Μηχανισμοί Παρέμβασης: η περίπτωση της κατοικίας

Page 1


ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ η περιπτωση της κατοικιας

Μπουγονικολού Μαριάνα επ.καθηγήτρια : Έβελυν Γαβρήλου

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΙΟΥΝΙΟΣ 2016


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ_

ΕΝΟΤΗΤΑ Α_

μοντέρνο κίνημα

taylorism & fordism ανάπτυξη της φονξιοναλιστικής θεωρίας __frankfurt kitchen ευελιξία __τύποι ευελιξίας χρήστες __κατηγορίες χρηστών ανακεφαλαίωση ΕΝΟΤΗΤΑ Β_

case studies

κριτήρια επιλογής παραδειγμάτων Quartiers Modernes Fruges __η αρχιτεκτονική του quartiers modernes fruges __lived-in architecture - philippe boudon __συμπεράσματα Nid d'Abeille & Semiramis __συμπεράσματα PREVI __40 χρόνια μετά __συμπεράσματα σύγχρονες εφαρμογές: incremental housing strategy __elemental

προσφυγικοσ συνοικισμοσ ν. ιωνιασ βολου

τύποι προσφυγικών στοιχεία απο περίπατο __κατηγορίες μεταβολών φωτογραφικό αρχείο __κατηγορία i __κατηγορία ii __κατηγορία iii __κατηγορία iv __κατηγορία v __κατηγορία vi ανακεφαλαίωση

1 2 2 3 5 6 7 8 9

41 43 45 45 46 46 49 50 52 55 56 57

10 11

ΕΝΟΤΗΤΑ Δ_

πολυκατοικια

58

12 15

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

64

17 19 22 29 30 34 36 37

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ_

previ:

παραδείγματα κατοικιών με τις μεταβολές τους James Stirling __οικογένεια Zamora Kikutake, Maki, Kurokawa __οικογένεια Fernandez Aldo Van Eyck __οικογένεια Villegas

66 67 67 70 70 73 73

38

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

76


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα ερευνητική εργασία μελετά τις παρεμβάσεις που δέχεται η κατοικία από τους χρήστες της σε βάθος χρόνου, κατόπιν ολοκλήρωσης της διαδικασίας σχεδιασμού και κατασκευής της, που είναι συχνά στο επίκεντρο της αρχιτεκτονικής σκέψης. Πώς δηλαδή παραλαμβάνει ο κάτοικος ένα χώρο και πώς τον ερμηνεύει/ χρησιμοποιεί/ οικειοποιείται/ διαμορφώνει. Ο αρχιτεκτονικός διάλογος εστιάζει συχνά στον σχεδιασμό και την παραγωγή ως τις κορυφαίες στιγμές στη ζωή ενός κτηρίου, θεωρώντας ένα κτήριο ως ολοκληρωμένο και στο απόγειό του όταν φωτογραφίζεται για τον αρχιτεκτονικό τύπο, πριν ακόμα «καταναλωθεί» από τους χρήστες. Ο όρος «κατανάλωση» έχει εμποτιστεί με αρνητική χροιά στον δυτικό κόσμο, συνυφασμένος συχνά με την καταστροφή και την παρακμή, σε αντίθεση με την «παραγωγή» που εμπεριέχει τη δημιουργία. Με αυτή την οπτική δεν φαίνεται παράλογο που ο σχεδιασμός αποτελεί το επίκεντρο του αρχιτεκτονικού διαλόγου, ενώ το τι συμβαίνει στο κτήριο αφότου ολοκληρωθεί τυγχάνει λίγης σπουδαιότητας. Ο Stewart Brand γράφει στο How Buildings Learn πως «όλα τα κτήρια αποτελούν προβλέψεις. Όλες οι προβλέψεις είναι λανθασμένες».

ΟΡΓΑΝΩΣΗ Η μελέτη επιδιώκει να προσεγγίσει το φαινόμενο της παρέμβασης του χρήστη στο χώρο του, οργανωμένη σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα επιχειρείται μία ιστορική αναδρομή με αφετηρία τη διάδοση του ρεύματος του Μοντερνισμού, μέσα στον οποίο πρωτοεμφανίστηκε ο όρος «χρήστης». Στη συνέχεια διαπραγματεύεται την εισαγωγή της ευελιξίας στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ως απόρροια της εναντίωσης στις ντετερμινιστικές φιλοδοξίες του φονξιοναλισμού, και τη χρήση αυτού του εργαλείου για προσπάθεια πρόβλεψης των αναγκών του χρήστη, ενώ γίνεται αναφορά στους

τρείς τύπους ευελιξίας που εντοπίζουμε στο σχεδιασμό. Η πρώτη ενότητα ολοκληρώνεται με την ανάλυση του όρου «χρήστης» και την κατηγοριοποίησή του με βάση τη συμμετοχή/αλληλεπίδρασή του με τον χώρο του.

Στη δεύτερη ενότητα επιλέγεται η ανάλυση τριών παραδειγμάτων οικισμών της διεθνούς αρχιτεκτονικής σκηνής που έχουν υποστεί τροποποιήσεις σε βάθος χρόνου από τους κατοίκους τους. Αυτοί οι οικισμοί είναι το «Le Quartiers Modernes Frugès» στην περιοχή Pessac της Γαλλίας, σχεδιασμένο από τον Le Corbusier το 1926, τα «Nid D’abeille & Semiramis» στην Casablanca, Μαρόκο, σχεδιασμένα από τους Γ.Κανδύλης & Woods το 1952 και τέλος το «PREVI», στη Λίμα, Περού, μία μίξη προτάσεων περουβιανών και διεθνούς φήμης αρχιτεκτόνων της εποχής ως αποτέλεσμα διαγωνισμού το 1965. Αρχικά, αναφέρονται τα κριτήρια με βάση τα οποία έγινε η επιλογή των συγκεκριμένων παραδειγμάτων, ενώ στη συνέχεια αναλύονται και οι τρείς περιπτώσεις. Τέλος, γίνεται αναφορά στις σύγχρονες εφαρμογές της γνώσης που αποκτήθηκε μελετώντας αυτούς τους οικισμούς, με έμφαση στην υιοθέτηση του Incremental Housing Strategy.

Στην τρίτη ενότητα πραγματοποιείται ανάλυση του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Ιωνίας στο Βόλο, ενός παραδείγματος ελληνικού οικισμού που μοιράζεται μερικά κοινά στοιχεία με τα διεθνή παραδείγματα που αναφέρθηκαν στη δεύτερη ενότητα. Αρχικά, πραγματοποιείται μια αναδρομή στο ιστορικό πλαίσιο και στις συνθήκες που οδήγησαν στη δημιουργία του οικισμού, ενώ στη συνέχεια αναλύονται οι τύποι των σπιτιών που συναντάμε στον οικισμό καθώς και οι λόγοι που οδήγησαν στη μετέπειτα μετάλλαξή τους από τους πρόσφυγες. Τέλος, πραγματοποιείται ένας περίπατος στη συνοικία σήμερα και εκτίθεται το φωτογραφικό αρχείο που


συλλέχθηκε και το οποίο απεικονίζει τη σύγχρονη όψη του οικισμού, ενώ επιχειρώ να κωδικοποιήσω τις μεταβολές που εντόπισα και να τις κατηγοριοποιήσω. Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα πραγματοποιείται ένα zoomout στην πόλη και επιχειρείται ο εντοπισμός της αυθαιρεσίας των προσφυγικών πάνω στον τύπο κτηρίου που χαρακτηρίζει κατεξοχήν το ελληνικό αστικό τοπίο, την πολυκατοικία. Γίνεται μια αναφορά στη μορφολογία της πολυκατοικίας και στη συνέχεια εντοπίζονται διάφορες κοινές μεταβολές και διαμορφώσεις που έχει υποστεί από τους χρήστες της.


Α /1/


Το 1918 σηματοδοτεί το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο οποίος αφήνει συντρίμμια τόσο σε κτηριακό απόθεμα όσο και στην ίδια την κοινωνία. Οι απαιτήσεις για ταχεία ανοικοδόμηση των πόλεων και αποφυγή των περαιτέρω κοινωνικών αναταραχών, σε σύζευξη με την απώλεια μεγάλου μέρους του εργατικού δυναμικού και την εισαγωγή ανειδίκευτων εργατών στις βιομηχανίες ενθάρρυνε την αναζήτηση μεθόδων και καινοτομιών στη βιομηχανική παραγωγή. Έτσι, η ανάγκη για φτηνότερα υλικά, μαζικά παραγόμενα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο δεν άφησε ανεπηρέαστο το μοντέρνο κίνημα που έβρισκε εφαρμογή στην πολεοδομική ανασυγκρότηση της εποχής. Η προσαρμογή των τεχνολογικών πρωτοποριών του πολέμου στην πλέον «ειρηνική» πραγματικότητα πραγματοποιήθηκε, προς αντιμετώπιση του κοινωνικού και στεγαστικού χάους, μέσω των βιομηχανοποιημένων μεθόδων δόμησης που υπόσχονταν απλοποίηση στη μαζική παραγωγή υλικών. Οι αρχές του Τεϋλορισμού και του Φορντισμού που διαδόθηκαν μετά την πρώτη δεκαετία του αιώνα και προωθούσαν την επιτάχυνση της διαδικασίας παραγωγής μέσω της μεθοδικής οργάνωσης, της απλοποίησης και της τυποποίησης θα αποτελούσαν τις βάσεις για την εξέλιξη και διαμόρφωση του μοντέρνου κινήματος.

“The engineer is the hero of our age” Peter Behrens, German architect Έτσι, αντλώντας επιρροή από τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής, οι αρχιτέκτονες του μοντερνισμού απομπλέκονται από την παράδοση και την κανονικότητα σχεδιάζοντας ριζοσπαστικά μοντέλα κτηρίων. Αποβάλλουν την καλλιτεχνική τους ιδιότητα και αναδεικνύονται ως τεχνοκράτες οι οποίοι θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις κοινωνικές συγκρούσεις και να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των μαζών, με μια κοινωνία σε αναβρασμό να τους παρακολουθεί με /2/

δέος. Η μηχανή αναδεικνύεται σε σύμβολο της εποχής, με τους αρχιτέκτονες να βλέπουν σε αυτή την ομορφιά της οργάνωσης και της λειτουργικότητας, ιδιότητες που είχαν άμεση εφαρμογή στο σχεδιασμό τους για τη διαχείριση του χάους με το οποίο βρισκόντουσαν αντιμέτωποι. Βασιζόμενοι στην «ορθολογική» χρήση των υλικών, τις αρχές του λειτουργικού σχεδιασμού και την απόρριψη του διακόσμου, διαμορφώνουν και εγκαθιδρύουν το μοντερνισμό ως το κυρίαρχο ρεύμα της εποχής.

“Form ever follows function” Louis Sullivan Η μοντέρνα αρχιτεκτονική µε τις διαφορετικές εκφάνσεις της αποτέλεσε την πιο ολοκληρωμένη απάντηση της σύγχρονης τότε αρχιτεκτονικής στις απαιτήσεις της κοινωνίας για την επίλυση των προβλημάτων της. Στη δημιουργία της μορφής και της συνεκτικότητάς της, το σύγγραμμα του Le Corbusier “Vers une architecture” (1923) έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο, διακηρύσσοντας τις πέντε σχεδιαστικές αρχές του Μοντέρνου κινήματος, ενώ εξίσου σημαντικά ήταν τα γραπτά του Ολλανδού αρχιτέκτονα J.J.P. Oud και του Γερμανού Walter Gropius, επικεφαλής και του Bauhaus στο Dessau. Όπως ήταν φυσικό, στο εσωτερικό της μοντερνιστικής κοινότητας δημιουργήθηκαν διαφορετικά ρεύματα έκφρασης, με βασικό κοινό χαρακτηριστικό τους την επίτευξη της λειτουργικότητας μέσα από το σχεδιασμό. Μία από τις πιο σημαντικές εκδηλώσεις του μοντερνισμού αποτέλεσε ο φονξιοναλισμός. Η φονξιοναλιστική θεωρία αποτέλεσε μία αρχιτεκτονική έκφραση – πυλώνα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Η έλευση της βιομηχανοποίησης ενίσχυσε την κατηγοριοποίηση των κτηρίων με βάση το λειτουργικό τους τύπο αλλά και την ποσοτικοποίηση του χώρου και της εργασίας «νομιμοποιώντας τον κανόνα της αποδοτικότητας ως τον ύψιστο σε


όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής» (Lefaivre and Tzonis, p. 40). Επηρεασμένη από τη θεοποίηση της μηχανής, βασιζόταν στην αρχή ότι η μορφή του κτιρίου θα πρέπει να καθορίζεται από πρακτικούς λόγους, όπως η χρήση, το υλικό και η δομή, διαφοροποιούμενη από την – κυρίαρχη μέχρι τότε – στάση πως ο σχεδιασμός και η δομή πρέπει να συμμορφώνονται με την προκατασκευασμένη εικόνα στο μυαλό του σχεδιαστή. Οι εκφραστές αυτής της τάσης που εφάρμοσαν τις φονξιοναλιστικές αρχές στο σχεδιασμό τους κατάφεραν να διεθνοποιήσουν την εφαρμογή των σχεδίων τους και να τα κάνουν κατάλληλα για μαζική παραγωγή- εξισώνοντας την κατοικία με οποιοδήποτε άλλο μαζικά παραγόμενο εμπόρευμα. Με συνθήματά του το “Less is more” και «Form follows function”, οι φονξιοναλιστές αρχιτέκτονες- υπέρμαχοι της εξειδίκευσης και της τυποποίησης- σχεδίαζαν χώρους με συγκεκριμένη και αυστηρά προσδιορισμένη χρήση. Όπως στη γραμμή παραγωγής κάθε εργάτης επιτελούσε μία συγκεκριμένη ενέργεια και δεν ξέφευγε από αυτή, έτσι και οι χώροι που σχεδίαζαν απευθύνονταν σε μία συγκεκριμένη λειτουργία, όπως ύπνος, μαγείρεμα, κατανάλωση φαγητού κλπ., χωρίς τη δυνατότητα απόκλισης από αυτήν. Με αυτό τον τρόπο πίστευαν ότι όχι μόνο απλοποιούσαν τη μαζική παραγωγή δομημένου χώρου, απαντώντας στο στεγαστικό πρόβλημα της εποχής, αλλά ταυτόχρονα διευκόλυναν την καθημερινότητα των ανθρώπων για τους οποίους σχεδίαζαν, βοηθώντας τους να προσδιορίσουν και να κατανοήσουν τις βασικές ανάγκες τους, δίνοντάς τους τον απαραίτητο χώρο να τις ικανοποιήσουν.

FRANKFURT KITCHEN Σημαντική έκφραση των αρχών του μοντέρνου κινήματος και συγκεκριμένα της φονξιοναλιστικής θεωρίας και του τεϋλορισμού του μεσοπολέμου αποτέλεσε η Frankfurt Kitchen, όπου η λειτουργική μελέτη και η εξειδίκευση βρήκαν άμεση εφαρμογή και ανέδειξαν την προετοιμασία του φαγητού σε επιστήμη. Το 1926, η Margarete Schütte-Lihotzky, μια από τις πρώτες γυναίκες

“Κακή” και “καλή” διάταξη εξοπλισμού κουζίνας (πηγή: Frederick, Christine. Scientific Management in the Home; Household Engineering. London: G. Routledge & Sons, 1920) /3/


αρχιτέκτονες στην Αυστρία, εκφράζοντας τις αρχές του μοντέρνου κινήματος για τυποποίηση, απλοποίηση και εξοικονόμηση χρόνου και κόπου, σχεδίασε την Frankfurt Kitchen. Η κουζίνα αυτή δημιουργήθηκε σκοπό την ελαχιστοποίηση των κινήσεων που απαιτούνται για την προετοιμασία, το μαγείρεμα και το πλύσιμο, λόγος στον οποίο οφειλόταν και η στενή της διαρρύθμιση. Πάνω από 10.000 από αυτές τις τυποποιημένες, προκατασκευασμένες κουζίνες παρήχθησαν και προωθήθηκαν από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης με σκοπό τη διευκόλυνση των νοικοκυρών, ωστόσο δεν άργησαν να εμφανιστούν προβλήματα. Αρχικά, οι νοικοκυρές έπρεπε να μάθουν να λειτουργούν μέσα σε αυτή την κουζίνα με το βέλτιστο δυνατό τρόπο για την εξοικονόμηση του χρόνου, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να απορρίψουν χρόνια εμπειρίας και να μάθουν να προετοιμάζουν το φαγητό με «εγχειρίδιο χρήσης». Ακόμη, το μικρό μέγεθος της κουζίνας δεν επέτρεπε την πρόσβαση σε δεύτερο άτομο. Έτσι, με το μαγείρεμα να αποτελεί αυστηρά γυναικεία υπόθεση εκείνη την εποχή, οι γυναίκες απομονώνονταν από την υπόλοιπη οικογένεια για πολλές ώρες, επιστρέφοντας ουσιαστικά σε ένα καθεστώς δουλείας μέσα στο ίδιο το νοικοκυριό. Βλέπουμε, επομένως, ότι η φονξιοναλιστική αντιμετώπιση του χώρου, κυρίως στα όρια της κατοικίας, απέτυχε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ίδιου του κατοίκου, καθώς στην προσπάθεια τυποποίησης και βελτιστοποίησης της παραγωγής κατοικίας σαν ένα προϊόν προς μαζική κατανάλωση όπως στα εργοστάσια, ο κάτοικος αντιμετωπίστηκε σαν ένα κοινό έτοιμο να καταναλώσει αυτό που του προσέφεραν. Έτσι, μετά το πέρας και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αρχίζει ο αρχιτεκτονικός διάλογος του μοντερνισμού να ξεφεύγει δειλά-δειλά από τις εμμονές του για διατήρηση της εικόνας του, με αποτέλεσμα την εμφάνιση για πρώτη φορά του χρήστη σαν μεταβλητή.

/4/

«Ο όρος χρήστης ήταν ένας από τους τελευταίους όρους που εμφανίστηκαν στους διαλόγους του μοντερνισμού» Forty, ‘User’, p. 1


ΕΥΕΛΙΞΙΑ Τη δεκαετία του ’50 ο Μοντερνισμός έχει ήδη γίνει το δόγμα της αρχιτεκτονικής, καθώς το διεθνές στυλ του κερδίζει παντού υποστηρικτές. Ευθύγραμμα κτίρια με μεγάλα υαλοστάσια ξεπηδούσαν παντού, με το κίνημα που αφόριζε το στυλ να έχει δημιουργήσει πλέον το δικό του. Ωστόσο, το πέρασμα στη μεταπολεμική εποχή με τις κοινωνίες να αντιμετωπίζουν μια ολική ανασύνθεση μέσα από ένα πλήθος πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών δεν αφήνει ανεπηρέαστο όπως ήταν φυσικό και τον κλάδο της αρχιτεκτονικής. Οι πρωτοπόροι τις εποχής αναγνωρίζουν την ανάγκη για την ένταξη του χρόνου και του αγνώστου στο σχεδιασμό. Έτσι, εισάγεται η ευελιξία ως αντίδοτο στις ντετερμινιστικές τάσεις που είχαν επιβληθεί από τον φονξιοναλισμό, με το στατικό του μοντερνισμού να αποκτά μετασχηματιστική ιδιότητα για να υποδεχτεί το απρόβλεπτο αύριο.

κατασκευή των πρώτων υπολογιστών, το τέλος της δεκαετίας του ’50 σηματοδοτεί το πέρασμα της ανθρωπότητας από την τεχνολογία των μηχανών στην τεχνολογία της πληροφόρησης.

«Αντίθετα με την υπόθεση ότι όλα τα κομμάτια ενός κτηρίου πρέπει να απευθύνονται σε συγκεκριμένες χρήσεις, η αναγνώριση ότι όχι όλες οι χρήσεις μπορούν να προβλεφθούν την ώρα του σχεδιασμού έκανε την «ευελιξία» μία επιθυμητή αρχιτεκτονική ιδιότητα» Forty, ‘Flexibility’, p. 1

Ο άνθρωπος αποκτά την ιδιότητα του καταναλωτή: η τεχνολογία του διευκολύνει την καθημερινότητα, κάτι που του παρέχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ενώ ταυτόχρονα βομβαρδίζεται από διαφημίσεις προϊόντων που του υπόσχονται μια άνετη και «πλήρη» ζωή. Ο κάτοικος πλέον δεν είναι ευχαριστημένος με τη «μηχανή για να ζεις», όπως σχεδίαζαν δηλαδή οι μοντερνιστές την κατοικία της εποχής. Πλέον δεν χρησιμοποιεί την κατοικία του μόνο για ύπνο, όπως στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά περνά περισσότερο χρόνο σε αυτή, νιώθοντας την ανάγκη να τη διαμορφώσει στα μέτρα του, να είναι λειτουργική και παράλληλα να τον εκφράζει. Τις αμέτρητες επιλογές που έχει στην καθημερινότητα του θέλει να τις εντοπίζει και στον προσωπικό του χώρο. Σε μια προσπάθεια να απαντήσουν σε αυτή την ανάγκη του χρήστη, οι αρχιτέκτονες της εποχής εισάγουν στο σχεδιασμό το εργαλείο της ευελιξίας, τη δυνατότητα δηλαδή, υποδοχής της αλλαγής με την πάροδο του χρόνου, ενώ αναφορικά με την κατοικία ανταποκρίνεται σε «μία κατοικία που μπορεί να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των χρηστών της» (Till and Schneider, 2005, p.287). Πράγματι, οι συνεχείς εξελίξεις και μεταβολές που είχαν εφαλτήριο τις δεκαετίες 50-60 συνέβαλλαν στη συνεχή επαναδιαπραγμάτευση των αναγκών του χρήστη, είτε μετασχηματίζοντας παλιές είτε δημιουργώντας νέες.

Η εποχή εκείνη χαρακτηρίζεται από πληθώρα εξελίξεων καθώς η ανθρωπότητα βιώνει μία μεταβατική περίοδο με ριζικές αλλαγές. Ειδικότερα, τα άλματα που πραγματοποιεί ο τεχνολογικός τομέας μετατρέπουν τις μηχανές από προνόμιο των λίγων σε κτήμα του απλού ανθρώπου. Οι νέες τεχνολογίες γίνονται πλέον προσιτές στις μάζες και εισέρχονται στην καθημερινότητα, υποσχόμενες ένα εύκολο και ήρεμο αύριο. Έτσι, με την τηλεόραση να αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του κάθε νοικοκυριού καθώς και με την

Παρότι το εργαλείο της ευελιξίας υιοθετήθηκε προκειμένου η κατοικία να μπορεί να καλύψει οποιαδήποτε μελλοντική ανάγκη του χρήστη, ο τρόπος με τον οποίο εντάχθηκε στο σχεδιασμό είχε πιο «στενή» λογική. Αρχικά, ενώ φαινομενικά με αυτόν τον τρόπο οι αρχιτέκτονες παρείχαν ελευθερία στον κάτοικο να διαμορφώσει το χώρο του όπως επιθυμεί ή έχει ανάγκη, στην πραγματικότητα υπέθεταν ότι μπορούν να προσδιορίσουν τις μελλοντικές αυτές ανάγκες και να προβλέψουν για αυτές, επεκτείνοντας την «κηδεμονία» τους πάνω στο κτίριο πολύ μετά την ολοκλήρωσή του. /5/


«Η ενσωμάτωση της ‘ευελιξίας’ στο σχεδιασμό επέτρεψε στους αρχιτέκτονες την ψευδαίσθηση της προβολής του ελέγχου τους πάνω στο κτήριο μελλοντικά, πέρα από την περίοδο της πραγματικής ευθύνης τους για αυτό’» Forty, Words and Buildings, p. 143 Όπως εξηγεί ο Adrian Forty στο ειδικό λήμμα του λεξιλογίου του της Μοντέρνας αρχιτεκτονικής (Words and Buildings, 2000, pp. 142-148), ο όρος έχει διαφορετικές – ακόμη και αντιφατικές – έννοιες στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ο Forty ορίζει τρείς στρατηγικές μέσα από τις οποίες εντάχθηκε το εργαλείο της ευελιξίας στην αρχιτεκτονική : μέσω «χωρικού πλεονασμού» ( κυρίως στα κτίρια προ του Μοντερνισμού), με «τεχνικά μέσα» (με την ενσωμάτωση, δηλαδή, κινητών στοιχείων) και σαν πολιτική στρατηγική (επιτρέποντας ,δηλαδή, την πολυλειτουργικότητα). ευελιξία μέσω χωρικού πλεονασμού

Αφορά τη δημιουργία πλεονάζοντα χώρου, μεγαλύτερο από τις χωρικές ανάγκες της δεδομένης χρονικής στιγμής του σχεδιασμού, προκειμένου να μπορεί να υποδεχτεί μελλοντικά ποικιλία διαφορετικών χρήσεων και επανερμηνειών από το χρήστη. Μία εφαρμογή της ευελιξίας μέσω χωρικού πλεονασμού αποτελεί η χρήση της ελεύθερης κάτοψης, την οποία εφαρμόζει ο Rem Koolhaas στη φυλακή Koepel στο Arnhem. Η πανοπτικού τύπου φυλακή του 19ου αιώνα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μέσα από αυτή τη «σπατάλη» του πλεονάζοντα χώρου. (Adrian Forty p.145) eυελιξία με τεχνικά μέσα

Επιτυγχάνεται με την εισαγωγή κινητών ή μεταβαλλόμενων στοιχείων στο εσωτερικό του κτηρίου. Σε αυτή την κατηγορία εμπεριέχονται τα κινούμενα χωρίσματα καθώς και τα πτυσσόμενα έπιπλα και επιφάνειες. Ένα παράδειγμα στο οποίο εντοπίζεται η ευελιξία με /6/

τεχνικά μέσα αποτελεί η οικία των Rietveld-Schröder (1924) στην Ουτρέχτη, μελετημένη από τον Gerrit Rietveld. Στο εσωτερικό, κινητά χωρίσματα επέτρεπαν ο πρώτος όροφος να χρησιμοποιηθεί είτε ως ενιαίος χώρος είτε να διαιρεθεί σε πολλούς μικρότερους, ενώ πτυσσόμενα έπιπλα τοποθετημένα στους περιμετρικούς τοίχους καθόριζαν την εκάστοτε χρήση του κάθε χώρου(Adrian Forty,p.145 εικόνες και κατόψεις). Σε κάθε περίπτωση, η ευελιξία με τεχνικά μέσα «επέτρεπε» στο χρήστη ένα βαθμό ελευθερίας ελεγχόμενο από τον αρχιτέκτονα κατά τη φάση του σχεδιασμού, αφού οποιαδήποτε διαμόρφωση γινόταν μέσα στο προκαθορισμένο εύρος διαμορφώσεων. ευελιξια ως πολιτικη στρατηγικη

Σύμφωνα με τον Forty, η ευελιξία ως πολιτική στρατηγική αντιτίθεται στην ηγεμονία του φονξιοναλισμού, με την ευελιξία να γίνεται πλέον χαρακτηριστικό της χρήσης και όχι του σχεδιασμού. Έτσι, οποιοδήποτε ήδη υπάρχον κτίριο μπορεί να υποδεχτεί διαφορετικές χρήσεις στο εσωτερικό του μέσα από την υπεξαίρεση και ιδιοποίησή του. Όπως ισχυρίζεται ο Henri Lefebvre στο βιβλίο του «Η παραγωγή του χώρου», ‘’Ο φονξιοναλισμός τονίζει τη λειτουργία σε τέτοιο βαθμό που, επειδή κάθε λειτουργία έχει ανατεθεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο, η ίδια η πιθανότητα της πολυλειτουργικότητας εξαλείφεται’’


ΧΡΗΣΤΕΣ Με μερικές εξαιρέσεις, όπως το Le Modulor του Le Corbusier, οι μοντερνιστές των αρχών του 20ου αιώνα αγνοούσαν τις αναφορές στο σώμα. Αντίθετα επικεντρώνονταν στις ενέργειές του(Rob Imrie). Αντιλαμβάνονταν το σώμα σαν μηχανή, αγνοώντας τη σωματική ποικιλομορφία. Επομένως, το σώμα υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι παρά ένα αντικείμενο με προκαθορισμένα, μετρήσιμα μέλη· στειρωμένο και ουδέτερο, δηλαδή χωρίς φύλο, φυλή ή σωματικές διαφοροποιήσεις (Jonathan Hill). Ο όρος χρήστης (user) , όπως είδαμε, εμφανίστηκε στους κόλπους του αρχιτεκτονικού διαλόγου στα τέλη του 1950- αρχές του 1960. Λόγος της εμφάνισής του αποτελούσε η σταδιακή κατάρρευση του φονξιοναλισμού και η επανεκτίμηση της χρήσης, καθώς και η αλλαγή του μοντέλου ζωής του καπιταλισμού από την τυποποίηση, την ομοιογένεια και την παραγωγή προς την διαφοροποίηση, τον κατακερματισμό και την κατανάλωση (Jameson, Postmodernism, p. xxi.). Ωστόσο, και ενώ κατά κοινή ομολογία ο άνθρωπος άργησε να εμφανιστεί στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της εποχής, η «ταυτότητα» που του δόθηκε προκάλεσε αντιδράσεις. Υποστηρίχθηκε πως ο όρος «χρήστης» διέπεται από μια πληθώρα αρνητικών συνειρμών, υπονοώντας ότι το να χρησιμοποιείς την αρχιτεκτονική είναι πρωταρχικά θέμα πρακτικότητας. Ωστόσο, αντιμετωπίστηκε θετικότερα από τους όρους «ένοικος» ή «κάτοικος» καθώς υποδήλωνε τουλάχιστον μια κάποια ενέργεια από μέρους του ανθρώπου και όχι παθητικότητα, με την πιθανότητα ακόμα και για ‘κακή’ χρήση. Παρά την οποιαδήποτε κριτική της εποχής, ο χρήστης δεν αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με το σκοπό του, δηλαδή ως μία αφαίρεση, και γρήγορα μετατράπηκε σε ένα ομογενές ‘σύνολο’ όπου το σώμα, η φυλή, η εθνικότητα, το φύλο, η κοινωνική τάξη ακόμα και η εμπειρία όλων των χρηστών ήταν ίδια.

Le modulor (πηγή: Corbusier, Le. The Modulor; a Harmonious Measure to the Human Scale, Universally Applicable to Architecture and Mechanics. Cambridge, MA: M.I.T. Press, 1968) /7/


‘Ας στρέψουμε την προσοχή μας τώρα στο χώρο αυτών που αναφέρονται με τόσο άχαρες και υποτιμητικές ταμπέλες ως ‘χρήστες’ και ‘κάτοικοι’. Δεν έχουν βρεθεί καλάπροσδιορισμένοι όροι με σαφή χροιά για να ορίσουν αυτές τις ομάδες. Η περιθωριοποίηση, έτσι, των κοινωνικών πρακτικών επεκτείνεται ακόμα και στη γλώσσα. Η λέξη ‘χρήστης’, για παράδειγμα, έχει κάτι το ασαφές – και αόριστα ύποπτο.’ Henri Lefebvre Στο βιβλίο του “Actions of Architecture: Architects and Creative Users” (2003) ο Jonathan Hill υποστηρίζει ότι ο κάθε χρήστης, ανάλογα με το πώς αντιμετωπίζεται από τον αρχιτέκτονα κατά το σχεδιασμό και κατ’ επέκταση πώς βιώνει εκείνος το χώρο, εμπίπτει σε μία από τρείς κατηγορίες: είναι είτε παθητικός (passive), είτε διαδραστικός (reactive) είτε δημιουργικός (creative) παθητικοσ χρηστησ

Ο παθητικός χρήστης αποτελεί «κατασκεύασμα» του μοντερνισμού των αρχών του 20 ου αιώνα. Είναι προβλέψιμος και ανίκανος να μεταποιήσει χρήση, χώρο και νοήματα, ενώ έχει πάγιες και οικουμενικές ανάγκες, μη μεταβαλλόμενες. Σύμφωνα με την φονξιοναλιστική θεωρία, η παραδειγματική μορφή του σώματος είναι ο τεχνικός στη δουλειά, στο εργοστάσιο και στο σπίτι. Ο παθητικός χρήστης μαθαίνει να χειρίζεται ένα χώρο με τον ίδιο τρόπο που ο εργάτης μαθαίνει να χειρίζεται μία μηχανή – με το σωστό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Frankfurt Kitchen, για τη λειτουργία της οποίας απαιτούνταν η εκμάθηση συγκεκριμένων κινήσεων, χωρίς να επιτρέπονται οι αποκλίσεις. Ο παθητικός χρήστης του μοντερνισμού είναι υπάκουος και μαθαίνει να λειτουργεί την κατοικία του με εγχειρίδιο χρήσης. /8/

διαδραστικος χρηστης

O διαδραστικός χρήστης τροποποιεί τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου καθώς οι ανάγκες του αλλάζουν, αλλά πρέπει να επιλέξει από ένα περιορισμένο και προκαθορισμένο εύρος διαμορφώσεων, οι οποίες καθορίζονται από τον αρχιτέκτονα κατά τη φάση του σχεδιασμού. Αποτελεί ένα προοδευτικό βήμα από τον παθητικό χρήστη, ωστόσο ακόμη δεν του επιτρέπεται η μέγιστη ελευθερία. Έτσι, ο διαδραστικός χρήστης επιλέγει ανάμεσα στις προγεγραμμένες στο χώρο επιλογές που του θέτει ο αρχιτέκτονας. Οι διαμορφώσεις αυτές συνδέονται άμεσα με την ευελιξία με τεχνικά μέσα, καθώς συνήθως μιλάμε για κινητά χωρίσματα και πτυσσόμενα έπιπλα τα οποία μπορεί να εκμεταλλευτεί και να οργανώσει το χώρο του, χωρίς να ξεφεύγει ακόμη από την «ηγεμονία» του αρχιτέκτονα. Παράδειγμα αποτελεί η κατοικία των Rietveld-Schröder που είδαμε παραπάνω. δημιουργικοσ χρηστησ

Ο δημιουργικός χρήστης είτε δημιουργεί ένα νέο χώρο ή δίνει σε έναν προ υπάρχων νέα νοήματα και χρήσεις. Η δημιουργική χρήση μπορεί είτε να είναι μία αντίδραση στη συνήθεια, αποτέλεσμα της γνώσης που αποκτήθηκε μέσα από αυτή, είτε να είναι βασισμένη στη συνήθεια, σαν μια συνειδητή εξελισσόμενη απόκλιση από την συνήθη συμπεριφορά. Ο ρόλος αυτού του χρήστη στη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής είναι εξίσου σημαντικός με αυτόν του αρχιτέκτονα, ενώ αντιμετωπίζει εξίσου τον νέο αλλά και προ υπάρχων χώρο σαν λευκό καμβά έτοιμο να υποδεχτεί είτε την οποιαδήποτε φυσική διαμόρφωση και μετατροπή του, είτε να κατοικηθεί με απρόσμενους, μη προβλέψιμους τρόπους είτε να επανασυλληφθεί από την αρχή. Εφαρμογή της δημιουργικής χρήσης αποτελούν οι καταλήψεις, όπου οι χρήστες δίνουν νέα μορφή και χρήση στην καινούρια τους στέγη, αποκλίνοντας κατά πολύ από την πρωταρχική λειτουργία και διαμόρφωση του κελύφους.


ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ Η φράση του Le Corbusier “μια μηχανή για να ζεις” συνοψίζει με ακρίβεια τις επιρροές του φονξιοναλισμού στην αρχιτεκτονική της κατοικίας, με τον άνθρωπο να αποτελεί ένα συστατικό κομμάτι της μηχανής, ότι υπηρέτη της αλλά ούτε και η μηχανή υπηρέτρια του ανθρώπου. Ο φονξιοναλισμός αποτέλεσε μια από τις πιο «ανήσυχες» πτυχές της ατζέντας του Μοντερνισμού των αρχών του 20 ου αιώνα, καθώς οι αρχιτέκτονες που τον εξέφρασαν σχεδίαζαν για έναν χρήστη προβλέψιμο και υπάκουο· έναν χρήστη παθητικό. Η οικουμενική άρνηση του χρήστη, δηλαδή η νόηση πως το κτήριο δε χρειάζεται να κατοικηθεί προκειμένου να χαρακτηριστεί ως αρχιτεκτονική, καθώς και η προσπάθεια ελέγχου του χρήστη, αποδίδοντάς του κανόνες συμπεριφοράς που κρίνονταν αποδεκτοί από τον αρχιτέκτονα, άρχισαν να αμφισβητούνται μετά τη λήξη του Β ’Παγκοσμίου Πολέμου. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα ριζοσπαστικά επιστημονικά επιτεύγματα καθώς και η διάδοση των καταναλωτικών προτύπων ζωής σηματοδότησαν τη μετάβαση από την τεχνολογία των μηχανών στην τεχνολογία της πληροφόρησης, με τον άνθρωπο της εποχής να αποκτά περισσότερο ελεύθερο χρόνο και να αναζητά μια πιο άνετη ζωή. Η έξαρση του καταναλωτισμού και η συνακόλουθη ανάγκη ικανοποίησης των διαρκών αλλαγών στις ανάγκες και τις επιλογές του κάτοικου εκφράστηκε μέσα από την ενσωμάτωση του εργαλείου της ευελιξίας στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.

διαδραστικός και ο δημιουργικός χρήστης. Ο πρώτος μπορεί να μετασχηματίσει τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου, αλλά πρέπει να επιλέξει από ένα στενό και προβλέψιμο εύρος διαμορφώσεων προκαθορισμένο από τον αρχιτέκτονα κατά τη φάση του σχεδιασμού. Όπως και ο παθητικός χρήστης, βασίζεται στις υπάρχουσες συνθήκες του χώρου τις οποίες δεν μπορεί να μεταβάλλει ριζικά. Αντίθετα, ο δημιουργικός χρήστης μεταβάλλει χώρο, νοήματα και χρήσεις με απόλυτη ελευθερία και κατά βούληση, χωρίς να υποβάλλεται σε κάποιο είδος σχεδιαστικού περιορισμού και αποκλίνοντας ριζοσπαστικά από το δοσμένο πρόγραμμα του κτιρίου. Βλέπουμε επομένως πως ο χρήστης αποτελεί μια σημαντική μεταβλητή στην αρχιτεκτονική παραγωγή, ωστόσο αντιμετωπίζεται συχνά ως «απειλή» για τον αρχιτέκτονα, καθώς φοβάται πως οι μελλοντικές ενέργειές του μπορεί να υπονομεύσουν την αξία του έργου του.

Με τεχνάσματα όπως η ενσωμάτωση κινητών χωρισμάτων ή η διάθεση πλεονάζοντα χώρου μέσω της ελεύθερης κάτοψης, οι αρχιτέκτονες της εποχής άρχισαν να απορρίπτουν τον παθητικό χρήστη του Μοντερνισμού και να σχεδιάζουν για έναν χρήστη που έχει την ικανότητα να διαμορφώνει ο ίδιος τον προσωπικό του χώρο σύμφωνα με τις ανάγκες του. Έτσι «γεννήθηκαν» ο /9/


Î’ /10/


ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ Σε αυτό το κεφάλαιο θα επιχειρήσω να αναλύσω τρία παραδείγματα οικισμών της διεθνούς αρχιτεκτονικής σκηνής που έχουν υποστεί τροποποιήσεις σε βάθος χρόνου από τους κατοίκους τους. Αρχικά, επιλέχθηκαν οικισμοί και όχι μεμονωμένες περιπτώσεις κατοικίας καθώς μπορούμε να παρατηρήσουμε την αυτενέργεια του κάθε χρήστη προσωπικά μέσα σε ένα ομοιογενές, πρωταρχικά, σύνολο κατοικιών και την τελική επιρροή που έχει στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου δομημένου περιβάλλοντος σήμερα. Και οι τρεις περιπτώσεις μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία των κοινωνικών κατοικιών, με διαφοροποιητικά στοιχεία ανάλογα με την περίπτωση. Έχουμε, έτσι, τον οικισμό του Le Corbusier στο Pessac που ανήκει στις εργατικές κατοικίες, τις συλλογικές κατοικίες των Candilis & Woods στην Casablanca που επιχείρησαν τη μετεγκατάσταση του αγροτικού πληθυσμού των slums σε καθ’ ύψος δομές καθώς και τις πειραματικές κοινωνικές κατοικίες των 13 διεθνών και 13 περουβιανών αρχιτεκτόνων στη Lima. Οι λόγοι που επιλέχθηκαν οι μορφές κοινωνικών κατοικιών είναι κατά βάση τρείς: αρχικά, οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων δεν επιτρέπουν πολλές ευκαιρίες μετεγκατάστασης, κατά δεύτερον η συναισθηματική και πολιτισμική εξάρτηση από την κοινότητα, δηλαδή οι δεσμοί που δημιουργούνται με τον τόπο και τους κατοίκους του μέσα από αυτή την άτυπη συλλογική συμβίωση και τρίτον η έμφυτη προσαρμοστική επινοητικότητα αυτών των χρηστών, απόρροια των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων που προαναφέραμε.

Η τελική επιλογή των τριών αυτών περιπτώσεων έγινε με βάση την ικανοποίησης μιας ακόμη εξαιρετικά σημαντικής συνθήκης· καθένα case study αποτελεί έκφραση μιας διαφορετικής φάσης της αρχιτεκτονικής σκέψης. Ο Le Corbusier σχεδιάζει το Quartiers Modernes Frugès το 1926, στο απόγειο του μοντερνισμού, ακολουθώντας τις επιταγές του φονξιοναλισμού στη διαμόρφωση της εκάστοτε κατοικίας, με εμφανή την αποτύπωση των αρχών του μοντέρνου κινήματος στη διεθνιστική φύση των κτιρίων και στο σχεδιασμό του σπιτιού-μηχανή. Από το φαινόμενο της διεθνοποίησης που προήγαγε το μοντέρνο κίνημα, με κτήρια που δεν ταίριαζαν στο περιβάλλον τους και δεν υπολόγιζαν την πολιτισμική ιδιαιτερότητα των χρηστών τους, περνάμε στις αναζητήσεις της Team X για την ιδιαίτερη ταυτότητα και τον τρόπο ζωής των ντόπιων πληθυσμών. Ασκώντας έντονη κριτική και απορρίπτοντας το διεθνισμό του μοντερνισμού, οι Candilis & Woods, βασικά μέλη της Team X, καταφεύγουν το 1952 στον πολιτισμικά συγκεκριμένο σχεδιασμό και επαναδιαπραγματεύονται το ζήτημα της απώλειας της πολιτιστικής ταυτότητας εξαιτίας της αστικοποίησης μέσα από τα κτήριά τους Nid d’abeille και Semiramis. Τέλος, ο σχεδιασμός των πειραματικού φύσεως κατοικιών του PREVI το 1965 φανερώνει μια αρχιτεκτονική σκέψη, πρώιμη έκφραση του μεταμοντερνισμού, που στρέφεται προς την αποδοχή και ενσωμάτωση της εξελικτικής διαδικασίας μιας κατοικίας από τον ίδιο το χρήστη σε βάθος χρόνου. Έτσι, αποδεχόμενοι την ανάγκη εξέλιξης και επέκτασης της κατοικίας πολύ μετά τη διαδικασία του σχεδιασμού, δημιουργείται η κοινότητα του PREVI με κατοικίες που εμπεριέχουν προκαθορισμένο από τον αρχιτέκτονα σύστημα ανάπτυξης.

Σημαντικό κριτήριο αποτέλεσε και η τοποθεσία των παραδειγμάτων, καθώς εκπροσωπούν τη γεωγραφία τριών ηπείρων: Ευρώπη, Αφρική και Λατινική Αμερική. Αυτό μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε τις διαφορές στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την κατοικία τους οι πληθυσμοί ανάλογα με τα τοπικά χαρακτηρίστηκα, τον τρόπο ζωής και τη γεωγραφία του τόπου από την οποία προέρχονται. /11/


/12/


QUARTIERS MODERNES FRUGES “I authorize you to put your theories into practice and to carry them to their most extreme conclusions; I wish to achieve really conclusive results in the field of low-cost housing: Pessac must be regarded as a laboratory”

Με αυτό τον τρόπο ανέθετε ο Henry Fruges, μεγαλοβιομήχανος από το Bordeaux της Γαλλίας, την κατασκευή ενός πρότυπου εργατικού οικισμού στον Le Corbusier. O Fruges, λάτρης της καινοτομίας και της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, έχοντας μόλις διαβάσει το «Για μια Αρχιτεκτονική», δήλωνε με ένα γράμμα το θαυμασμό του για τις «..ιδέες της λογικής και της προόδου..» που εξέφραζε μέσα από τα κείμενά του ο Le Corbusier και του ζητούσε την ανέγερση μιας ‘κηπούπολης’ στο Pessac για τη στέγαση του εργατικού δυναμικού του εργοστασίου ζάχαρης που κατείχε. Για το λόγο αυτό αγόρασε 38.882m2 γης το Μάιο του 1924 στα περίχωρα του Bordeaux, 8km από το κέντρο της πόλης, και ζήτησε από τον Le Corbusier να κατασκευάσει 135 κατοικίες χαμηλού κόστους, εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες μαζικής παραγωγής που επέτρεπε η σύγχρονη βιομηχανία του μεσοπολέμου. Η επιλογή του οικοπέδου δεν ήταν τυχαία, αλλά ικανοποιούσε τέσσερις επιθυμητές συνθήκες του Henry Fruges. Αρχικά, το μέρος ήταν απολύτως περιτριγυρισμένο από πευκόδασος και παρέμενε ανοικοδόμητο. Βρισκόταν σε κοντινή απόσταση τόσο από τις βιομηχανίες στις οποίες θα εργάζονταν οι κάτοικοι όσο και από τον σιδηροδρομικό σταθμό, σύμβολο μοντερνισμού της εποχής. Τέλος, κοντά στην περιοχή υπήρχε νοσοκομείο με πτέρυγα φυματίωσης, μια αρρώστια κοινή ανάμεσα στους εργάτες εκείνη την εποχή.

Ο οικισμός έμοιαζε ξένος και εκτός τόπου στους κατοίκους του Bordeaux, που ήταν συνηθισμένοι στην ντόπια παραδοσιακή αρχιτεκτονική των lean-to houses, μονοκατοικίες δηλαδή με επικλινή, ασύμμετρη στέγη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να του προσδοθούν χαρακτηρισμοί όπως « η μαροκινή συνοικία», λόγω του τετράγωνου σχήματός της, της πολυχρωμίας του εξωτερικού της και των ταρατσών, αλλά και να συγκριθεί με τους κύβους ζάχαρης της βιομηχανίας του Fruges ( Fruge’s cubes of sugar). Όμως και η διαφήμιση του οικισμού από τους ίδιους τους εμπνευστές του μάλλον απέτυχε να προσελκύσει πιθανούς αγοραστές. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τη δυσπιστία των μελλοντικών κατοίκων, η προπαγάνδα αυτή υπέρ του οικισμού μάλλον την ενέτεινε ακόμα περισσότερο, επιχειρηματολογώντας υπέρ του ξένου, για τα τοπικά δεδομένα, μοντερνισμού . Στο ενημερωτικό φυλλάδιο που μοιράστηκε στα εγκαίνια του Quartiers Modernes Frugès αναγράφεται πως στα σπίτια του Pessac « η εξωτερική εμφάνιση δεν είναι πάντα ευχάριστη με την πρώτη ματιά, αλλά η εμπειρία έχει δείξει ότι το μάτι προσαρμόζεται γρήγορα σε αυτές τις απλές και αγνές μορφές και σύντομα τις βρίσκει πιο ωραίες από τις περίπλοκες και δυσκίνητες μορφές που συναντάμε στα γλυπτά και τα στολίδια. Εδώ και τριάντα χρόνια περίπου τα αντικείμενα της καθημερινότητάς μας έχουν αποκτήσει πολύ απλές μορφές: ρούχα, εργαλεία και εξοπλισμός, πλοία, αυτοκίνητα κλπ… και δεν είναι αυτές οι απλές μορφές που έχουν αυθεντικό στυλ, αυθεντικότητα – με μία λέξη, ομορφιά; Και γιατί αυτό να μην εφαρμόζεται και στα σπίτια μας; Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι να ρωτήσετε τους ανθρώπους που μένουν στις κατοικίες μας πώς νιώθουν για αυτές και πώς είναι το να ζεις σε αυτές».

Έτσι, στις 13 Ιουνίου του 1926 εγκαινιάζεται το συγκρότημα Quartiers Modernes Frugès, με 51 από τις 135 κατοικίες ολοκληρωμένες. Η συνοικία, όμως, συνάντησε τη χλιαρή υποδοχή κριτικών και κοινού με αποτέλεσμα να παραμείνει άδεια μέχρι το 1929. /13/


Ενημερωτικό φυλλάδιο που μοιράστηκε στα εγκαίνια του Quartiers Modernes Fruges (πηγή: http://images.lib.ncsu.edu) /14/


η αρχιτεκτονικη του quartiers modernes fruges

Το Pessac σχεδιάστηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μια περίοδο που η μοντέρνα αρχιτεκτονική ήταν στην πιο καρποφόρα της φάση αλλά και ο ίδιος ο Le Corbusier είχε φτάσει στο απόγειο της πρώτης του δημιουργικής περιόδου. Τα στοιχεία που εισήγαγε στο Pessac αποτελούσαν μέρος ενός διεθνούς κινήματος, όχι αποκλειστικά δίκες του επινοήσεις. Οι αρχές της τυποποίησης, της βιομηχανοποίησης και της μαζικής παραγωγής τελούσαν ήδη συζήτησης από μεγάλους αρχιτέκτονες της εποχής όπως ο Gropius και ο Wachsmann. Το Quartiers Modernes Frugès αποτελούσε για εκείνον ένα στοίχημα, καθώς του δινόταν η δυνατότητα να ξετυλίξει το όραμά του για οικονομικές, τυποποιημένες, μαζικής παραγωγής κατοικίες που θα ήταν γεωμετρικά απλές, μινιμαλιστικές και λειτουργικές. Θα εφάρμοζε για πρώτη φορά τις ιδέες του σε ένα μεγάλης κλίμακας αστικό project, και αυτό φάνηκε και στις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την ανέγερση του οικισμού. Ο Le Corbusier επέμενε στη χρήση μια ειδικής τεχνικής εκτοξευμένου τσιμέντου (cement gun) που επέτρεπε μεγαλύτερη ελευθερία μορφών και υψηλή παραγωγικότητα, αλλά η ανειδίκευση των ντόπιων εργατών στις νέες αυτές μεθόδους κατασκευής καθυστέρησε το project. Μέχρι την ολοκλήρωση του Quartiers Modernes Frugès το 1926 παρόμοιες τεχνικές δυσκολίες είχαν ανεβάσει την τιμή πώλησης των κατοικιών, με αποτέλεσμα η υιοθέτηση της θεωρητικά φθηνότερης διαδικασίας κατασκευής (τυποποίηση) να μοιάζει «αποτυχημένη». Ο Le Corbusier περιγράφει τον οικισμό του Pessac με τα απλά λόγια του βιομηχανικού ορθολογισμού: «Ο στόχος: φτηνά. Το μέσο: οπλισμένο σκυρόδεμα. Η μέθοδος: τυποποίηση, βιομηχανοποίηση, ταιηλοροποίηση.» «Το ίδιο παράθυρο παντού, η ίδια σκάλα παντού, η ίδια πόρτα, η ίδια θέρμανση, το ίδιο κύτταρο από μπετόν 5x5 και 2,5x5 μέτρα, ο ίδιος εξοπλισμός κουζίνας, πλυντηρίου, η ίδια τουαλέτα.» Ταυτόχρονα όμως, «το καθένα από τα σπίτια, η κάθε

σειρά σπιτιών απαίτησε μια λεπτομερή μελέτη στο σχεδιαστήριο σε κλίμακα 1/20, μελέτη δύσκολη, εξαντλητική και ντελικάτη.» Η βασική μονάδα στο Pessac, που προσδιορίστηκε από την ανάγκη για τυποποιημένο σχεδιασμό, ήταν ένα κύτταρο 5x5 μέτρων, που μπορούσε να υποδιαιρεθεί σε μικρότερες μονάδες των 5x2.50 μέτρων και επαναλαμβανόταν προσθετικά για όλους τους τύπους της κατοικίας. Έτσι έχουμε κατοικίες που αποτελούνται από 6,8,9 ή 10 κύτταρα, ανάλογα με το μέγεθός τους. Όλος ο οικισμός είναι χαραγμένος σε έναν τετραγωνικό κάναβο των 5 μέτρων και σε αυτών χαράσσονται, εν συνεχεία, τα οικόπεδα και οι δρόμοι. Το βασικό αυτό κύτταρο των 5x5 μέτρων επέτρεψε τη μαζική παραγωγή και χρήση τυποποιημένων παραθύρων πλάτους 5, 2.50 ή και 1.25 μέτρων, ο συνδυασμός των οποίων παρείχε μία ποικιλία στις όψεις. Με την επεξεργασία και το πολλαπλασιασμό της βασικής μονάδας, ο Le Corbusier εξασφάλισε μια ποικιλία διατάξεων και μορφών μέσα στον οικισμό. Έχουμε την κατοικία «ουρανοξύστη», την κατοικία με αψίδα, το μεμονωμένο σπίτι και τη σειρά κατοικιών με εναλλασσόμενο κενό-πλήρες. Ένα ακόμη στοιχείο που εισήγαγε στον οικισμό ήταν η πολυχρωμία των διαδοχικών όψεων των σπιτιών, διαλέγοντας αποχρώσεις όπως γαλάζιο, ζεστό κίτρινο, απαλό πράσινο, κρεμ και μπορντό. Ακόμη, χρησιμοποίησε το χρώμα ως μορφολογικό στοιχείο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, «σπάζοντας» τους αλλεπάλληλους κυβικούς όγκους και δίνοντας μια αίσθηση πολυμορφίας, κατορθώνοντας όμως να διατηρήσει τη συνοχή του οικισμού. Παράλληλα, δοκίμασε για πρώτη φορά-σε τέτοια κλίμακα- να εφαρμόσει στην πράξη τα 5 σημεία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, που είχε προηγουμένως εισάγει στο «Για μια Αρχιτεκτονική». Αυτά είναι οι ‘pilotis’ (πυλώνες που σήκωναν τον όγκο πάνω από το επίπεδο του εδάφους), η ελεύθερη κάτοψη (που ήταν εφικτή λόγω της ανεξαρτησίας των φέροντων υποστυλωμάτων από τους τοίχους που υποδιαιρούσαν το χώρο), η ελεύθερη όψη ( προβολή της ελεύθερης κάτοψης σε κατακόρυφο επίπεδο), το επίμηκες /15/


οριζόντιο συρόμενο παράθυρο ή fenêtre en longueur και η ταράτσα (ενεργοποιούσε ολόκληρη την επιφάνεια που κάλυπτε το σπίτι). Αυτά δώσανε μια σχετική ευχέρεια στους κατοίκους για τις μελλοντικές αλλαγές, στοιχείο που βέβαια δεν είχε προβλέψει και ήταν ενάντια στις προθέσεις του. Ταυτόχρονα, ήταν φειδωλός με τα τετραγωνικά που δίνει σε βοηθητικούς χώρους (κουζίνα, μπάνιο) προκειμένου να εξοικονομήσει χώρο για μεγαλύτερα δωμάτια όπως το σαλόνι και να εξασφαλίσει ελευθερία κινήσεων. Μπορούμε να πούμε πως η ποιότητα των δωματίων στις κατοικίες προσδιορίζεται σχεδόν από τα τετραγωνικά τους.

εναλλασσόμενο κενό / πλήρες

με αψιδα

εναλλασόμενο κενό/πλήρες

Οι αρχές τυποποίησης του Quartiers Modernes Fruges (πηγή: Boudon, Philippe. Lived-In Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited) /16/

ουρανοξυστης

με αψίδα

ουρανοξύστης (πηγή: http://fruges.lecorbusier.free.fr/)

μεμονωμενο


Ενώ οι κατοικίες εξωτερικά-ομαδοποιημένες μορφολογικά-είναι σχεδόν πανομοιότυπες, εσωτερικά ο Le Corbusier είχε φροντίσει να δώσει διαφορετική διαρρύθμιση στην καθεμιά. Μπορούμε σχεδόν να πούμε πως δεν συναντάται η ίδια κάτοψη δύο φορές, σε μια προσπάθεια του να κατοπτρίσει την ατομικότητα του κάθε κατοίκου. Ο ίδιος έλεγε πως «τα τυποποιημένα εξαρτήματα είναι σαν γράμματα: με αυτά τα γράμματα πρέπει να συλλαβίσεις τα ονόματα των μελλοντικών ιδιοκτητών». Χρησιμοποιεί, παράλληλα, το εργαλείο της αντιπαράθεσης χώρων και χρήσεων για να εξασφαλίσει την ιδιωτικότητα ανά πάσα στιγμή: στο ίδιο σημείο της κάτοψης που ο ένας έχει κουζίνα, ο άλλος έχει τραπεζαρία, εκεί που ο ένας έχει υπνοδωμάτιο ο άλλος έχει γραφείο κλπ. Το εργαλείο αυτό της σύνθεσής του το αποκαλούσε λοταρία (game of lotto). lived - in architecture

-

pilippe boudon

36 χρόνια μετά την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων στον οικισμό, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Philippe Boudon επισκέπτεται το Pessac και διεξάγει μια ενδελεχή έρευνα και καταγραφή των παρεμβολών των κατοίκων του οικισμού σε αυτόν και την – τότε – σύγχρονή του εικόνα. Στις 9 Οκτωβρίου του 1979 εκδίδεται το «Lived-in Architecture, Le Corbusier’s Pessac Revisited» με συνεντεύξεις των κατοίκων του Quartiers Modernes Fruges, σχέδια και φωτογραφίες που καταγράφουν τις παρεμβάσεις που επέφερε η διαβίωση σε αυτή τη συνοικία. Ένα από τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής σύνθεσης του οικισμού, οι ταράτσες, αποτέλεσε ίσως το πρώτο στοιχείο στο οποίο έγιναν έκδηλες οι παρεμβάσεις των κατοίκων του Pessac, καθώς δεν έγιναν ιδιαίτερα αποδεκτές τόσο από τους ενοίκους όσο και από εξωτερικούς παρατηρητές. Η επικρατούσα – μέχρι τότεπαραδοσιακή μορφή κατοικιών της περιοχής ήταν, όπως προαναφέραμε, τα lean-to houses, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων αποτελούσε η επικλινής, ασύμμετρη στέγη τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ταράτσες των σπιτιών του Pessac να χρησιμοποιούνται ελάχιστα

έως καθόλου από τους κατοίκους, οι οποίοι το έβλεπαν ως ξένο, αραβικό ή αφρικάνικο μερικές φορές στοιχείο, ενώ πολλές φορές αντί για ταράτσα την αποκαλούσαν σκεπή, φανερώνοντας ακόμα περισσότερο την αποξένωσή τους από αυτό το «ξένο» βατό δώμα. Κάποιοι ανέβαιναν σπάνια απλά για να επισκευάσουν κάποια διαρροή, άλλοι τις χρησιμοποιούσαν ως αποθήκες, τοποθετώντας εκεί παλιά έπιπλα, ενώ οι περισσότεροι απλά κρεμούσαν τις μπουγάδες τους για να στεγνώσουν· χρήσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την επιθυμία του Le Corbusier να χρησιμοποιούνται σαν δεύτεροι, υπερυψωμένοι κήποι, σκοπό για τον οποίο είχε φροντίσει να φυτεύσει λουλούδια και θάμνους. Με βασικό επιχείρημα το υγρό κλίμα της περιοχής και επομένως την υπερβολική έκθεση στα στοιχεία της φύσης, οι περισσότεροι κάτοικοι πρόσθεσαν στέγες ή έκλεισαν τα ανοιχτά αυτά δώματα με πέργκολες, παραμορφώνοντας τον κυβικό μορφολογικό χαρακτήρα των σπιτιών. Εκτενείς μετατροπές υπέστη ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητας του οικισμού αλλά και ένα από τα σημεία- κλειδιά του μοντέρνου στυλ που εισήγαγε ο Le Corbusier· τα επιμήκη παράθυρα. Οι περισσότεροι τα έκαναν στενότερα, επικαλούμενοι άλλοτε προβλήματα λειτουργικά, όπως ο καθαρισμός τους (..για να τα καθαρίσεις πρέπει να σταθείς στο περβάζι...και όταν βρίσκεσαι σε όροφο…ξέρεις σε δυσκολεύει..), άλλοτε θέματα ιδιωτικότητας, λόγω της μεγάλης επιφάνειας θέασης του εσωτερικού, και άλλοτε αισθητικά, αναφορικά με τα στενά παράθυρα των παραδοσιακών lean-to houses στα οποία ήταν συνηθισμένοι. Η επιθυμία των κατοίκων του Pessac να καταφύγουν στις συνηθισμένες, γνώριμες αρχιτεκτονικές μορφές του Bordeaux γίνεται φανερή και στο εσωτερικό των κατοικιών με τις τροποποιήσεις που υπέστησαν και σε επίπεδο κάτοψης. Εισάγοντας την ελεύθερη κάτοψη, ο Le Corbusier επιθυμούσε να απελευθερώσει το εσωτερικό από περιττούς τοίχους και να επιτρέψει την απρόσκοπτη κίνηση και συναρμογή των χώρων, οι οποίοι θα προσδιορίζονταν από τη λειτουργία τους και όχι από σκληρά όρια, κάτι που δεν ικανοποιούσε τους κατοίκους του /17/


οικισμού. Συνηθισμένοι στο βασικό χαρακτηριστικό της κυκλοφορίας των lean-to houses, τον κεντρικό διάδρομο με πρόσβαση στα δωμάτια από τη μία του πλευρά, αλλά και την ύπαρξη ενός χολ, πολλοί ενοχλήθηκαν από αυτή τη «μίξη» χώρων και λειτουργιών. Έτσι καταγράφεται σε μερίδα κατοικιών η εισαγωγή χωρισμάτων στο σαλόνι προκειμένου να επιτευχθεί η γνώριμη κυκλοφορία στο εσωτερικό αλλά και ο ξεκάθαρος διαχωρισμός δωματίων και χρήσεων. Επιδιώκοντας την απελευθέρωση της κάτοψης, o Le Corbusier αποσαφήνισε τους χώρους από συγκεκριμένους λειτουργικούς προσδιορισμούς (τραπεζαρία, χολ, σαλόνι κλπ.), δίνοντας την ελευθερία στον κάτοικο να διαμορφώσει χώρους ανάλογα με τις ανάγκες του. Βλέπουμε, έτσι, χώρους που έχουν μετατραπεί από γκαράζ σε υπνοδωμάτια, συνεργεία, γραφεία ή ακόμη και κουζίνες. Μία κάτοικος του Pessac, εκμεταλλευόμενη το εργαλείο αυτό σε βάθος χρόνου, χωροθέτησε την επιχείρησή της, ένα κομμωτήριο, στην πυλωτή του σπιτιού της, ενώ όταν συνταξιοδοτήθηκε, το μετέτρεψε σε δωμάτιο φιλοξενίας. «Το διαχωρίσαμε μόνοι μας...ο μικρός αυτός χώρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δωμάτιο αν χρειαστεί…δεν είναι βέβαια ακριβώς δωμάτιο...απλά…δημιουργεί ένα επιπλέον δωμάτιο…σε περίπτωση ανάγκης…»

/18/

Σκαρίφημα κάτοψης σχεδιασμένο από το 10χρονο γιο ενός αρχιτέκτονα που ζεί στο Pessac. Το γεγονός ότι το αγόρι πρόσθεσε έναν- ανύπαρτκο ουσιαστικά- διάδρομο στο σχέδιο του φανερώνει την επιρροή των παραδοσιακών κατοικιών lean- to houses (πηγή: Boudon, Philippe. Lived-In Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited)


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ «You know, it's life that’s always right and the architect who’s wrong»

επερχόμενες μετατροπές των κατοίκων, ίσως παρά τη θέλησή του. Υπέρμαχος της λιτότητας και της πρακτικότητας , πρόθεσή του ήταν η απελευθέρωση της κάτοψης από περιττά χωρίσματα, άποψη που δεν ασπάζονταν όπως φάνηκε οι ίδιοι οι χρήστες που φρόντισαν να διαιρέσουν, υποδιαιρέσουν και επανατροποποίησουν αυτούς τους υπερμεγέθεις, για τα δεδομένα τους , κενούς χώρους .

Με αυτή τη φράση απαντάει ο Le Corbusier κοντά στο τέλος της ζωής του, ερωτώμενος για τη σωρεία τροποποιήσεων και αλλοιώσεων που υπέστησαν οι μινιμαλιστικές, μοντέρνες κατοικίες του στο Pessac από τους ίδιους τους κατοίκους, ένας ειλικρινής και ταυτόχρονα ειρωνικός απολογισμός που αναγνωρίζει μία αρχιτεκτονική αρκετά επιβλητική που οι ένοικοι της νιώθουν την ανάγκη να μεταποιήσουν αλλά ταυτόχρονα αρκετά ευέλικτη ώστε να μπορούν να το πραγματοποιήσουν με ευχέρεια.

Εκμεταλλευόμενος την εξέλιξη της βιομηχανοποιημένης δόμησης, ο Le Corbusier παραχώρησε σπίτια- μηχανές κατοίκησης όπως τα αποκαλούσε- στους κατοίκους του Pessac, οι οποίοι, μην έχοντας σε υπόληψη την αφαιρετική αισθητική της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, αποτύπωσαν τις προσωπικές τους αισθητικές αντιλήψεις σε αυτά, παραμορφώνοντας πλήρως το καθένα ξεχωριστά και το σύνολο, διαμορφώνοντας το κολλάζ που αποτελεί η σημερινή όψη του οικισμού.

Από το 1931 ακόμη διαμαρτυρόταν έντονα για τις πρώτες μορφολογικές παρεμβάσεις των κατοίκων του Quartiers Modernes Fruges, οι οποίοι προσπαθούσαν να μετατρέψουν τα ανοίκεια αυτά οικοδομήματα σε κατοικίες γνώριμες και φιλόξενες στα μέτρα τους. Η περίπτωση του Pessac έχει απασχολήσει κατά καιρούς την αρχιτεκτονική θεωρία και κριτική, επιστρέφοντας στα φώτα της δημοσιότητας έπειτα από την ανακήρυξη του οικισμού το 1980 ως σύγχρονο μνημείο, γεγονός που έχει διχάσει κατοίκους, κριτικούς και κοινή γνώμη. Κάποιοι υποστηρίζουν την επαναφορά του οικισμού στην αρχική του μορφολογία ενώ άλλοι είναι υπέρμαχοι της διατήρησης των μετατροπών που υπέστη, μετατροπές που αποτελούν τεκμήριο της ανάγκης του χρήστη για οικειοποίηση του χώρου κατοικίας του.

«Αντί απλά να εγκατασταθούν σε αυτά τα δοχεία, αντί να προσαρμοστούν σε αυτά και να ζήσουν ‘παθητικά’, αποφάσισαν ότι θα ζούσαν όσο περισσότερο το δυνατόν ‘ενεργητικά’. Πραγματοποιώντας το αυτό φανέρωσαν τι πραγματικά είναι η κατοίκηση σε ένα σπίτι: μία δραστηριότητα. Πήραν αυτό που του προσφέρθηκε και το δούλεψαν, το μεταποίησαν, του έκαναν προσθήκες. Τι του πρόσθεσαν; Τις ανάγκες τους. Δημιούργησαν διακρίσεις…Εισήγαγαν προσωπικές ιδιότητες. Έχτισαν έναν διαφοροποιημένο κοινωνικό σύμπλεγμα»1

Το «πείραμα του Pessac», όπως αποκαλούν το Quartiers Modernes Fruges, δεν απέτυχε, όπως πολλοί αποφαίνονται. Αντιθέτως, άφησε στους κατοίκους του επαρκή περιθώρια για να διαμορφώσουν και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους. Με το εργαλείο της ελεύθερης κάτοψης, ο Le Corbusier διαμόρφωσε έναν καμβά για τις

1

Henri Lefebvre, preface to Phillipe Boudon, Lived-in Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited, trans. G. Onn (London: Lund Humphries, 1979 [1969]). /19/


1-2 Ο αποθηκευτικός χώρος στο ισόγειο έχει μετατραπεί σε γκαράζ

3-4 Εδώ τα επιμήκη παράθυρα έχουν μειωθεί σημαντικά σε μέγεθος και ο ελεύθερος χώρος στην πυλωτή έχει κλειστεί

1

2

5 Σε αυτή τη συστοιχία σπιτιών δεν έχει επιβιώσει ούτε ένα επίμηκες παράθυρο. Το περίγραμμα του αρχικού σχήματος του παραθύρου διαφαίνεται στο δεύτερο σπίτι από αριστερά

(πηγή: Boudon, Philippe. Lived-In Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited)

3

5 /20/

4


/21/


/22/


NID D’ABEILLE & SEMIRAMIS Στις αρχές του 1950, μία ομάδα αρχιτεκτόνων που βρήκε έμπνευση στις παραγκουπόλεις της Καζαμπλάνκα, μεταχειρίστηκε μία περιοχή στα όρια της πόλης σαν ένα πεδίο δοκιμής ουτοπικών πειραματισμών. Με ένα πνεύμα έντονης αμφισβήτησής για το διεθνές στυλ του μοντέρνου κινήματος, η ομάδα αυτή στόχευε στην επαναφορά της τοπικής αρχιτεκτονικής που θα είχε ως βασικό κριτήριο σχεδιασμού τον άνθρωπο και τον τρόπο ζωής του στο εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο. Βασικοί συμμετέχοντες αυτής της ομάδας ήταν οι Γεώργιος Κανδύλης, Alexis Josic and Shadrach Woods, οι οποίοι δούλευαν μέσα στην GAMMA (Group of Modern Moroccan Architects) και αποτελούσαν μέλη της αμφιλεγόμενης Team 10. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου το Μαρόκο, έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί από τους Γάλλους αποικιοκράτες, αντιμετώπιζε την πρόκληση της ραγδαίας δημογραφικής αύξησης, με τον πληθυσμό του το 1951 να έχει διπλασιαστεί στα 8 εκατομμύρια μέσα σε ένα διάστημα 30 χρόνων. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια ανακατανομή του προηγουμένως μεγάλου αγροτικού πληθυσμού, με κόσμο να συρρέει στα αστικά κέντρα και την περιφέρεια τους κατά μήκος της ακτής του Ατλαντικού, εντείνοντας το ήδη χρόνιο θέμα του συνωστισμού και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης στους πρόχειρους αυτούς καταυλισμούς που στήνονταν με ευτελή υλικά, τους λεγόμενους bidonvilles. Η συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης επέφερε την αναγνώριση της επείγουσας ανάγκης να δημιουργηθούν νέες κοινότητες για να στεγάσουν τον μεγάλο αριθμό των εσωτερικών αυτών μεταναστών, με αποτέλεσμα τη γέννηση του φιλόδοξου project « Habitat pour le plus grand nombre», δηλαδή «κατοίκηση για τον μεγάλο αριθμό» O Michel Ecochard, επικεφαλής της Πολεοδομικής Υπηρεσίας από το 1946 έως το 1952, διεξήγαγε έρευνες για τη μελέτη της ενσωμάτωσης των εθίμων και του τρόπου κατοίκησης των Μαροκινών της υπαίθρου, χρησιμοποιώντας κοινωνιολογικές μελέτες, όπως και

χαρτογραφήσεις και στατιστικές αναλύσεις. Ήταν στη μέση των συνεχιζόμενων αυτών πειραμάτων που πραγματοποιούσε ο Ecochard και η ομάδα του, όταν ένα σημαντικό βήμα προόδου θα κατέφτανε στο Μαρόκο το 1953, με τη μορφή του ATBAT-Afrique, αφρικανικού κλάδου του Atelier des Batisseurs, μίας ερευνητικής ομάδα που ιδρύθηκε το 1947 από ονόματα όπως ο Le Corbusier, Vladimir Bodiansky, and André Wogenscky. Ενώ η ύπαρξη και δράση του ATBAT-Afrique δεν διήρκησε πολύ, τα πειράματά του συνέβαλλαν στη δημιουργία ενός νέου μανιφέστο στη δόμηση που όχι μόνο ασχολήθηκε με τις κανονιστικές αρχές του μοντέρνου κινήματος, αλλά ανταποκρίθηκε και στην αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων στον τρόπο κατοίκησης διαφορετικών πολιτισμών· με το πιο ενδιαφέρον από αυτά να βρίσκεται στην περιοχή Carrières Centrales, στην Καζαμπλάνκα. Για αυτό το συγκεκριμένο πρότζεκτ, η ATBAT-Afrique βασίστηκε σε μία έρευνα που είχε διεξάγει το 1946 ο Ecochard και η ομάδα του και έδειχνε πως το 40% των μεταναστών στις μεγάλες μαροκινές πόλεις ερχόταν από τα βουνά Άτλας και την έρημο Σαχάρα. Με αυτή την πληροφορία, οι Κανδύλης & Woods ξεκίνησαν να μελετούν τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών casbah & ksours, είδη οικισμών της μαροκινής υπαίθρου με τις κατοικίες κολλητά η μία στην άλλη και με συλλογικές σιταποθήκες, τζαμί, μπάνια και άλλες δομές. Οι κυβικές μορφές που ανακάλυψαν θα αποτελούσαν τη βάση για τις αναφορές στην ιδιωματική/τοπική αρχιτεκτονική η οποία θα περιέγραφε τις νέες μορφές συλλογικής κατοικίας που θα υιοθετούσαν στη μελέτη τους. Σύμφωνα με τον Κανδύλη « τα casbah της Σαχάρας, τα ksours των οχυρωμένων χωριών του βουνού Άτλας, οι συλλογικές αυτές κατοικήσεις, αντικατοπτρίζουν την ικανότητα των ανθρώπων να ζουν δίπλα ο ένας στον άλλον σεβόμενοι παράλληλα την ιδιωτικότητα της οικογένειας και να διαχειρίζονται τα ζητήματα συλλογικού ενδιαφέροντος». Έτσι, το 1952 κατασκευάζονται δίπλα σε μία εκτεταμένη παραγκούπολη – bidonvilles οι δύο νέοι τύποι συλλογικής κατοικίας των Κανδύλη & Woods: τα Nid d’abeille και Semiramis. /23/


Amènagement Urbain de la Ville de Casablanca (πηγή: http://www.arquiscopio.com) /24/


Το Nid d’abeille πήρε το όνομα του από τις κλιμακωτές, αιωρούμενες ταράτσες της πρόσοψής του που θυμίζουν κυψέλη. Κάθε μονάδα εμπεριείχε μία από αυτές τις περίκλειστες αυλές, που ήταν αφιερωμένες στο μαγείρεμα και τις υγειονομικές λειτουργίες της κατοικίας, και δύο εσωτερικά δωμάτια. Καταλαμβάνοντας περίπου το ένα τρίτο του κατοικήσιμου χώρου κάθε διαμερίσματος, η βεράντα λειτουργούσε σαν την αυλή ενός παραδοσιακού μαροκινού σπιτιού. Οι τοίχοι εξασφάλιζαν ιδιωτικότητα, ενώ η κλιμάκωση από επίπεδο σε επίπεδο μεγιστοποιούσε το φως και τον αερισμό της κάθε μονάδας. Η πρόσβαση στην κάθε κατοικία πραγματοποιούταν από έναν ημίκλειστο διάδρομο στην πίσω πλευρά του κτηρίου, παρέχοντας έναν μεταβατικό χώρο ανάμεσα στο δημόσιο δρόμο και την ιδιωτική κατοικία, ενώ οι αρχιτέκτονες προέβλεψαν και χώρο για εμπορικές δραστηριότητες, δημιουργώντας θέσεις για μικρής κλίμακας εμπόριο στο ισόγειο του κτηρίου, ενσωματώνοντας και ένα κομμάτι δημόσιου κοινόχρηστου χώρου. Το Semiramis από την άλλη, αποτελείται από αναρτώμενους ημίκλειστους διαδρόμους που διατρέχουν την πρόσοψη και την πίσω πλευρά του κτηρίου και εξασφαλίζουν πρόσβαση στην κάθε κατοικία.

Nid d’abeille

Οι ψηλοί τοίχοι που τους περιβάλλουν έδωσαν στον κάτοικο που κινείται μεταξύ της κάθε κατοικίας και του εξωτερικού την αίσθηση ότι κυκλοφορεί μέσα από τα τυπικά στενά σοκάκια των μαροκινών χωριών. Η διάταξη των μονάδων του κτηρίου ήταν παρόμοια με του Nid d’abeille, εκτός από τις αυλές που ήταν ακόμα πιο προστατευμένες από την εξωτερική θέαση. Η διαφοροποίηση αυτή των δυο κτηρίων βασιζόταν στον τρόπο ζωής των μελλοντικών κατοίκων τους, σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Για τον Κανδύλη, το Semiramis με την διπλού ύψους περίκλειστη αυλή του που εγγυόταν ιδιωτικότητα και την πρόσοψη με τους προεξέχοντες διαδρόμους ήταν ειδικά σχεδιασμένο για το κομμάτι αυτό του πληθυσμού που είχε παραμείνει πολύ κοντά στο μουσουλμανικό τρόπο ζωής, έναν τρόπο ζωής που απαιτούσε την ιδιωτικότητα και την εσωστρέφεια σε σχέση με το περιβάλλον του. Στο Nid d’abeille, που είναι κάθετο στο Semiramis, οι διάδρομοι μετατοπίστηκαν στη βορεινή πλευρά και η νότια απέκτησε ένα γεωμετρικό σχέδιο με μεγάλα ανοίγματα που έμμεσα φώτιζαν την επαναπροσδιορισμένη αιωρούμενη αυλή και τους τυφλούς τοίχους.

Semiramis /25/


Το σύγχρονο σκηνικό στην περιοχή έχει αλλοιωθεί σημαντικά. Αρχικά, η περιοχή δε λέγεται πλέον Carrières Centrales, αλλά Hay Mohammadi. Αλλά και τα ίδια τα κτήρια στη σημερινή τους μορφή έχουν αλλοιωθεί τόσο που η βασική τους μορφή πλέον είναι δυσανάγνωστη. Οι χώροι πάνω από τις αυλές έχουν χτιστεί περιμετρικά και έχουν μετατραπεί σε υπνοδωμάτια ή σαλόνια. Δίκτυα από σχοινιά μπουγάδων συνθέτουν ένα πολύχρωμο σκηνικό ανάμεσα στα υποστυλώματα των αυλών, ενώ σε μερικές περιπτώσεις νέα παράθυρα έχουν τρυπήσει την υπάρχουσα τσιμεντένια όψη και δορυφορικά πιάτα ξεπηδούν συνεχώς από τους χώρους που βλέπουν ακόμα ουρανό. Είναι δυνατό να δει κανείς αυτές τις προσαρμογές του κτηρίου σαν μια άσκηση κριτικής σε αυτό; Σε αυτή την περίπτωση, τι μπορούμε να διδαχτούμε για τις αντιλήψεις των κατοίκων τους και τις ιδέες τους για τον ιδιωματικό μοντερνισμό; (vernacular modernity) Τα βήματα που ακολούθησαν και τα δύο κτήρια στη διαδικασία μετάλλαξής τους μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους: τα εξωτερικά ανοίγματα θωρείται πως ήταν τα πρώτα που καλύφθηκαν σχεδόν άμεσα με σανίδες καθώς υπήρχε ανάγκη για σκιά και προστασία από τη βροχή. Με τον καιρό έγινε εγκατάσταση μια πιο μόνιμης στέγης, κάτι που έδινε την ευκαιρία στον κάτοικο να χρησιμοποιήσει και έναν δεύτερο όροφο, δυνατότητα που δεν υπήρχε πριν. Η διαδικασία ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια φυσικού φωτισμού και αερισμού. Οι ίδιοι οι κάτοικοι έχουν αποδεχτεί ομόφωνα αυτές τις αλλαγές – το θέμα βρίσκεται στην κατανόηση των συνθηκών που τους οδήγησαν σε αυτές. H επέκταση της οικογένειας με προσθήκη νέων μελών αποτελεί ένα βασικό κίνητρο για την προσθήκη χώρων στην κατοικία, ακόμη και στο Μαρόκο. Λόγω της έλλειψης οικονομικών πόρων θεωρείται σχεδόν ακατόρθωτη η μετακόμιση της οικογένειας σε μεγαλύτερη κατοικία, γεγονός που επιφέρει την τροποποίηση της ήδη υπάρχουσας. Στο Μαρόκο, ωστόσο, τα παιδιά αναμένεται να /26/

μοιράζονται ένα υπνοδωμάτιο όλα μαζί ακόμα και στην εφηβεία, γεγονός που διαφέρει από τα πρότυπα του δυτικού κόσμου όπου συνήθως κατά την εφηβεία επιβάλλεται ένας διαχωρισμός των παιδιών σε δικά τους υπνοδωμάτια. Ένας κάτοικος του Nid d’abeille λέει «Συνήθως, εμείς οι Μαροκινοί βάζουμε όλα τα παιδιά σε ένα δωμάτιο και τους γονείς σε άλλο. Ακόμα και αν υπάρχουν τέσσερα παιδιά, και πάλι ζουν σε ένα δωμάτιο» Παρόλο που η ανάγκη επέκτασης της υπάρχουσας κατοικίας στο Μαρόκο μπορεί να μην επιβάλλεται από την προσθήκη νέων παιδιών όπως είδαμε, ωστόσο ο παραδοσιακός τρόπος ζωής εκεί περιλαμβάνει τη συγκατοίκηση πολλών μελών της εκτεταμένης, πλέον, οικογένειας κάτω από την ίδια στέγη. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη οικονομικής στέγης αλλά και οι παραδοσιακές δομές της μαροκινής ζωής έχουν συμβάλλει στη συγκατοίκηση και συγχρωτισμό πολλών γενεών μιας οικογένειας. Βλέπουμε έτσι το νεόνυμφο ζευγάρι που αρχικά ζει με τους γονείς του άντρα, στη συνέχεια διαμορφώνουν τη δικιά τους οικογένεια και μετακομίζουν σε μία άλλη κατοικία και στο τέλος οι γονείς ξαναμετακομίζουν μαζί με την οικογένεια, όταν πλέον έχουν γεράσει. Ενώ λοιπόν χρησιμοποιούνται κυρίως δύο υπνοδωμάτια, ένα για τα παιδιά και ένα για τους γονείς, δημιουργείται η ανάγκη για προσθήκη ενός ακόμα υπνοδωματίου ώστε να φιλοξενήσεις τους ηλικιωμένους πλέον γονείς.


Αφορμές για τις μετατροπές που έλαβαν χώρα στα δύο αυτά κτήρια, και συγκεκριμένα για το εκτεταμένο, μαζικό κλείσιμο των βεραντών στο Nid d’abeille, αποτελούσαν και ζητήματα λειτουργικά αλλά και η αναζήτηση της ιδιωτικότητας. Ερωτώμενη για την αλλαγή αυτή στο μπαλκόνι της, μία ηλικιωμένη κάτοικος του κτηρίου απαντά:

«[ Ήταν ] λόγω της σκόνης, του θορύβου και του ήλιου που έμπαινε μέσα στο χώρο. Και αν κάποιος κοιτούσε από ένα παράθυρο μπορούσε να σε δει. Όλοι οι γείτονες μπορούσαν να σε δουν. Όλοι οι γείτονες μπορούσαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον».

Βλέπουμε έτσι πως παρά την εκτεταμένη μελέτη των Κανδύλη και Woods για το παραδοσιακό μοντέλο αγροτικής ζωής στη μαροκινή ύπαιθρο και παρά την προαναφερθείσα δήλωση του πρώτου που αναγνώριζε την έντονη αναζήτηση της ιδιωτικότητας των κατοίκων, η τελική ενσωμάτωση αυτού του παράγοντα στο σχεδιασμό τους δεν την ικανοποιούσε πλήρως, ενώ εντύπωση προκαλεί η παραμέληση ενός από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής των Μαροκινών, η θρησκευτική λατρεία, γεγονός που γίνεται εμφανές από τη μετέπειτα ανέγερση ενός τζαμί, πρωτοβουλία των ίδιων των κατοίκων, ανάμεσα στα δύο συγκροτήματα. H μελέτη αυτή δεν μπορούσε ούτε να χειραγωγήσει αλλά και ούτε να προβλέψει την αντίληψη που θα είχαν οι μελλοντικοί κάτοικοι για τους δύο αυτούς πρότυπους οικισμούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να συνδυάσουν στοιχεία του μοντέρνου κινήματος με την καθημερινή, ανώνυμη αρχιτεκτονική της υπαίθρου. Σίγουρα υπήρχε ένα βαθύ πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στους αρχιτέκτονες και τους κατοίκους κατά την περίοδο του σχεδιασμού: οι αρχιτέκτονες να προσπαθούν να κατανοήσουν τις αυτόχθονες πρακτικές κατοίκησης και οι μετανάστες να προσπαθούν να κατανοήσουν όλο αυτό το νέο μοντέλο ζωής. Μαρτυρίες των κατοίκων δείχνουν την έκπληξη τους σχετικά με το κενό, ή μάλλον την έλλειψη πραγμάτων μπροστά από τα κτήρια.

Συνηθισμένοι στην πολυπλοκότητα και την πολυκοσμία των πλατειών και του δικτύου στις παραδοσιακούς οικισμούς, τα «άδεια» τμήματα του σχεδιασμού τους προκαλούσαν ξενισμό. Χαρακτηριστική είναι η αυθόρμητη απάντηση ενός από τους πρώτους κατοίκους του Nid d’abeille ερωτώμενος για τις αρχικές βεράντες των μονάδων : « Α ναι, ο άδειος χώρος, για το χτίσιμο δωματίου όταν θα ερχόταν η κατάλληλη ώρα». Οι περισσότεροι κάτοικοι των Nid d’abeille και Semiramis σίγουρα δεν γνώριζαν για την ιδιαιτερότητα και τη σημασία των κατοικιών τους – αλλά όπως και να έχει, το να ξέρει κάποιος ότι το συγκρότημα κατοικιών στο οποίο διαμένει φιγουράρει στο εξώφυλλο διεθνών αρχιτεκτονικών περιοδικών δεν σημαίνει και πολλά όταν η ίδια η κατοικία του είναι στενόχωρη και δεν μπορεί να χωρέσει την ολοένα αυξανόμενη οικογένειά του. Εντύπωση προκαλεί η ικανότητα να προσδιορίσουμε με αρκετή ακρίβεια ένα συγκεκριμένο σημείο στη ζωή των κτηρίων που πυροδοτήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα όλες οι προαναφερθείσες αλλαγές. Ένας κάτοικος μιλά για το παράξενο αυτό γεγονός, σημειώνοντας ότι για αρκετά χρόνια από την κατασκευή τους τα κτήρια παρέμειναν ανέγγιχτα στις αρχικές τους μορφές μέχρι μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή όπου μία κίνηση έδωσε το έναυσμα για τη μαζικό αυτό «μπλοκάρισμα» των βεραντών: « Ένας μόνος του ξεκίνησε. Ειδικά τα ισόγεια χρειαζόντουσαν οπωσδήποτε να επεκταθούν. Οι πάντες ακολούθησαν. Υπάρχει ένα μαροκινό ρητό που λέει ‘κάνε όπως κάνει ο γείτονας’ (γελάει), οπότε όλοι τον ακολούθησαν!». Αν υπήρχαν μεμονωμένες πρωτοβουλίες μετατροπής, σήμερα θα παρατηρούσαμε μόνο κάποια σποραδικά κλεισίματα των βεραντών. Ωστόσο η πρόσοψη είναι καλυμμένη με πλίνθους ποικίλων σχημάτων και μεγεθών σε όλη της την έκταση (γεγονός που φανερώνει και την ύπαρξη ποικίλων μορφών εργασίας). Παρατηρούμε έτσι ότι ενώ οι στόχοι ήταν συλλογικοί (επέκταση κατοικίας), οι δράσεις ήταν ατομικές (ύπαρξη διαφορετικών υλικών και μεθόδων κατασκευής).

/27/


Φωτογραφίες του Nid d’abeille το 1952, το 1988 και το 2011 αντίστοιχα. Παρατηρείται το μαζικό κλείσιμο των βεραντών και η σταδιακή μεταμόρφωση της χαρακτηριστικής κυψελωτής πρόσοψης σε μία ενιαία επιφάνεια. (πηγή: www.lemoniteur.fr)

/28/


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ασκώντας κριτική στον αμιγώς φονξιοναλιστικό προσανατολισμό της αρχιτεκτονικής του μοντέρνου κινήματος, η Team 10 στόχευε με αυτό το οικιστικό project στην ανάπτυξη μιας νέας προσέγγισης στο ιδιωματικό (vernacular) και ανθρωποκεντρικό σχεδιασμό. Τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν από αρχιτέκτονες στις γαλλικές αποικίες αποτελούν ένα τυπικό παράδειγμα της έντονης αμφισβήτησης από πολλούς κριτικούς σε σχέση με την αυξανόμενη κυριαρχία της αρχιτεκτονικής του μοντερνισμού και της ταχείας επιρροής της στην κατασκευή και ανακατασκευή πόλεων

περιθώρια στους κατοίκους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αλλά κάνοντας αυτό τους βοήθησε να αναγνωρίσουν ποιες ήταν αυτές οι ανάγκες» (Philippe Boudon). Σαν μια ζωντανή κοινότητα, τα Nid d’abeille & Semiramis επέτρεψαν σε κάθε κάτοικο να γίνει ο ίδιος αρχιτέκτονας και να εξελίξει την κατοικία του συμβαδίζοντας με τον δικό του μεταβαλλόμενο τρόπο ζωής

Παρόλο που ανακηρύχθηκε από τους Alison & Peter Smithson ως θρίαμβος της προοδευτικής και παγκόσμιας ατζέντας της μοντέρνας αρχιτεκτονικής, τα Nid d’abeille & Semiramis αντιπροσωπεύουν τα όρια του μοντερνισμού στην ανικανότητά του να προσαρμοστεί πλήρως στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των κατοίκων του. Αυτά τα κτήρια σηματοδότησαν ένα σημείο καμπής στην μοντέρνα αρχιτεκτονική, καθώς ο παγκόσμιος φονξιοναλισμός έδινε χώρο στον πολιτισμικά προσαρμοσμένο σχεδιασμό βασισμένο σε ανθρωπολογικά κριτήρια. Ενώ θεμελιώθηκαν πάνω σε μελέτες των παραδοσιακών κατοικιών, αυτά τα πρότυπα συλλογικής κατοικίας δεν κατόρθωσαν, σύμφωνα με το φιλόδοξο σχέδιό τους, να ενσωματώσουν κάθε στοιχείο ενός μουσουλμανικού οικισμού για τους μετανάστες κατοίκους τους. Ο οικισμός των Κανδύλη και Woods δεν ανταποκρίθηκε στις αρχικές προσδοκίες τους καθώς τα σχέδια τους βασίστηκαν πάνω σε έναν συγκεκριμένο και άκαμπτο προσδιορισμό του «μουσουλμανικού τρόπου ζωής» που απέκλειε την πιθανότητα αλλαγής και αντιστεκόταν στην ευελιξία. Σήμερα, στη ριζικά τροποποιημένη και αλλοιωμένη τους μορφή, τα Nid d’abeille & Semiramis συνεχίζουν να φιλοξενούν γενιές Μαροκινών. Όπως και το Pessac «μπορούσε να εκληφθεί ως αποτυχία μόνο αν είχε αποτύχει να ικανοποιήσει τις ανάγκες των κατοίκων του. Στην πραγματικότητα όμως όχι μόνο άφησε επαρκή /29/


/30/


PREVI To PREVI – Proyecto Experimental de Vivienda – ένας πειραματικός συνοικισμός κοινωνικών κατοικιών του ’60 σχεδιασμένος από τους πιο ριζοσπαστικούς avant-garde αρχιτέκτονες της εποχής, ήταν μια πρωτοποριακή προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η εσωτερική μετανάστευση στον αστικό ιστό της Λίμα και να περιοριστεί η εξάπλωση των barriadas- αυθαίρετοι οικισμοί (παραγκουπόλεις)- που είχε αρχίσει να ξεπερνά σε πυκνότητα και έκταση τη δόμηση του αστικού κέντρου. Το 1965 ο πρόεδρος του Περού- και ταυτόχρονα αρχιτέκτονας στο επάγγελμα- Fernando Belaunde Terry, με την υποστήριξη του ΟΗΕ, ανέθεσε στο Βρετανό αρχιτέκτονα Peter Land την ηγεσία για τη μελέτη ενός πειραματικού συνοικισμού χαμηλής δόμησης και υψηλής πυκνότητας που θα ενσωμάτωνε στο πρόγραμμά του τη δυνατότητα μελλοντικών μεταβολών.

Δεκατρείς από τους πιο πρωτοποριακούς διεθνείς αρχιτέκτονες της εποχής συμμετείχαν στο διαγωνισμό για την ανάπτυξη ενός μοντέλου γειτονιάς με 1.500 κατοικίες, κάθε μια από τις οποίες θα εμπεριείχε τους όρους της δικιάς της ανάπτυξης. Στόχος ήταν η επίτευξη μιας διαδικασίας από κάτω-προς-τα-πάνω (bottom-up) οπού ο αρχιτέκτονας δε θα παρέδιδε ένα τελειωμένο ‘προϊόν’ αλλά θα έθετε τις βάσεις για την εξέλιξη μιας κατοικίας. Η εντυπωσιακή λίστα από τους παγκοσμίου φήμης αρχιτέκτονες που συμμετείχαν αποτελείται από τους Toivo Korhonan, Charles Correa, Christopher Alexander , Iniguez de Ozono & Vazquez de Castro , Georges Candilis, Alexis Josic, Shandrach Woods, James Stirling, Esquerra & Samper, Aldo van Eyck, Kikutake, Kurokawa & Maki, Svenssons, Hanson & Hatloy, Herbert Ohl, Atelier 5 ενώ συμμετοχή στο διαγωνισμό δόθηκε και σε 13 Περουβιανούς αρχιτέκτονες.

Φωτομοντάζ των διεθνών αρχιτεκτόνων σε μια ενημερωτική συνάντηση με τον Peter Land (μπροστά από τον μαυροπίνακα), με φόντο μία εικόνα από την περιοχή El Augustino, στη Lima. (πηγή: AD (1970) “Previ/Lima. Low Cost Housing Project”. AD 4 117-205) /31/


Masterplan του PREVI (πηγή: El tiempo construye! = Time builds! Fernando Garcia-Huidobro - Diego Torriti - Nicolas Tugas - Gustavo Gili - 2008) /32/


Οι οδηγίες στο κάλεσμα του διαγωνισμού ήταν σαφείς: η έκταση του κάθε οικόπεδού έπρεπε να κυμαίνεται μεταξύ 80-150m2, εκ των οποίων ο χτιστός χώρος θα καταλάμβανε 60-120 m2- ενώ η κατοικία θα ήταν μονώροφη ή διώροφη σχεδιασμένη έτσι ώστε να υποστηρίζει την ανέγερση και τρίτου ορόφου. Οι τύποι κατοικιών έπρεπε να είναι το 40% για ζευγάρια με δύο παιδιά, το 40% με τέσσερα παιδιά, το 20% με έξι παιδιά ενώ κάθε μονάδα έπρεπε να είναι ολοκληρωμένη μέχρι το 75%, με το υπόλοιπο 25% να αφήνεται στον κάτοικο για μελλοντική προέκταση. Η κάθε πρόταση έπρεπε να περιλαμβάνει λεπτομερή σχέδια για την ίδια την κατοικία, η οποία θα ήταν αρκετά ευέλικτη για να προβλέψει τη μελλοντική στέγαση 8 παιδιών διαφορετικών ηλικιών και ενός ηλικιωμένου ζεύγους, πέρα των ιδιοκτητών, και με μόνο ένα σχηματικό γενικό σχέδιο για το σύνολο της κοινότητας, αφού το τελικό master plan θα ολοκληρωνόταν από τον ίδιο τον Peter Land.

πραγματοποιήθηκε ποτέ. Το πρώτο στάδιο των κατοικιών ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια εργολάβων, οι οποίοι μετά το πέρας κάθε μονάδας συνομιλούσαν με τους ιδιοκτήτες δίνοντας τεχνικές οδηγίες για την μετέπειτα αύξηση της. Παράλληλα, λόγω της έμφασης που δόθηκε στις καινοτόμες τεχνικές συναρμολόγησης και στις νέες μεθόδους έρευνας, εγκαταστάθηκε τοπικά ένα ινστιτούτο έρευνας και τυποποίησης (Instituto de Investigacion y Normalizacion de la Vivienda) για την προκατασκευή των δομικών στοιχείων των κτηρίων και τη μεταγενέστερη προσφορά βοήθειας στους κατοίκους στη διαδικασία τροποποίησης των σπιτιών τους.

Οι αρχικές κατοικίες θα έπρεπε να σχεδιαστούν ως οργανισμοί με κύκλο εξέλιξης και όχι ως σταθερές και άτεγκτες δομές. H μελέτη για την ανάπτυξη της κάθε μονάδας αποτελούταν από τρείς φάσεις: στην πρώτη φάση στεγάζεται η αρχική οικογένεια, στη δεύτερη προβλέπονται επεκτάσεις για τα παιδιά που μεγαλώνουν αλλά και για νέα παιδιά, στην τρίτη εισάγονται προσωρινά χωρίσματα για ένα ή δυο νεόνυμφα παιδιά. Στο τελευταίο στάδιο οι αρχικοί ιδιοκτήτες, τώρα πια ηλικιωμένοι, «φεύγουν» δίνοντας τη θέση τους σε ένα από τα νέα ζευγάρια μέσα από την οικογένεια και ο κύκλος ξαναρχίζει (σημ: στο Περού οι ηλικιωμένοι γονείς μένουν μαζί με τα παιδιά στο σπίτι, δεν έχουν ξεχωριστή κατοικία). Νικητήριες κηρύχθηκαν οι μελέτες των Herbert Ohl, Kikutake- Kurokawa-Maki και Atelier 5 αλλά ύστερα από διαβούλευση της κριτικής επιτροπής επιλέχτηκαν να κτιστούν όλες οι προτάσεις, εκτός από δυο. Έτσι, το 1974 ολοκληρώνεται πιλοτικά η πρώτη φάση με 500 μονάδες κατοίκησης προκειμένου να δοκιμαστούν σε βάθος χρόνου και στη δεύτερη φάση να χτιστούν περισσότερες από αυτές που εξελίχθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Η δεύτερη, όμως, φάση δεν /33/


40

χρονια μετα

Μισό αιώνα σχεδόν μετά από την ολοκλήρωση του PREVI, μπορούμε να αξιολογήσουμε το κατά πόσο η μονάδα της κάθε πρότασης μπόρεσε να προβλέψει και να διευκολύνει τις μελλοντικές μεταβολές που υπέστη από τους κατοίκους της, χωρίς να χάσει την ποιότητα του σχεδιασμού της. Τα εξαγωνικά οικόπεδα του Van Eyck έχουν πλήρως καλυφθεί, χάνοντας ολοκληρωτικά τον κήπο τους, ενώ ο αντισεισμικός σχεδιασμός του Korhonen έχει τεθεί σε κίνδυνο από την ανέγερση επιπρόσθετων ορόφων. Ένα από τα σπίτια του Stirling, από τις πιο επιτυχημένες προτάσεις και από τα πιο περιζήτητα λόγω της εσωτερικής αυλής τους και της υψηλής προσαρμοστικότητά τους, έχει μετατραπεί σε τετραώροφο σχολείο ενώ τα σπίτια των Μεταβολιστών απέκτησαν προγραμματικές αποκλίσεις, με τους ισόγειους ορόφους τους να χρησιμοποιούνται ως εμπορικά καταστήματα και εστιατόρια.

Κολλάζ Αναδιαμόρφωση και εξέλιξη των κατοικιών από το 1983 (πάνω εικόνα) έως το 2003 (κάτω εικόνα) (πηγή: El tiempo construye! = Time builds! Fernando Garcia-Huidobro - Diego Torriti - Nicolas Tugas - Gustavo Gili - 2008) /34/


Πριν και μετά - εξέλιξη των διάφορων τυπολογιών (πηγή: El tiempo construye! = Time builds! Fernando Garcia-Huidobro - Diego Torriti - Nicolas Tugas - Gustavo Gili - 2008) /35/


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Παρόλο που βασικό κομμάτι του σχεδιασμού της κάθε μονάδας ήταν η τυπολογία της να εμπεριέχει το δικό της σύστημα ανάπτυξης, οι κατοικίες εν τέλει εξελίχτηκαν εντελώς απρόβλεπτα. Το PREVI έχει ριζικά μεταμορφωθεί από τους κατοίκους του τόσο σε πρόγραμμα όσο και σε τυπολογία, παρά τις αρχικές οδηγίες. Πολλές μονάδες έχουν αναπτυχθεί καθ’ ύψος μέχρι και πέντε ορόφους, ενώ η αρχική στατική και αρχιτεκτονική μελέτη προέβλεπε μέχρι τρείς, ενώ προγραμματικά, τα ισόγεια πολλών κατοικιών διαμορφώθηκαν για να φιλοξενήσουν εμπορικές χρήσεις, ξεφεύγοντας από τον αρχικό σχεδιασμό αμιγούς κατοικίας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι παραδοσιακές μέθοδοι κτισίματος αντικατέστησαν τα καινοτόμα συστήματα για επέκταση για τα οποία είχε γίνει πρόβλεψη. Επικλινείς στέγες, πρόσθετοι πρόβολοι, εξωτερικές σκάλες, πολύχρωμες όψεις: αυτά είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν πλέον τον οικισμό αγνώριστο. Το PREVI εξαρχής αποτελούσε ένα κολλάζ ιδεών και κινημάτων: κάθε αρχιτέκτονας που συμμετείχε στο διαγωνισμό είχε διαφορετικό υπόβαθρο: από οπαδούς του μπρουταλισμού (James Stirling), σε εκπρόσωπους του ολλανδικού στρουκτουραλισμού (Van Eyck), μεταβολιστές (Kikutake, Maki, Kurokawa) και μοντερνιστές ( Atelier 5, Candilis-Woods), καθένας έφερε τις δικές του επιρροές και τις δικές του λύσεις στη στέγαση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων ενσωματώνοντας στην κατοικία την ασυνήθιστη δυνατότητα μεταβολής, προσαρμογής και αυτό-κατασκευής, χαρακτηριστικά της ταυτότητας των άτυπων οικισμών της περιοχής, ανοίγοντας έτσι την κατοίκηση στη συμμετοχή των ίδιων των οικογενειών. Αποτελεί έναν οικισμό-πείραμα, μια προσπάθεια πρόβλεψης της μεταγενέστερης εξέλιξης, ουσιαστικά μια προσπάθεια πρόβλεψης της ίδιας της ζωής. Εκεί βρίσκεται και μία από τις επιτυχίες του PREVI: σχεδιασμένο σαν μια πλατφόρμα με ευκαιρίες ανάπτυξης και όχι σαν μια σταθερή, άκαμπτη δομή επέτρεψε στους κατοίκους του να το οικειοποιηθούν, να δεθούν με αυτό και να επιλέξουν να παραμείνουν δυο γενιές μετά στον οικισμό, παρά τις αλλαγές στην οικονομική τους κατάσταση /36/

σε βάθος χρόνου. Μπορεί οι αρχικές μονάδες να έχουν καλυφθεί από διαδοχικά layer αλλαγών και να παραμένουν μόνο λίγα αυθεντικά στοιχεία από τη σύνθεση των αρχιτεκτονικών συλλήψεων της δεκαετίας του ’60 που αντιπροσωπεύει - ένα παράθυρο εδώ, ένας φράχτης εκεί-, το PREVI όμως σηματοδότησε τη μεταβολή από μια δογματική προσέγγιση του μοντερνισμού στη στέγαση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε μια που είναι σύμφυτη με την εξελικτική, οργανική φύση των άτυπων αυτών οικισμών.


Σύγχρονες

εφαρμογές

: Incremental Housing Strategy

Τα case studies που αναλύθηκαν παραπάνω έχουν κατά καιρούς υπάρξει θέματα συζήτησης του διεθνής αρχιτεκτονικού διαλόγου. Η άρνηση των κατοίκων να κρατήσουν μια παθητική στάση απέναντι στις κατοικίες τους και η ευρηματικότητα με την οποία τις διαμόρφωσαν έχουν απασχολήσει την αρχιτεκτονική κοινότητα, αποτελώντας σημεία αναφοράς στο ζήτημα της συμπεριφοράς της κατοικίας μέσα στο χρόνο και του τρόπου επεμβάσεων και συμμετοχής των ίδιων των χρηστών στη διαμόρφωσή της. Η μελέτη και κωδικοποίηση αυτών των επεμβάσεων έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μοντέλων παραγωγής κατοικίας, όχι για την πρόβλεψη των παρεμβάσεων όπως παλιότερα, αλλά για τη διευκόλυνση της εξέλιξής της από τους ίδιους τους χρήστες σύμφωνα με τις μελλοντικές τους ανάγκες. Μία εφαρμογή της γνώσης που έχει αποκτηθεί από τη μελέτη τέτοιων φαινομένων αποτελεί το Incremental Housing Strategy (μτφ στρατηγική σταδιακής οικοδόμησης). Το μοντέλο αυτό έχει αποτελέσει ένα de facto πρότυπο στην αστική ανάπτυξη, κυρίως στους οικισμούς χαμηλών εισοδημάτων της Λατινικής Αμερικής, αλλά αποκτά υποστηρικτές σε παγκόσμιο επίπεδο. Ουσιαστικά βασίζεται στην ικανότητα προσαρμογής της κατοικίας στην εξέλιξη της οικογένειας, ανταποκρινόμενη είτε στην αύξηση είτε στη μείωση του αριθμού των μελών της.

Η παραγωγική αυτή διαδικασία αποτελείται από δύο στάδια: στο πρώτο κατασκευάζεται ο βασικός πυρήνας της κατοικίας, δηλαδή η φέρουσα κατασκευή, εξωτερικοί τοίχοι, η σκεπή, η κουζίνα και το μπάνιο (για οικονομικούς λόγους, εξειδίκευση εργατών, δαπανηρότητα σωληνώσεων) , ενώ το δεύτερο στάδιο αποτελεί την προοδευτική ανάπτυξη της κατοικίας από τους ίδιους τους χρήστες. Η διαδικασία αυτή μπορεί να περιγραφτεί ως η «ανεστραμμένη έκδοση» του επίσημου τρόπου χρηματοδότησης και κτισίματος ενός σπιτιού από χαμηλόμισθα στρώματα. Ακολουθώντας την επίσημη διαδικασία, τα πλήρη χαρακτηριστικά της κατοικίας είναι διαθέσιμα στους χρήστες από την πρώτη κιόλας μέρα κατοίκησης, ακολουθούμενη από μια μεγάλη περίοδο απόσβεσης του στεγαστικού δανείου, ενώ το σπίτι χρησιμοποιείται. Όσον αφορά τη σταδιακή κατασκευή, η κατοικία αποκτάται με μόνο τις βασικότερες παροχές της και αναβαθμίζεται αργότερα, ακολουθώντας ένα ρυθμό ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητες της εκάστοτε οικογένειας. Παρατηρούμε έτσι πως η διαδικασία ολοκλήρωσης μιας κατοικίας, εξαρτώμενη πάντα από τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικογένειας και την οικονομική της κατάσταση, μπορεί να διαρκέσει είτε μερικά χρόνια ή, κατά περιπτώσεις, να μην ολοκληρωθεί ποτέ.

Από τουαλέτα σε μόνιμη κατοικία: η εφαρμογή του Incremental Housing Strategy σε μια αποικία στη Savda Ghevra στο Delhi (πηγή: άρθρο “EARLY RESULTS FROM SAVDA GHEVRA FIELD WORK, DELH” της Julia King)

/37/


elemental

Με την εφαρμογή του Incremental Housing Strategy στο σχεδιασμό οικισμών με κοινωνικές κατοικίες έχει ασχοληθεί εκτενώς η αρχιτεκτονική ομάδα του Χιλιανού ELEMENTAL. Το 2002, το Παπικό Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής (Universidad de Pontificia de Catolica de Chile) δημιουργεί την ομάδα ELEMENTAL προκειμένου να επιλύσει το στεγαστικό πρόβλημα της κοινωνικής κατοικίας στη Χιλή, καθώς μεγάλη μερίδα των παραγκουπόλεων εξαλείφεται και πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος εκδιώχνεται βιαίως. Προκειμένου να στεγαστεί όλος αυτός ο πληθυσμός σε κατοικίες που θα είναι ταυτόχρονα οικονομικές αλλά και θα παρέχουν ελευθερία για μεταγενέστερη εξέλιξη, το ELEMENTAL υιοθετεί τη στρατηγική της σταδιακής ανοικοδόμησης. Πρώτο πεδίο εφαρμογής αποτέλεσε το 2003 ο οικισμός Quinta Monroy στην πόλη Iquique της βόρειας Χιλής. Με τον ελάχιστο προϋπολογισμό που διέθετε το κράτος για την στέγαση 100 οικογενειών έπρεπε να υιοθετηθεί μία οικονομική, καινοτόμος αρχιτεκτονική προσέγγιση που θα ενεργοποιούσε, παράλληλα, την ιδιωτική πρωτοβουλία των κατοίκων. Επιλέχθηκε για αυτό το σκοπό το Incremental Housing Strategy, χτίζοντας με την κρατική επιχορήγηση το μισό σπίτι που θα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό για να το αναλάβουν οι ίδιοι οι κάτοικοι, αφήνοντας κενά ανάμεσα στις κατοικίες, στα οποία θα προστίθονταν στη συνέχεια επιπλέον δωμάτια από τους ίδιους τους χρήστες, ανάλογα με τις ανάγκες τους. Μέσα σε μόλις ένα χρόνο, οι μονόχρωμες, πανομοιότυπες κατοικίες των ELEMENTAL είχαν εξελιχθεί σε μια πολύχρωμη γειτονιά με δικό της χαρακτήρα, που αντικατόπτριζε τον τρόπο ζωής των ίδιων των κατοίκων της. Έχοντας μείνει ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα, η ομάδα ELEMENTAL συνεχίζει να εφαρμόζει και να εξελίσσει αυτή τη στρατηγική, χτίζοντας/ολοκληρώνοντας 13 οικισμούς τόσο στη Χιλή όσο και στο Μεξικό.

/38/

Quinta Monroy ποικιλόμορφες όψεις 5 χρόνια μετά τη δημιουργία του οικισμού (πηγή: incrementalhouse.blogspot)


Quinta Monroy: πριν και μετά. Προσόψεις της οδού Galvanrino (πηγή: incrementalhouse.blogspot)

/39/


Το Incremental Housing Strategy συνεχίζει να κερδίζει υποστηρικτές σε παγκόσμια κλίμακα για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη οικισμών για ασθενείς οικονομικά κοινωνικές ομάδες. Η οικονομία κατασκευής που εγγυάται και η παροχή ελευθεριών για την μεταγενέστερη εξέλιξη της κατοικίας από τους ίδιους τους κατοίκους έχουν συμβάλλει στην ολοένα αυξανόμενη προτίμηση αυτού του μοντέλου παραγωγής κατοικιών, συνδυάζοντας την κρατική παροχή στέγης με την ιδιωτική πρωτοβουλία ανάπτυξης. Η οργάνωση και η μελέτη των εμπειριών που αποκτήθηκαν από τους οικισμούς κοινωνικής κατοικίας του παρελθόντος έχουν συνεισφέρει στην ανάπτυξη αυτής της στρατηγικής, ενώ οι συνεχείς παραλλαγές της την κάνουν ικανή να βρει ευρύτερη εφαρμογή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της κατοικίας.

/40/


Γ /41/


Η καταστροφή της Σμύρνης το 1922 εξαναγκάζει τη βίαιη μετακίνηση 1.500.000 ανθρώπων από την Τουρκία στη γειτονική Ελλάδα. Τον Οκτώβρη του ’22 ο Βόλος υποδέχεται το μεγάλο «μαύρο κύμα» των προσφύγων, περίπου 12.000 ανθρώπων σε αναζήτηση καλύτερης τύχης. Η απότομη αυτή εισροή πληθυσμού δημιουργεί προβλήματα στέγασης, τα οποία χρήζουν άμεσης λύσης.

Η ανέγερση του οικισμού δεν ολοκληρώθηκε μονομιάς, αντίθετα χωρίστηκε σε πέντε φάσεις με τα κτίσματα της κάθε περιόδου να διαφέρουν μεταξύ τους σε υλικά, τρόπο κατασκευής και χωροθέτηση.

Η διαμονή των προσφύγων λύνεται προσωρινά με την εγκατάστασή τους σε δημοσία κτήρια όπως σχολεία και εκκλησίες, ενώ αρκετοί εξαναγκάζονται να διαμένουν σε τέντες σε δημόσιους χώρους. Οι υποβαθμισμένες συνθήκες της μαζικής αυτής συμβίωσης όμως θα ασκήσουν πίεση στις δημοτικές αρχές για άμεση επίλυση του στεγαστικού αυτού ζητήματος. Έτσι, τον Ιούνιο του 1923 το δημοτικό συμβούλιο Παγασών θα αποφασίσει την ανέγερση του προσφυγικού συνοικισμού. Για τη χωροθέτηση του οικισμού επιλέγεται η κοιλάδα του Ξηρόκαμπου, πιο πάνω από τον ποταμό Κραυσίδωνα. Τον Αύγουστο του 1923 ξεκινούν οι εργασίες ενώ τα επίσημα εγκαίνια του προσφυγικού συνοικισμού θα πραγματοποιούταν στις 28 Δεκέμβρη 1924. Η περιοχή εκείνη θα αποκαλούνταν «προσφυγικός συνοικισμός» μέχρι και την επίσημη μετονομασία της σε Νέα Ιωνία το 1947. Ενώ η αρχική μελέτη προέβλεπε 1000 πλινθόκτιστα παραπήγματα, παρατεταγμένα σε στίχους, με διαστάσεις 4x4m και ύψος 3.2m, τελικά αποφασίστηκε η κατασκευή τους από πέτρα προκειμένου να είναι πιο σταθερά (Κωνσταντάρας-Σταθαράς Δημήτρης,1994) Τα υλικά των κατοικιών θα επιλέγονταν με βάση την ευκολία κατασκευής και την εξοικονόμηση χρημάτων. Βλέπουμε, επομένως, κατασκευές μονόροφες ή διώροφες από οπτοπλινθοδομή ή και λιθοδομή ενώ, καθώς τα κεραμίδια κόστιζαν, επιλέγεται το πισσόχαρτο για την κάλυψη των στεγών. Σε μεταγενέστερη φάση παρατηρούμε και κάποιες μεικτές κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα και λίθινους τοίχους. /42/

Προσφυγικές σκηνές το 1922 (πηγή: Βόλος 1881-1955 : Ο χώρος και οι άνθρωποι / Συλλογικό έργο)


τυποι προσφυγικων

Τα πρώτα σπίτια που παραδόθηκαν στους πρόσφυγες το Δεκέμβρη του 1924 ήταν τα λεγόμενα τετράγωνα σπίτια. Τα οικήματα αυτά χωρίζονταν σε δέκα τετράγωνες ενότητες με 70-80 μονοκάμαρες κατοικίες των 15-20τμ σε καθεμιά, ενώ στο κέντρο κάθε τετραγώνου υπήρχε ένα κοινόχρηστο κτίσμα για πλυσταριό, με αποχωρητήρια εφαπτόμενα στις τέσσερις πλευρές του, και ένα πηγάδι.Κάθε κατασκευή αντιστοιχούσε σε δύο κατοικίες με τη μία να βλέπει προς την πλευρά του δρόμου και την άλλη στο εσωτερικό του τετραγώνου, ενώ ήταν κατασκευασμένες από πέτρες ή τσιμεντότουβλα. (Χαστάογλου, 2007)

Η επόμενη φάση ανέγερσης ολοκληρώθηκε το 1925 και αποτελείται από τα τσιμεντένια σπίτια, τα οποία ήταν κτισμένα από τσιμεντόλιθους και είχαν τετράριχτες στέγες. Τα τσιμεντένια σπίτια αποτελούσαν ισόγειες κατοικίες επιφάνειας 45τμ, με δύο δωμάτια, κουζίνα και εσωτερικό αποχωρητήριο . Οι κατοικίες αυτές θεωρούνταν αρκετά ευρύχωρες και στέγαζαν δύο οικογένειες μέσα σε μία οικία.

Το 1927 ολοκληρώνεται η οικοδόμηση των Τζαμαλιώτικων, τα οποία πήραν το όνομά τους από την καπναποθήκη του τούρκου καπνέμπορα Τζάμαλη, στην οποία στεγαζόταν προσωρινά μερίδα των προσφύγων. Πρόκειται για 104 κατοικίες, αρκετά στενόχωρες, με οικόπεδο 2230τμ και εμβαδόν κατοικίας 15τμ. Το μέγεθος των κατοικιών σε συνδυασμό με την χωρική διάταξη των οικοπέδων θυμίζει τα τετράγωνα σπίτια.

Τα λεγόμενα Γερμανικά χτίστηκαν το 1928 και πήραν το όνομά τους από την κύρια πηγή χρηματοδότησης της κατασκευής τους, δηλαδή τις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Χαρακτηριστικό της κατασκευής τους αποτελούν οι λεπτές τσιμεντόπλακες που βίδωναν πάνω σε έναν ξύλινο σκελετό. Οι κατοικίες είχαν ελάχιστο εμβαδόν 25τμ, ενώ εφάπτονταν ανά τέσσερις κάτω από μια κοινή κεραμοσκεπή. Η έλλειψη ιδιωτικότητας λόγω κακής ηχομόνωσης αποτελούσε βασικό μειονέκτημα αυτών των κατοικιών, ενώ στέγασαν συνολικά περί των 323 οικογενειών.

Τελευταία παραδόθηκαν τα Πέτρινα. Κατασκευασμένα το 1929 δυτικότερα από τα τσιμεντένια, πήραν το όνομά τους από την πέτρα που αποτελούσε την τοιχοποιία τους και η εξόρυξη της οποίας γινόταν στο λεγόμενο Κουφόβουνο («Η προσφυγούπολη του χθες και οι υποχρεώσεις του σήμερα», ΕΝ ΒΟΛΩ, Σ. Χαλάστρας). Συνολικά χτίστηκαν 300 τέτοιες κατοικίες σε 23 οικοδομικά τετράγωνα, οι οποίες διακρίνονταν για την ευρυχωρία τους καθώς τα οικόπεδά τους είχαν εμβαδόν 100-170τμ.

/43/


Ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προσφυγικού συνοικισμού, τα προβλήματα δεν σταμάτησαν. Η καθημερινότητα παρέμενε δύσκολη, καθώς τα δίκτυα ύδρευσης και φωτισμού ολοκληρώθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα, το 1939. Ωστόσο, παρά τις ανεπαρκείς υποδομές, ο συνοικισμός γρήγορα εξελίχθηκε σε μια μικρή, ζωντανή πολιτεία. Κουβαλώντας αναμνήσεις από τον τρόπο ζωής τους στα τουρκικά παράλια, οι πρόσφυγες – κάτοικοι του Βόλου πλέον- ξεκίνησαν να διαμορφώνουν τις κατοικίες που τους είχαν παραχωρηθεί για να τα μετατρέψουν σε σπίτια τους. Πρωταρχικό μέλημα αποτελούσε η εικόνα ενός φροντισμένου και καθαρού σπιτιού, ανοιχτό πάντα για τους γείτονες και φίλους. Η ιδιωτική ζωή ξεχείλιζε στην ύπαιθρο και αναμειγνυόταν με αυτή του γείτονα, μεταφερόμενη φορές από σπίτι σε σπίτι. Για αυτό το λόγο φρόντιζαν ιδιαίτερα την αυλή του σπιτιού, να είναι πάντα περιποιημένη, στολισμένη με φυτά, ενώ πάντα θα υπήρχε δίπλα στον τοίχο της εισόδου ένα τραπεζάκι με μερικές καρέκλες που αποτελούσε «κάλεσμα» προς τους γείτονες. Ακόμη, ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε και στις πόρτες των σπιτιών, με τη χρήση ιδιαίτερων χρωμάτων και διακόσμου, ως σύμβολο κοινωνικής προβολής. Όσον αφορά το εσωτερικό της κατοικίας, τα λίγα τετραγωνικά που αντιστοιχούσαν σε κάθε οικογένεια επέβαλλαν την υπερκάλυψη χρήσεων σε πολλούς χώρους. Έτσι, βλέπουμε πως το ίδιο δωμάτιο χρησιμοποιούταν ως κουζίνα, καθιστικό, τραπεζαρία, αποθήκη ακόμα και ως κρεβατοκάμαρα. Ταυτόχρονα, τα κατάλοιπα ζωής από τη Μ. Ασία υποδείκνυαν και την ύπαρξη ενός επίσημου χώρου για την υποδοχή, κάτι το οποίο συμβολιζόταν συνήθως με ογκώδη έπιπλα που παρεμπόδιζαν την απρόσκοπτη διέλευση προς τα ενδότερα της κατοικίας, δημιουργώντας ένα μικρό, «καλό» σαλόνι. Παρατηρούμε, επομένως, πόσο σημαντική αξία είχε η κοινωνική προβολή εις βάρος, πολλές φορές, της ίδιας της χρήσης.

/44/


ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ

Η σημερινή εικόνα της Ν. Ιωνίας σίγουρα απέχει πολύ από την πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια εγκατάστασής τους στην περιοχή. Παρόλο που η συγκρότηση της Ν. Ιωνίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον προσφυγικό συνοικισμό της περιοχής, γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε η σημερινή πόλη, ο εντοπισμός και η κατηγοριοποίηση των διάφορων τύπων προσφυγικών κατοικιών μέσα στον ιστό της αποτελεί ένα σχετικά δύσκολο έργο, γεγονός που οφείλεται στις αλλεπάλληλες αλλοιώσεις, προσθήκες και γκρεμίσματα των κτισμάτων.

Επιχειρώντας να εντοπίσω τις μεταβολές που έχουν υποστεί οι προσφυγικές κατοικίες και να εξάγω κάποιες γενικές παρατηρήσεις, πραγματοποίησα ένα περίπατο στη συνοικία και συνέταξα ένα φωτογραφικό αρχείο με τις αλλοιώσεις που διέκρινα

iii. Προσθήκες επιπλέον δωματίων – επέκταση της οικογένειας και συνακόλουθη επέκταση της κατοικίας με κάλυψη μέρους της αυλής iv. Πανωσηκώματα – χτίσιμο δωματίων στην ταράτσα όταν ο ισόγειος χώρος δεν επαρκούσε καθώς και προσθήκη εξωτερικής σκάλας v.

Σκάψιμο υπόγειας αποθήκης κάτω από την κατοικία

vi. Συνενώσεις κατοικιών – αγορά της διπλανής κατοικίας από την οικογένεια και γκρέμισμα των διαχωριστικών τοίχων

Στις επόμενες σελίδες παρουσιάζεται το φωτογραφικό αρχείο ταξινομημένο ανα κατηγορία μεταβολής.

κατηγοριεσ

Οι κυριότερες μεταβολές που εντόπισα μπορούν να κωδικοποιηθούν σε μερικές γενικές κατηγορίες:

i. Προσθήκη εξωτερικής τουαλέτας, είτε εφαπτόμενη στην αρχική κατοικία είτε, για λόγους υγιεινής, σε κάποια γωνία της αυλής, συνήθως αντιδιαμετρικά της κατοικίας ii. Προσθήκη εξωτερικής κουζίνας, εφαπτόμενη στην κατοικία με εσωτερική είσοδο /45/


κατηγορια i

/46/


/47/


/48/


κατηγορια ii

/49/


κατηγορια iii

/50/


/51/


κατηγορια iv

/52/


/53/


/54/


κατηγορια v

/55/


κατηγορια vi

/56/


ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΊΩΣΗ Η μαζική τροποποίηση των κατοικιών από τους πρόσφυγες και οι ακραίες επεμβάσεις τους στο σύνολο του οικισμού αποτελούν τεκμήρια της έντονης ανάγκης οικειοποίησης του ουδέτερου κατοικήσιμου χώρου που τους παραδόθηκε, κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς για το σύνολο της κοινωνίας συνθήκες. Η φροντίδα που έδειξαν για τα νέα τους σπίτια αποτέλεσε μάλλον το σημαντικότερο παράγοντα στην άψογη διατήρηση του οικισμού ακόμα και σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη δημιουργία του. Ο σεβασμός και η αξία που έδιναν στην κατοικία, το χώρο που φιλοξενούσε το σύνολο της οικογενειακής και κοινωνικής τους ζωής, συνέβαλαν στο να μην αφήσουν τη νέα τους γη να υποβαθμιστεί. Οι πρόσφυγες, ως δημιουργικοί χρήστες, αντιμετώπισαν τα κτίσματα σαν λευκούς καμβάδες πάνω στους οποίους πρόβαλλαν εμπειρίες κατοίκησης και παραδόσεις ενός άλλου πολιτισμού. Η πολυπλοκότητα και η ευρηματικότητα με την οποία διαμόρφωσαν το νέο τους χώρο μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως η ανάγκη για μεταβολή και οικειοποίηση της κατοικίας ξεπερνά τους οικονομικούς και χωρικούς περιορισμούς. Διατηρώντας ζωντανές τις μνήμες, την ιστορία και τον πολιτισμό τους κατάφεραν, παρά τη βίαιη μετεγκατάστασή τους στον νέο αυτό τόπο, να διαφυλάξουν αναλλοίωτη την ταυτότητα τους, δίνοντας ταυτόχρονα μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο κομμάτι αυτό της Ν. Ιωνίας, στοιχείο που την χαρακτηρίζει μέχρι και σήμερα.

Η σύγχρονη επιβίωση της ταυτότητας του προσφυγικού συνοικισμού οφείλεται, συγχρόνως, και στην ευμενή αντιμετώπιση αυτού του συνόλου από την κοινωνία. Η ανοχή από την πλευρά της πολιτείας απέναντι στην έκδηλη αυθαιρεσία των προσφυγικών φανερώνει την κατανόηση απέναντι στις σκληρές συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν. Ταυτόχρονα, το φαινόμενο των προσφυγικών αντιμετωπίστηκε από την αρχιτεκτονική κοινότητα «με το ρομαντισμό και τον ιδεαλισμό, που οι αρχιτέκτονες πάντα έβλεπαν τη λαϊκή αρχιτεκτονική».1 Έτσι, οι επεμβατικές παρεμβάσεις των κατοίκων στις οικίες με τη μορφή ιδιοκατασκευής, είτε κάτι απλό όπως το χτίσιμο ενός WC είτε η ανέγερση ενός νέου ορόφου, εισήχθησαν στον αρχιτεκτονικό διάλογο ως μνημεία ανώνυμης αρχιτεκτονικής και έτυχαν ευρείας αποδοχής. Ο προσφυγικός οικισμός της Ν. Ιωνίας επιβιώνει μέχρι σήμερα, συγκροτώντας μια ζωντανή κοινότητα και αποτελώντας ιστορικό τεκμήριο και σημείο αναφοράς της συλλογικής ταυτότητας και μνήμης ενός άλλου τόπου.

1. Αυθαίρετη δόµηση και αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες, του Αριστείδη Ρωµανού, αρχιτέκτονα-πολεοδόµου, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ, Περιοδικό του ΣA∆AΣ-ΠEA, τεύχος 37 – περίοδος B, Ιανουάριος/Φεβρουάριος 2003

/57/


Δ /58/


Η εκρηκτική αύξηση του ελληνικού πληθυσμού την εποχή του Μεσοπολέμου λόγω έλευσης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και παλιννόστησης των ομογενών δημιούργησε αυτόματα στεγαστικό πρόβλημα τόσο στην περιφέρεια αλλά ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα, όπου προσφέρει περισσότερες εργασιακές ευκαιρίες. Με τον άστεγο πληθυσμό να στήνει αυτοσχέδιους οικισμούς στις παρυφές των πόλεων, το θέμα της αυθαιρεσίας των υπαρχόντων προσφυγικών συνοικισμών απασχόλησε ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική κοινότητα της εποχής και μελετήθηκε εκτενώς, με αποτέλεσμα η αρχική ανοχή και άρνηση να δώσουν τη θέση τους στην προσπάθεια κατανόησης αυτού του φαινομένου. Οι αρχιτέκτονες της εποχής, που καλούνται να επιλύσουν τις επιτακτικές ανάγκες στέγασης του συρρέοντα πληθυσμού, αντλώντας επιρροή από το κίνημα του μοντερνισμού που συνεπαίρνει την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και με τη σύμφωνη γνώμη του ελληνικού κράτους, το οποίο θεσπίζει το νόμο Ν. 3741/1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους», δημιουργούν μια νέα τυπολογία κατοικίας, τη γνωστή πλέον πολυκατοικία. Παράλληλα, η κατάτμηση και οικοπεδοποίηση μεγάλων εκτάσεων της Αθήνας άφησε τη γη της διαιρεμένη σε πολλά μικρά οικόπεδα που ανήκαν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, ενισχύοντας το θεσμό της μικροϊδιοκτησίας και θέτοντας τις βάσεις για τη θέσπιση της αντιπαροχής. Η πολυκατοικία, επηρεασμένη από το διεθνές κίνημα του μοντερνισμού, χρησιμοποιεί το κατασκευαστικό σύστημα του φέροντος σκελετού από οπλισμένο σκυρόδεμα, αποτελώντας μια ελληνική έκφραση του dom-ino. Οι σύγχρονες τεχνολογίες κατασκευής της βιομηχανικής εποχής επιτρέπουν την αποδέσμευση του φέροντος σκελετού από τους τοίχους και ανοίγουν τις προοπτικές για ευελιξία στη χρήση.

Λεωφόρος Μιχαλακοπούλου, φωτογραφία του ‘60 Το κέντρο της Αθήνας αλλάζει ταχύτατα όψη (πηγή: άρθρο “Χτίζοντας την Αθήνα Μια ιστορία και μια απολογία της αντιπαροχής”, Νίκος Βατόπουλος)

/59/


Με αυτό το εργαλείο της ευελιξίας, η μόνιμη δομή της πολυκατοικίας αποτέλεσε τον καμβά πάνω στον οποίο μπορούν να εγγραφούν και να επανεγγραφούν χρήσεις και μεταμορφώσεις. Η ευελιξία αυτή της τυπολογίας της αθηναϊκής πολυκατοικίας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της, αφού επιτρέπει την επιβίωση αυτού του «δοχείου» μέσα από την προσαρμοστικότητά του στις μεταβολές. Παρότι σχεδιασμένες σαν μονάδες κατοίκησης, η δυνατότητα υποδοχής απρόβλεπτων χρήσεων και προσαρμογών μέσα στο ίδιο κέλυφος αποτέλεσαν ένα είδος αναφοράς στο «πείραγμα» των προσφυγικών. Η bottom-up διαδικασία των προσφυγικών άνοιξε τον δρόμο για την αποδοχή του αυτοσχεδιασμού ως παραβατικότητα των κατοίκων πάνω στα κτήρια. Έτσι, με την ίδια ευκολία που η δομή της πολυκατοικίας υποδέχεται ποικίλες χρήσεις στο εσωτερικό της έτσι υποδέχεται και προσαρμόζεται στις απρόβλεπτες μεταβολές που τις επιβάλλουν οι χρήστες της.

Καλλιθέα 1987 (πηγή: Αθήνα Μπαμπούσης Μανώλης, Εξάντας, 1997)

/60/

Συμπορευόμενη με τα διαρκώς μεταβαλλόμενα πρότυπα κατοίκησης (επιθυμίες) αλλά και τις ανάγκες των χρηστών της, η τυπική μορφολογία της πολυκατοικίας συχνά αψηφά “όρια” και νόμους για να τους ικανοποιήσει. Έτσι, παρατηρώντας για παράδειγμα το κέντρο της Αθήνας από ψηλά, βλέπουμε δωμάτια που «ξεπηδούν» από ταράτσες, μπαλκόνια που είτε λειτουργούν σαν αποθήκες, καθώς γεμίζουν από άχρηστα έπιπλα και ντουλάπες, ή ακόμη χτίζονται για τη δημιουργία μιας προέκτασης ή ενός νέου δωματίου. Οι μικρές αυτές ιδιωτικές πρωτοβουλίες συντελούν στη μεταμόρφωση τόσο της ίδιας της δομής της πολυκατοικίας όσο και του ευρύτερου αστικού συνόλου στο οποίο ανήκει. Μέσα από αυτή την αέναη μεταβλητότητα του κελύφους της η πόλη δίνει την εντύπωση ενός αυθορμητισμού, αποτελώντας ένα διαρκές πεδίο αλλαγών και κρατώντας την σε μια συνεχή διαδικασία ολοκλήρωσης, δίχως τέλος.


Πολυκατοικία στον Άγιο Δημήτριο (πηγή: https://www.facebook.com/Biennale-Αυθαιρέτων-434771903238983/?fref=ts) /61/


Άποψη της Αθήνας (πηγή: https://diavlos.grnet.gr/event/e458)

Αναπτυσσόμενη συνεχώς προκειμένου να φιλοξενήσει τον συρρέοντα πληθυσμό, η Αθήνα άρχισε να επεκτείνεται πέρα από τα αρχικά όριά της. Την επέκταση αυτή ακολούθησε η εξάπλωση της πολυκατοικίας, παύοντας να αποτελεί ‘προνόμιο’ του κέντρου. Η κτηριακή αυτή τυπολογία προσδιορίζει πλέον ξεκάθαρα την πρωτεύουσα, καλύπτοντας εξ ολοκλήρου το αττικό πεδίο από το κέντρο του μέχρι και την περιφέρειά του. Το σταδιακό αυτό «ξέφτισμα» της Αθήνας προς τα όριά της είχε ως απόρροια και τη διάδοση του μοντέλου της πολυκατοικίας στα υπόλοιπα περιφερειακά αστικά κέντρα της χώρας.

/62/

Σήμερα, μισό αιώνα σχεδόν μετά την εξάπλωση της αθηναϊκής πολυκατοικίας που επαναπροσδιόρισε τις συνθήκες ζωής στις ελληνικές πόλεις, αυτές απειλούνται με εγκατάλειψη. Ο συγχρωτισμός και η σταδιακή υποβάθμιση της ζωής στα αστικά κέντρα, απόρροια ενός συγκερασμού περιβαλλοντολογικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων, οδήγησε στη μεγάλη φυγή πληθυσμού προς τα προάστια ήδη από τη δεκαετία του ’80, ενώ οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που διανύουμε τα τελευταία χρόνια δημιούργησαν ένα κίνημα «επιστροφή στις ρίζες», με τον αστικό πληθυσμό να επιστρέφει στην επαρχία προς εξεύρεση καλύτερων συνθηκών ζωής.


Τριόροφη κατοικία στα περίχωρα της Καρδίτσας Το ζευγάρι που διαμένει έχει χτίσει μόνο τρία δωμάτια (υπνοδωμάτιο, μπάνιο, κουζίνα) στον πρώτο όροφο και οι εναπομείνασες δραστηριότητές τους ‘εκτονώνονται’ στον ακάλυπτο σκελετό. Λόγω οικονομικών δυσκολιών, η κατοικία παραμένει μισοτελειωμένη. (πηγή: https://contemporaryvernacular.files.wordpress.com)

/63/


E

ΠΙΛΟΓΟΣ

/64/


Στην παρούσα ερευνητική εργασία επιχειρήθηκε η μελέτη της επέμβασης του χρήστη στην κατοικία του, πέρα από το στάδιο που ο αρχιτέκτονας εκλαμβάνει ένα κτήριο ως ολοκληρωμένο. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε το χρήστη στο προσκήνιο, με τους αρχιτέκτονες να αναγνωρίζουν την αλληλεπίδραση του με την κατοικία του και να αρχίσουν να πειραματίζονται με κάποια μορφή ευελιξίας στο σχεδιασμό τους, είτε προκαθορισμένη είτε εντελώς αφημένη στη διάθεση του κατοίκου. Ωστόσο, παρόλη τη διάθεση του αρχιτέκτονα να προβλέψει τις μελλοντικές ανάγκες του κατοίκου, διαπιστώνουμε πως εν τέλει οι κατοικίες εξελίσσονται απρόβλεπτα. Αναλύοντας παραδείγματα από οικισμούς τόσο της διεθνής αρχιτεκτονικής σκηνής όσο και της εγχώριας (προσφυγικά της Ν. Ιωνίας) παρατηρείται ότι, παρά την αρχική ομοιομορφία των υφιστάμενων κατοικιών στα πλαίσια ενώ αμιγούς σχεδιασμού, η κάθε κατοικία απέκτησε μια ιδιαίτερη μορφή, συνακόλουθη με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες και επιθυμίες των εκάστοτε κατοίκων. Οι μεταβολές που επιδιώκει ένας κάτοικος στον προσωπικό του χώρο οφείλονται συχνά στη διαπίστωση ότι πλέον δεν ικανοποιεί τις ανάγκες του, είτε λόγω μεταβολής της σύνθεσης της οικογένειας, επιβάλλοντας την επέκταση ή αναδιαμόρφωση της κατοικίας, είτε λόγω αλλαγών των πολιτιστικών/ κοινωνικών προτύπων, δημιουργώντας την ανάγκη ανανέωσης και κομφορμισμού με το «μοντέρνο». Περνώντας στη σύγχρονη ελληνική πόλη και εστιάζοντας στην πολυκατοικία, παρατηρούμε πως οι μεταβολές σε επίπεδο κατοικίας αφορούν συνήθως είτε κάποια αναδιοργάνωση του εσωτερικού χώρου (γκρέμισμα τοίχων, κατασκευή νέων χωρισμάτων, αλλαγή στη χρήση του χώρου με αλλαγή των επίπλων κλπ.) είτε επέκταση της κατοικίας οριζόντια ή κάθετα (πανωσήκωμα). Αυτές οι μεταβολές εντοπίζονται τόσο στους προαναφερθέντες οικισμούς όσο και σε αυτό το μοντέλο κατοίκησης που χαρακτηρίζει το ελληνικό αστικό τοπίο. Η ίδια η πολυκατοικία, βασισμένη στο DOM-INO, αποδείχτηκε ένα ευέλικτο σύστημα κατοίκησης που επέτρεψε τη δημιουργικότητα

των χρηστών της, υποδεχόμενη στο κέλυφός της ποικιλομορφία διατάξεων και χρήσεων. Ωστόσο, ακόμα και σε μια μονάδα κατοίκησης σχεδιασμένη να υποδέχεται στο εσωτερικό της μεταβολές, παρατηρούμε πως οι ανάγκες και οι επιθυμίες του χρήστη επιβάλλονται συχνά συντριπτικά πάνω στη δομή της, αψηφώντας κανόνες. Η παρανομία παραβλέπεται και ο αρχικός πλεονασμός ευελιξίας, σύμφωνα με το σχεδιαστή, μοιάζει περιοριστικός. Βλέπουμε επομένως πως όση ελευθερία – μέσα από την ενσωμάτωση της ευελιξίας κατασκευής – και να παρέχεται στον κάτοικο, εκείνος εν τέλει θα αποτελέσει έναν απρόβλεπτο παράγοντα στο σχεδιασμό. Και αυτό γιατί, όπως είδαμε, οι ανάγκες του αλλάζουν συνεχώς ακολουθώντας τα πολιτιστικά πρότυπα της κάθε εποχής. Και παρόλη την ικανότητα μας να προβλέψουμε ή και να διαμορφώσουμε τις μελλοντικές «τάσεις της μόδας», δεν μπορούμε να αναμένουμε με σιγουριά την αλληλεπίδραση του χρήστη με αυτές και τη διαμόρφωση των επιθυμιών/αναγκών του. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται μια προσπάθεια υπέρβασης της «μνημειακής» νόησης της κατοικίας ως ολοκληρωμένου κτιρίου με το πέρας των οικοδομικών εργασιών, με την αρχιτεκτονική κοινότητα να παρακολουθεί και να αξιολογεί την αλληλεπίδραση των κατοίκων με την κατοικία τους. Ωστόσο, ακόμα και με την ενσωμάτωση της διαδραστικότητας στα κτίρια, με κατασκευές που μπορούν να αλλάζουν δυναμικά, η συζήτηση μετατοπίζεται στην προσαρμοστικότητα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι βασικό ζήτημα που απασχολεί τον αρχιτεκτονικό διάλογο συνεχίζει να προβληματίζει:

Μπορεί να προβλεφθεί η επέμβαση του χρήστη;

/65/


Π

αραρτημα

/66/

previ :

παραδείγματα κατοικιών με τις μεταβολές τους


JAMES STIRLING - UK

οικογενεια zamora

Στην πρόταση του Stirling κάθε τετράγωνη μονάδα αναπτύσσεται γύρω από ένα κεντρικό κήπο. Η ανάπτυξη ξεκινά οριζόντια, με την ισόγεια κατοικία να αποτελεί το ιδανικό σπίτι για μια τετραμελή οικογένεια ενώ προβλέπεται η μελλοντική ανέγερση ενός ορόφου από τους κατοίκους για τη στέγαση 8+ ατόμων. Στη συνέχεια, η ανάπτυξη συνεχίζεται στον όροφο ενώ το ισόγειο ελευθερώνεται για να αποκτήσει και άλλες χρήσεις, πχ εμπορικές, γκαράζ κλπ.

Η κατοικία έχει χτιστεί με τρία προκατασκευασμένα στοιχεία: τους τοίχους που δημιουργούν ένα σκληρό όριο και σηματοδοτούν το οικόπεδο, τις κολώνες που οριοθετούν τις γωνίες της εσωτερική αυλής και επιτρέπουν την απρόσκοπτη σύνδεσή της με τους εσωτερικούς χώρους και τις πλάκες ορόφων που αναμένουν την καθ’ ύψος εξέλιξη της μονάδας. Λόγω της μεγάλης ροής κόσμου μπροστά από την κατοικία, που οφείλεται στην χωροθέτησή της δίπλα σε πλατεία, μία από τις γωνιακές αυλές χρησιμοποιείται από την αρχική ακόμα φάση του σπιτιού ως κατάστημα. Μερικά χρόνια μετά την ανέγερση πρώτου και δεύτερου ορόφου, δύο από τα ενηλικιωμένα, πλέον, παιδιά φεύγουν από το σπίτι, με απόρροια ο περισσεύων χώρος να ενοικιαστεί ως γραφεία ( ένα ιατρείο και ένα δικηγορικό γραφείο) και να δημιουργηθεί ένας παιδικός σταθμός που χειρίζεται η μία κόρη της οικογένειας. Το μαγαζί και τα γραφεία, που επωφελούνται της αυξημένης κίνησης των πεζών, και ο παιδικός σταθμός, που χρησιμοποιεί την πλατεία μπροστά για μερικές δραστηριότητες, συνιστούν παράδειγμα για το πώς η διαδικασία μετατροπής μιας κατοικίας εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες του αστικού ιστού, που εν συνεχεία ευνοεί την εκτεταμένη χρήση του δημόσιου χώρου. Ακόμη, ο σχεδιασμός της μονάδας και η δομή της προσφέρει μέσω της ευελιξίας της τις συνθήκες για την ενσωμάτωση χρήσεων που ωφελούν τα οικονομικά της οικογένειας, ενώ διατηρεί τον αρχικό πολεοδομικό σχεδιασμό.

Τέσσερις μονάδες σχηματίζουν ένα μεγαλύτερο τετράγωνο, που αποτελεί το στάνταρ block του γενικού σχεδίου. Στη γειτονιά που έχει σχεδιάσει στην πρότασή του ο Stirling οι μονάδες συνδέονται μέσα από στενά σοκάκια που ενίοτε καταλήγουν σε πλατείες. Τα σπίτια σχηματίζουν τέσσερις πυκνοκατοικημένες λωρίδες που χωρίζονται από τρία πάρκα.

/67/


/68/


/69/


KIKUTAKE, MAKI, KUROKAWA - JAPAN

οικογενεια fernandez

Η ομάδα που εκπροσωπούσε το κίνημα των Μεταβολιστών ανέπτυξε μακρόστενες σειρές σπιτιών και τα χωροθέτησε σε τριγωνικά blocks για να μεγιστοποιήσει την έκθεσή τους στο φυσικό φως, ενώ στο κέντρο του κάθε block τοποθέτησε κήπους. Η σύνδεση μεταξύ των block πραγματοποιείται μέσα από μία μεγάλη, γραμμική δομή που ονομάζεται “omnibelt” και στην οποία η κυκλοφορία συνυπάρχει με λειτουργίες όπως παιδικοί σταθμοί, παιδικές χαρές και άλλες κοινοτικές εγκαταστάσεις. Κάθε σπίτι κοιτά σε ένα στενό μονοπάτι από τη μια πλευρά και είτε τη λωρίδα κίνησης omnibelt είτε έναν εσωτερικό κήπο από την άλλη. Στη μέση του οικοπέδου δημιουργείται μία αυλή, εκατέρωθεν της οποίας αναπτύσσεται η κατοικία σε δύο επιμήκης όγκους, ο ένας ενός ορόφου και ο άλλος δύο, ενώ για τις μελλοντικές ανάγκες επέκτασης της οικογένειας μπορεί να προστεθεί ένας όροφος, κρατώντας τη βασική ράχη ανέπαφη.

Αυτό το σπίτι αποτελείται από δύο ζώνες: μία ζώνη υπηρεσιών και κυκλοφορίας που διατρέχει όλο το μήκος του οικοπέδου, με διπλή πρόσβαση από το δρόμο μπροστά και από τον πεζόδρομο από πίσω, με μπάνιο, σκάλες, κουζίνα και πλυσταριό, και μία δεύτερη ζώνη, εφαπτόμενη στην πρώτη, που αποτελείται από υπνοδωμάτια και χωρίζεται στη μέση από την εσωτερική αυλή. Η οικογένεια αρχικά χτίζει την πρώτη προέκτασή της σύμφωνα με την πρόβλεψη των αρχιτεκτόνων, τοποθετώντας δύο παραπάνω υπνοδωμάτια για τα έξι παιδιά τους στον πάνω όροφο. Μετά από μια δεκαετία χρήσης, κατασκευάζουν ένα κατάστημα στον μπροστινό χώρο που κοιτά το δρόμο και ένα καθιστικό στην πίσω πλευρά που κοιτά τον πεζόδρομο. Τα κέρδη από την επιχείρηση επανεπενδύονται σε διαδοχικές προεκτάσεις στον πρώτο και στο δεύτερο όροφο, διευκολύνοντας έτσι την ανεξαρτησία για τα πλέον ενηλικιωμένα παιδιά, καθιστώντας παράλληλα δυνατή την ενοικίαση χώρων του σπιτιού. Μαζί με τον καταμερισμό των χρήσεων, ο ιδιοκτήτης κατακερματίζει το σπίτι σε διαδοχικούς ορόφους. Η σωστή χωροθέτηση του αρχικού κλιμακοστασίου αλλά και τα καινούρια που τοποθετεί η ίδια η οικογένεια της επιτρέπουν την ενοικίαση κομματιών του σπιτιού με ανεξάρτητη είσοδο ή ακόμη και τη χρήση ολόκληρου του σπιτιού, σύμφωνα με το αν συγκεκριμένα κλιμακοστάσια παραμένουν στο εσωτερικό της κατοικίας ή απομονώνονται από αυτή.

/70/


/71/


/72/


A ldo V an E yck - N etherlands

οικογενεια villegas

Η αστική δομή που σχηματίζεται από τις μονάδες προέρχεται από μία αρχή ομαδοποίησης- clustering – που λειτουργεί ανεξάρτητα από τον τύπο κατοικίας που χρησιμοποιείται. Το σχήμα του οικοπέδου δεν ανταποκρίνεται στο οκταγωνικό σχήμα των σπιτιών προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ευκολία μορφές τετράγωνες, ορθογώνιες, ρομβοειδείς κ.α. Το κύριο προτέρημα της εξαγωνικής κατοικίας με τον χαμηλό περιμετρικό της τοίχο είναι ότι αποθαρρύνει τους κατοίκους να χτίσουν σε κατευθύνσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια υπαίθριων χώρων ή φυσικού φωτός στο εσωτερικό του σπιτιού, μια συχνή επίπτωση της επέκτασης των barriadas. Σε αυτή την πρόταση, επομένως, οι κατοικίες σχεδιάζονται έτσι ώστε η μελλοντική ελεύθερη ανάπτυξή τους να μην μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά ως προς τα συμφέροντα των κατοίκων.

O Aldo van Eyck είχε παρατηρήσει ότι οι γυναίκες είναι η καρδιά του σπιτιού, οπότε χωροθέτησε την κουζίνα στο κέντρο της κάτοψης. Το σπίτι τοποθετείται στη μέση ενός οικοπέδου που περικλείεται από ένα ακανόνιστο, επταγωνικό τοίχο. Σύμφωνα με το σχέδιο ανάπτυξης του σπιτιού η κατασκευή νέων περιβλημάτων στην αυλή θα δυσχεραινόταν από το ότι η συναρμογή του επταγώνου δεν πραγματοποιείται στο μέσο του τοίχου της αυλής, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να ενθαρρυνθούν να μεταβάλλουν την κατοικία καθ’ ύψος. Αυτή η στρατηγική υιοθετήθηκε προκειμένου, όπως είδαμε, να εξασφαλίζεται επαρκής αερισμός και φωτισμός του εσωτερικού για όλα τα δωμάτια. Η διαδικασία επέκτασης της μονάδας ξεκινά μεταφέροντας την κουζίνα δίπλα στην είσοδο του σπιτιού. Αργότερα, ο πρώτος όροφος προεκτείνεται και το μπάνιο στο ισόγειο συνδέεται με την αυλή. Μετέπειτα, η πίσω αυλή χτίζεται στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο και τέλος, έπειτα από την άφιξη του γιου με την καινούρια του οικογένεια, ένα διαμέρισμα χτίζεται στο δεύτερο όροφο, μοιραζόμενο το κεντρικό κλιμακοστάσιό του. Στη διαδικασία μετατροπής που ακολουθεί ο ιδιοκτήτης απορρίπτει εντελώς τις δύο βασικές αρχές του σχεδιασμού του αρχιτέκτονα – την κουζίνα ως το κέντρο του σπιτιού και τις κενές αυλές – μεταφέροντας την κουζίνα στην περίμετρο της μονάδας και χτίζοντας το ισόγειο και τον πρώτο όροφο στην πίσω αυλή. Το τελικό αποτέλεσμα εισάγει τόσο ανεπαίσθητες όσο και ριζοσπαστικές αλλαγές που εκπονήθηκαν από το χρήστη.

/73/


/74/


/75/


Β

ΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

/76/


Καρύδης, Δηµήτρης Ν., “Τα επτά βιβλία της πολεοδοµίας”, Αθήνα, Παπασωτηρίου, 2006

•  1994

Κωνσταντάρας-Σταθαράς Δηµήτρης, « Το χρονικό της Ν.Ιωνίας, 1924-1994» , Πολιτιστικός οργανισµός Ν.Ιωνίας Μαγνησίας,

•  Μαρµαράς, Εµµανουήλ Β., “Η αστική πολυκατοικία της µεσοπολεµικής Αθήνας : Η αρχή της εντατικής εκµετάλλευσης του αστικού εδάφους”, Αθήνα, Πολιτιστικό Ίδρυµα Οµίλου Πειραιώς, 1991 •

Σ. Χαλαστρας, «Η προσφυγούπολη του χθες και οι υποχρεώσεις του σήµερα», Εν Βολω,

Boudon, Philippe, «Lived-in Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited», Cambridge, MA: MIT Press, 1979.

Brand, Stewart, «How Buildings Learn: What Happens after They’re Built», New York, NY: Viking, 1994.

Forty, Adrian, «Words and Buildings: A Vocabulary of Modern Architecture», New York: Thames & Hudson, 2000.

•  Frederick, Christine, «Household Engineering Scientific Management in the Home», Chicago: American School of Home Economics, 1920. •  Garcia-Huidobro, Fernando, and Diego Torres Torriti, «El Tiempo Construye!: El Proyecto Experimental De Vivienda (PREVI) De Lima: Génesis Y Desenlace», Barcelona: G. Gili, 2008. •  Guillén, Mauro F., «The Taylorized Beauty of the Mechanical: Scientific Management and the Rise of Modernist Architecture», Princeton: Princeton University Press, 2006. •

Hill, Jonathan, «Actions of Architecture: Architects and Creative Users», London: Routledge, 2003.

Lefebvre, Henri, «The Production of Space», Oxford, OX, UK: Blackwell, 1991.

Lu, Duanfang, «Third World Modernism: Architecture, Development and Identity», New York, NY: Routledge, 2011.

•  2010.

Rapoport, Amos, «Ανώνυµη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες», µετάφραση Δηµήτρης Φιλιππίδης,Αθήνα : Μέλισσα,

/77/


ιστοσελιδεσ

«Σπουδή στο κίνημα του μοντερνισμού» http://www.decobook.gr/design-history/844-modernism-architecture.

«Archi-trouve*.» : Rage Against the Machine for Living: Corbu in Pessac. http://archi-trouve.blogspot.gr/2013/07/rage-against-machine-for-living-corbu.html.

«Le Corbusier’s Cité Frugès: Timelessly Modern and Back in Fashion ~ Invisible Bordeaux» http://invisiblebordeaux.blogspot.gr/2013/08/le-corbusiers-cite-fruges-timelessly.html.

«Adaptations of Vernacular Modernism in Casablanca.» http://www.thepolisblog.org/2012/07/adaptations-of-vernacular-modernism.html.

«PREVI, Experimental Housing Project, Lima Peru. Part II.» Iqbal Aalam. 2013 https://iqbalaalam.wordpress.com/2013/01/20/previ-experimental-housing-project-lima-peru-part-ii/.

«Τα προσφυγικά σπίτια στη Ν. Ιωνία Βόλου.» February 2, 2011. http://nikaskostas.blogspot.gr/2011_02_01_archive.html.

/78/


εντυπα

McLeod, Mary, «»Architecture or Revolution»: Taylorism, Technocracy, and Social Change.» Art Journal 43, no. 2 (1983).

Marieke Kuipers, «F(r)ictions of Flexibility INTRODUCTION TO THE SESSION», Maastricht University, Netherlands

• Kurzbein, Andrea. “The Inhabitants’ Reinterpretation of Spatial Structures in Hay Hassani, Casablanca.”, Master's Thesis in Urban and Regional Planning, Department of Human Geography, Stockholm University, June 2011. • Πετρίδου, B., Π. Πάγκαλος, and Ν. Κυρκίτσου. «Εργάζομαι Άρα Κατοικώ Η Περίπτωση Του Συγκροτήματος Κατοικίων Των Μεταλλείων Μπαρλου Στο Δίστομο Βοιωτίας, Των Δ. & Σ. Αντωνακακη.», Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2012. • Σταύρου, Ιωάννα. «Μεταβολή(ζωντας) στην Κατοικία: Διερεύνηση της έννοιας της μεταβλητότητας της κατοικίας και της αλληλεπίδρασής της με το χρήστη», ερευνητική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ, 2014 • Ψαρράκη, Ματίνα, «Ο προσφυγικός οικισμός της Νεας Ιωνίας Μαγνησιας: κατοικία και μνημη», ερευνητική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2010 • Μπούνια Κατερίνα, «Εκδοχες Μεταβλητοτητας Στην Αρχιτεκτονικη: τα οράματα της γενιάς του '60 και η σύγχρονη διαδραστική αρχιτεκτονική», ερευνητική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2013 •

Παπαδαντωνάκης, Ανδρέας, «Πόλη μέσα στην πόλη.», ερευνητική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ, 2011.

• Woditsch, Richard, «PLURAL private and public spaces of the Polykatoikia in Athens», διδακτορική διατριβή, Technical University of Berlin, 2009. εικονεσ

σελ 12 _ Boudon, Philippe, «Lived-in Architecture: Le Corbusier’s Pessac Revisited», Cambridge, MA: MIT Press, 1979

σελ 22 _ Nid d’abeille - Sémiramis © Architect’s Journal - Sydney W. Newberry, London

σελ 30 _ www.grahamfoundation.org

σελ. 43 _ προσωπικό αρχείο

• σελ 68,69,71,72,74,75 _ Garcia-Huidobro, Fernando, and Diego Torres Torriti, «El Tiempo Construye!: El Proyecto Experimental De Vivienda (PREVI) De Lima: Génesis Y Desenlace», Barcelona: G. Gili, 2008. /79/


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.