Ημέρα 1η (Σάββατο 21-3-2020)
Ουπς…. Πρώτη μέρα της Άνοιξης;;; Παγκόσμια μέρα της ποίησης;;; Ποιος το
θυμάται άραγε αυτό; Ίσως και ποιος να νοιάζεται; Ποια άνοιξη;;; Εδώ άνοιξαν
ήδη οι ασκοί του Αιόλου. Ποια ποίηση;;; Ποίημα είναι πια η ζωή όλων μας…!!!!
Και σαν «ποιήτρια» κι εγώ θ’ αρχίσω να καταγράφω τους στίχους του δικού μου
ποιήματος. Πρώτη ημέρα και η κ(υ)αραΝτίνα συντάσσει την πρώτη στροφή του
ποιήματος. Προς ώρας ποιήματος, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν θα εξελιχθεί σε έπος.
Χάραξε, κι η μικρή και χαριτωμένη συγκάτοικός μου έχει όρεξη για παιχνίδια.
Τι που το ρολόι δείχνει μόνο 6.30; Τι που ακόμα επικρατεί σκοτάδι; Αυτή έχει
άλλα σχέδια. Δε μου μένει τίποτε άλλο από το να υποκύψω εν μέρει στις ορέξεις
της. Με κλειστά σχεδόν μάτια, για να μη φύγει ο Μορφέας, σέρνομαι κυριολεκτικά ως την κουζίνα. Παίρνω το μικρό πράσινο πιατάκι της και με μισάνοιχτο το ένα μάτι εναποθέτω τις ελπίδες μου σ’ αυτό. Λίγη κονσέρβα ίσως
είναι αρκετή για να της κλείσω το στόμα. Αυτή δε σταματά τα παρακάλια μέχρι
που πέφτει με τα μούτρα μέσα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη επιστρέφω στα ζεστά
μου σκεπάσματα και συνεχίζω τον ύπνο μου.
Ευτυχώς για μερικές ώρες την ξεγέλασα, αλλά μόλις το ρολόι έδειξε 10.30 η μικρή φαντομάς άρχισε τα νέα της σχέδια. Με μικρές και διακριτικές κινήσεις
έχωσε το μικρό και χνουδωτό της ποδαράκι κάτω από το πάπλωμα και….. χραπ
να σου μια γρατζουνιά στο πόδι μου. Ε, δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία. Η
ώρα της έγερσης από το κρεβάτι ήταν προ των πυλών. Μια ύστατη προσπάθεια μήπως συνεχίσω την κουβέντα μου με τον Μορφέα, αλλά ένα δεύτερο χραπ ήταν
η χαριστική βολή.
Άνοιξα τα μάτια μου. Ο ήλιος είχε κάνει αισθητή την παρουσία του. Οι
απεσταλμένες του ηλιαχτίδες ήδη είχαν γλιστρήσει μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού. Ωραία μέρα σκέφτηκα για μια εκδρομή. Αλλά μόνη μου; Δε λέει…. Έπρεπε να πάρω και παρέα. Παρ’ ότι η μικρή μου συγκάτοικος ήδη είχε ατακτήσει και θα έπρεπε να τιμωρηθεί γι’ αυτό, εντούτοις είπα να τα συνδυάσω
και τα δύο. Παρέα στην εκδρομή, αλλά…. υπό προϋποθέσεις. Αφού λοιπόν
έφτιαξα τα σχετικά που θα με συνόδευαν (καφέ, φρυγανιές, τυρί και μέλι), ήρθε
κι η σειρά της μικρής και άτακτης παρέας. Δόθηκε μια μικρή μάχη μεταξύ
κουζίνας, χολ και δωματίου, αλλά επειδή ο επιμένων νικά, η μάχη έληξε υπέρ μου 1-0. Έτοιμη μέσα στο ωραιότατο κλουβί της πήρε τον δρόμο προς της εξοχή. Μη φανταστείτε, δεν πήγαμε και πολύ μακριά. Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε δυο γυναίκες μόνες; Το ταξίδι μας κράτησε από την κουζίνα ως το
ανατολικό μπαλκόνι. Επισημαίνω το ανατολικό, γιατί αργότερα θα υπάρξει και
συνέχεια. Ο ήλιος ήδη είχε ζεστάνει τα πάντα. Η εξοχή γεμάτη κόσμο.
Μπαλκόνια γεμάτα με απλωμένα ρούχα, καθαρά, μοσχομυριστά.
Παιδικές
φωνούλες πλημμύριζαν τον αέρα. Πού και πού ακουγόταν και κανένα γάβγισμα
σκύλου. Βλέπετε η γειτονιά μας σφύζει από ζωόφιλους. Ανάμεσα σε όλα αυτά
έδινε την παρουσία της και η μικρή με μια φωνούλα ή καμιά επίθεση στο
κάγκελο της προσωρινής της φυλακής. Ήταν ο μόνος τρόπος όμως να απολαύσει
την εξοχή, αφού αν έκανα πως άνοιγα την πόρτα θα εξαφανιζόταν από προσώπου
γης.
Με τούτα και με κείνα η ώρα πέρασε από το πρωί στο μεσημέρι. Θες τα τηλεφωνήματα; Θες τα μηνύματα; Θες οι βιντεοκλήσεις; Θες και δε θες εδώ θα μείνεις πάρτο απόφαση. Πάρε λοιπόν τα πόδια σου και ξεκίνα τον δρόμο της επιστροφής. Η αλήθεια είναι ότι η επιστροφή είναι πάντα πιο δύσκολη. Για να
έχω έναν λόγο να επιστρέψω στας εξοχάς άφησα τη μικρή και ουχί αδέσποτη να
αναμένει στον ήλιο. Ήδη είχε συμβιβαστεί και απολάμβανε τη θαλπωρή.
Στάση πρώτη το δωμάτιο της αγαπημένης συγκατοίκου. Μμμμ μάλλον ήρθε η
ώρα να μάθετε το όνομά της, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να
συνεννοούμαστε καλύτερα. «Λούνα» όπως φεγγάρι αλά ιταλιστί, είναι το όνομα
της κεχαριτωμένης γατούλας. Αφού έβγαλα όλα της τα υπάρχοντα στην εξοχή, να πάρουν κι αυτά τον αέρα τους βρε αδερφέ, σειρά έχει η ηλεκτρική σκούπα.
Ευτυχώς η Λούνα βρίσκεται ασφαλής μέσα στο υπέροχο κατά τα άλλα κλουβί
της, γιατί διαφορετικά δεν θα είχε τόπο να σταθεί στο άκουσμα του φοβερού αυτού θηρίου. Συνήθως βρίσκει καταφύγιο πάνω στο ψυγείο ή στο καλοριφέρ.
Στην καλύτερη περίπτωση πάνω στο τραπέζι. Οπουδήποτε δηλαδή νιώθει απόσταση από δαύτο. Αφού καθαρίστηκαν όλα εξονυχιστικά, σειρά έχει η τουαλέτα της. Αλλαγή άμμου, πλύσιμο, βόλτα στον ήλιο για στέγνωμα κλπ. κλπ.
Στάση δεύτερη το μπάνιο. Ωχ, ένα τσουβάλι ρούχα περιμένουν καρτερικά στην μπανιέρα για να πάρουν τον δρόμο της λύτρωσής τους. Τώρα θα μου πείτε ποιας
λύτρωσης; Μα αυτής της απαλλαγής από τυχόν γιους του κορώνα που λέει και μια μικρούλα σε επιτυχημένη διαφήμιση. Στην καλύτερη των περιπτώσεων από
καμιά λαδιά, τίποτε σκόνες, ιδρώτες κοκ. Κάθε τόσο η Λούνα κάνει αισθητή την
παρουσία της με τη γλυκιά της φωνούλα ώστε να με κάνει να βγω ως την εξοχή, για να ανταλλάξουμε καμιά γρήγορη κουβέντα παρηγοριάς. Είναι ο λόγος που
σας έλεγα ότι παρέμεινε στα μετόπισθεν. Αφορμή για μικρές διακοπές από τις
απαραίτητες αγγαρείες.
Τα ρούχα ήδη στροβιλίζονται στον κάδο. Αγκαλιασμένα περιμένουν καρτερικά
το τέλος του μαρτυρίου τους. Εγώ ωστόσο συνεχίζω το ταξίδι μου εντός των
τειχών. Η ώρα είχε προχωρήσει αρκετά. Μια στάση στην κουζίνα για την προετοιμασία του επιούσιου. Πλύσιμο πιάτων (είχαν ξεμείνει από το
προηγούμενο βράδυ) και μαγείρεμα. Από το βάθος το κάλεσμα της Λούνα με
έκανε να ανταποκριθώ άμεσα. Είχε δίκιο, αρκετά πια μ’ αυτόν τον κύριο Ήλιο.
Τη ζάλισε κι ήταν ώρα να αποσυρθεί στα διαμερίσματά της. Καθαρά καθαρά
περίμεναν για να τη φιλοξενήσουν. Με μεγάλη ανακούφιση δέχτηκε τη δεύτερη
φυλακή που μόνο φυλακή δεν την έβλεπε τούτη την ώρα. Χώθηκε στο δωμάτιό
της, επισκέφτηκε την αστραφτερή της τουαλέτα και ξάπλωσε σε ένα από τα
κρεβάτια της. Βλέπετε έχει την τύχη να διαλέγει κρεβάτια. Όχι ένα, όχι δύο, όχι
τρία…… ένα δωμάτιο ολόκληρο δικό της. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου κι
άφησα τη μικρή μου φίλη να αναπαυθεί.
Στο μπάνιο επικρατούσε απόλυτη σιγή. Αυτό σήμαινε ότι τα ρούχα είχαν αρχίσει να ηρεμούν από το ακατάπαυστο στριφογύρισμα εντός του κάδου. Ώρα
να βγουν κι αυτά για μια βόλτα στον ήλιο. Η μεταφορά τους από τον κάδο στη
λεκάνη εστέφθη με απόλυτη επιτυχία. Δεν είχαμε ούτε μία απώλεια, τουτέστιν
δεν έπεσε κανένα καταγής. Ώρα για άπλωμα με σειρά προτεραιότητας.
Προηγούνται τα μεγάλα και μακριά και έπονται τα μικρότερα και κοντύτερα.
Συνωστισμός στα σχοινιά έξωθεν του κάγκελου. Ποιος θα πρωτοχωρέσει αφού
είναι η πλεονεκτικότερη θέση. Όποιος κρεμαστεί εκεί θα έχει την τύχη να αποκαθηλωθεί γρηγορότερα. Νικητές βγήκαν τα παντελόνια και μερικές μεγάλες μπλούζες. Οι υπόλοιποι με ύφος ηττημένου περιορίστηκαν στη μικρή αναδιπλούμενη απλώστρα. Ο ήλιος μπορεί να μην έφτανε ως εκεί, αλλά σίγουρα
ήταν πιο ασφαλή σε περίπτωση βροχής. Και τώρα έρχεται το εύλογο ερώτημα: ποιας βροχής βρε αλλοπαρμένη; Ε, Μάρτης είναι ποτέ δεν ξέρεις…..!!!
Το ρολόι έδειχνε 4.30 και το στομάχι μου είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται έντονα. Ήταν και η εξοχή που όσο να ναι ανοίγει την όρεξη. Ώρα λοιπόν για μια στάση διαρκείας στην κουζίνα. Η Λούνα κοιμόταν ακόμη, ο ήλιος είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Απόλαυσα το μεσημεριανό μου που είχε γίνει ήδη απογευματινό, χωρίς παρεμβολές και διάσπαση προσοχής από την άτακτη φίλη
μου. Μάζεψα το τραπέζι, έπλυνα τα πιάτα και ακολούθησα το παράδειγμα της Λούνα. Λίγη χαλάρωση στον καναπέ ήταν ό,τι έπρεπε. Γιατί όχι και λίγος ύπνος. Άνοιξα την πόρτα του δωματίου της Λούνα χαρίζοντάς της προς ώρας την ελευθερία της και αφού πέρασα με προσοχή τα σύνορα βρέθηκα στο σαλόνι. Η
τηλεόραση ξεχασμένη κάτι μουρμούριζε αλλά δεν επηρέασε τον σκοπό μου.
Απλώθηκα στον καναπέ και χαζεύοντας ούτε κι εγώ ξέρω τι αποκοιμήθηκα. Ο
ύπνος ήταν σύντομος, αλλά αρκετός για να νιώσω μια φρεσκάδα να διαπερνά το κορμί μου. Επιστρέφοντας στην κουζίνα ετοίμασα στα γρήγορα έναν καφέ κι
αφού έριξα μια ματιά στη συγκάτοικο που είχε επιστρέψει στα ιδιαίτερα
διαμερίσματά της, έκλεισα απαλά την πόρτα για να μην ενοχληθεί. Με το
φλιτζάνι στο χέρι κατευθύνθηκα προς το πάρκο, τουτέστιν το δυτικό μπαλκόνι.
Είχε τον λόγο της η αναφορά στο ανατολικό μπαλκόνι. Για να συνεννοούμαστε
στο εξής, όπου εξοχή βλέπε ανατολικό μπαλκόνι κι όπου πάρκο βλέπε δυτικό.
Ο
ήλιος είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στο πάρκο. Κατευθύνθηκα προς
το παγκάκι (καρέκλα) κι έκατσα ανάμεσα στα φυτά που βρίσκονταν εκεί. Μη
φανταστείτε τίποτε φοβερό, τέσσερις-πέντε γλάστρες που όμως φάνταζαν σαν
ζούγκλα του Αμαζονίου. Απόλαυσα τον καφέ μου καθώς ενημερωνόμουν για τα
γεγονότα του κόσμου ανατρέχοντας στο διαδίκτυο. Φοβερά και τρομερά πράγματα συνέβαιναν και συμβαίνουν έξω από τον μικρόκοσμό μου, όμως εγώ ένιωσα προς στιγμήν ασφαλής. Ησυχία επικρατούσε ολόγυρα. Ούτε φωνές, ούτε
παιδιά, ούτε σκυλιά. Μάλλον προτιμούν την εξοχή απ’ ότι το πάρκο. Στο βάθος
μόνο ακουγόταν το κελάηδημα ενός πουλιού που ως φαίνεται απολάμβανε κι
αυτό τη δική του φυλακή. Ήταν όμως ασφαλές και το έδειχνε με τον δικό του
τρόπο. Η ώρα πέρασε γρήγορα κι ο ήλιος κάνοντας μια απότομη βουτιά (έτσι
μου φάνηκε εμένα) κρύφτηκε πίσω από τους τοίχους μιας πολυκατοικίας. Χωρίς
αυτόν όλα είναι διαφορετικά. Μια ψύχρα διαπέρασε το σώμα μου θυμίζοντάς
μου ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψω στα ενδότερα. Καλό το πάρκο αλλά υπό συνθήκες. Αύριο πάλι, σκέφτηκα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής.
Ένα ολόκληρο ταξίδι η σημερινή μέρα. Εξοχές, πάρκα, σύνορα, κουζίνα, σαλόνι, δωμάτιο, χολ, μπάνιο. Δικαιολογημένα ένιωθα εξαντλημένη με τόσες διαδρομές. Η απόλυτη όμως ησυχία με ενοχλούσε. Ώρα για την απελευθέρωση
της μικρής κρατούμενης. Μόλις άνοιξε η πόρτα εκσφενδονίστηκε κυριολεκτικά.
Όρμησε στην κουζίνα, έτρεξε στο σαλόνι, ανέβηκε στον καναπέ, πήδηξε στο τραπέζι, σκαρφάλωσε στην πολυθρόνα κι όλα αυτά σε χρόνο μηδέν. Είχε
ξεκουραστεί για τα καλά κι έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Αφού διαπληκτιστήκαμε κάμποσο επιτέλους ηρέμησε. Κάτσαμε παρέα στον καναπέ κι αγκαλιά πια απολαμβάναμε τα όσα μας πρόσφερε το πρόγραμμα της tv. Κοίτα πώς αλλάζουν τα πράγματα, να θεωρείς απόλαυση το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Κι όμως είχε ενδιαφέρον. Κάνοντας ζάπινγκ από κανάλι σε κανάλι, να δεις πώς περνούσε η ώρα!!! Ποια ώρα δηλαδή που είχαν φτάσει μαύρα μεσάνυχτα. Η Λούνα κοιμόταν από ώρα. Αλίμονο, σκέφτηκα, απόψε πάλι θα βρικολακιάσει. Και καθώς είχα αρχίσει να βλέπω τα βλέφαρά μου, αποσύρθηκα αργά αργά στα ιδιαίτερα διαμερίσματά μου.
Μια μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Κι ήταν αυτή η πρώτη μέρα της κυρακαραΝτίνας. Έπεται και συνέχεια…….!!!!
Ημέρα 2η (Κυριακή 22-3-2020)
Κυριακή σήμερα, η πρώτη μέρα της εβδομάδας αλλά η δεύτερη μέρα της
ακατανόμαστης κυρίας. Sunday κατά τους Άγγλους, δηλαδή ημέρα του ήλιου.
Δεν ήταν τυχαίο που η αρχαία ελληνική της ονομασία ήταν Ηλιαία. Κυριακή
σήμερα όμως και Κύριος ξέρει τι μέλει γενέσθαι.
Έχοντας κατά νου ότι θα αντικρύσω μια ηλιόλουστη ημέρα, κατά το όνομα
πρωτίστως, κι αφού ήδη είχαν προηγηθεί όλα τα δρώμενα της προηγούμενης
μέρας (ξύπνημα, τάισμα και ξανά ύπνος), με τη διαφορά ότι σήμερα η
κεχαριτωμένη Λούνα κλείστηκε στο δωμάτιό της συντροφιά με το αγαπημένο
της πράσινο πιατάκι, για να μπορέσω να συνεχίσω ανενόχλητη τον ύπνο μου
χωρίς χραπ και χραπ, αποφάσισα να εγκαταλείψω τη θαλπωρή του κρεβατιού.
Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν πάλι 10.30. Να δεις που στο τέλος θα γίνει
εκτός από συνήθεια και θεσμός. Άντε να πείσεις την υπηρεσία σου ότι το βιολόγικό σου ρολόι άλλαξε και δεν μπορείς να ξυπνάς νωρίτερα. Έχουμε καιρό
όμως γι’ αυτό.
Ως να πατήσω το πόδι μου στη γη τα νιαουρίσματα έδιναν κι έπαιρναν. Πρώτη
μου δουλειά να την ελευθερώσω. Ένας γύρος πάλι από τις γνωστές της διαδρομές
έως ότου ηρεμήσει. Εγώ καρτερικά την παρακολουθούσα αποδεχόμενη ότι στη
σημερινή μάχη θα έπαιρνε τη ρεβάνς. Το τέλος του γύρου μας βρήκε ισόπαλες.
Εξουθενωμένη παραδόθηκε στα χέρια μου και πήρε τον γνωστό δρόμο προς
την εξοχή. Σήμερα η μέρα όμως μας τα χάλασε. Τι Sunday, τι Ηλιαία…… Ο
ήλιος άφαντος. Άσε που είχε και ψύχρα. Καθίσαμε λίγο ίσα να αεριστούν τα βασιλικά μας διαμερίσματα και επιστροφή στα ενδότερα. Δύσκολη φάνταζε η
μέρα σήμερα. Μα Κυριακή δεν ήταν; Πάντα οι Κυριακές έκρυβαν μια μελαγχολία. Πόσο μάλλον τώρα με μια κυράτσα να μας παρακολουθεί κι έναν
ήλιο που βάλθηκε να μπει σε καραντίνα.
Κι ενώ είχα αρχίσει να απελπίζομαι, ο χαρακτηριστικός ήχος του τηλεφώνου με έκανε να αναβάλω τη μελαγχολία. Έπρεπε να δω από πού προερχόταν το κουδούνισμα. Ω, τι ευτυχία !!!! Οι καλές μου φιλενάδες ήταν εδώ παρούσες. Όταν λέμε εδώ δεν εννοούμε εδώ εδώ, αλλά κατά μία έννοια τις είχα στο χέρι. Ένα μήνυμά τους κι άλλαξε η ροή της μέρας. Κλείστηκε το ραντεβού για
απογευματινό καφέ γύρω στις 6.00 με 6.30. Είχα αρκετό χρόνο ως τότε για να μαγειρέψω, να σιδερώσω και να επισκεφθώ την αγαπημένη μου κορούλα. Εμπρός λοιπόν ολοταχώς για τις απαραίτητες ενέργειες. Το φαγητό στήθηκε, η σιδερώστρα πήρε τη θέση της και τα ρούχα αποκαθηλωμένα πια περίμεναν το
δεύτερό τους μαρτύριο. Πού να ήξεραν ότι το μαρτύριό τους ήταν και δικό μου. Κι ενώ το φαγητό σιγοψηνόταν, η σιδερώστρα, τα ρούχα κι εγώ δίναμε τη μάχη
μας. Κι όπως όλες οι μάχες τελειώνουν έτσι τέλειωσε κι αυτή. Έτοιμη πια
έχοντας κάνει όλα όσα έπρεπε, προς ώρας τουλάχιστον, φορτώθηκα την
πραμάτεια μου κι αναχώρησα για το κοριτσάκι μου.
Ο
δρόμος ήταν σχετικά άδειος. Ελάχιστα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν, ανάμεσά
τους κι εγώ. Δεν σας κρύβω ότι μια αναστάτωση την είχα που ξαφνικά βρέθηκα
εκτός σπιτιού, αλλά προσπάθησα να παρηγορηθώ. Κι ενώ οδηγώντας όδευα
προς τον προορισμό μου, συνειδητοποίησα ότι η απόσταση που κρατούσα από
τα προπορευόμενα αυτοκίνητα ήταν ακριβώς αυτή που μέρες τώρα μας
τριβελίζουν το μυαλό. «Τουλάχιστον δύο μέτρα απόσταση ασφαλείας από τον διπλανό
σας». Συμπεριφερόμουν όπως ακριβώς ένας πεζός. Αχ, μάλλον ο νους μας παίζει παιχνίδια.
Δεν άργησα να φτάσω στον προορισμό μου και χώθηκα με αγαλλίαση μέσα στο σπίτι. Εναπόθεσα όλα όσα είχα κουβαλήσει και κρατώντας τις αποστάσεις
ασφαλείας, έκατσα να ξαποστάσω. Με αυτοκίνητο είχα έρθει, αλλά ένιωθα σαν
να είχα κάνει Μαραθώνιο. Τύψεις που είχα βγει έξω; Αγωνία μήπως κουβαλούσα
κάτι ανεπιθύμητο; Λίγο απ’ όλα. Αφού πείστηκα για έναν γρήγορο καφέ, πήρα δυνάμεις, έναν μπόγο άπλυτα και τα πόδια μου να φύγω. Γρήγορα στο αυτοκίνητο με προσοχή μήπως κανείς με παρακολουθεί κι επιστροφή στο καταφύγιό μου.
Τι ευτυχία, ένα ωραιότατο παρκινγκ με περίμενε έξω ακριβώς από το σπίτι. Ξεκουβάλησα τα υπάρχοντά μου, αρχίζοντας έναν γύρο από τα ίδια. Πλυντήριο
και φαγητό. Η ώρα ήταν περασμένη και το στομάχι είχε αρχίσει τη συναυλία
του. Γεύμα και δρόμο προς τη χαλάρωση. Η διέλευση των συνόρων φάνηκε ευκολότερη σήμερα ή μάλλον γρηγορότερη. Η έξοδος από το σπίτι είχε επιφέρει αρκετή κούραση. Ανάπαυση στον καναπέ παρέα με το laptop Ευκαιρία, σκέφτηκα, για μια καταγραφή των καθημερινών γεγονότων ενόψει της παρακολούθησης από την ακατανόμαστη κυρία. Η αποφυγή της αναφοράς στο όνομα της καραΝτίνας είναι εσκεμμένη. Πού ξέρεις μπορεί έτσι να ξορκίζεται
το «κακό».
Άρχισα να αραδιάζω τις σκέψεις μου πάνω στο χαρτί. Οι σκέψεις γίνονταν λέξεις
κι οι λέξεις έπαιρναν γρήγορα μορφή. Ενθουσιασμένη από την καινούργια μου
ενασχόληση ούτε που κατάλαβα πώς η ώρα πέρασε. Ο ήχος από το τηλέφωνο
με έκανε να διακόψω. Ένα μήνυμα που με πληροφορούσε ότι εντός ολίγου ο
Πρωθυπουργός θα έβγαζε διάγγελμα. Έπρεπε να το παρακολουθήσω προς
ενημέρωσή μου. Και ναι, αυτό που φοβόμαστε όλοι έπαιρνε πια σάρκα και οστά.
Μερική απαγόρευση, έτσι ονόμασε το καινούργιο παιχνίδι που καλούμασταν να ακολουθήσουμε. Τα μέτρα ανακοινώθηκαν, οι οδηγίες δόθηκαν κι αρχίσαμε
πυρετωδώς να ψάχνουμε το forma.gov. Εκεί λέει θα βρίσκαμε τα έντυπα για
την περίφημη έξοδο του προσωπικού μας Μεσολογγίου. Χιλιάδες κόσμου
ξεχύθηκαν στο διαδίκτυο σάμπως και η περίφημη σελίδα θα μας έκανε τη χάρη
και την τιμή να μας ενημερώσει τόσο άμεσα. Δες από δω, διάβασε από κει όλο
και κάτι έγινε. Κάποια συμπεράσματα βγήκαν για ένα λευκό χαρτί, για ένα SMS, για κάποιο έντυπο, για πολλά τέλος πάντων. Και να τα τηλέφωνα και να τα
μηνύματα και να……… ωωωωωω, τι βλέπουν τα ωραία μου και προβληματισμένα μάτια; Βιντεοκλήση;;; Καλά είδα; Ναι, οι φίλες πιστές στο ραντεβού με μια μικρή χρονοκαθυστέρηση λόγω διαγγέλματος ήταν εδώ, για να μοιραστούμε μερικές όμορφες στιγμές έστω και εξ αποστάσεως.
Πίνοντας τον καφέ που είχε απομείνει στις κούπες μας, βλέπετε η χρονοκαθυστέρηση, συζητήσαμε τα τεκταινόμενα, ανταλλάξαμε όμορφα χαμόγελα, μετρήσαμε το μήκος της ρίζας των μαλλιών μας και όπως διαπιστώσαμε, δεν βρέθηκε νικητής. Ισόπαλες οι φίλες. Ο χρόνος τρέχει πιο γρήγορα όταν η παρέα είναι ευχάριστη. Ανανεώσαμε το ραντεβού για την επόμενη μέρα και αποχαιρετιστήκαμε.
Και όση ώρα διαδραματίζονταν τα άνωθεν η Λούνα ανενόχλητη και ανεξέλεγκτη
αλώνιζε δώθε κείθε. Απόλαυσε νερό από τη βρύση, πράγμα απαγορευμένο,
κάθισε στον πάγκο, ανέβηκε σε ό,τι άλλο απαγορευτικό του σπιτιού και τέλος στολίστηκε ψηλά στο ράφι της βιβλιοθήκης υποδυόμενη «Έναν γάτο μια φορά».
Ήταν τόσο χαριτωμένη και γλυκιά που λυπήθηκα να την επιπλήξω. Απλά γέλασα
με την αθωότητά της. Μετά από τόσα ανδραγαθήματα καθόταν εκεί δίπλα
ακίνητη κι απλά περίμενε ένα μου χάδι. Πώς να της το στερούσα; Την πήρα
αγκαλιά και βαλθήκαμε να σεργιανίζουμε από κανάλι σε κανάλι μέχρι που ο Μορφέας μας πήρε αγκαλιά για μια αυριανή υποσχόμενη μέρα.
Ημέρα 3η (Δευτέρα 23-3-2020)
Αν και Δευτέρα το ξυπνητήρι παρέμεινε σιωπηλό. Προνοητική γαρ, το είχα
απενεργοποιήσει από την άχαρη ώρα της έκτης πρωινής (06.00). Έλα όμως που
υπήρχε κι άλλο ξυπνητήρι ενεργοποιημένο; Μόλις οι δείχτες του ρολογιού
πάτησαν στο 07.30 μια γνώριμη φωνούλα ήχησε στα κοιμισμένα μου αυτιά. Σιγά
που δε θα με ξυπνούσε η αγαπημένη. Δε λέω, είχαμε κάνει μια μικρή πρόοδο
αφού από το 06.30 περάσαμε στο 07.30. Δε θέλω να γίνω γραφική
περιγράφοντας το συνηθισμένο δρομολόγιο. Ξέρετε πια εσείς πού και πώς πάω και γυρίζω. Ένα όνειρο είχε μείνει στη μέση και είπα να το συνεχίσω. Όνειρο
απατηλό όμως, γιατί πριν ολοκληρωθεί, το κινητό άρχισε να κουδουνίζει ντλιν, ντλαν, ντλον και πάλι απ’ την αρχή. Οι φιλενάδες πρωινές όπως πάντα (έχουν ένα
θέμα με τον ύπνο) άρχισαν την «φλυαρία». Ευχάριστη όμως τόσο, όσο να
παραμερίσω το όνειρο και να εμπλακώ στη συνομιλία. Η ώρα ήταν πια 9.30.
Καλά μου είναι να εκτιναχθώ από τα σκεπάσματα στην επιφάνεια της γης. Τα κουδουνίσματα ήδη είχαν φτάσει και στα αυτιά της Λούνα, που με τα νιαουρίσματά της με καλούσε να την αποφυλακίσω από το δωμάτιό της. Είχε
έρθει η ώρα για την περιήγησή της στα έπιπλα του σπιτιού. Μπορούσα να της το στερήσω; Όχι βέβαια.
Δευτέρα σήμερα είπαμε, δεύτερη μέρα της εβδομάδας αν τις μετράω σωστά,
αλλά η πρώτη μέρα εργασίας από μακριά. Αυτό το τηλε- το μαθαίναμε στο σχολείο και εντυπωσιαζόμαστε που συνειδητοποιούσαμε ότι ο Τηλέ-μαχος μάχεται μακριά, με την τηλε-όραση βλέπεις μακριά, με το τηλέ-φωνο η φωνή σου ταξιδεύει μακριά κοκ. Να που ήρθε η ώρα να μάθουμε και την τηλε-εργασία. Μπορούσατε να φανταστείτε ότι η δουλειά σας ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί από μακριά; Εγώ πάντως όχι. Ήρθε όμως η ώρα να το ζήσω κι αυτό.
Μέρες τώρα προσπαθούσαν από την υπηρεσία να μας μυήσουν και να μας προετοιμάσουν, για το πώς θα λειτουργούσαμε από το σπίτι ωσάν να είμαστε στο γραφείο. Τεχνικοί μπαινόβγαιναν στους υπολογιστές μας κάνοντας ταχυδακτυλουργικά, e-mails έφταναν στους λογαριασμούς μας με οδηγίες για σύνδεση εξ αποστάσεως και γενικά επικρατούσε ένας οργασμός τηλεμαραθώνιου. Ήρθε η ώρα για την περιβόητη σύνδεση απομακρυσμένης επιφάνειας. Έτσι το είχαν ονομάσει. Χαλούσα εγώ χατίρι; Αφού έφτιαξα το πρωινό μου καφεδάκι, έβαλα και μια μπουκιά
τραπεζαρίας. Πάτησα το κουμπί και περίμενα… Έπρεπε, είχαν πει οι ειδικοί, να κατεβάσουμε ένα πρόγραμμα ονομαζόμενο Sophos. Όλη η σοφία μαζεμένη
εδώ. Τόσα θαύματα περιμέναμε να γίνουν, μόνον ένας σοφός θα μπορούσε να
το καταφέρει αυτό. Κι αφού με σοφία εγκατέστησα τον Sopfo, προχώρησα σε
ένα σωρό συνδέσεις και αποσυνδέσεις. Κωδικοί, συνθήματα, παρασυνθήματα, μπες εδώ, βγες από κει, κατάφερα να μπω στην τελική ευθεία. Δεν σας κρύβω
ότι όλη αυτή την ώρα κρύος ιδρώτας με διαπερνούσε με τόσα
ταχυδακτυλουργικά. Καλά έλεγε η μητέρα ότι αυτά είναι έργα του διαβόλου.
Άντε να της περιγράψω τώρα ότι σε λίγα λεπτά θα μπορούσα να βρεθώ στην
οθόνη του Η/Υ του γραφείου. Ούτε εγώ καλά καλά δεν έχω πειστεί γι’ αυτό, αλλά κοντός ψαλμός αλληλούια.
Και ήγγικεν η ώρα. Πληκτρολογώντας για τελευταία φορά τους κωδικούς και τα
συνθήματα το θαύμα έγινε. Και ναι, βρισκόμουν στο γραφείο μου. Δηλαδή στην
οθόνη του υπολογιστή του γραφείου μου, για να ακριβολογούμε. Όλα ήταν μπροστά στα μάτια μου. Εντυπωσιακό!! Βρε τι σου κάνει αυτή η τεχνολογία!!!
Μπορούσα να ενημερωθώ, να γράψω, να ψάξω, να διεκπεραιώσω οτιδήποτε βρισκόταν εκεί. Απλά φορώντας τις πιτζάμες μου, πίνοντας τον καφέ μου, ακούγοντας το γουργουρητό της Λούνα. Ούτε ντυσίματα, ούτε βαψίματα, ούτε βενζίνες, ούτε μετακινήσεις, ούτε…ούτε….ούτε…..
Αφού πέρασε το πρώτο σοκ εντυπωσιασμού, ενημερώθηκα για τα γενόμενα στην
υπηρεσία, τα έβαλα σε μία τάξη και γιατί όχι; Μπορούσα να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα. π.χ. να απλώσω ρούχα, να φροντίσω για τον επιούσιο, να τσακωθώ με τη γάτα, να ρίξω μια ματιά στην εξοχή και μια στο πάρκο και τόσα άλλα. Μόνη στο σπίτι σκέφτηκα, πολλή ησυχία επικρατεί, ας θορυβήσουμε την
ατμόσφαιρα. Γραμμή για τον Η/Υ να ανοίξουμε μια σελίδα εκτός υπηρεσίας
και να ενεργοποιήσουμε το ραδιόφωνο. Η μελωδία απλώθηκε στον χώρο και γέμισε τα δωμάτια απ’ άκρη σ’ άκρη. Χαρωπή εγώ κυκλοφορούσα ανέμελα από
δωμάτιο σε δωμάτιο, έριχνα πού και πού κάποια ματιά στο γραφείο (στον Η/Υ
δηλαδή), παρακολουθούσα την εξέλιξη του φαγητού και πάλι από την αρχή. Ώσπου ξαφνικά ήρθε το χτύπημα του κινητού τηλεφώνου να διακόψει την ευχάριστη αυτή ρουτίνα. Μέχρι να δω ότι ήταν ο Διευθυντής που με καλούσε, όλα μπροστά μου έγιναν ένα. Έπρεπε να χαμηλώσω τη μουσική, για να μην πω να την κλείσω εντελώς. Αλλά πώς; Αλλού πήγαιναν τα χέρια μου κι αλλού τα μάτια μου. Πληκτρολόγιο, ποντίκι, χέρια, τηλέφωνο, το ένα πάνω σ’ άλλο. Πανικός στο ίσιωμα. Συνωστισμός στον Η/Υ. Αποτέλεσμα μηδέν. Ούτε το ραδιόφωνο έκλεισε ούτε καν χαμήλωσε ο ήχος. Και το κινητό να κουδουνίζει.
Έπρεπε να απαντήσω, δεν πήγαινε άλλο. Τροχάδην στο υπνοδωμάτιο να
απομακρυνθώ από την πηγή του κακού. Κλείνω την πόρτα και απαντώ με
βροντερή και σταθερή φωνή. Η ένταση στο φουλ, τα ντεσιμπέλ στα ύψη. Πώς θα
κάλυπτα τόσα κλαπατσίμπαλα μέσα στο σαλόνι;. Αφού ανταλλάξαμε όσες
κουβέντες έπρεπε και πήρε όσες πληροφορίες ήθελε, η γραμμή έκλεισε
αφήνοντας πίσω της μια ανακούφιση κι έναν αναστεναγμό. Ουφφφφφφ τέλος
καλό, όλα καλά. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Γάτα είπα; Πόση ώρα έχω να την δω;
Με τούτα και με κείνα την ξέχασα. Κύριος είδε πού ανδραγαθεί.
Μα φυσικά, αναπαυόταν πάνω στο πληκτρολόγιο και μορφωνόταν. Βρήκε την
ευκαιρία να κάνει αυτό που ομολογουμένως της αρέσει πολύ. Η ζεστασιά από
τον Η/Υ πάντα την προσέλκυε. Ένας νέος γύρος καυγά κι όλα επανήλθαν στη
θέση τους. Το ραδιόφωνο συνέχισε να παίζει, το φαγητό ήδη είχε ετοιμαστεί και
πλησίαζε η ώρα πια για την κατανάλωσή του. Λίγο ακόμη είχε μείνει μέχρι τη
λήξη του ωραρίου ώστε να μπορέσω να απολαύσω ανενόχλητη το μεσημεριανό
μου. Ωστόσο είπα να κάνω μια προσπάθεια τακτοποίησης κάποιων προσωπικών αντικειμένων. Είναι αλήθεια, ότι πίσω από την πόρτα του υπνοδωματίου γινόταν
ένας μικρός χαμός από τα απαγχονισμένα φουλάρια και τις πασμίνες, που σαν Μεσολογγίτισσες ήταν έτοιμες να σαλτάρουν στο πάτωμα. Λίγη τάξη δεν θα έβλαπτε. Με μεγάλη προσοχή τα αποκαθήλωσα και τα εναπόθεσα στο κρεβάτι.
Τελικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο να επανέλθουν σε μια αρεστή κατάσταση.
Ήταν απλά θέμα χρόνου και απόφασης. Αχ, αυτός ο γιος του κορώνα. Θαύματα κάνει.
Η ώρα του γεύματος έφτασε. Το κατάστημα υπηρεσίας έκλεισε και τι ακολουθεί
μετά το γεύμα; Συνήθως λίγη ανάπαυση στον καθιερωμένο καναπέ. Με Λούνα ή
χωρίς, ο καναπές είναι καναπές. Χαζολόγημα στην τηλεόραση, λίγος ύπνος, και
όσο να το σκεφτείς έχει έρθει η ώρα του απογευματινού καφέ. Σήμερα τον ήπια
μόνη, οι φίλες δεν ανταποκρίθηκαν. Μάλλον δεν έγινε σωστή συνεννόηση και μετατοπίσθηκε στο αύριο. Είχα χρόνο αρκετό για να συμπληρώσω άλλη μια μέρα στο ημερολόγιο
Ένα περίεργο πράγμα, μετά το μεσημέρι θαρρείς και η ώρα περνάει γρηγορότερα. Μέχρι να γράψω μερικές αράδες, μέχρι να σεργιανίσω στην τηλεόραση, έχουν έρθει τα μαύρα μεσάνυχτα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Τρεις ολόκληρες ημέρες παρέα με την κ(υ)αραΝτίνα και ούτε που το κατάλαβα.
Άραγε έτσι θα συμβαίνει καθημερινά; Ή ακόμα είμαστε στην αρχή και ποιος
ξέρει τι μέλει γενέσθαι; Αισιοδοξώ και αναμένω με λαχτάρα το αύριο.
Καληνύχτα κόσμε ! ! !
Ημέρα 4η (Τρίτη 24-3-2020)
Αυτό το μέτρημα της αντίστροφης μέτρησης που εντέλει κανείς δεν ξέρει αν
αυτή η μέτρηση θα αντιστραφεί και πότε, έχει αρχίσει να γίνεται κουραστικό.
Και είμαστε ακόμη στην αρχή. Δε θέλω να παραπονιέμαι, αφού μάλιστα και η
μικρούλα Λούνα έχει αρχίσει να εγκλιματίζεται στα νέα δεδομένα. Κι αυτό
φάνηκε από την ώρα της σημερινής της έγερσης. Το 6.30 είχε γίνει 7.30 και
σήμερα ω του θαύματος έγινε 8.30. Ας μην της χαλάσω το χατίρι, φαγητό και
εγκλεισμός στο δωμάτιο μέχρι νεοτέρας. Αρκετά είχε σεργιανίσει όλη νύχτα
στο σπίτι. «Σεργιάνι στο σπίτι» κατά το «Σεργιάνι στον κόσμο», αγαπημένος
δίσκος Μαρκόπουλου-Νταλάρα για όσους τον θυμούνται.
Κι ενώ ο ύπνος μου είχε επανέλθει σε νέο επίπεδο, ξαφνικά κάτι από μακριά
ήρθε να τον διαταράξει. Όχι, δεν ήταν ξεχασμένο ξυπνητήρι. Ήταν η
συνάδελφος από το γραφείο που είχε κάποιες απορίες. Δεν έπρεπε να καταλάβει
ότι εγώ ακόμα κοιμάμαι. Βάλθηκα λοιπόν να καθαρίσω τη φωνή μου από τα «γρέζια» του ύπνου και προσποιούμενη τη χαρωπή που από ώρα έχει ξυπνήσει ενόψει τηλεεργασίας, απάντησα στο κάλεσμά της. Προφανώς δεν κατάλαβε
τίποτα αφού δεν έκανε τη συνηθισμένη ερώτηση: «Μήπως σε ξύπνησα;» Ουφ, όλα καλά λοιπόν !! Μιλήσαμε, διευκρινίστηκαν όλα όσα έπρεπε και πήρα τον δρόμο για την προετοιμασία ενόψει εργασίας.
Σήμερα τα πράγματα ήταν ευκολότερα. Οι συνδέσεις είχαν ήδη τακτοποιηθεί
από την προηγούμενη και όλα έδειχναν ότι θα κυλήσουν ομαλά. Όσο για τη μικρή μου συγκάτοικο η μέρα δεν είχε κάτι διαφορετικό από τις άλλες. Φυσικά
λόγω καιρικών συνθηκών οι περίπατοι στας εξοχάς και στα πάρκα είχαν περιοριστεί. Τα δρομολόγια γίνονταν εντός των τειχών και διασχίζοντας μόνον τα σύνορα. Έτσι λοιπόν έχοντας ανά χείρας τον καφέ, συνδεδεμένη με το γραφείο, αλλά και υπό τον ήχο του ραδιοφώνου, περιδιάβαινα ανέμελα από στενό σε σοκάκι και από πλατείες σε στράτες. Έπρεπε να βρεθεί ένας ενδιαφέρον τρόπος για την παραμονή στο σπίτι, γι’ αυτό και η χρήση των όρων εκτός σπιτιού.
Η ημέρα σήμερα ήταν λίγο περίεργη. Τα συναισθήματα ανάμεικτα, από ευχάριστα έως αγχώδη. Κι ο λόγος; Μα η πρώτη έξοδος μετά τη μερική απαγόρευση. Το πρόγραμμα περιλάμβανε εξόρμηση στο super market και επίσκεψη στη μικρή και χαριτωμένη κορούλα μου. Ο λόφος των ρούχων ήταν πανέτοιμος να επιστρέψει στους κόλπους του σπιτιού της. Δεδομένης της επίσκεψης ήταν ευκαιρία για ένα μικρό πεσκέσι από τα χέρια της μητερούλας της. Μια τυρόπιτα φρέσκια και ζεστή θα ήταν ό,τι έπρεπε ως δώρο επίσκεψης.
Ανασκουμπώθηκα, αφού το γραφείο είχε τεθεί υπό έλεγχο, για να μην
ξεχνιόμαστε κιόλας, και γραμμή για την κουζίνα. Σήμερα είχα ελευθέρας ως
προς τα διόδια γιατί επρόκειτο να κάνω πολλές εξορμήσεις από δωμάτιο σε δωμάτιο. Τα υλικά αραδιάστηκαν στον πάγκο και η τυρόπιτα πήρε τον δρόμο
της υλοποίησης. Σε λίγο ήταν στο φούρνο έτοιμη για ψήσιμο. Σειρά είχαν τα
ρούχα για σιδέρωμα. Δώσαμε μια μικρούλα μάχη, γιατί δεν ήταν και τόσο
συνεργάσιμα, ειδικά κάποια παντελόνια. Το έπαιζαν βαρύ πεπόνι θαρρώντας ότι
επειδή έπαιρναν πάντα την πλεονεκτική θέση στην απλώστρα, θα τύχαιναν της
ίδιας μεταχείρισης και στη σιδερώστρα. Αμ δε, εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τελευταία στη σειρά. Ωστόσο η διαδικασία ολοκληρώθηκε. Ζεστά ζεστά, περίμεναν το τέλος του ωραρίου της εργασίας μου, για να μπορέσουμε
παρέα να εξέλθουμε της κατοικίας. Ήταν δύσκολο το εγχείρημα αυτό και βασιζόμαστε ο ένας στον άλλον. Τα ρούχα από τη μια κι εγώ από την άλλη θα συνεργαζόμαστε και θα αλληλοπαρηγοριόμαστε στη διάρκεια της μετακίνησής μας.
Αφού ετοιμάστηκαν όλα κι επειδή στο γραφείο επικρατούσε ησυχία, δεδομένου ότι το ραδιόφωνο μας κρατούσε συντροφιά από το πρωί, επηρεασμένη από μια
γνώριμη κι ευχάριστη μελωδία, παρασύρθηκα στη θέρμη του χορού. Δεν υπολόγισα σωστά όμως τα βήματα και αγνοώντας μια στοίβα από ταψιά που βρίσκονταν στο πάτωμα (βλέπετε ο φούρνος ήταν κατειλημμένος), μπουρδουκλώθηκα μέσα σε αυτά δημιουργώντας απίστευτο θόρυβο. Τι να σου κάνει και το έρμο το γατί; Είχε όλη την καλή διάθεση να με παρακολουθεί
σιωπηλή, αλλά αυτό που μόλις ακούστηκε δεν ήταν αποδεκτό από πλευράς της. Αλλού το ένα της πόδι, αλλού το άλλο, έχει και τέσσερα, αλλού η ουρά κι αλλού
το κεφάλι. Έντρομη χώθηκε στο δωμάτιό της και βρήκε καταφύγιο κάτω από το κρεβάτι. Τουλάχιστον τώρα δε θα διαμαρτύρονταν για τον εγκλεισμό της εκεί αφού έπρεπε να φύγω.
Έφτασε η περιβόητη ώρα της εξόδου του Μεσολογγίου. Έπρεπε λέει ή να στείλουμε ένα μήνυμα στο 13033 ή να συμπληρώσουμε την έντυπη αίτηση ή να γράψουμε σε ένα λευκό χαρτί τα στοιχεία μας και τον λόγο της εξόδου. Πιο
εύκολο απ’ όλα μου φάνηκε το μήνυμα. Έντυπη αίτηση πού να βρω; Λευκό χαρτί επίσης. Όλα όσα είχα ήταν με αράδες. Αφού είπαν λευκό, έπρεπε να υπακούσω. Αποφάσισα εντέλει να στείλω το μήνυμα. Ψάξε από δω, διάβασε από κει, κατέληξα ότι για το super market έπρεπε να συμπληρώσω τον αριθμό δύο (2)
μαζί με ονοματεπώνυμο και διεύθυνση κατοικίας. Εύκολο αυτό καθώς ήταν στάλθηκε αμέσως. Εγώ πίσω από την πόρτα με τις τσάντες ανά χείρας περίμενα καρτερικά την απάντηση που θα περιλάμβανε τη μαγική λέξη ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ. Ευτυχώς ήρθε αμέσως κι έτσι έκανα το πρώτο βήμα εκτός πλακιδίων του σπιτιού.
Φορτωθήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο, τυρόπιτα, ρούχα, τσάντες και ξεκινήσαμε. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ο Χριστός και η Παναγία
σκέφτηκα. Είναι ποτέ δυνατόν να νιώθω έτσι; Μα τι τέλος πάντων φοβάμαι; Ούτε
κι εγώ ήξερα. Τον έλεγχο; Το πρόστιμο; Τους άδειους δρόμους; Τους
ανύπαρκτους ανθρώπους; Τι απ’ όλα με φόβιζε; Μάλλον όλα, αλλά η μοναξιά
περισσότερο. Μια πόλη βουβή και άδεια, χωρίς ήχους, χωρίς χρώματα, χωρίς
αρώματα κι ας ήταν άνοιξη.
Έφτασα επιτέλους στον πρώτο μου προορισμό. Φόρεσα τα γάντια που είχα στο
αυτοκίνητο και με τη λίστα στο χέρι προχώρησα προς την είσοδο. Ο κόσμος
πολύς αλλά διασκορπισμένος στον αύλειο χώρο, περίμενε ευλαβικά στη σειρά
του κρατώντας την απαραίτητη απόσταση από τους παρευρισκόμενους, έως ότου
ακουστεί η φωνή του φύλακα για την είσοδο στο κατάστημα. Κι εδώ οι άνθρωποι
βουβοί και ανέκφραστοι, κρυμμένοι πίσω από τις μάσκες τους. Δε χρειαζόταν κανείς να προσποιηθεί τον χαρούμενο ή λυπημένο αφού τα πρόσωπά τους ήταν καλά καλυμμένα και τα συναισθήματά τους προφυλαγμένα.
Ήρθε και η δική μου σειρά και με ανακούφιση πέρασα στο εσωτερικό του καταστήματος με όσες περισσότερες προφυλάξεις μπορούσα. Ξαφνικά όλοι οι άνθρωποι είχαμε γίνει καχύποπτοι και μερικές φορές αγενείς στον φόβο ότι κάποιος θα μας πλησίαζε περισσότερο από το επιτρεπόμενο. Άγριες ματιές, σοβαρά βλέμματα, ανύπαρκτα χαμόγελα. Συμβιβάστηκα κι εγώ με όλο αυτό και
φόρεσα ακριβώς το ίδιο προσωπείο. Έκανα όσο πιο γρήγορα μπορούσα τα απαραίτητα ψώνια και ευλαβικά μπήκα στη σειρά προς το ταμείο. Πού και πού
η κυρία που προπορευόταν έριχνε ματιές στα πλακάκια και μετρούσε μήπως και
είχα παραβιάσει κανένα. Ένιωσα άσχημα στην αρχή, όμως μετά τσάκωσα τον
εαυτό μου να κάνει το ίδιο με την κυρία που ακολουθούσε μετά από μένα. Πόσο
λυπηρό, σκέφτηκα, ο κόσμος μας δε θα είναι ποτέ πια ίδιος. Μέρα με τη μέρα αλλάζουμε, μεταμορφωνόμαστε.
Φτάνοντας στο ταμείο, εκεί που άλλοτε η υπάλληλος χαμογελαστή με καλωσόριζε απλώνοντας το χέρι της να πάρει ό,τι χρειαζόταν, τώρα πίσω από ένα τζάμι ίσα που ακουγόταν η φωνή της, κουρασμένη και σοβαρή. Έπρεπε να
έχει και στο νου της να παρατηρεί τους επόμενους πελάτες μην τύχει και με
πλησιάσουν περισσότερο από όσο έπρεπε. Ένα βάρος πλάκωσε το στήθος μου
ανυπομονώντας να φύγω γρήγορα. Ξαφνικά ο αέρας είχε τελειώσει…
Φορτώνοντας τα πράγματα στο καρότσι έτρεξα να προλάβω το ασανσέρ μην
τυχόν και μπει άλλος πριν από εμένα και αναγκαστώ να περιμένω πάλι στη σειρά. Τα κατάφερα και στα επόμενα λεπτά βρισκόμουν ασφαλής πια στο αυτοκίνητό μου. Αφού πήρα μια ανάσα άρχισε το δεύτερο μαρτύριο. Τι μήνυμα πάλι θα
στείλω προκειμένου να πάω στο σπίτι του παιδιού; Το μόνο που ίσως λίγο ταίριαζε ήταν για την βοήθεια κάποιου προσώπου. Μα βοήθεια θα έδινα, ρούχα
πήγαινα και τρόφιμα. Έτσι το σκέφτηκα και το SMS έφυγε. Η απάντηση ήρθε αστραπιαία. ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ !!!
Το GPS σε πλήρη εφαρμογή προκειμένου να βρω διεξόδους αποφεύγοντας
κεντρικούς δρόμους. Κάτι σαν καταδίωξη μου έκανε αυτή η έξοδος σήμερα.
Ένιωθα σαν να με καταδιώκουν κι έπρεπε να κρυφτώ σε στενά και σε σοκάκια.
Γρήγορα έφτασα στον δεύτερο προορισμό και με την έγκριση της μετακίνησης
είχα χρόνο και καφέ να πιώ. Ποιος νοιαζόταν τώρα για το στομάχι που ήταν άδειο. Έκανε πού και πού αισθητή την παρουσία του, αλλά ο καφές με τα παιδιά
ήταν πιο δελεαστικός. Ξεφορτώσαμε, τα είπαμε, γελάσαμε, πήραμε μια ανάσα
και η ώρα της επιστροφής είχε φτάσει. Μια από τα ίδια, στενά, σοκάκια, δρομάκια και όλα τα εις –ακια. Ο πιο ασφαλής τρόπος επιστροφής. Πραγματικά κανείς έλεγχος, κανένα σταμάτημα. Πάρκαρα, πήρα μια βαθιά εισπνοή, ακολούθησε μια μεγάλη εκπνοή ανακούφισης και ασφαλής πια μπήκα στο σπίτι μου. Τρεις ώρες είχα μείνει έξω από αυτό και ήδη μου είχε λείψει.
Κατάκοπη από όλη αυτή την αγωνία έκατσα να ξεκουραστώ. Είχα λίγη ώρα ως το ραντεβού των 6.30 με τις φίλες. Το φαγητό μου φάνηκε ακόμα πιο νόστιμο από ότι ήταν. Χαλάρωσα λίγο στον καθιερωμένο καναπέ αγκαλιά με τη μικρή Λούνα μια και είχαμε λείψει η μια στην άλλη.
Ο ήχος της κλήσης ήταν αρκετός για να σηκωθώ και να τρέξω ως τον Η/Υ.
Πόση χαρά να πίνουμε καφέ βλέποντας η μία την άλλη. Τα είπαμε σχεδόν μια
ολόκληρη ώρα. Μια ώρα που πέρασε τόσο ευχάριστα άσχετα αν πολλά από αυτά
που λέγαμε ήταν εντελώς δυσάρεστα. Μα η παρέα και η φιλία μπορεί να τα αντιμετωπίσει όλα. Δόθηκε το ραντεβού για την επομένη την ίδια ώρα και η καθεμιά γύρισε στην προσωπική της ρουτίνα.
Η μέρα όδευε πια προς το τέλος της. Λίγος χρόνος για την καταγραφή των γεγονότων και η γνωστή ενημέρωση και περιήγηση στην tv. Όλα πια μοιάζουν, οι κινήσεις ίδιες, οι συνήθειες ίδιες. Η ελπίδα όμως για κάτι καινούργιο παρέμενε άσβεστη. Όλα επαφίονταν στην ημέρα που θα ακολουθούσε. Υπομονή ως αύριο…..
Ημέρα 5η (Τετάρτη 25-3-2020)
Ξημέρωμα κυριολεκτικά 25ης Μαρτίου. Το ρολόι της εκκλησίας δεν έχει
σημάνει ακόμη 6.00. Έχουμε είκοσι ολόκληρα λεπτά ως να συμβεί αυτό και η
κατεργάρα και πονηρή «αλεπού» βάλθηκε να ξεσηκώσει τον κόσμο. Σαν να
ήξερε ότι σήμερα δε θα είχαμε ούτε δουλειά αλλά ούτε και παρελάσεις. Κάποιος
έπρεπε λοιπόν να κάνει την παρέλασή του. Ένας τρομερός θόρυβος με έκανε να
πεταχτώ από το κρεβάτι κακήν κακώς. Ερχόταν από το σαλόνι. Έτρεξα ως εκεί
και με έκπληξη είδα την κυρία σκαρφαλωμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας, αφού είχε γκρεμίσει ό,τι είχε βρει στο πέρασμά της. Εξ ου και ο θόρυβος. Τα
νεύρα μου στο ζενίθ. Άρπαξα την παρκετέζα και αφού φέραμε δυο τρεις γύρους
από το τραπέζι, την πολυθρόνα και τους καναπέδες, φτάσαμε στο δωμάτιο. Εκεί
τέλειωσε το κυνηγητό, με τη Λούνα να καταβροχθίζει το φαγητό της κι εμένα να
γυρίζω στο κρεβάτι μου ήσυχη πια.
Είχα την εντύπωση ότι ύστερα από όλο αυτό το μακελειό θα κοιμόμουν αμέσως; Όχι βέβαια. Τα είκοσι λεπτά μάχης και κυνηγητού ήταν αρκετά ώστε να διώξουν
κάθε ίχνος νύστας. Κι εδώ αρχίζει η πάλη με τα σκεπάσματα και το μαξιλάρι.
Γύρνα από εδώ, τράβα σκέπασμα από εκεί κι άντε πάλι απ’ την αρχή. Κράτησε
κάμποσο αυτό, αλλά στο τέλος χάθηκε κάθε επαφή με το περιβάλλον. Συνέχισα
τα όνειρά μου βέβαιη πια ότι τίποτα δε θα με ενοχλούσε μια και σήμερα, ημέρα
αργίας, όλα θα ήταν ήσυχα.
Ντλιν, ντλαν, ντλον, το κινητό ανάστατο. Κλήση από τον γιο μου που επειδή βρίσκεται μακριά, δε σας κρύβω ότι αναστατώθηκα λίγο μήπως κάτι του έχει συμβεί. Η γλυκιά και ήρεμη φωνούλα του με καθησύχασε. Η γνωστή ερώτηση: «Σε ξύπνησα»; Δεν είχα λόγο να του πω ψέματα, δεν ήταν η συνάδελφος και ήταν και αργία. Τον απενοχοποίησα από το ότι είχε κάνει λάθος να με πάρει και για
αρκετή ώρα είπαμε τα νέα μας. Ήταν ένα ευχάριστο ξύπνημα.
Η συνέχεια για την διεκπεραίωση του πρωινού συνηθισμένη πια. Γνωστό το δρομολόγιο, γνωστές οι κινήσεις. Ο καιρός αρκετά άσχημος. Βροχή και κρύο.
Είναι αυτά που λέγαμε για τον Μάρτη. Δεν ξέρω αν εντέλει είναι καλύτερος ο εγκλεισμός με καλοσύνη ή με κακοκαιρία. Κατά το συμφέρον μου θα πω ευτυχώς που δεν έχω σήμερα να πάω πουθενά. Ημέρα για χουχούλιασμα σε ζεστό και ασφαλές μέρος. Ούτε δουλειά ούτε τηλεφωνήματα από το γραφείο. Ο Η/Υ όλος για ιδία χρήση. Το ραδιόφωνο έπαιζε χωρίς τύψεις παρέα με το σεργιάνι μου από ιστότοπους
Αν και δεν είχα κάνει κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό η ημέρα πέρασε αρκετά
γρήγορα. Μετά τον καθιερωμένο μεσημεριανό υπνάκο, ακολούθησε ο
καθιερωμένος απογευματινός καφές με τις φίλες. Σταθερές στο ραντεβού τους
μοιράστηκαν μαζί μου όλες τους τις εμπειρίες της ημέρας. Ανταλλαγή συνταγών
για το πώς έφτιαξε η καθεμιά το επετειακό φαγητό του μπακαλιάρου, πώς τον
τηγάνισε, αν πέτυχε το κουρκούτι κοκ. Δυστυχώς εγώ άκουγα απλά τις εκτελέσεις
τους και τις περιγραφές τους, διότι η διατροφή μου περιλάμβανε ένα φτωχό και
ταπεινό σπανακόρυζο για σήμερα. Έσπασα το κατεστημένο ήθελα να
σκέφτομαι, αλλά η αλήθεια ήταν ότι «όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια». Λιγουρεύτηκα πραγματικά πολύ τα φαγητά των φιλενάδων, όμως «μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος»; Αποχαιρετιστήκαμε, ανανεώσαμε το
ραντεβού και «ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του».
Μπα σε καλό μου τι με έπιασε απόψε με τις παροιμίες; Λες να είναι κι αυτό σύμπτωμα εκείνου του γιου; Ή του εγκλεισμού; Ό,τι και να’ ναι έχει ενδιαφέρον
ο συνειρμός αυτός. Δείχνει αν μη τι άλλο ότι ο εγκέφαλος ακόμα λειτουργεί σωστά. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Ώρα για το σεργιάνι στην τηλεόραση. Όλο και κάτι δείχνει, κάπου κολλάω, κάπου βαριέμαι, κάπου νυστάζω, κάπου έφτασε η ώρα του αποχωρισμού από τη μεγάλη αυτή ημέρα της Εθνικής μας Επετείου. Της 25ης Μαρτίου που ενώ πέρυσι μας είχε βρει στους δρόμους και στις ταβέρνες να τρώμε μπακαλιάρους,
σήμερα μας βρήκε κεκλεισμένων των θυρών και μάλιστα με σπανακόρυζο. Βρε δε βαριέσαι, μέρα ήταν και πέρασε, μπόρα είναι και θα περάσει. Η ζωή συνεχίζεται……..
Ημέρα 6η (Πέμπτη 26-3-2020)
Άνοιξα τα μάτια μου γεμάτη ενοχές. Η ώρα ήταν ήδη 9.30 κι εγώ ακόμη στο
κρεβάτι. Με περίμενε και μια δουλειά, γιατί όπως θυμάστε δεν βρίσκομαι σε
άδεια αλλά σε τηλεεργασία. Εντάξει δεν είπαμε να χτυπάω κάρτα στις 7.30 αλλά
και το 9.30 μου φάνηκε υπερβολικό. Ωστόσο δε με είχε αναζητήσει κανείς οπότε όλα καλά.
Πρωινό, καφές και μπλα μπλα μπλα τα ίδια κι απαράλλαχτα με τις προηγούμενες
ημέρες. Αυτό που με ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι όλη σχεδόν την
εβδομάδα είχαμε στερηθεί τη βόλτα στο πάρκο και στην εξοχή. Αυτή δεν ήταν άνοιξη, αντίθετα είχαν ανοίξει οι ουρανοί και μαζί τους και οι ασκοί του Αιόλου. Σωστός χειμώνας.
Η σύνδεση στο σύστημα της υπηρεσίας έγινε γρήγορα και με επιτυχία. Υπήρχαν υποθέσεις που περίμεναν την διεκπεραίωσή τους. Ώρα λοιπόν για δουλειά. Το γεγονός ότι βρισκόμουν στο σπίτι ασφαλής, ζεστά και αναπαυτικά, έκανε την εργασία πιο ευχάριστη. Τα ίδια πράγματα υπό άλλες συνθήκες. Χρειάστηκαν
βέβαια κάμποσα τηλεφωνήματα με συνεργάτες, προϊσταμένους και διευθυντές προκειμένου να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί ένα έγγραφο, συν τα e-mails που έφευγαν κι επέστρεφαν, αλλά είχε κι αυτό κάποιο ενδιαφέρον. Ανάμεσα σ’
όλα αυτά αντάλλασσα και κάποια μηνύματα με φίλους και γνωστούς. Η δε Λούνα ανενόχλητη και απερίσπαστη μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε.
Ευτυχώς φαγητό υπήρχε από την προηγούμενη ημέρα, γιατί μέχρι τις 15.30
οπότε και ολοκληρώθηκε τυπικά το ωράριό μου, ήμουν συνεχώς απασχολημένη.
Οι μέρες αυτές δε μοιάζουν με μέρες εγκλεισμού και αποκλεισμού αφού το
οκτάωρο περνάει πολύ γρήγορα σαν να ήμουν στο γραφείο. Οι καθημερινές
είναι πιο υποφερτές από τα Σαββατοκύριακα. Ιδού το συμπέρασμα.
Η ώρα της αποχώρησης από τον τόπο εργασίας είχε φτάσει. Ευτυχώς γιατί είχα αρχίσει να νιώθω το αίσθημα της πείνας. Αποσύνδεση στα γρήγορα και δρομολόγιο προς την κουζίνα. Νοστιμότατο το φαγητό αν και χθεσινό. Το καταβρόχθισα στην κυριολεξία και με βαρύ πλέον στομάχι τράβηξα κατά τον χώρο αναπαύσεως.
Άντε πάλι τα καθιερωμένα
μου στο χαρτί, πίστευα ότι θα είχα πολλά πράγματα να γράφω. Και όντως η
πρώτη ημέρα ήταν πλούσια, αλλά καθώς περνούσαν οι μέρες διαπίστωνα ότι όλα
γίνονταν λιγότερα. Κάτι σήμαινε αυτό. Ενώ οι στιγμές περιγράφονταν με πλούτο
και συναίσθημα, ξαφνικά όλο αυτό χάθηκε. Οι περιγραφές γίνονταν πιο κοφτές
και πιο βαρετές. Η αλλαγή στη ζωή μας είχε αρχίσει να έρχεται. Αυτό που
φοβόμουν για την αποξένωση και απομάκρυνση των ανθρώπων ήταν προ των πυλών. Περιμένω να δω αν οι επόμενες ημέρες φέρουν κάποια αισιοδοξία κι ελπίδα. Προσμονή ως την ΑΝΟΙΞΗ λοιπόν που βάλθηκε κι αυτή να παίξει μαζί
μας και να κρυφτεί για τα καλά. Λίγες ειδήσεις, λίγο διάβασμα, λίγο ζάπινγκ και ώρα για ύπνο. Τουλάχιστον στα όνειρα είμαστε ακόμη ελεύθεροι. Μπορούμε να ταξιδεύουμε, να τρέχουμε, να αγκαλιαζόμαστε και να φιλιόμαστε. Όνειρα γλυκά και ταξιδιάρικα!!!
Ημέρα 7η (Παρασκευή 27-3-2020)
Η έβδομη ημέρα της απομόνωσης και το πρωινό ξύπνημα είχε γίνει πια ρουτίνα.
Ή μάλλον τα ξυπνήματα αφού πάντα προηγείτο ένα για το τάισμα του «μωρού», έτσι είχαμε καταντήσει, και μετά από μερικές ώρες ακολουθούσε το κανονικό.
Η κανονικότητα όμως με είχε φέρει αντιμέτωπη με το 10.00. Και η μέρα εργάσιμη. Τελευταία της εβδομάδας οπότε έπρεπε να ανταποκριθώ στο έπακρον.
Γρήγορα γρήγορα με την τσίμπλα στο ένα μάτι και το άλλο μισάνοιχτο έτρεξα
να ενεργοποιήσω το κεφάλαιο γραφείο. Ήδη είχα καθυστερήσει αρκετά. Στη συνέχεια σειρά είχαν όλα τα διαδικαστικά του πρωινού. Η Λούνα νιαούρισε ζητιανεύοντας κάτι τις και σαν επιβράβευση της καλής της διαγωγής πήρε λίγο γάλα. Μετά την απόλαυση του πρωινού καλωδιώθηκα στη θέση της εργασίας και
βάλθηκα να φέρω εις πέρας όλα όσα περίμεναν ανυπόμονα. Ήδη όση ώρα εγώ ακόμη κοιμόμουν μου είχαν ανατεθεί αρκετές υποθέσεις.
Γρήγορα όλα πήραν τον δρόμο τους. Μπήκε μια τάξη και άρχισαν οι λογής
επικοινωνίες. Τηλεφωνήματα, e-mails και πάλι τηλεφωνήματα και ξανά e-mails. Αυτό κράτησε ώρες μια και τα θέματα ήταν πολλά. Βλέπετε μπορεί η τηλεεργασία να είναι καλή και ασφαλής όμως κάτι που δια ζώσης θα
ολοκληρωνόταν σε μισή ώρα, τώρα ήθελε το διπλάσιο και βάλε. Δεν παραπονιόμουν όμως, γιατί έτσι έχανα την αίσθηση του χρόνου και το αίσθημα της πλήξης.
Το μεσημέρι πλησίαζε και φαγητό γιοκ. Ήλπιζα ότι θα είχα χρόνο κατά τη διάρκεια των εργασιών να φροντίσω και γι’ αυτό, αλλά είχα πέσει έξω. Και καθώς
είχα δρομολογήσει τις υποθέσεις μου, βάλθηκα να ασχοληθώ με την ετοιμασία
του γεύματός μου. Αράδιασα στον πάγκο όλες τις πρώτες ύλες, τα σκεύη πήραν
τη θέση τους και σίγουρη ότι θα μαγειρέψω άρχισα τις διαδικασίες. Ένα ξαφνικό
τηλεφώνημα όμως με ανάγκασε να τα διακόψω όλα, καθώς στην άλλη άκρη της
τηλεφωνικής γραμμής ο διευθυντής περίμενε μάλλον ανυπόμονα. Γρήγορα
εγκατέλειψα τον χώρο της κουζίνας και καθώς όπως προ είπα λόγω των ημερών διόδια δεν υπήρχαν, πέρασα τα σύνορα προς το σαλόνι. Η επικοινωνία ολοκληρώθηκε επιτυχώς και ακολούθησαν μερικά ακόμη τηλεφωνήματα και emails που προέκυψαν από αυτό το αναπάντεχο τηλεφώνημα. Όλα έβαιναν καλώς. Τίποτα πια δεν μπορούσε να με διακόψει αφού η ώρα του τέλους της εργασίας πλησίαζε και επισήμως.
Το φαγητό ολοκληρώθηκε και κλείνοντας όσα παράθυρα και πόρτες είχα
ανοιχτά στην οθόνη του υπολογιστή, βάλθηκα να το απολαύσω. Σειρά είχε ο
κακόμοιρος ο καναπές που κοντεύει πια να ανοίξει λαγούμι από τόσες ώρες χρήσης. Μα πριν προλάβω να εναποθέσω το κουρασμένο μου κορμί στους
κόλπους του, ένας θόρυβος από τη σκάλα συνοδευόμενος και από φωνές με
έκαναν να πλησιάσω προς την εξώπορτα. Σαν μια καλή κουτσομπόλα όπως αυτές
που βλέπουμε στις ταινίες, έχοντας βρει ένα ενδιαφέρον σ’ αυτήν τη μονοτονία
των ημερών, μισάνοιξα την πόρτα προσπαθώντας να ακούσω τι συνέβαινε στο
βάθος της σκάλας. Ο ένοικος του διαμερίσματος ενός ορόφου κάτω από το δικό
μου ούρλιαζε στο ένα από τα δύο μεγαθήρια – σκυλιά που έχει εκλιπαρώντας το
να ανέβει στη σκάλα. Τουτέστιν είχε κατεβεί ως την είσοδο τρελό κι αδέσποτο
κατά το λαϊκό άσμα. Η περιέργειά μου με εμπόδισε ώστε να κλείσω την πόρτα
κι έτσι συνέχισα να κρυφακούω από τη χαραμάδα. Ποδοβολητά προς τα πάνω.
Είχαν φτάσει αισίως στον όροφό τους. Και πριν προλάβω καλά καλά να συνειδητοποιήσω αν η περιπέτεια είχε τελειώσει, ακούω ξανά να φωνάζει: «Ήρα
κατέβα κάτω». Τι να σήμαινε αυτό άραγε; Ποιο ήταν το πάνω που ανέβαινε; Ίσα
που πρόλαβα κι έσπρωξα την πόρτα και η Ήρα βρισκόταν στο κατώφλι μου. Το ματάκι της πόρτας ήταν αρκετό για να την προδώσει. Ευτυχώς που πρόλαβα και δεν «θρηνήσαμε θύματα».
Με την καρδιά μου να έχει φτάσει στις πατούσες, χώθηκα στον καναπέ κι έμεινα ακίνητη εκεί μέχρι αργά το απόγευμα. Ένα μήνυμα από τις φίλες με ενημέρωνε
ότι σήμερα δεν είχε καφέ λόγω ανωτέρας βίας των φιλενάδων. Ραντεβού το επόμενο πρωί στις 11.00. Σάββατο βλέπετε και δουλειά δεν θα υπήρχε οπότε χωρίς τύψεις θα μπορούσα να πιώ το καφεδάκι μου ανενόχλητη με τις
αγαπημένες μου φίλες.
Λίγη ταχτοποίηση στους χώρους του σπιτιού, μερικά τηλέφωνα με φίλους, γνωστούς και συγγενείς και γρήγορα η ώρα πέρασε. Συντροφιά με τη Λούνα
απολαύσαμε μια ταινία στην τηλεόραση, παίξαμε λίγο στον Η/Υ και αναχωρήσαμε για τους κοιτώνες μας. Άλλη μια μέρα είχε φτάσει στο τέλος της.
«Άλλη μια μέρα δίχως σκοπό, μια καλημέρα, τι να την πω.
Βαριά η ανάσα πέτρα η καρδιά, πόνος ασήκωτος η μοναξιά».
¶ ¶ ¶ ¶ ¶ ¶ ¶ ¶ ¶ ¶ ¶