Α Σ Τ Ι Κ Α Κ Ι Ν Η Μ Α ΤΑ Α. ΜΑΡΤΙΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ. ΠΑΠΑΛΕΩΝΙΔΑΣ Γ. ΠΟΡΤΟΚΑΛΟΓΛΟΥ
ΙΟΥΛΙΟΣ 2015 ΞΑΝΘΗ
ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Γ. ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Π. ΚΟΚΟΡΗΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
7
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
15
ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ (1871)
23
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
37
LOTTA CONTINUA (1969)
53
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
69
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
75
ΠΗΓΕΣ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
9
Καπιταλισμός και αστικοποίηση Κάνοντας μια σύντομη ιστορική αναδρομή αναγνωρίζουμε ως αφετερία του σύγχρονου κόσμου, την περίοδο του Διαφωτισμού και το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης στην Ευρώπη, καθώς έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην σύνθεση και αναπαραγωγή των κοινωνιών μέχρι και σήμερα. Ο σύγχρονος κόσμος άλλαξε ραγδαία σε ένα πολύ μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Η ευρείας κλίμακας καπιταλιστική επιχείρηση ξεκίνησε περίπου απο τον δέκατο έκτο αιώνα και ο βιομηχανικός καπιταλισμός μόλις απο τα τέλη του δεκάτου ογδόου- και μάλιστα σε ένα απομονωμένο κομμάτι του κόσμου. Παράλληλα, οι σημαντικότερες αλλαγές στην κοινωνική ζωή συντελέστηκαν σε ενα διάστημα διακοσίων ετών απο το 1780 και μετά. Το μέγεθος του μετασχηματισμού γίνεται καλύτερα αντιληπτό αν αναλογιστούμε ότι μέσα σε μόλις δύο αιώνες, ο πληθυσμός της γης αυξήθηκε ραγδαία –και εξακολουθεί να αυξάνεται-με τους περισσότερους ανθρώπους να συνωστίζονται στις πόλεις. (Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, υπάρχουν 1700 πόλεις στον κόσμο, των οποίων ο πληθυσμός υπερβαίνει τα 100.000 άτομα. Υπάρχουν περίπου 250 πόλεις με πληθυσμό που ξεπερνάει τους 500.000 κατοίκους. Οι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις έχουν γύρω στα 14 εκατομμύρια πληθυσμό, με τα διοικητικά τους όρια να χάνονται σε οποιαδήποτε πραγματικά όρια της πολεοδομικής εξάπλωσης.) Η ανάπτυξη της μεγαλούπολης λοιπόν, της πόλης των πόλεων, επισκιάζει την ζωή στην πόλη, όπως και οι γιγάντιες επιχειρήσεις επισκιάζουν τις σύγχρονες οικονομίες. Ο όρος «μεγαλούπολη», χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για την βορειανατολική πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, μία συνεχή αλυσίδα αστικοποιημένων περιοχών, η οποία εκτείνεται σε μήκος περίπου 450 μιλιών περίπου απο την Βοστώνη ως την Ουάσινγκτον. Εδώ ο πληθυσμός αγγίζει τα 40 εκατομμύρια κατοίκους, με την πυκνότητα του πληθυσμού να είναι πάνω από 700 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Αντίστοιχα στην περιοχή Γκρέιτ Λέικς των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, παρατηρείται τόσο μεγάλος αστικός πληθυσμός. Η σημασία αυτών των ποσοτικών παραδειγμάτων έγκειται όχι μόνο στην σύνδεση του φαινομένου της αστικοποίησης με τον βιομηχανικό καπιταλισμό, δηλαδή της μετακίνησης του πληθυσμού απο τις αγροτικές περιοχές της υπαίθρου στις πόλεις, αλλά και στο γεγονός ότι ένα ευρύτερο σύνολο αλλαγών μετέτρεψε την φύση του άστεως. Η προβληματική της σύγχρονης πόλης - Η συλλογική κατανάλωση Καθώς λοιπόν η αστικοποίηση ολοένα και αυξάνεται σαν φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου, προκύπτουν οικονομικές, κοινωνικοπολιτικές αλλά και χωρικές προβληματικές, αφού το πεδίο σύγκρουσης των διαφόρων συμφερόντων εντοπίζεται στην πόλη. Όταν μιλάμε για τα προβλήματα της πόλης κατά τον Κάστελλς, αναφερόμαστε τόσο στις κοινωνικές επιστήμες, όσο και σε μια σειρά καταστάσεων της καθημερινής ζωής, των οποίων η εξέλιξη και τα χαρακτηριστικά εξαρτώνται στενά απο την γενική κοινωνική οργάνωση. Ένα φάσμα προβλημάτων καθορίζεται σε πρώτο επίπεδο απο τις συνθήκες στέγασης του πληθυσμού και την πρόσβαση στον κοινωνικό εξοπλισμό (σχολεία, νοσοκομεία, βρεφικοί σταθμοί, κήποι, αθλητικά γήπεδα, πολιτιστικά κέντρα). Είναι ακόμα ο αγχώδης τρόπος ζωής στις πόλεις, ο κατακερματισμένος χρόνος της ημέρας, ο διαχωρισμός των διάφορων δραστηριοτήτων με βάση τις λειτουργίες, το ταξίδι στο μεγάλο εμπορικό κέντρο, οι διαδρομές στο κέντρο της πόλης που συγκεντρώνει περισσότερο τους ανθρώπους της φυγής. Είναι η
Walled City Hong Kong’s Kowloon
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
11
απομόνωση των μονοκατοικιών στα προάστια της πόλης, ή η ανοίκεια αίσθηση των απομονωμένων μεγάλων συγκροτημάτων κατοικίας. Είναι ακόμα κάποιες ευαίσθητες- ανεπιθύμητες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα, η κατάσταση των διάφορων εθνικών μειονοτήτων, που αφ’ενός υφίστανται διακρίσεις στο θέμα της στέγης και το πληρώνουν ακριβά στους εμπόρους του ύπνου, ενώ, αφ’ετέρου βρίσκονται σε αντίθεση με τις πολεοδομικές παρεμβάσεις, που τείνουν να μετακινήσουν κατώτερες ταξικά κοινωνικές ομάδες, χαριν της εμπορευματικής αναζωογόνησης υποβαθμισμένων περιοχών. Όλα αυτά τα φαινόμενα, συγκροτούν την κοινωνική διάσταση της πόλης, της οποίας η ενότητα βασίζεται στην προοδευτική ανάπτυξη ολοένα και περισσότερων κοινωνικών αντιφάσεων και αντιθέσεων στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η συγκρότηση του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού και η διάρθρωση του σε παγκόσμιο επίπεδο, με την επιταχυνόμενη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής, τη σύσταση οικονομικών και χρηματιστηριακών τράστ, μεγάλων εταιρειών διαχείρισης της παραγωγής σε άμεση σύνδεση με τους κρατικούς μηχανισμούς, έχουν ως αποτέλεσμα την προσέλκυση μεγάλων μαζών πληθυσμού στα μητροπολιτικά κέντρα, οι οποίες οργανώνται σε τεράστιες συλλογικές ενότητες. Αυτή η διαδικασία ξεκινά με την κεφαλαιοκρατική εκβιομηχάνιση, σήμερα όμως αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον, στο μέτρο που δημιουργεί αντιφάσεις που διαρρηγνύουν τον κοινωνικό ιστό. Η καθημερινή ζωή στην πόλη, είναι άμεσα συνυφασμένη με την εργασία και την παραγωγική ικανότητα. Η παραγωγική μηχανή έχει γίνει σύνθετη και η οργάνωση της παραγωγικής αλυσίδας πρέπει να παραμένει αυστηρή. Ωστόσο αν η ζωή στις πόλεις δεν είναι προσεκτικά ρυθμισμένη, αυτό έχει αντίκτυπο στην παραγωγική διαδικασία. Κατά την διάρκεια λοιπόν των δύο τελευταίων αιώνων, οι όροι της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής, τέθηκαν υπο διαπραγμάτευση και άλλαζαν χαρακτηριστικά άναλογα με τις συνθήκες που παρήγαγε η σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων. Βασικός άξονας των μετασχηματισμών αυτών αποτέλεσε η πρόσβαση κάθε φορά στην συλλογική κατανάλωση, καθώς ήταν η πηγή της εξαθλίωσης της εργατικής τάξης και μέσο αποκλεισμού μεγάλων κοινωνικών ομάδων από τα αγαθά που παρήγαγαν. Η συλλογική κατανάλωση είναι η έννοια που αναφέρεται στα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται και καταναλώνονται σε συλλογικό επίπεδο στις πόλεις. Περιλαμβάνει την εκπαίδευση, την στέγαση, την σίτιση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, την ασφάλεια. Το καθεστώς διαχείρισης αυτής της κατανάλωσης στον πρώιμο καπιταλισμό, ήταν συνυφασμένο με την ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς όμως η κάλυψη των αναγκών των εργατών από τους εργοδότες αποτελούσε μη κερδοφόρα επένδυση, το βαρός μετακυλίστηκε στο κράτος. Για περίπου έναν αιώνα, μέσα από κοινωνικές διεκδικήσεις και παράλληλα με την ανάδυση των εθνικών κρατών ως επόπτες της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, η κάλυψη των αναγκών αυτών αποτέλεσε αντικέιμενο της κρατικής πρόνοιας. Διαδοχικές κρίσεις όμως στην παγκόσμια οικονομία τον 20ο αιώνα, επανέφεραν σταδιακά την συλλογική κατανάλωση ως τομέα οικονομικής εκμετάλλευσης απο τους ιδιώτες, και αυτή τη φορά με πολύ επικερδείς όρους. Γινεται αντιληπτό πως η συλλογική κατανάλωση είναι μια από τις βασικές παραμέτρους που καθορίζει την κοινωνική συνοχή στις πόλεις, καθώς καθίσταται πολλές φορές αντικείμενο διεκδικήσεων κοινωνικών ομάδών, που πλήττονται από την εφαρμογή σκληρών οικονομικών πολιτικών.
Διαδήλωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ΗΠΑ, 1968
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
13
Κοινωνικά κινήματα πόλης Οι διεκδικήσεις αυτές αποτελούν λοιπόν έναν από τους κύριους λόγους ανάδυσης των κοινωνικών κινημάτων πόλης. Φυσικά είναι αδύνατο να δοθεί ένας ορισμός για τα κινήματα καθώς στην διάρκεια της ιστορίας εμφανίζονται κινήματα σε τόπους με τελείως διαφορετικά γεωγραφικά - φυλετικά χαρακτηριστικά, που τα γεννούν διαφορετικοί πολιτικο-οικονομικοί παράγοντες, και με τελείως διαφορετικές επιδιώξεις. Θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε ως ένα βαθμό τον όρο κίνημα αρχικά, μέσα από την εμφάνιση του στην βιβλιογραφία. Ο Αγκάμπεν στο άρθρο του “τι είναι κίνημα”, αναφέρει πως “η έννοια του κινήματος, η οποία στις επιστήμες και τη φιλοσοφία έχει μια μακροχρόνια ιστορία, στην πολιτική αποκτά μια ειδική τεχνική σημασία μόλις το 19ο αιώνα. Μια από τις πρώτες εμφανίσεις του ανατρέχει στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου του 1830, όταν οι φορείς της αλλαγής ονομάστηκαν partie du mouvement [μερίδα της κίνησης] και οι αντίπαλοί τους partie de l’ordre [μερίδα της τάξης]. Μόνο με τον Lorenz von Stein, ένα συγγραφέα που επηρέασε τόσο τον Μαρξ όσο και τον Σμιτ, η έννοια αυτή γίνεται ακριβέστερη και αρχίζει να ορίζει ένα στρατηγικό πεδίο εφαρμογής. Στο έργο του Η ιστορία του κοινωνικού κινήματος στη Γαλλία(1850), ο φον Στάιν θέτει την έννοια του κινήματος σε διαλεκτική αντιπαράθεση προς την έννοια του κράτους. Το κράτος είναι το στατικό και νομικό στοιχείο, ενώ το κίνημα είναι η έκφραση των δυναμικών τάσεων της κοινωνίας. Έτσι, το κίνημα είναι πάντα κοινωνικό και σε ανταγωνισμό με το κράτος, εκφράζει τη δυναμική προτεραιότητα της κοινωνίας επί των δικαστικών και κρατικών θεσμών. Ωστόσο, ο φον Στάιν δεν δίνει ορισμό για το κίνημα, ούτε του αποδίδει κάποιο συγκεκριμένο τόπο”. Αναζητώντας μια πιο γενική οπτική του όρου, ο A. Giddens συμφωνεί με την πολεμική διάσταση του όρου απέναντι στο κράτος και θεωρεί πως τα κοινωνικά κινήματα είναι μορφές συλλογικής δράσης, που έχουν στόχο την επίτευξη μεταβολών σε κάποια πτυχή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων σε μία κοινωνία. Παραθέτει μάλιστα στο βιβλίο του “Εισαγωγή στην κοινωνιολογία” την πρωτοποριακή προσέγγιση του M. Weber, ο οποίος τόνισε τη σημασία των αντιθέσεων μεταξύ των σταθερών, τυποποιημένων μορφών γραφειοκρατικής οργάνωσης και του ακαθόριστου καθώς και ευμετάβλητου χαρακτήρα των μαζικών κινημάτων, τα οποία αναπτύσσονται με σκοπό να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Κατά τη γνώμη του, τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν δυναμικές επιδράσεις, οι οποίες συχνά μπορούν να κλονίσουν ή να ανατρέψουν τις προϋπάρχοΰσες μορφές συμπεριφοράς επιφέροντας γοργές αλλαγές. Γίνεται αντιληπτό ότι η προσπάθεια ενός γενικού ορισμού του κινήματος είναι αρκετά περιοριστική σε σχέση με την ποικιλία των κινημάτων που εμφανίστηκαν στους δύο αιώνες της ιστορίας του καπιταλισμού. Όσον αφόρα τα σύγχρονα κινήματα πόλης μπορούμε να διακρίνουμε κάποια διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς την στοχευση τους, που μπορούν να οδηγήσουν σε κάποιες ομαδοποιήσεις. Σύμφωνα με τον Castells αναπτύσσονται γύρω από τρία μεγάλα θέματα. Πρώτον, από τα αιτήματα που επικεντρώνονται στη συλλογική κατανάλωση, δηλ. σε αγαθά και υπηρεσίες που άμεσα ή έμμεσα παράγονται από το κράτος. (π.χ. ζητηματα προσβασης στην κατοικια, στην υγεια, στην εκπαιδευση). Δεύτερον από την υπεράσπιση της πολιτιστικής ταυτότητας που συνδέεται και οργανώνεται γύρω από μια ιδιαίτερη περιοχή (π.χ. αιτηματα προφυλαξης γειτονιων απο διανοιξη δρομων, επαναξιοιηση υποβαθμισμενων περιοχων). Τρίτον, γύρω από την πολιτική κινητοποίηση σε σχέση με το κράτος, με ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο της τοπικής κυβέρνησης. (π.χ. αιτηματα για μεγαλυτερο λογο στις διαδικασιες των τοπικων πολιτικων θεσμων και των υπηρεσιων που παρεχονται απο τετοιους θεσμους).
14
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Είναι φανερό ότι το πρόβλημα της πόλης μέσα από τα κινήματα αντίδρασης που δημιουργεί, πολιτικοποιείται και παράγει μια πορεία για κοινωνική αλλαγή. Ο τεχνικός ορθολογισμός του πολεοδομικού σχεδιασμού, ο οποίος εκφράζει τα συνολικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων, στοχεύει στην ενσωμάτωση και την ρύθμιση των αντιφάσεων μέσα στις πόλεις. Οι πραγματικές πηγές ανανέωσης της πόλης, είναι τα κοινωνικά κινήματα πόλης και όχι οι οργανισμοί σχεδιασμού. Η προβληματική των κοινωνικών κινημάτων πόλης αρθρώνεται από τη μία σαν ανάλυση των κοινωνικων διαδικασιων αλλαγης των τροπων συλλογικης καταναλωσης, οπως αυτοι εκφραζονται στην οργανωση της πολης, απο την άλλη σαν συνάρθρωση των νέων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αντιφάσεων, που εμφανιζονται στις βιομηχανικες καπιταλιστικες κοινωνιες. Ο τρόπος που θα προσεγγίσουμε το ζήτημα θα λάβει υπ’ όψιν ιστορικά παραδείγματα λαϊκων εξεγέρσεων και μαζικών επαναστάσεων από τα κάτω, οι οποίες σε διαφορετικούς καιρούς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, διαμορφώνουν εκ νέου τις κοινωνικές σχέσεις με το Κράτος, οι οποίες εκφράζονται και χωρικά στην πόλη, μέσα απο συγκρούσεις και διεκδικήσεις συλλογικών αιτημάτων. Η επιλογή των περιπτώσεων που παρουσιάζονται, επιτρεπει να μελετήσουμε την σχεση αναμεσα στους κοινωνικους αγώνες της πόλης, τους πολιτικούς αγώνες και την προβληματική της πόλης σε σχέση με την εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οργάνωσης των πόλεων. Στην Παρισινή Κομμούνα, οι Κομμουνάροι διεκδίκησαν για πρώτη φορά το δικαίωμα στην πόλη. Εν συνεχεια στην Βαρκελώνη του Ισπανικού εμφυλίου, τα αναρχικά και εργατικά κινήματα μέσα απο την αυτοοργάνωση και την αλληλεγγύη εναντιώθηκαν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Από την άλλη, στην Ιταλία, σύσσωμα τα εργατικά συνδικάτα με τους φοιτητές απεργούν ενάντια στην αισχροκέρδεια του ενοικίου και καταλαμβάνουν την πόλη. Τελος, στο πιο πρόσφατο παράδειγμα της Αργεντινής, όπου οι αγώνες μέσα απο λαϊκές συνελεύσεις και δίκτυα αλληλεγγύης απάντησαν στις σκληρές οικονομικές πολιτικές. Έτσι, το Παρίσι, η Βαρκελώνη, η Ιταλία και η Αργεντινή, είναι ιδιαίτερες εκφράσεις μιας διαδικασίας πολυσύνθετης και γενικής, με την οποία ο ταξικός αγώνας και τα προβλήματα της πόλης συνδέονται στενά, τόσο με την καπιταλιστική ανάπτυξη των πόλεων και με τις κρίσεις που δημιουργεί αυτή, όσο και με το πώς αναπτύσσονται οι ριζοσπαστικές συλλογικές διεκδικήσεις.
ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ (1871)
επανάσταση 1848, Παρίσι αναμόρφωση του Παρισιού από τον Haussmann
ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ (1871)
17
Η πρώτη πανευρωπαική επανάσταση εμφανίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της κρίσης του νέου καπιταλιστικού συστήματος της εποχής και των αγώνων που πραγματοποιήθηκαν ενάντια στις ευρωπαικές αυτοκρατορίες. Το 1848 δημιουργήθηκε ένα επαναστατικό ξέσπασμα, που ξεκίνησε από τη Γαλλία και το Παρίσι και γρήγορα επεκτάθηκε σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο το ξέσπασμα αυτό καταστάλθηκε γρήγορα, χωρίς όμως να επιτευχθεί και η αποτελεσματική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Αυτό οδήγησε στο να αναλάβει την εξουσία ο Ναπολέων Βοναπάρτης Γ’, ο οποίος έστησε πραξικόπημα το 1851 και αυτοανακυρήχθηκε Αυτοκράτορας της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας το 1852. Η πολιτική που ακολούθησε ήταν ένας συνδυασμός αυταρχικού κράτους -μέσω πολιτικής καταπίεσης των εναλλακτικών πολιτικών κινημάτων- με ενίσχυση την ελευθερίας στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, με μεγαλύτερη εργασιακή πειθαρχία και υπέρβαση των περιορισμών του παρελθόντος. Μετά την κρίση της δεκαετίας του 1840, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια νέα φάση οικονομικής ανάπτυξης η οποία πραγματοποιήθηκε με μια σειρά από επενδυτικά έργα υποδομών που ανακοίνωσε ο Ναπολέων τόσο στη χώρα του όσο και στο εξωτερικό με στόχο την πρόοδο στις μεταφορές και την επικοινωνία και την ανάπτυξη του εμπορίου. Αυτά ήταν η κατασκευή σιδηροδρόμων σε όλη την Ευρώπη και την Ανατολή όπως επίσης και η επιδότηση μεγάλων έργων όπως η Διώρυγα του Σουέζ., και η ενίσχυση του σιδηροδρομικού δικτύου, η κατασκευή λιμανιών, και η αποξήρανση ελών, καθώς και η αστική αναμόρφωση της πόλης του Παρισιού που την ανέθεσε στον βαρόνο Haussmann. Ουσιαστικά πρόκειται για έργα που έδωσαν μεγάλη ώθηση στην οικονομία με την επένδυση τεράστιων κεφαλαίων από ιδιώτες και το κράτος, και την απασχόληση μεγάλου πλήθους εργατικού δυναμικού. Η Αναμόρφωση του Παρισιού από τον Haussmann Ο Haussmann για το σχεδιασμό του Παρισιού το 1853 βασίστηκε στα ουτοπικά σχέδια των Φουριεριστών και Σαιν-Σιμονιστών1, με τη διαφορά ότι μετασχημάτισε την κλίμακά τους σε μεγαλύτερη απ’ ότι αυτοί φαντάζονταν. Ξανασχεδίασε ολόκληρες γειτονιές (όπως η Les Halles) αντί για μικρά κομμάτια του αστικού ιστού με την κατεδάφιση μέγαλου κομματιού της πυκνοδομημένης πόλης, τη δημιουργία φαρδιών λεωφόρων οι οποίες συγκλίνουν σε μεγάλες πλατείες με εμβληματικά κτίρια και συνδέουν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τόπους απόβασης των στρατευμάτων, με τις εργατικές συνοικίες της πόλης.Ο Haussmann γκρέμισε τις παλιές παρισινές παραγκουπόλεις, χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις των απαλλοτριώσεων για υποτιθέμενο δημόσιο όφελος, κάνοντάς το στο όνομα της αστικής βελτίωσης και ανακαίνισης. Μηχανεύτηκε σκόπιμα την μετακίνηση μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης και άλλων απείθαρχων στοιχείων του κέντρου της πόλης του Παρισιού που αποτελούσαν απειλή για τη δημόσια τάξη και την πολιτική εξουσία όπως φάνηκε στην εξέγρση του 1848. Ο στόχος αυτού του σχεδιασμού ήταν τριπλός: πρώτον, να αναζωογονηθεί η οικονομία της πόλης, δεύτερον, να διωχθεί το προλεταριάτο από το κέντρο και τρίτον, οι πιθανές μελλοντικές συγκρούσεις να μπορούν να καταστέλλονται ευκολότερα.2 Ουσιαστικά πρόκειται για το πολεοδομικό μοντέλο κοινωνικού ελέγχου που βασίζεται στις ευθύγραμμες, με μεγάλη ορατότητα χαράξεις, οι οποίες αποσκοπούν από τη μία στη μνημειακότητα και από την άλλη στην «πολιτική και ηθική αρετή» μεταξύ των αστικών πληθυσμών. Αρκετές πόλεις στα τέλη του 19ου αρχές 20ου αιώνα το ακολούθησαν για να ελέγξουν την πολιτική και κοινωνική
εργατική συνοικία
επέμβαση βουλεβάρτου
!
ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ (1871)
19
τους σύνθεση, που γεννούσε μικρές ή μεγάλες εξεγέρσεις (π.χ. Παρίσι, Μόσχα, Σικάγο, Νέα Υόρκη, Ντιτρόιτ, Ουάσινγκτον, Λος Άντζελες, Κάνσας, Ντάλας, Μόντρεαλ, Μελβούρνη), καθώς και πολλές πρωτεύουσες στη Λατινική Αμερική. Η εκπόνηση των έργων πραγματοποιήθηκε μέσω οικονομικών θεσμών και πιστωτικών εργαλείων για να επιλυθεί το πρόβλημα διάθεσης πλεονάζοντος κεφαλαίου με μακροπρόθεσμα δάνεια. Για 15 χρόνια ο μετασχηματισμός της πόλης παρήγαγε έναν εξ ολοκλήρου νέο τρόπο αστικής ζωής και πραγματικότητας. Το Παρίσι υπήρξε το μεγαλύτερο κέντρο κατανάλωσης, τουρισμού και αναψυχής με πολυκαταστήματα, καφέ, βιομηχανία μόδας και μεγάλες εκθέσεις.3 Όμως, η νέα αναμόρφωση του Παρισιού και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν είχαν ως αποτέλεσμα να εκτοπιστούν τα χαμηλά εργατικά στρώματα της πόλης από το κέντρο στο οποίο έμεναν παλιά και είχαν συμβάλλει με την εργασία τους στην ανοικοδόμησή του, και να καταφύγουν σε εργατικές συνοικίες στα περίχωρα της πόλης με άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Η δημιουργία της Παρισινής Κομμούνας Το 1868, το οικονομικό σύστημα κατέρρευσε καθώς αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πιστωτικών δομών που στηρίχτηκε, με αποτέλεσμα να εκδιωχθεί ο Haussmann από την εξουσία και ο Ναπολέων Γ΄να κηρύξει πόλεμο εναντίον της Πρωσίας (1870-1871) τον οποίο και έχασε. Η συνθηκολόγηση που προέκυψε ήταν η καταβολή 1,5 δισεκατομμυρίων φράκων περίπου ως πολεμική αποζημίωση από τη Γαλλία.4 Σε αυτές τις συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης δημιουργήθηκε το κίνημα της Παρισινής Κομμούνας όπου οι προλετάριοι κατέλαβαν το κέντρο του Παρισιού διεκδικώντας το δικαίωμα στην πόλη. Το κίνημα αυτό απαρτίζονταν από μισθωτούς κυρίως χειρώνακτες εργάτες (οικοδόμους και εργάτες στον χώρο της κατασκευής) παραδοσιακούς τεχνίτες, μικρό ποσοστό εργατών στις βιομηχανίες, ανέργους και γυναίκες. Η δράση της Παρισινής Κομμούνας βασίστηκε στην κοινωνική ζωή των εργατικών συνοικιών, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας από τους Πρώσους το χειμώνα του 1870 και στόχευε στην απελευθέρωση της καθημερινότητας. Την περίοδο αυτή αναπτύχθηκαν στις συνοικίες νέα δίκτυα επικοινωνίας, αλληλεγγύης και συνεργασίας που ξεκινούσαν από την ανάγκη για επιβίωση που προέκυπτε λόγω της πολιορκίας και έφταναν ως την ανάπτυξη των επαναστατικών ομάδων, τοπικών ενώσεων γειτονιάς, γυναικείων κλαμπ και λεγεώνων της Εθνοφρουράς, οι οποίες διακήρυσσαν ανοιχτά τα ανατρεπτικά οράματά τους. Οι συνοικίες, τα τοπικά διαμερίσματα, κέρδισαν μεγάλο βαθμό αυτονομίας και αποτέλεσαν σαφώς μια γερή βάση για το ξέσπασμα της επανάστασης.5 Η δράση της Παρισινής Κομμούνας Η επανάσταση αυτή διήρκησε δύο μήνες (26 Μαρτίου-28 Μαίου) και ηττήθηκε από τον στρατό των Βερσαλλίων. Παρόλα αυτά ήταν άκρως ανατρεπτική, και στον τρόπο που οργάνωθηκε αλλά και στις πρακτικές που εφάρμοσε, καθώς εισήγαγε ζητήματα που αφορούσαν μια διαφορετική παραγωγή του χώρου, τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων, εκδημοκρατισμού και λαϊκού ελέγχου, και τον αγώνα ενάντια στην αδικία και την εκμετάλλευση στους χώρους εργασίας. Ο ρόλος της γυναίκας ήταν πολύ σημαντικός για τη δράση της Κομμούνας καθώς πολλές γυναίκες συμμετείχαν ως μαγείρισσες, νοσοκόμες, εργάτριες, πολεμίστριες, αλλά και
οδοφράγμα κατεδάφιση της στήλης Vendome
ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΚΟΜΜΟΥΝΑ (1871)
21
ως ομιλίτριες στις λαϊκές συνελεύσεις. Στα πλαίσια ανακατάληψης του κέντρου του Παρισιού η Κομμούνα εφάρμοσε πρακτικές που είχαν πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και χωρικό αντίκτυπο στην πόλη. Συγκεκριμένα: - Ακύρωσε την απόφαση για πληρωμή των ενοικίων για τους μήνες του πρωσικού αποκλεισμού, καθώς υπήρξαν από τους ιδιοκτήτες ακινήτων 50.000 αξιώσεις για κατασχέσεις λόγω των απλήρωτων ενοικίων των κατοικιών που έμεναν τα χαμηλά στρώματα του πληθυσμού. - Ανέπτυξε σχέσεις επιρροής με επαρχιακές πόλεις και συνέβαλλε στη δημιουργία κομμουνών σε αυτές. - Εγκαθίδρυσε την εξουσία των εξεγερμένων απέναντι σε μια αυταρχική και συντηρητική αστική τάξη καθώς και την τοπική δημοτική ελεθερία ενάντια στο κεντρικό κράτος, και ανακήρυξε τη Δημοκρατία και Συνομοσπονδία των ελεύθερων κομμουνών των άλλων πόλεων ως το μόνο πολίτευμα που εγγυάται την ελευθερία. - Απαγόρευσε την εισόδο του κρατικού στρατού στην πόλη και δημιούργησε δικό της ένοπλο σώμα της Εθνοφρουρά, όπου οι αξιωματικοί του εκλέγονταν από τη βάση του στρατεύματος. - Καθιέρωσε την ελεύθερη συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων στα κοινά και δημοσιοποιούσε τις αποφάσεις με μια προσπάθεια δημιουργίας οριζόντιων μορφών διακυβέρνησης ενάντια στις ιεραρχίες και τους διαχωρισμούς που επέβαλλε το υπάρχον καπιταλιστικό σύστημα. - Κατάργησε τον κλήρο και την αστυνομία αφού τους θεωρούσε θεσμούς οπισθοδρόμησης και καταπάτησης της ελευθερίας. - Η Κομμούνα εναντιώθηκε “στον καταμερισμό της εργασίας, που θέλει κάποιους ειδικούς να διοικούν, να νομοθετούν και να δικάζουν, κάποιους άλλους να κρατούν τα όπλα, τα οποία χρησιμοποιούν με εντολές των πρώτων πάνω σε άλλους που υφίστανται αναγκαστικά την εξουσία τους.”6 Αυτό το πέτυχε μέσω της προσωρινής θητείας και της ανακλητότητας, αφού όλοι μπορούσαν να εκτελέσουν όλα τα καθήκοντα. Διάφοροι πολίτες ασχολούνταν πλέον με τις επιτροπές και γενικά τις υποθέσεις της Κομμούνας και αυτό οδήγησε πολλούς εργάτες και τεχνίτες να παρατήσουν τα εργαλεία και τα μαγαζιά τους και να ασχοληθούν με κάθε είδους διαφορετική δραστηριότητα, από την οικοδόμηση οδοφραγμάτων μέχρι την επεξεργασία του προγράμματος για την παιδεία της Κομμούνας. - Αμφισβήτησε την χωρική ιεραρχία, η οποία βασίστηκε στην κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας, που αναφέρθηκε παραπάνω, και των κοινωνικών διαχωρισμών μεταξύ εργάτη, καλλιτέχνη, τεχνίτη, άντρα και γυναίκας. Έτσι οι χώροι της πόλης έγιναν ισότιμοι και ανοίχθηκαν σε όλο τον πληθυσμό. - Ανέτρεψε την γεωγραφική ζωνοποίηση του χώρου της πόλης και των κυρίαρχων χρήσεων της, αφού η καθημερινή δραστηριότητα των εξεγερμένων άλλαξε με ριζικό τρόπο τη χρήση του ήδη χτισμένου, και μάλιστα ξαναχτισμένου χώρου. Ο Γκυ Ντεμπόρ αναφέρει χαρακτηριστικά “Μέχρι σήμερα η Κομμούνα εκπροσωπεί τη μοναδική πραγμάτωση μιας επαναστατημένης πολεοδομίας”7. Αυτό φαίνεται συγκεκριμένα από το γεγονός ότι: - Καταλήφθηκαν εκκλησίες και χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι διεξαγωγής συνελεύσεων των γυναικείων και των εργατικών οργανώσεων. - Κατεδαφίστηκαν η στήλη Vendôme8, και άλλα μνημεία που λειτουργούσαν ως σύμβολα της κυριαρχίας της αστικής τάξης. - Άλλαξε η όψη των κτιρίων στο επίπεδο του δρόμου και οι τοίχοι, από αδιάφορα όρια μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών χώρων όπου υπήρξε εμπορική δραστηριότητα, μετατράπηκαν σε κοινωνικούς χώρους, μπροστά από τους οποίους εξελισσόταν μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης. Έτσι, ο δημόσιος χώρος της πόλης
22
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
πραγματώνονταν σαν πολιτικός χώρος. - Κατασκευάστηκαν οδοφράγματα για την παρεμπόδιση της κίνησης του τακτικού στρατού. Η κίνηση δηλαδή των μεγάλων δρόμων, που φτιάχτηκαν για την επέλαση στρατεύματος και κυκλοφορίας εμπορευμάτων σε καιρό ειρήνης, κόβεται και ανατρέπεται για χάρη της στάσης. - Τα σπίτια του κέντρου χρησιμοποιήθηκαν και ως περάσματα μέσω τρυπήματος των πλευρικών τοίχων, με σκοπό οι εξεγερμένοι να κινούνται ελεύθερα σε όλες τις κατευθύνσεις, να αναπτύσσουν δίκτυα επικοινωνίας ώστε να αμύνονται από τον επιτιθέμενο τακτικό στρατό – αντιστρέφοντας ή διακόπτοντας τον διαχωρισμό μεταξύ δημόσιου και διωτικού χώρου. Ο Cluseret, εκπρόσωπος πολέμου της Κομμούνας αναφέρει: “Δυνάμεις φρουρούν το ισόγειο ενώ άλλοι ανεβαίνουν γρήγορα στον επόμενο όροφο και αμέσως διέρχονται από τον τοίχο στο διπλανό σπίτι και ούτω καθεξής όσο το δυνατό πιο μακριά.” Μέσα σε ένα λοιπόν επαναστατικό και γιορτινό κλίμα, οι νέοι αστικοί ρυθμοί της πόλης εμφανίστηκαν στους δρόμους και τα θέατρα, στις ατέλειωτες ώρες δουλειάς στις επιτροπές, στις ημέρες χωρίς καθόλου δουλειά εκτός από την ενίσχυση των οδοφραγμάτων, στην αμεσότητα της ενημέρωσης στο δρόμο για τις αποφάσεις της Κομμούνας. Χαρακτηριστικότερη ήταν η μείωση της επιθυμίας για ύπνο, αφού κάθε στιγμή ήταν πολύτιμη για την επανάσταση. Η Παρισινή Κομμούνα νικήθηκε από τον στρατό των Βερσαλλίων με 25.000 νεκρούς εξεγερμένους και πάρα πολλούς εξόριστους. Παρόλα αυτά παραμένει ιδιαίτερα σημαντική μέχρι και σήμερα αποτελώντας ιστορικό παράδειγμα για τους επόμενους αγώνες των αναδυόμενων εργατικών κινημάτων μέσα στις πόλεις.
Παραπομπές 1. David Harvey, Το δικαίωμα στην πόλη 2. Urban anarchy, Ινσταμπουλ,η πιο όμορφη πόλη: ο εξεγερμένος κοινός χώρος 3. David Harvey, Εξεγερμένες Πόλεις 4. Βικιπεδία, Γαλλοπρωσικός Πόλεμος 5. Περιοδικό Κομπρεσερ, Η επανάσταση μιας πόλης: Η Κομμούνα του Παρισιού, τευχος 5 6. Περιοδικό Κομπρεσερ, τεύχος 5, ό.π., σελ 38 7. Γκυ Ντεμπόρ, Αττίλα Κοτάνυϊ, Ραούλ Βανεγκέμ, Θέσεις για την Παρισινή Κομμούνα, Καταστασιακή Διεθνής#7, Απρίλιος 1962, στο Internationalle Situationniste, Το ξεπέρασμα της τέχνης, Ύψιλον, 1999. σελ. 246 8. Η στήλη κατασκευάστηκε το 1810 από τον Ναπολέων Α' για να τιμήσει τη νίκη στο Austerlitz
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
αστική αναμόρφωση από τον Ilde Fons Celda
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
25
Βιομηχανική ανάπτυξη, Εργατική τάξη και Αναμόρφωση της Βαρκελώνης Από τον 19ο αιώνα η Βαρκελώνη υπήρξε βιομηχανική πρωτεύουσα της Ισπανίας και μητρόπολη της ναυσιπλοοίας, της υφαντουργίας, των εξαγωγών και των τραπεζών και από το 1840 ξεκίνησε στην πόλη η εισροή πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές, με σκοπό να εργαστεί στις βιομηχανικές μονάδες. Η πόλη αδυνατούσε να στηρίξει την αυξανόμενη βιομηχανική ανάπτυξη μέσα σε έναν περιορισμένο μεσαιωνικό χώρο, για αυτό και από το 1850, αποφασίστηκε η επέκταση της πέρα από τα μεσαιωνικά τείχη που εμπόδιζαν την οικονομική ανάπτυξη της Βαρκελώνης. Έτσι, η οικονομική και πολιτική ελίτ αποφάσισε να κατασκευάσει μια μοντέρνα καπιταλιστική πόλη που να αντανακλά την ανάδυση της κοινωνικής δύναμης της αστικής τάξης, και το έργο αυτό το ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ildefons Cerda, του οποίου τα ουτοπικά και ορθολογιστικά σχέδια έγιναν η βάση για την εφαρμογή του σχεδίου αστικής ανανέωσης το 1859. Τα σχέδια αυτά επιδίωκαν την αναμόρφωση της πυκνοκατοικημένης Παλιάς πόλης και των δρόμων της, ώστε αυτοί να συνδεθούν με τις κοντινές βιομηχανικές μονάδες πέρα από τα τείχη μέσω της κατασκευής μιας προεκτεινόμενης περιοχής που ονομάστηκε ”Eixample”. Ο στόχος του Cerda ήταν να δημιουργηθεί μια διαταξική λειτουργική πόλη, χωρίς αποκλεισμούς, που θα έφερνε ένα νέο είδος ισότητας και αστικής ενότητας. Όμως η μεγάλη αντίφαση της πολεοδομίας της αστικής τάξης ήταν ότι επένδυσε χωρίς όρια στις δυνάμεις της αγοράς και χωρίς κάποιο οργανωτικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα η διαδικασία της αστικοποίησης να εξυπηρετήσει συμφέροντα κυρίως των τοπικών αρχών και των ιδιοκτητών γης και οι στόχοι του Cerda να θεωρηθούν ουτοπικοί. Αρχικά κάποιοι ιδιοκτήτες σπιτιών της Παλιάς Πόλης εναντιώθηκαν στην αστική ανανέωση του Cerda, παρόλα αυτά ορισμένες εργατικές περιοχές του κέντρου θυσιάστηκαν για την κατασκευή κεντρικών δρόμων που συνέδεαν το λιμάνι με την περιφέρεια. Τελικά οι μη διευθετημένες αγορές, η κερδοσκοπία ακινήτων και η διαφθορά ήταν οι λόγοι που εμπόδισαν την εφαρμογή των ολοκληρωμένων σχεδίων του Cerda για έναν ορθολογιστικό αστικό χώρο. Από το 1870 ιδρύθηκαν τα πρώτα εργατικά συνδικάτα με σκοπό την διεκδίκηση καλύτερων εργασιακών συνθηκών όσον αφορά τα ωράρια εργασίας και τους μισθους, και γενικότερα υπήρξαν αρκετές συγκρούσεις της εργατικής τάξης ενάντια στο καταπιεστικό μοναρχικό καθεστώς της αστικής τάξης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι εκείνη την εποχή εντοπίζεται στη Βαρκελώνη μια ελευθεριακή κομμουνιστική παράδοση που έφερναν μαζί τους οι προλετάριοι από την αγροτική Ισπανία, εισάγωντας νέες μορφές αναρχοσυνδικαλιστικής δράσης μέσα στην πόλη. Το 1898 διεξήχθη ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος όπου η Ισπανία έχασε τις αποικίες της στην Κούβα, τις Φιλιππίνες και το Πουέρτο Ρίκο και αυτός ήταν ο λόγος που οδήγησε την Ισπανία σε οικονομική κρίση και εμπόδισε τη βιομηχανική ανάπτυξη της Βαρκελώνης. Παρόλα αυτά, στις αρχές του 1900, έγιναν επενδύσεις για την αστική ανανέωση στη Βαρκελώνη όπου δημιουργήθηκε η Via Laietana, μια λεωφόρος επιχειρήσεων, με γραφεία εταιριών, οικονομικών θεσμών και εργοδοτών καθώς και την βελτίωση της αστικής συγκοινωνίας που διευκόλυνε την κυκλοφορία των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου. Στα πλαίσια όμως αυτης της αναμόρφωσης έγιναν και αναγκαστικές μετακινήσεις των εργατικών συνοικιών μακριά από το κέντρο της πόλης, γεγονός που μαρτυρούσε την τάση της αστικής τάξης να απομακρύνει τις εργατικές και “επικίνδυνες” συνοικίες από το κέντρο, για να αποφεύγονται τυχόν συγκρούσεις.
26
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Τα Ορθολογιστικά Σχολεία Την περίοδο αυτή ιδρύονται στην Βαρκελώνη, το 1901, τα Ορθολογιστικά Σχολεία από τον αναρχικό Francisco Ferrer ως ένα εκπαιδευτικό πείραμα, που εισήγαγε νέες μορφές εκπαίδευσης και καλλιέργειας της γνώσης για τους νέους. Εκεί δόθηκε μεγάλη έμφαση στη δημιουργία συλλογικής συνείδησης και αλληλεγγύης μεταξύ των νέων, καθώς και στη σπουδή φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών, μακριά από τις ιεραρχικές και θρησκόληπτες διδασκαλίες του κράτους, της εκκλησίας και των άλλων σχολείων1. Τα Ορθολογιστικά Σχολεία έγιναν αρκετά δημοφιλή και είχαν μεγάλη επιρροή σε πολλούς νέους και μεγάλους που ανήκαν στα κατώτερα εργατικά στρώματα της πόλης, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθούν από το κράτος και την εκκλησία. Το 1909 στη Βαρκελώνη λαμβάνουν χώρα μια σειρά από εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες στο κέντρο της πόλης, με αφορμή την άρνηση στρατολόγησης των εργατών για τη διατήρηση του Μαρόκου στην Ισπανία, με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλές εκκλησίες και δημόσια κτίρια και να παραλύσει το κέντρο για μια εβδομάδα. Μετά από αυτά τα γεγονότα η άρχουσα τάξη προχώρησε στην βίαιη καταστολή των εργατών και εξεγερμένων, καθώς και στη διακοπή λειτουργίας των Ορθολογιστικών Σχολείων, κηρύσσοντάς τα παράνομα και υπεύθυνα για την καλλιέργεια αναρχικών και αντιεξουσιαστικών ιδεών, και τέλος στη σύλληψη και εκτέλεση του ιδρυτή τους Francisco Ferrer. Όμως, παρόλη την καταστολή που υπέστη η εργατική τάξη μαζί με τα Ορθολογιστικά Σχολεία, η βιωματική εμπειρία που αποκομίστηκε από αυτά, καθόρισε τον τρόπο ζωής και σκέψης των νέων και των εργατών για τα επόμενα χρόνια. Το Αναρχικό Εργατικό Κίνημα Το 1910 ιδρύεται στη Βαρκελώνη η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση CNT (Confederación Nacional del Trabajo ή Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών) με στόχο την οικονομική απελευθέρωση της εργατικής τάξης μέσω της επαναστατικής απαλλοτρίωσης της αστικής τάξης. Η δομή της CNT βασιζόταν στην οριζόντια, αντι-ιεραρχική οργάνωση ενισχύοντας τους εργάτες να πραγματοποιήσουν μια οικονομικά και κοινωνικά καλύτερη κοινωνία μέσα στο πλαίσιο της αυτοοργάνωσης. Οι δράσεις της αφορούσαν τα μποϋκοτάζ, τις διαδηλώσεις και τις απεργίες και βασίζονταν αρκετά στην κοινωνικότητα των εργατικών γειτονιών. Το 1919, η οργάνωση έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στα γεγονότα της γενικής απεργίας Λα Καναντιένσε, που παρέλυσε το 70% της βιομηχανίας στην Καταλονία και οδήγησε πολλούς εργοδότες να καταστείλουν βίαια μεγάλο αριθμό απεργών-συνδικαλιστών προσλαμβάνοντας πληρωμένους εκτελεστές. Οι εργατικές γειτονιές και οι πρακτικές επιβίωσης της εργατικής τάξης Τα φτωχά εργατικά στρώματα διέμεναν στα Barris-εργατικές συνοικίες που ήταν ουσιαστικά σαν παραγκουπόλεις στο εσωτερικό της Βαρκελώνης. Οι κατοικίες σε αυτές τις γειτονιές ανήκαν σε ιδιοκτήτες γης, οι οποίοι τις κατασκεύαζαν πρόχειρα, και νοικιάζονταν σε κακή κατάσταση χωρίς ρεύμα, νερό και χώρους υγιεινής. Συχνό φαινόμενο ήταν η συστέγαση πολλών οικογενειών ( μέχρι και 8) και οι άστεγοι διέμεναν σε
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
27
κοινόχρηστα δωμάτια υπό άθλιες συνθήκες. Οι παραπάνω συνθήκες αποτελούσαν την αιτία για πολλά προβλήματα υγιεινής και μετάδοσης ασθενειών, χωρίς όμως να υπάρχει πολιτική βούληση για βελτίωση αυτών των συνθηκών. Η φτώχεια ήταν ιδιαίτερα αυξημένη και οι τιμές σε βασικά αγαθά διαβίωσης όπως τρόφιμα και ενοίκια ήταν αρκετά υψηλές. Πολύ σημαντική ήταν η έλλειψη σε αστικές υποδομές και συγκεκριμένα σε πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς χώρους και χώρους υγείας και δημόσιας στέγασης. Η οικονομική κατάσταση των εργατικών οικογενειών ήταν αρκετά επισφαλής και εξαρτιόταν από όλα τα μέλη της, με χαμηλόμισθη εργασία σε παιδιά και γυναίκες. Παρόλα αυτά οι εργατικές συνοικίες ήταν κοινωνικά ομοιογενείς, και αποτέλεσαν ένα πλήρες κοινωνικό περιβάλλον και τόπο αμφισβήτησης, οπού παράχθηκαν κοινωνικές και πολιτισμικές εμπειρίες επηρεάζοντας βαθιά τη συλλογική και πολιτιστική ταυτότητα του εργατικού κινήματος. Η κοινωνικότητα που χαρακτήριζε αυτές τις περιοχές προέκυπτε σε μεγάλο βαθμό από την πυκνοκατοίκηση τους, η οποία εμπόδιζε τη δημιουργία συνόρων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, με απότέλεσμα η γειτνίαση των κατοικιών ήταν αρκετά άμεση και οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων αναπτύσσονταν εύκολα. Θεμελιώδης δομή των εργατικών συνοικιών ήταν η κοινωνική οργάνωση που καλλιεργήθηκε σε αυτές, με τη δημιουργία σχέσεων αλληλεγγύης, κινημάτων διεκδίκησης ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και κοινωνικών δικτύων. Αυτό προσέφερε στους εργάτες την αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας και ισχυροποιούσε τις ενοποιητικές σχέσεις μεταξύ τους στην καθημερινότητα μέσα από κοινωνικές πρακτικές, κανόνες συμπεριφοράς και επικοινωνίας που στόχευαν στην αντιμετώπιση των συλλογικών προβλημάτων. Δημιουργήθηκε έτσι από τα εργατικά στρώματα μια διαδικασία παραγωγής των κοινωνικών σχέσεων και του κοινωνικού χώρου μέσα στην πόλη όπου: -η στέγαση γινόταν αντιληπτή σαν ανάγκη και όχι σαν εμπόρευμα, δηλαδή σαν ευκαιρία αισχροκέρδειας, -οι δρόμοι ήταν η προέκταση του σπιτιού και χρησιμοποιούνταν για αναψυχή, αλληλεγγύη ή διαμαρτυρία που συμμετείχαν γυναίκες, παιδιά, άνεργοι και εργάτες -η ανάγκη της σίτισης καλύπτονταν με συλλογικές κουζίνες, -η φύλαξη των παιδιών γινόταν με κοινοτικά συστήματα φροντίδας, και γενικά οι υλικές ανάγκες αντιμετωπίζονταν μέσω ενός μεγάλου αριθμού άλλων υποστηρικτικών θεσμών. Η εργατική τάξη πάντα νομιμοποιούσε την «εγκληματικότητα» που είχε σκοπό την επιβίωση, το ίδιο και οι αναρχοσυνδικαλιστές, αφού οι πραγματικοί φόβοι του προλεταριάτου ήταν η ανεργία, η έξωση( το 1936 υπήρχαν 30.000 άστεγοι στους δρόμους και ταυτόχρονα 40.000 άδεια διαμερίσματα) και οι διαδεδομένες ασθένειες των barris όπως, ο τύφος. Πρακτικές που εφαρμόζονταν από την εργατική τάξη αφορούσαν την οικονομική και κοινωνικοπολιτική ζωή καθώς είχαν σημαντική επίδραση και στον αστικό χώρο: Σε πολλά μέρη των εργατικών γειτονιών οργανώθηκαν λαϊκά πολιτιστικά και κοινωνικά κέντρα τα ateneus τα οποία αναφέρονταν σε όλα τα μέλη της κοινότητας, με παροχές που δεν πρόσφερε το κράτος, όπως βρεφονηπιακή φροντίδα και φροντίδα για ηλικιωμένους. Στα ateneus λειτουργούσαν συλλογικότητες οι οποίες παρείχαν φαγητό σε χαμηλές τιμές και οργάνωναν εκπαιδευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Επίσης, ήταν χώροι συζήτησης και ιδεών μακριά από τις κατασταλτικές αστικές δομές, καθώς λειτουργούσαν δανειστικές βιβλιοθήκες, με στόχο την πολιτιστική ενδυνάμωση της εργατικής τάξης. Παρόλα αυτά, για τον υποστηρικτικό ρόλο που είχαν τα ateneus στη διοργάνωση κοινωνικών διαμαρτυριών και απεργιών, μπήκαν στο στόχαστρο των κυβερνήσεων, ποινικοποιήθηκαν και καταστάληκαν ως χώροι ανομίας.
πρόταση αναμόρφωσης της Βαρκελώνης από την ομάδα GATCPAC
διαμαρτυρία εργατών στο κέντρο της Βαρκελώνης
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
29
Μια άλλη πρακτική για την επιβίωση των προλετάριων ήταν το εμπόριο του δρόμου, το οποίο όμως χωρίς να ήταν παράνομο, τελικά μετά από πιέσεις της μεσαίας εμπορικής τάξης ποινικοποιήθηκε και καταστάλθηκε από τις αρχές. Παρόλα αυτά οι κάτοικοι βοήθησαν να χτιστεί ειδική αγορά για το μικροεμπόριο στην Raval, η οποία τελικά καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο αγώνας για επιβίωση στις εργατικές γειτονιές ενισχυόταν από κινηματικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στρεφόταν ενάντια στην εκκλησία και στην αστική τάξη. Αυτές εκφράζονταν μέσα από οργανωμένες απεργίες ενοικίων και διεκδίκησης και αυτοδιεύθυνσης της εργατικής γειτονιάς. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ένα σημαντικό σημείο συνάντησης της CNT με τα barris ήταν οι χώροι του συνεργατικού κινήματος. Οι χώροι αυτοί έπαιζαν κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο στην τοπική κοινωνία: διέθεταν βιβλιοθήκες και μπαρ, φιλοξενούσαν πολιτιστικές δραστηριότητες και δραστηριότητες για παιδιά και νέους, απογευματινά μαθήματα, προγράμματα διδασκαλίας, θεατρικά έργα, συναυλίες και εκδρομές. Οι κοοπερατίβες βοηθούσαν στη διατήρηση του ανεξάρτητου πνεύματος των barris και στη συλλογική επίλυση των κοινών προβλημάτων της καθημερινότητας, καθώς και στην καλλιέργεια της συνεργατικής ζωής, της αυτοοργάνωσης και της αυτονομίας. Έτσι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920 πολλες εργατικές γειτονιές έμοιαζαν με μικρές αυτόνομες δημοκρατίες, οργανωμένες από τα κατώτερα στρώματα, χωρίς ιεραρχία, διαμορφώνοντας μια μεγάλη αυτόνομη κοινωνικό-πολιτιστική τάξη στην πόλη όπου οι ελεύθεροι χώροι ήταν σχεδόν αδιαπέραστοι από την αστυνομία και οι αρχές του κράτους ήταν αδύναμες2. Η Δεύτερη Δημοκρατία και η αστική ανανέωση της Βαρκελώνης Κατά τη διάρκεια της Β’ Δημοκρατίας της Ισπανίας (1931-1939), υπήρξε έντονη βιομηχανική δραστηριότητα στη Βαρκελώνη με το 54% του πληθυσμού να εργάζεται στη βιομηχανία και το ποσοστό του φθηνού ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού να είναι ιδιαίτερα ψηλό. Η πλειοψηφία όμως της βιομηχανίας αποτελούνταν κυρίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα και αδύναμες να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά, ενώ σε μικρό ποσοστό υπήρχαν σημαντικοί βιομηχανικοί τομείς με μεγαλύτερες δυνατότητες. Η διόγκωση λοιπόν του εργατικού δυναμικού με την αύξηση των εργατικών συνοικιών και οι σχετικά αδύναμες αστικές μεταφορές και υποδομές οδήγησαν σε μια ιδιαίτερα προβληματική αστικοποίηση της Βαρκελώνης. Για να επιλυθεί το πρόβλημα της αστικοποίησης υπήρξε πρόθεση για αναμόρφωση της πόλης, η οποία ανατέθηκε σε μια ομάδα Καταλανών αρχιτεκτόνων και ερευνητών GATCPAC ( Grup d’Architectes i Technics Catalans) με την οποία συνεργάστηκε και ο Le Corbusier. Η ομάδα αυτή αποσκοπούσε στην αντικατάσταση παλιών γειτονιών με καινούργιες, μαζί με περισσότερους ανοιχτούς χώρους και καλύτερες προσβάσεις σε δημόσιες υπηρεσίες και δραστηριότητες. Το σχέδιο της ανάπλασης ονομάστηκε Pla Macia3, και στόχευε στην εξυγίανση της Παλιάς Πόλης της Βαρκελώνης, την εύρεση νέων σχεδιασμών εναρμονισμένων με τις αστικές ανάγκες και την ταξινόμηση της πόλης σε λειτουργικές ζώνες (διαμονή, εργασία, διοίκηση, εμπόριο και ψυχαγωγία). Ουσιαστικά επρόκειτω για ένα σχέδιο εκφρασμένο στα πλαίσια του Μοντέρνου κινήματος προτείνωντας μια ορθολογική πολεοδομική ανάπτυξη με τον επανασχεδιασμό περιοχών (όπως της Raval) και δρόμων
οδόφραγμα
μακέτα εργατικού συγκροτήματος Casa Bloc, GATCPAC
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
31
για την καλύτερη προσαρμογή της πόλης στα νέα καπιταλιστικά δεδομένα, δηλαδή την μεταφορά αγαθών, τη ροή του κεφαλαίου και την ενίσχυση της βιομηχανικής δύναμης της Βαρκελώνης. Οι κατοικίες για τους πρώην κατοίκους-εργάτες θα γίνονταν σε μοντέρνο στυλ, με πολυόροφα συκροτήματα κατοικιών, όπως έγινε το Casa Bloc (1932-1936) στην περιοχή Sant Andreu, μακριά από το κέντρο της πόλης. Οι αιτίες της Επανάστασης: οικονομική κρίση και καταστολή της εργατικής τάξης Οι αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία μιας βαθιάς αστικής κρίσης και κατ’επέκταση στο ξεσπασμα της αστικής επανάστασης στην Βαρκελώνη το 1936 ήταν δύο. Από τη μια ήταν η καταστολή που δεχόταν η εργατική τάξη από το 1870 μέχρι και το τέλος της δικτατορίας του Primo de Riveira, καθώς και κατα τη διάρκεια της Β’ Δημοκτρατίας(1931-1936). Η καταστολή αυτή είχε τρεις εκφάνσεις: 1. Η φυσική καταστολή στον δημόσιο χώρο σε συνδυασμό με τις απαραίτητες νομοθετικές ρυθμίσεις. Πολλές οπλισμένες μονάδες ήλεγχαν τη δημόσια σφαίρα με μορφή στρατιωτικού καθεστώτος. Η αστυνομία δίωκε τους μικροπωλητές, τις γυναίκες που διαμαρτύρονταν για τις τιμές των τροφίμων, τους άνεργους που συζητούσαν για τα εργασιακά θέματα, τους νέους που έπαιζαν στους δρόμους και τους μετανάστες που έρχονταν στην πόλη. 2. Η ιδεολογική καταστολή, με τον κατάλληλο μηχανισμό προπαγάνδας στο δημόσιο λόγο ενάντια σε άστεγους, άνεργους, αναρχικούς, απεργούς, στους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους. 3. Η χωρική καταστολή μέσω του πολεοδομικού σχεδιασμού. Με τη συνεχή αστική εξάπλωση των εργατικών γειτονιών ο πολεοδομικός σχεδιασμός στόχευε σε έναν χωροκοινωνικό έλεγχο και αποκλεισμό, στον εκτοπισμό των “επικίνδυνων” εργατικών τάξεων μακριά από το οικονομικό και διοικητικό κέντρο. Η ταξική διαίρεση ήταν εμφανής στον χώρο με την αστική τάξη να απομακρύνεται προς τα προάστια (Eixample) και την εργατική να ζει σε παραγκουπόλεις, φθηνές κατοικίες και εργατικές γειτονιές. Από την άλλη, η οικονομία της Βαρκελώνης άρχισε να καταρρέει από τις αρχές του 1930, λόγω της πτώσης των μεγάλων καταλανικών τραπεζών και της εμφάνισης της διεθνής οικονομικής κρίσης του φιλελεύθερου καπιταλισμού, τη λεγόμενη Μεγάλη Ύφεση , γεγονός που εμπόδισε την ολοκλήρωση της αστικής ανανέωσης της Βαρκελώνης στα χρόνια της Δημοκρατικής κυβέρνησης, μη επιλύοντας τις δύσκολες συνθήκες της αστικοποίησης και μετατρέποντας την πόλη σε ένα δυστοπικό αστικό περιβάλλον. Έτσι λοιπον σε αυτό το κλίμα οικονομικής, κοινωνικής κι πολιτικής αποσύνθεσης η εργατική τάξη μέσω του συνεχούς αγώνα της για επιβίωση, κατάφερε να προετοιμαστεί και να οργανώθει με σκοπό να πάρει την πόλη στα χέρια της και να επανακαταλάβει το κέντρο της Βαρκελώνης από το οποίο εκδιώκονταν σταδιακά από το 1900. Η Επανάσταση και οι δράσεις της εργατικής τάξης Στις αρχές του Ιουλιου του 1936 πραγματοποιήθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βαρκελώνη και οι εργάτες οργανώνοντας οδοφράγματα σε όλη την πόλη και κυρίως γύρω από τα κοινωνικά κέντρα, τους συλλογι-
κατάληψη κτιρίου από την C.N.T. αυτοδιαχειριζόμενο τραμ της C.N.T.
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
33
κούς χώρους και τους βασικούς κόμβους εμπόδισαν το στρατό να εξαπλωθεί στην πόλη και να την καταλάβει. Το κράτος και το κέντρο λήψης αποφάσεων καταλύθηκαν, η εξουσία πέρασε στα χέρια των εργατών, και ξεκίνησε ουσιαστικά η αστική κοινωνική επανάσταση σε μια κλίμακα πρωτοφανούς μετασχηματισμού της πόλης, που βασίστηκε στις αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές αρχές της CNT-FAI. Τα εργατικά κινήματα εφάρμοσαν πρακτικές που πήραν οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και χωρικές προεκτάσεις, και καθόρισαν την εξέλιξη της επανάστασης και προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια διαφορετική ζωή μέσα στην πόλη. Συγκεκριμένα -Καταλήφθηκαν διάφορα κτίρια γραφείων και επιχειρήσεων στη λεωφόρο Via Laietana και αντικαταστάθηκαν με χώρους συνεδριάσεων και συμβουλίων των εργατικών επιτροπών της CNT-FAI. -Καταστράφηκαν συγκεκριμένα κτίρια που λειτουργούσαν στα πλαίσια κρατικής καταστολής όπως αναμορφωτήρια και γυναικείες φυλακές. -Κατασχέθηκαν αυτοκίνητα και αξιοποιήθηκαν για τις ανάγκες της επανάστασης. -Καταλήφθηκε μεγάλο μέρος εκκλησιών, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως κοινωνικα κέντρα, σχολεία, εργαστηρία και αποθήκες. -Οργανωμένοι μέσω τοπικών επιτροπών, συνδικάτων, πολιτικών ομάδων, οι εργάτες καταλάμβαναν γειτονιές της αστικής τάξης, ιδιοκτησίες της εκκλησίας, γραφεία εταιρειών, ξενοδοχεία, και μέγαρα πλουσίων με σκοπό να οργανωθούν συλλογικές κουζίνες και χώροι σίτισης, σπίτια για αστέγους, πρόσφυγες και ηλικιωμένους, νέα σχολεία , βιβλιοθήκες, χώροι φύλαξης παιδιών, για την εκπαίδευση και την ενδυνάμωση της εργατικής τάξης. -Αναδιοργανώθηκε η παραγωγή μέσω της κατάληψης εργοστασίων και ιδιοκτησιών, με τους εργάτες να αναλαμβάνουν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής κολλεκτιβοποιώντας 3.000 επιχειρήσεις στη Βαρκελώνη. Οι πρακτικές της κολλεκτιβοποίησης είχαν ουσιαστικά διεισδύσει στη ζωή της εργατικής τάξης, μέσα από τα κοινωνικά και πολιτιστικά κέντρα των κοοπερατίβων και των συνδικάτων και προέρχονταν κυρίως από την παράδοση του αγροτικού πληθυσμού που εργάστηκε στις βιομηχανίες της Βαρκελώνης. Η διαδικασία της κατάληψης και κολεκτιβοποίησης εργοστασίων αποτέλεσε την μετατροπή τους από ιδιωτική σε δημόσια περιουσία, αφού τα διοικούσαν οι ίδιοι οι εργάτες. Αρχικά πραγματοποιήθηκε αυθόρμητα, ενώ στη συνέχεια μέσω Διατάγματος νομιμοποιήθηκε μεγάλος αριθμός απαλλοτριώσεων, σταθεροποιώντας έτσι την εργατική αυτοδιαχείρηση. -Βιομηχανίες μικρής και μεγάλης κλίμακας και υπηρεσίες πέρασαν στα χέρια των εργατών με τη μορφή της συνένωσης επιμέρους επιχειρήσεων. Παραδείγματα τέτοιων βιομηχανικών ενώσεων αφορούσαν την κατασκευαστική βιομηχανία, την ξυλουργική, τα δημόσια θεάματα, τις υπηρεσίες ηλεκτρισμού, τη λειτουργία των τραμ μέσα στην πόλη και την πολεμική βιομηχανία. -Για την αναδιάρθρωση της παραγωγής πρωωθήθηκαν προγράμματα έρευνας σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και επανεκπαίδευσης εργατών, που ήταν άνεργοι λόγω της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να καταπολεμηθεί σε μεγάλο βαθμό η ανεργία και να ενσωματωθεί ξανά κομμάτι του πληθυσμού στην εργασία. -Δημιουργήθηκαν αυτοδιαχειριζόμενες υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλειας με δωρεάν ιατρική και νοσηλευτική περίθαλψη, και πρόνοια επιδόματος σε περίπτωση αρρώστιας ή ατυχημάτων. -Έγινε σημαντική προσπάθεια για την πνευματική και σωματική υγεία των εργατών με την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων, βιβλιοθηκών, σχολείων και εκπαιδευτικών κέντρων.
κολεκτίβες στη Βαρκελώνη κατά την διάρκεια της επανάστασης
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗΣ (1936)
35
-Καταργήθηκε η χρηματική ανταλλαγή για την κατανάλωση και παροχή αγαθών και χρησιμοποιήθηκαν τοπικά νομίσματα, κουπόνια και δελτία τροφίμων εισάγωντας έτσι ένα ριζοσπαστικό εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο. “Χωρίς χρήματα δεν υπάρχει εγωκεντρισμός”, ήταν το σύνθημα των αναρχικών. -Οι γυναίκες έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της επανάστασης και βίωσαν έντονα την επαναστατική αλλαγή στην καθημερινότητα τους. Συμμετείχαν ενεργά στις πολιτοφυλακές των μετώπων και μέσα στην πόλη, στελέχωσαν νοσοκομεία, οργάνωσαν την άμυνα των σπιτιών και των γειτονιών, τη διανομή τροφίμων, φαρμάκων και οπλισμού, ενώ συνέχισαν και τις παραδοσιακά δικές τους ασχολίες ράβοντας στολές και στέλνοντας προμήθειες στο μέτωπο. Ταυτόχρονα, άρχισε να επιτρέπεται η πρόσβαση των γυναικών στην εργασία και κατέλαβαν τις θέσεις στη βιομηχανία, που έμειναν κενές από τους άντρες που έφευγαν στον πόλεμο. Η ήττα της επανάστασης Μετά τη διάρκεια δύο χρόνων, οι κολεκτίβες άρχισαν να χάνουν έδαφος σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο και η κολεκτιβοποίηση της οικονομίας τέθηκε ύπο αναθεώρηση τον Μάϊο του 1937. Η δύναμη του κεντρικού κράτους ενισχύθηκε μεταξύ Φεβρουαρίου 1938 και Ιανουαρίου 1939 και η Δημοκρατική κυβέρνηση προσπαθούσε να μποϋκοτάρει την κολεκτιβοποιημένη παραγωγή με διάφορα μέσα, με στόχο να ευνοηθεί ο κρατικός έλεγχος αλλά και οι επαναιδιωτικοποιήσεις. Παράλληλα, η ηγεσία της CNT εγκατέλειψε την υπεράσπιση της εργατικής αυτοδιαχείρισης και αποδέχτηκε τον κρατικό έλεγχο και τελικά οι κολεκτίβες εξαλείφθηκαν ολοκληρωτικά, μετά την κατάληψη της Καταλωνίας από τα στρατεύματα του Φράνκο το 1939. Η μάχη της Βαρκελώνης, στην οποία συμμετείχε σχεδόν όλη η πόλη, έδειξε αυτό που ήταν το σπουδαιότερο έργο της CNT: ότι μέσω του αναρχοσυνδικαλισμού, όλη η κοινωνία είχε γίνει κομμάτι της επαναστατικής διαδικασίας. Αυτή ήταν η πραγματικότητα που επέτρεπε το τσάκισμα των φασιστικών στρατευμάτων και τον εντυπωσιακό άμεσο οικονομικό μετασχηματισμό που ακολούθησε. Η μέθοδος της κολλεκτιβοποίησης και της αυτοδιαχείρισης που χρησιμοποίησε η εργατική τάξη, αποτέλεσε έναν από τους πιο ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, επηρρεάζοντας οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, αλλά και χωρικά την καθημερινή ζωή της Βαρκελώνης. Το γεγονός δηλαδή, ότι η εργατική τάξη κατάφερε να εφαρμόσει μορφές αυτοδιαχείρισης σε τέτοια κλίμακα και διάρκεια, και να τις κάνει λειτουργικές, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες εργασίας και προσφέροντας εκπαίδευση, υγεία και πρόνοια υπό δυσμενείς συνθήκες, αποτελεί δικαίωση αυτών των πρακτικών.
Παραπομπές 1. Class, Culture and Conflict in Barcelona 1898–1937, Chris Ealham 2005 2. Περιδικό Κομπρεσέρ, τεύχος 5, κεφ. : Βαρκελώνη 1936: Πόλη στα οδοφράγματα 3. Ο Francesc Macia ήταν πρόεδρος της καταλανικής κυβέρνησης εκείνη την εποχή και το όνομά του δόθηκε στο έργο ανάπλασης προς τιμήν του.
LOTTA CONTINUA (1969)
LOTTA CONTINUA (1969)
39
Lotta Continua: το εργατικό κίνημα πόλης του Ιταλικού Μάη του ‘68 Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τι σημαίνε ο Μάης του ‘68 για το εργατικό κίνημα της Ιταλίας (αλλά και συνολικά για τους κοινωνικούς αγώνες), θα πρέπει να βρούμε τις ρίζες της περιόδου αυτής, και πως προέκυψε μέσα απο τις κοινωνικές αναταραχές το κίνημα της Lotta Continua. Ιστορική αναδρομή: Η εξέλιξη του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού Ξεκινώντας απο μια μικρή αναδρομή στην ιστορία του ιταλικού κοινωνικού σχηματισμού και της ιταλικής Αριστεράς, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η ενοποίηση της Ιταλίας είναι ένα σχετικά πρόσφατο γεγονός, καθώς το 1866 μπορούμε να μιλήσουμε για ενιαίο κράτος με την πλήρη έννοια του όρου. Από την αρχή της ιταλικής ιστορίας η οικονομική ανάπτυξη της εν λόγω χώρας ήταν άνιση. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας στον Βορρά, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού αλλά και με τις σχεδόν φεουδαρχικές σχέσεις εξουσίας στην Νότια Ιταλία, την Σικελία και την Σαρδηνία. Παράλληλα, το ιταλικό κράτος διαμορφώθηκε από έναν συνδυασμό εθνικών και δημο-κρατικών συγκρούσεων, με την καθολική εκκλησία να συνδράμει ενεργά στον κοινωνικό συντηρισμό και τις πιο αυταρχικές απόψεις. Σύμφωνα με τον Α. Γκράμσι η τάση των κομμάτων να μετατοπίζονται ως προς τις απόψεις τους ( ο λεγόμενος ‘’μεταμορφισμός’’), είχε ως αποτέλεσμα την απουσία ουσιαστικά μιας ‘’αστικής επανάστασης’’. Το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα, παρότι ενεργό από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, θα έρθει σε μεγάλη ακμή αμέσως μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το τέλος του Πολέμου ακολουθεί πολιτική και οικονομική κρίση, και δεδομένης της Οκτωβριανής Επανάστασης, το 1919 παρατηρούνται μαχητικές εργατικές κινητοποιήσεις στον Βορρά και ιδίως στο Τορίνο. Πρωταγωνιστής στην πολιτική καθοδήγηση των απεργιών και των εργατικων συμβουλίων είναι ο Αντόνιο Γκράμσι1, ο οποίος εν συνεχεία ιδρύει το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Κ.Κ.Ι.) το 1921. Ωστόσο, η βίαιη άνοδος του φασισμού στην εξουσία, είχε ως αποτέλεσμα να τεθούν εκτός νόμου το Κ.Κ.Ι. και άλλες δημοκρατικές οργανώσεις και να συλληφθούν οι ηγέτες τους. Ο Γκράμσι παρότι φυλακισμένος θα συνεχίσει το έργο του πάνω στα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα του εργατικού κινήματος και τα εθνικά και πολιτιστικά προβλήματα της Ιταλίας2. Ο φασισμός απέρριπτε τις αρχές της ταξικής πάλης και του διεθνισμού των εργαζομένων ως απειλές στην εθνική ή φυλετική ενότητα, όμως εκ-μεταλλεύθηκε συχνά τις διαμαρτυρίες ενάντια στους κεφαλαιοκράτες και τους μεγαλοκτηματίες δημιουργώντας από αυτές θεωρίες συνωμοσίας. Απέρριπτε τα φιλελεύθερα δόγματα της προσωπικής ελευθερίας και δικαιωμάτων, του πολιτικού πλουραλισμού και της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, όμως, υποστήριζε την ευρεία συμμετοχή στην πολιτική και μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα κοινοβουλευτικά κανάλια ως κινητήριους μοχλούς ενίσχυσης της δυναμικής του. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκε από τη μεγαλοαστική και τη μέση οικονομικά τάξη ως μέσο ανάσχεσης της επαναστατικής και συνδικαλιστικής δράσης των χαμηλόμισθων εργατών. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και υποσχόμενος στους βιομηχάνους εισαγόμενες επενδύσεις και στρατιωτικά προγράμματα ανέλαβε τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας προκειμένου να μειώσει την κοινωνική τριβή.3
συνδικάτο FIOM
βομβαρδισμός Μιλάνο 1943
βιομηχανοποίηση ιταλικού Βορρά
LOTTA CONTINUA (1969)
41
Η ματαιωμένη επανάσταση Η άνοδος του φασισμού συσπείρωσε τα λαϊκά διωκόμενα στρώματα στο πλευρό της κομμουνιστικής Αριστεράς, ξεκινώντας απο το σύμφωνο κοινής αντι-φασιστικής δράσης με τους Σοσιαλιστές το 1934. Το 1943 ένοπλες αντι-φασιστικές ομάδες πραγματοποιούν επέλαση στην βόρεια Ιταλία, ενώ ταυτό-χρονα λαμβάνουν χώρα μεγάλες απεργίες στην Γένοβα και στο Μιλάνο και σταδιακά όλη η βόρεια και κεντρική Ιταλία βρίσκεται υπό τον έλεγχο των παρτιζάνων. Με την πτώση του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι, το λαϊκό κίνημα επανέρχεται στο προσκήνιο με την ενεργοποίηση των εργατικών συνδικάτων και την εκλογή εργατικών επιτροπών στα εργοστάσια. Ωστόσο η ηγεσία του Κ.Κ.Ι., παρά την τεράστια αίγλη που έχει αποκτήσει, επιλέγει τον Μάρτιο του 1944 να μην θέσει πολιτειακό ζήτημα και την διενέργεια ελεύθερων εκλογών και να συμμετάσχει στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Εισηγητής της γραμμής που έμεινε στην ιστορία ως η ‘’στροφή του Σαλέρνο’’ ήταν ο Παλμίρο Τολιάτι, γενικός γραμματέας του Κ.Κ.Ι., ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση θα μεταφέρει την επιθυμία του Στάλιν, να μην διαρραγούν οι σχέσεις του ιδίου με τους Αγγλοαμερικάνους. Παρά την συνεπή στάση του Κ.Κ.Ι. στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η Χριστιανοδημοκρατία καθ’ υπόδειξη των Η.Π.Α., οι οποίες προσπαθούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και να κατευθύνουν τις πολιτικές εξελίξεις της Ιταλίας, αποπέμπει τους κομμουνιστές το 19484. Για άλλη μια φορά η ηγεσία του Κ.Κ.Ι. αποφεύγει να οξύνει το πολιτικό κλίμα, ακόμα και μετά την απόπειρα δολοφονίας του Τολιάτι. Συνολικά λοιπόν αυτές οι ενέργειες παγίωσαν μια δομική αντίφαση στον ιταλικό κομμουνισμό: παρά την μεγάλη λαϊκή απήχηση του Κ.Κ.Ι., το ίδιο περιοριζόταν σε πολιτικές συμβιβασμού με τα αντίπαλα κόμματα παραμένοντας πιστό στις αρχές του κοινοβουλευτισμού. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί στη δεκαετία του 1950-60 Στην περίοδο μετά τις εκλογές του 1948 και τις κυβέρνησεις των Χριστιανο-δημοκρατών, ο ιταλικός καπιταλισμός θα γνωρίσει εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η καπιταλιστική εξουσία στα εργοστάσια επανήλθε ισχυρότερη και αυξήθηκαν οι πιέσεις στα κομμουνιστικά εργατικά συνδικάτα (συμβολική στιγμή η ήττα της ομοσπονδίας μετάλλου FIOM στην FIAT το 1953) , καθώς η Αριστερά είχε πλεόν εκδιωχθεί απο την κυβερνητική διαχείριση. Κάποια χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό δαπανήθηκαν για την αγροτική μεταρρύθμιση, ώστε να αποκτήσει ο ιταλικός Νότος σταθερή οικονομία, ωστόσο η μεταρρύθμιση αυτή στόχευε περισσότερο στην καταστολή των κοινωνικών εκρήξεων και αναβρασμών, παρά στην πραγματική επίλυση του ζητήματος του Νότου. Ο στόχος αυτός εν μέρει επετεύχθη, ωστόσο η βιομηχανική ανάπτυξη του Βορρά σε συνδυασμό με την εντεινόμενη φτώχεια στον κυρίως αγροτικό Νότο προκάλεσε μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης, κυρίως νέων αγροτικής καταγωγής προς το Βορρά. Η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας (κυρίως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, της ενέργειας και της μεταποίησης), θα οδηγήσει χιλιάδες νέους να στελεχώσουν τις βιομηχανίες και είναι αυτοί οι οποίοι θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος. Έτσι δημιουργήθηκε ένας τύπος εργάτη αγροτικής καταγωγής και μικρής κοινωνικοπολιτικής εμπειρίας που βίωνε με έντονο τρόπο την ένταξή του στην τεϊλορική αλυσίδα παραγωγής των εργο-
42
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
στασίων. Αυτό οξυνόταν και από τη συχνά εχθρική στάση του «λαού του Βορρά» προς τους νέους εργάτες από το Νότο, που συχνά είχαν και χαρακτηριστικά λούμπεν προλεταριάτου. Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό έδαφος άρχισαν να αναπτύσσονται εργατικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά τη δεκαετία του ’60. Η πρώτη ριζοσπαστική κινητοποίηση θα λάβει χωρα στην Γενοβα, τον Ιούλιο του 1960. Είναι η περίοδος που το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών επιδιώκει να συνασπιστεί με το ακροδεξιό κόμμα MSI και ταυτόχρονα του δίνει άδεια για να πραγματοποιήσει συνεδριο σε μια πόλη με μεγάλη προσφορά στο αντιφασιστικό μέτωπο, αλλά και με έντονη παρουσια της Αριστεράς. Το αποτέλεσμα θα είναι μεγάλες διαδηλώσεις, τεράστιες συγκρούσεις με την Αστυνομία, με πολλούς νεκρούς, αλλά και η εμφανιση μιας νέας κοινωνικης κατηγορίας: Οι «νεοι με τα ριγέ μπλουζάκια», που ήταν αγωνιστές οι οποίοι είχαν περισσότερο σχέσεις μνήμης με τον αντιφασιστικό αγώνα, παρά συμμετοχής. Αυτές οι συγκρούσεις στην Γένοβα, ήταν η αρχή ενός νέου ριζοσπαστικού κινήματος, το οποίο απο την αρχή του κατάφερε να αποσταθεροποιήσει την πολιτική ζωή και να θέσει νέους όρους στους επόμενους κοινωνικούς αγώνες. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι σε εξέλιξη και μια ευρύτερη διαδικασία αναδιάρθρωσης του ιταλικού καπιταλισμού, που θα συνδυάζεται και με τη σταδιακή άνοδο της εργατικής μαχητικότητας. Από τη μια βαθαίνουν τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού καταμερισμού με την εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας την μεταφορά τεχνικών δεξιοτήτων από τους εργάτες στις μηχανές, τη διατήρηση των χαμηλών ημερομισθίων και τη σταθερή παραβίαση συλλογικών αποφάσεων σε σχέση με το ωράριο εργασίας, τις άδειες των εργαζομένων τον κανονισμό εργασίας κτλ. Από την άλλη, αρχίζει να εμφανίζεται και μια νέα ποιότητα στους εργατικούς αγώνες που χαρακτηρίζονται από τη μαχητικότητα, την αμφισβήτηση των βασικών πλευρών του καπιταλιστικού χαρακτήρα της παραγωγής (ιεραρχία μέσα στην παραγωγή, διαβαθμίσεις στις αμοιβές, κανονισμοί εργασίας) και την προβολή αιτημάτων τόσο ριζοσπαστικών όσο και εξισωτικών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι που αρχίζουν να καταγράφονται τάσεις ριζοσπαστικοποίησης μέσα στο εργατικό κίνημα, σε μια περίοδο που η ηγεσία του Κ.Κ.Ι. επικεντρώνονταν στην κοινοβουλευτική πάλη. Ταυτόχρονα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αναδυόταν ένα σύνολο διεκδικήσεων που δεν αφορούσε μόνο τη διανομή του εισοδήματος αλλά και σημαντικές πλευρές της εργασιακής διαδικασίας και των σχέσεων εξουσίας μέσα στο εργοστάσιο, θέτοντας με άλλους όρους το αίτημα του εργατικού ελέγχου. Εάν οι διαδηλώσεις στη Γένοβα τον Ιούλιο του 1960 σηματοδοτούσαν την εμφάνιση ενός νέου εργατικού ριζοσπαστισμού, η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση που θα ανοίξει έναν κύκλο μεγάλων εργατικών αγώνων θα είναι η απεργία της FIAT τον Ιούλιο του 1962. Η FIAT σύμβολο του ιταλικού καπιταλισμού και ιδιαίτερα ικανή στο να καταστέλλει τη συνδικαλιστική δράση βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό. Για πρώτη φορά η FIOM εξετάζει το ενδεχόμενο γενικής απεργίας σε όλη τη FIAT, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν ολοένα και αυξανόμενες εντάσεις και συγκρούσεις, κυρίως μέσα από την προσπάθεια της διοίκησης να αυξήσει σημαντικά τους ρυθμούς παραγωγής. Η απεργία έληξε άδοξα και «αμήχανα» καθώς ένα από τα συνδικάτα υπογράφει ξεχωριστή συμφωνία με τη FIAT και έτσι ακολούθησαν δύο μέρες συγκρούσεων με την αστυνομία έξω από τα γραφεία της FIAT στο Τορίνο. Τα συνδικάτα ταλαντεύονται και η αναστολή των αγώνων επιτρέπει συγκυριακά στη FIAT να ανακτήσει τον έλεγχο της παραγωγής. Ωστόσο η μεγάλη τομή έχει ήδη γίνει και μια νέα εργατική φιγούρα βγαίνει στο προσκήνιο: Από την καρδιά του τεηλορικού εργοστάσιου, με καταγωγή συχνά από το Νότο, χωρίς μεγάλη πολιτικοποίηση, αλλά με έντονη ριζοσπαστικοποίηση που αμφισβητεί την ίδια την καπιταλιστική οργάνωση εργασίας.
LOTTA CONTINUA (1969)
43
Και ενώ η εργατική τάξη διευρύνεται και προτάσσονται νέοι προβληματισμοί, ο Τόνι Νέγκρι παρατηρεί από το 1956 και μετά (δηλαδή μετά το 20ο Συνέδριο του Κ.Κ.Σ.Ε., όπου τέθηκε σαν στόχος ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό), πως το Κ.Κ.Ι. σε αναντιστοιχία με τις ανάγκες της περιόδου, ακολουθεί μια πολιτική συναίνεσης και συμβιβασμών. Κατά τα λεγόμενα του υποστηρίζει πως: «Ο Τολιατισμός είναι η ιδεολογία τους συμβιβασμού, της σύνθεσης με κάθε τρόπο, του συμβιβασμού με κάθε μέσο [...] Οι λαϊκές δυνάμεις, αυτές ήταν το υποκείμενο, ο όρος τάξη είχε εξαφανιστεί από την κυκλοφορία, εκτός από τις περιπτώσεις λιτανείας. Ο Τολιατισμός έχει σαν αναφορά του τις λαϊκές δυνάμεις. Αυτές οι λαϊκές δυνάμεις αποτελούν τον κινητήρα της ιστορικής εξέλιξης, η σχέση δημοκρατίας-σοσιαλισμού αντιμετωπίζονται γενικά με οργανικούς όρους, σα μια διαδικασία συνεχής στο εσωτερικό της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στην πράξη επομένως ούτε οι ανταγωνισμοί της καπιταλιστικής διαδικασίας λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένα, ούτε οι δυνάμεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του καπιταλισμού και έρχονται σε αντίθεση με τα πιο καθοριστικά σημεία της ίδιας της ανάπτυξης αντιμετωπίζονται ποτέ5». Το φοιτητικό κίνημα Η επόμενη μεγάλη στιγμή στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής, θα είναι αυτή της έκρηξης του φοιτητικού κινήματος. Αξίζει να σημειωθεί πως το ξέσπασμα των φοιτητικών καταλήψεων στην Ιταλία προηγήθηκε του Γαλλικού Μάη. Βασικές αιτίες του ξεσπάσματος του φοιτητικού κινήματος ήταν ο υπερ-διπλασιασμός των εισακτέων, η μαζικοποίηση του Πανεπιστημίου, οι ελλείψεις σε υποδομές και διδακτικό προσωπικό. Η αρχή των κινητοποιήσεων έγινε από το πανεπιστήμιο του Τρέντο τον Γενάρη- Φλεβάρη του 1966 και το φθινόπωρο τους 1966. Τον Ιανουάριο του 1967 υπάρχουν καταλήψεις στην Μπολόνια, την Πίζα, το Κάλιαρι και το Καμερίνο, ενώ τους επόμενους μήνες οι αγώνες ριζοσπαστικοποιούνται στο Τορίνο και τη Νάπολη. Χαρακτηριστικό του φοιτητικού αυτού κινήματος, είναι ότι παραμερίζει την παραδοσιακή οργάνωση μέσω εκπροσώπων και επιμένει σε μορφές αυτοοργάνωσης με βάση τις συνελεύσεις. Το φθινόπωρο του 1967 το κίνημα γενικεύεται. Το Νοέμβριο ξεκινά η μεγάλη κατάληψη του πανεπιστημίου του Τρέντο και στις 18 Νοέμβρη 18.000 φοιτητές καταλαμβάνουν το Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Παρά την προσπάθεια των πρυτάνεων και της αστυνομίας να ποινικοποιήσουν την συνδικαλιστική δράση, οι αναταραχές επεκτείνονται στο σύνολο σχεδόν των Ιταλικών Πανεπιστημίων. Σε όλη την διάρκεια των κινητοποιήσεων, θα διωχθούν συνολικά 2.700 φοιτητές. Αποκορύφωμα αυτού του κύκλου των κινητοποιήσεων θα είναι οι μεγάλες συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία, στην Valle Giulia στην Ρώμη την πρώτη Μάρτη του 1968, που σηματοδοτεί μια τομή τόσο στην φοιτητική μαχητικότητα όσο και στην αστυνομική βία. Αποτέλεσμα ήταν η ολοένα και μεγαλύτερη ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών, η οποία αποτυπώνεται σε τοποθετήσεις που προχωρούν σε μια ολοένα και βαθύτερη κριτική του εκπαιδευτικού μηχανισμού, στην άρνηση του εκμεταλλευτικού, καταπιεστικού και αλλοτριωτικού χαρακτήρα της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας και στην προσπάθεια σύνδεσης με άλλα κινήματα εκτός Πανεπιστημίου. Ο πλούτος των πρακτικών που θα δοκιμάσει το φοιτητικό κίνημα, με την έμπρακτη αμφισβήτηση της καθηγητικής εξουσίας, τα αντιμαθήματα, το συνεχές άνοιγμα προς την κοινωνία, αναδεικνύει τον βαθιά δημοκρατικό χαρακτήρα που θα διαμορφώσει. Ταυτόχρονα το φοιτητικό κίνημα θα αποτελέσει τη μήτρα μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις και εμπειρίες, σε συνδυασμό με την απήχηση
φοιτητικό κίνημα του 1968 κινητοποιήσεις της Lotta Continua
LOTTA CONTINUA (1969)
45
των επαναστατικών παραδειγμάτων από το εξωτερικό, η πολιτικοποίηση των φοιτητών θα βγει από τα όρια των σχολών, θα ανοιχτεί στην κοινωνία, θα συναντήσει τους εργατικούς αγώνες και θα συνδιαμορφώσει τις μεγάλες οργανώσεις της ιταλικής επαναστατικής Αριστεράς.6,7 Το θερμό φθινόπωρο και η Lotta Continua Ωστόσο τα πιό σημαντικά γεγονότα, αυτά που θα δώσουν στην ιταλική εμπειρία, στον Ιταλικό Μάη, έναν άλλο χαρακτήρα θα αρχίσουν λίγο μετά και θα αφορούν τον πυρήνα της καπιταλιστικής εξουσίας, το ίδιο το εργοστάσιο, στον μακρύτερο κύκλο εργατικών αγώνων και εργατικής μαχητικότητας σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη. Στο προσκήνιο και πάλι οι κινητοποιήσεις της FIAT αλλά και της Pirelli, καθώς και της Siemens στα εργοστάσια του Μιλάνο. Στην γενική απεργία στις 19 Νοέμβρη του 1969 συμμετέχουν 20 εκατομμύρια εργαζόμενοι, όχι μόνο εργάτες αλλά και υπάλληλοι και ανώτερο τεχνικό προσωπικό. Μέσα στον γενικότερο αναβρασμό αρχίζουν να αναδύονται νέες μορφές αυτοοργάνωσης και συλλογικότητας των εργατών, με το Κ.Κ.Ι. να βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, τις οποίες αφ’ενός δεν αποδοκίμαζε, αφ’ετέρου δεν μπορούσε να υποστηρίξει, καθώς είχε ήδη στραφεί προς τον «δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό». Η Lotta Continua κάνει την εμφάνιση της στις κινητοποιήσεις της FIAT το 1969. Αρχικά, αναπτύσσεται μέσα στα εργοστάσια και ενσωματώνει το εργατικό δυναμικό που απεργεί. Σύντομα όμως, ενσωματώνει στους κύκλους της και φοιτητές και ακτιβιστές, που δημιουργούν μία πλατφόρμα αιτημάτων και με τα αιτήματα των εργαζομένων, οργανώνουν συναντήσεις και συγκροτούν έναν άξονα διεκδικήσεων, στον οποίο συμπεριλαμβανόταν: Η αύξηση των μισθών, η κατάργηση της κατηγοριοποίησης των εργαζομένων και η μείωση του ωράριου εργασίας. Όσον αφορά την εξέλιξη της οργάνωσης της Lotta Continua, μετά την επιτυχημένη προσπάθεια της ένωσης του φοιτητικού και του εργατικού κινήματος και την έκδοση της εφημερίδας, ο Αντριάνο Σόφρι (ηγετική φυσιογνωμία της Lotta Continua) και οι σύντροφοι του αποφάσισαν να εντατικοποιήσουν τις δράσεις τους και να δημιουργήσουν οργανώσεις, σε όσες περισσότερες ιταλικές πόλεις ήταν δυνατόν. Κατάφεραν να δημιουργήσουν «εστίες δράσης» στη Ρώμη, στη Βενετία, στην Γένοβα, στο Τρέντο, στην Φλωρεντία, όπου τα μέλη των συνελεύσεων σε πολλές περιπτώσεις άγγιζαν τα τετρακόσια ή και τα πεντακόσια άτομα.8 Στις 25 και 26 Ιουλίου του 1970, συγκροτείται το πρώτο συνέδριο της Lotta Continua στο κλειστό γήπεδο του Τορίνο. Σε αυτό το συνέδριο αποφασίζεται η εντατικοποίηση της δράσης της Lotta Continua, η οποία στόχευε στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος και στην ενίσχυση της εργασίας μέσω της ριζοσπαστικοποίησης των προλεταριακών αγώνων, έξω από κάθε έλεγχο των πολιτικών κομμάτων. Παρουσιάστηκε επίσης ένα πρόγραμμα με τίτλο «Καταλαμβάνοντας την πόλη», του οποίου οι θέσεις έγιναν πράξη σε πολλές ιταλικές πόλεις, κυρίως του βιομηχανικού Βορρά (Μιλάνο, Τορίνο, Ρώμη), αλλά και του φτωχού Νότου. Σύμφωνα με τον Ernest Dawson9, οι κοινωνικοί αγώνες στην Ιταλία ξεπέρασαν την παράδοση των συνδικάτων, που περιορίζει την ταξική πάλη αποκλειστικά στην διεκδίκηση αυξήσεων στους μισθούς. Η ιταλική εργατική τάξη αναγνώριζε πως οι ανάγκες της για μια πιο ελεύθερη και ευτυχισμένη ζωή, δε μπορούσαν να καλυφθούν μόνο με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης μεμονωμένων εργατικών ομάδων. Ωστόσο, τα αφεντικά μέσω του πληθωρισμού και της κερδοσκοπίας πάνω στα ακίνητα, αντιστάθμιζαν ό,τι κερδήθηκε
το θερμό φθινόπωρο του 1969, εργοστάσιο Fiat
λογότυπο του κινήματος
συγκρούσεις κατοίκων με την αστυνομία στις εργατικές κατοικίες, Μιλάνο 1970
LOTTA CONTINUA (1969)
47
απο την εργατική τάξη με τους αγώνες στα εργοστάσια. Ακόμη, οι ανάγκες των μεγαλοεπιχειρήσεων είναι αυτές που διαμορφώνουν τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η πρόσβαση στην κατοικία, στην υγεία και στην εκπαίδευση. Σε αυτή την κατάσταση κρίσης, η κοινωνική πάλη κρίνεται ζωτικής σημασίας για τα μέλη της εργατικής τάξης, γεγονός που τα αναγκάζει να επινοήσουν νέες μορφές αυτοοργάνωσης, νέες τακτικές και να αναδιαμορφώσουν τα αιτήματα τους. Η Lotta Continua ανέπτυξε δράσεις μέσω των απεργιών ενοικίου, οι οποίες έδωσαν άμεση απάντηση στην τυρρανία του ενοικίου. Χιλιάδες οικογένειες που δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και διαμένουν σε υποβαθμισμένες κατοικίες, απειλούνται με έξωση καθώς αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο. Μια σειρά μεμονωμένων διαμαρτυριών ενάντια στα ακριβά ενοίκια και στο χαμηλό βιοτικό επίπεδο, τους συσπειρώνει και διαμορφώνει την απεργία ενοικίου, ως ένα είδος όπλου στον πόλεμο ενάντια στην εκμετάλλευση. Οι απεργίες οργανώνονται σε κάθε συγκρότημα κατοικιών, με τα κλιμακοστάσια να παίζουν τον ρόλο του σημείου αναφοράς για τους κατοίκους. Ακόμη, εκδίδονται ενημερωτικά φυλλάδια, εφημερίδες τοίχου και οργανώνονται διαδηλώσεις. Όσο προχωράει ο αγώνας, οι κινηματίες αποκτούν όλο και περισσότερο τον έλεγχο των συγκροτημάτων και των κτηρίων, θέτοντας στις συνελεύσεις τους ζητήματα όπως το γιατί θα πρέπει πληρώνουν ενοίκιο, πόσο θα πρέπει να πληρώνουν, αν έπρεπε να πληρώσουν καθόλου και πώς θα έπρεπε έπειτα να χρησιμοποιηθούν τα συγκροτήματα κατοικιών που καταλαμβάνουν. Παράλληλα, είναι σίγουροι πως η αστυνομία και ο εισπράκτορας των ενοικίων, δεν μπορούν να τους αφαιρέσουν την δουλειά τους. Με την επικοινωνία και την αλληλεγγύη με τους εργάτες των κοντινών εργοστασίων, συγκροτούνται από κοινού ομάδες κρούσης κατά των εξώσεων. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην οργάνωση του κινήματος παίζουν οι γυναίκες, οι οποίες όσο οι άντρες δουλεύουν στα εργοστάσια, προσέχουν τα παιδιά τους και διαφυλάσσουν παράλληλα τα κτήρια των κατοικιών από την αστυνομία. Οι καταλήψεις στην Ιταλία ήταν μαζικές συλλογικές δράσεις, στις οποίες συμμετείχαν εκατοντάδες άνθρωποι. Ο κόσμος που συμμετείχε είχε πλήρη επίγνωση των νόμιμων δικαιωμάτων του και δεν δίσταζε να εμπλακεί σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία, υπερασπιζόμενος την ίδια του την ζωή πίσω απο τα οδοφράγματα. Τα κτήρια που καταλαμβάνονταν στις περισσότερες των περιπτώσεων, ήταν μοντέρνα συγκροτήματα κατοικιών που αφήνονταν να ερημώσουν από τους κερδοσκόπους των ακινήτων. Το κίνημα της Lotta Continua μέσα απο τις γενικές συνελεύσεις είχε τον έλεγχο των διαμερισμάτων και λάμβανε συλλογικά αποφάσεις για την πορεία που θα ακολουθούσε ο αγώνας της. Στην εξέλιξη του αγώνα αυτού αναπτύχθηκαν νέοι συλλογικοί τρόποι διαβίωσης και δομές αλληλεγγύης, όπως ιατρικά κέντρα, συλλογικές κουζίνες, κέντρα καθημερινής φροντίδας, μεταμορφώνοντας έτσι την αποστειρωμένη ιδέα της ζωής σε ιδιωτικές μονάδες, σε ένα ζωντανό δημόσιο χώρο που ενίσχυε την αίσθηση της συλλογικότητας. Στην Ιταλία, η εργατική τάξη συνειδητοποίησε πως οι καταλήψεις κτηρίων κατοικίας και η απεργία ενοικίου, είναι κομμάτια του ίδιου αγώνα. Κοινό σύνθημα της κινηματικής δράσης ήταν το «Η κατοικία είναι δικαίωμα-μην πληρώνετε ενοίκιο!». Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Μιλάνο, όπου οι ίδιες οργανώσεις που συνέβαλαν στην άρνηση πληρωμής των ενοικίων, ήταν οι ίδιες που προετοίμασαν τις καταλήψεις. Η πάλη αυτή για το δικαίωμα στην κατοικία αποτέλεσε την βάση του αγώνα, ο οποίος επεκτάθηκε και σε άλλα αιτήματα για τις μεταφορές, την υγεία και τις τιμές. Συνολικά, η βάση όλων αυτών των αγώνων ήταν η άμεση δράση, καθώς οι «νόμιμοι» τρόποι διαμαρτυρίας και οι απαιτήσεις για μεταρρυθμίσεις θεωρούνται τακτικές καθυστέρησης, που χρησιμοποιούνται απο την άρ-
48
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
χουσα τάξη, για να διασπάσει το κίνημα και να «αγοράσει» τους πρωτεργάτες του. Η προθυμία του κινήματος να αγωνιστεί για να αποκτήσει άμεσα αυτά που χρειαζόταν, απέρριψε την απεύθυνση στους πολιτικούς και το κοινοβούλιο, σαν αποπροσανατολιστικά μέσα πάλης. Μιλάνο Το Μιλάνο έιναι η μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη της Ιταλίας, με έναν μεγάλο αριθμό μεσαίων εργοστασιακών μοναδων, αλλά και με τεράστια εργοστασιακά συγκροτήματα, όπως αυτα της OM (φορτηγά), της Pirelli (ελαστικά), της Sit Siemens (ηλεκτρικά) και της Alfa Romeo (αυτοκίνητα). Δύο χιλιάδες νέοι εργάτες από τον φτωχό Νότο συρρέουν κάθε μήνα, τόσο στο Μιλάνο όσο και στο Τορίνο. Το 1969, κατά την διάρκεια του «Θερμού Φθινοπώρου» οι μετανάστες εργάτες ήταν πιο μαχητικοί από ποτέ. Το σημαντικό αυτών των εργατικών αγώνων, ήταν το γεγονός ότι ο λαός έμαθε πως να οργανώνεται μόνος του και να διεκδικεί τα διακιώματα του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο εργοστάσιο της Pirelli, όπου τον αγώνα οργάνωσε το Σωματείο Βάσης (United Base Committee), το οποίο συστάθηκε με την υποστήριξη του φοιτητικού κινήματος. Με βάση αυτή την εμπειρία, οργανώθηκαν και οι πιό γενικευμένοι αγώνες που αναπτύχθηκαν και εκτός των εργοστασίων. Το Μιλάνο είναι χωρισμένο σε τέσσερις ζώνες10: 1) το κέντρο της πόλης: τράπεζες, επιχειρήσεις, καταστήματα, ξενοδοχεία και πολυτελή διαμερίσματα. 2) Παλιές περιοχές κατοίκησης της εργατικής τάξης, απ’ όπου οι εργάτες πλέον εξωθούνται. Οι περιοχές αυτές κατοικούνται από την παραδοσιακή μιλανέζικη εργατική τάξη, από συνταξιούχους, ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων και από μεταπολεμικούς μετανάστες από το Νότο. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους αυτούς έχουν τις προϋποθέσεις και είναι στη λίστα αναμονής για να μετεγκατασταθούν σε κοινωνικές κατοικίες. Οι κατοικίες σ’ αυτές τις περιοχές είναι μια μίξη από προπολεμικές κοινωνικές κατοικίες και πολύ παλιές ιδιωτικές κατοικίες, χωρίς τις βασικές ανέσεις. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες, -ο μεγαλύτερος είναι ο Ceschini- κερδίζουν εκατομμύρια από τα ενοίκια. Αυτές οι παλιές εργατικές γειτονιές έχουν παραδόσεις, ιστορία, τοπική κοινωνική ζωή και ταυτότητα, κάτι που τις κάνει πολύ ιδιαίτερες περιοχές για να ζήσει κανείς, πολύ διαφορετικές από τις νέες εργατικές συνοικίες. Σ’ αυτές τις παλιές γειτονιές, ο αγώνας για το δικαίωμα στην κατοικία αναπτύχθηκε γρήγορα, μετατρέποντας τα παλιά άθλια διαμερίσματα σε κατοικήσιμα, επιτεύχθηκαν μειώσεις στα νοίκια και καλλιεργήθηκε ο αγώνας ενάντια στις εξώσεις. Οι σύγχρονοι γαιοκτήμονες στοχεύουν στην έξωση των παλιών κατοίκων, ώστε να εκσυγχρονίσουν τα διαμερίσματα και να τα πουλήσουν σε ευκατάστατους ιδιοκτήτες. Σε άλλες περιπτώσεις, μαζεύουν τα νοίκια και για χρόνια δε φροντίζουν για τη συντήρηση των κατοικιών ώστε να είναι βιώσιμες. Τα διαμερίσματα αφήνονται να καταρρεύσουν, ώστε να πάρουν άδεια για κατεδάφισή και να χτίσουν στη θέση τους νέα πολυτελή συγκροτήματα. 3) Ζώνες κοινωνικής κατοικίας όπου εγκαθίσταται η εργατική τάξη, αφού εκτοπίστηκε από τις «εσωτερικές» πολεοδομικές ζώνες – Quarto Oggiaro, Galaratese, Rodzano, κ.τ.λ. Σ’ αυτές τις ζώνες κατοικούν επίσης μετανάστες εργάτες με τα παιδιά τους, γεννημένα στο Μιλάνο, ένας αριθμός μικροαστών, αστυνομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και δημοτικοί αστυνομικοί, που τοποθετήθηκαν εκεί για να ρουφιανεύουν τους μαχητικούς κατοίκους και να διαρρηγνύουν την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Οι ζώνες αυτές όμως, της κοινωνικής κατοίκησης, είναι η καρδιά του κινήματος για το δικαίωμα στην κατοικία στο Μιλάνο.
LOTTA CONTINUA (1969)
49
4) Προάστια: υπάρχουν περιοχές, όπως τα προάστια Bollage, Novate, Desio, Sesto και Cinisella, που αναπτύχθηκαν γύρω από τα εργοστάσια, όπως τα Snia, Autobianci, Alfa, Innocenti. Υπάρχουν μόνο και μόνο για να προσφέρουν κατάλυμα σε εργάτες των εργοστασίων. Ακόμα και εδώ τα ενοίκια είναι υψηλά (8,50€ την εβδομάδα για ένα δωμάτιο, 10,80€ για δύο δωμάτια) και δεν υπάρχουν σχολεία, νοσοκομεία, καταστήματα ή δημόσια συγκοινωνία. Η κατοίκηση εδώ επιτυγχάνεται είτε με από κοινού ενοικίαση ενός διαμερίσματος από πολλούς, είτε με παράγκες, που είναι συχνά ο μοναδικός τρόπος να βολευτούν οι άρτι αφιχθέντες εργάτες από το Νότο.11 Ο αγώνας για την κατοικία Το κίνημα για το δικαίωμα στην κατοικία στο Μιλάνο επικεντρώθηκε στην κοινωνική κατοικία. Για να μπορέσει κανείς να μείνει στις κοινωνικές κατοικίες, πρέπει αφ’ενός να αποδείξει ότι έχει μόνιμη απασχόληση, αφ’ετέρου να μπει στην λίστα αναμονής για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Επίσης, για να μπει κανείς σε αυτή την διαδικασια, θα πρέπει να μένει ήδη ένα χρόνο στο Μιλάνο, πράγμα αδύνατον για την τεράστια μάζα των μεταναστών εργατών του Νότου, που έρχονται συνήθως για εποχιακές δουλειές, τους ημιαπασχολούμενους, τους ανέργους και τους χιλιάδες που δεν ξέρουν πώς να συμπληρώσουν τις αιτήσεις. Το 1964, το 5% των οικογενειών στις κοινωνικές κατοικίες καταφεύγουν σε άρνηση πληρωμής των ενοικίων. Μέχρι το 1971 το ποσοστό αυξήθηκε σε 18%. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αρχές έχασαν 6.070.000€. Δέκα χιλιάδες οικογένειες έλαβαν προειδοποιήσεις και έγιναν 750 εξώσεις. Στο πικ του αγώνα, 25% των οικογενειών στο Galaratese αρνείται να πληρώσει, 45% των οποίων στο Quarto Oggiaro και 50% στο Rodzano. Ο αγώνας ξεκίνησε το 1968 στο Quarto Oggiaro, όταν 30.000 οικογένειες σε κοινωνικές κατοικίες αντιμετώπισαν μια αύξηση των ενοικίων κατά 30% και αμέσως δημιουργήθηκε το Σωματείο των Ενοικιαστών. Μέχρι τον Ιούνιο του 1968, 700 οικογένειες κατέβηκαν σε ολική απεργία ενοικίου. Το Σωματείο των Ενοικιαστών διέδωσε τον αγώνα με αίτημα το ενοίκιο να μην ξεπερνάει το 10% των μισθών. Τον Σεπτέμβριο του 1968, συνελήφθησαν τέσσερις κάτοικοι, κατά τη διαδικασία έξωσης. Παιδιά επιτέθηκαν σε περιπολικά και οι γυναίκες μπλόκαραν την πρόσβαση στα διαμερίσματα. Το σωματείο επεκτάθηκε γρήγορα και η βιαιότητα της αστυνομίας εξαγρίωσε τον κόσμο. Τον Απρίλιο του 1970, χρειαζόταν πλέον 500 αστυνομικοί για να κάνουν έξωση σε μια μόνο οικογένεια. Άρνηση ενοικίου και καταλήψεις Την Πρωτομαγιά του 1970, περίπου 2.000 διαδηλωτές ξεχύθηκαν στους δρόμους του Quarto Oggiaro, ερχόμενοι σε ρήξη με την παράδοση των «παρελάσεων» που οργανώνονταν από τα πολιτικά κόμματα και συνδικάτα. Ο κόσμος που συμμετείχε στην διαδήλωση αυτή, άρχισε να συνειδητοποιεί την αυξανόμενη δυναμική που αποκτούσε το κίνημα και έτσι εξέλιξε τον αγώνα του σε πολλούς τομείς διεκδικήσεων. Ο αγώνας στο Quarto Oggiaro ήταν ένα κομμάτι μόνο της συνολικής εργατικής πάλης, η οποία έπρεπε να επεκταθεί σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής καταπίεσης, όπως οι τιμές, η υγεία, οι μεταφορές και η παιδεία. Με πρωτοβουλία
οριακές συνθήκες διαβίωσης στις εργατικές κατοικίες του ιταλικού Βορρά
LOTTA CONTINUA (1969)
51
της μαζικής συνέλευσης των κατοίκων ενώθηκαν όσοι αρνούνταν να πληρώσουν τα ενοίκια, όσοι απειλούνταν με έξωση, όσοι καταλάμβαναν διαμερίσματα και άστεγες οικογενειες. Μετά από κάποιες μεμονωμένες καταλήψεις στο Quarto Oggiaro, ο κόσμος άρχισε να ετοιμάζεται για μαζικές καταλήψεις, με την κατάληψη της via Tibaldi να αποτελεί μεγάλη νίκη του κινήματος. Εκεί μια ολόκληρη γειτονιά πήρε μέρος στην οργάνωση του αγώνα, από τα εργοστάσια μέχρι τα σχολεία και τα συγκροτήματα κατοικιών, όταν 70 οικογένειες μεταναστών έπρεπε να μετεγκατασταθούν. Κανείς δεν φαντάστηκε ότι ο αγώνας των εργατών θα τελείωνε στην via Tibaldi ή στο πώς να αποκτήσεις στέγη, για αυτό και η συνέλευση των οικογενειών από την via Tibaldi μονιμοποιήθηκε και μεγάλωσε με την συμμετοχή ανθρώπων από όλο το Μιλάνο.
Παραπομπές 1. Βλ. σχετικά Α. Γκράμσι, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, Αθήνα, εκδ. Στοχαστής, 1975 2. Βλ. π.χ. τις αναλύσεις στο συνέδριο της Λυών το 1926 (Α. Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας, 1975) 3. https://el.wikipedia.org/wiki/Μπενίτο_Μουσολίνι 4. Φ. Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, Αθήνα, εκδ. Γράμματα, 1981. 5. Α. Νέγκρι, Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη. Ο Ιταλικός «Μάης», Αθήνα, Εκδ. Κομμούνα 1983, σελίδα 79 6. Κείμενα του ιταλικού σπουδαστικού κινήματος: http://www.nelvento.net/archivio/68/ms/ms.htm 7. Παναγιώτη Σωτήρη, La Rossa Primaverra (Σημειώσεις για τον ιταλικό Μάη), περιοδικό Θέσεις , τεύχος 104 8. Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά στην Ιταλία, https://barikat.gr/content/i-exokoinovoyleytiki-aristera-stin-italia-afieroma-sti-lotta-continua-kai-ti-potere-operai-0 9. Ernest Dawson, Take over the city – Community struggle in Italy, 1973, http://libcom.org/library/take-over-cityitaly-1972-lotta-continua 10. http://kompreser.espivblogs.net/files/2011/09/lotta-continua-καταλαμβάνοντας-την-πόλη.pdf?c8a570 11. http://kompreser.espivblogs.net/files/2011/09/lotta-continua-καταλαμβάνοντας-την-πόλη.pdf?c8a570
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
55
Ιστορικά Αργεντινής Την δεκαετία του 30’ η Αργεντινή όπως και άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, εφαρμόζουν ένα αναπτυξιακό οικονομικό μοντέλο που παρουσιάζει αρκετές διαφοροποιήσεις από αυτό του νεοφιλελεύθερου. Για να αντιμετωπίσουν λοιπόν αυτές οι χώρες την κακή οικονομική κατάσταση και τη φτώχεια, ακολουθούν μία στρατηγική εκβιομηχάνισης προσ-ανατολισμένη προς το εσωτερικό τους. Στην Αργεντινή, το κόμμα των περονιστών διοχετεύει τεράστια δημόσια κονδύλια σε υποδομές όπως οι αυτοκινητόδρομοι, οι χαλυβουργίες, οι εγχώριες επιχειρήσεις και επιβάλλει ισχυρούς δασμούς για να αποτρέψει την αύξηση των εισαγωγών. Δημιουργείται έτσι σταδιακά ένα κράτος με ισχυρό δημόσιο τομέα και με μία συγκεντρωτική δύναμη στο να ρυθμίζει την ευρύτερη πορεία της οικονομίας. Σε αυτό το νέο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον που παρουσιάζει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και χαμηλά ποσοστά ανεργίας, οι διεκδικήσεις των εργαζομένων συγκροτούνται μέσα από τη δημιουργία ισχυρών συνδικάτων. Μέσα από τα συνδικάτα οι εργάτες των νέων εργοστασίων διεκδικούν μισθούς ανάλογους με εκείνους των μεσοαστικών στρωμάτων, ενώ τα παιδιά τους αποκτούν σταδιακά πρόσβαση στα νεοσύστατα δημόσια πανεπιστήμια. Η ισχυρή παρουσία των συνδικάτων και οι υλικές νίκες που επιτυγχάνουν εντώς ενός διευρυμένου δημόσιου τομέα και ευρύτερα στην,υπό κρατική ρύθμιση, ιδιωτική σφαίρα αποτέλεσε την ιστορική βάση σύμφωνα με την οποία η εργατική τάξη της Αργεντινής οργανώθηκε, απέκτησε συνείδηση και έμαθε να διεκδικεί τα αιτήματά της. Ωστόσο, το 1976 εγκαθίσταται στρατιωτικό πραξικόπημα και εφαρμόζει μία πολιτική που συνδυάζει, από την μία, την νεοφιλελευθεροποίηση της οικονομίας και από την άλλη, την βίαιη πειθάρχηση των εργαζόμενων πάνω στις σκληρότερες εργασιακές συνθήκες που επιβλήθηκαν σταδιακά. Μέσα σε αυτήν την απολυταρχική πολιτική κατάσταση, η αντίσταση προκύπτει μέσα από μία ιδιότυπη συμμαχία μεταξύ των συνδικάτων του δημόσιου τομέα, ενός μέρους του περονιστικού κόμματος και κινημάτων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.() Προς τα τέλη της δεκαετίας του 80’ σε μια περίοδο βαθειάς κοινωνικής και οικονομικής αναδιάταξης, η Αργεντινή παρουσιάζει κρίση υπερπληθωρισμού και οι κοινωνικές συγκρούσεις γενικεύονται. Η νέα κυβέρνηση εξαγγέλει ως μόνο τρόπο για ανάπτυξη, τον δραστικό περι-ορισμό του εξωτερικού χρέους και τη μηδενική διακύμανση του εθνικού νομίσματος. Αυτή η πολιτική έρχεται σε άμεση σύμπλευση με τα συμφέροντα της Δύσης, που έψαχνε ευνοϊκότερους όρους ώστε το διεθνές κεφάλαιο να εισχωρήσει δυναμικά στην Αργεντίνικη οικονομία. Έτσι η κυβέρνηση σε συνεργασία με το Δ.Ν.Τ. και την Π.Τ. συνάπτει πρόγραμμα μετα-στρεψιμότητας, το ένα πέσο ισούται με ένα δολλάριο, άλλα και ορίζει το Δ.Ν.Τ. και την Π.Τ. ως βασικούς συνεργάτες στην διαδικασία αναδόμησης του κρατικού τομέα. Οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται αντιμετωπίζουν τις ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων ως το μόνο τρόπο ελάφρυνσης από τα περιττά βάρη. Τα κέρδη από αυτές τις ιδιωτικοποιήσεις πηγαίνουν στην αποπληρωμή του χρέους, όμως παρ’όλα αυτά το χρέος υπερδιπλασιάζεται και θα οδηγήσει στην χρεοκοπία του 2001 Μεσοπρόθεσμα όμως οι εξαγγελίες αυτής της πολιτικής επιβεβαιώνονται και στην πράξη. Οι οικονομικοί δείκτες δείχνουν μακροοικονομική σταθερότητα και βιώσιμη ανάπτυξη. Αντιθέτως τα αποτελέσματα στα χαμηλά στρώματα είναι τελείως διαφορετικά. Η νομισματική ακαμψία επιφέρει σημαντική αναδιανομή του πλούτου
κοινωνικές αναταρές κατά τη δεκαετία του 1990
57 από τα χαμηλά και μεσαία στρώματα προς τα ανώτερα και τις μεγάλες ξένες επιχειρήσεις. Παράλληλα με την αξία του δολλαρίου σε υψηλά επίπεδα, η Αργεντινή χάνει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, την εξαγωγική της δύναμη. Επίσης με τις υποτιμήσεις γειτονικών νομισμάτων, αναγκάζεται να εισάγει σε αγορές που κατείχε σημαντικά μερίδια. Ιδιωτικοποιήσεις και Απορύθμιση της Αγοράς Εργασίας Η κυβέρνηση της Αργεντινής λοιπόν, στις δομικές μονεταριστικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζει, έχει σαν βασικό άξονα, το δόγμα της πλήρως αυτορυθμιζόμενης και ελεύθερης αγοράς. Για την επίτευξη αυτού του μοντέλου δύο είναι οι βασικές πολιτικές που ακολουθούνται: αυτή των ιδιωτικοποιήσεων του δημοσίου τομέα και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Έτσι σε λιγότερο από πέντε χρόνια ιδιωτικοποιούνται περισσότερες από 30 κρατικές επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους (τράπεζες, τηλεπικοινωνίες, αεροπορικές, πετροχημεία, πετρέλαιο, σιδηρο-δρομοί, ασφαλιστικό, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός, ύδρευση, υδροηλεκτρικά φράγματα, μεταλλουργικές βιομηχανίες, μ.μ.ε, λιμάνια, αεροδρόμια, αθλητικές εγκαταστάσεις). Από τις επιπτώσεις αυτών των ιδιωτικοποιήσεων μπορούμε να κρατήσουμε δύο βασικά στοιχεία για να κατανοήσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίστηκαν δίκτυα αλληλεγγύης και κινήματα ανέργων. Πρώτον: Η εκποίηση του δημόσιου τομέα δημιούργησε τεράστια περιθώρια κέρδους στους διεθνείς και εγχώριους μεγάλους επενδυτές-ομίλους. Η κερδοφορία αυτών των ομίλων συνδυάστηκε με σειρές απολύσεων στις ιδιωτικοποιημένες πλέον επιχειρήσεις. Διαμορφώνεται λοιπόν μία κατάσταση που, παρ’όλα τα μεγάλα επίπεδα ανάπτυξης, τα ποσοστά ανεργίας υπερδιπλασιάζονται και οι εργαζόμενοι βιώνουν μια συνεχή υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου. Οι ιδιωτικοποιήσεις συνέβαλαν σημαντικά στη διαδικασία διεύρυνσης της κρίσης εργασίας, τόσο μέσα από τις μειώσεις στις θέσεις εργασίας και μισθών όσο και από την αφαίρεση στοιχειωδών κοινωνικών-δημόσιων παροχών. Δεύτερον: Τις ιδιωτικοποιήσεις συνόδευσε μια σειρά μέτρων που αφορούσαν την καθιέρωση επισφαλών μορφών απασχόλησης. Τα νέα μέτρα όρισαν νέες εργασιακές σχέσεις σύμφωνα με το ακόλουθο πλαίσιο: - Ο εργοδότης κατέχει τη δυνατότητα να επεκτείνει το ωράριο εργασίας στις 12 ώρες την ημέρα χωρίς την καταβολή των υπερωριών. - Γυναίκες και νέοι εργαζόμενοι, εώς 24 χρόνων, μπορούν να προσληφθούν ως ανασφάλιστοι. - Καταργούνται οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Κρατώντας υπόψη τα τρία παραπάνω βασικά μέτρα που θεσμοποίησαν τις επισφαλείς σχέσεις εργασίας, βλέπουμε πως το νέο εργασιακό περιβάλλον που αναπτύχθηκε στην Αργεντινή, οδήγησε τα μικρά και μεσαία κοινωνικά στρώματα είτε στην ανεργία, είτε στην ανασφάλεια και στην φτηνή εργασία για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Όπως είναι λογικό, αυτές οι συνθήκες συνέβαλαν άμεσα στην αποδυνάμωση των εργατικών σωματείων που σταδιακά έχαναν την διαπραγματευτική τους ισχύ. Συμπερασματικά, οι οικονομικές συνθήκες μέσα στις οποίες κλήθηκαν οι εργαζόμενοι να αναπτύξουν νέες μορφές διεκδίκησης και αντίστασης, χαρακτηρίζονται από τεράστια κρίση εργασίας. Η τεράστια ανεργία, η εργασιακή αστάθεια και ανασφάλεια, ο κατακερματισμός και η εξατομίκευση των εργασιακών δικαιωμάτων, η περικοπή των κοινωνικών παροχών, η αποδυνάμωση των συνδικάτων, η μονεταριστική πολιτική και η κα-
πικετέρος εν δράσει
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
59
θολική εκποίηση του δημοσίου τομέα, αποτέλεσαν τις οικονομικές συνθήκες μέσα από τις οποίες αναδύθηκαν νέες μορφές αντίστασης, όπως τα δίκτυα αλληλεγγύης και τα κινήματα ανέργων. Λος Πικετέρος Το κίνημα των Πικετέρος ως ένα κίνημα ανέργων, αποτελεί ένα πρωτοφανές παράδειγμα κοινωνικού κινήματος που την εποχή ανάδυσης του, τίποτα αντίστοιχο δεν είχε εμφανιστεί σε ολόκληρη την Λατινική Αμερική. Το φαινόμενο αυτό αποκτά ακόμη περισσότερη σημασία, αν συνυπολογιστεί ο βαθμός δυσκολίας που υπάρχει στην ένταξη ανέργων σε συλλογικές και κινηματικές διαδικασίες. Η εκτεταμένη ύπαρξη ανεργίας, εκτός από το γεγονός ότι καταστρέφει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, παράγει και ένα ακόμη ιδιότυπο αρνητικό χαρακτηριστικό, δηλαδή την μη δυνατότητα των ανέργων να προσδιορίζονται και να οικειοποιούνται την καθημερινότητα τους μέσα από έναν συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο. Κάθε είδος κινήματος πηγάζει και έχει σημεία αναφοράς, συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους. Το φαινόμενο της ανεργίας, διαρρηγνύει ακριβώς αυτήν την θεμελιώδη σχέση ανάμεσα στον εργαζόμενο και στον βασικότερο κοινωνικό του χώρο. Του αφαιρεί την δυνατότητα να ανήκει και να δρα μέσα σε αυτόν, ενώ παράλληλα εξατομικεύει τα συμφέροντά του. Η επίσημη εμφάνιση των πικετέρος συνδέεται με την ιδιωτικοποίηση της μεγαλύτερης κρατικής εταιρείας εξόρυξης πετρελαίου στην επαρχία του Neuqeun. Σε αυτές τις περιοχές αναπτύσσονται σταδιακά διεκδικητικά εργατικά κινήματα, δομούνται ισχυρά εργατικά σωματεία και εγχαράσσουν στις πόλεις τους μια πλούσια ιστορία αγώνων, εργατικών διεκδικήσεων και κοινωνικών κατακτήσεων. Ωστόσο μετά την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας, η ζωή των εργατών αλλάζει δραστικά καθώς επιβάλλονται μαζικές απολύσεις και μεγάλη συρρίκνωση του μέσου εισοδήματος. Χωρίς καμία εναλλακτική πηγή εργασίας, εργαζόμενοι και κάτοικοι τις επαρχίας, αποφασίζουν να κλείσουν έναν από τους ζωτικότερους διακρατικούς δρόμους της περιοχής. Η παραπάνω μορφή κινητοποίησης αποκτά τακτικά χαρακτηριστικά και δημιουργεί πολλαπλά προβλήματα στους ντόπιους κεφαλαιούχους. Με τους οδικούς αποκλεισμούς, προκαλούν αναστάτωση στην οικονομική δραστηριότητα του συστήματος προκειμένου να διεκδικήσουν τα αιτήματα τους. Η ευρεία χρήση αυτής της τακτικής από τους πικετέρος είναι από πολλές απόψεις μία λαμπρή καινοτομία, καθώς όσοι είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι δεν μπορούν να απεργήσουν. Οι τακτικοί αποκλεισμοί των οδικών δικτύων δημιουργούν μεγάλα προβλήματα στην λειτουργία της εμπορευματικής κυκλοφορίας, που σε κάθε περίπτωση θεωρείται απαραίτητη για την ομαλή κερδοφορία του κεφαλαίου. Μέσα από την συνέχιση των κινητοποιήσεων στην επαρχία Neuquen, οι πικετέρος γίνονται σταδιακά γνωστοί σε ολόκληρη την Αργεντινή. Η διάρκεια των κινητοποιήσεων στην επαρχία, αναγκάζει την κυβέρνηση να διαπραγματευτεί τα αιτήματα των πικετέρος, ενώ αναγκάζεται να υλοποιήσει τα περισσότερα (κατασκευή εργοστασίου λιπάσματος, παροχή νερού και ρεύματος σε χιλιάδες φτωχές οικογένειες και επανέναρξη κοινωνικών προγραμμάτων στήριξης ανέργων). Μια εξαιρετικά σημαντική νίκη αναδύεται μέσα από αυτές τις μορφές κοινωνικής διεκδίκησης. Οι κινητοποιήσεις κατάφεραν να θέσουν το συνεχή αυξανόμενο αριθμό των ανέργων στο κέντρο της εθνικής πολιτικής σκηνής. Το γεγονός αυτό κατέχει μεγαλύτερη σημασία, καθότι σε μια περίοδο που η δύναμη και η διαπραγ-
οδόφραγμα στο οδικό δίκτυο από τους πικετέρος
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
61
ματευτική ισχύς των συνδικάτων δέχεται τεράστια πλήγματα, αναπτύσσεται μία νέα κοινωνική δύναμη που πλαισιώνει και αναδιατάσσει δυναμικά την αντίσταση των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων. Το κίνημα των πικετέρος βάζει πλέον τις βάσεις για την εξάπλωση του σε όλη την έκταση της Αργεντινής και ιδιαιτέρως στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες. Οι νέες κινηματικές πρακτικές των πικετέρος προκαλούν αμηχανία στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς. Η αστυνομία είναι συχνά ανίκανη να τους αντιμετωπίσει, λόγω της λαϊκής υποστήριξης που απολαμβάνουν. Τα εθνικά δίκτυα περνούν συχνά δίπλα από τις φτωχογειτονιές στα προάστια των πόλεων και υπάρχει πάντα η απειλή ότι οποιαδήποτε καταστολή ενάντια των πικετέρος, θα έφερνε χιλιάδες ανθρώπων από τα barrios στους δρόμους για υποστήριξη και θα προκαλούνταν σοβαρότερα επεισόδια. Σε ορισμένα μέρη μάλιστα, η δυνατότητα των πικετέρος να κινητοποιούν κόσμο είναι πολυ μεγαλύτερη από αυτή των τοπικών κυβερνήσεων. Έιναι εξαιρετικό το ότι οι αγωνιστικές πρακτικές που ασκήθηκαν, όπως τα φλεγόμενα οδοφράγματα, το κλείσιμο δρόμων, πορείες με κουκούλες, ξύλα και πέτρες που κατέληγαν συχνά σε βίαιες συγκρούσεις, δεν απομάκρυναν τα διάφορα τμήματα της κοινωνίας. Το κίνημα αναδείχθηκε σε κόμβο αγωνιστικής συνάντησης μεταξύ διαφόρων εργατών και μισθωτών, ανεξάρτητα της ταξικής θέσης που τους είχε δοθεί. Εργαζόμενοι που οι θέσεις εργασίας τους ήταν υπό απειλή, συμμετείχαν ευρέως σε κινήσεις των πικετέρος. Κατ’επέκταση οι πικετέρος, μαζί με μέλη τοπικών συνελεύσεων, εργαζόμενους αλλά και κατοίκους, υπερασπίστηκαν σε πολλές περιπτώσεις κατειλημμένα εργοστάσια που βρίσκονταν υπό την απειλή εκκένωσης, αποκρούοντας τις επιθέσεις της αστυνομίας. Έτσι αναπτύχθηκε μία συνθήκη αλληλεγγύης και συλλογικοποίησης του αγώνα, μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών και εργατικών κινημάτων, κάτι που έκανε εξαιρετικά δύσκολο για την κυρίαρχη τάξη να διασπάσει τον αγώνα σε κομμάτια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για θέσεις εργασίας. Με την πάροδο του χρόνου το αυτόνομο αυτό κίνημα από ομόσπονδες ομάδες με χαλαρούς δεσμούς μεταξύ τους και με βάση τις συνοικίες, ανάγκασε τις τοπικές και τις κεντρικές αρχές να κάνουν παραχωρήσεις με την μορφή επιδομάτων πρόνοιας, τροφίμων και προσφοράς μερικής απασχόλησης. Εφαρμόζοντας πρακτικές άμεσης δημοκρατίας και επιθυμώντας να φέρουν κοινωνικές αλλαγές, οι πικετέρος χρησιμοποίησαν τα επιδόματα της πρόνοιας για να δημιουργήσουν μαγειρεία για όλη την κοινότητα, φούρνους, εργαστήρια λαϊκής επιμόρφωσης, βιβλιοθήκες, λαχανόκηπους, κέντρα υγείας, προγράμματα νεολαίας, πειρατικά μέσα ενημέρωσης κ.α. Ορίζεται λοιπόν μία νέα κοινωνική κινητικότητα με την μορφή κοινωνικών καινοτομιών, επανοικειοποίησης των δημοσίων χώρων (πάρκα, πλατείες, τοπικό και εθνικό οδικό δίκτυο κ.α.) συνελεύσεων γειτονιάς, αυτοδιαχειριζόμενων συναιτερισμών και διεύρυνσης των δικτύων αλληλεγγύης σε ποικίλους κλάδους με επίκεντρο την αυτόνομη και μη διαμεσολαβούμενη δράση. Συνελεύσεις Γειτονιών - Asambleas Αμέσως μετά την εξέγερση της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001 στην Αργεντινή αναδύθηκε ένα καινούργιο κοινωνικό κίνημα, αυτό των λαϊκών συνελεύσεων. Πρωταρχικό μέλημα αμέσως μετά τη σύστασή τους, ήταν να βρουν ζωτικό χώρο στη γειτονιά τους για την κάλυψη των αναγκών τους. Έτσι από τους πρώτους κιόλας μήνες άρχισαν να καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα κτίρια, παλιές κλινικές, κτίρια τραπεζών που
δημόσιες διαμαρτυρίες απο συνελεύσεις γειτονιάς (Asambleas)
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
63
είχαν πτωχεύσει. Το σύνθημα “ έξω οι πολιτικοί ”, για τους νεοφιλελεύθερους σήμαινε “ έναν κόσμο καταναλωτών και όχι πολιτών ” αντιθέτως για τον κόσμο που καταλάμβανε τους δημόσιους χώρους σε όλη την πόλη, διαβεβαίωνε την πολιτική κυριαρχία μέσω της ίδιας αυτής της πράξης. Το νόημα διαφοροποιήθηκε και το σύνθημα μετατράπηκε: Να φύγουν αυτοί, εδώ είμαστε εμείς”. Από αυτή την διαφοροποίηση αναδύθηκαν οι συνελεύσεις. Η απόρριψη κάθε είδους αντιπροσώπευσης ήταν αποτέλεσμα της δυσπιστίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα και στους αντιπροσώπους τους. Η απώλεια κύρους ήταν φάνερη και η άμεση δράση ήταν αναγκαία. Η διαβούλευση σε οριζόντια βάση και η λήψη αποφάσεων έγινε η αρχή κατεύθυνσης των συνελεύσεων. Ο τρόπος λειτουργίας τους καθορίζεται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Πολλές συνελεύσεις, για παράδειγμα , υιοθέτησαν έναν εντελώς αντικαπιταλιστικό λόγο. Κάποιες επέλεξαν να λειτουργούν με λίστες ομιλητών και με ψηφοφορίες βασισμένες στην μειοψηφία ή την πλειοψηφία αντίστοιχα, ενώ άλλες επέλεξαν την αυθόρμητη συζήτηση με συναινετικές αποφάσεις. Το σημαντικό είναι ότι όποιος και αν είναι ο τρόπος λειτουργίας τους, αυτός πάντα εξαρτάται από τη συμμετοχή, όσο και από το βαθμό αμοιβαίας πίστης και σεβασμού που οι συμμετέχοντες καταφέρνουν να παράγουν. Το πιο σημαντικό για τις συνελεύσεις γειτονιάς, μέσα από τις διαφορές στις τυπικές λειτουργίες, είναι οι διαδικασίες και οι σχέδόν αόρατες αλλαγές που παράγονται από τη καθημερινή λειτουργία τους. Αυτό γίνεται εμφανές αν παρατηρήσει κανείς την κοινωνικοπολιτική ταυτότητα των συμμετεχόντων. Τόσο η ετερογενής σύνθεση των συνελεύσεων όσο και οι κανόνες της οριζόντιας λειτουργίας τους, έκαναν απαραίτητη μια συνεχή διαδικασία διαπραγμάτευσης των διαφορών και την αμφισβήτηση των κληροδοτημένων ταυτοτήτων. Άλλες μορφές διαπραγμάτευσης των ταυτοτήτων ήταν, για παράδειγμα, εκείνες του φύλου και της ηλικίας. Οι συνελεύσεις ιδρύθηκαν στη βάση μιας αντικαπιταλιστικής θεώρησης που έλεγε ότι “θα πρέπει να ενωθείς με τους ομοίους σου σε ομάδες, με άγνωστους ανθρώπους, και με αυτούς θα πρέπει να εδραιώσεις δίκτυα συναίνεσης”. Αυτές οι αυθόρμητες, ενστικτώδεις ομαδοποιήσεις μπροστά στην κοινωνική κατάρρευση οδήγησαν σε ετερογενείς ομαδοποιήσεις που αποδείχτηκαν αρκετά δύσκολες για να οδηγήσουν σε σχέσεις εμπιστοσύνης. Οι γείτονες των πρώτων συνελεύσεων ήταν νέοι αλλά και γέροι, μιας καλής οικονομικής κατάστασης αλλά και φτωχοί, διαφόρων εκπαιδευτικών επιπέδων και πολιτικών πεποιθήσεων αλλά και αμόρφωτοι ή χωρίς κάποιο πολιτικό υπόβαθρο, ανταγωνιστικοί αλλά και ήπιοι. Επίσης πολλοί έφεραν μία ατομιστική/εξουσιαστική κουλτούρα την οποία το ως τότε σύστημα είχε επιβάλλει. Αυτή η ετερογένεια σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε στην αποχώρηση πολλών ομάδων και στη διάσπαση πολλών συνελεύσεων. Αυτή η διαδικασία συνεχών αποχωρήσεων δυσκόλεψε την διαδικασία εγκαθίδρυσης σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης, συστατικών απαραίτητων σε μια οριζόντια διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τέλος, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης, αναδύθηκαν συνελεύσεις πολιτών στις γειτονιές και, στη συνέχεια, ως πρακτική εφαρμογή της αναγκής για την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, εμφανίστηκαν εργατικές συνελεύσεις στα εργοστάσια που κατέλαβαν οι εργάτες μετά την εγκατάλειψη τους από τους ιδιοκτήτες τους και την αναδιοργάνωση τους στη βάση του εργατικού ελέγχου.
ανταλλακτικό εμπόριο (trueque)
ανακτημένες επιχειρήσεις
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
65
Ανταλλακτικό Εμπόριο – Trueque Κατά την περίοδο της χρεωκοπίας, μετά από μία αρχική έκρηξη στον αριθμό των ομάδων που αντάλλασαν προϊόντα και υπηρεσίες με δικά τους τοπικά νομίσματα, σταδιακά αυτά τα εγχειρήματα εξασθένησαν. Η σοβαρότητα αυτού του αδιεξόδου οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου εθνικού δικτύου αλληλέγγυας ανταλλαγής το οποίο είχε βελτιωθεί ως προς την οργάνωση και τη μεθοδολογία, το Red Global de Trueque (RGT). Αυτό το σύστημα ανταλλαγής αγαθών βασίζεται σε ένα σύνολο αξιών, ηθικών και οικονομικών, που υλοποιούνται σε συγκεκριμένες πρακτικές όπως η αυτοδιαχείριση και ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων για την οικονομική δραστηριότητα και την επανοργάνωση των παραγωγικών αλυσίδων. Αν όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από συνελεύσεις, είναι ιδιαίτερα απίθανο αυτή η αυτοδιαχείριση να οδηγήσει στην απαξίωση της ίδιας της δημοκρατίας στην οποία βασίζεται. Το RGT σταδιακά εξαπλώθηκε και μετετράπη σε κοινωνικό φαινόμενο,καθώς τουλάχιστον 10 εκατομμύρια άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν. Το σύστημα ανταλλαγής βασιζόταν σε κουπόνια που είχαν τυπωθεί αποκλειστικά γι’αυτό τον σκοπό. Κανείς δεν αγόραζε κάτι στο Τρουέκε πριν πουλήσει κάτι. Για παράδειγμα, όταν έμπαινε κανείς, έδινε μερικές κονσέρβες,έπαιρνε τα κουπόνια που αναλογούσαν στις κονσέρβες αυτές, έμπαινε στο χώρο που γινόταν το παζάρι και με τα κουπόνια αυτά αγόραζε ότι χρειαζόταν. Σ αυτό το παζάρι μπορούσε κανείς να βρει πραγματικά τα πάντα,από καρδιολόγους και συμβολαιογράφους,που παρείχαν τιςυπηρεσίες τους, μέχρι κομμωτήρια, μαθήματα χορού και αγοραπωλησίες σπιτιών και αυτοκινήτων. Όπως ήταν φυσικό, αυτή η κατάσταση δεν άρεσε σε ΔΝΤ, βιομηχάνους και κράτος, που επιτακτικά ζητούσαν τη διάλυση αυτής της “οικονομικής τρομοκρατίας”. Επιστρατεύτηκε τότε η προπαγάνδα των ΜΜE εναντίον του παζαριού και των προϊόντων του και σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποσότητα πλαστών κουπονιών που έριξαν στην αγορά άγνωστοι παραχαράκτες, αυτό σήμανε τη σταδιακή απαξίωση του Trueque. Ανακτημένες Επιχειρήσεις Η αποτυχία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στην Αργεντινή αφήνει τεράστια κοινωνικά κενά, ανεκμετάλλεύτες παραγωγικές δυνάμεις και πολλαπλά ερωτήματα στις εργαζόμενες τάξεις για το αν η ελεύθερη αγορά μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία και πρωτίστως το δικαίωμα στην εργασία. Η αλματώδης αύξηση της ανεργίας, οι περικοπές μισθών σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η εκτίναξη του επιπέδου φτώχειας δίπλα σε μια τεράστια συγκέντρωση πλούτου, η μηδαμινή παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, η αποτυχία δημιουργίας νέων αποτελεσματικών αγορών διαμέσου της καθολικής ιδιωτικοποίησης της κρατικής περιουσίας, η σταδιακή διόγκωση του χρέους και η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων με βασικό στόχο την ένταση της εκμετάλλευσης και άντλησης απόλυτης υπεραξίας (μείωση μισθών, αύξηση χρόνου εργασίας, απορρύθμιση στοιχειωδών εργασιακών δικαιωμάτων) θα αποτελέσουν τις συνθήκες μέσα από τις οποίες αναπτύσσονται οι αντίρροπες δυνάμεις του τρίπτυχου Κατάληψη-Αντίσταση-Παραγωγή. Απέναντι συνεπώς στη διαρκή εικόνα των επιχειρήσεων υπό χρεωκοπία, σε πολλές περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι δεν περίμεναν μέχρις ότου απολυθούν, αλλά αντέδρασαν αναλαμβάνοντας και προσπαθώντας να τις κρατήσουν υπό λειτουργία. Δεδομένου όμως ότι πολλές επιχειρήσεις φτάνουν στο σημείο της χρεοκοπίας, οι
66
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
εργαζόμενοι, που αντιμετωπίζουν ελάχιστες εναλλακτικές λύσεις στα πλαίσια της γενικευμένης οικονομικής κρίσης, αναγκάζονται να οδηγηθούν πίσω στις επιχειρήσεις και να τις καταλάβουν, ανακτώντας σταδιακά την θέση τους στην εργασία. Η αντίσταση παράγεται και αναπτύσσεται σχεδόν αποκλειστικά μέσα από πρωτόλειες δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, συλλογικής αυτοοργάνωσης και κινηματικής έξαρσης. Η συνεταιριστική-αυτοδιαχειριστική παραγωγή έρχεται απλώς να συμπληρώσει ένα παζλ κοινωνικών δεσμών που έθετε την καθημερινότητα των πολιτών στα ίδια τους τα χέρια, με το δικαίωμα στην εργασία να τίθεται ως μία απο τις βασικότερες κινητήριες δυνάμεις. Ωστόσο η πρακτική αυτή συναντά σημαντικά εμπόδια τόσο από την μεριά του κεφαλαίου, όσο και από την πλευρά του κράτους και των θεσμών του. Αρχικά οι αντιδράσεις των ιδιοκτητών ήταν ανάμεικτες, ορισμένοι εγκατέλειπαν τελείως τις αποτυχημένες επιχειρήσεις, ενώ άλλοι δεν επιθυμούσαν να παραιτηθούν από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση και τα δικαστήρια δεν αναγνώριζαν επίσημα τις καταλήψεις, και παρόλο που αργότερα ορισμένες εκ των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων που έλαβαν βοήθεια από συνδικάτα, πανεπιστήμια ή ειδικευμένους οργανισμούς, κατάφεραν να αποκτήσουν μερική ή και καθολική νομική αναγνώριση, σήμερα η πλειοψηφία των κατειλημμένων επιχειρήσεων παραμένει σε αβέβαιη κατάσταση όσον αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των εργατικών κολεκτίβων. Διατρέχουν ακόμα τον κίνδυνο από τους αρχικούς ιδιοκτήτες οι οποίοι προσπαθούν να ανακτήσουν τις νέες επιτυχημένες επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό εργατικό έλεγχο. Σε αυτές τις συνθήκες συνελεύσεις γειτονιών, τοπικά κινήματα, δίκτυα αλληλεγγύης ανέργων, γυναικεία κινήματα, πρωτοβάθμια συνδικάτα, συντονιστικά κατειλημμένων επιχειρήσεων και απλοί πολίτες ασκούν συντονισμένα πίεση στους κρατικούς θεσμούς. Οργανώνουν διαδηλώσεις, πολιτιστικά γεγονότα και ανοικτές συζητήσεις, γνωστοποιούν την κατάσταση στις εμπλεκόμενες τοπικές κοινότητες με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική νομιμοποίηση, παρίστανται μαζικά στις δικαστικές διαδικασίες για περαιτέρω άσκηση πίεσης, πιέζουν τις τοπικές κυβερνήσεις και τους αντίστοιχους φορείς εξουσίας, περιφρουρούν τα κατειλημμένα εργοστάσια και σε πολλές περιπτώσεις συγκρούονται με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Η διεκδίκηση στο δικαίωμα της συλλογικής οργάνωσης της παραγωγής εκφράζεται μέσα από μία αντιπαράθεση που εκτείνεται σε ολόκληρο το κοινωνικό οικοδόμημα της Αργεντινής. Όπως έχει προαναφερθεί, η αυτοδιαχείριση παρουσιάζεται απλώς σαν μια αντανάκλαση ενός κινηματικού όλου που αναπτύσσεται στην Αργεντινή παραπάνω από μια δεκαετία. Τέσσερα είναι τα βασικά στάδια μέσα από τα οποία οι εργαζόμενοι προβαίνουν σε κινήσεις ανάκτησης των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων. Πρώτον, το εργοστάσιο καταλαμβάνονταν από τους εργαζόμενους, οι οποίοι διεκδικούσαν τους μισθούς που οφείλονταν. Οι εργαζόμενοι αντιστέκονταν στην έξωση από την αστυνομία και τα δικαστήρια, καθώς και στην επιβολή των ψηφισμάτων πτώχευσης για εκποίηση των μηχανημάτων και του εξοπλισμού, ως ένα μέρος για την πληρωμή του χρέους. Δεύτερον, οι εργαζόμενοι συσκέπτονταν για την ενδεδειγμένη πορεία δράσης, δεδομένης της απουσίας εξωτερικών λύσεων (ούτε οι ιδιοκτήτες, ούτε το κράτος παρείχαν βοήθεια). Γίνονταν προτάσεις για την επεξεργασία των υφιστάμενων πρώτων υλών και για τη διάθεση των προϊόντων που είχαν ήδη παραγγελθεί. Οι ιεραρχίες στην εργασία αναιρέθηκαν και οι διεργασίες παραγωγής αναδιοργανώθηκαν. Σταδιακά, οι πληρωμές των μισθών και των εμπορικών σχέσεων αποκαταστάθηκαν.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ (1990-)
67
Τρίτον, ακολούθησε μία νομική μάχη για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων να χρησιμοποιούν και να αποκτήσουν τα μέσα παραγωγής, μετατρέποντας το σχήμα των επιχειρήσεων σε συνεταιρισμούς, με ενσωμάτωση τυπικών κανόνων μιας δημοκρατικής διαχείρισης. Τέταρτον, αναπτύσσονταν νέα σχέδια παραγωγής. Οι καθημερινές έννοιες του χώρου και του χρόνου έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νοοτροπία που διαχωρίζει το σπίτι από την εργασία και η αναμονή για το δεκαπενθήμερο μισθό έχει δώσει τη θέση της σε μία άλλη: “το εργοστάσιο, μοιάζει με το σπίτι”. Οι χωροχρονικές αποστάσεις από το εργοστάσιο, τη γειτονιά, το σπίτι και την εργασία έχουν συγχωνευτεί, για να αντικαταστήσουν την ετερονομία της καπιταλιστικής γραμμής παραγωγής και την απόστασή της από τον κόσμο. Στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας είναι η αλλαγή στα εργασιακά πρότυπα. Από αυτά που βασίζονται στα προσόντα ή τις επαναλαμβανόμενες εργασίες που εκτελούνταν υπό το βλέμμα ενός προσεκτικού διαχειριστή και με ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ των εργαζομένων, σε αυτά που βασίζονται στην εκ περιτροπής εργασία, και όπου η παραγωγή οργανώνεται με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει μια οριζόντια διαβούλευση και ένα άνοιγμα στην ανταλλαγή γνώσεων. Επιπλέον, η νέα οργάνωση επιτρέπει στο προσωπικό να καλύψει προσωρινές κενές θέσεις εργασίας και να αναθέσει καθήκοντα ζωτικής σημασίας σε συγκεκριμένους εργαζομένους σε ορισμένες χρονικές περιόδους. Παλαιά και νέα κριτήρια αποδοτικότητας διαπλέκονται με αυτές τις αλλαγές. Ωστόσο, η κοινωνική υποκειμενικότητα έχει αλλάξει, δεν αξιοποιείται για την καπιταλιστική εργασία αλλά για την αρχή της αλληλεγγύης των εργαζομένων. Οι εργάτες θεώρησαν ότι ο ρόλος τους ήταν να κάνουν τα εργοστάσια να ξαναδουλέψουν και να δημιουργήσουν ίσες και ικανοποιητικές οικονομικές ανταμοιβές. Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο και η μορφή της ομαδικής δράσης έχει αλλάξει. Τα τυπικά μέσα, όπως η συνδικαλιστική εκπροσώπηση ή η διαπραγμάτευση με τους εργοδότες, έχουν αντικατασταθεί από υποκειμενικές σχέσεις βασισμένες στη συμμετοχική αυτοδιαχείριση, στις δημόσιες διαμαρτυρίες, στην αλληλεγγύη με τις άλλες ανακτημένες εταιρίες ή κοινωνικούς φορείς που βρίσκονται σε παρόμοια δύσκολη κατάσταση και στις παρεμβάσεις σε μέσα ενημέρωσης ή σε δημόσιους οργανισμούς.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1871
1969
2001
1936
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
71
Τα κινήματα που ως ένα βαθμό αναλύθηκαν παραπάνω, συνθέτουν ένα κομμάτι της διεκδίκησης της συλλογικής κατανάλωσης και προβάλουν ορισμένες προσπάθειες επαναπροσδιορισμού του τρόπου αναπαραγωγης της κοινωνίας. Ερευνώντας ιστορικά τις τέσσερις αυτές περιπτώσεις διακρίνουμε τις μεταλλάξεις τόσο των κοινωνικών κινημάτων πόλης όσο και του ίδιου του καπιταλισμού, Έτσι βλέπουμε ότι η Παρισινή Κομμούνα ήταν η πρώτη επανάσταση απόρροια της κρίσης του πρώϊμου καπιταλισμού και εξέφρασε τη διεκδίκηση των από κάτω για το δικαίωμα στην πόλη σε μια εποχή που το ηγεμονικό καθεστώς, αναδιοργανώνοντας την εξωτερική και εσωτερική δημοσιονομική και εμπορική πολιτική του, εφάρμοσε αστικό μετασχηματισμό (το πρώτο gentrification) και έφερε σημαντική ανάπτυξη στη Γαλλία. Οι Κομμουνάροι μέσα από συμμετοχικές διαδικάσίες και οριζόντιες δομές κατάφεραν να οικειοποιηθούν τον αστικό χώρο και να παράξουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής μέσα στην πόλη ενάντια σε αυτόν που επέβαλλε το ηγεμονικό κεφάλαιο και το κράτος. Διέσπηρε πλήθος επαναστατικών ιδεών στις επόμενες καπιταλιστικές κοινωνίες και παραμένει μέχρι και στις μέρες μας μια πηγή έμπνευσης κάθε φορά που αναζητείται διέξοδος από το εκάστοτε εξουσιαστικό μοντέλο. Τα αναρχικά και εργατικά κινήματα στην Βαρκελώνη τη δεκαετία του 1930, αποτελούν απόροια της πρώτης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης του καπιταλισμού που δημιούργησε πρόσφορο έδαφος ριζοσπαστικής αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης, τόσο από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά. Η εργατική τάξη μέσα από την επανάσταση άλλαξε σημαντικά κάθε πτυχή της ζωής. Η κοινωνική οργάνωση, η αλληλεγγύη και η αυτοδιαχείριση ως πρακτικές των καταπιεσμένων κατάφεραν να αλλάξουν τον τρόπο παραγωγής, να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας, να προσφέρουν εκπαίδευση, υγεία και πρόνοια, να αναδομήσουν το πολιτικό σύστημα, και να συμβάλλουν δραστικά στην εξίσωση των δύο φύλων. Έτσι, παρόλο που καταστάλθηκε η επανάσταση και το εργατικό κίνημα, κληροδοτήθηκε μια διαφορετική αντίληψη της αστικής ζώης, στις κοινωνικές σχέσεις, στις συνθήκες εργασίας στην οικονομική οργάνωση και στην οικειοποίηση του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου που τελικά εκφράστηκε μέσα από τη διεκδίκηση της εργατικής τάξης για το δικαίωμα στην πόλη. Τόσο στην παρισινή κομμούνα όσο και στην Βαρκελώνη του ισπανικού εμφυλίου, βλέπουμε μεσαίες και κατώτερες κοινωνικές τάξεις να αξιώνουν τα δικαιώματα τους πάνω στην διαχείριση και παραγωγή του αστικού χώρου. Σε αυτές τις δύο επαναστάσεις διακρίνουμε μια εξελικτική στις πρακτικές για την διεκδίκηση της ζωής μέσα στην πόλη, απο τους ανθρώπους που επιβιώναν με τα ελάχιστα σε καθεστως καθαρά βιομηχανικού καπιταλισμού. Φυσικά σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και συλλογικοποίηση των αγώνων αυτών έπαιξε και η ύπαρξη ακόμα παραδοσιακών δομών στις κοινωνίες αυτές. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος όμως και κυρίως η περίοδος των δυο δεκαετιών οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε, μετέβαλλαν κατά πολύ την αστική πραγματικότητα, και η οικονομική κρίση ήρθε για να δημιουργήσει εκ νέου προυποθέσεις αμφισβήτησης. Ένα από τα πρώτα παραδείγματα τέτοιας αμφισβήτησης είναι η Lotta-Continua στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Σε ένα περιβάλλον που έχει αποκτήσει πλεόν τα χαρακτιριστικά της σύγχρονης πόλης, η παραδοσιακή ζωή της εργατικής τάξης άλλαξε απότομα, με την ανωνυμία και την απουσία κοινωνικών σχέσεων, να επικρατούν λόγω του νέου μαζικού τρόπου κατοίκησης. Ώστόσο κατά την διάρκεια του αγώνα της, η εργατική τάξη κατάφερε διαμορφώσει έναν νέο τρόπο ζωής, μακριά από τον έλεγχο των αφεντικών.
72
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Οι εργαζόμενοι καθορίζοντας και διεκδικώντας τα συμφέροντα τους με συλλογικές διαδικασίες, άρχισαν να παίρνουν την ζωή στα χέρια τους και να επανακτούν έτσι το κομμάτι της πόλης που κατοικούν. Παρά την κάμψη των διεκδικήσεων που επήλθε με τον καιρό, διάφορες επιτροπές κατοίκων και οργανώσεις που υπερασπίζονται το δικαίωμα στην κατοικία, επιβίωσαν διάσπαρτες σε όλη την Ιταλία, διατηρώντας ζωντανές δομές αυτοδιαχείρισης και αλληλεγγύης στο περιβάλλον του άγριου καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς που ακολούθησε την οικομική κρίση του 1970. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία του καπιταλισμού είναι μια διαδοχή κρίσεων και ανάπτυξης μέσα απο την οποία, τα συστήματα εξουσίας επιβιώνουν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται παγκοσμίως. Έτσι φτάνουμε στο πιο κοντινό ιστορικό παράδειγμα της Αργεντινής στα τέλη της διακαετίας του 1990. Το ενδιαφέρον με το συγκεκριμένο παράδειγμα, είναι ότι ως ένα βαθμό αντικατοπτρίζει τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από την εξουσία, ή και ώς ένα βαθμό οδήγησαν, στην κρίση που βιώνουμε σήμερα. Εκεί, είδαμε πως με την έναρξη της δεκαετίας του 90’, αναδύεται μια νέα συμμαχία μεταξύ των πολιτικο-οικονομικών συμφερόντων της Δύσης και των ισχυρών οικονομικών ελίτ της Αργεντινής. Έτσι η εγχώρια αγορά φιλελευθεροποιείται, με την προσέλκυση των ξένων επενδύσεων να γίνεται άνευ όρων και προϋποθέσεων. Οι νέες αγορές που δημιουργούνται από την ιδιωτικοποίηση ενός πλούσιου κρατικού τομέα πυροδοτούν μία τεράστια συγκέντρωση του πλούτου και της παραγωγής στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων. Η κατάσταση των εργατικών στρωμάτων κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Όσο ενισχύονται οι μεγάλοι δείκτες ανάπτυξης, τόσο η κρίση της εργασίας εντείνεται. Δίπλα στην ισχυρή ανάπτυξη αυξάνονται και κοινωνικοί δείκτες όπως ανεργία, το μέσο επίπεδο φτώχειας και τα επίπεδα επισφαλούς εργασίας. Στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που εφαρμόζεται, η πολύπλευρη επίθεση στην εργασία, αποτέλεσε το βασικό οικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναδύθηκαν νέες κινηματικές ταυτότητες. Σταδιακά τα κινήματα που δημιουργούνται εμπλουτίζουν τις δραστηριότητες τους, οικοδομούν ποικίλα δίκτυα αλληλεγγύης, συγκροτούν νέα κοινωνικά δεσμά και επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι κοινωνικές κινητοποιήσεις. Παρατηρήσαμε οτί η γέννηση τους οφείλεται στην προύπαρξη ισχυρών εργατικών αγώνων, δυναμικών σωματείων με σημαντικές νίκες στο ιστορικό τους (ιδιαιτέρως αυτά του δημοσίου τομέα) και κινημάτων που τις προηγούμενες δεκαετίες υπερασπίζονταν τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα. Η τακτική της αυτόνομης και αδιαμεσολάβητης δράσης διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στη μαζικοποίηση και στον εμπλουτισμό των δραστηριοτήτων που ανέλαβαν τα δίκτυα αλληλεγγύης. Η κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής συνοδεύτηκε και από μια εκτεταμένη κρίση του Αργεντίνικου πολιτικού συστήματος. Η πολιτική αναβαπτίζεται όχι μέσα από τους θεσμούς του συστήματος, αλλά μέσα από τις αυτόνομες δράσεις των δικτύων αλληλεγγύης, τις λαϊκές συνελεύσεις γειτονιών και την προσπάθεια να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι παραγωγής. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων στις κατειλημμένες επιχειρήσεις, των συμμετεχόντων στα trueque, των κατοίκων που συμμετέχουν στις συνελεύσεις γειτονιάς και των ομάδων των πικετέρος, οι οποίοι συνεργάζονται με ποικίλους τρόπους, οδήγησαν σε μια επέκταση των δικτύων πολύ πέρα από τα όρια της περιοχής τους. Η παράθεση και ανάλυση αυτών των κινημάτων έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σήμερα καθώς διανύουμε μια μεταβατική περίοδο του καπιταλισμού. Ο Antonio Gramsci αναφέρει στα “Ημερολόγια Φυλακής” πως “η κρίση αποτελείται ακριβώς απο το γεγονός ότι το παλαιό πεθαίνει και το νέο αδυνατεί να γεννηθεί. Σε αυτό το μεσοδιάστημα μια μεγάλη ποικιλία από μακάβρια συμπτώματα εμφανίζεται”. Αναγνωρίζουμε πως βρισκόμαστε
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
73
ιστορικά σε αυτό ακριβώς το σημείο και βλέπουμε την αντιστοιχία του με το σήμερα. Έτσι η γνώση της ιστορίας δεν αποσκοπεί στην αναζήτηση ασφάλειας στο παρελθόν, ως ένα σταθερό δόγμα προς υιοθέτηση σήμερα. Είναι περισσότερο η ανάγκη για μια κριτική του σήμερα, μέσα από κάποιες αναλογίες του παρελθόντος, χωρίς να παραβλέπουμε τις σύγχρονες ιδιαιτερότητες. Προσπαθούμε λοιπόν περισσότερο να προβάλλουμε αυτά τα κινήματα ως ένα έναυσμα για αυτό που περιγράφει ο M. Bookchin σαν δημιουργική σκέψη και πράξη. Μια αφορμή για το πως θα μπορούσε το παρελθόν να αποτελέσει μέσο για τον επαναπροσδιορισμό και την ριζοσπαστικοποίηση της πρακτικής, ωστε να καταστεί δυνατή μια απάντηση σε αυτό που διαφαίνεται τα τελευταία χρόνια ως η αδυναμία, όσων βιώνουν της συνθήκες της ακραίας λιτότητας, να επαναστατικοποιήσουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα. Προφανώς τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά σε σχέση με το περιβάλλον που αναπτύχθηκαν τα εν λόγω κινήματα. Η καπιταλιστική οικονομία είναι περισσότερο παγκοσμιοποιημένη παρά ποτέ και έχει διεισδύσει πλήρως σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Η βιομηχανική εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο δεν υφίσταται πλέον, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε παλιότερα . Ο παραδοσιακός συνδικαλισμός έχει σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά, τα πολιτικά δόγματα και η μοναδική αλήθεια που αντιπροσώπευε το κόμμα ή το συνδικάτο, επίσης. Ταυτόχρονα, όμως, η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, με την κοινωνική υποβάθμιση, την ανασφάλεια και την κατάρρευση των αξιωμάτων περί υπεροχής της ελεύθερης αγοράς ή περί τέλους της ιστορίας που τη συνδέουν, οδηγεί και πάλι στο ανακάτεμα της τράπουλας.
ΠΗΓΕΣ
ΠΗΓΕΣ
77
Βιβλιογραφία -David Harvey, Εξεγερμένες πόλεις: από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, εκδόσεις ΚΨΜ, 2013 -Chris Ealham, Class, Culture and Conflict in Barcelona 1898–1937, εκδόσεις Routledge, 2005. -Murray bookchin, Η Ισπανική Επανάσταση του 1936 ένας κριτικός απολογισμός, εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1995. -Antoni Castells Duran, Επανάσταση και κολεκτιβοποιήσεις στη Βαρκελώνη του Εμφυλίου,1936-1939, Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία, 1936-1939, εκδόσεις των ξένων, 2013 -Βασίλης Ραφαηλίδης, Θερμοί και Ψυχροί Πόλεμοι, κεφάλαιο: Ισπανικός εμφύλιος πόλεμος, εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1996 -Α. Γκράμσι, Τα εργοστασιακά συμβούλια και το κράτος της εργατικής τάξης, Αθήνα, εκδ. Στοχαστής, 1975 - Α. Γκράμσι, Πολιτικά κείμενα, Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας, 1975 - Φ. Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, Αθήνα, εκδ. Γράμματα, 1981. - Α. Νέγκρι, Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη. Ο Ιταλικός «Μάης», Αθήνα, Εκδ. Κομμούνα 1983, σελίδα 79 -Μανουέλ Καστέλς, Πόλη και κοινωνικοί αγώνες, Εκδόσεις Αγώνας, για την ελληνική έκδοση, 1980. -Γκίντενς Άντονυ, Εισαγωγή στην κοινωνιολογία, Εκδόσεις Οδυσσέας, 1993 Περιοδικά Έντυπα: -Περιοδικό Κομπρεσέρ: για την πόλη και την επανάσταση, τεύχος 5, κεφάλαιο “Η επανάσταση μιας πόλης: Η κομμούνα του Παρισιού”, 2013 -Urban anarchy, Ινσταμπουλ,η πιο όμορφη πόλη: ο εξεγερμένος κοινός χώρος, Θεσσαλονίκη 2014 -Περιοδικό Κομπρεσέρ: για την πόλη και την επανάσταση, τεύχος 5, κεφάλαιο “Βαρκελώνη 1936: Πόλη στα οδοφράγματα”, 2013 Φιλμογραφία: -https://vimeo.com/22360993, Η παρισινη Κομμούνα 1871”Ένα έργο του Mehdi Lalaoui” -https://www.youtube.com/watch?v=0S0wl4RmG8w&feature=youtu.be, “Το Μοντέρνο Σχολείο του Φ. Φερρερ” -https://www.youtube.com/watch?v=p6RFro3dk78, “Vivir la utopia”, Juan Gamero, 1997 -Το Δόγμα Του Σοκ (Ν. Klein) https://www.youtube.com/watch?v=wpJZM-2LroE -Το Πείραμα Της Αργεντινής (Εξάντας) https://www.youtube.com/watch?v=Km3bajZVgA -Piqueteros Carajo https://www.youtube.com/watch?v=hxS1uKSIjOE -A Documentary On Piquetero Movement https://www.youtube.com/watch?v=jAo5NBerV1c -The Take (N.Klein)
78
ΑΣΤΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
https://www.youtube.com/watch?v=dMnUkOB4fIE Διαδίκτυο: -https://kompreser.espivblogs.net/2014/04/28/parisini-commouna-to-edafos/, Θάνος Ανδρίτσος, Παρισινή Κομμούνα: Το έδαφος κάτω από την έφοδο στον ουρανό -https://kompreser.espivblogs.net/2011/09/30/walter-benjamin/, Walter Benjamin -Παρίσι, Πρωτεύουσα του 19ου αιώνα (Σύνοψη του 1939) -https://el.wikipedia.org/wiki/Παρισινή_Κομμούνα -https://el.wikipedia.org/wiki/Γαλλοπρωσικός_Πόλεμος -courses.arch.ntua.gr/fsr/116142/Giagkoula_Gougoulakis.pdf -http://eagainst.com/articles/jose-peirats-interview/ -http://historyofbarcelona.weebly.com/ -https://el.wikipedia.org/wiki/Ισπανικός_Εμφύλιος -https://el.wikipedia.org/wiki/Εθνική_Συνομοσπονδία_Εργατών(Ισπανία) -http://www.nelvento.net/archivio/68/ms/ms.htm -https://barikat.gr/content/i-exokoinovoyleytiki-aristera-stin-italia-afieroma-sti-lotta-continua-kai-ti-potere-operai-0 -http://ektosgrammis.gr/index.phpoption=com_content&view=article&id=471:epistrofh&catid=88:t25&Itemid=502 -http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1046&Itemid=29 -http://libcom.org/library/take-over-city-italy-1972-lotta-continua -http://www.arengario.it/homepage/_hp-pdf/catalogo-tano-lottacasa.pdf -https://libcom.org/history/1962-1973-worker-student-struggles-italy -https://libcom.org/history/italian-background-ernest-dowson -https://libcom.org/history/cultural-revolution-lotta-continua -http://kompreser.espivblogs.net/2011/09/09/take-over-the-city/ -https://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/05/14/τι-είναι-κίνημα/ -https://ilesxi.wordpress.com/2011/12/19/το-κίνημα-των-ανέργων-στην-αργεντινή -http://www.anarxeio.gr/files/pdf/SKYA_Horizantalidad._2011-06_BO.pdf -http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=320187 -https://kompreser.espivblogs.net/2011/04/02/argentini-morfes-astikon-kinimaton/