∏ιστεύετε στα
Θαύματα;
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘΗΝΑ - 2010
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ •ΒΙΒΛΙΑ•ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ• •CD•DVD•MP3•VHS• •ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ•ΦΥΛΛΑΔΙΑ• •ΚΑΙΝΕΣ ΔΙΑΘΗΚΕΣ•
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ “ΛΟΓΙΑ ΖΩΗΣ” Τ.Θ. 50438 -14110 Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟ - HELLAS Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 210 5758928 e-mail: ofragopoulos@gmail.com
www.logiazois.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Επτά σταγόνες δάκρυα ........................................................1 Η Σαλώμη η Λιονταρίνα .......................................................7 ΚΡΕΪΖΙ ΧΟΡΣ ........................................................................12 Ο καθολικός .......................................................................19 Ιεραπόστολος .....................................................................27 Ιατρός Μονάδος .................................................................33 Μια πολύ παράξενη συνάντηση ........................................42 Το θρανιάκι τής Μελίνας ....................................................48 Η Πέμπτη Κλινική ...............................................................54 H κ. Ζερμέν μετακόμισε .....................................................60 Εξάρτηση και υποκρισία - ίσως το πιο επικίνδυνο δίδυμο .....66 Οι «Αλβανοί» .....................................................................72 Ένα παράξενο επισκεπτήριο ..............................................77 Η Ζηζή ................................................................................82 Βηθανία ..............................................................................88 Έβελυν σ’αγαπώ .................................................................94 Η Κόμισσα ..........................................................................99 «Κανάλι 3000… στους 193 Μεγάκυκλους στα FM» .........108 Τα ανθρωπάκια ................................................................114 Το Ημερολόγιο της Βίκυς ..................................................124 Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη ..............................131 Χριστούγεννα με τον Φρέντυ και το φίλο του .................142 «Είμαι μόνη μου» ............................................................148 Tα Χριστούγεννα της Οφθαλμολογικής Κλινικής .............153 Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή .........................................158
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Το διήγημα, το αφήγημα, το χρονογράφημα είναι μια οικογένεια γραπτού λόγου που από μικρό παιδί με άγγιζε ιδιαίτερα, με συγκινούσε, με μάγευε θα έλεγα, αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ. Πάντοτε πίστευα ότι αν γινόταν να αφήσω όλα όσα κάνω και να ασχοληθώ με ένα μόνο, αυτό θα ήθελα να είναι να γράφω διηγήματα. Νομίζω ότι είναι ένας από τους πιο δυνατούς και άμεσους δρόμους να καταπιαστεί κάποιος με την πραγματικότητα της ζωής που ζούμε, να εντυπώσει ένα μήνυμα δυνατά και ανεξίτηλα. Πιστεύω πως η διήγηση είναι πολύ κοντά στη ζωγραφική και τη γλυπτική ως προς την αμεσότητα των εικόνων, των ερεθισμάτων που δημιουργεί, των μηνυμάτων που μπορεί να στείλει. Αν όλα αυτά που λέμε είναι σωστά, μπορείτε να φανταστείτε πόσο δυνατό μείγμα μπορεί να γίνει το στρατευμένο στην αλήθεια του Θεού γράψιμο στη μορφή διήγησης ή αφήγησης. Αυτή ακριβώς είναι και η πιο τολμηρή φιλοδοξία τού βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας. Η ζωή μας φωτισμένη με το φως της Αγάπης και Αλήθειας του μοναδικού Θεού της Αγίας Γραφής. Η ζωή ξαναπροσανατολισμένη, ξαναγραμμένη, γιατί όχι ξανααρχινισμένη με νέο περιεχόμενο και όραμα. Και επειδή πρόκειται για ένα ερώτημα που μπαίνει από τον τίτλο ακόμα του βιβλίου, θα ήθελα να το απαντήσω πρώτος, γιατί έχω και τη μεγαλύτερη ευθύνη, αφού το έγραψα αυτό το βιβλίο. Ναι, πιστεύω στα θαύματα! Πιστεύω με απλό, αλλά και απόλυτο τρόπο. Ο
Πιστεύετε στα θαύματα;
ζωντανός Θεός που πιστεύουμε και λατρεύουμε είναι Θεός θαυμάτων και μεγαλείων. Υπάρχει ένας πόθος διάχυτος, που διατρέχει όλο αυτό το πόνημα. Να μπορούσε ο αναγνώστης τελειώνοντας την ανάγνωσή του να απαντήσει το ίδιο απλά και απόλυτα, μόνος του, πηγαία: « Ναι, πιστεύω στα θαύματα του Θεού!». Αυτό θα σημαίνει, «πιστεύω στον ίδιο τον Θεό, πιστεύω στην Αλήθεια Του, πιστεύω στην Αγάπη Του, πιστεύω τον Λόγο Του». Δε γράψαμε λέξη για το ύφος της γραφής, την τεχνική, την ποιότητα, τη συγγραφική δεινότητα ή μη… Αυτά λέω να τα αφήσω στους ειδικούς. Εγώ δεν είμαι και ελάχιστα με απασχολούν. Πάντα θαύμαζα την πηγή που αναβλύζει στον άγνωστο διαβάτη ασταμάτητα γάργαρο, καθαρό νεράκι, τον αγέρωχο φάρο στα κοφτερά βράχια, στο ακρωτήρι… Ας ήταν να μου έλεγε κάποιος που θα συναντούσα στο δρόμο: «Ναι, πιστεύω στα θαύματα του ζωντανού Θεού στη ζωή μου…». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταξίωση, επιβράβευση, επιβεβαίωση και ανταμοιβή για τη λιγομίλητη πηγή, για τον άρχοντα φάρο. ΟΡΕΣΤΗΣ ΧΡ.ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
Επτά σταγόνες δάκρυα
Λένε πως βουνό με βουνό δε σμίγει και ίσως να ’χουν δίκιο. Όμως σε τούτη τη ζωή μας γίνονται και τα πιο απίθανα πράγματα. Κι έτσι, ενώ βουνό με βουνό δε σμίγει, έσμιξαν επτά σταγόνες δάκρυα, επτά σταγόνες που αργοκυλούσαν στα ήρεμα νερά ενός απόμερου και … ανώνυμου ρυακιού. Λένε ακόμα πως το αίμα νερό δε γίνεται. Σ’ αυτό σίγουρα δεν έχουν άδικο. Η κοινή προέλευση, οι κοινές ρίζες ενώνουν τους ανθρώπους, τους φέρνουν κοντά… και όχι μόνο τους ανθρώπους… Γιατί όχι και τα δάκρυα, δάκρυα χαράς, δάκρυα πόνου, που έχουν τόσα κοινά μεταξύ τους. Κελάρυζε το ρυάκι καθώς έλουζε νωχελικά τα ακούνητα βραχάκια στο πέρασμά του, όταν ακούστηκε μια φωνούλα. «Ε, ψιτ», είπε και κοιτούσε λίγα μέτρα μπροστά της μιαν άλλη σταγόνα, που κατρακυλούσε μοναχική, αδιάφορη. Έτσι πλεύρισαν η μια την άλλη, έτσι ένωσαν τις μοναξιές τους. Πέρασαν λίγα λεπτά αμηχανίας, κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν η μια στην άλλη και, όπως συμβαίνει και με τους ανθρώπους, άρχισαν την κουβεντούλα. «Εγώ είμαι από τα μάτια της Λιάνας», είπε η πρώτη, έτσι, για να σπάσει τον πάγο. «Τα είχαν με τον Κώστα από φοιτητές. Ήταν αγαπημένοι και ταιριαστοί, έτσι έδειχναν τουλάχιστον. Μετά ήρθε η Αγγλία, τα μεταπτυχιακά τού Κώστα. Η Λιάνα δίπλα του, αν και δεν την ήθελε καθόλου αυτή την Αγγλία. Έχουν βρε παιδί μου ένα ένστικτο αυτές οι γυναίκες, φοβερό. Τελικά ήρθε το ξέσπασμα της μπόρας όταν εμφανίστηκε η Κάθι από το Μπράιτον. Η Λιάνα τα κατάλαβε όλα και πολύ 1
Πιστεύετε στα θαύματα;
γρήγορα. Άρχισε να ανεβαίνει το ανηφόρι της πίκρας της μόνη της. Ο Κώστας έγινε απόμακρος και μετά ξένος… Την ώρα που εγώ κυλούσα στα υγρά κατακόκκινα μάτια της Λιάνας, την άκουσα που διάβαζε ένα γράμμα του με αναφιλητά:… Πιστεύω να δείξεις κατανόηση… πιστεύω πως ποτέ δεν ταιριάξαμε πραγματικά οι δυο μας… σ’ ευχαριστώ για τις όμορφες στιγμές και για τη βοήθειά σου. Καλή τύχη, Κώστας». Σταμάτησε ξαφνικά το δάκρυ τη διήγησή του, κάρφωσε τα μάτια του ψηλά και μονολόγησε: «Πάντα ρωτιόμουν αν υπάρχει Θεός, αν βλέπει, αν ενδιαφέρεται, αν Του λέμε τίποτε εμείς, τα δάκρυα των πονεμένων, των αδικημένων… Η καημένη η Λιάνα πόσο έκλαψε για τον Κώστα της…» Αναστέναξε το δάκρυ και σώπασε. «Εγώ», είπε το άλλο δάκρυ, «έχω τελείως διαφορετική ιστορία. Είμαι του κυρ Χαραλάμπη από τα Πετράλωνα. Την αγαπούσε τη γριούλα του, την κοίταζε στα μάτια. Από το πρωί ξεκινούσε, χαράματα, για τον Άγιο Σάββα, το αντικαρκινικό νοσοκομείο, και περνούσε όλη τη μέρα του μαζί της. Τα μαλλάκια της είχαν σχεδόν όλα πέσει από τη χημειοθεραπεία, αλλά εκείνος τη χάιδευε τόσο γλυκά, σα να είχε τα πιο όμορφα μαλλιά του κόσμου. Και όταν έκανε εκείνους τους ατέλειωτους εμετούς απ’ τα φάρμακα, πάλι ο ίδιος, μόνος του, με το νεφροειδές, να τη σκουπίζει, να την καθαρίζει. Θα περάσει, μάτια μου, τελειώνουμε, θα περάσει, της έλεγε και το πίστευε πως θα περάσει. Εκείνο το βράδυ που γεννήθηκα εγώ και κύλησα στο σκαμμένο μάγουλο του κυρ Χαραλάμπη, ήταν που ο γιατρός τον είχε φωνάξει ιδιαιτέρως και του είχε πει να την πάρει σπίτι πια, να ησυχάσει…, είχε γεμίσει ολόκληρη, δεν είχαν να της κάνουν τίποτα πια. Κατέ2
Επτά σταγόνες δάκρυα
βαινε ο γεράκος για το λεωφορείο για τα Πετράλωνα, ακούμπησε σε μια μάντρα και τα γέρικα μάτια του γέννησαν τόσα δάκρυα, που δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του. Μετά δεν ξέρω τι απόγινε… αλλά νομίζω πως η γριούλα ήταν στα πολύ τελευταία της. Τι να θυμάμαι κι εγώ; … Κάθε φορά μου ’ρχονται δάκρυα… Σκληρό πράγμα ο θάνατος, ο χωρισμός… Αποχαιρέτησα τα ματάκια τού κυρ Χαραλάμπη και κύλησα στο δρόμο, μα νιώθω ακόμα εκείνο το σιωπηλό γέρικο κλάμα και σπαράζει η καρδιά μου…» Ησύχασε και η δεύτερη σταγόνα δάκρυ να μιλά και πήγαιναν βουβές δίπλα – δίπλα, η μια πιο πονεμένη απ’ την άλλη. Άχαρη τούτη η ζωή, ζυμωμένη με δάκρυα και πόνο…. Δεν είχαν προχωρήσει λίγα μέτρα, όταν το μάτι τους τράβηξε μια σκυθρωπή παρέα, που κατρακυλούσε μαζί με τα υπόλοιπα νερά στο ρυάκι. Άνοιξαν το βήμα τους και ζύγωσαν. «Γεια σας», είπε η πρώτη, που μάλλον ήταν η πιο κοινωνική… Αμέσως ο κύκλος άνοιξε και τις δέχτηκαν στην παρέα τους. Ήταν περίεργο όμως, και τα τρία δάκρυα έμοιαζαν καταπληκτικά μεταξύ τους, λες και ήταν γεννημένα από το ίδιο πρόσωπο, από την ίδια περίπτωση. Και δεν άργησε το μυστήριο να λυθεί. Η μητέρα τού Τόνι ήξερε πολύ καλά πόσο σοβαρή ήταν η περίπτωσή του, την είχε ενημερώσει ο δικηγόρος. Βαποράκι και χρήστης ναρκωτικών, με κλοπές και ληστείες. Όμως όλο και περίμενε κάποια κατανόηση, λίγο έλεος ανθρώπινο από τους δικαστές. Χήρα από τα 25 της, μόνη της το ανάστησε αυτό το αγόρι, με αγώνα και στέρηση. Δεν το άντεξε όταν άκουσε εκείνον τον «αγριάνθρωπο» να γαυγίζει χωρίς πόνο, «… 35 χρόνια κάθειρξη χωρίς δικαίωμα έφεσης». 3
Πιστεύετε στα θαύματα;
Φαίνεται πως λιποθύμησε, γιατί βρέθηκε έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου και τα μάτια της, ίδιες βρυσούλες, γεννούσαν δάκρυα ασταμάτητα. «… Την ώρα που κυλούσαμε εμείς», είπε το ένα δάκρυ, «την άκουγα κι έλεγε: αγόρι μου, δεν θα προλάβω να σε δω ξανά σπίτι… 35 χρόνια είναι πολλά, είναι πολλά κυρ-δικαστή, δεν θα προλάβω το αγόρι μου… πάει, τελείωσε… σε χάνω μικρό μου για πάντα…». Το ρυάκι κυλούσε αργά και η παρέα βουβή και πένθιμη, πέντε σταγόνες δάκρυα, αναπολούσε και αναστέναζε με τις πικρές ιστορίες των ανθρώπων στη φλούδα της γης μας. Δεν το περίμεναν, πως λίγο πιο κάτω θα ’πεφταν κυριολεκτικά πάνω σε κείνο το περίεργο δίδυμο. Δυο δάκρυα μαζί δίπλα – δίπλα κατηφόριζαν στην άκρη του ρυακιού. Ο κύκλος μεγάλωσε αμέσως και το ταιράκι τα δάκρυα βρέθηκε κυκλωμένο από ολόκληρη την παρέα, γεμάτη περιέργεια ν’ ακούσει την ιστορία που κρυβόταν πίσω κι από τούτα τα δάκρυα. «Η Ματίνα», άρχισε το ένα, «ήταν πάντα σοβαρό και μετρημένο κορίτσι. Ήταν απ’ αυτά που βλέπεις στο δρόμο με το βιαστικό βήμα, τα κοντά μαλλάκια, που βάζεις το χέρι στη φωτιά πως η ζωή τους όλη είναι σπίτι – σχολείο, σχολείο – σπίτι και άντε καμιά επίσκεψη στις θείες ή στα ξαδέλφια. Τώρα πως έφτασε στο σημείο να τρέχει μόνη στους δρόμους μες στη νύχτα με το πρόσωπο γεμάτο αίματα από τις μπουνιές και τις κλωτσιές τού Φώτη, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, που κανείς δε θα τη μάθει ποτέ. Εκείνο το βράδυ την είχε ρίξει στο πάτωμα και τη χτυπούσε με λύσσα, γιατί η Ματίνα ήθελε να κρατήσει το μωρό, ο Φώτης όμως ήθελε να το ρίξει. Την κλωτσούσε στο πρόσωπο και στην κοιλιά. Μέσα στα αίματα πετάχτηκε έξω από το διαμέρισμα, βγήκε στο δρόμο η Ματίνα 4
Επτά σταγόνες δάκρυα
κι εκεί τη μάζεψε ένας περαστικός και την πήγε στο νοσοκομείο. Έμεινε δίπλα της όλο το βράδυ. Ούτε το όνομά της δεν ήξερε, όμως δεν έφυγε. Τη φρόντισε, την είδαν οι γιατροί και περίμενε μέχρι να συνέλθει τελείως. Τότε άρχισε να της μιλάει για τον Ιησού Χριστό, που σώζει τον άνθρωπο, τον λυτρώνει, τον ελευθερώνει από το κακό μέσα του, τον μεταμορφώνει. Της μίλησε για την αγάπη τού Ιησού Χριστού, που έδωσε το αίμα Του με τον άθλιο σταυρικό θάνατο, για να δικαιωθούμε και να ζήσουμε εμείς. Άκουγε η Ματίνα σαστισμένη. Άκουγε για την αγάπη, που όλη της τη ζωή ποθούσε και ποτέ μα ποτέ δε χάρηκε. Οι γονείς της, αδιάφοροι τελείως αν ζει ή πέθανε, ο Φώτης, η μεγάλη της αγάπη ήθελε να ρίξουν το μωρό και κάθε τόσο τη χτυπούσε στην κοιλιά. Και τώρα τρίτος στη ζωή της ο Ιησούς Χριστός, που έδωσε τη ζωή Του από αγάπη για τη Ματίνα… Ήταν η ώρα που πήρε στα χέρια της μια μικρή Καινή Διαθήκη, που της πρόσφερε ο άγνωστος κύριος, και διάβασε σκόρπια. Τα μάτια της γέμισαν, τα δάκρυα κυλούσαν στο μαξιλάρι τού νοσοκομείου.» «Όταν κυλούσαμε εμείς απ’ τα μάτια της», συμπλήρωσε το άλλο δάκρυ, «την ακούσαμε να λέει, Σ’ ευχαριστώ Ιησού Χριστέ για την αγάπη Σου. Δεν ήξερα γι’ αυτήν, κανένας δεν μου είχε πει… Αυτήν διψούσα, αυτήν έψαχνα όλη μου τη ζωή. Τώρα έχω Εσένα Σωτήρα μου, έχω την αγάπη Σου δικιά μου, ολόδικιά μου…» Το ρυάκι πορευόταν στο υγρό στρατί και οι εφτά σταγόνες τα δάκρυα άκουγαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Μόνο σε μια στιγμή ακούστηκε η μια να λέει: «Καημένη Λιάνα, ν’ άκουγες κι εσύ αυτά τα λόγια για την αγάπη του Χριστού, θα γιατρευόταν η ψυχή σου από την πίκρα και τον πόνο». «Και ο κυρ Χαραλάμπης», είπε μια άλλη, «αν ήξερε για την αιώνια ζωή στον Ουρανό, 5
Πιστεύετε στα θαύματα;
πόσο θα παρηγοριόταν να ανταμώσει τη γριούλα του, που τόσο αγαπούσε…» «Εγώ σκέφτομαι τον Τόνι και τη μάνα του. Έτσι όπως άκουγα αυτά τα λόγια, πιστεύω πως μόνο ο Χριστός θα μπορούσε να στεγνώσει τα πονεμένα μάτια της από τον αβάσταχτο πόνο… εκεί στο προαύλιο του τριμελούς.» «Μόνον ο Χριστός», είπαν όλες και συμφώνησαν, «μόνον ο Χριστός κάνει τα δάκρυα της αμαρτίας δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης στη ζωή των ανθρώπων…», είπαν και οι εφτά σταγόνες τα δάκρυα με ένα στόμα και συνέχισαν το δρόμο τους στο ρυάκι, ενώ με δυσκολία συγκρατούσαν … τα δάκρυά τους.
6
Η Σαλώμη η Λιονταρίνα
Δεν ξέρω αν πιστεύετε στα θαύματα. Σημασία έχει ακόμα τι περιεχόμενο δίνετε εσείς στη λέξη θαύματα. Μερικοί ούτε που ασχολούνται, ας πούμε τα θεωρούν ξεπερασμένα αυτού του είδους τα θαύματα, όταν στις μέρες μας ο άνθρωπος έχει τα δικά του θαύματα… που του φτάνουν και του περισσεύουν. Εμένα το πρόβλημά μου είναι αλλού. Δεν είναι η λέξη θαύματα ούτε η πραγματικότητα θαύματα, αλλά η λέξη πιστεύω. Τι θα πει πιστεύω; Θα πει απλώς δέχομαι, δίνω τη συγκατάθεσή μου. Εγώ ο ίδιος δεν συμμετέχω; Είναι δύσκολο να αρκεστείς σ’ αυτό το επίπεδο, όταν καθημερινά βλέπεις γύρω σου θαύματα, μέσα σου θαύματα, πάνω σου θαύματα, όταν ζεις εσύ ένα μόνιμο θαύμα… όταν ο ίδιος είσαι ένα θαύμα. Είχε καταντήσει ίδια μάστιγα στη γειτονιά. Το αυτοκίνητο τού τσίρκου με τα μεγάφωνα, τα βιδωμένα στην οροφή. Κάθε απόγευμα λες και ήταν βαλτό. Καλοκαίρι με ανοιχτά παράθυρα… «Ήρθε το μεγάλο τσίρκο, με λιοντάρια, τίγρεις, ελέφαντες, μπαλέτα, κροκόδειλους… 2 παραστάσεις, απογευματινή 7, βραδινή 10.» Και τα πιτσιρίκια άλλο που δεν ήθελαν. Και γκρίνια και μουρμούρα και παρακάλια. Τελικά αποφασίστηκε και πήγαν όλοι μαζί, οικογενειακώς. Όλοι όσοι έχουν πάει σε τσίρκο ξέρουν πόσο εντυπωσιακά ερεθίσματα προσφέρει για τα αχόρταγα παιδικά μάτια. Και ήταν πραγματικά γεμάτο παιδάκια το τσίρκο. Σειρές ατέλειωτες τα ξανθωπά κεφαλάκια, τα ’βλεπες να μυρμηγκιάζουν από το επάνω διάζωμα γύρω από την πίστα. Ένα αληθινό μελίσσι. Οι γονείς από κοντά παρακολουθούσαν κι αυτοί, κάποτε εντυπωσιασμένοι από τα ακροβατικά, κάποτε βαριεστημένοι από τα σκυλάκια κανίς, που έπαιζαν το νη7
Πιστεύετε στα θαύματα;
πιαγωγείο σαν κουρδισμένα. Όμως όταν ήρθε η ώρα με τα λιοντάρια και τις τίγρεις, όλα σοβάρεψαν. Ήταν πραγματικά κάτι το επιβλητικό. Έσβησαν τα φώτα και άναψαν πυρσούς. Άναψαν και το στεφάνι, που θα πέρναγαν από μέσα τα λιοντάρια. Ο θηριοδαμαστής ήταν τόσο εντυπωσιακός, όσο και τα λιοντάρια. Πανύψηλος, με μακριά ίσια μαλλιά και τσιγκελωτά μουστάκια, ταίριαζε τόσο καταπληκτικά με το περιβάλλον. Εξοπλισμένος με το μαστίγιό του, με τις πέτσινες μπότες του, γέμισε όλους με θαυμασμό. Μια απόλυτη ησυχία γεμάτη έκπληξη, κάποιο φόβο ίσως και σεβασμό απλώθηκε από τη μια άκρη μέχρι την άλλη. Όμως αυτή τη στιγμή δεν την περίμενε κανένας. Ένα μικρό καγκελωτό πορτάκι τού μεγάλου κελιού με τα ζώα στην πίστα ξαφνικά υποχώρησε και άνοιξε. Όταν το συνειδητοποίησε ο κόσμος, το λιοντάρι είχε ήδη περάσει το μισό του σώμα. Όμως κανένας δεν αντέδρασε… Μερικοί νόμισαν, ανόητα βέβαια, πως ήταν και αυτό μέρος τής παράστασης. Τσίρκο είναι, όλα να τα περιμένει κανείς. Μόλις όμως άκουσαν το θηριοδαμαστή να φωνάζει, σχεδόν καρφωμένος στη θέση του: «Σαλώμη, Σαλώμη, γύρνα πίσω στη θέση σου, Σαλώμη!», όλοι κέρωσαν. Η Σαλώμη ήταν μια θαυμάσια λιονταρίνα με γυαλιστερό τρίχωμα και λυγερό σώμα. Γύρισε, τον κοίταξε το θηριοδαμαστή, που την φώναζε, μάλλον ανόρεχτη και βγήκε από το κελί με κινήσεις αργές, αλλά σίγουρες και αεράτες. Κάποιοι γονείς έκαναν να σηκωθούν, άρπαξαν τα πιτσιρίκια τους, όμως κεραυνοβολήθηκαν από το θηρίο. Μ’ ένα δυνατό πήδημα βρέθηκε πάνω στο πρώτο διάζωμα ανάμεσα στον κόσμο. Γύρω του σάρκες τρυφερές, χεράκια, προσωπάκια παιδικά σάλευαν, μα οι γονείς είχαν παγώσει, καρφωμένοι σαν άψυχοι πάνω στους πάγκους τους. Εν τω μεταξύ ο θηριοδαμαστής είχε ήδη βγει κι αυ8
Η Σαλώμη η Λιονταρίνα
τός απ’ το κελί κλειδώνοντας τα άλλα ζώα μέσα και ούρλιαζε πραγματικά πίσω απ’ το θηρίο κραδαίνοντας το μαστίγιό του. «Σαλώμη… Σαλώμη, έλα εδώ!!» Μετά γλύκανε, της μίλησε ήρεμα, χαδιάρικα , την παρακάλεσε, όμως πάντα πίσω της και πάντα από απόσταση. Όλοι τον κοιτούσαν ικετευτικά και κανείς ούτε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει τολμούσε. Σε κάποια στιγμή το λιοντάρι σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, άνοιξε το πελώριο στόμα του και βρυχήθηκε στον αέρα. Εκείνη η θέα τού κατακόκκινου βλεννογόνου στο ανοιχτό στόμα με τα κοφτερά, κάτασπρα δόντια να εξέχουν κι εκείνος ο φριχτός ήχος απ’ τα σπλάχνα του θηρίου πάγωσε τα πάντα μέσα στο τσίρκο. Κάποιο πνιγμένο κλαματάκι άκουγες, μα μόνο παιδάκια σφιχταγκαλιασμένα με τις μαμάδες τους έβλεπες, με χωμένο το κεφαλάκι τους στις τρομοκρατημένες αγκαλιές, για να πνίξουν τα κλάμα τους. Το κλάμα τίνος αλήθεια, το δικό τους ή των παιδιών τους; Σε κάποια στιγμή κάποια φώτα άναψαν δειλά-δειλά και μπορούσες να βλέπεις καθαρά τις κινήσεις του ζώου. Ήταν μεγάλη ανακούφιση για όλους όταν είδαν ένα πιστόλι στο χέρι τού θηριοδαμαστή. Τώρα όλοι ήταν σίγουροι πως το δράμα τους τελείωνε. Όμως γρήγορα απογοητεύτηκαν. Το λιοντάρι έστριψε και άρχισε να ανεβαίνει τα στενά σκαλοπάτια ανάμεσα στους πάγκους με τους θεατές. Ο θηριοδαμαστής σήκωσε το χέρι, σημάδεψε, όμως ήταν αδύνατο. Πώς να πυροβολήσεις μέσα σε τόσα ανθρώπινα σώματα; Τόσα αθώα παιδικά κορμάκια… Όταν σταμάτησε το λιοντάρι, όλοι ανακάθισαν στους πάγκους τους. Ήταν μια νεαρή κοπέλα καθισμένη πρώτη μετά το διάδρομο και κρατούσε ένα κοιμισμένο μωράκι στην αγκαλιά της. Το θηρίο ζύγωσε αργά το κεφαλάκι τού μωρού κι όλοι βλέπαμε το πρόσωπο εκείνης της μητέρας να συσπάται και να δαγκώνει πραγματικά τα χείλη της για να μη φωνάξει. 9
Πιστεύετε στα θαύματα;
Δίπλα της ο άντρας της την κρατούσε σφιχτά στα δυο του χέρια απ’ τους ώμους. Και οι δυο τους κοιτούσαν ανήμποροι το λιοντάρι να σκύβει να μυρίσει το προσωπάκι τού μωρού, που κοιμόταν ατάραχο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε η φωνή. Μια καθαρή, αντρική φωνή από κάπου ψηλά. «Πατέρα μας Ουράνιε, ζωντανέ Κύριε του ουρανού και της γης, τη δύσκολη αυτή ώρα Πατέρα μας ερχόμαστε σε Σένα να μας ακούσεις. Δεν είμαστε άξιοι της αγάπης Σου, το ομολογούμε. Κύριε, Εσύ είσαι ο Ίδιος που έφραξες το στόμα των θηρίων στο λάκκο των λεόντων για τον Δανιήλ. Νίκησε το θηρίο αυτό, φράξε του το στόμα, ματαίωσε τα σχέδια τού Σατανά και δοξάσου για άλλη μια φορά στη ζωή μας. Πατέρα, μόνο Εσύ είσαι η ελπίδα μας τούτη τη στιγμή, μόνο Εσύ μπορείς, μόνο Εσύ μας αγαπάς. Επιτίμησε το διάβολο, φανέρωσε τη δύναμή Σου άλλη μια φορά, τη δύναμη της αγάπης Σου. Δείξε έλεος, Κύριε, αν και δεν είμαστε άξιοι ελέους, φανερώσου δυνατός, ζωντανός ανάμεσά μας…» Τα τελευταία λόγια πνίγηκαν σε λυγμούς και δάκρυα καυτά κυλούσαν απ’ τα μάτια εκείνου του άντρα, που όρθιος στο πίσω διάζωμα είχε στρέψει το πρόσωπό του προς τον ουρανό και φώναζε προς τον Θεό. Μερικοί είχαν σκύψει το κεφάλι, κάποιοι σταυροκοπούνταν κιόλας, μια γυναίκα απέναντι γονάτισε κι αυτή και προσευχόταν. Η φωνή τού άντρα έβγαινε με δυσκολία και τώρα το μόνο που κατάφερνε ήταν να προσεύχεται με λέξεις μονάχα, λέξεις και δάκρυα. Το λιοντάρι, στο άκουσμα της φωνής σταμάτησε. Έστρεψε αργά το κεφάλι του προς το μέρος τού άντρα που προσευχόταν. Άκουσε όλη την προσευχή, μπορώ να πω την παρακολούθησε. Κοιτούσε ήρεμο, σαν καθηλωμένο. Κι όταν σταμάτησε η προσευχή και δεν άκουγες παρά τους λυγμούς εκείνου του ανθρώπου του Θεού, η Σαλώμη η λιονταρίνα άρχισε να πισωπατάει στο στενό εκείνο διάδρομο ανάμεσα στα καθίσματα 10
Η Σαλώμη η Λιονταρίνα
και πήγε ήσυχη και στάθηκε δίπλα στον γιγαντόσωμο κύριό της. Αυτός τη χτύπησε χαϊδευτικά γύρω από το λαιμό, κάτι της είπε και ξεκίνησαν δίπλα-δίπλα για το κελί τής πίστας. Τα υπόλοιπα θηρία –οι συνάδελφοι τής Σαλώμης- είχαν κολλήσει τις μουρίτσες τους μέσα απ’ τα κάγκελα και κοίταζαν με έκπληξη. Όταν άνοιξε η μικρή πορτούλα με τρίξιμο, όλα γύρισαν και κοίταξαν τη Σαλώμη, ίσως με κάποιο κρυφό θαυμασμό. Από πάνω οι πυρσοί έκαιγαν ακόμα ζωηροί, όμως η παράσταση ήταν αδύνατο να συνεχίσει. Το τι ακολούθησε μόλις το λιοντάρι μπήκε στο κλουβί του, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Απ’ τα μεγάφωνα κάποιος ζητούσε απελπισμένα συγνώμη από τους θεατές, τα παιδάκια τσίριζαν, οι γονείς τα έσφιγγαν στην αγκαλιά τους και έτρεχαν να βγουν έξω από το τσίρκο, στον αέρα. Μερικές κοπέλες, που είχαν λιποθυμήσει, τις είχαν ξαπλώσει στους πάγκους και τους έκαναν αέρα πάνω απ’ το πρόσωπο. Κάποια κυρία την είχε πιάσει υστερικό κλάμα και χτυπιόταν και φώναζε… Και κει ψηλά, στο πάνω διάζωμα, εκεί που δόθηκε η μάχη τής πίστης, ο γνήσιος εκείνος άνθρωπος τού Θεού μαζί με τη γυναίκα του και τα τρία μικρά τους γονάτισαν στον πάγκο τους με πρόσωπα ολόφωτα, στραμμένα με ευγνωμοσύνη στον Ουράνιο Πατέρα. Κανείς δεν πρόσεξε τη σκηνή εκείνη, ούτε που ενδιαφέρθηκε κανείς. Άλλωστε όλοι στριμώχνονταν να βγουν γρήγορα έξω. Μόνο ο θηριοδαμαστής, μέσα απ’ τα κάγκελα του κλουβιού με τα ζώα έμεινε να κοιτάζει εκείνον τον άνθρωπο με εκείνη τη δύναμη και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Γιατί μόνο αυτός ίσως είχε δει πραγματικά στη ζωή του λιοντάρι να τρώει κρέας…
11
ΚΡΕΪΖΙ ΧΟΡΣ
Θα την έχετε ακούσει φαντάζομαι τη λέξη μπίζνες. Ίσως να την έχετε χρησιμοποιήσει κιόλας. Όμως το τι ακριβώς σημαίνει αυτή η λέξη - που δεν είναι λέξη, αλλά κόσμος ολόκληρος - είμαι βέβαιος πως δεν το γνωρίζετε σε όλο του το βάθος. Μπίζνες θα πει ταξίδια, ξενοδοχεία, κόσμος, συσκέψεις, εκατομμύρια, υπεραστικά τηλεφωνήματα, μόνιτορς, πολυτελή αεροδρόμια, αυτοματισμοί, νυχτερινή ζωή, συνάλλαγμα, αγωνίες, ημερομηνίες που τρέχουν και κάποτε-κάποτε κάποιο έμφραγμα… και άλλα παρόμοια. Ένας αλλιώτικος, αεικίνητος κόσμος, γεμάτος ζωή, τη δική του ζωή. Όσα θα σας διηγηθώ είναι παρμένα μέσ’ απ’ αυτό τον παράξενο κόσμο. Ξέρω πως θα σας παραξενέψουν. Ίσως σας ταράξουν, ίσως και ν’ αντιδράσετε άσχημα, ίσως στενοχωρηθείτε με όσα θα διαβάσετε. Όταν η ζωή βουτάει την πένα της σε τέτοιο υλικό, σε τέτοιο κόσμο, αυτά είναι τα διηγήματα που γράφει. Ξέρω ακόμα ότι θα θελήσετε αμέσως να με ρωτήσετε αν αυτά που διαβάζετε είναι αλήθεια, αν έγιναν, ποιος είναι αυτός, τον γνωρίζω, είναι πραγματικότητα; Μην κουράζεστε, θα σας απαντήσω αμέσως. Να θυμάστε μόνο τούτο. Η αμαρτία ήταν και είναι αληθινή, πραγματικότητα καθημερινή, αλλά και η αγάπη του Θεού ήταν και είναι πάντοτε αλήθεια, για όποιον την εκζητήσει ειλικρινά. Αυτά τα δύο φτάνουν. Όταν κατέβαινε το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Λάρνακας, στην Κύπρο, είχε ένα παράξενο συναίσθημα ανάμεικτης χαράς, αλλά και κάποιας αγωνίας. Δεν ήταν το πρώτο ταξίδι του στην Κύπρο. Όλα όμως όσα είχε ν’ αντιμετωπίσει δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Οι 12
ΚΡΕΪΖΙ ΧΟΡΣ
πελάτες, ο αντιπρόσωπός τους, που θα συναντούσε, οι συσκέψεις, οι καινούργιες τιμές, που έπρεπε να τους πείσει να δεχτούν, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Τα σκεφτόταν όλα αυτά και προσπαθούσε να τα μαζέψει. Το αεροπλάνο πάτησε ομαλά, ο καιρός ήταν βροχερός, γλυκός, όπως πάντα στην Κύπρο. Φόρεσε την καμπαρντίνα του, πήρε τη χειραποσκευή του και κατευθύνθηκε προς την έξοδο τού αεροπλάνου. Πάντοτε ευχαριστούσε με χαμόγελο τις αεροσυνοδούς στην έξοδο και του άρεσε πολύ αυτό. Ο αντιπρόσωπος της εταιρείας τους στην Κύπρο, πολύ πλούσιος άνθρωπος, με ευγενικούς τρόπους, τον περίμενε στην πίστα του αεροδρομίου. Είναι πολύ δύσκολο να μπεις στην πίστα, γιατί χρειάζεται να ’χεις διασυνδέσεις και γνωριμίες, και γίνεται σε πολύ σημαίνοντα πρόσωπα. Ήθελε να τον εντυπωσιάσει και να τον κάνει να νιώσει άνετα απ’ την πρώτη στιγμή. Τα πέτυχε και τα δύο πολύ εύκολα. Του πήρε αμέσως τη χειραποσκευή, τον χαιρέτησε εγκάρδια, φιλικά, και τον έβγαλε απ’ το αεροδρόμιο χωρίς τις πολλές κουραστικές διατυπώσεις. Ακριβώς στο πεζοδρόμιο περίμενε μια αστραφτερή Ρολλς Ρόυς. Έχετε μπει εσείς ποτέ σας σε Ρολλς Ρόυς; Μάλλον δεν έχετε δει ούτε από μακριά τέτοιο αυτοκίνητο. Είναι τα ακριβότερα στον κόσμο. Καταλαβαίνετε την έκπληξη και το θαυμασμό του μέσα σ’ αυτό το αυτοκίνητο. Ήταν όμως συγκρατημένος και προσγειωμένος άνθρωπος. Δεν άφηνε τον εαυτό του να παρασυρθεί στο μεθύσι τού πλούτου και της αφθονίας, αφού ήξερε πόσο επικίνδυνα και παροδικά είναι όλα αυτά. Άλλωστε είχε το θησαυρό του, τη χαρά του, και φυσικά την καρδιά του σε άλλο κόσμο, στον κόσμο της δόξας που μένει και μένει αιώνια. Το ταξίδι από τη Λάρνακα στη Λευκωσία είναι περί13
Πιστεύετε στα θαύματα;
που μία ώρα και κύλησε ευχάριστα και με οικειότητα. Νέα απ’ την Ελλάδα, τι γίνεται με το Κυπριακό… πώς πάνε οι πωλήσεις… πού βρίσκεται το δολάριο…Στο Hilton της Λευκωσίας η Ρολλς Ρόυς σταμάτησε και ο πορτιέρης μαζί με δυο άλλους υπαλλήλους τού ξενοδοχείου ανέλαβαν τα πάντα. Το βράδυ κύλησε απλά με φαγητό και απαλή μουσική σ’ ένα εστιατόριο με παραδοσιακή κυπριακή κουζίνα. Το πρωί της επόμενης μέρας το σκηνικό άλλαξε απότομα. Συσκέψεις, συναντήσεις, πελάτες, ένταση…, αυτό που λέγαμε μπίζνες. Κάποια μέρα όμως τα πράγματα πήραν έναν τελείως αλλιώτικο και απρόσμενο δρόμο. Στη λεωφόρο Μακαρίου, το μεγάλο φαρδύ δρόμο που οδηγεί στο κέντρο της Λευκωσίας, όπως μπαίνουμε απ’ τη στροφή δεξιά, είναι ένα νυχτερινό κέντρο, που γράφει με φωτεινά μωβ και ροζ φώτα που τρεμοπαίζουν, «Κρέιζι Χορς». Μπροστά του σταμάτησε η Ρολλς Ρόυς και μια πανάκριβη BMW και κατέβηκαν οι μάνατζερς του γραφείου, όλοι τους εύθυμοι και γελαστοί, για να διασκεδάσουν τον καλεσμένο τους απ’ την Ελλάδα με τον καλύτερο και ακριβότερο τρόπο που διαθέτει η Λευκωσία. Και αυτός είναι ένα επίσημο, ακριβό δείπνο και στη συνέχεια ένα ακριβό καμπαρέ. Το πρώτο είχε τελειώσει και έμενε το δεύτερο… Στο Κρέιζι Χορς χόρευε για λίγες βραδιές ένα πολύ καλό συγκρότημα με Πολωνέζες και κάθε βράδυ ήταν γεμάτο κόσμο. Τα τραπέζια είχαν κλειστεί και ο φίλος μας βρέθηκε σε μια θέση πολύ κοντά στην πίστα, χωρίς να προλάβει να καταλάβει και πολλά. Τα κατάλαβε όλα - και πολύ αργά πια - όταν χαμήλωσαν τα φώτα και οι πρώτες γυμνόστηθες κοπέλες βγήκαν στη σκηνή. Τα πολύχρωμα φωτορυθμικά τις φώτιζαν με πολύ μελετημένα ερεθιστικό τρόπο, έτσι που να κρατούν όλα τα μάτια καρφωμένα στην παράσταση, που ανέδυε σεξουαλισμό και ηδονή. 14
ΚΡΕΪΖΙ ΧΟΡΣ
Κοίταξε γύρω του. Ήταν η πρώτη φορά, που βρισκόταν σε τέτοιο μέρος. Ούτε την πόρτα δεν μπορούσε να διακρίνει, για να πεταχτεί έξω. Μέσα στο «ναό» αυτό της σάρκας, βασίλευε μια «ιερή αφοσίωση» και όλοι πίστευαν ότι προσφέρουν κάτι πολύ πιο πάνω και απ’ τις πιο τολμηρές απαιτήσεις του καλεσμένου τους. Μαζεύτηκε ήσυχα στο κάθισμά του μισοξαφνιασμένος, μισοαποσβολωμένος, έπινε την πορτοκαλάδα του και περιεργαζόταν το αξιοθρήνητο τοπίο της αμαρτίας. Τους κοίταζε, που προσπαθούσαν να χορτάσουν την ψυχή τους μέσ’ απ’ το λαίμαργο οπτικό τους νεύρο… και σκέφτηκε,… «σαν τα ζώα, σαν τα ζώα…» Μετά σκέφτηκε, «…νεκροί, πεθαμένοι στα χέρια της αμαρτίας, δούλοι στο θάνατο…». Ησύχασε και περίμενε καρτερικά να τελειώσει. Τα κορίτσια πάσχιζαν στη σκηνή να ικανοποιήσουν τους πελάτες τού κέντρου εκπέμποντας όσο σεξουαλισμό μπορούσαν. Και όμως η μεγάλη έκπληξη δεν είχε αρχίσει ακόμα. Είχαν ειδοποιήσει την πιο όμορφη και πιο εμφανίσιμη από τις χορεύτριες τού συγκροτήματος στο τέλος της παράστασης να έρθει στο τραπέζι του. Η κοπέλα υπάκουσε πειθαρχικά και μετά από μερικά αστειάκια άρχισαν διακριτικά να αποχωρούν και τους άφησαν μόνους στο τραπέζι. Ένας άνθρωπος του Θεού, οικογενειάρχης, με μόρφωση, σοβαρός μπίζνεσμαν, σ’ ένα τραπέζι καμπαρέ με μια κοπέλα άγνωστη, προκλητική απέναντί του. Ένιωσε να ντρέπεται, να κοκκινίζει, ταπεινωμένος θύμωσε. Κοίταξε γύρω του. Η ίδια εικόνα. Τα κορίτσια τού μπαλέτου στα τραπεζάκια με τους πελάτες… Ένιωθε αηδιασμένος. Ήταν έτοιμος να πει ένα παγωμένο καληνύχτα στην κοπέλα, ούτε να της δώσει σημασία και να φύγει, να βγει έξω να ανασάνει. Όμως, έτσι, όπως γύρισε και την κοίταξε, κάτι τον σταμάτησε. Κι εκείνη τον κοιτούσε πολύ περίεργα, πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι ο ίδιος περίμενε. Την ξανακοίταξε 15
Πιστεύετε στα θαύματα;
στο πρόσωπο και τότε ένιωσε μια σταγόνα αγάπης να κατρακυλά στην καρδιά του γι’ αυτό το δύστυχο κορίτσι. Μετά κι άλλη, κι άλλη συμπάθεια, κι άλλη αγάπη. Γύρισε κι ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι. -Do you speak English?, τη ρώτησε, γιατί ήταν απίθανο να μιλήσουν σε άλλη γλώσσα. Από την προφορά της έμεινε κατάπληκτος. Ήξερε θαυμάσια αγγλικά. Μετά έμαθε πως η κοπέλα σπούδαζε στην Οξφόρδη με υποτροφία πριν γίνει… ό,τι έγινε. -What is your name?, την ξαναρώτησε με συμπάθεια. Δεν το πίστεψε όταν η κοπέλα τού είπε ότι την έλεγαν Αθηνά. Νόμιζε πως είναι από κείνα τα φτηνά κόλπα τού μαγαζιού για να ξεγελούν τους πελάτες, να τους κάνουν να νιώθουν όμορφα και απλά. «Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα και ο πατέρας μου Πολωνός», του είπε για να λύσει την απορία του. Την πίστεψε αμέσως. Αυτή η κοπέλα έλεγε την αλήθεια, μόνο την αλήθεια… Έδειχνε μια γνήσια ψυχή μέσα σ’ ένα αμαρτωλό σώμα. «Γεννήθηκα στην Πολωνία, αλλά η μητέρα μου με μάθαινε ελληνικά. Θυμάμαι αρκετά τώρα…» Απ’ αυτό το σημείο και μετά η συζήτηση κύλησε πολύ πιο άνετα, αφού βοηθούσαν πότε τα αγγλικά, πότε τα ελληνικά. Άρχισε να νιώθει άνετα μαζί της. Τη ρώτησε για το σπίτι της, τη ζωή της, και τα πίστευε όλα όσα του έλεγε. Τα μάτια της δεν είχαν δόλο και η ίδια η κοπέλα έδειχνε να τον εμπιστεύεται απεριόριστα. Ξαφνικά θυμήθηκε τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις… Έγειρε μπροστά προς το μέρος του, του έκανε ένα πειραγματάκι με τη γραβάτα του και το πόδι της έψαξε να βρει το δικό του κάτω απ’ το τραπέζι. Την κοίταξε με πολύ πόνο και αγάπη. Την άφησε, δεν την αποπήρε, μόνο που έβαλε αργά το χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε μια μικρή μαύρη 16
ΚΡΕΪΖΙ ΧΟΡΣ
Καινή Διαθήκη. «Αθηνά, θέλω να σου πω κάτι…, πολύ σοβαρό…, Αθηνά θα πεθάνεις… θα πεθάνεις αιώνια, γιατί ζεις μέσα στη ζωή τής αμαρτίας, είσαι μακριά και εναντίον του Θεού, που σε έπλασε με αγάπη και σοφία και για τη δόξα Του. Αθηνά, όλοι είμαστε αμαρτωλοί, χαμένοι, στα μάτια τού Άγιου Θεού μας, αν δεν μετανοήσουμε ειλικρινά για τη ζωή που κάνουμε… Αθηνά, πες μου, δεν θέλεις να λυτρωθείς, να σωθείς, δεν θέλεις να ζήσεις αιώνια στην όμορφη και δοξασμένη Βασιλεία του Θεού;» Την κοιτούσε στα μάτια. Μια μικρή λιμνούλα από δάκρυα με το ζόρι κρατιόταν να μην ξεχειλίσει. Σε λίγο τα δάκρυα άρχισαν να κατρακυλούν στα μάγουλά του και να στάζουν στο τραπέζι. Η κοπέλα σάστισε. -Κλαις; Γιατί κλαις; τον ρώτησε ξαφνιασμένη και σταμάτησε ό,τι έκανε. -Αθηνά κλαίω γιατί θέλω να σωθείς, να γλιτώσεις απ’ την αμαρτία, απ’ τον αιώνιο θάνατο. -Μην κλαις για μένα, του είπε, εγώ είμαι καλά τώρα…δεν τρώω ξύλο πια από τ’ αφεντικά μου και βγάζω αρκετά χρήματα… Στην αρχή ήταν δύσκολα… έκλαιγα με λυγμούς όλη μέρα για όσα θα περνούσα το βράδυ… Πολλές φορές σκούπιζα τα μάτια μου λίγο πριν βγω στη σκηνή… Τώρα καλά είναι, μην κλαις για μένα… -Αθηνά, δεν κλαίω εγώ για σένα, κλαίει ο Θεός, ο Πατέρας μας ο Ουράνιος, κλαίει ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας, που σε αγαπάει και έδωσε στο σταυρό τη ζωή Του για σένα, για να σε σώσει. -Έδωσε τη ζωή του; Ποιος έδωσε τη ζωή του για μένα; Ποιος να με σώσει; απόρησε η κοπέλα και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Το αεροπλάνο απογειώθηκε στην ώρα του από το αεροδρόμιο της Λάρνακας με προορισμό την Αθήνα. 17
Πιστεύετε στα θαύματα;
Οι επιβάτες όλοι, με το γνωστό προσφιλές τους αντικείμενο, τις μπίζνες. Σκυμμένοι στα χαρτιά τους, στις συμφωνίες τους, στις εφημερίδες τους. Όλοι εκτός από έναν. Στη σειρά 27 στη θέση Α στο παράθυρο, είχε ανοίξει το τραπεζάκι μπροστά του, είχε ακουμπήσει μια κόλλα άσπρο χαρτί κι έγραφε με φωτεινό, χαμογελαστό πρόσωπο: Αγαπημένη μου Αθηνά, Σου γράφω από το αεροπλάνο γεμάτος χαρά κι ευγνωμοσύνη στον Θεό μας. Μια ακόμα πολύτιμη ψυχή, τη δική σου ψυχή, κέρδισε ο Ουρανός, για να γεμίσει το σπίτι τού Πατέρα μας. Αθηνά αδελφή μου… αδελφή μας, ο ζωντανός σπόρος, που έπεσε στη γη και πέθανε, ο Ιησούς Χριστός μας, φέρνει ακόμα καρπό δοξασμένο, πλούσιο, ψυχές μετανοημένες στην παρουσία Του, όπως εσένα. Αθηνά, προσεύχομαι πολλές φορές τη μέρα για σένα. Θα ’χεις αγώνα… να είσαι έτοιμη για όλα… όταν θα σπάσεις το συμβόλαιο με τα αφεντικά σου… να είσαι έτοιμη για κακοποίηση… ή και… όλα, μη φοβηθείς κανέναν και τίποτα …Ζει ο Κύριός μας και ζούμε κι εμείς… Διάβαζε την Καινή σου Διαθήκη κάθε μέρα. Απάντησέ μας αμέσως μόλις λάβεις το γράμμα μου στην Πολωνία. Περιμένουμε με χαρά κι αγωνία. Σε αφήνω στην αγάπη του Κυρίου μας Εκείνο το βράδυ, στη λεωφόρο Μακαρίου, στη στροφή, στο καμπαρέ Κρέιζι Χορς, που τα φώτα του τρεμοπαίζουν λάγνα, όπως το συνηθίζουν κάθε βράδυ τα κορίτσια τού πολωνέζικου μπαλέτου θα χόρευαν χωρίς την Αθηνά, γιατί αυτή «χόρευε» συγχωρεμένη και λυτρωμένη των αγγέλων το χορό στην άγια παρουσία τού Λυτρωτή της.
18
Ο καθολικός
Θα επιθυμούσα να προσπαθήσετε να με παρακολουθήσετε στη διήγησή μου και να μη βάζετε με το μυαλό σας ποιος είναι ο καθολικός, τι είναι ο καθολικός και τα παρόμοια. Είμαι βέβαιος πως θα πέσετε έξω, γι’ αυτό καλύτερα είναι να με αφήσετε να σας τα πω με τη σειρά. Όλα όσα θα διαβάσετε πιο κάτω είναι και αληθινά και προσωπικά μου βιώματα. Τώρα ποιος είμαι εγώ; Οπωσδήποτε δεν με γνωρίζετε…, όμως τίποτα δεν αποκλείεται στο μέλλον. Άλλωστε αλλάζουν όλα τόσο γρήγορα…. Η ιστορία ξεκίνησε από εκείνη τη γιατρό, που πήγε η γυναίκα μου να κάνει το τεστ Παπανικολάου. Για προληπτικούς λόγους… είμαστε τυπικοί σ’ αυτά. Τίποτα το ανησυχητικό μέχρι εδώ. Καλή, συμπαθητικούλα γιατρός, καινούργια, κοντά στο σπίτι μας, είπαμε να την υποστηρίξουμε κιόλας. Πήγαμε μαζί. Εγώ χάζευα στο σαλονάκι τα περιοδικά. Όταν πήγα να πάρω την απάντηση μόνος μου την επόμενη, μ’ έπιασε εκείνος ο καταραμένος βήχας μου, που όταν με πιάνει δε λέει να μ’ αφήσει. Πραγματική καταιγίδα! Έβηχα μπροστά στη γιατρό, χωρίς να μπορώ να σταματήσω. Με περίμενε υπομονετικά εκείνη και με κοιτούσε επίμονα. Όταν έγινε για λίγο… ανακωχή με το βήχα, με ρώτησε αν καπνίζω… - Και καπνίζουμε, και πίνουμε… και όλα τα κάνουμε, απάντησα ή μάλλον ξέσπασα εγώ. - Έχετε το πρωί βήχα με φλέματα; Συνέχισε εκείνη απτόητη. 19
Πιστεύετε στα θαύματα;
- Έχουμε και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ, απάντησα εγώ ενοχλημένος. - Έχετε κάνει καμιά ειδική εξέταση γι’ αυτό το βήχα; Επέμενε άχρωμα, επαγγελματικά, αλλά πολύ σοβαρή. Τότε αποφάσισα να τη δουλέψω κι εγώ λιγάκι. - Ξέρετε, εγώ δεν είμαι της σχολής «να κάνουμε εξετάσεις να δούμε τι έχουμε», αλλά της άλλης σχολής, «σαν το σκυλί στ’ αμπέλι…» Την ξέρετε αυτή τη σχολή…; Την ειρωνεύτηκα με τον τρόπο μου. - Καταλαβαίνω τι μου λέτε και το κατανοώ, συνέχισε με επαγγελματικό ύφος, όμως παρ’ όλ’ αυτά θα σας πρότεινα να σας δώσω ένα μικρό μπουκαλάκι με άσπρο οινόπνευμα, να το πάρετε σπίτι σας και να μου φέρετε τα πρώτα πρωινά πτύελα να κάνουμε μια κυτταρολογική πτυέλων, έτσι για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο…. Σηκώθηκε, πήγε στον πάγκο απέναντι και μου έφερε ένα μπουκαλάκι με πώμα. Ετοιμαζόμουν να της πω πως το έχω το κεφάλι μου ήσυχο και δεν θέλω να χαλάσω με τίποτα αυτή την ησυχία μου, όμως αντί γι’ αυτό πήρα το μπουκαλάκι, ευχαρίστησα και έφυγα. Από κει και πέρα τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ποιο δρόμο; Μα το γνωστό δρόμο. Τώρα που το θυμάμαι δεν ξέρω καν γιατί πήρα αυτό το μπουκαλάκι με το οινόπνευμα. Είπα πως θα το πετούσα στο δρόμο. Μετά το παράτησα σπίτι. Ακολούθησαν συζητήσεις επί συζητήσεων. Τα ’παμε, τα ξανάπαμε, φώναξα, βρόντηξα την πόρτα, όμως η κυτταρολογική πτυέλων έγινε και η εισαγωγή μου στο νοσοκομείο ήταν πια θέμα ωρών. Από αυτό το σημείο δεν έγιναν τρομερά πράγματα. Εγώ μπήκα στο νοσοκομείο και ήμουν βέβαιος πως ήταν θέμα δυο τριών ημερών. Ένας αθώος βήχας 20
Ο καθολικός
ήταν άλλωστε, που μάλλον πολλή σημασία του είχαμε δώσει, ενώ δεν θα ’πρεπε κατά τη γνώμη μου. Δεν θα σας απασχολήσω με τα ιατρικά, που, αν και ενδιαφέροντα, είναι δύσκολα και περίπλοκα. Εξετάσεις επί εξετάσεων και ονόματα και ορολογία και επισκέψεις του ενός γιατρού μετά τον άλλο. Όλο μου το ενδιαφέρον σ’ αυτή την περιπέτεια τράβηξε μια λέξη, που την άκουσα μια – δυο φορές έτσι στα πεταχτά να περνάει δίπλα μου και μάλιστα να συνοδεύεται με κάτι περίεργες ματιές, που εγώ τις πρόσεχα και τις κατέγραφα. Καθολικός. Καθολικός, τι καθολικός; Δε θέλει και υψηλά μαθηματικά για να το καταλάβεις. Και αν το συνδυάσεις μάλιστα και με τον διπλανό, που είχε καρκίνο παχέος εντέρου και με την απέναντι, που είχε μετάσταση στα κόκαλα.. και με τα κατακόκκινα μάτια της Βούλας μου, που δεν έλεγε τίποτα, αλλά το ’ξερα πως είχε κλάψει ώρες για να ’ρχεται έτσι στο νοσοκομείο… Καθολικός καρκίνος, δηλαδή γεμάτος… δηλαδή τι να πιάσεις, τι ν’ αφήσεις… δηλαδή δε γίνεται τίποτα μ’ αυτόν τον καρκίνο. Λένε, και μάλλον είναι σωστό, πως όταν χτυπήσεις άσχημα δεν καταλαβαίνεις τον πόνο αμέσως. Ο μεγάλος, ο αβάσταχτος πόνος έρχεται μετά και μαζί του έρχονται και όλα τ’ άλλα. Στην αρχή άκουγα καθολικός, καθολικός… κάτι νόμιζα πως καταλάβαινα, όμως ήταν σαν να μην αφορούσε εμένα… Ήταν εκείνο το πρωί, που πήραν σκεπασμένο με το άσπρο σεντόνι βιαστικά το διπλανό μου, εκείνον με το παχύ έντερο. Σκοτείνιασα. Νομίζω πως τότε ήταν που αρρώστησα, τότε ήταν που ένιωσα για πρώτη φορά το πρόβλημά μου και το είδα κατάματα. Καθολικός, γεμάτος με καρκίνο, ανεγχείρητος… μεταστάσεις παντού… βλέμματα να ανταλλάσσουν οι γιατροί πάνω από το κρεβάτι μου, υπονοούμενα, μισόλογα… Γιατί δεν το λέτε ρε 21
Πιστεύετε στα θαύματα;
παιδιά καθαρά; Τι φοβάστε; Το κρυφτούλι παίζουμε; Είσαι γεμάτος φίλε και θα πεθάνεις, γρήγορα, τελειώνεις… Ξαφνικά συνειδητοποίησα πολλά μαζί , πολλά, βαριά, ασήκωτα και μαύρα, κατάμαυρα. Ένιωσα να βουλιάζω, να νικιέμαι. Πρώτη μου σκέψη ήταν να αυτοκτονήσω, να τελειώνω. Καταλάβαινα πως θα περάσω πόνους, ίσως αναπηρία, τραβήγματα ιατρικά, που είναι κάτι σαν ανακρίσεις με βασανιστήρια μαζί, και σκέφτηκα να τελειώνω με «το έργο» μόνος μου και γρήγορα. Ζύγισα τα υπέρ και τα κατά… Μάλλον πιο πολλά τα υπέρ… Μετά είχα να λύσω τεχνικά θέματα. Καραμπίνα ή στρυχνίνη; Άντε τώρα να βρεις στρυχνίνη, και μάλιστα με τις πιτζάμες και τις παντόφλες. Είχα ακούσει πως το υδροκυάνιο είναι γρήγορο, ακαριαίο, και έγερνα προς αυτή τη λύση... αλλά και να κόψω τις φλέβες μου το έβρισκα προσιτή λύση… Πέρασαν όλ’ αυτά και άλλα πολλά από το μυαλό μου, αλλά μετά γέλασα και συνήλθα. Τι να αυτοκτονήσει ένας καρκινοπαθής, με λίγα εικοσιτετράωρα ζωής πάνω του; Αφού μπήκε στην τελική ευθεία, αφού έχουν παρθεί οι αποφάσεις γι’ αυτόν. Είναι θέμα χρόνου… Αυτοκτονούν οι υγιείς, αυτοί που έχουν κάτι να σκοτώσουν… εγώ τι έχω; Είναι σαν να λες σ’ έναν που πνίγεται: Άντε πνίξου…. Τι κουταμάρα! Άφησα την ιδέα τής αυτοκτονίας και πέταξε, την εγκατέλειψα. Μου φαίνεται πως ξελάφρωσα κιόλα, ανακουφίστηκα, γιατί ποτέ δεν είχα συμφιλιωθεί με το ενδεχόμενο. Τότε ήταν, που μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο. Άρχισα να βλέπω, να βλέπω και να καταλαβαίνω, άγνωστα και απίθανα για μένα πράγματα. Άρχισα να βλέπω στο σκοτάδι, τις νύχτες που δεν είχα ύπνο… Άρχισα να βλέπω, όμως όχι με τα μάτια, αλλά με το μυαλό μου, με τη σκέψη μου. Όλα όσα έβλεπα και δούλευα με 22
Ο καθολικός
το μυαλό μου, ποτέ μου δεν τα είχα πιάσει πριν. Είχα μια διαύγεια, ένα φως μέσα μου, και άρχισα να τα βλέπω όλα τόσο διαφορετικά. Στην αρχή νόμισα πως είναι από τον καρκίνο. Δεν το ’χα διαβάσει πουθενά, αλλά σκέφτηκα πως ίσως ο καρκίνος να ξελαμπικάρει το μυαλό, τη μνήμη, τη φαντασία, ίσως ξεθολώνει το μυαλό από κάτι σαν πουρί, που έχει πιάσει όλ’ αυτά τα χρόνια που δουλεύει ασταμάτητα. Έτσι τουλάχιστον το καταλάβαινα και αυτή η εξήγηση μου αρκούσε… Το πρώτο που είδα να συμβαίνει μέσα μου ήταν η ψυχή μου. Την ένιωσα να μαλακώνει. Και ιδιαίτερα στη σχέση μου με την αρρώστια. Ήμουν σκληρός, παγωμένος και πέτρινος με τους γιατρούς. Ένιωθα να με χρησιμοποιούν για να μάθουν κι άλλα κι άλλα για τον καρκίνο, αφού είναι κοινό μυστικό πως έχουν άγρια μεσάνυχτα. Εγώ πειραματόζωο; Όχι κύριοι, όχι, λάθος πρόσωπο διαλέξατε… δεν θα δοκιμάσετε πάνω μου τα σκονάκια σας και τις ακτινοβολίες σας…. Όμως τώρα εκπλήσσομαι. Δεν αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό. Πρώτα απ’ όλα μελετάω και παρακολουθώ βήμα – βήμα τον καθολικό μου… Νέα πονάκια, σε νέα σημεία στο σώμα μου, που δεν τα είχα πριν. Ή πονάκια που τα είχα και τώρα εξαφανίστηκαν. Του μιλάω, του χαμογελάω, παρακολουθώ τις κινήσεις του μέσα στο σώμα μου. Γίναμε φίλοι, ναι, αυτό είναι, γίναμε φίλοι… Είμαι τόσο πρόθυμος να πω στους γιατρούς και τα γιατρουδάκια, όταν έρχονται γύρω απ’ το κρεβάτι μου για την πρωινή επίσκεψη, να τους χαμογελάσω και να τους πω τα πάντα. Εγώ είμαι ο καρκινοπαθής, εγώ μπορώ να σας πω πράγματα, που δεν γράφουν τα βιβλία… Εγώ τα ζω και τα ξέρω από μέσα. Πόσο συμπαθούσα τους φοιτητές, που έκαναν τα τρίμηνά τους στο νοσοκομείο. Άρχισα να τους μιλάω, να τους διευκολύνω στο έργο τους, να τους αναλύω όσα ένιωθα, όσα παρατηρούσα…. 23
Πιστεύετε στα θαύματα;
Μετά ανακάλυψα άλλες περιοχές. Άρχισα να κοιτάω γύρω μου. Μα δεν ήταν η πρώτη φορά, που έβλεπα τον ήλιο, σίγουρα όχι. Ήταν όμως η πρώτη φορά, που χαμογελούσα στον ήλιο και στο κάτασπρο φως του, που έμπαινε μέσα στο θάλαμο του νοσοκομείου. Και μετά το νεράκι στη βρύση… Θεέ μου, το είδα και θυμάμαι δάκρυσα. Το νεράκι της βρύσης με έκανε να δακρύσω. Το κοιτούσα να τρέχει, το ’νιωθα να με δροσίζει και ήθελα τόσο να του πω ευχαριστώ, να του γελάσω, να με νιώσει δικό του, φίλο του… Περίεργα και πρωτόγνωρα πράγματα για μένα…. Κάθισα στο κρεβάτι μου, μόνος στο θάλαμο, γεμάτος απορία και ερωτηματικά. Τι μου συμβαίνει, τι γίνεται μέσα μου; Είναι του καρκίνου όλ’ αυτά…; Είναι γιατί θα πεθάνω σε λίγο, κατά πως λένε οι γιατροί, αφού είμαι γεμάτος μεταστάσεις…; Ποιος να με βοηθήσει…; Κοιτούσα απελπισμένα στα πρόσωπα των περαστικών, μήπως κάποιος μου εμπνεύσει εμπιστοσύνη και άνεση να τον ρωτήσω… όμως δεν χρειάστηκε. Έτσι όπως καθόμουν στο κρεβάτι του νοσοκομείου και ακουμπούσα στο μαξιλάρι μου, πώς γύρισαν τα μάτια μου στο ταβάνι…, μετά πιο πάνω από το ταβάνι… μετά έξω από το φωτεινό παράθυρο στον απογευματιάτικο ουρανό. Εκεί στάθηκα. Ηρέμησα και χαμογέλασα. Δεν προχώρησα παραπέρα. Σα να το ’νιωσα, πως εκεί ήταν η απάντηση, η πηγή της δύναμής μου, της χαράς μου, της αλλαγής μου. Τον ουρανό δεν τον έβλεπα πρώτη φορά, αλίμονο. Το πρόσωπο όμως εκείνο ήταν η πρώτη φορά που το ’νιωθα τόσο κοντά μου, τόσο δικό μου, τόσο για μένα. Δεν τόλμησα να πω Θεός, ούτε Ιησούς Χριστός. Αυτά τα ’χα ξεπερασμένα στη ζωή μου, τα θεωρούσα κάτι ανάμεσα σε ανοησία, αδυναμία και ξεπεσμό ν’ ασχοληθώ. 24
Ο καθολικός
Όμως το άλλο με πίεζε, με πίεζε φοβερά και μόνο προς την κατεύθυνση αυτή. Η αλλαγή μέσα μου, ο νέος μου εαυτός, το νέο μου μυαλό, που σκεφτόταν τόσο διαφορετικά, η νέα μου καρδιά, που την ένιωθα για πρώτη φορά μαλακή, τρυφερή και απαλή, ενώ τίποτα το μαλακό δεν είχα ποτέ πάνω μου, το ξέρω καλά. Κοιτούσα τον ουρανό, λες και αυτό που είχα μέσα μου, πάνω μου, το καινούργιο, το όμορφο, ήταν εκεί από τον ουρανό…. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασα κοιτάζοντας το γλυκό και απαλό γαλάζιο του ουρανού. Ένιωθα μια ακατανίκητη επιθυμία να του μιλήσω, να του πω κάτι που είχα μέσα μου, όμως σε ποιον να μιλήσω, αφού για μένα δεν υπήρχε κανένας εκεί…; Τελικά, χαλάρωσα, αφέθηκα. Ένιωσα να νικιέμαι, να παραδίνομαι… Ο πόθος μου ήταν πολύ πιο δυνατός από τη λογική μου, την πείρα του παρελθόντος, τις σκέψεις, τις αποφάσεις. Ήθελα να του μιλήσω, να του πω αυτό που ένιωθα στην καρδιά μου να μην κρατιέται, να ξεχειλίζει, και του το’ πα… «…Δεν ξέρω ποιος είσαι, αν υπάρχεις, αν μ’ ακούς τώρα που σου μιλάω, αλλά ούτε και με νοιάζει ιδιαίτερα. Θέλω να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τον καθολικό μου, ένα ατέλειωτο ευχαριστώ για τον καρκίνο μου. Ίσως να μην έχεις εσύ σχέση μ’ αυτόν, αλλά εγώ έτσι το νιώθω. Σαν κάτι να μας συνδέει εμάς τους τρεις, που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Εσύ, ο καρκίνος μου, εγώ… Σ’ ευχαριστώ, γιατί αυτός ο καρκίνος που μου αρρώστησε το σώμα, μου γιάτρεψε την ψυχή. Για πρώτη φορά χαμογέλασα, για πρώτη φορά δάκρυσα, για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ευγνωμοσύνη για το νεράκι, την ηλιαχτίδα, τη δροσούλα από το παράθυρο. Αν ήσουν εδώ κοντά μου και είχες χέρια, θα στα φιλούσα. Σ’ ευχαριστώ, όποιος κι αν είσαι, όπου 25
Πιστεύετε στα θαύματα;
κι αν είσαι. Όχι απλώς σ’ ευχαριστώ, αλλά σ’ ευγνωμονώ. Αυτό που έχω εγώ, δεν είναι αρρώστια, αυτό είναι γιατρειά, αυτό είναι λύτρωση, αυτό είναι καινούργια ζωή. Είναι θησαυρός….» Όταν βγήκα από το νοσοκομείο, έμαθα σιγά – σιγά και όλα τα υπόλοιπα που μου έλειπαν και τα ταίριαξα. Αυτό που είπα στο νοσοκομείο εκείνη την ημέρα, μόνος μου, ήταν προσευχή κι εγώ δεν το ’ξερα. Σ’ αυτόν που μιλούσα ήταν ο ζωντανός Θεός και ήταν όντως δίπλα μου και γύρω μου και μέσα μου, μα εγώ δεν το ήξερα. Αυτό, που είχα μέσα στον οργανισμό μου και που οι γιατροί το ’λεγαν καρκίνο, ήταν δώρο του Θεού για να μετανοήσω, να επιστρέψω σε Κείνον, να αλλάξω, να μεταμορφωθώ… και οι γιατροί δεν το ’ξεραν. Τώρα είμαι έξω, περπατάω, μιλάω. Το πόσο θα ζήσω ακόμη δεν το ξέρω, κανείς δεν το ξέρει. Όταν θα φύγω από αυτή τη ζωή, θα πάω να πέσω στην αγκαλιά του Σωτήρα μου, του Φίλου μου, του Ιησού Χριστού, που με έσωσε, με μεταμόρφωσε. Κι αυτό δεν το ’ξερα, όμως τώρα το ξέρω, το ξέρω καλά, το ξέρω και το έχω.
26
Ιεραπόστολος «Να ’μαστε πάλι μαζί, ματάκια μου. Είδες που βελτιώνομαι σιγά-σιγά; Σήμερα είμαι στην ώρα μου… Ούτε αρραβωνιασμένοι που ήμαστε δεν ερχόμουνα τόσο στην ώρα μου…. Έπρεπε να φύγεις για ν’ αλλάξω, για ν’ αρχίσει κάτι να γίνεται μέσα στην άθλια ψυχή μου…. Αλλά στάσου μια στιγμή, τα λουλούδια, τι τα κρατάω, να στα ταχτοποιήσω στο βάζο…. Βρήκα κάτι ανεμώνες να σου πάρω, θυμάμαι την αδυναμία σου στις ανεμώνες…»
Καθώς αλλάζει τα λουλούδια στο ανθοδοχείο της γυναίκας του, το μάτι του πέφτει πάνω στο μάρμαρο. «Σ.Τ. ετών 76 αντιστράτηγος ε.α.» Απ’ τα βάζα έχουν γύρει ξυλιασμένοι οι σκελετοί απ’ τα γαρύφαλλα… «… Αχ, τι είναι ο άνθρωπος, Μυρσίνη μου… Κοιτάω τα βάζα τού διπλανού σου… δύο κιόλας, ξεράθηκαν τα λουλούδια… Πόσο καιρό αλήθεια έχει να φανεί η κυρία αντιστράτηγου…; Θυμάσαι πώς ξημεροβραδιαζόταν;… Θυμάσαι πόσο απαρηγόρητη ήταν;… Ε, ίσως να βρήκε κάπου να παρηγορήθηκε τώρα πια, ας είναι καλά… Λοιπόν, καλή μου, εμείς τα δικά μας. Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω…. Ήδη, αν μπορούσες να δεις το πρόσωπό μου, θα ’χες καταλάβει τι θέλω να σου πω… μόνο να μπορούσες να με κοιτάξεις… Το αισθάνομαι εγώ ο ίδιος να με πλημμυρίζει. Μυρσίνη μου, παρέδωσα την ψυχή μου στον Ιησού Χριστό… ναι καλή μου… είναι αληθινό. Μουσκεύουν τα μάτια μου … είναι τόσο δυνατό, τόσο θαυμαστό. Έπρεπε να φύγεις εσύ απ’ το σπίτι 27
Πιστεύετε στα θαύματα;
για να δουλέψει ο Θεός μέσα μου. Το ’νιωθα απ’ την πρώτη στιγμή…. Χάσαμε τον άγγελό μας, φώναζα, πάμε χαμένοι. Μπαινόβγαινα από δωμάτιο σε δωμάτιο. Έφυγε… έφυγε, φώναζα, χαθήκαμε…. Κανένας δεν καταλάβαινε αυτό που εγώ έβλεπα και φοβόμουν. Όλοι νόμιζαν πως εννοούσα την κηδεία, τη μοναξιά… ξέρεις πού πάει το μυαλό τους…. Όμως εγώ ήξερα πως το έλεος του Θεού ήταν πάνω στο σπίτι μας εξαιτίας σου…, εσύ ήσουν το παιδί του Θεού εκεί μέσα…, εμείς γλεντούσαμε στα δώρα του Θεού, τρώγαμε, πίναμε… κλέβαμε στην ουσία τον Θεό, αφού κατά τα άλλα κοροϊδεύαμε κι εσένα και Κείνον…. Ένιωσα ξαφνικά σαν τον Βαλτάσαρ…, γλεντούσαμε στα άγια του Θεού συντροφιά με την αμαρτία, εκμεταλλευόμενοι την ανοχή του Θεού… Μυρσίνη μου, έλιωνα απ’ το φόβο μου. Ήξερα καλά τι μας περιμένει όλους μας… αφού έφυγε από ανάμεσά μας ο άγιος άνθρωπος του Θεού, ο μόνος που άξιζε το έλεος και την ανοχή Του… Ήσουν ο ιεραπόστολος του σπιτιού μας. Θυμάμαι κάποτε σε κορόιδευα μ’ αυτή τη λέξη…. Κάποτε, που σου έσχιζα μια – μια τις σελίδες της Βίβλου σου, καλή μου, και σου ’λεγα, θα μείνεις χωρίς μαλλιά, Σαμψών, θα στα βγάλω τρίχα – τρίχα… να δούμε πόσο ακόμα θ’ αντέξεις… Εγώ ήξερα πως η δύναμή σου ήταν μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, το ’βλεπα, γι’ αυτό γινόμουν πιο σατανικός. Και δεν άντεξες, Μυρσίνη μου, έφυγες… Πόσο πονάω που τα θυμάμαι όλ’ αυτά, πόσο υποφέρω με τα λερωμένα μου χέρια…. Όμως δεν έμεινα εκεί, σ’ αυτά. Έτσι όπως γύριζα αναμαλλιασμένος τις κάμαρες και φώναζα, συνάντησα τον Ιησού, που με περίμενε με αγάπη. Εκεί μέσα στο σπίτι μας…, εκεί που Τον άφησες εσύ να μας πε28
Ιεραπόστολος
ριμένει…, εκεί κι εγώ γονάτισα και Του παρέδωσα τη ζωή μου, με τόση χαρά και τέτοια ανακούφιση, που δεν περιγράφεται…, όμως εσύ τι ανάγκη έχεις από περιγραφές;… Πάντα καταλάβαινες, πάντα έβλεπες σωστά… Με την πίστη έβλεπες πολύ πιο μακριά, πολύ πιο βαθιά…, αυτά που σου λέω εγώ τώρα, εσύ τα απολαμβάνεις στην όμορφη παρουσία του Κυρίου μας…. Μυρσίνη μου, η σπορά σου κάρπισε… ο ουρανός απέκτησε κι εμένα. Σκεφτόμουν, ήταν ανάγκη να φύγεις εσύ… να γίνουν τόσα πολλά; Ναι, έτσι θέλησε ο Κύριος… Έφυγε ο πιστός υπηρέτης τού Θεού την ώρα τής δουλειάς… Πόσο το ζηλεύω τώρα, που άνοιξαν τα μάτια μου και βλέπω. Ένας πραγματικός ιεραπόστολος… Λίγο ακόμα και θα σε μαγειρεύαμε… Ο Θεός σε φύλαξε… Η σπορά σου όμως κάρπισε, η αγιότητά σου μου τσάκισε τον εγωισμό μου. Χτες βράδυ έβαλα ν’ ακούσω λιγάκι εκείνα τ’ αποσπάσματα απ’ το Μεσσία του Χαίντελ, που σου άρεσαν τόσο. Έβαλα το δίσκο κι άκουγα…. Σε λίγο δεν άκουγα, γιατί έκλαιγα… έκλαψα πολύ…, όχι δεν έκλαψα για τη μοναξιά, γιατί δεν είμαι πια μόνος…. Η υπομονή Του μαζί μου, ξέρεις, με σύνθλιψε…, πρώτη φορά την είδα καθαρά μπροστά μου, η ανοχή Του, το ενδιαφέρον Του…, έκλαψα με ευγνωμοσύνη γιατί με δέχτηκε κι εμένα παιδί Του. Μυρσίνη μου, καλή μου αδελφούλα, πόσες φορές μου ζήτησες να κάτσω μαζί σου στον καναπέ ν’ ακούσουμε μαζί τον δίσκο αυτό… Συγχώρησέ με τον άθλιο. Πόσες φορές μου ζητιάνεψες λίγη συντροφιά… κι εγώ έβαζα Μπήτλς για να σε ειρωνευτώ και σε φώναζα να μου κάνεις εσύ παρέα… Και ξέρεις τι διαπίστωσα; Ξαφνικά έπαψα να αισθάνομαι πως μου λείπεις, τώρα χαίρομαι, γιατί τώρα νιώθω πραγματικά ένα μαζί σου. Ο διάβολος είχε κάνει το σπίτι μας χίλια κομμάτια. 29
Πιστεύετε στα θαύματα;
Είδες, δεν σου είπα τα νέα με τα παιδιά. Ο Άλκης μας όπως τα ξέρεις… νομίζει πως γλεντάει τη ζωή του… πιστεύει πως ο κόσμος τον στενεύει. Προχτές έπεσε με τη χιλιάρα του πάνω σ’ ένα σταματημένο φορτηγό. Με πήραν απ’ την τροχαία και πήγα να τον βρω στο ΚΑΤ… Την άλλη μέρα έδινε Παιδιατρική. Έχει δύο μαθήματα ακόμα για το πτυχίο… Τώρα σαβανώθηκε για τα καλά, άσ’ τον εκεί… τα πτυχία δε χάνονται… άλλα είναι που έχουν σημασία… Χτες, που πήγα να τον δω, του πήγα δειλά – δειλά μια Καινή Διαθήκη. Είπα να μην του πω τίποτα, όμως την πρόσεξε… την πήρε στα χέρια του…. Μυρσίνη μου, τώρα, μόνο τώρα μπορώ να καταλάβω τον αγώνα σου για μας όλους, την αγωνία σου να βλέπεις την αμαρτία να κατατρώγει το σπιτικό μας… Μετά ήρθε και η Νίνα του με το χαϊμαλί στο λαιμό… Αυτό το χαϊμαλί με ερεθίζει τόσο πολύ, όμως τώρα κάτι μέσα μου, μια φωνή με συγκρατεί. Την αγκάλιασα, τη φίλησα και στα δυο μάγουλα…, ξέρεις για πρώτη φορά… και πρόσεξα πως δεν είναι και τόσο άπλυτη όσο πίστευα. Ήταν πολύ τρυφερή μαζί του, του άλλαξε το νερό, του χάιδεψε τα μαλλιά. Θεέ μου, χθες συμπάθησα για πρώτη φορά τη Νίνα, το κορίτσι τού γιου μας, Μυρσίνη μου, μια ακόμα δυστυχισμένη ψυχούλα, που θέλει ν’ αλλάξει τον κόσμο… και είναι στο σκοτάδι. Το βράδυ φύγαμε μαζί από το ΚΑΤ, δίπλα-δίπλα. Μιλήσαμε για τον Άλκη, για κείνην… έχει καταλάβει πολλά, για σένα που έφυγες… για μένα που άλλαξα. Πώς μου ’ρθε, της λέω, δεν περνάς από το σπίτι να τηγανίσω αυγά με λουκάνικα; Ήρθε. Ξεπαγώσαμε τα λουκανικάκια, τα ’κοψε η Νίνα μόνη της μικρά-μικρά και τα τηγάνισε… Πόσο ευχαρίστησα τον Θεό, που ξέρει 30
Ιεραπόστολος
και τηγανίζει αυτή η κοπέλα και που έπλυνε μετά και τα πιάτα. Μετά κάτσαμε στο σαλόνι. Ήθελα τόσο πολύ να μην ανοίξει την τηλεόραση, για να μιλήσουμε… Το βράδυ προσευχήθηκα για την Νίνα, για τον Άλκη, τους είχα μαζί στην προσευχή μου… Τα καημένα τα παιδιά… να τα φωτίσει ο Κύριος πριν χαθούν αιώνια. Χτες το πρωί μού κουβαλήθηκε ο κυρ-Αλέκος για τα μερεμέτια στην πίσω βεράντα… Θυμάσαι που λέγαμε μαζί να ξύσει τους σοβάδες…. Όμως εσύ έφυγες, κι εγώ στην ουσία έφυγα…, με τους σοβάδες θ’ ασχολούμαστε τώρα; Το ’χα ξεχάσει ήδη…. Ο κυρ-Αλέκος δεν ήξερε για σένα. Τον πήρα στην κουζίνα και του τα ’πα. Τον καημένο, πόσο μαράθηκε… πόσο πόνεσε… και ποιος δεν πόνεσε… Χάσαμε την ιεραπόστολό μας στη γειτονιά, μου ’πε και βούρκωσε ο καημενούλης ο κυρ-Αλέκος. Έτσι όπως τον είδα τσακισμένο, κάτι μ’ έσπρωξε, του τα ’πα όλα… για μένα εννοώ… πού βρήκα τη δύναμη, πώς μπόρεσα; Αλέκο, του λέω, μόν’ ο Χριστός είναι που αξίζει, τίποτ’ άλλο, μη χάνεις τη ζωή σου, χωρίς Χριστό τη χάνεις πραγματικά αιώνια… Μ’ άκουγε ο κυρ-Αλέκος, με κοίταζε στα μάτια. Του έδωσα κι ένα Λόγια Ζωής… Το πρώτο μου φυλλάδιο, που έδωσα στην καινούργια μου ζωή…. Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ. Μετά του λέω, τράβα κάνε τα μερεμέτια, γιατί ήθελα να τον πληρώσω τον άνθρωπο, που ήρθε. Όχι, εγώ δε νοιάζομαι για τους σοβάδες, το σπίτι…. Αφού λέω να το αφήσω από τώρα στα παιδιά, να τους το κάνω και γονική παροχή, που είναι τώρα φτηνός τρόπος, και να τους το δώσω. Περνούσα προχτές απ’ τη λεωφόρο και είδα ένα ΚΑΠΗ του Υπουργείου κοντά μας. Λέω δεν πάω να ρωτήσω… Εγώ τώρα πια βρήκα τον Κύριό μου, τώρα έχω Ουρανό… Είτε εδώ είμαι, 31
Πιστεύετε στα θαύματα;
είτε εκεί βολεύομαι, αφού η ψυχή μου είναι στα ουράνια, στον Κύριό μου. Λέω να βγει ο Άλκης απ’ το νοσοκομείο, να τους το κουβεντιάσω… κι αν θέλουν, εγώ θα τους ποτίζω και θα σκαλίζω τον κήπο τα απογευματάκια… Τα καημένα τα παιδιά, να γνωρίσουν την αγάπη Του, να παραδοθούν σ’ Αυτόν, τίποτ’ άλλο δεν έχει αξία… Άντε, Μυρσίνη μου, να πηγαίνω, σουρούπωσε κι έχω τόσα πολλά ακόμα να σου πω…. Έχω φέρει ένα φυλλάδιο για τον φύλακα, θα του το δώσω φεύγοντας, είναι καλός, προσεύχομαι γι’ αυτόν… Εγώ, καρδούλα μου, θα ’ρχομαι να αλλάζω τα λουλούδια, μα το ξέρω πια δεν είσαι εδώ. Εσύ τώρα χαίρεσαι στην παρουσία του Κυρίου. Μόνο τώρα μπορώ να καταλάβω τη χαρά σου, γιατί είναι και δική μου χαρά… Τέτοιες χαρές έχω τώρα πια στη ζωή μου…. Πάω να ετοιμάσω και το τραπέζι… Θα ’ρθει η Νίνα να φάμε ομελέτα και θα κουβεντιάσουμε, είναι τόσο καλή ψυχή… σιγά – σιγά θ’ αποβάλει και το χαϊμαλί μαζί με την αμαρτία και τον εγωισμό της… Καληνύχτα, Μυρσίνη μου… καληνύχτα και καλή αντάμωση… στην αγκαλιά του Κυρίου μας...» Σκουπίζει με το μανίκι τα υγραμένα του μάτια, πισωπατάει, στρέφει στον ουρανό και χαμογελάει….
32
Ιατρός Μονάδος
Περίεργες σκέψεις ταλανίζουν το μυαλό μου απ’ τα ξημερώματα. Αν ήμουνα προληπτικός, θα τα ’χα βάψει μαύρα. Και μαύρη γάτα είδα στο δρόμο και σκουντούφλησα βγαίνοντας απ’ το σπίτι και αγγελτήριο θανάτου βρήκα φρεσκοκολλημένο στην απέναντι κολόνα. Δόξα στον Θεό, δεν είμαι προληπτικός. 6:30, χαράματα, στο προαύλιο του Λόχου για την πρωινή αναφορά. Απέναντί μου ο Διοικητής να ουρλιάζει, όπως κάθε πρωί, για τα φύλλα που δεν σκουπίστηκαν, για τις στολές που βρήκε άπλυτες. Τη δουλειά του κάνει κι αυτός, καλή του ώρα. Αγωνίζεται να μας ξυπνήσει. Εγώ, βυθισμένος στις σκέψεις μου τις αλλόκοτες. Πότε μπορεί κάποιος να λέγεται γιατρός; Όταν πάρει το πτυχίο του; Όταν τελειώσει το αγροτικό του; Όταν δουλέψει πέντε, δέκα χρόνια και τριφτεί καλά με τις χολολιθιάσεις, τα εμφράγματα, τις καρδιακές ανεπάρκειες; Θυμήθηκα και χαμογέλασα. Εμένα άρχισαν να με φωνάζουν γιατρό από τη μέρα που βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων στις εφημερίδες… Τι λέω; Τώρα θυμάμαι. Πολύ πριν, αρχίζει η δική μου ιστορία. Όταν έπαιζα με το πατίνι μου στη γειτονιά, η κυρά Μυρσίνη, η χοντρή γειτόνισσα, έβγαινε στη βεράντα να τινάξει και με φώναζε «γιατρό της» με ένα ολόγιομο χαμόγελο. Αργότερα άρχισα να φοβάμαι μήπως ήταν προφήτισσα ή μήπως με είχε τόσο πολύ επηρεάσει. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, τη θυμήθηκα και δάκρυσα από χαρά. Εννοείται πως πάνω της έμαθα να μετράω την πίεση, να κάνω ενδοφλέβιες, να κοιτάω 33
Πιστεύετε στα θαύματα;
το βυθό αργότερα. Ήμουν ο μόνος γιατρός που εμπιστευόταν η κυρία Μυρσίνη. Στο δεύτερο έτος ακόμα και μου έφερνε τις αναλύσεις τού μικροβιολόγου και τις συνταγές που υπέγραφαν φτασμένοι ουρολόγοι και παθολόγοι για να της πω τη γνώμη μου. Η καημένη κυρά Μυρσίνη έφυγε τετράπαχη από προχωρημένο ζάχαρο. Ήμουν δίπλα της που έσβηνε χωρίς να μπορούμε να της κάνουμε τίποτα. Ήταν η πρώτη μου πελάτισσα. Το θυμάμαι κι ανατριχιάζω. Ο γιατρός μου, έλεγε όλο καμάρι, και κτηνίατρος να γινόμουνα πάλι έτσι θα μ’ έλεγε, απλή, καλή, κυρά Μυρσίνη. Τώρα πώς μου ήρθαν στο μυαλό όλ’ αυτά; Α, ο γιατρός. Ναι, λοιπόν εδώ στο στρατό βαρέθηκα να το ακούω. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γεια σου γιατρέ, καλημέρα γιατρέ, κάτσε προσοχή γιατρέ. Ο Διοικητής τού Λόχου, μόλις πρωτοήρθα στη μονάδα, με κάλεσε στο γραφείο του. Φώναξε τον καψιμιτζή και μου έφερε μια κρύα κόκα-κόλα. Έκλεισε την πόρτα, μείναμε μόνοι. - Δεν θα περάσεις καλά εδώ, γιατρέ..., μου είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια. Του χαμογέλασα ευγενικά κι έσκυψα το κεφάλι. - ...Γιατί εσύ δεν είσαι φάτσα, γι’ αυτό, συμπλήρωσε. Εγώ είμαι ταγματάρχης τους, 28 χρόνια στο στράτευμα, και με το ζόρι τους φέρνω βόλτα. Οι περισσότεροι είναι μωαμεθανοί και πομάκοι. Οδηγοί, τεχνίτες και τέτοια. Πολέμησα στην Κορέα, γιατρέ, πέρασα από σαράντα κύματα, αλλά αυτούς εδώ ακόμα δεν τους κατάφερα να μην πηδούν τα κάγκελα τα βράδια… Με κοιτούσε άχρωμα. Προσπάθησα να του χαμογελάσω με κατανόηση. - Τι έχεις στην τσέπη σου και φουσκώνει, τσιγάρα; Τρακαρισμένος όπως ήμουνα, έβαλα μηχανικά το χέρι στο τσεπάκι τού χιτώνιου κι έβγαλα δυο μικρά βιβλιαράκια. 34
Ιατρός Μονάδος
- Τι ’ναι φτούνα; Βίοι αγίων, ρε γιατρέ; - Όχι, είναι οι Ψαλμοί τού Δαβίδ, κύριε Διοικητά. Και το άλλο είναι η Καινή Διαθήκη, απολογήθηκα. - Δεν στα ’λεγα εγώ, γιατρουδάκο; με χτύπησε στην πλάτη με ειρωνικό ύφος, ...την έκανες λαχείο εδώ μέσα. Είπαμε πολλά ακόμα. Σήμερα είναι Παρασκευή. Ξεκίνησα τη μέρα μου με τούτες τις τόσο απρόσμενες αναμνήσεις. Δοξάζω τον Θεό. Περνάω θαυμάσια. Ζύμωμα, πλάσιμο, τρίψιμο με τη ζωή και τους ανθρώπους της. Αγιασμός καθημερινός σύμφωνα με το σχέδιο της αγάπης τού Πατέρα. Καθισμένος πίσω από το ξύλινο γραφείο τού ιατρείου τού Λόχου περιμένω την πρώτη επίσκεψη των ασθενών οπλιτών. Κάθε που χτυπάει η πόρτα, κάνω δυο λογάκια προσευχή και μετά λέω εμπρός. «Θεέ μου αυτός ο άνθρωπος, Θεέ μου αυτή η περίπτωση, Θεέ μου αυτή η ψυχή». Γύρω στις 10:30 μπήκε μέσα ένας Κρητικός. Κρατούσε το βιβλίο των ασθενών του λόχου. - Κάτσε μπόυ, έτσι άρχιζα, φιλικά, με όλους. Ο Διοικητής με είχε διατάξει να τους λέω οπλίτες ή φαντάρια, για να μη μου πάρουν τον αέρα. Εγώ τους έλεγα παιδιά. Μ’ άκουσε και μου ’πε πως θα πέσει καμπάνα. - Γιατρέ, έχω ημικρανίες, μου εξήγησε ο Κρητικός. «Ημικρανίες;» σκέφτηκα, «...και πού την ξέρει αυτός αυτή τη λέξη; Εγώ την έμαθα στο τρίτο έτος. Ας είναι». Σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου. Έπιασα το κεφάλι του ανάμεσα στις χούφτες μου στο ύψος της κάτω σιαγόνας. Πίεσα με τους δύο ελεύθερους αντίχειρες τα ιγμόρια. - Πονάς εδώ; Δεν πονούσε. Επιχείρησα να επικρούσω τη μετωπιαία χώρα, την κροταφική, μα και πάλι 35
Πιστεύετε στα θαύματα;
δεν πονούσε. - Με συγχωρείς, πώς εννοείς τις ημικρανίες σου; Ρώτησα με εξεταστικό ύφος. Απ’ τα συγχυσμένα λόγια του κατάλαβα πως ζούσε κάποιο μεγάλο δράμα. Τον άφησα ήσυχο με την ιατρική και πήραμε άλλο δρόμο. Κάθισα δίπλα του και άκουγα. Άκουγα και μάθαινα συγκλονισμένος. Δεν είχε φίλους. Δεν έβγαινε έξω με τη δίωρη ποτέ. Δεν έκλεινε μάτι τα βράδια. Σκαλίζοντας φτάσαμε στο μεδούλι. Είχε κατέβει να παρακαλέσει τη μητέρα του να δώσει το διαζύγιο στον πατέρα του, που εκκρεμούσε, ώστε αυτός να βγει προστάτης και να απολυθεί. Πάγωσα όταν το άκουσα. Δίνοντάς του δύο ασπιρίνες για τις ημικρανίες… ένιωσα πως δεν του προσφέρω τίποτα. Διαζύγιο, διάλυση, αϋπνίες στα 20 χρόνια. Κοιτούσα απελπισμένος το ντουλάπι με τα φάρμακα. Πώς να βοηθήσω; Έφυγε αβοήθητος, μόνος, όπως μπήκε. Έγραψα στο βιβλίο «ημικρανίες» και υπέγραψα. Παρασκευή έντεκα και τέταρτο, και ένιωθα τόσο τσακισμένος! Όταν ξαναχτύπησε η πόρτα του ιατρείου, ταράχτηκα. Η φωνή τού φαντάρου έτρεμε. Πέρασε από το μυαλό μου πως ντρεπόταν. Προσπάθησα να κάμω εύκολη τη θέση του. - Γιατρέ, φοβάμαι μήπως έχω φυματίωση, έτσι ξαφνικά και χωρίς εισαγωγή μου πέταξε. Άλλο και τούτο. Φυματίωση κιόλας. Δεν γίνεται λίγο πιο κάτω, λίγο σκόντο; - Πώς το ανακάλυψες; ρώτησα ψύχραιμος. Η ιστορία του μεγάλη, μα γρήγορα προσανατολιζόσουν. - Δυο μήνες πριν, γιατρέ, γνώρισα μια γυναίκα στην πόλη. «Με τις ευχές μου», σκέφτηκα, μα δεν τον διέκοψα. - Η κοπέλα έπαθε φυματιώδη μηνιγγίτιδα γιατρέ, 36
Ιατρός Μονάδος
συνέχισε ταραγμένος, και μπήκε στο λοιμωδών. Όταν έγινε καλά, ξανασυναντηθήκαμε. Εκεί τα έμαθα όλα… Τώρα σκέφτομαι τα παιδιά μου, γιατρέ. - Παιδιά; Αναπήδησα. - Ναι, τα παιδιά και τη γυναίκα μου. - Έχεις γυναίκα και παιδιά; Εγώ απορούσα σαστισμένος. - Ξέρεις, γιατρέ, ο μεγάλος μου βήχει, μου ’πε στο τηλέφωνο η κυρά μου ψες. Του είπα ότι ήταν απλό. Μια Μαντού θα έδειχνε, και έτσι καθησύχασε. Όμως εδώ άρχιζε το δικό μου το δράμα. - Πόσα παιδάκια έχεις; Ξαναρώτησα, και παραξενεύτηκα με τον εαυτό μου γιατί αυτή η περιέργεια. - Τρία γιατρέ, τρία. Τ’ άκουγα και ήταν σα να με χτύπαγε όλμος. Θεέ μου, συλλογίστηκα. Τι δράματα ο κόσμος. Κι εγώ όλο τέτοια θ’ ακούω. Και θα δίνω ασπιρίνες… Θεέ μου, τι βλέπεις στον κόσμο μας, ψέλλισα. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο του ιατρείου τής μονάδας, είχα κάπως ηρεμήσει. - Τρέχα γιατρέ, θα σφαχτεί…., μια φωνή ταραγμένη, λαχανιασμένη. Τρέξαμε. Πήραμε το ασθενοφόρο. Ήταν σε διπλανή μονάδα, που είχαμε την κάλυψή της. Ο οδηγός τού ασθενοφόρου το πατούσε φιλότιμα ο καημένος. Άρπαξα το σακίδιο με τις πρώτες βοήθειες. Είχα μαζί μου επιδέσμους, είχα τα σολού, τις σύριγγες, τις αμπούλες με τα ηρεμιστικά. Ένιωθα μια χαρούμενη ηρεμία στην ψυχή μου και θα πρέπει να χαμογελούσα. Γύρισα στον οδηγό. - Τι λες, θα ’χουμε και παρέα στο γυρισμό; Κούνησε τους ώμους του. - Τι λες, θα τον έχουμε με τα πόδια μπροστά; Ξαναρώτησα πειραχτικά. Μου γέλασε. 37
Πιστεύετε στα θαύματα;
Άνοιξα το βιβλιαράκι με τους Ψαλμούς. «Επί τον Θεόν βεβαίως αναπαύεται η ψυχή μου, εξ Αυτού πηγάζει η σωτηρία μου, Αυτός βεβαίως είναι πέτρα μου.» Σταμάτησα. Αυτό το «βεβαίως» είναι ντοκουμέντο. Αυτή είναι η αλήθεια. «Αναπαύεται». Θεέ μου, τι ανεκτίμητο δώρο! Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο, ένιωθα αυτή την ανάπαυση δική μου, κατάδική μου. Στη μονάδα μάς περίμενε ο Διοικητής. Μάλλον έτρεμε, αλλά είχε τον τρόπο να το κρύβει. Γιατρέ, άρχισε τα γνωστά, τα δικά του κι αυτός. Τον άφησα να λέει και προχώρησα. Φτάσαμε στο θάλαμο. Σ’ ένα ράντζο, κυκλωμένο από φαντάρους, κρατούσαν τον επικίνδυνο να μη σφάξει κανένα. Στον τοίχο πιτσιλιές από αίμα. Σπασμένα γυαλιά και μια ξιφολόγχη ματωμένη στο πάτωμα. Η μυρωδιά τού ιδρώτα και της φορεμένης αρβύλας στο θάλαμο έντονη. Μπήκα με τις πρώτες βοήθειες στη μασχάλη. Ζύγωσα το κρεβάτι. Εκεί ήταν που άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου αυτό που λέμε δόντια να τρίζουν. Σα να τρως στραγάλια με κλειστό στόμα. Ένα αγόρι με σκούρα θαμπά μαλλιά, μελαχρινός, ομορφούλης θα ’λεγα, καλοφτιαγμένος. Το δεξί του μπράτσο δεμένο με μια πετσέτα. Έκοψε τις φλέβες του, γιατρέ, με βοήθησε κάποιος. Κάθισα δίπλα του. Τον κοίταξα στα μάτια. Μούγκριζε, έτριζε τα δόντια του ξανά και ξανά… έκανε κάθε τόσο να τιναχτεί με ένα ουρλιαχτό. Πέσαν πάνω του οι λοκατζήδες και τον κόλλησαν στο ράντζο. Πλησίασα κι άλλο. Το πρόσωπό του βρώμικο με ιδρώτα και δάκρυα κολλημένα πάνω του. Έκλαιγε, πολύ έκλαιγε, με κλειστά μάτια. Άπλωσα το χέρι μου και τον χάιδεψα σαν μικρό πονεμένο αγόρι στα σγουρά μαλλιά του. Τον είδα που άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. Του χαμογέλασα. 38
Ιατρός Μονάδος
Τα ξανάκλεισε. Έστρεψε το πρόσωπό του απ’ την άλλη και άρχισε να ξανακλαίει και να τρίζει τα δόντια. - Βγείτε έξω, παρακάλεσα. - Γιατρέ, είναι επικίνδυνος, είπε ο Διοικητής. - Θα σε σφάξει, πέταξε κάποιος. - Όλοι έξω, παρακαλώ, όλοι, φώναξα. Άρχισαν να βγαίνουν. - Κρίμα που είσαι καλό παιδί, γιατρέ, είχε το κουράγιο κάποιος να πειράξει. Έφυγαν. Κάθισα πιο κοντά του. Κράτησα τα δικά του πρησμένα χέρια μες στο δικό μου. Μούγκριζε. Μετά ηρέμησε. Τα δόντια, Θεέ μου, τα δόντια που ’τριζαν, δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτόν τον ήχο. Κοίταξα για λίγο εκείνο το πρόσωπο κι ένιωσα δάκρυα να λιμνάζουν στα μάτια μου. - Αγόρι μου, ψέλλισα κοιτάζοντας πάντα εκείνο το μοχθηρό συσπασμένο βρώμικο πρόσωπο. Τι έχεις, πες μου, τι έχεις, τι νιώθεις;… Για ηρέμησε να συζητήσουμε…. Δεν άνοιγε τα μάτια του. Δεν έστρεφε να με κοιτάξει. Του ξαναμίλησα. Όμως γρήγορα κατάλαβα πως δεν μπορούσα να κρατηθώ. Τα βουρκωμένα μάτια μου ξεχείλισαν. Άρχισα να κλαίω γοερά κι εγώ πάνω στο ιδρωμένο εκείνο κορμί, που τιναζόταν. Δάγκωσα τα χείλη, έσφιξα τα μάτια, άνοιξα το στόμα με ανάσα βαριά, να μπορέσω να μη με καταλάβει. Όμως ξέσπασα… Και άρχισε το κλάμα μου να δυναμώνει και αφέθηκα. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του. Δεν το περίμενε. Σταμάτησε και κοιτούσε έκπληκτος. Ο γιατρός έκλαιγε πάνω του σα μικρό παιδί. Κατάφερα και του ξαναμίλησα. - Πες μου τι σου έκαμαν, τι σου είπαν… γιατί υποφέρεις; Άκουσα πολλά από το κουρασμένο εκείνο δράμα…. 39
Πιστεύετε στα θαύματα;
- Με πήρε τηλέφωνο γιατρέ η ίδια, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε το όνομά του. Άρχισε πάλι να κλαίει και να τινάζεται. Τον αγκάλιασα. - Αγόρι μου, του είπα, και δεν είχα, παρά να κλάψω μαζί του πάνω στο μουσκεμένο εκείνο ράντζο. - Γιατρέ, μια άδεια τους ζήτησα να πάω να καθαρίσω, να πάω να τους σφάξω και τους δύο… Τόλμησα να ρωτήσω πόσα χρόνια ήταν παντρεμένοι. - Τρία, μου είπε. Ξαναξέσπασε, γύρισε από την άλλη. - Παιδιά; ξαναρώτησα. Δεν μου απάντησε ο ίδιος, αλλά το κλάμα του είπε περισσότερα. Δεν κλαις έτσι, άμα δεν είναι και παιδιά στη μέση. Του έκανα ένα ηρεμιστικό. Και υποσχέθηκα πως θα τον έπαιρνα μαζί μου στο ΚΙΧΝΕ με την άδεια στο χέρι. Πήγε να πλυθεί. Έξω απ’ το θάλαμο οι λοκατζήδες σε παράταξη, έτοιμοι να μπουκάρουν. Άνοιξε αργά και βγήκε ο… επικίνδυνος. Όλοι παραμέρισαν. Πήγα μόνος μου στο Διοικητή. - Γιατρέ μου, σηκώθηκε όρθιος. Του γέλασα και ηρέμησε. - Πέντε, του έκανα με την παλάμη ανοιχτή. - Πέντε συν οδοιπορικά και να φύγει αμέσως. - Ό,τι πεις, γιατρέ μου… Δεν μου έκανε έκπληξη. Γυρίζαμε κατάκοποι με το ασθενοφόρο. - Είδες που στα ’λεγα; Θα ’χουμε και παρέα στο γυρισμό, πείραξα τον οδηγό. Ανάμεσά μας καθόταν ο επικίνδυνος. Άπλωσα το χέρι και τον έτριψα στην πλάτη, στο σβέρκο, στους ώμους. Το ασθενοφόρο κυλούσε μαλακά στις στροφές. Θυμήθηκα και χαμογέλασα, «…επί τον Θεόν βεβαίως αναπαύεται η ψυχή μου». Κοίταξα τον επικίνδυνο δίπλα μου. Σκληρό, πετρω40
Ιατρός Μονάδος
μένο πρόσωπο, αγριωπό, κοιτούσε μπροστά. Κι εγώ ένιωθα να αναρριγώ από χαρά. «Θεέ μου, τι μου χάρισες. Τι έχω, τι ζω, τι απολαμβάνω. Ο παράδεισος από τώρα μέσα στην ψυχή μου. Κύριε, Σ’ ευχαριστώ…», κι έσφιξα προς το μέρος μου τον επικίνδυνο.
41
Μια πολύ παράξενη συνάντηση
Μερικοί πιστεύουν πως μόνο οι άνθρωποι μιλούν. Κάποιοι βάζουν μέσα και τους παπαγάλους, και οι παπαγάλοι μιλούν. Μπορώ να σας βεβαιώσω πάνω απ’ όλα ότι οι παπαγάλοι δε μιλούν. Αυτό είναι το σίγουρο. Αλλά και για τους ανθρώπους, αν μιλούν, αν επικοινωνούν, αν συνεννοούνται μεταξύ τους, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Έτσι όπως εξελίσσονται οι μέρες μας… με τα τόσα που βλέπουμε γύρω μας, δεν ξέρω και αν θέλουν να μιλήσουν μεταξύ τους… δεν ξέρω και αν το μπορούν τώρα πια… Μπορώ να σας πω όμως ότι η πιο κάτω συνάντηση έγινε, όσο κι αν φαίνεται παράξενη ή φανταστική. Όχι μόνο έγινε, αλλά υπήρξε και επικοινωνία… και συνέχεια τέτοια, που σπάνια συναντάμε ανάμεσα στους ανθρώπους και ποτέ ίσως ανάμεσα σε δύο παπαγάλους… Κανένας δεν φανταζόταν στη γειτονιά τις εξελίξεις που θα συνέβαιναν στην παλιά, ακατοίκητη για χρόνια μονοκατοικία στο διπλανό τετράγωνο. Παρακολουθούσαμε με πιασμένη την ανάσα τις κινήσεις και η καρδιά μας σφιγγόταν. Καφετέρια, λέγαμε όλοι από μέσα μας, αλλά κανείς μας δεν τολμούσε να το ομολογήσει. Μέχρι που το μυστήριο λύθηκε. «ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΙΑ Ο ΚΡΙΝΟΣ», έλεγε η φρεσκομπογιατισμένη ταμπέλα, που έφεραν και κρέμασαν τα παλικάρια που δούλευαν εντατικά ανακαινίζοντας το σπίτι. Η καρδιά μας πήγε στη θέση της. Τώρα βέβαια πάλι αρχίσαμε τις περίεργες απορίες, «και τι σόι καθαριστήριο θα είναι αυτό… και τι τους ήρθε να το φτιάξουν εδώ… και τι θα αναπνέουμε εκεί… τα χημικά που βάζουν.. και θα πιάσει, δε θα πιάσει…» Τα ’χει αυτά η γειτονίτσα…, 42
Μια πολύ παράξενη συνάντηση
αλλά οπωσδήποτε, αφού δεν έγινε καφετέρια, ήμαστε σε πολύ καλό δρόμο. Πολύ γρήγορα και οι υπόλοιπες απορίες μας λύθηκαν. Έπεσαν οι μεσοτοιχίες, άνοιξαν οι χώροι και ήρθαν τα αυτόματα πλυντήρια και οι πρέσες. Μπήκαν οι μεγάλες σειρές για τις κρεμάστρες και στο ταβάνι και στο πάτωμα. Ήρθαν και οι πρώτοι πελάτες. Τα πρώτα παλτά και τα πρώτα κοστούμια. Πολύ γρήγορα το συνηθίσαμε και μας συνήθισε. Έγινε κομμάτι της ζωής μας. Ήταν ένα ήρεμο πρωινό, με λιακάδα και λιγοστά παιδάκια να πηγαινοέρχονται και να παίζουν στο δρόμο. Η κίνηση στον ΚΡΙΝΟ ήταν μέτρια. Οι κρεμάστρες αρκετά γεμάτες. Το μαγαζί πήγαινε καλά. Το πώς έγινε και βρέθηκαν δίπλα – δίπλα, αυτό κανείς δεν το ξέρει , ούτε ίσως θα το μάθει ποτέ. Μια γούνα πανάκριβη, αστραφτερή, και ένα παλτό σε καλή κατάσταση θα έλεγα, αλλά μάλλον μέτριο ποιοτικά, ιδιαίτερα τώρα που είχε δίπλα του μια τέτοια πανάκριβη γούνα. Η μοναξιά σμίγει τους ανθρώπους και, όπως φαίνεται, και τα πανωφόρια. Έτσι έγινε. Ίσως η γούνα δεν θα άνοιγε ποτέ πρώτη την κουβέντα - η κοινωνική τάξη βλέπετε - όμως ανταποκρίθηκε πρόθυμα, όταν το κατακόκκινο παλτό τής έπιασε κουβέντα, έστω κι ας μην ήταν της δικής της κοινωνικής στάθμης. - Απ’ τα μέρη μας είσαι, γειτόνισσα; ρώτησε απλοϊκά το παλτό και αμέσως κατάλαβε την γκάφα που είχε κάνει. Μια τέτοια γούνα, δεν μπορεί να είναι ούτε γειτόνισσα ούτε από οποιαδήποτε περιοχή. Όμως η ανάγκη για επικοινωνία έκανε τη γούνα να το αντιπαρέλθει και να μη δώσει συνέχεια. Τα ελληνικά της ήταν λίγο σπασμένα και αυτό μαρτυρούσε ότι ή είχε έρθει πρόσφατα από το εξωτερικό ή ότι πηγαινοερχό43
Πιστεύετε στα θαύματα;
ταν στο εξωτερικό συχνά – πυκνά, ενδεχόμενα και τα δύο πολύ ενδιαφέροντα. Η κουβέντα ξεκίνησε και προχωρούσε όμορφα και απλά, μέχρι που, είτε το ήθελαν είτε όχι, ήρθε η στιγμή να απαντήσουν το «πώς από δω;» Στο καθαριστήριο πηγαίνεις για κάποιο ειδικό σκοπό και όχι για περίπατο αναψυχής, βέβαια. Πρώτη μίλησε η γούνα, σα να το ’χε πιο μεγάλη ανάγκη να ανοίξει την καρδιά της, να τα πει όλα. Και το είπε με λόγια απλά, αλλά και με μεγάλο πόνο… «Η κυρία μου εμένα είναι μια γνωστή αριστοκράτισσα και πλούσια γυναίκα, που είχε τρεις σαν κι εμένα στην γκαρνταρόμπα της, αλλά εγώ ήμουν η πιο ακριβή και η πιο αγαπημένη της, νομίζω. Δεν με έπαιρνε συχνά μαζί της, όμως απ’ ό,τι ξέρω πρέπει να ήταν μια πολύ δυστυχισμένη γυναίκα. Κάτι είχα καταλάβει από μισόλογα, που είχα ακούσει από την ντουλάπα που κρεμόμουν, όμως την τελευταία φορά που με φόρεσε και βγήκε μαζί μου, τα κατάλαβα όλα. Πρώτ’ απ’ όλα δεν ήταν ο κύριος μαζί μας… πουθενά… άφαντος. Καθόταν δίπλα μας στο αυτοκίνητο ένας άλλος, άγνωστος σε μένα. Εγώ δεν τον είχα ξαναδεί. Οπωσδήποτε δεν μου άρεσε καθόλου αυτό, όμως τι λόγος μου έπεφτε εμένα; Σταμάτησε, θυμάμαι, το αυτοκίνητο έξω από ένα μεγάλο ξενοδοχείο και μπήκαμε και οι τρεις μας σε μια πολυτελέστατη σάλα. Κόσμος, γκαρσόνια, αστεία, πειράγματα, ο κύριος όμως πουθενά. Πάλι δε μου άρεσε καθόλου αυτή η ιστορία. Περίμενα με αγωνία και παρακολουθούσα… Δεν είμαι σίγουρη για το τι προηγήθηκε, όμως σε μια στιγμή την είδα να χλωμιάζει και μετά αμέσως σωριάστηκε στο πάτωμα. Ένα ολόκληρο ποτήρι άσπρο κρασί χύθηκε επάνω της και το ποτήρι έγινε θρύψαλα στο πάτωμα. Ο θόρυβος που έκανε το κεφάλι της με το πέσιμο κάτω με συ44
Μια πολύ παράξενη συνάντηση
γκλόνισε. Δεν ήξερα πόσο θόρυβο κάνει ένα κεφάλι ανθρώπου όταν πέφτει κάτω. Αμέσως σκέφτηκα ότι πρέπει να χτύπησε πολύ άσχημα και δεν άργησα να επιβεβαιωθώ. Αίματα γέμισαν το πρόσωπό της, και εμένα φυσικά. Κρασιά, αίματα… και δεν άργησε και το τρίτο. Μέσα στην κούρσα, που την έτρεξαν στο νοσοκομείο, έκανε και έναν εμετό και τρίτωσε το κακό, όπως λέμε. Και να σκεφτείς ότι ο σύζυγος αυτός μια στιγμή δεν εμφανίστηκε. Ούτε όταν έτρεξαν όλοι να τη βοηθήσουν πεσμένη στο πάτωμα, ούτε στο νοσοκομείο… άφαντος. Εκείνη μόνο είπε μια – δυο φορές σβησμένα το όνομά του κι αυτό ήταν όλο. Μετά χωρίσαμε. Εκείνη στο θάλαμο του νοσοκομείου κι εγώ στο καθαριστήριο… Αυτό είναι το «πόθεν έσχες» το δικό μου. Τραγικό μεν, αλλά αυτά έχει η ζωή…» «Εγώ τώρα τι να πω, μετά από τη δική σου ιστορία; Ούτε λιμουζίνες έχω εγώ ούτε σαλόνια, ούτε ακριβά κρασιά έχουν πέσει επάνω μου, έτσι να δω πώς είναι», είπε το παλτό κάπως μαραμένο, αλλά αποφασισμένο να συνεχίσει. «Όπως βλέπεις, είμαι ένα υφασμάτινο, κοινό παλτό. Και η ιστορία μου ανάλογη είναι. Η δική μου η κυρία, να το πω έτσι να μοιάζει λίγο ότι κι εγώ προέρχομαι από τζάκι, ξεκίνησε από το χωριό, για να δουλέψει στην πόλη βοηθός λογιστή. Ήξερε κάτι λογιστικά και έπιασε δουλειά σε ένα γραφείο. Ήμαστε αχώριστοι δεκαοχτώ χρόνια. Μια φορά αγόρασε παλτό και αυτό είμαι εγώ… καταλαβαίνεις, ήμουν ο βασιλιάς μέσα στην ντουλάπα της. Να σου πω λίγα λόγια για την κυρία μου. Όχι πως θέλω να το παινευτώ, όμως ήταν υπόδειγμα χριστιανής κοπέλας. Μόνη σε μια πόλη, από το χωριό, καταλαβαίνεις…. Όμως είναι σοβαρή και μετρημένη κοπέλα. Δε δίνει αφορμή, είναι σεμνή και αληθινή χριστιανή. Πηγαίνει στην εκκλησία κάθε εβδομάδα και 45
Πιστεύετε στα θαύματα;
μελετάει την Αγία Γραφή και ζει μια ζωή άψογη. Τώρα εγώ, ξέρεις, είμαι σε θέση να τα γνωρίζω όλα… Ακριβώς ένα τέτοιο βράδυ ήταν, σούρουπο χειμωνιάτικο, που γυρίζαμε με τα πόδια από την εκκλησία για το σπίτι. Το κρύο τσουχτερό κι εγώ να κάνω το παν για να τη ζεστάνω. Στην τελευταία στροφή πριν απ’ τη γωνία του σπιτιού αντικρίσαμε ένα κορμί πεσμένο στο δρόμο. Κοντοσταθήκαμε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Στο τέλος πλησιάσαμε. Ήταν ένα παγωμένο κοριτσίστικο κορμάκι κουλουριασμένο, χτυπημένο, που κάποιος το ’χε αφήσει δίπλα στα σκουπίδια για να πεθάνει. Όπως ήταν με τις λάσπες και τα αίματα, με έβγαλε από επάνω της και τύλιξε με μένα αυτό το κοριτσάκι. Πήγαμε μαζί και οι τρεις στο σπίτι. Την ξάπλωσε, την έπλυνε και της έφτιαξε ζεστό φαΐ. Απ’ ό,τι λίγο κατάλαβα, πρέπει να ήταν αλλοδαπή η κοπέλα. Τα ελληνικά της ήταν λίγα και σπασμένα. Μετά δεν παρακολούθησα τη συνέχεια. Εγώ ήρθα εδώ για καθάρισμα από τις λάσπες και τα αίματα. Αλλά μου κάνει εντύπωση και δε στο κρύβω, καμαρώνω και λιγάκι. Είχα ακούσει κάποτε στην εκκλησία ένα κήρυγμα για την παραβολή του «καλού Σαμαρείτη». Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ’ρχόταν στη ζωή μου η ώρα να ζήσω κι εγώ μια τέτοια συγκινητική ιστορία αγάπης. Στο δρόμο, στις λάσπες, με πληγές, ετοιμοθάνατη…. Και τώρα είναι χαρούμενη και γιατρεμένη... Δεν είναι θαύμα; Πόσο ευχαριστώ τον Θεό, που εμένα, το ασήμαντο παλτό, με αξίωσε να ζήσω μια τέτοια μοναδική εμπειρία και να συμμετέχω στη σωτηρία μιας ψυχής από βέβαιο θάνατο … Το μόνο μου πρόβλημα είναι πως το διαισθάνομαι ότι θα χωρίσουμε. Ναι, ναι, το κατάλαβα εγώ, το είδα, το διάβασα στη σκέψη της κυρίας μου. Μεθαύριο, που θα φύγει η κοπέλα από το σπίτι, θα με χαρίσει… να με πάρει μαζί της… γι’ αυτό με έστειλε και στο κα46
Μια πολύ παράξενη συνάντηση
θαριστήριο και άκουσα να λέει, «το βιάζομαι, το βιάζομαι». Το ’χει κάνει κι άλλη φορά … και να σου πω τι κάνει ακριβώς; Βάζει μια Καινή Διαθήκη στην τσέπη βαθιά, μετά κάνει ένα πακέτο το ρούχο και του το δίνει την ώρα που φεύγει, σ’ αυτόν που το έχει ανάγκη. Έτσι είχε κάνει και πριν μήνες με μια ολόμαλλη ζακέτα της. Πάει, τη χάρισε, έτσι, με την Καινή Διαθήκη στην τσέπη… Καταλαβαίνεις, δεκαοχτώ χρόνια είναι αυτά, και τώρα να χωρίσουμε…; Αλλά δε λέω τίποτα. Αν έτσι είναι τα σχέδια του Θεού, τι είμαι εγώ για να μην υπακούσω;… Άλλωστε η σωτηρία της ψυχής είναι που μετράει πάνω απ’ όλα και όχι τα δικά μας συναισθήματα. Μακάρι αυτή η κοπελίτσα ν’ ανοίξει με ενδιαφέρον την Καινή Διαθήκη και να πιστέψει στον Ιησού Χριστό που σώζει τον αμαρτωλό από το θάνατο». Σταμάτησε το παλτό να μιλάει και η σιωπή στο καθαριστήριο ήταν απέραντη. Η γούνα δίπλα του ήταν έκπληκτη και σκεπτική. Είχε καταλάβει πολλά, τα είχε καταλάβει όλα. Όμως ήξερε πως πολύ λίγα μπορούσε να κάνει η ίδια για τη σωτηρία της ψυχής της δυστυχισμένης κυρίας της. Τουλάχιστον να μπορούσε να έβρισκε τρόπο να βάλει στην τσέπη της μια Καινή Διαθήκη, ώστε να την ανακάλυπτε η κυρία της μόλις την έπαιρνε από το καθαριστήριο… Μια Καινή Διαθήκη, άρχισε να σκέφτεται, μια Καινή Διαθήκη αναζητούσε και άρχισε να δακρύζει, γιατί το ήξερε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο μόνος που μπορούσε να σώσει και να παρηγορήσει την κυρία της, που ζούσε τόση δυστυχία και μοναξιά. Μια Καινή Διαθήκη, έλεγε και ξανάλεγε η γούνα… μα ήταν τόσο δύσκολο να βρεθεί εκείνη την ώρα σε εκείνο το αφιλόξενο κρεμαστάρι μέσα στο μαγαζί.
47
Το θρανιάκι τής Μελίνας
Τη σκηνή που αντίκριζαν τώρα με τα πονεμένα ματάκια τους οι γονείς τής Μελίνας, όχι μόνο δεν θα μπορούσαν ποτέ να τη φανταστούν, αλλά και αν κάποιος τολμούσε να την περιγράψει, θα τον έδιωχναν από μπροστά τους με αποτροπιασμό και αηδία. Οποιοσδήποτε και αν ήταν αυτός…. Το δικαστήριο ήταν κατάμεστο. Τριμελές κακουργιοδικείο. Η περίπτωση; Από τις πολύ δύσκολες και σοβαρές. Βιασμός ανηλίκου. Κατηγορούμενος; Μια δυστυχισμένη ύπαρξη, τίποτε άλλο! Θύμα; Η Μελίνα, τα κοριτσάκι τους, εξίμιση στα εφτά…. Και δημοσιογράφοι … και συγγενείς… και περίεργοι. Όλοι φανερά συγκλονισμένοι και αμίλητοι. Η περίπτωση δεν ήταν μοναδική στα δικαστικά χρονικά, όμως αυτή η οικογένεια, αυτό το προσωπάκι της Μελίνας, το «φως» που είχε η ζωή, τα λόγια και οι ενέργειες αυτών των ανθρώπων, την έκαναν ακόμα πιο τραγική και πονεμένη. Υπήρχε όμως και κάποια δυσκολία στην ιδιόμορφη αυτή δίκη, που έπρεπε να ξεπεραστεί. Το θύμα, η Μελίνα, έπρεπε να δώσει κατάθεση στο δικαστήριο. Όμως πώς να το κάνει, τι να πει, τι να περιγράψει το καημενάκι για το βιασμό του; Ούτε τις λέξεις ήξερε ούτε και το μπορούσε, 6,5 χρόνων κοριτσάκι. Ήταν βέβαια παρόντες και ο δάσκαλός της από το σχολείο, που το αγαπούσε σαν παιδί του και με το ζόρι κρατούσε τα αναφιλητά του μέσα στο δικαστήριο, ήταν ο γιατρός, ο γυναικολόγος που του πήγαν το κοριτσάκι για να το εξετάσει, ένας ειδικός παιδοψυχολόγος, που είχε μιλήσει πολλές ώρες με το κοριτσάκι και το είχε 48
Το θρανιάκι τής Μελίνας
προετοιμάσει…, όσο το μπορούσε τουλάχιστον… και βέβαια οι πονεμένοι γονείς, καθισμένοι στα έδρανα μπροστά – μπροστά, ο ένας δίπλα στον άλλον για να στηρίζονται…, να το αντέξουν…, να μην καταρρεύσουν. Μπροστά τους ακριβώς στον ελεύθερο χώρο ήταν ένα θρανιάκι νηπιαγωγείου, βαμμένο κίτρινο και μπλε, με μια κουκλίτσα και έναν Σνούπυ, για να παίζει η Μελίνα. Εκεί θα καθόταν για να δώσει την κατάθεσή της… Ο δικαστής ήταν ειδικός σε τέτοιες περιπτώσεις, είχε κάνει μεταπτυχιακά στην Αγγλία και γνώριζε τις δυσκολίες από προηγούμενες εμπειρίες. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις βάζουν τα παιδάκια να ζωγραφίσουν με χρωματιστά μολύβια την τραγική εμπειρία τού βιασμού και ειδικοί αναλυτές μετά δίνουν τα στοιχεία μέσ’ από τη ζωγραφική τού παιδιού. Το πρώτο χρωματιστό μολύβι που αγγίζουν τα παιδικά χεράκια σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι … το μαύρο… Οι γραμμές είναι κοφτές και αρκετά συγκεχυμένες οι σκηνές. Μερικά παιδάκια – θύματα τελειώνουν τη… ζωγραφική τους μόνο με μαύρο μολύβι, όχι γιατί δεν έχουν άλλα χρώματα να χρησιμοποιήσουν, αλλά γιατί τώρα πια, μετά από μια τέτοια φρικτή εμπειρία… το μαύρο θα είναι το κυρίαρχο χρώμα στην τραυματισμένη τους ψυχούλα. Η δίκη είχε προχωρήσει. Είχαν τελειώσει τα τυπικά, οι διαδικασίες, είχε απαγγελθεί η κατηγορία και ήταν η σειρά τής Μελίνας. Ξανθό κοριτσάκι, με καρό φουστίτσα, ζακετούλα, θα καθόταν στο θρανιάκι, που ειδικά για την περίπτωση είχαν φέρει από το νηπιαγωγείο που πήγαινε μικρή. Είχε προηγηθεί και ο εισαγγελέας, που φανερά εξαγριωμένος και σκληρός, με τεντωμένο δάχτυλο κατακεραύνωσε τον κατηγορούμενο δεκάδες φορές, κατηγόρησε την κοινωνία 49
Πιστεύετε στα θαύματα;
μας για τις διαστροφές και την κακία των ανθρώπων, είπε με στόμφο εναντίον των σύγχρονων κοινωνικών συστημάτων, του αδηφάγου τεχνοκρατικού πολιτισμού, ξανααγρίεψε κοιτάζοντας τον κατηγορούμενο, έτρεμε ολόκληρος και φανέρωσε με τον πιο άγριο και ανελέητο τρόπο τις προθέσεις του να εξαντλήσει ό,τι περιθώρια έδινε ο νόμος εναντίον του. Σταμάτησε και κάθισε στη θέση του. Το κοριτσάκι κοιτούσε απορημένο. Δεν είχε καταλάβει σχεδόν τίποτα απ’ όσα γίνονταν γύρω του. Ούτε όταν έφτασε η ώρα τής δικής της κατάθεσης κατάλαβε τίποτα. Η ησυχία μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν απόλυτη, νεκρική. Όλοι περίεργοι, συγκλονισμένοι αλλά και σαστισμένοι παρακολουθούσαν … περίμεναν…. Ο δικαστής κατέβηκε αργά από την έδρα του και πλησίασε το κοριτσάκι. Λύγισε τα γόνατά του και έσκυψε δίπλα της. Την κοίταξε στα μάτια, της χαμογέλασε γλυκά και τη χάιδεψε στο μαγουλάκι της το χνουδωτό. Κάτι της είπε, κάτι της έδειξε, της ξαναγέλασε όσο μπορούσε πιο ζεστά και σιγά – σιγά πισωπατώντας απομακρύνθηκε. Το Μελινάκι έμενε σαστισμένο, καθόταν όλο στο θρανίο, όμως ούτε που έδωσε σημασία στην κουκλίτσα και στον Σνούπυ, αλλά κοιτούσε συνεχώς πίσω στους γονείς του, που σφιχτοπιασμένοι έκαναν αγώνα να κρατηθούν, να ξεπεράσουν και τούτη την τελευταία πράξη στο δράμα τους. Για λίγα λεπτά βασίλευε αμηχανία μέσα στην αίθουσα. Δεν κουνιόταν κανείς και τίποτα. Το κοριτσάκι είχε παγώσει. Ένιωθε τα βλέμματα όλων καρφωμένα πάνω του και ετοιμαζόταν να βάλει τα κλάματα. Μέσα στην απόλυτη ησυχία, αργά και σταθερά, ο πατέρας της Μελίνας σηκώθηκε, πλησίασε το κοριτσάκι, το πήρε στην αγκαλιά του και προχώρησε προς 50
Το θρανιάκι τής Μελίνας
τους δικαστές. Στάθηκε όρθιος μπροστά τους ήρεμος, αγέρωχος, με πρόσωπο πονεμένο, αλλά φωτεινό. «… Δεν γνωρίζω τις διαδικασίες», είπε με φωνή καθαρή, αργά και ήρεμα, «και δεν ξέρω αν αυτό που κάνω επιτρέπεται από τους κανονισμούς, πιστεύω όμως ότι θα μου επιτρέψετε να ολοκληρώσω τα λίγα που έχω να πω σε σας και στο ακροατήριο. Θα σταθώ με σεβασμό μπροστά σας και δεν θα εκμεταλλευτώ την ανοχή σας για αυτά τα λίγα λεπτά, που σας ζητάω να μιλήσω. Οπωσδήποτε η περίπτωση της Μελίνας μας είναι πολύ δύσκολη και οι πληγές στο σώμα της, αλλά κυρίως στην ψυχούλα της, είναι μεγάλες και ανθρωπίνως αγιάτρευτες. Όμως εδώ, μέσα σ’ αυτήν την αίθουσα υπάρχει ένα ακόμα μεγαλύτερο και πιο σκληρό δράμα. Είναι αυτός ο νέος απέναντί μας, που βίασε το κοριτσάκι μας. Δεν εννοώ τα χρόνια που θα ξοδέψει στη φυλακή, σύμφωνα με τις αποφάσεις του δικαστηρίου. Δεν είναι αυτό το πρόβλημά του το πραγματικό. Μπροστά μας όλοι βλέπουμε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τι είναι η αμαρτία, τι θα πει «εγκαταλείπω τον Θεό», πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος μακριά από τον Θεό. Δεν φταίει ο άψυχος πολιτισμός μας, ούτε οι ψυχρές κοινωνίες μας για το κατάντημα των ανθρώπων. Η αμαρτία μας φταίει, ο εγωισμός μας, που διέγραψε τον Θεό για να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως εμείς νομίζαμε, θέλαμε και πιστεύαμε. Να τι φτιάξαμε… να πού πηγαίνουμε. Κυρίες και κύριοι, το παιδί μας θα το γιατρέψει ο Κύριός μας, που πιστεύουμε και είναι ζωντανός μέσα στο σπίτι μας και στις καρδιές μας. Η Μελίνα αγαπάει τον Ιησού Χριστό, προσεύχεται στον Θεό… είναι σε πολύ καλά χέρια, δεν ανησυχούμε. Όμως αυτός ο άνθρωπος…; Ποιος θα σώσει την ψυχή του από τον αιώνιο θάνατο; Ποιος θα μπορέσει να του αλλάξει την 51
Πιστεύετε στα θαύματα;
ψυχή, να τον καθαρίσει, να τον μεταμορφώσει; Ούτε οι νόμοι, ούτε οι φυλακές μπορούν να το κάνουν, παρά μονάχα ο ζωντανός Ιησούς Χριστός, όταν έρθει στην καρδιά του… Εμείς θα τον επισκεπτόμαστε στη φυλακή, αν θέλει να μας δεχθεί, και θα του μιλάμε για την αγάπη του Θεού. Δεν έχουμε τίποτα μαζί του. Θα προσευχόμαστε κάθε μέρα στο σπίτι μας ο Θεός να τον ελεήσει και να του μιλήσει μέσα στην καρδιά του, για να Τον δεχθεί. Έχω κουβεντιάσει γι’ αυτό το θέμα με τη γυναίκα μου και τη Μελίνα. Σηκώθηκα έτσι δημόσια για να το πω να το ακούσουν όλοι. Τον συγχωρούμε! Ναι, τον συγχωρούμε όλοι μας, και οι τρεις μας! Και θα το δείτε μόνοι σας τώρα αμέσως…» Σταμάτησε η φωνή τού πατέρα απαλά και μια απέραντη σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Με βήμα αργό, με το κοριτσάκι του να ’χει κουρνιάσει ήσυχο στην αγκαλιά του, πλησίασε στο εδώλιο, στον κατηγορούμενο, και στάθηκε μπροστά του. Η ησυχία στο ακροατήριο ήταν απόλυτη. Εκεί, μπροστά στα μάτια των δικαστών, των αστυνομικών, των δημοσιογράφων, που παρακολουθούσαν άφωνοι και σαστισμένοι, ο πατέρας ύψωσε τα μάτια του προς τα επάνω και η φωνή του ακούστηκε καθαρή, αργή και σταθερή: «Πατέρα μου άγιε, Κύριέ μου και Θεέ μου, στέκομαι μπροστά στο θρόνο της χάρης Σου, της αγάπης Σου και του ελέους Σου και Σ’ ευχαριστώ για το δώρο της καρδιάς Σου, τον Σωτήρα μας τον Ιησού Χριστό… Πατέρα, αυτή τη στιγμή, την τόσο θλιβερή και πονεμένη για όλους μας, προσεύχομαι για τούτο τον άνθρωπο τον δυστυχή, για την ψυχή αυτή την υποδουλωμένη στην αμαρτία και στο θάνατο. Κύριέ μας, κάνε έλεος στην καρδιά του, άνοιξέ του τα μάτια, να Σε γνωρίσει και να λυτρωθεί από το δράμα της αμαρτίας που ζει. Κύριέ μου, Σου ζητάμε μέσα από την καρδιά μας να 52
Το θρανιάκι τής Μελίνας
τον συγχωρήσεις, όπως και εμείς τον συγχωρήσαμε με τη δύναμη που μας έδωσες Εσύ, να τον πλύνει το άγιο αίμα του Ιησού μας Χριστού και να τον κάνει ένα δικό Σου πραγματικό παιδί, με αιώνια ζωή μέσα του. Και όποια άλλη ψυχή είναι εδώ μέσα που Σε ζητάει, που Σε έχει ανάγκη, Εσύ να κάνεις έλεος στη ζωή της για να δεχθεί τη σωτηρία του Ιησού Χριστού και να ζήσει αιώνια… Πολύ Σε παρακαλώ να θεραπεύσεις τελείως την ψυχούλα της Μελίνας μας, να τη γεμίσεις με αγάπη δική Σου πραγματική και να σκουπίσεις τα δάκρυα του σπιτιού μας, όπως Εσύ μόνο ξέρεις να γιατρεύεις τις πληγές. Όλα αυτά Σου τα ζητούμε, Θεέ μας, στο όνομα του Ιησού Χριστού και για τη δική Σου δόξα… Αμήν». Στο μεταξύ ολόκληρο το δικαστήριο είχε σηκωθεί όρθιο. Οι δικαστές κοιτούσαν το ανεξήγητο, το μοναδικό, σε στάση προσοχής, όπως όταν περνά από μπροστά σου η σημαία, ας πούμε…. ή όπως όταν έχεις μπροστά σου ένα μνημείο… Δε μιλάς, δε λες τίποτα… μόνον ακούς… Αφήνεις αυτό να σου μιλήσει… το μνημείο, το θαύμα, το θαύμα του Θεού. Γιατί εκείνη τη στιγμή μπροστά στους δικαστές δεν ήταν η Μελίνα, το κοριτσάκι με τον μπαμπά του και τη μαμά του, αλλά ένα ζωντανό, πραγματικό θαύμα της αγάπης του Θεού.
53
Η Πέμπτη Κλινική 31/8/……
Αγαπημένοι μου γονείς, Πάνε δύο μήνες που έχω φύγει από κοντά σας. Είναι η πρώτη φορά που σας γράφω από τότε. Τα όσα θα διαβάσετε πιο κάτω στο γράμμα μου ίσως σας φανούν περίεργα, μερικά μπορεί να μην τα καταλάβετε, όμως έχω ανάγκη να σας τα πω, να σας ανοίξω την καρδιά μου. Το πώς και το γιατί έφυγα από κοντά σας μάλλον το ξέρετε και το θυμάστε αρκετά καλά. Θυμάστε που σας έλεγα για το γύψο, πως νιώθω να είμαι φυλακισμένος κοντά σας, μέσα σε γύψο πετρωμένος. Έκανα κι εγώ την επανάστασή μου, όπως λένε οι νέοι σήμερα, κλώτσησα, έσπασα το γύψο μου. Ήθελα να φύγω μακριά σας … και τα κατάφερα. Προσπάθησα να ξεχάσω, να μην έχω ούτε αναμνήσεις από εσάς. Λυσσασμένα προσπάθησα να μη σας θυμάμαι. Νομίζω πως τα κατάφερα κάπως. Ήσαστε ο γύψος μου, έτσι σας έβλεπα και μ’ ενοχλούσε ακόμα και η πιο αμυδρή ανάμνηση από εσάς. Όλα εκείνα τα αποπνιχτικά της αγάπης σας «κοιμήθηκες;… ντύθηκες;… έφαγες;… πού πας;…. τι ώρα θα γυρίσεις;…» Τώρα πια χωρίς τους «δεσμοφύλακές μου», εσάς, «το σκουπιδαριό» όπως σας έλεγα στους φίλους μου…. Ήθελα να λυτρωθώ από σας, να είμαι ο εαυτός μου… να μην έχω παρελθόν, μονάχα παρόν και μέλλον. Δικό μου παρόν και δικό μου μέλλον, όχι με σας, όχι τα δικά σας. Τώρα γιατί σας τα γράφω όλ’ αυτά; Ξέρω πού πάει το μυαλό σας, όμως όχι, δεν ξέμεινα από λεφτά. Μια χαρά είμαι. Μάλλον συνεχίστε με λίγη υπομονή την 54
Η Πέμπτη Κλινική
ανάγνωση και θα τα μάθετε όλα. Τρεις μέρες αφότου χωρίσαμε έφτασα στη Γερμανία. Δεν το ξέρατε αυτό. Πριν φύγω, κατάφερα να βγάλω άδεια εργασίας για νοσοκόμος σε νοσοκομείο της Γερμανίας. Κανείς δεν ξέρει εδώ ότι είμαι γιατρός. Τους ξεγέλασα με το χαρτί της Ιατρικής, έτρεξα στην Εφορία, στο Δημαρχείο για άδεια παραμονής, κατάφερα να έχω μειωμένους φόρους σαν αλλοδαπός φοιτητής που εργάζεται. Την πρώτη μέρα που άρχισα δουλειά στο νοσοκομείο μια χαμογελαστή προϊσταμένη με δέχτηκε, μου έδειξε το δωμάτιο που θα μένω. Χρειάστηκε να της πω τρεις φορές καλημέρα για να καταλάβει τι έλεγα. Είναι καλή μαζί μου, για Γερμανίδα μάλλον πολύ καλή. Τελικά όταν κατάλαβε το καλημέρα που της έλεγα με διόρθωσε, «καλησπέρα» μου είπε, γιατί είχε περάσει το μεσημέρι. Όπως καταλαβαίνετε, είχα και το πρόβλημα της γλώσσας μαζί με όλα τα άλλα. Οι δουλειές που κάνω δεν είναι βαριές, όμως πρέπει να σας τις περιγράψω, γιατί αλλιώς δε θα καταλάβετε το γράμμα μου. Η πρώτη μου δουλειά, αφού τακτοποιήθηκα και ντύθηκα με την ποδιά που μου πρόσφεραν, ήταν να πάω να βάλω την πάπια σε μια γριούλα χειρουργημένη. Μου φαίνεται πως είναι αδύνατον για σας να με φανταστείτε να κάνω τέτοιες δουλειές. Και όμως, εδώ λένε πως τα καταφέρνω θαυμάσια. Μόλις τελείωσα, με περίμενε η προϊσταμένη στην πόρτα του θαλάμου με ένα κλύσμα στο χέρι. Στο 432, μου είπε, χαμογέλασε και έφυγε. Έμεινα για λίγο να κοιτάζω το χέρι μου με τα γάντια, τη χρησιμοποιημένη πάπια, το κλύσμα…. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου. «Γι’ αυτό το πράγμα ήρθα εδώ;» ρωτήθηκα, αλλά δεν έδωσα απάντηση, ούτε να το σκεφτώ προλάβαινα. Περνάνε οι Γερμανοί δίπλα μου, με αγριοκοιτάζουν που αργώ, με συνεφέρνουν και ξεκινάω για τον επόμενο. 55
Πιστεύετε στα θαύματα;
Δουλεύω δύο βάρδιες την ημέρα. Το Σαββατοκύριακο πάλι δούλευα. Τι άλλο να κάνω; Ο καιρός εδώ είναι γερμανικός, τα φαγητά γερμανικά, οι δρόμοι άδειοι, έρημοι, γερμανικοί… Μέσα στο δωμάτιο η μοναξιά είναι αβάσταχτη. Μόνη μου διέξοδος η δουλειά. Από φαγητό πρόβλημα άμεσο δεν αντιμετωπίζω. Αν και είναι ακριβά να αγοράζω απ’ έξω να τρώω, όλο και κάποιος άρρωστος θα φύγει, κάποιος άλλος θα πεθάνει και εγώ τρώω το φαγητό του. Προχτές, όταν μοιράσαμε τους δίσκους, είδα πως δεν περίσσευε κανένας. Δεν έχει φαγητό σήμερα, σκέφτηκα και ξεροκατάπια. Τα καταφέρνω και χωρίς. Εκείνη την ώρα είδα δυο γιατρούς να τρέχουν σ’ ένα θάλαμο με την προϊσταμένη με τον καρδιογράφο από πίσω τους. Αυτόματα σκέφτηκα πως αν πεθάνει κάποιος εκεί, θα πάω να πάρω το δίσκο του. Συλλογίζομαι πού έφτασα και δεν το πιστεύω… Τελικά ήταν μια γιαγιούλα, που παρουσίασε άπνοια και … ταξίδεψε… Πήρα ήσυχα το δίσκο της και όμορφα – όμορφα πήγα στην τραπεζαρία και τον έφαγα. «Το φαγητό της πεθαμένης τρως», άκουσα δίπλα μου κάποιον και γύρισα, όμως δεν ήταν κανείς. Μάλλον η φωνή ερχόταν από μέσα μου. Σταμάτησα για λίγο, έκανα να σπρώξω το δίσκο στην άκρη , αλλά μετά συνήλθα. Πώς θα ’μενα νηστικός όλη νύχτα; Άλλαξα σκέψεις… και συνέχισα το φαγητό της πεθαμένης. Πολλές φορές γίνεται το άλλο. Κάποιος άρρωστος που περιποιήθηκα μου βάζει δύο μάρκα στην τσέπη… κάποιος συγγενής του με βρίσκει στο διάδρομο και μου δίνει πέντε μάρκα, με ένα δυσδιάκριτο γερμανικό χαμόγελο. Κι εγώ τα παίρνω, γιατί είναι το βραδινό μου φαγητό, τι να κάνω; Στη δουλειά μου δεν υπάρχει ώρα φαγητού ούτε ώρα ανάπαυσης. Τρώω όσο δε με ζητάει κάποιος… 56
Η Πέμπτη Κλινική
ακόμα και από την τουαλέτα με έχουν βγάλει για δουλειά. Είμαι ο νεότερος εδώ, είμαι και ξένος, πώς να πω κουβέντα; Εκείνο που κυριολεκτικά με δυσκολεύει κάπως, είναι όταν πρέπει να μεταφέρω κάποιον στην «Πέμπτη Κλινική», χτυπάει το κουδούνι και πρέπει να εμφανιστώ αμέσως να κατεβάσω κάποιον στο νεκροτομείο. Αυτή είναι η Πέμπτη Κλινική. Έχει πρώτα ένα δωμάτιο μεγάλο με ράφια. Εκεί είναι ο νεκροθάλαμος και μετά είναι το νεκροτομείο με τα μαρμάρινα τραπέζια για τις νεκροτομές. Μεταξύ μας όταν λέμε «Πέμπτη Κλινική», όλοι ξέρουμε ποιο ακριβώς είναι το δρομολόγιο. Προχτές έτρωγα ένα παγωτό. Ξαφνικά με κάλεσαν από το μεγάφωνο του ορόφου. Έπρεπε να μεταφέρω ένα γεράκο στην «Πέμπτη Κλινική». Φυσικά άφησα το παγωτό και πήγα. Αυτό το δρομολόγιο δε γίνεται τρώγοντας παγωτό. Μόλις πήγα μέσα στο θάλαμο για να τον πάρω, τον θυμήθηκα. Μια ώρα πριν, του έκανα αναρρόφηση τα σάλια του. Βαρύ εγκεφαλικό και μετά κώμα. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Δυο φορές πήγε να πεθάνει στα χέρια μου, μα ξαναανέπνευσε πάνω που έλεγα στην προϊσταμένη καπούτ. Μόνος, παρατημένος, κανένας δεν ήρθε να τον δει, να ρωτήσει γι’ αυτόν. Τον κατέβασα στο νεκροθάλαμο, τον έβαλα στο ράφι του. Όμως αυτή η φορά δεν έμοιαζε με τις προηγούμενες. Δεν κοίταξα να φύγω από το υπόγειο με τους πεθαμένους. Όλα όσα σας έγραψα πριν, δεν τα αντιμετώπισα με ίχνος στενοχώριας ή πίκρας. Ίσα – ίσα η χαρά μου δεν περιγράφεται για όλ’ αυτά, τις ταπεινώσεις, τη σκληρή και βρώμικη δουλειά, τους αγέλαστους Γερμανούς, το φαγητό από τους πεθαμένους… Χαρά, ναι, μεγάλη χαρά και ικανοποίηση, γιατί βλέπω το δέντρο σιγά – σιγά να πέφτει. Ξέρω πολύ καλά τι 57
Πιστεύετε στα θαύματα;
μ’ έφερε εδώ και ποιο είναι το πραγματικό μου πρόβλημα. Ο εγωισμός μου είναι, η αγάπη και η πίστη μου στον εαυτό μου. Κι ακόμα το ξέρω πως πρέπει να φύγει αυτό από τη μέση, να πέσει κάτω σαν πριονισμένο δέντρο, να γονατίσει. Δεν ήσαστε εσείς ούτε ο γύψος, ούτε ο δεσμοφύλακας για μένα. Ο βασανιστής μου, ο εαυτός μου ήταν και είναι ακόμα μέσα μου. Όμως η χαρά μου που πριονίζεται στη ρίζα και πέφτει σιγά – σιγά, δεν περιγράφεται. Όλα αυτά, το κλύσμα, η πάπια… ο δίσκος της πεθαμένης, όλα αυτά με πλήγωναν, με ταπείνωναν, με σκότωναν κάθε μέρα και το ξέρω πολύ καλά πως πρέπει να πεθάνω για να ζήσω, αν θέλω να ζήσω μια καινούργια ζωή. Το άκουγα πολύ συχνά αυτό, το είχε κάθε τόσο ο μπαμπάς στα κηρύγματά του στην εκκλησία. Προχτές με το γεράκο με το εγκεφαλικό, που σας έλεγα, τον πήγα στο ράφι του και μετά έμεινα να κοιτάζω γύρω, όπως δεν είχα κοιτάξει ποτέ αυτό το μέρος. Άψυχα κορμιά γύρω μου, χλωμά, πανιασμένα, ακίνητα, με κείνη τη μυρωδιά που αναδίδει ο νεκροθάλαμος. Χαμογέλασα. Δεν είχα ανάγκη να ακούσω ένα ακόμα κήρυγμα ούτε να ανοίξω τότε την Καινή Διαθήκη. Απλά σήκωσα τα μάτια μου για πρώτη φορά και χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη και αναγνώριση στον Κύριο. Τον ένιωθα ήδη από κείνη τη στιγμή εκεί μέσα, στον παγωμένο νεκροθάλαμο, Κύριό μου και Θεό μου. Του χαμογέλασα, Τον καλοδέχτηκα στη ζωή μου, δεν είπαμε πολλά λόγια, μάλλον κοιταχτήκαμε στα μάτια μόνο κι αυτό τα ’λεγε όλα. Άφηνε κυριολεκτικά να με σκάβει η ταπείνωση όλον αυτόν τον καιρό. Καθαρίζω συρίγγια, αλλάζω πάπιες, κυνηγάω το περίσσευμα του φαγητού κι όλα αυτά εγώ, ο γιατρός, που δε σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Σας τα λέω για να χαρείτε. Το δέντρο έπεσε, ο εγωισμός γονάτισε. Εκεί μέσα, 58
Η Πέμπτη Κλινική
στο νεκροθάλαμο, ανάμεσα στα ράφια με τα ξυλιασμένα κορμιά, έσπρωξα το φορείο για να με κρύψει να μη φαίνομαι και γονάτισα στο πάτωμα. Του είπα ευχαριστώ για τις ταπεινώσεις, το κατάλαβε ότι Τον ευγνωμονώ γιατί επέτρεψε να γίνω λιώμα, οδοστρωτήρας πέρασε από πάνω μου η μοναξιά, οι διπλές βάρδιες, η Πέμπτη Κλινική… και μετά Τον κάλεσα να γίνει ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Χωρίς πολλά λόγια, αλλά με πολλή καρδιά, αλήθεια και γνησιότητα. Δεν έχω να σας γράψω τίποτα άλλο απ’ αυτά. Τώρα νιώθω παιδί Θεού, ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μου με πήρε από την «Πέμπτη Κλινική» με χαρά. Περνάω από τη γωνίτσα που στάθηκα μπροστά στον Κύριο και Τον κάλεσα στη ζωή μου και χαμογελάω με πίστη σ’ Αυτόν. Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, που με βρήκες ανάμεσα στους πεθαμένους και μου ’δωσες ζωή, αυτές τις κουβέντες Του λέω και φεύγω πάλι για τους θαλάμους, επάνω. Ίσως έχω λίγες μέρες άδεια τα Χριστούγεννα, να έρθω να σας δω. Δεν είναι όμως σίγουρο. Δύο γιατροί, που είδα χθες, μου έδωσαν τα κλειδιά του γραφείου τους να πηγαίνω να διαβάζω εκεί τα βράδια. Τώρα, όλοι το ξέρουν λίγο ή πολύ ότι έχω πτυχίο Ιατρικής. Κάποιος μου έδωσε την εντύπωση ότι θα φροντίσει μήπως βρεθεί τρόπος να αρχίσω ειδικότητα εδώ, στο νοσοκομείο αυτό. Κι εγώ το προτιμώ, αφού κι εγώ από εδώ αισθάνομαι πως ξεκίνησαν όλα μέσα μου. Εδώ άρχισε να πέφτει το δέντρο, κομμένο απ’ τη ρίζα, εδώ άρχισα να ζω και μάλιστα στην Πέμπτη Κλινική, περιτριγυρισμένος από πεθαμένους… Έτσι το θέλησε ο Κύριος και Τον ευγνωμονώ. Σας φιλώ γεμάτος χαρά και αγάπη όλους….
59
H κ. Ζερμέν μετακόμισε
Συνήθως, όταν πρόκειται να νοικιάσει κανείς ένα σπίτι, προσέχει στους τοίχους την υγρασία, τα παράθυρα να κλείνουν καλά, το θόρυβο του σπιτιού, τις βρύσες να μη στάζουν. Μερικοί κοιτάζουν και τους λογαριασμούς να μην έχουν μείνει απλήρωτοι. Κανένας όμως δεν ασχολείται με το ποιος έμενε πριν, τι δουλειά έκανε, τι ήταν… Ούτε κι εμείς κοιτάξαμε κάτι τέτοιο. Από τη στιγμή που είδαμε πως μας βόλεψε το σπιτάκι, το παζαρέψαμε λιγάκι στον ιδιοκτήτη, κάπου τα βρήκαμε και το κλείσαμε. Όταν αλλάξαμε και τους αφαλούς από τις κλειδαριές, δεν είχαμε τίποτα να μας απασχολεί. Έτσι νομίσαμε τουλάχιστον. Θα ’χαμε δε θα ’χαμε τακτοποιήσει τα έπιπλα στα δωμάτια, έτσι χοντρά-χοντρά, όταν έφτασαν οι πρώτες επισκέψεις. Χτύπησε το κουδούνι και κοιταχτήκαμε με τη γυναίκα μου απορημένοι. Μα… δεν ήξερε σχεδόν κανένας από τους δικούς μας ακόμα τη νέα μας διεύθυνση. Πότε πρόλαβαν να μας έρθουν κιόλας οι πρώτοι επισκέπτες…; Σκέφτηκα πως κάποιος υπάλληλος του Δήμου ήθελε να μας δώσει το «στίγμα» του για μελλοντικά πουρμπουάρ. Πήγα και άνοιξα. Στην εξώπορτα μια πολύ περιποιημένη κυρία, γύρω στα 45-50. Μου χαμογέλασε απλά και ξεκίνησε να μπει. -Ποιον ζητάτε, παρακαλώ; ρώτησα κάπως παράξενα. Η γυναίκα σάστισε, δεν περίμενε την ερώτηση. -Μα, την κυρία Ζερμέν, μου χαμογέλασε πάλι, σαν συνήλθε. Η δικιά μου παγωμένη στάση συνέχιζε. -Δεν έχουμε εδώ καμία κυρία Ζερμέν, λάθος κάνετε. Είμαστε φρέσκοι νοικάρηδες μόλις δύο ημερών. Η γυναίκα πισωπάτησε, ζήτησε συγνώμη κι έφυγε. 60
H κ. Ζερμέν μετακόμισε
Η ιστορία όμως δεν έκλεισε εδώ. Τι λέω, μόλις που άρχιζε. Το κουδούνι μας ξαναχτύπησε πολλές φορές από τότε και το όνομα τής κυρίας Ζερμέν το ακούσαμε να μας το ζητούν ξανά και ξανά. Ομολογώ πως μου κίνησε την περιέργεια. Κάποια στοιχεία άρχισαν να καταγράφονται στο μυαλό μου. Στην αρχή ακατάστατα, μα σύντομα τα ’βλεπα να ταξινομούνται. Το κουδούνι μας το χτυπούσαν μόνο γυναίκες. Πάντα περιποιημένες και σοβαρές. Κάθε ηλικίας, και κοπέλες και μεσόκοπες. Κάπου-κάπου έβλεπες καμιά να σέρνει και το πιτσιρίκι της από κοντά. Έπειτα ήταν και οι ερωτήσεις τους για την κ. Ζερμέν… «Μα πώς, δεν είναι εδώ; Αφού είχαμε ραντεβού…, μήπως ξέρετε πού δέχεται τώρα; Και τι θα κάνουμε τώρα;» Άρχισα να προσανατολίζομαι μέσα σε όλα αυτά τα στοιχεία. Κατάλαβα πως η κ. Ζερμέν ήταν η προηγούμενη νοικάρισσα και πως όλες αυτές ήταν πελάτισσές της, που έχασαν ξαφνικά τα ίχνη της και έμειναν ξεκρέμαστες. Παρά πέρα δε μπορούσε να πάει το μυαλό μου. Άρχισα λιγάκι να σκαλίζω την υπόθεση. Είχα πολλά κενά στην ιστορία αυτή και πήρα την απόφαση ν’ ασχοληθώ κάπως συστηματικά. Άλλωστε υλικό υπήρχε μπόλικο, αφού το κουδούνι μας χτυπούσε για την κυρία Ζερμέν πρωί-απόγευμα. Είχαμε τακτοποιηθεί αρκετά. Μπορούσαμε να δεχτούμε κόσμο. Συμφωνήσαμε στο σπίτι και περιμέναμε το κουδούνι, που δεν άργησε να χτυπήσει. Έτρεξα και άνοιξα πρόσχαρος. -Η κυρία Ζερμέν, παρακαλώ; με ρώτησε μια κυρία γύρω στα 50-55, καλοντυμένη και αρωματισμένη. -Περάστε, περάστε, απάντησα και μπήκαμε μέσα. Κοιτούσε παράξενα γύρω της, αλλά ευχάριστα. Μάλλον ένιωθε σα σε αίθουσα αναμονής, που σε λίγο θα άνοιγε κάποια πόρτα να την υποδεχτεί. Αυτή την πόρτα έψαχνε με το κάπως ανήσυχο βλέμμα της και δεν 61
Πιστεύετε στα θαύματα;
κατάφερε να τη βρει. Την άφησα να ηρεμήσει. Ήθελα να αρχίσει μόνη τη συζήτηση, πηγαία, χωρίς φόβο, όπως γίνεται στην αίθουσα αναμονής. -Είσθε ο σύζυγος; μου χαμογέλασε απλά. Προσπάθησα και ξεγλίστρησα απ’ την ερώτηση. -Δεν ξέρω εσείς τι γνώμη έχετε για την κ. Ζερμέν, όμως είναι καταπληκτική, άρχισε αυθόρμητα η κυρία. Θεέ μου, πώς τρέμω όταν με κοιτάζει μες στα μάτια… Αλλά όπως και να ’ναι πέφτει διάνα… Τις προάλλες μού έλεγε μια φίλη μου πως είχε ένα πρόβλημα με το δεσμό της. Ε, λοιπόν, ήρθε στην κ. Ζερμέν, κι εκείνη τα είδε όλα. Όλα, παιδί μου. Της είπε τέτοιες λεπτομέρειες, που η φίλη μου έφριξε. Πήγε σπίτι, του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι τού μπερμπάντη και τέρμα… Άχνα δεν έβγαλε ο τύπος. Και μια άλλη φίλη μου είχε ένα δεσμό οκτώ χρόνια… για σκεφτείτε, οχτώ χρόνια. Έρχεται μια μέρα στην κ. Ζερμέν και τα βάζουν κάτω. Τα είδαν όλα στο γυαλί, της τα ’πε… Τίποτα η φίλη μου, πού να καταλάβει; Της τα βλέπει και στον καφέ, πάλι τα ίδια εκείνη, της κοιτάει τις γραμμές στην παλάμη, στο μέτωπο… Τον αγαπώ, εκείνη… Ασ’ τον, της λέει, ασ’ τον και φύγε, σε κοροϊδεύει, θα σε χτικιάσει… Τίποτα η φίλη μου, οχτώ χρόνια, έτσι τον αφήνεις; Τώρα είναι στον Άγιο Σάββα, ίδιο λείψανο… όπως της το ’πε ακριβώς. Χτίκιασε, όπως της τα ’πε… Α, η κυρία Ζερμέν, άγγελος, σταλμένος από τον Θεό, όλα τα βλέπει, όλα τα λέει. Γι’ αυτό ήρθα κι εγώ εδώ. Έχω κι εγώ το Γολγοθά μου, να δούμε τι θα γίνει, τι θα μου πει… Εδώ ένιωσα το χτύπημα. Ήταν η ώρα μου να μιλήσω. Χαμογέλασα, άλλαξα λίγο θέση στον καναπέ και της μίλησα απλά. -Κυρία μου, είπατε κάτι μόλις τώρα, που με παραξένεψε. Είπατε άγγελος, που τον έστειλε ο Θεός. Για να το λέτε αυτό, σημαίνει πως πιστεύετε στους αγγέλους, και ακόμα πιστεύετε στον Θεό, με τον τρόπο σας ίσως, 62
H κ. Ζερμέν μετακόμισε
αλλά πιστεύετε. -Α, ναι, και βέβαια, είπε η κυρία ενθουσιασμένη και καθόλου ενοχλημένη. Πιστεύω και μάλιστα πολύ. Ξέρετε πού ήμουν προχθές; Στην Παναγία Σουμελά, πηγαίνω δυο φορές το χρόνο. Α, είναι τόσο όμορφα εκεί… το προσκύνημα, το οδοιπορικό, η τελετή, το σούρουπο στο λόφο… Και ξέρετε πόσα χιλιόμετρα πάμε με τα πόδια…; Ξερόβηξα. -Ναι ξέρω, ξέρω, είπα, όμως, κυρία μου, δεν εννοούσα αυτό. Ξέρετε, ο ζωντανός Θεός, η αγάπη Του, το δώρο της αγάπης Του, ο αναστημένος Ιησούς Χριστός, που μας Τον χάρισε για να ζήσουμε δι’ Αυτού, όλα αυτά είναι πραγματικά αληθινά δώρα, που μας χαρίζουν μια λυτρωμένη ζωή από το δράμα της αμαρτίας και του θανάτου. Στο σημείο αυτό ένιωσα πως κάπου χανόταν η επικοινωνία μας. Την είδα κάπως να ανησυχεί. Κοιτούσε την πόρτα, απ’ όπου περίμενε την κ. Ζερμέν να βγει να την καλέσει. Μετά κοίταξε το ρολόι της. Έπρεπε να της πω την αλήθεια, δεν έπαιρνε άλλο. -Θα ήθελα πολύ να με συγχωρήσετε. Παρακαλώ πολύ μην με παρεξηγήσετε, άλλωστε είπαμε τόσα πολλά οι δυο μας, συνδεθήκαμε αληθινά. Ακούστε, κυρία μου, η κ. Ζερμέν έφυγε, μετακόμισε, χάσαμε τα ίχνη της… εμείς είμαστε καινούργιοι. Μας χτυπάνε την πόρτα, μας ζητάνε επίμονα την κ. Ζερμέν και θέλαμε να μάθουμε τι γυρεύει τόσος κόσμος απ’ την κ. Ζερμέν. -Έφυγε; ψέλλισε και κατέρρευσε η καημένη. Έφυγε; μου ξανά ’πε σχεδόν χλωμή, σα να μην το πίστευε. Ω, Θεέ μου, έχω ένα τρομερό πρόβλημα, καίγομαι, κύριέ μου, καίγομαι… Το σπίτι μου ολόκληρο έχει πάρει φωτιά, ποιος θα με βοηθήσει;… Κοιτούσε απελπισμένα γύρω της, και το βλέμμα της ήταν τόσο ικετευτικό. -Αυτή, κύριέ μου, αυτή θα μας διαλύσει το σπίτι. Η γραμματέας του… το ’χα υποψιαστεί από καιρό… Α, 63
Πιστεύετε στα θαύματα;
δεν ξέρετε το δράμα μας, τον πόνο μου… Και παίζουν τόσο όμορφα το παιχνίδι τους… κι έχω και παιδιά, μεγάλα, βλέπουν, καταλαβαίνουν, ρωτούν. Με βλέπουν να λιώνω στο κλάμα όλη μέρα, ποιος θα με βοηθήσει, κύριέ μου; Ποιος; Ξέσπασε σε λυγμούς, έπεσε βαριά στην πολυθρόνα κι έκρυψε το πρόσωπό της στα δυο χέρια της. Της μίλησα σιγανά και γλυκά. -Κυρία μου, είχα καταλάβει το δράμα και το δικό σας και των άλλων, που έρχονταν καθημερινά και ζητούσαν την κ. Ζερμέν. Γι’ αυτό σας άνοιξα, γι’ αυτό δέχτηκα. Αν το θέλετε πραγματικά, μπορώ να σας βοηθήσω… -Μα ναι, μα ναι, ξεφώνισε, εσείς πρέπει να είσθε ο αντικαταστάτης τής κ. Ζερμέν, μα ναι, έπρεπε να το καταλάβω. Λοιπόν, κύριέ μου, αρχίζουμε… -Όχι, αγαπητή κυρία, δεν καταλάβατε τίποτα και δεν αρχίζουμε έτσι. Καθίστε όμορφα στη θέση σας. Αρχίζουμε αλλιώς, με προσευχή. Έσκυψα το κεφάλι μπροστά στα έκπληκτα μάτια της και άρχισα αργά: - Πατέρα μας Ουράνιε, ταπεινωμένοι και συντριμμένοι από το βάρος της αγάπης Σου Σε πλησιάζουμε για να Σ’ ευχαριστήσουμε, γιατί έχεις κάνει το παν για μας. Μας χάρισες τον Χριστό, τη ζωή την αιώνια. Σ’ ευχαριστούμε γιατί ο Χριστός είναι η χαρά μας, η λύτρωσή μας από το δράμα της αμαρτίας. Είναι η ειρήνη της ψυχής μας. Κύριέ μας, Εσύ βλέπεις και ξέρεις καλύτερα τον πόνο και την αγωνία αυτής της γυναίκας. Άνοιξέ της τα μάτια να δει, να καταλάβει πως Εσύ είσαι η αγάπη, Εσύ είσαι η δύναμη που λυτρώνει, Εσύ είσαι η χαρά , το καταφύγιο τής ταλαιπωρημένης ψυχής. Η κ. Ζερμέν έκανε ό, τι μπορούσε. Είπε και λέει αυτά που ξέρει. Όμως το θαύμα τής λύτρωσης από την αμαρτία και τον θάνατο, μόνο Εσύ μπορείς να το κάνεις. Κύριε, όπως το αποκάλυψες σε μας, στο σπίτι 64
H κ. Ζερμέν μετακόμισε
μας, και το ζούμε και το απολαμβάνουμε, έτσι να το φανερώσεις και στην αγαπητή μας, που Εσύ μας έφερες, ώστε να το απολαύσει κι εκείνη… Το πρόβλημά της, το θέμα της, την ψυχή της ολόκληρη στα χέρια Σου… Νομίζω πως δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε τη διήγηση. Πληροφοριακά μόνο σας λέω πως όταν τελείωσε αυτή η προσευχή, δεν άργησε να ακουστεί και δεύτερη και τρίτη, η οποία μάλιστα ήταν πνιγμένη στους λυγμούς και τα δάκρυα της μετάνοιας. Το επόμενο απόγευμα κι άλλη μια παλιά πελάτισσα της κ. Ζερμέν ήρθε να την συμβουλευτεί για τα προβλήματά της και συνάντησε τον Ιησού Χριστού ζωντανό να την περιμένει. Μαζί της είχε και τη νύφη της και την κουνιάδα του αδελφού της. Τρεις γυναίκες, τρία δράματα. Αυτές ήταν οι τρεις πρώτες ψυχές της συμμελέτης, που άρχισε στο σπίτι εκείνο. Η προηγούμενη κυρία ξανάρθε κι έφερε μαζί της και τη συννυφάδα της. Έγιναν πέντε. Μετά ήρθαν και οι σύζυγοι και τα παιδιά, και οι συγγενείς. Γρήγορα βρήκαμε μια παλιά μονοκατοικία, που νοικιαζόταν. Τη νοικιάσαμε και αρχίσαμε τις συναθροίσεις μας τακτικά. Άμα βάλει κανείς αυτί, ακούει κάπου-κάπου το όνομα της κ. Ζερμέν. Είναι οι παλιές της πελάτισσες, που προσεύχονται στον ζωντανό Θεό να την ελεήσει, να της ανοίξει τα μάτια, να πάψει να υπηρετεί με την ψυχή της το διάβολο.
65
Εξάρτηση και υποκρισία - ίσως το πιο επικίνδυνο δίδυμο-
Δε συνηθίζω να ακούω ραδιόφωνο, αλλά και όταν ακούω, η επιλογή που κάνω είναι αυστηρή. Εκείνο το απόγευμα όμως όλα έγιναν τόσο διαφορετικά, τόσο μηχανικά, τόσο μόνα τους. Όπως τον παλιό, καλό καιρό – για μερικούς – που τα ραδιόφωνα είχαν βελόνα και φωτεινό καντράν και παίζαμε μετακινώντας την πάνω στα νούμερα, στα ψιλά γραμματάκια, όλα λουσμένα σε κείνο το τόσο γλυκό πράσινο χρώμα τού καντράν, και μπορούσαμε να ακούμε από αραβικά τραγούδια, αμανέδες σε τζαμί, μέχρι ορατόρια και ζωντανές συναυλίες…. Εγώ όμως συνάντησα κάτι τελείως διαφορετικό, που είμαι βέβαιος πως εκείνη την εποχή της βελόνας και του φωτεινού καντράν δεν υπήρχε. Για να καταλάβετε καλύτερα, θα σας μεταφέρω ζωντανή τη συνομιλία και όσο μπορώ πιο πιστά. Ας σημειωθεί ότι έχω χάσει την αρχή του διαλόγου, αλλά όσα πρόλαβα ήταν αποκαλυπτικά. Η φωνή που πρωτάκουσα ήταν κοριτσίστικη και μαρτυρούσε κοπέλα 18-22,23 ετών το πολύ. «… Το όνομά μου είναι Μαρί, είμαι ψηλή, λεπτή, 1,74 ύψος…» Η φωνή που απαντούσε στο τηλέφωνο ήταν μια αντρική φωνή, γεμάτη προσποιητή κατανόηση και κακοπαιγμένο θεατρινίστικο ενδιαφέρον. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση μου έδινε. «Πώς είπαμε το όνομά σου; Μαρί;» ρώτησε και διέκοψε την κατάθεση των στοιχείων της κοπέλας. «Ναι, Μαρί», απάντησε εκείνη. «Και από πού παίρνεις τηλέφωνο, Μαρί;» έκα66
Εξάρτηση και υποκρισία
νε με οικειότητα ο εκφωνητής τής εκπομπής. «Από τη Σητεία», είπε η κοπέλα αρκετά διστακτικά. «Σητεία», αναφώνησε ο παρουσιαστής, «από την αγαπημένη μας Κρήτη. Μπράβο, συνέχισε!» την ενθάρρυνε την κοπέλα, πολύ επαγγελματικά ομολογουμένως. «Το πρόβλημά μου είναι ο Τόνυ, το αγόρι μου», συνέχισε η κοπέλα τη διήγησή της, απτόητη από τις διακοπές και τις συχνές ερωτήσεις. «Με τον Τόνυ τα έχουμε εδώ και τρία χρόνια. Είναι όμορφος και με αγαπάει. Περιμένω όλο αυτό τον καιρό να μου κάνει πρόταση γάμου. Μερικές φορές νομίζω πως και εκείνος το θέλει, αλλά μέχρι τώρα δεν μου έχει αναφέρει τίποτα. Εσείς μπορείτε να μου πείτε αν ταιριάζουμε και αν θα με πάρει;… Μερικές φορές η ιδέα τού γάμου με τρομάζει, νιώθω σαν να θέλω να φύγω… άλλες φορές πάλι θέλω τόσο πολύ να παντρευτώ τον Τόνυ. Τι να κάνω; Μπορείτε να με βοηθήσετε…;» Η φωνή της κοπέλας έσβησε στο σημείο αυτό. Εγώ συγκεντρώθηκα με όλη μου την προσοχή να ακούσω τη συνέχεια της ιστορίας και κυρίως τη γνώμη, αλλά και τις κατευθύνσεις του ειδικού… Ακολούθησε μια παύση, ομολογουμένως αρκετά μεγάλη. Νόμισα προς στιγμήν ότι ο σταθμός χάθηκε, αφού μάλλον για πειρατή στα ερτζιανά επρόκειτο. Τελικά ήρθε η φωνή τού ειδικού και έσκυψα με προσοχή. «Το πρόβλημά σου, κορίτσι μου, - ε… πώς είπαμε το όνομά σου; - είναι πολύ σοβαρό και χρειάζεται διερεύνηση», άρχισε όχι και με τόση προθυμία. «Μαρί», του είπε η κοπέλα. «Ναι, Μαρί, χρειάζεται να μαζέψουμε μερικά στοιχεία. Θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις. Είναι καλό να απαντήσεις έτσι, στον αέρα, για να σε ακούνε και να βοηθηθούν και άλλοι συνάνθρωποί μας… άλλωστε αυτός είναι και ο σκοπός του σταθμού 67
Πιστεύετε στα θαύματα;
μας, να βοηθάμε… Λοιπόν, Μαρί, τι ζώδιο είσαι;» ρώτησε και περίμενε. «Σκορπιός», είπε η κοπέλα. «Σκορπιός, μάλιστα. Και πόσο ύψος είπες ότι έχεις;» «1,74», απάντησε πρόθυμα η κοπέλα. «Μμμ, εδώ έχουμε λίγο φως… Σου λέω εκ πρώτης όψεως ότι ο σκορπιός, όταν συνδυάζεται με ύψος πάνω από 1,80, τα πράγματα πηγαίνουν πιο ευνοϊκά… Θα δούμε λοιπόν κάτι άλλο τώρα. Τι χρώμα μάτια έχεις, Μαρί;» ρώτησε ο εκφωνητής με τη γνωστή αυτοπεποίθηση στη φωνή του. «Καστανά», είπε η κοπέλα και περίμενε. «Καστανά, μάλιστα. Και να σου πω εγώ κάτι τώρα, μήπως έχεις βάψει τα μαλλιά σου ξανθά;» ρώτησε ξανά ο ειδικός. «Μάλιστα», είπε η κοπέλα. Τότε ήταν που ο εκφωνητής ξέσπασε: «Βλέπεις, κορίτσι μου, βλέπεις… όλα εξηγούνται. Δεν είναι τίποτα τυχαίο, όλα ερμηνεύονται. Να το, είναι απλό. Άκουσε το συνδυασμό σου, σκορπιός, κάτω από 1,80, μάτια καστανά, ξανθό μαλλί. Αυτό είναι. Πώς να σου έρθουν ευνοϊκά; Πες μου, αφού είσαι το αντίθετο από αυτό που ευνοεί η τύχη; Δικαιολογημένα ανησυχείς… Εγώ στη θέση σου θα έκανα… κι εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα, κάτι να αλλάξω, κάτι, οτιδήποτε, να με κοιτάξει η τύχη καλύτερα…». Έτσι σταμάτησε ο ειδικός τις συμβουλές του. Η κοπέλα έμεινε βουβή. Από τη φωνή της κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να σπάει. «Μα τι να κάνω;» του είπε, «τι να αλλάξω; Άλλαξα το όνομά μου, από Μαριάνθη, το έκανα Μαρί, τι άλλο να κάνω για να με πάρει ο Τόνυ; Κάνω γιόγκα, πηγαίνω γυμναστική, κάνω δίαιτα, διαβάζω ποιήματα, ζωγραφίζω… δεν τον ενθουσιάζει τίποτα σε μένα…» Σταμάτησε για λίγο η κοπέλα αλλά μετά συνέχισε. «Προχτές είχα πάει σ’ ένα μέντιουμ, που είναι στο διπλανό χωριό, για να με βοηθήσει». Ο εισηγητής πετάχτηκε «Τι σου είπε το μέντιουμ;» ρώτησε την κοπέλα. «Τι να μου πει; Να, τα ίδια περίπου… 68
Εξάρτηση και υποκρισία
να πάω μια άλλη μέρα, που θα έχει πανσέληνο, να ρίξουμε τα χαρτιά, να δούμε τον καφέ…», απάντησε πονεμένα η κοπέλα. Ο ειδικός την ρώτησε αν ξαναπήγε και η κοπέλα απάντησε ότι υπάρχει ένας μάγος, δυο χωριά πιο πάνω, και θέλει να πάει να ρωτήσει κι αυτόν και μετά σκοπεύει να πάει στην πόλη, που κάποιος έχει φέρει μηχανήματα από την Αμερική, που του δίνεις το όνομα και το ζώδιο και αυτός δουλεύει μόνος του όλα τα άλλα…. Είχα αρχίσει να πονάω, να πονάω και να επαναστατώ. Άρχισα να νιώθω, ακούγοντας όλη αυτή την ιστορία, πως κάποιος κινδυνεύει… Μπλεγμένη, παγιδευμένη άσχημα κάποια ψυχή παρασύρεται αβοήθητη στο σκοτάδι και δεν ξέρει την αλήθεια, ούτε υπάρχει κανείς να τη βοηθήσει. Όμως το τηλεφώνημα συνέχιζε. Άνετος, αδιάφορος, βαθυστόχαστος ο ειδικός, συνέχισε να παίζει με το θύμα του, το κοριτσάκι από τη Σητεία, όπως η γάτα ζαλίζει και εξαντλεί το ποντίκι της πριν το ξεκοιλιάσει. «Τώρα, κοριτσάκι μου», της είπε, «πρέπει να πάμε λίγο και στην άλλη πλευρά. Πώς τον είπαμε το νεαρό;» ρώτησε και περίμενε. «Τόνυ», απάντησε η κοπέλα. «Λοιπόν, ο Τόνυ, άρχισε αυτός. Τα ίδια να ακούσω και για τον Τόνυ, ζώδιο, ύψος, χρώμα ματιών…» Δεν άντεξα. Άρχισα να τρέμω. Κοίταξα προς τον ουρανό γεμάτος αηδία, πόνο και αγανάκτηση. Κύριε, δώσε μου δύναμη, προσευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Πρέπει να κάνω κάτι. Από τη μια η εξάρτηση, από την άλλη η υποκρισία, και στη μέση αυτό το θύμα, το κοριτσάκι, που τρώει τα λεφτά της και διαβρώνει την ψυχή της σε τούτη τη φάμπρικα του διαβόλου. Κύριε, κάνε κάτι, Σε παρακαλώ, προσευχήθηκα μέσ’ απ’ την ψυχή μου. Και ο Κύριος έκανε κάτι 69
Πιστεύετε στα θαύματα;
θαυμαστό, πολύ περισσότερο από ό,τι εγώ περίμενα. Είχε φτάσει ο ειδικός «ζωδιοαναλυτής» να λέει για τον υδροχόο, που όταν αγγίζει την ουρά τού σκορπιού, τότε, αν συμπέσει πανσέληνος και ευθειαστεί με τον κριό…, όταν ξαφνικά διέκοψε και είπε με απολογητικό ύφος ένα νούμερο τηλεφώνου. «Κυρίες και κύριοι, ζητώ συγνώμη που απορροφήθηκα τόση ώρα με την ακροάτρια από τη Σητεία. Το τηλέφωνό μας είναι 1413… μπορείτε να καλείτε όλες τις ώρες, για να σας λύσουμε τα δικά σας προβλήματα με αμεσότητα, εχεμύθεια και ακρίβεια…» Αυτό ήταν. Άρπαξα αμέσως το τηλέφωνο. Ζήτησα με ύφος απόλυτο και τρόπο αποφασιστικό να με συνδέσουν ζωντανά με τον ομιλητή, γιατί είχα κάτι πολύ σημαντικό και ενδιαφέρον να του πω. Η τηλεφωνήτρια στο κέντρο δίστασε, αλλά γρήγορα υποχώρησε. Μίλησα στον ειδικό αναλυτή των ζωδίων και τον έπεισα εύκολα να με βγάλει ζωντανά στον αέρα, να βοηθήσω την κοπέλα από τη Σητεία, γιατί είχα μια πολύ όμοια και ενδιαφέρουσα εμπειρία και εγώ στη ζωή μου. Καταλαβαίνετε τη χαρά και την έκπληξή μου, όταν μου είπε είστε στον αέρα, μιλήστε απευθείας με την κοπέλα, είστε στον αέρα. Δεν τα έχασα, δε στέγνωσε η γλώσσα μου ούτε κόμπιασα. Με άνεση έμπειρου εκφωνητή και δημοσιογράφου μαζί , σα χείμαρρος άρχισα να λέω στην κοπέλα και σε όσους με άκουγαν ό,τι μου έδινε ο Θεός εκείνη τη στιγμή. Σας παραθέτω το τι είπα στο κορίτσι και σεις θα τα καταλάβετε όλα, είμαι βέβαιος: «Μαρί, σε ακούω τόση ώρα και μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσο πόνο και πόση αγάπη νιώθω μέσα μου για σένα. Πέρασα κι εγώ από τα ίδια μονοπάτια, κοπέλα μου, άκουσέ με. Το πρόβλημά σου δεν είναι ο Τόνυ, 70
Εξάρτηση και υποκρισία
ούτε τα ξανθά σου μαλλιά ούτε το ζώδιό σου. Είσαι εξαρτημένη, κοπέλα μου, είσαι χειροπόδαρα δεμένη, είσαι αιχμάλωτη και όχι από ναρκωτικά ή αλκοόλ, αλλά είσαι αιχμάλωτη της υποκρισίας και του ψέματος, κορίτσι μου. Σε κοροϊδεύουν, σου λένε ψέματα, παίζουν παιχνίδια σε βάρος σου. Έλα στον Ιησού Χριστό, κάλεσέ Τον στη ζωή σου, ζήτησέ Του να σε ελευθερώσει, να σε λυτρώσει, να σε αναγεννήσει. Κι εγώ πλανιόμουν και χανόμουν στο ψέμα. Ο Ιησούς Χριστός, ο ζωντανός Λυτρωτής, με δέχθηκε, με έκανε ευτυχισμένο, με ξαναγέννησε καινούργιο άνθρωπο. Διάβασε την Καινή Διαθήκη. Αν δεν έχεις, θα σου στείλω μία δωρεάν, το τηλέφωνό μου είναι 2….18….48. Κάλεσέ με, μίλησέ μου να σου δείξω το δρόμο της αληθινής σωτηρίας, της αιώνιας ζωής. Το τηλέφωνό μου είναι 2….18….4» Δεν πρόλαβα. Με κόψανε. Έπεσε η γραμμή. Ακόμα απορώ για το μεγάλο θαύμα του Κυρίου, που με άφησαν να πω έστω και τόσα πολλά…. Ακόμα δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως τους απασχόλησε, ίσως απαντούσαν σε κάποια άλλη γραμμή… Δεν ξέρω ακριβώς την αιτία. Ξέρω με βεβαιότητα πως ο Κύριός μας είναι Κύριος θαυμάτων. Απόδειξη; Από εκείνο το απόγευμα με έχουν πάρει τηλέφωνο περίπου 20 άτομα και έχω ταχυδρομήσει πάνω από 15 Καινές Διαθήκες. Ανάμεσά τους και η Μαρί…, από τους πρώτους που τηλεφώνησαν. Ο Τόνυ ακόμα δεν πήρε τηλέφωνο … αλλά πού θα πάει … τον περιμένω και αυτόν…
71
Οι «Αλβανοί»
Ούτε πρωτάρης ήταν στη δουλειά, ούτε και είχε φόβους ή δισταγμούς γι’ αυτό που έκανε. Από τη στιγμή που διάλεξε να κάνει αυτή τη ζωή, τελείωσε, αυτό ήταν. Και στη φυλακή μπαινόβγαινε και πίσω στην Αλβανία τον είχαν στείλει πολλές φορές, αλλά ένιωθε άνετα. Ήταν να το αποφασίσει, να πειστεί ο ίδιος. Εγώ έτσι θα ζήσω, έλεγε και χαμογελούσε. «Ανακατανομή του πλούτου», το αποκαλούσε και του άρεσε η ιδέα. Θα κλέβω τους πλούσιους, για να τα μοιραζόμαστε εμείς, οι πιο κάτω… Έτσι σκεφτόταν. Ίσως και να προσφέρω και κοινωνικό έργο, μονολογούσε κάποτε – κάποτε. Ποιος τα ξέρει αυτά; Αυτό το σπίτι το είχε διαλέξει και το ’χε μελετήσει προσεκτικά. Έτσι δούλευε πάντα, μεθοδικός και προσεκτικός. Τώρα, αν είχε κάνει και λάθη, αυτό φυσικό είναι. Δουλειά είναι και αυτή του κλέφτη… Και ποιος δεν κάνει λάθη στη δουλειά του;… Ακόμα και ο πιο έμπειρος. Αυτά σκεφτόταν και «δούλευε» προσεκτικά. Τούτο το σπίτι ήταν ιδανική περίπτωση. Και μονοκατοικία και χαμηλό και πυκνοφυτεμένο γύρω – γύρω. Το είχε επεξεργαστεί, το είχε παρακολουθήσει, περίμενε να πέσει το φεγγάρι, να αδυνατίσει το φως του και ξεκίνησε. Χρειάζεται να σας πω, ότι όπλο δεν κουβαλούσε ποτέ μαζί του. Ήξερε πως δε θα το χρησιμοποιούσε, έστω κι αν χρειαζόταν. Γιατί να το ’χει πάνω του; Είχε μόνο τα σύνεργα της δουλειάς: λοστό, κατσαβίδι, φακό και ένα μαχαίρι. Μέχρι μαχαίρι έφτανε. Ήταν κλέφτης με αρχές, όπως έλεγε μόνος του για τον εαυτό του και το διασκέδαζε. 72
Οι «Αλβανοί»
Λεπτομέρειες για το πώς μπήκε στο σπίτι λέω να μη σας πω, και γιατί δεν είναι το θέμα μας, αλλά και γιατί να σας φορτώνω, αφού τη δουλειά αυτή δεν πρόκειται να την κάνετε… τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Ο φίλος μας όμως την έκανε και μάλιστα πολύ επιδέξια, αφού χωρίς μεγάλη δυσκολία βρέθηκε άνετα και γρήγορα στο ισόγειο της μονοκατοικίας από την πίσω πλευρά και μάλιστα χωρίς απρόοπτα, δηλαδή μωρά, σκυλιά, καναρίνια ή κάποιον αργοπορημένο του σπιτιού μπροστά του. Μόλις πήδηξε απαλά μέσα στο σπίτι από το παράθυρο, αμέσως κατάλαβε πως βρέθηκε σε δωμάτιο και μάλιστα κάποιος κοιμόταν μέσα. Έμεινε ακίνητος και περίμενε λίγο να ηρεμήσουν τα πράγματα. Όμως τα πράγματα δεν ηρεμούσαν. Ο τύπος στο κρεβάτι μάλλον είχε μισοξυπνήσει και μάλλον κάτι είχε αντιληφθεί. Ο δικός μας περίμενε ακίνητος, ο άλλος όμως, χωρίς να το περιμένει κανείς, άναψε φως και γρήγορα μάλιστα. Μόλις τον είδε στο φως, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι. Ο άλλος έπιασε το μαχαίρι. Δεν έγινε όμως τίποτα. Έχετε ακούσει ότι το αίμα νερό δεν γίνεται…; Ούτε το μαχαίρι χρειάστηκε, ούτε τα μπράτσα και το σκαμνί που χούφτιασε ο άλλος. Μόλις συναντήθηκαν, οι ματιές τους πάγωσαν, έμειναν ακίνητοι. Όχι μόνο συμπατριώτες, αλλά και από το ίδιο χωριό έξω από το Αργυρόκαστρο…. Έμειναν να κοιτάζονται και να μη μπορούν να πουν λέξη. Τελικά πρώτος μίλησε ο αγουροξυπνημένος. Καλά, δεν βρήκες άλλο σπίτι να χτυπήσεις… εδώ ήρθες; Ο τόνος της φωνής του ήταν έντονος και το ύφος του άγριο και απότομο. Καλά, ούτε ρωτάς, ούτε ενδιαφέρεσαι να μάθεις ποιο σπίτι ανοίγεις; Ο άλλος τον άκουγε και δεν πίστευε ακόμα στα μάτια του. Τον αναγνώρισε, γιατί ήταν και πατριωτάκι 73
Πιστεύετε στα θαύματα;
του και φίλος του. Αλλά τώρα, που τον έβλεπε με καρό πιτζάμες, να κοιμάται σαν πρίγκιπας στο ισόγειο διόροφης μονοκατοικίας, τα ’χε χαμένα. Ήθελε τόσα πολλά να ρωτήσει να μάθει, αλλά δεν χρειάστηκε. Πολύ γρήγορα του τα είπε ο άλλος με δυο κουβέντες. «…Με μάζεψαν από το δρόμο κυριολεκτικά… Κι εγώ είχα βάλει στο μάτι το σπίτι τους, αλλά με πρόλαβαν οι ίδιοι. Με τάισαν, μου έδωσαν ρούχα και με κοιμίζουν σπίτι τους εδώ και έξι μήνες. Δουλεύω κιόλας, με πήρε στο εργοστάσιό του ο άνθρωπος…. Μην τολμήσεις κακομοίρη μου ν’ αγγίξεις ούτε μια τρίχα από εδώ μέσα, γιατί θα ’χεις να κάνεις μαζί μου… Βρε αυτοί είναι άγιοι άνθρωποι, διαβάζουν την Αγία Γραφή όλοι μαζί το βράδυ γύρω από το τραπέζι, πιστεύουν στον αληθινό Θεό, κάνουν προσευχή… Εγώ που με βλέπεις πάω στην εκκλησία μαζί τους, το πιστεύεις; Ναι, πάω στην εκκλησία, απόψε είχαμε εκκλησία και γυρίσαμε όλοι μαζί… Σαν παιδί τους με έχουν εμένα, το ρεμάλι, που πήγαινα να τους κλέψω… Βρε τους αγίους ανθρώπους σου ’ρθε να κλέψεις, τους αγίους του Θεού;» Ο άλλος είχε κοκαλώσει. Ήθελε πολλά να πει, όμως δεν τα κατάφερνε να αρθρώσει λέξη. Μαράθηκε, έβαλε το σουγιά στην τσέπη και κοιτούσε σα χαμένος. - Άντε, δίνε του τώρα, χάσου και κοίτα να πεις και στο σινάφι σου τι έγινε, μη μου ’ρθει κι άλλος, γιατί θα τον λιανίσω με τα ίδια μου τα χέρια… Τους αγίους του Θεού δεν τους ληστεύουν…. Αυτοί να μας ταΐζουν, να μας σπιτώνουν, κι εμείς να μπουκάρουμε από το φωταγωγό…; Είχε σηκωθεί όρθιος, τον είχε πιάσει από το μπουφάν μπροστά με την άγρια χούφτα του και του μιλούσε όσο πιο σιγά μπορούσε, αλλά έντονα, και κάθε 74
Οι «Αλβανοί»
τόσο τον ταρακουνούσε. Ο άλλος υπάκουσε και έκανε να πισωπατήσει προς το μισάνοιχτο παράθυρο, αλλά αυτός τον τράβηξε προς την πόρτα. Μην το ξανακάνεις αυτό, του είπε άγρια. Θα σε βγάλω σα νοικοκύρη από την είσοδο, αλλά έτσι και ξανάρθεις, σηκωτό θα σε πάνε… και ξέρεις πού… Δεν ακούστηκε καμιά φωνή, ούτε θόρυβος, ούτε διαμαρτυρία. Τον πέρασε από διαδρόμους, δωμάτια, σαλόνια. Όλα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Μόλις έφτασαν όμως στην εξώπορτα, τους περίμενε άλλη μεγάλη έκπληξη και τους δύο. Μπροστά στην κλειστή πόρτα ένα κύριος με ρόμπα ριχτή πάνω του, παντόφλες, να τους κοιτάει με αχνό χαμόγελο να πλησιάζουν. Όταν ζύγωσαν αρκετά, σταμάτησαν. Σήκωσε μια πλαστική τσάντα και πήγε προς το μέρος τού αγοριού με τους λοστούς και τα κατσαβίδια. Του χαμογέλασε. Τον χάιδεψε λίγο στο μπράτσο. Μη φοβάσαι αγόρι μου, του είπε, μη φοβάσαι. Του έδωσε την τσάντα, αλλά κατάλαβε πως έπρεπε να μιλήσει αλβανικά και αλβανικά δεν ήξερε. Έκανε νόημα στο άλλο παιδί δίπλα του να μεταφράσει. Εκείνος χαμογέλασε και υπάκουσε. Σας παραθέτω τη μετάφραση όσο πιο πιστά μπορώ: «Μη φοβάσαι, σε αγαπάμε και θέλουμε το καλό σου… Πάρε αυτά τα φαγητά και λίγα ρουχαλάκια. Σε είδα που έμπαινες στο σπίτι… Αυτά στη σακούλα είναι όσα πρόλαβα να μαζέψω. Ελπίζω να μπορέσω να σου στείλω κι άλλα. Ο Ιησούς Χριστός σε αγαπάει. Σταυρώθηκε στο Γολγοθά και πλήρωσε για τις αμαρτίες μας. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, μη φοβάσαι. Εμείς σε αγαπάμε, γι’ αυτό σου μιλάμε για τον Ιησού Χριστό… Ο Θεός να είναι μαζί σου…. Μέσα στη σακούλα σού έχω και μια Καινή Διαθήκη στη γλώσσα σου. Να τη διαβάζεις κάθε μέρα…» 75
Πιστεύετε στα θαύματα;
Έσκυψε, του έβαλε τη σακούλα στο χέρι και τον έσφιξε στην αγκαλιά του. Καληνύχτα, του είπε, τους άφησε μόνους και ανέβηκε στο δωμάτιό του. Οι δύο Αλβανοί κοιτάχτηκαν στα μάτια πριν χωρίσουν. Ο ένας έλαμπε από χαρά και χαμογελούσε. Ο άλλος είχε τα μάτια του γεμάτα με δάκρυα, που κυλούσαν στα άπλυτα μάγουλά του. Καληνύχτα, του είχε πει ο οικοδεσπότης του σπιτιού που είχε μπει να κλέψει… και ήταν ο πρώτος άνθρωπος στη ζωή του που του ’λεγε καληνύχτα… και μάλλον ήταν η πρώτη «καλή νύχτα» της ζωής του.
76
Ένα παράξενο επισκεπτήριο
Απ’ ότι ξέρω, επισκεπτήριο έχουν για παράδειγμα τα νοσοκομεία, συγκεκριμένες ώρες, που δέχονται επισκέπτες οι ασθενείς για να κουβεντιάσουν, να περάσει κάπως ευχάριστα η ώρα τους. Επισκεπτήριο έχουν και οι φυλακισμένοι, τα ιδρύματα. Όμως δεν το φανταζόμουν πως θα συμβαίνει το ίδιο και με τα νεκροταφεία…, δηλαδή τα μνήματα, αυτοί που είναι μέσα στα μνήματα. Μα θα μου πεις, δεν μπορείς να μιλήσεις, να επικοινωνήσεις με έναν πεθαμένο. Συμφωνώ. Μπορείς όμως να του μιλήσεις εσύ, και να του ανοίξεις την καρδιά σου… να λες εσύ κι εκείνος … εκείνος τι; Α, μη με μπερδεύετε, δεν ξέρω παρά πέρα. Εγώ θα σας διηγηθώ αυτά που είδα και άκουσα κι εσείς να βγάλετε τα συμπεράσματά σας, να δώσετε τη συνέχεια όπως νομίζετε… δικό σας θέμα. Ήταν Σάββατο. Μουντό, αλλά ήσυχο πρωινό. Το νεκροταφείο, θα το λέω κοιμητήριο για να μη σας χαλάω τη διάθεση, δεν είχε πολλή κίνηση. Άλλωστε και να ’χει και να μην έχει, είναι τέτοιος ο χώρος, τέτοια η ατμόσφαιρα, που κανείς δεν ασχολείται με το τι γίνεται γύρω του. Μπήκε με γρήγορο βήμα από την κεντρική είσοδο και κατευθύνθηκε στο γνωστό της σημείο. Δεν έδειχνε ιδιαίτερα στενοχωρημένη, δεν είχε θλίψη ούτε στο πρόσωπό της, ούτε στις κινήσεις της. Όταν έφτασε στον τάφο του, κοντοστάθηκε και έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω της. Άφησε τη φουσκωτή τσάντα πάνω στο ψιλό χαλικάκι και κοίταξε με εξεταστικό τρόπο το βάζο με τα λουλούδια, τα μάρμαρα, το σταυρό. Κούνησε το κεφάλι. «…Να ’μαι, προκομμένε μου, εδώ είμαι πάλι», μουρμούρισε στην αρχή μέσ’ απ’ τα δόντια, αλλά σιγά –σιγά η φωνή της δυνάμωνε 77
Πιστεύετε στα θαύματα;
και αγρίευε κάπως. «Καλά περνάς, ε;.. Ποιος τη χάρη σου! Ξαπλωμένος, αραγμένος, άνετος… Να σου καθαρίζουμε και τον τάφο, έτσι για να κλείσουμε μερικά στόματα, που δεν κλείνουν με τίποτα… Δεν μου ’φτασε που τόσα χρόνια σε είχα κατάκοιτο να σε αλλάζω, να σε πλένω, να σε γυρίζω να μην ανοίξεις… Τώρα πλένε και τα μάρμαρα με χλωρίνη και άλλαζε το νερό στα λουλούδια, γιατί θα ’ρθει η κουνιάδα και πρέπει να είναι όλα καθαρά. Αχ, πόσο ψεύτες και υποκριτές είσαστε όλοι σας. Ήθελα να ήξερα τι θα λέγατε όλοι εσείς, αν με βλέπατε πεσμένη εδώ δίπλα στο μάρμαρο… υποκριτές… υποκριτές.» Ανασκούμπωσε αργά τα μανίκια της, άνοιξε την τσάντα, έβγαλε τα σύνεργα και άρχισε με το σκουπάκι. Η φωνή της τώρα είχε πιο πολλή πίκρα και αρκετή δόση ειρωνείας. Οι κινήσεις της γρήγορες και νευρικές. «Ο Θεός… ο Θεός μάς μάρανε… έτσι γίνομαι και εγώ του Θεού. Τόσα χρόνια αραχτός στο κρεβάτι, να με περιποιούνται, και μετά, έχετε γεια βρυσούλες… εγώ τώρα να πηγαίνω… με καλεί ο Κύριός μου στα ουράνια. Ποια ουράνια, ρε φίλε, ποια ουράνια;… ρώτα και μας εδώ, τι θα απογίνουμε; Έτσι φεύγεις και μας αφήνεις, γυναίκα με τρία παιδιά…; Δηλαδή άμα τ’ αφήσω κι εγώ για την ουράνια πατρίδα, τι θ’ απογίνουν, το σκέφτηκες; Έτσι σκέφτεται εσένα ο Θεός σου; Μωρέ καλός Θεός, να τον έχουμε υπόψη μας. Εσύ στη νιρβάνα σου κι εμείς να πλένουμε σκάλες για τα ορφανά τού κυρίου που πήγε στην ουράνια πατρίδα…Και είχες και το θράσος να μου πεις… Καλή αντάμωση, Χρύσα μου, καλή αντάμωση… Έτσι, έφυγες εσύ και εμείς βουρλιζόμαστε εδώ κάτω. Αντάμωση; Γιατί αντάμωση; Τι καλά είδαμε εμείς από το Θεό; Που μας βρίσκει σκάλες να ξενοπλένουμε; Ενώ εσύ εκεί με τους αγγέλους και τα τραπεζώματα περνάτε ζωή και κότα… 78
Ένα παράξενο επισκεπτήριο
Άντε, πολλά σου είπα πάλι … ξέσπασα… τι να κάνω; Το ’χω ανάγκη κάπου να τα πω…Και μήπως μ’ ακούει και κανένας; Εσύ είσαι εκεί πάνω… μήπως ρίχνεις και καμιά ματιά στα ορφανά και τα δυστυχισμένα εδώ κάτω;…» Σταμάτησε και ίσιωσε λίγο τη μέση της. Ξαφνικά τής ήρθανε δάκρυα στα μάτια και μετά αναφιλητά… «Γιατί έφυγες, Πέτρο μου, γιατί μας άφησες κι έφυγες; Κανένας δε μας αγαπάει, δε μας προσέχει…είμαι μόνη μου και παλεύω… τίποτα δεν άφησες πίσω σου. Μια ζωή στην εκκλησία, στους αδελφούς… κηρύγματα… τα μισώ και τα σιχαίνομαι όλα αυτά, ψέμα και κοροϊδία. Εσύ στον Ουρανό σου κι εμείς στην κόλασή μας… Και να ’χεις το θράσος να μου κάνεις και κηρύγματα… να πιστέψω, σε ποιον; Σ’ αυτό το Θεό; Τι καλό είδα εγώ απ’ το Θεό σου; Ήρθε στο σπίτι μας και πήρε κοντά Του, στους κόλπους Του το δικό Του παιδί. Ωραία… εμείς τι είμαστε, αλλουνού παιδιά; Ποιος μας έκανε δηλαδή; Όχι, φίλε… στην κόλαση, κι εδώ κόλαση κι εκεί κόλαση…Πιο τίμια είναι στην κόλαση…» Είχε ετοιμαστεί να φύγει. Κοίταξε γύρω της και πήρε δυο βαθιές ανάσες. Ο αέρας στο κοιμητήρι ήταν πάντα καθαρός και φρέσκος. «Άντε, καλέ μου, όχι ότι βγήκε και τίποτα… Κοιμήσου εσύ κι άσε μας εμάς, που δεν έχουμε σωτηρία, να βουρλιζόμαστε… Να! σου έφερα και όμορφες φρέζες να μοσχοβολάνε… να μην έχουνε να λένε τίποτα τα στόματά τους… Κοιμήσου εσύ, ησύχασε… άλλωστε το δικαιούσαι… εσύ είσαι του Κυρίου… ενώ εμείς… Άντε, γεια σας και στους δύο… καλά να περνάτε. Θα έρχομαι να σας περιποιούμαι. Καλά να περνάτε….» Σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι της, πήρε την τσάντα της και με βήμα αργό άρχισε να ξεμακραίνει. Δε γύρισε πίσω της. Ήταν φανερά τσακισμένη και με πολύ πόνο. 79
Πιστεύετε στα θαύματα;
Δε θα ’χε περάσει μισή ώρα, και μια κοπέλα, σεμνά ντυμένη, με ίσια μαλλιά, διάβηκε την ίδια πόρτα και κατευθύνθηκε στον ίδιο τάφο. Περίεργο. Το πρόσωπό της φρέσκο, καθαρό, σοβαρό. Πλησίασε τον τάφο και στάθηκε δίπλα του. Κοίταξε γύρω της και μετά έσκυψε στον τάφο του κυρ - Πέτρου. Φαινόταν σαν κάτι να ήθελε να κάνει, κάτι ήθελε να πει. Ήταν αμήχανη και φοβισμένη. «Κύριε Πέτρο, αδελφέ μου Πέτρο, μονολόγησε, ξέρω πως αυτό που κάνω είναι περίεργο, ίσως και να μη στέκει, όμως είχα τόσο μεγάλη επιθυμία να το κάνω. Το έπνιξα τόσες φορές στη σκέψη μου, όμως σήμερα δεν μπορούσα και γι’ αυτό ήρθα. Ξέρω ότι δεν είστε εδώ που μιλάω, είστε στην Ουράνια Πατρίδα μας, στην αγκαλιά του Πατέρα μας, του Σωτήρα μας, του Κυρίου μας, όμως εγώ είμαι άνθρωπος και έχω ανάγκη να σας μιλήσω… Θυμάστε την κοπέλα με τα μακριά ίσια μαλλιά, που της μιλήσατε για τον Χριστό σ’ εκείνη τη στάση τού λεωφορείου… που της δώσατε εκείνο το φυλλάδιο και το πήρε με τόσο δισταγμό…; Εγώ είμαι και είμαι παιδί του Θεού, με αναγέννησε ο Κύριος, μου άλλαξε τη ζωή, με έκανε δικό Του παιδί. Ήθελα να σας το πω και να σας ευχαριστήσω. Θυμάμαι το πρόσωπό σας, που μου μίλησε πιο πολύ απ’ όλα τ’ άλλα. Ούτε λέξη δεν θυμάμαι από όσα είπαμε. Θυμάμαι όμως το πρόσωπό σας. Γεμάτο γαλήνη, πραότητα που τόσο πολύ ζήλεψα… Θυμάμαι, όταν χωρίσαμε είπα μέσα μου… Αυτός δεν είναι άνθρωπος σαν κι εμάς. Αυτός είναι ο Θεός, έτσι νόμιζα. Τόσο γλυκός, τόσο υπομονετικός, τόσο φωτεινός. Και μετά, που έμαθα πως αρρωστήσατε, ήθελα τόσο πολύ να δω το γαλήνιο πρόσωπό σας στο κρεβάτι του πόνου, όμως δεν με δεχόταν κανένας στο σπίτι σας. Αδελφέ μου κ. Πέτρο, πόσο ευχαριστώ τον Θεό για σας. Τώρα έχω δική μου αυτή τη χαρά και τη γαλήνη. Ο Ιησούς Χρι80
Ένα παράξενο επισκεπτήριο
στός είναι ο Σωτήρας μου, ο Φίλος μου, Του χρωστάω τη ζωή μου ολόκληρη. Ήρθα εδώ γιατί είχα ένα βάρος στην καρδιά μου. Έλεγα, Θεέ μου, ποτέ δεν είπα ένα ευχαριστώ στον άνθρωπο που Εσύ χρησιμοποίησες για να μου δείξει το δρόμο προς την αιώνια ζωή, να μου πει ότι πρέπει να ταπεινωθώ… να μετανοήσω για την αμαρτωλή ζωή μου, να αγκαλιάσω με πίστη τη θυσία τού Ιησού Χριστού και να σωθώ…» Έμεινε σιωπηλή, κοιτούσε γύρω της απλά, ώσπου ένα πρώτο δάκρυο κύλησε στο μάγουλό της και μετά ένα δεύτερο και τρίτο, και… «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ που έφερες τον άνθρωπό Σου στη ζωή μου, που φρόντισες Εσύ να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας, να λάμψει το φως Σου, η αλήθεια Σου στη ζωή μας… Κύριε, το ξέρω ότι δεν είναι πια εδώ μέσα ο αδελφός μου, το παιδί Σου, όμως εγώ είμαι καρπός της αγάπης του, της αγίας του ζωής και θέλω να Σου πω, Κύριε, ένα μεγάλο ευχαριστώ, που τον έστειλες στη ζωή μου. Πήγαινα κατευθείαν στα βράχια, ναυάγιο της ζωής τής αμαρτίας, και τον έστειλες φάρο, να με οδηγήσει στη σωτηρία τού Ιησού Χριστού. Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, για την αγάπη Σου, Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, για την τόσο μεγάλη σωτηρία Σου.» Σκούπισε τα μάτια της, έσκυψε και πρόσθεσε λίγα λουλουδάκια στο βάζο με το φρέσκο νεράκι και τις φρέζες, πισωπάτησε αργά, κοίταξε για ακόμα μια φορά το άσπρο μάρμαρο, μετά γύρισε τα μάτια της στον καθαρό ουρανό και χαμογέλασε ήρεμα. Δε θα ξανά ’ρθω, δε χρειάζεται να ξανά ’ρθω… Καλή αντάμωση, αδελφέ μου Πέτρο, καλή αντάμωση, Σωτήρα μου…. Καλή αντάμωση…» Ήταν περίπου μεσημέρι. Το άσπρο μάρμαρο άστραφτε στο μεσημεριάτικο ουρανό και μύριζε ακόμα χλωρίνη…
81
Η Ζηζή
΄Άμα πετάξεις με αεροπλάνο ή έστω με ελικόπτερο,
θα δεις πάνω στη φλούδα της γης μας λόφους, δρομάκια και ποταμάκια, όλα όσα περίτεχνα διαμορφώνουν το τοπίο. Αυτά τα καφετιά δρομάκια, τα σπίτια, τα οικοδομικά τετράγωνα κρύβουν συχνά στα σπλάχνα τους τόσο δυνατές και απρόσμενες ιστορίες. Το δρομάκι, που εγώ αντάμωσα την πείνα, δεν φαίνεται από ελικόπτερο. Έψαξα στο χάρτη της ΕΛΠΑ, όμως και ούτε αυτός το έχει. Ρώτησα για το όνομά του. Καμία απάντηση. Αν θελήσετε όμως να πάτε, ξέρω να σας το πω. Αν θέλετε βέβαια να δείτε και μόνοι σας τι είναι πείνα, τι είναι αμαρτία…, τι είναι θάνατος. Η Ζηζή πρέπει να περνάει αυτό το δρομάκι, γιατί πρέπει κάθε μήνα να την βλέπει ο γιατρός. Δερματολόγος - Αφροδισιολόγος. Μαζί με τα άλλα κορίτσια, είναι υποχρεωτικό από την αστυνομία και δεν έχει διάθεση να της κλείσουν το «σπίτι», που τόσο κουράστηκε να ανοίξει. Άλλωστε τα πρωινά της είναι ελεύθερα. Η δουλειά της αρχίζει μετά τις 7 συνήθως το βράδυ. Μόνο αν κανένας πελάτης είναι να φύγει με το λεωφορείο του Κ.Τ.Ε.Λ. για την επαρχία και δεν έχει περιθώρια να περιμένει, τότε κάνει μια παραχώρηση, γιατί η Ζηζή αγαπάει τους πελάτες της, τους πονάει. Δεν είναι σπάνιο να τη δεις να δακρύζει, όταν ακούει το προσωπικό τους δράμα μέσ’ από το στόμα τους, που βρωμάει κρασί και στυφάδα τσιγάρου. Η Ζηζή είναι ευαίσθητη, γι’ αυτό έχει φάει και πολύ ξύλο στη ζωή της. Πριν πιάσει το σπίτι στη Λιοσίων, η τσατσά που τη σπίτωνε της έδινε χαστούκι, αν την έπιανε να μιλάει με τον πελάτη ή να ξεπερνάει το πεντάλεπτο 82
Η ΖΗΖΗ
πίσω απ’ τον μπερντέ μαζί του. Κι ας ήταν και χωριανή της… Θεέ μου, το πώς γλίτωσε από κείνο το γκέτο μόνο με δύο μαχαιριές στην κοιλιά, ακόμα δεν το πιστεύει. Τότε ήταν, που έχασε και το ένα της νεφρό. Όμως τώρα είναι αφέντρα. Έχει άνεση να πάει στο σούπερ μάρκετ, να ψωνίσει και μοσχοσάπουνα. Η παιδιάστικη λαχτάρα της στις μυρωδιές είναι απερίγραπτη, ξεπερνάει κάθε επαγγελματική απαίτηση… Όμως τα πιάσαμε ανάποδα. Τούτη εδώ είναι η τελευταία παράγραφος της ιστορίας τής Ζηζής. Ή μάλλον η προτελευταία. Το ξεκίνημα είναι κάπου αλλού. Η Ζηζή, 12 χρόνων, γνωρίζει τον πρώτο της φίλο. Φίλο κανονικό, όχι μωρουδίστικο. Τότε δεν ήταν η Ζηζή. Αυτό είναι το επαγγελματικό της ψευδώνυμο. Γνώρισε λοιπόν την πρώτη της αγάπη, έτσι τον ονόμασε η ίδια, σαν να ’ταν προφητικό πως θα ακολουθούσαν κι άλλες…Μαζί με την πρώτη της αγάπη όμως, γνώρισε και πολλά άλλα, που ήταν κι αυτά πρώτα της. Το πρώτο της τσιγάρο, τα πρώτα της ξενύχτια, τον πρώτο της πελάτη… Στην αρχή τής το έφερε γλυκά «…για να στήσουμε το νοικοκυριό μας» της έλεγε, «να σταθούμε στα πόδια μας, να παντρευτούμε…» Η Ζηζή τον πίστευε. Όμως όταν ανακάλυψε πως ο φίλος της έστηνε ακόμα δέκα τέτοια νοικοκυριά…, μέσα κι έξω από το χωριό τους, κάπου στη Β. Ελλάδα, η γλώσσα αναγκαστικά άλλαξε. Για πρώτη φορά είδε στιλέτο στη ζωή της. Λιποθύμησε, και αυτό για πρώτη φορά. Μετά τής λύθηκε κι η απορία γιατί δεν της έδινε ποτέ το σακάκι του να το κρεμάσει εκείνη. Στη μέσα τσέπη δεξιά, είχε το περίστροφο με λάστιχο καλτσοδέτας και αριστερά το μαχαίρι… Από κει και κάτω η ιστορία τής Ζηζής έχει τις ίδιες πινελιές, τα γνωστά χρώματα. Το πινέλο τής ζωής παίρνει απ’ την παλέτα τής αμαρτίας, ανακατεύει και 83
Πιστεύετε στα θαύματα;
χρωματίζει. Πόνος, αίμα, δάκρυα πολλά και παράπονο. Α, αυτό το γιατί. Δεν την βασάνιζε τίποτα τόσο σκληρά όσο η πείνα τής ψυχής, το αλύπητο παράπονο του τυφλού, που ρωτά πληγωμένος τους βουβούς περαστικούς… Κάποτε δυο κύριοι, πώς το θυμάται αλήθεια, της κουβάλησαν με αναπηρικό καροτσάκι ένα φίλο τους παράλυτο απ’ τη μέση και κάτω. Της ακούμπησαν ένα μάτσο χιλιάρικα στο κομοδίνο. Την παρακάλεσαν ν’ ασχοληθεί λιγάκι με τον ανάπηρο, να τον ευχαριστήσει. Η Ζηζή δεν άντεξε. Έβαλε τα κλάματα μπροστά στο θέαμα. Εκείνος βλαστημούσε κι εκείνη έκλαιγε με αναφιλητά. Στο τέλος τους έδωσε τα χιλιάρικα πίσω. Η Ζηζή δεν πεινούσε για λεφτά. Πεινούσε για μια απάντηση, πεινούσε η ψυχή της για λίγο ενδιαφέρον, λίγα ψίχουλα αγάπης, λαχταρούσε να λυτρωθεί απ’ όλα. Όπως πάμε στην Ιερά Οδό, μετά τα φανάρια της Σπύρου Πάτση, αριστερά μας είναι ο κήπος της Γεωπονικής και δεξιά είναι μια χωμάτινη πάροδος. Αυτό είναι το στενάκι που λέγαμε. Το βρίσκεις εύκολα, γιατί έχει κίνηση. Ειδικά τις μέρες που εξετάζει ο γιατρός, σταματούν τα ταξί αβέρτα. Στο μήκος αυτού του δρομάκου απλώνουν την πραμάτεια τους μικροπωλητές, οι περισσότεροι συνταξιούχοι κάποιου ταμείου, γιατί τα κορίτσια είναι καλή αγορά. Βέβαια κάπως περιορισμένη σε είδη και ποικιλία. Διχτυωτές κάλτσες, σατέν υφάσματα με το μέτρο, τσαντάκια λουστρίνι, εικονίσματα, κραγιόν, σκουλαρίκια, καδένες. Είναι απόλαυση να παρατηρείς πάνω στα ράντζα κολλητά στο τοιχαλάκι όλη αυτήν την πραμάτεια με τη μεθυστική γυαλάδα και τα χρώματα που ζαλίζουν. Το μεροκάματο βγαίνει καλά, μα οι πωλητές φροντίζουν να κρατούν το ενδιαφέρον τής «αγοράς» ζωηρό. Ποικιλία και πολλές ευκολίες. Τα κορίτσια ψωνίζουν μόνο με δόσεις, νόμος αυτός απαράβατος. Εκείνο το 84
Η ΖΗΖΗ
πρωί η Ζηζή ένιωθε πολύ ντάουν. Πεσμένη, που λέμε, κομμένη, ανόρεχτη. Δεν ήθελε να βγει, όμως φοβόταν μήπως περάσει η ημερομηνία και έχει προβλήματα με την αστυνομία. Το ταξί την άφησε στην άσφαλτο και κατηφόρισε την πάροδο μέχρι το ιατρείο. Πρέπει να ξέρει κανείς την ψυχολογία των κοριτσιών αυτών. Μόλις αντικρίσουν τα γυαλιστερά σατέν με τα φιογκάκια και τα μεταξωτά με το χρώμα τής φούξιας, κάτι φτερουγίζει μέσα τους. Η Ζηζή στάθηκε στο ράντζο του κυρ-Παναγιώτη. Ήταν ο πιο αγαθός, πάντα ο πιο γελαστός και το μαγαζί του ήταν καθαρό, το πιο καθαρό απ’ όλους. Την καλημέρισε καλοσυνάτα κι εκείνη άρχισε να περιδιαβαίνει με το μάτι την πολύχρωμη πραμάτεια. -Το γύρισες στο βιβλίο βλέπω, κυρ-Παναγιώτη, απόρησε η Ζηζή και έσκυψε στα βιβλία που ’χε για πούλημα στο ράντζο του. Ξαφνικά ανακάλυψε κάτι. Το διάβασμα ποτέ δεν το ’χε σκεφτεί πριν. Της δημιουργήθηκε μια δίψα για διάβασμα. Δεν το ’χε δοκιμάσει. Να κάτσει στην καρέκλα μ’ ένα άψυχο βιβλίο μπροστά της… Στο χωριό τελείωσε το Δημοτικό, αρκετό για να σιχαθεί και τα βιβλία και τα καλά τους. Όμως τώρα ήταν διαφορετικά. Τώρα είμαι εργαζόμενη, συλλογίστηκε, υπεύθυνο άτομο…, εγώ κανονίζω, δεν δίνω αναφορά σε κανέναν. Αποφασισμένη να δοκιμάσει, πήρε ένα βιβλίο. Στο σκληρό του εξώφυλλο είχε χαραγμένο ένα μεγάλο σταυρό. Στην πρώτη σελίδα έγραφε με μεγάλα γράμματα «Αγία Γραφή». Έπαιξε λίγο τα φύλλα, μα το ’χε πάρει απόφαση. Άνοιξε το φερμουάρ στο τσαντάκι κι έδωσε ένα κατοστάρικο στον κ. Παναγιώτη. -Την άλλη να μου πεις το υπόλοιπο να σε ξοφλήσω, και του χαμογέλασε φεύγοντας για το γιατρό. Η αίθουσα ήταν γεμάτη. Θα ’τρωγε όλο της το πρωινό στο γιατρό, όπως πάντα. Τα κορίτσια γύρω ούτε που την πρόσεξαν. Πήγε κι έπιασε μια ήσυχη γωνίτσα 85
Πιστεύετε στα θαύματα;
κι αμέσως έβαλε στα γόνατα το βιβλίο. ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ, διάβασε με μεγάλα γράμματα στην αριστερή σελίδα στην κορυφή. ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ έγραφε απέναντι. ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ξαναδιάβασε όλο μαζί. Γύρισε στην πίσω σελίδα, πάλι ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ. Θέλησε να βρει την αρχή του, να διαβάσει συστηματικά. «Εν αρχή ήτο ο Λόγος…» Εκείνο το βράδυ ήταν που γράφτηκε και η τελευταία παράγραφος της ιστορίας τής Ζηζής. Μέσα απ’ αυτό το βιβλίο έμαθε η Ζηζή πως υπάρχει Θεός, υπάρχει προσωπικό ενδιαφέρον τού Δημιουργού της γι’ αυτήν. Έμαθε πως τέτοιες γυναίκες σαν κι αυτήν συνάντησε και ο Ιησούς πολλές πάνω στη γη. Έμαθε πως το δρόμο για τον Ουρανό τον πάτησε πρώτος ένας γνωστός ληστής, θανατοποινίτης, και πήρε τόσο θάρρος μόλις το κατάλαβε αυτό! Η πείνα της Ζηζής, η πείνα της η φοβερή την έκανε να πέσει με τα μούτρα στο βιβλίο. Διάβαζε αχόρταγα, άρπαζε ό,τι έβρισκε μπροστά της, με διψασμένο βλέμμα. Αγάπη, αγάπη, είδε πολλές φορές τούτη τη λέξη μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Και δεν μπορούσε να πάρει τα βουρκωμένα μάτια της από πάνω του. Μετά, το μετά ήρθε μόνο του, χωρίς προσπάθεια, τόσο γλυκά. Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό. Για πρώτη φορά έβλεπε τον ζωντανό Θεό και Του χαμογελούσε μ’ ευγνωμοσύνη. Για πρώτη φορά τα πεινασμένα μάτια της έβλεπαν φως, φως δυνατό κι ελπίδα. Όλα για πρώτη φορά. Πάλι η πρώτη φορά, όμως τόσο αλλιώτικη πρώτη φορά ετούτη. Γιατί η Ζηζή πέθανε. Εκείνη η Ζηζή που ξέρατε, η τρυφερή, με την άσπρη σάρκα που μύριζε μοσχοσάπουνο και που ερχόσαστε συστημένοι να τη βρείτε στη Λιοσίων όταν κατεβαίνατε στην Αθήνα με το ΚΤΕΛ για δουλειές. Δεν θα την ξαναβρείτε πια… Ένιωθε τόσο όμορφα, γερμένη στην αγκαλιά του Ουράνιου Πατέρα της, την γιομάτη αγάπη αληθινή για 86
Η ΖΗΖΗ
την πόρνη των Λιοσίων. Θυμήθηκε την άλλη αγκαλιά, εκείνη με τα σιδερικά στη μέσα τσέπη του σακακιού, ραμμένα με λάστιχο-καλτσοδέτα. Ταράχτηκε. Σηκώθηκε απ’ το τραπέζι σαν κυνηγημένη. Ήθελε να φύγει απ’ την κάμαρά της, να βγει, να γλιτώσει απ’ αυτές τις εικόνες τις φριχτές. Άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε έξω στο δρόμο. Καθώς κλείδωνε, κάποιος πέρασε ξυστά δίπλα της και την άγγιξε πρόστυχα. Η Ζηζή δεν έδωσε σημασία. Η Ζηζή δεν υπάρχει πια. Ήταν περίπου 8:30. Κατηφόριζε βουβή, όμως μέσα της φτερούγιζε από χαρά. Το πρόσωπό της ήταν ολόφωτο. Έφτασε στην πλατεία Βάθη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκε το γιατρό που την εξέτασε το πρωί. Είδε την Αγία Γραφή που διάβαζε και τη ρώτησε. Όταν την εξέτασε κατεβαίνοντας απ’ το μπουμ, της είπε πως στη γειτονιά υπάρχει μια εκκλησία με ανθρώπους που διαβάζουν και πιστεύουν αυτό το βιβλίο. Της έδωσε και τη διεύθυνση. Εύκολα βρήκε την οδό. Μπήκε και κάθισε. Σα στεγνό σφουγγάρι ρουφούσε όλα όσα έβλεπε κι άκουγε. Τα πρόσωπα, τα λόγια, ο πρώτος ύμνος, η πρώτη προσευχή που άκουσε. Γράφτηκαν μέσα της. Η πεινασμένη Ζηζή έτρωγε, χαιρόταν, ένιωθε λυτρωμένη, δυνατή, ζωντανή. Είχε βρει Εκείνον, τη λύτρωση απ’ το δρόμο το σκληρό το δικό της. Εκείνο το βράδυ η Ζηζή δεν δούλεψε. Εκείνο το βράδυ η Ζηζή στην ίδια καμαρούλα, στο ίδιο εκείνο κρεβάτι, όπως κάθε βράδυ, γονατισμένη όμως, μούσκεψε τα σεντόνια τής αμαρτίας με δάκρυα ευγνωμοσύνης. Από κείνο το βράδυ ένα φωτάκι λιγότερο ανάβει στην οδό Λιοσίων.
87
Βηθανία 3/4/……
Αγαπημένη μου Σάλυ, Μου έδωσε χαρά το γράμμα σου και όσα μου λες σ’ αυτό, αν και μερικά με στενοχώρησαν. Είχαν λίγη πικρή ειρωνεία μέσα τους, όμως δεν πειράζει. Ήμαστε αχώριστες από μικρά κοριτσάκια, το θυμάσαι, καλή μου. Δεν μακρύναμε η μία από την άλλη, ούτε στις χαρές ούτε στις λύπες, δε μάκρυναν οι δρόμοι μας ούτε λεφτό. Μαζί χαρήκαμε, μαζί μουσκέψαμε τα μαξιλάρια μας στα δάκρυα νύχτες ατέλειωτες πόνου και πίκρας. Είναι μια ολόκληρη ζωή αυτή, Σάλυ μου, πώς να τη λησμονήσω; Μου γράφεις ειρωνικά για όσα σου είπα για Κείνον. Το ξέρω πως μ’ αγαπάς ακόμα πολύ, όμως τώρα είναι τόσο διαφορετικά όλα μέσα μου και γύρω μου, Σάλυ μου…. Με ρωτάς αν τα πιστεύω όλ’ αυτά…, πώς μπορώ και πιστεύω σ’ ένα μάγο που κολλάει χέρια, πόδια και ανοίγει μάτια και λέει πως είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό έπιασα να σου γράψω, καλή μου, για να σου πω όλα όπως έγιναν, να κρίνεις μοναχή σου. Είναι κοντά μεσάνυχτα. Όλα είναι ήσυχα στο σπίτι. Το κερί στο τραπέζι αχνοφέγγει και μέσα στην ψυχή μου νιώθω πλημμυρισμένη από μια χαρά, μια γαλήνια ειρήνη, που ποτέ μου, ποτέ μου, Σάλυ, δεν είχα ξαναγευθεί. Είμαι μόνη στο σπίτι, όμως είναι τόσο περίεργο. Το σπίτι μου το νιώθω σα να ’ναι γεμάτο, και η καρδιά μου είναι γεμάτη. Δεν ένιωσα από κείνη την μέρα ούτε μόνη, ούτε άχρηστη και αμαρτωλή, όπως ένιωθα τόσα χρόνια στην ντροπιασμένη ζωή τού πεζοδρομίου, που την ξέρεις κι εσύ τόσο καλά, όσο κι εγώ… 88
Βηθανία
Θα στα πω με τη σειρά, Σάλυ μου. Ήταν Πέμπτη πρωί, αλλά η ώρα είχε προχωρήσει. Συνήθως εκείνη την ώρα ήμουν έξω και περίμενα πελάτες στη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου, που πάει προς την Ιερουσαλήμ. Είχα βρει πως το μέρος αυτό είχε κίνηση και πολλοί άντρες έμπαιναν και έβγαιναν με τα εμπορεύματά τους. Ψώνιζα εύκολα από κει πελάτες, ξέρεις…. Εκείνη την Πέμπτη είχα αργήσει λίγο και όταν πήγα προς το σταυροδρόμι είδα κόσμο μαζεμένο και αναστάτωση ασυνήθιστη. Από μακριά άκουγα φωνές, όμως είπα να ζυγώσω να δω τι παράξενο γίνεται. Όλος ο κόσμος ήταν παραταγμένος, κρατούσαν κλαριά από φοίνικες και βάγια, φώναζαν, έβγαζαν τα ρούχα τους και τα ’στρωναν στο δρόμο. Παραξενεύτηκα, μα γρήγορα έμαθα τι συνέβαινε. Περνάει Εκείνος, μου είπαν, ο Μεγάλος, ο Σωτήρας μας, ο γιος του Δαβίδ, ο Βασιλιάς μας, ο Ελευθερωτής μας. Κατάλαβα πολύ καλά και σκυθρώπιασα. Δεν θα ’χε ψωμί εκείνη την ημέρα. Κάθισα λίγο μαζί με το πλήθος, ελπίζοντας να βρω κάποιον πελάτη, όμως γρήγορα κατάλαβα. Κανένας δε γύριζε ούτε να με κοιτάξει. Όλοι τους περίμεναν Εκείνον… και άρχισα να κατηφορίζω πικραμένη. Πήγα πίσω στην παραγκούλα μου, αρκετά πονεμένη, ενώ πίσω μου είχε αρχίσει να βουίζει ο τόπος: «Ωσαννά, ευλογημένος… ωσαννά εν τοις υψίστοις» φώναζαν κι εγώ έσφιγγα τα χείλη μου. Ωσαννά, είπα πικρά, εγώ όμως θα κοιμηθώ νηστική το βράδυ, μονολογούσα, ενώ Εκείνος, ο Μεγάλος…. Άλλωστε, εγώ ήμουν μια πόρνη, και πολύ που είχα το δικαίωμα να αναπνέω τον αέρα των δικαίων και να βλέπω τον ήλιο τους…. Εγώ ήμουν αμαρτωλή, για πέταμα. Εκείνος είναι άγιος και όλοι όσοι ήταν εκεί είχαν δικαίωμα να Του λένε και ωσαννά, και ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου…. 89
Πιστεύετε στα θαύματα;
Εγώ, το καλύτερο που είχα να κάνω, να κλειδωθώ στην παραγκούλα μου και να λουφάξω. Η ζωή δεν είναι για τους αμαρτωλούς…. Είχα τόσο βάρος μέσα μου, που ξέσπασα σε κλάματα κι έπεσα στο κρεβάτι με λυγμούς, στο κρεβάτι του πόνου και της αμαρτίας, κι έμεινα έτσι ώρα πολλή. Τινάχτηκα από το κρεβάτι μου, όταν ένιωσα το σπίτι να δονείται από φωνές και τον κόσμο να μαζεύεται γύρω του. Θεέ μου, φώναξα κι έτρεξα στο παράθυρο. Κόσμος πολύς, σαν κι αυτό το πλήθος, που ήταν στο σταυροδρόμι, ερχόταν προς εμένα αλαφιασμένοι, με τα βάγια, τα κλαδιά, και φώναζαν και χειρονομούσαν κι ανέμιζαν τα ρούχα τους. Δεν το πίστευα πως έρχονται σε μένα, μέχρι που είδα το σπίτι μου να κυκλώνεται απ’ αυτούς και τυλίχτηκα στο φόβο και την αγωνία. Τι θέλουν όλοι αυτοί οι φανατισμένοι, τι θέλουν από μένα…; Μα πριν προλάβω να συνέλθω, η πόρτα μου χτύπησε τρεις φορές. Κοντοστάθηκα. Σάλυ μου, έτρεμα σαν το κίτρινο φύλλο. Τι θέλουν, ποιοι είναι; Ξέρεις, όλες αυτές οι ενοχές, το δράμα της αμαρτωλής ζωής που ζούμε…. Έκανα να πάω στην πόρτα. Κοντοστάθηκα πάλι. Η πόρτα ξαναχτύπησε αργά, καθαρά. Οι φωνές σιγά – σιγά κόπαζαν. Έγινε απόλυτη ησυχία, κι εμένα ο τρόμος, η αγωνία και η περιέργεια με έτρωγαν. Ζύγωσα κι άνοιξα την πόρτα. Ήταν Εκείνος!... Μια παγωμένη σιωπή έπεσε παντού. Δεν κουνιόταν ούτε ένας, δεν άκουγες ψίθυρο. Μόνον Εκείνος με το γαϊδουράκι Του στεκόταν κοντά στην πόρτα μου. Ξεθάρρεψα λιγάκι και έκανα δύο βήματα προς το μέρος Του. Έριξα μια γρήγορη ματιά στον κόσμο έξω από την πόρτα μου. Παγωμένες, περίεργες φιγούρες…. Δεν κουνιόταν κανείς τους. Εκείνος κατέβηκε από το γαϊδουράκι και με ζύγωσε αργά. Το πρόσωπό Του, Σάλυ μου, αυτό το πρόσωπο… αυτό το φως… αυτή η λάμψη… με κοίταζε στα μάτια και όλα Του μου 90
Βηθανία
’λεγαν, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ…. Ξέρεις, αυτή την πόρτα την είχαν χτυπήσει πολλοί άντρες (και ξέρεις τι άντρες τη χτυπάνε και γιατί). Όμως Εκείνος ήταν άλλο πράγμα. Αμέσως το κατάλαβα. Αυτός ήρθε για μένα, όχι για το σώμα μου…. Αυτός ήρθε με αγάπη για μένα, για τον πόνο μου, για το δράμα μου, και όχι για να διασκεδάσει μέσα στο βούρκο μου. Πώς με έπεισε για όλ’ αυτά με την πρώτη Του ματιά, μη με ρωτάς, δεν ξέρω. Σάλυ, δεν το πιστεύεις, όμως με φώναξε με το όνομά μου, με κοίταξε στα μάτια και περπάτησε μόνος προς το σπίτι μου. Ναι, ο Ιησούς ήρθε στο σπίτι μου μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλου του πλήθους γύρω μου. Το τι ακολούθησε, δε λέγεται. Άρχισαν να μουρμουρίζουν, να γιουχαΐζουν, σφύριζαν…. Κάποιος το ψιθύρισε δειλά, μετά άρχισε να απλώνει ο ψίθυρος, να δυναμώνει… «στης πόρνης, στης πόρνης, μπήκε στης πόρνης… πού πάει;.. πώς τολμάει;… στης πόρνης;… ξέρει τι κάνει;…» Ναι, στης πόρνης, Σάλυ μου, όχι το σπίτι, αλλά την ψυχή. Αυτό το γλυκό πρόσωπο του Ιησού αιχμαλώτισε την ψυχή μου. Η αγάπη Του, το φως Του. Είναι ο Ιησούς μου, Σάλυ, ο Κύριος της καρδιάς μου. Δεν έχεις νιώσει ποτέ αγάπη, το ξέρω κι εγώ, με όλους αυτούς που κοιμάσαι μέρα – νύχτα. Αγάπη, Σάλυ, ξέρεις τι θα πει να ’χεις αγάπη δική σου, για σένα, κατάματα να σε κοιτάζει; Σιγά–σιγά το καταλάβαινα πως έφευγαν μουρμουρίζοντας. Μερικοί απειλούσαν, έβριζαν…. Όλοι τους είχαν σκυμμένο το κεφάλι. Εκείνος δεν έλεγε πολλά, δεν έλεγε τίποτα σχεδόν. Μόνο έλαμπε, μόνον άστραφτε το πρόσωπό Του. Στης πόρνης, ναι στης πόρνης, Σάλυ μου! Ο Σωτήρας, ο αληθινός Γιος τού Θεού… Καλή μου φίλη, σου γράφω και βουρκώνω, είμαι πλημμυρισμένη από χαρά. 91
Πιστεύετε στα θαύματα;
Την άλλη μέρα, νωρίς το πρωί, ήρθε όλη η γειτονιά να μάθει τα νέα. Και τα ’μαθαν…. Τα είδαν στο πρόσωπό μου, στη χαρά μου, στην αγάπη μου γι’ αυτούς. Στης πόρνης έγινε σωτηρία. Όλοι αυτοί, που με πετροβολούσαν σαν διάβαινα τη γειτονιά τους, που έφτυναν κι άλλαζαν δρόμο, διάβηκαν τώρα το κατώφλι μου να μάθουν όλο περιέργεια… και έμαθαν… και είδαν… και βλέπουν. Τελείωσε το πεζοδρόμιο, Σάλυ μου. Τώρα ζω! Για πρώτη φορά ζω, λυτρωμένη, ελευθερωμένη απ’ όλα. Ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου εκείνο το πικρό «στης πόρνης», αλλά τώρα έχω δύναμη. Εκείνος με γιάτρεψε, με γέμισε, με κάλεσε κοντά Του. Σάλυ μου, όταν ανταμώσουμε θα το δεις και μόνη σου, η ζωή μου άλλαξε, έγινε καινούργια. Δεν έχω πια δουλειά, περνάω πολύ δύσκολα, όμως ποτέ δεν ήμουνα τόσο ευτυχισμένη στη ζωή μου. Το πιστεύω πως Εκείνος, ο Γιος του Θεού, μπορεί να λύσει με ένα Του θαύμα όλα μου τα προβλήματα. Αν μπορούσες μόνο να Τον δεις, μόνο να Τον αντικρίσεις, να Τον γνωρίσεις, η αγάπη Του, η λάμψη Του θα έσβηνε κάθε δίψα από την κουρασμένη σου ψυχή. Στο εύχομαι, καλή μου. Αν περάσει από τα μέρη σας ο Ιησούς, αν σου χτυπήσει την πόρτα, μη διστάσεις, μην αρνηθείς να Του ανοίξεις, να πέσεις στην αγκαλιά Του, είναι ο Χριστός, ο Σωτήρας, ο Γιος τού Θεού, και ήρθε από τον Ουρανό για να μας σώσει από την αμαρτία και να μας ενώσει με τον Θεό. Εκείνος δεν έχει δυσκολία να διαβεί το κατώφλι μιας τέτοιας αμαρτωλής ζωής σαν και τη δική μας, κι ας μας δείχνει ο κόσμος με τεντωμένο δάχτυλο, «στης πόρνης». Σ’ αγαπάει, Σάλυ μου, μας αγαπάει, μου το ’πε ο Ίδιος, αγαπάει κι εσένα… με μιαν αγάπη που όμοιά της δεν υπάρχει στη γη. Στα ’γραψα όλα, όλα όσα έχει η καρδιά μου και η 92
Βηθανία
ζωή μου. Όλα όσα έχω τώρα πια είναι Εκείνος, ο γλυκός μου Κύριος. Εσύ, Σάλυ μου, τι θα κάνεις, τι θα Του πεις; Περιμένω με αγωνία το γράμμα σου. Φίλη σου παντοτινή κι αγαπημένη.
93
Έβελυν σ’αγαπώ
Με την τεχνολογία δεν μπορώ να πω ότι τα πήγαινα πάντα και πολύ καλά. Δεν ήταν ούτε η πρώτη μου αγάπη ούτε από τις μεγαλύτερες συμπάθειές μου. Υπήρχε πάντα μέσα μου ένα πέπλο άγνοιας, θαυμασμού και φόβου γύρω από τις εξελίξεις τής τεχνολογίας. Μου άρεσε να ακούω και να μαθαίνω γι’ αυτήν, αλλά ούτε βήμα παραπάνω. Ιδιαίτερα όταν πλησίαζα στην περιοχή με τα κομπιούτερς, το internet,το email, ένιωθα να πιάνεται η ανάσα μου και ένα σφίξιμο στο στήθος... και τις πιο πολλές φορές μια τάση μέσα μου να το βάλω στα πόδια... Καλή η τεχνολογία, αλλά πολύ ψηλές οι κορφές της... για μένα τουλάχιστον... Όλα αυτά συνέβαιναν, μέχρι που ήρθε στο σπίτι μας το πρώτο «μαγικό» κινητό τηλέφωνο. Μικρό σαν παιχνιδάκι, μαγικό γιατί ούτε κι εγώ δεν ξέρω τι μπορούσε να κάνει μόνο του αυτό το παιχνιδάκι, και μάλιστα ήταν σε χρώμα μεταλλικό χαμαιλεοντί. Τότε ήταν που άλλαξαν όλα, και μάλιστα από τα θεμέλια. Μπορώ να πω ότι μαγεύτηκα. Άπλωσα το χέρι μου, το έπιασα και αμέσως ένιωσα ότι δεν θα είχα πια τη δύναμη να το αφήσω ποτέ πίσω στη θέση του. Ακριβώς έτσι και έγινε. Από τότε έχουν συμβεί πολλά παράξενα. Το πορτοφόλι μου έχω ξεχάσει και έχω χάσει, το κινητό όμως ποτέ... Έχω κλειδωθεί έξω και από το σπίτι και από το αυτοκίνητο. Κλειδιά δεν είχα, το κινητό όμως ήταν μαζί μου... Και νηστική έχω μείνει, και το ρολόι μου άφησα κάπου και το έχασα... το κινητό μου όμως ποτέ. Και να ήταν μόνον αυτά;... Άρχισαν και οι σπουδές. Πώς ανοίγουμε τη μνήμη, πώς βάζουμε τους κωδι94
Έβελυν σ’αγαπώ
κούς, πώς παίρνουμε τα μηνύματα... πώς στέλνουμε μηνύματα, εκτροπή κλήσεων, και όλα τα σχετικά. Είχε ενδιαφέρον και, έτσι όπως το βλέπω τώρα, είχε γίνει για μένα κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι, διασκέδαση και εκτόνωση... Μέχρι εδώ έτσι κυλούσαν τα πράγματα. Και τούτο, γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ τι άλλο θα συνέβαινε με πρωταγωνιστή αυτό το μικρό τηλεφωνάκι, που χωράει σχεδόν και κρύβεται ολόκληρο στη χούφτα μου. Δεν είχα ποτέ συνειδητοποιήσει τις δυνατότητες που μπορεί να έχει κανείς με αυτό το μικρό κουτάκι στα χέρια του, ούτε τις προεκτάσεις που μπορεί να έχει, όταν χρησιμοποιηθεί σωστά και με αγάπη γνήσια και καθαρή. Η ιστορία παρακάτω θα σας τα πει όλα. Ήταν μια μέρα που είχα πολλή και πιεστική δουλειά, όταν χτύπησε το κινητό μου εκείνο τον ξεχωριστό ήχο, όταν κάποιος σου στέλνει ένα γραπτό μήνυμα. Δεν διέκοψα, γιατί δεν μπορούσα, όμως το μυαλό μου ήταν ήδη φευγάτο και ανυπομονούσε να διαβάσει το μήνυμα στην οθόνη του τηλεφώνου. Σε λίγο το πήρα στα χέρια και πάτησα αμέσως τα κουμπιά για να διαβάσω το μήνυμα που μου είχαν στείλει. «‘Έφτασα καλά, θα σε πάρω το βράδυ, φιλάκια!» Τα ’χασα. Τι είναι αυτό; Ποιος έφτασε καλά;... Πού έφτασε καλά; Ποιος θα με πάρει το βράδυ; Ξεφύλλιζα πιθανά και απίθανα γεγονότα, έψαχνα σε κοντινά και μακρινά πρόσωπα, πρόσφατα και παλιά περιστατικά... Κανένα φως! Και τα φιλάκια...; Τι να τα κάνεις τα φιλάκια χωρίς το όνομα του αποστολέα...; Χαμένα πήγαν κι αυτά... Έσκυψα πάλι στη δουλειά μου, όταν χτύπησε μελωδικά το κινητό μου. Το σήκωσα, απάντησα, αλλά ήταν λάθος. «Σας παρακαλώ, μου δίνετε την Έβελυν;» μου είπε μια ευγενική φωνή. «Συγνώμη, κάνετε λάθος», απάντησα εγώ. 95
Πιστεύετε στα θαύματα;
Πράγματι, Έβελυν είναι ωραίο όνομα, αλλά δεν είναι το δικό μου. Και στο σπίτι δεν υπάρχει Έβελυν, παρά μόνο μια κούκλα στην εταζέρα πάνω από το κρεβάτι μου, από τότε που πιτσιρίκια δίναμε στις κούκλες τα πιο απίθανα ονόματα... Έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινα με την απορία. Κανένα φως. ‘Έφτασα καλά, θα σε πάρω το βράδυ... και μετά η Έβελυν... Η αλήθεια είναι ότι δεν τα συνδύασα καθόλου. Λάθη άλλωστε γίνονται στα κινητά τηλέφωνα, ακριβώς όπως στα σταθερά. Το άφησα. Κατά το απόγευμα χτύπησε ξανά το τηλέφωνό μου: «Σας παρακαλώ, μου δίνετε την Έβελυν;» άκουσα. «Συγνώμη, κάνετε λάθος», απάντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Έκλεισε. Λάθος νούμερο του δώσανε του φουκαρά, σκέφτηκα, και δεν πήγε το μυαλό μου παραπέρα. Δεν πήγε εκείνη τη στιγμή, αλλά σε λίγη ώρα, που πήρα νέο μήνυμα στο κινητό μου και το διάβασα, άρχισα να τα καταλαβαίνω σχεδόν όλα: «Έβελυν», έλεγε το μήνυμα, «γιατί δεν μου απαντάς; Γράψε μου, σε περιμένω, χαθήκαμε. Έχω πολλή αγωνία, γράψε μου.» Τώρα τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν. Αυτή λοιπόν ήταν η Έβελυν. Και το «έφτασα καλά» εκεί πήγαινε, όπως επίσης και τα φιλάκια. Εγώ όμως τώρα τι να κάνω, που ούτε Έβελυν είμαι, αλλά ούτε και μπορούσα να γίνω... ούτε και έπρεπε άλλωστε...; Την άλλη μέρα προς το μεσημέρι, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Αυτή τη φορά η φωνή ήταν γυναικεία: «Σας παρακαλώ, μου δίνετε την Έβελυν;» Χαμογέλασα. Γενική επιστράτευση των συμμαχικών δυνάμεων, σκέφτηκα. Επιστρεύτηκε καμιά θεία, μάνα, γιαγιά ή ξαδέλφη, για να αλλάξει ίσως λίγο το τοπίο, να γίνει πιο πειστικό. Η δική μου αντίδραση ήταν πάλι η ίδια, η σταθερή απάντηση: « Συγνώμη, κάνετε λάθος». Όμως τώρα τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν. Και το ένιωσα ότι σοβάρεψαν ακόμη παραπάνω, όταν 96
Έβελυν σ’αγαπώ
διάβασα το επόμενο μήνυμα στην οθόνη τού κινητού μου: «Έβελυν, γιατί το κάνεις αυτό; Έβελυν, σε έχω χάσει, γιατί δεν μου απαντάς; Έβελυν, σ’ αγαπώ!» Αυτό το τελευταίο χάραξε την καρδιά μου. Με χτύπησε, με πόνεσε, το ένιωσα. «Έβελυν, σ’ αγαπώ». Νομίζω ότι τα είχα καταλάβει όλα, τι γίνεται, τι κρύβεται πίσω από αυτήν την ιστορία. Το μόνο που δεν ήξερα ήταν πώς εγώ να αντιδράσω, τι θέση να πάρω και πώς να βοηθήσω, αν έπρεπε να βοηθήσω. Το επόμενο βήμα ήταν εξίσου πονεμένο. «Έβελυν, γιατί δεν μου απαντάς; Έβελυν, σ’ αγαπώ, απάντησέ μου!» Εκείνο το βράδυ έκανα κάτι, που ούτε πρόγραμμα το είχα, ούτε μου το είπε κάποιος άλλος να το κάνω. Στην προσευχή μου ανέφερα στον Κύριο και αυτό το θέμα, που είχε αρχίσει να με απασχολεί και κάπως να με πιέζει. Μίλησα στον Θεό γι’ αυτό το παράξενο ζευγάρι, για τον πόνο τους, και Του ζήτησα να μου δώσει σοφία τι να κάνω, πώς να φερθώ και αν ήθελε να βοηθήσω... Κοιμήθηκα ήσυχα, και όταν ξύπνησα το πρωί ήμουν πανέτοιμη και αποφασισμένη για το τι θα έκανα. Περίμενα όλο αγωνία το επόμενο μήνυμα. Ήρθε προς το απόγευμα κατά τις 6. «Έβελυν, γράψε μου, Έβελυν, απάντησέ μου, σε έχω χάσει. Έβελυν, σ’ αγαπώ, περιμένω.» Τον αριθμό τού αποστολέα τον ήξερα πολύ καλά από την αναγνώριση κλήσεων. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά και άρχισα να γράφω μια απάντηση στον γνωστό-άγνωστο παραλήπτη εγώ στη θέση τής Έβελυν, αφού Έβελυν δεν διαθέταμε. Είχα καταστρώσει ένα πολύ ωραίο σχέδιο. Έκανα μια απλή προσευχή, χαμογέλασα με συμπάθεια και αγάπη για τον φίλο μας-παραλήπτη και ξεκίνησα. Ακούστε παρακάτω τα μηνύματα που ανταλλάξαμε και θα τα καταλάβετε όλα: Δικό μου μήνυμα: «Σε αγαπά!» Απάντησή του: «Έβελυν, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ που μου απά97
Πιστεύετε στα θαύματα;
ντησες. Τι έγινε, τι έπαθες, γιατί δεν μου έγραφες, τι σου συμβαίνει; γράψε μου! Φιλάκια...» Δική μου απάντηση: «Δεν είμαι η Έβελυν. Είπα μόνο ότι σε αγαπά, και είναι αλήθεια». Δική του απάντηση: «Ποιος είσαι; Πού με ξέρεις; Πού είναι η Έβελυν; Ποιος με αγαπά;» Δική μου απάντηση: «Θέλεις να Τον γνωρίσεις;» Δική του απάντηση: «Τι μου γράφεις; Ποιος είσαι; Ποιον να γνωρίσω; Δεν καταλαβαίνω!» Δικό μου μήνυμα: «Για τον Ιησού Χριστό σου μιλάω. Αυτός σε αγαπά. Δεν θα Τον χάσεις ποτέ. Δεν θα σου κρυφτεί ποτέ. Σε αγαπάει και μπορεί να σε σώσει, να σε κάνει ευτυχισμένο. Εμένα ο Ιησούς Χριστός με έκανε ευτυχισμένη. Θέλεις να μάθεις κι άλλα;» Για τις επόμενες μέρες ούτε πήρα μήνυμα ούτε χτύπησε το κινητό μου. Σχεδόν πίστεψα πως ό,τι είχα να κάνω, το είχα κάνει και σωστά και προσεχτικά. Το άφησα με απλότητα αγάπης και πίστης στα χέρια τού Κυρίου και ησύχασα. Όταν ξαναπήρα μήνυμα στο κινητό μου, έτρεξα με περιέργεια, αλλά και μια κρυφή χαρά να το διαβάσω. Και να τι έγραφε ο φίλος μας και γέμισε τα μάτια μου με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης: «Η Έβελυν ευρέθη. Είμαστε μαζί. Μένει τώρα να βρεθεί και ο Ιησούς Χριστός. Μίλησέ μας για τον Ιησού Χριστό. Θέλουμε και οι δυο μας να γίνουμε ευτυχισμένοι. Περιμένουμε. Φιλάκια.» Επιτέλους, μετά από τόσες φορές, αυτά τα φιλάκια μπορούσα να τα πάρω και να τα χαρώ. Αυτή τη φορά ήταν δικά μου.
98
Η Κόμισσα
Η δουλειά τού ντελίβερι είναι νομίζω αρκετά παρεξηγημένη. Οι περισσότεροι δεν την γνωρίζουν από κοντά και ίσως γι’ αυτό την απαξιώνουν τόσο εύκολα. Είναι όλα αυτά τα νέα παιδιά, που κάνουν διανομές φαγητών στα σπίτια. Μοιράζουν πίτσες και άλλα έτοιμα μαγειρεμένα γεύματα, σαλάτες, κυρίως τα απογεύματα και τις βραδινές ώρες. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε με τα μηχανάκια τους γίνονται ενοχλητικοί με τον υπερβολικό θόρυβο, την ταχύτητα, τις σφήνες. Ο Μηνάς όμως δεν ήταν απ’ αυτούς. Πρακτικά ζούσε την οικογένειά του από αυτή τη δουλειά και πρόσεχε πολύ. Ήταν ευγενικός, σοβαρός, μα κυρίως ήταν άνθρωπος του Θεού. Δεν θα έπαιζε ποτέ με το ψωμί της οικογένειάς του, ούτε με τα νεύρα των άλλων. Ήταν ένα όμορφο ψηλόλιγνο παλικάρι ο Μηνάς, γύρω στα 30, μελαχρινός, με σγουρά μαλλιά και ευγενικό πρόσωπο. Η δουλειά τού Μηνά δεν ήταν κακή, αν σκεφτεί κανείς ότι μαζί με τα φιλοδωρήματα και τα έξτρα έβγαινε ένας καλός μισθός, που κάλυπτε τις ανάγκες τής μικρής τους οικογένειας. Ζούσαν, με τη γυναίκα του και το κοριτσάκι τους, σε ένα διαμέρισμα με ενοίκιο, σε μια καλή σχετικά περιοχή της Αθήνας. Το άλλο τους παιδάκι ήταν ακόμα στην κοιλιά τής μαμάς του. Στενοχωριόταν βέβαια όταν άκουγε όλα εκείνα τα υποκοριστικά για τη δουλειά του, πιτσοκουτάς, ντελιβεράς κλπ, αλλά, εδώ που τα λέμε, και ποια δουλειά δεν έχει τα υποκοριστικά της… σκεφτόταν και χαμογελούσε. Άλλωστε για το Μηνά δεν υπήρχε άλλη λύση για την ώρα, αφού για εργασία η μόνη ανοιχτή πόρτα ήταν αυτή. 99
Πιστεύετε στα θαύματα;
Δεν ήταν άσχημα, καθόλου άσχημα. Αν ρωτήσεις τους ίδιους, μπορούν να σου πουν χίλια καλά που έχει αυτή η δουλειά. Εκτός από τα τυχερά της, βλέπεις ανθρώπους, επικοινωνείς, γνωρίζεις νέα πρόσωπα, κάνεις φίλους μερικές φορές, που σε προτιμούν και σε ζητάνε εσένα προσωπικά να τους εξυπηρετήσεις, και πολλά τέτοια. Κάπως έτσι άρχισε να ξετυλίγεται και η ιστορία με την κυρία Ορσαλία. Ήταν μια κυρία ευκατάστατη, γύρω στα πενήντα, που ζούσε σε ένα πολυτελέστατο διαμέρισμα μιας ακριβής πολυκατοικίας λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Όλοι οι συνάδελφοι του Μηνά την εξυπηρετούσαν πολύ πρόθυμα, γιατί τα τυχερά στης κυρίας Ορσαλίας δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα. Στην αρχή μάλιστα, που ο Μηνάς ήταν καινούργιος στη δουλειά, δεν του έδιναν καθόλου δρομολόγια στης κυρίας Ορσαλίας οι παλιοί, για τους ευνόητους λόγους. Το αφεντικό όμως, που τα πρόσεχε πολύ αυτά, προσπαθούσε να μοιράζει σωστά τα δρομολόγια στα παιδιά, αφού ήξερε ότι τα φιλοδωρήματα ήταν μέρος του μισθού τους και ήξερε επίσης πολύ καλά για τη στενότητα στα οικονομικά τού Μηνά και για το μωράκι που ερχόταν. Όταν πρωτοείδε το διαμέρισμα της κυρίας Ορσαλίας ο Μηνάς, έπαθε που λέμε. Και να σκεφτείτε ότι όσα είδε ήταν από τη μισάνοιχτη εξώπορτα την ώρα που παρέδιδε τις πίτσες και πληρωνόταν. Τι προλαβαίνεις να δεις; Και όμως. Είδε τα μάρμαρα στο πάτωμα, είδε το γκραντ φάδερ εκκρεμές στον τοίχο του σαλονιού, είδε τον πολυέλαιο με τα κρυσταλλάκια να λαμπυρίζουν στο διάδρομο και τα κατάλαβε όλα. Η κυρία Ορσαλία, καλοντυμένη και περιποιημένη, τον καλοδέχτηκε, του χαμογέλασε, τον ευχαρίστησε. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν παρατήρησε στη συμπεριφορά της. 100
Η Κόμισσα
Πρέπει να πούμε ότι η κυρία Ορσαλία ήταν από τους καλύτερους πελάτες της πιτσαρίας και το αφεντικό την πρόσεχε ιδιαίτερα. Είχε δώσει και ειδικές οδηγίες στα παιδιά τής διανομής για τη συμπεριφορά τους σε τέτοιους ξεχωριστούς πελάτες. Ο Μηνάς ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με το πόσο συχνά εξυπηρετούσε τον ένα ή τον άλλο πελάτη. Το οικονομικό τους θέμα ήταν με πίστη αφημένο στα χέρια του Κυρίου. Το μόνο που φρόντιζε ήταν να κάνει τη δουλειά του σωστά και με συνέπεια. Όταν τον κάλεσε το αφεντικό να πάει ξανά εκείνος την παραγγελία στο σπίτι της κυρίας Ορσαλίας, ο Μηνάς δεν υποψιάστηκε τίποτα. Ούτε την επόμενη φορά, που ήταν κι αυτή κοντά στην προηγούμενη. Τον δυσκόλευε λιγάκι βέβαια ο τρόπος που τον κοίταζε καμιά φορά, αλλά δεν έδινε σημασία. Εκείνο που τον προβλημάτισε ήταν όταν κάποιο απόγευμα, αργούτσικα, η κυρία Ορσαλία τον παρακάλεσε να περάσει μέσα στο σπίτι της και να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο τής κουζίνας. Δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, αλλά το προσπέρασε. Την επόμενη φορά η κυρία Ορσαλία τού έπιασε την κουβέντα, έτσι στο όρθιο. Ήταν ευχάριστη, ομιλητική και ήταν φανερό πως είχε όρεξη για κουβέντα. Αυτή την εξήγηση έδωσε και ο Μηνάς και πάλι δεν ενοχλήθηκε από τη συμπεριφορά της. Οι παραγγελίες της κυρίας Ορσαλίας πύκνωναν και ζητούσε πάντοτε το Μηνά να της πάει τα πράγματα. Το αφεντικό δεν είχε καμία αντίρρηση, αφού η δουλειά πήγαινε μια χαρά και χωρίς προβλήματα. Αυτό όμως δεν άρεσε καθόλου στο Μηνά, αφού, εκτός από τα άλλα, δημιουργούσε και προβλήματα στις σχέσεις του με τους συναδέλφους του. Εκείνο το βράδυ η κυρία Ορσαλία, περιποιημένη όπως πάντα, κράτησε το Μηνά παραπάνω από το συνηθισμένο. 101
Πιστεύετε στα θαύματα;
Δεν υπήρχε πολλή δουλειά, που να πιέζει το μαγαζί, και ο Μηνάς κάθισε μαζί της στο σαλόνι να μιλήσουν λίγο πιο άνετα. Στο μεταξύ είχε μάθει ο Μηνάς ότι η κυρία Ορσαλία ζούσε μόνη της κι ήταν αριστοκράτισσα με περιουσία. Εκείνο το βράδυ τού μίλησε ανοιχτά και καθαρά. Του είπε πόσο τον είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή που τον είδε, πόσο ήθελε την παρέα του, πόσο τον σκεφτόταν όλη μέρα και ότι θα ’θελε όταν σχολάει αργά το βράδυ να περνάει να της χτυπάει το κουδούνι και να της λέει καληνύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήταν. Του είπε ακόμα ότι δεν είχε συγγενείς και φίλους και ότι έψαχνε να βρει κάποιον άνθρωπο που να τον αγαπήσει και να του αφήσει όλη της την περιουσία. Του μιλούσε ζεστά, τρυφερά και τον κοίταζε συνεχώς στα μάτια. Ο Μηνάς τα ’χασε. Μόλις τώρα άρχισε να καταλαβαίνει πού είχε μπλέξει… Κατάφερε όμως και στάθηκε στα πόδια του. Το σωσίβιο σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντα η οικογένεια. Μέχρι τώρα δεν είχε πει τίποτα για την οικογένειά του στην κυρία Ορσαλία. Τώρα ήταν η ώρα. Της είπε για την αγαπημένη του γυναίκα, για τον αγώνα τους με τα οικονομικά τους, για το κοριτσάκι τους, για το μωράκι που περίμεναν. Είπε όσα μπορούσε παραπάνω και τόνιζε ιδιαίτερα όσα σημεία πίστευε ότι θα βοηθούσαν και εκείνον να ξεμπλέξει, αλλά και την κυρία Ορσαλία, που είχε αρχίσει πραγματικά να τη λυπάται. Δυστυχώς δεν φάνηκε καμία από τις δύο πλευρές να βοηθιέται σημαντικά. Η κυρία Ορσαλία άκουγε προσεκτικά και ευγενικά το Μηνά να μιλάει με αγάπη και στοργή για την οικογένειά του, αλλά στο μυαλό της κρατούσε το Μηνά όπως τον είχε πλάσει στη φαντασία και στα όνειρα της απέραντης μοναξιάς της. Την επόμενη φορά που η κυρία Ορσαλία ήταν γλυκιά και περιποιητική και προσπαθούσε να είναι όσο 102
Η Κόμισσα
γίνεται πιο ελκυστική με την εμφάνισή της και τον τρόπο της, ο Μηνάς είχε αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το υπερόπλο! Της μίλησε ανοιχτά και καθαρά για την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Της μίλησε για το θέμα της αμαρτίας, για τη θυσία του Ιησού Χριστού στο σταυρό του Γολγοθά, για την αιώνια αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό άνθρωπο, για την καινούργια ζωή, την καθαρή και άγια, που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός σε όσους πηγαίνουν σ’ Αυτόν με μετάνοια και πίστη. Τα είχε φτιάξει όμορφα στο μυαλό του και τα είπε όλα και συγκροτημένα. Τα αποτελέσματα ήταν μάλλον απογοητευτικά. Βέβαια παρατήρησε μια κάποια πρόοδο στη συμπεριφορά τής κυρίας Ορσαλίας. Την είδε να κοντοστέκεται λίγο, να τον κοιτάζει κάπως περίεργα και εξεταστικά, να τον ρωτάει μια-δυο ερωτήσεις, αλλά πέρα από αυτό καμία πρόοδος δεν σημειώθηκε. Η κυρία Ορσαλία δεν κατάλαβε τίποτα ή δεν ήθελε να καταλάβει. Το ίδιο βράδυ μίλησαν μέχρι αργά με τη γυναίκα του για το θέμα και αποφάσισαν με οποιοδήποτε κόστος να κόψει ο Μηνάς από της κυρίας Ορσαλίας, έστω κι αν αυτό σήμαινε να χάσει τη δουλειά του. Με βαριά καρδιά το άλλο απόγευμα πήγε και βρήκε το αφεντικό του. Είχε αποφασίσει να μην εκθέσει την καλύτερη πελάτισσα του μαγαζιού, αλλά τον παρακάλεσε να μην τον ξαναστείλει στης κυρίας Ορσαλίας, γιατί είχε σοβαρό πρόβλημα και δεν θα πήγαινε. Το αφεντικό μάλλον δεν πολυκατάλαβε, ούτε έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή. Μετά όμως δημιουργήθηκε ζήτημα, γιατί η κυρία Ορσαλία έδινε ρητές εντολές για τις παραγγελίες της και έπρεπε να εκτελεστούν ακριβώς. Το αφεντικό ζητούσε εξηγήσεις, ο Μηνάς δεν έδινε εξηγήσεις και κινδύνευε να χάσει την πολύτιμη και μοναδική δουλειά του. 103
Πιστεύετε στα θαύματα;
Τη λύση την έδωσε μια έμπνευση του Κυρίου στη γυναίκα τού Μηνά ένα πρωί. «Θα πάμε μαζί να την βρούμε να της μιλήσουμε», είπε η Νάντια στο Μηνά. «Θα πάρουμε και την Καιτούλα μας μαζί. Θα βάλουμε τα καλά μας, θα αγοράσω ένα περιποιημένο κουτί σοκολατάκια από το LIDL, θα τα τυλίξω όμορφα και θα της κάνουμε μια επίσκεψη όλοι μαζί. Ίσως να μας λυπηθεί έτσι που θα μας δει. Θα της χαρίσουμε και μια Καινή Διαθήκη στη Δημοτική», πρόσθεσε η Νάντια με απλότητα και πίστη στον Κύριο. Ο Μηνάς ήταν λίγο μαγκωμένος με την ιδέα, αλλά δεν είχε σοβαρή αντίρρηση, ούτε βέβαια και άλλη λύση. Την Πέμπτη είχε ρεπό. Έβαλαν τα καλά τους όλοι οικογενειακώς και ετοιμάστηκαν για της κυρίας Ορσαλίας. Πριν ξεκινήσουν από το σπίτι τους, έκαναν προσευχή και οι δύο τους γονατιστοί, μαζί και η Καιτούλα, το κοριτσάκι τους, που δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά. Η υποδοχή της κυρίας Ορσαλίας ήταν προσεγμένη. Ήταν αδιανόητο για μια τέτοια κυρία να τους φερθεί άπρεπα. Αντίθετα μάλιστα ήταν εγκάρδια μαζί τους, περιποιητική και έπαιξε κάποια στιγμή και με την Καιτούλα. Το πρόβλημα του Μηνά ήταν ότι έπρεπε να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει ανοιχτά για το θέμα τους και για το ενδεχόμενο της ανεργίας που αντιμετώπιζαν, αν συνέχιζε αυτή η κατάσταση. Δεν χρειάστηκε όμως. Η κυρία Ορσαλία με τον τρόπο της τους έδωσε να καταλάβουν ότι είχε καταλάβει τα πάντα και ότι θα διόρθωνε και μάλιστα αμέσως. Τους είπε να ξαναπεράσουν όποτε θέλουν και έκλεισε όμορφα η επίσκεψή τους. Ήταν αλήθεια. Πρακτικά τελείωσαν όλες οι ενοχλήσεις και διαλύθηκαν όλα τα μαύρα σύννεφα γύρω από τη δουλειά τού Μηνά. Ούτε το αφεντικό είχε προβλήματα και η κατάσταση είχε ομαλοποιηθεί πλήρως. 104
Η Κόμισσα
Πέρασε πολύς καιρός, χάθηκαν τα ίχνη τής κυρίας Ορσαλίας από το σπίτι και τη ζωή τού Μηνά. Όχι όμως από την προσευχή και την αγάπη τής Νάντιας και του Μηνά. Ήταν μια πολύτιμη ψυχή, που την έφερε ο Κύριος στο δρόμο τους για να την υπηρετήσουν με αλήθεια και αγάπη, και αυτό έκαναν. Το μωράκι τους γεννήθηκε και ήταν κάμποσων μηνών, όταν το νέο έσκασε σα βόμβα στο μαγαζί. Η κυρία Ορσαλία σε σοβαρή κατάσταση, με βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό. Την έτρεξαν οι γείτονες με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο που εφημέρευε. Ο Μηνάς κατάλαβε το κάλεσμα του Κυρίου. Την άλλη μέρα η μητέρα τής Νάντιας πρόθυμα τους βοήθησε με το μωράκι και ξεκίνησαν οι δυο τους για το νοσοκομείο. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε η κυρία Ορσαλία. Την βρήκαν σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι έλεγαν οι φήμες, αλλά φανερά καταβεβλημένη και, το σπουδαιότερο, με την Καινή Διαθήκη στα χέρια να διαβάζει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά όταν τους είδε και τα κουρασμένα της μάτια δάκρυσαν, χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Τους κράτησε τα χέρια μέσα στα δικά της, έκλεισε τα μάτια της για κάμποση ώρα και όταν μπόρεσε να μιλήσει είπε μόνο, «ο Θεός σε έστειλε, ο Θεός σας έστειλε..» Η Νάντια πήγε πολλές φορές στο νοσοκομείο. Ξενύχτησε κάποια βράδια, που τα πράγματα φαίνονταν κρίσιμα και οι γιατροί ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Μαζί έκαναν προσευχή, μαζί διάβαζαν από την Καινή Διαθήκη και μαζί καταλάβαιναν ότι το έργο του Ιησού Χριστού εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά στην καρδιά της κυρίας Ορσαλίας. Πρώτη η Νάντια άκουσε την ομολογία μετάνοιας και ταπείνωσης της κυρίας Ορσαλίας και την βοήθησε στα πρώτα της βήματα με τον Ιησού Χριστό. «Είναι κάτι που πρέπει να το πω πρώτα 105
Πιστεύετε στα θαύματα;
σε σένα με πολύ πόνο, αλλά έτσι μου λέει ο Κύριος να κάνω. Νάντια μου, τίποτα από όσα μου έφερναν από την πιτσαρία δεν έτρωγα, ούτε μία φορά για δείγμα. Τάιζα τις γάτες της πολυκατοικίας. Ντρέπομαι που σου το λέω, αλλά αυτή ήταν η παλιά Ορσαλία. Έκανα παραγγελίες, γιατί είχα ανάγκη από παρέα, είχα ανάγκη από συντροφιά, κάποιον να μιλήσω, ν’ ανοίξω την καρδιά μου. Όταν είδα το Μηνά, ήξερα ότι μπορεί να κάνω κακό στο σπίτι σας, αλλά δεν είχα τη δύναμη να σταματήσω…». Αυτά και άλλα πολλά είπε στη Νάντια, ανοίγοντας την αμαρτωλή καρδιά της στον Κύριο, για να την πλύνει και να την κάνει καινούργια. Η Νάντια την παρηγορούσε, την στήριζε, την άκουγε με απέραντη χαρά και κατανόηση. Όταν γύρισε σπίτι της η κυρία Ορσαλία, ήταν φανερά γερασμένη και καταβεβλημένη. Δεν είχε πολλές δυνάμεις. Ήταν σα να της είχαν προστεθεί ξαφνικά πολλά χρόνια μαζί στην πλάτη της. Με το Μηνά άρχισε μια μικρή συντροφιά μελέτης της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, που το άνοιγε με πολλή χαρά και περιποίηση. Από το πλουσιόσπιτο της κυρίας Ορσαλίας άρχισαν να ακούγονται ύμνοι με κιθάρα και ακορντεόν και η γειτονιά τσιμπιόταν απορημένη. Τι έπαθε η κόμισσα; ρωτούσαν με το χαϊδευτικό της. Η κόμισσα δεν έζησε πολύ ακόμα. Ο οργανισμός της δεν ανέκαμψε μετά την τελευταία της σοβαρή ασθένεια. Πρόλαβε όμως να φωνάξει μια μέρα το Μηνά, τη Νάντια και ένα συμβολαιογράφο στο σπίτι της. Τους παρακάλεσε να δεχτούν μετά το θάνατό της να γίνει δικό τους το όμορφο διαμέρισμά της, γιατί ήταν το μόνο που προλάβαινε να κάνει για τον Κύριο και Σωτήρα της, αφού Τον γνώρισε τόσο αργά στη ζωή της. Τους παρακάλεσε να συνεχίσουν τη μελέτη της Αγίας Γραφής στο σπίτι της, όπως είχε αρχίσει, για να έχει 106
Η Κόμισσα
να εισπράξει κάποιους «τόκους» στον Ουρανό από αυτό το μικρό έργο, που θα γίνεται στο σπίτι της. Ο συμβολαιογράφος δεν κατάλαβε λέξη, αλλά ο Μηνάς και η Νάντια κοιτάχτηκαν με νόημα και την ευχαρίστησαν με δάκρυα ευγνωμοσύνης, και την έσφιξαν στην αγκαλιά τους. Σε μια βδομάδα μέσα έγιναν μαζί και οι δύο μετακομίσεις. Η κυρία Ορσαλία έφυγε από το διαμέρισμα για το σπίτι της, το γεμάτο δόξα και ομορφιά, στον Ουρανό, και ο Μηνάς με τη Νάντια μετακόμισαν στο οροφοδιαμέρισμα με τα μαρμάρινα πατώματα, τους πολυέλαιους και το σκαλιστό εκκρεμές στο σαλόνι. Όταν έχει διανομή στην περιοχή ο Μηνάς, περνάει από το καινούργιο σπίτι τους να φιλήσει τα παιδάκια τους πριν πάνε για ύπνο. Καληνυχτίζει και την κουρασμένη Νάντια, που θα πάει κι εκείνη σε λίγο για ύπνο, και μαζί ευχαριστούν τον Κύριο για το θαύμα Του στη ζωή τής αδελφής τους Ορσαλίας, αλλά και στη δική τους τη ζωή.
107
«Κανάλι 3000… στους 193 Μεγάκυκλους στα FM»
Δεν ξέρω αν είστε απ’ αυτούς που παίρνουν ταξί συχνά πυκνά. Εγώ σίγουρα δεν είμαι. Τολμώ να πω ότι ανήκω συνειδητά σε άλλη… συνομοταξία. Στους αντί – ταξί. Δηλαδή, όχι μόνο δεν χρησιμοποιώ ταξί, αλλά το αποφεύγω κιόλας. Δεν ξέρω το γιατί. Θέλεις τα παιδικά μου χρόνια…, ο τρόπος που μεγάλωσα…, οι αντιλήψεις που διαμόρφωσα…, τα γεγονότα της ζωής μου…, τα γονίδιά μου ίσως, τι να πω; Όχι ότι έχω κάτι με τους ανθρώπους, μα ταξί χρησιμοποιώ σπάνια, σχεδόν το αποφεύγω. Εκείνο όμως το απόγευμα ούτε να το αποφύγω μπορούσα ούτε να το σκεφτώ είχα την πολυτέλεια. Κάθισα κι εγώ στο χείλος του πεζοδρομίου ενός περαστικού δρόμου, έφτιαξα το ύφος μου να είναι καλοσυνάτο έως ικετευτικό και τέντωσα το χέρι για να δώσω το στίγμα μου. Προσπαθούσα με όλα όσα διέθετα να πω στους ταξιτζήδες που περνούσαν μπροστά μου όλα όσα μου συνέβαιναν: «Βιάζομαι… έχω αργήσει… σας παρακαλώ βοηθήστε με… είναι ανάγκη να με πάτε στη δουλειά μου…» και όλα τα παρόμοια. Δεν κουράστηκα πολύ, είναι η αλήθεια. Στην τρίτη ή τέταρτη προσπάθεια, αν θυμάμαι καλά, ήρθε η απάντηση. Το ταξί σταμάτησε δίπλα μου κι εγώ άνοιξα την πίσω πόρτα, κάθισα, έκλεισα, είπα τον προορισμό μου και ξεκινήσαμε. Λησμόνησα να σας πω, ότι το μεγάλο μου αξεπέραστο πρόβλημα με τα ταξί είναι το ραδιόφωνο. Όλα εκείνα τα «αγάπη μου, λατρεία μου, φεύγω, έφυγες, 108
«Κανάλι 3000…»
γύρνα πίσω…» με τις απαραίτητες διπλοπενιές, μου δημιουργούν και κατάθλιψη, αλλά και αρχόμενη αποβλάκωση, γεγονός που δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Όσες φορές τόλμησα κάτι να πω, κάτι να προτείνω, έτσι για να αλλάξει λίγο η ατμόσφαιρα, η αντιμετώπιση από πλευράς του οδηγού ήταν τέτοια, που το μετάνιωσα σκληρά και δεν το επανέλαβα. Αυτό που θέλω εγώ είναι να καθίσω ήσυχα στη θεσούλα μου στο ταξί, να μαζέψω τις σκέψεις μου, να χαζέψω λίγο τον κόσμο στους δρόμους, τα μαγαζιά, τον ουρανό, ίσως να μουρμουρίσω απαλά έναν ύμνο, κάποια λόγια, και να χαλαρώσω μέχρι να αρχίσω το επόμενο… κατοστάρι. Τέτοιες πολυτέλειες πού να τις συναντήσεις στις μέρες μας; Όμως εγώ στάθηκα τυχερός. Όχι πως δεν είχε ραδιόφωνο το ταξί που πήρα. Και ραδιόφωνο είχε και ανοιχτό ήταν. Περίεργο όμως. Ούτε λαϊκά είχε, ούτε διαφημίσεις για ανοιχτά δάνεια και ζαντολάστιχα ευκαιρίας. Μόλις άκουσα λίγο, κατάλαβα. Χαλάρωσα, ησύχασα και έγειρα προς τα πίσω στο κάθισμα. Αμέσως το μάτι μου πήγε στον οδηγό. Ποιος είναι αυτός που ακούει αυτό το σταθμό, σκέφτηκα … Τυχαία τον έπιασε ή τον ακούει συστηματικά;… Διάφορα τέτοια περνούσαν από το μυαλό μου. «Ακούτε το κανάλι 3.000», είπε μια γυναικεία καλοβαλμένη και καθαρή φωνή. «Στους 193 Μεγάκυκλους στα FM. Αγαπητοί μας ακροατές,…» Η χαρά μου μεγάλωσε και σιγουρεύτηκε. Όχι ότι έχω κάτι με τη Γλυκερία ή τον Πάριο, αλλά οπωσδήποτε είναι μεγάλο δώρο του Θεού στις μέρες μας, έστω και ένα ραδιόφωνο να είναι γυρισμένο σε ένα σταθμό που υπηρετεί τον Θεό, την αγάπη Του και διαδίδει απλά και καθαρά την αλήθεια του Ευαγγελίου, που σώζει, που αναγεννά, που απελευθερώνει τον άνθρωπο από την αμαρτία. 109
Πιστεύετε στα θαύματα;
Όλα τα περίμενα, αλλά αυτό που συνέβη ούτε και η πιο προικισμένη φαντασία δε θα μπορούσε να το συλλάβει. Να σταματήσω ένα ταξί, να μπω μέσα, να έχει ανοιχτό το ραδιόφωνο στο σταθμό που μιλάω και εγώ και να … με ακούω! Να μιλάω εγώ από το ραδιόφωνο του ταξιτζή, αυτό είναι όχι μόνο απίθανο, αλλά και ακούγεται σαν εξωπραγματικό. Και όμως έγινε. Μου συνέβη εμένα. Αυτό όμως που ακολούθησε ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Τι έγινε; Ο ταξιτζής είχε τις πολλές και δικαιολογημένες αντιρρήσεις του για όσα άκουγε. «Ε, όχι, κύριε, όχι. Είστε εξωπραγματικοί…. Ζείτε σε άλλο κόσμο… δεν επικοινωνείτε», άκουσα τη φωνή του ξέχειλη από διαμαρτυρία. «Με συγχωρείτε, κύριέ μου, που μιλάω έτσι, αλλά σε βγάζουν έξω από τα ρούχα σου μ’ αυτά που λένε… Αυτό είναι το μεγαλείο της Ελλάδας. Ο καθένας στήνει ένα σταθμό, παίρνει δυο ενισχυτές και λέει ό,τι αρλούμπα του κατέβει… Έλα εδώ, κύριε, τι παραμυθιάζεις τον κόσμο; Ο Χριστός, ο Χριστός, έλα στο Χριστό, ο Θεός σε αγαπάει…. Θα σε σώσει από τις αμαρτίες σου. Όλα λάθος… όλα διαγράφονται… όλα είναι παραμύθια. Ποιος Θεός, ποιος Χριστός, ποιες αμαρτίες; … Συγγνώμη, δεν ξέρω τις πεποιθήσεις σας, τι πιστεύετε εσείς, αλλά ειδικά ετούτοι εδώ το έχουν παρακάνει… Δε λέω, όλοι στον Θεό πιστεύουμε, όλοι χριστιανοί είμαστε, αλλά για σιγά, για σιγά…» Εγώ δεν τον διέκοψα. Περίμενα υπομονετικά να τελειώσει. Μετά, αρκέστηκα μόνο να τον ρωτήσω ήσυχα και λιγόλογα τι σταθμός ήταν αυτός και αν τον άκουγε συχνά. Κατάλαβα ότι ο ταξιτζής ήταν έξυπνος άνθρωπος και είχε διάθεση για κουβέντα. Με άρχισε από τη γιαγιά του, που ήταν πιστή γυναίκα του Θεού και διάβαζε την Αγία Γραφή και είχε έρθει από τη Μικρά Ασία. Ο άνθρωπος όμως είχε οξύ πρόβλημα να τα δε110
«Κανάλι 3000…»
χθεί όλα αυτά, και μάλιστα στις μέρες που ζούμε, που τα δεδομένα και οι απαιτήσεις έχουν αλλάξει, όπως υποστήριζε. «Σας λέω, για παράδειγμα, τούτον εδώ που ακούτε τώρα. Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο προσωπικά, ούτε τον έχω συναντήσει ποτέ μου», συνέχισε ο ταξιτζής με έντονο ύφος και κάποια χροιά αποδοκιμασίας στη φωνή του. «Δεν γίνονται αυτά, κύριέ μου, δεν γίνονται αυτά που λες… Είσαι θεωρητικός, είσαι εξωπραγματικός, είσαι παρωχημένος… «Θα έχεις δύναμη στη ζωή σου, ο Χριστός θα σου χαρίσει ομορφιά και δόξα, θα έχεις το Άγιο Πνεύμα, θα μπορείς να πεις όχι στην αμαρτία, θα ζήσεις άγια και καθαρά μαζί με τον Χριστό…» Αυτά λέει συνεχώς ο άνθρωπος και εγώ φουντώνω, συνέχισε ο ταξιτζής. Αυτόν ειδικά τον ομιλητή τον έχω σταμπάρει. Έτσι μόνο να μπορούσα να τον συναντήσω! Ξέρεις τι θα του έκανα;» Με ρώτησε και γύρισε προς το μέρος μου. «Τι θα έκανες;» Ρώτησα και εγώ όλο περιέργεια και βέβαια το μυαλό μου και η καρδιά μου ξέρετε πού πήγαν… «Κάτι πολύ απλό, κύριέ μου, πολύ απλό. Θα τον έπιανα από το γιακά, θα του έδινα το κλειδί από το ταξί και θα του έλεγα, πήγαινε δούλεψέ το τρεις ώρες, και μετά έλα να μου μιλήσεις εμένα για τον Χριστό… θα σε σώσει, θα σε αλλάξει, θα ζεις άγια… Να δούμε αυτόν ποιος θα τον σώσει.» Έγινε σιωπή. Ξαφνικά σαν κάτι να θυμήθηκε. «Και ό,τι βγάλει δικά του τα παίρνει, εγώ δε θέλω λεφτά… εγώ θέλω να γυρίσει πίσω και να μου πει έχεις δίκιο, φίλε, δε γίνονται. Έτσι είναι. Η ζωή είναι ζούγκλα. Ζούγκλα μέσα μας, ζούγκλα γύρω μας. Άσε τον Χριστό και πιάσε το τσεκούρι… Αυτό θέλω να μου πει. Όχι μου κάθεται πίσω απ’ το μικρόφωνο και μου λέει τα αγιωτικά του…» 111
Πιστεύετε στα θαύματα;
Ήμουν έτοιμος να φανερωθώ. Είχαμε σταματήσει να ακούμε το ραδιόφωνο, που μοναχό του μονολογούσε τα δικά του. Αυτή η ψυχή ήταν έτοιμη να παραδοθεί στη χάρη του Θεού και πάλευε χωρίς να το ξέρει. Έπρεπε να τον ακούσω μέχρι τέλους. «Να, για παράδειγμα, προχτές το βράδυ. Εκεί ακριβώς που κάθεστε μπήκε μια μικρή. Πού πάμε παρακαλώ, ρωτάω εγώ. Όπου τραβάει η καρδιά σου, μου λέει. Άκου τώρα απάντηση. Εμείς τα ξέρουμε αυτά, είναι της δουλειάς πράγματα. Και αρχίζει τα είμαι μόνη μου, είμαι απελπισμένη, δεν έχω κανέναν, και στρίψε δεξιά, και στάσου εδώ… Ξέρεις τώρα… Τι άγιος μου λες, τι αμαρτία, τι ο Χριστός. Πού είναι ο Χριστός…; Παραμύθια…» Είχε φτάσει η ώρα η δικιά μου. Μίλησε εκείνος, τα είπε τα δικά του, τώρα ετοιμαζόμουν να μιλήσω κι εγώ. Αλλά τι να μιλήσω, αφού μιλούσα ήδη τόση ώρα από το ανοιχτό ραδιόφωνο. Με άκουγα και με άκουγε και ο ταξιτζής και ήμουν και ζωντανός μέσα στο ταξί του. Σας είπα ότι ήταν έξυπνος άνθρωπος. Μόλις άρχισα να μιλάω, κάτι κατάλαβε. Έκανε γρήγορους συνδυασμούς στο μυαλό του και στο πρώτο φανάρι που σταματήσαμε γύρισε πίσω και κάρφωσε τα μάτια του επάνω μου. Όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί, δεν το άντεξε. Πήγε στην άκρη του δρόμου και σταμάτησε. Ούτε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μού έδωσε, ούτε με πέταξε έξω. Με κοιτούσε στα μάτια σαν αρνί. Δεν είχα όμως καθόλου χρόνο. Έπρεπε να προχωρήσουμε. Μέσα μου υπέφερα. Να έχω μια τέτοια ευκαιρία και να μην έχω χρόνο… να μιλήσω σ’ αυτήν την ψυχή για την αγάπη τού ζωντανού Ιησού Χριστού... Όμως ο Κύριος έδωσε λύση. 112
«Κανάλι 3000…»
Δύο δρόμους πιο κάτω του είπα να σταματήσει. Τον πλήρωσα και του είπα να βγει έξω, να κλειδώσει το ταξί. Η ώρα ήταν 8 παρά 5΄. Έλα μαζί μου, του είπα. Λίγο πιο κάτω ήταν μια εκκλησία. Τον πήρα μαζί μου. Αυτός θα μου έδινε το ταξί για τρεις ώρες, έτσι έλεγε. Εγώ του είπα να κρατήσει τα κλειδιά, αλλά να ακούσει ένα κήρυγμα στην εκκλησία για μία ώρα. Μίλησα για τη μετάνοια, την αναγέννηση, την αναστημένη ζωή, που χαρίζει ο Ιησούς Χριστός σε όσους Τον δεχτούν με ταπείνωση και πίστη. Από τον άμβωνα της εκκλησίας δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου και τη σκέψη μου από αυτόν τον ταξιτζή, που ρουφούσε αχόρταγα τα λόγια τού Κυρίου. Δεν είπαμε πολλά στο τέλος. Φάνηκε πως έκλεισε αυτή η ιστορία. Προχτές όμως, που θα μιλούσα πάλι στην ίδια εκκλησία και πήγα με το δικό μου αυτοκίνητο, φαντάζεστε το σκίρτημα της χαράς που ένιωσα, όταν έξω από την εκκλησία, στο ίδιο εκείνο πεζοδρόμιο είδα το ταξί σταματημένο. Αμέσως κατάλαβα τι θα αντίκριζα μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία και δεν έπεσα έξω. Τον αδελφό μου τον ταξιτζή, που με περίμενε στην πόρτα να με σφίξει στην αγκαλιά του. «Κανάλι 3000 στους 193 Μεγάκυκλους στα FM», είπαμε και οι δυο και βάλαμε μαζί τα γέλια με χαρά αγκαλιασμένοι. Σε ευχαριστούμε, Κύριε.
113
Τα ανθρωπάκια
Μερικές φορές η ζωή σού φυλάει κάτι άχαρους ρόλους, που κυριολεκτικά σε πιάνει απελπισία κι ένας κόμπος παράπονου σου φράζει το λαιμό. Έτσι αισθανόταν εκείνο το χειμωνιάτικο βραδινό ο κύριος Επαμεινώνδας, ενώ ξεκινούσε από το σπίτι του για «υπηρεσιακούς λόγους», όπως συνήθιζε να λέει με καμάρι και στόμφο. Όμως αληθινά δεν μπορούσε να το χωνέψει. «Εμένα.. εμένα βρήκαν;» έλεγε και ξαναέλεγε στο δρόμο. «Χάθηκαν οι νέοι στην υπηρεσία, χάθηκαν οι αρμόδιοι…; Εμένα βρήκαν να στείλουν να τα βάλω με τα ανθρωπάκια;» Ένιωθε ταραχή μέσα του και κάποια ανησυχία γι’ αυτά τα ανεξήγητα και άδικα παιχνίδια της ζωής. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά τα πράγματα και από λίγο πιο παλιά, για να καταλάβετε κι εσείς τι συμβαίνει. Ο κύριος Επαμεινώνδας ήταν χωροφύλακας. Ήταν και είναι και θα είναι στην ψυχή χωροφύλακας. Αυτά δεν τα αλλάζει καμιά δύναμη στον κόσμο, είναι πιστεύω μιας ζωής, έλεγε με καμάρι. Τώρα όμως, με την ενοποίηση των σωμάτων ασφαλείας, βρέθηκε με βαθμό και με θέση διοικητικιά, όπως έλεγε, και με καινούργια στολή τριζάτη, που τον έκανε να νιώθει σωστός αρχιστράτηγος… Κοντός, με κοιλίτσα στρογγυλή, γνώρισμα απαραίτητο κάθε ευσυνείδητου χωροφύλακα της εποχής του. Περπατούσε αργά, κοιτούσε εξεταστικά και κρατούσε τις αποστάσεις όπου χρειαζόταν, για να μπορεί να ασκεί το λειτούργημά του, όπως του άρεσε να το αποκαλεί. Είναι γεγονός πως η προαγωγή αυτή δεν του άρεσε και πολύ. Ένιωθε κάπως μαντρωμένος μέσα στους τέσσερις τοίχους τού γραφείου του. Αυτός είχε μάθει 114
Τα ανθρωπάκια
με τις βόλτες του, το καφεδάκι του, τις μακριές υπαίθριες συζητήσεις του, τις πολλές χαιρετούρες, τυπικός χωροφύλακας, με προσόντα, όπως πίστευε ο ίδιος για τον εαυτό του. Έπειτα ο Επαμεινώνδας είχε κι ένα άλλο γνώρισμα του χαρακτήρα του. Ήταν άνθρωπος εκζήτησης. Διψούσε, ερευνούσε, ρωτούσε, έψαχνε. Δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτα, όταν ξεκινούσε να πετύχει στο σκοπό του. Τώρα βέβαια, που η υπηρεσία τον τίμησε και του έδωσε και βαθμό, ήταν οπωσδήποτε για καλό του, άσχετα αν τον στένευε το γραφείο με τις σφραγίδες, τα Σαββατοκύριακα και τις ευθύνες. Τι να κάνει όμως; Κόντευε στη σύνταξη και τα δεχόταν αδιαμαρτύρητα, για να ξεμπερδεύει χωρίς μπλεξίματα. Τούτη όμως η αποστολή, που αναθέσανε στον κύριο Επαμεινώνδα, τον πόνεσε πολύ. Πράμα παράξενο αλήθεια, όμως του κόστιζε και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Και να περί τίνος επρόκειτο. Στον κεντρικό δρόμο, πλάι από την πλατεία, νοικιαζόταν μια αίθουσα και μια μέρα ήρθαν κάποιοι και την πιάσανε. Τίποτα το ιδιαίτερο μέχρις εδώ. Όμως αυτοί οι κάποιοι έβαλαν και ταμπέλα και ώρες λειτουργίας και σιγάσιγά μαθεύτηκε πως ήταν εκκλησία, όχι βέβαια σαν την επίσημη εκκλησία όπως οι άλλες, πάντως εκκλησία. Και εδώ ακριβώς αρχίζει το πρόβλημα. Ο κύριος Επαμεινώνδας τα ’ξερε όλα αυτά πολύ καλά, γιατί το διαμέρισμά του ήταν σχεδόν απέναντι και παρακολουθούσε την κάθε τους κίνηση. Καλοί άνθρωποι, απλοί και ήσυχοι, μπορούσε να το βεβαιώσει με όλη του την καρδιά. Στην αρχή δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Όμως όταν άρχισαν να μαζεύονται ταχτικά, ο κύριος Επαμεινώνδας άρχισε να φουντώνει από περιέργεια για να μάθει τι γινόταν εκεί μέσα. Τα καλοκαίρια, που πότιζε τα λουλούδια του στο μπαλκόνι ή έβλεπε τηλεόραση και τύχαινε να σχολάνε από την αίθουσα, τα 115
Πιστεύετε στα θαύματα;
παράταγε όλα και κάρφωνε τα μάτια του πάνω τους. Θεέ μου, τι πράμα ήταν αυτό. Όλοι να χαιρετιούνται, όλοι να φιλιούνται, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, λες και ήταν όλοι μια οικογένεια. Τους ζήλευε και συχνά ένιωθε τόσο έντονη την επιθυμία να τους πλησιάσει. Ρωτούσε γι’ αυτούς, όμως δεν έβρισκε τη δύναμη να το κάμει. Όλοι ξέραν τον κύριο Επαμεινώνδα, το όργανο της τάξης, δεν υπήρχαν περιθώρια γι’ αυτόν. Άλλωστε η γειτονιά ήταν τόσο μικρή. Από το μπαλκόνι του όμως τους κατάτρωγε κυριολεκτικά με τα μάτια κάθε που μπαίναν και βγαίναν. «Ανθρωπάκια, καλέ μου… ανθρωπάκια», έλεγε στους συναδέλφους του. «Άκακα αρνιά…, οι πτωχοί τω πνεύματι… Τι να φοβηθείς από δαύτους… Αυτοί μόνο φιλιά ξέρουν να δίνουν, να αγαπάνε, να υπακούνε, να κάνουν καλές πράξεις… Ανθρωπάκια σου λέω, να, τίποτα… της γωνίτσας…» έλεγε και ξανάλεγε, όμως μέσα του δυνάμωνε ο πόθος να γνωρίσει από κοντά αυτά τα ανθρωπάκια, να ακούσει τα λόγια τους, να ζήσει μαζί τους αυτό που ζούσαν εκείνα και που τόσο το θαύμαζε και το ζήλευε. Και η ευκαιρία που λαχταρούσε τόσο ήρθε απροσδόκητα, μ’ έναν πολύ τραγικό τρόπο όμως. «Να τους διαλύσεις», ούρλιαζε ο Διοικητής του, «να τους πατήσεις κάτω, να τους λιώσεις τους άθλιους. Εβραίοι είναι, Χριστιανοί είναι, πληρωμένοι είναι δεν με νοιάζει. Δεν θα ασχολούμαστε μαζί τους, λες και δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε.» Ο κύριος Επαμεινώνδας τον κοιτούσε απορημένος. Ανθρωπάκια είναι, κύριε Διοικητά, ήθελε να του πει, ανθρωπάκια άγια, της γωνίτσας, της ακρούλας, μύγα δεν μπορούν να πειράξουν, τι να διαλύσω από δαύτους… Αυτά ήθελε να πει στο Διοικητή του, όμως η ώρα ήταν άσχημη και δε σήκωνε κουβέντα. Ο Επαμεινώνδας προτίμησε να 116
Τα ανθρωπάκια
μη μιλήσει. Πήρε το έγγραφο που τους κοινοποιούσε την απόφαση του εισαγγελέα να κλείσουν την αίθουσα, ξεροκατάπιε, χαιρέτησε κι έφυγε για να τους το επιδώσει. Στο μεταξύ είχε συμβεί και κάτι άλλο. Σε κάποια στιγμή μέσα στα νεύρα του ο Διοικητής πέταξε στον Επαμεινώνδα «δικοί σου γείτονες είναι, εσύ θα ξεμπερδέψεις μαζί τους…, γιατί, μήπως είσαι κι εσύ απ’ αυτούς…;» Μυστήριο πράγμα… Όλοι ξέραν πως ο Επαμεινώνδας δεν ήταν απ’ αυτούς, όμως ένιωθε γι’ αυτούς τους ανθρώπους τόση συμπάθεια και τόσο πόνο, για το έγγραφο που είχε στα χέρια του, λες και ήταν δική του υπόθεση, λες και ήταν ένας απ’ αυτούς. Δεν άφηνε όμως τα συναισθήματά του να τον παρασύρουν. Ήταν υπηρέτης τής εξουσίας, του κόσμου, δεν υπήρχαν περιθώρια για συναισθήματα. Έφαγε χωρίς όρεξη το μεσημέρι, ξάπλωσε, μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, σηκώθηκε ταραγμένος, αμίλητος, λες κι είχε να αντιμετωπίσει εκτελεστικό απόσπασμα. Φόρεσε τη στολή του, έσφιξε τον κόμπο τής γραβάτας του, όπως έκανε πάντα όταν είχε ανάγκη να πάρει θάρρος και κουράγιο, και ξεκίνησε με το έγγραφο στο χέρι. Τώρα, να το πούμε και μεταξύ μας, μέσα του είχε την κρυφή χαρά, πως θα τους έβλεπε για πρώτη φορά και θα ζύγωνε από κοντά την αίθουσά τους και νόμιμα… κάτι που το ’χε τόσο πολύ ποθήσει. Η ώρα ήταν περασμένες 8. Στα μαγαζιά λιγοστός κόσμος και στους δρόμους όχι ιδιαίτερη κίνηση. Μπήκε στην πολυκατοικία, ανέβηκε με το ασανσέρ στον πρώτο όροφο. Ήδη είχε πάρει το υπηρεσιακό του ύφος - α, δεν παίζουν με τέτοια πράγματα - και προχωρούσε βλοσυρός να επιδώσει και να φύγει χωρίς να ’χει μπλεξίματα και συζητήσεις μαζί τους. Ο κύριος Επαμεινώνδας, ας μην το ξεχνάμε, ήταν μια ψυχή γνήσια, 117
Πιστεύετε στα θαύματα;
μια ψυχή που διψούσε για φως και αλήθεια, μια ψυχή που έψαχνε και ζητούσε με ειλικρίνεια. Πλησίασε την πόρτα τους με βήμα αργό και ύφος πολύ σοβαρό. Όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει. Κανένας δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του, κανένας δεν τον υποδέχτηκε, κανένας δεν αντέδρασε στην παρουσία του. Όλοι σιωπηλοί, με κεφάλι σκυμμένο, σιωπούσαν. Δίστασε να κάτσει, όμως δεν είχε άλλη λύση. Λυπήθηκε να τους διακόψει. Άλλωστε μπερδεύτηκε με τα όσα είδε εκεί μέσα. Μια αίθουσα απλή, χωρίς στολίδια, με ένα τραπέζι μπροστά, μια σομπίτσα, ένα αρμόνιο και σκόρπιες καρέκλες. Κανείς δεν τον περίμενε, κανένας δε γύρισε να τον κοιτάξει κι ο αστυφύλακας τα έχασε. Έριξε γύρω του μια ματιά. Οι λιγοστοί άνθρωποι ήταν απλά ντυμένοι, μάλλον φτωχικά, συνηθισμένα, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο πάνω τους και γύρω τους. Ανθρωπάκια, ξαναθυμήθηκε ο κ. Επαμεινώνδας και κάθισε στο τελευταίο κάθισμα, στην τελευταία καρέκλα, μόνος, απομακρυσμένος, δίπλα στην πόρτα, με το έγγραφο στο χέρι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σηκώθηκε κάποιος από τη θέση του. Στάθηκε όρθιος, ύψωσε το κεφάλι στον ουρανό και άρχισε με φωνή καθαρή: «Πατέρα μας Ουράνιε και Θεέ μας….» Ο κ. Επαμεινώνδας παρασύρθηκε και κοίταξε κι αυτός ψηλά, αλλά το μόνο που είδε ήταν το άσπρο ταβάνι. «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ γιατί για μένα, τον άθλιο αμαρτωλό, θυσίασες το παιδί Σου στο σταυρό τού Γολγοθά, για να πληρώσει την αμαρτία μου.» Ο κ. Επαμεινώνδας ένιωθε άσχημα, δεν καταλάβαινε τίποτα. Ποιος Θεός; Ποιο παιδί Του; Ποιος αμαρτωλός; Πρώτη φορά άκουγε τέτοια λόγια, αλλά τα πρόσεχε ένα-ένα με δίψα. «Θεέ μου, θυμάμαι την άθλια ζωή που ζούσα μακριά Σου, τη δίψα της ψυχής μου, πονεμένος, πι118
Τα ανθρωπάκια
κραμένος, κι Εσύ με ξεδίψασες, με γέμισες χαρά και φως, μου άνοιξες τα μάτια και Σε γνώρισα.» Ο αστυφύλακας ξέχασε το έγγραφο, την αποστολή του και το στόμα του λιγάκι ανοιχτό και παρακολουθούσε με απορία, μα και θαυμασμό τα όσα άκουγε. Σα σφουγγάρι διψασμένο ρούφαγε κάθε λέξη και την ένιωθε να κατεβαίνει στην ψυχή του μέσα. Μετά σηκώθηκε μια γυναίκα. «Πού θα βρισκόμασταν, Κύριε, αν δεν άπλωνες το χέρι τής αγάπης Σου να μας μαζέψεις από το βούρκο της αμαρτίας που ταλαιπωρούμαστε». Ο φίλος μας άρχισε να καταλαβαίνει λιγουλάκι, μα το πιο σπουδαίο ήταν ότι συμφωνούσε και ο ίδιος. Βούρκος… ναι, βούρκος σκεφτόταν. Έτσι είναι, είμαι μέσα στο βούρκο… «Θεέ μας, Εσύ μας ξεδίψασες. Μας χάρισες το νερό της ζωής, μας γέμισες με χαρά και ειρήνη δική Σου.» Πάλι κάπως χάθηκε ο κ. Επαμεινώνδας. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν χαρά, έχουν ειρήνη… σκέφτηκε. Πώς γίνεται και μιλάνε έτσι; Μετά είδε ένα νέο παιδί να σηκώνεται από μπροστά. Αυτός μόνο την πλάτη τού παιδιού έβλεπε, αλλά δε θα ’ταν πάνω από 20-25. «Κύριέ μας», τον άκουσε να λέει, «μας γλίτωσες από την πικρή και στυφή γεύση τής αμαρτίας, έβαλες Ουρανό στην ψυχή μας, έφερες νόημα στην κάθε μας μέρα, έχουμε τη ζωή, τον Ιησού Χριστό αιώνια δικό μας.» Αυτά τα λόγια ήταν τόσο δυνατά στην ψυχή τού κυρίου Επαμεινώνδα, που τα ’νιωθε σα χαστούκια πάνω στο αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο και ένιωθε την ανάγκη από κάπου να φύγει, να εξαφανιστεί, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Ναι, πικρή και στυφή γεύση, αυτό είναι, συλλογίστηκε. Αυτό έχω κι εγώ. Όμως εγώ έχω μόνο αυτό, δεν έχω Ουρανό, ούτε ειρήνη, ούτε νόημα… Κοιτούσε με μια πικρία τώρα γύρω του και μέσα του, σαν πληγωμένο ζώο. Πόσο θα ήθελε να τρέξει να πιάσει αυτόν το νέο εκεί μπροστά και να τον ταρακουνήσει. Εσύ πού τα έμαθες αυτά, πού τα 119
Πιστεύετε στα θαύματα;
βρήκες, πώς μιλάς για Ουρανό, για αιώνια ζωή;… Πώς τα ξέρεις;…Δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Μετά σηκώθηκε ένας απλός παχουλός με γυαλιστερή φαλάκρα. « Θεέ μου, ήμουνα ξυπόλητος, ναι, ξυπόλητος, και με πόδεσε η αγάπη Σου. Και πεινούσα Κύριε, ναι πεινούσα, από μικρό παιδί στερήθηκα τα πάντα, το ψωμάκι, μα Εσύ με χόρτασες τώρα. Δεν είχα λεφτά, Κύριε, να πάω στο μεροκάματο, κι Εσύ μου γέμισες τις τσέπες μου λεφτά. Όπου να βάλω το χέρι μου, λεφτά βρίσκω…» Τούτο το τελευταίο ο αστυφύλακας δεν το άντεξε. Κοίταξε πάνω του φανερά ταπεινωμένος. Αυτός είχε μισό μέτρο σιρίτια, λίγα χρυσά κουμπιά και έναν εγωισμό σα θηρίο. Όμως δεν μπορούσε να πει και αυτός «τα ’χω όλα, δεν μου λείπει τίποτα..», δεν μπορούσε να το πει. Έσκυψε κάτω το κεφάλι. Και τούτα τα λόγια σφυροκοπούσαν στα μηνίγγια του, να τα σπάσουν, να τα κάνουν λιώμα… «δεν μου λείπει τίποτα, τα ’χω όλα…» Όμως παρ’ όλ’ αυτά δεν τα ’χε ακούσει όλα ο κύριος Επαμεινώνδας. Η επόμενη που σηκώθηκε ήταν μια άλλη μεγάλη έκπληξη γι’ αυτόν. «Θεέ μας, Εσύ να αναλάβεις τη Γεωργία με το άρρωστο παιδάκι, την κυρία Βάσω με τα νεύρα της, τον αδελφό μας το Γιώργο που ταξιδεύει… Κύριε, εκείνη την ψυχή στο Μαρκομιχελάκειο που υποφέρει και ζήτησε προσευχές, Εσύ να την ελευθερώσεις…, τους πόνους της αδελφής μας Χαρίκλειας να γλυκάνεις, τον αδελφό μας που κάνει ακτινοβολίες…, το γιο τής Μαρίας που δίνει εξετάσεις….», κι έλεγε, κι έλεγε ονόματα, περιπτώσεις. Ο κύριος Επαμεινώνδας σήκωσε το κεφάλι του. Στοιχημάτιζε πως τα ’χε γραμμένα στο χαρτί και τα διάβαζε από μέσα. Τόσα ονόματα απ’ έξω, τόσες περιπτώσεις… Εν τω μεταξύ η προσευχή συνέχιζε... «τους στρατιώτες 120
Τα ανθρωπάκια
μας, Κύριε, τους φοιτητές, τους εργάτες Σου, τα Κυριακά Σχολεία…» Καλά, αυτή δεν κάνει τίποτα άλλο, συλλογιζόταν ο αστυφύλακας, όλη μέρα αυτά τα ονόματα μαθαίνει;… Ο επόμενος που σηκώθηκε εντυπωσίασε ακόμα περισσότερο τον κύριο Επαμεινώνδα με τα όσα ομολόγησε: «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ που ελέησες εμένα τον γύφτο. Έβριζα, Κύριε, Εσένα, Σε βλαστημούσα. Θεέ μου, κορόιδευα το όνομά Σου στο χωριό, χτύπαγα τη γυναίκα μου, σακάτευα τα παιδιά μου. Σ’ ευχαριστώ που μου άνοιξες τα μάτια και μ’ έκανες σωστό άνθρωπο, δικό Σου. Κύριε να μιλήσεις και στην καρδιά της γυναίκας μου, να Σε γνωρίσει, και τα γυφτόπουλα που μας χάρισες να γίνουν δικοί Σου άνθρωποι, να τα κερδίσει η χάρη Σου.» Ο κύριος Επαμεινώνδας σήκωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε τον σκούρο σοκολατί σβέρκο αυτουνού που προσευχόταν και το ξεθωριασμένο σακάκι του με τους τριμμένους αγκώνες… Ξανάσκυψε. Πάλι δεν κατάλαβε τίποτα. Όμως, περίεργο, ένιωθε τόσο όμορφα έτσι ανάμεσά τους, τόση ζεστασιά εκεί δίπλα με το γύφτο και τον πεινασμένο, μ’ εκείνο το νέο παιδί, εκείνη τη γυναίκα που έκλαιγε με αναφιλητά. Μετά θυμήθηκε το πώς φιλιούνται όταν τελειώνουν πριν πάνε σπίτια τους, όπως τους έβλεπε από το μπαλκόνι του, κι αυτό κάπως τον βοήθησε να προχωρήσει. Κάποιος που σηκώθηκε μετά είπε κάτι, που το ’ πιασε καλά ο κύριος Επαμεινώνδας. «Θεέ μας, αυτήν την αίθουσα που μας χάρισες να μαζευόμαστε να ακούμε το Λόγο Σου, να τρεφόμαστε, Σε παρακαλούμε να την φυλάξεις από τον Εχθρό και τα όργανά του, να μη την φθονήσει και επιχειρήσει να μας την κλείσει…» Τόσο πολύ του στοίχισε αυτό που άκουσε, που ήταν έτοιμος να πεταχτεί μπροστά να τους ομολογήσει ότι αυτός ήταν ο Εχθρός και πως γι’ αυτό βρισκόταν εκεί, για να τους κλείσει την αίθουσα. Συγκρατήθηκε όμως, ανα121
Πιστεύετε στα θαύματα;
κάθισε και το δέχτηκε κι αυτό, το κατάπιε. Είχε γίνει όργανο του Εχθρού, ήταν φανερό. Τώρα συμφωνούσε απόλυτα μαζί τους. Όμως το τελευταίο χτύπημα και το πιο σκληρό το δέχτηκε απ’ αυτόν που σηκώθηκε κι έκανε προσευχή χωρίς φωνή. Ναι, χωρίς φωνή. Το είδε καλά, γιατί σηκώθηκε από τη θέση του, πήγε μπροστά και γύρισε απέναντί τους. Οι άλλοι σήκωσαν τα κεφάλια και τον κοιτούσαν στα χείλη. Αυτός δεν είχε φωνή, γιατί είχε τρύπα στο λάρυγγα. Κουνούσε μόνο τα χείλη του και έβγαζε μόνο αέρα με θόρυβο. Σταύρωσε τα χέρια και κοίταζε στον ουρανό. Φαίνεται πως οι άλλοι κάτι καταλάβαιναν, γιατί κάθε τόσο έλεγαν αμήν, ναι Κύριε, αμήν. Ο κύριος Επαμεινώνδας προσπάθησε, όμως δεν έπιανε παρά μόνο μια λέξη: «Σ’ ευχαριστώ, Σ’ ευχαριστώ.» Μα θα το ’πε και είκοσι φορές, ίσως και τριάντα φορές. «Σ’ ευχαριστώ, Σ’ ευχαριστώ.» Μέσ’ απ’ τα σπλάχνα του έβγαινε αυτό το ευχαριστώ, μέσ’ από την ψυχή του. Ο Επαμεινώνδας εκείνη την ώρα μπροστά σ’ αυτό το θαύμα θρυμματιζόταν. Αυτός ποτέ του δεν είχε πει ευχαριστώ σε κανέναν για τίποτα. Ο άλλος με την τρύπα στο λαρύγγι όλο ευχαριστώ έλεγε. Όταν τελείωσε και αυτή η προσευχή και όλοι είπαν αμήν, ο κύριος Επαμεινώνδας δεν κρατιόταν με τίποτα, αλλά και γιατί να κρατηθεί; Ήταν έτοιμος πια, είχε καταλάβει όσα χρειαζόταν. Σηκώθηκε αργά, πήγε κι αυτός μπροστά εκεί ακριβώς που ’χε σταθεί ο προηγούμενος, σήκωσε κι αυτός τα μάτια του προς τον ουρανό, όπως είχε δει να κάνουν οι άλλοι, κι αφού δυσκολεύτηκε λίγο να αρχίσει, κατάφερε να πει κάπως αδέξια, αλλά ειλικρινά: «Θεέ του Ουρανού, είμαι ο Επαμεινώνδας με τα χρυσά κουμπιά και την εξουσία στα χέρια. Έτσι νόμιζα στην αρχή, πως είμαι κάτι. Ήρθα εδώ, στους ανθρώπους τους δικούς Σου, να τους κλείσω την αίθουσα και να τους διαλύσω. Όμως τώρα κατάλαβα, 122
Τα ανθρωπάκια
πως όλοι αυτοί εδώ είναι ξεδιψασμένοι, ενώ εγώ με τα χρυσά σιρίτια διψάω… Κατάλαβα πως όποιος έρχεται σε Σένα βρίσκει φως, δύναμη, χαρά, ζωή, ενώ εγώ δεν έχω τίποτα απ’ αυτά. Έχω μονάχα δύο σαρδέλες κι ένα πηλίκιο και νομίζω πως είμαι κάτι… Θεέ αληθινέ, αυτοί όλοι εδώ είναι παιδιά Σου… Εγώ τους έβλεπα κι έλεγα πως είναι ανθρωπάκια, αλλά αυτοί μιλάνε για τον Ουρανό, για την αιώνια ζωή… Σε παρακαλώ, κάνε με κι εμένα ανθρωπάκι… σαν κι αυτούς, να λέω ευχαριστώ, να ζω για Σένα, να χορτάσει η ψυχή μου, να ξεδιψάσω με την αγάπη Σου. Και αυτό το έγγραφο που κρατάω για να κλείσει η αίθουσα αυτή, Εσύ κατάστρεψέ το, γιατί ο Εχθρός κατάλαβε πως πολεμάει τους δικούς Σου ανθρώπους. Αξίωσέ με να γίνω σαν και αυτούς τους ανθρώπους, παιδί δικό Σου, και βοήθησέ με αύριο που θα πάω να παραιτηθώ από την Υπηρεσία μου να βγω στη σύνταξη, να μην μπλέξω, γιατί θέλω να Σου ανήκω, να μείνω εδώ, μαζί με τα παιδιά Σου, παιδί Σου κι εγώ αληθινό.» Την άλλη μέρα το πρωί, μπαίνοντας ο Διοικητής στο γραφείο του, βρήκε τον Επαμεινώνδα να τον περιμένει στην πόρτα. Χωρίς να το πολυκαταλάβει, τον είδε να του υποβάλλει την παραίτησή του και να ακουμπάει πάνω στο γραφείο του το υπηρεσιακό του περίστροφο μες στην πέτσινη θήκη. Ακολούθησε μια συζήτηση, μάλλον δύσκολο είναι να τη μεταφέρει κανείς στο χαρτί. Γιατί από κείνη τη μέρα ο Επαμεινώνδας είχε επιστρέψει και είχε γίνει κι αυτός ανθρωπάκι… δηλαδή πολίτης τ’ Ουρανού κι αυτό ήταν τόσο δύσκολο να το καταλάβει ο κύριος Διοικητής του.
123
Το Ημερολόγιο της Βίκυς
Δεν ξέρω τι σχέσεις έχετε με τα παλιατζίδικα. Ίσως και να μην έχετε καμιά σχέση, δεν είναι υποχρεωτικό. Άλλωστε ο καθένας έχει τις αντιλήψεις του, και καλά κάνει. Με μένα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Γυρίζω στα παλιατζίδικα πολύ συχνά, και μάλιστα είμαι γόνος οικογένειας ολόκληρης, που έχει ιστορία με τα παλιατζίδικα. Παππούς πρώτα, πατέρας μετά και τρίτη γενιά εγώ. Είναι άλλο πράγμα να πηγαίνεις να χαζέψεις κι άλλο να νιώθεις πως έχεις ρίζες… σ’ αυτήν την περιοχή. Είναι κάτι σαν έλξη αυτό που νιώθεις, σαν συγγένεια. Ας είναι. Αυτός, που πάει στα παλιατζίδικα, ποτέ δεν πάει για κάτι συγκεκριμένο, γιατί δεν υπάρχει τίποτα συγκεκριμένο στα παλιά. Πηγαίνεις και οι ευκαιρίες μιλάνε μόνες τους, είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, θα έλεγα. Μπορεί να πας ψάχνοντας να βρεις κόκαλο για τα παπούτσια, και να πάρεις ένα ρωσικό σκαλιστό σαμοβάρι ή έναν πίνακα ζωγραφικής. Άλλοτε πας για αντίκες και παίρνεις μόνο ένα ζευγάρι τιράντες… Όπως μου συνέβη εμένα την περασμένη Κυριακή, που το μόνο που κατάφερα να πάρω ήταν ένα μικρό τετράγωνο σημειωματάριο, και μάλιστα το μισό γραμμένο, και μόνο το άλλο μισό άγραφο. Γιατί το πήρα; Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω. Στην αρχή σκέφτηκα να το κρατήσω για σημειώσεις μου. Όταν το είδα μισογραμμένο, λαχτάρησα να διαβάσω τα γραμμένα, με κείνη την ακατανίκητη επιθυμία τού αδιάκριτου λαθραναγνώστη. Ίσως και να το αγόρασα για να ρίξω κάτι μέσα στην τσάντα μου, αφού δεν έβλεπα φως από πουθενά αλλού. Όμως αυτό που ανακάλυψα με 124
Το Ημερολόγιο της Βίκυς
έκανε από την πρώτη στιγμή που άνοιξα το σημειωματάριο να κουνήσω το κεφάλι αργά, με κείνο το χαμόγελο της ικανοποίησης, όταν έχεις αγοράσει έναν ολόκληρο θησαυρό με δυο κατοστάρικα… Ήταν από κείνα τα μικρά ροζ βιβλιαράκια με λευκές σελίδες, που αγοράζουν τα κοριτσάκια, του γυμνασίου κυρίως, και γράφουν σαν ημερολόγιο όλες τις ανομολόγητες χαρές ή και λύπες της ηλικίας τους. Το νιώθουν σαν κομμάτι του εαυτού τους, το εμπιστεύονται πολύ περισσότερο από την ξεπερασμένη τους μητέρα και τον απλησίαστο πατέρα τους. Είναι η γωνίτσα τους, το αγαπούν, το λατρεύουν. Έτσι ακριβώς έγινε και με τη Βίκυ, που το ημερολόγιό της μόλις είχα αγοράσει από τα παλιατζίδικα με δύο κατοστάρικα. Μέσα από το καλλίγραμμο κοριτσίστικο γράψιμο, ξεπηδούσε ένας κόσμος ολόκληρος. Δεν θα σας πω περισσότερα, δεν χρειάζεται… Η Βίκυ τα λέει όλα, και τα λέει πολύ καλά… Εγώ απλώς αντιγράφω. 22 Μαρτίου: Νιώθω απαίσια, νιώθω φρικτά. Όλα μου φταίνε, όλους τους μισώ. Θεέ μου, τι κόλαση είναι αυτή που ζω! Με ενοχλούν όλοι… δεν θέλω να βλέπω κανέναν… όλοι τους είναι απαίσιοι.. ή μήπως φταίω εγώ που έτσι τα βλέπω; Θεέ μου, τα ’χω χαμένα, τι φταίει, ποιος φταίει δεν ξέρω. Λέω Θεέ μου, αλλά μήπως ξέρω και τι πράμα είναι ο Θεός…; Το λέω έτσι, γιατί δεν έχω τι άλλο να πω, γιατί δεν βλέπω να μου ’χει μείνει τίποτα άλλο… Χάνομαι, χάνομαι… έχω φρίκη και μίσος μέσα μου για όλους, τι να κάνω, Θεέ μου; Ευτυχώς που έχω κι αυτό το λεύκωμα και τα γράφω και παρηγοριέμαι. Το ’χα αγοράσει, θυμάμαι, για να γράφω τις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου, να μου μείνουν… μα ποιες όμορφες στιγμές…; μόνο μαυρίλα 125
Πιστεύετε στα θαύματα;
βγάζω και γράφω, από τη μαυρίλα που έχω μπόλικη στην ψυχή μου, όπως φαίνεται… Πάω για ύπνο. Αχ, να ξημέρωνε μια χαρούμενη μέρα και για μένα, Θεέ μου… 30 Απριλίου: Σήμερα έκλαψα πολύ. Βρήκα την ευκαιρία, που είμαι μόνη στο σπίτι. Θεέ μου, πόσο Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτή την ευκαιρία. Πέρασαν από το μυαλό μου χίλια δυο φρικτά πράγματα… Να αυτοκτονήσω, να κόψω τις φλέβες μου, να κρεμαστώ…Μα πού να βρω τη δύναμη που χρειάζονται όλα αυτά…; Πήρα το ξυραφάκι που ξυρίζεται ο πατέρας μου, κάθισα στο γραφείο μου, δοκίμασα έτσι απαλά να το περάσω πάνω από τις φλέβες μου στο τεντωμένο μου μπράτσο. Ξαναπροσπάθησα, αδύνατο… Μετά κατέβασα τα μανίκια…κι άρχισα να κλαίω με αναφιλητά. Απόπειρα αυτοκτονίας χωρίς αποτελέσματα… Κάτι με κορόιδεψε μέσα μου, ούτε να αυτοκτονήσεις δεν είσαι άξια, καημένη Βίκυ… Με έσπρωχνε, ναι, το ’νιωθα, με έσπρωχνε. Μετά μου είπε να κόψω το λαιμό μου με το μαχαίρι… Κάτι με κρατούσε, δεν μπορούσα. Έκλαψα και κοιμήθηκα πάνω στο γραφειάκι μου. Ξύπνησα και είχα το ξυραφάκι και το μαχαίρι δίπλα μου. Ανόητη που είμαι, τι φρικτή ψυχή που θα πρέπει να κατοικεί μέσα μου… Θεέ μου, που σε φωνάζω τόσο συχνά, άραγε υπάρχεις; 15 Μαΐου: Είμαι μόνη, απελπιστικά μόνη. Νιώθω τόσο απαίσια κάθε μέρα, που βλέπω να ξημερώνει αποκλειστικά για να φωτίσει τη μοναξιά μου και να την κάνει πιο σκληρή και αβάσταχτη. Είμαι μόνη σ’ ένα σπίτι που με λατρεύουν. Είμαι ολομόναχη, ενώ δεν μου λείπει τίποτα. Είμαι μόνη, κλεισμένη στη φυλακή τού εαυτού μου. Όλοι μου φταίνε, όλα τα μισώ. Είμαι μόνη κι έχω μια μάνα που με λατρεύει. Γιατί, Θεέ μου, να ’χω τόση μαυρίλα μέσα στην ψυχή μου;… 126
Το Ημερολόγιο της Βίκυς
Ο πατέρας μου με κοιτάει στα μάτια, βλέπει το δράμα μου και τρέχει πίσω μου κι όμως εγώ νιώθω αβοήθητη και ξένη σ’ αυτό το σπίτι. Ούτε στο σχολείο μπορώ να χαρώ. Παίζω ένα θέατρο όλη μέρα. Ένα απαίσιο, κουραστικό θέατρο. Γελάω εκεί που γελάνε όλοι. Μιλάω γιατί μιλάνε και οι άλλοι. Όμως έτσι δεν μπορώ να ζήσω. Θέλω να πεθάνω, να τελειώνω… Θεέ μου, γιατί να μη βρίσκω τη δύναμη να αυτοκτονήσω, γιατί δεν με βοηθάς να τελειώνω με το δράμα μου; 3 Ιουλίου: Είναι η πρώτη φορά που μου γέλασε η ζωή, πρώτη φορά που θα γράψω κάτι χαρούμενο. Ο Τέλης, ναι, ο Τέλης. Νομίζω πως χάραξε και για μένα η αυγή τής χαράς. Ο Τέλης μ’ αγαπάει. Ο Τέλης μου έδωσε σημασία, ο Τέλης είναι που έδωσε στη ζωή μου νόημα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη τζελατέρια στην παραλία, όταν πρωτοαντίκρισα τον Τέλη. Πόσο ευχαριστώ τη Νίνα, που με πήρε μαζί της εκείνο το απόγευμα. Νομίζω πως αγαπώ τον Τέλη, μα πρέπει να προσέξω να μην του το πω ακόμα… Μου τηλεφωνάει συχνά, νομίζω πως με αγαπάει κι αυτός. Ναι, ο Τέλης θα κάνει τη ζωή μου αλλιώτικη, θα φωτίσει το δράμα μου… Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ γιατί μου έφερες τον Τέλη…Κάνε να βγουν αληθινά τα όνειρά μου. 10 Οκτωβρίου: Όλα τελείωσαν, όλα έκλεισαν… Αυτό ήτανε. Καπνός που διαλύθηκε. Ο Τέλης δεν υπάρχει πια και μαζί του πέταξε κάθε ελπίδα μου για χαρά και φως στη ζωή. Έκλαψα… φώναξα… ούρλιαξα… Τι νόημα έχουν όλα αυτά πια; Τι ωφελούν οι απειλές, οι κοριτσίστικες υστερίες; Θέλω να πεθάνω, θέλω να σκοτωθώ. Ας τελειώνω με τούτη την αβάσταχτη ζωή, ας γινόταν να πεθάνω. 30 Οκτωβρίου: Χτες κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο. Θεέ μου, πόσο απαίσιο πράγμα είναι… Το σιχάθηκα, μου ’ρθε ζαλάδα, μου ’ρθε να κάνω εμετό εκεί 127
Πιστεύετε στα θαύματα;
μπροστά σε όλους. Η Δανάη με κατάλαβε και ήρθε κοντά μου για βοήθεια και λέει πως πρέπει να καπνίζω κάθε μέρα. Θεέ μου, τι μαρτύριο είναι κι αυτό! Σήμερα ξαναπροσπάθησα. Με το ζόρι το τελείωσα. Ένιωσα φρικτά πάλι… Θα ξαναπροσπαθήσω, όμως, αλήθεια, γιατί επιμένω σ’ αυτό το δηλητήριο; Δεν μου φτάνουν τόσα άλλα δηλητήρια, που έχω στην ψυχή μου; Μήπως θα γίνω καλύτερη με αυτό το φαρμάκι στο στόμα; Αμφιβάλλω, πολύ αμφιβάλλω. Ας ξαναδοκιμάσω με τα Μάλμπορο, που μου έδωσε ο Αλέκος. Αυτός ο Αλέκος, χρυσό παιδί, γεμάτος θυσία και αγάπη, όμως όχι, όχι, όχι, εγώ δεν αγαπώ κανέναν, δεν πιστεύω κανέναν, δεν δέχομαι κανέναν. Το ψέμα με τρομάζει, το σκοτάδι με τρομάζει, η μοναξιά με τρομάζει. Όχι, φίλε Αλέκο, σ’ ευχαριστώ για τα τσιγάρα, όμως έξω από την καρδιά μου, μείνε έξω, όλοι έξω. Εγώ θα μείνω μόνη με το σκοτάδι μου… 2 Δεκεμβρίου: Αυτή είναι η πρώτη φορά, που κρατάω το μολύβι μου τόση ώρα μπροστά στο ανοιγμένο μου ημερολόγιο, μα δεν μπορώ να αρχίσω. Πώς να γράψω αλήθεια αυτό που έχω μέσα στην ψυχή μου; Μέχρι τώρα έγραφα για σκοτάδια, για μαυρίλα, για κόλαση, για αυτοκτονίες, με άνεση, χωρίς κανένα πρόβλημα. Όμως για το φως πώς να γράψω; Για τη χαρά, για την ειρήνη της ψυχής, για το γλυκό πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας πώς να αρχίσω να γράφω, και από πού; Πόσο αλλιώτικα που νιώθω! Από το πρωί λέω και ξαναλέω αχόρταγα «τα πάντα έγιναν νέα, τα πάντα έγιναν νέα…» και δεν σταματάω. Θεέ μου, νιώθω το πρόσωπό μου να γελάει, όλο γελάει. Πού ήταν αυτή η Βίκυ, Κύριε; Ο Ουρανός, ναι, αυτό είναι, ο Ουρανός είναι όλος μέσα στην ψυχή μου. Η μητέρα μου σταυροκοπιέται, την έπιασα δύο φορές σήμερα να το κάνει. Δεν πίστευαν στα μάτια 128
Το Ημερολόγιο της Βίκυς
τους οι γονείς μου οι καημένοι… Ο Ιησούς Χριστός, η αγάπη Του, τα ματωμένα Του χέρια για μένα, για μένα… Ω Θεέ μου, πάλι βούρκωσα, πάλι κλαίω από χαρά. Θυμάμαι έκλαψα και για τον Τέλη, έκλαψα και για τον καλό Αλέκο, όμως τούτο το κλάμα είναι γεμάτο χαρά και ευγνωμοσύνη. Άλλο κλάμα… Κύριέ μου, Σ’ ευχαριστώ, μου άνοιξες τα μάτια. Τώρα έχω, τώρα ζω, τώρα μπορώ, τώρα απολαμβάνω. Κύριε, Σ’ ευχαριστώ που με περίμενες, Σ’ ευχαριστώ που μου κρατούσες το χέρι τότε που δοκίμαζα τα ξυράφια πάνω από τις φλέβες μου. Και με περίμενες, με περίμενες. Κύριε, Σ’ ευχαριστώ γιατί πλημμύρισες χαρά την ψυχή μου. Άλλος άνθρωπος, νέο κτίσμα… τα πάντα έγιναν νέα… Κύριέ μου, θέλω με τη ζωή μου να Σε δοξάζω, να Σε υπηρετώ, να μείνω δική Σου, μια Βίκυ όλο χαρά και καθαρότητα, όπως ακριβώς Εσύ με θέλεις. Να ακτινοβολώ το δικό Σου φως. Κύριε, είμαι η υπερτυχερή που Σε συνάντησα, που Σε γνώρισα, που Σε απόκτησα… Κύριε η Νάντια, Κύριε ο Τέλης ο δυστυχισμένος, Κύριε η Δανάη, ο Αλέκος. Κύριε, να λυτρωθούν από την κόλαση που ζουν, να Σε γνωρίσουν. Πάσχα: Σήμερα κάναμε την κηδεία τής μαμάς. Έφυγε μέσα από φρικτούς πόνους. Θεέ μου, το πρόσωπό της έλαμπε από χαρά. Έφυγε για τον Ουρανό, για τη δική Σου δόξα. Είναι σκληρό, είναι ασήκωτο, όμως η μητέρα έφυγε για τον Ουρανό. Γνώρισε την αλήθεια, μπήκε ο Χριστός στο σπίτι μας και έκανε την κόλαση παράδεισο. «Ω, στου Πατέρα το σπίτι επάνω…» Γεια σου μανούλα, ευτυχισμένη μανούλα στου Λυτρωτή μας την αγκαλιά. Ήρθε η Δανάη στην κηδεία. Με κρατούσε από το χέρι… Θεέ μου, έχω ειρήνη στην καρδιά μου, έχω χαρά, τη δική Σου χαρά. Αξίωσέ με να περπατήσω μαζί Σου έτσι απλά και γνήσια όπως η μανούλα, να ζήσω για Σένα, να δοξάσω Εσένα, που Σου 129
Πιστεύετε στα θαύματα;
χρωστάω τα πάντα…. Νομίζω πως η Δανάη κατάλαβε πολλά. Της έχω μιλήσει για το φως, για τη χαρά, για τη ζωή και ξέρει. Άλλωστε βλέπει εμένα, κάθε μέρα δίπλα της, την καινούργια μου ζωή, το καινούργιο μου πρόσωπο. Θεέ μου, αξίωσέ την να Σε γνωρίσει, για να ζήσει την αιώνια απόλαυση, που αρχίζει από τώρα, από τούτη τη ζωή. 17 Νοεμβρίου: Η Δανάη το έμαθε πια, της το είπε ο γιατρός, ο όγκος έχει δώσει ήδη μεταστάσεις στους πνεύμονές της. Ήδη έχουν βρει δύο εστίες, ίσως έχει προχωρήσει και στα κόκαλα. Και η Δανάη δάκρυσε και είπε «δόξα στο Θεό» και χαμογέλασε το πρόσωπό της. Ναι, είπε δόξα στο Θεό μπροστά στους γιατρούς! Θεέ μου, κάνεις θαύματα! Θεέ μου, είσαι ζωντανός και κάνεις τους αμαρτωλούς που Σου παραδίδονται νέους ανθρώπους, αιώνια μνημεία της αγάπης Σου…
130
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
Υπάρχουν άνθρωποι που ξεχωρίζουν σε τούτη τη ζωή επειδή είναι έξυπνοι. Ξουράφια που λέμε. Τους μιλάς και το μάτι τους παίζει. Άλλοι πάλι ξεχωρίζουν γιατί είναι δυνατοί. Έχουν κάτι ποντίκια σαν καβούκια από χελώνες. Μπόντι μπίλντινγκ, το λένε αυτό στο εξωτερικό. Τους θαυμάζεις πραγματικά. Άλλοι πάλι είναι όμορφοι, ελκυστικοί. Και διάσημοι. Μου φαίνεται πως αυτά τα δύο πάνε μαζί τις πιο πολλές φορές. Ο Αλέν Ντελόν, ας πούμε... Ο κυρ-Βαλσάμης από το Κορδελιό δεν ήταν ούτε δυνατός ούτε έξυπνος... Έφτασε με το ζόρι στη δεύτερη του Δημοτικού και ζήτημα ήταν αν είχε πατήσει δέκα φορές στο σχολείο. Δεν ήταν ούτε ελκυστικός, ούτε διάσημος. Κι όμως ξεχώριζε. Είχε ένα παχύ σβέρκο και κάτι καλοθρεμμένα καπούλια, σαν ουγγαρέζικο πουλάρι. Οι πλάτες του ήταν φαρδιές και σκληρές σαν νταμάρι. Τα κοντά χοντρά δάχτυλά του θύμιζαν ζουμπάδες. Ήταν και πολύ άγρια. Αφού, όταν τον χαιρετούσες, νόμιζες πως πιάνεις γυαλόχαρτο. Δουλεύει στα σφαγεία ο κυρ-Βαλσάμης. Κάθε πρωί, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, πιάνει το λεωφορείο τού Δεντροπόταμου στις πέντε και τέταρτο. Κατεβαίνει στα ψυγεία τού Φιξ. Μετά περνάει απέναντι και βρίσκει τη μάντρα των σφαγείων με τα ζωντανά. Μόλις διαβεί τούτη τη μάντρα, γίνεται άλλος άνθρωπος. Περνάει στητός πλάι στα δεμένα ζωντανά και τους ρίχνει γρήγορες ματιές όλο νόημα. Εδώ είναι που πέφτουν και οι πρώτες βρισιές της ημέρας. Βλέπει τα αδύνατα, κοκαλιάρικα ζώα και ο κυρ-Βαλσάμης γίνεται τούρκος. Βαδίζει αεράτα, με ύφος ειδικού, του πιο ειδικού απ’ 131
Πιστεύετε στα θαύματα;
όλους, ενώ οι ρόγες στα ακροδάχτυλά του τον γαργαλούν επίμονα. Μέσα του καμαρώνει, γιατί κάποτε του είπαν πως το ίδιο συμβαίνει και στους χειρουργούς. «...Κι αυτοί αρχίζουν το σφάξιμο χαράματα, γιατί τους τρώνε τα δάχτυλά τους», λέει και γελάει μοναχός του. Γελάει βραχνά, μπάσα ο κυρ-Βαλσάμης. Γελάει πολύπολύ σπάνια. Είχε κι ένα κοκόρι ο φίλος μας στο σπίτι του. Πιστός στις υπηρεσίες του, δεν τον είχε ποτέ προδώσει. Γι’ αυτό και του είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Αφού κάποτε που ο πετεινός φώναξε, ποιος ξέρει γιατί, μια ώρα νωρίτερα, ο κυρ-Βαλσάμης διόρθωσε το ρολόγιο του... Το φτωχικό τού κυρ-Βαλσάμη βρισκόταν δυο δρόμους πάνω απ’ την κεντρική πλατεία. Χαμηλό, απεριποίητο τενεκεδοκάλυβο, χωμένο τρία μέτρα κάτω από το δρόμο. Γιατί, όταν ο Δήμαρχος αποφάσισε να φτιάξει το δρόμο, τον μπάζωσε, βουλιάζοντας έτσι το γιατάκι του κυρ-Βαλσάμη. Κι όμως, το καλυβάκι είχε σημασία μεγάλη για τη γειτονιά ολόκληρη. Όποιον πιτσιρίκο και να ρωτούσες, ήξερε να σου πει πως εκεί μέσα μένει ένας κακός γέρος με μαχαίρια και σουβλερά δόντια και βγαίνει τα βράδια να μαζέψει όσα παιδιά δεν... κοιμούνται. Με το κόλπο αυτό οι μαμάδες κατάφερναν να ταΐζουν τα πιτσιρίκια τους με πρωτοφανή ευκολία, να τα μαζεύουν από τους δρόμους, που παίζαν, χωρίς αργοπορία και να τα στέλνουν στο κρεβάτι χωρίς διαμαρτυρία. Όλα αυτά τα ’ξερε ο κυρΒαλσάμης και πονούσε και δαγκανόταν και μέσα του θέριευε. Βλέπεις, η ζωή έχει γι’ άλλους τις διπλές και γι’ άλλους τις εξάρες, μονολογούσε πικραμένος. Έσφιγγε τα δόντια. Μα δεν έκλαιγε. Δεν έκλαιγε ποτέ ο κυρΒαλσάμης. Ποτέ του, για τίποτα και για κανέναν. Μέχρι τώρα μιλήσαμε για όλα όσα είχε ο κυρ-Βαλσάμης. Μα το σπουδαιότερο δεν το είχε, ο φτωχός. Η 132
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
Αγγελική του, η γριά του. Έφυγε πριν από πέντε χρόνια με φριχτούς πόνους στα κόκαλα. Και του έλειπε, του έλειπε φοβερά. Τώρα το πού είχε πάει η Αγγελική του, αυτό το ’ξερε καλά. Θυμάται ακριβώς τα λόγια της, που μέσα στους πόνους της παραμιλούσε, ενώ έλιωνε σαν το κερί. «Στο σπίτι τού Πατέρα, στο σπίτι τού Ουρανού, έλεγε η Αγγελική μου», και, χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει, σήκωνε τα μάτια του, τέντωνε τα φρύδια του κι έδειχνε προς τα πάνω. Λες κι αυτός ήξερε πού είναι το σπίτι τού Πατέρα. Αυτός, παιδί μου, κορόιδευε τους πάντες και τα πάντα. Όσο ήταν ζωντανή, της έψηνε το ψάρι στα χείλη. Μα τώρα το θεωρούσε βέβηλο να αλλάξει και μια οξεία από τα λόγια της εκείνα. Μη βιαστείτε και νομίσετε πως γίνηκε τίποτα στην ψυχή τού κυρ-Βαλσάμη. Ποτέ δεν πέταξε τον καιρό του στα κηρύγματα και στα αγιωτικά. Κατέβασε μόνος το πικρό ποτήρι, βλαστήμησε Θεό, ζωή και ανθρώπους και συνέχισε το δρόμο του με χείλη σφιγμένα. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν έκλαψε ούτε όταν έχασε τη γριά του. Το ηλιοψημένο του πρόσωπο γίνηκε σκληρό σαν γρανίτης και παγωμένο. Ο Βαλσάμης δεν θα κλάψει ποτέ του, δεν έχει δάκρυο στα μάτια, λέγανε μεταξύ τους τα χασαπάκια, που του παραστάθηκαν στην κηδεία της γριούλας του. Λένε πως η μοναξιά σμίγει τους ανθρώπους. Και είναι αληθινό. Η αγέλαστη ζωή τού κυρ-Βαλσάμη ήρθε και πλεύρισε στο Βανέσα. Στον κεντρικό δρόμο, που διασχίζει την πλατεία, πενήντα μέτρα από τη στάση του λεωφορείου ήταν το μαγέρικο του Βανέσα. Ελληνορώσος, της τσαρικής Ρωσίας ο Βανέσα, ούτε κι ο ίδιος κατάφερνε να θυμηθεί πώς κατέληξε στο Κορδελιό της Άνω Τούμπας. Το πρόσωπό του στρογγυλό, γυαλιστερό, και τα ροδοκόκκινα μάγουλά του χάνονται μισοθαμμένα στο παχύ, τσιγκελωτό μουστάκι 133
Πιστεύετε στα θαύματα;
του. Αυτό το μουστάκι... Το ’χε πιο πάνω κι απ’ την ψυχή του. Καθαρό, στρωμένο πάντα, περνούσε λυγερό πάνω από τα κόκκινα σαρκώδικα χείλια του και τυλιγόταν με νάζι στα πεταχτά του μάγουλα. Αν ήταν να του κόψεις το μουστάκι, καλύτερα να του κόψεις το λαιμό κατ’ ευθείαν. Με τον Βανέσα λοιπόν τα πήγαινε θαυμάσια ο κυρΒαλσάμης. Όχι πως ήταν κοινωνικός τύπος ή πως αποζητούσε παρέες. Κάθε άλλο μάλιστα. Ένας άνθρωπος που σου απαντάει με μουγκρητά ή δεν απαντάει καθόλου όταν του μιλάς, τι παρέες μπορεί να ’χει; Θες η μεγάλη υπομονή τού Βανέσα, θες η πρόσχαρη απλοϊκή του καρδιά, ο κυρ-Βαλσάμης έβρισκε μπάλσαμο στη συντροφιά τού Βανέσα, έναν αναπαμό, που ούτε κι ο ίδιος μπορούσε να προσδιορίσει. Τον ένιωθε όμως και τον αποζητούσε. Το ταβερνάκι τού Βανέσα ήταν ένα πολύ παλιό κτίριο. Είχε ένα μπρούτζινο καπνισμένο ρώσικο σαμοβάρι κι ένα ρολόι τοίχου με ξύλινη κάσα για διακόσμηση. Εκείνο, που το έκανε όμως να ξεχωρίζει από τα γύρω μαγαζιά, ήταν η τζαμαρία, που ’χε στη φάτσα του. Ήταν ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω, χωρισμένη με ξύλινα πηχάκια σε τετράγωνα. Σε κάθε τετράγωνο ήταν περασμένο και ένα τζαμάκι. Αυτό ήταν και το μαρτύριο του Βανέσα. Πού τον έχανες, που τον έβρισκες, με το «Άζαξ» να τα γυαλίζει. Αυτή την τζαμαρία λοιπόν αγαπούσε αληθινά ο κυρΒαλσάμης. Φαίνεται περίεργο για έναν άνθρωπο, που μόνο μισούσε και ειρωνευόταν, να αγαπάει, έστω και μια τζαμαρία. Είχε μόνιμη θέση απέναντί της και δεν την άλλαζε με τίποτα. Άμα την έβρισκε πιασμένη, δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα. Ο Βανέσα από την άλλη, όχι μόνο από συμπάθεια, μα και από συμφέρον, φρόντιζε τον κυρ-Βανέσα, με όλα του τα καπρίτσια. Γιατί του προμήθευε τα κρέατα της ταβέρνας από τα πε134
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
ρισσεύματα των σφαγείων... σε τιμή συφερτική. Χώρια τα μεζεδάκια, που μοιράζονταν οι δυο τους πίσω από τον πάγκο, μακριά από τη δημοσιότητα... Καθόταν λοιπόν μπροστά στην τζαμαρία και χάζευε με τις ώρες, μέχρι ο Βανέσα να του σερβίρει το φαγητό. Στα τετράγωνα τζαμάκια καθρεφτιζόταν ολόκληρη η κίνηση του μαγαζιού, μα και του δρόμου απ’ έξω. Οι πλάκες στο πεζοδρόμιο, οι νερόλακκοι, τα φώτα των αυτοκινήτων, καθώς χτυπούσαν πάνω τους, έπαιρναν μεθυστικά χρώματα και σχήματα, που ζάλιζαν το κουρασμένο μυαλό τού κυρ-Βαλσάμη και διασκέδαζαν την πονεμένη του ψυχή. Και είχε το δικό του δρόμο να φιλοσοφεί τα όσα έβλεπε, ενώ ρούφαγε την αχνιστή του σούπα ή μασούλαγε θρούμπες κι έφτυνε θορυβώδικα τα κουκούτσια στη χούφτα του. Το απομεσήμερο πάλι ο ήλιος έπεφτε λοξά και έβαφε με χίλιες δυο ανταύγειες εκείνα τα τζαμάκια. Τι εκκλησία μού λες και μυστήρια, συλλογιζόταν μοναχός του. Ετούτο το μέρος απορροφούσε τον κυρ-Βαλσάμη, τον καθήλωνε. Καθόταν με κατάνυξη μπροστά της. Ξεχνούσε να σηκωθεί να φύγει. Ναι, αυτό ήταν. Ξεχνούσε... Γιατί ο κυρ-Βαλσάμης το ’χε ανάγκη, μεγάλη ανάγκη να ξεχάσει, να μπόραγε να ξεχάσει για λίγο. Εκείνο το απόγευμα ένιωθε μεγάλο βάρος. Η αλήθεια είναι πως είχε δουλέψει σκληρά. Τις μέρες των Χριστουγέννων ο κόσμος χάνει τη ρέγουλα. Ειδικά άμα πρόκειται για το φαΐ. Στα σφαγεία είχε πέσει τριπλάσια δουλειά. Και η δουλειά σκοτώνει τον άνθρωπο. Μα δεν ήταν αυτό. Ο κυρ-Βαλσάμης το ’ξερε. Τις μέρες των Χριστουγέννων γινόταν βαρύς κι αμίλητος, σωστό κουρέλι. Ο πόνος του μεγάλωνε. Αυτές οι άτιμες οι γιορτάδες, όπως τις έλεγε μοναχός του, του ’στρι135
Πιστεύετε στα θαύματα;
βαν το μαχαίρι στην πληγή. Είχε πάει από νωρίς στου Βανέσα. Το βρήκε σχεδόν άδειο. Έπιασε το τραπεζάκι του πίσω από την τζαμαρία κι έβαλε μια οδοντογλυφίδα στο στεγνό του στόμα. Έξω είχε πιάσει να βρέχει. Τα πολύχρωμα φώτα των μαγαζιών καθρεφτίζονταν στις σκόρπιες λασπόλιμνες του δρόμου, που γυάλιζαν σαν πούλιες σε πλουμιστό φόρεμα. Ο κυρ-Βαλσάμης κοιτούσε μισοξεχασμένος μέσα απ’ τα τζαμάκια τού μαγαζιού τις μαμάδες να σέρνουν τα πιτσιρίκια τους, τα πακέτα, τις ομπρέλες να συγκρούονται, τους περαστικούς πότε να βρίζονται και πότε να χαιρετιούνται ευγενικά με χαμόγελο. Η βροχή στα κεραμίδια μουρμούριζε έναν αργόσυρτο αμανέ στο ρυθμό που κράταγε το λούκι πλάι στην εξώπορτα. Ώρα περασμένες εφτά. Θα πρέπει να ζαλίστηκε λιγάκι. Δεν ένιωθε και πολύ άνετα. Ανακάθισε μερικές φορές νευρικά στην ψάθινη καρέκλα, ξερόβηξε να καθαρίσει ο λαιμός του, γύρισε το κεφάλι του αμήχανα δεξιά αριστερά. Περίεργο. Η τζαμαρία, τα τζαμάκια. Τι ήταν τούτο; Ενώ χάζευε, αναγνώρισε μια γυναικεία φιγούρα. Δεν ήταν στο δρόμο, στη βροχή. Μάλλον ήταν πάνω στο τζάμι, μέσα ίσως. Η Αγγελική του. Φορούσε εκείνη την τριμμένη ρόμπα με τις κλάρες και κοίταζε προς το μέρος του. Νόμιζε πως είχε αποκοιμηθεί και πως ονειρευόταν, όμως όχι. Ήταν στου Βανέσα καθισμένος. Άνοιξε τα μάτια του, τα κάρφωσε και με κομμένη ανάσα παρακολουθούσε. Η Αγγελική σκούπιζε πιάτα στην κουζίνα τους. Σε λίγο σταμάτησε και άφησε ένα τηγάνι που βαστούσε στο νεροχύτη και του χαμογέλασε ήρεμα. Βαλσάμη μου, πονάς, ε; του μίλησε μαλακά και τον ατένιζε μέσα από την τζαμαρία. Είσαι μόνος, υποφέρεις, ε; συνέχισε ήρεμα. Δεν θέλησες τον Πατέρα στη ζωή σου, θυμάσαι; Κορόιδευες. Τώρα τυραγνιέσαι μονάχος, χωρίς Θεό, χωρίς Χριστό, χωρίς ελπίδα. 136
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
Ένα μουγκρητό ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο, πάντα πάνω στην τζαμαρία. Η φωνή τής Αγγελικής έσβησε. Ο κυρ-Βαλσάμης το αναγνώρισε, ήταν το δικό του μουγκρητό που ακούστηκε. Αναστατωμένος γύρισε το μάτι του αλλού. Μα στο διπλανό τζαμάκι, άλλη παράξενη εικόνα. Έμοιαζε με εκκλησία. Ένας μακρύς διάδρομος και στο βάθος του κάποιος μιλούσε στον άμβωνα. Δεξιά και αριστερά κόσμος παρακολουθούσε σιωπηλά. Ο κυρ-Βαλσάμης ξαναζωντάνεψε. Τεντώθηκε και κάτι έψαχνε μέσα στο ακροατήριο. Σκυμμένη σε μια γωνιά, μόνη της, η Αγγελική του προσευχόταν. Δίπλα της άδειο το κάθισμα. Όπως έμεινε έτσι να την κοιτάζει, τη βλέπει να σηκώνει αργά το γέρικο κεφάλι της, να το γυρίζει προς το μέρος του. Μόλις τα βλέμματά τους αντάμωσαν, του χαμογέλασε και του έγνεψε να πάει κοντά της, να κάτσει δίπλα της στο άδειο κάθισμα. Του έγνεψε ξανά και ξανά, με τη λαχτάρα ζωγραφισμένη στο καθαρό της πρόσωπο. Ο κυρ-Βαλσάμης δεν άντεξε. Γύρισε το κεφάλι του ταραγμένος και μια έκφραση πόνου αυλάκωνε το πρόσωπό του. Στο μαγαζί λίγοι σκόρπιοι πελάτες, σκυμμένοι στα πιάτα τους, ούτε που κατάλαβαν τι γινόταν στο τραπεζάκι μπροστά στην τζαμαρία. Ο κυρ-Βαλσάμης έπεσε βαρύς στην καρέκλα του και χούφτιασε το πρόσωπό του μέσα στις πλατιές, άγριες παλάμες του. Ούτε κι ο ίδιος θυμάται πόση ώρα έμεινε έτσι. Θα πρέπει όμως να ήταν αρκετή, γιατί όταν σήκωσε το κεφάλι του, το μαγαζί είχε αδειάσει. Γύρισε αργά το κεφάλι δεξιά-αριστερά. Η βροχή έξω είχε σταματήσει. Κάποια φώτα αναβόσβηναν έξω ξεχασμένα, ενώ το λούκι συνέχιζε ξεψυχισμένα το ρυθμικό σκοπό του. Ο Βανέσα άφησε το σκούπισμα στη μέση και με μάτια ορθάνοιχτα ήρθε και κάθισε δίπλα του στο τραπέζι. Μια στοίβα σκουπίδια στη μέση του δωματίου και η σκούπα βιαστικά 137
Πιστεύετε στα θαύματα;
ακουμπισμένη στον τοίχο. « Είσαι καλά Βαλσάμη;» ρώτησε δειλά, μα με αγωνία ο ταβερνιάρης. Ο κυρ-Βαλσάμης έστρεψε αργά το πρόσωπό του στον Βανέσα. Τα μάτια του ήτανε κόκκινα, φωτιά. Τα μάγουλά του υγρά και πασαλειμμένα με σάλια και βρωμισμένα δάκρυα. Με κινήσεις αργές ξεσηκώθηκε και περπάτησε ως την τζαμαρία. - Εδώ, Βανέσα, βλέπεις εδώ; έδειξε με το δάχτυλο στο τζαμάκι. - Βλέπω, τι να βλέπω; αποκρίθηκε χαμένος ο ταβερνιάρης. - Δε βλέπεις μωρέ, δε βλέπεις. Όπως δεν έβλεπα κι εγώ τόσα χρόνια. Εδώ, μωρέ Βανέσα, ήρθε ο Χριστός σήμερα το απόγιομα, συνέχισε ήρεμα ο κυρ-Βαλσάμης κοιτάζοντας τον Βανέσα μες στα μάτια. Έσκυψε και μου χτύπησε αυτό το τζαμάκι. Με κοιτούσε με ένα τόσο γλυκό χαμόγελο. Μου κάνει νόημα: «Να ’ρθω, με θέλεις; Εγώ σε αγαπώ, είμαι φίλος σου, εσύ με θέλεις, να ’ρθω να τα πούμε;» Με το μανίκι σκούπισε βιαστικά τη μύτη του, που ήταν έτοιμη να στάξει. Γελούσε κι έκλαιγε μαζί. Ο Βανέσα ήταν σαν χαμένος, πού και πού σταυροκοπιόταν στα κλεφτά. Η φωνή τού κυρ-Βαλσάμη έσβηνε. Σκούπισε και ξανασκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Προσπάθησε να πει κάτι ακόμα, μα δεν τα κατάφερε. Και ξαφνικά κάτι σαν να θυμήθηκε, σταμάτησε απότομα. Τινάχτηκε, άρπαξε τον μπερέ του από τον ξύλινο καλόγερο και μπροστά στα τρομαγμένα μάτια τού Βανέσα όρμηξε έξω από το μαγαζί. Πέρασε απρόσεχτα απέναντι και χάθηκε τρέχοντας στο σκοτάδι. Πίσω στο μαγαζί ο Βανέσα έμεινε σαστισμένος. Δεν ήξερε τι να κάμει. Να τηλεφωνήσει στο 100; Να τρέ138
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
ξει ξοπίσω του, μην πάει και κάνει καμιά τρέλα και πάθει ζημιά ο παλαβός; Ή του ’χε σαλέψει το λογικό, οπότε καλύτερα να κλείδωνε το μαγαζί, για να μη του τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά; Σηκώθηκε μουδιασμένος να συνεχίσει το σκούπισμα. Φίδια τον ζώσανε οι σκέψεις και οι φόβοι. Τι ήταν όλα αυτά τα τρελά τού Βανέσα; Τι πήγε να κάνει έξω τρεχάτος; Κι αν πάρει κανένα τσεκούρι και...; Δεν άντεξε για πολύ. Παράτησε τη σκούπα στη γωνιά, πήρε πίσω από τον πάγκο το πανωφόρι του, έκλεισε τα φώτα και βγήκε. Ο δρόμος είχε τη θολή αχλή του χειμώνα. Πλησιάζοντας το χαμόσπιτο του κυρ-Βαλσάμη η αναπνοή του κόντυνε και γίνηκε γοργή. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τίναζε το στήθος του. Μπήκε στην αυλή μην ξέροντας τι θα συναντήσει. Βρήκε την πόρτα τής καλύβας μισάνοιχτη. Αφουγκράστηκε, μα καμιά κίνηση, ησυχία απόλυτη. Μόνο της καρδιάς του το χτύπο άκουγε καθαρά και ένιωθε το αίμα του να τινάζεται με ορμή στις φλέβες του. Ο αέρας μύριζε κοτσιλιές από τις κότες τής κυρα-Αγγελικής. Το υγρό αγιάζι τού δρόσιζε κάπως το ξαναμμένο πρόσωπο. Ο φόβος και η αγωνία τον σπρώχναν, μα και τον καθήλωναν. Κι αυτός στη μέση πάλευε. Έσφιξε τις γροθιές και έσπρωξε την πόρτα ν’ ανοίξει διάπλατα. Μόνο το στριγκό τρίξιμο του μεντεσέ ακούστηκε. Ο κυρ-Βαλσάμης απέναντί του, γονατισμένος στον καναπέ της κουζίνας, έμενε ακίνητος. Οι γροθιές του χαλάρωσαν. Μπήκε αργά στο δωμάτιο. Μπροστά στο σκυμμένο κεφάλι τού φίλου του, ανοιχτό ένα κοντόχοντρο βιβλίο. Το σώμα του τραντάζονταν κάθε τόσο από λυγμούς. Θα πρέπει να ’χε κλάψει ώρα πολλή ο κυρ-Βαλσάμης και τώρα δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει. Με το στρουμπουλό του χέρι ο Βανέσα τον χάιδεψε στον 139
Πιστεύετε στα θαύματα;
ιδρωμένο σβέρκο και στα σγουρά μαλλιά. Εκείνος γύρισε αργά και τον κοίταξε. - Το ’ξερα πως θα ’ρθεις να με βρεις, του είπε. Γονάτισε δίπλα μου και συ, μωρέ Βανέσα. Ο Βανέσα υπάκουσε και γονάτισε δίπλα του μπρος στο ντιβάνι. Λένε πως τα ζώα δεν έχουν μυαλό, δεν έχουν ψυχή. Όχι όμως και ο κόκορας του κυρ-Βαλσάμη... Το πρωί της επομένης ξημερώνοντας φώναξε για να ξυπνήσει το αφεντικό του. Περίμενε λιγάκι και ξαναφώναξε. Το συνήθιζε αυτό, γιατί ήξερε πως το αφεντικό του ήταν ταλαιπωρημένο και βαριοκοιμόταν. Η ώρα όμως περνούσε και κίνηση δεν έβλεπε από το παράθυρο της κουζίνας. Ούτε κατσαρολικά να βροντάνε, ούτε βλαστήμιες, ούτε μουγκρητά. Προσπάθησε ξανά. Σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτα, πήδηξε από το καλάμι του και πλησίασε το σπίτι. Βρήκε την πόρτα τέντα ανοιχτή. Πάλι παραξενεύτηκε. Πήδηξε στο κεφαλόσκαλο και τέντωσε το γυαλιστερό λαιμό του. Ήταν έτοιμος να ξαναλαλήσει, μα αυτό που είδε τον σταμάτησε. Καθισμένοι στο ντιβάνι της κουζίνας ο Βανέσα και ο κυρ-Βαλσάμης δίπλα-δίπλα διάβαζαν από το χοντρό βιβλίο της κυρα-Αγγελικής. Ο κυρ-Βαλσάμης το κρατούσε στα γόνατά του και διάβαζε συλλαβιστά. Με το κοντόχοντρο δάχτυλό του έδειχνε μια μια τις λέξεις. Ο Βανέσα δίπλα του άκουγε και το στρογγυλό του πρόσωπο γυάλιζε από χαρά. Κάθε τόσο ρουφούσε τη μύτη του. - Βαλσάμη, ψιθύρισε κόβοντάς τον. Ο Θεός θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλος, αφού μπορεί και αγαπάει εμάς τους άθλιους. - Έχεις δίκιο Βανέσα, αδερφέ μου, έχεις δίκιο, ψιθύρισε ο κυρ-Βαλσάμης και χάιδεψε τα στρουμπουλά χέρια τού Βανέσα. 140
Τα Χριστούγεννα του κυρ - Βαλσάμη
Το πετεινάρι απέναντί τους τίναξε το κεφάλι δεξιάαριστερά. Κοιτούσε αμήχανα γύρω του, μπερδεμένο απ’ όσα έβλεπε. Πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε το αφεντικό του με τέτοιο τρόπο, καθαρό και γελαστό. Αφού στην αρχή τρόμαξε. Το ήσυχο και πράο του χαμόγελο αναστάτωσε το ζώο. Κάτι μεγάλο πρέπει να γίνηκε απόψε σε τούτο το σπίτι, συλλογίστηκε. Κάτι πολύ μεγάλο, κάτι πολύ καλό... Πισωπάτησε, πήδηξε στο κατώφλι και φτερούγισε μ’ όλη του τη δύναμη να πει τα νέα στο κοτέτσι, που τον περίμεναν με αγωνία.
141
Χριστούγεννα με τον Φρέντυ και το φίλο του
Τον Φρέντυ τον γνώρισα όπως όλους τους Φρέντηδες στη ζωή μου... όλους τους πριν απ’ αυτόν και όλους που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν. Τίποτα το ιδιαίτερο. Μια απλή, τυχαία συνάντηση. Τυχαία έλεγα τότε, σήμερα όμως δεν λέω καθόλου τυχαία, γιατί δεν μπορεί να είναι τυχαίο κάτι που σημάδεψε, αυλάκωσε, χάραξε τη ζωή σου με σημάδια ισόβια, ίσως και αιώνια. Όπως σας έλεγα, με τον Φρέντυ συναντηθήκαμε και είπαμε να δοκιμάσουμε ο ένας τη ζωή τού άλλου, μήπως και ήταν τελικά αυτό που ψάχναμε και οι δυο και δεν το ’χαμε βρει μέχρι τότε. «Τι κάνεις, πού δουλεύεις... τι θα κάνεις απόψε... θέλεις να βγούμε...;» Τι σας τα λέω αυτά, αφού τα ξέρετε. Η συνταγή είναι η ίδια πάντοτε για όλους τους ανθρώπους και έτσι τυφλά την ακολουθούν όλοι τους, χωρίς να νοιάζονται για το αποτέλεσμα... Αλλά και να νοιάζονται, μήπως μπορούν να κάνουν και διαφορετικά; Αφού δεν έχουν άλλη επιλογή. Αργά ή γρήγορα κι αυτοί και οι άλλοι το ίδιο μονοπάτι θα ακολουθήσουν. Αυτό που ακολουθούσα κι εγώ. Ο Φρέντυ λοιπόν ήρθε στη ζωή μου ήσυχα, απλά, χωρίς απαιτήσεις και χωρίς θορύβους. Δεν έγινε κάτι το συγκλονιστικό, αλλά και δεν ένιωσα ποτέ αδιάφορη, ψυχρή και περαστική απέναντί του. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι το πόσο γρήγορα δέσαμε μεταξύ μας και νιώθαμε τόσο άνετα ο ένας με τον άλλο. 142
Χριστούγεννα με τον Φρέντυ και το φίλο του
Ο Φρέντυ είχε ένα φίλο. Μου ’χε μιλήσει για το φίλο του, ή μάλλον είχε προσπαθήσει να μου μιλήσει γι’ αυτόν, αλλά εγώ έδειχνα αδιάφορη. Μου είχε πει να μου τον συστήσει, να μου τον γνωρίσει, όμως ποτέ δεν επέμενε ιδιαίτερα. Κι εγώ απ’ τη μεριά μου τον Φρέντυ δεν ήξερα καλά καλά, με το φίλο του θα ασχοληθώ; Το άφησα, πέρασε, φάνηκε πως δεν μας απασχόλησε πια. Δεν μπορώ να πω ότι είχα προσέξει κάτι ιδιαίτερο, κάτι το αξιοσημείωτο στη ζωή και τη συμπεριφορά τού Φρέντυ. Ίσα-ίσα επειδή ήταν ήσυχος και αρκετά φυσιολογικός άνθρωπος, αυτό με έκανε να τον ψάχνω ακόμα περισσότερο, μήπως μου κρύβει κάτι και μετά έχουμε ιστορίες, όπως μου ’χε συμβεί με τόσους άλλους Φρέντηδες στο παρελθόν. Έψαχνα, δοκίμαζα, περιεργαζόμουν, όμως αντί να απομακρύνομαι και να κουμπώνομαι, ένιωθα όλο και πιο άνετη, όλο και πιο εξαρτημένη απ’ αυτόν. Το άφησα λοιπόν κι εγώ να πάρει το δρόμο του. Ήταν ένα γλυκό και μαλακό φθινοπωριάτικο απόγευμα. Περπατούσαμε δίπλα-δίπλα και λέγαμε τα δικά μας. Κόσμο δεν είχε πολύ, αλλά κάποιοι περαστικοί υπήρχαν σκόρπιοι στα μαγαζιά και στο δρόμο. Ξαφνικά γυρίζει ο Φρέντυ, με σταματάει στο δρόμο και μου λέει: «Την βλέπεις αυτή την κυρία; Θέλεις να την κάνω να πέσει κάτω;» Ξαφνιάστηκα με το αστείο, αλλά μάλλον ελαφρύ το θεώρησα και μάλλον ούτε που πρόλαβα κάπως να αντιδράσω, κάτι να πω. Ήταν μια εύσωμη, περιποιημένη κυρία, με τα ψώνια της, λίγα μόλις μέτρα μπροστά μας. Χωρίς να περιμένει τη δική μου απάντηση ο Φρέντυ, γύρισε προς το μέρος της, την κοίταξε για δευτερόλεπτα ακίνητος, και ξαφνικά η γυναίκα σωριάστηκε κάτω και σκόρπισαν τα πακέτα στο δρόμο με μια σπαραχτική κραυγή. Αμέσως έτρεξαν δυο-τρεις και τη βοήθησαν να σταθεί στα πόδια της. 143
Πιστεύετε στα θαύματα;
Εγώ δεν έτρεξα, ούτε ο Φρέντυ. Έμεινα να κοιτάω μια την πεσμένη γυναίκα και μια τον Φρέντυ, που έλεγε πως την έριξε από μακριά. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ, τι θέση να πάρω. Αστείο ήταν...; σοβαρό ήταν...; σύμπτωση ήταν...; κάτι άλλο ήταν...; Δεν κατάλαβα. Διάλεξα μόνη μου να πω ότι ήταν αστεία σύμπτωση και ότι ο Φρέντυ κάνει και χωρατά... όμορφα, έξυπνα, και μπράβο του, και έμεινα εκεί. Μάλλον το ξέχασα, ή πιο σωστά προσπάθησα να το ξεχάσω. Όμως κάθε τόσο ερχόταν στην επιφάνεια εκείνη ακριβώς η σκηνή. Μια γυναίκα να κυλιέται στο πλακόστρωτο όπως τα λιθρίνια στον πάγκο του ψαρά και ο Φρέντυ να την κοιτάει παγωμένος, ακίνητος, επίμονα και περίεργα. Τελείωσε αυτό, πέρασε, και φάνηκε πως χάθηκε. Εμείς εν τω μεταξύ είχαμε αρραβωνιαστεί, λογοδοθεί, όπως θέλετε να το πείτε, και μάλιστα είχαμε σχεδιάσει να κάνουμε Χριστούγεννα μαζί με μια άλλη παρέα στο καταστόλιστο Λονδίνο. Τα είχαμε κλείσει όλα, ημερομηνίες, ξενοδοχεία, και τα όνειρα, οι υποσχέσεις έδιναν και έπαιρναν. Για μένα ήταν και η πρώτη μου φορά που θα πήγαινα στο εξωτερικό, και με αεροπλάνο! Είχα χάσει σχεδόν τον ύπνο μου και με τα όνειρα που έκανα γι’ αυτό το ταξίδι δε με χωρούσε ο τόπος. Ο Φρέντυ εν τω μεταξύ μπαινόβγαινε στο σπίτι μου και έτρωγε αρκετές φορές μαζί μας τα βράδια. Ένα απόγευμα είχε πιάσει μια κουβέντα, αρκετά σοβαρή φαινόταν, με τον πατέρα μου στο σαλόνι, κι εγώ κάπου καταγινόμουνα στην κουζίνα. Όταν τελείωσα, πήγα κι εγώ στο σαλόνι και κάθησα μαζί τους. Ξαφνικά, έτσι όπως μιλούσε ο πατέρας, σταμάτησε, άσπρισε, έπιασε το στήθος του και το πίεζε με τα δυο του χέρια και κουλουριάστηκε από την πολυθρόνα στο πάτωμα, στο χαλί, γεμάτος πόνους. Έτρεξα κοντά του να τον βοηθήσω, γονάτισα δίπλα του φωνάζοντας και 144
Χριστούγεννα με τον Φρέντυ και το φίλο του
άθελά μου κοίταξα προς τον Φρέντυ. Καθόταν ακίνητος στην καρέκλα του και είχε το βλέμμα του άχρωμο και το πρόσωπό του κάπως παγωμένο και αμέτοχο. Δεν ασχολήθηκα περισσότερο με τον Φρέντυ, όμως αυτή η σκηνή μου ’μεινε. Τρέξαμε μετά μαζί, φέραμε ασθενοφόρο. Τρέξαμε στο νοσοκομείο, η μητέρα μου, οι συγγενείς, και ο Φρέντυ από κοντά. Πρόθυμος, δεν μπορώ να πω, αλλά εγώ δεν μπορούσα να απαλλαγώ από αυτή τη σκηνή και τις έντονες σκέψεις μου. Ο Φρέντυ απέναντι στον πατέρα μου, που κυλιόταν στο πάτωμα με έμφραγμα... ακίνητος, ανέκφραστος, σχεδόν παγωμένος... Γιατί; Γιατί ήταν έτσι; Δεν ταίριαζε αυτή η συμπεριφορά του με τίποτα μέσα στο σπίτι, δεν ταίριαζε ούτε με τον ίδιο, απ’ όσο τον ήξερα... Δεν ταίριαζε... όμως με κάτι ταίριαζε τελικά. Πώς ήρθε στη σκέψη μου και το συνδύασα! Εκείνη τη φορά στο δρόμο... με τη γυναίκα που έπεσε κάτω φαρδιά-πλατιά. Πάλι έτσι ήταν, πάλι έτσι κοιτούσε, πάλι έτσι αντέδρασε. Όμως τότε μου το ’χε πει ότι εκείνος θα το ’κανε. Το είπε και έγινε. Την έριξε κάτω. Τούτο εδώ τώρα με τον πατέρα μου; Κι αυτό, εκείνος το έκανε; Πάλι έτσι από μακριά; Δεν ήθελα να το πιστέψω, το ’διωχνα απ’ τη σκέψη μου, όμως οι φόβοι είχαν αρχίσει να τρυπώνουν για τα καλά μέσα μου. Φόβοι και υποψίες. Τότε το είχα θεωρήσει αστείο. Τώρα όμως άρχισα να φοβάμαι, και μάλιστα πολύ. Και ο φίλος του; σκέφτηκα. Τι ήταν αυτός ο φίλος; Μπορεί να φταίει ο φίλος του; Μπορεί να το ’κανε ο φίλος του; Απάντηση δεν μπόρεσα να βρω και βασάνιζα το μυαλό μου χωρίς να βρω άκρη. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Εμείς στο νοσοκομείο. Ο μπαμπάς χειρουργημένος, αλλά και βαριά η κατάστασή του. Ο Φρέντυ στο Λονδίνο μαζί με την παρέα. Εγώ πίσω, στο 145
Πιστεύετε στα θαύματα;
προσκέφαλο του πατέρα μου, να ξημεροβραδιάζομαι μαζί του. Έξω από το νοσοκομείο το χριστουγεννιάτικο σκηνικό, με συνέπεια και ακρίβεια στο ραντεβού του. Οι νιφάδες του χιονιού ευγενικά και αθόρυβα μας στόλιζαν το τοπίο γύρω, όπως κάνουν κάθε τέτοια εποχή, για να γιορτάσουν οι άνθρωποι πιο χαρούμενοι τα Χριστούγεννα. Όπως καθόμουν μόνη, ήσυχη στο θάλαμο, άκουσα στο βάθος τού διαδρόμου τού νοσοκομείου μια γλυκιά μελωδία από ζωντανές φωνές. Μια μικρή χορωδία στην αρχή τού διαδρόμου έψαλλε ύμνους για τα Χριστούγεννα με μια μελωδική απαλή κιθάρα. Έγειρα στην πόρτα του θαλάμου και βούρκωσα. Ο πατέρας μου... Ο Φρέντυ στο Λονδίνο με την παρέα του... Εγώ, η μοναξιά μου, οι φόβοι μου... ο φίλος τού Φρέντυ... η γλυκιά μελωδία στο βάθος του διαδρόμου... Πόσο θα ’θελα να δω από κοντά αυτά τα παιδιά... έτσι αν γινότανε να περάσουν από κοντά μου. Λένε ότι οι ευχές αυτές τις μέρες των Χριστουγέννων πιάνουν. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε, αλλά η δική μου έπιασε και αυτό μου έδωσε τόση χαρά και δύναμη. Αυτά τα παιδιά ήρθαν στο θάλαμο, λες και ήρθαν μόνο για μένα. Με κύκλωσαν, μου μίλησαν και τα πρόσωπά τους έλαμπαν ολόφωτα, γεμάτα φρέσκια, αγνή χαρά. Λες και γνωριζόμαστε χρόνια. Μοίρασαν φυλλάδια στο θάλαμο και μου χάρισαν κάτι, που δεν θα το πίστευα ποτέ μου. Η Αγνή, μια κοπελίτσα περίπου στην ηλικία μου, έμεινε πίσω μαζί μου, να μου κάνει παρέα, να μην είμαι μόνη παραμονή Χριστουγέννων. Συγκλονίστηκα. Δεν το πίστευα, κι όμως ήταν αληθινό. Έμεινε μαζί μου όλο εκείνο το βράδυ στο θάλαμο με τον πατέρα. Την Αγνή έστειλε ο Θεός για να μου πει όλη την αλήθεια για τον Φρέντυ, για το φίλο του, για το σατανά, για τα όργανά του, για «τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος», για τα πονηρά πνεύματα. 146
Χριστούγεννα με τον Φρέντυ και το φίλο του
Ηρέμησα. Δεν είχα ούτε φόβους ούτε αγωνία πια. Τα κατάλαβα όλα και αμέσως. Όταν άκουσα το όνομά του λύθηκαν όλες οι απορίες μου. «Ο απ’ αρχής ανθρωποκτόνος διάβολος». Θυμήθηκα τη γυναίκα που σωριάστηκε στο δρόμο μπροστά μας. Θυμήθηκα τα παγωμένα λόγια του Φρέντυ: «Θέλεις να την κάνω να πέσει κάτω;» Ανατρίχιασα. Θεέ μου, πού είχα μπλέξει;... Πόσο με αγαπάς, πόσο Σε αγαπώ, και Σ’ ευχαριστώ! Ο Φρέντυ με το φίλο του στο Λονδίνο κι εγώ με την Αγνή και το δικό μας Φίλο, τον Ιησού Χριστό, να κλαίμε από χαρά κι ευγνωμοσύνη στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο στη Β΄Καρδιολογική Κλινική. Ήταν αληθινά Χριστούγεννα, και έξω, στο χιονισμένο μπαλκόνι του νοσοκομείου, αλλά και μέσα, στην κάτασπρη και λυτρωμένη μου καρδιά.
147
«Είμαι μόνη μου»
Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί ότι τα Χριστούγεννα και όμορφη εποχή είναι και γεμάτη χαρά και υποσχέσεις. Για όλους τους ανθρώπους, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Για όλους; ίσως να ρωτηθείτε. Έχετε δίκιο. Όχι ακριβώς για όλους. Αυτό είναι και το πιο τραγικό με τα Χριστούγεννα. Όσοι μπορούν να χαρούν, χαίρονται ακόμα περισσότερο, έστω και πρόσκαιρα. Όσοι όμως είναι πονεμένοι και δυστυχισμένοι, οι γιορτές τούς πληγώνουν κι άλλο, η χαρά των άλλων τους κάνει πιο δυστυχισμένους. Έτσι είναι η ζωή. Είχε αρχίσει να βραδιάζει από νωρίς. Όλη μέρα ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και μουντός, λες και το καταλάβαινε κι ο ίδιος κι ήθελε να κλείσει εκείνη η μέρα όσο γινόταν πιο γρήγορα…. Να στείλει τους ανθρώπους στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν, να ξεχάσουν, να ξεπονέσουν… και να ξεκινήσουν μια καινούργια μέρα, πιο καλή ίσως… Πώς να το ξέρεις όμως αυτό και πώς να το εξασφαλίσεις; Και εδώ ακριβώς ήταν που έκανε λάθος. Για μερικούς ανθρώπους πάνω στη φλούδα της γης, με το που έπεφτε το σκοτάδι γύρω, αρχίνιζε το δράμα τους. Τα γερόντια, τα ορφανά, τα φτωχά, οι πεινασμένοι, οι ανήμποροι… Μεγάλες ατέλειωτες νύχτες γεμάτες βουβό πόνο και αναφιλητό. Και να ’ναι Χριστούγεννα ή να ζυγώνουν. Χριστούγεννα… Η γιαγιούλα της ιστορίας μας δεν είχε αυτά ακριβώς τα προβλήματα. Ούτε να γηρατειά της τη φόβιζαν, ούτε η φτώχεια, ούτε η υγεία της, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Εκείνο που δεν άντεχε ήταν η μονα148
«Είμαι μόνη μου»
ξιά. «Είμαι μόνη μου…» έλεγε και ένιωθε ο πόνος να της βγάζει την ψυχή από τα σωθικά. Και φοβόταν και έτρεμε την ώρα που θα βυθιζόταν το φτωχικό της όλο στο σκοτάδι. «Είμαι μόνη μου…» σκεφτόταν και δεν ήξερε πού να πιαστεί, πού να ακουμπήσει τον πόνο της. Όχι, δεν είχε προβλήματα ούτε με το παρελθόν ούτε με τους γύρω της. Τα ’χε ξεπεράσει αυτά, είχε δώσει τη μάχη της και είχε βγει… «παλικάρι». Αν συνέβαινε να ’χει μεγαλώσει και γιο και κόρη, αν είχε και νύφη και γαμπρό, σπουδασμένοι όλοι τους, καλοπιασμένοι από τη ζωή, και αν είχε και εγγονάκια, και δεν γύριζε κανένας τους να την κοιτάξει, αυτά όπως είπαμε τα ’χε ξεπεράσει, τα ’χε καταπιεί. Βρήκε κάποια μονοπάτια στο μυαλό της και σταμάτησε να την απασχολεί το παράπονο και η πίκρα που ένιωθε. Όμως το άλλο… δεν το ξεπερνούσε με τίποτα. Ήταν μόνη της, και μέσα της, και γύρω της, και στη γειτονιά, και στη μέρα της, και στη νύχτα της. Το συνηθισμένο της αποκούμπι ήταν η κυρα-Ερασμία, στη διπλανή της πόρτα. Σερνόταν μέχρι την πόρτα και με σπαρακτικό, παρακλητικό τρόπο, της κτυπούσε. - Κυρα-Ερασμία, άνοιξε, εγώ είμαι, παρακαλούσε. - Τι θέλεις πάλι, άσε με, δεν μπορώ, ήταν η πρώτη συνηθισμένη απάντηση που εισέπραττε από τη γειτόνισσα. - Είμαι μόνη μου, ξανάλεγε η γιαγιά και περίμενε. Κάποτε κάτι κατάφερνε και στο τέλος επιμένοντας άκουγε το κλειδί τής κυρα-Ερασμίας να υποχωρεί, για να περάσουν μαζί κάποιες ώρες, να ενώσουν τις μοναξιές τους. Η κυρα-Ερασμία όμως δεν ήταν μόνη ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο μόνη… 149
Πιστεύετε στα θαύματα;
Εκείνο το βράδυ η ιστορία είχε αρχίσει να επαναλαμβάνεται. Είχε πάρει να σκοτεινιάζει και το γνωστό χτύπημα στην πόρτα της κυρα-Ερασμίας ήταν στη θέση του. - Κυρα-Ερασμία, άνοιξε, ακούστηκε η φωνή της και αντήχησε στον άδειο διάδρομο της παλιάς, ερημικής εργατικής πολυκατοικίας που έμεναν. - Άφησέ με, τι θέλεις; Απάντησε από μέσα κάπως σκληρά και κουρασμένα. - Άνοιξέ μου, είμαι μόνη μου, ήταν το αβάσταχτο επιχείρημα. - Εγώ δεν είμαι μόνη μου, φύγε. - Εσύ έχεις το παιδί, έλα, άνοιξέ μου, θα κάτσω ήσυχα και δεν θα σου μιλάω, ξαναεπιχείρησε να την πείσει. - Άμα δεν μου μιλάς, τότε τι να ’ρθεις να κάνεις; Την έκοψε η κυρα-Ερασμία. Άσε, έχω το παιδί και κοιμάται. Όταν έλεγε παιδί, εννοούσε ένα ανάπηρο, παράλυτο παλικάρι, που όλη μέρα κείτονταν ακίνητο, βυθισμένο, χωρίς επικοινωνία. Ήταν με έναν ιδιαίτερο τρόπο παιδί της… αλλά εκείνη το ’χε και το περιποιόταν σαν παιδί της. Ήταν μια καρδούλα μέσα στο δωμάτιο, ένα ζεστό, αν και ακίνητο σώμα μέσα στο σπίτι της. Η άλλη δεν είχε ούτε αυτό για να παρηγοριέται. - Κυρα-Ερασμία, άνοιξέ μου, είμαι μόνη μου…, άνοιξέ μου. - Κι εγώ μόνη μου είμαι, τι φαντάστηκες, ότι έχω μουσαφιρέους εδώ και στήσαμε χορό; Άντε, πήγαινε τώρα, θέλω να πέσω νωρίς απόψε. - Όχι, μην πέφτεις νωρίς, άνοιξέ μου, είμαι μόνη μου όλη μέρα, δεν αντέχω… κάνε μου τη χάρη, άνοιξέ μου λίγο να σε δω… Σιωπή, από μέσα ησυχία. Ούτε το κλειδί να στρίψει 150
«Είμαι μόνη μου»
στην πόρτα, ούτε να τρίξει το πάτωμα. Καμία αντίδραση. - Κυρα-Ερασμία, σε παρακαλώ, λυπήσου με, άνοιξέ μου, είμαι μόνη μου και δεν μπορώ… Άνοιξέ μου, δεν μπορώ μόνη μου, φοβάμαι, είναι και Χριστούγεννα και είμαι μόνη μου… Κάνε μου τη χάρη σε παρακαλώ. Πάλι δεν πήρε απάντηση, όμως τούτη τη φορά κάτι άλλο έγινε. Άκουσε φωνές και θόρυβο στην είσοδο της πολυκατοικίας. Παιδιά ήταν, νέα παιδιά, ζωηρά, ζωντανά παιδιά. Μπήκαν μέσα, στριμώχτηκαν στην είσοδο και ησύχασαν. Για ένα λεπτό δεν ακουγόταν ψίθυρος και ξαφνικά ακούστηκε μια τόσο γλυκιά μελωδία. Αγόρια, κορίτσια, παιδικές και νεανικές φωνές με κιθάρες έψαλλαν μια όμορφη χριστουγεννιάτικη μελωδία, που πλημμύρισε τους ερημικούς διαδρόμους, τις υγρές και μουντές γωνιές τής σκοτεινής εργατικής πολυκατοικίας. Η γιαγιούλα άφησε την πόρτα τής κυρα-Ερασμίας και σύρθηκε αργά γεμάτη περιέργεια προς τα κάγκελα της σκάλας. Πιάστηκε και με τα δυο της χέρια και έσκυψε προσεκτικά προς τα κάτω. Μάλλον δεν είδε τίποτα, αλλά δεν χρειαζόταν, γιατί άρχισε να ακούει και στάθηκε με προσοχή ακίνητη ν’ ακούσει τα παιδιά, που άρχισαν το τραγούδι τους. Τα λόγια τους ήταν καθαρά και η μελωδία τους χαρούμενη. Είναι νύχτα και κρύο εδώ κάτω στη γη, μα ο Χριστός περιμένει με υπομονή. Ήρθε για να χαρίσει ζεστασιά και χαρά, ήρθε και να γιατρέψει τη σκληρή μοναξιά… Όταν τελείωσε το χριστουγεννιάτικο τραγούδι, δυο τρεις φωνές ακούστηκαν από τα παιδιά, «και του χρόνου… ο Θεός να σας ευλογεί!..., να περάσετε χα151
Πιστεύετε στα θαύματα;
ρούμενα!..., ευλογημένα Χριστούγεννα με τον Ιησού Χριστό!...». Κάτι κατάλαβε η γιαγιά πως θα ’φευγαν κι έβαλε όλη της τη δύναμη. - Παιδιά, παιδιά, μη φεύγετε, σας παρακαλώ, είμαι μόνη μου… ελάτε πάνω, τα παρακάλεσε με πολύ ικετευτικό τρόπο. Ξαφνικά έγινε σιωπή. Τα παιδιά ξαφνιάστηκαν. Δεν περίμεναν πως κανείς τους είχε ακούσει, τους είχε δώσει σημασία. Η γιαγιά όμως δεν άφηνε την ευκαιρία. - Σας παρακαλώ, μόνο για λίγο, να μου μιλήσετε,… είμαι μόνη μου,… σας παρακαλώ, ελάτε… μη φεύγετε… Απ’ τη σιωπή από κάτω, στην είσοδο της πολυκατοικίας, ακούστηκε καθαρή μια κοριτσίστικη φωνή. «Πού είστε γιαγιά; Ερχόμαστε, σε ποιον όροφο είστε να έρθουμε;…» Την ώρα που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι τής κυρα-Ερασμίας η γιαγιούλα χτύπησε ευγενικά πάλι την πόρτα της να την καθησυχάσει. - Κυρα-Ερασμία, μη μου ανοίγεις… δεν είμαι μόνη μου, έρχονται τα παιδιά… τα κάλεσα… ανεβαίνουν… και θα ’ρθουν σπίτι μου…. Κυρα-Ερασμία, να σου πω κάτι; Μου φαίνεται βρήκα παρέα, θα ’χω κι εγώ παρέα και δεν θα ’μαι μόνη μου… Κάτι έλεγαν τα παιδιά στο τραγούδι τους για τη μοναξιά, για τον Ιησού Χριστό… Θα ρωτήσω τα παιδιά και θα σου πω κι εσένα… Άντε, καληνύχτα, και μη νοιάζεσαι για μένα… Εγώ δεν θα ’μαι μόνη μου, εσύ κοίτα να προσέχεις το παιδί…, το παιδί εσύ… Άντε, καληνύχτα. Έφυγε να πάει στην πόρτα της να υποδεχτεί τα παιδιά και το πρόσωπό της είχε ένα φως, είχε μια γλύκα τόσο όμορφη, σαν να το ’χε πιστέψει… σα να το ζούσε, πως δεν θα ’ναι ποτέ μόνη, ποτέ πια…
152
Tα Χριστούγεννα της Οφθαλμολογικής Κλινικής
«Την 25η Δεκεμβρίου διανυκτερεύων ιατρός ο επιμελητής κ. …. (Εκ της Οφθαλμολογικής Κλινικής).» Μάλιστα, τα σέβη μου. Εγώ είμαι που θα διανυκτερεύσω το βράδυ των Χριστουγέννων στο χειρουργείο τής Οφθαλμολογικής Κλινικής. Φυσούσα, ξεφυσούσα χωρίς να μπορώ να το χωνέψω. Να μείνω μέσα όλο το βράδυ, ενώ οι άλλοι με τις οικογένειές τους… Θεέ μου, τι είναι πάλι τούτο; Νιόπαντρος άνθρωπος. Θα περνούσα τα πρώτα Χριστούγεννα με τη γυναίκα μου. Οι δυο μας. Με το στολισμένο έλατο στη γωνιά, θα καθόμαστε στον καναπέ, θα βάζαμε το στέρεο να παίζει… Μαζί δίπλα- δίπλα. Πόσες ώρες. Πώς το περίμενα. Εκείνο το λάργκο του Χαίντελ μέσα στην ησυχία…, με κερί στο τραπέζι…, θα… Έκανα μια απότομη κίνηση, όπως διώχνουμε τις μύγες το καλοκαίρι απ’ το πρόσωπο. Τι τα θες, καημένε, και τα σκέφτεσαι; Όνειρα. Ξέχασέ τα. Να η αλήθεια. Πάρ’ το απόφαση. Και το πήρα απόφαση. Αν μπορούσα ας μην το έπαιρνα. Ήταν ένα ήρεμο βαρυχειμωνιάτικο βραδινό. Τα πρόσωπα των ασθενών στους θαλάμους με μια ήσυχη έκφραση πικρής χαράς. Ανόρεχτοι, βυθισμένοι στις γεμάτες παράπονο πικρόχολες σκέψεις και αναμνήσεις. Μόνο ο βοριάς ήταν ορεξάτος. Περνούσε σουλατσάροντας έξω απ’ τα δωμάτια και σφύριζε εκείνο τον μονότονο παγωμένο σκοπό του. 153
Πιστεύετε στα θαύματα;
Καθόμαστε με τη γυναίκα μου στο παράθυρο του δωματίου μου στο νοσοκομείο. Είχε έρθει να περάσουμε μαζί τη νύχτα συντροφικά. Ακουμπισμένοι ανόρεχτα πάνω στο τζάμι, κοιτούσαμε αφηρημένοι τις χιονονιφάδες να πετούν ανάλαφρες πάνω στα κλαδιά των δέντρων, τελειώνοντας έτσι το μακρύ τους ταξίδι. Συχνά κάποιο κλαδί παραβάραινε με δαύτες και έγερνε τινάζοντας τη χιονοστιβάδα στον αέρα και ξελάφρωνε. Εκείνη ήταν ευχαριστημένη και χαμογελούσε πιάνοντάς μου ζεστά το χέρι. Κάθε τόσο την άκουγα να ψιθυρίζει: «Θεέ μου, πόση δυστυχία εδώ μέσα. Θεέ μου, πόσο Σ’ ευχαριστώ. Τι πόνος, τι δάκρυα, και μεις πόσα δεν απολαμβάνουμε! Θεέ μου, δεν το αξίζουμε…». Ναι, απολαμβάνουμε τη φαρμακίλα και την μπόχα του νοσοκομείου, τι απόλαυση!..., σκεφτόμουν. Είχα τα νεύρα μου. Αμίλητος, ανόρεχτος, μουτρωμένος. Αχώνευτο! Θα ήταν μεσάνυχτα. Μια νοσοκόμα με φώναξε στο χειρουργείο. Σε δέκα λεπτά, ντυμένος με την αποστειρωμένη πράσινη ποδιά μου και τα γάντια, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα αιμόφυρτο δεκατετράχρονο κοριτσάκι. Στα μάτια του, γεμάτα αιματώματα κατακόκκινα και πρησμένα, ήταν καρφωμένα μικρά κομματάκια από σπασμένα γυαλιά. Τα πόδια της βουτηγμένα στο αίμα, κατασχισμένα, γδαρμένα. Ανάσαινε βαριά. Κάναμε μια μετάγγιση και τη βοηθήσαμε να συνέλθει. Τοποθέτησα γρήγορα τους φακούς στο κατάξανθο προσωπάκι και άρχισα με προσοχή να ξεκαρφώνω ένα ένα τα γυαλάκια από τον ματωμένο βολβό. Στα πόδια της άλλοι δυο έπλεναν τις πληγές, για να ράψουμε όσες χρειαζόταν. Μου έκανε εντύπωση η υπομονή αυτού του παιδιού. Σαν μεγάλος, να σφίγγει τη χούφτα του, να δαγκώνει τα χειλάκια του. Δεν έβγαλε φωνή. Ήξερε, φαίνεται, να κάνει πολλή υπομονή στον πόνο, να αντέχει! 154
Tα Χριστούγεννα της Οφθαλμολογικής Κλινικής
Γύρισα καταμουσκεμένος στο δωμάτιο κατά τις δύο και μισή. Στο παράθυρο μόνη η γυναίκα μου. Μου γέλασε τρυφερά και κάθισε κοντά μου. Ήθελε να της πω ό,τι έγινε με το κοριτσάκι. Ήμουν τόσο ανόρεχτος, τόσο βαρύς. Μα τι να κάνω; Οι ερωτήσεις βροχή. Μόλις τελείωσα την περιγραφή, σηκώθηκε, με πήρε από το χέρι. -Πού είναι τώρα; Πάμε να το δούμε, σε παρακαλώ… επέμενε μ’ έναν ικετευτικό τόνο. Σηκώθηκα. Μπήκαμε στο θάλαμο. Κάποια αδελφή στο βάθος πολεμούσε να περάσει τη βελόνα του ορού στο άσπρο χεράκι της μικρής. Όρμησε ακράτητη, μα μόλις αντίκρισε το γλυκό εκείνο προσωπάκι, γύρισε και με κοίταξε που περπατούσα πίσω της αργά-αργά. Πλησίασε, κάθισε δίπλα της και άπλωσε το χέρι της στο ξανθό κεφαλάκι ανακατεύοντας λίγο τα μαλλιά. -Πώς σε λένε; ξεκίνησε πρώτη την κουβέντα. -Τερέζα. -Μμμμ, τι όμορφο όνομα…! Και, Τερέζα, έχεις άλλα αδέλφια; -Μάλιστα, τρία. -Πο-πο, τι όμορφη κοπέλα που είσαι… Και η μαμά σου πού κάθεται, ο μπαμπάς σου πού είναι; -Δεν έχω μαμά, μόνο μπαμπά έχω και είναι εεε… Η ιστορία που μάθαμε κουβεντιάζοντας μέχρι τα ξημερώματα ήταν τραγική πραγματικά. Ο πατέρας τους, φαίνεται, ήταν οικοδόμος, μα και μπεκρής. Και μάλιστα το δεύτερο ήταν πιο κανονικό από το πρώτο. Εκείνο πάλι μεγάλωνε τα υπόλοιπα τρία και δούλευε στο σπιτικό. Η μητέρα της είχε πεθάνει πάνω στο τέταρτο. Εκείνο το χριστουγεννιάτικο βραδινό, κουβάλησαν τύφλα στο μεθύσι τον πατέρα της και τον ξά155
Πιστεύετε στα θαύματα;
πλωσαν στο κρεβάτι με τα ρούχα. Μα τον έπιασε μια φοβερή κρίση και προσπάθησε να σκοτώσει το παιδάκι με ό,τι έβρισκε μπροστά του. - Έσπασε και τα δύο τελευταία πιάτα μας στον τοίχο, έσπασε και τη λάμπα του πετρελαίου και τα γυαλιά τής μαμάς…, αυτά κατάφερε να μας πει πριν αρχίσει να κλαίει. Μα ποιος ξέρει και τι άλλο ακόμα. Ήταν αρκετά βασανισμένο. Το αφήσαμε να ησυχάσει και να κοιμηθεί όσο μπορούσε. Βγήκαμε ζεματισμένοι από το δωμάτιο με τη γυναίκα μου. Ο ήλιος μόλις χάιδευε μερικά ανατολικά παράθυρα. Σταθήκαμε και κοιταχτήκαμε στο διάδρομο. Τα μάτια της λάμπανε με δάκρυα έτοιμα να ξεχειλίσουν. Εγώ έσκυψα κάτω το κεφάλι μου ταπεινωμένος. Τόσα πράγματα γκρέμισε αυτό το παιδικό δράμα μέσα μου. Έτρεξα στην προϊσταμένη, χωρίς να πω λέξη. Φώναξα: «Αδελφή, αδελφή, παρακαλώ ένα δωμάτιο που είναι στον τρίτο… παρακαλώ… ένα όμορφο ζεστό δωματιάκι στον τρίτο όροφο.» Το μπαλκονάκι του έβλεπε στον καταχιονισμένο κήπο τού νοσοκομείου. Ένας χιονάνθρωπος καμάρωνε έξω από το τζάμι στρουμπουλός. Με τα άσπρα σεντόνια σκεπασμένο το βασανισμένο κορμάκι τής μικρής Τερέζας. Δίπλα της στο μαξιλάρι μια μικρή, καλοχτενισμένη κούκλα. Στην πολυθρόνα στον τοίχο ένας σωρός από πακέτα καλοτυλιγμένα. Και στο κάτω μέρος του κρεβατιού… καθόμαστε με τη γυναίκα μου και περιμέναμε να ξυπνήσει… το κοριτσάκι. Κουβαλήσαμε εκεί, στο μικρό δωματιάκι, τα δώρα μας, να περάσουμε μαζί της τα Χριστούγεννα. Ο ένας στόλισε το δωμάτιο. Κι εγώ έφτιαξα τον χιονάνθρωπο έξω. Άμα θα ξυπνήσει, άμα θα ξυπνήσει, Θεέ μου! Μα άραγε, ξέρει, έχει ξαναγιορτάσει Χριστούγεννα…; 156
Tα Χριστούγεννα της Οφθαλμολογικής Κλινικής
Κοιτούσα εκείνο το προσωπάκι. Πόσα δε μου έμαθε σε μια νύχτα μέσα. Πόσο φρόντιζα τον εαυτό μου, τα όνειρά μου, τα σχέδιά μου, κι αν κάποιος μού άλλαζε τη σειρά τους… Εκείνο δεν έκανε σχέδια, όνειρα. Ποτέ του, με καναπέδες και κεριά και φώτα. Μόνο τον κατακόκκινο πατέρα της έβλεπε συνέχεια μπροστά της και έτρεχε να κρυφτεί, είτε ξύπνια είτε κοιμισμένη. Πόσο θέλω να την ευχαριστήσω για όσα μου έδειξε, μα να της τα πω τώρα, την ώρα που κοιμάται, γιατί άμα ξυπνήσει θα με καταλάβει άραγε;… Πόση χαρά που είχα! Περάσαμε και οι τρεις μαζί, χωρίς κεριά, χωρίς το λάργκο του Χαίντελ, μα τι με πειράζει, καλύτερα έτσι, τα πρώτα μας Χριστούγεννα. Καλύτερα κι από όνειρο. Καλύτερα!
157
Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή
Είναι μερικές μέρες στη ζωή του καθενός μας τόσο δύσκολες, με το περιεχόμενό τους τόσο σκληρό και αβάσταχτο, που νομίζεις πως όλος ο κόσμος τελειώνει, πως χάνονται τα πάντα… Κοιτάζεις γύρω σου απελπισμένα… άχρηστος… μόνος, σα να ζεις στιγμές συντέλειας του κόσμου μας. Η Ντέση είχε ένα τέτοιο κακό προαίσθημα από το ξεκίνημα της μέρας της, όμως το δικαιολόγησε πρόχειρα. Αυτό, που ακολούθησε μετά, πολύ-πολύ δύσκολα γράφεται πάνω στο χαρτί. Στην αρχή σκέφτηκε πως είχε τα μπουρίνια της γιατί ήταν η σειρά της να δουλέψει Μεγάλη Παρασκευή. Η κίνηση στο αεροδρόμιο ήταν πράγματι φοβερή. Από το πρωί ξεκίνησαν οι αναποδιές. Πρώτα έχασε τη μια απ’ τις δύο βλεφαρίδες την ώρα που ετοιμαζόταν. Μετά το αυτοκίνητό της έκανε ένα περίεργο τρίξιμο στον πίσω δεξιό τροχό. Μετά έσπασε το νύχι της την ώρα που έβγαζε ένα εισιτήριο και δεν βρήκε τον καιρό ούτε λιμίτσα να πάρει να το ισιώσει. Στην αίθουσα του αεροδρομίου γινόταν χαλασμός πραγματικός. Μιλιούνια ο κόσμος, μυρμήγκιαζαν τους διαδρόμους, με τις αποσκευές τους στοιβαγμένες σαν ογκώδη απειλητικά παγόβουνα. Οι ουρές μπροστά στα γκισέ ήταν πραγματικά ατέλειωτες κι όταν επιχειρούσες να περιεργαστείς τον κόσμο, όλο απειλητικά μάτια αντίκριζες και πρόσωπα ταλαιπωρημένα, έτοιμα για έκρηξη… Η Ντέση δούλευε οκτώ χρόνια στην αεροπορική εταιρεία, όμως τέτοιο χαλασμό δεν θυμάται ποτέ της να ’χε ξανασυναντήσει. 158
Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή
Η χαριστική βολή ήρθε όταν γύρω στις 10 την πλησίασε ο προϊστάμενός της και της ζήτησε να πάει στις λίστες αναμονής. Γύρισε και τον κοίταξε έτοιμη να βάλει τα κλάματα… Η κοπέλα εκεί λιποθύμησε … έπρεπε να την αντικαταστήσει. Σηκώθηκε, μα αντίκρισε την ουρά των αγριεμένων ανθρώπων πάνω από το γκισέ κι ένιωσε σαν τη Μαρία Αντουανέτα μπροστά στην γκιλοτίνα. Εδώ δεν θ’ αντέξω Θεέ μου, μονολόγησε και ξεκίνησε, αφού δεν είχε άλλη επιλογή. Όμως και πάλι έμενε ένα κενό. Ο χαλασμός τούτης της μέρας δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί μέσα της, παρά μόνο αν κάτι το μοναδικό, το συγκλονιστικό είχε συμβεί, ας πούμε ένα κοσμογονικό γεγονός. Κι άλλες μέρες ήταν πήχτρα με κόσμο το αεροδρόμιο, κι άλλες μέρες είχαν αναστάτωση λόγω απεργιών και καθυστερήσεων, όμως όχι αυτό το δράμα. Ούτε το γιορτινό τριήμερο δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Μόλις κάθισε η Ντέση στη νέα της θέση, ξέσπασε η καταιγίδα. Απ’ την πτήση των 12 έλειπε ο πιλότος. Άφαντος… πουθενά στον ορίζοντα. Ούτε στο σπίτι του, ούτε στο αεροπλάνο, ούτε πουθενά…. Όμως και στην πτήση των 11, που υποτίθεται ότι είχε κλείσει, συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Ξαφνικά τρεις επιβάτες εξαφανίστηκαν. Άνοιξε η γη και τους κατάπιε… Οι πληροφορίες ήταν γεμάτες σύγχυση. Πυρωμένα τηλέφωνα σφυροκοπούσαν τ’ αυτιά σε κάθε γωνία του αεροδρομίου. Κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Και η Ντέση πλέον δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τι γινόταν. Είχε θέσεις, δεν είχε … να τις δώσει… να μην τη δώσει… πόσες είχε κενές; Το στομάχι της το ένιωθε διπλό – τριπλό κόμπο στα σωθικά της. Και σίγουρα αυτό που δραματοποιούσε περισσότερο τα γεγονότα ήταν εκείνες οι βόμβες, που είχαν 159
Πιστεύετε στα θαύματα;
βρεθεί στις αποσκευές την προηγούμενη εβδομάδα. Και το πράγμα ήταν ζεστό και όλοι έτρεμαν μόνο με τη σκέψη…. Το κομφούζιο συνεχίζει. Ο Γάλλος πιλότος από το Παρίσι δηλώνει στον πύργο ελέγχου κάτι περίεργα πράγματα. Του λείπουν δύο επιβάτες. Μιλάει για λάθος καταμέτρηση… ή ατύχημα… ή εξαφάνιση… δηλώνει άγνοια. Απ’ την Αμερική το τζάμπο της Παν Αμ, που μόλις φόρτωνε τους τράνζιτ επιβάτες του για να συνεχίσει, δηλώνει ξαφνικά πέντε επιβάτες λιγότερους και καθηλώνεται στο διάδρομό του. Φωνές, διαμαρτυρίες, φόβοι ζωγραφισμένοι στο πρόσωπο. Σε λίγο μπήκε στην αίθουσα αναχωρήσεων ένας υφυπουργός και ο εισαγγελέας. Δημοσιογράφοι, ρεπόρτερς, αστυνομία και συνάμα κόσμος αγριεμένος και επιθετικός. Η Ντέση τα ’χε τελείως χαμένα. Ούτε που θυμήθηκε να φάει… να τηλεφωνήσει στους δικούς της μέσα σ’ αυτή τη θύελλα. Έμεναν λίγες ώρες να τελειώσει τη βάρδια της, μα είχε αρχίσει να φοβάται πως αυτή η μέρα δεν θα τελείωνε ποτέ. Πολλά παράξενα και ανεξήγητα μέσα σε τούτη την ξεχωριστή μέρα. Και η Λουφτχάνσα δήλωσε απώλεια μέλους πληρώματος και πήρε εντολή επιστροφής στη Φρανκφούρτη. Και λιποθυμίες και ανακρίσεις… Όλοι τους κοίταζαν απροσανατόλιστοι και σαστισμένοι. Φεύγοντας το απόγευμα είχε την αίσθηση πως είδε την κόλαση με τα μάτια της. Πήρε την καμπαρντίνα της και βγήκε στον αέρα. Ένιωσε να ζαλίζεται και ακούμπησε σε κάποιο τοίχο. Μετά πήγε στο πάρκινγκ. Δεν θα πήγαινε στο σπίτι της, γιατί είχαν πρόβα στη 160
Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή
χορωδία πριν τη βραδινή συνάθροιση. Είχε σκοπό να περάσει απ’ το σούπερ μάρκετ να ψωνίσει όσα της παράγγειλε η μητέρα της, όμως έπρεπε να τους τηλεφωνήσει από κάπου. Σταμάτησε στο πρώτο περίπτερο. Κανένας δεν σήκωσε το ακουστικό. Ξαναεπιχείρησε. Τίποτα. Άλλο και τούτο… Ποτέ, για κανένα λόγο δεν λείπουν απ’ το σπίτι τέτοια ώρα… Μόρφασε μ’ απόγνωση κι έφυγε. Στο σούπερ μάρκετ ψώνισε ήσυχα. Τελειώνοντας ξανατηλεφώνησε στους γονείς της στο σπίτι, όμως δεν το σήκωνε κανείς. Βάζοντας τα ψώνια στο πορτ – μπαγκάζ θυμήθηκε πως ήθελε να περάσει από το βίντεο κλάμπ να πάρει μια ταινία να την δουν μαζί με το Χάρη το Σαββατοκύριακο. Στη βιντεολέσχη χάζεψε αρκετή ώρα. Τελικά η ταινία που αποφάσισε να πάρει ήταν η «Κόλαση», κλασική τραγωδία γνωστού Ιταλού σκηνοθέτη. Την έβαλε στην τσάντα της και ξεκίνησε για την εκκλησία. Χάρης ήταν ο αρραβωνιαστικός της, που ήταν ταυτόχρονα ο μαέστρος της χορωδίας και υπεύθυνος για τους νέους της τοπικής εκκλησίας. Πολλές φορές αυτή την τραγική μέρα η Ντέση είχε ποθήσει να τον είχε κοντά της να της παρασταθεί. Τώρα που τον έβλεπε μπαίνοντας στην εκκλησία καταλάβαινε πως κι εδώ κάτι δεν πήγαινε καλά. Όλοι κατσουφιασμένοι. Η μισή χορωδία απουσίαζε. Ούτε πρώτες, ούτε τενόρους είχε ο Χάρης για ν’ αρχίσουν, ούτε μπάσους. Η Ντέση μπήκε, κάθισε στη θέση της, του χαμογέλασε, αυτός όμως όχι. Τελικά άρχισε να μπαίνει κόσμος στην εκκλησία. Μεγάλη Παρασκευή και ο ομιλητής ήταν ένας πολύ γνωστός εργάτης του Θεού καλεσμένος να τους έρθει από μακριά. Είχε δεχτεί με χαρά. 161
Πιστεύετε στα θαύματα;
Πριν αρχίσει το κήρυγμα, η Ντέση σκέφτηκε να ξανατηλεφωνήσει σπίτι της, όμως θυμήθηκε πως σε λίγο θα κατέφθαναν κι αυτοί και θα τους έβλεπε. Πλησίαζε οκτώ και η εκκλησία μισοάδεια. Ούτε ο ιεροκήρυκας είχε φανεί, ούτε η κοπέλα του αρμονίου για τους ύμνους. Η νευρικότητα όλων και η ανησυχία διακρινόταν καθαρά. Όταν πέρασαν οι οκτώ και δεν είχαν φανεί οι γονείς της, η Ντέση ανέβηκε στο γραφείο της εκκλησίας να τους τηλεφωνήσει. Ακούμπησε αργά το τηλέφωνο και με κάποιο δυσάρεστο μα απροσδιόριστο προαίσθημα να τη γυροφέρνει. Από κείνη τη στιγμή σαν να ’χε μπει στην τελική ευθεία. Κάτι σήμαιναν όλ’ αυτά, κάτι μηνούσαν. Οκτώ και δέκα ο ομιλητής δεν είχε φανεί. Του τηλεφώνησαν σπίτι, μα δεν απαντούσε κανείς…. Κάποιοι αργοπορημένοι προστέθηκαν στο ακροατήριο, που περίμενε υπομονετικά… Η Ντέση κατέβηκε αργά και ξαναμπήκε στην αίθουσα. Στάθηκε όρθια στην άκρη και κοίταζε. Πέρασε το βλέμμα της εξεταστικά πάνω απ’ τα πρόσωπα στο ακροατήριο. Μερικοί ήταν σκυμμένοι και διάβαζαν τη Γραφή τους. Κάποιοι έδειχναν απορημένοι και ανήσυχοι. Οι δικοί της πουθενά. Ούτε η θεία της η Ζαχαρία, ούτε η ξαδέλφη της, ούτε η γιαγιά της, που ποτέ δεν έλειπε από τις συναθροίσεις τής εκκλησίας, για κανέναν λόγο. Όμως να που απουσίαζαν κι άλλοι και τους έπιανε έναν – έναν το μάτι της. Ο κυρ-Βασίλης με τη γυναίκα του και την κόρη τους. Ο κυρ-Βαγγέλης με τη γυναίκα του, η κυρα-Μαρία απ’ την άλλη μεριά, η κυρία Μέλπω με την κόρη της… Όλοι αυτοί είχαν σταθερές θέσεις, που τώρα ήταν άδειες. Ο Χάρης την πλησίασε ταραγμένος. Δεν ήξερε τίποτα για τους δικούς της, τίποτα για την αργοπορία του ομιλητή…. Η Ντέση είχε μια τρομερή ιδέα καρφωμένη 162
Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή
στη σκέψη της, που όμως δεν τολμούσε ούτε η ίδια να την δουλέψει μέσα της. Όλα όσα είδαν τα μάτια της τούτη τη μέρα σχημάτισαν αυτό το φοβερό ενδεχόμενο στο μυαλό της, που όμως δεν είχε τη δύναμη να το ξεστομίσει. Άλλωστε τη φόβιζε τόσο πολύ η πιθανότητα αυτό που σκεφτόταν να είναι έστω και ένα στα χίλια αληθινό. Ανέβηκαν σιωπηλοί στο γραφείο κι ο Χάρης άρχισε να παίρνει τηλέφωνο στον ομιλητή. Η Ντέση του έπιασε το χέρι, τον σταμάτησε. Η ώρα ήταν ήδη 8 και 25. Ήταν η στιγμή που η Ντέση έσπασε και την έπιασαν τα κλάματα. Τώρα οι φόβοι της γίνονταν βεβαιότητα και οι ανομολόγητες σκέψεις της δεν έκαναν πίσω με καμία δύναμη. Ο Χάρης δεν καταλάβαινε τίποτα ακόμα. Ζύγωσε την Ντέση, που έκρυβε το πρόσωπό της κολλημένη σε μια γωνιά. Έκλαιγε με ένα κλάμα παράξενο. Δεν είχε πόνο, δεν είχε ξέσπασμα. Είχε απελπισία, απόγνωση… Άπλωσε τα χέρια της πάνω του ικετευτικά: «Μπορείς να τους πεις την αλήθεια; Σε όλους αυτούς εκεί κάτω… να τους πεις πως όλα τελείωσαν για μας πάνω στη γη… Μπορείς να τους πεις πως έκλεισε η πόρτα, πως ήρθε και πήρε τους δικούς Του…;» Ο Χάρης στην αρχή δεν κατάλαβε. Κάτι προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα στους λυγμούς της. Γρήγορα όμως μαράθηκε… Πού ήταν όλοι αυτοί που έλειπαν;… Πού ήταν τα παιδιά απ’ τη χορωδία…; Πού ήταν οι γονείς τής Ντέση…; Ο ομιλητής γιατί δε φάνηκε; Γύρισε και κοίταξε την Ντέση στο βουβό της κλάμα. Μέσα του το ενδεχόμενο τον γέμισε φρίκη και φόβο. Κατέβηκε μόνος του και μίλησε στο ακροατήριο. Ζήτησε συγνώμη και μίλησε για κάποιο λάθος στη συνεννόηση. Καληνύχτισε και έφυγαν ήσυχα. 163
Πιστεύετε στα θαύματα;
Πήραν μόνοι τους το αυτοκίνητο και γύρισαν στο σπίτι τής Ντέση. Στο δρόμο δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Η Ντέση δεν είχε πλέον καμία αμφιβολία. Πάντα ξεφύτρωνε αυτός ο φόβος μέσα στην ψυχή της, μα τον απόδιωχνε. Κάποια μέρα θα καλέσει ο Ιησούς τους δικούς Του κοντά Του. Τους αγαπημένους Του, τους λυτρωμένους Του, αυτούς που Του ανήκουν γνήσια και ολοκληρωτικά. Κάποια μέρα… Μα βέβαια θα ’ναι μια μέρα του ημερολογίου. Γιατί όχι σήμερα;… Μια μέρα κοινή, κοινότατη, όπως όλες οι άλλες. Στο μυαλό της ήρθαν όλα τα σκόρπια γεγονότα της μέρας. Έτσι σκόρπια κι ασύνδετα τα ’νιωθε να περνούν πάνω της. Ο πιλότος που δεν φάνηκε ποτέ, οι επιβάτες της Αιρ-Φρανς, οι επιβάτες της Λουφτχάνσα που εξαφανίστηκαν… οι γονείς που δεν ήταν πια σπίτι, που δεν ήρθαν στην εκκλησία και ούτε θα ξανάρθουν ποτέ… ο εργάτης της εκκλησίας που τελικά δεν φάνηκε… και γιατί να φανεί, τι να κάνει μαζί τους; Αφού έχει πατρίδα, έχει Ουρανό… άγιος άνθρωπος, αφιερωμένος… τι να κάνει εδώ κάτω με τους πεθαμένους;…. Στο μυαλό της το κουρασμένο ήρθε και στάθηκε η φράση «άφες τους νεκρούς να θάψωσι τους εαυτών νεκρούς». Το πρόσωπό της είχε μια τρομακτική αγριάδα, ένα μόνιμο σπασμό τρόμου, που έδειχνε με την πρώτη ματιά το δράμα τής φρίκης που είχε στην ψυχή της. Στο σπίτι μπήκε αργά, σιωπηλή. Όπως ακριβώς το περίμενε. Άδειο, μισοσυγυρισμένο, όπως όταν το αφήνεις ξαφνικά και τρέχεις έξω… Μα βέβαια οι δικοί της τρέξαν έξω «εις απάντησιν Αυτού εις τον αέρα…» Θυμόταν τα σχετικά εδάφια από τη Βίβλο με μια ανεξήγητη διαύγεια. 164
Ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή
Έμειναν κι οι δύο άφωνοι να κοιτάζονται. Σα χαμένοι, σαν ξένοι, δεν ξέραν τι να πουν. Κοιτούσαν γύρω κι απέφευγαν να συναντηθούν τα βλέμματά τους. Η Ντέση στεκόταν όρθια μες στο δωμάτιο κι έκλαιγε βουβά. Απ’ τα μάγουλά της στάζαν τα δάκρυα πάνω της, όμως κανείς δεν τα πρόσεχε πια. Θυμήθηκε που ο πατέρας της τής έλεγε συχνά πως υπάρχουν τα «πριν» δάκρυα και τα «μετά». Αυτά τα «μετά» δάκρυα, όσο πικρά κι αν είναι, δεν ωφελούν σε τίποτα. Το σκέφτηκε κι ανατρίχιασε. Με βήμα αργό ζύγωσε την τσάντα της στο τραπέζι να πάρει το μαντηλάκι της. Μόλις την άνοιξε, είδε μέσα τη βιντεοκασέτα και αναρίγησε. «Η κόλαση» του Ιταλού σκηνοθέτη… Την είχε διαλέξει μόνη της… και ξέσπασε πάλι σε αναφιλητά…
165
ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΣ • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • • •
ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ (Ποιητική Συλλογή) ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΕΞΕΙΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΝΕΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ (στην προσευχή) ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΟΣ Η ΦΤΩΧΕΙΑ, Η ΠΕΙΝΑ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΓΙΝΑΝ - ΓΙΝΟΝΤΑΙ - ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ ΙΗΣΟΥΣ, ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, Η ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΟΙ ΟΥΡΑΝΟΙ ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ (Απολογητικό) ΑΛΙΜΟΝΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ! ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, Η ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ! ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ, ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ, ΧΩΡΙΣ ΕΛΠΙΔΑ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ Η ΑΛΛΗ ΖΩΗ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΣΤΑΥΡΟΣ Η ΒΙΒΛΟΣ – ΤΟ ΘΑΥΜΑ Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΒΙΒΛΟΣ, ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΗ ΑΓΑΠΑΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΤΟ ΠΑΛΚΟΣΕΝΙΚΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΓΙΑΤΡΕΥΟΥΝ ΤΟ ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΝΥΧΤΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕ Η ΜΕΡΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕ (Εσχατολογία)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΛΟΓΙΑ ΖΩΗΣ»: ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΗ ΘΥΡΙΔΑ 50438/14110 Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟ - ΕΛΛΑΣ e-mail: ofragopoulos@gmail.com
ΕΚΤΥΠΩΣΗ ALTA GRAFICO Α.Ε. ΡΑΒΕΝΙΩΝ 9, 136 71 Κ. ΑΧΑΡΝΕΣ ΤΗΛ: 210 23 14 359, FAX: 210 23 17 705 e-mail: altagraf@hol.gr