Λεύγα 12: Φθινόπωρο 2013

Page 1

λεύγα 12 ● φθινόπωρο 2013

3

12

2013

Μάθε μπαλίτσα | Μαχαιροβγάλτες και φιλελεύθεροι | Ενθάδε κείται η «κοινωνία» | Χρηματοπιστωτικές συναλλαγές υψηλής ταχύτητας στην ΕΕ | Βία, αλλά για να κάνουμε τι; | Από το λούμπεν στον Δαλιανίδη και πίσω στη Χρυσή Αυγή | Χρήμα = Λόγος | Οι Αυθαίρετοι | Η Γενιά του Κλέφτικου | Επικαιρικότητα και Εποχή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία | Τα παιδιά της Αμυγδαλέζας | Ο επιμένων ελληνικά | Μαχαιροβγάλτες | Αόρατες μπαστουνιές | Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή | Λεφτά υπάρχουν | Τα μπουκουμπάρδια


Η λεύγα 11 πρόβαρε τα ασπρόμαυρα χρώματα της καρδιάς μας, που προσέφεραν μια μετα-αποκαλυπτική γείωση στο ξέγνοιαστο ελληνικό καλοκαίρι. Κυκλοφόρησε στις 7 Ιουλίου 2013 και πρόλαβε να υποδεχτεί από κοντά πολλούς από τους φίλους της για άλλη μια χρονιά στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μόνη της ή και σε πακέτο των δέκα. Ξεκινώντας από μια μουντή βεράντα ρετιρέ του αθηναϊκού γκέτο, έγινε αγαπημένο ανάγνωσμα για την παραλία και βρήκε το δρόμο της σε ψάθινες τσάντες μαζί με τεύχη σουντόκου και ρακέτες θαλάσσης. Δεν δίστασε να εξαπλωθεί και πάλι από τον ζεστό θεσσαλονικιώτικο Βορρά μέχρι τον ακόμη πιο καυτό κρητικό Νότο, αλλά και να εξαργυρώσει τα αεροπορικά της μίλια για να φτάσει σε ευρωπαϊκά και αμερικάνικα ράφια. Γνώρισε από κοντά επαναστατικά περιοδικά και μαύρους Ιακωβίνους από τον Νέο Κόσμο. Περισσότερο από όλα όμως απόλαυσε το βάδισμά της στο κόκκινο χαλί... σε φωταγωγημένα φεστιβάλ αλλά και σε σκοτεινές αίθουσες και υγρούς διαδρόμους. Οι συντάκτες της δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη θερινή ραστώνη και μολονότι έδωσαν τη δίκαιη μάχη ενάντια στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, ευτυχώς έχασαν για άλλη μια φορά. Καλό μας φθινόπωρο.

Μετράει αποστάσεις κάθε τρίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Μόρφω Μπεληγιάννη, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Νίκος Τσιβίκης, Έλια Χαρίδη

λεύγα 12 (Φθινόπωρο 2013) Σχέδιο εξωφύλλου: Μάκης Μαλαφέκας (makismalafekas.blogspot.fr) Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Η λεύγα εκδίδεται και διανέμεται υπό την αιγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εργαστήρι Κοινωνικών, Πολιτιστικών, Φιλοσοφικών, Οικολογικών Ερευνών» (Καλλιδρομίου 57-59, 106 81 Αθήνα) Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Ζαλόγγου 9, 106 78 Αθήνα τηλ: 210 3800520, fax: 210 3800529 eikostouprotou@otenet.gr


12

3 2013 levga.gr 2

levgamag@gmail.com Μόρφω Μπεληγιάννη, Μάθε μπαλίτσα

Άγης Πετάλας, Μαχαιροβγάλτες και φιλελεύθεροι: μια διαλεκτική του φασιστικού συστημισμού 13 Γιάννης Τζανίνης, Ενθάδε κείται η «κοινωνία» 17 Γιώργος Βασσάλος, H ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών υψηλής ταχύτητας στην ΕΕ: μάχη σκοτεινών γιγάντων Robert Spittlehouse, Syntactic Ambiguity 23 4

24 Άνσελμ Γιάππε, Βία, αλλά για να κάνουμε τι; 30 38 42 46 52

Κώστας Περούλης, Από το λούμπεν στον Δαλιανίδη και πίσω στη Χρυσή Αυγή Στέφανος Βαμιεδάκης, Οι Αυθαίρετοι Γιώργος Ζώταλης, Χρήμα = Λόγος Κωνσταντίνα Γεωργαντά, Αυτή είναι η Γενιά του Κλέφτικου Παύλος Βερονέζης, Επικαιρικότητα και Εποχή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

58 59 60

Δόμνα Νικάκη, Τα παιδιά της Αμυγδαλέζας Χρυσούλα Χατζηδάκη, Το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα Ελένη Κυραμαργιού, Ο επιμένων ελληνικά

62

65 70 72

Έλια Χαρίδη, Λεφτά υπάρχουν Δημοσθένης Παπαμάρκος, Τα μπουκουμπάρδια Γιώργος Μανουσέλης, Ψιλή κουβέντα


[ ]

Μάθε μπαλίτσα... 25 Σεπτεμβρίου 2013, ώρα 9 μ.μ. Γεγονός: 1α. κτ. που συνέβη σε μια δεδομένη χρονική στιγμή ή σε μια συγκεκριμένη περίσταση· ενάντια στο οποίο δεν μπορούμε να αντιδράσουμε και που τελικά το αποδεχόμαστε· οριστικό, τελεσίδικο β. (συνήθ. πληθ.) για γεγονότα με ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα, δημιουργεί συζητήσεις, κάνει ντόρο, είναι κτ. ξεχωριστό. 2. για κτ. αναμφισβήτητο… Ενώ στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας η αναμέτρηση Παναθηναϊκού – Εργοτέλη για την 1η αγωνιστική της 2ης φάσης του Κυπέλλου Ελλάδος φαίνεται να λήγει 2-1, οι κάτοικοι της οδού Αρματολών και Κλεφτών στέκουν μπερδεμένοι. Κάθε φορά που έχει αγώνα, γνωρίζουν καλά ότι οι μπάτσοι κόβουν την κυκλοφορία ώρες νωρίτερα προκαλώντας εκρήξεις οργής σε όσους δεν συμμετέχουν ενεργά στο ποδοσφαιρικό γεγονός, το μποτιλιάρισμα περισσεύει, η κόρνα επιμένει και οι ιαχές, τα συνθήματα και οι κραυγές των οργανωμένων ή μη οπαδών συνηχούν με τον ύμνο του αναπόδραστου «one way or another, I’m gonna find ya / I’m gonna getcha, getcha, getcha». Κάθε φορά που έχει αγώνα, στη συμβολή Αρματολών και Κλεφτών με την οδό Κόνιαρη, συναντιούνται με τα αυτοκίνητά τους, περισσότερο ή λιγότερο μοιραία, όσοι δεν αγαπούν το γήπεδο, όσοι φοβούνται το γήπεδο καθώς «μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι», όσοι αγαπούσαν και αγαπούν το ποδόσφαιρο αλλά αρκούνται να το χαζεύουν στην τηλεόραση, όσοι δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο ομάδες, όσοι αδιαφορούν για το ποδόσφαιρο εν γένει, όσοι απεχθάνονται το ποδόσφαιρο γιατί αναγνωρίζουν σε αυτό μόνο «καφρίλα» και οργανωμένα συμφέροντα και όσοι απλώς επιστρέφουν σπίτι ακολουθώντας την καθημερινή, «πεπατημένη» οδό. Αγώνας: 1. κάθε έντονη ή επίπονη προσπάθεια που κάνει κάποιος, κυρίως για να πραγματοποιήσει ένα σκοπό δύσκολο ή αξιόλογο || (ιδ. για ομαδικές προσπάθειες) 2. προσπάθεια που κάνει κάποιος για να αντιμετωπίσει ή να νικήσει κπ. α. ένοπλος αγώνας· β. το αγώνισμα ή άλλος αθλητικός αγώνας και ιδίως η πραγματοποίησή του || (πληθ. ιδ. για αθλητικούς αγώνες) 3. διαγωνισμός, συναγωνισμός.

Σήμερα όμως για μια στιγμή οι κάτοικοι της οδού Αρματολών και Κλεφτών σάστισαν. Άκουσαν ότι οι μπάτσοι εδώ και ώρες έχουν κόψει την κυκλοφορία και στη συμβολή των οδών Μιχαλακοπούλου και Μεσογείων, προκαλώντας εκρήξεις οργής σε όλους όσοι θέλησαν να συμμετάσχουν στο γεγονός. Αναρωτήθηκαν λοιπόν, τα γραφεία ποιου συνδέσμου ή συλλόγου στεγάζονται στο σημείο εκείνο, ποιο νέο γήπεδο έχει δοθεί στους οπαδούς, ποια αναμέτρηση άραγε είναι σε εξέλιξη παράλληλα με τον αγώνα της δικής τους γειτονιάς και ανάμεσα σε ποιες ομάδες. Το μποτιλιάρισμα όμως που περίσσευε, η κόρνα που επέμενε και οι ιαχές, τα συνθήματα και οι κραυγές των οργανωμένων ή μη οπαδών που συνηχούσαν με τον ύμνο του αναπόδραστου «one way or another, I’m gonna find ya / I’m gonna getcha, getcha, getcha» δεν τους επέτρεψαν να προφασισθούν ότι δεν γνωρίζουν… παρά μόνο


[ ]

από δόλο ή βαριά αμέλεια. Όποιος και αν ήταν ο αγώνας, το ήξεραν καλά ότι όλοι όσοι και σήμερα συναντήθηκαν με τα αυτοκίνητά τους, περισσότερο ή λιγότερο μοιραία, ήταν όλοι όσοι δεν αγαπούν τον αγώνα, όλοι όσοι φοβούνται τον αγώνα καθώς «μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι», όλοι όσοι αγαπούσαν και αγαπούν τον αγώνα αλλά αρκούνται να τον χαζεύουν στην τηλεόραση, όλοι όσοι δεν ανήκουν σε καμία από τις δύο ομάδες του αγώνα, όλοι όσοι αδιαφορούν για τον αγώνα εν γένει, όλοι όσοι απεχθάνονται τον αγώνα γιατί αναγνωρίζουν σε αυτόν μόνο «καφρίλα» και οργανωμένα συμφέροντα και όλοι όσοι απλώς επιστρέφουν σπίτι ακολουθώντας την καθημερινή, «πεπατημένη» οδό. Ξαφνικά, ο διαιτητής σφυρίζει οφσάιντ και οι κάτοικοι της οδού Αρματολών και Κλεφτών, γυναίκες και άντρες, γνωρίζουν καλά ότι είναι ο 11ος και πλέον αμφιλεγόμενος κανονισμός του ποδοσφαίρου που έχει ως σκοπό να περιορίσει το πόσο μπροστά μπορούν να βρεθούν οι παίκτες της επιτιθέμενης ομάδας όταν επηρεάζουν τη φάση που εξελίσσεται στο παιχνίδι. Εξίσου ξαφνικά όμως ο 11ος κανονισμός τους θύμισε την διόλου αμφιλεγόμενη 11η εντολή... που «την ξέρουν μόνο οι τρελοί κι όλοι της γης οι σκλάβοι». Μόρφω Μπεληγιάννη


[ ]

Άγης Πετάλας

Μαχαιροβγάλτες και φιλελεύθεροι: μια διαλεκτική του φασιστικού συστημισμού

Α

πό τον πρώτο καιρό της πολιτικής ανάδυσής της Χ.Α. η αντιμετώπισή της σε ιδεολογικό επίπεδο, διαμέσου της πεισματικής υπενθύμισης ότι πρόκειται για ναζιστικό κόμμα, φάνηκε εξαρχής να μην έχει παρά ελάχιστη πολιτική δραστικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από την πλευρά της Αριστεράς, η έμφαση δόθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην κατάδειξη του πόσο «συστημική» είναι η Χ.Α. και όχι τόσο στο αν είναι επίγονος μιας, εκτός πάσης δυνατής συζήτησης, εγκληματικής βιοθεωρίας και πρακτικής. Αν αναλογιστούμε την πολυετή συσσώρευση πληροφοριών στη συνείδηση του οποιουδήποτε πολίτη για την ανείπωτη φρίκη των ναζιστικών εγκλημάτων, αν αναλογιστεί κανείς ότι όλοι οι επιδραστικοί φορείς μαζικής κουλτούρας, όπως (κυρίως) ο κινηματογράφος, δεν έπαψαν ποτέ να απεικονίζουν, ακόμη και στις πιο ευτελείς λαϊκές περιπετειούλες, τον ναζισμό ως έκφραση του απόλυτου «Κακού», τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι, σε συνειδησιακό επίπεδο, σε επίπεδο στοιχειώδους «παιδευτικού» εξοπλισμού οποιουδήποτε υποκειμένου, η κρίση έχει επιφέρει ένα τόσο ισχυρό «αμνησιακό» ρήγμα, που είναι δύσκολο να το συλλάβουμε στις πραγματικές του διαστάσεις. Μπορούμε ίσως να μιλήσουμε για μια νέα κοινοτοπία του «Κακού», όπου το ίδιο το «Κακό» (ακόμη και στην έστω μη αναλυτική, σχηματική, προπαγανδιστική του εγχάραξη στη συνείδηση του υποκειμένου) παύει να αποτελεί στοιχείο έστω έμμεσης παραγνώρισης ή απώθησης, αλλά η αναγνώρισή του δεν παράγει τίποτε περισσότερο από ηθική αδιαφορία. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να δούμε τι είναι αυτή η περίφημη «συστημικότητα» με την οποία επιχειρήθηκε να αποκρουστεί η αδιανόητη πολιτική αποτελεσματικότητα της Χρυσής Αυγής. Όχι να δούμε, αόριστα, τη «συστημικότητα» της βιοθεωρίας του ναζισμού, ούτε να δούμε τον φασιστικό «βαρβαρισμό» ως απόγειο της καπιταλιστικής βαρβαρότητας (παρατηρήσεις, κατά τα άλλα, απόλυτα ορθές), αλλά να δούμε, συγκεκρι-

μένα, τη σχέση φασισμού και τοποθετήσεων της άρχουσας τάξης και των διάφορων μερίδων της, όπως η σχέση αυτή έτεινε να εκτυλιχθεί, πριν την πρόσφατη, επιχειρηθείσα συντριβή – στην πολιτική σφαίρα – της ηγετικής ομάδας της Χ.Α. Από την πρώτη στιγμή της κοινοβουλευτικής παρουσίας της Χ.Α., παρατηρήθηκε το «παράξενο» ενδιαφέρον της για τη διαχείριση ζητημάτων που αφορούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα προσδιορίσιμων μερίδων του κεφαλαίου. Ειδικά στα ζητήματα υπεράσπισης των συμφερόντων του εφοπλιστικού κεφαλαίου, ο εφοπλιστικός, «κοσμοπολίτικος» αστισμός φαίνεται πως βρήκε στο πρόσωπο της Χ.Α. έναν «απροσδόκητο» σύμμαχο, ο οποίος, σύμφωνα με τη Διεύθυνση Κοινοβουλευτικού Ελέγχου της Βουλής, κατέθεσε 145 ερωτήσεις σχετικές με τα εφοπλιστικά «θέματα» (Ριζοσπάστης: http://goo.gl/fhjbvc). Αξίζει να θυμηθούμε ότι το (με ηπιότερους όρους) ακροδεξιό ΛΑΟΣ, διά στόματος Γ. Καρατζαφέρη, είχε δώσει σθεναρή μάχη υποστήριξης των εφοπλιστικών δικαίων, ενώ ο υφυπουργός «Ανάπτυξης» που τοποθέτησε στην κυβέρνηση Παπαδήμου (Α. Γεωργιάδης), ανέλαβε υπεύθυνος του τομέα Ναυτιλίας. Η παράδοξη, κατά συρροή, έμμεση εκπροσώπηση των συμφερόντων του εφοπλιστικού κεφαλαίου από την ακροδεξιά φαίνεται τελικά ότι δεν αποτελεί ένα απλώς τυχαίο φαινόμενο. Ύστερα από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, διέρρευσε στις εφημερίδες ότι το ΣΔΟΕ έχει σχηματίσει λίστα χρηματοδοτών της Χ.Α. ανάμεσα στους οποίους, σύμφωνα με την είδηση, συγκαταλέγονται εφοπλιστές και άλλοι «επιχειρηματίες» (χωρίς να λείπουν οι πάντοτε δραστήριοι μητροπολίτες), μερικοί εκ των οποίων, πληροφορεί το δημοσίευμα, είναι έγκλειστοι στις φυλακές (http://goo.gl/lVUfM6). Αν ποτέ δημοσιευθούν πλήρως τα ονόματα των χρηματοδοτών, πράγμα αμφίβολο, ίσως αποκτήσουμε μια καλύτερη (αν και όχι πλήρη) εικόνα, των συνδέσμων της Χ.Α. με συγκεκριμένες μερίδες ή και «προσωπικότητες» της αστικής τάξης.


[ ]

Εξετάζοντας τις τοποθετήσεις της αστικής τάξης έναντι της Χ.Α., ξεκινούμε με μια παραδοχή: η ηγεμονική μερίδα του κεφαλαίου θα φαινόταν, καταρχήν, ότι δεν έχει συμφέρον να συμπλεύσει με το ρατσιστικό, δολοφονικό προφίλ της Χ.Α. Αν στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου ο εθνικισμός ως επιθετικός, πολεμικός και «αποικιακός» ιμπεριαλισμός ήταν μια αναμενόμενη έκφραση των συμφερόντων της μονοπωλιακής εθνικής αστικής τάξης, σήμερα φαίνεται ότι ο αστικός κοσμοπολιτισμός είναι απολύτως παγιωμένος. Τόσο η «διεθνοποίηση» του κεφαλαίου (και εδώ μιλούμε και για την «διεθνοποίηση» του ίδιου του εσωτερικού μετοχικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων, που σχετικοποιούν την άλλοτε σοβινιστική «κουλτούρα» του «εθνικού κεφαλαίου») όσο και κυρίως ο διεθνικός πολιτικός σχηματισμός της Ε.Ε. καθιστούν την οπισθοδρόμηση σε χονδροειδείς εθνικές περιχαρακώσεις μάλλον αδιανόητη. Η ηγεμονική κουλτούρα και ιδεολογία της αστικής τάξης φαίνεται να απέχει παρασάγγες από οποιαδήποτε ανάκληση ναζιστικών ιδεολογημάτων. Εξάλλου, ο πανευρωπαϊκός δημοκρατικός φιλελευθερισμός της μεταπολεμικής αστικής τάξης, τουλάχιστον σε επίπεδο συνταγματικών τύπων, μοιάζει ιδεολογικά ακλόνητος, ενώ χτίστηκε πάνω στο θεμέλιο της ατομικής «ελευθερίας» έναντι του, εξισωμένου με το ναζισμό, «ολοκληρωτικού συστήματος του παραπετάσματος» αλλά και πάνω στο θάψιμο της ναζιστικής ιστορικής «εξαίρεσης». Θα ήταν αρκετά γελοίο να υποστηρίξει κανείς ότι η ηγεμονική μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί της, όπως η Ε.Ε., οι Η.Π.Α. ή ακόμη και το Ισραήλ, θα μπορούσαν να ανεχθούν τα ρατσιστικά φληναφήματα τύπων όπως ο Μιχαλολιάκος ή ο Λαγός (πολλώ δε μάλλον αν καταλάμβαναν, παρ’ ελπίδα, κάποια θέση υφυπουργού, αναγκαζόμενοι να ανταλλάξουν χειραψία με κάποιο μελαμψό ομόλογό τους, υπό την εποπτεία του μαύρου ένοικου του Λευκού Οίκου). Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ μπορούμε, σε γενικές γραμμές, να εντοπίσουμε θεωρητικά τις γενικές ιδεολογικές ροπές της αστικής τάξης (της ηγεμονικής τουλάχιστον μερίδας της), αγνοούμε ό,τι αφορά τη διαστρωμάτωσή της, τις τυχόν εσωτερικές αντιμαχίες της, και ακόμη τείνουμε να μη βλέπουμε τις γενικές, θεωρητικές (επαναλαμβά-

νουμε) αυτές ροπές ως σχετικές, στην περίπτωση αντιμετώπισης μιας ειδικής συνθήκης ανάγκης πολιτικής επικράτησης ή ακόμη και στενής επιχειρηματικής επικράτησης. Η παρέμβαση που επιχείρησε η Χ.Α. στη Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη είναι ίσως πρόσφορη, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, για να ξεδιπλωθεί η παραπάνω προβληματική. Η πολιτική δράση της Χ.Α. στις συνοικίες πέριξ του Πειραιά, όπου συγκέντρωσε, πέραν μιας ισχυρής εκλογικής βάσης, ένα υπολογίσιμο κοινωνικό υποστήριγμα (τουλάχιστον ανοχής) μαζί με ένα προνομιακό πεδίο στρατολόγησης, είναι πολύ περισσότερο κρίσιμη από την «αστυνομική» επιτήρηση του Αγ. Παντελεήμονα ή της Κυψέλης – χωρίς σε τίποτε να μειώνεται η επικινδυνότητα ή η σημασία των τελευταίων. Υπάρχει όμως εδώ μια πολύ κρίσιμη διαφορά: ενώ η δραστηριοποίηση της Χ.Α. σε περιοχές όπως ο Άγ. Παντελεήμονας έχει τα ίδια σχεδόν χαρακτηριστικά «κατάληψης» μιας γειτονιάς ή περιοχής με μαζικό μικροαστικό στοιχείο (οι σχέσεις ανάμεσα στη μικροαστική τάξη και τον φασισμό έχουν αναλυθεί, πολλάκις, σε γενικές γραμμές, και έτσι, παρά την τεράστια κρισιμότητά της σχέσης αυτής, δεν θα αναλυθούν εδώ), οι συνοικίες του Πειραιά καταλήγουν στην πορεία κάτι περισσότερο από ένα ακόμη πεδίο μάγευσης μικροαστικών στρωμάτων. Πέριξ του λιμανιού, υπάρχει παραγωγικό διακύβευμα, ένα πεδίο όπου εμφανίζονται γυμνές, όλες οι ζέουσες ιδεολογικές και πρακτικές δοκιμές της αστικής τάξης. Στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε τις βασικές ορίζουσες ενός ιδεολογικά επιθετικού αστισμού, που προωθείται πολιτικά και κοινωνικά, ομοιόμορφα, παντού. Καταλύτη αποτελεί η παρουσία, ειδικά στη ζώνη, ενός δυναμικού τμήματος του οργανωμένου ταξικού-συνδικαλιστικού κινήματος (του ΠΑΜΕ), που υψώνει έναν συνεχή «ενοχλητικό» φραγμό στην «απελευθέρωση» του κεφαλαίου από «συνδικαλιστικούς εκβιασμούς». Οι κινητοποιήσεις στους «καταπέλτες των πλοίων», οι απεργίες και η δυναμική περιφρούρησή τους, ο αγώνας για τη διατήρηση των συλλογικών συμβάσεων έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού «στόχου» της αστικής ιδεολογίας και


[ ]

προπαγάνδας. Η αστική ιδεολογία βρίσκει, όπως είπαμε, στη ζώνη ένα «ιδανικό πεδίο βολής». Ας δούμε τα τυπικά δίπολα που διαμορφώνονται: «φτώχεια ή δουλειά;», «χαμηλότεροι μισθοί ή μαζική ανεργία;», «επιχειρηματικότητα για νέες δουλειές ή παραλυτικός συνδικαλισμός;» (Η Καθημερινή: http://goo.gl/pq4IjF). Και τέλος: «ευταξία και Νόμος ή κόκκινη βία;». Αυτοί δεν είναι άραγε οι βασικοί άξονες της αστικής ιδεολογίας, σήμερα, όπως εκφράζονται από τα πιο φιλελεύθερα, «δημοκρατικά» χείλη; Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η «θεωρία των δύο άκρων» βρίσκει, στη Ζώνη, εξαιτίας της ύπαρξης δυναμικών σωματείων με σαφή πολιτικό προσανατολισμό (πρόκειται για τον «μπολσεβικισμό» που διακήρυξε ότι θα «συντρίψει» η Χ.Α.), το αληθινό της θεμέλιο. Η «βία» του άλλου, του «κόκκινου» άκρου, δεν είναι τόσο η βία των σποραδικών μολότοφ πέριξ των Προπυλαίων, είναι η δήθεν «βία» της απεργιακής περιφρούρησης, είναι εκείνη η αμυντική βία έναντι της επιθετικότητας του κεφαλαίου, που πράγματι μπορεί να θέσει προσκόμματα στην «ελευθερία» του. Η εικονοποίηση της βίας του «αριστερού άκρου» γίνεται, σχηματικά, με δύο τρόπους: ο ένας είναι με τις μολότοφ

στη Μαρφίν, ο δεύτερος με τους εργάτες στους καταπέλτες των πλοίων και την περιφρούρηση για την απεργιακή «απαγόρευση» του απόπλου. Ο πρώτος όρος εικονοποίησης (η Μαρφίν) είναι η θεαματική, γενικευτική όψη μιας αόριστα δολοφονικής δήθεν «αριστερής βίας», ο δεύτερος (η εργατική κινητοποίηση με οργάνωση και ταξικό προσανατολισμό) είναι ο πραγματικός στόχος και το αληθές περιεχόμενο της δόλιας προπαγανδιστικής «σύναψης» και σύνδεσης αυτών των εντελώς διαφορετικών (και απόλυτα ασύμβατων, από κάθε άποψη) γεγονότων. Στις 23.4.2010, ο «επιφανής» αρθρογράφος της Καθημερινής Πάσχος Μανδραβέλης γράφει: «Δεν μπορεί μια χούφτα στελεχών του ΚΚΕ να μασκαρεύονται ναυτεργάτες και να σταματούν την ακτοπολοΐα. Αυτό που το ΚΚΕ ονομάζει “αντικομμουνισμό” δεν είναι μόνο εθνική ανάγκη. Είναι κοινωνικό καθήκον. Είναι αντίσταση στον φασισμό με κόκκινη λεοντή» (Η Καθημερινή: http://goo.gl/n81zYb). Είδαμε λοιπόν ότι η Ζώνη αποτελεί ένα ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης των βασικών αξόνων της πιο επίσημης, της πιο «θεσμικής» αστικής ιδεολογίας, που ασφαλώς συνοδεύεται και από τις πολυπλόκαμες πρακτικές αστικές επιδιώξεις «μεταμόρφωσης» της περιοχής σε πεδίο απελεύθερης επιχειρηματικότητας. Ο Ριζοσπάστης στις13.10.2013 δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα της επιχειρούμενης «επενδυτικής κοσμογονίας» γύρω από το λιμάνι του Πειραιά, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και «χωροθετήσεις» κατάλληλες για την υποδοχή Ειδικών Οικονομικών Ζωνών (http://goo.gl/O3HKnl). Είναι ακριβώς αυτό το έδαφος (ιδεολογικό και κοινωνικό) όπου η Χ.Α. επιχειρεί, με τους πιο διακριτά «εντυπωσιακούς» όρους, να συμπήξει μια συμβολική και πρακτική συμμαχία με κάποιες μερίδες της αστικής τάξης. Η Χ.Α. χρησιμοποιεί, καταρχάς, όλα εκείνα τα στοιχεία «κατάληψης» της γειτονιάς που αποδείχτηκαν επιτυχημένα στον Άγ. Παντελεήμονα και άλλους αστικούς θύλακες. Ο τρόπος της φασιστικής αυτοανάπτυξης έχει λίγο-πολύ παρατηρηθεί: πέραν της ευρύτερης «πολιτικής» επιρροής του ρατσιστικού λόγου, της «αντικλεπτοκρατικής» ρητορικής, της «τιμωρητικής» (με χαρακτηριστικά «σωματικούς» υπαινιγμούς) υπόσχεσης έναντι των «φαύλων πολιτικών», πρακτικά, η Χ.Α. ξεδι-


[ ]

πλώνει έναν ιδιότυπο ακτιβισμό: τη de facto παροχή υπηρεσιών «ασφάλειας» έναντι της «εγκληματικότητας» των ξένων (ή μάλλον τη συγκρότηση μύθων γύρω από το στοιχείο αυτό), τις συμβολικές δομές «αλληλεγγύης» (συσσίτια, αιμοδοσία), τη στενή διασύνδεση με χαρακτηριστικούς τύπους του υποκόσμου (τυπική πρωτοφασιστική πρακτική στρατολόγησης) ή των εγγύς αυτού, που όχι μόνο διαθέτουν το «θάρρος» να ενεργήσουν με βία, αλλά ουσιαστικά μπορούν να αποτελέσουν έναν ακόμη παράγοντα έμμεσου ελέγχου της «γειτονιάς». Περαιτέρω, είναι χαρακτηριστική η ανάπτυξη συνδέσμων με τους μικρούς «επιχειρηματίες» της γειτονιάς (και τη διαχρονική ημιπαραβατική «καπατσοσύνη τους»), τις «παρέες» της γειτονιάς, τον αστυνομικό (διευθυντή) της γειτονιάς, το γεροαπόστρατο πρεφαδόρο του καφενέ της γειτονιάς, τα «γυμναστήρια», τους συνδέσμους των ποδοσφαιρικών ομάδων, τα σχολεία και τις πλατείες της γειτονιάς. Σε αυτό το μικροκοινωνικό πλαίσιο, τα ναζιστικά ή άλλα χαρακτηριστικά της Χ.Α. και η γενική πολιτική της θέση καθίστανται ηθικώς «αδιάφορα» ή ουδετεροποιούνται, στο ίδιο αυτό «ακροατήριο της γειτονιάς», το οποίο, χαιρέκακα, αδιαφορεί για τις εποχούμενες περιπολίες μαχαιροβγαλτών, που χτυπούν και δολοφονούν μετανάστες. Ο ειδικός ρόλος που παίζει η στρατολόγηση, από τη Χρυσή Αυγή, προσώπων που κινούνται στον υπόκοσμο ή στα όριά του, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, όχι μόνο για τη διείσδυσή της στο μικρόκοσμο της «γειτονιάς», αλλά, ίσως, και για τη διείσδυσή της στα «άδυτα» ορισμένων αστικών σχεδιασμών και επιδιώξεων. Ειδικά στην περίπτωση των συνοικιών πέριξ του λιμανιού του Πειραιά, η διασύνδεση της Χ.Α. με τον παραβατικό ή ημι-παραβατικό κόσμο φαίνεται πως αποκτά μιαν αυξημένη βαρύτητα. Υφίσταται, καταπώς φαίνεται, πέριξ του λιμανιού, μια «θεσμικότερη» παραβατικότητα, όπως αυτή που φυτρώνει συχνά στα απανταχού λιμάνια ή μεγάλους σταθμούς διαμετακόμισης. Με δεδομένο ότι ο Πειραιάς και το λιμάνι εμφανίζουν παραγωγική δραστηριότητα (δεν αποτελούν δηλαδή περίπτωση «γειτονιάς κατοικίας», όπως, εν πολλοίς, οι υπόλοιπες γειτονιές του κέντρου των Αθηνών ή των προαστίων) υπάρχει εδώ το ανοιχτό πεδίο

μιας πιο «θεσμικής» παραβατικότητας, τέτοιας που συνδέεται με τον έλεγχο της εισόδου και εξόδου «εμπορευμάτων», του διαμοιράσματος των ζωνών επιρροής των «ναυτιλιακών» εταιρειών, του λαθρεμπορίου, των χουλιγκανικών στρατών προστασίας των παντός είδους «επιχειρηματιών». Αυτού του είδους η παραβατικότητα θα μπορούσε να καταστήσει τον «φασιστικό υπόκοσμο» ένα περισσότερο δραστικό εργαλείο, με ειδική πρόσβαση στη μερίδα της αστικής τάξης που δραστηριοποιείται στην περιοχή. Αν στο πεδίο της γειτονιάς, της συνοικίας, έχει αποκαλυφθεί ότι η Χ.Α. διείσδυσε στον τυπικό «υπόκοσμο» (όπως καταδεικνύει η περίπτωση του βουλευτή Λαγού) της προστασίας νυχτερινών κέντρων, του παραεμπορίου κ.λπ., μια αντίστοιχη απόπειρα φαίνεται πως έφτασε να εκτυλίσσεται στο κατεξοχήν «παραγωγικό» πεδίο της Ζώνης και του λιμανιού. Διόλου μοιραία, σε αυτό το περιβάλλον, η «θεσμικότητα» κατορθώνει, μερικές φορές, μέχρι και να «λευκάνει» την παραβατικότητα. Χαρακτηριστικά, ο νόμος 4058/2012 «θεσμοποιεί» την «παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ένοπλους φρουρούς σε εμπορικά πλοία», με το πρόσχημα πάταξης της πειρατείας. Αντίστοιχα, ο νόμος 4150/2013 προ-


[ ]

έβλεψε τη δυνατότητα ανάθεσης τομέων ασφάλειας των λιμανιών σε ιδιωτικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, οι οποίες μπορούν να προβαίνουν σε ελέγχους ασφαλείας, όπως «οι έλεγχοι προσώπων, αποσκευών και φορτίων, οι έλεγχοι πρόσβασης και η επιτήρηση ασφάλειας των λιμενικών εγκαταστάσεων, τμημάτων λιμένα και παρακείμενων αυτού περιοχών που έχουν επίπτωση στην ασφάλειά του» (άρθρο 12 κεφαλαίου Δ΄ «Ασφάλεια Ναυσιπλοΐας» του Ν. 4150/2013). Σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη (http:// goo.gl/ZijjDP), στελέχη της Χ.Α. ήδη είχαν προλάβει να αδράξουν την ευκαιρία δραστηριοποίησης στο πεδίο αυτό, συστήνοντας τις σχετικές «ναυτιλιακές» εταιρείες «παροχής υπηρεσιών». Μπορούμε λοιπόν να διακινδυνεύσουμε μια πρώτη υπόθεση για τον τρόπο που η Χ.Α. επιλέγει να «προσφέρει τις υπηρεσίες» της. Ας το πούμε σχηματικά: ο πρώην σεκιουριτάς του εφοπλιστή Χ (ή του εργολάβου Ψ ή του βιομηχάνου Ω) ξαναχτυπά τη φιλόξενη σε «νέες ιδέες» πόρτα του καπετάν-ευπατρίδη. Αφού ανταλλάσσουν ιστορίες από τα παλιά, ο αναβαθμισμένος σε «πολιτικό» μπράβος προσφέρει στον εφοπλιστή Χ. μια πολύ πρακτική υπηρεσία. Πλάι στις πατροπαράδοτες υπηρεσίες «συνοδείας» ή «σεκιούριτι» (που έχουν πλέον «θεσμοθετηθεί»), του προσφέρει κι ένα «εθνικιστικό σωματείο», το οποίο όχι μόνο ομνύει στη νόμιμη, αγνά φιλελεύθερη, απόλυτα «αγία» ιδεολογία της «επιχειρηματικότητας που προσφέρει δουλειές», έναντι της «κόκκινης βίας», αλλά και επαρκή «ακτιβισμό» ώστε η «κόκκινη βία» επιτέλους να εξαλειφθεί από το λιμάνι. Η πρόταση είναι ακαταμάχητη για να αρνηθεί ακόμη και ο πιο κοσμοπολίτης εφοπλιστής, ο ίδιος που, κατά τα άλλα, είχε κάποτε σπουδάσει «ναυτιλιακά» στο Λονδίνο, είχε για συγκάτοικο ένα συμπαθέστατο νιγηριανό γόνο πολιτικής οικογένειας και έτρωγε συχνά-πυκνά κινέζικο στο όμορφο πολυπολιτισμικό Σόχο. Με μια γερή χρηματοδότηση συσσιτίου και με δύο μεροκάματα «σε παιδιά της γειτονιάς», ο «πολιτικός» ελέγχει τη γειτονιά, που μακαρίζει τον «αστό» και τον αποθεώνει, όταν εμφανίζεται στις κερκίδες της ποδοσφαιρικής ομάδας, χειροκροτώντας τα παιδάκια που κουνούν το σεντόνι του Champions league, μαζί με το πανό κατά του ρατσισμού στα γήπεδα.

Αυτό που παρατηρούμε, λοιπόν, είναι μια διπλή τάση «διείσδυσης» της Χ.Α. στον αστικό κόσμο: καταρχήν, η φαινόμενη ως ακτιβιστική παρέμβαση της Χ.Α., βασίζεται συνολικά στη θεσμική, γενική και ομοιόμορφη ιδεολογία της (φιλελεύθερης) αστικής τάξης. Μόνο στη βάση αυτής της γενικής ιδεολογίας είναι δυνατή και ανεκτή η παρέμβασή της. Με λίγα λόγια, μόνο πάνω στα δίπολα «χαμηλά μεροκάματα ή ανεργία», «επένδυση ή συνδικαλισμός», «κόκκινη βία ή ευταξία», δίπολα που ο «δημοκρατικότατος» αστισμός παράγει και αναπαράγει, εντός του κατά τα άλλα αξιοσέβαστου πολιτικού «φιλελευθερισμού» του, είναι εφικτός ο «ακτιβισμός» πώλησης «προστασίας» σε επιχειρηματίες και επιχειρηματικές ζώνες που επιχείρησε η Χ.Α., ένας «ακτιβισμός» που, στην ιδεολογική βάση που πιο πάνω περιγράψαμε, είχε όλες τις δυνατότητες και προϋποθέσεις ώστε να λάβει, στην πορεία του χρόνου, χαρακτηριστικά ευρύτερης ιδεολογικής και κοινωνικής νομιμοποίησης. Αν η Χ.Α. δεν δημιουργήθηκε απαραίτητα, εξαρχής, ως σκοτεινό «μακρύ χέρι» των καπιταλιστών, ως «ενιαίας τάξης», είναι βέβαιο ότι προσπάθησε να γίνει το πρακτικό, «ακτιβιστικό», υποκατάστατο εφαρμογής της γενικής ιδεολογικής και πολιτικής κατευθυντήριας γραμμής των καπιταλιστών, έστω και αν οι απαρχές αυτής της προσπάθειας εντοπίστηκαν, πρωταρχικά, σε ειδικούς και συγκεκριμένους τόπους και χώρους δραστηριοποίησής της, έστω και αν, προσώρας, αποδέκτες των «προσπαθειών» της υπήρξαν τοπικά περιορισμένες, συγκεκριμένες μερίδες ή υπομερίδες του κεφαλαίου (όπως, για παράδειγμα, το εργολαβικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο της Ζώνης). Παρατηρούμε, κατά δεύτερον, ότι για τη διείσδυση της Χ.Α. στον αστικό κόσμο (και τη δόμηση των απαρχών μιας ευρύτερης μελλοντικής σύμπηξης πολιτικής συμμαχίας μαζί της), δεν προαπαιτείται ούτε απότομη άρση των γενικών «φιλελεύθερων» χαρακτηριστικών μιας κατά φαντασίαν πολιτισμικά και πολιτικά «ενιαίας» αστικής τάξης, ούτε, ακόμη, ένα δείπνο μεταξύ Μιχαλολιάκου και μιας «δράκας μονοπωλίων», στο στυλ της περιβόητης συνάντησης του Γκαίρινγκ με τους 25 εκπροσώπους των γερμανικών μονοπωλίων πριν τις εκλογές για το Ράιχσταγκ, το «σωτήριον» έτος


[ ]

1933. Στην πραγματικότητα, όσο πιο εύφορο είναι το γενικό (κατά τα άλλα άμεμπτα «φιλελεύθερο») ιδεολογικό πλαίσιο πάνω στο οποίο ο φασισμός πατά για να κάνει τα πρώτα βήματα της de facto ταξικής συμμαχίας του με την αστική τάξη τόσο πιο συγκεκριμένος είναι ο τρόπος με τον οποίο χτίζονται, αργά-αργά, στάδιο-στάδιο, οι αρμοί της συμμαχίας αυτής. Το αργόσυρτο της διαδικασίας αυτής μας υποδεικνύει τη διαφορά χρονικότητας που υπάρχει ανάμεσα στο «δείπνο του Γκαίρινγκ» και τις απαρχές του εκφασισμού. Πρόκειται πράγματι για διαφορά χρονικότητας, διότι, ακριβώς, όχι μόνο τίποτε δεν θα μπορούσε να αποκλείσει την μελλοντική εμφάνιση «ενός δείπνου του Γκαίρινγκ», έστω, κατά πολύ διαφοροποιημένου από το «πρωτότυπο», αλλά διότι το μοντέλο ανάπτυξης και άμεσης συνδιαλλαγής, αρχικά, με κάποιες μερίδες της αστικής τάξης, που καλοβλέπουν την επιβολή της επιχειρηματικής «ευταξίας», αποτέλεσε τον δοκιμαστικό σωλήνα μιας ευρύτερης δυνατής «παρέμβασης» της Χ.Α. στον αστικό κόσμο. Η «αποτελεσματικότητα» της παρέμβασής της Χ.Α. σε συγκεκριμένες περιοχές, η τοπική «επιτυχία» της, θα μπορούσε να αποτελέσει το διαπιστευτήριο και εφαλτήριο της ευρύτερης εξάπλωσής της, ως προστάτη μιας αδιατάρακτης «εθνικής παραγωγής», όπου και όταν αυτή απειλούνταν. Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια γενική, θεωρητική, ροπή της αστικής τάξης προς τον «κοσμοπολιτισμό» και τη «φιλελεύθερη δημοκρατία», η οποία αποτάσσεται τον «ολοκληρωτισμό». Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια κατεξοχήν «μπρεχτική» διαλεκτική, η οποία όμως είναι κάθε άλλο παρά θεατρική. Ο μαχαιροβγάλτης και ο αστός, προς τον οποίο γίνεται η κρούση «αλληλοβοήθειας», καταλήγουν να συνεννοούνται άριστα μεταξύ τους, επιβάλλοντας «επιχειρηματικότητα» και «νόμο και τάξη»,

όπως ακριβώς θα το ήθελαν οι πιο προβεβλημένοι αρθρογράφοι της πιο ιστορικής και αξιοσέβαστης αστικής εφημερίδας. Η «θεωρητική» και «γενική» ανάλυση των ιδεολογικών ροπών της αστικής τάξης (που εκφράζεται περισσότερο από το υποκείμενο «δημοσιογράφος», «φιλόσοφος», «νομικός», «αστός πολιτικός» και εν γένει «διανοούμενος» της αστικής τάξης) αγνοεί τον αφόρητο πρακτικισμό με τον οποίο η αστική τάξη (νοούμενη ως αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή όχι παντού και πάντοτε ένα ενιαίο σύνολο που «κινεί τα νήματα» και πάντως όχι ένα σύνολο «επιχειρηματιών» που ενεργεί υπό τη σκέπη της «αγίας», «αντιολοκληρωτικής», φιλελεύθερης ιδεολογίας) εξυπηρετεί τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά της, στις υλικές μάχες του καθημερινού κόσμου. Αγνοεί, εντέλει, τον πιο «μπρούτο» και ουσιωδώς «απολίτικο», όταν πρόκειται για τα άμεσα συμφέροντά του, χαρακτήρα των εκάστοτε επιλογών του κρυπτικού υποκειμένου «επιχειρηματίας». Είναι ο ίδιος «αφελής εμπειρισμός» με τον οποίο, για να ξεφύγουμε από το μοντέλο της Ζώνης, επιχειρηματίες της Στερεάς Ελλάδας δεν φάνηκαν να αντιστέκονται στην «τίμια», με την έννοια του «ισοδυνάμου» της ανταλλαγής, κρούση της Χ.Α. περί απόλυσης αλλοδαπών εργαζομένων, και πρόσληψης, αντ’ αυτών, Ελλήνων ανέργων με μεροκάματο 18 ευρώ. Η υλικότητα αυτής της διαλεκτικής μας δείχνει, ίσως, ποιοι είναι οι ιδεολογικοί και εμπειρικοί κρίκοι με τους οποίους εν μέρει επιχειρήθηκε η συστημική ανάδειξη του ελληνικού φασισμού στα πρώτα βήματά του, ανάπτυξη που συντελέστηκε πέραν και πάνω από τους θεωρητικούς «όρκους» των αστών διανοουμένων στη «φιλελεύθερη δημοκρατία». Η διαλεκτική μεταξύ της γενικής de facto ιδεολογικής συμπόρευσης Χ.Α.-αστικής τάξης και της επιχειρούμενης, πρακτικής συμπόρευσης ή διασύνδεσης της Χ.Α., καταρχήν, με συ-


[10]

γκεκριμένες μερίδες της αστικής τάξης, δεν άφησε τελικά ανεπηρέαστο τον αστό «διανοούμενο». Η έκκληση περί σύμπηξης μιας «συντηρητικής συμμαχίας» (Η Καθημερινή: http:// goo.gl/8PI2vz), σε πολιτικό επίπεδο, ανάμεσα στον παραδοσιακό αστικό χώρο και μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή, αποκρυστάλλωσε ακριβώς την υπέρβαση των όποιων δυσκολιών στην επισημοποίηση αυτής της σχέσης. Αποτέλεσε την τυπικότερη παραδοχή του γεγονότος πως Χ.Α. και παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης, με δεδομένη την ευρεία κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, θα μπορούσαν να συμπορευθούν, μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, στο βαθμό που μια ιδεολογική/ εμπειρική σύγκλιση ήταν ήδη δεδομένη στο αφανές παρασκήνιο, τόσο αφανές ώστε να κατανοείται σχεδόν διαισθητικά ή ακόμη και ασυνείδητα (μα αυτός δεν είναι ο ρόλος του «ανεξάρτητου» αστού διανοούμενου; Να αντιλαμβάνεται και να φέρνει στο φως τις «ασυνείδητες» ροές των φαινομένων;). Το μόνο που απόμενε ήταν το επίχρισμα «σοβαροφάνειας», η απόξεση του ενοχλητικού ξενίσματος που προξενεί η ναζιστική υποκουλτούρα. Μα και η απόξεση αυτή, οπωσδήποτε προβληματικό εγχείρημα, δεν θα μπορούσε να ειδωθεί ως αδιανόητη ή αδύνατη. Πρέπει να δούμε την επιχειρηθείσα σύμπλευση της Χ.Α. με τον

γενικό ιδεολογικό ορίζοντα της αστικής τάξης σε συνδυασμό με ένα άλλο συμπληρωματικό στοιχείο των πρόσφατων «αναζητήσεων» στην πολιτική ιδεολογία της αστικής τάξης. Η Χ.Α. συστηματικά προσπάθησε να υποβαθμίσει τη ναζιστική της «ιδεολογία» προς όφελος της ανάδειξης περισσότερο γνώριμων «παραδόσεων» της ελληνικής εμφυλιοπολεμικής ακροδεξιάς. Με τον τρόπο αυτό δεν προσέφερε μόνο στην αστική τάξη έναν περισσότερο «γνώριμο» χώρο καταγωγικής αλληλοαναγνώρισης (δεν είναι τυχαίο που, τουλάχιστον το εφοπλιστικό κεφάλαιο, διατηρεί, ιδεολογικά, στους κόλπους του, παρά τον «κοσμοπολιτισμό» του, έναν πολύ ισχυρό δεξιό συντηρητισμό και αντικομμουνισμό), αλλά κατόρθωνε να εκμεταλλευτεί τα ιδεολογικά «πορίσματα» του πρόσφατου ιστορικού αναθεωρητισμού, ο οποίος δημιούργησε όλες εκείνες τις προϋποθέσεις αποενοχοποίησης των συνεργατών του ναζισμού, των αντικομμουνιστικών ομάδων κρούσης, των ταγμάτων ασφαλείας. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχει ένας «ομολογικός» συλλογισμός ανάμεσα στην «αναθεωρητική» οπτική της ιστορίας και το σημερινό πολιτικόιδεολογικό σκηνικό. Η ακροδεξιά ιστορική «αυτοσυνείδηση» είναι πλέον ένας από τους ιδεολογικούς στυλοβάτες της σύγχρονης, «φιλελεύθερης» δεξιάς: η βίαιη αντίσταση στη βία του ΕΑΜΕΛΑΣ είναι δήθεν αυτή που γεννά τα τάγματα ασφαλείας, κατά τον ίδιο τρόπο, που η «βίαιη» αριστερά της ελληνικής Μεταπολίτευσης καθιστά «εύλογη» ή έστω «εξηγήσιμη», «αναμενόμενη» κ.λπ. την «βίαιη» άμυνα εναντίον της – τίποτε πιο δηλητηριώδες δεν υπάρχει από τις «οιμωγές» που παριστάνουν ότι στηλιτεύουν την, κατά τα άλλα, «μοιραία» και «εξηγήσιμη» φασιστική βία. Το αστικό ιδεολόγημα της «ασφυκτικής» αριστερής «ηγεμονίας» της Μεταπολίτευσης, της «σοβιετικής» Ελλάδας, εδώ τείνει να αποτελέσει για μια ακόμη φορά πεδίο ανάπτυξης για τη «βίαιη» αντίσταση των ακροδεξιών «θυλάκων» που «αμύνονται» έναντι της αριστερής «βίας». Παρατηρούμε λοιπόν ότι η Χ.Α. ουσιαστικά επιχείρησε να δομήσει, αργά και σταθερά, τη συμμαχία της με την αστική τάξη, εξυπηρετώντας και αξιοποιώντας, με τον στοχευμένο πρα-


[11]

κτικό «ακτιβισμό» της, σχεδόν όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της επίσημης ιδεολογικής αιχμής της αστικής τάξης (ακόμη και τους «ιστορικούς», «επιστημονικούς» της «άθλους»), έστω και αν η αξιοποίηση αυτή αποτολμήθηκε, εν πρώτοις, με την «πώληση προστασίας», στους κατά περίπτωση και ανά αστικό θύλακα ευνοϊκότερους «χώρους» παρέμβασής της. Το μόνο που έμοιαζε να τη διαχωρίζει από την καθωσπρέπει αστική τάξη, το μόνο στοιχείο που έβαζε φραγμό σε έναν συνολικότερο επισημότερο ταξικό και πολιτικό εναγκαλισμό της από περισσότερες, μεγαλύτερες, ηγεμονικότερες μερίδες της αστικής τάξης ήταν η εντυπωσιακή διαφάνεια της «εγκληματικότητάς» της, η «παράδοξη» (υπο)κουλτούρα της, η μη σοβαροφάνειά της. Η αστική τάξη θα μπορούσε να κάνει ιδεολογικές υποχωρήσεις έναντι της Χ.Α. (κατά την περίφημη διατύπωση «ο εθνικισμός δεν είναι ντροπή» ή κατά τους επαναλαμβανόμενους «ξένιους Δίες» που εξυπηρέτησαν την πολιτικάντικη ανάληψη της ακροδεξιάς ατζέντας από την «φιλελεύθερη» δεξιά), όπως θα μπορούσε να απαιτήσει από τη Χ.Α. να εγκαταλείψει, σε μια πορεία προσέγγισης, τον οξύ «αντικοινοβουλευτισμό» της και τα ναζιστικά «πάθη» της υπέρ μιας «λεπενικής» μεταμόρφωσής της. Όμως, τελικά, υπήρξε ακριβώς αυτή η διαφανής «εγκληματικότητα» αλλά και η πεισματική νεοναζιστική υποκουλτούρα, που αποτέλεσαν τους ανασχετικούς παράγοντες στην ολοσχερή της νομιμοποίηση. Η παρανοϊκή θρασυδειλία και ο αιμοδιψής κρετινισμός των λούμπεν «συμμάχων» υπονόμευσε τη δυνατότητα μιας μελλοντικής μεγαλόπνοης πολιτικής συμμαχίας στο εσωτερικό της χώρας. Ταυτόχρονα, το εγκληματικό στοιχείο, συνδεόμενο με τον πεισματικό «πολιτισμικό» νεοναζισμό της Χ.Α., δημιούργησε στους Ευρωπαίους «εταίρους» και τους υπερατλαντικούς «συμμάχους» μια αίσθηση ιδεολογικού κινδύνου: του κινδύνου να απονομιμοποιηθεί η «φιλελεύθερη» και «δημοκρατική» βάση των αναδιαρθρωτικών προγραμμάτων, ως εγκυμονούντων τον φασισμό, και, περαιτέρω, του κινδύνου να θολώσει το «δημοκρατικό» και «φιλελεύθερο» θεμέλιο της Ε.Ε., εξαιτίας μιας αναμενόμενης πλατιάς συμμετοχής νεοναζί στο ευρωπαϊκό κοινο-

βούλιο κατά τις επικείμενες ευρωεκλογές. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μέσω μιας απότομης στροφής των περίπλοκων σχεδιασμών του κυβερνητικού συνασπισμού, οδήγησαν εν πολλοίς στην αυτοσυντριβή της Χ.Α. την ίδια ακριβώς στιγμή που είχε πλησιάσει επικίνδυνα στο σημείο αναγόρευσής της σε δυνάμει πολιτικό σύμμαχο ενός ευρύτερου συνασπισμού πολιτικής κατίσχυσης της αστικής τάξης. Το κυκλωτικό εγχείρημα του φασισμού περιλαμβάνει, ευέλικτα, πολλές μορφές έκφρασης, πολλαπλών μερίδων της αστικής τάξης. Δεν είναι μόνο οι έμπρακτες τοπικές συμμαχίες με μερίδες του κεφαλαίου όπως το εφοπλιστικό ή το εργολαβικό (στην περίπτωση της Ζώνης) και η de facto σύμπλευση της Χ.Α. με τα γενικά ιδεολογικά σχήματα του αστισμού ως βάση μελλοντικής εξάπλωσης. Είναι και η σφυρηλάτηση ακόμη περισσότερο «ειλικρινών» και άμεσων δεσμών με πιο «αφανή» και πιο ιδεολογικά «αφελή» και «ασταθή» τμήματα του κεφαλαίου: με το μικρό/μεσαίο και σχετικά «μεγάλο» (τουλάχιστον με επαρχιακούς όρους) κεφάλαιο της επαρχίας (τους μεγαλεμπόρους, μεγαλοχασάπηδες, μεγαλο-franchisees των σουπερμάρκετ που έδιναν άφθονα ζαρζαβατικά για τα συσσίτια της Χ.Α. ή που συμμετείχαν στον «ΟΑΕΔ» προώθησης εργατών με 18 ευρώ μεροκάματο) ή και με τους «πληττόμενους» από την κρίση μικρούς και


[12]

μεσαίους κεφαλαιούχους της πόλης, που ίσως ήταν έτοιμοι να καλοδεχθούν την αναβάθμισή τους σε στυλοβάτες μιας πειθαρχημένης, αποκαθαρμένης από «κόκκινα εμπόδια», «εθνικής» παραγωγής, με σιδηρούν κράτος και εθνικό νόμισμα (θα άξιζε πράγματι τον κόπο να έχουμε συγκεκριμένες, χειροπιαστές πληροφορίες για το «ποιόν» των επιχειρηματιών-υποστηρικτών της Χ.Α. στην επαρχία ή στις, εκτός του αστικού ιστού βιομηχανικές περιοχές). Η πολιτική «αμηχανία», ειδικά των τελευταίων αυτών κεφαλαίων (των μικρών και μεσαίων), εκφράζεται στην αμφιταλάντευση τους ανάμεσα στις θετικές όψεις της «μνημονιακής πολιτικής» (συντριβή των μισθών που τους ωφελεί εσωτερικά) και τις αρνητικές της όψεις (συρρίκνωση της εσωτερικής κατανάλωσης στην οποία απευθύνονται, επαπειλούμενη εξαγορά τους από το ξένο μεγάλο κεφάλαιο και συνακόλουθος παραγκωνισμός τους από την παραγωγή κ.ο.κ.). Δεν θα πρέπει ακόμη να παραβλέψουμε την παρουσία ενός όψιμα αναγνωρισμένου ως «παραβατικού» κεφαλαίου, μικρού ή μεγάλου, που χρειάζεται «ομάδες κρούσεις», «ομάδες πίεσης» ή «ομάδες προστασίας», προκειμένου να αντισταθεί στις μαζικές ενδοαστικές εκκαθαρίσεις της μνημονιακής περιόδου (αυτοί που πλέον αποκαλούνται «φυλακισμένοι επιχειρηματίες»). Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, όπως ακριβώς υπαινιχθήκαμε στην αρχή, μας λείπει απελπιστικά μια στιβαρή μελετητική προσέγγιση των στάσεων, ιδεολογικών ροπών και προτιμήσεων των διάφορων, άνισου μεγέθους (μερικές φορές και ανταγωνιστικών μεταξύ τους) μερίδων της αστικής τάξης. Το ό,τι η Χ.Α. θα μπορούσε, στην πορεία, να βρει μεγαλύτερα υποστηρίγματα σε μια μερίδα της αστικής τάξης που, στην αυστηρά πολιτική σφαίρα, θα ήθελε να προκρίνει, για το δικό της συμφέρον, μια «εθνική-παραγωγική» αναδίπλωση αντί μιας στρατηγικής παραμονής στο ευρώ, υπολογίζοντας ως προς αυτό και στην υποστήριξη μιας εκλογικής λαοθάλασσας εξεγερμένων μικροαστών, ούτως ώστε να δημιουρ-

γηθεί μια ισχυρή ταξική συμμαχία μεταξύ τους, δεν κάνει την Χ.Α. λιγότερο συστημική, ούτε τους υποστηρικτές της μη μέλη της ευρύτερης αστικής τάξης. Όλες αυτές οι δυνάμει συμμαχίες, όλες αυτές οι αντιθέσεις και αντιφάσεις προσδιορίζουν τη δυναμική των σχέσεων φασισμού και αστικής τάξης στην πολυπλοκότητα των διαστρωματώσεων και των τοποθετήσεών της. Εξηγούν, άλλωστε, την αντίστοιχα «ευέλικτη» γενική πολιτική θέση της Χ.Α., η οποία, όντας αδιάλλακτα «αντιμνημονιακή», ισορρόπησε ανάμεσα στο «δικαίωμα» συμμετοχής στην Ε.Ε. και το ευρώ (συνέντευξη Ν. Μιχαλολιάκου στην ΕΤ1, 29.4.2012: http://youtu.be/_7GdwO5jsxo) και της εθνικής παραγωγής με εθνικό νόμισμα (συνέντευξη Ν. Μιχαλολιάκου στην εφ. Εμπρός, 22.6.2013: http://goo.gl/In1d3l). Η Χ.Α., με τον τρόπο αυτό, κατόρθωνε να καλύπτει όλες τις δυνατές οδούς πρόσβασης σε πολλές διαφορετικές, ίσως και ανταγωνιστικές μερίδες της αστικής τάξης αλλά και στο μεσοαστικό, το μικροαστικό και το λαϊκό ακροατήριο. Αντίστοιχα, η τεράστια αυτή πολιτική ευελιξία, που δήλωνε, πέραν των άλλων, τη φασιστική δίψα για εξουσία, με κάθε τρόπο, οδό, μέσο και σύμμαχο, της επέτρεπε να κάνει σχεδιασμούς (ή, για να μην την υπερτιμούμε, να λειτουργεί έστω με μοιραίο, αυθόρμητο, αλλά πούρο τυχοδιωκτισμό) με σκοπό την κατά περίπτωση σύναψη περίπλοκων και κατά τόπους στοχευμένων ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, τέτοιων που θα της επέτρεπαν ευχέρεια πολιτικών κινήσεων και αναβαθμισμένης «διαπραγμάτευσης» της κεκτημένης δύναμής της, έναντι των κατόχων της πραγματικής εξουσίας, σε «δύσκολες» στιγμές της παρούσας και της μελλοντικής κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας. Το αν το σχέδιό της, ύστερα από το πρόσφατο συντριπτικό πλήγμα που δέχθηκε, αναστάλθηκε ή ματαιώθηκε, ή το εάν θα αναβιώσει μέσω άλλων, όμορων σχηματισμών, στο μέλλον, παραμένει, δυστυχώς, ζήτημα ακόμη ανοιχτό.


[13]

Γιάννης Τζανίνης

Ενθάδε κείται η «κοινωνία»

Σ

τις 17 Σεπτεμβρίου 2013, την τρίτη Τρίτη του μήνα (ονομάζεται prinsjesdag – «ημέρα του πρίγκιπα»), κατά την οποία ο βασιλιάς της Ολλανδίας ανακοινώνει ετησίως τον προϋπολογισμό και τη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης για τη νέα χρονιά μπροστά στα υψηλότερα κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας, ο βασιλιάς ΓουλιέλμοςΑλέξανδρος, διαβάζοντας τον λόγο του θρόνου, τον οποίο συνέταξε η κυβέρνηση συνεργασίας Φιλελεύθερων και Εργατικών, ανακοίνωσε επίσημα το τέλος του κράτους πρόνοιας στη χώρα. Στη θέση του αποθανόντος verzorgingsstaat προκύπτει ένα σκάρφισμα, ο νεολογισμός «κοινωνία συμμετοχής» (participatie-samenleving), με βασική μορφή κοινωνικοποίησης την «προσωπική ευθύνη» όλων για τη ζωή και το περιβάλλον τους. Η έκπληξη παρ’ όλα αυτά δεν βρίσκεται τόσο στον επικήδειο για το κράτος πρόνοιας, το οποίο άλλωστε είχε αποδυναμωθεί εδώ και δεκαετίες, όσο στον τρόπο με τον οποίο ανακοινώθηκε. Χωρίς να έχει προηγηθεί πολιτική αντιπαράθεση και σχεδόν χωρίς να έχουν συζητηθεί στη Βουλή οι επιπτώσεις μιας τέτοιας κοινωνικής αλλαγής, ένα κοινωνικό σύστημα παροχών διαμορφωμένο μετά από δεκαετίες αγώνων και συμβιβασμών έπαψε επίσημα να υπάρχει. Η αιτιολόγηση του νέου status quo βασίστηκε στην κατάσταση της οικονομίας: υπάρχει κρίση άρα πρέπει όλοι να συνεισφέρουμε. Η αντίφαση της συλλογικής ευθύνης για την κατάσταση της οικονομίας από τη μία και του πλαισίου ατομικής ευθύνης από την άλλη, ακούγεται ως μια ανισορροπία μεταξύ υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, όλοι πρέπει να συνεισφέρουν αρνητικά (κυρίως μέσω της μείωσης των κοινωνικών παροχών), ενώ πρέπει στο εξής να φροντίζουν για τον εαυτό τους και την οικογένειά τους, και όχι για την κοινωνία συνολικά. Οι εξελίξεις αυτές στην Ολλανδία είναι βέβαια μέρος της γενικότερης πολιτικής λιτότητας στην ΕΕ. Είναι συχνές οι συζητήσεις για το αν η λιτότητα φέρνει αποτέλε-

σμα, και τι αποτέλεσμα είναι αυτό. Πέραν αυτών όμως, γεννάται και το εξής ερώτημα: η πολιτική της λιτότητας αποσκοπεί στην υπέρβαση της οικονομικής ύφεσης (μια από τις φάσεις των οικονομικών κύκλων του καπιταλισμού) ή ανήκει σε μια γενικότερη πολιτική στροφή που δεν έχει ως στόχο την επιστροφή στις ημέρες πριν την κρίση; Γενικότερα υπάρχουν ενδείξεις για το δεύτερο. Άλλωστε στην Ολλανδία δεν ανακοινώθηκε μια προσωρινή αναστολή του κράτους πρόνοιας, αλλά μπήκε η ταφόπλακά του. Η λιτότητα και τα σχετικά μέτρα στις Κάτω Χώρες έχουν ιστορία ήδη δύο δεκαετιών, από τα μέσα του 1990. Η έξαρση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και ρητορικής είχε αρχίσει ακόμα νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1980, ως αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης του 1973: η υψηλή ανεργία και η αύξηση του εθνικού ελλείμματος οδήγησαν στη συμφωνία Wassenaar, η οποία περιόριζε την αύξηση μισθών και καθόριζε τη συνεργασία συνδικάτων και εργοδοτών για την «ανάπτυξη» και την «ανταγωνιστικότητα». Ακόμα πιο έντονα μέτρα θεσπίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν για πρώτη φορά σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού αριστερών και δεξιών κομμάτων, από το Εργατικό κόμμα και δύο φιλελεύθερα κόμματα, και όταν για πρώτη φορά η πολιτική έπαψε να είναι ζήτημα πάλης ή σύγκρουσης ιδεών και έγινε θέμα διαχείρισης. Υποθηκευμένα όνειρα Ενδεικτικά, μία από τις σημαντικότερες ενέργειες της εν λόγω κυβέρνησης του 1994 ήταν η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών κατοικιών. Η Ολλανδία είχε για δεκαετίες ένα από τα πιο αποτελεσματικά συστήματα εξασφάλισης στέγης, με το 1/3 όλων των πολιτών να μένει σε κοινωνική κατοικία, ποσοστό που άγγιζε το 50% στις πόλεις (όπως το Άμστερνταμ). Το βασικό χαρακτηριστικό τέτοιων κατοικιών είναι το χαμηλό ενοίκιο που συχνά μειωνόταν μέσω επιδόματος για χαμη-


[14]

λόμισθους, αλλά και η ισχυρή νομική προστασία των ενοίκων. Από το 1995 έχει γίνει μια πολιτική εκστρατεία να αγοραστούν τα κοινωνικά σπίτια από τους πολίτες, ώστε να υπάρξει γενικευμένη ιδιοκατοίκηση και να εμπορευματοποιηθεί η κατοικία, προκειμένου να διανοιχθεί η αγορά της στέγης στην κερδοσκοπική δραστηριότητα. Την τελευταία δεκαετία, πολλοί αγοραστές κατοικούσαν στα σπίτια τους για περίπου πέντε χρόνια και μετά πουλούσαν το ακίνητο, κερδίζοντας από 5.000 μέχρι και 50.000 ευρώ. Με δεδομένη την τρέχουσα κρίση στην αγορά στέγης που άρχισε το 2008, το αποτέλεσμα αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο θέμα της κατοικίας είναι η αύξηση του χρέους των νοικοκυριών σε όλη τη χώρα, που η αναλογία του προς το διαθέσιμο εισόδημα αγγίζει σήμερα το 300%, λόγω των υποθηκευμένων σπιτιών, τα οποία μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις έχουν χάσει μεγάλο μέρος της αξίας τους. Σήμερα η υπεράσπιση των κοινωνικών κατοικιών θεωρείται παρωχημένη και, όπως και συμβαίνει με το κοινωνικό κράτος, είναι σχεδόν αδύνατον να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ της. Παρ’ όλα αυτά οι παρενέργειες της ριζοσπαστικής αλλαγής στο θέμα της στέγης είναι έντονες, ιδιαίτερα σε πόλεις όπως το Άμστερνταμ, με αποτέλεσμα η κινητικότητα μεταξύ κατοικιών να είναι πολύ δύσκολη. Όταν κανείς αποκτήσει το δικαίωμα να μείνει σε μια κοινωνική κατοικία δεν παραιτείται σχεδόν ποτέ από αυτό για δύο λόγους: μπορεί να προηγήθηκε πολύ μεγάλη αναμονή (ακόμα και 15 χρόνια), ενώ αν κανείς αφήσει το σπίτι,

χάνει πια την πρόσβαση σε άλλο. Βέβαια συχνά οι ένοικοι καταχρώνται την υψηλή ζήτηση κατοικίας στην ολλανδική πρωτεύουσα και υπενοικιάζουν παράνομα τις κοινωνικές κατοικίες τους, ειδικά σε μη Ολλανδούς πολίτες. Με δεδομένη την αύξηση της ιδιοκατοίκησης (γύρω στο 40-50%), η εναλλακτική για τους καινούριους κατοίκους είναι μια πολύ περιορισμένη αγορά ιδιωτικής ενοικίασης (περίπου 10-20% του συνόλου των κατοικιών) με ενοίκια που κυμαίνονται για παράδειγμα στα 1.200 ευρώ το μήνα για ένα δυάρι, 5 χλμ. από το κέντρο. Το Άμστερνταμ, που υπήρξε ιστορικά μια πόλη εσωτερικής και διεθνούς μετανάστευσης, έχει δημιουργήσει πολύ δύσκολες συνθήκες για την κινητικότητα και γίνεται όλο περισσότερο τόπος κατοικίας αποκλειστικά για ανθρώπους με υψηλά εισοδήματα. «Αποδοτικότητα» και τέχνη/μόρφωση/υγεία Πολύ σημαντικές μεταβολές επήλθαν όμως και στις παροχές για την τέχνη, τη μόρφωση και την υγεία, οι οποίες ήταν συχνά παραπάνω από αξιοπρεπείς. Ήδη, για παράδειγμα, από το 1956, υπήρχε ξεχωριστό επίδομα για καλλιτέχνες. Μετά από διάφορες αλλαγές και ακυρώσεις κατά περιόδους, το επίδομα είχε διαμορφωθεί από το 1999 στο 70% του βασικού μισθού και δινόταν μέχρι τέσσερα χρόνια σε καλλιτέχνες που μπορούσαν να στήσουν μια προσοδοφόρα επιχείρηση, χωρίς να διδάσκουν, μόνο μέσα από εκδηλώσεις, εκθέσεις κ.λπ. Το 2012 η ολλανδική κυβέρνηση το κατάργησε και στη θέση του εισήγαγε σύστημα δανείων. Μια καλλιτέχνιδα που παρευρέθηκε σε συναντήσεις σχετικά με το επίδομα πριν και μετά την κατάργησή του, άκουσε από τους ίδιους υπεύθυνους τις αντίθετες συμβουλές στις δύο συναντήσεις: πρώτα (προς τα τέλη του 2011) αποθάρρυναν τους καλλιτέχνες να διδάσκουν, και τους συνιστούσαν να επιβιώσουν μονάχα από την τέχνη, ενώ δύο μήνες μετά (το 2012) τους παρότρυναν, αντιθέτως, έντονα να διδάσκουν για να ζήσουν. Αντίστοιχα, με βάση τον νέο προϋπολογισμό τα έξοδα για την παιδεία μειώνονται δραστικά και θα ακολουθήσουν απολύσεις εκπαιδευτικών (μετά από πολλούς επιστάτες και γραμματείς). Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μείωσης παροχών είναι ότι, ενώ υπάρχει η δυνατότητα για μια μη Ολλανδή φοιτήτρια που


[15]

εργάζεται 32 ώρες το μήνα να παίρνει επίδομα περίπου 250 ευρώ το μήνα, από το 2014 οι ώρες ανεβαίνουν στις 56 ανά μήνα. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ πριν μπορούσε καμία να εργάζεται για 8 ώρες μία φορά την εβδομάδα και να σπουδάζει καθημερινά, από τη νέα χρονιά θα πρέπει να εργάζεται σχεδόν δύο φορές την εβδομάδα. Στο θέμα της υγείας, το σύστημα παραμένει ένα από τα πιο κοινωνικά στον κόσμο, παρότι εδώ και χρόνια έχει διαμορφωθεί μια λογική αποτροπής των ασθενών από τη θεραπεία. Τα νοσοκομεία της Ολλανδίας είναι ιδιωτικά, μη κερδοσκοπικά και ιδιαίτερα προηγμένα, ενώ η ασφάλιση δεν βασίζεται στην ηλικία ή την κατάσταση υγείας του ασφαλιζόμενου (όπως στις ΗΠΑ). Έτσι οι (ιδιωτικές) ασφαλιστικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να παρέχουν ασφάλιση σε όλους (όπως και όλοι είναι υποχρεωμένοι νομικά να έχουν ασφάλιση). Επίσης οι χαμηλόμισθοι δικαιούνται επίδομα το οποίο μειώνει το κόστος της ασφάλισής τους γύρω στα €50/μήνα (χωρίς το επίδομα το ποσό είναι τώρα περίπου €100/μήνα). Παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια υπάρχει συζήτηση για το κόστος του συστήματος και την οικονομική «αποδοτικότητά» του. Αυτή η τάση αποφυγής του κόστους έχει οδηγήσει τους παθολόγους (τους οποίους πρέπει κανείς να επισκεφθεί πάντα προτού πάει σε κάποια εξειδικευμένη γιατρό) να λειτουργούν ως φύλακες «προ των πυλών» του νοσοκομείου. Στα 15 λεπτά που έχει κανείς δικαίωμα να δει τον παθολόγο, υπάρχει συχνά μια συνειδητή προσπάθεια να μην επισκεφθεί ο ασθενής πιο εξειδικευμένη νοσοκομειακή γιατρό. Αντίθετα ενθαρρύνεται να κάνει υπομονή μέχρι να περάσει το οποιοδήποτε πρόβλημα, οδηγώντας συχνά σε επιπλοκές και σε αιφνίδιες επεμβάσεις λόγω ολιγωρίας. Παράλληλα, η συνταγογράφηση είναι χαμηλή (σε ακραία αντίθεση με την Ελλάδα) και συχνά ακούγονται ιστορίες ασθενών που ταλαιπωρούνται για καιρό χωρίς αποτέλεσμα. Ενδεικτικά το τεστ Παπανικολάου γίνεται μονάχα κάθε 5 χρόνια αφότου μια γυναίκα γίνει 30 ετών και οι γενικές προληπτικές εξετάσεις ρουτίνας δεν είναι συνηθισμένες. Ειδικά στο χώρο της υγείας τείνει να κυριαρχήσει η νεοφιλελεύθερη λογική της «αποδοτικότητας» και της εμπορευματικής παροχής θεραπείας και πρόληψης, παρότι η υγεία έχει πρωταρχική σημασία για τους πολίτες, οι οποίοι

την έχουν ανάγκη και αναζητούν καλή περίθαλψη. Είναι λοιπόν είναι ένα από τα πιο ελκυστικά πεδία για την ελεύθερη αγορά, δεδομένου ότι η πιθανή κερδοφορία είναι σχεδόν απεριόριστη. Ωρομίσθιο 2,5 ευρώ και 37 αεροσκάφη F-35 Οι κοινωνικές παροχές του ολλανδικού κράτους αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη για οποιονδήποτε έρχεται για πρώτη φορά στην Ολλανδία: επίδομα για ενοίκιο, για ασφάλιση, για καλλιτέχνες, για σπουδαστές που εργάζονται κ.ά., αν και οι περισσότερες παροχές αυτού του είδους σήμερα είτε έχουν συρρικνωθεί είτε δεν υπάρχουν. Άλλες πτυχές της ολλανδικής κοινωνίας όμως χρειάζεται περισσότερος καιρός να γίνουν αντιληπτές: η αυξανόμενη ξενοφοβία, ο υπόγειος σεξισμός και μια άστοχη αλαζονεία για το ολλανδικό οικονομικό και κοινωνικό «θαύμα». Το εν λόγω «θαύμα» έχει όψεις που αιφνιδιάζουν. Ήδη από το 1974, ο μισθός των εφήβων είναι επίσημα μειωμένος και εν έτει 2013 φαντάζει τραγελαφικός: για έναν 15χρονο εργαζόμενο (όπως αυτούς που δουλεύουν στο σουπερμάρκετ Albert Heijn) είναι €2,5/ώρα και ανεβαίνει στα €3,75/ώρα στα 18 έτη. Μόνο όταν κανείς γίνει 23 πληρώνεται με το επίσημο ελάχιστο των €8,375 ανά ώρα. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ολλανδία εργάζεται πάνω από το 50% των νέων 15-19, οι οποίοι απολύονται μαζικά αρκετά πριν φτάσουν στην ηλικία στην οποία δικαιούνται τον βασικό μισθό. Είναι άλλωστε προφανές ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις δεν μπορούν να διατηρηθούν από μόνες τους. Υπάρχει μια συνεχής πιεστική και ανι-


[16]

σόρροπη «διόρθωση» από το οικονομικό σύστημα, νεοφιλελεύθερο στην προκείμενη μορφή του, εις βάρος της δίκαιης διανομής του πλούτου. Ο Ντάισελμπλουμ, υπουργός οικονομικών της Ολλανδίας, τόνισε ότι ήρθε η ώρα για την κοινωνία να μην κοστίζει τόσο και για τους πολίτες να είναι υπεύθυνοι για τον εαυτό τους, ενώ τις ίδιες μέρες η ολλανδική κυβέρνηση κανόνιζε να αγοράσει 37 μαχητικά αεροσκάφη F-35 για 4,5 δισ. ευρώ. Η ανακοίνωση του βασιλιά για το τέλος της εποχής του κράτους πρόνοιας δεν αποτελεί έκπληξη αλλά επιβεβαίωση. Η πολιτική της χώρας έχει κάνει τη νεοφιλελεύθερη στροφή εδώ και δεκαετίες. Η έκπληξη είναι ότι υπήρξε πολύ μικρή πολιτική αντίσταση, ειδικά σε μια κοινωνία που προτάσσει συχνά τον χαρακτήρα της ως συναινετικής και συμμετοχικής. Με ένα «πυλωνικό» σύστημα θεσμικού διαχωρισμού των κοινωνικών ομάδων (verzuiling), η ολλανδική κοινωνία είχε ιστορικά χωριστεί σε διάφορους σχηματισμούς, όπως καθολικούς, σοσιαλιστές και προτεστάντες, με δικά τους ΜΜΕ, νοσοκομεία, σχολεία, σωματεία κ.ά. Αυτός ο διαχωρισμός γέννησε το polder model, μια μη συγκρουσιακή μορφή διακυβέρνησης, βασισμένη στον διάλογο και τη συναίνεση (το πόλντερ είναι μια τεχνητά περιφραγμένη επιφάνεια εδάφους που περιέχει νερό). Με τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να έχουν δημιουργήσει στην παρούσα φάση κυβέρνηση συνασπισμού (Φιλελεύθεροι και Εργατικοί), η αντίσταση στα νέα μέτρα λιτότητας ήταν, το λιγότερο, περιορισμένη. Η διαφωνία τους δεν είναι αν θα διαλύσουν το κράτος πρόνοιας αλλά το πόσο γρήγορα θα γίνει αυτό. Η αντίσταση στις διεργασίες κατάλυσης του κράτους πρόνοιας στην Ολλανδία, και πλήρους αντικατάστασής του από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, είναι περιορισμένη αλλά υπαρκτή. Στις 21 Σεπτεμβρίου, τέσσερεις μέρες μετά την ανακοίνωση του βασιλιά, έγινε στο Άμστερνταμ διαδήλωση 5.000 ατόμων κατά της λιτότητας. Πέραν αυτού, τα τελευταία 3-4 χρόνια έχουν γίνει πολλές απεργίες, όπως οδηγών λεωφορείων, καθαριστών σε πανεπιστήμια και δημοτικών υπαλλήλων. Η κυβέρνηση στην παρούσα φάση δεν είναι καθόλου δημοφιλής και δέχεται γενικότερη κριτική ακόμα και μέσα στη βουλή από άλλα κόμματα. Οι αλλα-

γές όμως επιβάλλονται και, το σημαντικότερο, η πολιτική συζήτηση έχει περιοριστεί σε ένα τεχνοκρατικό σχέδιο διάσωσης της «οικονομίας». Το μέλλον διαμορφώνεται με βάση τους «δείκτες» και την «πραγματικότητα», αντί της ιδεολογίας και της αντιπαράθεσης ιδεών. Μετά τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Ολλανδία, αναδεικνύονται δύο πτυχές της ανακοίνωσης του τέλους του κράτους πρόνοιας. Από τη μία, φαίνεται αδύνατη η υπεράσπιση ενός συστήματος παροχών που βασίζεται μεν σε κοινωνικά αναγκαίες υποκειμενικές συνθήκες (πάλη και αγώνες των εργατών) αλλά ξεπερασμένες δε αντικειμενικές συνθήκες: μεταπολεμικά η οικονομία της Ολλανδίας βασιζόταν σε υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην εργασία, τουλάχιστον από τους άντρες, ενώ ήταν διαδεδομένο να δουλεύει κανείς για δεκαετίες στην ίδια δουλειά. Πέραν αυτού, το κράτος πρόνοιας εκείνης της περιόδου εν μέρει παράχθηκε ώστε να κατευνάσει το εργατικό κίνημα. Αντίθετα, με δεδομένες τις εγγενείς αδυναμίες του καπιταλισμού, που οδήγησαν σε νέες συνθήκες εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες (αβεβαιότητα εύρεσης εργασίας, έλλειψη μονιμότητας, «ευελιξία» και ρευστότητα), ένα τέτοιο σύστημα κοινωνικών παροχών χρειάζεται, το λιγότερο, να επαναπροσδιοριστεί (π.χ. σήμερα οι ελεύθεροι επαγγελματίες στην Ολλανδία αγγίζουν το 16% και έχουν ασαφή θέση σε ένα τέτοιο σύστημα). Από την άλλη, γεννάται κατά συνέπεια η ανάγκη ανεύρεσης ενός νέου τρόπου (ανα)διανομής του πλούτου. Ο νεοφιλελευθερισμός στην Ολλανδία προτείνει τη λύση «ο καθένας μόνος και όποιος αντέξει», με την ελεύθερη αγορά να παίζει τον ρόλο του συντονιστή. Και η παράφωνη επωδός της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας είναι ακριβώς ότι δεν τίθεται θέμα ιδεολογίας αλλά «ρεαλισμού». Το κράτος πρόνοιας αποκαλείται μη αποδοτικό αλλά δεν αποσαφηνίζεται για ποιον συγκεκριμένα. Τα ερωτήματα που προκύπτουν επομένως είναι αν θα έπρεπε να υπάρχουν παροχές που είναι αναφαίρετα δικαιώματα για όλους (παιδεία, υγεία, κατοικία;), ποιες υποχρεώσεις είναι αντίστοιχα απαραίτητες, αλλά πρωτίστως αν έχει ρόλο η συλλογικότητα στη διανομή του πλούτου: πρέπει να παράγουμε όλοι για όλους ή ο καθένας για τον εαυτό του;


[17]

Γιώργος Βασσάλος

H ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών υψηλής ταχύτητας στην ΕΕ: μάχη σκοτεινών γιγάντων Μέρος πρώτο: ιστορία και (λίγη) θεωρία

Η

τάση για την αυτοματοποίηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών άρχισε τη δεκαετία του ’80.1 Η προώθηση της ρευστότητας των χρηματαγορών επιλέχθηκε από την πολιτική εξουσία στη Δύση ως το μοντέλο εξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης και αντιμετώπισης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους στη βιομηχανική παραγωγή τη δεκαετία του ’70. Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι η εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας συνέβαλε επίσης με ένα τρόπο, αθέλητα ίσως, στην προετοιμασία του εδάφους για την απελευθέρωση της χρηματοοικονομίας. Αν πάρουμε συνολικά τις ασφαλιστικές και επενδυτικές εταιρείες, αλλά και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οι τρεις κατηγορίες μαζί διεξήγαν το 75% του συνολικού όγκου των συναλλαγών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE) το 1975, ενώ αντίθετα το 1950 το 80% των συναλλαγών πραγματοποιούνταν από ιδιώτες επενδυτές. Οι νέοι αυτοί «θεσμικοί» επενδυτές διεκδικούσαν τα προνόμια που θεωρούσαν ότι τους αναλογούν, δεδομένης της θέσης που κατείχαν στην αγορά. Το 1975, η συλλογική θέσπιση του ύψους των τραπεζικών προμηθειών για την έκδοση ομολόγων και άλλων τίτλων, μια παλιά πρακτική που ίσχυε για 150 χρόνια, καταργήθηκε στη Νέα Υόρκη. Έκτοτε οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποια θα προσφέρει φθηνότερες προμήθειες στους θεσμικούς επενδυτές.2 Η αλλαγή αυτή άνοιξε διάπλατα τον δρόμο σε νέου τύπου πωλητές και μεσάζοντες χρηματοοικονομικών τίτλων, όπως τα διάφορα επενδυτικά ταμεία. Το χρηματιστήριο του Λονδίνου (LSE) πήρε τη σκυτάλη το 1986, καταργώντας κι αυτό τις κοινή συναινέσει οριζόμενες προμήθειες. Την ίδια στιγ1. Lenglet, M. και Riva, A. «Les normes du marché, entre l’homme et la machine. De quelques enjeux portés par l’automatisation des marchés financiers», Revue de la régulation. 2. Guilhot N., Financiers, philanthropes: sociologie de Wall Street, Liber, Παρίσι 2006.

μή, εισήγαγε την ηλεκτρονική οθόνη ως βάση των συναλλαγών (trading), ακολουθώντας παρόμοιες εξελίξεις που λάμβαναν ήδη χώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες (http://goo.gl/CGv78m). Το δεύτερο κύμα της απελευθέρωσης ήρθε το 1993, όταν τα χρηματιστήρια άρχισαν να μετατρέπονται από κλειστοί προσωποπαγείς οργανισμοί σε μετοχικές εταιρείες (πρώτα το χρηματιστήριο της Στοκχόλμης, έπειτα η Κοπεγχάγη και το Ελσίνκι, με το Λονδίνο να ακολουθεί το 2000).3 Το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, που από το 1972 εφάρμοζε μετοχική δομή για τα 10 από τα 33 μέλη του ΔΣ του, ολοκλήρωσε τη διαδικασία μετοχοποίησής του το 2005. Τα μετοχοποιημένα χρηματιστήρια είναι πλέον εισηγμένα στον ίδιο τους τον εαυτό, όπως οι υπόλοιπες εταιρείες και μπορούν να εισαχθούν και σε άλλα χρηματιστήρια. Τα «φορντιστικά» εθνικά χρηματοοικονομικά συστήματα αντικαταστάθηκαν, λοιπόν, από ένα διεθνή ανταγωνισμό τόσο στο εσωτερικό του κάθε χρηματιστηρίου, όσο και ανάμεσα στα διάφορα χρηματιστήρια. Όπως μας εξηγούν οι οικονομολόγοι Angelo Riva και Marc Lenglet: «Τα μέλη ενός κλειστού χρηματιστηρίου που λειτουργεί σε βάση αμοιβαίου οφέλους έχουν συμφέρον να περιορίσουν την είσοδο νέων μελών (και τη ρευστότητά τους), προκειμένου να αυξήσουν στο μέγιστο τα εισοδήματά τους [σσ. όσο πιο λίγοι είναι τόσο πιο πολλά έσοδα αντιστοιχούν στον καθένα], ενώ ένα χρηματιστήριο με μετόχους έχει ακριβώς το αντίθετο συμφέρον» (Riva και Lenglet, ό.π.), δηλαδή να αυξήσει όσο γίνεται τα μέλη του και τη ρευστότητά του. Οι επενδυτές αναζητούν τις πιο συμφέρουσες τιμές συναλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα και τα χρηματιστήρια ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς το κόστος εισδοχής σε αυτά των συμμετεχόντων 3. Aggarwal R., «Demutualization and Corporate Governance of Stock Exchanges», Journal of Applied Corporate Finance, τόμ. 15, άνοιξη 2002.


[18]

στην αγορά, αλλά και όσον αφορά την ανάπτυξη ισχυρών δομών πληροφορικής, συμβατών με τα συστήματα των μεσαζόντων (brokers) που είναι ικανά να εκτελούν εντολές σε περισσότερες από μία πλατφόρμες συναλλαγών. Η FOA (Futures & Options Association), ένα από τα βασικά λόμπι διαπραγματευτών τίτλων (κυρίως τραπεζών και εταιρειών ενέργειας) σε υψηλή συχνότητα, περιγράφει την έλευση του αλγοριθμικού trading μέσω υπολογιστών ως μια «φυσική εξέλιξη» από τον μαυροπίνακα με την κιμωλία (πάνω στον οποίο, από το 19ο αιώνα, αναγράφονταν οι τιμές, και τον οποίο κουβαλούσαν νεαροί που τους αποκαλούσαν «δρομείς») στο χρηματιστήριο διά βοής και το τηλεφωνικό trading (http://goo.gl/dHzU8V). Τα περισσότερα χρηματιστήρια σήμερα έχουν περάσει στο ηλεκτρονικό trading και έχουν καταργήσει εντελώς ή σχεδόν τη διαπραγμάτευση διά βοής και διά χειρονομιών (http://goo.gl/Fgv6Tt). Τα χρηματιστήρια εισάγονται στον εαυτό τους με στόχο να συγκεντρώσουν κεφάλαια για να επενδύσουν στην τεχνολογική έρευνα και καινοτομία που θα αυξήσει την ταχύτητα των συναλλαγών.4 Η ευρωπαϊκή οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (γνωστή ως MiFID) υιοθετή4. Lagneau-Ymonet, P. και Riva, A., «A Market as a Public Good. The Political Economy of the Revision of the Markets in Financial Instruments Directive (MiFID)», στο Huault, I. και Richard, C. (επιμ.), Finance: The Discreet Regulator, How Financial Activities Shape and Transform the World, Palgrave Macmillan, Λονδίνο 2012, σ. 134-163.

θηκε το 2004 και άρχισε να εφαρμόζεται το 2007, συνοδευόμενη από έναν κανονισμό. Η νομοθεσία αυτή ολοκλήρωσε την καθιέρωση ενός μοντέλου «της αγοράς των αγορών» στην Ευρώπη. Κατήργησε το μονοπώλιο των εθνικών αγορών όπου αυτό επιβίωνε de jure (στον ευρωπαϊκό Νότο κυρίως) και επιτέθηκε στα de facto μονοπώλια. Αυτή η δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής αγοράς χρηματοοικονομικών προϊόντων επιτάχυνε ριζικά τη χρήση αλγοριθμικών συστημάτων συναλλαγών υψηλής ταχύτητας. Πέρα από τα χρηματιστήρια, η νομοθεσία αναγνώριζε και κάποιες νέες και λιγότερο διαφανείς πλατφόρμες συναλλαγών, όπως τα «πολυμερή συστήματα διαπραγμάτευσης» (MTFs). Κοινοπραξίες τραπεζών ξεκίνησαν, λοιπόν, να στήνουν τέτοια πολυμερή συστήματα. Τον Νοέμβρη του 2011, το 35% του όγκου των συναλλαγών στις ευρωπαϊκές αγορές διεξαγόταν μέσω συστημάτων υψηλής συχνότητας. Την ίδια εποχή, σε ορισμένες αμερικανικές αγορές το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε ήδη το 50%. Οι εταιρείες που έχουν στη διάθεσή τους εξοπλισμό υψηλής συχνότητας μπορούν να εισαγάγουν, να τροποποιήσουν ή να ακυρώνουν εντολές αγοράς ή πώλησης χρηματοοικονομικών προϊόντων μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Δεδομένου ότι τέτοιες ταχύτητες ξεπερνούν την ανθρώπινη δυνατότητα αντίληψης, τα λογισμικά είναι προγραμματισμένα να αποφασίζουν τα ίδια με ημιαυτόνομο τρόπο πού και πότε θα παρέμβουν (Riva και Lenglet, ό.π.). Τέτοια συστήματα ήταν ακόμα σπάνια στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια αλλαγή που συντελέστηκε μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, με τη νομοθεσία της ΕΕ να παίζει καταλυτικό ρόλο σε αυτή. Έχοντας ως εφαλτήριο την απο-αμοιβαιοποίηση και το άνοιγμα στον ανταγωνισμό, αλλά και το «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες» (FSAP) το 1999, τα χρηματιστήρια του Παρισιού, των Βρυξελλών και του Άμστερνταμ συγχωνεύτηκαν ήδη το 2000 για να δημιουργήσουν το Euronext. Το 2002, το Euronext απέκτησε ακόμα το χρηματιστήριο της Λισσαβόνας κι ένα μικρό χρηματιστήριο του Λονδίνου, το Futures & Options Exchange (http://goo.gl/8TDTPW). Η πώληση των αλγοριθ-


[19]

μικών συστημάτων άρχισε να αποτελεί μια από τις βασικές πηγές εσόδων για τα χρηματιστήρια. Ο τεχνολογικός ανταγωνισμός ωθεί, πέρα από την ενιαιοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών, στη διατλαντική ενιαιοποίηση: τον Απρίλη του 2006 το Euronext συγχωνεύτηκε με το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης προκειμένου να δημιουργηθεί το τωρινό NYSE Euronext. Τον ίδιο μήνα το αμερικανικό χρηματιστήριο NASDAQ έγινε ο πιο σημαντικός μέτοχος του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου (LSE).5 Λίγη θεωρία Η ιδέα πίσω από την απόλυτη αποχαλίνωση του παγκόσμιου χρηματιστηριακού ανταγωνισμού ήταν ότι η δημιουργία μιας απεριόριστης ρευστότητας μπορεί να είναι η απάντηση στις διαδοχικές κρίσεις. Την άποψη αυτή εξέφραζε επίσημα ο Άλαν Γκρίνσπαν από τότε που διορίστηκε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, της FED, το 1987. Όσο αφορά την ΕΕ τώρα, η ομάδα εμπειρογνωμόνων που προετοίμασε την πρώτη οδηγία MiFID (2004), και της οποίας ηγούνταν ο βαρόνος-τραπεζίτης Lamfalussy,6 στήριξε τα συμπεράσματά της σε ένα ακαδημαϊκό άρθρο του Ross Levine και της Sara Zervos, το οποίο διαβεβαίωνε ότι η ρευστότητα των χρηματιστηριακών αγορών είναι θετικά αντιστοιχισμένη με «την οικονομική ανάπτυξη, τη συγκέντρωση κεφαλαίων και τη βελτίωση της παραγωγικότητας» (http://goo.gl/hIfbQ3). Αυτή η πίστη βασίζεται στο δόγμα της «αποτελεσματικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών». H θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η αξία των χρηματοοικονομικών προϊόντων δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την αξία των επενδύσεων στην «πραγματική οικονομία», αλλά αποτελεί περισσότερο μια έκφραση του πραγματικού ρίσκου για την αποδοτικότητα αυτών των επενδύσεων. Συνεπώς, ο χρηματοοικονομικός ανταγωνισμός δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στον καλύτερο δυνατό καταμερισμό των πόρων και στη σταθερό5. Lagneau-Ymonet, P. και Riva, A., Histoire de la Bourse, La Découverte, Παρίσι 2012. 6. Βασσάλος Γ., «Οι τράπεζες και η ΕΕ: από τη χρηματιστικοποίηση στη "δημοκρατία" των μετόχων», Λεύγα, τχ. 9, Νοέμβριος 2012.

τητα. Στο πρόσφατο βιβλίο του Η αυτοκρατορία της αξίας, ο οικονομολόγος André Orléan έδειξε –προσφέροντας μια ενδελεχή εξήγηση με πολλά παραδείγματα– ότι οι τιμές των χρηματοοικονομικών προϊόντων καθορίζονται μέσα από την προσπάθεια των συμμετεχόντων στην αγορά να μαντέψουν τις εκτιμήσεις-προτιμήσεις των υπολοίπων, κάτι το οποίο καταλήγει στη δημιουργία (κοινωνικών) συμβάσεων στο εσωτερικό της χρηματοοικονομικής κοινότητας, βάσει των οποίων διαμορφώνονται οι τιμές. Έδειξε λοιπόν ότι στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια συστηματική και διαρκή αποσύνδεση των τιμών από ρεαλιστικές εκτιμήσεις της «αντικειμενικής» αξίας τους. «Σε μια χρηματοοικονομική αγορά κάνει κανείς όχι αυτό που εκτιμά ο ίδιος, αλλά αυτό που εκτιμά ότι θα εκτιμήσει συλλογικά η αγορά», γράφει ο Orléan.7 Είναι χρήσιμο να σκεφτούμε επίσης ότι οι μεγάλοι επενδυτές –που, σημειωτέον, είναι π.χ. αυτοί που διαθέτουν την τεχνολογία υψηλής συχνότητας– βαραίνουν πολύ περισσότερο από τους μικρούς επενδυτές όσον αφορά τη διαμόρφωση της συμφωνίας της χρηματοοικονομικής κοινότητας που εκφράζεται με τις τιμές που ανακοινώνει. Τελικά, θα ήταν πολύ ορθότερο να μιλάμε για δομική και διαρκή αναποτελεσματικότητα των χρηματοοικονομικών αγορών. Μα τότε λοιπόν γιατί συνεχίζουν να γιγαντώνονται; 7. Orléan A., L’empire de la valeur, Seuil, Παρίσι 2011.


[20]

O Καρλ Μαρξ γράφει στο Κεφάλαιο (αγγλική και γερμανική έκδοση, δικές μου υπογραμμίσεις): «Τρεις παράγοντες: η κίνηση των τιμών, η μάζα των εμπορευμάτων που κυκλοφορεί, και τέλος η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, μπορoύν […] να αλλάζουν, για αυτό τον λόγο, το άθροισμα των τιμών που πρέπει να πραγματοποιηθεί, επομένως και η μάζα των μέσων κυκλοφορίας που καθορίζεται [από τους εξαιρετικά] πολυάριθμους συνδυασμούς [των τριών αυτών παραγόντων]».8 Κι επίσης: «η ταχύτητα της κίνησής [του νομίσματος] αντικατοπτρίζει την ταχύτητα των αλλαγών μορφής [των εμπορευμάτων], τη συνεχή εισδοχή των διαδοχικών μεταμορφώσεών τους, της μίας μέσα στην άλλη».9 Παρατηρώντας τις σημερινές χρηματαγορές υψηλής συχνότητας οι Riva και Lenglet γράφουν: «το κέρδος δημιουργείται από την πολύ γρήγορη περιστροφή της εκκίνησης της κυκλοφορίας, χωρίς οι εντολές αυτές να απαιτούν σημαντικές δεσμεύσεις κεφαλαίου». Το κέρδος είναι νέα «μάζα των μέσων κυκλοφορίας» ή πιο απλά χρήμα στη μία ή την άλλη μορφή. Όταν οι καπιταλι8. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. Α΄, μτφρ. Π. Μαυρομμάτης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002, σ. 134. Το γερμανικό κείμενο αποδίδεται καλύτερα στα αγγλικά, ενώ η ελληνική και γαλλική μετάφραση δεν αποδίδουν τον ρυθμιστικό ρόλο που έχουν οι τρεις παράγοντες στον καθορισμό του συνολικού ποσού του κυκλοφορούντος μέσου ανταλλαγής (νομίσματος σε διάφορες μορφές). Στα γερμανικά: «Die drei Faktoren: die Preisbewegung, die zirkulierende Warenmasse und endlich die Umlaufsgeschwindigkeit des Geldes, können aber in verschiedner Richtung und verschiednen Verhältnissen wechseln, die zu realisierende Preissumme, daher die durch sie bedingte Masse der Zirkulationsmittel, also sehr zahlreiche Kombinationen durchmachen». (http://goo.gl/vRQ5w1) Στα αγγλικά: «These three factors, however, state of prices, quantity of circulating commodities, and velocity of moneycurrency, are all variable. Hence, the sum of the prices to be realised, and consequently the quantity of the circulating medium depending on that sum, will vary with the numerous variations of these three factors in combination». (http://goo.gl/mr2OgA). 9. Όλη η παράγραφος από τη γαλλική έκδοση: « De même que le cours de la monnaie en général reçoit son impulsion et sa direction de la circulation des marchandises, de même la rapidité de son mouvement ne reflète que la rapidité de leurs changements de forme, la rentrée continuelle des séries de métamorphoses les unes dans les autres, la disparition subite des marchandises de la circulation et leur remplacement aussi subit par des marchandises nouvelles».

στές δεν μπορούν να αποσπάσουν αρκετό κέρδος από την κίνηση των τιμών ή την αύξηση των εμπορευμάτων, τότε το κάνουν επιταχύνοντας την κυκλοφορία του χρήματος και τις αλλαγές στις μορφές που παίρνει ως εμπόρευμα (αγορά και πώληση τίτλων χρέους, χρηματοοικονομικών προϊόντων κ.λπ.). Ο Orléan γράφει: «η χρηματοοικονομική σφαίρα είναι ένα συλλογικό σχέδιο των κεφαλαιούχων που στοχεύει στην παράκαμψη των περιορισμών που επιβάλει η ακινησία στην ανάπτυξη και επέκταση του κεφαλαίου». Το κεφάλαιο βρέθηκε σχετικά ακινητοποιημένο από την πτώση της αποδοτικότητας των παραγωγικών επενδύσεων (ή την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους) στα τέλη της χρυσής τριακονταετίας. Η επίθεση στα δικαιώματα των μισθωτών εργαζομένων και στο μερίδιό τους στον παραγόμενο πλούτο (που συχνά εκφράζεται με το μέγεθος του ΑΕΠ) από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι μια επιχείρηση συμπίεσης της τιμής του εμπορεύματος-εργασία ώστε να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους. Δεν είναι όμως αρκετή. Στη χρηματοοικονομική σφαίρα, το κεφάλαιο μπορεί να δημιουργήσει κέρδος χωρίς να δεσμευτεί σε μακροχρόνια σχέδια και μερικά απελευθερωμένο από τους περιορισμούς που επιβάλει ο εκάστοτε συσχετισμός δύναμης με την εργασία. Όπως εξηγεί ο Orléan: «το σχέδιο που ακολουθεί η χρηματοοικονομική κοινότητα όταν επιλέγει να οργανωθεί στις χρηματιστικές αγορές είναι να ακολουθήσει έναν τρόπο οργάνωσης απελευθερωμένο εν μέρει από τον χρόνο παραγωγής». Φτάνει στο συμπέρασμα ότι όχι απλώς η χρηματοοικονομική ρευστότητα δεν είναι στην υπηρεσία της παραγωγής –όπως υποστηρίζουν οι κυρίαρχοι κύκλοι– αλλά αντίθετα είναι από τη φύση της, μια παρέκκλιση από την παραγωγική οικονομία προς το συμφέρον των κατόχων των κεφαλαιακών τίτλων (Orléan A. 2011, ό.π., σ. 276). Οι Riva και Lenglet παρατηρούν ότι μέσα από τις χρηματοοικονομικές αγορές υψηλής συχνότητας οι κάτοχοι των τίτλων «περισσότερο μετακινούν τον υφιστάμενο πλούτο με έναν τρόπο που τους δίνει πλεονεκτήματα, παρά δημιουργούν καινούργιο πλούτο». Αποστέλλοντας μαζικές εντολές αγοράς ή


[21]

πώλησης επηρεάζουν καθοριστικά τη διαμόρφωση των τιμών. Στη συνέχεια, ακυρώνουν τις εντολές μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και πραγματοποιούν τις συναλλαγές που επιθυμούν στις αλλαγμένες πλέον τιμές αποκομίζοντας κέρδος. Η αντίληψη της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ Η κοινωνική χρησιμότητα των τεχνολογιών που προαναφέρθηκαν δεν έχει συζητηθεί ποτέ. Κατά την κρατούσα θεωρία, η ρευστότητα θα ευνοούσε την καλύτερη δυνατή κατανομή των πόρων, και αυτή στη συνέχεια την ανάπτυξη. Κι όμως, τα τελευταία χρόνια, που οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας κυριαρχούν στις αγορές, δεν είδαμε την ανάπτυξη να απογειώνεται ούτε, πολύ περισσότερο, τους πόρους να αφιερώνονται στην επίλυση των προβλημάτων και στην κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων στους τομείς του περιβάλλοντος, της υγείας, της διατροφής κ.λπ. Από το 2007, η ευρωζώνη και οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφάνισαν για δύο χρονιές αρνητικά ποσοστά ανάπτυξης (2009, 2012 και 2008, 2009 αντιστοίχως) και η φτώχεια αυξήθηκε σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη, συμπεριλαμβανόμενης της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άρχισε να προετοιμάζει την αναθεώρηση της οδηγίας MiFID το 2010, δηλαδή μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Εξαρχής, καμία από τις βασικές αρχές όπως η ύπαρξη μιας «αγοράς των αγορών» (χρηματιστηριακών, MTF κ.λπ.) ή η επιδίωξη μιας ρευστότητας δίχως όρια δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Σε αυτόν τον τομέα, η Επιτροπή ακολουθούσε τις γενικές κατευθύνσεις της χρηματοοικονομικής μεταρρύθμισης στις οποίες είχαν συμφωνήσει και τα ευρωπαϊκά κράτη στο πλαίσιο της διάσκεψης των G20 το 2009. Μέρος της εξήγησης αυτού του φαινομένου βρίσκεται ίσως στην παρατήρηση του Orléan που αφορά την επέμβαση «εξωεπιστημονικών» συμφερόντων, που προσπαθούν να τροποποιήσουν οικονομικές αναλύσεις προς το συμφέρον τους. Μία τέτοια οικονομική «επιστήμη», που λειτουργεί υπό την πολλαπλή επίδραση των συμφερόντων των μεγάλων εταιρειών, μονοπωλεί και τη σκέψη της ηγεσίας της ΕΕ.

Παρ’ όλα αυτά, διάφορα περιστατικά κραχ αλγοριθμικών συστημάτων10 σε συνδυασμό με τη γενική οικονομική δυσπραγία έκαναν την Επιτροπή να ανοίξει μια συζήτηση (http://goo.gl/ MZsJg3, ερωτήσεις 13-20) σχετικά με τους πιθανούς περιορισμούς στις συναλλαγές υψηλής συχνότητας όπως η επιβολή «ασφαλειοδιακοπτών», οι οποίοι θα διακόπτουν τις συναλλαγές όταν εντοπίζεται ένα υπερτοξικό προϊόν, η θέσπιση μιας προθεσμίας μέχρι τη λήξη της οποίας δεν θα είναι δυνατόν να τροποποιηθούν οι εντολές, ή ενός μέγιστου ποσοστού εντολών που μπορούν να ακυρωθούν κ.λπ. Τα διάφορα χρηματιστήρια ανέπτυξαν διάφορα μοντέλα για να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους κραχ ή βλαβερής γι’ αυτά κερδοσκοπίας. Η αναθεώρηση της νομοθεσίας έχει γίνει πεδίο ανταγωνισμού – κυρίως ανάμεσα στο London Stock Exchange, το NYSE-Euronext και το Deutsche Börse– για την επιβολή του δικού τους μοντέλου ως πανευρωπαϊκής νόρμας. Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τα διακυβευόμενα συμφέροντα σε τρεις κατηγορίες, οι οποίες είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα αντιτιθέμενες και μάλλον συνδέονται στενά, παρόλο που έχουν ενδιαφέρουσες εσωτερικές διαφορές: 1) τα χρηματιστήρια και τις άλλες πλατφόρμες συναλλαγών, 2) επενδυτικές εταιρείες, που είναι οι κατεξοχήν συναλλασσόμενοι, και 3) μεγάλες επενδυτικές τράπεζες, που είναι μέτοχοι στις δύο προηγούμενες κατηγορίες και σημαντικοί πωλητές τεχνολογίας. Σε επόμενο τεύχος, θα εξετάσουμε τις διάφορες συμμαχίες ανάμεσα σε εκπροσώπους των πολιτικών θεσμών της ΕΕ και τις διάφορες μερίδες της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας που σχηματίστηκαν και συγκρούστηκαν γύρω από τη νομοθεσία αυτή. Την περίοδο αυτή γίνονται διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο των υπουργών για να συμφωνηθεί το τελικό κείμενο, οι οποίες θα καταλήξουν, το νωρίτερο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2013. 10. Το κυριότερο ήταν το «flash-crash» του 2010 στα αμερικανικά χρηματιστήρια. Ακολούθησαν βλάβες, έξι φορές στο NYSE-Euronext, δύο στο Chi-X και από μία στο Μιλάνο και το London Stock Exchanghe (Riva A. και Lenglet M., ό.π.).


[22]

Οι πλατφόρμες συναλλαγών Τον Ιανουάριο του 2011 υπήρχαν στην Ευρώπη 231 πλατφόρμες, από τις οποίες 92 είναι χρηματιστήρια, 139 είναι MTFs και 12 είναι «συστηματικοί εσωτερικοποιητές». Γύρω στο 72-75% των διαπραγματεύσεων συγκεντρώνεται σε 5-7 πλατφόρμες (ανάλογα με την πηγή), ενώ 37% των συναλλαγών στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία διεξάγονται εκτός οποιασδήποτε πλατφόρμας («OTC transactions»). Οι πέντε πιο μεγάλες πλατφόρμες στην Ευρώπη είναι το Χρηματιστήριο του Λονδίνου (LSE) με το 22,4% των συναλλαγών, το ΝYSE Euronext με 14,4%, το Chi-X με 14,3%, το Deutsche Börse της Φρανκφούρτης με 11,4% και το Bolsas y Mercados Españoles της Μαδρίτης με 9,7% (http://goo.gl/h8NzZN). Το LSE και το Chi-X δεν είναι μέλη του λόμπι των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων, του Federation of European Securities Exchanges, γεγονός που δείχνει την ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα «ηπειρωτικά» και μη χρηματιστήρια (http://goo.gl/ Ktw5nP). Αν υπολογίσουμε και τις συναλλαγές εκτός κάθε νομικά αναγνωρισμένης πλαταφόρμας το Markit-BOAT έρχεται πρώτο (http://goo.gl/qHc2WM). Αυτή η πλατφόρμα δημιουργήθηκε από 16 τράπεζες: JPMorgan, Goldman Sachs, Deutsche Bank, Barclays, Bank of America, BNP Paribas, Citigroup, Credit Suisse, Lehman Brothers, Merrill Lynch, RBS Greenwich και Wachovia. Οι τρεις πιο αναγνωρίσιμοι πόλοι μεταξύ των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων είναι το LSE που συνδέεται με το ΝΑSDAQ (http://goo.gl/JIyUA1), το NYSE-Euronext και το Deutche Börse. Ανάμεσα στους μεγαλύτερους μετόχους των δύο τελευταίων βρίσκονται τα Children’s Investment Fund, Atticus Capital και Fidelity Ivestment Services. Το γεγονός ότι τα δύο κυριότερα ηπειρωτικά χρηματιστήρια έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινούς μετόχους έχει οδηγήσει σε συχνές συζητήσεις περί συγχώνευσης, καμία από τις οποίες ωστόσο δεν έχει προχωρήσει. Ανάμεσα στους μεγαλομετόχους NYSE Euronext βρίσκουμε επίσης τράπεζες όπως η ολλανδική ING και η γαλλική Société Générale. To NYSE Euronext βρίσκεται τώρα σε διαδικασία εξαγοράς από το χρηματιστηριο της Ατλάντα ICE.

Τα επενδυτικά ταμεία Είναι πιο δύσκολο όμως να βρει κανείς πληροφορίες για το κομμάτι της αγοράς το οποίο ελέγχουν οι εταιρείες που γίνονται δεκτές στις πλατφόρμες που προαναφέρθηκαν και που διεξάγουν τις συναλλαγές. Σύμφωνα με την AMAFI, υπάρχουν περίπου 200 σε όλη την Ευρώπη αλλά οι 10 μόνο από αυτές πραγματοποιούν το 75% των συναλλαγών. Φυσικά, καμία μεταξύ αυτών δεν χρησιμοποιεί συστήματα συναλλαγών σε χαμηλή συχνότητα. Η ευρωπαϊκή θυγατρική της εταιρείας GETCO LLC του Σικάγο κατατάσσεται πάντοτε μεταξύ αυτών των 10 πρώτων. Πρόσφατα συγχωνεύθηκε με την –επίσης τεράστια και στην Ευρώπη– Knight Capital Group για να δημιουργήσουν την KCG Holdings, γεγονός που συγκεντροποιεί αρκετά την αγορά χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Στην Ευρώπη, άλλες μεγάλες τέτοιες εταιρείες είναι το Spire Europe, το Citadel Europe και το Virtu Financial Europe (με τη θυγατρική του Madison Tyler Europe, Optiver και το ολλανδικό IMC). Οι μέτοχοι χρηματιστηρίων, όπως το Fidelity, που είδαμε παραπάνω, πραγματοποιούν επίσης πολύ μεγάλο αριθμό συναλλαγών. Πρόκειται για σκοτεινούς γίγαντες με εντελώς αδιαφανή και διαρκώς μεταβαλλόμενη ιδιοκτησία, που έχουν όμως τεράστιο βάρος για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Οι τράπεζες Τράπεζες όπως η Goldman Sachs, η Crédit Suisse και η UBS είναι ανάμεσα στους πιο σημαντικούς πωλητές τεχνολογίας υψηλής συχνότητας. Οι τράπεζες είναι επίσης μεγαλομέτοχοι στα χρηματιστήρια και στήνουν και δικές τους πλατφόρμες συναλλαγών, MTF και άλλες. Οι τράπεζες είναι τέλος συχνά μέτοχοι επενδυτικών ταμείων. Είναι κατά κάποιον τρόπο το κλειδί του συστήματος, αλλά ακολουθούν πολλαπλές και ποικίλες στρατηγικές που είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε. Υποτίθεται ότι υπάρχουν διαφορές στη φιλοσοφία και το μοντέλο διοίκησης των αμερικανικών (Goldman Sachs, Citigroup, JP Morgan, Bank of America, Morgan Stanley) και βρετανικών τραπεζών (HSBC, RBS, Barclays, Lloyds), απο τη μια μεριά, και των «ηπειρωτικών» τραπεζών, κυρίως δηλαδή των γερμανικών (Deutsche Bank, Commerzbank), γαλλικών (ΒNPP, Société Générale, Crédit Agricole) και ελβετικών (UBS, Crédit Suisse), από την άλλη.


[23]

Syntactic Ambiguity

Hey Rick!

you look sad. Are you reading one of those depressing manifestos again? OR MAYBE IT’S BOTH AT THE SAME TIME

No way! This is some kind of weird comic with empty speech bubbles so you can write what you want

MMM... I CAN’T QUITE DECIDE WHETHER THIS IS A WORK OF ART WITH A SORT OF DEEP, UNFATHOMABLE MEANING OR WHETHER IT’S THE DUMBEST THING I EVER SAW.


[24]

Άνσελμ Γιάππε

Βία, αλλά για να κάνουμε τι;

Π

οιο είναι σήμερα το πρόσωπο της βίας στη Γαλλία; Για όποιον πηγαινοέρχεται συχνά σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, η πρώτη εικόνα της βίας, τη στιγμή που φτάνει σε ένα σταθμό ή ένα αεροδρόμιο της Γαλλίας, είναι η αστυνομία. Δεν έχω δει ποτέ περισσότερους αστυνομικούς από όσους βλέπω σήμερα στη Γαλλία, ιδίως στο Παρίσι. Ούτε στην Τουρκία την περίοδο της δικτατορίας. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι βρισκόμαστε στις παραμονές ενός πραξικοπήματος ή σε μια κατεχόμενη χώρα. Ούτε στην Ιταλία ούτε στη Γερμανία συμβαίνει κάτι αντίστοιχο. Και τι αστυνομικοί! Με ένα σκαιό και αλαζονικό ύφος που δεν έχει όμοιό του. Αν τολμήσει κανείς να ψελλίσει την παραμικρή αντίρρηση –π.χ. όταν του ελέγχουν με πρωτοφανή επιμέλεια τα χαρτιά ή του ψάχνουν την τσάντα πριν επιβιβαστεί στο τρένο– νιώθει ότι φλερτάρει με τη σύλληψη, το ξύλο και την κατηγορία της «αντίστασης κατά της αρχής. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι περνούν όσοι έχουν πιο σκούρο δέρμα ή δεν διαθέτουν χαρτιά. […] Αυτή η παντοδυναμία της αστυνομίας και μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί την κυβέρνηση είναι μια παγκόσμια τάση (αρκεί να θυμίσουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία, κοιτίδα της αστικής δημοκρατίας, έχει καταργήσει στην πράξη το habeas corpus, που προβλέπει ότι κάθε άνθρωπος που συλλαμβάνεται πρέπει να προσάγεται εντός τριών ημερών στη δικαιοσύνη, και η θέσπιση του οποίου το 1679 θεωρείται συνήθως η απαρχή του κράτους δικαίου και της ελευθερίας του ατόμου έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας – η κατάργησή του μοιάζει να σηματοδοτεί το συμβολικό τέλος μιας μα«La violence, mais pour quoi faire?». Δημοσιεύτηκε στο περ. Lignes, τχ. 29, Μάιος 2009. Αναδημοσιεύτηκε στο Crédit à mort, Lignes 2011. Παραλείψαμε εδώ τις σημειώσεις του κειμένου.

κράς ιστορικής φάσης). Η ροπή προς το αστυνομικό κράτος φαίνεται να είναι στη Γαλλία πιο έντονη από οποιαδήποτε άλλη «παλαιά δημοκρατία». Έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των ορίων μεταξύ τρομοκρατίας, συλλογικής βίας, σαμποτάζ και παρανομίας. Αυτή η εγκληματοποίηση κάθε μορφής αμφισβήτησης που δεν είναι αυστηρά «νόμιμη» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις της εποχής μας. Μαθαίνουμε εσχάτως ότι το να γράφεις συνθήματα ή το να καθυστερείς τα τρένα μπορεί να θεωρηθεί «τρομοκρατία». Ή ότι μπορεί κανείς να βρεθεί στο δικαστήριο επειδή διαμαρτυρήθηκε λεκτικά για την «επαναπροώθηση» κάποιου μετανάστη στο αεροπλάνο. Τα γεγονότα είναι πολύ γνωστά για να τα επαναλάβουμε εδώ. Η «δημοκρατία» έχει περισσότερο από ποτέ καταστεί τυπική, και περιορίζεται στην περιοδική επιλογή αντιπροσώπων διαφορετικών αποχρώσεων με την ίδια χειρονομία της ψήφου (και ακόμη και αυτό το υπόλειμμα επιλογής είναι υπονομευμένο). Κάθε αντίσταση στην πολιτική των εκλεγμένων αρχών η οποία ξεπερνά το επίπεδο της αίτησης ή της επιστολής στον τοπικό βουλευτή είναι εξ ορισμού «αντιδημοκρατική». Με άλλα λόγια, οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι έστω και ελάχιστα αποτελεσματικό απαγορεύεται, ακόμη και πράγματα που μέχρι χθες ήταν επιτρεπτά. Στην Ιταλία για παράδειγμα η κυβέρνηση σχεδιάζει να περιορίσει σημαντικά το δικαίωμα στην απεργία για τους δημοσίους υπαλλήλους και να θεσπίσει αυστηρά πρόστιμα για όσους παρεμποδίζουν την κυκλοφορία· ένας υπουργός έφτασε να χαρακτηρίσει «αντάρτες» τους φοιτητές που συνεχίζουν τις κινητοποιήσεις τους. Σε αυτή την αντίληψη για τη δημόσια ζωή, κάθε πρωτοβουλία προέρχεται αποκλειστικά από το κράτος, τους θεσμούς, τις αρχές. Αυτό το κρατικό μονοπώλιο σε κάθε μορφή συ-


[25]

γκρουσιακότητας το εντοπίζουμε εξάλλου στην καθημερινή ζωή. Για κάθε προσβολή, για κάθε διαφορά μας καταφεύγουμε πια στη δικαιοσύνη. Η εκστρατεία ενάντια στην «παρενόχληση» συνέβαλε σημαντικά στη μείωση της ικανότητας των ανθρώπων να αντιδρούν προσωπικά στη δυσάρεστη συμπεριφορά των άλλων και τους ώθησε ακόμη περισσότερο προς την απόλυτη εξάρτηση. Δεν αντιδρούμε πλέον σε μια βρισιά βρίζοντας και οι ίδιοι, ή στις ακραίες περιπτώσεις με ένα χαστούκι, αλλά συμπληρώνουμε μια αίτηση στο αστυνομικό τμήμα. Υποκρινόμαστε, ιδίως στην αριστερά, ότι υπερασπιζόμαστε τους πιο αδύναμους, και πάνω από όλα τις γυναίκες· στην πραγματικότητα τους καθιστούμε πιο ευάλωτους και πιο εξαρτημένους από ποτέ. Γιατί τους αφαιρούμε ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές προσωπικής αντίδρασης. [...] Η ενίσχυση του κρατικού μονοπωλίου της βίας και η ταυτόχρονη παραχώρησή του σε ιδιώτες δεν συνιστά αντίφαση: η βία είναι ο πυρήνας του κράτους, όπως ήταν πάντοτε. Στην εποχή της κρίσης, το κράτος μετασχηματίζεται σε αυτό που ήταν ιστορικά στις απαρχές του: μια ένοπλη συμμορία. Οι πολιτοφύλακες μετατρέπονται σε πολλές περιοχές του κόσμου σε «τακτικούς» αστυνομικούς, και οι αστυνομικοί γίνονται πολιτοφύλακες και ένοπλες συμμορίες. Πίσω από όλη τη ρητορική για το κράτος και τον εκπολιτιστικό του ρόλο, βρίσκεται πάντοτε, σε τελευταία ανάλυση, κάποιος που σπάει το κεφάλι ενός άλλου ανθρώπου, ή τουλάχιστον που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οι λειτουργίες και η λειτουργικότητα του κράτους παρουσιάζουν τεράστιες ιστορικές διακυμάνσεις, όμως ο κοινός παρανομαστής είναι η άσκηση βίας. Το κράτος μπορεί να μεριμνά για την ευημερία των πολιτών του ή μπορεί και όχι· μπορεί να προσφέρει παιδεία ή μπορεί και όχι· μπορεί να φτιάχνει και να συντηρεί υποδομές ή μπορεί και όχι· μπορεί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή ή μπορεί και όχι· μπορεί να υπηρετεί ανοιχτά τα συμφέροντα μιας μικρής ομάδας ή ενός μόνο ατόμου ή αντίθετα να ισχυρίζεται ότι υπηρετεί το κοινό συμφέρον: τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί

ουσιώδες γνώρισμά του. Αλλά ένα κράτος χωρίς ένοπλο βραχίονα που να το υπερασπίζεται έναντι της εξωτερικής απειλής και να διατηρεί την «τάξη» στο εσωτερικό, δεν θα ήταν κράτος. Ως προς αυτό ο Χομπς ή ακόμα και ο Καρλ Σμιτ έχουν δίκιο: η δυνατότητα διαχείρισης του θανάτου αποτελεί το κομβικό χαρακτηριστικό κάθε κρατικής οντότητας. Στην πορεία των τελευταίων αιώνων, το κράτος υποκρίθηκε πως είναι κάτι πολύ περισσότερο. Δεν ήθελε απλώς να το φοβούνται, ήθελε να το αγαπούν: ανέλαβε, σε μια ιστορικά ολοένα και διευρυνόμενη κλίμακα, ένα πλήθος ρόλων που παλαιότερα ανήκαν στο προνομιακό πεδίο άλλων παραγόντων. Όμως από τη στιγμή που η κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου άρχισε να στερεί από το κράτος τους πόρους του, αντέστρεψε την πορεία αυτή και εγκατέλειψε τους ολοένα και περισσότερους τομείς στους οποίους παρενέβαινε. Όταν δεν θα υπάρχουν πια αρκετοί νοσοκόμοι ή δάσκαλοι στην υπηρεσία του κράτους, θα υπάρχουν περισσότεροι αστυνομικοί. Το κράτος λοιπόν πετάει από πάνω του τα φανταχτερά ενδύματα που φοράει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια επιστροφή στο παρελθόν, αλλά για μια πρωτοφανή ιστορική κατάσταση: το κράτος καθίσταται ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων διαμόρφωσε ένα οπλοστάσιο επιτήρησης και καταστολής που υπερβαίνει ό,τι γνωρίζαμε, ακόμη και από την εποχή των επονομαζόμενων «ολοκληρωτικών» κρατών. Αρκεί να φανταστεί κανείς τι θα συνέβαινε αν οι ναζί και οι σύμμαχοί τους είχαν στη διάθεσή τους τα όργανα επιτήρησης και καταστολής των σημερινών δημοκρατιών. Με τις κάμερες και τα ηλεκτρονικά βραχιόλια, τα δείγματα DNA και την παρακολούθηση κάθε επικοινωνίας, γραπτής ή προφορικής, δεν θα είχε γλιτώσει ούτε ένας Εβραίος ή τσιγγάνος, θα ήταν αδύνατον να οργανωθεί οποιοδήποτε κίνημα αντίστασης και όποιος δραπέτευε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα συλλαμβανόταν αμέσως. Το σημερινό δημοκρατικό κράτος είναι πολύ καλύτερα εξοπλισμένο από τα ολο-


[26]

κληρωτικά κράτη του παρελθόντος για να κυνηγά τους αντιπάλους του, να εντοπίζει και να εξοντώνει οποιονδήποτε του αντιστέκεται. Είναι βέβαια φανερό ότι δεν έχει ακόμα τη θέληση να χρησιμοποιήσει αυτόν τον εξοπλισμό όπως θα έκαναν οι προκάτοχοί του, αλλά ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Υπάρχει μια θανάσιμη λογική που ωθεί τα κράτη να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν να γίνει, και πολύ περισσότερο όταν διαχειρίζονται ένα τεχνολογικό σύστημα που διέπεται από την ίδια ακριβώς λογική. Το βλέπουμε αυτό καθημερινά στον τρόπο που χρησιμοποιούνται τα μέσα καταστολής: τα δείγματα DNA, που αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο στις περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων, όπως οι δολοφονίες παιδιών, αξιοποιούνται σήμερα με ευκολία για την κλοπή ενός δικύκλου ή για τους ακτιβιστές ενάντια στις μεταλλαγμένες καλλιέργειες, και εντέλει για κάθε ποινικό αδίκημα εκτός από τα οικονομικά εγκλήματα (οι καλοθελητές της αριστεράς θα περιοριστούν να διαμαρτυρηθούν πως ο έλεγχος πρέπει να επεκταθεί και σε αυτήν την κατηγορία, δείχνοντας ότι μάχονται εναντίον των «προνομιούχων»). Για πρώτη φορά στην ιστορία, οι κυβερνήσεις είναι ο μόνος κυρίαρχος, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα να διαμορφωθεί ένα μέλλον διαφορετικό από αυτό που έχουν προνοήσει οι επικεφαλής τους. Κι αν δεν είναι και τόσο προνοητικοί; Η ίδια η ύπαρξη μιας ιστορικής διαλεκτικής προϋποθέτει ότι το κράτος δεν είναι παντοδύναμο και ότι μπορούν να αναδειχθούν και άλλες δυνάμεις. Σήμερα τα πάντα γίνονται για να αποτραπεί η δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης. Κι όμως, όταν παρατηρούμε τα ονόματα των οδών στις γαλλικές πόλεις, βρίσκουμε ανάμεσά τους το όνομα του Auguste Blanqui και του François-Vincent Raspail, του Armand Barbès και της Louise Michel, του Édouard Vaillant και του Jules Vallès... Όλοι διώχθηκαν στην εποχή τους, βρέθηκαν στη φυλακή, εκτοπίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο. Σήμερα το ίδιο το κράτος τους αναγνωρίζει (έστω και απρόθυμα) ως εκείνους που είχαν δίκιο, ενάντια στο κράτος της εποχής τους. Το γαλλικό κράτος θεμελιώνεται, σύμφωνα με τον αυτο-

προσδιορισμό του, σε δύο ή τρεις επαναστάσεις και στην Αντίσταση – αν όμως οι προκάτοχοί του είχαν τα όπλα που διαθέτει το σημερινό κράτος, το σημερινό κράτος δεν θα υπήρχε. Αν το κράτος παρέμενε πιστό στην ίδια τη λογική του, θα έδινε μια ευκαιρία στους αντιπάλους του... Δεν πρόκειται βέβαια να ζητήσουμε από το κράτος να γίνει τόσο συνεπές ώστε να σέβεται τη ρητορική του. Αν όμως αφαιρέσει από τους πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς του και την παραμικρή δυνατότητα να δρουν και να αντιδρούν, αν αποφασίσει ότι είναι ανώτερο από όλες τις προηγούμενες κρατικές μορφές, αν ισχυριστεί ότι αποτελεί το «τέλος της ιστορίας», οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Γιατί το κράτος κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε η μόνη «εναλλακτική» στην κυριαρχία του να είναι η απροκάλυπτη βαρβαρότητα. Προτιμά να κριθεί από τους εχθρούς του παρά από τους ανύπαρκτους διαδόχους του, όπως παρατήρησε ήδη ο Γκυ Ντεμπόρ στα Σχόλια για την κοινωνία του θεάματος το 1988. Κάθε «αντιτρομοκρατική» πολιτική ακολουθεί αυτή την αρχή, την οποία εφάρμοσαν ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον οι αρχές της Αλγερίας. Το κράτος λοιπόν διακηρύσσει ότι δεν είναι πλέον δυνατή καμία αλλαγή, take it or leave it. Η διακήρυξη αυτή έρχεται σε μια ιστορική στιγμή –στην αρχή μιας πραγματικής οικονομικής, οικολογικής και ενεργειακής κρίσης, στην οποία βυθιζόμαστε σταδιακά– κατά την οποία θα είναι όλο και πιο δύσκολο για τους πολίτες να συναινέσουν στην πορεία των πραγμάτων, όσο βαθιά ριζωμένη και να είναι η συνήθεια της υποταγής. Δεν αρκεί επομένως να δικαιολογούμε ή αντίθετα να καταδικάζουμε τη διάχυση πρακτικών που θεωρούνται «παράνομες» ή την καταφυγή σε ό,τι το κράτος ορίζει ως «βία». Μπορούμε όμως να διατυπώσουμε την εξής απλή πρόβλεψη: θα είναι πολύ δύσκολο για τους φορείς της αμφισβήτησης, που θα πληθαίνουν αδιάκοπα τα επόμενα χρόνια, να σεβαστούν τα όρια της «νομιμότητας» που έχουν χαραχθεί έτσι ώστε να τους καταδικάζουν στην αναποτελεσματικότητα. Κατά την περίοδο της ανόδου του, το ερ-


[27]

γατικό κίνημα τοποθετούνταν ανοιχτά –και έτσι το αντιμετώπιζαν και οι αντίπαλοί του– εκτός του νομικού πλαισίου της αστικής κοινωνίας. Γνώριζε καλά ότι οι νόμοι δεν είναι ουδέτεροι, αλλά προέρχονται από τους εχθρούς του. Η επικράτηση των «λεγκαλιστών» στο εργατικό κίνημα, ιδίως προς τα τέλη του 19ου αιώνα θεωρήθηκε από πολλά μέλη του προδοσία. Μόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε το κράτος να γίνει σχεδόν καθολικά αποδεκτό ως μια ρυθμιστική αρχή που στέκεται πάνω από την κοινωνική πάλη. Την εποχή που οι κοινωνικοί αγώνες έπαψαν να προσανατολίζονται με βάση το όραμα μιας άλλης κοινωνίας και περιορίστηκαν σε έναν διαπραγματευτικό ρόλο για τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος, η αριστερά υιοθέτησε τον «σεβασμό των κανόνων», ο οποίος τη διαχώριζε από τις «εξτρεμιστικές» μειοψηφίες. Αλλά οι ψευδαισθήσεις φαίνεται σήμερα να διαλύονται σιγά σιγά. Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια ελιγμών. Το κράτος δεν έχει τίποτα πια να αναδιανείμει, και έτσι η έκκληση για τήρηση της νομιμότητας καθίσταται κενό γράμμα: δεν έχει αντίκρισμα, δεν έχει γλυκό ως ανταμοιβή για τα καλά παιδιά. Μπορούμε επομένως να προβλέψουμε –και ήδη το βλέπουμε γύρω μας– ότι θα υπάρχει μια τεράστια πύκνωση των «παράνομων» ενεργειών, όπως οι

καταλήψεις, οι ομηρείες διευθυντών, οι καταστροφές, οι αποκλεισμοί δρόμων κ.λπ. Μεταξύ αυτών θα είναι και τα σαμποτάζ. Και νομίζω πως αυτό φοβούνται οι αρχές περισσότερο από οτιδήποτε άλλο – την αποτελεσματικότητα του σαμποτάζ: αν σήμερα η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών έχει εν μέρει περιοριστεί, ενώ η κοινή γνώμη σε μεγάλο βαθμό την αποδοκιμάζει, αυτό οφείλεται στο κίνημα των «faucheurs volontaires» [ακτιβιστών που καταστρέφουν με νυχτερινές επιδρομές τις καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων αγροτικών προϊόντων] και όχι στις δημόσιες εκκλήσεις. Και έχει σημασία ότι το υπουργείο Δημοσίας τάξης έθεσε την καταστολή του κινήματος αυτού στις προτεραιότητες των δυνάμεων ασφαλείας. Μια μαζική ανυπακοή, ένα συνεχές σαμποτάζ, μια διαιωνιζόμενη αντίσταση – ακόμα και χωρίς φυσική βία– θα ήταν το χειρότερο δυνατό σενάριο για τους υπερασπιστές της τάξης. Προτιμούν την ωμή βία και την τρομοκρατία: είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπουν. [...] Όμως πρέπει να ελπίζουμε να μην πάρει η «βία» τη μορφή για την οποία μιλούν οι συγγραφείς της «Εξέγερσης που έρχεται», κείμενο που αποδίδεται στο περιβάλλον των συλληφθέντων για την υπόθεση Ταρνάκ. Στο κείμενο αυτό, όπως και σε άλλα αντίστοιχα που δημοσιεύονταν στο σικ ριζοσπαστικό περιοδικό


[28]

Tiqqun, διατυπώνεται η στενόμυαλη ιδέα ότι μπορούμε να μετατρέψουμε την εντεινόμενη βαρβαρότητα σε δύναμη χειραφέτησης. Οι συγγραφείς του κειμένου γοητεύονται από το επερχόμενο χάος και θέλουν να δώσουν μια ακόμα ώθηση στη βαρβαρότητα, αντί να στηριχτούν σε εκείνες τις ανθρώπινες ποιότητες που θα μπορούσαν να δώσουν τη μοναδική διέξοδο. Δεν υπάρχει τίποτα «αναρχοκομμουνιστικό» ή μαρξιστικό στην «Εξέγερση που έρχεται». Είναι αντίθετα εμφανής η επίδραση του Χάιντεγκερ ή του Σμιτ: η «απόφαση», η χωρίς περιορισμούς βούληση που βρίσκεται επίσης στον πυρήνα της πολιτικής του κράτους. Το μόνο που θέλουν είναι να αντιπαραθέσουν τη βούλησή τους σε εκείνη του κράτους, να είναι πιο ισχυροί, να χτυπήσουν πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι. Η δικαστική τους περιπέτεια μπορεί να τους κάνει μυθικά πρόσωπα για τους αμφισβητίες. Αλλά και ως προς τη λογοτεχνική της όψη, η απολογία υπέρ του άσκοπου εγκλήματος δεν έχει καμία πρωτοτυπία: ο Μπρετόν (σε μια συνέντευξή του το 1948) είχε ήδη αναθεωρήσει τις ιδέες του για την «απλούστερη υπερρεαλιστική πράξη». Σε ότι αφορά το σαμποτάζ ή άλλες μορφές «βίας», τίθεται πάντοτε το εξής ερώτημα: ποιος την ασκεί και για ποιο σκοπό; Η ριζοσπαστική αριστερά συνέχεε συχνά τη βία, ακόμα και εκείνη που ασκείται για σκοπούς απόλυτα συνδεδεμένους με τη λογική της αγοράς, όπως η διεκδίκηση της μισθολογικής αύξησης, με τον «ριζοσπαστισμό». Το σαμποτάζ μπορεί επίσης να συγχέεται με τη βίαιη υπεράσπιση ιδιοτελών συμφερόντων, η οποία είναι δυνατόν να προκαλέσει εξίσου βίαιες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά: οι αγρότες που καλλιεργούσαν μεταλλαγμένα και υπέστησαν τις καταστροφές του κινήματος δεν ένιωθαν ότι το κράτος τους προστατεύει και θα μπορούσαν να επιστρατεύσουν ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτι. Ο χειραφετητικός χαρακτήρας ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, ακόμα και αν αυτό στηρίζεται σε ορθές βάσεις, δεν είναι ποτέ εγγυημένος – μπορεί πάντοτε να διολισθήσει σε ένα «λαϊκισμό» που υπερβαίνει κάθε «διάκριση αριστεράς-δεξιάς». Η μετατροπή ορισμένων αντιστασιακών

κινημάτων σε μαφίες που αγωνίζονται μόνο για τη συνέχιση της ύπαρξής τους (όπως το FARC στην Κολομβία) είναι απολύτως ενδεικτική. [...] Αντί για μια κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού, δηλαδή μια κριτική της αξίας, του χρήματος, της εργασίας, του κεφαλαίου και του ανταγωνισμού, σήμερα κυνηγάμε τους διευθυντές, καταστρέφουμε τις βίλες τους, τους κρατάμε ομήρους κ.λπ. Δεν είναι αναγκαστικά οι «προλετάριοι» εκείνοι που πρωτοστατούν στη βία, αλλά συνήθως οι μικροαστοί και οι μεσοαστοί: καταθέτες που έχασαν τα λεφτά τους, ιδιοκτήτες που έχασαν τα σπίτια τους. Μόλις πάρουν πίσω ό,τι έχασαν θα συμμαχήσουν ξανά με την κυρίαρχη τάξη και θα περιπολούν ένοπλοι στις γειτονιές για να αποκρούσουν τους «εισβολείς». Είναι λιγότερο πιθανό να δούμε μια εξέγερση ενάντια σε μια «επένδυση» που θα καταστρέψει ένα δάσος, από ό,τι ενάντια σε έναν έμπορο που έκλεψε ένα ευρώ από κάθε πολίτη. Κι αν αυτό το μίσος γεννιέται από τον φθόνο; Μήπως θέλουμε απλώς να γίνουμε σαν αυτούς; Μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σφάζονται οι πολιτικοί ηγέτες και τα τσιράκια τους, όπως ελπίζει η «Εξέγερση που έρχεται», αλλά αυτό να αποτελεί απλώς μια νέα αρχή για το ίδιο σύστημα μετά την αιματοχυσία. Ένα αντίστοιχο κυνήγι για τα «κλεμμένα» και για τους «απατεώνες πολιτικούς» της υπόθεσης Σταβίνσκυ το 1934 οδήγησε σε μια επίθεση εναντίον του κοινοβουλίου από την άκρα δεξιά. «Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κατηγορούμενων [για την εξέγερση των προαστίων] είναι εντελώς ετερογενή και δεν ενοποιούνται παρά από το μίσος για τη σημερινή κοινωνία, και όχι από την ταξική ένταξη, τη φυλή ή τη συνοικία τους», διαβάζουμε στην «Εξέγερση που έρχεται». Μπορεί. Όμως το μίσος για τη σημερινή κοινωνία δεν σημαίνει από μόνο του τίποτα· πρέπει να δούμε αν αυτό γεννιέται για τους σωστούς λόγους. Ο ισλαμιστής μισεί εξίσου αυτήν την κοινωνία, και οι φασίστες οπαδοί φωνάζουν στα γήπεδα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι». Οι οπαδοί του Νέγκρι υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια εντελώς


[29]

φανταστική συμμαχία ανάμεσα σε όλους τους εχθρούς του σημερινού κόσμου, από τον παλαιστίνιο καμικάζι μέχρι τον απεργό καθηγητή, από τα παρισινά προάστια μέχρι τους ανθρακωρύχους της Βολιβίας – αρκεί το μείγμα να είναι αρκετά εκρηκτικό... Τα συναισθήματα απόρριψης που γεννά ο σημερινός κόσμος είναι συχνά πολύ πιο κοντά στο «ασώματο μίσος» (Μπωντριγιάρ), που δεν έχει κανένα απτό αντικείμενο, από ό,τι στην παραδοσιακή βία, και δύσκολα υποτάσσονται σε μια οποιαδήποτε «πολιτική» στρατηγική. Και αν ξεσπάσει –ο πραγματικός– εμφύλιος πόλεμος, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι βρεθούν πρώτοι να ξυπνάνε μέσα στη νύχτα, με τη μούρη βίαια κολλημένη στον τοίχο, ενώ θα χτυπούν τις γυναίκες τους και θα πυροβολούν τα παιδιά τους... Μπορεί να μισούμε το υπάρχον εν ονόματι του ακόμη χειρότερου. Μπορεί να σιχαινόμαστε τον Σαρκοζί, γιατί προτιμάμε τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Το συναίσθημα της ταπείνωσης, η αίσθηση ότι πρέπει να υποταχθούμε χωρίς αντίσταση δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλογη ανατροπή, όπως δεν μπορούν οι σφαγές

στα σχολεία ή τα δημοτικά συμβούλια. Αυτό που διαφαίνεται σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις βίαιης διαμαρτυρίας είναι κυρίως ο φόβος του κοινωνικού αποκλεισμού, και συνεπώς η επιθυμία να αποτελεί κανείς μέρος αυτής της κοινωνίας. Αυτό που θέλουμε σήμερα να αποφύγουμε δεν είναι η «ενσωμάτωση» σε ένα ανυπόφορο πλαίσιο, όπως συνέβαινε το 1968 και μετά, αλλά η περιθωριοποίηση από μια κοινωνία που ολοένα συρρικνώνεται μέχρι την οριστική της εξαφάνιση. Ο θαυμασμός για τη βία και το μίσος καθ’ εαυτά θα βοηθήσει το καπιταλιστικό σύστημα να κατευθύνει την οργή των θυμάτων του σε διάφορους αποδιοπομπαίους τράγους. Πολλά πράγματα δεν θεωρούνται πια σημαντικά, και ανάμεσά τους η βία και η παραβίαση της νομιμότητας. Είναι εξαιρετικά πιθανό η πανοπλία της «νομιμότητας» να διαλυθεί πολύ σύντομα, και δεν υπάρχει λόγος να λυπούμαστε γι’ αυτό. Αλλά δεν είναι σωστοί όλοι λόγοι που ωθούν στη βία. Ίσως μάλιστα να έπρεπε η βία να ασκείται μόνο από ανθρώπους χωρίς μίσος και χωρίς μνησικακία. Είναι όμως δυνατόν κάτι τέτοιο; Μετάφραση: Σ. Κ.


[30]

Κώστας Περούλης

Από το λούμπεν στον Δαλιανίδη και πίσω στη Χρυσή Αυγή Το προφητικό σινεμά του Οικονομίδη ή για μια ανάκτηση των μικροαστών Ελάχιστοι, δυστυχώς, και σε αυτούς δεν ανή-

Το μπερδεύω το Κερατσίνι με το Πέραμα. Και η

κε η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών,

Αμφιάλη πού πέφτει μπερδεύομαι και το συνδι-

καταλάβαιναν ότι με την πάροδο του χρόνου

κάτο μετάλλου που ανήκε ο πατέρας του Παύ-

ο λανθάνων φασισμός κέρδιζε έδαφος, ειδικά

λου μου ακούγεται παράξενο και λιγάκι εξωτικό.

σε μια χώρα σαν τη δική μας, με την αδύναμη

Δεν είναι γνωστή μάρκα, δεν βολτάρει Κολωνά-

έως ανύπαρκτη αστική τάξη και την ταχύτατη

κι, Εξάρχεια... Άγνωστος κόσμος.

εδραίωση της απόλυτης κυριαρχίας του μικροαστισμού με τις ευθείες καταβολές χωριάτικου επαρχιωτισμού.

(Βασίλης Κουνέλης, «Εκεί στην Αμφιάλη…», tvxs, 23.9.2013)

(Άγγελος Στάγκος, «Ο ελληνικός φασισμός στο προσκήνιο», Καθημερινή, 15.9.13)

Σ

το πολιτισμικό κρεσέντο της «ισχυρής Ελλάδας» και των μεγάλων έργων πριν από την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Οικονομίδης γυρίζει το 2002 την πρώτη του ταινία, το Σπιρτόκουτο. Ένας πατέρας-ιδιοκτήτης καφετέριας στον Κορυδαλλό έχει το όραμα να «επεκταθεί» και να φτιάξει στον Κορυδαλλό εστιατόριο «με πιάνο και τραπεζομάντηλα». Το κεφάλαιο υπάρχει, αλλά η γυναίκα του και ο αδερφός της και συνεταίρος του τον περιγελάνε, αφού στον Κορυδαλλό κανένας «δεν θα τρώει στο κυριλίκι του» και «καφετζής γεννήθηκε, καφετζής θα πεθάνει». Μέσα σ’ ένα διαμέρισμα, ντυμένοι με φανέλες, σορτς και παντόφλες, καθισμένοι στο σαλόνι στους εμπριμέ καναπέδες ανάμεσα στο σύνθετο, τα γυαλικά και τα πορτατίφ, τον άσπρο-μπλε ανεμιστήρα δαπέδου και την τηλεόραση στο τέρμα, οι ήρωες «τα συζητάνε». Κυρίως βρίζουν και ουρλιάζουν για μιάμιση ώρα με ένα σχεδόν μεταφυσικό μίσος, αδυσώπητο, θριαμβευτικό σε κάθε ευκαιρία, σαν όλη η κοινωνία να τους χρωστάει τα πάντα τη στιγμή που ανοίγουν το στόμα τους για να αρχίσουν να απευθύνονται ο ένας στον άλλον, μόνο που όλη η κοινωνία απουσιάζει από την ταινία και δεν υπάρχει παρά μόνο ο υπάλληλος που φέρνει τα τιμολόγια και τον πιέζουν να παντρευ-

τεί την έγκυο Αλβανίδα του μαγαζιού. Με την κατάρρευση της εξουσίας του πατέρα-αφεντικού, στο τέλος, απ’ τη γυναίκα του που του λέει δείχνοντας το μουνί της ότι η κόρη του δεν είναι δική του, όπου ακόμα και τα παιδιά του τον κατασπαράζουν καθώς «πέφτει», παραδόξως, μετά το εικοσάλεπτο επικό ντελίριο της κατάρρευσης, η αποδοχή της κατάστασής του και η επαναφορά μιας ηρεμίας δηλώνεται με την εγκατάλειψη του σχεδίου του για το εστιατόριο. Στην Ψυχή στο Στόμα (2006), ο «ανθρωπάκος» ήρωας του Οικονομίδη εργάζεται σε μια μικρή επιχείρηση επιδιορθώνοντας πολυέλαιους και φωτιστικά. Ζει ανάμεσα στον σεξιστικό κόσμο των συναδέλφων και την εξουσία του αφεντικού, στον οποίο κάνει μασάζ στα πόδια και του οποίου ο αδερφός που εργάζεται σε μάντρα ελαστικών, πηδάει και κυκλοφορεί τη γυναίκα του που τον μισεί. Ο ήρωας το 2006 πια έχει πάρει δανεικά και χρωστάει, σ’ αυτόν τον περίκλειστο συνοικιακό κόσμο, όχι όμως σε τράπεζα, αλλά στον ιδιοκτήτη της μάντρας ελαστικών. Καθυστερώντας την εξόφληση, ο μαντράς του λέει «αν ήμουνα καμιά τράπεζα, μαλάκα, θα βάραγες προσοχές να πούμε. Αρχίδι! Γιατί αν δεν είχες πάει στην ώρα σου θα σου ’χανε σκίσει την κωλοτρυπίδα σου, ρε μαλάκα». Καθώς


[31]

δέχεται κάθε είδους εξευτελισμό από τον μαντρά, τη γυναίκα του μαντρά και τα τσιράκια του, όπως να γλείψει το λάστιχο της μπεμβέ του για να χύσει (η μπεμβέ), αισθάνεται κανείς ότι το ζητούμενο δεν είναι τα χρήματα, αλλά ένα ξέσπασμα συσσωρευμένης οργής που ρίχνεται στον βίαιο εξευτελισμό αυτού που είναι σε αδυναμία. Οι υλικοί όροι έχουν κάνει πια την επανεμφάνισή τους μετά το προολυμπιακό Σπιρτόκουτο, όμως φαίνεται ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο που διαμεσολαβεί την εκδήλωσή τους, καθώς όλη την ευφορική δεκαετία του ’90 είχαν «αποκοιμηθεί». Στο πολιτισμικά αρραγές μέτωπο που ενοποιεί αυτές τις οικονομικές σχέσεις, το αφεντικό μπορεί ακόμα να ζητά στο τέλος απ’ τον εργαζόμενό του να πάνε μαζί για «ποτάκι», γιατί τον βλέπει ότι σαλτάρει, για να καταλήξει σφαγμένος από το τελικό ξέσπασμά του. Ο κόσμος του Οικονομίδη αποτελείται μόνιμα από άντρες αφεντικά και υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων κινούνται τα θηλυκά σε επιβεβαίωση ή ανατροπή της εξουσίας τους. Ωστόσο δεν υπάρχει κανένα πολιτισμικό χάσμα ανάμεσά τους, και αυτό φαίνεται να τους περικλείει όλους σε μία και την αυτή τάξη, πέρα από τους ειδικότερους υλικούς καθορισμούς και τις διαστρωματώσεις της –είναι ένας πολιτισμικά συμπαγής κόσμος. Το εστιατόριο με τραπεζομάντηλα και πιάνο στον Κορυδαλλό είναι το απειλούμενο πολιτισμικό χάσμα σ’ έναν κόσμο που παρουσιάζεται ως αποκλειστικός, χωρίς την παραμικρή αναφορά σε έναν πιο μεσοαστικό κόσμο, και άρα αποκλεισμένος. Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως τις ταινίες του Οικονομίδη είναι η ένταση των φωνών, τα (στυλιζαρισμένα) βρισίδια και, απ’ την πρώτη σεκάνς, η αίσθηση ότι μια έκρηξη βίας επίκειται. Ό,τι βλέπουμε δεν είναι ποτέ η βιαιοπραγία καθ’ εαυτήν αλλά κυρίως ένας εσώψυχος εξευτελισμός όποιου βρεθεί σε αδυναμία –που δεν ταυτίζεται πάντα με τον οικονομικά αδύνατο, όπως φαίνεται στο Σπιρτόκουτο– ένα «ψυχοβγάλσιμο», που υποδηλώνει απ’ το πρώτο λεπτό μια πολύ μεγαλύτερη, ολοκληρωτική βία που μέχρι το τελευταίο λεπτό, θα έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Από το Σπιρτόκουτο στο Ρετιρέ και πίσω στη Χρυσή Αυγή Στο Ρετιρέ του Δαλιανίδη στο Mega, την περίοδο 1990-1992, που υποκαταστάθηκε την επόμενη

περίοδο από τους Μικρομεσαίους με τους ίδιους πάνω κάτω συντελεστές, το σύμβολο της αιώνιας μικροαστής πρωταγωνίστριας Κατερίνας Γιουλάκη έχει «ανέλθει» δουλεύοντας ως ανώτερη υπάλληλος σε μια διαφημιστική εταιρία και φλερτάροντας με έναν νοικοκύρη φαρμακοποιό. Στην «εύθυμη» κατά Δαλιανίδη αυτή σειρά, που παρακολούθησαν περίπου δύο εκατομμύρια Έλληνες, οι ήρωες είναι υπάλληλοι γραφείου ή μικροεπιχειρηματίες γύρω από τα νέα επαγγέλματα και την (τότε) τεχνολογία και γκρινιάζουν, γιατί θέλουν (και μπορούν) να πάρουν παραθαλάσσιο οικοπεδάκι στη Νέα Μάκρη με δόσεις. Στο πρώτο επεισόδιο, η ανιψιά της που ζει στο σπίτι της Γιουλάκη, η σπουδάζουσα νέα γενιά, της μιλάει για τα δικαιώματα των αδέσποτων ως πολιτισμό, της πετάει το σαπούνι της για να της πάρει ένα άλλο «με μέλι», της αλλάζει τον κιμά στα γιουβαρλάκια με άλλον «από σόγια». Στο επιχείρημα ότι έτσι κάνει πια ο κόσμος, η Γιουλάκη εντέλει ξεσπάει και στριγγλίζει ότι δεν θέλει τις τρέλες του κόσμου μέσα στο σπίτι της. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στο τρίτο επεισόδιο που της αλλάζει το ψωμί της με κριθαρένιο, στο τέταρτο της πετάει όλα τα πλαστικά και τα νάυλον γιατί μολύνουν το περιβάλλον, στο πέμπτο φέρνει στο σπίτι ποδήλατο γυμναστικής. Η μικροαστική αυτή τάξη είναι το 1992 σε επαφή με τις νέες πολιτισμικές ιδέες και πρακτικές, οι οποίες την καταπιέζουν καθώς καλείται να τις υιοθετήσει, ενώ η νέα γενιά φαίνεται να τις έχει αφομοιώσει. Είναι σε επαφή και με τα ανώτερα στρώματα, που εκπροσωπούνται σατιρικά από την εκκεντρική μεγαλοαστή διευθύντρια στη διαφημιστική εταιρεία, τα γαλλικά εστιατόρια και άλλες πρώην λαϊκές Κολωνακιώτισσες. Η ευεξία τους μέσα στις καθημερινές, βαρετές, μικροαστικές γκρίνιες και ντροπές και τα κωμικά μαλλιοτραβήγματά τους μας ξενίζουν σήμερα, το ίδιο και η επιτυχία της σειράς. Μια μικροαστική αισθητική και κοσμοθεωρία κυριάρχησε τη δεκαετία του ’80 με την «άνοδο» των μικροαστικών στρωμάτων αλλά τώρα πια, αν και ακόμα στο προσκήνιο, αρχίζει και πιέζεται. Η εμφάνισή της συναρτάται με την τάση της να μεσοαστικοποιηθεί και τα λαϊκά στοιχεία δεν βρίσκουν εικόνα. Ο Άρης Τερζόπουλος θυμάται για την εισαγωγή του λαϊφστάιλ κοσμοπολιτι-


[32]

σμού: «Ήξερα ότι το ΚΛΙΚ θα είχε επιτυχία. Όταν βγάζεις περιοδικά πρέπει να βλέπεις τι συμβαίνει κοινωνικά. Το ’85, λοιπόν, που κέρδισε ο Ανδρέας για δεύτερη φορά, ήταν φανερό ότι δεν θα είχαμε δικτατορία πια και πως ένα πλήθος κόσμου αριστερόστροφο και αποκλεισμένο από τα πράγματα, που θεωρούσε το μπλου τζιν και τη Μέριλιν Μονρόε ταξικό εχθρό, θα έμπαινε στο παιχνίδι, άρα θα χρειαζόταν να μάθει κάποια βασικά πράγματα: πού πηγαίνετε και πώς φέρεστε. Έτσι αναμίχθηκαν όλες οι φυλές της Αθήνας: ως τότε δεν έβλεπες κόσμο από τα δυτικά προάστια στα κλαμπ του κέντρου, ας πούμε» (http://www.lifo. gr/mag/features/707). Αν οι φυλές στο κέντρο της Αθήνας ήταν τότε ακόμα μόνο ταξικές, η ανάμειξή τους ήταν δυνατή, αρκεί ο μικροαστισμός να έθαβε τη Νικολέτα απ’ τον Κορυδαλλό βαθιά μέσα στη Μονρόε. Το ΚΛΙΚ αρχικά έδειξε τον Έλληνα ως τον μικροαστό που δεν έπρεπε να είναι –μαζί και τον Έλληνα που έπρεπε να γίνει. Όπως δείχνει ο Ν. Σεβαστάκης, το εθνικό αταξικό ιδεολόγημα του ΚΛΙΚ που ονομάστηκε «απέραντη μεσαία τάξη» στηρίχθηκε σε μια «αισθητικοποίηση της παρουσίας» αυτών των νέων μεσοαστικών στρωμάτων, η οποία χωρούσε όλο τον λαό με τον όρο όμως να αφήσει πίσω την παλιά μίζερη Ελλάδα και να λατρέψει τη νέα τεχνολογία, τη νέα οικονομία, τα νέα επαγγέλματα, το νέο στυλ. Τα πράγματα έμελλε να γίνουν ακόμα χειρότερα, ωστόσο. Στα χρόνια που ακολούθησαν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο εκσυγχρονισμός με

την σκληρά ελιτίστικη πολιτισμικά διάθεσή του, κατέταξε αυτόν τον πρώτο πιο ανοιχτό στο λαό «εκπολιτισμό» του λαϊφστάιλ ως ποπ, και επέτεινε έναν πιο σκληροπυρηνικό κοσμοπολιτισμό, ρίχνοντας μια τελευταία στρώση και θάβοντας τον μικροαστισμό στα έγκατα της γης.1 Αυτοί οι μικροαστοί, «αίφνης» ανίκανοι να γίνουν ποτέ «Ευρωπαίοι», σύμβολα της ελληνικής γυφτιάς και αρπαχτής, δεν έμελλε ποτέ να νιώσουν άνετα στον κόσμο του Κώστα Σημίτη, σε ένα λευκό μίνιμαλ εστιατόριο με τεράστια ντιζάιν πιάτα και ελάχιστες γκουρμέ μερίδες, ή σε ένα άρθρο του 1. Ο Σεβαστάκης διαπιστώνει τη διαφορά και στο εσωτερικό του ίδιου του ΚΛΙΚ: «Για να μείνουμε στο παράδειγμα που χρησιμοποιούμε κυρίως εδώ, στο περιοδικό ΚΛΙΚ, είναι πρόδηλες οι διαφορές μεταξύ της πρώτης περιόδου, μέχρι το 1996, και της κατοπινής. Στην πρώτη περίοδο προβάλλει ένα επιθετικό Life-style συνδυασμένο με μια ωμή, λαϊκότροπη αργκό γραφή. Η δεύτερη περίοδος αντίθετα διατρέχεται από μια διάθεση υπαναχώρησης σε σχέση με τις υπερβολές του προηγούμενου νεόπλουτου πνεύματος καθώς και από μια περισσότερο δεσμευμένη στο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα ματιά: ο νέος εθνικισμός των άρθρων του ’90-92 όπως και ο κοσμοπολίτικος αντιεθνικισμός μετά το 1996 λειτουργούν υποστηρικτικά ως προς το νέο συλλογικό φαντασιακό του έθνους της ευημερίας υποδεικνύοντας συνεχώς μέτωπα και τομές μεταξύ παλαιού και νέου, παρωχημένου και σύγχρονου, εντός και εκτός (in/out)». Ν. Σεβαστάκης, Κοινότοπη Χώρα, Σαββάλας, Αθήνα 2004, σ. 97-98. Αυτό που παγιώνεται, ωστόσο στην ελληνική κοινωνία μετά το 1996 είναι μια ένταση εναντίον οποιουδήποτε αρνητικού στοιχείου μπορεί να ταυτιστεί με τον μικροαστισμό, μια πορεία που από πολύ νωρίτερα θα αποδώσει στον μικροαστισμό αποκλειστικά και καθολικά στοιχεία που δεν ήταν (μόνο) δικά του, όπως πχ. η «αρπαχτή» και ο «νεοπλουτισμός».


[33]

Πρετεντέρη στο Βήμα, όπως (νόμιζαν ότι) ένιωσαν πριν αποθαυμάζοντας το ΚΛΙΚ και πίνοντας φραπέ στη Μύκονο. Οι τάξεις ξαναξεχώριζαν. Ο Σεβαστάκης, που υπενθυμίζει ότι η αισθητική και πολιτισμική διακωμώδηση κάθε «οπισθοδρομικής» αντίθετης φωνής, πάντα γραφικής και «λαϊκίστικης», ήταν το κύριο μέσο κατάπνιξής της, είδε σ’ αυτήν την υποχώρηση της μεταμοντέρνας αταξικής «απέραντης μεσαίας τάξης», που δήθεν κατάργησε «το «τεχνητό φράγμα λαϊκού και αστικού», την αυτοπεποίθηση των μεσοαστικών στρωμάτων που, εδραιωμένα, αναζήτησαν πάλι ιεραρχήσεις ρίχνοντας στην αφάνεια τα λαϊκά στρώματα μέσω πιο ελιτίστικων πολιτισμικών πρακτικών. Τα μεσοαστικά στρώματα όμως δεν είναι ποτέ η κυρίαρχη τάξη που επιβάλλει την κυρίαρχη αισθητική, αλλά «εκτελεστικά όργανα» αυτής της αισθητικής, που την καταναλώνουν υλικά και τη νομιμοποιούν ιδεολογικά στην προσπάθειά τους για «άνοδο», μέχρι η κυρίαρχη τάξη να προχωρήσει «παρακάτω» προκειμένου να ξαναξεχωρίσει τον εαυτό της. Όπως και να ’χει, κάπου εκεί θάβονται οριστικά και με μένος οι λαϊκές-μικροαστικές πολιτισμικές πρακτικές. Αυτή η πολιτισμική ένταση σηματοδότησε ήδη από τότε μια υπόγεια επανενεργοποίηση της πάλης των τάξεων αφού, όπως έχει επισημάνει ο Μπουρντιέ, είναι δικό της προϊόν ο βαθμός που το οικονομικό κεφάλαιο τρέπεται σε πολιτισμικό. Και πραγματικά, στο Σπιρτόκουτο το 2002 φαίνεται ότι το κεφάλαιο για το εστιατόριο ακόμα υπάρχει, αυτό όμως που απενεργοποιεί τους οικονομικούς όρους είναι οι πολιτισμικοί. Την περίοδο αυτή, πολλοί έχουν μόλις χάσει τις «οικονομίες» τους στο χρηματιστήριο, όμως αυτό δεν έχει σημάνει ακόμα οικονομικό αποκλεισμό – το χρηματιστήριο ως ιδεολογία υπήρξε το ακριβώς αντίθετό του. Μόνο αργότερα ο κόσμος αυτός θα αρχίσει να απειλείται υλικά, όταν θα «σκάσουν» τα δάνεια. Οι ταινίες του Οικονομίδη, πέφτοντας σαν βόμβες στα μάτια μας, αποκαλύπτουν πριν απ’ όλα τον πολιτισμικό αποκλεισμό του: για χρόνια «αόρατος» στις επίσημες παραστάσεις της ελληνικής κοινωνίας, εκτός αν επρόκειτο για «υποκουλτούρα», απονομιμοποιημένος, λοιδωρημένος και καταπιεσμένος κάτω από στρώσεις πολιτισμικής αφάνειας, είναι ένα καζάνι που βράζει.

Αν το 1992 η μονίμως νευρική Γιουλάκη καταλήγει πάντα σε ένα ξέσπασμα που δεν φέρει όμως τα σημάδια της βίας αλλά της σάτιρας, τούτο δηλώνει ένα επιφανές κοινωνικό κέντρο, κάτι «mainstream». Και αν δέκα χρόνια «σιωπής» μετά, το 2002, το ρετιρέ έχει γίνει ένα διαμέρισμα-σπιρτόκουτο έτοιμο να αναφλεγεί, οι μικροαστοί του Οικονομίδη μας υπενθυμίζουν ότι η μικροαστική τάξη δεν είναι πάντα παρά μια μεταβατική κοινωνική τάξη και ο προδιαγεγραμμένος εγκλωβισμός σ’ αυτήν, το «φράξιμο» της (ψευδαίσθησης της) κινητικότητας προς τα πάνω –η οποία συντελείται στην πραγματικότητα όχι τόσο με υλικούς όρους (μια αύξηση εισοδήματος δεν αλλάζει τίποτα στη θέση παραγωγής), αλλά κυρίως με πολιτισμικούς– συναντά τη φραγή της «αναγνώρισής» της μέσα στην κοινωνία, στα έντυπα, στα σίριαλ, στις διαφημίσεις, στις πρωινές εκπομπές και τους βραδινούς προσκεκλημένους. Μόνη κοινωνική της εικόνα παραμένουν οι trash εκπομπές με τα οικογενειακά δράματα του Αντρέα Μικρούτσικου, οι «σκηνές» του ελληνάδικου, και εντέλει, τα φονικά του Κόκκινου Κύκλου –παραστάσεις που αποτελούν το σύνηθες αντιπαράδειγμα υποκουλτούρας μέσα από το οποίο αυτοπροσδιορίζεται η «πολιτισμένη» μεσοαστική αισθητικοκοινωνική πρακτική. Από το καλοκαίρι του 2000, το Mega έβαζε κάθε χρόνο σε επανάληψη το Ρετιρέ και το να δει κανείς αυτήν την επανάληψη δίπλα στο Σπιρτόκουτο, δείχνει «σε επανάληψη» ποια είχε παραμείνει η επίσημη παράσταση αυτής της τάξης, πάνω από έναν κόσμο που έβραζε στο ζουμί του. Ακόμα δέκα χρόνια μετά, το 2012, η επιλογή της Χρυσής Αυγής για να εκφράσει τον οικονομικό αποκλεισμό τους με τα μνημόνια, η διέξοδος δηλαδή προς μία από τις πολλές «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, διαμεσολαβήθηκε σχεδόν «φυσικά» από τους πολιτισμικούς όρους: δεν είναι γι’ αυτά τα στρώματα παρά το ξέσπασμα μιας μακρύτερης διαδικασίας, στο τέλος της οποίας βρήκε πρώτα απ’ όλα μια πολιτισμική αναγνώριση σε ό,τι «μιλούσε» τη δική τους γλώσσα: τη λαϊκή αισθητική ως «αντισυστημικότητα». Κι αυτό δεν έγινε παρά μέσα από τη μοναδική «επίσημη» ματιά που ο πολιτισμικός αποκλεισμός επέτρεψε σε αυτά τα στρώματα για τον εαυτό τους: το λούμπεν.


[34]

Οι «νέοι» μικροαστοί, κόσμος εξωτικός, κόσμος φασιστικός Mετά από μια μακρά περίοδο δεκαετιών που η ίδια η εργατική τάξη μικροαστικοποιήθηκε, παραμένει ιδιαίτερα δύσκολη η πολιτισμική διάκριση των δύο τάξεων: ο Οικονομίδης, παρότι αναφέρεται στους ήρωές του ως μικροαστούς, τους απέδωσε μια αρκετά λαϊκή αισθητική. Αυτή η κίνηση ήταν ορθή το 2002, σε αντίθεση με την πιο μεσοαστική αισθητική των μικροαστών του Ρετιρέ στις αρχές του ’90, ακριβώς επειδή δείχνει την πολιτισμική φραγή στην οποία έχουν περιέλθει εντωμεταξύ. Στον Οικονομίδη δεν υπάρχουν τα «νέα επαγγέλματα» που κάποτε γέμισαν τον μικροαστικό κόσμο με ελπίδα για κοινωνική άνοδο, δεν υπάρχουν υπάλληλοι γραφείου. Ο παλιάς κοπής μικροεπιχειρηματίας με την επιχείρηση φωτιστικών συναντιέται με τον ειδικευμένο εργάτη του που τα επιδιορθώνει. Όχι και τόσο ειρωνικά, σήμερα τα παιδιά της μικροαστικής τάξης καλούνται να αφήσουν τα ΑΕΙ και να επιστρέψουν στην τεχνική εκπαίδευση. Το 2002 ο κόσμος αυτός φάνηκε βάρβαρος και εξωτικός. Σήμερα φαίνεται και πρωτοφασιστικός. Για πολλούς τώρα, η λαϊκή αισθητική αυτής της μερίδας των μικροαστών αγγίζει το λούμπεν και μαζί τα δύο εύκολα ισούνται με τη λούμπεν αισθητική (και πρακτική) της βίας της Χρυσής Αυγής. Η λαϊκή αισθητική και πολιτισμική πρακτική, ωστόσο, των μικροαστικών στρωμάτων όχι μόνο δεν είναι λούμπεν, αλλά στην πραγματικότητα είναι συχνά και πολύ συντηρητική. Στη βάση της υπάρχει ακριβώς αυτό το στοιχείο που υποτιμάται διαχρονικά από όλες τις πιο αστικές πολιτισμικές πρακτικές: το σώμα. Ο Οικονομίδης διευκρίνισε για το επίτευγμα των ηθοποιών του Σπιρτόκουτου, τον Λίτση από

τα Πετράλωνα (πολύ πριν γίνουν «in», όταν ήταν ακόμα εργατικά), τον Ξυκομηνό από την Αμφιάλη: «Eίναι ευφυείς και συνεργάστηκαν στον αυτοσχεδιασμό. Παιδιά λαϊκά, με απίστευτο ένστικτο της ζωής». Ο Οικονομίδης, στο κάστινγκ του γι’ αυτόν τον κόσμο, πιθανότατα να μην είχε υπόψη του τη Διάκριση του Μπουρντιέ, που έδειξε ότι από παιδιά ενσωματώνουμε κυριολεκτικά, με το σώμα μας δηλαδή, τις πολιτισμικές πρακτικές της οικογένειάς μας, το πώς ντυνόμαστε, πώς τρώμε, πώς μιλάμε και χειρονομούμε, τι μας αρέσει, και άρα της τάξης μας, έτσι που κάθε άνθρωπος να διακρίνει και να διακρίνεται από τους κοινωνικά ομοίους του απ’ αυτό το βιοτικό ύφος, με τους οποίους και «ως εκ θαύματος» πάντα «ταιριάζει» –με αποτέλεσμα να μένουν διακριτές οι τάξεις και οι ιδεολογικά δομημένες ιεραρχίες τους, όπου πάνω απ’ όλα πρέπει οι «κατώτεροι» οι ίδιοι πρώτα απ’ όλους να θεωρούν τους «ανώτερους» ανώτερους. Μέσα σ’ αυτήν την αναπαραγωγή της ταξικής διαφοροποίησης –όπου τα «γούστα» μας που εγγράφουν στο εσωτερικό τους τους υλικούς όρους ύπαρξής μας είναι κοινωνικά κατασκευασμένα, ώστε να καθιστούν αντιληπτή την ταξική διαφορά που μας δομούν αυτοί οι υλικοί όροι– απέναντι στη φυσικοποιημένη (μεσο)αστική μας αισθητική αντιπαρατίθεται το λαϊκό/μικροαστικό βιοτικό ύφος: τούτο χαρακτηρίζεται από τη βιοτική ανάγκη, την εξ αυτής αμεσότητα των αισθήσεων, την πρακτική μικροηθική και, κυρίως, το σώμα – ένα γούστο ανάγκης που γίνεται φιλοτιμία (δηλαδή φτάνει να θεωρείται ως προσωπική επιλογή αφού δεν υπάρχει άλλη), σε αντίθεση με το γούστο πολυτελείας μας. Το υποφωτισμένο εργαστήριο με τα ξεχαρβαλωμένα φωτιστικά στην Ψυχή στο στόμα, με τον ήρωα ανάμεσα στα καλώδια, τα ντουί, τις πένσες


[35]

και τα κατσαβίδια, φέρνει εκ των πραγμάτων στον νου τη σκηνή από τις ψυχρές Άλπεις του Λάνθιμου (2011), όπου ο ήρωας εισέρχεται σε ένα κατάστημα που πουλάει πολυέλαιους και φωτιστικά για να κάνει τη δουλειά που του έχει ανατεθεί: το τελευταίο αυτό δεν είναι παρά ένα εντυπωσιακό ντεκόρ που ως επιχείρηση «πουλάει» διακόσμηση, στον Οικονομίδη όμως ο εργασιακός χώρος προσδιορίζει δομικά τους ήρωες που διορθώνουν αυτούς τους πολυελαίους, με τα κατσαβίδια ως εργαλεία της δουλειάς να γίνονται εύκολα σε συνθήκες έντασης εργαλεία και της απειλούμενης βίας. Όπως λέει ο Μπουρντιέ, ο πλέον λοιδωρημένος «ανδρισμός» που διακρίνει την αισθητική και τις πολιτισμικές πρακτικές αυτών των κατώτερων στρωμάτων δεν είναι παρά αποτύπωμα εκείνου του καταμερισμού της σωματικής εργασίας στην οποία έχουν ανδρωθεί, και απέναντι στην κυρίαρχη αισθητική επιλογή που θέτει η κυρίαρχη τάξη (το σώμα ως υγεία, γυμναστική και καλοί τρόποι) πρέπει είτε να κλειστείς για πάντα στην κοινωνική σου ομάδα είτε να προσπαθήσεις ατομικά να αφομοιώσεις το κυρίαρχο ιδεώδες: «[η αμφισβήτηση] των αξιών του ανδρισμού, οι οποίες συνιστούν μία από τις πλέον αυτόνομες μορφές της αυτοκαταδήλωσής τους ως τάξης, φαίνεται να απειλεί ακριβώς ένα από τα έσχατα καταφύγια της αυτονομίας των κυριαρχημένων τάξεων, της ικανότητάς τους να παράγουν οι ίδιες την παράστασή τους για τον ολοκληρωμένο άνθρωπο και τον κοινωνικό κόσμο». Ποια είναι εντέλει η παράσταση αυτού του κόσμου; Ο πολιτισμικός εξοβελισμός προκειμένου να αποτρέπει/επιτρέπει τις επανεκδηλώσεις, π.χ. του παραπάνω ανδρισμού, τις ηθικοποιεί με ένα αρνητικό πρόσωπο. Το στοιχείο που αποδό-

θηκε ούτως ή άλλως από την «από τα πάνω» ματιά ήταν η ταύτιση της ελληνικής λαϊκής-μικροαστικής πολιτισμικής πρακτικής με το λούμπεν. Το πάντα καχύποπτο προς τους μικροαστούς πιο λαϊκό κομμάτι της αριστεράς συνηγόρησε εκεί που το προοδευτικό κατηγόρησε. Αν στα μάτια μας τα μικροαστικά στρώματα οδηγούν μόνο αμάξια που μαρσάρουν, βρίζονται και αρπάζουν ο ένας τον άλλον στους καβγάδες και εκεί που τους παίρνει πάνε να φάνε το οικόπεδο του συγγενή, όπως στις ταινίες του Οικονομίδη, αν η υποκουλτούρα υπήρξε η μόνη «αναγνώριση» που τους δόθηκε –σαν να μην μπορούν να είναι τίποτα άλλο οι λαϊκοί μικροαστοί μας για να μπορούν να παρίστανται έναντι της «νόμιμης» (μεσο)αστικής αισθητικής και πολιτισμικής πρακτικής– αναπόφευκτα τούτη έφτασε να γίνει και εν μέρει ταυτοτική: όταν το αστικό βιοτικό ύφος γίνεται όλο και περισσότερο προϊόν ενός κατά Βέμπερ «στιλιζαρίσματος της ζωής», αναλωνόμενο στην ποικιλία ενός κρασιού ή τη διακόσμηση ενός εξοχικού, τι άλλο απομένει σε μια πλήρως κυριαρχημένη και αποκλεισμένη αισθητική πέρα από την «ελευθερία» του «αντισυστημικού» περιθωρίου; Για τα βρισίδια και τη «μαγκιά», ο Μπουρντιέ έλεγε σαράντα χρόνια πριν: «Δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναδικός τομέας της πρακτικής των λαϊκών τάξεων όπου το ύφος (στυλ) εν εαυτώ προσχωρεί στο στιλιζάρισμα είναι ο τομέας της γλώσσας, με την αργκό, γλώσσα αρχηγών, «νονών», που εμπεριέχει την καταδήλωση μιας αντινομιμότητας, μέσω της πρόθεσης, για παράδειγμα, να γελοιοποιήσει και να αποϊεροποιήσει τις “αξίες” της κυρίαρχης ηθικής και της κυρίαρχης αισθητικής. […] Η αισθητική μισαλλοδοξία εμφανίζει τρομερές βιαιότητες. Η αποστροφή για το διαφορετικό βιοτικό ύφος είναι πιθανότατα


[36]

ένα από τα ισχυρότερα φράγματα μεταξύ των τάξεων», επισημαίνει εντέλει ο Γάλλος στοχαστής και αναλύοντας τη «λαϊκή αισθητική» κατ’ αντιδιαστολή προς την αστική από την οποία κυριαρχείται ως «βάρβαρη», υπενθυμίζει ότι η «νομιμότητα» της αστικής αισθητικής αποκρύπτει ακριβώς αυτό το γεγονός ότι «ο ορισμός της τέχνης του ζην αποτελεί διακύβευμα της πάλης των τάξεων. Οι κυριαρχημένες εκδοχές της τέχνης του ζην που στην πράξη δεν έλαβαν ποτέ συστηματική έκφραση γίνονται σχεδόν πάντα αντιληπτές ακόμα και από τους υπερασπιστές τους, από την καταστροφική ή περισταλτική σκοπιά της κυρίαρχης αισθητικής, με αποτέλεσμα να μην έχουν άλλη εναλλακτική λύση πέρα από την υποβάθμιση ή την αυτοκαταστροφική αποκατάσταση». Η αναγνώριση των λαϊκών μικροαστικών στρωμάτων ως λούμπεν και μόνο, δεν αποτελεί παρά την εμφανή όψη της υποτίμησης, τη βασιλική οδό προς την απώθηση από τις επίσημες παραστάσεις μιας «εκσυγχρονισμένης» κοινωνίας. Για τους κοινωνικούς επιστήμονες, τέτοιες θέσεις γίνονται τραυματικές και οδηγούν σε ένα μίσος για τον εαυτό και όχι μόνο. Ο Οικονομίδης, ειλικρινής υπερασπιστής αυτής της αισθητικής, κινούμενος μεταξύ των δύο κόσμων, δεν μπορεί παρά να μεταφέρει αυτή την κυρίαρχη ματιά της υποβάθμισης, που αποκαθίσταται αισθητικά μόνο ως λούμπεν. Όταν ο δημοσιογράφος της Καθημερινής το 2003 τον ρωτά

αν όλος αυτός ο κόσμος του Σπιρτόκουτου είναι «υποκουλτούρα», απαντάει: «Ναι, είναι υποκουλτούρα. Aλλά σχεδόν όλη η Eλλάδα είναι έτσι». Έχει κάνει όμως τη δουλειά του. Κι αυτή πρέπει να γίνει αντιληπτή. Η νεοφιλελεύθερη ΝΔ θεωρεί ότι αφού τα στρώματα αυτά ψηφίζουν Χρυσή Αυγή είναι εν δυνάμει δικοί της ψηφοφόροι, όμως η σύνθεσή τους στις δημοσκοπήσεις δείχνει ότι προέρχονται από όλους τους κομματικούς χώρους και αυτό που τα συνέχει, πέρα από τη δεδομένη οικονομική αιτία, είναι μάλλον το πολιτισμικό παρά το ιδεολογικό. Η προοδευτική αριστερά θα πρέπει να ξεπεράσει τη ριζική πολιτισμική της αδυναμία να επικοινωνήσει μαζί τους. Όταν τα αντιρατσιστικά φεστιβάλ, οι οικολογικές ευαισθησίες και τα πολύχρωμα κινήματα κατά της παγκοσμιοποίησης έρχονταν στο προσκήνιο, η μικροαστική μας ρίζα θαβόταν πίσω στο χωριό μας. Η πολιτισμική της στροφή τα προηγούμενα χρόνια άμβλυνε μεν την ταξική προοπτική της, πετώντας όμως έξω πολιτισμικά έναν ολόκληρο κόσμο. Θα πρέπει, το λιγότερο, να αντιληφθούμε τους πολιτισμικούς όρους ως διαμεσολάβηση των οικονομικών όρων, κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Αυτή η αντίληψη είναι κρίσιμη για όσους (θα έπρεπε να) θέλουν να προσεγγίσουν αυτά τα στρώματα: οι οικονομικές εξαγγελίες, οι σχεδιασμοί και οι χρονοβόρες συνήθως υλοποιήσεις τους απαιτούν αυτό το πολιτισμικό άνοιγμα


[37]

εωσότου είναι σε θέση να διαμορφώνουν οι ίδιες (υλικά) τους πολιτισμικούς όρους. Αντ’ αυτού όμως, οι περισσότερες προοδευτικές πένες σήμερα, όχι μόνο εκείνες του πάλαι ποτέ εκσυγχρονισμού αλλά και εκείνες της αριστεράς, θα ήταν έτοιμες να αναγνωρίσουν (και) πολιτισμικά όλες τις φυλές και τα φύλα, όχι όμως και αυτές καθαυτές τις «βάρβαρες» τάξεις που, παραδόξως για μια τέτοια πολιτισμική αριστερά, αποτελούν μόνο υλικές οντότητες. Ενίοτε κάποιοι φτάνουν και σε έναν ιδιότυπο ταξικό ρατσισμό. Το ξέσπασμα της βίας που προοικονόμησε ο Οικονομίδης έφτασε σήμερα να ισούται εγγενώς με αυτό το «λαϊκό» (ούτως ή άλλως μαζί με τη «γραφικότητα» και τη «βαρβαρότητά» του), τη στιγμή που τούτο πρέπει να ανακτηθεί από αυτή τη βία και μόνο ένας τρόπος υπάρχει γι’ αυτό: η θετική πολιτισμική αναγνώρισή του που θα το επαναφέρει σε γόνιμη επαφή με τον υπόλοιπο κοινωνικό χώρο. Σε αυτό το επίπεδο δεν χωράνε μισές δουλειές: η διαφορά του όψιμου βιβλίου του Οικονόμου (Κάτι θα γίνει θα δεις, 2010) για τα στρώματα αυτά από τις πρώιμες ταινίες του Οικονομίδη είναι ακριβώς ότι ο πρώτος τους αφαιρεί αυτήν την απειλητικότητα που νιώθουμε όταν βλέπουμε αυτόν τον κόσμο, ώστε να μπορέσουμε να τον δούμε με την αφ’ υψηλού συμπάθεια που του αναλογεί σε εποχή κρίσης – κόσμος όμορφα εξωτικός. Η διαφορά περαιτέρω με τον κόσμο όλων αυτών των νεοφιλελεύθερων διανοουμένων τύπου Λένας Διβάνη και Σώτης Τριανταφύλλου, σάρκα εκ της σαρκός του πολιτισμικά ρατσιστικού εκσυγχρονισμού, είναι ότι οι τελευταίοι δεν επιχειρούν καν έναν διάλογο μαζί του, όχι απλώς παραδίδοντάς τον στην Χρυσή Αυγή, αλλά θεωρώντας τον ως τον

καθ’ εαυτό μη αναγώγιμο νεοελληνικό φασισμό. Για κάποιο οριακά ανεξήγητο λόγο, η διαφορά αυτή είναι και διαφορά καλλιτεχνική ο Οικονομίδης παραμένει σπουδαιότερος καλλιτέχνης, για την εποχή μας τουλάχιστον. Και ήδη πίσω απ’ το μακρινό 2002 εκπληρώνει μια από τις σπάνιες αρετές της τέχνης, εκείνη της προφητικής ιαχής. Το 2009, στις απαρχές της κρίσης, ο Οικονομίδης γύρισε την τρίτη του ταινία, τον Μαχαιροβγάλτη, ολοκληρώνοντας ό,τι ο ίδιος θεωρεί ως τριλογία. Ο «λεχρίτης» άνεργος ήρωάς του, που οδηγεί παπί, βλέπει μπάλα, παίζει στοίχημα και πίνει μπύρες και φραπέ, κατεβαίνει από την Πτολεμαΐδα στα Νέα Λιόσια να δουλέψει στον «λούμπεν» θείο του που έχει μίνι μάρκετ: τρώει τη δουλειά από τον Πακιστανό του θείου του, δηλαδή να κάθεται και να του φυλάει τα ντόπερμαν που φοβάται ότι θα του τα φολιάσουν για εκδίκηση κάποιοι «Αρβανίτες» με τους οποίους έχει ανοίξει βεντέτα για 320 ευρώ. Μένει στον αποκάτω όροφο, γίνεται εραστής της νεαρής και πιο μοντέρνας γυναίκας του, εκμεταλλεύεται τη βεντέτα και καθαρίζει τον θείο του με καμιά δεκαριά μαχαιριές. Στην τελευταία σκηνή, που έχει πάρει πια τη θέση του στο σπίτι, ξυρισμένος, κουρεμένος και χτενισμένος, με ωραίο t-shirt και καθαρός, πίνει νερό, κλείνει το σπίτι για να φύγει με τη γυναίκα του που τον περιμένει έξω στο τζιπ με τα παιδιά, και από παντού κατεβάζει ρολά, ασφάλειες και σιδεριές – ένας αληθινός νοικοκυραίος. Η ασφάλειά του πρόκειται να γίνει σε δύο χρόνια το επίσημο κυβερνητικό δόγμα, αλλά αυτό που μαχαίρωσε ο μαχαιροβγάλτης είναι πριν απ’ όλα εκείνος ο λαϊκός μικροαστικός του εαυτός.


[38]

Στέφανος Βαμιεδάκης

Οι Αυθαίρετοι

Η

περίοδος 1989-1990 θεωρείται από πολλές απόψεις ένα χρονικό σημείο καμπής. Για πολλούς συνιστά ένα παγκόσμιο ορόσημο του τέλους του σύντομου 20ού αιώνα. Για άλλους, την αρχή της πλήρους επαναφοράς του παγκόσμιου καπιταλισμού. Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχει αποκτήσει μάλιστα ιδιαίτερες συνδηλώσεις. Οι πολιτικές εξελίξεις της περιόδου και η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα (πτώση κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, κυβέρνηση Τζανετάκη, οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα, σκανδαλολογία, δημοσιονομική κρίση, ειδικά δικαστήρια κ.λπ.) διαμορφώνουν μια έντονη αίσθηση fin de siècle. Δεν είναι τυχαίο ότι η (παρα)φιλολογία περί «τέλους της Μεταπολίτευσης» έφτασε στο αποκορύφωμά της ακριβώς εκείνη την εποχή. Έκτοτε το ίδιο μότο θα επαναλαμβάνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι και σήμερα, όχι με την ίδια επιτυχία. Στο συλλογικό φαντασιακό, η περίοδος αυτή είναι έντονα φορτισμένη ιδεολογικά. Θεωρείται ότι τότε εγκαινιάζεται μια φάση μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας συνολικά: νέα επαγγέλματα, μαζική διάχυση και κυριαρχία του κωστοπούλειου λαϊφστάιλ, εξευρωπαϊσμός, είναι μερικά από τα κοινωνιολογικά και πολιτισμικά φαινόμενα που συνοδεύουν και στιγματίζουν την ανάδυση της «νέας εποχής». Ωστόσο, η διαδικασία αυτή ούτε μονοσήμαντη είναι ούτε γραμμική. Στο εν πολλοίς αδιαμόρφωτο ακόμα «νέο παράδειγμα», μοιραία εμφιλοχωρούν εικόνες του παρελθόντος, τα στοιχεία συνέχειας και ασυνέχειας συνυπάρχουν, ενώ οι κάθε είδους «προνεωτερικές» αδράνειες συμπλέκονται με την αποθέωση του «νέου». Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια εποχή μετάβασης, και ακριβώς γι’ αυτό είναι πλούσια σε αναγνώσεις. Η εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης την ίδια εποχή συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τις νέες τάσεις, εμπεδώνοντας ταυτόχρονα τη βεβαιότητα ότι πρόκειται πράγματι για την είσοδο σε μια νέα εποχή. Από αυτή την άποψη, το «1989» συνιστά αναμφίβολα μια τομή, κυρίως ως συμβολικό ορό-

σημο. Το παράδειγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης, ιδιαίτερα σε αυτήν την πρώτη περίοδο γέννησης και διαμόρφωσής της, μας επιτρέπει να εξετάσουμε σήμερα ορισμένες από τις υπό διαμόρφωση ακόμη τότε τάσεις σε ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο. Την αφορμή για μια τέτοια απόπειρα μας την προσφέρει το παράδειγμα μιας κωμικής σειράς που προβλήθηκε από το MEGA το καλοκαίρι σε επανάληψη. Θα μπορούσε κανείς βεβαίως να επιλέξει ανάμεσα σε αρκετές σειρές που, λόγω της καλοκαιρινής περιόδου αλλά και της δεινής οικονομικής πραγματικότητας, ξεθάφτηκαν από το αρχείο των καναλιών για να γεμίσουν το θερινό πρόγραμμα, κάνοντας βεβαίως από την πλευρά τους την ανάγκη φιλοτιμία και πασπαλίζοντας την επιλογή αυτή με τις απαραίτητες για την προώθησή τους δόσεις καλτίλας και vintage, όπως απαιτούν οι καιροί και το σύγχρονο τηλεοπτικό μάνατζμεντ. Μία σειρά ωστόσο συμβολίζει με τον καλύτερο τρόπο την εποχή. Η κωμική σειρά «Οι Αυθαίρετοι» ήταν η δεύτερη σειρά που παίχτηκε στο MEGA, μετά το –ξεχασμένο σχεδόν– «Πατήρ, υιός και πνεύμα». Σε σενάριο του Βασίλη Νεμέα και σκηνοθεσία του Νίκου Κουτελιδάκη, «Οι Αυθαίρετοι» έκαναν πρεμιέρα στις 22 Νοεμβρίου 1989. Η συγκυρία είναι σχεδόν μεταφυσική: την επόμενη μέρα, 23.11.1989, ορκίστηκε η Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον Ξ. Ζολώτα. Πρόκειται δηλαδή για την κατεξοχήν συγκυρία-ορόσημο της μεταβατικής περιόδου: στον δημόσιο λόγο οι αναφορές περί «τέλους της Μεταπολίτευσης» παροξύνονται, ενώ η αντίστροφη μέτρηση για την ολοκλήρωση της αλλαγής σε πολιτικό επίπεδο βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, για να τελειώσει λίγους μήνες μετά, τον Απρίλιο του 1990 με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η προβολή των «Αυθαίρετων» συμπίπτει με την εποχή αυτή σε όλο της το ανάπτυγμα, καθώς τα 66 συνολικά επεισόδια που προβλήθηκαν καλύπτουν χρονικά την περίοδο 1989-1991. Το δεύτερο στοιχείο, πέραν της ευρύτερης πολιτικής συγκυρίας, που δίνει στη σειρά μια ενδια-


[39]

φέρουσα ιδιαιτερότητα είναι το κοινωνικό-ταξικό σύμπαν στο οποίο αναφέρεται. Πρόκειται φυσικά για τα μικρο-μεσοαστικά στρώματα, που στην περίπτωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού διατηρούν διαχρονικά μια ξεχωριστή θέση στις μορφές τόσο της βάσης όσο και του εποικοδομήματος. Είτε ως ετεροπροσδιοριζόμενος «χυλός» είτε ως σαφώς συγκροτημένα σε υλικό-παραγωγικό επίπεδο κοινωνικά στρώματα, ο μικροαστισμός δίνει τον τόνο. Από την άποψη αυτή, είναι εύλογο ότι πολιτισμικά προϊόντα όπως οι τηλεοπτικές σειρές στοχεύουν σε μια μαζική αγορά που κυριαρχείται από το «μικροαστικό», εξού και η θεματική συνάφεια/εξοικείωση με αυτό. Στις περισσότερες από αυτές τις σειρές, οι πρωταγωνιστές, τα σκηνικά και η θεματολογία αντλούνται από την τεράστια δεξαμενή της μικροαστικής και μεσοαστικής συνθήκης: το πιο κλασικό παράδειγμα αναπαράστασης αυτού του είδους συνιστούν οι σχετικές μανιέρες του τηλεοπτικού Γ. Δαλιανίδη («Ρετιρέ», «Μικρομεσαίοι»). Στην περίπτωση των «Αυθαίρετων» ωστόσο, αν και η φόρμα ακολουθεί το παραπάνω παραδοσιακό τυπικό, υπάρχουν πολλά στοιχεία που διεκδικούν τουλάχιστον μια ιδιαιτερότητα. Η «πολιτική» χροιά της σειράς δηλώνεται με δηκτικό και παιχνιδιάρικο τρόπο ήδη από τους τίτλους έναρξης («κι ενώ όλοι οι Έλληνες αγαπημένοι και μονιασμένοι “εργάζονται πυρετωδώς” για την ενοποίηση της Ευρώπης… το MEGA channel έψαξε και βρήκε τους πρωτοπόρους»). Ταυτόχρονα, ο χαρακτηρισμός «κωμική» δίνει μία παραπλανητική εικόνα ανώδυνης αθωότητας, ενώ αντιθέτως πρόκειται, κατά κοινή ομολογία, για ένα «σκοτεινό» υβρίδιο μαύρης κωμωδίας και σάτιρας. Η υπόθεση της σειράς είναι απλή: πρόκειται για δύο οικογένειες οι οποίες ζουν στην ίδια πολυκατοικία, οι άντρες έχουν το ίδιο επώνυμο, κατάγονται από το ίδιο χωριό, ενώ ακόμα και τα εξοχικά τους, αυθαίρετα φυσικά, είναι χτισμένα δίπλα δίπλα. Οι οικογένειες αυτές μισιούνται θανάσιμα και η μία προσπαθεί να καταστρέψει την άλλη με κάθε μέσο. Ο λόγος του αμοιβαίου μίσους δεν ξεκαθαρίζεται, γεγονός που τονίζει την αίσθηση του παράλογου και ευτράπελου. Ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι χαρακτήρες και οι συμβολισμοί που αυτοί

φέρουν. Στη μια πλευρά υπάρχει η οικογένεια του Ανδρέα και της Ζανέτ Χατζηγιώργη. Η οικογένεια αυτή αντιπροσωπεύει τα «παραδοσιακά» μεσαίαανώτερα στρώματα, που έχουν όμως ξεπέσει. Αρχηγός της είναι στην ουσία η Ζανέτ, η αστική καταγωγή της οποίας υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι διατηρεί και το πατρικό της επώνυμο (Τουρλουφίδη-Χατζηγιώργη), υιοθετεί μια ξενόγλωσση εκδοχή του ονόματός της (Ζανέτ αντί Ιωάννα), είναι κόρη ναυάρχου, μορφωμένη και με σημαντική ακίνητη περιουσία. Η «αλαφροΐσκιωτη» αδελφή της Ελεονώρα, γεροντοκόρη που ζει μαζί της, παραπέμπει επίσης σε μία αρχετυπική φιγούρα του αστικού ρομαντισμού (πιάνο, τραγούδι, ονειροπόληση κ.λπ.) των αρχών του 20ού αιώνα. Ο σύζυγος της Ζανέτ, Ανδρέας Χατζηγιώργης, είναι δικηγόρος, αλλά στην ουσία ζει από τη σύζυγό του: είτε δεν ασχολείται με το επάγγελμα είτε χάνει όλες τις δίκες, εξού και ο χαρακτηρισμός «χασοδίκης» από την αντίπαλη οικογένεια. Πρόκειται δηλαδή για μια μητριαρχική στην ουσία οικογένεια, αφού η οικονομική της επιφάνεια οφείλεται εξολοκλήρου στην περιουσία της Ζανέτ. Στην απέναντι πλευρά, έχουμε την οικογένεια του Κώστα και της Σούλας Χατζηγιώργη. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα. Τόσο το επαγγελματικό παρελθόν του άντρα (σερβιτόρος), όσο και το όνομα της γυναίκας (Σούλα) υποδηλώνουν λαϊκή καταγωγή. Ο Κώστας Χατζηγιώργης έχει ανέλθει κοινωνικά, αφού από εργαζόμενος στον χώρο της εστίασης εμφανίζεται τώρα ως ιδιοκτήτης μοντέρνου εστιατορίου («πιάνο-ρέστοραν»). Τη λαϊκότητα αυτή ενισχύει, κατ’ αναλογία με την αδερφή της Ζανέτ, ο χαρακτήρας του αδελφού της Σούλας, του Μπάμπη, που εργάζεται ως νταλικιέρης, συμβολίζοντας έτσι το «αλάνι», τον άνθρωπο της πιάτσας και της μικροπαραβατικότητας. Η συμπεριφορά του Κώστα και της Σούλας Χατζηγιώργη παραπέμπει σε αυτήν ενός «αρχοντοχωριάτη». Ενώ προσπαθούν να επιδείξουν ένα ανώτερο επιχειρηματικό προφίλ, στην ουσία πρόκειται για αυτοαπασχολούμενα μικροαφεντικά: στο εστιατόριο «πολυτελείας» που διατηρούν δουλεύουν και οι ίδιοι, ενώ το υπαλληλικό τους προσωπικό είναι μάλλον περιορισμένο (ένας μάγειρας και μία στη λάντζα). Έτσι, γίνονται και οι ίδιοι αποδέκτες


[40]

ειρωνικών χαρακτηρισμών από την αντίπαλη οικογένεια («κάπελας», «βλαχάρα»). Το δίπολο είναι έξοχα στημένο: δύο μικρο-μεσοαστικές οικογένειες σε τροχιές που συναντιούνται, καθώς η μία πέφτει και η άλλη ανεβαίνει. Από τη μία πλευρά μια οικογένεια μεσοαστικής καταγωγής υπό ξεπεσμό, από την άλλη μία με λαϊκή καταγωγή που «έχει πιάσει την καλή». Η επιλογή του χώρου στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία είναι επίσης έντονα φορτισμένη συμβολικά. Υποτίθεται ότι οι δύο θανάσιμοι εχθροί μένουν σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στη Φωκίωνος Νέγρη. Η συνοικία αυτή της Κυψέλης παραπέμπει σε μια παλιά μεσοαστική περιοχή, η οποία έχει πια παρακμάσει την περίοδο αυτή. Το τοπίο είναι αστικό, αλλά η επαρχιακή καταγωγή των δύο πρωταγωνιστών και συγχωριανών είναι συνεχώς παρούσα. Η σχέση τους με την ύπαιθρο, με «το χωριό», είναι καθαρά «επαγγελματική»: έρχονται σε επαφή μαζί της μόνο όταν θέλουν να κυριαρχήσουν μέσω αυτής υλικά και συμβολικά ο ένας έναντι του άλλου, και τελικά και οι δύο επί αυτής. Στη μια περίπτωση όταν στο χορό του συλλόγου διαγωνίζονται στο ποιος θα δώσει τα περισσότερα λεφτά στη λαχειοφόρο, στην άλλη όταν αποκαλύπτεαι ότι ο Κώστας Χατζηγιώργης ασκούσε στο παρελθόν αρχαιοκαπηλεία με κάτι ευρήματα στο χωράφι του. Επίσης όταν σκάβει παράνομα το χωράφι του Ανδρέα Χατζηγιώργη για να ξεθάψει κάτι χρυσές λίρες. Τέλος, όταν από κοινού επιχειρούν με ψέματα και δωροδοκίες να εκμεταλλευτούν το νερό μιας πηγής της περιοχής για να στήσουν εργοστάσιο εμφιάλωσης νερού. Η αρπακτικότητα αυτή κυριαρχεί σε καθετί που σχετίζεται με τον τόπο καταγωγής τους. Παράλληλα με τα παραπάνω, δεν θα μπορούσε να λείπει το κερασάκι στην τούρτα: το αυθαίρετο εξοχικό που έχουν χτίσει, δίπλα δίπλα φυσικά, στο Πόρτο-Ράφτη. Στο φόντο, αλλά διαρκώς παρούσα στην εξέλιξη της ιστορίας βρίσκεται η «ευρωπαϊκή προοπτική» που σηματοδοτούσε την εποχή. Στην ουσία, η διάσταση της ΕΟΚ και της ευρωπαϊκής ενοποίησης εντάσσεται δομικά στην αφήγηση της σειράς, ως κοινή αναφορά και ως άλλοθι της δραστηριότητας των πρωταγωνιστών. Το στοιχείο αυτό πολιτικοποιεί ακόμα βαθύτερα τις πράξεις, τις συμπεριφορές και τις νοοτροπίες τους. Η «ευ-

ρωπαϊκή ενοποίηση» του 1992 συνιστά ένα διαρκές πολιτικό υπόστρωμα, επανερχόμενη διαρκώς ως υπενθύμιση και δικαιολόγηση κάθε δραστηριότητας των πρωταγωνιστών, που συνήθως βέβαια έχει μία κλασική κομπιναδόρικη στόχευση. Το «1992» συνιστά ταυτόχρονα άλλοθι και προωθητικό στοιχείο για την αρπακτική κομπιναδόρικη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών. Η «ευρωπαϊκή προοπτική», αντί να μετριάσει τη διάθεση αυτή, την αναβαθμίζει, την οξύνει, την κλιμακώνει: έχει μια μεσσιανική διάσταση. Έχοντας τα παραπάνω υπόψη, μπορούμε να σκιαγραφήσουμε με αδρές γραμμές το πολιτικό, κοινωνιολογικό και συμβολικό απόθεμα με το οποίο μας συστήνονται οι «Αυθαίρετοι». Καταρχήν, είναι εμφανές ότι η σειρά βρίθει από «εύκολους», στα όρια του απλοϊκού, συμβολισμούς και αλληγορίες. Οι πρωταγωνιστές όχι τυχαία ονομάζονται «Ανδρέας» και «Κώστας», παραπέμποντας αντίστοιχα στους Παπανδρέου-Μητσοτάκη, άσχετα αν η πρώτη οικογένεια (η «αστική») δηλώνει οπαδός της δεξιάς, ενώ αυτή του «κάπελα» ακολουθεί το πασοκικό πολιτικό/πολιτισμικό ιδίωμα. Οι δύο πρωταγωνιστές συγκρούονται μια ζωή, στην ουσία «χωρίς λόγο», και ενώνονται σε μια παράξενη λυκοφιλία ως «συνέταιροι» για τη μεγάλη κομπίνα της εμφιάλωσης νερού. Με αυτό υπονοείται και αναπαράγεται μια ευρύτερη εθνική ιδεολογική κοινοτοπία: οι Έλληνες που μια ζωή τρώγονται, συνεργάζονται μόνο για να κλέψουν, και μάλιστα το κάνουν με αποτελεσματικότητα. Πρόκειται για ένα από τα κλασικά μοτίβα που θέλουν την απατεωνιά ως κοινό στοιχείο του αλληλοσπαρασσόμενου «έθνους», ως συγκολλητική ουσία του Νεοέλληνα κ.λπ. Το στοιχείο του παραλόγου (απύθμενο μίσος χωρίς εμφανή λόγο) συμπλέκεται με τον στυγνό ορθολογισμό (χρήση κάθε μέσου για πλουτισμό). Από την άλλη, μπορούμε να εντοπίσουμε στη σειρά μια πλήρη απομυθοποίηση του «μικροαστικού», που μέχρι τότε είχε αποκτήσει μία πασοκικής προέλευσης εξιδανικευμένη εικόνα και είχε αναχθεί στο κατεξοχήν συλλογικό πολιτικό υποκείμενο («οι μη προνομιούχοι»). Στα συμφραζόμενα αυτά, το μικροαστικό είχε επενδυθεί με μία εξ ορισμού θετική γενεαλογία: οι μικροαστοί στα τέλη της δεκαετίας του ’80 είναι οι απευθείας απόγονοι της μεταπολεμικής λαϊκής οικογένειας


[41]

της πολυσθένειας, του πολυμήχανου πάτερ-φαμίλιας, του φτωχοδιάβολου των δεκαετιών ’50-’60. Είναι τα στρώματα που αποτελούν τους φύσει και θέσει συμμάχους του φτωχού, εργατικού, λαϊκού κινήματος, σύμφωνα με την επικρατούσα ακόμα τότε αφήγηση του ΠΑΣΟΚ. Είναι τα στρώματα που μετά το 1981 αποκτούν όχι μόνο υλική/οικονομική ευμάρεια, αλλά και που διεκδικούν με τον δικό τους δυναμικό τρόπο την κατοχύρωση και διαιώνιση ενός κοινωνικού στάτους. Στη σειρά, τα στρώματα αυτά που ανεβαίνουν κοινωνικά, μαζί με αυτά που προέρχονται από μία μεσαία τάξη σε παρακμή, λειτουργούν ως μια τάξη πλήρως εξαχρειωμένη, με λούμπεν διάθεση, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και απέναντι σε όλους τους άλλους. Οι «Αυθαίρετοι» επιδεικνύουν μια ιδιότυπη «ταξική» συμπεριφορά: αλληλοφάγωμα, λυκοφιλίες, αρπακτική διάθεση, οικονομική λειτουργία στα όρια νόμιμου/παράνομου. Το παραπάνω modus operandi ακολουθείται με συστηματικό τρόπο και αποθεώνεται χωρίς ενοχές και άλλοθι. Οι «Αυθαίρετοι» συμπυκνώνουν νοοτροπίες και συμπεριφορές «παραδοσιακές» (προνεωτερικές) αλλά οι οποίες την ίδια στιγμή αναβαθμίζονται, εξορθολογίζονται θα έλεγε κανείς, μέσα στις νέες συνθήκες της εποχής (ευρωπαϊκή προοπτική, νέα κυβέρνηση κ.λπ.) και τις προοπτικές που αυτή προσφέρει. Οι ατάκες του Κώστα Χατζηγιώργη («κάπελα»), όταν ξεκινά η κομπίνα με το εργοστάσιο νερού, είναι χαρακτηριστικές: «θα καταλύσω

το κράτος», «θα πατήσω επί πτωμάτων», «είμαι αδίστακτος», «δεν με σταματάει τίποτα». Ο συγκεκριμένος τύπος ενσαρκώνει την πιο επιθετική μερίδα των στρωμάτων αυτών, αφού ο οπορτουνισμός και ο τυχοδιωκτισμός του δίνει τον τόνο και συμπαρασύρει ακόμα και τα διστακτικά στην αρχή μέλη του δεύτερου πόλου. Τελικά, και οι δύο πλευρές, εχθροί μέχρι θανάτου κατά τα άλλα, συντονίζουν την ενεργητικότητά τους σε ένα αυτοκαταστροφικό κρεσέντο κομπίνας και ρεμούλας. Τα τελευταία μάλιστα νοούνται και υιοθετούνται από τους πρωταγωνιστές ακριβώς ως τα στοιχεία εκείνα που, ελλείψει άλλου είδους κεφαλαίου (χρηματικού ή συμβολικού), θα χρησιμεύσουν ως το δικό τους «συγκριτικό πλεονέκτημα» απέναντι στην πρόκληση του «1992» και τον ανταγωνισμό των «Ευρωπαίων». Στις συνθήκες της μεταβατικής εποχής του 1989-1991, οι «Αυθαίρετοι» υπήρξαν χωρίς αμφιβολία πρωτοπόροι. Προσφέρουν μια τραγική κατά βάθος προεικόνιση τάσεων που στο πέρασμα της δεκαετίας του ’90 κυριάρχησαν και αποθεώθηκαν. Στις συνθήκες της εποχής, έδωσαν τη δική τους απάντηση στο μόνιμο υπαρξιακό αίτημα που ανακύπτει σε περιόδους κρίσης και μετάβασης: «χρειαζόμαστε νέο παραγωγικό μοντέλο». Η απάντησή τους φαίνεται να εμπνέει όλο και περισσότερο στις σημερινές συνθήκες: «θα καταλύσω το κράτος», «θα πατήσω επί πτωμάτων», «είμαι αδίστακτος».


[42]

Γιώργος Ζώταλης

Χρήμα = Λόγος

I. Gilded Age είναι ένα χρήσιμο κλισέ στην περιοδολόγηση της αμερικανικής ιστορίας που περιγράφει τα 30-40 χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου μέχρι τα πρόθυρα του 20ού αιώνα. Η φράση προέρχεται από το The Gilded Age. A Tale of Today, τον τίτλο ενός μυθιστορήματος που έγραψαν ο Charles Dudley Warner και ο Mark Twain το 1873. Το ρήμα gild σημαίνει την επικάλυψη μιας επιφάνειας με ένα λεπτό στρώμα χρυσού, συνήθως για διακόσμηση. Μεταφορικά, έχει χρησιμοποιηθεί ως ένδειξη άσκοπης δραστηριότητας, όπως η διακόσμηση κάποιου πράγματος που είναι ήδη πολύ ωραίο (αυτή η απόδοση έχει σαιξπηρικές ρίζες). Η πολιτική χρήση του gild παραπέμπει στην κάλυψη μιας όχι και τόσο ιδεώδους κατάστασης με κιτρινωπή γυαλιστερή μπογιά που μοιάζει με χρυσάφι. Φανταχτερή στάχτη στα μάτια, επίδειξη, λατρεία του ρηχού, εξαπάτηση: όλες αυτές οι αρετές ανακινούνται, σχεδόν αντανακλαστικά, κάθε φορά που το Gilded ακολουθείται από το Age. «Ο γερουσιαστής της Standard Oil» ήταν ένα αγαπημένο αστείο της εποχής και ο Twain ήταν από τους πρώτους που επεσήμαναν ότι μέλη του Κογκρέσου ήταν διαθέσιμα για αγοραπωλησία. Στις σελίδες του The Gilded Age. A Tale of Today, οι συγγραφείς περιγράφουν μηχανορραφίες εύκολου και γρήγορου πλουτισμού μέσα από κερδοσκοπία και εκμετάλλευση πολιτικών διασυνδέσεων. Μπορεί να μην είχαν ακόμη ανακαλυφθεί οι offshore λογαριασμοί, αλλά με τις κατάλληλες γνωριμίες μπορούσες να πουλήσεις άχρηστη γη στο δημόσιο και να γίνεις πλούσιος. Σε μια καυστική νότα, ο Twain έγραψε ότι όσο πιο ηθικοί είναι οι εκπρόσωποι του λαού, τόσο περισσότερο κοστίζουν. Η έκφραση Gilded Age έγινε συνώνυμο της διαφθοράς και της απληστίας στη δημόσια ζωή. Ανεξάρτητα από κόμματα, συγκυρίες, πρόσωπα και ιδέες, το Χρήμα μετoυσιώθηκε στο Άγιο Πνεύμα της πολιτικής, πανταχού παρόν και τα πάντα πληρώνον.

II. Τα τελευταία 30-40 χρόνια, η Αμερική φαίνεται να βιώνει μια καινούρια version της Επίχρυσης Εποχής. Το χρήμα, αναπόσπαστο συστατικό της Δημοκρατίας, τώρα έχει μεταλλαχθεί σε οξυγόνο της πολιτικής: «Για πρώτη φορά μετά την Gilded Age, το πολιτικό μας σύστημα είναι ορθάνοιχτο σε απεριόριστο χρήμα από επιχειρήσεις και ανώνυμες πηγές», έγραφε ο James Bennet στο Atlantic.1 Μια πολυσυζητημένη μετάλλαξη είναι τα super PACs (super Political Action Committees) που διοχετεύουν χρήμα σε προεκλογικές εκστρατείες και τηλεοπτικές ή ιντερνετικές διαφημίσεις. Αυτά τα χρήματα δεν σχετίζονται με όσα μαζεύουν οι υποψήφιοι και τα κόμματα. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν το 2010, 84 super PACs συγκέντρωσαν 64 εκατομμύρια δολάρια. Δυο χρόνια αργότερα είχαν δεκαπλασιαστεί και διοχέτευσαν περισσότερα από 349 εκατομμύρια.2 Μια άλλη μετάλλαξη είναι οργανώσεις χωρίς καμιά νομική υποχρέωση να αποκαλύψουν την ταυτότητα των μεταμοντέρνων Δαναών που δωρίζουν άφθονο πολιτικό χρήμα δεξιά και αριστερά. Υπολογίζεται ότι το 2012 ξοδεύτηκαν 9,8 δισεκατομμύρια δολάρια σε κάθε είδους πολιτική προεκλογική φιέστα. Ίσως μια πιο εύστοχη παρομοίωση αντί για το οξυγόνο είναι ότι το χρήμα είναι το Viagra της πολιτικής. Ο Ομπάμα θριάμβευσε μαζεύοντας ένα δισεκατομμύριο δολάρια για την επανεκλογή του. Ο ρομποτικός αντίπαλός του συγκέντρωσε ένα ανάλογο ποσό.3 Οι τηλεοπτικές και ιντερνετικές 1. James Bennet, «The New Price of American Politics», The Atlantic, Οκτώβριος 2012. 2. Στο site Open Secrets.org του Center for Responsive Politics υπάρχουν άφθονα στοιχεία και διαγράμματα που περιγράφουν τη διακίνηση του πολιτικού χρήματος στις ΗΠΑ. 3. Οι ακριβείς αριθμοί διαφέρουν ανάλογα με ποιον διαβάζει κανείς, αλλά οι δυο σταρ του 2012 μάζεψαν περίπου 4 φορές περισσότερα από όσα ξόδεψαν οι Μπους-Γκορ το 2000.


[43]

οθόνες ήταν μια αχανής χωματερή υπερκορεσμένη από ένα εκατομμύριο διαφημίσεις (άλλο ένα ρεκόρ που θα καταρριφθεί στις επόμενες εκλογές), διαφημίσεις που μάλλον θα έπρεπε να αποκαλούνται δυσφημίσεις, καθώς δεν στόχευαν τόσο στο να προωθήσουν το δικό τους «καλό» προϊόν όσο στο να δείξουν ότι «ο άλλος» είναι «κακός». Με μέτριους υπολογισμούς, προβάλλονταν 80.000 videos που έριχναν λάσπη και δηλητήριο κάθε μέρα. Το ρεπουμπλικανικό κόμμα πέταξε σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια σε αυτό το καζίνο των πιο δαπανηρών εκλογών στην ιστορία των ΗΠΑ. III. Η συμβολική και θεραπευτική αξία του πολιτικού στοιχείου έγκειται στην αίσθηση ότι με τη συμμετοχή μας συνδιαμορφώνουμε συνθήκες και αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή μας. Το ιδεώδες γίνεται χειροπιαστό στο play therapy του παραβάν, όταν ένας πολίτης ισοδυναμεί με μια ψήφο. Την ίδια στιγμή, ενώ όλοι είμαστε ίσοι, κάποιοι είναι ακόμη πιο ίσοι. Αυτή η ανησυχία συμπυκνώθηκε και στον διασκεδαστικά εφηβικό θόρυβο του Occupy Wall Street, όπου ένα φαντασιακό και εξ ορισμού καλό «99%» συγκρούεται με τους «one-percenters», το κακό «1%». Κατά ανάλογο τρόπο, το χρήμα βαφτίζεται, εις το όνομα της Δημοκρατίας, της Ισοπολιτείας και της Ισονομίας, σε «καλό» και «κακό». «Καλό» είναι το χρήμα που προέρχεται από τα φραγκοδίφραγκα που δίνουν οι πολλοί. «Κακό» είναι το χρήμα που ρέει από τα γερά πορτοφόλια ή τα θησαυροφυλάκια που ζωγράφιζε ο Καρλ Μπαρκς. Η αυξανόμενη παρουσία «κακού» χρήματος στην πολιτική ζωή προσβάλλει τον μεσοαστικό καθωσπρεπισμό των περισσότερων από εμάς, όπως μια θεόρατη λιμουζίνα περιφρονεί τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, ενώ εμείς υπομένουμε την τυραννία του κόκκινου και του πράσινου, μποτιλιαρισμένοι στα μικρομεσαία, ομοιόμορφα αυτοκινητάκια μας. Εξοργίζει αυτούς που στέκονται στην ουρά ενώ οι VIPs εξυπηρετούνται τάχιστα και αόρατα. Από την άλλη όχθη, το «κακό» χρήμα εκνευρίζει τα πολιτικά τζάκια τα οποία είναι υποχρεωμένα να ασχολούνται με τα καμώματα άτακτων νεόπλουτων, rogue billionaires

που χαλάνε την παράσταση με υποψήφιους μαριονέτες.4 Ο κατακλυσμός πολιτικού χρήματος, και ιδιαιτέρως του «κακού», «τοξικού» χρήματος, αναζωπυρώνει φόβους ότι κάποιοι «απέξω», με απύθμενα πορτοφόλια, θα επηρεάσουν εκλογικά αποτελέσματα «νοθεύοντας» τη λαϊκή θέληση, παραβιάζοντας το ταμπού της «λαϊκής κυριαρχίας». Ο «λαός» δεν πρέπει να παραπλανηθεί. IV. Το 2010, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι η προστασία της ελευθερίας του λόγου αφορά και επιχειρήσεις που ενισχύουν οικονομικά πολιτικούς υποψηφίους και κόμματα (Citizens United vs Federal Election Commission). Με αυτό το μικρό αλλά σημαντικό βήμα, το πολιτικό emporium απελευθερώθηκε από έναν από τους τελευταίους περιορισμούς, εγκαινιάζοντας την εποχή του «money is speech»: χρήμα = λόγος. Ο πολιτικός λόγος, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωσιν της εξουσίας, είναι θεατρικός-διαφημιστικός. Είναι performance art, ένα επάγγελμα που είναι πιο αρχαίο και από το άλλο, το αρχαιότερο. Η εποχή μας, διαποτισμένη από διαφημισμό, αντικρίζει αμήχανη και ένοχη παλιοκαιρισμένα ιδανικά και φόβους, μέσα από την τηλεοπτική και ιντερνετική αφθονία, τις δημοσκοπήσεις, την παραγωγή, διακίνηση και κατανάλωση consultancies, τα ζιγκ-ζαγκ των καταναλωτικών προτιμήσεων, την αβάσταχτη ανασφάλεια του μάρκετινγκ. Δύο σκουριασμένα ιδανικά ξεχωρίζουν στο σημερινό τοπίο: το πρώτο είναι η ιδέα της πραγματικότητας. Το δεύτερο είναι η πίστη ότι με συλλογικές πολιτικές δράσεις μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο. Η πραγματικότητα, αυτή η φευγαλέα θεά στην οποία όλοι και όλες μας έχουμε αποκλειστική, προνομιακή πρόσβαση, είναι ένα σκασμένο λάστιχο που έχει χάσει τον αέρα του, παρατημένο στο highway που οδηγεί παντού και πουθενά. 4. Τρεις η τέσσερις δισεκατομμυριούχοι ταλαιπώρησαν επί μήνες το ρομπότ Romney στις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων, καθώς διατηρούσαν σε διασωλήνωση και τεχνητό νεφρό μνηστήρες του χρίσματος (Gingrich, Santorum) που ήταν σαν να έχουν βγει από σελίδες κακογραμμένων κόμικς.


[44]

Μόνο σαν παρωδία μπορούμε να επικαλούμαστε το πραγματικό, σε οιαδήποτε εκδοχή, προκειμένου να μιλήσουμε πολιτικά. Η επένδυση στην πολιτική πράξη από την άλλη, έχει ακολουθήσει τη μοίρα των παλιών θεών: φυτοζωεί στην εντατική και όποιες εξάρσεις διακόπτουν τη μονοτονία της ισοηλεκτρικής της γραμμής είναι είτε καρικατούρες είτε καιροσκοπισμοί (και, όχι σπανίως, και τα δύο). Εάν αυτές οι αρνητικές διαγνώσεις έχουν κάποια αξία, τότε τα εκατοντάδες εκατομμύρια δολαρίων που ξοδεύονται στους μήνες και τις εβδομάδες πριν τις αμερικανικές εκλογές συνιστούν ένα αξιοπερίεργο των καιρών, ένα σύμπτωμα δυσθυμίας αν θέλετε, αλλά δεν απειλούν ούτε την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπέσουσα δημοκρατία μας, ούτε το τοτέμ του «λαού». Οι φόβοι διαφθοράς, οι ανησυχίες για τη νόθευση των εκλογικών αναμετρήσεων και την παραπλάνηση των ψηφοφόρων είναι άσχετοι με τα ερωτήματα που ανακινούνται από τις αδιάκοπες και αυξανόμενες δόσεις χρήματος στις χιλιοτρυπημένες φλέβες της πολιτικής. Ο Μαρξ, στο κατώφλι της Gilded Age, είχε την πολυτέλεια να γράφει ότι το εμπόρευμα «είναι ένα αντικείμενο που είναι έξω από εμάς». Υποψιάζομαι ότι ούτε οι καταληψίες του Occupy Wall Street διατηρούν μια τέτοια αθωότητα σήμερα. Το εμπόρευμα όχι απλώς δεν είναι έξω από εμάς, αλλά έχει μπει μέσα μας, έχει γίνει εμείς. Η μορφή-εμπόρευμα έχει προ πολλού δραπετεύσει από τις βιτρίνες,

από όπου μπορούσε να δημιουργεί την εντύπωση ότι «είναι έξω από εμάς» και πήρε τους δρόμους, τις θάλασσες, τους αιθέρες, όλα τα in και τα cool πράγματα του πλανητικού μας χωριού. Μετά θρονιάστηκε σε οθόνες και πληκτρολόγια, μεταλλαγμένη στις προεκτάσεις των δακτύλων, των αυτιών και των ματιών μας, εγκαινιάζοντας τη δημοκρατικότερη δικτατορία του e-visual. Τώρα προσεγγίζοντας την τελειότητα, το εμπόρευμα συνομιλεί με τον εαυτό του. Το τέλειο εμπόρευμα συμμετέχει στο αέναο «τώρα» δημόσιων και ιδιωτικών χώρων, στο ανακάτεμα ηλεκτρονικών εαυτών χωρίς σταματημό, στο αδιάκοπο βουητό στο οποίο ανήκουμε και το οποίο μας ξεπερνά. Τα 80.000 videos εξατμίζονται σε background noise, στο αδιάκοπο βουητό τριγύρω μας, στον θόρυβο με τον οποίο συζούμε και ταυτόχρονα αγνοούμε. Αυτό το βουητό σε κάποια ευαίσθητα ώτα ακούγεται σαν κακοφωνία, ίσως και σαν ύβρις. Για κάποια άλλα ώτα είναι μελωδία από το μέλλον. Ο ναρκισσισμός του εμπορεύματος δημιουργεί (με τη βιβλική έννοια; την καστοριαδική; με κάποια άλλη;) (Δ)δημοκρατία και ο πολιτικός λόγος γίνεται καταναλωτικό αγαθό (διαθέσιμο σε διάφορες γεύσεις και χρώματα, που αλλάζουν με τις σεζόν), στριμωγμένο στο καρότσι του σουπερμάρκετ μαζί με άλλες κονσέρβες και φρέσκα λαχανικά τα οποία μεθαύριο θα έχουν χάσει τη φρεσκάδα τους. Γιατί όχι;


[45]

V. Τι είδους ανησυχίες κινούν την πλημμύρα πολιτικού χρήματος; Τι είναι αυτό που μας ωθεί να βάλουμε το χέρι στην τσέπη και να πετάξουμε τον οβολό μας σ’ αυτό το υπέροχο παζάρι; Το πόσο έχει δευτερεύουσα σημασία, αν και αυτοί που δίνουν εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια δολάρια προκειμένου να εκλεγεί ένας πολιτικός (ή να ηττηθεί ένας άλλος) μάλλον χρειάζονται τη βοήθεια ψυχιάτρου περισσότερο απ’ όσο τη χρειαζόμαστε εμείς οι υπόλοιποι. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι κάτι σημαντικό έχει τελειώσει, ότι κάποιοι μύθοι έχασαν τη γοητεία τους. Ακόμη και η λέξη μεταμοντέρνο σκούριασε σε χρόνο μηδέν, πριν καν μπορέσουμε να καταλάβουμε τι εννοούσαμε όταν τη χρησιμοποιούσαμε. Είναι ίσως ο φόβος ότι πλέουμε σε άγνωστες θάλασσες χωρίς GPS, ή, Θεός φυλάξοι, χωρίς smartphone. Αυτή η ανησυχία συγκρούεται, και ανακατεύεται, με την πανάρχαια υποψία ότι ουδέν καινόν υπό τον ήλιον. Κάτι καινούργιο, δυστοπικό, ελπιδοφόρο αναδύεται μέσα από την τωρινή μεγάλη αναταραχή, αλλά ίσως να μην είναι και τόσο καινούργιο και η αναταραχή ίσως να μην είναι και τόσο μεγάλη. Ίσως το επίτευγμα της τωρινής Επίχρυσης Εποχής μας είναι ότι κατάφερε να σκουριάσει ακόμη και τον καταναλωτισμό, τον μονο -ισμο που ένωσε την ανθρωπότητα. Ίσως πάλι σαν αντίδραση στον άκρατο ατομισμό, στον «πόλεμο όλων εναντίον όλων», ο οβολός μας σε προεκλογικές καμπάνιες ξαναδημιουργεί κοινότητες. Ίσως για κάποιους από εμάς να είναι μια αυτοματική αντίδραση: ξοδεύω χρήμα, άρα υπάρχω. Ποιος ξέρει; Οι ανησυχίες μας φουντώνουν όχι μόνο από το επιταχυνόμενο σκούριασμα του κάθε λογής καινούριου, αλλά και από την αμφιθυμία απέναντι στο πολιτικό: οι αντιπρόσωποί μας γίνονται αποδιοπομπαίες φιγούρες, για τα κακά πάντα

φταίνε κάποιοι άλλοι, το παιχνίδι είναι στημένο αλλά ταυτόχρονα είμαστε και εμείς μέσα στο παιχνίδι, οι απλοί πολίτες, οι πολλοί, οι λιγότερο ίσοι. Όλο και κάποιες ευθύνες κουβαλάμε κι εμείς, οι εξ ορισμού αθώες και αθώοι. Και τι κάνουμε; Παρακολουθούμε αμήχανοι και ένοχοι. Όχι απλώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από την κρίση της πίστης αλλά είμαστε η κρίση, είμαστε η σκουριά των ιδανικών. Ο Λίνκολν, άλλος ένας που μας μιλά από το κατώφλι της Gilded Age, εξέφρασε την ελπίδα ότι η διακυβέρνηση του λαού, από τον λαό, και για τον λαό, δεν θα εξαφανιστεί.5 Όλα τα χρήματα της γης και του ουρανού, των πλούσιων και των φτωχών, δεν μπορούν να μας θεραπεύσουν από τον πολιτικό πειρασμό, όσο και αν αλλαγές αιφνίδιες, όπως η πρόσφατη εισβολή νέου πολιτικού χρήματος, θυμίζουν τους καβαφικούς βαρβάρους και την «λύσιν» τους. Τα ιδανικά μπορεί να έχουν σκουριάσει και το μάρκετινγκ να έχει διηθήσει το μεδούλι μας, αλλά όσο και να έχουμε αλλοτριωθεί και εμπορευματοποιηθεί, νεόπλουτοι και νεόπτωχοι μαζί, παραμένουμε ζώα πολιτικά. Ίσως η ενδιαφέρουσα αντίφαση της εποχής μας είναι ότι εμμένουμε στο πολιτικό, παρότι υποψιαζόμαστε ή ξέρουμε πως δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε πραγματικό. Δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά είναι πολύ πιθανό ότι τα δισεκατομμύρια δολάρια που παρέλασαν στην πολιτική ζωή της Αμερικής το 2012 δεν είχαν καμιά σχέση με το ποιος τελικά άρπαξε το glittering prize του oval office. Ίσως ένα από τα καινούρια φρούτα της εποχής μας, η παραγωγή, διακίνηση και κατανάλωση κάθε λογής θορύβου εξαναγκάζει και το χρήμα να κυνηγά τον θόρυβο. Ίσως, για να κλείσω με την απαραίτητη μαθηματική αυστηρότητα, χρήμα + θόρυβος = λόγος.

5. «We here highly resolve… that government of the people, by the people, for the people, shall not perish from the earth». Ομιλία του Λίνκολν στο Γκέτισμπεργκ, 19 Νοεμβρίου 1863.


[46]

Κωνσταντίνα Γεωργαντά

Αυτή είναι η Γενιά του Κλέφτικου

(στη χώρα που ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα)

ζητώντας κάτι που να μη γίνεται ουρλιαχτό κι οφθαλμαπάτη. (Κώστας Τριπολίτης, «Δε λες κουβέντα», 1981)

M

an, I’m beat: φράση που κυκλοφορούσε πολύ στην Τάιμς Σκουέαρ της Νέας Υόρκης στις αρχές του 1950 και που χρησιμοποιούνταν, θυμάται ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ, από αυτούς που δεν είχαν ούτε χρήματα ούτε ένα μέρος να περάσουν τη νύχτα. Ή και από αυτούς «που περπατήσανε όλη τη νύχτα με τα παπούτσια τους γεμάτα αίμα στις χιονισμένες αποβάθρες παραμονεύοντας μια πόρτα του Ήστ Ρίβερ να ανοίξει σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο όπιο και αχνούς» (Γκίνσμπεργκ, Ουρλιαχτό, 1955-56, μτφρ. Άρης Μπερλής). Ή και από αυτούς που ήταν ξεθεωμένοι έχοντας περάσει όλη τη νύχτα ξύπνιοι ή άγρυπνοι. Έτσι, γράφει ο Γκίνσμπεργκ, η πρωταρχική έννοια του όρου «μπητ» ήταν εξουθενωμένος, άγρυπνος, οξυδερκής, απόβλητος από την κοινωνία, αυτός που έχει μάθει να τα βγάζει πέρα μόνος του και να επιβιώνει στον δρόμο. Ή σήμαινε και τελειωμένος ή και ολοκληρωμένος, ακόμη και ανοιχτός, κατά την έννοια του Ουίτμαν, όπου το να είσαι ανοιχτός είναι συνώνυμο της ταπεινότητας. Το να είσαι, λοιπόν, «μπητ» σήμαινε ότι είχες αδειάσει και ήσουν εξαντλημένος αλλά και ότι την ίδια στιγμή είχες διαύγεια και ήσουν δεκτικός σε κάποιο όραμα. Αργότερα, ο Τζακ Κέρουακ υπογράμμισε τον δεσμό του όρου με τη σκοτεινιά που προηγείται μα και προϋποθέτει το άνοιγμα στο φως, την έλλειψη του εγώ, έτσι ώστε να βρει έδαφος πρόσφορο μια νέα φώτιση.1 Κλέφτικο. Αναφορά στα τραγούδια τα εμπνευσμένα από τη ζωή και τα κατορθώματα 1. Allen Ginsberg, «Foreword», στο Anne Waldman (επιμ.), The Beat Book: Writings from the Beat Generation, Shambhala, Βοστόνη 2007, σ. xiii-xvii.

των κλεφτών και αρματολών. Δημοτικά τραγούδια για τους ανυπότακτους εκείνους που είχαν ανέβει στα βουνά για να αποφύγουν την καταπίεση και για να ζουν ελεύθεροι. Εκεί συγκροτούσαν ένοπλες ομάδες. Επίσης, επίθετο για εκείνον που ανήκει ή αναφέρεται στον κλέφτη ή την κλοπή. Κλοπή: η κρυφή αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον, ο σφετερισμός ξένης ιδιοκτησίας, κοινώς η κλεψιά, η απάτη, ή και η αιφνιδιαστική επίθεση.2 Κλέφτης: ανυπότακτος μαζί και σφετεριστής, ελεύθερος, επαναστάτης αλλά και απατεώνας. Τελικά, για ποιον χτυπά η καμπάνα ενός κλέφτικου και μάλιστα ενός κλέφτικου με καταβολές μπητ τυπωθέντος εν έτει 2013 στην ελληνική πρωτεύουσα; Στην ελληνική δημοτική παράδοση ο κλέφτης ήταν ένα ον παράδοξο που ενέπνεε τον κόσμο, επειδή είχε αποδράσει από τα κοινά δεινά και πολεμούσε εναντίον τους. Εκεί κλέψιμο ήταν ό,τι είχε απομείνει ως επιλογή δράσης επαναστατικής. Ένα κλέφτικο μπορεί να είναι λοιπόν ένα τέτοιο τραγούδι που μας θυμίζει τι είναι αυτό από το οποίο πρέπει να ξεφύγουμε και ποιο είναι αυτό για το οποίο αξίζει να παλέψουμε. Αλλά είναι και μια λέξη που επισημαίνει «οικεία κακά», που μας υπενθυμίζει την έννοια του όρου «κλέφτης» και «κλοπή», καθώς μιλάνε και πώς στον καθένα μας προσωπικά και συλλογικά. Ένα τέτοιο τραγούδιποίημα-ξέσπασμα-ουρλιαχτό-κραυγή μας φέρνει πίσω στις απαρχές του «μπητ», στην αγωνία για τα μέσα βιοπορισμού αλλά και στον δρόμο που ανοίγεται μπροστά σε αυτόν που είναι εξαντλη2. Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 15, Εκδοτικός Οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1966.


[47]

μένος και συνάμα έχει μέσα του τον σπόρο που οδηγεί στη διαύγεια. Με αυθεντική μπητ διάθεση, το Κλέφτικο του Γιώργου Πρεβεδουράκη (Πανοπτικόν, 2013) εισάγει την έννοια της αγρύπνιας και της ηθικής και υλικής κατάπτωσης με την εικόνα γενεών που σέρνονται την αυγή «υστερικές, γυμνές και χρεωμένες [...] γυρεύοντας τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση». Μόνο που οι γενιές οι «διαλυμένες απ’ τη φαιδρότερη Λογική» είναι εδώ γενιές του μυαλού που έχουν χαθεί μέσα σε αντικαταθλιπτικά και αγχολυτικά χάπια τα οποία χαρίζουν στον καθένα μια πιο προσιτή πραγματικότητα στην οποία μπορεί να ζει έτσι όπως ίσως φανταζόταν ότι θα έπρεπε ή ότι θα μπορούσε. Έτσι η «κόμισσα Seroxat» κάνει συντροφιά με τον «βαρόνο Tavor» και την «αναιμική δεσποινίδα» Xanax, και η «αναγκαία δόση» αφορά ένα δάνειο ή τη λοραζεπάμη. Σ’ αυτό το θολό τοπίο περιγράφεται μια βαθιά τραγωδία, αυτή του χαμού όχι απλά των καλύτερων μυαλών μιας γενιάς, όπως στο Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ, αλλά και αυτής της προοπτικής για τη δημιουργία των καλύτερων μυαλών μιας γενιάς. Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου διαλυμένες απ’τη φαιδρότερη Λογική υστερικές, γυμνές και χρεωμένες να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά στην άγουρη διακοπή της εξέλιξης των γενεών του μυαλού που ακόμη περιμένουν μια αυγή. Αυτή η διαδρομή μπορεί να χαρτογραφηθεί σε πάνω από μία χρονολογική γενιά και να εξαπλωθεί σε όλες τις επιδράσεις που δέχεται κανείς καθώς εξελίσσεται. Οι «ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες» (θυμίζοντας έντονα το ποίημα «Κι εδώ» της Κατερίνας Γώγου)3 και «που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά 3. «[Κ]ι εδώ τα γκαρσόνια που ξενιτεύτηκαν για να μη γίνουν γκαρσόνια κουβαλάνε στις πλάτες τους σάντουιτς κι αμερικάνικα όνειρα κι εδώ κι άλλοι μασουλάνε τις πλάτες τα σάντουιτς και τα όνειρα των ξενιτεμένων» («Κι εδώ», Τρία κλικ αριστερά, 1978).

από υπερφυσικές οθόνες μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους» ξεκινούν έτσι μια σειρά από αναφορικά «που» τα οποία μας αφηγούνται τα διάφορα δεινά, παλιά και νέα, που αφήνουν τα υποκείμενα του ποιήματος στο τέλος του πρώτου μέρους τρελά στην άκρη του δρόμου «τροφή καλή / για δέκα εκατομμύρια Πιόνια». Τα αλλεπάλληλα αναφορικά «που» δεν χαρίζουν μόνο μια δίνη προσευχής στο ποίημα, αλλά και παίζουν με την ασάφεια και δυσκαμψία που φέρνει ο λεγόμενος «πουπουισμός». Η συνεχόμενη χρήση του αναφορικού «που» εξυπηρετεί στο να μην καταδεικνύει ο λόγος την αλλαγή γένους ή χρόνου και έτσι να εξισώνεται η μία εικόνα με την επόμενη και ο λόγος να μοιάζει σαν ένα καρούλι ταινίας που παίζει ασταμάτητα και που μπορούμε να σταματήσουμε κατά το δοκούν για να δούμε για παράδειγμα σε επανάληψη και ίσως αργή κίνηση τη σκηνή όπου «κυνήγησαν χρυσαυγίτες που κυνηγούσαν μετανάστες που κυνηγούσαν αγγέλους που κυνηγούσαν τυχοδιώκτες, κυνηγημένοι όλοι από δουλεμπόρους αριθμούς». Στο τέλος του πρώτου μέρους δεν μπορείς παρά να δεις τον εαυτό σου κάπου εκεί μέσα να παίζει. Εκεί που τα «Πιόνια» τρώγονται μεταξύ τους και λίγο πριν το κοφτό willkommen zu Allophone Banking αν θέλετε να μάθετε ποιος είστε πατήστε το 1 αν θέλετε να μάθετε πού πάτε πατήστε το 3 η συνομιλία έχει καταγραφεί πριν συντελεστεί το συμβάν έχει ήδη γίνει πριν συμβεί Η «φαιδρότερη Λογική» που ανοίγει το Κλέφτικο –λέξη που συνδυάζει με ίσως και πάλι μπητ διάθεση την έννοια του λαμπερού, φωτεινού (από το θέμα φαι-) με το σκούρο σταχτί χρώμα του επιθέτου φαιός– αντιπαραβάλλεται στο τέλος του πρώτου μέρους με τη λέξη «Πιόνια» που εμφανίζεται επίσης με κεφαλαίο αρχικό. Οριοθετώντας τις υπόλοιπες λέξεις που ξεχωρίζουν τονισμένες με κεφαλαίο αρχικό γράμμα στο πρώτο μέρος (ονόματα ανθρώπων, τοποθεσιών αλλά και η «Άλλη Ελλάδα»), «δέκα εκατομμύρια Πιόνια» και «φαιδρότερη Λογική» θυμίζουν τη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα, όπως ήταν ο


[48]

σκωπτικός χαρακτηρισμός της Ελλάδας ως χώρας από την οποία απουσιάζει η σοβαρότητα στην αντιμετώπιση θεμάτων· μόνο που η τραγική αυτή φαιδρότητα φέρνει και το τίμημά της στο δεύτερο μέρος του ποιήματος: Φευγάδα ας έβρισκες καλύτερα μια γνησιότερη κόπια, εσύ μετανάστευες –εσύ μεταναστεύεις, σε όλα τα έργα πάντοτε εσύ Εδώ όλες οι ρήσεις σπάνε χίλια κομμάτια και συναντιούνται στο «Περιθώριο» του 97% της ανθρωπότητας που θεωρείται παράπλευρη απώλεια στα κατάστιχα του Bloomberg. Αυτό το οξύμωρο, καθώς και η αναφορά σε μία «κόπια» –ή, για να δανειστούμε τα λόγια της Έρημης Γης (1984) του Ηλία Λάγιου, μια «βασανισμένη επανάληψη»– η οποία οδηγεί πάντα στη μετανάστευση, κάνουν το δεύτερο μέρος του Κλέφτικου την τραγική συνέπεια/λύση του πρώτου μέρους. Ανατρέχουμε πίσω στο δεύτερο μέρος της Έρημης Γης («Ένα παιχνίδι πρέφα»), όπου μια «βασανισμένη επανάληψη» επικρατεί της ουσιαστικής επικοινωνίας («Δοκίμαζε να του μιλήσει κι έπεφτε σε μια βασανισμένη επανάληψη», στ. 110) και εικόνες επαναλαμβανόμενες μοιάζουν με ζωές σπαταλημένες που ανακυκλώνονται και ξαναγεννιούνται ίδιες και τραγικά απαράλλακτες. Έτσι και στο Κλέφτικο, σημειώνει ο Θωμάς Τσαλαπάτης, «ο ποιητής, κυνηγημένος από τις λέξεις μοιάζει συνεχώς να συνδιαλέγεται σε ένα διάλογο χωρίς αποκρίσεις».4 Στο δεύτερο μέρος του Κλέφτικου συναντάμε τον χώρο της Φευγάδας, απάντηση στον ποιητικό τόπο της Αμερικής του ομώνυμου ποιήματος του Γκίνσμπεργκ, ο οποίος προσωποποιείται έτσι ώστε ο ποιητής να μπορεί να του μιλά στο δεύτερο πρόσωπο αλλά και να στέκει απέναντί του και να τον συζητά. Το όνομα γίνεται παρωδία του φευγιού που στοιχειώνει τις γενεές του πρώτου μέρους αλλά και της παρομοίωσης της Ψωροκώσταινας με πλοίου που πάντα ταξιδεύει. Αυτή η 4. Θωμάς Τσαλαπάτης, «Η ποιητική κιβωτός της κρίσης: Για την ποιητική συλλογή Κλέφτικο του Γιώργου Πρεβεδουράκη», εφ. Η Εποχή, 31.3.2013, http://goo.gl/ 0LgWlE.

αέναη επανάληψη που αγγίζει τα όρια της μοιρολατρίας θέτει το ερώτημα-πρόκληση της πρωτοτυπίας στο ακροατήριο του ποιήματος: «Φευγάδα εξακολουθείς να πιστεύεις πως σου μιλάω για το Περιθώριο;» Η αίσθηση παράλυσης είναι διάχυτη και φανερώνεται σε στίχους όπως «οι άντρες στο δωμάτιο έρχονται και πάνε όλο για ομόλογα και μετοχές μιλάνε», που μας παραπέμπει στην αποσπασματική περιγραφή των εμπειριών του Προύφροκ από τον Τ.Σ. Έλιοτ, συμπεριλαμβανομένων και των στίχων «In the room the women come and go / Talking of Michelangelo» («The Love Song of J. Alfred Prufrock», 1909). Βλέποντας τον εαυτό του παγιδευμένο στον φόβο και την ανασφάλεια που του προξενεί ο γύρω του κόσμος και που τον σπρώχνει στη νεύρωση, ο Προύφροκ φαντάζεται τον εαυτό του συνεχώς να γερνάει καθώς οι γύρω του συνεχίζουν να τον λοιδωρούν. Έτσι, πάντα φαντάζεται ότι ξεφεύγει αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει: Do I dare Disturb the universe? In a minute there is time For decisions and revisions which a minute will reverse. (στ. 45-48) Καθένα από τα τέσσερα μέρη του Κλέφτικου τελειώνει με ένα διαφορετικό στακάτο που διακόπτει τη ροή αυτού που προηγήθηκε, αλλά και δίνει τον τόνο σε αυτό που ακολουθεί. Έτσι το δεύτερο μέρος τελειώνει με τις γραμμές καλό μου θήραμα, πες μου, σε παρακαλώ τι ’ναι προτιμότερο από τα δυο; να σε κυνηγάνε ενώ έχει απαγορευτεί το κυνήγι; ή να σε κυνηγάνε ενώ επιτρέπεται; που εισάγουν την προσφώνηση (κατά το «Carl Solomon!» του τρίτου μέρους του Ουρλιαχτού) «Ανδρέα Παγουλάτο! Είμαι μαζί σου στο Πέραμα». Η συλλογή Πέραμα του Παγουλάτου (19482010), η οποία ξεκίνησε να γράφεται στο Παρίσι


[49]

το 1979 και ολοκληρώθηκε στην Αθήνα την περίοδο 2004-2005 και συμφωνεί έτσι με το συσχετισμό του Κλέφτικου με το εδώ και το εκεί (όπως θα δούμε και παρακάτω), φέρνει κοντά έναν κόσμο «όπου υπάρχουν άπειροι μονόδρομοι για να διαλέξεις και μία θάλασσα για να πνιγείς» του τωρινού ποιήματος (Κλέφτικο) με το ερώτημα «Τίποτε / να μην φαίνεται / ότι αλλάζει / ακατάπαυστα / όλα οδηγούν / στην παρα σιώπηση;» του κοντινού παρελθόντος (Πέραμα). Ο ποιητής φαντάζεται τον πρόγονό του «δεμένο» και «ματαιωμένο» σε έναν κόσμο όπου «ο βαρκάρης ελέγχει την ισοτιμία συναλλάγματος» και «η άλλη όχθη έχει προσημειωθεί», οπότε και τα δεκάδες φαντάσματα αδυνατούν να φύγουν και «μας κατοικούν». Η παρηγοριά έρχεται όταν αποκτούμε όλοι μια κοινή μοίρα αλλά και αυτή είναι βραχύβια όταν αυτό αποκωδικοποιείται και μεταφράζεται με στυλ ιαμβικό (για να θυμίζει και κάτι από τον πολιτικό στίχο): «Ich bin ein Athener: Read my lips: ΖωήΖωή-ο τόνος-στην Ήττα». Το τρίτο μέρος τελειώνει με τις λέξεις «ναι, η αγάπη μου για σένα θα ’ναι πάντα κάτω απ’ τη γη» που φέρνει την προσφώνηση του τέταρτου και τελευταίου μέρους «Θεία Χάρις – δυσκολεύομαι να σε φανταστώ» (κατά το «To Aunt Rose» του Γκίνσμπεργκ). O Γκίνσμπεργκ μεταλλάσσει σε ποίηση τη θύμηση χαμένων οικογενειών και επαναστάσεων όχι για να σταθεί στη μελαγχολία

και την απογοήτευση, αλλά για να βρει μια νέα ώθηση στην απελευθερωτική δύναμη της άμεσης κληρονομιάς και στρέφεται στα φαντάσματα ριζοσπαστικών ιδεών του παρελθόντος για να ξεφύγει από το αδιέξοδο του παρόντος και να δημιουργήσει την προοπτική για νέες επαναστατικές ιδέες.5 Όμως, ενώ εκείνος βλέπει το παρελθόν του, ο συγγραφέας του Κλέφτικου δυσκολεύεται να διακρίνει τη «Θεία Χάριν» η οποία συνδέει μια σειρά από προγραμματιζόμενους συμβιβασμούς τότε, τον καιρό του Παττακού, και σήμερα: Θεία Χάρις –δυσκολεύομαι να σε φανταστώ– με το μακρύ σου φόρεμα και την παγκρεατί- τιδά σου κι ένα χαμηλό ψάθινο καπέλο ν’ ασθμαίνεις στις ανηφοριές της Πειραϊκής δίπλα στο Παλαιό Κέντρο Βασανιστηρίων στον α τ έ λ ε ι ω τ ο διάδρομο στη σάλα όπου συσκέπτονται οι απεγνωσμένοι προ- γραμματίζοντας τον επόμενο συμβιβασμό

5. J. Jesse Ramνrez, «The Ghosts of the Radicalisms Past: Allen Ginsberg’s Old Left Nightmares», Arizona Quarterly: A Journal of American Literature, Culture, and Theory, 69:1 (2013), σ. 47-71: 51.


[50]

άλλο θα δημιουργηθεί στη θέση του. Την ίδια στιγμή, η αυτοαναφορικότητα του παλιού συνθήματος διακόπτεται για να δώσει τη θέση της σε μια αμφίδρομη διεργασία η οποία θα αναδείξει κάτι που απλά ονειρευτήκαμε. Παρωδώντας τις σημειώσεις στο τέλος ποιημάτων όπως η Έρημη Χώρα του Έλιοτ ή η Έρημη Γη του Λάγιου, το Κλέφτικο μας μεταφέρει στο «πατάρι» του όπου βρίσκονται σημειώσεις και σκέψεις του συγγραφέα από τον καιρό που συνέθετε το ποίημά του (όπως και στα προαναφερθέντα ποιήματα ο αναγνώστης αναγνωρίζεται και απελευθερώνεται να διαλέξει την κατεύθυνση που θέλει, και να δημιουργήσει ή όχι το δικό του νόημα). Από εκεί ο κάθε αναγνώστης μπορεί να επιλέξει κάτι σαν συμπλήρωμα σε αυτό που προηγήθηκε ή μπορεί να το αγνοήσει και να τελειώσει με το τελευταίο στακάτο: Μολονότι προς το τέλος του τέταρτου μέρους «ο πόλεμος ανάμεσα στους ανθρώπους δεν λέει να τελειώσει» στο Κλέφτικο, ενώ για τον Γκίνσμπεργκ ο πόλεμος που εκείνος βλέπει στο πρόσωπο της θείας Ρόουζ έχει από καιρό τελειώσει («The war in Spain ended long ago / Aunt Rose»), το παιχνίδι ανάμεσα στο εκεί και το εδώ (παρελθόν / παρόν, θάνατος / ζωή, έξω / μέσα), που το είδος της ελεγείας επιτρέπει, κάνει και στις δύο περιπτώσεις το ίδιο το ποίημα να κρατά ζωντανή τη θύμηση αυτών που ο ποιητής αποτυπώνει στο χαρτί. Στο Κλέφτικο, όμως, οι νεκροί δεν ησυχάζουν, αφού το εκεί και το εδώ παρουσιάζονται ως ίδια («πώς είναι εκεί, έχει θρόισμα; εδώ – όπως τ’ άφησες»), αλλά ταυτόχρονα και απόμακρα: παντού και πάντα ανέτοιμοι για τον καιρό της ξηρασίας σ’ ετούτο το ξεκίνημα της νέας παραμυθίας: ψωμί-ανία-παιδοκτονία δεν βρίσκει άσυλο το χαμένο τους σύνθημα δεν είναι εδώ Πολυτεχνείο Η γραμμή που ενώνει τις δύο χρονικές στιγμές και καταστάσεις δείχνει το κενό που έχει δημιουργηθεί, αλλά παράλληλα αφήνει τη γραμμή ακόμη να διαφαίνεται με την ελπίδα ότι κάτι

Τη νύχτα της αποκάλυψης ο κόσμος θα γυρεύει απεγνωσμένα μια αγκαλιά όπως κι απόψε Αυτά τα τελευταία λόγια κατευνάζουν τον αναγνώστη μετά τις αδυσώπητες σελίδες του κυρίως κειμένου, παρόλο που μιλάνε για μια αποκάλυψη. Οι λέξεις είναι έτσι ζυγιασμένες ώστε να σου αφήνουν τη γεύση της αγκαλιάς που γλυκαίνει τα δεινά της νύχτας ακόμη κι αν έρχεται το τέλος. Από αυτό το πατάρι επλέγουμε εδώ το «ρητορικό», όπως αναγράφεται, «να πάρεις ίσως τα βουνά ή μήπως να ξανάφευγες για τα ξένα;», γιατί ένα κλέφτικο του σήμερα θα είχε κάποιο τέτοιο ρεφραίν. Το ερώτημα είναι ρητορικό, καθώς ασφαλείς διέξοδοι δεν φαίνεται να υπάρχουν, οπότε και το μέσα και έξω, όπως και το εκεί και το εδώ, έχουν γίνει συνώνυμα. Η «Φευγάδα» του Κλέφτικου αναδεικνύει τη νέα σχέση ανάμεσα στο μέσα (αυτοί που παραμένουν κάτω από κάποιο ζυγό και κοιτάνε προς τα έξω) και στο έξω (που απαρτίζεται από αυτούς που εργάζονται για ατομική απελευθέρωση). Αλλά είναι μια διχοτόμηση φοβερή αυτή που σκιαγραφείται, όπως εκείνη που είχε καταγράψει ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης στη συλλογή Στα Ξένα (2001) όπου, όπως σημειώνει ο Κώστας


[51]

Παπαγεωργίου, «κυρίαρχη είναι η πικρή αίσθηση του αποξενωμένου, του αποσυνάγωγου· η αίσθηση του ξένου στον τόπο του, του μονίμως κατατρεχόμενου από το σύνδρομο του μετανάστη».6 Το Κλέφτικο κρατά τον Βαρβέρη στο πατάρι του και σημειώνει: Φευγάδα... είμαι ένας άνθρωπος ταραγμένος μεγαλώνω και γίνομαι πιο ταραγμένος τίποτα δεν με παρηγορεί, όσα λεφτά μ’ αγόρασαν ήταν εξ’ αρχής πετα- μένα πυροβολεί ο βυθός τους πιανίστες του; Εδώ; Στα Ξένα; Στο κείμενό του «Εμείς και οι Έλληνες» (Τα Νέα, 20 Μαΐου 2000) –το οποίο συνδυάστηκε θεατρικά με το Κλέφτικο στο φετινό Bob Festival (15, 19 Μαΐου 2013)– ο Δημήτρης Δημητριάδης ξεκινά με τη διαπίστωση πως «ό,τι θεωρείται δεδομένο και εξασφαλισμένο αποκλείει τη στοχαστική αναφορά σε αυτό», για να προτείνει πως μόνο αν δεχτείς ότι η Ελλάδα δεν σου ανήκει και συνεπώς προσπαθήσεις να γίνεις Έλληνας υπάρχει η δυνατότητα κάποτε να αγγίξεις τον στόχο σου. Το Κλέφτικο ενσωματώνει αυτή τη δι-

6. Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Γιάννης Βαρβέρης: Από τη σκηνογραφία του έξω στην ιχνηλασία του μέσα», Απηλιώτης, Σεπτέμβριος 2011, http://goo.gl/2wekPZ.

I saw the best minds of my generation destroyed by madness απίστωση αλλά και τη συγκεκριμενοποιεί, αφού περιγράφει το «τίποτε» στο οποίο ο Δημητριάδης είχε διακρίνει την «κοσμογονική δυνατότητα να αρχίσει επιτέλους κάτι». «Εδώ;» λοιπόν, ή «Στα Ξένα;» και τι σημαίνει «Φευγάδα» για τον καθένα; Ερώτημα προσωπικό με την προοπτική να καρποφορήσει το ξεκίνημα για κάποιο ουρλιαχτό που ταξιδεύει σαν ωστικό κύμα από τα σπλάχνα του Κλέφτικου.


[52]

Παύλος Βερονέζης

Επικαιρικότητα και Εποχή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία

Ο

ι εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφόρησαν, στις αρχές του 2013, μια συλλογή διηγημάτων με τον φιλόδοξο τίτλο: Το αποτύπωμα της Κρίσης. Αίφνης, στον δισέλιδο πρόλογο, που υπογράφεται από τις επιμελήτριες του βιβλίου Μικέλα Χαρτουλάρη και Ελένη Μπούρα, o αναγνώστης πληροφορείται πως η συλλογή αυτή απαρτίζεται από κείμενα που συνομιλούν με «την επικαιρότητα». Η εποχή (και η Κρίση) γίνεται αυτόχρημα «επικαιρότητα». Τι φανερώνει άραγε αυτός ο υποβιβασμός της Κρίσης σε «επικαιρότητα»; Ίσως οι επιμελήτριες της συλλογής να αυτοπροστατεύονται από την κριτική που θα μπορούσε να τους καταλογίσει μεγαλομανία σχηματισμού ενός «Κανόνα». Ίσως, πάλι, να αναγνωρίζουν απλώς ότι η ίδια η λογοτεχνική ύλη της συλλογής μπορεί να υπαχθεί στην έννοια της επικαιρικότητας, ενώ δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα μεγαλόστομο προγραμματικό σχέδιο αποτύπωσης μιας Εποχής. Θα προσπαθήσουμε, εδώ, πολύ πιο συνοπτικά και πολύ πιο σχηματικά από ότι θα ταίριαζε ενδεχομένως σε μια στοιχειωδώς επαρκή ανάλυση του θέματός μας, να αναφερθούμε στη συλλογή Το αποτύπωμα της Κρίσης μόνο ως αφορμή, για να εντοπίσουμε, στα λογοτεχνικά κείμενα που υπάρχουν σε αυτήν, κάποιες ενδεικτικές αφηγηματικές μορφές της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, στις οποίες, κατά τη γνώμη μας, θα μπορούσε να οφείλεται, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, η αδυναμία άρθρωσης μιας αναπαράστασης που ξεπερνά τα όρια του επικαιρικού. Η βολική ετικέτα της «κρίσης», προσφέρεται για μια απέραντα ευέλικτη κειμενογραφία. Είναι φυσικό: η τέχνη –πώς αλλιώς;– αναμετράται διαρκώς, παντού, πάντοτε, ανεξαρτήτως εποχής ή θέματος, με ένα κάποιο κρισιακό φαινόμενο, ακόμη και όταν δεν υπάρχει το περιοδικό ξέσπασμα μιας οικονομικής-κοινωνικής Κρίσης. Το εδώ-καιτώρα, όμως, ως περίοδος με διακριτά χαρακτηριστικά, απουσιάζει, όπως απουσιάζει η διαύγαση κάποιων συμβολικών κρίκων που θα επέτρεπαν την όποια νοηματοδότηση ή αναπαράσταση της

συγκεκριμένης Εποχής. Σε άλλες εποχές, μια τέτοια αναπαράσταση θα ήταν αδιανόητη δίχως μια ελάχιστη στοίχιση του συγγραφέα με πολιτικές και ιδεολογικές κινήσεις που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα. Και ακόμη παραπέρα, δεν μπορεί να υπάρξει αναπαράσταση μιας Εποχής, όταν οι συμπλοκές των ανθρώπινων ηθών και πρακτικών, όταν οι σύνδεσμοι ανάμεσα στις πολλαπλές δομές και υπερδομές του κοινωνικού, εξαφανίζονται σε μια γκρινιάρικη περιγραφή ενός μελοδραματικού βιωματικού αδιεξόδου. Τα υποκείμενα δεν «βιώνουν» απλώς μια κατάσταση δραματικής λύπησης και αυτολύπησης, όπως τουλάχιστον εμφανίζεται στην ελληνική λογοτεχνία του υποτιθέμενου ρεαλισμού. Το υποκείμενο δεν μιλά απλώς από την «ψυχή» του, το υποκείμενο ιδεολογεί παντού, πάντοτε, παντοιοτρόπως. Όμως, η κατανόηση του υποκειμένου ως ιδεολογικού υποκειμένου, δηλαδή ως κοινωνικού υποκειμένου και όχι ως «πλάσματος» που αποζητά την αναγνωστική συμπόνια, θα προϋπέθετε όχι μόνο μια εξωλογοτεχνική προπαίδευση του συγγραφέα (την οποία παραδόξως οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς διαθέτουν) αλλά και κάτι περισσότερο: την εγκατάλειψη του αισθητικού προτύπου της χοντροκομμένης συγκινησιακής «ταύτισης εμπειρικού βιώματος» μεταξύ του συγγραφέα, του ήρωα και του αναγνώστη και την ανάδυση ενός τύπου απόστασης, την οποία θα ονομάζαμε ειρωνική απόσταση. Θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό στο τέλος. Επιστρέφουμε στον εντοπισμό ορισμένων διακριτών τάσεων στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερις άξονες: Πρώτον, εμπειρική βιωματικότητα, δεύτερον, σχεδόν μονοφωνική προφορικότητα, τρίτον, αυτοπάθεια της κοινωνικής ευαισθησίας, τέταρτον, υπαγωγή σε ηγεμονικούς ή και αποκλίνοντες λόγους που είναι στερεοτυπικά αναγνωρίσιμοι. Μιλώντας για εμπειρική βιωματικότητα, εννοούμε ακριβώς την ευδιάκριτη μετοχή του αφηγητή συγγραφέα (στην τριτοπρόσωπη αφήγηση)


[53]

ή του ομιλούντος υποκειμένου (στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση) στο άμεσο ψυχικό ή κοινωνικό βίωμα του λογοτεχνικού ήρωα. Ο εμπειρισμός του βιώματος συνίσταται στην αναπαράσταση της αφηγούμενης κατάστασης ως άμεσου, συναισθηματικού, ψυχικού βιώματος, που μας δίνεται από την οπτική του υποκειμένου που ζει ένα δραματικό συμβάν ή μια δραματική κατάσταση, χωρίς ερμηνευτικά προκλητικές αντιφάσεις ή διαμεσολαβήσεις. Ουσιαστικά πρόκειται για σπάσιμο των ορίων ανάμεσα στη λογοτεχνική αφήγηση και το αντικείμενο της αφήγησης, για ένα κοινό ρεύμα στο οποίο κινούνται μαζί, χέρι-χέρι, αφηγητής και λογοτεχνικό πρόσωπο. Η ταύτιση αυτή εξυπηρετείται από μια προφορικότητα που της προσδώσαμε το χαρακτηριστικό της «μονοφωνίας». Παρακολουθούμε ήδη την κίνηση: η ταύτιση αφηγητή και λογοτεχνικού ήρωα μέσω του εμπειρικού άμεσου βιώματος εξυπηρετείται από την χρήση της ίδιας ή παρόμοιας μορφής λόγου μεταξύ τους. Στη συμπόρευση που περιγράψαμε, τελικά προσκαλείται και ο αναγνώστης, ο οποίος μετέχει κι αυτός στο άμεσο βίωμα, σε μια κατάσταση συνολικής συναισθηματικής εμ-πάθειας. Στο διήγημα της Ελένης Γιαννακάκη «Αγίου Νικολάου και Καραϊσκάκη γωνία», παρακολουθούμε την ψυχική παραίτηση ενός ηλικιωμένου, καταβεβλημένου από την ανέχεια, ο οποίος ονειρεύεται τη «μεγάλη απόδραση» από τα βάσανά του: «Ε, ένας μισθός τι να σου κάνει. Και με το παιδί στη Θεσσαλονίκη και μετά έξω για μεταπτυχιακά. Και τώρα μια σύνταξη του ΙΚΑ όλη κι όλη και κόψανε και το επικουρικό. Αλλά άσ’ τηνε την Τούλα να λέει. Τι θα ’πρεπε δηλαδή να τις αφήσει να πεθάνουνε, δυο γυναίκες μοναχές τους, με μια συνταξούλα του ΤΕΒΕ». Εδώ δεν μιλά ο λογοτεχνικός ήρωας, αλλά ο αφηγητής που ουσιαστικά επιβεβαιώνει τον ψυχισμό του λογοτεχνικού ήρωα, πλαισιώνοντας, με προφορικό λόγο, την προφορικότητα των ίδιων των διαλόγων που ενδιαμέσως εκφέρει ο ήρωας. Η δραματική κατάσταση είναι μονοφωνική, μονοσήμαντη, η συμμετοχή στο βίωμα ολοκληρωτική. Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μια παρέκβαση, για να σταθούμε σε δύο ακόμη πιο «ασήμαντα», φαινομενικά, στοιχεία της αφήγησης: στη χρήση των όρων «ΙΚΑ», «ΤΕΒΕ», «επικουρικό». Τα δεδομένα αυτά παρουσιάζονται με τρόπο αυτονόητα οικείο, όπως πράγ-

ματι είναι. Έτσι δεν μεταπλάθονται ποτέ σε ενδιαφέροντα σημεία μιας κοινωνικής διάστασης αλλά είναι τα en passant αυτονόητα μιας άμεσης εμπειρίας. Το μη «υψηλό» αδυνατεί να αναδειχθεί ως σημαίνων κρίκος της κοινωνικής ζωής, αλλά μέσω της υπερβολικής οικείωσης, παραμένει εσαεί «μη υψηλό», άμεσα αναγνωρίσιμο στην παρεμπίπτουσα, προφορικού τύπου, εμπειρικά βιωματική παρουσίαση ενός συγκεκριμένου, επικαιρικού χωροχρόνου. Για αντιπαράδειγμα, και έχοντας επίγνωση ότι ίσως αυθαιρετούμε συγκρίνοντας ανόμοια πράγματα, παραθέτουμε μια απλούστατη, παντελώς ασήμαντη αφηγηματική φράση, χαμένη στις χιλιάδες αράδες και τις χιλιάδες λέξεις ενός αφηγήματος, διαλεγμένης εντελώς στην τύχη, από τον Γιόζεφ Ροτ: «Μα έρχονταν βραδιές που τον Τέοντορ τον απασχολούσε το ερώτημα αν οι νεκροί ήταν οριστικά νεκροί. Μετά πήγαινε στο μπαρ Κάιζερ Βίλχελμ, ένα μικρό μπαρ, όπου ήταν γνωστός».1 Ο Ροτ «εξηγεί» ότι ο ήρωας πήγε στο μπαρ Βίλχελμ, ένα μικρό μπαρ, όπου ήταν γνωστός. Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, μια τόσο «ασήμαντη» φράση δεν θα μπορούσε να γραφτεί, φοβόμαστε, καθόλου εύκολα. Ο συγγραφέας θα έλεγε μάλλον: «Μα έρχονταν βραδιές που τον Τάκη τον απασχολούσε το ερώτημα αν οι νεκροί ήταν οριστικά νεκροί. Μετά, ο Τάκης, πήγαινε στο Φλοράλ». Στον Ροτ, ο λογοτεχνικός ήρωας είναι γνωστός στο μπαρ (ένα μικρό μπαρ, μας πληροφορεί), στο οποίο πηγαίνει ως λογοτεχνικός ήρωας. Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι γνωστό στον αναγνώστη το μπαρ στο οποίο πηγαίνει ο ήρωας, στον βαθμό που σε αυτό πηγαίνει και ο ίδιος ο αναγνώστης. Στη φράση του Ροτ, ακόμη και το πιο καθημερινό πράγμα, σε μια ασήμαντη φράση, διανοίγεται σε μια ελάχιστη κατανόηση. Στα καθ’ ημάς, η κατανόηση κουρνιάζει στις θωπείες του εμπειρικά αυτονόητου. Θα αντιτάξει, ίσως, κανείς ότι η μεταπολεμική πεζογραφία μας, σε μεγάλο βαθμό, χρησιμοποιούσε παρόμοια αφηγηματικά εργαλεία, κατορθώνοντας ωστόσο να περιγράψει και αναπαραστήσει «την εποχή» της. Αντιτείνουμε ότι πράγματι αυτό ισχύει, με μια διαφορά: η ταραχώδης θεμα1. Γιόζεφ Ροτ, Ο ιστός της Αράχνης, μτφρ. Τούλα Σιετή, Κριτική, Αθήνα 2010, σ. 71.


[54]

τική της κοινωνικής-πολιτικής ζωής της ελληνικής μεταπολεμικής εποχής, και σε μεγάλο βαθμό η στρατευμένη αναμέτρηση με τη θεματική αυτή, παρήγαγε σημαντικά έργα, αναπαραστατικά της εποχής, στα οποία τολμούμε να πούμε ότι ο τρόπος της αμιγούς λογοτεχνικής-αισθητικής εκτέλεσης συμβάλλει στην επιτυχία τους λιγότερο από την επίδραση της ιστορικής συγκυρίας στο λογοτεχνικό κείμενο. Το σημαντικότερο πάντως είναι πως στα έργα αυτά το ίδιο το συναίσθημα ή το βίωμα δεν αναλώνεται στον εαυτό του. Ίσαίσα, η ιστορική-πολιτική πλαισίωση, το καθιστά όχι αυτοπαθές (όπως ο όρος αυτός θα εξηγηθεί πιο κάτω), αλλά (ίσως υπερβολικά) εξωστρεφές, συνήθως κοινωνικοπολιτικά υπερπροσδιορισμένο, ηρωικό ή πικρά αντιηρωικό (πολιτική κατάφαση ή ιστορική διάψευση), πολιτικά στοχευμένο και στοχεύσιμο. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η μεταπολιτευτική ελληνική πεζογραφία, παρότι διατήρησε σε κάποιο βαθμό τους τροπισμούς των μεταπολεμικών πεζογράφων (λειαίνοντας πάντως τη γλώσσα, στον παγιωμένο πια, ήπιο, κανονιστικό δημοτικισμό της Μεταπολίτευσης) ήρθε ως αναίρεση των κοινωνικοπολιτικών «εμμονών» τους: αναδύθηκε έτσι η κυριαρχία του καθημερινού ελάσσονος βιώματος, ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα (στη δεκαετία του ’80) από την κάθαρση της παρωδίας. Από όλες αυτές τις μεταμορφώσεις (τη στράτευση, την παρωδία, την υποστασιοποίηση του ελάσσονος βιώματος) απουσίασε σχεδόν σταθερά, καθόλου τυχαία,

ένας συγκεκριμένος αφηγηματικός τρόπος: η ειρωνική απόσταση. Προχωρούμε στον άξονα που ονοματίσαμε ως «αυτοπάθεια» της «κοινωνικής ευαισθησίας», η οποία, μοιραία, συνεκφέρεται με όλους τους τρόπους του «εμπειρισμού του άμεσου βιώματος» και της «προφορικότητας». Στο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου «Έχε γεια, καημένε Γιάννη», παρακολουθούμε την περιγραφή της ιστορίας ενός ανέργου, ο οποίος πεθαίνει από καρκίνο, φτωχός, δίχως τη «ζεστασιά» της βοήθειας μιας συντρόφου. «Πού να κρατήσει γκόμενα ο άνεργος; Πού να σταθεί με γκόμενα; Πού να την πάει να την κεράσει ένα ποτό;» είναι οι αρχικές αράδες του διηγήματος. Η Κιτσοπούλου καταλήγει: «Δεν θέλω να πω με αυτή την ιστορία ότι ο Κώστας έπαθε καρκίνο λόγω της ανεργίας. Προς Θεού. Δεν θέλω να πω αυτό. Θα μπορούσε όμως ο Κώστας κατά την επιδείνωση της υγείας του, εκείνες τις άθλιες τελευταίες του μέρες στο νοσοκομείο, να έχει ένα γυναικείο χέρι να σφίγγει το δικό του. Αυτό θα το μπορούσε. Άνετα». Χαρακτηριστικά, η μικροκλίμακα της συντροφικότητας, ανάγεται σε επιμύθιο μόνης δραστικής ευαισθησίας. Ένα πλατύτερα «κοινωνικό» ή «πολιτικό» αίτημα, αποφεύγεται, χάριν απόταξης του οποιουδήποτε «πολιτικού διδακτισμού». Αντίστοιχα, στο διήγημα της Κάλλιας Παπαδάκη «Καπετάν Φασαρίας», μια γυναίκα που έχει αναγκαστεί να κλείσει το κατάστημά της, περιφέρεται ενδεής, ύστερα από την κατάσχεση του σπιτιού της και καταλήγει άστεγη, κουβαλώ-


[55]

ντας το ραγισμένο λάπτοπ της, μέσω του οποίου, παλαιότερα, είχε κάνει εκατοντάδες «φίλους» στο facebook. Το ραγισμένο λάπτοπ είναι εδώ το σύμβολο μιας καταποντισμένης φαντασίωσης κοινωνικότητας που έρχεται σε αντίθεση με το «πραγματικό» του ανθρώπινου ράκους. Και στα δύο κείμενα, το υποκείμενο πάσχει σε ατομικό επίπεδο ως θύμα, το πάθημα είναι όλο δικό του και το πάθημα επιστρέφει στο υποκείμενο παράγοντας τη λιγωτική συγκίνηση του ατόφιου μελοδράματος. Την ίδια ώρα, για να εξηγήσουμε σαφέστερα τον όρο «αυτοπάθεια» που χρησιμοποιήσαμε, οι εξωγενείς παράγοντες (οι τράπεζες που κατάσχουν ή οι ανάλγητοι «άλλοι» που δεν δείχνουν αλληλεγγύη) δεν εμφανίζονται ως αυτόνομοι κοινωνικοί δρώντες, που θα τους άρμοζε ένας χαρακτήρας, ένα κίνητρο, ένα ήθος, μια αντικειμενική τοποθέτηση στο πεδίο του κοινωνικού, παρά ως σύμβολα της «απονιάς» που βιώνει το υποκείμενο, δηλαδή ως σύμβολα ενός χαμένου θετικού συναισθήματος του ίδιου του υποκειμένου. Καταλήγουμε με τον άξονα της υπαγωγής του συγγραφικού λόγου σε κάποιον ηγεμονικό ή αποκλίνοντα λόγο, που όμως είναι (ο ένας και ο άλλος) στερεοτυπικά αναγνωρίσιμοι. Οι σύγχρονοι νεοέλληνες συγγραφείς, εμφανιζόμενοι ως διερμηνευτές του πάσχοντος βιώματος, εντάσσονται σε μια χορεία «προοδευτικών» ανθρώπων, ανεξάρτητα από τον βαθμό πολιτικού «ριζοσπαστισμού» που συμμερίζεται ο καθένας τους. Πολύ περισσότερο που από μια χρονική στιγμή και έπειτα, όπως θαυμάσια έχει παρατηρήσει ο Κώστας Περούλης, ο (στρατευμένος) αριστερός καλλιτέχνης δίνει τη σκυτάλη στον «προοδευτικό» καλλιτέχνη.2 Ο μετανάστης, στο πλαίσιο μιας παιδαγωγικά φιλάνθρωπης θέσης που αναλαμβάνει ο «προοδευτικός» καλλιτέχνης, εμφανίζεται σε τρία από τα διηγήματα της συλλογής, όπως ακριβώς αναμένουμε να εμφανίζεται: πλάνης, ανέστιος, ταλαιπωρημένος. Αποζητά τη συμπάθειά μας κι εμείς δεν μπορούμε παρά να την αποδίδουμε αμέριστα. Αυτό είναι όλο. Τίποτε δεν μας σοκάρει και τίποτε δεν μας λυτρώνει γελαστικά. Στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, ο μετα2. Κώστας Περούλης, «Δημήτρης Παπαϊωάννου ή το χρονικό του θανάτου του αριστερού καλλιτέχνη (Από την αριστερά στην πρόοδο χωρίς επιστροφή)», Λεύγα, τχ. 8.

νάστης δεν μπορεί να εμφανίζεται ούτε ως επιβήτορας γερο-ηδονοθήρων του σκοτεινού πάρκου, ούτε ως διακεκριμένος νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Η Σώτη Τριανταφύλλου στο διήγημά της «Voodoo Child», επιχειρεί να αντιστρέψει την πλήξη της φιλάνθρωπης στάσης. Εμφανίζει τον μετανάστη ήρωά της ως «αγαθιάρη», μουσουλμάνο Αφρικανό, ανίκανο να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά ήθη, κυρίως του ελεύθερου γυναικείου ερωτισμού. Μόνο που η Τριανταφύλλου, ενώ ξεκινά με υγιές κίνητρο αμφισβήτησης της φιλάνθρωπης πλήξης, στην πραγματικότητα αντιτάσσει στο στερεότυπο ένα άλλο στερεότυπο: μην αυταπατάσθε, μοιάζει να μας προειδοποιεί, είναι δύσκολο για έναν μετανάστη να «ανεχθεί» την ευρωπαϊκή, διαφωτισμένη «ελευθερία». Αυτό που πάντως λείπει πραγματικά από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία δεν είναι η πολιτική στράτευση των συγγραφέων στο λογοτεχνικό επίπεδο. Παραδόξως, αυτό που λείπει από τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία (τολμούμε να πούμε ότι, για λόγους που δεν θα αναλύσουμε εδώ, δεν εμφανίστηκε ποτέ) είναι η αμιγώς «συντηρητική» λογοτεχνία. Ως συντηρητική λογοτεχνία εδώ, εννοούμε τη λογοτεχνία που είναι συνειδητά και πεισματικά «μη αριστερή» και ίσως εστετικά αντιφιλάνθρωπη. Ως χαρακτηριστικές μορφές αυτού του συντηρητισμού, όπως εδώ τον εννοούμε, θα μπορούσαμε να υποδείξουμε τον Τσέστερτον, τον Ναμπόκοφ και τον Ουελμπέκ. Και οι τρεις τους, κατά τη γνώμη μας, έχουν ιδιαίτερη θέση στο πεδίο του λογοτεχνικού συντηρητισμού. Ο πρώτος (Τσέστερτον) με την παιγνιώδη χαοτικότητα και τον διαβρωτικό σαρκασμό των ιστοριών του (και ταυτόχρονα με την καθολική πίστη του, ως μόνης σταθεράς εν μέσω της, περιγραφόμενης από τον ίδιο, ειρωνικής παραδοξότητας του κόσμου)∙ ο Ναμπόκοφ με τον αμιγή αισθητισμό του (και τον πεισματικό αντικομμουνισμό και αντιφροϋδισμό του)∙ και ο Ουελμπέκ με τον κυνικό μισανθρωπισμό του. Πίστη μέσω παραδοξότητας, αισθητισμός μέσω περιφρόνησης της «προόδου» για χάρη της ομορφιάς, μισάνθρωπος κυνισμός μέσω κατεδάφισης κάθε συνεκτικής μορφής ηθικής συμβίωσης. Είναι εντυπωσιακό, αλλά αυτές οι μορφές λογοτεχνικής ιδεολογίας, ριζικά κριτικές, δεν συναντώνται στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Το γιατί αυτό


[56]

αποβαίνει εις βάρος της (και σε βάρος του σχηματισμού ενός σοβαρού λογοτεχνικού-ιδεολογικού αντίποδα) δεν μπορούμε να το αναλύσουμε όπως πρέπει εδώ. Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι ο μόνος αληθινά σπουδαίος συντηρητικός λογοτέχνης της Ελλάδας είναι ο Θανάσης Βαλτινός. Διόλου τυχαία κι ο ίδιος δούλεψε με το στοιχείο της προφορικότητας, μόνο που τελειοποίησε τόσο πολύ την αισθητική του μορφή και απόδοση, και την πολυπρισματικότητα της εκφοράς της, ώστε αυτού του είδους η αριστουργηματική προφορικότητα, είναι ατόφια καλλιτεχνική, υπαρκτικά σπαρακτική και εντελώς άσχετη με το είδος της προφορικότητας που πιο πάνω αναλύσαμε. Σε κάθε περίπτωση, το αλληλοτροφοδοτούμενο δίπολο πολιτική-αντιπολιτική (ή κοινωνική πρόοδος-δυσπιστία έναντι της ίδιας της έννοια της προόδου) είναι χαρακτηριστικό δείγμα καλλιτεχνικής ιδεολογικής διαπάλης σε εποχή κρίσης. Στο πεδίο της «επικαιρότητας» όμως, μια τέτοια αντιπαράθεση, ένα τέτοιο ρήγμα μοιάζει παράταιρο, και επομένως η όποια πολιτικοποίηση δεν γίνεται με όρους θέασης του κόσμου, αλλά με όρους σύμπλευσης ή αντιπαράθεσης με κάποιον από τους τρέχοντες στερεοτυπικούς λόγους, κυρίαρχους ή μη. Το διήγημα του Κώστα Κατσουλάρη «Το ελληνικό αίνιγμα» αποτελεί την πιο εύγλωττη περίπτωση αναπαραγωγής του ηγεμονικού λόγου περί της κρίσης και περί της υπέρβασής της. Στο διήγημα αυτό, περιγράφεται η ανάπτυξη ενός υποτιθέμενου κινήματος (εμπνευσμένου από τη φιλοσοφία του Σ. Ράμφου), τα μέλη του οποίου, βγαίνουν στο δημόσιο χώρο, κρατώντας πλακάτ με το σύνθημα «Ήμουν εκεί» και «Εγώ το έκανα». Οι συμμετέχοντες εξομολογούνται τα δημόσια αμαρτήματά τους (έκλεψαν το δημόσιο, έκαναν φορολογικές παραβάσεις κ.λπ.) και διακηρύττουν διά στόματος του συγγραφέα: «Αναγνωρίζω πως όσα συνέβησαν στην Ελλάδα στα χρόνια της Δημοκρατίας έγιναν στο όνομά μου. Ήμουν εκεί και συνέβαλα με τον τρόπο μου και στο μερίδιο που μου αναλογούσε στην καταστροφή που βιώνουμε σήμερα. Ζητώ συγγνώμη από τα παιδιά μας που δεν κατάφερα να τους προσφέρω μια καλύτερη πατρίδα». Εδώ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν ο συγγραφέας συμμερίζεται τον κυρίαρχο λόγο, πράγμα που είναι ασφαλώς, δικαίωμά του. Σημασία έχει η εντυπωσιακή διαφάνεια με την οποία το πράττει. Αυτή

η διαφάνεια δεν είναι άσχετη με τους άξονες που έχουμε ήδη περιγράψει: όπως ο σύγχρονος Νεοέλληνας συγγραφέας αποδίδει το «εμπειρικό βίωμα» του ήρωά του, προφορικά, αδιαμεσολάβητα και μη κριτικά, με τον ίδιο τρόπο, όταν επιλέγει να πολιτικολογήσει, είναι μοιραίο να το κάνει με την ίδια μη κριτική, αδιαμεσολάβητη «ευθύτητα». Στο κείμενο του Βασίλη Γκουρογιάννη «Η θεραπευτική αξία του μηδενός», μια σύναξη φίλων συνδιαλέγεται περί ανέμων και υδάτων. Ο λόγος περί χρεοκοπίας (και η εξήγησή της) συνοψίζεται στην καταδίκη της νεοελληνικής «αταξίας»: «μην ξεγιελιέσαι, και με διαμάντια αν φορτώσεις ένα καράβι δεν το ωφελείς αν δεν το φορτώσεις με τάξη. Θα μπαντάρει στην πρώτη τρικυμία. Αυτό συμβαίνει με μας, είμαστε άτσαλα φορτωμένοι με πλούτο και γέρνουμε». Η πρόταση «διεξόδου» που διατυπώνεται είναι εξίσου γλαφυρή: «Επομένως Έλληνα, δέξου ότι είσαι ένα τίποτα, ένα μηδέν και ψάξε να βρεις την αξία σου». Στο τέλος ο ένας εκ των συνδαιτημόνων, με αμφίσημο τρόπο, αναφωνεί: «Γιώργο, μας δουλεύεις και μας έβαλες στο παιχνίδι σου. Αν όμως τα λες σοβαρά, δεν παρατάς τα κηρύγματα; Βρε, τον αγγίζουν αυτά τον Έλληνα; Έλεος! Αρκετά! Κερνάω μια παγωμένη μαλαγουζιά για να ξεχάσουμε όσα είπαμε! (γέλια)». Ο «Έλληνας» που πρέπει να καταλάβει την «αξία» του αφού καταλάβει ότι είναι «μηδενικό», ο «Έλληνας» που κάτι τον αγγίζει ή όχι, ο «Έλληνας» που φιλοσοφεί κι έπειτα ξεχνά το «μηδέν» υπέρ της ζωικής ορμής της «παγωμένης μαλαγουζιάς» που την κερνάει κάποιος από την παρέα... Εδώ η εμπειρική αμεσότητα είναι πάλι το όχημα μιας αληθινά προφορικής «φιλοσοφίας», η οποία υπάγεται στα διαλογικά στερεότυπα των όρων συζήτησης περί κρίσης. Τέλος, το διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ξένα Ρούχα» αποτελεί ένα στοχασμό νοσταλγίας της αγροτικής καταγωγής. Τα «αμάζευτα ζουμπούλια» του πατρογονικού εδάφους συμβολίζουν την εποχή εγκατάλειψης της υπαίθρου όπου πλέον οι άνθρωποι δεν κάνουν τίποτε «με τα χέρια τους». Εδώ συνδυάζεται η παραδοσιακή νοσταλγία για το αγροτικό τοπίο, που υπάρχει ακόμη σε μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας, η οποία επιμένει να περιφρονεί την ζωή του άστεως, προς όφελος των επαρχιακών σκανδάλων ή του ανόθευτου χωριάτικου ήθους, με μια άλλη εκδοχή στερεοτυπικού λόγου. Ο συγ-


[57]

γραφέας στο τέλος του διηγήματος ερμηνεύει την έξωθεν μετανάστευση, με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύει την ελληνική εσωτερική μετανάστευση. Λέει χαρακτηριστικά: «αυτά τα παιδιά [ενν. οι μετανάστες] αφήνουν πίσω τα δικά τους ανεκτίμητα […] για το καταναλωτικό δυτικό όνειρο. Μα καθετί που πωλείται έχει πάντα μικρή αξία. Και κάθε τόπος αν τον δουλέψεις μπορεί να σε θρέψει, να σε ζήσει. Σαν τους δικούς μας μετανάστες που ενώ τους έζησε ο τόπος στα χωριά μας και μάλιστα σε συνθήκες κατοχής, μετά το 50 –σε συνθήκες ελευθερίας πλέον– ανακάλυψαν τη φτώχεια και έφυγαν μαζικά για τη Γερμανία». Το παραπάνω απόσπασμα είναι, θεωρούμε, απόλυτα χαρακτηριστικό για το πώς ένα διάχυτο λογοτεχνικό στερεότυπο (η νοσταλγία της αγροτικής ζωής) «επικαιροποιείται» ως ιδεολογικό στερεότυπο του σήμερα («κάθε τόπος μπορεί να σε θρέψει»), παράγοντας τούτη τη φορά βιωματικού τύπου διδακτική πικρία αντί κριτικής στην εποχή. Δεν είναι ορθό να συνταγογραφεί κανείς τεχνικές, θεματικές, λογοτεχνικά είδη, αρχέτυπα προς μίμηση. Δεν θα πρωτοτυπούσαμε αν λέγαμε ότι όλα τους μπορούν να αποδειχθούν εκ των υστέρων επιτυχημένα ή μη ως προς την καλλιτεχνική εκτέλεση. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην καταγράψουμε στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, την απουσία μιας ελάχιστης ειρωνικής απόστασης ανάμεσα στον αφηγητή και το αντικείμενο της αφήγησης. Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε ότι μια τέτοια ειρωνική απόσταση τη βρίσκουμε ολόφωτη ή φωτοσκιασμένη σε πληθώρα αφηγηματικών τεχνικών, περιλαμβανομένης

της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, της βιωματικής αφήγησης, της μοντερνιστικής γραφής, της μεταμοντέρνας πειραματικότητας ή και μιας καλλιτεχνικά ενσυνείδητης «τοποθετημένης» προφορικότητας. Ως προς το τι εννοούμε, λοιπόν, εδώ με τον όρο «ειρωνεία», προστρέχουμε στη βοήθεια του Vladimir Jankelevich στη σχετική εκπληκτική πραγματεία του οποίου, η έννοιά της, μεταξύ πολλών άλλων προσδιορισμών, εντοπίζεται ως «αυτή η ψευδής αδεξιότητα που είναι η κορύφωση της επιδεξιότητας, αυτός ο τρόπος να φαίνεσαι πως επαινείς αυτό που αποδοκιμάζεις και να αποκρύπτεις έτσι που να προωθείς την κατανόηση». Κι ακόμη ο Jankelevich μας υπενθυμίζει: «Η ειρωνική απόσταση εξυπονοεί ότι το πρόσωπο του άλλου δεν βρίσκεται ολόκληρο εκτεθειμένο μπρος μας, επίπεδο, αλλά ότι μας επιφυλάσσει προβλήματα, ότι ανήκει σε άλλους κοινωνικούς κύκλους, ότι υπάρχει σε αυτό μια πολλαπλότητα σύνθετων σχέσεων, μια οργάνωση σε βάθος και πολύ ανεξερεύνητο […] Όπως η φιλανθρωπία είναι στην υπηρεσία του άλλου και το ψεύδος στην υπηρεσία του εγώ, έτσι και η ειρωνεία υπηρετεί μόνο έναν κύριο: την αλήθεια. Αυτό που κυβερνά την ανιδιοτελή αυτοϋποτίμηση είναι η πέρα από το εγώ και το εσύ απρόσωπη αλήθεια. Η εκστατική αγάπη που χάνεται μέσα στον Άλλο και η βορβορώδης εγωπάθεια που βουλιάζει στον εαυτό της υπερβαίνονται εξίσου».3 3. Vladimir Jankélévitch, H Ειρωνεία, μτφρ. Μιχάλης Καραχάλιος, Πλέθρον, Αθήνα 1997, σ. 84.


[58]

Δόμνα Νικάκη

Τα παιδιά της Αμυγδαλέζας

Σ

το άκουσμα της λέξης Αμυγδαλέζα, το μοναδικό ίσως πράγμα που περνάει από το μυαλό είναι το κέντρο κράτησης αλλοδαπών: εικόνες από κοντέινερς, συρματοπλέγματα, εξεγέρσεις κ.λπ. Ξεχνάμε, ή πολύ πιθανόν αγνοούμε, την παράλληλη ύπαρξη του κέντρου κράτησης ανηλίκων Αμυγδαλέζας. Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο κέντρο προϋπήρχε του αντίστοιχου των ενηλίκων. Φαίνεται πως τα παιδιά δεν μπορούν να προκαλέσουν τον ίδιο σαματά με τους μεγάλους. Η αναζήτηση τυχόν αναφορών για το εν λόγω κέντρο και την καθημερινότητα των εκεί κρατούμενων παιδιών οδηγεί σε πενιχρά ευρήματα. Μία μονάχα αναφορά μπορεί να βρει κανείς στην πρόσφατη ειδησεογραφία. Ο λόγος για τα δημοσιεύματα του Ιανουαρίου του 2013 σχετικά με την απεργία πείνας που ξεκίνησαν τα έγκλειστα παιδιά ως διαμαρτυρία μετά τον βασανισμό ενός 11χρονου συγκρατούμενού τους. Η δημοσιότητα περιορίστηκε στις μέρες του συμβάντος. Με την ίδια σβελτάδα που εμφανίστηκε το θέμα, έτσι κι εξαφανίστηκε. Επιγραμματικές αναφορές στα «παιδιά της Αμυγδαλέζας» εντοπίζουμε και σε παρεμβάσεις του Συνηγόρου του Πολίτη (ΣτΠ), οι οποίες εστιάζουν κυρίως στο απαράδεκτο της μακροχρόνιας διοικητικής κράτησης των παιδιών. Ειδικότερα, το Προεδρικό Διάταγμα 116/2012 προβλέπει δυνατότητα παράτασης της διοικητικής κράτησης ανηλίκων μέχρι και τους 12 μήνες. Μεταξύ των βασικών λόγων για τους οποίους ενδέχεται να εξαντλήσει ένα παιδί το 12μηνο στην Αμυγδαλέζα είναι ο περιορισμένος αριθμός δομών φιλοξενίας, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται στους αριθμούς και στις ανάγκες των ασυνόδευτων παιδιών. Ανεξάρτητα από τον χρόνο κράτησης, σε κάθε περίπτωση τίθεται το ερώτημα για το αν το κέντρο πληροί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που επιβάλλουν τα διεθνή κείμενα (π.χ. «Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού») για την προστασία και ανάπτυξη των παιδιών, συμβάσεις και διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αποδεχθεί και επικυρώσει η Ελλάδα. Η «Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού» προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα κάθε παιδιού για ένα κατάλληλο επίπεδο ζωής που να επιτρέπει τη σωματική, πνευματική, ψυχική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του» και ότι «σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε αυτές λαμβάνονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρώτιστως υπόψη το συμφέρον του παιδιού». Η πραγματικότητα που έχουμε για την Αμυγδαλέζα μας δίνει, αντίθετα, τις εξής εικόνες: έναν περιορισμένο σε έκταση χώρο προαυλισμού (http://goo.gl/OHHEGi) με δύο τέρματα και ένα λευκό δωμάτιο με χτιστά κρεβάτια κι ελάχιστο φυσικό φως (http://youtu.be/NgonnC2xrFU). Επίσης, αν εξαιρέσουμε την παρουσία εξειδικευμένου προσωπικού της ΜΚΟ «Ιατρική Παρέμβαση», της οποίας βέβαια η διαθεσιμότητα εξαρτάται από χρηματοδοτήσεις αμφιβόλου συνέχειας και συνέπειας, δεν διαπιστώνεται καμία άλλη κρατική ενέργεια ή πρωτοβουλία με χαρακτήρα πρόνοιας για το συγκεκριμένο κέντρο. Εννοείται ότι απουσιάζει και η παραμικρή πρόβλεψη για επίσημη εκπαίδευση οποιουδήποτε τύπου ή μορφής. Αν λοιπόν αποπειραθούμε να περιγράψουμε μία μέρα των παιδιών στο κέντρο κράτησης της Αμυγδαλέζας, σίγουρα δεν θα χρειαστεί να μακρηγορήσουμε. Τα παιδιά ροκανίζουν τον χρόνο τους, χωρίς καμία ουσιαστική μέριμνα και υποστηρικτική υπηρεσία. Το «ημερήσιο πρόγραμμα» περιλαμβάνει απλώς έναν ολιγόωρο προαυλισμό, ενώ απουσιάζει η μέριμνα για οποιουδήποτε είδους «δημιουργική απασχόληση». Δεν προβλέπεται δυνατότητα άσκησης λατρευτικών καθηκόντων ούτε διευκολύνεται με κανέναν τρόπο η επικοινωνία των παιδιών με τους γονείς τους. Η ρουτίνα διαταράσσεται μονάχα από περιστασιακές επισκέψεις οργανώσεων, που στην ουσία έρχονται να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες νομικής και ιατρικής φύσης. Τα ασυνόδευτα παιδιά αναμένουν, κατά κανόνα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, είτε την παραπομπή τους σε κάποια δομή φιλοξενίας είτε την απελευθέρωσή τους.


[59]

Xρυσούλα Xατζηδάκη

Το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα

Η

πρώτη εντύπωση είναι η απόσταση. Ώρα στον αυτοκινητόδρομο, απομακρύνεσαι από την πόλη. Πρέπει να φτάσεις πολύ μακριά. Και φτάνεις πολύ μακριά. Περνάς την πρώτη πύλη, με τους φρουρούς, διασχίζεις μια μεγάλη έκταση γεμάτη κτίρια, αλλά χωρίς ανθρώπους. Είσαι μέσα στο μεγάλο κοτέτσι. Και μετά μια δεύτερη πύλη, με άλλους φρουρούς. Μπαίνεις εκεί που τους έχουν. Τους ανθρώπους χωρίς ονόματα, που είναι καταχωρημένοι έτσι όπως άκουσε, ή αποφάσισε κάποιος πως τους λένε. Κάπως σαν Μοχάμεντ. Η δεύτερη εντύπωση είναι τα σκυλιά. Πολλά σκυλιά, μεγάλα, μικρά, που όλο και κάποιος φύλακας τα ταΐζει με γλυκόλογα. Τρίτη εντύπωση, τα κοντέινερ. Κολλημένα δίπλα δίπλα, με σύρματα πάνω και γύρω τους. Μικρότερα κοτέτσια. Μέσα ρούχα απλωμένα, ρούχα απλωμένα και πάνω στα σύρματα, ρούχα παλιά. Πού και πού κάποια κουβέρτα. Μέσα στο κοτέτσι άνθρωποι περπατούν, προσεύχονται, μιλάνε. Είναι μικρό το κοτέτσι. Οχτώ άτομα σε κάθε κοντέινερ. Δύο τουαλέτες. Κάποιο τραγούδι κάπου μακριά. Ή μήπως προσευχή; Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις. Όλο και κάποιος θα τραγουδάει, όλο και κάποιος θα προσεύχεται. Τέταρτη εντύπωση, ο αριθμός των αστυνομικών. Είναι πολλοί, πάρα πολλοί, είναι παντού, μαζεμένοι κάτω από υπόστεγα, περπατούν στους διαδρόμους ανάμεσα στα κοντέινερ, ήχοι κινητών με οσμή σκυλάδικου. Γελάνε δυνατά, μιλάνε δυνατά, περπατούν αργά. Μεταφέρουν κρατούμενους, πίνουν καφέ, λένε αστεία, φωνάζουν. Πέμπτη εντύπωση, οι άνθρωποι χωρίς ονόματα που πηγαινοέρχονται λίγοι λίγοι και έξω από τα κοντέινερ. Ένας κρατούμενος και δίπλα του ένας φύλακας. Πολλοί κρατούμενοι και πολλοί φύλακες. Οι κρατούμενοι περπατούν με το ένα χέρι απλωμένο, να αγγίζει τον ώμο του μπροστινού. Σαν εκδρομή σχολείου. Στοιχηθείτε. Απέναντί τους οι φύλακες. Οι κρατούμενοι ντυμένοι με ρούχα καλοκαιρινά, σαγιονάρες και κοντομάνικα, λίγοι τυλιγμένοι με μια κουβέρτα ή μια πετσέτα. Οι φύλακες σε πλήρη εξάρτυση, μπότες, πουλόβερ, και τα γκλομπ να προεξέχουν από το σώμα. Γυμνά πόδια και γκλομπ. Γιατροί σε ένα κοντέινερ. Έξω περιμένουν άνθρωποι με σαγιονάρες. Και φύλακες. Γυμνά κοντέινερ, χαλίκι, γυμνή φύση. Φορτηγάκι του κέιτερινγκ. Κλιματιστικά που δεν δουλεύουν. Νερό ζεστό. Κουβέρτες, αλλά όχι ρούχα. Ό, τι χαλάει, δεν επισκευάζεται. Τεστοστερόνη. Τεστοστερόνη και βία.


[60]

Ελένη Κυραμαργιού

Ο επιμένων ελληνικά

Δ

ύο χιλιάδες Έλληνες αγρότες προσφέρουν το χρυσό κριθάρι της γης τους για να απολαμβάνουμε την αγαπημένη μας Amstel, ανέφερε ο εκφωνητής έχοντας σαν μουσικό υπόβαθρο το ρεφρέν από το «Απόψε στις ακρογιαλιές» του Βασίλη Τσιτσάνη, ενώ την τηλεοπτική εικόνα συμπλήρωναν χαρούμενες παρέες ανδρών και γυναικών σε μαγευτικές παραλίες, σε ταβέρνες δίπλα στη θάλασσα ή στη σκιά ενός πλάτανου. Η διαφήμιση έκλεινε με το μότο της εταιρείας: «γιατί έτσι μας αρέσει». Το φετινό καλοκαίρι η διαφημιστική καμπάνια της Amstel όχι απλά «έμεινε Ελλάδα», αλλά έστρεψε το ενδιαφέρον από τον καταναλωτή στον παραγωγό του προϊόντος, τονίζοντας την ελληνικότητα της προέλευσής της και παραπέμποντας στην ανώτερη ποιότητα της πρώτης της ύλης. Οι χαρούμενες παρέες που απολάμβαναν το προϊόν λειτούργησαν ως συμπληρωματικές εικόνες στην κεντρική ιδέα που ήταν ο Έλληνας παραγωγός από τον οποίο προέρχεται το προϊόν. Η παραπάνω διαφήμιση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σύνολο διαφημίσεων όπου η ελληνικότητα του προϊόντος βρίσκεται στο επίκεντρο της προώθησης. Η ελληνική μπύρα, τα ελληνικά αναψυκτικά, το ελληνικό γάλα, τα ελληνικά παγωτά, τα ελληνικά μακαρόνια και βέβαια τα ελληνικά σουπερμάρκετ που πουλούν ελληνικά προϊόντα στις καλύτερες τιμές και απασχολούν Έλληνες εργαζόμενους την εποχή της ύφεσης και της αύξησης της ανεργίας. Η στροφή στην ελληνικότητα στο επίπεδο της προώθησης αποτυπώνει μια γενικότερη στροφή στην κατανάλωση που είχε ξεκινήσει πριν την έναρξη της οικονομικής ύφεσης και στη συνέχεια εντάθηκε αλλά και τροποποιήθηκε. Η αρχική στροφή προς τα βιολογικά προϊόντα, τα προϊόντα μικρών βιοτεχνιών και γυναικείων αγροτικών συνεταιρισμών είχε ως αποτέλεσμα οι σπιτικές μαρμελάδες και τα μαμαδίστικα γλυκά του κουταλιού να αντικαταστήσουν στα πιο «ψαγμένα» νοικοκυριά τις μαρμελάδες Bonne Maman. Τα χειροποίητα ζυμαρικά ή οι σπιτικές σάλτσες των γυναικείων συνεταιρισμών εκτόπισαν από τα ντουλάπια τα βιομηχανικά μακαρόνια και τις τυποποιημένες σάλτσες, έστω και αν αρκετοί από τους «ψαγμένους καταναλωτές» ως παιδιά δεν έτρωγαν τις χυλοπίτες που μόλις είχαν φτάσει από το χωριό γιατί «βρωμούσαν». Τα νέου τύπου μπακάλικα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται στις πόλεις δίνοντας τη δυνατότητα στους κατοίκους τους να γευτούν γεύσεις «γνήσια ελληνικές» και τοπικά προϊόντα που δεν έβρισκαν στα ράφια των σουπερμάρκετ. Οι πιο διορατικοί επιχειρηματίες επέκτειναν τη δράση τους και εκτός συνόρων, όπου η παραδοχή της νοστιμιάς αλλά και του πόσο υγιεινή είναι η μεσογειακή διατροφή κυριαρχούσε στις σχετικές συζητήσεις. Η κρίση και η μείωση των εισοδημάτων τροποποίησε τις καταναλωτικές συνήθειες αλλά και τις αντίστοιχες αντιλήψεις. Στην εποχή της ύφεσης, όπου οι Ευρωπαίοι εταίροι πιέζουν για επιπλέον περικοπές και απολύσεις, οι Έλληνες καταναλωτές μποϊκοτάρουν τα γερμανικά σουπερμάρκετ –λες και δουλεύουν σε αυτά Γερμανοί πωλητές–, ψωνίζοντας από τα αντίστοιχα ελληνικά προϊόντα που παράγονται ή έστω συσκευάζονται στην Ελλάδα. Τα ίδια τα σουπερμάρκετ στις διαφημίσεις τους τονίζουν το ελληνικό ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, το ότι προσφέρουν θέσεις εργασίας αλλά κυρίως ότι διαθέτουν ελληνικά προϊόντα στις καλύτερες δυνατές τιμές της αγοράς ενισχύοντας πολλαπλά τους καταναλωτές. Ο κωδικός 520 ή 521 στην ετικέτα-ταυτότητα της συσκευασίας που φανερώνει την ελληνικότητα του προϊόντος αναζητείται με επιμονή στα ράφια. Τον Μάρτιο του 2013, στο συνέδριο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) με τίτλο «Ελληνικό Προϊόν-Δύναμη Ανάπτυξης και Εξωστρέφειας της Ελληνικής Οικονομίας», παρουσιάστηκε έρευνα του τμήματος Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σύμφωνα με την οποία οκτώ στους δέκα Έλληνες καταναλωτές ανέφεραν την πεποίθησή τους ότι


[61]

με την αγορά ελληνικών προϊόντων στηρίζουν την εγχώρια οικονομία και συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Βάσει της ίδιας έρευνας, πάνω από 9 στους 10 ερωτηθέντες ανέφεραν ότι θα συνεχίσουν να αγοράζουν ελληνικά προϊόντα και στο μέλλον, ενώ σχεδόν 8 στους 10 δήλωσαν την πρόθεσή τους στο μέλλον να αγοράζουν ακόμη περισσότερα προϊόντα ελληνικής παραγωγής. Τέλος, ένας στους δύο ερωτηθέντες ανέφερε πως θεωρεί τα ελληνικά προϊόντα ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας. Στο ίδιο συνέδριο, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος τόνισε την ανάγκη να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο προδιαγραφών με βάση τις οποίες ένα προϊόν να μπορεί να χαρακτηριστεί και να προβάλλεται ως ελληνικό σε αυτήν την «κρίσιμη περίοδο», υπογραμμίζοντας την ανοδική πορεία των εξαγωγών -σύμφωνα με την Eurostat οι τελευταίες αυξήθηκαν κατά 13% και έφτασαν σε αξία τα 20,9 δισεκατομμύρια ευρώ, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ (βλ. http://goo.gl/EmQq9Q & http://goo.gl/hdcXxg). Η στροφή προς τα ελληνικά προϊόντα αποτυπώνεται και σε πρωτοβουλίες που δημιουργήθηκαν, όπως το «Κίνημα πολιτών – καταναλώνουμε ό,τι παράγουμε» με σύνθημα «ντύνομαι, τρώω, κάνω τουρισμό ελληνικά» ή στην ιστοσελίδα www.ellinikoproion.gr με μότο «στηρίζουμε την ελληνική οικονομία, το ελληνικό προϊόν, τις ελληνικές θέσεις εργασίας». Σύμφωνα με τις πρωτοβουλίες αυτές, η κατανάλωση μετατρέπεται σε «άμεσο, εφικτό και αποτελεσματικό τρόπο να στηριχθεί η οικονομία και να καταπολεμηθεί η ανεργία». Στηριζόμενες σε αντίστοιχα επιχειρήματα, μια σειρά από ελληνικές επιχειρήσεις οδηγήθηκαν σε διαφημιστικές εκστρατείες που τόνιζαν την ελληνικότητά τους. Τα μαξιλάρια της COCO MAT «γεμίζονται από ξανθιώτικα χέρια» (http://goo.gl/fjiibO) ενώ η ΕΨΑ «είναι το μόνο ελληνικό αναψυκτικό που κράτησε ψηλά και σταθερά την ποιότητα και τη γεύση του» (www.epsa.gr). Ο υπερτονισμός της ελληνικότητας των προϊόντων (ιδιαίτερα των ειδών διατροφής) στις διαφημιστικές εκστρατείες, στην σημερινή συγκυρία της ύφεσης και υπό τη διαρκή απειλή της εξόδου από την ευρωζώνη, αποκτά και διαφορετικές σηματοδοτήσεις. Οι αναφορές στα μεγέθη των επιχειρήσεων και στον αριθμό των εργαζομένων έρχονται να αντιστρέψουν το κλίμα και τη συζήτηση για τις ανεπάρκειες και τη χαμηλή παραγωγικότητα της γεωργικής και κυρίως της βιοτεχνικής παραγωγής, τονίζοντας την αναπτυξιακή πορεία αυτού του είδους των επιχειρήσεων, οι οποίες εκτός από θέσεις εργασίας στους Έλληνες θα εγγυηθούν και την διατροφική επάρκεια της χώρας και του πληθυσμού της σε μια ενδεχόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπου δεν θα μπορούν να πραγματοποιηθούν εισαγωγές. Η εικόνα των εύφορων εκτάσεων, των γεμάτων από καρπούς δέντρων, των ελεύθερων στους αγρούς ζώων και των χαμογελαστών αγροτών που κατέκλυσαν τις τηλεοπτικές οθόνες είναι μια εικόνα ευημερίας που όχι μόνο μπορεί να εγγυηθεί την επιβίωση αλλά και να τονώσει την ψυχολογία, παροτρύνοντας ακόμη περισσότερους να μετατρέψουν το οικόπεδο στο χωριό σε μποστάνι και φυσικά να αγοράζουν ελληνικά προϊόντα.


[62]

ΜΑΧΑΙΡΟΒΓΑΛΤΕΣ Ο Μιλτιάδης Παράδας ήταν, άλλοτε, ένας καλοπιασμένος βιοτέχνης. Ο κύριος Παράδας, με αυτό το όνομα που έμοιαζε αργεντίνικο, το λιγότερο ισπανικό, άκουγε με ευχαρίστηση τους συνομιλητές του να μπερδεύουν την κλητική του επιθέτου του («Κύριε Παράδας, πόσο κύριος είστε, δεν έχετε αφήσει ποτέ επιταγή ακάλυπτη») σαν να μιλούσαν σε Αργεντίνο, ή, το λιγότερο, σε Ισπανό. Δεν διόρθωνε ποτέ την εσφαλμένη κλητική με το παράταιρο σίγμα στην κατάληξη: φιλοδοξούσε πως, όταν επιτέλους η επιχείρησή του θα μεγάλωνε, θα μπορούσε να εμφανίζεται στους ξένους ομολόγους του ως ένας Έλληνας με καταγωγή κοσμοπολίτικη. Η βιοτεχνία παιχνιδιών «Pegnion» αρχικά κατασκεύαζε σκάκια, τάβλια, τραπουλόχαρτα, επιτραπέζια παιχνίδια και πλαστικές κούκλες με εύθραυστες αρθρώσεις. Κάποτε, μια ερωμένη του Παράδα, πρωταγωνίστρια ενός μοντέρνου, πολύ αιματηρού θεατρικού ριμέικ της «Στέλλας», τον ρώτησε αν η βιοτεχνία του θα μπορούσε να προμηθεύσει την παραγωγή με ένα από κείνα τα ψεύτικα μαχαίρια, που η πλαστική τους λάμα, μετά την κρούση της στο δέρμα, παραχώνεται στην οριζόντια σχισμή της λαβής. Έκτοτε, η βιοτεχνία του Παράδα ξεκίνησε να παράγει σπουδαία ψεύτικα μαχαίρια, τα οποία πουλούσε σε εγχώριες εταιρείες παραγωγών και σε υποβαθμισμένες βαλκανικές Τσινετσιτά. Ο Παράδας είχε αποκτήσει μια φοβερή, φαντασιωτική σχέση με τούτα τα μαχαίρια. Η μεταλιζέ πλαστική τους λάμα ήταν αρχικά το έμβολο της επιχειρηματικής πυγμής του. Όταν κατέρρευσε, έγινε το αμφίθυμο σύμβολο της αυτοκτονικής του απόγνωσης και το ατελέσφορο όργανο της μανιακής ανάγκης του να ξεπαστρέψει όσους τον είχαν συντρίψει. Όταν αποφάσισα να αγοράσω την «Pegnion» από τον Παράδα, η τιμητική και κοσμοπολίτικη κλητική είχε χαθεί («Ε, εσύ», αντί για «Κύριε Παράδας»). Με κοιτούσε με μίσος στη ροτόντα των διαπραγματεύσεων όπου εγώ, πλάι στον δικηγόρο μου, υπέγραφα το συμβόλαιο απόκτησης της «Pegnion» έναντι γελοίου αντιτίμου. Ο ξεπουπουλιασμένος Παράδας θα το κατέθετε αμέσως στην εφορία, για να γλιτώσει τη φυλακή. Ήμουν για κείνον ένας σιχαμερός πολυεκατομμυριούχος, με πλάτες στις τράπεζες και επαφές στα ανώτατα κλιμάκια της κυβέρνησης, ένας κλέφτης του οικογενειακού ιδρώτα που είχε εναποτεθεί, εδώ και πενήντα χρόνια, στην επιχείρησή του. Διατήρησα στη δουλειά τους Πακιστανούς υπαλλήλους του Παράδα. Κι ενώ εξακολούθησα να παράγω σκακιέρες, γκρινιάρη και φιδάκια, τώρα πια κατασκεύαζα και μαχαίρια με λάμες ανοξείδωτου χάλυβα (μικρές παραγγελίες από μια βιομηχανία που την τελευταία στιγμή είχε διασωθεί από μια πολύμηνη, παραλυτική απεργία). Είχα τους λόγους μου: αν τα πράγματα, κάποτε στο μέλλον, πήγαιναν άσχημα, τα μαχαίρια της «Pegnion» θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν καταλλήλως από κάποιους αδίστακτα ωμούς ανθρώπους. Αν πάλι τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα και η υποσχόμενη ανάπτυξη επανερχόταν, ε, τότε τα μαχαίρια μου θα φιγουράριζαν στα πολυκαταστήματα ως κατάλληλα για αφαίρεση λίπους από χοιρινές μπριζόλες, αναμφισβήτητα ειρηνική απασχόληση για εκκολαπτόμενους οικιακούς σεφ. Αυτή άλλωστε είναι η διαφορά μου με τον Παράδα: είναι άλλο πράγμα να είσαι ψευτο-μαχαιροποιός και μικρο-μαχαιροβγάλτης κατά φαντασίαν, και άλλο να είσαι αληθινός, ευυπόληπτος χασάπης, με παιγνιώδη κάλυψη και σχέδια εναλλακτικά, αντίστοιχα των απαιτήσεων απρόβλεπτων καιρών. Άγης Πετάλας


[63]

ΑΟΡΑΤΕΣ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΕΣ Αόρατες μπαστουνιές. Από τον τίτλο του παιχνιδιού καταλαβαίνετε πως κάποιος θα τις φάει, αλλά με έναν τρόπο κάπως ευγενικό… Δυο παίκτες ξαπλώνουνται χάμω και τους σκεπάζουμε με μια κουβέρτα ή μ’ ένα σεντόνι. Προς τα πόδια τους στέκουνται ορθοί άλλοι 5-6 παίκτες. Ένας από αυτούς χτυπάει, όποιον από τους δύο θέλει κάθε φορά, με μια βέργα ή ένα μπαστουνάκι, που για να μην ανακαλυφθεί, μόλις χτυπήσει, το πετάει γρήγορα κατά γης. Αυτός που τις έφαγε βγάζει το κεφάλι έξω από την κουβέρτα για να βρει ποιος τον χτύπησε. Αν τον πετύχει σηκώνεται και πάει με τους όρθιους, ενώ εκείνος που τον χτύπησε ξαπλώνεται τώρα χάμου. Ως εδώ τα πήγαμε καλά. Εμείς όμως έχουμε από πριν διαλέξει το θύμα μας που θα τις φάει για καλά. Μόλις λοιπόν τύχει η σειρά του να ξαπλώσει κι αυτό κι αφού κουκουλωθεί με την κουβέρτα, δίνουμε με τρόπο ένα άλλο μπαστούνι στον πλαϊνό ξαπλωμένο σύντροφό του, που βέβαια ξέρει το παιχνίδι, γιατί… αυτός πια θα του τις βρέχει, ενώ οι όρθιοι θα υποκρίνουνται πως τάχα αυτοί τον χτυπάνε όπως και τις προηγούμενες φορές. Το δύστυχο θύμα, έπειτα από κάθε μπαστουνιά, θα δείχνει φυσικά πάντα κάποιον από τους όρθιους. Ο παίκτης που είναι κάτω και δίνει τις ξυλιές πρέπει πού και πού να δίνει και καμμιά και στον εαυτό του, θα πρέπει μάλιστα να παραπονιέται ότι του τις βρέχουνε δυνατούτσικα… το παιχνίδι τραβάει ίσαμε να το πάρει χαμπάρι ο φίλος μας ή ως που να βαρεθήτε να γελάτε… Από το β΄ βιβλίο των παιχνιδιών Πώς περνάμε τον ελεύθερο καιρό μας, αρ. 76, εκδ. ΕΟΝ, 1940 Ε΄, επιμ. Άλκη Πολυτίμου, διευθυντού ψυχαγωγίας ΕΟΝ.


[64]

ΟΤΑΝ ΟΙ ΚΑΚΟΥΡΓΙΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΑΝ ΒΡΟΧΗ Καθώς εκείνος που φέρνει ένα σπουδαίο γράμμα στη θυρίδα μετά τις ώρες εργασίας: κι η θυρίδα είναι πια κλειστή. Καθώς εκείνος που πασχίζει να ειδοποιήσει μια πόλη για την πλημμύρα που ’ρχεται: αλλά μιλάει ξένη γλώσσα. Και κανένας δεν τον καταλαβαίνει. Καθώς ο ζητιάνος που ξαναχτυπάει την πόρτα που του ’χε ανοίξει τέσσερις φορές: και την πέμπτη απομένει πεινασμένος. Καθώς ο λαβωμένος που τρέχει το αίμα του όσο περιμένει το γιατρό: και το αίμα δε σταματάει να τρέχει. Έτσι ερχόμαστε και ιστορούμε τα κακουργήματα που μας κάνανε. Την πρώτη φορά που ιστορήσαμε πως αργοσφάζανε τους φίλους μας, κραυγή φρίκης αντήχησε. Είχανε, τότε, σφάξει εκατό. Μα όταν σφάξαν χίλιους και η σφαγή δεν είχε τελειωμό, απλώθηκε σιωπή. Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή, κανένας πια δε φωνάζει: «Σταματήστε!» Όταν σωρεύονται τα εγκλήματα, γίνονται αόρατα. Όταν οι πόνοι γίνονται αβάσταχτοι, δεν ακούγονται πια οι κραυγές. Και οι κραυγές πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινή βροχή. (1935) Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μ. Πλωρίτης, Θεμέλιο, Αθήνα 52000, σ. 49.


[65]

Έλια Χαρίδη

Λεφτά υπάρχουν

Μ

ικρός όπως ήταν σε ηλικία, καθόλου απαιτητικός ως προς τις επιθυμίες του και πολύ περήφανος για να παραδεχτεί τους φόβους του, ήξερε ότι η διαμαρτυρία του δεν είχε παρά ελάχιστες ελπίδες να ακουστεί. Δεν ήθελε να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς με το τρένο. Πάντα έτσι γινόταν, αλλά σήμερα δεν ήθελε. Η μητέρα του το πήρε για ένα από εκείνα τα ακατανόητα, καθότι ξαφνικά, καπρίτσια που συχνά ορθώνουν τα παιδιά στα σχέδια των γονιών τους και δεν έδωσε σημασία. Κι αυτός δεν επέμεινε. Δεν αισθανόταν, όμως, καλά με την ιδέα. Η κακολαιρινή ζέστη του φαινόταν ανυπόφορη, το κούνημα του τρένου ενοχλητικό και προπαντός δεν είχε καμία διάθεση να περιεργαστεί όλους τους επιβάτες έναν-έναν, όπως έκανε τόσες και τόσες φορές για να διασκεδάσει την πλήξη της ατέλειωτης διαδρομής. Έβλεπε ήδη μπροστά του την εικόνα ολοζώντανη. Το βαγόνι θα είχε πολύ κόσμο κι εκείνος, από το χαμηλό του ύψος και ζουληγμένος ανάμεσα σε πόδια μεγάλων, δεν θα μπορούσε παρά να βλέπει φούστες, τακούνια και μπατζάκια παντελονιών. Δεν άργησε, λοιπόν, να νιώσει εκείνο το συναίσθημα που τον βασάνιζε όταν δεν έβρισκε τρόπο να ξεφύγει από ό,τι τον στεναχωρούσε. Το περιέγραφε κάπως έτσι στον εαυτό του, μονολογώντας σιωπηλά: ήταν ένα βαρύ πράγμα στο στήθος που τον εμπόδιζε να αναπνέει κανονικά, που έκανε την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα και πιο δυνατά από ό,τι συνήθως, τον ιδρώτα να του μουσκεύει τις παλάμες και τα πόδια του να τρέμουν κουρασμένα, όπως όταν είχε τρέξει πολλή ώρα ή είχε προσπαθήσει να ανεβεί τον μικρό λόφο απέναντι από το σπίτι στο χωριό τους. Αφού δεν είχανε αμάξι, να πάρουνε ταξί. Μόνο αυτό καταδέχτηκε να ζητήσει μουρμουρίζοντας και αμέσως σώπασε. Η μητέρα του αντέταξε ήρεμα: δεν είχανε λεφτά για ξόδεμα. Και η συζήτηση τελείωσε προτού καν αρχίσει. Τον έπλυνε προσεκτικά, τον χτένισε με εκείνη τη χωρίστρα στο πλάι που μισούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο και του φόρεσε το καινούργιο καλοκαιρινό του κοστουμάκι, αυτό που θα τον συνόδευε και σε άλλες επίσημες περιστάσεις στο μέλλον. Ήτανε πολύ όμορφο, πράγματι, με το άσπρο και γαλάζιο του χρώμα, και όλοι θα τον καμάρωναν, αλλά τον ζέσταινε με τα μακριά μανίκια και τον σκληρό γιακά που είχε. Τι να γίνει όμως. Σήμερα η γιαγιά έχει τα γενέθλιά της και θα της κάνουμε έκπληξη με μία τούρτα και πολλά κεράκια. Γίνεται 70 χρονών, είπε η μαμά, και δεν έχει κανέναν άλλο στον κόσμο. Έτσι σκέφτηκε και, αναστενάζοντας, μάζεψε λίγο κουράγιο για την αναχώρησή τους. Φτάσανε στον σταθμό του τρένου και στάθηκαν στην αποβάθρα περιμένοντας. Δεν αργεί να φανεί, του υποσχόταν εκείνη διαρκώς, βλέποντάς τον να φέρνει σβούρες γύρω από τον εαυτό του γεμάτος ανυπομονησία, όπως νόμιζε. Και όλο του συγύριζε τη χωρίστρα και του ίσιωνε το μικρό του παπιγιόν, που τόσο της άρεσε. Γιατί η μητέρα του είχε ωραίο γούστο και ήξερε να συνδυάζει πάντα με επιτυχία πουκάμισα, σακάκια, παντελόνια και κάποια άλλα πράγματα που τα ονόμαζαν αξεσουάρ. Έτσι την είχε ακούσει να λέει στις φίλες της με περηφάνεια. Αυτός, όμως, ένιωθε όπως ο σκύλος του γείτονά τους, που όταν του φορούσαν το κολάρο για τους ψύλλους, σερνόταν σε μία γωνιά κατσουφιασμένος, με τα αυτιά κατεβασμένα. Ήθελε κι αυτός να ξεφορτωθεί το δικό του κολάρο αμέσως! Θυμήθηκε όμως ξανά τα γενέθλια της γιαγιάς. Η μελαγχολία και η μοναξιά του έγιναν βαρύτερες και για να τις διώξει,


[66]

αποφάσισε να ασχοληθεί με όλους αυτούς που, αν και άγνωστοι, σε λίγο θα ήταν οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, οι συνεπιβάτες του. Έψαξε ανήσυχα με τη ματιά του να βρει κάποιο αγόρι της ηλικίας του. Ας ήταν και κορίτσι, δεν πείραζε. Αρκεί να υπήρχαν και άλλοι με το δικό του ύψος. Δεν θα τους μιλούσε βέβαια, αλλά θα τους κοίταζε από μακριά με νόημα, σίγουρος ότι η στεναχώρια του θα μετριαζόταν στην ιδέα ότι και αυτοί σε λίγο θα υπέφεραν όπως ο ίδιος. Άδικος κόπος. Ποιος ξέρει γιατί, όλα τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί. Μόνο μεγάλους έβλεπε, άνδρες και γυναίκες, γέρους και γριές, όλους και όλες με ύφος σοβαρό και ιδρωμένο. Ή, εν πάση περιπτώσει, έτσι του φαίνονταν. Ευχήθηκε, τότε, να συμβεί κάτι από αυτά που ακούει κατά καιρούς στις ειδήσεις της τηλεόρασης: ότι οι οδηγοί παύουν να δουλεύουν γιατί δεν πληρώνονται, ότι ένα δέντρο χτυπήθηκε από κεραυνό και έπεσε στις γραμμές του τρένου ή ακόμη-ακόμη ότι κάποιος απρόσεκτος –όπως του εξηγούσε ο πατέρας του– παραπάτησε και έπεσε επίσης στις γραμμές του τρένου. Οι παρακλήσεις του όμως δεν εισακούστηκαν και τίποτα απολύτως δεν συνέβη. Αντ’ αυτού, έβλεπε τη μητέρα του να συμμαζεύει την τούφα από τα μαλλιά της και όλη χαρά να του λέει ότι το τρένο έφτασε. Δεν πρόβαλε αντίσταση, δεν γκρίνιαξε, παρά μόνο αποδέχτηκε τη μοίρα του και με σκυμμένο το κεφάλι την ακολούθησε. Ίσως να του έβρισκε μία θέση ή να τον κάθιζε στα πόδια κάποιας καλής κυρίας. Ήταν σίγουρος πως θα του τσιμπούσε τα μάγουλα και όλο κάτι θα του έλεγε με φωνή χαζή, αλλά ας ήταν. Μπροστά στον τρόμο που τον περίμενε... Οι φόβοι του δυστυχώς δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Το βαγόνι ήταν γεμάτο όρθιους που προσπαθούσαν κάπου να βολευτούν και κανείς από τους καθιστούς δεν προθυμοποιήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του. «Δεν ντρέπονται, με μικρό παιδί», έλεγε ξανά και ξανά η μητέρα του και τραβώντας τον από το χέρι θυμωμένη, έσπρωχνε και ζητούσε συγγνώμη μέχρι να φτάσουν στη γωνιά που βρισκόταν πιο κοντά στο παράθυρο. Μακάρι αυτός ο ελάχιστος αέρας να μπορούσε να φτάσει εκεί κάτω, σκεφτόταν και σταύρωνε τα δάχτυλά του, ώστε να δροσίσει και το δικό του πρόσωπο. Αδύνατο καθώς ήταν κάτι τέτοιο, το πήρε απόφαση. Σαν άλλος ήρωας των ιστοριών που διάβαζε στα κρυφά, θα αντιμετώπιζε τις δοκιμασίες που έρχονταν με δύναμη και θάρρος. Καθώς, λοιπόν, το τρένο ξεκινούσε για να συνεχίσει την πορεία του, αυτός φανταζόταν ότι βούλωνε τα αυτιά του με ένα ειδικό βαμβάκι για να μην ακούει τα λόγια που έρχονταν από παντού και ότι έκοβε τα φουστάνια και τα μπατζάκια των διπλανών του με ένα αόρατο ψαλίδι σε σχήματα που κανείς δεν θα είχε δει ποτέ ξανά στη ζωή του. Απολαμβάνοντας ήδη τα συγχαρητήρια που θα εισέπραττε από όλους στο τέλος της διαδρομής, ξεχάστηκε και το στενάχωρο συναίσθημα που τον έπνιγε με την ώρα υποχώρησε. Μέχρι που ό,τι ευχόταν να συμβεί περιμένοντας το τρένο, να σταματήσει δηλαδή να λειτουργεί, έτσι, σαν από θαύμα, πραγματοποιήθηκε τώρα, αυτήν την πιο ακατάλληλη στιγμή και –αν είναι δυνατόν– λίγο πριν φτάσουν στη στάση


[67]

τους. Κάνοντας δύο-τρεις κοφτούς θορύβους, το τρένο έπαψε να κινείται. Προς στιγμήν, κανείς δεν φάνηκε να δίνει σημασία, αλλά αυτός, επηρεασμένος από τους φόβους του όπως ήταν και ασυνήθιστος σε τέτοιες καθυστερήσεις, θορυβήθηκε στο δευτερόλεπτο. Ζάρωσε δίπλα στη μητέρα του και αναζήτησε το βλέμμα της με μάτια ορθάνοιχτα για εξηγήσεις. Ήθελε να τη ρωτήσει γιατί το τρένο είχε σταματήσει έτσι απότομα. Εκείνη, όμως, δεν πρόσεξε την αγωνία του. Ανησυχούσε φωναχτά για την ακεραιότητα της τούρτας, που με κόπο καταφέρνε να σώζει από τον συνωστισμό, και δεν άκουσε ούτε εκείνη την κουβέντα που έφτασε στο τεντωμένο του αυτί ποιός ξέρει από πού. «Να δεις που κάποιος πάλι προσπάθησε να δώσει τέλος στη ζωή του», είπε κάποια ανδρική φωνή με σιγουριά. Τι ήταν πάλι αυτό; Εκείνος ήξερε ότι την πορεία του τρένου μπορούν να τη διακόψουν μόνο τα δέντρα που κεραυνοβολούνται και οι ανθρώποι που παραπατούν. Ήταν ένα πραγματικό μυστήριο αυτό, αλλά, προτού προλάβει να το λύσει, τα σχόλια άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και οι φωνές να δυναμώνουν. Άγνωστες λέξεις, όπως αυτοκτονία και χρέη, τρομοκρατικό χτύπημα και συνωμοσίες, έρχονταν από παντού. Και παρά το ότι δεν ήξερε τι σημαίνουν, μπορούσε να καταλάβει ότι δεν ήταν καλές. Έβλεπε την επίδρασή τους σε όλους τριγύρω και κυρίως στην τρομακτική παρουσία ενός ψηλού και αδύνατου άνδρα με καράφλα και γαμψή μύτη, που είχε τα χέρια και το πρόσωπο βαμμένα κάτασπρα. Αυτός ο κύριος, λοιπόν, δεν φαινόταν να είναι καλά. Στεκόταν εκεί δίπλα εντελώς ακίνητος, έσφιγγε με δύναμη πάνω στο στήθος του έναν χαρτοφύλακα που κουβαλούσε και όλο σήκωνε τα φρύδια και γούρλωνε τα μάτια, κοιτάζοντας το κενό. Μη ξέροντας ότι οι μίμοι κάνουν τέτοια νούμερα, αναρωτήθηκε: Μήπως ήταν αυτό που λέμε τρελός; Η μητέρα του, στο μεταξύ, είχε παρατήσει την τούρτα, είχε βγάλει τη βεντάλια της για να κάνει αέρα στον εαυτό της και στον ίδιο, λέγοντάς του να κάτσει φρόνιμος. Μα δεν είχε κουνήσει από τη θέση του, πήγε να διαμαρτυρηθεί. «Τσιμουδιά», του είπε εκείνη και βάλθηκε να κουνάει τη βεντάλια της με ακόμη μεγαλύτερη μανία. Τεντώνοντας τότε το κεφάλι του και σηκώνοντας τις μύτες των ποδιών του, προσπάθησε να δει τι κάνουν οι υπόλοιποι. Μία ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρα ρούχα σταυροκοπιόταν νευρικά και ασταμάτητα –πάνω από τρεις φορές– έσκυβε ελαφρά την πλάτη προς τα μπρος και κάτι ψιθύριζε σε λέξεις ακατανόητες. Ένας νεαρός με ακουστικά στα αυτιά προσπαθούσε να καλέσει στο κινητό, αλλά δεν είχε σήμα, όπως έλεγε πνιχτά μέσα από δόντια σφιγμένα και το πρόσωπο κόκκινο από θυμό. Ένας άλλος είχε κολλήσει τη μούρη και τα χέρια του στο τζάμι και προσπαθούσε να διακρίνει κάτι έξω. Μα τι υπήρχε εκεί; Βρίσκονταν στη μέση του τούνελ και όλα ήταν σκοτεινά. Και ακόμη χειρότερα; Τα φώτα του βαγονιού έσβησαν ξαφνικά και κανείς πια δεν μπορούσε να δει ούτε τη μύτη του. Περίεργα πράγματα ακολούθησαν. Όλοι βάλθηκαν να μετακινούνται και να σπρώχνονται, χωρίς να έχουνε να πάνε


[68]

πουθενά. Κάποιος φώναξε «ψυχραιμία» –άλλη άγνωστη λέξη– «θα ποδοπατηθούμε», αλλά η κατάσταση μάλλον έγινε χειρότερη, γιατί μια γυναίκα άρχισε να κλοτσάει τις πόρτες, να ζητάει βοήθεια και να τσιρίζει χωρίς σταματημό, «ανοίξτε, θα πεθάνουμε εδώ μέσα». Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα τόσο δυνατό που κόντεψε να τρυπήσει τους τοίχους. Σφαλιάρα, αυτή σίγουρα ήτανε σφαλιάρα. Την αναγνώριζε από τον ήχο. Η τσιρίδα έπαψε στη στιγμή, όχι όμως και οι εξαγριωμένες φωνές των άλλων επιβατών. «Ντροπή», έλεγαν, ή «καλά της έκανε», «μα να χτυπήσει γυναίκα», συνέχιζαν, ή «τα ’θελε ο οργανισμός της, κόντεψε να μας τρελάνει». Οι κατηγορίες, οι βρισιές και τα σπρωξίδια θα εξακολουθούσαν για πολύ ακόμη, αν δεν ξεκουφαίνονταν από μια βροντερή φράση που εκσφενδονίστηκε στον αέρα: «Λεφτά, παντού υπάρχουν λεφτά»! Από πού πέταξαν και ήρθαν όλα αυτά; Ήταν άνδρας ή γυναίκα η φωνή που μίλησε; Κανείς δεν μπορούσε να πει, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Μέσα στην ασφυκτική ζέστη του καλοκαιριού και την έντονη μυρωδιά του ιδρώτα, οι σκέψεις και οι κινήσεις έμοιαζαν να έχουν παγώσει. Μέχρι και οι ανάσες κρατιόντουσαν. Αλλά μόνο για λίγο. Γιατί πριν ακόμη σβήσει ο απόηχος των τρομερών αυτών λέξεων, όλοι –ή σχεδόν όλοι – λες και κάποιο κύμα τους είχε παρασύρει, άρχισαν και πάλι να τσαλαπατούνται, πεσμένοι στα γόνατα αυτή τη φορά. Έτσι, χωρίς να βλέπουν, χωρίς να ξέρουν τι κάνουν και ποιος είναι δίπλα τους, έψαχναν στα τυφλά για τα χαρτονομίσματα που νόμιζαν ότι είχαν σκορπιστεί σε κάθε μεριά του βαγονιού. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, έπεσε κι αυτός ο μικρός. Κάποιος τον τράβηξε, ίσως η μάνα του, αλλά ξαφνικά βρέθηκε να ψαχουλεύει όποια σπιθαμή του πατώματος έφτανε. Ένοιωθε το κεφάλι του να βουίζει, τις παλάμες του να βρωμίζουν και χέρια άγνωστα να πιάνουν άγαρμπα το αυτί του, τη μύτη του, το πόδι του. Έπιανε κι αυτός άλλα χέρια και ό,τι έβρισκε: μια τσάντα, ένα τακούνι, ένα μπράτσο, κάτι γλιστερό που δεν μπορούσε να ξέρει τι είναι. Όλα ανάκατα. Πού να καταλάβει μες στη μαυρίλα που επικρατούσε και με όλες αυτές τις φωνές, τη μία να πατάει πάνω στην άλλη! Θέλησε, λοιπόν, να ξεφύγει. Κατορθώνοντας με τα πολλά να συρθεί σε μια γωνιά και να σηκωθεί όρθιος, μπόρεσε να στήσει το αυτί του και κάτι να ξεχωρίσει. Άκουσε κάποιους να κλαίνε –ή μήπως να γελάνε;– άλλους να ευχαριστούν τον Θεό για το δώρο που τους έστειλε και κάποιους ακόμη να γρυλίζουν, βρίζοντας το διάβολό τους. Υπήρχαν και εκείνοι που δεν έβγαζαν λέξη, παρά μόνο κατάφερναν να μουγκρίζουν. Εκεί στα χαμηλά, οι τσακωμοί για το τι άνηκε σε ποιον έδιναν και έπαιρναν. Ενός πάλι του έκλεψαν το πορτοφόλι μέσα από την τσέπη του σακακιού του. Έτσι διαμαρτυρήθηκε ουρλιάζοντας, αλλά άντε τώρα βρες. Ήταν αυτός ο μελαμψός ή μήπως ο άλλος, «εκείνος ντε, που ζητιάνευε μέχρι πριν από λίγο με την κλαψιάρικη φωνή»; Δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους και καινούριοι καβγάδες ξεκίνησαν. Κόντεψαν μάλιστα να πιαστούν και στα χέρια, αλλά συγκρατήθηκαν. Γιατί ακριβώς εκείνη τη στιγμή το φως γύρισε, το ίδιο ξαφνικά, όπως είχε χαθεί.


[69]

Τους έβλεπε τώρα σιωπηλούς και μουδιασμένους, να τρίβουν τα μάτια τους, να ορθώνονται σιγά-σιγά στα πόδια τους και να κοιτάζονται αναμεταξύ τους για ώρα αρκετή. Όχι τόσο στο πρόσωπο όσο ο καθένας στα χέρια του άλλου. Και όχι τόσο με τα ίδια τα μάτια που είχαν μικρύνει κάτω από φρύδια συνοφρυωμένα, όσο με μια μουσούδα ανήσυχη που, σαν από κάποιο κουσούρι του σκοταδιού, έμοιαζε να βλέπει ακόμη και πράγματα αόρατα. Μετά έψαξαν με αγωνία στις τσέπες τους. Και αναμαλλιασμένοι, με στραβούς γιακάδες και τσαλαπατημένα παπούτσια καθώς ήταν, προσπάθησαν να συμμαζευτούν. Κοίταξε κι αυτός. Όχι για τη μάνα του –την είχε ξεχάσει– αλλά για τον αλλόκοτο άνδρα με τον χαρτοφύλακα. Στη θέση που προηγουμένως στεκόταν εκείνος, βρισκόταν τώρα πεταμένο στο δάπεδο, σαν να χάσκει με το στόμα ανοιχτό, το αντικείμενο που με τόση αγωνία κρατούσε πριν από λίγη ώρα πάνω του. Ο χαρτοφύλακας ήταν λερωμένος με κάτι που άσπριζε και άδειος, με μόνο ένα διπλωμένο χαρτί μέσα του. Έσκυψε να το μαζέψει και σαν από κάποια προφύλαξη, κι αυτός δεν ήξερε γιατί, κοίταξε γύρω του αστραπιαία, το άρπαξε και το έχωσε όπως-όπως στην τσέπη του καινούργιου του κοστουμιού. Θα το έβγαζε μετά, με την ησυχία του και όταν πια θα είχαν κατεβεί από το τρένο. Γιατί αυτό είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει και σε λίγο θα έφτανε στη στάση της γιαγιάς. Όταν επιτέλους βγήκαν έξω, στον καθαρό αέρα, η μάνα του, που τόση ώρα δεν του είχε πει κουβέντα, του ανακοίνωσε ότι θα χρειαζόντουσαν μια καινούργια τούρτα. Και κεράκια, πρόσθεσε αμέσως, ελευθερώνοντας από τη χούφτα της το χαρτονόμισμα που είχε περιμαζέψει. Ήταν τσαλακωμένο, σχεδόν σκισμένο, αλλά αυτό δεν την ενόχλησε. Σαν υπνωτισμένη, το κοίταξε για μία στιγμή, και λέγοντας σχεδόν από μέσα της ότι είναι αρκετό για να αγοράσουν και τα δύο, άρχισε να το ισιώνει με τις άκρες των δαχτύλων της. Όταν πια είχε ικανοποιηθεί από το αυτοσχέδιο σιδέρωμα, μπήκαν στο ζαχαροπλαστείο. Και εκεί, περιμένοντάς την να διαλέξει το κατάλληλο γλυκό, χώθηκε πίσω από το ψυγείο με τα παγωτά και έβγαλε από την τσέπη του το κρυφό μυστικό που τόση ώρα του γαργαλούσε την παλάμη. Το ξεδίπλωσε και για πρώτη φορά στη ζωή του ευχαρίστησε τη μεγάλη του αδελφή που του είχε μάθει να διαβάζει. Με μαύρα, μεγάλα και ασουλούπωτα γράμματα το χαρτάκι δεν έγραφε παρά μία και μοναδική φράση: «Τα χρήματα είναι πλαστά». Σημαίνει είναι ψεύτικα! Δηλαδή δεν είναι αληθινά, συμπέρανε αστραπιαία και, έχοντας σαν ζωντανή μπροστά του τη φιγούρα του άνδρα με το άσπρο πρόσωπο, σήκωσε τα φρύδια, γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε στο κενό. Εκείνη την ώρα η μάνα του τον φώναξε να πάει κοντά της. Έχωσε ξανά το χαρτάκι στην τσέπη, βγήκε από την κρυψώνα του και την είδε να κατευθύνεται προς το ταμείο. Άστραψαν τα μάτια του από περιφρόνηση και κακία. Γιατί, αν τον είχε ακούσει από την αρχή, τότε που της είχε πει να πάρουνε ταξί, τώρα δεν θα βρισκόταν στην άσχημη θέση να βλέπει το δάχτυλο του ζαχαροπλάστη να πηγαινοέρχεται απειλητικά μπροστά από τη μύτη της. Βρε λες να έρθει η αστυνομία και να χάσουμε τα


[70]

Δημοσθένης Παπαμάρκος

Τα μπουκουμπάρδια

Ε

, μα, βλέπεις λοιπόν που δεν ξέρεις να τρως; Κάτσε να σε διατάξω να μαθαίνεις. Βλέπεις; Αυτά ’δω να διαλέγεις. Τα μικρά, τα μαύρα. Αυτά είναι τα πιο ωραία. Τα μπουκουμπάρδια. Αυτά είναι γλυκά άλλο πράμα. Όταν ήμασταν μικροί εμείς όλο αυτά κυνηγάγαμε. Άμα είχε καμιά συκιά αδέσποτη, τη γυρνούσαμε γύρω-γύρω όλο το καλοκαίρι πότε θα γινώσουνε τα σύκα να πάμε να κόψουμε πρώτοι. Γινόταν χαμός. Μην κοιτάς τώρα που τα ’χετε όλα πλούσια τα ελέη. Τότες δεν ήταν όπως τώρα που λες θέλω να φάω γλυκό και πας και παίρνεις μια πάστα. Εμείς αυτά είχαμε για γλυκό. Και δεν τα ’βρισκες κιόλας. Άμα είχες συκιά τη φύλαες, γιατί μετά δεν είχε. Τώρα φορτωμένα είναι και τ’ αφήνουνε και σαπίζουνε, γιατί τους έρχεται βάρος να πάνε να τα μαζέψουνε. Δεν είχε να πας στη λαϊκή να πεις δώμε ένα κιλό απ’ αυτό, δώμε ένα κιλό απ’ τ’ άλλο. Όχι. Ο κόσμος πείναγε, κοίταγε να πάει να πάρει φαΐ να περάσει. Τώρα ό,τι τραβάει η ψυχή σου το βρίσκεις. Τι τα θες; Αλλιώς μεγαλώσαμε εμείς. Εγώ που λες, όπου τα ’βρισκα τα ψόφαγα. Τα ’χα λίμα πολλή. Καμιά φορά τα ’τρωγα και πιο άγουρα. Έτσι, με το γάλα στο κοτσάνι. Αφού μου ’λεγε η μάνα μ’, μην τρως τόσα πολλά, ρε μουρλό, θα σε πιάσει η τσίρλια. Αλλά πού. Σάμπως καταλάβαινα; Μας έλειπε πολύ το γλυκό βλέπεις. Τι κοιτάς που δίνεις τώρα στο μικρό το παιδί σοκοφρέτα και σου λέει δε μ’ αρέσει αυτή θέλω άλλη; Αλλά και μεγάλος που ήμουνα δε μου ’φκε το χούι. Όπου έβρισκα τα σάιζα. Μπορούσα να κάτσω να φάω μια συκιά μοναχός μ’. Βλέπεις εδώ που το ’χω το χέρι σαν καρούμπαλο. Έτσι το ’φαγα. Από συκιά. Ήμανε φαντάρος τότε στη Μικρασία. Να στην δικιά σ’ την ηλικία. Πόσο είσαι συ τώρα; Ε, εκεί. Κανά χρόνο πιο μεγαλύτερος. Εκεί γύρω στο εικοσιένα, εικοσιδυό. Το δικό μου το τάγμα ήταν στο Αϊδίν’. Το στρατόπεδο σα να λέμε. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι Αύγουστος και μας είχανε δώσει δυο μέρες άδεια, αλλά πού να πας; Δεν μπόραες να πας και πουθενά. Στο στρατόπεδο μέσα. Καθόμασταν λοιπόν ένα πρωί κι έρχεται ο λοχαγός τότε και μας λέει εσύ κι εσύ, οι αδειούχοι δηλαδή, όπλα, παλάσκες κι ελάτε από κοντά. Τιμητικό άγημα. Πού πάμε ρε λοχαγέ, του λέμε. Κι έτσ’ γελάει και μας λέει, θα σας πάω εκδρομή, ρε ζαγάρια. Εμείς νομίσαμε ότι μας έκανε καλαμπούρι. Τι εκδρομή; Άιντε, λέμε, πάλι καμιά αγγαρεία θα θέλει. Μπαίνει που λες αυτός μπροστά, από πίσω μεις και δυο και τρεις πάμε σ’ ένα αμάξι. Μας ζώσανε τα φίδια. Άμα μπαίνουμε και σ’ αμάξι, λέμε, πάει, είναι σοβαρό το πράμα. Τέλος πάντων, ανεβαίνουμε τρεις εμείς κι ένας αυτός τέσσερις. Αυτός ήξερε από σωφέρ, βλέπεις ήταν και της καλής κοινωνίας με μόρφωση και σπουδαγμένος στα εξωτερικά, βάζει μπρος και πάμε. Στο δρόμο τσιμουδιά. Μετά από κανά μισάωρο, τον ρωτάω ’γω. Κυρ λοχαγέ, του λέω, πού πάμε; Εκδρομή ρε, μου λέει, δεν είπαμε; Κοιτιόμαστε ξανά εμείς. Του λέω, τι εκδρομή κυρ λοχαγέ; Μη φοβάστε ρε, λέει, δε σας πάω για σκότωμα. Θέλω να πάω να δω κάτι αρχαία και σας παίρνω κοντά για παρέα και για πιο ασφάλεια. Άει, σώπα τώρα, μου λέει, μη μπερδευτώ και κάνω λάθος το δρόμο. Μετά από κανά δυο ώρες, μόλις που ’χει τελειώσει ο κάμπος, σταματάει τ’ αμάξι. Από ’δω με τα πόδια, μας λέει. Είχε ένα ύψωμα μπροστά βλέπεις και δεν πήγαινε τ’ αμάξι. Μπρος, λέει, κουνηθείτε να προλάβουμε να γυρίσουμε μέχρι το βράδυ. Κινάει, που λες, αυτός πρώτος κι εμείς ακολουθάγαμε. Μέσα από κάτι σκίνα, πέτρες,


[71]

τέτοια. Πού τον ήξερε ο δαίμονας τον δρόμο; Αλλά ήταν πολύ ξύπνιος. Τετραπέρατος το κάτι άλλο. Μια φορά τον κοίταε τον χάρτη και δεν ήθελε δεύτερη. Με τα πολλά, που λες, φτάνουμε. Εδώ μας λέει μέναν οι αρχαίοι. Κοιτάμε και μεις να δούμε σπίτια, σπίτια πουθενά. Μόνο ένα να σαν αλώνι από μάρμαρο όλο, αλλά μεγάλο. Μεγάλο όσο που δε φαντάζεσαι. Κι είχε κι απ’ τη μια μεριά να κάθονται ανθρώπ’ μέχρι ψηλά. Τι να σου πω. Θα ’ταν και τριάντα-σαράντα μέτρα στο ύψος. Θέατρο, μας λέει. Εδώ παίζανε οι αρχαίοι έργα. Κι αρχινάει και μας ξηγάει, να από ’δω μπαίνανε, εδώ καθόντουσαν οι προύχοντες, εδώ η ορχήστρα. Ποιά ορχήστρα, του λέω, πού ’ν’ τα όργανα; Α ρε ζαγάρι, μου λέει, ορχήστρα λεν’ εδώ το μέρος που παίζανε οι θεατρίνοι και χορεύανε. Κι ήταν όλο σου λέω μάρμαρο σκαλιστό, όχι πέτρα. Δεν έχω ματαιδεί τέτοιο πράμα. Μας ξηγούσε μια ώρα, τούτο ’κείνο. Μας έβαλε και το μετρήσαμε με τα βήματα κι έγραφε αυτός όλη την ώρα σ’ ένα τετράδιο. Πάμε, μας λέει ξανά. Ξαναμπαίνουμε στα σκίνα, κάνουμε ένα γύρω το θέατρο κι ερχόμαστε και πέφτουμε πίσω απ’ το ύψωμα που ’ταν χτισμένο. Εδώ ήταν η πόλη, μας λέει. Εκεί το λιμάνι, εκεί τα σπίτια. Πού λιμάνι και σπίτια. Κάτι γούρνες είχε μόνο με νερό και ξακρίζαν κάτι πέτρες και κολώνες δώθε κείθε. Όλα από μάρμαρο. Κυρ λοχαγέ, του λέει ένας από δω απ’ τη Ροδιά, εδώ δεν έχει τίποτα. Πού τα βλέπεις εσύ όλα αυτά; Εδώ είναι στεριά και βάλτος. Πού ’ν’ το λιμάνι; Τι το ’θελε να το πει κι αυτός ο ευλοημένος; Αρχινάει και μας πάει την πέτρα πέτρα. Εδώ ήταν τούτο, εδώ ήταν το άλλο, παρακεί αυτό και πάει λέγοντας. Ώρες σου λέω έτσι. Λες και μας έκανε μάθημα. Εγώ είχα αγανακτήσει. Με βάραε ο ήλιος κατακούτελα, ήταν και μύγες, ταβάνια τι ήτανε αυτά απ’ τα νερά, άλλο πράμα σου λέω. Κοιτάω δεξιά-αριστερά μπας και βρω καμιά σκιά να πέσω να πάρω μι’ ανάσα, τίποτα. Το κόβω πιο πέρα και τσουπ, να μια συκιά. Μια μεγάλη έτσι, ανέβαινε πάνω σ’ έναν τοίχο αρχαίο. Ζυγώνω. Γιομάτη. Και τα ’κανε μπουκουμπάρδια η άτιμη. Λέω από μέσα μ’, Γούλα, θα φας, θα ’φχαριστηθείς. Αρχινάω και κόβω και τρώω και τα τελειώνω τα χαμηλά. Ο άλλος συνέχιζε, έλεγε τα δικά του. Κάτι ιστορίες για εκκλησιές των αρχαίων και τέτοια. Άει καλά, λέω. Πιάνω κι αρχίζω κι ανεβαίνω τον τοίχο να φτάσω τα κλαριά ψηλά. Κι εκεί που είμαι και κάνω να κόψω, πετάγεται μπρος μου μια τσαμπερδώνα, να τέτοια. Σαν τις γουστέρες που ’χουμε μεις εδώ, αλλά ακόμα πιο μεγάλη. Με τρόμαξε γιατί την έκανα για φίδι στην αρχή κι όπως κάνω πίσω, αγλιστράω και πέφτω και χτυπάω το χέρι. Ωπωπώ, με χτύπησε ο πόνος στην καρδιά. Βάνω μια φωνή, τρέχουν οι άλλοι να δούνε τι έγινε, έρχεται κι ο λοχαγός, σήκω ρε, μου λέει, τι έπαθες; Το και το του λέω. Και βάνει τα γέλια ο άτιμος. Καλά να πάθεις, μου λέει. Σε τιμώρησε ο θεός Απόλλωνας ο Δέλφινας. Εδώ είναι η εκκλησία του, λέει, και πήγες εσύ και τη μαγάρισες για να φας σύκα. Έκανες αμαρτία από τη λαιμαργία σου και γι’ αυτό τα παθαίνεις. Είχα ’γω τον πόνο μου, είχα κι αυτόν να μου λέει, δεν κρατήθκα απ’ τα νεύρα. Ρε λοχαγέ, του λέω, τι μου τσαμπουνάς; Οι ανθρώποι που ’ταν εδώ είναι πεθαμένοι χρόνια. Άμα πεθάνανε αυτοί και χάθκε η πίστ’, έζησε ο θεός; Εγώ πιστεύω, μου λέει ο ασκιούφτης. Κανά δυο μήνες πιο μετά σκοτώθκε πιο παραέξω, στο Σελτσούκ. Ωπ. Να τούτο. Τούτο είναι πρώτο. Το βλέπεις; Μέλι. Φάτο!


[72]


Η λεύγα 11 πρόβαρε τα ασπρόμαυρα χρώματα της καρδιάς μας, που προσέφεραν μια μετα-αποκαλυπτική γείωση στο ξέγνοιαστο ελληνικό καλοκαίρι. Κυκλοφόρησε στις 7 Ιουλίου 2013 και πρόλαβε να υποδεχτεί από κοντά πολλούς από τους φίλους της για άλλη μια χρονιά στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, μόνη της ή και σε πακέτο των δέκα. Ξεκινώντας από μια μουντή βεράντα ρετιρέ του αθηναϊκού γκέτο, έγινε αγαπημένο ανάγνωσμα για την παραλία και βρήκε το δρόμο της σε ψάθινες τσάντες μαζί με τεύχη σουντόκου και ρακέτες θαλάσσης. Δεν δίστασε να εξαπλωθεί και πάλι από τον ζεστό θεσσαλονικιώτικο Βορρά μέχρι τον ακόμη πιο καυτό κρητικό Νότο, αλλά και να εξαργυρώσει τα αεροπορικά της μίλια για να φτάσει σε ευρωπαϊκά και αμερικάνικα ράφια. Γνώρισε από κοντά επαναστατικά περιοδικά και μαύρους Ιακωβίνους από τον Νέο Κόσμο. Περισσότερο από όλα όμως απόλαυσε το βάδισμά της στο κόκκινο χαλί... σε φωταγωγημένα φεστιβάλ αλλά και σε σκοτεινές αίθουσες και υγρούς διαδρόμους. Οι συντάκτες της δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη θερινή ραστώνη και μολονότι έδωσαν τη δίκαιη μάχη ενάντια στην έναρξη της σχολικής χρονιάς, ευτυχώς έχασαν για άλλη μια φορά. Καλό μας φθινόπωρο.

Μετράει αποστάσεις κάθε τρίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Μόρφω Μπεληγιάννη, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Νίκος Τσιβίκης, Έλια Χαρίδη

λεύγα 12 (Φθινόπωρο 2013) Σχέδιο εξωφύλλου: Μάκης Μαλαφέκας (makismalafekas.blogspot.fr) Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Η λεύγα εκδίδεται και διανέμεται υπό την αιγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εργαστήρι Κοινωνικών, Πολιτιστικών, Φιλοσοφικών, Οικολογικών Ερευνών» (Καλλιδρομίου 57-59, 106 81 Αθήνα) Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Ζαλόγγου 9, 106 78 Αθήνα τηλ: 210 3800520, fax: 210 3800529 eikostouprotou@otenet.gr


λεύγα 12 ● φθινόπωρο 2013

3

12

2013

Μάθε μπαλίτσα | Μαχαιροβγάλτες και φιλελεύθεροι | Ενθάδε κείται η «κοινωνία» | Χρηματοπιστωτικές συναλλαγές υψηλής ταχύτητας στην ΕΕ | Βία, αλλά για να κάνουμε τι; | Από το λούμπεν στον Δαλιανίδη και πίσω στη Χρυσή Αυγή | Χρήμα = Λόγος | Οι Αυθαίρετοι | Η Γενιά του Κλέφτικου | Επικαιρικότητα και Εποχή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία | Τα παιδιά της Αμυγδαλέζας | Ο επιμένων ελληνικά | Μαχαιροβγάλτες | Αόρατες μπαστουνιές | Όταν οι κακουργίες πέφτουν σαν βροχή | Λεφτά υπάρχουν | Τα μπουκουμπάρδια


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.