Joseph's Crossroad

Page 1

Joseph’s Crossroad


ɟ Περπατούσε φορώντας ένα γκρι

ριγέ παντελόνι με χαλαρή τσάκιση

γλείφοντας με μια ανάσα το τσιμεντένιο πεζοδρόμιο. Φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο – επίσης ριγέ – με τον γιακά να έχει ξεφύγει απ’ το σίδερο, ανοιχτός, ελαφρώς γελοίος. Φορούσε ένα ελβετικό ρολόι Lanco-Fon, του το είχε δώσει ο πατέρας του που κι εκείνος το ‘χε πάρει με τη σειρά του από τον πατέρα της γυναίκας του, δώρο λίγο πριν το θάνατό του. Περπατούσε

χαζεύοντας

τις

χριστουγεννιάτικες

βιτρίνες,

τα

χριστουγεννιάτικα δέντρα. Τον έκαναν να σταματήσει για λίγο καθώς περνούσαν από μπροστά του για να τοποθετηθούν λίγο αργότερα στη βιτρίνα με την εντυπωσιακή υπάλληλο που ήταν πλάτη και περίμενε. Συνέχισε ξεκινώντας με το δεξί του πόδι, αριστερό, δεξί, αριστερό, κάπως ρυθμικά, φέρνοντας στο μυαλό του τα τέμπο του Fats Domino. Μια γυναίκα από τ’ αριστερά του τον προσπέρασε, τον χτύπησε με τη χάρτινη σακούλα, ένας κύριος απ’ τα δεξιά του τον προσπέρασε επίσης άτσαλα ”I’m sorry” του είπε -μάλλον ενοχλημένα- όλοι τον προσπερνούσαν γιατί απλά είχε σταματήσει. Ακόμα και μια παρέα νεαρούδια από τον απέναντι δρόμο γέλασαν μαζί του για το ακίνητο και σιωπηλό ενδιαφέρον του. Κοίταξε δεξιά τη θολή βιτρίνα μιας καφετέριας κι έχωσε το χέρι στη δεξιά τσέπη να ελέγξει τα χαρτονομίσματα. Μετρώντας τα τυφλά έβγαλε ένα άσπρο πανί και σκούπισε το πρόσωπό του αν και δεν ήταν ιδρωμένος. Για άλλη μια φορά (προσπάθησε προηγουμένως απ’ το σπίτι του) αποπειράθηκε να ισιώσει κάπως το γιακά του. Ίσιωσε το ρολόι του δίχως να κοιτάξει την ώρα κοιτώντας μόνο μπροστά, ξεφύσησε και τράβηξε την πόρτα απ’ το γυαλί προς τα εμπρός λερώνοντάς το. Τέσσερα τραπέζια γεμάτα στο κέντρο, δύο στο πλάι συνωστισμένα από εφηβικές παρέες, το μπαρ ήταν κι αυτό γεμάτο, μόνο δεξιά δίπλα απ’ την τουαλέτα μπροστά στη βιτρίνα μόλις έφευγε ένα, μάλλον χωρισμένο ζευγάρι, αμίλητο. Μπροστά ο ένας πίσω ο άλλος. Κάνει χώρο να περάσουν και κάθεται στην ζεσταμένη θέση που άφησε η κοπέλα πίσω της, δείγμα μακροσκελούς και αναλυτικής συζήτησης. Μπροστά του είχε μια κούπα τσάι σχεδόν άδεια. Μπόρεσε να δει μέσα της τους κόκκους απ΄ το τσάι που είχαν απομείνει, με εξαιρετικά μεγάλη δόση ζάχαρης. «Αχ το καημένο το κοριτσάκι.. Όση ζάχαρη κι αν ποτίσεις την πίκρα..» σκέφτηκε και χαμογέλασε. Αντίθετα στην απέναντι θέση


απλώνονταν δυο άδεια πιάτα, ένα κυρίως και ένα επιδόρπιου. Στο κυρίως πιάτο λίγη σάλτσα από μέλι είχε απομείνει και ξεραίνονταν σιγά-σιγά «πάει ώρα που ικανοποίησε τη λαιμαργία του..» Ένα πλάσμα οριακά στα 20 τον πλησίασε από πίσω με τα γνωστά παντοφλέ παπούτσια του, θέλοντας να κάνει γνωστή την παρουσία του. Ήταν μια ξανθιά αρωματισμένη θηλυκή φιγούρα που έσκυψε αμέσως μπροστά του επιδεικτικά με χορευτικές κινήσεις και μάζεψε τα πιάτα και το ποτήρι απ’ το τραπέζι. Φορούσε ένα καρό γαλάζιο αεράτο φόρεμα που το κάλυπτε μια –συντηρητικά μάλλον άσπρη ποδιά. Το πρόσωπό της τον είχε πλησιάσει απειλητικά καθώς εκείνος την κοιτούσε έντονα περιμένοντας να ανταποκριθεί στις λάγνες υποβόσκουσες σκέψεις του. Αυτή του έκανε το χατίρι, τον κοίταξε μέσα στα μάτια σα να μπορούσε να τον διαβάσει ή ακόμα και να τον ψυχογραφήσει. Του χαμογέλασε οριακά, δίχως να κάνει εμφανή όμως την οδοντοστοιχία της. «Τι να σας φέρω;» τον ρώτησε ξεχνώντας αστραπιαία τα δευτερόλεπτα του οπτικού παιχνιδιού (ήταν συνηθισμένη). «Ένα καφέ σκέτο φέρε μου γιατί όπως βλέπεις η ζάχαρη τελείωσε» απάντησε μάλλον αποτυχημένα. «Χα..» ξεστόμισε σα να ήθελε να γελάσει με το στόμα ανοιχτό, περισσότερο

σαν

απόγνωση

ακούστηκε.

«Σκέτο

λοιπόν..»

Ανασηκώνεται,

τεντώνεται, κοιτά ευθεία έξω από τη βιτρίνα δηλώνοντας την αδιαφορία της και γύρισε πλάτη πηγαίνοντας προς το μπαρ. Εκείνος δεν πτοήθηκε, χάζεψε για λίγο τις καμπύλες της, χαμογέλασε (γνώριζε πως εκείνη έχανε) και έβγαλε την ταμπακιέρα του να διαλέξει το τσιγάρο που θα κάπνιζε. Έβγαλε ένα διστακτικά, κοίταξε έξω τους περαστικούς που προσπερνούσαν ο ένας τον άλλο, χάζεψε παρακολουθώντας μια μητέρα να μαλώνει τη μικρή ξανθωπή κόρη της μιας και της είχε πέσει το παγωτό στο δρόμο βάζοντας αυτομάτως τα κλάματα. Μπόρεσε να δει μόνο την καμπουρωτή πλάτη της μητέρας, ήταν σκυμμένη πάνω απ’ το παιδί, του κουνούσε το δάχτυλο και του φώναζε μες τη μούρη σα να είχε κάνει έγκλημα, σα να την ξεφτίλισε. Το κοριτσάκι έκλαιγε και τα μάτια του συναντήθηκαν με τα δικά του. Εκείνος της έκανε μια γκριμάτσα με τη γλώσσα του, τέτοια που φαινόταν σα να είχε πρησμένα χείλη. Εκείνο σταμάτησε να κλαίει, η μητέρα χτυπώντας νευρικά το πόδι της στο πεζοδρόμιο με μανία εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο με την αναισθησία της μικρής, που όμως δεν ήταν έτσι. Γύρισε μπροστά το κεφάλι του κι ο καφές του είχε ήδη σερβιριστεί, το παιχνίδι με τη σερβιτόρα είχε τελειώσει προ πολλού. Άναψε το τσιγάρο κι έβγαλε με ψηλά το κεφάλι, εκστασιασμένος, μια μεγάλη δόση καπνού απ’ την πρώτη κιόλας τζούρα. Ρουφούσε τη νικοτίνη, ήταν σκεπτικός, θυμήθηκε πριν μερικά χρόνια θα ‘ταν αρχές του ’50, που χόρευε αυτό τον αργό, ερωτικό rock ‘n’ roll


χορό stroll τον λέγανε. Η αδρεναλίνη του στα ύψη, νεαρούδι, μια σειρά από ατίθασα αγόρια, έτοιμα να διαλέξουν το ταίρι τους απ’ την απέναντι θηλυκή σειρά για να χορέψουν και να αγγίξουν ότι δεν μπορούσαν στη σιωπή. Κοίταξε γύρω του, η πελατεία είχε αραιώσει, ένιωσε την ανάγκη να ακούσει κάτι. Ήταν μια στιγμή που ο καφές και το τσιγάρο θα αποκτούσαν σάρκα και οστά στον οργανισμό του, σαν ιεροτελεστία. Πίσω του στο βάθος του καταστήματος είδε σε μια γωνία ένα jukebox μάρκας Seeburg. Ακούμπησε το δεξί του χέρι στο τραπέζι και σηκώθηκε με τη βοήθειά του αργά λυγίζοντας τον αγκώνα του. Έκανε στροφή και με κομψές κινήσεις περπάτησε προς αυτό. Στάθηκε αμήχανα μπροστά του και το κοίταξε προσεκτικά λυγίζοντας ελάχιστα το λαιμό του προς τα δεξιά. Πάτησε τα σωστά κουμπιά και παρακολούθησε τη διαδρομή της συσκευής προς το δισκάκι. Το κομμάτι που επέλεξε ξεκίνησε να παίζει δυναμικά και μπροστά στο jukebox έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας πάλι ψηλά, χτυπώντας ρυθμικά το αριστερό του πόδι με τα χέρια κρεμασμένα, παραδομένα. (Το τραγούδι ήταν του Buddy Guy – Sit and Cry). Η ατμόσφαιρα αμέσως ζεστάθηκε στο μαγαζί. Γι’ αυτόν δηλαδή. Ο κόσμος πίσω του εξακολουθούσε να μιλάει, ένα ζευγάρι στο τραπέζι δίπλα στην είσοδο πλήρωνε την κουνιστή σερβιτόρα, οι δυο υπάλληλοι πίσω από την μπάρα έφτιαχναν καφέ και μιλσέικ, τα μεγάλα τραπέζια ήταν πιασμένα από παιδιά γεμάτα ζωή με ποτήρια όμως άδεια εδώ και ώρα (η σερβιτόρα παρακαλούσε να φύγουν) και αρκούνταν στο να σαχλαμαρίζουν. Το μπαρ είχε τη γνωστή εικόνα, πλάτες γυρισμένες, διαφορετικά σακάκια σκυμμένα, που έπιναν το ποτό τους και μετρούσαν τις τσέπες με τα ψηλά τους στον τελευταίο γύρο. Η μουσική τον είχε κυριεύσει, ήταν μέσα στο κεφάλι του που κι αυτό με τη σειρά του έδινε ρυθμό στα χέρια και στα πόδια του (΄΄Well, no one to call me sweet names, and my heart is filled with pain, οh, I only think of you, I sit and cry and sing the blues΄΄). Άνοιξε τα μάτια προς τη μέση του τραγουδιού κορεσμένος από συναίσθημα και τράβηξε προς το τραπέζι του. Η θέση του όμως δεν ήταν άδεια, κάποιος άλλος καθόταν εκεί, ή μάλλον κάποια άλλη. Καθώς πλησίασε αντιλήφθηκε πως οι αγκώνες της ακουμπούσαν στο τραπέζι, τα χέρια της είχαν καλύψει

τα μάτια της, μάλλον έκλαιγε. Αυτός σάστισε προς στιγμή

όταν

συνειδητοποίησε τη σύμπτωση του Sit and Cry. Το τραγούδι αντηχούσε ελάχιστα πλέον στ’ αυτιά του. Στεκόταν σύξυλος προς στιγμήν ωστόσο ούτε καλός Σαμαρείτης θα το έπαιζε ούτε ξενέρωτος παρηγορητής. Όποια και να ήταν θα την αντιμετώπιζε στα ίσα υπενθυμίζοντας πόσο σκληρή είναι η πραγματικότητα και πως καλά θα κάνει να το ξεπεράσει (ήταν ένας τρόπος να επιστρέψει στη θέση του προσπαθώντας ίσως


ξανά με τη σερβιτόρα για μια τελευταία φορά). Κάθισε απότομα απέναντί της χωρίς να μιλήσει, πήρε διακριτικά την ταμπακιέρα δίπλα από τον αγκώνα της και άναψε ένα τσιγάρο περιμένοντας για μια ενδεχόμενη αντίδραση, μια πιθανή γνωριμία που κατά βάθος – γιατί όχι – μπορεί και να επιθυμούσε.. (η σερβιτόρα ίσως ήταν μια ένδειξη της χαμηλών προσδοκιών του..) Χτύπησε το τσιγάρο μηχανικά στο τασάκι δυο φορές, τακ τακ και ρούφηξε ξανά κοιτάζοντάς την καθ’ όλη τη διάρκεια της ιεροτελεστίας. Ήταν σα μια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης μιας άγνωστης που εμφανίστηκε μπροστά του μόνο και μόνο επειδή λίγο πριν είχε σηκωθεί και είχε αφήσει κενή τη θέση του. Εκείνη είχε μαύρα καλοφτιαγμένα μαλλιά, λίγο φουντωτά κάνοντας υποθέσεις για τις ομορφοκομμένες αφέλειες που κάλυπταν το κούτελό της. Τα νύχια της ήταν βαμμένα με κόκκινο βαθύ χρώμα, φορούσε και ένα δαχτυλίδι σε κάθε χέρι. Το ένα έμοιαζε φτηνό, προφανώς από κάποιο περιοδεύον λούνα παρκ, το άλλο ωστόσο φαινόταν αγορασμένο, μελετημένο με λόγο ύπαρξης. Δεν μπορούσε όμως να μαντέψει πιο είχε γι’ αυτή την μεγαλύτερη αξία. -

Tσιγάρο; τη ρώτησε κάπως τσαμπουκαλεμένα. Τι μάρκα κουβαλάς; Η ερώτησή της τον κόμπλαρε. Το πρόσωπό της

εξακολουθούσε να είναι καλυμμένο με τα χέρια της αφήνοντας μια μπάσα, αλλόκοτη φωνή. Εκείνος ανασυντάσσεται και συνεχίζει με μια μικρή παύση. -

Toppers είναι. Δεν μ’ αρέσει το κουτί γι’ αυτό τα έβαλα σε μια τσιγαροθήκη.

-

Χμ.. Είναι λίγο φανταχτερό αυτό το κουτί για σας τους άντρες… Δίχως να

εμφανίσει το πρόσωπό της προσπάθησε να σκουπίσει τα υγρά που είχε εκκρίνει διακριτικά. -

Λοιπόν; Θα πάρεις ένα; Ή μήπως να στο βάλω εγώ στο στόμα; της απάντησε

με χαμόγελο προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει άνετα. Εκείνη αποφάσισε να το κάνει και άρχισε σταδιακά να αφαιρεί τα χέρια ξεκινώντας από το κούτελο μέχρι το πηγούνι της. Ο συνομιλητής της άφησε νευρικά κι απότομα το μισοτελειωμένο τσιγάρο στο τασάκι και ανασκουμπώθηκε με γουρλωμένα τα μάτια. Κάτι είχε δει που τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το τεντιμπόικο ύφος είχε εξαφανιστεί μονομιάς. -

Τι.. τι σου συνέβη; Γιατί… Πες μου τι συνέβη; Το χέρι του άρχισε να τρέμει,

το πόδι του κάτω απ’ το τραπέζι χτυπιόταν πάνω κάτω σα λυσσασμένος σκύλος, ενώ η νύχτα που μόλις είχε πέσει, την κάλυπτε περισσότερο απ’ όσο νόμιζε. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο σκισίματα, το δέρμα της ήταν σκαμμένο από κάποιο αιχμηρό


αντικείμενο, ο λαιμός της είχε γίνει μπλε, είχε παραμορφωθεί αυτό το αγνό δέρμα που κάποτε δεχόταν παθιασμένα φιλιά μόνο και μόνο για τη μυρωδιά και την ομορφιά που ανάβλυζε. Εκείνη, εμφανώς πληγωμένη, νευριασμένη, δεν έσκυψε το κεφάλι ζητώντας κάποιου είδους βοήθεια, δεν πιάστηκε από τον πρώτο τυχόντα, αντίθετα τον κοιτούσε ευθεία στα μάτια, μεταφράζοντας ένα ατέλειωτο μίσος, σαν πληγωμένο ζώο που επιστρέφει για να λιντσάρει όποιον της κλείσει το δρόμο. -

Δεν είναι τίποτα. Κάτι πήγε στραβά σήμερα, αυτό είναι όλο.. Αμέσως αυτή

έπιασε νευρικά την ταμπακιέρα, πήρε σε χρόνο μηδέν το τσιγάρο και το άναψε βγάζοντας μια μεγάλη τζούρα απόγνωσης. Κοίταξε έξω τα αυτοκίνητα που είχαν σχηματίσει μια μεγάλη ουρά, πρωτοφανής για τα δεδομένα της πόλης. Έβλεπε τη νεολαία ενωμένη για μια στιγμή, ιδιαίτερα παράξενο γι’ αυτό το μέρος του κόσμου. Άσπροι, μαύροι όλοι ήταν μια γροθιά οδεύοντας προς την ίδια κατεύθυνση, ανυπομονώντας προφανώς για κάτι, κάτω από την ίδια στέγη. Για μια στιγμή εκείνη σάστισε κοιτώντας τον κόσμο να φωνάζει από χαρά, να πατάει τις κόρνες, να βλέπει κορίτσια που μόλις είχαν αγγίξει τα 18 να ανταλλάσουν ερωτικές ατάκες με τα αγόρια (που πάλευαν να δείξουν άντρες) των διπλανών ή των πίσω αυτοκινήτων. -

Πού πάνε όλοι αυτοί; Δεν ξέρω.. Είναι και Σάββατο.. Λογικά πηγαίνουν στη Beale Street να

ερωτευτούν. -

Μα καλά η Beale Street έχει ζωή ακόμα;

-

Χμ.. Ο κόσμος μπορεί να φτώχυνε πριν από καμιά 30αριά χρόνια αλλά ποιος

σταματάει τις ορμές τους; Το προτιμώ απ’ το να φαντασιώνονται μόνα σπίτι τους.. Θα μου πεις τώρα τι έπαθες; Μήπως να πας να σε δει κανένας γιατρός; Εκείνη αποτραβήχτηκε, ακούγοντας αυτά που θα της έλεγε ο οποιοσδήποτε (ήταν όντως ο οποιοσδήποτε..) -

Δεν θέλω να πάω πουθενά τ’ ακούς; Άμα δεν σ’ αρέσει να μου αδειάζεις τη

γωνιά! Το πρόσωπό της ρόδισε, έγινε ολοκόκκινη, είχε ένα ύφος βλοσυρό, η φωνή της ήταν τόσο βραχνή που μαρτυρούσε τα βάσανα των προηγούμενων ωρών. Εκείνος σηκώθηκε απότομα σε έξαλλη κατάσταση, εκείνη νόμιζε πως θα έφευγε, αντιθέτως πήγε μέχρι το μπαρ βλέποντας μόνο την πλάτη του. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ήταν πίσω με ένα ποτήρι, της το βάρεσε μπροστά της με συνέπεια το περιεχόμενό του να την πιτσιλίσει στο πρόσωπο. Εκείνη μύρισε το αλκοόλ, το ένιωσε άλλωστε από τον πόνο.


-

Λοιπόν, της λέει. Δεν με ενδιαφέρει ποιος σε βάρεσε, γιατί σου χάλασε τη

μούρη τι του έκανες και σε έκανε έτσι.. Αν θέλεις… -

Τίποτα δεν του έκανα! φώναξε αγανακτισμένη κάνοντας τους πελάτες να

γυρίσουν από περιέργεια και να κοιτάξουν το τραπέζι στη γωνία. -

…Άν θέλεις λέω ξεχνάμε τα τι και πώς και το παίρνουμε απ’ την αρχή. Δεν

ήρθα να πιω τον καφέ μου εδώ για να ακούω γκρίνιες μιας τυχαίας, γιατί προς το παρόν μου είσαι μια εντελώς άγνωστη, αδιάφορη, χέστηκα με καταλαβαίνεις; Εκείνη με μια σχετική έπαρση, υποκρίθηκε πως το σκέφτηκε. -

Εντάξει.. Ας το πάρουμε απ’ την αρχή…

-

Ωραία. Ωραία… Πώς σε λένε για να ‘χουμε και καλό ρώτημα;

-

Κάθυ…Με λένε Κάθυ. Εσένα;

-

Εμένα με λένε Τζόσεφ. Η Κάθυ κατεβάζει το ουίσκι προσπαθώντας να φερθεί

όσο πιο φυσιολογικά γίνεται. -

Από πού είσαι Κάθυ;

-

Από ‘δω είμαι, στο Μέμφις γεννήθηκα και μεγάλωσα. Εσύ;

-

Ήρθα απ’ το Κολόμπους του Οχάιο πριν 15 περίπου χρόνια. Δουλεύεις εδώ;

-

Ναι, στο White Rose cafe.. Το ξέρεις;

-

Ναι το ξέρω. Το έχω επισκεφτεί μια δυο φορές.. Σου αρέσει λοιπόν να παίζεις

με τους άντρες.. -

Παίζω όταν έχω όρεξη. Πιο πολλές είναι οι φασαρίες τον τελευταίο καιρό,

γυρνάω σπίτι πολλές φορές χωρίς λεφτά γιατί φεύγουν οι πελάτες. -

Θες να φας τίποτα;

-

Όχι, όχι σ’ ευχαριστώ.. Το πρόσωπό της ήταν αριστοκρατικό. Τα χείλη της

υπερβολικά σαρκώδη, γαμψή μύτη, υπέροχα ζυγωματικά. (Ο Τζόσεφ διαφορετικά ίσως να μην ήταν τόσο δεκτικός) – Εσύ δεν μου είπες, δουλεύεις κάπου; -

Δουλεύω φύλακας στη Memphis Cossitt Library. Πότε πρωί, πότε βράδυ..

Όπως κάτσει.. Έπιασε την ταμπακιέρα του από αμηχανία και την ανοιγόκλεισε νευρικά. – Και δεν μου λες, είσαι πιο όμορφη χωρίς αυτές τις… Πλησίασε αργά το χέρι του στο πρόσωπό της και την χάιδεψε στο μάγουλο. Ένιωσε τις ανώμαλες στρώσεις του δέρματος. -

Χωρίς ποιες; Του απάντησε αισθησιακά.

-

Τίποτα, μη μου δίνεις σημασία.. Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις κάτι, μόλις

σε άγγιξα σιγουρεύτηκα..


Μια έντονη σιωπή με λέξεις κρυφές που ποτέ δεν ειπώθηκαν, έδωσε στην ατμόσφαιρα χρώμα. Ο Τζόσεφ ακολουθούσε το γνωστό μοτίβο της σαχλαμάρας για να τη ρίξει. Κι όμως θα έλεγε κανείς πως ήταν τόσο πειστικός αυτή τη φορά που ίσως να έλεγε την αλήθεια. Η Κάθυ πληθωρική, επικίνδυνα όμορφη, τον άφησε να την αγγίξει ξανά. Οι δρόμοι άδειασαν τελικά γρήγορα, οι φωνές έφυγαν, εκείνη όμως τις άκουγε ακόμα μέσα της. Σα να μπερδεύτηκε, οι φωνές έβγαιναν από μέσα προς τα έξω, δίνοντας μια διαφορετική, απρόσμενη τροπή στην -μέχρι τώρα- καταστροφική βραδιά που θα της σημάδευε τη ζωή. Χαμογέλασαν συγχρόνως με τις ανατριχίλες που προκαλούσαν τα ρομαντικά αγγίγματα ώσπου ξάφνου εκείνος σηκώθηκε όρθιος. Έχοντας πετάξει τη μαγκιά του λίγο πριν με τη νεολαία στη Βeale Street, όδευσε γοργά προς το jukebox ακολουθώντας την ίδια τακτική πιο γρήγορα αυτή τη φορά, φοβούμενος μην χάσουν οι ορμόνες την όρεξή τους. Το μηχάνημα δούλεψε, επέστρεψε στο τραπέζι και το τραγούδι άρχιζε να παίζει. (Το τραγούδι ήταν της Betty Everett-My life depends on you) - Σήκω, έλα. Η Κάθυ, γεμάτη έκπληξη, κοκκίνισε. – Είσαι τρελός; Δεν είναι μέρος εδώ για χορούς! -

Μην γίνεσαι περίεργη, αφού είχαμε κάτι εδώ, γιατί να το αφήσουμε να

πετάξει; Ας το τελειώσουμε όπως αρμόζει! Ο Τζόσεφ είχε δίκιο. Σηκώθηκε διστακτικά βαστώντας το χέρι του, την πήρε αργά αγκαλιά και άρχισαν να κινούνται με μια δόση νοσταλγίας. Ο κόσμος δεν τους έδωσε όπως εκείνη νόμιζε σημασία, μόνο η σερβιτόρα έριξε στο Τζόσεφ μια απαξιωτική ματιά εξακολουθώντας να επιδεικνύει την άρνησή της γι’ αυτόν (ή ακριβώς το αντίθετο). Η Κάθυ μελαγχόλησε, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και τον έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ξαφνικά αυτός ένιωσε μια υγρασία στον ώμο του, γύρισε το κεφάλι του βλέποντας την Κάθυ να κλαίει ξανά, σιωπηλά αυτή τη φορά. -

Είσαι καλά; της ψιθύρισε στοργικά στο αυτί. Η μουσική συνέχιζε να παίζει,

απάντηση όμως δεν έλαβε. – Κάθυ… Το πρόσωπό της είχε πάρει την πιο θλιμμένη μορφή που μπορούσε. Ίσως ξεσπούσε, ξόρκιζε το μισητό βλέμμα, τη βραχνή φωνή, τη στημένη θηλυκότητα. Για μια στιγμή στην αγκαλιά του έγινε ξανά κοριτσάκι, το πιο απροστάτευτο πλάσμα. Το τραγούδι τελείωσε, το δισκάκι επέστρεψε στη θέση του το ίδιο και η ατμόσφαιρα του καταστήματος, το ίδιο και η ψυχρότητα των συζητήσεων που άθελά τους διαπερνούσε το είναι τους. Η Κάθυ σκούπισε με το χέρι της τα δάκρυά της, τον κοίταξε μέσα στα μάτια με βλέμμα ώριμο και καθησυχασμένο και του είπε: -

Θέλεις να μάθεις;


-

Ναι.. Φυσικά και θέλω… Πες μου, τι περιμένεις; Αυτός είμαι, δεν είμαι

κάποιος άλλος που σου πουλάει έρωτα. -

Το ξέρω.. Δηλαδή το κατάλαβα.. Θέλεις να μάθεις λοιπόν.. Οκ.. Πάμε..

-

Κάτσε, κάτσε, πού πάμε;

-

Σ’ αυτόν που μ’ έκανε έτσι.. Θέλω να κάψω το σπίτι του μπάσταρδου..

-

Πάμε αλλά πρόσεξε ε; Εγώ δεν λειτουργώ έτσι να ξέρεις..

-

Όταν μάθεις ποιος είναι και πώς κάνει τις δουλειές του, θέλω να μου

απαντήσεις ξανά.. Της χάιδεψε ξανά το σκισμένο μάγουλο, της έγνεψε καταφατικά και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Το βράδυ μόλις είχε αρχίσει και κανείς δεν γνώριζε εάν μια τέτοια τολμηρή και άτσαλη γνωριμία μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις. Κι όλο αυτό εξαιτίας κάποιων ξεχασμένων ορμονών που ανέβηκαν στα ύψη και κατάφεραν να χειραγωγήσουν πληγωμένες καρδιές, με πολύ μεγάλη την πιθανότητα να δόθηκε αδικαιολόγητη

αξία

σε

φτηνές

θεατρινίστικες

ατάκες,

σε

σαλιάρικες

ερωτοαπαντήσεις που ήταν γνωστές πριν καν ειπωθούν.. Το ρολόι του Τζόσεφ έκανε κύκλους δίνοντας ρυθμό στα διπλά βήματα που μπορούσε κανείς να ακούσει να εναλλάσσονται, να συμπληρώνονται, να μπερδεύονται μεταξύ τους. Περπατούσαν τουλάχιστον για μισή ώρα, αμάξι δεν ήταν διαθέσιμο, ο χρόνος άλλωστε μπορούσε να δώσει από μόνος του τα κατάλληλα ερεθίσματα για την ανάλογη συζήτηση που ενδόμυχα επιζητούσαν. Τα λόγια άλλαζαν θέση, στόμα, σειρά, κυλούσαν όπως θα έπρεπε, φορτωμένοι με το βάρος της αγωνίας για την τολμηρή απόπειρά τους. Η περιοχή που επισκέφτηκαν κατοικούνταν μόνο από εύρωστες οικογένειες, λάγνες του χρήματος, της πολιτικής, της διαφορετικότητας. Αυτό βέβαια σήμαινε πως κανένας έγχρωμος Αμερικανός δεν τολμούσε να διασχίσει το –American Dream – οικοδομικό τετράγωνο, άλλωστε τα μέλη του πλήρωναν για την προστασία τους διεφθαρμένα αστυνομικά αντράκια. Αυτά τα αντράκια λοιπόν, για ψωροδεκάρες καθάριζαν κάθε εισβολέα που διέφερε από εκείνους. Αν εντόπιζαν κανένα ρακένδυτο λευκό, με εμφανή σημάδια ασιτίας, την γλίτωνε με μερικές βρισιές και με εκφοβισμούς πρόσωπο με πρόσωπο. Εάν ήταν έγχρωμος, οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης, θα αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα επιβίωσης. Δεν είχε σημασία αν ήταν φοιτητής, εργάτης, καθηγητής. Ο νόμος βέβαια δεν όριζε γραπτή απαγόρευση κυκλοφορίας, ωστόσο ήταν ευρέως γνωστό στην κοινωνία των νέγρων του Μέμφις πως μερικά σημεία της πόλης ήταν απροσπέλαστα.


Το σπίτι που θα έστηναν το καραούλι τους ο Τζόσεφ κι η Κάθυ βρισκόταν ευτυχώς στα πρώτα σπίτια της περιφρουρούμενης ζώνης . Πράγματι, όταν πέρασε λίγο η ώρα, στάθηκαν πίσω από ένα αυτοκίνητο απέναντι από το αρχοντικό του εν λόγω κυρίου που σημάδεψε τη μνήμη της και περίμεναν. Ήταν ένα μεγάλο τριώροφο λευκό σπίτι με κήπο και με μια μεγάλη σιδερένια καγκελόπορτα να το ασφαλίζει. Περίμεναν δίχως να μιλάνε μεταξύ τους, η σιωπή από μόνη της έλεγε πολλά, φώναζε πως η λογική είχε παραμείνει σ’ εκείνο το τραπέζι στο εστιατόριο, λίγο πριν το δισκάκι ξεκινήσει να αναπαράγει ήχους και μελωδίες που επηρέασαν αυτή τη λογική και επανέφεραν μετά από καιρό το θυμικό μέρος του είναι τους. Εκείνη κοίταξε το ρολόι του, το έφερε πιο κοντά της να διακρίνει την ώρα, ήταν περασμένες εννιά. Η αναμονή ενέτεινε την ανησυχία τους για τις αποφάσεις που έπρεπε να λάβουν με απώτερο σκοπό να πάρει αυτό το καθίκι το μάθημα που του άξιζε. Μα ποιο μάθημα; Ο Τζόσεφ δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα γι’ αυτήν και να, τώρα έξω από το σπίτι κάποιου χωρίς να γνωρίζει εάν πραγματικά είναι έτσι όπως η Κάθυ λέει ή είναι απλώς ένας επιχειρηματίας που μέσα στη βρωμιά της νύχτας θέτει τους κανόνες του και σε όποιον αρέσει. Σε ποιο βαθμό άραγε να την κακοποίησε; Ήταν μια πράξη απαράδεκτη, αλλά έτσι δεν κάνουν αυτοί; Τις δέρνουν και τις πετάνε στο δρόμο γεμίζοντας λασπωμένα αποτσίγαρα και χαλασμένα οινοπνευματώδη; Ο χρόνος περνούσε, η απουσία περαστικών και αυτοκινήτων επιβεβαίωνε τις φήμες, τις εικασίες και τους θρύλους των ανεγκέφαλων πληρωμένων αστυνομικών που φυλούσαν την περιοχή, δίχως να είναι όμως ακόμα σίγουρο πώς μπόρεσαν οι δυο τους και τους απέφυγαν. Ο Τζόσεφ δεν πατούσε το πόδι του εκεί, η Κάθυ φαίνεται πως ήξερε τα κατατόπια, της ήταν γνώριμο το σημείο. Αυτό το κατάλαβε και από την ψυχραιμία της για τους μισθοφόρους της περιοχής. Δεν έδειχνε φόβο, στεκόταν εκεί με τα μάτια της προσηλωμένα, ανέκφραστα, περίμενε ίσως μια ακραία πρωτοβουλία από τον Τζόσεφ που να την κάνει να κολλήσει πάνω του. Μια στιγμή εκείνος αντιλήφθηκε στην αυλή μια αχνοδιάκριτη κόκκινη λάμψη που διήρκησε μόλις τρία δευτερόλεπτα. Άκουσε δυο άτομα να κουβεντιάζουν, ήταν όμως σε απόσταση από αυτούς, το μόνο που έπιανε το αυτί τους ήταν άναρθροι ήχοι που απλώνονταν στην ατμόσφαιρα περνώντας από μπροστά τους. Εκείνη αντέδρασε και του έσφιξε το χέρι βγάζοντας από μέσα της τους φόβους αρκετών λεπτών αναμονής. Εκείνος προσπάθησε να σταθεί στο ύψος του κρατώντας τα προσχήματα (διαφορετικά θα της είχε πιάσει εκείνος το χέρι) και προσπάθησε να καταλάβει τι ήταν αυτή η λάμψη που τους ανησύχησε. Ήταν λάμψη από τσιγάρο μάλλον, έκαναν το διάλειμμά τους. Το


φως ενός δωματίου στο δεύτερο όροφο άναψε, σημάδι πως θα προέκυπτε κάποιο είδος κίνησης στο χώρο. Ο Τζόσεφ την παρότρυνε να φύγουν, ήταν ανοργάνωτοι, η σκέψη τους ήταν αυθόρμητη, κακοσχεδιασμένη, πρόχειρη, είχαν πάει στα δόντια του λύκου γυμνοί. Ή Κάθυ βούρκωσε, φύσηξε τις αφέλειες που κάλυπταν σχεδόν τα μάτια της, αναστέναξε βαθιά και μετά από λίγη σκέψη συμφώνησε να αποχωρήσουν. Καθώς απομακρύνονταν ο Τζόσεφ κοιτούσε συνεχώς πίσω του σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι απροσδόκητο. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν τις καγκελόπορτες να ανοίγουν και τρία άτομα να βγαίνουν έξω από το- μεγαλόπρεπο μάλλον- βρώμικα χτισμένο σπίτι. Το σπίτι της Κάθυ ήταν ένα δωμάτιο ξενοδοχείου κάτι που τον έκανε να απορήσει. Ήταν ένας μικρός ουρανοξύστης για την εποχή το Peabody Hotel, οικονομικά το πιο απαιτητικό, για γερές τσέπες. Τη συνόδευσε μέχρι το δωμάτιό της, την κοίταξε στα μάτια, της χάιδεψε ξανά το πρόσωπο και τη φίλησε. Εκείνη με σκυμμένο κεφάλι, έγνεψε ξανά στο στήθος του, με τη σιωπή να είναι αυτή τη φορά ευεργετική σε ασφαλή χώρο, με ασφαλές το φινάλε της βραδιάς. Το φιλί δεν ήρθε μόνο του. Στην επιστροφή, εμφανώς απογοητευμένη του εξομολογήθηκε τους λόγους που την οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση. Μίλησε λίγο για το παρελθόν της, πόσο της κόστισαν οι φιλελεύθερες ιδέες της, πώς μέσα σε μια βραδιά εξαφανίστηκαν οι γονείς της, πόσο πολύ μισούσε τους άνδρες, όπως αυτό το μαφιόζο αφεντικό τον Rόμπερτ Χάτμαν που αποπειράθηκε να τη βιάσει. Και τα κατάφερε. Αυτό κράτησε στο μυαλό του ο Τζόσεφ. Το βιασμό και το διασυρμό μιας κοπέλας που μόλις είχε φιλήσει. Είπαν κι άλλα που φρόντισαν από μόνα τους να οδηγήσουν σ’ αυτό το φιλί μιας και ο Τζόσεφ μισούσε τους παράνομους, τους ρατσιστές, τους μισογύνηδες. Είχε τους λόγους του… Έφυγε από το ξενοδοχείο αφήνοντας να εννοηθεί πως θα συναντηθούν σύντομα ξανά. Αποφάσισε να μην γυρίσει σπίτι ακόμα, ήταν πολλά όσα συνέβησαν σε ένα βράδυ, ο ύπνος δεν θα του έκανε το χατήρι. Τράβηξε προς το Berretta’s Bar, δίπλα απ’ το ξενοδοχείο Arcade, ήθελε να μιλήσει σε κάποιον, γι’ αυτό το λόγο λοιπόν ήλπιζε πως ο Κένεθ και ο Πωλ, οι δυο περιστασιακοί αλλά έμπιστοι φίλοι του, θα τον ηρεμούσαν λιγάκι πίνοντας μερικά ουίσκια μέχρι να έλθει η ζάλη. Ο Πωλ ήταν έγχρωμος, τον έβαζαν πάντα από την πίσω πόρτα σε διακριτικό σημείο, όχι τόσο για τους πελάτες (δεν είχαν ρατσιστικές τάσεις στο συγκεκριμένο μπαρ) όσο για τις περιπολίες κοντά στη Beale Street. Ήταν βράδυ Σαββάτου και ο Τζόσεφ, λάτρης της μαύρης μουσικής, προσπαθούσε να επιβιώσει σε μια πόλη χωρισμένη στα δύο δια νόμου. Το Μέμφις όμως ήταν μέρος ασφαλές για εκείνον προς το παρόν, όσο κι αν


δεν άντεχε τα λυσσασμένα ρατσιστικά παραμιλητά των κατοίκων του. Το ξεκίνημα της δεκαετίας του’ 60 έβραζε στην πολιτεία του Τενεσσί, αυτό ήταν κάτι που τον προβλημάτιζε, ανησυχούσε επίσης ιδιαίτερα για τον Πωλ και τις ακραίες ενέργειες που τον είχαν οδηγήσει ήδη μια φορά πίσω απ’ τα κάγκελα. Δυο ώρες πέρασαν, τρία ποτά καταναλώθηκαν, συμβουλές δόθηκαν στον Τζόσεφ, δίχως κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατηφόρισε τη Beale Street, αποφεύγοντας ελισσόμενος το ενθουσιώδες πλήθος που έσπευδε να αποδείξει τις αντοχές του στο ξενύχτι και το ποτό. Άφησε πίσω του τα λαμπερά φώτα και προχωρούσε καπνίζοντας με ανάμεικτα συναισθήματα κατά μήκος του πεζοδρομίου στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Ήταν μπερδεμένος, προσπαθούσε να χωρέσει στο μυαλό του σε εικόνες όλο το χρόνο που κατανάλωσε μαζί της, τις αποφάσεις που ένθερμα σκέφτηκαν να υλοποιήσουν, το φιλί, το βιασμό.. Σιχάθηκε προς στιγμή ρουφώντας την τελευταία του τζούρα κι ο καπνός του έκατσε στο λαιμό. Ήταν ασύλληπτη γι’ αυτόν η στιγμή της απόπειρας, η διείσδυση, ο πόνος, τα ‘όχι’, τα ‘μην’ και τα υποκοριστικά του διεστραμμένου τύπου για τις γυναίκες. Ξαφνικά λίγο πριν φτάσει σπίτι του, ένα αυτοκίνητο πηγαίνοντας προς τα λαμπερά φώτα και την κοσμοσυρροή, δέχθηκε ένα σφοδρό χτύπημα από κάποιο άλλο αυτοκίνητο στη διασταύρωση ερχόμενο από δεξιά του. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος αναστάτωσε τον Τζόσεφ και ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Το πρώτο αυτοκίνητο, είχε νόμιμα μέση ταχύτητα 40 χιλιόμετρα με δική του την προτεραιότητα. Ο Τζόσεφ το παρατήρησε αδιάφορα καθώς κινούνταν, δεν πρόλαβε όμως να δει το άλλο που ερχόταν με δύναμη καταπάνω του. Κομμάτια γυαλιά σταμάτησαν την ανεξέλεγκτη πορεία τους στα ρούχα του καθώς εκείνος προσπαθούσε να προστατευτεί. Τα δυο αυτοκίνητα έγιναν ένα, έσπευσε να βοηθήσει, να δει αν υπάρχουν επιζώντες. Καθώς έψαχνε μέσα στις καυτές λαμαρίνες για ανθρώπινο δείγμα ο κόσμος είχε μπει ήδη μπροστά του και προσπάθησαν να κάνουν ακριβώς το ίδιο. Ο Τζόσεφ συγκλονισμένος αντίκρισε μετά από λίγη ώρα 5 διαμελισμένα σώματα. Δύο από το ένα αυτοκίνητο και τρία από το άλλο. Σκέφτηκε… αν είχε σχέση ο αριθμός τρία που είχε αντιληφθεί μερικές ώρες πριν. Μέσα στην κούρασή του το ανέβαλλε για αύριο. Δεν συγκινήθηκε όταν αντίκρισε τις νεκρές άμορφες μάζες, δεν αντέδρασε όπως τους άλλους από το σοκ της σύγκρουσης. Τα συναισθήματα, οι αισθήσεις του είχαν κορεστεί, ήθελε απλά να κοιμηθεί και με καθαρό μυαλό το πρωί να ζυγιάσει τις αλλαγές που επενέβησαν στη ζωή του μέσα σε μια μέρα. . Ξάπλωσε στο κρεβάτι του πιωμένος, ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος.


Αποκοιμήθηκε με το στόμα ανοιχτό, εκπνέοντας στην ατμόσφαιρα γρυλλίσματα που έβγαιναν απ’ το στέρνο του. Η κούραση τον πήγε λίγο πίσω στο Κολόμπους, άκουγε φωνές του παρελθόντος να αντηχούν ξανά στο κεφάλι του, ονειρεύτηκε μια περασμένη νύχτα όπως αυτή, μόνο που εκείνη είχε τρέξιμο, κυνηγητό, απειλές και τάσεις φυγής… Ξύπνησε το πρωί ιδρωμένος σε όλο το κορμί του, ήταν βρώμικος αλλά και τρομαγμένος απ’ τη φωνή του ονείρου, ενός ονείρου που απλά επαναλάμβανε μια ηθελημένα ξεχασμένη ανάμνηση… -

Θα σε πιάσω ρε πούστη! Θα με βρεις μπροστά σου όπου και να πας! Το άσπρο σεντόνι είχε καλύψει το πρόσωπό του με το μεγαλύτερο μέρος του

ιδρώτα να έχει εξατμιστεί αφήνοντας εδώ κι εκεί μια βρώμικη, σαπισμένη μυρωδιά στο μικρό δωμάτιο, απλήρωτο καθώς ήταν εδώ και μήνες. Αυτό γινόταν χάρη στην ανοχή της κυρίας Τζόουνς, μιας 60χρονης καθαρίστριας από το Νάσβιλ που για κάποιο ανεξήγητο λόγο της άρεσε η ιδέα πως πίσω από τον τοίχο του δικού της διαμερίσματος περνούσε τις ώρες του ένας στιβαρός και μυστήριος άνδρας. Άνοιξε τα μάτια του αντικρίζοντας το λευκό χρώμα του σεντονιού, δίχως να έχει την αντοχή να το πετάξει από πάνω του. Σηκώθηκε, αυτό έπεσε, πάσχιζε να ανοίξει τα μάτια του και να αναπνεύσει καθαρό οξυγόνο δίχως τα υπολείμματα του σάπιου, χθεσινοβραδινού ύπνου. Ήταν η μέρα που θα έπρεπε να περάσει από το χώρο εργασίας του για έξι ώρες, έπρεπε να υποδυθεί τον εργαζόμενο σε μια –κατά κοινή ομολογία- ανιαρή δουλειά, που στην πράξη δεν του προσέφερε τίποτα ούτε τον γέμιζε με ντοπαρισμένες δόσεις ενέργειας. Κατέβασε μισό λίτρο νερό μονομιάς, το στομάχι του αντέδρασε στη λαίμαργη δίψα του προκαλώντας του τσιμπήματα, ενώ αμέσως μετά έσπευσε να ετοιμαστεί για τη σημερινή υποχρεωτική αγγαρεία. Σκέψεις τριγύριζαν το μυαλό του, ‘Κάθυ’ ψιθύριζαν μέσα του προκαλώντας του εκνευρισμό με την ανεξέλεγκτη επιμονή τους. Συνέχισε να αισθάνεται αδύναμος μπροστά στις εικόνες που διαμόρφωσαν τις πρόσφατες βιωματικές του αράδες. Κάθυ, Ρόμπερτ Χάτμαν, βιασμός, τροχαίο δυστύχημα, νεκροί και πάλι Κάθυ. Ένας φαύλος κύκλος επικίνδυνος, προκλητικός, σκοτεινός, δεν γνώριζε το ρόλο του σε όλο αυτό, πώς ανακατεύτηκε με τόσες διαφορετικές καταστάσεις μέσα σ’ ένα μόλις βράδυ και ποια θα ήταν η ανάμιξή του στη συνέχεια, αυτό ήταν κάτι που πράγματι δεν γνώριζε. Θυμήθηκε όμως τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσε στα μάτια την Κάθυ και γνώριζε καλά το πώς ακριβώς την κοιτούσε. Η Κάθυ όμως δεν ήταν μια τυχαία περίπτωση εύκολης ή συνηθισμένης γυναίκας. Είχε βουτήξει τα πόδια της μέσα στη λάσπη, κάτι


που κατάλαβε εξαρχής μόλις την γνώρισε. Αυτό που δεν γνώριζε είναι πως αυτό που του μύριζε άσχημα δεν ήταν ακριβώς λάσπη αλλά μάλλον ένα αποκρουστικό μαύρο μείγμα που το γέννησε ένας λαίμαργος βούρκος. Σα χαλασμένο σιφόνι ήταν ανίκανο να φιλτράρει, δεν μπορούσε να διακρίνει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, δεν απέδιδε δικαιοσύνη. Όσο περισσότερο βουτούσε τα πόδια της σ’ αυτό το βούρκο, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος να τον παρασύρει κι αυτόν μαζί της, προς ένα ανατριχιαστικό άγνωστο. Εκτιμούσε πως ήταν σχεδόν αδύνατο να τη σώσει τόσο βαθιά που είχε πέσει, παρ’ όλα αυτά ήταν τέτοιες οι στιγμές που οι αποφάσεις έπρεπε να παρθούν στη στιγμή. Βαθιά μέσα του γνώριζε πως θα έβρισκε τελικά τον τρόπο να μείνει εκεί μπροστά της, δίνοντας το πολυπόθητο σωτήριο χέρι που ίσως και να κατέληγε σε φιάσκο. Ήταν ένα ρίσκο που θα το έπαιρνε.. Η ώρα πήγε 5 το απόγευμα και είχε έρθει η ώρα να σχολάσει. Για να σκοτώσει την ώρα του, εδώ και μέρες διάβαζε το βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ‘ Ο γέρος και η θάλασσα’. Το μυθιστόρημα μιλάει για ένα γέρο ψαρά που μόνος και αβοήθητος παλεύει απελπισμένα στον ωκεανό στα ανοιχτά της Κούβας με έναν τεράστιο ξιφία, τον οποίο στο τέλος θα νικήσει.. Έτσι ήθελε να νιώθει ο Τζόσεφ. Νικητής ή χαμένος σε κάτι. Αλλά να νιώθει κάτι. Επηρέαζαν βαθιά την ψυχολογία του τα βιβλία που διάβαζε. Κάθε σελίδα που ρουφούσε μπορούσε να αλλάξει την καθημερινότητά του, ότι είχε σκοπό να κάνει μερικές φορές το ανέβαλλε για να τολμήσει κάτι άλλο που μέχρι πριν δεν θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να κάνει. Έτσι και τότε, λίγο μετά τη δουλειά, αντί να τσιμπήσει κάτι στα γρήγορα για μεσημεριανό, αποφάσισε να πάει σπίτι να κάνει ένα καυτό ντους, να σκεφτεί κάτι όμορφο (Κάθυ) και να επισκεφτεί το δωμάτιό της για να τη δει και να τη χαιρετίσει για ακόμα μια φορά πριν ξεκινήσει για τη δική της απαγορευμένη απασχόληση. Συγχρόνως ανησυχούσε για το τι θα επακολουθούσε στη μπαρ μετά απ’ όσα πέρασε το προηγούμενο βράδυ, σκέψη υποσυνείδητη, αλλά υπαρκτή. Γι’ άλλη μια φορά έφερε στο μυαλό του τα τέμπο του Fats Domino κι ανηφόρισε για την αρρωστημένη ατμόσφαιρα του αποπνικτικού δωματίου που χρειαζόταν επειγόντως καθαρό αέρα ή έστω λίγη καλή διάθεση με άρωμα σαπουνιού και έντονου ερωτικού Wind Song περφιούμ.. Πριν φτάσει στο ξενοδοχείο είχε διασχίσει ήδη μια μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε θορύβους και ενοχλητικές κατασκευές για την αναδιάρθρωση της Beale Street κατά μήκος του κεντρικού δρόμου. Το μισό τσιγάρο που είχε απομείνει πεσμένο στο δρόμο έξω από την είσοδο του ξενοδοχείου εξακολουθούσε ν’ ανάβει


περιμένοντας κάποιο βιαστικό πόδι για να το αποτελειώσει. Λίγο αργότερα βρισκόταν εντός του Peabody αναζητώντας έναν υπεύθυνο που θα ειδοποιούσε την Κάθυ πως εκείνος είχε μόλις φτάσει. -

Καλησπέρα. Γυρεύω την Κάθυ, δεν γνωρίζω δυστυχώς το επίθετό της, είναι

μια εντυπωσιακή παρουσία με μαύρα, φουντωτά μαλλιά… Ο υπάλληλος με απαθές βλέμμα του είπε να περιμένει. Εισήλθε σε ένα κλειστό χώρο και μετά από μερικά λεπτά κάποιος άλλος υπάλληλος με καχύποπτο βλέμμα φάνηκε πως θα αναλάμβανε το αίτημά του. -

Ποιος την ζητάει παρακαλώ; Ο Τζόσεφ σάστισε προς στιγμήν.

-

Ένας φίλος της πέστε της.. Δεν καταλαβαίνω υπάρχει κάποιο πρόβλημα;

Οι δύο υπάλληλοι κοιτάχτηκαν αμήχανα μεταξύ τους προσπαθώντας να κρατήσουν το επίπεδο της συζήτησης καθαρά επαγγελματικό. Του είπαν πως δεν βρίσκεται εκεί πως λείπει για κάποιες εξωτερικές δουλειές, ζήτησε, λέει, μάλιστα να μην την ενοχλήσουν. Ο Τζόσεφ έξυσε τα νύχια του νευρικά στο υφασμάτινο παντελόνι με τις διακριτικές ριγέ γραμμές του και αναρωτιόταν τον λόγο της ερασιτεχνικής τους συνομωσίας. -

Κοιτάξτε κύριοι, είμαι φίλος της Κάθυ μπορώ να περιμένω στο λόμπυ μέχρι

να επιστρέψει ή μπορώ να την περιμένω στο δωμάτιό της ωσότου γυρίσει.. Ο υπεύθυνος υπάλληλος της εν λόγω έντονης υποβόσκουσας συζήτησης πιάστηκε από τον αυθορμητισμό του Τζόσεφ για να τον αντικρούσει στη συνέχεια. -

Κοιτάξτε κύριε.. πώς σας είπαμε; (τους λέει το όνομά του) …κύριε

Τζόσεφ.. Δεν επιτρέπουμε σε κανένα να εισέρχεται στα δωμάτια των πελατών μας, είναι θέμα ασφάλειας του ξενοδοχείου. Περάστε κάποια άλλη στιγμή, θα την ειδοποιήσουμε πως την ζητήσατε όταν επιστρέψει, μας είπε πως θα καθυστερήσει.. Ο Τζόσεφ κατάλαβε πως δεν θα έβγαζε άκρη μ’ αυτούς τους δύο. Αποφάσισε να φύγει, ένιωθε ανεπιθύμητος. Φοβήθηκε περισσότερο πως ήταν δύο ηλίθιοι που μπορούσαν μέσα στον πανικό τους να κάνουν πράγματα χειρότερα κι απ’ τον ίδιο τον εχθρό τους. Έγνεψε καταφατικά και έφυγε καθώς εκείνοι τον κοιτούσαν επίμονα για να σιγουρευτούν πως κατάφεραν κάτι σπουδαίο. Το κρύο είχε πιάσει για τα καλά κι ο Τζόσεφ ένιωθε μόνος του περπατώντας και προσπερνώντας μητέρες με τα παιδιά τους, άσπρους, έγχρωμους, κυρίως άσπρους, περπατούσε μυρίζοντας τις αποχετεύσεις που προκαλούσαν αναγούλα, τα βρώμικα κασιδιασμένα δέρματα των περαστικών που έτρεχαν να προλάβουν ποιος ξέρει τι, τις δερμάτινες θήκες κιθάρας που δοκίμαζαν την τύχη τους στις κάθε λογής


Stax Records του Μέμφις.. Όλα του έφταιγαν και βρήκαν τώρα την αφορμή να ορμήσουν πάνω του ή τελικά να βγουν από μέσα του. Κατευθύνθηκε ξανά προς την Beale St. δέκα λεπτά δρόμος σίγουρα. Το White Rose Cafe βρισκόταν στην αρχή του περίφημου δρόμου, μακριά από τα πολλά φώτα στις όχθες του ποταμού Μισισιπή. Αμέσως μετά την είσοδο πέρασε το στενό διάδρομο του μαγαζιού που οδηγούσε σε ένα μεγάλο ενιαίο χώρο με πολλά διάσπαρτα τραπεζοκαθίσματα, αλκοόλ, γυναίκες και μικρές σκοτεινές κουφάλες στην πίσω πλευρά του για μερικά χαϊδολογήματα παραπάνω. Η ατμόσφαιρα αναμφισβήτητα ήταν ειδυλλιακή, ένα ξεχασμένο από τον κόσμο μέρος για κάποιους ή μάλλον ένα μέρος ως το κέντρο του κόσμου, του σαρκικού παραδείσου, της ζάλης, της ανεμελιάς και της ανευθυνότητας. Υποκουλτούρα ή μη, ήταν τέτοια η προσέλκυση των υπόγειων στοιχείων της πόλης που η ζύμωσή τους μπορούσε να δημιουργήσει από το πουθενά πολιτισμό προς τέρψη όλων. Τέτοια περίπτωση ήταν η μουσική του Junior Wells που αντηχούσε στο κατάστημα με το τραγούδι ‘I could cry’. Γι’ αυτή την ατμόσφαιρα ήταν ότι έπρεπε. Ο Τζόσεφ εντόπισε στο βάθος την Κάθυ. Αν και ανακουφισμένος που την είδε έπρεπε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Την πλησίασε και της έπιασε απαλά το χέρι την ώρα που μιλούσε σε ένα πελάτη. Ήταν τυλιγμένη με ένα ροζ, φουντωτό φουλάρι, είχε έντονο βάψιμο στο πρόσωπο, κάτι που απομυθοποίησε την εικόνα που είχε σχηματίσει γι’ αυτήν. Οι πληγές της δεν ήταν κάτι που σκέφτηκε μέσα στη σύγχυσή του. -

Κάθυ.. Σε γύρευα στο ξενοδοχείο, απέφυγαν να μου πουν πώς είσαι..

Η Κάθυ μόλις τον είδε γούρλωσε τα μάτια της και δίχως να του απαντήσει άρχισε με μανία κάπως τσαμπουκαλεμένα να τον σπρώχνει προς τα πίσω. Τον έσπρωξε μια, δυο τρεις, ο Τζόσεφ τα είχε χαμένα. -

Κάθυ..; Τι έπαθες, τι συμβαίνει;

Η Κάθυ σταμάτησε να τον σπρώχνει, ο κόσμος είχε αρχίσει ήδη να αντιλαμβάνεται την ένταση ακριβώς στη μέση του μαγαζιού. Ξαφνικά σήκωσε το χέρι της, ο Τζόσεφ δεν πρόλαβε καν να δει την εκτεταμένη ταχύτητα με την οποία προσγειώθηκε στο πρόσωπό του, δημιουργώντας του μια τοπική κοκκινάδα στο σχήμα της παλάμης. Με ήρεμο και ψυχρό ύφος του είπε: «Σήκω και φύγε από’ δω μέσα μ’ ακούς; Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ ξανά. Μην εμφανιστείς ποτέ εδώ μέσα ξανά, γιατί θα γίνω τόσο υστερική που το μισητό χάδι μου στο μάγουλό σου θα γεμίσει με κόκκινα απαθή χτυπήματα που θα σε πληγώσουν ακόμα περισσότερο. Τ’ ακούς; Φύγε λοιπόν και παράτα με ήσυχη..» Ο Τζόσεφ τρεκλίζοντας έφυγε αποχαυνωμένος κοιτώντας τη


μέχρι την τελευταία στιγμή. Κάποιοι τύποι ντυμένοι στα μαύρα ήταν εδώ και ώρα σε ετοιμότητα γι’ αυτά τα απαθή, σκληρά χτυπήματα, ήταν όμως η προειδοποίηση που τον βοήθησε να τα αποφύγει. Είχε ήδη νυχτώσει και σκεφτόταν τι ήταν αυτό που έκανε λάθος περπατώντας κατά μήκος των φανταχτερών καταστημάτων που οι πελάτες τους κάθε άλλο παρά τέτοια προβλήματα είχαν να αντιμετωπίσουν. Έτσι τουλάχιστον ένιωθε. Ο Τζόσεφ γύρισε απογοητευμένος σπίτι, δεν είχε καταφέρει να φτάσει τη νίκη του ψαρά κόντρα σ’ ένα ξιφία που όλο δίπλα του ήταν αλλά περισσότερο για να καταβροχθίσει το είναι του και όχι για να εξιλεωθεί με την παρουσία του. Ευχόταν να είχε αυτό το βιβλίο μαζί του, να έπαιρνε λίγο δύναμη από τον μεγάλο Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Καθώς έμπαινε σπίτι του η κυρία Τζόουνς έβγαζε τα σκουπίδια της έξω. -

Γεια σας κυρία Τζόουνς, μέσα σε 10 μέρες θα σας φέρω μερικά απ’ αυτά που

σας χρωστάω.. -

Αγαπητέ Τζόσεφ μην ανησυχείς σε καταλαβαίνω, είσαι νέος, εργατικός,

προσπαθείς όσο μπορείς! Γλυκάκι; Κρατούσε μια κούτα με γλυκά έτοιμα για πέταμα προκαλώντας του αηδία. «Όχι, όχι σας ευχαριστώ πολύ..» Μέσα στη σακούλα ξεχώρισε την εφημερίδα που ήταν έτοιμη να πέσει έξω από τον όγκο των σκουπιδιών. Διέκρινε ένα όνομα στο εξώφυλλο και αμέσως έμεινε έκπληκτος. -

Κυρία Τζόουνς μπορώ να πάρω την εφημερίδα σας, την χρειάζεστε άλλο;

-

Όχι, όχι αγαπητέ μου πάρε την δεν γράφει και τίποτα σπουδαίο.

Κι όμως γι’ αυτόν έγραφε.. Κοίταξε το εξώφυλλο κι έμεινε άναυδος. Άρχισε να καταλαβαίνει αλλά και να μπερδεύεται συγχρόνως.. ‘Ο επιχειρηματίας Ρόμπερτ Χάρτμαν μαζί με τον Φρανκ Λοζάνο και τον Άντριου Χέλμς σκοτώθηκαν χθες βράδυ μετά από σφοδρή σύγκρουση με διερχόμενο αυτοκίνητο. Δύο ακόμα νεκροί στο σημείο. Εντοπίστηκαν επίσης 5 ημιαυτόματα τουφέκια τύπου Hakim. Γίνονται έρευνες για τα ακριβή αίτια του συμβάντος.’ «Είναι νεκρός..», ψιθύρισε γεμάτος έκπληξη ο Τζόσεφ. «Αυτός που το προηγούμενο βράδυ βίασε και χτύπησε αλύπητα την Κάθυ, αυτός ο βαρόνος όπλων και ναρκωτικών, που μόλις χθες επισκεφθήκαμε το σπίτι του…είναι νεκρός..!!», αναφώνησε γεμάτος αγωνία για το ποια μπορεί να είναι η ανάμιξή του, γιατί άραγε η Κάθυ δεν του μιλάει, έχει σχέση μήπως με το θάνατο του αφεντικού της; Ξάπλωσε


στο κρεβάτι του προσπαθώντας να χωρέσει όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του και να τις επεξεργαστεί για να μπορέσει να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει.. Ο Τζόσεφ χτυπούσε το πόδι του νευρικά στο ξύλινο δάπεδο καθώς είχε γείρει μπροστά κοιτώντας το πάτωμα. Δίπλα του βρισκόταν αφημένη η βρώμικη, πιτσιλισμένη από τα υπολείμματα των σκουπιδιών, η περιβόητη εφημερίδα, η φράση που γύριζε μπούμερανγκ το τυπικό ερωτικό του ειδύλλιο. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ένα μικρό ποτήρι ουίσκι, τελευταία δόση του Suntory Red μπουκαλιού που του είχε δωρίσει ο καλός φίλος του Λάρυ. Ο Λάρυ.. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό. Καθώς το ιδρωμένο κορμί του είχε γείρει, στήριζε όλο το βάρος του στο δεξί του χέρι εφαπτόμενο στο γόνατό του. Έτριψε το πρόσωπό του βγάζοντας μια ξεψυχισμένη ανάσα απελπισίας και μονομιάς σηκώθηκε να δέσει τη ζώνη του παντελονιού του, να δέσει τα κορδόνια του και ν’ αλλάξει το λερωμένο πουκάμισό του μ’ ένα καθαρό αλλά τσαλακωμένο. Φεύγοντας απ’ το σπίτι άφησε το ποτήρι πάνω στο τραπέζι κρατώντας εκείνη τη τζούρα αλκοόλ που είχε μείνει για αργότερα, γιορτάζοντας το φινάλε της βραδιάς ή πνίγοντας τον πόνο του που για μια ακόμα φορά δεν είχε βρει τη σωστή απάντηση. Βγήκε από το κτίριο, κοίταξε δεξιά, αριστερά χωρίς ιδιαίτερο λόγο και τράβηξε για το Beretta’s Bar, στο μαγαζί του Λάρυ. Ο Λάρυ ήταν ένας 60αρης μεροκαματιάρης που είδε τώρα στα γεράματα πως η επιχείρησή του βγάζει καλά κέρδη, λίγο τζάζ, λίγο μπλουζ, άφθονο αλκοόλ και καλοί τρόποι, ήταν τα κλειδιά της επιτυχίας. Κάποιοι γνωστοί είχαν πει στον Τζόσεφ πως στα τέλη του ’40, καθώς πήγαινε προς το Tupelo του Μισισιπή, είχε συναντήσει τον Έλβις Πρίσλεϊ. Τον συνάντησε με την οικογένεια του καθοδόν, όταν αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους στο Μέμφις. Μετακόμιση που φυσικά αργότερα απεδείχθη καταλυτική.. Ήταν λίγα χρόνια μετά όταν οι δουλειές του Λάρυ πήγαιναν καλύτερα. Από τις άσχημες συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα το καλοκαίρι σε φάρμες καλλιεργώντας φυτείες, έφτασε σταδιακά στο να στήσει τη δική του επιχείρηση με ικανοποιητική επιτυχία. Πατέρας δυο παιδιών και δυο εγγονιών, είχε ζήσει μέχρι τώρα δύσκολες στιγμές αλλά ήταν ευτυχισμένος. Κι ήταν αυτή η αγαθοσύνη του που του ‘κανε πολλές φορές τη ζωή δύσκολη. Τις περισσότερες φορές η καλοσύνη του ξεπερνούσε τα όρια και κατέληγε σε ηλιθιότητα. Ήταν όμως μεγάλος πλέον, είχε μάθει να διακρίνει καταστάσεις, ίσως και να προβλέπει τα μελλούμενα καλύτερα από άλλους της ηλικίας του. Σ’ αυτό βεβαίως ρόλο έπαιξε η παρελθοντική γκαντεμιά του και η εκνευριστική αθωότητά του. Όλα αυτά ήταν γι’ αυτόν το καλύτερο μάθημα ζωής. Κάποιοι βέβαια λένε πως ήταν ο Έλβις που του κόλλησε σαν παράσημο στο


στήθος ένα τυχερό αστέρι που τον οδήγησε στη σημερινή του οικονομική ευρωστία (σε σχέση με τους υπόλοιπος ταλαιπωρημένους της ηλικίας του). Μπήκε στο μαγαζί φυσιολογικά από την μπροστινή πόρτα, χαιρέτησε πριν προχωρήσει προς τα μέσα δωμάτια τελευταία στιγμή τον μπάρμαν που καθάριζε τον πάγκο από τις στάχτες και τα αποτσίγαρα και κατέληξε στο δεξί δωμάτιο που βρισκόταν το γραφείο του Λάρυ. Ο Τζόσεφ όπως είχε υπολογίσει, ήταν εκεί παρών και ο Πωλ, ο έγχρωμος φίλος του που κάθε τέτοια μέρα τα έτσουζε με το γερο-Λάρυ. Ήταν η μέρα που ο Πωλ είχε αυτές τις μυστικές συναντήσεις που διαρκούσαν ακριβώς μιάμιση ώρα σε άγνωστη τοποθεσία (ο Τζόσεφ υποψιαζόταν πως οι συναντήσεις λάμβαναν χώρα σε μια καλύβα στην ευρύτερη περιοχή του Robinsonville, μια ώρα απόσταση από το Μέμφις). Είχαν στρώσει μερικές κόλλες χαρτί πάνω στο τραπέζι δίπλα από τα απλωμένα πόδια του Πωλ ενώ πάνω στα χαρτιά είχαν βάλει δύο μπουκάλια ατόφιου Old Fitzgerald, έτσι για να μην λερώσουν το τραπέζι αλλά και ούτε να διακινδυνεύσουν να χυθεί πάνω του και αναγκαστούν να το σκουπίσουν με μισή καρδιά. Ο Λάρυ αντιλήφθηκε πως ο Τζόσεφ εισήλθε στο χώρο κάπως ανάστατος και –διακριτικός όπως πάντα- αποφάσισε χωρίς καμία προειδοποίηση να σηκωθεί. Χτύπησε ελαφρά στην πλάτη τον Τζόσεφ και μπήκε στο διπλανό δωμάτιο που είχε πρόχειρο ένα διπλό κρεβάτι για να ακουμπάει το κεφάλι του τις δύσκολες, κουραστικές ώρες της ημέρας όταν το μαγαζί ήταν γεμάτο. Ο Τζόσεφ τον ευχαρίστησε σιωπηλά και έκατσε στην ζεσταμένη δερμάτινη καρέκλα του. -

Να ρωτήσω πού ήσουν ή θα υπεκφύγεις για μια άλλη μια φορά; Ο Πωλ

κρατούσε επιδεικτικά το ποτήρι του και κοιτούσε το εσωτερικό του καθώς σκεφτόταν την απάντησή του. -

Μπα δεν θα σου πω. Ξέρεις ήδη πολλά, αν δεν ταχθείς στον σκοπό, το στόμα

μου θα παραμείνει κλειστό. -

Φτάνει δεν θέλω άλλο. Ο Πωλ γέμισε το χρησιμοποιημένο ποτήρι του Λάρυ

με το ατόφιο ουίσκι απότομα. Καλά είναι γνωστό πια τι κάνετε όλοι εσείς. Δεν είναι δα και κανένα καινούριο νέο. Αναρωτιέμαι όμως: πόσο πιο ριζοσπαστικοί μπορείτε να γίνετε; Είπαμε, η ιδεολογία σας πηγάζει από τον Γκάντι, πόσο εύκολο είναι να μείνεις σε αυτά τα πλαίσια όταν όλοι οι υπόλοιποι σας χλευάζουν, σας χτυπούν, σας εξευτελίζουν; -

Αμφιβάλλω αν έχεις ιδέα για το τι ακριβώς κάνουμε Τζόσεφ..

Υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματά μας, δικαιώματα που ποτέ δεν είχαμε σε αυτή τη χώρα, θα πονέσουμε όσο χρειαστεί αρκεί στις δύσκολες στιγμές να παραμείνουμε


πιστοί σ’ αυτό που ξεκίνησε ως Sit-ins.1 Άσε με εμένα όμως, πες μου τι έπαθες εσύ και μπήκες έτσι αλαφιασμένος; Την ώρα που ο Τζόσεφ άρχισε να εξηγεί αναλυτικά του Πωλ τι είχε προκύψει το προηγούμενο βράδυ με την Κάθυ και το τροχαίο δυστύχημα στη διασταύρωση, ο Λάρυ στο διπλανό δωμάτιο άκουγε τα πάντα χωρίς να το θέλει. Είχε φετίχ με τις γραβάτες, δοκίμαζε μάλιστα ήδη μια σκούρα μπλε, δώρο της συζύγου του, πριν 14 χρόνια (την χρονιά που είδε τον Έλβις). Φούσκωνε τα μάγουλά του μιας και είχαν κρεμάσει απ’ τα γηρατειά που του χτυπούσαν την πόρτα και για μια στιγμή σκέφτηκε πως θα χρειαζόταν ένα καλό ξύρισμα «πρέπει να τσιμπάω σαν ξουράφι.» Ξάφνου άκουσε κάτι από την συζήτηση του διπλανού δωματίου με συνέπεια να αφήσει ότι έκανε εκείνη τη στιγμή και να στραφεί προς το γραφείο του. -

Τον ξέρω, είπε ο Λάρυ κοφτά κι απότομα, διακόπτοντας τη θερμή κουβέντα

τους. Ο Πωλ κι ο Τζόσεφ κοιτάχτηκαν απορημένοι. -

Από πού τον ξέρεις ρε γέρο; ρώτησε με μια δόση ειρωνίας ο Πωλ.

-

Στη φάρμα που δούλευα είχαμε καμιά τριανταριά άλογα, μας τα έστελναν για

να τα εκτρέφουμε και να τα διατηρούμε σε φόρμα. Είχαμε καμιά 10αριά Αμέρικαν Σαντλ, δυο πανέμορφα αυστριακά, μερικά ιθαγενή πόνυ Kριόλο ενώ όλα τα υπόλοιπα ήταν ρωσικά Ορλόφ που φέρανε παράνομα πριν δεκαετίες. -

Ε, και λοιπόν; ρώτησε ανυπόμονα ο Τζόσεφ.

-

Τότε είχα πολλές παρτίδες με τον Ρόμπερτ Χάτμαν. Γι’ αυτόν δεν μιλούσατε

μόλις μπήκα; Τα περισσότερα ανήκαν στον ίδιο, εμείς τα φροντίζαμε κι αυτός τα προμήθευε σε άλλους κι αυτοί με τη σειρά τους τα πωλούσαν. Είχαμε έρθει πολύ κοντά, πιο νέοι κι οι δύο, στοχαζόμασταν ακόμα για το μέλλον. Μετά από χρόνια που τον συνάντησα ξανά εδώ ξεκίνησαν τα προβλήματα. Μεγάλος τοκογλύφος, κι όχι μόνο. Όταν αρνήθηκα να τον εξυπηρετήσω σε μια από τις βρωμοδουλειές του, την επομένη μου ήρθαν συστημένα σημειώματα αυτοχείρων που τερμάτιζαν τη ζωή τους εξαιτίας του. Καταλαβαίνετε για τι ρεμάλι μιλάμε; Ο Τζόσεφ χαμογέλασε κάπως μακάβρια. «Ήταν ρεμάλι αγαπητέ Λάρυ. Χθες βράδυ σκοτώθηκε σε τροχαίο κι εγώ ήμουν μπροστά όταν συνέβη. Και πολλά άλλα…» 1

Sit-in: είναι μια μορφή άμεσης δράσης όπου ένας ή μια ομάδα ανθρώπων καταλαμβάνουν μια περιοχή δίχως να χρησιμοποιούν βία, κυρίως για να συμβάλουν σε πολιτικές, κοινωνικές ή οικονομικές αλλαγές. Ουσιαστικά είναι μια τακτική ειρηνικής κοινωνικής ανυπακοής. Οι διαμαρτυρόμενοι εισέρχονταν σε μια επιχείρηση ή σε ένα δημόσιο χώρο και παρέμεναν εκεί καθισμένοι ωσότου τους απομακρύνουν βίαια ή μέχρι να ακουστούν τα αιτήματά τους. Το πρώτο κυρίαρχο sit-in εμφανίστηκε στο Greensboro της Βόρεια Καρολίνας το 1960 ενώ οι πιο οργανωμένες εκστρατείες έλαβαν χώρα στο Nashville του Τενεσί πετυχαίνοντας έτσι τη άρση των φυλετικών διακρίσεων στα λεγόμενα lunch counters αλλά και αλλού.


Ο Λάρυ έδειχνε πως δεν καταλάβαινε. «Θες παιδί μου να κάνω εγώ κάτι για να βοηθήσω;» Ο Τζόσεφ κοίταξε το Λάρυ για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα τους. «Έχεις κάποιο γνωστό που μπορεί να με βάλει μέσα χωρίς να δημιουργηθούν φασαρίες; Είμαι… κάπως ανεπιθύμητος στο μαγαζί του.» Ο Λάρυ σκέφτηκε με ύφος απεγνωσμένο. Η αντίδρασή του τους τρόμαξε και έτρεξε προς το μπαρ. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν απορημένοι μη γνωρίζοντας τι του πέρασε απ’ το μυαλό. Τελείωσαν τις δυο-τρεις σταγόνες του ποτού τους αλλά η συνέχεια έδειξε πως ο Τζόσεφ δεν θα προλάβαινε να πιεί άλλο. -

Ορίστε! Ο Λάρυ μπήκε μέσα μ’ ένα νεαρούδι 19 χρονών, ξανθωπό με

προγναθισμό, φαινόταν κάπως χαζό αλλά συγχρόνως και τίμιο. Πάρε τον μαζί σου, δεν θα έχεις πρόβλημα. Ο Χάτμαν έκανε πρόσφατα κομπίνα πίσω από την πλάτη μου κι ο μικρός του πωλούσε τα μπουκάλια της εκλεκτής μου κάβας σε εξευτελιστικές τιμές. Είναι τίμιος και μου το είπε όμως. Γι’ αυτό τον αγαπώ το μικρό. Συνεχίζει να του πουλάει για να μη βρίσκει τον μπελά του. Μ’ εμένα δεν έχει πάρε δώσε… -

Μικρέ τ’ όνομά σου; ρώτησε ο Τζόσεφ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γνωρίζοντας

πως η σωματική του ακεραιότητα βασιζόταν σε αυτόν. -

Ε.. ε, Γουόλτερ κύριε. Γουόλτερ. Δεν θα έχετε πρόβλημα μαζί μου. Με έχουν

ανάγκη. Τέτοιο ουίσκι σαν του κύριου Λάρυ δεν υπάρχει πουθενά στο Τενεσί. Ο Τζόσεφ χαμογέλασε και του έσφιξε το χέρι για να τον κάνει να νιώσει άνετα. Έκλεισε το μάτι στον Πωλ, εκείνος ανταπόδωσε. Ευχαρίστησε τον Λάρυ για τη βοήθειά του και του υποσχέθηκε πως θα του έφερνε σύντομα μια καινούρια γραβάτα για τα γενέθλια που είχε περίπου πριν μια εβδομάδα. Το White Rose Cafe είχε γεμίσει από κόσμο. Ο Γουόλτερ κι ο Τζόσεφ προσπερνούσαν τα τραπεζάκια ψάχνοντας για κάποιο ελεύθερο. Οι κοπέλες του μαγαζιού ήταν σκυμμένες και σαχλαμάριζαν με τους πελάτες, κάποιοι μάλιστα συνοδεύονταν και από άλλες γυναίκες. Στο βάθος του μαγαζιού καθόταν ένας έγχρωμος νεαρός με μια κιθάρα, εμφανώς εξουθενωμένος και έπαιζε μπλουζ (το τραγούδι ήταν του Tampa Red - Love with a feeling). Υποκρισία και εκμετάλλευση. Κάποιος ψηλός, καλοντυμένος τους πλησίασε με καρφωμένα τα μάτια στον Τζόσεφ. Ο Γουόλτερ προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Η ψιλή κουβέντα διήρκησε αρκετά δευτερόλεπτα και το αποτέλεσμα άφησε τον Γουόλτερ με γουρλωμένα τα μάτια. Στραβοκατάπιε και πλησίασε το αυτί του Τζόσεφ. «Κάποιος άλλος πήρε τη θέση του Χάτμαν. Δεν θα σ’ αρέσει αυτό. Ακολούθησέ με.»


Ο Τζόσεφ φοβήθηκε. Ίσως έμπαιναν κατευθείαν στα βαθιά κι αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Θυμήθηκε τον ψαρά του Χέμινγουεϊ και οπλίστηκε με υπομονή για τον ξιφία που τον περιτριγύριζε. Ο καλοντυμένος τύπος τους οδήγησε στο μοναδικό καναπέ του καταστήματος στον οποίο καθόταν ένας μουσάτος, αδύνατος άνδρας περίπου στην ηλικία του Τζόσεφ. Το μαλλί του ήταν γυαλισμένο, καλοφτιαγμένο με μια φράντζα κοκαλωμένη να του γλείφει το κούτελο. Κάθισαν απέναντί του αμήχανα και περίμεναν την αφορμή για μια συζήτηση που θα ξεκινούσε. Εκείνος τους κοίταξε χαμογελαστά σα να ήταν χαρούμενος που τους είδε. Ίσως και όχι. Πέρασαν τουλάχιστον δυο λεπτά χωρίς να τολμήσουν οι δυο τους να κάνουν το πρώτο βήμα. Εκείνος επίμονα εξακολουθούσε να τους προκαλεί με το φτιασιδωτό του χαμόγελο. Ο Τζόσεφ θυμήθηκε την Κάθυ. -

Γνωριζόμαστε; ρώτησε διστακτικά ο Τζόσεφ.

Ήταν μάλλον η ερώτηση που περίμενε. «Φυσικά και γνωριζόμαστε αδερφέ μου..» Ο Τζόσεφ σάστισε. Δεν του θύμιζε κάποιον. Δεν μπορεί να τον ήξερε, όχι κάτι τέτοια ρεμάλια. «Για σκέψου καλά.. Για σκέψου πόσα χρόνια έχουν περάσει..» Τα μάτια του ‘έπαιζαν’ σα να είχε έντονο, νευρικό τικ. Λίγους θα συναντούσες με τόσο έντονο τικ. Λίγοι θα ανοιγόκλειναν τα βλέφαρά τους τόσο γρήγορα.. Ο Τζόσεφ πάγωσε. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, έψαξε την τσιγαροθήκη του να ανάψει ένα, όχι αυτό θα δήλωνε πανικό. Τότε όλα αυτά που ήθελε να ξεχάσει του ήρθαν στο μυαλό. Τα κυνηγητά, οι φωνές, οι πυροβολισμοί, όλα ήταν πια ξεκάθαρα, τα όνειρα που έβλεπε στον ύπνο του μετατράπηκαν σε ένα μεγάλο, τρομαχτικό εφιάλτη. Το Κολόμπους του Οχάιο ήταν ένα μέρος της ζωής του που δεν είχε κάνει ακόμα τον κύκλο του, τα μέτωπα ήταν ανοιχτά για ακόμα μια φορά. -

Ντέιλ Κρόου; Εσύ..; Ο Τζόσεφ ετοιμάστηκε να σηκωθεί για να φύγει,

σκούντηξε βίαια τον Γουόλτερ. Εκείνος έβγαλε ένα αρρωστημένο γέλιο κουνώντας επιδεικτικά το κεφάλι του δεξιάαριστερά. Το τικ του ξαφνικά σταμάτησε. Θα έλεγε κανείς πως έπαιζε μαζί του. Προσπάθησε να διακόψει το αχανές γέλιο του λέγοντας: «Ποιος; Μα είσαι καλά; Αυτό το ρεμάλι σου ήρθε μόνο στο μυαλό;» Εκείνος σοβαρεύτηκε απότομα και σχημάτισε ένα άρρωστο, ψυχρό ύφος. «Τον Λίτλ Μπίλι τον θυμάσαι;» Τελειώνοντας την πρότασή του ξεκαρδίστηκε, ένα τραπέζι στην είσοδο του καταστήματος τον άκουσε ακόμα κι αυτό. Ο Τζόσεφ ίδρωσε παντού. Στο κεφάλι του, στη μασχάλη του, στα πόδια του, στα χέρια του, παντού.


-

Ποιος;!; του απάντησε τόσο δυνατά που αμέσως οι καλοντυμένοι άνδρες της

υπηρεσίας του πλησίασαν αστραπιαία το τραπέζι του αφεντικού τους για να εμποδίσουν τα παράσιτα που μπορεί να τον απειλούσαν… Kολόμπους, Οχάιο 1947 Ο Τζόσεφ έπιανε τις πιο μικρές και βαριές πέτρες απ’ το χώμα και τις πετούσε, καθιστός όπως ήταν, όσο πιο μακριά μπορούσε. Ζούσε στο Κολόμπους του Οχάιο στην τρυφερή ηλικία των 17 χρόνων και περίμενε τον Ντέιλ Κρόου, τον Λίτλ Μπίλυ και τον Σκοτ Έλντερ για να τραβήξουν προς τα σιτηρά, να καπνίσουν και να παίξουν σχεδόν κυριολεκτικά με τη φωτιά. Ο Τζόσεφ δεν άντεχε να πηγαίνει σχολείο, δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο φέρονταν στην ίδια τη γνώση. Προτιμούσε να διαβάζει βιβλία που άρεσαν στον ίδιο, με το τελευταίο μάλιστα να είναι του Τζων Στάιμπεκ ‘Τα σταφύλια της οργής’. Όταν επέστρεφε σπίτι το βράδυ έβρισκε καμιά φορά τον πατέρα του με ένα ιρλανδέζικο Shamrock ουίσκι στο χέρι δίπλα από τον μαζεμένο πέτρινο σωρό κάτω από τον οποίο κείτονταν η αείμνηστη αδερφή του. Καθόταν εκεί όταν γυρνούσε απ’ το μπαρ, πιωμένος, διαλυμένος κι όταν ξεχνούσε πως ήταν και η γυναίκα του εκεί για να ξεσπάσει, στεκόταν πάνω απ’ τη μικρή Άννα και της διηγούνταν ιστορίες για τις απανωτές μετακινήσεις του, τα ξεχασμένα μεροκάματα και τις πρώτες στιγμές όταν γνώρισε τη μητέρα του Τζόσεφ. Η μητέρα του από την άλλη ζούσε κλεισμένη σ’ ένα δωμάτιο, αρνούνταν να δεχτεί τον άντρα της γιατί τον φοβόταν, αρνούνταν επίσης και τον Τζόσεφ μιας και ήρθε πρώτος αυτός και όχι αυτή. Δεν ήθελε αγόρι η μητέρα του, το’ χε πει στον άντρα της «αν κάνω αγόρι το μόνο που θα το ταΐσω είναι χώμα», είχε πει κάνοντας έτσι τον πατέρα του έξαλλο, χτυπώντας τη αλύπητα και ακατάπαυστα στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της. Όταν ήρθε στη ζωή η μικρή Άννα γεννήθηκε με κάποια προβλήματα υγείας, προβλήματα που οι γονείς της δεν μπορούσαν να λύσουν οικονομικά. Με αυτό το ‘πρόβλημα’ (πρόβλημα αποτελούσε το ίδιο το μωρό στην οικογένεια), ο πατέρας παρά τις αντιρρήσεις της μάνας το οδήγησε στην τελευταία του κατοικία μετά από μεγάλη κατανάλωση ποτού και ξένης γυναικείας σάρκας. Ο Τζόσεφ πληγωμένος σα ζώο που δολοφόνησαν όλη του την αγέλη, έπνιξε όσα μπορούσε μέσα του για να επιβιώσει.. Οι άλλοι τρεις είχαν ήδη καταφτάσει και κατευθύνονταν προς το σημείο που δυο-τρεις φορές τη βδομάδα αρέσκονταν στο να παίζουν με τις περιουσίες των άλλων, με τη σοδειά μιας ολόκληρης περιοχής. Ο Ντέιλ Κρόου είχε ηγηθεί της


παρέας, ήταν 6 χρόνια μεγαλύτερος από τους άλλους, ένα ρεμάλι που έψαχνε αφορμή για να φτάσει στο όριά τους όσους τον περιτριγύριζαν, καθώς ο ίδιος φαίνεται να ερεθιζόταν με τις τολμηρές του ενέργειες, ιδιαίτερα όταν δεχόταν εγκωμιαστικά σχόλια από τους άλλους. Το μόνο που έλεγε πως τον ενοχλούσε στον εαυτό του ήταν αυτό το νευρικό τικ των ματιών του. Ήταν δύσκολο να το αποκρύψει, έτσι σκέφτηκε για μια φορά στη ζωή του να αυτοσαρκαστεί και να παραδεχτεί κάτι που ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο Σκοτ Έλντερ ήταν η προέκταση του σώματος του Ντέιλ, ένα παιδί δίχως ιδιαίτερες ικανότητες, τον υπάκουε συνεχώς και έκανε πράξη τα θελήματά του. Ο Λίτλ Μπίλυ ήταν ιδιαίτερη περίπτωση μιας και είχε διαγνωσθεί με μια ασθένεια που καμιά φορά οι ίδιοι του οι φίλοι τον κορόιδευαν. Έπασχε από μια σοβαρή –κατά τους γιατρούς- νεύρο-ψυχιατρική διαταραχή που όπως φαινόταν θα διαρκούσε για ολόκληρη τη ζωή του. Είχε πρόβλημα στην αντίληψη, στην επικοινωνία και στον τρόπο με τον οποίο εκφραζόταν. Ήταν δηλαδή ένα παιδί ότι έπρεπε για τον Ντέιλ και το υποχείριό του ώστε να μπορούν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους που είχαν άμεση σχέση με την έλλειψη στοιχειώδους νοημοσύνης και υπαρξιακής κατωτερότητας. Προχώρησαν προς μια μεγάλη έκταση από σιτηρά, σύντομα θα ήταν η περίοδος που οι αγρότες θα έπιαναν δουλειά. Εκείνη την εποχή τη δεκαετία του ’40 στο Κολόμπους του Οχάιο ίσχυε ακόμα ο φυλετικός διαχωρισμός των λευκών και των έγχρωμων. Η κυριαρχία των λευκών φρόντισε να διατηρήσει τον dejure και τον defacto φυλετικό διαχωρισμό. 2Αυτά άρχισε να συζητά ο Ντέιλ γνωρίζοντας πως η μητέρα του Λίτλ Μπίλυ ήταν ακραίας μορφής ρατσίστρια αν και Καθολική. Είχαν ξαπλώσει στο χώμα κοιτάζοντας τον ουρανό πιστεύοντας πως έλεγαν κάτι σημαντικό και βαρύγδουπο. -

Πρέπει να γίνει κάτι Τζόσεφ, να τους βγάλουμε από τη μέση. Σε λίγο θα

τρώμε στα ίδια μέρη, θα διασκεδάζουμε στα ίδια μέρη, θα μας πηδήξουν και τις γυναίκες, κατάλαβες; Ε, Μπίλυ. Ο πατέρας σου είναι αστυνομικός σωστά; Για δε του λες να τους ρίξει ένα κομμάτι ξύλο; Ειδικά εκείνου του Έλιοτ που δουλεύει λέει κιόλας σαν υπηρέτης.. Δούλο έπρεπε να τον είχαν με καμιά αλυσίδα περασμένη στο λαιμό του! 2

Εε, ναι ο πατέρας μου αστυνομικός αλλά…

Dejure και defacto ήταν οι δύο μορφές διάκρισης που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο. Dejure για την διάκριση σύμφωνα με τους νόμους και defacto, που σήμαινε διάκριση ‘σύμφωνα με την παράδοση ή τα έθιμα.’


-

Αλλά, τι αλλά ρε Μπίλυ; Έπρεπε να σε πλακώσουμε στις μπουνιές και να τα

ρίξουμε σ’ αυτόν τον κωλοΈλιοτ.. Έχε χάρη όμως, εσύ είσαι τόσο χαζός που μπορεί να τα καρφώσεις όλα. Αλλά ποιος θα σε πιστέψει εσένα.. -

Έλα άσε τον, μην τον πειράζεις.. είπε ο Τζόσεφ που φάνηκε να ενοχλείται από

τη συζήτηση. Ξέρεις πως ο πατέρας του τον λατρεύει, άσε τη μάνα του.. Η μάνα του είναι τρελή.. Ο Ντέιλ ανασηκώθηκε, άναψε τσιγάρο και κοίταξε το βάθος του ορίζοντα σα να ετοιμαζόταν να πει κάτι πολύ σημαντικό. -

Λοιπόν παιδιά.. Ακούστε.. Αυτός ο Έλιοτ έμαθα πως έχει πολλά λεφτά.. Έχει

μια καλύβα ένα χιλιόμετρο έξω από την πόλη και φυλάει εκεί την περιουσία του.. Θέλει λέει μόλις μας τα φάει όλα να φύγει, να κάνει ζωή και κότα.. Κι εμείς θα καθόμαστε εδώ να τα ξύνουμε… -

Τι θες να πεις; ρώτησε ο Σκοτ Έλντερ ξύνοντας τη φουσκωμένη κοιλιά του

καθώς σκέφτηκε πως άρχισε να πεινάει. -

Λέω να του τα φάμε.. Κάθε Κυριακή βράδυ μαζεύεται με κάτι άλλους

κωλόμαυρους και τρώνε όλοι μαζί σα να μην συμβαίνει τίποτα.. Απόψε δηλαδή.. Ποιος θα βρεθεί να μας κατηγορήσει, μαύρος είναι δεν θα βρει το δίκιο του ποτέ.. Ο Τζόσεφ φάνηκε να διστάζει. «Κι εγώ θέλω τα λεφτά, αρκεί να μην πάθει κανείς τίποτα. Ξέρεις πως έχει μια μικρή κόρη..» -

Το ξέρω ρε ηλίθιε.. Μαζί θα λείπουν. Κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σπίτι του το

μούλικο, τόσα λεφτά έχουνε που σας λέω.. Όσοι είναι μέσα να σηκώσουν τα χέρια τους.. Ο Ντέιλ σήκωσε τα χέρια του συγχρόνως με τον Σκοτ, ο Λιτλ Μπίλυ το σήκωσε επίσης με ένα ανατριχιαστικό γέλιο και τελευταίος ο Τζόσεφ που συνέχισε με το βλέμμα του να εκφράζει την ανησυχία του για την έκβαση του σχεδίου τους.. Το σχέδιο ήταν το εξής: η συνάντηση θα λάμβανε χώρα έξω από το σπίτι του Ντέιλ μόλις ο ήλιος άρχιζε να δύει. Θα πήγαιναν απευθείας στη μικρή καλύβα, θα έσπαγαν την πόρτα, θα έβρισκαν τα λεφτά και θα έφευγαν τρέχοντας. Τα λεφτά θα τα κρατούσε ο Τζόσεφ και την επόμενη μέρα την ίδια ώρα θα βρισκόντουσαν στο χωράφι που το οργάνωσαν για να τα μοιραστούν. Η ώρα κόντευε κι ο Τζόσεφ κάπως ανήσυχος, χαιρέτησε τη μητέρα του αφήνοντας ένα πιάτο φαγητό έξω από την πόρτα της με τον πατέρα του να είναι για άλλη μια φορά απών. Ο Λίτλ Μπίλυ κατάφερε μετά βίας να πείσει τον αυστηρό πατέρα του να βγει για λίγο έξω, αν και οι υποψίες του δεν καλύφτηκαν πλήρως από τα μπερδεμένα και συγκεχυμένα επιχειρήματά του.


Ο Σκοτ ήταν ο πιο ανεξάρτητος μαζί με τον Ντέιλ μιας και η οικογένειά του έλειπε μέχρι αργά στα χωράφια, δεν έδιναν και πολύ σημασία στο μονάκριβο γιο τους. Ο Ντέιλ είχε μόνο τη μητέρα του εν ζωή, μαζί με τη μικρή του αδερφή, το μόνο πλάσμα στο οποίο έδειχνε το λιγοστό καλοσυνάτο πρόσωπό του. Χαιρέτησε την αδερφή του φιλώντας τη στο κούτελο και της υποσχέθηκε πως μια μέρα θα φύγουν μαζί για μια καλύτερη ζωή, χωρίς έλεγχο, εξουσία ή διαταγές. Μόλις συναντήθηκαν, ο Μπίλυ είπε κάτι που προκάλεσε την αντίδραση των άλλων, αλλάζοντας πλήρως το σχέδιό τους. Φοβισμένος, με τρεμάμενη φωνή είπε κάτι, που οδήγησε τον Ντέιλ σε απανωτά χαστούκια εναντίον του ενώ συγχρόνως ο Τζόσεφ προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. -

Ο πατέρας μου το είπε δεν φταίω!

-

Τώρα μας το λες ρε κωλόπαιδο; Τώρα;

Ο Μπίλυ μόλις τους είχε πει πως ο πατέρας του είχε συλλάβει πρόσφατα για μια μέρα τον έγχρωμο Έλιοτ καθώς είχε υποψίες πως έκλεβε απ’ το σπίτι στο οποίο εργαζόταν. Εκείνος, σε μια εξαντλητική ταπεινωτική ανάκριση, ομολόγησε πως ότι λεφτά είχε τα έκρυβε σε ένα βάζο του σπιτιού του στην κρεβατοκάμαρα. Δεν είχε πει όμως πόσα.. Ο Μπίλυ προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας πως μόνο τότε το θυμήθηκε, δεν μπορούσε να καταλάβει πως κάτι τέτοιο θα άλλαζε τα σχέδιά τους, ούτε τις επιπτώσεις που θα είχε πάνω του. Το σχέδιο άλλαξε, από την καλύβα στο μικρό δάσος στράφηκαν σε κάτι πιο τολμηρό και επικίνδυνο, στο σπίτι του πατέρα και τίμιου οικογενειάρχη Έλιοτ. Καθώς έφτασαν εκεί δεν είδαν κάποιο φως στα μπροστινά δωμάτια του σπιτιού. Πήγαν στο πλαϊνό παράθυρο και με μια πέτρα που εκσφενδόνισαν, το τζάμι έσπασε γεμίζοντας το χώμα με θρύψαλα. Ένας-ένας, σιγά-σιγά άρχισαν να εισέρχονται σ’ ένα σπίτι που μύριζε σπιτικό φαγητό από το μεσημέρι και έβγαζε μια ζεστασιά, καθόλου γνώριμη για τους ίδιους. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που πρόσεχαν πού πατούσαν, ο Ντέιλ κατευθύνθηκε ανυπόμονος με βιαστικές κινήσεις προς το υπνοδωμάτιο. Έπρεπε να βρει πάση θυσία τα χρήματα και να την κάνει από εκεί μαζί με τους άλλους το γρηγορότερο. Όταν άνοιξε την πόρτα αντίκρισε κάτι που ομολογουμένως δεν περίμενε με τίποτα. Δίπλα στο κρεβάτι κείτονταν μια παχουλή έγχρωμη κυρία με ένα καφέ μακρύ φουστάνι και στην αγκαλιά της κλαίγοντας σιωπηρά και τρομοκρατημένα, κρατούσε σφιχτά το μικρό κορίτσι του Έλιοτ. Η γυναίκα τους παρακάλεσε να μην τις πειράξουν, κρύφτηκαν στο άκουσμα των σπασμένων γυαλιών, έκλαιγε ακατάπαυστα μαζί με το κοριτσάκι. Ο Τζόσεφ μόλις άκουσε τις φωνές έτρεξε να προλάβει τα χειρότερα αλλά ξάφνου, ένας θόρυβος


δημιούργησε πανικό. Στο πέμπτο βήμα του Τζόσεφ προς το δωμάτιο, ο Ντέιλ είχε χτυπήσει με μια γυάλινη λάμπα που βρήκε μπροστά του τη γυναίκα, της οποίας τα χέρια δεν μπορούσαν πια να σφίγγουν και να προστατεύουν το κορμάκι της μικρής. Το κορίτσι είχε σταματήσει να κλαίει απ’ το σοκ, ο Τζόσεφ τη ρώτησε αμέσως το λόγο που βρισκόταν σπίτι της και όχι με τον πατέρα της. -

Χριστέ μου.. Τι γυρεύεις εδώ; Γιατί δεν είσαι με τον πατέρα σου; Μίλα μου,

πανάθεμά σε! Το κορίτσι δίχως να μπορεί να βγάλει φωνή του απάντησε: «Είναι η δασκάλα μου… Με βοήθησε να διαβάσω λίγο παραπάνω.. Αυτό είναι όλο… Σας παρακαλώ, μην με πειράξετε, δεν θα πω τίποτα…» Τότε ήταν που η οργή του Ντέιλ άνοιξε σαν τον ασκό του Αιόλου. Ένιωσε βαθιά στο πετσί του την άμεση απειλή και ανατρίχιασε. Θόλωσε. Φοβήθηκε. Κι αν κάποιος σαν το Ντέιλ φοβόταν πραγματικά τότε ήταν ικανός για πολύ άσχημα πράγματα. Πλησίασε τον Τζόσεφ στο πρόσωπο και με ένα τρελό, διαστροφικό ύφος του είπε: «Ακολούθησε με.. και τσιμουδιά.. ακούς; Τσιμουδιά! Αλλιώς εσύ θα είσαι ο επόμενος..» Καθώς τον προειδοποίησε προσπάθησε την ίδια στιγμή να αποδείξει τη μεγαλοψυχία του κερδίζοντας με κάποιο τρόπο την εμπιστοσύνη του Τζόσεφ. Τους είχε όλους ανάγκη κι ο ίδιος φυσικά. Ο Ντέιλ του έδωσε ένα σουγιά με ξύλινη λαβή και με χαραγμένα δύο γράμματα. Ίσως αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μοιραζόταν ο Ντέιλ με κάποιον (εκτός από την μικρή του αδερφή). Εκείνος στραβοκατάπιε και έγνεψε καταφατικά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως έπρεπε να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό, κάποιος τρόπος έπρεπε να βρεθεί. Οι άλλοι δύο παγωμένοι στέκονταν στο σαλόνι περιμένοντας τις εντολές του Ντέιλ. Έδεσαν το στόμα της μικρής, την απείλησαν πως αν μιλούσε ή φώναζε θα την σκότωναν και την οδήγησαν 20 λεπτά μακριά από την πόλη, όσο δηλαδή τραβούσαν οι αντοχές τους. Η βροχή επιδείνωσε το σχέδιό τους που είχε πάει εδώ και ώρα κατά διαβόλου. Το χώμα έγινε λάσπη, το σκοτάδι ακόμα πιο μαύρο και οι φωνές τους ανύπαρκτες υπό το δυνατό ήχο της μανιασμένης βροχής. Το κορίτσι είχε λιποθυμήσει απ’ όσα είχε βιώσει μέχρι τότε. Τότε ο Ντέιλ μίλησε: «Το ξέρω δεν είναι σωστό, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Πρέπει να το τελειώσουμε εδώ.» Ο Τζόσεφ άρχισε σαν παιδί να κλαίει, ο Μπίλυ γελούσε λες και παρακολουθούσε κινηματογραφική ταινία ενώ ο Σκοτ ήταν βράχος και σύμφωνος με τις απόψεις του φίλου του. Καθώς το κορίτσι ήταν λιπόθυμο ο Ντέιλ έπιασε μια βαριά, λασπωμένη πέτρα για να τελειώσει ότι στραβά είχε ξεκινήσει. Ο Τζόσεφ είχε ανεβάσει παλμούς, η αδρεναλίνη ήταν στα ύψη. Βλέποντας τον Ντέιλ να πιάνει την πέτρα, το ένστικτο του έλεγε μόνο ένα


πράγμα. ΤΡΕΧΑ. Έτσι κι έκανε. Τους άφησε όλους σύξυλους να τον κοιτούν έντρομοι καθώς απομακρυνόταν. Έτρεχε σα να ήθελε να ξεφύγει από τον αποψινό εφιάλτη, έτρεχε σα να τον κυνηγούσε ο χειρότερος εχθρός του. Ήθελε απλά να πάει σπίτι να ξαπλώσει στα ζεστά, λερωμένα σεντόνια και να προσποιηθεί πως δε συνέβη τίποτα. Αυτό προσπάθησε. Και δια μαγείας ο ύπνος τον πήρε ενώ η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα που θα έλεγες πως ακουγόταν σίγουρα από κάποιο άλλο σώμα κι όχι από κάποιον που μόλις είχε κοιμηθεί. Την επόμενη μέρα ξύπνησε επαναφέροντας στο μυαλό του όλες τις αστραπιαίες, σκοτεινές εικόνες της χθεσινής βραδιάς. Προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος όταν η πόρτα ξαφνικά χτύπησε κάπως ασυνάρτητα. Κοίταξε την ώρα είχε πάει ήδη 12. Ο ήλιος είχε επανέλθει για τα καλά, γεγονός που τον στράβωσε για μια στιγμή ανοίγοντας την πόρτα. Ήταν ο Λίτλ Μπίλυ.. -

Μπίλυ τι θες εδώ; Λοιπόν για να είμαστε ξεκαθαρισμένοι. Δε μπορώ να

πιστέψω όσα έγιναν χθες. Κοντεύω να τρελαθώ. Και δεν έχω καμία σχέση με αυτό κατάλαβες; Αυτό να πεις του Ντέιλ.. Ο Μπίλυ φαινόταν για μια στιγμή πιο λογικός από οποιοδήποτε άλλον. «Ο Ντέιλ.. το ‘κανε.. Τη σκότωσε.. Εσύ έφυγες. Αλλά έμπλεξε εσένα. Εσένα. Που έφυγες. Όλα πάνω σου ακούς; Όλα πάνω σου! Μα γιατί έφυγες;» Του είχαν κοπεί κυριολεκτικά τα γόνατα. «Τον πούστη…», σκέφτηκε γεμάτο μίσος για τον ηγέτη της παρέας. -

Ναι, ναι και μάλιστα θα πάει λέει στον πατέρα μου σήμερα, θα γίνει χαμός

Τζόσεφ!, αναστέναξε με μεγάλη αγωνία ο κατά τ’ άλλα σοβαρός Μπίλυ. Αυτό ίσως να σήμαινε και το τέλος για τον Τζόσεφ. Φυλακή, πανικός, γονείς ψυχολογικά άρρωστοι και ταραγμένοι.. «Αυτό θα σκοτώσει τον πατέρα μου.. Φτάνει ένας θάνατος στην οικογένειά μου. Δεν πρέπει να γίνω κι εγώ δολοφόνος αν είναι έτσι..» Συλλογιζόταν για πολύ ώρα. Η απόφαση δεν ήρθε γρήγορα. Έπρεπε να αποδείξει την ενοχή του. Αλλά ότι και να γινόταν έπρεπε να φύγει.. Η πόλη δεν τον χωρούσε άλλο, δεν μπορούσε να ρισκάρει τη φυλακή και την δολοφονική κατάθλιψη του πατέρα του ή την ελευθερία και το θάνατό του από τον Ντέιλ ή τον Σκοτ.. Ότι εξέλιξη και αν είχε αυτή η ιστορία θα οδηγούσε σε θάνατο. Κι ο θάνατος είχε έρθει ήδη από τη στιγμή που μπήκαν σε αυτό το αναθεματισμένο σπίτι. «Περίμενε Μπίλυ έρχομαι, μην φύγεις» Ανέβηκε γρήγορα πάνω, πήρε δυο πρόχειρα ρούχα, τα’ βαλε σ’ ένα σακίδιο, μόνο στην πόρτα της μητέρας του κοντοστάθηκε, ίσως κοιμόταν, ίσως ήταν ξύπνια δεν γνώριζε, ήθελε απλά να αφουγκραστεί ένα τελευταίο ξεπεσμένο


οικογενειακό χαρχάλεμα.. Έφυγε μαζί με τον Μπίλυ και κατευθύνθηκαν προς το σημείο του χθεσινού συμβάντος, εκεί που τους άφησε λίγο πριν ολοκληρώσουν τα αμείλικτα ένστικτά τους. «Πού ήταν Μπίλυ, κάπου εδώ; Τι κάνατε με το κοριτσάκι; Πες μου μην φοβάσαι. Δεν θα πω τίποτα για σένα στο υπόσχομαι..» Του έδειξε το σημείο που τη θάψανε. Στάθηκε πάνω από το έδαφος, ήταν σχηματισμένος ένα μικρός λοφίσκος. Τα μάτια του βούρκωσαν. Γέμισε οργή και ήταν αποφασισμένος να αποδώσει δικαιοσύνη. Ήταν σκληρός, δεν είχε συνειδητοποιήσει τίποτα. Είπε στον Μπίλυ να γυρίσει το βλέμμα του αλλού να μην τον βλέπει, ήθελε να προσευχηθεί. Έτσι κι έκανε. Τότε ο Τζόσεφ πολύ αργά και σιωπηλά έβγαλε το σουγιά που του είχε δώσει ο Ντέιλ το προηγούμενο βράδυ «ως ένδειξη της φιλίας τους». Προσποιήθηκε πως προσευχόταν κι εκείνη τη στιγμή έχωσε το μαχαίρι βαθιά στο χώμα. Φοβήθηκε μην την αγγίξει.. Ο δολοφόνος πλέον είχε όνομα κι επίθετο.. Για άλλη μια φορά όμως δεν ήταν η μέρα του. Από το βάθος πλησίαζαν ο Ντέιλ και ο Σκοτ για να ελέγξουν αν όλα πήγαν καλά. Ο Ντέιλ μόλις είδε το Τζόσεφ στο σημείο ξαφνιάστηκε, η απειλή δεν είχε εξαλειφθεί πλήρως. «Τζόσεφ!! Περίμενε! Περίμενε!» Ο Ντέιλ άρχισε να τρέχει επιθετικά μαζί με τον Σκοτ προς το μέρος του. «Περίμενε!», φώναζε καθώς πλησίαζε, γνωστοποιώντας για ακόμα μία φορά το φόβο που είχε νιώσει λίγες ώρες πριν. -

Μπίλυ, αγαπητέ μου Μπίλυ, πήγαινε και πες του πατέρα σου πως ο Ντέιλ

σκότωσε το κορίτσι, είναι αστυνομικός, θα σε προστατέψει, με κατάλαβες; -

Μα.. Τζόσεφ..

-

Όχι μα τώρα Μπίλυ, πρέπει να φύγω, μην πεις τίποτα πήγαινε απευθείας στον

πατέρα σου! Ο Τζόσεφ άρχισε να τρέχει με τους άλλους δύο να τον κυνηγούν, έτοιμοι να ενεργήσουν, ψάχνοντας τον ιδανικό τρόπο που θα τους απενοχοποιούσε.. Η καρδιά και η ανάσα του Τζόσεφ μύριζαν φόβο, θάνατο κι ενοχή, έτρεχε και όσο έτρεχε τόσο απομακρυνόταν από τις συνέπειες που θα τον βάραιναν για μια ολόκληρη ζωή. Το κυνηγητό κράτησε μια ώρα, όλοι τους ήταν εξουθενωμένοι κι ο Τζόσεφ βρισκόταν σε καλύτερη φόρμα από τους δυο νέους εχθρούς του. -

Θα σε πιάσω ρε πούστη! Θα με βρεις μπροστά σου όπου και να πας!, είπε ο

Ντέιλ γεμάτο μίσος, κάτι που αργότερα δεν θα είχε και τόση σημασία γι’ αυτόν τελικά.. Ο σουγιάς ήταν το στοιχείο που θα έφερνε τη δικαίωση. Ίσως και όχι. Είχε πάνω του χαραγμένα τα αρχικά Λ.Μ…


Σήκωσε ψηλά το κρυσταλλένιο ποτήρι με τις κυματώδεις γραμμές που παραμόρφωναν την πυκνότητα του 15χρονου ουισκιού και προσπάθησε να διακρίνει αυτή ακριβώς την παραμόρφωση. Κατά πόσο δηλαδή η παραμόρφωση οφείλεται στην παρέμβαση της διακόσμησης ή σε οπτική πλάνη. Όταν ύστερα από έναν εσωτερικό διάλογο οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, αποφάσισε να διακρίνει επίσης την κυματομορφή μεταξύ αλήθειας και ψέματος. Βρισκόταν καθισμένος σε ένα βελούδινο καναπέ – πρώτη φορά θα ένιωθε τόσο άνετα- αλλά και τόσο άβολα συγχρόνως, κυρίως απέναντί της. Ήταν όρθια, πλάτη προς αυτόν γεμίζοντας κι αυτή με τη σειρά της το ποτήρι της μέχρι τη μέση. Με το ένα πόδι πάνω στο άλλο σε μια χαλαρή στάση, ο Τζόσεφ προσπάθησε να της εξηγήσει κάτι που όπως φαινόταν εκείνη δεν ήθελε να καταλάβει. Την είχε συναντήσει λίγο πριν έξω από το ξενοδοχείο εκλιπαρώντας τη να τον ακούσει για 5 λεπτά. Η Κάθυ γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε στα μάτια υπενθυμίζοντάς του με το ύφος της πως ο χρόνος εδώ και 5 λεπτά κυλούσε και η σιωπή ήταν το μόνο κοινό τους σημείο. Κόμπιασε στο βλέμμα της καθώς έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις που θα συνέθεταν εκείνες τις προτάσεις που θα της προκαλούσαν μόνο χαμόγελο ή ανακούφιση. Κι ύστερα επιθυμούσε να την έπαιρνε, λέει, αγκαλιά κι εκείνη να έκλαιγε στον ώμο του όπως την πρώτη εξαίσια βραδιά στο εστιατόριο, όταν όλοι οι πελάτες αδιαφορούσαν. Όταν όλος ο κόσμος αδιαφορούσε γι’ αυτή την έλξη. Έλξη που όπως φαινόταν φρόντισαν κάποιοι στο να χτίσουν ένα τοίχο μπροστά της αποκρύπτοντας την αλήθεια ή ακόμα και χώνοντας τα συναισθήματά τους ανάμεσα στα τούβλα και το τσιμέντο. Πώς θα γκρεμιζόταν αυτός ο τοίχος; Ποια ήταν η νόρμα που θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους μέσα σε 5 λεπτά; Μόνο οι ίδιοι μπορούσαν να δώσουν αυτή την απάντηση, αρκεί να το ήθελαν. Υπήρχε βέβαια πάντα το ενδεχόμενο κάποιος από τους δύο να μην το ήθελε. Να ήθελε κάτι άλλο.. Οι σκέψεις τους ήταν πάνω στο τραπέζι, τις έβλεπαν ξεκάθαρα, ωστόσο επέμεναν σε κουβέντες που φαίνονταν εύκολες, γρήγορες και τετριμμένες. Καμιά αυθόρμητη κίνηση, κανένας παρορμητισμός δεν συνέβαλε αυτοβούλως σε ένα συνολικό ξεκαθάρισμα. Οι λέξεις αντηχούσαν σιωπηρά μέσα τους και η σιωπή έξω αντανακλούσε τις ενδόμυχες φωνές τους. Ο Τζόσεφ σαν άντρας σκέφτηκε πως έπρεπε η πρώτη κίνηση να φέρει τη δική του υπογραφή. Της εξήγησε πως γνώριζε αυτό τον Λίτλ Μπίλυ από τα παλιά και πως εκείνος ήθελε να τον εκδικηθεί. Πέρασε, λέει, από το σπίτι του αργότερα και προσπάθησε να δει αυτό που τον είχε προειδοποιήσει ο Μπίλυ: διάσπαρτα στοιχεία που τον έκαναν σε πρώτο βαθμό


ύποπτο για το εγκληματικό τροχαίο στη μοιραία εκείνη διασταύρωση. Δεν βρήκε ωστόσο τίποτα μέσα στους τέσσερις τοίχους που να τον ενοχοποιούσε παρ’ όλα αυτά ο Μπίλυ τον προειδοποίησε να αφήσει ήσυχη την Κάθυ διαφορετικά θα έστελνε τα αστυνομικά τσιράκια σπίτι του για να τον συμμορφώσουν. Ο Τζόσεφ μετά από όσα του είπε εκείνος για τη μέρα που έμελλε να του χαράξει τη ζωή υποψιαζόταν πως, ότι κι αν γινόταν, ο Μπίλυ σιγά-σιγά όντως θα του κατέστρεφε τη ζωή. Πέρα από αυτό, τον απείλησε πως θα μείνει σύντομα χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς.. φίλους, εάν δεν σταματούσε να σκέφτεται την Κάθυ. Ήταν ερωτευμένο μάλλον το καθίκι μαζί της. Ήταν προφανές πως μετά το βιασμό της έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο του.. Να καθαρίσει το Ρόμπερτ Χάτμαν από τυφλό πάθος και από ατέρμονη δίψα για δόξα.. Ήταν το νούμερο δύο στην ιεραρχία της σάπιας συμμορίας του. Λεφτά λοιπόν, δόξα και.. γυναίκα. Και να, που πάνω στην ώρα οι δρόμοι τους συναντήθηκαν κι ο Τζόσεφ ήταν το τέλειο θύμα για το θάνατο του αφεντικού του. Και να, που πρόλαβε να συμβουλεύσει την Κάθυ για τον εγκληματικό καινούριο φίλο της, μετά από όσα του ομολόγησε περιμένοντάς τη στο δωμάτιό της. Ένιωθε ασφαλής με το νέο της αφεντικό, της προσέφερε ασφάλεια μέσα στην επικίνδυνη αφέλειά της. Μετά απ’ όσα αυτή είχε περάσει, τον Τζόσεφ δεν τον ενδιέφερε τι έλεγε εκείνος αλλά τι έλεγε εκείνη. Κι έπρεπε να τον πιστέψει εκείνη για να μπορέσουν να κάνουν μια αρχή στη ζωή τους, μια αρχή που τελικά ποτέ δεν είχαν καταφέρει να κάνουν και που η ζωή τους είχε στερήσει εδώ και χρόνια. Αυτά έλεγε η σιωπή. Μιλούσε από μόνη της. Τα βλέμματά τους είχαν συναντηθεί εδώ και ώρα, ο ένας απέναντι από τον άλλο και μιλούσαν. Το ποτήρι είχε παραμείνει στο χέρι και δεν έλεγε να φτάσει τα χείλη τους γιατί έτσι θα έπρεπε να αλλάξουν ματιά. Έπρεπε να σηκώσουν ψηλά το κεφάλι και να πιουν, κάτι που κανένας από τους δύο δεν είχε τα κότσια να κάνει. Κι εκεί ήταν που ο Τζόσεφ θυμήθηκε ξανά τα σκληρά λόγια του Μπίλυ, έφερε στη μνήμη του αλήθειες του παρελθόντος που σαν ντόμινο δεν γνώριζε ποτέ ότι συνέβησαν.. Και της τα είπε. Κι εκείνη έκλαψε. Δεν κατάλαβε γιατί έκλαψε. Ένιωσε πως τον λυπήθηκε. Μα όχι δεν γνώριζε. Γιατί έκλαψε τόσο γρήγορα; Ήταν λίγο μετά τις αναταραχές του 1954, θα της εξηγούσε, που ο Μπίλυ βγήκε από το σωφρονιστικό ίδρυμα του Μιζούρι. Είχε κάνει ήδη μέσα από τη φυλακή τις σωστές γνωριμίες που θα τον οδηγούσαν απευθείας στο πλευρό του Χάτμαν. Τα λάθη του παρελθόντος, η ‘σκληρή εκπαίδευση’ των φυλακών, η εντύπωση πως θα είχε για μια ολόκληρη ζωή εγκεφαλικά και ψυχολογικά προβλήματα, όλα αυτά τον οδήγησαν συστημένο με ακρίβεια στην ίδια την παράνοια στην πόλη του Μέμφις.


Λ.Μ.. Τα αρχικά Λίτλ Μπίλυ ήταν αρκετά για να μπορέσει ο Ντέιλ Κρόου να ενοχοποιήσει τον καθυστερημένο, ιδιότροπο, περίεργο και διαφορετικό από τους άλλους Λίτλ Μπίλυ για το θάνατο της μικρής έγχρωμης. Η δασκάλα της επέζησε. Ήταν τέτοια η κοινωνία όμως του Κολόμπους, που δέχτηκε και υπέγραψε με το ίδιο της το αίμα τη συμφωνία της αστυνομίας για την ενοχή του Μπίλυ. Βαθιά μέσα της δεν ένιωθε τύψεις ήταν όλοι λευκά καθάρματα που ήθελαν το κακό της. Αυτό που δεν θα ξεχάσει ποτέ, είπε ο Μπίλυ στον Τζόσεφ, είναι η στιγμή του κοινωνικού διασυρμού του κατά μήκος της πόλης και ιδιαίτερα μπροστά από τον Ντέιλ Κρόου, ο οποίος είχε σφιχτά στην αγκαλιά του την αδερφή του, επιδεικνύοντας έτσι την ανωτερότητά του, τη διαστροφή του, τη μαύρη ψυχή του. Στάλθηκε απευθείας στις κρατικές φυλακές του Μιζούρι βιώνοντας τον απόλυτο διασυρμό, τον απόλυτο εξευτελισμό, όντας ασταθής στο λόγο του, στις αντιδράσεις του, στις κινήσεις του. Μόνο κάτι ψηλά παλικάρια, δέσμιοι του Χάτμαν μυρίστηκαν παρά την χαζομάρα του, τις ύπουλες διαθέσεις του απέναντι στους άλλους. ‘Τον έσωσαν’ από την κόλαση που η μητέρα του επέμεινε να τον χώνει όλο και πιο βαθιά και τον μετέτρεψαν σε ένα άγριο ζώο με σχιζοφρενική λογική. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο που κατάφερε να εξοντώσει μέσα σε λιγότερο από 10 χρόνια το ίδιο του το αφεντικό. Κι αυτό από αρρωστημένο έρωτα. Ο Τζόσεφ προσπάθησε να του εξηγήσει πως δεν γνώριζε πως το μαχαίρι ήταν τελικά του ίδιου του Μπίλυ και πως του το είχε αρπάξει με τσαμπουκά και απειλές ο Ντέιλ. Δεν ήταν του Ντέιλ αλλά του Μπίλυ. Ορκίστηκε, δεν είχε παρατηρήσει τα αρχικά γράμματα, δεν μπορούσε να ξέρει. Πώς εξηγείς όμως σε ένα ζώο πως δεν είσαι εσύ η τροφή του; Ο μονόλογος του Τζόσεφ έληξε με τρόπο που ο ίδιος δεν περίμενε. Η Κάθυ ξεστόμισε μερικές λέξεις που, στο άκουσμά τους, εκείνος επεχείρησε να τη ρωτήσει ξανά. Του είπε πως τον αγαπούσε. Πως ήθελε να τον πιστέψει αλλά δεν μπορούσε. Γι’ αυτό το λόγο τον προκάλεσε να αποδείξει την αγάπη του. Κι αυτό που είπε στη συνέχεια είχε μόνο ένα σκοπό: να βρει ένα τρόπο να είναι περισσότερο ασφαλής. Ήταν ο Τζόσεφ που μπορούσε να της προσφέρει καλύτερη ζωή ή ο τρελός Λίτλ Μπίλυ; «Μα Κάθυ.. Να τον σκοτώσουμε; Είσαι στα καλά σου;» Μετά από όσα της είπε για εκείνο τον τρελό, ο Τζόσεφ θεώρησε πως πείστηκε για την ψυχασθένειά του. Πως κινδύνευε και εκείνη μαζί με αυτόν. Ναι έτσι νόμιζε. Δεν γνώριζε όμως πως μια τέτοια κίνηση θα απελευθέρωνε και τους δυο. Βαθιά μέσα του ήξερε πως αύριο σπίτι του θα μπορούσε να τον περιμένει η αστυνομία. Η διεφθαρμένη πλευρά της, με τα ξύλα, τα γδαρσίματα και τα κρύα μπάνια του κρανίου του στη λεκάνη της τουαλέτας.


Από την άλλη υπήρχε και άλλη μια εκδοχή, καλύτερη: να τον περίμενε η Κάθυ στο σπίτι τους, σε μια άλλη πολιτεία. Ήταν κάτι που μεσολαβούσε όμως σε αυτή την επιλογή. Ένας φόνος. Άλλη μία φυγή. Οι σκοτεινές, απλησίαστες όψεις του ενοχικού του παρελθόντος πλησίαζαν και του σήκωναν την τριχιά μόνο με τη σκέψη. Τα είδωλά τους αντικατοπτρίζονταν στον καθρέφτη του δωματίου της. Για μια στιγμή κινήθηκαν, πλησίασαν το ένα το άλλο. Για μερικά δευτερόλεπτα οι σκιές τους έγιναν ένα και λίγο αργότερα χάθηκαν σα στοιχειωμένες μορφές που αλώνιζαν σε μια παράλληλη διάσταση ζώντας για τη στιγμή της απελευθέρωσης, της κάθαρσης, της αιώνιας πληρότητας.. Έπρεπε να γίνει γρήγορα. Πάσα θυσία έπρεπε να γίνει γρήγορα, σιωπηρά χωρίς παρατράγουδα. Από εκεί θα έφευγαν σε ένα ξενοδοχείο, καμιά βαλίτσα, κανένας αποχαιρετισμός με κανένα Πωλ, Λάρυ ή Κένεθ. Ο χρόνος θα ξεκινούσε ξανά από την αρχή και για τους δυο τους. Άλλη μία φυγή, άλλο ένα ΤΡΕΧΑ θα κουδούνιζε στο μυαλό του Τζόσεφ διορθώνοντας κατά ένα τρόπο τα λάθη του παρελθόντος, χωρίς όμως να μπορέσει να ξεπεράσει το θάνατο του μικρού, αθώου κοριτσιού που έφυγε άδοξα μπροστά στα μάτια του. Ήθελε να ζήσει αξιοπρεπώς κουβαλώντας το βάρος μιας ψυχής που πάντα θα τιμά και θα υποστηρίζει στα μάτια των έγχρωμων αδελφών της. Έτσι τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει. Η Κάθυ έλεγε πως τον αγαπούσε. Δεν γνώριζε ούτε ο ίδιος το βαθμό αφοσίωσης του έρωτά τους. Ίσως ήταν το βάρος της ζυγαριάς που έγειρε προς τον Τζόσεφ, ήταν ίσως περισσότερο θέμα ασφάλειας. Το επόμενο βράδυ η Κάθυ πήγε, όπως κάθε φορά, στο White Rose Cafe. Ζήτησε να μιλήσει με τον Λίτλ Μπίλυ. Ήθελε να ξεκαθαρίσει τη θέση της, να δείξει σε ποιόν θέλει τα βράδια ν’ ακουμπάει το κεφάλι της. Θα του μιλούσε ανοιχτά για τα αισθήματά της. Για το πώς ένιωθε για εκείνον οδηγώντας τον σιγά-σιγά στην παγίδα της. Εκεί όπου ο Τζόσεφ θα περίμενε καρτερικά. Τον είδε. Μίλησαν. Η φωνή της έτρεμε, εκείνος το απέδωσε στα όμορφα λόγια της για εκείνον. Του είπε πως ήθελε να συναντηθούν μετά τη βάρδια της κάπου οι δυο τους μακριά από τα γνωστά βλέμματα που μπορεί να έθεταν σε κίνδυνο αυτή την έλξη. Του ζήτησε να βρεθούν στο Palomino Motel, ήταν ασφαλές και για τους δυο τους. Εκείνος κοκκίνισε σα μικρό παιδί, ξερόγλειψε τα χείλη του, τη χούφτωσε προκαλώντας της αναγούλα και κάπως αμήχανα τον τράβηξε μακριά της με την υπόσχεση πως το βράδυ θα είναι καυτό όπως ακριβώς είναι κι εκείνος. Την άφησε να ετοιμαστεί για την εργασία της δίνοντάς της ένα δαγκωτό φιλί στο λαιμό. Το σημείο έκρινε αίμα κάτι που την οδήγησε λίγο μετά στην τουαλέτα γεμίζοντας τη λεκάνη με τα μισά σωθικά της..


Η στιγμή ήταν κρίσιμη. Τα φώτα διαπέρασαν το μικρό δωμάτιο του ξενοδοχείου τη στιγμή που ο Μπίλυ στάθμευε το αμάξι του λίγα μέτρα μακριά. Η πόρτα άνοιξε κι ο χώρος γέμισε με φωναχτά χαζόγελα. Ο Τζόσεφ ανατρίχιασε στην ιδέα του θανάτου καθώς στεκόταν στην μπανιέρα κρατώντας σφιχτά το μαχαίρι που ανήκε στην Κάθυ. Οι δυο τους από μέσα άρχισαν να ερωτοτροπούν. Φαίνεται η Κάθυ να είχε βρει χρόνο να το δουλέψει περισσότερο μέσα της, ακουγόταν αποφασισμένη. Αυτό έδωσε δύναμη και κουράγιο στον Τζόσεφ που έπρεπε να βγάλει κυριολεκτικά το φίδι από την τρύπα. Κουβέντες αντηχούσαν στον κεντρικό χώρο του δωματίου, πειράγματα, μερικά «μη» διάσπαρτες ερωταπαντήσεις «μ’αγαπάς; σ’ αγαπώ» και ξαφνικά το πέσιμο των κορμιών τους στο κρεβάτι, σημάδι πως έπρεπε να αφήσει τον ασφαλή χώρο της μπανιέρας και να κάνει δυο βήματα πιο κοντά στην ‘αιώνια πληρότητα’. Η Κάθυ γνώριζε πως εκείνος θα στέκονταν ήδη μπροστά στην πόρτα, έτσι το φρεσκάρισμά της έγινε αμέσως αντιληπτό απ’ τον Τζόσεφ. Εκείνος κρύφτηκε πίσω από την πόρτα, εκείνη απαντώντας στις πρόστυχες ερωτήσεις του για το τι θα κάνανε στη συνέχεια άνοιξε την πόρτα, μπήκε, την έκλεισε. Βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τζόσεφ, είχαν γουρλώσει τα μάτια τους, ήταν κατατρομαγμένοι, η αδρεναλίνη βρισκόταν στα ύψη. «Πάμε;», είπε αυτός, «πάμε», είπε εκείνη και τότε το σχέδιο ήταν πλέον σε εφαρμογή δίχως περιθώρια για πισωγυρίσματα. Η Κάθυ προχώρησε νευρικά προς τη μπανιέρα, μπήκε μέσα τράβηξε την κουρτίνα και ανέλαβε να παρακινήσει το θύμα. -

Μπίλυ αν θες να δεις πόσο σ’ αγαπάω έλα εδώ μαζί μου!

Η Κάθυ αμέσως βούρκωσε στην ιδέα της εξέλιξης των επόμενων δευτερολέπτων, το μόνο που αντίκριζε ήταν μια άσπρη-μπλε κουρτίνα και μια αχνοδιάκριτη σκιά που περίμενε όρθια. Τρία ξυπόλητα πόδια ακούστηκαν να πλησιάζουν, η πόρτα άνοιξε και τώρα δυο αχνοδιάκριτες φιγούρες στέκονταν αμίλητες η μια μπροστά στην άλλη. Η Κάθυ πάγωσε. Ο χρόνος φάνηκε να πάγωσε επίσης για ώρες. Κι όμως ήταν 4 με 5 δευτερόλεπτα που η συνειδητοποίηση της στιγμής έδωσε χώρο στη δράση. Ακούστηκαν χέρια να παλεύουν, ήχοι από τις πληγές του δέρματος, μια απότομη κραυγή, δυο, τρεις και δυο κορμιά έπεσαν άτσαλα στο έδαφος. Πάλι η σιωπή κέρδισε το έδαφός της και μέσα σε μισό λεπτό μια φιγούρα ανασηκώθηκε νικήτρια της μάχης. Εκείνη παγωμένη ήθελε να την καταπιεί η μπανιέρα, να τη ρουφήξει, μα ήταν πάγος θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος ωσότου αυτό πραγματοποιούνταν. Το άσπρο-μπλε της κουρτίνας δεν έδιναν περιθώρια για την ταυτότητα του νικητή. Η φιγούρα πλησίασε προς το μέρος της με αργά, ασταθή βήματα. Σκέφτηκε πως τα πόδια δεν έβγαζαν τον


ήχο ενός ξυπόλητου άντρα αλλά ενός που φοράει παπούτσια. Η κουρτίνα άνοιξε κι εκείνη τρόμαξε ανασηκώνοντας τους ώμους και τρίζοντας τα δόντια της. Ήταν ο Τζόσεφ που αμέσως την αγκάλιασε με δυσκολία από το τρέμουλο, το σοκ, το φόβο, την υπερένταση. Αντίθετα η Κάθυ δεν έτρεμε καθόλου, δεν έκλαψε, τα χέρια της τον είχαν αγκαλιάσει σφιχτά, ήταν σταθερά σαν χέρια γεροδεμένου άντρα. Υπό άλλες συνθήκες εκείνος θα παραξενεύονταν αλλά η στιγμή δεν έδινε τέτοιες πιθανότητες. Αποφάσισαν να φύγουν αμέσως αφού θα καθάριζαν το μπάνιο και το χώρο μπροστά από το κρεβάτι όπου δόθηκε η μάχη. Το ευχάριστο είναι πως κανένας δεν γνώριζε γι’ αυτό το ραντεβού. Ήταν γνωστό μεταξύ τριών αν και υποτίθεται πως το γνώριζαν μόνο δύο. Πράγματι καθάρισαν επιφανειακά το χώρο (δίχως να γνωρίζουν για ποιο λόγο ακριβώς το κάνουν) και εγκατέλειψαν το ματωμένο δωμάτιο. Η έξυπνη Κάρυ γνώριζε πως το συγκεκριμένο ξενοδοχείο το κρατούσε εδώ και 20 χρόνια ένας γεροξεκούτης μπεκρής που κόντευε να πατήσει τα 95. Τα τσιράκια του Μπίλυ δεν είχαν καμιά ελπίδα, μόνο δυο τρεις μέρες μετά που θα έπαιρναν χαμπάρι πως η Κάθυ θα έλειπε.. Κάπως έτσι θα ήταν. Αρκετά χιλιόμετρα μακριά.. Τράβηξαν σ’ ένα κοντινό μοτέλ, ήταν αρκετά σ’ αυτή την πλευρά του δρόμου, γνωστά για τις αχαλίνωτες νύχτες τους. Η κοντινή απόσταση από τον τόπο του εγκλήματος κάθε άλλο παρά κίνδυνο αποτελούσε. Όσο πιο κοντά, τόσο πιο καλά για εκείνους. Είχαν συνειδητοποιήσει και οι δυο τους πως αυτό που συνέβη για όλους τους άλλους δεν είχε προκληθεί από αυτούς, έπρεπε να υποστηρίξουν την αθωότητά τους όπως τον κερατά του διπλανού δωματίου που πλήρωσε μια πόρνη για να εκτονώσει το αδιέξοδο της συντηρητικής του φάρας. Η βραδιά δεν χωρούσε ερωτικές εξομολογήσεις ούτε έντονα σαλιαρίσματα. Την επόμενη μέρα είχαν σκοπό να φύγουν αφήνοντας τις σκέψεις για αργότερα. Τώρα μιλούσε -μάλλον και για τους 2 τους- το συναίσθημα και η αποφασιστικότητα να γραπώσουν το παρόν προς δικό τους όφελος έτσι ώστε να εξασφαλίσουν πως το μέλλον δεν θα ξεγλιστρήσει απ’ τη χούφτα τους. Ξάπλωσαν, ο Τζόσεφ σκέπασε την Κάθυ κι αποκοιμήθηκαν ανάσκελα στρεφόμενοι προς το ταβάνι. Η ψύχρα είχε επικρατήσει στα σώματά τους, αγωνία, φόβος, αβεβαιότητα για μια τόσο σκληρή πράξη που όμως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε παιχνιδάκι. Κι αυτό ήταν που τους ανησυχούσε. Το πόσο εύκολο ήταν και το πόσο εύκολα η ζωή τους θα άρχιζε πολύ σύντομα να στρώνει. Δεν γνώριζαν τον προορισμό τους ακόμα. Τα ξημερώματα θα άφηναν το μοτέλ και θα κατευθύνονταν στο σταθμό των λεωφορείων. Εκείνο με τις περισσότερες ώρες δρομολογίου θα ήταν και το καταλληλότερο. Τα μάτια τους έκλεισαν σχεδόν ταυτόχρονα. Όλα επανήλθαν στον


ύπνο τους, έζησαν ξανά το έγκλημα με θύμα τον Λίτλ Μπίλυ. Τον ψυχοπαθή, νευρικό, άρρωστο, κομπλεξικό γκανγκστερά που έφυγε τόσο μα τόσο εύκολα. Παιχνιδάκι. Ήταν δυνατόν; Η Κάθυ, αφυδατωμένη από το στρες, ξύπνησε 2 ώρες πριν την προκαθορισμένη ώρα της εσπευσμένης αναχώρησης για να πιεί λίγο νερό. Δρόσισε το κορμί της λαίμαργα και έκατσε στο κρεβάτι προβληματισμένη. Λίγο μετά σήκωσε την τσάντα της στα πόδια της ψαχουλεύοντας για να βρει κάτι. Ο Τζόσεφ άκουσε το θόρυβο της σωρού που ανακάτευε, την είχε όμως πλάτη και δεν κατάλαβε τι ακριβώς έκανε. Ξαφνικά σταμάτησε. -

Τι ψάχνεις, συμβαίνει κάτι;

-

Όχι, όχι απλά έλεγξα τα χρήματά μου για το ταξίδι..

Φύλαξε μια ασπρόμαυρη, τσαλακωμένη φωτογραφία στην τσάντα της όσο πιο βαθιά μπορούσε. Λίγο πριν την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα έως ότου τη διακόψει ο Τζόσεφ. Ήταν εκείνη μικρή, κοριτσάκι αγκαλιά με ένα ψηλό νεαρούδι. Έδειχναν και οι δύο ευτυχισμένοι. Πίσω έγραφε μια αφιέρωση. ‘Για σένα αδελφούλα. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Μην σε νοιάζει τίποτα…’ Ντέιλ Κρόου.

Η ΦΥΓΗ Κι οι δύο στέκονταν μπροστά από το βενζινάδικο περιμένοντας το λεωφορείο με την περισσότερη βενζίνη. Ήταν φορτωμένο με καύσιμα που θα τους έφταναν τελικά ως τη Νέα Ορλεάνη στην πολιτεία της Λουιζιάνας. Φυσούσε νοτιάς, οι κρύες μέρες του χειμώνα σκορπίστηκαν μέσα σε μια νύχτα, δύσκολη και για τους δυο ομολογουμένως. Στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλο, αμίλητοι, με άδεια χέρια, εκτός βέβαια τον Τζόσεφ ο οποίος ξόδεψε το 1/3 των χρημάτων του στους παρηγορητικούς καπνιστούς σωλήνες. Το λεωφορείο φάνηκε από μακριά, εκείνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει, εκείνος με τα μάτια μαζεμένα προσπαθώντας να αποφύγει τη σκόνη, το περίμενε αγωνιωδώς όσο κι αν προσπαθούσε να το κρύψει. Προσπάθησε με αποτυχία να ξετινάξει τα παπούτσια του από τη σκόνη που μαινόταν στην περιοχή καθώς γέμιζε τις μύτες και τα πνευμόνια με ψιλούς καφετί κόκκους, μεταλλάσσοντας το χρώμα του δέρματος από την αφυδάτωση. Δώδεκα άτομα άφηναν το Μέμφις για να γνωρίσουν τον κόσμο, να τον αποφύγουν ή απλά για να τον ξεχάσουν. Ο Τζόσεφ αντάλλαξε μια χαμηλόφωνη, σχεδόν μονολεκτική κουβέντα για τα εισιτήριά τους και


λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έκατσε αριστερά στην τέταρτη σειρά του λεωφορείου, επωφελούμενος το παράθυρο με τη θέα. Η νεκρική σιωπή ήταν εκνευριστική εντός του λεωφορείου, κουβέντες είχαν συζητηθεί και ξανασυζητηθεί μέσα τους, θα νόμιζε κανείς πως η εξιλέωσή τους ήρθε με το σκίσιμο ενός φτηνού αποκόμματος μιας τυχαίας διαδρομής. Δεν είχαν φτάσει όμως ακόμα κι ο λόγος της απομάκρυνσης για κάθε επιβάτη είχε ακόμα τα σημάδια και τις μυρωδιές του Μέμφις. Ο χρόνος θα ήταν αυτός που θα έφερνε τα πρώτα χαμόγελα, τους πρώτους εναγκαλιασμούς κι ύστερα τους πρώτους γνώριμους τρυφερούς ασπασμούς για να ξορκίσουν το παρελθόν με τα πολλά παρακλάδια και τις αναρίθμητες διασταυρώσεις. Έτσι η ζωή έμπαινε κυριολεκτικά στο δρόμο και μαζί με τις στροφές, τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τις ανώμαλες ασφαλτοστρώσεις και τις χωμάτινες παρακάμψεις έφτανε κάποια στιγμή στο τέλος του δικού της δρόμου, στην ολοκλήρωση μιας διαδρομής και στο ξεκίνημα μιας άλλης. Το λεωφορείο ταρακούνησε τα μέλη της με το κατέβασμα του χειρόφρενου και την καρφωτή πρώτη ταχύτητα κι έβαλε σε εφαρμογή τις μισθωμένες επιθυμίες εκείνων που το τίμησαν. Η Κάθυ πείραζε συνεχώς τα μαλλιά της νιώθοντας το πρώτο κύμα σκόνης να έχει παγιδευτεί ανάμεσα στις τρίχες της κεφαλής της. Ο Τζόσεφ κοιτούσε έξω από το λεωφορείο μετρώντας το κάθε χιλιόμετρο σε μονάδες αναμνήσεων. Ακολουθούσε ένα μουσικό ρυθμό στο κεφάλι του, κάτι που τον βοηθούσε στη σύνθεση των βραχυπρόθεσμων στοχασμών του από ‘δω και στο εξής. Η Κάθυ ξεκούμπωσε το κουμπί του πουκαμίσου του Τζόσεφ κι ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Μύρισε τον ιδρώτα που έρεε το προηγούμενο βράδυ μετά τη δολοφονία του Λίτλ Μπίλυ. Ένιωθε το δέρμα του αφυδατωμένο, το σώμα του κουρασμένο, οι βαριές του ανάσες είχαν μόνιμα εγκατασταθεί μέσα του ωσότου νιώσει ασφαλής. Έτσι επικοινωνούσαν πλέον οι δυο τους. Με τη σιωπή. Κι ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν η ενοχική σιωπή που τους κατέβαλλε θα αναπληρωνόταν με ευχάριστες, αυθόρμητες συζητήσεις, όπως το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους. Το άγνωστο εξακολουθούσε να υπάρχει στις ζωές τους, δεν έφυγε ποτέ, όσο μακριά κι αν πήγαιναν δεν ήταν σίγουρο πως θα απαλλάσσονταν από τις κατηγορίες που είχαν αποδώσει οι ίδιοι στον εαυτό τους. Κι όλα αυτά για μια αγάπη με τη συντροφιά ενός μεγάλου ερωτηματικού δίπλα τους, σαν τρίτη σκιά στα σώματά τους, είτε στο δρόμο είτε στο σπίτι είτε στο κρεβάτι τους την ώρα της ερωτικής τους απόλαυσης. Ο Τζόσεφ ένιωσε κι αυτός τις ξηραμένες τρίχες της που πρόσφατα τις εγκωμίαζε για την λαμπρότητα και την θελκτική τους δύναμη. Τα γόνατά τους άγγιζαν το ένα το άλλο κανένα χέρι δεν είχε όμως τα κότσια να τα αγγίξει, να τα


χαϊδέψει ή σε αντίθετη περίπτωση να τα απομακρύνει. Ένα πράγμα φαινόταν πως ήταν σίγουρο: η απώθηση. Φαντασίες, ιδέες, συναισθήματα ή ενορμήσεις λειτουργούσαν στο ασυνείδητο κι η άρνηση ήταν αυτή που δεν άφηνε να αναγνωριστούν στο συνειδητό..

Η ΣΤΑΣΗ Ο Τζόσεφ είχε βγάλει ένα άσπρο πανί απ’ την τσέπη του για να σκουπίσει τα κοφτερά γένια του και το πρόσωπό του. Είχαν κάνει ήδη δύο πεντάλεπτες στάσεις, ίσα δηλαδή για μερικές τζούρες τσιγάρου. Μετά από αρκετά χιλιόμετρα η σκόνη είχε εξασθενήσει και τη θέση της είχε πάρει μια καθαρή ατμόσφαιρα με ένα ελαφρύ, δροσερό αεράκι. Τα σύννεφα είχαν επισπεύσει τη μουντή ώρα του απογεύματος με αποτέλεσμα τα παράθυρα του λεωφορείου να είναι εδώ και κάμποση ώρα ερμητικά κλειστά. Η μόνη κουβέντα που αντάλλαξαν στη διαδρομή ήταν μια ήδη γνωστή πιθανότητα να περάσουν τη βραδιά τους σε ένα ξενοδοχείο στο Τζάκσον του Μισισιπή. Από εκεί έλειπαν μόνο κάποιες ώρες για την άφιξη στον προορισμό τους. Η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος για να διακόψουν την πορεία τους. Βαθιά μέσα τους γνώριζαν πως όλο αυτό θα ήταν μια δοκιμή για να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο τη νύχτα, εκεί που θα αναγκαστούν να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι, τις ίδιες τους τις ανάσες. Λίγο πριν το ξενοδοχείο Jacksonian σταμάτησαν στη γνωστή αλυσίδα εστιατορίων Keffer’s για να ανακτήσουν τις δυνάμεις τους και να δροσίσουν τα σωθικά τους. Ήταν πραγματικά περίεργη η σκηνή στο εστιατόριο. Το γνώριζαν και το ένιωθαν και οι δύο. Θυμήθηκαν τότε που το jukebox έπαιζε το τραγούδι που έμελλε να ήταν τελικά ‘το τραγούδι τους’ και τον τρόπο με τον οποίο όλοι αδιαφορούσαν μπροστά στη σημαντικότερη στιγμή της ζωής τους. Καθόλου υπερβολή αν αναλογιστεί κανείς πως η φυγή από το παρελθόν έδειχνε να αργοσβήνει μπροστά στην αίσθηση μιας ακαταμάχητης έλξης, εκτοπίζοντας μύχιες σκέψεις και βρώμικα παιχνίδια για τα οποία δεν ήταν περήφανοι. Τώρα; Το παρόν δεν έλεγε πολλά από μόνο του, μόνο τα πιρούνια μπορούσε να ακούσει κανείς που χτυπούσαν το πιάτο, τα τσιμπήματα της άγουρης πατάτας, τα πόδια που χτυπούσαν νευρικά το πόδι του τραπεζιού. Κι αυτός ήταν δυστυχώς ο λόγος που τράβηξαν τα βλέμματα πάνω τους, μεταφέροντας την αρνητική τους ενέργεια σε κάθε


άκρη του καταστήματος. Προσπάθησαν να μην αξιολογήσουν την κατάσταση. Προσπάθησαν να σκεφτούν κάτι που να έχει σφραγίδα ωριμότητας, ορθής σκέψης, αποφασιστικότητας και τόλμης. Η παρόρμηση ήταν αυτή που μέχρι τώρα είχε αντικαταστήσει την τόλμη και όλα ήταν λάθος, όλα μύριζαν άσχημα.. Ο Τζόσεφ άνοιξε την πόρτα του δωματίου και ανέβασε το διακόπτη δίπλα από την πόρτα για να φωτίσει το χώρο. Μικρό το παράθυρο, μουντό το χρώμα στον τοίχο, ήταν κάτι που δεν περίμεναν (που όμως το είχαν φανταστεί). Το ενοχλητικό τρίξιμο της πόρτας του μπάνιου τους δημιούργησε μια απορία, το τι δηλαδή θα συνέβαινε αν κάτι δεν είχε πάει καλά χθες το βράδυ. Κι αυτό ήταν μια ένδειξη αρκετή για να συνειδητοποιήσουν πως το μυαλό τους είχε ξεπεράσει τη ζαλάδα και πως επανερχόταν ξανά στα φυσιολογικά του. Η Κάρυ τακτοποίησε τα λιγοστά πράγματα που κουβαλούσε μαζί της στην ντουλάπα (ήταν η αμηχανία για το τι θα συνέβαινε τώρα που έμειναν πάλι μόνοι τους) κι ο Τζόσεφ δίχως να της απευθύνει το λόγο βγήκε έξω και άναψε ένα τσιγάρο. Χάζευε τον κόσμο που πάρκαρε και ξεπάρκαρε, τις οικογένειες από μακριά που έφευγαν χορτασμένες απ’ το εστιατόριο, το γέρο που προχωρούσε γοργά κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, τον υπάλληλο που κλάδευε μερικά δέντρα. Αναστέναξε καθώς ο καπνός εισερχόταν μέσα του και έβηξε δυνατά. Η Κάθυ δεν τόλμησε να τον φωνάξει, είχε την ελπίδα πως όλο αυτό ήταν κάτι φυσιολογικό, προσωρινό ή τυχαίο. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως όλη αυτή η ιδιότροπη συμπεριφορά και των δυο τους είχε γεμίσει πληγές που δεν θα έκλειναν από μόνες τους. Αυτό τουλάχιστον έδειχνε μέχρι τώρα, αυτό θα διάβαζε κανείς στο πρόσωπό της, κανείς δεν γνώριζε τι σκεφτόταν ουσιαστικά μέσα της. Κι αυτή ήταν η διαφορά. Ο Τζόσεφ έδειχνε ακριβώς αυτό που ένιωθε κι αν κάποιος του απεύθυνε το λόγο, χωρίς αναστολές, θα έλεγε αυτό που σκεφτόταν. Η ώρα πέρασε, το βράδυ κάλυψε την πόλη του Τζάκσον και η ώρα γι’ αυτό το ‘κάτι’ πλησίαζε ορμώμενο με διαθέσεις που δύσκολα θα έκριναν το τελικό αποτέλεσμα..

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ -

Κάθυ.. Αναρωτιέμαι.. Πρέπει να χαρώ ή πρέπει να λυπάμαι; Ξέρεις για τι

μιλάω.. Γι’ αυτό που κάναμε. Έχω μπερδευτεί, όλα έγιναν πολύ γρήγορα.. Σκοτώσαμε τον Λίτλ Μπίλυ το καταλαβαίνεις; Τον μισώ, το ξέρω.. Το παραδέχομαι.


Κάποτε όμως ήταν αθώος κι εγώ τον κατέστρεψα. Έτσι μου φαίνεται Κάθυ, τι με κοιτάς, το απλανές βλέμμα σου τα λέει όλα. Τον κατέστρεψα και μεταμορφώθηκε σε ένα άρρωστο ζώο. Όλες οι αργές, συρτές λέξεις του –που δεν είχαν κανένα νόημα μεταξύ τους, καμιά συνοχή- όλες αυτές λοιπόν οι λέξεις έφτασαν να εκπροσωπούν ανθρώπους σώφρονες που για κάποιο αναθεματισμένο λόγο βρήκαν σημείο επικοινωνίας μαζί του, δίχως τελείες, δίχως γιατί, δίχως επαναλήψεις στα όσα έλεγε και αποφάσιζε. Κι αυτό γιατί Κάθυ; Γιατί έκανα ένα λάθος. Γιατί έστειλα πίσω από τα σιδερένια κάγκελα έναν αθώο αντί εκείνο που πραγματικά άξιζε.. Τον καταραμένο Ντέιλ Κρόου.. Αν τον είχα στα χέρια μου.. Αυτό μόνο, αν τον είχα μπροστά μου, θα.. -

Τι θα έκανες Τζόσεφ; Πες μου! Τι ήταν δηλαδή αυτό που θα άλλαζε;

-

Κάθυ γιατί φωνάζ..

-

Απάντησε μου! Νομίζεις δηλαδή πως αυτό το ρεμάλι θα είχε καλύτερη μοίρα

απ’ τη ζωή του Μπίλυ, ζωή που απλόχερα ο θεός του προσέφερε σε βάρος όλων μας; Απάντησέ μου. Θεωρείς πως αν ζούσε ο Κρόου που λες, θα είχαν αλλάξει τελικά πολλά πράγματα στη ζωή μας; Πες μου Τζόσεφ, περιμένω μια έξυπνη απάντηση από σένα! -

Αν ζούσε δεσποινίς Κάθυ ο Ντέιλ Κρόου, πολλά πράγματα θα ήταν καλύτερα!

Πολύ καλύτερα! Ένας αθώος άνθρωπος όπως ο Μπίλυ δεν θα είχε ταξιδέψει για να μπει φυλακή αλλά για να γνωρίσει τον κόσμο, το δικό του φανταστικό κόσμο! -

Με τέτοιο μυαλό που είχε…

-

Ε, βέβαια Κάθυ με τέτοιο μυαλό που είχε!

-

Δεν είμαι υποχρεωμένη να τα ακούω όλα αυτά..

Η Κάθυ σηκώθηκε απότομα και στάθηκε έξω από την είσοδο κάτω απ’ το αχνό φως του διαδρόμου μπροστά στο παρκινγκ. Ξεκίνησε να του μιλάει όρθια, δίχως να τον κοιτάει. -

Έχω θυμώσει Τζόσεφ. Πολύ. Δεν περίμενα να εξελιχθεί έτσι η φυγή μας απ’

τα άσχημα, που ήδη προσπαθώ να ξεχάσω και δεν μ’ αφήνεις, δεν με βοηθάς, δεν βοηθάς καν τον εαυτό σου. Δεν ξέρω πως θα προχωρήσουμε παρακάτω.. Υπάρχει κάτι στην άλλη πλευρά του δρόμου για μας; Υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να παλέψουμε; -

Άξιζε να παλέψουμε για τη ζωή. Μα εμείς δεν παλέψαμε γι’ αυτήν. Την

αφαιρέσαμε.. Η Κάθυ αποφάσισε να κλείσει την πόρτα πίσω της αφήνοντας τον Τζόσεφ μέσα μόνο του.


Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ Ο Τζόσεφ σκέφτηκε πως «κάνει πείσματα η μικρή». Αρνήθηκε να την αναζητήσει, ήταν επιλογή της που έμεινε έξω από το δωμάτιο. Στενοχωρήθηκε λίγο όταν του πέρασε από το μυαλό πως τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν ακολουθήσει εντελώς διαφορετική πορεία. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί είτε γυρνώντας πίσω το χρόνο μια μέρα είτε εκ των υστέρων μετά απ’ όσα έγιναν. Τον βασάνιζε η συζήτηση που προηγήθηκε. Τι θα γινόταν αν, γιατί μπλέχτηκαν μέσα στο βούρκο που φανταζόταν, γιατί δεν είναι σπίτι του ή με τον Πωλ, τον Λάρυ απολαμβάνοντας την καθημερινότητά του; Τα ζύγιαζε κι όμως εξακολουθούσε να θεωρεί πως αν γύριζε τον χρόνο πίσω θα έκανε τα ίδια, κι όλα αυτά για εκείνη ξανά και ξανά. Μέχρι όμως αυτή τη στιγμή.. Μέχρι εδώ.. Γιατί το τώρα δεν ήταν λαμπρό και το μέλλον του το έλεγε ξεκάθαρα. Ήταν ώρα για ειλικρίνεια, για σκληρές παραδοχές οι οποίες θα έσωζαν τον εαυτό του και την Κάθυ από την καταστροφή. «Μια φούσκα ήταν κι έσκασε;» αναρωτιόταν. «Ήταν αρκετό λίγο ποτό, λίγη μουσική, λίγος χορός να καμουφλάρουν τη λογική μου;» Είχε ξεφύγει από ένα δύσκολο παρελθόν και τώρα πάλι ο τοίχος δεν τον εμπόδιζε μόνο να εκφραστεί όπως ένιωθε απέναντι στην Κάθυ αλλά τον εμπόδιζε και να διαφύγει απ’ όλη αυτή την κατάσταση. «Τι άλλαξε άραγε από τότε; Πώς τα είχα καταφέρει τότε; Κι αν ξέφυγα εγώ στο Κολόμπους οι άλλοι τι έκαναν;» Εκεί σκέφτηκε πως ο ένας από αυτούς ήταν ήδη νεκρός. Από τα χέρια του.. Δεν γνώριζε τίποτε για τους άλλους. Τον Σκοτ.. Δεν τον είδε ξανά από τότε. Ούτε τον Ντέιλ είχε δει.. Κι εκεί ήταν που συνειδητοποίησε πως ήταν σίγουρος πως γνώριζε τι απέγινε ο Ντέιλ αλλά δίχως να θυμάται ποιος του το είπε. «Μια στιγμή..» Ήταν φρέσκια η πληροφορία στο μυαλό του. «Μα δεν μπορεί.. Από πού..» Θυμήθηκε πως λίγο πριν στον περιβόητο καυγά με την Κάθυ η ίδια του είχε πει πως ο Ντέιλ δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Ανασηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, ο ιδρώτας κύλησε ξανά σαν ρυάκι παντού. «Πώς είναι δυνατόν να ξέρει η Κάθυ τι απέγινε ο Ντέιλ; Μα είμαι σίγουρος, το είπε χαρακτηριστικά: ‘αν ζούσε ο Κρόου που λες θα είχαν αλλάξει τελικά πολλά πράγματα στη ζωή μας;’ Αυτό ακριβώς είπε! Πώς είναι δυνατόν;» Εκτινάχθηκε κυριολεκτικά απ’ το κρεβάτι και βγήκε έξω να ψάξει την Κάθυ. Ήταν βράδυ, το πρωί έπρεπε να πάρουν το επόμενο λεωφορείο κι εκείνος ήταν έτοιμος να πάθει νευρικό κλονισμό. Δεν τη βρήκε πουθενά, ούτε στο


εστιατόριο που ήταν έτοιμο να κλείσει δεν είδε τίποτα. Μπήκε σπίτι, εντόπισε την τσάντα της. Την άδειασε με μένος πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ψάχνει διαλύοντας και ρίχνοντας στο πάτωμα ότι θεωρούσε άχρηστο. Ξαφνικά στα χέρια του έπεσε η φωτογραφία. Διάβασε αυτό που έγραφε πίσω της: ‘Για σένα αδελφούλα. Είμαι εγώ εδώ για σένα. Μην σε νοιάζει τίποτα…’ Ντέιλ Κρόου. Δεν το πίστευε. Δεν ήταν δυνατόν. Η Κάθυ, η δική του Κάθυ, το κορίτσι που του είχε πει πως μεγάλωσε στο Μέμφις, πως η ζωή της είχε παίξει άσχημο παιχνίδι.. αυτή η Κάθυ λοιπόν ήταν αδερφή του Ντέιλ Κρόου.. Εκείνου του σκληρού, άκαρδου, σιχαμένου έφηβου που σκότωσε ένα αθώο κοριτσάκι, που έστειλε έναν αθώο στη φυλακή. Που εξαιτίας αυτού του κωλόπαιδου, έφτασε στο σημείο ο ίδιος να σκοτώσει έναν αθώο επίσης, έτσι του τα έφερε η ζωή. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τα είχε χαμένα. Πήρε απ’ το ντουλάπι ένα μικρό μπουκαλάκι με φθηνό ουίσκι (προσφορά του ξενοδοχείου) και το ήπιε μονομιάς. Άναψε ένα τσιγάρο τρέμοντας, βουρκώνοντας απ’ τα νεύρα του, δυο τσιγάρα, τρία, πουθενά η Κάθυ. Τι σήμαιναν όλα αυτά; Τι δουλειά είχε η Κάθυ στη ζωή του; Η καρδιά του χτυπούσε σε ρυθμό ίδιο με το πόδι του καθώς ήταν έτοιμο να ξηλώσει το πάτωμα. Το μάτι του έπεσε πάνω στο κρεβάτι στα διάσπαρτα αντικείμενα από την τσάντα της Κάθυ. Βρήκε ένα κουτάκι με παυσίπονα, το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει. Ήπιε δύο. Τα δύο έγιναν λίγο αργότερα τρία με αποτέλεσμα ο πονοκέφαλος ναι μεν να περάσει αλλά συγχρόνως τα μάτια του για κάποιο ανεξήγητο λόγο άρχισαν να κλείνουν. Κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήρε ένα χαρτί, βρήκε ευτυχώς ένα στυλό, άρχισε να γράφει. Όσα υποψιαζόταν, όσα άρχισε να πιστεύει, το ‘κανε σε περίπτωση που πάθαινε κάτι κακό. Φύλαξε όσα έγραψε μέσα στο πουκάμισό του. Το μυαλό του λειτουργούσε πεντακάθαρα, όπως τότε λίγο πριν κοιτάξει το ρολόι του έξω από το εστιατόριο τραγουδώντας τους μουσικούς σκοπούς του Fats Domino. Μόνο που ήταν λίγο αργά για επιφοιτήσεις. Το πόδι του είχε σταματήσει να ταρακουνιέται νευρικά, η καρδιά του είχε κατεβάσει τους εξωφρενικούς της παλμούς. Το πόδι του σύρθηκε στο πάτωμα και το χέρι του στήριξε το κεφάλι του καθώς ξάπλωσε με ηρεμία στο κρεβάτι. Τα μάτια του έκλεισαν για τα καλά, μόνο τα βλέφαρά του πετάριζαν για λίγο ακόμα. Και μετά σκοτάδι. Σκοτάδι που συνήθως έρχεται και παρέρχεται όταν ο ύπνος σε καταβάλλει..


ΤΟ ΤΕΛΟΣ Η ατμόσφαιρα στο περιβάλλοντα χώρο του ξενοδοχείου ήταν συνηθισμένη. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία, η βραδιά φαινόταν ήρεμη, συνηθισμένη, βαρετή, αν και μάλλον κάτι τέτοιο δε ίσχυε για ένα συγκεκριμένο δωμάτιο. Ήταν η ώρα που η Κάθυ στεκόταν ήδη έξω από την πόρτα του δωματίου. Το πρόσωπό της αντίκριζε την ξύλινη πόρτα περιμένοντας για κάποιο είδους εξέλιξης στο εσωτερικό του. Ήθελε να σιγουρευτεί πως το αποτέλεσμα της βραδιάς ήταν όπως ακριβώς φανταζόταν. Άνοιξε την πόρτα, ήταν ξεκλείδωτη. Είδε τον Τζόσεφ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, είδε τα πράγματά της διάσπαρτα στο πάτωμα και τα χάπια της δίπλα του. Χαμογέλασε. Δεν αντέδρασε. Δεν έτρεξε να δει τι του συμβαίνει. Απλώς χαμογέλασε. Τα δάκρυα πλημμύρισαν το πρόσωπό της καθώς συνέχιζε να χαμογελάει. Μπροστά της στεκόταν ο Τζόσεφ –κοιμισμένος, λιπόθυμος δεν γνώριζε- κι όμως η Κάθυ δεν έκανε προς στιγμήν απολύτως τίποτα. Θα έλεγε κανείς πως το βλέμμα της δήλωνε περισσότερο ανακούφιση παρά στενοχώρια ή συγκίνηση. Ήταν η πιο απροσδόκητη και περίεργη σκηνή ανάμεσα σε δυο πλάσματα που θα έλεγε κανείς πως ήταν ερωτευμένα. «Πολύ εύκολο», θα ξεστομίσει μονολογώντας η Κάθυ. «Πάρα πολύ εύκολο.» Πλησίασε με μεγάλη ψυχραιμία και αργά βήματα τον Τζόσεφ. Έπιασε τα χέρια του, τα πόδια του και τα άπλωσε στο κρεβάτι τοποθετώντας τον ανάσκελα. Ανέβηκε πάνω του λες και ίππευε κάποιο αναίσθητο ζώο. Άρχισε να κλαίει, τα δάκρυά της έσκαγαν στα ρούχα του Τζόσεφ σαν ξαφνική νεροποντή. Έφερε μπροστά στο στήθος του τα χέρια της, εκεί που κούρνιασε μια δυο φορές όταν τα πράγματα έδειχναν να είναι υπέρ τους. Σήκωσε ψηλά μια κοφτερή λαβή σημαδεύοντας την καρδιά του. Μέσα σε μια στιγμή η ησυχία αντικαταστάθηκε από τον ήχο της σάρκας που πληγώνεται, όπως συμβαίνει συνήθως με την σφαγή κάποιου άμοιρου ζώου που είναι έτοιμο προς κατανάλωση. Ο ήχος αυτός επαναλήφθηκε άλλες πέντε φορές, κάθε φορά ήταν πιο έντονος, πιο άγριος και ξαφνικά ο τελευταίος εξασθενημένος, ίσως αναίτιος, άκαρδος, βασανιστικός. Η κοφτερή λεπίδα πετάχτηκε στο έδαφος. Στο έδαφος δίπλα της ξάπλωσε η Κάθυ, πρόσωπο με πρόσωπο με μια γνώριμη εικόνα, μια φρέσκια μυρωδιά όμως που δεν την είχε γνωρίσει πριν γιατί εκείνος την είχε προστατέψει. «Για σένα Ντέιλ. Στη μνήμη σου αδερφέ μου. Για να μην πονάς άλλο. Για να μην πονάω κι εγώ..» Ο Τζόσεφ ήταν νεκρός.


Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Νέα Ορλεάνη, Λουιζιάνα 1964 – Δύο χρόνια μετά. Το σπίτι της βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Είχε βγει έξω για ψώνια, τα ωράριά της ήταν περιορισμένα. Ο σύντροφός της θα την περίμενε στο τέλος του Canal street για να την παραλάβει. Θα της έκανε έκπληξη. Είχε αγοράσει δύο εισιτήρια για ένα ταξίδι στην Ευρώπη, στο μαγευτικό Παρίσι. Η Κάθυ επέστρεψε λίγο αργότερα σπίτι της, ο άντρας της δεν θα σταματούσε καθώς έπρεπε σύντομα να μεταβεί στο ναυπηγείο Higgins που ήταν προϊστάμενος. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, άνοιξε την πόρτα, κρέμασε το παλτό της, άφησε τα κλειδιά της στο τραπέζι και πήγε απευθείας στο γραφείο της να ελέγξει την αλληλογραφία της. Γυρνούσε τα γράμματα αδιάφορα, παθητικά ώσπου κάποια στιγμή σταμάτησε απότομα όταν αντίκρισε κάτι που την τάραξε. Στα χέρια της κρατούσε ένα γράμμα που, πέρα από τη διεύθυνση του παραλήπτη, κάτω δεξιά έγραφε μια λέξη με μικρά γράμματα: Τζόσεφ. Το άνοιξε. Το διάβασε. Ούρλιαξε, η βοηθός του σπιτιού τη ρώτησε τι συμβαίνει, τι έπαθε, την έπιασε υστερία, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα, πέταξε τις κορνίζες από τους τοίχους στο πάτωμα, άδειασε τα συρτάρια με τα ρούχα της, τα εσώρουχά της δημιουργώντας εξαιρετική ένταση και μεγάλη αναστάτωση. Η βοηθός της είχε μείνει αποχαυνωμένη δεν ήξερε τι να κάνει, αποπειράθηκε να την πιάσει από τους ώμους για να την καθησυχάσει, άδικα όμως δεν τόλμησε να προσπαθήσει ξανά. Η Κάθυ σε κατάσταση αμόκ, αδιαφορώντας πλέον για το πόσο όμορφη έδειχνε ή όχι, έσπευσε ενστικτωδώς να φτιάξει πρόχειρα μια βαλίτσα με ρούχα και να φύγει δίχως να ξέρει το που, οι αντιδράσεις της χαρακτηρίζονταν απλά από ένα μεγάλο αδιέξοδο. Έξω από το σπίτι μερικοί περαστικοί στάθηκαν να δουν τι συμβαίνει καθώς άκουγαν τις φωνές, τα παραμιλητά, τη σύγχυση που επικρατούσε. Ξαφνικά ένα μαύρο Pontiac με φιμέ τζάμια σταμάτησε έξω από το σπίτι της. Τέσσερις έγχρωμοι άντρες με μαύρες κουκούλες εισήλθαν στο εσωτερικό του ρίχνοντας κάτω την πόρτα, οι περαστικοί τρομοκρατήθηκαν, λογικά η αστυνομία ήταν καθοδόν. Μερικοί ταυτόχρονοι πυροβολισμοί ήταν αρκετοί για να ξεσηκώσουν τη γειτονιά στο πόδι. Μέσα σε ένα λεπτό το αμάξι είχε σταθμεύσει και είχε κιόλας εξαφανιστεί. Ήταν νεκρή, το πρόσωπό της πολτοποιημένο. Η βοηθός της συγκλονισμένη πήγε μέχρι το γραφείο


της για να εντοπίσει το λόγο της υστερίας της, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, αναζητώντας το αποκούμπι της λογικής. Βρήκε ένα φάκελο με ένα γράμμα, πεταμένο δίπλα στο τραπέζι. Στο γράμμα φαινόταν πως και οι δυο πλευρές του ήταν γραμμένες. Πρώτη πλευρά. «Αυτά πρόλαβε να γράψει ο Τζόσεφ λίγο πριν πεθάνει. Πωλ αγαπημένε μου.. Δεν είμαι καλά. Ήπια κάτι χάπια της Κάθυ.. Είναι μάλλον ηρεμιστικά. Πωλ.. Αν αυτό το γράμμα έφτασε στα χέρια σου τότε είμαι μάλλον νεκρός.. Πήγαινε σπίτι μου. Διάβασε όλα όσα έχω γράψει σε ένα πράσινο σταχωμένο βιβλίο κάτω απ’ τη σπασμένη ξύλινη σανίδα δίπλα στο κρεβάτι. Πωλ αυτή είναι η ζωή μου κι αυτό το παρελθόν μου.. Κι αυτός ο Ντέιλ που θα διαβάσεις. Η Κάθυ είναι αδερφή του. Η κοπέλα που αγάπησα. Ήρθε για εκδίκηση Πωλ. Ήρθε για να με φάει όπως έφαγα εγώ χθες τον Λίτλ Μπίλυ για χάρη της. Αν αυτό το γράμμα έρθει σε σένα τότε είναι ένοχη Πωλ. Είναι ένοχη κι εγώ νεκρός. Ψάξε… Βρες την.. Για μένα Πωλ.. Για μένα.. Αν αύριο είμαι καλά, αν όλα αυτά είναι της φαντασίας μου.. Τότε τέλειωσε. Έρχομαι να σε βρω. Δεν πάω πουθενά. Μην πουλήσεις ποτέ τις ιδέες σου Πωλ. Ισότητα. Αγάπη. Για μένα..» Δεύτερη πλευρά. «Αυτά σου γράφω εγώ Κάθυ. Είμαι ο Πωλ. Φίλος του Τζόσεφ. Το γράμμα αυτό έφτασε στα χέρια μου. Κι αυτό γιατί στο Τζάκσον ο αστυνομικός που βρήκε το άψυχο σώμα του ήταν έγχρωμος, ένας από μας, ταγμένος στον αγώνα μας. Έτσι βρήκε και το γράμμα που έγραψε. Δεν σε εντόπισε. Μα σε εντόπισα εγώ. Κι έψαξα και βρήκα το παρελθόν σου. Έμαθα πως ο Ντέιλ Κρόου ήταν αδερφός σου. Γλίτωσε τα κάγκελα μα δε γλίτωσε απ’ την κοινωνία.. Σωστά; Αυτοκτόνησε όταν όλοι τον κουτσομπόλευαν και τον στιγμάτισαν για εκείνο το φόνο. Σωστά; Κι εσύ τι έκανες δηλαδή; Έθεσες στόχο της ζωής σου να σκοτώσεις όσους πιστεύεις πως ευθύνονται γι’ αυτό; Μάλλον έτσι.. Ε, λοιπόν δεν είναι έτσι. Ξέρεις τι άλλο έμαθα; Εσύ φρόντισες να σκοτώσουν τον Ρόμπερτ Χάτμαν. Για να πάρει τη θέση του ο Λίτλ Μπίλυ, να τον αφήσεις να απολαύσει τα πρόστυχα προνόμια της εξουσίας κι αμέσως μετά να τον εκδικηθείς.. Όταν δηλαδή θα πονάει ακόμα περισσότερο για την τιποτένια ζωή του. Κι ο αγαπημένος Τζόσεφ; Κάποιοι μου είπαν πως τη βραδιά που σκότωσες τον Ρόμπερτ Χάτμαν με την Λίτλ Μπίλυ μαριονέτα σου, είδες ξανά τυχαία τον Τζόσεφ και τον θυμήθηκες.. Και του πούλησες έρωτα. Κι ύστερα του έκανες τη ζωή δύσκολη για να σε ερωτευτεί ακόμα


περισσότερο. Είμαι κοντά; Επίσης κατάλαβα το πιο σημαντικό.. Πως ότι παιχνίδι έπαιξες με τον Μπίλυ, έπαιξες ακριβώς το ίδιο και με τον Τζόσεφ. Ποια ήταν η επόμενη κίνησή σου; Να σκοτώσει ο Τζόσεφ τον Σκοτ; Τον τέταρτο της παρέας; Γιατί έμαθα πως μένει στη Νέα Ορλεάνη ξέρεις, εκεί δεν ήταν ο τελικός προορισμός σου με τον Τζόσεφ; Αλλά ο αγαπημένος μου φίλος σε κατάλαβε.. Κι εκεί τον έφαγες σκρόφα. Αυτό το γράμμα είναι το τελευταίο που διαβάζεις υποθέτω. Γιατί ήρθε η ώρα εγώ να πάρω την εκδίκησή μου. Δεν θα σου κάνω το χατίρι να σε παραδώσω στην αστυνομία. Θέλω η ευχαρίστηση να είναι όλη δική μου…» Η αστυνομία είχε φτάσει ήδη στο σημείο, ο σύντροφός της συγκλονισμένος δεν είχε μάθει ακόμα τι ακριβώς είχε συμβεί. -

Κύριε Σκοτ Έλντερ, λυπάμαι πολύ για την απώλειά σας. Θέλω να είστε

ψύχραιμος, πρέπει να ακολουθήσω το πρωτόκολλο, καταλαβαίνετε..


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.