβαίνει τον ΕΒΡΟ, όπου στη μάχη της Μαρίτσας / Έβρου (1371) νίκησε το σερβικό στρατό των διαδόχων του Ντουσάν, και εισέβαλε στη Δυτική Θράκη και Ανατολική Μακεδονία, όπου κυρίεψε τις Σέρρες και εγκατέστησε στο φρούριο της πόλης τουρκική φρουρά. Φοβερός κατακτητής. την περίοδο της βασιλείας του ξεκίνησε η οργάνωση του σώματος των γενιτσάρων καθώς και η εφαρμογή του παιδομαζώματος. Ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Νότιας Βαλκανικής, καταλαμβάνοντας τη Σόφια της Βουλγαρίας και την Κρόια της Αλβανίας, για να φτάσει αργότερα ως τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί υποτάσσονται.
Στη Θεσσαλονίκη διοικητής /δεσπότης ήταν την περίοδο αυτή –από το 1369- ο δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, ο Μανουήλ Παλαιολόγος, και κατοπινός αυτοκράτορας. ήταν άξιο και τολμηρό παλληκάρι, ωραίος, ευγενής, καλά μορφωμένος και προικισμένος με φιλολογικές ικανότητες και ριζοσπαστικές αντιλήψεις. Αγωνίσθηκε, μάταια όμως, να συνασπίσει τους βαλκανικούς λαούς κατά των βαρβάρων επιδρομέων Τούρκων. Ατρόμητος και πεισματάρης συνεχίζει τον αγώνα του ανεξάρτητα από τον πατέρα του, που είναι ήδη «φόρου υποτελής» του Τούρκου σουλτάνου και παρακολουθεί από μακριά με δέος και ελπίδες τη δραστηριότητα αυτή του γιου του. Ο Μανουήλ επωφελούμενος από την ήττα των Σέρβων στη μάχη της Μαρίτσας επιχείρησε να ανακαταλάβει τα ελληνικά εδάφη της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας που βρίσκονταν ως τότε στην κατοχή των Σέρβων. Το 1371 καταλαμβάνει, σε συνεργασία με τους Έλληνες προκρίτους και Σέρβους αξιωματούχους, τις Σέρρες, σκοτώνοντας τους Τούρκους φρουρούς, οχυρώνει την πόλη και διατηρεί το Σέρβο μητροπολίτη. Δε διστάζει μάλιστα να απαλλοτριώσει το μεγαλύτερο μέρος των μοναστηριακών κτημάτων του Αγίου Όρους και με τα εισοδήματα των γαιών οργάνωσε ένα μικρό στρατό, για να υπερασπισθεί το χώρο της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Επεξέτεινε την κυριαρχία του ανατολικά ως το Νέστο και δυτικά ως το Βέρμιο και κατείχε τα εδάφη αυτά πιθανότατα ως το 1387, έχοντας υπό τη δικαιοδοσία του και τον έλεγχο της Κεντρικής Ελλάδας ως τη Λαμία. Αφού έλειψε από τη Θεσσαλονίκη για ένα διάστημα, όταν επέστρεψε, ασχολήθηκε με την άμυνα της πόλης και συμφιλίωσε τις αντίθετες πολιτικές παρατάξεις, γιατί ο κίνδυνος ο τουρκικός αυξανόταν ραγδαία. Τώρα στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ επικρατεί ομοψυχία και ενότητα μεταξύ των κατοίκων. Μάλιστα καθημερινά καταφθάνουν εθελοντές από όλα τα μέρη της υπολειπόμενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και από την Κωνσταντινούπολη ακόμη, για να ενισχύσουν το δεσπότη Μανουήλ και την άμυνα της πόλης. Ανάμεσά τους ήταν και πολλοί ευγενείς από την πρωτεύουσα και ο ίδιος ο γιος του Ιωάννη Καντακουζηνού, Θεόδωρος. Συγχρόνως ο Μανουήλ επέτυχε να αναγνωρισθεί ως επικυρίαρχος από το δεσπότη της Ηπείρου και από τον «Καίσαρα» (διοικητή) της Θεσσαλίας. Όμως οι επιτυχίες του Μανουήλ Παλαιολόγου, του δεσπότη της Θεσσαλονίκης, όπως ήταν φυσικό προκάλεσαν την οργή του σουλτάνου Μουράτ, ο οποίος διατάζει τον περίφημο Τσανταρλή Καρά-Χαλίλ πασά, τον επονομαζόμενο συντομότερα "Χαϊρεντίν" πασά, να εκστρατεύσει εναντίον του με πολύ στρατό. Από όπου περνά η Τουρκιά, «φόβος και τρόμος» κυριεύει τους κατοίκους της Μακεδονίας, τα πάντα ερημώνονται. Κυριεύονται οι πόλεις Σέρρες, Δράμα, το Γυναικόκαστρο (στο Κιλκίς) και καταλαμβάνονται πολλά κάστρα, στη Χριστούπολη (Καβάλα), Ρεντίνα, Πλαταμώνα, Βέροια, καταλαμβάνουν το Μοναστήρι, και τη Χαλκιδική και έτσι δημιουργούν οι Τούρκοι έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Η πολιορκία αυτή κράτησε 4 χρόνια (1383-1387). Στο διάστημα αυτό ο Μανουήλ κινήθηκε προς κάθε κατεύθυνση. ζητάει βοήθεια από τον αδελφό του «δεσπότη» του Μυστρά Θεόδωρο Α' Παλαιολόγο, από το «δεσπότη» της Ηπείρου και από ξένους, από τους Βενετούς και από τον ίδιο ακόμη τον πάπα της Ρώμης. Καμιά όμως ουσιαστική βοήθεια από τη χριστιανική δύση δεν του στάλθηκε. Έτσι μετά την πτώση και του κάστρου του Αγίου Βασιλείου, που υπήρχε στα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, και μετά την κάμψη της αμυντικής γραμμής στο ΧΟΡΤΙΑΤΗ, οι ΤΟΥΡΚΟΙ έφτασαν κάτω από τα τείχη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και ο κλοιός στένεψε ακόμη πιο ασφυκτικά. Ο Τούρκος πολιορκητής ΧΑΪΡΕΝΤΙΝ πασάς προσπάθησε να πετύχει την παράδοση της πόλης, αλλά μάταια, η άμυνα της πόλης ήταν αρραγής, οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ προστάτευαν την πόλη τους προβάλλοντας σθεναρή αντίσταση. Μέσα όμως στην εγκατάλειψη αυτή και με τις ορδές των Τούρκων πολιορκητών στρατοπεδευμένες γύρω από την πόλη, καθώς οι συνέπειες του αποκλεισμού γίνονταν κάθε μέρα πιο αισθητές, άρχισε να επικρατεί ανάμεσα στους πολιορκημένους ηττοπάθεα και να κάμπτεται η αγωνιστικότητα και το ηθικό της φρουράς. Τα τρόφιμα τελειώνουν. Άλλωστε ο Χαϊρεντίν δεν έπαυε σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας να κάνει προτάσεις στους Θεσσαλονικείς να παραδώσουν την πόλη τους με πολύ ευνοϊκούς όρους. Αλλά και ο ίδιος ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ισίδωρος Γλαβάς, που έλειπε τότε στην Κωνσταντινούπολη και δε συμμετείχε ενεργά στις κρίσιμες αυτές ώρες που περνούσε η πόλη και το ποίμνιό του, κηρύσσει υποταγή στους Τούρκους και αποδοκιμάζει κάθε αντίσταση εναντίον τους!!!
Όμως ο δεσπότης/διοικητής της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Μανουήλ Παλαιολόγος, έδειξε όλες του τις αρετές: μαχητικότητα, διπλωματική και πολιτική ικανότητα, αποφασιστικότητα και απαράμιλλο θάρρος. Προσπαθεί να εμψυχώσει τους κατοίκους και τη φρουρά της πόλης με ένα βαρυσήμαντο λόγο, που είναι γνωστός ως «Συμβουλευτικός λόγος προς ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ». Είναι πολύ χαρακτηριστικός, αφού τονίζει ότι προτιμότερος ήταν ο θάνατος παρά η αιχμαλωσία και οι ατιμώσεις. επίσης υπενθυμίζει στο λαό του ότι είναι ΕΛΛΗΝΕΣ και απόγονοι του ΦΙΛΙΠΠΟΥ και του Μεγάλου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, αφού κατοικούν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που ήταν η πατρίδα τους. Έτσι τους παροτρύνει, τονώνοντας το αγωνιστικό τους φρόνημα: «...μηδ΄ ὀλιγώρως ἔχωμεν τῆς ἡμῶν σωτηρίας. μνημονευτέον ὑμῖν ἐστιν ὅτι Ρωμαῖοι (ΕΛΛΗΝΕΣ) ἐσμέν, ὅτι ἡ Φιλίππου καί Ἀλεξάνδρου ὑμῖν ὑπάρχει πατρίς...» (…να μην αδιαφορήσουμε για τη σωτηρία μας πρέπει να θυμάστε ότι είμαστε Ρωμιοί / ΕΛΛΗΝΕΣ και ότι σε σας ανήκει η πατρίδα του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου...). Τελικά όμως βλέποντας ότι η παράδοση της πόλης ήταν βέβαιη, ο ΜΑΝΟΥΗΛ, υποκινούμενος από φίλους και οπαδούς του, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη-ύστερα από μακρά διοίκηση – για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Ύστερα από περιπέτειες παραδόθηκε στο σουλτάνο Μουράτ στην Προύσα. Αλλά ο σουλτάνος θαύμασε το θάρρος και την παλληκαριά του Μανουήλ και του χάρισε τη ζωή. Έτσι, μετά τη φυγή του διοικητή της Θεσσαλονίκης, που ήταν η ψυχή της πόλης, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας παραδόθηκε χωρίς όρους στον Τούρκο πασά ΧΑΪΡΕΝΤΙΝ τον Απρίλιο του έτους 1387. Ο νικητής σουλτάνος Μουράτ δεν ενσωμάτωσε τότε τη Θεσσαλονίκη στην επικράτειά . του αντίθετα μάλιστα αναγνώρισε το κοινοτικό καθεστώς-αυτοδιοίκηση –της πόλης και οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ έμειναν σχεδόν ελεύθεροι, αφού μόνο μία μικρή τουρκική φρουρά έχει εγκατασταθεί στην ακρόπολη (στο Επταπύργιο). Ο σουλτάνος αρκέστηκε μόνο στην είσπραξη του φόρου υποτέλειας (χαράτς). Τα χρόνια που ακολουθούν είναι χρόνια οικονομικής δυσπραγίας. Οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ κατά την τουρκική κατοχή υποφέρουν από στερήσεις, από φτώχεια και γογγίζουν κατά των πλουσίων αρχόντων της πόλης, που τους κατηγορούν για φιλοχρηματία και κακή διαχείριση των κοινοτικών ζητημάτων. Παράλληλα η συμπεριφορά των Τούρκων κατακτητών γίνεται καθημερινά και πιο πιεστική. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Ισίδωρος Γλαβάς (καταγόμενος από την ίδια πόλη), που έχει στο μεταξύ επιστρέψει στην πόλη, μαρτυρεί με το λόγο του : «Περί ἁρπαγῆς τῶν παίδων καί περί τῆς μελλούσης κρίσεως», ότι οι Τούρκοι κάνουν "παιδομάζωμα" στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και στις άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Ο ίδιος ο ΧΑΪΡΕΝΤΙΝ πασάς, ο πορθητής της πόλης, ήταν αυτός που οργάνωσε το πρώτο γενιτσαρικό τάγμα από νεαρούς χριστιανούς αιχμαλώτους, θεσμός που αργότερα θα ενισχυθεί με τη συστηματική στρατολόγηση χριστιανοπαίδων (αγόρια ηλικίας 7-15 ετών). Γινόταν αρχικά κάθε 4-5 χρόνια. Το ίδιο «προνομιακό» καθεστώς της Θεσσαλονίκης επιβλήθηκε από τους Τούρκους και στη Χριστούπολη (Καβάλα), που παραδόθηκε ταυτόχρονα με τη Θεσσαλονίκη. Στο μεταξύ όλη η Βαλκανική πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων –μετά τη φονικότατη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) – στην οποία ο στρατός του σουλτάνου Μουράτ Α' κατανίκησε τους συνασπισμένους χριστιανικούς στρατούς των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Αλβανών και των Ούγγρων, ενώ ο ίδιος δολοφονήθηκε εκεί και τον διαδέχθηκε ο γιος του ΒΑΓΙΑΖΗΤ Α' ο Κεραυνός (1389-1402). Η "προνομιακή" μεταχείριση στη διοίκηση διατηρήθηκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ως το 1391, οπότε ο νέος σουλτάνος την κατάργησε. Τώρα η πόλη καταλήφθηκε ολοκληρωτικά. Αργότερα όμως παραχωρήθηκαν πάλι προνόμια στην πόλη με τη μεσολάβηση των μητροπολιτών Ισιδώρου και Γαβριήλ. Κατά τη διάρκεια της τετράχρονης σχεδόν πολιορκίας της Θεσσαλονίκης, οι ΤΟΥΡΚΟΙ κατέλαβαν τη Βέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα, την Καστοριά, την Αχρίδα και το Μοναστήρι και νοτιότερα το Κίτρος (περιοχή Πιερίας) καθώς και το κάστρο του Πλαταμώνα, το οποίο αντίθετα από τα άλλα κάστρα δεν καταστράφηκε. Μόνο η Έδεσσα πρόβαλε πολύμηνη αντίσταση και καταλήφθηκε έπειτα από προδοσία. την Καστοριά την κατέλαβαν από τους Αλβανούς και το Μοναστήρι από τους Σέρβους. Τα Σέρβια και το Άγιο Όρος καταλήφθηκαν επί Βαγιαζήτ Α'. Η κατακτητική πολιτική του τερματίσθηκε απότομα, όταν ο στρατός του συντρίφθηκε στη φονικότατη μάχη της ΑΓΚΥΡΑΣ (1402) από τους Μογγόλους
(συγγενείς των Τούρκων) του φοβερού ΤΑΜΕΡΛΑΝΟΥ, οπότε αιχμαλωτίσθηκε και πέθανε φυλακισμένος. Το θρόνο του διεκδικούσαν οι τέσσερις γιοι του. Το γεγονός αυτό υπήρξε ευτυχές για το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, αφού έδωσε «ζωή» άλλα 50 χρόνια στο κράτος που «ψυχορραγούσε». Στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, ανέβηκε ο δευτερότοκος γιος του, ο πρώην δεσπότης της Θεσσαλονίκης, ΜΑΝΟΥΗΛ Β'ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ (1391-1425), αφού είχε δραπετεύσει από την Προύσα, όπου κρατούνταν από τους Τούρκους όμηρος. Αυτός, εκμεταλλευόμενος τις διαμάχες των τεσσάρων γιων του Βαγιαζήτ για το θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναγκάζει τους Τούρκους να του παραδώσουν ξανά τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, το 1403, και άλλες περιοχές της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ως το Στρυμόνα μαζί με τη Χαλκιδική και το Χορτιάτη. Στην περίοδο όμως των αδελφικών διενέξεων των διαδόχων του Βαγιαζήτ Α', η μακεδονική ύπαιθρος επανειλημμένα λεηλατήθηκε και η Θεσσαλονίκη απειλήθηκε με πολιορκία, γιατί είχαν καταφύγει εκεί ανταπαιτητές του θρόνου του οθωμανικού κράτους. Παρόλα αυτά, τα χρόνια που ακολούθησαν επί της βασιλείας του νέου σουλτάνου Μεχμέτ ή ΜΩΑΜΕΘ Α' (1402-1421), γιου του προκατόχου του θρόνου, ήταν σχετικά ομαλά και ειρηνικά, αφού αυτός απέφυγε τις πολεμικές συγκρούσεις με άλλα κράτη. επιδίωξε φιλικές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β'Παλαιολόγο. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και οι άλλες μακεδονικές πόλεις και περιοχές, που είχαν επανέλθει υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών, θα απολαύσουν σχετική ευημερία και γαλήνη. Από το 1403-1408 διοικητής της συμπρωτεύουσας (δεσπότης της Θεσσαλονίκης) και της μακεδονικής ενδοχώρας έγινε ο ΙΩΑΝΝΗΣ Ζ' Παλαιολόγος. διατέλεσε για λίγο καιρό και συναυτοκράτορας του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (ήταν ανεψιός του) κατά την απουσία του στη Δύση. Μετά το θάνατό του νέος δεσπότης / διοικητής της Θεσσαλονίκης έγινε ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Λάσκαρης – Λεοντάρης ως το 1415, οπότε αντικαταστάθηκε από το γιο του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, Ανδρόνικο Παλαιολόγο, ο οποίος διοίκησε την πόλη σαν ανεξάρτητος ηγεμονίσκος. υπέγραφε με τίτλο «ο δεσπότης». Όταν όμως έγινε σουλτάνος των Τούρκων ο ΜΟΥΡΑΤ Β' (1421-1444 / 1446-1451), γιος και διάδοχος του προκατόχου του θρόνου, επαναλήφθηκε η κατακτητική πολιτική των Τούρκων. Το 1422 τεράστιες τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν πάλι τον αποκλεισμό της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ο διοικητής της πόλης ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ Παλαιολόγος, ο «δεσπότης», που τότε ήταν βαριά άρρωστος, κάτω από την άμεση αυτή απειλή της πολιορκίας και άλωσης της πόλης, έχοντας αντιληφθεί ότι ήταν αδύνατο με τις ελάχιστες δυνάμεις που διέθετε να συνεχίσει την άμυνα και με την συγκατάθεση των αρχόντων της πόλης και του λαού, ήλθε σε συνεννοήσεις με τους ΒΕΝΕΤΟΥΣ (Βενετσιάνους) και αποφάσισε να τους παραδώσει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, πιστεύοντας ότι έτσι θα αποφευγόταν ο αναμενόμενος όλεθρος. Οι πρώτες επαφές και διαπραγματεύσεις έγιναν με τη βενετσιάνικη διοίκηση της Εύβοιας, που έδειξε αμέσως μεγάλο ενδιαφέρον. Η ενσωμάτωση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στις κτήσεις της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας» του ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ της ΒΕΝΕΤΙΑΣ ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για την παγίωση της παρουσίας της μεγάλης αυτής ναυτικής και εμπορικής δύναμης στο ΑΙΓΑΙΟ και στα Βαλκάνια. Ο Έλληνας ιστορικός του Βυζαντίου, Γεώργιος Φραντζής, ο συγγραφέας των αλώσεων (15ος αιώνας) της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης αναφέρει σχετικά: «...οὗτος (ο δεσπότης Ἀνδρόνικος Παλαιολόγος) βλαβείς ὑπό βαρυτάτης ἀσθενείας, ἔδοξεν αὐτῷ πωλῆσαι τήν ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ καί τά ἑαυτῆς τῇ τῶν Ἑνετῶν γερουσίᾳ διά χρυσίου χιλιάδας πεντήκοντα...» (αυτός, επειδή ήταν πολύ βαριά άρρωστος, αποφάσισε να πωλήσει τη Θεσσαλονίκη και όσα μέρη ανήκαν σ' αυτή στην κυβέρνηση των ΒΕΝΕΤΩΝ με αντίτιμο 50.000 χρυσά νομίσματα). Όμως ιστορικά δεν αποδείχθηκε ότι η πόλη πωλήθηκε από τους Βυζαντινούς στους Βενετούς, αλλά ότι παραχωρήθηκε με 3 βασικούς όρους και προϋποθέσεις: α) Να διοικείται η πόλη σύμφωνα με τα ήθη και έθιμά της, β) οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ να διατηρήσουν τα δικαιώματα και τις εξουσίες τους και γ) να είναι οι κάτοικοι ελεύθεροι να μείνουν στην πόλη τους ή να φύγουν. Οι Βενετοί δέχθηκαν τους όρους αυτούς, και όχι μόνο. ανάλαβαν την υποχρέωση να υπερασπισθούν την πόλη από την απειλή των Τούρκων και μάλιστα να συντηρήσουν τους κατοί-
κους της μετατρέποντας τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σε «δεύτερη ΒΕΝΕΤΙΑ», όπως γράφει ο ιστορικός Δούκας: «...ἐλίμωττον γάρ οἱ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ ἐνδείᾳ τῶν ἀναγκαίων. στέλλουσι τινάς τῶν ἀρχόντων πρός Βενετούς μετά βουλῆς, τοῦ δεσπότου θέλοντος ἤ καί μή θέλοντος, τοῦ παραδοῦναι τήν ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ αὐτοῖς. αὐτοί δέ οἱ Βενετοί ἀσπασίως τήν ἀγγελίαν δεξάμενοι συνέθεντο τοῦ φυλάξαι καί θρέψαι καί εὐτυχῆσαι τήν πόλιν καί εἰς δευτέραν Βενετίαν μετασχηματίσαι...» (δηλαδή υπέφεραν από πείνα οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης λόγω έλλειψης των αναγκαίων. στέλνουν – λοιπόν – κάποιους από τους άρχοντες προς τους Βενετούς με απόφαση να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη σ'αυτούς, με τη θέληση, ή και χωρίς τη θέληση του διοικητή. και αυτοί οι Βενετοί δέχθηκαν την αγγελία με χαρά και συμφώνησαν να προστατέψουν και να συντηρήσουν τους κατοίκους και να κάνουν την πόλη να ευημερήσει σαν μια άλλη Βενετία). Έτσι παραχωρήθηκε η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ στους Βενετούς, που ήρθαν με ένα μικρό στόλο και στρατό - με αρχηγούς το Σάνκτο Βενιέρο και το Νικολό Τζιόρτζιο – και από τις 14 Σεπτεμβρίου 1423 ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και την άμυνα κατά των Τούρκων. Οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ υποδέχθηκαν θερμά τους Βενετούς, πιστεύοντας ότι ο ερχομός τους θα έχει σαν συνέπεια την ενεργό βοήθεια της ισχυρής δύναμης της Βενετίας και την απόκρουση των πολιορκητών Τούρκων. Γρήγορα όμως θα μετανιώσουν, καθώς πολύ σύντομα άρχισαν «οι προστάτες» της πόλης να περιορίζουν την κοινοτική αυτονομία τους και να καταπατούν τα προνόμια που είχαν υποσχεθεί. Οι ΒΕΝΕΤΟΙ παραβίαζαν καθημερινά όλες τις συμφωνίες και συμπεριφέρονταν βάναυσα προς τους κατοίκους της πόλης, που τους θεωρούσαν υποτακτικούς, σαν επικυρίαρχοι. Γι'αυτό έγιναν πολύ μισητοί στο λαό. Πολλοί από τους κατοίκους έφυγαν από την πόλη, ενώ, όσοι έμειναν, υπέφεραν από την έλλειψη τροφίμων. Τα επανειλημμένα παράπονά τους προς την κεντρική κυβέρνηση Βενετίας δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μάταια διαμαρτύρονταν οι κάτοικοι και ο ίδιος ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Συμεών. Στα αρχεία της Γερουσίας της Βενετίας σώζεται ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας και αιτημάτων του λαού της Θεσσαλονίκης. Με αυτό ζητούσαν οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ να κατοχυρωθεί επίσημα από τη γερουσία η συμφωνία της παραχώρησης της πόλης, να επισκευασθούν τα τείχη της, να ληφθεί πρόνοια για τους φτωχούς και να συμμετέχει στις συνεδριάσεις των διοικητών της πόλης και το 12μελές κοινοτικό συμβούλιο των αντιπροσώπων της Θεσσαλονίκης. Αυτοί όμως το μόνο που νοιάστηκαν ήταν να επισκευάσουν τα τείχη της Ακρόπολης για την ασφάλειά τους, γιατί εκεί είχαν τα σπίτια τους. Τόση ήταν η καταπίεση των Θεσσαλονικέων από τους «προστάτες» τους Βενετούς (Χριστιανούς!), ώστε πολλοί άρχισαν να εκφράζονται υπέρ των Τούρκων (Μωαμεθανών). Οι ΒΕΝΕΤΟΙ συμπεριφέρονταν ανοικτά πλέον σαν κατακτητές. για να επιβληθούν, αρχίζουν συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις χιλιάδες ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ εγκατέλειψαν τότε την πόλη τους και εκατοντάδες ευγενείς στάλθηκαν βίαια σαν όμηροι στην Ιταλία. Ο ίδιος ο δεσπότης, πρώην κυβερνήτης της πόλης, ο ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ, που είχε διαπραγματευθεί την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης στους Βενετούς, εξορίζεται στην Πελοπόννησο, στο ΜΥΣΤΡΑ, όπου πεθαίνει λίγο αργότερα. Οι επόμενοι διοικητές, που στάλθηκαν από τη Βενετία στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ο Τζιάκοπο Ντάντολο και ο Μπερνάρντο Λορεντάν, συμπεριφέρθηκαν το ίδιο σκληρά και απάνθρωπα. Αντικαταστάθηκαν και αυτοί το έτος 1429 από τους Παύλο Κονταρίνι και Ανδρέα Ντονάτο. Τα αποτελέσματα όμως ήταν τα ίδια –η κατάσταση δεν άλλαξε. Οι ΒΕΝΕΤΟΙ αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είχαν στείλει πρεσβείες στο σουλτάνο των Οθωμανών Τούρκων ΜΟΥΡΑΤ Β' για συνδιαλλαγή και ειρήνη. Όμως ο ηγεμόνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έδωσε καμιά σημασία, αλλά τους απάντησε με γενναιοφροσύνη: «Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είναι δική μου. ο παππούς μου (ο Βαγιαζήτ) την πήρε με το σπαθί του... για ποιο λόγο να προσχωρήσουν αυτοί εδώ (που είναι Έλληνες) σε σας, που είσθε Λατίνοι και ήρθατε από την Ιταλία; Σηκωθείτε να φύγετε, αν θέλετε. αλλιώς έρχομαι γρήγορα εγώ». (Οι πληροφορίες προέρχονται από το ιστορικό έργο του ΔΟΥΚΑ). Ένας μάλιστα οθωμανικός θρύλος λέει πως ο σουλτάνος κοιμόταν κάποτε στο παλάτι του, όταν ο θεός τον επισκέφθηκε στ' όνειρό του και του έδωσε ένα όμορφο ευωδιαστό τριαντά-
φυλλο να το μυρίσει. ο ΜΟΥΡΑΤ ρώτησε αν μπορούσε να το κρατήσει, κι ο θεός του είπε πως το τριαντάφυλλο ήταν η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και πως είχε προστάξει να γίνει δική του. Εναντίον της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ο σουλτάνος Μουράτ Β' είχε στείλει από τις Σέρρες, όπου έμενε, μια μεγάλη στρατιά- περίπου 190.000 Τούρκους – με επικεφαλής το Χαμτζάμπέη. Μεγάλη ήταν η απογοήτευση των κατοίκων. Παρά την κακομεταχείρισή τους από τους Λατίνους/ Βενετούς προσφέρθηκαν όλοι, όσοι βέβαια είχαν παραμείνει στην πόλη, να πολεμήσουν ηρωικά για την υπεράσπιση της πόλης τους. Συγκεντρώθηκαν άνδρες και γυναίκες, ευγενείς και φτωχοί, «δυνατοί» και «μέσοι» και διαμοιράσθηκαν σε όλη την περίμετρο των τειχών. στο μήκος όμως των 9 χιλιομέτρων των τειχών της πόλης αντιστοιχούσε ένας μόνο μαχητής ανά 2-3 επάλξεις. Επίσης ένα μεγάλο μέρος του λιμανιού της πόλης έμεινε σχεδόν αφύλακτο, ενώ οι ενισχύσεις, που έστειλε η ΒΕΝΕΤΙΑ με 3 γαλέρες υπό τον υποναύαρχο ΑΝΤΩΝΙΟ ΝΤΙΕΝΤΟ, έφτασαν αργά, όταν τα στρατεύματα του Μουράτ πλησίαζαν ήδη στην άμοιρη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο σουλτάνος ΜΟΥΡΑΤ Β', επικεφαλής του κύριου όγκου της μεγάλης στρατιάς του, πλησίασε πολύ κοντά στην πόλη. Στις 26 Μαρτίου 1430 έφτασε μπροστά στα κάστρα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και ζήτησε την άμεση παράδοση της πόλης. Εκείνο όμως το γεγονός που συντέλεσε στο να διαδεχθεί τη μεγάλη αγωνία των ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ο φόβος και η οδύνη, ήταν ο τρομερός – ισχυρός σεισμός που συντάραξε την πόλη και πανικοβλήθηκε όλος ο πολιορκημένος πληθυσμός. Ήταν το βράδυ της Κυριακής 26 Μαρτίου που κτύπησε ο Εγκέλαδος, την ίδια ημέρα με την εμφάνιση των τουρκικών ορδών σε απόσταση αναπνοής από τα σπίτια τους. Πανικόβλητοι οι κάτοικοι σταυροκοπιόνταν, γιατί το γεωλογικό αυτό φαινόμενο του σεισμού θεωρήθηκε σαν κακό σημάδι και προειδοποίηση του ΘΕΟΥ για το επερχόμενο τέλος. Την ηττοπάθεια αυτή των ορθοδόξων κατοίκων καλλιεργούσαν και διάφοροι επιτήδειοι που διέδιδαν πως ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ΣΥΜΕΩΝ είχε πεθάνει 6 μήνες πρωτύτερα, «γιατί ο ΘΕΟΣ δεν ήθελε να πικραθεί η άγια του ψυχή από τη συμφορά που θα έβρισκε την πόλη». Την άλλη μέρα (27/3) η πόλη περικυκλώθηκε πολύ στενά από μυριάδες Τούρκους στρατιώτες και ατάκτους, «μπασιμπουζούκους». Σε ένα πολιορκούμενο αντιστοιχούσαν 100 Τούρκοι. έτσι σημειώνει ο ιστορικός Δούκας (συγγραφέας του 15ου αιώνα) σύγχρονος των γεγονότων: «οἱ δέ ἐντός ὡς πρός τούς ἔξω ἦσαν ἑκατόν πρός ἕνα» . Στήθηκαν πολλές πολιορκητικές μηχανές και πολλοί καταπέλτες βλημάτων, επίσης και «μπομπάρδες», δηλαδή κανόνια, για να σπάσουν τις πύλες, να γκρεμίσουν τις επάλξεις και να δημιουργήσουν ρήγματα στα κάστρα, αναγκάζοντας τη φρουρά να παραδοθεί. Ο ίδιος ο Τούρκος σουλτάνος ΜΟΥΡΑΤ Β', αφού επιθεώρησε έφιππος τη στρατιά του κατά μήκος των τειχών, έστησε το στρατηγείο με το επιτελείο του στο λόφο πάνω από το ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ, για να μπορεί να έχει γενική εικόνα της πολιορκίας της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και να ελέγχει τα στρατεύματά του και την αντίσταση των αμυνομένων ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ. Έτσι γρήγορα αντιλήφθηκε ότι κοντά στον πύργο του Τριγωνίου-στη βορειοανατολική γωνία των τειχών- ήταν το πιο αδύνατο σημείο της οχύρωσης και της άμυνας της πόλης και ήθελε να κατευθύνει ο ίδιος προσωπικά τις επιχειρήσεις. Οι πολιορκητές Τούρκοι, φανατικοί οπαδοί του Ισλάμ, επιτέθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα-με αλαλαγμούς και υπό τους ήχους των τυμπάνων, ενώ ο ουρανός γέμιζε από βέλη των απίστων κατά των ολιγάριθμων υπερασπιστών της πόλης. Όμως δεν κατάφεραν τίποτα όλη την ημέρα. Η άμυνα κρατούσε καλά. Τόσοι μάλιστα ήταν οι νεκροί Τούρκοι, ώστε σχηματίζονταν σωροί πτωμάτων, που χρησιμοποιούνταν σαν σκάλες, τόσο υψηλές, όσο το ύψος των τειχών που πολιορκούσαν. Το βράδυ της Τρίτης (28/3) συνέβηκε ένα απρόοπτο γεγονός. Σύμφωνα με έκθεση των Βενετών διοικητών της ΕΥΒΟΙΑΣ της εποχής εκείνης, κατά τα μεσάνυκτα ένας «δωδέκαρχος» (υπαξιωματικός) της φρουράς ανάφερε στη στρατιωτική βενετική διοίκηση της πόλης ότι υπάρχουν πληροφορίες πως δήθεν οι Τούρκοι θα κτυπούσαν με πειρατικά πλοιάρια το αφύλακτο λιμάνι. Τότε ο Βενετός διοικητής, χωρίς να ενημερώσει το λαό της πόλης, που αμύνονταν πάνω στα κάστρα, έδωσε εντολή στο Βενετό υποναύαρχο να αποσύρει δυνάμεις από τα κάστρα και να εξοπλίσει τις γαλέρες στο λιμάνι. Η ενέργεια όμως αυτή διαδόθηκε παραποιημένη στο λαό, που θεώρησε την πράξη σαν εγκατάλειψη και προδοσία από τη μεριά των Βενετών. Πολλοί τότε από
τους άνδρες της φρουράς, λόγω της σύγχυσης που δημιουργήθηκε, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έφυγαν από την πόλη και έτσι έμειναν μεγάλα τμήματα των κάστρων αφύλακτα. Τέλος, την ΤΕΤΑΡΤΗ 29 Μαρτίου 1430, το πρωί οι Τούρκοι κάνουν γενική επίθεση. άλλοι προσπαθούν με σκάλες να ανέβουν στα κάστρα και άλλοι να ανοίξουν τρύπες σ' αυτά, για να μπουν μέσα στην πόλη. Οι άγριοι αλαλαγμοί των πολιορκητών και ιδίως των μπασιμπουζούκων (των ατάκτων) πάγωσαν το αίμα των πολιορκουμένων: «Καί μόνη ἡ ἰαχή αὐτῶν ἦτο ἀρκετή νά διασείσῃ ἐκ θεμελίων μεγαλυτέραν καί πολυαριθμοτέραν τῆς Θεσσαλονίκης πόλιν» – γράφει βενετική έκθεση. Φανατισμένοι και παρακινημένοι από τις υποσχέσεις του σουλτάνου τους, που κέντριζαν τη φαντασία τους, οι βάρβαροι Ασιάτες Τούρκοι ορμούν λυσσαλέα, κύματα –κύματα, παρά τις τεράστιες απώλειές τους. Τους έταξε ό,τι υπήρχε στην πόλη. Τους είπε: όλα δικά σας είναι. αφήστε μου μόνο την πόλη. «Ἰδού, δίδωμι πάντα τά ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ὑμῖν, ἄνδρας, γυναῖκας, παιδία, ἄργυρον, χρυσόν, μόνον τήν πόλιν ἐμοί ἄφετε». Η άμυνα έσπασε στη βορειοανατολική γωνία των τειχών, όπου βρισκόταν ο τρίπυλος πύργος του Τριγωνίου (απέναντι από το σημερινό ναό των Αγίων Αναργύρων). το σημείο αυτό, όπως έχει προαναφερθεί, βρέθηκε εντελώς αφύλακτο. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ἑάλω»!!! (κυριεύθηκε). Η πόλη έπεσε. Ο σουλτάνος Μουράτ Β', ο Πορθητής, εκτέλεσε την προσταγή του ΑΛΛΑΧ και κυρίεψε τη Θεσσαλονίκη, «το ευωδιαστό αυτό τραντάφυλλο» του Θερμαϊκού και όλης της Μακεδονίας, σαν θείο δώρο. Σχετικά όμως με την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τουρκο-Μογγόλους, υπάρχει και η παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο πορθητής σουλτάνος ΜΟΥΡΑΤ Β', αφού είχε εξαντλήσει όλη του την υπομονή, πολιορκώντας την πόλη, ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη. Τότε όμως παρουσιάσθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο –μπροστά του- μοναχοί της Μονής Βλατάδων (σώζεται το καθολικό αυτής στο βορειότερο σημείο της βυζαντινής πόλης- μέσα από το βόρειο τείχος) και τον συμβούλεψαν να κόψει την υδροδότηση, το νερό του Χορτιάτη, απ' όπου υδρεύονταν οι κάτοικοι της πόλης, οπότε η πόλη θα παραδινόταν από δίψα. Έτσι και έγινε (αναφέρει η παράδοση). ΟΙ ΒΕΝΕΤΟΙ, που είχαν αναλάβει να μας προστατέψουν από τους ΤΟΥΡΚΟΜΟΓΓΟΛΟΥΣ, εγκατέλειψαν την πόλη. με τα πλοία τους, όσοι απέμειναν, γιατί πολλοί σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίσθηκαν, έφυγαν. Έτσι έληξε η σύντομη αυτή περίοδος της άτυπης αυτής Βενετοκρατίας στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, που κράτησε από τις 14 Σεπτεμβρίου 1423 έως τις 29 Μαρτίου 1430 και είναι μία παρένθεση –ατυχής –στην μακραίωνη και ένδοξη ιστορία της πόλης, αφού οδήγησε στην τρισκατάρατη ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Οι συγγραφείς Δούκας και Ιωάννης Αναγνώστης διηγούνται με ζωηρά χρώματα το τι επακολούθησε μετά την εισβολή των βάρβαρων κατακτητών Οθωμανών: σφαγές (έσφαζαν αδιάκριτα χωρίς έλεος), βιασμοί, βανδαλισμοί, εξανδραποδισμοί και διαρπαγή και λεηλασία των κατοίκων, των δημόσιων κτιρίων και των ιερών κειμηλίων. Ο ναός της ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΥ έγινε το πρώτο τζαμί. Εκεί σταμάτησε ο πορθητής σουλτάνος ΜΟΥΡΑΤ Β' και προσευχήθηκε (στον ΑΛΛΑΧ, βέβαια, και στον προφήτη του ΜΩΑΜΕΘ). Σφράγισε μάλιστα το ναό / τζαμί ο ίδιος. σε μαρμάρινη κολόνα του βόρειου κλίτους του ναού σώζεται και σήμερα ακόμη επιγραφή με ανεξίτηλη μελάνη που γράφει: «Ο σουλτάνος Μουράτ πήρε τη Θεσσαλονίκη το έτος 833» (με το μωαμεθανικό ημερολόγιο). Η επόμενη στάση του ήταν στον περικαλλή ναό του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, τον οποίο δε μετέτρεψε σε τζαμί, τον άφησε στους χριστιανούς. βεβήλωσε όμως την ιερότητα του χώρου, γιατί θυσίασε για την νίκη του ένα κριάρι και προσευχήθηκε στον προφήτη της θρησκείας του, το Μωάμεθ: «...ἐν αὐτῷ εἰσελθών καί θύσας κριόν ἕναν οἰκείαις χερσί προσηύξατο...» (μπήκε σ'αυτόν και, αφού θυσίασε ένα κριάρι με τα ίδια του τα χέρια, προσευχήθηκε). Αλλά στη συνέχεια ο ναός λεηλατήθηκε, έμεινε με άδειους τοίχους «...τοίχους μόνον ἀφέντες κενούς». Νέκρωσαν από κίνηση η αγορά και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ερήμωσε η πόλη. που πήγε τόσος κόσμος; Ο συγγραφέας Αναγνώστης υπολογίζει σε 7.000 τους αιχμαλώτους
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ. Όσοι γλύτωσαν από τη σφαγή και την αιχμαλωσία, διασκορπίσθηκαν στα γύρω δασωμένα βουνά, στο Χορτιάτη και στο Χολομώντα. Τέλος, ο Ιωάννης Αναγνώστης, που ήταν κληρικός και ιστοριογράφος (15ος αιώνας) καταγόμενος από την ίδια πόλη, ήταν αυτόπτης μάρτυρας της άλωσης και σφαγής και περιέγραψε ζωντανά και διεξοδικά τα γεγονότα στη γνωστή "ΜΟΝΩΔΙΑ" του για την άλωση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: «Ποιος, ξέροντας να συνταιριάζει τα μοιρολόγια με τις συμφορές, θα μπορούσε να μοιρολογήσει άξια των Θεσσαλονικέων την πολιτεία; Γιατί η πολιτεία αυτή, όσο πολύ κι αν πέρασε τις άλλες πολιτείες στην ευτυχία, άλλο τόσο δυστύχησε τώρα και γίνεται υπόθεση για κάθε είδους μοιρολόγι. Κι αλήθεια σ' όσους έλαχε να χαρούν, έστω και για λίγο, τα αγαθά της, τίποτε άλλο δεν τους έρχεται να πουν γι' αυτήν, εξόν απ' ό,τι κάνει την ψυχή να πικραίνεται και τα μάτια να χύνουν ποτάμι τα δάκρυα». Η κατάληψη της συμπρωτεύουσας, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ολοκληρώθηκε και με την παράδοση του ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟΥ ΦΡΟΥΡΙΟΥ (του Γεντί Κουλέ), που βρίσκεται μέσα στον περίβολο της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ. Ονομάσθηκε έτσι από τους 7 πύργους που είχε. Είναι παλαιολόγειο έργο. Ο μεσαίος πύργος είναι πιο πλατύς από τους άλλους. Η κατασκευή του έγινε το 1431 και ιδρυτής του είναι ο Τούρκος αξιωματούχος Τσαούς μπέης, όπως μας πληροφορεί η παρακάτω επιγραφή (μεταφρασμένη): «Κατέκτησε και κατέλαβε με βία την Ακρόπολη αυτή, με τη βοήθεια του Θεού, ο Σουλτάνος ΜΟΥΡΑΤ, γιος του Σουλτάνου Μεχμέτ, του οποίου ο θεός δεν παύει να καθιστά νικηφόρο τη σημαία, από τα χέρια των απίστων και των Φράγκων και ... ένα περίπου χρόνο μετά κατασκευάσθηκε και ιδρύθηκε ο πύργος αυτός από το βασιλιά των εμίρηδων και το μεγάλο Τσαούς Μπέη, κατά μήνα Ραμαζάν του έτους 834 (=1431)». Ο αντίκτυπος της άλωσης της συμπρωτεύουσας ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, στις 29 Μαρτίου 1430, ήταν μεγάλος. Σε λίγα χρόνια θα ακολουθήσει και η άλωση της πρωτεύουσας της άλλοτε κραταιάς ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ (ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ) ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ, στις 29 Μαΐου 1453. [Αξιοπρόσεκτη είναι η σύμπτωση του χρόνου των δύο μοιραίων αυτών γεγονότων της Ελληνικής ιστορίας: η <29η> του μηνός, Μαρτίου και Μαΐου, των ετών- αντίστοιχα- 1430 και 1453 με διαφορά 23 έτη]. Επίσης αξιοπαρατήρητη είναι η ατυχία των δύο τελευταίων αυτοκρατόρων Παλαιολόγων, που ήταν αδελφοί, γιοι του Μανουήλ Β'. Επί της βασιλείας του Ιωάννη Η' (1425-1448) έπεσε η Θεσσαλονίκη και επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΙΑ' (1448-1453) έπεσε η Κωνσταντινούπολη. Οι αλώσεις – της Θεσσαλονίκης και της Κωνσταντινούπολης από τους ΤΟΥΡΚΟΥΣ – θα αποτελούν ορόσημα στην ελληνική, στη βαλκανική, στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια ιστορία – στην ΙΣΤΟΡΙΑ της ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ- αφού, «ὅταν ἡ Πόλις ἑάλω, ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη». Ο καημός του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΎ πολύ βαρύς σε όλη τη μακρά διάρκεια της σκοτεινής νύκτας της τουρκικής σκλαβιάς: «Πήραν την ΠΟΛΗ, πήραν την, πήραν τη ΣΑΛΟΝΙΚΗ». Με την άλωση της μακεδονικής πρωτεύουσας, της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, το 1430, έπαψε οριστικά κάθε αντίσταση εναντίον των Τούρκων σε όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η οποία θα ελευθερωθεί πάλι 500 περίπου χρόνια αργότερα, με τους ένδοξους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913. Πράγματι τον καημό και τη θλίψη των πονεμένων ραγιάδων Ελλήνων, στη μακραίωνη τουρκική τυραννία, συντρόφευε η ελπίδα και η προσδοκία της ανάστασης του ΓΕΝΟΥΣ. Ευθύς αμέσως μετά την πτώση του Έθνους των ΕΛΛΗΝΩΝ, γεννήθηκαν αίσιες ελπίδες για τη μελλοντική του τύχη και ριζώθηκε η πεποίθηση στον ελληνικό λαό ότι αναπόφευκτα θα επανακτήσει με το σπαθί του την πατρική του κληρονομιά, που του άρπαξε με το σπαθί του ο βάρβαρος Τουρκομογγόλος κατακτητής. Έτσι ο θρύλος του δημοτικού τραγουδιού για το θρήνο της ΠΑΝΑΓΙΑΣ– «...Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι»– επαληθεύτηκε.
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (1204-1430) ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ. Κατά την περίοδο αυτή, τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, παρουσιάσθηκε μία αναλαμπή των γραμμάτων και των τεχνών. Ύστερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους ΦΡΑΓΚΟΥΣ (1204) κατά την κατοχή τους, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ επηρεάσθηκε από τη μεταβολή αυτή της ισορροπίας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας. Ιδιαίτερα η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ μεταμορφώθηκε σε σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο και έπαψε πια να είναι η επαρχία, που αντλούσε την ακτινοβολία της από την πρωτεύουσα. Η Θεσσαλονίκη, ευτυχώς δε λεηλατήθηκε, όπως η Κωνσταντινούπολη το 1204, και έτσι σώθηκαν και διατηρήθηκαν οι πλούσιες βιβλιοθήκες της. Πράγματι οι συνέπειες της Λατινοκρατίας στον πολιτιστικό τομέα έγιναν λιγότερο αισθητές στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Αρκετοί άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος γενικότερα, μετά το μοιραίο 1204, είχαν εγκατασταθεί στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Λόγιοι της εποχής και εκκλησιαστικοί άνδρες, που έζησαν εκεί το 13ο αιώνα και συνέγραψαν, είναι ο Ιωάννης Απόκαυκος στη Θεσσαλονίκη και ο Δημήτριος Χωματιανός στην ΑΧΡΙΔΑ. Ο Χωματιανός άφησε ογκώδες έργο κανονικού δικαίου. Τα τελευταία χρόνια του αιώνα αυτού είχε ήδη αρχίσει η λαμπρή περίοδος της ιστορίας του πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, που θα κορυφωθεί το 14ο αιώνα. Ο 14ος αιώνας και ιδιαίτερα το πρώτο μισό αυτού (1300-1350), ήταν για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ περίοδος μεγάλης ακμής και αίγλης, ενώ η "Βασιλεύουσα" Κωνσταντινούπολη με το υπόλοιπο τμήμα της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας βρισκόταν σε γενική παρακμή και αποδιοργάνωση, γεγονός που επιβεβαιώνει την ιδιαιτερότητα της "Συμβασιλεύουσας" ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Παρά τους τόσους πολέμους, τις δυναστικές και θρησκευτικές διαμάχες, τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που μάστιζαν το εξασθενημένο κράτος, την τεράστια εμπορική κρίση, τις ληστείες στη στεριά και τις πειρατείες στη θάλασσα, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ βασισμένη αποκλειστικά σχεδόν στις δικές της δυνάμεις, όχι μόνο ξεπέρασε τις δυσκολίες, αλλά και διακρίθηκε αναπτύσσοντας μια δράση αξιόλογη, πολύπλευρη και πολυσύνθετη. Η εξασθένηση της κεντρικής διοίκησης της Κωνσταντινούπολης δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη αντίθετο αποτέλεσμα. Με την ιδιότυπη αυτονομία και αυτοδιοίκηση που είχε κατακτήσει από αιώνες η πόλη, γεγονός που επηρέαζε σημαντικά τις πεποιθήσεις των κατοίκων της, η Θεσσαλονίκη, τώρα, τον 14ο αιώνα, φρόντιζε να οργανωθεί η ίδια βασισμένη στα δικά της μέσα και στηριγμένη στο δικό της στρατό, που συγκροτούσαν κάτοικοι της πόλης και της γύρω περιοχής. Ένας πόλος της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των πολιτών, ιδιαίτερα αναπτυγμένος τον αιώνα αυτόν, ήταν η εκκλησία του δήμου, που λειτουργούσε κατά τα πρότυπα της Αρχαίας Ελλάδας. Η άνθηση που παρατηρείται στα γράμματα από τις αρχές του 14ου αιώνα είναι μοναδική. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ γίνεται κέντρο φιλοσοφικής και θεολογικής σκέψης της εποχής των Παλαιολόγων, καθώς και της νομικής επιστήμης. Είναι η πόλη που δεσπόζει σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και δίνει μια έντονη παρουσία στην όλη πνευματική ζωή του αιώνα αυτού. Πολλοί ήταν εκείνοι που επιζητούσαν να έλθουν στην πόλη, για να μαθητεύσουν κοντά στους γνωστούς φιλοσόφους, φιλολόγους, ρήτορες, νομομαθείς και καλλιτέχνες. Ο ιστορικός Ιωάννης Αναγνώστης θα γράψει αργότερα για την έλξη που ασκούσε η πόλη: «Ἡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ προσείλκυεν τόν κόσμον ἐν εἴδει ἐραστοῦ» (η πόλη τραβούσε τον κόσμο σαν εραστής). Ανάλογη ήταν και η διαπίστωση του Ιωάννη Σταυράκιου που γράφει: «Θεσσαλονίκη δέ πόλις αὕτη περιφανής καί λαμπρά καί Μακεδόνων κορυφή». Πολύ εκφραστικοί είναι επίσης και οι χαρακτηρισμοί, που έδωσε ο αξιόλογος λόγιος και συγγραφέας Νικηφόρος Χούμνος στη Θεσσαλονίκη τον 14ον αιώνα. είχε διατελέσει διοικητής της πόλης και για ένα διάστημα αργότερα πρωθυπουργός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β'. Την ονόμασε «πολυάνθρωπον», «εὐανδροῦσαν», «πολυανδροῦσαν» και, το σπουδαιότερο, «μεγαλόπολιν», επίθετο που το έδιναν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη. Πράγματι, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ- συμπρωτεύουσα και συμβασιλεύουσα –την εποχή αυτή (κυρίως το πρώτο μισό του 14ου αιώνα) με ένα πληθυσμό περίπου 200.000 κατοίκους (μαζί με
όλους τους πρόσφυγες που μαζεύτηκαν μέσα στην περιτειχισμένη πόλη –για ασφάλεια –από τη γύρω περιοχή και την ευρύτερη της Μακεδονίας), με λιμάνι που είχε μεγάλη κίνηση, με τα κύρια οδικά και θαλάσσια δίκτυα που ξεκινούσαν ή περνούσαν απ΄ αυτήν, με μια αναπτυγμένη αστική τάξη και με τις συντεχνίες της και τέλος με μια πνευματική αναγέννηση αξιοθαύμαστη αποτέλεσε κέντρο σημαντικής κοινωνικής ανακατάταξης και πνευματικής ακτινοβολίας. Ο Κάρολος Ντιλ, Γάλλος ιστορικός (19ος και 20ος αιώνας), που θεωρείται πατέρας της βυζαντινολογίας, γράφει για τη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα: «Όλα τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας του Βυζαντίου είχαν εδώ την απήχησή τους και αντιλαμβάνεται κανείς ότι θα μπορούσε να πει για την πόλη αυτό που έγραψε γι' αυτήν ένας ρήτορας του ΙΒ'ου αιώνα: Ήταν σαν την καρδιά της αυτοκρατορίας. κατείχε σ'αυτήν το κέντρο. εάν παραχωρούσε το βήμα στην Κωνσταντινούπολη σαν πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και έδρα της κυβέρνησης, για όλο το υπόλοιπο ανταγωνιζόταν με αυτήν». Ο Ρώσος μεγάλος βυζαντινολόγος A. Vasiliev επίσης γράφει: «...ο 14ος αιώνας υπήρξε ο ΧΡΥΣΟΥΣ ΑΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, όσο αφορά στα γράμματα και στις τέχνες. με μια λέξη την εποχή της πολιτικής και οικονομικής παρακμής του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ φαινόταν να συγκεντρώνει όλη του τη δύναμη, για να δείξει τη ζωτικότητα του κλασικού πολιτισμού και για να προσφέρει ελπιδοφόρα σημεία για τη μελλοντική ελληνική αναγέννηση του 19ου αιώνα. Ένας άλλος ιστορικός λέγει ότι τις παραμονές της οριστικής της καταστροφής όλη η ΕΛΛΑΔΑ συγκέντρωσε την πνευματική της δραστηριότητα, για να ρίξει την τελευταία θαυμάσια λάμψη της». Λαμπρός φιλόλογος ήταν ο ΘΩΜΑΣ ΜΑΓΙΣΤΡΟΣ, του οποίου η ζωή μοιράζεται στο 13ο και 14ο αιώνα. Θεωρείται διάσημος συγγραφέας και ρήτορας της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Δίδαξε στην πόλη πολλά χρόνια κλασική γραμματεία. Ασχολήθηκε με εκδόσεις επιλογών από τα έργα των μεγάλων Αθηναίων τραγικών, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη, καθώς και του Θηβαίου λυρικού ποιητή Πινδάρου. Ουσιαστικά οι εκδόσεις του αυτές είναι σχολικά εγχειρίδια της εποχής εκείνης. Επίσης διδακτικό βιβλίο του Θωμά Μάγιστρου – βοηθητικό για την εκπαίδευση – ήταν το «Ἐκλογή ὀνομάτων καί ρημάτων της ΑΤΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ». Έγραψε όμως και έργα πολιτικής παιδείας. Είχε σπουδαίους μαθητές. πολλοί διακεκριμένοι Θεσσαλονικείς σπούδασαν κοντά του. Αξιόλογο υπήρξε το έργο του μαθητή του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΡΙΚΛΙΝΙΟΥ, ο οποίος γεννήθηκε γύρω στα 1280 στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Εργάσθηκε ως γραμματοδιδάσκαλος και εκδότης αρχαίων συγγραφέων, κυρίως ποιητών, του Θεόκριτου, του Αριστοφάνη, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Ησιόδου και του Πινδάρου. Ασχολήθηκε επίσης ιδιαίτερα με την αρχαία μετρική. Ο Δημήτριος Τρικλίνιος ήταν το πιο πρωτότυπο από τα εξέχοντα πνεύματα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο μεγάλος Γερμανός φιλόλογος Wilamowitz τον θεωρεί πρώτο κριτικό φιλόλογο των νεοτέρων χρόνων. Την περίοδο που όλα στην Κωνσταντινούπολη και γενικότερα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τα χαρακτήριζε πολιτική αβεβαιότητα και πανικός για το επερχόμενο «τέλος», στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, τη συμπρωτεύουσα και συμβασιλεύουσα, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Η πόλη περνούσε περίοδο πραγματικής πνευματικής ανάπτυξης. Ενδεικτικό της προόδου και του δυναμισμού της είναι η αναγέννηση των νομικών σπουδών του Βυζαντίου και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος απονομής του δικαίου με τη σύσταση και τη λειτουργία αποκεντρωμένων τοπικών δικαστηρίων. Εγγύηση για την ανάπτυξη των νομικών σπουδών στη Βυζαντινή Θεσσαλονίκη είναι η εξαιρετική πνευματική άνθηση και η κοινωνική διαστρωμάτωση, κυρίως όμως το καθεστώς αυτονομίας και η ελευθερία σκέψης των κατοίκων. Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα με δημοκρατικούς θεσμούς και ανθρωπιστικά ιδεώδη οι νομικές σπουδές αναβαθμίζονται. Αναφέρονται την εποχή αυτή ιδιωτικές σχολές διδασκαλίας των νόμων στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, στις οποίες έρχονταν να φοιτήσουν σπουδαστές όχι μόνο από περιοχές του ελληνικού κόσμου, αλλά και από ολόκληρη τη Βαλκανική, ακόμη και από την Κεντρική Ευρώπη. Οι νομικοί και λόγιοι που ασχολήθηκαν με την επιστήμη του δικαίου στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ αποτελούν φωτεινές μορφές της ελληνικής διανόησης σε μια καθαρά αντινομική περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύγχρονοι του Θωμά Μάγιστρου στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήταν 2 διακεκριμένοι νομομαθείς: ο Ματθαίος Βλάσταρης και ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος. Έζησαν στη Θεσσαλονίκη. Το
σπουδαιότερο έργο του ΒΛΑΣΤΑΡΗ είναι το «Σύνταγμα». πρόκειται για μια συστηματική συλλογή κανονικού δικαίου. Υπήρξε πολύπλευρος συγγραφέας και θερμός οπαδός του κλασικισμού. Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ήταν ανώτερος δικαστικός υπάλληλος, «καθολικός κριτής», δηλαδή γενικός δικαστής της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στα μέσα του 14ου αιώνα. Το κύριο νομικό έργο του είναι η "ΕΞΑΒΙΒΛΟΣ", είναι μία συστηματική κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού Αστικού και Ποινικού Δικαίου. Υπήρξε αυθεντία. Το έργο του διακρίνεται για το αττικό ύφος και τη ρητορική του καλλιέπεια και αποτελείται από 6 βιβλία. Έγινε η βάση του νομικού κόσμου των ΕΛΛΗΝΩΝ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και όλου του Βυζαντινού Κράτους, καθώς και όλης της Βαλκανικής. Η «Εξάβιβλος» χρησιμοποιήθηκε στα εκκλησιαστικά δικαστήρια σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και υιοθετήθηκε ως επίσημος κώδικας του Ελληνικού κράτους από την "Προσωρινή Εθνοσυνέλευση" του 1822. Αλλά και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε το βασικό κείμενο της νεότερης νομικής παιδείας του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και ίσχυσε σαν Αστικός Κώδικας μέχρι τα τελευταία νεότερα χρόνια. Στις κορυφαίες πνευματικές μορφές της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, κατά την πρώτη 25-ετία του ου 14 αιώνα, ανήκουν ο ΝΕΙΛΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ και ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ (θείος και ανεψιός) και οι δύο γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Ο ΝΕΙΛΟΣ δίδαξε στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε για μικρό διάστημα μητροπολίτης αυτής. Ο ανεψιός του ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων κατά τον 14ο αιώνα. ήταν σοφός και διαδέχθηκε το Γρηγόριο Παλαμά στο μητροπολιτικό θρόνο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ονομάζει τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, "ΚΟΙΝΟΝ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ", γιατί πράγματι τότε ανθούσε η διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών κειμένων. Σε ένα λόγο του μάλιστα (γύρω στα 1348) η πόλη περιγράφεται σαν "ΕΣΤΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ" της εποχής του και σε ένα εγκώμιό του στον ΑΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ, τον πολιούχο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, εξυμνεί την πόλη ως κέντρο πολυμάθειας. Κορυφαία επίσης πνευματική μορφή ήταν ο λόγιος ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΥΔΩΝΗΣ. Γεννήθηκε γύρω στα 1324 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Υπήρξε μαθητής του Νείλου Καβάσιλα. Στη συνέχεια όμως σταδιοδρόμησε στην Κωνσταντινούπολη στην υπηρεσία των συναυτοκρατόρων Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου και Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. έγινε και πρωθυπουργός. Όσο αφορά τις ιδιαιτερότητές του υπήρξε θεολογικά «ησυχαστής» και φιλοσοφικά «πλατωνιστής». Χρησιμοποιούσε τον όρο "ΕΛΛΑΣ" ταυτίζοντάς τον με την έννοια της "ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ". Άλλος αξιόλογος διανοούμενος ήταν ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΑΣ, ο οποίος ενδιαφερόταν πολύ για την πολιτιστική κληρονομιά των Ελλήνων. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ λειτουργούσαν συνεργεία αντιγραφέων. Σπουδαίοι αντιγραφείς υπήρξαν ο Θεόδωρος ο Αγιορείτης, ο Ιωάννης Κατράρης, ο Ιωάννης Ζαρίδης, οι αδελφοί Δημήτριος και Νικόλαος Τρικλίνιος και ο Δημήτριος Καβάσιλας, που ήταν και καλός καλλιγράφος. Όμως και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας υπήρχαν αντιγραφείς, στη Βέροια, στις Σέρρες, καθώς και στη μοναστική πολιτεία του Άθω-του Αγίου Όρους. Πολλά από τα χειρόγραφα, που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 14ου αιώνα, διασώζονται και αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες για τον πολιτισμό της Μακεδονίας αυτής της περιόδου. Στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα η πνευματική ζωή της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ περιοριζόταν διαρκώς στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Οι μεγάλοι άνδρες της ελληνικής διανόησης, κλασικοί φιλόλογοι και λοιποί, που διέπρεψαν κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 14ου αιώνα δεν είχαν συνεχιστές. Αλλά και μεταξύ των θεολόγων και εκκλησιαστικών συγγραφέων κανένας δεν έφτασε στο ύψος του ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, του οποίου το όνομα είναι στενά συνδεδεμένο με τη θρησκευτική αναταραχή, που προκάλεσε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα η διαμάχη μεταξύ των ησυχαστών και των αντιφρονούντων στους κόλπους της ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, αρχικά στο ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ και στη συνέχεια στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ λόγω της γειτνίασης με τη μοναστική πολιτεία. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν πολύ μορφωμένος. σπούδασε ρητορική και λογική και γενικά τη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Έγραψε διάφορα εκκλησιαστικά έργα, μεταξύ των οποίων και την πραγματεία: «Περί ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» το 1334. Το έτος 1347 ο Γρηγόριος Παλαμάς χειρο-
τονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Όταν όμως ήρθε να εγκατασταθεί στο θρόνο το μητροπολιτικό της Θεσσαλονίκης, οι Ζηλωτές, που είχαν πάρει στα χέρια τους την εξουσία από τους ευγενείς της πόλης, δεν του επέτρεψαν την είσοδο και παραμονή σ' αυτήν, γιατί ήταν εκπρόσωπος της θεολογικής κίνησης των Ησυχαστών, οι οποίοι υποστήριζαν τον Καντακουζηνό, που είχε σκοπό την εξόντωση των Ζηλωτών. Μετά όμως την ήττα των Ζηλωτών (1349) έγινε δεκτός στο θρόνο της Μητρόπολης της Θεσσαλονίκης, αφού προηγουμένως επήλθε συμφιλίωση μεταξύ των δύο συναυτοκρατόρων Ιωάννη Ε' του Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. Είχε ξεσπάσει θεολογική κρίση. Πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και λόγιοι, λαϊκοί και κληρικοί, μοναχοί Αγιορείτες, Θεσσαλονικείς και άλλοι, είχαν πάρει μέρος στην περίφημη αυτή θρησκευτική διαμάχη, που έκρυβε όμως βαθύτερα αίτια, οφειλόμενα στις κοινωνικές ζυμώσεις που χαρακτήριζαν το 14ο αιώνα. Αφορμή της διαμάχης υπήρξε η άφιξη στη Θεσσαλονίκη του ΒΑΡΛΑΑΜ, ενός φωτισμένου Έλληνα μοναχού από την Καλαβρία της Νότιας Ιταλίας, ο οποίος αντιστρατεύθηκε στις δοξασίες των «Ησυχαστών» και απέρριψε τις θέσεις του Γρηγορίου Παλαμά «για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος». Σε λίγο προσχώρησαν στα αντίπαλα «στρατόπεδα» όλοι οι τότε γνωστοί θεολόγοι, φιλόσοφοι και άλλοι λόγιοι και οι Θεσσαλονικείς χωρίσθηκαν σε "Παλαμιστές" (οπαδοί του Γρηγ. Παλαμά), όπως οι Νικόλαος Καβάσιλας, ο Δημήτριος Κυδώνης και άλλοι, και σε "Βαρλαμιστές" (οπαδοί του Καλαβρού Βαρλαάμ), όπως ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Πρόχορος Κυδώνης και άλλοι. Με το μέρος των λεγομένων Ησυχαστών του Παλαμά προστέθηκαν οι "δυνατοί", οι ευγενείς και οι άρχοντες της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, καθώς και ο ίδιος ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Ενώ με το μέρος των αντιφρονούντων του Βαρλαάμ τάχθηκαν οι αδύνατοι (τα λαϊκά στρώματα), οι ακτήμονες και τα μέλη των συντεχνιών της πόλης, που θα συστρατευθούν αργότερα κάτω από τη σημαία του επαναστατικού κινήματος των Ζηλωτών, που θα επικρατήσουν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την επταετία (1342- 1349), έχοντας την υποστήριξη του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, δηλαδή του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' και της "βασιλομήτορος" Άννας της Σαβοΐας. Τελικά στον αγώνα αυτόν της μυστικιστικής θρησκευτικής παράδοσης των Ησυχαστών και της προοδευτικής ορθολογιστικής θεολογίας του Βαρλαάμ κυριάρχησε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ο Γρηγόριος Παλαμάς, στο μητροπολιτικό θρόνο της οποίας ενθρονίσθηκε, όπως έχει προαναφερθεί, το 1349 μετά την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού. Τέλος φωτεινές προσωπικότητες υπήρξαν ακόμη και οι τελευταίοι μητροπολίτες της Θεσσαλονίκης: ο Ισίδωρος Γλαβάς, ο Γαβριήλ και ο Συμεών. Μορφωμένοι επίσης κληρικοί υπήρχαν και στις άλλες μακεδονικές πόλεις. Τέλος, μπορούμε ανεπιφύλακτα να ταυτίσουμε την τέχνη, στους υστεροβυζαντινούς χρόνους, με την παλαιολόγεια λεγόμενη τέχνη, αφού τελειώνει το ΒΥΖΑΝΤΙΟ με αυτήν τη δυναστεία –των ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ. Σ' αυτούς τους δυόμισι αιώνες η βυζαντινή τέχνη μπόρεσε να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες των δύσκολων καιρών, να ανανεώσει τα εκφραστικά της μέσα και να δημιουργήσει και καινούργιους τύπους. Την εποχή αυτή η πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης φτάνει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Μέσα στην ενιαία οικουμενική τέχνη του Βυζαντίου, την περίοδο αυτή που η «αναγέννηση» των Παλαιολόγων ζωογονεί ολόκληρο το βαλκανικό χώρο, ο ηγετικός ρόλος της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά καθοριστικός. Η σημασία της πόλης ως καλλιτεχνικού κέντρου είναι τόσο σημαντική, ώστε γίνεται λόγος συχνά για «Μακεδονική σχολή», που λέγεται και «Σχολή του Πανσελήνου», κυρίως στη ζωγραφική αλλά και στην αρχιτεκτονική. Στη ζωγραφική οι άσβεστες δυνάμεις της καλλιτεχνικής παράδοσης βρίσκονται σε ξεχωριστό σημείο συμπύκνωσης και με τους σπουδαίους ζωγράφους της που μερικών μάλιστα γνωρίζουμε τα ονόματα –Μανουήλ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Γ. Καλλιέργης, Ευτύχιος και Μιχαήλ Αστραπάς-μεταδίδει με μεγαλύτερη ένταση και σε ευρύτερους χώρους την τέχνη του Βυζαντίου. Είναι η εποχή αυτή –τέλος του 13ου και 14ου αιώνας-η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής της πόλης. Τα ΜΝΗΜΕΙΑ που σώζονται είναι πολλά. Μέσα στο 13ο αιώνα χρονολογείται το παρεκκλήσι του Αγίου ΕΥΘΥΜΙΟΥ, που προστέθηκε τότε στο νοτιοανατολικό άκρο του ναού
του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Η Αγία ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (στην περιοχή Τσινάρι Θεσσαλονίκης) είναι ένα από τα πιο ωραία κτίσματα του τέλους του 13ου αιώνα. Ο ρυθμός του ναού είναι "σταυροειδής" με 5 τρούλους. Σώζονται λίγες αλλά εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες. Οι Άγιοι ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ( στην περιοχή του Βαρδαρίου Θεσσαλονίκης-τέρμα της οδού Αγίου Δημητρίου) στις παρυφές του δυτικού τείχους. είναι ένα από τα ωραιότερα και σημαντικότερα μνημεία της πόλης, τόσο για την εκλεπτισμένη αρχιτεκτονική του όσο και για τα λαμπρά ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες. Ο ναός ήταν το καθολικό μοναστηριού, που ίδρυσε ο πατριάρχης Νίφων Α' (1312-1315), αφιερωμένο στην ΠΑΝΑΓΙΑ. Ο ρυθμός του είναι "σταυροειδής ναός με 5 τρούλους" Τα ψηφιδωτά του είναι από τα τελευταία δείγματα της τέχνης αυτής στο Βυζάντιο. Στις παρυφές του ανατολικού τείχους της Θεσσαλονίκης σώζεται ένας ναΐσκος μονόχωρος –ο Άγιος ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ορφανός- με άριστα διατηρημένες τοιχογραφίες. Η τοιχογράφηση χρονολογείται στα 1310-1320. Το κτίσμα αρχικά ήταν μία μικρή τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και αποτελούσε το καθολικό μικρού μοναστηριού. Όσο απέριττο εξωτερικά άλλο τόσο λαμπρή είναι η ζωγραφική του διακόσμηση εσωτερικά, με πολυπρόσωπες, πολύχρωμες συνθέσεις, γεμάτες ζωή και κίνηση. Πολύ εκφραστική είναι η παράσταση του γάμου «ἐν Κανᾷ». Ο Άγιος ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ (στην περιοχή της Ροτόντας). είναι ένα από τα πιο κομψά και ενδιαφέροντα παλαιολόγεια μνημεία της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, το οποίο ταυτίσθηκε με το καθολικό του γνωστού – από κείμενα των αρχών του 14ου αιώνα – μοναστηριού της ΠΕΡΙΒΛΕΠΤΟΥ ή του κυρ- Ισαάκ. Ο ρυθμός του είναι "σταυροειδής με τρούλο" κεντρικό και ένα μικρό στο νάρθηκα. έχει ελάχιστες τοιχογραφίες που ανάγονται στις αρχές του 14ου αιώνα. Προς την Άνω Πόλη, μεταξύ των οδών Ολυμπιάδας και Κασσάνδρου ορθώνεται ο αναστηλωμένος και ανακαινισμένος ναός του ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ. Είναι ένα επιβλητικό κτίριο. Ο ναός ταυτίζεται με το καθολικό της «ΝΕΑΣ ΜΟΝΗΣ», που έκτισε ο γνωστός μοναχός του 14ου αιώνα Μακάριος Χούμνος και χρονολογείται στα 1360-1370. Στην Τουρκοκρατία έγινε τζαμί και λεγόταν "Εσκί Σαράι Τζαμισί (τζαμί των παλαιών Ανακτόρων), γιατί σε εκείνη την περιοχή βρίσκονταν τα βυζαντινά ανάκτορα. Στην Ακρόπολη Θεσσαλονίκης, στις παρυφές του βόρειου τείχους, βρίσκεται η ΜΟΝΗ ΒΛΑΤΑΔΩΝ -ο ναός (σήμερα της Μεταμορφώσεως του ΣΩΤΗΡΟΣ) είναι το καθολικό βυζαντινού μοναστηριακού συγκροτήματος, αλλά έχει υποστεί πολλές προσθήκες και ανακαινίσεις. φέρει τρούλο. Η μονή είναι γνωστή και ως Τσαούς Μοναστήρ και με βάση τα ιστορικά δεδομένα και την τέχνη του κτίσματος χρονολογείται στα 1325-1350. Μόνο υπολείμματα της ζωγραφικής διακόσμησης σώζονται. Η Μεταμόρφωση του ΣΩΤΗΡΟΣ (στην περιοχή της Καμάρας/ Αψίδας του Γαλερίου επί της Εγνατίας οδού) είναι ένα κομψό εκκλησάκι με τρούλο, αλλά στην κάτοψη είναι τετράγωνο κτίσμα. Στον τρούλο υπάρχουν τοιχογραφίες. Χρονολογείται στα 1300-1350. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει τέλος και ο ναός των Αρχαγγέλων ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ (στην περιοχή της Άνω Πόλης, στη συνοικία που ακούγεται τουρκικά Κουλέ Καφέ, επί της οδού Θεοτοκοπούλου). Είναι μία ιδιότυπη ξυλόστεγη βασιλική –συγκεκριμένα είναι μονόκλιτη. έχει κεντρικό μόνο κλίτος και γύρω στις τρεις πλευρές υπάρχει στοά. Δύο τοιχογραφικές παραστάσεις που σώζονται, η ΑΝΑΛΗΨΗ του ΧΡΙΣΤΟΥ στο ανατολικό αέτωμα και η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ στο δυτικό αέτωμα, τοποθετούν το ναό στα 1350-1400. Ο ναός επίσης έχει κρύπτη, που συνηγορεί ότι ήταν καθολικό μοναστηριού και χρησίμευε ο υπόγειος χώρος για ταφές μοναχών. Όχι μόνο στο Κέντρο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια αυτής ακμάζει η ζωγραφική τέχνη των τοιχογραφιών και των φορητών εικόνων, ακόμη και ανάγλυφων εικόνων σε ξύλο ή σε πέτρα. Σε ναούς της Βέροιας, των Σερρών, της Καστοριάς και όλης της βορειοδυτικής Μακεδονίας ως την Αχρίδα, καθώς και στη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους υπάρχουν πολλά και αξιόλογα δείγματα ζωγραφικής τέχνης. Η ζωγραφική τέχνη του τέλους του 13ου αιώνα, της οποίας αντιπροσωπευτικό δείγμα είναι οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου (Θεοτόκου) στην Αχρίδα, θεωρείται ως το αποκορύφωμα, η τελευταία συνέπεια μιας πρώτης φάσης της ζωγραφικής της παλαιολόγειας εποχής με καταγωγή από την κλασική παράδοση, όπως π.χ. ο Επιτάφειος Θρήνος, μια αξιοθαύμαστη πολυπρόσωπη μνημειώδης παράσταση σ' αυτόν τον ναό. Είναι έργα Ελλήνων Μακεδόνων ζω-
γράφων, του Ευτυχίου και του Μιχαήλ, του γιου του Αστραπά, στα 1295, ο οποίος καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, την εποχή που η Αχρίδα ήταν ακόμη στη βυζαντινή κυριαρχία (σήμερα ανήκει στα Σκόπια). Εξαίρετες είναι επίσης οι τοιχογραφίες της μονόχωρης και ξυλόστεγης εκκλησίας του ΧΡΙΣΤΟΥ στη Βέροια, που ζωγράφισε ο εκλεκτός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη Γεώργιος Καλλιέργης στα 1315, όπως π.χ. η αξιοθαύμαστη πολυπρόσωπη παράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ από τα πιο αξιόλογα ζωγραφικά έργα είναι τα ψηφιδωτά των Αγίων Αποστόλων (1312-1315), όπως π.χ. οι παραστάσεις της Ανάστασης του ΧΡΙΣΤΟΥ και της Βαϊφόρου είναι δείγματα υψηλής τεχνικής. όλες οι λεπτομέρειες φανερώνουν προσήλωση στις κλασικές παραδόσεις. Πλούσιος επίσης είναι ο ζωγραφικός διάκοσμος, οι τοιχογραφίες, του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου Ορφανού της Θεσσαλονίκης. προσεγγίζουν σε τελειότητα τις τοιχογραφίες της βασιλικής του ΠΡΩΤΑΤΟΥ στις Καρυές του ΑΘΩ- είναι έργα της «Μακεδονικής σχολής» του Μανουήλ Πανσελήνου. Επίσης σε βιβλιοθήκη της ΟΞΦΟΡΔΗΣ (Αγγλία) σώζεται και το παλαιότερο (13221340) μοναδικό γνωστό εικονογραφημένο χειρόγραφο από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.-
Γ΄. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ. Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΛΑΒΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. "ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ"- Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Μετά την υποταγή της Θεσσαλονίκης (1430) και όλης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και στη συνέχεια της υπόλοιπης ΕΛΛΑΔΑΣ στους Τουρκομογγόλους βάρβαρους Ασιάτες, ο μακεδονικός χώρος υπάγεται διοικητικά μαζί με όλο τον άλλο ελλαδικό και βαλκανικό χώρο στο "μπεηλερμπεϊλίκι της ΡΟΥΜΕΛΗΣ", που είχε έδρα την ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ, με επικεφαλής τον "μπεηλέρμπεη". Όλη αυτή η μεγάλη έκταση διαιρούνταν σε 36 διοικητικές περιφέρειες, τα λεγόμενα σαντζάκια, ένα από τα οποία ήταν της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ο Τούρκος πασάς (διοικητής) της πόλης ανέλαβε να εκτελεί τα ίδια καθήκοντα που είχε και επί της βυζαντινής εποχής ο διοικητής /δεσπότης της πόλης. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ όμως καθώς και άλλες πόλεις της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ έχουν πολύ ερημωθεί από ελληνικό πληθυσμό. Πολλοί κατέφυγαν στα δασωμένα βουνά, για να σωθούν. Συγχρόνως άρχισαν να κτίζονται νέοι χριστιανικοί οικισμοί στα υψίπεδα και στα ριζοβούνια, κυρίως της Δυτικής Μακεδονίας, όπου συγκεντρώθηκαν οι πρόσφυγες. Ανάμεσα σ'αυτούς τους νέους οικισμούς προόδευσαν η Νάουσα, η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Βλάστη, το Βογατσικό, η Κλεισούρα, που έγιναν αργότερα σημαντικά κέντρα βιοτεχνίας και εμπορίου και όχι μόνο, αλλά και παιδείας. Η Τουρκοκρατία συμπλησίασε τους χριστιανούς υπόδουλους λαούς. οι κατακτητές έδωσαν σε όλους την κοινή επωνυμία "ΡΟΥΜ", δηλαδή «Ρωμαίος», που είχαν επί βυζαντινής κυριαρχίας μόνο οι υπήκοοι του Βυζαντίου. Η κατάλυση των χριστιανικών κρατών της Βαλκανικής από τους Τούρκους τερμάτισε τον προαιώνιο σκληρό ανταγωνισμό ανάμεσα σε Έλληνες, Βουλγάρους και Σέρβους στην προσπάθειά τους να συμπεριλάβουν το χώρο της Μακεδονίας στην Επικράτειά τους- μαζί με τη μεγαλόπολη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Αντίθετα η κοινή μοίρα του "ΡΑΓΙΑ" (του σκλάβου) και η κοινή θρησκεία ενέπνεαν αισθήματα αλληλεγγύης. Όσοι μάλιστα Σλάβοι ήθελαν να μορφωθούν, φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία για καλύτερη παιδεία. Οι Χριστιανοί της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ιδίως στη Θεσσαλονίκη διπλασιάσθηκαν στις αρχές του 17ου αιώνα με την εγκατάσταση Βλαχόφωνων μεταναστών. παραταύτα στο σύνολό τους ήταν τρίτοι μετά τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους, που είχαν κατακλύσει τη Μακεδονία και ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη, ήδη από το 15ο αιώνα, προερχόμενοι από τη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Ο θεσμός της τοπικής αυτοδιοίκησης – με τη λειτουργία οργανωμένων κοινοτήτων – συνέβαλε στην επιβίωση του ταλαίπωρου χριστιανικού κόσμου. Οι κοινοτικές αρχές, οι προεστοί, κατένεμαν κυριαρχικά τα βάρη της φορολογίας. μονάδες αυτοδιοικούμενες ήταν και οι εκκλησιαστικές ενορίες. Η διοικητική αυτονομία των Χριστιανών συμπληρωνόταν με το προνόμιο να δικάζονται – για διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου- από τους αρχιερείς τους και σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο. Οι αυτοδιοικούμενες ελληνικές κοινότητες ανέπτυξαν πρωτοβουλίες φιλανθρωπικού και μορφωτικού χαρακτήρα. πολλές κοινότητες απέκτησαν σχολεία. Κατά την Τουρκοκρατία, αναμφισβήτητα, οι ΕΛΛΗΝΕΣ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ υπήρξαν ένα από τα πιο τρωτά τμήματα του έθνους, αλλά και από τα πιο δραστήρια και αποτελεσματικά στην αντίδραση κατά των συνεπειών της δουλείας. Οι απώλειες από αιχμαλωσίες, εκτοπισμούς, εξισλαμισμούς, σφαγές υπήρξαν βαρύτατες. Αλλά μέσα από τους κόλπους των υπολοίπων ταλαιπωρημένων Ελλήνων, οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ αναδείχθηκαν οι πιο δραστήριοι παράγοντες της οικονομικής και πνευματικής αναγέννησης του Έθνους. Η πνευματική κίνηση στη Μακεδονία δεν έσβησε ολότελα, παρά τα τόσα δεινοπαθήματα των χριστιανών Ελλήνων, σφαγές, εξισλαμισμούς, εξανδραποδισμούς, παιδομαζώματα. η φλόγα του ελληνικού πνεύματος, η νοσταλγία του ένδοξου παρελθόντος, η παράδοση, η πολιτιστική μας κληρονομιά, η ορθοδοξία και ο θεσμός της κοινοτικής αυτοδιοίκησης συνέβαλαν στη διατήρηση και επιβίωση του Ελληνισμού και της ελληνικής γλώσσας και παιδείας. Η πνευματική ανάπτυξη θα συμβαδίζει παράλληλα με την ανάπτυξη της οικονομίας των «ραγιάδων» στην τουρκοκρατούμενη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και των αποδήμων Μακεδόνων των εγκαταστημέ-
νων στις διάσπαρτες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και ιδίως της Ευρώπης. Μακεδόνες μετανάστες εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική (Σερβία, Βλαχία, Μολδαβία), στην Κεντρική Ευρώπη (στην Αυστρία, Ουγγαρία, Τρανσυλβανία), στην Ιταλία, στη Γερμανία και αλλού. οι σπουδαιότερες παροικίες ήταν της Βενετίας, της Βιέννης και της Βουδαπέστης. Ωστόσο η ελληνική οικονομική αναγέννηση στη Μακεδονία είχε και αρνητικές επιπτώσεις. καθώς οι ΕΛΛΗΝΕΣ καλλιεργητές τουρκικών τιμαρίων-τσιφλικιών τα εγκατέλειπαν, για να εγκατασταθούν σε κωμοπόλεις και μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας ή σε άλλα μέρη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας ή για να μεταναστεύσουν έξω απ'αυτήν, οι Τούρκοι γαιοκτήμονες τους αντικαθιστούσαν με Σλάβους που έρχονταν από τα βόρεια ζητώντας δουλειά. Έτσι σχηματίσθηκαν σλαβικοί οικισμοί και ο πληθυσμός τους αυξανόταν συνεχώς. Εξάλλου ήταν και αυτοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επανεμφανίσθηκε λοιπόν ο σλαβικός κίνδυνος στα βόρεια τμήματα της Μακεδονίας, που θα απειλήσει αρχικά έμμεσα και μελλοντικά άμεσα και ένοπλα τον Ελληνισμό της Βόρειας και Βορειοδυτικής κυρίως περιοχής. Υπάρχει και ένας άλλος βασικός παράγοντας, ο οποίος συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στο να εκμάθουν σλαβική διάλεκτο καθαρά ελληνικοί πληθυσμοί. Ο παράγοντας αυτός ήταν το παιδομάζωμα. Από το παιδομάζωμα εξαιρούνταν οι ΣΛΑΒΟΙ. Για να αποφύγουν λοιπόν αυτόν τον απαίσιο κεφαλικό φόρο οι Ελληνικές οικογένειες, φρόντιζαν να μαθαίνουν τη σλαβική διάλεκτο και ιδίως τα παιδιά τους, προσποιούμενοι τους Σλάβους. Όμως το τέχνασμα αυτό, προς εξαπάτηση της τουρκικής διοίκησης, οδήγησε στο να ξεχάσουν αρκετές ελληνικές οικογένειες εντελώς την ελληνική γλώσσα, ομιλώντας μόνο σλαβικό ιδίωμα, ενώ γνώριζαν ελληνική γραφή και ανάγνωση. Όμως η τακτική αυτή θα αποβεί ολέθρια, θα αλλοιώσει έστω και επιφανειακά την ομοιογένεια, δηλαδή τον εθνικό χαρακτήρα του Μακεδονικού Ελληνισμού στις περιοχές αυτές. Η διακίνηση καραβανιών ανάμεσα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και στις παροικίες συμβάλλει πολύ στην ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων. ο παροικιακός ελληνισμός (της διασποράς) οργανώνεται, πλουτίζει και βοηθάει πάρα πολύ τον υπόδουλο μακεδονικό ελληνισμό. Με συμβολές Μακεδόνων δωρητών –ευεργετών ιδρύθηκαν και διατηρήθηκαν σχολεία με καλές βιβλιοθήκες και σπάνια βιβλία, για την εκπαίδευση των νεαρών Μακεδόνων εντός της Μακεδονίας και εκτός αυτής, στις παροικίες της Ευρώπης. Η ΒΙΕΝΝΗ έγινε η πνευματική πρωτεύουσα των διασπαρμένων στην Κεντρική Ευρώπη Ελλήνων. Εκεί τυπώθηκαν συγγράμματα Μακεδόνων διανοουμένων και εκεί εκδόθηκε η πρώτη ελληνική εφημερίδα από το 1790-1797, η γνωστή με το όνομα "ΕΦΗΜΕΡΙΣ", από τους αδελφούς Μαρκίδες Πούλιου, που κατάγονταν από την εύανδρο ΣΙΑΤΙΣΤΑ (κωμόπολη της δυτικής Μακεδονίας). Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε: «ΕΝ ΒΙΕΝΝΗ, ΤΡΙΤΗ 31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1790». Στο τυπογραφείο αυτών ο ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ τύπωσε τις επαναστατικές του προκηρύξεις – το θούριό του, καθώς και βιβλία για το φωτισμό τους ΓΈΝΟΥΣ. Βαθμιαία από τους μορφωμένους προς τους αμόρφωτους μεταδίδονταν η έννοια του κράτους και η γνώση της σχέσης αυτών με τους αρχαίους Έλληνες. Άλλωστε ο ελληνικός πληθυσμός της Μακεδονίας συντηρούσε ζωηρή την ανάμνηση του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, δημοφιλές πρόσωπο λαϊκών τοπικών παραδόσεων και της λαϊκής μυθιστορίας που είχε πανελλήνια διάδοση. Συναρπαστικό για τους "ραγιάδες" ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ το αγωνιώδες ερώτημα της ΓΟΡΓΟΝΑΣ, της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Μακεδόνα βασιλιά: «Ζει ο βασιλιάς ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ;» Και περίμενε πάντοτε την ίδια απάντηση, «Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Λειτουργούσε ο θρύλος αυτός ως βάλσαμο για τη θλίψη των πονεμένων ραγιάδων και τονωτικό της ελπίδας για την ανάσταση του ΓΕΝΟΥΣ. Πολλοί είναι οι ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ διανοούμενοι, που πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες στη σκλαβωμένη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και στο εξωτερικό, τόσο στον απόδημο Ελληνισμό της διασποράς –στις οργανωμένες παροικίες της Ευρώπης –όσο και στους ίδιους τους Ευρωπαίους. Με την ανατολή του 15ου αιώνα και συγκεκριμένα το έτος 1400 γεννήθηκε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ο λόγιος ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ. Έζησε και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την άλωση της πόλης (1453) έφυγε στην Ευρώπη, όπου δίδαξε στην Ιταλία (Βολωνία, Ρώμη και Φλωρεντία), στη Γαλλία (Παρίσι) και στην Αγγλία (Λονδίνο) όπου πέθανε. Απ' αυτόν άρχισε η συστηματική διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων στην Ευρώπη. Μετέδωσε την αριστοτελική σκέψη.
Σύγχρονος του προηγούμενου και συμπολίτης του είναι ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΑΖΗΣ. Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης (1430) από τους Τούρκους κατέφυγε στην Ιταλία. υπήρξε σπουδαίος λόγιος και διατέλεσε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της ΦΕΡΑΡΑΣ και εργάσθηκε και ως μεταφραστής αρχαίων ελληνικών κειμένων στη λατινική. Αυτοί οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ λόγιοι και άλλοι Έλληνες από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ διανοούμενοι αναγκάσθηκαν, για να επιβιώσουν, να αποδημήσουν στη χριστιανική Δύση και ιδίως στην Ιταλία. Εκεί θα μεταφυτέψουν τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό (δεύτερη φορά τώρα μετά τους αρχαίους χρόνους) μετατρέποντας τη γειτονική χώρα σε πνευματικό κέντρο, πραγματικό φυτώριο των γραμμάτων, συμβάλλοντας έτσι – σιγά σιγά αλλά σταθερά- στο ιστορικό τρίπτυχο φαινόμενο "ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ" –"ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ" –"ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ". Ένας τρίτος Θεσσαλονικιός, ο ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΚΑΜΑΡΙΩΤΗΣ, θα γίνει πρώτος σχολάρχης της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης. Άριστος μελετητής και σχολιαστής του αρχαίου Ελληνο-Μακεδόνα φιλοσόφου Αριστοτέλη υπήρξε ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΤΤΟΥΝΙΟΣ. Γεννήθηκε στη Βέροια το έτος 1572. Έφυγε στο εξωτερικό, όπου σπούδασε ιατρική, θεολογία, ελληνική φιλολογία και φιλοσοφία σε ιταλικά πανεπιστήμια και στη συνέχεια θα διδάξει. Στη Βέροια επίσης γεννήθηκε το 1589 ο ΜΗΤΡΟΦΑΝΗΣ ΚΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ. Πήγε στην Ευρώπη, όπου σπούδασε στην Αγγλία και τη Γερμανία. δίδαξε ως ελληνοδιδάσκαλος στη Βενετία και εκλέχθηκε πατριάρχης Αλεξανδρείας. Πέθανε στη Βλαχία. Σύγχρονος και συμπολίτης του προηγούμενου ήταν ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΛΟΚΡΑΤΑΣ. Σπούδασε στη ΡΩΜΗ φιλοσοφία και θεολογία και δίδαξε στην Καλαβρία (Ιταλία) σε ελληνόφωνους Αλβανούς. Επίσης στη Βέροια γεννήθηκε το 1624 ο ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΜΑΝΙΟΣ. Σπούδασε κι αυτός στη Ρώμη. Όταν επέστρεψε στη Βέροια, ίδρυσε εκεί σχολείο, όπου ανέπτυξε πολύ αξιόλογη εκπαιδευτική δράση. Από τη γειτονική Νάουσα καταγόταν ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ. Σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική. Εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου. Επίσης δίδαξε και στους Έλληνες της Μόσχας. πέθανε στη Ρωσία (μετά το 1722). Αξιόλογη υπήρξε η πνευματική δράση του ΓΕΩΡΓΙΟΥ / ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΟΝΤΑΡΗ που καταγόταν από τα Σέρβια. μεταβαίνει στη Βενετία το έτος 1665, όπου σπούδασε λατινικά, ιταλικά και φιλοσοφία. είναι ο πρώτος που έδειξε ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική ιστορία. Όταν επιστρέφει στη Μακεδονία, γίνεται σχολάρχης στην Κοζάνη και αργότερα δάσκαλος στα Σέρβια. ο ίδιος συνέχεια εκλέχθηκε μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης, μετά μητροπολίτης Αθηνών και τέλος Σμύρνης. Ο Κοζανίτης ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στην Πάδουα (Ιταλία) . διατέλεσε διευθυντής της Σχολής Κοζάνης (1694-1707). Το 18ο αιώνα αναδείχθηκαν πολλοί Ελληνομακεδόνες διανοούμενοι και επιστήμονες. Γνωστοί που έδρασαν ως τα μέσα του 19ου αι. είναι αρκετοί. Ο ΣΕΒΑΣΤΟΣ ΛΕΟΝΤΙΑΔΗΣ από την Καστοριά (1690-1765) με σπουδές στην Ελλάδα και την Ιταλία. διατέλεσε διευθυντής της Σχολής Καστοριάς και δίδαξε και στην Κοζάνη. Συμπολίτης αυτού, όμως πολύ μεταγενέστερός του, είναι ο ΘΩΜΑΣ ΜΑΝΔΑΚΑΣΗΣ. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Λειψία. Διατέλεσε και αυτός διευθυντής της Σχολής Καστοριάς. Διαπρεπείς Καστοριανοί με σπουδές στο εξωτερικό είναι επίσης ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ, ο Ιωάννης Εμμανουήλ και ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ποιητής που διατέλεσε και δικαστής στη Βλαχία και έγινε απόστολος της ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ. Και από την Κλεισούρα της Καστοριάς προέρχεται (1754) ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΑΡΒΑΡΗΣ. Σπούδασε στη Βουδαπέστη και στο Βουκουρέστι και δίδασκε ελληνικά. Από τη Σιάτιστα κατάγεται ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ (1734). Σπούδασε ιατρική, φιλοσοφία και μαθηματικά στη Σαξωνία (Γερμανία). Εργάσθηκε ως γιατρός στην Κοζάνη και ως δάσκαλος στη Σιάτιστα. Από τη Σέλιτσα (ΕΡΑΤΥΡΑ) της Κοζάνης καταγόταν ο ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, που γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1727. Σπούδασε στα Ιωάννινα φιλοσοφία με δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη και στη Γερμανία ιατρική. δίδαξε στη γενέτειρά του. Επίσης δίδαξε στο Μελένικο (Βορειανατολική Μακεδονία), στην Ελληνική Σχολή Βουδαπέστης (ανωτέρα – διδασκαλείο) και στην Ελληνική Σχολή Βιέννης, όπου πέθανε το 1796. Συμπολίτης του προηγούμενου (Σιάτιστα 1744) είναι και ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΖΑΒΙΡΑΣ. Μετανάστης στην Ουγγαρία ίδρυσε σχολή για την ελληνική παροικία της πόλης Kalosca, όπου και δίδαξε. Με δική του
δωρεά ιδρύθηκε το ελληνικό σχολείο της Πέστης. Υπήρξε συγγραφέας σοφός, γλωσσομαθέστατος και χαρακτηρίσθηκε σαν «πάντων των συγχρόνων του μέγιστος και πολυγραφότητος». Από την Κοζάνη κατάγεται (1765-1838) ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ ο ιατροφιλόσοφος, απόγονος του Ιωάννη Σακελλάριου από τους πρώτους Κοζανίτες που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη. Σπούδασε στην Πέστη ξένες γλώσσες, γερμανική και γαλλική, καθώς και φιλοσοφία. επίσης ιατρική στη Βιέννη. εργάσθηκε γιατρός στην Κοζάνη, Καστοριά, Νάουσα και διατέλεσε αρχίατρος στην Αυλή του Αλή Πασά (στα Ιωάννινα). Είχε διασυνδέσεις με το Ρήγα Φεραίο και το Χριστόφορο Περραιβό. Υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα του νεοελληνικού διαφωτισμού. ο Κ.Θ. Δημαράς τον θεωρεί εισηγητή του Σαιξπηρισμού στην Ελλάδα και μάλιστα σ’ εποχή πολύ πρώιμη. Συμπολίτης του προηγούμενου είναι ο γιατρός και λόγιος ΜΙΧΑΗΛ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ (1766-1828). Σπούδασε στην Ιταλία και δίδαξε στο Βουκουρέστι. επίσης άσκησε την ιατρική στην Κοζάνη, Θεσσαλονίκη και στο Μοναστήρι. Χαρακτηρίσθηκε «ὁ εὐφυέστερος τῶν πεπαιδευμένων τῆς Κοζάνης καί πολλῶν λογίων τοῦ ἔθνους». Ήταν γιατρός έξοχος και φιλόσοφος, ποιητής, μαθηματικός, κάτοχος ευρωπαϊκών γλωσσών, άριστος ελληνιστής και θερμός υπερασπιστής της θρησκείας. Άλλος Κοζανίτης λόγιος (17691823) είναι ο ΧΑΡΙΣΙΟΣ ΜΕΓΔΑΝΗΣ, ο οποίος μετανάστευσε στην Ουγγαρία, όπου εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος στην Πέστη. Όταν επέστρεψε στη Μακεδονία, έγινε ιερέας και δίδαξε στην Κοζάνη. Αξιόλογη προσωπικότητα υπήρξε ο ΕΥΦΡΟΝΙΟΣ ΡΑΦΑΗΛ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (πρώην Χαρίσιος Παπαγιαννούσης). Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1774. Σπούδασε φιλοσοφία, ρητορική, φυσική και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στην Ουγγαρία και στη Βιέννη. Ανήκε στους ευγενείς της Ουγγαρίας. Δίδαξε σε ελληνικά σχολεία των παροικιών της Κεντρικής Ευρώπης, στη Βιέννη, στο Βουκουρέστι, στο Ιάσιο και αλλού. Ανέπτυξε και δημοσιογραφική δραστηριότητα. πέθανε στο Ιάσιο το 1853. Στην Κοζάνη κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του από 600 τόμους συγγραφέων Ελλήνων, Λατίνων, Γερμανών κλπ. και τη μεγάλη χάρτα του Ρήγα Φεραίου. Ακόμη και σήμερα θεωρείται από τους Ρουμάνους πνευματικούς ανθρώπους διδάσκαλος του Έθνους των. Ήταν λόγιος μεγάλου διαμετρήματος. Πλούσιο είναι το συγγραφικό του έργο: ελληνογερμανική γραμματική, κατήχηση, ρητορική, λογική, φυσική, γενική τεχνολογία, πολιτική γεωγραφία, γεωμετρία, αριθμητική κ.ά.. Ιδιαίτερα διακρίθηκε σαν καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων με τη διδασκαλία του στην Καισαροβασιλική Ακαδημία της Βιέννης. Πολυγραφότατος επίσης υπήρξε και ο λόγιος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΟΥΣΙΑΔΗΣ. Γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1783. Σπούδασε στη Βιέννη. Εργάσθηκε σαν δάσκαλος στην ελληνική κοινότητα της Βιέννης και διακρίθηκε σαν καθηγητής των ελληνικών γραμμάτων, όπως και ο προηγούμενος στην Καισαροβασιλική Ακαδημία της Βιέννης. δίδαξε επίσης και στην ελληνική κοινότητα της Πέστης (Ουγγαρία). Υπήρξε όχι μόνο πολυγραφότατος αλλά και δραστηριότατος. Ασχολήθηκε με τα ομηρικά έπη. Το συγγραφικό του έργο είναι ποικίλο. Έγραψε: Περί διαλέκτων της ελληνικής γλώσσας, ιστορία ελληνικής φιλολογίας, ελληνική γραμματική, γερμανοελληνική γραμματική και λεξικό, ψυχολογία, ιερά κατήχηση, στοιχεία αριθμητικής, άλγεβρας και γεωμετρίας, σύνοψη ηθικής, φιλοσοφίας, φυσικής και γεωγραφίας, αισθητική κ.ά. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έλαβε μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Πέθανε στην Αθήνα το 1848. Από τη Σιάτιστα κατάγεται ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΑΝΟΥΣΗΣ. Υπήρξε από τα φωτεινά πνεύματα της ελληνικής παλιγγενεσίας. Διατέλεσε καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Συγκρότησε πλουσιότατη βιβλιοθήκη που την κληροδότησε στο τόπο της καταγωγής του, επίσης άφησε πλούσιο κληροδότημα για τις σπουδές των πτωχών μαθητών της πόλης του. Πέθανε το 1858. Άλλοι καθηγητές που δίδαξαν στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, προερχόμενοι από το Μακεδονικό χώρο, είναι ο Ιωάννης Πανταζίδης, ο Γεώργιος Σωτηριάδης, ο Χαρίσης Πούλιος, ο Χαρίσιος Παπαμάρκου, ο Πέτρος Παπαγεωργίου και ο Ιωάνννης Δέλλιος. Τέλος από την τουρκοκρατούμενη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κατάγονταν και δύο ευγενικές μορφές του απελευθερωτικού αγώνα του 1821, που ανήκουν επίσης στον κύκλο των λογίων: ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΣΣΑΝΗΣ, που γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1793 και πέθανε στην Αθήνα το 1870. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Λειψία. Αξιοσημείωτη υπήρξε η εκπαιδευτική και συγγραφική του δραστηριότητα. εργάσθηκε ως δάσκαλος στην Ελληνοεμπορική Σχολή της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό (Ουκρανία). «Φιλικός» - ήταν υπασπιστής του αρχηγού της επα-
νάστασης Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Αυτός συνέταξε την πρώτη προκήρυξη του επαναστατικού αγώνα. Μετά τον αγώνα προσέφερε και πολιτικές υπηρεσίες επί της βασιλείας του Όθωνα. Και ο ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: Γεννήθηκε και αυτός στην Κοζάνη το 1795 και πέθανε στη Στυλίδα το 1871. Αγωνιστής του 1821, «Φιλικός» και συγγραφέας ιστορικός. Σπουδαία είναι τα απομνημονεύματά του «Ἐνθυμήματα στρατιωτικά τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821-1833». Το έργο του δε στερείται λογοτεχνικής αξίας, είναι όμως γραμμένο σε λόγια γλώσσα. Τιμήθηκε με το βαθμό του χιλίαρχου για τις στρατιωτικές του υπηρεσίες. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πλειονότητα των λογίων και επιστημόνων Ελληνομακεδόνων της περιόδου της Τουρκοκρατίας, κατά το 18ο και 19ο αιώνα, προέρχεται από τη Δυτική Μακεδονία και το συγγραφικό και εκπαιδευτικό τους έργο είναι πολύ αξιόλογο. Από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ κατάγεται (1777) ο λόγιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΖΑΛΙΚΗΣ. Σπούδασε στο Βουκουρέστι. υπερασπίσθηκε ένθερμα τις θέσεις του Αδαμάντιου Κοραή. Από το Μελένικο (Ανατολική Μακεδονία) καταγόταν (18ος αιώνας) ο λόγιος ΜΑΝΑΣΣΗΣ ΗΛΙΑΔΗΣ. Σπούδασε ιατρική σε ιταλικά πανεπιστήμια και φυσικομαθηματικά στη Γερμανία και Ιταλία. δίδαξε φιλοσοφία και φυσική στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Από το Μελένικο επίσης καταγόταν ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ. Γεννήθηκε στο Μελένικο το 1802 και πέθανε στην Αθήνα το 1873. Νομικός, δικαστικός, λόγιος και πολιτικός. Αντιστάθηκε κατά του μοναρχικού καθεστώτος του Όθωνα (της τριμελούς Αντιβασιλείας) στη δίκη του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και των συντρόφων του ως πρόεδρος του δικαστηρίου, στο Ναύπλιο. Μετά την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά Όθωνα τιμήθηκε με υψηλά αξιώματα, διορίσθηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Αρείου Πάγου, διετέλεσε σύμβουλος επικρατείας (γερουσιαστής) και τοποθετήθηκε αργότερα (1837) υπουργός Παιδείας και εσωτερικών. από τη θέση αυτή θεμελίωσε το Οθωνικό πανεπιστήμιο (της Αθήνας). Νωρίς δραστηριοποιήθηκε στο νομικό και πολιτικό χώρο. Στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (του 1821) διορίσθηκε γραμματέας του Εκτελεστικού (στην Κόρινθο) . στις εργασίες της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου έλαβε μέρος στη σύνταξη του Συντάγματος και έγραψε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Στις Σέρρες και στη Θεσσαλονίκη δίδαξε ρητορική και φιλοσοφία ο ΜΗΝΑΣ ΜΙΝΩΙΔΗΣ. Δίδαξε επίσης αρχαία ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Παρίσι (1819). Υπηρέτησε ως διερμηνέας στο γαλλικό υπουργείο των εξωτερικών και αναγνωρίσθηκε ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής. Στο γλωσσικό θέμα των Ελλήνων υπήρξε σφοδρός επικριτής του Κοραή. Και τέλος, Μακεδόνας είναι και ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΑΓΕΙΡΙΤΗΣ. Κατάγεται από τα Στάγειρα της Χαλκιδικής (την πατρίδα του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ) και έζησε από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έως το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Δίδαξε ως καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στην Καισαροβασιλική Ακαδημία των Ανατολικών Γλωσσών της Βιέννης. Ήταν από τους κυριότερους αντιπάλους του Κοραή στο γλωσσικό ζήτημα. Έγραψε πολλά έργα. Στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ όμως δίδαξαν και λόγιοι καταγόμενοι από άλλες περιοχές του Ελλαδικού χώρου. Οι σπουδαιότεροι από το 15ο ως το 18ο αιώνα είναι οι εξής: Ο ΛΟΥΚΑΣ ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε φιλοσοφία και ρητορική. ήταν δεινός ρήτορας. Δίδαξε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου και πέθανε το 1481. Ο ΘΩΜΑΣ ΝΟΤΑΡΑΣ από την Κορώνη. έζησε τον 16ο αιώνα, έγινε μοναχός και δίδαξε στη Βέροια. Είχε πλήθος μαθητών. Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΠΑΛΛΑΔΑΣ από την Κρήτη. σπούδασε στη Βενετία και στη Ρώμη, ήταν αξιόλογος θεολόγος και φιλόσοφος, τίμησε με το ανάστημά του το μητροπολιτικό θρόνο της Καστοριάς. Μετά έγινε πατριάρχης Αλεξανδρείας και πέθανε στο Άγιο Όρος το 1714. Ο ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΑΝΘΡΑΚΙΤΗΣ από τα Ιωάννινα. Γεννήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα και σπούδασε θετικές επιστήμες και νεότερη φιλοσοφία στη Βενετία. Ήταν ιερωμένος και διατέλεσε σχολάρχης στην Καστοριά και στη Σιάτιστα, όπου δίδαξε μαθηματικά, φυσική, νεότερη φιλοσοφία και θεολογία. Είναι ο πρώτος που δίδαξε στην Ελλάδα άλγεβρα, γεωμετρία και τριγωνομετρία. Ο ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1716. Έκανε λαμπρές σπουδές – στην Ελλάδα και στην Ιταλία – στη νεότερη φιλοσοφία και στα μαθηματικά. Ήταν
ιερωμένος και διατέλεσε σχολάρχης στην Κοζάνη. η σχολή λέγεται «ΣΤΟΑ ΚΟΖΑΝΗΣ». Ιδρύθηκε το 1668 με χρηματοδότηση αποδήμων Κοζανιτών και ήταν σαν πανεπιστήμιο της εποχής με διάσημους καθηγητές, όπου διδάσκονταν ανώτερα μαθήματα, φιλοσοφία, ρητορική, μεταφυσική, ανώτερα μαθηματικά κ.ά. την εποχή που πέρασε ο Βούλγαρης. Διατέλεσε και διευθυντής της ΑΘΩΝΙΑΔΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ (σχολής ιερατικής του Αγίου Όρους). Θεωρείται ο πρώτος αναμορφωτής της ελληνικής παιδείας, από τους μεγαλύτερους δασκάλους του Γένους στα χρόνια της τουρκοκρατίας και από τους κυριότερους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΡΙΟΣ αξιόλογη προσωπικότητα. γεννήθηκε στην Πάρο το 1722. Φωτισμένος διδάσκαλος, φλογερός ιεροκήρυκας και αξιόλογος συγγραφέας. δίδαξε ρητορική, θεολογία, ηθική, λογική και μεταφυσική ως σχολάρχης της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και διευθυντής της Αθωνιάδας Ακαδημίας Αγίου Όρους. Ο ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΒΑΡΚΟΣΗΣ από τα Ιωάννινα διατέλεσε σχολάρχης στη Σιάτιστα και διευθυντής του σχολείου της «Κομπανίας» στην Κοζάνη (από 1768-1772). Πρόκειται για την ίδια σχολή "ΣΤΟΑ ΚΟΖΑΝΗΣ" και λέγεται έτσι, επειδή χρηματοδοτούνταν από όμιλο πλουσίων ομογενών της Ευρώπης. Υπήρξε αξιόλογος εκπαιδευτικός με πλήθος μαθητών. Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΑΡΚΟΣΗΣ από τα Ιωάννινα και αυτός, σύγχρονος του προηγουμένου, έγινε σχολάρχης στη Σιάτιστα, επίσης και στην Κοζάνη. Ο ΙΩΝΑΣ ΣΠΑΡΜΙΩΤΗΣ από την Κεφαλληνία. ήταν ιερωμένος και δίδαξε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και στο Βελβενδό (1780-1790). Τέλος, ο ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ από τα Ιωάννινα. σπούδασε στη γενέτειρά του και στο Ποσόνιο (Μπρατισλάβα Τσεχίας). Ήταν ιερωμένος. δίδαξε φιλοσοφικά και γραμματικά μαθήματα ως σχολάρχης στην Κοζάνη και στα Σέρβια και στο Βελβενδό (17821798). Το αρχαιότερο σχολείο – που μαρτυρείται στη Μακεδονία ιδρύθηκε από το μητροπολίτη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Θεωνά. λειτούργησε στη γειτονική μονή της ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ της Φαρμακολύτριας (βρίσκεται στις παρυφές του όρους Χορτιάτη) στις αρχές του 16ου αιώνα. Στη Δυτική Μακεδονία το αρχαιότερο σχολείο ιδρύθηκε στην Καστοριά, πριν από το 1614, το οποίο ευεργετήθηκε με δωρεές και κληροδοτήματα πλουσίων Καστοριανών. Από τα μέσα του 17ου αιώνα μαρτυρείται σχολείο στα Σέρβια και νοτιότερα, στη Βέροια, όπου το πρώτο σχολείο ιδρύθηκε το 1650. Επίσης, όπως έχει προαναφερθεί, το πρώτο σχολείο στη Κοζάνη μαρτυρείται από το 1668. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ την ίδια εποχή – στα μέσα του 17ου αιώνα – αναφέρεται η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ», με διδάσκαλο τον ΙΩΑΝΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΑ, που ήταν γνώστης και της λατινικής. Στις Σέρρες το πρώτο σχολείο λειτούργησε το 1696, ενώ στην Έδεσσα το πρώτο σχολείο λειτούργησε αργότερα το 1764, και το δεύτερο το 1782. Επίσης σχολεία απέκτησαν η Σέλιτσα (ΕΡΑΤΥΡΑ), η Κλεισούρα, το Τσοτύλι, τα Γρεβενά, η Νιγρίτα, η Καβάλα, η Αλιστράτη, ο Μελένικος, ο Σωχός, η Γαλάτιστα, ο Πολύγυρος κ.ά.. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ το 18ο αιώνα λειτουργούσε το «ΕΛΛΗΝΟΜΟΥΣΕΙΟΝ». Την ίδια εποχή (18ος αι.) στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ γενικά λειτούργησαν πάνω από 25 σχολεία, από τα οποία 2 ήταν ιερατικές σχολές (Θεσσαλονίκη, Καστοριά). Πολλοί από τους Μακεδόνες νέους, μετά από τη βασική τους εκπαίδευση στην πατρίδα τους, ολοκλήρωναν την παιδεία τους φοιτώντας σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Στα μεταγενέστερα χρόνια (19ος αιώνας) τρεις πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας (διοικητικές περιφέρειες Βοΐου και Ελιμείας – σήμερα νομός Κοζάνης) θα αποκτήσουν και γυμνάσια. Το πρώτο γυμνάσιο ιδρύθηκε στο Τσοτύλι το 1871 από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ της Κωνσταντινούπολης. Το δεύτερο λειτούργησε στη Σιάτιστα, γνωστό ως ΤΡΑΜΠΑΝΤΖΕΙΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ, διότι το ίδρυσε (1888) ο Σιατιστινός ευεργέτης – Ιωάννης Τραμπαντζής. [Στο δεύτερο αυτό ιστορικό Σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης της Μακεδονίας είχε και ο γράφων την τιμή να προσφέρει τις υπηρεσίες του στα παιδιά της επαρχίας Βοΐου ως καθηγητής φιλόλογος και ιστορικός, διδάσκοντας την ελληνική γραμματεία και ιστορία, 1964-1967]. Αυτά τα δύο σχολεία είχαν και οικοτροφείο. Το τρίτο ιδρύθηκε αργότερα (αρχές του 20ου αιώνα) στην Κοζάνη, γνωστό ως ΒΑΛΤΑΔΩΡΕΙΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ, διότι το ίδρυσαν οι αδελφοί Βαλταδώροι – ευεργέτες Κοζανίτες – που ήταν εγκαταστημένοι στη Ρουμανία, όπως και ο Τραμπα-
ντζής. Ευεργέτες επίσης από την Ανατολική Μακεδονία ευεργέτησαν με δωρεές και κληροδοτήματα τα σχολεία των Σερρών. Έχει και η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ τους εθνικούς ευεργέτες της. Τέκνο της πόλης είναι ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΦΗΣ. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1792 και πέθανε στη Μάλτα το 1886, όπου είχε εγκατασταθεί μικρός. Υπήρξε μεγαλέμπορος και εθνικός ευεργέτης. Με τον πλούτο του βοήθησε για την επιτυχία της επανάστασης του 1821. Μεγαλομέτοχος στην τράπεζα που ίδρυσε ο Καποδίστριας και κληροδότησε στην Ελληνική Κοινότητα της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ μεγάλα ποσά για την ίδρυση του Μεγάλου ορφανοτροφείου που φέρει το όνομά του (Παπάφειον). Σ’ αυτό το λαμπρό ίδρυμα οι τρόφιμοι ορφανοί – νεαροί – διδάσκονταν και γράμματα και πρακτικές τέχνες. Το κτίριο προβάλλει επιβλητικό ακόμη και σήμερα. Αξιόλογη επίσης υπήρξε η δράση των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων για την πνευματική και πολιτιστική αναγέννηση του ελληνικού πληθυσμού της Τουρκοκρατούμενης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Γνωστοί είναι: ο «ΦΙΛΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», ο «Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Σερρών», η «Φιλοπροοδευτική Αδελφότης Δράμας», ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Αριστοτέλης Καβάλας» . αυτοί στην Ανατολική Μακεδονία. Στη Δυτική Μακεδονία φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι γνωστοί είναι: ο «ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ» στα Γρεβενά, ο «ΟΡΦΕΥΣ» στη Φλώρινα, η «Ορθόδοξη Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης» στη Σιάτιστα, ο «ΦΟΙΝΙΞ» στην Κοζάνη και η Μορφωτική Αδελφότης «ΠΑΝΔΩΡΑ» επίσης στην Κοζάνη. Τέλος για τη διάπλαση της νεολαίας του ΓΕΝΟΥΣ ιδρύθηκε ο «ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ», του οποίου η προσφορά ήταν πολύ σημαντική. τον ίδρυσε ο Δημήτριος ΒΙΚΕΛΑΣ (1835-1908), του οποίου ο πατέρας καταγόταν από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – από τη Βέροια. Η διάδοση φτηνών ηθοπλαστικών αναγνωσμάτων στην Τουρκορκατούμενη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ήταν πολύ μεγάλη εθνική προσφορά για την αφύπνιση των νέων. Έζησε πολλά χρόνια στο εξωτερικό – έμπορος και ποιητής – συντέλεσε και στην αναβίωση των Ολυμπιακών αγώνων.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ. Η διαχρονική παρουσία του ελληνικού πνεύματος στην ιστορική πορεία και ανάπτυξη της Ευρώπης σηματοδοτήθηκε ιδιαίτερα κατά τη μακρά περίοδο (1453-1913) της τουρκικής τυραννίας, που ακολούθησε μετά την πτώση του Βυζαντίου, όταν απόδημοι Έλληνες και κυρίως ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, εξαιτίας των συνεχών πιέσεων και διώξεων των Τούρκων, κατέφυγαν στις πλησιέστερες χώρες της Μεσευρώπης (της Κεντρικής Ευρώπης). Εκεί σε συνθήκες ευνομίας και ελευθερίας ανέπτυξαν τις προγονικές δημιουργικές τους δυνάμεις και αξίες και ήταν οι πρώτοι που άνοιξαν το δρόμο της Ευρώπης. Πραγματευτάδες με τα καραβάνια στην αρχή, όταν πήραν το εμπόριο της Βαλκανικής και της Ανατολής στα χέρια τους, δημιούργησαν ονομαστούς εμπορικούς οίκους αργότερα, πρωτοπόρησαν στη βιομηχανία και δίδαξαν την εμπορική και τραπεζική επιστήμη. Έχοντας οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ απόδημοι αυξημένο το εμπορικό και επιχειρηματικό πνεύμα δημιουργούν στις χώρες της διασποράς και εγκατάστασής τους τις λεγόμενες «κομπανίες», δηλαδή αδελφότητες – εμπορικές εταιρείες, με έβλημά τους την τιμιότητα και την αλληλεγγύη, και στη συνέχεια ίδρυσαν μεγάλους και ξακουστούς εμπορικούς και βιομηχανικούς οίκους, που συσσώρευσαν αμέτρητο πλούτο. Έτσι κυριάρχησαν στην οικονομική κίνηση της μεγάλης αυτοκρατορίας των Αψβούργων (της Αυστρουγγαρίας), που είχε υπό τον έλεγχό της τη Μέση Ευρώπη (Μεσευρώπη). και μάλιστα στην Ουγγαρία τους αποκαλούσαν, τους Κοζανίτες κυρίως, «οι πλούσιοι Έλληνες». Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία από τα αρχεία της ΒΙΕΝΝΗΣ, στα μέσα του 18ου αιώνα, από τις 120 εμπορικές εταιρείες που υπήρχαν εκεί οι 115, που ασχολούνταν με το εμπόριο της Ανατολής, βρίσκονταν στα χέρια Ελλήνων και ιδίως Μακεδόνων. Το εμπόριο διεξήγαν με είδη της Ανατολής και προϊόντα της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας, που τα μονοπωλούσαν μεταφέροντάς τα στην ΕΥΡΩΠΗ με ατέλειωτα καραβάνια, τα οποία σε ολόκληρη τη Βαλκανική ήταν στα χέρια Μακεδόνων και Ηπειρωτών, οι οποίοι διατηρούσαν και περίφημα χάνια (καραβάν-σεράγια), πανδοχεία. Η Κοζάνη είχε πολλούς «κυρατζήδες» (εμπόρους), αγωγιάτες, με ημιόνους κυρίως, και η Σιάτιστα περισσότερους. Με το εμπόριο των καραβανιών οι πόλεις αυτές της Δυτικής Μακεδονίας είχαν γίνει σπουδαία εμπορικά κέντρα. η Σιάτιστα μάλιστα μέχρι το 1810 αριθμούσε διακόσιους περίπου εμπορικούς οίκους και γι΄ αυτό η εποχή αυτή υπήρξε ο «χρυσούς αιών» της ακμής της. δικαιολογημένα έμεινε γνωστή σαν Φλωροχώρι. Κατά την επιστροφή τους στην πατρίδα οι καραβανάρηδες αυτοί δεν έφερναν μόνο ευρωπαϊκά είδη πολυτελείας και άλλα εμπορεύματα, αλλά και αγαθά πνευματικά: πλούσια και σπάνια βιβλία των εκεί λογίων Ελλήνων, που τυπώνονταν στην ΕΥΡΩΠΗ με τη γενναία οικονομική ενίσχυση των πλούσιων εμπόρων, με σκοπό τη μόρφωση και αφύπνιση του υπόδουλου γένους, όπως π.χ. το αντίτυπο της μεγάλης χάρτας του Ρήγα Φεραίου που κληροδοτήθηκε στην Κοζάνη από τον Κοζανίτη απόδημο Ευφρόνιο Ραφαήλ Πόποβιτς. Από αυτούς τους πλούσιους απόδημους Μακεδόνες / Έλληνες προήλθε η χορεία των μεγάλων ευεργετών, όπως και των θεμελιωτών του νεοελληνικού διαφωτισμού. Πολλοί διέπρεψαν στα γράμματα και στις τέχνες και τιμήθηκαν με τις ύψιστες διακρίσεις, καταλαμβάνοντας ανώτατα αξιώματα στις χώρες, όπου ήταν εγκαταστημένοι. Η συμβολή και η προσφορά τους στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των χωρών αυτών υπήρξε πολύ μεγάλη. Θα ήταν πολύ χρήσιμο τόσο οι ΕΛΛΗΝΕΣ όσο και οι εταίροι μας στην Ε.Ε. να γνωρίζουν τις ιστορικές αυτές αλήθειες και όχι σκόπιμα να τις αγνοούν ή να τις παρασιωπούν, όπως πρόσφατα έπραξε με την έκδοση του βιβλίου του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ» ο Γάλλος ακαδημαϊκός Jean Baptiste Dyrozel, o οποίος δεν αναφέρει τίποτα για τη συμβολή του ελληνικού πνεύματος στη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία της ΕΥΡΩΠΗΣ. Τον διαψεύδει όμως ο πρώην πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας Βαϊτσέκερ λέγοντας: «Ο πολιτισμός στη ΓΕΡΜΑΝΙΑ εισήλθε από το ΒΥΖΑΝΤΙΟ χάρη στην Ελληνίδα πριγκίπισσα ΘΕΟΦΑΝΩ». Αυτή ήταν αδελφή του Βυζαντινού αυτοκράτορα της Μακεδονικής Δυναστείας Βασιλείου Β΄ (του Βουλγαροκτόνου) και σαν σύζυγος του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Β΄ και σαν μητέρα του αυτοκράτορα της «Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους» Όθωνα Γ΄ υπήρξε ο συνδετικός κρίκος (10ος αιώνας) μεταξύ της Ελληνορθόδοξης Ανατολής και της Γερμανικής Δύσης. Έχοντας έξοχη παιδεία, η Ελληνίδα αυτή αυτοκράτειρα της Γερμανίας λειτούργησε σαν φάρος ακτινοβολίας του πνεύματος της «Μακεδονικής Αναγέννησης» του
Βυζαντίου στη Δύση, και σήμερα μπορεί να θεωρηθεί σύμβολο της ευρωπαϊκής οικουμενικότητας. Ο γιος της, αυτοκράτορας Όθωνας ο Γ΄, ανατράφηκε με τις αρχές της και μάλιστα έγραψε στον Gerbert, τον αργότερα πάπα Σύλβεστρο Β΄: «Εάν κανείς θέλει να συναντήσει σε μας κάτι που να βοηθάει στην εξέλιξη, θα το αναγνωρίσει σαν μια σπίθα της επιμέλειας των Ελλήνων». Αλλά και ο Ούγγρος καθηγητής Ο. Füves παραδέχεται ότι από τα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα οι Ούγγροι βρίσκονταν σε μόνιμη επαφή με το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, οπότε δέχθηκαν το Χριστιανισμό από τον ιεραπόστολο Ιερόθεο, που απέστειλε στην Ουγγαρία το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ύστερα από αίτηση των Ούγγρων στρατηγών Γυλά και Βουλοσόδη. Έτσι, κύριοι ΕΤΑΙΡΟΙ της ΕΥΡΩΠΗΣ, αναγνωρίζοντας την προσφορά αυτή των Ελλήνων σε όλες τις χρονικές περιόδους της Παγκόσμιας Ιστορίας, αποκαθίσταται η ιστορική αλήθεια, ώστε οι σχέσεις των λαών μας να γίνουν ουσιαστικές και θεμελιακές. Η ιστορική αλήθεια είναι εκείνη που πρέπει να προβληματίζει κάθε σύγχρονο άνθρωπο, όταν επιθυμεί να αναπτύξει τη φιλία και την αλληλοκατανόηση πάνω σε υγιείς βάσεις. Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά γεγονότα), ακολούθησαν ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών, που προκάλεσαν νέο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, ιδιαίτερα Δυτικομακεδόνων, που φτάνουν στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Ανθηρές πόλεις και κωμοπόλεις ερημώνονται και εγκαταλείπονται από τους εμπόρους και τους κατοίκους τους. Στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ» του Π. Λιούφη διαβάζουμε: «Φοβερά ἐπιδρομή τό 1770 συμβᾶσα κατερήμωσε τήν πόλιν... τό γεγονός τοῦτο ἠνάγκασε πολλάς πλουσίας οἰκογενείας νά ἐκπατρισθῶσι». Οι μετανάστες αυτοί κατόρθωσαν με την ενεργητικότητα, την ευφυΐα και προπαντός την τιμιότητά τους να ριζώσουν στην ΕΥΡΩΠΗ και να δημιουργήσουν με την πάροδο του χρόνου εξέχουσες ελληνικές κοινότητες / παροικίες με αξιοθαύμαστη οργάνωση, ιδιαίτερα στην Αυστρία και την Ουγγαρία. Σ΄ αυτό βοήθησε ιδιαίτερα και το ενδιαφέρον των κυβερνήσεων που τους δέχθηκαν στις χώρες τους, γιατί θεωρούσαν τους Ελληνο-Μακεδόνες «ευγενείς εκπολιτιστές», προοδευτικούς και έντιμους στις συναλλαγές τους. Χορηγούσαν σ΄ αυτούς όλα τα προνόμια για ελεύθερο εμπόριο, φορολογική εξίσωση με τους εγχώριους, θρησκευτική ελευθερία και αυτοδιοίκηση. Οι ελληνικές αυτές παροικίες απόκτησαν γρήγορα θαυμαστή ευημερία, δημιούργησαν εκτός από την εμπορική και αξιόλογη πνευματική κίνηση και πρόοδο και χρησίμευσαν σαν ασφαλή καταφύγια για χιλιάδες κατατρεγμένους – από την υπόδουλη πατρίδα – αδελφούς. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ απόδημοι αποτελούσαν τμήμα εκλεκτό των πόλεων της Αυστρίας και της Ουγγαρίας και με την πλούσια παράδοση που έφεραν από την πατρίδα άσκησαν σπουδαία εκπολιτιστική επίδραση στον κόσμο των χωρών εκείνων. Ο γνωστός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βούδας ΤΕΛΦΥ έγραφε: «... εξήσκησαν τόσο μεγάλη επίδραση στο λαό της Αυστροουγγαρίας, ώστε μετέδωσαν εις αυτόν πολλά του ελληνικού πολιτισμού και εισήγαγαν στην ουγγρική γλώσσα πλείστας ελληνικάς λέξεις». Η ένταξη και η προσαρμογή των απόδημων Μακεδόνων στις νέες πατρίδες τους συντελέσθηκε με τόσο γρήγορο ρυθμό, ώστε δε διακρίνονταν από τους εγχώριους κατοίκους, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει και ο Κοζανίτης λόγιος Γεώργιος Λασσάνης: «ὅσοι ζοῦσαν στήν Φράνσαν δὲν διεκρίνοντο ἀπό τοὺς Φραντσέζους, ὅσοι ζοῦσαν στήν Γερμανίαν ἀπό τούς Γερμανούς...». πάντοτε όμως διατηρούσαν με σεβασμό τα ήθη και τις παραδόσεις της μακρινής αγαπητής πατρίδας τους. Αυτή η «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ», όπως πολύ εύστοχα τη χαρακτήρισε ο Σπυρίδων Λάμπρος (1851-1919), ιστορικός ερευνητής, απλωνόταν από την Οδησσό μέχρι την Τεργέστη και δημιουργήθηκε κυρίως από απόδημους Έλληνες Μακεδόνες, που προέρχονταν από την Κοζάνη, Σιάτιστα, Εράτυρα, Σέρβια, Βλάστη, Καστοριά, Βογατσικό, Κλεισούρα, Νάουσα, Βέροια, Δοϊράνη, Μελένικο, Σέρρες, Μοναστήρι κ.ά.. Όλοι αποκτούσαν, μετά την πολιτογράφησή τους, ίσα δικαιώματα με τους εγχώριους πολίτες και είχαν ίσες ευκαιρίες προόδου. Αναδείχθηκαν, μεγαλούργησαν, πλούτισαν και ευεργέτησαν, προσφέροντας πολλά και στις νέες πατρίδες τους και στην Ελλάδα, στις γενέτειρές τους. Πάνω από 30 μεγάλες κοινότητες ίδρυσαν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ αυτοί απόδημοι μόνο στην Αυστρία και την Ουγγαρία. οι σημαντικότερες είναι της Πέστης, του Ζεμλίνου, της Βιέννης και της Τεργέστης. επιφανέστατη όμως αναδείχθηκε η ελληνική κοινότητα της ουγγρικής
πόλης ΤΟΚΑΪ, όπου το 1769 ο Κοζανίτης Γεώργιος Κόντης ίδρυσε εμπορική κομπανία (εταιρεία) που είχε και σφραγίδα με οικόσημο. πρόεδρος της κοινότητας αυτής ορίσθηκε ο Κοζανίτης Γεώργιος Στάμου Πρέτζος, που αποκαλούνταν από τους ομογενείς «ο άρχων». Οι πρώτοι πάροικοι Έλληνες, που πολιτογραφήθηκαν στην Πέστη και στη Βούδα, δηλαδή στη σημερινή ΒΟΥΔΑΠΕΣΤΗ, χρονολογούνται από τα μέσα του 17ου αιώνα, όπως έγραψε ο Ούγγρος Ödön Füves, ελληνιστής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουγγρικής πρωτεύουσας, ο οποίος δημοσίευσε καταλόγους των πολιτογραφηθέντων Ελλήνων Παροίκων της Βουδαπέστης, καθώς και κατάλογο Ούγγρων ευγενών ελληνικής καταγωγής. Υπολογίζεται ότι στους δύο «χρυσούς αιώνες», από το 1650 έως το 1850, περίοδο μεγίστης άνθησης των ελληνικών παροικιών, τα καραβάνια μετέφεραν 1.500.000 Έλληνες μετανάστες. Ο ελληνικός πληθυσμός μόνο της Αυστρίας στα τέλη του 18ου αιώνα ανερχόταν σε 80.000 οικογένειες. Έφτασαν έτσι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ να κυριαρχούν στην αγορά της Βιέννης σαν έμποροι ειδών της ελληνικής Ανατολής και αργότερα να εξελιχθούν σε προμηθευτές ολόκληρης της Ευρώπης στα προϊόντα όχι μόνο της Ελλάδας και της Ανατολής, αλλά και της Ασίας, Αφρικής και Αμερικής ακόμη. Οι δαιμόνιοι εκείνοι Μακεδόνες, και κυρίως οι Δυτικομακεδόνες, σύμφωνα με τις αρχές του μερκαντιλισμού (εμποροκρατίας), δηλαδή της δυναμικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας που εφάρμοσαν, προχώρησαν στη συνέχεια σε ακόμη πιο προοδευτικές μορφές οικονομίας. Επεξέτειναν τη δράση τους και στη βιομηχανία, ιδρύοντας μεγάλους βιομηχανικούς κλάδους, νηματουργεία, υφαντουργεία, βυρσοδεψεία κ.ά.. Παράλληλα δραστηριοποιήθηκαν και στην τραπεζική και χρηματιστηριακή κίνηση. Οι μεγαλύτεροι εμπορικοί οίκοι στη ΒΙΕΝΝΗ ήταν: των Κοζανιτών Γεωργίου Καραγιάννη και Γεωργίου Κοντορούση, των Σιατιστινών Νάκων, Μανούση και Χατζημιχαήλ και των Δούμπα και Μπέλλιου από τη Βλάστη. Στην ΠΕΣΤΗ οι μεγαλύτεροι εμπορικοί οίκοι ήταν των αδελφών Αλκύτη, των Μουράτη και Ταϊκατζή, των Τερζή και Αγόρα κ.ά., υπήρχαν επίσης και πολλοί άλλοι ευκατάστατοι έμποροι τόσο στην Αυστρία όσο και στην Ουγγαρία, όπως οι Κουτσιμάνηδες, οι Χαρίσηδες και άλλοι. Οι Δυτικομακεδόνες αυτοί πάροικοι του μεσευρωπαϊκού χώρου, πρόδρομοι του λιμπεραλισμού, αποκάλυψαν με την ειρηνική τους διάθεση και με το εφευρετικό τους ένστικτο στους Αυστριακούς, που ασχολούνταν με τους Αυστροτουρκικούς πολέμους επί μακρό χρονικό διάστημα, την έννοια όχι μόνο του εξωτερικού απλώς εμπορίου αλλά και του διεθνούς. Ο Αυστριακός οικονομολόγος, ειδικός στην οικονομική ιστορία του 19ου αιώνα, Alexander Peez σημειώνει για τους Έλληνες εμπόρους της ΒΙΕΝΝΗΣ: «Τα γραφεία και οι αποθήκες τους αποτελούσαν μια καλή προπαρασκευαστική σχολή για το εμπόριο της Ανατολής. μέσα σ΄ αυτά οι νεαροί επίδοξοι έμποροι της Αυστρίας είχαν την ευκαιρία να μαθητέψουν, διδασκόμενοι με ακρίβεια και σοβαρότητα την εμπορευματολογία και να αποκτήσουν πλήρη γνώση της νομισματικής και τραπεζικής επιστήμης». Αποτελούσαν δηλαδή οι χώροι εργασίας τους με τα λογιστικά τους «τεφτέρια» (βιβλία), όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο καθηγητής Ενεπεκίδης, φροντιστήρια εμπορικών σπουδών για τους νέους ενός προηγμένου κράτους. Πολλοί απ΄ αυτούς τους βαθύπλουτους Μακεδόνες εμπόρους ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τα γράμματα. Διαβλέποντας αυτοί οι πεπαιδευμένοι Μακεδόνες ότι η απελευθέρωση του Γένους θα πραγματοποιούνταν μόνο με την πνευματική καλλιέργεια, ίδρυαν στις πατρίδες τους και συντηρούσαν με συνεχείς παροχές σχολεία με βιβλιοθήκες υψηλής στάθμης. Ακόμη γίνονταν ευεργέτες του τόπου καταγωγής των με σπουδαία κληροδοτήματα και υποτροφίες για τις σπουδές απόρων νέων, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, με την ίδρυση υδραγωγείων και άλλων κοινωφελών και φιλανθρωπικών έργων. επίσης συντηρούσαν τις εκκλησίες και έκτιζαν περίφημα αρχοντικά. Αλλά παρόμοια ενήργησαν και προς τις νέες τους πατρίδες. Σε 17 ανέρχονταν μόνο τα γνωστά και διακεκριμένα ελληνικά σχολεία κατά το 18ο αιώνα στην Ουγγαρία, ενώ στη Βουδαπέστη και στη Βιέννη λειτουργούσαν παράλληλα και σχολές ανωτέρας παιδείας για τους δασκάλους, οι οποίοι μετά την αποφοίτησή τους επέστρεφαν στις πατρίδες τους, για να φωτίσουν τα παιδιά της σκλαβωμένης Μακεδονίας και να υλοποιήσουν την ιδέα του ξεσηκωμού. Στα ελληνικά σχολεία φοιτούσαν και ξένοι. Η επιχειρηματική και η πνευματική – πολιτιστική δραστηριότητα των Ευρωπαίων παροίκων Μακεδόνων συντέλεσαν, ώστε πολλοί να αναδειχθούν και να τιμηθούν ιδιαίτερα με ύψιστες διακρίσεις σε δημόσιες θέσεις, σε διάφορα πο-
λιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά ακόμη αξιώματα. Εξέπληξαν τον κόσμο της Ευρώπης οι προοδευτικοί εκείνοι Μακεδόνες. Κυβερνήσεις και αυτοκράτορες τους απένειμαν τίτλους ευγενείας, αναγνωρίζοντας το έξοχο και δαιμόνιο επιχειρηματικό ελληνικό πνεύμα τους και την όλη προσφορά τους, την οικονομική, την πολιτιστική αλλά και την πολιτικοστρατιωτική στο κράτος της Αυστροουγγαρίας. Στο στρατό εισέρχονται και αναδεικνύονται οι Μακεδόνες σε υψηλούς βαθμούς. Κατά τον Αυστροτουρκικό πόλεμο του 1788-1789 σχηματίζουν ένα πλήρες τάγμα από εθελοντές με σημαιοφόρο τον Κοζανίτη λόγιο ιατροφιλόσοφο Γεώργιο Σακελλάριο, το οποίο υπό τις διαταγές του Αυστριακού στρατηγού Λάουντον πολέμησε γενναιότατα κατά των Τούρκων. Στις μάχες αυτές διακρίθηκε ιδιαίτερα ένας Κοζανίτης αξιωματικός, ο περίφημος Fon Kozani (ψευδώνυμο), ο οποίος, όταν τον παρουσίασαν στον αυτοκράτορα, του είπε με μακεδονική λεβεντιά και με παρρησία: «Εγώ δε θέλω τίποτα, θέλω μόνο να απελευθερώσετε την ΚΟΖΑΝΗ!» Η επιθυμία του βέβαια δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί δια της διπλωματικής οδού. Αρνήθηκε να δεχθεί οικονομικά προνόμια και προτίμησε να μείνει στην ανωνυμία, αφού δέχθηκε μόνο να φέρει τον τιμητικό τίτλο von Kozani, που του απένειμε ο αυτοκράτορας εκφράζοντας την ικανοποίηση και το θαυμασμό του, για να χαίρεται έτσι, με την ψευδαίσθηση μιας ελεύθερης πατρίδας, τον τίτλο του κυρίου της Κοζάνης. Το όνομά του δεν έγινε γνωστό, για να μην πάθει κανένα κακό η πατρίδα του από τους βάρβαρους κατακτητές της Τούρκους. Επίσης ο Κοζανίτης Διονύσιος Παπαγιαννούσης, ως επίσκοπος Βελιγραδίου (τότε η πόλη ανήκε στους Τούρκους), τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄ με χρυσόβουλο και αυτοκρατορικό δίπλωμα, γιατί κατά τον Αυστροτουρκικό πόλεμο του 1789 μαζί με άλλους 17 Κοζανίτες παρέδωσαν το φρούριο της πόλης στον αυστριακό στρατηγό Λάουντον, αφού προηγουμένως έκαναν κλειδιά και με τέχνασμα παραπλάνησαν τους Τούρκους φρουρούς. Ο Διονύσιος, ευνοούμενος του αυτοκράτορα, αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος της Βούδας και έγινε ο πρώτος Έλληνας ορθόδοξος αρχιερέας της Ουγγαρίας το έτος 1790. Επίσης κατά το Γαλλοαυστριακό πόλεμο (Ναπολεόντιοι πόλεμοι) του 1809 έφτασαν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ πάροικοι της Βιέννης να αδειάσουν τις τεράστιες αποθήκες τους με τα δέματα δερμάτων και βαμβακιού, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν οδοφράγματα εναντίον των εχθρών της θετής τους πατρίδας. Ενίσχυσαν αργότερα οικονομικά και στήριξαν το κράτος, βοηθώντας τον ίδιο τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ σε κάποια περίοδο οικονομικής κρίσης. Οι δαιμόνιοι αυτοί ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ούτε από την πολιτική ζωή απουσιάζουν. Ο Θεόδωρος Καραγιάννης (από την Κοζάνη) και ο Νικόλαος Δούμπας (από τη Βλάστη) εισέρχονται στην αυτοκρατορική βουλή σαν βουλευτές. Ο Κοζανίτης, επίσης, Κ. Τερζής αναδεικνύεται δήμαρχος της Πέστης και άλλοι. Οι δύο πρώτοι ήταν γόνοι των μεγαλυτέρων και βαθύπλουτων οικογενειών του παροικιακού ελληνισμού στο χώρο της Μεσευρώπης. Ο Νικόλαος Δούμπας ήταν γιος του μεγαλέμπορου Στέργιου Δούμπα (Βλάστη), που είχε τιμηθεί με τον τίτλο του βαρώνου. Ο αδελφός του προηγουμένου, ο Μιχαήλ Δούμπας, ανάλαβε τη διεύθυνση της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας. Άλλοι επίσης που τιμήθηκαν με τον τίτλο του βαρώνου, ήταν ο Κωνσταντίνος Μπέλλιος (Βέλλιος) από τη Βλάστη και οι Κοζανίτες Γεώργιος Ταϊκατζής και Νικόλαος Αρμενούλης. Με τον τίτλο του κόμητα τιμήθηκε ο Χριστόφορος Νάκος, από τη Δοϊράνη, για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ουγγαρία για την ανάπτυξη της γεωργίας. Και άλλοι ακόμη τιμήθηκαν με διάφορους άλλους τίτλους ευγενείας και ανάλαβαν υψηλές θέσεις στις νέες πατρίδες τους. Άλλοι υπήρξαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, όπως η οικογένεια Δούμπα και ο Βέλλιος (Βλάστη) και ο Παύλος Χαρίσης (Κοζάνη) και άλλοι από τη Δυτική και Ανατολική Μακεδονία. Η οικογένεια ΔΟΥΜΠΑ πρόσφερε πολλά. η πρώτη γενεά της υπηρέτησε το εμπόριο, η δεύτερη τα γράμματα, τις επιστήμες και τις τέχνες, η τρίτη την πολιτική και η τέταρτη τη διπλωματία. Σπουδαιότερος εκπρόσωπος ήταν ο Νικόλαος Δούμπας, πολιτικός (βουλευτής), φιλόμουσος και φιλότεχνος προστάτης των καλλιτεχνών. Με την πρωτοβουλία και κυρίως με τη γενναία χρηματική αρωγή τού Μακεδόνα αυτού από τη Βλάστη εξωραΐσθηκε στην εποχή του η αυστριακή πρωτεύουσα των Αψβούργων αυτοκρατόρων με ωραιότατα αρχιτεκτονήματα και γλυπτά. Ο τελευταίος γνωστός Δούμπας ήταν ο Κωνσταντίνος, υπήρξε ο τελευταίος πρεσβευτής της Αυστροουγγαρίας στην Ουάσινγκτον. μακρινοί απόγονοί του διακρίνονται σήμερα στην Αυστρία, Ελβετία και στο Βέλγιο.
Εκπληκτική υπήρξε επίσης η διαδρομή και η προσφορά της οικογένειας Καραγιάννη από την ΚΟΖΑΝΗ. Γενάρχης αυτής ήταν ο Γεώργιος Καραγιάννης. έφτασε νεότατος από την Κοζάνη το 1760 στην Αυστρία, όπου έφερε και τους αδελφούς του. Δημιούργησε αλυσίδα εργοστασίων νηματουργίας και υφαντουργίας. για τον πλούτο που απέκτησε από τις βιομηχανίες του και για τις ιδέες του ο αρχιδούκας (διάδοχος του θρόνου) της Αυστρίας Φρειδερίκος Αύγουστος τον κατέταξε στην υψηλή τάξη των κληρονομικών ευγενών και του απένειμε τον υψηλό και επίζηλο κληρονομικό τίτλο του «φον» (φον Κάραγιαν), που έφερε μέχρι το θάνατό του και ο τελευταίος απόγονός του. Ο γιος του Θεόδωρος Καραγιάννης (1810-1873) απέκτησε τις υψηλότερες διακρίσεις στα γράμματα απ΄ όλους της «δυναστείας των φον Κάραγιαν». Διευθυντής της αυτοκρατορικής βιβλιοθήκης, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Ακαδημίας Επιστημών. εκλέχθηκε γερουσιαστής το 1867, έγινε κυβερνητικός σύμβουλος και τέλος έλαβε τον τίτλο του ιππότη. Πέθανε στη Βιέννη 63 ετών και τάφηκε στο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο. Το μεγάλο νεκρό αποχαιρέτησε ο διάσημος λατινιστής της εποχής Johannes Vahlen: «... αυτό που ξεχώριζε τις επιστημονικές του επιδόσεις ήταν η ευσυνειδησία. είχε μεγαλώσει θητεύοντας την αλήθεια... ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι η επιστήμη επιβάλλει καθήκοντα που μπορεί να εκπληρώσει μόνο όποιος τα αναλαμβάνει υπεύθυνα με ελεύθερη και αδιαίρετη βούληση». Ο γιος του Μαξιμιλιανός Καραγιάννης διέπρεψε σαν καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Γκρατς στην έδρα της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας. Ο άλλος γιος του, ο Λουδοβίκος, διαπρεπής γιατρός, διατέλεσε επιθεωρητής υγείας της Κάτω Αυστρίας. Τελευταίος απόγονος των ΚΑΡΑΓΙΑΝ – από αρρενογονία – είναι ο Herbert von Karajan, εγγονός του Λουδοβίκου και δισέγγονος του Θεοδώρου Καραγιάννη. Γεννήθηκε στο Σάλτσμπουρκ το 1908. Σπούδασε τη μουσική. υπήρξε δεσπόζουσα και αναντικατάστατη μορφή στη μεταπολεμική μουσική, μορφή καθοριστική για την εξέλιξη της κλασικής μουσικής στον 20ο αιώνα. Στο απώγειο της καριέρας του έφτασε σαν ισόβιος διευθυντής της Φιλαρμονικής ορχήστρας του Βερολίνου και της Όπερας της Βιέννης. Η προσφορά του θα μείνει αιώνια από το τεράστιο δισκογραφικό του έργο για τη διάδοση της κλασικής μουσικής σε παγκόσμια κλίμακα. Ο ίδιος δεν αξιώθηκε να επισκεφθεί τη γενέτειρα των προγόνων του λόγω των πολλαπλών του υποχρεώσεων. όμως λίγο πριν πεθάνει παραλαμβάνοντας το βραβείο «Ολύμπια» από το Ίδρυμα Ωνάση δήλωσε: «Αισθάνομαι πολύ Έλληνας». Με το θάνατο του τελευταίου Fon Karajan (Καραγιάννη) τελειώνει ένα σπουδαίο κεφάλαιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η προσφορά του Μακεδονικού Παροικιακού Ελληνισμού στην οικονομική και εκπολιτιστική ανάπτυξη της ΕΥΡΩΠΗΣ ήταν ασύγκριτα μεγάλη και ευεργετική, όταν στη Μακεδονία υπήρχε μαύρη σκλαβιά. Όλοι αυτοί οι απόδημοι Ελληνομακεδόνες, πριν από τρεις και περισσότερο αιώνες, άνοιξαν το δρόμο της Κεντρικής Ευρώπης και συνέβαλαν δημιουργικά στην ανάπτυξη και τον πολιτισμό της, επιβεβαιώνοντας ακόμη μια φορά την ελληνική διάρκεια και την προαιώνια οικουμενική αποστολή του ελληνικού πνεύματος. Ανεκτίμητη προσφορά! Πώς όμως χάθηκε όλος αυτός ο ακμαίος και ωραίος παροικιακός ελληνισμός της Μεσευρώπης, που εξέπληξε τον κόσμο της Ευρώπης ακόμη και τους ίδιους τους Αψβούργους αυτοκράτορες με τον πλούτο, την ευφυΐα και τη δραστηριότητά τους για δύο και περισσότερο αιώνες;;; Βασική αιτία ήταν οι συνεχείς πόλεμοι της Αυστρίας, επίσης η ανθελληνική πολιτική του Μέτερνιχ εξ αφορμής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, οι ανθελληνικές θεωρίες που δημοσίευσε ο Γερμανός ιστορικός Φαλμεράιερ για δήθεν εκσλαβισμό των Ελλήνων, αλλά καταλυτική αιτία υπήρξε η αφομοίωση των παροίκων Ελλήνων με τους εγχώριους (ο εξουγγρισμός και ο εκγερμανισμός) με επακόλουθο την αποβολή της ελληνικής γλώσσας. [Ας στρέψουμε όμως πάλι τους προβολείς της ιστορικής πορείας στη σκλαβωμένη μητροπολιτική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ]. Παράλληλα με την εμπορική και την πνευματική ανάπτυξη παρουσιάζεται και καλλιτεχνική ανάπτυξη, ιδίως στη ζωγραφική (τοιχογραφίες και φορητές εικόνες), που συνεχίζει τη βυ-
ζαντινή παράδοση της παλαιολόγειας τέχνης, γι΄ αυτό χαρακτηρίζεται ως μεταβυζαντινή τέχνη (1430-1830) με κέντρα το Άγιο Όρος, τα μοναστήρια των Μετεώρων και την Καστοριά. Αναπτύσσονται όλοι οι κλάδοι της λαϊκής τέχνης. Η αρχιτεκτονική και η ξυλογλυπτική παρουσιάζουν κάποια ανάπτυξη. κτίζονται θαυμάσια αρχοντικά, όπως π.χ. στην Κοζάνη, στη Σιάτιστα, στην Εράτυρα, στη Βλάστη, στην Καστοριά, που μαρτυρούν τον πλούτο που απέκτησαν κάποιες αρχοντικές οικογένειες το 18ο αιώνα με το εμπόριο των καραβανάρηδων στις χώρες της Βαλκανικής (Σερβία και Παραδουνάβιες Ηγεμονίες – Βλαχία και Μολδαβία) και της Κεντρικής Ευρώπης. Αυτά διακοσμούνται με ωραίες τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες οροφές. επίσης κτίζονται ή εξωραΐζονται ναοί και μονές, που διακοσμούνται επίσης με ποικιλόχρωμες τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτα ωραία έργα, τέμπλα, άμβωνες και δεσποτικούς θρόνους. Επίσης παρουσιάζεται ακμή της τορευτικής τέχνης – της μεταλλοτεχνίας και της αργυροχρυσοχοΐας – (επεξεργασία σιδήρου και χαλκού – κοσμήματα και είδη μαγειρικής και λατρευτικής χρήσης αντίστοιχα). Τέλος αξιοθαύμαστα είναι τα προϊόντα της υφαντικής, της κεντητικής και της βαφικής τέχνης, καθώς και της ταπητουργίας (χρυσοκέντητοι επιτάφιοι, άμφια αρχιερέων, τάπητες κ.λ.π.). είναι και τα προϊόντα επίσης της κεραμικής τέχνης και της γουνοποιίας, με κέντρα επεξεργασίας των γουναρικών στην Καστοριά και στη Σιάτιστα, στα οποία μονοπωλιακά απασχολούνταν πολλοί τεχνίτες γουναράδες. Έβαζαν όλη την καλαισθησία τους και κέρδιζαν πολλά χρήματα στα διάφορα παζάρια και έκαναν και εξαγωγές. Μεγάλος όμως ήταν ο πόθος και η ελπίδα της ανάστασης του Γένους. Ο ελληνικός πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ποτέ δεν αποδέχθηκε σαν γεγονός τετελεσμένο την τουρκική σκλαβιά. Οι κάτοικοι, της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ιδιαίτερα, μισούσαν αφάνταστα τους Τουρκομογγόλους δυνάστες, ελπίζοντας σε κάποια βοήθεια από τη Χριστιανική Δύση. Παρά τα απάνθρωπα μέσα που χρησιμοποιούσε η τουρκική διοίκηση, για να τους εξισλαμίσει και να τους εκτουρκίσει, το φρόνημα των περισσοτέρων Μακεδόνων έμενε ακμαίο, αδιάφθορο, μέχρι θανάτου. Οι πρώτες εξεγέρσεις σημειώνονται στην περιοχή της ΠΙΝΔΟΥ, πολύ νωρίς κιόλας – το 1458, γεγονός που εξανάγκασε το ΣΟΥΛΤΑΝΟ να ιδρύσει εκεί το αρχαιότερο αρματολίκι στα ελληνικά εδάφη. Η τουρκική κατοχή δεν είχε ακόμη παγιωθεί και η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι ρευστή. Επίσης και στην περιοχή του ΟΛΥΜΠΟΥ η κατάσταση εμπνέει μεγάλη ανησυχία στους Τούρκους. επικρατεί αναβρασμός στους ανυπότακτους κατοίκους. Ψυχή της Ελληνικής αντίστασης στα τέλη του 15ου αιώνα στην περιοχή του Ολύμπου ήταν ο όσιος ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ. Στο μοναστήρι της ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ – που έκτισε - δημιουργείται πυρήνας της κλεφτουριάς / επαναστατικός. από το γεγονός αυτό θα εξαναγκασθούν οι Τούρκοι να ιδρύσουν εκεί το δεύτερο αρματολίκι και ως το 1537 ίδρυσαν στη ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – 5 – αρματολίκια, για να συγκρατήσουν τους κλέφτες της Ελασσόνας, της Μηλιάς, των Γρεβενών, των Σερβίων και της Βέροιας. Και άλλοι θρησκευτικοί άνδρες, εκτός από τον όσιο Διονύσιο, έδρασαν γενναία και αποφασιστικά, για να τονώσουν το ηθικό των πιστών «ραγιάδων» και να διατηρήσουν τον ελληνισμό μέσα στο πηχτό σκοτάδι των πρώτων κιόλας χρόνων της τουρκικής τυραννίας. Ο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ όσιος ΝΙΚΑΝΩΡ τον 16ο αιώνα πορεύθηκε στη Δυτική Μακεδονία, διδάσκοντας και κηρύσσοντας στα χωριά. Άλλος ένας είναι ο ΘΕΟΦΑΝΗΣ, Γιαννιώτης στην καταγωγή, που έδρασε το 17ο αιώνα στην περιοχή του ΒΕΡΜΙΟΥ. Οι τρεις αυτοί ιερωμένοι, Διονύσιος, Νικάνωρ, Θεοφάνης, ενίσχυσαν την πίστη των κατοίκων των περιοχών εκείνων, για να ανακόψουν το ρεύμα του εξισλαμισμού με την παράλληλη δράση της ηρωικής κλεφτουριάς. Ο γνωστότερος και γενναιότερος Έλληνας Μακεδόνας κλεφταρματολός του 17ου αιώνα είναι ο Κοζανίτης ΠΑΝΟΣ ΜΕΪΝΤΑΝΗΣ. Εκτελέσθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1700 – είχε συλληφθεί με προδοσία. Η πρώτη επίσημη επαναστατική κίνηση των Μακεδόνων, που μαρτυρείται από τις πηγές, έγινε το 1495, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Η΄ θα εκστράτευε κατά της Κωνσταντινούπολης. Έκανε σχέδια μεγαλόπνοα, να καταλάβει το θρόνο της άλλοτε Βυζαντινής Ελληνικής Αυτοκρατορίας, στηρίζοντας τα δικαιώματά του στους τίτλους που είχε αγοράσει από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ, ανιψιό του τελευταίου αυτοκράτορα
του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ωστόσο αυτά τα σχέδια του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η΄ δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. η εκστρατεία ματαιώθηκε, παραταύτα όμως οι εξεγερμένοι Έλληνες Μακεδόνες πλήρωσαν ακριβά, απάνθρωπα ήταν τα αντίποινα του σουλτάνου ΒΑΓΙΑΖΗΤ Β΄ (1481-1512). Θα ακολουθήσουν και άλλες φορές που οι δύστυχοι ραγιάδες Έλληνες θα διαψευσθούν στις προσδοκίες τους σχετικά με τις επεμβάσεις της Χριστιανικής Δύσης κατά των Οθωμανών Τούρκων, τόσο κατά τους Βενετοτουρκικούς όσο και κατά τους Αυστροτουρκικούς πολέμους και αργότερα κατά τους Ρωσοτουρκικούς. Ο Ελληνισμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ πρόσφερε πολύ αίμα και πολύ χρήμα στο βωμό της θεάς Ελευθερίας – για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. πολλές εστίες εξέγερσης δημιουργήθηκαν, πριν και μετά το 1821, μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913. Νέος επαναστατικός άνεμος πνέει στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κατά τον πόλεμο της ΙΕΡΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ (Βενετίας-Πάπα-Ισπανίας) εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά τη συντριβή του τουρκικού στόλου στη ναυμαχία της Ναυπάκτου τον Οκτώβριο του 1571 από το συνασπισμό των χριστιανικών στόλων – γεγονός που σηματοδότησε το τέλος της οθωμανικής ναυτικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο – οι Έλληνες στην περιοχή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και των Σερρών αναθάρρησαν και έκαναν εξέγερση, που οι Τούρκοι κατακτητές κατέπνιξαν στο αίμα. τα θύματα έφτασαν τις 30.000 και οι αιχμαλωσίες και οι λεηλασίες συμπλήρωσαν το σκηνικό της τουρκικής βαρβαρότητας. Τα γεγονότα αυτά της ανυποταξίας των Μακεδόνων εξανάγκασαν την τουρκική διοίκηση να ενισχύσει τα αρματολίκια για την ασφάλεια του τουρκικού πληθυσμού από τους Έλληνες κλέφτες, που λημέριασαν στα ψηλά βουνά, Όλυμπο, Πιέρια, Βέρμιο, Πίνδο. Στους αρματολούς ο σουλτάνος της Τουρκίας ΣΕΛΙΜ Β΄ (1524-1574) αναγκάσθηκε να παραχωρήσει τοπική ανεξαρτησία (Γρεβενά, Κοζάνη, Σιάτιστα, Σέρβια κ.λ.π.). και έτσι ήταν ελεύθεροι επί δύο αιώνες, μέχρι την εποχή του ΑΛΗ πασά της Ηπείρου, ο οποίος θα αρχίσει σκληρούς, εξοντωτικούς πολέμους κατά των κλεφταρματολών. Το 1796 – επί της βασιλείας του σουλτάνου ΣΕΛΙΜ Γ΄ (1761-1808) – ο Αλής αυτός ο Τεπελενλής, αιμοβόρος Αλβανός (από το Τεπελένι), πασάς της Ηπείρου, εκστράτευσε κατά της Μακεδονίας και έφτασε στον Όλυμπο, αλλά, και τις δύο φορές που συγκρούσθηκε, νικήθηκε και αποκρούσθηκε από τους «σταυραετούς» του Ολύμπου, τους γενναίους Έλληνες κλεφταρματολούς. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ πέρασαν επίσης κρίσιμες ημέρες από τις συχνές εξεγέρσεις των γενιτσάρων και από τις ληστρικές αλβανοτουρκικές συμμορίες, που έσφαξαν και ρήμαξαν τους πληθυσμούς της υπαίθρου, κατά τα έτη 1742, 1743, 1755, 1759, 1765, αλλά και της ίδιας ακόμη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, της Selanik, όπως την έλεγαν οι Τούρκοι. Κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο των ετών 1768-1774 οι Έλληνες παρασύρθηκαν από τους Ρώσους πράκτορες σε νέες επαναστατικές ενέργειες (Ορλωφικά γεγονότα). Ένας από αυτούς, ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΖΩΛΗΣ, ήταν Μακεδόνας από τη Σιάτιστα, λοχαγός της τσαρικής φρουράς της Τσαρίνας της Ρωσίας ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ Β΄ (1762-1796) της Μεγάλης. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ επαναστάτησαν και αυτοί, όπως έπραξαν και οι άλλοι Έλληνες σε άλλες περιοχές, κατά της τουρκικής τυραννίας και έδρασαν από την περιοχή των Τρικάλων ως την Έδεσσα. τότε διακρίθηκαν τα ανταρτικά σώματα των οπλαρχηγών Ζιάκα των Γρεβενών, Ζήδρου και Λάζου του Ολύμπου και του Βλαχάβα των Χασίων. Ο πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Τούρκων τελείωσε με την νίκη των Ρώσων και με την επανείδιστη για τους Τούρκους Συνθήκη ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊταρτζή το 1774. Αλλά κτηνώδη ήταν και πάλι τα αντίποινα των Τούρκων κατά των Ελλήνων. χαώδης ήταν η κατάσταση στην ύπαιθρο, κυρίως στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, από τη δράση των ληστρικών επιδρομών των τουρκαλβανικών συμμοριών. Οι Χριστιανοί της Μακεδονίας υποστηρίχθηκαν τότε πνευματικά και ψυχικά από τον ιεραπόστολο και εθναπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό (τον Πατρο-Κοσμά). Πέρασε από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ διασχίζοντάς την κατά τις τρεις ιεραποστολικές του περιοδείες, τα έτη 1766, 1775 και 1778, κηρύσσοντας πίστη στο Χριστό και προφητεύοντας τη μελλοντική ανάσταση του ΓΕΝΟΥΣ. Παράλληλα ίδρυσε πάρα πολλά (200) σχολεία, μετατρέποντας αλειτούργητες εκκλησίες και εγκαταλειμμένα μοναστήρια σε σχολικές αίθουσες. Η εκκλησία τον αγιοποίησε ανα-
γνωρίζοντάς τον νεομάρτυρα – οι Τουρκαλβανοί του ΑΛΗ πασά τον έγδαραν ζωντανό. τη μνήμη του γιορτάζουμε στις 24 Αυγούστου. Στα τέλη του 18ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό: μαστίζεται από την αναρχία των γενιτσαρικών σωμάτων και από τις ανταρσίες κάποιων φιλόδοξων και ισχυρών πασάδων, που απειλούν με διαμελισμό το Οθωμανικό κράτος. Την ίδια εποχή εξάλλου θα ξεσπάσουν και άλλοι 2 Ρωσοτουρκικοί πόλεμοι, ένας το 1787-1792 και ένας το 1806-1812, που έληξαν αντίστοιχα με τις συνθήκες ειρήνης του Ιασίου και του Βουκουρεστίου. Η ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ, δηλαδή ο Σουλτάνος με την κυβέρνησή του, βρίσκονται σε πολύ δύσκολη κατάσταση, την κρισιμότητα της οποίας επιτείνει και περιπλέκει και η επανάσταση των ΣΕΡΒΩΝ, που αρχίζει το 1804-1812, αρωγοί των οποίων θα σπεύσουν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ οπλαρχηγοί, Γεωργάνης Ολύμπιος, Νικοτσάρας και ο Καρατάσιος Αναστάσιος. Κατά το νέο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787-1792, οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δε δραστηριοποιήθηκαν, φοβούμενοι τα αντίποινα των Τούρκων, παρά την εμφάνιση στο Θερμαϊκό κόλπο καταδρομικού στολίσκου με επικεφαλής το ΛΑΜΠΡΟ ΚΑΤΣΩΝΗ, Έλληνα εμπειροπόλεμο αξιωματικό του ρωσικού στρατού, ο οποίος μάλιστα έκανε και αιφνιδιαστικές αποβατικές ενέργειες σε παράκτια χωριά. Πριν τελειώσει ακόμη ο πόλεμος, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ γίνεται πάλι πεδίο δράσης φοβερών τουρκαλβανικών ληστρικών επιδρομών. Ληστρικές συμμορίες ερήμωσαν την ύπαιθρο, με αποτέλεσμα να προκληθεί λιμός. Τότε οι οπλαρχηγοί των κλεφταρματολών, Λαζός, Βλαχάβας, Σταθάς, Νικοτσάρας εγκαταλείπουν με τα παλληκάρια τους τα κρησφύγετά τους στη Δυτική Μακεδονία και βγαίνουν στο Βόρειο Αιγαίο πειρατές. Αργότερα θα προσφέρουν στους Ρώσους τις υπηρεσίες τους, στη διάρκεια του επομένου πολέμου (1806-1812), όταν πράκτορες πάλι του ρωσικού στρατού ζητούσαν τη σύμπραξη των Ελλήνων. Οι διπλωματικές ενέργειες των Ρώσων ερέθισαν τις συνειδήσεις και αναπτέρωσαν τις ελπίδες των Μακεδόνων, οι οποίοι αναθάρρησαν και από τη συνεχιζόμενη επανάσταση των Σέρβων. Έτσι επαναστάτησαν πάλι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. Πρώτος κινήθηκε ο Νικοτσάρας. αφού αποβιβάσθηκε στο Σταυρό Χαλκιδικής, έδρασε γενναία στην Ανατολική Μακεδονία, το Μάιο 1807, στην περιοχή της Ζίχνας. αλλά αποκρούσθηκε από τον ισχυρό στρατό του Ισμαήλ μπέη των Σερρών και κατέφυγε στο Άγιο Όρος. Τελικά σκοτώθηκε στο Λιτόχωρο πολεμώντας τους Τούρκους. Τον άλλο χρόνο ο οπλαρχηγός Θύμιος Βλαχάβας, που επέστρεψε στο μεταξύ από το Αιγαίο στο αρματολίκι του, με τη σύμπραξη και άλλων κλεφτών, την άνοιξη του 1808, ξεκαθάρισε τις επαρχίες από τις αλβανικές συμμορίες. Τελικά όμως το κίνημα δε γενικεύθηκε και απέτυχε. Ο ίδιος αιχμαλωτίσθηκε και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα Ιωάννινα. Την όλη κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί στη Βαλκανική, επομένως και στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, μετά τον προηγούμενο πόλεμο (1787-92) και την επανάσταση των Σέρβων, έσπευσε να εκμεταλλευθεί ο Αλβανός Αλής, ο πασάς των Ιωαννίνων («η αλεπού της Ηπείρου») με την αρβανιτιά του. Ύστερα από αρκετές προσπάθειες κατέλαβε με βία το 1804 την Κοζάνη, την Έδεσσα, τη Βέροια, τη Νάουσα και είχε υπερφορολογήσει τις περιοχές της Καστοριάς και του Μοναστηρίου. Είχε φτάσει μάλιστα με το στρατό του μέχρι την περιοχή των Σερρών. Το 1807 επανήλθε και επιτέθηκε πάλι στον Όλυμπο. Τέλος με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1812 σταμάτησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος και την ίδια χρονιά έληξε και η Σερβική Επανάσταση. Τώρα σε όλη τη Βαλκανική επικρατεί η ειρήνη. Αλλά και στην Ευρώπη μετά τη μάχη του Βατερλό, το 1814, λήγουν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι και οι νικητές του «Μεγάλου ταραξία» - του Μεγάλου Ναπολέοντα Βοναπάρτη – θα επιβάλουν ένα πολύ σκληρό, αντιδραστικό, λαομίσητο «status quo» (καθεστώς). κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των συμφερόντων της απόλυτης μοναρχίας, των ισχυρών της Ευρώπης, ευλογημένο από την «Ιερά Συμμαχία», την οποία συγκρότησαν η ΑΥΣΤΡΙΑ, η ΡΩΣΙΑ και η ΠΡΩΣΙΑ στο Παρίσι το 1815. Οι ισχυροί δυνάστες των χωρών αυτών καθιέρωσαν ως υπέρτατο νόμο των εθνών την αρχή της νομιμότητας, την οποία επισφράγισε η διπλωματία του Αυστριακού Καγκελάριου Μέττερνιχ, υπό την προεδρία του οποίου έγινε το Συνέδριο / Συνθήκη της ΒΙΕΝΝΗΣ το 1815. Έτσι η «Ιερά Συμμαχία» έγινε παντεπόπτης. Από τότε άπλωσε τις μαύρες φτερούγες της παντού στην ΕΥΡΩΠΗ και κάθε φιλελεύθερο κίνημα το θεωρούσε όχι μόνο ανεπιθύμητο αλλά και ενεργά εχθρικό. Έπρεπε να εφαρμόσει την πολιτική της, που σήμαινε συντήρηση με κάθε μέσο της φεουδαρχίας και των μοναρχικών καθεστώτων και συντριβή των επαναστατικών κινημάτων. Ο «άφρων» Μέττερνιχ διατύπωνε με
ωμότητα την πολιτική του φιλοσοφία: «Μόνο οι μονάρχες έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών, οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στο ΘΕΟ». Επομένως σύμφωνα με τις αρχές της «Ιεράς Συμμαχίας» η σκλαβιά κάτω από ξένο δυνάστη – στην περίπτωση των Ελλήνων από το Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – ήταν ευλογημένη από το ΘΕΟ και ο αγώνας για την ελευθερία ενός λαού έργο του Σατανά! [Άκουσον, άκουσον...]! Πόσο πιο μεγάλη έγινε η αφροσύνη των πανίσχυρων δυναστών της ΕΥΡΩΠΗΣ μετά το Βατερλό! Ο Σπυρίδων Τρικούπης στο σύγγραμμά του «Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως» γράφει: «Τό ἱερόν Εὐαγγέλιον δὲν ἐθεωρήθη ποτέ σχολεῖον δεσποτισμοῦ καί δουλείας, ἀλλά μάθημα πραότητος, ἀγάπης καὶ παραμυθίας τῶν πασχόντων καί βιβλίον ἐλευθέρων ἀνθρώπων ἰσοτίμων... τοιοῦτος ἦτο ὁ πολιτικός φανατισμός τῆς «Ἱερᾶς Συμμαχίας», ὥστε ἤθελε τούς ἄθλιους Ἕλληνας ἤ Μωαμεθανούς συνδεσπόζοντας ἤ Χριστιανούς δουλεύοντας». Με αυτά τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Διπλωματίας ήταν επόμενο η εκκολαπτόμενη Ελληνική Επανάσταση να προσκρούσει μετωπικά πάνω στους υφάλους της, αφού η Διακήρυξη της «Ιεράς Συμμαχίας» στο Συνέδριο του Λάυμπαχ (Ιανουάριος – Μάρτιος 1821) καταδίκαζε απερίφραστα ως πράξη εγκληματική κάθε φιλελεύθερη κίνηση των λαών και αναγνώριζε μόνο στους «θεόθεν την εξουσίαν εμπεπιστευμένους» το δικαίωμα να σκορπίζουν την ευλογία τους στους λαούς. Η Γαλλική Επανάσταση (1789-1799) και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι είχαν προκαλέσει σημαντικές μεταβολές τόσο στην οικονομική όσο και στην κοινωνική δομή της χώρας, της Μακεδονίας και της λοιπής Ελλάδας. Ιδιαίτερα συντέλεσε σ΄ αυτό το γεγονός το εμπόριο, στο οποίο διακρίθηκαν με επιτυχία μεγάλη οι Έλληνες. Έτσι άρχισε να σχηματίζεται σε όλα τα κέντρα μια μικρή αστική τάξη, που οραματιζόταν την απελευθέρωση του Γένους. Σ΄ αυτό το σκοπό συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό και τα τραγούδια του ΡΗΓΑ: «... Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή...». Ο παράγοντας όμως που θα υλοποιήσει τους πόθους και τα οράματα των «ραγιάδων» Ελλήνων, τις προσδοκίες τόσων και τόσων γενεών – τεσσάρων αιώνων – είναι η μυστική οργάνωση των φιλικών, η γνωστή μας «ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδυσσό. Ο σπόρος που έριξε, βρήκε γόνιμο έδαφος στην ψυχή του μακεδονικού ελληνισμού και έδωσε τους καρπούς του από τους πρώτους μήνες του επαναστατικού αγώνα. Δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε ακριβώς το δίκτυο των διακλαδώσεων αυτής στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Αν όμως λάβουμε υπόψη μας ότι είχαν μυηθεί σ΄ αυτήν πολλοί ανώτεροι κληρικοί, με κύρος και επιρροή στο λαό, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονταν ο μητροπολίτης Σερρών Χρύσανθος, ο Βενιαμίν Κοζάνης, ο Άνθιμος Γρεβενών, ο Ιερόθεος Αγίου Όρους και ο επίσκοπος του Αρδαμερίου (επαρχία Λαγκαδά) Ιγνάτιος, συμπεραίνουμε ότι οι ιδέες της Εταιρείας θα είχαν διαδοθεί σε μεγάλη έκταση στη Μακεδονία. Από τους πρώτους, που είχαν μυηθεί, ήταν και οι οπλαρχηγοί Γεωργάκης Ολύμπιος από το Λιβάδι Ολύμπου, ο Γιάννης Φαρμάκης από τη Βλάστη, ο Αναστάσιος Καρατάσος από την περιοχή της Βέροιας και ο Άγγελος Γάτσος από την περιοχή της Έδεσσας. Ακόμη και οι ελληνικής καταγωγής πρόξενοι της Ρωσίας στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και στις ΣΕΡΡΕΣ ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Απόστολος όμως της Εταιρείας στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ιθύνων νους της επανάστασης, που σε λίγους μήνες θα ξεσπάσει, ήταν ο Μακεδόνας Σερραίος (από τη Δοβίστα / 1772-1821) μεγαλέμπορος και τραπεζίτης ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΠΑΣ. Επιστολές αυτού προς τον πρόκριτο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Χριστόδουλο Μπαλάνο επέδωσε το Δεκέμβριο του 1820 ο φιλικός Δημήτριος Ύπατρος, όταν κατευθυνόμενος προς τα Ιωάννινα πέρασε από τη Θεσσαλονίκη και γνωρίσθηκε με τα μέλη της Δημογεροντίας της Ελληνικής Κοινότητας της πόλης για το συγκεκριμένο μυστικό σκοπό της εξέγερσης. Με τις πρώτες κιόλας ειδήσεις από το κίνημα του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ στη Μολδαβία δημιουργείται έντονος επαναστατικός ενθουσιασμός στους κατοίκους της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και της Χαλκιδικής με επίκεντρο τη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, όπου έφτασε η ιαχή της Επαναστατικής προκήρυξης του αρχηγού της Φιλικής Εταιρείας και αρχιστράτηγου της Ελληνικής Επανάστασης, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ, η οποία (προκήρυξη) έλεγε: «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ... Η ώρα ήλθεν, ω ΕΛ-
ΛΗΝΕΣ... ποία ελληνική ψυχή θέλει αδιαφορήσει εις την πρόσκλησιν της πατρίδος; ... ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι ΕΛΛΗΝΕΣ, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! ... Εις τα όπλα λοιπόν, φίλοι, η πατρίς μάς προσκαλεί». Αλλά και από τη Νότια Ελλάδα έφτασε στη Μακεδονία σαν ψαλμός – σαν χερουβικό – ο αντίλαλος του όρκου των επαναστατών: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Τα συναισθήματα αυτά ηλεκτρίζουν τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. Ενώ στη Νότια Ελλάδα (Μοριά, Ρούμελη) η επανάσταση άρχιζε στα τέλη του Μαρτίου 1821, στη Χαλκιδική έφτανε με πολεμοφόδια από την Κωνσταντινούπολη ο Εμμανουήλ Παππάς, με εντολή του Αρχηγού της Επανάστασης Α. ΥΨΗΛΑΝΤΗ. Συμπτωματικά την ημέρα που ξεσπούσε η επανάσταση στο Μοριά και οι επαναστάτες απελευθέρωναν την πρώτη πόλη, την ΚΑΛΑΜΑΤΑ, την ίδια ημέρα ακριβώς, 23 Μαρτίου 1821, αποβιβαζόταν στο Άγιο Όρος στη Μονή Εσφιγμένου και αυτός, όπου έστησε το στρατηγείο του. Εκεί από κοινού με τους εκπροσώπους των μοναστηριών κατέστρωσε τα σχέδια της εξέγερσης της Χαλκιδικής και θα αναλάβει την ηγεσία της επανάστασης σε όλη τη Μακεδονία. Ζήτησε την οικονομική ενίσχυση από τους ηγουμένους των μοναστηριών, οργάνωσε τη στρατολόγηση των μοναχών και των χωρικών της περιοχής και προσπάθησε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των Σερραίων, ενώ ταυτόχρονα διαμήνυσε στη Δημογεροντία των ΨΑΡΩΝ να του αποστείλουν εξοπλισμένα καράβια, για να αποκρούσουν ενδεχόμενες αποβάσεις τουρκικών δυνάμεων. Όμως το Άγιο Όρος, μολονότι αποτελούσε θαυμάσιο φυσικό ορμητήριο, δεν ήταν το κατάλληλο προγεφύρωμα για την εξάπλωση της ανταρσίας. οι μοναχοί ήταν πολλοί, περίπου 3.000, αλλά οι περισσότεροι δε συμφωνούσαν. Όμως η απόβαση του Εμμανουήλ Παππά στο Άγιο Όρος έδωσε το σύνθημα του ξεσηκωμού. σε όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ επικρατούσε επαναστατικός αναβρασμός και όλοι περίμεναν το έναυσμα του αγώνα. Το δημοτικό τραγούδι εκφράζει την ελπίδα τους: «Σαν τη σπίθα κρυμμένη στη στάχτη εκρυβόταν για μας λευτεριά...». Τελικά οι μοναχοί, οι πρόκριτοι και ο απλός λαός δεν προχωρούσαν σε δράση, γιατί πληροφορήθηκαν τον απαγχονισμό του Πατριάρχη (της Κωνσταντινούπολης) ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Ε΄ (10 Απριλίου 1821 / Κυριακή του ΠΑΣΧΑ), ο οποίος στο μεταξύ είχε εξαναγκασθεί από τον ίδιο το σουλτάνο ΜΑΧΜΟΥΤ Β΄ (1808-1839) να αποκηρύξει την επανάσταση του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν την απόβαση Ψαριανών στο Τσάγεζι (παράλιος οικισμός στο νομό Λαρίσης), επιδόθηκαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σε λεηλασίες ελληνικών καταστημάτων και σε φυλακίσεις εμπόρων. Η τρομοκρατία γενικεύεται.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Μπρος στο γενικό αυτό επαναστατικό αναβρασμό ο διοικητής («μουτεσελίμης») της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΕΡΙΦ ΣΙΝΤΙΚ ΓΙΟΥΣΟΥΦ μπέης καλεί με κάποια πρόφαση όλους τους Έλληνες προκρίτους της περιοχής του στο διοικητήριο για «σύσκεψη». Όμως όλοι αντιλήφθηκαν ότι η ενέργεια αυτή ήταν παραπλανητική. απέβλεπε στο να κρατηθούν αυτοί σαν όμηροι, για να αποτραπούν επαναστατικές ενέργειες. Έτσι στάλθηκαν στην πόλη απλοί άνθρωποι, φτωχοί και κάποιοι μοναχοί. Οι ανώνυμοι αυτοί πατριώτες – εθελοντές θα θυσιασθούν (θα σουβλισθούν) στο βωμό της θεάς ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, είναι τα πρώτα θύματα της θηριωδίας που διέπραξαν οι Τούρκοι, για να τρομοκρατήσουν τους ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ και τους περίχωρους, προτού ακόμη εκραγεί η επανάσταση. Αυτοί όλοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ένας από τους προκρίτους της Θεσσαλονίκης, ο Μαλάκης, και ένας παπάς, ο Ανανίας Μαρκόπουλος, πάνω στον οποίο βρέθηκαν επαναστατικές προκηρύξεις της Φιλικής Εταιρείας, οδηγήθηκαν αλυσοδεμένοι στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στον Κανλή Κουλέ (πύργος του αίματος / ο σημερινός «ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ»), όπου απαγχονίσθηκαν. Έξαλλος από οργή ο Τούρκος διοικητής Γιουσούφ μπέης έδωσε εντολή να γίνουν αθρόες συλλήψεις στην πόλη. Στα υπόγεια του διοικητηρίου, όπου οδηγήθηκαν, ρίχνονται σιδηροδέσμιοι 400 Έλληνες της πόλης και της γύρω περιοχής. Στην πόλη επικρατεί χάος, αρχίζει ένας άγριος διωγμός κατά των Ελλήνων κατοίκων. Στην τρομοκρατία αυτή συμπράττουν με τους βάρβαρους κατακτητές Τούρκους και πολλοί ΕΒΡΑΙΟΙ συντοπίτες, αλλά και «χριστιανοί», οι Φραγκολεβαντίνοι (κατάλοιπα της περιόδου της λατινοκρατίας / φραγκοκρατίας), οι οποίοι θεώρησαν κατάλληλη την ευκαιρία να απαλλαγούν από τους ανταγωνιστές τους στο εμπόριο Έλληνες. Φρόντισε επίσης ο Τούρκος μπέης να στείλει δυνάμεις να αποκλείσουν τον ισθμό της Χερσονήσου του ΑΘΩ (πρόκειται για τη διώρυγα που είχε ανοίξει ο ΞΕΡΞΗΣ, όταν οι Πέρσες εισέβαλαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το έτος 481 π.Χ.). Στις 17 Μαΐου 1821 το έναυσμα του επαναστατικού αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την απελευθέρωση της Μακεδονίας, που 400 περίπου χρόνια περίμεναν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, πυροδότησαν νεαροί του ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ, όταν ξεσηκώθηκαν και επιτέθηκαν εναντίον του διοικητηρίου της κωμόπολης και εξόντωσαν το «βοεβόδα» - Τούρκο διοικητή – και 14 ακόμη άνδρες του τουρκικού αποσπάσματος που αποτελούσε τη φρουρά της. Στη συνέχεια οι κάτοικοι της περιοχής, οπλισμένοι σχεδόν πρωτόγονα, με γεωργικά εργαλεία και λίγα μόνο όπλα, κατόρθωσαν να αποκρούσουν 2 σώματα τουρκικού στρατού που έσπευσαν εκεί. Αυτό ήταν το πρώτο πολεμικό επεισόδιο της Επανάστασης στη Χαλκιδική και σε όλη την Ανατολική Μακεδονία. Η επανάσταση μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλη τη Χαλκιδική και το μήνυμά της διέτρεξε όλη τη Μακεδονική γη. Από τη ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ, αμέσως μετά, η επαναστατική φλόγα έφτασε στην περιοχή ΛΑΓΚΑΔΑ. Η αντίδραση του Γιουσούφ μέσα στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήταν απάνθρωπη. Από την άλλη κιόλας ημέρα εξαπολύθηκε αγριότερη τρομοκρατία. Παρά την παρέμβαση του Τούρκου «μουλά» (ανωτάτου ιεροδικαστή) της πόλης Χαϊρουλλάχ, που έδειξε αυτές τις κρίσιμες ώρες αξιέπαινο ανθρωπισμό και συνέστησε αυτοσυγκράτηση, ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάζει να θανατωθούν μπροστά στα μάτια του οι μισοί από τους 400 ομήρους, που ήταν φυλακισμένοι στα υπόγεια του διοικητηρίου, και να συλληφθούν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ πέρασε τότε ανεπανάληπτες στιγμές φρίκης και τρόμου. Ακολούθησαν άγριες ομαδικές σφαγές και απαγχονισμοί. ακόμη και πάνω στις επάλξεις των τειχών και του «Λευκού Πύργου» είχαν στηθεί αγχόνες. Η πόλη έμοιαζε ένα απέραντο σφαγείο και νεκροταφείο. Περίπου 2.000 γυναικόπαιδα και ανήμποροι γέροντες κλείσθηκαν στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού του Γρηγορίου Παλαμά με την ελπίδα ότι θα ξεφύγουν από τη μανία των έξαλλων και φανατισμένων Τούρκων και Εβραίων. Ανάμεσα σ΄ αυτούς, που από την πρώτη στιγμή συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι, είναι και ο τοποτηρητής του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης επίσκοπος Κίτρους (Πιερία) Μελέτιος, πολλοί δημογέροντες της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και άλλοι σημαντικοί παράγοντες της Ελληνικής Κοινότητας. Τα ονόματά τους αναφέρονται σε «φιρμάνι» (σουλτανικό διάταγμα) της ίδιας εποχής που σώζεται στα τουρκικά αρχεία της Θεσσαλονίκης. Είναι οι εξής: ο Χριστόδουλος Μπαλάνος, ο Γεώργιος Πάικος, ο Χρήστος Μενεξές, ο Στέργιος Πολύδωρος, ο Αναστάσιος Κυδωνιάτης, ο
Αθανάσιος Σκανδαλίδης, ο Κωνσταντίνος Τάτης, ο Κωνσταντίνος Αχτάρης, ο Αναστάσιος Γούναρης, ο Δημήτριος Παπάς, ο Βλάλης, ο εφημέριος του ναού του Αγίου Μηνά Παπαγιάννης και άλλοι. Από αυτούς πολλοί θα βρουν άγριο θάνατο στην τότε αλευραγορά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (γνωστή σήμερα ως αγορά ΚΑΠΑΝΙ μεταξύ των οδών Εγνατίας, Ερμού, Αριστοτέλους και Βενιζέλου). Θα αποκεφαλισθούν! Τον πρόκριτο Χρίστο Μενεξέ θα τον κρεμάσουν από τα κλαδιά ενός γεροπλάτανου στην πλατεία «Χορτατζή Σουλεϊμάν Εφέντη», κοντά στο τζαμί της ΡΟΤΟΝΤΑΣ. Κάποιοι όμως με μεγάλες δωροδοκίες σώθηκαν. Μετά τη σφαγή των επισήμων Ελλήνων στο "Καπάνι", ο τουρκικός όχλος πήγε στη μητρόπολη, όπου βρίσκονταν εγκλωβισμένα τα 2.000 γυναικόπαιδα και ανήμπορα άτομα. Τα μπουλούκια των Τούρκων γκρέμισαν την πύλη του περιβόλου και όρμησαν στο ανυπεράσπιστο πλήθος, σφάζοντας άγρια όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ελάχιστα άτομα διέφυγαν τη σφαγή την τελευταία στιγμή από την παρέμβαση κάποιων «δερβίσηδων» γειτονικού «τεκέ». Τις φοβερές εκείνες ημέρες της άνοιξης του 1821 σφαγιάσθηκαν ή απαγχονίσθηκαν πάνω από 3.000 Θεσσαλονικείς. Η περίοδος της τρομοκρατίας, των διώξεων, των λεηλασιών, των απαγχονισμών και των σφαγών κατά του ελληνικού πληθυσμού της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ξεπέρασε σε ωμότητα και φρίκη κάθε προηγούμενο και κράτησε αρκετούς μήνες. Κάθε ύποπτη κίνηση ή απλή υποψία καταπνιγόταν στο αίμα του άμαχου πληθυσμού των Ελλήνων, βέβαια, γιατί οι άλλες εθνότητες, Εβραίοι, Σλαβοβούλγαροι, Φραγκολεβαντίνοι κ.λπ. ήταν προστατευόμενες από το σουλτάνο ή από τις προξενικές αρχές των Ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίες για τον αθώο ελληνορθόδοξο κόσμο της πόλης έδειξαν ανεπίτρεπτη αδιαφορία και ασυγχώρητη και κτηνώδη αναλγησία. Με στόχο να περιφρουρηθεί η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ από τους Έλληνες επαναστάτες και να καταπνιγεί η επανάσταση της Χαλκιδικής, στέλνονται στην πόλη τουρκικές ενισχύσεις από όλους τους «καζάδες» (επαρχίες) που απαρτίζουν το «βιλαέτι» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ενδεικτικό του φόβου και του πανικού των Τούρκων από την επανάσταση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, αλλά και της σημασίας που είχε η πόλη, είναι ένα απόσπασμα μιας επιστολής –εγκυκλίου του Τούρκου διοικητή Γιουσούφ μπέη προς τον «καδή» (ιεροδίκη) της Βέροιας, με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1821: «... όπως ουχί μόνον υπερασπισθώμεν το σπουδαιότατο τούτο φρούριον της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, όπερ είναι η κλεις (κλειδί) ολοκλήρου του Βιλαετίου... επειδή η πόλις αύτη τυγχάνει η ελπίς πάντων, να δυνηθώμεν να αποστείλωμεν εντεύθεν επικουρίας...». [Στοιχεία από τα ιστορικά αρχεία της Μακεδονίας]. Πολλοί τότε εγκατέλειψαν την πόλη, για να σωθούν στα δασωμένα βουνά της περιοχής (Χορτιάτης, Χολομώντας), και αρκετοί εντάχθηκαν στον επαναστατικό στρατό του Εμμανουήλ Παππά, ο οποίος ήδη στα τέλη Μαΐου 1821 είχε κηρύξει την επανάσταση επίσημα στο ΠΡΩΤΑΤΟ των Καρυών του Αγίου Όρους με πανηγυρική δοξολογία, όπου αναγορεύθηκε ενώπιον όλων των ηγουμένων των μονών «ΑΡΧΗΓΟΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» , αφού οι Αγιορείτες πατέρες καθαίρεσαν και φυλάκισαν τον εκπρόσωπο της τουρκικής εξουσίας στις Καρυές, το Χασεκή Χαλήμ-μπέη. Τα προληπτικά μέτρα των Τούρκων και οι γεμάτες υπερβολή προκηρύξεις του Παππά στη Χαλκιδική για ελληνικές νίκες στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία) οδήγησαν στην εξέγερση την Κασσάνδρα με αρχηγό το Στάμο Χάψα, τη Σιθωνία και αργότερα τα Μαδεμοχώρια στις 3 Ιουνίου, όπου ο Παππάς σημείωσε κάποιες επιτυχίες στα Στάγειρα με την παράλληλη δράση 2.000 μοναχών / Αγιορειτών και τη σύμπραξη του αρχηγού των επαναστατών της Δυτικής Χαλκιδικής. καταλαμβάνονται επίσης η Ιερισσός και ο Σταυρός. Έγιναν πολλές συγκρούσεις. όλες οι τουρκικές φρουρές αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν προς τη Θεσσαλονίκη. Έτσι η επανάσταση της Χαλκιδικής γενικεύθηκε. Στη συνέχεια το σώμα του ΠΑΠΠΑ προχώρησε προς τα Στενά της Ρεντίνας και στο Εγρή Μπουτζάκ (Λουτρά Ν. Απολλωνίας), για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό στρατό, που με επικεφαλής το Χατζή Μεχμέτ Μπαϊράμ πασά κατευθυνόταν στα μέσα Ιουνίου από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Νότια Ελλάδα, να βοηθήσει τους εκεί πασάδες για την κατάπνιξη της επανάστασης. Παράλληλα με τη δράση των επαναστατών στην Ανατολική Χαλκιδική οι Ψαριανοί με τα καράβια τους ξεσήκωσαν τους ΘΑΣΙΟΥΣ με αρχηγούς τους τον «πρόεδρο» του νησιού Χατζή Γιώργη και τον αρχιμανδρίτη Καλλίνικο Σταματιάδη.
Ο Μπαϊράμ πασάς, αφού κατέπνιξε την εξέγερση στην Ανατολική Χαλκιδική (στην Ιερισσό έγινε μεγάλη σφαγή) κατευθυνόταν από τα Στενά της Ρεντίνας προς τη Θεσσαλονίκη. Μόλις εμφανίσθηκε η εμπροσθοφυλακή της στρατιάς του, με την πρώτη έφοδο των Τούρκων τα ασύντακτα τμήματα του Παππά τράπηκαν σε φυγή, ενώ άλλοι επαναστάτες κατέβηκαν στον Πολύγυρο και άλλοι στην Κασσάνδρα. Ο Τούρκος πασάς Μπαϊράμ συνέχισε την πορεία του και κατέπνιξε άγρια στο αίμα τους εξεγερμένους στα χωριά της επαρχίας Λαγκαδά. στη συνέχεια εισέβαλε στη Χαλκιδική και από εκεί πλησίαζε στη Θεσσαλονίκη. Το σώμα του Χάψα αρχικά είχε επιτυχίες και απελευθέρωσε την Δυτική Χαλκιδική. είχε φτάσει ως τα ανατολικά περίχωρα της Θεσσαλονίκης, μέχρι την ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ, δηλαδή 2 ώρες μακριά από το κέντρο της πόλης, διώχνοντας τις τουρκικές φρουρές και επιβάλλοντας αυτόνομη ελληνική διοίκηση στη περιοχή που ήλεγχε, με οικονομική διαχείριση και δικαστική εξουσία. Με την άφιξη όμως του Μπαϊράμ πασά η τουρκική φρουρά της Θεσσαλονίκης αναθάρρησε και ο αγώνας τώρα γίνεται άνισος. Οι Έλληνες επαναστάτες ήταν ανοργάνωτοι, ασυντόνιστοι και κακώς οπλισμένοι. Οι Τούρκοι με πολύ στρατό κτυπούν τελικά τους επαναστάτες στην πεδιάδα του ΣΕΔΕΣ και των ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ. Οι Έλληνες μετά από πολύνεκρες συγκρούσεις, στις οποίες σκοτώθηκαν 60 παλληκάρια και ο αρχηγός τους ΧΑΨΑΣ, συμπτύσσονται και υποχωρούν στο εσωτερικό της Χαλκιδικής. Απ' όπου περνούν οι βάρβαροι Τούρκοι, καταστρέφονται και καίγονται τα πάντα. καίγονται τα χωριά Βασιλικά, Γαλάτιστα και άλλα. Ο Μπαϋράμ πασάς διέταξε τη σύλληψη όλων των χωρικών, όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν στα βουνά. σφαγιάσθηκαν σαν ζώα ή σύρθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Θεσσαλονίκης και της Ανατολής και πουλήθηκαν επίσης σαν ζώα. Την ίδια τύχη είχε και ο Πολύγυρος, που εγκαταλείπεται από τους κατοίκους του. τότε πολλά γυναικόπαιδα, για να σωθούν, πέρασαν στη Μοναστική Πολιτεία του ΑΘΩ/Αγίου Όρους, όπου για πρώτη φορά παραβιάσθηκε το «άβατον» των γυναικών. Τώρα ο επαναστατικός αγώνας περιορίζεται μόνο σε δύο μέτωπα, στον ισθμό της Κασσάνδρας και στον ισθμό του Αγίου Όρους, υπό τις διαταγές του αρχηγού του επαναστατικού αγώνα ΠΑΠΠΑ, ο οποίος ενισχύθηκε με δύναμη Ολυμπίων αγωνιστών. Η κατάσταση όμως συνεχώς επιδεινώνεται στο μέτωπο της Κασσάνδρας από έλλειψη πολεμοδίων και τροφίμων και από τη δυσαρέσκεια των Ολύμπιων αγωνιστών, που εγκατέλειψαν τελικά τις θέσεις τους και αποσύρθηκαν. αλλά και η απροθυμία των μοναχών να συνεχίσουν τη δράση τους προκαλεί κρίση στο στρατόπεδο των επαναστατών. Ο αρχηγός του αγώνα ζητάει βοήθεια από τους Πελοποννήσιους αλλά μάταια. Ο σουλτάνος (Μαχμούτ Β') διόρισε νέο διοικητή στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, το Μεχμέτ Εμίν πασά, ο οποίος ήταν χριστιανός εξωμότης από τη Γεωργία, εξαιρετικά δραστήριος και έξυπνος, αλλά ήταν πάρα πολύ σκληρός, γι'αυτό επονομαζόταν για τη σκληρότητά του Εμπού Λουμπούτ, δηλαδή ροπαλοφόρος. Οργάνωσε με νέες ενισχύσεις έναν τεράστιο στρατό, που στρατοπέδεψε στους Καπουτζήδες (σημερινή Πυλαία). Υπερφορολόγησε τον ελληνικό πληθυσμό και από τα τεράστια χρηματικά ποσά –που συγκέντρωσε –κατασκεύασε ισχυρά οχυρωματικά έργα στην παραλία του Λιτοχώρου και σε άλλα σημεία των ακτών του θερμαϊκού κόλπου για ενδεχόμενες ενέργειες των ελληνικών πλοίων. Τον Οκτώβριο τα ασκέρια του (στρατεύματα) συγκεντρώθηκαν στον ισθμό της Κασσάνδρας. στην πρώτη του επίθεση απέτυχε ο πασάς και ο ΠΑΠΠΑΣ αναθάρρησε. Στη συνέχεια όμως ο Μεχμέτ Εμίν πασάς έκανε γενική επίθεση στις 30 Οκτωβρίου 1821 και το ελληνικό μέτωπο -600 μόνο άνδρες- δεν άντεξε, έσπασε. Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν άγριοι και ακάθεκτοι μέσα στη Χερσόνησο της Κασσάνδρας σφάζοντας και λεηλατώντας και καίγοντας τα πάντα. Οι άνδρες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι βρήκαν τραγικό θάνατο από το μαχαίρι του εξαγριωμένου τουρκικού όχλου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά, περίπου 10.000, σύρθηκαν αιχμάλωτοι στη Θεσσαλονίκη. Αυτήν την τραγική τύχη είχε η επανάσταση της ηρωικής Χερσονήσου της Κασσάνδρας. Μερικές μόνο οικογένειες σώθηκαν με καραβάκια στις Βόρειες Σποράδες και στη Νότια Ελλάδα. Και στο Άγιο Όρος όμως η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή. Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν πασάς, αφού εξουδετέρωσε την ελληνική αντίσταση στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, προχώρησε εναντίον του Αγίου Όρους, όπου υπήρχαν χιλιάδες μοναχοί, λαϊκοί και αρκετοί επαναστάτες, με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Παππά. Ο Εμίν πασάς, πριν παραβιάσει τη (βάσει προνομίων) αυτονομία του Αγίου Όρους, ζήτησε από τους μοναχούς να παραδοθούν χωρίς αντίσταση.
Τους εξασφάλιζε τη ζωή τους και την περιουσία των μοναστηριών και τους υποσχόταν ότι θα σεβασθεί τα προνόμια του Αγίου Όρους, αν παρέδιναν τα όπλα, του πλήρωναν πολεμική αποζημίωση και του παρέδιναν τους αρχηγούς των επαναστατών. Ο εκπρόσωπος της τουρκικής εξουσίας στο Άγιο Όρος Χασεκή Χαλήλ-μπέης, που είχε εν τω μεταξύ απελευθερωθεί, διαμήνυσε τις προτάσεις του Εμίν πασά στους ηγουμένους των μοναστηριών. Οι μοναχοί και οι ηγούμενοι δελεασμένοι από τις υποσχέσεις του πασά θα συνθηκολογήσουν. Έτσι εγκαταλείπουν και αυτοί τον αρχηγό του αγώνα, ενώ στις ΚΑΡΥΕΣ (έδρα του ηγουμενοσυμβουλίου της Μοναστικής Πολιτείας του Αγίου Όρους) οι «άγιοι πατέρες!» αποδέχθηκαν τις προτάσεις του Εμίν πασά, του πολιορκητή του Αγίου Όρους, και του υποσχέθηκαν να συλλάβουν τον αρχηγό του αγώνα και να τον παραδώσουν στους Τούρκους. Η πτώση της Κασσάνδρας έκρινε την τύχη όλης της επανάστασης στη Χαλκιδική. Η Σιθωνία, το Άγιο Όρος, αλλά και η Θάσος υποτάχθηκαν και πάλι. Ο «Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας» ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΠΑΣ, προδομένος από τους συναγωνιστές του, εγκατέλειψε πικραμένος και άρρωστος τον απελευθ. αγώνα, διέφυγε τη σύλληψη και από τη μονή Εσφιγμένου με ένα καΐκι πλέοντας για την Ύδρα πέθανε από καρδιακή προσβολή, πριν προλάβει να αποβιβασθεί στην ελεύθερη ΕΛΛΑΔΑ . Ήταν 47 ετών. ενταφιάσθηκε στην Ύδρα με τιμές αρχιστρατήγου (Νοέμβριος 1821). Ο αγνός αυτός Έλληνας - Μακεδόνας- Σερραίος και γενναίος αγωνιστής πρόσφερε τα πάντα στο βωμό της θεάς ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ για ελεύθερη πατρίδα, τα λεφτά του, την καρδιά του και τα παιδιά του, που πολέμησαν γενναία σε άλλα μέτωπα του αγώνα και έπεσαν ηρωικά: ο Αθανάσιος στη μάχη της Αταλάντης αιχμαλωτίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε στη Χαλκίδα, ο Ιωάννης στο Νεόκαστρο και ο Νικόλαος στο Καματερό. Αλλά τελικά και οι Αγιορείτες θα πληρώσουν ακριβά. Ο Εμίν πασάς καταπάτησε την Μοναστική Πολιτεία αθετώντας τις υποσχέσεις του. Πλήρωσαν αποζημίωση 2.500.000 γρόσια. Έπειτα διέταξε τη σύλληψη μεγάλου αριθμού μοναχών και συγχρόνως ο τουρκικός στρατός κατέλαβε όλα τα μοναστήρια. Έγιναν λεηλασίες και έρευνες για ανακάλυψη θησαυρών. Όμηροι και αιχμάλωτοι σύρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου οι περισσότεροι θα πεθάνουν από τις στερήσεις και τις κακουχίες. εγκαταστάθηκε τελικά και μόνιμη τουρκική φρουρά από 3.000 στρατιώτες, οι οποίοι ζούσαν σε βάρος των μοναστηριών και καταδυνάστευσαν τους μοναχούς μέχρι το 1830, που η ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ αποφάσισε να τους ανακαλέσει. Επίσης ο νικητής Μεχμέτ Εμίν πασάς διέταξε να αποσυρθούν από το Άγιο Όρος όλα τα γυναικόπαιδα, που είχαν καταφύγει εκεί για ασφάλεια, και να επιστρέψουν στα χωριά τους. Μετά από 6 περίπου μήνες σκληρού και άνισου αγώνα η επανάσταση στη Χαλκιδική έσβησε, καταπνίγηκε στο αίμα. η χώρα μετατράπηκε σε ένα απέραντο νεκροταφείο, η ύπαιθρος ρήμαξε, αφού 68 χωριά κάηκαν ολοσχερώς και άλλα 17 χωριά μερικώς. επιπλέον καταστράφηκαν 58-59 μετόχια του Αγίου Όρους. Ήταν ηρωική και παράτολμη αυτή η Επανάσταση της Ανατολικής Μακεδονίας. έμεινε όμως φωτεινό παράδειγμα στους αιώνες, για να φωτίζει τις νεότερες γενιές στο δρόμο του χρέους. Μετά τα «ηρωικά» του κατορθώματα, ο «ένδοξος» αυτός πασάς Μεχμέτ Εμίν Εμπού Λουμπούτ επιστρέφει στην έδρα του, στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο σουλτάνος Μαχμούτ τον προήγαγε σε «βαλή» (νομάρχη) στο βιλαέτι (νομαρχία) της «Selianik» (Θεσσαλονίκης) και διοικητή παράλληλα της πόλης, αντικαθιστώντας το Γιουσούφ μπέη. Η «νίκη» του αυτή και η προαγωγή του σε «βαλή» χαιρετίσθηκε, δυστυχώς, με ικανοποίηση από τους προξένους των «Μεγάλων» (χριστιανικών) δυνάμεων της Θεσσαλονίκης! Έτσι έληξε το πρώτο έτος της Ελληνικής Επανάστασης στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, με τη σφαγή της Θεσσαλονίκης και τον αφανισμό της Χαλκιδικής, καθώς και με την καταπάτηση, την ταπείνωση και υποταγή του Αγίου Όρους. Όμως ο επαναστατικός αναβρασμός εξακολουθεί να υπάρχει στις επαρχίες της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, ο οποίος προβληματίζει την τουρκική διοίκηση στη Θεσσαλονίκη και την ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ στην Ισταμπούλ (Κωνσταντινούπολη), πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ύποπτες επαναστατικές κινήσεις παρατηρούνται π.χ. στα Γρεβενά, όπου ψυχή της αντίστασης είναι ο αρματολός Γιαννούλης Ζιάκας, ο Νιόπλιος στη Σιάτιστα, ο Παπαρέσκας στην Καστοριά, ο Καραμήτρος στη Βλάστη, ο Αγγελής Γάτσος στην Έδεσσα, ο Νικόλαος Κασομούλης στην Κοζάνη, ο Αναστάσιος Καρατάσος στη Βέροια, ο Ζαφειράκης
στη Νάουσα και ο καπετάν – Διαμαντής στα Πιέρια και στον Όλυμπο. Οι γενναίοι αυτοί Έλληνες είχαν έλθει σε συνεννοήσεις μεταξύ τους, καθώς και με τους προκρίτους άλλων περιοχών, και ετοιμάζονταν να ξεσηκώσουν το λαό. Ήδη από το Σεπτέμβρη του 1821 είχε κιόλας καταστρωθεί από το ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΥΨΗΛΑΝΤΗ, εκπρόσωπο της ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ της Ελληνικής Επανάστασης – του Αλεξάνδρου Υψηλάντη – και από το ΜΑΚΕΔΟΝΑ οπλαρχηγό Νικόλαο Κασομούλη ένα σχέδιο επαναστατικής δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Το σχέδιο όμως αυτό έμεινε μόνο στα χαρτιά. Ο Εμμανουήλ Παππάς είχε ήδη αρχίσει μόνος του τον αγώνα στη Χαλκιδική και είδαμε τα αποτελέσματα της δράσης του και το τέλος της ζωής του. Ο Δημήτριος Υψηλάντης αδελφός του αρχηγού της Επανάστασης, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, είχε όλη την καλή διάθεση να βοηθήσει τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ επαναστάτες. περιορίσθηκε όμως να στείλει μικρή ποσότητα πολεμοφοδίων, λίγα πυροβόλα και περιορισμένο αριθμό στρατιωτών. Καταρτίσθηκε ένα μικρό σώμα με αρχηγό του πυροβολικού το Γάλλο φιλέλληνα αξιωματικό Ραιμπώ, συμπληρώθηκε ακόμη με τον Πολωνό υπολοχαγό πεζικού Λεζίνσκι, το γιατρό Πωλέ και μερικούς ΕΛΛΗΝΕΣ σπουδαστές, από αυτούς που φοιτούσαν σε διάφορα πανεπιστήμια της Ευρώπης, και κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα μαζί με το Δημήτριο Υψηλάντη. Γενικός αρχηγός εκ μέρους της επαναστατικής διοικούσης επιτροπής του αγώνα από τον Υψηλάντη ορίσθηκε ο χιλίαρχος Γρηγόριος Σάλλας, από τη Νάξο. γεννήθηκε στη Βεσσαραβία (Ρουμανία) και είχε υπηρετήσει στο ρωσικό στρατό. Η εκλογή του αποδείχθηκε άτυχη. Με ένα σπετσιώτικο καράβι ξεκίνησαν από την ΥΔΡΑ ήδη καθυστερημένα, στις 30 Νοεμβρίου 1821. Πέρασε από τη Νάξο, χρονοτριβώντας με αρραβωνιάσματα και γλέντια, σπαταλώντας τα χρήματα που προορίζονταν για τον αγώνα. Και όταν θα φτάσουν αργότερα, το Μάρτη του 1822, θα είναι πλέον πολύ αργά και η όλη προσπάθεια της αποστολής θα αποδειχθεί μάταια, χωρίς καμιά ουσιαστική προσφορά. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' διέταξε το βαλή Εμίν Πασά, το ροπαλοφόρο, να ηγηθεί ο ίδιος προσωπικά μιας εκστρατείας στη Δυτική Μακεδονία, για να καταπνίξει στο αίμα τις εξεγέρσεις των «ραγιάδων». Ο Εμίν, για να προλάβει επαναστατική κίνηση στη Δυτική Μακεδονία, έστειλε τον αρχηγό του στρατού του στη Βέροια με ισχυρές δυνάμεις και ζήτησε ομήρους τους ισχυρότερους προεστούς από Βέροια, Νάουσα, Έδεσα, Κοζάνη, Σιάτιστα, Κλεισούρα, Καστοριά, Μοναστήρι και άλλες μικρότερες μακεδονικές πόλεις. Με έγγραφό του προς τον "καδή" (πταισματοδίκη) Βέροιας είχαν ορισθεί ονομαστικά και διατάχθηκαν να παρουσιασθούν στους τοπικούς Τούρκους διοικητές. Όσους παρουσιάσθηκαν τους εκτόπισαν και τους φυλάκισαν. Ο Εμίν Πασάς επίσης στο έγγραφό του διέταξε την επιστράτευση των Τούρκων και τον αφοπλισμό των Ελλήνων της περιοχής. Έστειλε επίσης ο βαλής Εμίν πασάς προσωπικές προσκλήσεις – να παρουσιασθούν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – σε όσους οπλαρχηγούς και προεστούς θεωρούσε περισσότερο επικίνδυνους. Μέσα σ' αυτούς ήταν ο καπετάν- Διαμαντής Νικολάου και ο Γούλας Δράσκος από τα Πιέρια και τον Όλυμπο, ο οπλαρχηγός Καρατάσος από τη Βέροια, ο Αγγελής Γάτσος οπλαρχηγός Έδεσσας και ο πρόκριτος της Νάουσας Ζαφειράκης. Οι οπλαρχηγοί δεν έδωσαν καμιά απάντηση στον Εμίν Εμπού Λουμπούτ πασά, το βαλή της Θεσσαλονίκης. Μόνο ο Ζαφειράκης απάντησε, ζητώντας μια μικρή αναβολή, για να τακτοποιήσει δήθεν τις δουλειές του, πραγματικά όμως για να συνεννοηθεί με τους οπλαρχηγούς. Την ίδια κιόλας ημέρα (τέλη Ιανουαρίου ή αρχές Φεβρουαρίου 1822), συναντήθηκαν στη μονή ΔΟΒΡΑ (έξω από τη Βέροια) οι κλεφταρματολοί Καρατάσος και Γάτσος ως εκπρόσωποι του ΒΕΡΜΙΟΥ και ο πρόκριτος της Νάουσας Ζαφειράκης, όπου αποφάσισαν να δράσουν στα υψώματα της Καστανιάς Βερμίου με κατεύθυνση προς τη Νάουσα και τη Βέροια με παράλληλη επίθεση των οπλαρχηγών Ολύμπου- Πιερίων κατά της Βέροιας και να προκαλέσουν το γενικό ξεσηκωμό της Δυτικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Το Φεβρουάριο 1822 και ο Κοζανίτης Νικόλαος Κασομούλης, που είχε σταλεί στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπος των οπλαρχηγών, για να ζητήσει βοήθεια από την Επαναστατική Κυβέρνηση της Ελλάδας, επιστρέφει με 2 μόνο ψαριανά καράβια και μικρές ποσότητες πυρομαχικών. Αργότερα, στις αρχές Μαρτίου, θα φτάσει επιτέλους με 2 ψαριανά επίσης καράβια και μερικούς φιλέλληνες πυροβολητές και ο διορισμένος από την επαναστατική κυβέρνηση ως αρχηγός των επιχειρήσεων στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Γρηγόριος Σάλας.
Οι οπλαρχηγοί στρατολογούν άνδρες και καταρτίζουν πολεμικά σώματα. Έδωσαν επίσης εντολή στους προεστούς των χωριών να συγκεντρώνουν τρόφιμα και να στείλουν τα γυναικόπαιδα μέσα στη Νάουσα για εξασφάλιση. Η πιο πιθανή ημέρα της έναρξης του επαναστατικού αγώνα στη Δυτική Μακεδονία (γιατί υπάρχουν και άλλες εκδοχές) είναι η Κυριακή της Ορθοδοξίας 19 Φεβρουαρίου 1822. Οι οπλαρχηγοί Καρατάσος και Γάτσος δεν μπορούσαν να περιμένουν περισσότερο χρόνο να φτάσει η βοήθεια από τη Νότια Ελλάδα με το Σάλα, γιατί ήταν εκτεθειμένοι στην τουρκική διοίκηση λόγω του ότι δεν πειθάρχησαν στην πρόσκληση του βαλή. Έτσι μπήκαν με τα πολεμικά τους σώματα στη Νάουσα, συνέλαβαν τον Τούρκο διοικητή και τη φρουρά της πόλης και τους σκότωσαν. Ύστερα συγκεντρώθηκαν όλοι, οι αρχηγοί, οι πρόκριτοι, οι επαναστάτες και ο απλός λαός της πόλης (μαζί και τα γυναικόπαιδα της επαρχίας) στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου. Μετά τη θεία λειτουργία έγινε δοξολογία και ο Ζαφειράκης ύψωσε την επαναστατική σημαία και κήρυξε την επανάσταση, ενώ ο πρωτοσύγκελος Γρηγόριος ευλόγησε τα όπλα τού αγώνα και τη σημαία. Στη συνέχεια στρατιώτες και αρχηγοί κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων και ορκίσθηκαν «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Η ΝΑΟΥΣΑ πανηγύριζε την ελευθερία της. Στις πύλες των τειχών της στήθηκαν σημαίες επαναστατικές. είχαν στη μια πλευρά το σταυρό με τη φράση: "ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ" και στην άλλη πλευρά το φοίνικα (το μυθολογικό πουλί που αναγεννιέται από την τέφρα του) με την επιγραφή: "ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ", σαν κι αυτήν που ύψωσε τον προηγούμενο ακριβώς χρόνο στο ΙΑΣΙΟ της Μολδαβίας ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ (22 Φεβρουαρίου 1821) κηρύσσοντας την ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ. Ο Ζαφειράκης αναγνωρίσθηκε ως πολιτικός αρχηγός και ο Καρατάσος διορίσθηκε ως στρατιωτικός αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων της περιοχής Βερμίου, που έφταναν τους 4.500-5.000 άνδρες. Σχηματίσθηκε τετραμελές Επαναστατικό Διευθυντήριο με επικεφαλής τους δύο προηγουμένους και συγκροτήθηκαν τρία σώματα στρατού. την αρχηγία του πρώτου κράτησε ο Καρατάσος Αναστάσιος, του δευτέρου ο Αγγελής Γάτσος και του τρίτου, που θα έμενε για τη φρούρηση της πόλης, την αρχηγία κράτησε ο Γιαννάκης Καρατάσος, πρωτότοκος γιος του γενικού αρχηγού. Όταν ο Εμπού Λουμπούτ (ο βαλής Μεχμέτ Εμίν πασάς της Θεσσαλονίκης) έμαθε τα γεγονότα της Νάουσας, άφρισε από τη λυσσαλέα οργή του και ανέλαβε εξοντωτική εκστρατεία στα Πιέρια, στον Όλυμπο και στο Βέρμιο. Στις 21 Φεβρουαρίου 1.800 περίπου αγωνιστές κατευθύνθηκαν προς τη μονή Δοβρά και χρησιμοποιώντας την σαν ορμητήριο επιτέθηκαν εναντίον της Βέροιας. Καθώς στην πόλη αυτή υπήρχε ισχυρή τουρκική φρουρά, κάθε επιχείρηση επαναστατική στη Δυτική Μακεδονία θα ήταν δύσκολη χωρίς την εξουδετέρωσή της. Γι'αυτό το λόγο η προσπάθεια κατάληψης της Βέροιας υπήρξε η πρώτη ενέργεια των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ επαναστατών, οι οποίοι στην πρώτη τους έφοδο πέτυχαν να απωθήσουν τους Τούρκους από τους προμαχώνες της πόλης. Φαίνεται όμως ότι προδόθηκαν οι κινήσεις των επαναστατών και, όταν πληροφορήθηκαν την άφιξη πολυάριθμου τουρκικού στρατού υπό τον κεχαγιάμπεη του βαλή της Θεσσαλονίκης Μεχμέτ αγά, υποχώρησαν στη Νάουσα, για να οργανώσουν την άμυνά της καλύτερα, γιατί πρόβλεπαν ότι εκεί θα γινόταν η μεγάλη επίθεση από τους Τούρκους. Σημαντική νίκη όμως σημείωσαν οι Έλληνες και στις 12 Μαρτίου στη Μονή της Παναγιάς της Δοβράς, όπου αγωνιστές του Καρατάσου, του Γάτσου και του Ζαφειράκη αγωνίσθηκαν εναντίον 4.000 Τούρκων του κεχαγιά Μεχμέτ αγά και τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν το πεδίο της μάχης, αφήνοντας 300 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Οι Έλληνες μετά τη νίκη τους αποτραβήχθηκαν πάλι προς τη Νάουσα, γιατί οι πληροφορίες που έφθαναν τώρα ήταν ανησυχητικές. Στο μέτωπο των Πιερίων αιφνιδιαστική επίθεση των επαναστατών εναντίον των Τούρκων, τη νύχτα 8 /Μαρτίου, στον Κολυνδρό απέτυχε. αλλά και στον Όλυμπο οι επαναστάτες υποχώρησαν μπροστά στον όγκο των τουρκικών δυνάμεων. Οι άνδρες όμως του Ολύμπιου οπλαρχηγού Διαμαντή Νικολάου αποσύρθηκαν προς το Βέρμιο, αμύνθηκαν στην Καστανία, αλλά νικήθηκαν και υποχώρησαν άτακτα προς τη Μηλιά. Ο Εμπού Λουμπούτ έφτασε στη Βέροια στα μέσα Μαρτίου με 16.000 πεζούς άνδρες (οι μισοί ήταν άτακτοι), ισχυρό ιππικό και 12 κανόνια, φυλάκισε 70 προκρίτους και χωρίς χρονοτριβή τράβηξε για τη Νάουσα, την οποία υπεράσπιζαν 4.500 άνδρες. Ο τουρκικός όχλος πολιόρκησε την πόλη. Οι οπλαρχηγοί των Ελλήνων έκαναν πολεμικό συμβούλιο και αποφά-
σισαν να αμυνθούν μέχρι θανάτου. Ο γερο-Καρατάσος έπιασε την εκκλησία του Αγίου Θεολόγου, ο Γάτσος το μοναστήρι του Προδρόμου, ο Τσάμης (Δημήτριος), ο δεύτερος γιος του Καρατάσου, την ανατολική πλευρά της πόλης και ο Καραμήτσος τη γέφυρα της Νάουσας. ενώ μέσα στην πόλη έμεινε το σώμα του Ζαφειράκη με στρατιωτικό αρχηγό τον πρωτότοκο γιο του Καρατάσου, Γιαννάκη, που οχυρώθηκαν στον παληόπυργο, όπου είχαν συγκεντρωθεί για ασφάλεια πολλά γυναικόπαιδα. Ο Τούρκος πολιορκητής Εμπού Λουμπούτ, πριν αρχίσει τις επιθέσεις του, έστειλε αντιπροσώπους προς τους καπεταναίους των επαναστατών και τους ζήτησε να καταθέσουν τα όπλα, για να τους συγχωρήσει, γιατί αλλιώς θα είχαν όλοι πολύ δυσάρεστο τέλος. Η απάντηση βέβαια των πολιορκουμένων Ελλήνων, τους οποίους ενίσχυσε μετά την καταστολή της επανάστασης του Ολύμπου και ο οπλαρχηγός Διαμαντής Νικολάου με τους άνδρες του, ήταν η αναμενόμενη, αρνητική. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες επιθέσεις και οι Τούρκοι είχαν πολλές απώλειες κατά τις πολύνεκρες συγκρούσεις. Στις 24/ Μαρτίου 1822 ο πολιορκητής Εμίν πασάς άρχισε τη στενή πολιορκία της πόλης με παράλληλο αδιάκοπο κανονιοβολισμό. Στις 30/ Μαρτίου, ημέρα Μεγάλη Πέμπτη, ο πασάς αποφασίζει γενική έφοδο. Υπόσχεται στους στρατιώτες του, πριν ξεκινήσουν, ότι όλη η κινητή περιουσία, οι γυναίκες, τα παιδιά και γενικά ολόκληρη η πλούσια πόλη θα είναι στη διάθεσή τους, αν την καταλάβουν. Στην πύλη του Αγίου Γεωργίου παρέταξε ο Τούρκος πασάς πολύ στρατό, τρία σώματα, από τα οποία το καλλίτερο διοικούσε ο ίδιος. Ψυχή της αντίστασης ο Ζαφειράκης διευθύνει την άμυνα, έτρεχε παντού, εφοδίαζε τους γενναίους υπερασπιστές και τους εμψύχωνε. Ο Εμπού Λουμπούτ είχε πολλές απώλειες και αναγκάσθηκε να αποσυρθεί (31/3). Την επόμενη ημέρα και τη μεθεπόμενη 1-2 / Απριλίου (Πάσχα του 1822) οι επιθέσεις των Τούρκων αποκρούονται πάλι με μεγάλες απώλειες. αλλά και στις επόμενες ημέρες οι γενναίοι και ηρωικοί υπερασπιστές αποκρούουν, απεγνωσμένα πλέον, αβοήθητοι, τις τελευταίες επιθέσεις των Τούρκων. Η άμυνα της πόλης έσβηνε σιγά σιγά.... Και τελικά ο άγριος, αιμοδιψής Εμπού Λουμπούτ πασάς, ο πολιορκητής, κατόρθωσε να μπει στη Νάουσα από την πύλη του Αγίου Γεωργίου, στις 6 Απριλίου – ημέρα Πέμπτη- 1822, ύστερα από 20ήμερη πολιορκία και ατέλειωτη σειρά από σκληρές μάχες, που του στοίχισαν χιλιάδες νεκρούς. Το τι ακολούθησε στη μαρτυρική πόλη, με την εισβολή των εξαγριωμένων Τούρκων και κυρίως των ατάκτων (μπασιμπουζούκων), είναι ανώτερο από κάθε περιγραφή – δεν μπορεί να το συλλάβει ανθρώπινος νους. Με αλαλαγμούς και πρωτοφανή αγριότητα έσφαζαν αδιάκριτα όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Μια εβδομάδα διήρκεσαν οι σκληρές οδομαχίες, οι θηριωδίες και οι φρικαλεότητες, που υπέστη ο άμαχος πληθυσμός. Σφαγές, λεηλασίες, διαρπαγές, βιασμοί, εμπρησμοί και εξανδραποδισμοί ήταν οι τραγικές σκηνές. Στην τοποθεσία "ΚΙΟΣΚΙ" θανατώθηκαν με μάχαιρα ή με κρεμάλα ή κτυπώντας τους με ρόπαλα στο κεφάλι 2.000 αιχμάλωτοι άνδρες. Μία ομάδα αγωνιστών διέσπασε τις τουρκικές γραμμές και διέφυγε τη σύλληψη σε μια ηρωική έξοδο, μεταξύ των οποίων και οι οπλαρχηγοί Αναστάσιος Καρατάσος και Τσάμης (πατέρας και γιος) και ο Αγγελής Γάτσος, που κατέφυγαν στον Ασπροπόταμο, και ο Διαμαντής Νικολάου, που κατέφυγε στις Β. Σποράδες, όπου θα συνεχίσουν τον ηρωικό αγώνα για την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας τους. Ο Ζαφειράκης όμως στάθηκε άτυχος. αφού επί τρεις ημέρες πολιορκημένος στον πύργο του με 500 οπλοφόρους και γυναικόπαιδα συνέχισε να αμύνεται, τελικά στην προσπάθειά του να διαφύγει, επιχειρώντας έξοδο, έπεσε σε παγίδα και σκοτώθηκε. Μαζί του έπεσε και ο Γιαννάκης Καρατάσος, πιθανότατα ύστερα από προδοσία. Κατά την έξοδο αρκετές μάνες έπνιξαν τα παιδιά τους, για να μην τους προδώσουν με τα κλάματά τους. Τελικά όλα αυτά τα γυναικόπαιδα, μέσα στα οποία βρίσκονταν και οι οικογένειες των αρχηγών, αιχμαλωτίσθηκαν από τους Τούρκους και μεταφέρθηκαν μέσα στην πόλη. Έτσι έσβησε, στις 9/ Απριλίου, κάθε αντίσταση στη Νάουσα. Άλλη μία μικρή ομάδα αγωνιστών, αφού αμύνθηκε στον Άγιο Νικόλαο περικυκλωμένη, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και τινάχθηκαν στον αέρα μαζί με τους Τούρκους, οι οποίοι τους είχαν περικυκλώσει.Η πιο συγκινητική όμως πράξη του αγώνα της Νάουσας είναι η ομαδική θυσία γυναικών με τα μωρά τους στην αγκαλιά και κοριτσιών, που έπεσαν στο μικρό καταρράκτη ΑΡΑΠΙΤΣΑ που σχηματίζουν τα νερά ενός χειμάρρου (Μαυρονέρι). Κυνηγημένες από τους Τούρκους, μη μπορώντας να ξεφύγουν, προτίμησαν τον έντιμο θάνατο, για να αποφύγουν τα μαρτύρια και την ατίμωση στα χέρια του πασά ή στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Έτσι επαναλήφθηκε και στη Νάουσα η ομαδική θυσία – αυτοκτονία των γυναικών του Σουλίου στο Ζάλογγο.
Πολλές άλλες γυναίκες, μάνες με μικρά παιδιά, τις κρέμασαν από κλαδιά δένδρων, έδεσαν στα πόδια τους και τα παιδιά τους και τις έκαψαν ζωντανές. Τα κορίτσια τα οδηγούσαν στους δεμένους γονείς και αδελφούς τους και τα βίαζαν μπροστά στα μάτια τους. Ο αιμοβόρος νικητής πασάς Εμπού Λουμπούτ, αφού έσβησε κάθε εστία αντίστασης μέσα στην αιματοβαμμένη πόλη, αποφάσισε να μπει να απολαύσει το θέαμα της φρίκης. Μόλις εγκαταστάθηκε, του έφεραν σε ασημένιους δίσκους τα κεφάλια του Ζαφειράκη και του Γιαννάκη Καρατάσου και του ανάφεραν ότι όλοι οι επαναστάτες, όσοι διασώθηκαν, σκόρπισαν μακριά. Διέταξε τότε να μοιρασθεί ο στρατός σε αποσπάσματα, να μπλοκάρει όλα τα χωριά της γύρω περιοχής και να πιάσει όσα γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει σ'αυτά. Σχεδόν μια εβδομάδα κράτησε το άγριο αυτό ανθρωποκυνηγητό. Όσους από τους κατοίκους των περιχώρων δεν τους έσφαξαν οι Τούρκοι, τους έφεραν στη Νάουσα. Στις 12/Απριλίου ο «πορθητής» πασάς, κάνοντας επιθεώρηση στην ερειπωμένη πόλη, πέρασε από τα τείχη και είδε σωρούς τα πτώματα των στρατιωτών του που είχαν πέσει στις μάχες. Αυτό τον εξαγρίωσε περισσότερο. ξαναγύρισε στη σκηνή του και διέταξε ο Εμπού Λουμπούτ (ο Ροπαλοφόρος) να θανατωθούν 1.000 ακόμη αιχμάλωτοι. η φρικτή αυτή ανθρωποθυσία έγινε μπροστά στα μάτια του. Κτυπούσαν τους άμοιρους ραγιάδες με ρόπαλα στο κεφάλι και τους αποτελείωναν κόβοντας το λαιμό τους με μαχαίρια. Τελικά, στις 13 Απριλίου 1822, ο «πορθητής» της Νάουσας ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ ΕΜΠΟΥ ΛΟΥΜΠΟΥΤ πασάς, ο βαλής της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, αφού κράτησε τις πιο ωραίες και νέες γυναίκες και τα παιδιά για το χαρέμι του και για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και αφού έβαλε 500 εργάτες και γκρέμισαν τα ρημαγμένα από τους κανονιοβολισμούς τείχη της πόλης, επέστρεψε με τα ασκέρια του θριαμβευτικά στην έδρα του, αφήνοντας πίσω του μια ερειπωμένη και αιματοβαμμένη πόλη, που έμοιαζε με βομβαρδισμένο απέραντο σφαγείο, και σέρνοντας μαζί του αλυσοδεμένους χιλιάδες αιχμαλώτους. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και οι οικογένειες του Καρατάσου, του Γάτσου και του Ζαφειράκη, καθώς και οι 74 πρόκριτοι της περιοχής που κρατούνταν στη Βέροια. Και η πορεία εκείνη, η «θριαμβευτική», του Ροπαλοφόρου εκείνου μακελάρη έφτασε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ακολουθούμενη από μεγάλη σειρά μεταγωγικών (αραμπάδες, κάρα και βοϊδάμαξες), στα οποία είχε φορτώσει σε άλλα τα κεφάλια και σε άλλα τα αυτιά των σφαγιασθέντων Ελλήνων της Νάουσας και των περιχώρων. Μακάβριο το θέαμα, ανήκουστη θηριωδία! Από τις 13 Απριλίου 1822, ημέρα Πέμπτη (πάλι), η άλλοτε ανθηρή και ακμάζουσα πόλη, αστικό και πνευματικό κέντρο, η ΝΑΟΥΣΑ, έπαυσε να υπάρχει. και το όλο σκηνικό της άλωσης και της σφαγής της πολύπαθης αυτής πόλης συμ-πληρώθηκε με εμπρησμό 100 περίπου χωριών και οικισμών της περιφέρειας της Νάουσας. Μόλις έφτασαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, άρχισαν τα καινούργια μαρτύρια των αιχμαλώτων. Τους πρόκριτους της Βέροιας, αφού τους μαστίγωσαν απάνθρωπα, τους έριξαν ζεματιστό λάδι, μέχρι που πέθαναν από φρικτούς πόνους. Μαζί με αυτούς μαστιγώθηκαν μέχρι θανάτου και οι όμηροι από τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Όλες τις αρχόντισσες της Νάουσας και προπαντός τις γυναίκες των αρχηγών τις έστησαν όρθιες μπροστά στο διοικητήριο μέσα σε λάκκους και τις σκέπασαν μέχρι τη ζώνη της μέσης με χώμα. Περνούσε έπειτα από εκεί ο τουρκικός όχλος, τις έβριζε, τις έφτυνε κατάμουτρα και τις κτυπούσε με αναμμένα δαυλιά. Τη στιγμή που τις βασάνιζαν μ' αυτόν τον τρόπο, κατέβηκε ο ίδιος ο ΒΑΛΗΣ, ο δήμιος, από το διοικητήριο και πρότεινε σ'αυτές να αλλαξοπιστήσουν, για να σωθούν. Η γυναίκα του Γάτσου δεν άντεξε. δέχθηκε να τουρκέψει και έτσι σώθηκε. Τη γυναίκα και τη νύφη του Ζαφειράκη, που αρνήθηκαν να αλλάξουν την πίστη τους, τις έβγαλαν από τους λάκκους και τις έκλεισαν σε σακιά γεμάτα γάτες και ποντίκια. ενώ τη γυναίκα του γέρο – Καρατάσου, που σε πρόταση του μακελάρη βαλή να αλλαξοπιστήσει τον έβρισε, την έβγαλαν από το λάκκο και την έκλεισαν σε ένα σάκο με φίδια. Τις άλλες γυναίκες από τις αρχόντισσες τις έβγαλαν από τους λάκκους, τις έριξαν στους υπονόμους και έφραξαν τις εξόδους, μέχρι που πέθαναν από ασφυξία. Άλλες πάλι τις φυλάκισαν σε μπουντρούμια και τις άφησαν να πεθάνουν εκεί από ασιτία (χωρίς τροφή και νερό). Σε ένα μοναδικό κείμενο – Ελληνίδες του Εικοσιένα από διάφορα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας αφηγούνται τα δεινά τους από τους Τούρκους, κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Οι αφηγήσεις τους, που έχουν όλη την αυθεντικότητα και την αμεσότητα της ιστορικής στιγμής,
είχαν μεταφρασθεί γαλλικά από ένα φιλέλληνα και είχαν εκδοθεί στο ΠΑΡΙΣΙ το 1826 σε ένα τόμο με τον τίτλο: «ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΓΑΛΛΙΔΕΣ: Αφήγησις των δεινών τους». Το βιβλίο αυτό είχε σκοπό να συνεγείρει τη γαλλική κοινή γνώμη υπέρ του Αγώνος και φαίνεται να έπαιξε το ρόλο του στην εκδήλωση του φιλελληνικού ρεύματος στη Γαλλία και γενικότερα στην Ευρώπη. Είναι μία από τις πιο ζωντανές και γνωστές μαρτυρίες του 1821. Παραθέτω αποσπάσματα από την αφήγηση μιας γριάς από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που έζησε όλη τη θηριωδία των Τούρκων το 1821/1822. «Ογδόντα χειμώνες βαραίνουν την κεφαλή μου, χίλιες -δυο αρρώστιες εξαν-τλούν τις παγωμένες αισθήσεις μου και μπόρεσα, χωρίς να βγάλω μια αδύνατη και τελευταία πνοή, μπόρεσα να δω το μαρτύριο μιας αγαπημένης κόρης μου, την ντροπή ενός άλλου από τα παιδιά μου και να παραστώ στη σπαρακτική αγωνία τόσων μαρτύρων... » Κατοικούσα στον ΠΟΛΥΓΥΡΟ: εκεί είχα γεννηθεί και εκεί έμενε η οικογένειά μου. Είχα από την κόρη μου μια εγγονή, την Ελένη, που ήταν 15 χρονών και πανέμορφη. Ήταν το λουλούδι της αυγής, δροσάτο και πλούσιο σε άρωμα. Αλλοίμονο! Ήρθε το βράδυ και το είδα να μαραίνεται. Και από ποιο χέρι; Ενός φριχτού βάρβαρου. Τρέχει αλαφιασμένη η Ελένη να καταφύγει στην αγκαλιά μου που τρέμει. Φριχτοί δαιμονισμένοι φτάνουν και τα μάτια τους γυαλίζουν από ασέλγεια. Την παίρνουν και για τελευταία φορά ακούω τη φωνή της αλλαγμένη από την απελπισία. » Η δυστυχισμένη μητέρα της δεν υπήρξε μάρτυρας αυτού του εγκλήματος. ένας βάρβαρος την είχε αλυσοδέσει και την έσερνε μέσα σε ένα καραβάνι γυναικών, που προορίζονταν για το σκαλβοπάζαρο. Ήρθε η σειρά μου, με έδεσαν στην αλυσίδα της κόρης μου και ακολουθήσαμε τους Οθωμανούς ως τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου έκαναν την θριαμβευτική τους είσοδο με τα ματωμένα λάφυρά τους... Ο Αμπουλουμπούντ, κάποτε σκλάβος και ο ίδιος, είχε διορισθεί πασάς της Μακεδονίας. αυτός έφερε τη φωτιά και το σίδερο στα μοναστήρια του Αγίου Όρους και προχώρησε αργότερα στη ΝΑΟΥΣΑ, που οι κάτοικοί της είχαν την τύχη των νικημένων αδελφών τους... Είχε φέρει από τη ΒΕΡΟΙΑ πολλούς ομήρους προκρίτους και τους παρέδωσε στα βασανιστήρια. μόνο 34 από τους δυστυχισμένους αυτούς άντεξαν στη δοκιμασία του πυρακτωμένου σιδήρου και του βραστού λαδιού. » Λίγες μέρες αφού φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, μας πήγαν, την κόρη μου κι εμένα, μπροστά στον Αμπουλουμπούντ. Μόλις μας είδε, φώναξε "Απαρνηθείτε το Χριστό, λατρεύτε τον Προφήτη. Απαντούμε κάνοντας το σταυρό μας. εκείνος κάνει ένα νεύμα αγριότητας και οι δήμιοι μας σέρνουν. Σε λίγο ακούμε σπαρακτικές φωνές, ανάκατες με νιαουρίσματα. Βλέπουμε μπροστά μας ένα μεγάλο περίβολο. Ω! Θανάσιμη έκπληξη! Σάκοι που κλείνουν μέσα ζωντανά πλάσματα κυλούν στο λιθόστρωτο: ένας περιέχει μια γυναίκα καταξεσχισμένη από τις δαγκωματιές αγριεμένων γάτων ή πεινασμένων ποντικών και άλλοι κινούνται που είναι επίσης "κατοικημένοι" και περιμένουν τα θύματά τους... Δίνεται το σύνθημα για το μαρτύριό μας και οι δήμιοι παίρνουν πρώτη την κόρη μου και τη χώνουν σ' ένα σάκο. » "Θεέ! Έλεος" είναι τα μόνα λόγια που προφέρει στη φριχτή αγωνία της. Τελείωσε από ανείπωτα βασανιστήρια... Εγώ, παγωμένη από τα χρόνια, χαμένη από την απελπισία, άρρωστη, σώθηκα. γιατί ανάμεσα στους συνοδούς του Αμπουλουμπούντ πασά ήταν και ένας νέος Τούρκος παλιός καδής του Πολυγύρου, που κάποτε είχε ευεργετηθεί σημαντικά από τον άντρα μου. Ο Τούρκος αυτός ήταν άνθρωπος, δεν μπόρεσε να ξεχάσει την ανάμνηση του ευεργέτη του. Οι θρήνοι μου κίνησαν την προσοχή του, με αναγνώρισε και, προσκυνώντας τον πασά, του ζήτησε να μου χαρίσει τη ζωή, χωρίς ωστόσο να μου δώσει την ελευθερία μου. Εκατό άλλες δυστυχισμένες ξεψυχούσαν από τα φριχτά βασανιστήρια. Έκλεισα τα μάτια, αλλά δεν μπορούσα να μην ακούω τους σπαραγμούς των θυμάτων. Το όνομα μιας διάσημης που μαρτυρούσε, όταν το άκουσα να το προφέρουν οι δήμιοι, μ' έκανε να μισανοίξω τα μάτια. » Θεέ μου! Ήταν η ενάρετη σύζυγος του γενναίου καπετάνιου Τάσου (Αναστασίου Καρατάσου) και το μαρτύριο που της επιφύλαξαν ξεπέρασε τα μαρτύρια των άλλων Ελληνίδων. Ο αιμοβόρος Εμπού Λουμπούτ πασάς χαρούμενος θα έπαιρνε εκδίκηση για το θάρρος της, που αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, και για τη γενναιότητα του άντρα της. Έβαλε να την κλείσουν σ' ένα σάκο γεμάτο φίδια. νόμιζε ότι τα φρικτά αυτά ερπετά, μπαίνοντας στα σωθικά της, θα την έκαναν να πεθάνει με ανήκουστους πόνους. Ω! του θαύματος! Αυτή τη φορά ο ΘΕΟΣ λυπήθηκε
τη μάρτυρά του: τα δαγκώματα των φιδιών την νάρκωσαν με το φαρμάκι τους. Και έτσι η δυστυχισμένη ξεψύχησε χωρίς πόνους... » Ο Τούρκος καδής, που μεσολάβησε και σώθηκα, με οδήγησε στο κιόσκι του και εκεί διαπραγματεύθηκε την απελευθέρωσή μου και την παράδοσή μου σε πράκτορες των Ελλήνων. Όταν έφτασα στον καταυλισμό των αδελφών μου, τους αφηγήθηκα όσα έγιναν και απάντησαν με φωνές φρίκης και εκδίκησης. Από τότε ιστόρησα τα δεινά μου σ' όλους όσοι θέλησαν να τα ακούσουν. » Σήμερα κατάκοιτη συγκεντρώνω όση ζωή μου απομένει, για να γράψω αυτήν την αφήγηση που θα διαβασθεί στην Ευρώπη». Αυτό το τέλος είχαν οι ηρωικές ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ της Νάουσας και της γύρω περιοχής, όσες προτίμησαν να πεθάνουν με μαρτυρικό τρόπο, παρά να απαρνηθούν την πίστη και τη θρησκεία τους και την εθνική ιδέα. [Σκηνές απερίγραπτης ωμότητας μπροστά στο Διοικητήριο της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και μπροστά στα μάτια των Ευρωπαϊκών προξενικών αρχών της πόλης, που έσπευσαν, δυστυχώς, να συγχαρούν τον «κύριο» Νομάρχη, το βαλή δηλαδή, για τα "ηρωικά" του κατορθώματα]. Αφού τελείωσαν των ομήρων και των αιχμαλώτων τα μαρτύρια, ο αιμοσταγής και αιμοχαρής Ροπαλοφόρος ΕΜΙΝ πασάς έστειλε τα κομμένα κεφάλια και στεφάνια καμωμένα από αυτιά των σκοτωμένων στην Κωνσταντινούπολη (Ισταμπούλ), για να αποδείξει το μέγεθος της νομιμοφροσύνης του στο σουλτάνο ΜΑΧΜΟΥΤ Β' και την παλληκαριά του. Αυτήν την τύχη είχαν, όσοι θανατώθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο! Ενώ, όσοι από τους αιχμαλώτους είχαν την ατυχία να ζήσουν, στάλθηκαν, για να πουληθούν στα διάφορα σκλαβοπάζαρα της πόλης, των Σερρών, της Κωνσταντινούπολης και του Μοναστηρίου. Βρέθηκαν ευτυχώς κάποιοι Έλληνες και Φιλέλληνες και ελευθέρωσαν μερικούς απ' αυτούς. Στη Θεσσαλονίκη η τιμή των σκλάβων ήταν από 5-20 τάλιρα. Ο απολογισμός των απωλειών, νεκροί και αιχμάλωτοι από την καταστροφή της Νάουσας, έφτασαν κατά τον Τρικούπη τις 5000. Από τους αιχμαλώτους – γράφει ο ιστορικός της επανάστασης Σπυρίδων Τρικούπης: «....πολλοί ἀνηλεῶς ἐβασανίσθησαν, πολλαί γυναῖκες εἰς τάς φλόγας ἐρρίφθησαν, ἔγκυοι ἐξεκοιλιάσθησαν, τέκνα ἔμπροσθεν τῶν γονέων ἐβιάσθησαν καί ἐσφάγησαν...». Επίσης με σουλτανικό φιρμάνι το τουρκικό δημόσιο κατέλαβε όλες τις αγροτικές ιδιοκτησίες, κτήματα και τσιφλίκια με τα εισοδήματά τους. Αυτή ήταν η τραγική μοίρα της υπερήφανης και ανθηρής αυτής πόλης, αφού και πριν είχε δοκιμασθεί αρκετά χρόνια, κατά την περίοδο της αλβανοκρατίας, από τους Αλβανούς άρπαγες μπέηδες και αγάδες, μετά την κατάληψή της το 1804 από τον Αλή πασά, με τον οποίο οι ΝΑΟΥΣΑΙΟΙ ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση από το 1795. Καμιά άλλη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας, εκτός από το ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ, δεν είχε την τραγική μοίρα της «αρχόντισσας» ΝΑΟΥΣΑΣ. Γι'αυτό το λόγο με ειδικό διάταγμα ονομάσθηκε "ΗΡΩΙΚΗ ΠΟΛΗ". Ο αγώνας της τόσο εναντίον του αιμοβόρου εκείνου αρχιλήσταρχου Αλή πασά όσο και εναντίον του ροπαλοφόρου αυτού άγριου Εμίν πασά θα αποτελεί φωτεινό μετέωρο που δε θα σβήσει ποτέ από τις δέλτους της ΙΣΤΟΡΙΑΣ, αφού μάλιστα εδώ στα υψώματα του Βερμίου «αναβίωσε» και ο χορός του ΖΑΛΟΓΓΟΥ. Η αποτυχία της επανάστασης στις περιοχές του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου παρέλυσε κάθε σκέψη και προσπάθεια για την επέκτασή της σε άλλα κέντρα της Δυτικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ . Εξάλλου ο Εμπού Λουπούτ ύστερα από την άλωση της Νάουσας απείλησε να βαδίσει προς την περιοχή της Κοζάνης και της Σιάτιστας. Η Κοζάνη διασώθηκε με τη μεσολάβηση του μητροπολίτη της Βενιαμίν και του πρόκριτου Καραμάρκου Πριτσούλη, που πρόσφεραν στο βαλή πλουσιότατα δώρα. Με τον ίδιο τρόπο, με δωροδοκία, διασώθηκε και η Σιάτιστα. Αυτό το οικτρό και δραματικό τέλος είχε η επανάσταση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, τόσο στη Δυτική το δεύτερο έτος του μεγάλου ξεσηκωμού (1822) όσο και στην Ανατολική Μακεδονία το πρώτο έτος του αγώνα (1821). Ύστερα από το τέλος που είχε η ΝΑΟΥΣΑ, τον
ΑΠΡΙΛΗ του 1822, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δεν τόλμησε να επαναστατήσει ούτε καν να κινηθεί ξανά σε όλη τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού ιερού ΑΓΩΝΑ. Μεγάλη ήταν η προσφορά στον αγώνα του έθνους της πολύπαθης Μακεδονίας. Και μόνο το γεγονός της πραγματοποίησης επαναστατικών κινημάτων στη στρατοκρατούμενη και άγρια καταδυναστευόμενη από τον Τούρκο δυνάστη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, θα έφτανε ίσως να αποδείξει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων της περιοχής αυτής και τον πόθο τους για ελευθερία και ανεξαρτησία. Οι τεράστιες όμως θυσίες αίματος και οι σκληροί αγώνες, που διεξήχθησαν απέναντι σε υπέρτερο αριθμητικά, πάνοπλο αλλά και πολύ βάρβαρο εχθρό, δείχνουν περίτρανα ότι στο χώρο της Μακεδονίας θεμελιώθηκε και στέριωσε ο μεγάλος ξεσηκωμός του γένους των ΕΛΛΗΝΩΝ το 1821. Ο ιστορικός και ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος (18841967) στην «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» γράφει ότι η γεωγραφική θέση και η αδυναμία παροχής βοήθειας από την υπόλοιπη Ελλάδα δίνουν στις επαναστάσεις των Ελλήνων Μακεδόνων χαρακτήρα αυτοθυσίας. Η επανάσταση της Μακεδονίας ήταν ένα καθαρά εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με καθολικό χαρακτήρα. Μετείχαν σ' αυτήν εκτός από τους τοπικούς οπλαρχηγούς και τους κλεφταρματολούς όλα τα κοινωνικά στρώματα: πρόκριτοι, ιερωμένοι, διανοούμενοι, έμποροι, αγρότες, ακόμη και σλαβόφωνοι και αλβανόφωνοι. Αποτιμώντας την προσφορά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στον όλο απελευθερωτικό αγώνα του γένους των Ελλήνων εναντίον των Τουρκομογγόλων κατακτητών, πρέπει να αναφέρουμε ότι αποτέλεσε τον προμαχώνα της μεγάλης Ελληνικής επανάστασης, αφού η εξέγερση της Χαλκιδικής επέφερε σοβαρό αντιπερισπασμό στους αντιπάλους, επιβραδύνοντας την κάθοδο μεγάλων τουρκικών στρατιών, που έστειλε ο σουλτάνος για την κατάπνιξη της επανάστασης στη Νότια Ελλάδα. Τόσο η επανάσταση της Χαλκιδικής , του Αγίου Όρους και των βορειοανατολικών περιχώρων της Θεσσαλονίκης, το πρώτο έτος του αγώνα (1821),όσο και η επανάσταση του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου, το δεύτερο έτος του αγώνα (1822) – στην πρώτη γραμμή αντίστασης του εξεγερμένου ελληνικού λαού – καθήλωσαν για πολλούς μήνες στη Βόρεια Ελλάδα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα, με αποτέλεσμα να ανακουφισθούν σημαντικά οι Έλληνες της Νότιας Ελλάδας, οι οποίοι διαφορετικά θα είχαν να αντιμετωπίσουν μεγάλες και συντονισμένες εχθρικές επιχειρήσεις σε έναν πολυμέτωπο αγώνα. Παρά την ατυχή έκβαση της Μακεδονικής Επανάστασης, οι Έλληνες ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ με τη θυσία τους στο βωμό του εθνικού συμφέροντος συνέβαλαν να εδραιωθεί η επανάσταση, να ελευθερωθεί η πατρίδα και να ιδρυθεί ανεξάρτητο ελληνικό κράτος – με το πρωτόκολλο του Λονδίνου – στις 22 Ιανουαρίου ή 3 Φεβρουαρίου 1830, στο οποίο όμως, δυστυχώς, δεν είχε συμπεριληφθεί η πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία, «οι προστάτιδες», φάνηκαν φειδωλές στις αποφάσεις τους, για να μη στενοχωρήσουν περισσότερο το σουλτάνο. [Τότε η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ συμπλήρωνε 400 χρόνια τουρκικής τυραννίας (1430-1830). οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ όμως ΕΛΛΗΝΕΣ θα επιχειρήσουν και άλλους αιματηρούς αγώνες, ώσπου να αποκτήσουν την πολυπόθητη και τόσο πολύτιμη ελευθερία τους]. Στην Α' Συντακτική Εθνική Συνέλευση στην Αθήνα, το 1844, η τύχη του αλύτρωτου Ελληνισμού επιβλήθηκε σαν πρωταρχικό μέλημα του ελεύθερου κράτους. Στην ΒΟΥΛΗ των ΕΛΛΗΝΩΝ, ύστερα από μια ενθουσιώδη αγόρευση του Ιωάννη Κωλέττη σχετικά με το θέμα της ιθαγένειας και της ενότητας όλων των Ελλήνων, ελευθέρων και αλύτρωτων, και οι δύο πολιτικές παρατάξεις, και η προοδευτική και η συντηρητική, υιοθέτησαν το πρόγραμμα της αλυτρωτικής πολιτικής, το πρόγραμμα της Μεγάλης Εθνικής ΙΔΕΑΣ, για την αποκατάσταση όλου του ελληνικού έθνους. Όλοι οι βουλευτές στάθηκαν με ιδιαίτερη έμφαση στην προσφορά των Μακεδόνων στον κοινό απελευθερωτικό αγώνα. Αλλά και η Κυβέρνηση και ο ίδιος ακόμη ο ανώτατος άρχοντας, ο «Βασιλεύς της ΕΛΛΑΔΟΣ ΟΘΩΝ» (1833/62), στον προσανατολισμό των εθνικών διεκδικήσεων κατατάσσουν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στο πρώτο πλάνο. Ο νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1853-1856) ή Κριμαϊκός πόλεμος, γιατί οι σπουδαιότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξάγονταν στην Κριμαϊκή χερσόνησο, προσφερόταν ως κατάλληλη ευκαιρία για την εφαρμογή του προγράμματος της Μεγάλης Εθνικής Ιδέας, αφού ο τσάρος της Ρωσίας ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α' (1825-1855), που τον είχε κηρύξει, θεωρώντας το σουλτάνο
της Τουρκίας ΑΒΔΟΥΛ ΜΕΤΖΙΤ (1839-1861) «άρρωστο άνθρωπο», ζητούσε από την Υψηλή Πύλη να αναγνωρισθεί στη Ρωσία το δικαίωμα να προστατεύει τους Χριστιανούς της Οθωμανικής επικράτειας. Έτσι οι προσδοκίες του ΕΘΝΟΥΣ προσανατολίζονταν προς την κραταιά Ρωσία. Με προσωπική ανάμειξη του ΟΘΩΝΑ καταρτίσθηκαν μεγάλα ένοπλα σώματα με γενικούς αρχηγούς για την εισβολή στις αλύτρωτες επαρχίες. Σύνθημά τους ήταν το ίδιο με εκείνο του 1821: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Το σχέδιο εισβολής και δράσης στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ προέβλεπε 2 σώματα στρατού να εισβάλουν από την περιοχή του Ολύμπου και των Τεμπών και ένα τρίτο από τη Χαλκιδική. Το πρώτο ένοπλο σώμα του Ελληνικού τακτικού στρατού, που εισέβαλε στη Μακεδονία, αποβιβάσθηκε στη ΣΙΘΩΝΙΑ στις 6 Απριλίου 1854, με αρχηγό τον Τσάμη Καρατάσο, γιο του Αναστάσιου Καρατάσου, αρχηγού της επανάστασης στη Δυτική Μακεδονία (1822) - από την περιοχή του Βερμίου. Ο Μακεδόνας αυτός στρατιωτικός ορίσθηκε επικεφαλής των εκστρατευτικών σωμάτων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, φέροντας επάξια τον βαθμό του «αρχιστρατήγου της Μακεδονίας». Αξιομνημόνευτη είναι η προκήρυξη που εξέδωσε, μόλις πάτησε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: «Ποίαν άλλην εποχήν περιμένετε, αδελφοί ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ; Θα ανεχθώμεν βλέποντες την τιμήν μας καταπατουμένην, την ιδιοκτησίαν διαρπαζομένην και την αμώμητον ημών θρησκείαν εξυβριζομένην; ...Μήπως δεν ρέει εις τας φλέβας ημών αίμα Μακεδονικόν; Μήπως δεν είμεθα απόγονοι του ενδόξου Φιλίππου; Μήπως δεν είμεθα απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του αυτοκράτορος Βασιλείου; Δεύτε, λοιπόν, δράμωμεν εις τα όπλα». [Προσέξατε την επίγνωση της ιστορικής συνέχειας]. Ένα άλλο επαναστατικό μέτωπο δρούσε στη Δυτική Μακεδονία με αρχηγό τον οπλαρχηγό Θεόδωρο Ζιάκα. Κατέλαβε τη Δυτική Πίνδο και έκανε συνεχείς επιδρομές στις περιοχές των Γρεβενών και της Ανασέλιτσας (Εράτυρας). Οι επιτυχίες του ξεσήκωσαν την ένθερμη νεολαία των γειτονικών χωριών και αρκετούς Κοζανίτες. Το επαναστατικό μέτωπο στην περιοχή του Ολύμπου ενισχύθηκε και με τη σύμπραξη του σώματος των Ολυμπίων οπαρχηγών και ελευθέρωσαν όλη την περιοχή από τα Τέμπη ως την Κατερίνη. Ύστερα όμως από τρίμηνη επαναστατική δράση τα ανταρτικά σώματα σταμάτησαν τη δράση τους. Συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα στη Βαλκανική. Η Αγγλία και η Γαλλία συμμάχησαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Ρωσίας. Ασκείται μεγάλη πίεση στην ΑΘΗΝΑ και γίνεται αποκλεισμός του ΠΕΙΡΑΙΑ από τον αγγλογαλλικό στόλο, αλλαγή κυβέρνησης και διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Υψηλή Πύλη. Οι πρόξενοι Αγγλίας και Γαλλίας μεσολάβησαν και επέβαλαν ανακωχή στις ελληνοτουρκικές συγκρούσεις. Έτσι τα ένοπλα ανταρτικά σώματα υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν. Ο Τσάμης Καρατάσος, που διέσχισε τη Χαλκιδική από τη Σιθωνία ως την Ιερισσό, κηρύσσοντας την επανάσταση και κτυπώντας τις τουρκικές φρουρές, επειδή αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν οι Αγιορείτες, αναγκάσθηκε να αποσυρθεί και να επιστρέψει στο ελληνικό κράτος. Αξιοκατάκριτη είναι η τότε ενέργεια του Γάλλου προξένου της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ να διατάξει τον πλοίαρχο γαλλικού πολεμικού, να σπεύσει στη Χαλκιδική και να βυθίσει τον αποβατικό στολίσκο του Καρατάσου που μετέφερε πυρομαχικά. Έτσι άλλη μία επαναστατική προσπάθεια των Ελλήνων στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ απέβηκε μάταια. η εχθρική τοποθέτηση των Μεγάλων Δυνάμεων, «των προστατίδων!», Αγγλίας και Γαλλίας, για τη Μακεδονία υπήρξε καταλυτική. Εξάλλου οι μνήμες της γενοκτονίας των Μακεδόνων το 1821 και το 1822 απείχαν μόνο κατά μια γενεά. Κάτι όμως «κέρδισαν» οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ από την αποτυχημένη – προδομένη- εκείνη εξέγερση του 1854. Και λέγω «προδομένη», γιατί δυστυχώς μας πρόδωσαν δύο από τις προστάτιδες δυνάμεις, η Αγγλία και η Γαλλία, που είχαν προσυπογράψει το πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας (1830), το ιδρυτικό του ελληνικού κράτους. «Κέρδισαν» τη δικαιολογημένη καχυποψία και εχθρότητα των Τούρκων απέναντι στον Ελληνισμό και ιδιαίτερα στον Μα-
κεδονικό Ελληνισμό, σε μια εποχή μάλιστα που στο προσκήνιο της ιστορίας επανεμφανίζεται στα Βαλκάνια, ύστερα από αιώνες, ο σλαβικός κίνδυνος, ο «Βούλγαρος αντίπαλος», ο οποίος μετά από 20 (1874) χρόνια θα αρχίσει να διεκδικεί κυριαρχικά δικαιώματα στο χώρο της Μακεδονίας και να συγκρούεται με τον Ελληνισμό. Θα δημιουργηθεί η βουλγαρική εθνική ιδέα σε βάρος της Ελληνικής Μεγάλης Εθνικής Ιδέας. Αλλά και η τσαρική Ρωσία αρχίζει βαθμιαία να εγκαταλείπει τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, μετά την ήττα της στο Κριμαϊκό πόλεμο, και αναλαμβάνει να προωθήσει τα σχέδια του ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΥ και τα συμφέροντα του βουλγαρικού έθνους, του οποίου η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης αρχίζει την εποχή εκείνη. Από τη νέα ένταση του ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ, που προκάλεσε ο Κριμαϊκός πόλεμος, η ΕΛΛΑΔΑ δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί. Όμως από την οδυνηρή αυτή κρίση διαλύθηκε ο μύθος περί ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, αφού με την ειρήνη του Παρισιού (1856) η Αγγλία και η Γαλλία εγγυήθηκαν επίσημα την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. έτσι κάθε πράξη, που θα έθιγε τα συμφέροντα του σουλτάνου, θα θεωρούνταν ως ζήτημα ευρωπαϊκό. Παράλληλα οι αγώνες των Ελλήνων το 1854 στη Μακεδονία αναζωπύρωσαν τις ελπίδες των υποδούλων Μακεδόνων, τόνωσαν τον πόθο τους για την ελευθερία και ισχυροποίησαν τους δεσμούς τους με τους ελεύθερους αδελφούς. Ωστόσο και ο ίδιος ο σουλτάνος με πανηγυρικό έγγραφό του, που ονομάστηκε Hatti Humayum (= Λαμπρή Γραφή) στις 18 Φεβρουαρίου 1856, «έριχνε νερό στο κρασί του». υποσχόταν επίσημα πως τα θρησκευτικά και εκκλησιαστικά δίκαια και προνόμια των Χριστιανών αναγνωρίζονταν έγκυρα- γενικά παραχωρούνταν ίσα δικαιώματα στους Χριστιανούς και η καταδυνάστευση θα μεταμορφωνόταν σε καλή διοίκηση.
Η ΕΠΑΝΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΣΛΑΒΙΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ. Από τότε η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με την ευρύτερη γεωγραφική έννοια αρχίζει να γίνεται «τό μῆλον τῆς ἔριδος» μεταξύ των Βαλκανικών εθνών, των ΕΛΛΗΝΩΝ και των Σλαβοβουλγάρων (των Σέρβων και των Βουλγάρων), στους οποίους θα προστεθούν αργότερα και οι Αλβανοί και οι Ρουμάνοι ακόμη. Επί του σοβαρού αυτού εθνικού θέματος που προέκυψε, το μικρό ΒΑΣΙΛΕΙΟ της Ελλάδας επιδίωκε την προσέγγιση της Σερβικής Ηγεμονίας, επιμένοντας στο δόγμα ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ολόκληρη μέχρι τα Σκόπια έπρεπε να περιληφθεί στο μελλοντικό διευρυμένο ελληνικό κράτος. Στις ελληνοσερβικές διαπραγματεύσεις, που έγιναν και οδήγησαν στη μυστική συνθήκη του ΦΕΣΛΑΟΥ στις 14 Φεβρουαρίου 1867, ο Έλληνας αντιπρόσωπος ΠΕΤΡΟΣ ΖΑΝΟΣ προσπάθησε να επιτύχει επικύρωση των ελληνικών διεκδικήσεων στο σύνολο της Μακεδονίας, υποστηρίζοντας τα ακόλουθα: «Ουδείς θα ευρεθεί εν Ελλάδι άνθρωπος, όστις θα θέσει την υπογραφήν του εις μίαν συνθήκην, δια της οποίας διατέμνεται η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και απαλλοτριούται η ΕΛΛΑΣ των επ'αυτής προαιωνίων αξιώσεών της. λησμονείτε ... ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι η κοιτίς του Ελληνισμού, ότι είναι η κατ'εξοχήν ελληνική χώρα, ότι τέλος πάντων η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι η πατρίς του Μεγάλου Αλεξάνδρου;» Από το Μάρτιο του 1870 με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και από το 1872 με τον αφορισμό και την κήρυξη αυτής ως σχισματικής εκκλησίας εκ μέρους του Πατριαρχείου (της Κωνσταντινούπολης), άνοιγε ο δρόμος για οξύτατο εκκλησιαστικό και φυλετικό ανταγωνισμό μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, που εξυπηρετούσε τα σχέδια και τα συμφέροντα της κυρίαρχης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφού έτσι αποκλειόταν πλέον η μελλοντική σύμπραξη των δύο γειτονικών συνοίκων χριστιανικών εθνοτήτων. Αλλά και ο καθολικισμός της ΔΥΣΗΣ ταυτίσθηκε με τη διασπαστική πολιτική του «Πανσλαβισμού» στα Βαλκάνια, που καλλιεργούσε με κάθε μέσο η Ρωσία. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και ο Προτεσταντισμός ακόμη επιδίωξαν να εκμεταλλευθούν για δικό τους συμφέρον την αποδυνάμωση του Ορθόδοξου Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, ώστε να επιτύχουν την εδραίωσή τους στο χώρο αυτό της Βαλκανικής. Η δραστηριότητα μάλιστα της λεγόμενης «ουνιτικής» και προτεσταντικής προπαγάνδρας στο χώρο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και πολλές «ουνιτικές» κοινότητες στη Μακεδονία. μόνο στην περιοχή του ΚΙΛΚΙΣ η προπαγάνδα, με την ανοχή βέβαια των Τούρκων, κατάφερε να επιτύχει την προσχώρηση στο «κίνημα της ΟΥΝΙΑΣ» το 1879 περίπου 30 χωριών. Η προσπάθεια της Καθολικής Εκκλησίας και οι ενέργειές της σε βάρος της ορθόδοξης Μακεδονίας και γενικότερα της Βαλκανικής ξεκινούσαν από τα προξενεία Γαλλίας και Αυστροουγγαρίας στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, με εκτελεστικά όργανα το καθολικό μοναχικό Τάγμα των Ιησουϊτών και τους μοναχούς του Τάγματος του ΑΓΙΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (έδρα τους η μονή Λαζαριστών στη Δυτική Θεσσαλονίκη). Όλα ξεκίνησαν από το 1872, όταν η ελληνοβουλγαρική διένεξη περνούσε στη φάση του ανοικτού ανταγωνισμού και των διεκδικήσεων για την εξασφάλιση της μελλοντικής κυριαρχίας επάνω στη Μακεδονία. Την ίδια εποχή δραστηριοποιήθηκε και η Ρουμανική προπαγάνδα, που προσπαθούσε να προσελκύσει στη Ρουμανική εθνική ιδέα τους Κουτσόβλαχους της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της Ηπείρου με αποκλειστικό στοιχείο τη γλωσσική συγγένεια. [Πρόκειται για γλωσσικά λατινικά κατάλοιπα της εποχής της Ρωμαιοκρατίας]. Αργότερα επίσης θα εμφανισθεί και η Αλβανική προπαγάνδα.Στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ παρατηρείται τώρα οργασμός εθνικών διεκδικήσεων, που εκφράζεται με την ίδρυση πολλών εθνοτικών σχολείων. Η πνευματική ηγεσία του ελληνισμού πήρε την πρωτοβουλία στα χέρια της. Ήδη από το 1861 είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε ο "ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ", ο οποίος μεριμνούσε για την έκδοση σχολικών βιβλίων, την κατάρτιση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την αποστολή διδασκάλων και βιβλίων, καθώς και για την οικονομική ενίσχυση των πτωχών σχολικών εφορειών. Αλλά και στην ΑΘΗΝΑ ιδρύθηκε και λειτουργούσε από το έτος 1869 ο "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ", με σκοπό τη σύσταση, ενίσχυση και ανάπτυξη σχολείων στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Επίσης, όπως έχει προαναφερθεί, για την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων της υπόδουλης Μακεδονίας συστήθηκε το έτος 1871 στην Κωνσταντινούπολη η "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΙΛΕΚΠΑΙ-
ΔΕΥΤΙΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ". Αλλά και στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπως ήδη γνωρίζουμε, λειτουργούσε από το 1835 "ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ"και από το 1845 το πρώτο "ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟΝ". Επίσης στην «πρωτεύουσα της Μακεδονίας» λειτουργούσε ήδη Ελληνική Σχολή μέσης εκπαίδευσης, το πρώτο "ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", όπου από το 1868 είχε τοποθετηθεί σχολάρχης (διευθυντής) ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ παιδαγωγός Δήμιτσας Μαργαρίτης από την Αχρίδα, γνωστός και από τις ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες και μελέτες του για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. αξιόλογο είναι το έργο του «Ἡ Μακεδονία ἐν λίθοις φθεγγομένοις καί μνημείοις σωζομένοις». Από αυτήν τη Σχολή –Γυμνάσιο- της Θεσσαλονίκης αποφοίτησαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι των γραμμάτων. Και τέλος το 1875 ιδρύθηκε το "ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", το πρώτο στην Ανατολή, με διευθυντή το γνωστό παιδαγωγό Χαρίση Παπαμάρκο από το Βελβενδό της Δυτικής Μακεδονίας. Οι απόφοιτοι αυτού θα επανδρώσουν όλα τα ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας και θα στηρίξουν τον ελληνισμό στις κρίσιμες ημέρες που θα ακολουθήσουν. Η νίκη των ρωσικών στρατευμάτων του τσάρου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Β' (1855-1881) κατά των τουρκικών στρατευμάτων του σουλτάνου ΑΒΔΟΥΛ ΧΑΜΙΤ Β' (1876-1909), κατά τον τελευταίο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, αναπτέρωσε το επαναστατικό φρόνημα των Ελλήνων και ιδιαίτερα των Μακεδόνων. Στην ΑΘΗΝΑ μία κεντρική επιτροπή των Εθνικών Εταιρειών "ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ" και "ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ" ανέλαβε – σε συνεργασία με την Οικουμενική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό το γηραιό ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΝΑΡΗ (το γνωστό Ψαριανό μπουρλοτιέρη)- να συντονίσει την προετοιμασία επαναστατικών κινημάτων. Η Οικουμενική όμως κυβέρνηση λόγω εσωτερικών αντιθέσεων διαλύθηκε και σχημάτισε κυβέρνηση Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΣ, τον Ιανουάριο του 1878. Η νέα κυβέρνηση με υπουργό των εξωτερικών το Θεόδωρο Δηλιγιάννη δήλωσε ότι αποφάσισε να καταλάβει τις ελληνικές επαρχίες της Τουρκίας, για να προστατέψει τους χριστιανικούς πληθυσμούς από τις βιαιότητες των Τούρκων. Όταν τα ρωσικά στρατεύματα πλησίαζαν στην Κωνσταντινούπολη, τότε τα ελληνικά στρατεύματα διατάχθηκαν να εισβάλουν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, αλλά πολύ άργησαν και σε λίγες ημέρες διατάχθηκαν να επιστρέψουν, επειδή είχε υπογραφεί ανακωχή του πολέμου. το επαναστατικό όμως φρόνημα δεν έσβησε. τα κινήματα συνέχισαν τη δράση τους, με σκοπό να προκληθεί και "Ελληνικόν ζήτημα" στο Συνέδριο της Ειρήνης. Ένα σώμα του Ελληνικού στρατού 500 ανδρών, με αρχηγό το λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη και πολιτικό σύμβουλο το Λεωνίδα Πασχάλη, αποβιβάσθηκε στο ΛΙΤΟΧΩΡΟ στις 16 Φεβρουαρίου 1878, όπου 3 ημέρες αργότερα (19-2-1878) συγκροτήθηκε κυβέρνηση – 'ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ" – με πρόεδρο τον ΕΥΑΓΓΕΛΟ ΚΟΡΟΒΑΓΚΟ από το Λιτόχωρο και κηρύχθηκε η επανάσταση στη Μακεδονία και η ένωση της περιοχής Ολύμπου-Πιερίων με το κράτος της Ελλάδας. Την ίδια ημέρα με την κήρυξη της επανάστασης στον Όλυμπο, υπογράφηκε η Συνθήκη του ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, στις 19 Φεβρουαρίου 1878, η οποία θεωρείται θρίαμβος της ρωσικής διπλωματίας για την πραγμάτωση των οραμάτων του Πανσλαβισμού, αφού έλυνε το ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ μονομερώς προς όφελος των Σλάβων και των Βουλγάρων. Όχι μόνο αγνόησε η Ρωσία το εθνικό πρόβλημα και τις δίκαιες διεκδικήσεις της Ελλάδας στη Μακεδονία, αλλά δημιούργησε μια «μείζονα» ανεξάρτητη ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ με διέξοδο στο ΑΙΓΑΙΟ πέλαγος, υπό την εγγύηση του τσαρικού καθεστώτος, προωθώντας έτσι τη Βουλγαρική Εθνική Ιδέα σε βάρος του οράματος της Μεγάλης Εθνικής Ιδέας των Ελλήνων. Ολόκληρη σχεδόν η γεωγραφική περιφέρεια της Μακεδονίας με εξαίρεση τη Θεσσαλονίκη τη Χαλκιδική και τις επαρχίες Κοζάνης - Σερβίων περιέρχονταν στην επικράτεια του δημιουργούμενου ισχυρού βουλγαρικού κράτους. Όταν έγινε γνωστή η υπογραφή της Συνθήκης αυτής, στην ΑΘΗΝΑ η ελληνική κυβέρνηση φοβήθηκε να αντιδράσει φανερά και επικαλέσθηκε τη μεσολάβηση και βοήθεια της Αγγλίας. Παραταύτα θεώρησε ως επιτυχία το ότι πήρε από την Αγγλία την αόριστη υπόσχεση πως τελικά δε θα παραγνωρισθούν τα δίκαιά της. Παράλληλα με το διπλωματικό πεδίο, στο στρατιωτικό πεδίο ο αγώνας συνεχίσθηκε με τα επαναστατικά κινήματα. Ταυτόχρονα κηρύχθηκε επανάσταση και στη Δυτική Μακεδονία, όπου πρωτοστάτησαν οι νέοι των περιοχών Σερβίων, Κοζάνης, Βοΐου και Καστοριάς. Σχηματίσθηκε μάλιστα και εκεί "ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΕΛΙΜΕΙΑΣ" με πρόεδρο τον Κοζανίτη ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΒΕΝΤΑΡΟ,
γραμματέα τον Καστοριανό Αναστάσιο Πηχεώνα και στρατιωτικό αρχηγό τον εντόπιο οπλαρχηγό Ιωσήφ Λιάτη, η οποία με διακοίνωσή της διακήρυξε προς την Ελληνική Κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό την αποτίναξη της δουλείας και την ένωση της επαρχίας ΕΛΙΜΕΙΑΣ (πατρίδας των γενναιοτέρων στρατηγών του Μακεδονικού Βασιλείου επί Φιλίππου Β' και Μεγάλου Αλεξάνδρου) με το Ελληνικό Βασίλειο. Η διακήρυξη έχει ως εξής: Εν ονόματι του Έθνους Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Επαρχίας Ελιμείας Προς το Υπουργικό Συμβούλιο του Βασιλείου της Ελλάδος «Κύριε Πρόεδρε, Η επαρχία μας, επειδή δεν μπορεί πια να υποφέρει τον ακατονόμαστο δόλιο τουρκικό ζυγό, τις ανήκουστες βιαιοπραγίες αυτών των τυράννων που καταδυναστεύουν την πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τις άπειρες κακώσεις και τις φοβερές καταπιέσεις, που όχι μόνο η περιουσία μας είναι εκτεθειμένη, αλλά και η ζωή η ίδια και η τιμή και επειδή βλέπει ότι την μεν ησυχία των υπόδουλων ελληνικών επαρχιών όχι μόνο παραγνώρισε η άσπλαχνη διπλωματία, αλλά και παρεξήγησε, η δε Υψηλή Πύλη υπογράφοντας τους όρους της ειρήνης με τη Ρωσία, δίνει το μεγαλύτερο μέρος της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στον Πανσλαβισμό, ξεσηκώθηκε και άρπαξε σαν ένας άνθρωπος τα όπλα, για να κηρύξει ενώπιον του θεού και των ανθρώπων την ελευθερία από το δούλειο ζυγό και την ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα υπό το σκήπτρο του θεόσεπτου και συνταγματικότατου Βασιλιά των Ελλήνων ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Α΄». Μπούρινος: 19 Φεβρουαρίου 1878 Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας Ιωάννης Κοβεντάρος Α.Η. Πηχεών Τα μέλη Ζήσης Εμμανουηλίδης Παπα-Ιωάννης Παπα-Χριστόδουλος Αθανάσιος Γρηγορίου Ο Αρχηγός των Επαναστατών Ιωσήφ Λιάτης Όταν το περιεχόμενο της Συνθήκης του ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ έγινε γνωστό και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες, θύελλα αγανάκτησης κατέλαβε τον ελληνικό λαό και κατέβηκε στους δρόμους των πόλεων διαμαρτυρόμενος για την αδικία, ενώ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ο ελληνικός πληθυσμός ταράχθηκε απ' άκρο σε άκρο. Ο τύπος αντιπροσωπεύοντας το λαϊκό αίσθημα ύψωσε σθεναρά τη φωνή του κατά των αδίκων αποφάσεων της ορθόδοξης Χριστιανικής Ρωσίας. Το σύνθημα ήταν: «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, γρηγορείτε. δε θα παραδοθούμε στους ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ – προτιμούμε να σφαγούμε μέχρι ενός». Η εφημερίδα "ΦΑΡΟΣ" της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στις 26 Μαρτίου 1878 γράφει: «Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δεν ανήκουν στην τάξη των επήλυδων λαών. Από αμνημόνευτα χρόνια οικήτορες και κτήτορες του πατρίου εδάφους τους, που δεν το εγκατέλειψαν σε χρόνους βαρβαρικών επιδρομών, είναι λαός ελληνικότατης καταγωγής, με ελληνικότατη ιστορία και ελληνικότατη ανέδειξε προσωπικότητα, τα ίχνη των ποδιών του βαθύτατα αφού έχωσε στην ιστορία του πολιτισμού. Δάση, κοιλάδες, ποταμοί, όρη, επιγραφές, μνημεία, τραγούδια, ήθη, έθιμα μαρτυρούν ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ήταν, είναι και θα είναι ελληνική. Η φωνή του δικαίου και της νομιμότητας, η διαλάληση της ιστορίας είναι υπέρ του δικαίου των Μακεδόνων ως Ελλήνων. Μη μας παραδίνετε λοιπόν δούλους στα χέρια του Πανσλαβισμού. Μην καταπατείτε τα από αιώνες δίκαιά μας». Συλλαλητήρια γίνονταν κάθε ημέρα και ψηφίσματα στέλνονταν προς κάθε αρμόδιο, στην Ελληνική κυβέρνηση, στην Υψηλή Πύλη, στο Πατριαρχείο και στις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις και ο απλός λαός φωνάζει: «του βουλγαρισμού η ψώρα ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δε μολύνει». Η επαναστατική φλόγα στον Όλυμπο και στην Πιερία στα τέλη του Απριλίου 1878 έσβησε, ενώ αργότερα το αντάρτικο διαδόθηκε από την περιοχή της Κοζάνης ως την περιοχή Μοναστηρίου. γέμισαν τα βουνά και τα λαγκάδια από ΕΛΛΗΝΕΣ λησταντάρτες με ικανούς οπλαρχηγούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η καπετάνισσα ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ, η θρυλική
Σιατιστινή, γνωστή για την ομορφιά της και την «παλληκαριά» της. Ο αγώνας για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δεν άφησε αδιάφορες και αμέτοχες τις Μακεδόνισσες. βοήθησαν και αυτές όπως μπορούσαν, και οι πιο θαρραλέες ζώστηκαν τα όπλα και πολέμησαν. Η αντίσταση των επαναστατών κρατούσε γερά, γιατί πίστευαν ότι το νέο διεθνές συνέδριο, που θα άρχιζαν οι εργασίες του στα μέσα Ιουνίου στο Βερολίνο, θα επανεξέταζε την κατάσταση στα Βαλκάνια και θα αποφάσιζε και για την τύχη της Μακεδονίας. Στις 17 Ιουνίου 1878 συνεδρίασε η Συνδιάσκεψη του Βερολίνου υπό την προεδρία του Γερμανού καγκελάριου Βίσμαρκ. Η ΕΛΛΑΔΑ δεν πήρε μέρος επίσημα. παρακολούθησε μόνο τις εργασίες του μία αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον υπουργό εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη, ο οποίος είχε περιορίσει τα αιτήματα του Ελληνισμού στην προσάρτηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης και δεν απέδωσε αρχικά την πρέπουσα σημασία στη Μακεδονία, όπου η επανάσταση στις Δυτικές επαρχίες συνεχιζόταν με ένταση, δηλαδή οι Δυτικομακεδόνες κλιμάκωναν τον αγώνα τους, για να προκαλέσουν την προσοχή του ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Έτσι μπόρεσαν να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους τις ορεινές περιοχές από την Κοζάνη ως τα βουνά των Πρεσπών . Μία άλλη ΕΛΛΑΔΑ ελεύθερη! Τελικά έληξαν οι διαπραγματεύσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου και υπογράφηκε νέα συνθήκη στις 13 Ιουλίου 1878. Η Συνθήκη αυτή αποτελεί θρίαμβο της Αγγλικής διπλωματίας και ήταν ένα ευτύχημα για την Ελλάδα, αφού αναθεωρήθηκε η προηγούμενη του Αγίου Στεφάνου, που έθαβε κυριολεκτικά τα εθνικά της όνειρα. Η ανακούφιση στην Ελλάδα ήταν μεγάλη, γιατί η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ξέφυγε τη βουλγαρική κυριαρχία. Το Συνέδριο αυτό χάραξε το νέο πολιτικό χάρτη της Βαλκανικής. Καθιέρωσε status quo (καθεστώς) που τυπικά διατηρήθηκε για 34 χρόνια, ως τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913. Αντί της «μείζονος» ανεξάρτητης Βουλγαρίας ιδρύθηκε μία «ελάσσων» Βουλγαρική Ηγεμονία αυτόνομη και φόρου υποτελής υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, χωρίς διέξοδο στο ΑΙΓΑΙΟ, γιατί νότια αυτής ιδρύθηκε η αυτόνομη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ της ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ. Όμως τελικά ολόκληρη η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ παρέμεινε στην Τουρκία. Η Συνθήκη του Βερολίνου σήμαινε σημαντική πρόοδο του Ανατολικού Ζητήματος, γιατί καθιέρωνε το δόγμα: Η Βαλκανική για τους Βαλκάνιους, μολονότι μεγάλο μέρος των χριστιανικών πληθυσμών έμενε ακόμη κάτω από τον τουρκικό ζυγό και κανένας από τους χριστιανικούς λαούς δεν είχε επιτύχει ολοκληρωτική εθνική ενότητα. εξοβελίζονταν βέβαια οι βλέψεις του Πανσλαβισμού, της Ρωσικής διπλωματίας, αλλ΄ όμως μεγάλο μειονέκτημα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας γενικά ήταν η παραχώρηση σλαβικών περιοχών, της Βοσνίας και της Ερζεγοβίνης, στην ΑΥΣΤΡΙΑ, που γινόταν έτσι βαλκανική δύναμη και αυτή και έστρεφε το βλέμμα της στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Το τόσο σημαντικό αυτό διπλωματικό Συνέδριο άφησε να πλανώνται ελπίδες για μελλοντική αντιμετώπιση και λύση των εθνικών μας ζητημάτων. Εξάλλου ο αντιστράτηγος Λίντον Σίμμονς, στρατιωτικός εμπειρογνώμων της Βρετανικής Αντιπροσωπείας στο Συνέδριο, τόνισε ότι «η μόνη δύναμη που μπορεί να αναχαιτίσει τους Ρώσους είναι ο Ελληνισμός. ο πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ είναι βασικά ελληνικός και έχει το υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο στη Βαλκανική». Ανάλογες απόψεις διατύπωσαν και οι υπουργοί της Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας και Αυστρίας. Ο επαναστατικός /ανταρτικός αγώνας στη Δυτική Μακεδονία παρά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου από την "ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ" κράτησε ως το Νοέμβριο του 1878 και μόνο ο «στρατηγός» χειμώνας ανάγκασε τους γενναίους Ελληνομακεδόνες να διαλυθούν. Άφησαν όμως πάνω στα μακεδονικά βουνά ικανά σπέρματα αρματολισμού, αλλά χωρίς οργάνωση και χωρίς προγραμματισμό. Τα ανταρτικά αυτά σώματα έδειξαν το δυναμισμό της φυλής των Ελλήνων και τη δίψα τους για ελευθερία. Ταυτόχρονα με τη δράση τους εναντίον των Τούρκων συντέλεσαν στη ματαίωση των σχεδίων του Πανσλαβισμού και τέλος η εμμονή τους στον απελευθερωτικό αγώνα τους χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση του Ελληνικού Βασιλείου ως μέσο διαπραγματευτικό, για να ασκήσει πίεση στην Τουρκία, ώστε να παραχωρήσει τα ηπειροθεσσαλικά εδάφη, που είχαν επιδικασθεί από το Συνέδριο στην ΕΛΛΑΔΑ.
ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ –Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Αν η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας/ Εκκλησίας έσπειρε τα πρώτα σπέρματα της εκκλησιαστικής, πνευματικής και πολιτιστικής αφύπνισης των ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ, η Συνθήκη του ΑΓΙΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ έσπειρε τα πρώτα σπέρματα της εθνικής αφύπνισης αυτών. Στη συνθήκη αυτή θα αναζητήσουμε τις ρίζες του μετέπειτα λεγομένου "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ", το οποίο θα δημιουργήσουν οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ και θα απασχολήσει το Μακεδονικό Ελληνισμό 30 χρόνια (1878-1908) και μάλιστα στην τελευταία φάση του θα διεξαχθεί ο εξοντωτικός ένοπλος ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Όπως κάθε ιστορικό γεγονός έχει και την προϊστορία του, έτσι και το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ έχει τη δική του. Στις αρχές του 17ου αιώνα και το όνομα της ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ακόμη ήταν άγνωστο στην Ευρώπη. Η επίδραση του Ελληνισμού στη Βουλγαρία ήταν πολύ σημαντική. η ανώτερη κοινωνική τάξη των Βουλγάρων εξελληνιζόταν και ίσως θα απέβαλλε το εξασθενημένο εθνικό του φρόνημα και ολόκληρος ο λαός. Από το τέλμα της αφάνειας θα βγάλει το βουλγαρικό έθνος ένας ιερωμένος. Οι ρίζες λοιπόν της προϊστορίας του Μακεδονικού Ζητήματος είναι πιο βαθιές και «φτάνουν» ως τη μονή Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους. εκεί ο Χιλανδαρίτης μοναχός Βούλγαρος ΠΑΪΣΙΟΣ έγραψε το 1762 σύγγραμμα με τίτλο «Σλαβοβουλγαρική ιστορία των Βουλγαρικών λαών, τσάρων και αγίων». Η "ιστορία" του μοναχού αυτού διαπνεόταν από φλογερό πατριωτισμό και κατέκρινε τους Βουλγάρους χριστιανούς, οι οποίοι μάθαιναν να γράφουν και να ομιλούν την Ελληνική γλώσσα και δεν ήθελαν καν να ονομάζονται Βούλγαροι. Γράφει στο έργο του αυτό: «Βούλγαρε, μάθε να γνωρίσεις τη φυλή σου και τη γλώσσα σου. Αγάπα την πατρίδα σου και απόθανε δι' αυτήν. προσπάθησε να διδαχθείς πώς ήτο οργανωμένος άλλοτε ο λαός σου, μάθε ότι έχεις βασιλείς, πατριάρχες και αγίους. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι μας εμπαίζουν, διότι είμεθα ταπεινής καταγωγής, άνευ τσάρων και αγίων, άνευ ιστορίας. Εγώ όμως αγωνίζομαι να γράψω την ιστορίαν αυτήν». Το έργο αυτό του Παΐσιου έγινε η αφετηρία της εθνικής αφύπνισης του βουλγαρικού έθνους. Δίκαια ο ΠΑΪΣΙΟΣ θεωρήθηκε ο εθναπόστολος του νεότερου Βουλγαρικού Κράτους, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός θεωρήθηκε του Νεοελληνικού Κράτους. Επειδή σε πολλά μέρη της Βουλγαρίας και της Μακεδονίας δε λειτουργούσαν βουλγαρικά σχολεία, οι βουλγαρικής καταγωγής μαθητές, πλουσίων κυρίως οικογενειών, φοιτούσαν και αυτοί σε ελληνικά σχολεία. Οι πιο διαπρεπείς από τους Βουλγάρους διανοουμένους και οι πρωτοπόροι της εθνικής αναγέννησης της Βουλγαρίας είχαν σπουδάσει σε ελληνικές σχολές. Η ελληνική γλώσσα τους γοήτευε τόσο, ώστε θεωρούσαν τιμή τους να την ομιλούν και να τη γράφουν. Τρομοκρατημένοι λοιπόν απ' αυτήν την ελληνομάθεια οι εθνικιστές Βούλγαροι και αργότερα οι Πανσλαβιστές, θα αντιδράσουν. Έτσι δημιουργήθηκε αντικίνηση προς την ελληνομάθεια και έντονη αντίδραση ελληνοφοβίας, με τη σκέψη ότι η αλματώδης διάδοση της ελληνικής παιδείας στη βουλγαρική νεολαία θα γίνει τροχοπέδη στην ανάπτυξη της βουλγαρικής παιδείας και θα αποτελέσει αιτία της εξαφάνισης του βουλγαρικού έθνους. γιατί υπήρχε ο φόβος- με την πάροδο του χρόνου- μήπως τα παιδιά της Βουλγαρίας αφομοιωθούν συνειδησιακά από την ελληνική παιδεία. Για το λόγο αυτόν οι Βούλγαροι της ανώτερης κοινωνικής τάξης θα αρχίσουν να φθονούν την πρόοδο των ελληνικών σχολείων και να ανησυχούν για την καθυστέρηση ίδρυσης δικών τους σχολείων. Η πρώτη βουλγαρική αλληλοδιδακτική σχολή ιδρύθηκε μόλις το 1835! Παράλληλα συνεπίκουρη εμφανίσθηκε και η πανσλαβιστική κίνηση με κέντρο τη Ρωσική πρωτεύουσα. Στα μέσα του 19ου αιώνα παρουσιάσθηκε ο Ρώσος γιατρός και λόγιος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ ΒΕΝΕΛΙΝ με το σύγγραμμά του «Ιστορία των παλαιών και των νέων Βουλγάρων», με την οποία υποστήριζε τη σλαβική καταγωγή του Βουλγαρικού έθνους. Το βιβλίο αυτό περιείχε αφάνταστες τερατολογίες, οι οποίες έγιναν πιστευτές από τους αμαθείς. Σύμφωνα με τον τερατολόγο αυτό Σλάβο πράκτορα του Πανσλαβισμού, ήταν Βούλγαροι ο Ορφέας, ο Όμηρος, ο Θουκυδίδης, ο Αριστοτέλης, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Μέγας Βασίλειος και άλλοι μεγάλοι άνδρες. Συνεχίζοντας τις βλακείες του γράφει ότι ο βουλγαρικός λαός ήταν ο γενάρχης πάντων των λαών της ΕΥΡΩΠΗΣ και ο μικρός Ελληνικός λαός με καταχθόνια μέσα σφετερίσθηκε την ιστορία, τη δόξα, τη φιλολογία, τον
πολιτισμό του Βουλγαρικού λαού και εξαπάτησε την ανθρωπότητα με την ψεύτικη ιστορία που επινόησε. Το τερατώδες αυτό λιβελογράφημα, αλλά σκόπιμο για την εποχή εκείνη μεταξύ των Βουλγάρων, διαδόθηκε κατάλληλα από τους πανσλαβιστές προπαγανδιστές και άσκησε μεγάλη επίδραση στους Βουλγάρους, στους οποίους ενέπνευσε ακατάσχετη μεγαλομανία. Με το ίδιο πνεύμα και άλλοι πανσλαβιστές Ρώσοι συγγραφείς υποδείκνυαν στους Βουλγάρους ότι όφειλαν να καταλάβουν και την Κωνσταντινούπολη ακόμη, γιατί αυτή ήταν ανέκαθεν δική τους, καθώς και τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, τη "ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΒΗΘΛΕΕΜ", όπως την αποκαλούσαν, επειδή εκεί γεννήθηκαν οι Απόστολοι των Βουλγάρων αδελφοί Μεθόδιος και Κύριλλος.Ο Ρώσος μάλιστα κληρικός Προρφύριος Ουσπένσκη καυχόταν ότι κατόρθωσε να εμπνεύσει στους Βουλγάρους μεγάλο μίσος κατά των Ελλήνων. Στα μέσα όμως του 19ου αιώνα, την ίδια εποχή που ο Γέωργιος Ιβάνοβιτς Βενελίν δημοσίευσε το βιβλίο αυτό με τις τερατολογίες του σε βάρος του Ελληνισμού, ένας άλλος Ρώσος διανοούμενος, ο θεωρητικός πράκτορας του Πανσλαβισμού ΒΙΚΤΩΡ ΓΡΗΓΟΡΟΒΙΤΣ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καζάν (Ρωσία), όταν επισκέπτεται την Αχρίδα (παλιά πρωτεύουσα του Βουλγαρικού κράτους), εκπλήσσεται για την ελληνοφροσύνη των βουλγαροφώνων κατοίκων. Σημειώνει: «Στην ΑΧΡΙΔΑ δε βρήκα ούτε έναν άνθρωπο, που να μπορεί να διαβάσει και την πιο απλή σλαβική γραφή. αντίθετα στην ανάγνωση της ελληνικής στα αρχαία χειρόγραφα, που, όπως ξέρουμε, έχει αρκετά δύσκολη γραφή, πολλοί ήταν λίαν εξασκημένοι. Σε όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, από τη Θεσσαλία, τη Θεσσαλονίκη ως το Μελένικο και από εκεί ως την Αχρίδα και τα ΣΚΟΠΙΑ όχι μόνο στους μητροπολιτικούς ναούς, αλλά και στις εκκλησίες των χωριών η λατρεία γινόταν στην ελληνική γλώσσα». Αυτός πλεύρισε δύο καλούς ΕΛΛΗΝΕΣ δασκάλους με πλατιά μόρφωση, τους αδελφούς Δημήτριο και Κωνσταντίνο Μιλαδίνη, από το χωριό Στρούγκα της Αχρίδας (ανήκει σήμερα στο κράτος των Σκοπίων), τους οποίους με παχυλές αμοιβές και με δελεαστικές υποσχέσεις στρατολόγησε υπέρ του Βουλγαρισμού και του Πανσλαβισμού. Έτσι αυτοί έγιναν μίσθαρνα όργανα της βουλγαρικής και της πανσλαβικής προπαγάνδας, που επιδίωκε τον περιορισμό του ελληνισμού στη Μακεδονία και τη βουλγαροποίηση αυτής με κάθε μέσο. Γνωστοί πλέον, μετά τη μετάλλαξη της συνείδησής τους, ως Βούλγαροι δάσκαλοι, δούλεψαν- σαν φλογεροί κήρυκες του πανσλαβισμού και του βουλγαρισμού στη Μακεδονία – για την ανάπτυξη της βουλγαρικής παιδείας με το επώνυμο ΜΙΛΑΔΙΝΟΦ (είναι το δικό τους με βουλγαρική κατάληξη). Οι Βούλγαροι τους τιμούν και τους θεωρούν από τους πρωτοπόρους της βουλγαρικής παιδείας και ιστορίας του νεότερου βουλγαρικού κράτους, γιατί πρόσφεραν πολύτιμες πνευματικές υπηρεσίες στο βουλγαρικό έθνος (το οποίο είναι ασιατικής καταγωγής, συγγενείς των Τούρκων και των Μογγόλων). Η δράση τους σταμάτησε με τη σύλληψη και φυλάκισή τους από τους Τούρκους το 1861. Έχει λοιπόν και προϊστορία το "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ" και ο "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ", γιατί δεν άρχισαν βέβαια ούτε το 1870 ή 1872, με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την κήρυξη του Σχίσματος, ούτε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878. Τόσο η προϊστορία του Μακεδονικού αυτού προβλήματος, όσο και η ιστορική διαδρομή που ακολούθησε στις τρεις φάσεις του, προπαγάνδα, τρομοκρατία, ένοπλος αγώνας, μέχρι την τελική λύση του με τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13, αποπνέουν ελληνοφοβία. Ίσως αυτό να ήταν το βαθύτερο αίτιο της ρήξης και της σύγκρουσης μεταξύ των συνοίκων Ελλήνων και Βουλγάρων. Στην ένοπλη αυτή αναμέτρηση θα φτάσουν οι Έλληνες, επειδή οι Βούλγαροι και οι προστάτες τους, Ρώσοι, φοβούνταν τη δόξα και το μεγαλείο του Ελληνισμού. Οι Βούλγαροι ορέγονταν την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και οι Ρώσοι πάτρωνές τους έψαχναν για προδότες του Ελληνισμού, ώστε να ατενίσουν το ΑΙΓΑΙΟ. Έτσι, λοιπόν, βρήκαν τους Έλληνες αδελφούς δασκάλους «Μιλαδίνοφ», τους οποίους έχρισαν αντιπροσώπους της Ρωσίας στη Μακεδονία. Κι αυτοί υπακούοντας τυφλά στα αφεντικά τους, τους πράκτορες του Πανσλαβισμού, και επηρεασμένοι από τις ανθελληνικές θεωρίες του Γερμανού ιστορικού Φαλμεράιερ, για τη δήθεν εξαφάνιση του ελληνικού έθνους (ιδίως των Μακεδόνων) λόγω των συχνών επιδρομών και των εγκαταστάσεων των Σλάβων στην Ελλάδα, θα τα δώσουν όλα για το βουλγαρικό λαό, για το έθνος του Κρούμου. Οι εκβουλγαρισμένοι αυτοί Έλληνες δάσκαλοι, ενεργώντας ως όργανα του βουλγαρισμού και του πανσλαβισμού για το χρήμα μάλλον και τη δόξα
έδρασαν σε περιοχές, όπου οι κάτοικοι μιλούσαν όχι σλαβόφωνο αλλά ένα σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα. Μάλιστα οι προπαγανδιστές τού πανσλαβισμού ανέθεσαν σ' αυτούς να συγγράψουν και γραμματική γι' αυτό το ιδίωμα. δεν τα κατάφεραν όμως, επειδή σαν νεοφώτιστοι και αυτοί στο βουλγαρικό «στρατόπεδο» δεν ήξεραν να γράφουν τη βουλγαρική και τα παράτησαν στη μέση. Περιέρχονταν τις περιοχές αυτές και κήρυσσαν: «Είμαστε αδελφοί σας. μιλάμε την ίδια γλώσσα.... η γλώσσα σας αποδεικνύει τη βουλγαρική καταγωγή σας. παύσατε να θεωρείτε τους εαυτούς σας Έλληνες». Κατά τους Βουλγάρους, όποιος μιλούσε το ιδίωμα αυτό, ήταν Βούλγαρος, ακόμη κι αν ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα, όπως και ήταν. Οι φερόμενοι σαν σλαβόφωνοι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δεν είχαν καμιά σχέση με τη σλαβική / βουλγαρική εθνότητα. στην πραγματικότητα ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ, των οποίων όμως η διάλεκτος μόνο έμοιαζε με τη σλαβική. Το λεξιλόγιό τους είχε λίγες μόνο λέξεις σλαβικές (δηλαδή βουλγαρικές και σερβικές), πολλές βλάχικες, αλβανικές, τουρκικές και πολύ περισσότερες ήταν ελληνικές. Ο Άγγλος Στάνφορντ όμως σε απάντηση των ρωσικών σχεδίων κυκλοφόρησε το 1876 εθνολογικό χάρτη των Βαλκανίων και έγραψε γι' αυτούς τους παρεξηγημένους Μακεδόνες, που μιλούσαν αυτό το σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα: «Ο λαός αυτός δύναται να θεωρηθεί σαν ελληνικός με σλαβική διάλεκτο, γιατί είναι αποδειγμένο και ανεπίδεκτο κάθε αμφισβήτησης ότι το ελληνικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο σ' αυτόν. τα εξωτερικά γνωρίσματα, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις, οι πόθοι, ο χαρακτήρας είναι τα των Ελλήνων. Και η γλώσσα τους είναι πολύ πιο εύκολη και πολύ πιο γλυκιά από εκείνη των Βουλγάρων του Βορρά, αλλά και περιέχει αξιοσημείωτο αριθμό ελληνικών λέξεων που είναι τελείως ακατάληπτες στον καθαρόαιμο Βούλγαρο. Οι "Μακεδόνες" δεν έπαψαν ποτέ να ταυτίζονται με την ελληνική εθνότητα. αυτοαποκαλούνται έτσι, αλλά ποτέ Βούλγαροι. Το θεωρούν πολύ προσβλητικό». Παράλληλα με τη δράση των πρακτόρων του Πανσλαβισμού στη Βαλκανική για την τόνωση του εθνισμού των Βουλγάρων, η Ρωσική κυβέρνηση είχε προχωρήσει σε πιο θετικές ενέργειες. είχε θεσπίσει από το 1852 το θεσμό των υποτροφιών. Κάθε χρόνο 100 νεαροί Βούλγαροι, που επιλέγονταν αυστηρά από τους Ρώσους προξένους, αποστέλλονταν στα ρωσικά πανεπιστήμια για εκπαίδευση ως υπότροφοι του ρωσικού κράτους. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά και οι υποτροφίες αυξάνονταν. Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια η Βουλγαρία άρχισε να αλλάζει όψη από την επιρροή που ασκούσαν στο Βουλγαρικό λαό οι νεοφώτιστοι αυτοί σκαπανείς του Σλαβισμού. Τα όργανα της ρωσικής διπλωματίας, της οποίας τα νήματα κινούσε ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ, υποκινούσαν τους χριστιανούς Βουλγάρους να ζητήσουν από την Υψηλή Πύλη (τουρκική κυβέρνηση) εκκλησιαστική αυτονομία και να διαμαρτυρηθούν για την πολιτική του Πατριαρχείου. Έτσι στις 28 Φεβρουαρίου 1870 με ένα «φιρμάνι» (σουλτανικό διάταγμα) αναγνωρίσθηκε η ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Εκκλησίας, που απέκτησε δικό της αρχηγό, τον Έξαρχο, με έδρα στην Κωνσταντινούπολη. Και το 1872 το Πατριαρχείο κήρυξε τη Βουλγαρική Εκκλησία ως σχισματική. Άσπονδο μίσος κατέλαβε τις ψυχές των συνοίκων χριστιανικών ορθοδόξων πληθυσμών της Βαλκανικής. Βούλγαροι και Έλληνες θα διαπληκτίζονται επί δεκαετίες για τη δόξα της Εξαρχίας ή του πατριαρχείου. Θα συγκρούονται οι δύο εθνότητες η Σλαβοβουλγαρική εναντίον της Ελληνικής στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, με σκοπό τον πλήρη εκβουλγαρισμό της. Η μακεδονική ύπαιθρος κατακερματίζεται, άλλα χωριά, σχολεία και εκκλησίες ανήκουν στους εξαρχικούς Βουλγάρους και άλλα παρέμειναν στους πατριαρχικούς Έλληνες. Οι Βούλγαροι, που εξωθούνταν από τους Πανσλαβιστές, αποθρασύνθηκαν. Άρχισαν τις διώξεις των Ελλήνων δασκάλων και των πατριαρχικών κληρικών από τις περιοχές με μικτό πληθυσμό, κατέλαβαν τις ελληνικές εκκλησίες και τα ελληνικά σχολεία και έθεσαν τους κατοίκους των ελληνικών κοινοτήτων προ του διλήμματος ή να αφήσουν τα παιδιά τους αμόρφωτα ή να τα μορφώσουν σλαβικά. Δόθηκαν μάλιστα εντολές από τους πράκτορες του πανσλαβισμού προς τους Βουλγάρους δασκάλους να κηρύξουν "σταυροφορία" κατά των ελληνικών εκκλησιών και των σχολείων και του Ελληνισμού γενικότερα. Γι' αυτό σημειώθηκαν πολλές αιματηρές συγκρούσεις και αναγκάζονταν να επεμβαίνουν κάθε τόσο οι Τούρκοι. Ο σπόρος που έσπειρε η ρωσική πολιτική επί τόσα χρόνια – σπόρος διχόνοιας και μίσους- μεταξύ των ομοδόξων Βουλγάρων και Ελλήνων απέδιδε ήδη τους πρώτους καρπούς του. Οι δύο λαοί,
που αρχικά ζούσαν αρμονικότατα, χωρίσθηκαν από άσβεστο μίσος. οι συγκρούσεις που θα γίνουν μεταξύ τους θα είναι άγριες και πολύ αιματηρές. Έτσι εδραιώθηκε μεταξύ των Βουλγάρων η επιθυμία να προσαρτήσουν Ελληνικά εδάφη και για το σκοπό τους αυτό θα χρησιμοποιήσουν κάθε είδους μέσα. Με τη φωτιά και με το τσεκούρι νόμιζαν πως θα άλλαζαν την εθνολογική τους σύνθεση.Ενώ η ΕΥΡΩΠΗ δεν μπορούσε να αντιδράσει, γιατί δεν ήταν καλά πληροφορημένη για την τρομοκρατία. Το αποκορύφωμα των σοβινιστικών βουλγαρικών επιδιώξεων αποτέλεσε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου που ίσχυσε (ευτυχώς) μόνο 5 μήνες (Φεβρουάριος –Ιούλιος 1878). Όμως ο χρόνος των πέντε μηνών αποδείχθηκε αρκετός, ώστε να δημιουργηθεί η μεγάλη Βουλγαρική Εθνική Ιδέα, την οποία θα μπλοκάρει ο ηρωικός Μακεδονικός Ελληνισμός, με τον ανώτερο πολιτισμό του και τον ένδοξο ηρωισμό του. Στην περίοδο 1870-1900 παρατηρείται στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο έντονη εκπαιδευτική δραστηριότητα: Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι και Ρουμάνοι ακόμη ενδιαφέρονται για την ίδρυση όσο το δυνατό περισσοτέρων σχολείων. Η ελληνική πολιτεία (Αθήνα) και το πατριαρχείο (της Κωνσταντινούπολης) το διάστημα της τριακονταετίας είχαν θέσει σε εφαρμογή ιδικό σχέδιο για την ενίσχυση του Ελληνισμού στη δοκιμαζόμενη αλύτρωτη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που κατεχόταν από τους Τούρκους και καταδυναστευόταν από τους Βουλγάρους. Πρώτος αντικειμενικός σκοπός υπήρξε η ενίσχυση της ελληνικής παιδείας με την ίδρυση περισσοτέρων σχολείων όλων των βαθμίδων για τη διάδοση και εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Το 1882 η εκπαιδευτική κατάσταση χαρακτηρίζεται σαν ανθηρή για τον Ελληνισμό της Καστοριάς, Μοναστηρίου, Αχρίδας. Τότε επίσης ιδρύθηκαν στη Δυτική Μακεδονία, το Γυμνάσιο Τσοτυλίου, το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο Σιάτιστας και αργότερα το Βαλταδώρειο Γυμνάσιο Κοζάνης (στις αρχές του 20ου αιώνα). Οι Βούλγαροι κυρίως ανταγωνίσθηκαν τους Έλληνες με την ίδρυση πολλών βουλγαρικών σχολείων, που ιδρύθηκαν με το άφθονο χρήμα της ρωσικής πολιτικής και άλλα με τη βία, μετατρέποντας δηλαδή με τρομοκρατικές μεθόδους σχολεία ελληνικά σε βουλγαρικά. Το γεγονός του ανταγωνισμού αυτού προκάλεσε έριδες και συγκρούσεις μεταξύ των συνοίκων εθνοτήτων έτσι, ώστε να προσπαθήσουν οι Τούρκοι να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους ολόκληρο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό και μάλιστα έκαναν και διώξεις Ελλήνων εκπαιδευτικών, το 1883. Τον ίδιο χρόνο το πανσλαβικό κίνημα δοκιμάζει αλλεπάλληλες αποτυχίες στη Βόρεια Μακεδονία. Από το έτος 1885 η Βουλγαρία έστρεψε αποκλειστικά και εντατικά την προσοχή της στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Με ρωσικά αργύρια ιδρύθηκαν πάρα πολλά σχολεία. Πράκτορες του βουλγαρισμού και του πανσλαβισμού πήγαιναν και όργωναν την ύπαιθρο ελεύθερα, σκορπίζοντας όχι μόνο χρήματα και υποσχέσεις, αλλά και φοβέρες και απειλές, πασχίζοντας να αποδείξουν ότι οι θαυμάσιοι εκείνοι Έλληνες Μακεδόνες, επειδή ομιλούσαν το σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα, είχαν και συνείδηση «σλαβοβουλγαρική». τους «βάφτιζαν» με το στανιό Σλάβους, Βουλγάρους, Σλαβομακεδόνες ή απλά ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ –όχι όμως Έλληνες. Σαν να ήταν δυνατό έτσι εύκολα με την τρομοκρατία να γίνει μετάλλαξη της εθνικής συνείδησης των ακριτών του Ελληνικού Βορρά σε μια νέα εθνική συνείδηση χωρίς ιστορικό παρόν, χωρίς πολιτισμό, χωρίς καμιά παλιά και νέα ιστορία, χωρίς γραπτά μνημεία, χωρίς καν γραφή και καμιά αναγνώριση. Στα εθνολογικά, όμως, ζητήματα σπουδαιότερο και από τη γλώσσα που μιλάει κανείς είναι το τί ο ίδιος θέλει να είναι, το τί θέλει να τον λένε, με ποια ιστορία και με ποιο πολιτισμό αισθάνεται τον εαυτό του ενωμένο. Ιστορικοί συγγραφείς, όπως ο Γκέλτσερ Χάινριχ (1847-1906), Γερμανός ιστορικός και φιλόλογος, καθηγητής πανεπιστημίων στη Γερμανία και Ελβετία, διακήρυξαν ότι όσοι πληθυσμοί της Βαλκανικής μιλούσαν αυτές τις μικτές διαλέκτους –έξω από τη Βουλγαρία –δεν είχαν ποτέ σλαβική συνείδηση. Αυτό το ομολογεί έμμεσα από το 1885 και ο Βούλγαρος προπαγανδιστής Οφέικοφ (ψευδώνυμο του άλλοτε γραμματέα της Βουλγαρικής Αρχιεπισκοπής /Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη Σόποφ), που γράφει: «...Μπορούν λοιπόν σήμερα οι Βούλγαροι της Μακεδονίας να αποδείξουν ότι είναι Βούλγαροι; Φευ! Είναι πικρό και ταπεινωτικό, αλλά πρέπει να ομολογήσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμη εθνική συνείδηση, που απαιτείται για ένα έθνος...» Οι Έλληνες της Μακεδονίας και ιδίως όσοι κατοικούσαν στις ορεινές περιοχές της Δυτικής, της Βορειοδυτικής και της Ανατολικής, μπορούσαν πράγματι πολύ πιο εύκολα να μάθουν
τις γλώσσες των γειτονικών και συνοίκων εθνοτήτων, που ήταν απλοϊκές, με λίγες λέξεις –που πολλές μάλιστα έχουν ρίζες ελληνικές – και με στοιχειώδη γραμματική. Η γλώσσα εξάλλου μόνη της σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό για ένα έθνος. Αυτοί λοιπόν οι Έλληνες, που μιλούσαν αυτό το ιδιόμορφο γλωσσικό ιδίωμα –σλαβόμορφο- πίστευαν ακράδαντα στην ελληνοσύνη τους, αντέδρασαν και αγωνίσθηκαν πολύ σκληρά, για να κρατήσουν τη συνείδησή τους αμόλυντη εθνικά. έχυσαν το αίμα τους και πολλοί γέμισαν τις χαράδρες με τα κορμιά τους. Όμως τελικά θα νικήσουν. θα νικήσουν τον ύπουλο Σλαβοβούλγαρο σφαγέα και φονιά, τον πάνοπλο και πανίσχυρο πανσλαβισμό. Μόνος του ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, αβοήθητος, προδομένος από τις "Προστάτιδες" Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, θα σταθεί ορθός απέναντι στα εκατομμύρια του Σλαβικού κόσμου, απέναντι στην τσαρική Ρωσία, που με τα εκατομμύρια των ρουβλίων της χρηματοδοτούσε το Βουλγαρισμό και κινούσε τα πλοκάμια του πανσλαβισμού, για να επιτύχει στα στρατηγικά της σχέδια: την έξοδό της σε «θερμή θάλασσα», στη Μεσόγειο, που ήταν στόχος της εξωτερικής πολιτικής της από την εποχή της τσαρίνας Μεγάλης Αικατερίνης Β΄. Οι σλαβόφωνοι αυτοί ΕΛΛΗΝΕΣ, όπως και οι άλλοι Μακεδόνες Έλληνες, κρατούσαν όρθια την ψυχή τους, ακόμη και όταν τους έβαζε στο λαιμό τους το μαχαίρι ο μακελάρης Σλαβοβούλγαρος κομιτατζής. Και όμως επί δεκαετίες η Βουλγαρική Ηγεμονία – μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος 1878)- βομβάρδιζε με καλοστημένη προπαγάνδα τα υπουργεία εξωτερικών των Ευρωπαϊκών χωρών, το διεθνή τύπο και τις εξέχουσες προσωπικότητες για την τύχη της δήθεν κατατρεγμένης «Αδελφής Μακεδονίας». Έτσι αναπτύχθηκε στη Βουλγαρία ένα είδος φιλολογίας προπαγανδιστικής, για να εξυψώσει πρώτα το φρόνημα των Βουλγάρων και ύστερα να επιδιώξει εδαφικά οφέλη στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Αλλοιώσεις αναμφισβήτητων γεγονότων, διαστροφές αρχαίων και νέων Ελληνικών κειμένων, κατασκευές φανταστικών ή ανακριβών στατιστικών αποτελούν τις βάσεις της θεωρίας αυτής. Όλη η πνευματική δραστηριότητα της Βουλγαρίας της εποχής εκείνης, μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Φεβρ. 1878), η οποία είχε δημιουργήσει τη "ΜΕΓΑΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ", που όσο κι αν φαίνεται παράξενο «έζησε» μόνο στα χαρτοφυλάκια της Ευρωπαϊκής διπλωματίας και για λίγο μόνο χρόνο και αποτέλεσε από τότε το σπουδαιότερο παράγοντα –άξονα- της εξωτερικής και της εσωτερικής ακόμη πολιτικής της Βαλκανικής αυτής χώρας, σύρεται και άγεται από τον πολιτικό σοβινισμό της Σόφιας. Χείμαρρος πολιτικών και φιλολογικών εντύπων εκτυπώνεται από τις επίσημες προπαγανδιστικές οργανώσεις της Σόφιας και διοχετεύεται όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην ΑΜΕΡΙΚΗ, διαστρεβλώνοντας τα πάντα και ασεβώντας για πολιτισμικά μνημεία. Με όλες αυτές τις ενέργειές τους επέτυχαν οι Βούλγαροι να δημιουργηθεί στο εξωτερικό μία δυναμική φιλοβουλγαρική γνώμη. Εκτός της κοινής γνώμης επηρεάσθηκαν σοβαρά ακόμη και υπεύθυνες κυβερνήσεις, οι οποίες μάλιστα εκδήλωσαν περιστασιακά φιλοβουλγαρική πολιτική. Εκδοτικοί οίκοι δημοσίευαν ολόκληρα συγγράμματα υπέρ των βουλγαρικών αξιώσεων. Παρατηρήθηκε μία πανευρωπαϊκή εκστρατεία υπέρ των Βουλγάρων με τη δημοσίευση και πλαστών ακόμη στατιστικών, καθώς και γεωγραφικών-εθνολογικών χαρτών σχετικά με την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμιακού στοιχείου της διεκδικούμενης Μακεδονίας. Στις στατιστικές αυτές οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ φαίνονταν κατά πολύ λιγότεροι, ενώ οι Βούλγαροι κάτοικοι της Μακεδονίας παντού υπερτερούσαν συντριπτικά. Βέβαια οι Έλληνες αντιπρόσωποι της Μακεδονίας διαμαρτυρήθηκαν έντονα γι'αυτό το μεγάλο ψέμα. Απάντησαν στις βουλγαρικές προπαγανδιστικές ασχημονίες. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1885, όπως μαρτυρεί στις αναφορές του ο Αυστριακός Πρόξενος στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, χιλιάδες Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, του Πετριτσίου, του Σιδηροκάστρου, του Μελένικου, και της Δράμας, εκφράζοντας την αγανάκτησή τους για το Βέλγο δημοσιολόγο Αιμίλιο de Laveley, καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λιέγης, που είχε υιοθετήσει τις φιλοβουλγαρικές στατιστικές και τις είχε δημοσιεύσει στον Ευρωπαϊκό τύπο. Στη Θεσσαλονίκη τότε έγιναν μεγάλες πορείες διαμαρτυρίας και συλλαλητήρια με επικεφαλής το μητροπολίτη, οι Έλληνες φωταγώγησαν τα καταστήματά τους, τραγουδούσαν πατριωτικούς ύμνους με αντιτουρκικό και αντιβουλγαρικό περιεχόμενο και καλούσαν τον Ελληνισμό της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στα όπλα. Στο πολιτικό πεδίο με επικεφαλής το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, τους κληρικούς, τους εκπαιδευτικούς και τους κοινο-
τικούς άρχοντες άρχισαν έντονες οι γραπτές διαμαρτυρίες προς τους πρεσβευτές των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και προς την Υψηλή Πύλη (Τουρκία). Γι'αυτές τις πλαστές και ανυπόστατες στατιστικές, άμεσα –τον Ιανουάριο 1885 – οι αντιπρόσωποι όλων των Ελληνικών Κοινοτήτων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, δηλαδή της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, της Δράμας, των Σερρών, της Ελευθερούπολης, του Μελενίκου, του Νευροκοπίου, της Στρώμνιτσας, του Μοναστηρίου, των Πρεσπών, της Φλώρινας, της Καστοριάς, της Ανασέλιτσας, της Κοζάνης, των Σερβίων , της Έδεσσας, της Βέροιας, της Νάουσας, των Γρεβενών, της Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους, με υπογραφές και σφραγίδες, διαμαρτυρήθηκαν από κοινού έντονα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, γράφοντας: «Οι αντιπρόσωποι της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και των επισκοπών αυτής, καθώς και οι αντιπρόσωποι όλων των επαρχιών της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, που περιλαμβάνουν ορθόδοξο ελληνικό πληθυσμό 800.000 και παραπάνω, με έκπληξη και αγανάκτηση διάβασαν τις στατιστικές πληροφορίες για τους διάφορους πληθυσμούς της Μακεδονίας, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στον Ευρωπαϊκό και προπάντων στον αγγλικό τύπο, στις οποίες ο δικός μας (ο ελληνικός) πληθυσμός σε όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ καταβιβάζεται μόνο σε 57.480, ενώ αναβιβάζεται με μυστηριώδη μηχανή ο βουλγαρικός πληθυσμός. Διαμαρτυρόμενοι έντονα ενώπιον του πολιτισμένου κόσμου κατά των κακοβούλων αυτών εισηγήσεων, που φανερά παραπλανούν την κοινή γνώμη, θέλοντας να παραστήσουν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Σλαβική και, όπως διακηρύττουν οι διαστρεβλωτές της αλήθειας... Αυτά και με τους νόμιμους αντιπροσώπους υποστηρίζουν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας, έχοντας την πεποίθηση ότι η φωνή τους- σαν φωνή δικαιοσύνης και αλήθειας- θέλει ακουσθεί με το ενδιαφέρον που πράγματι αξίζει. Κατά ρητή αίτηση του Ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας αντίγραφο του παρόντος πρακτικού κοινοποιούμε στην Αυτοκρατορική Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας του Σουλτάνου, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στις Κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων». Επίσης χωριστή διαμαρτυρία προς τον Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Έντουαρντ Θόρντον έστειλαν το 1885 η Ελληνική Κοινότητα του Μοναστηρίου και άλλες ελληνικές κοινότητες από το βιλαέτι του Μοναστηρίου, που σήμερα δυστυχώς κατέχονται από τους Σκοπιανούς. Γιατί έτσι θέλησαν τη μοιρασιά οι αφέντες του κόσμου. [Και εμείς, ούτε φωνάζουμε ούτε διαμαρτυρόμαστε, κρυμμένοι στο μικροελληνισμό του Ελλαδικού χώρου]. Έγραψαν λοιπόν τότε και υπέγραψαν με παρρησία και τόλμη: «Γνήσιοι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ εμείς και τέτοιοι θέλουμε να είμαστε και στο μέλλον... δε δεχόμαστε με κανέναν τρόπο τη χιμαιρική ιδέα της ένωσης της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία». Παραταύτα οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ δεν κατάφεραν τελικά με όλη αυτή τη δράση στο εσωτερικό της χώρας, την προπαγάνδα στο εξωτερικό, με τη δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με την ίδρυση πολλών σχολείων και τη χορήγηση ακόμη ρωσικών υποροφιών, να κάμψουν το γενναίο και ακλόνητο φρόνημα των Ελλήνων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο πρόξενος της Βουλγαρίας στα ΣΚΟΠΙΑ Ρίζοφ (ο μετέπειτα πρεσβευτής στο Βερολίνο) σε μια ανοικτή επιστολή του στον Ηγεμόνα της Βουλγαρίας ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟ (18871908) γράφει: «...παρόλη την ίδρυση τόσων σχολείων και εκκλησιών οι Βούλγαροι στη Μακεδονία τίποτε δεν κατόρθωσαν και επομένως πρέπει να ληφθούν άλλα μέτρα... με τα μέσα αυτά η δράση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία εξαντλήθηκε και περισσότερα δεν μπορούμε να επιτύχουμε με το σχολείο και την εκκλησία ...γιατί θα ήταν αντιπερισπασμός από τον κύριο στόχο μας, που δεν είναι άλλος από το να προετοιμασθούμε για την ένοπλη πλέον κατάληψη της Μακεδονίας». Και ο μετέπειτα διαβόητος αρχηγός του ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ Μπόρις Σαράφοφ σημειώνει: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δεν έχει πια ανάγκη από παπάδες και δασκάλους, χρειάζεται όπλα και άνδρες». Έτσι θα φτάσουν οι Βούλγαροι στην ένοπλη επέμβαση στη Μακεδονία. Προμήνυμα της σοβινιστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής της ΣΟΦΙΑΣ είναι η πραξικοπηματική κατάλυση της αυτονομίας της νεαράς ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ της ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΡΩΜΥΛΙΑΣ (δημιούργημα του Συνεδρίου του Βερολίνου το 1878) και η προσάρτησή της στη Βουλγαρική Ηγεμονία το έτος 1885, κατά παράβαση του status quo - του βαλκανικού καθε-
στώτος- που καθιέρωσαν και επικύρωσαν με τις υπογραφές τους όλοι οι αντιπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων στο διεθνές Συνέδριο προ επταετίας. Το πραξικόπημα ονομάστηκε από τους Βουλγάρους «Ένωση των δύο Βουλγαριών». Προς στιγμήν τα δύο βαλκανικά βασίλεια, η ΕΛΛΑΔΑ και η ΣΕΡΒΙΑ (βασιλεύουν αντίστοιχα ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α' 1863/1913 και ο ΜΙΛΑΝ ΟΜΠΡΕΝΟΒΙΤΣ 1868/1889), που συνδέονταν με τη μυστική Συνθήκη του Φεσλάου, συνεννοήθηκαν να μοιράσουν μεταξύ τους τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, για να προλάβουν τους Βουλγάρους και κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους. Η Σερβία όμως, που κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας, νικήθηκε τελικά και απεχώρησε, ενώ η ΕΛΛΑΔΑ εμποδίσθηκε και πάλι με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, που απέκλεισαν, εκτός από τη Γαλλία, τα ελληνικά λιμάνια. Έτσι δεν αποκαταστάθηκε η ισορροπία στα Βαλκάνια, που διασαλεύθηκε με την προσάρτηση της ΑΝΑΤΟΛ. ΡΩΜΥΛΙΑΣ στη Βουλγαρία, ενώ η Αγγλία παρενέβαινε στην Υψηλή Πύλη ως συμπαραστάτης των βουλγαρικών συμφερόντων στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και από την άλλη μεριά στράφηκε και πάλι η οργή των Τούρκων ενάντια στους ελληνικούς πληθυσμούς της πολύπαθης Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι επίσης, παράλληλα με τη συνεχιζόμενη προσπάθεια προσηλυτισμού των Ελληνικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εθνική Ιδέα, το 1886 εξαπέλυσαν άγρια τρομοκρατία στη Μακεδονία και δολοφονούσαν τους υποστηρικτές της Ελληνικής Εθνικής Ιδέας, αφού καμιά από τις Δυνάμεις της Ευρώπης δεν τους εμπόδισε μέχρι τότε, ούτε και η κυρίαρχη Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία δε συγκινούνταν καθόλου από τη συνεχιζόμενη αιματοχυσία των «απίστων υπηκόων» της. Για άλλη μια φορά οι «προστάτες!!!» μάς πρόδωσαν και μάς πούλησαν και ιδιαίτερα οι Άγγλοι, που ήταν υπέρμαχοι της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Σουλτάνου και τώρα έγιναν και συμπαραστάτες των Βουλγάρων στη Βαλκανική. Στα τέλη του 1893 ιδρύθηκε το "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ"- στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – από «γηγενείς Μακεδόνες» (εντόπιους Βουλγάρους της Μακεδονίας). Πρόκειται για τη γνωστή «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (Ε.Μ.Ε.Ο.), που ιδρύθηκε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, με σύνθημα «η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ». Αυτή υπήρξε η πρώτη βουλγαρική οργάνωση για τη Μακεδονία. προσπαθούσε να εμφανισθεί ότι απέβλεπε στην αποτίναξη της τουρκικής τυραννίας και – σε πρώτη φάση- μιλούσε για αυτονόμηση της Μακεδονίας, με τελικό όμως στόχο και πάλι την ένωσή της με τη Βουλγαρία, όπως έγινε με την πρώην Ελληνική Αυτόνομη Ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας, και απευθυνόταν άμεσα στους Μακεδόνες, προσπαθώντας να τους ξεγελάσει. Μεταξύ των ιδρυτών της Ε.Μ.Ε.Ο. ήταν δύο δάσκαλοι – διευθυντές του Βουλγαρικού Σχολείου Θεσσαλονίκης- ο ΝΤΑΜΙΑΝ ΓΚΡΟΥΕΦ και ο ΓΚΟΡΤΣΕ ΠΕΤΡΩΦ. Πρώτος πρόεδρος ορίσθηκε ο ΧΡΙΣΤΟ ΤΑΤΑΡΤΣΙΕΦ. Αυτοί, το απόγευμα στις 3 Νοεμβρίου 1893, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του ΧΡΙΣΤΟ ΜΠΑΤΑΤΖΙΕΦ, στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Στη συνάντηση αυτή έλαβαν μέρος επίσης ο Πέρε Ποπάρσωφ, ο Αντόν Δημητρώφ και ο Ιβάν Χατζηνικολώφ. Καρπός της μυστικής αυτής συνάντησης – που έγινε "υπό τα όμματα" της τουρκικής διοίκησης, του βαλή της Θεσσαλονίκης – ήταν η ίδρυση μιας μυστικής επαναστατικής οργάνωσης. Το θέμα της ονομασίας της οργάνωσης απασχόλησε για αρκετό καιρό τα μέλη της και τελικά αποφασίσθηκε να ονομασθεί «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ», που είχε πολλές περιφερειακές επιτροπές, ενώ η κεντρική επιτροπή της ονομάσθηκε «Κεντρικό Μακεδονικό Επαναστατικό Κομιτάτο». Η οργάνωση ωστόσο ήταν ευρύτερα γνωστή ως «Βουλγαρικά Επαναστατικά Κομιτάτα» είτε ως «Μυστικά Επαναστατικά Κομιτάτα» είτε ως «Εσωτερικά Επαναστατικά Κομιτάτα». Τελικά επικράτησε ο τίτλος ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ (Ε.Μ.Ε.Ο.). Η σφραγίδα της κεντρικής επιτροπής μία σημαία με την επιγραφή "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ" . Όμως ποίων ανθρώπων την ελευθερία ευαγγελιζόταν και ποίων ακριβώς το θάνατο υποσχόταν η νεότευκτη αυτή οργάνωση, δεν ήταν ακόμη ακριβώς ξεκαθαρισμένο. Οι νεαροί Βούλγαροι συνωμότες-όλοι ήταν κάτω των 30 ετών-κατάγονταν από χωριά και πόλεις της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, αλλά λόγω των ανωτέρων σπουδών τους στη Σόφια ή στην Ευρώπη είχαν εγκαίρως μυηθεί στη βουλγαρική επαναστατική ιδεολογία και στο σοσιαλισμό. Όλοι τους επιθυμούσαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό και α-
νησυχούσαν για την πρόοδο που σημείωνε η ελληνική και η σερβική εκπαίδευση στους σλαβόφωνους πληθυσμούς. αλλά τα σχέδιά τους για τη μελλοντική τύχη της Μακεδονίας ήταν ακόμη συγκεχυμένα. Στις αρχές του 1894 η συνάντηση των ιδρυτικών μελών της Ε.Μ.Ε.Ο. επαναλήφθηκε στο σπίτι του Αντόν Δημητρώφ και εκεί καθορίσθηκε ο ακριβής σκοπός της οργάνωσης. Στην πορεία της συζήτησης έγινε λόγος για άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, αλλά η πρόταση απορρίφθηκε, γιατί θα προκαλούσε την αντίδραση της Ευρώπης, όπως και της κυρίαρχης Τουρκίας που ήταν άμεσα ενδιαφερόμενη. Κατέληξαν λοιπόν στην επιδίωξη της αυτονόμησης της Μακεδονίας –σύνθημα λιγότερο επικίνδυνο –και στη συνεχή ενίσχυση του βουλγαρικού στοιχείου, με την ελπίδα όμως είτε της μακροπρόθεσμης ένωσης με τη Βουλγαρία είτε τουλάχιστον της συμμετοχής της Μακεδονίας σε ομοσπονδία βαλκανικών κρατών. Οι θέσεις των μελών της Ε.Μ.Ε.Ο. διευκρινίσθηκαν ακόμη περισσότερο στο συνέδριο που έγινε το καλοκαίρι του 1896. Αποφασίσθηκε και ανατέθηκε στον Γκόρτσε Πετρώφ και στον Γκόρτσε Ντέλτσεφ, δύο νεότερα και δυναμικά στελέχη, η επεξεργασία και σύνταξη ενός πληρέστερου καταστατικού οργανισμού της οργάνωσης, που ήταν έτοιμος το 1897. Τώρα γίνεται πιο σαφής ο βουλγαρικός χαρακτήρας της. δικαίωμα συμμετοχής είχε κάθε Βούλγαρος, ανεξαρτήτως φύλου, που δε διωκόταν για κάποιο αδίκημα και καταγόταν από τη Μακεδονία ή τη Θράκη. Τα νέα μέλη κατά τη μύησή τους ορκίζονταν ότι θα αγωνισθούν για την απελευθέρωση των Βουλγάρων των παραπάνω περιοχών. Συγκεκριμένοι στόχοι ήταν η αφύπνιση της βουλγαρικής συνείδησης με τη δράση των περιφερειακών επιτροπών (των επαναστατικών κομιτάτων), η διάδοση των επαναστατικών ιδεών και η προετοιμασία της επανάστασης, η οποία όμως αντιμετωπιζόταν σαν μακρινή προοπτική. Με μεταγενέστερη τροποποίηση του καταστατικού οργανισμού η Ε.Μ.Ε.Ο. καλούσε υπό «τη σημαία της» όλους τους καταπιεσμένους λαούς της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και όχι μόνο τους Βουλγάρους. Η Ε.Μ.Ε.Ο. –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο –θα επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια για μισό περίπου αιώνα. Ο μακεδονικός χώρος χωρίσθηκε από την Ε.Μ.Ε.Ο. (VMRO στα βουλγάρικα) σε 45 περιφέρειες - με διοικητή Βούλγαρο και περιφερειακές επιτροπές. όλες οι επιτροπές υπάγονταν και κατευθύνονταν από μια κεντρική ανώτατη επιτροπή που συστήθηκε το 1894. Αρχηγός της Ε.Μ.Ε.Ο. ήταν ο Γκόρτσε Ντέλτσεφ, αρχηγός στο Βιλαέτι της Θεσσαλονίκης ήταν ο Βούλγαρος στρατηγός Τσιόντεφ, ενώ αρχηγός στο βιλαέτι του Μοναστηρίου ήταν ο Βούλγαρος συνταγματάρχης Γιάγκωφ. Αυτοί συγκρότησαν τις πρώτες ένοπλες τρομοκρατικές ομάδες. Στη Σόφια επίσης οργανώθηκε αργότερα –το 1895 – μία άλλη «σκληροπυρηνική», άκρα μεγαλοϊδεατική /μεγαλοβουλγαρική, κι αυτή Ε.Μ.Ε.Ο., όμως Εξωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση, που ακουόταν ως Ανώτατο Βουλγαρικό Κομιτάτο (Βερχόβεν Κομιτέτ) και απευθυνόταν στους φανατικούς Βουλγάρους. απαιτούσε την άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία ( για λόγους πολιτικής τακτικής). Ιδρύθηκε από την ίδια τη βουλγαρική κυβέρνηση και ενίσχυσε τον ένοπλο αγώνα κατά του Ελληνισμού. Μετείχαν σ'αυτό επιφανείς πολιτικοί, στρατιωτικοί και κληρικοί, που απάρτιζαν το Ανώτατο Συμβούλιό του. Οι συνεδριάσεις αυτού γίνονταν στα ανάκτορα υπό την προεδρία του βασιλιά τους Φερδινάνδου. σκοπός του ήταν ο εκβουλγαρισμός και η προσάρτηση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ με κάθε μέσο και κάθε θυσία. Το Βουλγαρικό Κομιτάτο έστειλε πολυάριθμα ανταρτικά ληστρικά σώματα, τους πασίγνωστους αιμοδιψείς «κομιτατζήδες», που απλώθηκαν σε ολόκληρη τη Μακεδονία και επιδόθηκαν με όλες τις δυνάμεις τους και με όλα τα μέσα που διέθεταν στη συστηματική εξόντωση όλων των ελληνικών ηγετικών στελεχών, ιδίως στα ελληνικά χωριά όπου οι κάτοικοι μιλούσαν το σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα. Στις πιέσεις και στις απειλές, που δέχονταν από τους μακελάρηδες Βουλγάρους κομιτατζήδες, οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ απαντούσαν αγέρωχοι και ωραίοι: «Μόνο αυτό δε γίνεται. εμείς είμαστε πατριαρχικοί. Γκραικοί γεννηθήκαμε, Γκραικοί θα πεθάνουμε». [Η ιστορία επαναλαμβάνεται – ο Αθανάσιος Διάκος είχε πει: «εγώ Γραικός γεννήθηκα και Γραικός θα πεθάνω»]. Τους ακρωτηρίαζαν, τους τύφλωναν, αλλά τον πατριωτισμό τους δεν τον άφηναν. Προδότες δε γίνονταν. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα εξοντώθηκαν πρόεδροι κοινοτήτων, προεστοί, παπάδες, δάσκαλοι – μέσα στις εκκλησίες, στα σχολεία, στα σπίτια τους- πλήρωσαν με τη ζωή τους την άρνησή τους να εκβουλγαρισθούν, μένοντας α-
κλόνητοι στα ιδανικά τους, στην πίστη τους, στον Ελληνισμό και στον ορθόδοξο χριστιανισμό που εκφράζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η κατάσταση θα πάρει δραματικό χαρακτήρα μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Οι κομιτατζήδες, άγρια θρασύδειλα όντα της Βαλκανικής, αποθρασύνθηκαν εντελώς και άρχισαν να ξεκληρίζουν, σαν ύαινες, ολόκληρες οικογένειες ανυπεράσπιστες. συμμορίες γύριζαν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έχοντας επικεφαλής Βουλγάρους αξιωματικούς και σκορπούσαν τον όλεθρο στα ελληνικά χωριά καίγοντάς τα. Δεν εννοούσαν να αφήσουν ζωντανό κανέναν Έλληνα πατριώτη. Από το 1897 έως το 1899 δολοφόνησαν – μόνο στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης- 47 προκρίτους Έλληνες: παπάδες, δασκάλους, γιατρούς, εμπόρους. Το 1902 κατακρεούργησαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 187 Έλληνες, το 1903-(283) και το 1904-(365). Οι αριθμοί (από το αρχείο του Μακεδονικού Αγώνα) δείχνουν μόνο τους προκρίτους. οι απλοί αγρότες- άοπλοι- που κατακρεουργήθηκαν μετριούνται σε χιλιάδες. Ποτάμι χυνόταν το αίμα των αθώων Ελλήνων Μακεδόνων – κοκκίνισε η Μακεδονική γη, η πατρίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη. Κανένα φως δε φαινόταν στο βάθος του τούνελ για επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Παντού είχε απλώσει τα πλοκάμια του ο Πανσλαβισμός, προωθώντας τα συμφέροντα του Βουλγαρισμού, σε βάρος βέβαια του Ελληνισμού. Ακόμη και μέσα στην ίδια την ΑΘΗΝΑ το ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ είχε δίκτυο πρακτόρων, που εφοδίαζε τις βουλγαρικές συμμορίες με πολεμοφόδια. Παράλληλες με τις εγκληματικές ενέργειες των κομιτατζήδων Βουλγάρων ήταν και οι διπλωματικές ενέργειες αυτών σε βάρος του Μακεδονικού Ελληνισμού. Ο ίδιος ο ΣΑΡΑΦΟΦ, ο αρχηγός της Εξωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης, που επιδίωκε την άμεση προσάρτηση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στο Βουλγαρικό κράτος, επισκέ-φθηκε τις περισσότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, έκανε διαλέξεις για τους σκοπούς του Βουλγαρικού Κομιτάτου και με ρωσικά χρήματα εξαγόρασε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής δημοσιογραφίας. Ακόμη και μέσα στο ΛΟΝΔΙΝΟ (όπου είχε σφυρηλατηθεί η ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1830) ίδρυσε ο παμπόνηρος αυτός διπλωμάτης Βούλγαρος το ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ, που είχε καθαρά βουλγαρικό χαρακτήρα. Την οργάνωση αυτή διηύθυναν οι αδελφοί Μπάξτον. Το Βαλκανικό αυτό Κομιτάτο του Λονδίνου έστελνε προς ενθάρρυνση και ενίσχυση των Βουλγάρων σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας Άγγλους αντιπροσώπους του και βρισκόταν μαζί τους σε διαρκή συνεννόηση μέσω των Άγγλων προξένων, που ήταν βουλγαρόφιλοι. Το ίδιο το κομιτάτο φρόντιζε γι' αυτό και ο Σαράφοφ καθοδηγούσε τους Άγγλους πράκτορες του κομιτάτου. Ο ανταποκριτής των Τάιμς του Λονδίνου, που περιόδευε τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και κατέληγε στη ΣΟΦΙΑ, ήταν «τυφλό και κουφό» όργανο του Βουλγαρισμού. Τη στιγμή που άρχισε να διαγράφεται η μεγάλη βουλγαρική εξόρμηση στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ο Ελληνισμός βρέθηκε με τις δυνάμεις του διχασμένες, οικονομικά εξασθενημένος και διπλωματικά απομονωμένος. Η εισβολή όμως των βουλγαρικών ένοπλων σωμάτων – των κομιτατζήδων – στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από το 1895 θα επιδράσει σαν καταλύτης για μια νέα ακόμη κινητοποίηση με σκοπό τη διάσωση της χώρας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ από τον επαπειλούμενο εκβουλγαρισμό και την ενσωμάτωσή της στη χώρα του ΚΡΟΥΜΟΥ. Από την κυβέρνηση η πρωτοβουλία πέρασε στους πολίτες. Κάτω από την πίεση των γεγονότων είχε ήδη ιδρυθεί το 1894 στην Αθήνα η ΕΘΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, της οποίας παραρτήματα δημιουργήθηκαν και εντός και εκτός του Ελληνικού Βασιλείου. Εξέχοντα μέλη αυτής ήταν οι καθηγητές Λάμπρου, Πολίτης, Χατζηδάκης, οι πολιτευτές Στεφάνου, Στάης, Φιλάρετος, οι μετέπειτα στρατηγοί Δαγκλής, Παρασκευόπουλος, ιεράρχες, κατώτεροι αξιωματικοί, όπως ο Παύλος Μελάς, και πολλοί άλλοι. Συγκροτήθηκαν ελληνικά ανταρτικά σώματα, καλά εξοπλισμένα, κατά πλειοψηφία από ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ εγκαταστημένους στο ελληνικό κράτος, με επικεφαλής υπαξιωματικούς του ελληνικού στρατού ή Μακεδόνες οπλαρχηγούς που είχαν εμπειρία από προηγούμενη επαναστατική – ανταρτική δράση. Ο κυριότερος από αυτούς ήταν ο Αθανάσιος ΜΠΡΟΥΦΑΣ από την επαρχία Βοΐου, ο οποίος αποβιβάσθηκε με τους άνδρες του στο Ελευθεροχώρι Πιερίας, στις αρχές Ιουλίου 1896 και διέσχισε τη βορειοδυτική Μακεδονία, βέβαια ύστερα από συγκρούσεις με τουρκικά αποσπάσματα. Όμως μετά από πολύωρες μάχες κοντά στο Μορίχοβο σκοτώθηκε και ο στρατός του διαλύθηκε. Άλλα 5 σώματα ακολούθησαν το σώμα του Μπρούφα. ορισμένα από αυτά είχαν την ίδια τύχη. μόλις εισέβαλαν στο τουρκικό έδαφος, διαλύθηκαν.
Τμήματα όμως αυτών με εντόπιους αρχηγούς ανέλαβαν ρόλο αρματολικό και θα δράσουν στην Κεντρική και Β/δυτική Μακεδονία. Σε μια προκήρυξή τους από την περιοχή της Μεγάλης Πρέσπας στις 15 Αυγούστου 1896 οι οπλαρχηγοί αυτοί διακήρυξαν: «Αδελφοί ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, προ δύο μηνών περίπου ελάβομεν τα όπλα κατά των τυράννων της πατρίδας μας και ο τόπος επεκρότησε το κίνημά μας, όπως αποδεικνύει η ενθουσιώδης υποδοχή, της οποίας ετύχομεν παντού... ημείς ΕΛΛΗΝΕΣ όντες, ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ θέλομεν και προς τούτο αγωνιζόμεθα». Ακολούθησαν και άλλα ανταρτικά σώματα, με σκοπό να προκαλέσουν γενική εξέγερση των εντοπίων Μακεδόνων Ελλήνων. Στις 27 Μαρτίου 1897 μία αξιόλογη δύναμη με αρχηγούς τον Αλ. Μυλωνά και το Γ. Καψαλόπουλο εισχώρησε στην περιοχή της Ν/Δυτικής Μακεδονίας. Ενώ άλλο ένα σώμα 400 ανδρών έδρασε στην Ανατολική Μακεδονία. αποβιβάσθηκε κοντά στην Καβάλα, για να ανατινάξει τη σιδηροδρομική γραμμή ΘεσσαλονίκηςΚωνσταντινούπολης. Τελικά οι απομονωμένες αυτές επαναστατικές / ανταρτικές επιχειρήσεις απέτυχαν. το γεγονός οφείλεται στην παντελή έλλειψη προετοιμασίας στο εσωτερικό της Μακεδονίας. Πρόθεση της Εθνικής Εταιρείας ήταν η αναπτέρωση του επαναστατικού φρονήματος του Μακεδονικού Ελληνισμού και η προβολή των ελληνικών διεκδικήσεων στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Λειτούργησε όμως η κινητοποίηση αυτή στο βορειοελλαδικό χώρο θετικά για τη δημιουργία αντιπερισπασμού στο βορρά (Μακεδονία) προς ανακούφιση της συνεχιζόμενης Κρητικής επανάστασης στο νότο. Μετά την ταπεινωτική ήττα του Ελληνικού Στρατού στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο, τον Απρίλιο 1897, τα όνειρα και οι προσδοκίες των Ελληνομακεδόνων για μια σύντομη απελευθέρωση τα διαδέχεται πικρία και απογοήτευση. ο αντίκτυπος της ήττας έγινε διπλά αισθητός στο μακεδονικό ελληνισμό. Από τη μια μεριά το εντόπιο μουσουλμανικό στοιχείο λύσσαξε και αφέθηκε ανενόχλητο να ξεσπάσει πάνω στον ελληνικό πληθυσμό της μακεδονικής υπαίθρου. και από την άλλη μεριά η Υψηλή Πύλη εφαρμόζοντας, όπως και στο παρελθόν, την πολιτική της αλληλοεξουδετέρωσης των αντιμαχομένων εθνοτήτων, έσπευσε να ικανοποιήσει πολλά από τα αιτήματα των Βουλγάρων, των Σέρβων και των Ρουμάνων ακόμη. Και οι Ρουμάνοι δεν υστέρησαν στο παιχνίδι της προπαγάνδας –διπλωματίας –και άρχισαν να διεκδικούν, κάτω από τον αναπτυσσόμενο ρουμανικό εθνικισμό και σοβινισμό, τις βλαχόφωνες περιοχές της ΠΙΝΔΟΥ και της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, που τις χαρακτήριζαν "ΜΙΚΡΗ ΒΛΑΧΙΑ". Αλλά και η ανθελληνική στάση της ΕΥΡΩΠΗΣ ήταν ορατή. Η ηγεσία του Βουλγαρο-Μακεδονικού Κομιτάτου και συγκεκριμένα της Ε.Μ.Ε.Ο. (εσωτερικής) έριξε το σύνθημα "Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΟΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ"και επιδίωκε να κινητοποιήσει όλους τους κατοίκους του μακεδονικού χώρου, ΕΛΛΗΝΕΣ, Βουλγάρους, Σέρβους, Βλάχους, Αλβανούς και Τούρκους ακόμη –προς όφελος της Βουλγαρικής Εθνικής Ιδέας. Η απήχηση της κινητοποίησης αυτής υπήρξε σημαντική, γιατί με το πρόσχημα της από κοινού κατάλυσης της Οθωμανικής κυριαρχίας και της ίδρυσης αυτόνομου Μακεδονικού Κράτους καλύπτονταν – με έξυπνο τρόπο – οι πραγματικές εθνικές επιδιώξεις των Βουλγάρων που ήταν η προσάρτηση / ένωση της Μακεδονίας με τη Βουλγαρία. Ευτυχώς όμως για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας στους κόλπους της Ανωτάτης Επιτροπής του ΒουλγαροΜακεδονικού Κομιτάτου είχαν εμφανισθεί διασπαστικές τάσεις, το 1899, που θα κλιμακωθούν το 1902. Η ανατολή του 20ού αιώνα έβρισκε τη Βαλκανική σε αναβρασμό και τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στο επίκεντρο της διαμάχης των Βαλκανικών λαών και του ανταγωνισμού των ξένων, των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Επίσης έβρισκε την ΕΛΛΑΔΑ αδύναμη να διεκδικήσει τα εθνικά της δίκαια στο χώρο της Μακεδονίας, όπου εκατοντάδες χιλιάδες ΕΛΛΗΝΩΝ προσδοκούσαν τον ερχομό της χαμένης ελευθερίας τους ύστερα από μακραίωνη τουρκική τυραννία (1430). Η ΕΛΛΑΔΑ το 1897, μετά την ήττα της, εξαναγκάσθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις να τηρήσει απέναντι στην Τουρκία «άψογη στάση» και, το χειρότερο, είχε χρεοκοπήσει οικονομικά και είχε υποχρεωθεί να δεχθεί Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (Δ.Ο.Ε.). Επομένως το επίσημο ελληνικό κράτος αναγκάσθηκε –ακούσια βέβαια- να εγκαταλείψει και το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Παρά τις φωνές απόγνωσης και τις εκκλήσεις των Μακεδόνων αδελφών Ελλή-
νων, η Ελληνική Κυβέρνηση συνέχιζε την παθητική πολιτική της και μάλιστα αποκήρυξε τους αρχηγούς όλων των ανταρτικών σωμάτων που δρούσαν στο Μακεδονικό χώρο και, ακόμη πιο χειρότερο, διέλυσε το έτος 1900 την Εθνική Εταιρεία. Όμως τον κίνδυνο, που διέτρεχε ο Μακεδονικός Ελληνισμός από την εγκληματική δραστηριότητα των Βουλγάρων κομιτατζήδων στη Μακεδονία, έσπευσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης να τον εξουδετερώσει ή τουλάχιστον να τον περιορίσει. Αποφάσισε να αλλάξει όλους τους μητροπολίτες και στη θέση τους να στείλει νέους δυναμικούς ιεράρχες, που θα είχαν τη θέληση και την ηθική δύναμη να σταθούν αληθινά παλληκάρια στο πλευρό των τρομοκρατημένων πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι το έτος 1900 στη θέση των προηγούμενων μητροπολιτών ήλθαν νέοι (ηλικίας 30-35 ετών), όπως ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης (ο μετέπειτα εθνομάρτυρας –το 1922-Σμύρνης) στη Δράμα, ο Αιμιλιανός στα Γρεβενά και άλλοι. Με τη δραστηριότητα και το αδάμαστο θάρρος τους έδιναν ελπίδα και δύναμη στα δοκιμαζόμενα ποίμνιά τους και συμβούλευαν ιδίως τους νέους να διαφυλάξουν τις περιουσίες τους και να σώσουν την τιμή και τη ζωή τους απαντώντας με βία στη βία. Από την ωραία πύλη της εκκλησίας σε ένα χωριό της μητρόπολής του ο Ιωακείμ Φορόπουλος είπε κατά το κήρυγμα: «Δε σας συμβουλεύω οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος. σας συμβουλεύω οφθαλμούς αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος». Και στο Κάτω Νευροκόπι ο μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα κήρυξε προτρέποντας: «πωλησάτω τα ιμάτια αυτού και τα υπάρχοντα αυτού και αγορασάτω μάχαιραν». Τόσο μεγάλες διαστάσεις σκληρότητας και μίσους είχε πάρει η πάλη μεταξύ του Ελληνισμού και του Σλαβισμού, ώστε η εφημερίδα "ΝΟΒΟΓΙΕ ΒΡΕΜΙΕ" της Πετρούπολης (Ρωσία) έβριζε το μητροπολίτη της Καστοριάς Καραβαγγέλη, που ήταν η ψυχή της ελληνικής αντίστασης κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων, καθώς και τους άλλους ιεράρχες της Μακεδονίας που ανήκαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποκαλώντας τους "ΝΕΡΩΝΕΣ"!!! Η ίδια εφημερίδα θα γράψει αργότερα: «Πέτρα του σκανδάλου είναι μόνο ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ και εναντίον αυτού πρέπει να στραφεί η πίεση της ΕΥΡΩΠΗΣ:γιατί ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ θα ματαιώσει τα σχέδια του Πανσλαβισμού». Το κυβερνητικό κενό επίσης προσπάθησαν να καλύψουν και οι πρωτοβουλίες Ελλήνων πατριωτών και ιδίως Μακεδόνων εγκαταστημένων στην Αθήνα. Συστάθηκαν τότε «Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ» των αδελφών Γερογιάννη από τη Χαλκιδική, δραστηριοποιήθηκε η εταιρεία "ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ" του Νεοκλή Καζάζη και λίγο αργότερα η "ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ" με πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και μέλη προσωπικότητες της Αθηναϊκής κοινωνίας. Διάφοροι παράγοντες της ελληνικής πολιτικής, στρατιωτικής, επιστημονικής και δημοσιογραφικής κοινωνίας θα προσπαθήσουν να βοηθήσουν μόνοι τους αδελφούς Μακεδόνες. Μία ομάδα αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού και πολιτών γύρω από την οικογένεια του Μακεδόνα πολιτευτή Στεφάνου Δραγούμη (από το Βογατσικό Δυτικής Μακεδονίας) άρχισε να δραστηριοποιείται. Το Νοέμβριο του 1902 ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, γιος του Στεφάνου, νέος διπλωμάτης (24 ετών) ζήτησε και τοποθετήθηκε ως υποπρόξενος του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ Βασιλείου στο Ελληνικό Προξενείο του Μοναστηρίου (Οθωμανική Αυτοκρατορία), όπου ανέπτυξε δικές του πρωτοβουλίες, οργανώνοντας το σωματείο "ΑΜΥΝΑ" με επιτροπές αυτής στα κυριότερα κέντρα της Δυτικής Μακεδονίας, για την οργάνωση αμυντικού αγώνα. Η δραστηριοποίησή του στην περιφέρεια της Βορειοδυτικής Μακεδονίας δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του ως πνευματικού ηγέτη του Μακεδονικού Αγώνα. Η πρώτη Επιτροπή, που σχηματίσθηκε με τη συνεργασία τοπικών παραγόντων, του Αργύριου Ζάχου, Θεόδωρου Μόδη και Φιλίππου Καπετανόπουλου, ονομάσθηκε "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ". Επίσης ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, γαμπρός των Δραγούμηδων, μαζί με άλλους συναδέλφους του (αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού) επέτυχαν να στείλουν, την άνοιξη του 1903, την πρώτη ένοπλη ομάδα στο Γερμανό Καραβαγγέλη, που είχε τοποθετηθεί στις αρχές του 1900 Μητροπολίτης ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ. Νέος στην ηλικία ο ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ ανέλαβε εθναρχικό ρόλο. Η κατάσταση- που βρήκε- ήταν χαώδης. Πολλές εκκλησίες και πολλά σχολεία, λόγω της βουλγαρικής τρομοκρατίας, ήταν κλειστά. Γύρι-
ζε με θάρρος σε όλα τα χωριά της ανταρτοκρατούμενης περιφέρειάς του και εμψύχωνε τους Έλληνες πιστούς στο ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ. Προσεταιρίσθηκε μάλιστα και επέτυχε να αποσπάσει από το Βουλγαρικό Κομιτάτο τους ομιλούντες το σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα Έλληνες οπλαρχηγούς Κώτα και Βαγγέλη Στρεμπενιώτη και δημιουργήθηκαν τα πρώτα σώματα "ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΕΚΔΙΚΗΤΩΝ". Έτσι απέκτησε ο ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ την πρώτη ένοπλη δύναμη στην περιφέρεια της μητρόπολής του και περίμενε και άλλες ενισχύσεις από τη μητέρα ΕΛΛΑΔΑ, για να δράσει. Η βουλγαρική τρομοκρατία επικρατεί στη μακεδονική ύπαιθρο. οι ληστρικές συμμορίες των βουλγάρων κομιτατζήδων λυμαίνονταν τον πλούτο και τη ζωή των κατοίκων, των πιστών στον Ελληνισμό και στο Πατριαρχείο, τόσο στις βορειοανατολικές περιοχές, όσο και στις βορειοδυτικές περιοχές. Επίσης την ίδια εποχή άρχισε να δρα και ΣΕΡΒΙΚΟ Κομιτάτο (ύστερα από τη Σερβοβουλγαρική προσέγγιση). ενώ με προτροπή της Αυστρίας και της Ρωσίας δημιουργείται την ίδια επίσης εποχή και ΑΛΒΑΝΙΚΟ Κομιτάτο, που δρούσε στην περιοχή Φλώρινας- Κορυτσάς. Πόσο μεγάλη ήταν η προπαγάνδα του "Πανσλαβισμού"! Την κρίσιμη εκείνη περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα, ακόμη και οι ΑΡΜΕΝΙΟΙ του Λονδίνου και των Παρισίων από μίσος προς τους Τούρκους και φθόνο προς τους Έλληνες δημιούργησαν στο ΛΟΝΔΙΝΟ και αυτοί «ΑΡΜΕΝΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ» για τη Μακεδονία.. Όλες αυτές οι δραστηριότητες στο Μακεδονικό χώρο δε στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν την ελληνική κρατική μηχανή στην Αθήνα. Οι επαναστατικές όμως ενέργειες των Βουλγάρων, το έτος 1903, θα προκαλέσουν την ενεργό επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ. Από το μήνα Οκτώβριο του 1902 ήδη μεγάλα βουλγαρικά σώματα κομιτατζήδων είχαν εισέλθει στη βορειοανατολική και βορειοδυτική Μακεδονία και προσπάθησαν να ξεσηκώσουν σε επανάσταση τον πληθυσμό κατά των Τούρκων. Αρχηγοί των Βουλγάρων ήταν ο Τσόντσεφ και ο Γιάγκωφ, αξιωματικοί του τακτικού βουλγαρικού στρατού. όμως απέτυχαν οι προσπάθειές τους και γύρισαν άπρακτοι στη Βουλγαρία και από το Μάρτιο 1903 άρχισαν πάλι. Τον Απρίλιο του 1903 ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ προκάλεσαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ αναρχικά γεγονότα με εκτεταμένες δολιοφθορές (προβοκάτσια), για να προκαλέσουν τουρκική επέμβαση και να ξεσηκώσουν τους κατοίκους σε επανάσταση κατά της τουρκικής κυριαρχίας. Τα σπουδαιότερα γεγονότα ήταν: Η ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας και του γαλλικού πλοίου "ΓΟΥΑΔΑΛΚΙΒΙΡ", που βυθίστηκε στον κόλπο της Θεσσαλονίκης, η αποκοπή των αγωγών φωταερίου και η βύθιση της πόλης στο σκοτάδι και πολλές δυναμιστικές απόπειρες σε διάφορα σημεία και εκρήξεις με αρκετούς νεκρούς και τραυματίες. Στην ύπαιθρο γίνονταν επίσης απόπειρες, με σκοπό τις ανατινάξεις του σιδηροδρομικού και τηλεγραφικού δικτύου, επιθέσεις κατά αστυνομικών σταθμών και φυλακίων και άλλες βίαιες πράξεις. Οι ΤΟΥΡΚΟΙ απάντησαν με βίαια κατασταλτικά μέτρα. Η όλη ψευδοεπαναστατική αυτή κίνηση κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1903. Τότε με εντολή της ηγεσίας της Ε.Μ.Ε.Ο. ξέσπασε η ένοπλη εξέγερση, στην οποία οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες έδωσαν το όνομα "ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ" από την ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου 1903). Οι επιχειρήσεις έγιναν στις επαρχίες της δυτικής και βορειοδυτικής Μακεδονίας, ενώ η υπόλοιπη χώρα έμεινε αμέτοχη. κινήθηκαν θεληματικά ή με τη βία σχισματικές και πατριαρχικές κοινότητες, σλαβόφωνες και βλαχόφωνες. Η επαγγελία της κίνησης στο εξωτερικό ήταν η ελευθερία των Μακεδόνων από την τουρκική τυραννία. Κατόρθωσαν μάλιστα οι Βούλγαροι να πείσουν τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και την κοινή γνώμη ότι ολόκληρη η Μακεδονία βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό και ότι σε πολλά μέρη οι τουρκικές αρχές είχαν καταλυθεί. Ασύστολα ψεύδη! Στην πραγματικότητα ήταν μία καλοστημένη τεχνητή εξέγερση, που οργανώθηκε στη Σόφια, για να ξεσηκώσει τους κατοίκους της Μακεδονίας είτε με ψευδείς επαγγελίες είτε με τις απειλές και το φόβο της εκδίκησης. Ευδιάκριτος ήταν ο σκοπός της: με την επιτεινόμενη τρομοκρατία, με τα εγκλήματα και τις πυρπολήσεις χωριών, να παρεμποδισθεί η εκτέλεση μεταρρυθμίσεων, που σαφώς θα βοηθούσαν και πάλι στην ανάπτυξη και στην άνθιση του Ελληνισμού. Από την άλλη μεριά, από τις σφαγές και τις καταστροφές που θα έκαμναν οι Τούρκοι από εκδίκηση, θα εκβιαζόταν μία νέα επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων προς όφελος
των Βουλγάρων. Και μία τρίτη ωφέλεια για το βουλγαρισμό θα ήταν η εξουδετέρωση των εστιών ελληνικής αντίστασης. Η ψευδο-επανάσταση αυτή του "ΙΛΙΝΤΕΝ" , που τόσο πολύ υμνήθηκε και δοξολογήθηκε από τους Βουλγάρους πρώτα και σήμερα από τους ψευδεπίγραφους «Μακεδόνες» των Σκοπίων, καταπνίχθηκε από τους Τούρκους μέσα σε 3 μέρες μόνο. Η τουρκική διοίκηση εφάρμοσε μέτρα γενοκτονίας κατά των Χριστιανών χωρίς καμία διάκριση. Όταν έγινε ο απολογισμός της «τρισένδοξης» αυτής επανάστασης, Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ καταμετρούσε νέες εκατόμβες μαρτύρων, που αυτή τη φορά τις προκάλεσαν οι Τούρκοι, για να αντεκδικηθούν τις βουλγαρικές «παλληκαρήσιες» ενέργειες. Αλλά και οι υλικές ζημίες ήταν ανυπολόγιστες. κατέστρεψαν «δια πυρός και σιδήρου» τελείως ελληνικά κέντρα, το Κρούσοβο, την Κλεισούρα, το Νυμφαίο και άλλες κοινότητες καθαρά ελληνικών φρονημάτων. Το μόνο κέρδος από τη συμφορά αυτή του Μακεδονικού Ελληνισμού ήταν η απόρριψη των σοβινιστικών σχεδίων της Βουλγαρίας για ίδρυση αυτόνομης Μακεδονίας, την οποία ήταν διατεθειμένη να υποστηρίξει η ΑΓΓΛΙΑ. Διατηρήθηκε όμως στο μακεδονικό χώρο το «status quo», όπως αυτό είχε καθορισθεί στο Διεθνές Συνέδριο του Βερολίνου (1878), όπου ο Σουλτάνος είχε υποχρεωθεί να δεχθεί να εφαρμόσει στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα «Βιέννης» και «Mürsteg», που έφεραν τη σφραγίδα των Μεγάλων Δυνάμεων Αυστρίας και Ρωσίας. Σπουδαιότερη διάταξη των μεταρρυθμίσεων ήταν η συμμετοχή των Χριστιανών στη διοίκηση και στην ασφάλεια των περιοχών. Παραταύτα από τις διάφορες στατιστικές που έγιναν τόσο το 19ο αιώνα (BIANCONI, STANFORD και SYNVET) – τον ίδιο χρόνο 1877- όσο και στις αρχές του 20ού αιώνα, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ελληνικός πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ υπερτερούσε συντριπτικά από τους Βουλγάρους. Κατά την απογραφή , που διενεργήθηκε το 1904 από τον Τούρκο ΧΟΥΣΕΪΝ ΧΙΛΜΗ ΠΑΣΑ, γενικό επιθεωρητή της Μακεδονίας (βιλαέτι Θεσσαλονίκης και βιλαέτι Μοναστηρίου), προέκυψε η εξής πληθυσμιακή σύνθεση, όπως αυτή δημοσιεύθηκε (η στατιστική) στην τουρκική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης "ΑΣΡ" στις 2 Ιανουαρίου 1905: Βιλαέτι Θεσσαλονίκης Βιλαέτι Μοναστηρίου ΕΛΛΗΝΕΣ 362.000 ΕΛΛΗΝΕΣ 280.000 Μωμεθανοί 423.500 Μωμεθανοί 223.000 Βούλγαροι 198.000 Βούλγαροι 143.000 Εβραίοι 69.200 Εβραίοι 4.950 Σέρβοι 1.400 Σέρβοι 15.150 Κουτσόβλαχοι 7.350 Κουτσόβλαχοι 6.150 Αθίγγανοι 8.650 Η απογραφή αυτή διενεργήθηκε σε εποχή κατά την οποία οργίαζε η σλαβική προπαγάνδα, προκειμένου να αποδείξει τη σλαβικότητα της Μακεδονίας και μάλιστα από ανθρώπους προκατειλημμένους εναντίον του Ελληνικού στοιχείου, όπως παραδέχθηκε και ο Γάλλος συγγραφέας CHERADAMES. Συγκεκριμένα διενεργήθηκε υπό την εποπτεία εκπροσώπων των δύο δυνάμεων Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας και των Ευρωπαίων αξιωματικών οργανωτών της Τουρκικής Χωροφυλακής. Ωστόσο απέδειξε περίτρανα η στατιστική αυτή την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και τα ψεύδη των Σλάβων. [Αλλά απέδειξε και την ελληνικότητα εδαφών, τα οποία καταλήφθηκαν αργότερα (στους Βαλκανικούς πολέμους) από τους Βόρειους γείτονές μας. παρά την ανυπαρξία των Σέρβων, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου επιδικάσθηκαν στη Σερβία /Γιουγκοσλαβία μεγάλα τμήματα της Μακεδονίας, στα οποία κατοικούσαν ελάχιστοι μόνο Σέρβοι]. Την συντριπτική επίσης πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου (34,60%) έναντι του βουλγαρικού στοιχείου (15,87%) απέδειξε και η στατιστική του Φον ντερ Γκολτς πασά, Γερμανού αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ήταν γνωστός για τα μισελληνικά του αισθήματα και δράση, που διενήργησε απογραφή του πληθυσμού της Τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας και αυτός το 1904. Στην πραγματικότητα όμως η υπεροχή του Ελληνισμού είναι πολύ μεγαλύτερη, όπως προκύπτει από στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δε χρησιμοποίησε τις μεθόδους της Βουλγαρικής Εξαρχίας, για να παραστήσει μεγαλύτερο τον Ελληνικό πληθυσμό.
Η σφαγή όμως στο «ΙΛΙΝΤΕΝ» αναστάτωσε την ελληνική κοινή γνώμη και δραστηριοποίησε –μετά από αμφιταλαντεύσεις – την ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ (1903-1904) αποφάσισε επί τέλους να δράσει. Πρώτη ενέργειά της υπήρξε, το Φεβρουάριο 1904, η αποστολή στη Δυτική Μακεδονία μιας τετραμελούς ομάδας αξιωματικών ως παρατηρητών, μεταξύ των οποίων και ο ανθυπολοχαγός πυροβολικού ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ, με το ψευδώνυμο «ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ» (από τα ονόματα των δύο παιδιών του, Μιχαήλ και Ζωή). Τους συνοδεύουν ο Ευθύμιος Καούδης, ο Λάκης Πύρζας, ο καπετάν Κώτας και άλλοι. Οι άνδρες αυτοί, αφού μελέτησαν την κατάσταση, γύρισαν το Μάιο και εισηγήθηκαν στην κυβέρνηση την άμεση αποστολή ενόπλων σωμάτων. Η κυβέρνηση επίσης στελέχωσε το 1904 το "ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΓΕΝΙΚΟΝ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ" με ικανούς διπλωμάτες, τους οποίους πλαισίωσε με αξιωματικούς του στρατού και του ναυτικού. Αυτοί ήταν όλοι γνωστοί με ψευδώνυμα και παραπλανητικά «επαγγέλματα», όπως ο υποπλοίαρχος Γεώργιος Κακουλίδης με το ψευδώνυμο «ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ», ο Κώστας Μαζαράκης λεγόταν «ΔΗΜΟΣ ΣΤΕΡΓΙΑΚΗΣ», ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος λεγόταν «ΑΝΤΩΝΙΟΥ», ο Σπύρος Σπυρομήλιος λεγόταν «ΣΟΥΡΗΣ», ο Μιχαήλ Μωραΐτης λεγόταν «Ρουμελιώτης», ο Δημήτριος Κάκκαβος λεγόταν «ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΖΩΗΣ» και ο Ιωάννης Αβράσογλου λεγόταν «ΑΜΒΡΑΚΙΩΤΗΣ». Για τη θέση του γενικού προξένου της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ επιλέχθηκε ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑΣ με ευρύτατες αρμοδιότητες. ήταν έμπειρος διπλωμάτης που μετατέθηκε από το προξενείο της Φιλιππούπολης. Και στο "ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ" πρόξενος τοποθετήθηκε ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ, έχοντας στενό συνεργάτη του τον υποπρόξενο ΙΩΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ. Τα δύο αυτά προξενεία θα αποτελέσουν τα κύρια κέντρα του Μακεδονικού Αγώνα με παράλληλη οργάνωση στις πόλεις: Σέρρες, Καβάλα, Δράμα, Έδεσσα, Καστοριά, Φλώρινα, Γευγελή και Στρώμνιτσα. Το προσωπικό των προξενείων οργάνωνε ομάδες ανταρτών στις πόλεις και στην ύπαιθρο, φρόντιζε για την παραλαβή και διανομή του πολεμικού υλικού, έπαιρνε και έστελνε πληροφορίες με μυστικούς ταχυδρόμους, ήταν υπεύθυνο για τον προγραμματισμό και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων των ανταρτικών σωμάτων, υπεύθυνο για τον εφοδιασμό, τη συντήρηση και ενίσχυση του ελληνικού πληθυσμού της μακεδονικής υπαίθρου και τέλος έπρεπε να διαφωτίζει τον Ελληνικό πληθυσμό για τη σημασία του Μακεδονικού Αγώνα. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σε συνεργασία με το γενικό Πρόξενο Λάμπρο Κορομηλά, είχαν αναπτύξει στη διάρκεια του αγώνα αγωνιστική δραστηριότητα και εντόπια στελέχη και κάτοικοι της πόλης, όπως ήταν ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ (ο μετέπειτα πρώτος Έλληνας Δήμαρχος – το 1916- της ελεύθερης Θεσσαλονίκης), ο Δημήτριος Ζάνας, ο Μάρκος Θεοδωρίδης, ο Αλκιβιάδης Μάλτος, ο Π. Οικονόμου, ο Γεώργιος Πεντζίκης, ο Περικλής Χατζηλαζάρου, ο Δημήτριος Σαχίνης, ο Νικόλαος Μάνος (δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 1929), ο Στέφανος Τάττης και άλλοι. Παράλληλα με τις πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες της κυβέρνησης Θεοτόκη κινήθηκε και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Σε στενή συνεργασία ιδιωτών και κυβέρνησης ιδρύθηκε το 1904 στην ΑΘΗΝΑ το "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ" (αντίρροπο του Βουλγαρικού Κομιτάτου / Ε.Μ.Ε.Ο.), με πρόεδρο το διευθυντή της εφημερίδας "ΕΜΠΡΟΣ" Δημήτριο ΚΑΛΑΠΟΘΑΚΗ. Σκοπός αυτού ήταν η οργάνωση ένοπλου αντιβουλγαρικού αγώνα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η προσοχή του Ελληνικού Μακεδονικού Κομιτάτου στράφηκε κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, όπου ο κίνδυνος εκβουλγαρισμού είχε εμφανισθεί αμεσότερος κατά τα γεγονότα του "ΙΛΙΝΤΕΝ". Εξάλλου σ' εκείνες τις περιοχές υπήρχε κάποια προεργασία, χάρη στις ενέργειες του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, της μυστικής τοπικής οργάνωσης "ΑΜΥΝΑ" και των περιφερειακών επιτροπών αυτής, που είχε οργανώσει τον προηγούμενο χρόνο (1903) ο υποπρόξενος του Ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου Ίων Δραγούμης, και χάρη στις ενέργειες μερικών μικρών ανταρτικών σωμάτων εντόπιων οπλαρχηγών, του καπετάν Κώτα, του Βαγγέλη Στρεμπενιώτη, του Μητρούση, του Γκόνου, του Ζέρβα και άλλων. Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης οπλοφορώντας περιφερόταν στα χωριά της μητρόπολής του και στα ανταρτικά λημέρια, όπου ευλογούσε και ενθάρρυνε τους Έλληνες αγωνιστές για τη σωτηρία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ: -Εσείς είσθε ΕΛΛΗΝΕΣ από την εποχή του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Πέρασαν οι ΣΛΑΒΟΙ και έφυγαν, αφήνοντας όμως πίσω τους τη μισή γλώσσα τους. η ψυχή σας είναι ελληνική και η γη, που πατούμε, είναι ελ-
ληνική. το μαρτυρούν τα αγάλματα, που είναι κρυμμένα μέσα της και αυτά είναι ελληνικά, τα νομίσματα που βρίσκουμε είναι ελληνικά και οι επιγραφές επίσης είναι ελληνικές. Η Εκκλησία μας πρωτοστατεί για την ελευθερία. Η γενναία αυτή εθνική δράση του άξιου ποιμενάρχη Καραβαγγέλη προκαλούσε και ανησυχίες σε κάποιους πολιτευτές στην ΑΘΗΝΑ. Τόσο πολύ μάλιστα τους είχε κυριεύσει το πνεύμα της ηττοπάθειας, ώστε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ (πρωθυπουργός της Ελλάδος 1901-1902) είπε: «Να βγάλουμε αμέσως τον ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗ από την Καστοριά, γιατί θα κάνει κακό μεγάλο». Κάτω από αυτές τις συνθήκες στις 18 Αυγούστου 1904 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αποστολή συγκροτημένου σώματος, με επικεφαλής τον ΠΑΥΛΟ ΜΕΛΑ, ο οποίος ως Γενικός Αρχηγός Δυτικής Μακεδονίας έθεσε υπό την καθοδήγησή του όλες τις διάσπαρτες ένοπλες ομάδες εντόπιων και εθελοντών στο βιλαέτι Μοναστηρίου. Τον προηγούμενο μήνα ο Π.Μελάς είχε εισέλθει ήδη για δεύτερη φορά (Ιούλιος 1904) στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Επί 20 ημέρες- με κέντρο την ΚΟΖΑΝΗ - γύριζε από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό ως ζωέμπορος με το ψευδώνυμο «ΠΕΤΡΟΣ ΔΕΔΕΣ». Μελετούσε τα πράγματα και κατέστρωνε τα σχέδιά του, γνώριζε προσωπικότητες και θαύμαζε το φρόνημα των Ελληνομακεδόνων. Πήγε και στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και επισκέφθηκε στο προξενείο το Γενικό Πρόξενο της ΕΛΛΑΔΑΣ Λάμπρο Κορομηλά. Οι πληροφορίες, που πήρε, ήταν καλές, ενθαρρυντικές, όλα ήταν έτοιμα για το ξεκίνημα του Αγώνα. Τον Αύγουστο τώρα (1904) ήταν η τρίτη και μοιραία έξοδός του από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, με το ψευδώνυμο ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ. [Θα τον δεχθεί στα Ηλύσια Πεδία της η Γη του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη]. Δεν είχαν ούτε ο ίδιος ούτε οι άνδρες μαχητές του (35 Κρητικοί και Μανιάτες),που έφερε μαζί του, πείρα του ιδιόρρυθμου αυτού και σκληρού αγώνα που διεξαγόταν χρόνια τώρα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ! Η δράση του, η ένοπλη, εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων διήρκεσε ενάμισο μόνο μήνα. ήταν αποφασισμένος να εκδιώξει τους αιμοσταγείς Βούλγαρους κομιτατζήδες, να ανακουφίσει τους καταδυναστευόμενους ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ και να επαναφέρει τα αποσπασθέντα δια της βίας ελληνικά χωριά στους κόλπους του Ελληνισμού και του Πατριαρχείου. Είχε στενή συνεργασία με τον κουνιάδο του Ίωνα Δραγούμη. Το «σώμα» του όμως προδόθηκε τελικά από τη βλαχοβουλγαρική συμμορία του Μήτρο - Βλάχου και περικυκλώθηκε, μέσα στο κατάλυμα όπου είχαν καταφύγει, από τουρκικό απόσπασπα στο χωριό ΣΤΑΤΙΣΤΑ (σήμερα ΜΕΛΑΣ- της επαρχίας Κορεστείων του νομού Καστοριάς). Αμύνθηκε με τα παλληκάρια του γενναία. ήταν 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1904- ημέρα Τετάρτη. Ύστερα από δίωρη αντίσταση αποφάσισαν στις 7 το βράδυ να επιχειρήσουν έξοδο. Πρώτος όρμησε ο ΠΑΥΛΟΣ επικεφαλής της ομάδας του. μία σφαίρα τον έπληξε στην οσφυακή χώρα (στη μέση). τραυματίσθηκε θανάσιμα. Οι σύντροφοί του τον τράβηξαν μέσα στο στάβλο, τον ξάπλωσαν και σε μισή ώρα τελείωσε, ενώ διαρκούσε η συμπλοκή. Τελευταίες παραγγελίες του ήταν: το τουφέκι του να δοθεί στο ΜΙΚΗ (το γιο του) και το κεφάλι του να αποκοπεί, για να μην αναγνωρισθεί η ταυτότητά του ως αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού του Βασιλείου Ξεψυχώντας παρακάλεσε τους συντρόφους του που ήταν μαζί του να γράψουν στην οιτης Ελλάδας. κογένειά του ότι «έκανε το καθήκον του». Το κεφάλι του, ύστερα από πρόχειρο ενταφιασμό του πτώματος μέσα σε μια ρεματιά, το απέκοψε ο αντάρτης Ντίνας Στεργίου και ενταφιάσθηκε στο Πισοδέρι, ενώ το ακέφαλο σώμα στην Καστοριά. Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ δεν ήταν Μακεδόνας, αλλά θυσιάστηκε εθελοντικά για την Μακεδονία. Η σύζυγός του ήταν Μακεδόνισσα στην καταγωγή. λεγόταν ΝΑΤΑΛΙΑ και ήταν κόρη του Στέφανου Δραγούμη και αδελφή του Ίωνα Δραγούμη από το Βογατσικό Καστοριάς. Ο ίδιος ο εθνικός μας ήρωας καταγόταν από την Ήπειρο. γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1891 και κατατάχθηκε στο πυροβολικό ως ανθυπολοχαγός. Πολέμησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, από τον οποίο τραυματίσθηκε ψυχικά για την ταπεινωτική ήττα του Ελληνικού στρατού. Από την αλληλογραφία του και την έκθεσή του προς το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ της Αθήνας προκύπτει ότι στο κύριο βάρος της η προσπάθειά του ήταν στραμμένη στον ψυχολογικό και οργανωτικό τομέα, δηλαδή να ενθαρρύνει
και να επαναφέρει στον Ελληνισμό και στο Πατριαρχείο όσους από φόβο είχαν προσχωρήσει στη βουλγαρική παράταξη. Ο χαμός του Παύλου Μελά, του αγνού αυτού πατριώτη αγωνιστή, συντάραξε τον Ελληνισμό και έδωσε νέα πνοή και δύναμη στον αγώνα των Μακεδονομάχων. «Τ'αντρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη». Από όλα τα μέρη του Ελληνικού Βασιλείου, αλλά και των αλύτρωτων ακόμη περιοχών και της διασποράς έφταναν εθελοντές και προσφορές στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ (της Αθήνας). Με το θάνατό του ο Παύλος Μελάς - «ο ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ του Μακεδονικού Αγώνα», όπως τον αποκάλεσε ο Άγγλος ιστορικός D. DAKIN- επέτυχε να κάνει την τύχη της Μακεδονίας υπόθεση του κάθε Έλληνα. Το γενναίο αυτό παλληκάρι της φυλής των Ελλήνων ήταν ψυχή φλογερή με ωραία και επιβλητική μορφή, προικισμένο με όλες τις ψυχικές αρετές και ηθικές αρχές ενός μεγάλου ηγέτη, γενναιότητα, θάρρος, πίστη, αυταπάρνηση, ενθουσιασμό, καρτερία και άφταστη προσωπική γοητεία. Τον αγώνα του κατεύθυνε η πίστη του σε αξίες και αρχές και το τέλος του υπήρξε όμοιο με εκείνο που άφηνε να διαφανεί στις επιστολές του και σε όλα τα κείμενά του από το μέτωπο. Ο ίδιος είχε πει: «Τί σημαίνει είς άνθρωπος; Ενός ανδρός το αίμα εάν ποτίσει το χώμα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, θα ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι, θα εγκαρδιοθώσιν οι τρομοκρατηθέντες, θα φυτρώσωσιν επί της ευγενούς γης εκδικηταί και σωτήρες». Προφητικός αυτός ο λόγος του. Το όνομά του έγινε το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα. ο πρόωρος θάνατός του δεν επέτρεψε να ολοκληρώσει το σκοπό του ο ίδιος, αλλά έδωσε φτερά στα παλληκάρια του και σε όλους τους ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΥΣ, πετώντας από βουνό σε βουνό και από φαράγγι σε φαράγγι, να ξετρυπώσουν από τις κρυψώνες τους τις βρωμερές «ύαινες» του βουλγαρισμού, τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, να τους απωθήσουν και να ανακουφίσουν τους Έλληνες, απαλλάσσοντας τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από το σλαβισμό. Ο ΠΑΥΛΟΣ υπήρξε ο "ΠΡΩΤΕΣΙΛΑΟΣ" (πρώτος πεσών αξιωματικός- μάρτυρας-του Ελληνικού Στρατού) του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Μορφή τυλιγμένη με το φωτοστέφανο του εθνομάρτυρα κατέχει ξεχωριστή θέση στο ΠΑΝΘΕΟΝ των ΗΡΩΩΝ και το όνομά του θα μείνει βαθιά χαραγμένο, ανεξίτηλο, στην ιστορική μνήμη των ΕΛΛΗΝΩΝ. Η ανάμνηση της θυσίας του ανοίγει τη σκέψη μας στις μεγάλες ώρες της ΙΣΤΟΡΙΑΣ και επέχει θέση εθνικής διαθήκης και πνευματικής σκυτάλης για τις επερχόμενες γενεές. Ο θάνατος του εθνικού μας ήρωα προκάλεσε τεράστια συγκίνηση στο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ, ολόκληρη η Ελλάδα θρήνησε το γενναίο παλληκάρι και ιδιαίτερα η Αθηναϊκή κοινωνία, της οποίας ήταν επίλεκτο μέλος. Η θυσία του έγινε αφορμή να εξαρθεί από την ποίηση και την πεζογραφία μας η αγνή ελληνική ηρωική ψυχή του. Ο αγαπητός φίλος και κουνιάδος του Ίων Δραγούμης του αφιέρωσε ιδιαίτερο βιβλίο με τίτλο: «ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΑΙΜΑ». Μετά το θάνατο του Παύλου, παίρνοντας αφορμή απ'αυτόν, απευθύνει ο Ίων Δραγούμης την τραγικότατη αυτή έκκληση προς τους Έλληνες νέους: «Σε σας στρέφομαι, παιδιά του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω –αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια, ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού –μη λησμονείτε ποτέ το θάνατο του Παλληκαριού, αλλά προ πάντων μη λησμονείτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονείτε και την ιδέα, που για κείνη δούλεψε και υπόφερε, ούτε την πανώρια χώρα, όπου σκοτώθηκε, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα ήρωες. » Να ξέρετε πως, αν τρέξουμε να σώσουμε τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα μας σώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, εμείς θα σωθούμε». Και συνεχίζει παρακάτω στο ίδιο βιβλίο του: «Πώς αφήσαμε να μας ποδοπατούν αδιάντροπα τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, όσοι δεν έχουν δικαίωμα ούτε καν να την κοιτάξουν; .... Πανώρια χώρα, πώς να μη λυπούνται τις χάρες σου τα μάτια μας και να μη δακρύζουν, αφού βλέπουν ποιοι βάρβαροι αδιάντροπα αγναντεύουν την παρθενιά σου και σε πατούν και σε λερώνουν;» [Πόσο επίκαιρος ο λόγος του, τώρα μάλιστα που οι ΣΛΑΒΟΙ των ΣΚΟΠΙΩΝ πλαστογραφούν την ιστορία της Μακεδονίας μας και στρέφουν τα βλέμματά τους στο ΑΙΓΑΙΟ! Ενώ εμείς (η Ελληνική Κυβέρνηση) παρασιωπούμε τη θυσία των πεσόντων ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΩΝ ακόμη και από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας!
Πού είναι οι αγνοί πατριώτες και ήρωες; Πού είναι όλοι εκείνοι που πρέπει να ποδηγετήσουν τη νεολαία της ΕΛΛΑΔΑΣ, που απειλείται με συρρίκνωση; Ποιο δρόμο τραβάει σήμερα η μαθητιώσα και η φοιτητιώσα νεολαία μας;;; Χάθηκαν τα πρότυπά της...]. Ο νεότερος εθνικός μας ποιητής, ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, σε ένα ποίημά του από τη συλλογή του "Πολιτεία και μοναξιά" κλείνει όλο τον ψυχικό πόνο του Ελληνικού Λαού: ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ «Σε κλαίει ο λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι στον τόπο, που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλληκάρι. Πανάλαφρος ο ύπνος σου. του Απρίλη τα πουλιά σαν του σπιτιού σου να τ'ακούς λογάκια και φιλιά. Και να σου φτάνουν του χειμώνα οι καταρράχτες, σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες. Πλατειά του ονείρου μας η γη και απόμακρη. Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά. Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατειά τη δείχνεις, και τη φέρνεις σαν πιο κοντά! » Αλλά και η δημώδης μούσα θρήνησε και ύμνησε σε ολόκληρη την τότε σκλαβωμένη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ αλλά και μετά την απελευθέρωσή της και μέχρι σήμερα θρηνολογεί και υμνεί τη γενναιότητα και τον ηρωικό θάνατο του Παύλου: «Ένα πουλάκι πέταξε πο μεσ' από την ΑΘΗΝΑ και ήρθε και σταμάτησε μες τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.
Γεια και χαρά σου αρχηγέ πρώτο μου παλληκάρι, γεια και χαρά σου αετέ της ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ καμάρι».
«Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο ΠΑΥΛΟΣ πληγωμένος μες τα νερά του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος. -για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου και φέρε μου κρύο νερό να γειάνω την πληγή μου. Σταλαματιά το αίμα μου για σε ΠΑΤΡΙΣ το χύνω, για να 'χεις δόξα και τιμή να λάμπεις σαν τον ήλιο». Έτσι έσβησε ο ήρωας Μακεδονομάχος "ΜΙΚΗΣ ΖΕΖΑΣ". Τί ωραίο και τί τρυφερό το ψευδώνυμο, με το οποίο έδρασε τελευταία! Του θύμιζε τα δύο παιδιά του, Μιχαήλ και Ζωή. Ωραίος ο θάνατός του, γιατί δε θεωρείται θάνατος. Απλώς τον "πλάγιασε" το τούρκικο βόλι, έπεσε, αλλά τον "σήκωσε" ο λαός μας και με το τραγούδι του τον έκανε σύμβολο και φωτεινό μετέωρο της ελευθερίας, να λάμπει μες την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φωτίζοντας το δρόμο του χρέους μας. Ο Μακεδονικός αγώνας συνεχίζεται με ένταση και πάθος για τη σωτηρία της πατρίδας του Αλεξάνδρου. Τα παλληκάρια της ΕΛΛΑΔΑΣ ρίχνονταν ακάθεκτα στη φωτιά της μάχης δίνοντας όρκο στο όνομα του Παύλου: «Μα το ΜΕΛΑ, μα το ΖΕΖΑ». Την αρχηγία των επιχειρήσεων στη Βορειοδυτική Μακεδονία (τη θέση του Παύλου Μελά) αναλαμβάνει ο Κρητικός υπολοχαγός Γεώργιος Τσόντος, ο γνωστός ως καπετάν ΒΑΡΔΑΣ. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας, Λάμπρος Κορομηλάς, καταστρώνει δικό του σχέδιο δράσης. οργανώνει και ενισχύει ένοπλα σώματα από εντόπιους και καταβάλλει προσπάθεια να δημιουργηθούν σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Νότιας, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας μυστικά κέντρα. Στην Ανατολική – κέντρο δράσης είναι το ΠΡΟΞΕΝΕΙΟΝ ΣΕΡΡΩΝ, όπου τοποθετήθηκε νέος πρόξενος ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, έχοντας βοηθούς του αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Όμως τα σχέδια του Κορομηλά δεν απέδωσαν, ενώ τελείωνε το έτος 1904. Οι εντόπιοι οπλαρχηγοί ούτε πειθαρχία ούτε την εμπειρία εί-
χαν. γρήγορα η βουλγαρική οργάνωση έστρεψε τους Τούρκους εναντίον τους και κατάφερε να τους διαλύσει. Αντίθετα όμως στη Δυτική Μακεδονία ο ένοπλος αγώνας κρατούσε καλά. Μετά από μια σύντομη διαφωνία μεταξύ του προξένου της Θεσσαλονίκης, Λάμπρου Κορομηλά, και της ηγεσίας του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ (της Αθήνας) αποφασίσθηκε: τα ελληνικά προξενεία Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου θα έχουν μόνο συντονιστικές αρμοδιότητες στα αντίστοιχα βιλαέτια, ενώ η διοίκηση του Κομιτάτου θα συνέχιζε το έργο της για την προετοιμασία και αποστολή σωμάτων και εφοδίων σε όλη τη Μακεδονία, όπου δημιουργούνταν μέτωπα, τα οποία θα ενισχύονταν με εντόπιους αντάρτες. Έτσι από τις αρχές του έτους 1905 καταφτάνουν στην αγωνιζόμενη κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων του Βουλγαρικού Κομιτάτου – ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ νέα σώματα / ομάδες του ελληνικού στρατού και αυξανόταν συνεχώς ο αριθμός των εθελοντών ιδίως από τη Κρήτη και τη Μάνη. Οι Ελληνίδες μάνες, σαν άλλες Σπαρτιάτισσες, ξεπροβοδούσαν τα παλληκάρια τους για το Μακεδονικό μέτωπο με ευχές για τη νίκη: «Άντε γιε μου, για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, για να σώστε τ' αδέλφια μας και για την πίστη του ΧΡΙΣΤΟΥ». Γέμισαν τα βουνά και τα λαγκάδια από τα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Όλα τα παλληκάρια ζητούσαν να αποπλύνουν την ντροπή της ήττας του 1897 (του ατυχούς ελληνοτουρκικού πολέμου), να εκδικηθούν το θάνατο του Παύλου Μελά και να σώσουν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από τα νύχια του Βουλγαρισμού / Πανσλαβισμού. Τώρα θα γίνει γενναία αντεπίθεση σε πολλά μέτωπα. Ένας γενναίος εθνικός στρατός από άνδρες του Ελληνικού Βασιλείου, αλλά και εθελοντές της ελεύθερης και της αλυτρωτικής Ελλάδας, Μακεδόνες, Κρητικοί, Μανιάτες αγωνίζονταν με νέους αξιωματικούς ενάντια στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, στους Τούρκους κατακτητές και ενάντια στους Ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχους να σώσουν το Μακεδονικό Ελληνισμό. Μεγάλη απώλεια για το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ τη χρονιά αυτή (1905) υπήρξε ο θάνατος του Μακεδονομάχου οπλαρχηγού- Καπετάν- ΚΩΤΑ. Ήταν σλαβόφωνος ελληνικής εθνικότητας. προσχώρησε μεταξύ των πρώτων στην Εσωτερ. Μακεδον.Επαναστατική Οργάνωση (Ε.Μ.Ε.Ο.), το γνωστό Βουλγαρικό Κομιτάτο, υιοθετώντας το σύνθημα «η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ». Αργότερα διαφώνησε με την τοπική επιτροπή της Ε.Μ.Ε.Ο. της περιοχής Φλώρινας και μετά τη γνωριμία του με τον επίσκοπο Γερμανό Καραβαγγέλη μεταπήδησε στην αντιβουλγαρική παράταξη και έγινε φοβερός διώκτης των βουλγάρων κομιτατζήδων. Έδρασε στις περιοχές των Κορεστείων και των Πρεσπών. Προδόθηκε όμως από το «Βουλγαρικό Κομιτάτο» και τον συνέλαβε τουρκικό απόσπασμα, φυλακίσθηκε στις φυλακές του Μοναστηρίου και εκτελέσθηκε με απαγχονισμό. Μάρτυρες της εποχής του Μακεδονικού Αγώνα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αλέξανδρος Κοντούλης, συναγωνιστής του τότε και αργότερα αντιστράτηγος, αναφέρουν – περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές της ζωής του- ότι, όταν ο Τούρκος εισαγγελέας του ανακοίνωσε την απόφαση της εκτελέσεώς του και επέτρεψε έναν ιερέα να τον κοινωνήσει, ο αγέρωχος και ηρωικός αυτός Ελληνομακεδόνας, χωρίς να λυγίσει, είπε: «Πάτερ, μέσα στην καρδιά μου ακούω βροχή από κλάματα, όχι για τη ζωή μου, όχι. Αλλά γιατί θα στερηθώ την όμορφη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Τί να σου πω! Δεν την αλλάζω την πατρίδα μου- ο ΘΕΟΣ ας με συγχωρήσει το δούλο του- ούτε με τον Παράδεισο». Και, όταν ο εισαγγελέας του είπε, αν ήθελε τίποτε για τελευταία του επιθυμία, αποκρίθηκε: «Είμαι ΕΛΛΗΝΑΣ και έζησα με την υπερηφάνεια της μεγάλης φυλής μου πάντα. θα πεθάνω ευχαριστημένος, γιατί τελειώνω για την εθνική μου ιδέα. Η φυλή μου είναι τόσο μεγάλη, ώστε και χιλιάδες σαν κι εμένα – αν κρεμάσετε – δε θα μπορέσετε ποτέ να ανακόψετε την αιώνια και ένδοξη ζωή της». Και κραυγάζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής του «ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ», απαγχονίσθηκε, λακτίζοντας ο ίδιος το σκαμνί. Ήταν 27 Οκτωβρίου 1905. [Τέτοιο ήταν το εθνικό και ηθικό υπόβαθρο της ψυχής όλων εκείνων των σλαβοφώνων ακριτών του Ελληνικού Βορρά]. Τη δράση εκείνου στην περιοχή των Κορεστείων συνέχισε ο γενναίος καπετάν Βάρδας, που έγινε ο φόβος και ο τρόμος των βουλγάρων κομιτατζήδων.
Ζωτική περιοχή της Βουλγαρικής αντίστασης σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα υπήρξε και η ελώδης λίμνη των Γιαννιτσών, όπου έλαβε χώρα ένας περίεργος και σκληρός «πεζοναυτικός» πόλεμος για την εξασφάλιση του ελέγχου των συγκοινωνιών της Κεντρικής Μακεδονίας. Στις επιχειρήσεις αυτού του μετώπου αναφέρεται το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Τα Μυστικά του Βάλτου» . Εκεί στο βάλτο των Γιαννιτσών πολέμησαν γενναία ο Ματαπάς, ο Νικηφόρος, ο Μίγκας, ο Γκόνος, αλλά ιδιαίτερα διακρίθηκε ο Τέλλος Αγαπηνός, ο γνωστός καπετάν ΑΓΡΑΣ , που σκοτώθηκε εκεί το έτος 1907. Οι επιχειρήσεις εκεί «στο υγρό μέτωπο», που ήταν το κρησφύγετο των ύπουλων κομιτατζήδων, συνεχίσθηκαν με την ίδια ένταση ως τα μέσα Ιουλίου του 1908 και γενικεύθηκαν σε όλες τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήδη από το έτος 1906 ο ανθυπολοχαγός ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ με το ψευδώνυμο «ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ», σε συνεργασία με εντόπιους παράγοντες, είχε ιδρύσει τη μυστική «Οργάνωση Θεσσαλονίκης», με στόχο την ενεργοποίηση του ελληνικού στοιχείου της πόλης, για τη στενή παρακολούθηση των κινήσεων των Βουλγάρων κατοίκων, που είχαν οργανώσει κοινότητα μέσα στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Οι επιτυχίες του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΜΙΤΑΤΟΥ (Αθήνα) κατά του Βουλγαρικού Κομιτάτου (Σόφια) σε όλα τα μέτωπα του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ προκάλεσαν την αντιστροφή του φρονήματος πολλών αντιφρονούντων και άρχισαν πολλοί να επανέρχονται από το Βουλγαρισμό στον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ. Πράγματι ο δρόμος δύσκολος! Όμως «αρετήν και τόλμην θέλει η ελευθερία». Στον τομέα αυτόν, του επανελληνισμού, συντέλεσε πολύ η «ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» του Αθανασίου Σουλιώτη «Νικολαΐδη». Αναμφισβήτητος βέβαια ήταν και ο ρόλος της Εκκλησίας και της Παιδείας με την αντίστοιχη οικονομική συμπαράσταση εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και της Ελληνικής Κυβέρνησης Γ. Θεοτόκη (1906-1909). Έτσι η φοβία των Ελληνομακεδόνων άρχισε να αντικαθίσταται από μια έξαρση του πατριωτικού φρονήματος. Οι Βούλγαροι εξάλλου, ύστερα από την τριετή ένοπλη επέμβαση (αντίσταση και αντεπίθεση) του Ελληνισμού, κατάλαβαν ότι είχαν χάσει πια το παιχνίδι στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και αλληλοκατηγορούνταν. οι διενέξεις στους κόλπους του Βουλγαρικού Κομιτάτου είχαν ήδη αρχίσει από το 1902 και μετατράπηκαν σε ρήξη. Τον Ιούλιο του 1907 ο πρώην πρόεδρος της Οργάνωσης ΜΙΧΑΛΟΦΣΚΙ σε ομιλία του τόνισε: «...τα όργια αυτά γίνονταν κάτω από τα μάτια μας... οι άνθρωποι του Κομιτάτου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν στο βόρβορο.... γνωρίζουμε καλά ότι όλα σ' εμάς είναι σάπια... ας καθαρίσουμε από πάνω μας τη βρομιά...». Η ΑΥΣΤΡΙΑ και η ΡΩΣΙΑ στις 15 Σεπτεμβρίου 1907 επέδωσαν διακοίνωση στις κυβερνήσεις Αθήνας-Σόφιας – Βελιγραδίου «παύσατε πύρ» και να δεχθούν τις μεταρρυθμίσεις, που αποφάσισε να εφαρμόσει στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ η Τουρκία. Παραταύτα στην ΑΘΗΝΑ το Κομιτάτο αναβαθμίζεται. παίρνει πλέον μορφή ειδικής υπηρεσίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.). Στις αρχές του 1908 η κυβέρνηση (Θεοτόκη) ανέθεσε τη στρατιωτική κατεύθυνση του Αγώνα στο συνταγματάρχη Παναγιώτη ΔΑΓΚΛΗ και διόρισε πρόεδρο του Μακεδονικού Κομιτάτου τον υπουργό εξωτερικών Γεώργιο ΜΠΑΛΤΑΤΖΗ. Έτσι η Ελληνική οργάνωση είχε πλέον ριζώσει και είχε επεκταθεί και ο Μακεδονικός Αγώνας καλά κρατούσε. Τώρα ο Ελληνισμός στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση και υπερτερούσε έναντι του Βουλγαρισμού. Στις 9 Ιουλίου 1908 έγινε στο Μορίχοβο (σήμερα στη γειτονική Δημοκρατία των Σκοπίων) συμπλοκή ελληνικών σωμάτων και Βουλγάρων κομιτατζήδων, οι Έλληνες τους διέλυσαν και έτσι αποσύρθηκαν. Αυτή η μάχη του Ελληνισμού εναντίον του Βουλγαρισμού ήταν η τελευταία του Μακεδονικού Αγώνα. Τέλος, στις 11 Ιουλίου 1908 έγινε η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ των ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ, που έθεσε τέρμα στην ένοπλη αυτή φάση του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. Αρχηγός του κινήματος ήταν ο ΕΜΒΕΡ μπέης. Το διαβόητο αυτό κίνημα των προοδευτικών «ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ» οργανώθηκε μυστικά στις τουρκικές φρουρές της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, με κέντρα τις πρωτεύουσες των δύο βιλαετίων, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ. Άρχισε και πολύ γρήγορα με σύνθημα –συναρπαστικό για τους Οθωμανούς Τούρκους- "ΕΝΩΣΗ/ ΠΡΟΟΔΟΣ" επεκτάθηκε και πήρε διαστάσεις γενικής επανάστασης σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κα-
τάφερε να ανατρέψει τελικά το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων. Η εξαγγελία συντάγματος προοδευτικού, με υποσχέσεις ισονομίας και ισοπολιτείας για όλες τις υπήκοες εθνότητες, είχε καταλυτικές επιπτώσεις πάνω στο Μακεδονικό Αγώνα και γενικότερα στο Μακεδονικό Ζήτημα. Με τη χορήγηση γενικής αμνηστίας και ισοτιμίας των μειονοτήτων όλοι οι φέροντες όπλα, που είχαν εμπλακεί στον αγώνα, τα κατέθεσαν και αποφάσισαν να ζήσουν ειρηνικά κάτω από την προστασία του Συντάγματος (Χουριέτ). Το Σεπτέμβριο του 1908 έγιναν για πρώτη φορά ελεύθερες εκλογές στην Τουρκία. τότε στην Τουρκική Βουλήπου προήλθε- εισήλθαν και ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ βουλευτές. Δικαιολογημένοι ήταν οι πανηγυρισμοί των Μακεδόνων, που για αιώνες είχαν γνωρίσει μόνο τη βία. Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, λοιπόν, πέρασε πια στις δέλτους της ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Η σύγκρουση αυτή μεταξύ του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και του ΣΛΑΒΟΒΟΥΛΓΑΡΙΣΜΟΥ είχε μια δραματικότητα, που δεν την είχε ίσως κανένας άλλος εθνικός αγώνας σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Γιατί από τη μια μεριά οι Σλαβοβούλγαροι επιδίωκαν να διασπάσουν το φράγμα του Ελληνισμού και να ξεχυθούν σαν ορμητικοί χείμαρροι στη Μεσόγειο, και από την άλλη μεριά οι ΕΛΛΗΝΕΣ, μολονότι ζούσαν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών, αγωνίζονταν να κρατηθούν στα εδάφη τους, στα οποία κατοικούσαν από αμνημονεύτων χρόνων, και να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση και συνοχή. Στη μακρόχρονη διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ χάθηκαν πολλοί άνθρωποι στα διάφορα χωριά και πόλεις. πολλές ήταν οι εκατόμβες των ΕΛΛΗΝΩΝ στο βωμό της θεάς ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, αμάχων και αγωνιστών, όπως του ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ, του ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΩΤΑ, του ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑ π.χ. και πολλών άλλων ακόμη επωνύμων και αγνώστων γενναίων παλληκαριών. Άφησαν τα κόκαλά τους για πάντα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, θεμέλια γερά της ελευθερίας της. Η ιεράρχηση της παλληκαροσύνης τους και της προσφοράς τους στον αγώνα δε θα ήταν ηθική πράξη. "Ο ηρωισμός δε μετριέται με το στρέμμα, αλλά με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα". Στη διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ διακρίθηκαν πολλοί γενναίοι πατριώτες ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, Ελληνόφωνοι και άλλοι Σλαβόφωνοι ή Βλαχόφωνοι (Ρουμανίζοντες). όλοι όμως ΕΛΛΗΝΕΣ στην ψυχή. Αυτούς τους «Ελληνόψυχους» οι (ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ) Σλαβοβούλγαροι, απόγονοι του Κρούμου και του Ντουσάν, τους αποκαλούσαν Γκραικομάνους, δηλαδή φανατικούς Έλληνες, επειδή, ενώ μιλούσαν ένα σλαβόμορφο ιδίωμα, παρέμειναν πιστοί και ακλόνητοι στον εθνικό κορμό του Παράλληλα με τη σλαβοβουλγαρική προπαγάνδα, στη διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. ΑΓΩΝΑ αλλά και νωρίτερα ακόμη, είχε διαδοθεί και η ρουμανική προπαγάνδα, που προσπαθούσε να εκρουμανίσει και να σφετερισθεί τους Βλαχόφωνους ή Κουτσόβλαχους της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, επειδή μιλούσαν το κουτσοβλαχικό γλωσσικό ιδίωμα, την αρωμουνική λεγόμενη διάλεκτο που μοιάζει με τη ρουμανική (λατινογενή) γλώσσα. Όμως και αυτοί, όπως και οι Σλαβόφωνοι, παρέμειναν πιστοί και ακλόνητοι στον εθνικό κορμό του Ελληνισμού, παρά τα τεράστια χρηματικά ποσά που η Ρουμανική κυβέρνηση διέθεσε για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων, με οικοτροφεία μάλιστα και χορήγηση υποτροφιών. Στη Βιέννη η «Γενική Εφημερίδα» φιλοξένησε άρθρο επιφανούς Κουτσόβλαχου για το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα, όπου διαψεύδονται όλες οι πλάνες στην Ευρώπη – από τις ρουμανικές προπαγάνδες – για τα δήθεν φρονήματα και αισθήματα του ελληνοβλαχικού στοιχείου (Γράφει ο Ν. Καζάζης). Στο άρθρο διαβάζουμε.... «... Οι ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΟΙ των πόλεων και των ορεινών χωριών του ΟΛΥΜΠΟΥ και της ΠΙΝΔΟΥ και γενικά όσοι ζουν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, στην ΗΠΕΙΡΟ και στη ΘΡΑΚΗ ανήκουν στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ και νιώθουν αποτροπιασμό για κάθε άλλη εθνότητα και προπαντός για τη ρουμανική. Δεν είναι επομένως άξιο απορίας ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανταρτικών σωμάτων, που δρουν κατά των βουλγαρικών κομιτάτων στη Νότια Μακεδονία, αποτελείται από Κουτσόβλαχους. »Εμείς οι Κουτσόβλαχοι θέλουμε, όπως και τότε στον υπέρ της ανεξαρτησίας ελληνικό αγώνα, να είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ και μόνο ΕΛΛΗΝΕΣ... Εμείς οι Κουτσόβλαχοι των πόλεων την ξεχάσαμε πια τη διάλεκτο αυτή. Στις Σέρρες, σαν παράδειγμα, στην ακρόπολη αυτή του Κουτσοβλαχισμού της Βόρειας Μακεδονίας από τους 2.400 περίπου Κουτσόβλαχους ούτε ένας δεν υπάρχει που να καταλαβαίνει την αρωμουνική διάλεκτο. Εδώ όλα είναι Ελληνικά. Αλλά και οι κτηνοτρόφοι της Πίνδου ούτε στον ύπνο τους δεν σκέφθηκαν να αλλάξουν τη διά-
λεκτό τους με τη Ρουμανική γλώσσα, που για μας είναι και θα είναι πάντοτε ξένη γλώσσα. Από αιώνες η Ελληνική είναι για μας οικεία γλώσσα. είναι η δεύτερη μητρική μας γλώσσα... Είμαστε συγχωνευμένοι και συνταγμένοι στον Ελληνικό κόσμο. Δώσαμε σ'αυτόν ποιητές, επιστήμονες, καλλιτέχνες, πολιτικούς άνδρες, εθνικούς ευεργέτες και ήρωες. Περισσότερα από εκατό περικλεή κουτσοβλαχικά ονόματα διατηρεί με ευγνωμοσύνη η ΕΛΛΑΔΑ στο νέο της Πάνθεο... » Εμείς οι Κουτσόβλαχοι είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ και θέλουμε να είμαστε μόνο ΕΛΛΗΝΕΣ. Ό,τι γίναμε εμείς οι Κουτσόβλαχοι, είναι αποτέλεσμα εθνικής ζύμωσης πολλών αιώνων. Ο ήλιος από τα ΣΤΑΓΕΙΡΑ όχι μάταια, ευτυχώς, έλαμψε και στις κορυφές του Ολύμπου και της Πίνδου. Αυτοί είμαστε και τέτοιοι θέλουμε να είμαστε πάντοτε. ΕΛΛΗΝΕΣ! Τίποτε άλλο παρά ΕΛΛΗΝΕΣ». Παραταύτα η Ρουμανική προπαγάνδα, με το χρήμα που διέθετε, βρήκε και εξαγόρασε εξωμότες. πρώτος διαβόητος πράκτορας του Ρουμανισμού υπήρξε ο Έλληνας δάσκαλος στην Κλεισούρα Καστοριάς ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ. Μεταβαίνει στο Βουκουρέστι, όπου πούλησε την εθνική του συνείδηση στη ρουμανική προπαγάνδα. οι πάτρωνές του θα τον χρίσουν εθναπόστολο των Βλάχων. Ο μίσθαρνος αυτός Έλληνας δάσκαλος ορκίσθηκε να οργανώσει και να προσηλυτίσει τους Έλληνες Κουτσόβλαχους στη ρουμανική εθνική ιδέα. Έτσι άρχισε το «εθναποστολικό» έργο του με διαλέξεις και ομιλίες. Στην Κλεισούρα άνοιξε το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Πέτυχε, με άδεια του Μεγάλου Βεζύρη (πρωθυπουργού της Τουρκίας), να ιδρύσει κι αλλού σχολεία ρουμανικής εκπαίδευσης για τα παιδιά των Κουτσοβλάχικων πληθυσμών. Ίδρυσε και Γυμνάσιο στα Γρεβενά και Εμπορική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. Επίσης επέτυχε με την υποστήριξη των τουρκικών αρχών να διορισθεί γενικός επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων, και μάλιστα προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις του να ιδρύσει χωριστές εκκλησίες. Όμως στα βλαχοχώρια ελάχιστοι ήταν οι ρουμανίζοντες και έτσι τα σχέδιά του απέτυχαν. Δυστυχώς οι πληρωμένοι Ρουμούνοι (έτσι λέγονταν οι ρουμανίζοντες - εξαγορασμένοι Κουτσόβλαχοι- που μιλούσαν την αρωμουνική διάλεκτο) ήταν οι καταδότες και οι τροφοδότες των βουλγαρικών συμμοριών, με τις οποίες συνέπρατταν. Έγιναν οδηγοί στα τουρκικά καταδιωκτικά αποσπάσματα και πληροφοριοδότες των Τούρκων και των Βουλγάρων. Ένας από αυτούς ήταν ο διαβόητος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, που πρόδωσε στους Τούρκους τον ΠΑΥΛΟ ΜΕΛΑ και έσφαξε πολλούς άοπλους Έλληνες. Παραταύτα όμως οι βλαχόφωνες πόλεις της Βορειοδυτικής Μακεδονίας ήταν τα πιο πατριωτικά κέντρα αντίστασης του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ στον αγώνα κατά του Σλαβισμού και του Ρουμανισμού, όπως π.χ. η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, το Κρούσοβο, το Τύρνοβο, το Μοναστήρι, η Νιζόπολη κ.ά.. Οι ΒΛΑΧΟΙ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ παρόλη την προπαγάνδα παρέμειναν ελληνικότατοι στις ιδέες και τα πατριωτικά αισθήματα. διατήρησαν την εθνικότητά τους και τη γλώσσα τους χάρη της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας. Απέρριψαν την κηδεμονία Ο ένοπλος μακροχρόνιος αυτός εθνικός αγώνας των ΕΛΛΗΝΩΝ, που δεν επιδίωκε την που επιδίωκε το Βουκουρέστι. απόσπαση εδαφών που δεν ανήκαν στον ιστορικό ορίζοντα του Ελληνισμού, τόσο σαν σύλληψη όσο και σαν εκτέλεση υπήρξε ένας ιδιόρρυθμος πόλεμος εναντίον της απειλής εκσλαβισμού / εκβουλγαρισμού της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, που προωθούσε και χρηματοδοτούσε επικεφαλής του κινήματος του Πανσλαβισμού η τσαρική ΡΩΣΙΑ, πιστεύοντας ότι θα επιτύχαινε στα επεκτατικά της σχέδια, να βγει δηλαδή σε «θερμή θάλασσα», στη ΜΕΣΟΓΕΙΟ. Αλλά τελικά « τα έκανε θάλασσα». Αυτός ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ , που ταλάνισε τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ τόσα χρόνια, ιστορικά κρίνεται σαν ένας από τους πιο κρίσιμους αγώνες, που διεξήγαγε ο λαός μας για την εθνική του ολοκλήρωση στα πλαίσια του πανεθνικού οράματος, της ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ. Δίκαια λοιπόν αναγνωρίζεται ο «Τρίτος Αγώνας της Ανεξαρτησίας» μετά τη Μεγάλη Επανάσταση του 1821 και τον Κρητικό Αγώνα. Ματαίωσε τις ενέργειες και κουρέλιασε τα επιτελικά σχέδια του Πανσλαβισμού. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ούτε προσαρτήθηκε στη Βουλγαρία ούτε αυτονομήθηκε, παρέμεινε στον εθνικό κορμό. Έτσι έμεινε ανοικτός ο δρόμος για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ελληνικής Εθνικής Ιδέας, για την πορεία προς την ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, ώστε να διεκδικήσει μελλοντικά η ΕΛΛΑΔΑ την προσάρτηση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και λοιπών εδαφών, όπου είχε εθνολογική βάση.
Πάντως παρά τα φιλοβουλγαρικά αισθήματα της ευρωπαϊκής διπλωματίας, ο αγώνας υπήρξε επιτυχής, όπως σημειώνει και ο Άγγλος ιστορικός DOUGLAS DAKIN, που αποδίδει την επιτυχία των Ελλήνων στην προσήλωσή τους στα ιδανικά της φυλής. Ο πολύπαθος Μακεδονικός Ελληνισμός διάβηκε «δια πυρός και σιδήρου» και επέζησε. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ έμειναν ορθοί στα μετερίζια της ΕΛΛΗΝΟΣΥΝΗΣ και τα έβαλαν, απ' ό,τι φάνηκε, όχι μόνο με τη Βουλγαρία και τον Πανσλαβισμό, αλλά και με τις Μεγάλες Δυνάμεις της ΕΥΡΩΠΗΣ. Και νίκησαν. Ο ηρωισμός των Ελληνομακεδόνων είναι άξιος θαυμασμού, διότι κατόρθωσαν να επιβιώσουν και δε συνθλίβηκαν απ' αυτές τις σύγχρονες Σκύλλες και Χάρυβδες. Αυτό οφείλεται στην από αιώνες βαθιά ριζωμένη εθνική συνείδησή τους και στη δυναμική της ΦΥΛΗΣ για ψύχραιμη αντιμετώπιση της ζωής.-
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ. Α'. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ. ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ. Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ υπήρξε ο προπομπός των Βαλκανικών πολέμων, η γέφυρα, για να ολοκληρωθεί η δόξα του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ – για την πραγμάτωση της ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ. Ο αείμνηστος Παναγιώτης Κανελόπουλος, ακαδημαϊκός και πολιτικός (1902- 1986) γράφει: «Η εξόρμηση του ΕΘΝΟΥΣ το 1912 για την προς βορράν ακεραίωση της Ελληνικής επικράτειας θα ήταν αδιανόητη και τα επιτεύγματα αυτής ασύλληπτα χωρίς το Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Ο αγώνας αυτός είναι το μέγιστο κατόρθωμα του Ελληνισμού στα τελευταία 100 χρόνια». Και ο Άγγλος ιστορικός Douglas Dakin,ψυχρός αντικειμενικός κριτής, γράφει: «Η ελληνική νίκη στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μεταξύ των ετών (1904-1908) απέτρεψε να χαθεί ό,τι ονομάσθηκε αργότερα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ είχε τελειώσει το 1908 με την επικράτηση της «προοδευτικής» επανάστασης των Νεοτούρκων και με την ψήφιση του Χουριέτ (του νεοτουρκικού συντάγματος που κατήργησε την απολυταρχία των σουλτάνων). Εξάλλου οι Έλληνες ήταν ουσιαστικά οι νικητές, αφού είχαν διώξει απ' όλες τις περιοχές της Μακεδονίας τους Βουλγάρους. Γρήγορα όμως οι ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ θα διαψεύσουν τις ελπίδες και τις προσδοκίες των Μακεδόνων. θα δείξουν το πρόσωπό τους, το πρόσωπο του Τούρκου κατακτητή. Και ενώ στο Τουρκικό Κοινοβούλιο της Ισταμπούλ (Κωνσταντινούπολης) οι Έλληνες Μακεδόνες εκλεγμένοι βουλευτές έδιναν τον αγώνα τους, στις πόλεις και στα χωριά της Μακεδονίας είχαν αρχίσει από τους Νεότουρκους οι διώξεις των Μακεδονομάχων. Θύμα των τουρκικών αυτών διώξεων θα είναι αργότερα και ο μητροπολίτης Γρεβενών Λαζαρίδης Αιμιλιανός (1911). Βγήκαν πάλι στα βουνά αντάρτες πολλοί Μακεδονομάχοι να ετοιμάσουν το πέρασμα του Ελληνικού Στρατού. Ο ΓΙΑΓΚΛΗΣ φτάνοντας στη ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ έστησε σε πολλά χωριά ελληνική διοίκηση και ύψωσε τη γαλανόλευκη. Ο καπετάν ΣΤΕΦΟΣ ελευθέρωσε τα χωριά της Καστοριάς, ο ΜΑΤΑΠΑΣ έπιασε τα αγαπημένα του λημέρια στον Όλυμπο, ο καπετάν ΚΟΡΑΚΑΣ στην Αλμωπία, ο καπετάν ΤΣΙΑΡΑΣ στη Δράμα, ο ΖΕΡΒΑΣ στη Ζίχνα και στις Σέρρες, ενώ ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΖΑΡΑΚΗΣ (ο καπετάν Ακρίτας) ορίσθηκε Γενικός Αρχηγός των Μακεδονομάχων και λειτούργησαν αμέσως όλες οι οργανώσεις και οι εθνικές επιτροπές της Ελλάδας και της Μακεδονίας. Με την εθελοντική αυτή προσφορά τους οι Μακεδονομάχοι –ως πρόσκοποι του μεγάλου απελευθερωτικού πολέμου- ανιχνεύουν και ετοιμάζουν το δρόμο για τη μεγάλη εθνική εξόρμηση, για την πραγμάτωση του οράματος της Μεγάλης Εθνικής Ιδέας των Ελλήνων, ώστε όλα να είναι έτοιμα. Εξάλλου η «προοδευτική» πολιτική των Νεοτούρκων για εκτουρκισμό των χριστιανικών πληθυσμών της Βαλκανικής θα οδηγήσει τους χριστιανικούς λαούς σε σύμπραξη κατά της Τουρκίας. [Οι Μακεδόνες από τον εκβουλγαρισμό στον εκτουρκισμό!!!] Στην ΑΘΗΝΑ η επανάσταση 15 Αυγ. 1909 ( ή Στάση στο Γουδί-κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου)με τους προοδευτικούς και ανανεωτικούς της στόχους, που απέβλεπαν στην απαλλαγή της χώρας από την υπανάπτυξη και τον παλαιοκομματισμό, βρήκε στο πρόσωπο του Κρητικού πολιτευτή ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (1864-1936) τον εκφραστή της. Ο Βενιζέλος, έχοντας τη συντριπτική πλειοψηφία στη νέα ΒΟΥΛΗ (Β' Αναθεωρητική ΒΟΥΛΗ), που προήλθε από τις εκλογές στις 28 Νοεμβρίου 1910, θα υλοποιήσει τα οράματα όχι μονο της ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας του ΕΘΝΟΥΣ. Θα θέσει τα θεμέλια για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και θα δημιουργήσει ένοπλες δυνάμεις ικανές να ανταποκριθούν στα αιτήματα των καιρών, δηλαδή στην προώθηση της Μεγάλης Εθνικής ΙΔΕΑΣ, ύ-
στερα μάλιστα και από τις ανανεωτικές αντίστοιχες ενέργειες της Τουρκίας από την κυβέρνηση των Νεοτούρκων. Η «Πορεία προς Ανατολάς» (Drang nach Osten), όπως αποκαλείται ο γερμανικός επεκτατισμός ανατολικά ανησύχησε τις Μεγάλες Δυνάμεις και ιδίως τη Ρωσία. Οι Ρώσοι έπεισαν τους Σέρβους και τους Βουλγάρους να παραμερίσουν τις διαφορές τους για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (η Βουλγαρία ήθελε αυτόνομη Μακεδονία, ενώ η Σερβία επιθυμούσε να την προσαρτήσει) και να συνάψουν συμμαχία κατά της Τουρκίας –Μάρτιος 1912. Σε περίπτωση νίκης των συμμάχων κατά των Τούρκων- όπως συμφωνήθηκε - οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ θα προσαρτούσαν τα εδάφη ανατολικά του ΣΤΡΥΜΟΝΑ, ενώ οι Σέρβοι δε θα κατέβαιναν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Έτσι το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ παρέμεινε αδιευκρίνιστο. Η ελληνική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, του αρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων που θριάμβεψε στις εκλογές του Μαρτίου 1912, δεν ήταν δυνατό να παραβλέψει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο βορειοελλαδικό χώρο (Μακεδονία-Θράκη). Εξάλλου υπήρχε η απειλή να ενεργοποιηθεί πάλι το μίσος, που χώριζε πάντοτε το σλαβισμό από τον Ελληνισμό-με τις ευλογίες της Ρωσίας- οπότε σε περίπτωση νίκης των Συμμάχων Σερβοβουλγάρων κατά των Τούρκων θα είχαν το δικαίωμα να λύσουν και το Μακεδονικό πρόβλημα, διαμοιράζοντας και τα υπόλοιπα μακεδονικά εδάφη, στα οποία η παρουσία του Ελληνισμού αριθμεί πολλούς αιώνες, πριν εμφανισθούν στη Βαλκανική οι ΣΛΑΒΟΙ (τον 6ο αιώνα από την Κεντρο- ανατολική Ευρώπη) και οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ (τον 7ο αιώνα από την Κεντρο-δυτική Ασία) Τουρκομογγόλοι. Έτσι, για να μη μείνει έξω από ένα μελλοντικό εδαφικό διακανονισμό στην περιοχή της Μακεδονίας, και με την παρότρυνση της ΑΓΓΛΙΑΣ, η ΕΛΛΑΔΑ υπέγραψε στις 30 Μαΐου 1912 συνθήκη αμυντικής συμμαχίας με τη ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ, η οποία περιλάμβανε την υπογραφή μιας μυστικής στρατιωτικής συμφωνίας αλληλοϋποστήριξης σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία, χωρίς να αναφερθούν στη μελλοντική τύχη των μακεδονικών εδαφών. Έγινε δεκτό ότι η τύχη της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ θα κρινόταν ανάλογα με την έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Άμεσα προείχε η απελευθέρωσή της. Όμως στα διπλωματικά παρασκήνια αφηνόταν να εννοηθεί ότι κάθε σύμμαχος και απελευθερωτής μακεδονικών εδαφών θα γινόταν κύριος αυτών. Αυτά με τη Βουλγαρία – ενώ μεταξύ της Σερβίας και της Ελλάδας ίσχυε ακόμη η Συνθήκη του ΦΕΣΛΑΟΥ (1867). Στις ενδοβαλκανικές συμφωνίες εναντίον της Τουρκίας προστέθηκε και το μικρό βασίλειο του ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ, τον Ιούνιο του 1912. Οι τέσσερις Βαλκανικοί Σύμμαχοι, μετά την απόρριψη από την τουρκική κυβέρνηση των αιτημάτων τους που αφορούσαν στη διασφάλιση της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κήρυξαν τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Ο βασιλιάς των ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α' (1863-1913), με διάγγελμά του προς τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ λαό, επιβεβαίωσε την απόφαση του Έθνους να διεκδικήσει στο πεδίο της μάχης την αναγνώριση των δικαίων του: «Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το κράτος, μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό τον Τουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν, ην ούτοι υφίστανται από αιώνων». Έτσι το φθινόπωρο του 1912 η ΒΑΛΚΑΝΙΚΗ ταράχθηκε όλη. επιτέλους το όνειρο του ΡΗΓΑ – ένωση των χριστιανών της Βαλκανικής κατά των μουσουλμάνων κυριάρχων – πραγματοποιούνταν. Πρώτος κήρυξε τον πόλεμο στις 25 Σεπτεμβρίου 1912 ο βασιλιάς του Μαυροβουνίου ΝΙΚΗΤΑΣ και μπήκε στην Αλβανία. Στη συνέχεια την πρωτοβουλία αναλαμβάνει η ΤΟΥΡΚΙΑ, που η κυβέρνησή της μιλούσε με περιφρόνηση για τους χριστιανικούς λαούς και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας και της Σερβίας στις 4 Οκτωβρίου 1912, όχι όμως και εναντίον της Ελλάδας, ελπίζοντας πως θα διασπούσε τους Συμμάχους . Πιστή όμως στις συμφωνίες που είχε υπογράψει η ΕΛΛΑΔΑ κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της ΤΟΥΡΚΙΑΣ στις 5 Οκτωβρίου 1912, με μάχιμη δύναμη στο στρατό ξηράς 135.000 ανδρών και με ένα ναυτικό τέλεια εκσυγχρονισμένο.-
Α'α. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ ΠΟΛΕΜΟΥΣ. Έτσι άρχισαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι 1912-1913 που διακρίνονται σε δύο φάσεις: στην Α'φάση η ΕΛΛΑΔΑ μαζί με όλους τους συμμάχους της εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολέμησε για την αποκατάσταση των αλύτρωτων ακόμη παιδιών της και στη Β' φάση η χώρα μας πολέμησε μαζί με την πιστή σύμμαχό της ΣΕΡΒΙΑ εναντίον της άπληστης και κακόπιστης «συμμάχου» τους ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ. Τα ελληνικά στρατεύματα της Θεσσαλίας (είχε προσαρτηθεί στην Ελλάδα το 1881), που αποτελούνταν από 7 μεραρχίες με αρχηγό το διάδοχο Κωνσταντίνο- με ηθικό τώρα πια αναπτερωμένο (ύστερα από την ήττα του 1897) – περνούν τη μεθοριακή γραμμή της ΜΕΛΟΥΝΑΣ στις 5 Οκτωβρίου 1912 και καταλαμβάνουν την ΕΛΑΣΣΟΝΑ (η πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε), την επόμενη ημέρα τη Δεσκάτη και σε λίγες ημέρες θα ανοίξει ο δρόμος για την προέλαση στη Δυτική Μακεδονία. Ο δρόμος όμως αυτός περνά από τα «Στενά του Σαρανταπόρου» που θεωρούνταν απόρθητα. Και για την εκπόρθηση της ορεινής αυτής στενής διάβασης του Σαρανταπόρου έγιναν επικές μάχες 8-10 Οκτωβρίου 1912, στις οποίες χύθηκε πολύ αίμα. Οι Τούρκοι ύστερα από πολλές απώλειες υποχώρησαν και ο ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΣ κυριεύθηκε. Για τη στρατηγική σημασία και την οχυρωματική αρτιότητα των Στενών ο Γερμανός Φον ντερ Γκολτς πασάς, επιτελικός οργανωτής του τουρκικού στρατού, είχε δηλώσει ότι αυτά «θα γίνονταν ο τάφος του ελληνικού στρατού». Είχαν πράγματι και οι Έλληνες αρκετές απώλειες: νεκροί 182 και τραυματίες 1.000. Οι πύλες όμως της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ άνοιξαν διάπλατα στο νικηφόρο γίγαντα Ελληνικό Στρατό, που θα προελάσει απελευθερωτής στη Δυτική Μακεδονία. Ελευθερώνονται τα Σέρβια στις 10 /Οκτωβρίου και στις 11 / Οκτωβρίου 1912 η ΚΟΖΑΝΗ. Στην πόλη μπήκε, τις βραδινές ώρες, η Ταξιαρχία Ιππικού, χωρίς να συναντήσει αντίσταση, και εκεί εγκαταστάθηκε το Γενικό Επιτελείο. Στις 13 Οκτωβρίου ο κύριος όγκος του Ελληνικού Στρατού διάβηκε τον Αλιάκμονα και στρατοπέδευσε στο υψίπεδο της Κοζάνης, ενώ η 7η Μεραρχία, ενισχυμένη, είχε διαταχθεί και επέτυχε να καταλάβει στις 12 / Οκτωβρίου τα Στενά της ΠΕΤΡΑΣ, μεταξύ του Ολύμπου και των Πιερίων. Η 1η Μεραρχία ελευθέρωσε το Βελβενδό. Η Ταξιαρχία Ιππικού έκανε αναγνωρίσεις και ανιχνεύσεις των κινήσεων του εχθρού (των τουρκικών μονάδων) προς την κατεύθυνση της Πτολεμαΐδας και της Σιάτιστας και το Απόσπασμα Ευζώνων πορευόταν προς τα Γρεβενά, τα οποία θα καταληφθούν και με τη σύμπραξη Κρητικών εθελοντών στις 15/ Οκτωβρίου και σχεδόν συγχρόνως θα καταληφθεί και η ΣΙΑΤΙΣΤΑ. Ως εδώ όλα πήγαν καλά. Όμως παρατηρήθηκε κάποια βραδύτητα στις ενέργειες και τις κινήσεις του Γενικού Επιτελείου και χανόταν χρόνος πολύτιμος για τους αντικειμενικούς στόχους της στρατιάς. Δύο ήταν τα μεγάλα οράματα του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ στην Αλύτρωτη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, μεγάλα αστικά και πνευματικά κέντρα. πόλεις με μεγάλη παράδοση. Η πρώτη, όπως έχει προαναφερθεί, ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο και της έδωσε το όνομα της συζύγου του, της Θεσσαλονίκης, κόρης του Φιλίππου Β΄, ετεροθαλούς αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η δεύτερη, όπως είναι γνωστό, ταυτίζεται με την αρχαία πόλη ΗΡΑΚΛΕΙΑ τη Λυγκηστίδα, που ιδρύθηκε από το Φίλιππο Β΄. Και οι δύο πόλεις ήταν πρωτεύουσες αντίστοιχα των βιλαετίων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, όπου υπήρχαν μεγάλες μονάδες του Τουρκικού στρατού. Τα κέντρα αυτά αποτελούσαν τους στόχους του Ελληνικού απελευθερωτικού Στρατού, στα οποία έπρεπε να κατευθυνθεί, πριν προλάβουν να μπουν μέσα οι άλλοι σύμμαχοι, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, οι οποίοι δεν είχαν εθνολογική βάση. Στο Μοναστήρι κτυπούσε η καρδιά του Βόρειου Ελληνισμού. Εκεί είχε αρχίσει ο ένδοξος ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Από εκεί ακουγόταν η κραυγή του «εθνικού προφήτη» Ίωνα Δραγούμη : «ΕΛΛΗΝΕΣ, αν τρέξουμε να σώσουμε τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα μας σώσει». Έτσι δημιουργήθηκε τότε ένα πολύ σοβαρό εθνικό και πολιτικοστρατιωτικό δίλημμα: πού να κατευθυνθεί ο κύριος όγκος της στρατιάς πρώτα, στη Θεσσαλονίκη, που απειλούνταν να καταληφθεί από τους Βούλγαρους, ή στο Μοναστήρι, που απειλούνταν από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους;; Ποια από τις δύο πόλεις να κατοχυρωθεί πρώτη υπέρ της Ελλάδας; Το θέμα αυτό απασχόλησε πολύ σοβαρά και υπεύθυνα την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του κράτους. σ'αυτό πρέπει να αναζητήσουμε τα σπέρματα της διαμάχης – αρχικά-Κωνσταντίνου (δια-
δόχου και αρχιστρατήγου) και Βενιζέλου (υπουργού των Στρατιωτικών). και του εθνικού διχασμού –αργότερα – μεταξύ των ιδίων ανδρών, του Κωνσταντίνου βασιλιά της Ελλάδας (ανεύθυνου κατά το Σύνταγμα) και του λαοπρόβλητου υπεύθυνου πρωθυπουργού της χώρας ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, του οποίου τις αγωνιώδεις προσπάθειες δηλώνει η έντονη στιχομυθία μεταξύ των δύο ανδρών κατά την επικοινωνία τους τις κρίσιμες εκείνες ημέρες και ώρες που περνούσε το ΕΘΝΟΣ. ΤΗΛΕΓΡΑΦΗΜΑ Βενιζέλου προς Κωνσταντίνο στις 13-101912 (απόγευμα) στην Κοζάνη: «... παρακαλώ μόνον να έχητε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ». Απάντηση Κωνσταντίνου προς Βενιζέλο: «Ο Στρατός δεν θα οδεύσει κατά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύσετε». Η άποψη βέβαια του Αρχιστράτηγου ήταν να συνεχίσει την προέλαση προς το Μοναστήρι, γιατί στα βόρεια της Κοζάνης (περιοχή Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου) υπήρχαν μικρές μόνο μονάδες εχθρικού στρατού και η πορεία, ωσότου ο ελληνικός στρατός έλθει σε επαφή με τους Σέρβους, φαινόταν στο Γενικό Στρατηγείο λογική. Εξάλλου, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπήρχαν για τις κινήσεις του τουρκικού στρατού, ο κύριος όγκος του είχε υποχωρήσει στη Βέροια και η συνέχιση της προέλασης προς τη Θεσσαλονίκη θα είχε να αντιμετωπίσει και τα υδάτινα εμπόδια των τεσσάρων ποταμών, Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιού, Γαλλικού. Τηλεγράφημα προς το Γενικό στρατηγείο στην Κοζάνη με το ίδιο πνεύμα έστειλε και ο υπουργός των εξωτερικών Λάμπρος Κορομηλάς. Η απάντηση όμως του Βενιζέλου προς τον Κωνσταντίνο ήταν: «Σας το απαγορεύω». Με εντολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου φτάνει στην ΚΟΖΑΝΗ στις 14 Οκτωβρίου 1912 (στις 4.30΄ το απόγευμα) ο βασιλιάς των Ελλήνων ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄, για να τεθεί – για λόγους γοήτρου και πολιτικής σκοπιμότητας – επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων, που θα καταλάμβαναν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο Γεώργιος είναι ο πρώτος βασιλιάς της νεότερης ΕΛΛΑΔΑΣ που πάτησε τα ένδοξα – αιματοβαμμένα – εδάφη της πολύπαθης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ύστερα από 500 τόσα χρόνια Τουρκικής τυραννίας (από το 1430). [Ενώ τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε επισκεφθεί τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και μάλιστα προσκύνησε στη Θεσσαλονίκη στο Αγια-Σοφιά τζαμί, ήταν ο ΜΩΑΜΕΘ Ε΄ ο ΡΕΣΑΤ, το 1911]. Οι πιέσεις του ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ, η παρουσία του ΓΕΩΡΓΙΟΥ στο μέτωπο και οι πληροφορίες, από θετικές πηγές, ότι οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ «πανστρατιά» έσπευδαν προς τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ανάγκασαν τον αρχηγό του Στρατού – διάδοχο Κωνσταντίνο –να στραφεί και αυτός προς την ίδια πόλη. Η διαταγή για αλλαγή πορείας της στρατιάς με κατεύθυνση τη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη δόθηκε στις 14 Οκτωβρίου – 1912, στις 7 το βράδυ. Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του αποφάσισε να προελάσει για τον κάμπο της Βέροιας. Με το επιτελείο του και με τον κύριο όγκο της στρατιάς του, που χωρίσθηκε σε δύο φάλαγγες (η 2η και η 3η μεραρχίες αποτέλεσαν την πρώτη και η 1η, η 4η και η 6η μεραρχίες αποτέλεσαν τη δεύτερη) – αλλά με παράλληλες πορείες – θα κατευθύνονταν στη Βέροια από τα στενά του Τριπόταμου. η 7η Μεραρχία έλαβε εντολή να προελάσει από τα Στενά της Πέτρας – καλύπτοντας από τα δεξιά την κεντρική παράταξη –και να καταλάβει την ΚΑΤΕΡΙΝΗ και τέλος η 5η Μεραρχία θα κάλυπτε από τα αριστερά την κεντρική παράταξη με ετοιμότητα και κατεύθυνση προς το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, ενώ η Ταξιαρχία ιππικού με κέντρο δράσης την Πτολεμαΐδα θα έκανε αναγνωρίσεις και ανιχνεύσεις στα βορειοδυτικά, στην περιοχή Αμυνταίου. Ξεκίνησαν λοιπόν στις 15 Οκτωβρίου 1912 αφήνοντας την Κοζάνη και αναχαιτίζοντας τις εστίες αντίστασης των Τούρκων πλησίασαν στη Βέροια. Οι Τούρκοι πρόβαλαν παντού αντίσταση, αλλά τελικά υποχώρησαν. Το ίδιο βράδυ έφθασε νεότερο τηλεγράφημα στο Γενικό Στρατηγείο από τον υπουργό Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά, που το πληροφορούσε ότι οι Βούλγαροι από το Νευροκόπι προχωρούσαν προς τη Δράμα και τις Σέρρες και ότι οι σύμμαχοι ζητούσαν πληροφορίες για την πορεία του Ελληνικού στρατού. Την επομένη, 16 Οκτωβρίου 1912, η 2η Μεραρχία κατέλαβε και ελευθέρωσε την πόλη ΒΕΡΟΙΑ, ενώ συγχρόνως η 7η Μεραρχία έμπαινε στην ΚΑΤΕΡΙΝΗ. Το Γενικό Επιτελείο της Στρατιάς εγκαταστάθηκε στη ΒΕΡΟΙΑ και διατάχθηκαν η 7η Μεραρχία και η Ταξιαρχία ιππικού να ενωθούν με τον υπόλοιπο στρατό. Η 5η Μεραρχία είχε εμπλακεί το πρωί της ίδιας ημέρας (16/10) σε μάχη με μικρή σχετικά τουρκική δύναμη, που ήταν οχυρωμένη στο χω-
ριό ΠΕΡΔΙΚΑ. Η μάχη όμως κράτησε ώρες και η μεραρχία είχε αρκετούς νεκρούς και πολλούς τραυματίες. το Γενικό Στρατηγείο εκφράζει τηλεγραφικά τα συγχαρητήριά του στη διοίκηση της μεραρχίας, η οποία διατάχθηκε να προωθηθεί στο Αμύνταιο και, εκτιμώντας πάντοτε τις συνθήκες, ως το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ. Τις επόμενες 2 ημέρες (17-18 Οκτωβρίου) η Στρατιά αναπτύχθηκε στον κάμπο της Βέροιας – Νάουσας και το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Νάουσας. η πόλη απελευθερώθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1912. Προανάκρουσμα της επερχόμενης ήττας των Τούρκων και της παράδοσης της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στους ΕΛΛΗΝΕΣ αποτελεί ο τορπιλισμός και η βύθιση του τουρκικού θωρηκτού «ΦΕΤΧΗ – ΜΠΟΥΛΕΝ» μέσα στο λιμάνι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από ένα μικρό τορπιλοβόλο σκάφος με κυβερνήτη τον Υδραίο υποπλοίαρχο του Ελληνικού Ναυτικού ΝΙΚΟΛΑΟ ΒΟΤΣΗ, τη νύκτα στις 18 Οκτωβρίου 1912. Η παράτολμη αυτή και πολύ ηρωική πράξη κατατρόμαξε τους Τούρκους της πόλης, ενώ ξανάφερε στη μνήμη των Ελλήνων τα ένδοξα χρόνια του Μεγάλου Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα (1821). Υπολογίζοντας το μικρό βύθισμα του σκάφους του ο ΒΟΤΣΗΣ πέρασε απαρατήρητος πάνω από τις νάρκες, με τις οποίες οι Τούρκοι είχαν ναρκοθετήσει την είσοδο του κόλπου της πόλης, σύμφωνα με τις υποδείξεις των προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων. Και, ενώ τα παρατηρητήρια και τα επάκτια πυροβολεία (με πυροβόλα Κρουπ) στο Καραμπουρνού (στη θέση όπου είναι σήμερα το Αγγελοχώρι στο Θερμαϊκό) φώτιζαν συνεχώς τον κόλπο της Θεσσαλονίκης με τους προβολείς τους, κινήθηκε πολύ κοντά στα αβαθή νερά των δυτικών ακτών – από τις εκβολές του Αξιού – και βύθισε το εχθρικό πλοίο με δύο τορπίλες. απομακρύνθηκε ολοταχώς, χωρίς να γίνει αντιληπτός και χωρίς καμία απώλεια. Στο μεταξύ ο Αρχιστράτηγος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ κύκλωσε το βάλτο των Γιαννιτσών. οι Τούρκοι, που θεωρούσαν την πόλη των Γιαννιτσών ιερό τόπο, αποφάσισαν να την υπερασπίσουν. Ενώ οι Έλληνες δεν περίμεναν αντίσταση, σε διήμερη μάχη - σώμα με σώμα – 19 και 20 Οκτωβρίου 1912 κέρδισαν μια μεγαλειώδη νίκη. Ο Ελληνικός Στρατός στις 7 το πρωί – 20 Οκτωβρίου 1912 – εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά των αμυντικών θέσεων των Τούρκων και σαν θύελλα σάρωσε τα τουρκικά χαρακώματα. Στις 11 το πρωί η πόλη καταλήφθηκε. Τεράστιες ήταν οι απώλειες του τουρκικού στρατού, ο οποίος, επειδή απειλούνταν πια με κύκλωση, τράπηκε σε φυγή προς τη Θεσσαλονίκη, καταστρέφοντας τις γέφυρες και τα δίκτυα επικοινωνίας και τηλεπικοινωνίας με την πόλη. Η σύγχυση που δημιουργήθηκε από τη συγκέντρωση πολλών μονάδων του Ελληνικού στρατού μέσα στο στενό χώρο των Γιαννιτσών, η κόπωση των ανδρών από τη διήμερη μάχη και ιδίως η ραγδαία βροχή εμπόδισαν την καταδίωξη του εχθρού. Οι απώλειες του Ελληνικού στρατού έφτασαν στους 200 περίπου νεκρούς και 800 τραυματίες. Αιχμαλωτίσθηκαν πάρα πολλοί Τούρκοι και οι Έλληνες κυρίεψαν πολλά πυροβόλα. Την επόμενη ημέρα (21/10) ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος στην ημερήσια διαταγή του έλεγε: «η νίκη των Γιαννιτσών συμπληρώνει τη νίκη του Σαρανταπόρου και αποτελεί δια τον Ελληνικόν Στρατόν νέον τίτλον τιμής και δόξης». Και είχε δίκαιο: Γιατί, αν η νίκη του Σαρανταπόρου άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας, η νίκη των Γιαννιτσών άνοιξε το δρόμο για την κατάληψη και την απελευθέρωση της Κεντρικής Μακεδονίας με τη Θεσσαλονίκη. Και εδώ διαπράχθηκε οπωσδήποτε ένα μεγάλο λάθος τακτικής εκ μέρους του Αρχιστρατήγου διαδόχου και των επιτελών του, οι οποίοι μετά την θριαμβευτική νίκη του Ελληνικού Στρατού δεν καταδίωξαν, όπως θα έπρεπε, τον πανικόβλητο τουρκικό στρατό ως τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης. Δε θα προλάβαιναν οι Τούρκοι να καταστρέψουν τις γέφυρες των ποταμών, Λουδία, Αξιού και Γαλλικού και θα τους εξουδετέρωναν. Έτσι δε θα χανόταν χρόνος πολύτιμος – 5 ημερών – στην εξέλιξη των γεγονότων (μέχρι την ανακατασκευή των γεφυρών), που παραλίγο θα στοίχιζε στον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ την απώλεια – μετά τη λήξη των επιχειρήσεων – της πέραν από τον Αξιό ποταμό ελληνικής γης, ενώ είχε ήδη προκριθεί η τύχη του Μοναστηρίου. Σωτήριες όμως – για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – ήταν οι θετικές πληροφορίες για τις διαθέσεις και τις κινήσεις των Βουλγάρων «συμμάχων», τις οποίες έδωσαν, ευτυχώς, δύο Έλληνες γιατροί που υπηρετούσαν στο βουλγαρικό στρατό: ο Α.Δοξιάδης, που υπηρετούσε στο αρχιστρατηγείο των Βουλγάρων, και ο Φίλιππος Νίκογλου, που υπηρετούσε στο χειρουργείο της 7ης Μεραρχίας του Βουλγαρικού Στρατού. Τις πολύτιμες πληροφορίες τους είχαν μεταβιβάσει στον ΠΑΝΑ, πρεσβευτή της Ελλάδας στη ΣΟΦΙΑ, ο οποίος ενημέρωσε την Ελληνική Κυβέρνηση. Σύμφωνα λοιπόν με τις πληροφορίες αυτών: Οι Βούλγαροι, αφού κατέλαβαν από τους
Τούρκους και απελευθέρωσαν τη ΘΡΑΚΗ και την ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από τον Τουρκικό ζυγό, αποκτώντας διέξοδο στο ΑΙΓΑΙΟ με 2 λιμάνια, την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα (προαιώνιος στόχος των Βουλγάρων τσάρων στους βυζαντινούς χρόνους), και κατέχοντας τώρα στερεές βάσεις στη Δράμα και στις Σέρρες από 24 Οκτωβρίου, ορέγονταν και τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Έτσι ένα τμήμα της βουλγαρικής στρατιάς πέρασε το Στρυμόνα και κινούνταν ταχύτατα προς τη Θεσσαλονίκη, με στόχο να προλάβουν τους Έλληνες και να μπουν πρώτοι αυτοί στην πόλη, εξασφαλίζοντας έτσι και τρίτο λιμάνι, μεγαλύτερο από τα άλλα δύο. Ενώ αυτά συμβαίνουν όχι πολλά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη με τους Βουλγάρους, ο Ελληνικός Στρατός με βραδύ ρυθμό αναπτύσσει κυκλωτική κίνηση γύρω από την πόλη. Οι ενέργειες του Γενικού Επιτελείου προκαλούν και πάλι έντονη διαμάχη μεταξύ του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου (25 Οκτωβρίου 1912 τηλεφώνημα Βενιζέλου στο βασιλιά Γεώργιο – με την παράκληση να μεταβιβασθεί το μήνυμα «όσον τάχιστα» στο γιο του Κωνσταντίνο): «Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον δια την βραδύτητα με την οποία διεξάγετε τας επιχειρήσεις, αι οποίαι κινδυνεύουν να φέρουν τους Βουλγάρους πρώτους εις ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ». Σχετικό τηλεγράφημα έλαβε το Γενικό Στρατηγείο και από το Υπουργείο των Εξωτερικών. Οι ώρες που περνούσαν, ήταν κρίσιμες. Όμως το απόγευμα της ίδιας ημέρας, στο ΓΕΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΟ του Ελληνικού Στρατού στην τοποθεσία Τοψίν (σημερινό χωριό Γέφυρα), όπου είχε ήδη προωθηθεί ο στρατός από το βράδυ της προηγούμενης (24/10) ημέρας μετά την επισκευή των γεφυρών τις οποίες είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι κατά την οπισθοχώρησή τους προς τη Θεσσαλονίκη, παρουσιάσθηκε ο Τούρκος στρατηγός ΣΕΦΗΚ πασάς συνοδευόμενος από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη και πρότεινε την παράδοση της πόλης υπό όρους κατά εξουσιοδότηση του Τούρκου αρχιστράτηγου και διοικητή της Θεσσαλονίκης ΧΑΣΑΝ ΤΑΞΙΝ πασά. Ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, εκτιμώντας και πάλι λανθασμένα την πίεση που ασκούσε ο χρόνος – με την κεραυνοβόλο προέλαση του βουλγαρικού στρατού προς τη Θεσσαλονίκη – δεν έκανε δεκτούς τους όρους της τουρκικής διοίκησης και ζήτησε την «άνευ όρων» παράδοση της πόλης. Μάλιστα όρισε και προθεσμία 16 ωρών (ως τις 6 το πρωί της επομένης) για απάντηση, οπότε θα διέταζε την επίθεση. και αυτά συνέβαιναν, ενώ οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ πλησίαζαν στην περιοχή των επιχειρήσεων. Ο Τούρκος αρχιστράτηγος απέρριψε το αίτημα του νικητή ομολόγου του, μολονότι διαφαινόταν κάποια επιθυμία των Τούρκων να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες παρά στους Βουλγάρους, επειδή φοβούνταν σφαγές εκ μέρους των νοσταλγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου. Στις 5 το πρωί / 26 Οκτωβρίου 1912, ο Τούρκος στρατηγός ΣΕΦΗΚ πασάς επέστρεψε στο αρχιστρατηγείο των Ελλήνων και ανακοίνωσε ότι ο αρχιστράτηγός του δεχόταν όλους τους όρους του αρχιστράτηγου αντιπάλου του, προβάλλοντας μόνο ένα αίτημα, να διατηρήσει 5.000 όπλα για την εκγύμναση των νεοσυλλέκτων, το οποίο όμως απορρίφθηκε, και δόθηκε 2ωρη προθεσμία να μεταφέρει ο Τούρκος επιτελής στον αρχιστράτηγό του την οριστική απάντηση της Ελληνικής Διοίκησης. Επειδή όμως η προθεσμία πέρασε άπρακτη, δόθηκε εντολή στις ελληνικές μονάδες να ετοιμασθούν για προέλαση και πολιορκία της πόλης. Στις 11 π.μ. τα προπορευόμενα τμήματα της 7ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού πέρασαν τον ποταμό Γαλλικό (το τελευταίο υδάτινο εμπόδιο προς την πόλη) και μάλιστα ανιχνευτές – προπομποί – της Ταξιαρχίας ιππικού ανάφεραν ότι συνάντησαν στο δρόμο τους μια φάλαγγα «συμμαχική» από ένα σύνταγμα σερβικού ιππικού και μια ίλη βουλγαρικού ιππικού και πληροφορήθηκαν ότι πολύς βουλγαρικός στρατός κατευθυνόταν προς τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο πρωθυπουργός της ΕΛΛΑΔΑΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, που παρακολουθούσε με αγωνία και συνεχώς την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σε εντονότατο ύφος διαμήνυσε – με τηλεγραφική εντολή – προς τον Κωνσταντίνο να σταματήσει τις διαπραγματεύσεις και να καταλάβει πάραυτα την πόλη: «Αρχηγόν Στρατού. παραγγέλλεσθε να αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθετε εις ταύτην άνευ άλλης χρονοτριβής. καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν, έστω και στιγμής». Υπουργός Στρατιωτικών Βενιζέλος Ελ. (υπογραφή) [Αλλά, όταν το τηλεγράφημα θα φτάσει στον προορισμόν του, ο Ελληνικός Στρατός θα έχει ήδη καταλάβει την πόλη].
Εν τω μεταξύ ο Τούρκος αρχιστράτηγος ΧΑΣΑΝ ΤΑΞΙΝ πασάς της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ύστερα από πολύωρη σύσκεψη στο Διοικητήριο με τους Ευρωπαίους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, πείσθηκε να αποδεχθεί όλους τους όρους του νικητή ομολόγου του Κωνσταντίνου και διαβίβασε την έγγραφη απάντησή του με έφιππους αξιωματικούς, που έφτασαν στο Γενικό Στρατηγείο και την επέδωσαν στον ίδιο στις 2 το μεσημέρι (26 Οκτωβρίου 1912). Αμέσως διατάχθηκαν η 7η Μεραρχία και 2 τάγματα Ευζώνων να επιταχύνουν το ρυθμό της προέλασής τους – όσο γινόταν περισσότερο – να εισέλθουν στην πόλη και να την καταλάβουν «ἐν ὀνόματι τοῦ Έθνους καί τοῦ Βασιλέως τῶν Ἑλλήνων», γιατί οι προφυλακές του βουλγαρικού στρατού είχαν ήδη φτάσει στη ΛΗΤΗ και στα υψώματα του ΔΕΡΒΕΝΙΟΥ, δηλαδή σε απόσταση 13-14 χιλιομέτρων (4-5 ώρες) από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, την οποία εποφθαλμιούσαν προ αιώνων. Η Πόλη του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, του μεγαλομάρτυρα, καταλήφθηκε από τον ένδοξο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ το απόγευμα της Παρασκευής – 26 Οκτωβρίου 1912, την ίδια ημέρα που η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του. Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας (26/10), καταφτάνουν στο Διοικητήριο της πόλης (στο επιβλητικό κτίριο όπου στεγάζονται σήμερα οι υπηρεσίες του Υπουργείου ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ, που είναι έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli) δύο επιτελείς ανώτατοι αξιωματικοί από το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, ο ΒΙΚΤΩΡ ΔΟΥΣΜΑΝΗΣ και ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ, οι οποίοι, ενεργώντας ως πληρεξούσιοι του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου, υπέγραψαν με τον ΧΑΣΑΝ ΤΑΞΙΝ πασά, τον Τούρκο διοικητή της πόλης, το πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής αυτής, σύμφωνα με τους όρους που είχαν γίνει αποδεκτοί. Το κείμενο του πρωτοκόλλου αποτελούνταν από 10 άρθρα και συντάχθηκε από τον ΙΩΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ, ο οποίος υπηρετούσε τότε στο Γενικό Στρατηγείο ως πολιτικός σύμβουλος με το βαθμό του έφεδρου δεκανέα. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΝ Μεταξύ της Αυτού Βασιλικής Υψηλότητος του Αρχιστρατήγου του Ελληνικού Στρατού και της Αυτού Εξοχότητος του Αρχιστρατήγου του Οθωμανικού Στρατού συνεφωνήθησαν και αποφασίσθησαν τα κάτωθι: Άρθρο 1. Τα όπλα των Οθωμανών στρατιωτών θα αφαιρεθούν και θα αποτεθούν εις φύλαξιν υπό την ευθύνην του Ελληνικού Στρατού. Περί τούτου θα συνταχθεί πρωτόκολλον. Άρθρο 2. Οι Οθωμανοί στρατιώται θα στρατωνισθούν εν μέρει εις Καραμπουρνού και κατά το λοιπόν τμήμα εις τον στρατώνα του πυροβολικού «Τοπτσή». Θα διατρέφονται υπό των αρχών της Θεσσαλονίκης. Άρθρο 3. Η ΠΟΛΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΙΔΕΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΣΤΡΑΤΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΨΕΩΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ. Άρθρο 4. Όλοι οι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι και αξιωματικοί θα δικαιούνται να διατηρήσουν τα ξίφη των και να είναι ελεύθεροι εν Θεσσαλονίκη. Ούτοι θα δώσουν τον λόγον των ότι δεν θα λάβουν πλέον τα όπλα εναντίον του Ελληνικού στρατού και των συμμάχων του κατά την διάρκειαν του πολέμου τούτου. Άρθρο 5. Όλοι οι ανώτεροι πολιτικοί αξιωματούχοι και υπάλληλοι του Βιλαετίου θα είναι ελεύθεροι. Άρθρο 6. Οι χωροφύλακες και τα όργανα της αστυνομίας θα φέρουν τα όπλα των. Άρθρο 7. Το Καραμπουρνού θα χρησιμεύσει ως τόπος στρατωνισμού των αφοπλισμένων Οθωμανών στρατιωτών. Τα πυροβόλα και τα μηχανήματα του πολέμου του Καραμπουρνού θα τεθούν εκτός υπηρεσίας υπό του Οθωμανικού στρατού και θα παραδοθούν εις τον Ελληνικόν στρατόν. Άρθρο 8. Το περιεχόμενον του άρθρου 1 θα εκτελεσθεί εντός δύο ημερών από της αύριον, Σάββατον 27 Οκτωβρίου 1912. Η προθεσμία δύναται να παραταθεί τη συναινέσει του Αρχιστρατήγου του Ελληνικού στρατού. Άρθρο 9. Η κατάστασις αύτη θα διατηρηθεί μέχρι της συνάψεως της ειρήνης. Άρθρο 10. Οι χωροφύλακες και η Οθωμανική αστυνομία θα συνεχίσουν την υπηρεσίαν των μέχρι νεοτέρας αποφάσεως.
Ο Αρχιστράτηγος του Οθωμανικού στρατού
(Χασάν Ταξίν)
Θεσσαλονίκη τη 26 Οκτωβρίου 1912 Οι πληρεξούσιοι της Α.Β.Υ. του Πρίγκιπος Διαδόχου της Ελλάδος (Β. Δούσμανης) (Ι. Μεταξάς).
Με την υπογραφή του πρωτοκόλλου αυτού τελειώνει η μακρά ισλαμική νύκτα της τουρκικής τυραννίας. στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και σε όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ η περίοδος της Τουρκοκρατίας κράτησε 5 περίπου αιώνες. Η παράδοση της πόλης στους ΕΛΛΗΝΕΣ πραγματοποιήθηκε λίγες ώρες μόνο πριν από την άφιξη των Βουλγάρων. Η ενέργεια αυτή θα κοστίσει στην ΕΛΛΑΔΑ την απώλεια του ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ, που θα καταληφθεί από τους ΣΕΡΒΟΥΣ. Όμως διέσωσε για τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ την πρωτεύουσα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και συμπρωτεύουσα της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι σχετικές διατυπώσεις έληξαν το βράδυ στις 11 και δόθηκε εντολή να εισέλθουν τα πρώτα ελληνικά τάγματα. Το πρωί της επομένης ημέρας (27 Οκτωβρίου), υπογράφηκε και συμπληρωματικό πρωτόκολλο με 6 άρθρα, το οποίο προσαρτήθηκε στο πρώτο. Σύμφωνα με αυτό παραδίνονταν ως αιχμάλωτοι 25.000 Τούρκοι στρατιώτες και 1.000 περίπου αξιωματικοί, καθώς και πλούσιος οπλισμός 70.000 τουφέκια, 1.200 άλλα όπλα, 30 πολυβόλα και 70 πυροβόλα, τα μηχανήματα του στρατού και τα πυρομαχικά και ρυθμιζόταν ο τρόπος εισόδου στην πόλη των υπολοίπων ελληνικών στρατευμάτων κ.τ.λ. Αμέσως τότε τα 2 τάγματα Ευζώνων, «το Ανατολικό Απόσπασμα Ευζώνων», συνοδευόμενα από ένα τμήμα ιππικού, μπήκαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και κατέλαβαν το Διοικητήριο. τώρα ως το βράδυ (27/10) ολοκληρώθηκε η κατάληψη της πόλης από την 7η Μεραρχία, η οποία στρατοπέδευσε στις δυτικές παρυφές αυτής, ενώ οι άλλες μεραρχίες στάθμευσαν κυκλικά γύρω απ΄ αυτήν. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.) μέραρχος ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΓΚΛΗΣ εγκαθίσταται και αναλαμβάνει καθήκοντα στο κτίριο του Διοικητηρίου, όπου κατέβηκε η ημισέληνος (η τουρκική σημαία, σύμβολο του ισλαμισμού) και υψώθηκε η γαλανόλευκη ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ με το σταυρό, σύμβολο ιερό του χριστιανικού ορθόδοξου ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Επίσης ο ενθουσιώδης λοχαγός του Μηχανικού ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΕΞΑΔΑΚΤΥΛΟΣ (γνωστός με το ψευδώνυμο «Αθανάσιος Αντωνίου» στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα) μαζί με τον ΙΩΝΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ κατευθύνονται στην παραλία, όπου σε ενθουσιώδη ατμόσφαιρα – εθνικού παραληρήματος – υψώνουν την Ελληνική Σημαία και στο μπαλκόνι του κτιρίου που στέγαζε το ΓΕΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ της Ελλάδας, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και του Μακεδονικού Αγώνα. Την ίδια ώρα και κάτω από ραγδαία βροχή, που όμως δεν ήταν ικανή να αποτρέψει τον ελληνικό πληθυσμό από το να πλημμυρίσει τους δρόμους και τις πλατείες, μπαίνει στην πόλη από την οδό Μεμλεκέτ Μπαχτσεσή (σημερινή οδός 26ης Οκτωβρίου) η 7η Μεραρχία του μεράρχου Κλεομένη Κλεομένους, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών κτυπούσαν χαρμόσυνα και αναστάσιμα και ο κόσμος ο ελληνικός, ο χριστιανικός και ορθόδοξος, πανηγυρίζοντας ασπάζονταν ο ένας τον άλλον και από χείλη σε χείλη ακούγονταν και επαναλαμβάνονταν το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» και «η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΝΕΣΤΗ». Τις πρώτες πρωινές ώρες της άλλης ημέρας (28 Οκτωβρίου) διατάχθηκε η 7η Μεραρχία να κινηθεί προς τα βόρεια και παρεμβλήθηκε μεταξύ της Θεσσαλονίκης και των βουλγαρικών θέσεων, γιατί οι «σύμμαχοι» Βούλγαροι, που είχαν πλησιάσει στα όρια της πόλης, δημιούργησαν αρκετά προβλήματα. Ο Βούλγαρος μέραρχος Τεοντόρωφ, διοικητής του βουλγαρικού εκστρατευτικού σώματος που προχωρούσε για την κατάληψη της πόλης, όταν έλαβε το μήνυμα του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου ότι ο στρατός του ήδη κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη, απαίτησε με απεσταλμένο αξιωματικό του, την ίδια νύκτα που έγινε η παράδοση της πόλης, να υπογράψει ο Τούρκος αρχιστράτηγος, Χασάν Ταξίν, παρόμοιο πρωτόκολλο (σαν το ελληνικό) και για τους Βούλγαρους. Μάλιστα απειλήθηκε ρήξη στους κόλπους της συμμαχίας. Ο Τούρκος πασάς αρνήθηκε έντονα να ικανοποιήσει την απαίτηση των Βουλγάρων, παρόλο που του ασκήθηκε έντονη πίεση, όπως μαρτυρεί μια αποκαλυπτική επιστολή του Κενάν Ταξίν Μεσσαρέ, του γιου
του αρχιστράτηγου, που υπηρετούσε τότε στο επιτελείο του. Επίσης ο Βούλγαρος μέραρχος Τεοντόρωφ (Θεοδωρώφ) απαίτησε από την Ελληνική Διοίκηση να στρατοπεδεύσει και αυτός με τη μεραρχία του μέσα στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και ύστερα από διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε να μπουν στην πόλη μόνο 2 τάγματα, στα οποία υπηρετούσαν οι Βούλγαροι πρίγκιπες ΒΟΡΙΣ και ΚΥΡΙΛΛΟΣ, για ανάπαυση. Τελικά όμως η δύναμη αυτή ανήλθε σε ένα σύνταγμα και θα χρειασθεί να γίνουν φονικές οδομαχίες, για να διωχθούν. Στις 11 το πρωί, ΚΥΡΙΑΚΗ 28 Οκτωβρίου 1912, ο αρχιστράτηγος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ με όλο το επιτελείο του και την 1η Μεραρχία εισέρχεται στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου το μεσημέρι στην εκκλησία του ΑΓΙΟΥ ΜΗΝΑ, που ήταν τότε μητροπολιτικός ναός, έγινε λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση από τους Τούρκους της ιστορικής πόλης, στην οποία χοροστάτησε ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ (1868-1951). Οι πρόκριτοι της ελληνικής κοινότητας, ο κλήρος και ο λαός υποδέχθηκαν τους ελευθερωτές ψάλλοντας και δοξάζοντας την Παναγία: «τῇ Ὑπερμάχῳ στρατηγῷ...». Στη δοξολογία παραστάθηκε ως αντιπρόσωπος της Κυβέρνησης (Βενιζέλου) ο υπουργός της Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος ΡΑΚΤΙΒΑΝ, που είχε φτάσει με πλοίο την προηγούμενη ημέρα. Η άφιξή του στο λιμάνι της πόλης ήταν πράξη τολμηρή και περιπετειώδης. Ο ίδιος και οι άνδρες που τον πλαισίωναν, ένα στοιχειώδες επιτελείο διοικητικών υπαλλήλων, κινδύνευσαν να ανατιναχθούν στον αέρα, επειδή τα δύο ελληνικά ατμόπλοια «Σφακτηρία» και «Αρκαδία», στα οποία επέβαιναν, αναγκάσθηκαν – μέχρι να φτάσουν στην αποβάθρα – να διαπλεύσουν το ναρκοθετημένο με τορπίλες κόλπο της Θεσσαλονίκης με τη βοήθεια τουρκικού σκάφους πλοήγησης και με επικεφαλής Γάλλο αξιωματικό. Την άλλη ημέρα (29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912), η ελληνική κυριαρχία στην απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό πόλη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ επισημοποιείται και κατοχυρώνεται με την υποστολή της τουρκικής ημισελήνου (σημαίας) από τον ιστό τού πρώην Κανλή-Κουλέ (πύργος του αίματος – κολαστήριο – στην παραλία) και την ταυτόχρονη έπαρση της γαλανόλευκης ελληνικής σημαίας στο ίδιο σημείο του «κόκκινου» αυτού πύργου (του 15ου αιώνα), που το 1890 είχε μετονομασθεί «Μπεγιάζ-Κουλέ» (ΛΕΥΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ), ενώ έμπαινε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ με νέα τμήματα στρατού ο βασιλιάς των ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ο Α΄. Εγκαταστάθηκε ως θεματοφύλακας της μακεδονικής πρωτεύουσας, που ελευθερώθηκε ύστερα από 482 χρόνια κατοχής και δυσβάστακτης τυραννίας των Οθωμανών Τούρκων. Έμενε στην περιοχή Εξοχών της Θεσσαλονίκης, στο αρχοντικό του Χατζηλαζάρου, που είχε κατάλληλα διαρρυθμισθεί για την περίπτωση αυτή, ενώ ο διάδοχος ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ και το επιτελείο του εγκαταστάθηκαν στο Ξενοδοχείο «Σπλέντιτ». Ο πρίγκιπας ΝΙΚΟΛΑΟΣ αμέσως ορίσθηκε Στρατιωτικός Διοικητής των Ελληνικών στρατευμάτων της Θεσσαλονίκης. Το νεοκλασικό κτίριο, όπου στεγαζόταν αργότερα το Ε΄ Γυμνάσιο Αρρένων της πόλης, γνωστό ως «Villa Kapantzi» στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, χρησιμοποιήθηκε ως έδρα της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης. Η κατάληψη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τον Ελληνικό Στρατό αποτελούσε ζωτικής σημασίας θέμα για τη διεκδίκηση και της υπόλοιπης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ από την ΕΛΛΑΔΑ. Ωστόσο όμως η κατάληψη της πόλης, με την αργοπορία που έγινε και με τους Βούλγαρους στρατοπεδευμένους κοντά ή εγκαταστημένους – με διάφορα τεχνάσματα – μέσα στην πόλη, δεν ήταν ή τουλάχιστον δε φαινόταν οριστική. Συμπεριφέρονταν σαν να ήταν συγκυρίαρχοι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Επί μήνες θα αιωρείται ένας ακήρυκτος «ψυχρός» πόλεμος μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας με «μήλον της έριδος» την κατοχή της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ωσότου ένας θερμός – ο Β΄ Βαλκανικός – πόλεμος θα λύσει το εθνικό αυτό πρόβλημα υπέρ της Ελλάδας. Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ, γιος του Στεφάνου και αδελφός του Ίωνα Δραγούμη, που έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους ως αξιωματικός και μάλιστα τραυματίσθηκε στη μάχη του Σαρανταπόρου, στο ημερολόγιό του για τις πρώτες εκείνες ημέρες της ελεύθερης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, όπου ήταν παρών με τον Ίωνα και την αδελφή του ΝΑΤΑΛΙΑ, χήρα του Παύλου Μελά, του ήρωα Μακεδονομάχου, ο οποίος ατύχησε και δεν επέζησε να χαρεί τις ευλογημένες εκείνες ώρες και στιγμές της παράδοσης της πόλης, σ η μ ε ι ώ ν ε ι με περίσκεψη – εκφράζοντας την ανησυχία του για την παρουσία των Βουλγάρων: 28 Οχτώβρη του 1912 –
«... Μετά τη σύντομη δοξολογία ξαναβγήκε ο Διάδοχος και καβαλίκεψε μ΄ όλη την ακολουθία του... Ο Ίων και ο Αργυρόπουλος ειδοποίησαν το Διάδοχο να προσέξει να μην κλείσει καμιά συμφωνία προφορική. Όποιες συμφωνίες κι αν κάνει, να τις κλείσει πάντα γραφτά. Δυστυχώς όμως έμαθα αργότερα πως έδωσε προφορικά την άδεια να μπουν στη Θεσσαλονίκη μόνο 2 τάγματα βουλγαρικού στρατού ως φιλοξενούμενοι κι όχι ως συγκυρίαρχοι. Πολύ φοβούμαι πως θα μας φτιάξουν κανένα πολύ κακό παιχνίδι αυτοί οι κύριοι...». 29 Οχτώβρη του 1912 – «Σήμερα μπήκε ο Βασιλιάς Γεώργιος. Από το 1430 πρόσμενε η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ το βασιλιά της. Ήμουνα με τη Ναταλία ... Πεταχτήκαμε έξω και τι να δούμε; Πολύ βουλγαρικό στρατό, που έμπαινε στην πόλη βαδίζοντας δίπλα-δίπλα με τον ελληνικό. Δεξιά οι δικοί μας, αριστερά οι Βούλγαροι με ξεδιπλωμένες σημαίες και ύφος καταχτητών... Απ΄ τον κόσμο που τους κοίταζε κατάπληχτος δε ζητωκραύγαζε κανένας, εχτός από αραιούς Εβραίους... Θα΄τανε πάνω από 20.000. Πέρα από τα δύο τάγματα, οι άλλοι μπήκαν με το έτσι θέλω. Καλά την πάθαμε!... Μα πώς θα τους ξεφορτωθούμε τώρα;... Και τί ζητά στο Γευγελί το σερβικό ιππικό; Κατεβαίνουνε κι αυτοί για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ; Και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι θέλουν ν΄ αρπάξουν όσα μπορούν περισσότερα, και τη Θεσσαλονίκη και τα παράλια του ΑΙΓΑΙΟΥ. Θέλουν να μας φαν. Ανάγκη, λοιπόν, να το νιώσουμε καλά...». Και συνεχίζει – (30 Οκτωβρίου): «Άρχισαν τη δουλειά τους με τα όλα τους οι Βούλγαροι. Έπιασαν ένα σωρό δημόσια και κοινοτικά κτίρια, που δεν είχαμε φροντίσει ακόμη εμείς να τα καταλάβουμε, καθώς και την Αγιά Σοφιά και τον Άγιο Γεώργιο... Αυτοί παν να ιδρύσουν τη Μεγάλη Βουλγαρία της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, ενώ εμείς που υποτίθεται πως έχουμε τη Μεγάλη Ιδέα μείναμε μ΄ ανοιχτό το στόμα, όταν είδαμε πως πήραμε τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ... Τώρα που είδα από κοντά τους Βούλγαρους, δεν τους φοβάμαι και τόσο για το έθνος μου. Τώρα που είδα πως πολέμησε ο ελληνικός λαός δε φοβάμαι κανέναν εχθρό του. Αυτό που με φοβίζει είναι πως δεν έχει ακόμα ξυπνήσει ολότελα η ελληνική φυλή, που δεν ένιωσε ότι δεν έχει τους αρχηγούς που της πρέπει. Φοβάμαι την αμάθεια, την έλλειψη αυτογνωσίας και εθνικής ανατροφής, τη δουλοπρέπεια και την έλλειψη οργάνωσης της διοικούσας τάξης. Αυτά είναι ο κίνδυνος του ελληνικού γένους». Την άλλη ημέρα – 31 του Οχτώβρη 1912 – «Δε μας φτάνουν οι Τούρκοι κι οι Εβραίοι, δε μας φτάνουν οι «αγαπητοί μας σύμμαχοι», έχουμε και τους «φίλους τους μεγάλους» που μας δείχνουν όλη τους «την εύνοια»... Οι περισσότεροι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων εδώ μας δημιουργούν ένα σωρό δυσκολίες και μας κάνουν μικροπρέπειες και προσποιούνται ότι δεν είμαστε νόμιμοι ουδέ τουλάχιστον κάτοχοι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Το ότι δε δέχτηκαν να΄ρθουν στη δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους και το ότι τα αγκυροβολημένα στο λιμάνι της πόλης πολεμικά πλοία τους δε χαιρέτησαν την ελληνική σημαία, που υψώσαμε στο Λευκό Πύργο, καθώς τους ζήτησε ο Διάδοχος, είναι τα μικρότερα. Δε θέλουν την Ελλάδα στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και δεν ξέρουν πως να κάνουν, για να μας εξουδετερώσουν υποχθόνια. Οι Μεγάλες Δυνάμεις με τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας χάνουν την προνομιακή τους θέση, τις ποικίλες επεμβάσεις στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας – μέσω των διομολογήσεων – και την απομύζηση την οικονομική... Γι΄ αυτό είναι ανάγκη να έχουμε τα μάτια μας τετρακόσια». Εκτός από τη Βουλγαρία, που είχε βλέψεις στη Θεσσαλονίκη, και η Αυστροουγγαρία με τη συμπαράσταση της Γερμανίας προέβαινε σε μυστικές και παρασκηνιακές ενέργειες από τις πρώτες κιόλας ώρες της κατάληψης της πόλης, σκοπεύοντας στη διεθνοποίηση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, φυσικά προς όφελος της Βουλγαρίας και των γενικότερων συμφερόντων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας στα ΒΑΛΚΑΝΙΑ και στη Μέση Ανατολή. Επίσης και οι ΕΒΡΑΙΟΙ κάτοικοι της πόλης (ήταν πολύ περισσότεροι από τους Έλληνες), με την ισχυρή κοινότητά τους και τις διασυνδέσεις τους στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χώρο, δεν αποδέχθηκαν με
ιδιαίτερη ικανοποίηση την ένταξη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στο Ελληνικό κράτος. Μάλιστα συζητήθηκαν και προωθήθηκαν στο εξωτερικό – χωρίς, ευτυχώς, επιτυχία – και προτάσεις για «αυτόνομη» Θεσσαλονίκη με εβραϊκή διοίκηση. Θα γίνουν επίμονοι αγώνες στο διπλωματικό πεδίο και αιματηρές ακόμη συγκρούσεις για το οριστικό ξεκαθάρισμα των εκκρεμών λογαριασμών μεταξύ του Ελληνισμού και του Βουλγαρισμού, με έναν άλλο επιπλέον ολέθριο <το Β΄> Βαλκανικό – Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, για να εδραιωθεί και να επικυρωθεί διεθνώς ότι η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ανήκει δικαιωματικά στην ΕΛΛΑΔΑ. Μεγάλο ενδιαφέρον, από κάθε άποψη, παρουσιάζει η εικόνα της πόλης μετά την απελευθέρωσή της από τον ελληνικό στρατό μέχρι τις πρώτες ημέρες του Β΄ Βαλκανικού πολέμου (1913). Ήταν μια κρίσιμη περίοδος, κατά την οποία η ισορροπία μεταξύ των Βαλκανικών Συμμάχων, Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων βρισκόταν κυριολεκτικά «στην κόψη του ξυραφιού», ενώ παράλληλα οι Τούρκοι δεν είχαν αποδεχθεί την αλλαγή που επήλθε και οι Μεγάλες Δυνάμεις καιροφυλακτούσαν και ενεργούσαν για τις λεγόμενες «ζώνες επιρροής» (ή υποτέλειας), εξάλλου τα Βαλκάνια υπήρξαν πάντοτε χώρος επιρροής των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα διάφορα έγγραφα της εποχής εκείνης της πρώτης πολιτικής διοίκησης της Μακεδονίας, καθώς και οι προσωπικές αναμνήσεις και σημειώσεις του πρώτου Πολιτικού Διοικητή και Αντιπροσώπου της Ελληνικής κυβέρνησης (Βενιζέλου) στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, του υπουργού δικαιοσύνης Κωνσταντίνου ΡΑΚΤΙΒΑΝ, μας δίνουν μια πλήρη εικόνα. Μακεδονικής καταγωγής ο ίδιος (καταγόταν από τη Βέροια) ήταν άνθρωπος με εξαιρετικές ικανότητες και μεγάλη θέληση, γι΄αυτό και επιλέχθηκε από τον πρωθυπουργό να οργανώσει διοικητικά τις περιοχές που είχαν ελευθερωθεί, τις «νέες χώρες». Δύσκολο αλλά πολύ εποικοδομητικό το έργο που επιτέλεσε στους οκτώ μήνες (μέχρι τον Ιούνιο του 1913) που έμεινε στη θέση αυτή. Βασικός στόχος της κυβέρνησής του ήταν η αποκατάσταση ομαλού ρυθμού στη ζωή της Θεσσαλονίκης με την οργάνωση της Πολιτικής Διοίκησης και η αποτροπή πιθανών δυσάρεστων εξελίξεων σε βάρος των εθνικών συμφερόντων της χώρας. Η άφιξή του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στις 27 Οκτωβρίου 1912 υπήρξε, όπως έχει προαναφερθεί, περιπετειώδης, αφού κινδύνευσε η ζωή του ιδίου και της ακολουθίας του. Ο στόλος των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που έσπευσε να βρεθεί στη Θεσσαλονίκη με την κατάληψή της, είχε ναρκοθετήσει με τορπίλες τον κόλπο της πόλης, με τη βοήθεια βέβαια των Τούρκων και ουσιαστικά είχαν αποκλείσει την πόλη από τη θάλασσα. Η υποδοχή του δεν ήταν και τόσο επίσημη. μόνο ο νομάρχης Περικλής ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ βρισκόταν στην αποβάθρα με μια τιμητική φρουρά ολίγων οπλιτών της Ελληνικής Χωροφυλακής (Κρητικών). Ο Ρακτιβάν διαμέσου της κεντρικής οδού Σαμπρή-πασά (σημερινή Ελευθερίου Βενιζέλου) κατευθύνθηκε στο «ΚΟΝΑΚΙ» του πρώην Τούρκου Διοικητή Χασάν Ταξίν πασά, όπου και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο της ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στο οποίο κυμάτιζε η γαλανόλευκη ελληνική σημαία. Η πρώτη ενέργειά του ήταν να υποβάλει στο βασιλιά Γεώργιο Α΄ το σχετικό διάταγμα διορισμού του σαν ΓΕΝΙΚΟΣ (πολιτικός) ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (των Νέων Χωρών). Το διάταγμα αυτό, που έχει ημερομηνία 31 Οκτωβρίου 1912, το υπέγραψε ο βασιλιάς όχι με μεγάλη ευχαρίστηση – όπως ομολογεί ο ίδιος ο ΡΑΚΤΙΒΑΝ – φροντίζοντας να επισημάνει στον Αντιπρόσωπο της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι η παρουσία του στη Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι μόνο υποβοηθητική του Διαδόχου / γιου του Κωνσταντίνου, «εἰς ὅν ἀνήκει ἡ ὅλη ἐξουσία τῆς κατακτηθείσης χώρας», όπως δήλωσε. Στη Θεσσαλονίκη και στις περιοχές της Μακεδονίας, που είχαν απελευθερωθεί, ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος και Στρατιωτικός Διοικητής της Θεσσαλονίκης και της περιοχής της ήταν ο πρίγκιπας ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Η πόλη έχει τώρα και τον πολιτικό και το στρατιωτικό διοικητή της. Έτσι άρχισε το έργο της ανασυγκρότησης της πόλης και της περιοχής της. Την ίδια ημέρα σαν Πρώτος Γενικός Διοικητής της Μακεδονίας ο ΡΑΚΤΙΒΑΝ εκδίδει την εξής προκήρυξη προς «τούς πληθυσμούς τῶν ὑπό τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ καταληφθεισῶν Ἐπαρχιῶν», όπου αναφέρει: «... Ἐλάβομεν πὰντες ἀπό κοινοῦ τά ὅπλα κατὰ τοῦ Τουρκικοῦ Κράτους, διὰ νὰ καταλύσωμεν τήν τυραννίαν καί κακοδιοίκησιν, αἵτινες ἦσαν ἀπ΄ αἰώνων συμφυεῖς πρὸς αὐτό, καὶ νὰ φέρωμεν τὰ ἀγαθὰ τῆς ἐλευθερίας εἰς πάντας
ἀδιακρίτως τοὺς κατοίκους τῆς χὼρας, διὸτι ἀληθής ἐλευθερία δὲν δύναται νά νοηθῇ ἄνευ τελείας ἰσότητος τῶν ὑπὸ τήν σκέπην τῆς αὐτῆς πολιτείας διαβιοὺντων λαῶν». Το περιεχόμενο της πρώτης αυτής πολιτικής προκήρυξης, που συντάχθηκε με πνεύμα μετριοπάθειας και σύμφωνα με τις οδηγίες του ίδιου του πρωθυπουργού Βενιζέλου, δεν ανταποκρίνεται στην κατάσταση που επικρατούσε μέσα στη Θεσσαλονίκη. η Ελληνική Κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει πολλά και πολύπλοκα διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και προπαντός στρατιωτικά προβλήματα. Οι Βούλγαροι, αφού εξαπάτησαν τη στρατιωτική ηγεσία και μάλιστα τον ίδιο τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο, με προφορική άδεια του οποίου μπήκαν μέσα στην πόλη, αριθμούσαν τελικά 8 τάγματα. εγκαταστάθηκαν σε διάφορα επίκαιρα σημεία, εγκαθιστώντας μάλιστα και φρουρές, ακόμη και στο σπίτι του Ταξίν Χασάν πασά, ενώ υπήρχε ελληνική φρουρά. οι Βούλγαροι πρίγκιπες Βόρις και Κύριλλος εγκαταστάθηκαν στο Βουλγαρικό Προξενείο. Γενικά όχι μόνο συμπεριφέρονταν μέσα στην πόλη οι Βούλγαροι σαν να ήταν συγκυρίαρχοι της Θεσσαλονίκης, αλλά ήθελαν να έχουν και «το πάνω χέρι», καταλαμβάνοντας διάφορα δημόσια κτίρια της αρεσκείας τους «ωσανεί ήσαν αυτοί δικαιοδόχοι του Οθωμανικού Δημοσίου», όπως τονίζει σε αναφορά του προς την κυβέρνηση ο Ρακτιβάν. Στους δρόμους της Θεσσαλονίκης υπήρχε αναβρασμός και μικροσυμπλοκές γίνονταν κάθε τόσο. Η Τουρκική Χωροφυλακή, που διατηρήθηκε σύμφωνα με το πρωτόκολλο της παράδοσης της πόλης για την επιβολή της τάξης, δημιουργεί πολλά επεισόδια και «πολλαπλές ενοχλήσεις» στον πληθυσμό και δεν ήταν ικανή να επιβάλει την τάξη. οι Ευρωπαϊκές μάλιστα Μεγάλες δυνάμεις, που ο στόλος τους ναυλοχούσε στο λιμάνι της πόλης, απειλούσαν να βγάλουν αγήματα στη Θεσσαλονίκη, για να επιβάλουν αυτές την τάξη. Υπήρχε και Ελληνική Χωροφυλακή Κρητών, αλλά ήταν ανεπαρκής και έπρεπε να είναι διακριτικοί και ανεκτικοί οι άνδρες στις προκλήσεις. Χιλιάδες πρόσφυγες υπήρχαν – μουσουλμάνοι και Έλληνες – όχι μόνο από τα βουλγαροκρατούμενα μέρη της Μακεδονίας, αλλά και από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία μετά το διωγμό τους από τους Νεότουρκους. Το πολυπληθές και ισχυρό επίσης εβραϊκό στοιχείο της πόλης δημιουργούσε πολλά προβλήματα, ιδιαίτερα με διάφορα άρθρα στις εντόπιες εβραϊκές εφημερίδες. Μια απ΄ αυτές μάλιστα ο Ρακτιβάν αναγκάσθηκε να την παραπέμψει στο στρατοδικείο, γιατί στρεφόταν άμεσα κατά του ελληνικού στρατού. ακόμα αναγκάσθηκε, λόγω του στρατιωτικού νόμου, να εγκαταστήσει στην πόλη προληπτική λογοκρισία. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ εκδίδονταν 16 συνολικά εφημερίδες: 1 στα βουλγαρικά, 1 στα ρουμανικά, 2 στα γαλλικά, 3 στα τουρκικά, 4 στα ελληνικά και 5 στα ισπανο-εβραϊκά (γιατί οι Εβραίοι της πόλης ήταν ισπανικής προέλευσης). Ζήτησαν, λοιπόν, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, διαμέσου του αρχιρραβίνου της Ισραηλινής Κοινότητας, οι νόμοι και οι διάφορες αστυνομικές διατάξεις της Ελληνικής Πολιτικής και Στρατιωτικής Διοίκησης (Κων. Ρακτιβάν –Πρίγκιπας Νικόλαος) να εκδίδονται και στην ισπανική ή τη γαλλική γλώσσα, γιατί αρκετοί τις μιλούσαν. Το ίδιο αίτημα πρόβαλαν και οι Βούλγαροι, αλλά κανένα απ΄ αυτά δεν έγινε δεκτό. Επίσης το δίκτυο τηλεπικοινωνίας δεν είχε αποκατασταθεί ακόμη και οι σιδηροδρομικές γέφυρες επιδιορθώνονταν. Αλλά προβλήματα μεγάλα αντιμετώπισε ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, ο ΡΑΚΤΙΒΑΝ, και με τις διάφορες Υπηρεσίες και Οργανισμούς της πρώην Τουρκικής Διοίκησης, που διατηρήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα: όπως η Εταιρεία Σιδηροδρόμων, η Βελγική Εταιρεία Τροχιοδρόμων (τα τραμ), η Εταιρεία Λιμένος, η Εταιρεία Φωταερίου και η Εταιρεία Ύδατος. Έβρισκαν συνεχώς προφάσεις και δικαιολογίες, για να κωλυσιεργούν συνεχίζοντας τη λειτουργία τους. Εξάλλου εκτός από τις ιμπεριαλιστικές τάσεις και τους στόχους των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων υπήρχαν άμεσα και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαίων κεφαλαιούχων σε ολόκληρο το χώρο της Μακεδονίας. Έτσι οι Ευρωπαίοι πρόξενοι δημιουργούσαν συνεχώς προβλήματα στην Ελληνική Διοίκηση. ο Έλληνας Διοικητής της Μακεδονίας, ο Ρακτιβάν, καθημερινά σχεδόν είχε παραστάσεις, αντεγκλήσεις, προστριβές, εκβιασμούς, υποδείξεις και παράπονα. Ιδιαίτερα δύστροπος ήταν ο Αυστριακός πρόξενος. Η Γερμανία πάλι ασκούσε φιλοτουρκική πολιτική διαμέσου του προξένου της, απαιτώντας από την Ελληνική Διοίκηση το «δικαίωμα» προστασίας των Οθωμανών που κατοικούσαν στα τμήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ που κατέλαβαν τα ελληνικά στρατεύματα. Μάλιστα πιάστηκαν μέσα στη Θεσ-
σαλονίκη αιχμάλωτοι Τούρκοι αξιωματικοί, στους οποίους το Γερμανικό Προξενείο είχε χορηγήσει γερμανικά διαβατήρια. Υπερασπιστής των Τούρκων της πόλης ήταν επίσης και ο Άγγλος πρόξενος λόγω στενής φιλικής σχέσης με τον Τούρκο δήμαρχο της Θεσσαλονίκης (ο οποίος διατηρήθηκε στη δημαρχία από την Ελληνική Γ. Διοίκηση). Αλλά και οι Τούρκοι της πόλης δημιουργούσαν πολλά προβλήματα στην Ελληνική Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης ικανά να ανατρέψουν – με μια πιθανή συνεννόηση των Μεγάλων Δυνάμεων – την κατάσταση που είχε πρόσφατα δημιουργηθεί. Γενικά η όλη στάση και συμπεριφορά των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, μετά την κατάληψη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τον Ελληνικό Στρατό, φαίνεται να είναι μάλλον ανθελληνική. Ο Έλληνας πρωθυπουργός ενισχύει την Ελληνική χωροφυλακή της πόλης με νέους Κρήτες χωροφύλακες και δίνει εντολή να μεταφερθούν Τούρκοι αιχμάλωτοι με πλοία στη Μικρά Ασία (στην Αττάλεια). Μάλιστα ο Βενιζέλος τηλεγράφησε επειγόντως στο Ρακτιβάν και τον ενημέρωσε για ύποπτες κινήσεις και συγκεντρώσεις του νεοτουρκικού κομιτάτου της Θεσσαλονίκης, που φαίνεται πως συνέχιζε να εργάζεται μυστικά και μετά την κατάληψη της πόλης από τους ΕΛΛΗΝΕΣ. Το τηλεγράφημα αυτό, στις 7 Νοεμβρίου 1912, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Υπουργόν Δικαιοσύνης Θεσσαλονίκην. Λέγεται ότι όργανα νεοτουρκικού κομιτάτου περιφέρονται ελεύθερα εις Θεσσαλονίκην συνερχόμενα εις συσκέψεις. Τοιαύτα ύποπτα στοιχεία νομίζω ότι ενδείκνυται να απελαθώσι δυνάμει στρατιωτικού νόμου. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ». Άλλες, πάλι, βάσιμες πληροφορίες έλεγαν πως οι Βούλγαροι έκαναν συσκέψεις με πρόθεση να επέμβουν δυναμικά και να επιβάλουν δική τους πολιτική διοίκηση στις κατεχόμενες από τον Ελληνικό στρατό περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας. Αναγκάζεται τότε η Ελληνική Κυβέρνηση να δώσει εντολή στον Αρχιστράτηγο του Ελληνικού Στρατού ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ, ο οποίος με το στρατό του είχε προωθηθεί στη ΦΛΩΡΙΝΑ, να στείλει επειγόντως ένα σύνταγμα στρατού πίσω, στην περιοχή Έδεσσας – Γιαννιτσών, για να αποτραπεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ παράλληλα ο Ρακτιβάν ενεργεί για τη γρήγορη πολιτική οργάνωση και αυτών των περιοχών. παρά την κατάσταση αβεβαιότητας εργάσθηκε έντονα και αποφασιστικά. Ο πρώτος Έλληνας Γενικός Διοικητής της Μακεδονίας, ο ΡΑΚΤΙΒΑΝ, μέσα σε ελάχιστο χρόνο δικαίωσε απόλυτα το ΒΕΝΙΖΕΛΟ, που τον επέλεξε και τον τοποθέτησε στη θέση αυτή. Κατόρθωσε να επιβάλει τάξη στην πολύβουη και πολυεθνική ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, μωσαϊκό εθνοτήτων. Εξάλλου θεωρούνταν ο Μακεδόνας αυτός πολιτικός ένας από τους πιο αξιόλογους νομομαθείς της Ελλάδας. Ανέλαβε όλες τις εξουσίες της Πολιτικής Διοίκησης της Μακεδονίας (των Νέων Χωρών) ως αντιπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης. Κατόρθωσε να αποφευχθούν προστριβές και οξύνσεις στις σχέσεις με τους Βούλγαρους και να εδραιωθεί στους Ευρωπαίους προξένους η πεποίθηση πως η ελληνική κατοχή και διοίκηση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ είναι πλέον γεγονός αναμφισβήτητο. Προτού καν παρέλθει μήνας από την τοποθέτησή του στο Γενικό Διοικητήριο της πόλης, ο Ρακτιβάν σε μια μεγάλη συνέντευξή του στην εβραϊκή εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «L’ indépendant» στις 26 Νοεμβρίου 1912 ανέλυσε τί πραγματικά αξιόλογο έργο επιτελέσθηκε σε τόσο λίγο χρόνο: οργανώθηκε υγειονομική υπηρεσία, πάρθηκαν μέτρα για την ομαλή λειτουργία του Τελωνείου, οργανώθηκαν τα δικαστήρια Θεσσαλονίκης και επαρχιών, άρχισε η επαναλειτουργία του ταχυδρομείου και του τηλεγραφείου και αποκαταστάθηκε η σιδηροδρομική επικοινωνία που είχε διακοπεί. Από τον Ιανουάριο του 1913 είχε πια οργανωθεί κανονικά η διοίκηση. ολοκληρώθηκε το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης. είχαν συσταθεί πρωτοδικεία στη Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κοζάνη, Φλώρινα και ειρηνοδικεία σε κάθε επαρχία. Εισάγεται ο μηχανισμός της φορολογικής – οικονομικής νομοθεσίας και αρχίζει να ενισχύεται η βιοτεχνία και η βιομηχανία της Θεσσαλονίκης και παράλληλα διευκολύνθηκε το εμπόριο κ.ά. Επίσης εξυγιάνθηκαν οι δημοτικές υπηρεσίες του Δήμου Θεσσαλονικέων και συστήθηκε ειδική επιτροπή για τη μελέτη και εφαρμογή σύγχρονου ρυμοτομικού σχεδίου της Θεσσαλονίκης και για τον ευπρεπισμό Τέλος,αυτής. από τα σημαντικά έργα του Κωνσταντίνου Ρακτιβάν, κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης θητείας του, ως Γενικού Πολιτικού Διοικητή της Μακεδονίας ήταν και η απογραφή του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, που έγινε στις 28 Απριλίου 1913 κατά οικογένειες και φυλές
και έδωσε τα εξής αποτελέσματα: -Σύνολο οικογενειών: 32.184 πληθυσμός: 157.889, ΕΛΛΗΝΕΣ 39.956, Εβραίοι 61.439, Μουσουλμάνοι 45.867, Βούλγαροι 6.263 και Ξένοι (διάφοροι) 4.364. Τόσοι ήταν οι κανονικοί κάτοικοι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Στην απογραφή δεν συμπεριλήφθηκαν ο ευρισκόμενος στην πόλη ελληνικός και βουλγαρικός στρατός ούτε και οι διερχόμενοι από την πόλη Έλληνες και Μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Στους Μουσουλμάνους συγκαταλέγονται περίπου 5.000 «ντονμέδες». αυτοί είναι Εβραίοι που εξισλαμίσθηκαν στα τέλη του 17ου αιώνα και αποτελούσαν την αριστοκρατία, την ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη στον εμπορικό κόσμο της πόλης. Αυτή ήταν η γενική κατάσταση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και της Ελληνοκρατούμενης γενικά ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, όταν ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΑΚΤΙΒΑΝ έφυγε για την Αθήνα. άφησε όμως πίσω του άξιο αντικαταστάτη του τον ΣΤΕΦΑΝΟ Ν. ΔΡΑΓΟΥΜΗ, έναν επίσης ικανό και δοκιμασμένο πολιτικό άνδρα, που καταγόταν και αυτός από τη Μακεδονία (από το Βογατσικό). Τότε όμως άρχισαν φανερές πια συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, και Σέρβων και Βουλγάρων. Ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος, η έκρηξη του οποίου έγινε από τα πράγματα αναπόφευκτη, ήταν πια γεγονός. Ας παρακολουθήσουμε όμως την εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων στα διάφορα μέτωπα – στο χώρο της Μακεδονίας – τους δυο τελευταίους μήνες του 1912 κατά των τουρκικών δυνάμεων, μετά την κατάληψη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ από τον Ελληνικό Στρατό. Ήδη πριν ακόμη από την είσοδο του Ελληνικού στρατού στη Μακεδονική πρωτεύουσα, όλη σχεδόν η ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ και σημαντικά τμήματα των σημερινών νομών Σερρών και Καβάλας είχαν ελευθερωθεί από σώματα εθελοντών, που είχαν αποβιβασθεί από τις 5 Οκτωβρίου 1912 με την κήρυξη του πολέμου. Τα σώματα αυτά εξουδετέρωσαν τη μια μετά την άλλη όλες τις μικρές τουρκικές φρουρές της περιοχής και ο ελληνικός στόλος έστησε τη γαλανόλευκη στο ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ. Συνεχίζοντας τη δράση τους επεκτάθηκαν προς τα βόρεια και ανατολικά, με αποτέλεσμα στις 24 Οκτωβρίου 1912 να ελευθερώσουν τη ΝΙΓΡΙΤΑ και στις 27 Οκτωβρίου 1912 την ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ. Ως τις 10 Νοεμβρίου 1912 η Ελληνική ζώνη κατοχής είχε επεκταθεί προς τα βόρεια ως τη λίμνη Δοϊράνη, όπου σταματούσε η σερβική ζώνη, και προς τα ανατολικά ως τον ποταμό Στρυμόνα, όπου σταματούσε η βουλγαρική ζώνη κατοχής. Επίσης στις 31 Οκτωβρίου 1912 είχε εγκατασταθεί και ένα τμήμα της Ελληνικής Ταξιαρχίας Ιππικού μέσα στις ΣΕΡΡΕΣ, δίπλα με τους Βούλγαρους (μία κίνηση αντίστοιχη με εκείνη των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη). Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης ο Ελληνικός Στρατός είχε επιτύχει τον κύριο αντικειμενικό στόχο του στο μέτωπο της Μακεδονίας (της Κεντρικής). Αφού ξεκουράστηκε λίγες ημέρες, θα αναπτυχθεί για νέες επιχειρήσεις. Ο κύριος όγκος της στρατιάς θα προελάσει βορειοδυτικά, μήπως προφτάσουν τους Σέρβους, που κινούνταν προς τα εκεί, ώστε να μπουν οι ΕΛΛΗΝΕΣ πρώτοι στο ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, που ήταν ο άλλος αντικειμενικός στόχος του Γενικού Στρατηγείου στο μέτωπο της Μακεδονίας, εξουδετερώνοντας βέβαια όλες τις εστίες αντίστασης των τουρκικών δυνάμεων στην πορεία του. Στις 29 Οκτωβρίου 1912 εκδόθηκε διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, σύμφωνα με την οποία ο μέχρι τότε ενιαίος «Στρατός της Θεσσαλίας» χωριζόταν σε 3 τμήματα στρατιάς: το αριστερό (δυτικό), που προαναφέρθηκε, αποτελούμενο από την 5η Μεραρχία, θα είχε έδρα την ΚΟΖΑΝΗ, όπου αυτή δρούσε ήδη, υποστηριζόμενη από το «δυτικό» απόσπασμα ευζώνων, στα βόρεια της πόλης. το δεξιό (ανατολικό) τμήμα, αποτελούμενο από τη 2η και την 7η Μεραρχία, ένα σύνταγμα ιππικού και το «ανατολικό» απόσπασμα ευζώνων, θα είχε έδρα τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ με αποστολή του να φρουρεί την πόλη και την ενδοχώρα της και παράλληλα να επεκτείνει την ελληνική ζώνη κατοχής μέχρι τη σερβική και τη βουλγαρική ζώνη κατοχής. τέλος το τρίτο (κεντρικό) τμήμα της στρατιάς, αποτελούμενο από τον κύριο όγκο αυτής, από τις μεραρχίες 1η, 3η, 4η και 6η και από ένα σύνταγμα ιππικού, με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ και το επιτελείο του θα κατευθύνονταν στη Βορειοδυτική Μακεδονία, για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στον επιχειρησιακό τομέα της Δυτικής Μακεδονίας και βορειότερα σε συνεργασία με το δυτικό τμήμα. Η πορεία του κεντρικού τμήματος άρχισε στις 30 Οκτωβρίου 1912 και ως τις 2 Νοεμβρίου 1912 όλες οι μονάδες του είχαν συγκεντρωθεί στην περιοχή της ΕΔΕΣΣΑΣ, την οποία απελευθέρωσαν.
Τις επόμενες δύο ημέρες το κεντρικό τμήμα της στρατιάς συνέχισε την πορεία του προς τα βορειοδυτικά. Στα υψώματα της ΑΡΝΙΣΣΑΣ στις 3 Νοεμβρίου 1912 δόθηκε η μόνη σημαντική μάχη από τη 2η Μεραρχία. Οι Τούρκοι νικήθηκαν και υποχώρησαν. η νίκη αυτή των Ελλήνων στη Βορειοδυτική Μακεδονία – στη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού πολέμου – θεωρείται η κυριότερη. Το «δυτικό» απόσπασμα ευζώνων μαζί με τα σώματα προσκόπων (εθελοντών) που είχαν ενωθεί μαζί του, αφού απελευθέρωσαν την περιοχή Σιάτιστας - Γρεβενών, στις 19 Οκτωβρίου σε πολύωρη μάχη νίκησαν ένα τουρκικό τμήμα στη Νεάπολη / Βοΐου και το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου κατέλαβαν την κωμόπολη. Εκεί παρέμειναν ως τις 25/10 και επέστρεψαν (26/10) στην Κοζάνη, γιατί ο διοικητής τους ανέλαβε τη διοίκηση του τμήματος Δυτικής Μακεδονίας. Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν τη Νεάπολη και απομάκρυναν τα σώματα προσκόπων (εθελοντών), ενώ στην προσπάθειά τους να ανακαταλάβουν και τη ΣΙΑΤΙΣΤΑ αποκρούσθηκαν μετά από πολύωρη μάχη, στην οποία έλαβαν μέρος και επικουρικές μονάδες της 5ης Μεραρχίας, που ήρθαν από την Κοζάνη. Έτσι η ανθούσα και εύανδρος ΣΙΑΤΙΣΤΑ μετά την μάχη απελευθερώθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1912. Άλλο τουρκικό τμήμα ανακατέλαβε τα ΓΡΕΒΕΝΑ, αλλά αποχώρησε πάλι – χωρίς μάχη – μετά από λίγες ημέρες. Στο μεταξύ η 5η Μεραρχία συνέχιζε την πορεία της προς το Μοναστήρι. Στις 18 Οκτωβρίου κατέλαβε το ΑΜΥΝΤΑΙΟ και στις 19 Οκτωβρίου 1912 τη ΒΕΥΗ. Αλλά στην προσπάθειά της να προελάσει προς το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση τουρκικών μονάδων και έδωσε ολοήμερη μάχη στις 21 Οκτωβρίου 1912 και αναγκάσθηκε να υποχωρήσει προς το Αμύνταιο. Οι απώλειες της 5ης Μεραρχίας στη μάχη αυτή της Βεύης έφτασαν σε 168 νεκρούς, 196 τραυματίες και σε 10 αιχμαλώτους. Στο Αμύνταιο η μεραρχία δέχθηκε και πάλι επίθεση στις 23 Οκτωβρίου, αλλά την απέκρουσε αποτελεσματικά. Όμως στις 6 το πρωί (24/10) το 22ο σύνταγμα πεζικού αιφνιδιάσθηκε από επίθεση μικρού τουρκικού τμήματος και υποχώρησε με μεγάλη αταξία. Ο αιφνιδιασμός μετατράπηκε σε γενική άτακτη υποχώρηση προς την Κοζάνη, όταν η ελληνική μεραρχία δέχθηκε γενική επίθεση δύο τουρκικών μεραρχιών. Ευτυχώς οι Τούρκοι δε την κατεδίωξαν. Τις επόμενες ημέρες η 5η Μεραρχία, αφού αναπαύθηκε και ανασυντάχθηκε στην περιοχή της Κοζάνης, ύστερα από τις ατυχίες που είχε, ενισχύθηκε από το απόσπασμα ευζώνων και 6 εφεδρικά τάγματα που έφτασαν από τη Λάρισα. Έτσι η 5η Μεραρχία με τις ενισχύσεις και το απόσπασμα ευζώνων αποτέλεσαν, σύμφωνα με τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου (29 Οκτωβρίου 1912) το τμήμα στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Ανασυνταγμένη, λοιπόν, και ενισχυμένη η 5η Μεραρχία βάδιζε πάλι προς τα βόρεια, με αντικειμενικό σκοπό να εκτελέσει την εντολή που είχε λάβει, να προλάβει να εισέλθει στο ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, πριν προλάβουν οι άλλοι σύμμαχοι, οι Βούλγαροι ή οι Σέρβοι. Είχε όμως και πάλι ατυχία. στον Κόμανο, χωριό στο δρόμο Κοζάνης – ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ, συνάντησε στις 4 Νοεμβρίου σθεναρή αντίσταση από μια τουρκική μεραρχία. η μάχη κράτησε μέχρι το απόγευμα. Οι Τούρκοι υποχώρησαν, αλλά οι Έλληνες είχαν πολλές απώλειες – 359 νεκρούς και τραυματίες. Την άλλη ημέρα συνέχισε την πορεία της προς τα βόρεια και στις 6 Νοεμβρίου, αντάμωσε με την 6η Μεραρχία στο χωριό ΞΥΝΟ ΝΕΡΟ. Στην περιοχή της Βεύης συγκεντρώθηκαν όλες, και οι πέντε μεραρχίες (δυτικός και κεντρικός τομέας της στρατιάς), που έλαβαν μέρος στην προέλαση προς τα βορειοδυτικά για την κατάληψη της ελληνικής πόλης – ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ. Όμως το ίδιο βράδυ, 6 Νοεμβρίου 1912, το Γενικό Στρατηγείο από την Άρνισσα αναγγέλλει την κατάληψη της πόλης από τους Σέρβους (ύστερα από τηλεγράφημα του υπουργείου Στρατιωτικών – Βενιζέλος). Την άλλη ημέρα, 7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912, το 1ο Σύνταγμα ιππικού κατέλαβε τη ΦΛΩΡΙΝΑ, την οποία διεκδικούσαν και οι Σέρβοι. Τις επόμενες δύο ημέρες το Γενικό Στρατηγείο φρόντισε να επεκτείνει την ελληνική ζώνη κατοχής στη Δυτική Μακεδονία και να συλλέξει πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού, που υποχωρούσε. Στις 10 Νοεμβρίου 1912 ελευθερώθηκε και η ΚΑΣΤΟΡΙΑ από μια ίλη του 1ου Συντάγματος ιππικού. Πρώτος μπήκε στην πόλη (πατρίδα του) ο ΦΙΛΟΛΑΟΣ ΠΗΧΕΩΝ (ο καπετάν Ακρίτας), αξιωματικός του ελληνικού στρατού, και ύψωσε την ελληνική σημαία. Ο πατέρας αυτού, Αναστάσιος Πηχεών, καταγόταν από την Αχρίδα. ήταν δάσκαλος στην Καστοριά και είχε οργανώσει στη Δυτική Μακεδονία μαζί με άλλους εξέχοντες Μακεδόνες το επαναστατικό κίνημα (τα Πηχεωνικά γεγονότα) του 1878-1896 και υπήρξε γραμματέας της Προσωρινής Επαναστατικής Κυβέρνησης της επαρχίας Ελιμείας (1878). Δύο ημέρες αργότερα (12 Νοεμβρίου) ο διάδοχος
της Ελλάδας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ επισκέφθηκε το διάδοχο της Σερβίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ και στις 13 Νοεμβρίου 1912 αναχώρησε για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Μετά την επέκταση και διεύρυνση της ελληνικής ζώνης κατοχής στη Δυτική Μακεδονία και την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους (παλιούς καλούς συμμάχους), οι συνθήκες δεν απαιτούσαν την παρουσία του κύριου όγκου του ελληνικού στρατού στα δυτικά. Αντίθετα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και στην ευρύτερη περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας έπρεπε να υπάρχουν διαθέσιμες, όσο το δυνατό μεγαλύτερες, στρατιωτικές δυνάμεις, γιατί ο κίνδυνος να προσπαθήσουν οι Βούλγαροι να επεκτείνουν τη ζώνη κατοχής τους στην Κεντρική Μακεδονία με ένοπλη βία ήταν υπαρκτός, με την παρουσία επίλεκτων τμημάτων του βουλγαρικού στρατού και των επίδοξων πριγκίπων / διαδόχων (Βόρη και Κυρίλλου) του βουλγαρικού θρόνου μέσα στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Από τη Θεσσαλονίκη επίσης θα ήταν δυνατή η μεταφορά ελληνικών στρατευμάτων στο μέτωπο της ΗΠΕΙΡΟΥ ή ακόμη να επιχειρηθεί εκστρατεία και προς την Κωνσταντινούπολη, αφού τώρα πια διαφαινόταν η κατάρρευση της τουρκικής κυριαρχίας στο μέτωπο της Μακεδονίας. Ενώ τα τμήματα της στρατιάς στο δυτικό μέτωπο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ αναπαύονταν, το Γενικό Στρατηγείο που παρέμενε στη Φλώρινα, κατάρτιζε επιτελικό σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η 1η και η 4η μεραρχία θα επέστρεφαν μαζί με το Στρατηγείο στη Θεσσαλονίκη, ενώ από την 3η και 6η Μεραρχία και το 1ο Σύνταγμα ιππικού θα σχηματιζόταν ένα τμήμα στρατιάς, που θα είχε σαν αποστολή τον αποκλεισμό στην περιοχή της ΚΟΡΥΤΣΑΣ των Τούρκων (3040.000 ανδρών), που αποτελούσαν τη φρουρά του Μοναστηρίου. Αυτοί χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες προχωρούσαν μέσα στην Αλβανία και θα μπορούσαν να αναδιπλωθούν και να κτυπήσουν στο «δυτικό μέτωπο» τη στρατιά. Το σχέδιο αυτό εγκρίθηκε από τον αρχιστράτηγο και στις 19 Νοεμβρίου εκδόθηκαν οι απαιτούμενες για την εκτέλεσή του διαταγές. Μέχρι τις 29-30 Νοεμβρίου στον τομέα ευθύνης του τμήματος στρατιάς επικράτησε ησυχία. Από τις αρχές όμως Δεκεμβρίου οι αποκλεισμένοι στην Κορυτσά Τούρκοι επιχείρησαν επανειλημμένα να κάνουν έξοδο. Τελικά η 3η και η 6η Μεραρχία κινήθηκαν, για να εκκαθαρίσουν το θύλακα της Κορυτσάς και να απελευθερώσουν την ελληνική αυτή πόλη της Β. Ηπείρου από την τουρκοαρβανιτιά. Οι επιχειρήσεις άρχισαν στις 4/12 και έγιναν φονικότατες μάχες και στις 7 Δεκεμβρίου 1912 οι γενναίοι Έλληνες απελευθέρωσαν την ΚΟΡΥΤΣΑ, ενώ οι Τούρκοι υποχώρησαν στα ΙΩΑΝΝΙΝΑ. [Κι όμως η Κορυτσά έμεινε εκτός της Ελλάδας]. Οι επιχειρήσεις στη Δυτική Μακεδονία ουσιαστικά είχαν λήξει για τον ελληνικό στρατό και με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου στις 14 Δεκεμβρίου 1912 το τμήμα στρατιάς διαλύθηκε. Η 3η όμως μεραρχία παρέμεινε στην Κορυτσά, στην 5η Μεραρχία ανατέθηκε η φρούρηση των «Νέων Χωρών», που βρίσκονταν εντός της ελληνικής ζώνης κατοχής από την ΠΙΝΔΟ μέχρι τον ΑΞΙΟ, ενώ η 6η Μεραρχία μαζί με το 1ο Σύνταγμα ιππικού μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Εν τω μεταξύ η ΤΟΥΡΚΙΑ ύστερα από τις προόδους των Βαλκανικών συμμάχων αναγκάσθηκε να ζητήσει ανακωχή. Έτσι στις 20 Νοεμβρίου 1912 στην Τσατάλτζα (Ανατολική Θράκη – Τουρκία) υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων πληρεξουσίων που εκπροσωπούσαν και τις κυβερνήσεις Σερβίας και Μαυροβουνίου. Η Ελληνική κυβέρνηση, επειδή δεν ήθελε να εγκαταλείψει την πολιορκία των Ιωαννίνων ούτε να σταματήσει τη δράση του στόλου, που ήταν πολύτιμη και για τη συμμαχία, δεν υπέγραψε την ανακωχή και έτσι από την ημέρα εκείνη η ΕΛΛΑΔΑ συνέχιζε μόνη τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Αλλά και οι Βούλγαροι «σύμμαχοί» μας μάς προκαλούσαν με επεισόδια κάθε μέρα, γιατί ήθελαν να επεκτείνουν προς τα δυτικά τη ζώνη κατοχής τους σε βάρος της ελληνικής ζώνης. Ο Φίλιππος Δραγούμης, εκφράζοντας στο ημερολόγιό του τις ανησυχίες του, μας δίνει μια γενική εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία, όπου διαφαίνεται ότι η ρήξη της ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας ήταν βέβαιη και ο ελληνοβουλγαρικός πόλεμος αναπόφευκτος. Η γενική κατάσταση ήταν ρευστή. Στις 29 Νοεμβρίου 1912 σημειώνει: «Όσα μαθαίνω με γεμίζουν ανησυχίες... Οι ΡΟΥΜΑΝΟΙ ζηλεύοντας τις επιτυχίες μας κάνουν συλλαλητήριο εναντίον μας. Οι ΙΤΑΛΟΙ μας πιέζουν, καθώς φαίνεται, να μην προχωρήσουμε ως την Αυλώνα. Οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ κάνουν τις ατιμίες που ξέρουμε. Οι ΣΕΡΒΟΙ, τώρα που πήραν το Μοναστήρι κι άλλα μέρη... άρχισαν να θέλουν κι αυτοί να επεκτείνουν τη ζώνη
κατοχής τους σε βάρος μας και ζητούν τη Φλώρινα. Όλοι οι μεγάλοι μας δείχνουν αντιπάθεια... ανησυχώ κάθε μέρα και πιο πολύ. Έρχεται κι ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Τί θέλει αυτός ο παμπόνηρος εδώ πέρα;» (ο Βούλγαρος βασιλιάς). Μετά την αναχώρηση των μεραρχών – που η μεταφορά τους ολοκληρώθηκε μέχρι τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου 1912) – για το ηπειρωτικό μέτωπο, η 1η Μεραρχία έμεινε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και η 7η Μεραρχία ανέλαβε την αποστολή να φρουρεί όλες τις «Νέες Χώρες» ανατολικά του ΑΞΙΟΥ ποταμού, ρόλο δηλαδή ανάλογο με αυτόν της 5ης Μεραρχίας στα δυτικά του ποταμού. Έτσι με τη λήξη του έτους 1912, έχουν λήξει και οι επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά των Τούρκων στο μέτωπο της Μακεδονίας, ενώ θα συνεχισθούν στο μέτωπο της Ηπείρου και εντός του έτους 1913. Στις 6 Ιανουαρίου 1913 ο αρχιστράτηγος και διάδοχος του Ελληνικού θρόνου, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, επικεφαλής του Γενικού Στρατηγείου αναχώρησε από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ατμοπλοϊκώς, για να αναλάβει τη διεύθυνση του επιχειρησιακού τομέα στην ΗΠΕΙΡΟ, ενώ ο πατέρας του, ο βασιλιάς της χώρας ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄, έμεινε «φρουρός» στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, τη συμπρωτεύουσα τώρα πια του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, για την εδραίωση της κυριαρχίας του Ελληνικού Βασιλείου στην πόλη του βασιλιά ΚΑΣΣΑΝΔΡΟΥ και του Μεγαλομάρτυρα ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ και γενικότερα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, την πατρίδα του Φιλίππου, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλη του αναμορφωτή της Οικουμένης. Μετά την άλωση των ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ, της ηπειρωτικής πρωτεύουσας, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, και τη λήξη των επιχειρήσεων στο ηπειρωτικό μέτωπο, έγινε ανασυγκρότηση της στρατιάς Ηπείρου και άρχισε σταδιακά η μεταφορά μεραρχιών στη Μακεδονία, όπου είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ρήξη στην ελληνοβουλγαρική συμμαχία και να αιωρείται απειλή ελληνοβουλγαρικού πολέμου. Αλλά πάνω ακριβώς στη δόξα και στο θρίαμβο του Ελληνικού Στρατού, ένα πολύ θλιβερό γεγονός εγκληματικό συγκίνησε βαθύτατα τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ και ΛΑΟ. Στις 5 ΜΑΡΤΙΟΥ 1913, ημέρα Τρίτη, το απόγευμα και ενώ ο βασιλιάς ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α' έκανε το συνηθισμένο περίπατό του στην περιοχή των ΕΞΟΧΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ μαζί με τον υπασπιστή του Ιωάννη Φραγκούδη, αντισυνταγματάρχη του πυροβολικού, τον πυροβόλησε ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΧΙΝΑΣ και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Πέθανε, ενώ μεταφερόταν στο νοσοκομείο, στις 5.30΄. Τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου του βασιλιά συνέταξε ο υπουργός δικαιοσύνης και Γενικός Διοικητής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, Κωνσταντίνος Ραντιβάν, ως εκπρόσωπος της ελληνικής Κυβέρνησης, παρουσία του Στρατιωτικού Διοικητή Θεσσαλονίκης πρίγκιπα ΝΙΚΟΛΑΟΥ (γιου του βασιλιά), και των μαρτύρων Αλ. Πάλλη, υποστράτηγου, και του Ιωάν. Φραγκούδη, αντισυνταγματάρχη πυροβολικού (του υπασπιστή τού βασιλιά). Την ίδια μέρα ο Ραντιβάν, αφού με τηλεγράφημά του προς τον αρχιστράτηγο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ στα Ιωάννινα εξέφραζε «την βαθυτάτην λύπην και ειλικρινή αφοσίωσίν» του, εξέδωσε την παρακάτω λακωνική προκήρυξη : «Ἐν Θεσσαλονίκῃ τῇ 5ῃ Μαρτίου 1913 Ὁ ἐπί τῆς Δικαιοσύνης Ὑπουργός και Ἀντιπρόσωπος τῆς Κυβερνήσεως Πρός τόν Λαόν Ὁ σεπτός καί λαοφιλής ἡμῶν Βασιλεύς Γεώργιος ὁ Α΄ ἀπέθανε διά χειρός δολοφόνου. Προσκαλοῦμεν πάντας νά ὁμόσωσιν ὅρκον πίστεως εἰς τόν νέον Βασιλέα ἡμῶν Κωνσταντίνον. Ὁ Ὑπουργός ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΡΑΚΤΙΒΑN». Και από το Υπουργικό Συμβούλιο των Αθηνών εκδόθηκε την ίδια ημέρα το παρακάτω διάγγελμα προς το λαό:
«Συντετριμμένον ὑπό ὀδύνης τό Ὑπουργικόν Συμβούλιον ἀγγέλλει εἰς τόν λαόν τόν θάνατον τῆς Α.Μ. τοῦ δημοφιλεστάτου Βασιλέως Γεωργίου τοῦ Α΄. Κακοῦργοι χεῖρες παραφρόνων ἐδολοφόνησαν σήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ τόν Βασιλέα βυθίσασαι εἰς βαθύτατον πένθος ὁλόκληρον τό Ἔθνος ἐν ἡμέραις ἀγαλλιάσεως διά τήν πλήρωσιν τῶν πανελληνίων πόθων. Ἡ δολοφονική ἐπίθεσις ἐγένετο περί ὥραν 5ην μ.μ. τήν σήμερον ἐν περιπάτῳ διά περιστρόφου. Ἡ Α.Μ. ἐξέπνευσε μετά ἡμίσειαν ὥραν. Τό Ὑπουργικόν Συμβούλιον ἔσπευσε νά ἀνακοινώσῃ αὐθωρεί τό ὁδυνηρόν ἄγγελμα εἰς τήν Α.Μ. τόν νέον βασιλέα ΚΩ ΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ. Ἀθῆναι, 5 Μαρτίου 1913 Τό Ὑπουργικόν Συμβούλιον Βενιζέλος, Κορομηλάς, Ρέπουλης, Τσιριμῶκος, Διομήδης, Μιχαλακόπουλος, Στράτος». Η ορκωμοσία του διαδόχου Κωνσταντίνου ως νέου βασιλιά έγινε πανηγυρικά, παρόλο το βαρύ πένθος ενώπιον της ΒΟΥΛΗΣ των Ελλήνων, στις 11 το πρωί 8 Μαρτίου 1913. Ο δολοφόνος συνελήφθηκε «ἐπ’ αὐτοφώρῳ» και ανακρίθηκε επί μέρες, χωρίς όμως ποτέ να γίνει καμία επίσημη ανακοίνωση σχετικά με τα αποτελέσματα των ανακρίσεων. Είναι ο Αλέξανδρος Σχινάς, Σερραίος, καταγόμενος από το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης. Αφέθηκε, μάλλον σκόπιμα, να διαρρεύσει η πληροφορία ότι επρόκειτο για κάποιο άτομο «ανισόρροπο», «φρενοβλαβή» ή «αναρχικό», χαρακτηρισμοί που διευκόλυναν στην αποσιώπηση του θέματος. Ποτέ δεν ήλθε στη δημοσιότητα η απολογία του, ενώ αποτελεί μυστήριο η επίσκεψη και η παραμονή της χήρας ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΟΛΓΑΣ επί τρεις ώρες στο κελί του δολοφόνου, ο οποίος, ενώ κρατούνταν προφυλακισμένος και επρόκειτο να δικασθεί, έπεσε από ένα παράθυρο του ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ της πόλης και αυτοκτόνησε. [Αυτοκτόνησε ή τον εκπαραθύρωσαν «κάποιοι» και γιατί;;] Για το δολοφόνο, για τα «πολιτικά και κοινωνικά φρονήματά» του και για το ποιόν τού χαρακτήρα του γενικά υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Κάποιοι ερευνητές και ιστορικοί διαφωνούν, υποστηρίζοντας ότι ο ΣΧΙΝΑΣ ούτε φρενοβλαβής ήταν ούτε αναρχικός ή σοσιαλιστής, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι. Υπήρχαν πάντως φήμες ότι ο δολοφόνος ΣΧΙΝΑΣ ήταν εκτελεστικό όργανο των γερμανικών (ή των αυστριακών) Μυστικών υπηρεσιών και ότι ο σκοπός της δολοφονίας ήταν η άμεση ανάρρηση στο θρόνο της Ελλάδας του διαδόχου Κωνσταντίνου, που τον θεωρούσαν ως γερμανόφιλο. Εξάλλου είναι γνωστό ότι στα ΑΝΑΚΤΟΡΑ δεν υπήρχε ενιαίος προσανατολισμός. τα μέλη της βασιλικής οικογένειας του Βασιλείου της Ελλάδας δεν είχαν όλα τον ίδιο ευρωπαϊκό προσανατολισμό: ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ήταν Δανός, αλλά αγγλόφιλος, η σύζυγός του / Βασίλισσα της Ελλάδας ΟΛΓΑ ήταν πριγκίπισσα της Ρωσσίας, ο γιος του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ / Διάδοχος της Ελλάδας ήταν γερμανόφιλος, καθότι η σύζυγός του ΣΟΦΙΑ ήταν πριγκίπισσα της Γερμανίας – αδελφή του ΚΑΪΖΕΡ (αυτοκράτορα) της Γερμανίας ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ Β’. Ο ίδιος ο πρίγκιπας ΝΙΚΟΛΑΟΣ, τριτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου, που επέδειξε παροιμιώδη ψυχραιμία κατά την κρίσιμη ώρα της δολοφονίας του πατέρα του, εκμυστηρεύθηκε αργότερα στο στρατηγό Θεόδωρο Πάγκαλο ότι «η δολοφονία του βασιλέως δεν ήτο έργον αναρχικών, αλλ’ έργον πολιτικών εξωτερικών συμφερόντων». Άλλοι πάλι ισχυρίζονται, και όχι αβάσιμα, πως ο Σχινάς δεν υπήρξε «δολοφόνος», αλλά ο ίδιος δολοφονήθηκε, για να καλυφθεί κάποιος ξένος αξιωματικός, που δολοφόνησε πραγματικά το Γεώργιο. Εξάλλου ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ (1848-1929), αξιόλογος νομικός, δημοσιογράφος, πολιτικός-βουλευτής, γερουσιαστής, από τους πιο ένθερμους οπαδούς της δημοκρατίας (της αβασίλευτης), στο σημαντικό έργο του «Σημειώσεις» τολμάει να κατονομάσει τον πραγματικό δολοφόνο, που ήταν ο Αυ-
στριακός αξιωματικός Schimazyi, ο οποίος υπηρετούσε σε αυστριακό πολεμικό πλοίο, που τις ημέρες εκείνες ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Η δολοφονία του βασιλιά ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α', που ήταν δημοφιλέστατος, αναστάτωσε, όπως ήταν επόμενο, τη Θεσσαλονίκη και όλη την Ελλάδα. Αναμφίβολα δεν ήταν ένα γεγονός τυχαίο και μια πράξη ενός «ανισόρροπου» αναρχικού ή κάποιου σοσιαλιστή (η λέξη την εποχή εκείνη προκαλούσε τρόμο), όπως είχε παρουσιασθεί στον τύπο. Ήταν πράξη που στρεφόταν κατά των ελληνικών συμφερόντων και είχε οργανωθεί τόσο καλά, ώστε να μην υπάρξουν αποκαλύψεις παρά μόνο επιπτώσεις. Και οι επιπτώσεις αυτές ήταν προδικασμένες : αργά ή γρήγορα ο διάδοχος και τώρα βασιλιάς πια Κωνσταντίνος θα ερχόταν σε ρήξη με τον κυβερνήτη της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο, για να οδηγηθεί η χώρα στον επάρατο «Εθνικό Διχασμό», που τόσο θα κοστίσει στο ΕΘΝΟΣ. Ο στρατηγός Θ.ΠΑΓΚΑΛΟΣ γράφει σχετικά: «… εάν συνεπώς έζη (ο βασιλιάς Γεώργιος), ουδέποτε θα δημιουργείτο ο απαίσιος διχασμός του Ελληνικού Λαού, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την εθνική συμφορά της Μικράς Ασίας». Τέλος, πληροφορίες για τη δολοφονική αυτή πράξη παρέχουν και τα έγγραφα και οι σημειώσεις από το προσωπικό αρχείο του Ρακτιβάν, το οποίο επιμελήθηκε και εξέδωσε ο Ι.Θ. ΔΗΜΑΡΑΣ. Σχετικά με το δολοφόνο γράφει ότι ο Σχινάς ποτέ δεν υπήρξε ούτε αναρχικός ούτε σοσιαλιστής, αλλά ένας «πένης» και «εκβιαστής» και συμπληρώσει ότι «…ενήργησε μόνος εν στιγμαίς πυρετικού παραληρήματος πιεσθείς υπό της αθλιότητος και της πείνης, υφ’ής εμαστίζετο». Η δολοφονία, όπως ήταν φυσικό, συντάραξε και συγκίνησε τον ελληνικό λαό. Πάντως το γεγονός ότι έγινε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου και είχε παραμείνει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ αρκετούς μήνες, υπογράμμισε κατά δραματικό τρόπο την απόφαση της Ελλάδας να εδραιώσει την κυριαρχία της στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και γενικότερα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Το βαρύ πένθος μετρίασε η άνοδος στο θρόνο του διαδόχου Κωνσταντίνου. Το όνομα του νέου και εμπειροπόλεμου βασιλιά ήταν τότε πολύ αγαπητό στον Ελληνικό στρατό και λαό, γιατί θύμιζε τον αδιάσπαστο δεσμό του Έθνους με την πρώην Ορθόδοξη Ελληνική Αυτοκρατορία της βυζαντινής περιόδου και την τραγική πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ο Α' (1913-17/1920-22) ανέβαινε στο θρόνο της Ελλάδας με τους πιο «αίσιους οιωνούς» και τις ευχές και τις ελπίδες του λαού και του στρατού που πολεμούσε. Η πολιτική οξυδέρκεια και η διπλωματική ικανότητα του Έλληνα πρωθυπουργού ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ συντέλεσε στη σύσφιξη των ελληνοσερβικών σχέσεων, που κατέληξαν λόγω της κοινής απειλής εκ μέρους των Βουλγάρων στην ελληνοσερβική μυστική συνθήκη ειρήνης, φιλίας και αμοιβαίας προστασίας, που υπογράφηκε στις 19 Μαΐου 1913 στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Έτσι συγκροτήθηκε ένα ισχυρό ελληνοσερβικό μέτωπο με χαρακτήρα αμυντικό. Ήδη όμως 2 ημέρες νωρίτερα, 17 Μαΐου 1913 είχε υπογραφεί η Συνθήκη ειρήνης του ΛΟΝΔΙΝΟΥ, σύμφωνα με την οποία, αφού ολόκληρη η Βαλκανική είχε κυριευθεί από τους αντίστοιχους στρατούς των συμμάχων χωρών, ο Σουλτάνος παραχωρούσε: «όλα γενικά τα εδάφη της Αυτοκρατορίας του στην Ευρώπη, που βρίσκονταν δυτικά από τη γραμμή που άρχιζε από την χερσόνησο της ΑΙΝΟΥ στο ΑΙΓΑΙΟ και έφτανε ως τη Μήδεια στον Εύξεινο Πόντο, εκτός από την Αλβανία». Τότε μας παραχώρησε η Τουρκία και την Κρήτη. Η συμμαχία των βαλκανικών χωρών δεν κράτησε πολλούς μήνες, γιατί οι σύμμαχοι, όταν ήλθε η ώρα να μοιράσουν «τα λάφυρα του πολέμου», φιλονίκησαν. Οι Βούλγαροι δεν είχαν ξεχάσει ότι «είναι η ισχυρή φυλή», που σύμφωνα με τους ιδίους ήταν προορισμένη να κυριαρχήσει στη Βαλκανική (κατάλοιπα της προπαγάνδας του πανσλαβισμού και των ιδεών του βουλγαρισμού). Εξάλλου η γερμανοαυστριακή διπλωματία, επειδή δεν είχε κατορθώσει να προλάβει την καταστροφή της Τουρκίας, προσπάθησε τώρα να διασπάσει τους «Βαλκάνιους συμμάχους» υποθάλποντας τη μεγαλομανία των Βουλγάρων, οι οποίοι διέδιδαν ότι αυτοί είχαν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος του αντιτουρκικού-βαλκανικού πολέμου. Για αυτό ήταν υπερβολικοί στις απαιτήσεις τους και μάλιστα θρασύτατοι στους τρόπους. Πριν από την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου, αλλά και επί ένα μήνα μετά η συμπεριφορά των Βουλγάρων απέναντι στους συμμάχους, τους Έλληνες και τους Σέρβους, ήταν προκλητική μέχρι και εχθρική. Έγιναν πολλές ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ αυτών και των Ελλήνων στις παρυφές των ζωνών
κατοχής τους, καθώς και πολλά επεισόδια μέσα στη Θεσσαλονίκη, όπου συμπεριφέρονταν σαν να ήταν συγκυρίαρχοι της πόλης. Διαφορές είχαν επίσης και με τους Σέρβους, που δεν ήταν δυνατό να εξομαλυνθούν. Για αυτό τα πράγματα μοιραία οδηγούσαν σε διασυμμαχικό πόλεμο. Έτσι άρχισε ένας νέος σφοδρός, ο Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ή Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος (Ιούνιος-Ιούλιος 1913). «Πρῶτοι ἤρξαντο χειρῶν ἀδίκων» οι άπληστοι και κακοί τέως σύμμαχοί μας Βούλγαροι, οι οποίοι στις 16 Ιουνίου 1913 ώρα 6.30’ μ.μ. έκαναν συντονισμένη επίθεση εναντίον των ελληνικών θέσεων στις ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ (Παγγαίου) και στη ΝΙΓΡΙΤΑ. Οι ΣΕΡΒΟΙ σύμμαχοί μας δέχθηκαν και αυτοί ταυτόχρονη αιφνιδιαστική επίθεση και το πρωί (17 Ιουνίου) οι Βούλγαροι απέσπασαν τη Γευγελή από τη Σερβική ζώνης κατοχής, που ήταν το σημείο επαφής των ελληνικών και των σερβικών δυνάμεων, για να διασπάσουν το διμερές ελληνοσερβικό μέτωπο. Έτσι ξεκίνησε ακήρυκτος ένας πόλεμος αποφασιστικός, που κράτησε ακριβώς 1 μήνα (17 Ιουνίου-17 Ιουλίου) και υπήρξε πολυαίμακτος. Ο εχθρός όμως ελλοχεύει και εντός της Θεσσαλονίκης. Η απομάκρυνση του βουλγαρικού στρατού από την πόλη δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί σε διάφορα επίκαιρα σημεία και δεν αποχωρούσαν. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε χάρη στην αποφασιστικότητα του (νέου) Στρατιωτικού Διοικητή της Θεσσαλονίκης, στρατηγού ΚΑΛΛΑΡΗ, ο οποίος έστειλε το ακόλουθο τελεσίγραφο στο Διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Θεσσαλονίκης (17 Ιουνίου 1913) στρατηγό ΧΕΣΑΠΤΣΙΕΦ, που ήταν και πρεσβευτής της Βουλγαρίας: «Κύριε Διοικητά, Επειδή τα βουλγαρικά στρατεύματα ήρχισαν τας εχθροπραξίας κατά των ιδικών μας, λαμβάνω την τιμήν να σας παρακαλέσω, όπως εγκαταλείψητε την πόλιν της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ εις διάστημα μιας ώρας, αφ’ ής στιγμής λάβητε την παρούσαν. Τα όπλα του στρατού σας θα παραδοθώσιν εις αξιωματικούς επί τούτω ορισθησομένους. Οι αξιωματικοί δύνανται να φέρωσι τα ξίφη των. Ιδιαιτέρα αμαξοστοιχία θα μεταφέρη τον στρατόν σας μέχρι των προφυλακών μας και μέτρα θα ληφθώσι διά την ασφάλειάν των. Ληξάσης της προθεσμίας ταύτης, θέλω αναγκασθή μετά μεγάλης μου λύπης να δώσω διαταγάς, όπως τα στρατεύματά σας θεωρηθώσιν ως εχθρικά. Στρατηγός Καλλάρης». Η έγγραφη αυτή προειδοποίηση επιδόθηκε στη βουλγαρική διοίκηση στις 5 το απόγευμα 17 Ιουνίου 1913 και, παρά την παρέμβαση του Γάλλου προξένου της Θεσσαλονίκης Jousselin, δε δόθηκε καμία χρονική παράταση. Η βουλγαρική διοίκηση απέρριψε το τελεσίγραφο και έτσι στις 6 το απόγευμα η ελληνική φρουρά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ άνοιξε πυρ κατά της βουλγαρικής φρουράς, που ήταν στρατωνισμένη εντός της πόλης και αρνούνταν να την εγκαταλείψουν. Έγιναν άγριες οδομαχίες που κράτησαν 12 ώρες. πολλοί ήταν οι νεκροί και οι τραυματίες. Στις 6 το πρωί (18 Ιουνίου 1913) οι υπόλοιποι άνδρες του βουλγαρικού στρατού παραδόθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν. Την ίδια ημέρα ανέλαβε τα καθήκοντά του και ο νέος Γενικός - Πολιτικός – Διοικητής της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ Στέφανος Δραγούμης. Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ο Α΄ από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου έφτασε το πρωί της ίδιας ημέρας (18 Ιουνίου 1913), για να αναλάβει την αρχιστρατηγία, διέταξε πλήρη ετοιμότητα των μονάδων του στρατού για αντεπίθεση και στις 8 το βράδυ δόθηκαν οι σχετικές διαταγές και οδηγίες για τις επιχειρήσεις, που θα άρχιζαν την άλλη ημέρα. Την εποχή αυτή η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ διέθετε μια πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη, που αποτελούνταν από 450.000 άνδρες πεζικού, 2 μεραρχίες ιππικού και 800 τηλεβόλα. Έναντι αυτών οι αντίπαλοι του ελληνοσερβικού μετώπου διέθεσαν και αντιπαρέταξαν συνολικά πολύ μικρότερες δυνάμεις: Οι ΈΛΛΗΝΕΣ 110.000 άνδρες πεζικού, 1.000 ιππείς, 180 πυροβόλα και οι ΣΕΡΒΟΙ 260.000 άνδρες πεζικού, 3.000 ιππείς, 500 πυροβόλα. Η προώθηση των Ελλήνων άρχισε το πρωί 19 Ιουνίου 1913 και μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας βρέθηκαν κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων στα υψώματα μπροστά από το ΚΙΛΚΙΣ. Στην ηρωική αυτή μάχη του Κιλκίς τις τάξεις του ελληνικού στρατού τις κινούσε μια ασυγκράτητη πολεμική ορμή, που την αναζωογονούσε το μίσος εναντίον των άπληστων Βουλγάρων, ώστε η επίθεση εναντίον των βουλγαρικών χαρακωμάτων και των λοιπών οχυρώσεων πήρε τη μορφή έξαλλης παραφροσύνης. Οι γενναίοι ΕΛΛΗΝΕΣ στην τριήμερη αυτή μάχη 19-21 Ιουνίου 1913 νίκησαν τους Βουλγάρους και με σημαντικές θυσίες εκπόρθησαν τις εχθρικές οχυρώσεις και τους έτρεψαν σε
φυγή. Η ελληνική νίκη στο ΚΙΛΚΙΣ συνδυάσθηκε συγχρόνως και με την κατάληψη από το δεξιό τμήμα της στρατιάς των υψωμάτων του Λαχανά. η δεύτερη αυτή νίκη συμπλήρωσε το έργο της πρώτης νίκης και ολοκλήρωσε την εκκαθάριση από τους Βουλγάρους της περιοχής δυτικά του Στρυμόνα. Η μάχη στο ΛΑΧΑΝΑ ήταν διήμερη, 20-21 Ιουνίου 1913. Επανακτήθηκαν η ΝΙΓΡΙΤΑ και η Γευγελή. Πλούσια τα λάφυρα. Ακολούθησε η διήμερη μάχη της Δοϊράνης στις 22 και 23 Ιουνίου 1913. Τα ελληνικά στρατεύματα και πάλι υπερίσχυσαν και έτρεψαν τους Βουλγάρους σε φυγή. Ο γενναίοι Έλληνες είχαν πάλι σημαντικές απώλειες, αλλά συνέχισαν με σθένος την καταδίωξη των αντιπάλων. Έτσι ο δρόμος προς τις Σέρρες και τη Δράμα ήταν ανοικτός. Θα ακολουθήσουν και άλλες φονικές μάχες εναντίον των Βουλγάρων μέχρι την πλήρη επικράτηση των Ελλήνων. Αλλά και η σύμπραξη του Ελληνικού Στόλου, υπό τις διαταγές του Υδραίου ναυάρχου ΠΑΥΛΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ, με το στρατό υπήρξε αποτελεσματική. Από την έναρξη των επιχειρήσεων ήταν αγκυροβολημένος κοντά στις ακτές του Στρυμονικού κόλπου. Στις 22 Ιουνίου κατέπλευσε στο Λιμένα της ΘΑΣΟΥ, η οποία είχε ελευθερωθεί νωρίτερα, κατά τον Α' Βαλκανικό (Ελληνοτουρκικό) πόλεμο. Με ορμητήριο το ΛΙΜΕΝΑ εκτελούσε παραπειστικέςπαραπλανητικές ναυτικές επιδείξεις στις 23 και 24 Ιουνίου, κινούμενος επανειλημμένα μπροστά από την Καβάλα με κατεύθυνση προς την Κεραμωτή, απέναντι από τη Θάσο, και έτσι δημιούργησε την εντύπωση στους Βουλγάρους ότι γίνονταν αποβάσεις ελληνικών δυνάμεων ανατολικά της Καβάλας. Γι’ αυτό, επειδή φοβούνταν οι Βούλγαροι, μήπως περικυκλωθούν, εκκένωσαν την πόλη στις 25-26 Ιουνίου και ακολούθησε γενική υποχώρηση όλων των εχθρικών δυνάμεων της περιοχής προς τα βόρεια. Έτσι στις 26 Ιουνίου 1913 η ΚΑΒΑΛΑ απελευθερώθηκε ύστερα από τουρκική τυραννία 5 αιώνων και επιπρόσθετη 8μηνη βουλγαρική κατοχή. Την κατέλαβε ο Ελληνικός Στόλος με τα αντιτορπιλικά «ΔΟΞΑ», «ΠΑΝΘΗΡ» και «ΙΕΡΑΞ». Στις 27 Ιουνίου 1913 καταλαμβάνεται το ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ. Η 6η Μεραρχία, που απελευθέρωσε την πόλη, βρήκε εκεί τα πτώματα 100 προκρίτων της περιοχής και του μητροπολίτη, που τους είχαν σφάξει οι Βούλγαροι κατά την υποχώρησή τους. Η καταδίωξη του βουλγαρικού στρατού συνεχίζεται, αποκρούονται σε όλα τα μέτωπα και εγκαταλείπουν έντρομοι τις βάσεις τους εκκενώνοντας τις πόλεις και τα χωριά, που τα πυρπολούν, και σφάζοντας πολλούς από τους κατοίκους λόγω της λύσσας των βουλγάρων κομιτατζήδων, που ακολουθούν τον τακτικό στρατό. Έτσι, όταν το βράδυ 28 Ιουνίου 1913 η 7η Μεραρχία κατέλαβε τις ΣΕΡΡΕΣ, βρήκαν την πόλη πυρπολημένη και αιματοβαμμένη. Το 21ο Σύνταγμα πεζικού έλαβε εντολή να καταλάβει τη Δράμα. Αφού απέκρουσε τους κομιτατζήδες στην περιοχή της Αλιστράτης και μια βουλγαρική φάλαγγα στην περιοχή της Προσωτσάνης, κατέλαβε τη ΔΡΑΜΑ το βράδυ 1-Ιουλίου-1913. Η βουλγαρική φρουρά της περιοχής είχε υποχωρήσει με τρένο προς τη Ξάνθη, αφού πρώτα είχε πυρπολήσει το ΔΟΞΑΤΟ, κωμόπολη κοντά στη Δράμα, και είχε κατασφάξει τους 2.500 από τους 3.000 κατοίκους που είχε. Εν τω μεταξύ καταφτάνουν στο μέτωπο της Ανατολικής Μακεδονίας και άλλα στρατεύματα από την Ήπειρο και έτσι άρχισε η ανάπτυξη των ελληνικών δυνάμεων προς τα βόρεια και η προώθηση προς τα ανατολικά. Η φρούρηση της Ανατολικής Μακεδονίας ανατέθηκε τότε στην 8η Μεραρχία και είχε την ευθύνη να επεκτείνει την ελληνική ζώνη κατοχής προς τα ανατολικά. Δύο συντάγματα αυτής έφτασαν στην Καβάλα με πλοία από τους Αγίους Σαράντα της Ηπείρου, ενώ το άλλο σύνταγμα της (το 15ο) έφτασε στη Δράμα «διά ξηρᾶς», ακολουθώντας την πορεία Κορυτσά- Φλώρινα-Θεσσαλονίκη-Σέρρες-Δράμα και έλαβε εντολή από το Γενικό Στρατηγείο να προελάσει ανατολικά του Νέστου ποταμού. Το βράδυ στις 9 Ιουλίου κατέλαβε το χωριό ΠΑΡΑΝΕΣΤΙ και στις 11 Ιουλίου 1913 την ΧΡΥΣΟΥΠΟΛΗ, ενώ παράλληλα την ίδια ημέρα ο Ελληνικός στόλος, που παρέπλεε τις ακτές του Βόρειου Αιγαίου και του Θρακικού πελάγους, απελευθέρωσε το Πόρτο Λάγος και το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Τέλος στις 12 Ιουλίου 1913 ο ένδοξος απελευθερωτικός στρατός μας (η 8η Μεραρχία) κατέλαβε την ΞΑΝΘΗ. Οι Βούλγαροι εκκένωσαν όλη τη δυτική Θράκη. Όμως ο πόλεμος συνεχίσθηκε. Τώρα οι επιχειρήσεις περιορίστηκαν προς τα βόρεια και βορειοανατολικά. Στο βορειοανατολικό μέτωπο, μετά από κοπιώδεις πορείες και συγκρούσεις με τους Βουλγάρους, κατάφεραν τα ελληνικά στρατεύματα να περάσουν τον ορεινό όγκο του ΜΠΕΛΕΣ και στις 26 Ιουνίου 1913 να κυριεύσουν τη ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ, πόλη με πολύ ελληνικό πληθυσμό, όπως και η Γευγελή και το Μοναστήρι (υπάγονταν στη σερβική ζώνη κατοχής, μετά στο
κράτος της Γιουγκοσλαβίας και τώρα ανήκουν στο κρατικό μόρφωμα των ΣΚΟΠΙΩΝ). Δυστυχώς!!! Στις 27 Ιουνίου 1913, όπως προαναφέρθηκε, μετά από σκληρή μάχη, οι Έλληνες είχαν καταλάβει και το Σιδηρόκαστρο. Στη συνέχεια οι δυνάμεις του ελληνικού στρατού ανατρέπουν τους εχθρούς από όλες τις θέσεις που κατείχαν. Ελευθερώθηκε και η υπόλοιπη ανατολική Μακεδονία από τα κατάλοιπα της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής: στις 30 Ιουνίου 1913 το ΠΕΤΡΙΤΣΙ, στις 2 Ιουλίου 1913 ο ΜΕΛΕΝΙΚΟΣ (ελληνικότατο κέντρο), στις 3 Ιουλίου η περιοχή του ΠΙΡΙΝ (σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία αλλά τη διεκδικεί «η Δημοκρατία των Σκοπίων», όπως διεκδικεί και τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της ΕΛΛΑΔΑΣ). Τέλος στις 6 Ιουλίου 1913 ελευθερώθηκε και το ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ. Η προέλαση των γενναίων Ελλήνων συνεχίστηκε προς βόρεια. όμως τα ΣΤΕΝΑ της ΚΡΕΣΝΑΣ αποτελούν «τις Σιδηρές πύλες του Στρυμόνα», είναι σημαντικό φυσικό εμπόδιο για την προέλαση στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, αλλά η ταχύτητα της πορείας του ελληνικού στρατού δεν έδωσε καιρό στους Βουλγάρους να τα οχυρώσουν και να τα κάνουν απόρθητα. Η διάβαση των Στενών της Κρέσνας από τον ηρωικό ελληνικό στρατό ολοκληρώθηκε από 811 Ιουλίου 1913. Οι Βούλγαροι δεν αντιμετώπισαν σθεναρά τη διάβαση των Ελλήνων, προτίμησαν να υποχωρήσουν πέρα από τη Βόρεια έξοδο των στενών, αφού πρώτα κατέστρεψαν τις γέφυρες του Στρυμόνα που βρίσκονται μέσα στα στενά. Σκοπός τους ήταν να αντιμετωπίσουν τον αντίπαλό τους, αφού πρώτα τον καταπονούσαν κατά τη διάβαση, κερδίζοντας έτσι χρόνο και συγκεντρώνοντας περισσότερο στρατό. Οι ΕΛΛΗΝΕΣ με πολλές δυσκολίες πέρασαν τα στενά και, μολονότι ο εχθρός υπερείχε αριθμητικά, κατάφεραν να καταλάβουν τις πρώτες γραμμές του και να τις κρατήσουν με μεγάλο ηρωισμό (χρησιμοποιώντας μάλιστα ακόμη και πέτρες, όταν τους έλειπαν τα πυρομαχικά) μέχρι το βράδυ. την πρωτοβουλία είχε η 6η Μεραρχία σε αυτή την πρώτη φάση. Οι Βούλγαροι υποχώρησαν στην Τζουμαγιά, στη βόρεια έξοδο των στενών, και συμπτύχθηκαν. αλλά και οι Έλληνες από τις 14 ως τις 17 Ιουλίου 1913 ανασυντάχθηκαν και κινήθηκαν να καλύψουν τα κενά του μετώπου. Τέλος η 7η Μεραρχία απέκρουσε με επιτυχία και μεγάλη τόλμη σφοδρή επίθεση 8.000 περίπου ανδρών του βουλγαρικού στρατού. Με τις πολύνεκρες μάχες στα ΣΤΕΝΑ της ΚΡΕΣΝΑΣ και της ΤΖΟΥΜΑΓΙΑΣ από 8-18 Ιουλίου 1913 ο ένδοξος και δαφνοστεφής Ελληνικός Στρατός άνοιξε τότε δρόμο προς το έδαφος της παλιάς Βουλγαρίας και έφερε στη μνήμη των Ελλήνων τις νίκες των Βυζαντινών προγόνων, οι οποίοι με επικεφαλής τον άξιο αυτοκράτορα της Μακεδονικής Δυναστείας της Ελληνοορθόδοξης Αυτοκρατορίας της βυζαντινής περιόδου, ΒΑΣΙΛΕΙΟ Β' (το γνωστό Βουλγαροκτόνο), είχαν συντρίψει τους επιδρομείς βαρβάρους Βουλγάρους στην ίδια περίπου περιοχή, είχαν διαλύσει το κράτος τους και τους είχαν υποτάξει (μάχη στο ΚΛΕΙΔΙ/το έτος 1014). Για τη σημασία των μαχών αυτών ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης έγραψε χαρακτηριστικά για τη Θεσσαλονίκη: «… η Θεσσαλονίκη επεκυρώθη υπέρ ημών εις το ΚΙΛΚΙΣ, εις την ΚΡΕΣΝΑΝ και εις την ΤΖΟΥΜΑΓΙΑΝ». Οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ, αφού νικήθηκαν σε όλα τα μέτωπα, μπροστά στο μέγιστο κίνδυνο να προελάσει ο Ελληνικός Στρατός προς τη ΣΟΦΙΑ, την πρωτεύουσα της χώρας τους, και να καταρρεύσει το βασίλειό τους, ζήτησαν ανακωχή, στις 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913. Η ανωτάτη ηγεσία, ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας ΝΤΑΝΕΦ ΡΑΝΤΟΣΛΑΒΩΦ και ο βασιλιάς της χώρας ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ, δέχθηκαν την ειρήνη και ζήτησαν τη μεσολάβηση του βασιλιά της Ρουμανίας Καρόλου, γιατί η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ εξαιτίας της άπληστης και αλαζονικής πολιτικής της οδηγούνταν στη διάλυση. Εδώ τελείωσε η βαλκανική εποποιία του 1912-1913, ο «ιερός» και ένδοξος απελευθερωτικός πόλεμος των γενναίων προγόνων μας, των άξιων συνεχιστών της Μακεδονικής Φάλαγγας του ΦΙΛΙΠΠΟΥ και του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, των Βυζαντινών Ακριτών και των Μακεδονομάχων, του Παύλου Μελά, του καπετάν Κώτα κ.ά.. Οι θυσίες και οι νίκες του Ελληνικού Στρατού χάρισαν την πολυπόθητη ελευθερία στην πολύπαθη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ μας. επέζησε, κατά τη μακρά περίοδο της Οθωμανικής τυραννίας, μέσα από στερήσεις και φρικτά πάθη. Ιδιαίτερα ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, αφού γλίτωσε από το γιαταγάνι και την αγχόνη του ισλαμισμού, κινδύνευσε να χαθεί από το τσεκούρι και τη μάχαιρα που βουλγαρισμού-πανσλαβισμού. Από τον πρώτο εχθρό του απαλλάχθηκε με τη συνθήκη του ΛΟΝΔΙΝΟΥ/17 Μαΐου 1913, που τερμάτισε τον Α' Βαλκανικό πόλεμο (ελληνο-
τουρκικός), και από το δεύτερο εχθρό του θα απαλλαχθεί με τη συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου, που θα υπογραφεί 10 ημέρες μετά την υπογραφή της ανακωχής – που τερμάτισε το Β' Βαλκανικό πόλεμο (ελληνοβουλγαρικός) - στις 28 Ιουλίου 1913. Ήδη 10 ημέρες, πριν ζητήσει η Βουλγαρία ανακωχή, είχε εκδηλωθεί και το διπλωματικό ενδιαφέρον της Ρωσίας για διαμεσολάβηση. Η κυβέρνηση της Ελλάδας απάντησε ότι η Βουλγαρία οφείλει να απευθυνθεί απευθείας στην Ελλάδα και ο Βασιλιάς και αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού από το μέτωπο συμφωνούσε απόλυτα με τις απόψεις της κυβέρνησης, παροτρύνοντας: «Προσπαθήσατε να απομακρύνετε πάσαν μεσολάβησιν των Δυνάμεων. δεν αποδέχομαι ανακωχήν άνευ καθορισμού επακριβώς προκαταρκτικών όρων της ειρήνης. οι Βούλγαροι δεν επιδιώκουν παρά να κερδίσουν χρόνον, διά να επανέλθουν. η Βουλγαρία πρέπει να αναγνωρίσει την ήτταν της προ παντός διαβήματος». Εξοργισμένος ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ από τα όργια αίματος σε βάρος του ελληνισμού της Ανατολικής Μακεδονίας και αποφασισμένος να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα μέχρι την οριστική υποταγή της Σόφιας, έκλεισε την απάντησή του προς την κυβέρνηση παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Ρωμαίου Κάτωνα: «censeo Bulgarian esse delendam» (δηλ. φρονώ ότι η Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί). Όμως στις 18 Ιουλίου 1913 απάντησε στο Βενιζέλο: «… ο στρατός μου έ-φθασεν εις τα φυσικά και ηθικά όρια της αντοχής του. υπό τας συνθήκας αυτάς δεν δύναμαι πλέον να επιμένω αρνούμενος ανακωχήν ή εκεχειρίαν». Ύστερα από αυτά η πρόταση της ηττημένης Βουλγαρίας για ανακωχή και κατάπαυση του πυρός και όλων γενικά των εχθροπραξιών έγινε αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση και προχώρησαν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης στη ρουμανική πρωτεύουσα με τη μεσολάβηση του βασιλιά της Ρουμανίας Καρόλου. Η κρίσιμη μάχη θα δινόταν για την ΚΑΒΑΛΑ, την οποία επέμενε να κρατήσει η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ, για να έχει ένα καλό λιμάνι στο ΑΙΓΑΙΟ. Για το συγκεκριμένο αυτό αίτημα της Βουλγαρίας αντέδρασε η Ρουμανία, απειλώντας με κατάληψη της Σόφιας. αλλά και η Γερμανία με προσωπική παρέμβαση του ιδίου του αυτοκράτορά της ΚΑΪΖΕΡ υποστήριξε την ελληνική άποψη, ενώ η Ρωσία και η Αυστρία υποστήριξαν τη Βουλγαρία. Τελικά στις 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913 υπογράφτηκε η συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου, τους όρους της οποίας αποδέχθηκε η Ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, καθώς και η Σερβική αντιπροσωπεία. Η ΕΛΛΑΔΑ κέρδισε την Ανατολική Μακεδονία όλη (με την Καβάλα και τη ΘΑΣΟ) και ως σύνορό της προς τα ανατολικά ορίσθηκε ο ΝΕΣΤΟΣ ποταμός. Με τη συνθήκη αυτή τελείωσε και ο Β' Βαλκανικός πόλεμος, που κράτησε ακριβώς 1 μήνα και πέρασε από 3 φάσεις: ξεκίνησε ως αμυντικός κατά των Βουλγάρων, έγινε απελευθερωτικός, για να σώσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς από τη βουλγαρική κυριαρχία, και κατέληξε επιθετικός, για να τους πείσουν οι Έλληνες να δεχθούν την ειρήνη. Με τη Συνθήκη του ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ σφραγίσθηκε η μεγάλη αναμέτρηση των Βαλκανίων λαών της ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ. Η ιστορία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ συμπλήρωσε ένα μεγάλο κύκλο, που είχε ανοίξει τον 15ο αιώνα (το 1430) με την κατάκτηση της χώρας από τους Οθωμανούς Τούρκους και έκλεισε με την τελική κατάργηση της κυριαρχίας τους με τη συνθήκη του Λονδίνου στις 17 Μαΐου 1913. Αντίθετα από την εντύπωση που είχε καλλιεργηθεί επί μισό αιώνα περίπου, οι περιοχές, που περιλαμβάνονταν στο μακεδονικό χώρο από το βουνό Σκάρδο ως το Αιγαίο και από την Πίνδο ως το Νέστο, δεν είχαν ούτε ιστορική ούτε εθνολογική ενότητα, προβλήθηκαν κατά καιρούς απόψεις για την ένταξη ολόκληρου του χώρου αυτού ως συνόλου στο ένα ή στο άλλο βαλκανικό κράτος ή ακόμη και για τη διοργάνωσή του ως ενιαίου αυτόνομου ή ανεξάρτητου κράτους. Οι ιδέες όμως αυτές ήταν απλώς πολιτικά προγράμματα και ελιγμοί των βαλκανικών κρατών ή των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, που επιδίωκαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της στρατηγικής αυτής της γεωγραφικής περιοχής. Στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ο ερευνητής μπορούσε να διακρίνει δύο διάφορες μεταξύ τους περιοχές στο χώρο αυτό που αποκαλούνταν ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, τη βόρειαπληθυσμιακά Σλαβική, με μεσαιωνικές σλαβικές ιστορικές καταβολές, και τη νότιαπληθυσμιακά Ελληνική, με βαθιές ιστορικές ρίζες και παράδοση στο Ελληνοχριστιανικό ΒΥΖΑΝΤΙΟ και στην κλασική αρχαιότητα. Χωρίς αμφιβολία όμως στα σημεία επαφής υπήρχε μεγάλη ανάμιξη και ρευστότητα εθνολογική. Οι θεωρούμενες σαν « μακεδονικές» περιοχές
δεν αποτελούσαν ενιαίο σύνολο. Η λύση που δόθηκε με τα όπλα στους βαλκανικούς πολέμους ήταν η πιο φυσιολογική εξέλιξη μιας μακρόχρονης πορείας. Αποτέλεσμα η κατάλυση της τουρκικής κυριαρχίας. Οι κυρίως σλαβικές βόρειες περιοχές περιήλθαν στις σλαβικές βαλκανικές χώρες. Κατά περίεργη σύμπτωση η νότια περιοχή, που περιήλθε στην ΕΛΛΑΔΑ, ταυτιζόταν περίπου προς τα όρια της λεγόμενης «ιστορικής» ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ των κλασικών χρόνων. Μία μόνο μικρή λωρίδα γης παρέμεινε εντός της σερβικής περιοχής, που σήμερα ανήκει στη Δημοκρατία των Σκοπίων, και ένα μικρότερο τμήμα αυτής, η Μακεδονία του ΠΙΡΙΝ, που βρίσκεται εντός της βουλγαρικής περιοχής. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και η βαλκανική διπλωματία δεν επέτυχαν την τέλεια «τομή» ανάμεσα στο σλαβικό και ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας. Η Συνθήκη του ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ οριστικοποίησε τα σύνορα των τριών βαλκανικών χωρών στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Χωρίς να εκφράζει την ολοκληρωτική δικαίωση, αποτέλεσε γενναίο βήμα στην οδό της εκπλήρωσης των εθνικών διεκδικήσεων. Παρά ταύτα σημαντικοί – αριθμητικά - ελληνικοί πληθυσμοί παρέμειναν αποκλεισμένοι στο βορρά στη σερβική και βουλγαρική λεγόμενη «Μακεδονία», από όπου αναγκάσθηκαν πολλοί να καταφύγουν στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Επίσης και μεγάλες πληθυσμιακές μάζες, βουλγαρικής κυρίως εθνικής συνείδησης, είχαν παραμείνει αποκλεισμένοι στο νότο - στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΓΑΙΑΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, από όπου επρόκειτο να ακολουθήσουν σταδιακά τον αντίστροφο δρόμο προς τα βόρεια, κυρίως προς τη Βουλγαρική Μακεδονία. Η προσπάθεια γενεών Μακεδόνων, Σλαβοβουλγάρων και Ελλήνων, οι οποίες αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση του τόπου τους, είχε φτάσει στο αίσιο και δραματικό συνάμα τέλος της. Η ιστορία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ως ενιαίου γεωγραφικού χώρου, τερματίζεται φυσιολογικά στο σημείο της απελευθέρωσης και της ένταξης των τριών τμημάτων της στις τρεις γειτονικές χώρες. Από το σημείο αυτό και πέρα το κάθε τμήμα ακολουθεί την ιστορική πορεία της αντίστοιχης χώρας και λαού της. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι, πιστοί στις αρχές της συνθήκης ειρήνης, φιλίας, αμοιβαίας συνεργασίας και προστασίας, με την οποία είχαν συνδεθεί μπροστά στον κοινό κίνδυνο του βουλγαρικού σοβινισμού, ήταν αποφασισμένοι να θέσουν τέρμα σε παραπέρα εδαφικές διεκδικήσεις στο μακεδονικό χώρο, ενώ οι Βούλγαροι γείτονές μας με τη «λυκοφιλία» τους καιροφυλακτούσαν να ενεργοποιήσουν και πάλι τη σοβινιστική μηχανή τους, ώστε να ανακτήσουν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μας τα εδάφη που θεωρούσαν δικά τους. Η ευκαιρία δε θα αργήσει να παρουσιασθεί. Ένας νέος πόλεμος, που η εμβέλειά του θα του προσδώσει το χαρακτηρισμό «Ευρωπαϊκός ή Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος», θα εκραγεί και μάλιστα στο βαλκανικό χώρο και οι εθνικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων στα μακεδονικά εδάφη γρήγορα θα εμφανιστούν και πάλι στο διπλωματικό και στρατιωτικό προσκήνιο. Με τις νέες αυτές εξελίξεις αρχίζει η ιστορία του νέου «Μακεδονικού Ζητήματος» που θα παραμείνει στην πολιτική σκηνή των Βαλκανίων σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ου αιώνα και συνεχίζει ως τις ημέρες μας να παραμένει ακόμη άλυτο - ένα απειλητικό καρκίνωμα. Τα οφέλη από τη συμμετοχή της Ελλάδας στους βαλκανικούς πολέμους είναι σημαντικά. Τα σύνορα της Μακεδονίας από τη μεθοριακή γραμμή της ΜΕΛΟΥΝΑΣ επεκτάθηκαν ως το ΝΕΣΤΟ ποταμό, το βουνό ΜΠΕΛΕΣ και τη λίμνη ΠΡΕΣΠΑ. Η επιφάνεια του Ελληνικού Κράτους από 63.211 τετραγωνικά χιλιόμετρα έφτασε τα 120.308 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός επίσης αυξήθηκε από 2.631.952 κατοίκους σε 4.718.221. Η απόδοση στην καλλιέργεια χιλιάδων στρεμμάτων πλούσιων εδαφών, κυρίως της Μακεδονίας, η διάνοιξη των νέων επικοινωνιακών οδών με το εσωτερικό της Βαλκανικής, τα νέα μεγέθη στον οικονομικό τομέα κτλ. συνέθεταν εικόνα αισιοδοξίας και δύναμης. Αλλά εκτός από τα παραδοσιακά δεδομένα η ομόνοια και η ομοψυχία της ηγεσίας και του λαού αποτελούσαν το πιο σταθερό και ασφαλές στήριγμα για την ολοκλήρωση της εσωτερικής ΑΝΟΡΘΩΣΗΣ και την πληρέστερη δικαίωση των εθνικών προσδοκιών, αφού τώρα ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ σώθηκε από τον ισλαμισμό και σλαβισμό και απαλλάχθηκε από την παρουσία των δύο αυτών προαιώνιων εχθρών του, των Σλαβοβουλγάρων και των Τούρκων. Ο βασιλιάς ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ο Α', από τους κυριότερους συντελεστές της νίκης και της δόξας του Ελληνισμού, με διάγγελμά του εξέφρασε τον ενθουσιασμό του για τις αρετές του Έλληνα στρατιώτη και μάλιστα έλεγε ότι σε αυτόν οφείλεται ο διπλασιασμός του κράτους: «Η ΕΛΛΑΔΑ», όπως τόνιζε, «έχει γίνει σεβαστή στους φίλους της και φοβερή στους εχθρούς της».-
Α'β. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ. Η ΕΙΡΗΝΗ στα Βαλκάνια (Ειρήνη του Βουκουρεστίου/28 Ιουλίου 1913) υπήρξε εύθραυστη. Οι βαλκανικοί λαοί, που είχαν εμπλακεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, δεν έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι από τη μοιρασιά και ιδίως οι Βούλγαροι, που ήταν οργισμένοι εναντίον των Ελλήνων και των Σέρβων. Ήδη από την άνοιξη του 1914, προτού να χρονίσει η ειρήνη, άρχισαν κιόλας να υψώνονται σύννεφα στο Βαλκανικό ορίζοντα. Αλλά ύστερα από λίγο φάνηκαν και στον ευρωπαϊκό ορίζοντα απειλητικά σημάδια, που προμήνυαν την καταιγίδα που πλησίαζε. Έτσι, προτού η ΕΛΛΑΔΑ μπορέσει να ανασυγκροτηθεί από τους Βαλκανικούς πολέμους και να εδραιώσει την παρουσία της σαν κράτος στις «Νέες Χώρες», που με πολλές θυσίες ελευθέρωσε, βρέθηκε πάλι στα γρανάζια ενός νέου πολέμου, παγκόσμιου αυτή τη φορά: του Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1914-1918. Τα αίτια του ολέθριου πολέμου ήταν καθαρά οικονομικά-ιμπεριαλιστικά, αφορμή για την κήρυξή του ήταν η δολοφονία του αρχιδούκα (διαδόχου) της Αυστροουγγαρίας ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΥ στο ΣΕΡΑΓΕΒΟ της Βοσνίας, στις 28 Ιουνίου 1914, από τον εθνικιστή φοιτητή Σέρβο Γαβριήλ Πρίντσιπ. Οι επιχειρήσεις άρχισαν μετά την εκπνοή του τελεσιγράφου της ΒΙΕΝΝΗΣ προς το ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ (προθεσμία 30 ημερών), στις 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1914, με την κήρυξη πολέμου Αυστρίας-Σερβίας, ο οποίος όμως γρήγορα γενικεύθηκε και πήρε διαστάσεις ευρωπαϊκού και παγκόσμιου. Στην ΕΛΛΑΔΑ ο πόλεμος προκάλεσε κραδασμούς στις προσωπικές σχέσεις του υπεύθυνου πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου με τον «ανεύθυνο» βασιλιά Κωνσταντίνο, με αφορμή τη στάση της χώρας απέναντι στις συγκρουόμενες Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Μόλις είχε περάσει ένας χρόνος (ακριβώς) από τη λήξη των βαλκανικών πολέμων με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) και σημειώθηκε η πρώτη δοκιμασία των αποφάσεων της διάσκεψης εκείνης. Με την έκρηξη αυτού του νέου πολέμου επανήλθε αμέσως στο προσκήνιο της διπλωματίας σε νέα φάση το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ», καθώς τόσο η μία παράταξη, η «ΤΡΙΠΛΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ» των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑ, ΙΤΑΛΙΑ, όσο και η άλλη παράταξη, η «ΕΓΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ» – η γνωστή ως ΑΝΤΑΝΤ - ΑΓΓΛΙΑ, ΓΑΛΛΙΑ, ΡΩΣΙΑ ερωτοτροπούσαν με τους Βουλγάρους, προσπαθώντας να τους δελεάσουν με αντιπαροχή για τη συμμαχία τους τα μακεδονικά εδάφη, που ανήκαν στους Έλληνες και στους Σέρβους. Από την πλευρά της η ΑΝΤΑΝΤ έφτασε στο σημείο να προσφέρει στη Βουλγαρία το μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, καθώς και την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μαζί με το λιμάνι της ΚΑΒΑΛΑΣ, που τόσο πολύ το ήθελε. Από την άλλη μεριά ο αυτοκράτορας της Γερμανίας ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ Β', ο γνωστός ΚΑΪΖΕΡ (κουνιάδος του Έλληνα βασιλιά Κωνσταντίνου) απείλησε, ο αναιδής, την ΕΛΛΑΔΑ πως, αν δε συμπράξει με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, θα δεχθεί κοινή επίθεση της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Ο πόλεμος είχε φτάσει πια κοντά στην Ελλάδα και η «ουδετερότητά» της, ενώ εξυπηρετούσε τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, αποτελούσε πρόκληση για την ΑΝΤΑΝΤ. Ο Βενιζέλος επιμένει να βγει η χώρα στον πόλεμο, και μάλιστα στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ, ενώ ο Κωνσταντίνος επιμένει στην ουδετερότητα. Η διαφωνία μεταξύ των δύο ηγετών της χώρας θα οδηγήσει στον αντισυνταγματικό τρόπο αποπομπής του πρωθυπουργού Βενιζέλου από το βασιλιά Κωνσταντίνο, αφού διέλυσε τη ΒΟΥΛΗ δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες, στην παραίτηση της κυβέρνησης του Βενιζέλου στις 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1915 και στην όξυνση των σχέσεων Ελλάδας – ΑΝΤΑΝΤ. [Έτσι άρχισε ο επάρατος εθνικός διχασμός, του οποίου θα είναι ανυπολόγιστες οι επιπτώσεις]. Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟΣ, από τα κυριότερα στελέχη του κόμματος των ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ, πρόεδρος της ΒΟΥΛΗΣ των Ελλήνων(1912-1915), που αποχώρησε από το κόμμα και παρέμεινε ανεξάρτητος βουλευτής στη διάρκεια του Εθνικού ΔΙΧΑΣΜΟΥ, στην κορύφωση της κοινοβουλευτικής κρίσης έγινε δεκτός σε ακρόαση στα ανάκτορα του ΤΑΤΟΪΟΥ. Στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ της διαφωνίας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ»
γράφει: «…Κατά τον Κωνσταντίνον ο πόλεμος στρατιωτικώς είχε πλέον κριθεί. η γερμανική νίκη ήτο πλέον ασφαλής. Δεν επιτρεπόταν πλέον αντίθετη γνώμη… - Μα δεν κρατείτε, ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΕ, και καμία πισινή, μήπως και δε νικήσει η Γερμανία; - Δεν υπάρχει καμία πισινή. Πώς θέλεις να την κρατήσω;… - Μα ένας πόλεμος μπορεί να εξαρτηθεί και από μια βροχή… - αλλά πρέπει να προσθέσω ότι όλοι σας (οι πολιτικοί) από στρατιωτικά δε σκαμπάζετε τίποτε. Και γι’ αυτό τα στρατιωτικά τα κρατώ στα χέρια μου και δεν τα δίνω εις κανέναν, ούτε στο Βενιζέλο σου, και πήγαινε να του το πεις». [Θρασύτητα ο μεγαλειότατος! Εγωπάθεια, αφροσύνη, αμετροέπεια, ανευθυνότητα βασιλική απέναντι στον υπεύθυνο και λαοπρόβλητο πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο για τρίτη φορά συνεχώς είχε εκλέξει ο Ελληνικός λαός! Θαυμάστε τον!!] Την ίδια ημέρα με αυτά που συνέβαιναν στην ΑΘΗΝΑ-παραίτηση Βενιζέλου- άρχιζε η μεγάλη αποβατική επιχείρηση των Αγγλογάλλων (συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ) στο λιμάνι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Συγκεκριμένα στις 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1915 δύο μικρά σκάφη μεταγωγικά του συμμαχικού στόλου της Ανατολικής Μεσογείου αγκυροβόλησαν έξω από τον προβλήτα του λιμανιού της πόλης, χωρίς καμία συγκατάθεση των αρχών του κράτους. Σε λίγες ώρες και κάτω από τα περίεργα βλέμματα των Θεσσαλονικέων, που είχαν πλημμυρίσει την προκυμαία, και άλλα μεταγωγικά συμμαχικά σκάφη πλεύρισαν στο λιμάνι γεμάτα συμμαχικό στρατό, ΑΓΓΛΟΥΣ και ΓΑΛΛΟΥΣ. Οι πρώτες αυτές συμμαχικές δυνάμεις, που αποβιβάστηκαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και με αποικιακά τους στρατεύματα από την Αφρική και την Ασία, ήταν η 10η Μεραρχία του Αγγλικού στρατού και η 156η Μεραρχία του Γαλλικού στρατού. Ήταν πολύ ταλαιπωρημένες από τη δοκιμασία τους στην Καλλίπολη (για την εκπόρθηση των Στενών των Δαρδανελλίων). Το γεγονός της αποβατικής αυτής επιχείρησης των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη εξόργισε τη Γερμανική κυβέρνηση και ο Γερμανός υπουργός των εσωτερικών φον Γιάγκωβ απείλησε με τηλεγράφημά του κατάληψη ελληνικών εδαφών στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Σκοπός της ΑΝΤΑΝΤ ήταν η επιχειρησιακή πολεμική δραστηριότητα με βάση τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, για να στηρίξουν τη Σερβία και να ανακόψουν την προέλαση των Γερμανών (διαμέσου της Βουλγαρίας) στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Οπωσδήποτε όμως η απόβαση δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στη Θεσσαλονίκη αποτελεί μια εχθρική πράξη, εφόσον παραβιάστηκε κατάφωρα η εδαφική ανεξαρτησία και η ουδετερότητα της χώρας μας. Θα αποβεί όμως η συμμαχική αυτή ενέργεια προς όφελος του Ελληνικού Έθνους. Στο μεταξύ η Βουλγαρία είχε προσδεθεί στο άρμα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, ελπίζοντας προφανώς – με την υπερίσχυση αυτών – να υλοποιήσει το όραμά της, το σύνολο δηλαδή των αξιώσεών της στο Μακεδονικό χώρο, και στις 29 Σεπτεμβρίου 1915 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας, η οποία κάτω από τα πλήγματα των Γερμανοαυστριακών και των συμμάχων τους Βουλγάρων, αβοήθητη και εγκαταλειμμένη από την (τέως) σύμμαχό της ΕΛΛΑΔΑ, καταρρέει, και ο βουλγαρικός στρατός πήρε την άδεια των Γερμανών να καταλάβει το μεγαλύτερο τμήμα της Σερβικής Μακεδονίας. Έτσι η συμπαράταξη της Βουλγαρίας με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες ανάγκασε τους συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ να συνεχίσουν απροκάλυπτα την απόβασή τους στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και να αναπτύξουν το τρίτο μέτωπο επιχειρήσεων, το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ. Επικεφαλής των Άγγλων ήταν ο στρατηγός σερ ΜΠΡΑΫΑΝ ΜΑΧΟΝ και επικεφαλής των Γάλλων ήταν ο στρατηγός ΜΟΡΙΣ ΣΑΡΑΪΓ, ο οποίος έφτασε στη Θεσσαλονίκη στις 12 Οκτωβρίου 1915, ύστερα από την αποτυχημένη εκστρατεία στα Δαρδανέλλια, ως διοικητής της Γαλλικής Στρατιάς Ανατολής. Μεταξύ των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ επικρατεί μεγάλη ένταση για το αν πρέπει να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο το νέο μέτωπο που άνοιξε στα ΒΑΛΚΑΝΙΑ, όπου είχαν ήδη συγκεντρωθεί 150.000 άνδρες (90.000 Άγγλοι και Ιρλανδοί και 60.000 Γάλλοι). Οι επικεφαλής των Συμμάχων αποφάσισαν να μετατρέψουν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ σε ένα «περιχαρακωμένο στρατόπεδο», να συγκεντρώσουν σ’ αυτό όλες τις δυνάμεις τους και να ετοιμασθούν για άμυνα, ώστε να αποκρούσουν πιθανή μεγάλη επίθεση των Γερμανοβουλγάρων, οι οποίοι προχωρούσαν
νοτιότερα. Μία αμυντική γραμμή ξεκινούσε από τη λίμνη ΛΑΓΚΑΔΑ, όπου τοποθετήθηκαν γαλλικά φυλάκια αναγνώρισης, ως τα έλη των εκβολών του ΑΞΙΟΥ ποταμού – μήκος 70 μίλια περίπου. Τα πλησιέστερα βουλγαρικά φυλάκια απείχαν 25 μόλις μίλια απ’ αυτή την οχυρωμένη γραμμή των Συμμάχων, ενώ το Ελληνικό Κράτος, η Ελληνική κυβέρνηση, ο Ελληνικός Στρατός, ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, όλοι οι «υπεύθυνοι;» παράγοντες αυτού του τόπου έμειναν αδιάφοροι και αμέτοχοι στα διαδραματιζόμενα γεγονότα, δείχνοντας προδοτική ανευθυνότητα για την αιματοβαμμένη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Πραγματική εθνική μειοδοσία!!! «Αιδώς»! Έλληνες(;). Συγχρόνως μια μοίρα του συμμαχικού στόλου, που περιλάμβανε και θωρηκτά, ανέλαβε την άμυνα στο Θερμαϊκό. Στις 17 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1915 οι ΓΕΡΜΑΝΟΙ πραγματοποίησαν αεροπορική επιδρομή κατά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗΣ με τρία αεροπλάνα˙ ένας μόνο ΕΛΛΗΝΑΣ νεκρός. Είχαν μεγάλη αστοχία, οι βόμβες έπεσαν έξω από την πόλη. Ένα, μάλιστα γερμανικό «ZEPPELIN» καταρρίφθηκε στην περιοχή Καλοχωρίου – Σίνδου. Αυτήν την ευκαιρία ήθελε ο Γάλλος αρχιστράτηγος των Συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ, Σαράιγ˙ την ίδια ημέρα γαλλικά και αγγλικά αποσπάσματα μπαίνουν στα προξενεία των αντιπάλων κρατών και συλλαμβάνουν τους προξένους και τους διπλωμάτες, τους διάφορους πράκτορες και κατασκόπους˙ τους επιβίβασαν σε πλοίο αναγκαστικά και τους έστειλαν αιχμαλώτους στη Γαλλία. Μία από τις βόμβες εκείνου του βομβαρδιστικού αεροπλάνου έπεσε κοντά σε μια μονάδα ελληνικού ιππικού, της οποίας διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης ιππικού πρίγκιπας ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΚΛΙΞΜΠΟΥΡΓΚ, γιος του βασιλιά Γεωργίου Α΄ και αδελφός του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄. Ο Σαράιγ πίστεψε προς στιγμή ότι το γεγονός θα έκανε τον Ανδρέα τουλάχιστον να διαμαρτυρηθεί για την προσβολή. Ο πρίγκιπας όμως, υπακούοντας στην «εθνική;» του συνείδηση (δανικής καταγωγής) και στη «γραμμή» των ανακτόρων (ουδετερότητα στο διεξαγόμενο Ευρωπαϊκό – παγκόσμιο πόλεμο), δεν αντέδρασε καθόλου προς μεγάλη απογοήτευση των Συμμάχων, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούσαν να πάρουν την ΕΛΛΑΔΑ με το μέρος τους. Ένα άλλο «σημαντικό» γεγονός των πρώτων μηνών της συμμαχικής παρουσίας στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ήταν η «κατάληψη» από τους Συμμάχους του φρουρίου του ΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΟΥ, που το κρατούσαν 250 μόνο Έλληνες στρατιώτες. [Καράμπουρνου λεγόταν στα τουρκικά το ακρωτήριο στην είσοδο του κόλπου της Θεσσαλονίκης, που σήμερα λέγεται Μεγάλο Έμβολο]. Το γεγονός αυτό πέρασε στην ιστορία σαν μία από τις μεγαλύτερες γκάφες του πολέμου και ήταν ενδεικτικό των κακών σχέσεων μεταξύ του συμμαχικού και του ελληνικού στρατού και της απραξίας γενικά των συμμαχικών στρατευμάτων στο νέο μέτωπο, το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ, τον πρώτο καιρό μετά την απόβαση. Τόση ήταν η εντύπωση που προκαλούσε η απραξία αυτή, ώστε ο γαλλικός τύπος να αποκαλεί τους στρατιώτες του Σαράιγ «κηπουρούς της Θεσσαλονίκης», επειδή η κύρια ασχολία τους ήταν να σκάβουν χαρακώματα. Οι επικεφαλής της συμμαχικής στρατιάς, Σαράιγ και Μαχόν, βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν το «απειλητικό και απόρθητο» αυτό φρούριο του Καράμπουρνου, όταν οι φρουροί του τορπίλισαν και βύθισαν το αγγλικό οπλιταγωγό πλοίο «ΝΟΡΣΜΑΝ» στις 8 Ιανουαρίου 1916 ανοικτά του ακρωτηρίου Καράμπουρνου, που ήταν καλά οχυρωμένο με τεράστια επάκτια πυροβόλα “ΚΡΟΥΠ” από την εποχή της τουρκοκρατίας. Σχεδιάσθηκε και «εκτελέσθηκε» η μοναδική, μέχρι τότε, «πολεμική» επιχείρηση των Συμμάχων, που χαρακτηρίσθηκε σαν γελοία πράξη, σαν μια φάρσα, εφόσον για την «ηρωική» κατάληψη του φρουρίου αυτού, που το «υπεράσπιζαν» μόνο 250 αδιάφοροι Έλληνες στρατιώτες, καταστρώθηκε ολόκληρο σχέδιο μάχης. Πάνω από 3.000 άνδρες του συμμαχικού στρατού και μία ίλη ιππικού στάλθηκαν να περικυκλώσουν το «απόρθητο» αυτό φρούριο. Ενώ συγχρόνως πλοία συμμαχικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά καταδρομικά (η Ιταλία είχε προσχωρήσει στην ΑΝΤΑΝΤ) και το ρωσικό «ΑΣΚΟΛΝΤ», περικύκλωσαν το ακρωτήριο Καράμπουρνου˙ επίσης υπήρξε και αεροπορική κάλυψη 3 αεροπλάνων. Η «ένδοξη» αυτή επιχείρηση τελείωσε άδοξα, αφού δε χρειάσθηκε να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Οι Έλληνες φρουροί, που δεν είχαν καμία διάθεση να συγκρουσθούν με τους Συμμάχους, παρέδωσαν χωρίς καμία αντίσταση το ακρωτήρι με τα επάκτιαΜία πυροβολεία άλλη επιχείρηση του και έφυγαν. «γενναία» των Συμμάχων, στις αρχές του ίδιου χρόνου (1916), ήταν η ανατίναξη – με εντολή του αρχιστράτηγου Σαράιγ – της μεγάλης σιδερένιας γέφυρας του Στρυμόνα˙ και η πράξη αυτή δηλώνει το άγχος και τη φοβία του Γάλλου αρχηγού των Συμ-
μαχικών δυνάμεων στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ. Όμως η ενέργεια αυτή προκάλεσε την έντονη αγανάκτηση των Ελλήνων της Μακεδονίας, επειδή κόπηκε ουσιαστικά η οδική επικοινωνία της Ανατολικής Μακεδονίας με την υπόλοιπη χώρα. Την περίοδο όμως αυτή της πολεμικής απραξίας και αναμονής, οι Σύμμαχοι ασχολούνταν με την κατασκευή διαφόρων έργων στην πόλη και στη γύρω περιοχή της, κυρίως οχυρωματικών. Κατασκευάζονται διάφορα αμυντικά έργα, χαρακώματα, φυλάκια, παρατηρητήρια, πυροβολεία, αλλά και κοινωνικά έργα υποδομής, δρόμοι, σιδηροδρομικές γραμμές και προβλήτες στο λιμάνι για την διακίνηση των κατοίκων, των στρατευμάτων και τόσων πολλών εφοδίων. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ γενικά έδινε την εικόνα μιας πολιορκημένης πόλης. Περιχαρακωμένη και περικλεισμένη με συρματοπλέγματα γύρω – γύρω (μήκους 245 μιλίων) μεταβάλλεται σε μια πόλη από τις καλύτερα οχυρωμένες στον κόσμο. Αυτά τα έργα, όμως, που κράτησαν όλο το χειμώνα, μέχρι την άνοιξη του 1916, απασχολούσαν και πολλούς εντόπιους εργάτες και πρόσφυγες, που είχαν εγκατασταθεί στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Η αγορά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ έσφυζε από πολύ κόσμο, οι ένστολοι βέβαια ήταν περισσότεροι. Το Μάρτιο του 1916 ύστερα και από τη μεταφορά και εγκατάσταση του σερβικού στρατού (112.000 Σέρβοι μεταφέρθηκαν από την Κέρκυρα με νηοπομπές του συμμαχικού στόλου), ο συμμαχικός στρατός αριθμούσε συνολικά 300.000 άνδρες. Οι άνδρες του συμμαχικού στρατού της ΑΝΤΑΝΤ με τις ποικιλόχρωμες στολές τους αποτελούσαν ένα μωσαϊκό με λευκές, μαύρες, κίτρινες ψηφίδες: Άγγλοι, Ιρλανδοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Σέρβοι, Ρώσοι, Σενεγαλέζοι, Ινδοί, Βιετναμέζοι, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, άνδρες από τη Μαδαγασκάρη και από άλλες αποικίες – κτήσεις της Αφρικής και της Ασίας. Ένα ανθρώπινο μελισσολόι! Ο πόλεμος επιτάχυνε τη μεγέθυνση και την εξάπλωση των οικισμών σε μέρη που 10 χρόνια νωρίτερα ήταν βαλτοτόπια κοντά σε εκβολές, παρατημένα χωράφια και έλη. Πολλοί είχαν πεθάνει από την ελονοσία. «Η Σαλονίκη, από τότε που άρχισε ο πόλεμος, έχει χάσει κάπως από τον οριενταλισμό της», έγραψε ένας αξιωματικός. Η κίνηση στην πολύβουη αγορά της πολυφωνικής, πολυπολιτισμικής και πυκνοκατοικημένης πόλης έφερε μια ευημερία μοναδική και μάλιστα σε καιρό πολέμου. Ο εμπορικός κόσμος πλούτισε εύκολα και τα ενοίκια των σπιτιών αυξήθηκαν κατακόρυφα. Την περίοδο αυτή ο παππούς του γράφοντος, Ξουλίδης Ιωάννης, κάτοικος Θεσσαλονίκης – πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη – διατηρούσε στο κέντρο της πόλης μεγάλη βιοτεχνία δερμάτινων ειδών και προμήθευε τους συμμάχους μπότες και είδη ιπποσκευής. Γέμισε η πόλη με μουσικά θέατρα, κινηματογράφους, καμπαρέ, καφενεία και πορνεία, ενώ μια συμμαχική μπάντα παιάνιζε καθημερινά στην Πλατεία Ελευθερίας ενθουσιώδη εμβατήρια πολεμικά. Ο κόσμος καλοπερνούσε και τραγουδούσε, έστω και περιχαρακωμένος και εγκλεισμένος, όπως τα ωδικά πουλιά μέσα στα κλουβιά. Ενώ ο ξένος τύπος διάνθιζε και εγκωμίαζε τη «ΝΥΦΗ του ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ» με ηχηρούς χαρακτηρισμούς : το «Σταυροδρόμι των Εθνών», το «Πορτ – Σάιντ των Βαλκανίων», η «Τεργέστη του Αιγαίου», η «Ελπίς μας δια το μέλλον». Η καλή εικόνα, που δίνει στον επισκέπτη και σε κάθε ξένο η πόλη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, οφείλεται και στις δραστηριότητες του δημάρχου της. Ο πρώτος Δήμαρχος της πόλης, μετά την απελευθέρωσή της, ήταν Τούρκος˙ διατηρήθηκε στο αξίωμά του από το Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Κ. Ρακτιβάν, γιατί ήταν ικανός άνδρας˙ λεγόταν Οσμάν Σαΐτ Μπέης και έμεινε στη θέση του ως τις 18 Αυγούστου 1916. Ο επόμενος δήμαρχος της Θεσσαλονίκης ήταν ο Κωνσταντίνος Αγγελάκης. Παραταύτα τα αισθήματα των κατοίκων της πόλης ήταν μοιρασμένα για τους Συμμάχους. Πολλοί τους έβλεπαν με μια εχθρική επιφυλακτικότητα, αρκετοί ήταν αδιάφοροι, ενώ μια μεγάλη μερίδα, κυρίως ο εμπορικός κόσμος, εκδήλωναν κάποια συμπάθεια και αισιοδοξία για την εγγύηση, που παρείχε η παρουσία της τόσο μεγάλης συμμαχικής στρατιάς απέναντι στη γερμανοβουλγαρική απειλή για ενδεχόμενη κατάληψη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Μέχρι και την άνοιξη του 1916 δε δόθηκε καμία μάχη μεταξύ των αντιπάλων στρατιών (των Αγγλογάλλων και των Γερμανοβουλγάρων) στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ – μόνο μερικές αψιμαχίες μεταξύ ομάδων αναγνώρισης έγιναν και μερικές ανταλλαγές πυρών πυροβολικού. ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι, ιδιαίτερα της βενιζελικής παράταξης – του κόμματος των Φιλελευθέρων – έβλεπαν με ανησυχία την επιμονή της ανακτορικής δικτατορικής κυβέρνησης της ΑΘΗΝΑΣ να τηρεί αδικαιολόγητη, εθνικά, στάση και επιζήμια για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, κρατώντας τον ελληνικό στρατό αμέτοχο
σε όλη την πολεμική δραστηριότητα μέσα στον Ελλαδικό χώρο. Οι Σέρβοι στρατιώτες, όμως, παρόλες τις κακουχίες τους προσφέρονταν να πάρουν μέρος σε πιθανή επίθεση των Συμμάχων κατά των Γερμανοβουλγάρων εισβολέων (που κατέλαβαν τη χώρα τους) και οι Αγγλογάλλοι έβλεπαν με μεγάλη κατάπληξη την απρόσμενη αυτή προσφερόμενη βοήθεια των υπερήφανων Σέρβων. Την ανησυχία και την αγωνία του στρατού και του λαού, ιδιαίτερα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και πιο πολύ στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, αύξησε η συγκατάθεση της ελληνικής (πουλημένης στα γερμανικά συμφέροντα) κυβέρνησης της ΑΘΗΝΑΣ να επιτρέψει στους Γερμανοβούλγαρους να εισβάλουν στην ελληνική επικράτεια και να καταλάβουν οχυρές θέσεις στην Ανατολική Μακεδονία. Συγκεκριμένα η ανακτορική κυβέρνηση της Αθήνας, με εμπιστευτική εγκύκλιο του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.), διέταξε τα σώματα του Ελληνικού στρατού και τις μεραρχίες να αφήσουν τα βουλγαρικά στρατεύματα να προωθηθούν ανενόχλητα στο χώρο της Α. Μακεδονίας. Έτσι βουλγαρικές και γερμανικές δυνάμεις εισβάλλουν στο ελληνικό έδαφος, στην ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, και καταλαμβάνουν το οχυρό του ΡΟΥΠΕΛ στις 13 Μαΐου 1916, χωρίς ο ελληνικός στρατός να προβάλει αξιόλογη αντίσταση. Οι ελληνικές φρουρές όμως με πόνο ψυχής και με πολλές απορίες εγκατέλειπαν τις θέσεις τους: π.χ. ο διοικητής της νέας Μεραρχίας Σερρών Χριστοδούλου ετοιμάσθηκε να αντισταθεί, αλλά έσπευσε ο Διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού ΚΑΒΑΛΑΣ, ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, να του επιβάλει να εκκενώσει την πόλη ΣΕΡΡΕΣ. Το ίδιο έκανε και ο Κονδύλης, που αρνήθηκε να παραδώσει το φρούριο που φρουρούσε (Φαιά Πέτρα) και αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στο Σιδηρόκαστρο από έλλειψη πυρομαχικών. Με τις «πλάτες» των Γερμανών, ισχυρών συμμάχων τους, οι Βούλγαροι, οι βρομερές «ύαινες» των Βαλκανίων, θα καταλάβουν χωρίς θυσίες τις Σέρρες, την Καβάλα, τη Δράμα και γενικά όλη την Ανατολική Μακεδονία μέχρι το Στρυμόνα, την οποία είχαν καταλάβει και είχαν ελευθερώσει με πολλές θυσίες τα ελληνικά στρατεύματα, με επικεφαλής τον ίδιο το βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Ιούλιο του 1913, και την οποία προσκύρωσε στην ΕΛΛΑΔΑ η Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου – με τη συνθήκη ειρήνης – στις 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913. Με την εισβολή των βουλγαρικών στρατευμάτων αρχίζουν και πάλι φοβερές διώξεις των Ελλήνων, νέος γύρος δράσης εκ μέρους των νοσταλγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου εναντίον των δύστυχων κατοίκων της Ανατολικής Μακεδονίας. Ούτε ένα δάκρυ δεν έχυσε η ανακτορική κυβέρνηση της ΑΘΗΝΑΣ και ο ίδιος ακόμη ο βασιλιάς, ενώ προ τριετίας, κατά τις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της ανακωχής του ελληνοβουλγαρικού πολέμου, στα μέσα Ιουλίου του 1913, εξοργισμένος από τις σφαγές του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, όπως έχει προαναφερθεί, είχε δηλώσει (στα λατινικά) «… censeo Bulgarian esse delendam» (φρονώ ότι η Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί)!!! Δεν ήταν Έλληνες;; Τί άλλαξε τόσο απότομα μέσα στην ψυχή και το νου του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ; Δεν άκουγε τους παλμούς της καρδιάς του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ παρά μόνο τα κελεύσματα του Κάιζερ από το ΒΕΡΟΛΙΝΟ. Είχε επίσης δηλώσει τότε, ότι οι Βούλγαροι επιδιώκουν να κερδίσουν με την ανακωχή χρόνο, για να επανέλθουν. Τώρα άνοιξε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος τις πόρτες, για να μπουν. «O tempora, o mores»!!! Οι Σύμμαχοι στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ θεώρησαν προδοτική ενέργεια την παράδοση των οχυρών της Ανατολικής Μακεδονίας, για την εκπόρθηση των οποίων ο Ελληνικός στρατός έχυσε ποτάμια αίματος. Οι επικεφαλής των Συμμάχων, ο Γάλλος αρχιστράτηγος Μορίς Σαράιγ και ο Άγγλος στρατηγός Τζωρτζ Μιλν, με τη συγκατάθεση του Γάλλου στρατάρχη ΖΟΖΕΦ ΖΟΦΡ, προετοίμαζαν μεγάλη επίθεση να αποκρούσουν την προέλαση των Γερμανοβουλγάρων, ασκώντας συγχρόνως μεγάλες πιέσεις κατά του Κωνσταντινικού καθεστώτος της ΑΘΗΝΑΣ. Έτσι αρχικά, για να ταπεινώσουν τον Κωνσταντίνο και να τον εξευτελίσουν στα μάτια και στη συνείδηση του ελληνικού λαού, απαγόρευσαν στις 21 Μαΐου 1916 τις γιορταστικές εκδηλώσεις στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ για την ονομαστική γιορτή του βασιλιά Κωνσταντίνου και δε δίστασαν να κηρύξουν την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας, παίρνοντας τυπικά όλες τις εξουσίες στα χέρια τους, και εγκατέστησαν λογοκρισία στον τύπο. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είχε μετατραπεί σε κατεχόμενη πόλη. Η ΕΛΛΑΔΑ θα βρεθεί σχεδόν σε κατάσταση υποταγής στους Συμμάχους τής ΑΝΤΑΝΤ (αποκλεισμός του Πειραιά, βομβαρδισμός των ανακτόρων, απόβαση συμμαχικών αγημάτων και συμπλοκές με επιστράτους του καθεστώτος), ενώ η πολιτική πόλωση οδηγεί σε κυβερνητική κρίση, αναρχία, τρομοκρατία.
Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ στο αποκορύφωμά του!!! Τον Ιούνιο/1916 συμμαχικά στρατεύματα προωθούνται στη Βορειοδυτική Μακεδονία και με τη σύμπραξη των Σέρβων κατευθύνονται προς τη ΦΛΩΡΙΝΑ και το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, πόλεις που είχαν καταλάβει οι Γερμανοβούλγαροι. Οι Άγγλοι ήλεγχαν το Στρυμόνα, ενώ στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ καταφτάνουν συνεχώς νέες ενισχύσεις, Ρώσοι, Ιταλοί κ.ά.. Έτσι το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ των Συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ στη Βαλκανική, ύστερα από 9μηνη αναμονή (αφότου έγινε η απόβαση) βγήκε από την απραξία – ενεργοποιήθηκε - και θα αντιμετωπίσει την προέλαση των αντιπάλων δυνάμεων. Η κατάσταση στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ επιδεινώνεται. Οι σφαγές των κατοίκων στην Ανατολική Μακεδονία συνεχίζονται ανηλεώς από τους απογόνους του Ασπαρούχ και του ΚΡΟΥΜΟΥ, που πλησιάζουν στο Στρυμόνα με κατεύθυνση προς τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Επίσης οι Βούλγαροι στη Δυτική Μακεδονία και στη Βόρεια Μακεδονία, στις περιοχές Φλώρινας, λίμνης Δοϊράνης και Καϊμακτσαλάν, ενισχυμένοι με 2 γερμανικές μεραρχίες του Γερμανού στρατηγού φον ΒΙΝΚΛΑΙΡ, εξαπέλυσαν επίθεση κατά των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ. Τώρα πλέον το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ των συμμάχων αναπτύχθηκε σε όλη τη Μακεδονία και έγιναν σφοδρές μάχες με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες. Ό,τι είχε κερδίσει η ΕΛΛΑΔΑ με τους δύο Βαλκανικούς πολέμους, κινδύνευε να χαθεί με την εισβολή των Γερμανοβουλγάρων στη μακεδονική ελληνική επικράτεια (απ’ όλα τα σημεία – Ανατολικά, Β.Α. , Β. και Βορειοδυτικά) και, ενώ στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και στη γύρω περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας είχε εγκατασταθεί ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς στρατιωτικής διοίκησης των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ, το Κωνσταντινικό καθεστώς στην ΑΘΗΝΑ βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία και προδοτική αδιαφορία να ελέγξει την κατάσταση, που είχε δημιουργηθεί από την πεισματώδη άρνηση του βασιλιά να συμπαραταχθεί η χώρα με την ΑΝΤΑΝΤ, συνεχίζοντας την πεισματώδη φιλογερμανική πολιτική του και επιμένοντας στην ουδετερότητα σ’ έναν πόλεμο που διεξαγόταν ήδη μέσα στην επικράτεια του Βασιλείου του. Υπό την πίεση των γεγονότων αυτών, στις 17 Αυγούστου 1916, εκδηλώνεται στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ το κίνημα της «ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ» από φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, που ανησυχούσαν και αγωνιούσαν σοβαρά από την εξέλιξη των γεγονότων, τα οποία καθιστούσαν προβληματικό το μέλλον της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, για την απελευθέρωση της οποίας χύθηκε τόσο πολύ αίμα στους πρόσφατους Βαλκανικούς πολέμους – από ελληνικής πλευράς – εναντίον του ισλαμισμού και του σλαβισμού. Εξάλλου υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία Γάλλου αξιωματικού ότι σχεδιαζόταν από τη διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ η εγκατάσταση της Σερβικής Βουλής στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και η πιθανή εξουσιοδότηση προς τους Σέρβους να οργανώσουν την πολιτική διοίκηση της Μακεδονίας, εφόσον η ΕΛΛΑΔΑ (με το γερμανόφιλο βασιλιά της) δεν τηρούσε την «ουδετερότητα» - εκχωρώντας τα οχυρά της, μεγάλης στρατηγικής σημασίας, στους αντιπάλους της ΑΝΤΑΝΤ. Η Επαναστατική Επιτροπή της «ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ» με πρόεδρο τον αντισυνταγματάρχη Π. ΖΥΜΒΡΑΚΑΚΗ και μέλη τον αντισυνταγματάρχη Κ. Μαζαράκη, το μοίραρχο της Κρατικής Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης και επαρχιών της Μακεδονίας (της Δράμας, των Σερρών και της Φλώρινας) αποφάσισε την κήρυξη της Επανάστασης, για την σωτηρία της πατρίδας και την αποκήρυξη της γερμανόφιλης αυτοκρατορικής κυβέρνησης της ΑΘΗΝΑΣ, για την επάνοδο στην κοινοβουλευτική νομιμότητα και αποκατάσταση της ομαλότητας σε όλη τη χώρα. Βασικός, όμως, στόχος ήταν η έξοδος της Ελλάδας από την «ουδετερότητα» και η συμμετοχή αυτής στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ. Οι στόχοι της Επανάστασης κοινοποιήθηκαν προς τον ελληνικό στρατό και το λαό με την εξής προκήρυξη: «…Η πατρίς … σας καλεί εις την εκδίωξιν του εχθρού από την Μακεδονικήν γην δια της προσελεύσεώς σας εις τας τάξεις του στρατού της Εθνικής Αμύνης, όστις συμπράττων με τους συμμαχικούς στρατούς θα δυνηθεί να φέρει εις πέρας τον μέγαν αυτόν σκοπόν˙ η υπακοή εις τους παραδώσαντας άνευ αντιστάσεως την πατρικήν γην εις τον εχθρόν… δεν αποτελεί νομιμοφροσύνην αλλά έλλειψιν πατριωτικού αισθήματος και παράβασιν των θείων και ανθρωπίνων νόμων, του στρατού ανήκοντος εις την πατρίδα και όχι εις άτομα οποιαδήποτε και αν είναι αυτά…».
Ο ένοπλος πυρήνας του Κινήματος και πλήθος λαού, σε ατμόσφαιρα επαναστατικού ενθουσιασμού, συγκεντρώθηκαν στο ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟ και με επικεφαλής την Επαναστατική Επιτροπή κατευθύνθηκαν στην έδρα του Γαλλικού Συμμαχικού Στρατηγείου (στο λιμάνι), να συναντήσουν τον αρχιστράτηγο της ΑΝΤΑΝΤ Μορίς Σαράιγ, στον οποίο ανακοίνωσαν το γεγονός της επαναστατικής κίνησης και την ένταξη των επαναστατών στις τάξεις των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ο Σαράιγ εκδήλωσε τη συγκίνησή του και τους συγχάρηκε για τον πατριωτισμό τους. Λίγες ημέρες αργότερα το Δ΄ Σώμα του Ελληνικού Στρατού, το γνωστό για τις βενιζελικές του συμπάθειες, που είχε την έδρα του στην ΚΑΒΑΛΑ, έπαιρνε διαταγή από το Γ.Ε.Σ. να παραδοθεί στους Γερμανοβούλγαρους. έτσι και έγινε. Παραδόθηκε στις 29 Αυγούστου 1916 και στις 30 Αυγούστου 1916 οι Βούλγαροι ανακατέλαβαν την ΚΑΒΑΛΑ και το φρούριό της, χωρίς να προβάλουν οι υπερασπιστές του καμία αντίσταση. Εκτέλεσαν πιστά την επαίσχυντη διαταγή της ανακτορικής προδοτικής κυβέρνησης της ΑΘΗΝΑΣ, που όριζε να μην προβάλλονται εμπόδια στις επιχειρήσεις των Γερμανοβουλγάρων στην Ανατολική Μακεδονία. Η παράδοση του φρουρίου της Καβάλας – με όλο τον οπλισμό του – σήμαινε την εκμηδένιση του Δ΄ Σώματος Στρατού και ουσιαστικά ολόκληρης της στρατιωτικής ελληνικής παρουσίας στο χώρο της Ανατολικής Μακεδονίας. Η φτωχή ΕΛΛΑΔΑ, η «ΨωροΚώσταινα», του βασιλιά Κωνσταντίνου, πρόσφερε στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες όλο τον οπλισμό του στρατού της Ανατολικής Μακεδονίας. Μόνο τα πυροβόλα του 7ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού διασώθηκαν και φορτώθηκαν από το λιμάνι της Καβάλας στο πολεμικό πλοίο “ΑΡΗΣ” και με εντολή των Συμμάχων ξεφορτώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην οποία αργότερα θα αποτελέσουν το πολεμικό υλικό, με το οποίο θα εξοπλισθούν οι πρώτες μονάδες του επαναστατικού στρατού της Εθνικής Αμύνης Θεσσαλονίκης. Όλοι οι άνδρες του Δ΄ Σώματος του Ελληνικού Στρατού, το οποίο παραδόθηκε στους Γερμανούς αμαχητί, 450 αξιωματικοί και 6.500 οπλίτες, ταπεινωμένοι και ντροπιασμένοι, θεωρήθηκαν αιχμάλωτοι πολέμου, φορτώθηκαν στα τρένα και μεταφέρθηκαν «φιλοξενούμενοι» στο ΓΚΑΙΡΛΙΤΖ της Γερμανίας (σήμερα της Πολωνίας), όπου έμειναν ως το τέλος του πολέμου. Έμειναν στιγματισμένοι στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους ως αρνησιπάτριδες, ριψασπίδες. [Δεν πιστεύω να υπάρχει προηγούμενο σε όλη την υπερτρισχιλιετή Ελληνική Ιστορία]. Όλη η περιοχή από το ΝΕΣΤΟ μέχρι το Στρυμόνα (της Ανατολικής Μακεδονίας), γη ποτισμένη με ελληνικό αίμα – νωπό ακόμη – που χύθηκε προ τριετίας στον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο (Β΄ βαλκανικό/1913) για την απελευθέρωση των Ελλήνων, χαρίσθηκε κυριολεκτικά στους προαιώνιους εχθρούς του Ελληνικού Έθνους, στους Τουρκομογγόλους Βούλγαρους για τη δόξα της Βουλγαρίας. Μεγάλο και αναπάντεχο το δώρο που έκανε ο Κωνσταντίνος, ο «βασιλιάς» της Ελλάδας, στον ομόλογό του Φερδινάνδο, το βασιλιά της Βουλγαρίας. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, στα μέσα του Ιουλίου του 1913, όπως προαναφέρθηκε, επαιρόμενος για τις νίκες του Ελληνικού Στρατού κατά των Βουλγάρων και απευθυνόμενος από το μέτωπο της Ανατολικής Μακεδονίας προς την κυβέρνησή του, τηλεγραφούσε στην ΑΘΗΝΑ, με την παρότρυνση: «Προσπαθήσατε να απομακρύνετε πάσαν μεσολάβησιν των Δυνάμεων ˙ δεν αποδέχομαι ανακωχήν… οι Βούλγαροι δεν επιδιώκουν παρά να κερδίσουν χρόνον, δια να επανέλθουν (στη Μακεδονία), η Βουλγαρία πρέπει να αναγνωρίσει την ήτταν της… ». Τώρα όμως τους έφεραν ο ίδιος και ο αγαπητός του κουνιάδος – ο ΚΑΪΖΕΡ – αυτοκράτορας της Γερμανίας, Γουλιέλμος ο Β΄, ο οποίος μάλιστα στη Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913) είχε μεταβληθεί ξαφνικά σε ενθουσιώδη θαυμαστή του ελληνικού στρατού και είχε υποστηρίξει την ελληνική άποψη για το θέμα της κυριαρχίας των Ελλήνων σε όλη την Ανατολική Μακεδονία, συμπεριλαμβανομένης και της ΚΑΒΑΛΑΣ. Τώρα ο πανίσχυρος δυνάστης της Γερμανίας μαζί με το γαμπρό του Κωνσταντίνο, το δυνάστη της Ελλάδας, αναιρούν τα λόγια τους, διαπράττουν τα αντίθετα –ξεφτιλίζουν τον ελληνικό στρατό αιχμαλωτίζοντάς τον και προδίδουν την Ανατολική Μακεδονία. Ενώ όταν έληξαν οι πολεμικές επιχειρήσεις των Βαλκανικών πολέμων (Ιούλιος 1913) ο βασιλιάς της Χώρας με διάγγελμά του είχε εκφράσει τον ενθουσιασμό του για τις αρετές του Έλληνα στρατιώτη και μάλιστα είχε δηλώσει ότι σε αυτόν οφείλεται ο διπλασιασμός του κράτους και ότι η ΕΛΛΑΔΑ είχε γίνει σεβαστή στους φίλους της και φοβερή στους εχθρούς της.
[Πότε τέλος πάντων τα αισθήματα του Κωνσταντίνου ήταν ειλικρινή; Τότε – το 1913 ή τώρα – το 1916; Ο ίδιος ο βασιλιάς δωσίλογος!!!] Ο Φερδινάνδος, ο κακός γείτονας και μεγάλος ψεύτης, όταν πήρε το “δώρο”, που του πρόσφερε ο Κωνσταντίνος, δήλωσε με προσποιητή υπερηφάνεια: «Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ κατέχει σήμερα όλα σχεδόν τα εδάφη, επί των οποίων έχει ιστορικά και εθνολογικά δικαιώματα». Οι Γερμανοβούλγαροι, μέχρι τέλη Αυγούστου του 1916, είχαν καταλάβει ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία, μέχρι το Στρυμόνα, και στη Δυτική Μακεδονία την περιοχή της Φλώρινας, την οποία όμως ανακατέλαβαν οι Γάλλοι σύμμαχοι με επικεφαλής το Γάλλο στρατηγό ΚΟΡΝΤΟΝΙΕ, το Σεπτέμβριο του 1916. Τον ίδιο μήνα οι Σέρβοι απωθούν τους Βούλγαρους στην περιοχή της λίμνης του ΟΣΤΡΟΒΟΥ και οι Άγγλοι προωθούνται στις πέρα από τον Αξιό και Στρυμόνα ποταμό περιοχές με μεγάλες όμως απώλειες. Στο μεταξύ ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ο οποίος από το Δεκέμβριο του 1915 βρισκόταν εκτός ΒΟΥΛΗΣ, ενώ ήθελε την κοινοβουλευτική λύση της πολιτικής κρίσης, ακολούθησε τελικά την επαναστατική λύση και οικειοποιήθηκε το ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ο τέως πρωθυπουργός της χώρας με το ναύαρχο ΠΑΥΛΟ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ μεταβαίνουν στην ΚΡΗΤΗ, η οποία δήλωσε συμπαράταξη στο κίνημα της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. [Ο δοκιμασμένος Ακριτικός Ελληνισμός – Μακεδόνες και Κρητικοί – στις επάλξεις του χρέους για τη σωτηρία της Μακεδονίας από τα παζαρέματα των ανακτόρων]. Στα ΧΑΝΙΑ σχηματίζεται Επαναστατική “Προσωρινή” Κυβέρνηση υπό τον ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ, με την εντολή του εξεγερμένου Κρητικού λαού. Στο υπ’ αριθ. 1 Φ.Ε.Κ. (φύλλο της εφημερίδας της “ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ” ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ - Χανιά) δημοσιεύθηκε η ιδρυτική προκήρυξη της κυβέρνησης αυτής που έχει ως εξής: «Το ποτήριον των πικριών, των εξευτελισμών και των ταπεινώσεων υπερεπληρώθη. Μία πολιτική, της οποίας – δεν θέλομεν να εξετάσωμεν τα ελατήρια, απειργάσθη εις διάστημα ενός και ημίσεως έτους τοιαύτας εθνικής συμφοράς, ώστε ο συγκρίνων την ΕΛΛΑΔΑ της σήμερον προς την προ ενός και ημίσεως έτους ΕΛΛΑΔΑ, να αμφιβάλλη αν πρόκειται περί ενός και του αυτού κράτους … Η ΕΛΛΑΣ, απομακρυνθείσα των κατά παράδοσιν φίλων της, επεζήτησε να προσεγγίση τους κληρονομικούς εχθρούς της. Ποία δε τα αποτελέσματα της πολιτικής ταύτης, δια τα οποία θρηνεί σήμερον το ΕΘΝΟΣ; » Εσωτερικώς διατελούμεν εν συνταγματικώ εκτροχιασμώ και αποσυνθέσει, εξωτερικώς δε εν μονώσει και καταφρονήσει. Κύκλω ημών ανυποληψία και χλευασμός, εν μέσω ημών ακυβερνησία και αναρχία… Ο νικητής Ελληνικός Στρατός του 1912 – 1913 φεύγει άμαχος εγκαταλείπων τας υπό του ιδίου απελευθερωθείσας προ τριετίας χώρας. Δια τούτο, αναλαμβάνοντες κατά καθήκον … την λαϊκήν ….εντολήν, κάμνομεν έκκλησιν προς το ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ, ζητούντες να συνδράμη ημάς εις το έργον, όπερ αναλαμβάνομεν. Αφού το κράτος προέδωσε τα καθήκοντά του, υπολείπεται εις το ΕΘΝΟΣ να επιχειρήση, όπως επιτύχη το έργον, όπερ επεβάλλετο εις το κράτος. » Επικαλούμεθα την συνδρομήν πάσης εθνικής δυνάμεως … και ορμώμεν εις τον αγώνα τούτον με πλήρη πεποίθησιν ότι το ΕΘΝΟΣ, καλούμενον εν απουσία του κράτους εις εθνικόν συναγερμόν, θα επιτελέση και πάλιν το θαύμα εκείνο, το οποίον είναι αναγκαίον, όπως επαναφερθή το ΕΘΝΟΣ εις την τροχιάν, από της οποίας εξέκλινεν από ενός και ημίσεως έτους. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ ». Μετά από μικρή διαμονή στην Κρήτη, απ’ όπου εκδόθηκαν και τα πρώτα διατάγματα, επειδή είχαν επαναστατήσει και τα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, Λέσβος, Χίος, Σάμος, η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ (ναύαρχος) και ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΓΚΛΗΣ (στρατηγός), επισκέπτονται τα νησιά και με διατάγματά τους διορίζουν κυβερνητικούς αντιπροσώπους και τέλος στις 26 Σεπτεμβρίου 1916 φτάνουν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, όπου αμέσως η «ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ» (έτσι ήταν
γνωστή η Προσωρινή Κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη) ανέλαβε την ηγεσία του Κινήματος της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ. Στην αποβάθρα του ΛΕΥΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ πλήθος λαού τους υποδέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό, καθώς και ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ, Μορίς Σαράιγ με το επιτελείο του, ο οποίος αμέσως δήλωσε στο Βενιζέλο ότι θα έχει το Κίνημα της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ και η “ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ” ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ του αμέριστη τη βοήθεια και τη συμπαράστασή του. Το κύρος των μελών της ΤΡΙΑΝΔΡΙΑΣ ήταν πολύ μεγάλο και στο πανελλήνιο και στους Συμμάχους. Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, από την Κρήτη, επικεφαλής του κόμματος των ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, είχε σχηματίσει πανίσχυρη κυβέρνηση και είχε οδηγήσει τη χώρα στους θριάμβους των Βαλκανικών πολέμων. Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, από την Ύδρα, επικεφαλής του ελληνικού στόλου του Αιγαίου, με το βαθμό του υποναυάρχου, είχε κατανικήσει στους βαλκανικούς πολέμους τον τουρκικό στόλο και τον είχε αναγκάσει να εγκαταλείψει το Αιγαίο και να μην ξαναβγεί από τα Στενά των Δαρδανελίων. Το 1916, αν και υπουργός των Ναυτικών στην ανακτορική Κυβέρνηση ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ, επειδή διαφώνησε με την πολιτική της ουδετερότητας, που συνέχιζε το Κωνσταντινικό καθεστώς, παραιτήθηκε και ακολούθησε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Κρήτη και στη Θεσσαλονίκη. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΑΓΚΛΗΣ, από το Αγρίνιο, αρχηγός Γ.Ε.Σ. στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο και αρχηγός του στρατού της Ηπείρου, αποστρατεύθηκε το 1915 με τον βαθμό του αντιστράτηγου˙ πολιτεύθηκε , εκλέχθηκε βουλευτής Ιωαννίνων και ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Ελευθ. Βενιζέλου, τον οποίο ακολούθησε στην Κρήτη και στη Θεσσαλονίκη. Με την εγκατάσταση της Επαναστατικής «Προσωρινής» Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, άρχισε η ανασυγκρότηση του κράτους στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, το οποίο είχε περιέλθει σε πλήρη αχρηστία. Στο υπουργείο εξωτερικών τοποθετήθηκε ο Νικόλαος Πολίτης, το υπουργείο στρατιωτικών ανέλαβε ο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης, στο υπουργείο των οικονομικών τοποθετήθηκε ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης, το υπουργείο Ναυτικών ανέλαβε ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος, στο υπουργείο Εθνικής οικονομίας και γεωργίας τοποθετήθηκε ο Θαλής Κουτούπης, στο υπουργείο πρόνοιας τοποθετήθηκε ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και τέλος το υπουργείο Παιδείας ανέλαβε ο Σταυρίδης˙ νομάρχης Θεσσαλονίκης διορίσθηκε ο Δ. Αδοσίδης, δήμαρχος ήταν ο Κωνσταντίνος Αγγελάκης. Τέλος ο πρόεδρος της Επαναστατικής Επιτροπής της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ αντισυνταγματάρχης Π. Ζυμβρακάκης τοποθετήθηκε αρχηγός της Χωροφυλακής, ενώ ο υποστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος τοποθετήθηκε διοικητής του Σώματος Στρατού Μακεδονίας. Αλλά στο “ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ” προσχώρησαν και υπάγονταν εκτός από τη Μακεδονία και τα νησιά, η μεγαλόνησος ηρωική ΚΡΗΤΗ, τα νησιά του Αιγαίου και τα νησιά του Ιονίου (εκτός από την Κέρκυρα), όπου τοποθετήθηκαν κυβερνητικοί επίτροποι. Έτσι ο συνταγματάρχης Ι. Φικιώρης τοποθετήθηκε διοικητής της Μεραρχίας Κρήτης, ο συνταγματάρχης Δ. Ιωάννου ανέλαβε διοικητής της Μεραρχίας Αρχιπελάγους [Αιγαίου]˙ στα Ιόνια νησιά διορίσθηκε κυβερνητικός επίτροπος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και τέλος το κυβερνητικό και διοικητικό σχήμα έκλεινε ο Γεώργιος Παπανδρέου, που διορίσθηκε κυβερνητικός επίτροπος στη Λέσβο και στη Σάμο. Η ΕΛΛΑΔΑ, λοιπόν, διχασμένη – είχε δύο πρωτεύουσες και δύο κυβερνήσεις με δύο πρωθυπουργούς – άρα υπήρχαν δύο κράτη: Το κράτος της ΑΘΗΝΑΣ (Κωνσταντινικό), που επέμενε στην «ουδετερότητα» (ωφελώντας έτσι τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες), έφθανε ως την ΚΑΤΕΡΙΝΗ και το κράτος της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Βενιζελικό), που είχε ταχθεί υπέρ της «εξόδου» στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ, που δεν είχε προλάβει να συνέλθει και να ανασυγκροτηθεί από τους προηγούμενους πολέμους, οδηγούνταν από τα γεγονότα στον απαίσιο και επάρατο Εθνικό «ΔΙΧΑΣΜΟ», του οποίου οι επιπτώσεις θα είναι ολέθριες, και άμεσες και έμμεσες, που θα φτάσουν ως τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, δηλαδή στη μεγάλη εθνική συμφορά και στο στραγγαλισμό της Μεγάλης Εθνικής ΙΔΕΑΣ στο λιμάνι της ΣΜΥΡΝΗΣ. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, μια πόλη που στη μακραίωνη ιστορία της ποτέ δε συνδέθηκε με ολιγαρχικές διοικήσεις, θα αποτελούσε τώρα το κέντρο μιας επανάστασης, που σύντομα θα έφερνε την Ελλάδα στο πλευρό της ΕΓΚΑΡΔΙΑΣ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ, δηλαδή της Συμμαχίας της ΑΝΤΑΝΤ, όχι μόνο για την υπεράσπιση του εθνικού της χώρου, αλλά και για τη αποκατάσταση
του ηθικού της κύρους που κυριολεκτικά είχε υποστεί μεγάλη μείωση διεθνώς. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η σύσταση στη Θεσσαλονίκη της “ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ” επέδρασε καταλυτικά στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ο αίτιος του Εθνικού Διχασμού, ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ο «βασιλιάς» της Ελλάδας, θα αναγκασθεί να εγκαταλείψει τη χώρα˙ «…της ΑΜΥΝΗΣ τα παιδιά διώξανε το βασιλιά…», λέει ένα τραγούδι. Οι «Αμυνίτες», τα μέλη του Κινήματος Θεσσαλονίκης, της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ, άκουσαν τους τριγμούς των οστών του ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ, του Καπετάν Κώτα, του Καπετάν Άγρα και των άλλων επωνύμων και απλών Μακεδονομάχων, καθώς και των μαχητών των Βαλκανικών πολέμων, που πότισαν με το αίμα τους τη Μακεδονική γη. είχαν αδράξει τα όπλα για τη σωτηρία της πατρίδας του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, του παμμεγίστου επιστήμονα και φιλοσόφου της οικουμένης όλων των αιώνων, η οποία κινδύνευε πάλι από τον απαίσιο βουλγαρισμό. Ως το τέλος Σεπτεμβρίου 1916 οι δυνάμεις της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ αριθμούσαν λιγότερους από 2.000 άνδρες. Ήδη από τις αρχές του Σεπτέμβρη είχε συγκροτηθεί η πρώτη μονάδα στρατού, το «Α΄ ΤΑΓΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ». Πυρήνας για τη συγκρότηση αυτού ήταν ο 1ος Λόχος του 29ου Συντάγματος Πεζικού, που είχε «αυτομολήσει από το Κωνσταντινικό στρατόπεδο» και είχε προσχωρήσει στο στρατόπεδο της “ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ” με το διοικητή του λοχαγό ΝΕΟΚΟΣΜΟ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ και μάλιστα είχε φτάσει από τη Βέροια στη Θεσσαλονίκη, λίγες ημέρες μετά το Κίνημα του Αυγούστου. Το πρώτο 10ήμερο του Σεπτέμβρη/1916 άρχισε επίσης στη Θεσσαλονίκη και η συγκρότηση της Μεραρχίας Σερρών. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία του νέου στρατού εντάθηκαν, αφότου ανέλαβε την ηγεσία του Κινήματος της “ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ” η “ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ” Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Άρχισε τότε να επιβάλλεται η υποχρεωτική στρατολόγηση στις περιοχές που ήλεγχε αυτή. Στο μεταξύ στις 13 Οκτωβρίου 1916 συγκροτήθηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης το «ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» με διοικητή τον υποστράτηγο ΛΕΩΝΙΔΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟ. Ως το Νοέμβριο συγκροτήθηκαν το 1ο και 2ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Σερρών, της οποίας διοικητής ήταν ο συνταγματάρχης ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ. Στις 18 Νοεμβρίου 1916 ο στρατός του Κινήματος της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ αριθμούσε κιόλας 23.000 άνδρες. Μάλιστα τόσο πολλοί ήταν οι εθελοντές, που προσέρχονταν στη Θεσσαλονίκη να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό της ΑΜΥΝΑΣ, ώστε χρειάσθηκε να επιβραδυνθεί η στρατολόγηση από έλλειψη οπλισμού και εξάρτυσης. Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΑΒΙΤΖΙΑΝΟΣ, σχολιάζοντας τον αντιβενιζελικό τύπο της εποχής εκείνης στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ της διαφωνίας Κωνσταντίνου - Βενιζέλου», γράφει (1946): «…Τα πάθη διαρκώς ηύξανον και το χάσμα μεταξύ Κωνσταντίνου – Βενιζέλου εγίνετο συνεχώς βαθύτερον. Η μία παράταξις, η ΒΑΣΙΛΙΚΗ, τόσον δια του φιλικού τύπου της, όσον και δια των εκπροσώπων της επετίθετο βαναύσως όχι μόνον κατά του Κινήματος, το οποίον απεκάλει άθλιον και προδοτικόν, αλλά και κατά των συμμετασχόντων ή και προσχωρούντων εις αυτό. » Όλοι αυτοί οι Κουντουριώτηδες, οι Δαγκλήδες, οι Βενιζέλοι και τόσοι άλλοι πολίται πρώτης τάξεως ήσαν πουλημένοι στους Γάλλους και στους Άγγλους. Ανέφερον μάλιστα και τον αριθμόν των εκατομμυρίων, με τα οποία εξηγοράσθησαν οι οργανώσαντες και οι ηγούμενοι οπωσδήποτε του κινήματος. Αλλά όλοι αυτοί δεν ήσαν μόνον πουλημένοι, ήσαν και λωποδύται και καταχρασταί και κλέπται. Όποιος έφευγε δια την Θεσσαλονίκην, έπαιρνε μαζί του και τα χρήματα του Δημοσίου. Δεν υπήρχεν ύβρις, δεν υπήρχε συκοφαντία που να μην εκσφενδονιζόταν καθ’ όλων αυτών των ΕΛΛΗΝΩΝ, οι οποίοι όμως εις το κάτω της γραφής και τα γαλόνια των και την ζωήν των είχαν θέσει εις κίνδυνον». [Άθλια και προδοτική και εγκληματική ήταν η ανακτορική δικτατορία, της Αθήνας, που εγκατέλειψε τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ στις μάχαιρες των νεοκομιτατζήδων μακελάρηδων Βουλγάρων, συμμάχων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και όχι η ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ, της οποίας οι περισσότεροι άνδρες έσπευσαν πρόθυμα και με εθνικό ενθουσιασμό να καταταγούν εθελοντικά, για να σταματήσουν τη βουλγαρική λαίλαπα και να σώσουν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ].
Στις 16 Δεκεμβρίου 1916 έγινε αλλαγή στη διάρθρωση του στρατού του κινήματος της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ. Συγκροτήθηκαν 2 σώματα, το 1ο ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΟΥ με διοικητή τον υποστράτηγο ΛΕΩΝΙΔΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟ, στο οποίο υπάγονταν δύο Μεραρχίες, των ΣΕΡΡΩΝ και του ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ (τα νησιά Λέσβος, Χίος, Σάμος και Λήμνος), και το 2ο ΣΩΜΑ ΣΤΡΑΤΟΥ με διοικητή τον υποστράτηγο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΖΥΜΒΡΑΚΑΚΗ, στο οποίο υπάγονταν τρεις Μεραρχίες, της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, της ΚΡΗΤΗΣ και των ΚΥΚΛΑΔΩΝ. Αυτή είναι ως τα τέλη του 1916 η σύνθεση του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ, ο οποίος υπακούει στην ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ της ΤΡΙΑΝΔΡΙΑΣ, του ΚΡΑΤΟΥΣ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Και, όταν ολοκληρώθηκε η στρατολόγηση και η συγκρότηση όλων των μονάδων, την 1η ΙΟΥΝΙΟΥ 1917, ο αριθμός των ανδρών των ενόπλων δυνάμεων της «Εθνικής Άμυνας» ήταν αξιόλογος: οπλίτες 53.271 και αξιωματικοί 1.497, σύνολο 54.768 στο στρατό και στη χωροφυλακή 5.361 χωροφύλακες και 274 αξιωματικοί. Γενικό σύνολο στρατευμένων ανδρών της «ΑΜΥΝΑΣ» 60.403. Τα συγκροτούμενα μάχιμα τμήματα ύστερα από σύντομη εκπαίδευση και προετοιμασία στα έμπεδα (κέντρα εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων) εντάσσονταν σε συμμαχικές μονάδες στη γραμμή του μετώπου. Έτσι ήδη από τις 15 Σεπτεμβρίου 1916 έφτασε στο μέτωπο του Στρυμόνα η πρώτη ελληνική μονάδα, το Α΄ ΤΑΓΜΑ της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ, το οποίο ενταγμένο σε αγγλική ταξιαρχία στις 23 Νοεμβρίου 1916 πολέμησε εναντίον των Βουλγάρων στο (σημερινό) χωριό Νέο Σκοπό. Κι αυτή ήταν η πρώτη συμμετοχή ελληνικής μονάδας στις επιχειρήσεις μαζί με τους Συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ. Οι «ΑΜΥΝΙΤΕΣ» πολέμησαν με θάρρος και ορμητικότητα, είχαν όμως βαριές απώλειες. Από τις 9 Νοεμβρίου 1916 είχε φτάσει στο μέτωπο του Στρυμόνα και το 2ο Σύνταγμα της Μεραρχίας ΣΕΡΡΩΝ, αλλά στις 28 του ίδιου μήνα αποσύρθηκε και, αφού αναπαύθηκε λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, μετακινήθηκε στον τομέα της ΓΕΥΓΕΛΗΣ και στις 15 Δεκεμβρίου 1916 διατέθηκε στην πρώτη γραμμή του Μακεδονικού μετώπου. Στις 28 Νοεμβρίου 1916 η Μεραρχία ΣΕΡΡΩΝ ενισχυμένη πήρε θέση μάχης κοντά στη σημερινή ΑΞΙΟΥΠΟΛΗ στο πλευρό των Συμμάχων. Αυτή ήταν η παρουσία και η δράση των ελληνικών μονάδων του στρατού της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ στο Μακεδονικό μέτωπο ως το τέλος του 1916. Δεν άργησε όμως να χυθεί και αδελφικό αίμα, όταν ένα τάγμα με διοικητή τον ταγματάρχη ΜΠΑΡΤΖΩΚΟ κινήθηκε από τη ΒΕΡΟΙΑ με κατεύθυνση προς την ΚΑΤΕΡΙΝΗ, όπου εκεί είχαν συγκεντρωθεί αντίπαλοι της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Τμήμα του τάγματος αυτού από 200 Κρήτες χωροφύλακες, με επικεφαλής το λοχαγό ΝΙΚΟΛΑΟ ΠΛΑΣΤΗΡΑ, πέρασε τον ΑΛΙΑΚΜΟΝΑ και συγκρούσθηκε με στρατιωτικά τμήματα του Κωνσταντινικού καθεστώτος με πολλά θύματα. Όμως με τη μεσολάβηση των συμμάχων Γάλλων δημιουργήθηκε μία ουδέτερη ζώνη μεταξύ των αντιμαχομένων Ελλήνων. Στις αρχές του 1917, το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο οποίο μετέχουν και ελληνικές δυνάμεις του Κράτους της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, παγιώνεται και εκτείνεται σε μια γραμμή συνολικού μήκους 350 χιλιομέτρων, που άρχιζε από τις εκβολές του Στρυμόνα στα ανατολικά και έφτανε ως τα βουνά της ΑΛΒΑΝΙΑΣ προς τα δυτικά. Ο Πόλεμος παίρνει τη μορφή του πολέμου των χαρακωμάτων, όπως και στο Δυτικό Μέτωπο. Μέσα στα χαρακώματα, που χωρίζουν τους αντιπάλους, υπάρχουν 243 τάγματα της ΑΝΤΑΝΤ και απέναντι αυτών υπάρχουν ισάριθμα τάγματα των αντιπάλων Γερμανοβουλγάρων. Εκεί, μέσα στα χαρακώματα έζησαν αρκετούς μήνες οι ελληνικές και οι συμμαχικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΝΤ. Στη ζωή των χαρακωμάτων αναφέρεται και το μυθιστόρημα του Στρατή Μυριβήλη «Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ», ένα από τα πολύ καλά πεζογραφήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας της περιόδου του Μεσοπολέμου, λαμπρό δείγμα της αντιπολεμικής πεζογραφίας. ο συγγραφέας με τη μεγάλη εμπειρία του, λόγω της συμμετοχής του στους πολέμους της εποχής εκείνης, περιγράφει σκηνές φρίκης: «...Πιάνεται ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μου σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε ένα σανίδι κι αδειάσαμε μ΄ ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που΄χε συναχτεί στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρόμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ΄ απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά
νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...». Στην ΑΘΗΝΑ οι Σύμμαχοι της ΑΝΤΑΝΤ μεθοδεύουν τις ενέργειές τους και, αυξάνοντας τις πιέσεις που ασκούσαν στο Κωνσταντινικό καθεστώς, οδηγούν σε αλλαγή του σκηνικού των πολιτικών πραγμάτων. Η ανακτορική κυβέρνηση του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ παραιτείται, ενώ ο βασιλιάς ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει το θρόνο της ΕΛΛΑΔΑΣ στις 30 ΜΑΪΟΥ 1917. Στις 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 1917, μετά από 9 μήνες κυβερνητικού έργου στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η «ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ» ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ μεταφέρεται σαν «μόνιμη» πλέον στην ΑΘΗΝΑ, με πρωθυπουργό τον ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ, όπου με νέα σύνθεση ορκίζεται στις 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1917, παρουσία του νέου βασιλιά ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (Γκλύξμπουργκ – δευτερότοκου γιου του Κωνσταντίνου). Επίσης μεθοδεύθηκε η επαναφορά «στην κοινοβουλευτική ενέργεια» της Βουλής του 1915, που είχε διαλυθεί αντισυνταγματικά. αυτή η Βουλή τώρα ονομάσθηκε ΒΟΥΛΗ των ΛΑΖΑΡΩΝ (1915-1920). Έτσι μία από τις πιο ταραχώδεις και θλιβερές σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας έκλεισε. Η κυβέρνηση αυτή (1917-1920), μετά την επανίδρυση του (ενιαίου) ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ τον Ιούνιο/1917, με ένα νεαρό βασιλιά στο θρόνο, φιλοβενιζελικό και αγαπητό στον Ελληνικό λαό και μάλιστα της εμπιστοσύνης των Συμμάχων (φιλοανταντικό), θα μεγαλουργήσει. Θα συνεχίσει τους εθνικούς θριάμβους των Βαλκανικών πολέμων, για την πραγμάτωση της Μεγάλης Εθνικής ΙΔΕΑΣ, για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων αλύτρωτων ακόμη αδελφών. Μετά την μεταπολίτευση αυτή, η κυβέρνηση ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ επιδόθηκε με άκρα επιμέλεια στην αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, ώστε η ελληνική συμμετοχή στο συνεχιζόμενο πόλεμο να είναι και από αριθμητική άποψη σημαντική. Πρώτη ενέργεια της νέας κυβέρνησης ήταν η ταυτόχρονη επίσημη κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Η γενική επιστράτευση απέδωσε δύναμη 300.000 ανδρών. Αξιόλογη ήταν η συμπαράταξη των ελληνικών δυνάμεων με τις συμμαχικές δυνάμεις στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ – το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού στρατού στο πλευρό των Συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ. Διακρίθηκαν ιδιαίτερα η Μεραρχία ΣΕΡΡΩΝ, η Μεραρχία ΚΡΗΤΗΣ και η Μεραρχία του ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ. Το πιο σημαντικό πολεμικό γεγονός, τον άλλο χρόνο, ήταν ο θρίαμβος του ελληνικού στρατού κατά των Γερμανοβουλγάρων στη ΜΑΧΗ του ΣΚΡΑ. Η επίθεση για την κατάληψη της ορεινής αυτής τοποθεσίας «ΣΚΡΑ» (υψόμετρο 1.096 μέτρα, στα σύνορα, βορειοδυτικά του ΚΙΛΚΙΣ) ήταν η σπουδαιότερη από τις μεγάλες συμμαχικές τοπικές επιθέσεις, που πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη του 1918, και η πιο αποτελεσματική σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ. Η θέση των αντιπάλων στο υψόμετρο ΣΚΡΑ ντι ΛΕΓΚΕΝ δυτικά του Αξιού, απότομη και βραχώδης, ισχυρότατη αμυντική τοποθεσία, φυσικά οχυρωμένη και ενισχυμένη με πολλά τεχνικά έργα και με πολύ και βαρύ οπλισμό, είχε δύο γραμμές άμυνας και θεωρούνταν απόρθητη. Η επίθεση, στις 17 ΜΑΪΟΥ 1918, εκτελέσθηκε από ελληνικές κυρίως δυνάμεις, δηλαδή τη Μεραρχία Αρχιπελάγους και ένα σύνταγμα της Μεραρχίας Σερρών. γι΄ αυτό η συμμαχική αυτή νίκη της ΑΝΤΑΝΤ θεωρήθηκε κυρίως νίκη του Ελληνικού στρατού. Οι ελληνικές δυνάμεις, παρόλες τις βαρύτατες απώλειες, κυρίως σε αξιωματικούς, εκτέλεσαν με επιτυχία την αποστολή τους και απέσπασαν τους επαίνους των Συμμάχων μας. Η νίκη αυτή των γενναίων ΕΛΛΗΝΩΝ είχε πολύ μεγάλη στρατηγική σημασία και θα κρίνει την τελική έκβαση του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου υπέρ της ΑΝΤΑΝΤ. Ο πόλεμος όμως θα συνεχισθεί με περισσότερη αγριότητα, όπως, πράγματι, αυτό ήταν το πρώτο που ζήτησε ο νέος αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, ο ΦΡΑΝΣΕ ντ΄ΕΣΠΕΡΕ-ΛΟΥΪ, από τους συμμάχους επιτελείς, κατά την υποδοχή του στην αποβάθρα του ΛΕΥΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ – 17 Ιουνίου 1918: «Περιμένω από σας άγρια ενεργητικότητα». Μόλις έφτασε στο Μέτωπο, σε αντικατάσταση του Γάλλου στρατηγού ΓΚΙΓΙΟΜΑ, κατάρτισε σχέδιο εκκαθαριστικής επίθεσης κατά των βουλγαρικών θέσεων, για την εκτέλεση της οποίας χρησιμοποίησε σε μεγάλη έκταση τα ελληνικά στρατεύματα. Στις συμμαχικές αυτές γενικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις το μήνα Σεπτέμβριο / 1918 η ΕΛΛΑΔΑ έλαβε μέρος με 10
μεραρχίες. Από αυτές 9 μεραρχίες πήραν μέρος στις επιχειρήσεις και μία, η 9η Μεραρχία, παρέμεινε ως εφεδρεία στη ΦΛΩΡΙΝΑ. Πολύ βαρύ ήταν το τίμημα της νίκης για την απελευθέρωση της πολύπαθης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Οι συνολικές απώλειες των ελληνικών τμημάτων μόνο στην τελευταία αυτή επίθεση του Σεπτεμβρίου 1918 ήταν: Νεκροί 834, τραυματίες 3.790, εξαφανισθέντες 671, σύνολο 5.295 άνδρες. Το Α΄ ΣΩΜΑ του Ελληνικού στρατού, μετά τη συντριβή των βουλγάρων στο δυτικό τμήμα του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ, χρησιμοποιήθηκε για την ενίσχυση του ανατολικού τμήματος του μετώπου, για την απελευθέρωση και της Ανατολικής Μακεδονίας. Τελικά στις 29 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1918 υπογράφηκε στη Θεσσαλονίκη η συνθηκολόγηση της ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ με την ΑΝΤΑΝΤ. Έτσι με την ευρεία συμμετοχή του ανασυγκροτημένου Ελληνικού Στρατού διασπάσθηκε το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, εκδιώχθηκαν οι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και άνοιξε ο δρόμος για μια τελική επικύρωση των βαλκανικών συνόρων στη Μακεδονία. Η γενική συμβολή του γενναίου ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ στη συμμαχική νίκη, στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, αναγνωρίσθηκε επίσημα. Ο Γάλλος αρχιστράτηγος Φρανσέ ντ΄Εσπερέ στη γενική ημερήσια διαταγή του, που εκδίδει μετά τη συνθηκολόγηση και της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ, στις 11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1918, γράφει: «Ιδιαιτέρως δια τον Ελληνικόν Στρατόν τονίζω τον ζήλον, την ανδρείαν και την παροιμιώδη ορμήν, τα οποία επέδειξε κατά τον ένδοξο ρόλο του στους τομείς, όπου είχε ταχθεί να δράσει». Και πάλι ο ίδιος σε επιστολή του προς τον πρωθυπουργό της ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ, στις 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1918, μεταξύ άλλων συνοψίζει: «Η ανδρεία των ελληνικών στρατευμάτων επαξίως κατέκτησε πανταχού τους επαίνους των ΣΥΜΜΑΧΩΝ. Τα τέκνα της Ελλάδας είναι αντάξια των προγόνων των». Έτσι τελείωσε ο μεγάλος αυτός επάρατος πόλεμος και από τις 5 Ιανουαρίου 1919 άρχισαν οι εργασίες του Συνεδρίου ΕΙΡΗΝΗΣ των ΠΑΡΙΣΙΩΝ, οι οποίες θα καταλήξουν στις 28 ΙΟΥΝΙΟΥ 1919 στην υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης των ΒΕΡΣΑΛΙΩΝ. Όλοι οι λαοί που δεινοπάθησαν και αδικήθηκαν στη διάρκεια του πολέμου περιμένουν τη δικαίωσή τους. Θα αλλάξει ο πολιτικός χάρτης των Βαλκανίων και γενικά της ΕΥΡΩΠΗΣ. Θα ακολουθήσουν κι άλλες συνθήκες ειρήνης. Η ΕΛΛΑΔΑ ως νικήτρια και αυτή θα διεκδικήσει τη μερίδα που της ανήκει. Εξάλλου πολύς ήταν ακόμη ο αλύτρωτος ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ – εκατοντάδες χιλιάδες αδελφοί ΕΛΛΗΝΕΣ περίμεναν τη μητέρα πατρίδα να τους σφίξει και αυτούς στην αγκαλιά της. Όπως έχει προαναφερθεί, κατά τη διάρκεια του πολέμου και πριν η Ελλάδα βγει και αυτή στον πόλεμο, οι Βούλγαροι με τη συμμαχία των Γερμανών είχαν αρπάξει πάλι την Ανατολική Μακεδονία από το ΝΕΣΤΟ ως το ΣΤΡΥΜΟΝΑ. Η περιοχή αυτή, που βρέθηκε στα νύχια τους, μαρτύρησε κυριολεκτικά. Στο διάστημα της βουλγαρικής κατοχής, οι βουλγαρικές αρχές είχαν επιδοθεί σε συστηματική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού. Στη θέση των εκδιωχθέντων, των εκτελεσθέντων ή των απαχθέντων ως ομήρων Ελλήνων είχαν εγκατασταθεί Βούλγαροι έποικοι ή Βουλγαρο-μακεδόνες πρόσφυγες σε μια προσπάθεια εκβουλγαρισμού της περιοχής. Έτσι Βούλγαροι αξιωματούχοι, υπάλληλοι, δάσκαλοι και παπάδες εγκαταστάθηκαν παντού, με σκοπό να εξαφανίσουν κάθε τι το ελληνικό και να εκβουλγαρίσουν με τη βία τον ελληνικό πληθυσμό. Τότε εξοντώθηκαν πολλοί πρόκριτοι, ιεράρχες, ιερείς και δάσκαλοι και αμέτρητοι απλοί άνθρωποι. Ο Μητροπολίτης της Ελευθερούπολης ΓΕΡΜΑΝΟΣ με τα δύο ανίψια του 10-12 ετών πέθαναν, αφού βασανίσθηκαν επί δύο ημέρες. Εγκύκλιος διαταγή του υπουργείου εσωτερικών της Βουλγαρίας προς τις βουλγαρικές αρχές κατοχής, στις 10 Οκτωβρίου 1917, αναφέρει : «Εναπόκειται στα διοικητικά όργανα να καθαρίσουν τα μακεδονικά εδάφη από κάθε ξένο στοιχείο και να δημιουργήσουν μ΄αυτόν τον τρόπο μια πραγματική βουλγαρική επικράτεια. Οι πρόκριτοι, που αρνούνται να προσχωρήσουν στο βουλγαρισμό, να συλληφθούν και να σταλούν αμέσως στη ΣΟΦΙΑ». Διεθνής Επιτροπή, που έφτασε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το έτος 1918, σύνταξε λεπτομερή έκθεση, όπου αναφέρονται φρικιαστικά εγκλήματα των Βουλγάρων (νοσταλγών του ληστρικού κομιτάτου): 80.000 Έλληνες και Ελληνίδες από 15 ως 25 ετών σύρθηκαν στη Βουλγαρία αιχμάλωτοι και όμηροι για καταναγκαστικά έργα. Από αυτούς ελάχιστοι γύρισαν πίσω. Στρατολογήθηκαν 20.000, πέθαναν 20.000 στις φυλακές και πέθαναν άλλοι 30.000 από την πείνα και τις επιδημίες. Η Διασυμμαχική Επιτροπή, που επισκέφθηκε την Ανατολική Μακεδονία
και εξέτασε την κατάστασή της, κατά το χρονικό διάστημα από 11 Φεβρουαρίου ως τις 21 Απριλίου 1919, σημειώνει στην έκθεσή της: «... Πώς να χαρακτηρίσωμεν εν κράτος, το οποίον καταδικάζει εις φρικτούς βασάνους χιλιάδες αθώων ανθρώπων, το οποίον δεν διστάζει προ ουδενός μέσου, οσονδήποτε βάρβαρον αυτό και αν είναι, δια να ικανοποιήσει τας ορέξεις του, την πλεονεξίαν και τας φιλοδοξίας του; Αρκούμεθα να είπωμεν ότι είναι επικίνδυνον όχι μόνον δια τους αμέσους γείτονάς του, αλλά δι΄ ολόκληρον την πολιτισμένην ανθρωπότητα». [Σκεφθείτε, παρακαλώ, ότι προ 15-ετίας περίπου, στη διάρκεια του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ, πολλοί Ευρωπαίοι (συγγραφείς, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, πολιτικοί άνδρες και η κοινή γνώμη) είχαν παραπλανηθεί από την προπαγάνδα των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των πρακτόρων Ρώσων, οργάνων του Πανσλαβισμού, και πίστεψαν πως τάχα ο Βουλγαρικός πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ τελούσε υπό διωγμούς και κινδύνευε να αφανισθεί από τους ΕΛΛΗΝΕΣ. Με την προπαγάνδα τους οι Βούλγαροι εξασφάλιζαν εκτός από την ηθική και την υλική συμπαράσταση των ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ, οι οποίοι αγνοούσαν τα δεινοπαθήματα των αθώων ΕΛΛΗΝΩΝ!!!] Μετά την απελευθέρωση (για δεύτερη φορά τώρα) της Ανατολικής Μακεδονίας, την αποχώρηση των Βουλγάρων κατακτητών και την κατάληψη της ΞΑΝΘΗΣ στις 18 Οκτωβρίου 1919 από την 9η ΜΕΡΑΡΧΙΑ του Ελληνικού Στρατού, με επικεφαλής τον υποστράτηγο Λεοναρδόπουλο, οι εκκρεμείς λογαριασμοί μεταξύ του βουλγαρισμού και του ελληνισμού τακτοποιήθηκαν οριστικά με τη Συνθήκη του ΝΕΪΓΥ, στις 14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1919. Με τη συνθήκη αυτή τα βουλγαρικά στρατεύματα αποχώρησαν και εκκένωσαν τη Δυτική ΘΡΑΚΗ. Όλη η περιοχή από το ΝΕΣΤΟ ποταμό ως τον ΕΒΡΟ ποταμό περιήλθε στους Συμμάχους της ΑΝΤΑΝΤ (Διασυμμαχική Διοίκηση Θράκης), οι οποίοι εν συνεχεία θα την εκχωρήσουν στη σύμμαχο ΕΛΛΑΔΑ.–
Α΄γ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ. Σαν να μην έφταναν τα όσα υπέφερε η ΕΛΛΑΔΑ στους τέσσερις πολέμους που προηγήθηκαν (στο Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο) και προτού ανασάνει η χώρα και ο λαός μας, μπλέχτηκε το Ελληνικό Κράτος σ΄έναν άλλο πάλι πόλεμο μαζί με τους Συμμάχους (Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς), ο οποίος για εκείνους μεν ήταν νεοαποικιακός (ιμπεριαλιστικός), ενώ για τους Έλληνες ήταν απελευθερωτικός πόλεμος. Πρόκειται για το λεγόμενο Μικρασιατικό πόλεμο. Στις 2 Μαΐου 1919 άρχισε η Μικρασιατική Εκστρατεία των Ελλήνων κατά των Τούρκων, για την πραγμάτωση και ολοκλήρωση του οράματος της Μεγάλης Εθνικής Ιδέας, με την απελευθέρωση του αλύτρωτου ακόμη Ελληνισμού της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Όμως κατέληξε σε μια μεγάλη εθνική τραγωδία με τεράστιες επιπτώσεις στον Ελληνισμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή, ίσως μοναδική στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Γάλλος ιστορικός ΕΝΤΟΥΑΡ ΝΤΡΙΟ δικαιολογημένα τη θεώρησε σαν τη μεγαλύτερη και χειρότερη καταστροφή για τον Ελληνισμό μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Η ΕΛΛΑΔΑ είχε το πλεονέκτημα να συνδέει την τύχη της εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (1918-1923) με τις νικήτριες του πολέμου δυνάμεις της Συμμαχίας ΑΝΤΑΝΤ. Προβάλλοντας όμως τις νόμιμες διεκδικήσεις της μέσα από τη συμμαχία της με τους νικητές, στήριζε ταυτόχρονα την πολιτική εκείνων των μεγάλων δυνάμεων, που προωθούσαν παράλληλα τα δικά τους ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Γι΄ αυτή τη συνέργεια η ευθύνη βαρύνει όλο τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ. Δώσαμε στους Συμμάχους τη δυνατότητα να μας «αξιοποιήσουν» με κυνισμό και να μας εγκαταλείψουν την ώρα της τραγωδίας. Η μελέτη και η βαθιά έρευνα του Μικρασιατικού πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας των Ελλήνων έδειξε ότι είμαστε θύματα του γεωγραφικού παράγοντα και της κρίσης της αποικιοκρατίας, αλλά και της πολιτικής μας. Η κρίση της 5ετίας από τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, στην περιοχή του ΑΙΓΑΙΟΥ, εμφανίζεται ιστορικά αναγκαία. η καταστροφή όμως – ή κάποια άλλη έκβαση – ήταν ζήτημα χειρισμών. Για τους χειρισμούς οι ευθύνες ανήκουν στους ανθρώπους. Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και την άτακτη οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού, επέρχεται η μικρασιατική καταστροφή, τον ΑΥΓΟΥΣΤΟ του 1922, και με την ανακωχή των ΜΟΥΔΑΝΙΩΝ στις 30 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922, την οποία μας πίεσαν να δεχθούμε οι «πιστοί» σύμμαχοί μας ΑΓΓΛΟΙ, αρχίζει το ξήλωμα του Ελληνισμού. Η αρχή έγινε από την Ανατολική ΘΡΑΚΗ και άρχισαν να καταφθάνουν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τα πρώτα καραβάνια Ελλήνων προσφύγων, τον ΟΚΤΩΒΡΙΟ (1922). «Παραπαίοντας σε μια ατέλειωτη πορεία, ο Χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης στριμώχνεται στους δρόμους που οδηγούν στη Μακεδονία», έγραφε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην ανταπόκρισή του για την εφημερίδα Toronto Star τον Οκτώβριο του 1922. Φάλαγγες πολλών χιλιομέτρων με κάρα, το ένα πίσω από το άλλο, που τα σέρνουν αγελάδες, βόδια και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, μεταφέρουν μες στη βροχή τους αποκαμωμένους πρόσφυγες, που ξεριζωμένοι αναζητούσαν νέες εστίες να εγκατασταθούν. Με την Ελληνο-Τουρκική Σύμβαση στις 30 Ιανουαρίου 1923 επιβλήθηκε υποχρεωτικά η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Η Σύμβαση αυτή της διευθέτησης του ζητήματος της ανταλλαγής των πληθυσμών, Ελλήνων – Τούρκων, που η ισχύς της άρχισε από 31 Μαρτίου 1923, είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει πέρα για πέρα η εθνολογική σύνθεση στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που άδειασε πια οριστικά από τους Τούρκους και στη θέση τους μπήκε διπλάσιος αριθμός από Έλληνες πρόσφυγες, Θρακιώτες, Ποντίους και Μικρασιάτες. Η περίοδος αυτή, που εγκαινιάσθηκε επίσημα με την υπογραφή της διεθνούς Συνθήκης Ειρήνης της ΛΩΖΑΝΝΗΣ στις 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1923, είναι από εκείνες που σημειώνουν το τέλος μιας πράξης στην ιστορία. έπειτα από αυτήν η σκηνή παρουσιάζεται εντελώς διαφορετική. Κλείνει ένας κύκλος στην ιστορία των τριών συνοίκων και ομόρων λαών, του Ελληνικού, του Τουρκικού και του Βουλγαρικού. Για μας τους Έλληνες ο κύκλος αυτός έκλεισε άδοξα, ύστερα από 3.000 χρόνια, όταν στις 17 Δεκεμβρίου 1924 – για την ακρίβεια- έφυγε και η τελευταία καραβιά με ανταλλάξιμους Έλληνες πρόσφυγες, με το ατμόπλοιο «ΑΜΠΑΤΖΙΑ» από τη Μερσίνα της Τουρκίας για την Ελλάδα. Ενώ για τους Τούρκους ο κύκλος άρχισε το 1371, όταν
οι πρώτοι Τουρκομογγόλοι είχαν εγκατασταθεί στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με τις νίκες του σουλτάνου τους ΜΟΥΡΑΤ Α΄ και τελείωσε στις 26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1924 – ύστερα από 553 χρόνια – την ημέρα που αναχώρησαν από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ για την Τουρκία, με το βουλγαρικό ατμόπλοιο «ΤΣΑΡ ΦΕΡΝΤΙΝΑΝΤ», οι τελευταίοι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, που συμφωνήθηκε απευθείας μεταξύ του εκπροσώπου της Κεμαλικής Τουρκίας ΙΣΜΕΤ ΙΝΟΝΟΥ και του ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ εκπροσώπου της ηττημένης Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις της Διάσκεψης της Λωζάνης, όταν αυτή ολοκληρώθηκε, η ΕΛΛΑΔΑ βρέθηκε να αριθμεί στους κόλπους της 1.500.000 περίπου Έλληνες – αδελφούς πρόσφυγες από την ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ, τη ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ και τον ΠΟΝΤΟ. Από τους πρόσφυγες οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – και στα αστικά κέντρα και στην ύπαιθρο – και πύκνωσε έτσι περισσότερο ο ελληνικός πληθυσμός της. Τον ΟΚΤΩΒΡΙΟ / 1922 έφτασαν στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ από την ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ οι πρώτοι πρόσφυγες. [Τότε ανάμεσα σ’ αυτούς τους ταλαίπωρους ήταν και οι γονείς και οι παππούδες του γράφοντος]. Η «ΝΥΦΗ ΤΟΥ ΘΕΡΜΑΪΚΟΥ» δέχεται στην αγκαλιά της με συμπόνια και στοργή σαν καλά αδέρφια της τους ξεριζωμένους πρόσφυγες, που φτάνουν συνέχεια σαν τα κυνηγημένα ελάφια από τις αλησμόνητες πατρίδες τους, με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια τους. Τα καράβια καθημερινά «άδειαζαν» στο λιμάνι της πόλης πλήθη από ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Κανένα πρόγραμμα και καμιά μέριμνα και πρόνοια δεν είχε ληφθεί για τα καραβάνια των προσφύγων που έφταναν με την ψυχή στο στόμα. Η ελονοσία θέριζε κυριολεκτικά. καθημερινά σημειώνονταν 50 τουλάχιστον θάνατοι. Δημιουργήθηκε οξύ κοινωνικό πρόβλημα, η «ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ», που θα απασχολήσει την ελληνική κοινωνία τις επόμενες δεκαετίες. Τεράστιο για τις ελληνικές αρχές ήταν το πρόβλημα της στέγης και του επισιτισμού μέσα στις γενικά δυσάρεστες συνθήκες που είχε δημιουργήσει η έκβαση του Μικρασιατικού πολέμου. Πώς να στεγάσει, να θρέψει και να αποκαταστήσει επαγγελματικά (οικονομικά) τόσο κόσμο, που η πλειοψηφία τους δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο; Μια εικόνα για την κατάντια της Ελληνικής Προσφυγιάς παίρνουμε από το βιβλίο «ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ» της ΔΙΔΟΥΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ - γράφει: «Η ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ κίνησε κι απλώθηκε σ΄ ολόκληρη την έκταση της Ελλάδας, σαν το ποτάμι που ξεχείλισε κι έχασε τη στράτα του, σαν το πεινασμένο κοπάδι π΄ αναζητάει βοσκή... Ενάμισυ εκατομμύριο πεινασμένα στόματα... Ενάμισυ εκατομμύριο φτηνά χέρια... Ενάμισυ εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες της ανέχειας. Έβγαλε ο πρόσφυγας τη ζωή του στον πλειστηριασμό της φτήνιας, όσο-όσο. Για ένα μεροκάματο στο εργοστάσιο, για μια χούφτα καλαμπόκι στα χωράφια...». Πολλές χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν (πρώτη εγκατάσταση) στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ως «ανταλλάξιμοι», μετά τον ξεριζωμό από τις πατρογονικές τους εστίες. Αθλιότατες ήταν οι συνθήκες διαβίωσης στους προσφυγικούς πρόχειρους καταυλισμούς, όπως μαρτυρεί και η αφήγηση αποσπάσματος από το βιβλίο «ΕΞΟΔΟΣ» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών: «... Όταν φτάσαμε στο ΚΑΡΑΜΠΟΥΡΝΟΥ της Θεσσαλονίκης μας έκαναν καραντίνα. Μείναμε κάπου δυο βδομάδες στα σύρματα, όπου στήσαμε τσαντίρια. Μια μέρα ήρθαν φορτηγά αυτοκίνητα και μας πήγαν ως την παραλία της ΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ήταν νύχτα, όταν μπήκαμε στις βάρκες, για να περάσουμε στο βαπόρι. Κουνούσαν οι βάρκες και όλες οι γυναίκες στριγγλίζαμε. Φοβόμαστε μην αναποδογυρίσουν και πνιγούμε. Απ΄ εκεί μας πήγαν στην ΚΑΒΑΛΑ. » Τρεις μέρες περιμέναμε στην παραλία, ώσπου να έρθουν και οι άλλοι δικοί μας από τον Πειραιά, αυτοί που έφυγαν με το προσφυγικό βαπόρι. Ήταν όλοι τους σε κακά χάλια - ψειριασμένοι, αδυνατισμένοι, κουρεμένοι, άντρες και γυναίκες. έμοιαζαν σαν μαϊμούδες οι καημένοι. Μετά τρεις μέρες ήρθαν αυτοκίνητα και μας πήγαν στην τοποθεσία Τσινάρ ντερέ, έξω από την Καβάλα. Μόλις φτάσαμε εκεί, κάναμε όλοι την προσευχή μας και δοξάσαμε το ΘΕΟ, γιατί πατούσαμε επιτέλους σε γη, ύστερα από τόσων ημερών ταξίδι. Νομίζαμε πως είχαν τελειώσει τα βάσανά μας. Τέσσερις μέρες μείναμε στο ύπαιθρο. Ευτυχώς ο ΘΕΟΣ μας λυπήθηκε και δεν έπιασε καμιά βροχή. Ύστερα μας μοίρασαν τσαντίρια. Μείναμε εκεί από το Σεπτέμβρη ως το Μάη. Ο τόπος ήταν γιομάτος ακανθωτούς θάμνους. Για να πάμε από το ένα τσαντίρι στο άλλο σχίζονταν τα ρούχα μας και γίνονταν κουρέλια. Και παντού ερημιά. Δεν άκουγες ούτε σκύλου
γαύγισμα ούτε λάλημα κοκόρου. Κι ο κόσμος όλο πέθαινε. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια ως τα τσαντίρια μας. Έσκαβαν τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους μας. » Το Μάη μήνα κατεβήκαμε κοντά στη θάλασσα, εκεί που είναι τώρα η ΝΕΑ ΚΑΡΒΑΛΗ. Κάτσαμε και εκεί δυο χρόνια κάτω από τσαντίρια, ώσπου να χτίσει ο ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΣ τα σπίτια. Το μέρος εκείνο ήταν χειρότερο από το άλλο. Κάθε μέρα πέθαιναν 5-6 άνθρωποι από τις θέρμες. Προπαντός οι νέοι και οι έγκυες. Αχ, υποφέραμε πολύ! » Ήταν κατάρα Θεού η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ. Ενώ χαιρόμαστε πως γλιτώσαμε από τους Τούρκους, είδαμε χειρότερες μέρες». Επίσης και η μακραίωνη ιστορική πάλη μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων με «μήλο της έριδας» τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που είχε αρχίσει στους Βυζαντινούς χρόνους, έφτασε και αυτή προς το τέλος χάρη στην ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, που έγινε μετά τη συμφωνία ΚΑΦΑΝΤΑΡΗ - ΜΟΛΩΦ του 1924 και ολοκληρώθηκε το 1926. Όσοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βούλγαρους, αναχώρησαν θεληματικά για τη Βουλγαρία και κανένας απ΄ αυτούς δεν πήγε στα ΣΚΟΠΙΑ, διότι κανένας δε δήλωσε ότι ήταν «ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ» (με τη σημερινή Σκοπιανή έννοια). Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, όσοι έμειναν στην Ελλάδα, αδιάφορο τί γλώσσα μιλούσαν, δήλωσαν πως ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ. Σχετικά για την εθνική συνείδηση των βουλγαροφώνων ή σλαβοφώνων (όπως ονομάζονταν τότε) κατοίκων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, σε ερώτηση του Γάλλου συγγραφέα Paillarès το 1903 είχε δοθεί από τον ΧΙΛΜΗ πασά, τον Τούρκο γενικό επιθεωρητή της Μακεδονίας, απάντηση ότι τόσο κατά την προσωπική του εκτίμηση όσο και κατά την εκτίμηση της κυβέρνησής του ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ (στην παιδεία και τη θρησκεία), διότι φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία και ανήκαν στην ελληνική Εκκλησία. Πράγματι αυτοί οι λεγόμενοι «σλαβόφωνοι ή βουλγαρόφωνοι» ομιλούσαν, όπως επανειλημμένα έχει αναφερθεί, ένα σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα, που δεν έχει όμως καμία σχέση με το βουλγαρικό έθνος. και γι΄ αυτό αρνήθηκαν να συμπεριληφθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών, δεν εκπατρίσθηκαν. Όταν ολοκληρώθηκαν όλες οι ανακατατάξεις και οι μετεγκαταστάσεις των συνοίκων και ομόρων λαών της Βαλκανικής, πυκνώθηκε ο ελληνικός πληθυσμός σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και ιδίως στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Και ειδικότερα για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ο ερχομός των προσφύγων υπήρξε πραγματική «ευλογία» στον τόσο ευαίσθητο εθνολογικά τομέα. Η αλλαγή που έγινε ήταν τεράστια, μετά την εγκατάσταση και άλλων ακόμη προσφύγων στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ από τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία και από τη μακρινή Ρωσία (από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας - Ευξείνου Πόντου - και από τον Καύκασο). Στην περίοδο του μεσοπολέμου λειτούργησαν δύο αρμόδιες επιτροπές, η Μικτή Επιτροπή για την αναγκαστική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών και η Μικτή Επιτροπή για την ελληνοβουλγαρική εθελοντική μετανάστευση. Σύμφωνα με έρευνα της δεύτερης διαπιστώθηκε ότι 46.000 Έλληνες της Βουλγαρίας ανταλλάγηκαν και πήραν το δρόμο για την Ελλάδα, ενώ 92.000 Βούλγαροι από τη Μακεδονία (και τη Θράκη) ακολούθησαν τον αντίστροφο δρόμο (διπλάσιοι έφυγαν). Οι αριθμοί ομιλούν μόνοι τους και δείχνουν το συντριπτικό ελληνικό χαρακτήρα μέσα στη νέα εθνολογική στρωματογραφία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, με ελάχιστες μόνο νησίδες αλλοεθνών. Κάτοικοι της Μακεδονίας σύμφωνα με στατιστική της Κ.τ.Ε. (Κοινωνία των Εθνών): Εθνικότητες το 1912 % το 1926 % ΕΛΛΗΝΕΣ: 513.000 42,6 1.341.000 88,8 Μουσουλμάνοι: 475.000 39,4 2.000 0,1 Σλαβόφωνοι: 119.000 9,9 77.000 5,1 Διάφοροι: Εβραίοι, Αρμένιοι–Ευρωπαίοι: 98.000 8,1 91.000 6 Σύνολο: 1.205.000 1.511.000 Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν από την επίσημη στατιστική του 1928, σύμφωνα με την οποία σε σύνολο πληθυσμού της χώρας 6.032.760 κατοίκους ο πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ξεπερνούσε το 1,5 εκατομμύριο. Ο Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Αλεξάνδρου ΠΑΛΛΗΣ στο βιβλίο του (1925) «Στατιστική Μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924» γράφει:
«Εάν σήμερα, μετά την καταστροφή του 1922, η ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ, ο ΠΟΝΤΟΣ, όλη η ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ έμειναν χώρες έρημες από ελληνικό κόσμο, η μόνη μας παρηγοριά είναι το ότι τουλάχιστον η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έγινε πια καθαρά ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Αρκεί να πω ότι, ενώ το 1912, σαν πρωτοπήραμε τη Μακεδονία, η αναλογία μεταξύ Ελλήνων και αλλοφύλλων ήταν περίπου 43% με 57% (μολονότι και τότε υπερτερούσαμε απέναντι κάθε άλλης εθνικότητας χωριστά), σήμερα έχουμε 88% με 12%. » Είναι ανάγκη να τονισθεί η ριζική αυτή μεταβολή, ιδίως στο εξωτερικό, όπου πολλοί εξακολουθούν ακόμη να μιλούν για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ωσάν να επρόκειτο πάντοτε για την προ του 1912 κατάσταση. Αλλά ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙ ΕΘΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ» (Αθήνα, 29 Μαρτίου 1925). [Η Μικρασιατική εθνική τραγωδία ανάμεσα στις τόσες συμφορές είχε και ένα καλό]. Το έτος 1929 ο Πρόεδρος της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Ε.Α.Π.) Αμερικανός ΧΕΝΡΥ ΜΟΡΓΚΕΝΤΑΟΥ δήλωσε ότι «η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι το ομοιογενέστερο τμήμα της ΕΛΛΑΔΑΣ». Ο προσφυγικός ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ της Ανατολικής ΘΡΑΚΗΣ, του ΠΟΝΤΟΥ και της Μικράς ΑΣΙΑΣ πρόσφερε, πράγματι, μέσα από τη μεγαλύτερη τραγωδία (της νεοελληνικής ιστορίας) του έθνους, δηλαδή τη Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος 1922), μια ανεκτίμητη προσφορά με την εγκατάστασή του στην ελεύθερη πατρίδα. έγινε μετάγγιση – θα λέγαμε – ελληνικού ζωογόνου αίματος. Δημιουργήθηκε έτσι μια μοναδική, στη μακραίωνη ιστορία της χώρας, εθνολογική ομοιογένεια – με την κάθαρση που επιτελέσθηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών – που απέτρεψε κάθε πρόθεση ή σκέψη κατακερματισμού της ΕΛΛΑΔΑΣ, που συνθλιβόταν ανάμεσα στα διαπλεκόμενα και συγκρουόμενα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, των ισχυρών της Ευρώπης. Γι΄ αυτή την πραγματικότητα, που προέκυψε μέσα από μια εθνική τραγωδία, ο πρωθυπουργός της ΕΛΛΑΔΑΣ (1928-1932), ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, έλεγε το 1929: «... Εάν δεν πλανώμαι, δεν υπήρξε ποτέ εθνικόν ελληνικόν κράτος εξίσου μεγάλον, όπως αυτό το οποίον έχομεν σήμερον. Διεμορφώσαμεν αυτοκρατορίας και επί της Μακεδονικής εποχής και εις την Βυζαντινήν εποχήν, αλλ΄ ήσαν αυτοκρατορίαι ελληνικαί, δεν ήσαν καθαρώς εθνικόν ελληνικόν κράτος. Το σημερινόν όμως είναι καθαρώς εθνικόν κράτος και μάλιστα τόσον ομοιογενές, ώστε να είναι ίσως το πλέον ομοιογενές εθνικόν κράτος της σημερινής ΕΥΡΩΠΗΣ». Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, από τους πρόσφυγες οι μισοί, περίπου 750.000, εγκαταστάθηκαν στη ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (κυρίως αγρότες). Έτσι, ενώ η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ το έτος 1920 είχε πληθυσμό 170.000 κατοίκους (το 3,4% του συνολικού πληθυσμού της χώρας), το 1928 είχε πληθυσμό 250.000 περίπου (4% του συνόλου). Σημαντική αύξηση σημειώθηκε και στα άλλα αστικά κέντρα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ: π.χ. στην ΚΑΒΑΛΑ κατά 118%, στις ΣΕΡΡΕΣ κατά 104,6% στη ΔΡΑΜΑ κατά 92%. Σχετικά με την πληθυσμιακή – εθνολογική σύνθεση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είναι γνωστό ότι το εβραϊκό στοιχείο υπερτερούσε κατά πολύ όλων των άλλων. Μετά την απελευθέρωση όμως της πόλης από τον τουρκικό ζυγό το 1912, άρχισε σταδιακά η μείωση του εβραϊκού πληθυσμού, που συνεχίσθηκε πιο έντονα ιδιαίτερα μετά την πυρκαγιά της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ το 1917. Οι πλουσιότεροι Εβραίοι μετανάστευαν για την Ευρώπη και πολλοί έφευγαν στην Παλαιστίνη. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν ισπανικής καταγωγής οι περισσότεροι, άλλοι προέρχονταν από την Πορτογαλία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία και εγκαταστάθηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα, επί της βασιλείας του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512). Αυτοί δεν θεωρούνταν από τους Τούρκους ραγιάδες / υπήκοοιδούλοι, αλλά «μουσαφίρηδες» (φιλοξενούμενοι) και πήραν το εμπόριο στα χέρια τους. Χωρίζονται στους «ΑΣΚΕΝΑΖΙΜ» και στους «ΣΕΦΑΡΔΙΜ». Είχαν οργανωμένη και πλούσια κοινότητα. Το 1920 η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είχε μόνο 170.321 κατοίκους, Έλληνες, Εβραίους, Τούρκους, Βούλγαρους, Φραγκολεβαντίνους κ.λ.π.. Η πόλη αυτή με τη μακραίωνη ελληνική παράδοση εμφανιζόταν έτσι, σαν ένα σύνολο κατοίκων, που, αν και το ελληνικό στοιχείο (80.051)
αντιπροσώπευε το 47% του συνολικού πληθυσμού της, δεν είχε ακόμη ξεκάθαρη εθνολογική υπόσταση. Για τη ρευστότητα της εποχής εκείνης αυτό το γεγονός αποτελούσε ασφαλώς ένα πρόβλημα μεγάλης εθνικής σημασίας, αφού έφταναν κάποιες «προφάσεις», για να ανατραπεί κάθε κατάσταση σε βάρος της Ελλάδας. Όμως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) και τις ανταλλαγές των πληθυσμών που έγιναν, η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ βρέθηκε το 1928 με 251.308 κατοίκους και με τον ελληνικό πληθυσμό να καταλαμβάνει το 87% του συνόλου των κατοίκων της πόλης, 218.630 περίπου ΕΛΛΗΝΕΣ. Δίκαια ο συγγραφέας Γεώργιος Ιωάννου αποκάλεσε κάποτε τη Θεσσαλονίκη «πρωτεύουσα των προσφύγων». Παρουσιάσθηκαν βέβαια έντονα, οξύτατα αναγκαία κοινωνικά προβλήματα, το στεγαστικό, το επισιτιστικό κ.ά. με την εγκατάσταση τόσων χιλιάδων προσφύγων. Εξάλλου η πόλη περνούσε ήδη από το 1917 μια μεγάλη δοκιμασία. Ενώ ευημερούσε πρωτύτερα από την εγκατάσταση των συμμαχικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ, άλλαξε απότομα όψη. Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η πόλη με τα πολλά ονόματα: Thessaloniki, Salonica, Salonique, Salonico, Selanik, Saloun, Saruna, η «Μάνα του Ισραήλ» και η «Δεύτερη Ιερουσαλήμ» των Εβραίων της ισραηλιτικής κοινότητας, η «Τεργέστη του Αιγαίου» για τους Αυστριακούς και «Η ελπίς δια το μέλλον» τους, η «Ραβένα της Ανατολής» για τους Ιταλούς, η «Βαλκανική Μασσαλία» για τους Γάλλους και τέλος το «Πορτ-Σάιντ των Βαλκανίων» για τους Άγγλους - η Πόλη του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ του Μυροβλήτη – είχε γίνει αγνώριστη. Γιατί; Τί είχε συμβεί;; Η πόλη με την ησυχία και γαλήνη στην Ακρόπολή της, με την πολυπολιτισμική, πολυφωνική και πολύβουη αγορά της και με τη ζωηρότητα του λιμανιού της, η οποία ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία στους Συμμάχους, η πόλη με αλεξανδρινή απόχρωση, που δεν ανήκε ούτε στην ΕΥΡΩΠΗ ούτε στην Ανατολή, αλλά αποτελούσε ένα θελκτικό κράμα και των δύο αυτών τάσεων, έγινε παρανάλωμα του πυρός. Το μοιραίο εκείνο Σαββατοκύριακο 5-6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1917, παραμονή του ΣΩΤΗΡΑ, οι ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΙΣ ορθόδοξοι Χριστιανοί ανηφόριζαν τα στενά δρομάκια του ΚΟΥΛΕ ΚΑΦΕ, που οδηγούσαν στη Μονή Βλατάδων (Τσαούς Μοναστήρ), πάνω στην Ακρόπολη (στα Κάστρα), για το πανηγύρι της γιορτής. Η πυρκαγιά ξεκίνησε από τη σημερινή διασταύρωση των οδών Ολύμπου και Ίωνος Δραγούμη, στην κορυφή της Βενιζέλου. Την εξάπλωση της πυρκαγιάς ευνόησε ο πρώιμος αυγουστιάτικος «Βαρδάρης», που τις απογευματινές καλοκαιριάτικες ώρες ήταν τόσο επιθυμητός. Η πυρκαγιά (ή εμπρησμός;) που κράτησε 3 ημέρες (για την ακρίβεια 58 ώρες) πήρε γρήγορα τεράστιες διαστάσεις και έφτασε ως την παραλία. Ο Χένρι Κόλινσον Όουεν, ένας δημοσιογράφος Άγγλος, που υπηρετούσε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στις βρετανικές δυνάμεις της Θεσσαλονίκης, έγραφε: «Ήταν μία απίστευτη και θλιβερή σκηνή. οι οικογένειες να κλαίνε γοερά, τα σπίτια να καταρρέουν με πάταγο, καθώς οι φλόγες, οιστρηλατημένες από τον άνεμο, τα καταβρόχθιζαν. και στους στενούς δρόμους, μία αργοκίνητη μάζα από φορτωμένα γαϊδούρια, κάρα, χαμάληδες που κουβαλούσαν τεράστια φορτία. Έλληνες πρόσκοποι (που έκαναν εξαιρετική δουλειά). στρατιώτες όλων των εθνών, ανοργάνωτοι προς το παρόν για οτιδήποτε συγκεκριμένο. παμπάλαια ξύλινα πυροσβεστικά μηχανήματα που έτριζαν αξιοθρήνητα. ο κόσμος τέλος που κουβαλούσε ό,τι μπόρεσε να διασώσει...». Κατέκαψε τα πάντα στο πέρασμά της με συμμάχους τις εγκαταστάσεις φωταερίου, τις αποθήκες καυσίμων και τα ηλεκτροφόρα σύρματα του τροχιοδρομικού δικτύου (των τραμ). Η φωτιά απείλησε ακόμη και συμμαχικά πλοία (δεμένα στην προκυμαία). Πού να επαρκέσουν οι λίγοι «τουλουμπατζήδες»! Δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία. Καταστράφηκε μια έκταση 100 εκταρίων από την πλατεία Βαρδαρίου ως την πλατεία Ιπποδρομίου και από την οδό Κασσάνδρου ως το μώλο, περίπου τα τρία τέταρτα της παλιάς πόλης είχαν καεί. Όταν επιτέλους έσβησε η φωτιά, μετρήθηκαν 9.500 σπίτια ολοκληρωτικά καταστραμμένα. πολλά εμπορικά καταστήματα, ξενοδοχεία, χάνια, σχολεία, τυπογραφεία εφημερίδων, θέατρα, κινηματογράφοι, λέσχες, τράπεζες, γραφεία επιχειρήσεων και εταιρειών και δημοσίων υπηρεσιών, το Γηροκομείο, το Δημαρχείο, το Βελγικό Προξενείο και πολλές αποθήκες και εργοστάσια έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Επίσης καταστράφηκαν και μνημεία ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, βιβλιοθήκες, εκκλησίες, συναγωγές, τζαμιά και ιστορικά αρχεία των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ξένων αποστολών. Αλλά και ο Βυζαντινός ναός του ΑΓΙΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, του πολιούχου της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, δε γλίτωσε από τις πύρινες γλώσσες της πυρκαγιάς. Καταστράφηκε όλο το παλαιό ιστορικό κέντρο της πόλης, σχεδόν αποτεφρώθηκε. Ο αριθμός των άστεγων πυροπαθών έφτασε περίπου στους 73.000 – συνολικά 14.250 οικογένειες και η οικονομία της πόλης νεκρώθηκε. Πολλοί κήρυξαν πτώχευση. Ασήκωτο το οικονομικό βάρος από το μέγεθος των υλικών ζημιών της μεγάλης αυτής καταστροφής, αφού οι αποζημιώσεις, που καταβλήθηκαν στους πυροπαθείς της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ανήλθαν στο ποσό των 1.300.000 χρυσών λιρών Αγγλίας. Αλλά και συμμαχικές εγκαταστάσεις έπαθαν πολλές ζημιές. Τότε αποτεφρώθηκε επίσης και η βιοτεχνία δερμάτινων ειδών με φίρμα «Ο ΞΟΥΛΗΣ» του ΞΟΥΛΙΔΗ ΓΙΑΝΝΗ, του παππού του γράφοντος (στην οδό Ερμού). Η περιοχή όλη, που αποτεφρώθηκε, ονομάσθηκε «πυρίκαυστη ζώνη», «τα καμένα». Έτσι καταχωρίσθηκε στα ιστορικά αρχεία της Θεσσαλονίκης ακόμη μία καταστροφική πυρκαγιά «της 5ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1917». Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι μεγάλα τμήματα της πόλης καταστράφηκαν από μεγάλες πυρκαγιές, όπως το 1545, 1587, 1610, 1620, 1625, 1734, 1840, 1849, 1877, 1890, 1896, 1910. Η αιτία της φοβερής αυτής καταστροφής (1917) δεν προσδιορίσθηκε ποτέ. Η φήμη που διαδόθηκε τότε στην πυροπαθή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ότι δηλαδή η καταστροφή ήταν έργο εμπρηστών, πρακτόρων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, και μάλιστα σε επτά διαφορετικά σημεία συγχρόνως, δεν έχει βάση αλήθειας. Η πυρκαγιά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της οθωμανικής πόλης, καθώς και τον εβραϊκό της πυρήνα. Από τις στάχτες όμως αυτής θα ξεπροβάλει μια νέα πόλη, πλασμένη «κατ΄ εικόνα» του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας. «Η πυρκαγιά έχει δημιουργήσει την ευκαιρία να χτιστεί μία νέα Θεσσαλονίκη, ένα υπόδειγμα επιχειρηματικής και εμπορικής ζωής, που θα προκαλεί το σεβασμό των ξένων», έγραφε ένας Βρετανός δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Ο Κομιτατζής» 2 - Σεπτεμβρίου - 1917. Δύο μήνες μετά την πυρκαγιά, έγραψε ένας Βρετανός στρατιώτης: «Η Σαλονίκη ήταν μία πόλη πεθαμένων. οι δρόμοι της ήταν άδειοι, τα καφενεία και τα εστιατόριά της δεν υπήρχαν πια, και τη νύχτα το μισοφέγγαρο έριχνε το ασημένιο του φως πάνω σε μια ερημιά καμωμένη από στοιχειωμένα ερείπια, προεξέχοντα κρεμάμενα δοκάρια και μαυρισμένα καβούκια σπιτιών...». Η κυβέρνηση Βενιζέλου προχώρησε αμέσως σε λήψη αποφάσεων για ριζική πολεοδομική ανάπλαση της πυρίκαυστης ζώνης – του ιστορικού κέντρου – της Θεσσαλονίκης. Το έργο της σύνταξης του νέου πολεοδομικού σχεδίου κράτησε 9 μήνες. άρχισε ένα μήνα μετά την καταστροφή που προκάλεσε η πυρκαγιά και τελείωσε τον Ιούνιο του 1918. Ανατέθηκε σε ειδική επιστημονική ομάδα, που πήρε το όνομα «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης», Ελλήνων και ξένων. Το αξιόλογο αυτό έργο, που ουσιαστικά αποτελούσε έμπνευση του Γάλλου αρχιτέκτονα – πολεοδόμου ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΠΡΑΡΝΤ, δεν επρόκειτο δυστυχώς να εφαρμοσθεί, όπως καταρτίσθηκε. τροποποιήθηκε επανειλημμένα. Αν εφαρμοζόταν το αρχικό, θα δημιουργούνταν μία νέα πόλη, όπου θα ήταν σεβαστή η ιστορική παράδοση και το ανθρώπινο μέτρο και θα πληρούσε τις προϋποθέσεις να δεχθεί το μελλοντικό –σημερινό – υπέρμετρο πληθυσμιακό φορτίο. Είχαν περάσει όμως πάνω από πέντε χρόνια και ακόμη τα έργα για την πλήρη αποκατάσταση των πυροπαθών Θεσσαλονικέων δεν είχαν ολοκληρωθεί. Σ΄ αυτούς τώρα έρχονταν να προστεθούν και χιλιάδες προσφύγων, που έφταναν στη δοκιμασμένη πόλη με οποιοδήποτε μέσο, με αραμπάδες, βοϊδάμαξες, με τρένα και καράβια ατέλειωτα. Πολλοί εγκαταστάθηκαν σε προσωρινούς καταυλισμούς με «τσαντίρια». Όμως η ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε από το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών (Κ.Τ.Ε.) να συστήσει ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Ε.Α.Π.), στην οποία δόθηκε δάνειο 12.300.000 λιρών στερλινών και παραχωρήθηκαν από το ελληνικό δημόσιο αγροί συνολικής έκτασης 5 εκατομμυρίων στρεμμάτων, για την αποκατάσταση των προσφύγων. Το πρώτο διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Α.Π. συνεδρίασε στη Θεσσαλονίκη – στις 11 Νοεμβρίου 1923. Πρόεδρος ήταν ο Αμερικανός Χένρυ Μοργκεντάου, γενικός γραμματέας ο Περικλής Αργυρόπουλος, ταμίας ο Στέφανος Δέλτας. Τις σκηνές (τα τσαντήρια) σιγά-σιγά αντικατέστησαν νέοι προσφυγικοί οικισμοί από παράγκες. Αλλά η Ε.Α.Π. συνέχιζε το έργο της φροντίζοντας για τη μόνιμη εγκατάσταση των προσφύγων. Στις 31 Δεκεμβρίου 1930 η Ε.Α.Π. διαλύθηκε και το έργο της ανέλαβε η Ελ-
ληνική Κυβέρνηση Βενιζέλου, ο οποίος είχε επιστρέψει στην πολιτική και σχημάτισε κυβέρνηση (1928-32). Η εγκατάσταση των προσφύγων στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, επηρέασε σημαντικά την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης. Η πόλη επεκτάθηκε βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά, για να στεγάσει τις 250.000 κατοίκους της μέσα σε 2.000 εκτάρια γης. Εγκαταστάθηκαν και μέσα στην πόλη και περιμετρικά στη γύρω και ευρύτερη περιοχή της. Η δημοτική αρχή της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, θαρρείς για να εξαφανίσει κάθε ένδειξη ότι είχαν υπάρξει ποτέ Μουσουλμάνοι στην πόλη, είχε αποφασίσει, σχεδόν αμέσως μετά τη φυγή και των τελευταίων ανταλλάξιμων Τούρκων, να κατεδαφίσει τους μιναρέδες των τζαμιών, που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ουρανού της Θεσσαλονίκης. Ένας Έλληνας δημοσιογράφος έγραφε: «Το ένα μετά το άλλο, τα σύμβολα μιας βάρβαρης θρησκείας πέφτουν στη γη και συντρίβονται. το δάσος των λευκών μιναρέδων αραιώνει... Τα κόκκινα φέσια αποχώρησαν, τα γιασμάκια (οι φερετζέδες) χάθηκαν. Τι άλλο μένει; Τίποτα. Τίποτα, μετά από μερικούς μήνες, δε θα μας θυμίζει ότι ο βάρβαρος κατακτητής περπατούσε κορδωμένος εδώ, 500 τόσα χρόνια, ανεγείροντας ξεδιάντροπα εμβλήματα της πίστης του, κηλιδώνοντας τους θεσπέσιους ναούς της Ορθοδοξίας!... Το απειλητικό τους ύψος θα πάψει να μας φοβίζει και να μας θυμίζει τις παρελθούσες ατυχίες του γένους μας, τη φοβερή σκλαβιά και τα βάσανα των υποτελών τους. η φωνή του μουεζίνη θα πάψει να ενοχλεί τ΄αφτιά μας. αυτός και η φωνή του θα εξαφανιστούν στα βάθη της νέας του χώρας... Τίποτα, τίποτα απολύτως δεν πρέπει να μας θυμίζει πια την εποχή της μαύρης σκλαβιάς». Από την περιοχή Χαρμάνκιοϊ (Νέο Κουκλουτζά) μέχρι την Καλαμαριά και στην ακτή του Θερμαϊκού δημιουργήθηκαν νέοι ελληνικοί οικισμοί με αμιγείς προσφυγικούς πληθυσμούς, είτε με μεικτούς που προέρχονταν από την Τουρκία (τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο), από τη Βουλγαρία (Ανατολική Ρωμυλία) και από τη Ρωσία (από τον Καύκασο): οι Αμπελόκηποι, ο Επτάλοφος, η Ξηροκρήνη, η Μενεμένη, το Νέο Κορδελιό, τα Διαβατά, η Νέα Μαγνησία, η Πολίχνη, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, οι Συκιές, ο Άγιος Παύλος, οι 40 Εκκλησιές, η Τριανδρία, η Τούμπα, ο οικισμός Χαριλάου, η Καλαμαριά, το Καλοχώρι, η Πυλαία, το Πανόραμα, η Νέα Αγχίαλος, η Νέα Ευκαρπία, το Ωραιόκαστρο, η Σίνδος, το Άδενδρο, τα Νέα Μάλγαρα, ο Άγιος Αθανάσιος, η Περαία, η Αγία Τριάδα, οι Νέοι Επιβάτες, η Νέα Μηχανιώνα, τα Νέα Μουδανιά, η Νέα Καλλικράτεια, η Νέα Ραιδεστός, η Θέρμη, η Αρετσού, η Νέα Κρήνη και ο οικισμός της Ευαγγελίστριας και του Επταπυργίου. Υπήρχαν επίσης στο κέντρο της πόλης, μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι συνοικίες Αγία Φωτεινή και Χορτατζήδες, που κατεδαφίσθηκαν για τις ανάγκες της Πανεπιστημιούπολης και για τον εξωραϊσμό του κέντρου. Τα περισσότερα από αυτά τα τοπωνύμια θυμίζουν τους τόπους ξεριζωμού και καταγωγής των προσφύγων, προτού γίνουν οι ανταλλαγές και μετεγκαταστάσεις των πληθυσμιακών μαζών. Αυτοί που έγιναν πρόσφυγες, που έχασαν βιος και σπιτικό, εργασία και πατρίδα και ξανάρχισαν τον αγώνα της αναδημιουργίας, αυτοί ήταν οι πιο τυχεροί της μεγάλης τραγωδίας, της Μικρασιατικής καταστροφής, από την άποψη ότι διασώθηκαν. Γιατί σπάνιζαν οι περιπτώσεις, που μία οικογένεια είχε διασωθεί ολόκληρη και δε θρηνούσε θύματα χαμένα κάπου στις «χαμένες και αλησμόνητες πατρίδες», στο δρόμο της προσφυγιάς ή της εξορίας ή της καταναγκαστικής εργασίας. Η νοσταλγία για εκείνες τις πατρίδες υπήρξε σύντροφος και καημός για την πρώτη γενιά των προσφύγων. Η απορρόφηση τόσων χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας είναι μια εποποιία μοναδική στην ιστορία. Γρήγορα θα ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Κατάφεραν να μετατρέψουν τον πόνο του ξεριζωμού σε δημιουργία, τη συμφορά που τους βρήκε σε παράγοντα θετικό για την ελληνική ζωή. Συγκεκριμένα οι πρόσφυγες ενίσχυσαν με την παρουσία τους εθνολογικά περιοχές με αραιούς ελληνικούς πληθυσμούς. Δε συνέβαλαν μόνο στην πληθυσμιακή αύξηση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, αλλά συνέβαλαν και στην οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ανάπτυξη αυτής. Όλοι οι κλάδοι της οικονομίας θα αναπτυχθούν. έδωσαν ώθηση στη βελτίωση της γεωργίας, γιατί ήταν φίλεργοι άνθρωποι και πρόθυμοι για νέες καλλιέργειες. Και στα αστικά κέντρα πρόσφεραν πολλά για την ανάπτυξη της βιομηχανίας ως φτηνό εργατικό δυναμικό αλλά και με το επιχειρηματικό τους πνεύμα. Πολλοί απ΄ αυτούς διακρίθηκαν αργότερα στην οικονομική, πνευματική και πολιτική ζωή του τόπου. Πολιτικά οι περισσότεροι πρόσφυγες συμπαρατάχθηκαν με τη βενιζελική και τη δημοκρατική παράτα-
ξη και ψήφισαν αβασίλευτη δημοκρατία στο Δημοψήφισμα που έγινε για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος, στις 13 Απριλίου του 1924, συμβάλλοντας στο τέλος του Κωνσταντινισμού. Δείγμα της οικονομικής δραστηριότητας και κοινωνικής ανάπτυξης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στην περίοδο του Μεσοπολέμου (1919-1939), είναι η ίδρυση και λειτουργία της ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (Δ.Ε.Θ.), ενός θεσμού που η προϊστορία του ανάγεται στα βυζαντινά «ΔΗΜΗΤΡΙΑ» της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ήταν μία μεγάλη διεθνής εμποροπανήγυρη με συμμετοχές πολλών λαών από διάφορες χώρες. Η ιστορία της Δ.Ε.Θ. αρχίζει το 1925 και εμπνευστής, ιδρυτής και πρώτος διευθυντής αυτής είναι ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ από τη Χαλκιδική. Η 1η Δ.Ε.Θ. «άνοιξε» τις πύλες της στις 3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1926 και κάλυπτε έκταση 37.500 τετραγωνικά μέτρα στο χώρο του «πεδίου Άρεως» - μπροστά από το στρατηγείο του Γ΄ Σ.Σ. (Τρίτου Σώματος Στρατού) και την επισκέφθηκαν 150.000 επισκέπτες. Σήμερα η έκταση, που καταλαμβάνει, φτάνει τις 200.000 τετραγωνικά μέτρα και λειτουργεί κάθε Σεπτέμβριο, ενώ διάφορες κλαδικές εκθέσεις γίνονται όλο το χρόνο. Στα 80 χρόνια της ιστορίας της έχει ένα μόνο κενό. είναι η 10ετία 1940-1950, λόγω της πολεμικής περιπέτειας της χώρας. Δείγμα της πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, που σημειώθηκε στη χώρα – στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – στα χρόνια του μεσοπολέμου, είναι η ίδρυση και λειτουργία του δεύτερου ελληνικού πανεπιστημίου – του ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – του σημερινού Α.Π.Θ. Ιδρυτής αυτού είναι ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ (1876-1936, πολιτικός και κοινωνιολόγος), στο οποίο χάρισε ο πατέρας αυτός της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (της νεοελληνικής) και την προσωπική του βιβλιοθήκη. Στις προγραμματικές δηλώσεις της (πρώτης) κυβέρνησής του ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου (στις 24 Μαρτίου 1924) παρουσιάζει την εκπαιδευτική πολιτική, που θα ακολουθήσει η κυβέρνησή του, και αναφέρεται και στο θέμα ίδρυσης Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης: «... Ιδιαιτέρως δε θα φροντίσωμεν δια την εκπαιδευτικήν οργάνωσιν των βορείων του ΚΡΑΤΟΥΣ επαρχιών ενισχύοντες παντοιοτρόπως το διδακτικόν προσωπικόν και ιδρύοντες τα κατάλληλα πρακτικά προπάντων σχολεία, έτι δε και δεύτερον Πανεπιστήμιον – εν ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – περιλαμβάνον και πρακτικάς επιστήμας και μέλλον να λειτουργήσει βαθμιαίως. Του Πανεπιστημίου τούτου η καλή οργάνωσις και τας νέας χώρας θα ωφελήση και την επιστημονικήν παρ΄ ημίν δράσιν θα προαγάγη συντελούσα εμμέσως εις την βελτίωσιν του εν Αθήναις Πανεπιστημίου». Το ιδρυτικό Νομοσχέδιο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εισάγεται στη Βουλή για συζήτηση και ψήφιση στις 8 Ιουλίου 1924 με εισηγητή τον υπουργό παιδείας Λιμπερόπουλο Ιωάννη. Τελικά η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ψηφίσθηκε στις 5 ΙΟΥΝΙΟΥ 1925 από την Δ΄ Συντακτική Εθνοσυνέλευση – Νόμος 3341 – υπογράφηκε από τον υπουργό παιδείας Κ. Σπυρίδη και από τον ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΥΛΟ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗ (κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου), δημοσιεύθηκε στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ της ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ με ημερομηνία 22 ΙΟΥΝΙΟΥ 1925 και έτσι άρχισε η συγκρότηση του νέου Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Ελλάδας (το πρώτο της Μακεδονίας). Αρχικά στεγάσθηκε και λειτούργησε στην έπαυλη «ΑΛΑΤΙΝΙ» (στο κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα η Νομαρχία Θεσσαλονίκης). σ΄αυτό το κτίριο η ηγεσία της Επανάστασης των Νεοτούρκων είχε φυλακίσει το σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ το Β΄ το 1909 μαζί με το χαρέμι του. Ξεκίνησε με μια σχολή, τη ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ, με 15 καθηγητές και 65 μόνο φοιτητές. λαμπροί καθηγητές και πρώτοι πρυτάνεις ήταν ο Γ. Χατζηδάκης και Χρ. Τσούντας. Η ομαλή όμως λειτουργία του ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ προσκρούει στα τερτίπια «της Σκύλλας και της Χάρυβδης», των δύο δηλαδή δικτατοριών, του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΑΓΚΑΛΟΥ και του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΝΔΥΛΗ. Με διάταγμα της κυβέρνησης του πρώτου, 12 Ιουνίου 1926, καταργείται ο ιδρυτικός νόμος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γιατί έθετε το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της Θεσσαλονίκης, το μοναδικό της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, υπό την «κηδεμονία» της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ – δηλαδή για όλα τα θέματα του Πανεπιστημίου θα αποφάσιζε η Ακαδημία, ακόμη και για την απονομή των πτυχίων και διπλωμάτων – με αποτέλεσμα να περιορίζεται η αρμοδιότητα του ιδρύματος στο ρόλο του απλού εισηγητή. Και με το νομοθετικό διάταγμα της κυβέρνησης του δευτέρου, του Γεωργίου Κονδύλη, 3 Σεπτεμβρίου 1926, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καταργείται «... απολυομένων πάντων των εις
αυτό διορισθέντων καθηγητών άμα τη δημοσιεύσει του παρόντος». Όμως ο δικτάτορας, στρατηγός ΚΟΝΔΥΛΗΣ, γρήγορα «ανέκρουσε πρύμναν» και με νεότερο νομοθετικό διάταγμα στις 21 Σεπτεμβρίου 1926 επαναφέρει σε ισχύ το Νόμο 3341 «περί ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Το Πανεπιστήμιο στην εξελικτική του πορεία συνάντησε και άλλα εμπόδια. Όμως παρά τις πολλές δυσκολίες και τα τεράστια οικονομικά, λειτουργικά και οργανωτικά προβλήματα, χάρη στο ζήλο των καθηγητών και των φοιτητών τού ιδρύματος και στη συμπαράσταση όλων των κοινωνικών τάξεων της πόλης και όλης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, το ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ εξελισσόταν προοδευτικά, με βραδύ αλλά σταθερό ρυθμό. Το 1927 η λειτουργία του «ιερού αυτού τεμένους των ΜΟΥΣΩΝ», του Πανεπιστημίου, μεταφέρεται στο κτίριο επί της οδού ΧΑΜΙΝΤΙΕ (τότε) και σήμερα Εθνικής Άμυνας (στο παλιό κτίριο της σημερινής πανεπιστημιούπολης). Είχε κτισθεί επί Τουρκοκρατίας – το έτος 1887 – από το σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ΑΒΔΟΥΛ ΧΑΜΙΤ Β΄, για να στεγάσει την τουρκική Δημόσια Προπαρασκευαστική Σχολή Δημοσίων Υπαλλήλων για τον κρατικό μηχανισμό. Το κτίριο, νεοκλασικού ρυθμού, είναι έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Vitaliano Poselli και ολοκληρώθηκε το 1909. Το 1913 στέγασε το Β΄ Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε συμμαχικό νοσοκομείο. Μέχρι το 1932 προστέθηκαν στο κεντρικό κτίσμα δύο παράπλευρες πτέρυγες και ιδρύθηκαν νέα τμήματα σπουδών. την περίοδο 1927-1929 ιδρύθηκαν και λειτούργησαν οι Σχολές Φυσικών και Μαθηματικών Επιστημών. Την περίοδο 1929-1930 ιδρύθηκε η Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών. Το 1937 η Κτηνιατρική Σχολή και το 1942 η θεολογική και η Ιατρική Σχολή. Το 1943 επεκτείνεται ο κύκλος σπουδών με την ίδρυση του φυσιογνωστικού τμήματος και του Χημικού τμήματος της Φυσικομαθηματικής Σχολής. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής το Πανεπιστήμιο υπολειτουργούσε ή δε λειτουργούσε καθόλου. Οι εγκαταστάσεις του επιτάχθηκαν από τους ΝΑΖΙ. Χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικό νοσοκομείο των στρατευμάτων Κατοχής. Κάποια τμήματα συνέχισαν τη λειτουργία τους κάτω από αντίξοες συνθήκες. τα μαθήματα γίνονταν σε όποιο χώρο προσφερόταν: σε λέσχες, κινηματογράφους, σε υπόγεια ή σε σπίτια των Θεσσαλονικέων. Μόνο από το ζήλο των καθηγητών και την αγάπη των φοιτητών του το Πανεπιστήμιο επιβίωσε τα δύσκολα χρόνια της ΚΑΤΟΧΗΣ, 1941-1944. Παραταύτα πολλοί φοιτητές συμμετείχαν σε παράνομες αντιναζιστικές οργανώσεις, που δρούσαν στην πόλη, και αρκετοί εκτελέσθηκαν από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Για να τιμηθεί η μνήμη και η εθνική προσφορά των πεσόντων και εκτελεσθέντων φοιτητών του Πανεπιστημίου ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, στήθηκε στον κήπο του κενοτάφιο με το επίγραμμα: «ΑΚΜΗΣ ΕΣΤΗΚΥΙΑΝ ΕΠΙ ΞΥΡΟΥ ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΣΑΝ ΤΑΙΣ ΑΥΤΩΝ ΨΥΧΑΙΣ ΚΕΙΜΕΘΑ ΡΥΣΑΜΕΝΟΙ» (έχουμε σκοτωθεί στην προσπάθειά μας να υπερασπισθούμε με τη ζωή μας όλη την Ελλάδα που βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού). Το κείμενο της στήλης χαράχθηκε μετά από πρόταση του αείμνηστου Ιωάννη Κακριδή, καθηγητή της κλασικής φιλολογίας, που υπήρξε και καθηγητής του γράφοντος – στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ.. Μετά την εξόντωση του Εβραϊκού πληθυσμού και την καταστροφή του νεκροταφείου της Ισραηλινής Κοινότητας από τους ΝΑΖΙ (1943-1944), δόθηκε η ευκαιρία στις ελληνικές κυβερνήσεις να δημιουργηθεί η σύγχρονη πανεπιστημιούπολη βορειοανατολικά του παλιού κτιρίου, σε έκταση 500 περίπου στρεμμάτων. Σήμερα το ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ αναπτυγμένο και με νεότερες σχολές, Γεωπονοδασολογική Σχολή, Οδοντιατρική, Πολυτεχνική και άλλες φιλοξενεί εκατοντάδες καθηγητές – θεράποντες των επιστημών – και χιλιάδες φοιτητές. Αυτό είναι το Α.Π.Θ. που σε καλωσορίζει μπαίνοντας με το κέλευσμα «ΜΟΥΣΑΙΣ ΧΑΡΙΣΙ ΘΥΕ» (Ασχολήσου με τα γράμματα και τις επιστήμες) - επιγραφή του καθηγητή Χαριτωνίδη χαραγμένη στο επιστύλιο της κεντρικής εισόδου του παλιού κτιρίου (του νεοκλασικού). Τις τελευταίες δεκαετίες ιδρύθηκε και το λεγόμενο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ» στη Θεσσαλονίκη, καθώς και το «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»
με έδρα την ΚΟΖΑΝΗ. Τέλος ιδρύθηκαν και λειτουργούν στη Θεσσαλονίκη και σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις της Μακεδονίας Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.). Μετά τη Συνθήκη του ΝΕΪΓΥ, οι Βούλγαροι γείτονές μας δεν έπαψαν να ονειρεύονται και να ορέγονται τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και τη ΘΡΑΚΗ. Καραδοκούσαν. Αλλά στη διάρκεια του Μεσοπολέμου (1919-1939) εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και της Βαλκανικής διπλωματίας και άλλοι μνηστήρες στο Μακεδονικό Ζήτημα: τα Βαλκανικά Κομμουνιστικά Κόμματα με επικεφαλής την ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ (Κομμουνιστική Γ΄ Διεθνής). Στη ΣΟΦΙΑ συνήλθε στις 15 Ιανουαρίου 1920 Συνέδριο των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Βαλκανικής και ίδρυσε τη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (Β.Κ.Ο.). Στην 3η Διάσκεψή της, που έγινε στη ΜΟΣΧΑ, 19-21 Ιουλίου 1921 υπό την «αιγίδα» της Κομιντέρν, ο Βούλγαρος κομμουνιστής ηγέτης ΚΟΛΑΡΩΦ έθεσε το θέμα αυτονομίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονταν τα τμήματα Βαρδαρίου, Πιρίν και Αιγαίου, δηλαδή η Γιουγκοσλαβική, η Βουλγαρική και η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Το υπό σύσταση «κράτος» θα ήταν ουσιαστικά ένα προτεκτοράτο της ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ. Στην πρόταση αυτή όμως αντιτάχθηκε αρχικά ο Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.) Γεωργιάδης, αλλά τελικά η απόφαση πάρθηκε και ο ίδιος διαγράφηκε από το κόμμα. Η 6η ΔΙΑΣΚΕΨΗ της Β.Κ.Ο. (Βαλκαν. Κομμουν. Ομοσπονδίας) το 1924 τάχθηκε κατηγορηματικά υπέρ μιας ενιαίας και αυτόνομης Μακεδονίας, με το όνομα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΘΡΑΚΗΣ», η οποία θα συμμετείχε στη Β.Κ.Ο.. Την απόφαση αυτή επικύρωσε το 5ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ της ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, το 1924, και την κατέστησε υποχρεωτική για όλα τα κομμουνιστικά κόμματα. Οι αποφάσεις της 6ης Διάσκεψης της Β.Κ.Ο. και του 5ου Συνεδρίου της Κομιντέρν επικυρώθηκαν και από το 3ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ του Κ.Κ.Ε. το Σεπτέμβριο 1924. Όσοι διαφώνησαν, όπως ο εκδότης της εφημερίδας «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, καθαιρέθηκαν και παραιτήθηκαν, υποστηρίζοντας ότι οι συνθήκες – τουλάχιστον στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – μετά τις μεγάλες ανταλλαγές των πληθυσμών, καθιστούσαν τελείως ανεδαφική τη γραμμή των Βουλγάρων κομμουνιστών. Η φιλοβουλγαρική αυτή πολιτική της Κομιντέρν διατηρήθηκε ως το 1935, όταν οι διεθνείς συνθήκες – με την άνοδο του φασισμού και ναζισμού στην Ευρώπη – οδήγησαν στην πολιτική της συγκρότησης λαϊκών μετώπων. Το Κ.Κ.Ε. πιστό στη γραμμή Μόσχας – Κόμιντερν, με απόφαση του 6ου ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ του, το Δεκέμβριο 1935, ανακάλεσε την απόφαση του 1924 και ευθυγραμμίσθηκε με τη νέα γραμμή της Κόμιντερν για πλήρη «ισοτιμία των μειονοτήτων», υιοθέτησε δηλαδή νέα γραμμή στο λεγόμενο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ, αντικαθιστώντας το σύνθημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας». Αυτή σε γενικές γραμμές ήταν η εικόνα του ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την ταχεία ροή των πολεμικών επιχειρήσεων αλλάζει ριζικά το βαλκανικό καθεστώς. Η Φασιστική Βουλγαρία, όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, προσπάθησε – ακριβώς παρόμοια – να ανταλλάξει τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό του φασιστικού ΑΞΟΝΑ (ΓΕΡΜΑΝΙΑ – ΙΤΑΛΙΑ – ΙΑΠΩΝΙΑ) με ουσιαστικές παραχωρήσεις σε βάρος των μακεδονικών εδαφών της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. Αλλά και η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, νωρίτερα ακόμη, από την πρώτη ημέρα της Ιταλικής εισβολής στην ΕΛΛΑΔΑ - στις 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 – εξέτασε το ενδεχόμενο, με τις πλάτες των Κεντρικών Δυνάμεων (του ΑΞΟΝΑ) να καταλάβει τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και την περιοχή της θεωρώντας βέβαιη τη νίκη των φασιστών Ιταλών. Τα σχέδια όμως του ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ έπεσαν στο κενό, χάρη στην ηρωική αντίσταση και τις επιτυχίες του γενναίου Ελληνικού στρατού μας κατά των εισβολέων στο Αλβανικό (Βορειοηπειρωτικό) Μέτωπο, το 1940-1941. Το θέμα επανήλθε στο τραπέζι των διπλωματικών ελιγμών, όταν η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας υπό τον Τσβέτκοβιτς και ο αντιβασιλιάς Παύλος υπέγραψαν την προσχώρηση της χώρας τους στον «ΑΞΟΝΑ», ζητώντας και παίρνοντας σαν αντάλλαγμα τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ήδη από το 1939 η ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ πρόσβλεπε σε μια συνεργασία με τη Γερμανία, για να πραγματοποιήσει κι αυτή το όνειρο της εξόδου της στο ΑΙΓΑΙΟ. [Αγώνας δρόμου γίνεται μεταξύ των Σλαβοβουλγάρων γειτόνων μας, κατασπαράξουν τη Μακεδονία μας, εκμεταλλευόμενοι την πολεμική μας περιπέτεια].
να
Με τη γερμανο-γιουγκοσλαβική αυτή προσέγγιση το 1940-1941, η γειτονική χώρα (πρώην σύμμαχος της Ελλάδας) εξασφάλισε την υπόσχεση του Χίτλερ να καταλάβει και να ενσωματώσει στην επικράτειά της τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Έτσι στις 25 Μαρτίου 1941 υπογράφηκε το Σύμφωνο Βιέννης για την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στον ΑΞΟΝΑ, η οποία θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, αποκτώντας έτσι την πολυπόθητη έξοδό της στο ΑΙΓΑΙΟ – προαιώνιο όνειρο των Σλαβοβουλγάρων – με την περιοχή όλης της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Επιστρέφοντας ο πρωθυπουργός της Γιουγκοσλαβίας Τσβέτκοβιτς στο Βελιγράδι, είπε: «ό,τι επιτύχαμε και ό,τι θα επιτύχουμε δεν κέρδισε καμιά άλλη χώρα... θα εξασφαλισθεί πλήρως η είσοδός μας στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Να η μεγάλη ευκαιρία και η μεγάλη τύχη για την πατρίδα μας. αποκτώντας τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, θα προσαρμόσουμε την οικονομία μας με την οικονομία της Γερμανίας και έτσι θα έχουμε τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης...». [Οι Γιουγκοσλάβοι γείτονες ως σύμμαχοί μας είχαν ήδη εξασφαλίσει από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων κάποια εμπορικά προνόμια μέσα στην ελληνική επικράτεια, την Ελεύθερη Γιουγκοσλαβική Ζώνη στο λιμάνι της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, για τη διευκόλυνση της διακίνησης των εμπορευμάτων τους. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ήταν του Σλάβου τ΄ όνειρο, του Έλληνα καμάρι»]. Το κίνημα όμως του Γιουγκοσλάβου Στρατηγού ΝΤΟΥΣΑΝ ΣΙΜΟΒΙΤΣ, το Μάρτιο του 1941 – σε συνεργασία με τον Πατριάρχη των Σέρβων ΓΑΒΡΙΗΛ – ανέτρεψε τα σχέδια της γερμανόφιλης κυβέρνησης του Βελιγραδίου, απέρριψε το Σύμφωνο Βιέννης και οδήγησε τη χώρα να μοιραστεί με την Ελλάδα την εισβολή των ναζιστών Γερμανών και στη συνέχεια την κατοχή αυτών και των φασιστών Βουλγάρων, συμμάχων του Γ΄ ΡΑΪΧ, στα μακεδονικά εδάφη τους .-
Α΄δ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ. Βρισκόμαστε στις παραμονές της Γερμανικής εισβολής στην ΕΛΛΑΔΑ. Αναμένεται από στιγμή σε στιγμή και ο Γεώργιος Βλάχος, ο ιδρυτής της αθηναϊκής πρωινής καθημερινής εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», δημοσιεύει την περίφημη «ανοικτή επιστολή» του προς τον Χίτλερ: Προς την Α.Ε. τον κ. ΑΔΟΛΦΟ ΧΙΤΛΕΡ Εξοχότατε «Σεις – λέγουν πάντες – θα επιχειρήσετε να εισβάλετε εις την ΕΛΛΑΔΑ... Δεν πιστεύομεν ότι ένα κράτος πάνοπλον, 85.000.000 ανθρώπων... θα ζητήση να πλευροκοπήση ένα ΕΘΝΟΣ μικρόν που αγωνίζεται ήδη υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενον προς μίαν Αυτοκρατορίαν 45.000.000 ανθρώπων. Διότι τί θα κάμη ο Στρατός αυτός, Εξοχότατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών στείλη η ΕΛΛΑΣ φύλακας εις τα σύνορά της 20.000 τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους, δια να τον υποδεχθούν;... Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα υπάρξη Στρατός, δια να τους κτυπήση; » Αλλ΄ όχι δεν πρόκειται να γίνη αυτό. Ο ολίγος ή πολύς Στρατός των ΕΛΛΗΝΩΝ που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την ΗΠΕΙΡΟΝ, θα σταθή, αν κληθή, εις την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ και την ΘΡΑΚΗΝ. Και τί να κάμη; ... Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θα αποθάνη. Και εκεί. Και θα αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβεν από την ΟΛΥΜΠΙΑΝ το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν, την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και να αποθνήσκη». Μετ΄ εξόχου τιμής Γ.Α. ΒΛΑΧΟΣ Ο νικηφόρος, δαφνοστεφής και ηρωικός στρατός της ΕΛΛΑΔΑΣ στο ΑΛΒΑΝΙΚΟ (Βορειοηπειρωτικό) Μέτωπο συνέχιζε τη γενναία απόκρουση της μεγάλης ΕΑΡΙΝΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ και καταδίωξη των θρασύδειλων Ιταλών φασιστών εισβολέων του παρανοϊκού ΜΟΥΣΣΟΛΙΝΙ, που είχαν εισβάλει στις 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 στη χώρα μας – στη ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, μετά το «ΟΧΙ» των γενναίων ΕΛΛΗΝΩΝ, απελευθερώνοντας τώρα δεύτερη φορά μετά το 1912/1913 όλη τη ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ. Το άλλο όμως παρανοϊκό ανθρωπόμορφο κτήνος του πανίσχυρου «ΑΞΟΝΑ», ο «εξοχότατος κύριος» ΧΙΤΛΕΡ, μας κτύπησε ο δολερός πισώπλατα. Στις 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941, ημέρα Κυριακή και προτού ακόμη ξημερώσει, ζήτησε από τον πρωθυπουργό της ΕΛΛΑΔΑΣ – εδώ και τώρα - «γῆν καὶ ὕδωρ». Άνανδρα, χωρίς επίσημη κήρυξη πολέμου, τα γερμανικά στρατεύματα παραβίασαν την ελληνοβουλγαρική μεθόριο ταυτόχρονα με την επίδοση της διακοίνωσης της ναζιστικής κυβέρνησης της Γερμανίας, που κατέληγε «... πάσα αντίστασις προβαλλομένη εις τον Γερμανικόν Στρατόν θα συντριβεί αμειλίκτως». Ο νέος πρωθυπουργός της χώρας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΥΖΗΣ (ο Μεταξάς είχε πεθάνει στις 29 Ιανουαρίου 1941) απέρριψε το τελεσίγραφο, απαντώντας στο Γερμανό πρεσβευτή Έρμπαχ ότι η ΕΛΛΑΔΑ θα αντισταθεί. Λοιπόν, «ΟΧΙ», πάλι. Αυτή ήταν η επιταγή της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ !!! Ενώ η ΕΥΡΩΠΗ έχει γονατίσει κάτω από την πίεση της μπότας του φασισμού, ο Ελληνισμός υψώνεται σαν αγέρωχος Γίγαντας για τα μεγάλα ιδανικά. Ο ραδιοφωνικός σταθμός της ΑΘΗΝΑΣ είχε διακόψει την τακτική μετάδοση της Κυριακάτικης θείας λειτουργίας, για να αναγγείλει σημαντικά γεγονότα! Η είδηση ήταν : - Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός ΑΘΗΝΩΝ – Έκτακτον ανακοινωθέν (το πρώτο επίσημο πολεμικό ανακοινωθέν από το μέτωπο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, που έκανε το γύρο του κόσμου): «Από της 5.15΄ ώρας της σήμερον ο εν ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ γερμανικός στρατός προσβάλλει απροκλήτως τα ημέτερα στρατεύματα της ελληνικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Με αυτό το δεύτερο μέγα «ΟΧΙ» κατά του φασισμού / ναζισμού αρχίζει ο ελληνογερμανικός αμυντικός πόλεμος των Ελλήνων, ενώ συνεχιζόταν ακόμη ο
ελληνοϊταλικός. Η ηρωική αντίσταση του ΕΘΝΟΥΣ επαινείται και εγκωμιάζεται η ΕΛΛΑΔΑ από όλο τον πολιτισμένο και ελεύθερο κόσμο. Τα στρατευμένα παιδιά της ανέβασαν το γόητρό της πολύ υψηλά, έσπασαν τον «τσαμπουκά» του «κ.ΧΙΤΛΕΡ», αναπτέρωσαν το ηθικό των κατακτημένων λαών και χάρισαν ελπίδες για την ήττα και συντριβή του ΑΞΟΝΑ. Εκεί επάνω, στα Μακεδονικά βουνά της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου - στα «ΟΧΥΡΑ ΜΕΤΑΞΑ» - όπως είναι γνωστά, επί τέσσερις ημέρες 6-9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 διεξαγόταν άγρια, φονικότατη πάλη. πάλευε ο ΔΙΓΕΝΗΣ με το Χάροντα, ο μικρός Δαβίδ με το γίγαντα Γολιάθ. Γραφόταν το έπος των ΟΧΥΡΩΝ... [Για την κατασκευή αυτών εργάσθηκε επί μακρόν χρονικόν διάστημα ως υπεργολάβος δημοσίων έργων, υπεύθυνος δια τον «σιδηρούν οπλισμόν» - μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου – όπου κιόλας πολέμησε, και ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΞΟΥΛΙΔΗΣ, ο πατέρας του γράφοντος]. Οι Γερμανοί εισβολείς κτύπησαν στο αδύνατο σημείο της γραμμής ΜΕΤΑΞΑ, ανάμεσα στο ΤΡΙΕΘΝΕΣ και στο πρώτο οχυρό – την Ποποτλίβιτσα – που η κατασκευή της δεν είχε προλάβει να συμπληρωθεί, και σε λίγο η επίθεση γενικεύθηκε και έφτασε ως τα βόρεια της Κομοτηνής. Η κύρια προσπάθεια του εχθρού ωστόσο γινόταν στο αριστερό του ελληνικού μετώπου, στο ΜΠΕΛΕΣ και στο ΟΧΥΡΟ ΡΟΥΠΕΛ. Τα ενδιάμεσα οχυρά της γραμμής ήταν πέντε: από δυτικά προς ανατολικά μετά την Ποποτλίβιτσα είναι το Ιστίμπεη, το Αρπαλούκι, το Κελκαγιά και οι Παλιουριώνες. τα τρία μεσαία είναι πιο κοντά μεταξύ τους και σχηματίζουν τρίγωνο. Το ΜΠΕΛΕΣ από τις 7 το πρωί καιγόταν. από τις πολλές βόμβες, που έριξαν τα γερμανικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης (τα στούκας), πήραν φωτιά τα δάση, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν κοπεί, το δίκτυο εξαρθρώθηκε. Στο 162 φυλάκιο η αντίσταση κράτησε ως το μεσημέρι και σταμάτησε μόνο, όταν σκοτώθηκαν όλοι οι ηρωικοί υπερασπιστές του μαζί και ο υπολοχαγός διοικητής. Στο σκυρόδετο πολυβολείο Π9 η αντίσταση κράτησε ως τις 7.30΄ το βράδυ. ο Γερμανός διοικητής της μονάδας που έκανε την επίθεση, βλέποντας τις πολλές απώλειές του, είχε εξοργισθεί. Όλα τα πυρομαχικά των Ελλήνων υπερασπιστών εξαντλήθηκαν. Όταν τέλος το πολυβολείο υπέκυψε, ο Γερμανός «νικητής» συγχάρηκε τον επικεφαλής λοχία ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΙΝΤΖΟ και έπειτα διέταξε να τον εκτελέσουν. Το ΙΣΤΙΜΠΕΗ σφυροκοπήθηκε ανελέητα από το εχθρικό πυροβολικό. αλλεπάλληλες επιθέσεις του γερμανικού πεζικού αποκρούσθηκαν. Το οχυρό αντιστεκόταν. Στις 8 το πρωί όμως οι εισβολείς επικάθισαν στην επιφάνεια του οχυρού, που ήταν σκαμμένο μέσα στη γη. Από εκεί και πέρα έγινε ένας αγώνας τυφλός, οι πολιορκητές Γερμανοί πάσχιζαν να μπουν μέσα, ενώ οι ελεύθεροι πολιορκημένοι Έλληνες αμύνονταν τον «υπέρ πάντων αγώνα», με ό,τι μέσο τους απόμεινε. Τέλος οι «πολιτισμένοι» Γερμανοί, απόγονοι των βαρβάρων ΓΟΤΘΩΝ του μεσαίωνα, βάλθηκαν να φράξουν τα ανοίγματα αερισμού του οχυρού με πέτρες και χώματα, για να κάνουν τη φρουρά του να παραδοθεί από ασφυξία. Και στο οχυρό ΚΕΛΚΑΓΙΑ ίδια κατάσταση. Τα πτώματα των Ναζί στιβάζονταν μπροστά στο οχυρό. Ώρα 1 μεσημέρι οι εχθροί έχουν ανέβει στην επιφάνεια του οχυρού. Με χειροβομβίδες και δυναμίτες, που ρίχνουν μέσα από τα ανοίγματά του, προσπαθούν να το καταστρέψουν. Ύστερα κάνουν απόπειρα να μπουν μέσα, αλλά στις υπόγειες στοές ο θάνατος φωλιάζει. κανένας απ΄ όσους μπήκαν δεν ξαναβγήκε. Το βράδυ άρχισαν και εδώ, στο οχυρό Κελκαγιά, την απόφραξη των ανοιγμάτων αερισμού, για να σκάσουν μέσα τη φρουρά ή να την αναγκάσουν να παραδοθεί. Δεξιά από την XVIII (18η) ΜΕΡΑΡΧΙΑ, που κάλυπτε την περιοχή από το Μπέλες ως το Στρυμόνα, ήταν αναπτυγμένη η XIV (14η) ΜΕΡΑΡΧΙΑ με διοικητή τον υποστράτηγο Κ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ. Το μέτωπό της έπιανε από το Στρυμόνα ως το Κάτω Νευροκόπι. Εκεί οι Γερμανοί κτύπησαν με μεγάλη σφοδρότητα δύο κυρίως οχυρά: στα αριστερά το ΡΟΥΠΕΛ και στα δεξιά το ΠΕΡΙΘΩΡΙ. Το οχυρό ΡΟΥΠΕΛ, που το ατίμασαν οι υπερασπιστές του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (στη διάρκεια του εθνικού διχασμού), παραδίνοντάς το – με διαταγή του βασιλιά Κωνσταντίνου - «αμαχητί» στους Γερμανοβουλγάρους συμμάχους, τώρα το δόξασαν τα παιδιά της ΕΛΛΑΔΑΣ, το υπερασπίσθηκαν πολεμώντας γενναιότατα σαν πραγματικοί ήρωες – επικοί άνδρες – και απέκρουσαν πάλι τους ίδιους ενωμένους Γερμανοβούλγαρους. Η
επίθεση κατά του ΡΟΥΠΕΛ είναι από τις μεγάλες στιγμές αυτού του πολέμου. Οι ΓΕΡΜΑΝΟΙ έρριξαν πάνω στο φοβερό αυτό οχυρό όλο το βάρος τους. Στις 5.15΄ το πρωί, προτού ακόμη ξημερώσει η 6η Απριλίου 1941, άρχισε φοβερός βομβαρδισμός του εχθρικού πυροβολικού και στις 6 (πρωί) άρχισε η εφόρμηση από ψηλά των «στούκας», που άδειαζαν τις βόμβες τους πάνω στο υπερήφανο και απόρθητο αυτό οχυρό, ενώ οι ειδικές σειρήνες που είχαν, ούρλιαζαν απαίσια, για να σπάζουν τα νεύρα των αμυνομένων υπερασπιστών φρουρών. Η τοποθεσία ολόκληρη καιγόταν, ο αέρας έτρεμε, σχιζόταν από τις λάμψεις. Το θέαμα και το άκουσμα έπαιρνε ένα τρομακτικό μεγαλείο, η φρίκη του θανάτου σε όλη την έκτασή της, καθώς το σύστημα πυρός του οχυρού απαντούσε τώρα σύσσωμο και από αντίκρυ ζύγωναν τα άρματα μάχης του εχθρού και οι μοτοσυκλέτες. Ακολουθούσαν πυκνές μονάδες πεζικού και άλλοι κατέβαιναν με βάρκες και αμφίβια το Στρυμόνα ποταμό. Η αντίσταση ήταν αποτελεσματική. Οι Γερμανοί συνέχιζαν τις επιθέσεις τους σε επανωτά κύματα παρά τις απώλειες. Η γερμανική αεροπορία - 120 αεροπλάνα που βούιζαν και ούρλιαζαν με τις σειρήνες τους – διέσχιζε τον ουρανό πέρα δώθε αδειάζοντας τις βόμβες της στην περιοχή του ΡΟΥΠΕΛ, εμφανιζόμενη κάθε μισή ώρα αγριότερη. Οι ήρωες Έλληνες υπερασπιστές του οχυρού έδειχναν θαυμαστή ψυχραιμία. Η αναμέτρηση φιλοπατρίας και σιδερένιας δύναμης ήταν εδώ σκληρή, αποφασισμένη. Οι χερσαίες δυνάμεις ορμούσαν κατά κύματα ακούραστα, διαλύονταν και πάλι ξαναορμούσαν. Η τοποθεσία του ΡΟΥΠΕΛ και των γύρω οχυρών δοκιμαζόταν από 82 πυροβολαρχίες γερμανικές. Ο τόπος πνιγόταν στις φλόγες. Ακόμη και όταν νύκτωσε, οι Γερμανοί συνέχιζαν τις προσπάθειές τους να πλησιάσουν το ΡΟΥΠΕΛ. Αλλά και το οχυρό στο ΠΕΡΙΘΩΡΙ άντεξε κατά την 1η ημέρα του πολέμου. Γενικά οι Γερμανοί είχαν αποτύχει στον τομέα αυτό της 14ης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ. Ανατολικά, στη ζώνη ευθύνης της VII (7ης) Μεραρχίας με διοικητή τον υποστράτηγο ΧΡ. ΖΩΙΟΠΟΥΛΟ, δύο ήταν τα οχυρά: το ΛΙΣΣΕ και το ΠΥΡΑΜΙΔΟΕΙΔΕΣ. Εδώ οι Γερμανοί έρριξαν πιο λίγο βάρος από το Ρούπελ. Το οχυρό ΛΙΣΣΕ κτυπήθηκε από συνδυασμένες δυνάμεις μηχανοκίνητες και σχηματισμούς πεζικού. Η άμυνα όμως του οχυρού ήταν καλά μελετημένη. Οι υπερασπιστές του άφησαν τους ΝΑΖΙ να πλησιάσουν ανενόχλητοι ως τα χίλια μέτρα και τότε άρχισε ο αιφνιδιασμός των Ελλήνων ηρώων φοβερός, άρχισε ολόκληρο το οχυρό να αστράφτει και να βροντάει. Οι Γερμανοί έκαναν και άλλες επιθέσεις με πεζικές δυνάμεις και με άρματα μάχης, αλλά αποκρούσθηκαν και σκόρπισαν, αφήνοντας σωρούς από νεκρούς και τραυματίες. Η φρουρά του Λίσσε πολεμούσε από τον ενθουσιασμό της σαν να ήταν μεθυσμένη. Έτσι οι εισβολείς απέτυχαν να εκπορθήσουν τα οχυρά αυτά και μάλιστα έχασαν πολλούς άνδρες και 5 άρματα. Η πρώτη ημέρα του πολέμου αυτού, του αντιναζιστικού, πέρασε με το θρίαμβο της πολεμικής αρετής των ΕΛΛΗΝΩΝ. Της πρώτης ημέρας μεγάλο πλήγμα ήταν η διείσδυση των Γερμανών στα δυτικά του μακεδονικού μετώπου από την κορυφογραμμή του Μπέλες προς την κοιλάδα της Ροδόπολης. Η 18η Μεραρχία του Ελληνικού στρατού δεν είχε τη δυνατότητα να αντεπιτεθεί. Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται δύσκολη. απειλείται κάθοδος των εισβολέων προς τη Θεσσαλονίκη. Η 2η ημέρα του πολέμου - 7 Απριλίου 1941 – είναι η ημέρα της μεγάλης αγωνίας για το οχυρό ΠΕΡΙΘΩΡΙ, το οποίο από τις 5 το πρωί άρχισε να σφυροκοπιέται από το γερμανικό πυροβολικό. Το χωριό καταλήφθηκε, αλλά το οχυρό αντέχει την επίθεση του γερμανικού πεζικού – που άρχισε στις 8 – και απαντάει στα εχθρικά πυρά με όλα τα στόμια πυρός και από δεξιά βοηθούσε το οχυρό Λίσσε. Οι Γερμανοί όμως επέτυχαν να επικαθήσουν στο οχυρό. Ρίχνουν χειροβομβίδες μέσα στις υπόγειες στοές και όσοι μπήκαν μέσα εξοντώθηκαν ως τον τελευταίο. Γίνεται έξοδος της φρουράς και κάνουν γενναία επίθεση, οι εχθροί υποχώρησαν με πολλές απώλειες αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πλούσια λάφυρα. Επιχείρησαν οι Γερμανοί και με πεζικό και με άρματα κι άλλες επιθέσεις, στις 4.30΄ και στις 8.30΄ μ.μ., αλλά πάλι αποκρούσθηκαν. Και στο ΡΟΥΠΕΛ επίσης οι Γερμανοί, στις 7 Απριλίου, δεν επέτυχαν τίποτε το αξιόλογο. Τα οχυρά όμως Κελκαγιά, Αρπαλούκι, Ιστίμπεη αναγκάσθηκαν να παραδοθούν. Εν τω μεταξύ κατέρρευσε η γιουγκοσλαβική αντίσταση και από το βράδυ της 7ης Απριλίου άρχισε η πίεση της ΧΙΧ / 19ης Μεραρχίας που κρατούσε τα Κρούσια. Η κατάσταση γινόταν τώρα πια δραματική. Στις 6 το πρωί (8 Απριλίου 1941 – τρίτη ημέρα του πολέμου) η 2η Θωρακισμένη Γερμανική Μεραρχία πέρασε τα σύνορά μας και άρχισε να προελαύνει ακατάσχετη προς τη
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Τα ηρωικά οχυρά των Ελλήνων ΛΙΣΣΕ, ΠΕΡΙΘΩΡΙ, ΡΟΥΠΕΛ συνεχίζουν να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Στο ΠΕΡΙΘΩΡΙ μάλιστα οι υπερασπιστές έκαναν αντεπίθεση και απέκρουσαν τους εχθρούς αφήνοντας πολλούς νεκρούς και πολεμικό υλικό. Στο ΡΟΥΠΕΛ επίσης όλες οι επιθέσεις των Γερμανών αποκρούονταν. και το οχυρό Παλιουριώνες ακόμη αντιστεκόταν, παρά το σφυροκόπημα από πυροβολικό και αεροπορία όλη την ημέρα. απαντάει όλος ο φραγμός πυρός του οχυρού στη σφοδρότατη επίθεση των Γερμανών, που καθηλώνονται βουτηγμένοι στο αίμα. Μόνο στις 9 τη νύκτα κάποια εχθρικά τμήματα θα επιτύχουν να τρυπώσουν στη χαράδρα. Ο δρόμος προς ΚΙΛΚΙΣ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ έμενε ανοικτός. το μέτωπο της Κεντρικής Μακεδονίας, το οποίο κάλυπτε η ΧΙΧ (19η) ΜΕΡΑΡΧΙΑ, αρχίζει να καταρρέει. Επειδή ο Τομέας Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ.) τώρα πια αντιμετώπιζε κίνδυνο περικύκλωσης και αιχμαλωσίας και επειδή η σύμπτυξη του στρατού προς τα λιμάνια της Ανατολικής Μακεδονίας και της Χαλκιδικής δε θα ήταν εύκολη, χωρίς εφεδρείες και αεροπορία να καλύψουν την επιβίβαση, αποφασίζει, το βράδυ 8 Απριλίου 1941, ο διοικητής του υποστράτηγος Κ.ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ να συνθηκολογήσει. Έπρεπε να γλιτώσει ο στρατός της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης την αιχμαλωσία. Με επιστολή του προς τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση, τη νύκτα, ο ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ζητούσε να διατηρήσουν οι Έλληνες μαχητές τον οπλισμό τους ή να τους επιστραφούν τα όπλα μετά το τέλος του πολέμου. Αλλά στις 10.30΄, τη νύκτα, ο διοικητής της φρουράς της Θεσσαλονίκης ανέφερε τηλεφωνικά στον Μπακόπουλο ότι είχε λάβει εκείνη τη στιγμή επιστολή τού επικεφαλής της γερμανικής εμπροσθοφυλακής, που βρισκόταν ήδη στο χωριό Άγιο Αθανάσιο, είκοσι χιλιόμετρα έξω από την πόλη, να την παραδώσει χωρίς όρους. Ο φρούραρχος με οδηγία του Τ.Σ.Α.Μ. προχώρησε στις γερμανικές γραμμές για συνθηκολόγηση. Ξημέρωσε η 9η Απριλίου και ο αγώνας δεν είχε σταματήσει σε κάποια οχυρά, που έμεναν ακόμη απόρθητα. Στο Περιθώρι γινόταν αντεπίθεση, επίσης – με συνδυασμένα πυρά – γινόταν αντεπίθεση και στη Μαλιάγκα, στην Παρταλούσκα και στην Κάτω Βροντού, όπου οι ηρωικοί Έλληνες υπερασπιστές βγαίνουν από τα οχυρά, κάνουν αντεπιθέσεις, ανατρέπουν τους Γερμανούς και αιχμαλωτίζουν πολλούς μαζί με τους διοικητές τους. Στο ΡΟΥΠΕΛ, ύστερα από βομβαρδισμό που κράτησε ως τις 3 το απόγευμα, παρουσιάσθηκαν Γερμανοί κήρυκες με υψωμένη λευκή σημαία να αναγγείλουν ότι η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είχε καταληφθεί και επομένως κάθε αντίσταση στο εξής είναι μάταιη και έπρεπε να παραδοθούν. Ο διοικητής των «ελεύθερων πολιορκημένων» υπερασπιστών του οχυρού απάντησε: «τα οχυρά δεν παραδίνονται, καταλαμβάνονται». Οι κήρυκες έδωσαν το λόγο της τιμής τους ότι δε λέγουν ψέματα και έφυγαν, αφού δήλωσαν ότι θα ξανάρθουν το πρωί. Οι γενναίοι «αμύντορες» ΕΛΛΗΝΕΣ, στο ΡΟΥΠΕΛ και στα γύρω οχυρά ΠΑΛΙΟΥΡΙΩΝΕΣ και ΓΚΟΛΙΑΝΑ, παρά το σφυροκόπημα των εχθρικών πεζικών δυνάμεων και το βομβαρδισμό πυροβολικού και αεροπορίας, συνέχισαν την αντίσταση ως αργά το απόγευμα. Τα πυρομαχικά, τα τρόφιμα, γενικά όλα τα εφόδια του πολέμου είχαν εξαντληθεί μέσα στα περικυκλωμένα οχυρά. καμία επικοινωνία, καμία βοήθεια από πουθενά, κανένα φως ελπίδας μέσα στο τούνελ δε φαινόταν. Κι αυτοί συνεχίζουν να αρνούνται την παράδοση. «Τιμή σ΄ εκείνους όπου στην ζωήν των όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ απ΄ το χρέος μη κινούντες. ................................................................... Και περισσότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν) πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε». (Κ. Καβάφης) «Αυτού, αφού την αρχαίαν πορφυρίδα και σκήπτρον δώσομεν της Ελλάδος, θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα. Και δακρυχέουσα θέλει την ιεράν φιλήσειν κόνιν και ειπείν. «τον ένδοξον Λόχον, τέκνα, μιμήσατε, Λόχον Ηρώων». (Ανδρέας Κάλβος) Τα ΟΧΥΡΑ θα μένουν το αιώνιο σύμβολο και το πρότυπο για εκείνους που εκπληρώνουν το χρέος τους ως το τέλος σεμνά και αλύγιστα, ακόμη και όταν ξέρουν πως η θυσία τους δε θα έχει αποτέλεσμα άμεσο. Στις 6 το απόγευμα – 9 Απριλίου – οι εχθροπραξίες στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο σταμάτησαν, αφού και το τελευταίο προπύργιο της αγωνιζόμενης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ είπε την τελευταία λέξη. Τα όπλα και οι σειρήνες εσίγησαν. Την ίδια ημέρα, εν τω μεταξύ, πρωινές ώρες ο στρατηγός διοικητής της 29ης Θωρακισμένης Γερμανικής Μεραρχίας, ονόματι ΦΑΪΕΛ, επιστρέφοντας από τη ΣΟΦΙΑ, όπου συνάντησε το Γερμανό φον ΛΙΣΤ, διοικητή της 12ης Γερμανικής Στρατιάς, απάντησε στον ΕΛΛΗΝΑ αξιωματικό απεσταλμένο του στρατηγού ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (διοικητή του Τ.Σ.Α.Μ.) ότι οι όροι για συνθηκολόγηση γίνονται κατ΄ αρχήν δεκτοί και ότι από ώρα 10 π.μ. θα δινόταν το πρόσταγμα «παύσατε πυρ». Η συνάντηση του ΦΑΪΕΛ με τον ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟ έγινε το μεσημέρι στο Γερμανικό Προξενείο ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, όπου υπογράφηκε Πρωτόκολλο παράδοσης της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ στο Γερμανικό Στρατό Κατοχής, με χρονολογία 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 και ώρα 2 μ.μ.. Η ναζιστική σημαία με τη σβάστικα, δηλαδή τον αγκυλωτό σταυρό, το μισητό σύμβολο του Ναζισμού, τώρα αντικατάστησε τη γαλανόλευκη ελληνική σημαία πάνω στον ιστό του ΛΕΥΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ, όπου υψώθηκε για πρώτη φορά στις 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912, μετά την υποστολή της τουρκικής ημισελήνου. Και από την ώρα εκείνη για τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και για την υπόλοιπη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ λίγο αργότερα θα άρχιζε η τρισκατάρατη τριπλή Κατοχή. Με εναλλασσόμενες μέρα νύκτα – και με πυρετώδη ρυθμό – φάσεις απαράμιλλης ανδρείας, που έκαναν τον ανθρώπινο νου να σαλεύει, αλλά τον ελληνικό νου να ψηλώνει, ελάχιστοι σχετικά άνδρες ΕΛΛΗΝΕΣ «τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι» υπερασπίσθηκαν την ΠΑΤΡΙΔΑ και κατ’ εξοχήν την τιμή του ΕΘΝΟΥΣ σε ένα ορεινό οχυρό τόξο από το Σιδηρόκαστρο ως τον Εχίνο της Ξάνθης, που ορίζεται από τις διαβάσεις – κοιλάδες των ποταμών Στρυμόνα και Νέστου. Αντίκρυ τους είχαν τη 12η Θωρακισμένη Στρατιά της Γερμανίας «ΒΕΡΜΑΧΤ» υπό τις διαταγές του στρατάρχη φον ΛΙΣΤ, ο οποίος εξαπέλυσε κατά μάζες πυρός πυκνά σμήνη βομβαρδιστικών αεροπλάνων κάθετης εφόρμησης (Στούκας), συντάγματα αρμάτων μάχης, μηχανοκίνητες θωρακισμένες δυνάμεις, λόχους ορεινών καταδρομών, αλεξιπτωτιστές, ειδικούς λόχους καταστροφών, κολοσσιαία ισχύ βαρέος, μέσου και ορεινού πυροβολικού, μονάδες αμφιβίων, άρτιες τηλεπικοινωνίες και τακτικό πεζικό. Ήταν η τρομακτικότερη πολεμική μηχανή, που έως τότε είχε δει ποτέ ο ΚΟΣΜΟΣ, ρυθμιζόμενη με ακρίβεια ωρολογίου και με ακράδαντη πίστη στη νίκη, εφόσον η Γερμανία είχε υποτάξει προηγουμένως σχεδόν ολόκληρη την Ευρώπη, όπου είχαν υποσταλεί όλες οι σημαίες, πλην της ελληνικής και της αγγλικής στα βρετανικά νησιά. Ενώ οι υπερδυνάμεις δεν είχαν ακόμη μπει στον αντιφασιστικό πολεμικό «χορό». οι μεν Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής παρέμεναν ακόμη ουδέτερες περιμένοντας την πρόκληση, η δε Σοβιετική Ένωση (Ρωσία) ήταν σύμμαχος της Ναζιστικής Γερμανίας, με την οποία είχαν διαμελίσει την ηρωική Πολωνία. Τέλος η Τουρκία παρέμενε ουδέτερος παρατηρητής των γεγονότων και η Βουλγαρία σαν πεινασμένη ύαινα περίμενε τώρα τα «κοψίδια», που της είχε υποσχεθεί ο σύμμαχός της ΧΙΤΛΕΡ. Είχε προηγηθεί η απόκρουση (από 8-19 Μαρτίου 1941) της μεγάλης περίφημης Εαρινής Επίθεσης, την οποία κατεύθυνε προσωπικά ο «ΝΤΟΥΤΣΕ» Μπενίτο Μουσολίνι με τεράστια κόλαση πυρός. Οι Έλληνες κατίσχυσαν και συνέτριψαν τους ιταμούς εισβολείς, Ιταλούς φασίστες, στο Ηπειρωτικό (Αλβανικό) μέτωπο. Και το «κορόιδο» - ο Μουσολίνι, καταντροπιασμένος, επέστρεψε στη ΡΩΜΗ, την οποία οραματιζόταν πρωτεύουσα της «νέας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Τότε λοιπόν εκδηλώθηκε η γερμανική επίθεση – του ΧΙΤΛΕΡ – στο Μακεδονικό Μέτωπο από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα (6 Απριλίου 1941), για να περισώσει από τη διεθνή χλεύη ό,τι είχε απομείνει από το «μεγαλείο» του θρασύδειλου εταίρου του. Η μάχη των ΟΧΥΡΩΝ τελείωσε ηρωικά και υπερήφανα. τα ΟΧΥΡΑ δεν παραδόθηκαν, απλώς παραλήφθηκαν από τους εχθρούς της χώρας ύστερα από τη συνθηκολόγηση της στρατιωτικής ηγεσίας Ελλήνων και Γερμανών. Η Αντίσταση όμως θα συνεχισθεί σε άλλα μέρη της χώρας. Η Βιργινία Ζάννα στο «Ημερολόγιο του πολέμου 40/41» γράφει: «9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ (Η τελευταία υποστολή της Ελληνικής Σημαίας). Στο φρούριο απάνω στην ΤΟΥΖΛΑ έβαλαν φωτιά στο ψηλό κοντάρι της σημαίας. Ανάβει ολόκληρο και ρίχνει τη φλόγα του σαν πελώριος δαυλός. Η τελευταία υποστολή της Σημαίας είχε γίνει κανονικά με τη δύση του ήλιου από αξιωματικό και οι άντρες ένα γύρω την είχαν χαιρετήσει γονατιστοί. » Ένας ένας, καθώς τελειώνουν τη δουλειά τους, ανεβαίνουν οι ναύτες σιωπηλά στο καράβι. Μπαίνει κατάκοπος, αμίλητος και ο πλωτάρχης Τούμπας, διοικητής του Ο.Μ.Ε.. Στα δυο του χέρια κρατά τη σημαία μας διπλωμένη. Τη βαστά ψηλά, λίγο, όπως σηκώνει ο παπάς το δισκοπότηρο, σα βγαίνει στην ωραία πύλη, για τη μετάληψη. Όρθιοι τη βλέπουμε, και μας έρχεται να κάνουμε το σταυρό μας, σαν να ήταν – ιερή στιγμή – αλήθεια «τα άγια των αγίων». Εκεί στο καρέ των αξιωματικών τοποθετεί τη διπλωμένη Σημαία. Ύστερα βγάζει το πηλίκιό του και κάθεται. Δε λέγει ούτε λέξη... Δε μιλά και κανένας μας... για πολλήν ώραν... Ένας κόμπος μας δένει το λαιμό. Αργά τη νύχτα, κινά πια το καράβι να φύγει...». Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, τη συνθηκολόγηση του Τ.Σ.Α.Μ. (του Τομέα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας) και την παράδοση της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες οι Ελληνικές δυνάμεις του Τ.Σ.Κ.Μ. και του Τ.Σ.Δ.Μ., με τις οποίες συμπράττουν και συμμαχικές δυνάμεις Άγγλων και Αυστραλών. Συμπτύσσονται και οπισθοχωρούν. Οι Γερμανοί προελαύνουν μέσω των Σκοπίων και καταλαμβάνουν τη Δυτική και Κεντρική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ενώ τα συμμαχικά στρατεύματα υποχώρησαν προς την Κεντρική Ελλάδα. Τέλος, επειδή ο Τομέας Στρατιάς Ηπείρου (Τ.Σ.Η.) κινδύνευε να περικυκλωθεί από τα στρατεύματα του ΑΞΟΝΑ (Γερμανικά και Ιταλικά) και να αιχμαλωτισθεί, ο στρατηγός ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ, την Κυριακή του ΠΑΣΧΑ - 20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941, ζήτησε συνθηκολόγηση και προσυπέγραψε με το στρατηγό ΝΤΗΤΡΙΧ, διοικητή της Γερμανικής Θωρακισμένης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ των SS (Ες Ες), το σχετικό πρωτόκολλο. η συνάντηση έγινε στο χωριό ΒΟΤΑΝΑΣΙ, στις 6 το απόγευμα, και διατάχθηκε η κατάπαυση του πυρός. ΠΑΣΧΑ, ημέρα ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ του ΧΡΙΣΤΟΥ, και ο λαός μας αρχίζει να ανεβαίνει στο ΓΟΛΓΟΘΑ, φορτωμένος το βαρύ σταυρό του. Οι πολεμικές επιχειρήσεις σε όλη τη ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – ΘΡΑΚΗ – ΗΠΕΙΡΟ) σταμάτησαν και οι γενναίοι ΕΛΛΗΝΕΣ με οδύσσειες αφάνταστες, νηστικοί, κατάκοποι, κυνηγημένοι και ψειριασμένοι θα τραβούσαν τώρα για τα χωριά τους, που θα τα ισκιώσει η σκλαβιά. Οι νικημένοι ΕΛΛΗΝΕΣ όμως «νίκησαν» τους Γερμανούς νικητές τους ηθικά, αφού προκάλεσαν το θαυμασμό τους: Κατά την παράδοση του οχυρού στους ΠΑΛΙΟΥΡΙΩΝΕΣ, ο Γερμανός συνταγματάρχης παράταξε «τιμής ένεκεν» ένα Γερμανικό τάγμα μπροστά στο οχυρό και κάλεσε τον Έλληνα διοικητή (του οχυρού) να το επιθεωρήσει. Στο οχυρό ΡΟΥΠΕΛ, ο Γερμανός αξιωματικός, που ήρθε να το παραλάβει, εκφράζει τα θερμά συγχαρητήριά του στον Έλληνα διοικητή και του δήλωσε ότι είναι τιμή και υπερηφάνεια για τους Γερμανούς να έχουν τέτοιους αντιπάλους. Ο στρατηγός Πάουλ Χάσσε σ΄ένα άρθρο του σε γερμανική εφημερίδα με τίτλο: «ΟΙ ΑΝΔΡΕΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» έγραφε: «... Οι ΕΛΛΗΝΕΣ όμως φρουροί των οχυρών αμύνθηκαν, παρά τα φλογοβόλα και τις χειροβομβίδες, με σκληρό φανατισμό, που ανάλογο δεν είχαν συναντήσει οι Γερμανοί στρατιώτες σε καμιά από τις προηγούμενες εκστρατείες τους. εφ΄ όσον και ένας ακόμη στρατιώτης μπορούσε να παραμείνει στο οχυρό του, πυροβολούσε». Επίσης ο στρατάρχης φον ΛΙΣΤ στην ημερήσια διαταγή του δήλωνε: «οι ΕΛΛΗΝΕΣ υπερασπίσθηκαν την πατρίδα τους γενναία». Και τέλος, στις 4 Μαΐου 1941, όταν πια τα ναζιστικά στρατεύματα είχαν καταλάβει και την ΑΘΗΝΑ και την Πελοπόννησο, ο «εξοχότατος κ. ΧΙΤΛΕΡ» σε λόγο του στο ΡΑΪΧΣΤΑΓΚ (Γερμανικό Κοινοβούλιο) θα πει:
«... Η ιστορική δικαιοσύνη όμως με υποχρεώνει να διαπιστώσω, ότι από όλους τους αντιπάλους που αντιμετωπίσαμε, ο ΕΛΛΗΝΑΣ στρατιώτης ιδίως πολέμησε με ύψιστο ηρωισμό και αυτοθυσία. Συνθηκολόγησε μόνο, όταν η εξακολούθηση της αντίστασης δεν ήταν πια δυνατή και δεν είχε κανένα λόγο». Στις 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα μπήκαν στην ΑΘΗΝΑ και η γαλανόλευκη σημαία μας, που κυμάτιζε ως τότε υπερήφανα πάνω στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ, υποστέλλεται και στον ιστό της υψώνεται η στυγερή σβάστικα. ο εύζωνος φρουρός της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ, «σαβανωμένος» με το ιερό σύμβολο της ΕΛΛΑΔΑΣ, αυτοκτονεί, πηδώντας στο κενό κάτω από τον ιερό βράχο. Με την αυτοθυσία του παλληκαριού «εγκαινιάζεται» η Κατοχή στην ΑΘΗΝΑ, ενώ ο πρωθυπουργός της χώρας Αλέξανδρος Κορυζής είχε αυτοκτονήσει νωρίτερα και ο βασιλιάς ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄ είχε εγκαταλείψει την πρωτεύουσα. Ρημαδιό η πατρίδα μας. Και όταν τελείωσε πια και η ηρωική μάχη της ΚΡΗΤΗΣ και εσίγησαν τα όπλα και οι σειρήνες σε όλη την κατεχόμενη ΕΛΛΑΔΑ, στις 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 1941, ακούσθηκε από τα ραδιόφωνα και έγινε γνωστό στον κόσμο το εξής πολεμικό ανακοινωθέν από το Στρατηγείο του ΧΙΤΛΕΡ: «... Εκλεκτά Ελληνικά Στρατεύματα υπεράσπισαν με εντελώς εξαιρετικό ηρωισμό τα οχυρά της Γραμμής ΜΕΤΑΞΑ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Προκλήθηκαν έτσι συγκρούσεις από εγγύτατη απόσταση, τόσο πεισματικά και έντονα, όσο δεν είχαν λάβει χώρα μέχρι τώρα σε κανένα άλλο πολεμικό θέατρο». Γι΄αυτό οι Γερμανοί κατακτητές παρουσίασαν όπλα στους Έλληνες αντιπάλους τους. ουδέποτε είχαν συναντήσει τέτοιους ανδρείους άνδρες και ήταν τιμή τους αυτό το προνόμιο και γι΄ αυτό το λόγο ετίμησαν τον Έλληνα πολεμιστή. Κατά εξαίρεση ο Ελληνικός Στρατός δεν υποβλήθηκε σε αιχμαλωσία. Η ελληνική ψυχή άρχιζε να μπαίνει στο πένθος της κατοχής. «Στο μέτωπό της όμως, πάνω στα αίματα, είχε σκαλώσει ένα κλωνάρι δάφνης», θα γράψει αργότερα ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ. Η αναμέτρηση του 1940-1941 με το φασισμό και το ναζισμό έγινε ανάμεσα στη λιτότητα και το στόμφο, τη φιλοπατρία και τον ιμπεριαλισμό. Στον αγώνα αυτόν ο ελληνικός λαός έδωσε το προσωπικό του ύφος, όμοιο σε γενικές γραμμές με εκείνο το 1821. Υπάκουσε στο κάλεσμα της Ελληνικής Ιστορίας, όπως αυτό το διατύπωσε η μούσα του νεότερου εθνικού μας ποιητή, Κωστή Παλαμά, έτσι άμεσα και αυθόρμητα, αλλά και προφητικά, με το ξεκίνημα του αγώνα: «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα: Μεθύστε με τ΄αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!» . Έτσι και έγινε οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΡΩΕΣ, λίγοι μεν αριθμητικά, μεγάλοι όμως ψυχικά, ταπείνωσαν και νίκησαν τους πολυάριθμους φασίστες και ναζιστές. Αλλά η τεχνοκρατία, χάρη στο σιδερένιο της όγκο, θα επιτύχει για μια στιγμή να γονατίσει τη μαχόμενη ελληνική ψυχή. Τώρα με την επικράτηση των φασιστικών δυνάμεων, Γερμανικών, Ιταλικών και Βουλγαρικών αρχίζει ο ελληνικός Γολγοθάς, δρόμος δύσκολος, ακανθώδης και ανηφορικός. Ο ελληνικός λαός θα τον πορευθεί, περιμένοντας την ανάστασή του. Και να σημειώσουμε ότι η συνθηκολόγηση έγινε την ημέρα της Ανάστασης του Χριστού, στις 20 του Απρίλη 1941 – ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ.-
Α΄ε. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1941-1949). Μία εχθρική τριπλή Κατοχή (1941-1944) και ένας τρισκαταραμένος εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) θα σφραγίσουν τη δεκαετία (1940-1950), που «εγκαινιάσθηκε» με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού αμυντικού πολέμου. Κατά τη διάρκεια της ΚΑΤΟΧΗΣ, ο Ελληνικός Λαός, στη συντριπτική του πλειοψηφία και ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, πολεμούσε τους κατακτητές του μέσα στις πόλεις, στα χωριά και στα βουνά χωρίς να κάμπτεται από τις εκατόμβες των νεκρών. Όμως στα ερείπια του πολέμου και στα θύματα της Κατοχής από τη φασιστική και ναζιστική θηριωδία, μετά την απελευθέρωση, θα προστεθούν, δυστυχώς, νέα ερείπια και νέα θύματα από τον τρισκαταραμένο εμφύλιο πόλεμο! Η ΕΛΛΑΔΑ μας θα βγει από τη διπλή αυτή δοκιμασία βαριά πληγωμένη και οι επιπτώσεις του εμφύλιου θα βαρύνουν σε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της χώρας! Μετά την εποποιία της ΚΡΗΤΗΣ, τελείωσαν οι εχθροπραξίες σε όλη την ΕΛΛΑΔΑ. Η άμυνα των γενναίων Ελλήνων κάμφθηκε και η χώρα υποδουλώθηκε. Η επικράτεια διαμελίζεται από τους κατακτητές της, Γερμανούς, Ιταλούς, Βουλγάρους. Ο Ελληνικός Λαός φραγγελώνεται από τα συμμαχικά στρατεύματα του ΑΞΟΝΑ : Γερμανοί 120.000, Ιταλοί 140.000 και Βούλγαροι 40.000 άνδρες. Η πατρίδα των γενναίων ΕΛΛΗΝΩΝ χωρίζεται σε 3 ζώνες κατοχής, τη γερμανοκρατούμενη, την ιταλοκρατούμενη και τη βουλγαροκρατούμενη. Σχετικά με την τύχη της Μακεδονίας: Την Κεντρική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ κράτησαν οι Γερμανοί, τη Δυτική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κράτησαν οι Ιταλοί και την Ανατολική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πήραν οι Βούλγαροι, με τη ΘΑΣΟ. Οι Βούλγαροι, που παραχώρησαν τη χώρα τους ως γέφυρα, για να περάσουν τα γερμανικά στρατεύματα στην Γιουγκοσλαβία και στην ΕΛΛΑΔΑ, ακολούθησαν ως επικουρικά στρατεύματα τους πάτρωνές τους και έπεσαν σαν λυσσασμένες ύαινες, να κατασπαράξουν το «κουφάρι» της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ στο ανατολικό της τμήμα, από το Στρυμόνα ως το Νέστο ποταμό. Την εποχή αυτή οι Βούλγαροι δεν τόλμησαν να κτυπήσουν μόνοι τους την ΕΛΛΑΔΑ. Οι αναμνήσεις από το ΛΑΧΑΝΑ (1913) και το ΣΚΡΑ (1918) ήταν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη τους. Περίμεναν μόνο την κατάλληλη στιγμή, όταν οι Γερμανοί θα μετέφεραν τον πόλεμο στα Βαλκάνια, να πάρουν σαν τσακάλια και βρομοΰαινες το μερίδιό τους. Το μερίδιο αυτό δεν ήταν και μικρό. Τα ελληνικά εδάφη από τον ΕΒΡΟ ως το ΣΤΡΥΜΟΝΑ ποταμό ήταν η πρώτη δόση. Και ίσως – αν τελικά νικούσε και επικρατούσε στον πόλεμο (Β΄ Παγκόσμιο) η ΓΕΡΜΑΝΙΑ – να έπαιρνε η Βουλγαρία και την υπόλοιπη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ως τον ΟΛΥΜΠΟ. Συμπαρατάχθηκε λοιπόν στον ΑΞΟΝΑ που της υποσχέθηκε μεγαλύτερη αμοιβή. Οι Γερμανοί φάνηκαν γενναιόδωροι. Ίδιος πάλι σχηματισμός – Γερμανοβούλγαροι – όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο. Με τις συμφωνίες ΧΙΤΛΕΡ – ΦΙΛΩΦ η Βουλγαρία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, ενώ από την Ελληνική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έλαβε αρχικά μόνο την Ανατολική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Μετά τη συνθηκολόγηση όμως των Ιταλών (1943), οι Βούλγαροι – με άδεια των Γερμανών – επεξέτειναν τη ζώνη της βουλγαρικής κατοχής τους ως τους νομούς ΚΙΛΚΙΣ και ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, ενώ στη Δυτική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μέσω των συνδέσμων τους στα τοπικά ιταλικά, αρχικά, και μετά στα γερμανικά φρουραρχεία, οργάνωσαν ένοπλα σώματα βουλγαροφρόνων και σλαβοφώνων Μακεδόνων, γνωστά ως «ΟΧΡΑΝΑ» (ανάμεσά τους υπήρχαν και άτακτοι ληστοσυμμορίτες, απόγονοι των παλιών κομιτατζήδων βουλγαρομακεδόνων), τα οποία «δούλευαν» για τη Μεγάλη Εθνική Βουλγαρική Ιδέα και για τον αφελληνισμό των Μακεδόνων. Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Βούλγαροι στη ζώνη κατοχής τους βρήκαν την ευκαιρία για έναν ακόμη γύρο (τέταρτος αυτή τη φορά) αφελληνισμού των κατοίκων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η πρώτη φορά ήταν στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα 1904-1908, η δεύτερη ήταν στους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, η τρίτη στη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου 1916-1918. Τώρα, στην περίοδο της Βουλγαρικής Κατοχής, όλοι οι Βούλγαροι, χωρίς καμιά εξαίρεση, ανεξάρτητα από τα πολιτικά τους φρονήματα (φασιστικά ή αντιφασιστικά) ενέκριναν σχέδιο της φασιστικής τους κυβέρνησης για την εξόντωση του ελληνισμού. Οι βουλγαρικές αρχές εφάρμοσαν συστηματικά την πολιτική του βίαιου εκβουλγαρισμού των Ελλήνων με την
ίδια σκληρότητα, όπως και την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής (1916-1918) στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. και τότε όπως και τώρα (1941-1944) διαπράχθηκαν από τους βάρβαρους Βούλγαρους ανήκουστα φρικιαστικά εγκλήματα με την ανοχή και ευλογία των πατρώνων τους Γερμανών. αισθάνονταν έναν κτηνώδη ηδονισμό, όταν βασάνιζαν και κατακρεουργούσαν αθώους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους και ιδίως τα γυναικόπαιδα. Η περιοχή της ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ υπέφερε πολλά μαρτύρια: αγκαρίες, ομηρίες, φυλακίσεις, ξυλοδαρμούς, διώξεις, βιασμούς, ακρωτηριασμούς, εκτελέσεις, δολοφονίες. Και, πέρα απ΄ όλα αυτά, με πλύση του εγκεφάλου, με την παραπληροφόρηση της παραπλανητικής προπαγάνδας, οι Βούλγαροι κατακτητές στην Ανατολική Μακεδονία προσπαθούσαν να αλλοτριώσουν την εθνική συνείδηση των Ελληνομακεδόνων. Αμέσως μετά την πτώση των ΟΧΥΡΩΝ της γραμμής ΜΕΤΑΞΑ και τη συνθηκολόγηση ΕΛΛΗΝΩΝ και ΓΕΡΜΑΝΩΝ, χίμηξαν σαν λυσσασμένες ύαινες να ξεσχίσουν και να αλλοιώσουν την όψη της Ανατολικής Μακεδονίας, ακολουθώντας τα ναζιστικά στρατεύματα. Σκορπίσθηκαν παντού προκηρύξεις να φοβίσουν τους Έλληνες, αλλά και να υψώσουν το ηθικό των στρατιωτών τους που συναντούσαν παντού εχθρότητα και περιφρόνηση. Να μία τέτοια ανιστόρητη και χοντροκομμένη, βλακώδης, προκήρυξη της βουλγαρικής προπαγάνδας: «Αδέρφια ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ της Μακεδονίας, ήρθε η ώρα της λευτεριάς σας μετά από τόσα χρόνια σκλαβιάς και τυραννίας. Πάνω στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έφεξε τώρα η αυγή της λευτεριάς, φερμένη από το γενναίο γερμανικό στρατό... Υποδεχτείτε τους Γερμανούς, καθοδηγήστε τους, βοηθήστε τους... Τα δικά τους ιερά έργα είναι δικά μας. Ζήτω η ενωμένη Βουλγαρία. Ζήτω ο ΒΟΡΙΣ ο Γ΄, ο βασιλιάς όλων των Βουλγάρων». Τις προκηρύξεις αυτές οι ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ τις πετούσαν στον κάλαθο των αχρήστων, στα σκουπίδια, σαν να είχαν χολέρα επάνω τους. Και απορούσαν οι νεαροί Βούλγαροι στρατιώτες και αξιωματικοί, που είχαν μεγαλώσει και είχαν σπουδάσει πως η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ επαρχία και οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ είναι ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ. Πίσω από τον τακτικό Βουλγαρικό στρατό ακολούθησαν και διασκορπίσθηκαν στην ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ οι κομιτατζήδες, κατάλοιπα της παλιάς Ε.Μ.Ε.Ο., ακραία εθνικιστικά και σοβινιστικά στοιχεία και άρχισαν να ακονίζουν τα μαχαίρια τους, για να τα μπήξουν στα κορμιά των ανατολικομακεδόνων. Τότε πολλοί Έλληνες πήραν το δρόμο για τις γερμανοκρατούμενες περιοχές περνώντας μέσα από τα κρύα νερά του Στρυμόνα. Όσοι παρέμειναν στις εστίες τους, ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ τους και τις πατρίδες τους, γιατί οι Βούλγαροι κατακτητές επιχειρούσαν να εγκαταστήσουν δικούς τους εποίκους. Βλέποντας τα θρασίμια (θρασύδειλοι) ότι με την τρομοκρατία – τους πρώτους μήνες – δεν μπορούσαν να αλλάξουν το φρόνημα των Ελλήνων, σκέφθηκαν κάτι το φρικιαστικό: σκέφθηκαν τη μαζική εξόντωση – γενοκτονία - των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας κατά περιοχές. Τα απάνθρωπα και σατανικά τους σχέδια πρόβλεπαν μια προγραμματισμένη ψευτοεπανάσταση των Ελλήνων, που θα την προκαλούσαν πράκτορες της Ε.Μ.Ε.Ο. (Εσωτερ. Μακεδον. Επαναστ. Οργάνωσης), για να δικαιολογηθεί η επέμβαση και η εξόντωση από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής όλου του ελληνικού στοιχείου. Αυτό το κτηνώδες, βδελυρό, καλοστημένο σχέδιο δράσης μας θυμίζει την ψευτοεπανάσταση του «ΙΛΙΝΤΕΝ» (Ιούλιος 1903), τότε που οι δολεροί, πανούργοι, θρασύδειλοι βούλγαροι κομιτατζήδες, όπως έχει προαναφερθεί, είχαν ξεσηκώσει τον πληθυσμό της Βορειοδυτικής Μακεδονίας σε επανάσταση, που τη φόρτωσαν στους Έλληνες, για να τους εξοντώσουν οι Τούρκοι. Στις αρχές, λοιπόν, Αυγούστου 1941 Βούλγαροι κομιτατζήδες με πολιτική ενδυμασία γυρνούσαν στην ύπαιθρο (της Ανατολικής Μακεδονίας) και οργάνωναν δήθεν επανάσταση κατά των βουλγαρικών αρχών κατοχής, παριστάνοντας τους αντιφασίστες – τους αριστερούς και τους προστάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διέδιδαν επίσης ότι οι εκλογές στη Βουλγαρία έδωσαν την πλειοψηφία στο Κομμουνιστικό Κόμμα και ότι έγινε κομμουνιστική επανάσταση που επικράτησε σε όλη τη χώρα. Πολλοί παραπλανήθηκαν. Η πρώτη μαζική εξέγερση του ελληνικού λαού, η οποία έλαβε καθαρά μαχητικό και επαναστατικό χαρακτήρα εκδηλώθηκε στην περιοχή της ΔΡΑΜΑΣ, όπου η βουλγαρική κατοχική διοίκηση επιχειρούσε με μεθοδικότητα τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων. Ο πληθυσμός αντιδρούσε στην προσπάθεια αφελληνισμού / εκβουλγαρισμού. Οι Βούλγαροι δεν μπόρεσαν να ελέγξουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε και στις 28 Σεπτεμβρίου 1941 ο λαός της ΔΡΑΜΑΣ και των γύρω
χωριών εξεγέρθηκε και μάλιστα καταλύθηκαν οι βουλγαρικές αρχές κατοχής της περιοχής. Τότε ο βουλγαρικός στρατός, βλέποντας να παίρνει η εξέγερση μεγάλες διαστάσεις, εξαπέλυσε φοβερό πογκρόμ (διωγμό) – «εν ονόματι του βασιλιά της Μεγάλης Βουλγαρίας». Η αυθόρμητη αυτή εξέγερση των Ελληνομακεδόνων της Ανατολικής Μακεδονίας καταπνίγεται από τους Βούλγαρους φασίστες, οι οποίοι για αντίποινα της καταστολής της εκτελούν 3.000 πατριώτες, αδελφούς Έλληνες, στην πόλη ΔΡΑΜΑ και στο χωριό ΔΟΞΑΤΟ. Οι Βούλγαροι «μακελάρηδες», τεχνίτες στη σφαγή, πέρασαν από τα μαχαίρια τους άτομα αδιακρίτως ηλικίας. Το αίμα των σφαγιασθέντων σχημάτισε πραγματικά ρυάκια στην πλατεία της ΔΡΑΜΑΣ. Ολόκληρη η βουλγαρική στρατιά είχε ριχθεί όχι απλώς με υπερβάλλοντα ζήλο αλλά με πρωτοφανή λύσσα στο «ευάρεστο» έργο της σφαγής. Εκτελέσεις έγιναν και σε άλλα χωριά, στα Κύργια, στη Χωριστή, στο Κάτω Νευροκόπι και αλλού. Ο γενικός απολογισμός των εκτελεσθέντων σε όλη την Ανατολική Μακεδονία κατά την περίοδο 28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ – 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941 φτάνει τις 15.000, όπως προκύπτει από τους ονομαστικούς καταλόγους της Ανακριτικής Επιτροπής της Υπηρεσίας Εγκληματιών Πολέμου. Βλέπουμε ότι οι Βούλγαροι επέτυχαν σε μεγάλο βαθμό το έργο τους, τον αφελληνισμό, με την εξόντωση τόσων χιλιάδων αθώων Ελλήνων. Παρόλα αυτά όμως οι ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ αντιστέκονταν. Ήδη στα βουνά είχαν βγει οι πρώτοι ανεξάρτητοι σχηματισμοί ανταρτών. Η εξέγερση της ΔΡΑΜΑΣ είναι η πρώτη μαζική αντιστασιακή κίνηση κατά των δυνάμεων του ΑΞΟΝΑ στην κατεχόμενη Ελλάδα. Μετά τις σφαγές της Δράμας, οι προοδευτικοί (αντιφασίστες) Βούλγαροι αποδοκίμασαν και καταδίκασαν τη βουλγαρική κατοχή και τις εγκληματικές της ενέργειες. Στις 6 Οκτωβρίου 1941 ο παράνομος αντιφασιστικός ραδιοφωνικός σταθμός των Βουλγάρων πατριωτών «ΚΡΙΣΤΟ ΜΠΟΤΕΦ» μετέδωσε δηλώσεις του δημοκρατικού ηγέτη της Βουλγαρίας ΒΑΣΙΛ ΚΟΛΑΡΩΦ που έλεγε: «... Στην περιοχή της Δράμας και των Σερρών ξέσπασε εξέγερση. Κανένας τίμιος, συνειδητός πολίτης δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι η εξέγερση αυτή προκλήθηκε από το κτηνώδες καθεστώς της Κατοχής στην Ελλάδα... τώρα στις βουλγαρικές στρατιωτικές αρχές ανατέθηκε ο ρόλος του δήμιου...». Και πάλι η φωνή του ίδιου ραδιοφωνικού σταθμού ακούσθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1941 που μετέδωσε το σχόλιό του: «... Ο λαός μας... όχι μόνο δεν καταδικάζει τους επαναστάτες της ΔΡΑΜΑΣ... αλλά εκφράζει την αλληλεγγύη του προς αυτούς και μαζί τους στιγματίζει, με τη σφραγίδα της ατίμωσης, τον εγκληματικό ρόλο της βουλγαρικής κυβέρνησης. Ο αγώνας (ο αντιφασιστικός) των Ελλήνων δεν τελείωσε. ο αγώνας τους τώρα αρχίζει. Και θα συνενωθεί με τον αγώνα του λαού μας εναντίον της σιχαμερής κλίκας της Σόφιας...». Σχετικές - για τις θηριωδίες των Βουλγάρων και τα όργια αίματος στην Ανατολική Μακεδονία - μαρτυρίες είναι οι εκθέσεις, τις οποίες υπέβαλε τον Οκτώβριο 1941 η Γενική Επιθεώρηση Νομαρχιών Μακεδονίας, που είχε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, προς την κατοχική κυβέρνηση της Ελλάδας. Διαβάζουμε αποσπάσματα: «... Γενικώς η κατάστασις των Ελλήνων κατοίκων των υπό των Βουλγάρων κατεχομένων εδαφών έγινε απελπιστική. Οι άνδρες, όσοι δεν εσύρθησαν εις την ομηρείαν δια καταναγκαστικά έργα, κρύπτονται εις τας οικίας των ή εκτός των χωρίων των, άπαντες δε, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, αναμένουν από στιγμής εις στιγμήν τον θάνατον. Οι εύποροι δια γενναίων παροχών επιτυγχάνουν την αναβολήν του μαρτυρίου των, ουδείς όμως είναι βέβαιος ότι θα διαφύγη τον θάνατον... » ... Πας ευυπόληπτος ΕΛΛΗΝ θεωρείται κομμουνιστής και ως τοιούτος υφίσταται τα πάνδεινα, εκτός εάν δυνηθή να αποφύγη τον θάνατον, παραχωρών όλα τα υπάρχοντά του. » Εάν δεν είναι δυνατόν να ληφθούν μέτρα σωτηρίας του πληθυσμού τούτου, εν ονόματι του ανθρωπισμού, συμφέρει να υποκύψωμεν εις την εφαρμογήν του Βουλγαρικού Προγράμματος «Τα Ελληνικά εδάφη κενά πληθυσμού» και να επιδιώξωμεν την επίτευξιν διαπεραιώσεως του πληθυσμού εντεύθεν του Στρυμόνος, ίνα υποστώμεν όλοι οι Έλληνες κοινήν τύχην. Εάν το εντεύθεν του Στρυμόνος έδαφος της Πατρίδος μας δεν είναι δυνατόν να δεχθή και να διαθρέψη τον Ελληνικόν πληθυσμόν ηυξημένον με τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, είναι επαρκές να περιλάβη τους τάφους όλων των Ελλήνων».
Ας φαντασθή, λοιπόν, κάθε ένας τι είδους τερατουργήματα διέπρατταν οι Βούλγαροι, ώστε να αναγκασθεί η Γενική Επιθεώρηση Νομαρχιών της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας να προτείνει στην «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» μια τέτοια λύση. Μεγάλος ο προβληματισμός των Ελλήνων, ώστε να πλανιέται η επιθυμία για άμεση επέμβαση της Ανωτέρας Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης της Θεσσαλονίκης να θέσει τέρμα στη συνεχιζόμενη σφαγή, γιατί αλλιώς τα υπολογιζόμενα ήδη κατά χιλιάδες θύματα θα αυξηθούν σε μυριάδες. Χαρακτηριστικό δείγμα των μεθόδων που εφάρμοσαν οι Βούλγαροι πάνω στα ελληνικά εδάφη είναι ο αναγκαστικός νόμος που δημοσιεύθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1942 στην εφημερίδα της Κυβέρνησης της Βουλγαρίας: «Άπαντες οι ΕΛΛΗΝΕΣ υπήκοοι, οι μη όντες βουλγαρικής καταγωγής και οι οποίοι είναι ακόμη εγκαταστημένοι στις απελευθερωθείσες χώρες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, καθίστανται Βούλγαροι υπήκοοι, εκτός εάν θέλουν να διατηρήσουν την ιθαγένειά τους, οπότε οφείλουν να αναχωρήσουν από το βασίλειο (της Βουλγαρίας) την 1η Απριλίου 1943 το αργότερο». [Όλοι αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης στο βασίλειο της Βουλγαρίας]. Αλλά τελικά η πλήρης προσάρτηση και ενσωμάτωση της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης στο Βουλγαρικό κράτος αποτράπηκε, χάρη στις μαζικές κινητοποιήσεις του ελληνικού λαού στην ΑΘΗΝΑ και στα άλλα κέντρα της κατεχόμενης τότε Ελλάδας. Μάλιστα στις 22 Ιουλίου 1943 μία παναθηναϊκή διαδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον της σχεδιαζόμενης εισόδου των Βουλγάρων στη Θεσσαλονίκη πνίγεται στο ελληνικό αίμα από τα γερμανικά τάνκς. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τα στρατεύματα Κατοχής, συγκροτήθηκε επίσημη Επιτροπή από Έλληνες καθηγητές των δύο πανεπιστημίων, Αθηνών και Θεσσαλονίκης, και άλλους και ήρθαν με επίσημη εντολή στις περιοχές που δεινοπάθησαν από τους Βούλγαρους κατακτητές στη διάρκεια της κατοχής, για να πιστοποιήσουν με αντικειμενική έρευνα τα κακουργήματα που έγιναν από αυτούς σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Μετά από επιτόπια μακροχρόνια έρευνα στις 31 Μαρτίου 1945 η Επιτροπή υπέβαλε τις εκθέσεις της στην κυβέρνηση της ελεύθερης Ελλάδας. Το περιεχόμενό τους είναι συντριπτικό για τους Βούλγαρους. Μεταξύ άλλων αναφέρονται: «... Η γενική εικών, την οποίαν αντικρίσαμεν, δεν διαφέρει εκείνης, την οποίαν περιγράφει η έκθεσις του 1918. Μόνον συστηματικοτέρα και, ένεκα της μακροτέρας κατοχής, μεγαλυτέρα εις έκτασιν είναι η κακουργία... Η σκληρότης των μέσων, τα οποία μετεχειρίσθησαν οι Βούλγαροι δια την επίτευξιν του σκοπού των, εξηγείται από αυτήν τη φυσικήν ωμότητα του ληστρικού τούτου λαού, της οποίας η πρόσφατος ιστορία τόσα δείγματα εις βάρος της πατρίδος μας έχει να παρουσιάση... Ευθύς ως οι Βούλγαροι εισήλθον εις τας ελληνικάς επαρχίας, έθεσαν με αμείλικτον συστηματικότητα εις εφαρμογήν το πρόγραμμα του εκβουλγαρισμού αυτών. Προς τούτο κατέλυσαν το ελληνικόν κράτος υπό πάσαν αυτού εκδήλωσιν. Απήλασαν ή δι΄οιωνδήποτε άλλων μέσων ηνάγκασαν εις αναχώρησιν τους δικαστάς, τους μητροπολίτας και την Χωροφυλακήν. Τους δημοτικούς άρχοντας αντικατέστησαν με Βουλγάρους βοηθουμένους από δύναμιν βουλγαρικής Χωροφυλακής. Αντικατέστησαν επίσης δια Βουλγάρων τους Έλληνας ιερείς, εις τους οποίους απηγόρευσαν τας ιερουργίας, κατεδίωξαν δε τους ιερείς και υπέβαλον αυτούς εις παντός είδος εξευτελισμούς, κακώσεις, φυλακίσεις, πολλούς δε με βασανιστήρια εθανάτωσαν. Συγχρόνως εστράφησαν κατά της ελληνικής γλώσσης. Έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία, απήλασαν και κατεδίωξαν τους Έλληνας διδασκάλους, απάλειψαν τας ελληνικάς επιγραφάς από δρόμους, πλατείας, εκκλησίας, καταστήματα και επέβαλον όχι μόνον εις τους νέους τάφους να αναγράφονται τα ονόματα με βουλγαρικά γράμματα, αλλά και εις τους παλαιούς τάφους να αντικατασταθούν αι ελληνικαί επιγραφαί δια βουλγαρικών. Οι ομιλούντες ελληνικά εις τους δρόμους διέτρεχον »κίνδυνον Προέβησαν χρηματικού έπειτα προστίμου εις τηνκαι λεγομένην ξυλοκοπήματος. απογραφήν των κατοίκων, κατά την οποίαν δι΄ υποσχέσεων, απειλών, εκβιασμών προσεπάθουν να αναγκάσουν τους Έλληνας να δηλώσουν ότι δέχονται την βουλγαρικήν υπηκοότητα, εθέσπισαν δε τον περίφημον νόμον περί ιθαγενείας,
κατά τον οποίον οι επιμένοντες εις την ελληνικήν ιθαγένειαν απηλαύνοντο αποξενούμενοι και της περιουσίας των... Ούτως άνω των 250.000 Ελλήνων απεμακρύνθησαν εις την γερμανοκρατουμένην ΕΛΛΑΔΑ... Εκτός από τας μαζικάς εκτελέσεις δια την εξόντωσιν του ελληνικού στοιχείου, τον εκβουλγαρισμόν επεχείρησαν να συμπληρώσουν με την εγκατάστασιν δεκάδων χιλιάδων Βουλγάρων εποίκων, οι οποίοι σαν αληθείς ακρίδες επέπεσαν κατά της δυστυχισμένης χώρας... Αι αγγαρείαι ήσαν εις την ημερησίαν διάταξιν... Φυσικόν επακολούθημα όλων αυτών ήτο η πενία, εις την οποίαν προσετέθη και η πείνα, πείνα φρικτή, η οποία και εδεκάτισε τον πληθυσμόν. η μόνη σχεδόν παροχή προς τους κατοίκους ήτο περίπου 50 γραμμάρια μπομπότα (ψωμί από καλαμπόκι) την ημέραν εις την ύπαιθρον ή 200 γραμμάρια εις τας πόλεις κατ΄ άτομον. Αι κρατικαί διανομαί αφθόνων και παντοειδών τροφίμων ήσαν μόνον δια τους Βουλγάρους. Δια να σωθούν από τον εκ πείνης θάνατον προσεπάθουν πολλοί να διαφύγουν είτε δια του Στρυμόνος ποταμού προς την γερμανοκρατουμένην ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΝ είτε εις την προς ανατολάς «Ουδετέραν Ζώνην». Οι συλλαμβανόμενοι εφονεύοντο αλύπητα συν γυναιξί και τέκνοις είτε επί τόπου είτε επιδεικτικώς εις τα παρακείμενα χωρία. χιλιάδες πτώματα ανδρών, γυναικών, παιδιών ερρίφθησαν εις τον Στρυμόνα ή ετάφησαν παρ΄ αυτόν. ... 67 χωρία κατεστράφησαν εντελώς εις μόνην την περιφέρειαν Δράμας, 58 δε άλλα υπέστησαν εις την αυτήν περιοχήν λεηλασίας και μερικήν καταστροφήν. » Τόσον είναι το μέγεθος της κακουργίας, ώστε χρειάζεται όλον το κύρος της πανεπιστημιακής παραδόσεως, δια να γίνουν τα καταγγελλόμενα ανεπιφυλάκτως πιστευτά. Είμεθα εις θέσιν να βεβαιώσωμεν κατά τον κατηγορηματικότερον τρόπον ότι όλοι οι βούλγαροι ημιλλώντο εις σκληρότητα απέναντι των κατοίκων της πολυπαθούς χώρας... Ούτω αποδεικνύεται δια πολλοστήν φοράν ότι ολόκληρος ο βουλγαρικός λαός, ανεξαιρέτως του πολιτεύματος, εκακούργησεν εν συνειδήσει εις βάρος των ελληνικών πληθυσμών της ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ΘΡΑΚΗΣ, δια να επιτύχη την παραποίησιν του εθνολογικού χαρακτήρος». Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ (Υπογράφουν: ΧΟΝΔΡΟΣ, ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, ΦΡΑΓΓΙΣΤΑΣ, ΒΛΑΧΟΣ...). Η παραπάνω έκθεση περιλαμβάνεται στο βιβλίο που εκδόθηκε από τα πανεπιστήμια, Αθήνας και Θεσσαλονίκης, με τίτλο: «Μαύρη Βίβλος των Βουλγαρικών εγκλημάτων εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και Δυτικήν Θράκην 1941-1944». Οι Βούλγαροι επίσης, ασκώντας πολιτική αφανισμού του ελληνικού στοιχείου, ρίχτηκαν με αγριότητα στη διαρπαγή και την καταστροφή των αρχαιοτήτων. Λεηλάτησαν το μουσείο της Καβάλας και από τις αρχαιότητες άλλες μετέφεραν στη Βουλγαρία και άλλες πέταξαν στη θάλασσα. Απογύμνωσαν το μουσείο της Θάσου. καταλήστεψαν τη βασιλική των Φιλίππων, αποτοίχισαν αγιογραφίες και αφαίρεσαν κειμήλια, εικόνες, χειρόγραφα και ιερά σκεύη από τη μονή Προδρόμου των Σερρών και από τη μονή Εικοσιφοινίσσης του Παγγαίου. Γκρέμισαν και ναούς. Αλλά και οι κάτοικοι της υπόλοιπης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, της Κεντρικής και της Δυτικής, δεν υστέρησαν σε δεινοπαθήματα. Μετά τη σφαγή της ΔΡΑΜΑΣ, που είχε συγκλονιστική επίδραση σ΄ ολόκληρο τον υπόδουλο ελληνικό λαό, ακολουθούν καθημερινές εκτελέσεις Ελλήνων πατριωτών, μαζικές τις περισσότερες φορές, από τα στρατεύματα Κατοχής ως αντίποινα για σποραδικές αντιστασιακές ενέργειες. Τέτοιες απάνθρωπες, κτηνώδεις πράξεις ήταν η ομαδική εξόντωση από τους Γερμανούς των κατοίκων στο χωριό ΜΕΣΟΒΟΥΝΟ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ στις 24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941, καθώς και στις 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1941 των κατοίκων των χωριών Κλειστού, Αμπελόφυτου και Κυδωνίας ΚΙΛΚΙΣ. Η «εκατόμβη» στο Μεσόβουνο συγκινεί και διδάσκει. Ο δάσκαλος ΑΛΕΚΟΣ ΧΑΤΖΗΤΑΣΙΟΣ διηγείται (απόσπασμα από την «Ιστορία της Αντίστασης 19401944»): «Στις 23 του Οχτώβρη (1941), τη νύχτα, ισχυρές γερμανικές δυνάμεις προερχόμενες από την Πτολεμαΐδα και την Έδεσσα με τανκς, κύκλωσαν αιφνιδιαστικά το ΜΕΣΟΒΟΥΝΟ. Το πρωί (24/10) σαν λυσσασμένοι λύκοι όρμησαν τα ανθρωπόμορφα κτήνη του ναζισμού στα
σπίτια και συγκέντρωσαν όλον τον κόσμο στην εκκλησιά του χωριού. Εκεί χώρισαν όλους τους άντρες από ηλικίας 15 χρονών έως 60 και διέταξαν τα γυναικόπαιδα με τον παπά να εγκαταλείψουν αμέσως το χωριό. Λεηλάτησαν τα σπίτια κι έπειτα βάλανε παντού φωτιά. » Τους άντρες, συνολικά 165, ανάμεσά τους τρεις δασκάλους και έναν παράλυτο Μεσοβουνιώτη, τους οδήγησαν στα λιβάδια του Μεσόβουνου, εκεί που τελειώνουν οι πλαγιές των υψωμάτων και αρχίζει το μικρό λεκανοπέδιο, και τους θέρισαν με τα πολυβόλα τους. Οι δήμιοι είχαν βγάλει από τη «συντροφιά» των μελλοθανάτων τον παράλυτο σύντροφο Μεσοβουνιώτη, μα αυτός δε δέχτηκε να του χαρίσουν τη ζωή, γύρισε στη θέση του και εκτελέστηκε μαζί με τους άλλους». Στις εκκαθαριστικές προσπάθειες των κατακτητών, Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων, για την κατάπνιξη των διαφόρων εστιών εθνικής αντίστασης των Ελλήνων, συμμετέχουν τόσο οι κατοχικές κυβερνήσεις, που διαδέχονται η μία την άλλη, όσο και τα εκτελεστικά όργανά τους, τα λεγόμενα «ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ», με τους γνωστούς «ταγματασφ-ΑΛΗΤΕΣ», στα οποία εντάχθηκαν μίσθαρνα όργανα του φασισμού και ναζισμού, χαφιέδες – δωσίλογοι, πραγματικοί αλήτες και κακοποιοί. Αυτοί συνεργάζονταν στενά με τους κατακτητές, προβαίνοντας σε προγραφές εκτελέσεων πατριωτών. Στη Δυτική Μακεδονία θα δράσει ένα ανθελληνικό, εγκληματικό αξονοβουλγαρικό κομιτάτο. Μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και την υποταγή της, οι Βούλγαροι ως σύμμαχοι του ΑΞΟΝΑ κατέλαβαν τη λεγόμενη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, που ήταν στόχος τους από τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878). Ο Βούλγαρος στρατιωτικός διοικητής των Σκοπίων, στρατηγός ΜΑΡΙΝΟΦ, κρυφό μέλος του βουλγαρικού κομιτάτου, της Ε.Μ.Ε.Ο., ανέλαβε να οργανώσει κέντρο δράσης του Μακεδονικού Κομιτάτου και της βουλγαρικής προπαγάνδας για τον αποτελεσματικό εκσλαβισμό – εκβουλγαρισμό – της Ελληνικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Στο Μοναστήρι εγκαταστάθηκε ειδικό γραφείο, που διηύθυνε όλη τη βουλγαρική κίνηση στη Δυτική Μακεδονία. Λίγο αργότερα εγκαθίσταται στο Μοναστήρι ο αρχηγός της Ε.Μ.Ε.Ο. ΙΒΑΝ ΜΙΧΑΗΛΟΦ. Αυτός συνεργαζόταν στενά με το στρατηγό Μαρίνοφ και με τις γερμανικές αρχές κατοχής της περιοχής. Συνάμα εγκαθίστανται σε όλες τις αρχές κατοχής στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία σύνδεσμοι Βούλγαροι αξιωματικοί, όπως στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ο στρατηγός ΖΙΡΚΩΦ με επιτελείς του τον Ιβανόφ και τον Μιτκόφ. Τον Αύγουστο 1941 παρουσιάζεται και ο διαβόητος Βουλγαρομακεδόνας κακούργος ΚΑΛΤΣΕΦ, πρώτα στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε ιδρυθεί και Βουλγαρική Λέσχη, και ύστερα στη Δυτική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι συμπεριφέρονταν σαν συγκυρίαρχοι με τους Γερμανούς. Στο Φρουραρχείο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (ιταλική ζώνη κατοχής) είχε τοποθετηθεί διευθυντής του Γραφείου πληροφοριών ο Ιταλός έφεδρος υπολοχαγός και δικηγόρος ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΡΑΒΑΛΙ, φοβερός μισέλληνας. Το φασιστικό κόμμα του Μουσσολίνι του είχε δώσει πολλές αρμοδιότητες και δικαιοδοσίες, τον έκανε παντοδύναμο. Συνδέθηκε στενά με τον αρχικομιτατζή ΚΑΛΤΣΕΦ, o οποίος τον χρηματοδοτούσε. Στο πρόσωπο του Ραβάλι η ιταλική προπαγάνδα ορέγονταν την προσάρτηση του νομού Καστοριάς στην Αλβανία, δηλαδή στην Ιταλία και κινήθηκε προς την κατεύθυνση αυτή. [Η φασιστική Ιταλία κατείχε από το 1939 την Αλβανία ως προτεκτοράτο της]. Αυτός δημιούργησε τα εγκληματικά «ΤΑΓΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ», από «΄Ελληνες» άπληστους, εξωμότες και προδότες, και «κάθε καρυδιάς καρύδια», βουλγαρίζοντες, ρουμανίζοντες και αλβανίζοντες ακόμη. Αυτοί συλλαμβάνουν Έλληνες, τους αφοπλίζουν, τους κλείνουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους κρεμούν ανάποδα, τους εξολοθρεύουν. Επίσης πρόκριτοι, ιερείς, δάσκαλοι σύρονται στην Ιταλία ως όμηροι. Καλομελετημένο σχέδιο αφελληνισμού της πολύπαθης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Οι κομιτατζήδες του Ραβάλι και του Κάλτσεφ, όργανα του ιταλικού και βουλγαρικού φασισμού, αποτελούσαν τα γνωστά τρομοκρατικά σώματα ασφάλειας «ΟΧΡΑΝΑ», τα οποία επιδίδονταν σε βιαιοπραγίες και δολοφονίες, όπως τα αντίστοιχα στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία. Στις 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1942 έρχεται στην Καστοριά ο Βούλγαρος στρατιωτικός διοικητής των Σκοπίων, Μαρίνοφ, και δίνει το σύνθημα της ολικής εξαφάνισης των Ελλήνων. Προς «τιμή» του εκτελέσθηκαν στο νεκροταφείο της πόλης 9 Έλληνες πατριώτες, οι οποίοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, εκφράζοντας
την τελευταία τους επιθυμία, φώναξαν αγέρωχα: «Πεθαίνουμε Έλληνες – άδικα οι Βούλγαροι βασανίζονται ν΄ αλλάξουν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – Ζήτω η ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ». Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους 3 Σεπτεμβρίου 1943, η κατάσταση στην Καστοριά περιέρχεται εξ ολοκλήρου στο βουλγαρικό κομιτάτο. Το μεγαλύτερο μέρος του ιταλικού οπλισμού των φασιστικών μονάδων της Δυτικής Μακεδονίας περιήλθε στους Έλληνες αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. (του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού) και στους Βούλγαρους κομιτατζήδες του αρχικομιτατζή ΚΑΛΤΣΕΦ, ο οποίος εγκαθιστά την έδρα δράσης του στην ΚΑΣΤΟΡΙΑ με ευρύτατη δικαιοδοσία σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία. Ο ίδιος τον Οκτώβριο του 1943 μεταπήδησε στην αντιφασιστική παράταξη της Βουλγαρίας και πρωτοστάτησε στην ίδρυση της αντιφασιστικής οργάνωσης ΣΝΟΦ (Απελευθερωτικό Μέτωπο Σλάβων). Έτσι τους τελευταίους μήνες του 1943 στη δυτική και κεντροδυτική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ δρούσαν 2 ανθελληνικές, βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις, η φασιστική ΟΧΡΑΝΑ (οχρανίτες – παλαιοί κομιτατζήδες) και το αντιφασιστικό ΣΝΟΦ (σνοφίτες – νέοι κομιτατζήδες). Σκοπός όλων αυτών ήταν ο εκβουλγαρισμός των Ελλήνων και η ίδρυση αυτόνομου ή ανεξάρτητου Μακεδονικού κράτους. Περιοχές δράσης των νεοκομιτατζήδων του ΣΝΟΦ ορίζονται η ΦΛΩΡΙΝΑ, η ΚΑΣΤΟΡΙΑ, η ΕΔΕΣΣΑ και το ΚΙΛΚΙΣ. Από το Δεκέμβριο 1943 όμως η σκυτάλη επί του Μακεδονικού Ζητήματος περιήλθε οριστικά στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας και στους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους. Στα κομμουνιστικά συνέδρια της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (Β.Κ.Ο.) και της ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ ωρίμασε η ιδέα της ίδρυσης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη Γιουγκοσλαβία. Ο εκπρόσωπος μάλιστα του αρχηγού των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων, ο ΤΕΜΠΟ, παρουσιαζόμενος ως υπερασπιστής των συμφερόντων του Μακεδονικού λαού, διακήρυξε ότι ο λαός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ του ΑΙΓΑΙΟΥ δεν μπορεί να βρει δικαίωση των διεκδικήσεών του παρά μόνο στα πλαίσια μιας Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, πράγμα που σήμαινε προσάρτηση της περιοχής αυτής της Μακεδονίας του Αιγαίου στη ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ. Έτσι το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» περνάει σε νέα φάση. Πράγματι στις 20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1943 το 5ο Συνέδριο των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων στο ΓΙΑΪΤΣΕ ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με την ίδρυση «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» στα πλαίσια Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Στα τέλη του 1943 ανακατώθηκαν πολύ τα πράγματα γύρω από το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ». Ενώ η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι ακόμη κατεχόμενη χώρα από τα στρατεύματα του ΑΞΟΝΑ, βλέπουμε μια ανίερη και περίεργη συμμαχία ανάμεσα στους κομμουνιστές παρτιζάνους του ΤΙΤΟ, στο βουλγαρικό (φασιστικό) στρατό κατοχής, στην ΟΧΡΑΝΑ και στο ΣΝΟΦ του Κάλτσεφ και σε άλλα στοιχεία, με μοναδικό σκοπό την εξόντωση των Ελλήνων στην Κεντρική και Δυτική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Από τις 16 Ιανουαρίου 1944 ως τις 10 Φεβρουαρίου 1944, ο βουλγαρικός στρατός με διαταγή του ΜΑΡΙΝΟΦ, του στρατιωτικού διοικητή της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, εισέβαλε σε ελληνικές περιοχές με οδηγούς τους κομιτατζήδες – οχρανίτες και Σνοφίτες – και εξουδετέρωσε κάθε εστία ελληνικής αντίστασης. Ο ελληνισμός της Δυτικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μαρτύρησε, κυρίως οι νομοί Φλώρινας, Καστοριάς, Πέλλης. Μόνο στο χωριό ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ της Φλώρινας εκτελέσθηκαν γύρω στα 70 άτομα. Για τα εγκλήματα των Βουλγάρων κομιτατζήδων στην κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία, ο ίδιος ο αρχικομιτατζής ΚΑΛΤΣΕΦ (γεννημένος στο χωριό ΣΠΗΛΑΙΟ της Καστοριάς από οικογένεια βουλγαρικής καταγωγής θα αποβεί διώκτης και σφαγιαστής των Ελλήνων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ) στην απολογία του, κατά τη δίκη του ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Εγκλημάτων Πολέμου το 1948 στη Θεσσαλονίκη, ομολόγησε: «Εγκλήματα έγιναν πολλά. Καταστράφηκαν πολλά χωριά στην Έδεσσα, στην Καστοριά και στη Φλώρινα. Εγώ έκανα το καθήκον μου απέναντι της πατρίδας μου, της Βουλγαρίας. Αυτά με διέταξαν, αυτά έκανα». Στις 27 Αυγούστου 1948, με την αυγή, πίσω από το Επταπύργιο πλήρωσε με τη ζωή του – εκτελέσθηκε – για τα αναρίθμητα εγκλήματά του, τα φανερά και τα κρυφά. Τέλος η σκυταλοδρομία μεταξύ Γιουγκοσλάβων και Βουλγάρων, σχετικά με την τύχη της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, κατέληξε στην ανακήρυξη, στις 2 Αυγούστου 1944, της σύστασης της λαϊκής «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ομοσπόνδου τμήματος της νέας Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας. Μετά την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας, ο νέος ηγέτης της χώρας, ο στρατάρχης ΤΙΤΟ (ψευδώνυμο του Κροάτη πολιτικού Γιόσιπ Μπροζ – πρόεδρος
1945/1980 της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας) επέβαλε τον Απρίλιο 1945 το ομοσπονδιακό σύστημα στη Γιουγκοσλαβία και εγκαταστάθηκαν κυβερνήσεις 6 ομοσπόνδων κρατών: της ΣΕΡΒΙΑΣ, της ΚΡΟΑΤΙΑΣ, της ΣΛΟΒΕΝΙΑΣ, της ΒΟΣΝΙΑΣ / ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ, του ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ και της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, η οποία ιδρύθηκε συγκεκριμένα στις 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1945. Έτσι φύτρωσε όψιμα μία δεύτερη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», ενώ ο σλαβικός της πληθυσμός θα έπαυε να θεωρείται «σερβικός» ή «βουλγαρικός» και θα αποκτούσε νέο εθνικό όνομα, «μακεδονικός». Το προσωνύμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» ήταν αρκετά διαδεδομένο στον πληθυσμό της Γιουγκοσλαβίας (στο νότιο τμήμα αυτής), όχι όμως σαν εθνικό, αλλά απλώς σαν δηλωτικό της γεωγραφικής προέλευσής του. Η χρησιμοποίηση του ιδίου ονόματος ως προσδιοριστικού μιας ιδιαίτερης εθνικής γιουγκοσλαβικής ομάδας αποτελούσε λέξη πρωτοφανέρωτη, που όμως εξυπηρετούσε την πολιτική της νέας γιουγκοσλαβικής (κομμουνιστικής) ηγεσίας. Προδίδοντας τώρα εθνικό περιεχόμενο σε ένα γεωγραφικό όρο, η νέα πολιτική ηγεσία της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» δημιουργούσε τη βάση – πάνω στην οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί μία νέα εθνότητα, «εντέχνως» βέβαια, ξεκομμένη τόσο από τις σερβικές όσο και από τις βουλγαρικές καταβολές της. Αυτά συμβαίνουν στη γειτονική χώρα, τη Γιουγκοσλαβία, ενώ ακόμη η Χι-τλερική Γερμανία δεν έχει ηττηθεί ολοσχερώς και κατέχει τόσο αυτήν όσο και την ΕΛΛΑΔΑ. Στο μεταξύ – 1944 – στη μακεδονική ύπαιθρο η αντίσταση κατά των στρατευμάτων κατοχής δυναμώνει. Όμως, όσο η αντίσταση του ελληνικού λαού κορυφώνεται, τόσο η αντίδραση των κατακτητών σκληραίνει και πληθαίνουν οι εκατόμβες των εκτελέσεων. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων του «ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ» στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ – στη Σταυρούπολη – υπήρξε η έμψυχη αποθήκη δεσμωτών, από την οποία οι Γερμανοί κατά υπόδειξη των ελληνόφωνων χιτλερικών καθαρμάτων, των σαδιστών ταγματασφ-“Αλητών”, αλίευαν στην τύχη τα θύματά τους και τα εκτελούσαν στο ΕΠΤΑΠΥΡΓΙΟ, σε αντίποινα για δολιοφθορές σε βάρος του στρατού κατοχής. Ένα από τα πολλά θύματα των Ναζιστών στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είναι η αγωνίστρια ΚΟΥΛΑ ΣΟΥΛΙΩΤΟΥ – ΤΣΟΥΡΤΣΟΥΛΗ, χήρα του δημοσιογράφου Αριστοτέλη Τσουρτσούλη, ο οποίος είχε εκτελεσθεί από τους Γερμανούς στις 7 Ιανουαρίου 1943 στην Αθήνα. Η ίδια, λίγη ώρα, πριν εκτελεσθεί από τους Ναζί στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, προδομένη από το βρομερό δωσίλογο ΔΑΓΚΟΥΛΑ, γράφει – 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1944 – στο τελευταίο γράμμα τής ζωής της τη διαθήκη της για το μοναχοπαίδι της: «Μονάκριβό μου αγοράκι, Γιαννάκη, σ΄ αφήνω γεια, γιόκα μου, για πάντα. Μη λυπηθείς για το χαμό των γονιών σου, παιδί μου. Τράβα το δρόμο σου χωρίς δισταγμούς. έτσι ταιριάζει σε σένα να κάνεις. Όταν, λεβέντη μου, διαβάσεις τις λίγες αυτές γραμμούλες της μανούλας σου, δε θα υπάρχω στη ζωή, μη σε φοβίζει όμως αυτό... » Γιαννάκη μου, θυμάσαι τί μου είχες υποσχεθεί, θυμήσου το και μην το ξεχάσεις ποτέ πια, γιατί δε θα μπορέσω να στο ξαναπώ... Μη σκεφτείς τίποτε άλλο, αγαπούλα μου, και μη σκοτίζει τη ζωή σου η ορφάνια σου. Κάνε ό,τι υποσχέθηκες στη μανούλα σου και δε θα μείνεις ποτέ μόνος. Συνέχισε λοιπόν, λεβέντη μου, και συμπλήρωσε και τα δικά μας κενά. » Να η διαθήκη των γονιών σου, ΓΙΑΝΝΑΚΗ μου. Φιλώ το μέτωπό σου για τελευταία φορά και έχε για πάντα, γιε μου. Με άπειρη μητρική αγάπη και στοργή η μανούλα σου ΚΟΥΛΑ». Όμως το πιο φρικαλέο κι ανήκουστο έγκλημα του ναζισμού, της «Νέας Τάξης Πραγμάτων», στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι η σύλληψη και μαζική εξόντωση των χιλιάδων ΕΒΡΑΙΩΝ – ΕΛΛΗΝΩΝ πολιτών –της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και της υπόλοιπης χώρας στα διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια της Γερμανίας το 1943 (ολοκαύτωμα – γενοκτονία). Και τελειώνει η μακρά νύκτα του Φασισμού / Ναζισμού, της Γερμανικής Κατοχής, στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, με μια πράξη «ηρωική» των ναζιστικών – χιτλερικών καθαρμάτων της «Νέας Τάξης Πραγμάτων». Πρόκειται για το ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ του ΧΟΡΤΙΑΤΗ. Στο χωριό ΧΟΡΤΙΑΤΗ, προάστιο της Θεσσαλονίκης στους πρόποδες του ομώνυμου όρους, οι βάρβαροι
κατακτητές, λίγες εβδομάδες πριν γκρεμοτσακισθούν και φύγουν, ξέρασαν και τον υπόλοιπο βόρβορο της ψυχής τους. Ένας μόνο στρατιώτης της γερμανικής φρουράς του υδραγωγείου Χορτιάτη βρέθηκε νεκρός και αυτό το γεγονός ήταν η αιτία του μεγάλου αυτού κακού. Το συνηθισμένο σε αυτές τις περιπτώσεις αντίποινο ήταν ο τουφεκισμός 30-40 κρατουμένων στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Παύλου Μελά. Τώρα όμως, τις παραμονές της φυγής τους από τη χώρα, το αντισήκωμα ήταν ακόμη πιο εφιαλτικό. Σατανικά, ύπουλα και μεθοδικά οι ΝΑΖΙ συγκέντρωσαν τους ανύποπτους κατοίκους του χωριού, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Εκεί στις παρυφές της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ οι δήμιοι του Ναζισμού διέπραξαν ένα ακόμη ολοκαύτωμα. φρικαλεότητα που ο ανθρώπινος νους αδυνατεί να τη χωρέσει! Έτσι είχε διατάξει ο περιβόητος δήμιος της πόλης Μαξιμιλιανός (ΜΑΞ)ΜΕΡΤΕΝ, ο Γερμανός Διοικητής της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο είχε στείλει και τον εβραϊκό πληθυσμό της πόλης (περίπου 50.000) στα κρεματόρια (φούρνους) και στους θαλάμους αερίων της Γερμανίας (Αούσβιτς, Μπούχενβαλτ). Εκεί στο ΧΟΡΤΙΑΤΗ, λοιπόν, αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη της Ανθρωπότητας, οι ΝΑΖΙ, παράδωσαν στις φλόγες όσους είχαν συλλάβει. ήταν όλοι 149, γέροντες, γυναίκες, παιδιά. οι νεότεροι άνδρες έλειπαν στις δουλειές τους, στα χωράφια, στα νταμάρια, στα δάση και αλλού και έτσι μπόρεσαν να σωθούν. Σχεδόν όλοι κάηκαν, ζωντανοί, στο φούρνο του χωριού, ιδιοκτησίας του Γκουραμάνη, και στο σπίτι του Ταμπούδη. Έτσι με αυτή τη ναζιστική θηριωδία έκλεισε το βιβλίο των μαρτύρων του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στην πολύπαθη και μαρτυρική αυτή πόλη της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου 1944. Τέλος η Γερμανική σημαία με τη «Σβάστικα», δηλαδή το μαύρο αγκυλωτό σταυρό (πανάρχαιο σύμβολο της ευημερίας και του Ήλιου που το έκανε ο Χίτλερ – ο Ναζισμός – δικό του σύμβολο), της οποίας η έπαρση στον ιστό του ΛΕΥΚΟΥ ΠΥΡΓΟΥ είχε γίνει στις 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941, υποστέλλεται στις 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944 και το πρωί 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944, αφού εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι Γερμανοί, τμήματα του ΕΘΝΙΚΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (Ε.Λ.Α.Σ.) κατέλαβαν και απελευθέρωσαν τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. [Η μεγάλη φασιστική – ναζιστική χιτλερική «νύχτα» στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ διήρκεσε 1.300 μέρες ακριβώς]. Φεύγοντας οι Κατακτητές, οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι (οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει με τους συμμάχους) άφησαν οικονομικά ρημαγμένη τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και όλη τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Κατά τη διάρκεια της μαύρης Κατοχής, της γερμανοκρατίας και της βουλγαροκρατίας, τα στρατεύματά τους δαπανούσαν για τη συντήρησή τους τους διάφορους πόρους της χώρας. συγχρόνως η ΕΛΛΑΔΑ αναγκάσθηκε να καταβάλλει στις δυνάμεις Κατοχής μεγάλα χρηματικά ποσά για τα έξοδα στρατωνισμού και συντήρησής τους. Οι Γερμανοί δέσμευσαν σχεδόν όλα τα αγαθά, το φυσικό πλούτο και την παραγωγή. όλες οι αποθήκες συγκέντρωσης προϊόντων, με εμπορικά και βιομηχανικά αποθέματα, λεηλατήθηκαν για τις ανάγκες των κατακτητών ή και για να σταλούν στις πατρίδες τους. Ακόμη και τα λαχανικά δεσμεύονταν για λογαριασμό των στρατευμάτων κατοχής. Τα ίδια έκαναν και οι σύμμαχοι των Γερμανών, οι Βούλγαροι, στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές, καθώς και οι Ιταλοί, μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, στις περιοχές που ήλεγχαν. Χιλιάδες τόνοι επιταχθέντων προϊόντων και αξίας πολλών εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων στάλθηκαν στη Γερμανία (πρώτες ύλες και τρόφιμα). Έτσι η προμήθεια τροφίμων και όλων των αναγκαίων για την επιβίωση έγινε προβληματική για τον ελληνικό λαό. Και, η έλλειψη αγαθών από την αγορά και η πίεση ενός καλπάζοντος πληθωρισμού που εκμηδένιζε τους μισθούς και τα μεροκάματα (κυκλοφόρησαν ακόμη και χαρτονομίσματα ονομαστικής αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, ασήμαντης όμως αγοραστικής αξίας) είχαν ως άμεσο επακόλουθο την εμφάνιση της «μαύρης» αγοράς, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι «μαυραγορίτες» όμως θησαύριζαν καλυπτόμενοι από τους πάτρωνές τους, τους δωσίλογους – χαφιέδες, δηλαδή τους συνεργάτες των κατακτητών. Ενώ από τον υποσιτισμό και την πείνα Οι κάθε προίκες των κοριτσιών και των νιόπαντρων πέθαιναν ώρα πολλοί δυστυχισμένοι άνθρωποι.γυναικών, σπίτια, κοσμήματα και περιουσίες ολόκληρες ανταλλάσσονταν από τους εγκληματίες μαυραγορίτες «αντί πινακίου φακής».
Οι συναλλαγές στην αγορά γίνονταν με πληθωριστικά χαρτονομίσματα, πραγματικής αξίας όμως ίσης με λίγο λάδι, αλάτι, ζάχαρη, καλαμπόκι, σαπούνι κ.ά., αν φυσικά εύρισκες και προλάβαινες να προμηθευθείς. Τα ψωμιά τελείωσαν! «Άνδρες, γυναίκες, και παιδιά στέκονταν πολλές ώρες στην ουρά μπροστά στους φούρνους, για να πάρουν, αν έβρισκαν 30 δράμια φρικτό ψωμί (κριθάρι ή καλαμπόκι μπομπότα), που θα ήταν γι΄ αυτούς η μοναδική τροφή για μια, δυο, τρεις ή και τέσσερις μέρες. Στους δρόμους και στους σταθμούς γέροι, γυναίκες και παιδιά ζητούσαν με σβησμένη φωνή ένα κομμάτι ψωμί». (Απόσπασμα από την έκθεση του αντιπρόσωπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Μπρύνελ). Τα πρώτα συμπτώματα υποσιτισμού και λιμού εκδηλώνονται το χειμώνα του 1941-42 στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ μαστίζονται από τη μαύρη πείνα και αργοπεθαίνουν μαζικά στις φτωχοσυνοικίες και στις φτωχογειτονιές. Δοκιμάζονται κυρίως η Άνω Πόλη, το Κουλέ Καφέ και η Ακρόπολη, η Πολίχνη, η Νεάπολη, οι Συκιές, ο Άγιος Παύλος, η Τριανδρία,η Τούμπα και άλλες. Τις πρωινές ώρες στα κάρα καθαριότητας του Δήμου φορτώνονταν τα πτώματα εκείνων, που δεν μπόρεσαν το βράδυ να φτάσουν στα σπίτια τους. Σύμμαχος της μαύρης πείνας και η βαρυχειμωνιά. τώρα το δράμα γίνεται φρίκη. Ο θάνατος ξεπερνάει τις άπορες τάξεις και αγκαλιάζει και τις αστικές οικογένειες. Τα σκουπίδια ανασκαλεύονται και τα βρομερά και σάπια απορρίμματα τρώγονται λαίμαργα από τα λιμασμένα πλήθη, που μόλις μπορούν και στέκονται στα πόδια τους. Γυναικόπαιδα έξω από τους καταυλισμούς των στρατευμάτων κατοχής ζητιανεύουν ψίχουλα και αποφάγια. Πολλοί έξω στα χωράφια ανασκαλεύουν την πρασινάδα, για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Στους παγερούς δρόμους, στις πλατείες, χιλιάδες παιδάκια με κιτρινισμένα πρόσωπα, πραγματικοί σκελετοί κινούμενοι, με κοιλιές πρησμένες, σαν να ήταν τα κακόμοιρα πολυχορτασμένα, μισόγυμνα, τουρτουρίζοντας από την παγωνιά, σκορπάνε τον ψυχικό σπαραγμό για τον άδικο χαμό τους. Πολλά αξιοθρήνητα ορφανά παιδιά, που έχασαν τον πατέρα τους στον πόλεμο, απροστάτευτα γυρίζουν εδώ κι εκεί, μπουλούκια-μπουλούκια, ζητιανεύοντας και αρπάζοντας να φάνε ό,τι έβρισκαν που να μασιέται, και άλλα παιδάκια ανυποψίαστα από το μέγεθος της συμφοράς, παίζοντας στους μαχαλάδες (γειτονιές), ξεψυχούσαν με ορθάνοιχτα τα ματάκια τους. Τα πτώματα των ενδόξων τραυματιών του ιταλικού και του γερμανικού πολέμου πετάχτηκαν έξω από τα νοσοκομεία, στους δρόμους. Ήταν αυτοί που είπαν «ΟΧΙ» δύο φορές στον αήττητο «ΑΞΟΝΑ», στο φασισμό πάνω στη χιονισμένη ΠΙΝΔΟ και στο ναζισμό πάνω στα ΟΧΥΡΑ της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. ήταν αυτοί που είπαν στον εχθρό αγέρωχα: «Τα οχυρά δεν παραδίνονται, καταλαμβάνονται». Και τώρα τα κουφάρια τους παραμερίζονταν, να μη σκοντάφτουν επάνω τους τα ανθρωπόμορφα κτήνη, οι βάρβαροι κατακτητές, «οι μεγάλοι νικητές». Στους δρόμους πολύ σπάνια έβλεπε κανείς να κινούνται τετράποδα, θύματα και αυτά της μαύρης πείνας και των πεινασμένων ανθρώπων… δίποδα όμως όντα «ανθρωπόμορφα», σκελετωμένα και μισόγυμνα κινούνταν τρεκλίζοντας από την ασιτία και τουρτουρίζοντας από την παγωνιά. Οι υπερήφανοι και γενναίοι ΕΛΛΗΝΕΣ, που είπαν το «ΟΧΙ» στο φασισμό και το ξαναείπαν στο ναζισμό, προκαλώντας το θαυμασμό του κόσμου, ακόμη και του ίδιου του ΧΙΤΛΕΡ, τώρα σκελετωμένοι, σαν φαντάσματα της νύκτας, έγιναν τροφοσυλλέκτες σαν τους πρωτόγονους ανθρώπους· έψαχναν να βρουν κάτι να φάνε, γυρίζοντας, όσο άντεχαν, στους δρόμους των πόλεων, στα χωριά, στα βουνά και στα λαγκάδια, στα ποτάμια, στις λίμνες και στις θάλασσες. Κάτι έβρισκαν στην περίοδο της μαύρης πείνας και σε όλη τη διάρκεια της μαύρης κατοχής. κυρίως τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας μάζευαν χόρτα, κάστανα, βελανίδια, χελώνες, σκαντζόχοιρους, σαλιγκάρια, παγίδευαν πουλιά, ψάρευαν, έβγαζαν οστρακοειδή· να βάλουν κάτι στο στόμα τους, να ξεγελάσουν το μαύρο χάρο! Ήθελαν οι άμοιροι να ζήσουν, να ξαναδούν την όμορφη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, τη θεά που λατρεύουν οι ΕΛΛΗΝΕΣ από αρχαιοτάτων χρόνων, να ξαναέρχεται στο θρονί της, στη χώρα που γεννήθηκε. Κι αν δε λειτουργούσαν κάποια λαϊκά συσσίτια, προσφορές των δημάρχων, των συλλόγων και της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (των κατοχικών κυβερνήσεων), υπό την καθοδήγηση του Ε.Α.Μ., τη μεγάλη οργάνωση ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ που είχε μόλις ιδρυθεί με την πιο μεγάλη μυστικότητα, τότε οι 300.000 νεκροί όλης της χώρας από την πείνα, εκείνο τον ολέθριο και παγερό χειμώνα του
1941-1942, θα ξεπερνούσαν το εκατομμύριο. Τέλος, πολλοί άνδρες και μεγαλύτερα παιδιά άνοιγαν καταστήματα και αποθήκες και λήστευαν αγαθά, κυρίως τρόφιμα που προορίζονταν για τη «μαύρη» αγορά. Γίνονταν επίσης απόπειρες και κατά των κρατικών αποθηκών, με αποτέλεσμα πολλοί να σκοτώνονται από τους πυροβολισμούς των κατακτητών και των χαφιέδων ταγματασφ-ΑΛΗΤΩΝ. Ο χειμώνας "μπόρα ήταν και πέρασε". Με την άνοιξη του 1942 άρχισαν να εμφανίζονται δειλά δειλά κάποια αγαθά στην αγορά, τρόφιμα και άλλα αναγκαία, και από το καλοκαίρι θα αρχίσουν πάλι οι φούρνοι να βγάζουν ψωμιά. Ο γενναίος-μαρτυρικός-λαός της ΕΛΛΑΔΑΣ αντιμετώπισε αυτή τη ζοφερή κατάσταση του υποσιτισμού και της λιμοκτονίας, χωρίς να χάσει το θάρρος του και την αγωνιστική του διάθεση. Πορεύθηκε τον ανηφορικό και ακανθώδη δρόμο του «Γολγοθά», σηκώνοντας στους ώμους του το βαρύ «Σταυρό» τού μαρτυρίου του, χωρίς ποτέ να πάψει να ελπίζει ότι θα φτάσει στην «Ανάσταση». Ο αγώνας για την επιβίωση του ίδιου του λαού, υπόθεση αγωνιστικής κινητοποίησης και πάλης, πρόβαλε από την αρχή της κατοχής. Και για να κατορθωθεί η προσωπική και εθνική επιβίωση, χρειάσθηκε συνδυασμένη δράση. Η οργάνωση της εσωτερικής αντίστασης κατά των κατακτητών επιβλήθηκε. Η πάλη για την επιβίωση του υπόδουλου λαού μας ήταν ήδη μια πρώτη αυθόρμητη πράξη αντιστασιακή. Τα λαϊκά συσσίτια, όπως έχει προαναφερθεί, λειτούργησαν με την ιδιωτική πρωτοβουλία των πιο δραστήριων στοιχείων των διαφόρων επαγγελματικών οργανώσεων και συλλόγων των εργαζομένων και αποτέλεσαν την πρώτη νίκη που απέσπασε ο ελληνικός λαός από τους κατακτητές του. Σιγά σιγά η Αντίσταση των γενναίων και υπερήφανων ΕΛΛΗΝΩΝ κατά των κατακτητών απλώθηκε και οργανώθηκε πολιτικά/συνωμοτικά και στρατιωτικά. Το ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ του 1941 ιδρύθηκαν το «ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ»(Ε.Α.Μ.) και ο « ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ» (Ε.Δ.Ε.Σ) και σε λίγους μήνες, το δεύτερο έτος της Κατοχής, το ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ του 1942 ιδρύθηκε και ο «ΕΘΝΙΚΟΣ ΛΑ·Ι·ΚΟΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ», ο γνωστός Ε.Λ.Α.Σ., αντάρτικα σώματα του οποίου θα γεμίσουν τα υπερήφανα και αιματοβαμμένα βουνά της ελληνικής κλεφτουργιάς στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και στην άλλη Ελλάδα. Τώρα η ένοπλη Αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά των δυνάμεων Κατοχής, των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων άρχισε να παίρνει πια μαζική μορφή. Από όλη την κατεχόμενη από τον ΑΞΟΝΑ Ευρώπη κυρίως στην ΕΛΛΑΔΑ και στη Γιουγκοσλαβία η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ έλαβε χαρακτήρα λαϊκής εξέγερσης. «… Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος… Η ΕΛΛΑΔΑ σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες. – Χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια-, κι είν’ οι νεκροί στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!» (Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ: ποίημα του Άγγελου Σικελιανού). Τα ένοπλα ανταρτικά σώματα του Ε.Λ.Α.Σ. θα κτυπούν τους κατακτητές με δολιοφθορές και με κατά παράταξη συγκρούσεις, όπως π.χ. η μάχη στο ΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟ το 1943, στην τοποθεσία μεταξύ Σιάτιστας και Γρεβενών, όπου ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. από κατοίκους των περιχώρων κατόρθωσε να συλλάβει αιχμάλωτο ένα ολόκληρο τάγμα Ιταλών. Συγκεκριμένα ομάδες ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., με επικεφαλής τον καπετάν – «ΥΨΗΛΑΝΤΗ» από τη Σιάτιστα, φιλόλογο καθηγητή του Τραμπαντζείου Γυμνασίου, σταμάτησαν ένα πάνοπλο ενισχυμένο ιταλικό τάγμα, προερχόμενο από τη Λάρισα, για να καταστείλει την αντίσταση των Σιατιστέων και να καταλάβει την κωμόπολη. Στην περιοχή ΒΙΓΛΑΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟΣ έγιναν συγκρούσεις, στις 4-6 ΜΑΡΤΙΟΥ 1943, κατά τις οποίες αιχμαλώτισαν και αφόπλισαν 603 Ιταλούς. ΔΥΣΤΥΧΩΣ όμως μεταξύ των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων εκδηλώθηκανύστερα από μια περίοδο συνεργασίας-συμπτώματα κρίσης, η οποία θα παραταθεί και μετά την απελευθέρωση της χώρας, τον ΟΚΤΩΒΡΙΟ του 1944. Οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις (ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Πέτρου Βούλγαρη, Θεμιστ. Σοφούλη, Κωνστ. Τσαλδάρη) όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να εξομαλύνουν τα πολιτικά πράγματα και να ενώσουν τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, αρχίζοντας την ανασυγκρότηση της χώρας, αλλά αντίθετα όξυναν την κρίση και οδήγησαν το λαό σε ένα νέο επάρατο εθνικό διχασμό, που κατέληξε σε ένα μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο. Στα γρανάζια αυτού του εμ-
φυλίου σπαραγμού μας εξώθησαν οι μεγάλοι νικητές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι σύμμαχοι Αγγλοαμερικάνοι και οι Σοβιετικοί Ρώσοι. Βαθιά η ρήξη που χώρισε τον υπερήφανο και γενναίο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ, με την ηρωική αντίσταση του οποίου «έσπασε ο ΑΞΟΝΑΣ», συντρίφτηκε ο φασισμός και ταπεινώθηκε ο ναζισμός. Οι ΕΛΛΗΝΕΣ τώρα είναι διχασμένοι, άλλοι είναι αγγλο-αμερικανόφιλοι («δεξιοί» - συντηρητικοί), άλλοι είναι Ρωσόφιλοι («αριστεροί»-προοδευτικοί), και συγκρούονται με πρωτοφανή αγριότητα· αυτοί που ενωμένοι σαν ένας άνθρωπος − «Υπεράνθρωπος» − με μια ψυχή αντιμετώπισαν το «Αξονικό φασιστικό/ναζιστικό τέρας», τώρα αλληλοσκοτώνονται, καταστρέφοντας και γκρεμίζοντας ό,τι είχαν αφήσει όρθιο στο πέρασμά τους οι βάρβαροι κατακτητές. Τώρα ένα άλλο τέρας, που απειλεί τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, είναι ο «ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ». Η κυβέρνηση Πλαστήρα (2 Ιανουαρίου έως 8 Απριλίου 1945) αναλαμβάνει να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες για τη διεξαγωγή, το γρηγορότερο, των πρώτων μεταδικτατορικών και μεταπολεμικών εκλογών και δημοψηφίσματος, το οποίο θα έκρινε την τύχη της μοναρχίας στην ΕΛΛΑΔΑ. Η συμφωνία της Βάρκιζας όμως (12 Φεβρουαρίου 1945) δεν εξασφάλισε τον πλήρη αφοπλισμό και την πλήρη διάλυση των ανταρτικών αριστερών οργανώσεων, παρά την αμνηστία που χορηγήθηκε. Μερικές μονάδες του Ε.Λ.Α.Σ. με επικεφαλής τον αρχικαπετάνιο ΑΡΗ ΒΕΛΟΥΧΙΩΤΗ αρνήθηκαν να δεχθούν τη συμφωνία της Βάρκιζας και κατέφυγαν πάλι στα βουνά, όπου ο αρχηγός του Ε.Λ.Α.Σ. 16 Ιουνίου 1945 θα σκοτωθεί. Με τη συμφωνία της Βάρκιζας τερματίζεται η πρώτη φάση του Εθνικού Διχασμού. Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Πλαστήρα, η μεθεπόμενη κυβέρνηση, του Θεμιστοκλή Σοφούλη (22 Νοεμβρίου 1945 έως 17 Απριλίου 1946), θα διενεργήσει τις εκλογές, κάτω από αντίξοες συνθήκες τρομοκρατίας και συγκρούσεων ανάμεσα σε δεξιούς και αριστερούς, που έγιναν τελικά στις 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1946. Το Κ.Κ.Ε. και άλλα αριστερά εαμικά κόμματα δεν έλαβαν μέρος στις εκλογές και η κάλπη έδωσε την πλειοψηφία στο συντηρητικό Λαϊκό κόμμα, του οποίου ο αρχηγός Κωνστ. Τσαλδάρης σχημάτισε κυβέρνηση στις 17 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1946. Αυτή είναι η πρώτη μεταδικτατορική και μεταπολεμική κυβέρνηση της ΕΛΛΑΔΑΣ. Την 1η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1946 διενεργείται δημοψήφισμα, που αποβαίνει υπέρ της μοναρχίας (της βασιλευόμενης Δημοκρατίας) και ο βασιλιάς ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄ επιστρέφει στην ΕΛΛΑΔΑ στις 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1946. Το Ελληνικό κράτος επανιδρύθηκε, έχει τη ΒΟΥΛΗ του, την ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ του, έχει το ΒΑΣΙΛΙΑ του. Και ενώ οι ΈΛΛΗΝΕΣ περίμεναν να μπει η χώρα στο δρόμο της πολυπόθητης ειρήνης και να αρχίσουν τα έργα της ανασυγκρότησης, η ΔΙΧΟΝΟΙΑ, αυτό το σιχαμερό σαράκι, που κατατρώγει κατά διαστήματα την εθνική ενότητα, έπαιξε και πάλι το βρόμικο ρόλο της. Οι ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ κατηγόρησαν το δημοψήφισμα ως νόθο και αποφάσισαν να αντιδράσουν με ένοπλο αγώνα, εξωθούμενοι κυρίως από τη «λευκή τρομοκρατία», που είχε απλωθεί σε όλη τη χώρα εναντίον του αριστερού λαού. Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΦΕΙΑΔΗΣ αναλαμβάνει με εντολή του Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ.Ε. ΝΙΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ τη συγκρότηση «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ» στα βουνά, τα οποία γρήγορα θα γεμίσουν από ανταρτικά σώματα. Έτσι η ΕΛΛΑΔΑ, η κακόμοιρη, βάδιζε προς έναν άλλο πόλεμο, ολοκληρωτικό, εμφύλιο αυτή τη φορά, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ενώ το Κ.Κ.Ε. κηρύχθηκε παράνομο. Οι περισσότερες επιχειρήσεις του Εμφυλίου πολέμου έγιναν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Οι πρώτες εχθρικές ενέργειες των ανταρτών έγιναν στην περιοχή του ΟΛΥΜΠΟΥ, την άνοιξη ήδη του 1946. Στο μεταξύ την 1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1947 ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ πεθαίνει (στον κόσμο φάνηκε σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα) και τον διαδέχεται ο αδελφός του ΠΑΥΛΟΣ (1947-1964). Την άνοιξη του 1947 οι αντάρτες (κομμουνιστές) εντείνουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τους. Οι επιδρομές τους γίνονται συχνότερες. Εξαπολύονται επιθέσεις εναντίον της ΦΛΩΡΙΝΑΣ, της ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ και των ΓΡΕΒΕΝΩΝ. Ο Βαφειάδης στοχεύει τώρα στην κατάληψη μιας μεγάλης πόλης· σ’ αυτή θα μπορούσε να εγκατασταθεί μία αριστερή ελληνική κυβέρνηση, που θα αναγνωριζόταν από τα κουμμουνιστικά κράτη της Βαλκανικής και τα λοιπά της ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ. Αυτή ήταν η εντολή του « θείου» ΣΤΑΛΙΝ από τη Μόσχα, του στρατάρχη ηγέτη της Σοβιετικής Ρωσίας και της Κόμινφορμ. Όμως όλες οι επιθέσεις απέτυχαν και η ηγεσία των ανταρτών αναγκάσθηκε να υιοθετήσει ξανά την τακτική του άτακτου πολέμου, του κλεφτοπολέμου.
Στην ΑΘΗΝΑ στις 7 Σεπτεμβρίου 1947 παραιτείται η κυβέρνηση Τσαλδάρη και σχηματίζεται κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών και Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό το Θ. Σοφούλη, τον αρχηγό του κόμματος των Φιλελευθέρων, που τον σχηματισμό της επιδίωξαν οι ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ, που τότε, μετά την εξαγγελία του «Δόγματος ΤΡΟΥΜΑΝ», επενέβαιναν ανοιχτά στα ελληνικά πολιτικά πράγματα, σε αντάλλαγμα της αμερικάνικης οικονομικής βοήθειας. Τώρα ο αντικουμμουνιστικός αγώνας θα αποκτούσε ευρύτερη βάση. Στις 23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1947 σχηματίζεται στα βουνά η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελλάδας». Ο Εμφύλιος Πόλεμος ξαναρχίζει αγριότερος. Αυτή ήταν η απάντηση των κομμουνιστών στην κυβερνητική αλλαγή της ΑΘΗΝΑΣ. Ενώ οι πολεμικές συγκρούσεις ερημώνουν την ύπαιθρο, στις πόλεις καταδιώκονται οι κομμουνιστές και γενικά οι αριστεροί και πολλοί φυλακίζονται ή εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης − στέλλονται στην εξορία. Ο αρχηγός των ανταρτών Βαφειάδης εφαρμόζει τώρα καθαρά τον κλεφτοπόλεμο: σκληρά και απροσδόκητα κτυπήματα και αποχώρηση και διέταξε ακόμη και τα σύνορα να περνούν οι αντάρτες του, όταν η πίεση του κυβερνητικού στρατού γινόταν αφόρητη, ο οποίος όμως παρά την εξαπόλυση επιθέσεων ευρείας κλίμακας δεν κατορθώνει να εξουδετερώσει την αντίστασή τους. Όμως από τον Ιούνιο του έτους 1948 η κατάσταση για τους αντάρτες αρχίζει να μεταβάλλεται. Η ρήξη ΤΙΤΟ-ΣΤΑΛΙΝ είχε ως συνέπεια την αποχώρηση της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ. Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. μένει πιστή στη γραμμή του Στάλιν, αλλά έμμεσα αυτό δηλώνει αποκήρυξη του ΤΙΤΟ εκ μέρους της, γεγονός που θα έχει ολέθριες συνέπειες για την πορεία του ανταρτικού αγώνα, επειδή η ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ ήταν κέντρο εφοδιασμού των Ελλήνων ανταρτών και τα στρατεύματα του Βαφειάδη, όταν κινδύνευαν, διέσχιζαν άμεσα τη μεθόριο. Η νέα αυτή κατάσταση δημιούργησε δίλημμα στους κομμουνιστές με άμεση συνέπεια τη δημιουργία πνεύματος ηττοπάθειας. Επίσης επήλθε ρήξη και στις σχέσεις ΖαχαριάδηΒαφειάδη για τα θέματα στρατιωτικής τακτικής. Ο Ζαχαριάδης ήταν υπέρ της εφαρμογής της τακτικής του συμβατικού πολέμου, ενώ ο Βαφειάδης προτιμούσε τον ανταρτοπόλεμο. Τελικά ο Βαφειάδης απομακρύνεται από την ηγεσία του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού» και τον αντικατέστησε ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, ο οποίος εφάρμοσε στις επιχειρήσεις την τακτική του συμβατικού πολέμου. Την άνοιξη του 1949 ο κυβερνητικός στρατός με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΓΟ αρχίζει ευρείες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Οι κομμουνιστές αντάρτες περιορίζονται πια στα βουνά της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ κατά μήκος των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων. Μια νέα επίθεση των ανταρτών κατά της ΦΛΩΡΙΝΑΣ αποτυγχάνει, ενώ ο στρατός τους δεν μπορούσε πια να αναπληρώσει τις απώλειές του με νέες βίαιες επιστρατεύσεις. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής της τακτικής του συμβατικού πολέμου στάθηκαν καταστρεπτικά για τους αντάρτες. Τον Ιούλιο 1949 ο ΤΙΤΟ, που ως τότε παρείχε κάλυψη στον ανταρτικό «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ», του οποίου την ηγεσία τελευταία είχε αναλάβει ο ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ, κλείνει τα ελληνο-γιουγκοσλαβικά σύνορα για τους Έλληνες αντάρτες, οι οποίοι στερήθηκαν τώρα ένα σπουδαίο κέντρο ανεφοδιασμού και συνάμα ένα καταφύγιο ασφαλές, όπου κατέφευγαν, όταν κινδύνευαν από τις καταδιώξεις του κυβερνητικού στρατού. Τότε μια μεγάλη επίθεση του κυβερνητικού στρατού στο ΚΑ·Ι·ΜΑΚΤΣΑΛΑΝ (βουνό στα ελληνοσκοπιανά-σήμερα-σύνορα) αποκόπτει τις δυνάμεις των ανταρτών στα δύο. Τέλος τον ΑΥΓΟΥΣΤΟ 1949 εξαπολύονται νέες σφοδρές επιθέσεις εναντίον των κομμουνιστών ανταρτών, που εγκλωβίζονται στους ορεινούς όγκους του ΓΡΑΜΜΟΥ και του ΒΙΤΣΙ. Εδώ επάνω στο ΓΡΑΜΜΟ (υψόμετρο 2.500μέτρα) που αποτελεί την οροθετική γραμμή μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας κρίθηκε 2 φορές η τύχη της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ κατά τη δεκαετία 1940-1950. Πρώτη φορά ήταν, όταν απειλήθηκε από τον ιταλικό φασισμό, και δεύτερη φορά ήταν, όταν απειλήθηκε από τον ξενοκίνητο κομμουνισμό. Η περιοχή της οροσειράς του Γράμμου υπήρξε πεδίο σκληρών μαχών κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-1941), να μην περάσει ο φασισμός· οι ΈΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ, «αμυνόμενοι του πατρίου εδάφους», πολέμησαν γενναία και απέκρουσαν τους φασίστες. Η ίδια περιοχή, αντίστοιχα, υπήρξε πεδίο σκληρών μαχών και κατά τον επάρατο Εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), να μην επικρατήσει ο κομμουνισμός· οι δυνάμεις του Ελληνικού κυβερνητικού-τακτικού-στρατού, ιδιαί-
τερα από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο του 1948 και έπειτα τον Αύγουστο του 1949 νίκησαν τους Έλληνες αντάρτες του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού». Από τις 25-29 Αυγούστου 1949 σφυροκοπούνται σαν “προδότες” του Ελληνισμού, διαλύονται και απωθούνται έξω από τα σύνορα της χώρας. Μετά την πανωλεθρία των κομμουνιστών ανταρτών στο ΓΡΑΜΜΟ-ΒΙΤΣΙ, μικροσυμπλοκές συνεχίσθηκαν σε κάποιες νησίδες αντίστασης. Και τέλος στις 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1949 η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.) ανακοίνωσε την κατάπαυση του πυρός. Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ σφραγίστηκε με την ήττα των ανταρτών στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. [Η δεκαετία που κλείνει (1940-1950) αποτελεί την πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας της Νεοτέρας Ελλάδας, αφού η χώρα μας τα έβαλε και με τα τρία ολοκληρωτικά συστήματα − ΦΑΣΙΣΜΟΣ − ΝΑΖΙΣΜΟΣ − ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ].-
Α΄στ. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ γη, η πατρίδα του Μεγάλου ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, απαλλάχθηκε από την απειλή της σοβιετοποίησης και της απόσχισης αυτής από τον εθνικό κορμό της μητέρας πατρίδας-ΕΛΛΑΔΑΣ, όπως είχε απαλλαχθεί και νωρίτερα, στις αρχές του 20ου αιώνα, από τον κίνδυνο της αυτονόμησης ή προσάρτησής της στη σφαίρα του Πανσλαβισμού ως προτεκτοράτο της Βουλγαρίας. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και όλη γενικά η ΕΛΛΑΔΑ βγήκαν από την απαίσια αυτή σύγκρουση του ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ με βαριά ψυχικά και ηθικά τραύματα πέρα από τις υλικές ζημιές που ήταν ανυπολόγιστες. Οι απώλειες μόνο των αντιμαχόμενων παρατάξεων προκαλούν βαθιά κατάθλιψη στον αναγνώστη του κεφαλαίου αυτού της Ιστορίας της Σύγχρονης Ελλάδας· οι νεκροί ξεπερνούν τις 46.500. Συγχρόνως εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι των χωριών έμειναν άστεγοι· χιλιάδες κάτοικοι εγκατέλειψαν την ύπαιθρο και τράπηκαν προς τις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα προς τη Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Επίσης πολλές χιλιάδες διέσχισαν τα σύνορα και εγκαταστάθηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες. Το ουσιαστικότερο όμως μέρος της κληρονομιάς του ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, αυτό που δηλητηρίασε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της ΕΛΛΑΔΑΣ, ήταν το ιδεολογικό, πολιτικό και πολιτιστικό χάσμα που χώρισε τον ελληνικό λαό. Το μετεμφυλιοπολεμικό Ελληνικό κράτος κατέστησε τον αντικομμουνισμό κυρίαρχο στοιχείο στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Οι επιπτώσεις του αδελφοκτόνου αυτού πολέμου βάραιναν όλο το γ΄ τέταρτο του 20ού αιώνα (1950-1975). Το ισχυρό-κυρίως μετά την ένταξη της χώρας το 1952 στο ΝΑΤΟ- μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς έξυνε τις πληγές του ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ με τα «φακελώματα» των πολιτών. Η διαιώνιση όμως του χάσματος αυτού αποτελούσε απειλή κινδύνων και τροχοπέδη στην προσπάθεια του λαού για εθνική συμφιλίωση και για επούλωση των ψυχικών τραυμάτων του ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. Ωρίμασε, τέλος, κάποτε η ιδέα της νομιμοποίησης του Κ.Κ.Ε. και η τιμή ανήκει στην πρώτη μεταδικτατορική Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ( υπό τον ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ). Έτσι επήλθε η πλήρης εξυγίανση της κοινοβουλευτικής ζωής της χώρας, διασφαλίστηκε κλίμα εθνικής ενότητας και μάλιστα ενισχύθηκε και τονώθηκε η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ στην ΕΛΛΑΔΑ με την κατάργηση της βασιλείας, που ψήφισε ο Ελληνικός λαός στο δημοψήφισμα, το οποίο διενεργήθηκε στις 8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1974. [Η Δικτατορία έφαγε τη Βασιλεία]. Την όλη πολιτειακή μεταβολή επικύρωσε και κατοχύρωσε και η ψήφιση στη Βουλή του νέου Συντάγματος της χώρας στις 7 Ιουνίου 1975. Επιπλέον μία άλλη σοβαρή συνέπεια του Εμφυλίου ήταν ότι άνοιξε το δρόμο για απροκάλυπτη επέμβαση των ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ στα εσωτερικά της ΕΛΛΑΔΑΣ. Μετά τη μεταπολίτευση όμως, το έτος 1974, γίνονται ελεύθερες δημοκρατικές εκλογές στις 17 Νοεμβρίου 1974 και από την κυβέρνηση που σχηματίστηκε της Νέας Δημοκρατίας χαράσσεται νέα εξωτερική πολιτική, που χαρακτηρίζεται από μια τάση αποδέσμευσης από την αμερικάνικη εξάρτηση. Την πολιτική αυτή διευρύνει η κυβέρνηση του ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ο οποίος διατυπώνει το περίφημο δόγμα: «Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΝΗΚΕΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ και είναι αδιαπραγμάτευτη». Στον τομέα της οικονομίας, κατά την περίοδο του ελληνο·ι·ταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου και της τριπλής κατοχής Γερμανών, Ιταλών και Βουλγάρων (1940-1944), η ΕΛΛΑΔΑ έπαθε τις μεγαλύτερες καταστροφές από κάθε άλλη συμμαχική χώρα (εκτός από τη Ρωσία). Υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μειώθηκε περίπου κατά 180.000 άτομα μόνο εξαιτίας του πολέμου και της κατοχής. Οι γερμανικές και οι βουλγαρικές αρχές κατοχής κατέστρεψαν για λόγους στρατιωτικούς πολλά εγγειοβελτιωτικά έργα, που είχαν κατασκευασθεί στην περίοδο 1926-1940, όπως π.χ. τις γέφυρες στους ποταμούς Αλιάκμονα, Αξιό, Γαλλικό και Στρυμόνα, το φράγμα της λίμνης Κερκίνης και άλλα. Μόνο οι καταστροφές, που έγιναν στα παραγωγικά έργα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, υπολογίσθηκαν σε 2.000.000.000 προπολεμικές δραχμές· οι απώλειες ήταν πολλαπλές, όχι μόνο στον παραγωγικό μηχανισμό, αλ-
λά και στην υπόλοιπη υποδομή, στη διοίκηση, στην οργάνωση και στη λειτουργία της οικονομίας. Αλλά και ο Εμφύλιος πόλεμος, την περίοδο 1946-1949, άφησε πίσω του πολλά ερείπια. Όμως και η διάλυση της κρατικής μηχανής ολοκλήρωσε τις πολεμικές καταστροφές από τα πολεμικά γεγονότα. Το κυριότερο αίτιο της κρατικής διάλυσης ήταν η μεγάλη αβεβαιότητα και ανασφάλεια που είχε δημιουργηθεί στους κατοίκους. Κύρια συνέπεια της όλης αυτής κατάστασης, στις αρχές τουλάχιστον της δεκαετίας του 1950, ήταν η επιφυλακτικότητα των ιδιωτικών φορέων για επενδύσεις, η οποία ήταν έκδηλη εξαιτίας και της γεωγραφικής γειτνίασης της περιοχής της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ με τις κομμουνιστικές χώρες που, την εποχή του «ψυχρού» πολέμου μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των Η.Π.Α., αποτελούσαν μια διαρκή απειλή για την περιοχή. Όμως η κυριότερη αρνητική εξέλιξη στη δεκαετία του 1950 ήταν η εσωτερική μετακίνηση (αστυφιλία) και η εξωτερική μετανάστευση του εργατικού δυναμικού. Μέσα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα χύθηκε πολύ ελληνικό αίμα, για να πραγματοποιηθεί και να διατηρηθεί η ένωση με την ΕΛΛΑΔΑ του τμήματος εκείνου της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ με υπέρτερο ελληνικό πληθυσμό. Σε αυτό το τμήμα του βορειοελλαδικού χώρου ήλθαν να εγκατασταθούν πολλοί από τους ΕΛΛΗΝΕΣ των βορειότερων τμημάτων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ που είχαν περιέλθει σε γειτονικά κράτη· κυρίως όμως βρήκαν-σε αυτό το Μακεδονικό χώρο- νέες εστίες εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων προσφύγων από την Τουρκία (Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία, Πόντος). Χάρη στην εργατικότητα και το φιλοπρόοδο των προσφύγων και των αυτόχθονων κατοίκων και στην εκτέλεση μεγάλης έκτασης δημόσιων έργων η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα μεταβληθεί γρήγορα από μια καθυστερημένη περιοχή σε δυναμικά εξελισσόμενη περιφέρεια με μέγιστη σημασία για το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Ο πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ύστερα από την εγκατάσταση των προσφύγων παρουσίαζε συνεχώς άνοδο· όμως στη δεκαετία του σαράντα (1940-1950) μειώθηκε σημαντικά λόγω των πολεμικών γεγονότων. Αλλά ο πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μειώθηκε ακόμη περισσότερο λόγω της εξωτερικής μετανάστευσης των κατοίκων (κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία και τη μακρινή Αυστραλία), που σημειώθηκε έντονα στη δεκαετία του 1960 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στο διάστημα από 1966 ως 1972 η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έχασε 165.000 κατοίκους (μετανάστες). Με τη σύντονη όμως δραστηριότητα, που σημειώθηκε στο τέλος της δεκαετίας 1970, η εξωτερική μετανάστευση αντισταθμίστηκε από ένα αυξανόμενο ρυθμό παλιννόστησης, η οποία από το 1975 (μετά τη μεταπολίτευση) ενίσχυσε το πληθυσμιακό και εργατικό δυναμικό της χώρας. Έτσι κατά την απογραφή του 1981 ο πληθυσμός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ έφτανε τα 2.105.650 άτομα, από τα οποία τα 702.107 κατοικούσαν στο Πολεοδομικό Συγκρότημα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. [Εξέλιξη του πληθυσμού της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (κατά τις απογραφές μετά την απελευθέρωση αυτής από τον τουρκικό ζυγό): 1920 1.085.531
1928 1.412.477
1940 1.759.130
1951 1.705.434
1961 1.896.112
1971 1981 1.890.694 2.105.650].-
Α΄ζ. Ο ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΗΝ Ε.Ο.Κ./Ε.Ε. Η οικονομία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ βελτιώνεται και αναπτύσσεται με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα της παραγωγής, ύστερα από την εκτέλεση μεγάλων και μικρών εγγειοβελτιωτικών έργων (αντιπλημμυρικών, στραγγιστικών, αρδευτικών). Υψηλής όμως σημασίας είναι η προσφορά των ενεργειακών πόρων. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ προσφέρει στην Ελληνική-Εθνική-οικονομία κάτι που ίσως είναι περισσότερο πολύτιμο και από το χρυσάφι: την ενέργεια(υδατοπτώσεις και λιγνιτικά αποθέματα στη Δυτική Μακεδονία και πετρέλαια στην Ανατολική Μακεδονία/Θάσο). Με την εντατική εκμετάλλευση των ενεργειακών αυτών πόρων που διαθέτει, αναπτύσσεται γοργά ο εξηλεκτρισμός και ο εκβιομηχανισμός (Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ προσφέρει το 50% περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας σε όλη την ΕΛΛΑΔΑ). Την περίοδο αυτή, μετά τον Εμφύλιο, δημιουργήθηκαν 3 μεγάλα, σημαντικά βιομηχανικά κέντρα στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (βιομηχανική περιοχή Σίνδου), στην περιοχή ΚΟΖΑΝΗΣ-ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ και στην περιοχή ΚΑΒΑΛΑΣ. Αναπτύσσονται όλοι οι κλάδοι της εθνικής οικονομίας· ο τουρισμός επίσης και το εμπόριο αλλάζουν δομή και χαρακτήρα. Εγγύηση για τους κλάδους αυτούς είναι η συνεχής επέκταση και ο εκσυγχρονισμός του οδικού δικτύου συγκοινωνιώνμεταφορών. Οι θαλάσσιες συγκοινωνίες-μεταφορές της Μακεδονίας εξακολουθούν να εξυπηρετούνται από τα δυο μεγάλα λιμάνια, της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, τα οποία ανοικοδομήθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν μετά τον πόλεμο, γιατί τα είχαν καταστρέψει φεύγοντας οι βάρβαροι Γότθοι (Γερμανοί) και οι Τουρκομογγόλοι (Βούλγαροι) αντίστοιχα. Ο αερολιμένας της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» εκσυγχρονίζεται και δέχεται τους τουρίστες, που φτάνουν χιλιάδες κάθε χρόνο στη Μακεδονία, για να επισκεφτούν τους πολλούς αρχαιολογικούς θησαυρούς, στη Θεσσαλονίκη, στο Δίο, στη Βεργίνα, στην Πέλλα, στους Φιλίππους, στη Θάσο· να θαυμάσουν τα βυζαντινά τείχη, τους κυματοθραύστες της μεσαιωνικής βαρβαρότητας, και τις βυζαντινές εκκλησίες της ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, μιας πόλης από τις πολύ λίγες της ΕΥΡΩΠΑ·Ι·ΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ που έχουν το προνόμιο να κατοικούνται αδιαλείπτως από την ίδρυσή τους, από την αρχαιότητα. [Η Θεσσαλονίκη, όπως είναι γνωστό, ιδρύθηκε το 315 π.Χ.]. Ένας άλλος επίσης πόλος έλξης τουριστών είναι το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, όπου μπορούν να επισκεφθούν και τα ποικίλα κειμήλια-καλλιτεχνήματα που φυλάσσονται εκεί· το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ είναι το αρχαιότερο κέντρο λατρείας και ορθοδοξίας, με ιστορία πάνω από 1000 χρόνια και με συνεχή κατοίκηση από τους μοναχούς, που αποτελούν μια αυτόνομη οργανωμένη Μοναστική Πολιτεία, που είναι μοναδική στον κόσμο. Το «κατά κεφαλήν» εισόδημα των κατοίκων της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ υπερδιπλασιάσθηκε. Ενώ το «κατά κεφαλήν» ακαθάριστο ετήσιο εισόδημα (σε τρέχουσες τιμές) το έτος 1913 ήταν 4.573 δραχμές και το 1950 ήταν 8.426 δραχμές, το 1980 έφτασε στις 48.217 δραχμές. Και ενώ στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είχε την τέταρτη θέση στην εθνική κατάταξη με βάση το ακαθάριστο περιφερειακό προϊόν, στην περίοδο της δεκαετίας 19801990 έχει τη δεύτερη θέση. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τώρα μπαίνει στη φάση της οικονομικής απογείωσης με την ανάπτυξη όλων των κλάδων της παραγωγής και των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με την παράλληλη εκμετάλλευση όλων των πλουσίων ενεργειακών πόρων της. Από την 1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1981 η ΕΛΛΑΔΑ έγινε ισότιμο μέλος της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ (Ε.Ο.Κ.) − σήμερα ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Ε.Ε.) − και από την πρωτοχρονιά του έτους 2002 εντάχθηκε στη ζώνη της Οικονομικής Νομισματικής Ενοποίησης (Ο.Ν.Ε.), στο κοινό νομισματικό σύστημα του ΕΥΡΩ. Η ένταξή της ευνόησε ιδιαίτερα την ανάπτυξη της Μακεδονίας. Εξασφάλισε τις συνθήκες ηρεμίας και πολιτικής σταθερότητας με την εγγύηση των συνόρων της χώρας και έδωσε στους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν καλύτερα τους άφθονους αναπτυξιακούς πόρους που διαθέτουν.
Με την κοινή αγροτική πολιτική των κρατών-μελών της Ε.Ο.Κ. ενισχύθηκε ιδιαίτερα η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η οποία μόνη της συγκεντρώνει το 35% περίπου της καλλιεργήσιμης γης της ΕΛΛΑΔΑΣ. Με την οικονομική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βελτιώθηκε το οδικό δίκτυο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ σε μέγιστο βαθμό. Ιδιαίτερα, τέλος, η διάνοιξη και η αποπεράτωση της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ έχει ενώσει τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με την ΕΥΡΩΠΗ.-
Β΄. « ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» - ΝΕΑ ΦΑΣΗ. Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η ΣΛΑΒΙΚΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΛΑΒΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ. Η ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΓΚΕΦΑΛΩΝ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝΩΝ ΤΟΥΣ <ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ>. Β΄α. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΥ ΚΡΑΤΙΔΙΟΥ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ. Από την εποχή του αυτοκράτορα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ- της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας- ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Β' του ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΥ και έως σήμερα ακόμη, το πρόβλημα των ΣΛΑΒΩΝ αποτελεί ασφαλώς το σπουδαιότερο πρόβλημα του ΕΘΝΟΥΣ των ΕΛΛΗΝΩΝ και δε νομίζω ότι θα πάψει να απασχολεί ο ΣΛΑΒΙΣΜΟΣ τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ, γιατί ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ βρίσκεται στα κράσπεδα του σλαβικού κόσμου. Ανικανοποίητοι οι βόρειοι γείτονες μας, οι ΣΛΑΒΟΙ, υπακούοντας στα κελεύσματα των κυρίων τους και στηριζόμενοι στην αρωγή που τους παρείχαν οι πάτρωνές τους, οι πράκτορες του Πανσλαβισμού και του Κομμουνισμού, παρακινούμενοι από τα αρπακτικά ένστικτά τους και φανατιζόμενοι από το άσβεστο για την πατρίδα μας μίσος, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο, για να επιτύχουν την απόσπαση των εδαφών της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μας, τα οποία ανέκαθεν υπήρξαν Ελληνικά και στα οποία άνθιζε ο ελληνικός πολιτισμός, όταν οι πρόγονοι των σημερινών διεκδικητών τους ζούσαν ακόμη στις στέπες της βορειοανατολικής Ευρώπης και τρέφονταν με ρίζες φυτών και ωμό κρέας. Από τις τελευταίες δεκαετίες του προπερασμένου (19ου) αιώνα οι ΣΛΑΒΟΒΟΥΛΓΑΡΟΙ εφαρμόζουν μια ανίερη πολιτική σε βάρος της Ελλάδας, την οποία συνεχίζουν και σήμερα, με απώτερο σκοπό τον ακρωτηριασμό της, επιχειρώντας την απόσπαση της Ελληνικής Μακεδονίας. Εκτός από τις αποφάσεις των Συνεδρίων των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Βαλκανικής και της Σοβιετικής Ένωσης (της Μόσχας) το «Μακεδονικό» θέμα ανακινούσαν και οι διάφορες οργανώσεις των λεγόμενων «ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΩΝ» μεταναστών ή ορθότερα των Σλαβοβουλγάρων, που μετανάστευσαν στα τέλη του 19ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Εντονότερες όμως δραστηριότητες επιδεικνύουν οι (Γιουγκο)Σλάβοι των νοτίων περιοχών της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής τότε γειτονικής χώρας, που μετανάστευσαν μετά το 1950, γιατί είναι οι φορείς της νέας θεωρίας της μακεδονικής εθνότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάζονται από παλιά και όλες οι «Μακεδονικές» Πατριωτικές Οργανώσεις των Βουλγάρων μεταναστών, γνωστές ως «Μ.Π.Ο», που διακρίνονται για την αρτιότητα και την οργάνωσή τους και δρουν σε όλες τις ηπείρους της γης. Στην Αμερική σφηκοφωλιά των Μ.Π.Ο. είναι το ΤΟΡΟΝΤΟ του Καναδά, όπου διαμένει και πολυπληθέστατο ελληνικό στοιχείο. Οι (Βουλγαρο)Μακεδονικές Πατριωτικές Οργανώσεις (Μ.Π.Ο.) λειτουργούν στο εξωτερικό ως αντιπρόσωποι της Ε.Μ.Ε.Ο., στην Ευρωπη,στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία, στις Η.Π.Α. και στον Καναδά. Έτσι οι <Μ.Π.Ο.> επηρεάζουν το διεθνή τύπο, που δημοσιεύει άρθρα-επί του «Μακεδονικού»-ανθελληνικού περιεχομένου, υποστηρίζοντας τις σλαβικές απόψεις. Οι Μ.Π.Ο. αποτελούν οργανώσεις άκρα σοβινιστικές βουλγαρικές δρώντας σήμερα σε όλο τον κόσμο και αποβλέποντας στην απόσπαση των τμημάτων που ανήκουν στην Ελλάδα και στην τέως Γιουγκοσλαβία και στην αυτονόμηση αυτών, είτε με την ίδρυση ανεξάρτητου «Μακεδονικού Κράτους» με πρωτεύουσα τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, είτε με τη δημιουργία κράτους υπό τη βουλγαρική κυριαρχία. Απώτερος όμως σκοπός τους είναι η προσάρτηση τελικά όλης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, πράγμα που για την Ελλάδα σημαίνει μετάθεση των συνόρων της στον Όλυμπο, όπου κατά τη σλαβοβουλγαρική θεωρία ήταν ανέκαθεν τα όρια του «Μακεδονικού Κράτους». Το δίκτυο των βουλγαρομακεδονικών οργανώσεων είναι σατανικό. Η αφθονία των χρηματικών μέσων τα οποία διαθέτουν, τους επιτρέπει κάθε πολυτέλεια στην οργάνωση και στις κινήσεις της διοίκησής τους. Ύπατος αρχηγός των
οργανώσεων υπήρξε ο ΙΒΑΝ ΜΙΧΑΗΛΩΦ, που ήταν και αρχηγός της Ε.Μ.Ε.Ο.. Στο 37ο συνέδριο των Μ.Π.Ο. που έγινε στο ΤΟΡΟΝΤΟ, τον Αύγουστο 1958, αναγνώσθηκε χαιρετιστήριο μήνυμα αυτού, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής: «… Εμείς που αισθανόμαστε Βούλγαροι, δεχόμασθε να ζούμε σε ανεξάρτητη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ…». (Makedonska Tribuna-29Σεπτεμβρίου 1958). Η κεντρική τους επιτροπή εδρεύει στην Ινδιανάπολη των Η.Π.Α. και περιβάλλεται από μόνιμη Συνεδριακή Γραμματεία, Γραφείο Πληροφοριών, Επιτροπή τύπου, Οικονομική Επιτροπή κλπ. Οι Μ.Π.Ο. είναι οργανωμένες σε 30 περίπου τοπικά τμήματα μόνο στις Η.Π.Α. και στον Καναδά, σε διάφορες πόλεις, που αποτελούν κυρίως κέντρα συρροής μεταναστευτών. Και η οργάνωση καθενός τοπικού τμήματος είναι υποδειγματική· λειτουργούν επιτροπές γυναικών, νεολαίας, ψυχαγωγικών εκδηλώσεων, διαφώτισης κλπ. Διαθέτουν δικές τους εκκλησίες με Βουλγάρους κληρικούς, που ιερουργούν κατά το Εξαρχικό Βουλγαρικό σύστημα. Η προπαγανδιστική τους εκστρατεία-βέβαια ανθελληνική- εξυπηρετείται με τον τύπο και τα Μ.Μ.Ε. και με άφθονες εκδόσεις. Το κυριότερο δημοσιογραφικό όργανο των Μ.Π.Ο. στις Η.Π.Α. είναι η «MAKEDONSKA TRIBUNA» (εβδομαδιαία βουλγαρόφωνος εφημερίδα στην Ινδιανάπολη), όπου βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα πιο ασύλληπτα φαντασιώδη τερατουργήματα γύρω από το θέμα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και σε βάρος της ΕΛΛΑΔΑΣ. Ούτε λίγο ούτε πολύ η Ελληνική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, η πατρίδα του ΕΛΛΗΝΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ και του αείμνηστου προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή (θείου του προηγούμενου) παρουσιάζεται ως τμήμα σλαβικό που καταδυναστεύεται από τους Έλληνες «σοβινιστές» της ΑΘΗΝΑΣ. Για όσους βέβαια γνωρίζουν την ΕΛΛΑΔΑ και την ιστορική της πραγματικότητα το θέμα αυτό είναι γελοίο. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους υπόλοιπους, οι οποίοι είναι και οι περισσότεροι. Η κοινή γνώμη του εξωτερικού, επειδή τροφοδοτείται συνεχώς με μυθεύματα − όπως αυτά των Μ.Π.Ο. − και επειδή στερείται κάποια άλλη διαφώτιση, επηρεάζεται αρκετά και σχηματίζει γνώμη διαφορετική από την πραγματικότητα. Γι’ αυτό ακριβώς στο εξωτερικό υπάρχουν αρκετές προσωπικότητες, που συμπαθούν τους Σλαβοβουλγάρους των Μακεδονικών Πατριωτικών Οργανώσεων. Σε αυτό αποβλέπει και η προπαγανδιστική εκστρατεία τους: στον προσεταιρισμό της διεθνούς κοινής γνώμης, ιδίως των προσωπικοτήτων, πολιτικών, πνευματικών και στρατιωτικών και στη δημιουργία εντυπώσεων σχετικά με ύπαρξη «Μακεδονικού» ακόμη προβλήματος, που βρίσκεται σε εκκρεμότητα, από την επίλυση του οποίου θα εξαρτηθεί η γαλήνη στο Βαλκανικό χώρο. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι Μ.Π.Ο. έχουν επιτύχει σημαντικά αποτελέσματα χάρη στην ολιγωρία των Ελληνικών κυβερνήσεων αλλά και της ομογένειας. Κυκλοφορούν στον κόσμο πάρα πολλά φιλοβουλγαρικά συγγράμματα συγγραφέων αναγνωρισμένου κύρους, με τα οποία είναι εφοδιασμένες πολλές βιβλιοθήκες Αμερικάνικων και Ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, στα οποία η ιστορική πραγματικότητα, κάτω από τη βαριά πίεση της έντεχνης σλαβικής προπαγάνδας, είναι στραγγαλισμένη. Ακούγονται από τις πανεπιστημιακές έδρες διαλέξεις για θέματα της Βαλκανικής, στις οποίες αναφέρονται − δυστυχώς − η «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ως κράτος και οι «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» ως εθνικότητα που καταδυναστεύονται από τους Έλληνες «κατακτητές»! «Άκουσον, άκουσον»! Υπάρχουν όμως από παλιά και οι ανεπηρέαστοι, οι αδιάφθοροι άνδρες, συγγραφείς, διανοούμενοι, πολιτικοί και άλλες προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων αρκετές προέρχονται από τον ίδιο το σλαβικό κόσμο, που απορρίπτουν τις απόψεις των Σλαβοβουλγάρων και προβάλλουν την ιστορική αλήθεια γυμνή. Ας παραθέσουμε επιλεκτικά τις δικές τους απόψεις, τί γράφουν, τί δηλώνουν, τί πιστεύουν για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, των κατοίκων της και της δυναστείας, που βασίλευσε εκεί, καθώς και για την αδιάλειπτη παρουσία και προσφορά των Μακεδόνων κατά την υπερτρισχιλιετή πορεία της ιστορίας τους, την οποία οι Σλαβοβούλγαροι παραγνωρίζουν και την παραχαράσσουν ασύστολα, ώστε να μη χαρακτηρισθούμε, οι Έλληνες, ότι είμασθε σοβινιστές. Στο σχολικό εγχειρίδιο ιστορίας-έκδοση1855- που ήταν για αρκετές δεκαετίες το επίσημο βοήθημα διδασκαλίας του μαθήματος σε όλα τα γαλλικά σχολεία, ο συγγραφέας, ο αιδεσιμότατος ΑΒΒΑ ΝΤΡΙΟΥ γράφει: «Σύμφωνα με τους ιστορικούς αυτούς ο λαός (οι Μακεδόνες) είναι ένας κλάδος του Ελληνικού έθνους…».
Ο THIERRY AMEDEE έγραψε στο βιβλίο του (PARIS 1862) «HISTOIRE D’ATTILA» τα εξής: «Οι Βούλγαροι ήταν τόσο κτήνη όσο και τα άγρια θηρία του δρυμού· η ασχήμια τους, η δυσωδία τους, η θηριωδία τους ξεπέρασαν κάθε τι που είχε γνωρίσει ως τώρα η γη. Ο Βούλγαρος κατέστρεφε, για να καταστρέφει, σκότωνε για να σκοτώνει, ζητούσε να αφανίσει κάθε έργο ανθρώπου, για να μην αφήσει πίσω του παρά μόνο την εικόνα της ερημιάς. Γι’ αυτό από όλους τους βαρβάρους, που ξεκλήρισαν το Ελληνικό έθνος, οι Βούλγαροι άφησαν την πιο φρικαλέα ανάμνηση στους σύγχρονους και το όνομα το πιο στιγματισμένο στην ιστορία. Η λέξη «καταραμένος» έγινε το συνώνυμο της λέξης «Βούλγαρος». Και αυτός ο χαρακτηρισμός, που αποσπάσθηκε από τον πόνο της Ελλάδας, καθιερώθηκε πια στην ιστορία». Ο Άγγλος πολιτικός, λόρδος SALISBURY, αρχηγός της αγγλικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878) δήλωσε: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι ελληνική επαρχία». Ο καθηγητής H. KIEPERT, σχετικά με τη γεωγραφική και εθνολογική κατάσταση της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, απαντά σε επιστολή του στις 28-12-1885 προς την εφημερίδα της Αθήνας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»: «Ο Ελληνισμός παραμένει μέχρι σήμερα το βασικό στοιχείο του πληθυσμού της Μακεδονίας». Ο Ρώσος συγγραφέας Ν.ΔΟΥΡΔΟΝΩΦ (Μόσχα 1895) έγραψε: «Οι κτήσεις των Βουλγάρων και στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και στη Θράκη είχαν πάντοτε χαρακτήρα παροδικών αρπαγών… έχουν άραγε οι Βούλγαροι ιστορικά δικαιώματα στη Μακεδονία και στη Θράκη;». Ο Άγγλος BURG (Λονδίνο 1902) γράφει: «Ο λαός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και οι βασιλιάδες του ήταν από βαθιές ρίζες ΕΛΛΗΝΕΣ». Ο HOPHMAN OTTO, Γερμανός γλωσσολόγοςκαθηγητής του πανεπιστημίου του Breslau, το 1906 γράφει: «Οι Μακεδόνες σαν φυλή ήταν Έλληνες, μιλούσαν Ελληνικά και ποτέ δεν είχαν χάσει το σύνδεσμό τους ΜΕ ΤΟΝ Ελληνικό πολιτισμό». Ο ΤΖΕΜ ΒΙΤΣ ΜΑΡΚΟ, Γιουγκοσλάβος-Βελιγράδι 1913, γράφει: «… Στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τίποτε το βουλγαρικό δεν υπάρχει». Ο ΚΛΕΜΑΝΣΩ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός, στις 16 Ιουλίου 1913, γράφει: « Ο Βούλγαρος είναι Ασιάτης. Ποτέ δεν μπόρεσε να εξευρωπαϊσθεί και με τα σημερινά κακουργήματά του μας ξαναγύρισε στα χρόνια των ορδών του ΑΤΤΙΛΑ». Και το « άκρον άωτον» της μωρίας της στρατιωτικής ηγεσίας της Βουλγαρίας ήταν, όταν ο Βούλγαρος αρχιστράτηγος κατά Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το 1915, παρότρυνε τους στρατιώτες του (για να τονώσει το ηθικό τους), να θυμηθούν και να μοιάσουν στην παλληκαριά τον πρόγονό τους ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. Η γαλλική εφημερίδα όμως «ΦΙΓΚΑΡΟ» στο κύριο άρθρο της τον έκανε σκουπίδι για τη μωρολογία του. O GEORGEVITCH το 1919 γράφει: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι μία αρχαία Ελληνική επαρχία». Ο Αμερικανός HENRY MORGENTHAU, πρόεδρος της Ε.Α.Π. στην Ελλάδα (της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων) έγραψε: «Οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι, των οποίων η παρουσία στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΘΡΑΚΗ διατήρησε κατά τον περασμένο αιώνα ζωντανό το ανυπόφορο Μακεδονικό ζήτημα, όλοι αναχώρησαν στις αντίστοιχες χώρες τους και αφήκαν τη Μακεδονία καθαρώς ΕΛΛΗΝΙΚΗ». Ο WILCKEN ULRICH, Γερμανός, Λειψία 1931, γράφει «…οι Μακεδόνες ήταν Ελληνική φυλή και μάλιστα συγγενική με τους Δωριείς». Και ο Άγγλος ιστορικός ΦΕΡΓΚΟΥΣΟΝ γράφει: «Ο βασιλιάς των Μακεδόνων Φίλιππος ήταν γνήσιος Έλληνας και στην καταγωγή και στη γλώσσα και στη μόρφωση». Ο DR. RONART STEPHAN, Ολλανδός, Άμστερνταμ 1935, γράφει: «Το Μακεδονικό πρόβλημα έχει για πάντα ακαταμάχητα λυθεί. Ένας ωραίος, ενωμένος, ομοιόμορφος, ομοιόγλωσσος πληθυσμός καλλιεργεί σήμερα ειρηνικά τις εύφορες πεδιάδες». Ο Γερμανός επιστήμονας, Λεονάρδος Σιούλτσε, τακτικός καθηγητής της Ιστορίας και της Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο της Ιένας, με εντολή τού Αδόλφο Χίτλερ ήρθε στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, κατά τις διαπραγματεύσεις − με το Βούλγαρο πρωθυπουργό Φίλωφ- για τη λεία του ελληνογερμανικού πολέμου, για να εξετάσει επί τόπου, αν οι κάτοικοι ήταν στην πλειοψηφία τους Βούλγαροι, όπως ισχυριζόταν. Στην έκθεση που υπέβαλε στο Χίτλερ, την οποία δημοσίευσε και σε ιδιαίτερο τόμο − «Macedonia» (Ιένα 1947), γράφει σχετικά για την Ανατολική Μακεδονία μεταξύ άλλων: «...Στην ενδοχώρα οι ΣΕΡΡΕΣ είναι το προπύργιο του Ελληνισμού με εκκλησίες και γυμνάσια, που αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο. Αλλά και αν αυτά δεν ήταν αρκετά, η τύχη που είχε η πόλη των Σερρών κάτω από την εξουσία των Βουλγάρων, θα μαρτυρούσε σε ποιο έθνος ανήκει αυτή η πόλη».
Τί περισσότερο μπορούσε να πει ένας ναζιστής για τους πιστούς συμμάχους του ΦΥΡΕΡ, τους Βουλγάρους; Ένας άλλος Γερμανός, o PANTEL HENNING, μισέλληνας, το 1942 έγραψε: «Ο Ελληνικός πληθυσμός αποτελεί μια σχεδόν εξ ολοκλήρου κλειστή εθνική και γλωσσική ενότητα». Ο ΣΜΟΝΤΛΑΚΑ, Γιουγκοσλάβος πολιτικός, το 1944 δηλώνει στους «TIMSE» της Νέας Υόρκης: «…Η Ελληνική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ανήκει στην ΕΛΛΑΔΑ και αποτελεί τμήμα της Ελλάδας». Ακολουθούν και άλλες γνώμες–απόψεις. «Η περιοχή της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ κατοικούνταν πάντα από μια συντριπτική πλειοψηφία Ελλήνων» (STROUMZIN1945). « H Ελληνική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ έχει καθαρά Ελληνικό χαρακτήρα» (GOMME W.A.Λονδίνο 1945). Αυτά ως τη σύσταση της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» στα πλαίσια της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας-1945 (Τιτοσταλινικό κατασκεύασμα) προς αποστόμωση της σοβινιστικής Βουλγαρίας, που επιβουλευόταν το Μακεδονικό Ελληνισμό επί -7-δεκαετίες στους νεότερους χρόνους και -7-αιώνες στη βυζαντινή εποχή. Αλλά και μετά τη σύσταση του ομόσπονδου κρατιδίου των ΣΚΟΠΙΩΝ, υπάρχουν πολλοί σωστοί διανοούμενοι, συγγραφείς και πολιτικοί, που συνεχίζουν χωρίς προκαταλήψεις και διπλωματικές ραδιουργίες να λένε και να γράφουν την ιστορική αλήθεια για την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, μιας και αδιαίρετης. Έτσι π.χ. ο ιστορικός-Σοβιετικός-Ρώσος καθηγητής A.B. MISOULIN στο βιβλίο του «Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων» , σχολικής χρήσης, για τη Μέση Εκπαίδευση (έκδοση του Ινστιτούτου Ιστοριών της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης-Μόσχα 1946) γράφει: «Οι Μακεδόνες βασιλιάδες κατάγονται από την ίδια φυλή με τους ΕΛΛΗΝΕΣ και μάλιστα λέγεται ότι η καταγωγή τους ανάγεται στους θεούς και ήρωας». Και ο Ελβετός δημοσιολόγος ΣΤΑΙΝΧΕΛΙΝ ΒΑΛΤΕΡ έγραψε: «Είναι αδύνατο να υπάρξει σοβαρός επιστήμονας και ερευνητής σεβόμενος τον εαυτό του, που να αμφισβητήσει την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» (1948). Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη γειτονική χώρα της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Ο νέος ηγέτης ΤΙΤΟ, στρατάρχης της γιουγκοσλαβικής αντίστασης κατά των Γερμανοβουλγάρων στην περίοδο της Κατοχής, για να σταματήσει η μακροχρόνια διένεξη μεταξύ των Βουλγάρων και των Γιουγκοσλάβων επί του «Μακεδονικού» τον ΑΠΡΙΛΗ 1945, όπως έχει προαναφερθεί, ανακήρυξε την ίδρυση της ανεξάρτητης λαϊκής «Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ». Και έτσι έγινε η πρώην επαρχία ΜΠΑΡΝΤΑΝΣΚΑ (το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας) ένα νέο ομόσπονδο κρατίδιο στα πλαίσια της μεταπολεμικής Λαϊκής Ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας. Συμπλήρωσε ήδη ηλικία 60 ετών (2 γενεών). Στα ΣΚΟΠΙΑ, πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, εγκαταστάθηκε στις 30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1945 η πρώτη κυβέρνηση (κομμουνιστική). Στο Σύνταγμά της αναφέρεται ρητά ότι σκοπός τής ίδρυσης είναι ένα κράτος με ενωμένες τις τρεις Μακεδονίες, του Βαρδάρη, του ΠΙΡΙΝ (του τμήματος που υπάγεται στη Βουλγαρία) και του ΑΙΓΑΙΟΥ (του τμήματος που ανήκει στην ΕΛΛΑΔΑ). Έτσι, από την ημέρα αυτή, τη σκυτάλη για το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ Ζήτημα» πήραν οριστικά στα χέρια τους οι κυβερνήσεις των Σκοπίων και του Βελιγραδίου. Από τον ΟΚΤΩΒΡΙΟ 1945 η συμπεριφορά και οι θέσεις των κυβερνήσεων αυτών απέναντι στην ΕΛΛΑΔΑ αρχίζουν να γίνονται προκλητικές. Στην αίθουσα του Μουσείου των ΣΚΟΠΙΩΝ ένας χάρτης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ περιλαμβάνει ολόκληρη την περιοχή χωρίς διακριτικά σημεία των υφιστάμενων συνόρων μεταξύ Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας-Βουλγαρίας· στο χάρτη αυτό με κόκκινη γραμμή τονίζεται ο χώρος ολόκληρης της Μακεδονίας και στη λεζάντα αναγράφονται τα έξης: «Χάρτης των Εθνικών συνόρων της Μακεδονίας… των επαναστατικών κέντρων και των επαναστατικών διαμερισμάτων». Η «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» αυτή των Σκοπίων είχε δηλαδή νότια τον ΟΛΥΜΠΟ για σύνορο και ανατολικά το Νέστο· η ΕΛΛΑΔΑ «έπρεπε» σύμφωνα με τα σχέδια των Σλάβων γειτόνων της να ξαναγυρίσει στο προ της Συνθήκης του Βουκουρεστίου καθεστώς. Τον ίδιο επίσης μήνα (Οκτώβριος 1945) ο ΤΙΤΟ δήλωσε στα ΣΚΟΠΙΑ: «Εμείς δεν παραιτηθήκαμε από το δικαίωμα του Μακεδονικού λαού να ενωθεί και ουδέποτε θα παραιτηθούμε από αυτό· αποτελεί αυτό αρχή μας και τις αρχές μας δε θυσιά-
ζουμε ποτέ για προσωρινές συμπάθειες· υπάρχουν Μακεδόνες στη Μακεδονία του Αιγαίου και η τύχη αυτών δε μας είναι αδιάφορη». Παρατηρούμε ότι δεν είχαν ακόμη περάσει 6 μήνες από την ίδρυση της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» και άρχισαν οι Γιουγκοσλάβοι «Μακεδόνες» να θολώνουν και να ταράσσουν τα καταγάλανα και ήρεμα νερά του ΑΙΓΑΙΟΥ. Η ΕΛΛΑΔΑ δεν είχε ακόμη ανασυγκροτηθεί από τους δύο πολέμους κατά του φασισμού και του ναζισμού, και γι’ αυτό δε σήκωσε το κεφάλι της να διαμαρτυρηθεί, για όσα συνέβαιναν και λέγονταν σε βάρος της στη γειτονιά της, ενώ σε λίγο άρχιζε στη χώρα μας η λυσσαλέα περιπέτεια του επάρατου Εμφυλίου πολέμου, στον οποίο αναμείχθηκαν και οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές, παρέχοντας διευκολύνσεις στον ανταρτικό στρατό του Κουμμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (Κ.Κ.Ε.). Πράγματι το ίδιο το Κ.Κ.Ε. πάσχιζε να ιδρύσει ανεξάρτητο κομμουνιστικό πυρήνα για σοβιετοποίηση της Ελληνικής Μακεδονίας. Ευτυχώς όμως επήλθε η ρήξη στις σχέσεις ΤΙΤΟΣΤΑΛΙΝ και έκλεισε ο πρώτος τα σύνορα (τα ελληνογιουγκοσλαβικά). Όπως έχει προαναφερθεί, η ενέργεια αυτή του ΤΙΤΟ αποδείχθηκε σωτήρια για την κυβέρνηση της ΑΘΗΝΑΣ, γιατί εγκλωβίσθηκαν οι αντάρτες της Ελλάδας και ο κυβερνητικός στρατός έτσι κατέστειλε την ανταρσία. Το Μάιο 1950 ο Γιουγκοσλάβος αντιπρόεδρος ΚΑΡΝΤΕΛΙ ζήτησε αναγνώριση της «Μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα. Έτσι το αίτημα του Βελιγραδίου τέθηκε ως όρος βασικός για την επανάληψη των Ελληνογιουγκοσλαβικών διπλωματικών σχέσεων. Και στις 9 Νοεμβρίου 1950, ο ίδιος ο ΤΙΤΟ σε δηλώσεις του προς το διευθυντή των «Τάιμς» της Νέας Υόρκης Σουλτσμπέργκερ, που μεταδόθηκαν από το ραδιοσταθμό του Βελιγραδίου, καθόρισε τη θέση της χώρας του έναντι της Ελλάδας επί του «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ» και μεταξύ άλλων είπε: «…φρονούμε ότι δεν επιτρέπεται η Μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα να υφίσταται διωγμούς». Στις 14 Δεκεμβρίου 1950 η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας ζήτησε από την ΕΛΛΑΔΑ να εξασφαλίσει εκπολιτιστικά και εθνικά δικαιώματα στις 250.000 Μακεδόνων που κατοικούν στο έδαφός της. Στις 27-12-1950 έγινε η αποκατάσταση των Ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων. Στις 2 Απριλίου 1951 δημοσιεύθηκε και κυκλοφόρησε στα Σκόπια χάρτης της «Μείζονος Μακεδονίας», στον οποίο τα εθνικά σύνορα της Ελλάδας εμφανίζονται ότι αρχίζουν από τον ΟΛΥΜΠΟ και κάτω. Τον Ιούνιο 1951 οι εφημερίδες «ΝΟΒΑ ΜΑΚΕΝΤΟΝΙΑ» (των Σκοπίων) , «ΜΠΟΡΜΠΑ» και «ΠΟΛΙΤΙΚΑ» (του Βελιγραδίου) βομβαρδίζουν την ΕΛΛΑΔΑ με κατηγορίες έντονες, πλην όμως αναληθείς, ότι δηλαδή ασκεί δήθεν τρομοκρατία επί των «Μακεδόνων» και ότι εξελληνίζει αυτούς, και μάλιστα ότι ερημώνει τα χωριά από τους Μακεδόνες κατοίκους τους. Τον ίδιο μήνα σε ένα λεύκωμα των «Σλαβομακεδόνων αγωνιστών» περιλαμβάνεται και ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ με την επωνυμία Μάρκο Μπότσαρ. Το Νοέμβριο 1951 εκδόθηκε στο Βελιγράδι σχολικό βιβλίο γεωγραφίας για τους μαθητές της Γ΄ τάξης του Γυμνασίου· στο κεφάλαιο «σύνορα» γράφει: «Τα σύνορα έναντι της Ελλάδας αποτελούν καλή φυσική μεθόριο όχι όμως και εθνική, καθόσον κάτω από την ελληνική κυριαρχία παραμένει η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ του ΑΙΓΑΙΟΥ». Τον Οκτώβριο 1952 ιδρύθηκε στα ΣΚΟΠΙΑ το «Ινστιτούτο Εθνικής Ιστορίας του Μακεδονικού Λαού» ως παράρτημα του Πανεπιστημίου των Σκοπίων. Το Σεπτέμβρη 1954 εκδόθηκε στα Σκόπια βιβλίο του Lazo Moisoff με τίτλο «περί του ζητήματος της Μακεδονικής Μειονότητας στην ΕΛΛΑΔΑ». Στις 6 Οκτωβρίου 1958 ιδρύθηκε στα ΣΚΟΠΙΑ αυτόνομος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ». Στις 2 Νοεμβρίου 1958 ο πρόεδρος της βουλής των Σκοπίων (της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Μακεδονίας), Λαζάρ Κολισέφσκυ, σε λόγο του που εκφωνήθηκε στα Βέλεσσα, είπε μεταξύ άλλων: «…Έτσι έχει σήμερα η κατάσταση του λαού μας στη Μακεδονία του Αιγαίου, αλλά εμείς δε χάνουμε την πίστη μας και βασιζόμαστε στη σταθερή ένωση του Μακεδονικού λαού, με την ελπίδα ότι ο λαός της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ του ΑΙΓΑΙΟΥ θα έλθει η στιγμή που θα απολαύσει τα δικαιώματά του ή μάλλον ο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ» λαός θα λύσει το πρόβλημα αυτό, όπως το Το «Μακεδονικό Ζήτημα» απασχόλησε σοβαρά και το Ελληνικό κράτος. Τον Ιούλιο επιθυμεί». 1960, ο Πρεσβευτής της ΕΛΛΑΔΑΣ στην Ουάσιγκτον Λιάτης, σε λόγο που εκφώνησε στη
Φιλαδέλφεια, είπε μεταξύ άλλων: « … Το “ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ” υπάρχει σήμερα μόνο στη νοσηρή φαντασία ορισμένων αδιόρθωτων προπαγανδιστών, οι οποίοι συνεχίζουν την παράδοση του Κομιτάτου» και δήλωσε ότι στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ κατοικούν μόνο Έλληνες. Όμως η γιουγκοσλαβική εφημερίδα “ΜΠΟΡΜΠΑ” στις 12 Ιουλίου 1960 με βίαιο άρθρο της επιτέθηκε και, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Έλληνα Πρεσβευτή ως «προπαγανδιστικές», τον χαρακτήρισε ονειροπόλο. Στις 2 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1960, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, στρατάρχης ΤΙΤΟ, ευρισκόμενος στη Νέα Υόρκη για τη σύνοδο του Ο.Η.Ε., δεξιώθηκε εκπροσώπους φιλογιουγκοσλαβικών οργανώσεων των Η.Π.Α. και του Καναδά και έκανε «σοβαρές» δηλώσεις · αναφερόμενος στη Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μεταξύ άλλων είπε τα εξής: «ο Μακεδονικός λαός, ελεύθερος εθνικά και από κάθε πλευρά, με χαρά ανοικοδομεί τη χώρα του· δυστυχώς όμως σήμερα όλοι οι “ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ” δεν είναι ακόμη ελεύθεροι». Τον Ιανουάριο 1962, εκδόθηκε στη Γιουγκοσλαβία πολυτελέστατο ημερολόγιο, στο οποίο 33 σελίδες είναι αφιερωμένες στην Ελληνική Μακεδονία με πολλά ανθελληνικά σχόλια και το οποίο διανεμήθηκε στο εξωτερικό. Την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου, στον εορτασμό της εβδομάδας των αποδήμων ο πρόεδρος της «ΜΑΤΙΤΣΑ», Μπουκλέσκι σε λόγο του χαρακτήρισε τη Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας ως πρώτη ελεύθερη πατρίδα όλων των Μακεδόνων. Το Φεβρουάριο 1965, κατά την επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ στο Βελιγράδι για τις ελληνογιουγκοσλαβικές συνομιλίες, ο υφυπουργός εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Ντουσάν Κβέντερ δήλωσε: «ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ δε μπορεί να επιλυθεί με το να αγνοηθεί» και εκπρόσωπος του υπουργείου τόνισε: «οι απόψεις της Γιουγκοσλαβίας επί του Μακεδονικού παραμένουν αναλλοίωτες». Επίσης στις 5 Φεβρουαρίου 1965, ο Υπουργός των εξωτερικών της γειτονικής χώρας, Πόποβιτς, δήλωσε: «Ο ελληνικός τύπος δραματοποιεί τα πράγματα· έχουμε δικαίωμα στις απόψεις μας, όπως και σεις έχετε στις δικές σας». Ο αείμνηστος όμως ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ κατά την επιστροφή του είχε δηλώσει λακωνικά: «Φαίνεται ότι πάμε για νέο Μακεδονικό αγώνα». Μέσα από αυτά τα στοιχεία-που αναφέρθηκαν-καταδεικνύεται η δολιότητα και η προπαγάνδα των «ἐν Χριστῷ» αδελφών μας, γειτόνων Γιουγκοσλάβων, και καταφαίνονται οι ανθελληνικές θέσεις και ενέργειές τους και τα μελλοντικά σχέδιά τους για την πραγμάτωση των εθνικών πόθων τους. Στην εκκλησιαστική και θρησκευτική πολιτική, παρά την ύπαρξη του Σερβικού Πατριαρχείου και παρά την αντίδρασή του, η Γιουγκοσλαβική Κυβέρνηση το 1968 δέχθηκε το αίτημα των «Μακεδόνων» και ανακήρυξε την «Αυτοκέφαλη Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία Σκοπίων». Η δραστηριότητά της είναι τεράστια στο εξωτερικό και ανθελληνική. Στην Αμερική μάλιστα ίδρυσε και μητρόπολη. Η «Εκκλησία» αυτή, που συστήθηκε παρά τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν αναγνωρίζεται ούτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ούτε από το Πατριαρχείο της Σερβίας. Θεωρείται σχισματική. Διαδραματίζει όμως πολύ μεγάλο ρόλο στις προπαγανδιστικές δραστηριότητες των Σκοπίων σχετικά για το ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ. Αλλά το ΒΑΤΙΚΑΝΟ έσπευσε να την αναγνωρίσει σαν αυτοκέφαλη εκκλησία. Πώς όμως μπήκε στην πράξη η πολιτική απόφαση για την ίδρυση του «Μακεδονικού» έθνους; [Σχήμα πρωθύστερο: πρώτα έκαναν το κράτος και έπειτα έψαχναν για έθνος]! Πολιτικές σκοπιμότητες… Ενώ στις άλλες 5 ομόσπονδες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας (Σερβία, Σλοβενία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη και Μαυροβούνιο) υπήρχαν πραγματικά φυλετικά κριτήρια, το Ομόσπονδο Κράτος των Σκοπίων (η Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» ) δημιουργήθηκε μόνο από πολιτικά κριτήρια και πολιτικές και διπλωματικές σκοπιμότητες, αφού ο πληθυσμός της περιοχής αυτής δεν είχε καμία σχέση με τους Μακεδόνες και τη Μακεδονία της αρχαιότητας. Το νότιο μόνο τμήμα της Γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» ανήκε κάποτε στο Αρχαίο Βασίλειο της Μακεδονίας και υπάρχουν ορισμένοι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής που έχουν εκσλαβισθεί. Πρώτος στόχος του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν να χρησιμοποιηθεί ο γεωγραφικός όρος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» με έννοια εθνική. Έτσι οι Σλαβοβούλγαροι, οι Αλ-
βανοί και λοιποί κάτοικοι του ομόσπονδου αυτού κρατιδίου των Σκοπίων «ἐν μίᾷ νυκτί» βαπτίσθηκαν «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» και αποτέλεσαν τη «μακεδονική» εθνότητα, ισότιμη μέσα στο Γιουγκοσλαβικό κράτος με τη σερβική, σλοβενική και κροατική. Η ενέργεια αυτή του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος, υπό το στρατάρχη ΤΙΤΟ, είχε καθαρά πολιτικό σκοπό, που στόχευε να αποκόψει τις φιλοβουλγαρικές τάσεις μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Για να αναγνωρισθεί όμως η νέα εθνότητα έπρεπε να αποκτήσει χωριστή κρατική υπόσταση, ιδιαίτερη γλώσσα, ιστορικό παρελθόν (για να στηριχθεί στο μέλλον), ιστορική παράδοση, ανεξάρτητη εκκλησία. Αυτά τα απαραίτητα συστατικά ενός έθνους ανέλαβε να τα δημιουργήσει στη σφαίρα της φαντασίας βέβαια (στα χαρτιά) το μεταπολεμικό κομμουνιστικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας. Έτσι άρχισε από το 1945 η δημιουργία του Σκοπιανού οικοδομήματος, που στηρίζεται σε αναλήθειες και είναι έξω από κάθε ιστορική πραγματικότητα. Αυτό όμως αποτελεί αναμφίβολα βάναυση κακοποίηση της ΙΣΤΟΡΙΑΣ για πολιτικούς λόγους. Από την ίδρυσή της η Δημοκρατία αυτή της Σοσιαλιστικής «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» βαδίζει με ξένα δεκανίκια· ιδιοποιήθηκε ένα ιστορικό ένδοξο όνομα, που δεν της ανήκει, και προσπαθεί να εμφανισθεί σαν κληρονόμος ολόκληρης της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, με τον ισχυρισμό ότι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ αποτελούν χωριστή εθνότητα, δηλαδή δεν είναι ΕΛΛΗΝΕΣ. Ενώ η παγκόσμια ιστορία βοά και η ελληνική ιστορική παράδοση, η τέχνη, ο πολιτισμός αλλά και η γλώσσα 4.000 χρόνων καταμαρτυρούν το ρόλο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και την ανεκτίμητη προσφορά αυτής μέσα στην ανθρωπότητα. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, που γέννησε το Μέγα Αλέξανδρο και τον Αριστοτέλη, είναι ο Μέγας ευεργέτης του κόσμου όλων των εποχών. Σχετικά με την ομιλούμενη γλώσσα του κρατιδίου, πρόκειται για ένα σλαβόμορφο γλωσσικό ιδίωμα, που προήλθε από βουλγαρικές λέξεις με προσθήκες και πολλών άλλων λέξεων, αλβανικών, σερβικών, ελληνικών, βλάχικων, τούρκικων· επίσης το «αμάλγαμα» αυτό συμπληρώνεται και από τσιγγάνικες (Ρομ) ακόμη λέξεις. Αυτό το γλωσσικό υλικό υπέστη επεξεργασία «επιστημονική» και το 1945 ονομάσθηκε «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ» γλώσσα και καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του κρατικού αυτού μορφώματος των Σκοπίων. Το Σεπτέμβριο 1944 είχε συσταθεί στα Σκόπια επιτροπή από λόγιους, για να καθαρίσουν το σύμφυρμα αυτών των λέξεων και να καθορίσουν τη γραμματική μορφή και την ορθογραφία της «Μακεδονικής» γλώσσας (Σλαβομακεδονικής). Ο αείμνηστος Έλληνας γλωσσολόγος Νικόλαος ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, πανεπιστημιακός μου δάσκαλος στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., στο βιβλίο του «Το Ομόσπονδο Κράτος των Σκοπίων και η γλώσσσα του» (Έκδοση 1960) αναφέρει ότι ο Ιταλός γλωσσολόγος VITTORE PISANI στην εργασία του «Macedonico» γράφει: «… στα αλήθεια η "Μακεδονική" γλώσσα είναι πλάσμα με καταγωγή κυρίως πολιτική». Το ΣΥΝΤΑΓΜΑ της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλάβιας για πρώτη φορά αναγνώρισε το 1945 το ιδίωμα αυτό σαν επίσημη γλώσσα, ισότιμη με τη σερβοκροατική και σλοβενική. Εκατοντάδες επιστήμονες και λογοτέχνες εργάσθηκαν από τότε ολόκληρες δεκαετίες και κυκλοφόρησαν βιβλία και περιοδικά, για να πείσουν τη λαϊκή μάζα και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό-εντός και εκτός της Γιουγκοσλαβίας - ότι υπάρχει «μακεδονική» εθνότητα και «μακεδονική» γλώσσα. Συνεπώς όλοι, όσοι ομιλούν για «σλαβομακεδονική» γλώσσα, ηγέτες, πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιστήμονες, ψευδογλωσσολόγοι, συγγραφείς κλπ, όπως και ο προκάτοχος του παπικού θρόνου, ο μακαριστός Πολωνός πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’, χαρακτηρίζουν έτσι ένα τεχνητό μόρφωμα, που μοιάζει με την τεχνητή γλώσσα «Εσπεράντο», την οποία επινόησε ο Πολωνός Ζαμένχοφ. Αυτά για τη γλώσσα των Σκοπιανών. Στον ιστορικό τομέα: πολλοί ερευνητές στάλθηκαν σε ανατολή και δύση και συνέλεξαν, σε λίγα χρόνια, πλούσιο ιστορικό υλικό από κρατικά, εκκλησιαστικά και ιδιωτικά αρχεία που αφορούσε τη Μακεδονία. Έγινε «επιστημονική» επεξεργασία αυτού και παραποίηση της ιστορικής αλήθειας και το 1969 κυκλοφόρησε η πολυδιαφημισμένη τρίτομη «Ιστορία του Μακεδονικού Έθνους». Στο «πολύκροτο» αυτό σύγγραμμα-συλλογικής εργασίας -οι ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ (Σλαβοβούλγαροι, Αλβανοί κλπ) εμφανίζονται ως ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ εκσλαβισμένοι, και μάλιστα ισχυρίζονται ότι προέρχονται από τους Αρχαίους Μακεδόνες που είχαν εξελληνισθεί. Οι ισχυρι-
σμοί και τα επιχειρήματά τους δεν έχουν βέβαια καμία ιστορική υπόσταση· επαναλαμβάνονται όμως συνεχώς, για να επιτύχουν την πλύση εγκεφάλου του κοινού, στο οποίο απευθύνονται. Η χώρα των Σκοπιανών, μετά την απελευθέρωσή της από τους Σέρβους στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της ΣΕΡΒΙΑΣ με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913). Μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο η ΣΕΡΒΙΑ-με τη Συνθήκη του Τριανόν (Ιούνιος 1920) -μετονομάζεται ΝΟΤΙΟΣΛΑΒΙΑ, μετά ΒΑΣΙΛΕΙΟ των ΣΕΡΒΩΝ, των ΣΛΟΒΕΝΩΝ και των ΚΡΟΑΤΩΝ (όχι όμως και των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ) και αργότερα (1929) Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Μετά την υποταγή της στον ΑΞΟΝΑ, το 1941 από τους Γερμανοβούλγαρους, και μετά την επανίδρυση του Γιουγκοσλαβικού κράτους το 1944/1945 από το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το νότιο τμήμα της χώρας αυτονομήθηκε στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και με τις ευλογίες των στραταρχών ΤΙΤΟ και ΣΤΑΛΙΝ αποτέλεσε τη Λαϊκή Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» με πρωτεύουσα τα ΣΚΟΠΙΑ. Διακηρύχθηκε ότι η «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» από άποψη ιστορική και εθνολογική είναι σλαβική χώρα και ότι με την ίδρυση της Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» έγινε η αρχή, όπως έχει προαναφερθεί, για την πλήρη εθνική αποκατάσταση όλων των αλύτρωτων ακόμη αδελφών Μακεδόνων της Μακεδονίας του ΑΙΓΑΙΟΥ και της Μακεδονίας του ΠΙΡΙΝ (στη Βουλγαρία). Έτσι άρχισε για την Ελληνική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ- του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ- η παραχάραξη της λαμπράς ιστορίας της 3.000 και πλέον χρόνων. Δε μας λέγουν όμως οι αφελείς ψευδο-Μακεδόνες πολίτες των Σκοπίων, πώς θα λέγονταν οι ίδιοι και η χώρα τους, αν δε γινόταν ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και συνεχιζόταν η ζωή του Βασιλείου των Σέρβων, των Σλοβένων και των Κροατών ή αν δεν επικρατούσε το κομμουνιστικό κόμμα στη Γιουγκοσλαβία; Σε ό,τι αφορά την πληθυσμιακή σύνθεση της Δημοκρατίας της «Μακεδονίας», ο πληθυσμός της είναι εθνοτικά ανομοιογενής. Δεσπόζει βέβαια το σλαβοβουλγαρικό στοιχείο (λίγο περισσότερο από 50%), με σημαντική εθνοτική μειονότητα ΑΛΒΑΝΙΚΗ 35-40% και το υπόλοιπο είναι ένα ανακάτωμα άλλων εθνοτήτων, Έλληνες, Σέρβοι, Βλάχοι, Τούρκοι και Τσιγγάνοι (Ρομ). Οι ΑΛΒΑΝΟΙ έχουν έντονη εθνική συνείδηση και μάλιστα ισχυρίζονται ότι έλκουν την καταγωγή τους από τους αρχαίους Ιλλυριούς· στο θρήσκευμα είναι μουσουλμάνοι, ενώ οι σλαβόφωνοι είναι χριστιανοί, ορθόδοξοι και ουνίτες. Η σλαβική πλειοψηφία (περίπου το 50% του συνολικού πληθυσμού του κρατιδίου) συγγενεύει με τη βουλγαρική εθνότητα. Όμως η έντονη κομμουνιστική προπαγάνδα, που ασκήθηκε από τις κυβερνήσεις του Βελιγραδίου-Σκοπίων επί μισό αιώνα αδιάκοπα, με πλήρη περιφρόνηση προς τα αισθήματα του λαού και την ιστορική αλήθεια, κατόρθωσε μερικώς να δημιουργήσει σε ορισμένους Σκοπιανούς κάποιο αίσθημα «μακεδονικής εθνικής συνείδησης». Οι δεσμοί με τη Βουλγαρία όμως διατηρούνται, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της Δημοκρατίας αυτής συνδέεται με βουλγαρικούς εθνικιστικούς κύκλους, δηλαδή το VMPO (η Εσωτ. Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωσηπου είχε οργανώσει τα γνωστά βουλγαρικά κομιτάτα). Άλλωστε και ο ίδιος ο ΚΙΡΟ ΓΚΛΙΓΚΟΡΩΦ, πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτής, της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» (19911999), που ήταν βουλγαρικής καταγωγής, είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι οι ΣΛΑΒΟΙ των Σκοπίων είναι απόγονοι των πρώτων σλαβικών φυλών που μετανάστευσαν στη νότιο Βαλκανική τον 7ο μ.Χ. αιώνα και ότι δε διεκδικούν την κληρονομιά των αρχαίων Μακεδόνων, που ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ. Αυτή είναι η αλήθεια. Πολιτικά όμως αυτοπροσδιοριζόταν ως «ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ». Στα μαθητικά του χρόνια το επώνυμό του ήταν Γκλιγκόροβιτς, τότε που ήταν πολίτης της Γιουγκοσλαβίας, μέχρι και την κατοχή-1944. Μετά την απελευθέρωση όμως της χώρας από τους Γερμανο-βουλγάρους, βαπτίσθηκε Πολιτικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις μιας άλλης εποχής, της μεγάλης σύγκρουσης «Μακεδόνας»-Γκλιγκόρωφ. των εθνοτήτων στη Νότια Βαλκανική (από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα) είχαν οδηγήσει τότε και τους Βούλγαρους να παραποιήσουν ορισμένα ιστορικά δεδομένα για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, με τη χρήση της ένοπλης βίας. Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο όμως οι συνθήκες άλλαξαν. Οι Βούλγαροι αναγνώρισαν πόσο ανεδαφικές ήταν οι προσπάθειές τους και τις εγκατέλειψαν. Η αυτονόμηση του νότιου τμήματος της Γιουγκοσ-
λαβίας και η ίδρυση της «Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας», το 1945, αποτέλεσαν το έναυσμα για νέες δραστηριότητες με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Προκλητική και απειλητική είναι η συμπεριφορά του κρατικού αυτού μορφώματος των Σκοπίων, που τολμά να οικειοποιείται το ένδοξο όνομα και την τρισένδοξη πολιτιστική κληρονομιά του Ελληνισμού της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Οι Σκοπιανοί ισχυρίσθηκαν ότι, όταν κατέλαβαν οι ΣΛΑΒΟΙ τη Μακεδονία, ονομάσθηκαν «Μακεδόνες Σλάβοι». Γι’ αυτό και οι ίδιοι οι Σκοπιανοί βαπτίσθηκαν Σλαβομακεδόνες. Αργότερα θα κόψουν το πρώτο συνθετικό «Σλάβοι» (ως περιττό;) και θα αναβαπτισθούν ως «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ». Τόσο πολύ τους ταιριάζει;; Ο ισχυρισμός αυτός των Σκοπιανών είναι εντελώς αβάσιμος. Για να δικαιολογήσουν το ψευδο-εθνικό τους όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» παραχαράσσοντας και πλαστογραφώντας την ιστορία, διαδίδουν ότι στους βυζαντινούς χρόνους ο βασιλιάς ΣΑΜΟΥΗΛ, που είχε πρωτεύουσά του την ΑΧΡΙΔΑ ήταν Μακεδονοσλάβος. Οι Βούλγαροι όμως διαφωνούν και ισχυρίζονται ότι ο Σαμουήλ ήταν τσάρος των Βουλγάρων και όχι Μακεδονοσλάβος και το κράτος-που είχε ιδρύσει-ήταν βουλγαρικό. Γι’ αυτό εξάλλου ο Βυζαντινός αυτοκράτορας της Μακεδονικής δυναστείας ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ο Β', που συνέτριψε τους Βουλγάρους στρατιώτες του Σαμουήλ στη μάχη που έγινε στο ΚΛΕΙΔΙ (1014), έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΟΚΤΟΝΟΣ. Αλλοιώς θα ονομαζόταν Βασίλειος Μακεδονοσλαβοκτόνους ή Μακεδονοκτόνος. Το ιστορικό αυτό γεγονός επισημαίνουν πολλοί ιστορικοί και ανάμεσά τους ο Α. VASILIEV, Ρώσος ιστορικός-βυζαντινολόγος, που γράφει: «Ο αγώνας του Βασιλείου με τους Βουλγάρους ήταν πολύ σκληρός, με αποτέλεσμα να ονομασθεί Βουλγαροκτόνος». Τα ίδια γράφει και ο Ρώσος LEVTCHENKO, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ (της Αγίας Πετρούπολης). Η Βουλγαρία από το 1948 σταδιακά εγκαταλείπει τις παλιές διακηρύξεις για εδαφικές διεκδικήσεις. Με επίσημη δήλωση αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ έθνος και ότι στην ΕΛΛΑΔΑ δεν υπάρχει Σλαβική εθνότητα. Έτσι στα μέσα της δεκαετίας του 1950 το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» έχασε πια την παλιά έντασή του - που προερχόταν από την απροκάλυπτη διατύπωση εδαφικών διεκδικήσεων και την αλυτρωτική πολιτική του παρελθόντος των γειτονικών σλαβικών κρατών, Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας. Και, αφού πέρασε την κρίσιμη περίοδο της πρώτης δεκαετίας (1944-1954), εισήλθε στη φάση της φθίνουσας έντασης. Κύριος υπεύθυνος, για την κατάσταση που δημιουργήθηκε, ήταν ο ΤΙΤΟ, που επιδίωξε με την πολιτική του να αποποιηθούν τη βουλγαρική τους ταυτότητα οι κάτοικοι της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας». Όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι, αν δεν υπήρχαν δυναμικοί εξωγενείς παράγοντες, το «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ» θα μπορούσε να περιέλθει στο επίπεδο απλώς της ακαδημαϊκής ιστορικής αντιδικίας. Όλα αυτά τα χρόνια, από τη σύσταση -1945- της Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, η σλαβική προπαγάνδα στο εξωτερικό οργιάζει-«δίνει και παίρνει». Στο εξωτερικό και ιδίως στις Η.Π.Α. ανέκαθεν λειτουργούσαν ορισμένες παλαιές προπολεμικές εθνικιστικές βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις, όπως έχει προαναφερθεί, οι λεγόμενες Μ.Π.Ο. (Μακεδονικές Πατριωτικές Οργανώσεις), που όμως έφθιναν με το χρόνο, καθώς δεν ανανεωνόταν το ανθρώπινο δυναμικό τους με νέους μετανάστες από τη Βουλγαρία, μετά την επικράτηση του Κ.Κ.Β. Κατά συνέπεια οι οργανώσεις αυτές είχαν παραμείνει προσκολλημένες σε προπολεμικά σχήματα επίλυσης του «Μακεδονικού Ζητήματος». Η σκυτάλη στο διπλωματικό και προπαγανδιστικό στίβο το 1945 περιήλθε στα χέρια των Γιουγκοσλάβων. Οι «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις Βελιγραδίου και Σκοπίων ΚΑΙ Ο ΑΠΟΔΗΜΟΣ Σλαβισμός δαπανούσαν αστρονομικά ποσά μέσα από ανθελληνικά προγράμματα, πολυάριθμα και ποικίλα έντυπα, εμφάνιση πολιτιστικών συγκροτημάτων σε όλο τον κόσμο, μέσα από τα Μ.Μ.Ε. (μέσα μαζικής ενημέρωσης), μέσα από τα φύλλα των εφημερίδων του ακριβοπληρωμένου ξένου τύπου και τις εκδόσεις ακριβοπληρωμένων εκδοτικών οίκων, μέσα από επισκέψεις σε ξένες χώρες ή αφίξεις επισήμων, όπως της Μάργκαρετ Θάτσερ, της «σιδηράς κυρίας», πρωθυπουργού της Αγγλίας, του Χούα Κούο Φενγκ, προέδρου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, και πολλών άλλων προσωπικοτήτων στα Σκόπια, για επίσημες συζητήσεις. Και τέλος μέσα από πανεπιστήμια κατόρθωσαν να περάσουν σε όλο τον κόσμο
την προπαγάνδα τους. Ιδιαίτερα έχουν κινηθεί στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α., του Καναδά και της Αυστραλίας, δημιουργώντας μάλιστα και έδρες της «Μακεδονικής» γλώσσας. Έτσι ήταν φυσικό να δημιουργήσουν στους ξένους, που είναι απληροφόρητοι για την αληθινή ιστορία όλης της Ελλάδας, την εντύπωση ότι οι θέσεις τους είναι ορθές και ότι αυτοί έχουν το δίκαιο και τη λογική με το μέρος τους, ενώ οι Έλληνες έχουν το άδικο και το ψεύδος. Από την άλλη πλευρά όμως η ΕΛΛΑΔΑ τί έπραττε τόσα χρόνια; Έβαζε πάνω από όλα τη διατήρηση πολύ στενών και εγκάρδιων σχέσεων με τη γειτονική Γιουγκοσλαβία και έτσι απέφευγε να αντιδικήσει δημόσια και διεθνώς για τις ενέργειες αυτές των Σκοπίων, που στόχευαν στην παραχάραξη και πλαστογράφηση του ιστορικού και πολιτιστικού παρελθόντος της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Η συστηματική όμως επανάληψη των ιστορικών ανακριβειών είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο γενεές νέων Σκοπιανών να πιστέψουν ότι πράγματι είναι «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ», αλλά και αρκετοί ξένοι, και επίσημοι ακόμη, με την πλύση εγκεφάλου που έχουν υποστεί-να ακούν ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και να έχουν στο νου τους τη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» των Σκοπίων. Η σύγχυση που δημιουργήθηκε, έφτασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε ορισμένες ξένες χώρες οι μελετητές, που ενδιαφέρονται για στοιχεία σχετικά με τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, απευθύνονται στα σλαβικά τμήματα των βιβλιοθηκών, γιατί εκεί θεωρούν ότι βρίσκεται η (αληθινή) ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ!! Όλες αυτές οι προπαγανδιστικές ενέργειες, που κάνουν ΟΙ ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ, οι ανιστόρητοι αυτοί γείτονες της Ελλάδας, διαδίδοντας παραπλανητικές ανακρίβειες-για τη συστράτευση όλων των απόδημων Σλάβων γύρω από τη «Μεγάλη Σλαβική Εθνική Ιδέα», με κεντρικό σύνθημα «όλοι είμαστε αδέλφια», δημιουργούν κλίμα και εντυπώσεις, που μπορεί μια μέρα να θεμελιώσουν ενέργειες πολύ επικίνδυνες. Κι εμείς; Εφησυχάζουμε… Εφησυχάζουμε, γιατί θεωρούμε απίστευτη τη δημιουργία επικίνδυνου κλίματος από το μικρό ψευδοκράτος των Σκοπίων σε βάρος της Ελλάδας. Παραταύτα όμως η σλαβική προπαγάνδα επέτυχε να ενεργοποιήσει τα ανθελληνικά αισθήματα και στην Ευρώπη. Στη δεκαετία του 1970 το ΒΑΤΙΚΑΝΟ είχε γίνει φωλιά των φιλοσκοπιανών. Οι καθολικοί, έχοντας με την Ουνία των Σκοπίων στενές επαφές και θέλοντας να πλήξουν το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και του Πατριαρχείου της Σερβίας, αναγνώρισαν, όπως έχει προαναφερθεί, τη ΣΚΟΠΙΑΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ως αυτοκέφαλη. Τον Απρίλιο 1977 στα πλαίσια του Διεθνούς Συμποσίου Μεσαιωνικών Σπουδών στην Ιταλία παρουσιάσθηκε μια ομάδα πανεπιστημιακών καθηγητών, που φανερά υποστήριξε τα συμφέροντα των Σκοπίων. Επικεφαλής αυτής της πανεπιστημιακής ομάδας ήταν ο ΟΝΟΡΑΤΟΥ ΜΠΟΥΣΙ, καθηγητής των Δικαίων της Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο του Λατερανού και συγγραφέας ανθελληνικών κειμένων. Περίεργες απόψεις ακούσθηκαν στη Φιλοσοφική Σχολή της Περούτζια για το Μέγα Αλέξανδρο και για την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Εκεί κυκλοφόρησε και ένα βιβλίο «Οι θησαυροί της Μακεδονίας» και ήταν γραμμένο στη λεγόμενη «Μακεδονική» γλώσσα. Τότε όμως η αντεπίθεση των ορθώς διανοουμένων της Ιταλίας ήταν δυναμική. Ο ίδιος ο πρύτανης του Πανεπιστημίου της Περούτζια κατήγγειλε δημόσια τη «φιλοσοφική» αυτή ομάδα. Τον Ιούνιο 1980 ο ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΡΑΒΙΑ, Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος, δήλωσε κατά τη δεξίωση για την επέτειο της Ιταλικής Δημοκρατίας: «Τα όσα γράφει ο ΜΠΟΥΣΙ στα βιβλία του (τα ανθελληνικά) είναι συκοφαντίες διατυπωμένες με ηλίθιο τρόπο… είδα τα νέα αρχαιολογικά ευρήματα στη Μακεδονία (της Βεργίνας) και σας διαβεβαιώνω ότι πρόκειται για μοναδικά έργα τέχνης, που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για ανθελληνική προπαγάνδα, ιδίως όσον αφορά την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ…». Στη δεκαετία του 1980 υπάρχουν οι σκοπιανές δηλώσεις της Γιουγκοσλάβας πρωθυπουργού Μ. ΠΛΑΝΙΤΣ στην Αθήνα, επίσης έχουμε τις δηλώσεις του Αμερικανού πρεσβευτή στο Βελιγράδι, τα γεγονότα κατά του προέδρου της ΕΛΛΗΝΙΚΉΣ Δημοκρατίας ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ στην Αυστραλία και άλλα. Το 1983 μάλιστα ο Ιταλός «καθηγητής του δικαίου» ΜΠΟΥΣΙ, φοβερός ανθέλληνας-«αδελφός» των Σκοπιανών, είχε το θράσος να επισκεφθεί με την ομάδα των σλαβοφρόνων του τη χώρα μας, για να μας διδάξουν πως δεν είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ, αλλά έχουμε «ελληνική υστερία». Αυτή τη διάγνωση έκαναν!!! Στην Ιταλία επίσης ο υπουργός Εξωτερικών ΤΖΙΑΝΙ ΝΤΕ ΜΙΚΕΛΙΣ έλαβε σε συνέδρια και σε συνομιλίες πολλές φορές το μέρος των Σκοπιανών, αποκαλώντας τους «φίλους Μα-
κεδόνες» το έτος 1991. Αλλά και ο προκαθήμενος της «ΑΓΙΑΣ ΕΔΡΑΣ» στο ΒΑΤΙΚΑΝΟ, ο «άγιος» πάπας (μακαριστός) ΙΩΑΝΝΗΣ-ΠΑΥΛΟΣ Β’, στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του έτους 1991 από τον εξώστη του Αγίου Πέτρου χαιρέτησε τους πιστούς και τους ευλόγησε μιλώντας στη «σλαβομακεδονική» γλώσσα.-
Β'β. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ» ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ. Η κατάσταση στη Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, μετά το θάνατο του ΤΙΤΟ το 1980, δεν είναι καλή. Αρχίζουν αποσχιστικές τάσεις των ομοσπόνδων επί μέρους δημοκρατιών, που γίνονται ανεξάρτητες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Επίσης και στη γειτονική Βουλγαρία γίνεται μεταπολίτευση το έτος 1989 και από το 1991 το πολίτευμά της γίνεται κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στα Βαλκάνια και στις άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έγινε πολιτειακή αναδόμηση. Με το πρωτόκολλο της ΠΡΑΓΑΣ αυτοδιαλύεται το ΣΥΜΦΩΝΟ της ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ, την 1η ΙΟΥΛΙΟΥ 1991, και έτσι έληξε οριστικά η περίοδος του «ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», μια περίοδος «παγερά», κατά την οποία οι υπερδυνάμεις με τους φοβερούς εξοπλισμούς τους απειλούσαν επί δεκαετίες έναν πολύ θερμό – Γ΄ Παγκόσμιο – πόλεμο, που θα ήταν ο τελευταίος!!! Τώρα η κατάσταση στη Βαλκανική έγινε ρευστή. Μετά τις αλλαγές στη Βουλγαρία, 1989-1991, άρχισε πάλι να παρατηρείται έντονη δραστηριότητα στις τάξεις των Μακεδονικών Πατριωτικών Οργανώσεων (Μ.Π.Ο.) του εξωτερικού, στις Η.Π.Α., στον Καναδά, στην Ευρώπη και αλλού, που επηρέαζε τις εξελίξεις τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της «Μακεδονίας», επαναφέροντας στην επιφάνεια το παλαιό σύνθημα της VMRO για την ίδρυση ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας. Επέρχεται αποσταθεροποίηση στη Γιουγκοσλαβία. Το 1991 προβάλλεται ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ Σκοπίων για αναγνώριση-ως ανεξάρτητη χώρα- από την Ευρώπη και την Αμερική· ενώ τον ίδιο χρόνο δημοσιεύθηκε η έκθεση του ΣΤΕ·Ι·Τ ΝΤΙΠΑΡΤΜΕΝΤ για την Ελλάδα και συκοφαντούνται οι Έλληνες της Μακεδονίας· ύστερα όμως από έντονο διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης ανασκευάζεται. Η (πρώην) Σοσιαλιστική Ομόσπονδη Δημοκρατία της «Μακεδονίας» ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1992, αλλά δεν αναγνωρίσθηκε αμέσως από τη διεθνή κοινότητα, λόγω του ζητήματος που προέκυψε (αντιρρήσεις από την πλευρά της Ελλάδας) σχετικά με τη χρήση της ονομασίας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» ως επίσημης ονομασίας του νέου κράτους. Πρώτη έσπευσε, τον Ιανουάριο του 1992, και αναγνώρισε τη νέα δημοκρατία των ΣΚΟΠΙΩΝ η ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ. Η κυβέρνηση όμως της Βουλγαρίας, σταθμίζοντας και τις πιέσεις των Βουλγάρων εθνικιστών, που αρνούνται επίμονα την ύπαρξη χωριστής «Μακεδονικής» εθνότητας, έφτασε στο σημείο να την απορρίψει κατηγορηματικά. Έκαμε προσεκτική διάκριση μεταξύ κρατικής και εθνοτικής οντότητας, αναγνωρίζοντας την πρώτη και απορρίπτοντας ειδικά τη δεύτερη. Με απλά λόγια είπαν στο σλαβικό πληθυσμό της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας»: «Δεν είσθε Μακεδόνες· δεν υπάρχει Μακεδονικό έθνος· είσθε Βούλγαροι και μην το ξεχνάτε». [Η δήλωση αυτή μήπως υποκρύπτει κάποιο υπαινιγμό για πιθανές εδαφικές διεκδικήσεις στο μέλλον εκ μέρους της Βουλγαρίας; Με τη διπλωματική αυτή πράξη της η γειτονική χώρα υπενθύμισε στον κόσμο ότι ποτέ δεν έπαψε να βλέπει προς τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ποτέ δεν έχει απαρνηθεί τον κομιτατζηδισμό]. Το Μάιο του 1992 έσπευσε και η ΤΟΥΡΚΙΑ και αναγνώρισε το κράτος των Σκοπίων με το όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» θέλοντας να την εντάξει στο λεγόμενο «Μουσουλμανικό τόξο». Το ίδιο έτος (1992) η Ε.Ο.Κ. (Ε.Ε.) αναγνώρισε επίσημα ως ανεξάρτητα κράτη τις πρώην ομόσπονδες σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας· για το κράτος όμως των Σκοπίων επιφυλάχθηκε. Αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο (1992), αλλά δεν αναγνωρίσθηκε από τη διεθνή κοινότητα, εκτός από τις περιπτώσεις Βουλγαρίας και Τουρκίας, όπως προαναφέρθηκε. Θα αποτελούσε ειρωνεία της Ιστορίας, αν τότε, μετά την κατάρρευση του κουμμουνισμού και την αυτοδιάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τη λήξη του «Ψυχρού πολέμου», νομιμοποιούνταν αυτού του είδους οι αξιώσεις, μέσω της πολιτικής αναγνώρισης μιας «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Μια τέτοια αναγνώριση θα αποτελούσε, τόσο από ιστορική όσο και πολιτική άποψη, τεράστιο σφάλμα και θα προκαλούσε πιθανώς πολλά δεινά στους ανθρώπους που ζουν σ΄ αυτήν την περιοχή.
Με την παρέμβαση της Ελλάδας, για να αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία του κράτους των Σκοπίων, τίθενται 3 όροι. ένας από αυτούς είναι το νέο αυτό Κράτος να μην ονομάζεται «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Οι Σκοπιανοί «ἀλλοτρίοις ὀνόμασιν ἑαυτούς καλλωπίζουσι» (με ξένα ονόματα τους εαυτούς τους στολίζουν), όπως έγραψε το 10ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός για τους Βουλγάρους. Έτσι η ψευδο-δημοκρατία αυτή των Σκοπίων με το κλεμμένο-πλαστογραφημένο αυτό όνομα, που άρχισε να κυοφορείται το 1943 από την ηγεσία του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν ακόμη ο φασιστικός ΑΞΟΝΑΣ (Γερμανοί και Βούλγαροι) πατούσε και την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, και γεννήθηκε το 1945, αν θέλει να πάρει και κρατική υπόσταση, να αναγνωρισθεί δηλαδή διεθνώς, πρέπει να αναβαπτισθεί, να αλλάξει όνομα. Έτσι και αυτό το τελευταίο σταλινικό κατάλοιπο στην Ευρώπη, αναβαπτισμένο και αναγνωρισμένο να αποκατασταθεί πλήρως μέσα στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας. [Η ΕΛΛΑΔΑ το εύχεται ολόψυχα όχι όμως σε βάρος της]. Στην περίπτωση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» (Π.Γ.Δ.Μ.), η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Ε.) είχε επανειλημμένα δηλώσει ότι θα την αναγνώριζε, εφόσον η Δημοκρατία αυτή τηρούσε ορισμένες προϋποθέσεις. Όλες οι χώρες του κόσμου, με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις, ευθυγραμμίσθηκαν με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και καθυστέρησαν την αναγνώριση της νέας αυτής Δημοκρατίας. Ποιες όμως ήταν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης, που έθετε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα; Στις 16 Δεκεμβρίου 1991 το Συμβούλιο των Υπουργών των εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με μια «Διακήρυξη για τη Γιουγκοσλαβία», είχε ζητήσει από τα Σκόπια να παράσχουν τις απαραίτητες νομικές και πολιτικές εγγυήσεις, ότι δηλαδή δεν τρέφουν καμιά εδαφική διεκδίκηση εναντίον μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (της Ελλάδας), θα απέχουν από κάθε εχθρική προπαγάνδα εναντίον αυτού του μέλους και ότι δε θα χρησιμοποιούν όνομα που να υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις. Τα ΣΚΟΠΙΑ όμως δε συμμορφώθηκαν. Για 6 μήνες οι διπλωματικές προσπάθειες να πεισθούν οι ηγέτες των ΣΚΟΠΙΩΝ, ότι έπρεπε για το δικό τους συμφέρον να εγκαταλείψουν για πάντοτε κάθε εδαφική διεκδίκηση, καθώς και τις προπαγανδιστικές μεθόδους, που χρησιμοποιούσαν κάτω από το προηγούμενο κομμουνιστικό καθεστώς, δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Αντίθετα οι ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ, μετά από μια δραστήρια εκστρατεία επηρεασμού του διεθνούς (ακριβοπληρωμένου) τύπου και ορισμένων πολιτικών κύκλων είχαν σκληρύνει τις θέσεις τους και τις πιέσεις τους έναντι των Κοινοτικών αποφάσεων, πιστεύοντας ότι οι αντιρρήσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θα καμφθούν και ότι η Δημοκρατία τους θα αναγνωρισθεί άνευ όρων. Στον Καναδά (1992) οι γνωστές σλαβικές οργανώσεις (Μ.Π.Ο.) δεν παραλείπουν να καλλιεργούν και τις σχέσεις τους με την κυβέρνηση των Σκοπίων. οι οραματιστές εθνικιστές των Μ.Π.Ο. ελπίζουν κατά βάθος να βοηθήσουν οι διεθνείς συγκυρίες έτσι, ώστε να ενωθούν κάποτε τα χωρισμένα «αδέλφια». Τα πιο δραστήρια από τα ηγετικά στελέχη των Μ.Π.Ο. και κορυφαίοι δημοσιογράφοι ασκούν μεγάλες πιέσεις. Ακόμη και στελέχη της Καναδικής Κυβέρνησης έχουν προσχωρήσει σ΄ αυτό το ανθελληνικό δίκτυο. Το ίδιο συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεγάλα συγκροτήματα τύπου, όπως π.χ. οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», έχουν ταχθεί φανερά με τα άδικα και άνομα συμφέροντα των Σκοπίων. Τον ΑΠΡΙΛΙΟ 1992 δημοσιεύθηκαν άρθρα, που προέτρεπαν την Αμερικανική Κυβέρνηση Μπους (του πατέρα) να αναγνωρίσει αμέσως τη Δημοκρατία των Σκοπίων με το ψευδεπίγραφο και πλαστογραφημένο όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Όμως το ίδιο έτος (1992) δραστηριοποιήθηκε σε μέγιστο βαθμό και όλος ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, εντός και εκτός της Ελλάδας. αφυπνίσθηκε επιτέλους το εθνικό φιλότιμο των Ελλήνων πολιτών και της Ελληνικής Πολιτείας, αλλά και της ελληνικής ομογένειας εκτός της Ελλάδας. Οι ΕΛΛΗΝΕΣ εξεγέρθηκαν και βροντοφώναξαν σε όλο τον κόσμο: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ», «Κάτω τα χέρια από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Και πρώτος απ΄ όλους ο πρόεδρος της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ – ο πρώτος πολίτης της χώρας – ο αείμνηστος Μακεδόνας (Σερραίος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, διαμαρτυρόμενος για την εμμονή των Σκοπιανών να συνεχίσουν να ονομάζονται με το ίδιο όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» και να τιτλοφορείται το κρατίδιό τους «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», απευθύνει στις 3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1992 επιστολή προς τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, γράφοντας τα εξής:
«Η Δημοκρατία αυτή δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα, είτε ιστορικό είτε εθνολογικό, να χρησιμοποιεί το όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Ιστορικό μεν, γιατί οι ΣΛΑΒΟΙ, που αποτελούν την πλειοψηφία του σημερινού πληθυσμού της Δημοκρατίας αυτής, εμφανίσθηκαν στην ιστορία της Βαλκανικής, μόλις τον 6ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή περίπου 1.000 χρόνια μετά την εποχή που ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ κατέστησε την ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σημαντικό τμήμα του αρχαίου κόσμου. Και εθνολογικό, γιατί ο πληθυσμός της Δημοκρατίας αυτής αποτελείται από Σλάβους, Αλβανούς, Αθίγγανους και από άλλες εθνότητες, όλες σεβαστές, αλλά χωρίς καμιά σχέση με τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ». Στις 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1992 όμως το Παμμακεδονικό Συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης άλλαξε τη φορά της νοοτροπίας των Ελλήνων. Πάνω από 1.000.000 ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ και άλλοι ΕΛΛΗΝΕΣ, με επικεφαλής τον ιερό κλήρο, βροντοφώναξαν και αντήχησαν τα Μακεδονικά βουνά: «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ». Τώρα από εκείνη την ημέρα δεν θα είναι τίποτε, όπως πρώτα, ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν γίνει στο μέλλον. Από εκείνη την καθοριστική στιγμή άρχισε ένας νέος "Μακεδονικός Αγώνας" με στόχο τη διαφύλαξη των κεκτημένων του Ελληνισμού από κάθε επιβουλή. Εξίσου δραστήρια κινήθηκε στο εξωτερικό και η ομογένεια. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ο αείμνηστος ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, στις 23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1992 σε επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΙΑΚΩΒΟ έγραψε: «Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι ανυποχώρητος σε ό,τι αφορά τις προκλήσεις των Σκοπίων, δεν πρόκειται να συναινέσω σε «de jure» και «de facto» αναγνώριση, εφόσον το όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» χρησιμοποιηθεί με επιθετικό ή όχι προσδιορισμό στην ονομασία του κρατιδίου των Σκοπίων». Όταν στις 27 Απριλίου ο ΚΙΡΟ ΓΚΛΙΓΚΟΡΟΦ, Πρόεδρος της ψευδο-δημοκρατίας των Σκοπίων, από τα Τουρκικά μέσα μαζικής ενημέρωσης δήλωσε ότι εμείς, οι ΕΛΛΗΝΕΣ, επιβουλευόμαστε την πατρίδα του, την επομένη (28 Απριλίου 1992) ο Πρόεδρος της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ από το αεροδρόμιο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της Θεσσαλονίκης, για πρώτη φορά σε τόσο έντονο ύφος, έστειλε μήνυμα προς πολλούς αποδέκτες, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων: «Ο ΓΚΛΙΓΚΟΡΟΦ σύντομα θα μετανοιώσει και γι΄ αυτά που κάνει και γι΄ αυτά που λέγει. Η κατάσταση στα Βαλκάνια προβλέπω ότι θα είναι ασταθής και αβέβαια για πολλά χρόνια και μπορεί σε κάποια φάση και επικίνδυνη. Δεν ξέρω τι θα κάνουν οι ΕΤΑΙΡΟΙ μας στην προσεχή σύνοδο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Έμπλεξαν κι αυτοί χωρίς λόγο σε ανύπαρκτο θέμα. ξέρω όμως ένα πράγμα καλά, που το ξέρουν κι αυτοί, ότι δηλαδή – Βασική, θεμελιώδης αρχή για κάθε συμμαχία, για κάθε συνεταιρισμό είναι η αρχή της αλληλεγγύης. Ελπίζω συνεπώς ότι οι σύμμαχοι και συνεταίροι μας θα καταλάβουν, επιτέλους, ότι: «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ (βαθιά συγκινημένος και με τρεμάμενη φωνή προφέρει) ΕΛΛΗΝΙΚΗ». Και επαναλαμβάνει: «ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ». Και η συνέντευξη του ΠΡΟΕΔΡΟΥ με τους δημοσιογράφους έκλεισε ως εξής: «Κι αυτά τους τα είπα και τους τα έχω γράψει». Επίσης ο αείμνηστος ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΩΝ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ το Μάιο 1992 σε επιστολή του προς τον Αμερικανό ομόλογό του ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ αναφέρεται στα δίκαια του Μακεδονικού Ελληνισμού. Οι 12 ηγέτες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στη σύνοδο της ΛΙΣΣΑΒΩΝΑΣ στις 27 ΙΟΥΝΙΟΥ 1992 εξέδωσαν πάλι διακήρυξη, επαναλαμβάνοντας ότι είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν τη νέα αυτή Δημοκρατία των Σκοπίων, υπό την προϋπόθεση να μη χρησιμοποιεί τον όρο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» στην ονομασία του κράτους της. Τα ΣΚΟΠΙΑ όμως πάλι δε συμμορφώθηκαν. Αλλά και στην επόμενη συνάντηση που έγινε στο ΕΔΙΜΒΟΥΡΓΟ 12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1992 επανέλαβαν σχεδόν την ίδια απόφαση της Λισσαβώνας. Και πάλι όμως τα ΣΚΟΠΙΑ δε συμμορφώθηκαν, τρεις φορές ως τώρα εμπαίζουν τους Ευρωπαίους Εταίρους μας με την άρνησή τους, με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν έτσι την ίδια τους την αναγνώριση. Η Βουλή των Σκοπίων, παρά την επίσημη δήλωση του Προέδρου της γειτονικής χώρας, Γκλιγκόροφ, ότι δε διεκδικούν την πολιτιστική κληρονομιά των Αρχαίων Μακεδόνων που ήταν ΕΛΛΗΝΕΣ, εντούτοις είχε εκδώσει τον ΑΥΓΟΥΣΤΟ 1992 ψήφισμα, που υι-
οθετήθηκε από την κυβέρνηση της χώρας, σύμφωνα με το οποίο καθιέρωνε ως σημαία της Δημοκρατίας της «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» το τρισένδοξο έμβλημα της ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ. Πρόκειται για το διαβόητο 16-άκτινο χρυσό αστέρι, που είναι χαραγμένο στη λειψανοθήκη του ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β΄ και εκτίθεται στο αρχαιολογικό Μουσείο της Βεργίνας, προκαλώντας την έκπληξη αλλά και το δέος του κόσμου. Στα τέλη του έτους 1992 ο ελεγχόμενος από την κυβέρνηση των Σκοπίων εκδοτικός οίκος «NOVA MAKEDONIJA» δημοσιεύει ένα νέο σχολικό χάρτη, που απεικονίζει τα γεωγραφικά και εθνοτικά σύνορα της «Μακεδονίας» (του Σκοπιανού κράτους) έτσι, ώστε να περιλαμβάνουν όλη την περιοχή της Ελληνικής Μακεδονίας μαζί με τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (όνειρο «ἐαρινῆς νυκτός» προαιώνιο όλων των ηγεμόνων των Σλαβοβουλγάρων), το Άγιο Όρος (κάστρο της ορθοδοξίας) και τον Όλυμπο (την κατοικία των θεών των Αρχαίων Ελλήνων). Αυτοί ακριβώς είναι οι λόγοι, για τους οποίους η ΕΛΛΑΔΑ ζήτησε και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα συμφώνησε να μη χρησιμοποιεί το νέο αυτό κράτος το όνομα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ως ονομασία του. Αλλά οι Σκοπιανοί όχι μόνο δεν πείθονται, προκαλούν κιόλας. Εξάλλου οι ηγέτες των Σκοπίων δεν είναι οι μόνοι και οι πρώτοι που έχουν βλέψεις επί των εδαφών της Ελληνικής Μακεδονίας. Τα εδάφη αυτά υπήρξαν σε διάφορες εποχές αντικείμενο επιβουλής εκ μέρους βαλκανικών γειτονικών λαών (Βουλγάρων, Σέρβων) και άλλων εξωβαλκανικών ακόμη, για πολλά χρόνια: Τσαρική Ρωσία – Πανσλαβισμός –1878, Γερμανία και Αυστροουγγαρία μαζί με τη Βουλγαρία από 1916-1918, Ναζιστική Γερμανία και Φασιστική Ιταλία μαζί με τη Βουλγαρία από 1941-1944 και τέλος η Κομμουνιστική – Σοβιετική Ρωσία μέσω των δορυφόρων της (των Κ.Κ.Ε., Κ.Κ.Γ. και Κ.Κ.Β.) από 1946-1949. Είναι γνωστό ότι τα βαλκανικά πάθη δεν κατασιγάζουν εύκολα. Γι΄ αυτό χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή. [Είναι άραγε σωστό να προστεθεί και από τη διεθνή κοινότητα ένας ακόμη αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή; Δε θα ήταν φρονιμότερο αντί αυτού να διασφαλισθεί η ειρηνική συνύπαρξη;] Στις αρχές του νέου έτους (1993) τα ΣΚΟΠΙΑ αποθρασύνθηκαν. Όχι μόνο δε συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες και συστάσεις της Διεθνούς Κοινότητας, αλλά και εξαπέλυσαν παγκόσμια εκστρατεία κατά της Ελλάδας. Προκλητικά ανθελληνικά μανιφέστα και χάρτες με όλη την Ελληνική Μακεδονία (δική τους) επιδίδουν στις ελληνικές πρεσβείες της ΕΥΡΩΠΗΣ, της ΑΜΕΡΙΚΗΣ και της ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ. Να τι γράφουν (Ιανουάριος 1993):- «Μανιφέστο για μακεδονικά ανθρώπινα δικαιώματα: Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ υφίσταται, υφίσταται και το «Μακεδονικό» έθνος. Υφίσταται και η Συνθήκη του Βουκουρεστίου της 28ης Ιουλίου / 10ης Αυγούστου 1913, όπου η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ διαμελίσθηκε και υποδουλώθηκε με τη δύναμη των ισχυρών. » ΕΥΡΩΠΗ, επανόρθωσε το λάθος που έγινε εις βάρος του ειρηνικού και φιλόπονου μακεδονικού έθνους. Μην επιτρέπεις να τυραννείται ένα έθνος στην καρδιά των Βαλκανίων και της Ευρώπης, στην περίπτωση του μακεδονικού έθνους. » Κοιτάξτε τι κάνει η δήθεν δημοκρατική Ελλάδα. Η Ελλάδα διαπράττει γενοκτονία εις βάρος του μακεδονικού λαού στη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» του ΑΙΓΑΙΟΥ, τον τυραννεί, τον υποχρεώνει να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετοικίζουν στις εστίες των Μακεδόνων Έλληνες... Είναι ντροπή για τη δήθεν δημοκρατική ΕΛΛΑΔΑ που έχει υπογράψει τη Διακήρυξη του ΕΛΣΙΝΚΙ για τα δικαιώματα του Ανθρώπου... Το ζήτημα είναι, αν και τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κρατούν τα μάτια τους κλειστά, παρακολουθώντας από κοινού με την Ελλάδα την αδικία αυτή εις βάρος ενός έθνους, που έδωσε τα φώτα και τον πολιτισμό σε διάφορα σλαβικά έθνη και στην Ευρώπη. Η Ελλάδα που έχει υπογράψει τα δικαιώματα του ανθρώπου, με ποιο δικαίωμα αρνείται το ζήτημα των «Μακεδόνων» στη «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» του ΑΙΓΑΙΟΥ, που τους βασανίζει και τους ξεριζώνει με σαδιστικές μεθόδους; Πού είναι λοιπόν ο ανθρωπισμός της; » Είναι μεγάλες οι αδικίες εις βάρος της μακεδονικής εθνότητας μέσα στην πατρική της γη. Η Συνθήκη του ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ είναι η πιο κραυγαλέα σελίδα της ιστορίας (βαλκανικής) σχετικά με την αδικία που διαπράχθηκε εις βάρος του «Μακεδονικού» έθνους. » Πιστεύουμε ότι σ΄αυτό το δρόμο θα επικρατήσει η λογική, οι διάφορες αδικίες θα διορθωθούν και το «Μακεδονικό» έθνος θα ανακτήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα σ΄όλη τη
«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», η οποία ως πλήρες μέλος θα εισέλθει στην ενωμένη Ευρώπη μαζί με όλες τις εθνότητές της. » Απαιτούμε αναγνώριση όλων των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κοινωνικών και εθνικών. Πλήρη ελευθερία... Να γίνει επαναπατρισμός όλων των «Μακεδόνων» που είχαν εκδιωχθεί. Χωρίς ελευθερία και δικαιώματα στους «Μακεδόνες» δεν υπάρχει ειρήνη στα ΒΑΛΚΑΝΙΑ και στην ΕΥΡΩΠΗ! Ας ευχηθούμε ότι αυτός ο δρόμος θα είναι σε λογικά πλαίσια και πως θα επανορθωθούν οι ως τώρα αδικίες εις βάρος του «Μακεδονικού» λαού και της κυρίαρχης Δημοκρατίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ». Αυτό το επώνυμο παραμύθι, που επαναλαμβάνεται πάνω από μια δεκαετία, έχει δουλευθεί πολύ στο εξωτερικό και εξακολουθεί να προωθείται στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής της γειτονικής χώρας με όλα τα μέσα και ιδιαίτερη έξαρση. Τα Σκόπια εμφανίστηκαν από την αρχή σταθερά αδιάλλακτα. Στο μεταξύ στις αρχές του 1993 η ΕΛΛΑΔΑ συμφώνησε σε διεθνή διαιτησία για το ζήτημα της ονομασίας και τον ΑΠΡΙΛΙΟ 1993 η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ των ΣΚΟΠΙΩΝ έγινε δεκτή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.), με την προσωρινή ονομασία «ΠΡΩΗΝ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ» (Π.Γ.Δ.Μ.), έως ότου ρυθμισθεί οριστικά το ζήτημα με διεθνή μεσολάβηση. Προσέξατε μια χαρακτηριστική σύμπτωση που έστησε η ΙΣΤΟΡΙΑ. Τη νύκτα της 8ης Απριλίου 1941 η επαρχία της νότιας Γιουγκοσλαβίας Βαρντάρσκα Μπανοβίνα (ΣΚΟΠΙΑ) είχε υποταγεί. ο σλαβικός πληθυσμός της είχε υποδεχθεί με δάφνες απελευθερωτών τους Βούλγαρους κατακτητές, ενώ οι Γερμανοί επιδρομείς είχαν ξεχυθεί από τις κοιλάδες των ποταμών Αξιού και Εριγώνος στην ελληνική Μακεδονία. Τη νύκτα επίσης της 8ης Απριλίου του 1993 στα ΣΚΟΠΙΑ άναβαν πάλι βεγγαλικά και γιορτάζονταν πανηγυρικά εκ νέου η “απελευθέρωση” και η ανεξαρτησία της χώρας – με διαφορετικό όμως όνομα και διαφορετικούς όρους. Συγκεκριμένα η Δημοκρατία των Σκοπίων γινόταν δεκτή ως 181ο ανεξάρτητο μέλος – κράτος του Ο.Η.Ε. από τη Γενική Συνέλευση με θετική ψήφο και της Ελλάδας. Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση των Σκοπίων κινδύνευσε να πέσει, μετά από πρόταση μομφής, την οποία κατέθεσε στο Κοινοβούλιο το VMRO, διαμαρτυρόμενο, επειδή είχε γίνει από την κυβέρνηση αποδεκτή η προσωρινή ονομασία της χώρας. Παρά τον προσωρινό συμβιβασμό γύρω από την ονομασία της χώρας, το ζήτημα δε λύθηκε με τη διεθνή διαιτησία. Μία πρόταση, τον ΙΟΥΝΙΟ 1993, από τους μεσολαβητές του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε. Σάιρους Βανς και το λόρδο Όουεν, να υιοθετηθεί ως μόνιμη ονομασία το «ΝΟΒΑ ΜΑΤΣΕΝΤΟΝΙΑ» (Νέα Μακεδονία), απορρίφθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση, η οποία επανέλαβε την αντίθεσή της σε οποιαδήποτε ονομασία θα περιείχε ως συστατικό τον όρο «Μακεδονία». Τον Οκτώβριο 1993, ο ΕΛΛΗΝΑΣ πρωθυπουργός, ο αείμνηστος ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα αποσυρόταν από τις διαπραγματεύσεις στον Ο.Η.Ε. για την ονομασία τη Π.Γ.Δ.Μ.. Τον Ιανουάριο 1994, η Ελλάδα ζήτησε από τους Ευρωπαίους εταίρους της να ασκήσουν την επιρροή τους στην Κυβέρνηση των Σκοπίων (της Π.Γ.Δ.Μ.), ώστε να υποχωρήσει στα θέματα της ονομασίας, της σημαίας και του συντάγματος, απειλώντας την απαγόρευση των εμπορικών ανταλλαγών με την Π.Γ.Δ.Μ.. Η Ρωσία, όμως, οι Η.Π.Α. και όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνωρίζουν επίσημα την Π.Γ.Δ.Μ., ενώ η Ελλάδα από τα μέσα Φεβρουαρίου 1994 εφάρμοσε εμπάργκο κατά της γειτονικής αντίπαλης χώρας. απαγόρευσε τη διέλευση εμπορευμάτων προς την Π.Γ.Δ.Μ. από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης (παλαιό εμπορικό προνόμιο που είχε εξασφαλίσει η Σερβία από τους Βαλκανικούς πολέμους από τη σύμμαχό της Ελλάδα) και έκλεισε το προξενείο της στα Σκόπια. Οι διαμεσολαβητικές προσπάθειες της Ε.Ε. και του Ο.Η.Ε. δεν απέφεραν αποτέλεσμα. Δε βρέθηκε ούτε ένας Σκοπιανός πολιτικός να προτείνει δημόσια συμβιβασμό για το όνομα του κράτους. Τα ΣΚΟΠΙΑ επί 12 χρόνια θα επιμένουν πεισματικά στο αδιαπραγμάτευτο της ονομασίας τους. Οι Σκοπιανοί γνωρίζουν άριστα και τηρούν αταλάντευτα τους όρους συλλογικής επιβίωσής τους. Τον Απρίλιο 1994 η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ παρέπεμψε την ΕΛΛΑΔΑ στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για το εμπάργκο κατά της Π.Γ.Δ.Μ.. Τον Ιούνιο όμως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο απέρριψε προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την επιβολή προσωρινών μέτρων εναντίον του ελληνικού εμπάργκο, έως ότου εκδιδόταν η οριστική απόφαση.
Στις ελληνο-σκοπιανές διαπραγματεύσεις υπήρξε κάποια πρόοδος το ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ του 1995, όχι όμως σχετικά με την ονομασία. Μεταξύ των υπουργών εξωτερικών του κράτους των Σκοπίων Στέβο Τσερβενκόφσκι και της Ελλάδας ΚΑΡΟΛΟΥ ΠΑΠΟΥΛΙΑ (τωρινού προέδρου της Δημοκρατίας) υπογράφηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1995 η λεγόμενη Ενδιάμεση Συμφωνία, σύμφωνα με την οποία τα υπάρχοντα σύνορα ήταν απαραβίαστα και η ακεραιότητά τους σεβαστή από τα δύο μέρη. Επίσης η Ελλάδα αναγνώρισε τη γειτονική χώρα με την ονομασία που είχε γίνει δεκτή στον Ο.Η.Ε. (Π.Γ.Δ.Μ.) και αυτή άλλαξε τα σύμβολα της σημαίας της και διακήρυξε ότι το σύνταγμά της δεν έπρεπε να ερμηνεύεται ως διεκδίκηση ελληνικού εδάφους. Επίσης από τότε καθιερώθηκε ελεύθερη διακίνηση προσώπων και αγαθών μεταξύ των δύο χωρών. Τέλος, στις 27 Σεπτεμβρίου 1995, η Π.Γ.Δ.Μ. έγινε δεκτή με αυτή την ονομασία (FYROM) στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Βουλή των Σκοπίων στις 9 Οκτωβρίου 1995 επικύρωσε την «Ενδιάμεση συμφωνία» με πολύ μεγάλη πλειοψηφία και στις 13 Οκτωβρίου 1995 η κυβέρνηση της Ελλάδας προέβη στην άρση του εμπάργκο, καθώς, επίσης, στις 23 του ίδιου μήνα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέσυρε την προσφυγή της κατά της Ελλάδας στο Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στις 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1995 ο μεσολαβητής Σάιρους Βανς κάλεσε τις δυο πλευρές για έναρξη νέου γύρου συνομιλιών με βασικό θέμα την επίλυση της διαφοράς για την ονομασία της Π.Γ.Δ.Μ.. Έτσι έχει το «Σκοπιανό» στα μέσα της δεκαετίας του 1990, χωρίς να λυθεί το θέμα της ονομασίας. Η διπλωματική δραστηριότητα των Ελλήνων δεν ήταν ανάλογος των σκοπιανών. εμείς, οι Έλληνες, πράξαμε το αντίθετο, τουλάχιστον στον προηγούμενο γύρο. Από την αρχή φανήκαμε συμβιβαστικοί. Ψάχναμε συμβιβαστική λύση σε σύνθετες ονομασίες. κινηθήκαμε σαν να ήμασταν εκ των προτέρων ηττημένοι και απολογούμενοι. Δυστυχώς, υπήρξαμε κατά τον ποιητή Κώστα Βάρναλη «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα». Η απόφαση και δόγμα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας «Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ» είναι το τίμιο εθνικό αίτημα του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Η αδρανοποίησή του όμως επί σειρά ετών δε συνέβαλε στη δικαίωσή του. Ενώ τα ΣΚΟΠΙΑ από την αυτοανακήρυξή τους προκαλούν την Ελλάδα, η επίσημη ΕΛΛΑΔΑ έχει παύσει προ πολλού να «προκαλείται». Έχει υποστεί μιθριδατισμό. Γι΄ αυτό οι γείτονες κλιμακώνουν την επιθετικότητά τους. Και θα συνεχίσουν να το πράττουν, ώσπου εμείς να απαλλαγούμε από τις ψευδαισθήσεις και τις αφέλειές μας. Η ΕΛΛΑΔΑ επί αρκετά χρόνια έχει θέσει το «Σκοπιανό» στα αζήτητα. Για την ελληνική διπλωματία το ζήτημα αυτό, το τόσο σημαντικό, υπήρξε από καιρό όχι ξεχασμένη αλλά μία παρατημένη υπόθεση. Αποφύγαμε επί τόσα χρόνια να ασκήσουμε και την παραμικρή συμβατή πίεση στον αντίδικο. Μήπως περιμέναμε ότι θα έρχονταν οι Σλαβοσκοπιανοί εκούσια να μας αποδώσουν το κλοπιμαίο; Η Ελλάδα δεν άσκησε καμία αποτελεσματική πίεση επί των Σκοπίων. Αντίθετα έδωσε στην άλλη πλευρά τα πάντα, όσα σχεδόν ζητούσε εκείνη. Επέλεξε το ρόλο του «Μεγάλου Ευεργέτη». Η ίδια δε ζήτησε και δεν πήρε τίποτε. Αντίθετα οι πολλαπλές, πολυποίκιλες και γενναίες παροχές της Ελλάδας προς τα ΣΚΟΠΙΑ γίνονται χωρίς όρια και χωρίς όρους. Τα Σκόπια ουδέποτε πρότειναν ή αποδέχθηκαν συμβιβασμό. Αντίθετα εμείς τα εκλιπαρούμε και αυτά μας κακολογούν και αποθρασύνονται. Διότι όχι μόνο δεν έχουν κόστος, αλλά κερδίζουν κι από πάνω, καθώς εμείς τα ενισχύουμε ποικιλοτρόπως και απεριορίστως και χωρίς αντάλλαγμα. Η στάση της νεαρής αυτής μικρής Δημοκρατίας των Σκοπίων μοιάζει περίπου με στάση υπερδύναμης. Αλλά εμείς απτόητοι προχωρούμε σε ακόμη περισσότερες προσφορές (ασταμάτητη δωρεάν οικονομική βοήθεια, παραχώρηση δωρεάν όλων των επικοινωνιακών διευκολύνσεων, παροχή άμετρης διεθνοπολιτικής στήριξης και αποφασιστικής εγγύησης ασφάλειας και 20.000 θέσεις απασχόλησης, ενώ κλείνουμε τις επιχειρήσεις π.χ. στη Θεσσαλονίκη και στη Νάουσα και τις ανοίγουμε στα ΣΚΟΠΙΑ). Όταν εμείς δεν ασκούμε τις συμβατές πιέσεις και δεν προβάλλουμε «veto» και δε διακηρύσσουμε ότι η αναγνώριση των Σκοπίων αποτελεί για μας εχθρική ενέργεια, θα μας δουλεύουν όλοι, διαπραγματευτές, μεσολαβητές, διαστρεβλωτές. Εξάλλου από όλους τους γείτονες είμαστε οι μόνοι που δεν καλλιεργούμε ούτε φανερές ούτε λανθάνουσες εδαφικές διεκδικήσεις. Σαν πολύ δεν τα παραχαϊδέψαμε; Γι΄ αυτό αποθρασύνθηκαν. Ενώ εισπράττουν, μας βρίζουν και μας εμπαίζουν και συνεχώς σκληρύνουν τη συμπεριφορά τους.
Καιρός λοιπόν να αλλάξουμε τακτική εμείς. Να αφήσουμε την ενδοτική «άμυνα» και να περάσουμε στην επίθεση. Ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου είχε κάποτε δηλώσει: «Η ιστορία δε μας δίνει την άνεση της αναμονής. το χρόνο δεν τον προσδιορίζει η άμυνα, αλλά τον προσδιορίζει η επίθεση. η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα». Πρέπει να ξεριζώσουμε το κακό που μας έγινε – την οικειοποίηση του ένδοξου ονόματος «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» από τους Σλάβους των Σκοπίων – και ανεχθήκαμε εδώ και 60 χρόνια. Να ξεριζώσουμε το κακό αυτό, για να μη φουντώσει ποτέ ξανά. Ορισμένοι όμως «Έλληνες», δυστυχώς, θεωρούν το όνομα αμελητέο ζήτημα. Ντροπή, ΕΛΛΗΝΕΣ!!! Αυτούς πρέπει να τους κλείσουμε το στόμα και να τους απομονώσουμε, γιατί είναι εθνικοί μειοδότες. Εδώ για το όνομα ενός βρέφους γίνονται καυγάδες και απειλούνται οικογένειες με διάλυση, όταν δε συμφωνούν μεταξύ τους τα ζευγάρια και τα συμπεθέρια, και για την οικειοποίηση του ονόματος ενός αιματοβαμμένου ενδόξου τμήματος, του πιο μεγάλου της πατρίδας μας που απειλείται με συρρίκνωση, της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, θα αμελήσουμε; Θα επιτρέψουμε τη συνύπαρξη στη γειτονιά μας νόθων Μακεδόνων, που κατάγονται από τους βάρβαρους Σλάβους και Βούλγαρους επιδρομείς του 6ου και του 7ου αιώνα μ.Χ., ενώ τα Μακεδονικά εδάφη κατοικούνταν από Έλληνες τουλάχιστον 1.500 χρόνια πριν από την κάθοδο αυτών; Αν με την ενδοτική εξωτερική πολιτική μας συναινέσουμε – μετά βέβαια από άσκηση μεγάλης πίεσης «άνωθεν;» - στην ονοματοθεσία του κρατικού αυτού μορφώματος των Σκοπίων, όπως επιθυμεί και πασχίζει η πολιτική ηγεσία αυτών, τότε θα δεχθούμε ότι το πληθυσμιακό αυτό συνονθύλευμα, που κατοικεί εκεί, είναι οι κληρονόμοι της ιστορίας και του πολιτισμού της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και επομένως οι δημιουργοί του ανυπέρβλητου οικοδομήματος του Αλεξανδρινού πολιτισμού. Και εμείς τί θα είμαστε;;; Εμείς τότε θα είμαστε οι παράνομοι, οι κατακτητές τύραννοι της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, και οι Σκοπιανοί «Μακεδόνες» θα κάνουν πόλεμο να διώξουν τους Έλληνες, για να λυτρώσουν τους σκλαβωμένους αδελφούς τους! [Ο Πλάτων στο έργο του «Κρατύλος» αναφέρει ότι το όνομα αποκαλύπτει την ουσία του περιεχομένου]. ΕΛΛΗΝΕΣ, προσοχή! Ο εχθρός «ελλοχεύει»! Το όνομα είναι «Δούρειος Ίππος». να μην απατηθούμε! Τότε «ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων ἔσεται τῆς πρώτης». Ο δρόμος της ιστορίας, που έχουμε να διανύσουμε, είναι μακρύς, τελειωμό δεν έχει. Μόνο ο ΘΕΟΣ το ξέρει. Καιρός τώρα να χρησιμοποιήσουμε το «μαστίγιο». κι αυτό είναι το «VETO». «VETO», λοιπόν, στην ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Αν και όταν βγούμε από το λήθαργό μας, θα δράσουμε. Αν και έχει χαθεί πολύτιμος ανενεργός χρόνος, η υπόθεση των Σκοπίων –επαναλαμβάνω – δεν είναι χαμένη υπόθεση, είναι απλώς ξεχασμένη. Μπορεί με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις να κερδηθεί. Από μας εξαρτάται. Αν θέλουμε λύση τίμια, καθαρή, αληθινή και ελληνική πρέπει να κάνουμε χρήση της δύναμής μας. Είμαστε έθνος με δύναμη, αρκεί να έχουμε επίγνωση της δύναμής μας. Να μην είμαστε ενδοτικοί, αλλά διεκδικητές ανυποχώρητοι αυτών που μας ανήκουν και ακοίμητοι φρουροί των κεκτημένων. Η ψευδώνυμη δημοκρατία των Σκοπίων, αυτό το σταλινοτιτοϊκό κατασκεύασμα, το μόνο κατάλοιπο από τη σταλινική εποχή, που ταυτιζόταν επί μισό σχεδόν αιώνα με το πανσλαβιστικό όνειρο της καθόδου των Σλάβων στο Αιγαίο, δεν επιτρέπεται να σφετερίζεται ξένο όνομα και προπαντός ξένη ιστορία, με στόχο την πλαστογράφηση τίτλων κυριαρχίας, την εθνικιστική διεκδίκηση εδαφών και την αποσταθεροποίηση της περιοχής. Στις επόμενες φάσεις της διαπραγμάτευσης οφείλουμε, απαλλαγμένοι από τις δουλείες και τις δειλίες του πρόσφατου παρελθόντος, να τιμήσουμε, πολιτεία και πολίτες, το ιστορικό μεγαλείο της τρισένδοξης ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μας. Η Μακεδονία δεν πρόκειται να γίνει το μέσο και το θύμα ξένων συμφερόντων στα Βαλκάνια. Εξάλλου δεν είμαστε εμείς οι ένοχοι, οι παραχαράκτες και πλαστογράφοι της ιστορικής αλήθειας. Βροντερές και βαρυσήμαντες οι δηλώσεις που ακολουθούν, σχετικά με τον ισχυρισμό των Σκοπιανών προπαγανδιστών, ότι δηλαδή οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ δεν είναι Έλληνες, αλλά αποτελούν χωριστή εθνότητα. Ο ΤΖΑΦΕΡΙ, ως αρχηγός του Αλβανικού Κόμματος των Σκοπίων, είχε κατηγορήσει τον Κίρο Γκλιγκόροφ ότι πλαστογραφούσε την ιστορία των γειτόνων του, Ελλήνων, και ότι ο Μακεδονισμός της κυβέρνησής του είναι πλασματικός που στηρίζεται σε μύθο. Ο ΖΕΛΕΦ, επίσης, ως πρόεδρος της
Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, όταν ρωτήθηκε κάποτε στη Σουηδία για το Μακεδονικό έθνος, είπε: «Αυτό είναι έγκλημα του Τιτοϊσμού – Σταλινισμού». Άρα, αφού δεν υπάρχει ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ έθνος, δεν υπάρχει και Μακεδονική μειονότητα. πολύ περισσότερο δε νοείται χωριστή γλώσσα, μακεδονική. Ο παμμέγιστος των φιλοσόφων όλων των αιώνων και πανεπιστήμονας συγγραφέας ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ήταν ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ. Έγραψε και δίδαξε μόνο στα ελληνικά, εκτός αν και αυτός δεν ήταν Έλληνας αλλά εξελληνισμένος βάρβαρος. γιατί παρουσιάζονται και κάποιοι όψιμοι αντιρρησίες συγγραφείς, ανθέλληνες (Γκάρβεϊ, Τζορτζ Τζέιμς «Η κλεμμένη κληρονομιά», Γιόσεφ Α., Μπεν Γιοχάναν), που τελευταία άρχισαν να αντιλέγουν και για τη διανόηση του γίγαντα της ελληνικής γραμματείας αλλά και της παγκόσμιας. Διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια, γράφουν ότι ο σοφός αυτός άνδρας έκλεψε τη σοφία από άλλους σοφούς!!! Ο Φίλιππος Β΄, ο βασιλιάς της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, στο Σταγειρίτη φιλόσοφο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ είχε αναθέσει την ανώτερη παιδεία του διαδόχου του, Αλεξάνδρου, να του αποκαλύψει τα μυστικά της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Στη Φιλοσοφική Σχολή, που ίδρυσε στη ΜΙΕΖΑ, είχε μαθητές, εκτός από το διάδοχο του Μακεδονικού θρόνου, και τη χρυσή νεολαία της μακεδονικής αριστοκρατίας. Αν οι ακροατές του δε μιλούσαν, δεν έγραφαν, δεν καταλάβαιναν τα ελληνικά άριστα, πώς θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις βαθυστόχαστες παραδόσεις του καθηγητή τους; Ο νεαρός Αλέξανδρος πώς κατανοούσε την Ιλιάδα του ΟΜΗΡΟΥ, την οποία μελετούσε μέχρι το τέλος της ζωής του (έπος δύσκολο – σε ιωνική μάλιστα διάλεκτο); Ή τον ΠΙΝΔΑΡΟ, τους τραγικούς κ.λ.π.; Αν ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ δεν ήταν Έλληνας, γιατί να είχε τόσο μεγάλο καημό, απεμπολώντας την εθνική του γλώσσα, να αναθέσει σε Έλληνα καθηγητή τη μόρφωση του γιου του και των συμμαθητών αυτού και όλης της Αυλής και της αριστοκρατίας του βασιλείου του;;; Επίσης σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σύμφωνα με τις πηγές, δεν ακούσθηκε από τους Μακεδόνες ποτέ άλλη γλώσσα, εκτός από την ελληνική, σε όλη την Ανατολή. Επίσημη γλώσσα στη διοίκηση και στην παιδεία ήταν η ελληνική – σε όλη την επικράτεια της Αλεξανδρινής αυτοκρατορίας, όπως έχει προαναφερθεί, μέχρι την υποταγή στους Ρωμαίους. Αν δεν ήταν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ γνήσιοι ΕΛΛΗΝΕΣ και ήταν βάρβαροι, γιατί «πᾶς μή Ἕλλην βὰρβαρος», ή ήταν μιξοβάρβαροι ή ακόμη βάρβαροι εξελληνισμένοι, όπως ισχυρίζονται οι «σοφοί» των Σκοπίων και οι συνοδοιπόροι τους μισέλληνες και διαστρεβλωτές της ελληνικής ιστορίας, πώς τότε διοίκησαν ε λ λ η ν ι κ ά ο ίδιος ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και στη συνέχεια – αδιάλειπτα – οι διάδοχοί του στρατηγοί και οι επίγονοι βασιλιάδες των ελληνιστικών κρατών, επί 300 τόσα χρόνια, μια τόσο απέραντη αυτοκρατορία, κατοικούμενη από εκατομμύρια βαρβάρους με τόσο μεγάλη και ποικίλη εθνολογική και γλωσσική ανομοιογένεια;;; Και γιατί δε διοίκησαν την Α Ν Α Τ Ο Λ Η, χρησιμοποιώντας την εθνική, πατρογονική τους γλώσσα;; Αλλά, πλην της λατινικής, πουθενά δε βρέθηκε ούτε ίχνος άλλης γλώσσας (κείμενο, επιγραφή, νόμισμα κ.λ.π.). Αντίθετα ο Μακεδόνας στρατηλάτης ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, εκπολιτιστής των λαών της Ανατολής, οραματίσθηκε σαν ΕΛΛΗΝΑΣ που ήταν – με αριστοτελική παιδεία – να διαδώσει την ελληνική γλώσσα και τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό, όπου οι θεοί του ΟΛΥΜΠΟΥ θα τον οδηγούσαν, στα πέρατα της Οικουμένης, ενώνοντας τους βαρβάρους λαούς σε μια παγκόσμια κοινωνία με ισοπολιτεία και ισονομία, δικαιοσύνη και ομόνοια, όπου όλοι θα είχαν ίσες ευκαιρίες να αναπτυχθούν, απολαμβάνοντας τα αγαθά της παγκόσμιας ειρήνης. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, αφού υπέταξε πλέον την περσική αυτοκρατορία, φρόντισε ιδιαίτερα για την εκπαίδευση της περσικής νεολαίας και γενικότερα για τα παιδιά της ΑΣΙΑΣ. Ευρισκόμενος στην περιοχή του (σημερινού) Αφγανιστάν εκδίδει βασιλικό διάταγμα «... γράμματα ελληνικά μανθάνειν...» (να μαθαίνουν τα παιδιά ελληνικά γράμματα). Ακόμη, σαν «κληρονόμος» της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών, ανέθεσε την εκπαίδευση του ανήλικου διαδόχου (του γιου τού αντιπάλου του, Δαρείου) σε επίλεκτους Έλληνες δασκάλους, όπως έχει προαναφερθεί.
Αν δεν ήταν ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Έλληνας, γιατί ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας στα παιδιά της Ασίας; Και πάλι γεννιέται το «βασανιστικό» ερώτημα, αν δεν ήταν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, πώς κατόρθωσαν –λίγες χιλιάδες αυτοί «κατακτητές» –να διαδώσουν και να επιβάλουν μια γλώσσα ξένη σ΄αυτούς τους ίδιους σε τόσα εκατομμύρια ποικιλώνυμων και ποικιλόγλωσσων βαρβάρων υπηκόων, και μάλιστα μια γλώσσα δημιουργική, που είναι η πιο πλούσια του κόσμου; Αλλά και αν ακόμη δεν ήταν οι Μακεδόνες Έλληνες και ήταν βάρβαροι εξελληνισμένοι, θεωρούνται ισότιμοι με τους Έλληνες, γιατί κατά τον Ισοκράτη «Ἕλληνες εἰσί καί οἱ τῆς ἡμετέρας παιδείας μετέχοντες» (Έλληνες είναι και όσοι έχουν πάρει ελληνική μόρφωση). Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ και όσοι άλλοι Έλληνες ακολούθησαν τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ στην εκστρατεία του διέδωσαν με πάθος τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή. Αλλά και όλοι οι λόγιοι και οι επιστήμονες των ελληνιστικών χρόνων έγραψαν μόνο στα ελληνικά (παπύρους και περγαμηνές). Οι μεγάλες βιβλιοθήκες, της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου, αλλά και της Μακεδονικής πρωτεύουσας, Πέλλας, φιλοξενούσαν στα ράφια τους μόνο ελληνικά συγγράμματα. Ο αριθμός τους έφτανε σε εκατοντάδες χιλιάδες τόμους. Στα στάδια και στις παλαίστρες οι αθλούμενοι μιλούσαν ελληνικά, όπως μαρτυρεί ο γυμνασιαρχικός νόμος που βρέθηκε στη Βέροια. Στα θέατρα των μακεδονικών πόλεων, των Αιγών (Βεργίνα), του Δίου, των Φιλίππων και άλλων πόλεων δίδονταν θεατρικές παραστάσεις από Έλληνες υποκριτές και χορευτές σε Έλληνες θεατές. Όπως έχει προαναφερθεί, ο Αθηναίος τραγικός Ευριπίδης έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Μακεδονία, όπου έγραψε και ανέβασε στη σκηνή σπουδαίες τραγωδίες του. Ήταν φιλοξενούμενος του βασιλιά ΑΡΧΕΛΑΟΥ. Ο Ευριπίδης φιλοξενούμενος ενός βάρβαρου ηγεμόνα!!! Αν δεν ήταν Έλληνες οι Μακεδόνες και ήταν βάρβαροι εξελληνισμένοι, όπως ισχυρίζονται οι Σκοπιανοί, θα ήξεραν τόσο πολύ καλά τα ελληνικά οι θεατές, ώστε να μπορούσαν να παρακολουθούν και να καταλαβαίνουν τις ελληνικές τραγωδίες (τόσο δύσκολο είδος της ελληνικής γραμματείας) και μάλιστα έργα του Ευριπίδη, που θεωρείται «ο τραγικότερος των τραγικών» και δύσκολος; Και ο ΠΑΥΛΟΣ, ο «Απόστολος των Εθνών», που ήταν άριστα εξελληνισμένος Εβραίος, κήρυξε (1ος αιώνας) τη διδασκαλία του ΧΡΙΣΤΟΥ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια), χρησιμοποιώντας την Ελληνική γλώσσα, και τους απηύθυνε και επιστολές σε άπταιστη ελληνική γλώσσα, οι οποίες από τότε μέχρι σήμερα αναγινώσκονται στους χριστιανικούς ναούς, όπου υπάρχουν χριστιανοί. Στη Μακεδονία ιδρύθηκαν οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες της ΕΥΡΩΠΗΣ. [Ήταν δυνατόν οι ακροατές του να μην ήξεραν την ελληνική γλώσσα; Να μην ήταν Έλληνες; Τί θα καταλάβαιναν από μια νέα θρησκεία σε άγνωστη γλώσσα;] Αλλά και στους Ρωμαϊκούς και στους Βυζαντινούς χρόνους και στους δύσκολους χρόνους της λατινοκρατίας και της τουρκοκρατίας οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ μιλούσαν και έγραφαν μόνο την ελληνική γλώσσα με τις παραδοσιακές διαλέκτους, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων. Όπως έχει προαναφερθεί, έχουν βρεθεί και μελετηθεί πάνω από 5000 επιγραφές στα ελληνικά και πάνω από 10.000 είναι τα ονόματα – με ρίζες ελληνικές – που γνωρίζουμε απ΄ αυτές. προέρχονται όλες από τον ευρύτερο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας, από τον Όλυμπο μέχρι την άνω κοιλάδα του Αξιού ποταμού. Καμιά επιγραφή δε βρέθηκε σε άλλη γλώσσα (εκτός από λατινικές). Η σκαπάνη του αρχαιολόγου δε λέγει ψέματα. «Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ἐν λίθοις φθεγγομένοις καί μνημείοις σωζομένοις» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Έλληνα παιδαγωγού Μαργαρίτη Δήμιτσα από την ΑΧΡΙΔΑ των Σκοπίων, ο οποίος, όπως έχει προαναφερθεί, πρώτος μελέτησε το μεγάλο αυτό και ανεκτίμητο θησαυρό των μακεδονικών επιγραφών. Επίσης και τα νομίσματα της Αρχαίας Μακεδονίας προσυπογράφουν την ελληνικότητά της. δε βρέθηκε ούτε ένα νόμισμα με παράσταση έξω από το γνωστό θεματολόγιο της αρχαίας ελληνικής τέχνης και με αλλόγλωσση επιγραφή πουθενά σε όλο το χώρο της Μακεδονίας. Και τέλος όλη η μακεδονική και ελληνιστική τέχνη μαρτυρεί και φωνάζει για την Έναςτων ξένος περιηγητήςτης. ρώτησε, τον προπερασμένο αιώνα, ένα χωρικό από τη ΜΑΚΕεθνικότητα δημιουργών ΔΟΝΙΑ, αν ο τόπος που ζούσε ήταν ελληνικός και αν ο ίδιος ήταν Έλληνας. και του απάντησε: «Σκάψε τη γη που πατάς και θα βρεις αρχαία. αν αυτά δεν είναι ελληνικά, ούτε εγώ είμαι
Έλληνας, αλλά ούτε και ο τόπος, όπου ζω, είναι ελληνικός». Και ο αρχαίος Έλληνας γεωγράφος και περιηγητής Στράβων διασαλπίζει στην οικουμένη ανά τους αιώνες – όπως έχει προαναφερθεί : «Ἔστιν οὖν ΕΛΛΑΣ καί ἡ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Ενώ ο νεότερος ιστορικός Beloch γράφει, όπως έχει λεχθεί, «Το καθαρότερο ελληνικό φύλο πρέπει να είναι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ». Οι Μακεδόνες βασιλιάδες ΦΙΛΙΠΠΟΣ Β΄ και ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Γ΄ (πατέρας και γιος) γκρέμισαν τα γεωφυσικά και πολιτικά φράγματα, που χώριζαν τους βόρειους Έλληνες από τους νότιους Έλληνες, έμπασαν τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ σαν ζωογόνο αίμα στον κορμό της Ελλάδας και έτσι ενωμένη την ΕΛΛΑΔΑ την έστησαν στον πιο υψηλό θρόνο της παγκόσμιας ιστορίας, ώστε να ακτινοβολεί τον ανώτερο πολιτισμό της στις τρεις τότε γνωστές ηπείρους. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ έγινε όργανο της Θείας Πρόνοιας, διέδωσε τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, έτσι εκπολίτισε λαούς και ενοποίησε τα έθνη της Ανατολής, ώστε εύκολα προετοιμασμένα να υποδεχθούν το ΜΕΣΣΙΑ, το Λυτρωτή ΧΡΙΣΤΟ. Θα ήταν ένα από τα πολύ παράξενα αυτού του κόσμου, ένας «βάρβαρος», μη ελληνικός, λαός, όπως θέλουν να παρουσιάζουν τους Μακεδόνες μερικοί ανιστόρητοι και απαίδευτοι πλαστογράφοι, να απλώσει την ελληνική γλώσσα και τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό στην Οικουμένη και να δώσει μια άλλη προοπτική και διάσταση στην Ανθρωπότητα, οικουμενική. Παραταύτα οι Σκοπιανοί συνεχίζουν να διαστρεβλώνουν και να πλαστογραφούν την ιστορία του έθνους μας. Στην πρόσφατη έκδοση ενός «ιστορικού» συγγράμματος με τον τίτλο «28 αιώνων ένδοξη στρατιωτική ιστορία του Μακεδονικού λαού» οι Σλαβοβούλγαροι των Σκοπίων ισχυρίζονται ότι είναι απευθείας απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) αναγορεύεται ως πρώτη νίκη των Σκοπιανών κατά των Ελλήνων, καθώς και η νίκη στο Γρανικό (334 π.Χ.) ως πρώτη νίκη των Σκοπιανών κατά των Περσών. Σε ποιον όμως τα «πουλάνε» αυτά;;; Καταγέλαστη γίνεται η σκοπιανή «ιστοριογραφία» με τους κωμικούς της ισχυρισμούς. Αυτές τις βλακείες γράφουν και ισχυρίζονται οι ανεγκέφαλοι γείτονές μας, που ακόμη παραμένουν απροσδιόριστοι στην εθνική τους υπόσταση. Λένε ότι αποτελούν χωριστή εθνότητα – «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ» - που εξελληνίστηκαν στην αρχαιότητα και αργότερα εκσλαβίστηκαν, στους βυζαντινούς χρόνους, όταν κατέλαβαν οι Σλάβοι τη χώρα τους. Βέβαια τον πλαστογράφο συγγραφέα της Σκοπιανής προπαγάνδας τον φτύνει κατάμουτρα ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ, πληροφορώντας ανά τους αιώνες ότι ο Αλέξανδρος αφιέρωσε στη θεά Αθηνά στην Ακρόπολη της ΑΘΗΝΑΣ 300 περσικές πανοπλίες από τα λάφυρα των Περσών στο Γρανικό με την επιγραφή «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ – ΑΠΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ». [Η γνώση της ιστορικής αλήθειας σε προφυλάσσει από την πλάνη]. Αυτά οι ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ τα αγνοούν. Το 1995 το Ινστιτούτο Εξωτερικών Υποθέσεων της Σουηδίας και το Πανεπιστήμιο Lund σε μελέτη τους για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ αναφέρουν: «Οι ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ υπουργοί δε γνωρίζουν ιστορία. δε γνωρίζουν ότι η ιστορία της Μακεδονίας δεν είναι ιστορία μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων ημών των ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ, διότι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ διέδωσαν τον ελληνικό πολιτισμό στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, που μας επηρεάζει ακόμη και σήμερα». Αλλά και οι Αμερικανοί ιθύνοντες αγνοούν την αλήθεια. Ο ΚΙΣΙΝΓΚΕΡ ΧΕΝΡΙ ΑΛΦΡΕΝΤ, ο γνωστός Αμερικανός πολιτικός γερμανοεβραϊκής καταγωγής – που διετέλεσε υπουργός των εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, στο Παρίσι το 1992 είχε δηλώσει (Top Management Forum 18-19 Ιουνίου 1992): «Η ΕΛΛΑΔΑ έχει δίκαιο για το όνομα (των Σκοπίων). το λέγω αυτό, γιατί εγώ ξέρω ιστορία που δε γνωρίζουν οι υπουργοί και οι αξιωματούχοι στην ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ... Το ισχυρό όπλο της Ελλάδας είναι η ιστορία και οφείλω να πω ότι μέχρι σήμερα η ΑΘΗΝΑ δεν έκανε σωστή χρήση του όπλου αυτού». [Επίσημη δήλωση ότι η πολιτική ηγεσία των Η.Π.Α. (όπως εξάλλου και της Ευρώπης) έχει άγνοια της ιστορικής αλήθειας]. Απόδειξη αποτελεί η αιφνίδια αμερικανική αναγνώριση των Σκοπίων με το όνομα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ». το γεγονός στενοχώρησε πολύ τους ΕΛΛΗΝΕΣ,
συμμάχους των Αμερικανών και φίλους. Απέδειξε όμως ότι για την υπερατλαντική δημοκρατία του «θεόσταλτου πλανητάρχη» ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ Β΄ μετρούν οι κυνικοί υπολογισμοί και όχι τα ιστορικά δεδομένα και επιστημονικά επιχειρήματα (μολονότι ο ίδιος έκανε και ιστορικές σπουδές). Έσπευσε 3 ημέρες μετά την επανεκλογή του στο προεδρικό αξίωμα, αρχές ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2004, να αναγνωρίσει το FYROM (Π.Γ.Δ.Μ.), το κρατικό μόρφωμα των ΣΚΟΠΙΩΝ, με το κλοπιμαίο – ψευδεπίγραφο όνομα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», εξαπατώντας τις προσδοκίες τόσων χιλιάδων ψηφοφόρων του της Ελληνικής Ομογένειας. Αυτό που διέπραξε ο «κύριος» ΜΠΟΥΣ Β΄, «ο προστάτης της παγκόσμιας ειρήνης και δίκαιος πλανητάρχης», ο «μεγάλος – θεόσταλτος – διώκτης και τιμωρός της διεθνούς αδικίας και τρομοκρατίας», από κάθε άποψη δεν είναι ούτε λογικά ούτε ηθικά ούτε πολιτικά νοητό. [Η κυνική αυτή πράξη του «δίκαιου κριτή» ΜΠΟΥΣ Β΄ νομίζω πως είναι ένα ανθελληνικό «πραξικόπημα» στους κόλπους της Ατλαντικής Συμμαχίας, είναι «ενδοσυμμαχική» προδοσία]. Οι ισχυροί της γης, π.χ. οι Η.Π.Α., προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα «άνομα» συμφέροντά τους, είναι έτοιμοι να παραχαράξουν κυνικότατα την ιστορία. Την ιστορική αλήθεια τη δέχονται μέχρι εκεί που εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Όταν τους είναι εμπόδιο, είναι έτοιμοι να βιάσουν και να διαγράψουν με μια κοντυλιά ιστορία χιλιάδων χρόνων. Έτσι π.χ. το υπουργείο Εξωτερικών των Η.Π.Α. δημοσίευσε κείμενο, που παρουσιάζει τους Σκοπιανούς ως απογόνους του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Άκουσον, άκουσον!!! Επίσης οι Η.Π.Α. κυκλοφόρησαν ένα χάρτη που σοκάρει και που θεωρείται αυστηρά απόρρητος από τους Αμερικανούς. Στον χάρτη αυτόν, που περιλαμβάνεται σε επίσημα έγγραφα του υπουργείου Άμυνας των Η.Π.Α., μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι, σύμφωνα με τους συντάκτες του η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και η Χαλκιδική μαζί με το Άγιο Όρος θεωρούνται εδάφη της FYROM κατεχόμενα από την Ελλάδα. Μιας FYROM (ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ την αναφέρουν φυσικά) που βρέχεται από το ΑΙΓΑΙΟ πέλαγος! Το Σώμα Πεζοναυτών των Η.Π.Α. χρησιμοποιεί από το 1999 ένα εγχειρίδιο με τέτοιους χάρτες, που παρουσιάζουν τη Βόρεια Ελλάδα ως περιοχή «κατεχόμενη» από την ΕΛΛΑΔΑ, ενώ «ανήκει» στο κράτος των ΣΚΟΠΙΩΝ. Είναι αδιανόητο μια χούφτα ΑΛΒΑΝΟ-ΣΛΑΒΟΒΟΥΛΓΑΡΟΙ να έχουν μεγαλύτερη πέραση από τους ΕΛΛΗΝΕΣ στην Ουάσινγκτον! Ποια είναι η προσφορά τους;; Βέβαια δε θα υπάρξει κανείς, που θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι οι ράτσες αυτές πρόσφεραν κάτι πιο σπουδαίο στην ΑΜΕΡΙΚΗ, στην ΕΥΡΩΠΗ και γενικά στην Ανθρωπότητα. Όμως επιτρέψατε στην ταπεινότητά μου να προσπαθήσει να εκθέσει στην εξοχότητά σας, κ. «ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΗ», αξιότιμοι κύριοι ΕΤΑΙΡΟΙ της Ε.Ε. και κ.Γενικέ Γραμματέα του Ο.Η.Ε., τί πρόσφερε το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΘΝΟΣ στην Παγκόσμια Ιστορία, τί δίδαξε και πόσο ωφέλησε την ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ από τους αρχαίους χρόνους μέχρι τους νεότερους χρόνους, γιατί εσείς, κύριοι, δεν ξέρετε την ελληνική ιστορία ή τουλάχιστον «την έχετε ξεχάσει» με την ενασχόλησή σας στα "καυτά πολιτικά", διπλωματικά και πολεμικά προβλήματα του πλανήτη... Το αθάνατο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ, αφού πρώτα κατάκτησε την ΑΝΑΤΟΛΗ, κατάκτησε και τη ΔΥΣΗ. Η ΕΥΡΩΠΗ με τη σειρά της μεταλαμπάδευσε το φως του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού με τις ρωμαϊκές λεγεώνες και με τις γεωγραφικές ανακαλύψεις στα πέρατα του κόσμου. Το ελληνικό πνεύμα εξανθρώπισε, εκπολίτισε και εκχριστιάνισε τους βάρβαρους λαούς της Οικουμένης. Αυτό ευεργέτησε και τους ΣΛΑΒΟΥΣ. [Έχουν ήδη εκτεθεί πολλές μαρτυρίες για την προσφορά του Μακεδονικού Ελληνισμού κατά τους Αλεξανδρινούς / Ελληνιστικούς χρόνους. Προσθέτω ακόμη μία]. Ο Dennis Overbye στην εφημερίδα «New York Times», το έτος 2001, έγραψε: «Η διανοητική συνάντηση Ελλήνων και Αράβων είναι από τα μεγαλύτερα συμβάντα της Ιστορίας και οφείλεται στην ελληνική παιδεία, που είχε απλωθεί ανατολικά από τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. Ως γνωστό, Άραβες στη ΒΑΓΔΑΤΗ τον 8ο αιώνα μετέφρασαν στη γλώσσα τους τα κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. εισάγονται στην Ευρώπη και μεταφράζονται το 12ο αιώνα στα λατινικά. Μελετήθηκαν στην ΕΥΡΩΠΗ την εποχή της ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ».
Εξίσου σημαντική υπήρξε η κατά τους βυζαντινούς / μεσαιωνικούς χρόνους εκπολιτιστική εξόρμηση του Βυζαντινού Ελληνισμού για εκχριστιανισμό των Σλάβων στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Υπενθυμίζω σε σας, ηγέτες της Δύσης και της Διεθνούς Κοινότητας, την ομολογία του Γερμανού βασιλιά ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ Β΄ και αυτοκράτορα της ΑΓΙΑΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ του Γερμανικού έθνους (1220-1250), ο οποίος αναφερόμενος στην προσφορά των Ελλήνων είχε γράψει. «... αυτοί είχαν διαδώσει τη χριστιανική πίστη ως τα έσχατα όρια του κόσμου». Επίσης στα νεότερα χρόνια έχουμε τη δήλωση του Ρώσου Πατριάρχη που δήλωσε: «Εάν δεν ήταν οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ (οι Έλληνες Θεσσαλονικείς) αδελφοί μοναχοί ΜΕΘΟΔΙΟΣ και ΚΥΡΙΛΛΟΣ, οι φωτιστές των Σλάβων (που τους διεκδικούν οι Σκοπιανοί και οι Βούλγαροι), εμείς, οι ΡΩΣΟΙ, θα ήμασταν Ασιατικός λαός, Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, και ΕΥΡΩΠΗ δε θα υπήρχε». Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ο ακρογωνιαίος πράγματι αυτός λίθος του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, είναι η πρώτη περιοχή της Ευρώπης, που διάλεξε ο ΘΕΟΣ να φωτισθεί από το ΙΛΑΡΟ ΦΩΣ και από εκεί να διαδοθεί –το φως του ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ – στην υπόλοιπη Ευρώπη. Έγινε όμως η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ «κρανίου τόπος», αμνός κατασπαρασσόμενος πότε από τους αρπακτικούς λύκους του Βορρά, τους βάρβαρους Σλάβους και Βουλγάρους, και πότε από την «ΑΓΙΑ ΕΔΡΑ», την πονηρή αλεπού τη Δύσης (Σχίσμα, Σταυροφορίες, Λατινοκρατία, Φραγκοκρατία). Ο Μακεδονικός Ελληνισμός, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι Σύμμαχοι, στη μακραίωνη ιστορία του όρθωσε αγέρωχος το ανάστημά του και αντιμετώπισε σαν κυματοθραύστης τα πολλά κύματα των ποικιλωνύμων βαρβάρων επιδρομέων λαών και βγήκε νικητής, δεν κάμφθηκε. Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ υπήρξε το εφαλτήριο των επιδρομέων κατακτητών, για να κατακτήσουν και να υποδουλώσουν όλους τους Έλληνες, και όχι μόνον. Πράγματι, αν οι Μακεδόνες δε χρησίμευαν στους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους σαν πρόφραγμα κατά των βαρβαρικών επιδρομών, ο Ελληνισμός δε θα έμενε επί τόσους αιώνες απερίσπαστος να θεμελιώνει τα δόγματα της ελευθερίας και να φτάσει στα περίλαμπρα εκείνα δημιουργήματα της σκέψης και της τέχνης, που τα κληρονόμησε η ανθρωπότητα. Η ΕΛΛΑΔΑ, η πατρίδα των «ΟΧΙ», κύριοι Σύμμαχοι, αντιμετώπισε στους νεότερους χρόνους, στην ηρωική ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 5 συστήματα ολοκληρωτικά μέσα σε 7 δεκαετίες (1878-1949). Οι ΕΛΛΗΝΕΣ στο διάστημα αυτό ματαίωσαν τα σχέδια του ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΥ, ενώ ακόμη στο τμήμα αυτό της πατρίδας μας διαρκούσε η Τουρκοκρατία. Η Ρωσική εφημερίδα της Πετρούπολης «ΝΟΒΟΓΙΕ ΒΡΕΜΙΕ», στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, είχε προφητεύσει: «... Πέτρα του σκανδάλου είναι μόνο ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ και εναντίον αυτού πρέπει να στραφεί η πίεση της Ευρώπης. γιατί ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ θα ματαιώσει τα σχέδια του ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΥ». Συνέβαλαν στη συντριβή του γερμανικού μιλιταρισμού – ιμπεριαλισμού, συμπολεμώντας στο πλευρό των Συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ, στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Η πατρίδα μας στο βωμό του πολέμου αυτού θυσίασε περίπου το 12% του πληθυσμού της (1916-1918) στην κοινή προσπάθεια να συντριβεί ο κοινός εχθρός, ενώ εσείς, Σύμμαχοι Αγγλογάλλοι, χάσατε μαζί μόνο το 6%. Οι ΕΛΛΗΝΕΣ βροντοφώναξαν «ΟΧΙ» στο αήττητο τέρας του ΑΞΟΝΑ και αντιστάθηκαν στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο γενναιότατα, συντρίβοντας και ξεφτιλίζοντας τον ιταλικό φασισμό στο Αλβανικό μέτωπο και ταπεινώνοντας την αριθμητική υπεροχή των ναζιστικών στρατευμάτων στην επική μάχη των ΟΧΥΡΩΝ, στην Ελληνοβουλγαρική μεθόριο, και στην ηρωική μάχη της ΚΡΗΤΗΣ, απασχολώντας τις δυνάμεις του ΑΞΟΝΑ συνολικά 219 ημέρες (1940-1941), εξήντα ημέρες περισσότερο από όλες μαζί τις χώρες που πρόβαλαν αντίσταση: Νορβηγία 61 ημέρες, Γαλλία 43, Πολωνία 30, Βέλγιο 18, Ολλανδία 4, Γιουγκοσλαβία 3, Δανία 0, Τσεχοσλοβακία 0 και Λουξεμβούργο 0. Η πατρίδα μας, η ηρωική ΕΛΛΑΔΑ, είναι η μοναδική χώρα που αναγκάσθηκε να αντιμετωπίσει τους στρατούς 4 κρατών ταυτόχρονα (6-9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941), της ΙΤΑΛΙΑΣ και Αλβανίας στο Βορειοηπειρωτικό μέτωπο και της ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ και Βουλγαρίας στο Μακεδονικό μέτωπο. Οι απώλειες μεγάλες: ΕΛΛΗΝΕΣ μάχιμοι νεκροί 13.676, ενώ κατά τη διάρκεια της τετραπλής κατοχής που ακολούθησε, τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν με διάφορους τρόπους πολλές χιλιάδες Έλληνες άμαχους: οι Αλβανοί Τσάμηδες (σύμμαχοι των Ιταλών – στην Ήπειρο) δολοφόνησαν στην Παραμυθιά, Πάργα, Μαργαρίτιο 1.165, οι Ιταλοί 8.000,
οι Βούλγαροι 25.000 και οι Γερμανοί 50.000 (το σύνολο των θυμάτων των κατακτητών στη διάρκεια της Κατοχής 84.165). Οι απώλειες της Ελλάδας σε ανθρώπινες υπάρξεις στο σύνολο του πληθυσμού της από μάχες, εκτελέσεις, κακουχίες και από τη «μαύρη» πείνα κ.λ.π. ήταν περίπου 750.000 –10% – (ακολουθεί συσχετισμός των απωλειών με τον πληθυσμό που είχαν οι χώρες το 1940): Γαλλία – 653.000 2%, Αγγλία – 368.000 8%, Ολλανδία – 200.000 2,2%, Η.Π.Α. – 187.000 0,1%, Βέλγιο – 59.000 1,5%, Νορβηγία – 8.600, Σοβιετική Ένωση – 2,8%, Πολωνία – 1,8% και η Γιουγκοσλαβία – 1,7%. Η πατρίδα μας και πάλι πρώτη στην παλληκαριά, πρώτη και στα θύματα, όχι όμως και στα κέρδη. Η συμβολή της Ελλάδας στη συντριβή του φασισμού και του ναζισμού είναι πανθομολογούμενη. Πρώτοι οι Έλληνες στην Αντίσταση για την παγκόσμια ελευθερία. Επιτέλους, κύριοι Ηγέτες της ΕΥΡΩΠΗΣ και της ΑΜΕΡΙΚΗΣ, όλο αυτό το ελληνικό αίμα και τα δάκρυα που χύθηκαν ποτάμι και όλες οι ψυχές που χάθηκαν δε θα τεθούν στην πλάστιγγα της Διεθνούς Δικαιοσύνης για την εκτίμηση των εθνικών μας διεκδικήσεων; Σας υπενθυμίζω, κύριοι, ότι τότε, όσο ηχούσαν οι πολεμικές σάλπιγγες και κρατούσε η κλαγγή των όπλων, οι κυβερνήσεις σας γέμιζαν τους αιθέρες, μέσω των ερτζιανών κυμάτων, και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με πολλά εγκώμια για την αντίσταση της αγωνιζόμενης μικρής Ελλάδας και κέντριζαν με τα «παχιά» τους λόγια, τα απατηλά, τη φιλοτιμία των «ηρώων» Ελλήνων αγωνιστών να πέφτουν στη φωτιά της μάχης με αυταπάρνηση. Να, τι έγραψε τότε ο Άγγλος συγγραφέας Compton Makenzy: «Σε μια κορυφή της ΠΙΝΔΟΥ ας υψωθεί ένας τεράστιος ναός Δωρικού ρυθμού, που να είναι ανοικτός στους τέσσερις ανέμους και του οποίου η στέγη θα καλύψει τα οστά του ΕΛΛΗΝΑ Άγνωστου Στρατιώτη, που άφησε την τελευταία του πνοή στα χιόνια της Βορείου Ηπείρου μαχόμενος για την ελευθερία και την ακεραιότητα της πατρίδας του. Η αύρα των γύρω του ναού βουνών ας συγκεντρώνει πάντα σε μια ατέλειωτη παρέλαση ολόκληρη τη θεωρία των απανταχού ηρώων, Άγγλων, Αμερικανών, Γάλλων, Ρώσων, Πολωνών, Τσέχων, Ολλανδών, Βέλγων, Νορβηγών, οι οποίοι σε υπέρτατη προσπάθεια διέσωσαν τη χώρα τους από το επονείδιστο άγος. Και στην κεφαλή της ατέλειωτης αυτής παρέλασης ας τεθεί ένας ΕΛΛΗΝΑΣ πολεμιστής, το γνησιότερο τέκνο της Ελευθερίας, του οποίου η κραυγή «ΑΕΡΑ» θα αντηχεί πάντα πάνω από τις θάλασσες και τα βουνά». [Η ΠΙΝΔΟΣ έγινε η έδρα της παγκόσμιας ελευθερίας των εθνών για τα νεότερα χρόνια. Αλλά, όταν έσβησε η φωτιά του πολέμου και δε χρειάζονταν άλλο την ΕΛΛΑΔΑ, ξέχασαν τα πάντα οι νικητές]. Σας υπενθυμίζω επίσης, κύριοι Ηγέτες της ΕΥΡΩΠΗΣ και της ΑΜΕΡΙΚΗΣ, ότι εδώ στις Μακεδονικές «Θερμοπύλες» συντρίφθηκε και η κομμουνιστική ανταρσία, η υποκινούμενη από τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό και ναυάγησαν τα σχέδια της Σοβιετικής Ρωσίας να επεκταθεί προς τη Μεσόγειο (1949). Να μας αφήσετε επιτέλους ήσυχους με την ιστορία μας και την πολιτιστική κληρονομιά μας αλώβητη, να παύσετε να μας επιβουλεύεσθε. Μακριά τα χέρια σας από τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και όλη την Ελλάδα. Μη μας φθονείτε. Μην είσθε αχάριστοι και αγνώμονες. Κύριε «ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΗ» ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ, σας υπενθυμίζω ότι τον προπερασμένο αιώνα, όταν εμείς, οι ΕΛΛΗΝΕΣ, αγωνιζόμασταν να αποτινάξουμε τα δεσμά της οθωμανικής τυραννίας, είχαμε την ηθική και υλική συμπαράσταση του φιλειρηνικού Αμερικανικού λαού. Ο απόμακρος προκάτοχός σας, πρόεδρος των Η.Π.Α., JAMES MONROE, όταν έλαβε την ελληνική επαναστατική διακήρυξη του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, στο ετήσιο προεδρικό διάγγελμά του στις 4 Δεκεμβρίου 1822 δήλωσε: «Είναι αδύνατο να ακούει κανείς τις ταλαιπωρίες που περνάει η ΕΛΛΑΔΑ, χωρίς να συγκινηθεί βαθύτατα. το όνομά της γεμίζει το νου και την καρδιά μας με τα υψηλότερα και ευγενέστερα αισθήματα». Ο ΘΩΜΑΣ ΤΖΕΦΕΡΣΟΝ επίσης έγραψε: «Κανένας λαός δεν ξεπερνά τον αμερικανικό στη συμπάθεια για τους ΕΛΛΗΝΕΣ... γιατί είναι το πρώτο από τα πολιτισμένα έθνη, που παρουσίασε παραδείγματα του πώς πρέπει να είναι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
Στα τέλη του 1823 είχε δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Νέας Υόρκης το ακόλουθο κείμενο: «... Ο λαός των Η.Π.Α. θα δείξει μεγάλο ενδιαφέρον στον αγώνα των Ελλήνων, αυτής της φυλής των ανθρώπων, που υπήρξαν οι πατέρες του πολιτισμού και οι οδηγοί της ανθρωπότητας στις τέχνες, στα γράμματα, στις επιστήμες, στις αρχές των πολιτικών ελευθεριών και στις βάσεις της ιερής μας θρησκείας». Βλέπετε, κύριε ΜΠΟΥΣ, τι έγραφαν οι αμερικανικές εφημερίδες της ρομαντικής εκείνης εποχής; Συγκινείσθε άραγε καθόλου; Σε όλες σχεδόν τις πολιτείες είχαν συγκροτηθεί φιλελληνικές επιτροπές και οι κυβερνήτες, οι γερουσιαστές και οι βουλευτές συναγωνίζονταν για το ποιος θα έλεγε τα πιο εγκωμιαστικά λόγια για το παρελθόν και το παρόν της Ελλάδας, όπως ο φλογερός φιλέλληνας γερουσιαστής της Μασαχουσέτης ΝΤΑΝΙΕΛ ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ, ο οποίος ομιλώντας στο Κογκρέσσο στις 5 Δεκεμβρίου 1823 είχε πει: «... Τόσο εμείς όσο και η λοιπή ανθρωπότητα είμαστε σε μεγάλο βαθμό οφειλέτες της». Στο Σινσινάτι, κέντρο του φιλελληνισμού, στις 23 Ιανουαρίου 1824 εκφώνησε σημαντικό λόγο για τους Έλληνες ο στρατηγός τότε και αργότερα πρόεδρος των Η.Π.Α. ΧΕΝΡΥ ΧΑΡΙΣΣΟΝ: «Πρέπει να βοηθήσουμε όλοι τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων. ο ανθρωπισμός, η πολιτική και η θρησκεία μας το απαιτούν. πρέπει όλοι να στείλουμε αυθόρμητα την προσφορά μας...». Κάποιοι μάλιστα φλογεροί Αμερικανοί φιλέλληνες ήρθαν και πρόσφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο πλευρό της αγωνιζόμενης Ελλάδας στα πεδία των αιματηρών συγκρούσεων. Ανάμεσα σ΄ αυτούς εξέχουσα θέση κατέχει ο γιατρός SAMOUEL HOWE (Σαμουήλ Χάου). έφτασε στην επαναστατημένη Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 1825, και, νέος απόφοιτος της ιατρικής σχολής, έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία των πασχόντων πολεμιστών της ελευθερίας. Θα μπορούσα, κ. «ΠΛΑΝΗΤΑΡΧΗ», να σας αναφέρω και άλλες περιπτώσεις ευγενών προγόνων σας, που στάθηκαν με ευγένεια και ευλάβεια, αλλά και με ευψυχία στο πλευρό της Ελλάδας. Ιδιαίτερα όμως κατασυγκινεί εμάς τους ΕΛΛΗΝΕΣ η εθελοντική θυσία του νεαρού Αμερικανού ευπατρίδη ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ ΤΑΟΥΝΖΕΝΤ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ. Πρόκειται – σας το υπενθυμίζω – για τον ανεψιό του Αρχηγού της Αμερικανικής Επανάστασης και πρώτου Προέδρου της Δημοκρατίας σας ΤΖΟΡΤΖ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ. Ήταν αξιωματικός του πυροβολικού στην πατρίδα του και εγκατέλειψε τις τάξεις του στρατού, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου έφτασε τον Ιούνιο του 1825. Στο ημερολόγιο της ζωής του ο νεαρός ευγενής Αμερικανός σημειώνει: «... Το να αγωνίζεται κανείς για την ελευθερία είναι σαν να συνομιλεί με τον ίδιο το ΘΕΟ. Εγώ ξεκίνησα να αγωνισθώ για τη σκλαβωμένη ΕΛΛΑΔΑ, όπως θα αγωνιζόμουνα για την ίδια την πατρίδα μου. αδιαφορώ για το θάνατο... για μένα θα είναι μια ευτυχισμένη στιγμή, αν κλείσω τα μάτια μου για πάντα κάτω από τις ελληνικές πικροδάφνες... Η ΕΛΛΑΔΑ με χρειάζεται και σ΄ αυτή μονάχα ανήκει κάθε σταγόνα του αίματός μου... Θέλω να καώ στη φλόγα του πολέμου». Και έτσι έγινε! Πέθανε στο Ναύπλιο στις 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 1827. Ήταν μόλις 26 ετών. Τόσο μεγάλη και τόσο αγνή ήταν η αγάπη των προγόνων σας για τους αγωνιζόμενους Έλληνες, κ.Πλανητάρχη, ώστε έκτιζαν ακόμη και νέες πόλεις ή μετονόμαζαν άλλες με τα ένδοξα ονόματα «ΕΛΛΑΔΑ» και «ΑΘΗΝΑΙ». Γνωρίζουμε ότι η πόλη Νορθάμπτον στις 2 Μαρτίου 1822 μετονομάσθηκε σε «ΕΛΛΑΔΑ». Σε πολλές πολιτείες υπάρχουν πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, που φέρουν το όνομα «ATHENS», όπως στην πολιτεία της ΓΕΩΡΓΙΑΣ η πόλη ATHENS, που κτίσθηκε το 1801, στην πολιτεία ΟΧΑΪΟ, που ιδρύθηκε το 1809, στην πολιτεία ΤΕΝΝΕΣΗ. Τέλος το 1825 μία καινούργια πόλη «ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ» τιμά τον αρχηγό της ελληνικής επανάστασης. Οι πρόγονοί σας, κ. ΜΠΟΥΣ, τον προπερασμένο αιώνα, όπως διαπιστώνετε, εκφράζουν την καλοσύνη τους, την ευγνωμοσύνη τους, την ευγένειά τους, τον θαυμασμό τους και τις ειλικρινείς ευχαριστίες τους για την προσφορά των Ελλήνων στην Ανθρωπότητα. Μάλιστα πρόσφεραν πολλά για τους Έλληνες, που αγωνίζονταν για την απόκτηση της ελευθερίας τους, κατά την επανάστασή τους το 1821, και η προσφορά τους θα ήταν πολλαπλάσια - με φιλελληνικά ένοπλα τμήματα στο πλευρό μας - αν δεν ίσχυε η Διακήρυξη του δόγματος ΜΟΝΡΟΕ: «Η Ευρώπη για την Ευρώπη και η Αμερική για την Αμερική». Γιατί μετά άλλαξαν; Γιατί τις τελευταίες δεκαετίες αντιστρατεύεσθε στα εθνικά μας ζητήματα; Γιατί δε συστρατεύεσθε με
τους ΕΛΛΗΝΕΣ, τους ευεργέτες της Ανθρωπότητας, εναντίον των παραχαρακτών και πλαστογράφων της Ελληνικής ιστορίας;;; Μη συνοδοιπορείτε με αυτούς. Μην πηγαίνετε, κ. Πλανητάρχη, κόντρα στην ιστορική δικαιοσύνη και στην ιστορική αλήθεια. Δεν είναι ούτε λογικό, ούτε ηθικό, ούτε δίκαιο, για κάποια «άνομα συμφέροντα» της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής της χώρας σας, να μας αδικείτε. έτσι προσβάλλεται ο πολιτισμός, του οποίου εμείς είμασθε οι δημιουργοί και σεις οι αποδέκτες. Μη, λοιπόν, αδικείτε τους ευεργέτες σας. Γιατί η εξωτερική πολιτική των Η.ΠΑ. απεργάζεται το κακό μας; Έτσι τουλάχιστον διαφαίνεται (1994) από τα λόγια του Χένρυ Κίσσινγκερ: «Ο ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι΄ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ δηλαδή να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει. Έτσι μόνο θα πάψει να μας παρενοχλεί στις περιοχές των Βαλκανίων και της Ανατολής, τις τόσο σημαντικές για τα συμφέροντα των Η.Π.Α.». Όμως ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ, αυτός ο ανυπότακτος Τιτάνας της παγκόσμιας ιστορίας, ορθώνει το ανάστημά του αγέρωχα στις επάλξεις της ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. Πόσο ευτυχισμένοι, κύριε ΠΡΟΕΔΡΕ της μεγάλης και πανίσχυρης ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, θα ήταν οι ΕΛΛΗΝΕΣ, αν οι νεο-Αμερικανοί είχαν τις προγονικές τους αρετές και διαπνέονταν από ευγενικά - φιλελληνικά - αισθήματα, όπως εκείνοι τότε! Εμείς, οι ΕΛΛΗΝΕΣ, ευγνωμονούμε το Αμερικανικό έθνος για όποια καλά κατά το παρελθόν μάς έχει προσφέρει έναντι των όσων καλών τού έχουμε προσφέρει εμείς. Ο πατέρας σας, κύριε ΜΠΟΥΣ, όταν και αυτός ήταν πρόεδρος, είχε δηλώσει: «... Η χώρα μου αντλεί φως από την ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ». Αλήθεια, κύριε Πλανητάρχη, το θυμάστε; Να συνεχίσετε να αντλείτε από το «ἀνέσπερον καί ἱλαρόν φῶς» της ελληνοχριστιανικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. να αναβαπτισθήτε στην ευεργετική και σωτήρια κολυμβήθρα «ΣΙΛΩΑΜ» του Ελληνικού πνεύματος, όμως να μάθετε και να μην το ξεχάσετε ποτέ και σεις και όσοι θα σας διαδεχθούν στο προεδρικό αξίωμα, ότι δημιουργός και κληροδότης αυτού του πνευματικού θησαυρού είναι ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ. Γι΄ αυτό παρακαλώ, «κύριε» ΜΠΟΥΣ, να σπεύσετε να επανορθώσετε το πολύ μεγάλο ιστορικό κακό που έχετε διαπράξει. γιατί δεν προσβάλατε και δεν αδικήσατε μόνο την ΕΛΛΑΔΑ, συνοδοιπορώντας με τους διαστρεβλωτές και πατρονάροντας τους παραχαράκτες και πλαστογράφους της ελληνικής ένδοξης ιστορίας, που τόσο ένθερμα εξύμνησαν οι πρόγονοί σας Αμερικανοί, αλλά ατιμάσατε και βλάψατε την Παγκόσμια Ιστορία. Να σπεύσετε να ακυρώσετε παρακαλώ, το «ταχύτερον δυνατόν», την ονοματοθεσία «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» από αυτό το Αλβανο-Σλαβο-βουλγαρικό κρατικό μόρφωμα των Σκοπίων. Φανείτε αντικειμενικοί, ορθολογιστές. η ιστορία δε διαγράφεται και μια φορά γράφεται. το ιστορικό γεγονός δεν είναι επαναλαμβανόμενο. Το όνομα, που αποτολμήσατε να αφαιρέσετε από την πατρίδα του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, των Θεσσαλονικέων αδελφών ΚΥΡΙΛΛΟΥ και ΜΕΘΟΔΙΟΥ... ανήκει μόνο στην ΕΛΛΑΔΑ και είναι ιερό και απαραβίαστο. Αποτελεί για μας παρακαταθήκη των αιώνων. Γιατί η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι μία και είναι μόνο ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Σας υπενθυμίζω, αξιότιμοι Ευρωπαίοι Εταίροι μας, ότι μας χρωστάτε πολλά. Και πρώτα-πρώτα η ΕΥΡΩΠΗ η ίδια χρωστάει το όνομά της στην ΕΛΛΑΔΑ. Είναι παρμένο από την ελληνική μυθολογία και με τη γεωγραφική της έννοια αναφέρεται για πρώτη φορά από τον ΗΡΟΔΟΤΟ, τον πατέρα της ιστορίας, τον 5ο π.Χ. αιώνα. Εταίροι και Σύμμαχοί μας, μην ξεχνάτε ότι το ευρωπαϊκό αλφάβητο είναι το αρχαϊκό ελληνικό αλφάβητο εκλατινισμένο και ότι ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίζεται πάνω στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί, μετά την υποταγή του ελληνισμού στους ΡΩΜΑΙΟΥΣ, σύμφωνα πάντοτε με τη γνωστή επίσημη ομολογία του Λατίνου ποιητή Οράτιου ότι η ΕΛΛΑΔΑ νίκησε πνευματικά τη ΡΩΜΗ. Ο πολιτισμός αυτός, που εισάγεται στην ΕΥΡΩΠΗ δια μέσου της Ρώμης, είναι ο ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ (ο Αλε-
ξανδρινός-Ελληνιστικός πολιτισμός). είναι εκείνος που δημιουργήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους στρατηγούς του – βασιλιάδες – που τον διαδέχθηκαν. Επίσης σας υπενθυμίζω, ΗΓΕΤΕΣ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ, ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι ο πυλώνας, από τον οποίο πέρασε ο Απόστολος Παύλος και δίδαξε το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ του ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ στην ΕΥΡΩΠΗ, και από εκεί το θείο ΦΩΣ έλαμψε σ΄ όλη τη Δύση. Επίσης στα ελληνικά είναι γραμμένη και η επιστολή του Αποστόλου Παύλου «προς ΡΩΜΑΙΟΥΣ», επειδή στη Ρώμη είχαν εγκατασταθεί πάρα πολλοί Έλληνες, αλλά και πολλοί Ρωμαίοι είχαν αποκτήσει ελληνική παιδεία. Και όταν -14 αιώνες μετά- η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ της Κωνσταντινούπολης έγερνε κάτω από το γιαταγάνι του Οθωμανού σουλτάνου, έγινε νέα πάλι μεταλαμπάδευση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από ΕΛΛΗΝΕΣ λογίους, που εγκαταστάθηκαν στη Δύση, μεταφέροντας εκεί τις πλούσιες βιβλιοθήκες τους. Φωτίσθηκαν από το αθάνατο ελληνικό πνεύμα οι πρόγονοί σας και προχώρησαν στον «Ανθρωπισμό», στην «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ» και στο «Διαφωτισμό», αναπτύσσοντας τα γράμματα, τις επιστήμες και τις καλές τέχνες. Είμαστε οι φωτοδότες της ΕΥΡΩΠΗΣ και όλης της ανθρωπότητας. έχουμε επίγνωση και γι' αυτό είμαστε υπερήφανοι. Ο σημερινός ανώτερος ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ουσιαστικά είναι εξέλιξη του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, που τον θωράκισε ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ. Εμείς, ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ, είμαστε οι δημιουργοί του παγκόσμιου πολιτισμού, οι ευεργέτες της ανθρωπότητας, γι' αυτό ζητούμε την αναγνώριση της ευεργεσίας μας προς το κοινωνικό σύνολο και το σεβασμό σας. Και αυτό το «πιστεύω» μας θα ήταν εγωιστικό και πολύ σοβινιστικό, αν το λέγαμε μόνο εμείς. αλλά το είπαν πολλοί και το επαναλαμβάνουν σπουδαίοι σοφοί και ποιητές της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας διανόησης και ισχυροί άνδρες της πολιτικής. Εσείς, όμως, «αξιότιμοι κύριοι» ΕΤΑΙΡΟΙ της Ευρώπης, πράττετε τα εντελώς αντίθε. τα μας προσφέρετε «ἀντί τοῦ μάννα χολήν». Εισπράττουμε-αντί την ευγνωμοσύνη σας- την απαξίωσή σας. Στη σκέψη σας ήταν από το 1999 (Οκτώβριος –Νοέμβριος) η δημιουργία του "ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ" στις Βρυξέλλες, του οποίου αφετηρία θα ήταν η βασιλεία του Καρόλου Α', (του Καρλομάγνου), του Φράγκου ηγεμόνα που στέφθηκε επίσημα από τον πάπα της Ρώμης αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (800-814). Έτσι η χώρα μας αποκλειόταν από τη συμμετοχή σ' αυτό. γιατί;;; Η Ελληνική Αρχαιότητα και το Ελληνοχριστιανικό Ορθόδοξο Βυζάντιο δε θα είχαν μια θέση σε ένα μουσείο, που θα έδειχνε την ιστορία και τον πολιτισμό της γηραιάς ηπείρου, αδιάφορο αν ακόμη και το όνομα "ΕΥΡΩΠΗ" είναι ελληνική λέξη, καθώς και η λέξη "ΜΟΥΣΕΙΟΝ" (κατοικία των Μουσών / των γραμμάτων και των τεχνών).Δηλαδή, Κύριοι, βγάζατε από τη μέση και αγνούσατε τα θεμέλια του Ευρωπαϊκού πολιτισμού; Ξεχάσατε την ιστορία ή πάσχετε από αίσθημα μειονεκτικότητας; Θυμηθείτε τι είχε τονίσει ο ΠΩΛ ΒΑΛΕΡΥ (1871-1945): «Ο Ευρωπαίος άνθρωπος δεν ορίζεται από τη φυλή, ούτε από τη γλώσσα, ούτε από την εθνικότητά του, αφού η ΕΥΡΩΠΗ είναι μητέρα γη πολλών γλωσσών, εθνών και παραδόσεων. Ευρωπαίος είναι όποιος ανήκει σε λαό που έχει ενστερνισθεί το ρωμαϊκό κανόνα δικαίου, που κατέχει καλά την ελληνική παιδεία και που έχει δεχθεί και αφομοιώσει τη χριστιανική διδασκαλία». Το ερώτημα όμως είναι, αν είναι δυνατό να εννοηθεί ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ χωρίς την ΕΛΛΑΔΑ και το ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Θα αφήσω γι' αυτό να μιλήσουν μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας, της διανόησης, της τέχνης και της πολιτικής της ΕΥΡΩΠΗΣ, και όχι μόνο. Πρώτος εκφραστής της μεγάλης αυτής αλήθειας, στην αρχαιότητα, σας υπενθυμίζω, κύριοι ΕΤΑΙΡΟΙ, είναι ο Λατίνος ποιητής ΟΡΑΤΙΟΣ, ο οποίος ομολογεί ότι η ΡΩΜΗ (η ΕΥΡΩΠΗ) εκπολιτίσθηκε από τους ΕΛΛΗΝΕΣ. Επίσης στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα ο Γερμανός αυτοκράτορας ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ Β' ομολογεί, όπως έχει προαναφερθεί, ότι οι ΕΛΛΗΝΕΣ του ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ είχαν διαδώσει τη χριστιανική πίστη ως τα έσχατα όρια του κόσμου. Εκφραστικότερος όμως από όλους είναι, στους νεότερους χρόνους, ο μεγάλος Γερμανός ποιητής, δραματουργός και φιλόσοφος, ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΣΙΛΕΡ (1759-1805), ο πιο ειλικρινής θαυμαστής του Ελληνικού πολιτισμού και της προσφοράς των Ελλήνων. Αποκαλύπτει από τότε το
μειονεκτικό πνεύμα που κατέχει τους Ευρωπαίους απέναντι στην Ελλάδα. Και η αποκάλυψη αυτή έρχεται με το ποίημά του, που έχει τον τίτλο: «ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΕ ΕΛΛΗΝΑ». Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου να στρέψω την προσοχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω. Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, ΕΣΥ μπροστά μου, μπροστάρης και αξεπέραστος . Επιστήμη ζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, δημοκρατία, ισονομία, ισοπολιτεία, ΕΣΥ μπροστά. Αθλητισμό γυρεύω, το γιατρικό του κορμιού μου, ΕΣΥ πάλι μπροστά, μπροστάρης και αξεπέραστος. Καταραμένε ΕΛΛΗΝΑ, Καταραμένη γνώση, γιατί να σ'αγγίξω; Για να καταλάβω πόσο μικρός είμαι; Πόσο ασήμαντος και μηδαμινός; Γιατί, γιατί δε μ' αφήνεις στην ησυχία μου και στην ξεγνοιασιά μου; Ο μεγάλος επίσης Γερμανός ποιητής ΓΚΑΙΤΕ έγραψε: «Οι Έλληνες είναι δάσκαλοί μας, είναι άφθαστες διάνοιες. Ό,τι είναι η καρδιά και ο νους για το σώμα, είναι η ΕΛΛΑΔΑ για την ανθρωπότητα». Ο μεγάλος και θερμός λάτρης της ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Γερμανός αρχαιολόγος ΒΙΝΚΕΛΜΑΝ ΓΙΟΧΑΝ, ιδρυτής της αρχαιολογικής επιστήμης και ο μεγαλύτερος θεωρητικός του νεοκλασικισμού (18ος αιώνας), αναφερόμενος στην τελειότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού διακηρύσσει και γράφει: «Ο μοναδικός δρόμος για την τελειότητα είναι η μίμηση των αρχαίων Ελλήνων ... για να γίνει κανείς άνθρωπος, πρέπει πρώτα να γίνει Έλληνας». Η φωνή του προστίθεται στη φωνή του μεγάλου Γκαίτε, ο οποίος προέτρεπε τους συμπατριώτες του να γίνουν ΕΛΛΗΝΕΣ και δε σταμάτησε να συμβουλεύει τους Γερμανούς να διαβάζουν και να ξαναδιαβάζουν τα ελληνικά κλασικά κείμενα. Ο ΝΙΤΣΕ, Γερμανός επίσης, μεγάλος φιλόσοφος, φιλόλογος και συγγραφέας, στο βιβλίο του «Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» γράφει: «Σχεδόν σε κάθε εποχή οι διαδοχικοί πολιτισμοί προσπάθησαν με αγανάκτηση να αποσείσουν το ζυγό των Ελλήνων, γιατί κάθε προσωπική δημιουργία, ενώ εκ πρώτης όψεως θαυμαζόταν ειλικρινά σαν πρωτότυπη, δίπλα σ' αυτούς έχανε ξαφνικά το χρώμα και τη ζωντάνια της και γινόταν έκτρωμα αδέξιας μίμησης και γελοιογραφία... και κάθε στιγμή ξεσπάει για μια ακόμη φορά η υπόκωφη οργή, η μαζεμένη στα βάθη της καρδιάς εναντίον αυτού του αλαζονικού λαού, που είχε την τόλμη να χαρακτηρίσει με το επίθετο "βάρβαρος" κάθε τι που ήταν ξένο. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, λέμε, που διεκδικούν ανάμεσα στους λαούς μια ξεχωριστή θέση; Όμως ούτε ο φθόνος ούτε η αχαλίνωτη συκοφαντία και η οργή κατόρθωσαν να αγγίξουν την αυθάδη τους γαλήνη. Γι' αυτό ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ. Ας τολμήσουμε, επιτέλους, να διαλαλήσουμε πως οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους τα χαλινάρια της τέχνης, όπως άλλωστε κάθε τέχνης...». Ο ίδιος επίσης ο ΝΙΤΣΕ είπε ότι, για να σωθεί η ανθρωπότητα, πρέπει να εξελληνισθεί. Εκδήλωσε τον απέραντο θαυμασμό του για τον ελληνικό πολιτισμό λέγοντας: «Ο κόσμος μπορεί να είναι όσο θέλει σκοτεινός, όμως αρκεί να παρεμβάλουμε σε αυτόν ένα κομμάτι ελληνικής ζωής, για να φωτισθεί αμέσως άπλετα». Ο Γερμανός, επίσης, παγκόσμιας φήμης κλασικός φιλόλογος, WERVER JAEGER έγραψε: «... Έτσι δημιουργήθηκε το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, που φωτίζει τους λαούς της γης και σήμερα και πάντα θα τους φωτίζει». Ο κορυφαίος, επίσης, Γερμανός φιλόλογος, ακαδημαϊκός των νεότερων χρόνων ΒΙΛΑΜΟΒΙΤΣ (1848-1931), ο οποίος κατατάσσεται στην
πρώτη σειρά των μεγάλων μετά την Αναγέννηση, επιβεβαιώνει: «Το Ελληνικόν Έθνος έχει την ηγεμονίαν του πολιτισμού της ανθρωπότητας. Οι Έλληνες υπήρξαν ανέκαθεν φιλελεύθεροι και ελευθερωτές και ουδέποτε κατακτητές. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΛΗ ίσταται υψηλότερα πάσης άλλης, διότι έχει το προνόμιο να είναι η μητέρα της Ελευθερίας και παντός πολιτισμού». Και ο πρώην πρόεδρος της Γερμανικής Δημοκρατίας ο ΒΑΪΤΣΕΚΕΡ, είχε δηλώσει: «Ο πολιτισμός στη Γερμανία εισήλθε από το ΒΥΖΑΝΤΙΟ, χάρη στην Ελληνίδα πριγκίπισσα Θεοφανώ». Ο ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ, ο κορυφαίος Γάλλος διανοητής και εγκυκλοπαιδιστής του 18ου αιώνα (από τους εκπροσώπους του γαλλικού Διαφωτισμού) γράφει: «Στην Ελλάδα οφείλουμε τα φώτα μας και όλες τις αρετές μας.... Επιθυμία μου είναι η ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή γλώσσα όλων των λαών». Ο μεγάλος Γάλλος πολιτικός του 20ου αιώνα ΚΛΕΜΑΝΣΩ έχει πει: «Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΟΣ είναι ο ευεργέτης της ανθρωπότητας στους αιώνες των αιώνων». Ο ΕΤΙΕΝ ΣΟΥΡΙΩ, Γάλλος διανοούμενος και καθηγητής είπε: «Κάθε άνθρωπος πρέπει να ξέρει πως έχει δύο πατρίδες. οποιαδήποτε είναι η μία πατρίδα του, η άλλη είναι η ΕΛΛΑΔΑ». Ο Γάλλος επίσης διανοούμενος EDWARD HEPPIOT, μετά τον πόλεμο του 1940, είχε γράψει: «...Η πατρίδα του Πλάτωνα, του Περικλή, του Φειδία, η γη όπου άνθησε η ομορφιά στην πιο τέλεια έκφρασή της, δεν ήταν δυνατό να πεθάνει...». Και ο ANDRE MAUROIS, επίσης Γάλλος διανοούμενος της εποχής εκείνης, είχε δηλώσει: «... Ο Μαραθώνας, οι Θερμοπύλες, η Σαλαμίνα ανήκουν στο δικό μας παρελθόν... ο Ελληνικός λαός μας δίδαξε από τα παλιά τα χρόνια πως να ζούμε, να σκεπτόμασθε, να αγωνιζόμαστε και πώς πρέπει να πεθαίνουμε». Ο φιλόσοφος ΓΟΥΪΛ ΝΤΙΡΑΝ το 1960 έγραψε στην Παγκόσμια Ιστορία του: «Όλα τα σημερινά πολιτισμένα κράτη είναι πνευματικές αποικίες της Ελλάδας...». Ο διάσημος Γάλλος ακαδημαϊκός και ποιητής ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ, σε ερώτηση της Ελληνίδας ΑΡΒΕΛΕΡ- ΓΛΥΚΑΤΖΗ ΕΛΕΝΗΣ, πανεπιστημιακής καθηγήτριας της Γαλλίας, ιστορικού – βυζαντινολόγου, καγκελάριου των γαλλικών πανεπιστημίων, γιατί δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα, αφού τη θαύμαζε τόσο πολύ, απάντησε: «εσείς θα πηγαίνατε στη Γερμανία, την εποχή που κατείχε την πατρίδα σας;» και επειδή εκείνη ξαφνιάστηκε, ο Μπρετόν συμπλήρωσε το συλλογισμό του λέγοντας: «Μα εσείς μας κατέχετε 25 ολόκληρους αιώνες». [Θρίαμβος της Ελλάδας αυτή η πνευματική " κατοχή" των Ευρωπαίων]. Επίσης η επιφανής σύγχρονη Γαλλίδα ελληνίστρια και θαυμάστρια του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ΖΑΚΛΙΝ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΙ λέει: «Κάθε γενιά βρίσκει στα αρχαία κείμενα ιδέες που κανένας δεν είχε δει πριν. και θα βρούμε και άλλες στο μέλλον». Για την προσφορά, επίσης, του Βυζαντίου ο Γάλλος λόγιος και καθηγητής PAUL LEMERIE επιβεβαιώνει: «Εκείνο που φέρνει το ΒΥΖΑΝΤΙΟ πιο κοντά μας είναι ένας ανθρωπισμός που έχει στη βάση του την αρχαία ελληνική έννοια του ανθρώπου...». Ο Ολλανδός βυζαντινολόγος ΕΣΛΙΝΓΚΕΡ συγκρίνει το νεότερο εθνικό ποιητή της Ελλάδας, Κωστή Παλαμά, με τον τραγικό Αισχύλο. [Και αυτό λέει πολλά, μαρτυρεί τη συνέχειά μας]. Ενώ στο μεσαίωνα ο ΕΡΑΣΜΟΣ, επίσης Ολλανδός, είχε επινοήσει τον τρόπο για την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων από το στερεότυπο. Ο Άγγλος ποιητής ΣΕΛΕΪ βροντοφώναξε: «Είμαστε όλοι Έλληνες». Ο Άγγλος επίσης, ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΡΑΣΕΛ, μαθηματικός, φιλόσοφος και συγγραφέας (βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας) έγραψε: «... Οι ΕΛΛΗΝΕΣ επινόησαν τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, την επιστήμη, στοχάσθηκαν ελεύθερα πάνω στη φύση του κόσμου και τους σκοπούς της ζωής....». Όλοι αυτοί, ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ, είναι γνώστες του Αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού και είναι πρόγονοί σας. θεωρούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό φυσικό τους πρόδρομο και τους εαυτούς τους διαδόχους του. Στη σύγχρονη εποχή, ο Άγγλος συγγραφέας ΤΟΜΑΣ ΚΑΧΙΛ θεωρεί την ΕΛΛΑΔΑ θεμέλιο του Δυτικού πολιτισμού και αναφέρεται στην αξία της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς στην καθημερινή ζωή κάθε ανθρώπου. Στο υπέροχο βιβλίο του «Γι' αυτό έχουν σημασία οι
ΕΛΛΗΝΕΣ» στέλνει αιώνια μηνύματα στους ισχυρούς της γης, αλλά και στους ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων όλου του κόσμου, και τους υπενθυμίζει τι δίδαξαν και τι πρόσφεραν οι ΕΛΛΗΝΕΣ στους Δυτικούς και σ' όλο τον κόσμο γενικότερα. «Ζούμε» γράφει «σε μια εποχή που η ΕΛΛΑΔΑ και ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ έχουν επανέλθει στο προσκήνιο σε παγκόσμιο επίπεδο. η ελληνική σκέψη γίνεται πάλι επίκαιρη. Ό,τι κι αν ζούμε σήμερα, ό,τι ελπίζουμε να μάθουμε, ό,τι επιθυμούμε περισσότερο να αποκτήσουμε, ό,τι προσπαθούμε να ανακαλύψουμε, διαπιστώνουμε πως το είχαν βρει πρώτοι οι ΕΛΛΗΝΕΣ και τους βρίσκουμε κι εκείνους μπροστά μας. Είναι οι ευεργέτες της ΔΥΣΗΣ». Τέλος ο σύγχρονος Αργεντινός λογοτέχνης ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΪΣ, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των γραμμάτων της Λατινικής Αμερικής, είπε για την Ελλάδα: «… Όλα άρχισαν εκεί». Το τί σημαίνουν και το τί αξίζουν οι Έλληνες, πρώτοι το είχαν διαπιστώσει, ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα, οι Αιγύπτιοι. Τιμή μας! Τη νεανικότητα, την επικαιρότητα και το δημιουργικό σφρίγος της Ελληνικής φυλής επισημαίνει το Αιγυπτιακό ιερατείο στο σοφό Αθηναίο νομοθέτη ΣΟΛΩΝΑ, κατά την επίσκεψή του στη Μέμφιδα: «Σόλων, Ἕλληνες ἀεί παῖδές ἐστε, γέρων δέ Ἕλλην οὐκ ἔστιν. νέοι ἐστέ τάς ψυχάς πάντες... » (Σόλωνα, εσείς οι Έλληνες είσθε πάντοτε παιδιά, γέρος Έλληνας δεν υπάρχει. όλοι είσθε νέοι στις ψυχές): Πλάτωνος, "Τίμαιος". Το Αιγυπτιακό, λοιπόν, ιερατείο θαυμάζει τους Έλληνες για τη νεανική δροσιά, την ελευθερία και την πρωτοτυπία της σκέψης τους. Για την πνευματικότητα του Ελληνικού Έθνους, αιώνες μετά το Σόλωνα και τον Πλάτωνα, και ο Λατίνος ποιητής ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ (1ος π.Χ. αιώνας) στο σύγγραμμά του «De rerum natura» (Περί της φύσεως των πραγμάτων) γράφει εγκωμιαστικά λόγια: «Για πρώτη φορά στην ιστορία ο ΕΛΛΗΝ άνθρωπος, αν και θνητός, τόλμησε να υψώσει τους οφθαλμούς του προς τον ουρανό...». «Εντιμότατοι κύριοι » ΕΤΑΙΡΟΙ και ΣΥΜΜΑΧΟΙ μας, να ξέρετε πως, όταν οι δικοί μας αρχαίοι πρόγονοι – μετά τους "ΜΑΡΑΘΩΝΕΣ"– έκτιζαν τους "ΠΑΡΘΕΝΩΝΕΣ", δηλαδή, αφού έσωσαν την ΕΛΛΑΔΑ και την ΕΥΡΩΠΗ από τον ασιατικό βαρβαρικό δεσποτισμό, δημιουργούσαν τον κλασικό πολιτισμό, τότε οι δικοί σας πρόγονοι ζούσαν ακόμη σε κρυψώνες και αχυρώνες. ήταν δηλαδή σε κατάσταση βαρβαρότητας. Εξανθρωπίσθηκαν πολύ αργότερα, όταν φωτίσθηκαν από το φως του Ελληνικού Πολιτισμού και του Ευαγγελίου. Και μην ξεχνάτε ότι πανίσχυρο εργαλείο για τη δημιουργία του λαμπρού οικοδομήματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν η ελληνική γλώσσα, η «γλώσσα των θεών», όπως έγραψε ο Κικέρων. Ο ΛΟΥΘΗΡΟΣ, ο Γερμανός θεολόγος (16ος αιώνας), αυτός ο μεγάλος θρησκευτικός μεταρρυθμιστής της Ευρώπης, ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού, ονόμασε την ελληνική γλώσσα μητέρα όλων των γλωσσών, αφού σ' αυτή τη γλώσσα γράφηκε ο ΘΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ, τα Ευαγγέλια και τα λοιπά ιερά βιβλία της ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ. Πολλοί μεγάλοι διανοούμενοι εγκωμιάζουν τη γλώσσα μας. Ο CLAUDE FAURIEL, ο Γάλλος διανοούμενος, που το 1824 εξέδωσε «Συλλογή Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών», γράφει: «Η ελληνική γλώσσα είναι πιο πλούσια από τη γερμανική, πιο διαυγής από τη γαλλική, πιο ευλύγιστη από την ιταλική και πιο αρμονική από την ισπανική. Είναι η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης». [Αξιοπρόσεκτο είναι ότι στην αξιολόγηση που κάνει, δεν αναφέρει καθόλου την αγγλική. Και δίκαια, γιατί η αγγλική δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα γλωσσών]. Ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΛΙΓΚΟΡΑ, Ιταλός ακαδημαϊκός, είπε: «ΕΛΛΗΝΕΣ, να είσθε υπερήφανοι που μιλάτε αυτή τη γλώσσα, τη ζωντανή μάνα όλων των άλλων γλωσσών. Είναι το διαβατήριό σας για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Μην το περιφρονείτε». Ο ΒΟΛΦΑΓΚ ΝΤΕΚΕΡ, Γερμανός καθηγητής αθλητικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας, είπε: «...Εδώ και 3.000 χρόνια συνέχεια... ξεκινώντας από τη μυκηναϊκή εποχή έως σήμερα, κρύβουν τα ελληνικά μέσα τους ένα γλωσσικό, ιστορικό και πολιτιστικό δυναμικό, το οποίο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως μοναδικό, και όχι μόνο ανάμεσα στις ευρωπαϊκές γλώσσες». Οι Έλληνες είναι οι δημιουργοί της επιστήμης, επομένως είναι και οι δημιουργοί του επιστημονικού λόγου. Μάλιστα ο BRUNO SNELL θεωρεί ότι ο επιστημονικός λόγος είναι αυτόχθων στην ΕΛΛΑΔΑ και όπου αλλού εμφανίζεται αργότερα, δανείζεται όρους από
τα αρχαία ελληνικά, τους μεταφράζει και διευρύνει τη σημασία τους. Ενώ ο διάσημος Γάλλος καθηγητής της γλωσσολογίας MILLET ετόνισε ότι «η λατινική ως λογία γλώσσα είναι ανάτυπο της Ελληνικής». Όλες οι επιστήμες προικοδοτήθηκαν πλουσιοπάροχα από την Ελληνική γλώσσα και πολύ περισσότερο η ΑΓΓΛΙΚΗ. Η Γαλλίδα ακαδημαϊκός και Ελληνίστρια Ζακλίν ντε Ρομιγί, αναφερόμενη στη σημασία της ελληνικής γλώσσας, διαπιστώνει ότι οι ξένοι καταφεύγουν στο αστείρευτο ελληνικό «γλωσσικόν ύδωρ». Είχε πει: «Ανατρέχουν στα ελληνικά, για να ονομάσουν τις σύγχρονες ανακαλύψεις και εφευρέσεις ... αναπνέουμε τον αέρα της ΕΛΛΑΔΑΣ κάθε στιγμή, χωρίς να το ξέρουμε.... Η Αρχαία Ελλάδα μάς προσφέρει μια γλώσσα, για την οποία θα πω ακόμη μια φορά ότι είναι οικουμενική». Ο σπουδαίος επίσης Γάλλος φιλέλληνας –νεοελληνιστής-συγγραφέας ΖΑΚ ΛΑΚΑΡΡΙΕΡ μένει έκθαμβος εμπρός στο μεγαλείο της ελληνικής γλώσσας και διαπιστώνει ότι έχει το χαρακτηριστικό να προσφέρεται θαυμάσια για την έκφραση όλων των εννοιών. Λάτρης της ΕΛΛΑΔΑΣ, ο αείμνηστος αυτός Ευρωπαίος διανοούμενος, που πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 2005, (όπως επιθυμούσε) αποτεφρώθηκε και η τέφρα του σκορπίσθηκε στη χώρα μας. Ο ΠΕΔΡΟ ΟΛΑΓΙΑ, Ισπανός καθηγητής –συγγραφέας τόνισε : «Υπάρχει κάτι που η ελληνική γλώσσα προσφέρει ως αποκλειστικό προνόμιο: την εγγύηση των λέξεών της στην πρώτη ύλη της σκέψης μας...». Η Αμερικανίδα συγγραφέας ΕΛΕΝ ΚΕΛΕΡ έγραψε: «Αν το βιολί είναι το τελειότερο μουσικό όργανο, τότε η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ είναι η εκφραστικότερη γλώσσα το κόσμου». Η ΜΟΝΙΚ ΤΡΕΝΤΕ, καθηγήτρια της Σορβόνης / Παρίσι, απέδειξε τις μοναδικές ιδιότητες της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στις γλώσσες όλου του κόσμου και διατύπωσε την παρατήρησή της ως εξής: «Σ' αυτή τη γλώσσα γεννήθηκαν λέξεις –κλειδιά, που ακόμη και σήμερα κάνουν τους λαούς της ΕΥΡΩΠΗΣ να πάλλονται: π.χ. "πολιτική", "δημοκρατία", "φιλοσοφία", "μουσική", "ποίηση", "μαθηματικά", "ιστορία", "αρμονία"... Ντροπή σε εκείνον που χαρακτηρίζει τον εαυτό του μορφωμένο, χωρίς να τη γνωρίζει...». Ένας άλλος, επίσης, Ευρωπαίος καθηγητής τονίζει: «Όπως οι Ρωμαίοι πριν από 2100 περίπου χρόνια είχαν συνειδητοποιήσει την πολιτισμική υπεροχή της Ελλάδας, έτσι κι εμείς, οι μοντέρνοι ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ , θα πρέπει να θυμόμαστε πάντα τις ελληνικές ρίζες του πολιτισμού μας. Από αυτήν τη σκοπιά η ελληνική γλώσσα σε όλα τα φάσματά της αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της δικής μας ευρωπαϊκής ταυτότητας». Ο ΝΙΤΣΕ (1844-1900) είχε πει , τέλος, μια μεγάλη αλήθεια: «Το δυστύχημα με τους Έλληνες είναι ότι την αρχαία κληρονομιά, που είναι δική τους, στην πραγματικότητα την πήρε η ΔΥΣΗ και η ΔΥΣΗ τους την επέστρεψε ως επίδραση δική της». Οι φωνές του ΝΙΤΣΕ και των άλλων Ευρωπαίων διανοουμένων αποτελούν αποστομωτική απάντηση σ' εκείνους, που σκόπιμα τόλμησαν να αποκλείσουν την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό από το «ΜΟΥΣΕΙΟ της ΕΥΡΩΠΗΣ». Παραταύτα ο Ευρωπαϊκός κόσμος αναγνωρίζει την ΕΛΛΗΝΙΚΗ του ταυτότητα και διατρανώνει τη μοναδικότητα της Ελληνικής γλώσσας ως θεμελιακού στοιχείου της παγκόσμιας διανόησης των λαών και των πολιτισμών. Οι διανοούμενοι της Ευρώπης συμφωνούν ότι αυτή τη μεγάλη κληρονομιά οφείλουν να την προστατέψουν και να την αξιοποιήσουν. Όσο κι αν πασχίζουν κάποιοι ανεγκέφαλοι να συρρικνώσουν την ΕΛΛΑΔΑ, η φωνή της ποτέ δε θα σβήσει. Σήμερα η λαλιά της ακούγεται και διδάσκεται στα πέρατα της γης, μέχρι τη μακρινή Αλάσκα και τη Νέα Ζηλανδία. Η διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας σε 260 και περισσότερα πανεπιστήμια (τμήματα ελληνικών σπουδών) εγγυάται την επιβίωση και διαιώνιση του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ (153 έδρες διδασκαλίας μόνο στην Ευρώπη και οι υπόλοιπες στις άλλες ηπείρους). Η ΕΛΛΑΔΑ, Σύμμαχοι και εταίροι, ούτε υπερδύναμη πολεμική είναι ούτε υπήρξε ποτέ καμιά από τις ιμπεριαλιστικές και αποικιακές δυνάμεις, όπως οι χώρες σας, και όμως επιβλήθηκε πολιτιστικά, όπως τότε στους Αλεξανδρινούς χρόνους. Η Ελληνική Γλώσσα είναι η γλώσσα του πολιτισμού. Εμάς, τους ΕΛΛΗΝΕΣ, μας τιμά ιδιαίτερα ότι η Ελληνική Γλώσσα καταχωρείται στο βιβλίο Γκίνες (Guines) ως η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου με 6.000.000 λέξεις και 76.000.000 λεξικούς τύπους (η αγγλική έχει μόνο
490.000 λέξεις και 300.000 τεχνικούς όρους). Η ελληνική έχει επηρεάσει πάρα πολλές γλώσσες του κόσμου, και ιδιαίτερα την αγγλική, που είναι η κυρίαρχη σήμερα. Η αγγλική έχει δανεισθεί από την ελληνική τις περισσότερες από κάθε άλλη γλώσσα – 41.614 – λέξεις, όπως διαπιστώνεται από το λεξικό Ουέμπστερ. Η σύγχρονη επιστήμη, η προηγμένη τεχνολογία και ο κόσμος των επιχειρήσεων χρειάζονται την ελληνική γλώσσα σαν εργαλείο έκφρασης και αποτύπωσης ιδεών και σαν μοναδικό και αξεπέραστο μέσο και δίαυλο επικοινωνίας. Προωθείται ήδη ένα πρόγραμμα πρωτοποριακό εκμάθησης της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, επειδή η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει να αναπτύξει τη δημιουργικότητά της να εισαγάγει καινούργιες ιδέες και θα της προσφέρει γνώσεις περισσότερες απ' όσες ο άνθρωπος μπορούσε ως τώρα να ανακαλύψει. Πρόκειται για μια εκδήλωση της τάσης για επιστροφή του παγκόσμιου πολιτισμού στις ρίζες του, στο πνεύμα και τη γλώσσα των Ελλήνων. Πράγματι η αξιολόγηση της ελληνικής γλώσσας απέδειξε ότι προσφέρει τεράστιες δυνατότητες έκφρασης και αποτύπωσης ιδεών και σύνθετων εννοιών. Γι' αυτό ΑΓΓΛΟΙ επιχειρηματίες προτρέπουν τα ανώτερα στελέχη τους να μάθουν ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, επειδή αυτά περιέχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους τομείς οργάνωσης και διαχείρισης επιχειρήσεων. Άγγλοι ειδικοί διαπίστωσαν ότι η ελληνική γλώσσα ενισχύει τη λογική και τονώνει τις ηγετικές ικανότητες. Για το λόγο αυτό η γλώσσα μας έχει μεγάλη αξία, όχι μόνο στην πληροφορική και στην υψηλή τεχνολογία, αλλά και στον τομέα οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων. Και στις Η.Π.Α. την πρωτοπορία στην έρευνα και μελέτη των ιδιοτήτων και των εφαρμογών της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ανέλαβε το πανεπιστήμιο ΙΡΒΑΪΝ της Καλιφόρνιας με την αποθησαύριση του πλούτου της. Επικεφαλής του προγράμματος "TLG" τοποθετήθηκαν η γλωσσολόγος– Ελληνίστρια- ΜΑΚ ΝΤΟΝΑΛΝΤ και οι καθηγητές της ηλεκτρονικής ΜΠΡΟΥΝΕΡ και ΠΑΚΑΡΝΤ. Ήδη ταξινομήθηκαν 11.000 συγγράμματα 3.000 Ελλήνων συγγραφέων και το έργο συνεχίζεται. οι υπεύθυνοι του προγράμματος υπολογίζουν ότι οι ελληνικοί λεκτικοί τύποι θα φθάσουν στα 90.000.000 (έναντι 9.000.000 της λατινικής). Το ενδιαφέρον για την Ελληνική γλώσσα προέκυψε από τη διαπίστωση των ειδικών επιστημόνων πληροφορικής και υπολογιστών ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές προχωρημένης τεχνολογίας δέχονται ως "νοηματική" γλώσσα μόνο την ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Όλες τις άλλες γλώσσες τις χαρακτήρισαν απλώς "σημειολογικές". Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ γλώσσα είναι η μόνη γλώσσα, της οποίας οι λέξεις έχουν "πρωτογένεια", δηλαδή έχουν πρωτογενή σχέση με τα σημαινόμενα (π.χ. γεωμετρία = γη + μετρώ, γεωγραφία = γη + γράφω, φυσιολογία = φύση + λέγω), ενώ σε όλες τις άλλες γλώσσες οι λέξεις είναι συμβατικές, σημαίνουν κάτι απλά, επειδή έτσι συμφωνήθηκε. Εξάλλου η ΕΛΛΗΝΙΚΗ έχει μαθηματική δομή και είναι "μη οριακή" και γι' αυτό το λόγο είναι αναγκαία στις νέες επιστήμες, όπως η Πληροφορική, η Ηλεκτρονική, η Κυβερνητική και άλλες. Αυτές μόνο στην Ελληνική γλώσσα βρίσκουν τις νοητικές εκφράσεις που χρειάζονται, χωρίς τις οποίες η επιστημονική σκέψη αδυνατεί να Ο καθηγητής ΜΠΡΟΥΝΕΡ, μιλώντας για την έρευνα αυτή, είπε: «Σε όποιον απορεί, προχωρήσει. γιατί τόσα εκατομμύρια δολάρια για την αποθησαύριση των λέξεων της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ, απαντούμε: Μα πρόκειται για τη γλώσσα των ΠΡΟΓΟΝΩΝ μας, και η επαφή μας μ' αυτούς θα βελτιώσει τον πολιτισμό μας». Το πρόγραμμα "TLG" «Thesaurus Linguae Graecae» του Η/Υ "ΙΒΥΚΟΣ" (θησαυρός της ελληνικής γλώσσας) συνεχίζει την ανεύρεση και την επεξεργασία των αρχαίων ελληνικών κειμένων της αρχαϊκής, της κλασικής, της μετακλασικής, της ελληνιστικής και της μεσαιωνικής περιόδου και την αποθησαύριση των ελληνικών λέξεων και συγκεκριμένα από τον 8ο π.Χ. ως τον 16ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή από τον ΟΜΗΡΟ μέχρι το Γεώργιο (Σ)ΦΡΑΝΤΖΗ. Κώδικες, πάπυροι και περγαμηνές από ολόκληρη την οικουμένη διατέθηκαν για την επίτευξη του προγράμματος. Η καινοτόμος αυτή προσπάθεια συνεχίζεται με την καταγραφή και διόρθωση των αρχαίων ελληνικών κειμένων. είναι μια γιγαντιαία προσπάθεια εξεύρεσης των σπάνιων ελληνικών κειμένων που φυλάσσονταν σε βιβλιοθήκες, αρχεία και μουσεία. Φωτογραφήθηκαν και στάλθηκαν στο Πανεπιστήμιο ΙΡΒΑΪΝ της Καλιφόρνιας, για να ενταχθούν στο σώμα υλικού (corpus) της Τράπεζας δεδομένων. Και ο πλούτος του αρχαίου ελληνικού λεκτικού υλικού διογκώνεται. από το έτος 1972 μέχρι το 2000 έχουν ταξινομηθεί 76.000.000 ξεχωριστών τύπων λέξεων και θα διογκωθεί ακόμη περισσότερο. η έρευνα συνεχίζεται. Έτσι δημιουργήθηκε μία από τις μεγαλύτερες και αναλυτικότερες ψηφιακές τράπεζες "κει-
μενικών" δεδομένων που υπάρχουν στον κόσμο. Σήμερα τη διευθύνει η ΕΛΛΗΝΙΔΑ καθηγήτρια κυρία ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΤΕΛΙΑ, ως διάδοχος του καθηγητή ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΠΡΟΥΝΕΡ, που ήταν επικεφαλής του ερευνητικού αυτού προγράμματος από το 1972 μέχρι 1998, οπότε συνταξιοδοτήθηκε. Το όλο έργο χαρακτηρίζεται σπουδαιότατο δημιούργημα συνεργασίας της σύγχρονης τεχνογνωσίας με την αρχαιογνωσία. είναι σαν ένα παραμυθένιο οδοιπορικό, αποφασιστικό και δημιουργικό, στους ευώδεις κήπους της αρχαίας ελληνικής γνώσης, στους οποίους μπορεί ο καθένας να "περπατήσει" καθισμένος μπροστά στον υπολογιστή του. Αρκεί να ξέρει Αρχαία Ελληνικά. Εσείς, «κύριοι», Πλανητάρχη ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ και ΤΟΝΙ ΜΠΛΕΡ πρωθυπουργέ της Αγγλίας, ξέρετε Αρχαία Ελληνικά; Γνωρίζετε ασφαλώς ότι η γλώσσα που ομιλείτε και γράφετε, και χρησιμοποιείται διεθνώς από πολλά εκατομμύρια ανθρώπων σε όλες τις ηπείρους της γης, έχει δανεισθεί χιλιάδες ελληνικές λέξεις, κυρίως επιστημονικής και τεχνολογικής ορολογίας, ένα ποσοστό 15-20%, και ότι, αν προσθέσουμε και εκείνες που κατά το μισό είναι ελληνικές ως προς το α' και β' συνθετικό τους, τότε το ποσοστό φτάνει στα 65-68% (analysis, synthesis, hypothesis, history, problem, compact disc (CD) = συμπακτωμένος δίσκος.... Πόσο φτωχή λοιπόν είναι η γλώσσα σας !!! Και δια του λόγου το ασφαλές μνημονεύω την ομιλία του αείμνηστου Έλληνα οικονομολόγου ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΖΟΛΩΤΑ σε διεθνές συνέδριο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 1957, όταν θέλοντας να υπογραμμίσει τη σημασία και την απήχηση της ελληνικής γλώσσας, εκφώνησε ένα λόγο στα αγγλικά, στον οποίο όμως χρησιμοποίησε σχεδόν αποκλειστικά λέξεις ελληνικής ετυμολογίας, που έχουν εισαχθεί στην επιστημονική αλλά και στην καθημερινή αγγλική γλώσσα. Το ίδιο έκαναν και άλλοι δύο μεγάλοι Έλληνες επιστήμονες, ο καθηγητής της καρδιολογίας Νικ. Κούνης και ο καθηγητής της ορθοπεδικής Παν. Σουκάκος. Τέλος, ο Ισπανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης ΦΡΑΝΤΣΙΣΚΟ ΑΝΤΡΑΝΤΟΣ διακήρυξε: «...Η Ελληνική γλώσσα είναι η πλέον παγκόσμια γλώσσα». Πράγματι με όχημα την Αγγλική γλώσσα, που κυριαρχεί στην οικουμένη, έγινε η "ΕΛΛΗΝΙΚΗ" οικουμενική γλώσσα, όπως ήταν και στους ελληνιστικούς / Αλεξανδρινούς χρόνους. Και αυτό βέβαια μας τιμάει ιδιαίτερα, γιατί έτσι το αθάνατο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ είναι παρόν σε όλη την Οικουμένη, όπως και τότε. Όταν εξέχουσες μορφές μεγάλου πνευματικού αναστήματος, όπως οι προαναφερόμενοι, εκφράζονται τόσο εγκωμιαστικά για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό μας, τα δικά μας σχόλια περιττεύουν. Είναι πολύ μεγάλα τα δάνεια που σας κάναμε, Αγγλοαμερικάνοι, Αγγλογάλλοι και λοιποί Σύμμαχοι και Εταίροι μας. έτσι δεν είναι;;; Να δούμε πότε και πώς θα μας τα εξοφλήσετε!!! Τα αναφέρω συνοψίζοντας: όνομα (Ευρώπη – Ευρωπαίος), γραφή, γλώσσα, πολιτισμός (γράμματα, μυθολογία, ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, θέατρο, επιστήμες, τέχνες, κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί, μουσική), όσα δηλαδή αποτελούν την ειδοποιό διαφορά διάκρισης των πολιτισμένων ανθρώπων από τους βαρβάρους. Και κάτι ακόμη πιο σπουδαίο, με τη δική μας γλώσσα γνωρίσατε το ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ του ΧΡΙΣΤΟΥ. Εμείς είμαστε οι δάσκαλοί σας. Πρώτοι επί παντός επιστητού! Τα πρακτικά του Γ΄ Παγκοσμίου Γλωσσικού Συνεδρίου φωτίζουν άριστα τον τρόπο που η Ελληνική Γλώσσα γονιμοποίησε τον Παγκόσμιο Λόγο. την ακτινοβολία του Ελληνικού Πνεύματος δεν την αποτυπώνουν μόνον τα μεγάλα έργα πολιτισμού και οι σοφοί λόγοι κορυφαίων Ελλήνων της Κλασικής Αρχαιότητας. τη βεβαιώνουν και οι διακηρύξεις των ξένων σοφών ολόκληρης της Οικουμένης. Δύο φορές ο Ελληνισμός φώτισε την Ανατολή: πρώτα ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ με πρωτοπόρο τον ΜΕΓΑΛΟ Στρατηλάτη της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ – και στο Μεσαίωνα ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ. Και δύο φορές επίσης φώτισε τη Δύση: στους Αρχαίους Χρόνους με τον εκπολιτισμό των Ρωμαίων και στον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα με τον Ανθρωπισμό και την Αναγέννηση. Εμείς, τέλος, προσφέραμε πολλές εκατόμβες στο βωμό της παγκόσμιας ελευθερίας, ποτάμι έγινε το ελληνικό αίμα που έρρευσε, συμπολεμώντας εναντίον του κοινού εχθρού και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, συμβάλλοντας στην τελική νίκη κατά των αντιπάλων. Στο όνομα της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των θεμελιωδών κανόνων δικαίου
θυσιαστήκαμε για το κοινό καλό. Δε διστάσαμε ποτέ να θυσιασθούμε για τα παγκόσμια ιδανικά. Από τις θυσίες και τα ολοκαυτώματα η φυλή μας κινδύνευσε να αφανισθεί. είχαμε αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας μας τα περισσότερα θύματα και στον Α' και στο Β' Παγκόσμιο πόλεμο. «Αγαπητοί» Σύμμαχοί μας, να έχετε πάντοτε στο νου σας ότι αυτός ο τόπος γεννάει υπερήφανους ανθρώπους, σοφούς στη γνώση, γενναίους στον πόλεμο και όταν θιγεί το εθνικό φιλότιμο του ΕΛΛΗΝΑ, κάνει θαύματα. Επιτέλους, Σύμμαχοι και Εταίροι, ονομάστε μας έναν άλλο λαό, που να έχει προσφέρει σε σας και σε όλη γενικά την ανθρωπότητα περισσότερα από μας και πριν από μας, τους ΕΛΛΗΝΕΣ. Μήπως οι Αλβανο-Σλαβο-Βούλγαροι των Σκοπίων (οι υπερήφανοι αυτοί «απόγονοι» των Αρχαίων δήθεν Μακεδόνων);;; Εσείς, «γενναιόδωροι» παραδοσιακοί μας Σύμμαχοι, Αγγλογάλλοι και Αμερικάνοι, αλήθεια, τί μας έχετε προσφέρει;; Μονάχα απατηλές υποσχέσεις, απιστίες και προδοσίες. Η πατρίδα σου, «Κύριε»Τόνι Μπλερ, πρωθυπουργέ της ΑΓΓΛΙΑΣ, μας εξαπάτησε και μας πρόδωσε οικτρά, και μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο – στη μικρασιατική μας περιπέτεια- και μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο – στη μοιρασιά της λείας και στην εμφύλια περιπέτειά μας με τη γνωστή πολιτική της «διαίρει και βασίλευε» που κληρονόμησε από την ιμπεριαλιστική ΡΩΜΗ. Προκάτοχος του πρωθυπουργικού σας αξιώματος, κ. Μπλερ, ο ΛΟΫΔ ΤΖΟΡΤΖ, το έτος 1919, διαβεβαίωνε τον ΕΛΛΗΝΑ ομόλογό του τα εξής: «Κύριε ΒΕΝΙΖΕΛΕ, πρέπει να γνωρίζετε ότι σε κάθε περίπτωση δίκαιας απαίτησης της ΕΛΛΑΔΑΣ θα έχετε στο πλευρό σας την ΑΓΓΛΙΑ, η οποία ποτέ δε λησμονεί τι φίλος καλός υπήρξατε και με πόση νομιμοφροσύνη οδηγήσατε τη χώρα σας στον πόλεμο (Α' Παγκόσμιο) στο πλευρό μας». [Τα ίδια διαβεβαίωναν και οι ΓΑΛΛΟΙ, όταν τελείωσε ο φοβερός αυτός πόλεμος, δια του στόματος του Γάλλου, αρχιστρατήγου του Μακεδονικού Μετώπου Φρανσέ Ντ' Εσπερέ. «Η ανδρεία των Ελληνικών Στρατευμάτων επαξίως κατέκτησε πανταχού τους επαίνους των Συμμάχων. τα τέκνα της Ελλάδας είναι αντάξια των προγόνων τους»]. Αλλά πριν περάσουν 3 χρόνια («πρίν ἀλέκτωρ λαλήσῃ τρίς»), τον ΑΥΓΟΥΣΤΟ του 1922, άπιστοι σύμμαχοι, μας εγκαταλείψατε και μας παραδώσατε εκτεθειμένους, στη Μικρά Ασία, στις μάχαιρες των Κεμαλικών. Δείξατε πρωτόγνωρη «συμμαχική» απιστία και αναλγησία. Όχι μόνο δε ρίξατε μια κανονιά στο βρόντο, έτσι, να φοβερίσετε τους μακελάρηδες του Τούρκου εθνικιστή ηγέτη ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ, αλλά αντίθετα στρέψατε τους προβολείς των πολεμικών σκαφών του στόλου σας, που ναυλοχούσε στο λιμάνι της ΣΜΥΡΝΗΣ, να φωτίζουν τους Κεμαλικούς στις νυκτερινές υπερωρίες τους για την ολοκλήρωση του μακάβριου έργου τους, της εξολόθρευσης του ελληνικού άμαχου πληθυσμού της φλεγόμενης πόλης. Κύριε Πλανητάρχη, ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ, πρόεδρε των Η.Π.Α., εξίσου ανάλγητοι φέρθηκαν και οι πρόγονοί σας. Ο τότε πρόξενός σας στη ΣΜΥΡΝΗ GEORGE HORTON, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του μεγάλου εκείνου μακελειού, έγραψε αργότερα: «... Μία μόνο οβίδα που θα έσκαγε στο βρόντο πάνω από την τουρκική συνοικία, θα συγκρατούσε τη θηριωδία των Τούρκων .... Ένα από τα βασανιστικά αισθήματά μου εκείνες τις ημέρες ήταν της ντροπής. ντρεπόμουν που ανήκα στο ανθρώπινο γένος»! Αλλά η οβίδα αυτή δε ρίχτηκε. Τα συμφέροντα είχαν στομώσει τις μπούκες των κανονιών του πανίσχυρου συμμαχικού στόλου, που ήταν αγκυροβολημένος στην προκυμαία της πόλης. Μας πουλήσατε, άπιστοι Σύμμαχοι. Εσείς οι ίδιοι στη ΛΟΖΑΝΗ βάλατε την ταφόπετρα στα όνειρα του ελληνισμού, υπογράφοντας τη θανατική καταδίκη της μεγάλης Εθνικής Ιδέας των Ελλήνων και τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της. Τελικά τίποτε, από όσα μας είχατε υποσχεθεί, δε μας δώσατε, αντίθετα δεν κάνατε την παραμικρή ενέργεια να αποφευχθεί η γενοκτονία των Ελλήνων. αντίθετα βοηθήσατε τους σφαγείς της φυλής μας. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ θρήνησε στη Μικρά Ασία και στον Πόντο πολλές χιλιάδες νεκρούς αδελφούς, και επιπλέον η χρεοκοπημένη ΕΛΛΑΔΑ φορτώθηκε στις πλάτες της 1.500.000 πρόσφυγες. Φθονήσατε το λαμπρό οικοδόμημα της Μεγάλης Ελληνικής Εθνικής Ιδέας και το γκρεμίσατε. ΑΙΣΧΟΣ!!! Συντελέσατε στη συρρίκνωση του Έθνους μας. Αίσχος! «Κύριοι», την ίδια συμπεριφορά δείξατε στη χώρα μας και στο Β'Παγκόσμιο πόλεμο. Όμως οι ΕΛΛΗΝΕΣ έδειξαν την ίδια ευψυχία, όπως και στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο
πρόεδρος των Η.Π.Α. ΦΡΑΓΚΛΙΝΟΣ ΡΟΥΣΒΕΛΤ, σε μήνυμά του προς την Ελλάδα, κ. ΜΠΟΥΣ, έγραψε: «... Η στάση της Ελλάδας αποτελεί παράδειγμα για όλα τα έθνη. όταν όλος ο κόσμος είχε χάσει κάθε ελπίδα, οι ΕΛΛΗΝΕΣ τόλμησαν να αμφισβητήσουν τον«αήττητο» ΑΞΟΝΑ, αντιτάσσοντας στο ΧΙΤΛΕΡ το υπερήφανο πνεύμα της ελευθερίας». Ο Στρατηγός και κατόπιν πρόεδρος της Γαλλίας ΣΑΡΛ ΝΤΕ ΓΚΟΛ είχε δηλώσει: «... Καμιά συμπάθεια δεν μπορεί να ξεπεράσει εκείνη που αισθάνεται η ΓΑΛΛΙΑ για την ΕΛΛΑΔΑ. Το παράδειγμα που δείχνει η σημερινή ΕΛΛΑΔΑ είναι μοναδικό στην ΙΣΤΟΡΙΑ...». Γνωρίζετε, κύριοι Σύμμαχοι και Εταίροι μας, πως τη μεγάλη μας προσφορά στη μεγάλη αναμέτρηση του Β' παγκοσμίου πολέμου εγκωμίασε και ο σύμμαχός σας τότε ηγέτης της Ρωσίας ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΛΙΝ, σε μήνυμά του στις 27 Απριλίου 1942 που μεταδόθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας: «πολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και νικήσατε. δεν ήταν δυνατό να γίνει διαφορετικά, γιατί είσθε ΕΛΛΗΝΕΣ. Κερδίσαμε πολύτιμο χρόνο, για να αμυνθούμε. Θα σας ευγνωμονούμε». Ακόμη και η φασιστική ΙΑΠΩΝΙΑ, η τρίτη κεφαλή του τρικέφαλου δράκου, του ΑΞΟΝΑ, συγκινήθηκε από την αντίσταση των γενναίων Ελλήνων. οι εφημερίδες έγραφαν: «Η χώρα μας, στην οποία ιδιαίτερα τιμάται η Ελευθερία, παρακολουθεί με θαυμασμό τον αγώνα των Ελλήνων. Μας συγκινεί τόσο πολύ ο αγώνας αυτός, ώστε, παραμερίζοντας κάθε άλλο αίσθημα, αναφωνούμε: "ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ"». Όμως τα πιο παχιά λόγια για την ηρωική ΕΛΛΑΔΑ τα είχε πει ο πατριώτης σου, κ. ΜΠΛΕΡ, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας σου ΟΥΪΝΣΤΟΝ ΤΣΩΡΤΣΙΛ: «.... Η ΕΛΛΑΔΑ» είπε «είναι η δόξα και η δόξα είναι η Ελλάδα. αποτελεί πρότυπο μέσα στην Ιστορία των εθνών και των αιώνων... Μέχρι τώρα λέγαμε ότι οι ΕΛΛΗΝΕΣ πολεμούν σαν ήρωες, τώρα πρέπει να λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν ΕΛΛΗΝΕΣ... Ας μείνει ήσυχη η Ελλάδα, θα πάρει όλα όσα της ανήκουν, θα αποκτήσει στο ακέραιο τα εδάφη της και θα ζήσει υπερήφανη ανάμεσα στους νικητές». Μας είχατε τάξει, ΑΓΓΛΟΙ σύμμαχοι, «λαγούς με πετραχήλια» δια του στόματος και της γραφίδας του «Πατέρα της νίκης». Αίσχος!!! Ακόμη, «Κύριε» ΜΠΛΕΡ, περιμένουν οι Βορειοηπειρώτες και οι Κύπριοι αδελφοί μας την πραγματοποίηση των παχυλών εκείνων υποσχέσεων. Μας προδώσατε και πάλι. δείξατε όλη την απιστία σας. Ενώ και στον Α' και στο Β' παγκόσμιο πόλεμο μας είχατε υποσχεθεί ότι θα ενεργούσατε να μας δοθεί η Βόρειος Ήπειρος, τελικά συναινέσατε να την κρατήσουν οι Αλβανοί, μολονότι 2 φορές είχε απελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό. Και όσο αφορά την Κύπρο, ενώ είχατε υποσχεθεί ότι θα μας τη δίνατε από τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, την κρατήσατε και μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, για να την εκχωρήσετε στους Τούρκους. Ακόμη και σήμερα, Αγγλοαμερικάνοι «Σύμμαχοι», αδικείτε παράφορα τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ συναινώντας να κρατάει ο άπιστος «ΑΤΤΙΛΑΣ» το 40% της Ελληνικής Μεγαλονήσου Κύπρου. Αυτά πράξατε και παρόμοια ακόμη πράττετε σε βάρος των Ελλήνων ως "αντίδωρο" των τόσων ευεργεσιών μας. Αλλά στη χώρα μας θα έλθετε πάλι να προσκυνήσετε και να προσευχηθείτε, ΕΤΑΙΡΟΙ και ΣΥΜΜΑΧΟΙ μας, όπως προσευχήθηκε μπρος στην ΑΚΡΟΠΟΛΗ της ΑΘΗΝΑΣ ο ΡΕΝΑΝ, όπως προσκύνησαν πάρα πολλοί φιλέλληνες και ελληνιστές, απ'όπου άντλησαν δύναμη, πνεύμα, ελπίδα και Όχιεμπιστοσύνη. μόνο δε μας άφησαν οι Μεγάλοι και Δυνατοί νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου –οι "Σύμμαχοί" μας-να συμμερισθούμε τη χαρά της μεγάλης νίκης κατά του ΑΞΟΝΑ, στην οποία συμβάλαμε τόσο πολύ, αλλά αντίθετα ούτε καν έδειξαν έμπρακτα την ευγνωμοσύνη τους και τις ευχαριστίες τους, όπως όφειλαν να πράξουν. Δε μας προστάτεψαν, ούτε μας βοήθησαν να σηκώσουμε υπερήφανα το κεφάλι και να καταπιαστούμε αμέσως με την ανασυγκρότηση των ερειπίων, που συσσώρευσε στη χώρα μας ο πόλεμος και η κατοχή, αλλά αντίθετα με τις παρεμβάσεις τους συντέλεσαν να ξεσπάσει στην πολύπαθη χώρα μας και πάλι επάρατος εθνικός διχασμός και εμφύλιος σπαραγμός. [Τόση ήταν η συμμαχική τους «αξιοπιστία» και ο ειλικρινής «φιλελληνισμός» τους!] Και τα εθνικά μας ζητήματα παραμένουν «στα αζήτητα», άλυτα ακόμη, το Κυπριακό και το Βορειοηπειρωτικό, και μάλιστα πέραν αυτών ανέχθηκαν οι Σύμμαχοι την επανεμφάνιση του "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ" ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ, με την ίδρυση, το 1945, του ομόσπον-
δου κρατιδίου των Σκοπίων στους κόλπους της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το έτος 1992, όπως έχει προαναφερθεί, και έγινε δεκτό ως μέλος του Ο.Η.Ε. το 1993. Μάταια πίστευαν οι Έλληνες της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ότι η Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) είχε λύσει οριστικώς το "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ" πρόβλημα, το οποίο πέρασε ήδη σε οξεία φάση με την παράφρονη απαίτηση της κυβέρνησης των Σκοπίων να συνεχίζει να ονομάζει ως "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" το σταλινικό αυτό κατασκεύασμα. Και το "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ" έγινε οξύτερο ζήτημα με την απρόσμενη εξέλιξη στο θέμα της ονομασίας, όταν η αμερικανική κυβέρνηση του ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ (του νεότερου), αμέσως μετά την επανεκλογή του στο προεδρικό αξίωμα των Η.Π.Α., στις αρχές του ΝΟΕΜΒΡΗ του 2004 έσπευσε, όπως έχει προαναφερθεί, να αναγνωρίσει το κρατίδιο με το όνομα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο το δρόμο για αναγνώριση με το ίδιο ψευδώνυμο του κρατικού αυτού μορφώματος των ΣΚΟΠΙΩΝ και από άλλες χώρες. Δυστυχώς! Εκείνοι, που έχουν στα χέρια τους τις τύχες του κόσμου, δε συγκινούνται από τη δυστυχία των άλλων. Η πολιτική τους διέπεται από ωμότητα και κυνισμό. «O tempora, o mores!» Και όμως υπήρξαν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι Φιλέλληνες που τα έδιναν όλα για την Ελλάδα. ο Φρειδερίκος Μιστράλ έγραψε: «Εμπρός! .... Κι αν είναι να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη, μια φορά κανείς πεθαίνει». Καταπέλτης υπήρξε κατά του ολισθήματος της κυβέρνησης των Η.Π.Α., υπό τον πρόεδρο ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΟΥΣ, το νεότερο, η ακόλουθη δήλωση του πρώην Προέδρου της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ, στις 5 ΝΟΕΜΒΡΗ 2004: «Η επίσημος δήλωσις των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ότι δηλαδή αναγνωρίζουν το θνησιγενές κρατίδιον των Σκοπίων υπό το κλοπιμαίον όνομα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", συνιστά ευθέως εχθρικήν εις βάρος της χώρας μας ενέργειαν. Διότι πλήττει απροσχηματίστως αυτήν την εθνικήν μας ακεραιότητα με την αναγνώρισιν ότι το όνομα, επομένως και η Ιστορία χιλιετηρίδων της Μακεδονίας, ανήκουν εις ξένους και μάλιστα ΣΛΑΒΟΥΣ! Αναγνώρισις ανιστόρητος, αφού Σλάβοι ενεφανίσθησαν εις την Βαλκανικήν μόλις τον 6ον μ.Χ. αιώνα, ενώ το ελληνικόν φύλον των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ προϋπήρξεν αυτών από των αρχαιοτάτων χρόνων, επί αιώνας ατελευτήτους! Έτσι όμως συνεργούν και αι Η.Π.Α. εις την πλαστογράφησιν της Ιστορίας με την αποκοπήν από την Ελληνικήν Ιστορίαν ολοκλήρου της περιόδου των αποκαλουμένων εις την Ιστορίαν – ακριβώς λόγω της αναμφισβητήτου ελληνικότητας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και των Μακεδόνων – ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή μιας πανενδόξου εποχής τριών αιώνων, κατά τους οποίους επετέλεσεν ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, με την πρωτοπορίαν του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ και των ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ του, το πανανθρώπινον, εις οικουμενικήν κλίμακα, εκπολιτιστικόν του έργον, την αδιαμφισβήτητον αυτήν κρηπίδα του συγχρόνου πολιτισμού. »Με την άφρονα αυτήν ενέργειάν των αι Η.Π.Α. όχι μόνον αναδεικνύονται εις συναυτουργούς της κλοπής και του σφετερισμού του Ελληνικού ονόματος της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και ειδεχθούς, πρωτοφανούς εις τα παγκόσμια χρονικά, πλαστογραφήσεως της Ιστορίας, αλλά και πτύουν εις όσα αι ίδιαι, μέχρι σχετικώς προσφάτως, επισήμως υπεστήριζον, όπως π.χ. με την δήλωσιν της 26ης Δεκεμβρίου 1944 του τότε Υπουργού των Εξωτερικών EDWARD STETTINIUS, κατά την οποίαν – κατά λέξιν: «Η κυβέρνησις των Η.Π.Α. θεωρεί ότι συζήτησις περί "Μακεδονικού Έθνους, Μακεδονικής πατρίδος και Μακεδονικής εθνικής συνειδήσεως" ισούται με δημαγωγίαν, που δεν υποκρύπτει εθνικήν ή πολιτικήν πραγματικότητα, αλλά υποκρύπτει επεκτατικές διαθέσεις κατά της Ελλάδος»– » Τοιουτοτρόπως ο επιχειρούμενος τώρα εθνικός μας ακρωτηριασμός δια της αποκοπής από τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΝ πρωτεύοντος συστατικού στοιχείου αυτού, της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, προαναγγέλλει απλώς και τον σκοπούμενον εδαφικόν μας ακρωτηριασμόν δια της αποσπάσεως της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μας από την ΕΛΛΑΔΑ! » Και με την ανωτέρω αναγνώρισιν αι Η.Π.Α. θέτουν ενσυνειδήτως την θρυαλλίδα δια πολεμικήν ανάφλεξιν εις τα Βαλκάνια. Διότι ουδείς ΕΛΛΗΝ ανέχεται περαιτέρω συρρίκνωσιν του εθνικού μας χώρου. Όλοι οι Έλληνες και προπαντός, ως πρόμαχοι πάντοτε, κατά τον ιστορικόν μας ΠΟΛΥΒΙΟΝ,του Ελληνισμού, ημείς οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ θα υπεραμυνθώμεν σθεναρώς του πατρίου εδάφους». Αλλά και ο σημερινός πρωθυπουργός της χώρας μας, ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ (ο νεότερος), ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ομιλώντας στη Θεσσα-
λονίκη πριν από τις τελευταίες εκλογές (2004) συνέχεια επαναλάμβανε προς το ακροατήριό του: «ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ και ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΣΕΣ», προσφωνήσεις που είχαν σκοπό να υπομνήσουν προς κάθε κατεύθυνση ότι οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ είναι μόνο ΕΛΛΗΝΕΣ: «Το ΣΚΟΠΙΑΝΟ» είπε «αποτελεί την πλέον θρασεία απειλή που αντιμετώπισε έθνος. δεν περιορίζεται εις τυχόν εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδος, όπως μερικοί αφελείς το αντιμετωπίζουν. εις τον ανιστόρητον κόσμον, όπου ζούμε, και η αμφισβήτηση της προσφοράς των Μακεδόνων στην ιστορία και στον πολιτισμό θα αποτελέσει δεινόν πλήγμα ». Η πολιτική, η πολιτειακή, η εκκλησιαστική και η πνευματική ηγεσία της πατρίδας μας να τεθούν επικεφαλής μιας πανεθνικής «σταυροφορίας», για ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας για τη μεγάλη αδικία που γίνεται σε βάρος της Ελλάδας. Όλοι οι παράγοντες αυτού του τόπου και μαζί όλος ο Ελληνικός λαός, ο Ελλαδικός και της διασποράς, να απευθύνουμε έκκληση προς τους διανοουμένους ολοκλήρου του κόσμου,ότι έχουμε το αίσθημα πως δεν υπερασπιζόμαστε δική μας μόνο υπόθεση. ότι αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία όλων εκείνων των υψηλών αξιών, που αποτελούν τον πνευματικό και ηθικό πολιτισμό, την πολύτιμη παρακαταθήκη που κληροδότησαν στην ανθρωπότητα οι δοξασμένοι μας πρόγονοι, που βλέπουμε σήμερα να απειλούνται με «αφελληνισμό», με την επιχειρούμενη συρρίκνωση του κυριαρχικού μας χώρου. Να ζητήσουμε από τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης όχι την υλική, αλλά την ηθική συμπαράστασή τους. Να ζητήσουμε την εισφορά των ψυχών και την επανάσταση των συνειδήσεών τους για καινούργιες πνευματικές Θερμοπύλες, που θα απαλλάξουν την ΙΣΤΟΡΙΑ από τους αθέμιτους παραχαράκτες και πλαστογράφους. Όταν μια τέτοια πνευματική επανάσταση συντελεσθεί, η ΝΙΚΗ θα στεφανώσει το μέτωπο της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Να τεθεί υπόψη των ηγετών των διεθνών οργανισμών ότι η μη ικανοποιητική λύση του Σκοπιανού ζητήματος ως προς το όνομα της γειτονικής δημοκρατίας με αυστηρά ιστορικά, γλωσσολογικά, εθνολογικά κριτήρια θα αποτελεί ανοικτή πληγή αιμορραγούσα, που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη κρίση στις διαβαλκανικές σχέσεις. Η ηγεσία του τόπου να καλέσει τους ηγέτες όλων των διεθνών οργανισμών να επισκεφθούν τη Μακεδονία, για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια, αν πράγματι κατοικούν στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μας Σλάβοι που καταδυναστεύονται από το κράτος της ΑΘΗΝΑΣ, και επιπλέον να περάσουν από τη Βεργίνα, από την Πέλλα, από το Δίον, από τη Θεσσαλονίκη, από τους Φιλίππους, από το Άγιον Όρος, να θαυμάσουν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς, έργα αθάνατα, των οποίων δημιουργοί ήταν οι ΕΛΛΗΝΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ βέβαια και όχι οι ΣΛΑΒΟΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. Έτσι θα βγουν από την πλάνη. Το μεγάλο τους θαυμασμό για τον πολιτισμό των Μακεδόνων και για το ρόλο τους στην παγκόσμια ιστορία εκφράζουν όλοι, όσοι επισκέπτονται τις αρχαιότητες της Μακεδονίας και τα βυζαντινά της μνημεία, όπως π.χ. είχαν εκφράσει οι πρόεδροι της Γαλλικής Δημοκρατίας ΖΙΣΚΑΡ ντ' ΕΣΤΕΝ και ΜΙΤΤΕΡΑΝ ΦΡΑΝΣΟΥΑ. Ο Μιττεράν μάλιστα μετά την επίσκεψή του, κατά την αναχώρησή του από τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, στις 7 Σεπτεμβρίου 1982, είχε κάνει την ακόλουθη δήλωση: «Μπόρεσα να βυθισθώ στο παρελθόν της Ελληνικής ιστορίας, έχοντας γύρω μου ένα σκηνικό φορτισμένο από ελληνικό πολιτισμό της αρχαιότητας και του Βυζαντίου. δε γνώριζα τα θαυμάσια αποτελέσματα των ανασκαφών στη Βεργίνα, ούτε ότι εμφανίζεται εκεί τόσο έντονα η σφραγίδα της Ελλάδας. Έμεινα βαθύτατα εντυπωσιασμένος τόσο από την πολιτιστική πραγματικότητα της Αρχαίας Μακεδονίας, όσο και την απλότητα των μονών του Αγίου Όρους, που φυλάγουν τόσους αιώνες έναν άλλο πολιτισμό, το βυζαντινό» Επίσης ο ΜΙΧΑΗΛ ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ρωσίας, επί του Σκοπιανού ζητήματος είχε δηλώσει: «Καμιά συμφωνία δεν μπορεί να ανατρέψει την ιστορία». Είναι αλήθεια ότι πολλοί από τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μετά την επίσκεψή τους στη Μακεδονία και ιδίως στα ευρήματα της ΒΕΡΓΙΝΑΣ, μπροστά στη θέα των μακεδονικών θησαυρών και των ελληνικών επιγραφών πείσθηκαν για την επιχειρούμενη πλαστογράφηση της ιστορίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Και κατά την αναχώρησή τους για τις χώρες τους δεν έκρυψαν τη βαθιά ικανοποίησή τους, που η ΕΛΛΑΔΑ με την ένταξή της στην Κοινότητα εμπλούτισε πολιτιστικά την ΕΥΡΩΠΗ και τη σύνδεσε με τις πολιτιστικές τις ρίζες.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας πρέπει στο εξωτερικό να τα λέει έξω από τα δόντια. να μην επαναλαμβάνει μόνο, κάθε τόσο, στους πλανητάρχες τα γνωστά «ανήκομεν εις την Δύσιν», «δε διεκδικούμε τίποτε» και «η ΕΛΛΑΔΑ είναι πιστή σύμμαχος και φίλη των Ηνωμ. Πολιτειών Αμερικής», αλλά να διεκδικούμε επίμονα και σταθερά αυτά που μας ανήκουν και μάλιστα να ζητάμε ανταλλάγματα για την πίστη και τη φιλία μας. Η αποφασιστικότητα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ Κυβέρνησης, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ, για δίκαια λύση του Σκοπιανού ζητήματος φαίνεται από τη γενναία δήλωση της υπουργού Εξωτερικών κ. ΝΤΟΡΑΣ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ: «Η ΕΛΛΑΔΑ δεν πρόκειται να επικυρώσει την είσοδο της Δημοκρατίας των ΣΚΟΠΙΩΝ σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, εάν δεν επιλυθεί το θέμα της ονομασίας». Αυτή ήταν η απάντησή της στο Σκοπιανό ομόλογό της Αντόνιο Μιλόσοσκι, ο οποίος επιμένει στη θέση για χρησιμοποίηση του «συνταγματικού ονόματος» της χώρας διεθνώς: «Εμείς δε θέλουμε να αμφιταλαντευόμαστε αλλά ούτε και να προκαλούμε τα αισθήματα της Ελλάδας, όμως θέλουμε να τονίσουμε ένα πράγμα: Όπως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη σκιά του, έτσι και η "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ" δεν μπορεί να αποποιηθεί το συνταγματικό της όνομα... και με έναν εποικοδομητικό τρόπο να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση». Αλλά η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι μόνο μία. Και είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Το αποδεικνύουν τα Μουσεία της- είναι "ληξιαρχεία" – που πιστοποιούν την Ελληνική, βέβαια, εθνικότητα των Μακεδόνων. Πάντως κανένα φως στο βάθος του τούνελ των διαπραγματεύσεων δε φαίνεται στον Ο.Η.Ε. Παραταύτα τα ΣΚΟΠΙΑ συνεχίζουν να μας προκαλούν. πρόσφατα μάλιστα ονόμασαν το Αεροδρόμιο της πρωτεύουσάς τους " ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ". Εμείς όμως τί κάνουμε;; Αναφορικά με δήλωση του Υπουργείου Εξωτερικών –πρόσφατα – για σύνθετη ονομασία των Σκοπίων, ο πρόεδρος του νεοσύστατου κόμματος «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ»Στέλιος Παπαθεμελής δήλωσε ότι η παράταξή του, πιστή στην απόφαση των πολιτικών αρχηγών της χώρας (1992), δεν είναι δυνατό να αποδεχθεί ούτε διπλή, ούτε σύνθετη, ούτε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή ονομασίας, που θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία» και τα παράγωγά της. Για την ελληνική κυβέρνηση και τον πολιτικό κόσμο της Χώρας είναι η ώρα των αποφάσεων και των αποφασιστικών πράξεων: “VETO” στην ένταξη των ΣΚΟΠΙΩΝ εδώ και τώρα! Πού είναι οι ιστορικοί, οι αρχαιολόγοι, οι γλωσσολόγοι, οι διανοούμενοι γενικά και οι ακαδημαϊκοί αυτού του κόσμου; Αυτοί οφείλουν να φροντίσουν να προφυλάξουν τους κυβερνήτες τους από το μεγάλο ιστορικό λάθος, από τη μεγάλη ιστορική πλάνη και αδικία. Πώς ανέχονται αυτοί που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας να προβάλλεται αυτό το μεγάλο ψέμα; Πώς γίνονται συνήγοροι στο επιχειρούμενο ιστορικό ατόπημα με τη σιωπή τους; Μήπως δε γνωρίζουν ότι η σιωπή τους μπορεί να θεωρηθεί σαν αποδοχή ή συναίνεση του ανιστόρητου αιτήματος των Σκοπιανών κυβερνώντων; Το ζήτημα των Σκοπίων δεν είναι μόνο θέμα των Ελλήνων – οι οποίοι πρέπει να ενεργούν με μια ψυχή, με μια καρδιά, με την ίδια γνώμη- αλλά θέμα όλου του πολιτισμένου κόσμου. Οι ακαδημαϊκοί, οι διανοούμενοι γενικά, οι ιστορικοί, οι αρχαιολόγοι, οι γλωσσολόγοι, οι εκπαιδευτικοί, όποιοι γνωρίζουν την ιστορική αλήθεια και αγαπούν την ιστορική δικαιοσύνη έχουν χρέος να ενημερώσουν έγκαιρα και έγκυρα αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις να μην υποκύπτουν σε πρόσκαιρα συμφέροντα κάποιων. Είναι ανάγκη να λάμψει και να θριαμβεύσει η αλήθεια, και μόνη αυτή. Ο ρόλος του Τύπου και των Μ.Μ.Ε. πρέπει να είναι αποφασιστικός και κυριαρχικός.–
ΕΠΙΛΟΓΟΣ. Γι' αυτό, Πανέλληνες και Φιλέλληνες, ιστορικοί και αρχαιολόγοι, γλωσσολόγοι και διεθνολόγοι, εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί, ας αφυπνισθούμε όλοι και ας ευαισθητοποιηθούμε. Να σταθούμε ορθοί στις επάλξεις των Μακεδονικών Θερμοπυλών- το πρόφραγμα αυτό της Ελλάδας κατά των βαρβάρων, όπως έγραψε ο ιστορικός Πολύβιος 2.200 χρόνια νωρίτερα. Εμείς, οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, επί 3.000 χρόνια υπήρξαμε και παραμένουμε αδιάλειπτα η προφυλακή του Ελληνισμού και του πανανθρώπινου πολιτισμού. Αυτή είναι η ιδιοσυστασία μας. Παραμένουμε ανέκαθεν προσηλωμένοι στις οικουμενικές αξίες του ΑΝΘΡΩΠΟΥ, όπως τις διατύπωσε και τις δίδαξε ο μεγάλος σοφός δάσκαλος της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ και τις μετέδωσε στην οικουμένη ο άξιος μαθητής του ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ο μεγαλύτερος εκπολιτιστής του κόσμου. Οι εγκυρότεροι ιστορικοί αναγνωρίζουν τον καταλυτικό ρόλο του στην πολιτιστική αλλαγή του κόσμου που πραγμάτωσε με τη δράση του. Ο Μέγας Αλέξανδρος, παγκοσμίου και διαχρονικού μεγέθους ηγέτης, χαρακτηρίσθηκε πρόσφατα «σφαγέας των λαών»!!! από το διαμεσολαβητή του σκοπιανού ζητήματος Μάθιου Νίμιτς. Αίσχος!!! Τόσο αμαθής και ανιστόρητος είναι ή τόσο αργυρώνητος διπλωμάτης! Όμως ο Μεγαλέξανδρος δεν έστησε κανένα Γκουαντάναμο πουθενά. Το Γκουαντάναμο είναι Made in U.S.A. Όλος ο πολιτικός κόσμος και η πολιτειακή ηγεσία της Ελλάδας, όλος ο λαός ο ελλαδικός, όλος γενικά ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ της διασποράς, με αρραγή ενότητα και αποφασιστικότητα, να βροντοφωνήσουμε στο διεθνή διπλωματικό στίβο "VETO" στην ψευδωνυμία της Δημοκρατίας των ΣΚΟΠΙΩΝ. Η ολιγωρία μας θα αποτελέσει στίγμα στη γενεά μας. ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ, «ὅπου γῆς», να συνειδητοποιήσουμε το χρέος μας προς την ιστορική αλήθεια και δικαιοσύνη, γιατί, όπως τονίζει ο νεότερος εθνικός μας ποιητής ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: «Χρωστούμε, σ'αυτούς που ήρθαν, πέρασαν, θα ΄ρθούνε, θα περάσουν. κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι κι οι νεκροί». Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το έθνος μας έχει στην ιστορία της ανθρωπότητας έναν ανώτερο προορισμό, να δημιουργεί πολιτισμό και να αγωνίζεται με αυταπάρνηση για τη διατήρησή του. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι αναγεννιέται κατά περιόδους και συνεχίζει ακάθεκτο. Και πάλι ο Παλαμάς διαδηλώνει την ελληνική πίστη στα πεπρωμένα του τόπου –στο ποίημά του «Ο ΔΙΓΕΝΗΣ»: ...Δε χάνομαι στα τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω. Στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω! Ας θυμηθούμε και το εμβατήριο των παλιών καλών σχολικών χρόνων: «... Η ΕΛΛΑΔΑ ποτέ δεν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά». Και μόνο οι στίχοι του ποιητή ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ, από το «Πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας», δηλώνουν τη μεγάλη προσφορά μας στον κόσμο: «Ομπρός! Με ορθή, μεσούρανη της λευτεριάς τη δάδα ανοίγεις δρόμο, ΕΛΛΑΔΑ, στον Άνθρωπο... Ομπρός!».
Η ΕΛΛΑΔΑ είναι μία ιδέα δημιουργική και ως ιδέα είναι άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Πράγματι το Ελληνικό έθνος είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα έθνη στην ιστορία του πολιτισμού. Πολλοί ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, προσπάθησαν να εξακριβώσουν τους παράγοντες, που συνέβαλαν στην ανάπτυξη του λαμπρού Ελληνικού πολιτισμού και στην προσφορά και συμβολή της ΕΛΛΑΔΑΣ στον παγκόσμιο πολιτισμό. Την προσφορά αυτή πολύ σοφά τη συνοψίζει ο νεοέλληνας ποιητής ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΗΣ σε τέσσερις μόνο στίχους: «Νικούσες; Και τους κόσμους ελευθέρωνες! Μιλούσες; και τους άγριους ημέρωνες! Ετραγουδούσες; μάγευες και τις Σειρήνες! Φιλοσοφούσες; και το νου στους ουρανούς εφτέρωνες! » Είμαστε άξιοι θαυμασμού και μεγάλων τιμών και όχι άξιοι φθόνου, γιατί δώσαμε φώτα και αρετές στον κόσμο και όχι βαρβαρότητα. Στη διαδικασία αυτή η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τόσο ως αντίληψη όσο και ως γεωπολιτικός χώρος διαδραμάτισε και διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο. Όταν εξαντλημένη και διαφθαρμένη από τους εμφύλιους πολέμους η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ πέθαινε άδοξα, το αθάνατο ελληνικό πνεύμα ύψωσε το ΦΙΛΙΠΠΟ και τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. Με το Φίλιππο Β'επιτεύχθηκε η κρατική ενότητα του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ και υπό τον Αλέξανδρο Γ΄(γιο του) ο Ελληνισμός ενωμένος προχώρησε προς την οικουμενική ενοποίηση των λαών. Και όταν πάλι ο Ελληνισμός φάνηκε να πεθαίνει κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία και βάρβαροι επιδρομείς κατέστρεφαν τις ελληνικές χώρες, τότε πάλι το αθάνατο ελληνικό πνεύμα όρθωσε το ανάστημά του, ενστερνίσθηκε και χειραγώγησε τη θρησκεία, που θα λύτρωνε την ανθρωπότητα, το Χριστιανισμό. Έτσι το Ελληνικό έθνος ανέζησε στη μεγάλη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και θα είναι το κυρίαρχο επί 10-11 αιώνες. Αλλά και όταν η ΕΥΡΩΠΗ φαινόταν να σβήνει κάτω από τη μπότα του φασισμού /ναζισμού –υπό τη σκιά της σβάστικας– η αθάνατη Ελληνική φυλή όρθωσε αγέρωχα το ανάστημά της βροντοφωνάζοντας: «ΟΧΙ –δε θα περάσει ο φασισμός». Και ο λόγος έγινε πράξη. Οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ είναι οι αριστοκράτες του Ελληνικού έθνους. συνέβαλαν σε μέγιστο βαθμό στη δημιουργία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. και η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι η αρχόντισσα κυρά του Παγκόσμιου πολιτισμού και της παγκόσμιας ιστορίας. Πρέπει να αποκαλύπτονται οι ξένοι που την επισκέπτονται και πατούν τα αιματοβαμμένα χώματά της και γονατιστοί να προσκυνούν τα λείψανα του βασιλιά Φιλίππου στη Βεργίνα και τα λείψανα του ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο πρώτος είναι ο πατέρας του δημιουργού του ανυπέρβλητου ελληνιστικού πολιτισμού, του ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, που με το αίμα του σφράγισε εκεί στη Βεργίνα την ελληνικότητα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Και ο δεύτερος είναι ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, που μαρτύρησε στη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και με το αίμα του την καθαγίασε και δοξάσθηκε ως συμπρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μέχρι την άλωσή της - το 1430 από τους Τούρκους. Μέσα σ' αυτήν την εθνική κατάπτωση και το κατρακύλισμα των ηθικών αξιών, που περνά ο τόπος μας σήμερα, φοβάμαι πως υπάρχουν πολλοί, που αγνοούν το υπαρκτό αυτό εθνικό πρόβλημα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ή ολιγωρούν για τη δίκαια λύση αυτού. Και ενώ οι ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ, οι Αλβανο-σλαβοβούλγαροι, σφετερίζονται τη δική μας ιστορία, αυτοί την αγνοούν ή την αρνούνται. «Αἰδώς», ΕΛΛΗΝΕΣ!!! Εκείνος που κάποτε προσωποποίησε το δυναμισμό των ελληνικών όπλων και διέδωσε στον πλανήτη τις μεγαλοφυείς συλλήψεις του αθάνατου Ελληνικού Πνεύματος, ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο ΦΙΛΙΠΠΟΥ, ο μεγάλος Έλληνας Μακεδόνας, νομίζω ότι δεν τους ανήκει. Αυτοί δε δικαιούνται πια να θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους του. Μήπως έπαψαν να είναι Έλληνες; Γιατί λαοί, που ξεχνούν ή αρνούνται την ιστορία τους, παύουν να υπάρχουν. ΕΛΛΑΔΑ δεν είναι μόνο μερικές χιλιάδες στρέμματα γης. Ελλάδα είναι επίσης η ιστορία μας, η πολιτιστική μας κληρονομιά και ο λαϊκός μας πλούτος. Και αυτή η ΕΛΛΑΔΑ είναι ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ σε όλη την έκτασή της και ανήκει σε όλους τους ΕΛΛΗΝΕΣ και μόνο σ'αυτούς, και αν κάποιος την επιβουλεύεται, έχει καθήκον ιερόν κάθε Έλληνας, όπου και αν στέκει, να επαγρυπεί για την υπεράσπισή της.
Δίσεκτους αλλά ηρωικούς καιρούς πάλι περνάει σήμερα ο Ελληνισμός. «ΕΛΛΗΝΕΣ, γρηγορείτε, γιατί χανόμαστε!». Χρειάζεται εγρήγορση και ετοιμότητα του Ελληνισμού εντός και εκτός της Ελλάδας. Πολλές σκοτεινές δυνάμεις απεργάζονται τη συρρίκνωσή μας. Πολλά ανθελληνικά σενάρια κυκλοφορούν. Και περισσότερα να εικάζομε εμείς. Εξάλλου τί άλλο μπορεί να δηλώνει η συρρίκνωση της διδακτέας ύλης του μαθήματος της ιστορίας του ελληνικού έθνους στα σχολικά βιβλία, στα οποία κατακρεουργείται η Εθνική μας Ιστορία; Ποιος αποφασίζει για τον τόπο μας;; ΕΛΛΗΝΕΣ, ευαισθητοποιηθείτε, προβληματισθείτε έντονα και αντισταθείτε. Αυτό είναι το επιτακτικό εθνικό σάλπισμα, η ηχώ του οποίου έρχεται από τα βάθη των αιώνων της υπερτρισχιλιετούς ιστορίας μας. Η νεοσύστατη Δημοκρατία των ΣΚΟΠΙΩΝ, μία τραγική μαριονέτα στα χέρια κάποιων πατρώνων που κινούν τα νήματά της, των Αμερικανών και του Βατικανού, υψώνει ξεδιάντροπα το «ανάστημά» της. Με λόγους και πράξεις οι ορέξεις και βλέψεις των Σκοπιανών αποδεικνύονται απειλητικές και στρέφονται εναντίον μας (διαδηλώσεις, εκδόσεις βιβλίων, διανομές χαρτών σε ξένες χώρες κτλ). ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, «στῶμεν ὀρθῶς, στῶμεν ἑλληνοπρεπῶς», ακοίμητοι φρουροί στις επάλξεις των Μακεδονικών Θερμοπυλών – υψώστε τη φωνή και το πνεύμα σας ενάντια σε κάθε ύπουλη παραχάραξη της ιστορίας μας. Ζητούν από μας «γῆν καί ὕδωρ», τη γη της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ μας με τη θάλασσα του ΑΙΓΑΙΟΥ (μέχρι το Νέστο ποταμό). έτσι δείχνουν οι χάρτες τους και ισχυρίζονται στις εκδόσεις τους. Θέλουν το ιστορικό όνομα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ". Αυτό γυαλίζει στα μάτια τους και ακούγεται καλά στα αυτιά τους. Το ξέρουν καλά οι ΣΚΟΠΙΑΝΟΙ και οι συνοδοιπόροι τους ανθέλληνες πλαστογράφοι της ιστορίας. Είναι όνομα με μέλλον, ακριβώς, διότι είναι κατάφορτο από πλούσιο παρελθόν. Και το χειρότερο ακόμη, μας χαρακτηρίζουν στο εξωτερικό ως γενοκτόνους. Ενώ αυτοί κατέχουν όλη τη Βορειοδυτική Μακεδονία, μας ζητάνε και τα ρέστα. Και ενώ αυτοί είναι οι επίδοξοι άρπαγες, εντούτοις παριστάνονται έξω ότι είναι τα «θύματα» των Ελλήνων «τυράννων» και επικαλούνται μάλιστα το έλεος των διεθνών οργανισμών και την «ἐξ ὕψους» βοήθεια των Επιτροπών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πώς είναι λογικό να θεωρούνται οι Σκοπιανοί μαζί με τους Έλληνες συγκληρονόμοι του Μακεδονικού πολιτισμού και συγκυρίαρχοι της ένδοξης ηρωικής Μακεδονίας;Μα αυτοί είναι Αλβανο-Σλαβο-Βούγλαροι. δεν είναι ομοιογενές έθνος, είναι συνονθύλευμα λαών. Αυτοπροσδιορίσθηκαν Βούλγαροι, Σλαβοβούλγαροι, Μακεδονοβούλγαροι, Βουλγαρομακεδόνες, Σλαβομακεδόνες και τώρα το παίζουν "ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ". [Όσα παίρνει ο άνεμος!]. Θα μας τρελάνουν !!! Θα εμπιστευθεί λοιπόν η Παγκόσμια Κοινότητα και η Παγκόσμια Ιστορία την τύχη της Ελληνικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ και όλη τη βαριά πολιτιστική της κληρονομιά στους Σκοπιανούς; Σ'αυτούς τους Αλβανο-Σλαβοβουλγάρους; «ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΣΥΜΜΑΧΟΙ και ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΕΤΑΙΡΟΙ», μην καταδικάσετε σε εθνικό μαρασμό και συρρίκνωση τον Ελληνισμό. οι ΕΛΛΗΝΕΣ είναι οι ευεργέτες σας και οι σωτήρες σας. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας σας εκπολίτισαν και σας εξανθρώπισαν. Μη φανείτε αγνώμονες και αχάριστοι. Αν παραταύτα προχωρήσετε τελικά στο ιστορικό ανοσιούργημα της απεμπόλησης του ενδόξου ονόματος και του πολιτισμού της Ελληνικής ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ – αψηφώντας την αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή ιστορία της- δηλαδή αναγνωρίσετε τελεσίδικα την ανακήρυξη του Αλβανο-Σλαβο-Βουλγαρικού κρατιδίου των Σκοπίων με το ψευδεπίγραφο κλοπιμαίο όνομα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", θα είσθε καταραμένοι και αιώνια υπόδικοι στους λαούς σας και σε όλο τον κόσμο. Θα σας καταδικάσει η αδέκαστη ΙΣΤΟΡΙΑ. Θα πληρώσετε ακριβά αυτήν την αχαριστία σας. Η πράξη σας αυτή, ο βιασμός της Ελληνικής Ιστορίας, θα ισοδυναμεί με ιεροσυλία. Σας υπενθυμίζω τι είχε γράψει ο μεγάλος φιλέλληνας Άγγλος ποιητής, ο λόρδος ΜΠΑΫΡΟΝ, για τον ιερόσυλο Έλγιν: «...Ας παραδοθεί στην κατάρα της ιστορίας και ας είναι ατιμασμένος... σαν άγαλμα να στέκεται ξερός, για πάντα ακίνητος στο βυθό της ατιμίας και της ντροπής». Αν όμως πρυτανεύσει στη συνείδησή σας –αντί οποιουδήποτε συμφέροντος –η λογική και η ηθική και δεν προ-
χωρήσετε στο ανοσιούργημα αυτό, στην οριστική δηλαδή αναγνώριση της Δημοκρατίας των ΣΚΟΠΙΩΝ με την ψευδεπίγραφη ονομασία "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", θα έχετε πράξει το καθήκον σας και θα έχετε εξοφλήσει το χρέος που σας αναλογεί απέναντι στον Ελληνισμό και στην Παγκόσμια Ιστορία. [Και αυτό θα είναι το καλύτερο μνημόσυνο της θριαμβεύουσας στην άλλη ζωή φυλής των ΕΛΛΗΝΟ-ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ, των οποίων οι ψυχές θα σκιρτήσουν από χαρά για την ευγνωμοσύνη σας]. ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ, πρέπει να καταδικάσουμε τους βέβηλους της ιστορίας και τους ιερόσυλους όλων των εποχών. Τα γεγονότα του 20ού αιώνα έδειξαν πόσο επικίνδυνο είναι, παραχαράσσοντας κάποιοι την ιστορία, να αφήνουμε την προπαγάνδα να σφετερίζεται την ιστορική αλήθεια. Η παραποίηση της ιστορίας της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί ούτε με ακαδημαϊκή υπεροψία ούτε με στρουθοκαμηλισμό! Να πάψουμε να περιφερόμαστε στα διπλωματικά σαλόνια της ΕΣΠΕΡΙΑΣ, εκλιπαρώντας την για την εθνική μας δικαίωση. Να στοιχειοθετηθούν και να κωδικοποιηθούν όλες οι ελληνικές θέσεις για το εθνικό μας θέμα και να συνταχθεί το επιστημονικό «οπλοστάσιο». Με παλινωδίες και υποχωρήσεις μόνο εθνική ήττα μπορεί να αναμένεται. Όλοι να εγερθούμε, Ελλαδικοί και Ομογενείς, «ὅπου γῆς». να υψώσουμε τα εθνικά μας λάβαρα και να συντρίψουμε όλους όσους αρνούνται τις ελληνικές αξίες και τα σύμβολά μας και όσους γενικά επιχειρούν να διαβάλουν και να διαστρεβλώσουν την ιστορία μας, την παράδοσή μας και τον πολιτισμό μας. Μπροστάρηδες; όμως να τεθούν οι ίδιοι οι ταγοί της πολιτείας, οι διπλωμάτες, οι λογοτέχνες, οι καλλιτέχνες, οι ακαδημαϊκοί και ο κλήρος, ώστε να τους αποστομώσουμε με ποικίλα επιχειρήματα και να τους απογυμνώσουμε. Όλοι οι αγώνες, οι εθνικοί, απαιτούν θυσίες. Γιατί αφενός μεν η εμμονή των Σκοπιανών και των συνοδοιπόρων τους, ανθελλήνων και μισελλήνων, στις αδιάσειστες απόψεις και θέσεις τους, αφετέρου δε η δική μας ολιγωρία μπορεί να προκαλέσουν δικαιολογία για παρέμβαση και διαιτησία, ώστε να γίνει αναθεώρηση των συνόρων και αναδασμός στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας. Ο Ελληνισμός ολόκληρος βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη πρόκληση της σύγχρονης ιστορίας του. Την ανησυχία του Ελληνισμού για την απροκάλυπτη αυτή πρόκληση έχει εκφράσει και ο εξοχότατος κύριος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ, την ημέρα της ορκωμοσίας του. ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ, Προσοχή! Οι ενέργειές μας δεν καταγράφονται μόνο στις δέλτους της Ελληνικής ιστορίας ή της Ευρωπαϊκής, αλλά και στις δέλτους της Παγκόσμιας Ιστορίας. Με κέντρα αναφοράς το Νυμφαίο της ΜΙΕΖΑΣ της Μακεδονίας, όπου λειτούργησε η Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλη και όπου διδάχθηκε τη φιλοσοφία του ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, και την αγορά των ΦΙΛΙΠΠΩΝ, όπου κήρυξε ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ των Εθνών ΠΑΥΛΟΣ τη νέα θρησκεία, το χριστιανισμό, ιδρύοντας την πρώτη χριστιανική εκκλησία της ΕΥΡΩΠΗΣ, να βροντοφωνάξουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι η ιστορία της Μακεδονίας είναι αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. Πρέπει όμως να μας συμπαρασταθεί ολόκληρη η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ και όλοι μαζί οι Εταίροι να σβήσουμε το ψευδεπίγραφο όνομα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ"από τη Σκοπιανή Δημοκρατία. Εξάλλου η ΕΛΛΑΔΑ είναι η χώρα που συνδέει την ΕΥΡΩΠΗ με τις πολιτιστικές της ρίζες. Όλοι οι Εταίροι να πουν με μια φωνή «VETO» στην ένταξη των Σκοπίων, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη που τους αναλογεί στο Μακεδονικό Ελληνισμό, που πραγματικά φώτισε αυτούς και όλη την οικουμένη. Να ενεργοποιηθεί περισσότερο η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ και να πάψει να είναι απούσα από τα δρώμενα στον αυλόγυρό της, ώστε να μη λύνονται όλα τα προβλήματα που αφορούν αυτήν «αλλ' Αμέρικα». Έτσι θα μπορέσουμε να θέσουμε φραγμό στα λάγνα βλέμματα των επίβουλων γειτόνων μας, των Αλβανο-Σλαβο-Βουλγάρων, πάνω στη δική μας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Και να μην ξεχάσουμε ποτέ τα λόγια του Ίωνα Δραγούμη: «Αν σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει».
Εδώ στη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ πάλλει η καρδιά της ΕΛΛΑΔΑΣ. ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, σταθείτε με λογισμό και μ΄ όνειρο αλύγιστοι και αγέραστοι σαν τον Όλυμπο, γενναίοι και αποφασιστικοί σαν τον Μέγα Αλέξανδρο και σοφοί σαν τον Αριστοτέλη. ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ, ας αφήσουμε όλα τα σχήματα και τα προσχήματα και ας κινηθούμε προς κάθε κατεύθυνση, στα πέρατα της οικουμένης, και απροσχημάτιστα να διασαλπίσουμε: «Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει». Παρακαταθήκη του Έθνους η Ιστορία του. ΙΔΟΥ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ, ΙΔΟΥ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΜΑΣ, ΙΔΟΥ ΤΑ ΟΠΛΑ ΜΑΣ. Με αυτά θα πολεμήσουμε και τελικά θα νικήσουμε. Γιατί όλοι οι ΕΛΛΗΝΕΣ γαλουχηθήκαμε από τα νηπιακά μας χρόνια με το όραμα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Σχολικές αναμνήσεις από τα μαθητικά βιβλία και διηγήσεις των πατέρων και των παππούδων μας από τους απελευθερωτικούς και αμυντικούς πολέμους δημιούργησαν μέσα μας ένα κλίμα ιδιαίτερης συμπάθειας για τη βόρεια αυτή περιοχή της πατρίδας μας, για τους ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, για το ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ. ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ, τώρα που μάθατε όλη την αλήθεια, να μη λυγίσετε από το βάρος της προγονικής κληρονομιάς. σηκώστε την υπερήφανα στους στιβαρούς ώμους σας, σας ανήκει. Είσθε οι ΑΤΛΑΝΤΕΣ της ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ και είναι χρέος σας ιερό να την παραδώσετε αλώβητη στις αγέννητες γενιές. Γιατί είσθε γεννημένοι για την αρετή, τη δημιουργία και τη δόξα. Το θαυμαστό σπινθηροβόλημα του ελληνικού πνεύματος τελικά θα κατισχύσει.– ΔΕ ΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΝΕ ΠΟΤΕ! Δε θα την πάρουνε ποτέ τη γη των Μακεδόνων, τη γη μας την ελληνική το χάρμα των αιώνων. Τη γη που η ΕΛΛΑΔΑ μας την έχει για καμάρι, δε θα πατήσει τύραννος εχθρός δε θα την πάρει. Για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ μας, ΕΛΛΑΔΑ μας γενναία, σκληρά θα πολεμήσουμε τον κάθε επιδρομέα. Τη χώρα των προγόνων μας κανείς δε θα την πάρει, γιατί ήταν πάντα ελληνική της μάνας γης καμάρι. Δε θα πατήσουνε ποτέ στο χώμα που αιώνες πότισαν για τη λευτεριά με αίμα οι ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ. [Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ είναι του Σλάβου το όνειρο, του ΕΛΛΗΝΑ καμάρι. γι'αυτό δε θα τους κάνουμε εμείς ποτέ τη χάρη].