5 minute read
Πρόλογος
Πρότζεκτ 500 λέξεις (περίπου) για ένα διήγημα αστραπή με θέμα το Χάλογουιν. Την ιδέα πρότεινε ο καλός μου φίλος Ιωάννης Μπαχάς. Το σκέφτηκα, ρώτησα την Ελπίδα Πέτροβα και την Μαρία Καρμίρη και οι δύο μου είπαν “Πως μα, ναι, είναι μια ωραία ιδέα και είμαστε εδώ να σε στηρίξουμε!” Δεν το είπαν ταυτόχρονα, αλλά η καθεμία με τον δικό της τρόπο.
Αφού πολέμησα με δράκους και βρυκόλακες, τις αϋπνίες από την αλλαγή της ώρας και τον ανάδρομο Ερμή, χα!, έκανα ένα κάλεσμα και ανταποκρίθηκαν δεκατέσσερα άτομα που φόρεσαν την Χαλογουιν στολή τους και έγραψαν μέσα σε κυριολεκτικά λίγες μέρες, υπέροχες ιστορίες. Επίσης, ένα ευχαριστώ στον Rafael Blackheart γιατί είχε μια ιδέα που έδωσε άλλη πνοή στο όλο εγχείρημα. Να συνδυάσουμε τις αναρτήσεις στην σελίδα με ένα μουσικό κομμάτι. Και ήταν πολύ επιτυχημένη ιδέα τελικά.
Advertisement
Κρυστάλλη Κατερίνα
Μια ιστορία από τον Jean V. Noir
Μια παντοτινή νύχτα
Δε θυμόμουν να είχα ξαναδεί από κοντά τέτοια πόρτα. Είχε στο κέντρο της ένα ρόπτρο. Και ήταν μάλιστα και σε σχήμα ματιού. Το μυαλό μου όμως πετούσε στα σύννεφα και δεν κοντοστάθηκα ούτε στιγμή. Μέσα, με περίμενε εκείνη… Είχαμε γνωριστεί την προηγούμενη βραδιά και είχαμε αγαπηθεί κεραυνοβόλα! Έπιασα προσεκτικά το μάτι-μπαλίτσα και χτύπησα απαλά την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε αργά από μόνη της. Από μέσα, ξεχύθηκε ένα βαρύ και μεθυστικό άρωμα. Πέταλα τριαντάφυλλου ήταν στρωμένα στο πάτωμα και οδηγούσαν κάπου. Τον χώρο πλημμύριζε ένα ημίφως σε τόνους κόκκινους. Σίγουρος πως τα πέταλα οδηγούν σε εκείνη, έκλεισα την πόρτα πίσω μου και ακολούθησα το ανθοστόλιστο μονοπάτι. Τελικά, οδηγούσε σε έναν καναπέ, σκεπασμένο με ένα μπορντό κάλυμμα. Ένα τραπεζάκι χαμηλό βρισκόταν ακριβώς μπροστά από τον καναπέ και είχε πάνω δύο ποτήρια γεμάτα με κάποιο οινοπνευματώδες ποτό. Με προσεκτικές κινήσεις, κάθισα στον καναπέ και άρχισα να πίνω το γλυκό ποτό. Απέναντί μου, το παράθυρο που κοιτούσε στον δρόμο, καλυμμένο από παχιές κουρτίνες. Απολάμβανα με λαιμαργία το ποτό μου όταν την ένιωσα να με πλησιάζει. Ακόμα δεν είμαι σίγουρος πώς, αφού δεν έκαναν θόρυβο τα βήματά της. Μου χάιδεψε το κεφάλι βυθίζοντας τα μεγάλα της νύχια μέσα στα μαλλιά μου. Όσο και να μου άρεσε αυτό, σηκώθηκα και πήγα προς το παράθυρο. Είχα αρχίσει βλέπεις να νιώθω όλο και περισσότερο ένα αίσθημα ασφυξίας. Πλησίασα και έκανα πέρα τις βελούδινες μπορντό κουρτίνες. Προσπάθησα να ανοίξω το παράθυρο, μα δεν άνοιγε όση δύναμη και να έβαζα. Και τότε είδα… Ξέρεις πολύ καλά τι αλλά ας μη χαλάσω την αφήγησή μου. Είδα ένα κοριτσάκι να με κοιτάζει από το απέναντι σπίτι. Ακόμα θυμάμαι το έντρομο βλέμμα του. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού του και με κοιτούσε. Και η έκφρασή του γινόταν ένα με τα τρομακτικά στολίδια που κοσμούσαν την αυλή του. Αυτή η έκφραση ήταν πιο τρομακτική για μένα από όλες τις κολοκύθες με τη φάτσα του Τζακ που ήταν διάσπαρτες τριγύρω. Ένιωσα τον χρόνο να σταματάει - αστείο δε βρίσκεις; Τέλος πάντων συνεχίζω. Σαν όλα να είχαν σβηστεί από γύρω μου, είχα επικεντρωθεί στο πρόσωπο του κοριτσιού που τώρα κάτι έλεγε σε κάποιον. Πολύ σύντομα, είδα μια γυναίκα που λογικά πρέπει να ήταν η μητέρα του κοριτσιού να κοιτάζει προς το σπίτι. Μα τι της έλεγε; Προσπαθούσα μανιωδώς να καταλάβω. Είχα αρχίσει να νιώθω τον αέρα να λιγοστεύει όλο και πιο πολύ, αλλά συνέχιζα να προσπαθώ να καταλάβω αυτά τα λόγια σαν να ήταν η τελευταία σανίδα σωτηρίας μου. Όταν επιτέλους τα κατάλαβα, ανατρίχιασα ολόκληρος… «Θα τον σκοτώσει!». Γύρισα έντρομος το κεφάλι μου και είδα εκείνη με ένα αγαλματίδιο στο χέρι να με κοιτάζει με διαβολικό ύφος. «Ήρθε επιτέλους η σειρά μου να ελευθερωθώ» τα λόγια που μου είπε και μετά… σκοτάδι. Τελείωσα την αφήγηση, μικρή μου, ώρα να φεύγεις. Πλησιάζουν μεσάνυχτα και δεν πρέπει να σε βρουν εδώ. Ας υψώσουμε μόνο τα ποτήρια μας, για ακόμη μία φορά… για τη φιλία μας που κρατάει πλέον πάνω από εβδομήντα Halloween! Μικρή μου; Μ’ ακούς;
Μια ιστορία από τον Φωτογράφο
Ο Τζακ και η κολοκύθα
Τη μικρή, ήσυχη, επαρχιακή πόλη με το περίεργο όνομα «Halloween», τις τελευταίες εβδομάδες μόνο ήσυχη δε θα μπορούσες να την πεις. Οι κολοκύθες είχαν εξαφανιστεί από την περιοχή. Είχαν χρειαστεί να προμηθευτούν και από άλλους παραγωγούς, αφού τα δύο μικρά μανάβικα δεν μπόρεσαν να καλύψουν τις ανάγκες. Μικροί και μεγάλοι είχαν επιδοθεί σε έναν άτυπο αγώνα δρόμου προκειμένου να γεμίσουν τα σπίτια, τις αυλές αλλά και τους δημόσιους χώρους με τα φαναράκια από κολοκύθα, που υποτίθεται ότι έδιωχναν μακριά τα κακά πνεύματα. Η ημερομηνία-ορόσημο πλησίαζε. 31 Οκτωβρίου. Η μικρή πόλη έπρεπε να τιμήσει επάξια το όνομά της, που το είχε πάρει λόγω του πάθους των κατοίκων της για τη συγκεκριμένη νύχτα. Πάθος που είχε κληροδοτηθεί από γενιά σε γενιά, ξεκινώντας από τους πρώτους κατοίκους, μετανάστες από την Ιρλανδία, που διέσχισαν τον Ατλαντικό για μια καλύτερη μοίρα. Το σκάλισμα της κολοκύθας ήταν η βασική απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο. Μάτια, μύτη, στόμα και για «ψυχή» ένα κερί. Ή ένα κάρβουνο, όπως όριζε η παράδοση. Και την παράδοση αυτή την τηρούσε ευλαβικά μόνο ο Τζακ σε αυτή την πόλη. Πενηντάρης πλέον, ζούσε μόνος του και απομονωμένος τα τελευταία δώδεκα χρόνια, αφότου πέθανε η μητέρα του. Η άτυχη γυναίκα είχε βρεθεί αποκεφαλισμένη τη νύχτα του Halloween, στην αυλή του σπιτιού της. Το κομμένο κεφάλι ήταν τοποθετημένο όρθιο, δίπλα στο ακέφαλο πτώμα και στο στόμα μέσα υπήρχε ένα αναμμένο κάρβουνο. Από τότε, ο Τζακ κάθε χρόνο έφτιαχνε τα πιο ωραία φαναράκια, στα οποία έβαζε μέσα αναμμένα κάρβουνα. Ήταν τόσο πετυχημένο το σκάλισμα, που όποιος τα έβλεπε, αν ήταν παιδί, τρόμαζε, κι αν ήταν ενήλικος, ζήλευε για τη δεξιοτεχνία του. Φέτος, έπεφτε ημέρα Σάββατο. Τα παιδιά ξεκίνησαν να επισκέπτονται όλα τα σπίτια με τη σειρά. Οι καραμέλες, οι σοκολάτες, τα πειράγματα και οι ευφάνταστες στολές γέμισαν την πόλη. Και, φυσικά, τα φαναράκια. Σαν σκοτείνιασε, οι περισσότεροι μαζεύτηκαν στην πλατεία μπροστά από το δημαρχείο, η οποία γέμισε από φωτισμένες σκαλισμένες κολοκύθες. Κι όταν γύρισαν όλοι στα σπίτια τους, έμειναν οι κολοκύθες στην πλατεία, φωτισμένες, έτοιμες να διώξουν τα κακά πνεύματα. Όμως, κανένας δεν είχε προσέξει ότι έλειπε η κολοκύθα του Τζακ. Στη θέση της, υπήρχε το κομμένο κεφάλι του, να στέκει όρθιο. Και μέσα στο στόμα του, σιγόκαιγε ένα αναμμένο κάρβουνο.