Ερωτήσεις ΚΕΕ "Πρωταγόρας" Πλάτωνα

Page 1

Πλάτωνα «Πρωταγόρας» Ερωτήσεις Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 1η α) Ποιο είναι το αντικείμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα, όπως το ορίζει ο ίδιος; β) Γιατί τονίζει ότι στόχος του εκπαιδευτικού του προγράμματος είναι να γίνει ο μαθητής του ικανός «να πράξει και να μιλήσει» (πράττειν καὶ λέγειν) για πολιτικά θέματα; Στην απάντησή σας, αξιοποιώντας τις γνώσεις που έχετε για την αρχαία κοινωνία και ειδικά για τη δημοκρατική Αθήνα, να αναφερθείτε στη σημασία που είχε ο συνδυασμός λόγων και έργων στην πολιτική ζωή. α) Ο Πρωταγόρας αναφέρει πως το μάθημα που διδάσκει είναι η εὐβουλία, η σωστή σκέψη και λήψη αποφάσεων τόσο για τα θέματα που αφορούν τα οἰκεῖα, την ιδιωτική ζωή, πώς δηλαδή να διευθετεί κανείς με τον καλύτερο τρόπο τα ζητήματα του οἴκου του, όσο και για τα θέματα που αφορούν την πόλη, ώστε να είναι κανείς όσο γίνεται πιο ικανός να πράξει και να μιλήσει για πολιτικά θέματα. Ο Πρωταγόρας, επομένως, ορίζει τη διδασκαλία του ως βελτίωση της ικανότητάς των μαθητών του να αντιλαμβάνονται σωστά τα δεδομένα που τους τίθενται κάθε φορά και με βάση αυτά να λαμβάνουν ορθές αποφάσεις. Η ικανότητά τους αυτή, μάλιστα, θα τους βοηθά τόσο στην αποτελεσματική διαχείριση του οίκου τους όσο και στην ενεργή συμμετοχή στα δημόσια ζητήματα. οἰκεῖα: Το χαρακτηριστικό του οίκου στο ιδεολογικό επίπεδο, ήταν ότι είχε μια συνέχεια μέσα στο χρόνο, είχε παρελθόν (τους προγόνους) και μέλλον (τους απογόνους). Γι’ αυτό και ήταν υποχρέωση κάθε ενήλικου άνδρα να σεβαστεί το παρελθόν του οίκου του και να εξασφαλίσει τη συνέχειά του στο μέλλον. Άρα, η κοινωνική στάση και το ήθος κάθε άνδρα είχε συνέπειες όχι μόνο ατομικές, αλλά και ως προς τη συντήρηση και διατήρηση του κύρους του οίκου του. Τα οικεία είναι, επομένως, όλες οι υποθέσεις που σχετίζονταν με την οικονομική και κοινωνική ευμάρεια ενός οίκου και αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του ενήλικου άνδρα. β) Ο Πρωταγόρας αναφέρει πως καθιστά τους μαθητές του ικανούς να πράττουν και να μιλούν κατάλληλα για τις πολιτικές υποθέσεις, ανταποκρινόμενος έτσι στο αριστοκρατικό ιδανικό που επιδίωκαν εκείνοι που είχαν τα απαραίτητα χρήματα για να μαθητέψουν κοντά του. Η εικόνα του άριστου ανδρός για τις πλούσιες οικογένειες αντλούνταν από τα πρότυπα που διαμόρφωνε, μέσα από τις περιγραφές των ηρώων του, ο Όμηρος, ο οποίος έδινε ιδιαίτερη σημασία στη συνύπαρξη της γενναιότητας στις πράξεις με την ικανότητα του ορθού λόγου. Για παράδειγμα, στη Ι ραψωδία της Ιλιάδας όπου ο Φοίνικας, ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, μιλά στον οργισμένο ήρωα για τις προσδοκίες του πατέρα του, του Πηλέα, λέει: «Γι’ αυτό μαζί σου μ’ έστειλε, για να σε δασκαλεύω πώς να μιλάς στις σύναξες, να πολεμάς στη μάχη» (μτφρ. Θ. Μαυρόπουλος). «μύθων τε ῥητῆρ᾽ ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων»: Το ιδανικό, επομένως, για τους αθηναίους πολίτες είναι να συνδυάζουν αφενός την ικανότητα να μιλούν ορθά για τις δημόσιες υποθέσεις, στοιχείο που προϋποθέτει τόσο την καλή έκφραση και διατύπωση του λόγου τους όσο και τη δυνατότητα ορθής αντίληψης και επεξεργασίας των δεδομένων της πραγματικότητας κι αφετέρου την ικανότητα να προβαίνουν σε πράξεις, χωρίς να δειλιάζουν και φυσικά χωρίς να εμφανίζονται ασυνεπείς


με τις απόψεις που εκφράζουν. Λογική σκέψη, καλά διατυπωμένος λόγος και αποφασιστικότητα στις πράξεις, αποτελούν άρα τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν έναν σωστά εκπαιδευμένο πολίτη. Η έμφαση που δίνει ο Πρωταγόρας στο γεγονός ότι διδάσκει στους μαθητές του πώς να είναι όσο γίνεται πιο ικανοί στο να πράττουν και να μιλούν για τα πολιτικά θέματα, είναι λογική, καθώς ακριβώς αυτός ο συνδυασμός λόγου και πράξης είναι το ζητούμενο για τους αθηναίους πολίτες. Σε μια άμεση δημοκρατία όπου οι πολίτες όφειλαν να μετέχουν στις δημόσιες συζητήσεις και να συναποφασίζουν για καθετί που αφορούσε την κοινή τους πορεία, η δυνατότητα του ατόμου να μιλά ορθά και να πράττει με αποφασιστικότητα, αποτελεί πολύτιμο προσόν. Ο Πρωταγόρας, επομένως, γνωρίζοντας τις ανάγκες της δημοκρατικής Αθήνας και τις επιδιώξεις των πολιτών της, παρουσιάζει τη διδασκαλία του ως άριστα ενδεδειγμένη για να καλύψει τις ανάγκες των υποψήφιων μαθητών του. Η αξία του συνδυασμού λόγου και πράξης, καθώς και η ανάγκη των πολιτών της Αθήνας να συμμετέχουν ενεργά στα πολιτικά ζητήματα, παρουσιάζεται και στον αριστουργηματικό Επιτάφιο του Περικλή: «Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρούμεν όχι φιλήσυχον, αλλ’ άχρηστον πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες, ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και συγχρόνως μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις τους άλλους αντιθέτως η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν.» (Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος) Ο Σωκράτης την «ευβουλία για τα ζητήματα του οίκου και τα θέματα της πόλης» (εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως), που επαγγέλλεται ως στόχο της διδασκαλίας του ο Πρωταγόρας, την εξηγεί ως «πολιτική τέχνη», δηλαδή τέχνη με την οποία «κάνει τους άνδρες ἀγαθοὺς πολίτες» (ποιεῖν τοὺς ἄνδρας ἀγαθοὺς πολίτας). Ο Πρωταγόρας δέχεται ανεπιφύλακτα ότι αυτό ακριβώς διδάσκει. Να εξηγήσετε τη σύνδεση αυτή πολιτικής και αρετής με αναφορά στις πολιτικές αντιλήψεις και γενικά την πολιτική ζωή της αρχαίας Ελλάδας (ειδικά της Αθήνας). [Για τους αρχαίους Έλληνες ο άνθρωπος ήταν πρώτα πρώτα πολιτικὸν ὄν και η ύπαρξή του ήταν αδιανόητη έξω από την πόλη στην οποία ήταν ενταγμένος. Σωκράτης και Πρωταγόρας συμφωνούν ότι άξονας της αγωγής των νέων είναι η αρετή, αν και δεν την εννοούν με τον ίδιο τρόπο. Ο Πρωταγόρας δίνει έμφαση στην κοινωνική λειτουργία και χρησιμότητα της αρετής (δεν ενδιαφέρεται για λεπτομερέστερες θεωρητικές αναλύσεις). Φαίνεται ότι ο Πρωταγόρας δέχεται (και ο Σωκράτης έμμεσα) ότι ο αγαθός άνδρας είναι αυτονόητα αγαθός πολίτης (γι’ αυτό και το μάθημα που διδάσκει είναι εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως).] Ο Πρωταγόρας διατείνεται πως η διδασκαλία του αποσκοπεί σε μια αμιγώς νοητική βελτίωση των μαθητών του, οι οποίοι θα καθίστανται ικανοί να κρίνουν σωστά καθετί που αφορά τις ιδιωτικές και δημόσιες υποθέσεις. Εντούτοις, τη νοητική


αυτή βελτίωση ο Σωκράτης την ερμηνεύει ως διδασκαλία της πολιτικής τέχνης που στοχεύει στο να κάνει τους άνδρες αγαθούς πολίτες, δίνοντας έτσι ηθική χροιά στα μαθήματα του Πρωταγόρα. Η νοητική διάσταση της αρετής εμφανίζεται άρα αλληλένδετη με την ηθική, καθώς για τους αρχαίους Έλληνες ένας άνθρωπος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανός πολίτης αν δεν ήταν ηθικά άρτιος. Η ηθική αρτιότητα, μάλιστα, λάμβανε την ιδανική της έκφραση μέσα από τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά, με σαφή πάντοτε διάθεση για προσφορά στο κοινωνικό σύνολο. Η έννοια της αρετής ενέχει μια σειρά προτερημάτων, τα οποία σχετίζονται τόσο με τις νοητικές και γνωστικές ικανότητες του ατόμου, όσο και με την ηθική του υπόσταση. Όταν, επομένως, ο Πρωταγόρας κάνει λόγο για την εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, δεν περιορίζει το σκοπό της διδασκαλίας του στην ορθοφροσύνη, τη βελτίωση της κρίσης του ατόμου και στην ενίσχυση των εκφραστικών του ικανοτήτων, εννοεί παράλληλα και την ηθική τελείωση. Η νοητική εξέλιξη του ατόμου, είναι για τους αρχαίους Έλληνες άμεσα συνυφασμένη με την ηθική του ανάπτυξη. Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι για τον Πρωταγόρα, όπως και για τον Σωκράτη, το να είναι κάποιος αγαθός άνδρας σημαίνει ταυτόχρονα πως είναι και αγαθός πολίτης, στοιχείο που τονίζει την πεποίθηση που επικρατούσε τότε πως η δράση του ατόμου στην προσωπική του ζωή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παρουσία του στα πλαίσια της κοινωνίας. Ο Αθηναίος πολίτης μπορεί να αποζητήσει την προσωπική του δικαίωση και ευημερία, μόνο μέσα από τη συνολική ευημερία της πόλης, γι’ αυτό και οποιαδήποτε εκπαιδευτική προσπάθεια γίνεται για την προσωπική του βελτίωση, αποσκοπεί κατ’ ανάγκη και στα στοιχεία εκείνα που θα τον καταστήσουν ενεργό και αποτελεσματικό πολίτη. Για τους αρχαίους Αθηναίους είναι αυτονόητο πως ένας πολίτης είναι αγαθός όταν συνδυάζει τις πολιτικές του δεξιότητες με τις ηθικές εκείνες αρετές που θα τον ωθήσουν να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία της πόλης. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Σωκράτης αναφερόμενος στην πολιτική τέχνη, διευκρινίζει πως αυτή κάνει τους άνδρες αγαθούς πολίτες, και όχι πολιτικούς, υπό την έννοια πως πρώτο μέλημα κάθε εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η πνευματική και ηθική ολοκλήρωση που θα προσφέρει στην πόλη ενάρετους πολίτες, από τους οποίους θα προκύψουν στη συνέχεια και οι αγαθοί πολιτικοί. Για τον Σωκράτη δεν είναι θεμιτή η στάση των σοφιστών να εκπαιδεύουν τους μαθητές τους ειδικά για μια πολιτική σταδιοδρομία, καθώς η ουσιαστική τους φροντίδα θα έπρεπε να είναι η ενστάλαξη ηθικών αρχών στους μαθητές τους, ώστε να υπηρετήσουν άξια την πόλη έστω και ως απλοί πολίτες. Άλλωστε, στα πλαίσια της αθηναϊκής δημοκρατίας, κάθε πολίτης αναλάμβανε πολιτική δράση με τη συμμετοχή του στις συνελεύσεις και στα δικαστήρια, με τη συμμετοχή του στις πολεμικές δραστηριότητες της πόλης, αλλά και με την εκλογή του σε αξιώματα. Η αναφορά του Σωκράτη σε αγαθούς πολίτες μας παραπέμπει στο πρότυπο του καλοῦ κἀγαθοῦ πολίτη, που συνδύαζε το σωματικό κάλλος και το καλογυμνασμένο σώμα, με τη σύνεση και τη σωφροσύνη που του επέτρεπε να συγκρατεί τον εαυτό του από τα πάθη. Ενός πολίτη που διακρινόταν παράλληλα για την ορθή του κρίση, αλλά και για την ικανότητά του να οδηγείται σε δράση, έχοντας πρώτα αναλύσει τις περιστάσεις και τα δεδομένα της πραγματικότητας με τη βοήθεια του λόγου. Τέλος, δε θα πρέπει να μας διαφεύγει πως η προσέγγιση από τον Σωκράτη της ευβουλίας, -μιας νοητικής επί της ουσίας αρετής-, με ηθικούς όρους, -ο Σωκράτης αναφέρεται σε αγαθούς πολίτες-, έχει το ανάλογό της και στην επιχειρηματολογία του Πρωταγόρα, ο οποίος θέλοντας να πείσει για το διδακτό της αρετής θα καταφύγει σ’ έναν μύθο που αποδεικνύει πως η δίκη και η αιδώς -δύο ηθικές και όχι νοητικές αρετές- είναι έμφυτες στους ανθρώπους. Ακόμη, δηλαδή, και ο Πρωταγόρας όταν


καλείται να πείσει ότι οι νοητικές αρετές που πρεσβεύει ότι διδάσκει, μπορούν να διδαχτούν, θα αναφερθεί σε ηθικές αρετές, -το επιχείρημά του είναι σε γενικές γραμμές πως εφόσον η δίκη και η αιδώς είναι έμφυτες στους ανθρώπους, τότε η αρετή εν γένει και η ευβουλία ειδικότερα, μπορεί να διδαχτεί- ενισχύοντας έτσι την αίσθηση πως για τους αρχαίους Έλληνες οι νοητικές και οι ηθικές αρετές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Να επισημάνετε στο κείμενο και να αναλύσετε τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη μεγάλη σημασία που είχε για τον πολίτη της αθηναϊκής δημοκρατίας η απόκτηση παιδείας. Ο Σωκράτης καθώς επιχειρεί να στηρίξει την άποψή του πως η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή, μας παρέχει ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με την ιδιαίτερη σημασία που είχε για τους αθηναίους η παιδεία. Εισαγωγικά, θα πρέπει να αναφερθεί πως η εκπαίδευση στην αρχαία Αθήνα περιλάμβανε τη διδασκαλία ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και μελέτης σημαντικών λογοτεχνικών κειμένων (τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου) από τον γραμματιστή, διδασκαλία χορού και μουσικής από τον κιθαριστή και φυσικά υπήρχε μέριμνα για τη σωστή φυσική εξάσκηση από τους παιδοτρίβες. Με την πάροδο των χρόνων, βέβαια, οι Αθηναίοι επένδυαν όλο και περισσότερο στην ανώτερη εκπαίδευση των παιδιών τους με την εκμάθηση της πολιτικής τέχνης, της ρητορικής και της φιλοσοφίας, στέλνοντάς τα να μαθητεύσουν κοντά σε κάποιον σοφιστή. Η εκπαίδευση των παιδιών χρηματοδοτούνταν φυσικά από τους γονείς, γεγονός που ευνοούσε εξ ορισμού τις εύπορες οικογένειες, που είχαν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν τους καλύτερους δασκάλους και παράλληλα να προσφέρουν στα παιδιά τους τα ακριβά μαθήματα των σοφιστών. Η εκπαίδευση των νέων, πάντως, μπορούσε να συνεχιστεί με την εκμάθηση κάποιας τέχνης, όπως ήταν η οικοδομική και η ναυπηγική, με προσωπική μάλιστα φροντίδα των πατεράδων που συχνά μάθαιναν στα αγόρια της οικογένειας την τέχνη τους. Οι Αθηναίοι εκτιμούσαν, όπως μας αναφέρει ο Σωκράτης, τις γνώσεις των τεχνιτών και κάθε φορά που συζητούσαν στην εκκλησία του δήμου κάποιο θέμα που απαιτούσε ειδική τεχνογνωσία, έδιναν το λόγο μόνο σ’ εκείνους που κατείχαν τη συγκεκριμένη τέχνη. Ο Σωκράτης παρόλο που δεν εκτιμούσε την κερδοσκοπική τακτική των σοφιστών, είχε εντούτοις ιδιαίτερη εκτίμηση στον Πρωταγόρα, η μεγάλη εμπειρία και γνώση του οποίου δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Όταν, λοιπόν, ο Σωκράτης λέει στον Πρωταγόρα: «... θεωρώ πως έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα, και πολλά έχεις μάθει και πολλά επίσης έχεις ανακαλύψει μόνος σου», μας αποκαλύπτει παράλληλα τις πηγές απ’ όπου μπορούσε να αντλήσει κάποιος γνώσεις. Έτσι, πέρα απ’ όσα μπορούσε κάποιος να μάθει μελετώντας, υπήρχαν επίσης εκείνα που μάθαινε κάποιος με τα χρόνια, από τις εμπειρίες της ζωής, αλλά κι εκείνα που μπορούσε να γνωρίσει με δική του προσωπική έρευνα και αναζήτηση. Ο Σωκράτης σέβεται τον σοφιστή και αποδέχεται πως ως σκεπτόμενο άτομο έχει προβληματιστεί πάνω στα θέματα της παιδείας κι έχει καταλήξει σε ουσιαστικά συμπεράσματα. Το ζητούμενο, πάντως, της παιδείας ήταν η διαμόρφωση ενάρετων πολιτών και σ’ αυτό στόχευαν τα μαθήματα που παρείχαν στους μικρούς μαθητές, ιδίως μάλιστα η μελέτη των ομηρικών επών, με την προβολή σημαντικών ηρωικών και αγαθών προτύπων. Η διαβεβαίωση, επομένως, του Πρωταγόρα ότι μπορεί να διδάξει στους μαθητές του την πολιτική αρετή, καθιστώντας τους έτσι αγαθούς πολίτες, προκαλεί εντύπωση στον Σωκράτη, καθώς όσο κι αν αυτή η διδασκαλία θα ήταν πολύτιμη, μοιάζει συνάμα δυσεπίτευκτη.


Εκείνο που προβληματίζει τον Σωκράτη είναι το γεγονός ότι σημαντικές προσωπικότητες της εποχής που διέπρεπαν στον τομέα τους, αδυνατούσαν να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και τις ικανότητές τους στα παιδιά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε ο Περικλής, ο μεγάλος αυτός πολιτικός και στρατηγός, που προσέφερε βέβαια στα παιδιά του καλή μόρφωση σε ό,τι εξαρτιόταν από τους δασκάλους, αλλά τις δικές του αρετές δεν μπόρεσε να τους τις μεταδώσει. Ο Σωκράτης, επομένως, απορεί πως εκεί που απέτυχε ο Περικλής, θα μπορούσε να επιτύχει ο σοφιστής. Εγείροντας αφενός το θέμα του κατά πόσο μπορεί να διδαχτεί η αρετή κι αφετέρου αφήνοντας να εννοηθεί πως θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι περιορισμοί που τίθενται από τις δυνατότητες κάθε μαθητή. Όσο καλός κι αν είναι ο δάσκαλος, δεν γίνεται όλοι οι μαθητές να φτάσουν στο επίπεδο ενός Περικλή. Εγώ λοιπόν θεωρώ, όπως και οι άλλοι Έλληνες, ότι οι Αθηναίοι είναι σοφοί: Νομίζετε ότι ο Σωκράτης μιλάει ειρωνικά; Να λάβετε υπόψη σας όσα αναφέρει στην Ἀπολογία του (κεφ. 6 - 8) για την εξέταση που έκανε στους Αθηναίους και να συσχετίσετε τις απόψεις αυτές με τη γνώμη του Πλάτωνα για την εκκλησία του δήμου (Πολιτεία 492 b-c). [Ο Σωκράτης εκφράζει εδώ μία αντίληψη κοινή στους αρχαίους συγγραφείς. Πρβλ. το λόγο του Ιππία στον Πρωταγόρα (337 d), την αναφορά του Ηροδότου (Ι, 60) και του Θουκυδίδη (ΙΙ, 41). Ίσως όμως στη διατύπωση του Σωκράτη να υπάρχει κάποια δόση ειρωνείας, δεδομένου ότι αφενός είναι ο ίδιος Αθηναίος, αφετέρου είναι γνωστές οι απόψεις του για τους συμπατριώτες του.] [- Ο Σωκράτης αναφέρει μία άποψη ευρύτερα αποδεκτή για την πνευματική ανωτερότητα των Αθηναίων. Ανάλογες διαπιστώσεις έχουν αναφερθεί από άλλες προσωπικότητες. - Ο Ιππίας αποκαλεί την Αθήνα: "πρυτανείον τής σοφίας". - Ο Ευριπίδης θεωρεί την Αθήνα: "῾Ελλάς ῾Ελλάδος". - Ο Διόδωρος αναφέρει: "᾿Αθῆναι πάντων ἀνθρώπων κοινόν παιδευτήριον". - Ο Θουκυδίδης γράφει: "λέγω τήν πᾶσαν πόλιν τῆς ῾Ελλάδος παίδευσιν εἶναι". Ωστόσο ο Σωκράτης στη διατύπωση αυτή δεν είναι τόσο ειλικρινής, αφού γνωρίζουμε ότι στην "Απολογία" του, δεν έχει μιλήσει ιδιαίτερα κολακευτικά για τους Αθηναίους. Άρα, εδώ υπάρχει "ειρωνεία" ή προσπαθεί να οδηγήσει τον Πρωταγόρα εκεί που αυτός επιθυμεί.] Ο Ιππίας στον Πρωταγόρα (337 d) λέει: «... είμαστε οι πιο σοφοί από τους Έλληνες και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχουμε μαζευτεί σ’ αυτό εδώ το πρυτανείο της σοφίας της Ελλάδας...» Ο Ηρόδοτος (Ι, 60) σχολιάζει: «Μάλιστα μεταχειρίστηκαν το τέχνασμα αυτό εναντίον των Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούνται οι εξυπνότεροι Έλληνες» Ο Θουκυδίδης (ΙΙ, 41) στον Επιτάφιο του Περικλή γράφει: «Συνοψίζοντας λέω ότι η πόλη μας, σ’ όλες τις εκδηλώσεις της, αποτελεί το εκπαιδευτήριο της Ελλάδας...» Ο Σωκράτης, παρά τη γενική εκτίμηση που υπήρχε στα χρόνια του για το πνευματικό επίπεδο των Αθηναίων, στην Απολογία του παρουσιάζεται να ελέγχει τις γνώσεις σοφιστών, πολιτικών και καταξιωμένων επαγγελματιών που δρούσαν στην πόλη του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι εκείνοι θεωρούσαν τον εαυτό τους σοφό, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν τη βασική έστω κριτική ικανότητα,


ώστε να αντιληφθούν την άγνοιά τους. Η δοκησισοφία των Αθηναίων δίνεται από το Σωκράτη ως ενδεικτικό στοιχείο της απόστασης που υπήρχε ανάμεσα στο πώς έβλεπαν οι Αθηναίοι τον εαυτό τους και ποια ήταν επί της ουσίας η πραγματικότητα των νοητικών τους ικανοτήτων. Η αρνητική άποψη του Σωκράτη για τους Αθηναίους καθιστά σαφές πως όταν λέει στον Πρωταγόρα ότι θεωρεί τους συμπολίτες του σοφούς, μιλά ως ένα βαθμό ειρωνικά (η λέξη χρησιμοποιείται εδώ με τη γνωστή έννοια της λεκτικής ειρωνείας). Αφενός γιατί γνωρίζουμε ότι ουδέποτε ο φιλόσοφος αυτός δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση για τη γνώμη των πολλών κι αφετέρου γιατί είναι και ο ίδιος Αθηναίος, οπότε θα ήταν άτοπο να θεωρήσουμε ότι ο Σωκράτης θα συμπεριελάμβανε τον εαυτό του στους σοφούς, χωρίς να υπονοείται μια ειρωνική χροιά στα λόγια του. Η αναφορά, μάλιστα, στην εκκλησία του δήμου θα πρέπει να εξετάζεται έχοντας υπόψη και την αρνητική εικόνα του Πλάτωνα για τη λαϊκή συνέλευση, όπως αυτή εκφράζεται στην Πολιτεία, όπου ο φιλόσοφος αναφέρεται στην αρνητική επίδραση που ασκούν οι απόψεις της μάζας στην ελεύθερη αποτίμηση των δεδομένων από το άτομο και στη διαμόρφωση της δικής του άποψης. Ο Πλάτωνας, δηλαδή, θεωρεί πως η μάζα επηρεάζει καταλυτικά το άτομο, οδηγώντας το σε εξαναγκαστικές επί της ουσίας κρίσεις. Με δεδομένη, επομένως, την άποψη του Σωκράτη για τους Αθηναίους, αλλά και την αρνητική αποτίμηση του Πλάτωνα για την εκκλησία του δήμου, προκύπτει το ζήτημα σχετικά με τις προθέσεις του Σωκράτη όταν επικαλείται τις πρακτικές των Αθηναίων, προκειμένου να στηρίξει τις απόψεις του. Είναι, δηλαδή, η συνήθεια των Αθηναίων να ακούν τις απόψεις όλων για τα θέματα της πολιτικής, απόδειξη για το μη διδακτό της πολιτικής αρετής ή αποτελεί απλώς ένα τέχνασμα του φιλοσόφου, για να οδηγήσει το συνομιλητή του σε μια τεκμηρίωση των θέσεών του; Ποια επιχειρήματα χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για το μὴ διδακτόν της αρετής, από πού τα αντλεί και πόσο ισχυρά είναι; [Χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα: ♦ α) Οι Αθηναίοι, άνθρωποι σοφοί, όταν πρόκειται να συζητήσουν για θέματα που εξαρτώνται από την τεχνογνωσία, συμβουλεύονται τους ειδικούς. Όταν πρόκειται να συζητήσουν για τη διοίκηση της πόλης, τότε μπορεί να μιλήσει ο καθένας, χωρίς να έχει μάθει την «τέχνη» αυτή από κανέναν. Άρα: Οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι η «τέχνη» αυτή δεν διδάσκεται. ♦ β) Οι πιο σοφοί και οι άριστοι των συμπολιτών μας που έχουν αυτή την αρετή δεν είναι σε θέση να τη μεταδώσουν σε άλλους, παράδειγμα ο Περικλής με τους γιους του είτε με τον ανιψιό του Κλεινία και πάμπολλοι άλλοι αγαθοί, που δεν βελτίωσαν ποτέ κανέναν (οὐδένα πώποτε βελτίω ἐποίησαν). Άρα: η αρετή δεν διδάσκεται. ♦ Στο δεύτερο επιχείρημα μεταπηδά από το χώρο της πολιτικής σ’ αυτόν της ηθικής. ♦ Τα επιχειρήματα προέρχονται από την πολιτική πρακτική και την καθημερινή ζωή. Το δεύτερο ειδικά οδηγεί σε αμφισβητούμενο συμπέρασμα, αφού θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η κατοχή της αρετής είναι κάτι διαφορετικό από τη μετάδοσή της κτλ. Το πρώτο χρειάζεται να αναλυθεί περισσότερο για να φανούν οι αδυναμίες του, π.χ. το γεγονός ότι ο αθηναϊκός λαός είναι σοφός, συνεπάγεται ότι η γνώμη του γίνεται δεκτή ως αληθινή, πράγμα που ο Σωκράτης δεν διατυπώνει, αλλά εξυπακούεται. Αυτό όμως μπορεί να ελεγχθεί ως προς την εγκυρότητά του. Η επιχειρηματολογία του ανήκει στην κατηγορία που ο Αριστοτέλης ονομάζει «ἐξ εἰκότων», δηλαδή πιθανολογική. Βλ. αναλυτικά, Κ. Ν. Πετρόπουλος, σσ.332-333, Σ. Γκίκας σσ. 48-60, Κ. Ν. Γραικός, σ. 116. Ο A. E. Taylor (σ. 287) επισημαίνει ότι ο Σωκράτης δε θα δεσμευτεί με κάποια από τις απόψεις που εκθέτει, για τις οποίες απλώς υποστηρίζει ότι δεν


μπορούν να αγνοηθούν.] Η πειστικότητα των επιχειρημάτων του Σωκράτη τίθεται συχνά υπό αμφισβήτηση, υπό την έννοια πως ακόμη και σε μια πρώτη ανάγνωση μοιάζουν ανεπαρκή, πολλώ δε μάλλον αν ελεγχθούν περαιτέρω. Το γεγονός αυτό μας οδηγεί σε προβληματισμό σχετικά με τον λόγο που ωθεί τον φιλόσοφο να χρησιμοποιήσει αναποτελεσματική επιχειρηματολογία για την υποστήριξη της άποψής του ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Μια πιθανή εξήγηση για τη χρήση μη πειστικών επιχειρημάτων από τον Σωκράτη είναι η απουσία προκαθορισμένης θέσης στις απόψεις του. Ο Σωκράτης δεν σκοπεύει να παρουσιάσει από την αρχή της συζήτησης μια άρτια αιτιολογημένη άποψη, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν ενάντια στην πάγια τακτική του να αντλεί σταδιακά την αλήθεια από τον συνομιλητή του. Επιπροσθέτως, όπως θα προκύψει από τη συνέχεια της συζήτησης, ο Πλάτωνας δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη άποψη για το θέμα της αρετής, οπότε στα πλαίσια αυτού του διαλόγου γίνεται μια πρώτη προσέγγισή του. Ο φιλόσοφος, άλλωστε, εμφανίζεται να διαφωνεί με τον σοφιστή, όχι γιατί πραγματικά δεν πιστεύει ότι η αρετή είναι διδακτή –ενδεικτική, ως προς αυτό, είναι η αντιστροφή των απόψεων των δύο ανδρών στο κλείσιμο του διαλόγου-, αλλά για να τον οδηγήσει σε μια πληρέστερη παρουσίαση και τεκμηρίωση των θέσεών του. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο Σωκράτης θέτει σε εφαρμογή τη διαλεκτική του μέθοδο, ωθώντας αρχικά τον συνομιλητή του στο να παρουσιάσει με σαφήνεια τη δική του επιχειρηματολογία, ώστε να μπορέσει στην πορεία ο φιλόσοφος να ελέγξει τη σταθερότητα και την εγκυρότητα των απόψεών του. Εφόσον ο Πρωταγόρας ισχυρίζεται ότι μπορεί να διδάξει την πολιτική αρετή, τότε θα πρέπει να αποδείξει με πληρότητα τον ισχυρισμό του αυτό. Επομένως, ο Σωκράτης εκφράζει τις αντιρρήσεις του, όχι για να πείσει πέρα από κάθε αμφισβήτηση, αλλά μόνο και μόνο για να δώσει στον Πρωταγόρα την αναγκαία αφορμή να προχωρήσει στην τεκμηρίωση της άποψής του. Το πρώτο επιχείρημα του Σωκράτη είναι πως, στα πλαίσια της εκκλησίας του δήμου, οι Αθηναίοι δέχονται στα θέματα της πολιτικής την άποψη όλων των συμπολιτών τους, χωρίς να υπάρχει η απαίτηση να έχουν κάποια συγκεκριμένη γνώση επί του θέματος. Γεγονός που υποδηλώνει την πεποίθησή τους ότι η πολιτική τέχνη δεν διδάσκεται. Το επιχείρημα αυτό που αντλείται από την πολιτική πρακτική της Αθήνας, αν ιδωθεί έχοντας υπόψη την αρνητική άποψη του Σωκράτη για τους συμπολίτες του, εμπεριέχει έναν αυστηρό υπαινιγμό για τη συνήθεια της πόλης του να δέχεται τη γνώμη όλων των πολιτών και να επιτρέπει σε άτομα με ανύπαρκτη πολιτική κρίση να εκφέρουν άποψη για κρίσιμα ζητήματα. Ο Σωκράτης -και μέσω αυτού ο Πλάτωνας- με την εμφανή ειρωνεία για τους σοφούς Αθηναίους, εγείρει ένα σημαντικό θέμα σχετικά με την οχλοκρατική πτυχή της δημοκρατίας. Ακόμη, πάντως, κι αν αφήσουμε κατά μέρος την υπονοούμενη κριτική του επιχειρήματος, ο Σωκράτης μοιάζει να παραγνωρίζει τη συστηματική αγωγή των Αθηναίων πολιτών, οι οποίοι από μικρή ηλικία εκπαιδεύονταν σε θέματα πολιτικής, προετοιμαζόμενοι για τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας. Αν σε άλλες πόλεις οι πολίτες εκπαιδεύονταν κατάλληλα, ώστε να υπακούν χωρίς αντιρρήσεις τις αποφάσεις των βασιλιάδων, στην Αθήνα οι πολίτες γνώριζαν από νωρίς ότι η άποψή τους έχει αξία, γι’ αυτό κι έπρεπε να είναι μάθουν πώς να εκφέρουν λόγο και να διαμορφώνουν σωστές απόψεις. Το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη είναι ότι σημαντικοί άντρες, όπως ο Περικλής,


που κατέχουν την πολιτική αρετή, όχι μόνο αδυνατούν οι ίδιοι να τη μεταδώσουν στα παιδιά τους, αλλά ούτε καν αναθέτουν σε κάποιον άλλον να τους τη διδάξει. Η στάση, επομένως, των μεγάλων αυτών πολιτικών υποδεικνύει ότι δεν πιστεύουν πως μπορεί να διδαχτεί η πολιτική αρετή, ούτε από τους ίδιους, αλλά ούτε κι από κάποιον άλλον. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σωκράτης και στα πλαίσια του πλατωνικού διαλόγου «Μένων» διατυπώνει την άποψη ότι ο Περικλής, ο Θεμιστοκλής αλλά και ο Θουκυδίδης δεν κατόρθωσαν να μεταδώσουν στα παιδιά τους την αρετή: «Σωκράτης: ...Μα, αν προτιμάς, ξέρεις ότι ο Περικλής ο τόσο μεγαλόπρεπα σοφός άνδρας, ανάθρεψε δυο γιους, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο; Άνυτος: Ναι βέβαια. Σωκράτης: Αυτούς, όπως και συ ξέρεις, τους εδίδαξε την ιππική και τους έκαμε πρώτους μέσα στην Αθήνα, και στη μουσική, στην πάλη και στα άλλα όσα ανήκουν σε τέχνη τους επαίδευσε και τους έκαμε καλύτερους από όλους· αγαθούς άνδρες δεν ήθελε άραγε να τους κάμη; Εγώ, νομίζω, ήθελε, φοβούμαι όμως μήπως αυτό δεν είναι διδακτό πράγμα. Και για να μη νομίζης ότι αδύνατοι φάνηκαν σ' αυτό το πράγμα λίγοι Αθηναίοι και οι πιο ασήμαντοι, θυμήσου ακόμη, ότι ο Θουκυδίδης ανάθρεψε δυο γιους, τον Μελησία και τον Στέφανο· και στα άλλα τους επαίδευσε καλά, αλλά στην πάλη ξεπέρασαν όλους τους Αθηναίους· τον ένα τον εμπιστεύθηκε στον Ξανθία, τον άλλο στον Εύδωρο· περνούσαν τότε αυτοί για πρώτοι στην πάλη· ή δεν θυμάσαι; Άνυτος: Ναι, ναι, έχω ακούσει. Σωκράτης: Δεν είναι λοιπόν φανερό ότι ο Θουκυδίδης δεν θα εδίδασκε ποτέ τα παιδιά του όσα έπρεπε να δαπανά για να μάθουν, αλλά θα τους εδίδασκεν εκείνα, που χωρίς να πρέπει να ξοδέψη κανείς τίποτε, θα τους έκαναν αγαθούς άνδρες, αν βέβαια η αρετή ήταν διδακτό πράγμα; Ήταν, θάλεγε ίσως κανείς, ο Θουκυδίδης άσημος και δεν είχε πολλούς φίλους Αθηναίους και από τους συμμάχους; Και από μεγάλη οικογένεια ήταν και μεγάλη επιρροή είχε και στην πόλη μας και στους άλλους Έλληνες, ώστε, αν αυτό ήταν διδακτό, θα εύρισκεν εκείνον που θα έκανε αγαθούς τους γιους του, ή από τους εντόπιους ή από τους ξένους, αν στον ίδιο δεν έμενε καιρός από τις φροντίδες για την πόλη. Αλλά, φίλε Άνυτε, μήπως δεν είναι διδακτό πράγμα η αρετή.» (Μετάφραση: Β. Τατάκης) Ο Σωκράτης σ’ αυτό το επιχείρημα κρίνει το διδακτό της αρετής με βάση την αδυναμία του Περικλή να κάνει τους γιους του πετυχημένους πολιτικούς, όπως ήταν ο ίδιος. Η διαπίστωση αυτή όμως συγχέει την πολιτική με την ηθική διάσταση της αρετής, καθώς το γεγονός ότι οι γιοι του Περικλή δεν έγιναν σημαντικοί πολιτικοί δε σημαίνει πως υπήρξαν ανήθικοι άνθρωποι. Επιπλέον, η αδυναμία του Περικλή να μεταδώσει την πολιτική αρετή στους γιους του, δε συνεπάγεται το μη διδακτό της αρετής, υπό την έννοια πως ο μεγάλος αυτός πολιτικός ενδέχεται να μην είχε την απαιτούμενη μεταδοτικότητα ή τα παιδιά του να μην είχαν τις ικανότητες εκείνες που θα τους επέτρεπαν να διαπρέψουν στην πολιτική. Το επιχείρημα αυτό παρουσιάζεται αρκετά αναποτελεσματικό ως προς την πειστικότητά του, καθώς ο φιλόσοφος παίρνει μια διαπίστωση από την ιδιωτική ζωή του Περικλή και της αποδίδει καθολικές διαστάσεις, χωρίς παράλληλα να λαμβάνει υπόψη του τις υπόλοιπες παραμέτρους που επηρεάζουν την εξέλιξη ενός μαθητή, έστω κι αν αυτός είναι γιος του Περικλή. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί μια ενδιαφέρουσα αντίφαση στην επιχειρηματολογία του Σωκράτη, ο οποίος ενώ στο πρώτο του επιχείρημα παρουσιάζει όλους τους Αθηναίους να κατέχουν την πολιτική αρετή, στο δεύτερο επιχείρημα εξαιρεί τους γιους του Περικλή, λέγοντας πως ο μεγάλος πολιτικός δεν κατόρθωσε να τους τη


μεταδώσει. Ποιες αρχές της δημοκρατικής λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας επιβεβαιώνονται από το κείμενο; Να τις εντοπίσετε και να τις εξηγήσετε με συντομία. Ο Σωκράτης, θέλοντας να υποστηρίξει τη σκέψη του για το μη διδακτό της αρετής, παρουσιάζει τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Εκκλησία του Δήμου. Στις συζητήσεις που γίνονταν για τη λήψη αποφάσεων που αφορούσαν πολιτικά θέματα, οι αθηναίοι ήταν έτοιμοι να ακούσουν την άποψη κάθε συμπολίτη τους, ανεξάρτητα από το επάγγελμά του, την κοινωνική του θέση και τη γενιά του. Κάθε αθηναίος πολίτης, ακόμη κι αν είναι φτωχός και από ασήμαντη γενιά, έχει το δικαίωμα να εκφράσει την άποψή του για τα ζητήματα της πόλης και είναι εγγυημένο πως οι συμπολίτες του θα τον ακούσουν, χωρίς να επιχειρήσουν να του στερήσουν το δικαίωμα συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες της πόλης. Η αναφορά αυτή στην αμιγώς συμμετοχική δημοκρατία της Αθήνας του 5ου αιώνα, μας παραπέμπει στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου ο μεγάλος πολιτικός της πόλης, παρουσιάζει με μοναδικό τρόπο την υπεροχή του αθηναϊκού πολιτεύματος απέναντι στις μη δημοκρατικές πόλεις της Ελλάδας. «Μόνο εμείς κρίνουμε σωστά και κάνουμε προτάσεις για τα ζητήματα της πολιτείας, γιατί πιστεύουμε ότι ο λόγος δεν βλάπτει, αλλά πιο πολύ βλάπτει αν δεν έχουμε διαφωτιστεί νωρίτερα με το λόγο για όσα πρέπει να γίνουν. Μας διακρίνει επίσης κάτι το ξεχωριστό, ώστε να τολμάμε και να υπολογίζουμε με ακρίβεια τις συνέπειες αυτών που επιχειρούμε. Στους άλλους αντίθετα, η άγνοια προκαλεί υπερβολικό θάρρος και η γνώση οκνηρία.» [Μετάφραση: Φώτης Πέτρου] Οι Αθηναίοι, επομένως, αποφασίζουν από κοινού για καθετί που αφορά την πόλη τους και δε διστάζουν να εξετάσουν λεπτομερώς τους κινδύνους που ενέχει κάθε επιλογή τους, ώστε να είναι προετοιμασμένοι καλύτερα. Σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις που ακολουθούν απλώς τις εντολές των ηγετών τους, οι Αθηναίοι έχουν τη δυνατότητα να συζητούν τα θέματα και να εκφράζουν τις απόψεις τους, αποδεικνύοντας την πνευματική τους ανωτερότητα, μιας και είναι σε θέση να διατυπώνουν σωστές και ολοκληρωμένες κρίσεις για τα εκάστοτε ζητήματα. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί, πως η πλήρης συμμετοχή των αθηναίων πολιτών υφίσταται μόνο στις συζητήσεις που αφορούν τα πολιτικά θέματα της πόλης. Καθώς, όταν η συζήτηση γίνεται για θέματα που απαιτούν κάποια ειδική τεχνογνωσία, οι Αθηναίοι δεν ανέχονται τις απόψεις ανθρώπων που δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις. Η σκέψη ότι ο καθένας μπορεί να έχει άποψη επί παντός επιστητού δεν βρίσκει σύμφωνους τους Αθηναίους, οι οποίοι στις περιπτώσεις αυτές δίνουν λόγο μόνο σ’ εκείνους που είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι. Κι είναι τόσο απόλυτοι σ’ αυτή τους τη στάση, ώστε ακόμη κι αν κάποιος πλούσιος και όμορφος θελήσει να εκφέρει άποψη για κάποιο θέμα που δεν το γνωρίζει, τον αποδοκιμάζουν και τον απομακρύνουν από τη συνέλευση. Ο Σωκράτης για να αποδείξει ότι η πολιτική τέχνη δεν διδάσκεται φέρνει ως παράδειγμα τους γιους του Περικλή και τον Κλεινία, ανιψιό του μεγάλου πολιτικού και αδελφό του Αλκιβιάδη. Αποδεικνύεται με το παράδειγμα η θέση του Σωκράτη; [Δεν αποδεικνύεται η θέση αυτή από ένα ή δύο παραδείγματα. Στην περίπτωση


των γιων του Περικλή, και αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη, γνωστή, διανοητική τους κατάσταση, το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η προσωπική κατάκτηση της αρετής δεν συμπίπτει υποχρεωτικά με την ικανότητα να τη διδάξει κανείς ή ότι οι μεγάλοι πολιτικοί (ως γονείς) δεν είναι καλοί δάσκαλοι της αρετής κτλ. Στο παράδειγμα του Κλεινία ο Σωκράτης έχει μετατοπιστεί από την πολιτική τέχνη στην ηθική, αφού δεν αναφέρεται στη διδασκαλία της πολιτικής τέχνης αλλά στη διάπλαση του χαρακτήρα του νεαρού, στην ηθική του διαπαιδαγώγηση. Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψη μας ότι, όπως φαίνεται από τα λόγια του Σωκράτη, ο Κλεινίας ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως, αντιπροσωπεύει επομένως την εξαίρεση, τότε δεν μπορεί να εξαχθεί γενικό συμπέρασμα από το παράδειγμα.] Ο Σωκράτης ξεκινά τη συζήτηση για το διδακτό της αρετής με απλά παραδείγματα που αντλεί από την παρατήρηση της καθημερινής πολιτικής ζωής των Αθηναίων, αλλά και από την προσωπική ζωή σημαντικών προσωπικοτήτων. Ο φιλόσοφος αποφεύγει να χρησιμοποιήσει κάποια περίπλοκη επιχειρηματολογία και αρκείται σε διαπιστώσεις που μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτές από τους ακροατές του. Έτσι, το δεύτερο επιχείρημα του Σωκράτη, βασίζεται στη διαπίστωση ότι ο Περικλής ούτε εκπαίδευσε τους γιους του στα θέματα της πολιτικής αρετής, στα οποία ο ίδιος διαπρέπει, ούτε τους έδωσε σε κάποιον άλλον να τους εκπαιδεύσει. Ενώ, παράλληλα, τον μικρό αδερφό του Αλκιβιάδη, τον Κλεινία, -την κηδεμονία του οποίου είχε ο Περικλής-, τον ανέθεσε στον Αρίφρονα για να τον μορφώσει, αλλά εκείνος πριν κλείσουν έξι μήνες τον γύρισε πίσω, μη ξέροντας πώς να τον αντιμετωπίσει. Με τα δύο αυτά παραδείγματα που σχετίζονται με τον Περικλή, ο Σωκράτης επιχειρεί να δείξει πως η αρετή δεν είναι διδακτή, ενώ παράλληλα θέτει και κάποια ενδιαφέροντα ζητήματα σχετικά με την εκπαιδευτική διαδικασία: - Η αδυναμία του Περικλή να μεταδώσει τις γνώσεις του στα παιδιά του, αποτελεί για τον Σωκράτη ικανή ένδειξη για το μη διδακτό της αρετής. Θα πρέπει, όμως, να ληφθεί υπόψη ότι ίσως ο Περικλής δεν κατόρθωσε να διδάξει στα παιδιά του την πολιτική αρετή είτε γιατί δεν είχε την απαιτούμενη μεταδοτικότητα ως δάσκαλος είτε γιατί τα παιδιά του δεν είχαν τις αναγκαίες δυνατότητες, ώστε να μπορέσουν να επωφεληθούν στο έπακρο από τα διδάγματα του πατέρα τους. - Το γεγονός ότι ο Περικλής δεν ανέθεσε σε κάποιον άλλον να διδάξει στα παιδιά του την πολιτική αρετή, αποτελεί για τον Σωκράτη ένδειξη ότι ο Περικλής δεν θεωρούσε ότι υπάρχει κάποιος που να είναι σε θέση να διδάξει την πολιτική αρετή. Με βάση δηλαδή το συλλογισμό του φιλοσόφου, αν υπήρχε κάποιος δάσκαλος τόσο ικανός, ώστε να διδάσκει ένα τόσο πολύτιμο μάθημα, ο Περικλής που ήταν ο πρώτος πολίτης της Αθήνας, σίγουρα θα τον γνώριζε και θα του εμπιστευόταν τα παιδιά του. - Με την αναφορά στον Κλεινία ο Σωκράτης μεταβαίνει από το θέμα της πολιτικής αρετής, στο θέμα της αρετής εν γένει. Ο νεαρός ανιψιός του πολιτικού παρουσιάζεται ανεπίδεκτος μαθήσεως, καθιστώντας τη διδασκαλία του αδύνατη, όχι πλέον σε θέματα πολιτικής αρετής, αλλά σε θέματα στοιχειώδους ηθικής βελτίωσης. Πέρα, δηλαδή, από τις πιθανές αδυναμίες των εκπαιδευτών, ο Σωκράτης θέτει στον Πρωταγόρα και το θέμα των μαθητών που δεν έχουν καμία διάθεση να εκπαιδευτούν. - Η αναφορά, βέβαια, στους γιους του Περικλή και στον ανιψιό του, αποτελούν μεμονωμένα παραδείγματα, που δεν σχηματίζουν ένα πειστικό επιχείρημα. Εντούτοις, η πρόθεση του Σωκράτη δεν είναι να πείσει, πέρα από κάθε αμφισβήτηση για το σωστό της άποψής του, αλλά να προβληματίσει ως προς τη φύση του μαθήματος, για το οποίο γίνεται η συζήτηση. - Η πολιτική αρετή, κατά τον φιλόσοφο, δεν είναι ένα απλό μάθημα που μπορεί οποιοσδήποτε δάσκαλος να το διδάξει. Ο Περικλής, όπως βλέπουμε, παρέχει στα


παιδιά του τη μόρφωση εκείνη που εξαρτάται από τους δασκάλους, αλλά στο θέμα της πολιτικής αρετής τα αφήνει μόνα τους να επιδιώξουν την κατάκτησή της. Η πολιτική αρετή δεν αποκτάται μέσα από μια απλή διδασκαλία και μελέτη. Είναι η όξυνση της κρίσης, η δυνατότητα διαμόρφωσης άρτιων συλλογισμών και ορθής αξιολόγησης των δεδομένων της πραγματικότητας. Η πολιτική αρετή συνίσταται στην απελευθέρωση της σκέψης του ατόμου, στοιχείο που δεν μπορεί να δοθεί μέσα από τις τυπικές διαδικασίες μάθησης, αλλά πρέπει να επιδιωχθεί συνειδητά από το ίδιο το άτομο. - Ο Σωκράτης, επομένως, δεν επιχειρεί τόσο να πείσει για το μη διδακτό της αρετής, όσο να θέσει επιμέρους θέματα για το πώς και από ποιον μπορεί να διδαχτεί η πολιτική αρετή, αλλά και η αρετή γενικότερα. Ο Πρωταγόρας είχε ορίσει τη διδασκαλία του ως εὐβουλίαν, συμφώνησε όμως με το Σωκράτη ότι εννοεί την «πολιτική τέχνη». Ο Σωκράτης πάλι στο λόγο του φαίνεται να υπονοεί την «πολιτική αρετή» αλλά αναφέρεται στην «αρετή» γενικά. α) Αφού διαβάσετε την εισαγωγή στο διάλογο (σσ. 53, 55-56), να εξηγήσετε τι νομίζετε ότι θέλει να επιτύχει με τον τρόπο αυτό ο Σωκράτης. β) Τι μπορούμε να συμπεράνουμε για τις αντιλήψεις του Σωκράτη περί ἀρετῆς; γ) Ποια σχέση φαίνεται να έχει η έννοια ἀρετή στο κείμενο με τους όρους εὐβουλία, πολιτικὴ τέχνη, πολιτικὴ ἀρετή; α) Στόχος του είναι να οδηγήσει τη συζήτηση εκεί που θέλει, στην έννοια της αρετής. β) Φαίνεται ότι θεωρεί την πολιτική αρετή μέρος της έννοιας «αρετή». γ) Ο όρος «αρετή» φαίνεται ότι είναι ταυτόσημος με τους εὐβουλία, πολιτικὴ τέχνη, πολιτικὴ ἀρετή (και στα επόμενα ἀρετὴ ἀνδρός). Χρησιμοποιούνται ως παραλλαγές του ίδιου όρου. α) Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι το μάθημα που διδάσκει είναι η εὐβουλία, η σύνεση δηλαδή και η ορθή κρίση σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων. Εντούτοις, ο Σωκράτης ερμηνεύει το μάθημα αυτό ως διδασκαλία της πολιτικής αρετής, κατευθύνοντας παράλληλα τη συζήτηση στην ευρύτερη έννοια της αρετής. Με αφορμή, επομένως, τα μαθήματα του Πρωταγόρα που έχουν μια πιο πρακτική εφαρμογή, μιας και οι Σοφιστές στόχευαν σε μια αξιοποίηση της εκπαίδευσης με σκοπό τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, ο Σωκράτης επιχειρεί τη διενέργεια μιας ουσιαστικής συζήτησης για το θέμα της αρετής. Ο φιλόσοφος δεν θέλει να περιορίσει τη συζήτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση του Πρωταγόρα και στα μαθήματα που εκείνος προσφέρει, παρόλο που η διδασκαλία του Πρωταγόρα αποτέλεσε την αφορμή του διαλόγου. Η επιθυμία του Σωκράτη είναι μια εποικοδομητική διερεύνηση του θέματος της αρετής, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων καθολικής σημασίας. Η διδακτική εμπειρία και οι γνώσεις του Πρωταγόρα, τον καθιστούν αξιόλογο συνομιλητή και δίνουν την ευκαιρία στον φιλόσοφο να καταπιαστεί μ’ ένα θέμα που τον απασχολεί επίμονα. Βέβαια, οι απόψεις του Πλάτωνα για την αρετή δεν θα βρουν την πλήρη διατύπωσή τους στα πλαίσια αυτού του διαλόγου. Η ολοκληρωμένη αντίληψή του για το θέμα της αρετής θα δοθεί στην Πολιτεία. β) Η έννοια της αρετής για τον Σωκράτη είναι ευρύτατη και περιλαμβάνει μια σειρά προτερημάτων, που χαρακτηρίζουν τον ενάρετο πολίτη. Ο φιλόσοφος θεωρεί ότι ο ενάρετος δεν μπορεί να διαθέτει μερικές μόνο από τις εκφάνσεις της αρετής, αλλά


ότι μετέχει παράλληλα σε όλες τις πτυχές της. Η σοφία, η σωφροσύνη, η ανδρεία, η δικαιοσύνη και η οσιότητα χαρακτηρίζουν ταυτόχρονα τον πολίτη που κρίνεται ενάρετος. Υπό αυτήν την έννοια στα πλαίσια του διαλόγου ο Σωκράτης θεωρεί την πολιτική αρετή αναπόσπαστο κομμάτι της αρετής, στοιχείο που είναι σύμφωνο με τη γενικότερη αντίληψη των Αθηναίων για τον ενάρετο πολίτη. Η πολιτική παρουσία και στάση του ατόμου δεν μπορεί ιδωθεί ανεξάρτητα από την ατομική του δράση και ζωή. Ο αθηναίος πολίτης δρα ως ενεργό μέλος ενός κοινωνικού συνόλου και επιδιώκει τη δικαίωση της ύπαρξής του μέσα από τη συνολική ευημερία της πολιτείας του. Οποιαδήποτε προσπάθεια, επομένως, γίνεται για τη βελτίωση της προσωπικότητας του ατόμου, λειτουργεί παράλληλα και ως μέσο για την ενίσχυση της πολιτικής του δράσης και το αντίστροφο. Όταν, λοιπόν, ο Πρωταγόρας αποδέχεται ότι τα μαθήματά του αποσκοπούν στην πολιτική αρετή, για τον Σωκράτη αυτό σημαίνει πως αποσκοπούν γενικά στην αρετή, καθώς η πολιτική αρετή δεν μπορεί να νοηθεί αποκομμένη από τη συνολική έννοια της αρετής. γ) Ο Πλάτωνας, μέσω του Σωκράτη, προσεγγίζει συνολικά την έννοια της αρετής, χωρίς να τη διακρίνει σε επιμέρους χαρακτηριστικά-προτερήματα, γι’ αυτό κι εκλαμβάνει κάθε αναφορά στις επιμέρους πτυχές της, ως αναφορά στην γενικότερη έννοια της αρετής. Έτσι, οι όροι εὐβουλία, πολιτικὴ τέχνη, πολιτικὴ ἀρετή και στην πορεία του διαλόγου η ἀρετὴ ἀνδρός, λειτουργούν ως ταυτόσημοι όροι με την έννοια της αρετής. Με αυτόν τον τρόπο ο Σωκράτης αποφεύγει την επικέντρωση του διαλόγου σε μια μόνο πτυχή της αρετής και τον οδηγεί σ’ αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο, στην εξέταση δηλαδή της αρετής στο σύνολό της. Ο Σωκράτης αναζητά μια αλήθεια γενική, καθολική και απόλυτη, γι’ αυτό και φροντίζει να διατηρεί στο επίκεντρο της συζήτησης την αρετή ως ολότητα, χωρίς να διαχωρίζει την ηθική διάσταση της έννοιας από τη νοητική. Η πολιτική αρετή, άλλωστε, δεν μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά ως ενίσχυση των νοητικών δυνατοτήτων του ατόμου, καθώς ένας πολίτης που έχει την ικανότητα να σκέφτεται και να δρα με αποτελεσματικότητα, δεν μπορεί να κριθεί ως ενάρετος, αν οι πράξεις του δεν διέπονται από την αίσθηση της δικαιοσύνης. Συνεπώς, ο φιλόσοφος θεωρεί δεδομένο πως οι πολιτικές ικανότητες του ατόμου οφείλουν να είναι αλληλένδετες με την ηθικότητά του. Ο Σωκράτης καταλήγει γενικεύοντας ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Ποια εντύπωση μας δημιουργεί με τη γενίκευση αυτή και πού νομίζετε ότι αποβλέπει; [Μας δημιουργεί την εντύπωση ότι δεν πιστεύει στο διδακτόν της αρετής. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να μεταδοθεί ως έτοιμη γνώση, αλλά παράλληλα προκαλεί με την αμφιβολία του τον Πρωταγόρα, για να τον αναγκάσει να αποδείξει το αντίθετο.] Ο Σωκράτης ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του, καταλήγει πως, κατά τη δική του άποψη, η αρετή δεν είναι διδακτή. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του η αρετή θεωρείται για τους αθηναίους πολίτες κάτι το δεδομένο, οπότε η απόκτησή της δεν μπορεί να συνδεθεί με την άμεση διδασκαλία, αλλά προκύπτει μέσα από τις εμπειρίες του ατόμου και την προσωπική του προσπάθεια. Αν η αρετή, άλλωστε, μπορούσε να διδαχτεί στους νέους, όπως και τα υπόλοιπα μαθήματα, τότε οι γιοι του Περικλή θα την είχαν κατακτήσει. Η προφανής αντίφαση ανάμεσα στις δύο αυτές διαπιστώσεις του Σωκράτη, μας ωθεί να πιστέψουμε πως η προσπάθεια του φιλοσόφου δεν έγκειται στο να πείσει τους ακροατές του πέραν από κάθε αμφιβολία ότι η αρετή δεν είναι διδακτή, αλλά στο να


αναγκάσει τον Πρωταγόρα να τους πείσει για το αντίθετο. Το ευάλωτο των επιχειρημάτων του Σωκράτη καθιστά σαφές πως ο φιλόσοφος δεν επιχειρεί επί της ουσίας να υποστηρίξει την άποψή του, αλλά να δώσει στον Πρωταγόρα την απαιτούμενη ώθηση, ώστε να παρουσιάσει έναν πλήρη αποδεικτικό συλλογισμό για το διδακτό της αρετής. Ο Σωκράτης, επομένως, κατά την προσφιλή του συνήθεια, δεν προτίθεται να προσφέρει έτοιμες γνώσεις. Προτιμά να ακούσει πρώτα τις απόψεις του συνομιλητή του και στην πορεία να ελέγξει την εγκυρότητά τους, ώστε να αντλήσει την αλήθεια μέσα από τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του Πρωταγόρα. Ο Σωκράτης δεν διατυπώνει από την αρχή της συζήτησης μια ολοκληρωμένη άποψη, εμμένοντας σε αυτή, χωρίς να έχει διάθεση να δεχτεί τις ιδέες του συνομιλητή του. Αντιθέτως, πιστεύει ότι η αλήθεια για το εξεταζόμενο θέμα πρέπει να προκύπτει ύστερα από μια εποικοδομητική συζήτηση κατά την οποία οι διαπιστώσεις θα αντληθούν από τον συνδιαλεγόμενο, μέσα από καίριες ερωτήσεις και ουσιαστικό έλεγχο της εγκυρότητας των συμπερασμάτων του. Ο Σωκράτης αντιπαραθέτει μια θετική αμφισβήτηση: αμφισβητώντας τις παραδοσιακές ιδέες και τις παραδοσιακές αρχές, αναζητά τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο, αναζητά την πρώτη αλήθεια, την αναλλοίωτη, που δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες, που δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σωκράτης, στους πλατωνικούς διαλόγους, δεν αποφαίνεται ο ίδιος εκ των προτέρων, δεν παραθέτει ο ίδιος εξαρχής κάποια θεωρία ή άποψη. Αντίθετα, όλη η διανοητική προσπάθεια της συζήτησης στρέφεται στο να εξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Πρόκειται για αυτό που ο ίδιος ο Σωκράτης ονόμαζε μαιευτική. Στην Ἀπολογία του ο Σωκράτης αναφέρει: ἐγὼ δὲ διδάσκαλος μὲν οὐδενὸς πώποτ’ ἐγενόμην· εἰ δέ τις μου λέγοντος καὶ τὰ ἐμαυτοῦ πράττοντος ἐπιθυμεῖ ἀκούειν ... οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα … μήτε ὑπεσχόμην μηδενὶ μηδὲν πώποτε μάθημα μήτε ἐδίδαξα (33b). Πώς φαίνεται να εννοεί τη διδασκαλία και το δικό του έργο; «Άλλωστε εγώ δεν υπήρξα ποτέ δάσκαλος κανενός. Κι αν κάποιος όταν μιλάω και όταν λέω τα δικά μου επιθυμούσε να με ακούει, είτε νεότερος είναι είτε μεγαλύτερος, δεν το αρνήθηκα ποτέ σε κανέναν. Ούτε μιλάω μονάχα όταν παίρνω χρήματα, και όταν δεν παίρνω δεν μιλάω, αλλά προσφέρομαι το ίδιο και σε πλούσιους και σε φτωχούς, να με ρωτάνε, ή αν θέλει κανείς απατώντας μου να ακούει αυτά που λέω. Και γι’ αυτούς εγώ, είτε κάποιος τους γίνει καλός είτε όχι, είναι άδικο να κατηγορούμε, γιατί ποτέ δεν υποσχέθηκα σε κανέναν τίποτα, ούτε δίδαξα κανένα μάθημα.» Μετάφραση: Ηλέκτρα Ανδρεάδη Ο Σωκράτης διαφοροποιεί τον εαυτό του από τους Σοφιστές, οι οποίοι είχαν ένα σημαντικό κύκλο μαθητών λαμβάνοντας υψηλές αμοιβές για τη διδασκαλία τους, τονίζοντας πως ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε δάσκαλος και φυσικά πως ποτέ δεν εξάρτησε τις συναναστροφές του από τα χρήματα. Η προσφορά του Σωκράτη υπήρξε πάντοτε αφιλοκερδής και συνίσταντο στη διενέργεια συζητήσεων. Οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν είχαν την ευκαιρία μιλώντας μαζί του και απατώντας στις ερωτήσεις του να οδηγηθούν στην εξαγωγή καίριων συμπερασμάτων. Οι συζητήσεις, βέβαια, αυτές δεν αποτελούσαν οργανωμένα μαθήματα και ο Σωκράτης ποτέ δεν κάλεσε ανθρώπους κοντά του, ισχυριζόμενος πως


έχει να τους διδάξει κάτι. Εκείνο, επομένως, που κατά τον φιλόσοφο υπήρξε το δικό του έργο, ήταν η διάθεσή του να συνομιλεί με τους ανθρώπους, βοηθώντας τους μέσα από ερωτήσεις και απαντήσεις να φτάσουν στη δική τους αλήθεια. Σημαντική, άλλωστε, προσφορά του φιλοσόφου, υπήρξε η ενοχλητική για αρκετούς, αλλά λυτρωτική για όσους τον παρακολουθούσαν, αποκάλυψη της άγνοιας των ανθρώπων εκείνων που θεωρούσαν τον εαυτό τους αυθεντία σε διάφορους τομείς. Ο Σωκράτης με τη συνήθη τακτική του να ρωτά και να δοκιμάζει τις γνώσεις των συνομιλητών του, φανέρωσε σε πολλές περιπτώσεις πως εκείνοι που διατείνονταν πως κατέχουν άριστα κάποιο αντικείμενο επί της ουσίας είχαν μια επίφαση γνώσης και τίποτε περισσότερο. Ο Σωκράτης γκρέμισε την υποκρισία της δοκησισοφίας κι έκανε τους συμπολίτες τους να κατανοήσουν πως η ουσία της γνώσης βρίσκεται στην ικανότητα του ατόμου να απορεί, να εκφράζει τις αμφιβολίες του και να οδηγείται σε ορθούς συλλογισμούς. Οι έτοιμες γνώσεις που προέρχονται από τα βιβλία ή από τη διδασκαλία των σοφιστών ή των άλλων εκπαιδευτών, δεν μπορούν να θεωρηθούν μόρφωση ούτε κατοχή γνώσης. Εκείνο που έχει σημασία είναι οι άνθρωποι να μπορούν να σκέφτονται και να καταλήγουν οι ίδιοι σε διαπιστώσεις και συμπεράσματα για τις αλήθειες της ζωής. Ο μεγάλος φιλόσοφος δεν προσέφερε σε κανέναν έτοιμες γνώσεις, ούτε παρέδωσε ποτέ μαθήματα. Κατέστησε σαφές, όμως, πως οι νέοι οφείλουν να χρησιμοποιούν τη σκέψη τους και να διερευνούν τη δική τους αντίληψη επί των πραγμάτων, μιας και κάθε άνθρωπος έχει, όχι μόνο τη δυνατότητα να φτάσει σε υψηλά επίπεδα αντίληψης, αλλά και πολύτιμες ιδέες, που δε θα πρέπει να χάνονται από την αδράνεια που προκαλεί στη σκέψη η απλή πρόσληψη έτοιμων γνώσεων. «Ο Σωκράτης δεν ισχυρίζεται ποτέ ότι διδάσκει, αλλά ότι ελέγχει και εγείρει στη ζήτηση της αρετής». Να εξηγήσετε τη διαφορά. Η συνεισφορά του Σωκράτη στην παιδεία των συμπολιτών του δεν έγκειται στην παράδοση μαθημάτων με την παραδοσιακή έννοια, αλλά στη διάθεσή του να συζητήσει μαζί τους, απελευθερώνοντας τη σκέψη τους από την κυριαρχία αυθεντιών και προκαθορισμένων συμπερασμάτων. Ο Σωκράτης δεν διδάσκει όπως οι σοφιστές και οι άλλοι δάσκαλοι της εποχής του, προσφέρει όμως πολλαπλά στην εκπαιδευτική διαδικασία με το να αποκαλύπτει σε όσους διαλέγονται μαζί του, τη δύναμη της ελεύθερης σκέψης και του ανεμπόδιστου προβληματισμού. Ο Σωκράτης, μάλιστα, τείνει να κατευθύνει τις συζητήσεις του στο θέμα της αρετής, αναζητώντας τις αρχές εκείνες που διέπουν και καθορίζουν πέρα από αμφισβητήσεις την έννοια του καλού και της αρετής. Ο φιλόσοφος θέτει υπό έλεγχο πράξεις, συμπεριφορές και παγιωμένες αντιλήψεις, θέλοντας να φτάσει σ’ έναν ορισμό της αρετής που να ξεπερνά τα στενά πλαίσια της εποχής του και τους περιορισμούς που τίθενται στην αντίληψη από την καθιερωμένη αγωγή εκείνων των χρόνων. Ο Σωκράτης, επομένως, δεν καταφεύγει στη διδασκαλία έτοιμων γνώσεων, ούτε στη διάδοση αποκρυσταλλωμένων απόψεων, αντιθέτως επιχειρεί την πλήρη αποδέσμευση της σκέψης και των συλλογισμών, αποζητώντας μέσα από δημιουργικές συζητήσεις και συνεχή έλεγχο των εκφραζόμενων θέσεων, να ωθήσει τις διαπιστώσεις των συνομιλητών του στο σημείο εκείνο που θα είναι πλέον ασφαλείς και απαλλαγμένες από δογματικές απόψεις. Ο φιλόσοφος με πλήρη σεβασμό για τις νοητικές ικανότητες των συνομιλητών του, αναζητά νέες προοπτικές και καινούριες θεάσεις πάνω στο θέμα της αρετής, συζητώντας με όποιον εξέφραζε αντίστοιχο ενδιαφέρον είτε επρόκειτο για κάποιον καταξιωμένο σοφιστή είτε για οποιονδήποτε από τους


συμπολίτες του. Το ζητούμενο για τον Σωκράτη είναι η κατανόηση και η πλήρης πρόσληψη της έννοιας της αρετής και για το λόγο αυτό δε διστάζει να αναζητήσει απαντήσεις συζητώντας με κάθε πιθανό συνομιλητή. [Έχει λεχθεί για τον Σωκράτη πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», με την έννοια, ότι χάρη στη δική του προσωπικότητα, οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται τόσο με τα φυσικά φαινόμενα (που έγιναν έκτοτε αντικείμενο της επιστήμης μάλλον, παρά της φιλοσοφίας), όσο με τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Για να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή την πολύ καλύτερη διατύπωση του Αριστοτέλη: «ἐπί Σωκράτους δε..., τό ζητεῖν τά περί φύσεως ἔληξε, περί δέ τήν χρήσιμον ἀρετήν καί πολιτικήν ἀπέκλιναν οἱ φιλοσοφοῦντες» (Περί ζώων μορίων, 642 a 28 κ.εξ.). Η αλήθεια είναι πως με πολιτικά προβλήματα ασχολήθηκαν και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ενώ ζητήματα ηθικής απασχόλησαν και τον Δημόκριτο και πολλούς σοφιστές. Ο Σωκράτης όμως είναι αυτός που έστρεψε τον φιλοσοφικό στοχασμό κατ’ αποκλειστικότητα σε τέτοια θέματα. Ο λόγος που τα σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά τέτοιον ανεξίτηλο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στον σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης δεν ενδιαφερόταν απλώς για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε στο προσωπικό είτε στο κοινωνικό επίπεδο. Αντίθετα από τους σοφιστές, των οποίων το ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά ήταν εντελώς χρησιμοθηρικό, ο Σωκράτης αναζήτησε ένα σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο να καθοριστεί αυστηρά και αμετάκλητα κάθε έννοια καλού, αρετής και σοφίας. Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι αναζήτησαν την πρώτη αρχή της δημιουργίας, ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες ούτε από τη δυνατότητα αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο απορρίπτοντας το σχετικό, την ουσία της ηθικής και όχι τα ηθικά φαινόμενα. Ο Αριστοτέλης επαινεί το Σωκράτη γιατί πρόσφερε την επαγωγική μέθοδο στη φιλοσοφική αναζήτηση. Να εντοπίσετε στο κείμενο τη μέθοδο αυτή και να καταγράψετε το συλλογισμό του Σωκράτη. (Να συμβουλευτείτε και την εισαγωγή του βιβλίου σας, σσ. 36 -37). [Όπως λέει ο Αριστοτέλης (Μετά τα φυσικά, 1078 b 27 κ.εξ.), ο δρόμος που λογικά ακολούθησε ο Σωκράτης για να αναζητήσει ακριβώς την απόλυτη ουσία των ηθικών εννοιών, ήταν η επαγωγική μέθοδος (οι ἐπακτικοί λόγοι), με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών (τό ὁρίζεσθαι καθόλου). Ξεκινώντας δηλαδή από παραδείγματα συνήθως παρμένα από την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φθάνουν σε μια απόλυτη γνώση του θέματος. Και η διαδικασία αυτή είχε επιτυχία όταν προέκυπτε τελικά ένας απόλυτος ορισμός, δηλαδή μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας.] Ο Σωκράτης στην επιχειρηματολογία που χρησιμοποιεί για να υποστηρίξει το μη διδακτό της αρετής, ακολουθεί την επαγωγική μέθοδο ξεκινώντας τους συλλογισμούς του από παραδείγματα της καθημερινής ζωής και γενικεύοντας τις διαπιστώσεις του καταλήγει στο καθολικό συμπέρασμα πως η αρετή δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας. Στο πρώτο επιχείρημά του ο φιλόσοφος λαμβάνει ως παράδειγμα την τακτική των


Αθηναίων, οι οποίοι θεωρούνται απ’ όλους σοφοί, να δέχονται στις συζητήσεις τους στην εκκλησία του δήμου, τη γνώμη όλων των πολιτών για θέματα που αφορούν τη διοίκηση της πόλης, καθώς θεωρούν ότι όλοι ανεξαιρέτως μετέχουν της πολιτικής αρετής, έστω κι αν δεν την έχουν ποτέ διδαχτεί. Ενώ, σε κάθε άλλο ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, δέχονται μόνο τη γνώμη εκείνων που είναι ειδικοί επί του θέματος, σε ό,τι έχει να κάνει με τη διοίκηση της πόλης δεν απαιτούν ειδικές γνώσεις, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν ότι η πολιτική αρετή είναι κάτι που διδάσκεται. Στο δεύτερο επιχείρημά του ο Σωκράτης παίρνει ως παράδειγμα τους γιους και τον ανιψιό του Περικλή, τονίζοντας πως ένας τόσο σπουδαίος πολιτικός άνδρας δεν δίδαξε στα παιδιά του την πολιτική αρετή, που ο ίδιος κατέχει σε ύψιστο βαθμό, κι ούτε αναζήτησε κάποιον δάσκαλο για να τους τη διδάξει, γεγονός που σημαίνει πως ούτε ο Περικλής μπορούσε να διδάξει ένα τέτοιο μάθημα, αλλά ούτε και κάποιος άλλος. Στην περίπτωση, μάλιστα του Κλεινία, του ανιψιού του Περικλή, δεν ήταν εφικτή ούτε καν η στοιχειώδης εκπαίδευση. Τα επιχειρήματα αυτά του Σωκράτη, παρά το γεγονός ότι δεν είναι αρκούντως πειστικά -δεν είναι άλλωστε αυτή η πρόθεση του φιλοσόφου- αποτελούν εντούτοις χαρακτηριστικές εκφράσεις επαγωγικού συλλογισμού, καθώς ο φιλόσοφος ξεκινά από παραδείγματα περιορισμένου εύρους και καταλήγει σε μια καθολική διαπίστωση. Με αφορμή, δηλαδή, την τακτική των Αθηναίων, αλλά και τις μεμονωμένες περιπτώσεις των γιων και του ανιψιού του Περικλή, ο φιλόσοφος φτάνει στο γενικό συμπέρασμα ότι η αρετή δεν είναι διδακτή. Εκείνο, επομένως, που συμβαίνει στην Αθήνα δεν μπορεί παρά να ισχύει γενικά για όλους τους ανθρώπους. Από πού προέρχονται οι γνώσεις του Πρωταγόρα κατά το Σωκράτη; Τι συμπεραίνουμε (από τα λόγια του Σωκράτη) για την πηγή της γνώσης και, έμμεσα, για τη δυνατότητα και τα όρια της γνώσης; «Επειδή όμως σε ακούω να το υποστηρίζεις εσύ, κάμπτομαι και πιστεύω πως κάτι θα εννοείς, αφού θεωρώ πως έχεις μεγάλη πείρα σε πολλά ζητήματα, και πολλά έχεις μάθει και πολλά επίσης έχεις ανακαλύψει μόνος σου.» Ο Σωκράτης εκφράζοντας το σεβασμό του για τις απόψεις του Πρωταγόρα, αναφέρεται στις πηγές από τις οποίες ο σοφιστής έχει αντλήσει τις γνώσεις του. Αρχικά μιλά για τη μεγάλη πείρα του Πρωταγόρα, τονίζοντας έτσι πως η συνεχής ενασχόληση μ’ ένα αντικείμενο προσφέρει εμπειρίες και διδάγματα που δεν μπορούν να αποκτηθούν με άλλον τρόπο. Ο Πρωταγόρας ασχολείται με την αγωγή των νέων ήδη πολλά χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι έχει αφιερώσει πολύ χρόνο βελτιώνοντας τις πρακτικές του, καθώς κι ότι έχει αντιμετωπίσει στην πράξη ποικίλες περιπτώσεις μαθητών. Μ’ αυτόν τον τρόπο έχει πλουτίσει τις γνώσεις του τόσο στο πώς θα πρέπει να διαχειρίζεται τις διάφορες πιθανές συμπεριφορές και ξεχωριστές ανάγκες ορισμένων μαθητών, όσο και στο πώς επιτυγχάνονται τα καλύτερα δυνατά μαθησιακά αποτελέσματα. Η μεγάλη πείρα του Πρωταγόρα του παρέχει γνώσεις σε θέματα πρακτικής εφαρμογής και του προσφέρει έτσι το πλεονέκτημα να συζητά για την εκπαίδευση σε θεωρητικό επίπεδο, γνωρίζοντας παράλληλα κάθε πλευρά της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η δεύτερη πηγή γνώσης για τον σοφιστή -όπως και για κάθε άνθρωπο βέβαια- υπήρξε η μάθηση που προέκυψε σε πρώτο επίπεδο από την εκπαίδευσή του, και κατόπιν από την προσωπική του μελέτη. Ο Πρωταγόρας έχει προφανώς ακολουθήσει μια πολυετή πορεία σπουδών (αν και δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του)


και φυσικά έχει εντρυφήσει στα υπάρχοντα κείμενα προγενέστερων διδασκάλων, φιλοσόφων και ποιητών. Ο σοφιστής, όπως και κάθε εκπαιδευτικός, για να είναι σε θέση να πραγματοποιεί με επάρκεια τη διδασκαλία του δεν σταματά τη μελέτη, καθώς οφείλει να έχει ένα γερό υπόβαθρο γνώσεων. Ο Πρωταγόρας, επομένως, δεν αρκείται σε όσα έμαθε ως εκπαιδευόμενος, αλλά συνεχίζει να μελετά προκειμένου να έχει ικανοποιητική επαφή με τα κείμενα που στην εποχή του αποτελούσαν αναγκαίο κτήμα για κάθε καλλιεργημένο άνθρωπο. Η μελέτη, βέβαια, για τον Πρωταγόρα λειτουργεί κυρίως ως αφόρμηση για προβληματισμό και περαιτέρω προσωπική διερεύνηση. Στοιχείο που μας οδηγεί στην τρίτη και σημαντικότερη πηγή γνώσης, που είναι φυσικά οι προσωπικές ανακαλύψεις του σοφιστή, οι ιδέες δηλαδή και τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε μόνος του, μέσα από τη συνεχή προσπάθειά του να κατανοήσει καλύτερα τα ζητήματα που τον απασχολούν. Ο Πρωταγόρας, όπως και κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, δεν αρκείται στις έτοιμες γνώσεις και στις ιδέες που έχουν εκφράσει κατά καιρούς άλλοι άνθρωποι, αλλά προχωρά τον προβληματισμό του βαθύτερα, χρησιμοποιώντας τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις του ως εφαλτήριο. Η προσωπική αυτή προσπάθεια προβληματισμού και αξιοποίησης των ατομικών δυνατοτήτων για την εύρεση της αλήθειας και τη διατύπωση προσωπικών απόψεων, αποτελεί τελικά και τον παράγοντα που θέτει τα όρια της γνώσης. Ο άνθρωπος μπορεί να διευρύνει τις γνώσεις του και να κατακτήσει το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται μέχρι εκεί που του επιτρέπουν οι περιορισμοί της αντιληπτικής του ικανότητας. Κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το επίπεδο ευφυΐας του, μπορεί να εξελίξει τις νοητικές του δυνατότητες ως ένα σημείο μόνο, γεγονός που καθιστά πολύτιμη τη συλλογική προσπάθεια, καθώς ο συνδυασμός διαφορετικών οπτικών και τρόπων συλλογισμού μπορεί να δώσει νέα ώθηση στη σκέψη και στις πνευματικές κατακτήσεις. Θα πρέπει, άλλωστε, να έχουμε υπόψη μας πως η αντίληψη κάθε ατόμου είναι αποτέλεσμα μια σειράς παραγόντων, όπως είναι οι ατομικές του εμπειρίες, το επίπεδο της εκπαίδευσης που έλαβε, η προσωπική του διάθεση για περαιτέρω εξέλιξη και τα γενικότερα ερεθίσματα που λαμβάνει από το περιβάλλον του, γεγονός που δημιουργεί βέβαια μοναδικές προσωπικότητες με ανεπανάληπτο τρόπο επεξεργασίας και κατανόησης των δεδομένων της πραγματικότητας, αλλά θέτει συνάμα και ορισμένους -ανυπέρβλητους κάποτε- περιορισμούς στην ικανότητα του ατόμου να ξεπερνά την ίδια του τη φύση και να αντικρίζει το αντικείμενο που εξετάζει με εντελώς απρόσμενους τρόπους, ώστε να μπορεί διαρκώς να δίνει στη σκέψη του νέες προεκτάσεις. Για ποιες μεθόδους διδασκαλίας των σοφιστών γίνεται λόγος στο κείμενο; «Όχι Σωκράτη», είπε, «δεν θα σας αρνηθώ. Αλλά τι προτιμάς από τα δύο; Να σας το αναλύσω με έναν μύθο, όπως κάνουν οι γεροντότεροι στους νέους, ή να αναπτύξω το ζήτημα σε μια διάλεξη;» Πολλοί από αυτούς που κάθονταν κοντά είπαν αμέσως να αναπτύξει το θέμα με όποιον από τους δυο τρόπους θέλει. «Εγώ νομίζω», είπε εκείνος, «πως είναι πιο χαριτωμένο να σας πω έναν μύθο». Μέσα στο έργο, ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τρεις τρόπους για να εκθέσει τις απόψεις του. Τον μύθο, τη διάλεξη και τον σχολιασμό των ποιητικών κειμένων. Ως μύθο μπορούμε να ορίσουμε κάθε αφήγηση που έχει ποιητικό χαρακτήρα, είτε προέρχεται από την παράδοση και τον θρύλο είτε πρόκειται για κατασκευή


κάποιου διανοητή. Ο ποιητικός και συμβολικός χαρακτήρας του μύθου για τον Προμηθέα που αφηγείται ο Πρωταγόρας είναι προφανής. Αλλά όσο μεγάλη και αν είναι η συμβολική αξία του, είναι επίσης φανερό πως δεν μπορεί να οδηγήσει με ακρίβεια στη φιλοσοφική και επιστημονική γνώση. Βεβαίως, και ο ίδιος ο Πλάτωνας χρησιμοποίησε πολλές φορές τον μύθο (δες για παράδειγμα τον μύθο της σπηλιάς στην Πολιτεία) πάντοτε όμως για να συμπληρώσει μιαν αυστηρή φιλοσοφική απόδειξη, όχι ως αυτόνομο τρόπο, ισοδύναμο με τις άλλες φιλοσοφικές μεθόδους, για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στη γνώση. Πάντως, ίσως επειδή και ο ίδιος δεν απέρριπτε εντελώς την αξία της συμβολικής μυθικής αφήγησης, ο Πλάτωνας δεν είναι καθόλου ειρωνικός προς τον Πρωταγόρα στο σημείο αυτό. Αντίθετα, δεν διστάζει να ειρωνευτεί και να υπονομεύσει με κάθε τρόπο τη δεύτερη σοφιστική μέθοδο, τη διάλεξη. Ο Σωκράτης ισχυρίζεται πως έχει πολύ κακή μνήμη και του είναι αδύνατον, όταν ακούει μια μακροσκελή διάλεξη πάνω σε κάποιο θέμα, να συγκρατεί όλες τις λεπτομέρειες! Τι σημαίνει αυτό στην πραγματικότητα; Πως σε μια διάλεξη, ο ομιλητής εκθέτει διάφορες ιδέες τις οποίες ο ακροατής δεν έχει καν τον χρόνο να εξετάσει. Επομένως, η μέθοδος της διάλεξης είναι μέθοδος πειθούς, όχι μέθοδος προσέγγισης και κατάκτησης της αλήθειας. Μπορεί, συνεπώς, να είναι καλή για τις πολιτικές συνελεύσεις και τα δικαστήρια, αλλά σίγουρα όχι για τη φιλοσοφία, που σκοπός της είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Ποια θέση είχε ο μύθος στη διδασκαλία των σοφιστών; [Ο μύθος είναι μία φανταστική αφήγηση που είτε προέρχεται από την παράδοση, είτε αποτελεί δημιούργημα κάποιου διανοητή. Έχει χαρακτήρα: α) ποιητικό, γεγονός που του προσδίδει χάρη και γοητεία και β) συμβολικό, με τη χρήση κυρίως συμβόλων ή αλληγοριών. Ωστόσο ο μύθος δεν είναι επαρκής ως αποδεικτικό στοιχείο ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Οι σοφιστές χρησιμοποιούσαν συχνά τους μύθους τόσο για να ενισχύσουν τα επιχειρήματα τους, όσο και για να εντυπωσιάσουν. Οι μύθοι του Πλάτωνα έχουν χαρακτήρα συμβολικό και χρησιμοποιούνται ως συμπλήρωμα μιας αλήθειας την οποία στηρίζει με επιχειρήματα και τεκμήρια. Αντίθετα ο Πρωταγόρας χρησιμοποιεί τους ίδιους τους μύθους ως αποδεικτικά στοιχεία των όσων υποστηρίζει.] Ο Πρωταγόρας δηλώνει πως προτιμά να μιλήσει για το διδακτό της αρετής μ’ ένα μύθο, καθώς είναι πιο χαριτωμένο. Η μυθική διήγηση, άλλωστε, κατορθώνει να περάσει με εύκολο τρόπο μηνύματα στους ακροατές, τα οποία διαφορετικά θα ήταν δυσκολότερο να γίνουν αντιληπτά. Οι σοφιστές χρησιμοποιούν το μύθο ως μέσο πειθούς και φυσικά ως διδακτικό μέσο, αποδίδοντάς του συχνά αξία ανάλογη με αυτή που είχαν τα επιχειρήματα της λογικής. Ο μύθος, δηλαδή, για τους σοφιστές δεν λειτουργεί απαραίτητα ως συμπλήρωμα της επιχειρηματολογίας τους, αλλά ως αυτόνομο τμήμα της. Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που χρησιμοποιεί το μύθο για να συμπληρώσει την επιχειρηματολογία του, οι σοφιστές αξιοποιούν το ευχάριστο στοιχείο του μύθου για να παρουσιάσουν στους ακροατές, με εύληπτο τρόπο, στοιχεία που δεν είναι πάντοτε εύκολο να κατανοήσουν. Αν, για παράδειγμα, δούμε το μύθο του Προμηθέα, ο Πρωταγόρας κατορθώνει με απλό τρόπο να μιλήσει στους ακροατές του για μια πολυετή διαδικασία εξέλιξης, κατά την οποία το ανθρώπινος είδος αντιλήφθηκε πως η κοινωνική συνύπαρξη είναι προτιμότερη από τις μάταιες προσπάθειες των ατόμων να ζήσουν μόνοι τους, κατορθώνοντας να καθορίσει βασικούς κανόνες


για τη διευκόλυνση της συμβίωσης και βρίσκοντας παράλληλα ποικίλους τρόπους εμπέδωσής τους στους πολίτες. Ο μύθος, επομένως, για τους σοφιστές λειτουργεί ισότιμα με τη διάλεξη ως μέσο διδασκαλίας, καθώς επιτρέπει τη διατύπωση νοημάτων και πληροφοριών, με τρόπο ευφάνταστο και ευχάριστο. Προκαλεί ζωηρή εντύπωση στους ακροατές και βοηθά έτσι στην εναργέστερη διαβίβαση του επιθυμητού μηνύματος. [Οι σοφιστές χρησιμοποίησαν το "μύθο" ως διδακτικό μέσο γιατί πίστευαν στην παιδαγωγική του δύναμη και στην κοινωνική του αποτελεσματικότητα. Ο "μύθος" μεταστοιχειώνεται· γίνεται δηλαδή φιλοσοφικός μύθος για να συμπληρώσει το φιλοσοφικό λόγο. Οι σοφιστές αν και θεωρούνταν υπερασπιστές του λόγου, καταφεύγουν συστηματικά στο "μύθο" όταν κρίνουν ότι χρειάζεται να δώσουν στη διδασκαλία τους την "επαγωγική" του δύναμη. Απ’ αυτή την άποψη οι σοφιστές συνεχίζουν και υπερβαίνουν την παράδοση αλλά δεν αναπαράγουν ούτε δέχονται μυθικές ερμηνείες. Αντίθετα πολλές φορές παρουσιάζουν στη διδασκαλία τους προτάσεις εναλλακτικές.] Η χρήση του μύθου για διδακτικούς σκοπούς δεν είναι επινόηση των σοφιστών, υπάρχει ήδη στον Όμηρο (Ιλιάδα Ι 529 - 600, Μελέαγρος και Ω 602 - 617, Νιόβη) κ.α. Να διαβάσετε κάποιον από τους μύθους αυτούς και να επισημάνετε κοινά στοιχεία και διαφορές με το μύθο στη διδασκαλία των σοφιστών. Ιλιάδα, Ω 599-6017: «Όπως ζητούσες, γέροντα, λυτρώθηκε ο γιος σου, σε στρώμα πάνω κείτεται∙ η αυγή μόλις έρθει, θα τον δεις κουβαλώντας τον∙ ας δειπνήσουμε τώρα. Κι η ωριοπλέξουδη Νιόβη θυμήθηκε να φάει∙ έχασε δώδεκα παιδιά στ’ αρχοντικό της μέσα, έξι κορίτσια κι έξι γιους στη νιότη τους επάνω∙ τους γιους ο Φοίβος σκότωσε με τ’ αργυρό του τόξο, τα κορίτσια η Άρτεμη θυμώνοντας της Νιόβης, γιατί την ωριομάγουλη Λητώ συνεριζόταν, πως γέννησε πολλά παιδιά, ενώ εκείνη δύο∙ κι αυτοί, κι ας ήταν μόνο δυο, της τα σκοτώσαν όλα. Για μέρες εννιά κείτονταν εκείνα σκοτωμένα και δεν τα έθαβε κανείς, γιατί είχε πετρώσει τον κόσμο ο Δίας∙ θεοί τη δέκατη πια μέρα τα έθαψαν. Μα έφαγε τα δάκρυα σταματώντας. Τώρα σ’ απάτητα βουνά, κάπου μέσα στα βράχια, στον Σίπυλο, οι νεράιδες πως έχουν τις φωλιές τους λεν και τους χορούς τους στήνουν γύρω στον Αχελώο κι εκεί, αν κι είναι πέτρα πια, τους πόνους της κλωσάει. (Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος) Ο Αχιλλέας όταν υποχωρεί στις ικεσίες του Πριάμου και συμφωνεί να του παραδώσει τη σορό του Έκτορα, για να μπορέσουν οι Τρώες να πραγματοποιήσουν την ταφή του, ζητά από τον Πρίαμο να δειπνήσει μαζί του, παρά τη μεγάλη του λύπη. Για να


ενισχύσει, μάλιστα, την πρόσκλησή του, θυμίζει στον Πρίαμο πως ακόμη και η Νιόβη έφαγε παρόλο που θρηνούσε το χαμό των δώδεκα παιδιών της. Η Νιόβη έχοντας αποκτήσει έξι ζεύγη διδύμων, έξι αγόρια κι έξι κορίτσια, περηφανεύθηκε πως απέκτησε περισσότερα παιδιά ακόμη κι από τη Λητώ, που ο Δίας της πρόσφερε ένα μόλις ζεύγος διδύμων, την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Η Λητώ για να την τιμωρήσει, έστειλε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα να της σκοτώσουν τα παιδιά, κι ο Δίας ύστερα για εννιά μέρες μετέτρεπε σε πέτρα, όποιον επιχειρούσε να τα θάψει. Μόνο τη δέκατη μέρα ο Δίας κάμφθηκε στις ικεσίες της Νιόβης και έβαλε τους δίδυμους θεούς να θάψουν τα παιδιά της, ενώ την ίδια τη μετέτρεψε σε βράχο, στο βουνό του Σίπυλου, όπου πετρωμένη πια δακρύζει μέρανύχτα για το χαμό των παιδιών της. Ο μύθος αυτός διατυπώνεται από τον Αχιλλέα, θέλοντας να ενισχύσει το αίτημά του στον Πρίαμο, που για μέρες θρηνεί και δεν τρέφεται, να δειπνήσει. Η εμφανής αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στην περίπτωση του Πριάμου και της Νιόβης, προσδίδει στο μύθο αποδεικτική αξία και τον καθιστά κυρίαρχο μέσο της προσπάθειας του Αχιλλέα να πείσει τον Πρίαμο. Υπ’ αυτήν την έννοια ο μύθος της Νιόβης, έχει παρόμοια χρήση με τον μύθο του Προμηθέα -όπως αυτός παρουσιάζεται από τον Πρωταγόρα- καθώς και στις δύο περιπτώσεις οι ομιλητές χρησιμοποιούν τις μυθικές διηγήσεις για να ενισχύσουν τη θέση τους, αποδίδοντας μάλιστα στους μύθους αποδεικτική ισχύ. Ο Αχιλλέας τονίζει μέσω αυτού πως οι άνθρωποι ακόμη και στους μεγαλύτερους θρήνους τους, δεν παραλείπουν την αναγκαία γι’ αυτούς τροφή, ενώ ο Πρωταγόρας παρουσιάζει την εξελικτική πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών που τους οδήγησε στην υιοθέτηση και προάσπιση της δικαιοσύνης και του αλληλοσεβασμού, των βασικών δηλαδή προϋποθέσεων της πολιτικής αρετής. Ο Όμηρος, βέβαια, χρησιμοποιεί το μύθο της Νιόβης, όχι μόνο για να ενισχύσει την πρόταση του Αχιλλέα, αλλά κυρίως ως μέσο επιβράδυνσης, καθώς τα γεγονότα ωθούνται σταδιακά στην ταφή του Έκτορα και συνάμα στην ολοκλήρωση του Έπους. Η βασική χρήση, επομένως, του μύθου από τον Όμηρο είναι η επιβράδυνση της αφήγησης, σε αντίθεση με τον Πρωταγόρα, όπου ο μύθος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επιχειρηματολογίας του σοφιστή και χρησιμοποιείται για να δώσει με εύληπτο κι ευχάριστο τρόπο, βασικά σημεία του συλλογισμού του. Επιπλέον, ο Όμηρος επιλέγει τον συγκεκριμένο μύθο με βάση τις ομοιότητες που παρουσιάζει με την κατάσταση που βιώνει ο Πρίαμος, ενώ ο Πρωταγόρας, που δεν επιχειρεί κάποιον παραλληλισμό, επιλέγει το μύθο του, ως ιδανικότερο μέσο για να παρουσιάσει τις διαδοχικές αλλαγές που επήλθαν στις συνήθειες των ανθρώπων μέχρι να κατανοήσουν πόσο σημαντικό είναι να συνυπάρχουν και παράλληλα μέχρι να αντιληφθούν τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται, ώστε να επιτευχθεί η αρμονικότητα της συνύπαρξης αυτής. Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 2η ῏Ην γάρ ποτε χρόνος: Ποια είναι η λειτουργία της φράσης στη δομή του λόγου; [Η φράση, τυπική αρχή παραμυθιού, αποτελεί μέρος του σκηνικού. Τα καθαυτό μυθολογικά στοιχεία αποτελούν εξωτερική διακόσμηση που περιβάλλει την εξήγηση του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του ζωικού βασιλείου και του ανθρώπου.] [Η φράση αυτή είναι ο συνήθης τρόπος με τον οποίο αρχίζουν οι μύθοι. Οι σοφιστές, όπως είναι γνωστό χρησιμοποιούσαν τους μύθους για τις ανάγκες της διδασκαλίας


τους. Έτσι τα μυθολογικά στοιχεία αποτελούν κάτι σαν εξωτερική διακόσμηση που πλαισιώνει την εξήγηση του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του ζωικού βασιλείου και του ανθρώπου. Ο συγκεκριμένος μύθος αποτελεί μάλλον δημιούργημα του σοφιστή και πιθανώς περιλαμβανόταν στο έργο του "Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστὰσεως" που δεν έχει διασωθεί.] ῏Ην γάρ ποτε χρόνος: Ο Πρωταγόρας ξεκινά τη διήγησή του με μια τυπική φράση εισαγωγής ενός παραμυθιού. Ήταν κάποτε μια εποχή, λέει ο σοφιστής, μεταθέτοντας το χρόνο της αφήγησης σε κάποια χρονική στιγμή του παρελθόντος, που δεν μπορεί επί της ουσίας να προσδιοριστεί. Ο Πρωταγόρας σκοπεύει να μιλήσει για τη δημιουργία του ανθρώπινου είδους και για τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης κοινωνιών, με σκοπό να αναδείξει την αξία που έχουν η δικαιοσύνη και η αιδώς για την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Ο σοφιστής δεν μπορεί στην πραγματικότητα να γνωρίζει πώς συντελέστηκε η δημιουργία του ανθρώπου, ούτε ποια ήταν ακριβώς η πορεία που ακολούθησε το ανθρώπινο είδος στις πρώτες του απόπειρες να επιβιώσει απέναντι στους κινδύνους της φύσης. Εντούτοις, αποδίδει τη γένεση των ανθρώπων στους θεούς, θέτοντας έτσι το μυθικό πλαίσιο της αφήγησής του, και εικάζει με σχετική ασφάλεια τις αρχικές δυσκολίες που προέκυψαν μέχρι να αντιληφθούν οι άνθρωποι τις αναγκαίες συμβάσεις, ώστε να μπορέσουν να συνυπάρξουν. Ο Πρωταγόρας, επομένως, έχει υπόψη του κάποια βασικά στάδια που λογικά θα ακολούθησε το ανθρώπινο γένος μέχρι να φτάσει στη δημιουργία συγκροτημένων κοινωνιών, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει πότε ή πώς έγινε η αρχή, ούτε πόσος χρόνος χρειάστηκε. Για το λόγο αυτό, αποδίδει στους θεούς τα σημεία εκείνα που αδυνατεί να εξηγήσει, όπως είναι για παράδειγμα η δημιουργία των ανθρώπων, φτιάχνοντας έναν πρωτότυπο μύθο και παρουσιάζει κατόπιν τις σκέψεις του σχετικά με τις δυσκολίες που προέκυψαν στις πρώτες δοκιμές οργανωμένης συμβίωσης και τις επιτακτικές ανάγκες που ώθησαν τελικά τους ανθρώπους στην υιοθέτηση των χαρακτηριστικών εκείνων που αντιστοιχούν στην πολιτική αρετή. Τι υπήρχε πριν από τη δημιουργία των θνητών όντων; [Σύμφωνα με το μύθο πριν από τη δημιουργία των θνητών όντων υπήρχαν οι θεοί. Η "θεογονία" είναι χαρακτηριστική στην αρχαιοελληνική μυθολογική σκέψη. Ο Πρωταγόρας βέβαια, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του ήταν "αγνωστικιστής". Έτσι η αναφορά στους θεούς, έχει μάλλον αλληγορική έννοια. Ο Δίας δηλαδή συμβολίζει τη νομοτέλεια που διέπει τη φύση, είναι η λογική. Ο Ερμής, ο Επιμηθέας και οι άλλοι θεοί είναι απλά όργανα που διέπουν τη νομοτέλεια της φύσης. Με τη νομοτέλεια αυτή ρυθμίζονται οι σχέσεις των όντων, εξισορροπούνται οι ανάγκες τους και εξασφαλίζονται τα μέσα για την ικανοποίηση τους.] Ο Πρωταγόρας θέλοντας να μιλήσει για τα στάδια εκπολιτισμού και κοινωνικοποίησης που ακολούθησε το ανθρώπινο γένος, καταφεύγει στο μύθο του Προμηθέα, που παρουσιάζει την πορεία του ανθρώπου από την πρώτη του κιόλας στιγμή, από την εποχή της δημιουργίας του. Ο σοφιστής αναφέρει πως όταν ήρθε η καθορισμένη, από τη μοίρα, ώρα για τη γέννηση των θνητών όντων, τα έπλασαν οι θεοί. Έτσι, παρουσιάζει τους θεούς ως το μόνο προϋπάρχον στοιχείο στη γη, το οποίο διαδραματίζει και ρόλο δημιουργού για τους ανθρώπους και τα ζώα. Ο Πρωταγόρας λαμβάνει την ύπαρξη των θεών ως δεδομένο, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να μιλήσει και για τη δική τους δημιουργία, καθώς αυτό δεν εξυπηρετεί


τις ανάγκες της μυθικής του αφήγησης. Ο σκοπός του σοφιστή, άλλωστε, είναι να μιλήσει για τους ανθρώπους και για την πορεία που ακολούθησαν μέχρι να φτάσουν στην αρμονική συγκρότηση κοινωνιών. Θα πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι ο Πρωταγόρας υπήρξε ένας από τους πρώτους αγνωστικιστές, καθώς θεωρούσε πως η ύπαρξη των θεών είναι κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί στα στενά όρια της ανθρώπινης ύπαρξης, γι’ αυτό και είχε κατηγορηθεί για αθεΐα. Επομένως, η αναφορά στους θεούς που γίνεται σ’ αυτόν τον μύθο δεν είναι κυριολεκτική, υπό την έννοια ότι ο σοφιστής μιλώντας για την καθορισμένη από τη μοίρα στιγμή της γέννησης των θνητών όντων, αλλά και για τους θεούς που ανέλαβαν την ευθύνη να τους πλάσουν και να τους κοσμήσουν με διάφορους αμυντικούς μηχανισμούς, εννοεί μια διαδικασία που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε στα πλαίσια της νομοτέλειας που διέπει τη φύση. Ο Πρωταγόρας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει επακριβώς τις ειδικές συνθήκες που απαιτήθηκαν για τη δημιουργία ζωής στη γη, κατανοεί όμως πως επρόκειτο για μια διαδικασία που ακολούθησε τις επιταγές της λογικής που ρυθμίζει κάθε αλλαγή στη φύση. Θέλοντας, επομένως, να δώσει στους ακροατές του με τρόπο εύληπτο την έννοια της νομοτέλειας και της λογικής που κυριαρχεί στη φύση, παρουσίασε τους θεούς ως δημιουργούς της ζωής, χωρίς μάλιστα να παραλείψει να αναφέρει πως και οι ίδιοι οι θεοί υπάκουσαν ουσιαστικά σ’ ένα πρόσταγμα της μοίρας. Η δημιουργία ζωής παρουσιάζεται ως κάτι το προαποφασισμένο από τη μοίρα, από την εἱμαρμένη, τη δύναμη που ελέγχει καθετί στη φύση και ταυτίζεται ουσιαστικά με την έννοια της ανάγκης. Η ανάγκη είναι η κινητήρια δύναμη που ωθεί τη φύση στην εξέλιξη και στην αλλαγή, ελέγχοντας όχι μόνο τη δημιουργία της ζωής, αλλά και την κατοπινή της πορεία. Ενδιαφέρουσα είναι η συσχέτιση του μύθου του Προμηθέα με τον τρόπο που παρουσιάζεται η αρχή της δημιουργίας σε σημαντικά κείμενα της Αγίας Γραφής. Στο εισαγωγικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, τη Γένεση, που είναι προγενέστερη από το έργο του Πλάτωνα, η δημιουργία ξεκινά ως εξής: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.». Ο Θεός τίθεται εδώ ως δημιουργός όχι μόνο των θνητών όντων, αλλά και του σύμπαντος. Η Γένεσις δεν αποτελεί βέβαια ένα επιστημονικό κείμενο στο οποίο να εξηγείται πώς δημιουργήθηκε το σύμπαν, μιας και κάτι τέτοιο ξεπερνούσε τις γνώσεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής, αποτελεί όμως ένα θρησκευτικό κείμενο το οποίο παρουσιάζει με έμφαση το ποιος δημιούργησε καθετί στο σύμπαν. Ο Θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου, χωρίς αυτό να αποτελεί συμβολισμό, όπως γίνεται στο μύθο του Πρωταγόρα. Στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης, η αρχή της δημιουργίας παρουσιάζεται ως εξής: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.». Στην αρχή των πάντων τίθεται ο Λόγος, ο οποίος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον Θεό και μάλιστα ταυτίζεται μαζί του. Ο Λόγος μπορεί να ιδωθεί ως η νομοτέλεια, η λογική που διέπει το σύμπαν και τη φύση. Ο Λόγος, δηλαδή, μπορεί να εκληφθεί ως η κυρίαρχη δύναμη που από τον Πρωταγόρα δίνεται συμβολικά μέσα από την αναφορά στους θεούς. Εντούτοις, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η Καινή Διαθήκη είναι ένα χριστιανικό κείμενο που έχει τη δική του σημειολογία και σύμφωνα με την οποία ο Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός, ο υιός του Θεού. Ας δούμε την ερμηνεία του χωρίου από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όπως αυτή μας δίνεται από τον καθηγητή Θεολογίας Παναγιώτη Τρεμπέλα: «Κατά την αρχήν της δημιουργίας υπήρχεν ο Υιός του Θεού, που εγεννήθη από τον Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειον και πάνσοφον Νουν. Και ο Λόγος ως δεύτερον πρόσωπον της Θεότητας υπήρχεν αχώριστος από τον Θεόν και ήτο πάντοτε


πλησιέστατα προς αυτόν. Και ήτο Θεός τέλειος ο Λόγος». Ο Πρωταγόρας αξιοποιεί στο μύθο αρχέγονες αντιλήψεις για τη Γη - Μητέρα και για τον αυτοχθονισμό. Να εντοπίσετε τις αντιλήψεις αυτές στο κείμενο και να εξηγήσετε τη σημασία τους για το μύθο. Θα σας βοηθήσουν οι γνώσεις σας από τη μυθολογία για τη θεοποίηση της Γης και ο μύθος του Κάδμου για τους «Σπαρτούς» (Καδμείους) Θηβαίους. [Αυτοχθονισμός: πεποίθηση ότι ορισμένες φυλές ξεφύτρωσαν από τη γη αυτή που ύστερα έκαναν πατρίδα τους. γῆς ἔνδον: Υπόκειται η αντίληψη για τη γη ως μητέρα στα σπλάχνα της οποίας δημιουργούνται οι νέοι οργανισμοί και η αντίληψη του αυτοχθονισμού. Έδινε αίσθημα προνομιακής σχέσης με την πατρίδα και ευγενικής καταγωγής. Ο μύθος του Κάδμου που έσπειρε τα δόντια του δράκου από τα οποία φύτρωσαν οι πάνοπλοι Καδμείοι απηχεί μια τέτοια αντίληψη. Οι Αθηναίοι υπερηφανεύονταν ότι ήταν αυτόχθονες, πρβλ. Θουκυδίδη Ἐπιτάφιος ΙΙ, 36 (οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες).] «Κι όταν έφτασε ο χρόνος που είχε οριστεί από τη μοίρα για τη γέννησή τους, οι θεοί τα έπλασαν μέσα στη γη, αναμειγνύοντας χώμα και φωτιά κι όσα ταιριάζουνε με το χώμα και τη φωτιά.» Ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τη δημιουργία των θνητών όντων να συντελείται μέσα στο εσωτερικό της γης με βασικό συστατικό το χώμα, συνδέοντας άρρηκτα τη γέννηση κάθε ζωντανού οργανισμού με τη γη, η οποία καθίσταται έτσι ως η αρχική μητέρα τους. Η μεγάλη σημασία που είχε η γη στη ζωή των ανθρώπων, προσφέροντάς τους τροφή και σταθερό καταφύγιο, τους ώθησε από νωρίς να τη θεοποιήσουν, αντικρίζοντάς την ως Μητέρα της ζωής. Στη Θεογονία του Ησιόδου η Γαία, η γη δηλαδή, προκύπτει από το χάος και με μια θαυμαστή διαδικασία παρθενογένεσης δημιουργεί τον Ουρανό -σε ικανή έκταση ώστε να την καλύπτει απ’ άκρη σ’ άκρη- τα Όρη και τον Πόντο. Ύστερα σμίγοντας ερωτικά με τον Ουρανό δίνει ζωή στον Κρόνο και στην πρώτη γενιά των θεών, από τους οποίους σταδιακά θα γεννηθούν όλοι οι γνωστοί θεοί. Η αντίληψη ότι η Γη υπήρξε η μητέρα των θνητών και των αθανάτων ξεκινά επομένως από πολύ παλιά και αποτελεί ένα σημαντικό φόρο τιμής στο ζωοποιό αυτό στοιχείο που ωφελεί ποικιλοτρόπως τους ανθρώπους. Επιπλέον, η σκέψη ότι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί στα σπλάχνα της μητέρας γης, ενισχύει την αίσθηση που είχαν διάφορα έθνη ότι οι πρόγονοί τους έχουν προέλθει από τα ίδια τα εδάφη στα οποία εκείνοι τώρα κατοικούν, ότι είναι δηλαδή αυτόχθονες (αὐτός + χθών = από αυτή την ίδια γη, εκείνος δηλαδή που έχει γεννηθεί από αυτή τη γη στην οποία τώρα διαμένει, ο ιθαγενής). Η αντίληψη του αυτοχθονισμού αποτελούσε πηγή μεγάλης τιμής και περηφάνιας για πολλούς ελληνικούς λαούς, όπως και για τους Αθηναίους, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση αποτελούσαν το ακροατήριο του Πρωταγόρα και άκουγαν μ’ ευχαρίστηση την επιβεβαίωση του αυτοχθονισμού από τον σοφιστή. Οι Αθηναίοι ήταν εξαιρετικά υπερήφανοι για το γεγονός ότι ήταν αυτόχθονες και δεν είχαν έρθει στην αττική γη από κάπου αλλού. Ένιωθαν έτσι απόλυτα δεμένοι με τα πάτρια εδάφη τους και ήταν πάντοτε έτοιμοι να αγωνιστούν και να πεθάνουν για να προστατέψουν τη γη που τους γέννησε. Ο αυτοχθονισμός των Αθηναίων μάλιστα τονίζεται κι από τους αρχαίους συγγραφείς ως κάτι το δεδομένο και φυσικά ως τιμητικό στοιχείο για τους πολίτες αυτής της πόλης. Ο Θουκυδίδης για παράδειγμα αναφέρεται στον αυτοχθονισμό των Αθηναίων και στο 1ο βιβλίο της


Ιστορίας του: «Στην Αττική όμως, τον περισσότερο καιρό, δεν υπήρχαν επαναστάσεις εξαιτίας των μικρών εκτάσεων γης αλλά και γιατί την κατοικούσαν πάντοτε οι ίδιοι άνθρωποι -ᾤκουν οἱ αὐτοί ἀεί», αλλά και στο 2ο βιβλίο στα πλαίσια του Επιτάφιου λόγου του Περικλή, όταν ο μεγάλος πολιτικός εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για τους προγόνους της πόλης του «Κατοικώντας αδιάκοπα ο ίδιος λαός στον τόπο τούτο, η μια γενιά μετά την άλλη, ως τα σήμερα, μας τον παρέδωσαν, εμάς που ζούμε τώρα, ελεύτερο με την αντρειά τους.» Εκτός από τους Αθηναίους, και οι Θηβαίοι περηφανευόντουσαν για το γεγονός ότι ήταν αυτόχθονες, βασίζοντας τον ισχυρισμό τους στο μύθο του Κάδμου, ο οποίος έφτασε στην περιοχή αναζητώντας την αδερφή του Ευρώπη, που είχε αρπαχθεί από τον Δία. Ο Κάδμος φτάνοντας στο μαντείο των Δελφών, έλαβε χρησμό να ακολουθήσει μια αγελάδα και όπου αυτή σταματήσει να ιδρύσει μια νέα πόλη. Η αγελάδα σταμάτησε εκεί όπου τελικά δημιουργήθηκε η ακρόπολη της Θήβας. Ο Κάδμος κατόπιν σκότωσε έναν δράκο που φύλαγε την πηγή Αρεία και προκαλούσε καταστροφές στις γύρω περιοχές. Ύστερα, μάλιστα, από σχετική συμβουλή της Αθηνάς, έσπειρε τα δόντια του δράκου κι αμέσως από τη γη βγήκαν πάνοπλοι άνδρες, οι επονομαζόμενοι Σπαρτοί. Οι άνδρες αυτοί συγκρούστηκαν μεταξύ τους και επιβίωσαν τελικά μόλις πέντε, οι οποίοι και δημιούργησαν τις πέντε πρώτες οικογένειες της Θήβας. Ο Πρωταγόρας αξιοποιεί τις πεποιθήσεις περί αυτοχθονισμού για να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις στους Αθηναίους ακροατές του, υπενθυμίζοντας διακριτικά την ευγενική τους καταγωγή. Οι Αθηναίοι έχουν μια προνομιακή σχέση με τη γη τους και αποτελούν έτσι το ιδανικό γένος, για να δώσουν πνοή στις συνθήκες εκείνες που θα οδηγήσουν στη συγκρότηση αρμονικών κοινωνιών. Ο Σωκράτης πρώτος αναφέρθηκε στη σοφία των συμπολιτών του κι ο Πρωταγόρας ακολουθώντας το παράδειγμά του, τονίζει την αντίληψη του αυτοχθονισμού, ώστε να δημιουργήσει στους Αθηναίους την αίσθηση ότι ο μύθος αυτός τους αφορά άμεσα. ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν -τυποῦσιν αὐτὰ θεοί: Νομίζετε ότι οι απόψεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τη θέση του Πρωταγόρα περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσὶν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ’ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι ἥ τ’ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου; (Να συμβουλευτείτε και την εισαγωγή του βιβλίου σας σ. 25). [Μερικοί θεωρούν ότι υπάρχει αντίθεση. Όμως πρόκειται για μύθο, στον οποίο η παρουσία των θεών έχει αλληγορική έννοια. Ο Δίας είναι ο λόγος, η λογική, δηλ. η νομοτέλεια που διέπει τη φύση, οι άλλοι θεοί είναι τα όργανα της νομοτέλειας, η οποία ρυθμίζει τις σχέσεις των όντων, εξισορροπεί τις ελλείψεις τους. Έπειτα, όπως φαίνεται και από τη συνέχεια του μύθου, ο Πρωταγόρας ενδιαφέρεται μάλλον για την εξήγηση της γένεσης του θρησκευτικού συναισθήματος παρά για το θέμα της ύπαρξης των θεών. Πάντως δεν υποστηρίζει ότι οι θεοί είναι αιώνιοι, αντίθετα, όπως αφήνει να εννοηθεί, δημιουργήθηκαν και αυτοί (καὶ τούτοις) και απλώς υπήρχαν πριν από τα θνητά γένη. Ο W. K. C. Guthrie χαρακτηρίζει τον Πρωταγόρα «κλασική περίπτωση αγνωστικιστή» και παραπέμπει στον Θεαίτητο (162 d), όπου ο μεγάλος Σοφιστής αρνείται να συζητήσει το θέμα των θεών. Αν η θέση του Πρωταγόρα χαρακτηριστεί στην ίδια την ερώτηση ως αγνωστικιστική, θα πρέπει να προηγηθεί η εξήγηση του όρου (αγνωστικισμός: η θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση της ουσίας των πραγμάτων είναι αδύνατη· ο αγνωστικιστής παίρνει επιφυλακτική ή ουδέτερη στάση απέναντι στα μεταφυσικά προβλήματα, όπως το πρόβλημα του θεού).]


[Ο Πρωταγόρας στο βιβλίο του Περί θεῶν έγραφε το εξής: Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση∙ το γεγονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται και η συντομία της ανθρώπινης ζωής. Προφανώς, ο Πρωταγόρας δεν ήταν άθεος, αλλά θεωρούσε πως ούτε οι αισθήσεις επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τα άδηλα (αυτά που δεν προσεγγίζουν δηλαδή οι αισθήσεις) ούτε ο νους (αφού η συντομία της ανθρώπινης ζωής δεν προσφέρει στον άνθρωπο τον αναγκαίο χρόνο για να εμβαθύνει σε τέτοια θέματα). Έτσι, ο Πρωταγόρας κατέληγε σε έναν σχετικισμό: η γνώση του ανθρώπου για τα πράγματα είναι σχετική, εξαρτάται δηλαδή από τα μέσα του και τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της ζωής του.] Ο Πρωταγόρας αναφέρεται στους θεούς ως δημιουργούς των θνητών όντων, όχι γιατί πίστευε ή τουλάχιστον γιατί ήταν βέβαιος για την ύπαρξή τους, αλλά γιατί δεν γνώριζε επί της ουσίας πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν τα θνητά όντα. Εκείνο που γνώριζε ήταν πως η δημιουργία των ζώων και των ανθρώπων προέκυψε ως αποτέλεσμα αλλαγών και εξελίξεων που συντελούνται στη φύση και οι οποίες ακολουθούν μια δική τους απαρέγκλιτη νομοτέλεια. Επειδή, όμως, στην προκειμένη περίπτωση το θέμα που τον ενδιαφέρει δεν είναι η δημιουργία των ανθρώπων, αλλά η εξελικτική τους πορεία, υποκαθιστά, στα πλαίσια του αλληγορικού μύθου, τη νομοτέλεια της φύσης με τους θεούς. Με τον τρόπο αυτό η προσοχή των ακροατών του μετατίθεται στα σημεία που ενδιαφέρουν το σοφιστή και δεν εγκλωβίζεται στο δυσερμήνευτο σημείο της δημιουργίας. Το γεγονός, άλλωστε, ότι ο Πρωταγόρας ήταν αγνωστικιστής, το γεγονός δηλαδή ότι δήλωνε αβέβαιος για την ύπαρξη των θεών, δεν δημιουργεί αντίφαση με την αναφορά που κάνει σ’ αυτόν τον μύθο στους θεούς, καθώς ο σκοπός της μυθικής του διήγησης είναι να αναδείξει τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν την υιοθέτηση της πολιτικής αρετής, προκειμένου να επιτευχθεί η αρμονική συγκρότηση κοινωνιών. Οι θεοί, επομένως, λειτουργούν ως αλληγορικές αναφορές στη νομοτέλεια της φύσης και όχι κυριολεκτικά ως δημιουργοί της ζωής. Ο σοφιστής μάλιστα, έχοντας υπόψη του τις πεποιθήσεις των ανθρώπων πως ακόμη και οι θεοί δημιουργήθηκαν, φροντίζει να το υπαινιχθεί: «᾿Επειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως...», λέγοντας πως ήρθε «και γι’ αυτά», τα θνητά όντα δηλαδή, ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για τη γέννησή του, όπως παλιότερα, εννοείται, ότι είχε έρθει και για τους θεούς. Ο Πρωταγόρας, πάντως, δεν αποδίδει ολοκληρωτικά στους θεούς τη δημιουργία των θνητών όντων, αλλά τους παρουσιάζει να λειτουργούν ως όργανα μιας ανώτερης δύναμης, της ειμαρμένης. Οι θεοί, λέει ο σοφιστής, δημιούργησαν τους ανθρώπους γιατί έφτασε η ώρα που είχε καθοριστεί από τη μοίρα. Έτσι, ο Πρωταγόρας μας επιτρέπει να αποκωδικοποιήσουμε καλύτερα την αλληγορία του μύθου, αναγνωρίζοντας πως πίσω από τους θεούς βρίσκεται μια δύναμη που ωθεί τις αλλαγές που συντελούνται στη φύση. Η δύναμη αυτή, η ειμαρμένη, μπορεί να ερμηνευθεί ως η ανάγκη. Η αλληγορική απόδοση της δημιουργίας των θνητών όντων στους θεούς, μας παραπέμπει άλλωστε και στη χριστιανική παράδοση, όπου ο Θεός παρουσιάζεται να δημιουργεί τους πρωτόπλαστους. Όπως οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης καταφεύγουν σε μιαν αλληγορία για να εξηγήσουν το πώς δημιουργήθηκε ο άνθρωπος (στο βιβλίο της Γένεσης), έτσι και ο Πρωταγόρας επιλέγει τον εύληπτο τρόπο ενός μύθου, που ακολουθεί άλλωστε και τη θρησκευτική αντίληψη των


ακροατών του. Από ποια στοιχεία δημιουργούν οι θεοί τα θνητά όντα; Ποιες κοσμολογικές αντιλήψεις φαίνεται να ακολουθεί ο Πρωταγόρας; ["ἐκ γῆς καί πυρός": οι κοσμογονίες διαφοροποιούνται ως προς τα στοιχεία από τα οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος. Σε κάποιες περιπτώσεις γίνεται λόγος για δημιουργία από χώμα. Ο Παρμενίδης υποστήριξε ότι ο κόσμος προήρθε από την ανάμειξη γης και φωτιάς, ενώ ο Εμπεδοκλής μίλησε για τέσσερα στοιχεία: "πῦρ"-"γῆ"-"αἰθήρ"-"ὕδωρ". Ο Πρωταγόρας υιοθετεί την αρχική θεωρία του Παρμενίδη εμπλουτισμένη με τις απόψεις του Εμπεδοκλή.] «...τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.» Ο Πρωταγόρας λέει πως οι θεοί έπλασαν τα θνητά όντα με χώμα και φωτιά, και με ό,τι μπορεί να ανακατευτεί με το χώμα και τη φωτιά. Η αναφορά αυτή του σοφιστή υποδηλώνει μια υιοθέτηση τόσο των απόψεων του Παρμενίδη που θεωρούσε πως ο κόσμος δημιουργήθηκε με την ανάμειξη δύο βασικών στοιχείων: γης και φωτιάς, όσο και των απόψεων του Εμπεδοκλή που προσέθετε δύο ακόμη βασικά στοιχεία: το νερό και τον αέρα (αἰθήρ = το ανώτατο και καθαρότερο στρώμα αέρος). Η διατύπωση που επιλέγει ο σοφιστής, παρά το γεγονός ότι προκρίνει τα δύο βασικά στοιχεία και άρα τη θεωρία του Παρμενίδη, με την αναφορά και στην προσθήκη όποιων άλλων στοιχείων μπορούν να ανακατευθούν με το χώμα και τη φωτιά, επιτρέπει και την έμμεση παραδοχή της θεωρίας του Εμπεδοκλή. Επί της ουσίας, δηλαδή, ο Πρωταγόρας μη θέλοντας να επιλέξει κάποια από τις υπάρχουσες θεωρίες για τη δημιουργία του κόσμου, επιλέγει μια πιο γενικόλογη διατύπωση, ώστε να μπορούν να αναγνωρισθούν στα λόγια του και οι δύο θεωρίες. Άλλωστε, ο σοφιστής δεν θέλει να εστιάσει την προσοχή των ακροατών του σ’ αυτό το σημείο του μύθου του, καθώς το πώς δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι δεν αποτελεί το βασικό θέμα του συλλογισμού του. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί πως η αναφορά στο χώμα, ως βασικό στοιχείο για τη δημιουργία των θνητών όντων, στηρίζει την έννοια του αυτοχθονισμού που αποτελούσε σημαντική πηγή περηφάνιας για το αθηναϊκό ακροατήριο του Πρωταγόρα. Ποιο ρόλο διαδραματίζει η μοίρα (εἱμαρμένη) στην ενότητα και πώς εξηγείται αυτός; [Στο μύθο του Πρωταγόρα η εἱμαρμένη αναφέρεται δύο φορές: χρόνος εἱμαρμένος (2η ενότητα) και εἱμαρμένη ἡμέρα (3η ενότητα). Είναι στοιχείο του μύθου, που προσδιορίζει χρονικά την εξέλιξη. Εκφράζει «το πλήρωμα του χρόνου», το πέρασμα από μία εποχή σε άλλη, από μια μορφή ζωής σε άλλη, που ούτε στιγμιαίο είναι ούτε αυτόματο. Αν αφαιρέσουμε το περίβλημα του μύθου από την αφήγηση του Πρωταγόρα, σημαίνει ότι το πέρασμα σε άλλο στάδιο γίνεται κάτω από την πίεση της ανάγκης για επιβίωση ή καλυτέρευση της ζωής.] Ο Πρωταγόρας παρόλο που παρουσιάζει στο μύθο του, τους θεούς να δημιουργούν τα θνητά όντα, εντούτοις καθιστά σαφές πως η δημιουργία αυτή δεν προέκυψε από δική τους πρωτοβουλία. Τα θνητά όντα ήρθαν στο φως επειδή έφτασε ο καθορισμένος από τη μοίρα χρόνος για τη γέννησή τους.


Η μοίρα, η εἱμαρμένη, εκφράζει μια δύναμη που κυριαρχεί όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στους θεούς, οι οποίοι υπακούν στο κάλεσμά της. Ο Πρωταγόρας δεν είναι βέβαια σε θέση να γνωρίζει πώς ακριβώς δημιουργήθηκαν τα θνητά όντα, γνωρίζει όμως πως μια τέτοιου είδους δημιουργία στη φύση, μια τέτοια εξέλιξη, θα χρειαζόταν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα για να συντελεστεί, όπως άλλωστε και τα στάδια στον εκπολιτισμό των ανθρώπων που αναφέρει στην πορεία του μύθου. Τόσο η δημιουργία των ανθρώπων όσο και το πέρασμά τους από την πρωτόγονη κατάσταση, στο επίπεδο συγκρότησης οργανωμένων κοινωνιών, απαιτεί χρόνο και το κυριότερο απαιτεί την ώθηση εκείνη που παρέχεται από την ανάγκη για επιβίωση και βελτίωση. Η μοίρα, επομένως, που αναφέρεται στο μύθο του Πρωταγόρα μπορεί να εκληφθεί ως η ανάγκη, η δύναμη αυτή που ωθεί διαρκώς τη φύση να βρίσκεται σε μια διαδικασία εξέλιξης και αντιμετώπισης των ελλείψεών της. Με ποιες ιδιότητες - δυνάμεις εξόπλισε τα ζώα ο Επιμηθέας και από ποιους κινδύνους τα εξασφάλιζαν αυτές; Ο Επιμηθέας μοίρασε τις ιδιότητες εξισορροπητικά, ως εξής: ● Στα ζώα που έδωσε δύναμη, δεν τους έδωσε ταχύτητα. ● Ενώ, τα ζώα που ήταν αδύναμα, τους έδωσε τη δυνατότητα να κινούνται γρήγορα. ● Σε όσα ήταν πολύ μικρόσωμα είτε τους έδωσε φτερά για να μπορούν να πετάνε είτε τους έδωσε κατοικία κάτω από τη γη, για να κρύβονται. ● Όσα ήταν μεγαλόσωμα, εξασφάλιζαν την ασφάλειά τους χάρη στο μέγεθός τους. Με αυτόν τον τρόπο ο Επιμηθέας φρόντιζε για την ασφάλεια κάθε είδους και κυρίως για τη δυνατότητά τους να προστατεύονται το ένα από το άλλο, ώστε να μην αλληλοεξοντωθούν. Παράλληλα, φρόντισε να τα εξοπλίσει κατάλληλα, ώστε να αντέχουν στις μεταβολές του καιρού. ● Τους έδωσε πυκνό τρίχωμα και σκληρό δέρμα, κατάλληλο τόσο για το κρύο όσο και για τη ζέστη. ● Το πυκνό τους τρίχωμα θα λειτουργούσε παράλληλα και ως φυσικό στρώμα όταν πήγαιναν να κοιμηθούν. ● Σε ό,τι αφορούσε τα πέλματά τους, σε άλλα έδωσε οπλές και στα υπόλοιπα τρίχωμα και σκληρό δέρμα, χωρίς αίμα όμως, ώστε να μην αισθάνονται πόνο. Επιπλέον, ο Επιμηθέας φρόντισε κάθε είδος να χρειάζεται διαφορετική τροφή, ώστε να μην δημιουργείται ανταγωνισμός μεταξύ τους και έλλειψη της απαιτούμενης τροφής. ● Έτσι, κάποια ζώα θα τρέφονταν με χορτάρια, άλλα με καρπούς κι άλλα με ρίζες. Ενώ, υπήρχαν και κάποια που θα τρέφονταν με άλλα ζώα. Για να διασφαλίσει ο Επιμηθέας την ύπαρξη των ζώων που θα αποτελούσαν τροφή για κάποια άλλα, τους έδωσε την ικανότητα να γεννούν πολλά μικρά, ενώ, παράλληλα, μερίμνησε ώστε τα σαρκοβόρα ζώα να γεννούν λίγα μικρά. Με αυτόν τον τρόπο θα υπήρχαν λίγα σαρκοβόρα, αλλά πολλά από τα ζώα που θα αποτελούσαν την τροφή τους, ώστε να διατηρείται πάντοτε μια ικανή ισορροπία. Να δείξετε ότι ο μύθος του Πρωταγόρα εξηγεί τελεολογικά το νόμο της αναπλήρωσης.


[Νόμος της αναπλήρωσης: αρχή που ισχύει και στη φύση, σύμφωνα με την οποία μία αδυναμία - ενός ζώου π.χ.- αναπληρώνεται από μία ικανότητα. Η συγκεκριμένη ερώτηση έχει στόχο να ελέγξει αν οι μαθητές κατανόησαν ότι εδώ η εξήγηση είναι τελεολογική, δηλαδή οι διάφορες ιδιότητες και χαρακτηριστικά των ζώων εξηγούνται από το σκοπό (τέλος) για τον οποίο πλάστηκαν, ή, απλούστερα, από τη λειτουργία που επιτελούν. Στη φύση όλα έχουν, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, ένα σκοπό. Δεν ισχυρίζεται το ίδιο για την ιστορία.] Ο Επιμηθέας δείχνει ιδιαίτερη μέριμνα στο να εξισορροπήσει τις τυχόν αδυναμίες που έχει κάθε ζώο, με κάποια ιδιότητα που θα του προσφέρει τη δυνατότητα να προφυλάξει τον εαυτό του, με απώτερο σκοπό να διασφαλιστεί η διατήρηση κάθε είδους ζωής. Η προσφορά σε κάθε ζώο της ιδιότητας εκείνης που θα αντισταθμίσει τις εγγενείς αδυναμίες του, αποτελεί τον νόμο της αναπλήρωσης που υπάρχει στη φύση. Η έλλειψη δύναμης, για παράδειγμα, μπορεί να αντισταθμιστεί με την ταχύτητα, ενώ ένα ζώο με μικρό μέγεθος μπορεί να αναζητήσει τη σωτηρία του στην ικανότητά του να πετά. Ο νόμος της αναπλήρωσης, βέβαια, δε λειτουργεί μόνο με την παροχή κάποιας ιδιότητας που θα διασφαλίσει πλήρως την ασφάλεια του ζώου, καθώς κάποτε η απώλειά του θεωρείται όχι μόνο δεδομένη, αλλά και απαιτούμενη, ώστε να τραφούν κάποια άλλα ζώα. Στην περίπτωση αυτή η αναπλήρωση επιτυγχάνεται με την ικανότητα του ζώου να γεννά πολλά μικρά. Ο νόμος της αναπλήρωσης έρχεται να εξασφαλίσει την επιβίωση κάθε είδους ζώων, μιας και καθένα από αυτά έχει τη δική του λειτουργία να επιτελέσει και η διατήρηση του είδους του κρίνεται αναγκαία. Υπάρχει, επομένως, στη φύση ένας σκοπός (ένα τέλος) για την ύπαρξη κάθε είδους, γι’ αυτό και θεωρείται απολύτως σημαντική η επιβίωση όλων των ειδών. Με τη διατήρηση, δηλαδή, όλων των ειδών επιτυγχάνεται η ισορροπία στη φύση, μιας και η λειτουργία που επιτελεί κάθε ζώο είναι μοναδική και προφανώς καθιστά το κάθε είδος αναντικατάστατο. Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 3η Σε ποια κατάσταση βρέθηκε ο άνθρωπος στην «επιθεώρηση» του Προμηθέα; [Ο άνθρωπος γυμνός, ανυπόδητος, άστρωτος και άοπλος, το πιο απροστάτευτο από τα ζώα. Την άποψη αυτή επικρίνει ο Αριστοτέλης, που υποστηρίζει (Περὶ ζῴων μορίων, Δ 10) ότι η δημιουργία του ανθρώπου ήταν τέλεια και «όσοι λένε ότι είναι ανυπόδητος, γυμνός, χωρίς οπλισμό για να αμυνθεί, λαθεύουν».] Ο Προμηθέας κατά την επιθεώρηση της διανομής του Επιμηθέα, διαπίστωσε ότι ο άνθρωπος είχε μείνει πλήρως απροστάτευτος σε ό,τι αφορούσε τον φυσικό του εξοπλισμό. Το σώμα του ήταν γυμνό, χωρίς την προστασία πυκνού τριχώματος και σκληρού δέρματος, τα πέλματά του δεν είχαν τις οπλές ή το σκληρό δέρμα που είχαν άλλα ζώα και συνάμα δεν είχε κάποιου είδους φυσικό οπλισμό, γεγονός που τον καθιστούσε ευάλωτο απέναντι στα άλλα ζώα. Ο Πρωταγόρας επιλέγει εδώ να αντικρίσει τον άνθρωπο ως ένα απροστάτευτο ον, χωρίς να αναφερθεί στη βασική του υπεροχή σε ό,τι αφορούσε τις νοητικές του ικανότητες, θέλοντας να δώσει έμφαση στις ελλείψεις εκείνες που ώθησαν τον άνθρωπο να καταφύγει στη δημιουργία τεχνικού πολιτισμού. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος δεν είχε ούτε φυσική προστασία από το κρύο,


ούτε ένα φυσικό στρώμα, όπως τα άλλα ζώα, θα τον αναγκάσει από νωρίς να αναζητήσει τρόπους για να προστατέψει τον εαυτό του, καθώς και να διαμορφώσει το κατάλληλο περιβάλλον, ώστε να είναι σε θέση να επιβιώσει. Τις προσπάθειες αυτές που θα αποτελέσουν τα πρώτα βήματα του τεχνικού πολιτισμού, θα τις δώσει συνοπτικά ο Πρωταγόρας, μέσα από τη σωτήρια προσφορά του Προμηθέα. Οι τεχνικές γνώσεις του Ηφαίστου και της Αθηνάς όπως και η φωτιά, που θα δοθούν στους ανθρώπους από τον Προμηθέα, θα αποτελέσουν τις βάσεις για να ξεκινήσει μια γόνιμη διαδρομή δημιουργίας για τους ανθρώπους. Πώς έλυσε ο Προμηθέας το πρόβλημα που είχε δημιουργήσει η κατανομή του Επιμηθέα; Ο Προμηθέας βλέποντας τον άνθρωπο να είναι τελείως απροστάτευτος απέναντι στα άλλα ζώα και στις καιρικές συνθήκες, μπήκε κρυφά στο κοινό εργαστήρι του Ηφαίστου και της Αθηνάς και έκλεψε τη φωτιά, αλλά και τις τεχνικές γνώσεις των δύο θεών. [Η θεά Αθηνά αντιπροσωπεύει τη θεωρητική γνώση και συγκεκριμένα τις τεχνικές γνώσεις ενώ ο Ήφαιστος αντιπροσωπεύει την πρακτική γνώση και συγκεκριμένα την εφαρμογή των τεχνικών γνώσεων της Αθηνάς με τη βοήθεια της φωτιάς (σὺν πυρί).] Ο Προμηθέας δωρίζει στους ανθρώπους τις τεχνικές γνώσεις, αλλά και τη φωτιά, την πολύτιμη αυτή μορφή ενέργειας, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τις τεχνικές τους γνώσεις. Άλλωστε, χωρίς τη φωτιά ήταν πρακτικά αδύνατο να αποκτήσει κάποιος τις γνώσεις αυτές και το κυριότερο να τις χρησιμοποιήσει προς όφελός του. Ο συνδυασμός των δύο αυτών προσφορών του Προμηθέα, θέτει ουσιαστικά τις βάσεις για τη δημιουργία από τους ανθρώπους του τεχνικού εκείνου πολιτισμού, που θα τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τις εγγενείς ελλείψεις του σε ό,τι αφορά τον σωματικό τους εξοπλισμό. Χάρη, δηλαδή, στα δώρα του Προμηθέα, οι άνθρωποι θα ήταν πλέον σε θέση να κατασκευάσουν κατοικίες και όπλα, ώστε να μπορούν να προστατευθούν τόσο από τις εναλλαγές του καιρού, όσο και από τα υπόλοιπα ζώα. Η προσφορά, βέβαια, του Προμηθέα δεν ήταν πλήρης, υπό την έννοια ότι δεν κατόρθωσε να διασφαλίσει για τους ανθρώπους και την πολιτική ικανότητα, που θα τους έδινε την ευκαιρία να συγκροτήσουν αρμονικά οργανωμένες κοινωνίες, καθώς αυτή βρισκόταν στην κατοικία του Δία και φυλασσόταν από φοβερούς φρουρούς. Εντούτοις, τα δώρα του Προμηθέα επαρκούσαν για τη θεμελίωση του τεχνικού πολιτισμού και εξασφάλιζαν έτσι στους ανθρώπους, όχι μόνο την προστασία τους, αλλά και τις απαραίτητες συνθήκες για τη βελτίωση της ζωής τους μέσα από την αξιοποίηση των νοητικών τους ικανοτήτων. τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί: «Οι τεχνικές γνώσεις εννοούνται εδώ χορηγημένες στον άνθρωπο ως ολοκληρωμένο σύνολο a priori και όχι ως θησαύρισμα σταδιακής πείρας μέσα στους αιώνες». Συμφωνείτε με την «ανάγνωση» αυτή του μύθου ή όχι και γιατί; ["Η μυθική μορφή με την οποία ο Πρωταγόρας ντύνει την άποψή του για τη γένεση του πολιτισμού δεν μας επιτρέπει να πάρουμε κάθε λέξη του τοῖς μετρητοῖς", W. Jaeger. Πρόκειται βέβαια για συμβολισμούς και θα πρέπει να δούμε την παρέμβαση του Προμηθέα ως φάση της εξέλιξης, στην οποία δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την επιβίωση του ανθρώπου και την προσαρμογή του στο φυσικό περιβάλλον, πραγματοποιείται η γένεση των τεχνών και σχηματίζονται οι πρώτες κοινωνίες.


Στην προηγούμενη φάση (του Επιμηθέα) συντελείται ο βιολογικός σχηματισμός του ανθρώπου.] Ο Πρωταγόρας έχει ήδη καταστήσει σαφές πως πρόκειται να εξηγήσει γιατί θεωρεί την αρετή διδακτή, με έναν μύθο, που είναι πιο χαριτωμένο από το να αναπτύξει το ζήτημα με μια διάλεξη. Αυτό σημαίνει ότι στα πλαίσια του μύθου δεν απαιτούνται εκτενείς αναλύσεις και τεκμηριώσεις, καθώς τα διάφορα στοιχεία μπορούν να δοθούν συνοπτικά και να αποδοθούν σε θεϊκές παρεμβάσεις. Υπ’ αυτή την έννοια οι τεχνικές γνώσεις, τις οποίες οι άνθρωποι κατέκτησαν σταδιακά και προφανώς χρειάστηκε η πάροδος πολλών χρόνων μέχρι να εμπεδωθούν και να βελτιωθούν, αποδίδονται στη μυθική διήγηση στην παρέμβαση του τιτάνα, που τις προσφέρει συνολικά στον άνθρωπο ως δώρο για να αντισταθμίσει τις εγγενείς του ελλείψεις. Η παρουσίαση των τεχνικών γνώσεων ως a priori (εκ των προτέρων, γνώση που προηγείται της εμπειρίας, εκ γενετής) κτήμα των ανθρώπων, λειτουργεί απλουστευτικά και επιτρέπει στον σοφιστή να αποφύγει μια εκτεταμένη αναφορά στην μακροχρόνια πορεία που απαιτήθηκε για την απόκτηση των βασικών αυτών γνώσεων. Άλλωστε, όπως και με το ζήτημα της δημιουργίας των ανθρώπων, ο Πρωταγόρας δεν μπορεί να έχει μια σαφή εικόνα για το πώς ακριβώς εξελίχθηκε η κατάκτηση των τεχνικών γνώσεων. Μπορούμε, επομένως, να θεωρήσουμε πως η a priori απόκτηση των τεχνικών γνώσεων, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αποτελεί απλώς έναν συμβολισμό, που διευκολύνει τον σοφιστή να προσπεράσει σημεία της εξέλιξης των ανθρώπων που δεν τα γνωρίζει απόλυτα. Είναι, δηλαδή, σαφές πως η απόκτηση των τεχνικών γνώσεων αποτέλεσε μια μακραίωνη προσπάθεια των ανθρώπων, η οποία όμως στα πλαίσια του μύθου μπορεί εύκολα να αποδοθεί ως συνολική δωρεά του Προμηθέα. Πώς υποκαθιστά ο άνθρωπος την έλλειψη οργάνων προσαρμογής; Ο άνθρωπος έχοντας βρεθεί ουσιαστικά άοπλος απέναντι στα άλλα ζώα, αλλά και στις αντίξοες καιρικές συνθήκες, βασίζει τη σωτηρία του στα δώρα του Προμηθέα, στη φωτιά και στις τεχνικές γνώσεις. Με τη βοήθεια της φωτιάς, της πρώτης πηγής ενέργειας που αξιοποιήθηκε πλήρως από τον άνθρωπο, και με τις τεχνικές γνώσεις, οι άνθρωποι θέτουν τα θεμέλια του πολιτισμού τους. Η κατασκευή όπλων τόσο για την προστασία του όσο και για τη θήρευση τροφής και η κατασκευή κατάλληλά διαμορφωμένων χώρων διαμονής, αποτελούν τις αρχικές επιτεύξεις του ανθρώπινου γένους, που εξισορροπούν τις ελλείψεις του απέναντι στα υπόλοιπα ζώα, που ήταν από τη φύση τους εξοπλισμένα με σειρά ικανοτήτων και μηχανισμών προστασίας. Η μυθική, βέβαια, εξιστόρηση των γεγονότων παρουσιάζει την εύρεση της φωτιάς και την εξέλιξη των πρακτικών γνώσεων του ανθρώπου, ως μια προσφορά του Προμηθέα, αποκρύπτοντας την πραγματικότητα της προσωπικής μακροχρόνιας προσπάθειας και τελικής επιτυχίας των ανθρώπων. Έτσι, η παρουσίαση του Πρωταγόρα, προκαλεί την αντίρρηση του Αριστοτέλη, ο οποίος διατυπώνει τη σκέψη ότι η δημιουργία του ανθρώπου ήταν τέλεια και «όσοι λένε ότι είναι ανυπόδητος, γυμνός, χωρίς οπλισμό για να αμυνθεί, λαθεύουν». Η προσπάθεια, επομένως, του Πρωταγόρα να προσπεράσει κάποια στάδια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, παρουσιάζοντάς τα συνοπτικά και με συμβολικό τρόπο, τον οδηγεί εδώ να υπονομεύσει το σημαντικότερο προσόν των ανθρώπων, τη νοητική του υπεροχή απέναντι σε όλα τα υπόλοιπα ζώα.


Η αξιοποίηση της φωτιάς, αλλά και η εξέλιξη των τεχνικών γνώσεων, απ’ όπου προέκυψε ο πολιτισμός, αποτέλεσε προϊόν αποκλειστικά της ανθρώπινης σκέψης και ευρηματικότητας και όχι ανέλπιστη προσφορά του Προμηθέα. Γιατί ο Ήφαιστος και η Αθηνά αναφέρονται μαζί; Τι αντιπροσώπευαν και ποια σχέση είχαν με την Αθήνα; [Η Αθηνά ήταν παιδαγωγός του Εριχθονίου, γιου του Ηφαίστου. Αθηνά και Ήφαιστος γιορτάζονταν μαζί στις γιορτές των Απατουρίων και Χαλκείων, είχαν κοινό ναό στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας. Ο Ήφαιστος αντιπροσωπεύει την πρακτική και η Αθηνά τη θεωρητική γνώση.] Η Αθηνά, η θεά της σοφίας, θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες ως η προστάτιδα των τεχνιτών και χειροτεχνών (ξυλουργών, κεραμοποιών και των μεταλλουργών –μαζί με τον Ήφαιστο), γι’ αυτό και την αποκαλούσαν Εργάνη (η εργατική). Ειδικότερα για τη μεταλλουργία, μοιραζόταν τα καθήκοντά της με τον Ήφαιστο, ο οποίος ήταν αριστοτέχνης στις κατασκευές αντικειμένων, όπλων, αλλά και κοσμημάτων. Η Αθηνά κατείχε τη θεωρητική γνώση, τις τεχνικές γνώσεις, ενώ ο Ήφαιστος τις πρακτικές γνώσεις, την εφαρμογή δηλαδή των τεχνικών γνώσεων, αξιοποιώντας τη φωτιά. Οι δύο θεοί βρίσκονται σε στενή σχέση μεταξύ τους λόγω της κοινής τους ενασχόλησης με τις πρακτικές τέχνες, αλλά και λόγω της ειδικότερης σχέσης τους με την πόλη των Αθηνών. Η θεά Αθηνά ήταν η προστάτιδα της Αθήνας, έχοντας συναγωνιστεί με τον Ποσειδώνα για να κερδίσει αυτόν τον τίτλο (χάρισε στους Αθηναίους το δέντρο της ελιάς). Ενώ, για τον Ήφαιστο η ίδια πόλη αποτελούσε τον κυριότερο τόπο λατρείας του, μαζί με τη Λήμνο. Ενδεικτικός ως προς τη λατρεία των δύο θεών είναι ο πολύ σημαντικός ναός του Ηφαίστου στην Αθήνα, γνωστός και ως Θησείο, που ήταν αφιερωμένος στον Ήφαιστο και στην Εργάνη Αθηνά. Παράλληλα, η μυθολογία συνδέει τους δύο θεούς και ως προς τη συμμετοχή του Ηφαίστου στη γέννηση της Αθηνάς. Ο Δίας, ο πατέρας της Αθηνάς, όταν η μητέρα της, η Μήτις, ήταν έγκυος, την κατάπιε από φόβο μήπως γεννήσει γιο ισχυρότερο από τον ίδιο. Στη συνέχεια, όμως, ο Δίας άρχισε να έχει τρομερό πονοκέφαλο και ζήτησε από τον Ήφαιστο να τον βοηθήσει. Τότε ο Ήφαιστος άνοιξε το κρανίο του Δία και πετάχτηκε έξω ενήλικη και πάνοπλη η θεά Αθηνά. Η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, έρχεται να εξηγήσει την ξεχωριστή σοφία της θεάς, που ήταν αντίστοιχη με τη σοφία του πατέρα της. Επίσης, οι δύο θεοί συμμετείχαν στη δημιουργία της Πανδώρας, της γυναίκας που πλάστηκε κατ’ απαίτηση του Δία για να εκδικηθεί τον Προμηθέα που έδωσε στους ανθρώπους τη φωτιά. Ο Ήφαιστος έπλασε την Πανδώρα από χώμα και η Αθηνά της έδωσε ζωή και την προίκισε με όλες τις γνώσεις κατασκευής χειροτεχνημάτων που θα την καθιστούσαν ιδανική σύζυγο. Ύστερα η Πανδώρα δόθηκε στον Επιμηθέα, ο οποίος χωρίς να σκεφτεί τους κινδύνους και αγνοώντας τη συμβουλή του Προμηθέα να μη δεχτεί κανένα δώρο από τους θεούς, την πήρε για γυναίκα του. Ο Πρωταγόρας στο μύθο αναφέρεται στον άνθρωπο γενικά, χωρίς καμία διάκριση καταγωγής, κοινωνικής τάξης κτλ. Η έννοια ἄνθρωπος είναι δηλαδή γενική και δηλώνει το ανθρώπινο γένος. Ποια σημασία νομίζετε ότι έχει η αντίληψη αυτή; Πώς θα κρίναμε σήμερα τη σπουδαιότητά της; (Να διαβάσετε από την εισαγωγή του βιβλίου σας τα σχετικά με τον Ιππία και τον Αντιφώντα,


σσ. 26 και 28). [Στο μύθο χρησιμοποιείται και ο όρος ἀνθρώπων γένος. Γίνεται λόγος για ανθρώπους γενικά, όχι για ελεύθερους και δούλους, για ευγενείς, για Έλληνες και βαρβάρους κτλ. Άλλοι σοφιστές προχώρησαν περισσότερο στην ενότητα του ανθρώπινου γένους με τις διακηρύξεις τους κατά των κοινωνικών και φυλετικών διακρίσεων (᾿Αντιφῶν, Ἀλκιδάμας). Στον Πρωταγόρα (337c) βρίσκουμε την άποψη του Ιππία για την ενότητα των ανθρώπων. Πρόκειται για πρωτοποριακές για την εποχή τους αντιλήψεις. Η σημασία τους σε σχέση με τις αριστοκρατικές αντιλήψεις της εποχής τους, ακόμα και σε σχέση με σύγχρονες θεωρίες π.χ. για Αρίους είναι προφανής.] [Ιππίας: Είναι πολύ πιθανόν πως ο Ιππίας ήταν ο πρώτος σοφιστής που κατηγορηματικά κατήγγειλε τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων ως συνέπεια των νόμων και όχι της φύσης, για την οποία όλοι οι άνθρωποι είναι όμοιοι, συγγενείς και συμπολίτες. Αντιφώντας: Ο Αντιφώντας ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για ζητήματα κοινωνιολογικά, ιστορίας του δικαίου και ιστορίας των πολιτισμών. Η αντίθεση φύσης – νόμου βρισκόταν στο επίκεντρο των φιλοσοφικών προβληματισμών του. Δεν γνωρίζουμε εάν ο Ιππίας ήταν ο πρώτος που ανέδειξε αυτήν την αντίθεση, ο Αντιφώντας πάντως ήταν αυτός που την κατήγγειλε, παίρνοντας θέση κατά του νόμου και των ανθρώπινων συμβάσεων, στις οποίες οφείλονται όλες οι διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Οπαδός του φυσικού δικαίου, ο Αντιφώντας δεν δίστασε να διακηρύξει πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι: καταρχήν, μέσα στα πλαίσια της πόλεως, αριστοκράτες ή μη, πολίτες ή ξένοι, ελεύθεροι ή δούλοι∙ αλλά και μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της ανθρωπότητας, Έλληνες και βάρβαροι δεν διαφέρουν παρά μόνον στον βαθμό που ο νόμος, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι πολιτιστικές προκαταλήψεις επιβάλλον τις ανισότητες.] Ο τρόπος με τον οποίο ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τη δημιουργία των ανθρώπων, χωρίς να κάνει καμία αναφορά σε οποιαδήποτε μορφή διάκρισης μεταξύ τους, καθιστά τη διήγησή του εξαιρετικά πρωτοποριακή. Σε μια εποχή όπου η δουλεία θεωρούνταν δεδομένη, οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως κατώτερες από τους άντρες και οι πλούσιοι απολάμβαναν πλείστα προνόμια, ο Πρωταγόρας δίνει σε όλους τους ανθρώπους κοινή αρχή, κοινή καταγωγή, χωρίς καμία απολύτως διάκριση. Αυτό σημαίνει ότι για τον σοφιστή η κατοπινή εξέλιξη των ανθρώπων και οι πολλαπλές ανισότητες στις μεταξύ τους σχέσεις, προέκυψαν ως αποτέλεσμα κοινωνικών συμβάσεων και επιβολής ουσιαστικά των ισχυρότερων ομάδων. Ενώ, δηλαδή, οι άνθρωποι ξεκίνησαν από κοινή βάση, ίσοι μεταξύ τους, στην πορεία κάθε ομάδα που ένιωθε τον εαυτό της ισχυρότερο από τους άλλους ανθρώπους, επέβαλε και κάποια μορφή διάκρισης. Η σκέψη του σοφιστή είναι πολύ σημαντική, καθώς κατορθώνει να αντικρίσει την αλήθεια για τη φύση των ανθρώπων, κατορθώνει να αντιληφθεί την πλήρη ισότητα μεταξύ τους και δε διστάζει να τους εξομοιώσει απόλυτα στη διήγησή του. Η αξία της σκέψης του, μάλιστα, καθίσταται ακόμη σημαντικότερη αν αναλογιστούμε ότι ο σοφιστής γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια εποχή, όπου η δουλεία θεωρούνταν πλήρως αποδεκτή και οι γυναίκες επί της ουσίας δεν είχαν δικαιώματα. Ο Πρωταγόρας, επομένως, παρουσιάζει την ισότητα των ανθρώπων και αναδεικνύει την καθαρότητα με την οποία αντίκριζε τον κόσμο, κατορθώνοντας να αποδεσμευτεί από προκαταλήψεις και στρεβλές θεάσεις της πραγματικότητας. Έτσι, ο σοφιστής εμφανίζεται να έχει επιτύχει κάτι που ακόμη και σήμερα μοιάζει


ανέφικτο, κατάφερε δηλαδή να αποδεχτεί και να διακηρύξει την πλήρη ισότητα ανάμεσα στους ανθρώπους, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, για τις διακρίσεις ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, και για την ανισότητα ανάμεσα στους εύπορους πολίτες και τους φτωχούς. Διὸς φυλακαί: Τις φρουρές αποτελούσαν η Βία και το Κράτος, όργανα της εξουσίας του Δία, που συναντάμε στη Θεογονία του Ησιόδου (385) και τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου (στ. 12-87). Τι συμβολίζουν, κατά τη γνώμη σας, σε συνδυασμό με την όλη παρουσία των θεών στο μύθο του Πρωταγόρα; [Είναι τα όργανα της εξουσίας του Δία. Στο μύθο του Πρωταγόρα συμβολίζουν τη δυσκολία της απόκτησης της πολιτικής τέχνης, τις επίπονες προσπάθειες του ανθρώπινου γένους για πολιτική οργάνωση. Η παρουσία των θεών στο μύθο φανερώνει την παρουσία της φύσης μέσα στην κοινωνία (η οποία δηλώνεται καλύτερα και στην 4η ενότητα).] Ησιόδου «Θεογονία» Στὺξ δ᾽ ἔτεκ᾽ Ὠκεανοῦ θυγάτηρ Πάλλαντι μιγεῖσα Ζῆλον καὶ Νίκην καλλίσφυρον ἐν μεγάροισιν· καὶ Κράτος ἠδὲ Βίην ἀριδείκετα γείνατο τέκνα, τῶν οὐκ ἔστ᾽ ἀπάνευθε Διὸς δόμος, οὐδέ τις ἕδρη, οὐδ᾽ ὁδός, ὅππη μὴ κείνοις θεὸς ἡγεμονεύῃ, ἀλλ᾽ αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ βαρυκτύπῳ ἑδριόωνται. Η Στυξ, η κόρη του Ωκεανού, αφού ήρθε σ’ επαφή με τον Πάλλαντα γέννησε τον Ζήλο και τη Νίκη με τους όμορφους αστραγάλους, στον κοιτώνα∙ γέννησε και το Κράτος και τη Βία, περίφημα παιδιά, για τα οποία δεν υπάρχει κατοικία μακριά από τον Δία, ούτε θέση, ούτε δρόμος, παρά αυτός που οι θεοί τα οδηγούν, αλλά πάντοτε κοντά στον Δία, που βροντάει φοβερά, μένουν. Αισχύλου «Προμηθέας Δεσμώτης» Ήφαιστος: Κράτος και Βία, για σας του Διός φθάνει η προσταγή και τίποτα δεν σας εμποδίζει. Όμως εμένα δεν μου βαστά η καρδιά μου με το ζόρι θεό συγγενικό μας να τον δέσω σε βράχο κακοφούρτουνο. Αλλ’ ανάγκη είτ’ έτσι είτ’ αλλιώς εγώ παίρνοντας θάρρος σε τούτα να καταπιαστώ. Γιατ’ είναι βαρύ τον λόγο ν’ αψηφάμε του πατέρα. Της ορθόγνωμης Θέτιδος γιέ υψηλογνώστη, άθελά μου άθελον εσέ πρέπει να καρφώσω με αλυσίδες ασύντριφτες πάνω σε τούτο το έρημο απ’ ανθρώπους πετροβούνι, όπου ποτέ σου ουδέ φωνή ουδ’ όψι ανθρώπου θα δεις και τ’ άνθος της μορφής θ’ αλλάξεις απ’ του ήλιου τη λαμπρή φλόγα κτυπημένος, έτσι που ευχάριστη θα σου είναι η νύχτα, η πλουμιδόστολη, το φως να σου αποκρύβει.


Κι ο ήλιος το δροσόπαγο θα σκορπάει πάλι. Κι έτσι πάντα θα γίνεται. Κι εσένα ο πόνος του κακού ολοένα θα σε τρώει, γιατί ακόμη δεν έχει γεννηθεί ο άξιος να στο ελαφρώσει. Τέτοια σ’ ευρήκαν για την αγάπη των ανθρώπων. Γιατί θεός εσύ, για των θεών μη έχοντας φόβο την όργιτα, παράδωκες εις τους ανθρώπους περισσότερες τιμές απ’ ό,τι ωρίσθη. Γι’ αυτό και τον άχαρο θα φυλάς βράχο τούτο ορθόστητος και αγονάτιστος και δίχως ύπνο∙ κι ανώφελα πολλούς θρήνους και γόους θα φωνάζεις. Γιατί του Δία ο νους δύσκολα αλλάζει γνώμη, κι ο νειόφερτος στην εξουσία πάντα σκληρός είναι. [Μετάφραση: Ιωάννης Ζερβός] Η Βία και το Κράτος (η δύναμη), οι φύλακες της κατοικίας του Δία, λειτουργούν στα πλαίσια του μύθους ως σύμβολα για τις πολλαπλές δυσκολίες που θα πρέπει οι άνθρωποι να ξεπεράσουν προκειμένου να αποκτήσουν την πολιτική αρετή, την ικανότητα, δηλαδή, να συγκροτούν εύρυθμα συγκροτημένες κοινωνίες. Η ομαλή κοινωνική συνύπαρξη δεν μπορεί να προκύψει άκοπα και χωρίς προβλήματα, καθώς οι άνθρωποι θα πρέπει να κατανοήσουν πως όλοι οφείλουν να προβούν σε υποχωρήσεις, για να κατορθώσουν να δημιουργήσουν μια κατάλληλα οργανωμένη κοινωνία. Οι υποχωρήσει αυτές, βέβαια, και ο απαιτούμενος σεβασμός για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του άλλου, δεν προκύπτουν εύκολα, γι’ αυτό και οι άνθρωποι θα χρειαστούν πάρα πολλά χρόνια μέχρι να φτάσουν στο αναγκαίο επίπεδο ωριμότητας. Ο Πρωταγόρας, επομένως, θέλοντας να δώσει συμβολικά την ένταση αυτών των δυσκολιών και με δεδομένο ότι αφηγείται ένα μύθο, παρουσιάζει τη Βία και το Κράτος, ως τους τρομερούς εκείνους φύλακες που δεν άφησαν στον Προμηθέα κανένα περιθώριο να επιχειρήσει την κλοπή της πολιτικής αρετής. Ο Πρωταγόρας δεν θέλει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι αμέσως μετά τη δημιουργία τους οι άνθρωποι κατόρθωσαν να αναπτύξουν πολιτισμό και να συγκροτήσουν κοινωνίες. Για το λόγο αυτό παρουσιάζει βέβαια τον Προμηθέα να προσφέρει στους ανθρώπους τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις, αλλά δημιουργεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την εξασφάλιση της πολιτικής ικανότητας. Έτσι, ακόμη και στα πλαίσια του μύθου, καθίσταται σαφές πως υπήρξαν στάδια στην εξέλιξη του ανθρώπου και αποφεύγεται η λανθασμένη εντύπωση ότι διαμιάς επιτεύχθηκε η πλήρης ανάπτυξη πολιτισμού και η συγκρότηση κοινωνιών. Ο Πρωταγόρας, άλλωστε, φροντίζει στο μύθο του να συμβολίζονται οι νόμοι που συνέχουν τη φύση και την ωθούν σε εξέλιξη και διαρκή βελτίωση, οι ίδιοι νόμοι που συνάμα θέτουν και όρια στην ικανότητα των όντων να προχωρούν ταχύτερα απ’ ό,τι πρέπει στην εξελικτική τους πορεία. Στα πλαίσια λοιπόν του μύθου οι νόμοι της φύσης συμβολίζονται με τους θεούς, οι οποίοι πλάθουν τους ανθρώπους (δημιουργία ζωής στη φύση), τους προικίζουν εξισορροπητικά με διαφορετικές ικανότητες (νόμος της αναπλήρωσης), τους χαρίζουν τεχνικές γνώσεις (η αναγκαία εξέλιξη των ειδών προκειμένου να επιβιώσουν). Παράλληλα, ο Πρωταγόρας εμφανίζει τους θεούς να στέκουν εμπόδιο στην ταχύτατη εξέλιξη των ανθρώπων -η Βία και το Κράτος-, καθώς είναι ευνόητο πως κάθε εξελικτικό βήμα απαιτεί μακροχρόνια προσπάθεια.


Τι νομίζετε ότι συμβολίζει η κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα; [Ο Προμηθέας «κλέβοντας τη φωτιά, αψηφώντας τις άλογες και αυθαίρετες αποφάσεις του Δία, εκφράζει και ενισχύει την ορθολογική πίστη του ότι ο άνθρωπος μπορεί με τη γνώση να κυριαρχήσει πάνω στη φύση, να την αλλάξει και να καλυτερέψει τη ζωή του».] Μετά το στάδιο της δημιουργίας (ανάμειξη χώματος και φωτιάς από τους θεούς) και το στάδιο της ενίσχυσης των όντων με τις αναγκαίες ιδιότητες για τη διασφάλιση της επιβίωσής τους (μοίρασμα ιδιοτήτων από τον Επιμηθέα), ο άνθρωπος εμφανίζεται με εγγενείς αδυναμίες απέναντι στη φύση και στα υπόλοιπα ζώα. Η ουσιαστική διαφορά, όμως, του ανθρώπου με τα άλλα ζώα έγκειται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ένα έλλογο ον, που κατέχει την ικανότητα της σκέψης, της δημιουργικότητας και της λογικής επεξεργασίας των καταστάσεων που αντιμετωπίζει. Έτσι, η κλοπή της φωτιάς και των τεχνικών γνώσεων από τον Προμηθέα, συμβολίζει την ενεργοποίηση όλων εκείνων των νοητικών δυνατοτήτων του ανθρωπίνου γένους, που έρχονται να εξισορροπήσουν και να αναπληρώσουν τις σωματικές του ελλείψεις. Με την κλοπή της φωτιάς -της πρώτης πηγής ενέργειας που αξιοποιήθηκε από τους ανθρώπους- ο Πρωταγόρας παρουσιάζει συνοπτικά το εξελικτικό στάδιο της ανθρωπότητας, κατά το οποίο επιχειρήθηκε και επιτεύχθηκε η αναδιαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος από τους ανθρώπους, ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους. Η φωτιά θέτει τις βάσεις για τη δημιουργία του τεχνικού πολιτισμού των ανθρώπων, που τους παρέχει τη δυνατότητα να κατασκευάσουν όπλα, κατοικίες, εργαλεία και οτιδήποτε χρειάζονται για να εξασφαλίσουν στέγη, τροφή και ασφάλεια. Σε παράλληλη ανάπτυξη, μάλιστα, παρέχει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να ξεκινήσουν και την ανάπτυξη του πνευματικού τους πολιτισμού, καθώς από τη στιγμή που αισθάνονται ασφαλείς από τους κινδύνους της φύσης, κατορθώνουν να δημιουργήσουν έναν λεκτικό κώδικα επικοινωνίας και να υιοθετήσουν την έννοια της θρησκείας και της τίμησης των θεών τους. Το στάδιο αυτό του Προμηθέα αποτελεί τις πρωταρχικές προσπάθειες του ανθρώπου για επιβίωση και ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών της ζωής του. Δεν οδηγεί, βέβαια, τους ανθρώπους στην πληρότητα της αρμονικής κοινωνικής ζωής και της δημιουργίας ενός ισόρροπα ανεπτυγμένου πνευματικού και τεχνικού πολιτισμού στα πλαίσια μιας οργανωμένης κοινωνίας, καθώς γι’ αυτό το σημαντικό βήμα θα χρειαστεί η κατάκτηση της πολιτικής αρετής. Ένα ακόμη δυσεπίτευκτο εξελικτικό στάδιο, το οποίο στα πλαίσια του μύθου θα πραγματοποιηθεί με τη συνδρομή του Δία. Πώς εξυπηρετεί την οικονομία του μύθου (ενότητες 2 και 3) ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα; Ο Πρωταγόρας ξεκινώντας το μύθο του από τη δημιουργία των θνητών όντων, οφείλει να αναφερθεί σε εξελικτικά στάδια, τα οποία καλύπτουν μεγάλες χρονικές περιόδους. Για να μπορέσει, λοιπόν, να δώσει συνοπτικά τα στάδια αυτά, τα αποδίδει συμβολικά σε παρεμβάσεις των θεών και των τιτάνων. Το 1ο στάδιο που καλύπτει τη δημιουργία της ζωής, ο Πρωταγόρας το αποδίδει στους θεούς, οι οποίοι πλάθουν τα θνητά όντα ακολουθώντας τα κελεύσματα της ειμαρμένης. Η δημιουργία της ζωής παρουσιάζεται έτσι ως κάτι το αναγκαίο, που έχει προαποφασιστεί από τη μοίρα.


Το 2ο στάδιο αφορά την εξέλιξη των θνητών όντων, τα οποία προσαρμοζόμενα στις ειδικές απαιτήσεις του φυσικού περιβάλλοντος αναπτύσσουν μια σειρά ικανοτήτων, προκειμένου να επιβιώσουν. Το στάδιο αυτό καλύπτει ένα αρκετά εκτεταμένο χρονικό διάστημα, καθώς μέχρι να φτάσουν τα ζώα στην ιδανική τους κατάσταση και να καλύψουν τις ελλείψεις τους (νόμος της αναπλήρωσης), χρειάστηκε να υποστούν μια σειρά εξελικτικών αλλαγών από γενιά σε γενιά. Όλη αυτή τη διαδικασία, βέβαια, ο Πρωταγόρας την αποδίδει συνοπτικά με το μοίρασμα των ιδιοτήτων από τον Επιμηθέα. Ο Επιμηθέας παρουσιάζεται να μοιράζει με ιδιαίτερη φροντίδα τις ιδιότητες στα ζώα, παραμελεί εντούτοις πλήρως τον άνθρωπο, τον οποίο αφήνει χωρίς καμία σωτήρια ιδιότητα. Το λάθος αυτό του Επιμηθέα, εξυπηρετεί ουσιαστικά τις ανάγκες του μύθου, καθώς ο άνθρωπος όχι μόνο αποτελεί εντελώς ξεχωριστή περίπτωση σε σχέση με τα άλλα ζώα, αλλά και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της όλης αφήγησης. Έτσι, με την αμέλεια του Επιμηθέα, δίνεται η ευκαιρία στον Πρωταγόρα να εξετάσει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια την εξέλιξη του ανθρώπου. Το 3ο στάδιο, επομένως, αφορά ειδικότερα τον άνθρωπο, ο οποίος αν και στερείται των ιδιοτήτων εκείνων που θα τον προστατέψουν από τη φύση και τα υπόλοιπα ζώα, διαθέτει εντούτοις ανεπτυγμένες νοητικές ικανότητες που του επιτρέπουν να επιβληθεί στο φυσικό του περιβάλλον και να δημιουργήσει τις αναγκαίες γι’ αυτόν συνθήκες επιβίωσης. Η εξέλιξη του ανθρώπου έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις ανάγκες του μύθου, γι’ αυτό ο σοφιστής την εξετάζει σε διπλό επίπεδο: Στο 1ο επίπεδο, παρουσιάζει την αρχική δημιουργία του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού, την οποία αποδίδει στην γενναιόδωρη προσφορά του Προμηθέα, που διασφαλίζει για χάρη των ανθρώπων τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις. Στο πρώτο αυτό επίπεδο ο άνθρωπος κατασκευάζει κατοικίες, όπλα και εργαλεία, εξασφαλίζοντας για τον εαυτό του προστασία από τις αλλαγές του καιρού, αλλά και από τα υπόλοιπα ζώα. Παράλληλα, οι άνθρωποι θέτουν τις βάσεις και για τον πνευματικό τους πολιτισμού με τη δημιουργία ενός ικανού κώδικα επικοινωνίας, αλλά και της θρησκείας. Στο 2ο επίπεδο, ο σοφιστής θα μας παρουσιάσει τη σημαντικότερη εξέλιξη για την επιβίωση των ανθρώπων, η οποία έγκειται στη συγκρότηση αρμονικά οργανωμένων κοινωνιών. Η επίτευξη αυτής της σημαντικής εξέλιξης θα γίνει με τη συνδρομή του Δία, που θα προσφέρει στους ανθρώπους τη δίκην και την αιδώ. Παρατηρούμε, επομένως, ότι ο Πρωταγόρας αποδίδοντας στους θεούς και στους δύο τιτάνες καίριες προσφορές για τα θνητά όντα, κατορθώνει να παρουσιάσει με συνοπτικό τρόπο εξελικτικά στάδια που στην πραγματικότητα καλύπτουν μια μακραίωνη πορεία. Θα πρέπει, επίσης, να έχουμε κατά νου, πως η απερισκεψία και η επιπολαιότητα του Επιμηθέα, εξυπηρετούν την οικονομία του μύθου, αφού καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση του Προμηθέα. Κάτι που αν ειδωθεί πέρα από τα πλαίσια του μύθου, σημαίνει πως οι άνθρωποι αναγκάζονται, για να επιβιώσουν, να ενεργοποιήσουν το βασικότερο πλεονέκτημά τους έναντι των άλλων όντων, τη λογική, τις νοητικές τους δηλαδή ικανότητες. Η συμβολή του Προμηθέα, που θα οδηγήσει στη δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού, δεν είναι παρά η συμβολική παράσταση, της πολύχρονης προσπάθειας των ανθρώπων να επιβληθούν στο φυσικό τους περιβάλλον και να το διαμορφώσουν κατάλληλα για τη δική τους επιβίωση. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις λέξεις που αναφέρονται στον Επιμηθέα και τον


Προμηθέα (ενότητες 2 και 3) και να σκιαγραφήσετε την προσωπικότητα και το ρόλο καθενός στη δημιουργία. Να λάβετε υπόψη σας και την ετυμολογία των ονομάτων τους. [Προμηθεύς < προμηθής (πρό + μῆτις : σκέψη ) = προνοητικός, προβλεπτικός. Ἐπιμηθεύς < ἐπί + μῆδος (πληθ. μήδεα, τά: σκέψεις, επινοήσεις, τεχνάσματα) = απερίσκεπτος, απρονόητος, σκεπτόμενος κατόπιν εορτής.] Ο Επιμηθέας, όταν οι θεοί ζητούν από τους δύο τιτάνες να κάνουν τη διανομή ιδιοτήτων στα θνητά όντα, ζητά από τον Προμηθέα να κάνει μόνος του τη μοιρασιά «Προμηθέα δὲ παραιτεῖται᾿Επιμηθεύς αὐτὸς νεῖμαι», αναλαμβάνοντας χωρίς δεύτερη σκέψη μια απαιτητική διαδικασία. «Ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα», επειδή όμως ο Επιμηθέας δεν ήταν πολύ σοφός, χωρίς να το καταλάβει ξοδεύει όλες τις δυνάμεις/εφόδια στα άλογα όντα. Αφήνει, έτσι, τον άνθρωπο χωρίς κάποια σωματική δύναμη, που θα μπορούσε να τον προφυλάξει από τις μεταβολές του καιρού κι από τα άλλα ζώα. Η λανθασμένη, ως προς τον άνθρωπο, διανομή των δυνάμεων αποκαλύπτει την απερισκεψία του Επιμηθέα, που τόσο παρορμητικά προθυμοποιήθηκε να διεκπεραιώσει μόνος του μια δύσκολη και εξαιρετικά σημαντική αποστολή. Ο Επιμηθέας ξεκινάει τη διανομή, χωρίς ουσιαστικό προγραμματισμό και χωρίς να διαφυλάξει κάποιες δυνάμεις για τον άνθρωπο, αφήνοντάς τον εντελώς απροστάτευτο σε άμεσο κίνδυνο για την επιβίωσή του. [Θα πρέπει, βέβαια, να έχουμε κατά νου, πως η απερισκεψία και η επιπολαιότητα του Επιμηθέα, εξυπηρετούν την οικονομία του μύθου, αφού καθιστούν αναγκαία την παρέμβαση του Προμηθέα. Κάτι που αν ειδωθεί πέρα από τα πλαίσια του μύθου, σημαίνει πως οι άνθρωποι αναγκάζονται, για να επιβιώσουν, να ενεργοποιήσουν το βασικότερο πλεονέκτημά τους έναντι των άλλων όντων, τη λογική, τις νοητικές τους δηλαδή ικανότητες. Η συμβολή του Προμηθέα, που θα οδηγήσει στη δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού, δεν είναι παρά η συμβολική παράσταση, της πολύχρονης προσπάθειας των ανθρώπων να επιβληθούν στο φυσικό τους περιβάλλον και να το διαμορφώσουν κατάλληλα για τη δική τους επιβίωση.] «Ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶςτὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί». Ο Προμηθέας που έρχεται να ελέγξει τη διανομή του Επιμηθέα, διαπιστώνει πως ο άνθρωπος έχει πλήρως παραμεληθεί. Μη γνωρίζοντας τι να κάνει για να τον σώσει, κλέβει από τον Ήφαιστο και την Αθηνά, τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις. Ο Προμηθέας, επομένως, αντιμετωπίζει αποφασιστικά το σημαντικό πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί, προβαίνοντας σε μία ουσιαστική για τον άνθρωπο προσφορά. Ο Προμηθέας με έντονα ανθρωπιστική διάθεση, κλέβει πολύτιμα στοιχεία από τους θεούς, γι’ αυτό και η τιμωρία του από τον Δία θα είναι ιδιαίτερα σκληρή. Η στάση, πάντως, του Προμηθέα αποτελεί παράδειγμα για τη δυνατότητα υπέρβασης των δυσκολιών και της επίλυσης προβλημάτων, με γοργή σκέψη και αποφασιστικότητα. Ο Προμηθέας λειτουργεί ως σύμβολο για τη διαχρονική δυνατότητα του ανθρώπου να ξεπερνά τα εμπόδια που συναντά και να συνεχίζει μια διαρκώς ανοδική πορεία. Απέναντι στην έλλειψη οργάνωσης και στην απρονοησία του Επιμηθέα, ο Προμηθέας παρατάσσει, όχι μόνο την προνοητικότητα και τον ορθό υπολογισμό, αλλά και την επινοητικότητα και τη δυνατότητα, μέσω της σκέψης, να αντιμετωπίζονται κάθε είδους προβλήματα.


Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 4η Ποια στάδια εξέλιξης πέρασε ο άνθρωπος σύμφωνα με το μύθο; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά καθενός; (Βλ. και ενότητα 3). [Μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια ή φάσεις εξέλιξης. Η πρώτη είναι η φάση του Επιμηθέα, η δεύτερη η φάση του Προμηθέα και η τρίτη η φάση του σχηματισμού των πόλεων.] Το πρώτο στάδιο εξέλιξης, το στάδιο του Επιμηθέα, αφορά ουσιαστικά την εξέλιξη των ειδών από τη στιγμή της πρώτης γέννησής τους. Ο άνθρωπος, όπως και όλα τα όντα, εξελίσσεται μέχρι να λάβει την ιδανική εκείνη μορφή που θα του επιτρέψει να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητές του. Στο τέλος αυτής της πρώτης φάσης, ο άνθρωπος μοιάζει να υστερεί απέναντι στα άλλα ζώα, σε ό,τι αφορά τη σωματική του εξέλιξη, καθώς δε διαθέτει χαρακτηριστικά που να του διασφαλίζουν ικανή άμυνα απέναντι στις μεταβολές του καιρού και στις επιθέσεις των άλλων ζώων. Ο άνθρωπος, όμως, διαθέτει ανεπτυγμένες νοητικής ικανότητες, τις οποίες θέτει σ’ εφαρμογή στο αμέσως επόμενο στάδιο, σ’ αυτό του Προμηθέα. Ό,τι προσέφερε ο Προμηθέας στους ανθρώπους, στα πλαίσια του μύθου, είναι όσα κατόρθωσαν οι άνθρωποι να αξιοποιήσουν πιεζόμενοι από την ανάγκη για επιβίωση. Οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπο να αξιοποιήσουν προς όφελός τους τη δύναμη της φωτιάς και αναπτύσσουν έτσι τις τεχνικές του γνώσεις, προκειμένου να επιβληθούν στο φυσικό τους περιβάλλον. Φτιάχνουν κατοικίες, όπλα για να αμύνονται και να κυνηγούν, καθώς και εργαλεία για την καλλιέργεια της γης, ενώ παράλληλα δημιουργούν ένα γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας και μια πρώτη μορφή θρησκείας. Εντούτοις, παρά τη μεγάλη αξία των αρχικών αυτών επιτευγμάτων, παραμένουν ευάλωτοι απέναντι στις επιθέσεις των ζώων και συνειδητοποιούν ότι μόνο μέσω της από κοινού προσπάθειας μπορούν να προστατευθούν αποτελεσματικά. Έτσι, η συνειδητοποίηση της ανάγκης για συνύπαρξη, οδηγεί τους ανθρώπους στο τρίτο στάδιο εξέλιξης, το οποίο αφορά το σχηματισμό πόλεων. Αυτό το τρίτο στάδιο, που στα πλαίσια του μύθου επιτεύχθηκε με την παρέμβαση του Δία, ολοκληρώθηκε μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες και αρκετές αποτυχημένες απόπειρες, καθώς οι άνθρωποι δυσκολεύονταν να φτάσουν στον καθορισμό κανόνων και στην έννοια του αλληλοσεβασμού, προκειμένου να καταστεί εφικτή η κοινωνική συνύπαρξή τους. Ο σχηματισμός πόλεων θα επέτρεπε στους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν από κοινού τις επιθέσεις των άγριων ζώων, αλλά κάθε φορά που προσπαθούσαν να συνυπάρξουν αδικούσαν ο ένας τον άλλο και πολύ σύντομα επέλεγαν να ζήσουν και πάλι μόνοι τους. Έπρεπε, λοιπόν, να αποκτήσουν την αίσθηση της δικαιοσύνης στις μεταξύ τους σχέσεις και φυσικά την αίσθηση σεβασμού ο ένας για τον άλλο. Οι πολύτιμες αυτές αρχές, που στην πραγματικότητα χρειάστηκαν την πάροδο πολλών χρόνων για να αναπτυχθούν, δίνονται στο μύθο συνοπτικά με τη σωτήρια παρέμβαση του Δία. θείας μετέσχε μοίρας: Με ποιο τρόπο συμμετείχε ο άνθρωπος στη μοίρα, στο μερίδιο, των θεών; Τα δώρα που προσέφερε ο Προμηθέας στους ανθρώπους, δηλαδή η φωτιά και οι τεχνικές γνώσεις που έκλεψε από τον Ήφαιστο και την Αθηνά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις εγγενείς ελλείψεις του απέναντι στα υπόλοιπα ζώα, αποτελούν


το συνεκτικό δεσμό τους με τους θεούς. Η φωτιά και οι τεχνικές γνώσεις ήταν μέχρι τότε αποκλειστικό προνόμιο των θεών, αλλά με την παράτολμη ενέργεια του Προμηθέα, γίνονται πλέον κτήμα και των ανθρώπων, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους ανθρώπους να λάβουν κάτι από το μερίδιο των θεών. Στα πλαίσια του μύθου, το γεγονός ότι ο Προμηθέας προσφέρει στους ανθρώπους τα θεϊκά αυτά δώρα, ωθεί τους ανθρώπους στο να πιστέψουν στους θεούς και να θελήσουν να τους τιμήσουν με τη δημιουργία βωμών και αγαλμάτων. Γεγονός που, αν εξεταστεί χωρίς το μυθικό περίβλημα, μας οδηγεί να αντικρίσουμε την απαρχή του θρησκευτικού συναισθήματος ως προϊόν θαυμασμού. Οι άνθρωποι στην αρχή της πορείας τους μένουν έκπληκτοι μπροστά στη δύναμη της φωτιάς, μια δύναμη καταστροφική από τη φύση της, που μπορεί όμως να προσφέρει μεγάλα οφέλη αν τιθασευτεί. Αντικρίζοντας, λοιπόν, οι άνθρωποι δυνάμεις, όπως είναι η φωτιά, που τους προκαλούν δέος και την προέλευση των οποίων αδυνατούν να τη γνωρίσουν, τους κάνει να παρατηρούν με θαυμασμό τη φύση και τους ωθεί να συνειδητοποιήσουν πως υπάρχει μια δύναμη ανώτερη από αυτούς, με ανυπολόγιστη σοφία. Με αυτόν τον τρόπο, η επαφή του ανθρώπου με δυνάμεις και πανίσχυρα στοιχεία της φύσης, αποτέλεσε το πρώτο και βασικό ερέθισμα για τη δημιουργία μιας θρησκευτικής αντίληψης. Τι είχαν επιτύχει και σε ποιο στάδιο εξέλιξης είχαν φτάσει οι άνθρωποι πριν από τη δημιουργία πόλεων; [Χρησιμοποιώντας την έμφυτη νοημοσύνη τους εξασφάλισαν τροφή, στέγη και ενδυμασία, έμαθαν να μιλούν, ενώ προηγουμένως έφτιαξαν βωμούς και αγάλματα θεών. Ο Ν. Μ. Σκουτερόπουλος επισημαίνει ότι η θρησκεία λογίζεται ως ανθρωπολογικό δεδομένο, συμπεριλαμβάνεται στα επιτεύγματα του ανθρώπου, και ότι «όλα αυτά τα κατορθώματα του ανθρώπου εντάσσονται σε ένα καθαυτό προηθικό στάδιο της πολιτισμικής ανέλιξης».] Οι άνθρωποι θέτοντας σε χρήση τις νοητικές τους ικανότητες και αξιοποιώντας τη δύναμη της φωτιάς, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες υποδομές για τη δραστική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους. Κατασκεύασαν, δηλαδή, κατοικίες, ρούχα, υποδήματα και σκεπάσματα, έμαθαν να καλλιεργούν τη γη και παράλληλα προχώρησαν και στη δημιουργία ενός λεκτικού κώδικα επικοινωνίας. Στα πλαίσια αυτού του εξελικτικού σταδίου, μάλιστα, οι άνθρωποι αρχίζουν να πιστεύουν σε θεούς και για να τους τιμήσουν κατασκευάζουν βωμούς και φτιάχνουν αγάλματα. Η θρησκεία στο πρώιμο αυτό στάδιο αποτελεί ένδειξη ότι οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τη δύναμη της φύσης και επιχειρούν να ερμηνεύσουν την πιθανή προέλευση όλων εκείνων των φαινομένων και δημιουργημάτων που τους εντυπωσιάζουν. Προτού καν κατορθώσουν να προχωρήσουν στη συγκρότηση κοινωνιών και στην ανάπτυξη του απαραίτητου ηθικού κώδικα, που θα τους επέτρεπε να συνυπάρξουν αρμονικά, οι άνθρωποι αποδέχονται την ύπαρξη ενός δημιουργικού νου, μιας ζωοποιού δύναμης που ευθύνεται για τη δημιουργία του κόσμου και για την έναρξη της ζωής. Η θρησκευτική πίστη, παρά το γεγονός ότι αποτελεί έκφραση θαυμασμού απέναντι σε κάποια ανώτερη δύναμη, που επί της ουσίας δεν είναι ορατή ή προσεγγίσιμη, θα πρέπει να λογίζεται ως επίτευγμα του ανθρώπου, υπό την έννοια ότι αποτελεί έκφανση της νοητικής δραστηριότητας. Οι άνθρωποι δεν λαμβάνουν το φυσικό τους περιβάλλον και τη δική τους ύπαρξη ως κάτι το δεδομένο, αντιθέτως


προβληματίζονται και αποζητούν τη γενεσιουργό αιτία. Η θρησκεία, επομένως, αποτελεί μια πρώτη εκδήλωση του ανήσυχου ανθρώπινου πνεύματος, που στην πορεία θα επιχειρήσει να δώσει εξήγηση για κάθε φυσικό φαινόμενο και θα αναζητήσει τις απαρχές της δημιουργίας του κόσμου. Ποια άποψη εκφράζει για τη γλώσσα ο Πρωταγόρας; Να τη συγκρίνετε με τις απόψεις του Ηροδότου για το ίδιο θέμα. [Η γλώσσα δημιουργείται από την ανθρώπινη νόηση και βούληση, δεν δίνεται από το θεό. Η αρχαία παράδοση ήταν θεοκρατική (την άποψη αυτή εκφράζει π.χ. ο Ηρόδοτος, ΙΙ, 2, όταν αναφέρει το πείραμα του Ψαμμήτιχου. Η σύγχρονη γλωσσολογία επιβεβαιώνει τη σοφιστική άποψη και μάλιστα η διπλή άρθρωση της γλώσσας (άρθρωση φθόγγων και άρθρωση λέξεων) την οποία ανέλυσε ίσως υποδηλώνεται και στην έκφραση του Πρωταγόρα φωνὴν καὶ ὀνόματα διηρθρώσατο.] Ηρόδοτος, II 2 Τώρα, οι Αιγύπτιοι, προτού ανέβει στο θρόνο τους ο Ψαμμήτιχος, πίστευαν ότι ήταν ο αρχαιότερος λαός του κόσμου. Όταν όμως ο Ψαμμήτιχος ανέβηκε στο θρόνο και θέλησε να μάθει ποιος λαός ήταν ο αρχαιότερος του κόσμου, από τότε πιστεύουν ότι οι Φρύγες φάνηκαν στον κόσμο πριν απ’ τους ίδιους, κι οι ίδιοι τους πριν από τους υπόλοιπους. Ο Ψαμμήτιχος λοιπόν καθώς, μ’ όλες τις πληροφορίες που συγκέντρωνε, δεν μπορούσε να βρει κανένα τρόπο για να εξακριβώσει ποιος ήταν ο αρχαιότερος λαός του κόσμου, καταφεύγει στο εξής πείραμα: δυο βρέφη νεογέννητα, απ’ τα πρώτα αντρόγυνα που βρήκε τυχαία, τα έδωσε σ’ ένα βοσκό να τ’ ανατρέφει στη στάνη του∙ και να ποια θα ήταν η ανατροφή τους, κατά τις εντολές του∙ να μη προφέρει κανένας μπροστά τους καμιά λέξη, αλλά να ζουν απομονωμένα σε καλύβα χωρίς ανθρώπινη ψυχή και την ώρα του θηλασμού τους να φέρνει κοντά τους κατσίκες∙ κι αφού χορτάσουν γάλα, να βολεύει τις υπόλοιπες ανάγκες τους. Κι αυτά τα έβαλε μπρος ο Ψαμμήτιχος κι έδινε αυτές τις εντολές, επειδή ήθελε ν’ ακούσει τα παιδιά, ποια λέξη θα βγάλουν πρώτη από το στόμα τους, μόλις θα σταματούσαν τα άναρθρα ψελλίσματά τους. Έτσι κι έγινε. Δηλαδή, είχαν περάσει δυο χρόνια με το βοσκό να κάνει ό,τι του είπαν, όταν, τη στιγμή που άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε μέσα, τα παιδάκια και τα δυο μπουσουλώντας στα πόδια του φώναζαν «βεκός» απλώνοντας τα χέρια τους. Λοιπόν, όταν το πρωτοάκουσε ο βοσκός, δεν έκανε λόγο∙ αλλά καθώς πήγαινε και ξαναπήγαινε σ’ αυτά και τα φρόντιζε κι εκείνα επαναλάμβαναν ασταμάτητα αυτή τη λέξη, το μήνυσε στον αφέντη του∙ κι αυτός τον πρόσταξε να του τα παρουσιάσει, οπότε τα έφερε μπροστά του. Κι όταν άκουσε κι ο Ψαμμήτιχος με τ’ αυτιά του, ρωτούσε να μάθει σε τίνος λαού τη γλώσσα «βέκος» σημαίνει κάτι∙ και ρωτώντας βρήκε ότι «βέκος» οι Φρύγες λένε το ψωμί. Έτσι οι Αιγύπτιοι παραδέχτηκαν κι απ’ αυτό το περιστατικό έβγαλαν το συμπέρασμα ότι οι Φρύγες είναι λαός αρχαιότερος από τους ίδιους. Αυτή την εκδοχή άκουσα από τους ιερείς του Ηφαίστου στη Μέμφη. Όμως οι Έλληνες, κοντά σε πολλές άλλες ανοησίες, λένε και πως τάχα ο Ψαμμήτιχος έκοψε τις γλώσσες κάποιων γυναικών κι έτσι έβαλε τα παιδάκια να ζουν μαζί μ’ αυτές. Ο Πρωταγόρας αναφέρει πως ο άνθρωπος: ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ (έπειτα, γρήγορα συνδύασε με την τέχνη φθόγγους και λέξεις), υποδηλώνοντας έτσι την πεποίθησή του ότι η γλώσσα αποτελεί δημιούργημα του ανθρώπου, χάρη στις νοητικές του ικανότητες. Ο σοφιστής, μάλιστα, επιμερίζει τη δημιουργία του λεκτικού κώδικα στην άρθρωση φθόγγων, στους έναρθρους


δηλαδή ήχους, και στην επινόηση λέξεων, σκέψη που συμφωνεί με τη σύγχρονη γλωσσολογική προσέγγιση. Έχουμε, δηλαδή, το πέρασμα από τους άναρθρους ήχους στους έναρθρους και κατόπιν στο συνδυασμό τους, για τη δημιουργία λέξεων. Ο σοφιστής, επομένως, στην ανθρώπινη ομιλία, όπως και σε κάθε άλλο επίτευγμα των ανθρώπων, βλέπει τη δύναμη της νόησης και της επιθυμίας των ανθρώπων για διαρκή εξέλιξη. Οι άνθρωποι εργάζονται συνεχώς για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους, κι αυτό τους ωθεί σε ολοένα και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των νοητικών τους ικανοτήτων, αποτέλεσμα των οποίων είναι και η ομιλία, η οποία, κατά το σοφιστή, προέκυψε γρήγορα, από τα πρώτα κιόλας στάδια της ανθρώπινης εξέλιξης. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η γλώσσα αποτελεί έκφανση της ανθρώπινης νόησης και όχι κάποιας θεϊκής παρέμβασης ή προσφοράς. Στον αντίποδα της σοφιστικής θέσης, βρίσκεται ο Ηρόδοτος, που θεωρούσε ότι η ομιλία δόθηκε στους ανθρώπους από τους θεούς, κατά τη δημιουργία τους. Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι η γλώσσα είναι έμφυτη, ως δώρο των θεών, γι’ αυτό και στην ανεκδοτολογική διήγηση για τον Ψαμμήτιχο, κυριαρχεί η σκέψη πως αν αφήσουμε ένα βρέφος χωρίς λεκτικά ερεθίσματα, εκείνο θα μιλήσει την πρώτη γλώσσα που δόθηκε στους ανθρώπους. Με αυτό το πείραμα, άλλωστε, ο Ψαμμήτιχος κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο αρχαιότερος λαός του κόσμου ήταν ο φρυγικός. Ο Ψαμμήτιχος, δηλαδή, άφησε δυο βρέφη, χωρίς κανένα άκουσμα ανθρώπινης ομιλίας για δυο χρόνια, περιμένοντας να ακούσει ποια θα ήταν η πρώτη λέξη που θα έλεγαν. Τελικά, η πρώτη λέξη που είπαν τα μωρά ήταν η φρυγική βέκος (ψωμί). Η θεοκρατική άποψη του Ηροδότου βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του Πρωταγόρα, ο οποίος θεωρούσε ότι κάθε επίτευγμα του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού των ανθρώπων, αποτελούσε γέννημα των νοητικών ικανοτήτων τους. ᾿Επειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισε, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν: Στο χωρίο αυτό ο Πρωταγόρας φαίνεται να δέχεται ότι το θρησκευτικό συναίσθημα είναι έμφυτο. Πώς εξηγείται η άποψή του αυτή, αν τη συσχετίσουμε με τις γενικότερες περί θεών αντιλήψεις του; [Από την αρχή επίσης, οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την έμφυτη ορμή για λατρεία (...) Ο ίδιος ο Πρωταγόρας κατά πάσα πιθανότητα αναγνώριζε ότι η λατρεία προσιδιάζει στον άνθρωπο και ίσως είναι κάτι το απαραίτητο, χωρίς όμως και να παίρνει θέση σχετικά με την ύπαρξη του αντικειμένου της. Το ένστικτο της πίστης και της λατρείας είναι θεμελιώδες στην ανθρώπινη φύση, και η απόδοσή του σε θεϊκή συγγένεια δεν είναι κάτι το περίεργο σε μια αφήγηση που ομολογουμένως δίνεται σε μορφή λαϊκής μυθολογίας για να γίνει πιο ευχάριστη. W. K. C. Guthrie] (Για την απάντησή σας θα χρειαστεί να διαβάσετε πάλι την εισαγωγή του βιβλίου σας, σ. 25). [Ο Πρωταγόρας είχε γράψει ένα βιβλίο Περί θεῶν (χαμένο σήμερα), ένα σωζόμενο απόσπασμα από το οποίο μας διαφωτίζει αρκετά για τις απόψεις του όχι μόνο πάνω στο θέμα των θεών αλλά και πάνω στο θέμα της γνώσης: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γεγονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται και η συντομία της ανθρώπινης ζωής]. Προφανώς, ο Πρωταγόρας δεν ήταν άθεος, αλλά θεωρούσε πως ούτε οι αισθήσεις επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τα άδηλα (αυτά που δεν προσεγγίζουν δηλαδή


οι αισθήσεις) ούτε ο νους (αφού η συντομία της ανθρώπινης ζωής δεν προσφέρει στον άνθρωπο τον αναγκαίο χρόνο για να εμβαθύνει σε τέτοια θέματα). Έτσι, ο Πρωταγόρας κατέληγε σε έναν σχετικισμό: η γνώση του ανθρώπου για τα πράγματα είναι σχετική, εξαρτάται δηλαδή από τα μέσα του και τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της ζωής του. Από αυτό προκύπτει και η περίφημη πρότασή του, από το επίσης χαμένο σήμερα βιβλίο του Ἀλήθεια ἤ καταβάλλοντες λόγοι (Η Αλήθεια ή οι λόγοι που νικούν τα άλλα επιχειρήματα): «Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, και γι’ αυτά που δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν».] Στα πλαίσια του μύθου το θρησκευτικό συναίσθημα εξηγείται ως απόρροια της πολύτιμης προσφοράς του Προμηθέα. Μιας και οι άνθρωποι έλαβαν, με τη βοήθειά του, τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις, που μέχρι τότε ανήκαν αποκλειστικά στους θεούς, εύλογα προέκυψε για τους ανθρώπους μια διάθεση ευγνωμοσύνης και σεβασμού απέναντι τους. Η προσφορά του Προμηθέα λειτουργεί έτσι ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους και στους θεούς, ξεκινώντας μια επικοινωνία μεταξύ τους καθώς και μια σχέση λατρείας και υποταγής. Αν, βέβαια, αφαιρέσουμε το μυθικό περίβλημα της διήγησης, τότε αντικρίζουμε τον άνθρωπο που χρησιμοποιώντας τις νοητικές του ικανότητες, κατορθώνει μόνος του να αξιοποιήσει τη δύναμη της φωτιάς προς όφελός του και παράλληλα να εξελίξει τις τεχνικές του δεξιότητες. Γεγονός που μοιάζει να μην αφήνει περιθώρια για την ένταξη των θεών στη ζωή του. Εντούτοις, αν αναλογιστούμε την απορία του ανθρώπου μπροστά στην υπέρμετρη δύναμη της φύσης και στο γενικότερο μεγαλείο του φυσικού περιβάλλοντος, μπορούμε να αισθανθούμε την ανάγκη του να βρει μια απάντηση για το ποιος βρίσκεται πίσω απ’ όλα αυτά, ποιος δηλαδή είναι ο δημιουργός του κόσμου. Οι άνθρωποι, επομένως, με την προσφυγή στους θεούς, με την πεποίθηση δηλαδή πως για οτιδήποτε αντικρίζουν γύρω τους υπάρχει κάποιος ιθύνων νους, βρίσκουν μια πρώτη απάντηση στις ανησυχίες τους. Το θρησκευτικό συναίσθημα, επομένως, αποτελεί μια έμφυτη διάθεση του ανθρώπου ή καλύτερα μια ενστικτώδη ανάγκη του, καθώς μόνο μέσω αυτού αισθάνονται πως ζουν σ’ έναν κόσμο που βασίζεται στη λογική και πως δεν υπάρχουν απλώς σ’ ένα χάος συμπτώσεων και τυχαίων επιλογών. Ο Πρωταγόρας, άλλωστε, αν και αγνωστικιστής δεν ήταν άθεος, δεν απέρριπτε ολοκληρωτικά την ιδέα της ύπαρξης των θεών. Θεωρούσε, βέβαια, ότι δεν μπορεί να αποδειχτεί η ύπαρξη ενός όντος που δεν είναι ορατό στους ανθρώπους, αλλά και πάλι δεν μπορούσε με πλήρη βεβαιότητα να αποκλείσει την πιθανότητα της ύπαρξης μιας ανώτερης δύναμης. Ο σοφιστής αποδέχεται πως το ζήτημα των θεών είναι πέρα από τις περιορισμένες ανθρώπινες δυνατότητες, τόσο γιατί ο χρόνος ζωής ενός ανθρώπου δεν είναι ικανός, ώστε να ερευνήσει διεξοδικά το θέμα και να καταλήξει σ’ ένα ουσιαστικό συμπέρασμα, όσο και γιατί οι θεοί δεν είναι απτά όντα. Ποια προβλήματα αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι, όταν ζούσαν διασκορπισμένοι και ποια προβλήματα αντιμετώπισαν στις πόλεις αμέσως μετά την ίδρυσή τους; Πού οφείλονταν τα προβλήματα αυτά; Στην αρχή οι άνθρωποι ζούσαν διασκορπισμένοι, κι ενώ οι τεχνικές γνώσεις τους ήταν αρκετές για τη διασφάλιση τροφής, δεν ήταν όμως ικανές να τους διασώσουν από τις επιθέσεις των άγριων ζώων, μιας και οι άνθρωποι ήταν από κάθε άποψη πιο


αδύναμοι από αυτά. Έχοντας επιλέξει να μένουν απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλο, δεν είχαν κατορθώσει να αναπτύξουν την πολεμική τέχνη, η οποία αποτελεί μέρος της πολιτικής. Η οργανωμένη, δηλαδή, άμυνα απέναντι στις επιθέσεις των ζώων, μπορούσε να προκύψει μόνο μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών και τη συνεργασία των ανθρώπων μεταξύ τους, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν από κοινού πιο αποτελεσματικά τις εχθρικές επιθέσεις. Η μόνη επιλογή για τους ανθρώπους, επομένως, ήταν η συγκέντρωσή τους και η δημιουργία πόλεων. Μια επιλογή, όμως, που παρά τα πολλαπλά οφέλη της, έμοιαζε ανεφάρμοστη, καθώς μόλις οι άνθρωποι συναθροίζονταν κι επιχειρούσαν να ζήσουν όλοι μαζί, άρχιζαν να αδικούν ο ένας τον άλλο, δημιουργώντας εχθρικές διαθέσεις που τους ωθούσαν να διασκορπιστούν εκ νέου, αφήνοντας και πάλι τους εαυτούς τους έκθετους στις επιθέσεις των ζώων. Η δημιουργία πόλεων και η ικανότητα των ανθρώπων να συμβιώσουν, χωρίς την ύπαρξη αντιδικιών μεταξύ τους, απαιτούσε την κοινωνική τους ωρίμανση. Εκείνο που καθιστούσε αδύνατη τη συνύπαρξή τους, ήταν η έμφυτη διάθεση του ανθρώπου να επιδιώκει την ικανοποίηση των επιθυμιών του, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις του στους άλλους. Ο κάθε άνθρωπος, δηλαδή, θέλει να είναι απόλυτα ελεύθερος, χωρίς να θέτει όρια στη δράση και στις επιθυμίες του. Εντούτοις, στα πλαίσια μιας κοινωνίας, οι άνθρωποι οφείλουν να περιορίζουν τον εαυτό τους, σεβόμενοι το γεγονός ότι κάθε μέλος της έχει αντίστοιχες ανάγκες, επιθυμίες κι ελευθερίες. Για να μπορέσουν, επομένως, οι άνθρωποι να συμβιώσουν αρμονικά, οφείλουν να αναπτύξουν την έννοια της πολιτικής. Με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό, αλλά και την ουσιαστική αντίληψη ότι ο ένας έχει ανάγκη τον άλλο, οφείλουν να θεμελιώσουν τους κανόνες εκείνους που θα τους επιτρέψουν να συνυπάρχουν, χωρίς ο ένας να καταπατά τα θεμελιώδη δικαιώματα του άλλου. Η κοινωνική συνύπαρξη, άλλωστε, σημαίνει κατανόηση του γεγονότος ότι κάθε πολίτης έχει δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Στις πρώτες απόπειρες για τη συγκρότηση κοινωνιών οι άνθρωποι ήθελαν να εξασφαλίσουν τα οφέλη της συνύπαρξης, τη δυνατότητα δηλαδή να αντιμετωπίζουν τους κοινούς τους εχθρούς, χωρίς όμως να είναι έτοιμοι να αποδεχτούν και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από μια τέτοια συνύπαρξη. Η πολεμική τέχνη παρουσιάζεται ως μέρος της πολιτικής. Πώς εξηγείται αυτό, κατά τη γνώμη σας; [Δημιουργείται και αναπτύσσεται σε πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες. Πρβλ. Πλάτωνος Πολιτεία 373 d- 374 d. Η έκφραση δεν συνεπάγεται ότι ο Πρωταγόρας είναι υπέρ του πολέμου. Αντίθετα ο Δ. Γουδής (σ. 83) υποστηρίζει ότι ο πόλεμος, παρά τα μεγάλα κακά τα οποία προξενεί, δίκαια θεωρείται από τον Πρωταγόρα στοιχείο της πολιτικής, γιατί αναπτύσσει τις ευγενέστερες ορμές του ανθρώπου, την άμυνα υπέρ του δικαίου και της ελευθερίας, υπέρ βωμών και εστιών, αφυπνίζει τα έθνη από την ηθική νάρκη μακροχρόνιας ειρήνης, μεταδίδει τον υψηλότερο πολιτισμό των πολιτισμένων λαών σε βαρβάρους κτλ.] Πλάτωνος Πολιτεία 373d-374d [373d] Οὐκοῦν καὶ ἰατρῶν ἐν χρείαις ἐσόμεθα πολὺ μᾶλλον οὕτω διαιτώμενοι ἢ ὡς τὸ πρότερον; Πολύ γε. Καὶ ἡ χώρα γέ που, ἡ τότε ἱκανὴ τρέφειν τοὺς τότε, σμικρὰ δὴ


ἐξ ἱκανῆς ἔσται. ἢ πῶς λέγομεν; Οὕτως, ἔφη. Οὐκοῦν τῆς τῶν πλησίον χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, εἰ μέλλομεν ἱκανὴν ἕξειν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ ἐκείνοις αὖ τῆς ἡμετέρας, ἐὰν καὶ ἐκεῖνοι ἀφῶσιν αὑτοὺς ἐπὶ χρημάτων κτῆσιν ἄπειρον, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον; [373e] Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη, ὦ Σώκρατες. Πολεμήσομεν δὴ τὸ μετὰ τοῦτο, ὦ Γλαύκων; ἢ πῶς ἔσται; Οὕτως, ἔφη. Καὶ μηδέν γέ πω λέγωμεν, ἦν δ’ ἐγώ, μήτ’ εἴ τι κακὸν μήτ’ εἰ ἀγαθὸν ὁ πόλεμος ἐργάζεται, ἀλλὰ τοσοῦτον μόνον, ὅτι πολέμου αὖ γένεσιν ηὑρήκαμεν, ἐξ ὧν μάλιστα ταῖς πόλεσιν καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ κακὰ γίγνεται, ὅταν γίγνηται. Πάνυ μὲν οὖν. ῎Ετι δή, ὦ φίλε, μείζονος τῆς πόλεως δεῖ οὔ τι σμικρῷ, [374a] ἀλλ’ ὅλῳ στρατοπέδῳ, ὃ ἐξελθὸν ὑπὲρ τῆς οὐσίας ἁπάσης καὶ ὑπὲρ ὧν νυνδὴ ἐλέγομεν διαμαχεῖται τοῖς ἐπιοῦσιν. Τί δέ; ἦ δ’ ὅς· αὐτοὶ οὐχ ἱκανοί; Οὔκ, εἰ σύ γε, ἦν δ’ ἐγώ, καὶ ἡμεῖς ἅπαντες ὡμολογήσαμεν καλῶς, ἡνίκα ἐπλάττομεν τὴν πόλιν· ὡμολογοῦμεν δέ που, εἰ μέμνησαι, ἀδύνατον ἕνα πολλὰς καλῶς ἐργάζεσθαι τέχνας. ᾿Αληθῆ λέγεις, ἔφη. [374b] Τί οὖν; ἦν δ’ ἐγώ· ἡ περὶ τὸν πόλεμον ἀγωνία οὐ τεχνικὴ δοκεῖ εἶναι; Καὶ μάλα, ἔφη. ῏Η οὖν τι σκυτικῆς δεῖ μᾶλλον κήδεσθαι ἢ πολεμικῆς; Οὐδαμῶς. ᾿Αλλ’ ἄρα τὸν μὲν σκυτοτόμον διεκωλύομεν μήτε γεωργὸν ἐπιχειρεῖν εἶναι ἅμα μήτε ὑφάντην μήτε οἰκοδόμον ἀλλὰ σκυτοτόμον, ἵνα δὴ ἡμῖν τὸ τῆς σκυτικῆς ἔργον καλῶς γίγνοιτο, καὶ τῶν ἄλλων ἑνὶ ἑκάστῳ ὡσαύτως ἓν ἀπεδίδομεν, πρὸς ὃ ἐπεφύκει ἕκαστος καὶ ἐφ’ ᾧ ἔμελλε τῶν ἄλλων [374c] σχολὴν ἄγων διὰ βίου αὐτὸ ἐργαζόμενος οὐ παριεὶς τοὺς καιροὺς καλῶς ἀπεργάσεσθαι· τὰ δὲ δὴ περὶ τὸν πόλεμον πότερον οὐ περὶ πλείστου ἐστὶν εὖ ἀπεργασθέντα; ἢ οὕτω ῥᾴδιον, ὥστε καὶ γεωργῶν τις ἅμα πολεμικὸς ἔσται καὶ σκυτοτομῶν καὶ ἄλλην τέχνην ἡντινοῦν ἐργαζόμενος, πεττευτικὸς δὲ ἢ κυβευτικὸς ἱκανῶς οὐδ’ ἂν εἷς γένοιτο μὴ αὐτὸ τοῦτο ἐκ παιδὸς ἐπιτηδεύων, ἀλλὰ παρέργῳ χρώμενος; [374d] καὶ ἀσπίδα μὲν λαβὼν ἤ τι ἄλλο τῶν πολεμικῶν ὅπλων τε καὶ ὀργάνων αὐθημερὸν ὁπλιτικῆς ἤ τινος ἄλλης μάχης τῶν κατὰ πόλεμον ἱκανὸς ἔσται ἀγωνιστής, τῶν δὲ ἄλλων ὀργάνων οὐδὲν οὐδένα δημιουργὸν οὐδὲ ἀθλητὴν ληφθὲν ποιήσει, οὐδ’ ἔσται χρήσιμον τῷ μήτε τὴν ἐπιστήμην ἑκάστου λαβόντι μήτε τὴν μελέτην ἱκανὴν παρασχομένῳ; Πολλοῦ γὰρ ἄν, ἦ δ’ ὅς, τὰ ὄργανα ἦν ἄξια. Οὐκοῦν, ἦν δ’ ἐγώ, ὅσῳ μέγιστον τὸ τῶν φυλάκων ἔργον, [374e] τοσούτῳ σχολῆς τε τῶν ἄλλων πλείστης ἂν εἴη καὶ αὖ τέχνης τε καὶ ἐπιμελείας μεγίστης δεόμενον. Μετάφραση: «- Επομένως, ζώντας έτσι δε θα έχουμε πολύ μεγαλύτερη ανάγκη για γιατρούς απ’ ό,τι είχαμε προηγουμένως; - Πολύ μεγαλύτερη, βέβαια. - Και η χώρα που τότε ήταν ικανή να διατρέφει τους αρχικούς της κατοίκους, δε θα είναι τώρα πολύ μικρή και όχι επαρκής; - Πράγματι, είπε. - Οπότε, ένα μέρος της γειτονικής μας χώρας δε θα είναι επιθυμητό από εμάς, για να χρησιμεύσει ως βοσκότοπος και για καλλιέργεια, κι εκείνοι δε θα θέλουν ένα κομμάτι της δικής μας, εάν, όπως κι εμείς, έχουν ξεπεράσει τα όρια της αναγκαιότητας κι έχουν αφεθεί στην επιθυμία συσσώρευσης ανεξάντλητης περιουσίας; - Είναι αναγκαίο, είπε, Σωκράτη. - Θα πολεμήσουμε τότε γι’ αυτό, Γλαύκων, ή όχι; - Βέβαια, είπε. - Και χωρίς να διευκρινίσουμε ακόμη αν ο πόλεμος είναι κάτι κακό ή καλό, δεν έχουμε ωστόσο διαπιστώσει τουλάχιστον ότι ο πόλεμος προκύπτει από τις ίδιες αιτίες από τις οποίες προκύπτουν τα δεινά στις πολιτείες τόσο στις ιδιωτικές υποθέσεις όσο και στις δημόσιες; - Αναμφίβολα.


- Επιπλέον, φίλε μου, η πόλη μας θα πρέπει να επεκταθεί, όχι μ’ ένα μικρό αριθμό, αλλά μ’ έναν ολόκληρο στρατό, ο οποίος θα πρέπει να βγει για να πολεμήσει τους εισβολείς, για την περιουσία που ήδη έχουμε αλλά και για τα πράγματα που μόλις τώρα λέγαμε. - Γιατί, είπε αυτός, δεν είναι αυτοί ικανοί μόνοι τους; - Όχι, είπα εγώ, αν εσύ και όλοι εμείς είχαμε δίκιο στη συμφωνία που κάναμε για τη δημιουργία της πόλης. Συμφωνήσαμε, αν θυμάσαι, ότι δεν είναι δυνατόν ένας άντρας να εξασκεί πολλές τέχνες με επιτυχία. - Αλήθεια, λες, είπε. - Επομένως, είπα εγώ, δε φαίνεται να είναι η προσπάθεια στον πόλεμο ένα είδος τέχνης; - Βεβαίως, είπε. - Απαιτεί, λοιπόν, μεγαλύτερη φροντίδα η τέχνη του υποδηματοποιού από την πολεμική τέχνη; - Όχι, βέβαια. - Αλλά τον υποδηματοποιό τον εμποδίζουμε από το να προσπαθήσει να είναι συγχρόνως και γεωργός ή υφαντής ή οικοδόμος, πρέπει να είναι μόνο υποδηματοποιός, ώστε να μάθει για εμάς άριστα την τέχνη της υποδηματοποιίας. Και με τον ίδιο τρόπο σε κάθε έναν από τους άλλους αναθέτουμε ένα έργο, αυτό που ταιριάζει στη φύση του, με το οποίο πρέπει να ασχολείται σε όλη του τη ζωή, απέχοντας από οποιοδήποτε άλλο, και μη αφήνοντας πολύτιμο χρόνο να πηγαίνει χαμένος, έτσι ώστε να γίνει εξαίρετος στο έργο του. Σε ό,τι αφορά την τέχνη του πολέμου, τώρα, δεν είναι απολύτως σημαντικό να γίνονται όλα με τον καλύτερο τρόπο; Η μήπως είναι τόσο εύκολο, ώστε ένας γεωργός ή ένας υποδηματοποιός ή όποιος κάνει μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη, να μπορεί συγχρόνως να είναι ικανός στην πολεμική τέχνη, τη στιγμή που ακόμη και στο παιχνίδι των πεσσών ή των κύβων δεν μπορεί κάποιος να είναι καλός, αν δεν ασχολείται με αυτό από τα παιδικά του χρόνια, αλλά το έχει ως ασχολία στον ελεύθερο χρόνο του; Μήπως αν κάποιος πάρει μια ασπίδα ή κάποιο άλλο από τα πολεμικά όπλα και όργανα, θα μπορέσει να γίνει, μόνο χάρη σε αυτά, σε μια μέρα ικανός πολεμιστής σε μάχες βαριά οπλισμένων ή σε οποιαδήποτε άλλη μάχη, αφού κανένα άλλο όργανο, αν το πιάσει κανείς, δεν μπορεί να τον κάνει είτε αθλητή είτε τεχνίτη ή να του χρησιμεύσει σε κάτι, εάν δεν έχει λάβει σχετική μόρφωση κι αν δεν έχει ασχοληθεί επαρκώς με την αντίστοιχη τέχνη; - Σε τέτοια περίπτωση, είπε αυτός, τα όργανα θα είχαν μεγάλη αξία. - Επομένως, είπα εγώ, όσο σημαντικότερο είναι το έργο των φυλάκων, τόσο περισσότερο χρόνο θα απαιτεί, σε σχέση με τις άλλες ασχολίες, όπως επίσης και περισσότερη τέχνη και επιμέλεια.» [Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μάντης] Η σκέψη του Πρωταγόρα ότι η πολεμική τέχνη είναι μέρος της πολιτικής, συμφωνεί με την προσέγγιση του Σωκράτη, στην Πολιτεία, όπου ο φιλόσοφος εξηγεί πως μια πόλη είτε για αμυντικούς λόγους είτε για να επεκταθεί, οφείλει να έχει στρατό. Για το λόγο αυτό, αναφέρει ο Σωκράτης, θα πρέπει να φροντίζει για την άρτια εκπαίδευση των στρατιωτών της, δίνοντάς τους τον απαιτούμενο χρόνο για να μάθουν και να εξασκηθούν στην πολεμική τέχνη. Κάθε πολιτεία, προκειμένου να αποκτήσει ικανούς τεχνίτες σε όλες τις ειδικότητες, έχει δομηθεί με την ακόλουθη αρχή, κάθε πολίτης θα αναλαμβάνει αποκλειστικά μια τέχνη, στην οποία θα αφοσιώνεται πλήρως. Αντί να επιχειρεί κάθε άνθρωπος να μάθει λίγα πράγματα για κάθε τέχνη, με αποτέλεσμα να μην είναι καλός σε καμία τέχνη, στα πλαίσια της πολιτείας γίνεται ένας επιμερισμός ιδιοτήτων, ώστε η πόλη να


ωφελείται από τις εξειδικευμένες γνώσεις κάθε πολίτη της. Με την ίδια λογική, στα πλαίσια μιας πολιτείας, υπάρχει η δυνατότητα να επιλεγούν ορισμένοι πολίτες, οι οποίοι θα απαλλαγούν από άλλες υποχρεώσεις και θα μάθουν άριστα την πολεμική τέχνη, ώστε να μπορούν να υπερασπιστούν ή να διεκδικήσουν τα συμφέροντα της πόλης τους. Αυτός ο επιμερισμός που οδηγεί στην εξάσκηση της πολεμικής τέχνης, δε θα μπορούσε να συμβεί τότε που οι άνθρωποι ζούσαν απομακρυσμένοι ο ένας από τον άλλον, οπότε η απόκτηση της πολιτικής τέχνης, η δυνατότητα δηλαδή συγκρότησης πόλεων, ανοίγει το δρόμο για την απόκτηση και της πολεμικής τέχνης. Ο Πρωταγόρας, επομένως, ορθά θεωρεί πως η πολεμική τέχνη είναι μέρος της πολιτικής. Η διαπίστωση του Πρωταγόρα, άλλωστε, δεν σημαίνει ότι ο σοφιστής αναγνωρίζει τον πόλεμο ως ένα αμιγώς θετικό στοιχείο, επισημαίνει απλώς ότι μόλις οι άνθρωποι οργανώσουν πόλεις, είναι σε θέση πια να ασχοληθούν και να μάθουν την πολεμική τέχνη, για να αμύνονται απέναντι στις επιθέσεις των άγριων ζώων. Στην πορεία, βέβαια, η πολεμική τέχνη βοηθά τους ανθρώπους να αμύνονται και απέναντι σε επιθέσεις εχθρικών λαών, καθιστώντας την πολύτιμη για την επιβίωση αλλά συχνά και για την επέκταση- κάθε πόλης. ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις: Να συγκρίνετε την άποψη του Πρωταγόρα με αυτή του Αριστοτέλη ότι ο άνθρωπος είναι φύσει ζῷον πολιτικόν. [Κατά τον Πρωταγόρα, οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάγκη (ἐζήτουν) της συνάθροισης, της συμβίωσης. Ο άνθρωπος, δηλαδή, επιβιώνει μόνο χάρη στην ικανότητά του για κοινωνική ζωή. Η βασική αυτή θέση μπορεί να θεωρηθεί προδιατύπωση της θέσης του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο φύσει πολιτικὸν ὄν.] [Αριστοτέλης, Πολιτικά, (Α2, 5-6) Η κοινωνική οντότητα που προήλθε από τη συνένωση περισσότερων χωριών είναι η πόλη, μια κοινωνική οντότητα τέλεια, που μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε τελικά την ύψιστη αυτάρκεια∙ συγκροτήθηκε για να διασφαλίζει τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως υπάρχει για να εξασφαλίζει την καλή ζωή. Η πόλη, επομένως, είναι κάτι που ήρθε στην ύπαρξη εκ φύσεως, όπως ακριβώς και οι πρώτες κοινωνικές οντότητες, αφού αυτή είναι το τέλος εκείνων κι αφού αυτό που λέμε φύση ενός πράγματος δεν είναι παρά η μορφή που αυτό έχει κατά τη στιγμή της τελείωσης, της ολοκλήρωσής του: αυτό δεν λέμε, πράγματι, πως είναι τελικά η φύση του κάθε πράγματος, π.χ. του ανθρώπου, του αλόγου ή του σπιτιού, η μορφή δηλαδή που το κάθε πράγμα έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία; Επίσης: Ο τελικός λόγος για τον οποίο υπάρχει ένα πράγμα είναι κάτι το έξοχο, και η αυτάρκεια είναι τελικός στόχος και, άρα, κάτι το έξοχο. Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως και ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πόλη (πολιτικόν ζῷον)∙ ο δίχως πόλη άνθρωπος (θέλω να πω: ο εκ φύσεως δίχως πόλη άνθρωπος, όχι ο δίχως πόλη από κάποια τυχαία συγκυρία) ή είναι άνθρωπος κατώτερης ποιότητας ή είναι ένα ον ανώτερο από τον άνθρωπο∙ είναι σαν εκείνον που ο Όμηρος τον στόλισε με τους χαρακτηρισμούς «άνθρωπος δίχως σόι, δίχως νόμους, δίχως σπιτικό»∙ αυτός ο άνθρωπος, ο δίχως πόλη από τη φύση του, είναι -την ίδια στιγμή- και άνθρωπος που παθιάζεται με τον πόλεμο: είναι σαν ένα απομονωμένο πιόνι στο παιχνίδι των πεσσών.]


Ο Πρωταγόρας, στα πλαίσια της μυθικής του διήγησης, παρουσιάζει την εξέλιξη των ανθρώπων από την πρώτη κιόλας εμφάνισή τους στον κόσμο. Μας δείχνει, δηλαδή, ποια στάδια πέρασαν μέχρι να φτάσουν στην ιδανική μορφή διαβίωσης, που είναι φυσικά η συγκρότηση αρμονικά οργανωμένων κοινωνιών. Οι πρώτες προσπάθειες των ανθρώπων να συμβιώσουν, προέκυψαν από την ύπαρξη ενός κοινού εχθρού, των άγριων ζώων, που κάθε άνθρωπος από μόνος του δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Οι άνθρωποι, επομένως, αισθάνονται την ανάγκη να συμβιώσουν προκειμένου να ισχυροποιηθούν απέναντι στους κινδύνους της φύσης. Ο Πρωταγόρας δεν παρουσιάζει την ανάγκη συνύπαρξης ως έμφυτη, δεν τη θεωρεί φυσική επιλογή του ανθρώπου, αλλά περισσότερο ως εκ των πραγμάτων επιλογή, μιας και δεν μπορούσε διαφορετικά να επιβιώσει. Η παρουσίαση αυτή εξηγεί τις δυσκολίες που προέκυψαν στις αρχικές απόπειρες δημιουργίας πόλεων, όπου οι άνθρωποι αδυνατούσαν να περιορίσουν τις προσωπικές τους επιθυμίες και να υιοθετήσουν ένα σύστημα κανόνων, μια αίσθηση δικαιοσύνης και αλληλοσεβασμού που θα τους επέτρεπε την απρόσκοπτη συμβίωση. Στα πλαίσια του μύθου, η λύση δίνεται με την επέμβαση του Δία, που δωρίζει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη. Στην πραγματικότητα βέβαια, πρόκειται για ένα βασικό εξελικτικό στάδιο κατά το οποίο επιτεύχθηκε η κοινωνική ωρίμανση του ανθρώπου. Οι άνθρωποι έμαθαν να συμβιώνουν και άρχισαν μάλιστα να θεωρούν ότι οποιοσδήποτε δεν μπορούσε να ενταχθεί σε μια κοινωνία, αποτελούσε παθογένεια που έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Εκείνο που αρχικά αποτέλεσε επιλογή υπαγορευμένη από την ανάγκη, εξελίσσεται σταδιακά σε βασική επιλογή των ανθρώπων, χωρίς την αποδοχή παρεκκλίσεων. Οι άνθρωποι γίνονται πλέον κοινωνικά όντα και δεν αποδέχονται πως κάποιος μπορεί να ζει εκτός κοινωνικού συνόλου. Η ολοκλήρωση, επομένως, των εξελικτικών σταδίων που παρουσιάζει ο Πρωταγόρας, μας φέρνει ακριβώς στην άποψη του Αριστοτέλη ότι ο άνθρωπος είναι πολιτικόν ζῷον. Η διαφορά των δύο απόψεων είναι ότι ο Πρωταγόρας ανατρέχει στην πρώτη αρχή της ανθρώπινης ζωής και εικάζει τις αντιδράσεις που ενδεχομένως θα υπήρξαν όταν για πρώτη φορά οι άνθρωποι προσπάθησαν να δημιουργήσουν πόλεις, ενώ ο Αριστοτέλης ξεκινά απευθείας με τη δημιουργία της ιδανικής διαβίωσης, τη συγκρότηση δηλαδή πόλεων και διαπιστώνει πως αυτό αποτέλεσε φυσική επιλογή των ανθρώπων. Ο Αριστοτέλης, άλλωστε, λαμβάνει υπόψη του τις απόψεις του Πρωταγόρα, εφόσον αναγνωρίζει πως οι πόλεις αρχικά δημιουργήθηκαν για να διασφαλιστεί η ζωή των ανθρώπων, απλώς θεωρεί ότι στην πραγματικότητα οι πόλεις συνετέλεσαν στην εξασφάλιση μιας καλύτερης ζωής. Ενώ, βασίζει τη σκέψη του για την εκ φύσεως δημιουργία των πόλεων, στην εκ φύσεως δημιουργία των πρώτων κοινωνικών οντοτήτων, που δεν είναι άλλες από τις οικογένειες. Εφόσον η φύση έχει φροντίσει για την ανάγκη της συνύπαρξης προκειμένου να επιτυγχάνεται η συνέχιση της ζωής, είναι εύλογο πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα κοινωνικό ον, που αποζητά τη συμβίωση με άλλους ανθρώπους. Αφού συγκρίνετε το μύθο του Πρωταγόρα για τα επιτεύγματα του ανθρώπου στον τομέα της τεχνολογίας με τα στοιχεία που μας δίνει ο Σοφοκλής στο πρώτο στάσιμο της Ἀντιγόνης για το ίδιο θέμα, να επισημάνετε όποιες διαφορές ή ομοιότητες υπάρχουν. Σοφοκλέους «Αντιγόνη», Α΄ Στάσιμο


Πολλά γεννούν το δέος∙ το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά∙ περνά τον αφρισμένο πόντο με τις φουρτούνες του νοτιά, στη μέση σκάβει το βαθύ και φουσκωμένο κύμα∙ και την υπέρτατη θεά, τη Γη, την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη οργώνοντας με τα καματερά χρόνο το χρόνο φιδοσέρνοντας τ’ αλέτρι. Και των αστόχαστων πτηνών τις φυλές κυνηγά με τα βρόχια. των αγρίων θηρίων τα έθνη, των βυθών την υδρόβια φύτρα με δίχτυα πλεγμένα στριφτά, ο τετραπέρατος∙ τ’ αγρίμι της βουνοκορφής δαμάζει με τεχνάσματα∙ φορεί στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει τα όρη. Ένας τον άλλο δίδαξε λαλιά, τη σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων, την όρεξη να ζει σε πολιτείες∙ πώς να γλιτώνει το χαλάζι μες στ’ αγιάζι, την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο, ο πολυμήχανος∙ αμήχανος δε θ’ αντικρίσει τα μελλούμενα∙ το χάρο μόνο να ξεφύγει δεν μπορεί∙ μόλο που βρήκε ψάχνοντας γιατρειές σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες. Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε που δεν τις βάζει ο νους, κι όμως μια στο καλο, μια στο κακό κυλάει∙ όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός, πολίτης∙ αλήτης και φυγάς, όποιος κλωσάει τ’ άδικο, μακάρι και μ’ αποκοτιά, ποτέ σε τράπεζα κοινή με κείνον που τέτοια τολμάει∙ [Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης] Ο Σοφοκλής στο Α΄ στάσιμο της Αντιγόνης παρουσιάζει μια σειρά επιτευγμάτων των ανθρώπων, τα οποία αποδίδονται στην ανθρώπινη σκέψη και θέληση, χωρίς να γίνεται αναφορά σε κάποια σωτήρια επέμβαση των θεών, όπως γίνεται στο μύθο του Πρωταγόρα. Ο Σοφοκλής για να αιτιολογήσει το δέος και το θαυμασμό που προκαλεί η ανθρώπινη δράση, αναφέρεται κατά σειρά στα εξής επιτεύγματα του τεχνικού πολιτισμού:


στη ναυσιπλοΐα που επιτρέπει στους ανθρώπους να ταξιδεύουν στη θάλασσα, στην καλλιέργεια της γης με τη βοήθεια των βοδιών, στη θήρευση πτηνών, ζώων και ψαριών, στο γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν κατορθώσει να δαμάσουν το άλογο, αλλά και τον ταύρο, στη δημιουργία κατοικιών για να προστατεύονται από τις καιρικές μεταβολές, και στην ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων που τους επιτρέπουν να κατασκευάζουν πλείστα αντικείμενα. Παράλληλα, ο Σοφοκλής αναφέρεται και σ’ επιτεύγματα που θεμελιώνουν τον πνευματικό πολιτισμό των ανθρώπων: στη δημιουργία γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας, στην κοινωνικοποίηση των ατόμων μέσα από τη δημιουργία πόλεων και στην ανάπτυξη της ιατρικής επιστήμης. Αντίστοιχα, και στο μύθο του Πρωταγόρα, γίνεται αναφορά σε επιτεύγματα των ανθρώπων, αν και ο σοφιστής μνημονεύει λιγότερα σε σύγκριση με τον Σοφοκλή. Έχουμε, δηλαδή, κατά σειρά, αναφορά στα εξής: - Στην ανάπτυξη του θρησκευτικού αισθήματος, και την κατασκευή βωμών και αγαλμάτων για να τιμήσουν τους θεούς. Σε αντίθεση με τον Σοφοκλή που αποδίδει κάθε επίτευγμα στη διάνοια των ανθρώπων, ο Πρωταγόρας, στα πλαίσια του μύθου του, αποδίδει μεγάλη σημασία στην προσφορά των θεών. (η θρησκεία υπάγεται στον πνευματικό πολιτισμό, ενώ η κατασκευή αγαλμάτων και βωμών, στον τεχνικό) - Στην ανάπτυξη του γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας, που αναφέρεται και από τον Σοφοκλή. (στοιχείο πνευματικού πολιτισμού) - Στην κατασκευή κατοικιών, ενδυμάτων, υποδημάτων και σκεπασμάτων. Στοιχεία του τεχνικού πολιτισμού, από τα οποία ο Σοφοκλής αναφέρει μόνο την κατασκευή κατοικιών, μιας και τα υπόλοιπα είναι υποδεέστερης σημασίας. - Στην καλλιέργεια της γης, την οποία αναφέρει και ο Σοφοκλής. Σε ό,τι αφορά πάντως τη θήρευση ζώων ο Πρωταγόρας παρουσιάζει τους ανθρώπους να υστερούν απέναντι στα άγρια θηρία, ενώ ο Σοφοκλής μας δίνει μια διαφορετική εικόνα, με τους ανθρώπους να έχουν επιβληθεί σε όλα τα ζώα, χωρίς να εξαιρεί τα πτηνά και τα ψάρια. - Τέλος, ο Πρωταγόρας αναφέρεται στην ιατρική επιστήμη και στις άλλες τέχνες, στοιχείο που συναντάμε και στο στάσιμο της Αντιγόνης. Από τη σύγκριση των δύο κειμένων γίνεται εμφανές ότι ο Σοφοκλής παρουσιάζει τους ανθρώπους σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, κατά το οποίο οι άνθρωποι έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην ανάπτυξη του τεχνικού πολιτισμού, ενώ ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα αρχικά στάδια εξέλιξής τους, κατά τα οποία δεν είχαν ακόμη αναπτύξει πλήρως τον τεχνικό τους πολιτισμό. Σε ό,τι αφορά, πάντως, τη δημιουργία πόλεων, που ανήκει βέβαια στον πνευματικό πολιτισμό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ τους, καθώς ο Πρωταγόρας αποδίδει το σημαντικό αυτό βήμα σε παρέμβαση του Δία, και οι δύο συμφωνούν ότι οποιοσδήποτε δεν μπορεί να συμβιώσει αρμονικά με τους άλλους ανθρώπους, θα πρέπει να εκδιώκεται από τις οργανωμένες κοινωνίες. Η λέξη πόλις επαναλαμβάνεται στο κείμενο πέντε φορές. Τι δηλώνεται, κατά τη γνώμη σας, με την επανάληψη αυτή; «ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις˙» «Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί.» «καὶ πάντες μετεχόντων˙ οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν˙ καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχ ειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.»


«εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις.» Ο Πρωταγόρας, καθώς η μυθική του διήγηση ολοκληρώνεται, φτάνει στο σημαντικότερο σημείο της, στη δημιουργία δηλαδή των πόλεων, οι οποίες αποτέλεσαν την καλύτερη δυνατή μορφή διαβίωσης για τους ανθρώπους. Εφόσον ο σκοπός του σοφιστή ήταν να μιλήσει για το διδακτό της πολιτικής αρετής, επιχειρεί να αναδείξει πόσο σημαντικό είναι να κατέχουν όλοι η πολίτες την αρετή αυτή, προκειμένου να καταστεί εφικτή η δημιουργία, αλλά και η διατήρηση, των πόλεων. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να ζήσουν απομονωμένοι, χρειάζονται ο ένας τον άλλο και γι’ αυτό η συγκρότηση των πόλεων υπήρξε η σημαντικότερη επίτευξή τους. Ο Πρωταγόρας, επομένως, αναγνωρίζει την ιδιαίτερη αξία της πόλης, γι’ αυτό και μέσα από την επανάληψη της λέξης, αναδεικνύει την έννοια «πόλη» και τη θέτει στο επίκεντρο της διήγησής του. Άλλωστε, όλη η σειρά των εξελικτικών σταδίων που αναφέρθηκαν στο μύθο του, απέβλεπαν και είχαν ως φυσική ολοκλήρωσή τους, τη δημιουργία της πόλης. Ο λόγος για τον οποίο ο Πρωταγόρας παρουσίασε τους ανθρώπους από τη στιγμή της δημιουργίας τους ήταν για να καταδείξει το γεγονός ότι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν οι άνθρωποι είναι να ζουν συγκεντρωμένοι σε πόλεις. Το μήνυμα, λοιπόν, του σοφιστή είναι σαφές, μονάχα στα πλαίσια της πόλης οι άνθρωποι μπορούν να επιβιώσουν και η πόλη μπορεί να επιβιώσει μονάχα αν όλοι οι άνθρωποι κατέχουν την πολιτική αρετή. α) αἰδώς, δίκη: Ποιο είναι το περιεχόμενο καθεμιάς έννοιας; β) Γιατί θεωρούνται πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί; [αἰδώς: συναίσθημα ντροπής του κοινωνικού ανθρώπου για κάθε πράξη που προσκρούει στον καθιερωμένο ηθικό κώδικα του κοινωνικού περιβάλλοντος. δίκη: το συναίσθημα της δικαιοσύνης, η έμφυτη αντίληψη για το δίκαιο. Από αυτά πηγάζει η πολιτική αρετή, με αυτά εξασφαλίζεται η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, εμπεδώνεται η πολιτική ενότητα και η κοινωνική αρμονία. «Η εξέλιξη της ηθικής συνείδησης οδηγεί τους ανθρώπους στην αποδοχή των αξιών της αἰδοῦς και της δίκης ... Η ηθική συνείδηση αναπτύσσεται από την ανάγκη να ανταποκριθεί ο άνθρωπος στις απαιτήσεις μιας κοινωνίας με προηγμένο πολιτισμό. Κάθε πολιτιστικά προηγμένη κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στις αξίες της αἰδοῦς και της δίκης. Οι αξίες αυτές είναι καθολικές και για τις πολιτιστικά προηγμένες κοινωνίες είναι συνάμα αποτελέσματα της εξέλιξης της ηθικής συνείδησης και της εξέλιξης του πολιτισμού που την εκφράζει και την κατευθύνει». [Συνείδηση: η αντίληψη που έχει το άτομο για τα φαινόμενα που συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο και η λειτουργία με την οποία παριστάνει ορισμένους σκοπούς ως επιθυμητούς και επιδιώκει να τους πραγματοποιήσει με την πράξη του. Ηθική συνείδηση: η λειτουργία με την οποία επιθυμούμε ή αποστρεφόμαστε ορισμένους σκοπούς και επιδοκιμάζουμε ή αποδοκιμάζουμε την επιθυμία ή αποστροφή μας προς αυτούς, Α. Μπαγιόνας.] Η αἰδώς είναι μια πολύπλευρη ηθική έννοια που νοείται ως αίσθημα ντροπής, ως αίσθημα προφύλαξης της τιμής του ατόμου μέσα από τον σεβασμό για τον εαυτό του, και ως σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους. Το άτομο συναισθανόμενο ντροπή για τις πράξεις του, που παρεκκλίνουν από τα


κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα, διαφυλάττει την τιμή και την αξιοπρέπειά του, ενώ παράλληλα εκφράζει μέσω αυτού του αισθήματος και το σεβασμό για τους συνανθρώπους του. Ο σεβασμός προς τους άλλους σημαίνει τόσο την εκτίμηση για τη γνώμη που σχηματίζει ο άλλος άνθρωπος, όσο και την αποφυγή προσβολής ή ενόχλησης του άλλου. Δίκη σημαίνει αντίληψη του ορθού και του δικαίου, αποτελεί το έμφυτο κριτήριο του ανθρώπου για το ποιες πράξεις είναι δίκαιες και σωστές. Η αρχική σημασία της λέξης συνέπιπτε με την έννοια του εθίμου και της συνήθειας, καθώς από τις παγιωμένες και εγκεκριμένες συμπεριφορές προέκυψε τελικά το δίκαιο. Οι δύο αυτές έννοιες παρέχουν την ευταξία στο κοινωνικό σύνολο και παράλληλα αποτελούν δεσμούς που στερεώνουν τη φιλία. Η ανάγκη για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των ατόμων, οδήγησε σε μια ικανή ηθική ωρίμανση που εκφράστηκε με τις δύο βασικές αυτές έννοιες. Οι άνθρωποι απέκτησαν το αίσθημα της ντροπής αλλά και τον σεβασμό για τους άλλους ανθρώπους, τιθασεύοντας τον παρορμητισμό και την ανεξέλεγκτη ανάγκη για άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Άρχισαν να κατανοούν πως στα πλαίσια μιας κοινωνίας δεν μπορούν να πράττουν, χωρίς καμία αίσθηση αυτοσυγκράτησης. Έτσι, μέσα από την ανάπτυξη του αισθήματος της αιδούς οι άνθρωποι έθεσαν τον εαυτό τους υπόλογο για οποιαδήποτε ενέργειά τους τύγχανε αποδοκιμασίας από τα υπόλοιπα μέλη του συνόλου. Αντίστοιχα, το αίσθημα της δίκης, έθεσε όρια στους ανθρώπους και τους ώθησε να αντιληφθούν πως δεν μπορούν και δεν πρέπει να αδικούν τους συμπολίτες τους, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις δικές τους επιθυμίες. Με την παράλληλη λειτουργία των δύο αυτών εννοιών οι άνθρωποι κατανόησαν την αξία της ηθικής συμπεριφοράς, κυρίως μέσα από το αίσθημα ικανοποίησης που λάμβαναν κάθε φορά που οι πράξεις τους κινούνταν στα πλαίσια του δικαίου και του αλληλοσεβασμού. Η ηθική αυτή επιβράβευση, η εσώτερη αναγνώριση πως οι πράξεις τους αποτελούν ορθές επιλογές, οδήγησε σταδιακά σε μια εξισορρόπηση την πληθώρα προσωπικοτήτων που συναποτελούσαν την οργανωμένη κοινωνία και συγχρόνως έδωσε στις φιλικές επαφές το αναγκαίο υπόβαθρο αλληλοσεβασμού για να ευδοκιμήσουν. Σε ποιο σημείο του κειμένου γίνεται αναφορά στον καταμερισμό της εργασίας; Ποια σημασία τού αποδίδει ο Πρωταγόρας για την εξέλιξη του πολιτισμού και γιατί η πολιτική δεν μπορούσε να περιλαμβάνεται στον καταμερισμό αυτό; [αἱ τέχναι νενέμηνται: Ο Πρωταγόρας κατανοεί τη σημασία του καταμερισμού της εργασίας για την πρόοδο, όπως φαίνεται από το σημείο αυτό αλλά και από τα επιτεύγματα της δεύτερης φάσης της εξέλιξης. Γι’ αυτό και θέτει το πρόβλημα με την ερώτηση του Ερμή. Αν περιλαμβανόταν στον καταμερισμό εργασίας και η πολιτική, δε θα συμμετείχαν όλοι στην πολιτική ζωή και δε θα υπήρχαν πόλεις, με την έννοια ότι η πολιτική προϋποθέτει πως οι άνθρωποι αποδέχονται κοινές ηθικές αξίες, την αἰδῶ και τη δίκη. Αν δεν τις αποδέχονταν, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί θα κατέληγαν στην αλληλοεξόντωση των ανθρώπων, όπως στην προηγούμενη φάση. Η πολιτική συνδέεται άρρηκτα με την αἰδῶ και τη δίκη, που αποτελούν το θεμέλιο και την αναγκαία προϋπόθεσή της· με την έννοια αυτή θα ήταν αδιανόητο να μην έχουν δοθεί σε όλους. Κατάληξη αυτής της πολιτιστικής εξέλιξης αποτελεί η αθηναϊκή δημοκρατία, που δικαιώνεται με το μύθο του Πρωταγόρα.]


Στην εντολή του Δία να μοιραστούν η δίκη και η αιδώς στους ανθρώπους, ο Ερμής εκφράζει την απορία αν θα πρέπει να δώσει τις ηθικές αυτές αρετές σε όλους τους ανθρώπους ή να τις μοιράσει όπως έχουν διανεμηθεί οι τέχνες. Οι τέχνες, οι εξειδικευμένες δηλαδή γνώσεις, κατέχονται από μερικούς μόνο ανθρώπους, οι οποίοι επαρκούν για να εξυπηρετούν τους συμπολίτες τους. Ένας γιατρός, για παράδειγμα, είναι σε θέση να βοηθά πολλούς ανθρώπους, οπότε δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν όλοι την ιατρική επιστήμη. Ο καταμερισμός αυτός των εξειδικευμένων γνώσεων, εξυπηρετεί την εξέλιξη του πολιτισμού, υπό την έννοια πως αντί κάθε άνθρωπος να επιχειρεί να μάθει τα πάντα, γεγονός που θα τον καθιστούσε ημιμαθή και ανεπαρκή σε όλες τις ασχολίες, μαθαίνει μία μόνο τέχνη κι έτσι γίνεται άριστος κάτοχός της. Οι άνθρωποι, επομένως, μοιράζονται τις διάφορες ασχολίες, ώστε να μπορεί ο καθένας να μάθει όσο γίνεται καλύτερα το αντικείμενό του και να ωφελεί με τις γνώσεις του, τους συμπολίτες του. Η δυνατότητα, άλλωστε, που παρέχεται σ’ έναν άνθρωπο να ασχοληθεί διεξοδικά με το αντικείμενό του, οδηγεί όχι μόνο στην μέγιστη δυνατή κατάκτησή του, αλλά και στην περεταίρω εξέλιξή του. Ο γιατρός, για παράδειγμα, θα μπορέσει όχι μόνο να αφομοιώσει τις γνώσεις και τις επιτεύξεις των προγενέστερων, αλλά βασιζόμενος σε αυτές θα κατορθώσει να προχωρήσει την επιστήμη του ακόμη παραπέρα, με νέες διαπιστώσεις και βελτιώσεις στις παρεχόμενες θεραπείες. Ενώ, όμως, ο καταμερισμός των εργασιών στηρίζει πολλαπλά την εξέλιξη του πολιτισμού, δε θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο και με την πολιτική αρετή. Ένας ενδεχόμενος καταμερισμός της πολιτικής αρετής, θα οδηγούσε σε κατάρρευση την πολιτεία, καθώς δεν θα ήταν εφικτή η αρμονική συμβίωση των πολιτών. Αν η πλειονότητα των πολιτών δεν είχε την αίσθηση της αιδούς και της δικαιοσύνης, τότε οι αδικίες και οι έριδες μεταξύ των πολιτών θα ήταν συνεχείς και καταστροφικές για την κοινωνική υπόσταση της πολιτείας. Επομένως, είναι απολύτως σημαντικό να έχουν μερίδιο της πολιτικής αρετής όλοι οι πολίτες, ώστε να υπάρχει καθολική αίσθηση δικαιοσύνης και αλληλοσεβασμού. Χαρακτηριστική, ως προς αυτό, είναι η εντολή του Δία να φονεύεται ως αρρώστια της πόλης, όποιος δεν κατέχει τις αρετές της αιδούς και της δικαιοσύνης. οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν (αἰδοῦς καὶ δίκης) μετέχοιεν: Η άποψη αυτή αναφέρεται μόνο σε δημοκρατικά πολιτεύματα ή σε όλα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. [Δεν γίνεται άμεσα διάκριση, αλλά ο Πρωταγόρας φαίνεται (και από τη συνέχεια της «ρήσης») να δέχεται ότι το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας είναι αυτό που ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες μιας πολιτιστικά προηγμένης κοινωνίας. Η αἰδώς και η δίκη αναπτύσσονται μόνο μέσα στην κοινωνική ζωή και σε μια δημοκρατική κοινωνία βρίσκουν την πλήρη έκφρασή τους. Υπάρχει η φυσική καταβολή και η ισομοιρία (ισοκατανομή) της πολιτικής η οποία όμως θα χρειαστεί το κατάλληλο έδαφος της δημοκρατικής κοινωνίας για να αναπτυχθεί.] Ο Πρωταγόρας αναφερόμενος στην ανάγκη να συμμετέχουν όλοι οι πολίτες στις δύο πολύτιμες αρετές της αιδούς και της δίκης, προκειμένου να δημιουργηθούν πόλεις, δεν προχωρά σε κάποια διάκριση ανάμεσα στα πολιτεύματα. Ίσως γιατί απευθύνεται σε αθηναϊκό κοινό και θεωρεί ως δεδομένο πως ο λόγος του γίνεται για μια δημοκρατική κοινωνία. Άλλωστε, ολοκληρώνοντας τη μυθική του διήγηση, εξηγεί πως όσα είπε αιτιολογούν γιατί οι Αθηναίοι και άλλοι Έλληνες, δέχονται


τη γνώμη όλων όταν συζητούν για θέματα πολιτικής, στοιχείο που αφορά μόνο τις δημοκρατικές κοινωνίες, καθώς μόνο σε αυτές ακούγεται η άποψη όλων των πολιτών. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως η αιδώς και η δίκη αποτελούν σημαντικές αρετές μόνο στις δημοκρατικές κοινωνίες, καθώς σε οποιαδήποτε πολιτεία, ανεξάρτητα από το πολίτευμά της, οι πολίτες οφείλουν να έχουν αίσθηση δικαιοσύνης και αλληλοσεβασμού, για να μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά. Εκείνο που διακρίνει τις δημοκρατικές κοινωνίες, είναι το γεγονός ότι υπάρχει σεβασμός στην προσωπικότητα κάθε πολίτη και μέριμνα για τη συμμετοχή όλων στα κοινά, ώστε όλοι να αισθάνονται πως ο σεβασμός και η δικαιοσύνη που χαρακτηρίζουν τις πράξεις τους βρίσκουν αντίκρισμα. Οι πολίτες κατανοούν πως όχι μόνο οι ίδιοι σέβονται τους άλλους, αλλά και η ίδια η πολιτεία σέβεται εκείνους και τους αντιμετωπίζει με δικαιοσύνη και αξιοκρατία. Επίγνωση που ισχυροποιεί τις θετικές αυτές αρετές και τις καθιστά ισχυρό γνώρισμα της προσωπικότητας των πολιτών. Αντιθέτως, σε ένα ολιγαρχικό ή τυραννικό πολίτευμα, οι πολίτες αισθάνονται πως οι ίδιοι έχουν μόνο υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία, ενώ η δική τους άποψη δεν ακούγεται και φυσικά δε λαμβάνεται υπόψη. Γεγονός που υπονομεύει την όποια θέλησή τους να λειτουργούν με πνεύμα αλληλοσεβασμού και δικαιοσύνης. Ποιο στάδιο στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου εκπροσωπεί η πολιτική τέχνη και πώς συντελείται το πέρασμα σ’ αυτό; [Το στάδιο της συγκρότησης πόλεων. Το πέρασμα γίνεται προοδευτικά και πάντα κάτω από το νόμο της ανάγκης. Οι άνθρωποι αφανίζονται αρχικά, επειδή δεν κατέχουν την τέχνη να ζουν μαζί σε πόλεις. Από τα παθήματά τους μαθαίνουν να ενεργούν δίκαια και να σέβονται τα δικαιώματα των άλλων.] Η κατάκτηση της πολιτικής τέχνης, η κοινωνική ωρίμανση των ατόμων και η υιοθέτηση των αρχών εκείνων που επιτρέπουν την αρμονική τους συνύπαρξη, σηματοδοτεί το πέρασμα στη δημιουργία πόλεων. Οι άνθρωποι έχοντας αντιληφθεί πως από μόνοι τους δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις εχθρικές επιθέσεις των άγριων ζώων, έχοντας δηλαδή συνειδητοποιήσει την αξία της ομαδικής προσπάθειας, αποφασίζουν να συγκροτήσουν οργανωμένες κοινωνίες. Η απόφασή τους αυτή θα συνοδευτεί από ένα μακροχρόνιο στάδιο προσαρμογής κατά το οποίο θα οδηγηθούν σε μια ηθική εξέλιξη, αναγκαία για την επιτυχή λειτουργία της συμβίωσής τους. Ενώ ξεκινούν τις προσπάθειές τους, διατηρώντας την εγωκεντρική τους θέαση και καταφεύγοντας σε αδικίες ο ένας εις βάρος του άλλου, συνειδητοποιούν στην πορεία πως μια τέτοια τακτική δεν τους προσφέρει κανένα όφελος. Έτσι, σταδιακά οι άνθρωποι θα γνωρίσουν μια βαθιά εσωτερική εξέλιξη, στα πλαίσια της οποίας θα αποκτήσουν την αίσθηση του σεβασμού και της ντροπής απέναντι στο συνάνθρωπό τους και παράλληλα θα αισθανθούν την ανάγκη να διέπονται οι μεταξύ τους σχέσεις από δικαιοσύνη. Η ηθική αυτή εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την κατάκτηση της πολιτικής τέχνης και το συνεπαγόμενο πέρασμα σε μια κοινωνική οργάνωση που δε χαρακτηρίζεται πλέον από πνεύμα προστριβών και αδικίας. καὶ νόμον γε θὲς ... πόλεως: Πώς εξηγείται η ανάγκη νόμου για την τιμωρία όποιου δε μετέχει στην αἰδῶ και τη δίκη, αφού αυτές μοιράστηκαν σε όλους; [Ο Δίας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την καθολικότητα των δυο αρετών στους


ανθρώπους, μια και δεν αποτελούσαν μέρος της αρχικής τους φύσης. Αν αφαιρέσουμε το περίβλημα του μύθου, σημαίνει ότι το θέσπισμα, ο νόμος αυτός, ήταν «έργο του χρόνου, της πικρής πείρας και της ανάγκης». Ενισχύει τη θέση ότι όλοι πρέπει να έχουν συμμετοχή στην αρετή.] Στα πλαίσια του μύθου ο Δίας ζητά να μοιραστούν η αιδώς και η δίκη σε όλους τους ανθρώπους, εντούτοις δεν μπορεί να διασφαλίσει πως όλοι οι άνθρωποι θα συμμετάσχουν σε αυτές τις αρετές, καθώς δεν αποτελούν έμφυτα στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Για το λόγο αυτό ο Δίας επισείει την απειλή της θανάτωσης, ώστε να καταστεί σαφές πως οι άνθρωποι θα πρέπει να προσαρμόσουν τον τρόπο ζωή τους στα ηθικά αυτά πρότυπα, με κάθε κόστος. Ο Δίας, βέβαια, συμβολίζει την πιεστική δύναμη της ανάγκης, καθώς οι άνθρωποι έφτασαν στη συνειδητοποίηση πως πρέπει να υπάρξουν καθολικές αρχές δικαιοσύνης και αλληλοσεβασμού, μέσα από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες τους να συγκροτήσουν πολιτείες. Η ηθικοποίηση των ατόμων, επομένως, δεν αποτελεί δεδομένο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, αλλά μια επιλογή που προέκυψε με την πάροδο των χρόνων και την πικρή εμπειρία της πραγματικότητας. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να συνυπάρξουν αν δεν υιοθετήσουν βασικές ηθικές αρετές και για να το πετύχουν αυτό διδάσκουν τις αρετές αυτές στους νέους ανθρώπους ήδη από την παιδική τους ηλικία. Εντούτοις, όπως αποδεικνύει και η σύγχρονη πραγματικότητα, παρά τις συνεχείς προσπάθειες διαπαιδαγώγησης και παρά το γεγονός ότι η ηθική δεν είναι ασύμβατη με την ανθρώπινη υπόσταση, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που η ηθικοποίηση δεν επιτυγχάνεται, γι’ αυτό και οι κοινωνίες θεσπίζουν αυστηρούς νόμους, για όσους δε συμμορφώνονται με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς. κτείνειν ὡς νόσον πόλεως : Πώς κρίνετε το μέτρο αυτό; [Όσοι δεν έχουν συνείδηση των αξιών της αἰδοῦς και της δίκης αποτελούν νοσηρά στοιχεία της πόλης που έχει δικαίωμα να τους τιμωρήσει, αφού πρώτα θα έχει χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να τους αλλάξει. Σήμερα θα θεωρούσαμε τη θανάτωση σκληρό και απάνθρωπο μέτρο.] Η ανάγκη να γίνονται σεβαστές οι ηθικές αρχές, στις οποίες βασίζεται η κοινωνική συνύπαρξη, είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς σε διαφορετική περίπτωση οι άνθρωποι θα παρεκκλίνουν εκ νέου στην αδικία και στην έλλειψη σεβασμού, οδηγώντας σε κατάρρευση την πολιτεία. Η διαταγή αυτή του Δία, επομένως, εκφράζει την ανάγκη ύπαρξης μιας νομοθετικής υποστήριξης των ηθικών αρχών, υπό την έννοια ότι συχνά δεν μπορούμε να βασιζόμαστε μόνο στη βούληση των ατόμων για το σεβασμό των αμοιβαίων αρχών ηθικού δικαίου. Είναι θεμιτό να υπάρχει και ο φόβος αυστηρών κυρώσεων για εκείνους που θεωρούν ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν καταστάσεις και να μη συμμορφώνονται με ό,τι ισχύει για όλους. Ο Δίας, βέβαια, επιβάλλει την αυστηρότερη ποινή, καθώς αναφέρεται στην αρχική προσπάθεια των ανθρώπων να συνυπάρξουν υιοθετώντας ηθικές αρετές, οι οποίες δεν έχουν γίνει ακόμη συλλογική συνείδηση και εμπεδωμένος τρόπος ζωής. Επομένως, με την πάροδο των χρόνων και καθώς οι άνθρωποι όχι μόνο υιοθετούν αυτές τις αρχές, αλλά τις καθιστούν αναπόσπαστο κομμάτι της υπόστασής τους, μια τόσο αυστηρή ποινή μοιάζει υπερβολική και απάνθρωπη. Η αἰδώς και η δίκη δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, κατανέμονται βέβαια σε


όλους, αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο. Ποια σημασία έχει η θέση αυτή για τη διδασκαλία της αρετής που επαγγέλλεται ο Πρωταγόρας; [Αν αφαιρέσουμε τα μυθολογικά στοιχεία από την αφήγηση του Πρωταγόρα, μένει ότι η αρετή καθαυτή δεν ήταν στην αρχή μέρος της ανθρώπινης φύσης, γι’ αυτό οι πρωτόγονοι μολονότι είχαν τη νοημοσύνη να μαθαίνουν διάφορες «τέχνες», όπως τη χρήση της φωτιάς, την επεξεργασία των μετάλλων κ.ο.κ., συμπεριφέρονταν με αγριότητα ο ένας στον άλλο και δεν μπορούσαν να συνεργαστούν κτλ. Αλλά η ανθρώπινη φύση φέρει μέσα της τις καταβολές για να εξελιχθεί ηθικά. Σ’ αυτό ακριβώς είναι αναγκαία η διδασκαλία.] Ο Πρωταγόρας παρουσιάζοντας στη μυθική του διήγηση την ανάγκη παρέμβασης του Δία, ώστε οι άνθρωποι να υιοθετήσουν την αιδώ και τη δίκη στις μεταξύ τους σχέσεις, επιδιώκει να αναδείξει πως οι ηθικές αυτές αρετές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο, αλλά προέκυψαν ως προσαρμογή υπό την πίεση της ανάγκης για την επιβίωση του ανθρώπινου γένους. Γεγονός που σημαίνει ότι αν ένας άνθρωπος αφεθεί χωρίς καμία αγωγή δεν πρόκειται να γίνει ηθικός και δίκαιος από μόνος του. Ο Πρωταγόρας δεν ισχυρίζεται βέβαια ότι δεν είναι εφικτή η ηθικοποίηση του ατόμου, επισημαίνει όμως ότι παρ’ όλο που οι άνθρωποι έχουν τις κατάλληλες καταβολές για να γίνουν ηθικοί, αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί αυτό αν δεν δοθεί ιδιαίτερη μέριμνα στη διαπαιδαγώγησή τους. Η αρετή, επομένως, δεν είναι έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά ούτε και ασύμβατη με τη φύση του, προκύπτει ως γνώρισμα του ανθρώπου μέσα από την κατάλληλη αγωγή, η οποία μάλιστα οφείλει να ξεκινά από τα πρώτα στάδια διαπαιδαγώγησης. Με αυτόν τον τρόπο ο Πρωταγόρας ενισχύει την άποψή του ότι η αρετή είναι διδακτή, καθώς με τη μυθική του διήγηση δείχνει πως η αρετή δεν ήταν εξαρχής γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, αλλά προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας αναγκαστικής προσαρμογής και εξέλιξης, μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού του ανθρώπινου γένους. Οι άνθρωποι έμαθαν να σέβονται τους συνανθρώπους τους και να είναι δίκαιοι στις πράξεις τους, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνύπαρξή τους και η συγκρότηση πόλεων. Οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, ... αἰτία: Σε ποιο επιχείρημα του Σωκράτη απαντά ο Πρωταγόρας και ποια στάση τηρεί απέναντι στο αθηναϊκό πολίτευμα; [Απαντά στο επιχείρημα που είχε διατυπώσει ο Σωκράτης (ενότητα 1): η δυνατότητα όλων να εκφέρουν άποψη για τα θέματα της πολιτικής στην εκκλησία του δήμου σήμαινε ότι η πολιτική δεν διδάσκεται, αλλιώς δεν θα μπορούσε να διατυπώσει καθένας γνώμη παρά μόνο - όπως υπονοείται - ο ειδικός. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, το δικαίωμα να εκφέρουν όλοι άποψη είναι νόμιμο, αφού η αἰδώς και η δίκη είναι (δυνάμει) κτήμα όλων. Ο Πρωταγόρας εκφράζει μια αντιτεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική, επιδοκιμάζει το αθηναϊκό πολίτευμα και ιδίως το δικαίωμα ισηγορίας.] Ο Σωκράτης είχε διατυπώσει τον ακόλουθο συλλογισμό: εφόσον οι Αθηναίοι στις συνελεύσεις του Δήμου ακούν με προθυμία τη γνώμη όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από το επάγγελμα, την οικονομική και κοινωνική τους θέση, όταν η συζήτηση αφορά θέματα σχετικά με τη διοίκηση της πόλης, χωρίς να απαιτούν να έχει κάποιος ειδικές γνώσεις, αυτό σημαίνει ότι οι Αθηναίοι δεν πιστεύουν πως η πολιτική είναι κάτι που διδάσκεται. Αν θεωρούσαν πως η πολιτική μπορεί να διδαχτεί τότε θα άκουγαν την άποψη μόνο


εκείνων που είχαν λάβει την ανάλογη μόρφωση. Σε αυτό το επιχείρημα του Σωκράτη, ο Πρωταγόρας απαντά πως οι Αθηναίοι δέχονται εύλογα τη γνώμη όλων για ζητήματα πολιτικής, καθώς σε αντίθεση με τις τέχνες που τις γνωρίζουν λίγοι, τις αρετές στις οποίες βασίζεται η πολιτική αρετή, την αιδώ και τη δίκη, τις κατέχουν όλοι οι πολίτες. Σε περίπτωση, άλλωστε, που δε μετείχαν όλοι οι πολίτες στις αρετές αυτές, τότε δε θα υπήρχαν πόλεις, μιας και οι άνθρωποι δε θα ήταν σε θέση να συνυπάρξουν αρμονικά. Ο Πρωταγόρας εδώ εκφράζει μια αντιτεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική, υπό την έννοια ότι δεν πιστεύει πως η πολιτική τέχνη, μπορεί ή πρέπει να ανήκει μόνο σε λίγους, όπως οι υπόλοιπες τέχνες, αλλά θεωρεί ότι πρέπει να αποτελεί κοινό κτήμα. Ο σοφιστής θεωρεί πως η παρούσα μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι ιδανική, καθώς παρέχει δικαίωμα λόγου σε όλους τους πολίτες, ενισχύοντας την αίσθηση ενεργούς συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων. Πώς αντιμετώπιζαν οι Αθηναίοι τους ρήτορες (ομιλητές) στην εκκλησία του δήμου; Πώς εξηγείται η στάση τους; Η απάντησή σας να στηριχθεί μόνο στο κείμενο. Οι Αθηναίοι, όταν συζητούν κάποιο θέμα που θεωρούν ότι το γνωρίζουν λίγοι ειδικοί, ακούν μόνο τη γνώμη εκείνων, και δεν ανέχονται παρεμβάσεις από άτομα που δεν κατέχουν τις απαιτούμενες γνώσεις. Αν, για παράδειγμα, το θέμα αφορά την τέχνη των ξυλουργών, θεωρούν ότι μόνο οι ξυλουργοί έχουν δικαίωμα να εκφράσουν την άποψή τους, γιατί μόνο αυτοί γνωρίζουν άριστα το αντικείμενο. Αντιθέτως, όταν η συζήτηση αφορά θέματα που σχετίζονται με την πολιτική, τότε ακούν τη γνώμη όλων των συμπολιτών τους, καθώς οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται για τα ζητήματα πολιτικής βασίζεται στη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη, αρετές που κατέχουν όλοι οι πολίτες. Διότι, αν δεν κατείχαν όλοι οι πολίτες τις αρετές αυτές, τότε δε θα μπορούσαν να υπάρχουν πόλεις, μιας και η συνύπαρξη των ανθρώπων θα καθίστατο αδύνατη από τις συνεχείς αδικίες. Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 5η Μετά το μύθο ο Πρωταγόρας καταφεύγει στο λόγο για να αποδείξει τις θέσεις του. Να εντοπίσετε στο κείμενο τις θέσεις που προβάλλει και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί. Στην ενότητα αυτή ο Πρωταγόρας θα επιχειρήσει να αποδείξει δύο θέσεις: 1. Ότι όλοι οι άνθρωποι θεωρούν πως κάθε άντρας μετέχει και στη δικαιοσύνη και στην άλλη πολιτική αρετή. (Καθολικότητα πολιτικής αρετής) 2. Ότι όλοι θεωρούν πως η αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως, αλλά ότι μπορεί να διδαχθεί και ότι επέρχεται ύστερα από φροντίδες. Απόδειξη πρώτη θέσης: Η απόδειξη της πρώτης θέσης θα βασιστεί σε δύο τεκμήρια, σε δύο παραδείγματα δηλαδή, παρμένα από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων. α) Γιατί στις άλλες ικανότητες, όπως ακριβώς εσύ λες, εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής, ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία δεν είναι, ή τον περιγελούν ή αγανακτούν, και οι συγγενείς του πλησιάζοντάς τον, τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός.


β) Στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, και αν ακόμα γνωρίζουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς, πράγμα το οποίο στην πρώτη περίπτωση θεωρούσαν ότι είναι σωφροσύνη, το να λέει δηλαδή κανείς την αλήθεια, σ’ αυτή την περίπτωση (το θεωρούν) τρέλα. Το δεύτερο τεκμήριο αιτιολογείται με δύο πεποιθήσεις των πολιτών: α) Όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι. β) Γιατί, κατά τη γνώμη τους, είναι αναγκαίο ο καθένας να μετέχει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην πολιτική αρετή, διαφορετικά (είναι αναγκαίο) να μη συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ανθρώπους. Η πρώτη θέση ολοκληρώνεται με τη συμπερασματική διατύπωση του σοφιστή: Ότι λοιπόν εύλογα δέχονται κάθε άνθρωπο ως σύμβουλο γι’ αυτή την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι μετέχουν σ’ αυτή, αυτά φέρνω ως επιχειρήματα. Απόδειξη δεύτερης θέσης: Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει το διδακτό της αρετής, θα προχωρήσει στο διαχωρισμό των χαρακτηριστικών των ανθρώπων σε δύο κατηγορίες: στα έμφυτα και στα επίκτητα. α) Έμφυτα γνωρίσματα των ανθρώπων: Γιατί όσα κακά νομίζουν οι άνθρωποι ότι έχουν ο ένας για τον άλλο από τη φύση ή τυχαία, κανείς δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους έχουν αυτά, για να μην είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπούνται˙ για παράδειγμα, στους άσχημους ή μικρόσωμους ή ασθενικούς ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να προσπαθεί να (τους) κάνει κάτι από αυτά; Γιατί ξέρουν βέβαια, νομίζω, ότι αυτά συμβαίνουν στους ανθρώπους από την φύση και την τύχη, δηλαδή οι καλές ιδιότητες και οι αντίθετές τους˙ β) Επίκτητα γνωρίσματα των ανθρώπων: όσες όμως καλές ιδιότητες νομίζουν ότι συμβαίνουν στους ανθρώπους με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, εάν κάποιος δεν έχει αυτές, αλλά τις αντίθετές τους κακές, σ’αυτές τις περιπτώσεις, υποθέτω, συμβαίνουν και οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές˙ μία από αυτές (τις κακές ιδιότητες) είναι και η αδικία και η ασέβεια και γενικά καθετί το αντίθετο στην πολιτική αρετή. Συνοπτικά ο σοφιστής στηρίζει τη δεύτερη θέση ως εξής: - Για τα αρνητικά χαρακτηριστικά που έχει κάθε άνθρωπος από τη φύση, κανείς δεν τον συμβουλεύει, ούτε τον τιμωρεί, γιατί όλοι γνωρίζουν πως δεν μπορεί να κάνει κάτι για να τα αλλάξει. - Για εκείνα όμως τα χαρακτηριστικά που δεν είναι έμφυτα και ο άνθρωπος μπορεί να τα αλλάξει με άσκηση και διδασκαλία, οι άνθρωποι θυμώνουν και επιβάλλουν τιμωρίες. Σε αυτά ανήκουν η αδικία και η ασέβεια, που αποτελούν τα αντίθετα γνωρίσματα της πολιτικής αρετής. - Άρα, η πολιτική αρετή μπορεί να διδαχτεί. ἡγοῦνται πάντες ... ἀρετῆς: Πού στηρίζεται το επιχείρημα του Πρωταγόρα και πώς το αξιολογείτε; [Στηρίζεται στην κοινή αντίληψη, ο Πρωταγόρας δεν το θεμελιώνει λογικά. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει ουσιαστική - αντικειμενική βάση. Άλλωστε ακολουθεί εμπειρική απόδειξη που αρχίζει με τη λέξη τεκμήριον.]


Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς: «Για να μη νομίζεις ότι πλανάσαι, εάν συμφωνήσεις ότι πράγματι όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως ο καθένας μετέχει στη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή.» Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει στο Σωκράτη την καθολικότητα της αρετής θα καταφύγει σε δύο παραδείγματα παρμένα από την καθημερινή ζωή, θα χρησιμοποιήσει δηλαδή τεκμήρια και όχι κάποιο επιχείρημα δομημένο σε λογικές προτάσεις/κρίσεις. Τα παραδείγματα είναι τα ακόλουθα: 1ο: Εάν κάποιος ισχυριστεί ότι είναι καλός αυλητής, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, όλοι τον περιγελούν ή οργίζονται μαζί του. 2ο: Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη και την πολιτική αρετή, εάν κάποιος είναι άδικος και το ομολογήσει μπροστά σε όλους, τον θεωρούν τρελό, γιατί θεωρούν πως όλοι πρέπει να μετέχουν στη δικαιοσύνη. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα, στηριζόμενο σε παραδείγματα, παρ’ όλο που δεν ενέχει την ισχύ ενός συλλογισμού βασισμένου σε λογικές προτάσεις, αναδεικνύει την πεποίθηση των ανθρώπων σχετικά με την αξία που έχει η συμμετοχή όλων των πολιτών στη δικαιοσύνη. Ο Πρωταγόρας επιτυγχάνει έτσι, έστω και εμπειρικά, να τονίσει πως οι έννοιες της δικαιοσύνης και της γενικότερης πολιτικής αρετής κατέχουν σημαντική θέση στο σύστημα αξιών των πολιτών. Οι πολίτες, ακόμη κι αν δεν έχουν όλοι ικανό θεωρητικό υπόβαθρο, κατανοούν και αποδέχονται πως ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει αρμονικά η κοινωνία τους, είναι να ακολουθούν όλοι τις αρχές της δικαιοσύνης στις πράξεις τους. Αντιλαμβάνονται, μάλιστα, όχι μόνο την αξία της δικαιοσύνης, αλλά και την ανάγκη της αποπομπής, της τιμωρίας δηλαδή, όσων αρνούνται να συμμορφωθούν με τις επιταγές ενός κοινωνικά αποδεκτού τρόπου διαβίωσης, διαπνεόμενου από τις αρχές της δικαιοσύνης και της πολιτικής αρετής. τεκμήριον: Ο Πρωταγόρας προσκομίζει μια εμπειρική απόδειξη για τη συμμετοχή όλων στην πολιτική αρετή. Ποια είναι αυτή; Γιατί θεωρείται «τρελός» όποιος δέχεται ότι δεν κατέχει τη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή; [Η συνύπαρξη των ανθρώπων είναι αδιανόητη, αν δε διαθέτουν όλοι την πολιτική αρετή. Γι’ αυτό και αν κάποιος στερείται τη σωφροσύνη ή τη δικαιοσύνη, την αρετή του πολίτη γενικά, πρέπει να υποκρίνεται ότι τις κατέχει. Η υποκρισία παρατηρεί ο Α. Ε. Τaylor είναι ο φόρος που η κακία οφείλει στην αρετή.] Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει την καθολικότητα της πολιτικής αρετής λαμβάνει δυο παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, τα οποία δείχνουν πόσο σημαντικό είναι για τους πολίτες να μετέχουν όλοι ανεξαιρέτως στην πολιτική αρετή. Αν κάποιος ισχυριστεί ότι κατέχει μια οποιαδήποτε άλλη ικανότητα, ενώ είναι προφανές ότι ψεύδεται, οι συμπολίτες του είτε θυμώνουν μαζί του είτε απλώς τον περιγελούν και τον θεωρούν τρελό που τόσο απροκάλυπτα τους λέει ψέματα. Σε ό,τι αφορά όμως την πολιτική αρετή, ακόμη κι αν κάποιος είναι άδικος και το γνωρίζουν όλοι, αν ο ίδιος το παραδεχτεί και πει την αλήθεια για τον εαυτό του, τότε τον θεωρούν τρελό, γιατί πιστεύουν ότι όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι είτε αυτό


αληθεύει είτε όχι. Με τα παραδείγματα αυτά ο Πρωταγόρας επισημαίνει πως για τους πολίτες μιας κοινωνίας η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή εν γένει, αποτελούν απολύτως σημαντικά γνωρίσματα για κάθε άτομο που θέλει να είναι μέλος της κοινωνίας τους. Είναι, επομένως, τρελός όποιος παραδέχεται πως είναι άδικος, γιατί τότε δεν υπάρχει γι’ αυτόν θέση στους κόλπους της πολιτείας. Οι άνθρωποι, άλλωστε, θεωρούν πως ακόμη κι αν κάποιος δεν έχει κατορθώσει να εξελιχθεί ηθικά σε τέτοιο επίπεδο, ώστε η δικαιοσύνη να αποτελεί γι’ αυτόν μια εύλογη επιλογή, θα πρέπει τουλάχιστον να υποκρίνεται πως είναι δίκαιος και να προσαρμόζει τους τρόπους του ανάλογα με τη συμπεριφορά των δίκαιων ανθρώπων, γιατί διαφορετικά θα πρέπει να εκδιωχθεί από την πολιτεία. Αναγνωρίζουν, δηλαδή, το ενδεχόμενο να μην έχει κατορθώσει κάποιος συμπολίτης τους να κατακτήσει την πολιτική αρετή και είναι πρόθυμοι να τον κρατήσουν ως μέλος της κοινωνίας τους, αρκεί να είναι κι εκείνος πρόθυμος να ζει σύμφωνα με το πρότυπο του ενάρετου πολίτη. Εάν μπορεί να συμμορφωθεί με τους κανόνες της πολιτείας, έστω κι αν πρέπει να καταπιέζει τον εαυτό του, τότε μπορεί να μείνει μαζί τους, διαφορετικά δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τον εκδιώξουν, καθώς γνωρίζουν ότι είναι αδύνατο να επιτευχθεί η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών, αν δεν κυριαρχεί ο σεβασμός μεταξύ τους και η καθολική αποδοχή των αρχών της δικαιοσύνης. ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις: Να συγκρίνετε την τιμωρία αυτή με τη θανάτωση που προτάθηκε παραπάνω (κτείνειν ὡς νόσον πόλεως). Είναι η κύρωση αυτή ηπιότερη ή όχι και γιατί; [Είναι ζήτημα αν είναι ηπιότερη, δεδομένης της σημασίας που έχει για τον άνθρωπο η κοινωνική ζωή. Ειδικότερα για την εποχή εκείνη η εξορία ισοδυναμούσε με θάνατο. Πρβλ. τις απόψεις του Σωκράτη στον Κρίτωνα (κεφ. 15- 16) και την Ἀπολογία.] Ενώ ο Δίας ορίζει ως τιμωρία εκείνου που δε συμμετέχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, τη θανάτωση, ο Πρωταγόρας θεωρεί πως όποιος δε μετέχει της πολιτικής αρετής, δε θα πρέπει να ζει μαζί με τους άλλους ανθρώπους, θέτοντας δηλαδή ως ποινή την εξορία. Συγκρίνοντας τις δύο κυρώσεις, η θανάτωση μοιάζει σε πρώτο επίπεδο να είναι σκληρότερη, υπό την έννοια ότι επιφέρει στον άδικο άνθρωπο ένα βίαιο τερματισμό της ζωής του. Αν, όμως, εξετάσουμε την έννοια της εξορίας έχοντας υπόψη μας τον τρόπο σκέψης των Αθηναίων κατά τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα, θα αντιληφθούμε πως για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, όπου η κοινωνική και πολιτική δράση αποτελούσε την πολυτιμότερη έκφανση του βίου τους, η εξορία έμοιαζε εξίσου αυστηρή, αν όχι αυστηρότερη, από τη θανάτωση. Η εκδίωξη ενός πολίτη από τον τόπο όπου είχε δημιουργήσει την οικογένειά του και του οποίου αποτελούσε μέχρι τότε ενεργό μέλος, σήμαινε τον βίαιο τερματισμό της πολιτικής και κοινωνικής του ύπαρξης, στερώντας του αίφνης το σημαντικότερο τμήμα της προσωπικότητάς του. Οι Αθηναίοι, που μεγάλωναν και εκπαιδεύονταν στα πλαίσια μιας συμμετοχικής δημοκρατίας, δεν μπορούσαν να διανοηθούν τη ζωή τους, χωρίς τη δυνατότητα της κοινωνικής συναναστροφής και φυσικά της ενεργής συμμετοχής στις δημοκρατικές διαδικασίες. Αν τους στερούσαν τις βασικές αυτές κοινωνικές δράσεις, ήταν σαν να τους στερούσαν την ίδια τους τη ζωή. Ακούγοντας, επομένως, την πρόταση του Πρωταγόρα για εξόριση των αδίκων, την εκλάμβαναν ως αυστηρότατη κύρωση. Άλλωστε, τόσο η θανατική ποινή που όριζε ο Δίας όσο και η εξορία που πρότεινε ο


Πρωταγόρας, είχαν επί της ουσίας την ίδια επιδίωξη, να καταστήσουν σαφές στους πολίτες πως αποτελούσε καίρια υποχρέωσή τους να σέβονται και να ακολουθούν τα πρότυπα αλληλοσεβασμού και δικαιοσύνης που συνιστούσαν την πολιτική αρετή. Αντιμέτωπος με το δίλημμα της θανάτωσης ή της εξορίας έρχεται και ο ίδιος ο Σωκράτης, κατά τη διάρκεια της δίκης του, αλλά και αμέσως κατόπιν όταν οι φίλοι και μαθητές του, του προτείνουν να αυτοεξοριστεί προκειμένου να γλιτώσει από τη θανατική ποινή που του έχει επιβληθεί. Στην Απολογία του ο Σωκράτης τονίζει πως ακόμη και αν τον εξόριζαν, ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ να σταματήσει τη συνήθη δράση του, να συνομιλεί δηλαδή με τους νέους και να εξετάζει τα ζητήματα της αρετής, γεγονός που θα τον καθιστούσε ανεπιθύμητο, όπου κι αν πήγαινε. Η ζωή, επομένως, για τον Σωκράτη δεν έχει καμία αξία, αν δεν μπορεί να επιτελεί το κοινωνικό του χρέος. Πλάτωνα «Απολογία Σωκράτους» ἀλλὰ δὴ φυγῆς τιμήσωμαι; ἴσως γὰρ ἄν μοι τούτου τιμήσαιτε. πολλὴ μεντἄν με φιλοψυχία ἔχοι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ οὕτως ἀλόγιστός εἰμι ὥστε μὴ δύνασθαι λογίζεσθαι ὅτι ὑμεῖς μὲν ὄντες πολῖταί μου οὐχ οἷοί τε ἐγένεσθε ἐνεγκεῖν τὰς ἐμὰς [37d] διατριβὰς καὶ τοὺς λόγους, ἀλλ᾽ ὑμῖν βαρύτεραι γεγόνασιν καὶ ἐπιφθονώτεραι, ὥστε ζητεῖτε αὐτῶν νυνὶ ἀπαλλαγῆναι· ἄλλοι δὲ ἄρα αὐτὰς οἴσουσι ῥᾳδίως; πολλοῦ γε δεῖ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. καλὸς οὖν ἄν μοι ὁ βίος εἴη ἐξελθόντι τηλικῷδε ἀνθρώπῳ ἄλλην ἐξ ἄλλης πόλεως ἀμειβομένῳ καὶ ἐξελαυνομένῳ ζῆν. εὖ γὰρ οἶδ᾽ ὅτι ὅποι ἂν ἔλθω, λέγοντος ἐμοῦ ἀκροάσονται οἱ νέοι ὥσπερ ἐνθάδε· κἂν μὲν τούτους ἀπελαύνω, οὗτοί με αὐτοὶ ἐξελῶσι πείθοντες τοὺς πρεσβυτέρους· [37e] ἐὰν δὲ μὴ ἀπελαύνω, οἱ τούτων πατέρες δὲ καὶ οἰκεῖοι δι᾽ αὐτοὺς τούτους. ἴσως οὖν ἄν τις εἴποι· “σιγῶν δὲ καὶ ἡσυχίαν ἄγων, ὦ Σώκρατες, οὐχ οἷός τ᾽ ἔσῃ ἡμῖν ἐξελθὼν ζῆν;“ τουτὶ δή ἐστι πάντων χαλεπώτατον πεῖσαί τινας ὑμῶν. ἐάντε γὰρ λέγω ὅτι τῷ θεῷ ἀπειθεῖν τοῦτ᾽ ἐστὶν καὶ διὰ τοῦτ᾽ ἀδύνατον [38a] ἡσυχίαν ἄγειν, οὐ πείσεσθέ μοι ὡς εἰρωνευομένῳ· ἐάντ᾽ αὖ λέγω ὅτι καὶ τυγχάνει μέγιστον ἀγαθὸν ὂν ἀνθρώπῳ τοῦτο, ἑκάστης ἡμέρας περὶ ἀρετῆς τοὺς λόγους ποιεῖσθαι καὶ τῶν ἄλλων περὶ ὧν ὑμεῖς ἐμοῦ ἀκούετε διαλεγομένου καὶ ἐμαυτὸν καὶ ἄλλους ἐξετάζοντος, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ, ταῦτα δ᾽ ἔτι ἧττον πείσεσθέ μοι λέγοντι. τὰ δὲ ἔχει μὲν οὕτως, ὡς ἐγώ φημι, ὦ ἄνδρες, πείθειν δὲ οὐ ῥᾴδιον. καὶ ἐγὼ ἅμα οὐκ εἴθισμαι ἐμαυτὸν ἀξιοῦν κακοῦ [38b] οὐδενός. Μετάφραση: Μήπως τότε να προτείνω εξορία; Ίσως να δεχόσαστε να με καταδικάσετε σε εξορία. Θα έπρεπε να αγαπώ πολύ τη ζωή μου, για να είμαι τόσο ασυλλόγιστος ώστε να μην μπορώ να σκεφτώ ότι εσείς οι συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να υποφέρετε τον τρόπο της ζωής μου και τα λόγια μου και δυσφορήσατε και οργιστήκατε ώστε να ζητάτε τώρα να απαλλαγείτε απ’ αυτά, πώς λοιπόν θα υπήρχαν άλλοι που θα μπορούσαν να τα ανεχτούν αδιαμαρτύρητα; Συμβαίνει το αντίθετο, άνδρες Αθηναίοι. Τι ωραία, αλήθεια, θα ήταν η ζωή μου, αν έφευγα από την πόλη, παρόλο που έχω αυτή την ηλικία και αν ζούσα πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη, διωγμένος από παντού. Γιατί γνωρίζω καλά ότι, όπου κι αν πάω, αν μιλώ, θα ακούνε τους λόγους μου οι νέοι, όπως συμβαίνει κι εδώ. Και αν προσπαθήσω να τους απομακρύνω, αυτοί οι ίδιοι θα με διώξουν, πείθοντας τους πιο ηλικιωμένους. Κι αν δεν τους απομακρύνω εγώ, θα το κάνουν γι’ αυτούς οι πατέρες τους και οι συγγενείς τους. Θα μπορούσε ίσως να μου πει κανείς: «Δεν μπορείς, Σωκράτη, να φύγεις από εδώ και


να ζήσεις σε ξένη χώρα σωπαίνοντας;» Αυτό ακριβώς δυσκολεύομαι να το εξηγήσω σε ορισμένους από σας. Γιατί αν σας πω ότι αυτό είναι σαν να παρακούω το θεό και για το λόγο αυτόν είναι αδύνατο να ζω ήσυχος, δεν θα με πιστέψετε, γιατί νομίζετε ότι σας ειρωνεύομαι. Αν πάλι σας πω ότι είναι μεγάλο αγαθό για τον άνθρωπο το να μιλά καθημερινά για θέματα όπως η αρετή και για άλλα για τα οποία με ακούτε να συζητώ εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους και ότι η ζωή, χωρίς να τα εξετάζει κανείς αυτά, είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος, τότε θα με πιστέψετε ακόμη λιγότερο. Παρ’ όλα αυτά, έτσι συμβαίνει, όπως σας τα λέω, άνδρες, και δεν είναι δύσκολο να σας πείσω. Εγώ πάντως δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου άξιο για οποιαδήποτε ποινή. [Μετάφραση: Αλέκα Τσοκάκη] Ο Σωκράτης, έχοντας πλέον καταδικαστεί σε θάνατο, αρνείται την πρόταση των φίλων του να δραπετεύσει από τη φυλακή και να ζήσει εξόριστος, μακριά από την Αθήνα. Εδώ, ο φιλόσοφος αναφέρεται εκτενέστερα στην έννοια της εξορίας, προβάλλοντας τη μεγάλη του αγάπη για την πατρίδα του, την ανάγκη να σεβαστεί τους νόμους της πολιτείας που τον γέννησε και τον ανέθρεψε, και φυσικά πόσο ανάξια θα ήταν η ζωή του αν βρισκόταν εξόριστος σε κάποια άλλη πόλη. Στο πλατωνικό αυτό έργο ο Σωκράτης παρουσιάζει έναν υποθετικό διάλογο με τους Νόμους της αθηναϊκής πολιτείας, για να δείξει εναργέστερα στον Κρίτωνα το μέγεθος της παρανομίας που θα επιτελούσε, σε περίπτωση που δεχόταν να αποδράσει από τη φυλακή και να φύγει εξόριστος σε κάποια άλλη πόλη. Πλάτωνα «Κρίτων» ΣΩΚΡΑΤΗΣ αὐτὸς δὲ πρῶτον μὲν ἐὰν εἰς τῶν ἐγγύτατά τινα πόλεων ἔλϑῃς, ἢ Θήβαζε ἢ Μέγαράδε—εὐνομοῦνται γὰρ ἀμϕότεραι—πολέμιος ἥξεις, ὦ Σώϰρατες, τῇ τούτων πολιτείᾳ, ϰαὶ ὅσοιπερ ϰήδονται τῶν αὑτῶν πόλεων ὑποβλέψονταί σε διαϕϑορέα ἡγούμενοι τῶν νόμων, ϰαὶ βεβαιώσεις τοῖς διϰασταῖς τὴν δόξαν, ὥστε δοϰεῖν ὀρϑῶς τὴν [53c] δίϰην διϰάσαι· ὅστις γὰρ νόμων διαϕϑορεύς ἐστιν σϕόδρα που δόξειεν ἂν νέων γε ϰαὶ ἀνοήτων ἀνϑρώπων διαϕϑορεὺς εἶναι. πότερον οὖν ϕεύξῃ τάς τε εὐνομουμένας πόλεις ϰαὶ τῶν ἀνδρῶν τοὺς ϰοσμιωτάτους; ϰαὶ τοῦτο ποιοῦντι ἆρα ἄξιόν σοι ζῆν ἔσται; ἢ πλησιάσεις τούτοις ϰαὶ ἀναισχυντήσεις διαλεγόμενος—τίνας λόγους, ὦ Σώϰρατες; ἢ οὕσπερ ἐνϑάδε, ὡς ἡ ἀρετὴ ϰαὶ ἡ διϰαιοσύνη πλείστου ἄξιον τοῖς ἀνϑρώποις ϰαὶ τὰ νόμιμα ϰαὶ οἱ νόμοι; ϰαὶ οὐϰ οἴει ἄσχημον [ἂν] [53d] ϕανεῖσϑαι τὸ τοῦ Σωϰράτους πρᾶγμα; οἴεσϑαί γε χρή. ἀλλ᾽ ἐϰ μὲν τούτων τῶν τόπων ἀπαρεῖς, ἥξεις δὲ εἰς Θετταλίαν παρὰ τοὺς ξένους τοὺς Κρίτωνος; ἐϰεῖ γὰρ δὴ πλείστη ἀταξία ϰαὶ ἀϰολασία, ϰαὶ ἴσως ἂν ἡδέως σου ἀϰούοιεν ὡς γελοίως ἐϰ τοῦ δεσμωτηρίου ἀπεδίδρασϰες σϰευήν τέ τινα περιϑέμενος, ἢ διϕϑέραν λαβὼν ἢ ἄλλα οἷα δὴ εἰώϑασιν ἐνσϰευάζεσϑαι οἱ ἀποδιδράσϰοντες, ϰαὶ τὸ σχῆμα τὸ σαυτοῦ μεταλλάξας· ὅτι δὲ γέρων ἀνήρ, σμιϰροῦ χρόνου τῷ βίῳ λοιποῦ ὄντος ὡς τὸ [53e] εἰϰός, ἐτόλμησας οὕτω γλίσχρως ἐπιϑυμεῖν ζῆν, νόμους τοὺς μεγίστους παραβάς, οὐδεὶς ὃς ἐρεῖ; ἴσως, ἂν μή τινα λυπῇς· εἰ δὲ μή, ἀϰούσῃ, ὦ Σώϰρατες, πολλὰ ϰαὶ ἀνάξια σαυτοῦ. ὑπερχόμενος δὴ βιώσῃ πάντας ἀνϑρώπους ϰαὶ δουλεύων—τί ποιῶν ἢ εὐωχούμενος ἐν Θετταλίᾳ, ὥσπερ ἐπὶ δεῖπνον ἀποδεδημηϰὼς εἰς Θετταλίαν; λόγοι δὲ ἐϰεῖνοι οἱ περὶ [54a] διϰαιοσύνης τε ϰαὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς ποῦ ἡμῖν ἔσονται; Μετάφραση: ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ο ίδιος μάλιστα, εάν αρχικά καταφύγεις σε κάποια από τις κοντινές πόλεις ή τη


Θήβα ή τα Μέγαρα –γιατί είναι ευνομούμενες και οι δύο- θα φτάσεις ως εχθρός, Σωκράτη, της πολιτείας τους και όσοι φροντίζουν την πόλη τους θα σε κοιτάζουν περιφρονητικά, θεωρώντας σε διαφθορέα των νόμων, και θα επιβεβαιώσεις έτσι τη γνώμη των δικαστών, ώστε να θεωρήσουν ότι σε δίκασαν δίκαια∙ γιατί όποιος είναι διαφθορέας των νόμων, μπορεί να εκληφθεί ως διαφθορέας των νέων και των ανόητων ανθρώπων. Τι θα κάνεις, λοιπόν, θα φύγεις μακριά από τις ευνομούμενες πόλεις και από τους πιο ευπρεπείς ανθρώπους; Και κάνοντας αυτό θα αξίζει για σένα να ζεις; Ή θα πλησιάσεις αυτούς και με θράσος θα συζητήσεις μαζί τους –και τι θα πεις, Σωκράτη; Μήπως, όπως εδώ, πως η αρετή, η δικαιοσύνη, τα νόμιμα και οι νόμοι αξίζουν περισσότερο για τους ανθρώπους; Και δε νομίζεις πως αυτό θα φανεί πράγμα ανάξιο για τον Σωκράτη; Νομίζεις ότι αξίζει; Αλλά θα φύγεις απ’ αυτούς τους τόπους και θα πας στη Θεσσαλία κοντά στους φίλους του Κρίτωνα; Εκεί βέβαια υπάρχει μεγάλη ανομία και ατιμωρησία, και μπορεί να ακούσουν μ’ ευχαρίστηση πόσο γελοία απέδρασες από τη φυλακή, φορώντας κάποια στολή ή μια κάπα ή αυτά που συνηθίζουν να μεταμφιέζονται οι δραπέτες, αλλάζοντας τη μορφή σου. Θεωρείς ότι κανείς δε θα σου πει ότι γέρος άνθρωπος, που σου απομένει ελάχιστος χρόνος ζωής, τόλμησες να προσκολληθείς τόσο στην επιθυμία σου να ζήσεις, παραβαίνοντας τους σημαντικότερους νόμους; Ίσως, εάν δεν δυσαρεστήσεις κανέναν∙ διαφορετικά θα ακούσεις, Σωκράτη, πολλά και ανάξια για σένα. Κι ερχόμενος κρυφά εδώ θα ζήσεις κολακεύοντας όλους τους ανθρώπους –τι θα κάνεις, μήπως θα είσαι φιλοξενούμενος στη Θεσσαλία, όπως σαν να επισκέφτηκε τη Θεσσαλία για να παραστείς σε κάποιο δείπνο; Και οι λόγοι εκείνοι για τη δικαιοσύνη και την άλλη αρετή τι θα γίνουν για εμάς; [Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μάντης] Από πού προέρχεται, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, η πολιτική αρετή; Η πολιτική αρετή σύμφωνα με τον Πρωταγόρα επέρχεται ως αποτέλεσμα διδασκαλίας, άσκησης και επιμέλειας. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τα γνωρίσματα της εξωτερικής εμφάνισης ενός ατόμου, τα οποία προκύπτουν τυχαία και αποτελούν έμφυτα χαρακτηριστικά του, τα στοιχεία που συναποτελούν την πολιτική αρετή, όπως είναι η δικαιοσύνη και ο σεβασμός, είναι επίκτητα γνωρίσματα που μπορούν να γίνουν κτήμα του ατόμου, εάν τα διδαχθεί και αν ληφθεί μέριμνα για την εμπέδωσή τους. Η μέριμνα για την εμπέδωσή τους, βέβαια, περιλαμβάνει και την έννοια της τιμωρίας, καθώς το άτομο που φέρεται άδικα και με ασέβεια, προκειμένου να αντιληφθεί το λάθος του, πρέπει να έρθει αντιμέτωπο με τις κατάλληλες κυρώσεις. Έτσι, ενώ οι άνθρωποι αποδέχονται την εξωτερική εμφάνιση ενός ατόμου, χωρίς να καταφεύγουν σε μάταιες συμβουλές και ανώφελες τιμωρίες, τηρούν αυστηρή στάση απέναντι στα ελαττώματα του ατόμου που μπορούν να βελτιωθούν με την κατάλληλη διδαχή. Η ενστάλαξη, επομένως, των συμπεριφορών κι επιγνώσεων που συνιστούν την πολιτική αρετή, στους νέους ανθρώπους, επιτυγχάνεται μέσα από την κατάλληλη διδασκαλία, τη συνεχή άσκηση, τις νουθεσίες, αλλά και την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που το άτομο δεν κατανοεί πλήρως την αξία τους και καταφεύγει σε ανεπιθύμητες συμπεριφορές. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει α) ότι, σύμφωνα με το μύθο, ο Δίας έδωσε σε όλους


τους ανθρώπους την αἰδῶ και τη δίκη, και β) ότι η πολιτική αρετή διδάσκεται. Νομίζετε ότι υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις του Πρωταγόρα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας. [Ο Δίας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την καθολικότητα των δύο αρετών στους ανθρώπους, αφού αυτές δεν αποτελούσαν μέρος της αρχικής τους φύσης. Χρειάζεται επομένως η διδασκαλία. Δεν υπάρχει αντίφαση αν με το Δία, όπως και με την έκφραση φύσει, εννοήσουμε την προδιάθεση, το δυνάμει (με τη διατύπωση του Αριστοτέλη) που μετατρέπεται σε ἐνεργείᾳ με τη διδασκαλία.] Η παρουσίαση του μύθου έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, γεγονός που σημαίνει ότι η προσφορά του Δία αποτελεί μια ηθική εξέλιξη των ανθρώπων που προέκυψε από την ανάγκη για αρμονική συνύπαρξη. Η αιδώς και η δίκη απέκτησαν πρωταρχική σημασία, όταν οι άνθρωποι απέκτησαν κοινωνική υπόσταση και άρα υποχρεώσεις έναντι των λοιπών μελών της κοινωνίας. Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε να αντιληφθούμε πως τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτική αρετή δεν προκύπτουν αυτόματα στους ανθρώπους, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως είναι αντίθετα προς της φύση τους, προϋποθέτουν απλώς διδασκαλία και καθοδήγηση προκειμένου να ισχυροποιηθούν και να λειτουργήσουν ως βασικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του ατόμου. Αποτελούν, δηλαδή, προϋπάρχουσες διαθέσεις, οι οποίες όμως δεν μπορούν να εκδηλωθούν, αν δε ληφθεί η κατάλληλη μέριμνα και αγωγή. Μπορούμε, άλλωστε, να διαπιστώσουμε πως το ίδιο συμβαίνει και με κάποιες εγγενείς δυνατότητες του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα με την ομιλία. Ενώ, το άτομο γεννιέται έχοντας έμφυτη την ικανότητα παραγωγής ήχων, δεν μπορεί να φτάσει στην ικανότητα άρθρωσης, χωρίς τη διαδικασία της μίμησης και τη φροντίδα των γονιών να διδάξουν στο μικρό παιδί πώς να σχηματίσει λέξεις. Επομένως, αν ερμηνεύσουμε την παρέμβαση του Δία, που μας δίνεται στο μύθο, ως μια εν δυνάμει κατάσταση ηθικής βελτίωσης των ατόμων, τότε δεν υπάρχει αντίφαση με την ανάγκη διδασκαλίας, εφόσον πολλές από τις δυνατότητες των ανθρώπων εκδηλώνονται και βελτιστοποιούνται μέσα από την αγωγή και την εξάσκηση. οὐ φύσει ἀλλὰ διδακτόν: Ποιο είναι το νόημα της διάκρισης αυτής; Να τη συσχετίσετε με την αριστοκρατική (αρχαϊκή) αντίληψη της ηθικής και τις γενικότερες αντιλήψεις των σοφιστών. [Σύμφωνα με την αρχαϊκή αντίληψη περί ηθικής, οι ιδιότητες -τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου- δίνονται εκ φύσεως και όσο «ανώτερο» είναι το γένος, η γενιά, τόσο ανώτερα, «ευγενέστερα», τα χαρακτηριστικά. Η διδασκαλία των σοφιστών αμφισβητεί αυτή την ηθική και μερικοί από τους σοφιστές διατυπώνουν θέσεις στις οποίες η ανθρωπότητα θα φτάσει ξανά στην εποχή του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, όπως ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους ίσοι και οι ανισότητες είναι θέμα κοινωνικών συμβάσεων. Με το οὐ φύσει θα εννοήσουμε ότι δεν δίνεται «έτοιμη» από τη φύση η πολιτική αρετή, αλλά δίνεται μόνο ως δυνατότητα σε όλους. Τα υπόλοιπα είναι θέμα διδασκαλίας και διαπαιδαγώγησης (όπως θα τονίσει στα επόμενα ο Πρωταγόρας). Η διάκριση φύσει - διδακτόν μπορεί να συσχετιστεί με τη θεμελιώδη διάκριση των σοφιστών σε φύσει και νόμῳ. Ο διδάσκων θα μπορούσε να αναφερθεί σ' αυτή, αφού πρόκειται για αντίληψη που διαπερνά την αρχαία ελληνική σκέψη σε πολλές εκφράσεις της, όπως η τραγωδία και η ιστορία του Θουκυδίδη. Η διάκριση φύσει και νόμῳ είναι ένα από τα σημεία που διαφοροποιούν τους σοφιστές μεταξύ τους. Ο Πρωταγόρας ανήκει στους υποστηρικτές του νόμου, αντίθετα π.χ. με τον


Ιππία.] Η θέση του Πρωταγόρα είναι πως οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική αρετή δεν προκύπτει εκ φύσεως, αλλά επέρχεται ως αποτέλεσμα διδασκαλίας και επιμέλειας, γι’ αυτό άλλωστε και μεριμνούν με τιμωρίες και συμβουλές να κατευθύνουν τα νέα άτομα προς τη σωστή συμπεριφορά. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η απόκτηση της πολιτικής αρετής δεν μπορεί να προκύψει αυτόματα, όπως άλλα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που είναι έμφυτα και εκδηλώνονται χωρίς να απαιτηθεί κάποια προσπάθεια. Η πολιτική αρετή υπάρχει απλώς ως δυνατότητα στους ανθρώπους, κάτι που σημαίνει ότι για να επιτευχθεί η κατάκτησή της απαιτείται κατάλληλη διδασκαλία από μέρους των γονιών και των παιδαγωγών, ώστε το παιδί να αντιληφθεί από νωρίς ποιες συμπεριφορές γίνονται αποδεκτές και ποιες όχι. Σε αντίθεση, πάντως, με την αριστοκρατική αντίληψη περί ηθικής που πρέσβευε πως η ευγενική καταγωγή συνοδευόταν και με τις καλύτερες δυνατές ηθικές αρετές, οι σοφιστές θεωρούσαν πως οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και με κοινές δυνατότητες εξέλιξης, οι οποίες διαφοροποιούνταν ανάλογα με την αγωγή που λάμβανε το άτομο και φυσικά λόγω των κοινωνικών συμβάσεων που κατέτασσαν και χαρακτήριζαν τους ανθρώπους ανάλογα με την κοινωνική τους θέση. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως η διάκριση ανάμεσα στα εκ φύσεως χαρακτηριστικά και σ’ εκείνα που προέκυπταν χάρη στη διδασκαλία, βρίσκεται σε συστοιχία και με τη διάκριση σε φύσει και νόμῳ, ανάμεσα δηλαδή σε ό,τι αποτελούσε έκφανση της φύσης του ανθρώπου και σε ό,τι προκρινόταν ως σωστό με βάση τους νόμους και τις αποφάσεις που λάμβαναν τα άτομα ως μέλη μιας κοινωνίας. Σε αυτή τη διάκριση, βέβαια, δεν υπήρχε ταύτιση ανάμεσα στις απόψεις των σοφιστών, καθώς ενώ ο Πρωταγόρας δίνει το προβάδισμα στις επιλογές που αποτελούσαν έκφραση του κοινωνικού συνόλου, σε ό,τι δηλαδή αποτελούσε νόμο της κοινωνίας, άλλοι σοφιστές, όπως ο Ιππίας, θεωρούσαν πως θα έπρεπε οι άνθρωποι να ακολουθούν τις επιταγές της φύσης και να μην κινούνται με βάση τις κοινωνικές συμβάσεις. Στην παρέμβαση, για παράδειγμα, που κάνει ο Ιππίας στη συζήτηση ανάμεσα στον Πρωταγόρα και το Σωκράτη, στα πλαίσια του πλατωνικού διαλόγου, ο Ιππίας λέει μεταξύ άλλων: «ὦ ἄνδρες, ἔφη, οἱ παρόντες, ἡγοῦμαι ἐγὼ ὑμᾶς συγγενεῖς τε καὶ οἰκείους καὶ πολίτας ἅπαντας εἶναι [337d] φύσει, οὐ νόμῳ: τὸ γὰρ ὅμοιον τῷ ὁμοίῳ φύσει συγγενές ἐστιν, ὁ δὲ νόμος, τύραννος ὢν τῶν ἀνθρώπων, πολλὰ παρὰ τὴν φύσιν βιάζεται.» (Άνδρες, είπε, όσοι είστε παρόντες, εγώ θεωρώ ότι είστε συγγενείς, φίλοι και συμπολίτες από τη φύση και όχι από το νόμο. Γιατί το όμοιο είναι συγγενικό με το όμοιό του χάρη στη φύση, ενώ ο νόμος που είναι ο δυνάστης των ανθρώπων, εξαναγκάζει σε πολλά που είναι αντίθετα προς τη φύση.» Η διάκριση αυτή ανάμεσα σε όσα είναι σύμφωνα με τη φύση και σε όσα επιβάλλονται με το νόμο απασχολεί ιδιαίτερα τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, υπό την έννοια ότι ενώ κάποιοι θεωρούν πως οι νόμοι ωθούν τους ανθρώπους να εξευγενίσουν και να συγκρατήσουν αρνητικές διαθέσεις και ορμές που προκύπτουν από τη φύση, άλλοι τονίζουν ότι οι νόμοι καταπιέζουν τους ανθρώπους και τους εξαναγκάζουν σε πράξεις και τρόπους ζωής που δεν είναι σύμφωνοι με τη φύση τους και άρα έχουν αρνητικές συνέπειες για τους ανθρώπους. Ο Πρωταγόρας, για να αποδείξει (να προβάλει ως γενικά αποδεκτό) ότι όλοι μπορούν να κατέχουν την αρετή και ότι η αρετή διδάσκεται, χρησιμοποιεί δύο επιχειρήματα. Να τα καταγράψετε και να τα αξιολογήσετε.


α) Στην αρχή της ενότητας ο Πρωταγόρας θέτει ως δεδομένη την ιδέα της καθολικότητας της αρετής, μολονότι αυτό αποτελεί δικό του συμπέρασμα, που βασίζεται στις συμπεριφορές των ανθρώπων: «όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως ο καθένας μετέχει στη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή». Προκειμένου, λοιπόν, να στηρίξει την άποψή του σχετικά με την καθολικότητα της αρετής, χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα που αντλεί από την παρατήρηση της καθημερινότητας των Αθηναίων. Το επιχείρημα βασίζεται στο διαφορετικό τρόπο με τον οποίοι οι Αθηναίοι αντιμετωπίζουν εκείνον που ψευδώς ισχυρίζεται ότι κατέχει κάποια τέχνη κι εκείνον που με ειλικρίνεια αποδέχεται ότι δεν είναι δίκαιος. Στην πρώτη περίπτωση εξοργίζονται με την ανειλικρίνεια του συμπολίτη τους και οι δικοί του τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός, καθώς γίνεται εύκολα αντιληπτό το εάν κάποιος γνωρίζει μια τέχνη ή όχι. Στην περίπτωση όμως της δικαιοσύνης, οι Αθηναίοι θεωρούν δεδομένο ότι όλοι οφείλουν να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι, είτε αυτό είναι αλήθεια είτε όχι. Κι ενώ σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα απαιτούν ειλικρίνεια, ως προς το θέμα της δικαιοσύνης απαιτούν έστω και την ψευδή αποδοχή της, καθώς πιστεύουν πως εκείνος που δεν υιοθετεί και δεν αποδέχεται τη δικαιοσύνη, δεν πρέπει να ζει μαζί με τους άλλους ανθρώπους. Η προθυμία, άλλωστε, των Αθηναίων να εθελοτυφλήσουν μπροστά στην πραγματική φύση των συνανθρώπων τους αναδεικνύει κατηγορηματικά τη μέγιστη σημασία που αποδίδουν στην ανάγκη της κοινής αποδοχής των θεμελιωδών αρχών της κοινωνικής συνύπαρξης. Η πειστικότητα του επιχειρήματος είναι μερική μόνο, καθώς ο σοφιστής χρησιμοποιεί αφενός πορίσματα μιας εμπειρικής παρατήρησης κι αφετέρου τα παρουσιάζει μέσα από το πρίσμα του επιθυμητού. Οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι «πρέπει» να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι και το βρίσκουν «αναγκαίο» να μην υπάρχει κανείς που να μη μετέχει στη δικαιοσύνη. Μέσα απ’ αυτές τις σκέψεις, δηλαδή, μας παρουσιάζει ο Πρωταγόρας τι θεωρούν οι Αθηναίοι ότι πρέπει να γίνεται και όχι τι ακριβώς γίνεται. Αυτή η προσέγγιση μας παρουσιάζει το δέον και το επιθυμητό, αλλά μας αποκρύπτει το είναι και το συμβαίνον. β) Σε ό,τι αφορά το διδακτό της αρετής ο Πρωταγόρας διακρίνει σε δύο κατηγορίες τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων: εκείνα που είναι έμφυτα κι εκείνα που αποκτώνται μέσα από τη διδασκαλία και την εξάσκηση. Παράλληλα, παρουσιάζει τη στάση των ανθρώπων απέναντι στις αρνητικές εκφάνσεις αυτών των χαρακτηριστικών, ανατρέχοντας ουσιαστικά εκ νέου σε παραδείγματα αντλημένα από την παρατήρηση της καθημερινής συμπεριφοράς των πολιτών. Για όσα, λοιπόν, αρνητικά γνωρίσματα έχουν οι άνθρωποι από τη φύση τους, οι συμπολίτες τους δεν οργίζονται μαζί τους, ούτε επιχειρούν να τους νουθετήσουν. Η καχεκτική διάπλαση του σώματος, η ασχήμια και το μικρό ύψος, για παράδειγμα, είναι στοιχεία που οι άνθρωποι αποκτούν από τη φύση τους ή τυχαία, οπότε όλοι αντιλαμβάνονται πως είναι μάταιο να επιχειρήσουν να τα αλλάξουν με τιμωρίες ή συμβουλές. Σε σχέση, όμως, με τα θετικά γνωρίσματα που κάθε πολίτης μπορεί να αποκτήσει μέσα από τη διδασκαλία, την άσκηση και την επιμέλεια, οι άνθρωποι οργίζονται μ’ εκείνους που δεν έχουν φροντίσει να τ’ αποκτήσουν. Αν, δηλαδή, κάποιος έχει αρνητικά γνωρίσματα στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του, οι συμπολίτες του τον τιμωρούν ή το συμβουλεύουν, προκειμένου να τον αναγκάσουν να τα εξαλείψει ή τουλάχιστον να τα βελτιώσει μέσα από την κατάλληλη διδαχή και εξάσκηση. Σ’ αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά, μάλιστα, που θα μπορούσε κάποιος να βελτιώσει με τη διδασκαλία, συγκαταλέγονται η αδικία και η ασέβεια, ό,τι δηλαδή είναι αντίθετο στην


πολιτική αρετή. Η σκέψη του Πρωταγόρα, επομένως, είναι πως εφόσον οι Αθηναίοι καταφεύγουν σε τιμωρίες και νουθεσίες, για να συνετίσουν εκείνους που δεν έχουν αποκτήσει θετικές συμπεριφορές και θετικά γνωρίσματα του χαρακτήρα, είναι εύλογο πως θεωρούν ότι τα στοιχεία που συνιστούν την πολιτική αρετή μπορούν να αποκτηθούν απ’ όλους, αν τους δοθεί η κατάλληλη διδασκαλία. Το δεύτερο επιχείρημα, παρά την προφανή λογική που απορρέει από την εμπειρική παρατήρηση, ενέχει ορισμένες αντιφάσεις και ατέλειες που μειώνουν την πειστικότητά του: ● Στην εισαγωγική παρουσίαση του επιχειρήματος ο σοφιστής αναφέρει πως οι άνθρωποι θεωρούν ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και ότι αποκτάται με επιμέλεια, απ’ όποιον την αποκτά (ᾧ ἂν παραγίγνηται), υπονομεύοντας έτσι την αρχή της καθολικότητας που είχε προηγουμένως υποστηρίξει. ● Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναφέρεται στα θετικά επίκτητα γνωρίσματα, όταν λέει: εάν κάποιος δεν τα έχει (ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ), όπου επί της ουσίας παραδέχεται ότι δεν τα αποκτούν όλοι οι άνθρωποι. Η αδυναμία αυτή των ανθρώπων προσκρούει τόσο με την καθολικότητα της αρετής, όσο και με τη σκέψη ότι όλοι μπορούν να διδαχτούν και να αποκτήσουν την πολιτική αρετή. ● Με τη διαπίστωση του επιχειρήματος «ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις» ο Πρωταγόρας παρουσιάζει ως δεδομένο αυτό που οφείλει να αποδείξει, έχουμε δηλαδή λήψη του ζητουμένου. Οι ελλείψεις του επιχειρήματος θεραπεύονται μόνο αν δεχτούμε ότι ο Πρωταγόρας εννοεί, έστω κι αν δεν το διατυπώνει έτσι, ότι όλοι εν δυνάμει μπορούν να μετέχουν της πολιτικής αρετής και πως όλοι έχουν τη δυνατότητα να τη διδαχτούν. Αν γίνει αυτή η διευκρίνιση τότε μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις στην καθολικότητα και στο διδακτό της αρετής, χωρίς να καταρρίπτονται οι θέσεις του σοφιστή. Ποια άποψη υποστηρίζει ο Πρωταγόρας για τα χαρακτηριστικά που οι άνθρωποι έχουν από τη φύση ή από τυχαίο γεγονός και ποια στάση τηρούν οι άλλοι άνθρωποι (της εποχής) απέναντι σ’ αυτά; Πώς κρίνετε τις απόψεις αυτές; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. Ο Πρωταγόρας αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που είναι έμφυτα ή προκύπτουν σ’ αυτούς από κάποιο τυχαίο γεγονός, δεν ασχολείται με τις θετικές τους εκφάνσεις (σωματικός κάλλος και αρτιμέλεια), καθώς αυτές γίνονταν ευνοϊκά δεκτές, αλλά στις αρνητικές (ασχήμια, έλλειψη ύψους, καχεκτικότητα), μιας και αυτές ήταν δυσκολότερο να γίνουν αποδεκτές. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Πρωταγόρα οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν με συμπόνια τις αρνητικές αυτές περιπτώσεις και δεν οργίζονταν, ούτε επιχειρούσαν με τιμωρίες ή νουθεσίες να αλλάξουν τους ανθρώπους αυτούς, καθώς γνώριζαν πως μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν μάταιη, αν όχι ανόητη. Οι Αθηναίοι μέσα από αυτή την παρουσίαση εμφανίζονται ώριμοι και με πλήρη επίγνωση πως η φύση κάθε ανθρώπου έχει καθοριστική επίδραση για την τελική διαμόρφωση κάποιων χαρακτηριστικών του, γεγονός που καθιστά ανώφελη οποιαδήποτε απόπειρα για βελτίωση ή αλλαγή τους. Η διάθεση αποδοχής και κατανόησης που παρουσιάζουν οι Αθηναίοι, όπως την καταγράφει εδώ ο Πρωταγόρας, έρχεται σε αντίθεση με τη στάση που κρατούσε γενικά ο αρχαίος κόσμος απέναντι στα φυσικά ελαττώματα και ιδίως οι Σπαρτιάτες,


που είχαν θεσμοθετημένο έλεγχο των νεογέννητων παιδιών, ώστε να κρατούν μόνο τα αρτιμελή. Πληροφορίες για την τακτική αυτή των Σπαρτιατών λαμβάνουμε από το κείμενο του Πλούταρχου που αναφέρεται στο έργο του Λυκούργου. (Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος, παράγραφος 16) «Τὸ δὲ γεννηθὲν οὐκ ἦν κύριος ὁ γεννήσας τρέφειν, ἀλλ’ ἔφερε λαβὼν εἰς τόπον τινὰ λέσχην καλούμενον, ἐν ᾧ καθήμενοι τῶν φυλετῶν οἱ πρεσβύτατοι καταμαθόντες τὸ παιδάριον, εἰ μὲν εὐπαγὲς εἴη καὶ ῥωμαλέον, τρέφειν ἐκέλευον, κλῆρον αὐτῷ τῶν ἐνακισχιλίων προσνείμαντες· εἰ δ’ ἀγεννὲς καὶ ἄμορφον, ἀπέπεμπον εἰς τὰς λεγομένας ᾿Αποθέτας, παρὰ Ταΰγετον βαραθρώδη τόπον, ὡς οὔτε αὐτῷ ζῆν ἄμεινον ὂν οὔτε τῇ πόλει τὸ μὴ καλῶς εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πρὸς εὐεξίαν καὶ ῥώμην πεφυκός.» [Εκείνο που γεννιόταν δεν ήταν υπεύθυνος ο γονιός να το αναθρέψει, αλλά παίρνοντάς το, το έφερνε σε κάποιον τόπο που ονομαζόταν λέσχη, όπου συνεδρίαζαν οι γεροντότεροι της φυλής του, οι οποίοι αφού εξέταζαν το μικρό παιδί, εάν ήταν καλοφτιαγμένο και δυνατό, διέταζαν να το αναθρέψει, εκχωρώντας του έναν από τους 9.000 κλήρους∙ εάν ήταν ατελές και δύσμορφο, το έστελναν στους λεγόμενους αποθέτες, σ’ έναν τόπο γεμάτο χαράδρες κοντά στον Ταΰγετο, γιατί θεωρούσαν πως ούτε για το ίδιο ήταν προτιμότερο να ζήσει ούτε για την πόλη, όποιο εξαρχής δεν είχε γεννηθεί για να έχει καλή υγεία και δύναμη.] Η επιλογή αυτή που έκαναν οι Σπαρτιάτες έβρισκε την αιτιολογία της στο γεγονός ότι κάθε παιδί που γεννιόταν ανήκε στην πόλη και η πόλη είχε κάθε δικαίωμα να επιλέγει τους καλύτερους δυνατούς μελλοντικούς πολίτες, ώστε η συνέχειά της να μην υπονομεύεται από ασθενικά και ατελή άτομα. Είναι προφανές, βέβαια, πως μια δημοκρατική κοινωνία αποδεικνύει το ήθος της με τον τρόπο που αντιμετωπίζει εκείνους τους πολίτες που χρειάζονται περισσότερο τη φροντίδα και την προστασία της. Επομένως, η αποδοχή και η συμπόνια που επιδεικνύουν οι Αθηναίοι απέναντι στους συμπολίτες τους που δεν έχουν την καλύτερη δυνατή διάπλαση, αποτελεί την ιδανική αντιμετώπιση. Εντούτοις, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως η έκθεση/απόθεση των βρεφών που δεν είχαν την επιθυμητή αρτιμέλεια ήταν διαδεδομένη -όχι βέβαια θεσμοθετημένη- και στην Αθήνα, όπως και στις περισσότερες πόλεις του αρχαίου κόσμου, ενώ η συμπεριφορά των πολιτών απέναντι σε όσους είχαν σωματικές ατέλειες ήταν πολύ συχνά χλευαστική. Μια τέτοια αναφορά, όμως, δε θα εξυπηρετούσε το επιχείρημα που διατυπώνει ο Πρωταγόρας, γι’ αυτό και επιλέγει να παρουσιάσει τη συμπεριφορά εκείνων που αντιλαμβάνονται το ακούσιο των σωματικών ελλείψεων. Ποιες είναι οι μορφές της αγωγής κατά τον Πρωταγόρα και σε ποια σχέση βρίσκονται μεταξύ τους; ἐξ ἐπιμελείας καί ἀσκήσεως καί διδαχῆς Ο Πρωταγόρας κατατάσσει την πολιτική αρετή στις ιδιότητες που μπορούν να αποκτήσουν οι άνθρωποι μέσω της αγωγής, η οποία πραγματώνεται με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία. Η επιμέλεια ως έννοια σημαίνει την προσωπική φροντίδα και τη φιλοπονία, την προσωπική δηλαδή διάθεση του ατόμου να εργαστεί προκειμένου να βελτιστοποιήσει τον εαυτό του. Η επιμέλεια τίθεται ως η πρωταρχική μορφή αγωγής, υπό την έννοια ότι χωρίς την προσωπική θέληση και διάθεση για συνεχή προσπάθεια, δεν είναι


εφικτή, όχι μόνο η κατάκτηση της πολιτικής αρετής, αλλά και οποιαδήποτε άλλη μάθηση. Η άσκηση αναφέρεται ως η αμέσως επόμενη μορφή αγωγής, αναδεικνύοντας έτσι τη σημασία που έδινε ο Πρωταγόρας στην εξάσκηση για την εμπέδωση της αρετής. Η εξάσκηση λειτουργεί ως το απολύτως απαραίτητο συμπλήρωμα της διδασκαλίας. Παρόλο που η διδασκαλία αποτελεί τη βασικότερη μορφή αγωγής, τα αποτελέσματά της δεν μπορούν να είναι τα επιθυμητά, αν οι μαθητευόμενοι δεν προχωρήσουν σε μια συνειδητή προσπάθεια εξάσκησης. Η εξάσκηση αποτελεί επί της ουσίας την πρακτική εφαρμογή όσων οι μαθητές ακούν σε θεωρητικό επίπεδο, κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας. Η θεωρητική μόνο γνωριμία με την έννοια της αρετής, δεν αποτελεί ικανοποιητική αγωγή, γι’ αυτό και η πρακτική εφαρμογή κρίνεται απολύτως αναγκαία. Διαπιστώνουμε, επομένως, πως οι τρεις αυτές μορφές αγωγής βρίσκονται σε άρρηκτη σχέση μεταξύ τους. Η επιμέλεια, η διάθεση φιλοπονίας, αποτελεί την εσωτερική κινητήριο δύναμη που ωθεί τους νέους στην κοπιώδη εξάσκηση, προκειμένου να εμπεδώσουν όσα διδάσκονται. Συμπληρωματικά ως προς τις μορφές αυτές, λειτουργούν οι νουθεσίες και οι τιμωρίες, που έρχονται να επαναφέρουν τους νέους στην επιδίωξη της αρετής, όταν η προσωπική τους επιθυμία για την ηθική τους εξύψωση, δεν επαρκεί. Οι νουθεσίες (συμβουλές) συνιστούν μια ήπια μορφή καθοδήγησης, σε αντίθεση με τις τιμωρίες, που με έντονα παρεμβατικό τρόπο, έρχονται να οδηγήσουν τους νέους στην ταύτιση της αμέλειας και της αδιαφορίας με τη συνεπαγόμενη τιμωρία. (Με μια αναγωγή στις διδαχές της ψυχολογίας, θα λέγαμε ότι η τιμωρία βασίζεται στις αρχές του συμπεριφορισμού, όπου η επίτευξη της καθοδήγησης του νέου επιχειρείται μέσω των αρνητικών ενισχύσεων.) Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι μια βασική μορφή μάθησης για τους νέους είναι η μίμηση, η οποία όμως δεν αποτελεί συνειδητή μορφή αγωγής κι ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι ελεγχόμενη σε ικανοποιητικό βαθμό. Δεν είναι, δηλαδή, δεδομένο ότι ο νέος θα μιμηθεί το κατάλληλο πρότυπο, γι’ αυτό κι ο Πρωταγόρας δε τη συγκαταλέγει στις μορφές αγωγής. Η αναφορά σε μια τόσο ασταθή μορφή αγωγής, όπως είναι η μίμηση, θα μπορούσε να εγείρει τις εύλογες αντιδράσεις του Σωκράτη. Ποια είναι τα συστατικά στοιχεία της αρετής - όπως εμφανίζονται στην ενότητα αυτή - και με ποιο τρόπο τα παρουσιάζει ο Πρωταγόρας; [Η δικαιοσύνη και η οσιότητα, όπως φαίνεται από την αδικία και την ασέβεια που ο Πρωταγόρας παρουσιάζει ως το αντίθετο της πολιτικής αρετής. (Συστατικό στοιχείο είναι και η σωφροσύνη, αλλά με το χωρισμό των ενοτήτων στο διδακτικό βιβλίο βρίσκεται στην 7η ενότητα). Από αυτά τα στοιχεία (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, οσιότητα) θα ξεκινήσει στη δεύτερη ερώτησή του ο Σωκράτης.] Η έννοια της πολιτικής αρετής διευρύνεται σ’ αυτήν την ενότητα περιλαμβάνοντας τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια. Η διεύρυνση αυτή θα προκαλέσει στη συνέχεια την απορία του Σωκράτη σχετικά με τη φύση της αρετής, αν δηλαδή είναι μία και ενιαία ή αν διαχωρίζεται σε περισσότερες επιμέρους αρετές. Η αναφορά στη δικαιοσύνη γίνεται αναλυτικά από τον Πρωταγόρα μέσα από τη σύγκριση της στάσης των πολιτών απέναντι σ’ όποιον ψευδώς ισχυρίζεται ότι κατέχει κάποια ικανότητα, όπως είναι η αυλητική τέχνη, και σ’ όποιον με ειλικρίνεια παραδέχεται για τον εαυτό του ότι είναι άδικος.


Με την έντονη αντίδραση του κοινωνικού συνόλου απέναντι σ’ εκείνους του πολίτες που είναι τόσο άφρονες ώστε να παραδεχτούν δημόσια ότι είναι άδικοι, ο Πρωταγόρας τονίζει την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδεται στη δικαιοσύνη. Η ίδια η συνοχή και λειτουργία της πολιτείας βασίζεται ακριβώς στην κοινή συμμετοχή όλων στη δικαιοσύνη, γι’ αυτό και όποιος αδυνατεί να υιοθετήσει τις αρχές της δικαιοσύνης πρέπει να απομακρύνεται από την πολιτεία. Η δεύτερη συστατική έννοια της αρετής, που αναφέρεται σ’ αυτήν την ενότητα, είναι η ευσέβεια. Η παρουσίαση, όμως, της ευσέβειας γίνεται πολύ συνοπτικά, όταν ο Πρωταγόρας κάνει λόγο για εκείνα τα αρνητικά στοιχεία που εξοργίζουν τους πολίτες και τους ωθούν να τιμωρούν τους νέους, μιας και οι νέοι άνθρωποι θα μπορούσαν να τα αποφύγουν με την επιμέλεια, την άσκηση και τη διδασκαλία. Τα αρνητικά αυτά στοιχεία είναι η αδικία και η ασέβεια, ό,τι δηλαδή είναι αντίθετο στην πολιτική αρετή. Η παρουσίαση, επομένως, της ευσέβειας γίνεται μέσα από την αναφορά της αντίθετης έννοιάς της, της ασέβειας, ως στοιχείου που οι νέοι οφείλουν να αποφεύγουν. πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς: Ποιο πρόβλημα δημιουργείται με την εναλλαγή των όρων από τον Πρωταγόρα και τι μπορούμε να υποθέσουμε για την εξέλιξη του διαλόγου, δεδομένης της φροντίδας του Σωκράτη για ακριβολογία και ειδικά για ακριβείς ορισμούς των εννοιών; Ο Πρωταγόρας, στην πρώτη ενότητα, ενημερώνει το Σωκράτη πως το μάθημα που διδάσκει είναι η ευβουλία στις ιδιωτικές και στις δημόσιες υποθέσεις. Στη διαπίστωση, μάλιστα, του Σωκράτη πως εννοεί την πολιτική τέχνη, ο σοφιστής απαντά θετικά. Έπειτα, στα πλαίσια της μυθικής διήγησης, ο Πρωταγόρας αναφέρεται στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, ως γνωρίσματα που ο Δίας ζήτησε να μοιραστούν σε όλους τους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό διευρύνει την έννοια της πολιτικής αρετής στην οποία εντάσσει πέρα από την ευβουλία, την αιδώ και τη δικαιοσύνη. Ενώ, στην πέμπτη ενότητα, προχωρά σε μια ακόμη διεύρυνση της πολιτικής αρετής εντάσσοντας στα χαρακτηριστικά της και την ευσέβεια: «Ὧν ἐστιν ἕν καί ἡ ἀδικία καί ἡ ἀσέβεια καί συλλήβδην πᾶν τό ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.» Η τακτική αυτή του Πρωταγόρα να εντάσσει στα γνωρίσματα της πολιτικής αρετής όλο και περισσότερα στοιχεία θα δημιουργήσει εύλογα την απορία του Σωκράτη σχετικά με τη φύση της αρετής. Ο Σωκράτης, δηλαδή, θα θελήσει να μάθει αν η πολιτική αρετή είναι μια ευρύτερη έννοια που περικλείει άλλες επιμέρους έννοιες, όπως είναι η δικαιοσύνη και η ευσέβεια, ή αν αποτελεί μια ενιαία έννοια που απλώς την αποκαλούμε με διάφορους τρόπους. «Ἒλεγες γαρ ὅτι Ζεύς τήν δικαιοσύνην καί τήν αἰδῶ πέμψειεν τοῖς ἀνθρώποις, καί αὖ πολλαχοῦ ἐν τοῖς λόγοις ἐλέγετο ὑπό σοῦ ἡ δικαιοσύνη καί σωφροσύνη καί ὁσιότης καί πάντα ταῦτα ὡς ἕν τι εἴη συλλήβδην, ἀρετή∙ ταῦτ’ οὖν αὐτά δίελθέ μοι ἀκριβώς τῷ λόγῳ, πότερον ἕν μέν τί ἐστίν ἡ ἀρετή, μόρια δέ αὐτῆς ἐστίν ἡδικαιοσύνη καί σωφροσύνη καί ὁσιότης, ἤ ταῦτ’ ἐστίν ἅ νυνδή ἐγώ ἔλεγον πάντα ὀνόματα τοῦ αὐτοῦ ἑνός ὄντος∙» (Έλεγες ότι ο Δίας έστειλε στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και την αιδώ, και πάλι σε πολλά μέρη των λόγων σου αναφερόταν από σένα ότι η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η οσιότητα αποτελούν μέρη της αρετής. Αυτό λοιπόν εξήγησέ μου με το λόγο σου: τι συμβαίνει από τα δύο, είναι η αρετή ένα πράγμα και η δικαιοσύνη και η οσιότητα είναι μέρη της, ή αυτά που έλεγα πριν λίγο είναι διαφορετικές ονομασίες ενός πράγματος;) [Μετάφραση: Γιώργος Γαζής, Ευθυμία Χατζηκυριάκου]


Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 6η Να εντοπίσετε το σημείο του κειμένου που δικαιολογεί τον τίτλο που δόθηκε στην ενότητα και να προτείνετε έναν άλλο τίτλο. Η 6η ενότητα έχει λάβει τον τίτλο: «Η παιδευτική σημασία της τιμωρίας ως απόδειξη του διδακτού της αρετής». Ο τίτλος αυτός επιχειρεί να αποδώσει τη σύνδεση που γίνεται από τον Πρωταγόρα ανάμεσα στην τιμωρία και στο διδακτό της αρετής, ενώ θα μπορούσε να εστιάζει περισσότερο στο ρηξικέλευθο της άποψης του σοφιστή σχετικά με την αξία της τιμωρίας. Ο τίτλος για παράδειγμα θα μπορούσε να ήταν: «Η τιμωρία ως μέσο παραδειγματισμού κι όχι εκδίκησης» ή με μεγαλύτερη έμφαση: «Οι πρωτοποριακές απόψεις του Πρωταγόρα για την τιμωρία». Παρά το γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή η έννοια της τιμωρίας έχει λάβει την παιδευτικά ενδεδειγμένη σημασία, οι απόψεις του Πρωταγόρα, εκείνη την εποχή, έφερναν μια απρόσμενα ώριμη ματιά στο θέμα αυτό. Ο σοφιστής δηλαδή, σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη της εποχής του, δεν αντιλαμβάνεται την τιμωρία ως μέσο εκδίκησης, αλλά ως μέσο παραδειγματισμού του αδικούντος -και όσων δουν την τιμωρία του- ώστε στο μέλλον να υιοθετήσει αποτελεσματικότερες και πιο σώφρονες συμπεριφορές. Η τιμωρία, επομένως, για τον Πρωταγόρα δεν επιβάλλεται (ή τουλάχιστον δε θα πρέπει να επιβάλλεται) για την ανομία που έχει ήδη συμβεί, μιας κι αυτό που συνέβη αποτελεί ήδη τετελεσμένο και μη αναστρέψιμο γεγονός, αλλά για την αποτροπή μελλοντικών παραβάσεων. Το σημείο του κειμένου που δικαιολογεί τον τίτλο είναι το ακόλουθο: «ὁ δέ μετά λόγου ἐπιχειρῶν κολάζει οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται -οὐ γαρ ἄν τό γε πραχθέν ἀγένητον θείη- ἀλλά τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μή αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτός οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδών κολασθέντα.» (Όποιος όμως έρχεται να τιμωρήσει με περίσκεψη, δεν επιβάλλει τιμωρία για το αδίκημα που έγινε –γιατί ό,τι έγινε δεν μπορεί να το κάνει να μην έχει γίνει- αλλά για χάρη του μέλλοντος, για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός ο ίδιος ούτε άλλος που είδε να τον τιμωρούν.) [Μετάφραση: Δημήτριος Τζωρτζόπουλος] Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την αδικία. Η ποινή αποσκοπεί στο να διορθωθεί αυτός που αδικεί. Πώς συνδέονται οι δύο παραπάνω θέσεις με το διδακτόν της αρετής; [Αν η αρετή δε διδασκόταν, οι απόψεις αυτές δε θα ευσταθούσαν, γιατί θα σήμαινε ότι είναι κάποιος καλός ή κακός εκ φύσεως. Τότε όμως θα ήταν αδύνατο να αλλάξει, άρα δε θα ήταν υπεύθυνος για την αδικία ούτε θα μπορούσε να του επιβληθεί ποινή. Ο Πρωταγόρας δίνει περιεχόμενο παιδαγωγικό - τελεολογικό στην ποινή.] Ο Πρωταγόρας, ακολουθώντας τη γενική πεποίθηση, θεωρεί πως οι άνθρωποι που αδικούν τους συνανθρώπους τους και δε σέβονται τους κανόνες της κοινωνίας, το κάνουν συνειδητά, με δική τους δηλαδή επιλογή. Εφόσον είχαν την ευκαιρία μέσω της διδασκαλίας και με δική τους επιμέλεια να εμπεδώσουν τους τρόπους της δίκαιης συμπεριφοράς, αλλά δεν το έκαναν, τότε δεν μπορούν για κανένα λόγο να θεωρηθούν άμοιροι ευθυνών. Η πολιτεία απαντά στις άδικες πράξεις με την επιβολή ποινών, όχι βέβαια για να εκδικηθεί τους αδικούντες, αλλά προκειμένου να τους ωθήσει σε μια πορεία ηθικής βελτίωσης. Η ποινή λειτουργεί παιδαγωγικά υπό την έννοια ότι το πρόσωπο που


τιμωρείται, ερχόμενο αντιμέτωπο με τις κυρώσεις που του επέφερε η συμπεριφορά του, συνειδητοποιεί το λάθος του και αποκτά μια ουσιαστικότερη συναίσθηση της ευθύνης που έχει ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου. Η παιδαγωγική λειτουργία της ποινής βασίζεται στην πεποίθηση ότι οι άνθρωποι μπορούν να διδαχτούν την αρετή και τους επιθυμητούς τρόπους συμπεριφοράς. Μέσα από τις αρνητικές ενισχύσεις που επιφέρει η ποινή, το άτομο επιχειρεί συνειδητά να κατευθυνθεί σε πιο θεμιτές επιλογές, προκειμένου να αποφύγει αντίστοιχες ποινές στο μέλλον. Η επιχειρούμενη αλλαγή στη συμπεριφορά του αδικούντος θεωρείται βέβαια εφικτή, γι’ αυτό και οι κοινωνίες έχουν ένα οργανωμένο σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Σε περίπτωση, άλλωστε, που ήταν σαφές ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους και πως η αδικία αποτελεί έμφυτο στοιχείο της προσωπικότητάς τους, θα ήταν μάταιο να επιχειρείται οποιαδήποτε αναμόρφωσή τους. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Πρωταγόρας αντικρίζει τις ποινές στις πραγματικές παιδαγωγικές τους διαστάσεις και δεν τις αντιλαμβάνεται ως εκδικητική τιμωρία του δράστη. Έτσι, ο μεγάλος σοφιστής, τονίζει τον τελεολογικό χαρακτήρα της ποινής -το γεγονός δηλαδή ότι η ποινή αποσκοπεί στην εκπλήρωση ενός στόχου, που δεν είναι άλλος από τη βελτίωση του αδικούντος- και συνάμα ενισχύει με τις θέσεις του την ουσιαστική θεώρηση της τιμωρίας και του παιδαγωγικού της ρόλου. Ποιος είναι ο σκοπός της ποινής σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Συμφωνείτε ή όχι; Να αιτιολογήσετε την άποψή σας. [Έχει παιδευτικό και όχι κατασταλτικό σκοπό, σωφρονιστικό και όχι εκδικητικό. Απορρίπτονται τα κίνητρα της ανταπόδοσης και αντεκδίκησης. Οι απόψεις του Πρωταγόρα για το σκοπό της ποινής μπορούν να συγκριθούν με αυτές που διατύπωσε ο Ιταλός Cesare Beccaria την εποχή του διαφωτισμού. Σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση, αλλά ο σωφρονισμός εκείνου που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων.] Ο Πρωταγόρας προχωρά σε μια ουσιαστική προσέγγιση του νοήματος της τιμωρίας, διαχωρίζοντας τη θέση του από εκείνους που τη χρησιμοποιούν ως μέσο εκδίκησης. Με ιδιαίτερη οξυδέρκεια ο μεγάλος σοφιστής κατανοεί πως η τιμωρία θα πρέπει να λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας και ως μέσο παραδειγματισμού, τόσο για εκείνους που έκαναν κάποια άδικη πράξη, όσο και για εκείνους που θα δουν τις συνέπειες που προκύπτουν για εκείνον που αδικεί. Ο θεσμός της τιμωρίας είναι υπαρκτός και θεσμοθετημένος σε όλες τις κοινωνίες, καθώς είναι σαφές πως οι άνθρωποι έχουν πάντοτε την επιλογή ανάμεσα στη δίκαιη και σύννομη συμπεριφορά και στην αδικία. Οι κοινωνίες λαμβάνουν πάντοτε την αναγκαία μέριμνα για τη διαπαιδαγώγηση των πολιτών τους, ξεκινώντας μάλιστα από νωρίς την προσπάθεια ηθικής καθοδήγησης. Ήδη από την παιδική ηλικία και κατόπιν κατά τα εφηβικά χρόνια οι γονείς και οι παιδαγωγοί έχουν την ευθύνη να συνετίζουν τα παιδιά με κατάλληλες κυρώσεις, κάθε φορά που οι πράξεις τους έρχονται σε αντίθεση με τους κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους. Μολαταύτα δεν είναι πάντοτε εφικτό να ενσταλαχτεί στους πολίτες η απόλυτη αξία του σεβασμού των νόμων και των άγραφων κανόνων ηθικής συμπεριφοράς. Ως ένα βαθμό, άλλωστε, η αδυναμία της πολιτείας να προλάβει πιθανές παρεκκλίσεις έγκειται στη λανθασμένη χρήση των τιμωριών, υπό την έννοια ότι συχνά η ποινή που επιβάλλεται είναι δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με το παράπτωμα. Το γεγονός αυτό


δημιουργεί αρνητικά αισθήματα στους πολίτες και μια τάση αντίδρασης απέναντι στην άτεγκτη στάση της πολιτείας. Έτσι, η θέση του Πρωταγόρα ότι η τιμωρία δεν πρέπει να αντανακλά εκδικητικά συναισθήματα, αποτελεί conditio sine qua non (αναγκαία προϋπόθεση) για την αποτελεσματική πρόληψη μελλοντικών παραβάσεων. Μόνο εάν ο τιμωρούμενος κατανοεί πως η ποινή που του επιβάλλεται είναι η αρμόζουσα για την πράξη του, μπορεί να αντιληφθεί και να σεβαστεί την επιβολή της. Διαφορετικά θα αισθάνεται ότι αδικήθηκε ο ίδιος και θα αποκτήσει μια έντονα αρνητική διάθεση απέναντι σ’ εκείνους που του επέβαλαν μια υπέρμετρα σκληρή τιμωρία. Επομένως, αν διατηρείται πάντοτε ο παιδαγωγικός χαρακτήρας της τιμωρίας, με ίση και δίκαιη αντιμετώπιση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, τότε είναι πολύ πιο πιθανό να προκύψουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι σημαντικό ο τιμωρούμενος να αισθάνεται πως υπάρχει απόλυτος σεβασμός για την προσωπικότητά του και πως η ποινή που του επιβάλλεται αποτελεί αποκλειστικά και μόνο μια προσπάθεια να τον κατευθύνει στην υιοθέτηση καταλληλότερων συμπεριφορών κι όχι ένα μέσο αντεκδίκησης. Να συγκρίνετε την άποψη του Πρωταγόρα για την ποινή με την παλαιότερη αντίληψη της ανταπόδοσης (ποινή - τιμωρία, τίσις) εντοπίζοντας ομοιότητες και διαφορές. Η παιδαγωγική προσέγγιση της ποινής, όπως παρουσιάζεται από τον Πρωταγόρα, έρχεται σε αντίθεση με την παλαιότερη αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων που έβλεπαν στην τιμωρία μιαν ικανή ανταπόδοση για την αδικία που έχει πράξει κάποιος. Στην αρχαιότητα, μάλιστα, η τιμωρία συνδεόταν με θεϊκή παρέμβαση, καθώς θεωρούσαν πως ο Δίας είναι εκείνος που φροντίζει ώστε κανείς να μην μπορεί να διαπράξει άδικες πράξεις χωρίς να λάβει την τιμωρία που του αξίζει. Για τους αρχαίους Έλληνες η ποινή εξέφραζε τα συναισθήματα αγανάκτησης των πολιτών απέναντι στον αδικούντα και δεν είχε την επιθυμητή, αλλά εξιδανικευμένη, έκφανση που της έδινε ο Πρωταγόρας. Το μοναδικό σημείο σύγκλισης ανάμεσα στις απόψεις που εκφράζει ο σοφιστής και στην παλαιότερη αντίληψη της τιμωρίας, ήταν η ανάγκη να επέλθουν κυρώσεις σε όποιον αδικεί προκειμένου να μην επαναληφθεί η άδικη πράξη. Ανεξάρτητα από τη θέση του Πρωταγόρα, ότι η ποινή θα πρέπει να αποβλέπει στη βελτίωση του δράστη και όχι στην εκδίκηση, είναι σαφές ότι και ο σοφιστής θεωρεί απαραίτητη την τιμωρία όσων αδικούν. Θα ήταν, άλλωστε, παράδοξο να ζητήσει ο σοφιστής την αδράνεια της πολιτείας απέναντι στα αδικήματα των μελών της, ιδίως από τη στιγμή που πίστευε ότι μέσω των κατάλληλων ποινών μπορεί να επέλθει μια ουσιαστική αλλαγή στη συμπεριφορά του αδικούντα, που θα τον απέτρεπε από μελλοντικές παραβάσεις. Ο Πρωταγόρας, βέβαια, αναφέρεται σε μια τιμωρία κατάλληλα επιλεγμένη, ώστε να ωθήσει τον αδικούντα σε μια προσπάθεια ηθικής βελτίωσης και δεν ασχολείται με την ίδια την πράξη του αδικούντα. Αντίθετα, η παλαιότερη προσέγγιση θεωρούσε την τιμωρία ως μέσο εκδίκησης για τις άδικες πράξεις, γι’ αυτό και η προσοχή εστιαζόταν σε αυτή καθαυτή την άδικη πράξη και όχι στο πώς θα ληφθεί μέριμνα για μια μελλοντική βελτίωση και αναμόρφωση του δράστη. Σε ό,τι αφορά την έννοια της αδικίας και την πορεία προς την τελική συντριπτική τιμωρία του δράστη (τίσις), οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν πως το άτομο ξεκινούσε με την πρόκληση ὕβρις, με την υιοθέτηση δηλαδή μιας άνομης συμπεριφοράς που έδειχνε πλήρη αδιαφορία για τους ηθικούς κανόνες. Η ὕβρις προκαλούσε την επέμβαση του Δία, ο οποίος ωθούσε το άτομο σε μια κατάσταση τύφλωσης (ἄτη),


σε μια κατάσταση δηλαδή όπου το άτομο ανίκανο να καταλάβει την αλαζονεία της συμπεριφοράς του προχωρούσε σε ολοένα και πιο άδικες πράξεις, μέχρι που διέπραττε μιαν απόλυτα ακραία πράξη, προκαλώντας τη νέμεσιν, την οργή δηλαδή των θεών. Ο κύκλος αυτός έκλεινε με την τίσιν, την πλήρη συντριβή του δράστη, χάρη στην επέμβαση των θεών. Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ὕβριν και την ἄτη μπορούμε να αντλήσουμε από την «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας» του Albin Lesky. «Με την ὕβριν, την αμαρτία της βίας, που αντιστρατεύεται το δίκαιο, ο άνθρωπος ξεπερνά τα σύνορα που του ορίσθηκαν, τον βρίσκει όμως η Δίκη, η θεϊκή δύναμη της δικαιοσύνης. Στο έπος του αριστοκρατικού κόσμου εξουσίαζε η Θέμις, οι θεσμοί δηλ. που δόθηκαν από τους θεούς, η οποία ρυθμίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και βρίσκει την πραγμάτωσή της στις αποφάσεις των βασιλιάδων δικαστών. Η Δίκη που εξαγγέλλει ο Ησίοδος προέρχεται από μιαν διαφορετική κοινωνική περιοχή. Σ’ αυτήν, το αίτημα των καταπιεσμένων για δικαιοσύνη, αυτών που χτυπήθηκαν από την ύβρη των άλλων, σήκωσε τη φωνή του τόσο δυνατά, που δεν μπορούσε πια να σιγασθή μέσα στον ελληνικό κόσμο. Η Δίκη όμως τιμωρεί αποτελεσματικά μέσω της Άτης, εκείνης της τύφλωσης, που χτυπά τους ανθρώπους από το μέρος των θεών και μολαταύτα ξεκινά από το δικό τους ένοχο εσωτερικό. Με την λέξη νοείται επίσης το πεπρωμένο, που πάντα συνδέεται με αυτήν την τύφλωση.» «Από το μέρος των θεών η Άτη είναι το πεπρωμένο, που αυτοί το στέλνουν στους ανθρώπους, ενώ από το μέρος των ανθρώπων η Άτη παριστάνεται σαν η τύφλωση, που στην αρχή έρχεται κοντά τους χαμογελαστή, τους θολώνει όλο και περισσότερο το μυαλό, τους ξεγελά, και τους αφήνει τέλος να τραβήξουν τον δρόμο της καταστροφής τους.» Σύμφωνα με το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας του Ιωάννη Σταματάκου: τίσις: πληρωμή που γίνεται προς ανταμοιβή ή προς ανταπόδοση, εκδίκηση, τιμωρία, ποινή. [αἱ τίσεις= οι εκδικήτριες Θεές, οι Ερινύες] Ποια συναισθήματα νομίζετε ότι διακατέχουν τον Πρωταγόρα στο τέλος της ενότητας αυτής; Στην καταληκτική περίοδο της 6ης ενότητας ο Πρωταγόρας εκφράζει την πεποίθησή του ότι έχει δώσει επαρκείς αποδείξεις στο Σωκράτη τόσο για τη στάση των Αθηναίων να δέχονται τις συμβουλές όλων των συμπολιτών τους σε πολιτικά θέματα, όσο και για το διδακτό της αρετής. Η πεποίθηση αυτή του Πρωταγόρα (ἀποδέδεικταί σοι, ὦΣώκρατες, ἱκανῶς), εκφράζει την ικανοποίηση του σοφιστή για την αναλυτική και πλήρη απάντηση που έδωσε του στα δύσκολα ζητήματα που του έθεσε ο Σωκράτης. Εύλογα επομένως μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Πρωταγόρας αισθάνεται ευχαριστημένος από την ικανότητά του να παρουσιάζει και να στηρίζει μια άποψη με επάρκεια. Το ενδεχόμενο, μάλιστα, να έχει πείσει τον Σωκράτη, καλύπτοντας με πληρότητα τις πιθανές απορίες ή αντιρρήσεις του, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την εικόνα του σοφιστή. Μιας και η συζήτηση γινόταν μπροστά σε πολλά άτομα, θα ενίσχυε ιδιαίτερα το κύρος του Πρωταγόρα μια πιθανή παραδοχή του Σωκράτη ότι έχει πειστεί από την παρουσίαση και τα επιχειρήματα του σοφιστή. Ο Πρωταγόρας, βέβαια, παρόλο που αισθάνεται ότι έχει κατορθώσει να καλύψει


με επαρκή πειστικότητα το θέμα που του τέθηκε, δε θέλει να φανεί υπερβολικά αυτάρεσκος, γι’ αυτό κι επιχειρεί να μετριάσει τις εντυπώσεις με τη φράση: ὥς γέ μοι φαίνεται. Να εξηγήσετε αν, κατά τη γνώμη σας, η επιβολή των ποινών είναι έγκυρο και πειστικό επιχείρημα για το διδακτόν της αρετής. Το επιχείρημα του Πρωταγόρα βασίζεται σε μια εμπειρική διαπίστωση, καθώς η επιβολή ποινών λειτουργεί διαχρονικά ως μέσο συμμόρφωσης και συνετισμού εκείνων που αδικούν. Η σκέψη, επομένως, του σοφιστή πως οι τιμωρίες μπορούν να επιφέρουν αλλαγή στη συμπεριφορά των ατόμων, βρίσκεται σε ανταπόκριση με ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Εντούτοις, η πειστικότητα του επιχειρήματος αυτού ως προς το διδακτό της αρετής δεν είναι ικανοποιητική. 1. Η αλλαγή που παρατηρείται στη συμπεριφορά των αδικούντων δε συνεπάγεται οπωσδήποτε και ουσιαστική αλλαγή στην προσωπικότητά τους. Οι ποινές αποτελούν σαφώς έναν αποτρεπτικό παράγοντα για μελλοντικές αδικίες, όχι όμως γιατί επιτυγχάνουν απαραίτητα τη γνωριμία του αδικούντα με τους ηθικούς τρόπους διαβίωσης, αλλά γιατί του προκαλούν το αίσθημα του φόβου. Άλλωστε, η παρουσίαση των ποινών, όπως γίνεται από τον Πρωταγόρα, αποτελεί μια εξιδανικευμένη προσέγγιση. Παρά την πρωτοποριακή για την εποχή της άποψη του σοφιστή σχετικά με την παιδευτική σημασία της τιμωρίας, στην πραγματικότητα οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν τις ποινές ως μέσο εκδίκησης, προκαλώντας έτσι αρνητικά συναισθήματα στους αδικούντες. Παρόλο, δηλαδή, που η προσέγγιση του Πρωταγόρα για τη σημασία της τιμωρίας θα μπορούσε να αποδώσει θετικά αποτελέσματα στην καίρια αναμόρφωση των αδικούντων, η καθημερινή πρακτική των Αθηναίων με τις σκληρές και εκδικητικές ποινές αδρανοποιούσε οποιαδήποτε οφέλη θα μπορούσαν να προκύψουν από ένα ήπιο και δίκαιο σύστημα τιμωριών. 2. Ο Πρωταγόρας για άλλη μια φορά καταφεύγει σε λήψη του ζητουμένου, καθώς χρησιμοποιεί ως δεδομένη αλήθεια τη θέση που οφείλει να αποδείξει. Αναφέρει ότι οι άνθρωποι που τιμωρούν με λογική, το κάνουν σκεπτόμενοι πως η αρετή είναι διδακτή, αφήνοντας όμως κατ’ ουσία αναπόδεικτη τη θέση περί του διδακτού της αρετής. Ο συλλογισμός του ότι οι Αθηναίοι (σε μια ιδανική κατάσταση πάντα) τιμωρούν προκειμένου να αποτρέψουν μελλοντικά παραπτώματα, δεν αποδεικνύει αναγκαία το διδακτό της αρετής, καθώς είναι ευνόητο πως εξίσου αποτρεπτικά λειτουργεί και η επιθυμία των αδικούντων να αποφύγουν μια ακόμη τιμωρία. Το αποτέλεσμα δηλαδή της αποτροπής νέων εγκλημάτων δεν υποδηλώνει αυταπόδεικτα πως επήλθε αναμόρφωση του αδικούντος. Η παιδεία αναδεικνύεται σε κινητήρια δύναμη που θα μετατρέψει τον άνθρωπο από δυνάμει σε ἐνεργείᾳ πολιτικό ον. Να αναλύσετε την άποψη αυτή με βάση τη συλλογιστική του Πρωταγόρα. Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η ομαλή ένταξη του ατόμου στην πολιτεία επέρχεται όχι ως δεδομένη εξέλιξη μιας προδιαγεγραμμένης πορείας, αλλά ως αποτέλεσμα συνειδητής προσπάθειας της κοινωνίας να καθοδηγήσει και να εκπαιδεύσει κατάλληλα τα νέα της μέλη. Οι άνθρωποι, δηλαδή, έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν και να υιοθετήσουν τους επιθυμητούς τρόπους κοινωνικής διαβίωσης, αρκεί να δεχτούν την αρμόζουσα αγωγή.


Η αίσθηση δικαιοσύνης, ο σεβασμός προς τους άλλους ανθρώπους και προς τους νόμους, η επιθυμία της αρμονικής συνύπαρξης και κάθε άλλο γνώρισμα που θα μπορούσε να διασφαλίσει την ομαλή ένταξη του ατόμου στα πλαίσια της πολιτείας, ενυπάρχει ως δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, χρειάζεται όμως η εκπαίδευση για να γίνει εφικτή η ενεργή έκφραση αυτών των δυνατοτήτων. Με τη διδασκαλία, τη συνεχή εξάσκηση και την επιμέλεια το άτομο αποκτά τη δυνατότητα να πραγματώσει και να εξελίξει όλες τις ηθικές και πνευματικές αρετές που θα το καταστήσουν άριστο μέλος της πολιτείας. Το άτομο, βέβαια, μπορεί να προσεγγίσει την ιδανική έκφανση της προσωπικότητάς του μόνο μέσα από την απαιτητική πορεία της παιδείας, καθώς οι ικανότητες που συνιστούν την πολιτική αρετή δεν είναι δυνατό να εκδηλωθούν χωρίς την κατάλληλη καθοδήγηση και τη συνειδητή και διαρκή προσπάθεια του ατόμου. Συνάμα, η πολιτεία έχει φροντίσει -σύμφωνα πάντα με την παρουσίαση που γίνεται από τον Πρωταγόρα- μέσα από ένα παιδαγωγικό σύστημα ποινών να επαναφέρει τα άτομα στην επιθυμητή πορεία βελτίωσης και ηθικής ωρίμανσης. Με ποινές που επιβάλλονται έλλογα και με παιδαγωγική διάθεση, με ποινές δηλαδή που αντιστοιχούν στο είδος του αδικήματος και που έχουν ως πρωταρχικό στόχο να συνετίσουν και όχι να εκδικηθούν το άτομο, η πολιτεία κατορθώνει να αναπληρώσει την έλλειψη αποφασιστικότητας των νέων μελών να παραμείνουν συνεπείς στις αξιώσεις της ηθικής διαβίωσης. Όταν το άτομο παρεκκλίνει από τους κανόνες του δικαίου, η πολιτεία του υπενθυμίζει μέσα από τις ποινές ποια είναι η ορθή και αναμενόμενη συμπεριφορά, ωθώντας το εκ νέου στην πορεία της ηθικής εξέλιξης και αποτρέποντάς το από μελλοντικά παραπτώματα. Ερωτήσεις ΚΕΕ Πρωταγόρας Ενότητα 7η Ποια αντίρρηση του Σωκράτη δηλώνει ότι θα ανασκευάσει ο Πρωταγόρας; Ο Σωκράτης εκφράζοντας τις αντιρρήσεις του σχετικά με το διδακτό της αρετής είχε αναφερθεί στο γεγονός ότι οι άριστοι από τους αθηναίους πολίτες αδυνατούν να μεταδώσουν ακόμη και στα παιδιά τους την αρετή που οι ίδιοι κατέχουν. Ο Σωκράτης, μάλιστα, είχε φέρει ως παράδειγμα τον Περικλή, ο οποίος ούτε τους γιους του, ούτε τον μικρότερο αδελφό του Αλκιβιάδη, τον Κλεινία, που τον είχε υπό την κηδεμονία του, κατόρθωσε να εκπαιδεύσει κατάλληλα στην πολιτική αρετή. Την αντίρρηση αυτή, σχετικά με την αδυναμία των αγαθών πολιτών να μεταδώσουν την αρετή στα παιδιά τους, δηλώνει ότι θα ανασκευάσει ο Πρωταγόρας. Με ποια μέθοδο δηλώνει ότι θα ανασκευάσει τη δεύτερη αντίρρηση του Σωκράτη; Γιατί, κατά τη γνώμη σας, προτίμησε να αλλάξει μέθοδο; Ποια πλεονεκτήματα του προσφέρει αυτή η αλλαγή; Ο Πρωταγόρας προκειμένου να ανασκευάσει τη δεύτερη αντίρρηση του Σωκράτη σκοπεύει να χρησιμοποιήσει πλέον λόγο και όχι μύθο, όπως έκανε για την πρώτη αντίρρηση. Σε αντίθεση με το μύθο που ενέχει συμβολικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου περιορισμένα περιθώρια πειθούς, ο λόγος βασιζόμενος σ’ επιχειρήματα, σε τεκμηριωμένες κρίσεις και σε μια ορθολογικά δομημένη παρουσίαση των σκέψεων του ομιλητή, κρίνεται σαφώς πιο πειστικός και ιδανικότερος για μια επαρκέστερη απάντηση στις αντιρρήσεις του συνομιλητή. Ο Πρωταγόρας στο πρώτο μέρος του λόγου του προτίμησε να παρουσιάσει τις απόψεις του με μια μυθική διήγηση, κυρίως επειδή η προσπάθειά του να μιλήσει για


την αρχή σύνθεσης των κοινωνιών προσέκρουε στην έλλειψη βασικών πληροφοριών. Ο σοφιστής προτίμησε έτσι την ελευθερία που του παρείχε ο μύθος, ώστε να μη χρειαστεί να επιχειρηματολογήσει πάνω σε ζητήματα που βρίσκονταν πέρα από τις γνώσεις του ίδιου, αλλά και των ακροατών του. Το θέμα της αρχικής δημιουργίας των κοινωνιών μπορούσε να προσεγγιστεί μόνο μέσω εικασιών, καθώς δεν υπήρχαν επαρκή ιστορικά στοιχεία για τη δημιουργία μιας ασφαλούς και σαφώς αιτιολογημένης άποψης. Ο μύθος, επομένως, επέτρεψε στον Πρωταγόρα να προβεί σε μια αναδρομική προσέγγιση της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και σε μια πρώτη προσέγγιση του εξεταζόμενου ζητήματος σχετικά με το διδακτό της αρετής. Η σχετικότητα, όμως, των συμπερασμάτων που προέκυψαν από τις συμβολικές προεκτάσεις του μύθου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανή για να πείσει τον Σωκράτη, γι’ αυτό και ο σοφιστής ερχόμενος στη δεύτερη αντίρρηση του συνομιλητή του, η οποία αφορούσε μια πιο επικαιρική διάσταση του εξεταζόμενου ζητήματος, επιλέγει να απαντήσει μ’ έναν λόγο. Η αντίρρηση του Σωκράτη σχετικά με την ικανότητα των αγαθών πολιτών να μεταδώσουν την αρετή στους άλλους και ιδίως στα παιδιά τους, βρίσκεται απολύτως μέσα στα όρια της γνώσης και της εμπειρίας του Πρωταγόρα, γι’ αυτό κι αισθάνεται πιο ασφαλής να διαπραγματευτεί το θέμα με επιχειρήματα κι όχι πια με μύθους και συμβολισμούς. Υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι αναγκαίο να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη πόλεως, ή δεν υπάρχει; (ἔστι τι ἕν, ἢ οὐκ ἔστιν, οὗ ἀναγκαῖον πάντας τοὺς πολίτας μετέχειν, εἴπερ μέλλει πόλις εἶναι;) Ποιο είναι το «ένα», «αναγκαίο» για την ύπαρξη της πόλης; Nα εντοπίσετε τη σχέση ανάμεσα στην άποψη αυτή και στον πρωταγόρειο μύθο. [Ο μύθος έδειξε την πεποίθηση του Πρωταγόρα ότι η αρετή του πολίτη είναι κτήμα όλων «δυνάμει» (όλων αφού σε όλους δόθηκε η αἰδώς και η δίκη σύμφωνα με το μύθο). Χρειάζεται όμως η διδασκαλία και η εξάσκηση για να αφομοιωθεί (βλ. ενότητα 4η), διαφορετικά δε θα υπήρχε ποινικό δίκαιο (ενότητα 5η), ούτε θα έθετε νόμο ο Δίας για την τιμωρία όσων δε μετέχουν στην αἰδῶ και στη δίκη (βλ. ενότητα 3η).] Ο Πρωταγόρας στο λόγο του διατυπώνει τη σκέψη πως η αρετή του πολίτη είναι το αναγκαίο εκείνο στοιχείο, στο οποίο πρέπει να μετέχουν όλοι οι πολίτες, προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη της πόλης. Σε αντίθεση με τις τεχνικές γνώσεις που δεν είναι απαραίτητο να τις κατέχουν όλοι οι πολίτες, η αρετή του πολίτη, που συνίσταται από επιμέρους αρετές, όπως είναι η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η ευσέβεια, πρέπει να κατέχετε απ’ όλους για να συγκροτηθεί και να διατηρηθεί η πολιτεία. Η αναφορά στην απόλυτη αξία της αρετής του πολίτη έχει ήδη ξεκινήσει στα πλαίσια του μύθου, όπου ο Πρωταγόρας παρουσίασε την αδυναμία των ανθρώπων να συνυπάρξουν αρμονικά σε οργανωμένες κοινωνίες και τη σωτήρια παρέμβαση του Δία, που ζήτησε να μοιραστούν σε όλους τους ανθρώπους η αἰδώς και η δίκη. Όπως μάλιστα έγινε σαφές από το μύθο, επειδή η πολιτική αρετή δόθηκε εκ των υστέρων στον άνθρωπο και όχι τη στιγμή της δημιουργίας του, υπάρχει σε αυτόν δυνάμει μόνο. Επομένως, δεν είναι δεδομένο ότι ο άνθρωπος θα αξιοποιήσει την πολύτιμη αυτή αρετή, γι’ αυτό το λόγο ο Δίας ζήτησε να τεθεί ως νόμος η θανάτωση όποιου


ανθρώπου δεν συμμετέχει στην αιδώ και τη δικαιοσύνη. Το πέρασμα από την εν δυνάμει κατοχή της πολιτικής αρετής στην εμπέδωση και ενεργή αξιοποίησή της, επιτυγχάνεται μέσα από τη διδασκαλία και την άσκηση, χωρίς να παραγνωρίζεται βέβαια η ύπαρξη των ποινών ως μέσο συνετισμού εκείνων που αδυνατούν να αντιληφθούν πόσο σημαντικό είναι να μετέχουν στην πολιτική αρετή. Με τη βοήθεια του μύθου ο Πρωταγόρας αιτιολόγησε αφενός την ιδιαίτερη αξία της πολιτικής αρετής (χάρη σ’ αυτήν επιτυγχάνεται η συγκρότηση πολιτειών), επιχείρησε να εξηγήσει την αδυναμία ορισμένων πολιτών να αναγνωρίσουν την αξία της και να υιοθετήσουν την πολιτική αρετή (δόθηκε εκ των υστέρων στους ανθρώπους κι έτσι υπάρχει μόνο δυνάμει κι όχι ως έμφυτο γνώρισμα), παρουσίασε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αφομοίωσή της (επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία), αλλά και την αναγκαιότητα των ποινών προκειμένου να επανέρχονται στο σωστό δρόμο όσοι παρεκκλίνουν. Ενώ, στα πλαίσια του λόγου του, θα παρουσιάσει τις συστηματικές και συνεχείς προσπάθειες που γίνονται από τους ενήλικες, ώστε οι νέοι πολίτες να υιοθετήσουν τα κελεύσματα της πολιτικής αρετής εξ απαλών ονύχων. Ο Πρωταγόρας θεωρεί την ἀνδρὸς ἀρετήν, την πολιτική αρετή, ως μοναδικό θεμέλιο για τη συγκρότηση και διατήρηση του οικοδομήματος της πολιτείας. Πώς κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό; Να κρίνετε την εγκυρότητα του συλλογισμού του. [Αφετηρία ήταν η πρόταση ότι, αφού υπάρχει πόλη ως οργανωμένη κοινότητα, δεν μπορεί παρά να υπάρχει ένα συνεκτικό στοιχείο, θεμελιώδες για την ίδια την ύπαρξη και τη διατήρησή της. Αυτό το ένα δεν μπορεί να είναι κάποια ειδική τέχνη, αλλά κάτι που κατέχουν όλοι, που έχει - αν θυμηθούμε την απάντηση του Δία στον Ερμή - μείνει έξω από τον καταμερισμό εργασίας. Αυτό είναι η ἀνδρὸς ἀρετή, η πολιτικὴ ἀρετή, που τη συναποτελούν η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη και η οσιότητα. Αφού υπάρχει λοιπόν αυτό το ένα, τότε πρέπει όλοι να μετέχουν σ’ αυτό και όποιος δε μετέχει, ούτε διδασκόμενος ούτε κολαζόμενος, να τιμωρείται με εξορία από την πόλη ή με θάνατο. Η οργανωμένη ζωή δε θα ήταν εφικτή χωρίς το αίσθημα σεβασμού και δικαίου. Σε κάποια φάση της εξέλιξης, όταν οι άνθρωποι κατάλαβαν τη σημασία της ζωής σε οργανωμένη κοινότητα, όταν ἐζήτουν ἁθροίζεσθαι, δέχτηκαν την αἰδῶ και τη δίκη ως προϋποθέσεις της «συνάθροισης» αυτής. Ούτε η αἰδώς και η δίκη - θεμέλια της πολιτικής - ούτε η ίδια η πολιτική «δόθηκαν», ή υπήρχαν, εξ αρχής στον άνθρωπο. Αναπτύχθηκαν σε μια φάση της εξέλιξης. Η οργανωμένη κοινωνική ζωή επιβάλλει κανόνες, νόμους. Οι νόμοι αυτοί δεν είναι φυσικοί γενικά, αλλά «φυσικοί για την κοινωνική ζωή», επειδή είναι αναγκαίοι. Γι’ αυτό και είναι σκληρές οι ποινές στους παραβάτες τους, σε όσους δηλαδή δε ρυθμίζουν τη ζωή και τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με την πολιτική αρετή - με τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη, την οσιότητα. Η αποδεικτική διαδικασία του Πρωταγόρα έχει βέβαια δεοντολογικό χαρακτήρα (ἀναγκαῖον μετέχειν, δεῖ μετέχειν) λόγω του οποίου παρουσιάζεται ως «λογικά αδύνατη» (Γ. Μαρκαντωνάτος, σσ. 110-111) και επικρίνεται γιατί «ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκε μῦν» (Δ. Γουδής, σ. 147). Το σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, στο διάλογο του Πρωταγόρα δεν είναι οι κανόνες της τυπικής λογικής αλλά η πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία του σοφιστή.] Ο Πρωταγόρας ξεκινώντας από το γεγονός ότι υπάρχουν οργανωμένες πολιτείες


θεωρεί ως δεδομένη, γι’ αυτό και την επικαλείται μ’ ένα ρητορικό ερώτημα, την παρουσία της πολιτικής αρετής. Είναι, κατά τον Πρωταγόρα, αδύνατο να δεχτούμε ότι η δημιουργία πολιτειών επιτεύχθηκε χωρίς τη συνεισφορά της πολιτικής αρετής κι αυτό ουσιαστικά αποτελεί τη βάση της επιχειρηματολογίας του. Αν δεν υπήρχε το αίσθημα δικαιοσύνης, ο αλληλοσεβασμός, η σωφροσύνη και η ευσέβεια, δε θα ήταν εφικτή η αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων και η συγκρότηση πολιτειών. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν οι τιμωρίες, αλλά και οι βαρύτερες ποινές, όπως είναι η εξορία και η θανάτωση, για εκείνους που αδυνατούν να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν τις επιταγές της πολιτικής αρετής. Ο συλλογισμός του Πρωταγόρα αν ιδωθεί αυστηρά υπό το πρίσμα των κανόνων της τυπικής λογικής εμπεριέχει εγγενείς αδυναμίες, καθώς ο σοφιστής βασίζεται σε δεοντολογικές διατυπώσεις, αναφέρεται δηλαδή κυρίως στο τι πρέπει και στο τι είναι αναγκαίο να συμβαίνει. Η δεοντολογική αυτή προσέγγιση υπονομεύει την εγκυρότητα του συλλογισμού, υπό την έννοια ότι τον απομακρύνει από το τι πραγματικά συμβαίνει. Η αποδεικτική διαδικασία αυτής της θέσης έχει βέβαια ξεκινήσει ήδη από το μύθο που διηγήθηκε ο σοφιστής, όπου και παρουσίασε εκτενέστερα την αναγκαιότητα της πολιτικής αρετής ως θεμέλιο για τη συγκρότηση των πολιτειών. Η προσπάθεια του Πρωταγόρα να συνδέσει κατ’ απόλυτο τρόπο την πολιτική αρετή με την οργάνωση και διατήρηση των πολιτειών, παρά τα περιορισμένα περιθώρια πειθούς του μύθου και παρά το δεοντολογικό της χαρακτήρα, ενέχει ιδιαίτερη αξία, αν αναλογιστούμε την ιδανική μορφή που θα μπορούσε να λάβει η κοινωνική οργάνωση αν πράγματι όλοι οι πολίτες μετείχαν ενεργά στην πολιτική αρετή. εάν μεν υπάρχει αυτό το ένα πράγμα και εάν αυτό το πράγμα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική (εἰ μὲν γὰρ ἔστι καὶ τοῦτό ἐστι τὸ ἓν οὐ τεκτονικὴ οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία). Ποιο επιχείρημα του Σωκράτη υπαινίσσεται στο σημείο αυτό ο Πρωταγόρας; Η απορία που εκφράζει ο Πρωταγόρας μας παραπέμπει στο επιχείρημα του Σωκράτη πως από τη στιγμή που οι Αθηναίοι παρέχουν σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα να εκφράζουν την άποψή τους για τα ζητήματα της πολιτείας, ανεξάρτητα από τις ειδικές τους γνώσεις και την κοινωνική τους θέση, τότε είναι προφανές πως δε θεωρούν ότι η πολιτική αρετή είναι κάτι που διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας βασιζόμενος στη διαπίστωση του Σωκράτη επιχειρεί να τονίσει αφενός πως θεμέλιος λίθος της πολιτικής οργάνωσης δεν είναι οι επιμέρους τεχνικές γνώσεις, αλλά η πολιτική αρετή που πρέπει να χαρακτηρίζει όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες κι αφετέρου πως είναι παράδοξο να θεωρεί κάποιος πως οι αγαθοί άνδρες θα αδιαφορούσαν για την ενστάλαξη της πολιτικής αρετής στα παιδιά τους. Όπως ο Σωκράτης είχε αναφερθεί αρχικά στο τι συμβαίνει γενικά στην πολιτεία κι έπειτα είχε εστιάσει την προσοχή του στους άριστους των πολιτών, έτσι και ο Πρωταγόρας ακολουθεί την ίδια πορεία, σε μια προσπάθεια να ανασκευάσει τις αντιρρήσεις του συνομιλητή του. Σε ποια μέρη αναλύεται η ἀνδρὸς ἀρετή σύμφωνα με τον Πρωταγόρα; Ο Πρωταγόρας διακρίνει την αρετή του πολίτη σε τρία μέρη: τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και το ὅσιον (την ευσέβεια). Η διάκριση αυτή στη συνέχεια του διαλόγου θα τεθεί απ’ το Σωκράτη ως θέμα συζήτησης για να διαπιστωθεί αν η αρετή συναποτελείται από διακριτά μέρη ή αν αποτελεί μια ενιαία έννοια.


[ὅσιον: αυτό που είναι καθιερωμένο από το νόμο του θεού ή της φύσης (σε αντίθεση με το δίκαιον, αυτό δηλαδή που είναι καθορισμένο με ανθρώπινους νόμους). τα ὅσια και τα δίκαια= τα σύμφωνα προς τους θείους (φυσικούς και τους ανθρώπινους νόμους) ὅσιον, επίσης, σημαίνει ό,τι δεν είναι αφιερωμένο στους θεούς, και επομένως είναι παραχωρημένο στους ανθρώπους για να το χρησιμοποιούν, ό,τι δηλαδή είναι προορισμένο για τους ανθρώπους. ἱερά και ὅσια= η ιδιοκτησία θεών και ανθρώπων.] Ποια είναι η βασική υποχρέωση του πολίτη και με ποιους τρόπους παρεμβαίνει η πολιτεία στην εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής; Σύμφωνα με τον Πρωταγόρα η βασική υποχρέωση κάθε πολίτη, ώστε να είναι η εφικτή η ύπαρξη και η συνέχεια της πόλης, είναι η συμμετοχή του στην πολιτική αρετή. Ο πολίτης οφείλει να συμμετέχει στη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη και την οσιότητα (την ευσέβεια), καθώς χωρίς αυτά τα γνωρίσματα καθίσταται αδύνατη η αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων. Προκειμένου, άλλωστε, να διαφυλαχτεί η καθολικότητα της πολιτικής αρετής, η πολιτεία φροντίζει μέσω της εκπαίδευσης να μεταλαμπαδεύει την πολιτική αρετή στους πολίτες της. Είναι μάλιστα τόσο απόλυτη η ανάγκη να συμμετέχουν όλοι οι πολίτες στην πολιτική αρετή, ώστε η πολιτεία δεν αρκείται μόνο στην προσπάθεια εκπαίδευσης των πολιτών, λαμβάνει και τα αναγκαία μέτρα για να τους οδηγήσει στην αρετή, ακόμη κι όταν οι ίδιοι αρνούνται ή αδυνατούν να την υιοθετήσουν. Έτσι, για τους πολίτες που δεν ανταποκρίνονται στην εκπαιδευτική προσπάθεια της πολιτείας, επιβάλλονται τιμωρίες, ώσπου να αντιληφθούν τη λανθασμένη τους πορεία και να οδηγηθούν στη βελτίωση. Στις περιπτώσεις, βέβαια, που ακόμη και οι ποινές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, τότε η πολιτεία, προκειμένου να προστατευτεί από τα άτομα αυτά, είναι αναγκασμένη να προχωρήσει σε πολύ αυστηρά μέτρα είτε διώχνοντάς τα από την πόλη είτε σκοτώνοντάς τα. Η εξορία και η θανάτωση, που αποτελούν τις έσχατες επιλογές της πολιτείας, αναδεικνύουν με το σαφέστερο δυνατό τρόπο την απόλυτη σημασία που έχει για τους πολίτες η συμμετοχή τους στην πολιτική αρετή. α) μπορεί να υποστούν ως ποινή και τον θάνατο και την εξορία ... τη συνολική καταστροφή του οίκου τους: Ποιες ποινές επιβάλλονται και πώς κλιμακώνονται; β) Γιατί θεωρείται αυστηρότερη, χειρότερη ποινή από το θάνατο, ο θάνατος στην εξορία, η δήμευση της περιουσίας και η διάλυση της οικογένειας; Στην απάντησή σας πρέπει να λάβετε υπόψη σας τις σχέσεις που επικρατούσαν στην αρχαία πόλη και ιδίως τη σχέση του πολίτη με την πόλη. Η ιδιαίτερη σημασία που είχε η συμμετοχή όλων των πολιτών στην πολιτική αρετή αναδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό από τις ποινές που προορίζονταν για εκείνους που επέμεναν να αδικούν τους συμπολίτες τους, παρά τις προσπάθειες της κοινωνίας να τους ωθήσει στο δρόμο της αρετής. Η πολιτεία φρόντιζε λοιπόν να τιμωρεί τους αδικούντες με θάνατο, εξορία, δήμευση της περιουσίας τους (ως συμπληρωματική ποινή) και τελικά με τη συνολική καταστροφή του οίκου τους. Οι βαρύτατες αυτές ποινές παρουσιάζονται από τον Πρωταγόρα με μια κλιμάκωση που ξεκινά από τη λιγότερο σημαντική και καταλήγει στην αυστηρότερη. Κι ενώ με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις θα θεωρούσαμε τη θανάτωση ως την αυστηρότερη των ποινών, για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ο θάνατος αποτελούσε συγκριτικά


την ηπιότερη ποινή. Μια διαφοροποίηση που έγκειται στον τρόπο που οι άνθρωποι εκείνης της εποχής αντιλαμβάνονταν τη σχέση τους με το κοινωνικό σύνολο και την ουσιαστική για εκείνους ταύτιση ιδιωτικού και πολιτικού βίου. Ο Αθηναίος πολίτης δεν μπορούσε να αντιληφθεί τη ζωή του αποκομμένη από την πόλη του και χωρίς την καθημερινή του συμμετοχή στα πολιτικά της δρώμενα. Η έννοια της προσωπικής ζωής, όπως την κατανοούμε σήμερα, υπήρχε για τους αρχαίους Έλληνες αποκλειστικά και μόνο ως πολιτική ζωή, ως ενεργή και διαρκή συμμετοχή στα πολιτικά και καθημερινά ζητήματα της πόλης. Η θανάτωση ως ποινή σήμαινε βέβαια πως ο άδικος πολίτης θα έχανε τη ζωή του, τον απάλλασσε όμως από τη φρικτότερη μοίρα του να είναι αναγκασμένος να ζήσει εκδιωγμένος από την πόλη του. Η αίσθηση της τιμής, η αίσθηση πως το άτομο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την πόλη του και το δικαίωμα να θεωρείται πολίτης, αποτελούσαν τις σημαντικότερες αξίες για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής, γι’ αυτό και η εξορία εκλαμβανόταν ως βαρύτερη ποινή από τη θανάτωση. Η εξορία σήμαινε ότι το άτομο θα έπρεπε να υπομείνει μια ζωή ανείπωτης ντροπής, χωρίς το πολύτιμο δικαίωμα του να είναι πολίτης της γενέτειράς του. Προοπτική που όσο κι αν μοιάζει ήπια για τα σύγχρονα δεδομένα, όπου οι άνθρωποι έχουν χάσει την αίσθηση ότι ανήκουν στην πόλη τους, για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε έναν ανυπόφορο εξευτελισμό που καθιστούσε αυτομάτως προτιμότερο το θάνατο. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής πέρα από την προσωπική τους αξιοπρέπεια και το δικαίωμα του πολίτη, θεωρούσαν σημαντικότατη την υποχρέωσή τους να τιμήσουν την πορεία των προγόνων τους εξασφαλίζοντας το μέλλον του οίκου τους. Έτσι, η δήμευση της περιουσίας που συχνά συνόδευε την εξορία ή το θάνατο, σήμαινε πως η ατιμία του συγκεκριμένου προσώπου επεκτεινόταν και επηρέαζε και την υπόλοιπη οικογένεια. Το γεγονός αυτό καθιστούσε τη δήμευση της περιουσίας μια εξαιρετικά αυστηρή ποινή, καθώς ο τιμωρούμενος όχι μόνο αποτύγχανε ως πολίτης ο ίδιος, αλλά στερούσε από την οικογένειά του την περιουσία τους και συνάμα φαινόταν κατώτερος από τους προγόνους του αμαυρώνοντας και το δικό τους όνομα. Η προσωπική αποτυχία του τιμωρούμενου λάμβανε μάλιστα τραγικές διαστάσεις όταν η πολιτεία αποφάσιζε τη συνολική καταστροφή του οίκου του, ποινή που περιελάμβανε τη στέρηση των δικαιωμάτων όλων των μελών της οικογένειας, τη μαζική εξόρισή τους και κάποτε ακόμη και το γκρέμισμα του πατρικού οίκου. Η καταστροφή αυτή ενός οίκου, που εξέφραζε τη μεγαλύτερη δυνατή οργή της αθηναϊκής πολιτείας, αποτελούσε τη μέγιστη των ποινών, καθώς σήμαινε την πλήρη και απόλυτη αποπομπή από τους κόλπους της πολιτείας όχι μόνο του αδικούντος, αλλά και κάθε προσώπου και κάθε στοιχείου γενικότερα που συνδεόταν με το όνομά του. Να καταγράψετε τα επιχειρήματα τα οποία χρησιμοποιεί ο Πρωταγόρας για να αποδείξει ότι οι αγαθοί άνδρες διδάσκουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους και να τα αξιολογήσετε. [Aν υπάρχει πολιτική αρετή και είναι αναγκαίο όλοι οι πολίτες να μετέχουν σ’ αυτήν - διδασκόμενοι ή τιμωρούμενοι, αλλιώς αποβάλλονται από την πόλη ή θανατώνονται, τότε οι αγαθοί άνδρες, αφού διδάσκουν στα παιδιά τους τα άλλα, θα ήταν παράδοξο να μη διδάσκουν την αρετή. ♦ Όλοι δέχονται ότι η αρετή είναι διδακτή. Αν οι αγαθοί άνδρες διδάσκουν στα παιδιά τους όλα τα άλλα, η άγνοια των οποίων δεν οδηγεί στο θάνατο, τότε δεν μπορεί παρά να διδάσκουν και αυτό που, αν δεν το γνωρίζουν, τα περιμένει θάνατος, εξορία κ.τ.λ. Αποδεικνύει αρνητικά για ποιο λόγο δεν μπορεί παρά να διδάσκουν οι αγαθοί πολίτες την πολιτική αρετή στα παιδιά


τους.] Η προσπάθεια του Πρωταγόρα να ανασκευάσει τη διαπίστωση του Σωκράτη ότι οι αγαθοί άνδρες δε διδάσκουν στα παιδιά τους την πολιτική αρετή ξεκινά μ’ ένα ερώτημα ρητορικής υφής. «Υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο είναι ανάγκη να συμμετέχουν όλοι οι πολίτες προκειμένου να είναι δυνατή η ύπαρξη της πόλης ή δεν υπάρχει;» Το αρχικό αυτό ερώτημα θα συνοδευτεί από επτά υποθετικές προτάσεις, με τις οποίες θα επιχειρηθεί αφενός ο ορισμός εκείνου του πράγματος που λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός της πόλης (η αρετή του ανδρός) κι αφετέρου ο τονισμός της απόλυτης ανάγκης για συμμετοχή όλων των πολιτών στην αρετή αυτή. Κοινή απόδοση και τελικό συμπέρασμα των υποθετικών προτάσεων, είναι η απορία που θα δημιουργούσε η στάση των αγαθών ανδρών αν πράγματι αδιαφορούσαν για τη μετάδοση της πολιτικής αρετής στους γιους τους. Οι υποθετικές προτάσεις που παρουσιάζουν σταδιακά το συλλογισμό του Πρωταγόρα έχουν ως εξής: α) «εάν υπάρχει αυτό το ένα πράγμα»: Ο σοφιστής παρόλο που έχει παρουσιάσει στις προηγούμενες ενότητες αναλυτικά την αξία της πολιτικής αρετής, στα πλαίσια του λόγου του θέτει εκ νέου σε υποθετική βάση την ύπαρξη του πολύτιμου αυτού συνεκτικού δεσμού. Η προσπάθεια του Πρωταγόρα να δώσει το συλλογισμό του μέσα από αλλεπάλληλες υποθέσεις, αποτελεί μια άτεχνη απόπειρα μίμησης της μεθόδου του Σωκράτη που προχωρά τη δική του διερεύνηση μέσα από πολλαπλές ερωτήσεις. Όπως ο Σωκράτης προσεγγίζει τα εξεταζόμενα ζητήματα με ερωτήσεις που μοιάζουν κάποτε απλοϊκές, έτσι κι ο Πρωταγόρας ξεκινά από μηδενική βάση το νέο του συλλογισμό, με μια σειρά φαινομενικά αναπόδοτων υποθέσεων, που επί της ουσίας αποτελούν ένα είδος ερωτήσεων, χωρίς όμως να προσφέρεται η ευκαιρία στο συνομιλητή του να απαντήσει, καθώς δεν έχουμε διάλογο, αλλά λόγο. β) «εάν αυτό το ένα δεν είναι ούτε η οικοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και το όσιον (και αυτά τα ονομάζω όλα μαζί ανδρός αρετήν)»: Η σύγκριση ανάμεσα στις τεχνικές γνώσεις, που μπορούν να κατέχονται από λίγους, και στην πολιτική αρετή που πρέπει να κατέχεται απ’ όλους, μας παραπέμπει στην πρώτη απορία του Σωκράτη και σηματοδοτεί μια επαναφορά σε προηγούμενο σημείο της συζήτησης. Στόχος του σοφιστή είναι να υπενθυμίσει αφενός πως έχει ήδη απαντήσει στην αρχική απορία του συνομιλητή του κι αφετέρου να υπαινιχθεί το άστοχο της απορίας αυτής. Το ένα συνεκτικό στοιχείο (η πολιτική αρετή), διακρίνεται εδώ σε επιμέρους στοιχεία (δικαιοσύνη, σωφροσύνη, οσιότητα), γεγονός που θα επιτρέψει στη συνέχεια στο Σωκράτη να αναρωτηθεί σχετικά με τον ενιαίο χαρακτήρα της πολιτικής αρετής. γ) «εάν υπάρχει λοιπόν αυτό το πράγμα στο οποίο πρέπει να μετέχουν όλοι και σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ενεργεί κάθε άνθρωπος ξεχωριστά σε περίπτωση που θέλει να μάθει ή να πράξει κάτι, και σε καμία περίπτωση χωρίς αυτό»: Αν λοιπόν η πολιτική αρετή είναι αυτό που πρέπει να συνέχει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας είτε πρόκειται για τις πράξεις τους είτε για την πνευματική τους καλλιέργεια. Αν η πολιτική αρετή πρέπει να καθοδηγεί και να ενυπάρχει σε κάθε δράση των ανθρώπων. Ο Πρωταγόρας τονίζει με έμφαση την ανάγκη να διατρέχει η πολιτική αρετή τη ζωή των πολιτών, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά την πάγια θέση του για την απόλυτη αξία της. δ) «εάν, σε περίπτωση που κάποιος δε μετέχει σ’ αυτό, είτε παιδί είναι, είτε άνδρας είτε γυναίκα, πρέπει να τον διδάσκουμε και να τον τιμωρούμε, ώσπου με την τιμωρία να βελτιωθεί»: Η παιδευτική αξία της τιμωρίας και η διδασκαλία ως μέσο ηθικής


αγωγής των πολιτών, αναφέρονται εκ νέου από τον Πρωταγόρα. Αξίζει πάντως να σημειωθεί η αναφορά στις γυναίκες, τις οποίες ο σοφιστής δεν εξαιρεί από το βασικό σώμα της πόλης και φυσικά δεν τις απαλλάσσει από την υποχρέωση να λαμβάνουν την απαιτούμενη ηθικοπλαστική αγωγή, ώστε να μετέχουν κι εκείνες στην πολιτική αρετή. ε) «εάν, σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει να διώχνουμε από την πόλη ή να σκοτώνουμε ως ανίατο όποιον δεν υπακούει σε αυτό το πράγμα ακόμα και μετά τη διδασκαλία και μετά την τιμωρία»: Ο Πρωταγόρας επανέρχεται στη θανατική ποινή, που είχε αναφέρει στα πλαίσια της μυθικής διήγησης, όπως και στην εξορία, θέλοντας να υπενθυμίσει πόσο αυστηρές είναι οι κυρώσεις για εκείνους που αρνούνται ή αδυνατούν να συμμετέχουν στην πολιτική αρετή. στ) «εάν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα»: Ο σοφιστής έχοντας επαναλάβει τις διαπιστώσεις του σχετικά με το ποια είναι ή καλύτερα ποια πρέπει να είναι η εκτίμηση και η στάση των πολιτών απέναντι στην πολιτική αρετή, ετοιμάζεται να ολοκληρώσει το συλλογισμό του με μια τελευταία υπόθεση. ζ) «εάν, παρόλο που αυτή είναι η φύση των πραγμάτων, οι αγαθοί άνδρες, ενώ μορφώνουν τους γιους τους σε όλα τα άλλα, αυτό δεν τους το διδάσκουν»: Η υποθετική αυτή πρόταση μας φέρνει στην απόδοση όλων των προηγούμενων προτάσεων και συνιστά επί της ουσίας το βασικό επιχείρημα του σοφιστή. Αν, δηλαδή, οι αγαθοί άνδρες γνωρίζουν όλα αυτά σχετικά με την πολιτική αρετή κι εντούτοις δεν τη διδάσκουν στα παιδιά τους: «τότε σκέψου τι περίεργα πλάσματα είναι αυτοί οι αγαθοί άνδρες!» Ο Πρωταγόρας, επομένως, επιχειρεί να αποδείξει ότι οι αγαθοί άνδρες διδάσκουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους, όχι επιχειρηματολογώντας επ’ αυτού, αλλά παρουσιάζοντας πόσο παράλογο και απαράδεκτο θα ήταν το αντίθετο. Για να τονίσει μάλιστα την παραδοξότητα που θα χαρακτήριζε την αδιαφορία των αγαθών ανδρών, επανέρχεται στο θέμα αυτό παρουσιάζοντας αναλυτικότερα τις αυστηρότατες ποινές με τις οποίες θα κινδύνευαν τα παιδιά τους να τιμωρηθούν σε περίπτωση που δεν τα δίδασκαν την πολιτική αρετή. «ενώ όμως είναι το πράγμα αυτό διδακτό... αυτοί διδάσκουν στους γιους τους τα άλλα, των οποίων η άγνοια δεν πρόκειται να επιφέρει ως ποινή τον θάνατο, αυτό όμως, την αρετή, που εάν τα αγόρια δεν τη μάθουν και δεν τη φροντίσουν, μπορεί να υποστούν ως ποινή και τον θάνατο και την εξορία και τη δήμευση της περιουσίας εκτός από τη θανάτωση και, με μια λέξη, τη συνολική καταστροφή του οίκου τους, αυτή δεν τη διδάσκουν» Αξιολόγηση του επιχειρήματος: Το πρώτο επιχείρημα με το οποίο ο Πρωταγόρας επιχειρεί να απαντήσει στη διαπίστωση του Σωκράτη, δεν είναι ιδιαίτερα πειστικό: α) Ο σοφιστής καταφεύγει στη χρήση ενός ρητορικού ερωτήματος και πολλαπλών υποθέσεων στη συνέχεια, μέσω των οποίων επί της ουσίας επαναλαμβάνει σκέψεις και διαπιστώσεις που έχει ήδη κάνει σε προηγούμενες ενότητες, χωρίς να παρουσιάζει κάποια καινούρια ιδέα. β) Θεωρεί και πάλι το διδακτό της αρετής ως δεδομένο και το χρησιμοποιεί στην αποδεικτικό του συλλογισμό, καταφεύγοντας για άλλη μια φορά σε «λήψη του ζητουμένου». γ) Βασίζει όλο του το συλλογισμό σε μια προσπάθεια αρνητικής απόδειξης, θεωρώντας πως το να τονίσει πόσο παράλογο θα ήταν να μη διδάσκουν οι αγαθοί άνδρες στα παιδιά τους την πολιτική αρετή, λειτουργεί ως αναμφισβήτητη απόδειξη του ζητουμένου. δ) Χρησιμοποιεί και σ’ αυτόν τον συλλογισμό του δεοντολογικές διατυπώσεις, παρουσιάζοντας περισσότερο το τι θα έπρεπε να συμβαίνει παρά το τι πραγματικά


συμβαίνει. «Στην πραγματικότητα, αρχίζουν από την παιδική ηλικία να διδάσκουν και να νουθετούν, συνεχίζοντας για όλη τη ζωή.» Ο αποδεικτικός συλλογισμός του Πρωταγόρα θα συνεχιστεί με την παρουσίαση των προσπαθειών που καταβάλλονται τόσο από την πολιτεία όσο κι από τους ίδιους τους πολίτες για να επιτευχθεί η αγωγή και η επιθυμητή ηθική διάπλαση των νέων. Από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει τι του λένε, και η παραμάνα του και η μητέρα και ο παιδαγωγός του, όπως και ο πατέρας του, προσπαθούν να του μάθουν τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι καλό και τι αισχρό, τι είναι όσιο και τι ανόσιο. ● Αν το παιδί ανταποκρίνεται στις νουθεσίες και τις συμβουλές των ενηλίκων έχει καλώς, διαφορετικά το απειλούν και το χτυπούν, προκειμένου να το φέρουν στη θεμιτή πορεία βελτίωσης. ● Στη συνέχεια (από τα 6 περίπου έτη του) στέλνουν το παιδί στους δασκάλους, οι οποίοι περισσότερο από τη διδασκαλία των γραμμάτων και της μουσικής, μεριμνούν για την ευκοσμία του παιδιού. ● Όταν, μάλιστα, τα αγόρια μάθουν να διαβάζουν και να κατανοούν το γραπτό λόγο, όπως και τον προφορικό, τα βάζουν οι δάσκαλοι να διαβάζουν δυνατά και να αποστηθίζουν τα ποιήματα των μεγάλων ποιητών. Η αξία αυτής της επαφής με την ποίηση έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς σε αυτή προβάλλονται πολλά ηρωικά πρότυπα και δίνονται σημαντικές συμβουλές για το σωστό τρόπο ζωής. Έτσι το παιδί αντλεί από τα ποιητικά κείμενα τα ιδανικά εκείνα πρότυπα που θα το ωθήσουν να επιδιώξει τους ηθικούς κι ενάρετους τρόπους διαβίωσης. ● Κι όταν ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους κοντά στους δασκάλους, η πολιτεία τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην κάνουν ότι θέλουν οι ίδιοι, αλλά να ακολουθούν τις οριζόμενες από την πολιτεία συμπεριφορές. Για εκείνους μάλιστα που δεν ακολουθούν τις επιταγές των νόμων είτε αυτοί είναι άρχοντες είτε αρχόμενοι, η πολιτεία έχει καθορίσει μια σειρά κυρώσεων, ώστε να τους επαναφέρει στο σωστό δρόμο. Ο Πρωταγόρας με τη συνοπτική αυτή παρουσίαση του εκπαιδευτικού συστήματος της αρχαίας Αθήνας, παρόλο που δεν μας παρέχει αναλυτικές πληροφορίες, κατορθώνει εντούτοις να εξυμνήσει τη συστηματική προσπάθεια που καταβάλλεται για την ηθική τελείωση των νέων. Ο Πρωταγόρας έχοντας ήδη επισημάνει πως είναι αδιανόητο οι αγαθοί άνδρες να μη φροντίζουν για την ηθική διάπλαση των παιδιών τους, παρουσιάζει τώρα με ιδιαίτερα σαφή τρόπο την παιδαγωγική πορεία που ακολουθούν οι Αθηναίοι πολίτες, από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να υποδείξει στο Σωκράτη πως η διδασκαλία της αρετής αποτελεί τη βασική μέριμνα της αθηναϊκής πολιτείας. «Ενώ λοιπόν τόσο μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αρετή και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ Σωκράτη εκπλήττεσαι και απορείς αν η αρετή είναι διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή.» Αξιολόγηση του επιχειρήματος Το δεύτερο επιχείρημα με το οποίο ο Πρωταγόρας επιχειρεί να αντικρούσει την άποψη του Σωκράτη, σχετικά με την αδυναμία των αγαθών ανδρών να μεταδώσουν την πολιτική αρετή στα παιδιά τους, έχει μερική μόνο αποτελεσματικότητα. ● Το γεγονός ότι οι Αθηναίοι προσπαθούν με μεθοδικότητα να επιτύχουν την ●


κατάλληλη ηθική αγωγή των παιδιών τους, δε σημαίνει αυτομάτως πως το επιτυγχάνουν κιόλας. Είναι άλλωστε γνωστό πως οι επιδιώξεις της παιδείας δεν βρίσκουν πάντοτε την πραγμάτωσή τους, καθώς υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που επηρεάζουν τη τελική διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα των παιδιών. Έτσι, παρόλο που η παρουσίαση του Πρωταγόρα βασίζεται στα δεδομένα της πραγματικότητας, ως προς τις προσπάθειες των Αθηναίων, εντούτοις εμφανίζεται να δέχεται ως βέβαιο ένα αποτέλεσμα που δεν παύει να είναι απλώς επιθυμητό και επιδιωκόμενο.


Ο Πρωταγόρας, επομένως, και σ’ αυτό το συλλογισμό του δέχεται ως δεδομένο αυτό ακριβώς που επιθυμεί να αποδείξει, το διδακτό της αρετής δηλαδή, γεγονός που καθιστά την αποδεικτική διαδικασία ελλιπή μιας κι έχουμε λήψη του ζητουμένου. ● Παρά την ιδανική παρουσίαση της αθηναϊκής αγωγής, η διαπίστωση του Σωκράτη πως οι αγαθοί άνδρες αδυνατούν να μεταδώσουν στα παιδιά τους την αρετή, απαντάται με ένα ακόμη ρητορικό ερώτημα, αλλά χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα. ●


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.