η µανία για το κρέας και το βιοαντιδραστήρειο συγκρέας
Κ
αταρχάς πρέπει να εξηγηθεί το δεύτερο σκέλος του τίτλου του άρθρου. Όταν προσδιορίζουµε ένα είδος κρέατος βάζουµε πάντα έναν προσδιορισµό του ζώου από το οποίο προέρχεται, µιλάµε π.χ. για χοιρινό ή βόειο κρέας. Πώς όµως να ονοµάσουµε µία βρώσιµη µάζα κυττάρων ζωικών µυών που έχει παραχθεί από εργαστηριακή καλλιέργεια ιστών;
Ήδη στα επιστηµονικά περιοδικά και στο Διαδίκτυο το προϊόν αυτό έχει λάβει διάφορους επιθετικούς προσδιορισµούς της λέξης «κρέας». Έχει χαρακτηριστεί: συνθετικό, αναπτυγµένο εργαστηριακά (lab grown), καλλιεργηµένο (cultured), ιστοκαλλιέργειας (tissue cultured)1, καλλιεργηµένο in vitro (δηλ. σε τεχνητό περιβάλλον), υδροπονικό, του σωλήνα, της δεξαµενής (vat-grown), χωρίς θύµατα (victimless)2 κ.ά. Η διαδικασία παραγωγής του έχει ονοµαστεί και κρεοκαλλιέργεια (carniculture)1. Κάποιοι το ονοµάζουν shmeat (λέξη που δε µεταφράζεται και προέρχεται από το sheet, δηλ. σεντόνι, από τη µορφή του παραγόµενου στο εργαστήριο προϊόντος)2. Σε τούτο εδώ το άρθρο πρωτοτυπούµε ονοµάζοντας το προϊόν όπως στον τίτλο, αποδίδοντας την προέλευσή του σε βιοαντιδραστήρα και θεωρώντας το όχι κρέας αλλά συνθετικό κρέας, συνεπώς συγκρέας. Θα ’λεγε κανείς ότι για να έχει αναπτυχθεί τόσο µεγάλη ονοµατολογία πρόκειται για ένα υπαρκτό προϊόν. Πράγµατι, µικρές ποσότητες έχουν παραχθεί εργαστηριακά. Ας πιάσουµε την ιστορία από την αρχή. Όπως είναι πια γνωστό, η σηµερινή µεγάλη παγκόσµια κατανάλωση ζωικών προϊόντων έχει σηµαντικές επιπτώσεις. Περιβαλλοντικά, στην επέκταση της κτηνοτροφίας αποδίδεται ένα πολύ µεγάλο µέρος ευθύνης για την κλιµατική αλλαγή, για τη µείωση της βιοποικιλότητας, για τις καταστροφές δασών, για τη ρύπανση των υδάτων και του αέρα κ.λπ.3
* Ο Μιχάλης Αναστασιάδης είναι γεωπόνος Γ.Π.Α., MSc Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης, και εργάζεται στο ΚΕΓΕΑ Καστορείου ΔΑΑΝΑ Λακωνίας. Είναι αντιπρόσωπος Περ. Πελοποννήσου στο ΓΕΩΤΕΕ και εκ των συντονιστών της θεµατικής οµάδας «Γεωργία - Τρόφιµα» των Οικολόγων - Πράσινων. Η γνώµη που εκφράζεται στο άρθρο είναι προσωπική και δεν δεσµεύει κανέναν από τους παραπάνω φορείς.
Όσον αφορά την ανθρώπινη υγεία, η µεγάλη κατανάλωση ζωικών προϊόντων συσχετίζεται στις ανεπτυγµένες χώρες µε την ανάπτυξη εκφυλιστικών ασθενειών (καρκίνος, καρδιοπάθειες κ.λπ.)4, 5. Εκτός αυτού, η συγκέντρωση τεράστιων αριθµών ζώων σε βιοµηχανικές εκτροφές θεωρείται εστία ανάπτυξης και µετάδοσης ασθενειών και παθογόνων (βακτηρίων, ιών κ.λπ.)6. Ακόµα, η µαζική εκτροφή και σφαγή τεράστιων αριθµών ζώων έχει οδηγήσει σε εκδήλωση ανησυχίας για την ευζωία των ζώων και ανάδυση προβληµατισµών για τα δικαιώµατα των ζώων και την ανηθικότητα της σφαγής. Τα προβλήµατα αυτά αναδεικνύονται ως πολύ σηµαντικά, ιδιαίτερα επειδή η παγκόσµια κατανάλωση ζωικών προϊόντων δεν φαίνεται να φθίνει. Αντίθετα, αν και στις ανεπτυγµένες χώρες η (µεγάλη) κατά κεφαλήν κατανάλωση φαίνεται να σταθεροποιείται, στις αναπτυσσόµενες και φτωχές χώρες η (µικρή) κατανάλωση διαρκώς αυξάνεται7. Η προοπτική για το µέλλον δεν φαίνεται λοιπόν ρόδινη και ορισµένοι ερευνητές ήδη έχουν διατυπώσει την απορία αν θα είναι πρακτικά δυνατόν να τραφούν τα ζώα που θα θέλει η ανθρωπότητα το 20308. Οι δυνατότητες αλλαγής πλεύσης είναι συγκεκριµένες. Μία από αυτές είναι η προσπάθεια να µειωθεί η υπερκατανάλωση κρέατος µέσα από ενηµερωτικές εκστρατείες ανάδειξης των προβληµάτων που αυτή προκαλεί. Η προσέγγιση αυτή µας καλεί
Ä 41
να αναρωτηθούµε αν η ανθρώπινη επιθυµία για κρέας στηρίζεται στη λογική ή στις κοινωνικές επιταγές ή, αντίθετα, στο ενστικτώδες στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά τον M. Harris, ανθρωπολόγο που µελέτησε τις διατροφικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων λαών (βλ. το βιβλίο του Η ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος), το κρέας κυριαρχεί έναντι άλλων τροφών σε όλο το φάσµα των κοινωνιών, από τις πλέον ανεπτυγµένες ώς τις πλέον πρωτόγονες, έως, ακόµα, τις κοινωνίες των συγγενέστερων µας ζώων, των πρωτευόντων όπως οι χιµπατζήδες, γορίλες κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές γλώσσες έχουν άλλη λέξη για την πείνα και άλλη για την «πείνα για κρέας» και ότι η κρεοφαγία είναι συχνά η πεµπτουσία των κοινωνικών συναναστροφών, ενώ ο περιορισµός των πηγών ζωικής τροφής βρίσκεται πίσω από πολλούς πολέµους µεταξύ πρωτόγονων φυλών9. Στη δυτική κουλτούρα, όπως και σε άλλες, η θέση του κρέατος στο τραπέζι είναι τόσο κεντρική που δίνει το όνοµά του στα γεύµατα που το περιλαµβάνουν10. Ακόµα και όταν και όπου υπάρχει σε επάρκεια, παραµένει πολύ επιθυµητό. Παράλληλα, δεν έχει επικρατήσει ποτέ κάποια κουλτούρα που να το αποκηρύσσει έµπρακτα (πέρα δηλαδή από τις ευχές) και οι χορτοφάγοι –που δεν τρώνε κρέας– αποτελούν σήµερα λιγότερο από το 3% του πληθυσµού των ΗΠΑ11. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο M. Harris, «οι αποκλειστικά φυτοφάγοι δεν ανασκευάζουν την παγκόσµια προτίµηση για τις ζωικές τροφές περισσότερο απ’ όσο οι νηστείες των άγιων ανθρώπων ανασκευάζουν την προτίµηση για το φαγητό αντί για την πείνα»9. Φαίνεται πως µια ιδιότυπη και αυτοµατοποιηµένη «οικονοµία πρωτεϊνών» βρίσκεται στο επίκεντρο των ανθρώπινων διατροφικών επιλογών. Η «µανία για κρέας» αποδίδεται στις ιδιαίτερες ιδιότητες που αυτό έχει σε ό,τι αφορά τη φυσιολογία της ανθρώπινης πέψης και την ισορροπηµένη συγκέντρωση των συστατικών του, ιδιαίτερα των αµινοξέων και των λιπαρών. Κατά τον M. Harris, οι ζωικές τροφές έχουν αποκτήσει συµβολική δύναµη λόγω του συνδυασµού σπανιότητας και χρησιµότητας που τις χαρακτηρίζει, αφού η πρόσβαση σε ζωικές τροφές εξασφαλίζει υγεία και ευεξία πάνω και πέρα από την απλή επιβίωση, όπως π.χ. στις περιπτώσεις ανθρώπων που αναρρώνουν από µολυσµατικές ασθένειες ή τραύµατα9.
Έτσι, για να διατραφούν επαρκώς οι υποσιτισµένοι και κακώς διατρεφόµενοι πληθυσµοί δεν αρκεί να καλύπτεται µόνο το «χάσµα θερµίδων», αλλά και το «χάσµα πρωτεϊνών»9. Η ανάγκη αυτή ήταν πολύ έντονη στις δυτικές χώρες αµέσως µετά τον Β’ Παγκόσµιο πόλεµο. Τότε, εκτός από τα µέτρα για την εντατικοποίηση της γεωργίας - κτηνοτροφίας, αναπτύχθηκε µεγάλη έρευνα και στην κατεύθυνση εξεύρεσης υποκατάστατων του κρέατος µε υψηλή συγκέντρωση πρωτεϊνών. Η γενική κατηγορία τέτοιων προϊόντων έχει πλέον βαφτιστεί καινοφανή (ή νέα) πρωτεϊνούχα τρόφιµα (Novel Protein Foods, NVP)10. Η έρευνα για τέτοια προϊόντα –που πλέον είναι ξανά επίκαιρη– πήρε δύο κατευθύνσεις. Η µία ήταν η παραγωγή υποκατάστατων κρέατος από φυτικά προϊόντα υψηλής συγκέντρωσης πρωτεϊνών (σόγια, µπιζέλια κ.ά.) Πράγµατι, το 1960 αναπτύχθηκε ένα τέτοιο προϊόν, που ονοµάστηκε δοµηµένη φυτική πρωτεΐνη (Texturized Vegetable Protein, TVP). Το προϊόν, που έµπαινε ως συστατικό σε γεύµατα, είχε βραχύβια εµπορική πορεία: µπήκε στην ολλανδική αγορά το 1968 και αποσύρθηκε τον επόµενο χρόνο. Σήµερα η σχετική έρευνα συνεχίζεται και, παρότι τέτοια προϊόντα δεν έχουν σηµαντική διείσδυση στην αγορά για λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια10, θεωρούνται πιο φιλικά στο περιβάλλον από τα ζωικά προϊόντα12. Η δεύτερη ερευνητική κατεύθυνση ήταν η παραγωγή υποκατάστατων κρέατος από µικροοργανισµούς, όπως βακτήρια, µύκητες, ζύµες ή φύκια. Η υψηλή διατροφική αξία τέτοιων προϊόντων ήταν γνωστή από την αρχαιότητα. Για παράδειγµα, είναι γνωστό ότι οι Αζτέκοι συγκόµιζαν από τις λίµνες τους τα κυανοβακτήρια του γένους Arthrospira, που αποτελούν το γνωστό διατροφικό συµπλήρωµα σπιρουλίνα και τα οποία έχουν συγκέντρωση πρωτεϊνών 55% - 77% σε ξηρό βάρος13. Ως γνωστόν, «η ανάγκη είναι η µητέρα της επινόησης»* και ήταν οι Γερµανοί, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου πολέµου, που ανέπτυξαν τη βιοµηχανική παραγωγή «µικροβιακών πρωτεϊνών». Η λογική που εφάρµοσαν παραµένει η ίδια και σήµερα: συνεχής ανάπτυξη κατάλληλων, επιλεγµένων µικροοργανισµών σε µεγάλες δεξαµενές ζύµωσης, πάνω σε κάποιο οργανικό υπόστρωµα (π.χ. γεωργικά υπολείµµατα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο), µε παροχή των απαραίτητων συµπληρωµατικών θρεπτικών στοιχείων (π.χ. άζωτο σε µορφή αµµωνίας), σε ασηπτικές και ελεγχόµενες συνθήκες (αερισµού, θερµοκρασίας, οξύτητας κ.λπ.) και στη
* Necessity is the mother of invention. Αγγλική παροιµία.
4 • ∆ΗΩ
συνέχεια τακτική συγκοµιδή των µικροοργανισµών, καθαρισµός και αποξήρανσή τους**. Η γενική κατηγορία τέτοιων προϊόντων βαφτίστηκε το 1966 µε τον πιο εύηχο όρο µονοκυτταρικές πρωτεΐνες (Single Cell Proteins, SCP)14, 15. Αν και η µέση συγκέντρωση πρωτεϊνών της µικροβιακής βιοµάζας που παράγεται µε αυτές τις µεθόδους είναι µεγάλη (44% - 60%), τα περισσότερα προϊόντα SCP που παράχθηκαν δεν ήταν ασφαλή για καθηµερινή ανθρώπινη κατανάλωση, για διάφορους λόγους (π.χ. υψηλή συγκέντρωση νουκλεϊκού οξέος στην περίπτωση των βακτηρίων)16. Έτσι, όλες οι σχετικές απόπειρες ανάπτυξης βακτηρίων µε σκοπό την παραγωγή τροφίµων περιορίστηκαν τελικά στην παραγωγή ζωοτροφών («βιοπρωτεϊνών») και αποδείχθηκαν βραχύβιες, για οικονοµικούς κυρίως λόγους17, 18, 19. Το µόνο προϊόν SCP που έχει κριθεί ασφαλές για καθηµερινή ανθρώπινη κατανάλωση σε σηµαντικές ποσότητες και έχει καθιερωθεί στην αγορά ως υποκατάστατο κρέατος είναι η «µυκοπρωτεΐνη» που αποτελείται από τον ασκοµύκητα Fusarium venenatum. Είναι ένα προϊόν µε προφίλ αµινοξέων εφάµιλλο του κρέατος και το οποίο η αγγλική εταιρεία παραγωγής του διαθέτει ως συστατικό έτοιµων γευµάτων20, 21, 22. Πάντως, κοινή συνισταµένη όλων των υποκατάστατων κρέατος που ευδοκίµησαν είναι ότι η αποδοχή τους από τους καταναλωτές δεν ήταν εύκολη, ούτε µεγάλης έκτασης. Ο βασικός λόγος είναι ότι κάθε υποκατάστατο πρέπει να περάσει επιτυχώς τη σύγκριση µε το προϊόν αναφοράς. Οι έρευνες δείχνουν ότι η σύγκριση αυτή είναι αυστηρή και περιλαµβάνει κριτήρια οργανοληπτικά (υφή, αίσθηση, χρώµα, άρωµα) αλλά και πρακτικά (πέψη, ικανότητα κορεσµού). Επιπλέον, παρατηρείται συχνά µια ενστικτώδης «τροφική νεοφοβία» (food neophobia) που µάλλον πηγάζει από τα παλιότερα χρόνια, οπότε η αποφυγή άγνωστων τροφίµων ήταν κρίσιµη για να αποφευχθούν πιθανές δηλητηριάσεις. Οι αντιστάσεις στα υποκατάστατα είναι τόσο µεγάλες που, για παράδειγµα, στην Ολλανδία υπολογίστηκε ότι µία επιδότηση 20% στην τιµή καταναλωτή των υποκατάστατων κρέατος θα οδηγούσε στην αποδοχή τους από µόλις 1,6% περισσότερων καταναλωτών***. Ιστορικά παραδείγ-
** Αυτή ακριβώς είναι η διαδικασία µε την οποία παράγεται και η µαγιά αρτοποιίας (bakers yeast). Σηµειωτέον ότι η ίδια βασική φιλοσοφία διέπει την καλλιέργεια µανιταριών, όσον αφορά την αξιοποίηση γεωργικών υπολειµµάτων ως υπόστρωµα και τον έλεγχο των περιβαλλοντικών συνθηκών. *** Αξίζει να αναφερθεί, παρεµπιπτόντως, ότι η επιδότηση δεν είναι απαραίτητα το καλύτερο µέτρο πολιτικής για την χειραγώγηση των διατροφικών συνηθειών. Πρό-
µατα (όπως η υποκατάσταση του βουτύρου από τη µαργαρίνη) δείχνουν ότι αυτή η διαδικασία µπορεί να κρατήσει έως και 50 έτη. Σηµαντική είναι ακόµα η απουσία πατέντας (πνευµατικών δικαιωµάτων) ώστε να δίνεται η δυνατότητα βελτίωσης των προϊόντων από πολλούς ενδιαφερόµενους. Τούτο όµως δεν ισχύει, λόγου χάριν, για κανένα από τα προϊόντα SCP που αναπτύχθηκαν µεταπολεµικά, τα οποία ανήκουν όλα σε τεράστιους επιχειρηµατικούς οµίλους, στις περισσότερες περιπτώσεις µάλιστα πετρελαϊκούς ή πετροχηµικούς****. Έτσι, µε δεδοµένες τις οργανοληπτικές διαφορές των υποκατάστατων από το πραγµατικό κρέας, τα πρώτα γίνονται ώς τώρα αποδεκτά µόνο «µασκαρεµένα», δηλαδή ως συστατικά γευµάτων που περιέχουν επεξεργασµένα - αλεσµένα κρέατα της µορφής του κιµά ή των λουκάνικων10. Μία άλλη ερευνητική κατεύθυνση που άρχισε να αναδύεται τα τελευταία 15 χρόνια είναι αυτή της παραγωγής «πραγµατικού» συνθετικού κρέατος, δηλαδή όχι φυτικού ή µικροβιακού υποκατάστατου. Η δυνατότητα «καλλιέργειας ζωικών κυττάρων» είναι µία τεχνική που έχει αποδειχθεί χρήσιµη στην ιατρική αποκατάσταση, για την αναγέννηση πολλών ειδών τραυµατισµένων ιστών, για την αποκατάσταση δυστροφικών µυών, αλλά και για άλλες εφαρµογές όπως η in vitro ανίχνευση φαρµάκων24. Η επέκτασή της στην εργαστηριακή παραγωγή µεγαλύτερων ποσοτήτων µυϊκών µαζών που συνιστούν –µαζί µε τα κόκαλα, τους χόνδρους και τους τένοντες28– το κρέας, ήταν λογική προέκταση. Η τεχνολογία αυτή συνιστά την κοινή τοµή
σφατη έρευνα έδειξε ότι η φορολόγηση των «κακών» (παχυντικών) προϊόντων είναι αποτελεσµατική, ενώ η επιδότηση των «καλών» δεν είναι32.
**** Για του λόγου το αληθές, τα προϊόντα SCP που αναφέρεται πως έχουν παραχθεί είναι τα εξής (εδώ παρατίθεται η εµπορική επωνυµία του προϊόντος και η ιδιοκτήτρια εταιρεία παραγωγής): το Toprina της BP (British Petroleum), το Pruteen της ICI, το Torutein της Amoco, το Bioprotein της Norferm, που ανήκε στη νορβηγική πετρελαϊκή Statoil και την Dupont, ένα προϊόν της Shell και ένα προϊόν της Dupont. Η «µυκοπρωτεΐνη» έχει την επωνυµία Quorn και ανήκει στην Premier Foods (πρώην ICI/RHM)26.
43
της βιοχηµικής µηχανικής (που εφαρµόζει αρχές χηµικής µηχανικής σε βιολογικές διεργασίες) µε την βιοϊατρική µηχανική15. Πρακτικά, η ιδέα, όπως έχει περιγραφεί θεωρητικά και έχει εφαρµοστεί σε πολύ µικρή πειραµατική έκταση, είναι η εξής: Καταρχάς χρειάζεται να επιλεχθεί µία κατάλληλη πηγή κυττάρων, τα αρχικά κύτταρα που µε πολλαπλασιασµό θα δώσουν το συγκρέας. Τα κύτταρα αυτά πρέπει να µπορούν να αναπαραχθούν πολλές φορές, αλλά και να µπορούν να διαφοροποιηθούν σε λειτουργικούς ιστούς σκελετικών µυών. Στη συνέχεια τα αρχικά αυτά κύτταρα χρειάζεται να ενσωµατωθούν σε µία τρισδιάστατη µήτρα («σκαλωσιά») που να είναι η ίδια βρώσιµη και να επιτρέπει την ανάπτυξη και αύξηση των κυττάρων, ενόσω επιτρέπει την απρόσκοπτη χορήγηση θρεπτικών στοιχείων και αποκοµιδή των αποβλήτων. Τέλος, τα µυϊκά κύτταρα χρειάζεται να «προετοιµάζονται» καταλλήλως µέσα σε βιοαντιδραστήρα24. Η «προετοιµασία» έχει να κάνει µε το γεγονός ότι στη φύση η ανάπτυξη και αύξηση των µυών δεν µπορεί να γίνει αν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα ερεθίσµατα. Μάλιστα αυτά είναι διαφόρων ειδών: βιοχηµικά (από ορµόνες και πρωτεΐνες), φυσιολογικά, όπως ο νευρολογικός ερεθισµός, και, τέλος, µηχανικά, όπως το τέντωµα. Για να το πούµε απλά, ένα µυϊκό κύτταρο που δεν ερεθίζεται κατάλληλα δεν µεγαλώνει –και το «κατάλληλα» σηµαίνει µια σύνθετη αλληλουχία διαφόρων ειδών ερεθισµών. Στους εργαστηριακούς πειραµατισµούς παραγωγής συγκρέατος οι ερεθισµοί αυτοί υποκαθίστανται από χηµικούς παράγοντες, ηλεκτρικά ερεθίσµατα και τακτική µηχανική έλαση (τέντωµα). Τα διαλύµατα θρεπτικών στοιχείων που χρησιµοποιούνται στους εργαστηριακούς πειραµατισµούς είναι εξαιρετικά περίπλοκα. Σε µία δηµοσιευµένη περίπτωση αποτελούνταν από 62 ουσίες (20 καθαρά αµινοξέα, 12 βιταµίνες, 7 συνένζυµα, 2 πηγές λιπιδίων, 5 προϊόντα νουκλεϊκού οξέος, 3 αντιβιοτικά και ορό αίµατος)28. Ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα της διαδικασίας αυτής –που όµως δεν τονίζεται σε καµία σχετική δηµοσίευση– είναι η ανάγκη τεράστιας έκτασης προστασίας από µολύνσεις, λόγω της απουσίας του φυσικού ανοσοποιητικού συστήµατος των ζώων. Γι’ αυτό όλη η διαδικασία παραγωγής, από την επιλογή των ζώων από τα οποία θα προέρχονται τα αρχικά κύτταρα έως και µετά
• ∆ΗΩ
τον βιοαντιδραστήρα προετοιµασίας, θα πρέπει να γίνεται σε εντελώς αποστειρωµένες συνθήκες26. Για τον ίδιο λόγο στους εργαστηριακούς πειραµατισµούς γίνεται εκτεταµένη χρήση αντιβιοτικών28, κάτι βέβαια που δεν είναι δυνατόν σε περίπτωση εφαρµογών για την ευρεία κατανάλωση, για λόγους δηµόσιας υγείας. Τεχνικά, έχει επιτευχθεί έως τώρα η εργαστηριακή παραγωγή κοµµατιών συγκρέατος µε µέγιστο µήκος 1,5 εκ. µήκος και µέγιστο πλάτος 0,5 εκ.24 Όµως η επέκταση σε µεγαλύτερη κλίµακα είναι ακόµα αδύνατη. Δεν έχουν επιλυθεί βασικά ζητήµατα, όπως η επιλογή των αρχικών κυττάρων, η δηµιουργία, επιλογή και παραγωγή κατάλληλων «σκαλωσιών» και, κυρίως, δεν έχει επιτευχθεί κάτι που να προσοµοιάζει στην αιµάτωση ενός τέτοιου τρισδιάστατου ιστού. Γι’ αυτό µία από τις πιο πιθανές συνέχειες των προσπαθειών θα είναι στην κατεύθυνση παραγωγής «φύλλων συγκρέατος»25 (εξ ου και ο όρος sheet-meat = shmeat)2. Πάντως, η προοπτική έχει ενθουσιάσει ορισµένες οργανώσεις για τα δικαιώµατα των ζώων, όπως την PETA (People for the Ethical Treatment of Animals), που το 2008 ανακοίνωσε πως θα έδινε χρηµατικό έπαθλο σε όποιον επιτύγχανε την οικονοµικά και καταναλωτικά βιώσιµη παραγωγή συγκρέατος2. Προφανώς, η ιδέα είναι σε τόσο προχωρηµένο στάδιο που η Ε.Ε. έχει ήδη αρχίσει να διερευνά τη στάση των καταναλωτών για το προϊόν (π.χ. στο ειδικό Ευρωβαρόµετρο του 2005 για την επιστήµη και την τεχνολογία)29. Παράλληλα, η Ε.Ε. έχει θεσµικό πλαίσιο για την υποδοχή και αδειοδότηση τέτοιων καινοφανών προϊόντων30 και πριν από λίγα µόλις χρόνια αδειοδότησε ως συστατικό µεταποίησης κρέατος την θροµβίνη, ένα ένζυµο που µε τη δράση του συνενώνει κοµµάτια κρέατος σε ενιαίες µάζες και προφανώς µπορεί να αξιοποιηθεί σε τυχόν µελλοντική παραγωγή βιοαντιδραστήρειου συγκρέατος31. Εν τω µεταξύ, φορείς των ενδιαφερόµενων ερευνητικών οµάδων προχώρησαν ήδη και σε προκαταρκτική οικονοµική προσέγγιση της τιµής - κόστους του συγκρέατος εάν και εφόσον παραχθεί σε µεγάλη κλίµακα (και το αξιολόγησαν, προφανώς, ως συµφέρον). Όµως η προσέγγιση αυτή είναι εξαιρετικά χονδροειδής. Και το αποτέλεσµά της στηρίζεται σε µια σηµαντική παραδοχή: ότι το συγκρέας δεν καλύπτεται από πατέντες (πνευµατικά δικαιώµατα), ότι ως εκ τούτου δεν υπάρχουν κόστη έρευνας - ανάπτυξης - προώθησης και, συνεπώς, η σχετική ερευνητική δραστηριότητα και διαφηµιστική εκστρατεία θα λάβει σηµαντική κρατική ενίσχυση26. Όµως η παραδοχή αυτή είναι υποκριτική. Είναι
γνωστό ότι ήδη υπάρχουν δύο σχετικές πατέντες (ΗΠΑ, Ολλανδία) και, κατά συνέπεια, είναι απολύτως βέβαιο ότι το συγκρέας –εφόσον υπάρξει ως τεχνικά και οικονοµικά βιώσιµο εµπορικό προϊόν– θα αποτελεί ιδιοκτησία µεγάλων επιχειρηµατικών οµίλων και όχι δηµόσια περιουσία27, 28. Δεν είναι άσχετο άλλωστε το γεγονός ότι στο προαναφερθέν Ευρωβαρόµετρο το συγκρέας εντάσσεται στις ερωτήσεις που αφορούν τους γενετικά τροποποιηµένους οργανισµούς (τα κοινώς λεγόµενα µεταλλαγµένα)29. Αν κάποιος είναι έστω και ελάχιστα ευαισθητοποιηµένος περιβαλλοντικά, δεν µπορεί παρά να µπει σε σκέψεις για το γεγονός ότι προηγήθηκε µια µεροληπτική οικονοµική αξιολόγηση, αλλά δεν έχει παρασχεθεί ακόµα καµία αξιόπιστη περιβαλλοντική αξιολόγηση της µεγάλης κλίµακας παραγωγής συγκρέατος. Ίσως είναι προφανές ότι το περιβαλλοντικό, ενεργειακό και οικονοµικό κόστος παραγωγής, σε µεγάλη κλίµακα, καθαρών θρεπτικών ουσιών, καθώς και ανάπτυξης και λειτουργίας πολύπλοκων βιοαντιδραστήρων µε πρόνοια συνθηκών απόλυτης αποστείρωσης, θα είναι τουλάχιστον πάρα πολύ µεγάλο. Γι’ αυτό ακόµα και υπέρµαχοι της τεχνολογίας αυτής είναι επιφυλακτικοί για το αν θα συµβάλλει στη µείωση των αερίων θερµοκηπίου24. Από την άλλη πλευρά, η αξιοποίηση επιχειρηµάτων που δίνουν µονοδιάστατη έµφαση στα δικαιώµατα των ζώων µπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εκτροχιασµούς σε άλλες κατευθύνσεις. Χαρακτηριστικό είναι ένα άρθρο υποστήριξης του συγκρέατος σε επιστηµονικό περιοδικό, όπου από αυτήν τη σκοπιά ορµώµενοι οι συγγραφείς, εκφράζουν µια υπέρµετρη λατρεία της τεχνολογίας. Εκφράζουν για παράδειγµα την ελπίδα ότι η νανοτεχνολογία θα µπορέσει να φτιάξει µηχανές όπου «θα ανοίγεις την πόρτα, θα εισαγάγεις χλόη ή φύλλα, θα ρυθµίσεις ανάλογα τη µηχανή, θα περιµένεις 2 ώρες και θα προκύπτει ένα κοµµάτι φρέσκου µοσχαρίσιου κρέατος». Η φαντασίωση τελειώνει µε τη φράση «Στο κάτω-κάτω, τι είναι οι αγελάδες παρά κινούµενες κρεατοµηχανές;» Επεκτείνουν µάλιστα την ιδέα του συγκρέατος στην περίπτωση «παραγόµενων από γενετική µηχανική αυγοπαραγωγικών µαζών που δεν θα έχουν ενσυναίσθηση»1. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι καµία πραγµατικά φιλοζωική διάθεση δεν υπάρχει εδώ... Προς το παρόν φαίνεται ότι η κατά συντριπτική πλειοψηφία κρεοφάγα κοινή γνώµη εκφράζεται µε περισσότερη κοινή λογική. Σύµφωνα µε το Ευρωβαρόµετρο που προαναφέρθηκε, το 54% των πολιτών της Ε.Ε. δεν το αποδέχεται σε καµία περίπτωση και υπό καµία προϋπόθεση, ενώ για την Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 74%. Βεβαίως, η µεγάλη αυτή αντίδραση των καταναλωτών δεν
µπορεί να θεωρείται δεδοµένη, αφού εξαρτάται οπωσδήποτε από τη διαφήµιση, την προπαγάνδα και την εξοικείωση µε την ιδέα29. Συνολικά, η προοπτική του βιοαντιδραστήρειου συγκρέατος έχει ένα πολύ σηµαντικό πρόβληµα, πέραν των άγνωστων περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το πρόβληµα των πνευµατικών δικαιωµάτων, της προοπτικής οι απαραίτητες για την ευζωΐα µας πρωτεΐνες να αποτελούν ιδιοκτησία τεράστιων και πανίσχυρων επιχειρηµατικών οµίλων. Η προοπτική αυτή είναι επικίνδυνη, γιατί όποιος ελέγχει την τροφή ελέγχει και τον κόσµο. Εντέλει, αν η αναζήτηση αυτή αφορά τον περιορισµό των επιπτώσεων της υπερκατανάλωσης κρέατος, ίσως το βιοαντιδραστήρειο συγκρέας να συνιστά ύβρι. Ίσως το εναλλακτικό σενάριο να είναι ήδη διαθέσιµο. Ένα σενάριο που αποφεύγει τις εύκολες τεχνολογικές υπερβολές και στηρίζεται στην υιοθέτηση και υλοποίηση µιας πολυσχιδούς πολιτικής για τη µείωση της κατανάλωσης και τη βελτίωση της διατροφής και της εκτροφής των ζώων. Ένα ολοκληρωµένο τέτοιο σενάριο θα ξεκινούσε από τη διατροφική εκπαίδευση στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση, όπως έχει γίνει ήδη στη Μ. Βρετανία µε σκοπό τη µείωση της παχυσαρκίας33. Θα εξασφάλιζε τη βέλτιστη διατροφή για τα σχολικά γεύµατα και τις καντίνες. Θα προωθούσε την υιοθέτηση κοινωνικών κανόνων που να θεωρούν την ισορροπηµένη διατροφή και τη διατήρηση ενός υγιούς βάρους ως την ορθή επιλογή, αφού είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία αυξάνεται ως φαινόµενο και λόγω της κοινωνικής αποδοχής της34. Μία τέτοια πολυσχιδής πολιτική θα αξιοποιούσε τα ευρήµατα της επιστήµης της ψυχολογίας, που έχει τεκµηριώσει πια πως πολλές από τις επιλογές µας σε σχέση µε τις ποσότητες τροφής που καταναλώνουµε είναι ασυνείδητες. Είναι πια απόλυτα τεκµηριωµένο ότι οι ποσότητες που καταναλώνουµε είναι ευθέως ανάλογες του µεγέθους της µερίδας ή του δοχείου από το οποίο τρώµε35, 36, 37. Για παράδειγµα, σε ένα σχετικό πείραµα µε µπουφέ (δηλαδή ελεύθερη τροφοδοσία), όσοι χρησιµοποίησαν µπολ χωρητικότητας ενός λίτρου πήραν 53% περισσότερη ποσότητα φαγητού και κατανάλωσαν 59% περισσότερη τροφή από όσους χρησιµοποίησαν µπολ χωρητικότητας µισού λίτρου. Ίσως το πιο εντυπωσιακό εύρηµα σε αυτό και παραπλήσια πειράµατα είναι ότι οι σχετικές επιλογές είναι απόλυτα ασυνείδητες. Στο προαναφερθέν πείραµα, το 87% των συµµετεχόντων αρνήθηκε εκ των υστέρων να αποδεχθεί ότι διαφοροποίησε τη συµπεριφορά του λόγω του µεγέθους του µπολ35. Γενικότερα, η αύξηση των προσφερόµενων ποσοτήτων έχει αντιµετωπιστεί έως σήµερα µονοδιάστατα, ως σύµπτωµα της αυξηµένης ευηµερίας µας. Έτσι, έχει θεωρηθεί φυσιολογικό ότι µια µερίδα στα Burger King περιείχε 202 θερµίδες το 1954 αλλά 310 θερµίδες το 200737. Το γεγονός έχει αντικατοπτριστεί και στη συνεχή αύξηση των µερίδων του... Μυστικού Δείπνου, όπως αυτός έχει απεικονιστεί σε διάφορες ζωγραφιές την τελευταία χιλιετία38. Είναι πλέον απαραίτητο να υιοθετηθούν πολιτικές που να αντιµετωπίζουν και τις συνέπειες του φαινοµένου αυτού, δηλαδή ότι η αύξηση των µερίδων αυξάνει την ασυνείδητη υπερκατανάλωση φαγητού. Αλλά και ότι η µεγαλύτερη διαθεσιµότητα υγιεινών φαγητών (χυµών, λαχανικών) στα γεύµατα αυξάνει και τη δική τους κατανάλωση37. Βέβαια, η µείωση της υπερκατανάλωσης κρέατος δεν µπορεί παρά να περνάει και µέσα από την υιοθέτηση µε κάθε τρόπο της λεγόµενης «µεσογειακής διατροφής», που στηρίζεται αναλογικά περισσότερο σε φυτικής προέλευσης πρωτεΐνες και της οποίας τα οφέλη για την υγεία είναι παγκοσµίως αποδεκτά. Στην Ελλάδα, όπου οι πρωτεΐνες φυτικής
45
προέλευσης ακόµα συνεισφέρουν περισσότερο από τις µισές συνολικά καταναλισκόµενες πρωτεΐνες, η διατήρηση αυτού του κεκτηµένου φαίνεται πιο εύκολη39. Ιδιαίτερα αν συσχετιστεί µε την ευχαριστηριακή σχέση µε τις πηγές της τροφής µας, που είναι κι αυτή χαρακτηριστικό στοιχείο της παράδοσής µας («ο άρτος ηµών ο επιούσιος...»). Ο περιορισµός της υπερκατανάλωσης κρέατος και της υπερανάπτυξης της εντατικής κτηνοτροφίας περνάει, προφανώς, και από τη στήριξη των –χαρακτηριστικών για τις µεσογειακές χώρες– εκτατικών εκµεταλλεύσε-
! 1) Hopkins, P.D. & Dacey, Α. (2008), Vegetarian Meat: Could Technology Save Animals and Satisfy Meat Eaters? J Agric Environ Ethics, Vol. 21, pp. 579–596. 2) Bendrick, L. (2008), Meet Shmeat: Test-tube flesh, coming soon to a hot dog near you, 5 Dec 2008, GRIST, http://www.grist.org/ 3) Αναστασιάδης, Μ. (2007), Χρειάζονται οικολογική σήµανση οι µπριζόλες; Ευεξία & Διατροφή, τ. 28, σ. 16-18. 4) Lichtenstein, A.H., Appel, L.J., Brands, M., Carnethon, M., Daniels, S., Franch, H.A., Franklin, B., Kris-Etherton, P., Harris, W.S., Howard, B., Karanja, N., Lefevre, M., Rudel, L., Sacks, F., Van Horn, L., Winston, M. and Wylie-Rosett, J. (2006), Diet and Lifestyle Recommendations Revision 2006: A Scientific Statement From the American Heart Association Nutrition Committee, American Heart Association, Circulation, Vol. 114, pp. 82-96. 5) AICR (2007), Food, Nutrition, Physical Activity, and the Prevention of Cancer: a Global Perspective, World Cancer Research Fund / American Institute for Cancer Research, Washington DC. 6) Pew Commission on Industrial Farm Animal Production (2008), Putting meat on the table: industrial farm animal production in America, A Project of The Pew Charitable Trusts and Johns Hopkins Bloomberg School of Public Health. 7) FAO (2002), World agriculture: towards 2015/2030, Summary report, Food and Agriculture Organization of the United Nations, Rome. 8) Keyzer, M.A., Merbis, M.D., Pavel, I.F.P.W. and Van Wesenbeeck, C.F.A. (2005), Diet shifts towards meat and the effects on cereal use: can we feed the animals in 2030? Ecological Economics, Vol. 55, pp. 187– 202. 9) Harris, M. (1987), Η ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος, Εκδ. Τροχαλία, 1989, Αθήνα. 10) Hoek C. Annet (2010), Will Novel Protein Foods beat meat? Consumer acceptance of meat substitutes – a multidisciplinary research approach, PhD Thesis, Wageningen University, The Netherlands. 11) Vegetarian Resource Group (2003), How many vegetarians are there? A 2003 national Harris Interactive survey question, Vegetarian Journal, May/June 2003. 12) Zhu, X. and Ekko C. van Ierland (2004), Protein Chains and Environmental Pressures: A Comparison of Pork and Novel Protein Foods, Environmental Sciences 2003/2004, Vol. 1, No. 3, pp. 254–276. 13) Wikipedia, Spirulina (dietary supplement), From Wikipedia, the free encyclopedia, διαθέσιµο (25/02/2010) στο: http://en.wikipedia.org/ 14) Perera, K.S.L. (2009), Single Cell Proteins, Student Number: GS/ MSc/Food/3631/08, Department: Food Science, University of Sri Jayawardenapura. 15) Καλογεράκης, Ν. (2003), Αρχές Βιοχηµικής Μηχανικής, Σηµειώσεις Μαθήµατος Τεχνικής Βιοχηµικών ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ, Εργαστήριο Βιοχηµικής Μηχανικής & Περιβαλλοντικής Βιοτεχνολογίας, Τµήµα Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά. 16) Wikipedia, Single cell protein, From Wikipedia, the free encyclopedia, διαθέσιµο (25/02/2010) στο: http://en.wikipedia.org/ 17) Israelidis, C.J. (1988), Nutrition - Single Cell Protein, Twenty Years Later, pp. 8, Proceedings from the First BIO International Conference (Edited by Agni Vlavianos-Arvanitis), Athens, Greece, May 6-10, 1987, Biopolitics, The Bio-Environment, Bios In The Next Millennium, Vol. I, Biopolitics International Organisation. 18) EWOS Perspective (2001), From Gas to Fish Feed, No 3, pp. 4-5. 19) Ιστοχώρος εταιρείας STATOIL, αναζήτηση για “Norferm”, διαθέσιµο (25/02/2010) στο: http://www.statoil.com/
6 • ∆ΗΩ
ων αιγοπροβάτων, των οποίων τα γαλακτοκοµικά προϊόντα είναι εξαιρετικής ποιότητας για την ανθρώπινη διατροφή. Και, τέλος, είναι προφανές ότι το ολοκληρωµένο αυτό εναλλακτικό σενάριο περιλαµβάνει, προωθεί και υιοθετεί τη βιολογική κτηνοτροφία που, πέρα από τις θετικές περιβαλλοντικές της επιπτώσεις, εστιάζει ιδιαίτερα στην καλή και όσο το δυνατόν πιο φυσική διαβίωση των ζώων.
20) Ιστοχώρος εταιρείας QUORN, διαθέσιµο (25/02/2010) στο: http://www. quorn.com/ 21) Mycoprotein: A-level home economics students information sheet, for students studying Advanced Level Home Economics, διαθέσιµο (25/02/2010) στο: http://www.mycoprotein.org/ 22) Turnbull, W.H., Bessey, D., Walton, J. and Leeds, A.R. (1991), The effect of myco-protein on hunger, satiety and subsequent food consumption, Chapter 12 in: Obesity in Europe, 1991, pp. 67-70. 23) Edelman, P.D., McFarland, D.C., Mironov, V.A. and Matheny, J.G. (2005), In Vitro-Cultured Meat Production, Tissue Engineering, Vol. 11, No 5/6, pp. 59-662. 24) Langelaan, M.L.P., Boonen, K.J.M., Polak, R.B., Baaijens, F.P.T., Post, M.J., van der Schaft, D.W.J. (2009), Meet the new meat: Tissue engineered skeletal muscle, Trends in Food Science & Technology, Accepted Manuscript. 25) Mironov, V, T Trusk, V Kasyanov, S Little, R Swaja and R Markwald (2009), Biofabrication: a 21st century manufacturing paradigm, Biofabrication, No. 1, pp. 16. 26) eXmoor pharma (2008), The In Vitro Meat Consortium : Preliminary Economics Study, Project 29071, V5 March 2008. 27) Vein, L. (December 28, 2004), Method for producing tissue engineered meat for consumption, United States Patent No 6,835,390. 28) Van Eelen, W.F. (18/09/2007), Industrial Production of Meat using cell culture methods, United States Patent No US 7,270,829 B2. 29) EC (2005), Social values, Science and Technology: Special Eurobarometer, No 225 / Wave 63.1 – TNS Opinion & Social, Fieldwork: January - February 2005, European Commission. 30) Κανονισµός (ΕΚ) αριθ. 258/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου της 27ης Ιανουαρίου 1997 σχετικά µε τα νέα τρόφιµα και τα νέα συστατικά τροφίµων. 31) EFSA (2005), Opinion of the Scientific Panel on food additives, flavourings, processing aids and materials in contact with food (AFC) related to use of an enzyme preparation based on thrombin:fibrinogen derived from cattle and/or pigs as a food additive for reconstituting food, The EFSA Journal (2005) 214, pp. 1-8. 32) Epstein, L.H. Dearing, K.K., Roba, L.G. and Finkelstein, E. (2010), The Influence of Taxes and Subsidies on Energy Purchased in an Experimental Purchasing Study, Psychological Science (OnlineFirst), pp. 9. 33) P. Gordon (2010), Food in Schools Primary Training, Nutrition Bulletin, Volume 35 Issue 1 (March 2010), British Nutrition Foundation. 34) Christakis, N.A. & Fowler, J.H. (2007), The Spread of Obesity in a Large Social Network Over 32 Years, The New England Journal of Medicine, Vol. 357, pp. 370-9. 35) Sobal, J. & Wansink, B. (2007), Kitchenscapes, Tablescapes, Platescapes, and Foodscapes: Influences of Microscale Built Environments on Food Intake, Environment and Behavior, Vol. 39, No 1, pp. 124-142. 36) Wansink, B. & Sobal, J. (2007), Mindless Eating: The 200 Daily Food Decisions We Overlook, Environment and Behavior , Vol. 39, No 1, pp. 106-123. 37) Wells, N.M., Ashdown, S.P., Davies, E.H.S., Cowett, F.D. and Yang, Y. (2007), Environment, Design, and Obesity: Opportunities for Interdisciplinary Collaborative Research, Environment and Behavior, Vol. 39, No 1, pp. 6-33. 38) Ο Μυστικός Δείπνος έγινε «µεγάλο φαγοπότι». Πώς στο πέρασµα του χρόνου µεγάλωσαν οι µερίδες στους πίνακες που τον είχαν θέµα τους, ΤΟ ΒΗΜΑ, Πέµπτη 25/03/2010, σελ. Α22. 39) de Boer, J., Helms, M. and Aiking, H. (2006), Protein consumption and sustainability: Diet diversity in EU-15, Ecological Economics, Vol. 59, No 3, pp. 267-274.
"#$ % &