ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ_Τα Νεκρομαντεία του Αρχαίου Κόσμου

Page 1

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

1




Εικόνα εξωφύλλου Αναπόληση του Angelus Millet, Salvador Dali, 1935


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ -ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ__7003 ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΠΑΛΥΒΟΥ ΚΑΛΛΙΡΟΗ

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΉ___________________________________________9 Ορολογία____________________________________13 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1ο_Περί θανάτου και ψυχής______________15 Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία__________________19 Αρχαία Ελληνική Μυθολογία_________________28 Αρχαία Ελληνική Λατρεία____________________57 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2ο_Η τέχνη της μαντικής_________________73 Γενικά στοιχεία______________________________75 Νεκρομαντεία_______________________________81 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3ο_Τα μαντεία των νεκρών_________________93 Τα μαντεία__________________________________95 Το νεκρομαντείο του Αχέροντα________________99 Το ψυχοπομπείο του Ταινάρου_______________111 Το νεκρομαντείο της Αβέρνης________________118 Το νεκρομαντείο της Ηράκλειας_____________126 Η περίπτωση του Τροφώνιου άνδρου_________130 ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4ο_Ψηλάφηση των συμβολισμών_________133 Κοινά χαρακτηριστικά των νεκρομαντείων_____135 Το νεκρομαντείο ως κατώφλι στην ετερότητα__139 ΑΝΤΙ ΕΠΊΛΟΓΟΥ__________________________________ 143 ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ______________________________________153 ΠΗΓΈΣ____________________________________________171



ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

9

The mirror’s ghost lies outside my body, and by the same token my own body’s invisibility can invest the other bodies I see. MERLEAU-PONTY, Eye and Mind


10

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ και ο ρόλος των νεκρομαντείων, καθώς και η εφαρμογή της

11

νεκρομαντικής τέχνης, αποτελούσε ανέκαθεν, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, σημείον αντιλεγόμενον. Τόποι απομακρυσμένοι, ανοίκειοι και σκοτεινοί, τα μαντεία αυτά υπηρετούσαν την τέχνη της νεκρομαντείας, αλλά και της χθόνιας λατρείας, ταπεινά και διακριτικά. Οι αρχαίοι συγγραφείς, σαν να συγκατάνευσαν σε αυτή τη συμφωνία σιωπής, παραδίδουν περιορισμένες αναφορές για τα μυστηριώδη μαντικά κέντρα, τα οποία, μετά το τέλος της αρχαιότητας, για χρόνια πέρασαν στη σφαίρα του μύθου. Η άγνωστη τελετουργία τους και η σύνδεσή τους με το θάνατο και τον νεκρό κόσμο του, τύλιξε τα νεκρομαντεία με ένα πέπλο ανησυχίας και δεισιδαιμονιών, οι οποίες συχνά σχετίζονταν με τις πρακτικές της μαγείας. Αφιερωμένα, συνήθως, στους φοβερούς θεούς του Κάτω Κόσμου, επρόκειτο για ιερά με έντονα χθόνιο και πένθιμο χαρακτήρα. Επίσης, η επαφή και η επικοινωνία με τους νεκρούς, με σκοπό την προφητεία, καθιστούσε τη νεκρομαντεία τη διεισδυτικότερη μορφή μαντικής, η οποία όμως παρέμενε δυσοίωνη και επικίνδυνη, και συνεπώς τα κέντρα εφαρμογής της θεωρούνταν τρομερά και αφιλόξενα. Ωστόσο, το κυριότερο χαρακτηριστικό των μαντείων αυτών ήταν το ότι υποδείκνυαν εισόδους προς τον κόσμο των νεκρών· εξού και η δυνατότητα επικοινωνίας με τις ψυχές. Αποτελούσαν το κατώφλι του Κάτω Κόσμου, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ζωής και θανάτου. Τα νεκρομαντεία συνέθεταν με εξαιρετικό τρόπο την μυστηριακή ατμόσφαιρα της χθόνιας τελετουργίας και την τέχνη της πρόβλεψης του μέλλοντος, στο μεταίχμιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Στόχος της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η σκιαγράφηση των αντιλήψεων σχετικά με το θάνατο και η στοιχειώδης αναφορά στην τέχνη της μαντικής, ώστε να γίνει κατανοητό το γενικό πλαίσιο στο οποίο εμφανίστηκε και εφαρμόστηκε η νεκρομαντεία, και στη συνέχεια η εξέταση των τεσσάρων μεγάλων νεκρομαντείων του ελληνικού χώρου, μέσα από το πρίσμα των συμβολισμών που, ως μαντεία και πύλες ταυτόχρονα, αυτά κοινωνούν.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ



ΣΕ ΜΊΑ ΠΡΟΣΠΆΘΕΙΑ

κατανόησης των νεκρομαντείων ως προς τη λειτουργία τους, θεωρείται αναγκαία μια γλωσσολογική εξέταση των σχετικών ονομασιών και των ορισμών τους, καθώς ο πλούτος και η σοφία της ελληνικής γλώσσας βοηθούν καταλυτικά στην ερμηνεία και αφομοίωση των εννοιών.

1

Νεκυόριον, από τα νέκυς (=νεκρός) και οράω-ώ (=βλέπω)

13

Ο όρος νεκρομαντείο προέρχεται από το αρχαίο νεκυομαντείο, που σήμαινε ΄΄χώρος νεκρομαντείας΄΄, ΄΄μαντείο των νεκρών΄΄ ή ΄΄μέρος που προφητεύουν οι νεκροί΄΄. Ετυμολογικά προκύπτει από τη σύνθεση των λέξεων νέκυς (= αρχ. νεκρός) και μαντεία, και επιβεβαιώνεται ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. Κατ΄ αντιστοιχία, η λέξη νεκρομαντεία προέρχεται από τη νεκυομαντεία, ωστόσο ο όρος αυτός και ο όρος νέκυια δεν επιβεβαιώνονται πριν τον 3ο αιώνα π.Χ., αν και είναι πιθανό να χρησιμοποιούνταν και παλαιότερα (Odgen, 2011:20). Η νεκρομαντεία ερμηνεύεται ως η μαντεία κατά την οποία γίνεται επίκληση των ψυχών των νεκρών για επικοινωνία με τους ζωντανούς (Μπαμπινιώτης, 2002:1169, λήμμα νεκρομαντεία). Η προφητεία του νεκρού μπορεί να είναι αποκάλυψη κάποιας κρυφής πληροφορίας, μια πρόβλεψη κ.α. Κατ΄ επέκταση, ο νεκρομάντης είναι το πρόσωπο το οποίο ασκεί νεκρομαντεία. Παραπλήσιοι όροι με το νεκρομαντείο είναι το ψυχαγωγείο και το ψυχοπομπείο. Ο πρώτος προκύπτει από τα ψυχη+άγω (=οδηγώ), και συνήθως ερμηνεύεται ως ΄΄χώρος ανάκλησης φαντασμάτων/ψυχών΄΄. Η χρήση του είναι διαδεδομένη κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. Αντίθετα, πρώτος ο Πλούταρχος, το 100 μ.Χ. χρησιμοποιεί τη λέξη ψυχοπομπείο, εννοώντας το ΄΄χώρο μεταγωγής των ψυχών΄΄. Από τις ονομασίες αυτές προέρχονται και τα προσωνύμια του θεού Ερμή ψυχαγωγός και ψυχοπομπός, λόγω της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τη μυθολογία, να συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Άδη. Τέλος, τον 5ο αιώνα μ.Χ., ο λεξικογράφος Ησύχιος μεταφράζει το λακωνικό νεκυόριον1 ως ΄΄χώρο θέασης νεκρών΄΄, ενώ τον 6ο αιώνα εντοπίζεται το ουσιαστικό ψυχομαντεία, δηλαδή ΄΄ προφητεία των ψυχών΄΄ (Odgen, 2011:53). Η εννοιολογική ερμηνεία του νεκρομαντείου μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εξέτασης και ανάλυσης των δύο όρων που συνθέτουν τη λέξη ετυμολογικά, της μαντείας, συνθετικό που ορίζει τη βασική ιδιότητα του αντικειμένου, και του νεκρο-, συνθετικό που προσδιορίζει και συγκεκριμενοποιεί την ιδιότητα, σχετίζοντάς τη άμεσα με την έννοια του θανάτου. Για το λόγο αυτό, στη συνέχεια του παρόντος συγγράμματος, προτού γίνει αναλυτική παρουσίαση των νεκρομαντείων και της λειτουργίας τους, θα αναλυθούν αρχικά η στάση και οι πεποιθήσεις των αρχαίων Ελλήνων απέναντι στο μυστήριο του θανάτου, καθώς και σχετικές τελετές και έθιμα, και κατόπιν η τέχνη της μαντείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι πρακτικές που χρησιμοποιούνταν. Στόχος της εξέτασης αυτών των εννοιών είναι η κατανόηση του ευρύτερου πλαισίου στο οποίο εμπίπτουν τα νεκρομαντεία, εφόσον αυτά σχετίζονται εξίσου με το θάνατο και τη μαντεία.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΟΡΟΛΟΓΙΑ



15

1

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


16

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Τ

17

Ο ΦΑΙΝΌΜΕΝΟ του θανάτου απασχόλησε τον άνθρωπο από τα πρώτα του κιόλας βήματα στον κόσμο και τον πολιτισμό, προβληματισμός που παράλληλα αποδεικνύει και την ψυχική και νοητική του ανάταση σε σχέση με τα υπόλοιπα όντα. Την παραπάνω άποψη υπαινίσσεται ο Αισχύλος στον Προμηθέα Δεσμώτη, όταν ο φιλάνθρωπος Τιτάν αναφέρει ότι οι άνθρωποι, μέχρι την εποχή του, ήταν σε ανεξέλεγκτη, σχεδόν ζωώδη κατάσταση, και δεν είχαν επίγνωση του θανάτου· αιώνες αργότερα ο Βολταίρος θα σχολιάσει ότι ΄΄το ανθρώπινο είδος είναι το μόνο που γνωρίζει ότι θα πεθάνει΄΄. Ωστόσο, διαχρονικά και διαπολιτισμικά, το ζήτημα του θανάτου και του τι μέλλει γενέσθαι μετά από αυτόν στέκει ερμητικό και μεγαλειώδες μπροστά στην ανθρώπινη σκέψη, προκαλώντας ταυτόχρονα ενστικτώδη φόβο και δέος, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση πλήθους σχετικών θεωριών και πεποιθήσεων, οι οποίες άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε απομακρύνονται από το θρησκευτικό αίσθημα, επιχειρώντας είτε ωραιοποίηση είτε ανάσχεση και άρνηση του φαινομένου, πάντα όμως με κοινή συνισταμένη την προσπάθεια της, τρόπον τινά, ορθολογιστικής κατανόησης και ερμηνείας του. Οι αντιλήψεις περί θανάτου στην αρχαιότητα είναι συνυφασμένες με τον κύκλο της ζωής, όπου ζωή και θάνατος είναι μέρη μιας ενότητας, σημεία του ίδιου κύκλου. Έχοντας αυτό ως βάση, τα έθιμα γύρω από το νεκρό και το θάνατο αντικατοπτρίζουν και επιτρέπουν, όχι μια οριστική ρήξη ή κατάργηση του θανάτου, αλλά μια ιερή σύμβαση με αυτόν, με στόχο τη συνέχεια του κύκλου της ζωής και, συνεπώς, της γονιμότητας, η έννοια της οποίας διαποτίζει βαθιά το σύνολο των αρχαίων ελληνικών μύθων. Ακρογωνιαίος λίθος των πεποιθήσεων σχετικά με τη ζωή και την παγκόσμια τάξη ήταν η Μοίρα, το Πεπρωμένο, η Τύχη. Αυτή, ανώτερη θεών και ανθρώπων, όριζε την εξέλιξη κάθε ύπαρξης, θέτοντας κανόνες που εξασφάλιζαν τη σταθερότητα και το γενικό πλαίσιο της ζωής του κόσμου (Mirau, Παναγιώτου, 1987:21-3). Η ελληνική μυθολογία, και κατ΄ επέκταση η ελληνική θρησκεία, χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία στις θεότητες διαχρονικά, αλλά και από τόπο σε τόπο, παραδίδοντας συχνά αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές. Ωστόσο, η εμφάνιση των αντιφατικών αφηγήσεων δεν είναι αναγκαίο να οφείλεται στην αδέξια καταγραφή, αλλά υποδεικνύει μια τάση συμπερίληψης και αντοχής στην αμφιθυμία και την αντίθεση· υιοθέτηση συζευκτικής και όχι διαζευκτικής στάσης, τάση πρόδηλη διαχρονικά στον ελληνικό πολιτισμό, η οποία εκφράζεται διαμέσου μιας διαλεκτικής σχέσης με το άγνωστο, με το άλλο. Η όποια ομοιομορφία εμφανίζεται στη θρησκεία ή την

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 18

λατρεία οφείλεται κυρίως στα μεγάλα θρησκευτικά κέντρα του ελληνικού κόσμου, τα οποία συχνά διαμόρφωναν κοινές κατευθύνσεις και επιταγές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες φιλόσοφοι, αν και μορφώθηκαν στα θρησκευτικά κέντρα της εποχής, δεν απέδωσαν ιερατικό έργο. Αυτό οφείλεται στη γενική ελευθερία δράσης και έκφρασης που διέπει τον ελληνικό κόσμο, προστατευμένη από τους Θεούς, η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης ως ανεξάρτητη, και όχι ως επέκταση της ιερατικής. Όσον αφορά στην προσέγγιση των θέσεων και πεποιθήσεων σχετικά με το θάνατο στο παρόν σύγγραμμα, οι ελληνικές αντιλήψεις εξετάζονται ως προς τρεις αφετηρίες: την ελληνική φιλοσοφική σκέψη, την ελληνική μυθολογία και τα αρχαία ελληνικά έθιμα σχετικά με το θάνατο, τη λατρεία, δηλαδή, των νεκρών. Ως προς τη φιλοσοφική σκέψη, κρίνεται σκόπιμο να παρουσιασθούν οι στάσεις των φιλοσόφων εκείνων που ασχολήθηκαν με την κοσμολογία και μελέτησαν τις έννοιες της ψυχής και του θανάτου, επηρεάζοντας πιθανώς και τις αντιλήψεις των μεταγενέστερων. Σχετικά με την ελληνική μυθολογία, αφού πρώτα αναλυθεί η έννοια, η λειτουργία και η σημασία του μύθου, στη συνέχεια θα γίνει εκτενής αναφορά των αντιδιαμετρικών κόσμων των νεκρών και των θεών, καθώς και σχολιασμός μύθων, οι οποίοι κρίνεται πως σχετίζονται με το θάνατο, αλλά και τη νεκρομαντεία σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Τέλος, θα παρουσιαστούν τα έθιμα για το νεκρό και το θάνατο στον ελλαδικό χώρο, όπως αναφέρονται στην ελληνική γραμματεία, αλλά και όπως αυτά επιβεβαιώνονται από αρχαιολόγους και ιστορικούς. Η απόσταση του σήμερα από την αρχαιότητα, αναφορικά με την αντίληψη των Ελλήνων για το θάνατο, απλώνεται στον αδιαπραγμάτευτο χρόνο των αιώνων, προσφέροντας ταυτόχρονα δυνατότητες, ως προς την εναργέστερη παρατήρηση των νοοτροπιών, και περιορισμούς, ως προς τη γνώση των πηγών, τον αριθμό των διασωθεισών, και την ερμηνεία τους από μέρους των μελετητών.

1

Εικ. 1. Έρωτας και Ψυχή Antonio Canova


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Α

Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου Πλάτωνας, Φαίδων

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Επίκουρου, ο οποίος υποστήριζε ΄΄Άφοβον ο θεός΄΄, θέση αντιφατική σχετικά με την παραδοσιακή εικόνα των Ολυμπίων, μολονότι ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα ευσεβής και τιμούσε τους θεούς. 2

19

ΔΙΑΜΦΙΣΒΉΤΗΤΑ, η φιλοσοφία και η θρησκεία έχουν διαφορές και ομοιότητες. Η βασική διαφορά τους είναι ότι η πρώτη σχετίζεται με τη νόηση και στηρίζεται στη φυσική εμπειρία, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με το συναίσθημα και τη φαντασία και στηρίζεται στην αποκάλυψη (ιεροφάνεια). Αντίθετα, η κύρια ομοιότητα των δύο είναι ότι έρχονται να απαντήσουν στο ερώτημα ΄΄από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε΄΄ και να ικανοποιήσουν θεωρητικές και πρακτικές ανάγκες (Θεοδωρίδης, 1982:18-19). Όταν στη θρησκεία και τη μυθολογία οι αφηρημένες έννοιες που εκφράζουν τη γένεση και την κοσμογονία, αντιστοιχούν σε θεϊκές προσωποποιήσεις, στη φιλοσοφική σκέψη τα κοσμογονικά ερωτήματα απαντώνται με συγκεκριμένες φιλοσοφικές θεωρίες. Στον ελλαδικό χώρο παρατηρείται μια προφιλοσοφική, και περισσότερο θρησκευτική, ερμηνεία του ζητήματος στα ομηρικά έπη. Ψυχή σημαίνει πνοή, η απουσία της οποίας είναι το απλούστερο εξωτερικό γνώρισμα του θανάτου. Κατά τον Όμηρο, τη στιγμή του θανάτου ΄΄κάτι΄΄ εγκαταλείπει το σώμα· η πνοή, η ψυχή. Ωστόσο, δεν αποτελεί πρόσωπο, καθώς διέπεται από ασυνειδησία, αναισθησία (απουσία αισθήσεων) και έλλειψη ταυτότητας, και συχνά αναφέρεται ως είδωλο ή ομοίωμα, και ταυτίζεται με πνεύμα ή φάντασμα, μια φασματική δηλαδή μορφή. Δεν διαθέτει υλική-φυσική υπόσταση, και καμία δύναμη ή ζωτική ενέργεια· βρίσκεται σε μια υποδεέστερη κατάσταση ύπαρξης. Στη μορφή, είτε διατηρεί χαρακτηριστικά που είχε ο νεκρός εν ζωή, είτε παραμένει στην κατάσταση του θανάτου του. Η ψυχή – είδωλο του νεκρού περιγράφεται είτε ως σκιά με υπόλευκο χρώμα, ντυμένη στα λευκά ή στα μαύρα, είτε ως μικρή φτερωτή ανθρώπινη μορφή, κυρίως στην εικονογραφική τέχνη (Odgen, 2011:107). Λόγω της ασάφειας και της έλλειψης ενότητας μεταξύ τους, οι σχετικές με το θάνατο πεποιθήσεις, εμφανίζουν μεγαλύτερες αποκλίσεις και ριζικότερες μεταβολές από αυτές σχετικά με τους θεούς, ώστε να είναι ασφαλείς μόνο κάποιες υποθέσεις και υπαινιγμοί για την εξέλιξη και τις καταβολές τους. Σταδιακά, οι πρωιμότερες ποιητικές εκδοχές άρχισαν να παραμερίζονται, επιτρέποντας διαφορετικές προσεγγίσεις του ζητήματος του θανάτου, είτε από θρησκευτική είτε από φιλοσοφική αφετηρία. Ωστόσο, ΄΄ο Ίωνας ραψωδός (Όμηρος) έστρωσε το δρόμο στους Ίωνες φιλοσόφους της φύσης ώστε να διερευνήσουν με τα δικά τους μέσα και τις δικές τους προσπάθειες να ανακαλύψουν τάξη και συνοχή στον κόσμο΄΄· εκεί ίσως θα μπορούσε να τοποθετηθεί και η απαρχή της ελληνικής επιστήμης (Nilsson, 1987:190). Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι η μυθολογία, οι λατρευτικές τελετές και η φιλοσοφική σκέψη συνυπάρχουν ακόμα και όταν οι θέσεις τους μοιάζουν αντίθετες, και δεν αναιρούνταν τελετουργίες ή έθιμα2.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ως επίσημη αντίληψη για το φαινόμενο του θανάτου, και το μετά αυτού, μπορεί να θεωρηθεί η εκδοχή που στηρίζουν και προωθούν τα ιερατεία των κρατικών μαντείων και των ιερών, με κυρίαρχο αυτό των Δελφών, η οποία βασίζεται στους κοσμολογικούς μύθους του Ησιόδου και του Ομήρου. Σύμφωνα με αυτή, παγκόσμιος προορισμός είναι ο Κάτω Κόσμος, ένα ζοφερό αντίστοιχο του κόσμου των ζωντανών, όπου η ψυχή του κάθε νεκρού αδιακρίτως συνεχίζει να υπάρχει για πάντα. Σταδιακά, διαμορφώνεται η άποψη ότι οι μυημένοι στα μυστήρια, κυρίως τα Ελευσίνια, εξασφάλιζαν ένα είδος ΄΄μακαριότητας΄΄ στον Άδη, ενώ κατά άλλους, η τύχη της ψυχής κρινόταν από την ευσέβεια που είχε επιδείξει ο καθένας εν ζωή (Burkert, 1993:414).

ΟΥΔΕΝ ΕΦΗ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ ΔΙΑΦΕΡΕΙΝ ΤΟΥ ΖΕΙΝ

20

ΘΑΛΗΣ

2 Εικ. 2. Θαλής ο Μιλήσιος

Ο φιλοσοφικός προβληματισμός σχετικά με το ζήτημα του θανάτου, και ως εκ τούτου της ψυχής, αποφέρει τα πρώτα δείγματα ήδη στους προσωκρατικούς κύκλους, στις δημοκρατικές πόλεις της Ιωνίας, από όπου ξεπήδησε ο ελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός. Συγκεκριμένα, οι Ίωνες φιλόσοφοι της Μιλήτου συνηθίζουν να δίνουν ορθολογιστική και πνευματική φύση στην ψυχή, η οποία διαμορφώνει την ύλη, έξω από την ύλη, σε μια προσπάθεια να εξηγήσουν το κοσμικό πρόβλημα, την αρχή και την ουσία του κόσμου. Ένας από τους σημαντικότερους Ίωνες φιλοσόφους, ο Θαλής, μέσω των διατυπώσεών του σχετικά με τον εξωτερικό φυσικό κόσμο, θέτει τη βάση της επιστημονικής μελέτης της ψυχής, σύμφωνα με τη μέθοδο της λογικής παρατήρησης. Διατυπώνει τη θέση πως τα πάντα είναι έμψυχα, δείχνοντας τη σύνδεση της ψυχής με την έννοια και το φαινόμενο της ζωής και της λειτουργίας της, ώστε τελικά, για τον Ίωνα φιλόσοφο, η ψυχή να συνιστά στην ουσία την ίδια τη ζωή. Ο Αναξαγόρας θεώρησε ότι είναι ο Νους εκείνος που ελέγχει όλα τα έμψυχα, όπως ελέγχει και την έναρξη της κοσμικής περιστροφής, επιδρά στο κοσμικό γίγνεσθαι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Υπήρχαν δύο τύποι μαθητών, αυτοί που ονομάζονταν ακούοντες και ήταν οι ΄΄εξωτερικοί΄΄, δεχόμενοι ακούσματα χωρίς αποδείξεις και αιτιολογήσεις., και οι εταίροι, οι οποίοι μετά πέντε χρόνια σιωπής, αν κρίνονταν άξιοι, ονομάζονταν ομιλούντες ή μαθηματικοί. Οι εταίροι έβλεπαν τον Πυθαγόρα κατά τη διδασκαλία και διδάσκονταν μαθηματικά και γεωμετρία. 4 Βασική συνήθεια του ορφικού βίου ήταν ο ασκητισμός, στενά συνδεδεμένος με τη θρακική λατρεία του Διονύσου, ο οποίος προφύλασσε τη ψυχή και τη διατηρούσε αγνή και 3

21

ρήση του ΄΄Από παντού όμοια είναι η κατάβαση στον Άδη΄΄. Ενδεικτικά, άλλοι προσωκρατικοί που προβληματίστηκαν στο περί θανάτου ζήτημα, ήταν ο Εφέσιος Ηράκλειτος, ο ΄΄σκοτεινός΄΄ φιλόσοφος και ο Εμπεδοκλής από τη Σικελία. Στη δυτική πλευρά του ελλαδικού χώρου, η φιλοσοφική σκέψη αναπτύχθηκε στις αγροτικές αριστοκρατικές περιφέρειες της Ιταλίας. Ο Πυθαγόρας, αν και γεννημένος στη Σάμο, έζησε και έδρασε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Πρόκειται για ένα από τους μεγαλύτερους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, αλλά και μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής και ιδρυτής της Πυθαγόρειας σχολής, η οποία εμφανίζεται ως πολιτικό, θρησκευτικό και φιλοσοφικό κίνημα στις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας. Οι βιογράφοι τον θέλουν να μαθήτευσε στα αιγυπτιακά μυστήρια και κοντά σε Χαλδαίους και Μάγους, αλλά και να μυήθηκε στα ελληνικά και κρητικά μυστήρια· παρουσιάζεται, επίσης, από την παλαιή παράδοση ως ιεροφάντης μιας ανατολίζουσας λατρείας της Μητέρας. Ο Πυθαγόρας πιστοποιεί τη θεωρία περί αθανασίας με την εμπειρία κατάβασής του στον Άδη (Burkert, 1993:414). Οι Πυθαγόρειοι πρώτοι διατύπωσαν και υποστήριξαν ένθερμα τη θεωρία της μετενσάρκωσης, σύμφωνα με την οποία η ψυχή περνούσε πολλαπλά στάδια ενσαρκώσεων. Για το λόγο αυτό έπρεπε κατ΄αρχάς να καλλιεργήσουν την ψυχή τους και μετά να δεχτούν τους λόγους της φιλοσοφίας3, καθώς και να υιοθετήσουν τον ΄΄πυθαγόρειο βίο΄΄. Απέδιδαν στην έννοια της ψυχής αποφασιστική σημασία, ως φορέα αυτόνομης ύπαρξης· αντίληψη καινοτόμα και αντίθετη με την μέχρι τότε πεποίθηση περί ασυνειδησίας της ψυχής-σκιάς του νεκρού. Κατά το συλλογισμό των Πυθαγορείων, κάτι το οποίο δίνει ζωή δεν μπορεί παρά να είναι μια αστείρευτη ζωοδότης δύναμη που προέρχεται από το Απόλυτο – Θεό. Συγγενικό αλλά όχι ταυτόσημο με το πυθαγόρειο, ήταν και το δόγμα των Ορφικών (η ίδρυσή του τοποθετείται χρονικά περί τον 5ο αιώνα π.Χ.) περί ψυχής και θανάτου, όπου η αθάνατη ψυχή θεωρείται φυλακισμένη στο ανθρώπινο σώμα, από το οποίο αγωνίζεται να απαλλαγεί, καταδικασμένη όμως να μεταπηδήσει σε άλλο. Η οριστική απελευθέρωση της, κατά τους Ορφικούς, επέρχεται με την υιοθέτηση του ΄΄ορφικού βίου΄΄4. Δεν θεωρούσαν το θάνατο ένα τέλος, αλλά ένα μεταβατικό στάδιο της ψυχής, πριν τη μετενσάρκωσή της σε άλλο σώμα· η μεγαλύτερη τιμωρία για τον αμαρτωλό ήταν η διαρκής ανακύκλωση της ψυχής σε διαφορετικά σώματα, μη μπορώντας να ελευθερωθεί από αυτό τον κύκλο εξαιτίας των κριμάτων του. Ως μοναδικός τρόπος εξαγνισμού και απελευθέρωσης της ψυχής από την τυραννία των συνεχών ενσαρκώσεων -οπότε και επιστρέφει στο θεό, του οποίου είναι μέρος- ήταν μέσω της μύησης στα ορφικά μυστήρια και τον ορφικό βίο.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 22

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Παρά τις πολλές συμφωνίες στις θεωρίες τους, τα δυο δόγματα δεν ταυτίζονται, αλλά πρόκειται για ΄΄κύκλους με ξεχωριστά κέντρα, οι οποίοι μερικώς επικαλύπτονται, αλλά καθένας διατηρεί τη δική του ιδιαίτερη περιοχή΄΄ (Burkert, 1997), καθώς είναι τα θεμέλιά τους αυτά που διαφέρουν. Ωστόσο, η κοινή συνισταμένη τους, η αθανασία της ψυχής, ήταν που αποτέλεσε σταθμό στην ελληνική θρησκεία. Η ψυχή παύει να είναι ένα ανίσχυρο είδωλο, όπως στην ομηρική Νέκυια, αλλά είναι πλέον αθάνατη. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αθανασία, που στον Όμηρο χαρακτήριζε αυστηρά και μόνο τους θεούς, μετατρέπεται σε γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, η μεταστροφή της αντίληψης παίρνει το μέγεθος θρησκευτικής επανάστασης, παρόλο που η εξέλιξη και αλλαγή των πεποιθήσεων έγιναν βαθμιαία, χωρίς τη δημιουργία ρήγματος στην ελληνική παράδοση. Οι θεωρίες των Πυθαγορείων και των Ορφικών συνδέονται με την, ίσως, ριζοσπαστικότερη μεταβολή της ελληνικής θρησκείας, καθώς, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, σχετίζονται με την ίδρυση αιρέσεων, αλλά όχι θρησκειών (Burkert, 1993:600), και όχι με την απλή διατύπωση μιας φιλοσοφικής θέσης. Η σημαντικότερη διαφοροποίηση των θεωριών αυτών και η ρήξη τους με την παράδοση έγκειται ακριβώς στην έννοια της ψυχής και της τύχης της μετά το θάνατο. Παράλληλα, η ιδέα της αθανασίας της ψυχής αποτέλεσε τη βάση για την ανακάλυψη του ατόμου, η οποία εκπληρώθηκε φιλοσοφικά, όταν ο προβληματισμός του Σωκράτη και του Πλάτωνα αποκρυστάλλωσαν τελικά την κλασσική μορφή του ατόμου, η οποία επρόκειτο να κυριαρχήσει, όχι μόνο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά παγκοσμίως (Burkert, 1993:605-7).

3

Εικ. 3. Τοπίο με τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, Nicolas Poussin, 1650, Μουσείο Λούβρου, Παρίσι αμόλυντη. Την ασκητική ζωή, αλλά και την πεποίθηση περί μετενσάρκωσης της ψυχής, συνόδευε η, κατά το πυθαγόρειο πρότυπο, αποχή από το κρέας.


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

΄΄Το λογιστικό (μέρος) είναι εκείνο που σκέπτεται και έχει τη γνώση, τόσο τη θεωρητική όσο και την ηθική – πρακτική. Το λογιστικό είναι το αξιότερο μέρος της ψυχής, είναι το κέντρο της πνευματικής και ηθικής προσωπικότητας, η κατ΄εξοχήν ουσία του ανθρώπου. Το θυμοειδές είναι το μέρος εκείνο της ψυχής που έχει να κάνει με τη δύναμη, την τιμή και τη δόξα, υποστηρίζει το δίκαιο και αποκρούει το άδικο. Κατ΄ουσίαν το θυμοειδές είναι συναισθηματική και επιθυμητική ικανότητα. Το θυμοειδές, αν και είναι άλογο, είναι πλησιέστερα προς το λόγο, τη λογική, από το επιθυμητικό. […] Το επιθυμητικό είναι η έδρα των κατώτερων ορμών και επιθυμιών. […] Οι τρεις αυτές δυνάμεις της ψυχής, αν και έχουν κάποια αυτοτέλεια και τείνουν να αποδεσμευθούν η μία από την άλλη, πρέπει να καταλήξουν σε αρμονία μεταξύ τους΄΄ (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,1971: 479-480). 5

23

Στα κλασικά χρόνια, ο Σωκράτης(470π.Χ.-399π.Χ.), μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος, εστίασε στην ουσία του ανθρώπου, η οποία πρώτος θεωρήσει ότι ήταν η ψυχή. Διδάσκοντας και απαντώντας στο περί ψυχής ερώτημα, τονίζει ότι η σχέση ΄΄σώμα – ψυχή΄΄ δεν είναι αντιθετική αλλά συμπληρωματική, καθώς το ένα μέρος συμπληρώνει το άλλο για να επικρατεί η σωφροσύνη του ανθρώπου, εισάγοντας έτσι την έννοια της αυτογνωσίας και του αυτοελέγχου σε συνδυασμό με τη θεραπεία της ψυχής. Παράλληλα, ο φιλόσοφος αποδίδει τις ιδιότητες της μνήμης, της αίσθησης και της νόησης στην ανθρώπινη ψυχή (Ιστορία του ελληνικού έθνους, 1971, 460-1). ΄΄Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν μετά το θάνατο, ή τέλεια μηδένιση ή μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε έναν άλλο. Οποιοδήποτε και από τα δύο συμβαίνει δεν πρέπει να φοβόμαστε το θάνατο΄΄. Μαθητής του Σωκράτη, ο Πλάτωνας (427π.Χ.-347π.Χ.), συνθέτοντας στοιχεία πολλών πεποιθήσεων θρησκευτικών και φιλοσοφικών, θέτει καίριες βάσεις για τη διαμόρφωση της μετέπειτα φιλοσοφίας και της απάντησης του περί ψυχής ερωτήματος, προσεγγίζοντάς το μέσω δύο κατευθύνσεων: της ΄΄θεωρητικήςφιλοσοφικής΄΄ και της ΄΄εμπειρικής-επιστημονικής΄΄ θεώρησης. Στη φιλοσοφική του προσέγγιση, εξέλαβε την ψυχή ως αυτόνομη, ριζικά διαφορετική από το σώμα, ως άυλη οντότητα, η οποία συνιστά την ουσία της ύπαρξης, στηριζόμενος στη γενική δυαδιστική του αντίληψη για τον κόσμο, και ασφαλώς επηρεασμένος από τους Πυθαγορείους. Στον Πλάτωνα, η ψυχή γίνεται κέντρο, αρχή και πηγή ζωής· κάθε σωματικό, κάθε υλικό θα νεκρωνόταν αν το εγκατέλειπε η ζωοποιούσα τα πάντα ψυχή. Η ψυχή επομένως είναι ασώματη, άυλη και αθάνατη. Οι θέσεις αυτές περί ψυχής διατυπώνονται στα έργα του Φαίδων (αθανασία της ψυχής) και Φαίδρος (τα τρία μέρη της ψυχής – ψυχολογία και ρητορική). Ο φιλόσοφος, ωστόσο, προχωρά και στην εμπειρική, σχεδόν επιστημονική, θεώρηση της ψυχής, παρατηρώντας τα αποτελέσματα που αυτή φέρει στο ανθρώπινο σώμα και κυρίως στη συμπεριφορά, ώστε στην Πολιτεία να διατυπώσει την τριμερή διάκριση της ψυχής σε λογιστικό, θυμοειδές και επιθυμητικό μέρος5. Σχετικά με το τι επίκειται μετά το θάνατο, υποστηρίζει ότι μόνο οι φιλόσοφοι, που χάρις στην άσκησή τους στη φιλοσοφία έχουν εξαγνιστεί από τις επιβλαβείς επιρροές του σώματός τους, πηγαίνουν στον ουρανό. H ψυχή των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να αποδεσμευτούν από το σώμα τους, θα γίνει μετά θάνατον ένα φάντασμα που

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

θα πλανάται γύρω από το μνήμα ή θα μπει στο σώμα κάποιου ζώου, ανάλογα με το χαρακτήρα της. Τον Πλάτωνα θα διαδεχθεί ο Αριστοτέλης (384π.Χ.-322π.Χ.) στη φιλοσοφική αναζήτηση αναφορικά με την ψυχή και το θάνατο, ο οποίος εξετάζει ειδικότερα την έννοια της ψυχής σε σχέση (κυρίως) με τον άνθρωπο αλλά και με τα άλλα όντα. Μεταξύ των σχετικών συγγραμμάτων του, ξεχωρίζουν τα ΄΄Περί Ψυχής΄΄ και ΄΄Μικρά Φυσικά΄΄. Εκεί, αντιθέτει στην δυαρχία του Πλάτωνα την έννοια του ενισμού, όπου η ύπαρξη αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα· το σώμα συμπληρώνει την ψυχή και αντίθετα. Η ψυχή ως όλον εμμένει στο σώμα και το μορφοποιεί, όχι τυχαία αλλά σύμφωνα με μια ανώτατη μορφή· μια υπερβατική αρχή που είναι αθάνατη, δηλαδή μια μορφή των μορφών που είναι ο θεός.

24

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

4 Εικ. 4. Η Σχολή των Αθηνών, τοιχογραφία του Ραφαήλ, 1510-1511, Βατικανό


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ, ΤΟ ΓΑΡ ΔΙΑΛΥΘΕΝ ΑΝΑΙΣΘΗΤΕΙ, ΤΟ Δ΄ΑΝΑΙΣΘΗΤΟΥΝ ΟΥΔΕΝ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

5 Εικ. 5. Επίκουρος, ρωμαϊκή προτομή από μάρμαρο

25

Λίγα χρόνια αργότερα, μέσα στο χάος που επικράτησε μετά τον θάνατο του M. Aλεξάνδρου το 323π.Χ., η φιλοσοφία απέκτησε περισσότερο πρακτικό και παραμυθητικό χαρακτήρα (Burkert, 1993:415). Κατά την ελληνιστική εποχή, οπότε ο θάνατος είναι συνεχώς μπροστά στους ανθρώπους και ως υπέρτατος σκοπός ορίζεται η αταραξία της ψυχής, εμφανίζεται ο Eπίκουρος με τους «από κήπου» μαθητές του κι οι Στωικοί φιλόσοφοι, σχολές που κατέχουν κυρίαρχη θέση στο φιλοσοφικό γίγνεσθαι. Κατά τον Επίκουρο (341π.Χ.-270π.Χ.), η ζωή είναι συμπτωματική, ενώ η ψυχή δεν είναι αιθέρια, αλλά ένα συνονθύλευμα σωματιδίων. Υποστηρίζει ότι μετά το θάνατο, η ψυχή διαλύεται και ταυτόχρονα χάνεται και κάθε αίσθηση· συνεπώς, είναι άσκοπο να αγωνιά κανείς για την –ανύπαρκτη τελικάμεταθανάτια κατάσταση, εστιάζοντας ακριβώς στην ανάγκη απαλλαγής από το φόβο του θανάτου, αφού το τέλος είναι οριστικό τόσο για το σώμα όσο και για την ψυχή. Το βασικό επιχείρημα του Επίκουρου είναι οντολογικό: αφού μετά το θάνατο η ανθρώπινη ύπαρξη παύει οριστικά, ο θάνατος δεν πρέπει να τον απασχολεί. Ο επικούρειος σοφός οφείλει να απελευθερωθεί από τον απατηλό φόβο, την προσδοκία μετά θάνατον ζωής ανταμοιβής ή τιμωρίας, και να στραφεί στην αντιμετώπιση των πραγματικών δυσχερειών της ζωής. Οι τέσσερις αρχές που δίδαξε ο Επίκουρος είναι: ΄΄Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέτητον΄΄. Σε νεοελληνική μετάφραση και ερμηνεία, μην φοβάσαι το θεό -διότι οι θεοί είναι τέλεια όντα και δεν εμπλέκονται εξ ορισμού με τα ανθρώπινα-, δεν προκαλεί καμιά απειλή ο θάνατος, και τα αγαθά εύκολα αποκτούνται (εννοώντας τα απολύτως αναγκαία, ενώ αν κάποιος θέλει περισσότερα, δημιουργεί ανάγκες που, όταν δεν εκπληρώνονται, οδηγούν στη δυστυχία), το δε κακό αντέχεται –ό,τι υποφέρει κανείς εύκολα συνηθίζεται ή δεν κρατά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 26

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Παρόμοια, η στωική(300π.Χ.- περίπου 250π.Χ.) θέση προς το θάνατο, δεν δέχεται την κρίση ή τιμωρία της ψυχής μετά το θάνατο, αλλά υποστηρίζει ότι η διαχωρισθείσα από το σώμα αθάνατη ψυχή ενώνεται με το Θεό, την ψυχή του Παντός, της οποίας ανέκαθεν αποτελούσα τμήμα (κατ΄αντιστοιχία, το σώμα αποτελεί τμήμα του φυσικού, απτού σώματος του Κόσμου, του Σύμπαντος). Οι Στωικοί θεωρούν την ψυχή ενιαία, οντολογική αρχή, η οποία περιέχει οχτώ τμήματα ή διαμερίσματα, το ηγεμονικόν, τις πέντε αισθήσεις ή αισθητικά, το σπερματικόν και το φωνητικόν, και δεν δέχονται την αθανασία της. Επίσης, πιστεύουν στη Μοίρα που, ανώτερη θεών και ανθρώπων, ΄΄οδηγεί τον θέλοντα και παρασύρει τον μη θέλοντα΄΄. Η κάθε ανθρώπινη ψυχή επομένως διαθέτει ελευθερία βούλησης και όχι ελευθερία δράσης, παρά μόνο δυνατότητα πράξης. Επιπλέον, οι Στωικοί θεωρούν το θάνατο φυσικό, και εφόσον η φύση είναι αγαθή, δεν δικαιολογείται ο φόβος των άσοφων και απαίδευτων ανθρώπων για το θάνατο. Για τους Στωικούς, όπως αναφέρει ο Επίκτητος, ο θάνατος δεν είναι παρά η κατακλείδα μιας δραματικής παράστασης, το περιεχόμενο και η επιτυχία της οποίας εξαρτώνται, ως επί το πλείστον, από την στάση του θνητού κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τέλος, οι σκεπτικοί φιλόσοφοι απέρριψαν την ιδέα της αθανασίας της ψυχής, ισχυριζόμενοι πως αν η ψυχή είναι συνυφασμένη με το σώμα, δεν μπορεί να είναι αθάνατη, αφού οι μεταβολές που αναμφίβολα εκδηλώνονται σ’ αυτό και το παρασύρουν στον θάνατο, αντανακλώνται κατ’ ανάγκην στην ψυχή. Στην προκείμενη θέση τους αντιτάχθηκε ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος, ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαιότητας, ο οποίος θεώρησε ότι η ψυχή προέρχεται από το Ένα, το οποίο ταυτίζεται με το ύψιστο αγαθό και τον θεό, και στο οποίο επιστρέφει. Ο ελληνικός φιλοσοφικός στοχασμός είναι διαφωτιστικός τόσο για τις περιρρέουσες αντιλήψεις της αρχαιότητας όσο και για τις σύγχρονες. Η πλατωνική δομή της ψυχής και η διάκριση από τους Στωικούς των ηλικιών που αυτή αναπτύσσεται συναντάται αργότερα στη Φροϋδική θεωρία, τις θεωρίες του Επίκουρου και των Στωικών στην οικονομική θεωρία του Μαρξ, ενώ την ιδέα της ψυχής κατά τους Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Στωικούς στον χριστιανισμό. Το ζήτημα του θανάτου και της τύχης της ψυχής μετά θάνατον εξακολούθησε να απασχολεί τη φιλοσοφική σκέψη και μετά το τέλος της αρχαιότητας, με τον αρχαιοελληνικό στοχασμό να ασκεί καταλυτική επίδραση στις μεταγενέστερες αντιλήψεις· το δε εξαιρετικό έγκειται στο ότι διαπότισε και ενέπνευσε αντικρουόμενες τάσεις και πρακτικές, αποδεικνύοντας το μεγαλείο και την ελευθερία πνεύματος που ανέκαθεν τον διέτρεχε.


ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

27

ΛΌΓΩ του μεταφυσικού χαρακτήρα του ερωτήματος σχετικά με το θάνατο και

του φόβου που προκαλεί στην ανθρώπινη φύση, η αναζήτηση των απαντήσεων άπτεται, σε μεγάλο βαθμό, του αισθήματος του θρησκεύεσθαι, της πίστης και, κατόπιν, της λατρείας. Ο άνθρωπος, στρεφόμενος προς τη θρησκεία, αναμένει απαντήσεις για το φαινόμενο του θανάτου και του τι μέλλει γενέσθαι στο εξής (όχι αναγκαία καθησυχαστικές, παραδόξως), καθώς αυτό που δημιουργεί το φόβο και την ανασφάλεια είναι η άγνοια και η αδυναμία κατανόησης. Η θρησκεία έρχεται να καλύψει το ερμηνευτικό κενό, με στόχο την εξάλειψη της αγωνίας για το θάνατο, υιοθετώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, μεταφυσική και θεολογική προσέγγιση. Στην περίπτωση της ελληνικής, το δόγμα περί θανάτου εκφράζεται μέσω της μυθολογίας, κοσμολογικής, ηρωικής, και ειδικά εσχατολογικής, η οποία συνιστά θεωρητικό υπόβαθρο, και των λατρευτικών επιταγών, που έχουν σαφώς πρακτικότερο χαρακτήρα. Δεδομένου ότι οι νεκρικές αντιλήψεις και οι ταφικές συνήθειες ενός λαού προσφέρουν ένα εξαιρετικό υλικό για τη μελέτη της κοσμοθέασής του, για την ολοκληρωμένη εικόνα των πεποιθήσεων των αρχαίων Ελλήνων, πρέπει πρώτα να εξετασθεί το πεδίο της μυθολογίας, και ειδικότερα της σχετικής με το θάνατο, αλλά και η λειτουργία του μύθου εν γένει, και στη συνέχεια, οι εκφράσεις και οι τακτικές της λατρείας στο ζήτημα αυτό.


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 28

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

Ο

Ι ΜΎΘΟΙ αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο του ανθρώπινου πολιτισμού, μια ζωντανή πραγματικότητα, βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του ανθρώπινου γένους. Υπήρξαν οδηγοί της ανθρώπινης ζωής αβίαστα και σε πνεύμα ελευθερίας, και ταυτόχρονα αποτέλεσαν ένα από τα βασικά συστατικά για την ανάπτυξη θρησκείας, αλλά και μια πρώτη προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου. Σε όλες τις πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες παρατηρείται μυθοπλασία άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λατρεία, δηλαδή αφηγήσεις σχετικά με τη λατρευόμενη θεότητα, την κοσμογονία, τις απαρχές του κόσμου, την αλήθεια, τα φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Μircea Eliade, Ρουμάνο ιστορικό της θρησκείας και φιλόσοφο, ΄΄ ο μύθος αποκαλύπτει το απόλυτο Ιερό γιατί εξιστορεί τη δημιουργική δραστηριότητα των θεών και αποκαλύπτει την ιερότητα του έργου τους’’ (Eliade, 2002:85). Επομένως ο μύθος έχει ως πρώτη πηγή τις αναγκαίες αντιδράσεις της ανθρώπινης συνείδησης μπροστά στο άγνωστο (Κακριδής,1, 1986:15) αλλά και στο αίσθημα του θρησκεύεσθαι· πρόκειται για την προσέγγιση μιας ψυχολογικής ή πνευματικής πραγματικότητας. Ωστόσο, αν και στην πλειονότητά τους τείνουν σε θρησκευτικά βιώματα, δεν είναι πάντοτε αναγκαίο το θρησκευτικό περιεχόμενο, δηλαδή η σφαίρα του θρησκευτικού και του μυθικού δεν συμπίπτουν απόλυτα (Κακριδής, 1986:16).Ο μύθος, λοιπόν, αποτελεί μια αξία αυτή καθ’ αυτή, μια βασική στάση της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία τον γεννά προς ολοκλήρωσή της (Κακριδής, 1986:15). Ο ίδιος είναι εφαρμόσιμος στη φύση ή στην ιστορία, στη μεταφυσική ή στην ψυχολογία, και έχει νόημα σε κάθε πεδίο (Burkert, 1997:23). Συνετέλεσε και συντελεί στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα, προβάλλοντας τη θέση του ανθρώπου απέναντι στο Θείο και τον Κόσμο. Τελικά ο μύθος εκτελεί μια απαραίτητη λειτουργία: εκφράζει, αναβιώνει και κωδικοποιεί τις γνώσεις, τις διδασκαλίες και τις λατρείες, προφυλάσσει και επιβάλλει τις ηθικές αρχές, εγγυάται την αποτελεσματικότητα των τυπικών και των τελετών και προσφέρει πρακτικούς κανόνες διαγωγής προς χρήση του ανθρώπου στην καθημερινή ΄΄βέβηλη΄΄ (κοσμική) και στην ιερή ζωή του. Από τον W. Burkert ο μύθος ορίζεται ως «ένα παραδοσιακό παραμύθι με δευτερεύουσα, μερική αναφορά σε κάτι που έχει συλλογική σπουδαιότητα». Επειδή, λοιπόν, εκφράζει τη συλλογική μνήμη (προϋποτίθεται μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ολότητα), ο μύθος οργανώνεται ως αφήγηση που επιχειρεί να ερμηνεύσει μια υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, με αναγωγή της στο παρελθόν, στις απαρχές της, και περιβάλλεται από το κύρος της αυθεντίας, γι’ αυτό και εκφέρεται ως μονόλογος. Ο Eliade, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος, θεωρεί την ιερή ιστορία του μύθου αποκάλυψη ενός μυστηρίου, καθώς τα πρόσωπα δεν είναι αμιγώς ανθρώπινα συνήθως, αφηγούμενη ένα αρχέγονο συμβάν που έλαβε χώρα στην απαρχή του κόσμου, ab initio (Eliade, 2002:85), ενώ ο Sir J.G.Frazer θεωρεί τους μύθους ως μια προεπιστημονική προσπάθεια από μέρους των ανθρώπων να ερμηνεύσουν τον κόσμο (Frazer, 1994).


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

29

6 Εικ. 6. Η Κρίση του Πάρη, Paul Cezanne, 1862-1864

Στον ελλαδικό χώρο, η πιο δραστήρια μυθοπλαστικά εποχή είναι οι γεωμετρικοί και αρχαϊκοί χρόνοι. Κυριαρχούσε ο κατάλληλος τρόπος σκέπτεσθαι, ένα είδος ΄΄συναισθηματικής σκέψης΄΄, σε αντίθεση με τον ορθολογισμό που επικράτησε αργότερα, η οποία επέτρεπε στα άτομα να νιώθουν μια μυστική σχέση ανάμεσα στον εαυτό τους και τον γύρω, έμψυχο ή άψυχο, κόσμο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1971:95). Ωστόσο, παρά την στροφή του πολιτισμού προς το Λόγο, δηλαδή τους νόμους της λογικής, λόγω της διανοητικής εξέλιξης του ανθρώπου, η μυθοπλασία κατά περιπτώσεις περιορίστηκε –ή και διευρύνθηκεαλλά ποτέ δεν εκτοπίστηκε ολότελα (Burkert, 1997:17). Άλλωστε, ο Λόγος και ο Μύθος συνυφαίνονταν σε έναν αδιόρατο οργανικό δεσμό, ώστε να αποτελέσουν τελικά κεντρική δημιουργική δύναμη στον ελληνικό στοχασμό. Η μετάδοση των μύθων ήταν πάντοτε προφορική και ρευστή. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι αρχαίοι αφηγητές, αποδίδοντας με διαφορετικό τρόπο την ίδια ιστορία, θεμελίωναν την παραλλαγή τους· στη μυθολογία, η λέξη ‘’αφηγούμαι΄΄ αποκτά και την έννοια του ‘’θεμελιώνω’’ (Kerenyi, 1975:23). Ωστόσο, στα ελληνιστικά χρόνια άρχισε η συστηματική καταγραφή των μύθων και των παραλλαγών τους από τα ιερατεία.


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 30

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η ανθρώπινη συνείδηση γεννιέται με το μύθο και είναι αυτός που συντελεί στην εξέλιξή της, ενεργοποιώντας τη δημιουργική της φαντασία και ικανοποιώντας την περιέργεια της σχετικά με το Σύμπαν. Για το λόγο αυτό, μέσα στο ευρύτερο λατρευτικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι περισσότεροι μύθοι, συχνά η αφήγηση ενός μύθου εκλαμβάνεται ως ένα είδος ιεροφάνειας, αφού μέσα από αυτόν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο το Ιερό, το Θείο. Είναι το ίδιο το αντικείμενο της μυθολογίας που πλάθει κάτι ανώτερο του αφηγητή ή του ακροατή, πάντα όμως κατανοητό, ορατό ή ικανό να εκφραστεί με εικόνες (Kerenyi, 1975:19) Πρέπει, βέβαια, να επισημανθεί πως, αν και συχνά οι μύθοι δεν ακολουθούν τους νόμους της λογικής και του φυσικού κόσμου, δεν είναι αποκλειστικά γέννημα άλογων στοιχείων, διότι τότε δεν θα ήταν προσιτοί στην ανθρώπινη συνείδηση. Ωστόσο, η κατανόηση, η ερμηνεία ή το βίωμα του μύθου υπό μορφήν ιεροφάνειας, προϋποθέτουν το ανάλογο συγκινησιακό υπόβαθρο αλλά και τη χρήση συμβολικής γλώσσας, προσδίδοντας, με αυτό τον τρόπο, πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας. Τα σύμβολα, και κατ’ επέκταση τα πανανθρώπινα αρχέτυπα στα οποία αυτά παραπέμπουν, στοχεύουν στη συγκινησιακή, μυθολογούσα, σύμφωνα με τον Ι. Κακριδή, συνείδηση του ανθρώπου (Κακριδής, 1986:15), συνείδηση που αλληλεπιδρά με ένα γίγνεσθαι όπου, παρά την παρουσία του χώρου, του χρόνου και της αιτιότητας, δεν υπόκειται εξ’ ολοκλήρου στους νόμους της διάνοιας. Το γίγνεσθαι αυτό πρόκειται για την σχετική πραγματικότητα του μύθου, η οποία χρειάζεται τις έννοιες του χώρου, του χρόνου και το δεσμό αιτίου και αιτιατού, αλλά όχι με τη μαθηματική σύλληψή τους, ώστε τελικά να παραδίδει στη μυθολογούσα συνείδηση ένα κόσμο μερικώς λογικό και μερικώς άλογο (Κακριδής, 1986:15). Στην σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία δίνεται στη λέξη ΄΄μύθος΄΄ πολλαπλή, και έντονα αντιφατική, ερμηνεία. Η κατηγορία μιας γνώμης ή στάσης ως ΄΄μύθος΄΄ την χαρακτηρίζει αμέσως ως παράλογη, ψευδή ή λαθεμένη. Παράλληλα, ο ΄΄μύθος΄΄ πρόκειται για την ιερή αφήγηση θρησκευτικού, κοσμογονικού, ή γενικότερα, υπερφυσικού περιεχομένου. Τελικά, όμως, οτιδήποτε ΄΄μυθικό΄΄περιβάλλεται από μια ομιχλώδη νοσταλγία, που υπαινίσσεται συναισθηματική φόρτιση και την επιστροφή σε μια άλλη, ξεχασμένη στο παρελθόν ή χαμένη στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής, πραγματικότητα. Οι μυθικές μορφές και οι μυθικές ιστορίες αποτελούν την έκφραση συναισθηματικών καταστάσεων, πόθων ή ονείρων, συναρπάζοντας και συγκινώντας περισσότερο από την στεγνή πραγματικότητα, ενώ πίσω από την ΄΄ψεύτικη πραγματικότητά΄΄ τους 7 κρύβεται το καθολικό και παγκόσμιο στοιχείο Εικ. 7. Προμηθέας, Gustave της ανθρώπινης ύπαρξης (βλ. παράρτημα, οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις των μύθων). Moreau, 1868


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η ΑΡΧΑΊΑ ΕΛΛΗΝΙΚΉ ΜΥΘΟΛΟΓΊΑ

Η

8

31

ΑΡΧΑΊΑ ελληνική μυθολογία, μια από τις αρχαιότερες και πλουσιότερες παγκοσμίως, αποτελείται από ένα πολύπλοκο πλέγμα μύθων που αφηγούνται ιστορίες για τους Θεούς, τους Ήρωες, τη φύση του κόσμου αλλά και τις τελετουργικές πρακτικές της λατρείας. Την αρχή έκαναν οι πρώτοι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου, γεωργικοί πληθυσμοί στη συντριπτική πλειοψηφία, οι οποίοι αντιστοίχησαν σε κάθε φυσικό φαινόμενο ένα πνεύμα-θεότητα, στο οποίο προσέδωσαν σταδιακά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Αργότερα, τα νέα φύλα που κατέβηκαν από το Βορρά, εμπλούτισαν το θεϊκό πάνθεον με νέες μορφές, ώστε τελικά να διαμορφωθεί ένα πάνθεον ιδιαίτερα πολυπρόσωπο, με διακριτή ωστόσο ιεραρχία, όπου το Δωδεκάθεο, δηλαδή οι δώδεκα μεγαλύτεροι θεοί, είναι πανελλήνιοι· ζουν μέσα στο φως και καταφάσκουν έντονα τη ζωή (Κακριδής, 1986:31). Παράλληλα, κατώτερες θεότητες συμπληρώνουν τη λατρεία. Βασικό στοιχείο του ελληνικού μύθου, ωστόσο, δεν είναι ο ανθρωπομορφισμός, αλλά ο ανθρωποκεντρισμός· οι Έλληνες αναζητούσαν τον άνθρωπο, πέρα από τα ατομικά και φυλετικά του γνωρίσματα, μέσα από την εξιδανίκευση της ομορφιάς, την προβολή της ενάρετης ζωής και του ήθους, και τέλος, μέσα από ένα κόσμο πιο φιλάνθρωπο(Κακριδής, 1986:71). Η μυθική αφήγηση μάς είναι σήμερα γνωστή κυρίως χάρη στην ελληνική λογοτεχνία – γραμματεία. Μεταξύ των πολλών λογοτεχνικών πηγών αξίζει να σημειωθούν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου, η Θεογονία και τo Έργα και Ημέραι του Ησίοδου, και το μοναδικό διασωθέν μυθογραφικό εγχειρίδιο, η Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου. Φυσικά, άλλες σημαντικές πηγές αποτελούν τα έργα των λυρικών ποιητών και των τραγικών συγγραφέων, τα κείμενα των αρχαίων ιστορικών, αλλά και τα αρχαιολογικά ευρήματα των δύο τελευταίων αιώνων.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 32

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η ελληνική μυθολογία υπήρξε εξαιρετικά δημιουργική και αναλυτική και κάλυπτε όλες τις στιγμές στη ζωή του ανθρώπου, τόσο την ιδιωτική όσο και τη δημόσια. Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, καλούνταν να απαντήσει σε ανεξήγητα φαινόμενα και μυστήρια της φύσης και του σύμπαντος. Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο τμήμα της, όπως και στις περισσότερες μυθολογίες – θρησκείες του κόσμου, στρεφόταν γύρω από το μυστήριο του θανάτου, παραδίδοντας εξαιρετικά δείγματα μυθοπλασίας, δίνοντας απαντήσεις σχετικά με την τύχη της ψυχής μετά το θάνατο, την Κρίση, την πορεία προς τον Κάτω Κόσμο κ.α. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι στην ελληνική μυθολογία, ο κόσμος δεν χωρίζεται σε δύο αλλά σε τρία μέρη (κατάλοιπο από παλαιότερες λατρείες, πιθανόν τρισυπόστατων – τρίμορφων θυληκών θεοτήτων (Kerenyi, 1975:218), τρία κοσμικά επίπεδα κατά τον Eliade, από τα οποία το πιο χθόνιο και σκοτεινό ήταν αυτό στο οποίο κατέληγαν οι ανθρώπινες ψυχές μετά το θάνατο, δηλαδή ο Κάτω Κόσμος· τα άλλα δύο ήταν το γήινο των ανθρώπων και το ουράνιο των θεών. Παρά ταύτα, είναι ιδιαίτερο γνώρισμα του ελληνικού πολιτισμού ο ριζικός και αποτελεσματικός τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται η αντίθεση ανάμεσα στην επικράτεια των θεών και των νεκρών. Η αντίθεση του ολύμπιου και του χθόνιου στοιχείου (εδώ ο κόσμος των ζωντανών ταυτίζεται με τον ουράνιο, αποτελώντας τον Πάνω Κόσμο) δημιουργεί μια πολικότητα, κατά την οποία δεν μπορεί να υπάρξει το ένα χωρίς το άλλο, και κάθε φορά αποκτά το πλήρες νόημά του σε σχέση με το άλλο. Πάνω και Κάτω Κόσμος αποτελούν το Σύμπαν. Οι αφηγήσεις για τον κόσμο των νεκρών είναι τολμηρές, με καθοριστικές τις δύο σκηνές της Οδύσσειας, στις ραψωδίες λ και ω. Περιγραφές του τόπου αλλά και ταξιδιών προς τον Άδη περιείχαν και άλλα πρώιμα έπη, που σχετίζονταν με τους άθλους του Ηρακλή και του Θησέα, ενώ αργότερα, τον 6ο και 5ο αιώνα π.Χ., εμφανίστηκαν τα ποιήματα του Ορφέα, που ξεπερνούσαν τις προηγούμενες αφηγήσεις. Κανένα κείμενο, ωστόσο, δεν είχε το αναμφισβήτητο κύρος της αποκάλυψης, αλλά παράλληλα ήταν επιτακτική η ανάγκη να εκφραστούν τα άρρητα. Αρκούνται, ωστόσο, στην ασάφεια, εφόσον η σιωπή θεωρούνταν αρμόζουσα σε οτιδήποτε σχετικό με το μυστήριο του θανάτου (Burkert, 1993:409).

Προηγούμενη σελίδα Εικ. 8. Συμβούλιο των Ολύμπιων Θεών, Ραφαήλ, 1517-1518, φρέσκο, Villa Farnesina

9

Εικ. 9. Η επιστροφή της Περσεφονης, Frederic Leighton, 1891


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Εκεί της Νυχτός της μαύρης οι γιοι σπίτι έχουνε, Κι είν΄ο Θάνατος κι ο Ύπνος, φοβεροί Θεοί· κι αυτούς Ποτέ ο Ήλιος δεν τους βλέπει, λάμποντας στον ουρανό, Ούτε σαν ψηλά αναβαίνει ούτε κατεβαίνοντας. Εκεί του θεού του χθόνιου τα παλάτια βουερά Στέκονται, δεινός κι ο σκύλος ανελέητος φυλά, Τέχνην όπως κακήν έχει· σ΄ όσους μέσα μπαίνουνε Σει παρόμοια την ουρά του και τ΄αφτιά τα δύο μαζί, Μα να βγουν δεν τους αφήνει πάλι, και καραδοκά Και τον τρώει όποιον πιάσει απ΄τις πύλες βγαίνοντας. Εκεί πέρα μένει ακόμα και η Στύγα η στυγερή, Φοβερή στους αθανάτους, κόρη του Ωκεανού Πρεσβυτάτη. Χώρια μένει στα λαμπρά της δώματα Με μακρές πέτρες χτισμένα· κι ένα γύρο από παντού Στηριγμένα με κολόνες αργυρές στον ουρανό.

ΤΑ ΕΥΡΥΏΝΤΑ ΔΏΜΑΤΑ ΤΟΥ ΆΔΗ

Ο ΚΆΤΩ ΚΌΣΜΟΣ

ήταν το υπόγειο βασίλειο του Άδη, του μεγαλύτερου από τους τρεις γιούς του Κρόνου και αδερφός του Δία και του Ποσειδώνα28, και της συζύγου του, Περσεφόνης. Συχνά, οι ποιητές αναφέρονταν σ΄αυτόν μόνο με το όνομα του άρχοντά του, ώστε τελικά να καταλήξουν συνώνυμα. Ακόμα, ονομαζόταν Βασίλειο των Νεκρών, Βασίλειο των Ψυχών, ενώ σε κάποιες αφηγήσεις ταυτιζόταν με τον Τάρταρο, ενώ σε άλλες ο Τάρταρος ήταν ένας τόπος που άνηκε στον Κάτω Κόσμο, ένα τμήμα του.

10 Εικ. 10. Οι τρεις Κρονίδες ως κυρίαρχοι του κόσμου, με τα σύμβολα της εξουσίας τους.Ο Άδης έχει το κεφάλι στραμμένο πίσω. Αρχαϊκή αγγειογραφία

33

[...]Τόσο από τη γη πιο κάτω όσο η γη απ΄τον ουρανό Εννιά μέρες κι εννιά νύχτες ένα αμόνι χάλκινο Πέφτοντας από τα ουράνια, θα είναι τη δέκατη στη γη· Κι εννιά μέρες και εννιά νύχτες ένα αμόνι χάλκινο Πέφτοντας, θα είναι τη δέκατη απ΄τη γη στον Τάρταρο.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Η ομηρική περιγραφή του Κάτω Κόσμου είναι, ωστόσο, μεγαλειώδης και συγκινητική, αν και οι εκδοχές είναι πολλές και ποικίλουν κατά τόπους. Τοποθετείται στα πέρατα του Ωκεανού6. Περιγράφεται ως ένας ερεβώδης και μελαγχολικός τόπος, όπου μεταφέρονταν οι ψυχές των νεκρών7. Κύριο γνώρισμά του στις παραδόσεις είναι η μεγάλη ΄΄Πύλη του Άδη΄΄, την οποία μπορούν όλοι (οι νεκροί) να διαβούν κατά την είσοδο, αλλά χωρίς να μπορούν να επιστρέψουν, υποδηλώνοντας εύλογα το αναπόδραστο του θανάτου. Στις αφηγήσεις παρουσιαζόταν φρικτός και μουχλιασμένος, ενώ το φως δεν έφτανε στον απόκοσμο αυτό τόπο. Την μεγάλη του έκταση περιέφραζε ένα στιβαρό, χάλκινο τείχος, περιτριγυρισμένο από ένα πυκνό πέπλο σκοταδιού (νύχτα ολοτρόγυρα/σε τριπλή σειρά χυμένη γύρω στον περίβολο).

34

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

11 Εικ. 11. Η Περσεφόνη και ο Άδης στα μέγαρά τους. Απουλιανός κρατήρας, 4ος αι. π.Χ. Μόναχο, Γερμανία Κατά την ομηρική εποχή, η γη θεωρείται ένας δίσκος στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η Ελλάδα, με τέτοιο τρόπο που το Μαντείο των Δελφών, κέντρο της Ελλάδας, αποτελεί τον ΄΄ομφαλό της γης΄΄. Ο δίσκος της γης περιτριγυρίζεται από ένα πλατύ ποτάμι, με ορμητικά νερά, που είναι το σύνορο του κόσμου, τον Ωκεανό. 7 Πρέπει να σημειωθεί ότι και στα ομηρικά έπη εντοπίζονται αντιφάσεις σχετικά με την τοποθεσία του Άδη. Συγκεκριμένα, ο Όμηρος στην Οδύσσεια τον τοποθετεί πέρα από τον Ωκεανό, στη γη των Κιμμερίων, και η λεπτομερής περιγραφή προσομοιάζει εκπληκτικά με την τοπογραφία της θεσπρωτικής Εφύρας, όπου αργότερα θα εγκαθιδρυθεί το ομώνυμο νεκρομαντείο. Αντίθετα, στην Ιλιάδα ο Άδης παρουσιάζεται υπόγειος, άποψη που τελικά θα υπερισχύσει. 6


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Στην κάθοδό τους οι ψυχές προς τον Άδη, έχοντας οδηγό το θεό Ερμή8, περνούσαν πρώτα την πύλη, η οποία βρισκόταν σε ένα σύδεντρο από μαύρες λεύκες και άκαρπες ιτιές (το ιερό άλσος της Περσεφόνης), δίπλα στο ρεύμα του Ωκεανού (Graves, 1979:125) και τον άσπρο Βράχο9, και την φρουρούσε ο τρομερός Κέρβερος, ένας σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά ερπετού10. Έπειτα, επιβιβάζονταν στη μισοσαπισμένη βάρκα11 του Χάροντα (ή Χάρωνα)12 και διέσχιζαν τη Στύγα13, ή, κατά άλλους, τον Αχέροντα. Η Στύγα ήταν το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ποτάμι του Κάτω Κόσμου και αποτελούσε το δυτικό του όριο. Οι παραπόταμοι της Στύγας ήταν οι ποταμοί Αχέροντας, Περιφλεγέθοντας14,

35

Ο Ερμής, γιος του Δία και της νύμφης Μαίας, εκτός από αγγελιαφόρος των Θεών και τον εύθυμο χαρακτήρα του, θεωρείται και ψυχοπομπός ή νεκροπομπός, έχοντας επωμιστεί το καθήκον να οδηγεί τις ψυχές των νεκρών στον Άδη. Αυτό δεν απέχει από την ιδιότητά του ως οδηγός, συνοδός και συμπαραστάτης των οδοιπόρων και των ταξιδιωτών · συνοδεύει την ψυχή στο ύστατο ταξίδι της, ενώ ταυτόχρονα είναι και προστάτης των ταφών. Είναι ο μόνος που γνωρίζει το δρόμο της επιστροφής από τον Κάτω Κόσμο στον κόσμο των ζωντανών, και για το λόγο αυτό οδηγεί κάθε χρόνο την Περσεφόνη πίσω στο φως. Γενικά, ο Ερμής είναι ο θεός των ορίων και της υπέρβασής τους, με το σύνορο μεταξύ ζωντανών και νεκρών να είναι το πιο σκοτεινό και χθόνιο όριο που διασχίζει. Επιπλέον, έχει τη δυνατότητα, χάρη στο ωραίο χρυσό ραβδί του, το κυρίκειο, να αποκοιμίζει και να αφυπνίζει τους ανθρώπους, ή να τους φέρνει όνειρα, καταστάσεις στενά συσχετισμένες με το θάνατο, τον Κάτω Κόσμο και τη νεκρομαντεία, ενώ με το ίδιο ραβδί εξουσίαζε τα πνεύματα. 9 Ομήρου Οδύσσεια 11.539-24. 10 Ο Κέρβερος ήταν γιος της φοβερής Έχιδνας και του Τυφώνα. Αδέρφια του θεωρούνται ο Όρθος, ή Όρθρος (επίσης σκύλος με δυο κεφάλια και φιδίσια ουρά), η Σφίγγα, γνωστή από το μύθο του Οιδίποδα, το λιοντάρι της Νεμέας, η Λερναία Ύδρα και η Χίμαιρα. Άλλες αναφορές στον Κέρβερο τον θέλουν να έχει πενήντα κεφάλια και την ουρά του να καταλήγει σε κεφάλι φιδιού (Kerenyi, 1975:62). 11 Η βάρκα του Χάρου ήταν πανάρχαιη και πλεγμένη από φλούδες δέντρων. (Graves, R., 1979:422). 12 Ο Χάρων, ή Χάρος, ένας από τους δαίμονες του Άδη (συνήθως απεικονίζεται ως γενειοφόρος γέρος), ήταν ο πορθμέας των ψυχών από το βασίλειο των ζωντανών στον Κάτω Κόσμο. Περίμενε στις όχθες του Αχέροντα, ή της Στύγας, με τη βάρκα του, το ακάτιον, και δεχόταν ως αμοιβή έναν οβολό, τον οποίο οι συγγενείς των νεκρών τούς εφοδίαζαν κατά την ταφή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, η ψυχή έμενε να περιπλανιέται δυστυχής στον κόσμο των ζωντανών. Επίσης, ο Χάρων απαγόρευε τη διαπόρθμευση των ζωντανών, ανεξαρτήτου αμοιβής. Το όνομα του Χάρωνα είναι ελληνικό και σημαίνει τον πρόξενο χαράς, και είναι προφανές ότι του δόθηκε ευφημιστικά. (Κακριδής, 1986: 223). 13 Η Στύγα (Στυξ = μισητή, από το ρήμα ΄΄στυγέω΄΄ = μισώ),ως θεότητα, στην ελληνική μυθολογία ήταν κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας, η ισχυρότερη από τις Ωκεανίδες. Είχε το παλάτι της στον Κάτω Κόσμο και το φυλούσαν μέρα νύχτα δράκοι ακοίμητοι. Θεοί και θνητοί έδιναν όρκο στα νερά της και η παραβίαση του όρκου από τους θεούς ισοδυναμούσε με δέκα χρόνια λήθαργο όμοιο με το θάνατο. Αφηγήσεις θέλουν τη Στύγα να περιρρέει τον Κάτω Κόσμο εννιά φορές και να τον συγκρατεί. Κατά μια εκδοχή, στα νερά της Στύγας βυθίζει η Θέτιδα το γιο της Αχιλλέα για να του χαρίσει την αθανασία. 14 πυρ+φλεγέθω, δηλαδή αυτός που έχει πύρινες φλόγες. Συχνά αναφέρεται και ως Φλεγέθων. Ο Πλάτωνας τον περιγράφει ως ‘’ένα ρεύμα φωτιάς που στρέφεται γύρω από τη γη και καταλήγει στα βάθη των Ταρτάρων’’. 8

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Κωκυτός, Αορνίδα και Λήθη15. Στη συνέχεια, οι ψυχές διέσχιζαν τον τόπο των ονείρων16 και κατέληγαν σε ένα λιβάδι με ασφόδελους17 (Ασφοδελός Λειμώνας), το οποίο αποτελούσε και το πρώτο τμήμα του Άδη. Εκεί οι ψυχές των νεκρών στέκουν χωρίς σκοπό και τερετίζουν σαν νυχτερίδες (Graves, 1979:126). Το Έρεβος υπάρχει μετά από το λιβάδι αυτό και το ανάκτορο του Άδη και της Περσεφόνης. Αριστερά του παλατιού (όπως το πλησιάζει κανείς) βρίσκεται η πηγή της Λήθης, σκιασμένη από ένα άσπρο κυπαρίσσι, ενώ λίγο πιο πέρα, η πηγή της Μνημοσύνης σκιάζεται από μια άσπρη λεύκα. Σε μικρή απόσταση λαμβάνει χώρα η κρίση των νεοφερμένων ψυχών από τους τρεις δικαστές των Κάτω Κόσμου, τον Ραδάμανθη, τον Αιακό18 και τον Μίνωα, σε ένα σημείο που συναντιούνται τρεις δρόμοι. Ανάλογα με την ετυμηγορία, οι ψυχές ακολουθούν και τον αντίστοιχο δρόμο. Ετσι, σε περίπτωση που δεν είναι ούτε ενάρετες αλλά ούτε κακές, επιστρέφουν πίσω στον Ασφοδελό Λειμώνα, αν κριθούν κακές,

36

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

12 Εικ. 12. Η βάρκα του Χάροντα, Jose Benlliure y Gil Συχνά η Λήθη αναφέρεται ως πηγή ή λίμνη και όχι ως ποτάμι. Ο Ύπνος και ο Θάνατος είναι συγγενείς έννοιες. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν αδέρφια, γιοι της Νύχτας. Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε,/ ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. (Θεογ. στ.759, μτφρ. Γκιργκένης). Ο πρώτος γυρίζει στη γη και τη θάλασσα και είναι ήπιος με τους ανθρώπους, ενώ ο άλλος έχει σιδερένια καρδιά και ανελέητη ψυχή, μισητός ακόμα και στους θεούς. 17 Το ομηρικό επίθετο ‘’ασφοδελός’’, που συνοδεύει μόνο τους ΄΄λειμώνες΄΄, σημαίνει πιθανώς ‘’στην κοιλάδα αυτού που δεν έχει καταντήσει στάχτη’’ (από το α στερητικό, ‘’σπόνδος’’= στάχτη, και ‘’έλος’’= κοιλάδα). Δηλαδή του πνεύμα του ήρωα αφού το σώμα του έχει καεί (Graves, 1979:130). 18 Στον ήρωα Αιακό, που ήταν ο ευσεβέστερος των συγχρόνων του, ο Άδης εμπιστευόταν τα κλειδιά της πύλης του Κάτω Κόσμου. 15 16


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

οδηγούνται στο χώρο της τιμωρίας τους, τον Τάρταρο19, ενώ αν κριθούν ενάρετες κατευθύνονται προς τα Ηλύσια Πεδία20. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι ψυχές των νεκρών συνυπάρχουν και κρίνονται ως ίσες μετά το θάνατό τους, άσχετα με τη θέση και το αξίωμα που είχαν στη διάρκεια της ζωής τους (π.χ. βασιλιάς, άρχοντας, δούλος, κλπ).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

37

13 Εικ. 13. Οι τρεις κριτές του Κάτω Κόσμου, Gustave Doré Στον Τάρταρο πιστεύεται ότι φυλάκισε ο Δίας τους Τιτάνες μετά την επικράτησή του στην Τιτανομαχία. Επίσης, εκεί λάμβαναν χώρα τα μαρτύρια των μεγάλων ασεβών και αμαρτωλών της ελληνικής μυθολογίας. Γνωστοί για τα αμαρτήματα αλλά και για την τιμωρία τους είναι ο Τάνταλος, παιδοκτόνος και άπληστος, ο Σίσυφος, ο πιο πονηρός άνθρωπος του κόσμου, ο Τιτυός, ένας από τους Γίγαντες ή τους Τιτάνες, οι Δαναΐδες, ο Φλεγύας και ο Ιξίωνας. 20 Το Ηλύσιο βρίσκεται κοντά στην επικράτεια του Άδη αλλά δεν αποτελεί μέρος του. Άρχοντάς του είναι ο Κρόνος. Πρόκειται για έναν παραδεισένιο τόπο, όπου έχει συνεχώς ημέρα, χωρίς κρύο ή χιόνι, ενώ η μουσική, οι αγώνες και τα γλέντια είναι συνεχή (Graves, 1979:127). Ηλύσιον είναι μια σκοτεινή και μυστηριώδης λέξη, που προέκυψε από τον χαρακτηρισμό ενός τόπου ή προσώπου που χτυπήθηκε από κεραυνό, και συνεπάγεται καταστροφή και επιλογή ταυτόχρονα. Το να πάει κανείς στο Ηλύσιον σημαίνει να αποφύγει το θάνατο, και είναι η εξαιρετική μοίρα των εκλεκτών (Burkert, 1993:413). Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι τα Ηλύσια Πεδία αναφέρονται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια του Ομήρου, στη ραψωδία δ. 19


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 38

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΥ

Α

ΠΌ ΤΑ ΈΠΗ έχει επιβληθεί η μορφή του Κρονίδη Άδη ως η κυρίαρχη, ο βασιλιάς τους ενός τρίτου του κόσμου, του Κάτω Κόσμου (Παπαχατζής, 1986:217). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, κατά τη μοιρασιά του κόσμου από τους τρεις Κρονίδες μετά τη λήξη της Τιτανομαχίας, η κυριαρχία του κόσμου των νεκρών δόθηκε στον Άδη, τον μεγαλύτερο από τους γιους του Κρόνου και της Ρέας. Αυτή πρόκειται για την τελευταία μορφή του ονόματός του, ενώ αρχαιότερες είναι Αιδωνεύς, Αίς και Αϊδης, που σημαίνει ΄΄αόρατος΄΄21. Πολλά ονόματα και προσωνύμια δόθηκαν στον άρχοντα του Κάτω Κόσμου, ήδη από τα χρόνια του Ομήρου, ο οποίος τον χαρακτηρίζει πολυώνυμο. Συχνά αναφέρεται ως ΄΄Χθόνιος Ζεύς΄΄ ή ΄΄Καταχθόνιος Ζευς΄΄22, υποδηλώνοντας έναν κυρίαρχο του Κάτω Κόσμου αντίστοιχο με τον Ουράνιο Πατέρα, ένας ΄΄άλλος Ζευς΄΄, ο ΄΄Ζευς των νεκρών΄΄ (Burkert, 1993:419). Ο Αισχύλος τον αποκαλεί πολυξενώτατον Ζήνα των κεκμηκότων, δηλαδή Δία που φιλοξενεί στο παλάτι του πλήθος νεκρούς. Ακόμα, λόγω του φόβου που προκαλούσε στους ανθρώπους και μόνο η αναφορά στο όνομά του, ήταν πολλά και συνήθη τα ευφημιστικά ονόματα23 για το θεό. Το γνωστότερο είναι Πλούτωνας24, δηλαδή αυτός που παρέχει τον πλούτο, με σαφή σύνδεση με την ευφορία της γης. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, αν και ο Άδης θεωρείτο κύριος του θανάτου και κυρίαρχος του Κόσμου των Νεκρών, δεν αποφασίζει αυτός πόσο θα ζήσει ο κάθε άνθρωπος. Αυτό έγκειται στη δικαιοδοσία των τριών Μοιρών, οι οποίες αποφασίζουν το μήκος του νήματος της ζωής του κάθε ανθρώπου25. Η ιδιότητα αυτή σχετίζεται και με την ‘’κυνέην’’, το σκούφο ή κράνος που πήρε ο Άδης από τους Κύκλωπες ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, όταν συγκατατέθηκε να τους απελευθερώσει κατά τη διαταγή του Δία, και τον έκανε αόρατο όταν τη φορούσε, ενώ ο ίδιος μπορούσε να βλέπει. Το κράνος αυτό συχνά το δάνειζε σε θεούς ή θνητούς. Ο θεός του θανάτου, ως αόρατος, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το θεό του φωτός, Ήλιο, που είναι πάντα ορατός, ή τον βασιλιά του ουρανού, Δία, που το όνομά του σήμαινε ‘’το φως της ημέρας’’. Στο φοβερό θεό του θανάτου, που αφάνιζε κάθε ζωή και την έκανε αόρατη, οι θνητοί όφειλαν να προσφέρουν θυσίες με στραμμένο το πρόσωπο. (Kerenyi,1975:218). 22 Αυτή η ονομασία δεν προϋποθέτει το μύθο περί μοιρασιάς του κόσμου από τους τρεις αδερφούς. Επιπλέον, σε κάποιες περιοχές αναφέρονταν στο θεό των νεκρών με το όνομα Ποτειδάων, όπου καθιστούσε τον Ποσειδώνα όχι μόνο κυρίαρχο της γης και της θάλασσας αλλά και του Κάτω Κόσμου. 23 Ευφημιστικά προσωνύμια επίσης ήταν τα Ευβουλεύς ή Εύβουλος, δηλ. ο καλός σύμβουλος, καθώς και το Πολυδέγμων, δηλ. εκείνος που υποδέχεται πολλούς επισκέπτες. 24 Ο Πλάτωνας στον Κρατύλο αναφέρει ότι πολλοί φοβούμενοι να προφέρουν το όνομά του, τον ονομάζουν Πλούτωνα, ΄΄ ότι εκ της γης κάτωθεν ανίεται ο πλούτος΄΄. 25 Οι τρεις θεές της τύχης, οι Μοίρες, θεωρούνται κόρες είτε της Νύχτας, είτε του Δία και της Θέμιδας. Άλλες αφηγήσεις αναφέρουν τέσσερις, ενώ στους Δελφούς τιμώνται δύο. Αναφέρονται ως κλώστριες, διότι έκλωθαν το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου. Τα ονόματά τους ήταν Κλωθώ (η κλώστρια), Λάχεσις (η απονέμουσα) και Άτροπος (η αναπότρεπτη). Η δύναμή τους είναι παλαιότερη από την κυριαρχία του Δία, με συνέπεια ο Πατέρας των Θεών να μην μπορεί να μεταβάλει τις αποφάσεις τους (Kerenyi, 1975:44,45). 21


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

14

15

Σύμφωνα με τη χθόνια φύση του, δεν ήταν μόνο θεός του θανάτου αλλά και του πλούτου, της ευκαρπίας και της ζωής, όπως και η βασίλισσά του, η Περσεφόνη. Τα πολυτελή ανάκτορά τους βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο, μετά το Έρεβος, ενώ ο ίδιος ο θρόνος του βασιλιά είναι εβένινος. Λέγεται ότι, αν και στον Επάνω Κόσμο ο Άδης δεν έχει περιουσία παρά μόνο ένα κοπάδι βόδια στη νήσο Ερύθεια και λίγους πένθιμους ναούς αφιερωμένους σε αυτόν26, όλα τα πλούτη και τα πετράδια που είναι κρυμμένα μέσα στη Γη του ανήκουν. Φέρεται να είναι παράφορος και ζηλότυπος για τα δικαιώματά του (Graves, 1979:127). Αν και θεωρείτο ολύμπιος θεός, στον Επάνω Κόσμο έρχεται σπάνια, είτε για δουλειές, είτε όταν τον κυριεύει αιφνίδια λαγνεία. Για το λόγο αυτό, δεν γνωρίζει τι συμβαίνει εκεί ή στον Όλυμπο, παίρνοντας μόνο αποσπασματικές πληροφορίες από τους θνητούς, που επικαλούνται το όνομα του με όρκους και κατάρες, χτυπώντας τα χέρια τους στο χώμα. Απαγόρευε ρητά στους υποτελείς του να φύγουν από το βασίλειό του, και γινόταν έξαλλος όταν κάποιος προσπαθούσε να δραπετεύσει ή να κλέψει από τη λεία του. Επίσης, ο χθόνιος βασιλιάς ήταν δεινός πολεμιστής, αποδεικνύοντας την αγριότητα του κατά την Τιτανομαχία, και το όπλο – έμβλημά του ήταν το δίκρανο27. Άλλα στοιχεία που του προσδίδονται ως προς τον χαρακτήρα είναι η άτεγκτη αυστηρότητα και η έλλειψη επιεικείας και ελέους, αλλά παράλληλα όλοι τον αναγνώριζαν ως δίκαιο. Περίφημο ήταν το Γνωστός είναι ο ναός του Άδη στους πρόποδες του όρους Μίνθη στη Ήλιδα, που σχετίζεται προφανώς με το μύθο αποπλάνησης της νύμφης Μίνθης. 27 Με το δίκρανο ο Άδης κατάστρεφε ό, τι εμπόδιζε το δρόμο του, ή ό, τι δεν του ήταν αρεστό, όπως αντίστοιχα ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του. 26

39

Εικ. 14. Η Περσεφόνη και ο Άδης κρατώντας το Κέρας της Αφθονίας. Αττική ερυθρόμορφη πελίκη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα Εικ. 15. Περσεφόνη και Άδης ένθρονοι. Πινακίδα του 5ου π.Χ. αι., Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας, Reggio, Calabria

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 40

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

χρυσό άρμα του, με το οποίο άρπαξε και τη σύζυγό του. Τα τέσσερα μαύρα άλογά του ήταν θεϊκά, μοναδικά στον κόσμο για την ευφυΐα τους και την ταχύτητά τους, με συνέπεια ο ίδιος ο Άδης να αποκαλείται Αϊδης κλυτοπώλος (Κακριδής, 1986:219). Στις περισσότερες απεικονίσεις μοιάζει με το Δία και τον Ποσειδώνα, μόνο που τα μαλλιά του πέφτουν κάτω από το μέτωπο. Παρουσιάζεται ηλικιωμένος, γενειοφόρος, φορώντας χιτώνα ή μανδύα, με διάδημα στα μαλλιά, κρατώντας σκήπτρο. Επίσης, λόγω της σχέσης του με τον πλούτο και την γονιμότητα της γης, συχνά φέρεται να κρατά το κέρας της αφθονίας. Μεγάλες εορτές προς τιμήν του λάμβαναν χώρα κάθε εκατό χρόνια. Εκεί θυσιάζονταν μόνο μαύρα ζώα, κυρίως πρόβατα, μέσα σε λάκκους στο έδαφος (σε αντίθεση με τους υπερυψωμένους βωμούς των ουράνιων θεών), κατά τη διάρκεια της νύχτας ή σε σκοτεινό χώρο, ενώ υπάρχουν ενδείξεις και για περιπτώσεις ανθρωποθυσιών κατά τα αρχαιότερα χρόνια. Η θυσία γινόταν με μαχαίρια, με εβένινη λαβή, ενώ ακόμα και τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένο το θύμα ήταν μαύρα. Το θυσιαζόμενο ζώο καιγόταν ολόκληρο. Τέλος, ο φοβερός θεός του βασιλείου των σκιών απεικονίζεται σπάνια, με το κεφάλι του πάντα στραμμένο προς τα πίσω, και συνήθως σε θέματα σχετικά με την αρπαγή της Περσεφόνης, ή άλλοτε καθισμένος σε θρόνο, με τον Κέρβερο στα πόδια του. Του αποδίδονται το φυτό Νάρκισσος, η μέντα, το κυπαρίσσι28, ενώ συχνά συνοδεύεται από ένα σκύλο (πιθανόν τον Κέρβερο), κρατώντας ένα κλειδί (το κλειδί του Άδη).

16

17

Εικ. 16. Η απαγωγή της Περσεφόνης, Rembrandt, 1631, Βερολίνο Εικ. 17. Άδης σκηπτροφόρος, ερυθρόμορφο απουλιανό αγγείο Το δέντρο αυτό αποδίδεται στον Άδη λόγω της ακαμψίας του και της σκοτεινής εμφάνισής του. Επιπλέον, το ξύλο του άσπρου κυπαρισσιού, που θεωρούσαν ότι δεν σαπίζει, το χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή φέρετρων (Graves, 1979:131). 28


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Η ΒΑΣΊΛΙΣΣΑ ΤΟΥ ΚΆΤΩ ΚΌΣΜΟΥ

19 Εικ. 18. Η απαγωγή της Περσεφόνης, Bernini, 1621-1622, Ρώμη Εικ. 19. Δήμητρα και Κόρη, μαρμάρινο ανάγλυφο, 470-460 π.Χ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι

41

18

Η

ΠΕΡΣΕΦΌΝΗ, κόρη της θεάς Δήμητρας και του Δία (κάποιοι μύθοι τη θέλουν κόρη του Ποσειδώνα), έγινε βασίλισσα του υπόγειου βασιλείου των νεκρών κατόπιν της βίαιης απαγωγής της από τον Άδη29, είτε με τέχνασμα είτε έχοντας συνεργό τον αδερφό του Δία. Πριν από αυτό το περιστατικό, αναφερόταν απλά ως Κόρη, όπως δηλαδή καλούνταν οι παρθένες, αλλά και σαν πρώτη και μόνη κόρη της μητέρας της (Kerenyi, 1975:219), ανάγοντάς τες στο αρχετυπικό ζευγάρι Μητέρας (Δήμητρας) και Κόρης. Το όνομά της συνδέεται μα τα ονόματα Πέρση, Περσώ, Περσηίδα, Περσέας, Περσαίος (Kerenyi, 1975:219), καθώς και με τα Φερσεφόνη, Φερσέφασσα, Περσέφασσα30, Πηριφόνα, και Πηρεφόνεια (Κακριδής, 1986:130), γεγονός που πιθανόν αποδεικνύει την ανατολική καταγωγή της. Η ομορφιά της ήταν μοναδική, καθώς αναφέρονταν σε αυτή ως το ‘’κορίτσι με το μπουμπουκένιο πρόσωπο’’ και ‘’το κορίτσι με τα ωραία πόδια’’ (Kerenyi, 1975:219-220). Γίνεται, λοιπόν, ευνόητος ο έρωτας του άρχοντα του Κάτω Κόσμου και η απόφασή του να την απαγάγει. Παρά το γεγονός ότι η Περσεφόνη δεν διαμένει στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη όλο το χρόνο, αλλά μόνο το ένα τρίτο του χρόνου, είναι η αδιαμφισβήτητη θεά του Κάτω Κόσμου και νόμιμη σύζυγός του. Λέγεται μάλιστα, πως, αφού δοκίμασε τη τροφή των νεκρών (το ρόδι), δεν εγκατέλειψε ευχαρίστως τον σύζυγό της. Ήταν η πολυσέβαστη και οσία βασίλισσα των νεκρών, που δεν επέτρεψε να αποπλανηθεί τον Πειρίθου και το Θησέα. Όπως και στον Άδη, της αποδίδονται ιδιότητες τόσο χθόνιες όσο και άλλες σχετικά με τη γονιμότητα της γης, ενώ η ίδια θεωρείται περισσότερο ουράνια παρά χθόνια θεά. Συχνά, αναφέρεται ως επαινή, δηλαδή φοβερή31, καθώς στην

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

αρμοδιότητά της ανήκει η αιώνια τιμωρία των κακοποιών και γι’ αυτό οι άνθρωποι προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοιά της με προσφορές. Επίσης, φέρεται να ήταν και ζηλιάρα σύζυγος καθώς ήταν αυτή που μεταμόρφωσε τη νύμφη Μίνθη (=μέντα) στο ομώνυμο φυτό, όταν αντιλήφθηκε πως ο Άδης προσπαθούσε να την αποπλανήσει. Αφιερωμένες στη θεά του θανάτου ήταν οι μαύρες λεύκες, ενώ σε άλλες διηγήσεις αναφέρονται οι άσπρες λεύκες να ήταν τα ιερά δέντρα της Περσεφόνης (ή της θεάς της παλλιγενεσίας, Graves, 1979:131). όπως είναι φυσικό, τα ιερά άλση της θεάς του Κάτω Κόσμου αποτελούνταν από λεύκες, μαύρες ή άσπρες, και σπανιότερα από ιτιές. Η Περσεφόνη ήταν, τέλος, μητέρα του Ζαγρέα, ή κατά άλλους του Διονύσου – Ζαγρέα, πατέρας του οποίου θεωρείτο ο Δίας, καθώς οι περισσότερες παραδόσεις θέλουν το θεϊκό ζευγάρι του Κάτω Κόσμου να μένει άτεκνο, όπως αρμόζει στο ζευγάρι του θανάτου. Επιπλέον, υπάρχει η άποψη ότι ο Άδης ήταν στείρος, ενώ η Περσεφόνη αντιπροσωπεύει τις ερωτικές περιπέτειες της εφηβείας.

42

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

20 Εικ. 20. Η απαγωγή της Περσεφόνης, ταφική τοιχογραφία, 4ος αι. π.Χ., Βεργίνα Σύμφωνα με κάποιες αφηγήσεις, την Περσεφόνη έδωσε στον Άδη ο πατέρας της Δίας, χωρίς όμως να το γνωρίζει η Δήμητρα (Kerenyi, 1975:219). 30 Το όνομα Περσεφόνη προέρχεται από τα φέρω και φόνος, δηλαδή αυτή που φέρνει την καταστροφή. Στην Αθήνα λέγεται Περσέφαττα, από τα πτέρσις και εφάπτω, δηλαδή αυτή που ρίχνει την καταστροφή (Graves,1979:89). 31 ΄΄[…]ένθα θεού χθονίου πρόσθεν δόμοι ηχηέντες ιφθίμου τ’ Αϊδεω καί επαινής Περσεφονείης...΄΄ Ησίοδος, Θεογονία 767-8 29


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΗΡΩΕΣ

Έ

22 Εικ. 21. Η Θέτιδα βυθίζει τον Αχιλλέα στα νερά της Στύγας, Rubens, 1630-1635 μ.Χ. Εικ. 22. Θησέας και Μινώταυρος, 21 ερυθρόμορφη αττική πελίκη, 480-460π.Χ.

43

ΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΌ μέρος της ελληνικής μυθολογίας σχετίζεται με τους ήρωες, εξαιρετικές μορφές του παρελθόντος με κατορθώματα που αποτελούν διηνεκή εστία θαυμασμού και μπορούσαν να υψωθούν σε παντοτινά σύμβολα. Ο ήρωας συνιστά κοινωνικό αρχέτυπο, το οποίο εμφανίζεται πρωταγωνιστικά σε μύθους, θρύλους ή έπη και κατέχει μεγαλύτερες ικανότητες, σωματικές, ψυχικές ή διανοητικές, από αυτές του μέσου ανθρώπου, χωρίς ωστόσο να διαθέτει μαγικές ικανότητες, που τον βοηθούν να εκτελέσει δύσκολες και παράτολμες αγαθοεργές πράξεις, για τις οποίες είναι γνωστός. Χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν, εκτός από την έννοια του εξαιρετικού, είναι συνήθως η αυτοθυσία, η ανιδιοτέλεια, η φιλοπατρία και η φιλοτιμία, ενώ παράλληλα κάθε άλλο παρά αδιάφορος μένει προς τους κοινούς ανθρώπους. Συχνά, οι ήρωες θεωρούνται και ημίθεοι, τόσο για τα εξαιρετικά τους κατορθώματα, όσο και για την αναγωγή της καταγωγής τους σε κάποιο μεγάλο θεό, χωρίς ωστόσο η θεϊκή καταγωγή να είναι απαραίτητη. Πρόκειται, δηλαδή, για πρόσωπα που βρίσκονται μεταξύ των Θεών και των ανθρώπων, και κατ΄επέκταση προσιτά σε σχέση με τους απόμακρους θεούς. Είναι γνωστό ότι οι ήρωες λατρεύονταν στην αρχαία Ελλάδα, και οι τάφοι τους διακρίνονταν από τους υπόλοιπους με ειδικό περίβολο, αλλά δεν είναι σαφές αν πρέπει να θεωρηθούν ΄΄υποβιβασμένοι θεοί΄΄ ή ΄΄τιμώμενοι νεκροί΄΄. Την λατρεία των ηρώων αποδεικνύουν και αρχαιολογικά ευρήματα, που χρονολογούνται ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ., και μαζί με τη λατρεία των νεκρών αποτελούν το ΄΄χθόνιο αντίστοιχο΄΄ της λατρείας των θεών. Παρά τις κάποιες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η λατρεία τους αποτελεί συνέχεια της λατρείας των νεκρών (Nilsson), είναι πιθανότερο να οφείλεται στην επίδραση της επικής ποίησης τους 8ου αιώνα (Burkert, 1993:425).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

44

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

23 Εικ. 23. Ο Ηρακλής στο μονοπάτι της Αρετής και της Κακίας.Έργο του Annibale Carracci, 1596 μ.Χ., Φλωρεντία

Ανάμεσα στο πλήθος των Ελλήνων ηρώων, ο Ηρακλής και ο Θησέας είναι οι πιο αγαπητοί και ονομαστοί σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, λόγω των αξιέπαινων ανδραγαθημάτων τους προς το καλό της κοινωνίας. Άλλοι γνωστοί ήρωες είναι ο Ορφέας, ο οποίος φέρεται να ίδρυσε και δική του αίρεση στη Θράκη, ο Περσέας, ο Ιάσωνας, οι Αργοναύτες, και τέλος, οι ήρωες του Τρωικού πολέμου, όπως ο Αχιλλέας, ο Έκτορας και ο Οδυσσέας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ηρωική περίοδος της μυθολογίας τελειώνει με τη λήξη του Τρωικού πολέμου και την επιστροφή των ηρώων στις πατρίδες τους. Μεταξύ των άλλων τους κατορθωμάτων, κάποιοι ήρωες φέρονται να κατήλθαν ζωντανοί στον Κάτω Κόσμο, και να καταφέρουν (εδώ έγκειται το αξιέπαινο και ηρωικό της πράξης) να επιστέψουν ζωντανοί στον κόσμο των ζωντανών. Μπορούμε εδώ να υποθέσουμε ότι ήταν το θεϊκό στοιχείο της φυσιογνωμίας τους που τους το επέτρεψε, και για το λόγο αυτό καταφέρνουν κάτι που για τους απλούς θνητούς είναι αδιανόητο. Στη συνέχεια παρατίθενται τα πιο γνωστά τέτοια περιστατικά, αλλά όχι τα μοναδικά. Αυτά είναι, εκτός από την αφήγηση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη, η κατάβαση του Ηρακλή για να πάρει τον Κέρβερο, η κατάβαση του Ορφέα για χάρη της Ευρυδίκης, η ΄΄ανόσια΄΄ κάθοδος του Θησέα και η ομηρική κατάβαση του Οδυσσέα για τη λήψη προφητείας από τον Τειρεσία.


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΤΑΒΑΣΕΙΣ

Π

Στα αρχαϊκά χρόνια, το βασίλειο των νεκρών και η σκοτεινή μορφή του, έγινε κεντρικό θέμα ποιημάτων ή λαϊκών αναγνωσμάτων, όπως είναι οι Νεκυίες και οι ΄΄Κατάβασεις΄΄, που συχνά είχαν στόχο να ενισχύσουν το αίσθημα της ευλάβειας. Πρόκειται για άτεχνα αλλά συναρπαστικά ποιήματα, τα οποία γοήτευαν τόσο με το θέμα της καθόδου του ήρωα στον Άδη, αλλά και με τις λεπτομερείς περιγραφές τους σχετικά με την τοπογραφία, τα χθόνια πρόσωπα και τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών (Κακριδής, 1986: 221). 32

45

ΕΡΙΟΡΙΣΜΈΝΟΣ είναι ο αριθμός των μύθων που αναφέρονται στο θάνατο και τον Κάτω Κόσμο32, γεγονός αναμενόμενο καθώς ήταν θλιβερό και απεχθές θέμα για τους ποιητές, και, κυρίως, καλυπτόταν από ένα πέπλο μυστηριακού και απόκρυφου, όπου η σιωπή ήταν η πλέον αρμόζουσα στάση. Ο γνωστότερος από αυτούς τους μύθους είναι ο μύθος της Περσεφόνης, ο οποίος σχετίζεται τόσο με τη κοσμογονία όσο και με τη μυθολογία περί γονιμότητας και ευκαρπίας της γης. Η διεξοδική εξιστόρηση της αρπαγής της Περσεφόνης (βλ. παράρτημα) από τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου, Άδη, χρονολογείται ήδη από το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. στον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα, ενώ στη συνέχεια αναφέρονται σε αυτόν και μεταγενέστεροι ποιητές, με μικρές παραλλαγές, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι αυτή του Ησιόδου στη Θεογονία. Ο μύθος αυτός, μυστηριακού και χθόνιου χαρακτήρα, έχει θεμελιώδη σημασία τόσο σχετικά με την ίδρυση του βασιλείου των νεκρών, όσο και με την καθιέρωση των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Το χθόνιο στοιχείο του είναι διττό, καθώς αναφέρεται και στον Κάτω Κόσμο εν γένει, αλλά και στη γη και την καλλιέργειά της, καθώς το δίδυμο Μητέρας –Κόρης (Δήμητρα –Περσεφόνη) ανέκαθεν συνδεόταν με την ευκαρπία και τις λειτουργίες της φύσης. Για το λόγο, ο μύθος, σε όλη την έκτασή του, σφύζει από τελετουργικά στοιχεία. Ωστόσο, πρόκειται για τον σπουδαιότερο μύθο για το Βασίλειο του Άδη, στο οποίο οι αναφορές ήταν πάντα φειδωλές, ώστε να επιδέχεται πολλών φιλοσοφικών, θρησκευτικών, αλλά ακόμα και ηθικών, προεκτάσεων σχετικά με το ζήτημα του θανάτου. Όπως έχει αναφερθεί, ο μύθος αφηγείται ένα αρχέγονο, ιερό συμβάν που τελέστηκε στην απαρχή του χρόνου και αποτελεί αποκάλυψη του μυστηρίου (Eliade, 2002:85), και εν προκειμένω, ο μύθος της Περσεφόνη άπτεται του μέγιστου μυστηρίου, αυτό του θανάτου και της ζωής, αλλά και της αναγέννησης και της γονιμότητας και ευφορίας της γης. Ο μύθος της Περσεφόνης, εξαιρετικής βαρύτητας για το σύνολο της ελληνικής μυθολογίας, φέρει δύο βασικά στοιχεία, τα οποία εντείνουν την αινιγματική ερμηνεία του. Πρώτον, πρόκειται για αποκλειστική δράση θεών, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι μηδαμινή και ασήμαντη, και δεύτερον, η κάθοδος της Περσεφόνης στον Άδη δεν γίνεται άπαξ, αλλά επαναλαμβάνεται αδιάκοπα από τότε και στο εξής. Το πρώτο σημείο είναι σαφής διαφορά σε σχέση με τις ηρωικές καταβάσεις στον Κάτω Κόσμο, διότι οι δεύτερες αποτελούν πιθανά τελετουργικά πρότυπα, εφόσον οι ίδιοι οι ήρωες είναι πρότυπα συμπεριφοράς για τους θνητούς. Αντίθετα, ο μύθος της αρπαγής εξιστορεί και αποκαλύπτει την απαρχή μιας υφιστάμενης κοσμικής κατάστασης. Για το λόγο αυτό υπογραμμίζεται και

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

24

46

Εικ. 24. Η Αρπαγή της Περσεφόνης, αρχαϊκή μελανόμορφη αγγειογραφία, 510-500 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο Εικ. 25. Η επιστροφή της Περσεφόνης από τον Άδη, αττικός ερυθρόμορφος κρατήρας της κλασικής περιόδου, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης

25


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

26 Εικ. 26. Η Δήμητρα και ο Ερμής επιστρέφουν την Περσεφόνη στον Άδη, ο οποίος φέρει τα σύμβολα του Διονύσου, αρχαϊκή μελανόμορφη αγγειογραφία

47

το στοιχείο της επανάληψης· γιατί αναφέρεται στον αιώνιο χρόνο, κατά τον Eliade. Με άλλα λόγια, η ιερή ιστορία έχει χρονική διάρκεια αλλά είναι και άχρονη ταυτόχρονα, γιατί δεν πρόκειται για τον ανθρώπινο, αντικειμενικό χρόνο, αλλά για τον ιερό χρόνο, στον οποίο δρουν οι θεοί και οι ήρωες, και όχι οι θνητοί άνθρωποι. Ωστόσο, ταυτόχρονα εισάγει την έννοια του χρόνου, του διαστήματος του έτους (αφού ορίζεται η περίοδος παραμονής της Περσεφόνης στον Κάτω Κόσμο), δηλαδή του οικείου χρόνου, που μέσω της επανάληψης, προσφέρει την έννοια της σταθερότητας, της συμφιλίωσης και της αποδοχής. Ορίζει την έννοια του πεπερασμένου, και σε ανθρώπινη κλίμακα, του πεπερασμένου της ζωής, τη θνητότητα. Ο μύθος της καθόδου και του γάμου της Κόρης με τον Άδη εμφανίζει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και ερμηνείας. Αρχικά, δεν είναι σαφές αν η αρπαγή της Κόρης και η αλλαγή του ονόματός της ερμηνεύεται στην ουσία ως γάμος ή ως θάνατος, ή ακόμα και ως τα δύο μαζί. Φαίνεται όμως να επικρατεί η άποψη περί θανάτου (Burkert, 1993:340), καθώς, και στα αρχαία χρόνια, αλλά ακόμα και σήμερα, σε περιπτώσεις θανάτου νεαρών κοριτσιών γίνεται λόγος για ΄΄γάμος με τον Άδη΄΄, ή ΄΄αρπαγή από τον Άδη΄΄. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ησίοδος στη Θεογονία (913-914) δεν κάνει καμία αναφορά στην επιστροφή της Περσεφόνης από τον Κάτω Κόσμο. Άλλωστε, μετά την αρπαγή, η ισορροπία επέρχεται, αλλά ποτέ τα πράγματα δεν θα είναι ακριβώς όπως πριν. Η Κόρη, η οποία πλέον έχει όνομα, και δη χθόνιο, δεν επιστρέφει ποτέ εξ’ ολοκλήρου στον Πάνω Κόσμο, στη ζωή, αλλά καθιερώνεται ένα είδος διπλής διαβίωσης. Μια διάσταση ζωής μέσα στο θάνατο και μια διάσταση θανάτου μέσα στη ζωή. Η Περσεφόνη ενσαρκώνει εύγλωττα ένα είδος φαινομενικού θανάτου. Επιπλέον,

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

παρά τη συμφωνία που όριζε σύντομη ετήσια παραμονή στον Κάτω Κόσμο, η Περσεφόνη φαίνεται ως η απόλυτη και αδιαμφισβήτητη αρχόντισσα του βασιλείου των νεκρών. Πιθανότατα, η ίδια η συμφωνία, παρά το φαινομενικά ευνοϊκό αποτέλεσμα για τη θεά, υποδηλώνει πως ποτέ δεν θα υπάρξει τελική επιστροφή· υπονοείται, δηλαδή, το αναπόδραστο και οριστικό του θανάτου. Η τάξη επανέρχεται με το συμβιβασμό, αλλά όχι σαν ανάσταση, σαν μερική κατάργηση του θανάτου. Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητα ένας μύθος αναγέννησης, καθώς τελείται μια ιερή σύμβαση με το θάνατο, η οποία, χωρίς να τον καταργεί, τον αναιρεί μερικώς και επανειλημμένα. Πρόκειται για τον ίδιο τον κύκλο της ζωής και την αέναη επανάληψή του, όπου η ζωή και ο θάνατος είναι σημεία του κύκλου αυτού· ήταν κοινή πεποίθηση ότι η ζωή γεννιέται από το θάνατο (Mirau, Παναγιώτου, 1987:234). Συσχετίζοντας το μύθο με τον κύκλο της ζωής, για τις πρωτόγονες γεωργικές κοινωνίες δεν είναι παρά ο κύκλος του χρόνου, η συνεπής πορεία της φύσης, όπου οι σπόροι πεθαίνουν για να δώσουν ζωή. ΄΄ Η αναγέννηση είναι μία από τις πιο αρχέγονες πεποιθήσεις της ανθρωπότητας, που βασίζονται στις ψυχικές μορφές που ονομάζω αρχέτυπα΄΄, αναφέρει ο K. Jung.

48

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

27 Εικ. 27. Η Αρπαγή της Περσεφόνης, Niccolò dell’Abbate, 16ος αι. μ.Χ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Εικ. 28. Δήμητρα, Περσεφόνη και Τριπτόλεμος, ελευσίνιο ανάγλυφο, Μουσείο Ελευσίνας Αυτός που σχετίζεται με τη γη ή προέρχεται από τη γη, 2. αυτός που ζει κάτω από τη γη. Ετυμ. από το χθων, χθωνός. (Μπαμπινιώτης, 2002, 28 λήμμα χθόνιος) 33

49

Όσον αφορά το ρόλο της θεάς Δήμητρας στο μύθο, εκτός από την εξαιρετική σημασία του, επιδέχεται πολλές προσεγγίσεις και πολυεπίπεδες αναγνώσεις, οι οποίες ξεπερνούν τα όρια του παρόντος συγγράμματος, αλλά θα αναφερθούν κάποια σημαντικά στοιχεία. Στο μύθο αυτό τα χθόνια χαρακτηριστικά της θεάς, τα σχετικά με τη γη και τη γονιμότητά της δηλαδή, γίνονται σαφώς διακριτά και αποτελούν ένα από τους κεντρικούς άξονες του μύθου. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο, ο μύθος περιγράφει την αντιπαράθεση της με τον άρχοντα του θανάτου, προσδίδοντας και στην ίδια χθόνια στοιχεία, πένθιμου χαρακτήρα· η θεά της γονιμότητας της γης αντιμετωπίζει το θάνατο. Σε συνδυασμό με παλαιότερες λατρείες της Θεάς – Μητέρας, η Δήμητρα αποκτά την εικόνα της θεάς που δίνει ζωή (ευκαρπία και γονιμότητα στη φύση) αλλά και στην οποία ανήκουν οι νεκροί (Burkert, 1993:341). Επίσης, η προσπάθεια της να κάνει αθάνατο το παιδί (τον Δημοφώντα), εκτός από το ότι μπορεί να θεωρηθεί ως αντίσταση στον ίδιο τον Άδη, έχει καθαρά τελετουργικό χαρακτήρα, σχετικό με το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, ενώ στην ανθρώπινη συνείδηση λειτουργεί αποτρεπτικά προς το θάνατο, και συνεπώς παρηγορητικά. Παρόμοιο θέμα φαίνεται να είχαν και τα Μυστήριά της, τα οποία λάμβαναν χώρα μέσα σε μια σπηλιά· με άλλα λόγια, μέσα στη γη33, και σχετίζονταν με το μυστήριο της ζωής, τόσο στη φύση (γη, γονιμότητα, καλλιέργεια), όσο και στον άνθρωπο (ζωή, θάνατος, αθανασία), καθώς και με τη συνέχεια της ζωής και της αναγέννησης της φύσης. Ωστόσο, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση του W. Burkert, ότι στο μύθο αυτό ο άνθρωπος έχει απολύτως περιθωριακό ρόλο, αποτελώντας ένα απλό ενέχυρο στον εκβιασμό της Δήμητρας προς τους θεούς. Ο μύθος εκτυλίσσεται σε ένα κλειστό σύστημα θεών, οι οποίοι αδιαφορούν για το ανθρώπινο γένος, επιδεικνύοντας έντονο εγωκεντρισμό.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 50

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Ωστόσο, περισσότεροι είναι οι ηρωικοί μύθοι που σχετίζονται με τον Άδη, και οι αναφορές σε καταβάσεις θνητών. Συγκεκριμένα, ο δωδέκατος άθλος του Ηρακλή (βλ. παράρτημα) έχει άμεση σχέση με το βασίλειο των ψυχών· πρόκειται για τον τελευταίο (ή για άλλους τον προτελευταίο) άθλο που ανέθεσε ο βασιλιάς των Μυκηνών, Ευρυσθέας, στον Ηρακλή, ζητώντας του να του παραδώσει τον σκύλο-φύλακα του Κάτω Κόσμου, τον φοβερό Κέρβερο. Λόγω των κινδύνων που επεφύλασσε η επιχείρηση αυτή, ο Δίας έστειλε στο γιο του βοήθεια, την Αθηνά και τον Ερμή. Ο άθλος αυτός, ωστόσο, διάφερε από τους προηγούμενους διότι συνεπάγονταν την παραβίαση μιας ιερής περιοχής και, για το λόγο αυτό, ο Ηρακλής μυήθηκε πρώτα στα Ελευσίνια Μυστήρια34, ώστε να δεχτεί ευνοϊκότερη υποδοχή από τους χθόνιους άρχοντες. Επίσης, ο ήρωας, σύμφωνα με άλλες διηγήσεις, κατέβηκε και δεύτερη φορά στον Άδη, θέλοντας να επαναφέρει στη ζωή την σύζυγο του βασιλιά Άδμητου, Άλκηστη. Το περιστατικό αυτό είναι λιγότερο γνωστό, καθώς δεν ανήκει στους δώδεκα άθλους του ήρωα, και παρουσιάζει πολλές διαφορετικές εκδοχές, σε κάποιες από τις οποίες η επιστροφή της γυναίκας στον κόσμο των ζωντανών γίνεται με επιτυχία και σε άλλες όχι35. Πρόκειται για τη μοναδική επιτυχημένη ανάβαση από τον Άδη. Ο δεύτερος σπουδαιότερος, μετά τον Ηρακλή, πανελλήνιος ήρωας, ο Θησέας, εμπλέκεται, επίσης, σε μύθο σχετικό με τον Κάτω Κόσμο (ο οποίος μάλιστα συνδέεται με αυτόν του Ηρακλή), αν και το πρωταγωνιστικό πρόσωπο

29 Εικ. 29. Ηρακλης και Κερβερος, αττική μελανόμορφη υδρία, 530-520 π.Χ., Μουσείο Τέχνης, Οχάιο, ΗΠΑ Το να μυηθεί κανείς στα Μυστήρια δεν ήταν τόσο απλό, και ειδικά για τον Ηρακλή που είχε σκοτώσει πολλούς και έπρεπε να εξαγνισθεί από το αίμα που είχε χύσει. Για το λόγο αυτό, υιοθετήθηκε από ένα Ελευσίνιο, τον Πύλιο, ενώ τον εξαγνισμό τον ανέλαβε ο Ιεροφάντης Εύμολπος, ο οποίος είχε μυηθεί από την ίδια της θεά Δήμητρα. 35 Ο μύθος της Άλκηστης παρουσιάζεται εκτενώς στο ομώνυμο, σωζόμενο, δράμα του Ευριπίδη, το οποίο διδάχτηκε το 438 π.Χ. 34


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

51

είναι άλλο. Πρόκειται για τον Πειρίθου, μυθικό ήρωα, ο οποίος θέλησε να παντρευτεί την βασίλισσα του Κάτω Κόσμου και κόρη του Δία, Περσεφόνη (βλ. παράρτημα). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο μύθος έχει πρωτίστως ως θέμα την προσβολή του θείου από τον ήρωα-Πειρίθου, και δευτερευόντως στην κάθοδο των ηρώων στον Κάτω Κόσμο, παραθέτοντας, ωστόσο, πολλά στοιχεία για το βασίλειο των νεκρών. Άλλος διαδεδομένος μύθος, σχετικός με τον Κάτω Κόσμο, ήταν αυτός του Ορφέα, στον οποίο ο ήρωας φέρεται να κατεβαίνει στον Άδη προς αναζήτηση της νεκρής συζύγου του, Ευρυδίκης(βλ. παράρτημα). Ο μύθος αυτός είναι ιδιαίτερα σημαντικός διότι, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές και μελετητές, συνετέλεσε μαζί με άλλους μύθους, όπως αυτόν του Διονύσου-Ζαγρέα, στο σχηματισμό αρχικά μιας ομάδας, και στην εξέλιξή της, ενός κινήματος θρησκευτικού και φιλοσοφικού χαρακτήρα, με κεντρικό πρόσωπο τον Ορφέα, τον Ορφισμό. Οι Ορφικοί ασχολήθηκαν εκτενώς με το μυστήριο του θανάτου και της ψυχής, έχοντας στην αναζήτηση αυτή ως κεντρικό άξονα, το μύθο της καθόδου του ιδρυτή τους στον Άδη. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ορφέας παρουσιάζεται ως ο παραδειγματικός νεκρομάντης (Odgen, 2011:164), ο οποίος κωδικοποίησε την εμπειρία της κατάβασης στον άλλο κόσμο με τη μορφή των Ορφικών Μυστηρίων, ώστε να μη χαθεί η μυστηριακή γνώση. Ο μύθος του Ορφέα είναι ο μόνος στον οποίο μπορεί να εντοπιστεί μια μικρή αντιστοιχία με το θεϊκό μύθο της αρπαγής. Πρόκειται για το στοιχείο της περιπλάνησης του ήρωα, κατ’ αναλογία με την περιπλάνηση της θεάς Δήμητρας, σε ένδειξη πένθους και θλίψης. Έντονο, ακόμα, είναι και το στοιχείο του θρήνου· η παρουσία του είναι καθοριστική σε όλη τη διάρκεια των ταφικών διαδικασιών και εθίμων (βλ. επόμενο κεφάλαιο). Επιπλέον, στη μυθική αυτή κατάβαση, γίνεται λόγος για επιστροφή μέσα από σκοτεινά περάσματα και σήραγγες, προσφέροντας τοπογραφικές, τρόπον τινά, πληροφορίες σχετικά με τη διαδρομή, τη δίοδο, μεταξύ των δύο κόσμων. Συχνά, τα στοιχεία αυτά ερμηνεύονται, πιο ορθολογικά, ως συμβολισμός μιας αρχετυπικής αρχιτεκτονικής, και κατά συνέπεια γίνεται σύνδεσή με δαιδαλώδη σπήλαια, ή ακόμα και με μυστηριακά ιερά, όπως τα νεκρομαντεία. Επίσης, το στοιχείο του μύθου που απαγορεύει στον ήρωα να δει την ενδιάμεση κατάσταση ύπαρξης που βρισκόταν η ψυχή της Ευρυδίκης μπορεί να παραλληλιστεί με τον τρόπο που λάμβαναν χώρα οι χθόνιες θυσίας, όπου ο τελών τη θυσία δεν έπρεπε να κοιτά το θύμα. Ακόμα και ο ομηρικός Οδυσσέας κοιτάζει μακριά, ενώ τα ανερχόμενα από τον Άδη φαντάσματα δεν θέλουν τα κοιτάζουν (Odgen, 2011Q218). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, σημαντικές μυθολογικές πηγές αποτελούσαν ανέκαθεν τα ομηρικά έπη. Στην Ιλιάδα είναι συχνές οι αναφορές στον Άδη, ωστόσο εκτενής αναφορά στον Κάτω Κόσμο γίνεται δύο φορές στο έπος της Οδύσσειας (βλ. παράρτημα). Η πρώτη είναι στη ραψωδία λ, η περίφημη Νέκυια (πρόκειται για τη διασημότερη κατάβαση στον Κάτω Κόσμο), όπου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φτάνουν στην πύλη του Άδη και προσφέρουν θυσία στον χθόνιους θεούς και σπονδές στους νεκρούς. Στόχος του ήρωα –Οδυσσέα είναι η επικοινωνία και η λήψη χρησμού από το νεκρό μάντη Τειρεσία, σχετικά με την έκβαση του ταξιδιού

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 52

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

του. Η δεύτερη Νέκυια εντοπίζεται στη τελευταία ραψωδία (ραψ. ω), όπου, μετά την μνηστηροφονία από τον Οδυσσέα, περιγράφεται λεπτομερώς η πορεία των ψυχών των νεκρών μνηστήρων προς το υπόγειο βασίλειο, συνοδεία του Ερμή. Εκεί συναντούν τις ίδιες σκιές των ηρώων που είχε συνομιλήσει, κατά την επίσκεψή του στον Άδη, ο Οδυσσέας, και για ακόμα μια φορά γίνεται ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα γεγονότα στον κόσμο των ζωντανών. Στην προκειμένη σκηνή, είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για κατάβαση ζωντανού στον Άδη, αλλά για το ταξίδι των ψυχών προς τον κόσμο των νεκρών. Παρατηρείται στο σημείο αυτό μια αντίφαση στο έργο του Ομήρου, σχετικά με τη συνειδησιακή κατάσταση των ψυχών που βρίσκονται στον Κάτω Κόσμο. Ενώ, στην ραψωδία λ, είναι απαραίτητο να γευτεί το αίμα της θυσίας η ψυχή ώστε να ανακτήσει τη μνήμη και τη συνείδησή της, στην ραψωδία ω οι νεκροί είναι σε θέση να θυμηθούν γεγονότα, χωρίς τη χρήση αίματος ή άλλης σπονδής. Εξετάζοντας την τελευταία ραψωδία της Οδύσσειας, σε αντιστοιχία με αυτή της Νέκυιας, προκύπτει το ζήτημα σχετικά με τη συνειδησιακή κατάσταση των σκιών των νεκρών στον Κάτω Κόσμο. Το παράδοξο αυτό υπαινίσσεται, πιθανόν, την ασάφεια που επικρατούσε σχετικά με τη μετά θάνατον ζωή στο βασίλειο των νεκρών και την μοίρα της ψυχής εκεί, κυρίως στους μη μυημένους, εφόσον οι μυημένοι φαίνεται να είχαν ειδικότερες, απόκρυφες γνώσεις. Ωστόσο,

30

31

Εικ. 30. Ορφέας και Ευρυδίκη, G.F.Watts, 1860 μ.Χ., ιδιωτική συλλογή Εικ. 31. Ο Οδυσσέας συνομιλεί με το νεκρό Τειρεσία, ερυθρόμορφος κρατήρας, περ. 440390 π.Χ.


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Εικ. 32. Ορφέας και Ευρυδίκη, C.G.

32 Kratzenstein, 1860 μ.Χ.

53

πιθανή ερμηνεία της αναντιστοιχίας αυτής θα ήταν η επισήμανση, από μεριάς του επικού ποιητή, της αναγκαιότητας της μύησης του ζωντανού και της τέλεσης της ανάλογης ιερουργίας, πριν έρθει σε επικοινωνία με τις σκιές. Στην περίπτωση, όμως, της ραψωδίας ω, όπου παρουσιάζεται η συνομιλία μεταξύ των ψυχών, τα παραπάνω δεν είναι προαπαιτούμενα, καθώς οι συνομιλούντες βρίσκονται στην ίδια υπαρξιακή κατάσταση. Στους ηρωικούς μύθους καθόδου στον Άδη, όπου οι ήρωες αποτελούν ανθρώπινα πρότυπα, παρατηρούνται περισσότερα κοινά στοιχεία· ωστόσο, είναι σαφώς μικρότερης σημασίας και αίγλης από το μύθο της Περσεφόνης – μύθο της αναγέννησης. Τα στοιχεία αυτά θέτουν τη βάση για μια συγκεκριμένη διαδικασία – τελετουργία, σχετική με την αντίληψη και την επαφή του ανθρώπου με το θάνατο, η οποία θα συστηματοποιηθεί και θα καθιερωθεί στους αντίστοιχους τόπους λατρείας, τόσο μέσω της ιερής τελετουργίας, όσο και μέσω του ίδιου του μύθου. Παρατηρείται, λοιπόν, το κοινό μοτίβο της μύησης σε μυστήρια, σχετικού περιεχομένου, ώστε να επιτευχθεί η απαραίτητη προετοιμασία για τη μετάβαση στον κόσμο του θανάτου. Τόσο ο Ηρακλής όσο και ο Ορφέας, προτού πάρουν τον κατηφορικό δρόμο για το βασίλειο του Άδη, μυούνται στα Ελευσίνια Μυστήρια, με στόχο να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τους χθόνιους άρχοντες, ως γνώστες – μυημένοι. Αντίθετα, στην περίπτωση του Θησέα και του Πειρίθου, δεν αναφέρεται κάποια μύηση, με συνέπεια να υποπέσουν σε σφάλμα όσο βρίσκονταν στον Κάτω Κόσμο και να αιχμαλωτιστούν. Άλλωστε, θα ήταν σχήμα οξύμωρο να έχουν λάβει μέρος στα Μυστήρια, όταν οι δύο ήρωες επρόκειτο να διαπράξουν ιεροσυλία και ύβρη έναντι των θεών του Κάτω Κόσμου. Το παραπάνω συμπέρασμα ενισχύει και η ίδια η τιμωρία τους: είναι εύκολος, αν και όχι βέβαιος, ο συσχετισμός του θρόνου της Λήθης, όπου αιχμαλωτίστηκαν, και της πηγής της Λήθης στον Άδη, από όπου έπιναν νερό οι αμύητοι. Επίσης, ως συνέπεια της απουσίας μύησης του Πειρίθου θα μπορούσε να εκληφθεί πιθανά και η εσφαλμένη ερμηνεία που έδωσε στον ειρωνικό χρησμό του μαντείου· ένας μυημένος, κάτοχος απόκρυφης γνώσης, εξαγνισμένος, και έχοντας εξευμενίσει τους θεούς, θα

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 54

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

αντιλαμβανόταν το υποφώσκον νόημα του χρησμού ή δεν θα έθετε καν το βλάσφημο ερώτημα. Κατ΄ επέκταση, η ιστορία του Πειρίθου ενέχει και το στοιχείου της προειδοποίησης, προς τον εκάστοτε υποψήφιο, σχετικά με τον κίνδυνο που ενέχει η επαφή με τον Άλλο Κόσμο. Αυτό το στοιχείο πιθανά προεκτείνεται και στην τέχνη της νεκρομαντείας, όπου ερμηνεύεται ως κίνδυνος αποτυχίας της τελετής αν δεν τελεστεί καθώς πρέπει, κατά αντιστοιχία με το μύθο, όπου οι ήρωες κατέβηκαν στον Άδη αλλά απέτυχαν να επιστρέψουν. Όσον αφορά τον Οδυσσέα, δεν αναφέρεται σαφής μύηση στα Μυστήρια. Ωστόσο, αφενός, δεν είναι ακριβές αν ο ήρωας εισβάλει εξ’ ολοκλήρου στο χθόνιο βασίλειο, ή αν έρχεται μόνο σε επαφή και επικοινωνεί με τους νεκρούς, εν είδει τελετουργίας κάποιου ιερού, ώστε να μην είναι αναγκαία η βαθιά μύηση των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Άλλωστε, η τοποθεσία στην οποία φέρεται να τοποθετεί ο Όμηρος την είσοδο στον Κάτω Κόσμο προσομοιάζει εκπληκτικά με την τοποθεσία του Νεκρομαντείου της Εφύρας, επιτρέποντας την υπόθεση ότι ο ήρωας επισκέφτηκε το συγκεκριμένο ιερό. Αφετέρου, παρουσιάζεται να προσφέρει αίμα στους νεκρούς, κατ΄αναλογία με τη θυσία που έκανε και καθιέρωσε ο Ηρακλής κατά την κάθοδό του στον Άδη· δηλαδή ο Οδυσσέας γνωρίζει τί είθισται να πράξει (δηλ. η τελετουργία είναι γνωστή). Εξαιρετικής σημασίας, όμως, είναι η καθοδήγηση και οι συμβουλές που δέχεται από τη μάγισσα Κίρκη, η οποία παρουσιάζεται ως σπουδαία και έμπειρη μάγισσα, η οποία φαίνεται να κατέχει την τέχνη της νεκρομαντείας36. Έχοντας, λοιπόν, αυτή το ρόλο του ψυχαγωγού, ο ήρωας είναι να συμμετέχει στη μυσταγωγία. Κοινό στοιχείο στις μυθικές καθόδους είναι ότι ο θεός Άδης θέτει δοκιμασία ή όρο σχετικά με την παραμονή και τη δράση των ηρώων στο βασίλειό του. Στόχος ήταν να δυσχεράνει τη θέση τους ή να τους αποδυναμώσει· πιθανή ερμηνεία είναι οι δοκιμασίες να είχαν εξαγνιστικό χαρακτήρα, εν είδει προετοιμασίας. Σημαντικό εμπόδιο, και κοινό για όλους, ήταν το σκοτάδι37 που επικρατούσε στο υπόγειο βασίλειο, το οποίο, όχι μόνο προκαλεί ενστικτώδη φόβο, αλλά αποπροσανατολίζει Στο κείμενο της Οδύσσειας, η συμμετοχή της Κίρκης στη νεκρομαντεία υποδεικνύεται πολύ βαθύτερη. Πρώτον, όταν ο Οδυσσέας επιστρέφει, μετά τη νεκρομαντική τελετή, στο νησί της, η Κίρκη ήδη γνωρίζει όσα είπε ο νεκρός Τειρεσίας κατά την επίκληση, υπονοώντας ένα είδος παρουσίας της στην ίδια την τελετουργία. Δεύτερον, κατά την νεκρομαντική επίκληση, ο Οδυσσέας μαθαίνει για το θάνατο του συντρόφου του Ελπήνωρα, ο οποίος παραμένει άθαφτος στο νησί της Κίρκης. Η μάγισσα, αν και είναι πιθανό να γνωρίζει για το θάνατο του, δεν φροντίζει για την ταφή του. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τον καθηγητή Ogden, διότι οι άωροι θάνατοι και οι άθαφτοι νεκροί αποτελούν μέρος άλλων νεκρομαντικών σκηνών στην ελληνική λογοτεχνία, οπότε, είναι πιθανό, στην προφορική παράδοση του ποιήματος, ο Ελπήνωρ, σε αντιστοιχία με τον Τειρεσία, να είναι ο πρωταρχικός νεκρομαντικός παράγοντας της προφητείας στην επίκληση του Οδυσσέα. Η υπόθεση αυτή συνεπάγεται ότι είτε ότι η Κίρκη επίτηδες τον άφησε άθαφτο, είτε ότι η ίδια η μάγισσα συνέβαλε στο θάνατό του (Odgen, 2011:182-183). 37 Πιθανόν ο λόγος για τον οποίον κρίνονταν τόσο σημαντικές οι διαδικασίες προετοιμασίας, σωματικές και ψυχολογικές, πριν την τέλεση νεκρομαντικής πράξης, ήταν το να επιτευχθεί μια τέτοια πνευματική ενάργεια και ψυχική δύναμη, ώστε να λειτουργήσουν συμβολικά σαν φως κατά την κάθοδο στον σκοτεινό Άδη. 36


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

εύκολα, καθώς αναιρεί τα όποια σημεία αναφοράς, καθιστώντας τον άνθρωπο περισσότερο ευάλωτο. Επιπλέον, το δύσβατο της κατάβασης, επίσης προσομοιάζει με μορφή προετοιμασίας, περισσότερο σωματικής, όπου η κόπωση καταβάλλει τον ήρωα. Πιο συγκεκριμένα, στον Ηρακλή απαγορεύει τη χρήση όπλων στην προσπάθεια αιχμαλώτισης του Κέρβερου, στον Ορφέα απαγορεύει να κοιτάξει την Ευρυδίκη μέχρι να αποχωρήσει από το βασίλειο, στο Θησέα και τον Πειρίθου, με τέχνασμα, τους πείθει να καθίσουν στους θρόνους της Λήθης, ενώ ο Οδυσσέας φοβάται ότι θα του επιτεθεί το γοργόνειο38, το όπλο της ίδιας της Περσεφόνης39. Οι δοκιμασίες αυτές είναι εύκολο να παραλληλιστούν με αυτές όσων βρίσκονται σε διαδικασία μύησης σε μυστήρια, ή όσων επρόκειτο να τελέσουν μυστηριακή τελετή, όπως των επισκεπτών-πιστών στα νεκρομαντεία. Επίσης, είναι πιθανό να έχουν εξιλεωτικό χαρακτήρα για τον ήρωα40 (και κατ’ επέκταση, για κάθε υποψήφιο για νεκρομαντική τελετή), ώστε να εξαγνιστεί από παλαιότερα λάθη ή αδικίες που είχε διαπράξει.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

55

Εικ. 33. Ηρακλής και Κέρβερος, μελανόμορφη υδρία, 6ου αι. π.Χ., 33 Μουσείο Λούβρου, Παρίσι ΄΄Το τερατώδες προσωπείο της Γοργούς αποτελεί έκφραση του ακραίου τύπου ετερότητας, του τρομακτικού φόβου. Στην περίπτωση του ανθρώπου πρόκειται για το θάνατο που φέρει η Γοργώ σε όσου συναντούν το βλέμμα της, μεταμορφώνοντας οποιοδήποτε ον που ζει σε μια σκοτεινή πέτρα΄΄ (Vernant, 1992: 13). 39 Σε μια πιο μυστηριακή προσέγγιση θα ήταν πιθανή η συσχέτιση των δυσκολιών του Άδη, που αποκαλύπτουν τα αρχαία κείμενα, με εξιλεωτικές πρακτικές και μεθόδους κατά τις τελετές μύησης σε μυστήρια, η επιτυχία των οποίων να συνδέεται με την καθολική επιτυχία της μύησης. 40 Το μοτίβο των δοκιμασιών με σκοπό την εξιλέωση από παλαιότερα κρίματα είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Οδύσσεια, όπου όλες οι περιπέτειες των Ελλήνων που επιστρέφουν από τον Τροία (οι Νόστοι) προκύπτουν εξαιτίας λανθασμένων και ασεβών πράξεων των ηρώων στο παρελθόν. 38


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

56

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΆ, οι παραπάνω μύθοι-αφηγήσεις καταβάσεων στον Άδη εξηγούν και, ταυτόχρονα, σκιαγραφούν, τη σχέση και τη σύνδεση που υπάρχει μεταξύ των δύο κοσμικών επιπέδων, του κόσμου των ζωντανών και του κόσμου των νεκρών. Η σχέση αυτή, κατ΄επέκταση, υπαινίσσεται την ύπαρξη σημείων επαφής των δύο κόσμων, τα οποία μεταφράζονται σε στόμια ή εισόδους προς τον Κάτω Κόσμο. Επιπλέον, θεμελιώνεται η άποψη περί δυνατότητας επικοινωνίας ή επαφής με τους νεκρούς, μέσω των σημείων αυτών διάρρηξης των ορίων μεταξύ των επιπέδων, τα οποία είναι τόποι μετάβασης, άρα όχι αμιγούς χαρακτήρα (ουράνιου ή χθόνιου). Παράλληλα, όμως, τα περιστατικά ηρωικών καταβάσεων επισημαίνουν και τη σημασία τέλεσης συγκεκριμένης μυσταγωγίας ή άλλης λατρευτικής πράξης, ώστε να επιτευχθεί το ρήγμα του ορίου και η μεταξύ επικοινωνία, θέτοντας τα θεμέλια για τη δημιουργία των αντίστοιχων λατρευτικών χώρων. Οι χώροι αυτοί θα είναι ιερά ή μαντεία, χθόνιου και πένθιμου χαρακτήρα, κύριο γνώρισμα των οποίων είναι ότι η ιερότητά τους οφείλεται ακριβώς στο ότι αποτελούν επισήμανση (σημείο) διάσπασης και κατάργησης των ορίων των κοσμικών επιπέδων και προσέγγισης μιας διαφορετικής κατάστασης ή διάστασης, λιγότερο ανθρώπινης και περισσότερο χθόνιας. Η λειτουργία τους θα επεκταθεί στο πεδίο της μαντικής, καθώς ήταν διαδεδομένη στον αρχαίο κόσμο η άποψη ότι οι νεκροί αποκτούσαν μαντικές ικανότητες, ώστε τελικά ορισμένα από τα ιερά αυτά να εξελιχθούν στα γνωστά, αν και λιγοστά, νεκυομαντεία.


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ

Η

΄Ότι η τελετουργία υποκατέστησε ένστικτα έχει διατυπωθεί επανειλλημένως, με πρώτο τον H. Bergson. 41

57

ΈΝΝΟΙΑ της τελετουργίας επιδέχεται ακόμα πιο αποκλίνουσες ερμηνείες και αντιφατικές συσχετίσεις από αυτή του μύθου. Προς το τέλος του προηγούμενου αιώνα μάλιστα, στη Θρησκειολογία επικράτησε η άποψη ότι οι ιεροτελεστίες είναι διδακτικότερες και σπουδαιότερες για την κατανόηση των αρχαίων θρησκειών, έναντι των ευμετάβλητων μύθων (Burkert, 1993Q133). Η τελετουργία πρόκειται για κάτι ΄΄αταβιστικό, υποχρεωτικό, χωρίς νόημα, συχνά περιστασιακό και επιφανειακό, αλλά ταυτόχρονα κάτι ιερό και μυστηριώδες΄΄, θα σχολιάσει ο W. Burkert (Burkert, 1997:69). Είναι σαφές ότι μύθος και τελετουργία, αν και δεν είναι απαραίτητα σε αλληλεξάρτηση, είναι συγγενείς έννοιες, οι οποίες προάγουν από κοινού την αμοιβαία κατανόηση και αλληλεγγύη στην ανθρώπινη κοινωνία, καθώς και τα δύο είναι αποσπασμένα από μια αληθινή πραγματικότητα. Αν και η τελετουργία φαίνεται να είναι παλαιότερη, αυτό δεν συνεπάγεται ασφαλώς πως ο μύθος προέρχεται από αυτή. Το βασικό ελάττωμα της τελετουργίας σε σχέση με την ανθρώπινη κοινωνία έγκειται στο στοιχείο της αναπαράστασης, η οποία είναι πιθανό να χάσει το νόημά της. Το κενό έρχεται να αναπληρώσει με ένα πειστικό πλαίσιο ο μύθος. Αντίστοιχα, την έλλειψη σταθερότητας της μυθικής αφήγησης αντισταθμίζουν οι απαράβατες καθιερώσεις της τελετουργίας. Έτσι, τελικά, ΄΄το σύμπλεγμα μύθου και τελετουργίας, παρόλο που δεν είναι αδιαχώριστο, έγινε κυρίαρχη δύναμη στη δημιουργία των αρχαίων πολιτισμών και, πράγματι, έσκαψε εκείνες τις κοιλάδες της ανθρώπινης παράδοσης στις οποίες ακόμα και σήμερα ρέουν τα ρεύματα των εμπειριών μας΄΄ (Burkert, 1997:102). Στην προσπάθεια διατύπωσης ορισμού της τελετουργίας, επικρατούν δύο βασικές προσεγγίσεις: α. ότι οι τελετουργίες εκφράζουν τις βασικές, ίσως ακόμα και πρωτόγονες, ιδέες για τα πνεύματα της γονιμότητας και της βλάστησης, και β. ότι πρόκειται για ισχυρές παρορμήσεις αφορμούμενες από ασυνείδητη αγωνία41. Η επιστήμη της βιολογίας έρχεται να δώσει έναν πιο σαφή ορισμό, βασισμένο στην παρατήρηση των ζώων, σύμφωνα με τον οποίο η τελετουργία αποτελεί ένα μοντέλο συμπεριφοράς, το οποίο αποκτά μια εντελώς διαφορετική λειτουργία, εκείνη της επικοινωνίας. Κατά συνέπεια, η πρωταρχική λειτουργία μπορεί να υφίσταται μέσα στο τελετουργικό, αλλά συχνά υποχωρεί ή αλλοιώνεται το νόημά της. Κατά τον ορισμό αυτό, τυπικά στοιχεία της τελετουργίας είναι το στερεότυπο δράσης, ανεξάρτητο από την παρούσα κατάσταση ή τη συναισθηματική δράση, η επανάληψη και η υπερβολή με τη μορφή δραματοποίησης, και η λειτουργία της επικοινωνίας (Burkert, 1997:71). Συνεπώς, η τάση δραματοποίησης και αναπαράστασης στο πλαίσιο της τελετουργίας αποσκοπεί στην επικοινωνία μεταξύ των συμμετεχόντων, και παράλληλα ενέχει το στοιχείο του συμβολισμού. Ο χαρακτήρας της τελετουργίας καταλήγει να είναι σημειοτικός, αποκομμένος από το αρχικό και πρακτικό περιεχόμενό της. Η τελετουργία ανάγει τη λειτουργία

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 58

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

της στο σχηματισμό κοινωνικών ομάδων, προωθώντας την αλληλεγγύη και το διάλογο (κοινωνικοποίηση) μεταξύ των μελών (Burkert, 1993:133). Αν και η θρησκευτική τελετουργία είναι εύκολο να διακριθεί από την κοσμική (και τη ζωική), καθίσταται δύσκολη η αναζήτηση της προέλευσης των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της τελετουργίας στις μεταφυσικές ιδέες (Burkert, 1997:73). Ωστόσο, οι επιστήμονες της εθνολογίας θεώρησαν αδιανόητο την καθιέρωση μιας τελετουργίας απουσία κάποιας ιδέας για το τι αυτή επιδίωκε. Από τη σκοπιά της βιολογίας, οι ανθρώπινες τελετουργίες, ακόμα και μέσα από το πρίσμα της θρησκείας, μπορούν να ερμηνευθούν ως μοντέλα δράσης, τα οποία στοχεύουν στην επίδειξη. Είναι πιθανό, ωστόσο, τα μοντέλα αυτά να αποκτούν σταδιακά συμβολικό χαρακτήρα, να αλλοιώνονται ή να μετατίθεται το σημείο έμφασης, ως αποτέλεσμα της εξέλιξής τους από την αρχική, ρεαλιστική συμπεριφορά ή δράση. Επίσης, αν εκληφθεί η τελετουργία ως ένα είδος γλώσσας, αφού είναι παρόν το στοιχείο της επικοινωνίας, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι καθοριστικής σημασίας το ότι η γλώσσα εκφράζεται με λόγια και όχι με συμπεριφορά. Επίσης, η σχέση σημαίνοντος-σημαινόμενου διαφέρει, εφόσον στην περίπτωση της τελετουργίας, το σύστημα συμπεριφοράς που λειτουργεί ως ΄΄σημείο΄΄ δεν είναι αυθαίρετο, αλλά προκύπτει από μια ορισμένη πραγματική λειτουργία και για το λόγο αυτό το μεταδιδόμενο μήνυμα είναι αναπόσπαστα συσχετισμένο μαζί του (Burkert, 1997:87). Συχνά οι τελετουργίες λειτουργούν και ως στοιχεία πολιτισμικής μεταβίβασης. Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η διατήρηση των ανθρώπινων πολιτισμών προϋποθέτει μεθόδους μεταβίβασης ενός σύνθετου συστήματος σημείων και γνώσεων διαμέσου των γενεών, οι αποδοτικότερες των οποίων είναι αυτές ου επιβάλλουν την ανάλογη εκπαίδευση και τους ανάλογους κανόνες στους νέους. Η διαμόρφωση των νέων γενεών αποτελεί κύρια αρμοδιότητα της θρησκείας, η οποία σε απόλυτη συσχέτιση με την τελετουργία, εισάγει τους νέους στον ΄΄ενήλικο΄΄ κόσμο, συστήνοντάς τους με τη συμβατικότητα που διατηρεί την σταθερότητα του συστήματος· στην πραγματικότητα πρόκειται για μυητική διαδικασία, η οποία συχνά αναφέρεται και ως ΄΄διαβατήρια τελετή΄΄42. Η βαθύτερη σημασία των τελετουργικών εν γένει είναι η επιβλητική επίδειξη, ώστε να ξεπεραστούν προσωπικές αγωνίες και εντάσεις. Λειτουργούν σαν να υπήρχε κάποιος αντίπαλος, τον οποίο ο μύθος κατονομάζει, και ο οποίος πρέπει να κατανικηθεί ή να εκδιωχθεί με αποτροπαϊκές πρακτικές. Ωστόσο, όπως και ο W. Burkert επισημαίνει, ακόμα και στην ελληνική θρησκεία, όπου όλες οι υπεράνθρωπες δυνάμεις προσωποποιούνται, ο ΄΄τελετουργικός αντίπαλος΄΄ παραμένει αξιοσημείωτα ασαφής (Burkert, 1997:93). Άλλωστε, οι έννοιες του φόβου και της αγωνίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές της θρησκείας και τελετουργίας. Συγκεκριμένα, η θρησκευτική τελετουργία είναι σε θέση να Ως ΄΄διαβατήριες τελετές΄΄ ορίζονται από τον A. Van Gennep (1909) το σύνολο των τελετών που ακολουθούνται στις παραδοσιακές κοινωνίες και οι οποίες συνοδεύουν τη διάβαση ενός κατωφλιού. Τα τελετουργικά αυτά έχουν στόχο τόσο να περιορίσουν τις βέβηλες όψεις του γίγνεσθαι, όσο και να αποκαταστήσουν την όποια αστάθεια προκαλείται από την αλλαγή της κατάστασης. 42


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

διαμορφώσει σκόπιμα μια ατμόσφαιρα δέους και φόβου, ατμόσφαιρα ανοίκεια για την ανθρώπινη ψυχολογία, χρησιμοποιώντας συχνά μέσα όπως το σκοτάδι, η φωτιά, ο θάνατος (με τη μορφή της θυσίας ή συμβολικός). Η κορύφωση της αγωνίας και η μετατόπισή της από τον πραγματικό κόσμο σε ένα μυστηριακό, συμβολικό κόσμο κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής τελετουργίας, η οποία είναι αυτή που αρχικά προκάλεσε την επιδείνωση της αγωνίας, καθιστά δυνατό τον μερικό έλεγχό της (Burkert, 1997:91). Το μοτίβο αυτό εγγυάται μια αισιόδοξη έκβαση της δράσης, καταλήγοντας στο αναμενόμενο τέλος, και παράλληλα διατυπώνοντας ένα πρότυπο συμπεριφοράς. ΤΑΦΙΚΆ ΈΘΙΜΑ

Ο

59

ΘΆΝΑΤΟΣ προσεγγίζεται μόνο μέσω της νόησης, σχολιάζει ο Ziegler (1975:125), και τα έθιμα γύρω από αυτόν διαμορφώνουν αλλά και διαμορφώνονται από τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τη σχέση της ζωής με το θάνατο. Τα έθιμα γύρω από το νεκρό και το θάνατο αποτελούνται από δοξασίες και σύνθετες τελετουργίες, έχοντας λειτουργικό χαρακτήρα σχετικά με τις αντίστοιχες αντιλήψεις, το θρήνο και τον πόνο που προκαλεί η απώλεια. Ωστόσο, για την αποτελεσματικότητα των εθίμων αναγκαία συνθήκη είναι η πίστη. ΄΄Ανάμεσα στην αντικειμενική και στην υποκειμενική θέαση υπάρχει ένα ρήγμα που ο θάνατος ανοίγει σαν χάσμα και που το γεμίζουν οι μύθοι και οι τελετουργίες επιβίωσης, που τελικά ενσωματώνουν το θάνατο΄΄(Ziegler, 1975:127). Η μελέτη των ταφικών συνηθειών και εθίμων αποτέλεσε για τους ερευνητές πολύ σημαντική πηγή κοινωνιολογικών και πολιτιστικών πληροφοριών, καθώς οι ταφές και οι σχετικές τελετουργίες ανήκουν στις παλαιότερες μαρτυρίες του ανθρώπινου πολιτισμού, ενώ η επιστήμη της Θρησκειολογίας τις δέχεται ως πιο διδακτικές από τις μυθολογικές αφηγήσεις. Επιπλέον, τα ταφικά αρχαιολογικά ευρήματα, όταν συνεξετάζονται με τις σύγχρονές τους λογοτεχνικές πηγές, μαρτυρούν τη στάση που κρατούσαν οι ζωντανοί απέναντι στο θάνατο αλλά και τις εκάστοτε αντιλήψεις για τη μεταθανάτια κατάσταση, καθώς οι δοξασίες περί των νεκρών ανέκαθεν αλληλοεπηρεάζονταν με την νεκρική τελετουργία, και εξελισσόταν παράλληλα. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ταφικά έθιμα και τελετές παρουσιάζουν αδιαφιλονίκητη ομοιομορφία, σε αντίθεση με την αοριστία και πολυμορφία των πεποιθήσεων και των θεωρητικών προσεγγίσεων του φαινομένου, η οποία οφείλεται στην ασάφεια, λόγω φόβου, του τρόπου έκφρασης για το ζήτημα του θανάτου. Σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές αντιλήψεις, οι νεκροί ΄΄απαιτούν΄΄ την προσοχή των ζωντανών, τόσο σε επίπεδο οικογένειας όσο και πολιτείας, εξού και η εκτεταμένη λατρεία τους. Ο νεκρός ήταν σε θέση να αντιληφθεί αν τιμόταν η μνήμη του και ο τάφος του ή όχι, και αντίστοιχα πρόσφερε ευτυχία ή έστελνε συμφορές. Μολονότι, η ιδέα του υπόγειου και ζοφερού Άδη ως τελικός προορισμός της ψυχής δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, επισημαίνεται ότι φαίνεται να θεωρείτο το μνήμα ως προσωπική, ΄΄φυσική΄΄ κατοικία του κάθε νεκρού.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Η προστασία των ζωντανών επέρχεται μέσω των εξαγνισμών και της συνεπούς εκτέλεσης των καθηκόντων τους έναντι των νεκρών, μέσω αμοιβαίων πιστώσεων και χρεώσεων, ιδέα που συναντάται και στα τελετουργικά απότισης τιμής στους θεούς.

ΤΑΦΙΚΆ ΜΝΗΜΕΊΑ

60

Τ

Α ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΆ ευρήματα δεν επιτρέπουν τη διαμόρφωση ασφαλούς εικόνας των ταφικών εθίμων στα προϊστορικά χρόνια. Για τον ελλαδικό χώρο, η ταφική τελετουργία είναι γνωστή από το 1200 π.Χ. και εξής, όπου παρατηρείται εντυπωσιακή εξάπλωση των ατομικών ταφών και υιοθέτηση της μεθόδου της καύσης (αποτέφρωση),η οποία θεωρείται θεαματική αλλαγή, καθώς κατά την εποχή του Χαλκού φαίνεται να είναι πρακτική άγνωστη. Η μεταβολή των νεκρικών εθίμων συνδέεται με την αποκοπή από τον μυκηναϊκό πολιτισμό, αλλά δεν υπάρχει σαφής σύνδεση με περιοχές που θεωρούνται κατά κανόνα δωρικές (Burkert, 1993:400-401). Ο ενταφιασμός και η αποτέφρωση αποτελούν τις βασικές πρακτικές της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας σχετικά με το νεκρό σώμα, οι οποίες χρησιμοποιούνταν είτε παράλληλα είτε υπερισχύοντας η μια της άλλης ανά περιόδους, πάντα όμως στο πλαίσιο απότισης των αναγκαίων τιμών προς τους νεκρούς. Μια από τις πρώτες περιπτώσεις καύσης νεκρού εντοπίζεται στην Αττική, στο νεκροταφείο της Περατής, και χρονολογείται περί τον 12ο αιώνα π.Χ. Σημαντική μεταβολή στα ταφικά έθιμα είναι η διάκριση του χώρου του οικισμού και του ταφικού χώρου (νεκροταφείο), ο οποίος μετατοπίζεται εκτός των ορίων της πόλης, ή, υπό περιπτώσεις, κατά μήκος των οδών που οδηγούν έξω από αυτή ή προς κάποιο ιερό43. Η τάση αυτή της απομάκρυνσης των ταφών και της συγκέντρωσης των νεκρών σε ομάδες διαφαίνεται ήδη από την εποχή του Χαλκού (Πολυχρονοπούλου, 1984:6)· οργανωμένα νεκροταφεία εμφανίζονται κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού. Το μέχρι σήμερα μεγαλύτερο νεκροταφείο που έχει ανακαλυφθεί είναι αυτό της Ελευσίνας, όπου οι τάφοι είναι ομαδοποιημένοι και χωρίς προσανατολισμό. Ο Erwin Rohde ερμήνευσε το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της αποτέφρωσης, ως πνευματική επανάσταση, κατά την οποία απορρίφθηκε η αντίληψη περί δύναμης του νεκρού και οι ψυχές απομακρύνθηκαν-εκδιώχθηκαν από τους ζωντανούς· άποψη που, όμως, αμφισβητείται από αρχαιολόγους και εθνολόγους. ) Ο Erwin Rohde ερμήνευσε το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της αποτέφρωσης, ως πνευματική επανάσταση, κατά την οποία απορρίφθηκε η αντίληψη περί δύναμης του νεκρού και οι ψυχές απομακρύνθηκαν-εκδιώχθηκαν από τους ζωντανούς· άποψη που, όμως, αμφισβητείται από αρχαιολόγους και εθνολόγους. Άλλες θεωρίες ερμηνεύουν το φαινόμενο ως προσπάθεια οικονομίας χώρου στην περιορισμένη με τείχη πόλη (Burkert, 1993: 401). 43


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

΄Μονάχα κάψε με, με τ’ άρματά που ήταν δικά μου, ως ζούσα Κι εκεί στο ακρόγιαλο της θάλασσας μνημούρι ασκώσετέ μου. Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. Λ 74-75 (μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή) 44

61

Ο ενταφιασμός, κατά τον οποίο συνήθως ο νεκρός τοποθετείται σε πλάγια στάση, με τα μέλη σε κάμψη, αποτελεί τον απλούστερο τρόπο ταφής. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος προσανατολισμός ως προς τη θέση του τάφου σε σχέση με τον οικισμό ή ως προς τη θέση του νεκρού μέσα στον τάφο. Από τα αρχαϊκά χρόνια διαφαίνεται τάση επικράτησης της πρακτικής του ενταφιασμού, χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλειφθεί πλήρως αυτή της αποτέφρωσης. Ο τάφος είναι είτε ΄΄κιβωτιόσχημος΄΄ (απαντάται από την Νεολιθική εποχή), με επενδυμένα τοιχώματα από λίθινες πλάκες ή ξύλινα δοκάρια, είτε απλός τάφος στο χώμα. Αργότερα, στους κλασικούς χρόνους, εξαπλώνεται η χρήση του ΄΄κεραμοσκεπούς΄΄ τάφου (ορθογώνιο κτίσμα με κεραμοσκεπή) και ο μεγαλοπρεπής ΄΄μακεδονικός΄΄ τάφος, του 4ου αιώνα π.Χ. Το σώμα του νεκρού τοποθετούνταν μέσα σε ξύλινες ή πήλινες σαρκοφάγους, ορισμένες εκ των οποίων έφεραν περίτεχνη διακόσμηση. Ειδική περίπτωση αποτελεί η πρακτική του εγχυτρισμού (Καλλέγια:90), που χρησιμοποιείται τον 5ο αιώνα για την ταφή βρεφών μέσα σε αμφορείς οίνου. Σταδιακά, από μεμονωμένους τάφους οι άνθρωποι πέρασαν στην κατασκευή τύμβων, οι οποίοι φιλοξενούσαν πολλούς τάφους, της ίδιας συνήθως οικογένειας. Στην παράδοση των οικογενειακών τάφων ανήκουν οι μυκηναϊκοί τύμβοι και οι ταφικοί περίβολοι του 5ου αιώνα. Κατά την ελληνιστική περίοδο είναι διαδεδομένοι οι θαλαμοειδείς τάφοι, τύπος μνημειακού τάφου, υπόγειου ή υπέργειου, που χρησιμοποιούνταν σε περιπτώσεις πολλαπλών ταφών. Η μεγάλη αλλαγή στον ενταφιασμό παρατηρείται κατά τους 12ο και 11ο αιώνα π.Χ., όταν διαφοροποιείται η πρακτική ταφής από εκείνη που ίσχυε κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο: επικρατεί ο ενταφιασμός ενός ατόμου σε κάθε λακκοειδή ή θαλαμοειδή τάφο. Πρόκειται για συνέπεια μεγάλων καταστροφών που έπληξαν τους λαούς της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, οι οποίες και σηματοδοτούν τη μετάβαση από την εποχή του Χαλκού στην εποχή του Σιδήρου. Η περίοδος αυτή ονομάζεται, όσον αφορά στον ελλαδικό χώρο, ΄΄σκοτεινοί αιώνες΄΄, και χαρακτηρίζεται από την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτόρων, την απώλεια της γραφής, απλουστευμένο πολιτισμό, εσωστρέφεια, αλλά και την ίδρυση των πρώτων πόλεων-κρατών. Τα ομηρικά έπη, μολονότι χρονολογούνται στον 8ο αιώνα περίπου π.Χ., αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν πιθανότατα τον 11ο αιώνα π.Χ., εμφανίζοντας αναχρονισμούς σχετικά με τα έθιμα και την τεχνολογία. Ο Όμηρος φαίνεται να γνωρίζει την αποτέφρωση σαν τη μόνη καθιερωμένη επιτάφια διαδικασία (Mirau, Παναγιώτου, 1987:234-238)· οι ομηρικές ψυχές αγωνιούν για την αποτέφρωση της σορού, η οποία χαρίζει και την οριστική τους ανάπαυση44. Παρ΄όλα αυτά, η αρχαιολογική έρευνα έχει αποδείξει πως η αποτέφρωση δεν ήταν ούτε η πιο διαδεδομένη ούτε η αποκλειστική μέθοδος ταφής, διακρίνοντας στην επιμονή του Ομήρου ένα μάλλον προσηλυτικό χαρακτήρα (Mirau, Παναγιώτου, 1987:234-238). Η πρακτική της αποτέφρωσης εμφανίζεται στην αρχαϊκή περίοδο, ενώ στα κλασικά χρόνια εμφανίζεται ως μη διαδεδομένη.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Πάνω στους τάφους ή τους τύμβους τοποθετούνταν ορόσημα, γνωστά ως σήματα. Αρχικά το σήμα ήταν ένας απελέκητος λίθος, αλλά κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. αναπτύχθηκε η επιμελημένη επιτύμβια στήλη. Αυτή έφερε το όνομα του νεκρού και ζωγραφική ή ανάγλυφη παράσταση. Κατά την αρχαϊκή εποχή, ως σήματα τοποθετούνταν επίσης κούροι ή κόρες, ενώ στα κλασικά χρόνια, η ανάγλυφη επιτύμβια στήλη γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή της στην αττική τέχνη. Στα ελληνιστικά χρόνια, τα σήματα επέστρεψαν στην αρχική λιτή τους εμφάνιση, έπειτα από νόμο του Δημητρίου του Φαληρέου στα 314 ή 304 π.Χ. (Δραγώνα, Κώνστας, 2007:262) Το σήμα συχνά εκλαμβάνονταν ως αντιπρόσωπος του νεκρού στη γη, στον οποίο προσέφεραν τιμές και φροντίδες κατά τις νεκρικές εορτές (οι στήλες καθαρίζονταν), ή ως φύλακας του τάφου και του νεκρού, ενώ παράλληλα επισημαίνει την αιώνια παρουσία του (Burkert, 1993:404). Αξιοσημείωτο, όπως επισημαίνει και ο Π. Λεκατσάς, είναι το γεγονός ότι, ενώ από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. οι επιτάφιες στήλες βεβαιώνουν τη μετά θάνατον ζωή, στην ελληνιστική περίοδο προβάλλουν αμφιβολίες (Λεκατσάς, 2000:407).

62

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

34 Εικ. 34. Νεκρική σκηνή, ερυθρόμορφος λουτροφόρος, 5ος αι. π.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο , Αθήνα


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΝΕΚΡΙΚΈΣ ΤΕΛΕΤΈΣ

Η

Η αναγκαιότητα της ταφής ενός νεκρού και η βεβήλωσή του σε αντίθετη περίπτωση γίνεται ιδιαίτερα σαφής στον έργο του Σοφοκλή Αντιγόνη, όπου η ηρωίδα ρίχνει χώμα πάνω στο σώμα του νεκρού αδερφού της, ως ένδειξη συμβολικής ταφής. 45

63

ΤΑΦΉ του νεκρού δεν θεωρείτο ολοκληρωμένη χωρίς την σχετική τελετουργία και τη συνοδεία των ανάλογων προσφορών, ως ένδειξη σεβασμού προς τον αποθανόντα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι για τους αρχαίους Έλληνες ήταν υψίστης σημασίας να ταφούν στην πατρίδα τους και να δεχθούν τις νεκρικές τιμές από οικείους τους. Η άρνηση δικαιώματος ταφής κάποιου στον τόπο του θεωρείτο ανόσια πράξη, και πιστευόταν ότι επέφερε συμφορές45. Επίσης, ανεπίτρεπτη ήταν η άρνηση ταφής γενικά, καθώς η ταφή του νεκρού ήταν απαράβατος θρησκευτικός νόμος. Ένα σημαντικό δείγμα ταφικής λατρείας είναι οι βόθροι, μικρές στρογγυλές κοιλότητες μέσα στις οποίες έχουν βρεθεί στάχτες, άνθρακας και σπόροι σταριού. Ακόμα, πρέπει να επισημανθεί η παρουσία κτερισμάτων στους τάφους, φαινόμενο που συναντάται σε όλα τα μέρη του κόσμου. Βασικό στοιχείο που διέπει όλα τα ταφικά έθιμα της αρχαιότητας είναι αυτό της κάθαρσης του νεκρού, γιατί ο θάνατος αποτελεί και μια ιδιαίτερη τελετή μύησης και αναγέννησης της ψυχής. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητος ο εξαγνισμός του, αντίστοιχος με αυτόν της προετοιμασίας για μια λατρευτική πράξη. Ο Όμηρος περιγράφει λεπτομερώς τρεις κηδείες στα έπη του, αυτές του Πάτροκλου και του Έκτορα στην Ιλιάδα, και αυτή του Αχιλλέα στην Οδύσσεια. Σύμφωνα με αυτές, το σώμα του νεκρού, αφού πλυθεί, αλειφθεί με μύρα και σκεπαστεί με σάβανο, εκτίθεται πάνω σε τιμητική κλίνη, δίπλα στην οποία βρίσκονται οι αοιδοί και οι συγγενείς του νεκρού τραγουδώντας τον τελετουργικό θρήνο. Η διάρκεια της δημόσιας έκθεσης ποικίλει. Στον εκτεθειμένο νεκρό προσφέρουν θυσίες, από τις οποίες το αίμα των ζώων τοποθετείται σε μεγάλα κύπελλα και σκορπίζεται γύρω από το νεκρό ενώ το κρέας τρώγεται στο επιτάφιο γεύμα. Στη συνέχεια ο νεκρός μεταφέρεται στον τόπο ταφής. Στην τελετή της αποτέφρωσης, η πυρά ετοιμάζεται από στενούς συγγενείς, στην κορυφή της οποίας τοποθετείται το σώμα του νεκρού. Αφού προσφερθεί θυσία, καλύπτεται το σώμα με λίπος, και γύρω του τοποθετούνται αμφορείς με μέλι και λάδι. Όταν η φωτιά σβήσει, οι στάχτες ραντίζονται με κρασί και τα οστά συλλέγονται και φυλάσσονται σε υδρία, στην οποία έχουν περαστεί δύο στρώματα λίπους. Η υδρία τυλίγεται με ύφασμα και τοποθετείται στον τάφο, που καλύπτουν με μεγάλες πέτρες. Κατόπιν, σχηματίζεται ο τύμβος από χώμα, και τοποθετείται η επιτάφια στήλη (ορθωμένη πέτρα). Σειρά έχει το επιτάφιο συμπόσιο, όπου θεωρείται ότι η ψυχή του νεκρού είναι παρούσα (Κοντράρου-Ρασσιά). Τέλος, η διεξαγωγή επικήδειων αγώνων πιθανόν πρόκειται για επιβίωση αρχαίου θεσμού διαδοχής, που όμως στην ομηρική εποχή αποσκοπούν να δοξάσουν τη μνήμη του νεκρού και να επιτρέψουν στους απογόνους του να επιδείξουν πλούτη και μεγαλείο (Mirau, Παναγιώτου, 1987:242).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

35

64

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

Εικ. 35. Ο Αχιλλέας θρηνεί το θάνατο του Πάτροκλου, D. Cunego, χαρακτικό, 1767 μ.Χ.

Στην αρχαϊκή Ελλάδα, οι κηδείες έχουν μεγάλη σημασία στην οικογενειακή ζωή και ΄΄για τις μεγάλες οικογένειες αποτελούν ευκαιρία για δημόσια προβολή και επίδειξη πλούτου της δύναμης και της έκτασης της επιρροής τους΄΄ (Mirau, Παναγιώτου, 1987:238). Ωστόσο, τα ταφικά έθιμα δεν διαφέρουν από αυτά που περιγράφει ο Όμηρος. Οι συγγενείς ήταν ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα και έκοβαν τα μαλλιά τους σε ένδειξη πένθους. Όλοι οι άντρες μπορούσαν να πλησιάσουν το νεκρό· οι γυναίκες όμως που μπορούσαν να βρεθούν κοντά του ήταν μόνο αυτές που είχαν μιανθεί από το θάνατο, δηλαδή η σύζυγος, η μητέρα, η κόρη, η αδερφή (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β’:450452). Η ταφή ήταν αδιαμφισβήτητο καθήκον της οικογένειας, ενώ η στέρησή της ήταν η χειρότερη τιμωρία, η οποία επιβαλλόταν σε ιερόσυλους και προδότες της πατρίδας. Οι διαδικασίες που συνέθεταν την νεκρική τελετή και συγκροτούσαν τη βάση της σταθερής ταφικής λατρείας διακρίνονται σε τρία στάδια: την πρόθεση (δημόσια έκθεση του νεκρού μέσα στο σπίτι), την εκφορά (μεταφορά του νεκρού στον τάφο), και τις νεκρικές προσφορές κατά την ταφή (Burkert, 1993:401). Το σώμα του νεκρού περιποιούνται και πλένουν οι γυναίκες του οικογενειακού περιβάλλοντος, αλείφοντάς το με λάδι, ντύνοντάς το και στολίζοντας το κεφάλι με κορδέλα ή στεφάνι46, ενώ ο κοντινότερος συγγενής αναλαμβάνει να κλείσει Η νεκρική κλίνη στρωνόταν με φυτά αποτρεπτικά για τα κακά πνεύματα, άγρια μαντζουράνα, σέλινο, κληματίδες και φύλλα δάφνης ή μυρτιάς, και γενικά προτιμούνταν τα αειθαλή φυτά, γιατί πιστευόταν πως απέτρεπαν το κακό. 46


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ο νεκρικός θρήνος δεν ήταν αναγκαίο να ήταν αυθόρμητος. Στην Ιλιάδα, ο Αχιλλέας εξαναγκάζει τις Τρωαδίτισσες να θρηνήσουν το νεκρό Πάτροκλο (Burkert, 1993: 402). 48 Στους νεκρούς προσφέρονταν κυρίως τροφές με κόκκινο χρώμα, όπως ρόδια και η κόκκινη ανεμώνη με τα οχτώ πέταλα (Graves, 1979:92). 47

65

τα μάτια και να τοποθετήσει νόμισμα, οβολό, στο στόμα του νεκρού (για το εισιτήριο του προς τον Άδη). Το σώμα τελικά καλύπτεται με ένα λευκό σεντόνι, το σάβανο. Κατόπιν, εκτίθεται σε δημόσια θέα μέσα στο σπίτι στο νεκρικό κρεβάτι. Η πρόθεση της νεκρικής κλίνης γινόταν σε δωμάτιο με πρόσβαση στην αυλή, με τα πόδια του νεκρού προς την πόρτα, σημάδι πως δεν θα επιστρέψει ποτέ. Απαραίτητος ήταν ο γόος47, το θρηνητικό τραγούδι, ένας είδος μοιρολογιού, ο οποίος ήταν καθήκον των γυναικών, ή το αναλάμβαναν επαγγελματίες θρηνωδοί. Οι συγγενείς, σε ένδειξη πένθους, φορούσαν μαύρα ή γκρίζα ρούχα, συνήθως σχισμένα και βρώμικα (που υποδηλώνουν το ΄΄μίασμα΄΄ του θανάτου), έριχναν στάχτη στο κεφάλι και έκοβαν τα μαλλιά τους. Όσες μέρες διαρκούσε η πρόθεση σε ένδειξη πένθους κρέμονταν στην εξώπορτα μια τούφα μαλλιών ή ένα κλαδί κυπαρισσιού. Επίσης, έξω από το σπίτι τοποθετούνταν αγγείο με νερό, το οποίο είχαν πάρει από τους γείτονες, ώστε να ραντίζονται με αυτό όσοι έβγαιναν από το σπίτι του νεκρού και να αποβάλλουν με αυτό τον τρόπο το μίασμα του θανάτου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β’:451). Η πρόθεση του νεκρού διαρκούσε μία μέρα. Την τρίτη ημέρα του θανάτου, πραγματοποιούνταν η εκφορά της σωρού, κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, πριν ανατείλει ο ήλιος, όπου οι συγγενείς συνόδευαν το νεκρό στον τάφο, είτε σιωπηλά είτε με δυνατούς θρήνους· οι επιφανείς οικογένειες φαίνεται να χρησιμοποιούν και νεκροφόρα άμαξα (Burkert, 1993:402). Προπορευόταν μια γυναίκα με προσφορές και ακολουθούσαν οι συγγενείς και φίλοι. Και κατά την εκφορά ήταν απαραίτητα τα θρηνητικά τραγούδια, τα οποία αναλάμβαναν οι αυλητές κηδειών. Ωστόσο, στα χρόνια του Σόλωνα στην Αθήνα ψηφίστηκε νόμος σύμφωνα με τον οποίο η νεκρική πομπή έπρεπε να περάσει σιωπηλά από τους δρόμους της πόλης. Η πομπή κατέληγε στο νεκροταφείο έξω από την πόλη, στο σημείο ταφής, και ο νεκρός αποτίθετο στο μνήμα. Σε περίπτωση καύσης, η νεκρική πυρά στηνόταν κοντά στο χώρο ταφής, καθώς η τεφροδόχος θαβόταν με ανάλογο τρόπο, ενώ οι κοντινοί συγγενείς, συνηθέστερα ο γιος, επιφορτιζόταν με την συλλογή των οστών από τη στάχτη. Κατά τον Κικέρωνα, συνηθιζόταν να φυτεύονται άνθη στο μνήμα, σε μια προσπάθεια εξαγνισμού του εδάφους και εξασφάλισης της ανάπαυσης του νεκρού. Μετά την εναπόθεση της σωρού ή της τεφροδόχου στον τάφο, ακολουθούσαν οι νεκρικές τελετές, ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία όλης της διαδικασίας ταφής. Αρχικά ο τάφος ραντιζόταν με χώμα και καρπούς, και στη συνέχεια γινόταν εξαγνισμοί, χοές και αιματουρίες. Οι πρώτοι συνίσταντο σε αιματηρές θυσίες προς το νεκρό, οι δεύτερες σε αναίμακτες σπονδές48 με λάδι, κρασί και μέλι (το λεγόμενο μελίκρατον), ενώ οι τελευταίες ήταν προσφορές αίματος που χυνόταν σε μια οπή στο έδαφος και πιστευόταν ότι έφθαναν μέχρι το νεκρό (τακτική ιδιαίτερα συγγενική με τις νεκρομαντικές αντιλήψεις και μεθόδους επίκλησης). Συγκεκριμένα, οι χοές περιλάμβαναν χυλό δημητριακών,

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 66

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

γάλα, μέλι, κρασί και κυρίως λάδι· το ΄΄λουτρό των νεκρών΄΄ αναφερόταν στο αίμα των θυσιασμένων ζώων και στο απλό νερό που χυνόταν στον τάφο. Παράλληλα με τις προσφορές ζωής και αίματος, καταστρέφονται όπλα και εργαλεία του νεκρού, οικόσιτα ζώα θανατώνονται, και κατά περιπτώσεις δούλοι και σύζυγος (Burkert, 1993:402). Επιπλέον, ο νεκρός δέχεται δώρα, κτερίσματα, ανάλογα με τις συνήθειες και την κοινωνική του θέση, για να τον συνοδεύουν στον Άδη. Στις γυναίκες προσφέρονται κοσμήματα, ενδύματα και αδράχτια, ενώ στους άνδρες όπλα ή αντικείμενα του επαγγέλματός του. Πρόκειται μια δήλωση των ζωντανών προς τον εκλιπόντα ότι δεν οικειοποιούνται χωρίς αναστολές τα αγαθά που άφησε πίσω. Ένα μέρος των δώρων αυτών καίγεται στη νεκρική πυρά, σε περίπτωση αποτέφρωσης. Μετά την τελετή, οι πενθούντες επέστρεφαν στο σπίτι του νεκρού, όπου έπρεπε να πλυθούν και να εξαγνισθούν· χωρίς εξαγνισμό δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε ναό ή η επαφή με άλλους ανθρώπους. Οι τελετές της τρίτης μέρας έκλειναν με το επιτάφιο γεύμα, το νεκρόδειπνο, το οποίο διαπνέει η έννοια της ελληνικής θυσίας. Φαίνεται, από αρχαιολογικά ευρήματα, ότι κατά τη γεωμετρική εποχή, το νεκρόδειπνο γινόταν δίπλα στον τάφο, ενώ κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι, το οποίο πρώτα εξαγνιζόταν με θυμίαμα και αγιασμό. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, οι αναφορές στον νεκρό ήταν πάντα θετικές και τιμητικές, χωρίς να προσπαθούν όμως να κάνουν σαφή την παρουσία του. Την επομένη, το σπίτι εξαγνιζόταν με θαλασσινό νερό. Οι νεκρικές προσφορές επαναλαμβάνονταν την ένατη μέρα και την τριακοστή, όποτε τελείωνε και η περίοδος πένθους. Επίσης, οι νεκροί-πρόγονοι τίμονταν ετησίως, σε κοινές εορτές της πόλης για τους νεκρούς, όπως τα Νεκύσια, ή τα Γενέσια, οι οποίες περιλάμβαναν επίσκεψη στον τάφο και προσφορές καρπών και ανθέων49. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, παρά τις πολλές ομοιότητες στην τελετουργία και τα παραπλήσια εθιμοτυπικά, δεν είναι ασφαλές συμπέρασμα η υπόθεση ότι οι νεκρομαντικές ιεροτελεστίες οφείλουν την καταγωγή τους στις απλές, κοινές επισκέψεις των τάφων. Κατά περιόδους, οι νομοθέτες των ελληνικών πόλεων, όπως ο Σόλωνας, θέσπιζαν νόμους για τον περιορισμό των δαπανών των ταφών, καθώς η ορθολογιστική σκέψη σταδιακά επικρατούσε έναντι της συναισθηματικής υπερβολής. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί δεν μείωσαν ούτε κατά το ελάχιστο τη σημασία των νεκρικών τιμών και των ταφικών εθιμοτυπικών, τα οποία αποτελούσαν θεμέλιο λίθο της ελληνικής λατρευτικής ιστορίας και παράδοσης στο σύνολό της. Επίσης, η βαθιά πίστη στη δράση των νεκρών και ο σεβασμός προς αυτούς έγινε εφαλτήριο ηρωοποίησης αποθανόντων, οι οποίοι στη διάρκεια της ζωής τους επέδειξαν διακεκριμένες αρετές ή επέτυχαν ανδραγαθήματα. Σε εξαιρετικές, δε, περιπτώσεις αγαπημένων ηρώων, όπως Μ. Αλέξανδρος, πιστευόταν ότι δεν τους άγγιζε ο θάνατος, αλλά άνηκαν σε μια ανώτερη ομάδα που έφθανε ένα βήμα πριν την αθανασία και τη θεοποίηση. Η μεγάλη γιορτή των αρχαίων Ελλήνων που συνδεόταν με τον Κάτω Κόσμο και τους νεκρούς ήταν τα Ανθεστήρια, τα οποία γιορτάζονταν στην Αθήνα από τις 11 έως τις 13 του μήνα Ανθεστηριώνα (αντιστοιχεί 15 Φεβρουαρίου-15 Μαρτίου με το σημερινό ημερολόγιο), και ήταν αφιερωμένη στο θεό Διόνυσο και το Χθόνιο Ερμή. 49


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΔΙΑΦΟΡΈΣ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΊΑ ΧΘΟΝΊΩΝ ΚΑΙ ΟΛΎΜΠΙΩΝ

Η

67

ΛΑΤΡΕΊΑ των νεκρών και αυτή των θεών, σύμφωνα με τον W. Burkert, παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία, τόσο στην εθιμοτυπία και τελετουργία τους, όσο και στο αντίκτυπο που έχει η λειτουργία τους σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο (Burkert, 1993:417). Παραπλήσιος είναι ο τρόπος απότισης τιμών, με προσφορές αίματος ή τροφών, προσευχές και θυσίες, επιδιώκοντας εύνοια, ίαση, μαντικές αποκαλύψεις και γενικά αποφυγή των συμφορών· ικανότητες που πιστεύεται να διαθέτουν οι θεοί, αλλά και οι νεκροί, σε μικρότερη, ωστόσο, κλίμακα. Παρά τις πολλές ομοιότητες στη λατρεία, διακρίνονται και στοιχειώδεις διαφορές, οι οποίες είναι αυτές που χρωματίζουν ολόκληρη την τελετουργία, και της προσδίδουν ουράνιο (ολύμπιο, όπως έχει επικρατήσει σαν ορολογία), ή χθόνιο χαρακτήρα. Σαφώς, στις χθόνιες τελετές εμπίπτουν και οι τελετές προς τους θεούς του Κάτω Κόσμου, όπως έχει αναφερθεί και προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι, στις νεκρικές ή χθόνιες τελετές, το ΄΄μίασμα΄΄ γίνεται εμφανές μέσω της ενδυμασίας (μαύρα, σκισμένα ρούχα, λυτά μαλλιά) και των θρηνητικών ασμάτων, ενώ αντίθετα προς τους ολύμπιους, οι ύμνοι είναι θετικοί και εύφημοι, και οι πιστοί συμμετέχουν καθαροί και στεφανωμένοι. Επίσης, ο χθόνιος βωμός είναι υπόγειος, ένα χάσμα στο έδαφος, σε αντίθεση με τον ψηλό λίθινο βωμό των ουρανίων. Η ολύμπια λατρεία συμβαίνει κατά την ανατολή, και χρησιμοποιούνται λευκά βόδια ή αρνιά· αντίστοιχα, η νύχτα και τα μαύρα ζώα επιλέγονται για τις χθόνιες τελετουργίες. Ωστόσο, η καίρια και θεμελιώδης διαφορά μεταξύ της ολύμπιας και χθόνιας λατρείας και τελετουργίας είναι ο γενικός φόβος των ανθρώπων προς κάποια πιθανή συμφορά ή θάνατο, ο οποίος χρεώνεται, ως επί το πλείστον, στους χθονίους. Αυτό συμβαίνει διότι συνδέονται τόσο με τον ίδιο το θάνατο (νεκροί, υπόγειος Άδης κλπ), όσο και με τη ζωοδόχο γη και γεωργία (χθόνιος: ο της γης).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 68

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΑΡΧΑΊΑ ΕΛΛΗΝΙΚΆ ΜΥΣΤΉΡΙΑ ΄΄Συνεχώς τελειοποιούμενος μέσω των τέλειων Μυστηρίων, ο άνθρωπος μόνο με αυτά γίνεται πράγματι τέλειος΄΄ Πλάτωνας, Φαίδρος

Σ

ΤΟ ΣΗΜΕΊΟ αυτό κρίνεται σκόπιμη μικρή αναφορά στα αρχαία ελληνικά Μυστήρια, τα οποία ήταν ευρέως διαδεδομένα και διαμόρφωναν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις για το θάνατο και τη μεταθανάτια κατάσταση, καθώς σχετιζόταν με την προετοιμασία, τον εξαγνισμό και τη σωτηρία των μυημένων προς αυτόν. Ο σχηματισμός μυστικών κοινωνιών μέσω μυήσεων είναι θεσμός ιδιαίτερα παλιός· είναι πιθανό οι βάσεις να ανάγονται στη νεολιθική εποχή (Burkert, 1993:564). Η μύηση στα αρχαία ελληνικά μυστήρια είχε κύριο στόχο την προετοιμασία του ανθρώπου για τη διάβαση του κατωφλιού του θανάτου και την αθανασία της ψυχής. Συνυπήρχαν με την αρχαία ελληνική θρησκεία, εμπλουτίζοντας τις θρησκευτικές επιλογές, αλλά χωρίς ανταγωνιστικές τάσεις. Τα σπουδαιότερα μυστήρια της αρχαιότητας ήταν αυτά της Ελευσίνας, όπως επίσης τα Ορφικά, τα Διονυσιακά και τα Καβείρεια. Σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιείτο κατά την αρχαιότητα, αυτός που λάμβανε μέρος στα μυστήρια ονομαζόταν μύστης, ενώ το ρήμα που περιέγραφε τη διαδικασία ήταν μυείν, ή και το τελείν. Η ίδια η διαδικασία ονομαζόταν είτε τελετή, όπως όλες οι θρησκευτικές γιορτές, είτε όργιον, που υποδήλωνε γενικά τις τελετουργίες· η έντονη συμμετοχή των μυστών αναφερόταν ως οργιάζειν. Το ειδικό κτίσμα όπου τελούνταν τα μυστήρια ονομαζόταν

36 Εικ. 36. Ελευσινιακό Νεκρόδειπνο. Δεξιά απεικονίζονται ο Άδης και η Περσεφόνη, και στη μέση η Δήμητρα


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

37

38

Εικ. 37,38. Παραστάσεις μυστών, μελανόμορφο αγγείο, 540-530 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας

69

τελεστήριον (Burkert, 1993:563). Στις μυητικές διαδικασίες λάμβαναν μέρος μόνο ενήλικες, με μόνη εξαίρεση του αφ’ εστίας παίδος στην Ελευσίνα. Τα μυστήρια συνήθως βασιζόταν σε τελετουργικά συμπαθητικής μαγείας, όπου ο άνθρωπος, με γραπτούς, προφορικούς, οπτικούς ή συμβολικούς όρους, δραματοποιεί το αίτημά του προς τη θεότητα (Frazer, 1994:75). Απαραίτητα στοιχεία είναι ο τόπος (ναός ή ύπαιθρο), ο χρόνος, τα εργαλεία ή σκεύη, η ενδυμασία, τα αναθυματικά, η υιοθέτηση ειδικής διατροφής ή νηστείας, η μουσική, ο χορός ή άλλες σωματικές κινήσεις και οι λέξεις (Σιέττος, 2002:121122). Ο συνδυασμός των παραπάνω προσφέρει ένα υποβλητικό περιβάλλον στους μετέχοντες, με πλήθος κιναισθητικών και αισθητηριακών ερεθισμάτων. Επρόκειτο για μυστικές λατρευτικές τελετές, οι οποίες καθίσταντο προσιτές μετά από προσωπική μυητική διαδικασία (Burkert, 1993:562). Απόλυτη μυστικότητα (Burkert, 1997:69) απαιτούνταν σε όλα τα αρχαία ελληνικά μυστήρια, η οποία διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, ώστε μόνο υπαινιγμοί σχετικά με το περιεχόμενα των τελετών και των ιερουργιών να είναι δυνατό να εντοπιστούν στα λογοτεχνικά και φιλολογικά κείμενα. Άκρως ενδιαφέρουσα είναι και η αναπαράσταση των Ελευσίνιων Μυστηρίων σαν ένα κλειστό σκεπασμένο καλάθι, την μυστική κίστη, γύρω από το οποίο ή κάτω από το καπάκι του οποίου προβάλει ένα φίδι. Η μυστική κίστη ερμηνεύεται ως η απόκρυφη γνώση την οποία λαμβάνει ο μυούμενος αλλά και επισημαίνει, με το κλειστό καπάκι, την ανάγκη για μυστικότητα, ενώ το φίδι αντιστοιχεί στον άρρητο φόβο (Burkert, 1993:562-563). Τα Μυστήρια, όπως και όλες οι τελετουργίες, συνδέονται με μυθικές αφηγήσεις, οι οποίες εν προκειμένω είναι μυστικές, εφόσον έχουν ως κεντρικό θέμα τη μυστηριακή πλευρά του θεού, η οποία δεν πρέπει να αποκαλύπτεται.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων φαίνεται πως αναπαριστώνται περιστατικά της ζωής του θεού, στα οποία ο μύστης καλείται να συμμετάσχει συμβολικά, υποφέροντας την τύχη του θεού, υπό τη μορφή της μύησης. Το αίσθημα του φόβου φαίνεται να διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της τελετουργίας, ερμηνευόμενος ως προκαταβολική νίκη και συνηθέστερα, ως επικράτηση επί του θανάτου. Άλλωστε, αναμένεται στο τέλος, στην κορύφωση της ιερουργίας, η συνάντηση με το θάνατο τη στιγμή της θυσίας (Burkert, 1993:564). Η επικράτηση επί του θανάτου είναι προφανώς συμβολική, ενώ θεωρείται πως μεταφράζεται στον περιορισμό και τον έλεγχο από μεριάς των μυστών του ενστικτώδους φόβου προς αυτόν. Οι υποσχέσεις βοήθειας και εύνοιας μετά το θάνατο ήταν συνήθεις και ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες, ενώ θεωρείτο ανεπανόρθωτο λάθος η μη μύηση στα μυστήρια, εφόσον αυτά έχουν σημαντικό αντίκτυπο και στη μεταθανάτια ζωή.

70

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΕΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ

39

Εικ. 39. Μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση Δήμητρας και Κόρης 5ος αι. π.Χ ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας


ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 71



Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

2


74

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

΄΄ Η μαντική είναι μια παλαιά πίστη, η οποία ανέρχεται μέχρι των ηρωικών χρόνων· τούτο επιβεβαιώνεται από την γενική αντίληψη του ρωμαϊκού λαού καθώς και όλων των εθνών, ότι υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους μια κάποια ικανότητα του μαντεύειν.΄΄ ΄΄Περί μαντικής΄΄, Κικέρων

Η

Σύμφωνα με την ερμηνεία του Πλάτωνα, η λέξη μαντική ανάγεται ετυμολογικά στο ρήμα μαίνεσθαι, από το οποίο προκύπτει και η λέξη μανία, η οποία κατά τα αρχαία χρόνια είχε περισσότερο θρησκευτική χροιά και σχετιζόταν με την ένθεη κατάληψη ενός ατόμου, μια κατάσταση ιερής έκστασης. 51 Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στο έργο του Σοφοκλή, ΄΄Οιδίπους Τύραννος΄΄, όπου ο Οιδίποδας ρωτά τον μάντη Τειρεσία να του αποκαλύψει ένα μυστικό του παρελθόντος, το δολοφόνο του Λάϊου. 50

75

ΑΓΩΝΊΑ και ο φόβος του ανθρώπου μπροστά στο άγνωστο και η επιθυμία του να προσεγγίσει την αιωνιότητα, αποτελούν βασικό έναυσμα στην προσπάθειά του να εξηγήσει και να αναλύσει τα γεγονότα του παρελθόντος αλλά και να έχει επίγνωση όσων επίκεινται να γίνουν μελλοντικά. Για το λόγο αυτό, από πολύ νωρίς στράφηκε στην αναζήτηση της ικανότητας αυτής, η οποία θα του εξασφάλιζε την πολυπόθητη γνώση των μελλούμενων, την τέχνη της μαντικής. Οι Έλληνες όριζαν μαντική50 την προαίσθηση και γνώση των μελλόντων, μέσω της οποίας γνώσης η ανθρώπινη φύση πλησίαζε σημαντικά τη θεία δύναμη, θέλοντας να επισημάνουν την ευθεία αναλογία μεταξύ του θρησκευτικού αισθήματος και της πίστης στη μαντική. Ο Bouché-Leclercq, μάλιστα, επισημαίνει ότι ΄΄η μαντική είναι ίσως το πιο ζωντανό στοιχείο στην Ελληνική και Ρωμαϊκή θρησκεία΄΄ (Fraceliere, 1964:9). Ωστόσο, εκτός από την αποκάλυψη του μέλλοντος μέσα σε ένα υπερφυσικό πλαίσιο, κατά περιπτώσεις η μαντική αναφερόταν και στο παρόν ή το παρελθόν, αποκαλύπτοντας άγνωστα γεγονότα ή λύσεις γρίφων51. Έτσι, τελικά η μαντική ανάγεται στην υπερφυσική γνώση του αγνώστου, είτε αυτό τοποθετείται στο μέλλον, είτε στο παρόν, είτε στο παρελθόν, έχοντας πάντα άμεση σύνδεση με το θείο και τη θρησκεία. Ο Πλούταρχος δίνει ένα λιτό και εύγλωττο ορισμό: ΄΄τέχνη περί το μέλλον εκ των παρόντων ή παρωχημένων΄΄. Αξίζει να σημειωθεί ότι η γυναικεία φύση, ως πιο ευαίσθητη, ώστε να είναι ευκολότερη η σύνδεση με το θείο και, κατ΄επέκταση, την προφητεία, θεωρήθηκε περισσότερο ΄΄συμβατή΄΄ με την τέχνη της μαντικής, χωρίς, ωστόσο, να απουσιάζουν περιπτώσεις σπουδαίων ανδρών μάντεων, όπως ο Κάλχας και ο Τειρεσίας. Πρώτος ο Πλάτωνας, και στη συνέχεια ο Κικέρων στην πραγματεία του ΄΄Περί μαντικής΄΄, διακρίνει δύο είδη μαντικής τέχνης, την έντεχνη και τη φυσική

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

ή άτεχνη, αδίδακτη μαντική, η οποία θεωρείτο και σπουδαιότερη μορφή. Η πρώτη βασίζεται στην παρατήρηση φαινομένων ή σημείων τα οποία θα υποπέσουν στην αντίληψη του μάντη· ΄΄ η αναζήτηση του μέλλοντος μέσω των πτηνών και άλλων σημείων΄΄ σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Το δεύτερο είδος μαντικής πρόκειται για μια μορφή μανίας ή έκστασης, μια θεϊκή κατάληψη, κατά την οποία ο μάντης ή η μάντισσα εμπνέεται απευθείας από την θεότητα χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου αισθητού σημείου (Fraceliere, 1964:11), και, κατά τον Πλάτωνα, είναι πολύ σπουδαιότερη από την πρώτη. Οι μάντεις έχαιραν δημόσιας εκτίμησης, κατείχαν υψηλή κοινωνική θέση, και συχνά θεωρούνταν ιερά πρόσωπα, λόγω της στενής σχέσης τους με το θεό. Σημαντικό προσόν ήταν, επίσης, η καταγωγή από γένος μάντεων, επικυρώνοντας τη μαντική τους ικανότητα. Παρ’ όλα αυτά δεν έλειπαν και οι τάσεις αμφισβήτησής τους. Κατηγορούνταν για φιλαργυρία, ανικανότητα πρόβλεψης και ψευδή χρησμοδοσία κατά παραγγελία, καθώς ήταν σύνηθες να εκμισθώνονται από άρχοντες.

76

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

40 Εικ. 40. Πυθία χρησμοδοτούσα, ερυθρόμορφη αγγειογραφία, 5ος αι. π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου


ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η ΈΝΤΕΧΝΗ ΜΑΝΤΙΚΉ

Η

Συχνά χρησιμοποιείται ο όρος οιωνοσκοπία ως συνώνυμο της μαντικής. Η θεοποιημένη Γη ήταν η αρχαιότερη θεότητα με μαντικές ιδιότητες, κατέχοντας πριν τον Απόλλωνα, την προφητική έδρα των Δελφών. 54 Το σημάδι – οιωνός που αποδιδόταν στο Δία ως σημάδι της θέλησής του λέγονταν διοσήμειον. 55 Ο Πλούταρχος στη μελέτη του ΄΄Περί της των ζώων διανοίας΄΄ αναφέρει: ΄΄ Στην επιστήμη του μέλλοντος την πιο σημαντική και την πιο παλαιά θέση κατέχει η μελέτη των πουλιώς. Γιατί αυτά, χάρη στην ταχύτητα και την εξυπνάδα τους, στην ακρίβεια των ελιγμών με τους οποίους δίνουν την εντύπωση ότι προσέχουν οτιδήποτε πέσει στην αντίληψή τους, θεωρούνται πραγματικά όργανα στην υπηρεσία των μάντεων. Αυτοί, τους εμπνέουν διάφορες κινήσεις και παρατηρούν τα κελαϊδίσματα και τις κραυγές τους. Άλλοτε τα κρατούν κρεμασμένα, άλλοτε τα εξαπολύουν ξαφνικά είτε για να διακόψουν κάποιες ενέργειες, κάποιες ανθρώπινες θελήσεις, είτε για να βοηθήσουν να εκπληρωθούν΄΄ (Flaceliere, 1964:15). 56 Στην 17η ραψωδία της Οδύσσειας, η Πηνελόπη εύχεται την επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. ΄΄Και αυτή τη στιγμή ο Τηλέμαχος πτερνίστηκε τόσο δυνατά, 52 53

77

ΈΝΤΕΧΝΗ ή επαγωγική μαντική στηριζόταν σε παράδοξα ή ακόμα και εξωπραγματικά φαινόμενα ή σημεία, οι οιωνούς52, τα οποία οι μάντεις είχαν την ικανότητα να εντοπίζουν και να ερμηνεύουν αποκαλύπτοντας τη θεϊκή βούληση μέσω των χρησμών τους, τακτική ιδιαίτερα συχνή στα ομηρικά κείμενα. Για το λόγο αυτό, το συγκεκριμένο είδος μπορούσε να διδαχθεί, ως προς την ανάγνωση των σημείων, και να εξελιχθεί μέσω της μακρόχρονης εμπειρίας. Μέγιστος και αλάνθαστος οιωνός ήταν ο κεραυνός του Δία, ενώ παράλληλα, η γη και το νερό θεωρούνταν, σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αρχαιότατες πηγές μαντείας, διότι αποτελούσαν, κοσμογονικά, κοινή καταγωγή όλων τον όντων53. Από τους Ολύμπιους, ο Δίας54και κυρίως ο γιος του Απόλλωνας (μεταξύ άλλων, προστάτης της μαντικής τέχνης) θεωρούνταν οι θεοί που ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να αποκαλύψουν στους ανθρώπους τη θέλησή τους ή, γενικά, τα μέλλοντα. Εξέχουσα θέση μεταξύ των οιωνών, τους οποίους συμβουλεύονταν οι μάντεις, κατέχουν τα πουλιά55, ήδη από τους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στα αρχαϊκά χρόνια. Τα πουλιά, ως κάτοικοι του ουρανού, βρίσκονται μεταξύ ανθρώπων και θεών, εν είδει μεσολαβητών, γεγονός με το οποίο οι αρχαίοι αιτιολογούσαν τις μαντικές ιδιότητές τους· ο δε Ευριπίδης τα αποκαλεί ΄΄αγγελιαφόρους των θεών΄΄. Οι μάντεις παρατηρούσαν και ερμήνευαν τόσο την πτήση όσο και την κραυγή τους, ως προς την ένταση και τη συχνότητά της, ανάλογα πάντα με το είδος του πτηνού, ενώ υπήρχαν και κατ’ εξοχήν προφητικά πουλιά, όπως ο αετός του Δία και το κοράκι του Απόλλωνα. Η σύνδεση των πουλιών ήταν τόσο βαθιά, ώστε το όνομά τους ταυτίσθηκε με την έννοια της προφητείας (οιωνός, όρνις). Άλλο δημοφιλές είδος μαντικής ήταν η κλειδονοσκοπία, σύμφωνα με την οποία, απλές ασυνείδητες ή ακούσιες κινήσεις ή φράσεις ενός ατόμου, όπως

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 78

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

επιφώνημα ή φτέρνισμα56, αποδίδονταν σε θεϊκή θέληση και ερμηνεύονταν ως οιωνοί από τους μάντεις. Κλειδονοσκοπικά λαμβάνονταν συχνά τα λόγια των μικρών παιδιών ή οι σπασμοί των επιληπτικών, που είχαν καταληφθεί από ΄΄ιερή μανία΄΄. Κατά την ιεροσκοπία ή σπλαχνοσκοπία εξετάζονταν τα σπλάχνα των θανατωμένων ζώων, κυρίως το συκώτι κατσικιών και αρνιών, προς αναζήτηση ενδείξεων σχετικά με τα μελλούμενα ή το τιθέμενο ερώτημα. Με το είδος αυτό σχετίζεται και η εμπυρομαντεία, σύμφωνα με την οποία, η προφητεία έγκειτο στο τρόπο με τον οποίο καιόταν το θυσιασμένο ζώο ή το θυμίαμα, τη λάμψη της φωτιάς και το σχήμα του καπνού. Παραπλήσιες μαντικές μέθοδοι ήταν η υδρομαντεία (μαντική δια του νερού), η κατοπτρομαντεία (μαντική για του καθρέφτη), η μαντική δια του θροΐσματος των φύλλων των δέντρων57, και αναρίθμητες άλλες. Είναι, επίσης, γνωστό ότι σε πολλά ιερά – μαντεία της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και των Δελφών, γινόταν χρήση της κληρομαντείας, καθώς επικρατούσε η πίστη ότι το αποτέλεσμα της κλήρωσης απορρέει από τη θέληση των θεών και όχι της τύχης. Η κληρομαντεία ασκείτο με κότσια, ζάρια ή κουκιά. Μεταγενέστερα, στην έντεχνη μαντική προστίθεται και η αστρολογία, η οποία εισάγεται από την ανατολή. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί η δυσκολία της ορθής ερμηνείας των εκάστοτε οιωνών από τους μάντεις, γεγονός που συνεπαγόταν μια κάποια δυσπιστία και τάση αμφισβήτησης σχετικά με τους χρησμούς. Τη στάση αυτή υποστηρίζει και ο Ευριπίδης, ο οποίος πιστεύει ότι η έντεχνη μαντική εξαρτάται περισσότερο από τα πονηρά τεχνάσματα ενός επιτήδειου μυαλού παρά από τη θεϊκή αποκάλυψη. Παράλληλα, ωστόσο, υπήρχε συνολικά στους Έλληνες η βαθιά πίστη στο μοιραίο δεσμό μεταξύ του οιωνού και της πραγματοποίησής του, τον οποίο κανένας θρησκευτικός ή φιλοσοφικός σκεπτικισμός δεν κατάφερε να υπερκεράσει.

41

Εικ. 41. Ο Κάλχας επιβλέπει τη θυσία της Ιφιγένειας, τοιχογραφία σε περιστύλιο της Πομπηίας,1ος αι. μ.Χ., Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης

ώστε αντήχησαν οι τοίχοι φοβερά! Η Πηνελόπη γελώντας γύρισε προς τον Εύμαχο και του είπε αυτά τα λόγια: Εμπρός, πήγαινε να μας φέρεις αυτόν τον ξένο να τον δούμε… Δεν άκουσες το γιο μου που στα λόγια μου πτερνίστηκε; Μακάρι να είναι αυτό σημάδι για τον όλεθρο των μνηστήρων’’. 57 Ένα από τα σημαντικότερα μαντεία του αρχαίου κόσμου, αυτό της Δωδώνης, φέρεται να ιδρύθηκε με βάση αυτή τη τεχνική μαντικής. Οι ιερείς – μάντεις ερμήνευαν τον ήχο από το θρόισμα των φύλλων μιας μεγάλης δρυός, αφιερωμένης στο Δία, και χρησμοδοτούσαν λέγοντας :΄΄ο Ζευς παραγγέλλει τα εξής…΄΄


ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η ΕΜΠΝΕΥΣΜΈΝΗ ΜΑΝΤΙΚΉ

Σ

42 Εικ. 42. Η Πυθία των Δελφών, J. Collier, 1891 Η Κασσάνδρα, κόρη του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας, και αγαπημένη του Απόλλωνα, δέχτηκε το χάρισμα της μαντείας από το θεό, αλλά όταν αρνήθηκε τον έρωτά του, αυτός την καταράστηκε να μην γίνονται πιστευτά τα προφητικά λόγια της. Λεπτομερή περιγραφή του προφητικού – εκστατικού παραληρήματος της Κασσάνδρας κάνει ο Αισχύλος στην τραγωδία του Αγαμέμνων, όπου η μάντισσα προλέγει το ειδεχθές έγκλημα που επίκειται. 59 Το όνομα Σίβυλλα δεν έχει ούτε ελληνικές ούτε λατινικές ρίζες και γι’ αυτό η ετυμολογία της λέξης δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Πίστευαν ότι ήταν σύνθετη, από τον δωρικό τύπο σιός (=θεός) και τον αιολικό βόλλα (=βουλή, θέληση). Σύμφωνα με αυτήν την ετυμολογία λοιπόν, η λέξη Σίβυλλα σήμαινε γυναίκα που αποκάλυπτε τη θέληση του Θεού. 58

79

Ε ΑΝΤΊΘΕΣΗ με την έντεχνη, η άτεχνη ή εμπνευσμένη μαντική, χωρίς τη χρήση σημείων ή οιωνών, κατευθύνεται απευθείας από το θεό, ο οποίος είναι παρών στο γεγονός της μαντείας μέσω της έκστασης που βυθίζεται ο μάντης. Η πεποίθηση ότι ο ίδιος ο θεός μιλά και προφητεύει εκ στόματος του μάντη κατατάσσει τη μέθοδο αυτή ως την ανώτερη όλων στην αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Οι πρώτες καταγραφές τέτοιων περιστατικών γίνονται στα ομηρικά έπη, αν και είναι περιορισμένες σε έκταση και σημασία, όπως η περίπτωση της Κασσάνδρας58, ενώ είναι κοινή παράδοση της κυρίως Ελλάδας, της Μικράς Ασίας και της Νότιας Ιταλίας οι αφηγήσεις για μεμονωμένους μάντεις και μάντισσες. Στο είδος αυτό της μαντικής, σε αντίθεση με την έντεχνη, οι γυναίκες αποκτούν εξέχουσα θέση, διότι η γυναικεία φύση θεωρείται περισσότερο επιδεκτική της θείας επιρροής. Οι γυναίκες προφήτισσες συχνά ονομάζονται Σίβυλλες59και οι άντρες Βάκχοι (Fraceliere, 1964:38). Είναι πολύ πιθανό η πίστη στην ένθεη μαντική να ενισχύθηκε χάρη στο μυστικιστικό χαρακτήρα μιας μεγάλη θρησκευτικής κίνησης του 8ου π.Χ. αιώνα. Ο Όμηρος, στα έπη του, δίνει ιδιαίτερη σημασία σε ένα είδος εμπνευσμένης μαντικής, την ονειρομαντεία. Το ασυναίσθητο και ακούσιο στοιχείο των ονείρων και ο μυστηριώδης χαρακτήρας τους ενίσχυσαν την άποψη ότι πρόκειται για υπερφυσικές ενδείξεις σχετικά με το μέλλον. Τα όνειρα μπορούν να προσφέρουν πολυάριθμα σημάδια, αντίστοιχα με αυτά που χρησιμοποιούνταν στις μεθόδους της έντεχνης μαντικής, κρύβοντας παράλληλα αντίστοιχους κινδύνους παρερμηνείας, λόγω του διφορούμενου του περιεχομένου τους. Επίσης, η ηρεμία του ύπνου ή του θανάτου ερμηνεύονται από την απουσία της ψυχής, όπου στην πρώτη περίπτωση του ύπνου (ή της ύπνωσης) η απουσία είναι προσωρινή, ενώ στη

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

δεύτερη είναι οριστική και μόνιμη (Frazer, 1994:53)· εξού και η μυθολογική ΄΄συγγενική΄΄ σχέση των δύο καταστάσεων. Στην πάροδο των χρόνων, η εξέταση των ονείρων θα εξελιχθεί σε ένα πολύπλοκο σύστημα δογμάτων, καθώς πολλοί φιλόσοφοι και φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα θα εμβαθύνουν σε αυτά. Ενδεικτικά αναφέρονται οι Πυθαγόρειοι και οι Πλατωνικοί, οι οποίοι ασκούσαν συστηματικά το πνεύμα τους, ώστε να επιτύχουν ένα μερικό έλεγχο των ονείρων τους (Fraceliere, 1964:32), ενώ ο Αριστοτέλης εμβαθύνει στο ζήτημα των ονείρων και δίνει μια ΄΄κλινική΄΄ κατεύθυνση στην εξέτασή τους στη μελέτη του ΄΄Περί ονειρομαντείας΄΄. Αντίστοιχα, τα ιερά του Ασκληπιού (ο οποίος θεωρείται γιος του Απόλλωνα), ήταν καθιερωμένη η τακτική της εγκοίμησης, όπου κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε μορφή ονείρου, ο θεός – ιατρός έστελνε στον ασθενή την ίαση ή κάποια ένδειξη σχετικά με τη θεραπεία της αρρώστιας του.

80

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

43 Εικ. 43. Η Δελφική Σίβυλλα, Μιχαήλ Άγγελος, 1509, Καπέλα Σιξτίνα


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Ο Πυθαγόρας φέρεται να μυήθηκε στα μυστήρια της νεκρομαντείας κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο (την οποία είχε επισκεφθεί και ο Ορφέας) και τη Βαβυλώνα, από τους μάγους και τους οπαδούς του Ζωροαστρισμού. Ωστόσο, η θέση αυτή είναι επισφαλής, καθώς ο Όμηρος, ήδη από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., υπαινίσσεται πως η ελληνική νεκρομαντεία ήταν εδραιωμένη πριν η συσχετίσουν με τους Πέρσες. (Odgen, 2011:176) 61

81

Στις τακτικές της άτεχνης μαντικής κατατάσσεται και η νεκρομαντεία, η οποία θεωρείται μια από τις αρχαιότερες μορφές μαγείας. Η νεκρομαντεία συνίσταται στην επίκληση των ψυχών, με σκοπό την αποκάλυψη του μέλλοντος ή απόκρυφων μυστικών. Επίσημοι τόποι όπου λάμβαναν χώρα τέτοιου είδους τελετές ήταν τα νεκυομαντεία (ή νεκρομαντεία), ιερά χθόνιου χαρακτήρα, σε τόπους όπου θεωρούνταν είσοδοι προς τον Κάτω Κόσμο. Ωστόσο, σε λογοτεχνικά κείμενα, υπάρχουν αναφορές σε περιπτώσεις νεκρομαντείας εκτός κάποιου επίσημου ιερού, όπως πάνω σε τάφο ή σε πεδία μαχών. Οι καταβολές της ελληνικής νεκρομαντείας είναι ιδιαίτερα ασαφείς, όπως και αυτές των ελληνικών πρακτικών μαγείας. Θεωρείται πιθανό σε θεωρητική βάση, κατά την μυκηναϊκή και τις αρχές της αρχαϊκής περιόδου η Μεσοπόταμία να άσκησε έμμεση επιρροή. Ωστόσο, σημαντικότερη πηγή είναι ο Όμηρος, ο οποίος, περί τα μισά του 7ου αιώνα π.Χ., διατυπώνει σαφώς πως η ελληνική νεκρομαντεία είναι ήδη εδραιωμένη (Odgen, 2011:176). Έχει ήδη αναφερθεί η κοινή πεποίθηση των αρχαίων Ελλήνων ότι η ψυχή ή το φάντασμα του νεκρού περιπλανιόταν γύρω από το χώρο ταφής του, γεγονός που έκανε τον τάφο ιδανικό τόπο για την τέλεση νεκρομαντικής επίκλησης. Να τελούν τέτοιου είδους νεκρομαντεία περιγράφει ο Αισχύλος την Ατόσσα, σύζυγο του Δαρείου, και το χορό των Περσών πάνω στον τάφο του βασιλιά, στην τραγωδία Πέρσες. Όσον αφορά στα πεδία των μαχών, πρόκειται για τόπους όπου οι ψυχές των βίαια και πρόωρα σκοτωμένων νεκρών ήταν περισσότερο ΄΄επιρρεπείς΄΄ στο να γίνουν ανήσυχα πνεύματα, εύκολα προσβάσιμα από το νεκρομάντη. Οι νεκρομάντες ή ψυχαγωγοί ασχολούνταν κυρίως με τον ησυχασμό φαντασμάτων (Odgen, 2011:136). Εκτός από την επίσημη εκδοχή της τέχνης της νεκρομαντείας στα αντίστοιχα ιερά, σώζεται πλήθος αναφορών νεκρομαντικών τελετών από μεμονωμένους νεκρομάντεις ή μάγους. Οι εκτός των επίσημων μαντείων ψυχαγωγοί ή επικλητές, ωστόσο, συχνά αντιμετωπίζονταν περιφρονητικά ή σκεπτικιστικά και θεωρούνταν αναξιόπιστοι. Κατά την ελληνιστική περίοδο, οι νεκρομάντεις σχετίστηκαν στενά με τους εγγαστρίμυθους, όπως, λόγου χάρη, σε κείμενα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, ή στα κείμενα του μυθιστοριογράφου Ιάμβλιχου. Τέλος, σώζονται αναφορές ψυχαγωγών – επικλητών, οι οποίοι καλούνται να εξορκίσουν κακόβουλα πνεύματα που έχουν καταλάβει σώματα ζωντανών (Odgen, 2011:136), όπως ο Απολλώνιος ο Τυανέας, που αναφέρεται ως υπεύθυνος περίπτωσης εξορκισμού κακού πνεύματος (Odgen, 2011:149). Παράλληλα, πιστευόταν ότι κάποιοι βαθιά μυημένοι στα αρχαία Μυστήρια και σοφοί, όπως ο Πυθαγόρας61, είχαν την ικανότητα να διαχωρίζουν την ψυχή από το σώμα τους και να τη μεταφέρουν κατά βούληση, ιδιότητα άμεσα συγγενής με

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

την τέχνη της ψυχαγωγίας(Odgen, 2011:161). Στενή ήταν η σχέση των γυναικών με την νεκρομαντεία, όπως και με τα περισσότερα ήδη της μαντικής τέχνης. Μάλιστα, η περιοχή της Θεσσαλίας, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, θεωρείτο η γη των μαγισσών. Η πρώτη αναφορά γίνεται στην Οδύσσεια του Ομήρου, όπου η πολυτάλαντη μάγισσα Κίρκη, μεταξύ των άλλων ικανοτήτων της, είναι η έμπειρη οδηγός πίσω από την επικείμενη νεκρομαντική τελετή του Οδυσσέα, η οποία γνωρίζει και συμβουλεύει τον ήρωα σχετικά με την ιεροτελεστία. Επίσης, η Κίρκη του Απολλωνίου του Ρόδιου εξαγνίζει τον Ιάσονα και τη Μήδεια από τη δολοφονία του Αψύρτου, και ηρεμεί το φάντασμά του (Odgen, 2011:183). Επιπλέον, η Μήδεια62 από την Κολχίδα περιγράφεται ως σπουδαία μάγισσα, αλλά δεν υπάρχει σαφής νεκρομαντική σκηνή από αυτή. Ωστόσο, τόσο ο Απολλώνιος όσο και ο Οβίδιος, υπαινίσσονται ότι κατείχε την τέχνη της νεκρομαντείας. Περισσότερες και λεπτομερέστερες περιγραφές μαγισσών σώζονται από τη ρωμαϊκή γραμματεία63, καθώς η ρωμαϊκή κοινωνία ήταν περισσότερο ανήσυχη σχετικά με τη μαγεία, από ότι υπήρξε ποτέ η ελληνική.

82

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

44 Εικ. 44. Η Κίρκη με τους εραστές της, Dosso Dossi, 1514-1516. Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσινγκτον Λέγεται πως η Μήδεια, κόρη του Αιήτη και εγγονή του θεού Ήλιου, ήταν ανιψιά της ομηρικής μάγισσας Κίρκης, η οποία και τη μύησε στη μαγεία. 63 Το πιο γνωστό και γλαφυρό πορτρέτο μάγισσας, της Εριχθούς, σκιαγραφεί ο Λατίνος ποιητής Μάρκος Ανναίος Λουκανός, στο έργο του Pharsalia, γράφτηκε γύρω στο 65 μ.Χ. και αφορά τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Ιουλίου Καίσαρα και Σέξτου Πομπηίου. Η Εριχθώ ήταν γριά μάγισσα που κατοικούσε στη Θεσσαλία και είχε τις ικανότητες ψυχαγωγού. 62


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Εικ. 45. Η Μήδεια ετοιμάζεται να σκοτώσει τα

45 παιδιά της, E. Delacroix, 1838

Η λέξη εγκοίμηση προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα εγκοιμάομαι-ώμαι, που σημαίνει ΄΄κοιμάμαι σε κάποιο τόπο΄΄, και κυρίως, ΄΄κοιμάμαι εντός ναού΄΄, σύμφωνα με το λεξικό Liddell & Scott (Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, 1902). 65 Το ιερό των Δελφών άνηκε αρχικά στη θεά Γη, στους ιερείς της οποίας επίσης αποδίδονταν μαντικές ικανότητες. Είναι, άλλωστε, γνωστός στο μαντείο ο ΄΄βράχος τη Σίβυλλας΄΄, της προφήτισσας της Γης, προγενέστερης της Πυθίας του Απόλλωνα. Κατά την άποψη του Kerenyi, η διαδοχή της Γης από τον Απόλλωνα στο ιερό αυτό συνδέεται με τον παραμερισμό της μητριαρχίας και την επιβολή της πατριαρχίας στον ελλαδικό χώρο. 66 Ο Πλούταρχος στα Ηθικά, 109 b-d, περιγράφει την εμπειρία εγκοίμησης που είχε ο 64

83

Σύμφωνα με πολλούς μελετητές, η νεκρομαντεία συνδέεται άμεσα με τη μέθοδο της εγκοίμησης64 ή εκκόλαψης (ονείρων), μέσω της οποίας επιτυγχανόταν η επικοινωνία με τους νεκρούς, μέθοδος που χρησιμοποιείτο κατά κόρον στα επίσημα νεκρομαντεία, ή άλλα παρόμοια ιερά, όπως αυτό του Τροφωνίου. Από πολύ νωρίς κιόλας, οι αρχαίοι είχαν συσχετίσει τον ύπνο με το θάνατο (ακόμα και μυθολογικά)· η κατάσταση του ύπνου σχετίστηκε με το θάνατο διότι πιστευόταν ότι οι ψυχή χωριζόταν κατά κάποιο τρόπο από το σώμα σε ένα είδος παροδικού θανάτου (Odgen, 2011:311). Ο συσχετισμός αυτός είχε ως αποτέλεσμα, σύντομα να διαδοθεί η πεποίθηση ότι τα όνειρα αποτελούν μια πνευματική δίοδο μεταξύ των δύο κόσμων, των νεκρών και των ζωντανών, με συνέπεια να μην εκπλήσσει η αναζήτηση των φαντασμάτων των νεκρών κατά τη διάρκεια των ονείρων, καθώς εκεί οι νεκροί επισκέπτονταν αυθόρμητα τους ζωντανούς. Η αϋλότητα των ονείρων έδινε τη δυνατότητα διάσπασης των ορίων μεταξύ των κοσμικών επιπέδων. Ωστόσο, πρέπει να διαχωριστεί ο κανονικός ύπνος του ανθρώπου, ως βιολογική λειτουργία, και η πρακτική της εγκοίμησης – εκκόλαψης ως μαντική μέθοδος65. Κατά την εκκόλαψη, ήταν απαραίτητη η σωματική, ψυχική και πνευματική προετοιμασία, ενώ η κατάκλιση γινόταν συνήθως σε ιερή τοποθεσία, όπως το εσωτερικό κάποιου ναού ή άλλου ιερού, ή τον τάφο του νεκρού που επρόκειτο να κληθεί. Η τεχνική της εκκόλαψης στη νεκρομαντεία, όπου τα όνειρα ονομάζονταν και ενύπνια, γινόταν υπό την καθοδήγηση του μυημένου νεκρομάντη, ή του ιερέα – νεκρομάντη, στα νεκρομαντεία66. Η νεκρομαντεία συνδέθηκε στενά και με τη γη, αποκτώντας διττή σημασία το

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 84

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

χθόνιο στοιχείο της. Μυθολογικά, η Γαία φαίνεται να διέθετε ισχυρές προφητικές ικανότητες (επόπτευε το μαντείο των Δελφών πριν τον Απόλλωνα), οι οποίες, κατά περιπτώσεις θεωρήθηκαν και νεκρομαντικές (Odgen, 2011:297). Βάσει των ιδιοτήτων της γης, διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι οι μαντικές ικανότητες των νεκρών, στις οποίες στηριζόταν η τέχνη της νεκρομαντείας, προέρχονταν από την γη όπου αυτοί κατοικούσαν, ενώ σύμφωνα με άλλη άποψη, το μέλλον διαμορφωνόταν υπόγεια, στον Κάτω Κόσμο. Τα φαντάσματα των νεκρών που καλούνταν κατά τη διάρκεια μιας νεκρομαντικής πράξης αντιπροσωπεύονται από όλες τις πρόδηλες αλληγορίες του άυλου. Αναφέρονται ως σκιές, πνοές, αέρας, καπνοί, όνειρα, και συνήθως περιγράφονται να φέρουν ανθρώπινη μορφή, όπως οι νεκροί που συναντά ο ομηρικός Οδυσσέας. Εναλλακτικά, τα φαντάσματα αποδίδονταν ως φτερωτά όντα, παρουσιάζοντάς τα αλληγορικά ως νυχτερίδες, πουλιά67 ή μέλισσες. Από τις απεικονίσεις αυτές προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι οικοδεσπότες των νεκρών είχαν αμέτρητα βομβούντα σμήνη (Odgen, 2011:275). Επίσης, τα φαντάσματα παρουσιάζονταν συνήθως μαύρα, όπως ο ίδιος ο θάνατος, ή ιδιαίτερα λευκά. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι οι διηγήσεις περί καταβάσεων στον Άδη, ήδη από την αρχαιότητα, ήταν ασαφές αν επρόκειτο για ψυχοσωματικές ή διανοητικές εμπειρίες. Διακρίνονται δε, σε αυτές που υπαινίσσονται κυριολεκτική κατάβαση, και σε αυτές που έχουν περισσότερο μεταφορικό χαρακτήρα, αφού δεχόταν ότι η εμπειρία ήταν δυνατή μέσω διανοητικών τεχνικών, όπως αυτή της εγκοίμησης. Αυτή η διάκριση οδηγεί στην υποψία, χωρίς όμως να είναι βέβαιο, ότι οι εμπειρίες ήταν σαφώς διανοητικές, αλλά βιώνονταν τόσο έντονα ώστε να παρουσιάζονται ως ΄΄πραγματικές΄΄. Επιπλέον, φαίνεται να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο βίωμα του Κόσμου των Νεκρών και της ίδιας της κατάβασης σε αυτόν, παρά στη μεμονωμένη πράξη της νεκρομαντείας· το ζητούμενο, δηλαδή, δεν είναι μόνο η προφητεία, αλλά η καθολική εμπειρία του άλλου Κόσμου και του θανάτου πριν το θάνατο68. Ωστόσο, δεν αναιρείται το γεγονός ότι η νεκρομαντεία και οι καταβάσεις στον Άδη είναι στενά συγγενείς, και κατά περιπτώσεις συγχέονται τα όρια μεταξύ τους. Πιο αναλυτικά, τα σημεία τέλεσης της νεκρομαντείας, οι τόποι, ήταν ταυτόχρονα και ΄΄πύλες του Άδη΄΄, κυρίως σπήλαια και όχθες λιμνών, ώστε να είναι δυνατή η επικοινωνία με τους νεκρούς αλλά και η είσοδος–κάθοδος στον κόσμο τους. Επίσης, οι νεκρομάντεις ιερείς ήταν ταυτόχρονα και γνώστες των μεθόδων κατάβασης, καθώς παρουσιάζονται να γνωριζουν απόκρυφα μυστήρια Ηλύσιος ο Τεριναίος σε ένα ψυχομαντείο, το οποίο επισκέφθηκε προκειμένου να μάθει την αιτία θανάτου του μοναχογιού του. 67 Η ψυχή ως πουλί καθισμένο ή πετώντας πάνω από το πτώμα ενός νεκρού είναι κοινός τρόπος αναπαράστασης στην αρχαϊκή τέχνη. 68 Η βίωση ενός εικονικού θανάτου εν ζωή φαίνεται να ήταν μια συνήθης μέθοδος μύησης σε μυστήρια, ενώ η εκτέλεση της νεκρομαντείας μοιάζει κατά ποικίλους τρόπους με μύηση. Οι νεκρομαντικές επικλήσεις και οι μυήσεις μυστηρίων γίνονταν κατόπιν μακρών ιερετελεστικών διαδικασιών εξαγνισμού, και, τελικά, και στις δύο περιπτώσεις, οι μετέχοντες κατακτούσαν προνομιακή και απόκρυφη γνώση για το θάνατο και την μετά θάνατο κατάσταση (Odgen, 2011165-166).


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

και τακτικές. Τέλος, η φύση και των δυο εμπειριών, της νεκρομαντείας και της κατάβασης στον Κάτω Κόσμο, βασίζεται στη διάλυση του ορίου μεταξύ ζωής και θανάτου, ώστε νεκροί και ζωντανοί να βρεθούν σε μια κοινή κατάσταση ύπαρξης για να μπορούν να συνδιαλέγουν. Παρόλο το αμφίρροπο του χώρου όπου συμβαίνουν οι εμπειρίες αυτές, φαίνεται να λαμβάνουν χώρα σε ενδιάμεσο τόπο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στις δυο καταστάσεις ύπαρξης αλλά δεν ανήκει σε καμιά από τις δύο εξ’ολοκλήρου, και για το λόγο αυτό οι ζωντανοί μπορούν για λίγο να βρεθούν πιο κοντά στο πεδίο των νεκρών, και αντίστοιχα οι νεκροί να βρεθούν σε μια ιδιάζουσα κατάσταση ΄΄μερικής΄΄ ζωής. Με τον τρόπο αυτό, οι διαστάσεις ζωής και θανάτου πλησιάζουν, ώστε να επιτρέπεται η μεταξύ τους επικοινωνία (Odgen, 2011:18). Ωστόσο, οι αρχαίοι είναι ασαφείς για το αν η επίκληση και επικοινωνία με το νεκρό αποτελούσε πράξη κατάβασης για το ζωντανό ή ανάβασης για τη ψυχή του νεκρού (Odgen, 2011:306). ΄΄ Γιατί παρότι η Θεσσαλή μάγισσα χρησιμοποιεί βία ενάντια στις Μοίρες, είναι αμφίβολο ότι βλέπει στύγιες σκιές επειδή τις έχεις τραβήξει επάνω της ή γιατί εκείνη κατέβηκε σε αυτές.΄΄ Λουκανού Pharsalia 6.651-53

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

85

46 Εικ. 46. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του στην είσοδο του Άδη, τοιχογραφία του 1ου αι. π.Χ., Βιβλιοθήκη του Βατικανού, Ρώμη


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 86

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΉΣ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΑΣ

Ο

ΌΜΗΡΟΣ είναι αυτός που πρώτος περιγράφει με λεπτομέρειες μια νεκρομαντική σκηνή, αναφέροντας όλα τα απαραίτητα στάδια για την τέλεση της επίκλησης της σκιάς του νεκρού. Τα στάδια αυτά, αλλά και το σύνολο της διαδικασίας, φαίνεται πως αποτέλεσαν τη βάση σύμφωνα την οποία τελούνταν οι περισσότερες νεκρομαντικές τελετές, τόσο στα νεκρομαντεία, όσο και εκτός αυτών, όπως αυτές αποτυπώνονται στην ελληνική αλλά και ρωμαϊκή γραμματεία. Επίσης, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, μολονότι (όπως έχει σχολιασθεί) η νεκρομαντεία συνδέεται στενά με την ονειρομαντεία και την τακτική της εγκοίμησης, στις λογοτεχνικές αφηγήσεις δεν περιγράφονται οι πρωταγωνιστές να συνομιλούν με τις σκιές σε κατάσταση ύπνου· ωστόσο, είναι πιθανό να προτιμήθηκε αυτή η εκδοχή λογοτεχνικά για εντονότερη και δραματικότερη αφήγηση (Odgen, 2011:212). Επιπλέον, τα βασικά στοιχεία ιεροτελεστίας της νεκρομαντικής πράξης είναι σαφώς πανομοιότυπα με αυτά των παραδοσιακών ταφικών εθίμων, και ότι μετασχηματίστηκαν σε νεκρομαντικές με την προσθήκη μαγικών φθόγγων κατά την τελετή. Οι περισσότερες νεκρομαντικές τελετές που αναφέρονται σε λογοτεχνικά κείμενα φαίνεται πώς λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας, η οποία θεωρείται ευνοϊκότερη για τη δράση των φαντασμάτων γενικά, με μόνη εξαίρεση την επίκληση της Ατόσσας του Αισχύλου (Πέρσες)69. Στην ομηρική Οδύσσεια υπογραμμίζεται, αν και μεταφορικά, εμφανώς ότι η νεκρομαντική πράξη γίνεται τη νύχτα, καθώς ο ήρωας έχει ταξιδέψει προς τη γη της Νύχτας, και στη συνέχεια πρόκειται να επιστρέψει στη γη της Αυγής. Η νύχτα εξασφάλιζε το απαραίτητο σκοτάδι για την τελετουργία· για το λόγο αυτό για την ίδρυση νεκρομαντείων είχαν επιλεγεί φυσικά σκοτεινοί τόποι, όπως σπήλαια και πυκνά δάση. Φαίνεται πως τις ιδανικότερες συνθήκες για την τέλεση νεκρομαντείας προσέφεραν οι νύχτες με πανσέληνο, αλλά και οι ετήσιες γιορτές προς τιμήν των νεκρών, στη διάρκεια των οποίων πιστευόταν πως οι νεκροί ανέβαιναν από τον Κάτω Κόσμο (Odgen, 2011:215). Ακόμα, βάσει της άρρηκτης σχέσης μεταξύ νεκρομαντείας και εκκόλαψης ονείρων, διαδικασία σαφώς νυχτερινή, ενισχύει τις θέσεις που θέλουν τελετές νεκρομαντικής φύσης να γίνονται μετά τη δύση του ηλίου. Όπως ήταν καθιερωμένο στην αρχαιότητα, πριν από κάποια λατρευτική πράξη ήταν απαραίτητος ο εξαγνισμός των εμπλεκόμενων στην ιερή πράξη. Κατ’ αντιστοιχία, παρόμοιος καθαρμός επιβαλλόταν και στην περίπτωση της νεκρομαντείας. Ο εξαγνισμός ήταν αναγκαίος για τον ίδιο τον επικλητή, ενώ, όταν η νεκρομαντική τελετή γινόταν εκτός των νεκυομαντείων, εξαγνιζόταν και ο χώρος τέλεσης της πράξης. Λεπτομερή περιγραφή των εξαγνισμών αυτών παρουσιάζει ο Λουκιανός, περιγράφοντας την εξαγνιστική διαδικασία που ακολούθησε ο Η νεκρομαντική τελετή που περιγράφεται από τον Αισχύλο είναι σαφές ότι γίνεται μέρα. Ωστόσο, φαίνεται πως η αφήγηση, και συνεπώς ο χρόνος της ιερουργίας, περιορίζεται από τον κανόνα που θέλει τη δράση μιας τραγωδίας να εκτυλίσσεται στη διάρκεια μίας και μόνης μέρας. 69


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, ο Σοφοκλής περιγράφει λεπτομερώς την τελετουργική χοή για εξαγνισμό, στο άλσος των Ευμενίδων. Πρώτα φέρνουν νερό από πηγή που το νερό της τρέχει αδιάκοπα, και γεμίζουν κρατήρες από το Ιερό με νερό και μέλι. Αυτός που προσφέρει τη χοή αδειάζει απότομα το περιεχόμενο προς τη δύση, ενώ ο ίδιος κοιτάζει προς την ανατολή. Εκεί που η γη δέχθηκε τη χοή, σκορπίζει κλαδιά ελιάς στο έδαφος και αποχωρεί σιωπηλά, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος που έγινε η προσφορά. 71 Η κραυγή σπονδή! σπονδη! μπορεί να αποτελούσε γενικά την εισαγωγή μιας θυσιαστήριας 70

87

Μένιππος. Δύο ήταν τα κεντρικά τελετουργικά στοιχεία, σαφώς μυστηριακά, στη διεξαγωγή νεκρομαντείας: ο βόθρος (=λάκκος) και η φωτιά. Ο βόθρος δεχόταν σπονδές και χοές, καθώς και αίμα θυσιασμένων ζώων, και στη φωτιά καιγόταν εξ’ ολοκλήρου τα θυσιασμένα ζώα. Μερικές φορές η τελετουργική καύση των ζώων γινόταν μέσα στο λάκκο (Odgen, 2011:216). Στη δημιουργία και χρήση του λάκκου καθίσταται δυναμικά παρόν το χθόνιο (το σχετικά με τη γη και υπόγειο) στοιχείο της τελετής που πρόκειται να ακολουθήσει, καθώς οι προσφορές που γινόταν μέσα σε αυτόν προοριζόταν για τους υπόγειους, είτε άρχοντες-θεούς, είτε κατοίκους (ψυχές των νεκρών), ακολουθώντας πιστά την παράδοση σχετικά με την απότιση τιμών στους χθόνιους· ο λάκκος εκλαμβάνεται συχνά και ως βωμός προς τις κατωκοσμικές δυνάμεις. Ο Οδυσσέας παρουσιάζεται να χρησιμοποιεί το σπαθί του για να ανοίξει τον λάκκο, και στη συνέχεια χύνει αίμα μέσα σε αυτόν, ενώ γύρω από το άνοιγμά του πρόσφερε τις σπονδές. Ο τελετουργικός βόθρος φαίνεται συγγενής με τον αντίστοιχο βόθρο που κατασκευαζόταν στους τάφους για τις ταφικές προσφορές, χωρίς ωστόσο να είναι απόλυτα ασφαλής τέτοια συσχέτιση. Επίσης, η φωτιά, εκτός από την καύση των ζώων της θυσίας, κυρίως ως προσφορά προς τους θεούς, είχε σαφώς εξαγνιστικό χαρακτήρα. Ήταν κοινή πεποίθηση των Ελλήνων ότι για να λάβει χώρα μια λατρευτική πράξη, είναι αναγκαίος ο καθαρμός, ο οποίος αποβάλλει προηγούμενους γνωστούς και άγνωστους ρύπους, και η εξαγνιστική χρήση της φωτιάς, σε συνδυασμό με θυμιάματα, αποτελούσε διαδεδομένη πρακτική. Ανάλογη χρήση είχε και το αίμα από εξιλαστήρια θύματα (Faure, Αγγέλου, 1988:358-359). Έτσι, ο εξαγνισμός του νεκρομάντη και η προσφορά θυσίας και αίματος προς εξευμενισμό των χθονίων, με χθόνιο τελετουργικό, αποτελούσε εμφανώς το προοίμιο της νεκρομαντικής τελετής. Στο σημείο αυτό θεωρείται απαραίτητη η διάκριση μεταξύ σπονδής και χοής70. Και στις δύο περιπτώσεις προσφοράς, πρόκειται για χύσιμο υγρών, αλλά διαφέρει ο τρόπος και ο τύπος του δοχείου που χρησιμοποιούνταν. Στην περίπτωση της σπονδής η ροή ήταν ελεγχόμενη, πιθανώς μόνο ενός μέρους του περιεχομένου, συμβολικά, και γινόταν από οινοχόη ή κύπελλο, ενώ κατά τη χοή, γινόταν χρήση μεγαλύτερου αγγείου, το οποίο συχνά τοποθετούνταν στο έδαφος, και το περιεχόμενο προσφερόταν εξ’ ολοκλήρου με ανατροπή του δοχείου (Burkert, 1993:164). Η χοή ήταν συνηθέστερη σε προσφορές προς τους νεκρούς και χθόνιας φύσης θεότητες, χωρίς να αποκλείεται και η χρήση της σπονδής σε τελετές χθόνιες. Το τελετουργικό χύσιμο υγρών στο έδαφος έχει ανέκαθεν εξέχοντα ρόλο στην ελληνική λατρεία71 (αν και δεν αποκλείονται ανατολικές επιρροές),

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

αποτελώντας έναν ιδιόμορφο τρόπο προσφοράς, όπου δεν υπάρχει δυνατότητα ανάκλησής της. Ο πιστός χαρίζει εκείνο που δεν μπορεί να πάρει πίσω· είναι η απόλυτη και αδιαμφισβήτητη προσφορά (Burkert, 1997:80). Στην περίπτωση των ταφικών προσφορών, οι χοές αιτιολογούνται εξαιτίας της πεποίθησης περί ΄΄δίψας΄΄ του νεκρού (Burkert, 1993:167), μολονότι συνήθως γινόταν λόγος για ΄΄λουτρό΄΄· ο Λουκιανός αναφέρει ότι οι νεκροί ΄΄τρέφονται από τις χοές΄΄. Κατά τις νεκρομαντικές τελετές, αναφέρεται η χρήση κυρίως εξευμενιστικών υγρών ή γητευτικών, έχοντας, συνήθως, και ζωογόνες ιδιότητες. Τέτοια ήταν το νερό, το μέλι, το κρασί, το γάλα, και κατά τον Όμηρο, το λάδι72. Το νερό συμβολίζει την αγνότητα και τον εξαγνισμό, ενώ το κρασί χαλαρώνει το πνεύμα και προκαλεί ευθυμία. Ο συνδυασμός μελιού και γάλακτος, το μελίκρατον, θεωρείτο τροφή ιδιαίτερα θρεπτική (τροφή νεογέννητων βρεφών), και για το λόγο αυτό φαίνεται να προσφερόταν στις σκιές που καλούνταν κατά τη νεκρομαντεία. Τα προϊόντα αυτά, μαζί με τα σιτηρά που προσφέρονταν, αντιπροσώπευαν όλο το φάσμα των τροφών των ζωντανών, συμβολίζοντας γενικά την ευφορία, η οποία ήταν αναγκαία για την μετάβαση της ψυχής προσωρινά στη διάσταση της ζωής (Odgen, 2011:217). Μεμονωμένες όψεις προσφορών και ο τρόπος προσφοράς είχαν συχνά σημασία και όσον αφορά στην τελετουργία. Το

88

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

Εικ. 47. Ο Οδυσσέας προσφέρει θυσίες στους νεκρούς, T.V. Thulden, 17ος αι.μ.Χ, χαλκογραφία, Μουσείο Καλών Τεχνών, Σαν 47 Φραντσίσκο πράξης ( Burkert,1993:165). 72 Η χρήση του λαδιού προκαλεί έντονο προβληματισμό, καθώς δεν πίνεται, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί προσφορά ποτού. Ο W. Burkert υποστηρίζει ότι, λόγω των σημαδιών που αφήνει, πρόκειται για συμβολική οριοθέτηση του χώρου (Burkert, 1993:167).


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Εικ. 48. Οι ψυχές πίνουν το αίμα της θυσίας, T.V. Thulden, 17ος αι.μ.Χ, χαλκογραφία, 48 Μουσείο Καλών Τεχνών, Σαν Φραντσίσκο Στους Ψυχαγωγούς του Αισχύλου το αίμα δεν χύνεται στο λάκκο αλλά στη λίμνη του νεκρομαντείου του Αχέροντα. Η λίμνη, στην περίπτωση αυτή, λαμβάνει το ρόλο του λάκκου, ώστε να ΄΄μεταφέρει΄΄ το αίμα στις ψυχές του Άδη. 73

89

νερό, στοιχείο χθόνιο, ραντιζόταν κυκλικά γύρω από το λάκκο, εν είδει εξαγνισμού του σημείου. Το κόκκινο κρασί αντιπροσώπευε συμβολικά το αίμα, το λευκό γάλα ήταν αποτρεπτικό προς το φασματικό σκοτάδι, ενώ το μέλι, εκτός από τη χρήση του ως συντηρητικό της σωρού του νεκρού, είχε συνδεθεί και μυθολογικά με τις ψυχές. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, παρά τις συνήθεις λατρευτικές τακτικές των αρχαίων Ελλήνων, στην περίπτωση της νεκρομαντικής ιεροτελεστίας, όπως αυτή αναφέρεται σε πολλά σχετικά λογοτεχνικά κείμενα, δεν θεωρείται απαραίτητη η θυσία ζώου. Το καταλληλότερο ζώο για θυσία σε νεκρομαντική τελετή ήταν μαύρου χρώματος, όπως και αυτά που θυσιαζόταν και στους άρχοντες του Κάτω Κόσμου, όπου το μαύρο παραπέμπει στην σκοτεινιά του θανάτου. Συνήθως θυσιαζόταν ένα ή δύο λάγια πρόβατα, ωστόσο σε άλλες αφηγήσεις θυσιάζονται και άλλα ζώα. Ο Ορφέας στα Αργοναυτικά θυσιάζει τρία μαύρα κουτάβια στην Εκάτη, ενώ ο Βιργίλιος περιγράφει τον Αινεία να θυσιάζει τέσσερις μαύρες δαμάλες, μια στείρα δαμάλα, μια μαύρη προβατίνα και ακαθόριστο αριθμό ταύρων (Odgen, 2011:218). Το τυπικό της θυσίας στα πλαίσια νεκρομαντικής τελετής δεν διαφέρει από αυτό για τους χθονίους γενικά. Θύμα και θύτης πρέπει να έχουν στραμμένο το κεφάλι προς τα κάτω και προς τα πίσω αντίστοιχα, το αίμα χύνεται μέσα στο λάκκο73, και το σώμα του θυσιασμένου ζώου καίγεται ολοσχερώς στη φωτιά. Το αίμα του θύματος προοριζόταν για τις ψυχές που καλούνταν να έρθουν στο φως. Στην Οδύσσεια, η πόση του αίματος θα εξασφάλιζε στις ψυχές ομιλία και συνείδηση, και θα επέστρεφε μέρος της φυσικής τους υπόστασης. Πολλές φορές, επίσης, χρησιμοποιείτο το αίμα στη λεκανομαντεία. Εκτός από τις κυκλικές σπονδές γύρω από το άνοιγμα του λάκκου, ο κύκλος ήταν σαφώς και δυναμικά παρών στις νεκρομαντικές τελετές, όπως και στις περισσότερες τελετές μαγείας. Στα πλαίσια της νεκρομαντείας, ο κύκλος αποτελούσε ένα ισχυρό σύμβολο προστασίας των ζωντανών από τους νεκρούς. Μέσα στον κύκλο είτε έμπαινε ο επικλητήςνεκρομάντης και προστατευόταν σε

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 90

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

περίπτωση που το φάντασμα ήθελε να τον βλάψει, είτε περιόριζαν το φάντασμα, ώστε να μην μπορεί να δράσει έξω από τα όριά του. Είναι πιθανότερο οι κύκλοι που εμφανίζονται στα λογοτεχνικά κείμενα να έχουν συμβολικό χαρακτήρα, και να μην σχεδιάζονται ακριβώς πάνω στο έδαφος· δημιουργούνταν από τους νεκρομάντεις με συνεχείς κυκλικές κινήσεις γύρω από το εστιακό σημείο της νεκρομαντείας. Οι προσφωνήσεις κατά τη διάρκεια νεκρομαντικής ιεροτελεστίας απευθύνονται είτε στους χθόνιους άρχοντες, είτε στις ψυχές των νεκρών, και διακρίνονται σε κατηγορίες. Τέτοιες είναι άναρθρα ψελλίσματα, προσευχές/ επωδοί, όρκοι και απειλές. Η τελετή άρχιζε με προσευχές προς τους νεκρούς, οι οποίοι θα καλούνταν, και προς τους θεούς του Κάτω Κόσμου74, οι οποίοι έπρεπε να εξευμενιστούν για να επιτρέψουν την προσωρινή αποχώρηση της ψυχής από τον Άδη. Ο Όμηρος διαχωρίζει τις προσευχές σε λιτές όταν απευθύνονται στους νεκρούς, και ευχές στους θεούς (Odgen, 2011:221). Ένα άλλο είδος προσφώνησης, οι όρκοι, είχε ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη διάρκεια της τελετής, καθώς φαίνεται να αποτελούσε κίνητρο για τις ψυχές να συνεργαστούν με τον επικλητή, αλλά και να μην τον πάρουν μαζί τους στον Κάτω Κόσμο75. Στην Οδύσσεια για παράδειγμα, ο ήρωας υπόσχεται περαιτέρω θυσίες στους νεκρούς. Επίσης, το τρίτο στάδιο επίκλησης είναι αυτό της απειλής· ο D. Ogden αναφέρεται σε αυτό ως ΄΄δεύτερο γήτεμα΄΄ (Odgen, 2011:222). Αφού προηγηθεί το αίτημα της ανόδου της ψυχής στο φως με ήπιο και ευγενικό τρόπο, στη συνέχεια ο νεκρομάντης καταφεύγει σε έναν περισσότερο απειλητικό τρόπο επίκλησης, εξακοντίζοντας φοβερές απειλές, με έξαλλη και δυνατή φωνή76. Οι απόψεις διίστανται σχετικά με τη διάθεση και την προθυμία των επικαλούμενων ψυχών στα αιτήματα των νεκρομαντών, καθώς στα σχετικά κείμενα, οι αντιδράσεις και οι συμπεριφορές ποικίλουν. Ωστόσο, εφόσον συχνά η τέλεση νεκρομαντικής πράξης γινόταν με στόχο την ανάπαυση ενός ανήσυχου πνεύματος, είναι πιθανό να θεωρείτο ευπρόσδεκτη για το νεκρό διαδικασία. Στην περίπτωση του Οδυσσέα, προθυμία έδειξαν πλήθος φαντασμάτων77, κυρίως λόγω των προσφορών του ήρωα (αγαπητές στις ψυχές αφού προσομοιάζουν στις ταφικές προσφορές), ώστε να αναγκαστεί ο ήρωας να χρησιμοποιήσει το σπαθί του για να εξασφαλίσει την πρόσβαση μόνο στα επιθυμητά φαντάσματα. Αντίθετα, σε Σταδιακά, η τάξη των σχετικών με τον Άδη θεών διευρύνθηκε σημαντικά, είτε με θεότητες ελληνικές στις οποίες προσδίδονται χθόνια στοιχεία ή ενισχύεται η αίγλη τους, όπως η Γαία, ο Ερμής, η Εκάτη, οι Ερινύες, η Στύγα κλπ, είτε με θεότητες από αιγυπτιακής ή βαβυλωνιακής καταγωγής, όπως ο Όσιρις, η Ίσιδα, και η βαβυλωνιακή Ερεσχίγκαλ. 75 Σε ειδικές περιπτώσεις, οι όρκοι και οι υποσχέσεις του επικλητή κατέληγαν σε εξαναγκασμό της ψυχής να τον υπακούσουν. Αυτό συνέβαινε με τις καταδεσμικές πινακίδες, οι οποίες περιείχαν ξόρκια, ευχές ή κατάρες, και αποσκοπούσαν σε συγκεκριμένη έκβαση κάποιας κατάστασης. 76 Η υψηλή ένταση της φωνής πιθανόν οφείλεται στη γενική πεποίθηση ότι ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να ακουστεί κανείς στον κόσμο των νεκρών. Για το λόγο αυτό, και στις λατρευτικές τελετές των χθόνιων θεοτήτων , οι πιστοί χτυπούν τα χέρια και τα πόδια με δύναμη στο έδαφος, ώστε να ακουστούν οι προσευχές τους. 74


ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ

91

49 Εικ. 49. Ο Τειρεσίας εμφανίζεται στον Οδυσσέα μετά τη θυσία, J.H. Füssli, 1780-1785, Ambertina, Βιέννη


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 92

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

άλλες περιπρώσεις φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι μια νεκρομαντική τελετή τάραζε την ψυχή του νεκρού, και για το λόγο αυτό η ανταπόκριση ήταν αρνητική. Το φάντασμα αποφεύγει να ικανοποιήσει τα αιτήματα του επικλητή, όπως το φάντασμα του Αγχίση στον Αινεία78. Είναι ασαφές αν υπήρχαν ενδυματολογικοί κανόνες για την τελετή της νεκρομαντείας. Από τις λογοτεχνικές πηγές, ωστόσο, φαίνεται πως ήταν προτιμότερα πένθιμα ενδύματα, συνήθως μαύρου χρώματος79. Περισσότερα είναι γνωστά για την ενδυμασία των επισκεπτών του μαντείου του Τροφωνίου στη Λειβαδιά. Οι πιστοί φορούσαν λευκούς, μακριούς λινούς χιτώνες και βαριές μπότες, και ενίοτε κόκκινο μανδύα. Επίσης, φαίνεται πως γινόταν χρήση συγκεκριμένων αντικειμένων στις νεκρομαντικές τελετές, όπως δαχτυλίδια, ομοιώματα και ράβδοι, τα οποία επρόκειτο για σύμβολα που έφεραν κάποια σημειολογική ερμηνεία. Η χρήση των δαχτυλιδιών είχε περισσότερο προστατευτικό χαρακτήρα, και σχετίζεται με τη μακρά παράδοση παραγωγής φυλακτών, η οποία αυξήθηκε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., η δε χρήση ομοιωμάτων, ιδιαίτερα συνήθη στη συμπαθητική μαγεία, ανάγεται στη μυκηναϊκή περίοδο. Στη νεκρομαντική πράξη, το ομοίωμα είτε ταυτιζόταν με την επικαλούμενη ψυχή, είτε, σε περίπτωση κατάδεσμου, με το θύμα στο οποίο απευθυνόταν η κατάρα. Τέλος, σχετικά με τις νεκρομαντικές ράβδους, είναι πιθανή η σύνδεσή τους με την ψυχουλκό ράβδο του ψυχοπομπού Ερμή, με την οποία οδηγούσε τις ψυχές στον Άδη. Δεν είναι σαφές αν απαιτούνταν ειδική τελετουργία για τη λήξη της νεκρομαντικής πράξης. Σε κάποιες περιπτώσεις η ψυχή που είχε κληθεί, μετά τη χρησμοδοσία, απλώς εξαφανιζόταν, ενώ σε περιπτώσεις νεκρανάστασης, όπως στη Pharsalia του Λουκανού, ο νεκρός ΄΄πέθαινε΄΄ ξανά μετά τη λήψη της προφητείας. Στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας, εφόσον τέλεσε τη νεκρομαντική πράξη και συνομίλησε με τον Τειρεσία, τράπηκε σε φυγή, από φόβο για το γοργόνειο της Περσεφόνης. Δηλαδή, ο Όμηρος να αναφέρει κάποια διαδικασία ως επίλογο της τελετής. Ο D. Ogden συμπεραίνει ότι είναι η Περσεφόνη υπεύθυνη για την επιστροφή των νεκρών στον Άδη, μετά το τέλος της νεκρομαντείας. Αντίθετα, στη λατινική γραμματεία εντοπίζονται περιπτώσεις όπου γίνεται χρήση συγκεκριμένων τεχνικών για την απομάκρυνση των φαντασμάτων. Για παράδειγμα, στον Στάτιο, όπου η Μαντώ ραντίζει τις ψυχές με γάλα για να τις απομακρύνει (εξορκίσει), μετά το τέλος της συνομιλίας τους με τον Τειρεσία80.

77 78 79 80

Ομήρου Οδύσσεια11.48-50, 206-22, 231 Βιργίλιος, Αινειάδα 5 Στaτίου, Thebais 4.544-46 Παυσανίας Λακωνικά Γ. 25. 8


93

3

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


94

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Π

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ

Οι Θεσπρωτοί ιερείς-ερμηνευτές του Δία στο μαντείο της Δωδώνης ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί, ίσως οι πρώτοι κομιστές του ονόματος Έλληνες. Αυτοί πίστευαν ότι κάθε προφητική δύναμη εκπορευόταν από τη Μητέρα Γη, για το λόγο αυτό περπατούσαν πάντα ξυπόλυτοι και δεν έπλεναν τα πόδια τους. 82 Η δρυς (βελανιδιά) είναι το δέντρο που, στατιστικά, δέχεται συνηθέστερα χτύπημα κεραυνού και για το λόγο αυτό ήταν το ιερό δέντρο του Δία. 81

95

ΑΡΆ τους μεμονωμένους μάντεις που ασκούσαν την τέχνη της μαντικής, πιο επίσημη μορφή μαντείας αναζητούσε κανείς σε ένα από τα πολυάριθμα ΄΄μαντικά ιδρύματα΄΄ του αρχαίου κόσμου, τα γνωστά μαντεία. Πρόκειται για ιερούς τόπους, όπου ο άνθρωπος προσπαθούσε να προσεγγίσει το θείο και να επικοινωνήσει μαζί του, ώστε να μάθει τη βούλησή του· για το λόγο αυτό τα μαντεία αποτέλεσαν ανέκαθεν τον πυρήνα της ελληνικής θρησκείας. Σύμφωνα με τη θρησκεία, οι θεοί είναι παρόντες κατά τη λατρεία, οπότε είναι λογικό ακόλουθο σε τόπους λατρείας, σε ιερά, τα θεϊκά σημεία, με τα οποία ο θεός ΄΄κρυπτογραφικά΄΄ καθοδηγεί τον άνθρωπο, να είναι συχνότερα και σαφέστερα. Τα ιερά αυτά ήταν αφιερωμένα σε ένα θεό-εμπνευστή, συνηθέστερα στον Απόλλωνα, το Δια και το Ποσειδώνα, αν και υπάρχουν περιπτώσεις αφιερωμένων σε ήρωες. Το μαντείο ιδρυόταν σε τόπους ιερούς, δηλαδή σε μέρη που είχαν καθαγιασθεί με το θάνατο ενός ήρωα, κάποιο σημαντικό ηρωικό γεγονός ή ιεροφάνεια. Από τον 8ο αιώνα π.Χ. ορισμένα μαντεία αποκτούν υπερτοπική σημασία. Ως αρχαιότερο μαντείο θεωρείται το μαντείο του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου, όπου η χρησμοδοσία γινόταν από τους ιερείς81 με βάση το θρόισμα των φύλλων της ιερής δρυός82. Σημαντικότερο, όμως, όλων και πανελλήνιο, ήταν το μαντείο των Δελφών, αφιερωμένο στο θεό της μαντικής, Απόλλωνα, γνωστό ήδη από την εποχή του Ομήρου. Χρησμοδοτούσε η Πυθία, η οποία παραδιδόταν σε ένθεη έκσταση καθισμένη στον ιερό τρίποδα, χωρίς να ερμηνεύει κάποιο οιωνό· πιστευόταν ότι ήταν φερέφωνο του ίδιου του Απόλλωνα. Οι χρησμοί της συχνά ήταν ακατάληπτοι, και την ερμηνεία επωμιζόταν ο ιερέας. Άλλα μαντεία που είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους Έλληνες ήταν το μαντείο του Άμμωνα Δία στη Λιβύη, τα μαντεία του Απόλλωνα στους Διδύμους της Μιλήτου κ.α. Οι αρχαίοι Έλληνες εκτιμούσαν και πίστευαν τους χρησμούς των μαντείων, και για το λόγο αυτό τα συμβουλεύονταν για σημαντικές αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν. Αυτό προσέδωσε τέτοια δύναμη στα ιερατεία των μαντείων, ώστε να μπορούν να ελέγχουν πολιτικές, πολεμικές ή θρησκευτικές εξελίξεις. Σε αυτό συνέβαλε και το αλάθητο που αποδιδόταν στους χρησμούς, το οποίο διαφυλασσόταν χάρη στο διφορούμενο της διατύπωσής τους, που διεύρυνε τα πλαίσια ερμηνείας και εκτέλεσής τους. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι στην αρχαιότητα δεν γινόταν διάκριση μεταξύ ΄΄πνευματικού΄΄ και ΄΄κοσμικού΄΄, με συνέπεια τα όρια μεταξύ θρησκείας και πολιτικής να συγχέονται, και συγκεκριμένα στην περίπτωση των μαντείων, αυτό να γίνεται με τρόπο αναπόφευκτο και απόλυτο. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις χρησμών που χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά από τους εκάστοτε κοσμικούς άρχοντες υπό

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 96

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ

μορφή προπαγάνδας. Σταδιακά, στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., με την εμφάνιση της ορθολογιστικής κριτικής και των διδαγμάτων των σοφιστών, το κύρος των μαντείων κλονίζεται σημαντικά. Σπουδαίοι Έλληνες, όπως ο Θουκυδίδης και ο Δημοσθένης, υιοθετούν πιο σκεπτικιστική στάση απέναντι στην τέχνη της μαντικής, χωρίς ωστόσο άλλοι, εξίσου σημαντικοί, όπως ο Πλάτωνας και ο Ξενοφώντας, να χάνουν το σεβασμό τους προς τα μαντεία. Επίσης, για πρώτη φορά κατά τα ελληνιστικά χρόνια, όπου ήδη τα μαντεία έχουν περιέλθει σε τροχιά παρακμής, αν και πιστοί υπερασπιστές τους δηλώνουν ακόμα οι Στωϊκοί και ο Πλούταρχος, επισημάνθηκε και προβλημάτισε το ζήτημα του συμβιβασμού των οιωνών και του προκαθορισμού με την ελευθερία της βούλησης. Πρόκειται, λοιπόν, για το παράδοξο που συναντάται σε όλη την ιστορία του ελληνικού πνεύματος, όπου η ολοκληρωτική πίστη και τυφλή υποταγή στις θεϊκές προσταγές συνοδεύεται από αδιάκοπη αμφισβήτηση και σκεπτικισμό. Σύμφωνα με το Flaceliere, ΄΄ είναι πράγματι η διφορούμενη θέση του Έλληνα, που μοιράζεται ανάμεσα στο λογικό του, που είναι ο οδηγός της προτίμησής του, και στη βαθιά ενστικτώδη πίστη του στις σκοτεινές δυνάμεις΄΄ (Flaceliere, 1964:109).


Τ

97

Α ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΑ είναι τα πιο γοητευτικά από τα αρχαία ελληνικά μαντεία, αλλά και τα πιο απόμακρα. Σε αντίθεση με το πλήθος μαντείων που ήταν διασκορπισμένα σε όλο τον ελληνικό κόσμο, ο αριθμός των νεκυομαντείων που λειτουργούσαν ήταν σημαντικά περιορισμένος. Τα γνωστά, σήμερα, νεκρομαντεία ήταν της Εφύρας στην Θεσπρωτία, στο Ταίναρο της Λακωνίας, στη λίμνη Αβέρνη στην Καμπανία της Ιταλίας και στην Ηράκλεια του Πόντου. Μολονότι τα δυο τελευταία δεν βρίσκονταν στον ελλαδικό χώρο, ιδρύθηκαν από Έλληνες, λειτουργούσαν κατά τις ελληνικές παραδόσεις και δέχονταν κατά κανόνα Έλληνες επισκέπτες, ώστε δικαιωματικά να συγκαταλέγονται σε αυτά του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Τα ιδιαίτερα αυτά μαντεία έφτασαν στη μεγαλύτερη ακμή τους κατά τα αρχαϊκά και κλασικά χρόνια, όπως μας πληροφορούν σχετικές λογοτεχνικές πηγές· παρέμειναν όμως ακόμα και τότε ταπεινά και αθόρυβα, σε σχέση με τα άλλα γνωστά μαντεία. Επίσης, από τις λογοτεχνικές αναφορές δεν αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι πρόκειται για ΄΄επίσημα΄΄ μαντεία, καθώς, εκτός από την περίπτωση του Ταίναρου, δεν φαίνεται να εντάσσονται σε κρατικά ιερά άσυλα, δεν χρηματοδοτούνταν τακτικά και δεν ελέγχονταν από παρακείμενες πόλεις. Προς αύξηση του κύρους και της αίγλης τους, όλα οικειοποιήθηκαν κατά καιρούς τους γνωστούς ηρωικούς μύθους καταβάσεων, προσαρμόζοντάς τους στην αντίστοιχη τοπογραφία και παράδοση. Ωστόσο, καμία σωζόμενη αναφορά σε νεκρομαντική επίκληση δεν διατηρεί ίχνη ιστορικότητας, ενώ συχνά τίθενται υπό αμφισβήτηση ακόμα και οι τοποθεσίες τους. Για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα η λειτουργία και άλλων νεκρομαντείων, καθώς υπαινιγμοί για νεκρομαντικές τελετές ή εισόδους στον Άδη εντοπίζονται στα έργα πολλών συγγραφέων και για πολλά μέρη της ελληνικής επικράτειας. Ενδεικτικά, το μαντείο του Τροφωνίου στη Λειβαδιά, ως μαντείο νεκρού ήρωα, συσχετιζόταν στενά με τη νεκρομαντεία και τις πρακτικές της (βλ. επόμενο κεφάλαιο). Ωστόσο δεν συγκαταλέγεται στα τέσσερα μεγάλα νεκρομαντεία, διότι ο όρος νεκρομαντείο ή νεκυομαντείο δεν αναφερόταν ποτέ σε μαντεία ηρώων. Επίσης, αναθυματικά ιερά χθόνιου χαρακτήρα, γνωστά ως πλουτώνια ή χαρώνια, συνήθως σπηλιές ή λίμνες, συνδέονταν στενά με τον Κάτω Κόσμο και συχνά θεωρούνταν είσοδοι προς τον Άδη, ωστόσο δεν γίνονται συγκεκριμένες αναφορές σχετικές με επικοινωνία με τους νεκρούς ή χρησμοδοσία (Odgen, 2011:58-59). Μολονότι για τα περισσότερα μαντεία έχουν διασωθεί επιγραφές μέσω των οποίων μπορεί να ανασυσταθεί η ιστορία τους, ούτε μια επιγραφή δεν μπορεί να συνδεθεί απολύτως και ασφαλώς με νεκυομαντείο. Αυτό συνεπάγεται να είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με βεβαιότητα οι ακριβείς τοποθεσίες τους, και να εξαρτάται η κατανόησή τους κυρίως από το πιο ευφάνταστο είδος λογοτεχνίας: την επική και τραγική ποίηση, που πλάθεται παράλληλα με την πορεία του μύθου μέσα στους αιώνες, και την πεζογραφία, που εμποδίζεται συχνά από τα εκφραστικά μέσα της λαϊκής αφήγησης.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


Εικ. 50. Θέση των τεσσάρων μεγάλων νεκρομαντείων στη Μεσόγειο

98

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

50

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

Τ

Κατά τον W. Burkert, το ίδιο το όνομα των Θεσπρωτών, υποδηλώνει τη θεϊκή αποστολή τους (Burkert, 1993: 252). 84 Σύμφωνα με μυθολογικές διήγησεις, στη διάρκεια της Τιτανομαχίας οι Τιτάνες ξεδίψασαν στα νερά του ποταμού και ο Δίας, από την οργή του, μαύρισε και πίκρανε τα νερά. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση της περιοχής, τα νερά ήταν πικρά γιατί κάποιο τέρας (στοιχειό) ζούσε κοντά στις πηγές του ποταμού και τις δηλητηρίαζε. Τα νερά έγιναν ξανά γλυκά όταν ο Άγιος Δονάτος σκότωσε το στοιχειό. Από το περιστατικό αυτό λέγεται ότι ονομάστηκε Γλυκή το γειτονικό χωριό. 83

99

Ο ΠΙΟ ΓΝΩΣΤΌ και φημισμένο ήταν το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ή Νεκρομαντείο της Εφύρας, πόλης της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα από το μαντείο. Τέσσερις συγγραφείς βεβαιώνουν την ιστορικότητά του. Ο Παυσανίας και ο Ηρόδοτος χρησιμοποιούν απευθείας τον όρο νεκυομαντείον, ένας ανώνυμος σχολιαστής της Οδύσσειας κάνει λόγο για ΄΄νεκυοπομπό λίμνη΄΄ (αναφέρεται στην Αχερουσία), και ο Lucius Ampelius αναφέρει ΄΄κατάβαση στους νεκρούς για να αποσπάσουν τις προφητείες τους΄΄, ενώ ο Ησύχιος μιλά για το ψυχοπομπείο των Μολοσσών (Odgen, 2011:81,93), γειτονικό λαό των Θεσπρωτών83 στην Ήπειρο. Οι πηγές το τοποθετούν στο σημείο που ενώνονται οι ποταμοί Αχέροντας84, Κωκυτός και Πυριφλεγέθοντας, ποταμοί του ίδιου του Άδη κατά τη μυθολογία, και αφιερωμένο στους άρχοντες του Κάτω Κόσμου, Περσεφόνη και Άδη. Το μαντείο εντοπίζεται σήμερα κοντά στο Καναλάκι, στο χωριό Μεσοπόταμος του νομού Πρεβέζης. Είναι κτισμένο στην κορυφή λόφου, ο οποίος εύκολα προσεγγίζεται από το ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά. Ο Θουκυδίδης ονοματίζει την ευρύτερη περιοχή Αϊδωνεία (κατά το Άδης–Αϊδης– Αϊδωνεύς), ενώ στην τουρκοκρατία, οι Τούρκοι αναφέρονταν στην περιοχή με το όνομα Κάζα Ζαϊδωνά (Ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ1). Ακόμα και το όνομα του πολιούχου Αγ. Δονάτου, επιτρέπει υποθέσεις σχετικά με τη διατήρηση του ονόματος του άρχοντα του Κάτω Κόσμου στην περιοχή. Επίσης, στην Νεκυία, ο Οδυσσέας αγκυροβολεί κοντά στη γη των Κιμμερίων. Το όνομα αυτό, κατά τον Πρωτέα τον Ζευγματίτη του 3ου αιώνα π.Χ. πρόκειται για παραφθορά των ΄΄Χειμερίων΄΄, αυτών δηλαδή που ζουν στο ακρωτήριο Χειμέριον-σήμερα Αμμουδιά (Odgen, 2011:81). Αντίστοιχα, οι Αρίσταρχος και Κράτης διόρθωναν τους ομηρικούς ΄΄Κιμμερίους΄΄ σε ΄΄Κερβερίους΄΄ (Odgen, 2011:92). Το νεκρομαντείο, παρά τις αναφορές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, άνηκε στη σφαίρα του μύθου και της φαντασίας έως τη δεκαετία του 1950, όποτε ο καθηγητής αρχαιολογίας Σ. Δάκαρης, κατόπιν υπόδειξης του ερασιτέχνη αρχαιολόγου Σπ. Μουσελίμη, ο οποίος επεσήμανε την εσφαλμένη μέχρι τότε άποψη ότι το μαντείο βρισκόταν στις λάσπες του ποταμού Αχέροντα, αποφάσισε να ανασκάψει στην περιοχή του Μεσοποτάμου. Οι διαδικασίες ανασκαφής, υπό την αιγίδα της αρχαιολογικής εταιρείας, έγιναν σε δύο στάδια, από το 1958 ως το 1964 και από το 1976 ως το 1977, και αφορούσαν το λόφο όπου ήταν κτισμένη η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως την απίστευτη χωροταξία του αρχαίου ιερού, που ταιριάζει επακριβώς στις αρχαίες περιγραφές των κλασικών κειμένων, και μάλιστα βρέθηκαν αρκετά

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

100

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

51 Εικ. 51. Πανοραμική άποψη του νεκρομαντείου. Διακρίνεται ο χριστιανικός ναός

κινητά ευρήματα, όπως οι καστάνιες (γρανάζια) ανάσπασης ειδώλων, τεράστιας αρχαιολογικής σημασίας (Δακαρης, 1993). Ως επί το πλείστον, τα ευρήματα τοποθετούνται χρονικά προς τα τέλη του 4ου και αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.85, αν και είναι πιθανό να λειτουργούσε ήδη από τον 5ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Σ. Δάκαρη, πρόκειται για την ελληνιστική φάση του, και στην ταύτιση των ευρημάτων με το μυθικό μαντείο συνέβαλαν ειδώλια της Περσεφόνης που βρέθηκαν στο χώρο των ανασκαφών, και όστρακα της θεάς στους πρόποδες του λόφου (ΚοντράρουΡασσιά, 2010). Πυρπολήθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ.86, αλλά κατοικήθηκε ξανά τα επόμενα χρόνια. Πολύ αργότερα, τον 18ο αιώνα Κάποια από τα ευρήματα χρονολογούνται ακόμα και στη μυκηναϊκή εποχή, όπως τρεις παιδικοί τάφοι, ενώ στον 7ο αιώνα ανάγονται όστρακα αγγείων και πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν στη δυτική πλευρά του λόφου. 86 Η πυρπόληση του Νεκρομαντείου από τους Ρωμαίους, υπό το στρατηγό Αιμίλιο Παύλο, έγινε στα πλαίσια της τιμωρίας των Ηπειρωτών από τους πρώτους για τη συμμαχία τους με τον Περσέα, βασιλιά της Μακεδονίας, και να εκδικηθούν για την εκστρατεία του Πύρρου κατά της Ιταλίας, καταστρέφοντας εν θεμελίων εβδομήντα τειχισμένες πόλεις, μεταξύ των οποίων και την Εφύρα. 85


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

μ.Χ. θα οικοδομηθεί στην ίδια τοποθεσία μικρή χριστιανική μονή αφιερωμένη στον Αγ. Ιωάννη τον Πρόδρομο. Η Οδύσσεια του Ομήρου, η τελική μορφή της οποίας χρονολογείται το αργότερο περί το 650 π.Χ., αποτελεί σημείο αναφοράς σχετικά με τη λειτουργία του νεκρομαντείου της Ηπείρου87. Ο Ηρόδοτος αναφέρει στην Ιστορία του, δηλ. γύρω στα 420 π.Χ., τη χρήση της νεκρομαντείας ως γεγονός. Κατόπιν, ο Παυσανίας κατά τη συγγραφή του περί το 150 μ.Χ., υπαινίσσεται την παύση της νεκρομαντείας. Ωστόσο, ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός (190μ.Χ.) και ο Lucius Ampelius (3ος-4ος αι. μ.Χ.) υπαινίσσονται την τέλεση νεκρομαντικών ιεροτελεστιών στην εποχή τους. Κατά τον Σ. Δάκαρη, είναι βέβαιη η χρήση του χώρου από τα υστερομυκηναϊκά έως και τα ελληνιστικά χρόνια, αλλά υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για εκμετάλλευση του χώρου και κατά την Μεσοελλαδική και Πρωτοελλαδική περίοδο, η έλλειψη όμως μεγάλου αριθμού προϊστορικών λειψάνων οφείλεται στις εκτεταμένες εργασίες ισοπέδωσης της κορυφής του λόφου για την εγκατάσταση του ελληνιστικού νεκρομαντείου.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

101

52 Εικ. 52. Μονή Αγ. Ιωάννη ιου Προδρόμου, 18ος αι. μ.Χ. Η λέξη νεκυομαντείο δεν ταιριάζει στο εξάμετρο της Οδύσσειας· σύμφωνα με τον Lobeck αυτό πιθανώς να σημαίνει ότι το μαντείο ήταν προγενέστερο του έπους, και για το λόγο δεν δίνονται περεταίρω στοιχεία για αυτό (Odgen, 2011:96). 87


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 102

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΆ ΚΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΆ ΣΤΟΙΧΕΊΑ

Σ

ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΉ αρχικά λατρεύονταν ο Χθόνιος Ποσειδώνας και η Δήμητρα των Πελασγών. Ωστόσο, μετά την πανελλαδική επικράτηση των Ολύμπιων Θεών, οι τοπικές θεότητες εξομοιώθηκαν με τον Άδη και την Περσεφόνη. Ενδιαφέρον προκαλεί και η ανακάλυψη τειχών στην Κίχυρο (πόλη που συνήθως ταυτίζεται με την Εφύρα) της Θεσπρωτίας, τα οποία συνδέονται με το βασίλειο του Αδωνέα, άρχοντα της περιοχής, όπως αναφέρει ο Παυσανίας. Κατά πολλούς, μάλιστα, τη δική του σύζυγο αποπειράθηκαν να απαγάγουν ο Θησέας και ο Πειρίθους. Με το χρόνο όμως, το θρυλικό βασίλειο των νεκρών και το εκλογικευμένο από τον Παυσανία, θεσπρωτικό της Κιχύρου-Εφύρας, ενώθηκαν σε ένα πλέγμα μύθου και πραγματικότητας (ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ1). Η περιγραφή του Ομήρου για την είσοδο του Κάτω Κόσμου στην Οδύσσεια φωτογραφίζει το θεσπρωτικό τοπίο, όπως παρατήρησε και ο Παυσανίας στα Αττικά88, και όπως αποδεικνύουν νεότερες έρευνες, αρχαιολογικές και γεωλογικές, στην ευρύτερη περιοχή. Οι προσχώσεις των ποταμών, που έδωσαν και τα ονόματά τους στα ποτάμια του Άδη (Odgen, 2011:82), του Αχέροντα, του Κωκυτού και του Πυριφλεγέθοντα, συνέβαλαν στη δημιουργία έλους, ίσως και λίμνης αργότερα, της Αχερουσίας, που σήμερα έχει αποξηρανθεί. Τόπος ανήλιαγος, εκτός από βαλτώδης, φαινόταν εχθρικός και μελαγχολικός σε κάθε επισκέπτη. Χαρακτηριστικό της περιοχής ακόμα και σήμερα είναι το πλήθος λεύκων και ιτιών, οι οποίες αναφέρονται και στις αφηγήσεις για τον Κάτω Κόσμο ως άλση της Περσεφόνης. Παράλληλα, ακουγόταν μια υπόκωφη βουή πάνω από την Αχερουσία, ΄΄σαν φωνή από τον άλλο κόσμο΄΄. Η βουή αυτή οφείλεται στην υδροστατική πίεση που προκαλούσαν υπόγεια ρεύματα, τα οποία τροφοδοτούνταν από τα νερά των ποταμών (ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ1). Τόσο τα υπόγεια όσο και τα νερά των ποταμών κατέληγαν σε ευρύχωρη σπηλιά, η οποία βρίσκεται στο

Εικ. 53. Ο ποταμός

53 Αχέροντας 88

Παυσανίας Ατιικά Ι 18.4


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

βουνό σε μικρή απόσταση από το νεκρομαντείο, όπου και λίμναζαν· τα νερά της σπηλιάς πολλοί ταυτίζουν με τη μυθική Στύγα. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα, από τις ομηρικές οδηγίες της Κίρκης στον Οδυσσέα, φαίνεται να ήταν κοντά σε ένα βράχο89 στη συμβολή των ποταμών Αχέροντα και Κωκυτού. Πράγματι τα ερείπια του νεκρομαντείου της Εφύρας βρίσκονται 150μ. νοτιότερα της συμβολής των τριών ποταμών. Ωστόσο, σε καμία λογοτεχνική περιγραφή δεν γίνεται λόγος για σπηλιά, εκτός αν ερμηνευτεί ως σπηλιά ο λάκκος που σκάβει ο Οδυσσέας για την τελετή. Αντίθετα, σημαντικό ρόλο στις νεκρομαντικές επικλήσεις φαίνεται να είχαν οι όχθες της λίμνης Αχερουσίας ή του ποταμού Αχέροντα· συχνά λίμνη και ποταμός συγχέονται ή αντιμετωπίζονται ως κάτι αμφίρροπο, μεταξύ των δύο καταστάσεων. Ο Όμηρος παρουσιάζει τον Οδυσσέα να κάνει την νεκρομαντική επίκληση στις όχθες των ποταμών90, ενώ ο Αισχύλος στους Ψυχαγωγούς θέλει τον ήρωα να κάνει την ιεροτελεστία στην άκρη της λίμνης: ΄΄Έλα τώρα, φίλε επισκέπτη, στάσου στο χλοερό και ιερό περίβολο της τρομερής λίμνης.΄΄ (Αισχύλου Ψυχαχωγοί F273a TrGF). Ωστόσο, στο απόσπασμα του Αισχύλου, γίνεται υπαινιγμός για την ύπαρξη κάποιας αρχιτεκτονικής (ιερός περίβολος) στο χώρο που γίνεται η νεκρομαντική πράξη.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

103

54

55 Εικ. 54. Άποψη του εσωτερικού του νεκρομαντείου Εικ. 55. Η υπόγεια κρύπτη, το άδυτο του νεκρομαντείου Εικ. 56. Άποψη της χριστιανικής μονής πάνω στα ερείπια του νεκρομαντείου

56 Κατά τον Heubeck, ο βράχος που αναφέρεται στην Οδύσσεια είναι πιθανώς διάθλαση της Λευκάδας (Odgen, 2011: 93). 90 Ομήρου Οδύσσεια ραψ. Κ.513-519 89


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 104

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΟΥ

Τ

Ο ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΟ, όπως ήδη έχει αναφερθεί, βρέθηκε κοντά στο χωριό Μεσοπόταμος, στο λόφο που βρισκόταν το μοναστήρι του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου. Το μοναστήρι του 18ου αιώνα καλύπτει κατά το ήμισυ το αρχαίο μαντείο, με συνέπεια να απαιτούνται ειδικές στηρίξεις πριν τη συνέχιση των εργασιών ανασκαφής από τον Σ. Δάκαρη. Το νεκρομαντείο του Αχέροντα οικοδομήθηκε στην κορυφή του λόφου, όπου έχει ισοπεδωθεί ο βράχος σε μεγάλη έκταση με λατόμευση για την οικοδόμησή του. Η αρχιτεκτονική μορφή του πλησιάζει τυπολογικά μεγάλα ταφικά μνημεία, μαυσωλεία, της Μικράς Ασίας του 5ου αιώνα π.Χ. Είναι πιθανό στον ίδιο τόπο να προϋπήρχε μυκηναϊκό ιερό (Δάκαρης, 1993)· στην υπόθεση αυτή συνηγορούν μυκηναϊκά όστρακα και μυκηναϊκό χάλκινο ξίφος που χρονολογούνται περί το 13ο αιώνα π.Χ. Το ιερό είναι κτίριο τετραγωνικής κάτοψης, με περιμετρικό πολυγωνικό περίβολο, διαστάσεων 62.4m x 46.3m., και είσοδο στη βόρεια πλευρά του. Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούνται χρονικά στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους, ενώ σε επόμενη οικοδομική φάση, περίπου στο τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., στο αρχικό ιερό προστίθεται συγκρότημα δωματίων με κεντρική αυλή στη δυτική πλευρά. Αρχιτεκτονική και εσωτερική διαρρύθμιση, με την πολυγωνική τοιχοδομία, τις σιδερόφρακτες πύλες και τους πολλαπλούς διαδρόμους, υπηρετούσαν πιστά τις ανάγκες της χθόνιας λατρείας του ιερού και των τελετουργιών του. Το τετράγωνο κτίριο, με μήκος πλευράς 22m., περιλαμβάνει αίθουσες υποδοχής, δωμάτια προσωπικού και προετοιμασίας των επισκεπτών, βοηθητικούς χώρους, υποτυπώδη λαβύρινθο και το υπόγειο, καθαυτό ιερό όπου γινόταν η επικοινωνία με τις ψυχές και η χρησμοδοσία. Οι εσωτερικοί τοίχοι του, με ωραία πολυγωνική τοιχοδομία έχουν υπερβολικό πάχος (3,30m) και σώζονται σε ύψος 3,30m. Ψηλότερα, οι τοίχοι ήταν χτισμένοι με χοντρά ψημένα τούβλα και ξυλοδεσιές και με χρήση πηλού για συνδετική ύλη. Το κτίριο αυτό χωρίζεται σε δύο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα διαστάσεων 15m x 4,25 m. και δύο πλάγια κλίτη, που χωρίζονται πάλι με ενδιάμεσους τοίχους σε τρία δωμάτια που επικοινωνούν μεταξύ τους και με το κεντρικό κλίτος. Αξιοπρόσεκτη είναι η τριμερής διάρθρωση του οικοδομήματος που υπέβαλλε τη ζοφερή ιδέα του Κάτω Κόσμου. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή των επισκεπτών-προσκυνητών στα σκοτεινά δωμάτια του νεκρομαντείου, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών, δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση.


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ Η ΜΥΣΤΑΓΩΓΊΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΈΠΤΗ

Ο

Τα κουκιά και τα λούπινα, με τα οποία τρέφονταν οι επισκέπτες του νεκρομαντείου, έχουν τοξικές ιδιότητες και προκαλούν δυσπεψία, άμβλυνση των αισθήσεων, ζάλη, παραισθήσεις, ακόμα και ελαφριά δηλητηρίαση από κυάνωση σε κάποιους. 91

105

Ι ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ που έχουμε σχετικά με τη λειτουργία του μαντείου και τις μεθόδους νεκρομαντείας και επίκλησης των ψυχών είναι πολύ λίγες και περιορίζονται στις πηγές της κλασικής γραμματείας (Όμηρος, Ηρόδοτος, Σοφοκλής, Αισχύλος, Παυσανίας, Λουκανός, Στράβων κλπ) και τις απεικονίσεις αγγείων. Ωστόσο, θεωρείται βέβαιο ότι διέφερε σημαντικά από τα άλλα γνωστά μαντεία, όπως αυτό των Δελφών ή της Δωδώνης, καθώς ήταν ο ίδιος ο πιστός ο οποίος ερχόταν σε επαφή με το άφατο (εν προκειμένω με τον νεκρό) και του δινόταν η προφητεία· συμμετέχει δηλαδή ως ΄΄χρηστηριαζόμενος΄΄. Η μύηση και η προετοιμασία του πιστού για την μεταφυσική εμπειρία που θα βίωνε ξεκινούσε πριν ακόμα εισέλθει στο χώρο του μαντείου. Η πρόσβαση στο Νεκρομαντείο ήταν ευκολότερη από το μέρος της θάλασσας (Ιόνιο πέλαγος), όπου ο πιστός περνούσε το ακρωτήριο Λευκάδας στη νότια άκρη της Λευκάδας και είχε την εντύπωση ότι βρισκόταν στη χώρα των νεκρών. Όταν έφθανε στις εκβολές του Αχέροντα, ανέπλεε τον ποταμό με πλοιάριο, ενώ τον πλαισίωναν ιτιές και λεύκες, το ΄΄άλσος της Περσεφόνης΄΄. Η απόβαση γινόταν στη βόρεια όχθη της Αχερουσίας λίμνης και ακολουθούσε πεζή ανάβαση του αιχμηρού λόφου, ενώ το μαντείο δέσποζε επιβλητικό στην κορυφή. Τον επισκέπτη, αφού διέσχιζε την πρώτη πύλη στη βόρεια πλευρά του περίβολου, υποδέχονταν οι ιερείς – νεκρομάντεις στην υπαίθρια αυλή και τον οδηγούσαν στα δωμάτια υποδοχής. Οι αίθουσες αυτές βρίσκονταν πολύ κοντά στην είσοδο, μαζί με βοηθητικούς-αποθηκευτικούς χώρους και δωμάτια για το προσωπικό του μαντείου. Στα δωμάτια υποδοχής φαίνεται πως οι ιερείς εκμαίευαν από τον πιστό πληροφορίες σχετικά με την οικονομική και κοινωνική του κατάσταση και το λόγο της επίσκεψής του. Στην συνέχεια, μεταφερόταν στα δωμάτια παραμονής και προετοιμασίας, δεν είναι γνωστό όμως το χρονικό διάστημα· η προετοιμασία ήταν πνευματική, ψυχολογική και σωματική. Σειρά είχαν τα υπνοδωμάτια, στα οποία έφθανε αφού διέσχιζε δυο διαδοχικές πύλες. Κατά την παραμονή και απομόνωσή του στις αίθουσες αυτές, ο πιστός υποβαλλόταν σε ειδική διατροφή, που περιελάμβανε κουκιά91 (άμεσα συσχετισμένα όσπρια με το θάνατο-οι Πυθαγόρειοι τα απέφευγαν), χοιρινό λίπος, κριθαρένιο ψωμί, όστρακα, γάλα και μέλι, καθώς και πλήρη αποχή από το κρασί (ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ1). Οι τροφές αυτές παραπέμπουν σαφώς στα νεκρόδειπνα των ταφικών εθίμων. Η πνευματική και σωματική προετοιμασία του πιστού στόχευε στο να μείνει αλώβητος από την επικίνδυνη επαφή του με τους νεκρούς. Όταν οι ιερείς έκριναν ότι είχε ολοκληρωθεί η προετοιμασία, οδηγούσαν τον πιστό στον ανατολικό διάδρομο, όπου θυσίαζε ζώα μέσα σε λάκκους, και την τρίτη πύλη, όπου αυτός εισερχόταν στο λουτρό, αφού είχε ρίξει έναν αποτρόπαιο λίθο (για λόγους εξορκισμού), και έπλενε τα χέρια του σε ένα μεγάλο πιθάρι με

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ είσοδος δωμάτια υποδοχής

αυλή

βοηθητικοί χώροι

υπνοδωμάτια

έξοδος

λουτρό

βόρειος διάδρομος

ανατολικός διάδρομος

κυρίως ιερό

106

δωμάτια παραμονής και προδιαίτησης

νότιος διάδρομος Εικ. 57. Κάτοψη του νεκρομαντείου

57

νερό, ως συμβολική πράξη καθαρμού, που βρισκόταν στα αριστερά της τρίτης πύλης. Μετά το πλύσιμο των χεριών ο επισκέπτης μεταφερόταν στο τελευταίο βόρειο δωμάτιο παραμονής για άγνωστο χρονικό διάστημα, όπου η νηστεία ήταν αυστηρότερη και με τις συνεχείς προσευχές, αλλά και τις διηγήσεις του ιερέα μέσα στο σκοτάδι εν είδει ΄΄κατήχησης΄΄, έφερναν τον πιστό σε κατάσταση αδυναμίας και παραισθητικής σύγχυσης. Παράλληλα με την ειδική διατροφή, φαίνεται να παρέχονταν και παραισθησιογόνες ή ναρκωτικές ουσίες στους επισκέπτες· το φυσικό περιβάλλον της Ηπείρου παρείχε τα απαραίτητα βότανα στους ιερείς. Τελικά με οδηγό τον ιερέα, ο πιστός έβγαινε στον ανατολικό διάδρομο, όπου θυσίαζε ένα ζώο (συνήθως μαύρο πρόβατο) και κατευθύνονταν στην πύλη του νότιου διαδρόμου. Ο νότιος διάδρομος, δαιδαλώδης, με τρεις τοξωτές πύλες και σιδερένιες πόρτες με καρφιά, ενίσχυε την αίσθηση της περιπλάνησης στο σκοτεινό λαβύρινθο του Κάτω Κόσμου. Εκεί πρόσφερε στους θεούς άλευρα (άλφιτα) μέσα σε πήλινες λεκάνες που τις έσπαζαν επιτόπου. Η τελευταία πύλη, επίσης σιδερόφρακτη, ήταν η είσοδος του ιερού και οδηγούσε στην κεντρική αίθουσα του ιερού, την Ιερή Κρύπτη. Κατά την είσοδό του έριχνε μια δεύτερη αποτρόπαια λίθο. Στην αίθουσα αυτή επικρατούσε το


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ

Σε καθαρμό υποβάλλεται και η Άλκηστις μετά την επιστροφή της από τον Κάτω Κόσμο, στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, ενώ στην Οδύσσεια, ο Οδυσσέας καίει θειάφι για να εξαγνίσει το παλάτι του μετά τη δολοφονία των μνηστήρων. 92

107

απόλυτο σκοτάδι και το περιβάλλον ήταν υγρό και αφιλόξενο· ανοίκειο, και ειδικότερα για τους καταβεβλημένους ψυχολογικά και πνευματικά πιστούς. Το αίσθημα αυτό εντεινόταν ακόμα περισσότερο χάρη στην εξαιρετική ακουστική που διέθετε η αίθουσα, όπου επικρατούσε απόλυτη ησυχία· σε συνδυασμό με το σκότος και την υποβλητικότητα του χώρου, ο ψυχολογικά και συνειδησιακά ασταθής πλέον επισκέπτης αισθανόταν ότι βρίσκεται στο κενό. Στο πλακόστρωτο δάπεδο του ιερού γινόταν οι απαραίτητες χοές, κυρίως αίμα, προς εξευμενισμό των θεών του Κάτω Κόσμου και τροφή των νεκρών. Μετά τις προσφορές αυτές ήταν που εμφανιζόταν οι σκιές-ψυχές των νεκρών και επικοινωνούσαν με τον πιστό. Η κατασκευή του χώρου αυτού, και ειδικότερα η τοιχοποιία του με το υπερβολικό πάχος (3.30m), συνηγορούν στην αποδοχή της θεωρίας ότι υπήρχαν κρυφοί διάδρομοι και χώροι, όπου οι ιερείς ή οι βοηθοί τους μετακινούνταν αθέατοι και χειρίζονταν εξειδικευμένα μηχανήματα προκειμένου να εμφανίζουν και να εξαφανίζουν είδωλα ανθρώπινων μορφών, που έδιναν την εντύπωση στον επισκέπτη ότι συνομιλούσε πράγματι με τους νεκρούς. Με τον τρόπο αυτό, όταν ο πιστός έθετε στη ΄΄σκιά΄΄ το ερώτημα του, οι ιερείς ήταν σε θέση να δώσουν το ΄΄χρησμό΄΄ χάρη στις πληροφορίες που είχαν συλλέξει από τον επισκέπτη κατά την υποδοχή. Παράλληλα, ο πιστός, απουσία νοητικής διαύγειας και σε πλήρη ψυχολογική υποβολή, λόγω της προετοιμασίας που προηγήθηκε, βίωνε την επικοινωνία με το επέκεινα. Μετά την ολοκλήρωση της νεκρομαντικής τελετής, ο πιστός αποχωρούσε από την έξοδο του ανατολικού διαδρόμου, ώστε να μην έρθει σε επαφή με άλλους επισκέπτες που βρίσκονταν στο στάδιο της προετοιμασίας, και υποβαλλόταν σε τριήμερο καθαρμό92 – η επαφή με τον κόσμο των νεκρών επέφερε το ΄΄μίασμα του θανάτου΄΄ το οποίο έπρεπε να αποβάλει ο πιστός. Τέλος, έδινε όρκο σιωπής σχετικά με την μεταφυσική εμπειρία του· η καταπάτηση του όρκου θεωρείτο βλασφημία, ύβρις, και προσβολή προς τους νεκρούς, και επέσυρε βαρύτατες ποινές και τιμωρίες. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρατήρηση του Σ. Δάκαρη σχετικά με την τριμερή διαίρεση των χώρων αλλά και των σταδίων της προετοιμασίας, σε όλη τη διάρκεια της μυσταγωγίας. Τρεις διάδρομοι, τρία τα δωμάτια της προετοιμασίας και επομένως τρεις οι φάσεις της μύησης, τρεις οι πύλες σε κάθε διάδρομο και στο λαβύρινθο, τρεις οι εσωτερικές διαιρέσεις του κυρίως ιερού και τρία τα δωμάτια στα δύο πλάγια κλίτη (διακρίνονται αντιστοιχίες με την τριμερή διάρθρωση και των Καβείριων Μυστηρίων). Επίσης, τελετουργικού, αν όχι μυητικού, χαρακτήρα ήταν και η δεξιόστροφη κίνηση των πιστών μέσα στο ιερό. Είναι αναγκαία, στο σημείο αυτό, η αναφορά για ακόμα μία φορά στα αρχαιολογικά ευρήματα, σχετικά με το τι διαδραματιζόταν στο εσωτερικό της κρύπτης. Στην ανασκαφή, εκτός από ειδώλια και όστρακα αγγείων, βρέθηκαν επίσης μια μάζα από σιδερένιους τροχούς κάποιας συσκευής (καστάνιες

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ ανάσπαστρου), ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί τροχαλίας και καστανιέτες, τα οποία σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Ιωαννίνων. Ανήκουν σε σύστημα μηχανής (τροχαλίας) που μπορούσε να ανεβάζει και να κατεβάζει σημαντικά βάρη. Αυτό προκύπτει τόσο από τους δυνατούς τροχούς, όσο και από τα ανάσπαστρα (καστάνιες), τους τροχούς δηλαδή που ασφάλιζαν την τροχαλία από την παλινδρόμηση. Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προορίζονταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας με τη βοήθεια του μεγάλου χάλκινου λέβητα. Κατά τον επικεφαλής αρχαιολόγο των ανασκαφών Σ. Δάκαρη, δικαιολογείται το μεγάλο πάχος των εξωτερικών πέτρινων τοίχων από την ανάγκη απόκρυψης του μηχανισμού και της μυστικής κίνησης των χειριστών του. Ωστόσο, οι τοίχοι ψηλότερα ήταν οικοδομημένοι με τούβλα. Μεταξύ των δύο εξωτερικών επιφανειών κάθε τοίχου σχηματίζονταν μέσα στο πάχος των τοίχων, διάδρομοι πλάτους 1,50 m έως 2,40 m. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια της τροχαλίας, κατέβαιναν κι ανέβαιναν τα είδωλα των νεκρών και γινόταν η ΄΄χρησμοδοσία΄΄, με τη φωνή των ιερέων.

108

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

58

Εικ. 58. Βόρεια όψη του νεκρομαντείου Εικ. 59. Πιθάρια αποθήκευσης σιτηρών που βρέθηκαν στο χώρο 59 του ιερού


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ Η ΙΕΡΆ ΚΡΎΠΤΗ

Κ

Μερικές φορές ο ήχος ανακλάται σε πολλές επιφάνειες, οπότε ακούμε την ηχώ πολλές φορές. Ο παρατεταμένος ήχος, που οφείλεται στις πολλαπλές ανακλάσεις του ήχου, λέγεται αντήχηση. Το φαινόμενο αυτό επιτρέπει να αντιληφθούμε μέσω του ήχου τον όγκο ενός χώρου (Ορισμός αντήχησης- Hewitt, 1994:348). 94 Ο νόμος Sabine, εμπειρική εξίσωση στη θεωρία της ακουστικής των κλειστών χώρων, συνδέει τον όγκο της αίθουσας με το ολικό εμβαδόν της εσωτερικής επιφάνειας, έτσι ώστε όσο μεγαλύτερο είναι το εσωτερικό εμβαδόν, τόσο μικρότερες να είναι οι ακουστικές τιμές. 93

109

ΆΤΩ από την κεντρική αίθουσα, λαξευμένη στο βράχο και στηριζόμενη από πώρινα τόξα, βρίσκεται η ισομεγέθης υπόγεια θολωτή αίθουσα, το απόλυτο ιερό του μαντείου, η Ιερή Κρύπτη, η ίδια η είσοδος στον Κάτω Κόσμο· αυτή η κρύπτη αναπαριστούσε το σκοτεινό ανάκτορο της Περσεφόνης και του Άδη, είτε τον τελικό προθάλαμο. Πιθανόν η αίθουσα αυτή λαξεύτηκε στην σπηλιά όπου λάμβανε χώρα η προϊστορική λατρεία του ιερού (Δάκαρης, 1993). Δεν αποκλείεται στο χώρο αυτό κρυμμένοι ιερείς του Νεκρομαντείου (μάντεις) να απήγγειλαν ψαλμούς ή άλλα κείμενα, οι ήχοι των οποίων να μεταδίδονταν με αντίλαλο στην άνω κύρια αίθουσα από δύο οπές, και οι ήχοι αυτοί να παρουσιάζονταν-ερμηνεύονταν από τους ιερείς του ισογείου ως φωνές των νεκρών που “ανακαλούντο” από τον Κάτω Κόσμο. Επίσης, δεν είναι σαφές αν όλοι οι επισκέπτες-πιστοί μετέβαιναν στην Ιερά Κρύπτη, αν κατέβαιναν μόνο οι εκλεκτοί, οι βαθιά μυημένοι στα αντίστοιχα μυστήρια, ή αν ο χώρος ήταν προσβάσιμος μόνο στους ιερείς-νεκρομάντεις. Το αξιοσημείωτο σχετικά με την υπόγεια κρύπτη είναι ότι διέθετε ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, το οποίο επέτρεπε, ή ακόμα και προκαλούσε, τις μεταφυσικές σκέψεις των επισκεπτών να οργιάζουν. Πρόκειται για την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ακουστική του χώρου, μέσα στον οποίο επικρατεί απόλυτη ησυχία. Οι επιστημονικοί συνεργάτες του Εργαστηρίου Ακουστικής του Τμ. Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. Παν. Καραμπατζάκης και Β. Ζαφρανάς, εκπόνησαν δωδεκαετή έρευνα σχετικά με τις ακουστικές παραμέτρους και τα ακουστικά αποτελέσματα της υπόγειας κρύπτης, ώστε μετά από εκτεταμένες μετρήσεις με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα να επιβεβαιώσουν το φαινόμενο. Οι δύο βασικές παράμετροι που εξετάστηκαν ήταν ο χρόνος αντήχησης93 της αίθουσας και ο θόρυβος βάθους. Κατά τους δύο ερευνητές, το μέγεθος και η γεωμετρία της υπόγειας αίθουσας συνεπάγονται, σύμφωνα με τους κανόνες της ακουστικής, μεγάλο χρόνο αντήχησης94, περίπου 1-1.5 sec· αντίθετα, η κρύπτη παρουσιάζει πολύ μικρό χρόνο αντήχησης (περίπου 3-4 sec). Παράλληλα, σε πολύ χαμηλά επίπεδα κυμαίνεται και ο θόρυβος βάθους μέσα στην αίθουσα. Οι ακουστικές τιμές της αίθουσας, που πλησιάζουν αυτές των σύγχρονων ανηχοϊκών θαλάμων (στούντιο), όπου γίνονται πειράματα ακουστικής, και η διαμόρφωση της οροφής της κρύπτης με συνεχόμενα τόξα οδήγησαν τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για σύμπτωση, αλλά ότι ο χώρος συνειδητά κατασκευάστηκε

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 110

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΑΧΕΡΟΝΤΑ βάσει των κανόνων της ακουστικής. Στόχος ήταν η δημιουργία ισχυρών ψυχοακουστικών95 φαινομένων στον επισκέπτη· η βίωση των φαινομένων αυτών εντεινόταν ακόμα περισσότερο και από την κατάσταση ακαταληψίας στην οποία βρίσκονταν οι πιστοί. Τα ιδιόμορφα ακουστικά αποτελέσματα οφείλονται στα 15 πώρινα τόξα της οροφής, και κυρίως στα ενδιάμεσα κοιλώματα, τα οποία δημιουργούν πολλαπλές ανακλάσεις του ήχου, ώστε να χάνεται σχεδόν ακαριαία η ηχητική ενέργεια και να μετατρέπει την αίθουσα σε ηχομονωμένο θάλαμο. Στην ουσία, τα τόξα αυξάνουν την εσωτερική επιφάνεια του δωματίου προς απόσβεση του ήχου. Σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, η παρατεταμένη παραμονή σε ανηχοϊκούς χώρους, όπως η κρύπτη, σε συνδυασμό με την απόλυτη συσκότιση, έχει σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις στον επισκέπτη, καθώς σταδιακά παύουν όλες οι εξωτερικές αισθήσεις. Αρχικά, το ανθρώπινο αυτί προσαρμόζεται σε πολύ χαμηλές στάθμες θορύβου, ώστε αρχίζει κανείς να ακούει τη ροή των υγρών του σώματός του, όπως αυτή του αίματος, και στη συνέχεια τους χτύπους της καρδιάς του και όλους τους σωματικούς παλμούς. Ο επισκέπτης αποπροσανατολίζεται πλήρως, ενώ τα ηχητικά φαινόμενα του δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται σε ανοιχτό, εξωτερικό χώρο ή ακόμα και στο κενό. Θεωρητικά, απαγορεύεται η παραμονή σε τέτοιους χώρους και η έκθεση σε τέτοιους είδους ακραίες συνθήκες για περισσότερο από δύο ώρες διότι προκαλούνται πολύ έντονα ψυχοακουστικά φαινόμενα και παραισθήσεις. Βιώνοντας τόσο έντονη ψυχοσωματική εμπειρία μέσα στην ιερή κρύπτη, ενισχύεται η πεποίθηση ότι το νεκρομαντείο, και συγκεκριμένα η υπόγεια αίθουσα, αποτελούν το Κατώφλι του Άδη. Κατά το σχόλιο του κ. Ζαφρανά ΄΄πρόκειται για εξομοιωτή ενός κόσμου χωρίς ήχους και φως: ενός νεκρού κόσμου΄΄.

Εικ. 60. Η υπόγεια κρύπτη

60

Η Ψυχοακουστική είναι ο τομέας της επιστήμης ο οποίος εξετάζει τη σύνδεση ανάμεσα στις φυσικές ιδιότητες των ακουστικών ερεθισμάτων και τις υποκειμενικές, φυσιολογικές και ψυχολογικές αντιδράσεις που αυτά προκαλούν στον άνθρωπο (Ορισμός ψυχοακουστικής - Pohlmann, 2005: 316). 95


ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ

Ο

΄΄Πάνω στο ακρωτήριο βρίσκεται ναός σε σχήμα σπηλιάς, και μπροστά του είναι τοποθετημένο άγαλμα του Ποσειδώνα΄΄ Παυσανίας Γ.25.4 96

111

ΝΑΌΣ του Ταινάριου Ποσειδώνα και το νεκρομαντείο του τοποθετείται από τους ιστορικούς στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας, στην ανατολική πλευρά του Ταινάρου, στην περιοχή Κοκκινόγεια κοντά στο Φάρο. Σε κοντινή απόσταση εντοπίζονται ερείπια προϊστορικού οικισμού. Στο ιερό αναφέρονται στα έργα τους ο Παυσανίας στα Λακωνικά, ο Στράβων στο πέμπτο κεφάλαιο των Γεωγραφικών του, ο Θουκυδίδης στην Ιστορία, ο Πίνδαρος και ο Πλούταρχος. Το όνομα του ακρωτηρίου Ταίναρο οφείλεται στον ομώνυμο μυθικό ήρωα και πρώτο οικιστή της περιοχής, γιο του πανίσχυρου Δία και της Εριμήδης, ο οποίος έκτισε την πόλη Ταίναρος. Τα αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούνται χρονικά στην προκλασική εποχή, ενώ το 1968, εντοπίστηκαν και ίχνη νεολιθικής ζωής. Τα ερείπιά της σήμερα είναι διασκορπισμένα στη γύρω περιοχή, και πολλά βρίσκονται στο βυθό. Εικάζεται από τους επιστήμονες ότι περί το 1300π.Χ. η πόλη καταστράφηκε από παλιρροϊκό κύμα, που προκλήθηκε από έκρηξη ηφαιστείου της περιοχής, και οι κάτοικοί της ίδρυσαν την Καινήπολη (Ξανθάκης, Παπαποστόλου, 2002:200). Στα ομηρικά χρόνια, η περιοχή υπόκειτο στην εξουσία του βασιλιά της Σπάρτης. Το ακρωτήριο, κατά την αρχαιότητα, ονομαζόταν και Ποσείδιον, προς τιμήν του θεού Ποσειδώνα, η λατρεία του οποίου ήταν εκτεταμένη στην περιοχή. Κατά τη Φραγκοκρατία, επικράτησε η ονομασία ΄΄Κάβος Ματαπάς΄΄, η οποία προέρχεται από τη δωρική ΄΄Μεταπέα Άκρα΄΄, που ερμηνεύεται ως ΄΄το ακρωτήριο ανάμεσα σε δύο θάλασσες΄΄, δηλαδή το Λακωνικό και το Μεσσηνιακό κόλπο. Ενδιαφέρον προκαλεί η άποψη των ντόπιων κατοίκων σχετικά με την ονομασία Κριτήρι που χρησιμοποιείται στην περιοχή, σύμφωνα με την οποία δεν προέρχεται από τη λέξη ακρωτήρι, αλλά από το ΄΄κριτήριο των ψυχών΄΄, διατηρώντας την αρχαία παράδοση που συνδέει τον τόπο με τον Άδη. Ο πρώτος λατρευτικός χώρος φαίνεται πως ήταν μια σπηλιά στο βράχο, που βρίσκεται πολύ κοντά στο ναό του Ποσειδώνα. Στην ουσία πρόκειται για τον αρχαϊκό, ΄΄σπηλαιώδη΄΄ ναό που αναφέρει ο Παυσανίας96. Η σπηλιά χαρακτηρίστηκε ως είσοδος στον Κάτω Κόσμο· ίσως η πρώτη πύλη προς τον Άδη, γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στο να υιοθετηθεί η ιδιότητα του ψυχοπομπείου. Η οικοδόμηση του ναού του Ποσειδώνα και η ίδρυση του ευρύτερου ιερού, όπως είναι γνωστό, υπολογίζεται στα κλασικά χρόνια, αλλά φαίνεται πως ο τόπος ήταν λατρευτικό κέντρο των Λακώνων από πολύ νωρίτερα. Λέγεται ότι το ιερό αποτέλεσε και κέντρο του ΄΄Κοινού των Ελευθερολακώνων΄΄. Το διάστημα λειτουργίας του ιερού και του ψυχοπομπείου δεν είναι με ακρίβεια γνωστό, καθώς τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επιτρέπουν την ασφαλή χρονολόγηση. Οι λογοτεχνικές πηγές ελάχιστα διευκολύνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η παλαιότερη αναφορά στο νεκρομαντείο είναι μια μη ιστορική αφήγηση επίσκεψης πιστού στο ιερό-μαντείο, αυτή του Κόρακα, που θέλει τον ήρωα να το συμβουλεύεται περί το 650π.Χ.· η ιστορία, όμως, αμφισβητείται (Odgen,

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 112

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ 2011:71). Επιπλέον, ο Παυσανίας στα Λακωνικά υπαινίσσεται ότι η λειτουργία του μαντείου δεν έχει παύσει όταν ο ίδιος το επισκέπτεται, δηλαδή τον 2ο μ.Χ. αιώνα (Ξανθάκης, Παπαποστόλου, 2002:283). Σχετικά με το ποιοι διοικούσαν και διεύθυναν τις νεκρομαντικές ιεροτελεστίες, τίποτα δεν είναι γνωστό. Η πιθανότερη εκδοχή είναι πως οι ψυχαγωγικές μυσταγωγίες και η ΄΄φύλαξη των πυλών΄΄ ήταν αρμοδιότητα του ιερατείου του ναού. Όσο για το σύνολο του ιερού του Ποσειδώνα, φαίνεται πως υπαγόταν στην Σπάρτη και θεωρείται κρατικό· μοναδική περίπτωση ψυχοπομπείου. Στην ταύτιση του αρχαίου ναού στο Ακροταίναρο συνέτειναν οι αντίστοιχες αναφορές της ελληνικής γραμματείας, αλλά και πλήθος μπρούτζινων αγαλματιδίων, που απεικόνιζαν ταύρους και άλογα του θεού, που βρέθηκαν στην περιοχή. Σε μικρή απόσταση από τον αρχαίο ναό (περίπου 500m.), εντός του αρχαιολογικού χώρου της πόλης Ταίναρος, σώζεται ρωμαϊκό διακοσμητικό ψηφιδωτό από δάπεδο οικίας (1ου αι. μ.Χ.), αποκαλούμενο ΄΄Άστρο της Αρίας΄΄. Σήμερα, ο ναός είναι πλήρως ερειπωμένος, ενώ σημαντική μερίδα των δομικών υλικών του έχει απομακρυνθεί προς οικοδόμηση νεότερων κτισμάτων, επιταχύνοντας την καταστροφή του. Κοντά στα ερείπια του αρχαίου ναού έχει θεμελιωθεί μικρή χριστιανική εκκλησία, αφιερωμένη στους Αγ. Ασώματους97, για την οικοδόμηση της οποίας χρησιμοποιήθηκε και πέτρα από τον αρχαίο ναό, ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, ο βόρειος τοίχος της είναι τμήμα αρχαίου οικοδομήματος που προηγήθηκε της εκκλησίας (λιγότερο πιθανή εκδοχή). Δυστυχώς, ο αρχαιολογικός χώρος δεν χαίρει κρατικής φροντίδας, ώστε να επιταχύνεται ανησυχητικά η καταστροφή του λόγω εγκατάλειψης.

61

62

Εικ. 61. διακοσμητικό ψηφιδωτό από δάπεδο οικίας της Ελληνιστικορωμαϊκής εποχής, 1ος αι. μ.Χ., αποκαλούμενο ΄΄Άστρο της Αριάς΄΄ Εικ. 62. Ο ναός των Ασωμάτων. Πιθανολογείται για την κατασκευή του να χρησιμοποιήθηκαν δομικά υλικά από τον αρχαίο ναό του Ποσειδώνα Άγιοι Ασώματοι ονομάζονται οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ωστόσο, προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον η επιλογή του ονόματος σε σχέση με την προηγουμένη χρήση του ιερού που συνδεόταν με τις άυλες, ασώματες, ψυχές των νεκρών (Odgen, 2011: 78). 97


ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ […] ΕΝ ΔΕ ΤΩ ΚΟΛΠΩΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΤΟ ΜΕΝ ΤΑΙΝΑΡΟΝ ΑΚΤΗ ΕΣΤΙΝ ΕΚΚΕΙΜΕΝΗ ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΕΧΟΥΣΑ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΕΝ ΑΛΣΕΙ ΙΔΡΥΜΕΝΟΝ· ΠΛΗΣΙΟΝ Δ’ ΕΣΤΙΝ ΑΝΤΡΟΝ, ΔΙ ΟΥ ΤΟΝ ΚΕΡΒΕΡΟΝ ΑΝΑΧΘΗΝΑΙ ΜΥΘΕΥΟΥΣΙΝ ΥΦ’ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΕΞ ΑΙΔΟΥ.

ΣΤΡΆΒΩΝ, ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΆ 5.1

ΠΑΡΑΔΌΣΕΙΣ – ΘΡΎΛΟΙ

Η

63 Εικ. 63. Ο ναός του Ταινάριου Ποσειδώνα …]Τον Μαλεά έτσι επέρασαν στης θαλασσόστεφης , της Λακωνίδας γης εφτάσανε την πόλη και στο Ταίναρο, του Ήλιου που τέρπει τους θνητούς τον τόπο, όπου συνέχεια βόσκουνε τα βαθύτριχα τα αρνιά του, του αφέντη Ήλιου που έχει εδώ αγαπημένο κτήμα […] Ομηρικός ύμνος προς τον Απόλλωνα, 409-414 99 Η λατρεία του Γαιηόχου ταυτίζεται επίσης με τις λατρείες του Χθόνιου Δία και του Άδη Κλυμένου, δηλαδή και στους τρεις Κρονίδες που μοιράζονται τη θεία εξουσία. 98

113

ΠΡΏΤΗ αναφορά στον ιερό τόπο γίνεται στον ομηρικό ύμνο για τον Απόλλωνα, αναφέροντας πως η περιοχή ήταν αφιερωμένη στο θεό Ήλιο98, η λατρεία του οποίου στη συνέχεια ταυτίστηκε με αυτή του Απόλλωνα. Κατά την παράδοση, την περιοχή και το τοπικό μαντείο-ψυχοπομπείο παραχώρησε ο Απόλλωνας στον Ποσειδώνα, με αντάλλαγμα τους Δελφούς. Σταδιακά, πολλά προσωνύμια δόθηκαν στον Ποσειδώνα, όπως Ταινάριος, Πόντιος, Ασφάλειος και Γαιηόχος (αυτός που έχει/κρατά τη γη), το οποίο δηλώνει απροκάλυπτα τη χθόνια φύση της θεότητας. Φαίνεται, μάλιστα, πως η λατρεία του Γαιηόχου είναι προϊστορική, και μόνο στα ιστορικά χρόνια ταυτίστηκε με τον Ποσειδώνα99, προσδίδοντάς του και τα ανάλογα χαρακτηριστικά. Η αφιέρωση των Πυλών του Κάτω Κόσμου στον Ποσειδώνα δεν είναι τυχαία, καθώς ο θεός φέρει πολλά χθόνια στοιχεία· παράλληλα, και στην περιοχή του Αχέροντα, πριν τον Άδη, η χθόνια λατρευόμενη θεότητα ήταν ο χθόνιος Ποσειδώνας (όπως αναφέρθηκε νωρίτερα). Παράλληλα, η προϊστορική καταγωγή της λατρείας του Γαιηόχου Ποσειδώνα ενισχύει την άποψη μερίδας ερευνητών και ιστορικών, που θεωρούν το ψυχοπομπείο του Ταινάρου αρχαιότερο από αυτό του Αχέροντα· ωστόσο,

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 114

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ πρόκειται για αμφισβητούμενη άποψη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι Λάκωνες πιστοί του Ποσειδώνα αποτελούσαν ειδικό σύλλογο, τους Ταιναριστές, ενώ στη Σπάρτη τελούνταν γιορτή προς τιμήν του θεού, η οποία ονομαζόταν Ταιναριάς ή Ταινάρια. Όπως και στο νεκρομαντείο του Αχέροντα, η παράδοση που σχετίζεται με τον Κάτω Κόσμο και τις ψυχές διατηρήθηκε στους τοπικούς θρύλους, ακόμα και αν τροποποιήθηκε επιφανειακά, ώστε να προσαρμοστεί στα χριστιανικά πλαίσια. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση που συλλέγει ο λαογράφος Ν. Πολίτης: ΄΄σε μια σπηλιά που είναι στον Κάβο Ματαπά, κατεβαίνει πολλές φορές ο Μιχαήλ ο Αρχάγγελος και βγάζει τις ψυχές που τους συγχώρεσε ο Θεός τις αμαρτίες τους΄΄ (Πολίτης, 1994:651). Η ιδιότητα που η τοπική παράδοση έχει προσάψει στον χριστιανικό αρχάγγελο είναι παραπλήσια με αυτή του ψυχοπομπού Ερμή της αρχαιότητας, ενώ η άνοδος και η κάθοδος των ψυχών γίνεται από την ίδια σπηλιά, από τις φερόμενες ως πύλες του Άδη. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο άγγελος ανεβάζει τις ψυχές στο σημείο αυτό, όπως οι ψυχαγωγοί-ιερείς, αιώνες πριν, τις επικαλούνταν, ή όπως ο θεϊκός Ορφέας προσπάθησε να ανεβάσει την Ευρυδίκη100. Επίσης, η συγκεκριμένη χθόνια πύλη διεκδικεί και το μύθο του Ηρακλή που αιχμαλωτίζει τον Κέρβερο. Άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία της περιοχής διασώζει ο Παυσανίας. Ο περιηγητής αναφέρεται σε μια πηγή, η οποία διέθετε τη μαγική ιδιότητα να φανερώνει πλοία και λιμάνια σε όποιον κοίταζε στα νερά της. Ωστόσο, ήδη στα χρόνια του Παυσανία, η πηγή είχε παύσει να έχει αυτή τη ΄΄μαντική΄΄ ικανότητα, επειδή μιάνθηκε όταν μια γυναίκα έπλυνε σε αυτήν τα μολυσμένα της ρούχα101. Ένα σημαντικό στοιχείο του ιερού, στο οποίο αναφέρεται και ο Θουκυδίδης, είναι ότι ο ναός λειτουργούσε ως άσυλο και συχνά κατέφευγαν σε αυτόν άνθρωποι ως ικέτες. Τα παραπάνω βεβαιώνουν και ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος περί τον 3ο π.Χ. αιώνα, ενώ εδώ φαίνεται να αναζήτησε άσυλο

64

Εικ. 64, 65 Εσωτερικές απόψεις

65 του ναού

Κατά την τοπική λαϊκή παράδοση, στη Μάνη υπάρχουν οι καλύτερες μοιρολογίστρες, διότι τα θρηνητικά τους τραγούδια προέρχονται από το μοιρολόι του Ορφέα όταν επέστρεψε από τον Κάτω Κόσμο. 101 Παυσανίας Λακωνικά Γ. 25. 8 100


ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ

67 Εικ. 66. Το μονοπάτι που οδηγούσε στο ψυχοπομπείο Εικ. 67. Ο ΄΄σπηλαιώδης΄΄ ναός του Ποσειδώνα

66

ΤΟΠΟΓΡΑΦΊΑ – ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ

Η

ΚΎΡΙΑ πρόσβαση στο ιερό του Ποσειδώνα γινόταν μέσω θαλάσσης, καθώς ήταν εύκολο για τα πλοιάρια να αγκυροβολήσουν στον κοντινό όρμο. Στη μια πλευρά του κολπίσκου, οι λαξεύσεις των βράχων υποδηλώνουν την ύπαρξη αρχαίου λιμανιού, ενώ στην απέναντι πλευρά διακρίνεται η διαμορφωμένη στο βράχο τάφρος καθόδου προς το νεκρομαντείο, η οποία είναι πιθανό να ήταν ιδιαίτερα σκοτεινή, διαθέτοντας σκέπαστρο. Παρόλα αυτά, υπήρχε και χερσαίο μονοπάτι, που οδηγούσε στο αιχμηρό άκρο του ακρωτηρίου. Η διαδρομή, αν και ήταν δύσκολη και κουραστική λόγω του δύσβατου της περιοχής, ήταν υποβλητική, χάρη στο άγριο τοπίο, τη θέα στην ανοιχτή θάλασσα και τη διακριτική επιβολή του χθόνιου ιερού στον τόπο. Ωστόσο, το ιερό του Ταινάριου Ποσειδώνα δεν ήταν απομονωμένο, αλλά περιλαμβανόταν στον οικισμό των Ταιναρίων. Πρέπει να

115

ο Άρπαλος, όταν έκλεψε τους θησαυρούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο, εδώ παρατηρείται ένα ενδιαφέρον παράδοξο της ελληνικής γλώσσας. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη ικέσιος (συγγενής όρος με την ικετεία του Θουκυδίδη) είχε διττή σημασία· σήμαινε τον ΄΄ικέτη΄΄ αλλά και ΄΄το φάντασμα που καταδιώκει΄΄. Είναι πιθανό ο συσχετισμός να προέκυψε από μια μεταφορική ερμηνεία, που ήθελε να φάντασμα που καταδίωκε στην ουσια να ΄΄ικετεύει΄΄ για την απονομή της μετά θάνατον γαλήνης, είτε μέσω των πρέπουσων ταφικών τιμών, είτε με την εκδίκηση του δολοφόνου του. Στην περίπτωση αυτή, η σύνδεση του ψυχοπομπείου και του ιερού-ασύλου δεν είναι συμπτωματική, αλλά πρόσφερε τη δυνατότητα ικεσίας καθολικά, σε ζωντανούς και νεκρούς (Odgen, 2011:76).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 116

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ σημειωθεί ότι οι καθιζήσεις στην περιοχή έχουν αλλοιώσει σημαντικά το τοπίο. Ο ναός του Ποσειδώνα είναι κτισμένος στα κλασικά, όπως αναφέρθηκε, χρόνια. Το πρώτο, όμως, ιερό του θεού φαίνεται πως ήταν μια μικρή σπηλιά, σε απόσταση μόλις 15 μέτρων από το ναό. Πρόκειται για μια μικρού μεγέθους σπηλιά στο βράχο, με βάθος 15 μέτρα και φάρδος περίπου 120μέτρα· η οροφή της σήμερα έχει καταρρεύσει, ώστε να μην είναι γνωστό το ύψος που είχε στην αρχική της μορφή. Φαίνεται, επίσης, πως είχε ελαφρώς λαξευτεί στο εσωτερικό, για τις ανάγκες της χθόνιας λατρείας, με τη διττή σημασία της: μέσα στη γη και σχετική με το θάνατο. Γύρω από αυτό το άνοιγμα του βράχου βρισκόταν ορθογώνιος περίβολος με κράσπεδο. Η είσοδος της σπηλιάς φράζεται με πόρτα και τοίχο, 2 μέτρων πάχους, τετραγωνισμένου πωρόλιθου πάνω σε πέτρινα θεμέλια. Στη δυτική πλευρά διακρίνονται εγκοπές για το στήσιμο στηλών και αγαλμάτων (Odgen, 2011:70). Κατά τον αρχαιολόγο Ν. Παπαχατζή, ο περίβολος μπροστά από την σπηλιά ήταν μια πλήρης κατασκευή και ήταν αυτή που αποτελούσε το νεκρομαντείο (Odgen, 2011:78). Ο χώρος αυτός φαίνεται να πληροί τις αναγκαίες μυστηριακές και ΄΄τοπογραφικές΄΄ προϋποθέσεις για να υποθέσουμε ότι λειτουργούσε κάποτε ως νεκρομαντείο και ότι εικαζόταν πως αυτό το άνοιγμα στο βράχο οδηγούσε στον κόσμο των ψυχών. Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι Πύλη στον Κάτω Κόσμο ήταν παρακείμενη υποθαλάσσια σπηλιά, το ΄΄Σπήλαιο του Άδη΄΄ όπως είναι γνωστή σήμερα, η οποία βρίσκεται στο δυτικότερο άκρο του Ταινάρου. Το σπήλαιο αυτό διαθέτει φυσικά χωρίσματα, τα οποία σχηματίζουν θαλάμους, και εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες, και εμφανίζεται ως ιδανικό μέρος για μυστηριακές τελετές νεκρομαντείας, ωστόσο, οι πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας παραπέμπουν σαφώς στο πρώτο, δίπλα στο ναό. Ο D. Odgen πιθανολογεί πως το νεκρομαντείο δημιουργήθηκε και λειτούργησε ως προσθήκη στο ναό του Ποσειδώνα, ο οποίος, κατά την παράδοση, επιβαλλόταν να οικοδομηθεί στην άκρη του λιμανιού (Odgen, 2011:70-71).

Εικ. 68. Άποψη της παρακείμενης σπηλιάς που φαίνεται να αποτελούσε το 68 ψυχοπομπείο


ΤΟ ΨΥΧΟΠΟΜΠΕΙΟ ΤΟΥ ΤΑΙΝΑΡΟΥ

69 Εικ. 69. Τα ερείπια του ναού του Ταινάριου Ποσειδώνα 102

Παυσανίας Λακωνικά Γ. 25. 4

117

Λόγω της μικρής έκτασης της αρχαιολογικής ανασκαφής και έρευνας στο χώρο του ιερού-νεκρομαντείου, οι πληροφορίες σχετικά με την αρχιτεκτονική του και τη λειτουργία του είναι πολύ περιορισμένες και ελλιπείς. Περισσότερο διαφωτιστικές είναι, για ακόμα μία φορά, οι αρχαίες πηγές. Ο Πομπόνιος Μέλας αναφέρει πως η τοποθεσία του νεκρομαντείου είναι σε ένα κόλπο, κοντά στην άκρη του ακρωτηρίου, στο δασύλλιο του γειτονικού ναού του Ποσειδώνα (Odgen, 2011:70). Ο ίδιος συγκρίνει το λακωνικό ιερό με το νεκρομαντείο της Ηράκλειας του Πόντου. Ο δε Παυσανίας, στα Λακωνικά, αναφέρει ρητά τα λιμάνια Αχίλλειον και Ψαμαθούς, που βρίσκονται σε μικρή απόσταση102. Ενδιαφέρον είναι ότι ο περιηγητής αναφέρει πως ο ναός είναι φτιαγμένος σαν σπηλιά, ενώ θα ήταν λογικότερη η περιγραφή του ως ΄΄σπηλιά φτιαγμένη σαν ναός΄΄, δηλαδή σμιλεμένη στο βράχο. Επίσης, σχολιάζει πως το μονοπάτι δεν συνεχίζεται στο εσωτερικό της, διατυπώνοντας ταυτόχρονα αμφιβολία και σκεπτικισμό σχετικά με το αν είναι δυνατό να πεισθεί κανείς για το ότι εκεί ήταν η είσοδος προς ένα υπόγειο θεϊκό βασίλειο όπου κατευθύνονταν οι ψυχές. Πιθανολογείται ότι παρέμεινε ως το άδυτο του ιερού, ακόμα και μετά την οικοδόμηση του κλασικού ναού. Όσον αφορά στο γειτονικό σωζόμενο ναό του Ποσειδώνα, πρόκειται για ένα ταπεινό ιερό, μια μικρής κλίμακας πέτρινη κατασκευή. Αν και θεωρείται οικοδομημένος στα κλασικά χρόνια, τα δύο ιωνικά κιονόκρανα στην αψίδα συνηγορούν στην άποψη ότι η επιζώσα κατασκευή ήταν destyle-in-antis και των ελληνιστικών χρόνων. Επίσης, μεγάλο μέρος του οικοδομικού υλικού χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της χριστιανικής εκκλησίας. Τέλος, ο Παυσανίας αναφέρει πως μπροστά από την είσοδο του ναού σε σχήμα σπηλιάς (δεν είναι σαφές αν τελικά αναφέρεται στη σπηλιά ή στο ναό) είναι τοποθετημένο το άγαλμα του τιμώμενου θεού, του Ποσειδώνα103.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 118

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ

Τ

Ο ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΟ της ιταλικής Αβέρνης βρίσκεται στην περιοχή Καμπανία της νότιας Ιταλίας, κοντά στην πόλη Κύμη (Cumae), περίπου 20km βορειοδυτικά της Νάπολης. Την Κύμη ιδρύσαν άποικοι από την Εύβοια στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.· συγκεκριμένα από τις πόλεις Χαλκίδα και Κύμη, με αρχηγούς τον Ιπποκλή τον Κυμαίο και τον Μενασθένη από την Χαλκίδα, όπως αναφέρει ο Στράβων. Θεωρείται η πρώτη ελληνική αποικία στην ηπειρωτική Ιταλία, και από τις πρώτες κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό. Η κυριαρχία δε της πόλης ήταν τέτοια που τον 5ο αιώνα ίδρυσε νοτιότερα την αποικία Νεάπολη, την μετέπειτα Νάπολη. Η ευρύτερη περιοχή της ιστορικής Καμπανίας αποικίστηκε νωρίτερα από Ετρούσκους και Τυρρηνούς, αλλά από τον 8ο αιώνα π.Χ. στις παράκτιες περιοχές κυρίαρχο ήταν το ελληνικό στοιχείο. Από την Κύμη λέγεται ότι έγινε η εισαγωγή του ελληνικού αλφαβήτου στην ιταλική χερσόνησο. Η Κύμη καταστράφηκε τελικά το 1207μ.Χ., όταν μία δύναμη από την Νάπολη κατέστρεψε την πόλη που είχε μετατραπεί σε οχυρό ληστών. Τα ερείπια της ακρόπολης της πόλης είναι ορατά, ενώ στην κορυφή δεσπόζουν αυτά του ναού του Δία, ναός ο οποίος αποτέλεσε κατά το παρελθόν (ακόμα και το πρόσφατο) σημείο αναφοράς των ναυτικών. Η πρώτη λογοτεχνική αναφορά στο νεκρομαντείο της Αβέρνης γίνεται σε απόσπασμα του Σοφοκλή, ο οποίος μιλά για ΄΄ένα νεκυομαντείον σε μια τυρρηνική λίμνη΄΄, ιταλική δηλαδή, την οποία σαφώς περιγράφει ως άορνη103. Πιστεύεται ότι από το ελληνικό ΄΄άορνη΄΄(=η χωρίς πουλιά) προέρχεται η ιταλική ονομασία της λίμνης Avernus, αν και, παραδόξως, η ιταλική λέξη αυτή ετυμολογικά σημαίνει έναν ΄΄τόπο πτηνών΄΄. Η λίμνη απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα για τους Ρωμαίους διότι θεωρήθηκε είσοδος προς τον Άδη, ενώ συχνά Ρωμαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν το όνομα της λίμνης ως συνώνυμο για τον Κάτω Κόσμο. Είχε χαρακτηριστεί θανάσιμη, αν και δεν έχει διευκρινιστεί αν πρόκειται για κυριολεκτικό χαρακτηρισμό, λόγω πιθανής εκπομπής δηλητηριωδών αερίων εξαιτίας της ηφαιστειακής δραστηριότητας της περιοχής, ή αν ο χαρακτηρισμός απλά επισημαίνει τη λίμνη ως στόμιο προς τον Άδη. Κατά το παρελθόν, τα νερά της λίμνης ήταν θολά και είχαν πράσινο χρώμα, λόγω συγκεκριμένων φυτών που υπήρχαν στις όχθες της. Αποτελέσματα των παραπάνω ήταν ότι τα ψάρια της λίμνης ασφυκτιούσαν και η δυσωδία που αναδυόταν απομάκρυνε τα πουλιά από την συγκεκριμένη περιοχή. Ωστόσο, τα φαινόμενα αυτά έπαυσαν όταν αφαιρέθηκαν τα εν λόγω φυτά από τις όχθες, και η συνολική εικόνα της λίμνης βελτιώθηκε σημαντικά. Σήμερα λέγεται Lago d’ Averno στα ιταλικά. Από τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ. άρχιζε να γίνεται γνωστή παράδοση που ήθελε τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα να έλαβαν χώρα στα δυτικά παράλια της ιταλικής χερσονήσου. Το νησί της Κίρκης συνδέθηκε με την αποικία Circeii, μεταξύ Ρώμης και Κύμης, και η μάγισσα λατρευόταν ως θεά στην Κάτω Ιταλία. Αργότερα εκτέθηκε εκεί και το κύπελλο του Οδυσσέα, ενισχύοντας την άποψη 103

Σοφοκλής, αποσπ. 748 TrGF/Pearson


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ ότι ο ήρωας είχε δράσει στην περιοχή104. Ο πρώτος συγγραφέας που έθεσε ως σκηνικό της νεκρομαντικής τελετής του Οδυσσέα το νεκρομαντείο της λίμνης Αβέρνης ήταν ο Έφορος, άποψη που υιοθέτησαν σταδιακά και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ήταν ο Στράβων, ο Σίλιος ο Ιταλικός, ο Μάξιμος ο Τύριος κ.α. Ωστόσο, διασημότερη είναι η νεκρομαντική τελετή του Αινεία στο συγκεκριμένο τόπο, που περιγράφεται στην Αινειάδα του Βιργιλίου. Ο λατίνος ήρωας είναι στενά και άμεσα συσχετισμένος με τον ομηρικό Οδυσσέα σε πολλά επίπεδα, κινούμενος σε παραπλήσιο μοτίβο περιπλανήσεων και περιπετειών, όπως τον παρουσίασαν ο Ναϊβιος και ο Βιργίλιος, και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ήρωες στη ρωμαϊκή παράδοση.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

119

70 Εικ. 70. Ο Αινείας και η Σίβυλλα στη λίμνη Αβέρνη, Joseph Mallord William Turner, 1798 μ.Χ. Αργότερα προστέθηκαν στην Θεογονία του Ησιόδου στίχοι, που αναφέρουν ότι ο Άγριος και ο Λατίνος, γιοι του Οδυσσέα και της Κίρκης, κυβερνούσαν ανάμεσα στους Τυρρηνούς. 104


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 120

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΊΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ

Η

ΔΙΑΜΌΡΦΩΣΗ του νεκρομαντείου της Αβέρνης είναι πιθανό να έγινε σε άμεση αναλογία με αυτό της Εφύρας στην Ήπειρο. Για το λόγο αυτό, η τοποθεσία όπου θα ιδρυόταν αξίωνε να έχει λίμνη και η Αβέρνη, κοντά στην (πρώτη) ελληνική αποικία της Κύμης, ήταν η ιδανικότερη επιλογή. Η λίμνη επρόκειτο για ένα πλημμυρισμένο κρατήρα ηφαιστείου. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η περιοχή ανήκει στον ηφαιστειακό τομέα γνωστό ως Campi Flegrei, του ευρύτερου ηφαιστειακού τόξου της Καμπανίας. Οι κυρτές παρειές της λίμνης-κρατήρα ήταν εξαιρετικά απότομες, ενώ περιβάλλονταν από πυκνή, σκοτεινή βλάστηση. Ο ιερός τόπος πλαισιωνόταν από μικρότερα ηφαίστεια, θερμές πηγές, μεφιτικές αναθυμιάσεις και πλήθος σπηλαίων από πωρόλιθο, φυσικών ή τεχνιτών. Λέγεται πως και η λίμνη ανέδυε αναθυμιάσεις, οι οποίες απομάκρυναν ή θανάτωναν τα πουλιά της περιοχής, ενώ πιστευόταν πως ακόμα και τα φύλλα των δέντρων απέφευγαν να πέφτουν στα νερά της. Επίσης, στην περιοχή αναφέρεται και η περίφημη Αχερουσία λίμνη, όνομα το οποίο δόθηκε άλλοτε στον κόλπο Lucrinus, άλλοτε στη γειτονική λίμνη Fusaro, και άλλοτε στην ίδια την Αβέρνη (Odgen, 2011:106). Ο Στράβων παραθέτει μια εκτενή περιγραφή του νεκυομαντείου, βασισμένος σε μεγάλο βαθμό στον Έφορο (βλ. παράρτημα). Μεταξύ άλλων, αναφέρει την άποψη που θέλει την ομηρική Νέκυια να συμβαίνει στον τόπο αυτό. Σύμφωνα με αυτή τη λεπτομερή περιγραφή, ο κόλπος της Αβέρνης είναι εύκολα προσβάσιμος και είναι κοντά στην ακτή, αλλά δεν χρησιμεύει για λιμάνι, παρά το μέγεθος και τη μορφή του. Οι όχθες που περικλείουν τη λίμνη από όλες τις πλευρές, εκτός της εισόδου, είναι, στην εποχή του γεωγράφου, επεξεργασμένες και αναπτυγμένες, σε αντίθεση με την παλαιότερη κατάστασή τους. Ο Στράβων αναφέρει τους Κιμμέριους και τους ιερείς του μαντείου, αλλά και το ίδιο το μαντείο σαφώς ως νεκυομαντείο, ενώ κάνει λόγο και για μια πηγή με πόσιμο νερό κοντά στη θάλασσα, τα νερά της οποίας ταύτιζε με τα νερά της Στύγας. Αξιοσημείωτο είναι ότι, βασισμένος στο έργο του Εφόρου, παραθέτει αρχαίο έθιμο, σύμφωνα με το οποίο, όσοι ζουν γύρω από το μαντείο δεν πρέπει ποτέ να βλέπουν τον ήλιο, και για το λόγο αυτό βγαίνουν από τα σπίτια τους μόνο τη νύχτα105 (βλ. παράστημα). Ωστόσο, τόσο ο Στράβων, όσο και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (ελαφρώς προγενέστερος του πρώτου) αναφέρουν ότι το νεκυομαντείο έχει καταστραφεί αρκετά πριν την εποχή τους. Παράλληλα, το ζήτημα που έχει προβληματίσει τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς σχετικά με το νεκρομαντείο της Αβέρνης είναι ο υπαινιγμός του Διόδωρου ότι το μαντείο βρισκόταν σε σπηλιά και η σαφής αναφορά της στην Αινειάδα του Βιργιλίου, όπου περιγράφεται και η διασημότερη επίκληση σχετική με την Αβέρνη· την ίδια άποψη φαίνεται να συμμερίζεται και ο Μάξιμος ο Τύριος όταν κάνει λόγο για μαντείον άντρον στην 105

Στράβων, Γεωγραφικά, C244-46


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ

Η

ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ του νεκρομαντείου της Αβέρνης, εκτός από την αμφιλεγόμενη μαντική σπηλιά, ήταν στενά συνδεδεμένη και με την ίδια τη λίμνη (Odgen, 2011:105). Συγκεκριμένα, φαίνεται πως οι ψυχές των νεκρών εμφανίζονταν στον επικλητή αναδυόμενες στις όχθες της λίμνης, μαζί με μεφιτικές αναθυμιάσεις. Στους στίχους κάποιου άγνωστους λατινικού ποιήματος ανατρέχει ο Κικέρωνας για να περιγράψει την Αβέρνη: ΄΄Εκεί από όπου καλούνται οι ψυχές πάνω στους βαθείς ίσκιους από το ανοιχτό στόμα του αχανούς Αχέροντα με χοές αίματος (ή αλατιού), σκιές νεκρών΄΄107. Αντίστοιχα, ο Προπέρτιος παραθέτει τα στοιχεία που συνθέτουν την αληθινή προφητεία· την αποτελούν η οιωνοσκοπία, η μελέτη των ιερών σημείων (ιεροσκοπία), και η ΄΄νεκρή σκιά που εξέρχεται των ιερών υδάτων΄΄108. Η περιγραφή του Προπέρτιου ίσως υπαινίσσεται ταυτόχρονα και την τεχνική της λεκανομαντείας. Η περιγραφή δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη λίμνη Αβέρνη, αλλά, για έναν ποιητή που ακολουθεί τη λατινική ποιητική παράδοση, σίγουρα αποτελεί την πρώτη και πιθανότερη επιλογή (Odgen, 106 107 108

Μάξιμος ο Τύριος, 8.2 Συζητήσεις στον Τουσκουλο, 1.37 Προπέρτιος, 4.1.103-9

121

Αβέρνη106. Οι σημαντικότερες όμως ενδείξεις για την ύπαρξη σπηλιάς σχετικής με τη νεκρομαντεία και τη λίμνη Αβέρνη αποτελούν μια σειρά τοιχογραφιών στον Εσκυλίνο λόφο (σήμερα στη βιβλιοθήκη του Βατικανού), που απεικονίζουν την ιστορία του Οδυσσέα. Χρονολογούνται περί το 40π.Χ., βασισμένες σε παλαιότερες, του 150π.Χ. Είναι πιθανό ο τοιχογράφος να προσπάθησε να αποδώσει το τοπίο της Αβέρνης· το πλοίο του ήρωα φαίνεται αγκυροβολημένο κάτω από μια φυσική πέτρινη αψίδα, δίπλα στην οποία τοποθετεί βαλτώδη λίμνη, όπου ο Οδυσσέας συνομιλεί με τον μάντη. Η πέτρινη αψίδα απεικονίζει συμβολικά την είσοδο σπηλιάς . Παρ’όλες τις ενδείξεις και τους υπαινιγμούς στα λογοτεχνικά κείμενα, η αρχαιολογική έρευνα δεν έχε φέρει στο φως στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη σπηλιάς στον κρατήρα της Αβέρνης. Ωστόσο, σε κοντινή απόσταση βρίσκονται τα έργα που έκανε ο Αγρίππας, όπως αναφέρονται στον Στράβωνα, η σήραγγα του Cocceius που συνδέει τη λίμνη με την πόλη της Κύμης, καθώς και μια δεύτερη σήραγγα στα νότια της λίμνης, γνωστή (πιθανώς λανθασμένη ως η σπηλιά της Σίβυλλας- Grotta della Sibilla). Προς αιτιολόγηση της παράδοσης της σπηλιάς, έχει διατυπωθεί η άποψη πως ο Βιργίλιος εμπνεύστηκε και συνέθεσε από τα μέρη αυτά την μαντική σπηλιά· μάλλον ασταθής, όμως, είναι η άποψη αυτή καθώς η παράδοση της σπηλιάς στην λίμνη είναι κατά πολύ προγενέστερη. Ο D. Ogden υποστηρίζει πως ο μύθος περί της ύπαρξης σπηλιάς στην Αβέρνη σχηματίστηκε κατά αντιστοιχία με σπήλαια σε άλλα νεκρομαντεία, όπως αυτό του Ταινάρου (Odgen, 2011:105).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ

122

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

71 Εικ. 71. Ο Αινείας και η Κυμαία Σίβυλλα στον Άδη, Jan Brueghel, 1600 μ.Χ.

2011:105). Δεν υπάρχει λογοτεχνική μαρτυρία επίσκεψης ανθρώπων που ζητούσαν προφητεία στο νεκρομαντείο της Αβέρνης. Η μόνη έμμεση αναφορά γίνεται από το Λίβιο, σύμφωνα με τον οποίο ο Αννίβας προσποιήθηκε ότι θα πήγαινε για θυσία στο νεκυομαντείο της Αβέρνης, με αληθινό στόχο να καλύψει την επικείμενη αιφνίδια επίθεση το Puteoli το 214π.Χ.· ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της τοποθεσίας είναι πιθανό να υποδεικνύει την τέλεση νεκρομαντείας (Odgen, 2011:106). Λατρευτικές τελετές λάμβαναν χώρα στην Αβέρνη κατά την ύστερη αρχαιότητα, όπως αποκαλύπτει σχετική επιγραφή του 387π.Χ. στην Καπύη, όπου αναφέρεται στις καθιερωμένες τελετές της πόλης ΄΄πορεία στους υπόγειους τόπους της Αβέρνης΄΄109. Σε αντίθεση με τα άλλα νεκρομαντεία της αρχαιότητας που οι πληροφορίες είναι ελάχιστες, για αυτό της Αβέρνης είναι γνωστό ότι διατηρούσε μόνιμο προσωπικό για τη λειτουργία και τη διαχείριση των υποθέσεών του, το οποίο διακρίνεται, κατά προσέγγιση, σε τρεις ομάδες. Η πρώτη εντοπίζεται στη μαρτυρία του Εφόρου για τους Κιμμέριους, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι εκεί, Οι εορτές ονομάζονταν Feriale Capuanum, και η επιγραφή είναι ΄΄profectio ad inferias Averni΄΄, όπου το inferias ερμηνεύεται ως υπόγειοι τόποι (Odgen, 2011:106). 109


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ

Η ΚΥΜΑΊΑ ΣΊΒΥΛΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΟ

Ο ΒΙΡΓΊΛΙΟΣ

στην Αινειάδα μιλά για τη Σίβυλλα114, η οποία, σαν άλλη Κίρκη, καθοδήγησε τον ήρωα στη νεκρομαντική τελετή· τη συσχετίζει μάλιστα και με την αμφιλεγόμενη σπηλιά του νεκρομαντείου της Αβέρνης, λέγοντας πως η προφήτισσα, μετά τη χρησμολογική ιερουργία, ρίχτηκε σε ένα ΄΄ανοιγμένο ή ανοιχτό σπήλαιο΄΄ (antro…aperto). Παρόλο που η σύνδεση της Διόδωρος, 4.22 Βιργίλιος, Αινειάδα, 6.118, 247, 564 112 Δίων Κάσσιος, 48.50.4 113 Η επιγραφή ερμηνεύεται διαφορετικά ανάλογα με την αποκρυπτογράφηση. Κατά τους Guarducci και Jeffrey: ΄΄Η Ήρα δεν επιτρέπει μια συμπληρωματική επίκληση του μαντείου΄΄. Κατά τον Rehenan: ΄΄Η Ήρα δεν επιτρέπει επίκληση του μαντείου το πρωί/ άνοιξη΄΄ (Odgen, 2011: 106). 114 Οι Σίβυλλες ήταν μια κατηγορία μαντισσών της αρχαιότητας, οι οποίες χρησμοδοτούσαν σε κατάσταση έκστασης και θείας κατάληψης. Συνδέονται στενά με τη λατρεία του 110 111

123

υποδέχονταν τους επισκέπτες του μαντείου, και δέχονταν εισφορές τόσο από τους επισκέπτες, όσο και από τον τοπικό άρχοντα, κατόπιν εργασίας τους στα ορυχεία ή κάτι ανάλογο. Φαίνεται πως, κατά κάποιο τρόπο, ήταν συντονιστές του νεκρομαντείου, και ως αμοιβή λάμβαναν χρηματικά ανταλλάγματα. Την άμεση επιρροή τους στο μαντείο υποδεικνύει και η καταστροφή τους από έναν άρχοντα που δυσαρεστήθηκε από την προφητεία που έλαβε. Η δεύτερη ομάδα αποτελούνταν από τους ιερείς που, σύμφωνα με τον Στράβωνα, παρείχαν καθοδήγηση σχετικά με τις λατρευτικές διαδικασίες και τελετές του μαντείου στους επισκέπτες-πιστούς· αναφέρεται, επίσης, ότι διοικούσαν το μέρος κατόπιν σύμβασης. Η τρίτη ομάδα του ΄΄προσωπικού΄΄ αποδίδεται στον Μάξιμο τον Τύριο, ο οποίος κάνει λόγο για ψυχαγωγούς που επιμελούνταν τη μαντική σπηλιά (Odgen, 2011:106-107). Ασαφείς και αντιθετικές είναι οι πηγές σχετικά με τη λατρευόμενη θεότητα στο ιερό της λίμνης Αβέρνης και της προστάτιδας θεότητας του μαντείου, γεγονός που ερμηνεύεται ως ασυνέχεια της λατρείας στον τόπο. Είναι, ωστόσο, βέβαιο (καθώς οι πηγές συμφωνούν) πως ήταν θηλυκή θεότητα. Ο Διόδωρος αναφέρει την Περσεφόνη110 ως θεά προστάτιδα και κύρια λατρευόμενη στην περιοχή, ενώ ο Βιργίλιος την Εκάτη την Τρίβια ή Τριοδίτιδα111. Κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ., ο Δίων ο Κάσσιος εξέφρασε την εικασία ότι ήταν η Καλυψώ η θεότητα που λατρευόταν στην Αβέρνη, ταυτίζοντας με αυτή άγαλμα γυναικείας θεότητας, που ΄΄επέβλεπε΄΄ τη λίμνη112. Σύμφωνα με άλλους μελετητές, ως κυρίαρχη θεότητα στο νεκρομαντείο λατρευόταν η Ήρα. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε σε ένα μπρούτζινο δίσκο, πιθανόν μαντικής χρήσης (κληρομαντεία), και κυρίως της επιγραφής που έφερε113. Ωστόσο, πρόκειται να άποψη που δεν μπορεί να υποστηριχθεί πλήρως. Τέλος, ο δίσκος συσχετίστηκε, επίσης, με τη Σίβυλλα, αλλά όχι απαραίτητα με τις νεκρομαντικές της ιδιότητες (Odgen, 2011:106).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ

124

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

72 Εικ. 72. Η Κυμαία Σίβυλλα, Elihu Vedder, 1876 μ.Χ

Σίβυλλας με την Αβέρνη από τον Βιργίλιο φαίνεται επινοημένη, είναι παλιά η παράδοση που θέλει το συσχετισμό του μαντείου με μια μάντισσα. Ο Αινείας του Ναϊβιου, ήδη στον 3ο αιώνα π.Χ., επισκέπτεται την ΄΄Κιμμέρια Σίβυλλα΄΄115, ενώ μετά το Βιργίλιο, ο Σίλιος Ιταλικός θέτει ως οδηγούς του Σκιπίωνα στην Αβέρνη δύο Σίβυλλες, μία νεκρή και μία ζωντανή, υπονοώντας σαφώς το χθόνιο και νεκρομαντικό χαρακτήρα του ιερού (Odgen, 2011:107). Η σχέση μιας μάντισσας με το νεκρομαντείο αποδεικνύεται και από τριάντα τρεις αμφορείς, έργο Κυμαίου ζωγράφου, που απεικονίζουν μια Σίβυλλα να επιδίδεται σε νεκρομαντεία116. Η γυναικεία μορφή φαίνεται καθισμένη πάνω σε βράχο ή πέτρινο κάθισμα, κρατώντας ένα κύπελλο και άλλα αντικείμενα. Μπροστά της στέκουν όρθιες σιλουέτες που θυμίζουν φαντάσματα: πάλλευκα πρόσωπα, τυλιγμένες σφιχτά σε σάβανα, και με μια αφύσικη στάση των ποδιών που υποδηλώνει στάση ταφής· κάποιοι έχουν καρφιτσωμένο θυρσό στο ιμάτιό τους, Απόλλωνα και το όνομά τους παρέμεινε ως τιμητικός τίτλος σε γυναίκες που επέδειξαν μαντικές ικανότητες ανά τους αιώνες. Από τις γνωστότερες Σίβυλλες ήταν αυτή της Λιβύης, κόρη του Δία, της Τροίας, κόρη του Δαρδάνου, της Λυδίας, και η γνωστότερη, η Σίβυλλα της Κύμης. 115 Το επίθετο ΄΄κιμμέρια΄΄ συσχετίζει την προφήτισσα με το νεκρομαντείο, καθώς ο λαός των Κιμμερίων ανέκαθεν συνδεόταν με τις εισόδους του Άδη. 116 Ο Kerrigan απέδειξε πως η γυναικεία μορφή των αμφορέων ταυτίζεται με τη Σίβυλλα (Odgen, 2011:107).


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΑΒΕΡΝΗΣ

Εικ. 73. Η Κυμαία Σίβυλλα, Μιχαήλ Άγγελος, 1509, Καπέλα 73 Σιξτίνα

125

εκφράζοντας κάποια διονυσιακή συνάφεια. Σε κάποιους αμφορείς εμφανίζεται και βωμός μεταξύ της Σίβυλλας και της μορφής. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι κυμαίοι αμφορείς έχουν ως κοινό θέμα την τέλεση νεκρομαντείας και παρουσιάζουν τρόπους εφαρμογής της, όπως αυτόν της λεκανομαντείας και της κατοπτρομαντείας. Επίσης, συχνά εμφανίζεται η Σίβυλλα να κρατά φαγητό ή αυγά, πιθανόν προσφορές προς τους νεκρούς. Κατά τον Kerrigan, ο τόπος τέλεσης των απεικονιζόμενων ιερουργιών θα μπορούσε να είναι το μαντείο της Αβέρνης, καθώς οι πέτρες-καθίσματα υποδηλώνουν εξωτερικό περίβολο. Ωστόσο, εξίσου προσομοιάζει το σκηνικό με το εσωτερικό σπηλιάς (Odgen, 2011:107108). Πρέπει, ακόμα, να αναφερθεί ότι το 1932 η αρχαιολογική σκαπάνη του Maiuri έφερε στο φως μια τεχνητή σπηλιά, στο λόφο που επικοινωνούσε με την ακρόπολη της Κύμης και απείχε περίπου ένα μίλι από την Αβέρνη. Η σπηλιά ταυτίστηκε από πολλούς με τη ΄΄σπηλιά της Σίβυλλας΄΄, καθώς οι περιγραφές του Βιργιλίου στην Αινειάδα και του Ιουστίνου τον 3ο αιώνα μ.Χ., ταιριάζουν απόλυτα με αυτή. Διαθέτει εννέα στόμια (τα οποία μπορεί να ενέπνευσαν τα ΄΄εκατό στόμια΄΄ του Βιργιλίου, Odgen, 2011:108), δεξαμενές και εσωτερικούς θαλάμους, πιθανόν τα λουτρά της Σίβυλλας. Το εσωτερικό εν γένει μοιάζει πολύ με τις περιγραφές του Ιουστίνου, όπου η μάντισσα προφήτευε. Σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν πως είναι πιθανότερο η σπηλιά να είχε αμυντικό χαρακτήρα, και όχι το άντρο της Σίβυλλας. Η κύρια αίθουσα της σπηλιάς χρονολογείται περίπου στον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ η κατασκευή και η χρήση του εσωτερικού θαλάμου υπολογίζεται κατά την ύστερη αυτοκρατορική ρωμαϊκή περίοδο.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 126

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

Λ

ΊΓΑ είναι τα στοιχεία που έχουν σωθεί και για το νεκρομαντείο στην Ποντοηράκλεια. Η Ηράκλεια είναι μια από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις του Πόντου, στις ακτές της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας, στην περιοχή που λεγόταν χώρα των Μαριανδυνών117, η οποία δυτικά έφτανε έως τον ποταμό Σαγγάριο, κοντά στη χερσόνησο της Αχερουσίας και κοντά στους ποταμούς Παρθένιο, Ύπιο και στον πλωτό Λύκο, ο οποίος είχε πλάτος 60 μ. περίπου. Η ίδρυσή της πόλης τοποθετείται, βάσει των αρχαιολογικών ανασκαφών, στον 6ο αιώνα π.Χ. (περίπου 560-558π.Χ.), από Μεγαρείς αποίκους, σύμφωνα με τον ιστορικό Ξενοφώντα, ή από Μιλήσιους, κατά τον Στράβωνα, οι οποίοι υπέταξαν τους αυτόχθονες αλλά, κατόπιν συμφωνίας, δεν τους πούλησαν ως σκλάβους έξω από την πόλη. Η πόλη διέθετε φυσικό λιμάνι, που υποδηλώνεται και από την επωνυμία της Σωοναύτης, αυτή που σώζει τους ναυτικούς. Η ονοματοδοσία της πόλης έγινε προς τιμήν του πανελλήνιου ήρωα Ηρακλή, ο οποίος εμφανίζεται στον Εύξεινο άλλοτε ως μυθικός ιδρυτής και προστάτης της πόλης, και άλλοτε ως πρόγονος των τοπικών φύλων, και ειδικά των Μαριανδυνών (Odgen, 2011:66)118, συνδέοντας ιδεολογικά όλη την περιοχή του Εύξεινου με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Όπως συνέβη και με τα υπόλοιπα νεκρομαντεία, η ίδρυση και η λειτουργία σπηλαιομαντείου (Odgen, 2004) της Ηράκλειας συνδέθηκε με ένα μύθο σχετικό με κάθοδο ήρωα στον Άδη. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφει ο Ξενοφώντας, όταν οι Μεγαρείς άποικοι κατέφθασαν στη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, άκουσαν μια παράδοση που ήθελε τον Ηρακλή να έχει ανασύρει τον Κέρβερο από ένα σπήλαιο κοντά σε εκείνη την περιοχή119· έκτοτε, το πέρασμα έμεινε αφύλακτο, επιτρέποντας την εύκολη άνοδο των ψυχών στον Πάνω Κόσμο. Η αφήγηση αυτή οδήγησε στην ίδρυση του αντίστοιχου νεκρομαντείου στη σπηλιά περί το 479-477π.Χ., όποτε το επισκέφθηκε ο Σπαρτιάτης στρατηγός Παυσανίας (Odgen, 2011:66). Ο D. Ogden, μάλιστα, έχει διατυπώσει την άποψη Αντιστοιχεί στη σημερινή πόλη Karadeniz Ereğli της Τουρκίας, το όνομα της οποίας είναι πιστή μεταγραφή του αρχαιοελληνικού (“Karadeniz”: Μαύρη Θάλασσα, “Ereğli”: Ηράκλεια). 118 Η ιδέα του Ηρακλή ως προστάτη και συμμάχου του τοπικού φύλου των Μαριανδυνών, που τοποθετείται στην περίοδο της αργοναυτικής εκστρατείας, με αποτέλεσμα την παραχώρηση στους αποίκους γης για την ίδρυση της πόλης, αποτυπώθηκε στο μύθο που παραδίδει ο Απολλώνιος Ρόδιος. Οι Μαριανδυνοί ήταν απόγονοι του Μαριανδυνού, ο οποίος είχε έρθει από τη Θράκη και κατέλαβε την περιοχή. Αρχικά ήταν ελεύθεροι, ενώ το 480 π.Χ. έστειλαν στον Ξέρξη στρατιώτες για την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Όμως, ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και γηγενών πληθυσμών, οι Μαριανδυνοί έχασαν και αναγκάστηκαν να συνάψουν μια ιδιαίτερη συνθήκη με τους νέους αποίκους. Συμφώνησαν να γίνουν υποτελείς τους, με την ιδιομορφία ότι οι Έλληνες κύριοί τους δεν μπορούσαν να τους πουλήσουν έξω από τη γενέτειρά τους. Έκτοτε, εξελληνίστηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, λόγω της στενής επαφής με τους Έλληνες. 119 ΄΄εις Ηράκλειαν πόλιν Ελληνίδα Μεγαρέων άποικον, ούσαν δ’ εν τη Μαριανδυνών χώρα. Και ωρμίσαντο παρά τη Αχερουσιάδι Χερρονήσω, ένθα λέγεται ο Ηρακλής επί τον Κέρβερον κύνα καταβήναι. η νυν τα σημεία δεικνύασι της καταβάσεως το βάθος πλέον ή επί δύο στάδια΄΄ Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις στίχοι 6.2.1-6.2.2 117


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

ότι το νεκρομαντείο προϋπήρχε της ίδρυσης της πόλης, στην οποία έδωσε το όνομά της120. Αξιοσημείωτος είναι ένας τοπικός μύθος, που συσχετίζει τον άθλο του Ηρακλή με το συγκεκριμένο τόπο. Η περιοχή ήταν γνωστή, ήδη από τα αρχαία χρόνια, για ένα δηλητηριώδες φυτό που είχε σε αφθονία, την ακονιτίνη, ακονίτη, ή όπως είναι σήμερα γνωστό, το αρσενικό. Λέγεται, λοιπόν, πως ο Κέρβερος, τρομοκρατημένος από το ηλιακό φως, το οποίο αντικριζε για πρώτη φορά όταν τον ανέσυρε από τον Άδη ο Ηρακλής, εξέμεσσε πάνω σε ένα απλό φυτό, το ακόνιτο, το οποίο αμέσως φαρμακώθηκε και μετατράπηκε στο πασίγνωστο δηλητήριο (Odgen, 2011:66).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

127

Εικ. 74. Χάρτης της εποχής των Ρωμαίων

74 (264 π.Χ.) με την Ηράκλεια (υπογραμισμένη). ΤΟΠΟΓΡΑΦΊΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΟΥ

Η

ΧΕΡΣΌΝΗΣΟΣ στην οποία ήταν οικοδομημένο το νεκρομαντείο ονομαζόταν Αχερουσία, όπως και η σπηλιά (που μετέπειτα στέγαζε το μαντείο), ο γειτονικός ποταμός Αχέροντας και η παραπλήσια λίμνη Αχερουσιάδα. Είναι προφανής η ομοιότητα των ονομάτων με την ομηρική περιγραφή για την τοπογραφία του Κάτω Κόσμου, ώστε να είναι ασφαλής η υπόθεση ότι από εκεί είναι δανεισμένα. Ωστόσο, οι ίδιες ονομασίες με αυτές του νεκρομαντείου της Εφύρας προκαλούν σύγχυση, η οποία, όμως, είναι αναμενόμενη, καθώς πρόκειται για ονόματα τα οποία είναι ταυτισμένα με τον Άδη στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων· κατά συνέπεια, τόποι επικοινωνίας των δύο κόσμων και καταβάσια είναι λογικό να διαθέτουν τα συγκεκριμένα ονόματα. Το σπήλαιο στο οποίο τοποθετούνταν το ψυχοπομπείο, κατά τις λογοτεχνικές πηγές, βρισκόταν στη δασώδη κοιλάδα του ποταμού Αχέροντα, σήμερα Baba Burnu, κάτω από το ψηλότερο σημείο της χερσονήσου. Η πληρέστερη περιγραφή της σπηλιάς, σχετικά με την εσωτερική της διάρθρωση, γίνεται τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Κόιντο Σμυρναίο, ο οποίος, ωστόσο, την ταυτίζει με σπηλιά νυμφών (Odgen, 2011:68). Βάσει αυτής της καταγραφής, ο Hoepfner ταύτισε το νεκρομαντείο της Ηράκλειας με το Αχερούσιο σπήλαιο, τη μεσαία 120

Πηγή: http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=4452


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 128

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ από τις τρεις φυσικές σπηλιές που υπάρχουν βόρεια της πόλης121. Η μοναδική αμφιβολία σχετικά με την ταυτοποίηση του σπηλαίου με το νεκρομαντείο είναι η αναφορά του Ξενοφώντα ότι το μέγεθός του ξεπερνά τα δύο στάδια βάθος (περίπου τετρακόσια μέτρα), αλλά καμία σπηλιά της περιοχής δεν πλησιάζει αυτές τις διαστάσεις (Odgen, 2011:69). Η είσοδος στο σπήλαιο γίνεται από μια στενή δίοδο, μόλις ενός μέτρου, πλαισιωμένη από πέτρινο ανώφλιο (όταν μπαίνει στο λόφο), τοιχώματα και χαλίκια στο έδαφος, ώστε να μοιάζει με δρόμος που οδηγεί στο εσωτερικό. Ακολουθεί μια στριφογυριστή σκάλα, η οποία καταλήγει σε ένα ορθογώνιο θάλαμο. Οι διαστάσεις αυτής της κεντρικής αίθουσας είναι 45x20m, δύο πέτρινες στήλες στηρίζουν την οροφή· βρίσκεται στη βόρεια πλευρά. Στα ανατολικά, το ύψος αγγίζει τα 20m, και οι τοίχοι είναι απολύτως κατακόρυφοι, σαφώς επεξεργασμένοι. Αντίθετα, στη δυτική πλευρά η οροφή ακολουθεί τη φυσική πορεία του βράχου και είναι τόσο χαμηλή, οροφή που κάποιος χρειάζεται να σκύψει προκειμένου να συνεχίσει. Η αίθουσα είναι στο μεγαλύτερο μέρος της πλημμυρισμένη με καθαρό νερό, περίπου ένα μέτρο βαθύ· πιθανόν η μυθολογική Αχερουσία122. Στους τρεις ψηλούς τοίχους έχουν λαξευτεί μικρά κοιλώματα, ενώ στο νότιο υπάρχει σημαντικού βάθους σοβαντισμένη εσοχή, ώστε να θεωρείται δωμάτιο, όπου φαίνεται να περιελάμβανε κατασκευές. Η βορειοδυτική πλευρά του σπηλαίου επικοινωνεί, μέσω μιας μόλις βατής σήραγγας, σε ένα μικρό, χαμηλό και ακατέργαστο θάλαμο, όπου βρέθηκαν ανθρώπινα οστά. Ο Hoepfner υποστηρίζει ότι ο χώρος αυτός ήταν ιερό του Ηρακλή και ότι τα αρχιτεκτονικά υπολείμματα προέρχονται από κάποιο ναό ή υπνοδωμάτιο (Odgen, 2011:69). Τέλος, είναι γνωστό ότι η σπηλιά επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Είναι άγνωστος ο τρόπος λειτουργίας του νεκρομαντείου και η μέθοδος νεκρομαντείας – επίκλησης που χρησιμοποιούνταν. Επίσης, δεν αναφέρεται σε καμιά από τις λογοτεχνικές πηγές η παρουσία και η δράση των ιερέων (αν υπήρχαν), καθώς και ποιες ήταν οι λατρευόμενες θεότητες, στις οποίες ήταν αφιερωμένο το ιερό - ψυχοπομπείο. Ελάχιστα διευκολύνει ο Πλούταρχος στον Κίμωνα, όπου αφηγείται την ιστορία του Παυσανία και της Κλεονίκης. Ωστόσο, σύμφωνα με τον D. Ogden, στην αφήγησή του ο Πλούταρχος υπαινίσσεται την μέθοδο της εκκόλαψης (Odgen, 2011:67), αν και δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες (βλ. παράρτημα).

121 122

Πηγή: http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=4452 Πηγή: http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=4452


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

75

129

Εικ. 75. Ηρακλής και Κερβερος, αττικός ερυθρόμορφος αμφορέας, 520-510 π.Χ., Μουσείο Λούβρου, Παρίσι

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 130

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΡΟΦΩΝΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥ

Μ

ΕΤΆ την αναλυτική παρουσίαση των νεκρομαντείων του αρχαίου ελληνικού κόσμου, πρέπει για ακόμα μία φορά να σημειωθεί ότι δεν αποτελούσαν και τις μοναδικές εισόδους για τον κόσμο του Άδη, αλλά είναι οι μόνες που φέρουν τον όρο νεκυομαντείον, σύμφωνα με την ελληνική και λατινική γραμματεία. Στόμια, όμως, προς τον Άδη αναφέρονται πολυάριθμα, σε όλη την έκταση της ελληνικής επικράτειας. Ο D. Ogden σχολιάζει ότι κάθε πόλη διεκδικούσε μια δική της χθόνια είσοδο, που βρισκόταν σε κάποια παρακείμενη σπηλιά ή λίμνη (Odgen, 2004). Γνωστό καταβάσιον, δηλαδή τόπος που δηλώνεται ρητά πως μπορεί κάποιος να κατέλθει στον Κάτω Κόσμο, αποτέλεσε το Τροφώνιο Άνδρο στη Λειβαδιά. Επρόκειτο αρχικά για ιερό του ήρωα, το οποίο εξελίχθηκε σε μαντείο, το καλύτερα ίσως στοιχειοθετημένο του ελληνικού κόσμου, ενεργό σε τοπική κλίμακα αλλά με πανελλήνια αναγνώριση (Bonnechere, 2004). Ωστόσο, διφορούμενη είναι η ίδια η φύση του λατρευόμενου προφήτη ήρωα, του Τροφωνίου123, ο οποίος παρουσιάζει εξίσου ηρωικές και χθόνιες πλευρές. Γιος του Εργίνου και της Ιοκάστης, έφηβος σύγχρονος του Απόλλωνα, εκτελεί τόσο το θεϊκό έργο της κατασκευή της πέτρινης πύλης της μαντικής αίθουσας του δελφικού ναού, όσο και το χθόνιο έργο της λεηλασίας κρυμμένων θησαυρών με τον αδερφό του, Αγαμήδη. Σύμφωνα με τις διηγήσεις που τον θέλουν να πεθαίνει, φαίνεται πως απλά εξαφανίζεται μυστηριωδώς μέσα στη γη, χωρίς να υπάρχει τάφος (ουσιώδες στοιχείο της λατρείας των ηρώων). Κατά την παράδοση των παιδικών θεοτήτων και ηρώων, ο Τροφώνιος φέρεται να κοιμιζόταν για βρέφος της Δήμητρας, ενώ έχει ονομαστεί και Δίας ο Τροφώνιος. ΄΄Η θεϊκή τροφός, το υπόγειο καταφύγιο, το μέλι τα φίδια, το χθόνιο περιβάλλον, το παιδί-θαύμα, η μυστηριώδης εξαφάνιση και η θεοποίησή του, όλα αυτά τα στοιχειά δίνουν στον Τροφώνιο την όψη ενός νέου θεού΄΄ σχολιάζει εύστοχα ο Pierre Bonnechere. Το βασικό στοιχείο των μύθων σχετικά με τον Τροφώνιο είναι ότι έρχεται σε επαφή

Εικ.

76.

Το

Τροφώνιο

76 Άνδρο στη Λειβαδιά 123

Ο Ωριγένης χαρακτηρίζει τον Τροφώνιο ΄΄ή δαίμονας ή ήρωας και μάλιστα θεός΄΄.


Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΡΟΦΩΝΙΟΥ ΑΝΔΡΟΥ

131

με το χθόνιο κόσμο, ότι σχετίζεται με τις ιερές διόδους μεταξύ των κόσμων, ενώ η μαντική ικανότητα φαίνεται να του προσδόθηκε μεταγενέστερα, καθώς δεν του αποδίδεται προφητική κλίση εν ζωή (Bonnechere, 2004). Πρώτος αναφέρει το χθόνιο άνδρο της Λειβαδιάς ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του, σχετικά με επίσκεψη του Πέρση βασιλιά Κροίσου για λήψη χρησμού. Αναλυτική, ωστόσο, είναι η περιγραφή του Παυσανία, ο οποίος, από προσωπική εμπειρία, καταγράφει τη διαδικασία που τηρούνταν στο βοιωτικό χθόνιο ιερό, μολονότι το τελετουργικό είναι πιθανό να υπέστη σοβαρές τροποποιήσεις κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, η τελετουργία λάμβανε χώρα μέσα σε ιερό άλσος, αφού ο επισκέπτης-πιστός (χρηστηριαζόμενος) είχε υποβληθεί σε μακρά και δύσκολη προετοιμασία, η οποία περιλάμβανε απομόνωση, θυσίες, νηστεία, τελετουργικά λουτρά, μυσταγωγικές πορείες τη νύχτα και συγκεκριμένη ενδυμασία. Μέσα στο ιερό, έμπαινε σε βαθιά τρύπα (σπηλιά), κρατώντας προσφορές, όπου ξάπλωνε στο έδαφος με τα πόδια σε ένα στενό άνοιγμα, περιμένοντας ΄΄να παρασυρθεί όπως κάποιος από τη δίνη ενός δυνατού ποταμού΄΄. Η μυσταγωγική διαδικασία του Τροφωνίου Άνδρου προς τον Κάτω Κόσμο, που διηγείται ο Παυσανίας, επρόκειτο στην ουσία για μια αναπαράσταση καθόδου στον Άδη. Από έμμεσες μόνο μαρτυρίες συμπεραίνεται πως στο μαντείο της Λειβαδιάς η κάθοδος και η επαφή με την ΄΄αντίπερα όχθη΄΄ επιτυγχανόταν μέσω της μεθόδου της εγκοίμησης-εκκόλαψης· στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν και οι Τερτυλλιανός και Δικαίαρχος. Η άποψη ότι οι εμπειρίες του Τροφωνίου είχαν ως αφετηρία την τακτική της εγκοίμησης σε αφηγήσεις που θέλουν τον ίδιο τον ήρωα να εμφανίζεται και να χρησμοδοτεί τους επισκέπτες-πιστούς διαμέσου των ονείρων. Είναι, ωστόσο, γενικώς αποδεκτό από τους σύγχρονους ιστορικούς, αρχαιολόγους και μελετητές πως οι εμπειρίες αυτές ήταν απόρροια του συνδυασμού τεχνασμάτων από τους ιερείς και της ψυχικής αστάθειας στην οποία βρισκόταν ο επισκέπτης-πιστός, κατά αναλογία με άλλες χθόνιες τελετές, όπως αυτές του νεκρομαντείου του Αχέροντα.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


132

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


133

4

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ


134

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΩΝ

Τ

135

Ο 1931 σε σχετικό άρθρο του, ο Lehmann-Hartleben σχολίασε ότι μπορούν να εντοπιστούν συνδυασμοί γενικών τοπογραφικών στοιχείων, όπως βουνά, σπήλαια, πηγές, χαρακτηριστικά παρόντα στους ελληνικούς ιερούς τόπους (Scully, 1962:3). Τη θέση του έρχεται να ενισχύσει ο V. Scully αναγνωρίζοντας πως οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τους ιερούς τόπους εκφράσεις, αν όχι ενσαρκώσεις, της ίδιας της θεότητας. Για το λόγο αυτό, τα ιερά κατασκευάζονταν και τοποθετούνταν σε άμεση σχέση με τον ΄΄ιερό΄΄ τοπίο, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης, συμπλήρωσης, και ενίοτε αντίθεσης, προς την παρουσία του θεϊκού στοιχείου (ιεροφάνεια κατά τον Eliade) που απέπνεε ο συγκεκριμένος τόπος (Scully, 1962:3). Εξετάζοντας, εν προκειμένω, τις τοποθεσίες στις οποίες φέρονται να είχαν ιδρυθεί και λειτουργήσει τα τέσσερα νεκυομαντεία του αρχαίου κόσμου, είναι εμφανής η επανάληψη συγκεκριμένων φυσικών, τοπογραφικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων. Η ίδια επανάληψη παρατηρείται και στις σχετικές λογοτεχνικές αναφορές της ελληνικής και λατινικής γραμματείας, γεγονός που ενίοτε προκαλούσε συγχύσεις ως προς τις τοποθεσίες των μαντείων. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα ίδια τοπογραφικά χαρακτηριστικά εντοπίζονται και στη μυθολογική εικόνα του βασιλείου του Άδη. Στα εν λόγω στοιχεία κυρίαρχη θέση διαθέτει η μορφή του σπηλαίου, η οποία είναι παρούσα, έστω έμμεσα, και στα τέσσερα μεγάλα νεκρομαντεία, και στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρήθηκε ότι οδηγούσε ή αποτελούσε προθάλαμο του Κάτω Κόσμου, οπότε καθιστούσε το μέρος κατάλληλο για την τέλεση νεκρομαντικών τελετών. Η παρατήρηση αυτή είναι ήδη πολύ παλιά· τον 5ο αιώνα μ.Χ. ο Θεοδώρητος χαρακτήρισε συνολικά τα νεκρομαντεία ΄΄σκοτεινότατα σπήλαια΄΄ (Odgen, 2011:54). Συγκεκριμένα, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα συνιστά το σπήλαιο στο ψυχοπομπείο του Ταινάρου, το οποίο φαίνεται πως ήταν το κέντρο, το άδυτο, όλου του ιερού και, πιθανόν, ο τόπος από τον οποίο ξεκίνησε η χθόνια λατρευτική παράδοση της περιοχής. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν ο αρχαϊκός ΄΄σπηλαιώδης΄΄ ναός που αναφέρει ο Παυσανίας αυτός που αποτέλεσε την Πύλη του Κάτω Κόσμου, και έδωσε το έναυσμα για την εγκαθίδρυση της χθόνιας λατρείας, και κατ΄ επέκταση την ανάπτυξη της νεκρομαντείας. Ως ΄΄σπηλαιομαντείο΄΄ αναφέρεται και αυτό της Ηράκλειας του Πόντου, όπου, κατ΄ αντιστοιχία με αυτό του Ταινάρου, το μαντείο θεωρήθηκε ότι ιδρύθηκε με βάση τη σπηλιά-στόμιο προς τον Άδη. Η σύνδεση του νεκρομαντείου της Αβέρνης με κάποια σπηλιά, ωστόσο, φαίνεται να είναι μεταγενέστερη της ίδρυσής του, και οφείλεται στην οικειοποίηση σχετικών μύθων. Πρώτος ο Βιργίλιος στην Αινειάδα συνδέει σαφώς το νεκρομαντείο τόσο με την προφήτισσα Σίβυλλα, όσο και με κάποιο μαντικό σπήλαιο. Δυσκολότερη είναι η σύνδεση του νεκρομαντείου της Εφύρας με κάποιο σπήλαιο ή στόμιο, το οποίο να σχετίζεται με τον Άδη ή με την τέχνη της νεκρομαντείας. Αν και δεν αναφέρεται σε καμία αρχαία πηγή συσχετισμός του ηπειρωτικού νεκρομαντείου με σπηλιά, είναι πιθανό ολόκληρο το ιερό να οικοδομήθηκε πάνω από μία τέτοια, η οποία, κατά τον Δάκαρη, στη συνέχεια λαξεύτηκε και διαμορφώθηκε στην ιερή υπόγεια κρύπτη (Δάκαρης, 1993).

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 136

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΩΝ Τα τέσσερα νεκρομαντεία, καθώς και όλα τα χθόνια ιερά (π.χ. Τροφώνιο Άνδρο), σχετίζονται με ένα σπήλαιο, ανεξαρτήτου μεγέθους, ακόμα και όταν δεν αποτελεί τον πυρήνα των ψυχαγωγικών τελετών. Προσφέρει, ωστόσο, αδιαμφισβήτητα τον καταλληλότερο τόπο για τελετές, μυήσεις, και γενικά το σύνολο των τελετουργιών της χθόνιας λατρείας, διότι σχετίζεται εύκολα, και ανέκαθεν, σημασιολογικά τόσο με το θάνατο όσο και με τη γη. Ως υπόγειος τόπος προσομοιάζει στην μυθολογική εικόνα του βασιλείου των νεκρών, αν και δεν είναι απίθανο ο μύθος να δανείστηκε τα μορφολογικά στοιχεία του σπηλαίου προς διαμόρφωση του Άδη· και σε αυτήν την περίπτωση, η επιλογή της μορφής της σπηλιάς δεν πρέπει να θεωρηθεί ασήμαντη ή τυχαία. Στην προσέγγιση αυτή συνάδει και το γεγονός ότι από πολύ νωρίς ο άνθρωπος έδωσε πένθιμη χροιά στα σπήλαια, χρησιμοποιώντας τα για τάφους, συνδέοντάς τα ακόμα πιο στενά με την έννοια του θανάτου. Επιπλέον, το σπήλαιο είναι μορφή κατ΄εξοχήν χθόνια, δηλαδή σχετική με γη και τη λατρεία της, καθώς διαμορφώνεται από την ίδια τη γη και αυτή συμβολίζει. Όταν ένας επισκέπτης μπαίνει μέσα σε ένα σπήλαιο, στην ουσία εισβάλει μέσα στη γη. Για το λόγο αυτό, οι υποχθόνιοι τόποι των σπηλαίων είναι ιδανικοί για τη λατρεία της γης, της γονιμότητας και της ευκαρπίας, έννοιες οι οποίες τελικά σχετίζονται ξανά με αυτή του θανάτου και του ΄΄κόσμου΄΄ του, ώστε τελικά το σπήλαιο να εμφανίζει μια καθολικά χθόνια φυσιογνωμία. Επόμενο χαρακτηριστικό της μορφολογίας των τοποθεσιών των νεκρομαντείων είναι η γειτνίασή τους με το νερό, και συνηθέστερα με λίμνη ή ποταμό. Το μυθολογική εικόνα του βασιλείου του Κάτω Κόσμου εμφανίζει ένα πλέγμα ποταμών και λιμνών (Αχέροντας, Πυριφλεγέθων, Κωκυτός, Αχερουσία, Στύγα), ενώ το νερό στην ελληνική λατρεία φέρει ανέκαθεν χθόνιες ιδιότητες. Για δύο από τα νεκρομαντεία αποτέλεσε νεκρομαντικό κέντρο μία άορνη λίμνη: αυτά του Αχέροντα και της Αβέρνης. Αυτή η αντιστοιχία, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι συμπτωματική, καθώς το νεκρομαντείο της Αβέρνης φαίνεται να ιδρύθηκε κατά τρόπο ανάλογο με αυτό της Ηπείρου (Odgen, 2011:100). Και στις δύο περιπτώσεις, μια βαλτώδης και χωρίς ζωή λίμνη έγινε ο πυρήνας του νεκρομαντικού ιερού, και τα νερά της πιθανόν να χρησιμοποιήθηκαν κατά τις νεκρομαντικές ιεροτελεστίες. Αντίθετα, στο ψυχοπομπείο του Ταινάρου, το υγρό στοιχείο αντιπροσωπεύεται από τη θάλασσα, η οποία φθάνει σε πολύ μικρή απόσταση από το ιερό, και δευτερευόντως, από τη μαγική–μαντική πηγή, για την οποία κάνει λόγο στα Λακωνικά ο Παυσανίας124. Όσον αφορά στο νεκρομαντείο της Ηράκλειας, στην ευρύτερη περιοχή αναφέρονται ο ποταμός Αχέροντας και η λίμνη Αχερουσιάδα, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ενδείξεις συσχετισμού τους με το μαντείο, πέραν της ταυτοσημίας των ονομάτων με αυτά του Κάτω Κόσμου και του νεκρομαντείου της Εφύρας. Η παρουσία του υγρού στοιχείου στα μαντεία, αλλά και γενικά στους ιερούς χώρους έχει εξαιρετική σημασία και συμβολισμό. Διαχρονικά και διαπολιτισμικά ΄΄συμβολίζει το σύνολο των δυνατοτήτων, είναι fons et origo, η παρακαταθήκη όλων των δυνατοτήτων της ύπαρξης· προηγείται κάθε μορφής και 124

Παυσανίας Λακωνικά Γ. 25. 8


ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΩΝ

Η έννοια της ΄΄αναγέννησης΄΄ εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο (Burkert, 1993:564). 125

137

φέρει κάθε δημιουργία΄΄ (Eliade, 2002:115). Γενική και πανάρχαια είναι επίσης η πίστη στη ζωογόνα δύναμη του νερού. Η ανάδυση μέσα από το νερό σχετίζεται με την κοσμογονική πράξη της μορφοποίησης, ενώ το βύθισμα στο νερό με την επιστροφή στο άμορφο, την επανασυναρμογή στην αόριστη κατάσταση της προΰπαρξης125. Αυτή την ιδιότητα του νερού φαίνεται να είχε ως βάση η πεποίθηση ότι οι σκιές των νεκρών εμφανίζονταν μέσα από το νερό της λίμνης στο νεκρομαντείο της Αβέρνης (Odgen, 2011:101). Εκτός από την αναγέννηση, το νερό συμβόλιζε στη λατρεία και την κάθαρση, εφόσον του αποδίδονταν ισχυρές εξαγνιστικές ιδιότητες. Ως διαδεδομένο σύμβολο και μέσο εξαγνισμού, το νερό αποτέλεσε βασικό στοιχείο στις ελληνικές τελετές καθαρμού, αλλά σε όλες τις λατρευτικές πράξεις που απαιτούσαν απομάκρυνση της μιαρότητας και αγνότητα (Burkert, 1993:176). Γενικό πλαίσιο στα νεκρομαντεία, και γενικά στα ιερά χθόνιου χαρακτήρα, ήταν επίσης η πυκνή βλάστηση, η οποία και διαμόρφωνε το απαραίτητο σκιερό, ΄΄σκοτεινό΄΄, τοπίο. Στις περιπτώσεις του Αχέροντα και της Αβέρνης, αναφέρεται σαφώς στις αρχαίες πηγές η ύπαρξη πυκνού δάσους τριγύρω (στον Αχέροντα πιθανόν αποτελούσε και μέρος της μυσταγωγίας του πιστού κατά την προετοιμασία του), ενώ το ίδιο αποδεικνύεται και για το σπηλαιομαντείο της Ηράκλειας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαιο για το Ταινάριο ιερό, λόγω της φυσικής μορφολογίας της περιοχής, αλλά και της έλλειψης σχετικών βιβλιογραφικών αναφορών. Εκτός από τα βασικά τοπογραφικά, αλλά και συμβολικά, στοιχεία που εντοπίζονται στα νεκρομαντεία, συνήθη είναι και μερικά ακόμα σχετικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνδέονται ως επί το πλείστον με αυτά που ήδη αναφέρθηκαν. Κοινό μοτίβο στα νεκρομαντικά ιερά είναι η σκοτεινή ατμόσφαιρα που φαίνεται να επικρατεί. Το σκοτάδι επιβάλλεται είτε λόγω της πυκνής βλάστησης που εμποδίζει το ηλιακό φως, είτε επειδή οι λατρευτικοί χώροι είναι υπόγειοι. Το σκοτάδι δυσχεραίνοντας την οπτική αντίληψη, φαίνεται να αντιπροσωπεύει το άγνωστο και απόκρυφο, προκαλώντας δυνατά αισθήματα φόβου στον επισκέπτη και διαμορφώνοντας μυστηριακή ατμόσφαιρα. Στο περιβάλλον του σπηλαίου, σκοτάδι και φως αλληλοσυμπληρώνονται και οι συσχετισμοί τους διαρκώς μεταβάλλονται, ενώ η μυστηριακή σύνθεσή τους μπορεί να αποκαλύψει συμβολισμούς, ή να εντείνει την πνευματικότητα του ιερού χώρου, οδηγώντας σε υπερβατικές αναζητήσεις, υπηρετώντας πιστά τη τελετουργική ατμόσφαιρα που απαιτούν οι νεκρομαντικές ιεροτελεστίες. Επίσης, στη σχέση φωτός –σκοταδιού ενέχεται το ίδιο δίπολο αντιθέτων, όπως με τους δύο κόσμους που συναντώνται (ή συγκρούονται) στα νεκρομαντεία· το σκοτάδι είναι ένα μέρος της εμπειρίας για το φως και είναι απαραίτητο για να ολοκληρωθεί η αποκάλυψη του φωτός. Είναι η μεταξύ τους αντίθεση που δίνει υπόσταση στην κάθε κατάσταση, καθώς καθεμία προϋποθέτει την αντίθετη για την ύπαρξή της. Ένας σκοτεινός χώρος περιγράφεται από τον Minkowski ως χώρος που βιώνεται κάτω από συνθήκες αποπροσωποίησης. Στη διάκρισή του σε σχέση με

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 138

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ

ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΩΝ ένα φωτεινό τόπο, θεωρεί τον σκοτεινό χώρο ζωντανή οντότητα, ο οποίος, παρά την έλλειψη του οπτικού βάθους ή της οπτικής επέκτασης, γίνεται αντιληπτός ως βαθύς: ΄΄Μία αδιαφανής και απεριόριστη σφαίρα όπου όλες οι ακτίνες είναι ίδιες, μαύρες και μυστηριώδεις΄΄· τόσο ο Minkowski όσο και ο Callois υιοθετούν τη στάση ότι το σκοτάδι δεν είναι απλά η απουσία φωτός. Επιπλέον, ο πρώτος, υπογραμμίζοντας την έλλειψη διάκρισης ενός υποκειμένου/αντικειμένου μέσα στο σκοτάδι, διατυπώνει: ΄΄ο σκοτεινός χώρος με περιβάλλει πανταχώθεν και διεισδύει μέσα μου πολύ βαθύτερα από ότι ο φωτεινός χώρος· η διάκριση μεταξύ μέσα και έξω και συνεπώς τα αισθητήρια όργανα επίσης, στο βαθμό που αυτά είναι σχεδιασμένα για εξωτερική αντίληψη, παίζουν εδώ ένα μέτριο μόνο ρόλο’’ (Vidler, 1992:174-175). Η χρήση σπηλαίων, επίσης, συνεπάγεται πως τα μαντεία εγκαθίστανται κοντά σε βράχους ή λόφους, και για το λόγο αυτό η πρόσβαση είναι δύσκολη από ξηράς. Ήδη από τις αρχαίες περιγραφές για τα νεκρομαντεία του Αχέροντα και του Ταινάρου είναι γνωστό πως ήταν ευκολότερη η πρόσβαση από ύδατος (από το ποτάμι και τη θάλασσα αντίστοιχα). Η δυσκολία στην πρόσβαση μπορεί ακόμα να ερμηνευτεί ως μέρος της προκαταρκτικής διαδικασίας, εν είδει εξαγνισμού, πριν την τελετή. Επιπλέον, είναι σαφές ότι γύρω από το σπήλαιο ή τη λίμνη, που αποτέλεσαν το κέντρο της χθόνιας λατρείας και των νεκρομαντικών τελετουργικών, σημειώνεται αρχιτεκτονική δημιουργία, στοιχειώδης κατά περιπτώσεις, αλλά ικανή για να επισημανθεί με ανθρώπινα μέσα ο ιερός χώρος. Τέλος, το σημαντικότερο στοιχείο το οποίο διεκδικούν εξίσου και οι τέσσερις τοποθεσίες, αλλά και πολλές ακόμα σε όλο τον ελλαδικό χώρο, είναι η πίστη ότι αποτελούν κατώφλι του βασιλείου του Άδη. Η έννοια της Πύλης είναι δυναμικά παρούσα στις μυθικές αφηγήσεις των τεσσάρων νεκρομαντείων, αλλά και στην ευρύτερη διαμόρφωση του χώρου, φυσική ή τεχνητή. Προσδίδει στα μέρη αυτά την ιδιαίτερη χροιά του μεταβατικού τόπου, του τόπου μεταξύ δύο, εκ διαμέτρου αντίθετων, κόσμων, ανάγοντας την ερμηνεία των ιερών αυτών σε μια ευρύτερη φιλοσοφική και θεολογική βάση, και επισημαίνοντάς τα ως σκηνικά τελετών με κεντρικό θέμα τη μετάβαση–διάβαση.


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΩΣ ΚΑΤΩΦΛΙ ΣΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

Ο

139

ΘΆΝΑΤΟΣ συνιστά μια ετερότητα εξ΄ορισμού άγνωστη και επίφοβη για την εμπειρία της ζωής, και για το λόγο αυτό το κατώφλι του θανάτου απαιτεί σύνθετες και πολύμορφες τελετές. Το κατώφλι και η πύλη υποδεικνύουν με άμεσο και συγκεκριμένο τρόπο την άρση της τοπικής συνέχειας και στο σημείο αυτό βρίσκεται η μεγάλη θρησκευτική σημασία τους· είναι ταυτόχρονα σύμβολα και μεσολαβητές της μετάβασης (Eliade, 2002:24). Στον ιδιαίτερο χώρο των νεκρομαντείων, το κατώφλι υποδηλώνει την απόσταση ανάμεσα στους δύο τρόπους ύπαρξης, στους δύο κόσμους· είναι το φράγμα, το όριο που διαχωρίζει τους δύο κόσμους, και ταυτόχρονα, ένας παράδοξος τόπος όπου οι δύο κόσμοι συναντώνται (Eliade, 2002:23). Εκεί, στο πραγματικό και συμβολικό σημείο σύναψης των δύο κόσμων, γίνεται η ένωση και η αντιπαράθεσή τους. Το άδυτο του νεκρομαντείου, εκεί που διαρρηγνύεται το όριο προς την ετερότητα του θανάτου, ανήκει και σε αμφότερες τις καταστάσεις, σε δύο συμβολικά σύμπαντα, που μπορούν να βρίσκονται ταυτόχρονα σε σχέση αντίθεσης και ομολογίας, ενώ το συμβολικό του περιεχόμενο θεμελιώνεται εξίσου ως προς τα δύο πλαίσια αναφοράς. Στην ιδιαίτερη αυτή χωρική κατάσταση, όπου ο κόσμος του θανάτου αποτελεί πόλο αντίθεσης για αυτόν της ζωής, εξασφαλίζεται η λειτουργία του συμβολικού συστήματος, καθώς τα στοιχεία που το συγκροτούν παίρνουν τη συμβολική αξία και πρόσημο ανάλογα με το πλαίσιο αναφοράς στο οποίο εντάσσεται κάθε φορά η ερμηνεία τους. Το νεκρομαντείο αποκτά του νόημά του μέσα από τις πρακτικές που το χρησιμοποιούν, που λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια της πραγματικής ή συμβολικής διάβασης που συμβαίνει στη νεκρομαντική ιεροτελεστία. Το κατώφλι επισημαίνει και προειδοποιεί για μια χωρική αλλαγή· είναι ο μεταβατικός τόπος και χρόνος, όπου εκπληρώνεται η εμπειρία της αλλαγής. Είναι, επίσης, χώρος εξασθένισης μίας χωρικής ενότητας και ο χώρος προετοιμασίας για την είσοδο σε μια επόμενη. ΄΄Στο κατώφλι προσωποποιείται ο διαχωρισμός ανάμεσα στο ΄΄εκτός΄΄ και το ΄΄εντός΄΄, όπως και η δυνατότητα της μετάβασης από τη μία ζώνη στην άλλη. Ιδιαίτερα όμως οι εικόνες της γέφυρας και της στενής πύλης εκφράζουν την ιδέα της επικίνδυνης μετάβασης και γι΄αυτό κυριαρχούν στη μυθολογία και στις τελετές ταφής και μύησης. Μύηση, θάνατος, μυθική έκσταση, απόλυτη γνώση και πίστη αντιστοιχούν σε μια μετάβαση από τον ένα τρόπο ύπαρξης σε άλλον και επενεργούν μια αυθεντική οντολογική μεταβολή.΄΄επισημαίνει ο M. Eliade (Eliade, 2002:160). Τα κατώφλια εμφανίζονται ως τόποι που εγκυμονούν αλλαγές· διασχίζοντας το κατώφλι προς ένα τόπο, ο ΄΄διαβάτης΄΄ υφίσταται μια συνολική εμπειρία συμβολικής ή πραγματικής μετάβασης, μια εμπειρία αλλαγής. Κατά τον Bourdieu, η σημασία και η συμβολική αξία του κατωφλιού δεν είναι δυνατό να γίνουν πλήρως κατανοητές αν δεν γίνει φανερό πως το κατώφλι οφείλει τη λειτουργία του, ως μαγικού ορίου, στο γεγονός ότι αποτελεί τόπο συνάντησης αντιθέτων, και παράλληλα τόπο μιας λογικής αντιστροφής, και πως, σαν αναγκαίο σημείο συνάντησης και διάβασης ανάμεσα σε δύο χώρους, αποτελεί την περιοχή –μέρος ενός περίτεχνου συμβολικού μηχανισμού- όπου ο κόσμος αναστρέφεται (Βourdieu, 1990:282). Ποιότητες και συμβολισμοί εναλλάσσονται και τελικά επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητα του ενδιάμεσου

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 140

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ

ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΩΣ ΚΑΤΩΦΛΙ ΣΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ αυτού χώρου, του κατωφλίου. Η έννοια του ενδιάμεσου ενυπάρχει σε οποιοδήποτε δίπολο ή ζεύγος. Οι ενδιάμεσοι τόποι είναι αυτοί όπου αλληλεπιδρούν μεταξύ τους χωρικές ενότητες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, χωρικές ετερότητες. Η μετάβαση από το ένα χωρικό στοιχείο στο άλλο συνεπάγεται πρώτα το πέρασμα από την ενδιάμεση ζώνη. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, ο ενδιάμεσος τόπος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την έννοια του ορίου, χωρίς να ταυτίζεται με αυτό, η οποία προϋποθέτει μια βασική πράξη, αυτή της διαίρεσης. Η αναγνώριση μιας διαίρεσης, ώστε να γίνει δυνατή η υπέρβαση και όχι η εξάλειψή της, θα μπορούσε να είναι εμβληματική μιας στάσης που παρέχει τις βάσεις για τη διαπραγμάτευση ανάμεσα σε διαφορετικές ταυτότητες, καθώς αποκτούν επίγνωση της αλληλεξάρτησής τους (Simmer, 1997:69). Η διαίρεση γίνεται αντιληπτή χάρη στην έννοια του ορίου, το οποίο αποτελεί το σύνορο μεταξύ των ετεροτήτων, και πρόκειται για μια ένδειξη αλλαγής. Παράλληλα, αφορά σε μια ευρύτερη περιοχή που λειτουργεί ως ζώνη ενδιάμεσης ταυτότητας, μετάβασης μεταξύ ενός αρχικού και ενός τελικού, διαθέτοντας, συνεπώς, χωρική υπόσταση. Η ιδιότητά του να αποτελεί αφενός τέλος για κάτι και αφετέρου αρχή για κάτι άλλο προσδίδει στο όριο διττή ταυτότητα· σε αυτό, δύο ενότητες αντιτίθεται, συμπληρώνονται, συμπλέκονται και μεταλλάσσονται, ώστε, τελικά, το όριο και ο ενδιάμεσος χώρος που θεμελιώνει να συνιστούν κρίσιμη απόληξη κάθε ενότητας. Ωστόσο, παράλληλα με το διαχωρισμό που το όριο επιφέρει, προσφέρει και τη δυνατότητα επαφής και επικοινωνίας των δύο ετεροτήτων, μέσω σημείων διάρρηξής του. Η πύλη, και το κατώφλι ευρύτερα, είναι το απόλυτο σύμβολο της διάρρηξης του ορίου, επιτρέποντας τη σύνδεση των δύο πλευρών. Το κατώφλι αποτελεί το κλειδί για τη μετάβαση και τη σύνδεση των δύο ετεροτήτων που προκύπτουν, οι οποίες διεκδικούν, με διαφορετικό τρόπο, την οικειοποίηση του ενδιάμεσου χώρου. Συνεπώς, επέρχεται μία μερική ανάμειξη των δύο, καθώς η μία επεκτείνει την επιρροή της εις βάρος της άλλης, ώστε να μεταβάλλονται οι ενδιάμεσες συνθήκες. Αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός υβριδικού χώρου, όπου γεννώνται οριακές εμπειρίες, και η μετάβαση διανοίγεται μοιραία προς το άγνωστο, το οποίο, σαν απειλητική ετερότητα, παραμονεύει στις παρυφές τους. Άλλωστε, είναι εγγενές στην υπόσταση του κατωφλίου το δέος προς το μετεωρισμό (Σταυρίδης, 1999:107-121). Όσο μεγαλύτερος είναι ο ενδιάμεσος χώρος επιρροής των δύο διαφορετικών ποιοτήτων εκατέρωθεν, τόσο αποκτά νόημα ως χωρική διαδικασία προετοιμασίας, αλλαγής, εισόδου και εξόδου, ώστε η διαδικασία διάβασης να καταλήγει συχνά να έχει χαρακτηριστικά τελετουργίας. Οι ανθρωπολόγοι έχουν δώσει παραδείγματα χώρων που χαρακτηρίζουν και στεγάζουν περιόδους τελετουργικής μετάβασης από μια κατάσταση σε μια άλλη. Ο Van Gennep ονόμασε τις εκδηλώσεις ανάλογου τυπικού ΄΄διαβατήριες τελετές΄΄, ορίζοντας τις ως ΄΄τελετές που συνοδεύουν οποιαδήποτε αλλαγή θέσης, κατάστασης, κοινωνικής θέσης και ηλικίας΄΄ (Turner, 1989:94-95), συνδέοντας τις τελετές αυτές με χώρους που συμβολίζουν τη μετάβαση, ενώ όρισε και τα τρία στάδια της τελετής. Στο πρώτο στάδιο, ο μυούμενος απομονώνεται, και στο δεύτερο μετέχει


ΤΟ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΟ ΩΣ ΚΑΤΩΦΛΙ ΣΤΗΝ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ

141

σε ένα σύνολο εμπειριών, οι οποίες συνιστούν το μεταβατικό βήμα και έχουν τη μορφή δοκιμασίας. Στη διάρκεια των εμπειριών αυτών, το άτομο θεωρείται χωρίς ταυτότητα, βρίσκεται στο όριο. Το τρίτο στάδιο συνίσταται από την επανένταξη του μυημένου στο κοινωνικό σύνολο, έχοντας νέα χαρακτηριστικά, δυνάμεις, γνώση· νέα ταυτότητα. Η επανένταξη, ωστόσο, είναι εφικτή μόνο εφόσον η μετάβαση στέφθηκε με επιτυχία και το κατώφλι διασχίστηκε επιτυχώς (Σταυρίδης, 1999:107-121). Επίσης, οι κίνδυνοι του κατωφλιού συμπλέκονται με τις αρετές του· διανοίγοντας διόδους επικοινωνίας, ανοίγονται και απειλητικοί δίαυλοι. Για το λόγο αυτό, με τη μεσολάβηση τελετών εξαγνισμού ή προστατών θεών, οι τόποι μετάβασης φαίνεται να επιβλέπονται, ώστε να αποφευχθεί η όποια παράβαση ή βεβήλωση της ιερότητας. Ανάλογα στάδια και φάσεις διακρίνονται και στην προετοιμασία (μύηση) του ατόμου που πρόκειται να λάβει μέρος σε νεκρομαντική τελετή. Τα τελετουργικά βήματα παραμένουν ίδια, με μικρές διαφορές στο συμβολισμό και την ερμηνεία των στοιχείων, ενώ και το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι, κατ΄ ουσίαν το ίδιο: η διάσχιση του κατωφλιού με επιτυχία, η μετάβαση στην ετερότητα και η επιτυχής επιστροφή από αυτή. Εν προκειμένω, το άτομο εισέρχεται, κατόπιν προετοιμασίας-μύησης, στον αμφίσημο και ανοίκειο χώρο του κατωφλιού-νεκρομαντείου και επιχειρεί τη συμβολική μετάβαση σε έναν αντίθετο κόσμο, αυτό του θανάτου. Οι ενδιάμεσοι χώροι είναι χώροι που οφείλουν να διασχίζονται, καθώς οι ΄΄μεταβατικές ταυτότητες΄΄ δεν παύουν να είναι ταυτότητες (Benjamin, 1992:252). Η ύπαρξή τους εξαρτάται από τη διάσχισή τους με τρόπο πραγματικό ή συμβολικό, εφόσον κατ΄ουσίαν πρόκειται για αμφίσημα χωρικά περάσματα. Η χωρικότητα του κατωφλιού μπορεί να αναπαριστά τα όρια μιας χωροχρονικής εμπειρίας. Ίσως το νεκρομαντείο είναι ένα παράδειγμα που μπορεί να περιγράψει ένα τέτοιο χωρικό δίκτυο που παρέχει δυνατότητες συνάντησης, ανταλλαγής και αμοιβαίας αναγνώρισης, μεταξύ ετεροτήτων, καθώς εμφανίζεται δυνητικά ανοιχτό προς τη ριζική ετερότητα.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΨΗΛΑΦΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΩΝ


142

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

143


144

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Τ

Υπάρχουν πολλά από τη νεκρομαντεία που μπορούν να συσχετιστούν με τη γηγενή αιγυπτιακή παράδοση, αμφισβητείται όμως ότι αυτή είχε οποιαδήποτε επίδραση στην αρχική ελληνική νεκρομαντεία (Odgen, 2011:181). 126

145

ΌΣΟ η τέχνη της νεκρομαντείας όσο και τα νεκρομαντεία, ως τόποι και ως αρχιτεκτονική, καλύπτονται από ένα γοητευτικό πέπλο μυστηρίου. Οι σχετικές αρχαίες λογοτεχνικές πηγές είναι λιγοστές, και συχνά δεν είναι δυνατόν να ερμηνευτούν μονοσήμαντα, ώστε τα εξερχόμενα συμπεράσματα να είναι ασφαλή και απόλυτα. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι, παρόλο που μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, βάσει της ορθολογιστικής σκέψης του συγχρόνου δυτικού κόσμου, η νεκρομαντεία και τα ιδιαίτερα ιερά της θεωρούνταν αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας, σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτή η αντίληψη είναι αβάσιμη. Η τέχνη της νεκρομαντείας υφίστατο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο , όπως αποδεικνύεται από αρχαιολογικά ευρήματα ή από τα διασωθέντα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Εξετάζοντας το φαινόμενο της νεκρομαντείας, δεν είναι εύκολο να καταταχθεί σαφώς στις πρακτικές της χθόνιας λατρείας, της μαγείας, της μαντικής τέχνης, ή να θεωρηθεί ότι αποτελεί ένα συνδυασμό των παραπάνω. Η κατάταξή της δυσχεραίνεται ακόμα περισσότερο λόγω έλλειψης αποδείξεων σχετικά με την καταγωγή των τελετών αυτών και τη αβέβαιη συσχέτισή τους με άλλες παραπλήσιου χαρακτήρα126. Ωστόσο, ασφαλέστερος ίσως φαίνεται ο χαρακτηρισμός της ως ένας συμβολικός τρόπος μαντικής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι αρχαίες λογοτεχνικές πηγές συχνά ερμηνεύονται με τέτοιο τρόπο ώστε οι νεκρομαντικές τεχνικές να ταυτίζονται με άλλες γνωστές τεχνικές προφητείας, όπως την ονειρομαντεία (εκκόλαψη) και τη λεκανομαντεία. Η σύγχυση αυτή μεταξύ των ειδών μαντείας στις νεκρομαντικές ιεροτελεστίες δεν αποκλείεται να υπαινίσσεται ότι δεν είναι δυνατή η αληθινή νεκρομαντεία (επικοινωνία με το νεκρό σε πραγματικό χώρο και χρόνο), αλλά ότι πρόκειται για μια συμβολική επικοινωνία, μια διανοητική και όχι σωματική εμπειρία. Εν πάση περιπτώση, η νεκρομαντεία αποτελεί έναν ξεχωριστό και συχνά επικίνδυνο τρόπο για τη λήψη προφητείας για το μέλλον, αλλά και για την κατάκτηση μυστικής-

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 146

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ απόκρυφης γνώσης σχετικά με το φαινόμενο του θανάτου και της μεταθανάτιας ύπαρξης. Εμφανίζεται δε σαν έναν από τους διεισδυτικότερους τρόπους μαντείας, αν και συνήθως επιλεγόταν για τη λήψη απάντησης σε ερωτήματα σχετικά με το θάνατο, ή για την επικοινωνία με συγκεκριμένο νεκρό (Odgen, 2011:284). Πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ στις νεκρομαντικές τελετές παρουσιάζεται έντονα το εσχατολογικό στοιχείο, φαίνεται πως είχαν μάλλον παρηγορητική λειτουργία έναντι του θανάτου. Ο Odgen σχολιάζει ότι ΄΄παρά τη θεωρητική δύναμη της νεκρομαντείας, οι νεκρομαντικές προφητείες της λογοτεχνικής παράδοσης είναι μάλλον αδύναμες, επειδή οι συγγραφείς ασχολούνται περισσότερο με τις ιεροτελεστίες τους παρά τις προφητείες αυτές καθαυτές΄΄ (Odgen, 2011:285). Η επικοινωνία με το νεκρό προϋποθέτει πως η ψυχή, η σκιά του, υπάρχει και μετά το θάνατο. Με άλλα λόγια, η νεκρομαντεία βασίζεται στην πεποίθηση μιας κάποιας μεταθανάτιας κατάστασης του ανθρώπου, πεποίθηση που επιδρά εφησυχαστικά στον ανθρώπινο ψυχισμό, διαχρονικά και διαπολιτισμικά. Ενισχυτικό είναι το γεγονός ότι ο νεκρός αποκτά δυνάμεις, πρόγνωσης του μέλλοντος ή πρόκλησης συμφορών. Παρόμοια παρηγορητική δράση έχει και η δυνατότητα επικοινωνίας που προσφέρει η νεκρομαντεία με προγόνους, ή η δυνατότητα εξευμενισμού του νεκρού, για την αποφυγή της δυσμένειάς του. Επιπλέον, προσφέρει την ψευδαίσθηση γνώσης του κόσμου του θανάτου, αντίστοιχη με αυτή των ελληνικών μυστηρίων ή των αιρέσεων, γεγονός που περιορίζει πιθανόν τον ενστικτώδη ανθρώπινο φόβο προς το θάνατο. Έχοντας ως βάση τη νεκρομαντική μυσταγωγία που φαίνεται να ακολουθούνταν στο νεκρομαντείο του Αχέροντα, σύμφωνα με τον Σ. Δάκαρη, καθώς για τα υπόλοιπα νεκυομαντεία τα στοιχεία για την τελετή είναι από μηδαμινά έως ανύπαρκτα, μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιωκόταν η δημιουργία ελεγχόμενης φαντασίωσης στον πιστό-επισκέπτη του μαντείου. Τόσο η πολυήμερη σωματική και πνευματική προετοιμασία, όσο και η αρχιτεκτονική του ιερού, με τους πολλαπλούς διαδρόμους και την ανηχοϊκή κρύπτη ως αναπαράσταση του Άδη, συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας σχεδόν ΄΄εικονικής΄΄ πραγματικότητας στην οποία εισέρχεται ο πιστός. Ωστόσο, η πραγματικότητα αυτή, σαν ένα είδος κατασκευασμένης φαντασίωσης, βιώνεται εξαιρετικά έντονα από το χρηστηριαζόμενο, ώστε τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίωσης να συγχέονται και να γίνονται δυσδιάκριτα. Κατά τον Ν. Σιδέρη, ΄΄η φαντασίωση είναι ένα σκηνικό δημιούργημα που συσχετίζει μία εκδοχή υποκειμένου και μία έκφανση αντικειμένου μέσω μιας πλοκής που οδηγεί σε αίσια έκβαση΄΄ (Σιδέρης, 2006:50). Στην περίπτωση της νεκρομαντικής τελετής, η οποία αποτελεί ακριβώς την πλοκή της επιδιωκόμενης φαντασίωσης, ο χρηστηριαζόμενος είναι το υποκείμενο, ο οποίος βιώνει τη φαντασίωση, και η αίσια έκβαση ταυτίζεται με την επιτυχή ολοκλήρωση της τελετής. Χάρη στην ανάλογη προκαταρκτική διαδικασία προετοιμασίας, ο μετέχων στην τελετή βρίσκεται σε ασταθή συνειδησιακή και πνευματική κατάσταση, γεγονός που επιτρέπει στην κατασκευασμένη φαντασίωση να διατυπωθεί στην ασυνείδητη πρωτοταγή δομή της (κατά τον Freud), συγκροτημένη με ΄΄παραστάσεις πραγμάτων΄΄ (Σιδέρης, 2006:50)· βιώνεται έντονα, δηλαδή,


147

ακόμα και στη μορφή της αναπαράστασης. Καθοριστικός, επίσης, είναι ο ρόλος της πίστης στην αυθεντικότητα της τελετουργίας αλλά και το γενικότερο μυθολογικό ή φιλοσοφικό πλαίσιο στο οποίο αυτή έγκειται. Αν και η νεκρομαντική τελετή φαίνεται να έχει έντονο ψυχολογικό και πνευματικό αντίκτυπο, είναι η ατομική πίστη του χρηστηριαζόμενου αυτή που θα τον πείσει πως ό, τι βιώνει είναι πραγματικότητα, και δεν αποτελεί δημιούργημα του μυαλού του ή απλά μια ψευδαίσθηση. Στην ουσία, η πίστη σε συνδυασμό με τις κατάλληλες συνθήκες, οι οποίες έχουν προκύψει από την τελετουργία, συμβάλλει ώστε να επιτευχθεί η αυθυποβολή του πιστού στη φαντασίωση που πρόκειται να βιώσει. Όταν αυτή κατακτηθεί, απορρίπτονται οι όποιες αμφιβολίες ή τάσεις αμφισβήτησης, ώστε η συμβολική αναπαράσταση να μπορεί να πάρει μέγεθος πραγματικού γεγονότος για τον μετέχοντα. Κατά τη διάρκεια της νεκρομαντικής τελετουργίας, ο πιστός έρχεται αντιμέτωπος με έναν από τους μεγαλύτερους ανθρώπινους φόβους και απόλυτη ετερότητα, το θάνατο. Είναι σαφές ότι η προηγηθείσα μυσταγωγική προετοιμασία στοχεύει ακριβώς στο να φέρει το χρηστηριαζόμενο στο ανάλογο ψυχικό και πνευματικό επίπεδο, ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση ετερότητας. Ωστόσο, βασικό στοιχείο της προετοιμασίας είναι η απομόνωση του πιστού, στο σκοτάδι συνήθως, όπου αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσει για να επιτύχει είναι ο εαυτός του. Μέσα στη μυστηριακή ατμόσφαιρα του χθόνιου ιερού, συμβαίνει στον πιστό μια βιωματική ενδοσκόπηση του ψυχισμού του, υποβοηθούμενη από το έμπειρο ιερατείο. Είναι πιθανόν, λοιπόν, η εμπειρία που βίωνε ο επισκέπτης του νεκρομαντείου να ήταν μια βαθιά ψυχαναλυτική διαδικασία, η οποία στόχευε στη διαμόρφωση κατευθυντήριων γραμμών δράσης ως απάντηση στο ερώτημα που αυτός έθετε. Σε πολλές περιπτώσεις, άλλωστε, στα αρχαία κείμενα οι μάντεις παρουσιάζονται να αποφασίζουν τι είναι θεμιτό και τι όχι, χωρίς όμως να καθορίζουν ποια θα είναι η έκβαση. Συνεπώς, η βοήθεια που οδηγεί στη λήψη απόφασης και η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης είναι σπουδαιότερη από την αληθινή πρόγνωση (Burkert, 1993:250), όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της νεκρομαντείας. Βάσει της παραπάνω θέσης που θέλει τη νεκρομαντεία να κατευθύνει τον πιστό να ανακαλύψει μόνος την απάντηση του ερωτήματός του, μέσω ψυχαναλυτικής μεθόδου, μπορεί κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια σαφώς διανοητική διαδικασία, όπου το άτομο λαμβάνει πνευματική καθοδήγηση μέσα από έντονες και διαδοχικές ψυχολογικές καταστάσεις. Η απόκρυφη γνώση, που φαίνεται να κατακτά ο πιστός κατά τη νεκρομαντική ιεροτελεστία, είναι στην ουσία η αυτογνωσία, αρετή σπουδαία κατά την αρχαία ελληνική σκέψη. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την προσέγγιση, το σημαντικό σχετικά με την τέχνη της νεκρομαντείας παύει να είναι το αν πρόκειται για πραγματική εμπειρία ή μεταφορική αναπαράσταση, και εστιάζεται στην κατάκτηση της προσωπικής αυτογνωσίας μέσα από διαδικασία αντιμετώπισης ετεροτήτων, και εν προκειμένω, της απόλυτης και αδιαφιλονίκητης ετερότητας του θανάτου. Η επικοινωνία με το νεκρό μπορεί να ταυτιστεί με τον αντικατοπτρισμό του ψυχισμού και της σκέψης, έχοντας τη θέση ενός alter ego, ή του ασυνείδητου

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ του χρηστηριαζόμενου127. Η επαφή με ένα άλλο είδος συνείδησης και σκέψης είναι αυτή που τελικά θα αποδώσει την ζητούμενη λύση του προβλήματος ή ερωτήματος που τίθετο, χωρίς να θιγεί εν τέλει το στοιχείο της ατομικής βούλησης, που διέπει συνολικά την αρχαία ελληνική σκέψη και κοσμοθέαση.

148

Τ

Α ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΊΑ αποτέλεσαν ένα είδος αρχαίοελληνικών ιερών αινιγματικής φυσιογνωμίας, και προκαλούσαν ανέκαθεν προβληματισμό. Ελάχιστα σε αριθμό και ιδιαίτερα διακριτικά στη δράση τους, κρατούσαν ήδη από την αρχαιότητα καλά κρυμμένα τα μυστικά τους, ώστε ακόμα και σήμερα να μην είναι γνωστή η ακριβής λειτουργία τους και η σημασία τους ως θρησκευτικά, λατρευτικά ή μαντικά κέντρα. Δεν μπορεί να δοθεί ασφαλής απάντηση για τον περιορισμένο αριθμό τους, ενώ παράλληλα δεν επικυρώνεται με βεβαιότητα αν τα τέσσερα γνωστά νεκρομαντεία του αρχαίου κόσμου, που αναλύθηκαν, ήταν και τα μοναδικά. Η δράση των νεκρομαντείων στον ελληνικό χώρο υποδεικνύει ένα γενικό επίπεδο αποδοχής της εφαρμογής της τέχνης της νεκρομαντείας. Ωστόσο, όπως έχει επισημανθεί, δεν επιβεβαιώνεται κατά πόσο τα τέσσερα μεγάλα-γνωστά νεκρομαντεία ήταν επίσημα αναγνωρισμένα, με μοναδική ίσως εξαίρεση αυτό του Ταινάρου, για το οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι άνηκε στο κράτος ή στο παρακείμενο ιερό. Εξαιρετικής, όμως, σπουδαιότητας ήταν η αποδοχή που απολάμβαναν τα μαντεία αυτά από το μεγάλο και σεβάσμιο μαντείο των Δελφών, το οποία αφενός τα αναγνώριζε, και αφετέρου, κατά την παράδοση, σύστηνε νεκρομάντεις σε αυτά, ή προέτρεπε για ησυχασμό ψυχών σε αυτά (Odgen, 2011:308). Συχνά τα νεκρομαντεία δεν θεωρούνταν απλά προθάλαμοι που οδηγούσαν στον Άδη, αλλά ταυτίζονταν με αυτόν (Odgen, 2011:308). Το σύστημα στενών σπηλαίων και αόρνων λιμνών κατέληγε τελικά να συνιστά την ίδια την τοπογραφία του Κάτω Κόσμου. Ήδη από την αρχαιότητα, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό τους τόπους αυτούς, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι δεν είναι στην πραγματικότητα εφικτή η κατάβαση στον κόσμο των νεκρών και η επιστροφή. Τη θέση αυτή υπαινίσσεται και ο περιηγητής Παυσανίας όταν σχολιάζει πως δεν υπήρχε δρόμος που να οδηγεί κάτω από το ψυχοπομπείο του Ταινάρου. Σε πολλές αφηγήσεις, άλλωστε, φαίνεται πως η ΄΄σκία΄΄ αποτελεί κυριολεκτικά καθρεπτισμό του νεκρομάντη (Odgen, 2011: 310). 127


149

Τα νεκρομαντεία, κατά την αρχαιότητα, θεωρούνταν ιερά, αφενός λόγω της λειτουργίας τους ως μαντεία (τα οποία εξ΄ ορισμού είναι ιερά) και της αφιέρωσής τους σε κάποια θεότητα, συνήθως χθόνια, και αφετέρου λόγω της ιδιάζουσας προφητικής τεχνικής που εφάρμοζαν. Φαίνεται πως στους τόπους αυτούς επιτελούνταν ένα είδος ιεροφάνειας· δεν φανερωνόταν η θεότητα, αλλά η ψυχή ενός νεκρού, η οποία προσλαμβανόταν σαν κάτι επίσης ιερό. Στην ουσία, η ιεροφάνεια έγκειτο στη διάρρηξη των ορίων των κόσμων (Eliade, 2002:33), η οποία επιφόρτιζε τον συγκεκριμένο τόπο με το στοιχείο της ιερότητας, και συνεπώς της μοναδικότητας. Το εξαιρετικό δε στην περίπτωση των νεκρομαντείων είναι ότι ο επισκέπτης-ικέτης-πιστός μετείχε στο γεγονός της ιεροφάνειας, σε αντίθεση με τα άλλα μαντεία του αρχαίου κόσμου όπου το Ιερό (=θεός) αποκαλυπτόταν με έμμεσο τρόπο (π.χ. μέσω αντιπροσώπου). Τα νεκρομαντεία, σε γενικές γραμμές, αποτελούσαν χώρους υποβλητικούς, όπου επικρατούσε έντονα μυστηριακή ατμόσφαιρα. Σε αυτό συντελούσαν τόσο η εξαιρετικά χθόνια τοπογραφία αλλά και ο αρχιτεκτονικός περίβολος. Ήταν τόποι όπου κυριαρχούσαν τα πένθιμα στοιχεία, άμεσα συσχετισμένα με τη χθόνια λατρεία, τους νεκρούς και τις ταφική ιεροτελεστία, με κύριο θέμα τους το μεγαλειώδες ζήτημα της σχέσης ζωής και θανάτου, το οποίο και διατυπωνόταν στην χωρική τους ποιότητα. Στους χώρους αυτούς, επίσης, προκαλούνταν έντονα το αίσθημα του ανοίκειου· ο θάνατος και ο νεκρός κόσμος του (Άδης), ως απόλυτη ετερότητα, συνιστά τη μέγιστα ανοίκεια κατάσταση προς την ανθρώπινη ύπαρξη. Για το λόγο αυτό, συχνά οι τελετουργίες που λάμβαναν χώρα στα ιερά αυτά συνδέθηκαν με αντίστοιχες μυητικές ή διαβατήριες. Παράλληλα, τα ίδια τα νεκρομαντεία έβριθαν μυσταγωγικών υπαινιγμών, καθώς εμφανιζόταν ως τόποι όπου, όπως γενικά στα μαντεία, κατακτούνταν η απόκρυφη γνώση του μέλλοντος. Αδιαμφισβήτητος είναι ο μυστηριακός χαρακτήρας των τελετών τους, καθώς και η σχέση τους με τη χθόνια λατρεία. Η παρουσία του χθόνιου στοιχείου που φέρουν, όπως ήδη έχει αναλυθεί, είναι έντονη τόσο στην επιλογή των τοποθεσιών, όπου η συσχέτιση με τη γη είναι αδιαφιλονίκητη (π.χ. σπήλαια), όσο και σημειολογικά, όταν αυτά συνδέονται, ή ενίοτε ταυτίζονται, με τον κόσμο του θανάτου. Ωστόσο, μεγαλύτερη σπουδαιότητα φέρει το δίπολο ζωής-θανάτου, πάνω στο οποίο τα αρχαία νεκρομαντεία φαίνεται να αμφιταλαντεύονται, ρέποντας ισοδύναμα προς τους δύο πόλους, αποτελώντας χώρους αμφίσημους, οι οποίοι ανήκουν εξίσου στον κόσμο των ζωντανών και αυτόν των νεκρών. Η αμφίρροπη θέση τους είναι που τους ανάγει σε υβριδικούς τόπους, όπου το στοιχείο εκείνο που προσδιορίζει τελικά την ποιότητά τους είναι ο συμβολισμός. Το νεκρομαντείο συμβολίζει τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ζωής και θανάτου, όπου ο μετέχων στην νεκρομαντική τελετή δεν είναι ούτε απόλυτα νεκρός, αλλά ούτε απόλυτα ζωντανός. Η μεταφορική σημειολογική αμφισημία των νεκρομαντείων αιτιολογείται από τον ακαθόριστο χαρακτήρα των χώρων αυτών ως τόπων μετάβασης από έναν κόσμο σε έναν αντιδιαμετρικά αντίθετο. Πρόκειται για τα δύο κοσμικά επίπεδα που συνιστούν το σύμπαν, ΄΄του άνω και του κάτω, η αντίθεση των

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ


οποίων είναι τόσο στοιχειώδης και προφανής, ώστε εμφανίστηκε ως θρησκευτική δομή ανεξάρτητη από την ιδιαίτερη ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού΄΄ (Burkert, 1993:420-421). Ως είσοδοι, λοιπόν, προς τον κόσμο του θανάτου, τα νεκρομαντεία υποδεικνύουν συμβολικά μια κοσμική δίοδο μεταξύ δύο ετεροτήτων. Αποτελούν τις περιοχές όπου οι δύο ξεχωριστές ενότητες – κόσμοι εφάπτονται και επικοινωνούν, και ως σημεία επαφής φέρουν ιδιόμορφα χωρικά χαρακτηριστικά. Ακριβώς χάρη στο στοιχείο της μεταβατικότητας, όπως αυτό διατυπώνεται στα ιερά-μαντεία αυτά, ονομάστηκαν κατώφλια, χαρακτηρισμός που υπαινίσσεται σαφώς την επικοινωνία μεταξύ των εκατέρωθεν κόσμων, αλλά και τη δυνατότητα εισβολής από τον έναν στον άλλο εξίσου. Η μετάβαση δηλαδή είναι δυνατή και από τα δύο άκρα, απόλυτα αμφίρροπη. Η θέση αυτή πιθανόν αιτιολογεί και την ασάφεια των λογοτεχνικών πηγών σχετικών με τα νεκρομαντεία ή τις νεκρομαντικές ιεροτελεστίες, στις οποίες δεν διακρίνεται ευκρινώς αν είναι ο ζωντανός αυτός που ΄΄μεταβαίνει΄΄ στον κόσμο των νεκρών ή το αντίθετο. Για το λόγο αυτό, το νεκρομαντείο διέθετε και ρόλο ΄΄επιτηρητή΄΄, τρόπον τινά, της πύλης μεταξύ των δύο κόσμων· ένας φύλακας του περάσματος.

150

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΊΔΕΙ, η πραγματική και ουσιαστική λειτουργία των αρχαίων

ελληνικών νεκρομαντείων είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή στα πλαίσια της σύγχρονης δυτικής, αφομοιωμένης στον ορθολογισμό, διανόησης. Οι πεποιθήσεις περί θανάτου και της σχέσης του με τη ζωή έχουν αλλάξει ριζικά στο πέρασμα των αιώνων. Παράλληλα, η ανθρώπινη σκέψη έχει απομακρυνθεί από συμβολισμούς και σημειολογικές ερμηνείες φαινομένων και διαδικασιών, στα οποία τόσο σταθερά κάποτε θεμελιωνόταν. Η μεταστροφή αυτή συνεπάγεται, με τρόπο φυσικό, τα νεκρομαντεία ως ιεροί τόποι αλλά και ως κοινωνοί ιερότητας και συμβολισμών, καθώς και οι νεκρομαντικές μυσταγωγίες και τελετές, να φαντάζουν μυστηριώδη και ξένα στον σύγχρονο άνθρωπο, και για το λόγο αυτό συχνά ερμηνεύονται επιφανειακά, αν όχι δογματικά, ως επιχειρήσεις εξαπάτησης των πιστών, με στόχο οικονομικά ή άλλα οφέλη. Ωστόσο, προς αποφυγήν μιας εύκολης καταδίκης των νεκρομαντείων ως αρχαίες απάτες εις βάρος των αφελών, θα ήταν θεμιτή η υιοθέτηση περισσότερο μετριοπαθούς στάσης, η οποία θα επέτρεπε την εξέτασή τους σύμφωνα με τα δεδομένα και τις συνθήκες, κοινωνικές, πολιτικές και κυρίως θρησκευτικές, στις οποίες αυτά ιδρύθηκαν και λειτούργησαν. Μόνο μία τέτοιου είδους, καθολική προσέγγιση, υπό το πρίσμα των συμβολισμών και του φάσματός τους, στην περίπτωση των νεκρομαντείων, θα ήταν ικανή να αποκαλύψει τα βαθύτερα μυστικά τους, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους ιερούς αυτούς τόπους, οι οποίοι κάποτε αποτέλεσαν ταυτόχρονα το τελευταίο βήμα πριν το θάνατο, ή και τη ζωή.


ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 151

Πολλοί άνθρωποι βιώνουν την αίσθηση του ανοίκειου στο μέγιστο βαθμό σχετικά με το θάνατο, τους νεκρούς και την επιστροφή τους, τα πνεύματα και τα φαντάσματα. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένα άλλο θέμα στο οποίο οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας να έχουν αλλάξει τόσο λίγο από αρχαιοτάτων χρόνων, και στο οποίο απωθημένες μορφές έχουν διατηρηθεί τόσο απόλυτα, κάτω από μια λεπτή μεταμφίεση, όπως η σχέση μας με το θάνατο. SIGMUND FREUD


152

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

153


154

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΈΣ ΠΡΟΣΕΓΓΊΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΊΑΣ

Σ

155

ΧΕΤΙΚΆ με την επιστήμη της μυθολογίας, στις αρχές του 20ου αιώνα σημειώνονται αλλαγές ως προς τον τρόπο ανάλυσης και ερμηνείας. Για πρώτη φορά οι μύθοι εντάσσονται στο κοινωνικό τους περιβάλλον, ενώ επίσης γίνεται προσέγγιση της συμβολικότητάς τους μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης (Κακριδής, 1986:291). Οι αλλαγές αυτές θα συμβάλλουν καθοριστικά ώστε, μετά το 1950, ο Claude Levi-Strauss να εφαρμόσει ένα είδος στρουκτουραλιστικής ανάλυσης στους μύθους, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα τη συνέχεια μεταξύ της μυθικής και επιστημονικής σκέψης και θέτοντας τις βάσεις για τη σύγχρονη μελέτη των μύθων παγκοσμίως. Συγκεκριμένα, απέδειξε ότι αυτό που ονομάζουμε μυθική σκέψη δεν διαφοροποιείται απόλυτα από τη σύγχρονη επιστήμη ως προς τα λογικά εργαλεία που χρησιμοποιεί, γιατί κι αυτή προσπαθεί να ανακαλύψει μια τάξη στον κόσμο, εντοπίζοντας ριζικές αντιθέσεις, τις οποίες επιχειρεί να υπερβεί. Η μεγάλη καινοτομία του Levi-Strauss έγκειται στην αντιμετώπιση των μύθων ως αναλυτικές προτάσεις που αναφέρονται στον ανθρώπινο τρόπο σκέψης, και όχι ως συνθετικές που αναφέρονται στην αντικειμενική πραγματικότητα (Κακριδής, 1986:285). Η πρώτη συσχέτιση μυθολογίας και ψυχολογίας οφείλεται στον ίδιο τον πατέρα της ψυχανάλυσης, Sigmund Freud. Ήδη από το 1901, εξέφρασε την άποψη ότι η μυθολογική σύλληψη του κόσμου πρόκειται για προβολή του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου σε μια υπερβατική πραγματικότητα (Κακριδής, 1986:288), υπονοώντας ταυτόχρονα ότι η πραγματικότητα αυτή, αποδεσμευμένη από τα όρια της θρησκείας, μετατρέπεται σε ψυχολογία του ασυνειδήτου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θεωρία, όταν η ψυχολογία του ασυνείδητου ασχολείται με τα όνειρα σε ατομικό επίπεδο, κατ΄αναλογία σε συλλογικό τα όνειρα είναι οι ίδιοι οι μύθοι. Θεωρεί, λοιπόν, ότι ΄΄οι μύθοι αποτελούν τα παμπάλαια όνειρα της ανθρωπότητας΄΄. Την αντιστοιχία μεταξύ ονείρων και μύθων υποστήριξε στη πραγματεία του ΄΄Περί ονείρων΄΄, αποδεικνύοντας ότι λειτουργούν με του ίδιους λογικούς μηχανισμούς και χρησιμοποιούν κοινή συμβολική γλώσσα. Κατόπιν, ο Freud θα ενισχύσει άλλες ψυχαναλυτικές θεωρίες του στηρίζοντας και ενισχύοντάς τες χάρη στην ψυχαναλυτική ανάλυση και ερμηνεία των μύθων. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών, αναπτύχθηκαν και άλλες ερμηνείες των μύθων με βάση την ψυχανάλυση, πέραν της φροϋδικής. Η σημαντικότερη από αυτές παρουσιάζεται το 1940 περίπου από τον Ελβετό ψυχολόγο – ψυχίατρο, Karl Jung, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι μύθοι πηγάζουν από το συλλογικό ασυνείδητο, το βαθύτερο δηλαδή κοινό ψυχικό υπόστρωμα του ανθρώπου. Δομικά στοιχεία του είναι τα αρχέτυπα και τα ένστικτα, ενώ παράλληλα, σε αυτό καταγράφονται ιδιότητες και καταστάσεις που δεν βιώνει ο άνθρωπος ατομικά. Σύμφωνα με τον Jung, τα αρχέτυπα είναι υψίστης σημασίας για τον ψυχικό κόσμο του ατόμου και μορφοποιούνται μέσω συγκεκριμένων συμβόλων. Οι μύθοι, βάσει αυτής της ψυχαναλυτικής προσέγγισης, είναι μια προσπάθεια ερμηνείας των αρχετύπων και των συμβόλων τους. Την εφαρμογή των θεωριών του Jung στη μυθολογία

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 156

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ επιχειρεί στο βιβλίο του ΄΄Εισαγωγή στην ουσία της μυθολογίας΄΄ ο κλασικός φιλόλογος Karl Kerenyi, σε μια προσπάθεια ανίχνευσης των αρχετύπων σε διαφορετικές μυθολογίες (Κακριδής, 1986:291).

ΜΎΘΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΌΝΗΣ

Ό

ΤΑΝ ο Άδης είδε την όμορφη Κόρη του Δία, την ερωτεύτηκε και ζήτησε από τον πατέρα της την άδεια να την κάνει σύζυγό του. Αυτός, μη θέλοντας να προσβάλει τον πρεσβύτερο αδερφό του, αλλά ξέροντας ταυτόχρονα ότι η Δήμητρα δεν θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο, του απάντησε διπλωματικά ότι ούτε να του αρνηθεί μπορούσε αλλά ούτε και να του την παραδώσει (Graves, 1979:85). Ο Άδης τελικά αποφάσισε να την κλέψει. Καθώς η Κόρη μάζευε λουλούδια128 μαζί με τις κόρες του Ωκεανού129, στον Νύσιο κάμπο130, η Γη, θέλοντας να βοηθήσει τον Άδη, ανάδωσε ξαφνικά μπροστά στο κορίτσι ένα πανέμορφο άνθος, ένα νάρκισσο131. Η κοπέλα, στη θέα του λουλουδιού, άπλωσε και τα δύο της χέρια (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:107) για να το πιάσει. Την στιγμή εκείνη η γη άνοιξε και από το χάσμα εμφανίστηκε ο Άδης με το λαμπρό άρμα του, αρπάζοντας την Κόρη. Αυτή φώναζε και έκλαιγε, επικαλούνταν τον πατέρα της να τη σώσει, αλλά κανείς δεν άκουγε τις φωνές της, παρά μόνο η Εκάτη και ο Ήλιος, που μπορεί και τα βλέπει όλα. Η αθάνατη φωνή της αντιλαλούσε στις βουνοκορφές και στα βάθη της θάλασσας. Όταν το άρμα πήρε το δρόμο για το υπόγειο βασίλειο, η Κόρη έβαλε μια τελευταία δυνατή φωνή, την οποία άκουσε η μητέρα της. Αυτή έτρεξε για να τη σώσει αλλά όταν έφτασε δεν βρήκε ούτε ίχνος της (Graves, 1979:85). Η Δήμητρα, αναστατωμένη, έβγαλε τα στολίδια της, ντύθηκε στα μαύρα σε ένδειξη πένθους, και ξεκίνησε αμέσως να γυρεύει την κόρη της, ρωτώντας θεούς και ανθρώπους για την τύχη της. Εννιά μερόνυχτα αδιάκοπα την έψαχνε132, Λέγεται ότι στο ανθόσπαρτο λιβάδι οι κοπέλες μάζευαν τριαντάφυλλα, κρόκους, μενεξέδες, κρίνους και υάκινθους. Κατά τον Οβίδιο, τα λουλούδια που μάζευε η Κόρη ήταν παπαρούνες. Λόγω των υπνωτικών ιδιοτήτων του αλλά και του κόκκινου χρώματος, το λουλούδι αυτό συνδέεται με το θάνατο και την ανάσταση. Συμβολικά, μαζεύοντας παπαρούνες, η Κόρη προετοιμάζεται να αποσυρθεί στον ετήσιο ύπνο της (Graves, 1979:93). 129 Σε μεταγενέστερες αφηγήσεις συνοδεύουν την Κόρη δύο άλλες παρθένες θεές, η Αθηνά και η Άρτεμις (Burkert, 1993:339). 130 Το Νύσιο πεδίο πιστεύεται πως ήταν κοντά στην άκρη του κόσμου, κοντά στο ρεύμα του Ωκεανού* έτσι εξηγείται και η συντροφιά της κοπέλας με τις Ωκεανίδες. Ωστόσο, αργότερα πολλά μέρη διεκδίκησαν τον κάμπο, όπως η Ελευσίνα, το Άργος, η Λέρνα, η Κυλλήνη, η Κρήτη, η Σικελία, με επικρατέστερη την Ερμιόνη της Αργολίδας. 131 Λέγεται ότι το λουλούδι ήταν τόσο όμορφο, που σάστισαν θεοί και άνθρωποι όταν το είδαν. Από τη ρίζα του ξεπετάγονταν εκατό άνθη και η ευωδιά του γέμιζε και ουρανό και γη και θάλασσα (Κακριδής, 1986:133). Επίσης, η επιλογή του άνθους που φύτρωσε δεν είναι τυχαία· πρόκειται για το λουλούδι που είναι αφιερωμένο στον Άδη. 128


με λυτά μαλλιά και δύο δάδες στα χέρια, χωρίς να φάει ή να πιει και χωρίς να λουσθεί (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:107), ώσπου συνάντησε την Εκάτη133, η οποία της είπε ότι είχε ακούσει τις φωνές αλλά δεν γνώριζε την ταυτότητα του απαγωγέα. Στη συνέχεια, μαζί οι δυο θεές απευθύνθηκαν στον Ήλιο134, ο οποίος, βλέποντας την αγωνία της μάνας, της αποκάλυψε ποιος είχε πάρει την Κόρη, και ότι ο Δίας είχε δώσει την συγκατάθεσή του (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:107). Κατόπιν προσπάθησε να την παρηγορήσει, λέγοντας πως είναι σπουδαίος γαμπρός ο Άδης, ένας από τους μεγαλύτερους θεούς. Ωστόσο, η Δήμητρα δεν πείστηκε, και οργισμένη καθώς ήταν με το Δία, εγκατέλειψε τον Όλυμπο. Στην περιπλάνησή της έφθασε μεταμφιεσμένη στην Ελευσίνα135.[…] Όσο η Δήμητρα, θυμωμένη και απαρηγόρητη, έλειπε από τον Όλυμπο,

157

Η περιπλάνηση της Δήμητρας προς αναζήτηση της Κόρης σφύζει από τελετουργικά στοιχεία, όπως τα λυτά μαλλιά και οι δάδες. 133 Κατά την Ελληνική Μυθολογία η Εκάτη εμφανίζεται σαν χθόνια θεότητα, μοναδική κόρη των Τιτάνων Πέρση και Αστερίας. Από τους γονείς της κληρονόμησε δυνάμεις πάνω στη γη, τη θάλασσα και τον ουρανό. Το όνομά της σημαίνει ΄΄απομακρυσμένη΄΄, και συχνά συνδέεται με τον Απόλλωνα και την Άρτεμη, καθώς οι λατρείες των δύο θεαινών σχετίζονταν με τη σελήνη.Η Εκάτη βοήθησε τη θεά Δήμητρα στην αναζήτηση της Περσεφόνης και μετά την επανένωσή τους έγινε συνοδός της Περσεφόνης και σύντροφος του Άδη, και γι’ αυτό ήταν στενά συνδεδεμένη με τα Ελευσίνια μυστήρια. Λέγεται ακόμα ότι είχε νυχτερινές περιπλανήσεις με τις ψυχές των νεκρών, συνοδεία αλυχτισμάτων σκυλιών. Την έλεγαν και Σκύλλα ή Λύκαινα. Ακόμα θεωρείται θεά της μαγικής τέχνης και, ως Προθυραία, στεκόταν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών και βοηθούσε τις γυναίκες στη γέννα.Συνήθως απεικονιζόταν σε σχέδια πάνω σε αγγεία κρατώντας 2 πυρσούς. Σε αγάλματα μερικές φορές απεικονιζόταν σε τριπλή μορφή. Άλλο όνομα με το οποίο ήταν γνωστή είναι Περσηίς, που σε άλλες διηγήσεις είναι όνομα της Περσεφόνης. Ο ποιητής της Θεογονίας, ο Ησίοδος, αναγνωρίζει στο πρόσωπό της την πανίσχυρη Κυρία των τριών βασιλείων: γης, ουρανού και θάλασσας. Λέει, ακόμη, πως η θεά ασκούσε την κυριαρχία της από την εποχή των Τιτάνων πριν πάρει την εξουσία ο Ζευς και η τάξη του. Ο νέος κυβερνήτης του κόσμου την τίμησε, αφήνοντάς την στο αρχικό μεγαλείο της. 134 Σε άλλες διηγήσεις, το πρόσωπο που αποκάλυψε τον απαγωγέα στη Δήμητρα ποικίλει: ο Κελεός, βασιλιάς της Ελευσίνας, ο γιος του Τριπτόλεμος, ο Ευβουλέας (βοσκός που έτυχε να βόσκει το κοπάδι του κοντά στο σημείο που ο Άδης άρπαξε την Περσεφόνη), η Χρυσανθίδα, πριγκίπισσα του Άργους, οι Ερμιονείς (Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη,2002: 31) κ.α. 135 Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την παραμονή της Δήμητρας στην Ελευσίνα είναι έχουν πολλά μυστηριακά στοιχεία. Εκεί η θεά προσφέρθηκε να γίνει τροφός του νεογέννητου γιου του βασιλιά Κελεού, του Δημοφώντα, για να ευχαριστήσει το βασιλικό ζευγάρι για την φιλοξενία τους. Στο παιδί προσπάθησε να χαρίσει αθανασία και αιώνια νεότητα η θεά, μέσα από μυστική τελετουργία, αλλά δεν κατάφερε να την ολοκληρώσει λόγω της διακοπής της από τη βασίλισσα Μετάνειρα, με συνέπεια το θάνατό του. Για να την παρηγορήσει, η Δήμητρα υποσχέθηκε να ευεργετήσει με σπουδαία δώρα έναν άλλο γιο τους, τον Τριπτόλεμο. Η θεά τον εφοδίασε με σιταρόσπορο, ένα ξύλινο άροτρο που το έσερναν φίδια, και του δίδαξε την τέχνη της γεωργίας. Επιπλέον, ζήτησε από το βασιλιά Κελεό να χτίσει προς τιμή της ναό, και αυτός το έκανε αμέσως χτίζοντας ναό και βωμό στην κρυφή του λόφου. 132

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 158

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ολόκληρος ο κόσμος υπέφερε από πείνα, καθώς δεν επέτρεπε τίποτα να φυτρώσει. Παρέμενε να πενθεί στο ναό που της έχτισαν οι Ελευσίνιοι. Παρά τις προσπάθειες του Δία να την μεταπείσει, η θεά είναι ανένδοτη, με αποτέλεσμα εκείνος να απευθυνθεί στον αδερφό του και να του ζητήσει, μέσω του αγγελιαφόρου του Ερμή, να επιστρέψει τη κοπέλα στη μητέρα της, ώστε να αποφευχθούν μεγαλύτερες συμφορές. Ο Άδης δέχεται και προσφέρει το άρμα του στον Ερμή για να οδηγήσει την Κόρη στη μητέρα της. Ωστόσο, πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής, της δίνει να φάει ένα σπυρί ρόδι136, ώστε να μην τον απαρνηθεί για πάντα και να επιστρέψει κοντά του. Ο Ερμής την οδηγεί στον νεόδμητο ναό της Ελευσίνας, όπου την περιμένει η Δήμητρα· αγκαλιάζονται χαρούμενες, αλλά η μητέρα τη ρωτάει αμέσως αν έφαγε οτιδήποτε όσο βρίσκονταν στον Κάτω Κόσμο, διότι σ’ αυτήν την περίπτωση δεν θα επέστρεφε για πάντα στον Όλυμπο. Η Περσεφόνη137 επιβεβαιώνει ότι έφαγε ένα σπυρί ρόδι138.Για να πείσει τη Δήμητρα να επιστρέψει στον Όλυμπο και να χαρίσει πάλι ευκαρπία στον κόσμο, ο Δίας στέλνει τη σεβάσμια Ρέα139 (μητέρα τόσο του ίδιου και της Δήμητρας, όσο και του Άδη) να μεσολαβήσει. Συμφιλιώθηκαν με τη συμφωνία η Περσεφόνη να ζει το ένα τρίτο του χρόνου μαζί με τον Άδη140, και τα υπόλοιπα δύο τρίτα στον Πάνω Κόσμο. Τελικά η θεά Σύμφωνα με άλλες αφηγήσεις, το ρόδι το έκοψε μόνη της η Περσεφόνη και έφαγε έξι σπόρους, και την πρόδωσε ο Ασκάλαφος, ένας από τους κηπουρούς του Άδη. Σ’ αυτήν την εκδοχή, ο Ασκάλαφος τελικά τιμωρείται από τη Δήμητρα, η οποία τον φυλάκισε μέσα σε μια τρύπα και τη σκέπασε με ένα βράχο. Πολύ αργότερα, θα τον ελευθέρωνε ο Ηρακλής, μόνο που τότε η θεά τον μεταμόρφωσε με μπούφο. 137 Η κόρη της Δήμητρας, μετά την άνοδό της από τον Κάτω Κόσμο, έπαψε πια να λέγεται Κόρη, χαρακτηρισμός που δινόταν αποκλειστικά σε παρθένες, και ως σύζυγος του Άδη, πήρε το όνομα Περσεφόνη. 138 Το ρόδι, αφιερωμένο στην Ήρα, τη θεά του γάμου, ως σύμβολο ευγονίας, έδεσε τον Άδη και την Περσεφόνη, συμβολικά, με ασύντριφτους δεσμούς γάμου. Επίσης, τον καρπό αυτό οι αρχαίοι τον συσχέτιζαν με το θάνατο. Γι’ αυτό το ένα σπυρί του έδεσε μαγικά και για πάντα την Περσεφόνη με τον Άδη. Λέγεται πως η ροδιά φύτρωσε από το αίμα του ΔιονύσουΖαγρέα. Κατά άλλους, η Περσεφόνη έφαγε επτά σπόρους ροδιού. Ο Graves υποστηρίζει ότι οι επτά σπόροι αντιπροσωπεύουν τις επτά φάσεις της σελήνης που οι καλλιεργητές περιμένουν να εμφανιστούν τα πρώτα πράσινα βλαστάρια των καρπών (Graves,1979:92). 139 Ο Δίας, πριν στείλει διαμεσολαβητή τη Ρέα, είχε στείλει την Ίριδα, αγγελιαφόρο των Θεών, καθώς και μια αντιπροσωπεία Ολυμπίων, με δώρα συμφιλίωσης (Graves, 1979:87). 140 Οι μεταγενέστεροι Έλληνες πίστευαν ότι, ως θεά της βλάστησης, οι τέσσερις μήνες που έμενε η Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο, ήταν οι μήνες του χειμώνα. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ήταν οι μήνες του καλοκαιριού που έπρεπε να παραμείνει στον Άδη, αμέσως μετά τον αλωνισμό των χωραφιών, όταν δηλαδή ο ήλιος τα καίει και τα χωράφια μένουν χέρσα. Η επιστροφή της γινόταν τον Οκτώβρη, κατά την περίοδο της σποράς, που οι φθινοπωρινές βροχές βοηθούσαν τα σπαρτά να φυτρώσουν και να πρασινίσουν (Κακριδής, 1986:137). Σύμφωνα με άλλες ερμηνείες, η Κόρη είναι ο σπόρος του δημητριακού που μπαίνει στη γη, σαν φαινομενικός θάνατος, για να βλαστήσει ο νέος καρπός (άνοδος). Τέλος, κατά τους αναλυτές Cornford και Nilsson, η κάθοδος της Κόρης στον Κάτω Κόσμο πρόκειται για την αποθήκευση των δημητριακών σε υπόγειες αποθήκες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όταν δηλαδή, λόγω του Μεσογειακού κλίματος, η βλάστηση απειλείται από ξηρασία (Burkert, 1993: 340). 136


πείθεται141, τα χωράφια καρποφορούν ξανά, η βλάστηση επιστρέφει στη γη, ενώ, πριν η ίδια και η Περσεφόνη ανέβουν ξανά στον Όλυμπο, διδάσκει τους Ελευσίνιους πώς να τη λατρεύουν, κρυφά, ιδρύοντας έτσι τα περίφημα Ελευσίνια Μυστήρια142. Η ΚΑΤΆΒΑΣΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΉ

Ο

Η Εκάτη, φέρεται να εγγυήθηκε την τήρηση της συμφωνίας και να υποσχέθηκε στη Δήμητρα να προσέχει την Περσεφόνη, κατά την παραμονή της στον Κάτω Κόσμο. 142 Λίγα είναι γνωστά για τα Ελευσίνια Μυστήρια, αφού οι ιερείς κατάφεραν να κα κρατήσουν μυστικά ως το τέλος της αρχαιότητας. Λάμβαναν χώρα το μήνα Βοηδρομιώνα (΄΄τρέξιμο για βοήθεια΄΄). Στην εσωτερική κόχη του ναού, οι εκστατικοί μύστες της Δήμητρας εκτελούσαν συμβολικά την ερωτική επαφή της θεάς με τον Ιάσιο ή τον Τριπτόλεμο ή τον ίδιο το Δία, ανεβοκατεβάζοντας ένα φαλλικό αντικείμενο στο επάνω μέρος μια γυναικείας μπότας. Άλλωστε, έλευσις προέρχεται από τη λέξη Ειλυθυιή (εκείνη που οργιάζει σε μέρος απόκρυφο). Κατόπιν, οι μυσταγωγοί, ντυμένοι βοσκοί, έμπαιναν με χαρούμενες κραυγές, επιδεικνύοντας ένα λίκνο που περιείχε ένα παιδί, τον Βρίμο, το γιό της Βριμούς (΄΄της θυμωμένης΄΄), άμεσο καρπό του τελετουργικού γάμου (Graves, 1979:91). 143 Σύμφωνα με το μύθο, ο Μελέαγρος παρακάλεσε τον Ηρακλή να παντρευτεί την αδερφή του Δηιάνειρα, την οποία είχε αφήσει απροστάτευτη μετά το θάνατό του. Ο ήρωας συγκινήθηκε από την ιστορία του Μελεάγρου και του υποσχέθηκε πως θα πάρει την αδερφή του για σύζυγο, η οποία τελικά αποδείχθηκε ολέθρια για τον ήρωα. 144 Πρόκειται για το κεφάλι ενός από τις τρεις Γοργόνες, της θνητής Γοργούς, την οποία αποκεφάλισε ο ήρωας Περσέας. Σε κάποιες διηγήσεις, το κεφάλι της στον Κάτω Κόσμο λειτουργούσε ως άμυνα της Περσεφόνης (αν και συνηθέστερη είναι η απεικόνισή του στο θώρακα της θεάς Αθηνάς). Το κεφάλι της Γοργούς είχε την ιδιότητα να πετρώνει όποιον το κοιτούσε, όπως και όταν ήταν ζωντανή η Γοργόνα. Για το λόγο αυτό, στην κάθοδό του στον Άδη, όταν θα συναντούσε και ο Οδυσσέας το τρομερό κεφάλι, θα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής χωρίς να το αντικρύσει. 141

159

Ι ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΕΣ διηγήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή του Απολλόδωρου, θέλουν τον ήρωα να κατεβαίνει το βασίλειο των νεκρών από την πύλη στο Ταίναρο της Λακωνίας, όπου υπήρχε και γνωστό ψυχοπομπείο. Ο Χάρων , βλέποντας τον Ηρακλή ζωντανό, αρνήθηκε αρχικά να τον μεταφέρει, αλλά τρόμαξε από την όψη του ήρωα και τελικά του παραχώρησε μια θέση στο πλοιάριό του. Άλλοι λένε ότι πάλεψαν και επικράτησε ο ημίθεος. Βλέποντας ο Κέρβερος, που περίμενε στην αντίπερα όχθη, τον Ηρακλή, τρόμαξε τόσο που έτρεξε και κρύφθηκε κάτω από το θρόνο του αφέντη του, του Άδη. Καθώς κατευθυνόταν προς το ανάκτορο του Κάτω Κόσμου, το ίδιο φοβισμένες έφευγαν και οι ψυχές, εκτός από μία, αυτή του Μελεάγρου143. Έπειτα συνάντησε το κεφάλι της Γοργούς (Μέδουσας)144, και έβγαλε το σπαθί του, έτοιμος να την αντιμετωπίσει. Επίσης, ελευθέρωσε τον Ασκάλαφο, και πρόσφερε αίμα στις ψυχές σφάζοντας ένα από τα βόδια του Άδη. Φθάνοντας μπροστά στο χθόνιο ζευγάρι, εκείνοι των δέχτηκαν φιλικά, ως μυημένο. Ο υποχθόνιος κυρίαρχος του έδωσε την άδεια να πάρει προσωρινά

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ τον Κέρβερο στον Πάνω Κόσμο, με τον όρο να καταφέρει να τον αιχμαλωτίσει χωρίς να χρησιμοποιήσει όπλα, αλλά φορώντας μόνο θώρακα και τη λεοντή. Ο Ηρακλής, τότε, έπιασε το τρομερό σκυλί και έσφιξε τόσο δυνατά το λαιμό του, που αυτό αναγκάστηκε να παραδοθεί και να το αλυσοδέσουν. Φεύγοντας, ο Ηρακλής είδε το Θησέα και τον Πειρίθου να είναι δεμένοι σε μια πέτρα. Άπλωσε το χέρι του και ελευθέρωσε το Θησέα, αλλά όταν έκανε το ίδιο στον δεύτερο, η γη σείστηκε και αναγκάστηκε να τον αφήσει για πάντα εκεί. Όταν ο ήρωας έφερε μπροστά στον Ευρυσθέα145 το φύλακα του Κάτω Κόσμος, εκείνος φοβήθηκε τόσο που κρύφτηκε μέσα σε ένα πήλινο πιθάρι146. Κατόπιν, ο Ηρακλής επέστρεψε τον Κέρβερο πίσω στον κύριο του. ΟΡΦΈΑΣ

160

Ο

ΟΡΦΈΑΣ, γιος της μούσας Καλλιόπης και του βασιλιά της Θράκης147 Οιάγρου148, παντρεύτηκε την Ευρυδίκη149, όταν επέστρεψε από την Αργοναυτική εκστρατεία. Ήταν ακόμα νιόπαντροι όταν την νεαρή κοπέλα είδε και πόθησε ο Αρισταίος, γιος του Απόλλωνα, κοντά στα Τέμπη, στην κοιλάδα του Πηνειού. Η κοπέλα, τρέχοντας να ξεφύγει, πάτησε ένα δηλητηριώδες φίδι, το οποίο την τσίμπησε θανατηφόρα στον αστράγαλο. Όταν ο Ορφέας έφτασε εκεί, η σύζυγός του ήταν ήδη νεκρή. Με θρηνητικά τραγούδια και μοιρολόγια, ο Ορφέας περιπλανήθηκε σε όλη την Ελλάδα, φτάνοντας τελικά στην είσοδο του Άδη, στο νοτιότερο άκρη της Πελοποννήσου, στο Ταίναρο (Kerenyi, 1975:523). Με θάρρος και χρησιμοποιώντας τη λύρα του, μπήκε στο μαύρο δρόμο προς το βασίλειο των νεκρών. Όταν έφτασε, το λυπητερό του τραγούδι μάγεψε τον Χάρωνα και τον Κέρβερο, που τον άφησαν να περάσει, οι Κριτές των Νεκρών δάκρυσαν, ενώ τα αιώνια βασανιστήρια των ασεβών σταμάτησαν προσωρινά. Μέχρι και οι χθόνιοι βασιλιάδες συγκινήθηκαν ώστε να δώσουν την άδεια να πάρει πίσω στη χώρα των ζωντανών την Ευρυδίκη, με τον όρο ο Ορφέας να μην την κοιτάξει μέχρι αυτή να βγει στο φως του ήλιου150. Επιστρέφοντας στο φως, η Ευρυδίκη ακολουθούσε τον Ορφέα, καθοδηγούμενη από τον ήχο της λύρας του. Όταν, όμως, αυτός βρέθηκε ο ίδιος Λέγεται ότι ο Ηρακλής ανέβηκε στον κόσμο των ζωντανών από ένα στόμιο κοντά στην Τροιζήνα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,1971:124). 146 Την ίδια αντίδραση είχε ο βασιλιάς και στη θέα του Ερυμάνθειου Κάπρου. 147 Στην αρχαιότητα λεγόταν Θράκη η αμέσως προς βορρά περιοχή του Ολύμπου, δηλαδή η σημερινή νότια Μακεδονία, μέχρι την Πιερία (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,1971: 154). 148 Άλλοι λένε ότι πατέρας του φημισμένου ποιητή ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας. 149 Της συζύγου του Ορφέα δίνουν συχνά και το όνομα Αγριόπη, δηλαδή ‘’λευκοπρόσωπη’’, ενώ παρομοιάζουν τον πρόωρο θάνατό της με την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη. 150 Πρόκειται για το νόμο των υποχθονίων (που έχει ήδη αναφερθεί), ο νόμος της Περσεφόνης, που δεν επιτρέπει σε κανένα να τους κοιτάξει. Στο βασίλειο των νεκρών επιτρέπεται μόνο η φωνή, όχι το βλέμμα (Kerenyi, 1975:523). 145


κάτω από τον ήλιο, στράφηκε προς αυτήν, και έτσι εκείνη επέστρεψε για πάντα στη χώρα των νεκρών. Λέγεται πως, όταν η Ευρυδίκη ανακλήθηκε στο βασίλειο των νεκρών, ακούστηκε τρεις φορές μια βροντερή φωνή, η φωνή του ατελείωτου πεπρωμένου (Graves, 1979:115).

ΘΗΣΈΑΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΊΘΟΥΣ

Μ

Όταν οι δύο ήρωες πήγαν στη Σπάρτη να απαγάγουν την Ωραία Ελένη, εκείνη ήταν περίπου δώδεκα χρονών. Το κορίτσι το άρπαξαν από τον κύκλο χορού στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδας, και κατόπιν, οι Διόσκουροι, αδερφοί της Ελένης, κατεδίωξαν τους απαγωγείς. Ο Θησέας παρέδωσε την κόρη στη μητέρα του Αίθρα, ώστε εκείνη να έρθει σε ηλικία γάμου. Ωστόσο, όσο ο Θησέας και ο Πειρίθους βρίσκονταν στον Άδη, οι Διόσκουροι ελευθέρωσαν την αδερφή τους και πήραν την Αίθρα αιχμάλωτη, η οποία υπηρετούσε την Ελένη ακόμα και στην Τροία (Kerenyi, 1975:481). 152 Σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις, ο Ηρακλής ελευθέρωσε και τον Πειρίθου, ενώ κατά 151

161

ΕΤΆ το θάνατο της Ιπποδάμειας, συζύγου του Πειρίθου, ο οποίος λέγεται ότι καταγόταν από τους γιους του Δία, εκείνος έπεισε το φίλο του Θησέα, που και η δική του σύζυγος, Φαίδρα, είχε πρόσφατα αυτοκτονήσει, να παντρευτούν κόρες του Δία. Ωστόσο, και οι δύο ήθελαν την Ελένη της Σπάρτης, με αποτέλεσμα να ρίξουν κλήρο, τον οποίο κέρδισε ο Θησέας. Συμφώνησαν όμως ότι θα βοηθούσε ο ένας τον άλλο στην απόκτηση θεϊκής συζύγου, όσο δύσκολο και αν ήταν. Έπειτα από την απαγωγή της Ελένης151, ο Πειρίθους, θυμίζοντας στο φίλο του τη συμφωνία τους, ζήτησε χρησμό από μαντείο για το ποια κόρη του Δία τού άξιζε. Εκεί, ειρωνικά, του πρότειναν την Περσεφόνη, τη βασίλισσα του Άδη, αλλά εκείνος πείστηκε· έτσι ξεκίνησαν για το επικίνδυνο εγχείρημα (Graves, 1979:444). Για την κάθοδό τους στον Κάτω Κόσμο επέλεξαν το άνοιγμα στο Ταίναρο της Λακωνίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους:123). Δεν είναι γνωστό πώς έπεισαν τον Χάρωνα να τους επιτρέψει την είσοδο. Ο τρομερός Άδης, αφού άκουσε το παράτολμο αίτημά τους, προσποιούμενος φιλοξενία, τους πρόσφερε δύο πέτρινους θρόνους να καθίσουν κοντά στην πύλη, μέχρι να τους φέρει δώρα. Αφού κάθισαν όμως, αποδείχθηκε ότι ήταν οι θρόνοι της Λήθης, όπου αλυσοδέθηκαν και η λήθη τους έκανε να μαρμαρώσουν. Τα δεσμά τους περιγράφονταν είτε ως φίδια, είτε ως εκατοντάδες αλυσίδες, ώστε μόνο τα χέρια τους μπόρεσαν να απλώσουν προς τον Ηρακλή, όταν αυτός βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο. Εκεί, οι Ερινύες τους μαστίγωναν και ο Κέρβερος τους τραυμάτιζε με τα δόντια του. Τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, έμειναν αιχμάλωτοι του Άδη. Όταν ο Ηρακλής βρέθηκε στο βασίλειο των ψυχών, η Περσεφόνη τον υποδέχτηκε σαν αδερφό, και του επέτρεψε να ελευθερώσει τους κακοποιούς. Ωστόσο, αφού ελευθέρωσε τον Θησέα, τραβώντας τον από τον πέτρινο θρόνο, όταν προσπάθησε να κάνει το ίδιο στον Πειρίθου, η γη σείστηκε προειδοποιητικά, με αποτέλεσμα ο ήρωας να παραιτηθεί152.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΡΑΨΩΔΊΑ –Λ- ΝΈΚΥΙΑ

162

15

20

[...]δύσετό τ᾿ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί. «ἡ δ᾿ ἐς πείραθ᾿ ἵκανε βαθυρρόου Ὠκεανοῖο. ἔνθα δὲ Κιμμερίων ἀνδρῶν δῆμός τε πόλις τε,

Κι ως πήρε ο ήλιος και βασίλεψε κι ίσκιωσαν όλοι οι δρόμοι, έφτασε πια στου βαθιορέματου του Ωκεανού την άκρα. Των Κιμμερίων η χώρα βρίσκεται κει πέρα και το κάστρο,

ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι: οὐδέ ποτ᾿ αὐτοὺς ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν, οὔθ᾿ ὁπότ᾿ ἂν στείχῃσι πρὸς οὐρανὸν ἀστερόεντα, οὔθ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾿ οὐρανόθεν προτράπηται, ἀλλ᾿ ἐπὶ νὺξ ὀλοὴ τέταται δειλοῖσι βροτοῖσι.

συντυλιγμένα μες σε σύννεφο κι αντάρα᾿ δεν τους βλέπει ο Ήλιος ποτέ ο φωτοπερίχυτος με τις λαμπρές του αχτίδες, μηδέ σαν παίρνει τον ανήφορο προς τ᾿ αστεράτα ουράνια, μηδέ σα στρέφει απ᾿ τά μεσούρανα στης γης ξανά τα μέρη, μον᾿ νύχτα φοβερή στους άμοιρους θνητούς απλώνει πάντα.

νῆα μὲν ἔνθ᾿ ἐλθόντες ἐκέλσαμεν, ἐκ δὲ τὰ μῆλα εἱλόμεθ’: αὐτοὶ δ᾿ αὖτε παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο ᾔομεν, ὄφρ᾿ ἐς χῶρον ἀφικόμεθ᾿, ὃν φράσε Κίρκη.

Καθίζουμε στον άμμο το άρμενο, κι ως βγάλαμε από μέσα τα πρόβατα, το δρόμο πήραμε στον Ωκεανό από δίπλα, ως που στο μέρος πια βρεθήκαμε που ‘χε αρμηνέψει η Κίρκη.

Ο Οδυσσέας έφτασε στην πύλη του Άδη ακολουθώντας τις οδηγίες της μάγισσας Κίρκης153, με σκοπό να συναντήσει το νεκρό μάντη Τειρεσία154, ο οποίος θα τον καθοδηγούσε για το πώς θα επέστρεφε στην πατρίδα του. Εκεί, στην άκρη του ανήλιαγου σκοταδιού, ο ήρωας καλεί τους νεκρούς, θυσιάζοντας μέσα σε βάραθρο μαύρα κριάρια και πρόβατα, όπως αρμόζει στους χθόνιους βασιλείς. άλλες, δεν ελευθέρωσε κανέναν από τους δύο ήρωες, οι οποίοι έμειναν αιώνια αλυσοδεμένοι. Επίσης, άλλοι πιστεύουν ότι ο Θησέας ήταν εκείνος που τελικά ελευθέρωσε το φίλο του, ο οποίος όμως, μετά το θάνατό του, συνέχισε να βασανίζεται στον Κάτω Κόσμο. Τέλος, λέγεται ακόμα πως οι δύο ήρωες δεν επισκέφθηκαν ποτέ το υπόγειο βασίλειο του Άδη, αλλά ότι αποπειράθηκαν να απαγάγουν την βασίλισσα της Κιχύρου, μιας πόλης της Θεσπρωτίας ή της Μολοσσίας, βασιλιάς της οποίας ήταν ο Αϊδωνεύς (ένα από τα ονόματα που δίδονταν στον Κύριο του θανάτου). 153 Η Κίρκη αναφέρεται είτε ως μάγισσα είτε ως κατώτερη θεότητα. Κόρη του Ήλιου και της Ωκεανίδας Πέρσης, και αδερφή του Αιήτη και της Πασιφάης. Βασίλευε στο νησί Αιαία. Γνώριζε τις μαγικές και θεραπευτικές ιδιότητες των βοτάνων, ενώ είχε την ικανότητα να μεταμορφώνει σε ζώα τους εχθρούς της. Λέγεται πως η Κίρκη ήταν που μύησε στη μαγεία και τη Μήδεια, κόρη του Αιήτη. 154 Ο θηβαίος Τειρεσίας είναι ένας από τους πιο φημισμένους μάντεις στην αρχαιότητα.


ΡΑΨΩΔΊΑ –Ω- ΝΈΚΥΙΑ ΔΕΥΤΈΡΑ. ΣΠΟΝΔΑΊ Ἑρμῆς δὲ ψυχὰς Κυλλήνιος ἐξεκαλεῖτο ἀνδρῶν μνηστήρων: ἔχε δὲ ῥάβδον μετὰ χερσὶν καλὴν χρυσείην, τῇ τ᾿ ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει ὧν ἐθέλει, τοὺς δ᾿ αὖτε καὶ ὑπνώοντας ἐγείρει:

5

τῇ ῥ᾿ ἄγε κινήσας, ταὶ δὲ τρίζουσαι ἕποντο. ὡς δ᾿ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο τρίζουσαι ποτέονται, ἐπεί κέ τις ἀποπέσῃσιν ὁρμαθοῦ ἐκ πέτρης, ἀνά τ᾿ ἀλλήλῃσιν ἔχονται, ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ᾿ ἤϊσαν: ἦρχε δ᾿ ἄρα σφιν

10

Ἑρμείας ἀκάκητα κατ᾿ εὐρώεντα κέλευθα. πὰρ δ᾿ ἴσαν Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην, ἠδὲ παρ᾿ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων ἤϊσαν: αἶψα δ᾿ ἵκοντο κατ᾿ ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἔνθα τε ναίουσι ψυχαί, εἴδωλα καμόντων.

Ωστόσο τις ψυχές των πέρφανων μνηστήρων ο κυλλήνιος Ερμής απ᾿ το παλάτι εφώναζε, και το ραβδί του εκράτει στα χέρια το χρυσό, το πάγκαλο, που των θνητών τα μάτια γητεύει, σε όσους θέλει κλειώντας τα, κι άλλους ξυπνά απ᾿ τον ύπνο.

Μ᾿ αυτό τις λάλησε, κι ακλούθηξαν τσιρίζοντας εκείνες. Οι νυχτερίδες πως σε απέραντη, βαθιά σπηλιά πετώντας τσιρίζουν, όταν συναλλήλως τους σε μια αρμαθιά κρατιόνταν όλες μαζί απ᾿ το βράχο κι έτυχε να πέσει κάτω η μια τους΄ όμοια τσιρίζοντας κατέβαιναν κι αυτές᾿ μπροστά τραβούσε

ο πονηρός Ερμής, να φτάσουνε στις μούχλιες στράτες κάτω. Μπροστά απ᾿ του Ωκεανού τα ρέματα κι από τον Άσπρο Βράχο κι άπό τις πόρτες του Ήλιου διάβηκαν, μετά κι απ᾿ των ονείρων τη γη, και φτάσαν δίχως άργητα στο ασφοδελό λιβάδι, κει πέρα που οι ψυχές πορεύουνται, των πεθαμένων οι ίσκιοι.

Γιος του Ευήρους και της Χαρικλούς, τυφλώθηκε από τη θεά Αθηνά επειδή την είδε γυμνή τυχαία, αλλά, ακούγοντας τις ικεσίες της μητέρας του, του έδωσε το χάρισμα της μαντικής, το οποίο διατήρησε και μετά το θάνατό του.

163

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 164

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ψυχές νεκρών εμφανίστηκαν από το επέκεινα, τις οποίες προσέλκυσε το αίμα της θυσίας. Ωστόσο, αναφέρεται ότι, πριν οι ψυχές γευτούν το αίμα, δεν έχουν συνείδηση, ούτε μνήμη. Για το λόγο αυτό, μέχρι να εμφανιστεί ο μάντης και να πιει από το αίμα, ο Οδυσσέας δεν επέτρεπε στις άλλες ψυχές να πλησιάσουν. Μεταξύ των ψυχών που εμφανίστηκαν είναι ήρωες της Τροίας και παλιοί συμπολεμιστές του Οδυσσέα, ο σπουδαίος Ηρακλής, αλλά και η μάνα του, Αντίκλεια. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι ψυχές φέρονται να είναι άυλες, σαν σκιές. Έτσι, όταν ο Οδυσσέας προσπαθεί να αγκαλιάσει τη μητέρα του, εκείνη γλιστρά σαν σκιά, σαν όνειρο, από τα χέρια του.(΄΄Τρεις χύθηκα φορές, απάνω μου ποθώντας να τη σφίξω,/ και τρεις φορές μες απ’ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος/μου πέταξε΄΄, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. λ 205). Ο ήρωας θα συνομιλήσει και με άλλους γνωστούς ήρωες (όπως τον Αγαμέμνονα, τον Αχιλλέα αλλά και τον Ηρακλή), αφού πρώτα τους επιτρέπει να πιούν από το αίμα της σπονδής, μαθαίνοντας για τις δικές τους περιπέτειες. Ωστόσο, σταδιακά συγκεντρώθηκαν γύρω του χιλιάδες ψυχές, με άγριο αχό, τρομάζοντας τον ήρωα, ο οποίος επέστρεψε τρέχοντας στο πλοίο του, με το φόβο μήπως εξαπολυθεί εναντίον του από τη θεά του Άδη το γοργόνειον, το κεφάλι δηλαδή της Μέδουσας.Στη ραψωδία αυτή της Οδύσσειας γίνεται για πρώτη φορά σύνδεση της μαντικής και της επίσκεψης στον Κάτω Κόσμο. Παρά το γεγονός ότι ο ήρωας συναντά νεκρό με μαντικές ικανότητες, τις οποίες διέθετε και κατά τη διάρκεια της ζωής του, η πίστη στην ικανότητα μαντείας των ψυχών θα αναπτυχθεί και θα εξελιχθεί σημαντικά.


ΑΧΕΡΟΝΤΑΣ νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι ἐπ᾽ Ὠκεανῷ βαθυδίνῃ, αὐτὸς δ᾽ εἰς Ἀίδεω ἰέναι δόμον εὐρώεντα. ἔνθα μὲν εἰς Ἀχέροντα Πυριφλεγέθων τε ῥέουσιν Κώκυτός θ᾽, ὃς δὴ Στυγὸς ὕδατός ἐστιν ἀπορρώξ, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν ἐριδούπων· ἔνθα δ᾽ ἔπειθ᾽, ἥρως, χριμφθεὶς πέλας, ὥς σε κελεύω, βόθρον ὀρύξαι, ὅσον τε πυγούσιον ἔνθα καὶ ἔνθα, ἀμφ᾽ αὐτῷ δὲ χοὴν χεῖσθαι πᾶσιν νεκύεσσιν,

165

Και σαν αράξεις το καράβι σου στο βαθιορεματάρη τον Ωκεανό, στον Άδη κίνησε να πας το μουχλιασμένο. Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει από τη Στύγα, στον Αχέροντα· τα δυο ποτάμια σμίγουν λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα· στη μέση κι ένας βράχος. Κει πέρα φτάνοντας, αντρόκαρδε, καθώς σου ορίζω τώρα, λάκκο ως μια πήχη πάρε κι άνοιξε του μάκρους και του φάρδους, και πρόσφερε χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους·

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ομήρου Οδύσσεια κ 511-518

ΤΑΙΝΑΡΟ Η παράδοση έχει διασώσει την εξής ιστορία για το νεκυομαντείο του Ταινάρου (Σούδα, λήμμα Αρχίλοχος) Οι θεοί δεν ξεχνούν τους άριστους άνδρες, ακόμη και μετά το θάνατό τους. Σε κάθε περίπτωση, ο Πύθιος Απόλλωνας λυπήθηκε τον Αρχίλοχο, έναν έξοχο ποιητή κατά τα άλλα, εάν έπαιρνε κανείς την άσεμνη και υβριστική του γλώσσα και την έσβηνε ωσάν να ήταν κάποιο στίγμα. Αυτό συνέβη παρόλο που ήταν νεκρός […] και όταν εμφανίστηκε ο άνδρας που τον είχε σκοτώσει, ο Καλόνδας, που είχε το παρατσούκλι Κόραξ, ρωτώντας το θεό για πράγματα που ήθελε να μα΄θει, η Πυθία δεν του επέτρεψε την είσοδο διότι ήταν μιαρός, μα αναφώνησε αυτά τα γνωστά λόγια. Εκείνος όμως τα είχε βάλει με τις τύχες του πολέμου, και είπε ότι είχε βρεθεί διχασμένος, διότι έπρεπε ή να κάνει αυτό που έκανε ή να το πάθει ο ίδιος από κάποιον άλλο. Ισχυρίστηκε ότι δεν έπρεπε να τον μισεί ο θεός, εφόσον ζούσε σύμφωνα με τη μοίρα του, και καταράστηκε το γεγονός ότι δεν είχε σκοτωθεί αντί να σκοτώσει. Ο θεός τον λυπήθηκε και του παρήγγειλε να πάει στο Ταίναρο, όπου ήταν θαμμένος ο Τέττιξ (= τζίτζικας) και να εξευμενίσει την ψυχή του γιου του Τελεσικλή δημιουργώντας του φιλικά αισθήματα με σπονδές.


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 166

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Εκείνος ακολούθησε αυτές τις οδηγίες, και απελευθερώθηκε από την οργή του θεού.

Ο Θουκυδίδης αναφέρει επίσης μια ιστορία για το ψυχαγωγείο του Ταινάρου. Σχετίζεται με την τελική πτώση του Τυράννου Παυσανία μετά την προδοσία των Περσών. 132. …Ένας άνδρας με το όνομα Άργιλος, που ήταν να μεταφέρει το τελευταίο γράμμα του Παυσανία στον Αρτάβαζο, και που πρωτύτερα ήταν ο νεαρός εραστής του και του ήταν απόλυτα αφοσιωμένος, έγινε πληροφοριοδότης. Διότι φοβήθηκε όταν σκέφτηκε ότι κανείς από τους αγγελιαφόρους πριν από αυτόν δεν είχαν επιστρέψει ζωντανοί. Έκανε ένα αντίγραφο της σφραγίδας, σε περίπτωση που έκανε λάθος ή σε περίπτωση που ο Παυσανίας ζητούσε να διορθώσει το περιεχόμενο και άνοιξε το γράμμα. Σε αυτό, σύμφωνα με τα όσα υποπτευόταν, βρήκε γραμμένο το ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν. 133. όταν τους έδειξε το γράμμα, οι έφοροι πείστηκαν περισσότερο, αλλά έπρεπε να ακούσουν και τον ίδιο τον Παυσανία να ομολογεί κάτι. Επινόησαν λοιπόν ένα σχέδιο. Ο άνδρας πήγε στο Ταίναρο ως ικέτης και έστησε σκηνή την οποία διαίρεσε σε δύο τμήματα με ένα παραπέτασμα. Εκεί μέσα έκρυψε μερικούς από τους εφόρους, έτσι ώστε όταν ο Παυσανίας ήρθε σε αυτόν και τον ρώτησε για το λόγο της ικεσίας του, εκείνοι άκουσαν τα πάντα καθαρά. Ο άνδρας κατηγόρησε τον Παυσανία ότι έγραψε την εγγύηση του θανάτου του, και στη συνέχεια ανιστόρησε τα υπόλοιπα. Είπε ότι μολονότι ποτέ δεν είχε προδώσει τον Παυσανία στις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει πηγαίνοντας στο βασιλιά, παρ΄όλα αυτά του είχε δοθεί η ίδια ανταμοιβή με την πλειοψηφία των υπηρετών του, που ήταν ο θάνατος. Ο Παυσανίας τα παραδέχτηκε αυτά, και προσπάθησε να τον πείσει να μην είναι οργισμένος με την κατάσταση. Του έδωσε υπόσχεση για την ασφάλειά του εάν σηκωνόταν από το βωμό και τον προέτρεψε να ξεκινήσει το ταξίδι του όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να μην αναχαιτίσει το σχέδιό του. 134. Οι έφοροι τα άκουσαν όλα λεπτομερώς και αναχώρησαν. Τώρα που ήξεραν με βεβαιότητα, σχεδίασαν τη σύλληψή του στην πόλη. Θουκυδίδης, 1.132-134


ΑΒΕΡΝΗ Ο Βιργίλιος, στην Αινειάδα αναφέρει μαντική σπηλιά. Υπήρχε μια βαθιά σπηλιά, πελώρια, με ένα μεγάλο χάσμα, απότμη, προστατευμένη από τη μαύρη λίμνη και τα σκοτεινά δάση. Πάνω από αυτή τη λίμνη κανένα πτηνό δεν μπορούσε να ανοίξει τα φτερά του δίχως να το πληρώσει ακριβά. Τέτοιες αναθυμιάσεις έβγαιναν και ξεχύνονταν στον ουρανό από τα μαύρα σαγόνια. Βιργίλιος, Αινειάδα 6.237-242 Ο Στράβων παραδίδει μια εκτενή περιγραφή για τη διάρθρωση του νεκυομαντείου, βασισμένος σε μεγάλο βαθμό σε μαρτυρίες του Εφόρου.

167

[C244] … Πριν από την εποχή μου οι άνθρωποι συνήθιζαν να αφηγούνται το μύθο ότι η ομηρική Νέκυια έλαβε χώρα στην Αβέρνη. Και μας λένε ότι υπήρχε νεκυομαντείο εκεί, και ότι ο Οδυσσέας το επισκέφτηκε. Ο κόλπος της Αβέρνης είναι πολύ κοντά στην ακτή και έχει καλή πρόσβαση. Έχει το μέγεθος και τη μορφή λιμανιού, αλλά δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως λιμάνι διότι μπροστά του βρίσκεται ο Λοκρίνος Κόλπος, που είναι μεγάλος και ρηχός. Η Αβέρνη περιτριγυρίζεται από απότομες και κυρτές όχθες που την περικλείουν από όλες τις πλευρές εκτός από την είσοδο. Την εποχή αυτή είναι καλά κατεργασμένες και αναπτυγμένες, παλιότερα όμως καλυπτόταν από άγρια δάση μαύρων και πυκνών δέντρων. Αυτά κατέστησαν το μέρος έναν τόπο σκιών, εξαιτίας των δεισιδαιμονιών. Οι ντόπιοι συνήθιζαν να λένε έναν άλλο μύθο, ότι τα πουλιά που πετούσαν πάνω από τον κόλπο έπεφταν στο νερό, διότι σκοτώνονταν από τις αναδυόμενες αναθυμιάσεις, όπως συνέβαινε στα πλουτώνεια. Θεωρούσαν αυτό το μέρος πλουτώνειο, και πίστευαν ότι εκεί ζούσαν οι Κιμμέριοι. Όσοι είχαν πρώτα θυσιάσει και έιχαν σκοπό να εξευμενίσουν τις δυνάμεις του Κάτω Κόσμου έπλεαν σε αυτό. Υπήρχαν ιερείς που καθοδηγούσαν τους ανθρώπους σε αυτές τις διαδικασίες, οι οποίοι διοικούσαν το μέρος κάτω από σύμβαση. Υπήρχε μια πηγή με πόσιμο νερό κοντά στη θάλασσα, αλλά όλοι το απέφευγαν, διότι πίστευαν ότι ήταν το νερό της Στυγός. Και το μαντείο βρίσκεται εκεί. Και θεωρούσαν ότι οι ιαματικές πηγές εκεί δίπλα, καθώς και η Αχερουσία Λίμνη, σχετίζονταν με τον Πυρυφλεγέθοντα. Ο Έφορος, σχετίζοντας αυτό το μέρος με τους Κιμμέριους, λέει ότι ζουν σε υπόγειες κατοικίες, τις οποίες αποκαλούν άργιλλες, ότι επισκέπτονται ο ένας τον άλλο μέσα τούνελ και ότι δέχονται ξένους που επισκέπτονται το νεκυομεντείο, το οποίο βρίσκεται αρκετά κάτω από την επιφάνεια της γης. Λέει ότι ζουν από τα έσοδα των ορυχείων και από αυτούς που επισκέπτονται το μαντείο, καθώς και από το βασιλιά που διέταξε να τους αποδίδονται εισφορές. Λέει ότι υπάρχει αρχαίο έθιμο σε αυτούς που ζουν γύρω από το μαντείο, να μη βλέπουν ποτέ τον ήλιο, αλλά να εξέρχονται από τις κατοικίες τους τη νύχτα. Γι΄ αυτό το λόγο, όπως λέει, ο ποιητής έγραψε για αυτούς ότι ΄΄ποτέ δεν τους βλέπει του ηλίου το φως΄΄.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 168

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ [C245] λέει, ωστόσο, ότι οι άνθρωποι αυτοί αργότερα καταστράφηκαν από κάποιο βασιλιά, όταν απέτυχε κάποια μαντεία που αυτός είχε επιχειρήσει, όμως το μαντείο υπάρχει ακόμα, μεταφερμένο σε άλλο μέρος. Αυτά τα πράγματα λένε οι άνθρωποι που έζησαν πριν από μένα, αλλά τώρα που τα δάση γύρω από την Αβέρνη έχουν κοπεί από τον Αγρίππα, και η περιοχή έχει χτιστεί, και ένα υπόγειο τούνελ έχει κατασκευαστεί από την Αβέρνη ως την Κύμη, όλα αυτά αποδείχτηκαν μόνο μύθοι. Ο Κοκκήιος, που έφτιαξε το τούνελ αυτό καθώς και εκείνο που οδηγεί στη Νάπολη από τη Δικαιάρχια κοντά στις Βαίες, ίσως στηρίχθηκε στην ιστορία που πριν λίγο διηγήθηκα για του Κιμμέριους, πιθανόν επειδή θεώρησε ότι οι δρόμοι σύμφωνα με την παράδοση έπρεπε να είναι μέσω τούνελ. Ο Λοκρίνος Κόλπος εκτείνεται μέχρι τις Βαίες. Χωρίζεται από την ανοιχτή θάλασσα μέσω ενός κτίσματος μήκους οκτώ σταδίων και πλάτους ενός καρόδρομου. Λένε ότι αυτό χτίστηκε από τον Ηρακλή, όταν οδηγούσε το κοπάδι του Γηρυόνη. Επέτρεπε όμως στα κύματα να περάσουν όταν είχε θύελλα, έτσι ώστε δεν ήταν εύκολο να προχωρήσει κανείς κατά μήκος, κι έτσι ο Αγρίππας το επέκτεινε. Μόνο ελαφριές βάρκες μπορούν πλέον να διασχίσουν. Δεν ενδείκνυται για προσάραγμα, αλλά μπορεί κανείς, να συλλέξει από εκεί πολλά όστρακα. Και λένε μερικοί ότι αυτή είναι η Αχερουσία Λίμνη, αλλά ο Αρτεμίδωρος λέει ότι η ίδια η Αβέρνη είναι η Αχερουσία. Λένε ότι οι Βαίες πήραν το όνομά τους από το Βαίο, έναν από τους συντρόφους του Οδυσσέα, όπως επίσης και τον Μισηνό. Ακολουθούν τα ακρωτήρια γύρω από τη Δικαιάρχια και την ίδια την πόλη. Ήταν παλαιότερα πόλη-λιμάνι της Κύμης, χτισμένη στις όχθες, αλλά κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αννίβα οι Ρωμαίοι την αποίκισαν και την ονόμασαν Ποτιόλους (Puteoli), από τα πηγάδια (λατ. putei=πηγάδι). Άλλοι λένε ότι την ονόμασαν έτσι από τη δυσοσμία (puteo στα λατινικά) των νερών που διατρέχουν όλη την περιοχή, μέχρι τις Βαίες και την Κύμη, διότι είναι γεμάτα θειάφι και φωτιά και θερμά νερά. Κάποιοι λένε ότι η περιοχή της Κύμης ονομαζόταν Φλέγρα εξαιτίας αυτού και ότι είναι οι πληγές από τους κεραυνούς που υπέστησαν οι πεσόντες γίγαντες, που στέλνουν τέτοιες ρίψεις φωτιάς και νερού. [C246]… Ακριβώς πάνω από την πόλη βρίσκεται η αγορά του Ηφαίστου, ένα πεδίο περίκλειστο από φλογώδεις όχθες, που έχουν παντού εντυπωσιακές σχισμές. Το πεδίο είναι γεμάτο από διασκορπισμένο θειάφι.


ΗΡΑΚΛΕΙΑ Η μοναδική μαρτυρία σχετική με επίσκεψη στο νεκρομαντειο της Ηράκλειας αφορά τον Παυσανία, τύραννο της Κορίνθου, την οποία αφηγείται ο Πλούταρχος στον Κίμωνα.

Πλούταρχος, Κίμων 6

169

Λέγεται ότι ο Παυσανίας έστειλε για μια παρθένο από το Βυζάντιο, την Κλεονίκη, μια νέα από επιφανή οικογένεια, προκειμένου να συνουσιαστεί μαζί της. Οι γονείς της την έστειλαν σε εκείνον κατόπιν εξαναγκασμού, αλλά και από φόβο. Εκείνη ζήτησε από αυτούς που βρίσκονταν έξω από το δωμάτιο να σβήσουν το φως, και πλησίασε σιωπηλά το κρεβάτι στα σκοτεινά. Ο Παυσανίας ήδη κοιμόταν. Όμως εκείνη σκόνταψε πάνω στο λυχνοστάτη και κατά λάθος τον αναποδογύρισε. Ο Παυσανίας πετάχτηκε από το θόρυβο και τράβηξε τη λόγχη του, νομίζοντας πως κάποιος εχθρός τον πλησίαζε. Χτύπησε την κοπέλα και την έριξε κάτω. Εκείνη σκοτώθηκε από το χτύπημα και δεν επέτρεπε στον Παυσανία να ησυχάσει, αλλά τον επισκεπτόταν σαν φάντασμα τις νύχτες στον ύπνο του, απαγγέλλοντας θυμωμένη σε εξάμετρο: ΄΄Πήγαινε στη δικαιοσύνη· η ύβρις είναι πολύ κακή για τους ανθρώπους΄΄. Οι σύμμαχοι πήραν αυτή την προσβολή ιδιαίτερα βαριά, και μαζί με τον Κίμωνα τον έδιωξαν από την πόλη. Κατατρεγμένος από το Βυζάντιο και καταδιωκόμενος από το φάντασμα, όπως λέγεται, κατέφυγε στο νεκυομαντείο στην Ηράκλεια. Ανακαλούμενος το φάντασμα της Κλεονίκης την ικέτευσε να παύσει την οργή της. Εκείνη του παρουσιάστηκε σε όραμα και του είπε ότι σύντομα θα απαλλασσόταν από τις συμφορές του όταν θα βρισκόταν στη Σπάρτη, μιλώντας με ένα γρίφο, όπως φαίνεται, για το θάνατο που τον περίμενε. Σε κάθε περίπτωση, πολλοί αφηγούνται αυτή την ιστορία.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ



ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΗΓΕΣ

171


172

ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Vidler, A., 1992, The Architectural Uncanny, essays in the Modern Unhomely, Λονδίνο, MIT Press Burkert, W., 1997, Ελληνική Μυθολογία και Τελετουργία, δομή και ιστορία, Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Scully, V., 1962, The earth, the temple and the Gods, New Haven and London, Yale University Press Kerenyi, K., 1975, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Αθήνα, βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ Burkert, W., 1993, Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, αρχαϊκή και κλασική εποχή, Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα Graves, R., 1979, Οι ελληνικοί μύθοι, Αθήνα, εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ – ΡΟΥΓΚΑΣ, τόμοι 1, 2

Alberto Perez-Gomez, Stephen Parcell, 1996, Chora, volume 2, Λονδίνο, McGill-Queen’s University Press . Odgen, D., 2011, Ελληνική και ρωμαϊκή νεκρομαντεία, Αθήνα, Εκδόσεις Εκάτη, μτφρ. Καπάτος Ρ. Flaceliere, R., 1964, Μάντεις και μαντεία στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα, Εκδότης Ζαχαρόπουλος Ι., μτφρ. Δημητρίου Κ. Hewitt, P., 1994, Οι έννοιες της φυσικής, τόμος 1, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης Mirau, E. & Παναγιώτου, Κ., 1987, Η καθημερινή ζωή την εποχή του Ομήρου, Αθήνα, εκδόσεις Παπαδήμας Frazer, J., G.,1994, Ο χρυσός κλώνος: μελέτη για τη μαγεία και τη θρησκεία, Αθήνα, εκδόσεις Εκάτη Vernant, J, P, 1992, Το βλέμμα του θανάτου, μορφές της ετερότητας στην Αρχαία Ελλάδα, Άρτεμις, Γοργώ, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια Nilsson, M., P., 1987, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Αθήνα, εκδόσεις

173

Eliade, M., 2002, Το ιερό και το βέβηλο, Αθήνα, Εκδόσεις Αρσενίδη, Μετάφραση Δεληβοριάς Ν.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΗΓΕΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΗΓΕΣ Παπαδήμα Faure, P., Αγγέλου, Ε., 1988, Η καθημερινή ζωή στις ελληνικές αποικίες: από τη Μαύρη Θάλασσα ως τον Ατλαντικό την εποχή του Πυθαγόρα 6ος αιώνα π.Χ., Αθήνα, εκδόσεις Παπαδήμας Ziegler, J., 1975, Les vivants et le mort, essai de sociologie, Παρίσι, εκδόσεις de Seuil Bourdieu, P., 1990, The logic of Practice, κεφ. The Kabyle house or the world reversed, Cambridge, Polity Press Turner, V., 1989, The Ritual Process, Νέα Υόρκη, Cornell University Press

174

Simmel, G. 1997, “Bridge and Door” in Rethinking Architecture, London, Routledge, N. Leach (ed.). Κακριδής, Ι., Θ., 1986, Ελληνική Μυθολογία, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι 1,2,3,4,5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,1971, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, τόμος Β Ησίοδος, 2001, Έργα και Ημέρες ,Θεογονία, Η Ασπίδα του Ηρακλή, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Ζήτρος, Μετάφραση Γκιργκένης Σταύρος. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη,2002, Μετάφραση Καϊδόγλου Θεοδοσία

Θεσσαλονίκη,

Εκδοτική

Θεσσαλονίκης,

Μπαμπινιώτης, Γ., 2002, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, Κέντρο Λεξολογίας Ε.Π.Ε. Σιδέρης, Ν., 2006, Αρχιτεκτονική και ψυχανάλυση: φαντασίωση και κατασκευή, Αθήνα, Futura Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, 1902, Αθήνα, Εκδόσεις Γ. Γεώργακα Δραγώνα, Ε., Κώνστας, Χ., 2007, Η αρχαιοελληνική βίβλος των νεκρών, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Αρχέτυπο Ξανθάκης, Α., Παπαποστόλου, Μ., 2002, Παυσανία΄΄Λακωνικά΄΄, Αθήνα, Εκδόσεις Κοχλίας

Λακωνίας

Πολίτης, Ν., 1994, Παραδόσεις, Αθήνα, Εκδόσεις ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Περιήγησις,


Πολυχρονοπούλου, Ο., 1984, Ταφικά έθιμα στη Μέση Εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα, Αρχαιολογία, τεύχος 11.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Καλλέγια, Α., 1984, Ταφή και Ταφικά έθιμα στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, Ιστορικά Θέματα, τ. 18

175

ΠΗΓΕΣ Παπαχατζής, Ν., 1986, Οι θεοί του Κάτω Κόσμου, στην Ελληνική Μυθολογία, τόμος 2, Αθήνα, Ελληνική Εκδοτική Θεοδωρίδης, Χ., 1982, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, Αθήνα, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον Εστία Λεκατσάς, Π., 2000, Η Ψυχή η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου, Αθήνα, εκδόσεις Καστανιώτης Σιέττος, Γ., 2002, Αρχαία ελληνικά μυστήρια, Αθήνα, εκδόσεις Πύρινος Κόσμος

ΕΝΤΥΠΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Odgen, D., 2004, Τα Μαντεία-Τα Νεκυομαντεία, Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, δημοσίευση 19/02/04, Μετάφραση: Γιώργος Γεωργαμλής Bonnechere, P., 2004, Τα Μαντεία –Τα Νεκυομαντεία, Ιστορικά, Ελευθεροτυπία, δημοσίευση 19/02/04, Μετάφραση: Γιώργος Γεωργαμλής ΔΙΑΔΙΚΤΙΑΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Λάζαρης, Ι., 2011, Κάτω Κόσμος: μια προσοδοφόρα επιχείρηση του δωδεκαθεϊστικού ιερατείου, Ελεύθερη Έρευνα, δημοσίευση στις 11/01/11. Διαθέσιμο: http://www.freeinquiry.gr/pro.php?id=1876 [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] Αμανατίδου, Ε., 2013, Νεκρομαντείο του Αχέροντα: Εκεί όπου οι ψυχές συνομιλούν;, schooltime.gr, δημοσίευση στις 24/02/13. Διαθέσιμο: http://www.schooltime.gr/2013/02/24/nekromanteio-axerontae-amanatidou/#.Ulq5T9I70Tu [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] Βαρβιτσιώτης, Ι., Μ., 2004, Μια πανάρχαιη πολιτεία στο Ταίναρο, Το Βήμα, δημοσίευση στις 08/02/04. Διαθέσιμο: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=156901


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΗΓΕΣ [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] Σταυρίδης, Σ., 1999, Προς μια ανθρωπολογία του κατωφλιού, Ουτοπία, δημοσίευση το Φεβρουάριο του 1999, τ. 33, σελ. 107-121. Διαθέσιμο: http://www.u-topia.gr/issues/33/107 [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] Κοντράρου –Ρασσιά, Ν., 2010, Δίπλα στην ακρογιαλιά η είσοδος στον Άδη, Ελευθεροτυπία (Enet.gr), δημοσίευση 26/02/10. Διαθέσιμο: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=135932 [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] VIDEOS

176

Ο Κάτω Κόσμος –Οι τόποι των Μύθων, 2004, [video], Αθήνα, ΕΤ-1 Διαθέσιμο: http://www.youtube.com/watch?v=nqhjljm_JA0 [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] Μύθοι και Μνατεία –Οι τόποι των Μύθων, 2004, [video], Αθήνα, ΕΤ-1 Διαθέσιμο: http://www.youtube.com/watch?v=mH0SljLZXgw [Τελευταία προσπέλαση: 13/09/13] ΔΙΑΔΙΚΤΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ http://www.ehw.gr/ehw/forms/Default.aspx http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B5 %CF%86%CF%8C%CE%BD%CE%B7 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%B4%CE%B7%CF%82_%28%CE %BC%CF%85%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE %B1%29 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%8D%CE%B8%CE%BF%CF%82 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%89%CF%81%CF%89%CE%B1%CF%82 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84 %CE%BF%CF%82_%28%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE %BF%CE%B3%CE%AF%CE%B1%29


http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CE%BC%CE%B7_(%CE%9 C%CE%B5%CE%B3%CE%AC%CE%BB%CE%B7_%CE%95%CE%BB%CE% BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1)#.CE.97_.CE.9A.CF.85.CE.BC.CE.B1.CE.AF. CE.B1_.CE.A3.CE.AF.CE.B2.CF.85.CE.BB.CE.BB.CE.B1 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%BF %CF%82_(%CE%B1%CF%80%CE%BF%CF%83%CE%B1%CF%86%CE%AE %CE%BD%CE%B9%CF%83%CE%B7) http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5 %CE%AF%CE%BF_%CE%A4%CF%81%CE%BF%CF%86%CF%89%CE%BD %CE%AF%CE%BF%CF%85 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B5%CE%BA%CF%81%CE%BF %CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%BF http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5 %CE%AF%CE%BF

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%BA%CF%81%CF%89%CF%84% CE%AE%CF%81%CE%B9%CE%BF_%CE%A4%CE%B1%CE%AF%CE%BD% CE%B1%CF%81%CE%BF http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%BF%CE%B1 %CE%BA%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B5%CE%BA%CF%81%CE%BF %CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%91 %CF%87%CE%AD%CF%81%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%BB %CE%B5%CE%B9%CE%B1_%CE%B7_%CE%A0%CE%BF%CE%BD%CF%8 4%CE%B9%CE%BA%CE%AE http://el.wikisource.org/wiki/%CE%91%CF%84%CF%84%CE%B9%CE%BA %CE%AC#-_I.17 http://www.e-istoria.com/om7.html http://courses.arch.ntua.gr/111750.html

177

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CF%85%CE%B8%CE%B1%CE%B3 %CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CE%B9_%CF%86%CE%B9 %CE%BB%CF%8C%CF%83%CE%BF%CF%86%CE%BF%CE%B9

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΗΓΕΣ


ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΠΗΓΕΣ http://www.komvos.edu.gr/mythology/ent2/2_arpages.html http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended. aspx?lemmaID=10542 http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/omhros/od11.htm http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/omhros/od24.htm http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=13721 http://blacksea.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=4452 http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=156721 http://www.apologitis.com/gr/ancient/tafi_ethima.htm

178

http://hellenicmythology.weebly.com/alphadeltaetasigma---piepsilonrhosigmaepsilonphiomicronnueta.html http://www.evprattein.gr/index.php/2011-06-03-09-41-23/140-2011-0621-13-37-47 http://www.epicuros.gr/kombos/a_arthra_thanatos.htm http://lykomidis.wordpress.com/2009/10/27/%CE%BD%CE%B5%CE%BA %CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%B9% CE%BF-%CE%B1%CF%87%CE%B5%CF%81%CF%89%CE%BD%CF%84%C E%B1/ http://www.mikrosapoplous.gr/aristotle/mf/peri_neotitos_m.htm

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Εικόνα εξώφυλλου:http://www.wikipaintings.org/en/salvador- dali/archeologicalreminiscence-millet-s-angelus Εικ. 1, 4, 7, 19, 22, 31, 36, 41, 42, 43, 49, 52, 57, 74: http://el.wikipedia.org/wiki/ Εικ. 2: http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=4471 Εικ. 3, 5, 8, 18, 21, 32: http://en.wikipedia.org/wiki/Landscape_with_Orpheus_and_ Eurydice Εικ. 6, 30: http://www.wikipaintings.org/en/paul-cezanne/the-judgement-of-paris-1864 Εικ. 9, 10, 11, 14, 17, 26, 28: http://www.astrologicon.org/detail/14/221.html


179

Εικ. 12: http://www.fineartlib.info/gallery/p17_sectionid/39/p17_imageid/1812 Εικ. 13: http://www.linternaute.com/musee/diaporama/1/7052/musee-des-beauxarts-de-la-rochelle/5/31681/les-trois-juges-de-l-enfer/ Εικ. 15: http://www.mlahanas.de/Greeks/Mythology/PersephoneAndHadesLocri. html Εικ. 16: http://www.afisorama.gr/product/6595/lr-00-004119/remprant-i-arpagi-tispersefonis Εικ. 20: http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYMC115/540/3552,14577/ Εικ. 23: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=156721 Εικ. 24, 40: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/AR/ar.ag/Leagros16. htm Εικ. 25: http://mkatz.web.wesleyan.edu/daughters_of_demeter/demeter.largest.htm Εικ. 26: http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Abbate_-_Rape_of_Proserpine_hires.jpg Εικ. 29,75: http://www.theoi.com/Gallery/M12.3.html Εικ. 33: Ιστορία της Τέχνης Larouse, τ. 1, εκδόσεις Βιβλισελ. 150 Εικ. 34: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β, σελ. 451 Εικ. 35: http://www.huntsearch.gla.ac.uk/cgi-bin/foxweb/huntsearch/DetailedResults.fwx?collection=art&searchTerm=51729 Εικ. 37,38,39: http://www.hellinon.net/NeesSelides/Mystiria.htm Εικ. 44,45: http://www.fineartlib.info/gallery/p17_sectionid/19/p17_imageid/180 Εικ. 47,48: http://kleio2012.blogspot.gr/2012/11/blog-post_25.html http://pilavakis.net/new_page_293.htm Εικ. 50: http://el-democracy.blogspot.gr/2012/07/blog-post_5937.html Εικ. 51, 56, 60:http://travel-around-greece.blogspot.gr/2012/03/blog-post_03.html Εικ. 53: http://lykomidis.wordpress.com/ Εικ. 54, 58: http://www.hotelsline.gr/root/newhotel/mx/Nekromantio_Acheronta.asp Εικ. 55: http://tro-ma-ktiko.blogspot.gr/2012/01/blog-post_4181.html Εικ. 58: http://www.ammoudiarooms.com/el/informations/ammoudia-informations/ necromanteio-acheronta.html Εικ. 61: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh3560.jsp?obj_id=13721 Εικ. 63: http://www.tresorhotels.com/content/blog/destinations/155-akrwthrio-tainaro-ekei-sxedon-sto-telos-ths-eyrwphs#.UlRrhNI70Tt Εικ. 62, 64, 65: http://www.mani.org.gr/horia/danmanis/tainaro/tain_posid.jpg Εικ. 66: http://www.explorers.gr/show.php?action=m&id=52 Εικ. 67: http://skourkos2012.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5603.html Εικ. 68: http://www.astarhellas.com/index.php?option=com_ content&view=article&id=172:h-astar-hellas-1772013&catid=3:blogs&Itemid=28 Εικ. 69: http://www.gophoto.it/view.php?i=http://static.panoramio.com/photos/ original/26135526.jpg#.UlSUwdI70Ts Εικ. 70: http://www.viajesconmitia.com/category/panorama-infernal-y-visita-interiora-terrae/ Εικ. 71: http://www.flickr.com/photos/73553452@N00/5468087834/ Εικ. 72, 73: http://habilisii-habilis.blogspot.gr/2012/05/blog-post.html Εικ. 74: http://www.tempotv.gr/index.php/indexing/40-2009-03-11-13-07-45/4136-2012-09-18-21-26-10

ΤΑ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΗΓΕΣ





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.