ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΕΛ ΠΕΥΚΩΝ 2014-2015
Οι Ελληνικές παροικίες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και το Βελιγράδι και ο ρόλος τους στην Ελληνική Επανάσταση
Υπεύθυνη Καθηγήτρια Μαρία Παπαγεωργίου ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΓΕΛ ΠΕΥΚΩΝ 2014-2015
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αντί Προλόγου: Επιστολή Έλληνα τυπογράφου από την παροικία της Βιέννης....................................................................................................ΣΕΛ 3 Ο Ελληνισμός στην Αυστρία.....................................................................ΣΕΛ 4-5 Οι ελληνικές παροικίες της Αυστρίας: ο Ελληνισμός της Βιέννης..............ΣΕΛ 6-15 Οι ελληνικές παροικίες στην Ουγγαρία...................................................ΣΕΛ 15-21 Οι ελληνικές παροικίες στις πρώην Γιουγκοσλαβικές χώρες...................ΣΕΛ 21-26 Ρήγας Φεραίος........................................................................................ΣΕΛ 27-30 Ο παροικιακός Ελληνισμός της Βιέννης: η εμπροσθοφυλακή της αναγέννησης του σύγχρονου Ελληνισμού (18ος - 19ος αιώνας)........ΣΕΛ 30-33 Mια μακεδονική ιστορία: Η ελληνική παροικία στη Βιέννη, 18ος-πρώτο μισό 19ου αιώνα.................................................................ΣΕΛ 34-45 Εθνικό Σχολείο/Εθνική Σχολή (Nationalschule) της Βιέννης....................ΣΕΛ 46-48
Βιέννη 21 Σεπτέμβριου 1797
Αγαπητοί μου γονείς, Σας γράφω τούτη την επιστολή για να μάθετε τα τελευταία νέα μου, μιας και πέρασε κάμποσος καιρός από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε στη γλυκιά πατρίδα. Είμαι καλά στην υγεία μου και διαμένω στη Βιέννη, καθώς εργάζομαι σε ένα μεγάλο τοπικό τυπογραφείο, των Μαρίδων Πούλιου. Ο Θεός με ευλόγησε να γνωρίσω από κοντά έναν πολύ άξιο άνδρα, το Ρήγα Φεραίο, ο όποιος διακρίνεται για την ελεύθερη σκέψη του και φλέγεται από επαναστατικότητα. Είναι μεγάλη μου τιμή να συνεργάζομαι με αυτόν τον άνθρωπο για ένα κοινό όνειρο, τη Λευτεριά! Εδώ στα ξένα τυπώνουμε καθημερινά επαναστατικά μανιφέστα, τα όποια θα κάνουν σύντομα το γύρο της Βιέννης με σκοπό να ξεσηκώσουν εδώ τους Έλληνες της παροικίας και να αποτελέσουν μέρος του στρατού που οργανώνει ο ίδιος ο Ρήγας Φεραίος. Να
είστε
σίγουροι
πως
δε
θα
αφήσουμε
την
πατρίδα
μας
υπόδουλη
και
ανυπεράσπιστη στα χέρια των Οθωμανών. Δε θα επιτρέψουμε άλλο πια και με κανέναν τρόπο δε θα ανεχτούμε περαιτέρω την υποδούλωση της Ελλάδας! Μάλιστα έχουμε ήδη ετοιμάσει πολυάριθμα έντυπα της Προκήρυξης, 3000 τον αριθμό, τα όποια θα σταλούν τις επόμενες ημέρες στην Τεργέστη. Από εκεί θα τα παραλάβει ο Ρήγας για να τα διοχετεύσει κατεβαίνοντας στην Ελλάδα, όπως σχεδιάζει. Πριν αναχωρήσει ωστόσο για την Τεργέστη, έστειλε μια επιστολή στον έμπιστο συναγωνιστή και φίλο του Αντώνιο Κορωνιό, τον έμπορο από την Χίο, ώστε να φροντίσει για την παραλαβή τους. Αν θελήσει ο θεός και φτάσουν στα χεριά του, όπως έχει κανονιστεί, ευελπιστούμε πως η έναρξη της Eπανάστασης δε θα καθυστερήσει . Να θυμάστε πως η Λευτεριά είναι κοντά και να παίρνετε κουράγιο από αυτή
τη
σκέψη. Θα σας ενημερώνω σχετικά με όλες τις εξελίξεις.
Τυπογραφείο Μαρκίδων Πούλιου, Ο αγαπημένος σας γιος, Αλέξανδρος Ρουμελιώτης .
3
Ο Ελληνισμός στην Αυστρία Tου Mag.Pharm. Κωνσταντίνου Poυσόπoυλου Η πρώτη παρουσία Ελλήνων στη Βιέννη καταγράφεται τον 90 μ.Χ. αιώνα με την αποστολή Κυρίλλου και Μεθοδίου στις παραδουνάβιες περιοχές. Η εγκατάσταση ελληνικού στοιχείου εγκαινιάζεται τον 120 αιώνα (1148) με τον γάμο της πριγκίπισσας Θεοδώρας της Koμνηνής με τον Ερρίκο Jasomirgott του Οίκου των Babenberg. Ακολουθούν τον επόμενο αιώνα δύο ακόμη γάμοι μεταξύ Βυζαντινών πριγκιπισσών και μελών του Οίκου της Αυστρίας. Η άφιξη των Βυζαντινών στο Δουκάτο των Babenberg εσήμανε την απαρχή της διάδοσης, στην νέα πατρίδα, πολιτισμικών στοιχείων του Bυζαντίου (ήθη, έθιμα, διοικητικοί θεσμοί, στοιχεία γλώσσας και νομικής επιστήμης). Η ονομασία Vindopolis, για την Βιέννη, απαντώμενη σε έγγραφα της εποχής, δηλώνει την επιρροή της ελληνικής γλώσσας. Η οριστική εγκατάσταση του ελληνικού στοιχείου στη Βιέννη, παρατηρείται στα τέλη του 17ου και, ιδίως, αρχές του 180υ αιώνα, οπότε δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για τις μετακινήσεις και το εμπόριο μεταξύ αυστριακής και οθωμανικής αυτοκρατορίας, με την σύναψη της ειρήνης του Κάρλοβιτς (1699) και της Συνθήκης Πασσάροβιτς (1718). Η καταστροφή της Μοσχόπολης (1760) από όπου άρχιζε η εμπορική oδός προς Mεσευρώπη και η σφαγή της Χίου αποτελούν, εξ άλλου, δύο σημαντικά αίτια της προς την Βιέννη φυγής πολλών οικογενειών κυρίως εμπόρων. Την εποχή αυτή αρχίζει η οργάνωση των Ελλήνων της Βιέννης σε κοινοτική βάση, με την ίδρυση, το 1802, Ιερού Ναού (Άγιος Γεώργιος με την βοήθεια του πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβoίας την μεσολάβηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και χρήματα του μεγαλέμπορου Καραγιάννη) και αργότερα, σχολείου. Στη συνέχεια, ιδρύεται και δεύτερη ελληνική κοινότητα με την ανέγερση, δαπάναις εθνικού ευεργέτη Σίμωνος Σίνα του Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος (1836), σημερινού Μητροπολιτικού Ναού. Ήδη επί της εποχής της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας (1740-1780) οι Έλληνες έχουν καταλάβει την πρωτοκαθεδρία στο διαμετακομιστικό εμπόριο με την Ανατολή. Η οικονομική τους δραστηριότητα καθιστά την Βιέννη σταυροδρόμι των εμπορικών ανταλλαγών στην περιοχή της Κεντρικής Ευρώπης. Η οικονομική ευμάρεια των ελληνικών εμπορικών εταιριών της Βιέννης, δημιουργεί τις πρώτες μεγαλοαστικές οικογένειες του Ελληνισμού της Αυστρίας. Τα ονόματα των οικογενειών Σίνα, Υψηλάντη, Καραγιάννη (von Κarajan), Δουμά, Οικονόμου, Χρηστοπάνου κλπ. έμειναν στην ιστορία της πόλης της Βιέννης ως ονόματα χορηγών, ευεργετών και υποστηρικτών της εν γένει πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής. Οι επιδόσεις αυτές στο εμπόριο και η συνεπαγόμενη οικονομική ακμή και κοινωνική ανoδoς (που έφθασε μέχρι του σημείου απόκτησης υψηλών τίτλων ευγενείας) ενθάρρυναν τους Έλληνες να
4
ασχοληθούν, πέραν του εισαγωγικο-εξαγωγικού εμπορίου και με τραπεζικές, χρηματιστηριακές και κτηματικές συναλλαγές, την ίδρυση βιομηχανιών, την χρηματοδότηση κρατικών έργων, με σημαντική επικράτηση, στην οικονομική ζωή της Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας. Η οικονομική αυτή άνθηση καλλιέργησε τις προϋποθέσεις της πνευματικής ανόδου της ελληνικής κοινότητας σε μια πόλη, η οποία ήταν ήδη το σπουδαιότερο πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της Κεντρικής Ευρώπης την εποχή αυτή. Οι ιδέες του Διαφωτισμού βρίσκουν στην Βιέννη πρόσφορο έδαφος και το μήνυμα της Γαλλικής Επανάστασης εμπνέει τους λόγιους ομογενείς και τους εμπόρους, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τη δράση στην Αυστριακή πρωτεύουσα, του Ρήγα Φεραίου και των συντρόφων του. Εξάλλου, λόγιοι κληρικοί, όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Νεόφυτος Δούκας και άλλοι κατέστησαν την Βιέννη σπουδαίο πνευματικό κέντρο της προεπαναστατικής περιόδου. Την ίδια εποχή σημειώνεται έντονη εκδοτική δραστηριότητα στα ελληνικά τυπογραφεία των αδελφών Μαρκίδων-Πούλιου από τη Σιάτιστα (και άλλων τυπογράφων στην συνέχεια) με την κυκλοφορία της "Εφημερίδος", των "Ειδήσεων δια τα Ανατολικά Μέρη", του "Ελληνικού Τηλέγραφου", του "Λόγιου Ερμή", της "Καλλιόπης" κ.α. Οι απαρχές της ελληνικής δημοσιογραφίας έχουν τις ρίζες τους στην Βιέννη. Η εκδοτική δραστηριότητα εντείνεται με την εμφάνιση ελληνικών βιβλίων για την φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, την παιδαγωγική, την γεωγραφία, την ιατρική και, πάντως, τη δημοσίευση της "Χάρτας" του Ρήγα Φεραίου. Η αφύπνιση του γένους οφείλει πολλά στην πνευματική και εμπορική ανάπτυξη της ελληνικής παροικίας των "γραικών πραματευτάδων" όπως απεκαλούντο οι οποίοι, ήδη από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης, είχαν αρχίσει να ζυμώνονται με το άγχος και την ελπίδα της εθνικής παλιγγενεσίας. Η σημερινή ομογενειακή ομάδα σε όλη την Αυστρία αριθμεί περί τα 5000 μέλη, μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι εγκατεστημένοι στην Βιέννη. Με την εξαίρεση ελαχίστων παλαιότερων οικογενειών η σημερινή μορφή της ομογένειας χρονολογείται από τις δεκαετίες του '50 και του '60 και κυρίως από τους φοιτητές που τότε ήλθαν εδώ και στην συνέχεια αποκατεστάθησαν οικονομικά και κοινωνικά ως γιατροί, μηχανικοί, επιχειρηματίες, έμποροι και καλλιτέχνες. Η Βιέννη, τέλος, αποτελεί έδρα του Μητροπολίτου Αυστρίας και Εξάρχου Ουγγαρίας και Μεσευρώπης. Περισσότερες πληροφορίες στο βιβλίο του Χαράλαμπου Γ. Χοτζάκογλου «Οι Ελληνορθόδοξοι Ναοί και ο Ελληνισμός της Βιέννης» Βιέννη- Αθήνα 1998 http://members.aon.at/damos/GreekSchoolVienna/Sxoleio%20-%20Istoria.htm
5
Οι ελληνικές παροικίες της Αυστρίας: ο Ελληνισμός της Βιέννης Η πρωτεύουσα της αψβουργικής μοναρχίας, ακμαίο εμπορικό, τραπεζιτικό και πνευματικό κέντρο, αποτέλεσε -μεταξύ των άλλων αυστριακών πόλεων- σημαντικό πόλο έλξης για τους ορθόδοξους εμπόρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από το 17ο αιώνα και εξής. Μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής της αψβουργικής μοναρχίας και της επιδίωξής της να διεισδύσει στις αγορές της Ανατολής και με την υπογραφή των διάφορων αυστροτουρκικών συνθηκών των αρχών του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμπορική δραστηριοποίηση των ορθόδοξων βαλκάνιων εμπόρων στην ίδια την πρωτεύουσα του αυστριακού κράτους. Η αυστριακή κυβέρνηση χορηγώντας προνόμια και βραβεία στους καλύτερους εμπόρους προσέλκυε τους έλληνες εμπόρους, η παρουσία των οποίων στη Βιέννη μαρτυρείται από το 1600 περίπου αλλά έγινε πιο συστηματική και δυναμική κατά το 18ο αιώνα. Οι κοινότητες Προνόμια - Οργάνωση - Ναός Στα 1690 ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α' παραχώρησε στους ορθόδοξους Σέρβους που έρχονταν να εγκατασταθούν στη Βιέννη προνόμιο, το οποίο αναγνώριζε την άσκηση της θρησκείας τους και τη λειτουργία της εκκλησίας τους. Έτσι, οι Σέρβοι υπήρξαν οι πρώτοι ορθόδοξοι της αψβουργικής μοναρχίας στους οποίους δόθηκαν προνόμια, από τα οποία προσπάθησαν να επωφεληθούν και οι Έλληνες. Λίγο αργότερα, στα 1717, ο αυτοκράτορας Κάρολος ΣΤ' εξέδωσε πατέντα, δηλαδή "διάταξιν περί του καμπίου εις όφελος των πραγματευομένων", η οποία απευθυνόταν στους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους που εμπορεύονταν στη Βιέννη και κατοχύρωνε νομοθετικά την ανάπτυξη του εμπορίου καθορίζοντας τους όρους διεξαγωγής του. Το διάταγμα αυτό ανανέωσε η Μαρία-Θηρεσία στα 1763 ιδρύοντας παράλληλα και καμπιαλοκριτήριο, δηλαδή δικαστήριο που εκδίκαζε τις εμπορικές και χρηματικές υποθέσεις των ορθόδοξων εμπόρων. Το προνόμιο της Μαρίας-Θηρεσίας αναγνωρίστηκε και επικυρώθηκε από τους διαδόχους της Ιωσήφ Β' (1783), Λεοπόλδο Β' (1791) και Φραγκίσκο Β' (1794). Τα προνόμια αυτά μιλούσαν για έλληνες εμπορευόμενους και οθωμανούς υπηκόους του ελληνικού και μη ενωτικού δόγματος και απευθύνονταν στους "εν τη Βιέννη κατοικούντας Γραικούς τε και Βλάχους της ανατολικής θρησκείας..." Είναι, λοιπόν, εμφανές ότι υπό τον όρο Έλληνες τα προνόμια αυτά συγκαταλέγουν επίσης τους Βλάχους, τους ορθόδοξους Αλβανούς και τους Σέρβους. Πρόκειται για λαούς που κατοικούσαν στη Μακεδονία ή τη βόρεια Ήπειρο, είχαν ασπαστεί την ορθόδοξη θρησκεία και μιλούσαν την ελληνική γλώσσα παράλληλα με το δικό τους γλωσσικό ιδίωμα, ενώ ήρθαν ως έμποροι στην αψβουργική μοναρχία και άσκησαν το επάγγελμά τους μαζί με τους υπόλοιπους έλληνες οθωμανούς υπηκόους. Κατά συνέπεια, οι συσσωματώσεις των ορθόδοξων εμπόρων της Βιέννης περιλάμβαναν, εκτός από τους έλληνες, και βλάχους (αρωμούνους) εμπόρους. Τα αυτοκρατορικά προνόμια έδιναν στους έλληνες και βλάχους εμπόρους τη δυνατότητα να συσσωματωθούν οικονομικά σχηματίζοντας εμπορικές ενώσεις, τις λεγόμενες Κομπανίες, οι οποίες
6
αποτέλεσαν τη βάση της μεταγενέστερης πολιτικής τους συσσωμάτωσης εξελισσόμενες σε Κοινότητες. Αξιοσημείωτο είναι ότι στη Βιέννη σχηματίστηκαν δύο ελληνικές Κοινότητες: η πρώτη χρονικά -η Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου- ήταν εκείνη που συσπείρωνε τους έλληνες οθωμανούς υπηκόους (τουρκομερίτες Έλληνες), ενώ στη δεύτερη -την Κοινότητα της Αγίας Τριάδας- ανήκαν οι Έλληνες ή Βλάχοι που είχαν λάβει την αυστριακή υπηκοότητα. Η διάκριση αυτή οφείλεται στο ότι πολλοί Έλληνες και Βλάχοι εγκατεστημένοι στη Βιέννη και συνάπτοντας επιγαμίες με Αυστριακές αλλά και για να μπορούν να ασκούν ευρύτερες εμπορικές δραστηριότητες έπαιρναν την αυστριακή υπηκοότητα, ενώ άλλοι παρέμεναν οθωμανοί υπήκοοι απολαμβάνοντας φορολογικών ελαφρύνσεων αλλά όντας υποχρεωμένοι να εμπορεύονται μόνο με ανατολικά προϊόντα και μόνο χονδρικά. Οργάνωση των κοινοτήτων Οι βασικές αρχές για την οργάνωση των δύο Κοινοτήτων της Βιέννης, όπως ορίζονταν από τα αυτοκρατορικά προνόμια, συνίσταντο στην υπαγωγή των Κοινοτήτων στην αυστριακή κυβέρνηση και στο δικαίωμα αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης στις εσωτερικές τους υποθέσεις και στην άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας. Τα αυτοκρατορικά προνόμια δεν αναγνώριζαν, όμως, στις Κοινότητες το δικαίωμα απονομής δικαιοσύνης στα μέλη τους. Οι δύο Κοινότητες της Βιέννης ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους. Η γενική συνέλευση των μελών αποτελούσε το εκλογικό σώμα κάθε Κοινότητας, που συνεδρίαζε κάθε χρόνο και εξέλεγε τα διοικητικά όργανα της Κοινότητας. Η Κοινότητα ως σώμα ήταν η ανώτερη αρχή, ενώ το βασικό διοικητικό όργανό της ήταν μία αντιπροσωπευτική βουλή, αρχικά 18μελής και αργότερα (από το 1777) 12μελής, η οποία εκλεγόταν από τη συνέλευση των μελών με ενιαύσια θητεία και διοικητικές αρμοδιότητες. Η βουλή αυτή αποτελούσε την αντιπροσωπευτική αρχή της κάθε Κοινότητας, ήταν υπεύθυνη για κάθε υπόθεση που την απασχολούσε και ταυτόχρονα ήταν και το νομικό πρόσωπο των Κοινοτήτων απέναντι στις αυστριακές αρχές. Ωστόσο, οι Κοινότητες της Βιέννης δεν είχαν δικαστική δικαιοδοσία επί των μελών τους, παρά μόνο το δικαίωμα της διαιτητικής μεσολάβησης για την άρση μικροδιαφορών. Η ίδρυση ναού στις ελληνικές κοινότητες της Βιέννης Βασική μέριμνα των ορθόδοξων Οθωμανών υπηκόων της Βιέννης, μόλις ισχυροποιήθηκαν οικονομικά στην πρωτεύουσα της αψβουργικής μοναρχίας, ήταν η ίδρυση ορθόδοξου ναού. Οι πρώτοι που απέκτησαν το δικαίωμα ανέγερσης ναού ήταν οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι, οι οποίοι κατόπιν της ευνοϊκής παρέμβασης του πρίγκιπα Ευγένιου της Σαβοΐας προς τον αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ' πέτυχαν στα 1723 τη χορήγηση μέσω αυτοκρατορικού εγγράφου του δικαιώματος ίδρυσης ορθόδοξου ναού στο όνομα του Αγίου Γεωργίου. Ο ναός αυτός φιλοξενήθηκε αρχικά στην κατοικία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου του εξ Απορρήτων και η πρώτη ορθόδοξη λειτουργία τελέστηκε σε αυτόν το 1726. Από το ναό της ονομάστηκε η Κοινότητα των τουρκομεριτών Ελλήνων Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου. Η ίδρυση, όμως, ορθόδοξου ναού για τους Έλληνες προκάλεσε την οργή του σέρβου μητροπολίτη Κάρλοβιτς, ο οποίος διεκδικούσε για τον εαυτό του τη θρησκευτική και διοικητική εποπτεία του ναού. Από το 1723 ως το 1776 οι σέρβοι μητροπολίτες, κατόπιν και των προνομίων που τους παραχώρησε στα 1690 ο Λεοπόλδος Α', διεκδικούσαν την κυριότητα του ελληνικού ναού του Αγίου Γεωργίου και
7
στα 1761 πέτυχαν την έκδοση εγγράφου από τη Μαρία-Θηρεσία, το οποίο υπήγε το ναό και την περιουσία του στο σέρβο μητροπολίτη Κάρλοβιτς. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν να κλείσουν οι Έλληνες της Κοινότητας του Αγίου Γεωργίου το ναό από το 1761 ως το 1776. Το θέμα διευθετήθηκε οριστικά με την παραχώρηση στις 2 Μαρτίου 1776 υψηλού αυτοκρατορικού προνομίου από τη Μαρία-Θηρεσία, το οποίο επιδίκαζε την κυριότητα του ναού στην ελληνική Κοινότητα και διέταζε το σέρβο μητροπολίτη να επιστρέψει στο ναό ό,τι του ανήκε και είχαν αφαιρέσει οι προηγούμενοι μητροπολίτες. Το προνόμιο αυτό επικυρώθηκε και από τους διαδόχους της Μαρίας-Θηρεσίας, ενώ η Κοινότητα του Αγίου Γεωργίου απέκτησε λίγο αργότερα ιδιόκτητο ναό, του οποίου η ανέγερση άρχισε στα 1803 και αποπερατώθηκε στα 1806. Προνόμιο για την ίδρυση ναού χορηγήθηκε από τον Ιωσήφ Β' στα 1787 και στους Έλληνες και Βλάχους αυστριακούς υπηκόους, οι οποίοι μετά την απόρριψη της πρότασής τους προς τους έλληνες Οθωμανούς υπηκόους για ίδρυση κοινού και για τις δύο Κοινότητες ναού, προχώρησαν στην ανέγερση δικού τους ναού, της Αγίας Τριάδας, με δαπάνες του μεγαλέμπορου Σίνα στην περιοχή Fleischmarkt της Βιέννης. Στο ναό αυτό είχαν δικαίωμα να εκκλησιάζονται και οι ορθόδοξοι Σέρβοι καλώντας για την τέλεση της λειτουργίας και της εξομολόγησης δικό τους ιερέα. Κατ' αναλογία προς τους τουρκομερίτες Έλληνες και η Κοινότητα των ελλήνων αυστριακής υπηκοότητας ονομάστηκε από το ναό της Κοινότητα της Αγίας Τριάδας Η διοικητική αρχή του ναού κάθε Κοινότητας συνίστατο στους -δύο ή τρεις- επιτρόπους του ναού, οι οποίοι εκλέγονταν από τη βουλή κάθε Κοινότητας και ήταν υπεύθυνοι για τη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων που αφορούσαν στο ναό, ενώ υποχρεούνταν στο τέλος κάθε χρόνου να αποδίδουν ενώπιον όλης της Κοινότητας λογαριασμό της διαχείρισής τους. Η 12μελής βουλή της κάθε Κοινότητας εξέλεγε επίσης, κατά πλειοψηφία, τους ιερείς και εφημέριους του κάθε ναού, οι οποίοι όφειλαν να είναι Έλληνες στο γένος, ορθόδοξοι ιερομόναχοι προερχόμενοι από κάποια από τις μεγάλες μονές του τουρκοκρατούμενου ελληνικού χώρου. Τα καθήκοντα των εφημέριων ήταν κατ' αποκλειστικότητα θρησκευτικά και οι ίδιοι ήταν υπόλογοι απέναντι στη βουλή της Κοινότητας, ενώ όφειλαν σεβασμό στο σέρβο μητροπολίτη Κάρλοβιτς, ο οποίος επικύρωνε τυπικά την εκλογή τους χωρίς, όμως, να έχει ενεργό ανάμιξη στα εκκλησιαστικά πράγματα των δύο ελληνικών Κοινοτήτων. Υπό την εποπτεία των εφημέριων τίθεντο επίσης ο καντηλανάφτης και οι ψάλτες του κάθε ναού, υπάλληλοι υπαγόμενοι στη διοίκηση της Κοινότητας. Ο εφημέριος και οι υπεφημέριοι λάμβαναν μισθό από την Κοινότητα, η οποία τους παραχωρούσε επίσης δωρεάν κατοικία. Ανάμεσα στους εφημέριους που υπηρέτησαν στο ναό του Αγίου Γεωργίου ήταν και ο Νεόφυτος Δούκας, ο 'Ανθιμος Γαζής και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης. Δημογραφική εικόνα Στην αυστριακή πρωτεύουσα έφτασαν έλληνες και άλλοι ορθόδοξοι Οθωμανοί υπήκοοι (Βλάχοι, Σέρβοι κ.ά.) που προέρχονταν κυρίως από τις σημερινές βόρειες ελληνικές περιοχές, δηλαδή την Ήπειρο και τη Μακεδονία, ειδικότερα δε τη δυτική. Οι συχνότερα αναφερόμενοι ως τόποι καταγωγής των παροίκων αυτών είναι οι εξής: Κοζάνη, Σιάτιστα, Σέρρες, Σέλιτσα, Βογατσικό, Καστοριά, Κλεισούρα, Βλάστη, Σέρβια, Νάουσα, Βέροια, Μελένοικο, Μοσχόπολη, Μοναστήρι κ.ά. καθώς και πόλεις της Μικράς Ασίας, της Θεσσαλίας, της Θράκης ακόμη και των νησιών του Αρχιπελάγους. Αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων και Βλάχων της Βιέννης γνωρίζουμε ότι στα 1767 καταγράφηκαν στην αυστριακή πρωτεύουσα 79 έλληνες και Βλάχοι ορθόδοξοι Οθωμανοί υπήκοοι. Αν
8
στον αριθμό αυτό προστεθούν και οι γυναίκες και τα παιδιά τους, τότε οι Έλληνες και Βλάχοι της Βιέννης πρέπει να άγγιζαν τους 300 στα 1767 ενώ ανήλθαν στις 4000 στα 1814, περίοδο ακμής της ελληνικής παροικίας. (βλ. Plφchl, Die Wiener Orthodoxen Griechen..., 24-25). Οι σχέσεις των παροίκων αυτών τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ντόπιους κατοίκους παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η διοικητική κι εκκλησιαστική διαίρεση των Ελλήνων με βάση την υπηκοότητά τους σε δύο κοινότητες είχε σα συνέπεια την ανεξάρτητη δράση των δύο αυτών κοινοτήτων και την ψυχολογική διάσταση μεταξύ των μελών τους. Η δραστηριότητα και ο βίος της κάθε κοινότητας ήταν ανεξάρτητα αλλά κοινή ήταν η ιδιοκτησία τους στο ελληνικό τμήμα του νεκροταφείου Σανκτ-Μαρξ της Βιέννης, όπου ενταφιάζονταν και άλλοι ορθόδοξοι. Γεγονός, πάντως, είναι ότι γρήγορα οι Έλληνες κατόρθωσαν να κυριαρχήσουν στην τοπική κοινωνία και, προσφέροντας σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό έργο, να προβληθούν και πολλοί από αυτούς να τιμηθούν με τίτλους ευγενείας και σημαντικά αξιώματα. Παιδεία Ως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπήρχε επίσημα οργανωμένο ελληνικό σχολείο στη Βιέννη και στα νεαρά ελληνόπαιδα παρεχόταν ιδιωτική εκπαίδευση από μισθωτούς δασκάλους που δίδασκαν κατ' οίκον τους γόνους των ευπορότερων ελληνικών οικογενειών. Καθώς, όμως, το αίτημα για ίδρυση ελληνικού σχολείου γινόταν έντονο και πιεστικό, η αψβουργική αυλή εξέδωσε μόλις στα 1804 θέσπισμα με το οποίο επέτρεπε στην Κοινότητα των ελλήνων αυστριακών υπηκόων της Αγίας Τριάδας την ίδρυση ελληνικού σχολείου, το οποίο θα έπρεπε να στεγαστεί στο δεύτερο όροφο του σπιτιού της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας. Το σχολείο τίθετο υπό το δημόσιο αυστριακό έλεγχο, ενώ η Κοινότητα της Αγίας Τριάδας επόπτευε τα οικονομικά και πρότεινε τους δασκάλους και τα διδακτικά βιβλία του σχολείου. Το σχολείο διαιρούνταν σε 4 τάξεις όπου οι μαθητές διδάσκονταν -χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια- Θρησκεία, Ανάγνωση, Γραφή, Αριθμητική, Θεματογραφία και ελληνική Γραμματική. Ο αποκλεισμός της Κοινότητας του Αγίου Γεωργίου από τη διαχείριση του σχολείου προκάλεσε διαμάχες ανάμεσα στις δύο Κοινότητες και την άρνηση των ελλήνων Οθωμανών υπηκόων να υποστηρίξουν οικονομικά το σχολείο, αιτούμενοι παράλληλα τη χορήγηση σε αυτούς ξεχωριστού προνομίου για την ίδρυση δικού τους σχολείου, το οποίο, όμως, δε δόθηκε ποτέ. Αιτία προστριβών στάθηκε επίσης το θέμα της παροχής ελληνικής εκπαίδευσης και στους Βλάχους των ελληνικών Κοινοτήτων της Βιέννης. Κατά συνέπεια, το ελληνικό σχολείο της Βιέννης αντιμετωπίζοντας προβλήματα οικονομικά και λειτουργικά, λόγω της έλλειψης μαθητών -μετά και την ατελέσφορη προσπάθεια στα 1807 του αυστριακού Καρλ Ελλμάουερ να προσθέσει στο ιδιωτικό εκπαιδευτήριό του "ιδιαίτερον τμήμα διά τους Γραικούς, τους από Βλαχίας και Μολδαβίας και εν γένει από τα ανατολικά της Ευρώπης ερχομένους νέους"- άρχισε να λειτουργεί συστηματικότερα για τα παιδιά και των δύο ελληνικών Κοινοτήτων από το 1815 προσελκύοντας πολλούς μαθητές, κυρίως από τους κύκλους των ελλήνων αυστριακών υπηκόων. Διαιρούνταν σε δύο τάξεις, με 4 κλάσεις η κάθε μία και είχε δύο δασκάλους. Η διάρκεια μαθημάτων κάθε τάξης ήταν τριετής και περιλάμβανε μαθήματα κοινής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας, αριθμητικής, γεωγραφίας αλλά και γερμανικής γλώσσας με σκοπό την παροχή ελληνικής, ορθόδοξης και εμπορικής εκπαίδευσης, κατά το πρότυπο των περισσότερων σχολείων στις ελληνικές παροικίες. Εκτός από τη μέριμνα για τη δημιουργία σχολείου και την παροχή οργανωμένης εκπαίδευσης στα παιδιά τους, οι Έλληνες της Βιέννης έχουν να επιδείξουν σημαντική κι εκτεταμένη πνευματική
9
δραστηριότητα, κυρίως στο χώρο της τυπογραφίας και της έκδοσης ελληνικών βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών. Τα τυπογραφεία που συνδέθηκαν με την εκδοτική προσπάθεια των Ελλήνων της Βιέννης διακρίνονταν σε εκείνα που ανήκαν σε βιεννέζους τυπογράφους οι οποίοι τύπωναν και ελληνικά βιβλία και σε εκείνα που ιδρύθηκαν από έλληνες τυπογράφους στην αυστριακή πρωτεύουσα. Οι κυριότεροι Βιεννέζοι που τύπωναν ελληνικά ήταν: α) ο Θωμάς Τράτνερ, που άρχισε να τυπώνει ελληνικά βιβλία από τα μέσα του 18ου αιώνα και μαζί του συνεργάστηκαν προσωπικότητες, όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας που εξέδωσε εκεί την Απολογία του (στα 1780) και τη Θεωρία της Γεωγραφίας (στα 1781) και ο Ρήγας Φεραίος για να εκδώσει το Φυσικής Απάνθισμα (στα 1790) και β) ο Ιωσήφ Βαουμάιστερ, κοντά στον οποίο εργάστηκαν οι κατοπινοί μεγάλοι έλληνες τυπογράφοι Γεώργιος Βεντότης και οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου. Οι κυριότεροι έλληνες τυπογράφοι ήταν: α) ο Γεώργιος Βεντότης, ο οποίος ίδρυσε το τυπογραφείο του στα 1785 και συνεργαζόμενος με τον εκδότη Πολυζώη Λαμπανιτζιώτη έφερε εις πέρας λαμπρές εκδόσεις μέσα στο πλαίσιο του πνεύματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, συγκαταλεγόμενος επίσης στους συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου και β) οι σιατιστινοί αδελφοί Γεώργιος και Πούμπλιος Μαρκίδες Πούλιου, οι οποίοι ανέλαβαν το τυπογραφείο του Ιωσήφ Βαουμάιστερ, όταν αυτός κλήθηκε να διδάξει τους πρίγκιπες του αυστριακού θρόνου. Oι αδελφοί Πούλιου προέβησαν στην έκδοση της "Eφημερίδος", σημαντικού ελληνικού ειδησεογραφικού φύλλου που άρχισε να κυκλοφορεί στα 1790 και έπαψε βίαια στα 1797 με το κλείσιμο του τυπογραφείου μετά τη σύλληψη του Ρήγα, καθώς οι δύο αδελφοί ήταν από τους βασικούς συνεργάτες του Ρήγα. Aκόμη, στα 1784 ο Γεώργιος Bεντότης εξέδωσε στα ελληνικά άλλη "Eφημερίδα" η οποία, όμως, υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια και μικρής εμβέλειας. Στη Βιέννη, εκτός από τις παραπάνω δύο απόπειρες έκδοσης δημοσιογραφικού οργάνου στα ελληνικά, κυκλοφόρησαν και άλλες σημαντικές εφημερίδες, όπως οι "Ειδήσεις διά τα Ανατολικά μέρη" με εκδότες τον Ιωσήφ Φραγκίσκο Χαλλ και τον Ευφρόνιο Ραφαήλ Πόποβιτς. Η εφημερίδα άρχισε να εκδίδεται στα 1811 και είχε περιορισμένη χρονική και ουσιαστική εμβέλεια, ενώ στα 1812 έδωσε τη θέση της στον "Ελληνικό Τηλέγραφο" με εκδότη το Δημήτριο Αλεξανδρίδη, ανιψιό του Άνθιμου Γαζή. Ο "Ελληνικός Τηλέγραφος" αποδείχτηκε πολύ μακροβιότερη εφημερίδα, αφού κυκλοφόρησε ως το 1836 ενημερώνοντας τους αναγνώστες της για θέματα κυρίως οικονομικά και πολιτικά, ενώ από το 1817 εκδιδόταν παράλληλα και ο "Φιλολογικός Τηλέγραφος" ως συμπλήρωμα του κύριου φύλλου με θέματα φιλολογικά και πολιτισμικά. Παράλληλα, κυκλοφόρησαν στην αυστριακή πρωτεύουσα και ελληνικά φιλολογικά περιοδικά, με κυριότερα τα εξής: α) "Ερμής ο Λόγιος" που άρχισε να εκδίδεται από τον Άνθιμο Γαζή στα 1811 και τερμάτισε την πορεία του με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης στα 1821. Ωστόσο, η κυκλοφορία του δεν υπήρξε απρόσκοπτη καθ' όλη αυτή τη διάρκεια, αλλά επηρεάστηκε από τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το περιοδικό. Έτσι, με μειωμένα τεύχη κυκλοφόρησε το περιοδικό κατά τα έτη 1814, 1815 ενώ ήδη από το 1812 και ως το 1815 παρατηρούνταν επανειλημμένες αλλαγές των υπεύθυνων εκδοτών σε μια προσπάθεια εξεύρεσης οικονομικών πόρων και διάσωσης του περιοδικού, το οποίο έφτασε τελικά στην καλύτερη στιγμή του κατά την πενταετία 1816-1821. Η ύλη του περιοδικού -καθ' όλη τη διάρκεια της κυκλοφορίας του- συνδυάζοντας το ελληνικό με το ευρωπαϊκό στοιχείο περιλάμβανε φιλολογικές και πολιτισμικές ειδήσεις που θα συντελούσαν στη μετακένωση των ιδεών της δυτικής σκέψης και παιδείας στον ελληνικό κόσμο, ενώ η γλώσσα του προπαγάνδιζε τη χρήση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας. β) "Η Καλλιόπη" που εκδόθηκε ως αντίπαλο δέος στο Λόγιο Ερμή από τον Αθανάσιο Σταγειρίτη και κυκλοφόρησε από το
10
1819 ως το 1821 προορισμένη να καταστεί το όργανο των οπαδών του γλωσσικού αρχαϊσμού της εποχής. Τέλος, τη Βιέννη επέλεξαν ως τόπο έκδοσης των βιβλίων τους πολλοί έλληνες λόγιοι προσπαθώντας να συντελέσουν στην πνευματική αφύπνιση του υπόδουλου Γένους. Ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Ρήγας Φεραίος, ο Πολυζώης Κοντός, ο 'Ανθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας είναι λίγοι μόνο από αυτούς που ήρθαν στην αυστριακή πρωτεύουσα για να εκδώσουν τα βιβλία τους ή να μεταφράσουν στα ελληνικά ξενόγλωσσα αξιόλογα έργα. Έτσι, από τα τυπογραφεία της Βιέννης κυκλοφόρησαν βιβλία θρησκευτικά, διδακτικά-εκπαιδευτικά, ημερολόγια, μεταφράσεις, εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, θεατρικά έργα -πρωτότυπα ή σε μετάφραση- και ποιητικές συλλογές. Αυτή η εκδοτική δραστηριότητα κατέστησε τη Βιέννη την αξιολογότερη πνευματική εστία του ελληνισμού της εποχής, το "εργαστήριον της νέας των Γραικών φιλολογίας" κατά το χαρακτηρισμό του Κοραή. Φιλανθρωπία Οι Έλληνες της Βιέννης μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων τους ανέπτυξαν και αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο. Όντας πάμπλουτοι πολλοί από αυτούς διέθεσαν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για την ίδρυση στη Βιέννη νοσοκομείων, πτωχοκομείων και ξενώνων για τη στέγαση των άπορων ομοεθνών τους, που έρχονταν να σπουδάσουν στα αυστριακά πανεπιστήμια. Πολλοί άφησαν επίσης γενναία κληροδοτήματα για τη συντήρηση των ιδρυμάτων αυτών ή ανέλαβαν και την προικοδότηση άπορων κοριτσιών. Έντονη ήταν και η μέριμνα για την ανέγερση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων παράλληλα με την ανέγερση σχολείων και ναών και στην υπόδουλη πατρίδα και ιδιαίτερα στις πόλεις καταγωγής των ελλήνων παροίκων. Παράλληλα, οικονομικά και κοινωνικά επιφανείς και ισχυρές οικογένειες, όπως η οικογένεια Σίνα, χρηματοδότησαν την κατασκευή δημόσιων έργων στη Βιέννη (π.χ. υδραγωγείο) κι ενίσχυσαν οικονομικά τη συντήρηση πανεπιστημιακών κτηρίων (π.χ. του Πολυτεχνείου). Εκτός από το φιλανθρωπικό έργο μεμονωμένων περιπτώσεων ελλήνων παροίκων και οι ελληνικές Κοινότητες της Βιέννης ως σώμα άσκησαν οργανωμένη φιλανθρωπική δραστηριότητα προσφέροντας χρήματα για την ανακούφιση των φτωχών της πόλης, ενώ οι δύο ελληνικές εκκλησίες δημιούργησαν ειδικό ταμείο για τη βοήθεια των χηρών, των ορφανών και όλων γενικά των πασχόντων, τόσο ελλήνων όσο και αυστριακών. Οικονομία Το εμπόριο και οι έμποροι Η Βιέννη απέβη αξιόλογο εμπορικό κέντρο ιδιαίτερα κατά το 18ο και 19ο αιώνα, καθώς η επίκαιρη θέση της μεταξύ της κεντρικής Ευρώπης και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο Δούναβης που κυλούσε δίπλα της της προσκόμιζαν σημαντικά οφέλη. Τα εμπορεύματα που προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αποθηκεύονταν στη Βιέννη και από εκεί αποστέλλονταν στην υπόλοιπη Αυστρία, Γερμανία, βόρεια Ιταλία και Γαλλία. Επίσης, στην αυστριακή πρωτεύουσα λάμβαναν χώρα και δύο εμποροπανηγύρεις κάθε χρόνο, οι οποίες προσέλκυαν πλήθος εμπόρων και προσέδιδαν ζωηρή εμπορική κίνηση στην πόλη. Τέλος, η Βιέννη διέθετε χρηματιστήριο και τράπεζα ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, πράγμα που διευκόλυνε πολύ τους εμπόρους στις συναλλαγές τους. Τα πλεονεκτήματα αυτά, σε συνδυασμό με τα προνόμια και τις διευκολύνσεις που η αψβουργική
11
κυβέρνηση παραχωρούσε στους βαλκάνιους εμπόρους, οδήγησαν πλήθος ελλήνων εμπόρων στη Βιέννη ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα. Δρόμοι Οι κυριότεροι χερσαίοι δρόμοι που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες έμποροι στην πορεία τους από τα τουρκοκρατούμενα ελληνικά εδάφη προς τις αυστριακές επαρχίες ήταν οι εξής: α) Ο αυτοκρατορικός ή δρόμος της Κωνσταντινούπολης που ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη και ακολουθώντας την κοιλάδα του Έβρου έφτανε στη Σόφια κι από εκεί συνέχιζε προς τα νοτιοδυτικά, περνούσε από το Πιρότ και το Βελιγράδι και διαμέσου του ποταμού Σάβο κατέληγε στο Σεμλίνο. Από εκεί κατευθυνόταν προς τον τελικό σταθμό της Βιέννης. Οι περισσότεροι έμποροι από τη δυτική Μακεδονία ακολουθούσαν μία διακλάδωση του δρόμου αυτού που ξεκινούσε από τη Νίσσα και κατευθυνόταν νότια ακολουθώντας την κοιλάδα του Μοράβα. β) Ο δρόμος της Μακεδονίας ή της Βοσνίας που ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη ένωνε τη Μακεδονία με τη Βοσνία, με ενδιάμεσους σταθμούς τα Σκόπια και το Σεράγεβο και τελικό προορισμό τη Βιέννη. γ) Ο δρόμος που ξεκινούσε από τη Θεσσαλονίκη και ακολουθούσε την κοιλάδα του Στρυμόνα σχηματίζοντας τη γραμμή ΣέρρεςΣιδηρόκαστρο-Μελένοικο-Σόφια-Νίσσα-Βελιγράδι-Σεμλίνο. δ) Ο δρόμος των Σερρών που ξεκινούσε από τις Σέρρες και ακολουθώντας την κοιλάδα του Στρυμόνα έφτανε στη Στρώμνιτσα, από εκεί στα Σκόπια και τελικά στην πρωτεύουσα της αψβουργικής μοναρχίας. Οι δρόμοι αυτοί ήταν σε πολλά σημεία δύσβατοι, έκλειναν σε περίπτωση κακοκαιρίας και συχνά τους λυμαίνονταν ληστές και κακοποιοί. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις συνθήκες ανασφάλειας οι έλληνες έμποροι ταξίδευαν συνήθως σε κοινές πορείες, δηλαδή με τα λεγόμενα καραβάνια: σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο συγκεντρώνονταν πολλοί έμποροι από διάφορες περιοχές και ξεκινούσαν όλοι μαζί μεταφέροντας τα εμπορεύματά τους με υποζύγια -συνήθως άλογα, καμήλες και μουλάρια. Οι έμποροι αυτοί ήταν κατά κανόνα οπλισμένοι, ενώ στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού, το οποίο διαρκούσε ολόκληρους μήνες, σταματούσαν στα καραβάν-σεράγια και στα χάνια που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου. Εκεί διανυκτέρευαν, τάιζαν τα ζώα τους, ανεφοδιάζονταν οι ίδιοι, ενώ συχνά προέβαιναν και σε εμπορικές συναλλαγές. Οι έλληνες έμποροι χρησιμοποιούσαν επίσης και πλωτούς δρόμους με κύριο το Δούναβη που μετέφερε από τη Βιέννη μεγάλα πλοία με φορτία προς το νότο, τα οποία τα παραλάμβαναν οι έλληνες έμποροι και τα διαμετακόμιζαν μέσω των χερσαίων δρόμων στα λιμάνια της Αδριατικής. Εμπορεύματα Τα κυριότερα ανατολικά προϊόντα που εξήγαν οι έλληνες πραματευτές από τις τουρκοκρατούμενες πατρίδες τους προς τη Βιέννη ήταν: γουναρικά της Καστοριάς, νήματα (κόκκινα και λευκά), χαλιά της Μοσχόπολης, δέρματα Μακεδονίας και Ανατολής, βαμβάκι Σερρών, αλατζάδες και κρόκος Κοζάνης, κρασί Σιάτιστας και Νάουσας, μαχαίρια σμυρνιώτικα, καπνός, αλάτι, πιπέρι και άλλα μπαχαρικά, μεταξωτές κλωστές, ρύζι, όσπρια κ.ά. Κατά την επιστροφή τους στις πατρίδες τους μετέφεραν από την κεντρική Ευρώπη προϊόντα επεξεργασμένα, ρούχα, είδη πολυτελείας, μεταξωτά υφάσματα, αγγεία κρυστάλλινα και πορσελάνινα, γυναικεία κοσμήματα, καθρέφτες με επίχρυσα πλαίσια κ.ά.
12
Τεχνικές του εμπορίου Αρχικά οι έλληνες έμποροι ταξίδευαν οι ίδιοι μεταφέροντας και πουλώντας τα εμπορεύματά τους στην αυστριακή πρωτεύουσα. Σταδιακά όμως, οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Βιέννη και δημιούργησαν εμπορικές συντροφιές, όπου συνεταιριζόμενοι μερικοί έμποροι μεταξύ τους αναλάμβαναν κάποιοι την αγορά και άλλοι την προώθηση των εμπορευμάτων συμμετέχοντας από κοινού στα έξοδα και τα έσοδα. 'Αλλοι ίδρυσαν επίσης μεγάλους εμπορικούς οίκους με έδρα στη Βιέννη και υποκαταστήματα σε άλλες ευρωπαϊκές και βαλκανικές πόλεις (π.χ. οικογένεια Σίνα). Οι κυριότεροι τρόποι που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες έμποροι για τη διευκόλυνση του εμπορίου ήταν η ασφάλεια (σιγουριτά), η πληρωμή δηλαδή από τον έμπορο ενός ποσού σε μια ασφαλιστική εταιρεία ώστε σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του εμπορεύματος να λάβει τα χρήματά του από την εταιρεία, η πρόβλεψη (κομισιόν, commissione), δηλαδή η μεσιτεία ενός φίλου του εμπόρου προκειμένου να αγοραστεί και να πουληθεί το προϊόν, η συναλλαγματική (πόλιτζα ή καμβιάλα), όπου ένας έμπορος έβαζε τα χρήματα στον ένα τόπο ώστε να τα εισπράξει ο σύντροφός του σε κάποιον άλλο τόπο και η ομολογία (ομπλιγκατζιόνε), δηλαδή το γράμμα που πιστοποιούσε ότι ο έμπορος είχε δανειστεί από κάποιον χρήματα, όταν ο ίδιος δε διέθετε το απαιτούμενο κεφάλαιο. Τέλος, οι έμποροι διατηρούσαν ειδικά κατάστιχα, όπου κωδικοποιούσαν όλες τις εμπορικές τους δραστηριότητες για προσωπική τους διευκόλυνση. Παράλληλα, σημαντικοί λόγιοι έμποροι ανέλαβαν στη Βιέννη την έκδοση ειδικών εμπορικών εγχειριδίων με οδηγίες για την εύκολη διεξαγωγή του εμπορίου και τη σωστή κατάρτιση και συμπεριφορά του εμπόρου (π.χ. Σκριττούρα Δόππια και Χειραγωγός έμπειρος εις τα της πραγματείας... του Θωμά Δημητρίου και μια εμπορική πραγματεία του Αθανάσιου Ψαλίδα). Εκτός από τις εμπορικές, οι Έλληνες επιδόθηκαν στη Βιέννη και σε τραπεζιτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες -με εξέχον παράδειγμα την οικογένεια Σίνα-, αλλά και σε τυπογραφικές κι εκδοτικές προσπάθειες, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Το ελληνικό βιβλίο την εποχή αυτή εποχή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της πνευματικής αφύπνισης- γνώριζε μεγάλη ζήτηση και απέφερε σημαντικά κέρδη. Έτσι, οι έλληνες έμποροι επένδυαν κεφάλαια στην ίδρυση και τον εξοπλισμό των τυπογραφείων, χρηματοδοτούσαν τη μετάφραση ξένων κι έκδοση ελληνικών βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών κι ενίσχυαν την κυκλοφορία τους συγκαταλεγόμενοι στους συνδρομητές που προμηθεύονταν τα έντυπα αυτά. Νοοτροπίες Οι έλληνες έμποροι στη Βιέννη αποτελούσαν τους φορείς της νέας αστικής τάξης που εμφανίστηκε και ισχυροποιήθηκε την εποχή αυτή στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Συσσωρεύοντας υλικό πλούτο αναδείχτηκαν και κοινωνικά, έγιναν εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας, απέκτησαν τίτλους ευγενείας (π.χ. τον τίτλο του βαρόνου πήραν οι έμποροι Κωνσταντίνος Μπέλιος, Στέργιος Δούμπας, Γεώργιος Σίνας κ.ά.), ενώ πολλοί ανήλθαν και στη διοικητική ιεραρχία της χώρας (π.χ. οι Θεόδωρος Καραγιάννης και Νικόλαος Δούμπας εισήλθαν στην αυτοκρατορική βουλή ως βουλευτές) ή κατέλαβαν υψηλές θέσεις στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της πόλης (π.χ. ο φιλόλογος Θ. Καραγιάννης διορίστηκε διευθυντής της Αυστριακής Ακαδημίας Βιέννης και της αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης). Οι αστοί αυτοί ασπάστηκαν τις νέες φιλελεύθερες κι επαναστατικές ιδέες της εποχής και παρακολουθούσαν από κοντά τα πολιτικά τεκταινόμενα του κόσμου τους. Οι φιλολογικές, οικονομικές και πολιτικές συζητήσεις στα διάφορα καφενεία της Βιέννης όπου σύχναζαν, οι
13
συγκεντρώσεις στα σπίτια και η επίδοση σε τυχερά παιχνίδια φαίνεται πως αποτελούσαν τις συνηθέστερες μορφές διασκέδασης για τους απόδημους αυτούς. Όσοι, όμως, είχαν πάρει την αυστριακή υπηκοότητα ή είχαν νυμφευτεί Αυστριακές φαίνεται πως αφομοιώνονταν σταδιακά όλο και περισσότερο από το ντόπιο περιβάλλον. Ωστόσο, υπήρχαν ανάμεσα σε αυτούς τους έλληνες παροίκους και αρκετοί που ζούσαν με το όραμα της επιστροφής στην πατρίδα τους, όταν αυτή θα ήταν ελεύθερη, και αγωνίζονταν για το σκοπό αυτό υποστηρίζοντας οικονομικά την ανέγερση σχολείων και εκκλησιών και την αποστολή βιβλίων για την πνευματική αφύπνιση και επαναστατική προετοιμασία των συμπατριωτών τους. Πολλοί μάλιστα επέστρεψαν στους τόπους καταγωγής τους και έχτισαν εκεί ωραιότατα αρχοντικά σπίτια κατά το πρότυπο των ευρωπαϊκών, τα οποία εξόπλισαν με έπιπλα και διακοσμητικά αντικείμενα δυτικής μόδας και κατασκευής. Πολλά από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα σε αρκετές πόλεις της δυτικής κυρίως- Μακεδονίας. Πολιτική δραστηριότητα Οι πάροικοι στη διεθνή συγκυρία (15ος-19ος αι.) Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης βρήκαν πρόσφορο έδαφος διάδοσης μεταξύ των ελλήνων παροίκων της Βιέννης. Οι έλληνες διανοούμενοι της αυστριακής πρωτεύουσας ασπάστηκαν τις γαλλικές διακηρύξεις περί ισότητας, δημοκρατίας και ελευθερίας, διάβασαν και μετέφρασαν τα έργα των γάλλων διαφωτιστών -Montesqieu, Rousseau, Voltaire- και δημοσίευσαν στις ελληνικές εφημερίδες που εκδίδονταν στη Βιέννη τη γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Παράλληλα, η προσδοκία λυτρωτικής επέμβασης του Ναπολέοντα στην Ανατολή μετέφερε τον επαναστατικό προβληματισμό των Ελλήνων από το θεωρητικό στο πρακτικό επίπεδο και ώθησε πατριώτες, όπως ο Ρήγας, να επιδιώξουν προσωπική επαφή με το Βοναπάρτη. Τέλος, τα δημοκρατικά φυλλάδια με τον προγραμματικό τους χαρακτήρα και την κωδικοποίηση των επαναστατικών αρχών παρείχαν το πρότυπο για τη σύνταξη των δημοκρατικών πολιτευμάτων που οραματίζονταν κάποιοι λόγιοι της διασποράς, όπως ο Ρήγας. Έλληνες πάροικοι κι Ελληνική Επανάσταση του 1821 Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή των Ελλήνων της Βιέννης στην Ελληνική Επανάσταση και ιδιαίτερα στο στάδιο της ιδεολογικής και πρακτικής προετοιμασίας της. Τα ελληνικά βιβλία, οι εφημερίδες, οι ξένες μεταφράσεις που βγήκαν από τα ελληνικά τυπογραφεία της Βιέννης διοχετεύονταν και στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο, συμβάλλοντας στην πνευματική αφύπνιση και ιδεολογική εξοικείωση των υπόδουλων Ελλήνων με τις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Την αυστριακή πρωτεύουσα, όμως, επέλεξε και ο Ρήγας Φεραίος για να εκδώσει το επαναστατικό του υλικό σχεδιάζοντας τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Στο τυπογραφείο των Μαρκίδων Πούλιου τύπωσε το επαναστατικό του μανιφέστο σε 3000 αντίτυπα, τους περίφημους χάρτες του και τη χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προοριζόμενα όλα να φτάσουν στην υπόδουλη πατρίδα. Επίσης, στη Βιέννη στρατολόγησε από τους εκεί εγκατεστημένους Έλληνες τους πρώτους συνεργάτες του, πολλοί από τους οποίους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο μαζί του (Θ. Τουρούτζιας, Παν. και Ιωάννης Εμμανουήλ κ.ά.), ενώ γρήγορα ο κύκλος των οπαδών του περιέλαβε Έλληνες και από άλλες παροικίες για τη συνέχιση και ολοκλήρωση του έργου του.
14
Με τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας πολλοί Έλληνες της Βιέννης μυήθηκαν στους κόλπους της και αρκετοί κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη που καταρρακώθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου (π.χ. Γεώργιος Λασσάνης), ενώ άλλοι μετέβησαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να αγωνιστούν εκεί. Οι ελληνικές Κοινότητες της Βιέννης υποστήριξαν οικονομικά την Επανάσταση στέλνοντας χρήματα κι εφόδια, αλλά προσέφεραν και ηθική συμπαράσταση υποδεχόμενες και περιθάλποντας γυναικόπαιδα από την επαναστατημένη Ελλάδα και αγωνιστές από άλλες χώρες που χρησιμοποιούσαν τη Βιέννη ως ενδιάμεσο σταθμό για τη μετάβασή τους στον ελληνικό επαναστατημένο χώρο. http://www.fhw.gr/projects/migration/15-19/gr/v2/vienna.html
Οι Ελληνικές παροικίες στην Ουγγαρία Η Ουγγαρία κατά το 16ο αιώνα ήταν διαιρεμένη σε τρεις περιοχές: την Τρανσυλβανία, τη βασιλική επικράτεια και τα κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη. Η Τρανσυλβανία πέρασε στα 1669 στην αυστριακή επικράτεια, ενώ και οι Τούρκοι έχασαν στα 1687 τα εδάφη που κατείχαν στην Ουγγαρία. Καθώς, λοιπόν, η Ουγγαρία αποτελούσε σημαντικό τμήμα της αψβουργικής μοναρχίας, η παρουσία και η δράση των Ελλήνων στα εδάφη της συνδέονται άμεσα με τις ευνοϊκές για την άσκηση του εμπορίου συνθήκες, που επικρατούσαν τότε στα πλαίσια της αψβουργικής μοναρχίας για τους βαλκάνιους εμπόρους και οι οποίες έχουν ήδη αναφερθεί. Κατ' αναλογία με την Αυστρία και την Τρανσυλβανία, οι Έλληνες πήραν και στην Ουγγαρία το διαμετακομιστικό εμπόριο στα χέρια τους, ενώ ανάμεσα στους Σέρβους, Αλβανούς και Μακεδονοβλάχους, που προσκλήθηκαν από τον ούγγρο βασιλιά Λίποτ Α΄ μετά το 1687 για να ενισχύσουν τα αποδεκατισμένα πληθυσμιακά ουγγρικά εδάφη, μετά τον τερματισμό της τουρκικής κατοχής, υπήρξαν και μερικοί Έλληνες. Το βασικό, όμως, κύμα εισροής Ελλήνων στην Ουγγαρία σημειώθηκε στα 1718, ενώ το επόμενο και μεγαλύτερο στα 17601770. Οι Kοινότητες (Kομπανίες) Προνόμια - Οργάνωση - Ναός Υπό τον όρο Έλληνες εννοούνταν και στην Ουγγαρία -όπως και στη Βιέννη- όχι μόνο οι Έλληνες στο γένος, αλλά και οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι λαοί που μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, δηλαδή οι Μακεδονοβλάχοι, Σέρβοι και Βούλγαροι, ενώ συχνά Έλληνες αποκαλούνταν συλλήβδην όλοι οι βαλκάνιοι έμποροι. Τα παραχωρηθέντα λοιπόν Προνόμια αφορούσαν και απευθύνονταν σε όλους τους ορθόδοξους βαλκάνιους εμπόρους, που προέρχονταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στα 1667 ο βασιλιάς Λίποτ Α΄ παραχώρησε τα πρώτα ειδικά Προνόμια στους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους, κυρίως Σέρβους, που ζούσαν στα βασιλικά κτήματα της βόρειας Ουγγαρίας, ενώ στα 1690 ο αυτοκράτορας κάλεσε Σέρβους να έρθουν να εγκατασταθούν στις εκκενωμένες περιοχές της Ουγγαρίας, υποσχόμενος σε αυτούς πλήρη ελευθερία. Ανάμεσα σε αυτούς τους Σέρβους υπήρχαν και κάποιοι Έλληνες. Στα 1725 το συμβούλιο της βασιλικής Ουγγαρίας, με διάταγμά του, επέτρεψε στους ορθόδοξους Σέρβους, Έλληνες και Βλάχους να πωλούν στο εξής λιανικά τα προϊόντα τους στις αγορέςπαζάρια των πόλεων, ενώ κατά τις υπόλοιπες ημέρες όφειλαν να παραδίδουν χονδρικά τα εμπορεύματά τους στις συντεχνίες των ντόπιων και βέβαια να εμπορεύονται μόνο τουρκικά είδη. Νέο
15
διάταγμα στα 1741 όρισε ότι ελεύθερα μπορούν να εμπορεύονται μόνο όσοι ορθόδοξοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα με τις οικογένειές τους στην Ουγγαρία, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάζονταν να πουλούν μόνο χονδρικά τα τουρκικά προϊόντα. Τέλος, στα 1769 η Μαρία Θηρεσία απαίτησε από τους ορθόδοξους οθωμανούς υπηκόους, με διάταγμά της, τη μεταφορά των οικογενειών τους στην Ουγγαρία και την κατάθεση όρκου πίστης στον αυστριακό αυτοκράτορα. Το διάταγμα αυτό, μαζί με το λίγο μεταγενέστερο του Ιωσήφ Β΄ στα 1784, το οποίο εμπόδιζε την ανάπτυξη του ανατολικού εμπορίου, σήμαναν την απαρχή της παρακμής της εμπορικής δραστηριότητας των ορθόδοξων βαλκάνιων εμπόρων στην Ουγγαρία. Οργάνωση των Kοινοτήτων και ίδρυση ναών Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ουγγαρίας, με σημαντικότερο κέντρο τους την Πέστη, ενώ άλλες αξιόλογες βάσεις τους ήταν οι πόλεις: Kecskemet, Eger, Miskolc, Tokaj, Gyoengyoes, Nagyvαrad, Arad, και η περιοχή Temesvαr, όπου και δημιουργήθηκαν ακμαίες ελληνικές Kοινότητες. Οι Kοινότητες αυτές ιδρύονταν αρχικά ως Kομπανίες- συνενώσεις εμπόρων- με οικονομικό δηλαδή χαρακτήρα, ενώ μέσω των διαφόρων προνομίων που απέσπασαν από τις aρχές, απέκτησαν και το δικαίωμα της αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, όπως αναλύσαμε ήδη στην περίπτωση των ελληνικών Kομπανιών της Τρανσυλβανίας. Η πρωιμότερη χρονικά από αυτές τις ελληνικές κομπανίες της Ουγγαρίας είναι εκείνη της πόλης Tokaj, η οποία ιδρύθηκε στα 1667 με αυτοκρατορικό προνόμιο, που επέτρεπε στα μέλη της την άσκηση εμπορίου, παρέχοντάς τους φορολογικές απαλλαγές και τη δυνατότητα αυτοδιοίκησης. Η Kομπανία ίδρυσε επίσης στα 1790 ναό, στον οποίο διατηρούσε δικούς της ιερείς και μπορούσε να απονέμει δικαιοσύνη στα μέλη της για κάποιες κατηγορίες αδικημάτων. Σε ανάλογη οργανωτική βάση ιδρύθηκαν και λειτούργησαν και άλλες ελληνικές Kομπανίες στην Ουγγαρία, όπως της πόλης Gyoengyoes, η οποία ιδρύθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα και παρά τους περιορισμούς αναφορικά με την ίδρυση ναού και σχολείου, φαίνεται πως κατόρθωσε να αναπτυχθεί και να δράσει με αρκετή επιτυχία· της πόλης Eger, η οποία συστήθηκε στο β΄ μισό του 18ου αιώνα, με περιορισμένες δυνατότητες αυτοδιοίκησης, ενώ απέκτησε σχολείο και ναό και της πόλης Miskolc, η οποία συστήθηκε στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα (1687) και φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ακμαία και σημαντική Kομπανία. Τα μέλη της απαλλάσσονταν από τις ισχύουσες για τους ντόποιους εμπόρους φορολογικές επιβαρύνσεις καθώς και από την υποχρέωση να παρέχουν στέγη στα ουγγρικά στρατεύματα, είχαν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης και στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα απέκτησαν ναό που τον αφιέρωσαν στον 'Αγιο Ναούμ. Η μεγαλύτερη, όμως, ελληνική Kομπανία της Ουγγαρίας κατά το 18ο αιώνα ήταν εκείνη του Kecskemet, η οποία ιδρύθηκε στα 1708, αριθμούσε τα περισσότερα μέλη και απέκτησε και αυτή δικαίωμα αυτοδιοίκησης με την εκλογή ενός προεστού για τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων της Kομπανίας. Τέλος, άλλες σημαντικές σερβικές κι ελληνοβλαχικές Kομπανίες ιδρύθηκαν στις πόλεις Novi Sad, Pest, Disszeg και στην περιοχή Bαcs, όλες οργανωμένες κατά το ίδιο πρότυπο. Οι περισσότερες από αυτές πρέπει να υποθέσουμε ότι απέκτησαν ορθόδοξους ναούς για την άσκηση της λατρείας τους, αλλά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ακριβή στοιχεία για την ίδρυση και λειτουργία των ναών αυτών, εκτός από το ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Πέστη, όπου γνωρίζουμε ότι διετέλεσαν εφημέριοι ο Πολυζώης Κοντός και ο Χαρίσιος Μεγδάνης, γνωστοί λόγιοι της εποχής.
16
Δημογραφική εικόνα Ο αριθμός των Ελλήνων και Βλάχων που εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία ήταν πολύ μεγάλος και σύμφωνα με εκτιμήσεις άγγιζε κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα τις 10.000 ψυχές. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτών καταγόταν από τη Μακεδονία και τα αλβανικά εδάφη, ενώ λιγότεροι έφθασαν από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Θράκη. Οι κυριότερες πόλεις καταγωγής των ελλήνων και βλάχων εμπόρων ήταν: Μοσχόπολη -αξιοσημείωτο είναι ότι οι Έλληνες και Βλάχοι της Kομπανίας του Miscolc κατάγονταν σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα από τη Μοσχόπολη- Κοζάνη, Σιάτιστα, Σέρβια, Δοϊράνη, Βογατσικό, Μελένοικο, Μοναστήρι, Σέλιτσα, Μπέλες, Κλεισούρα, Νάουσα κ.ά. Ενδεικτικά στοιχεία της αριθμητικής δύναμης των διάφορων Kομπανιών της Ουγγαρίας δίνει ο παρακάτω πίνακας, που καταγράφει τον αριθμό των ανεξάρτητων ορθόδοξων εμπόρων της Ουγγαρίας με βάση την απογραφή του 1754. Αν σε αυτούς προστεθούν και τα μέλη των οικογενειών των εμπόρων και του βοηθητικού προσωπικού των εμπορικών επιχειρήσεων γίνεται κατανοητό ότι ο συνολικός αριθμός των μελών των Kομπανιών ήταν πολύ μεγαλύτερος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχέσεις των ορθόδοξων εμπόρων -ελλήνων, βλάχων και σέρβων- τόσο μεταξύ τους όσο και με τους αυτόχθονες ουγγρικούς πληθυσμούς. Οι μαρτυρίες, που διαθέτουμε, αποκαλύπτουν συνεχείς και αυξανόμενες διαμάχες και διαφωνίες μεταξύ των Ελλήνων και Σέρβων της Ουγγαρίας, αναφορικά με τη χρήση και λειτουργία των ορθόδοξων ναών και των σχολείων των διαφόρων Kομπανιών. Η γλώσσα και η ώρα στην οποία θα τελούνταν η λειτουργία για Έλληνες και Σέρβους, αλλά και το είδος και ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης, που θα παρείχαν τα σχολεία των Kομπανιών, έφερναν συχνά Έλληνες και Σέρβους αντιμέτωπους, με αποτέλεσμα σε κάποιες ορθόδοξες Kοινότητες -όπως της Πέστης στα 1788- να επέλθει ο χωρισμός Ελλήνων και Σέρβων, ενώ σε άλλες όχι. Ανάλογες υπήρξαν και οι διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Βλάχων των διάφορων Kομπανιών της Ουγγαρίας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της ορθόδοξης Kοινότητας της Πέστης, στα τέλη του 18ου αιώνα, αναφορικά με τη λειτουργία της ορθόδοξης εκκλησίας της Kοινότητας. Ωστόσο, οι διαμάχες μεταξύ Ελλήνων και Βλάχων δεν κατέληξαν σε καμία περίπτωση στο χωρισμό των μεν από τους δε, αλλά, αντίθετα, οι Βλάχοι αποτέλεσαν σταθερά σημαντικό συστατικό στοιχείο των ορθόδοξων Kοινοτήτων της Ουγγαρίας. Από την άλλη μεριά, οι σχέσεις των ορθόδοξων βαλκάνιων εμπόρων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Ουγγαρίας δεν ήταν πάντα αρμονικές. Οι ντόπιοι κάτοικοι των ουγγρικών πόλεων ενοχλούνταν από τις εκτεταμένες εμπορικές δραστηριότητες των ορθοδόξων, ενώ η οθωμανική υπηκοότητα των περισσοτέρων από αυτούς δημιουργούσε την υποψία ότι ασκούσαν κατασκοπεία εις όφελος των Τούρκων, παράλληλα με το φόβο της μεταφοράς επιδημιών από τα Βαλκάνια. Κατά συνέπεια, συχνά οι δήμοι των πόλεων έπαιρναν περιοριστικά μέτρα κατά των ορθόδοξων εμπόρων και δυσχέραιναν την εγκατάστασή τους και διαμονή τους στα ουγγρικά εδάφη. Ωστόσο, οι έλληνες και βλάχοι έμποροι κατόρθωσαν να επιβληθούν και ξεπερνώντας τις δυσκολίες να εγκατασταθούν σε μεγάλο αριθμό ουγγρικών πόλεων, αναρριχώμενοι πολλοί από αυτούς και στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία, αποκτώντας τίτλους ευγενείας και υπολογίσιμη δύναμη (π.χ. οικογένεια Σίνα, Γεώργιος Ταϊκατζής, Νικόλαος Αρμενούλης κ.ά.). Αποτέλεσαν έτσι την ακμαία αστική τάξη της χώρας, η οποία εισήγαγε τις αρχές της καπιταλιστικής οικονομίας στην, κατά βάση, αγροτική ουγγρική οικονομία.
17
Παιδεία Οι περισσότερες από τις Kομπανίες της Ουγγαρίας πρέπει να διέθεταν και ορθόδοξα σχολεία για τη μόρφωση των παιδιών των μελών τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις λειτουργούσαν 26 συνολικά σχολεία στις Kομπανίες της Ουγγαρίας. Ωστόσο, ιδιαίτερα αξιόλογο και σημαντικό αναφαίνεται το σχολείο της Kοινότητας στην Πέστη, το οποίο ιδρύθηκε με δωρεά του λογίου Γ. Ζαβίρα και διέθετε και πλούσια βιβλιοθήκη. Παράλληλα, στην Πέστη λειτούργησε και σχολή ανώτερης μόρφωσης, για την προπαρασκευή δασκάλων προοριζόμενων για τα ελληνικά σχολεία της Αυστρίας-Ουγγαρίας. Σημαντικό επίσης σχολείο απέκτησαν οι Έλληνες στο Novi Sad, το οποίο ιδρύθηκε στα 1782, ενώ ως τότε φαίνεται ότι υπήρχαν έλληνες ιδιωτικοί δάσκαλοι ή οι Έλληνες έστελναν τα παιδιά τους στο κοινό για όλους τους ορθοδόξους της πόλης σχολείο. Το ελληνικό σχολείο του Novi Sad απέκτησε μεγάλη φήμη και συγκέντρωσε και σέρβους μαθητές, που έρχονταν σε αυτό για να αποκτήσουν ανώτερη μόρφωση, ενώ λειτούργησε ως τα 1870. Διεξοδικές λεπτομέρειες για την ύπαρξη, τη λειτουργία και το πρόγραμμα άλλων ελληνικών σχολείων στις πόλεις της Ουγγαρίας δε γνωρίζουμε, αλλά πρέπει να υποθέσουμε ότι -εκτός από τα σχολεία της Πέστης και του Novi Sad- τα ελληνικά σχολεία της Ουγγαρίας δεν είχαν την ακτινοβολία άλλων ελληνικών σχολείων, όπως εκείνου της Βιέννης. Εκτός από ελληνικά σχολεία, στην Ουγγαρία λειτούργησαν και τυπογραφεία που εκτύπωναν ελληνικά βιβλία, όπως το τυπογραφείο του Πανεπιστημίου της Βούδας, το τυπογραφείο του Θωμά Τράτνερ στην Πέστη κ.ά. Η εκδοτική, όμως, και τυπογραφική δραστηριότητα των Ελλήνων της Ουγγαρίας υστερεί έναντι εκείνης της Βιέννης, καθώς στην Ουγγαρία δεν κυκλοφόρησαν οι σημαντικές ελληνικές εφημερίδες και τα περιοδικά που συναντά κανείς στη Βιέννη. Φιλανθρωπία Τα μέλη των ελληνικών Kομπανιών της Ουγγαρίας ανέπτυξαν σημαντική φιλανθρωπική δραστηριότητα μέσα στους κόλπους των Kομπανιών, αλλά και στις ουγγρικές πόλεις όπου έδρασαν. Έτσι, ίδρυσαν νοσοκομεία, πτωχοκομεία, οίκους ευγηρίας και ορφανοτροφεία για την ανακούφιση των πασχόντων μεταξύ των μελών τους, ενώ προσέφεραν χρήματα και για πολεμικές ανάγκες ή για την περίθαλψη ασθενών στρατιωτών. Παράλληλα, πολλά μέλη κληροδότησαν χρηματικά ποσά για τη λειτουργία διαφόρων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενώ άλλα συνέβαλαν και στην κατασκευή κοινωφελών έργων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Γ. Σίνα, που χρηματοδότησε εξ ολοκλήρου την κατασκευή της μεγάλης κρεμαστής γέφυρας της Βουδαπέστης. Σημαντικά, τέλος, ήταν τα ποσά που οι Έλληνες και Βλάχοι αυτοί έστελναν στις υπόδουλες πατρίδες τους για την ίδρυση εκεί σχολείων, εκκλησιών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και για την κατασκευή δημοσίων κτηρίων, (π.χ.το Αστεροσκοπείο Αθηνών κτισμένο με δαπάνες του Γ. Σίνα). Οικονομία Εμπόριο και έμποροι Η βασική απασχόληση των ερχόμενων προς την Ουγγαρία ορθοδόξων ήταν το εμπόριο. Οι βασικοί τύποι βαλκάνιων εμπόρων ήταν τρεις: α) οι πλανόδιοι έμποροι, δηλαδή αυτοί που διάβαιναν από τόπο σε τόπο, χωρίς να είναι μόνιμα εγκατεστημένοι κάπου, β) οι μόνιμα εγκατεστημένοι έμποροι, οι
18
οποίοι έρχονται να κατοικήσουν στα διάφορα αστικά κέντρα της Ουγγαρίας και γ) οι μεταφέροντες εμπορεύματα έμποροι, δηλαδή όσοι κυκλοφορούσαν μεταξύ Ουγγαρίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταφέροντας τα τουρκικά προϊόντα κι έχοντας ως τελικό σταθμό συχνά τη Βιέννη. Οι ορθόδοξοι έμποροι ήταν κυρίως παντοπώλες, πωλούσαν δηλαδή στα καταστήματά τους πολλά και διάφορα είδη προϊόντων, ενώ υπήρχαν και μερικοί που εξειδικεύονταν σε ένα ή δύο προϊόντα κι ασχολούνταν αποκλειστικά με αυτά. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο τύπος του ζωεμπόρου, που αγόραζε μεγάλα ζώα (μοσχάρια, χοίρους κ.ά.) στην ουγγρική πεδιάδα και τα μετέφερε έπειτα στη Βιέννη. Δρόμοι Οι Έλληνες και Βλάχοι, που ξεκινούσαν από τη Μακεδονία με κατεύθυνση προς την Ουγγαρία, ακολουθούσαν τους μεγάλους δρόμους που οδηγούσαν προς τα εδάφη της αψβουργικής μοναρχίας και τους οποίους περιγράψαμε ήδη μιλώντας για την Τρανσυλβανία και τη Βιέννη. Για να φτάσουν, ειδικότερα, στην καρδιά της Ουγγαρίας (Βούδα και Πέστη) οι περισσότεροι Έλληνες φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν τους εξής δρόμους: Zimony-Ujvidιk-Kecskemet, Mehαdia-Temesvαr-Kecskemet και Brasov-Szeben-Arad-Kecskemet. Οι έμποροι αυτοί ταξίδευαν κατά το γνωστό τρόπο των καραβανιών, τα οποία ξεκινούσαν συνήθως από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα και τα Ιωάννινα και τα ταξίδια τους διαρκούσαν περί τους δύο μήνες, επαναλαμβανόμενα 5-6 φορές το χρόνο. Στη διάρκεια της διαδρομής στάθμευαν σε χάνια και καραβάν-σεράγια, ενώ μόλις έφταναν στους τελωνειακούς σταθμούς των συνόρων περνούσαν από τη διαδικασία της καραντίνας, δηλαδή της ιατρικής εξέτασης και απομόνωσης, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι φορείς κάποιας επιδημίας. Σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο έμεναν στα ειδικά νοσοκομεία για θεραπεία, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έπαιρναν το ειδικό πιστοποιητικό υγείας, το οποίο τους εξασφάλιζε την απρόσκοπτη είσοδο στη χώρα. Εμπορεύματα Οι ορθόδοξοι βαλκάνιοι έμποροι ήταν υποχρεωμένοι να εμπορεύονται μόνο με ανατολικά προϊόντα, στην πράξη, όμως, συχνά παρενέβαιναν αυτό τον περιορισμό και πωλούσαν και τοπικά ουγγρικά προϊόντα. Τα εμπορεύματα που μετέφεραν οι έμποροι αυτοί από και προς την Ουγγαρία ήταν σε γενικές γραμμές όλα εκείνα τα προϊόντα της Μακεδονίας που έφταναν και στις άλλες αγορές της αψβουργικής μοναρχίας. Εκτός αυτών σημαντική εξαγωγή από την Ουγγαρία αποτελούσαν τα περίφημα κρασιά της και ιδιαίτερα το κρασί των πόλεων Tokaj και Eger, καθώς και τα μεγάλα ζώα και τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Τεχνικές του εμπορίου Από τους μόνιμα εγκατεστημένους στην Ουγγαρία ορθόδοξους εμπόρους, οι περισσότεροι εμπορεύονταν αρχικά ως ανεξάρτητοι έμποροι, οι οποίοι διέθεταν ένα κατάστημα μέσα στις πόλεις και πωλούσαν διάφορα αγαθά, ενώ απασχολούσαν ως βοηθητικό προσωπικό τσιράκια, βοηθούς και δούλους. Μερικοί έπαιρναν κοντά τους και κάποιον συνέταιρο. Αργότερα, άρχισαν να ιδρύονται οι λεγόμενες Kομπανίες, δηλαδή εμπορικές ενώσεις με σκοπό την αλληλοβοήθεια, κυρίως στη διεξαγωγή του εμπορίου, οι οποίες, όμως, γρήγορα εξελίχθηκαν, όπως είδαμε, σε τύπο κοινοτικών ενώσεων με σκοπό την εκπροσώπηση των ορθοδόξων προς τις τοπικές αρχές. Τέλος, από το 1770 εμφανίστηκε μία εξελιγμένη μορφή Kομπανίας, η μετοχική εταιρεία, που αποτελείτο από 2 ή 3 εμπόρους-μετόχους, από τους οποίους ο ένας ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στην Ουγγαρία και άρα
19
Ούγγρος υπήκοος και ο άλλος παρέμενε Οθωμανός υπήκοος και μετέφερε τα εμπορεύματα. Έτσι, οι μέτοχοι απολάμβαναν των προνομίων τόσο των Ούγγρων -ελεύθερο εμπόριο, χωρίς περιορισμούςόσο και των Οθωμανών υπηκόων -τελωνειακός δασμός μόνο 3%- στη διεξαγωγή του εμπορίου. Συχνά, τέτοιες μετοχικές εταιρείες ήταν επιχειρήσεις μιας οικογένειας, π.χ. Νάκος, Πώποβιτς, Τακάτσης κ.ά. Νοοτροπίες Με βάση τις διάφορες περιγραφές, οι Έλληνες της Ουγγαρίας κατά την άφιξή τους στην Ουγγαρία φορούσαν την τουρκική ενδυμασία, ενώ με το πέρασμα των χρόνων και μετά τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη χώρα υιοθέτησαν την ουγγρική εθνική φορεσιά. Βασικά προτερήματά τους θεωρούνταν ο δυναμισμός τους και η ευστροφία τους, ενώ η κλίση τους στο εμπόριο, τους καθιστούσε συχνά ανέντιμους. Σε γενικές γραμμές, πάντως, η ζωή τους ήταν μετρημένη και παραδειγματική, ιδιαίτερα μετά τον όρκο πίστης, όταν ήρθαν και οι οικογένειες πολλών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η βασική τους διασκέδαση ήταν οι συγκεντρώσεις στα διάφορα καφενεία, που βρίσκονταν στα χέρια Ελλήνων και Βλάχων, ενώ ιδιαίτερα περιορισμένες ήταν οι επαφές τους με τους ντόπιους Ούγγρους, λόγω της αντιπάθειας, που ορισμένοι Ούγγροι έτρεφαν για τους ξένους κερδοσκόπους εμπόρους. Επίσης, προβλήματα συνύπαρξης και συχνές συγκρούσεις παρατηρούνταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και μεταξύ Ελλήνων, Σέρβων και Βλάχων. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι έμποροι αυτοί ήταν η προφορική και γραπτή ελληνική και η προφορική μόνο αρωμουνική, εμπλουτισμένες, όμως, με αρκετές λέξεις δανεισμένες από την ουγγρική διάλεκτο, ενώ χαρακτηριστική ήταν η προσήλωσή τους στην ορθόδοξη θρησκεία (π.χ. ίδρυση εκκλησιών, χριστιανικά τα ονόματά τους κ.λ.π). Από τα μέσα του 19ου αιώνα, όμως, η αφομοιωτική δύναμη των Ούγγρων έγινε ιδιαίτερα ισχυρή και άρχισε ο εξουγγρισμός των Ελλήνων και Βλάχων, που ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Πολιτική δραστηριότητα Πάροικοι και διεθνής συγκυρία (15ος-19ος αι.) Οι Έλληνες της Ουγγαρίας, όπως και οι Έλληνες της Βιέννης, υποστήριξαν και βοήθησαν τον αυστριακό στρατό στις μεγάλες του αναμετρήσεις με τους Οθωμανούς και με τους Γάλλους, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που προσέφεραν τιμήθηκαν πολλοί από αυτούς από τον αυτοκράτορα με τιμητικούς τίτλους και παραχωρήσεις γαιών (π.χ. Ταϊκατζής, Νάκος, Αρμενούλης κ.ά.). Παράλληλα, όμως, οι Έλληνες και Βλάχοι αυτοί, όπως και οι συμπατριώτες τους στη Βιέννη, ήρθαν σε επαφή και με τα νέα ιδεολογικά ρεύματα της Ευρώπης και μέσα από τα ελληνικά βιβλία, που εκδόθηκαν στην Ουγγαρία, γνώρισαν και ασπάστηκαν τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης κι εξοικειώθηκαν με την επαναστατική ιδεολογία της εποχής. Πάροικοι και Ελληνική Επανάσταση Οι Έλληνες και Βλάχοι της Ουγγαρίας συμμετείχαν και στην ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης. Αρχικά, χρηματοδότησαν την ίδρυση σχολείων και την αποστολή βιβλίων στις υπόδουλες πατρίδες τους για το φωτισμό του Γένους. Παράλληλα, γνωρίζοντας τη δραστηριότητα του Ρήγα Φεραίου, υποστήριξαν το εγχείρημά του και πολλοί κατατάχθηκαν ανάμεσα
20
στους οπαδούς του. Κατ' αναλογία, αρκετοί μυήθηκαν και στη Φιλική Εταιρεία κι έλαβαν μέρος στο κίνημα του Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Μετά την αποτυχία του κινήματος, οι ελληνοβλαχικές Kομπανίες της Ουγγαρίας υποδέχτηκαν και περιέθαλψαν πολλούς αγωνιστές και βοήθησαν όσους κατέφυγαν σε αυτές για να μεταβούν από εκεί στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο. http://www.fhw.gr/projects/migration/15-19/gr/v2/mayar.html 21
Οι Ελληνικές παροικίες στις πρώην Γιουγκοσλαβικές χώρες Σημαντικό ποσοστό απόδημων Ελλήνων συγκέντρωσαν και οι περιοχές που σήμερα ανήκουν στην πρώην Γιουγκοσλαβία και οι οποίες στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν διαιρεμένες στις καθαρά σερβικές επαρχίες -υπό τους Οθωμανούς- και στις περιοχές που πέρασαν στα 1521 στα χέρια των Οθωμανών και περιήλθαν στα 1718 στους Αυστριακούς. Οι συνθήκες που προσδιόρισαν τη μετανάστευση των Ελλήνων είναι εκείνες που αναφέραμε ήδη και που ευνόησαν την έλευση των Ελλήνων και στις άλλες περιοχές της αυστριακής επικράτειας από το 17ο και ιδιαίτερα κατά το 18ο αιώνα. Τα κέντρα εγκατάστασης των ελλήνων παροίκων στις περιοχές αυτές ήταν πολυάριθμα. Στις καθαρά σερβικές επαρχίες οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Νίσσα (Nis), Κραγκούγιεβατς (Kragujevac), Κρούσεβατς (Krusevac), Βάλιεβο (Valjevo), Ποζάρεβατς (Pozarevac), Σμεντέρεβο (Smederevo), Βελιγράδι (Beograd), Σάμπατς (Sabac) και σε άλλες δευτερεύουσας σημασίας πόλεις. Στις περιοχές που τέθηκαν μετά το 1718 υπό αυστριακή κυριαρχία Έλληνες συναντάμε στο Σεμλίνο (Zemun), στη Μιτροβίτσα (Mitrovica), στο Βούκοβαρ (Vukovar), στο Κάρλοβιτς (Sremski Karlovci), στις πόλεις Πάντζεβο (Pancevo) και Βέρσατς (Vrsac) που ανήκουν στην επαρχία Μπανάτου και στο Σλαβόνσκι Μπροντ (Slavonski Brod), Κάρλοβατς (Karlovac), Οσιγιέκ (Osijek) και Ζάγκρεμπ (Zagreb) που ανήκουν στην περιοχή της Κροατίας. Όλες αυτές οι ελληνικές παροικίες, με ιδιαίτερα σημαντικές του Βελιγραδίου και του Σεμλίνου, άκμασαν καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ενώ από το 1840 και εξής άρχισαν να παρακμάζουν, όπως και οι υπόλοιπες εστίες του ελληνισμού της διασποράς. Οι κοινότητες Προνόμια - Οργάνωση - Ναός Το πρώτο προνόμιο που παραχωρήθηκε στους ορθόδοξους βαλκάνιους -κυρίως Σέρβους αλλά και Έλληνες και Βλάχους- που ήρθαν στις γιουγκοσλαβικές επαρχίες ήταν στα 1690 (26 Απριλίου), όταν ο αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α', μετά από αίτημα των νεοαφιχθέντων στις περιοχές αυτές ορθοδόξων, τους εγγυήθηκε προστασία και συμπαράσταση σε κάθε περίσταση ορίζοντας ότι δεν είχε κανείς το δικαίωμα να τους ενοχλήσει ή να τους υποδουλώσει, ενώ ένα έτος αργότερα (11 Απριλίου 1691) νέο αυτοκρατορικό διάταγμα διόριζε υποβοεβόδα των μεταναστών αυτών τον Ιωάννη Μοναστιρλή. Έλλειψη στοιχείων παρατηρείται αναφορικά με τη δημιουργία και οργάνωση Κοινοτήτων στις πόλεις όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες και Βλάχοι. Για τις περισσότερες από αυτές θα πρέπει ίσως να
υποθέσουμε ότι οι πάροικοι αυτοί οργανώθηκαν σε Κοινότητα με δικαίωμα αυτοδιοίκησης κατά το πρότυπο και των άλλων ελληνικών Κοινοτήτων της Αυστρίας-Ουγγαρίας. Ειδικότερα, για τους Έλληνες του Σεμλίνου γνωρίζουμε ότι στην τριμερή κατάταξη των κατοίκων της πόλης με βάση την οικονομική τους επιφάνεια σε πολίτες, φορολογούμενους και προστατευόμενους φορολογούμενους οι έλληνες αυστριακοί υπήκοοι κατατάσσονταν στις δύο πρώτες κατηγορίες, ενώ οι έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι ανήκαν στην τελευταία. Καθώς το Σεμλίνο ανακηρύχτηκε στα 1749 ελεύθερος καισαροβασιλικός στρατιωτικός δήμος, με μικρές μόνο στρατιωτικές υποχρεώσεις προς το κράτος, οι κάτοικοί του απέκτησαν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης. Ανάμεσα, λοιπόν, στους κατοίκους που αναρριχήθηκαν στις ανώτερες θέσεις της διοίκησης της πόλης υπήρχαν και αρκετοί Έλληνες και Βλάχοι (π.χ. οι Ι. Κυρίτσας, Κ. Πέτροβιτς και Π. Μόρφης έδρασαν ως δήμαρχοι της πόλης). Στην απονομή δικαιοσύνης οι έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι υπάγονταν στα τοπικά δικαστήρια αλλά είχαν από άποψη αστικού δικαίου ιδιαίτερη μεταχείριση, ενώ οι έλληνες αυστριακοί υπήκοοι κατέφευγαν στη στρατιωτική διοίκηση του Σεμλίνου για την επίλυση των διαφορών τους με τις τουρκικές αρχές του Βελιγραδίου. Ίδρυση ναού για τους έλληνες παροίκους Οι έλληνες πάροικοι από την αρχή της εγκατάστασής τους στις πρώην γιουγκοσλαβικές περιοχές προσπάθησαν να αποκτήσουν δικούς τους ναούς ή τουλάχιστον την άδεια να γίνεται η Θεία Λειτουργία στην ελληνική γλώσσα, καθώς αφενός η θρησκευτική ζωή τους ήταν στενά συνδεδεμένη με εκείνη των υπόλοιπων ορθοδόξων των πόλεων (Βουλγάρων, Ρουμάνων, Σέρβων) κι αφετέρου οι ορθόδοξοι των πόλεων βορειότερα του ποταμού Σάβου υπάγονταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Καρλοβικίων ενώ εκείνοι των νότιων γιουγκοσλαβικών περιοχών εξαρτιόνταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Πραγματικά, σε κάθε πόλη όπου συγκεντρώθηκαν οι Έλληνες πάροικοι απέκτησαν τουλάχιστον έναν ορθόδοξο ναό. Ο πρώτος ορθόδοξος ναός ιδρύθηκε στο Σεμλίνο και αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο. Η ανέγερσή του άρχισε στα 1745 και αποπερατώθηκε στα 1752. Λίγο αργότερα, στα 1780 ιδρύθηκε και δεύτερος ορθόδοξος ναός στην πόλη αφιερωμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου. Τέλος, ο έλληνας απόδημος Θεόδωρος Αποστόλου χρηματοδότησε εξ ολοκλήρου την ανέγερση του παρεκκλησίου των Αρχαγγέλων στο λοιμοκαθαρτήριο της πόλης. Δικούς τους ορθόδοξους ναούς ή παρεκκλήσια απέκτησαν οι Έλληνες πάροικοι και στις πόλεις Βέρσατς (Vrsac) (ναός του Αγίου Νικολάου), Σμεντέρεβο (Smederevo) και Ρούμας (Rumas), ενώ στο Τζάκοβο (Cakovo) και στο Βελιγράδι (Beograd) οι Έλληνες εκκλησιάζονταν στους ίδιους ναούς με τους Σέρβους, αλλά πέτυχαν να γίνεται η λειτουργία και στην ελληνική γλώσσα. Δημογραφική εικόνα Οι τόποι καταγωγής των ελλήνων και Βλάχων παροίκων των πρώην γιουγκοσλαβικών χωρών ήταν κυρίως η δυτική Μακεδονία και δευτερευόντως η Ήπειρος, η Θράκη και η Θεσσαλία. Οι συχνότερα απαντώμενες πόλεις προέλευσης των παροίκων ήταν οι: Κοζάνη, Σιάτιστα, Βλάστη, Κλεισούρα, Σέλιτσα ενώ στο Βελιγράδι, ειδικότερα, συναντά κανείς Έλληνες και από την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, τις Σέρρες, την Κατράνιτσα, την Καστοριά, το Βελβεντό, το Μπλάτσι, τη Μοσχόπολη και το Μελένοικο.
22
Η αριθμητική δύναμη των παροικιών αυτών ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη με βάση τα μεγέθη της εποχής, ενώ τα μέλη τους παρουσιάζουν σταθερή αριθμητική αύξηση στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Tο Σεμλίνο εξελίχτηκε σε σημαντικότατη ελληνική παροικία με 200-250 Έλληνες στα 1764, οι οποίοι στα 1816 άγγιξαν τους 800 για να φτάσουν τους 1000 στα 1823. Από τα μέσα, όμως, του 19ου αιώνα το ελληνικό στοιχείο τόσο στο Σεμλίνο όσο και στις άλλες γιουγκοσλαβικές πόλεις παρουσίασε αισθητή μείωση. Αναφορικά με τις σχέσεις των ελλήνων παροίκων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς φαίνεται ότι συχνές και αρκετά οξείες ήταν οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Σέρβων, με κύρια αιτία προστριβών θρησκευτικά ζητήματα. Έτσι, γνωρίζουμε ότι στο Σεμλίνο οι σχέσεις Ελλήνων-Σέρβων ήταν ομαλές ως το 1793, όταν ξέσπασε μεγάλη διαμάχη μετά από παράπονα των Ελλήνων προς τις αρχές της πόλης ότι οι Σέρβοι τους προσβάλλουν και τους παρενοχλούν στην άσκηση των εκκλησιαστικών και στη διευθέτηση των εκπαιδευτικών υποθέσεών τους. Η διαμάχη έληξε με συμβιβασμό στα 1794 και αποτελεί ένα τυπικό δείγμα των ελληνοσερβικών διενέξεων που σημειώθηκαν και σε άλλες γιουγκοσλαβικές πόλεις, με εξαίρεση ίσως το Κραγκούγιεβατς (Kragujevac) όπου φαίνεται ότι αποφεύχθηκαν οι έριδες με τους Σέρβους. Παρά τις αντιθέσεις αυτές όμως, οι Έλληνες των πρώην γιουγκοσλαβικών χωρών κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να επιβληθούν στην τοπική κοινωνία και να διαδραματίσουν πρωτεύοντα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ρόλο (π.χ. τρεις Έλληνες σταδιοδρόμησαν ως δήμαρχοι στο Σεμλίνο). Γνωστές ελληνικές οικογένειες των γιουγκοσλαβικών περιοχών αποτελούν, ενδεικτικά, οι οικογένειες Ζάγκλα στο Σμεντέρεβο (Smederevo), Θωμά, Κουμανούδη, Μπουκουβάλα, Χριστοδούλου κ.ά. στο Βελιγράδι και Καραμάτα, Δάρβαρη, Σολλάρου, Ζήκου κ.ά. στο Σεμλίνο. Παιδεία Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στις πρώην γιουγκοσλαβικές περιοχές μερίμνησαν από νωρίς για την ίδρυση σχολείων ελληνικών. Στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους, πριν αποκτήσουν δικά τους σχολεία, μόρφωναν τα παιδιά τους με ιδιωτικούς δασκάλους ή τα έστελναν στα κοινά για όλους τους ορθοδόξους (Έλληνες, Σέρβους, Βούλγαρους) των πόλεων σχολεία, όπου διδάσκονταν και ελληνικά. Δυστυχώς, τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επαρκούν για την ανάλυση της λειτουργίας, του προγράμματος και του κανονισμού των διάφορων ελληνικών σχολείων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με εξαίρεση τα σχολεία ακμαίων ελληνικών παροικιών, όπως του Σεμλίνου (Zemun) και του Βελιγραδίου (Beograd). Το ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου (Zemun), που ιδρύθηκε στα 1794 μετά από μία έντονη διένεξη μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων, ονομάστηκε "Ελληνομουσείο" και διαιρούνταν σε τρεις κύκλους: α) την απλή ελληνική σχολή ή πρώτο σχολείο, όπου τα παιδιά μάθαιναν ανάγνωση, β) την ελληνική σχολή ή δεύτερο σχολείο, όπου οι μαθητές έπαιρναν τις βασικές γνώσεις γραμματικής και γ) το τρίτο σχολείο, όπου οι μαθητές τελειοποιούσαν τις γνώσεις τους και διδάσκονταν μεταξύ άλλων και τη Ρητορική. Το ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου στα 1802 αριθμούσε 88 μαθητές και μαθήτριες, ενώ γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη και ήρθαν να φοιτήσουν σε αυτό και Σέρβοι και Ούγγροι από το Σεμλίνο, το Βελιγράδι και άλλες περιοχές. Το σχολείο διέθετε επίσης και βιβλιοθήκη, ενώ ανάμεσα στους ξακουστούς λογίους της εποχής που υπηρέτησαν ως δάσκαλοι σε αυτό, ως την παύση της λειτουργίας του στα 1876, ανήκουν ο Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς, ο Ιωάννης Τουρούντζας και ο Δημήτριος Μπίρδας.
23
Ελληνικό σχολείο απαντά και στο Ζάγκρεμπ (Zagreb), στο Βέρσατς (Vrsac) όπου το σχολείο ιδρύθηκε στα 1822, στο Νεγκότιν (Negotin), στο Σάμπατς (Sabac), στο Σμεντέρεβο (Smederevo) και στο Βελιγράδι (Beograd). Περισσότερα στοιχεία για τη λειτουργία των σχολείων αυτών είτε δεν υπάρχουν είτε αναφέρονται σε μεταγενέστερες εποχές, έξω από τα χρονικά πλαίσια αυτής της μελέτης. Εκτός από την ίδρυση σχολείων, η περαιτέρω πνευματική δραστηριότητα στις ελληνικές παροικίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας υπήρξε περιορισμένης εμβέλειας κι εντοπίζεται κυρίως στο φιλολογικό και συγγραφικό έργο μερικών λογίων, όπως του Δημήτριου Δάρβαρη, του Γεώργιου Ζαχαριάδη και του Τριαντάφυλλου Δούκα, οι οποίοι έδρασαν στο Σεμλίνο και έγραψαν έργα κυρίως παιδαγωγικά, θρησκευτικά και κάποια χρηστικά για την εξυπηρέτηση των εμπόρων. Επίσης, μετέφρασαν στα ελληνικά αξιόλογα γερμανικά, ρωσικά, σερβικά και άλλα σλαβικά βιβλία και στα σλαβικά αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Τέλος, στο Σεμλίνο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα συναντά κανείς αρκετά βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία, με ιδιαίτερα σημαντικά ανάμεσά τους εκείνα των ελληνικών οικογενειών Καραμάτα και Πούλιου. Για την πνευματική δραστηριότητα, όμως, των μελών των άλλων ελληνικών παροικιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας δε διαθέτουμε πληροφορίες. Φιλανθρωπία Οι έλληνες πάροικοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες, ακολουθώντας το πρότυπο και των άλλων Ελλήνων μέσα στο πλαίσιο της αψβουργικής μοναρχίας, επένδυαν πολλά από τα χρήματα που είχαν συγκεντρώσει σε κοινωφελείς σκοπούς. Έτσι, γνωρίζουμε ότι επιφανείς Έλληνες (το ζεύγος Νικόλαος κι Ευγενία Κίκη) έχτισαν ένα μεγαλοπρεπές νοσοκομείο στο Βελιγράδι, ενώ άλλοι κληροδοτούσαν μεγάλα ποσά προς συντήρηση πνευματικών ιδρυμάτων, βοήθεια φτωχών, προικοδότηση άπορων κοριτσιών, υποστήριξη φτωχών φοιτητών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου και άλλες αγαθοεργίες στις περισσότερες γιουγκοσλαβικές πόλεις όπου ήταν εγκατεστημένοι έλληνες πάροικοι. Παράλληλα, σημαντικά ποσά έστελναν οι έλληνες αυτοί και στις υπόδουλες πατρίδες τους για την ενίσχυση σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις πόλεις κυρίως της δυτικής Μακεδονίας. Οικονομία Εμπόριο και Έμποροι Οι έλληνες πάροικοι των πρώην γιουγκοσλαβικών περιοχών ήταν κατά βάση έμποροι, όπως εξάλλου και οι Έλληνες της υπόλοιπης αψβουργικής μοναρχίας, οι οποίοι είχαν πάρει στα χέρια τους το διαμετακομιστικό εμπόριο των περιοχών αυτών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι έμποροι αυτοί μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες: α) Οι παραγγελιοδόχοι (σπεδιτόροι ή κομισιονάριοι), οι οποίοι ασχολούνταν με το διαμετακομιστικό εμπόριο και απαντούσαν κυρίως στο Σεμλίνο, όπου είχαν συμπήξει και σωματείο με την επωνυμία "Αδελφότης των σπεδιτόρων του Ζέμονος". Μέσω των σπεδιτόρων του Σεμλίνου διοχετεύονταν στην κεντρική και δυτική Ευρώπη τα προϊόντα των τουρκοκρατούμενων βαλκανικών χωρών και της Εγγύς Ανατολής. β) Οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους όλο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Σερβίας, ενώ σημαντική θέση ανάμεσά τους κατείχαν οι ζωέμποροι οι οποίοι διεξήγαν χονδρικό εμπόριο ζώων, κυρίως βοοειδών και χοίρων, ανάμεσα στη Σερβία και την κεντρική Ευρώπη. γ) Οι μικρέμποροι, που ασχολούνταν με το λιανικό εμπόριο πουλώντας στις εμποροπανηγύρεις διάφορα προϊόντα ή όντας ιδιοκτήτες διάφορων καταστημάτων μέσα στις πόλεις (υφασμάτων, αποικιακών ειδών-μπακαλικής, μπαχαρικών, σιδηρικών, ψιλικών κ.ά.).
24
Δρόμοι Οι κυριότεροι χερσαίοι δρόμοι τους οποίους ακολουθούσαν οι έλληνες σπεδιτόροι για να φτάσουν στις πρώην γιουγκοσλαβικές περιοχές ήταν οι δρόμοι που έφερναν τους Έλληνες στα εδάφη της αψβουργικής μοναρχίας και στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της. Στην περίπτωση, όμως, των γιουγκοσλαβικών παροικιών οι Έλληνες τερμάτιζαν την πορεία τους στο Σεμλίνο, το Βελιγράδι και τις άλλες σερβικές πόλεις και δε συνέχιζαν ως την καρδιά της αψβουργικής μοναρχίας. Στους χερσαίους αυτούς δρόμους οι έλληνες έμποροι κινούνταν με τα καραβάνια και διανυκτέρευαν στα χάνια και τα καραβάν-σεράγια, με ξακουστό ανάμεσά τους το καραβάν-σεράι των Σκοπίων. Εκτός των χερσαίων οι έλληνες έμποροι χρησιμοποιούσαν και ένα πλατύ ποταμίσιο συγκοινωνιακό δίκτυο, με κύρια αρτηρία το Δούναβη και τους παραπόταμούς του. Οι Έλληνες παραλάμβαναν στο Σεμλίνο και το Βελιγράδι τα φορτία με τα εμπορεύματα που δεχόταν ο Δούναβης από τους παραπόταμούς του κι από εκεί τα μετέφεραν μέσω των χερσαίων δρόμων προς τα λιμάνια της Αδριατικής ή τα φόρτωναν σε άλλα πλοία με κατεύθυνση τη Μαύρη Θάλασσα. Εμπορεύματα Τα εμπορεύματα που διακινούσαν οι έλληνες έμποροι στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας ήταν όλα εκείνα τα ανατολικά προϊόντα που εισήγαν σε όλη την αψβουργική μοναρχία, δηλαδή χαλιά, μπαχαρικά, κρασί, νήματα κλπ. Παράλληλα, στις βαλκανικές αγορές οι έλληνες έμποροι προωθούσαν τα βιομηχανικά προϊόντα της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Όταν τα εμπορεύματα έφταναν στο Σεμλίνο, οι έλληνες έμποροι υποχρεούνταν να τα μεταφέρουν στο λοιμοκαθαρτήριο της πόλης για απολύμανση, από το φόβο της μεταφοράς επιδημιών -ιδιαίτερα το μαλλί, το βαμβάκι, το μετάξι, τα δερμάτινα και όλα τα τριχωτά προϊόντα, τα οποία τα έπιανε εύκολα η πανούκλα. Εκεί αφού απολυμαίνονταν, συνοδεύονταν από καταστάσεις με αναλυτική καταγραφή των στοιχείων του εμπορεύματος. Τέλος, οι έλληνες έμποροι του Σεμλίνου διεξήγαν και σημαντικό ζωεμπόριο με ζώα που αγόραζαν από τη Σερβία και τα διοχέτευαν κατόπιν στην κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία. Τεχνικές του εμπορίου Οι έλληνες έμποροι στην πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν μεγαλέμποροι, παραγγελιοδόχοι και μικρέμποροι. Οι μεγαλέμποροι λειτουργούσαν συχνά με τη μορφή των εμπορικών οίκων. Σημαντικοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι του Βελιγραδίου ήταν, ενδεικτικά, των οικογενειών Κίκη, Θωμά, Μπουκουβάλα, Χριστοδούλου κ.ά. Παράλληλα, οι μικρέμποροι απασχολούσαν στα καταστήματά τους και βοηθητικό προσωπικό, όπως και οι ζωέμποροι οι οποίοι είχαν στην υπηρεσία τους ανθρώπους δυνατούς για τη φύλαξη των ζώων από τις αρπαγές των ληστών. Οι ζωέμποροι πορεύονταν συνήθως σε ομάδες οδηγώντας μεγάλα κοπάδια ζώων και έχοντας επικεφαλής έναν επόπτη, καλό γνώστη των δρόμων. Εκτός, όμως, από το εμπόριο οι Έλληνες στην πρώην Γιουγκοσλαβία ασκούσαν και μια σειρά άλλων επαγγελμάτων σχετικών με το εμπόριο, όπως, καταρχήν, χρηματιστηριακές και τραπεζιτικές δραστηριότητες. Ξακουστοί τραπεζιτικοί οίκοι στο Σεμλίνο ήταν των οικογενειών Δάρβαρη και Σπίρτα, ενώ στο Βελιγράδι σπουδαίος τραπεζίτης ήταν ο Ι. Κουμανούδης και στο Ζάγκρεμπ ο Αναστ. Πόποβιτς ίδρυσε το πρώτο ταμιευτήριο της Κροατίας. Επίσης, οι Έλληνες ασχολούνταν και με ταχυδρομικές εργασίες και με τη ναυσιπλοΐα, ιδιαίτερα στο Σεμλίνο όπου έλληνες πλοιοκτήτες είτε μετέφεραν με τα
25
πλοία τους ξένα εμπορεύματα είτε τα χρησιμοποιούσαν για δικές τους εμπορικές εργασίες, ενώ αρκετοί ήταν βιοτέχνες (αργυροχόοι, ράφτες, υποδηματοποιοί, γουναράδες, ζαχαροπλάστες, σαπουνοποιοί, αρτοποιοί κλπ.), ξενοδόχοι (δηλαδή εκμεταλλευτές χανίων και μαγειρείων σε όλη την αψβουργική μοναρχία) και τέλος βιομήχανοι ασχολούμενοι κυρίως με τη σηροτροφία και τη μελισσοκομία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο έλληνας Π. Σπίρτας άνοιξε το πρώτο εργοστάσιο για την επεξεργασία κουκουλιών στο Σεμλίνο, ενώ οι Έλληνες του Κραγκούγιεβατς ίδρυσαν το πρώτο εργοστάσιο μπίρας στη Σερβία. Νοοτροπίες Οι έλληνες έμποροι αποτέλεσαν την αστική τάξη των γιουγκοσλαβικών πόλεων και συγκεντρώνοντας τεράστια οικονομικά ποσά κατόρθωσαν πολλοί από αυτούς να ανέλθουν στο ανώτερο στρώμα της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας της εποχής. Τον πλούτο που αποκτούσαν τον επένδυαν στην κατασκευή επιβλητικών και ωραιότατων αρχοντικών σπιτιών αλλά και μεγαλόπρεπων ταφικών μνημείων. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα της ανώτερης κοινωνικής τάξης των γιουγκοσλαβικών λαών και η γλώσσα του εμπορίου. Αργότερα, οι έλληνες έμποροι προσπαθώντας να συνεννοηθούν με τους πελάτες τους -τους γιουγκοσλαβικούς λαούς- επιδόθηκαν στην εκμάθηση της σερβικής γλώσσας κι εξέδωσαν προς αυτή την κατεύθυνση πολλά ελληνοσερβικά και σερβοελληνικά βοηθήματα. Πολιτική Δραστηριότητα Για την πολιτική δραστηριότητα των Ελλήνων της πρώην Γιουγκοσλαβίας και τη σχέση τους με τη δράση των ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής αλλά και με την Ελληνική Επανάσταση δε διαθέτουμε πολλές πληροφορίες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι, όταν κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1787-1791 οι Αυστριακοί πολιορκούσαν το Βελιγράδι και οι Τούρκοι μέσα στο φρούριο απειλούσαν με σφαγές τους χριστιανούς κατοίκους, ο έλληνας μητροπολίτης Βελιγραδίου Διονύσιος Παπαγιαννούσης-Πόποβιτς κατόρθωσε με ένα τέχνασμά του να παραδώσει αναίμακτα το φρούριο στους Αυστριακούς, οι οποίοι και τον τίμησαν γι' αυτές του τις υπηρεσίες. Λίγο αργότερα οι έλληνες ζωέμποροι βοήθησαν οικονομικά τους σέρβους επαναστάτες κατά την Επανάσταση του 1804 αγοράζοντας από αυτούς ζώα. Οι Έλληνες του Σεμλίνου ήταν, επίσης, ενήμεροι για τη δράση του Ρήγα Φεραίου και την προετοιμασία γενικά της Ελληνικής Επανάστασης και κάποιοι από αυτούς, με κυριότερους ανάμεσά τους τον Ιωάννη Γεωργίου Τουρούντζια, το Φυλακτό Νικολάου, το Γεώργιο Αθανασίου, το Γεώργιο Αυξεντίου και τον Κωνσταντίνο Γεωργίου-Κυρίτσα, κατατάχθηκαν στους οπαδούς του Ρήγα. Γενικά, οι οπαδοί του Ρήγα στο Σεμλίνο ανήκαν σε πλατιά κοινωνικά στρώματα και πολλοί από αυτούς διέθεταν οικονομική επιφάνεια και ισχυρή κοινωνική θέση. Δυστυχώς, δε διαθέτουμε πληροφορίες για την απήχηση των σχεδίων του Ρήγα στις ελληνικές παροικίες των άλλων πόλεων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά ούτε και για τη συμμετοχή των Ελλήνων της πρώην Γιουγκοσλαβίας στη Φιλική Εταιρεία και στο κίνημα του Υψηλάντη. http://www.fhw.gr/projects/migration/15-19/gr/v2/yugoslavia.html
26
Ρήγας Φεραίος
Βίος και επανάσταση
Τα νεανικά χρόνια του
Ρήγα Φεραίου είναι βυθισμένα στην αχλή του θρύλου και είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα, όπως και ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές του αργότερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα άτομα με τα οποία συνεργαζόταν συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, αλλά και οι περισσότερες από τις προκηρύξεις του καταστράφηκαν. Αργότερα η ανάγκη δημιουργίας εθνικών ηρώων του υπόδουλου έθνους, σε συνδυασμό με την έλλειψη σχετικής ιστοριογραφίας ανήγαγε πολλούς θρύλους περί του προσώπου του. Οι βασικότερες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο Χριστόφορος Περραιβός που υπήρξε συνεργάτης του κα συναγωνιστής. Άγαλμα του Ρήγα στο Βελιγράδι, οδός Riga od Fere Σύμφωνα με τον Χριστόφορο Περραιβό τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολών του θείου του, Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρίσκεται στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στην ίδια μονή συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του τον μοναχό Νικόδημο, ο οποίος του είχε παραχωρήσει τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του. Στο Άγιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (17261806) μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου και παππού του μετέπειτα αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας, επίσης Αλέξανδρου Υψηλάντη (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφό του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς.
27
Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον «Θούριο» και την «Χάρτα» που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λιθογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, το Φυσικής απάνθισμα, το Ηθικός Τρίπους, Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, Τα Δίκαια του ανθρώπου, καθώς και το Νέος Ανάχαρσις. Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της «Χάρτας», ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Δύο έτη αργότερα, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μιας νέας έκδοσης της Χάρτας, μικρότερων διαστάσεων (1,04 x 1,02 μ), με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία. Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792 η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο οδηγεί τις ελπίδες του Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων από τη Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας, αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει σχέση με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του που συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και είναι το εξής. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο Χριστόφορο Περραιβό και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντωνίου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον βαρόνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη Τεργέστη. Ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε το κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να τον συλλάβει.
28
29
Πύργος Νεμπόισα (Kula Nebojša), Βελιγράδι, 2011
Αναμνηστική πλάκα στον πύργο Νεμπόισα, στον οποίο ο Ρήγας Φεραίος βρήκε φρικτό θάνατο Ο Ρήγας μετά από προδοσία συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797 μαζί με τον Περραιβό. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, στις 14 Φεβρουαρίου 1798, όπου ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν και οδηγήθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (41 χρονών) και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών, γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από την Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη), με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Nebojša (Небојша), παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη. Ο Πύργος Νεμπόισα (Σερβικά: Kula Nebojša) ήταν σημαντικό αμυντικό κτίσμα έξω από το Φρούριο του Βελιγραδίου και βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Σάβα και Δούναβη. Χτίστηκε γύρω στο 1460 από τους Ούγγρους, πάνω στα θεμέλια ρωμαϊκού πύργου του 1ου αιώνα με σκοπό την ενίσχυση της προστασίας της πόλης από τους Τούρκους. Μετά την πτώση του Βελιγραδίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο πύργος μετατράπηκε σε φυλακή. Στη φυλακή αυτή θανατώθηκε ο Ρήγας Φεραίος το 1798 και ο Μητροπολίτης Βελιγραδίου Μεθόδιος το 1800. Ο πύργος ανακηρύχθηκε ιστορικό μνημείο και αναστηλώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 2011 έγιναν περαιτέρω εργασίες αναστήλωσης και ο πύργος μετατράπηκε σε μουσείο με κοινή Σερβική και Ελληνική χρηματοδότηση που άρχισε το 2007.
Ο παροικιακός Ελληνισμός της Βιέννης: η εμπροσθοφυλακή της αναγέννησης του σύγχρονου Ελληνισμού (18ος - 19ος αιώνας)
30
Έλληνας έμπορος του 18ου αιώνα
Griechenstrasse
Η παρουσία του Ελληνισμού στην Βιέννη έχει τις ρίζες της στις αρχές του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα στις συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718) που υπογράφτηκαν μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Αψβούργων. Οι συνθήκες αυτές προέβλεπαν μια σειρά από αμοιβαία προνόμια για τους υπηκόους των 2 Αυτοκρατοριών που είχαν ως στόχο την τόνωση του εμπορίου. Γενικότερα η μακροπρόθεσμη πολιτική των Αψβούργων στην περιοχή είχε ως τελικό στάδιο την εμπορική (και πιθανά εδαφική) έξοδο της Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της Θεσσαλονίκης. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν από το γεωπολιτικό αυτό πλαίσιο ευνόησαν τους Έλληνες της Ηπείρου και της Μακεδονίας που γνώριζαν αρκετά καλά τους χερσαίους δρόμους μέσω Βοσνίας και Βουλγαρίας προς την Βιέννη και ως υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν την ευκαιρία να εγκατασταθούν στην Βιέννη και να αναπτύξουν μια ζωηρή εμπορική αλλά και πολιτισμική δραστηριότητα. Η Βιέννη την εποχή εκείνη αποτελούσε το μεγαλύτερο εμπορικό σταυροδρόμι της Βορειοανατολικής Ευρώπης, ήταν το σημείο όπου αποθηκεύονταν τα προϊόντα που προέρχονταν από την Ανατολή πριν διοχετευθούν οριστικά στις αγορές της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και των Γερμανικών κρατιδίων. Οι κυριότεροι χερσαίοι δρόμοι εκτείνονταν από την Κωνσταντινούπολη μέσω Σόφιας, από την Θεσσαλονίκη μέσω Σκοπίων και από Σέρρες μέσω Στρώμνιτσας. Οι δρόμοι αυτοί ήταν σε πολλά σημεία δύσβατοι, έκλειναν σε περίπτωση κακοκαιρίας και συχνά τους λυμαίνονταν ληστές και κακοποιοί. Για να αντιμετωπίσουν αυτές τις συνθήκες ανασφάλειας οι Έλληνες έμποροι ταξίδευαν συνήθως σε κοινές πορείες, δηλαδή με τα λεγόμενα καραβάνια: σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο συγκεντρώνονταν πολλοί έμποροι από διάφορες περιοχές και ξεκινούσαν όλοι μαζί μεταφέροντας τα εμπορεύματά τους με υποζύγια -συνήθως άλογα, καμήλες και μουλάρια. Οι έμποροι αυτοί ήταν κατά κανόνα οπλισμένοι, ενώ στη διάρκεια του μακρινού ταξιδιού, το οποίο διαρκούσε ολόκληρους μήνες, σταματούσαν στα καραβάν-σεράγια και στα χάνια που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου. Εκεί διανυκτέρευαν, τάιζαν τα ζώα τους, ανεφοδιάζονταν οι ίδιοι, ενώ συχνά προέβαιναν και σε εμπορικές συναλλαγές.
Οι Έλληνες πολύ σύντομα κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα αξιοσημείωτο κύκλο εμπορικής εργασίας εμπορευόμενοι προϊόντα από την Μακεδονία. Τα κυριότερα ανατολικά προϊόντα που εξήγαγαν οι Έλληνες πραματευτές από τις τουρκοκρατούμενες πατρίδες τους προς τη Βιέννη ήταν: γουναρικά της Καστοριάς, νήματα (κόκκινα και λευκά), χαλιά της Μοσχόπολης, δέρματα Μακεδονίας και Ανατολής, βαμβάκι Σερρών, αλατζάδες και κρόκος Κοζάνης, κρασί Σιάτιστας και Νάουσας, μαχαίρια σμυρνιώτικα, καπνός, αλάτι, πιπέρι και άλλα μπαχαρικά, μεταξωτές κλωστές, ρύζι, όσπρια κ.ά. Κατά την επιστροφή τους στις πατρίδες τους μετέφεραν από την κεντρική Ευρώπη προϊόντα επεξεργασμένα, ρούχα, είδη πολυτελείας, μεταξωτά υφάσματα, αγγεία κρυστάλλινα και πορσελάνινα, γυναικεία κοσμήματα, καθρέφτες με επίχρυσα πλαίσια κ.ά.
η οδός Griechenstrasse σήμερα
Οι Έλληνες έμποροι που σύμφωνα με απογραφή που διενήργησαν οι αψβουργικές αρχές το 1767 προέρχονταν από την Κοζάνη, τις Σέρρες την Θεσσαλονίκη τα Γιάννενα, την Λάρισα, τον Τύρναβο και την Τσαριτσάνη, εγκαταστάθηκαν στο βορειοανατολικό τμήμα της Βιέννης εκεί όπου διεξαγόταν το χονδρικό εμπόριο. Εκεί ακόμη και σήμερα υπάρχει η οδός Griechengasse (οδός των Ελλήνων) προς τιμήν του Ελληνικού στοιχείου που κάποτε πρωταγωνιστούσε οικονομικά και πολιτισμικά στην περιοχή. Πολύ σύντομα δημιουργήθηκαν μεγάλοι εμπορικοί οίκοι όπως ο οίκος Σίνα, των αδερφών Δούμπα, του Ζηνοβίου Πωπ, των αδερφών Δάρβαρη κτλ, του Γεώργιου Καραγιάννη ενώ οι Έλληνες της Βιέννης στα τέλη του 18ου αιώνα αριθμούσαν περίπου στα 2.000 άτομα. Η γρήγορη οικονομική ανέλιξη των Ελλήνων τους επέτρεψε να ενσωματωθούν στην Βιεννέζικη υψηλή κοινωνία και πολλοί εξ αυτών παντρεύτηκαν Βιενέζες, έγιναν εξέχοντα μέλη της βιενέζικης αστικής τάξης και εγκαταστάθηκαν στην πόλη για πάντα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Γεώργιος Σίνας, ο Στέργιος Δούμπας και ο Κωνσταντίνος Μπέλιος που έλαβαν τον τίτλο του Βαρώνου, ενώ ο Θεόδωρος Καραγιάννης και ο Νικόλαος Δούμπας έγιναν βουλευτές της Αυτοκρατορικής Δίαιτας. Εκκλησία Αγίου Γεωργίου στην Βιέννη
31
Η μικρή ελληνική εμπορική κοινότητα της Βιέννης αποτέλεσε μια εμπροσθοφυλακή της οικονομικής και πολιτιστικής αναγέννησης του Ελληνισμού. Οι εύποροι Έλληνες έμποροι της παροικίας της Βιέννης δεν απαρνήθηκαν την καταγωγή τους και το θρήσκευμα τους, αλλά αντιθέτως χρησιμοποίησαν την περιουσία τους για κοινωφελή κοινωνικά και εθνικά έργα τόσο στην ίδια την Βιέννη όσο και στον Ελλαδικό χώρο. Δείγματα της δραστηριότητας αυτής είναι οι δύο ορθόδοξες εκκλησίες στην Βιέννη αληθινά κομψοτεχνήματα που σώζονται σε άριστη κατάσταση ως σήμερα (εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην οδό Ελλήνων και Αγία Τριάδα), η ίδρυση το 1801 την Ελληνική Εθνική Σχολή της Βιέννης με πρώτο δάσκαλο τον Δημήτριο Δάρβαρη, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα. Πολλά σχολεία στον Ελλαδικό χώρο ιδρύθηκαν χάρις τις οικονομικές προσφορές των Ελλήνων της Βιέννης που επίσης ανέπτυξαν ένα εκτεταμένο φιλανθρωπικό έργο που ανακούφισε τους αδύναμους (χήρες, ορφανά κτλ). Εκτός όλων αυτών, η Βιέννη υπήρξε ένα εργαστήρι του νεοελληνικού διαφωτισμού, όπου πολλοί Έλληνες λόγιοι έδρασαν δημιουργώντας τις συνθήκες για την επανασύνδεση του νέου Ελληνισμού με την αρχαία κοιτίδα του. Αναμφίβολα οι κορυφαίες εκφράσεις διαφωτισμού στην Βιέννη υπήρξε η έκδοση της εφημερίδας του "Λόγιου Ερμή" από τον κληρικό Άνθιμο Γαζή γραμμένη στην δημοτική, και η "Καλλιόπη" από τον λόγιο Αθανάσιο Σταγειρίτη. Στην Βιέννη έζησαν, σπούδασαν και δίδαξαν μεγάλοι εκπρόσωποι της πολιτιστικής αναγέννησης του Ελληνισμού όπως ο Ρήγας Φεραίος, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Κωνσταντίνος Κούμας και ο Νεόφυτος Δούκας, ενώ στην Βιέννη λειτούργησαν το τυπογραφείο του Γεώργιου Βεντότη και αυτό των αδερφών Πούλιου χάρις το οποίο εκδόθηκε η Ελληνική "Εφημερίς", αλλά και πολλά έργα του Ρήγα Βελεστινλή. Ο Ρήγας επισκέφτηκε την Βιέννη αρχικώς το 1790 ως γραμματέας, αλλά κυρίως το 1796 όταν και τύπωσε 3000 αντίτυπα με το επαναστατικό του μανιφέστο στο τυπογραφείο των αδερφών Πούλιου. Στις εγκαταστάσεις του τυπογραφείου ο Ρήγας συναντούσε τους ομοϊδεάτες του, τραγουδούσαν τον "Θούριο" και κατέστρωναν τα επαναστατικά σχέδια τους για την εξέγερση των χριστιανών στην Βαλκανική.
Με τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας, πολλοί Έλληνες της Βιέννης μυήθηκαν στους κόλπους της και αρκετοί κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη που καταρρακώθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου (π.χ. Γεώργιος Λασσάνης), ενώ άλλοι μετέβησαν στην επαναστατημένη Ελλάδα για να αγωνιστούν εκεί. Οι ελληνικές Κοινότητες της Βιέννης υποστήριξαν οικονομικά την Επανάσταση στέλνοντας χρήματα κι εφόδια, αλλά προσέφεραν και ηθική συμπαράσταση υποδεχόμενες και περιθάλποντας γυναικόπαιδα από την επαναστατημένη Ελλάδα και αγωνιστές από άλλες χώρες που χρησιμοποιούσαν τη Βιέννη ως ενδιάμεσο σταθμό για τη μετάβασή τους στον ελληνικό επαναστατημένο χώρο. Ο απόηχος της Ελληνικής παρουσίας στην Βιέννη φτάνει μέχρι τις ημέρες μας. Εκτός από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου η οποία βρίσκεται σε λειτουργία, πρόσφατα (Ιούνιος 2004) η "Ελληνική σχολή της Βιέννης" γιόρτασε τα 200 χρόνια συνεχούς λειτουργίας της σε τελετή που παραβρέθηκε ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος. Πολλά κτήρια στο κέντρο της Βιέννης έχουν Ελληνικής ονομασίες και τεχνοτροπία, ενώ απόγονοι των μεγάλων οικογενειών που πρωτοεγκαταστάθηκαν στην Βιέννη πρωταγωνίστησαν στις Τέχνες (Χέρμπερτ Φον Κάραγιαν, Αγνή Μπάλτσα) και στην πολιτική (Μαρία Βασιλάκου πρόεδρος
32
της κοινοβουλευτικής ομάδας των "Πρασίνων" του κρατιδίου της Βιέννης). Από το 1962 λειτουργεί στην Βιέννη τμήμα Βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών όπου δίδαξε και ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης ως το 1980. (για την περίληψη και την συναρμολόγηση) Ι. Β. Δ. Πηγές - άλλα άρθρα στο διαδίκτυο Κοιτίδες Ελληνισμού: Βιέννη, εκδ. "Η Καθημερινή" 2011, εισαγωγή και επιμέλεια Βάσω Σειρινίδου, κείμενα Ελένη Σιγάλα Mια μακεδονική ιστορία: Η ελληνική παροικία στη Βιέννη, 18ος-πρώτο μισό 19ου αιώνα, Griechische Gemeinde Wien, άρθρο της Βάσως Σειρινίδου Βιέννη, το πρώτο Χρηματιστήριο των Ελλήνων, στο καφενείο Café Grec Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Οι ελληνικές παροικίες της Αυστρίας: ο Ελληνισμός της Βιέννης Ιστοσελίδα της Ελληνικής Σχολής της Βιέννης Ο εμπορικός οίκος των Σίνα http://www.istorikathemata.com/2013/11/Greek-merchants-in-Vienna-during-18th-century.html
Βιέννη, Η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και η Griechenstrasse Σάββατο, 25 Απριλίου 2015, 3:40:28 μμ
33
Mια μακεδονική ιστορία: Η ελληνική παροικία στη Βιέννη, 18ος-πρώτο μισό 19ου αιώνα, Griechische Gemeinde Wien (της Βάσω Σειρηνίδου, Λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών)
και Αρχαιολογίας του Εθνικού και
Ο Δημήτριος Χατζηκώτσιος ξεκίνησε γύρω στα 1740 από την πατρίδα του, τη Σιάτιστα, ακολουθώντας τα εμπορικά καραβάνια προς την Κεντρική Ευρώπη. Έκτοτε διάβηκε αρκετές φορές τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διέμεινε κατά διαστήματα στη Σαξονία και στην Ουγγαρία. Το 1766, σε ηλικία 48 ετών, ζούσε μόνιμα στη Βιέννη και διατηρούσε εμπορικό οίκο στην περιοχή της alter Fleischmarkt. Εισήγαγε από την Ανατολή βαμβάκι, μαλλί, κρόκο και δέρματα και το ύψος των ετήσιων συναλλαγών του έφτανε τα 10.000 αυστριακά φιορίνια. Σύμφωνα με δήλωσή του, δεν σκόπευε να επιστρέψει στην πατρίδα του . Στις λίγες γραμμές που οι αψβουργικές αρχές αφιέρωσαν στον άγνωστό μας Δημήτριο Χατζηκώτσιο από τη Σιάτιστα, με αφορμή την απογραφή των εμπορευόμενων Οθωμανών υπηκόων στη Βιέννη (το 1766), συνοψίζονται όλες εκείνες οι ιστορικές διαδικασίες, οι συλλογικές πρακτικές και οι ατομικές αποφάσεις που συνέθεσαν ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα της νεοελληνικής ιστορίας, αυτό του παροικιακού ελληνισμού στην Κεντρική Ευρώπη. Χερσαία εκδοχή του ευρύτερου μεταναστευτικού ρεύματος που εκδηλώθηκε στον ελληνικό χώρο μεταξύ του 18ου και των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα και οδήγησε στη δημιουργία εμπορικών παροικιών στα σημαντικότερα κέντρα της Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας, η ελληνική Διασπορά στην Κεντρική Ευρώπη απαρτιζόταν κατεξοχήν από ανθρώπους προερχόμενους από τον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Αλλά και η ίδια η ιστορία των ελληνικών παροικιών στην Αψβουργική Αυτοκρατορία έγινε αντιληπτή και συγκροτήθηκε πρωτίστως ως μακεδονική ιστορία. Την αρχή έκανε ο ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος, τον Φεβρουάριο του 1912, με τον πρυτανικό του λόγο «Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Ουγγαρία και Αυστρία μακεδονικού ελληνισμού». Με το κείμενο αυτό, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέος Ελληνομνήμων, ο Σπυρίδων Λάμπρος επιχειρούσε, λίγους μήνες πριν την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων, να εγγράψει την πρόσφατη ιστορία της Μακεδονίας στο ελληνικό εθνικό αφήγημα. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η ιστορία του παροικιακού ελληνισμού στην Αψβουργική Αυτοκρατορία έφερε σταθερά μακεδονικό πρόσημο. Η μακεδονική διάσταση του φαινομένου δηλωνόταν, εξάλλου, και στους τίτλους των συναφών μελετών της περιόδου.
34
Όπως πάλι μπορούμε να διακρίνουμε από τους σχετικούς τίτλους, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το ελληνικό πρόσημο φαίνεται να κερδίζει έδαφος έναντι του μακεδονικού.Από ιστοριογραφικής σκοπιάς, πάντως, η μετατόπιση της έμφασης από το τοπικό στο εθνικό δεν συνιστούσε κάποια τομή σε σχέση με την προηγούμενη πρακτική. Σε κάθε περίπτωση, επρόκειτο για προσεγγίσεις συμβατές με το εθνικό αφήγημα. Τομή για την ιστοριογραφία των εμπορικών μεταναστεύσεων του 18ου αιώνα αποτέλεσε η δημοσίευση από τον Αμερικανο-σέρβο ιστορικό Traian Stoianovich το 1960 της κλασικής πλέον μελέτης του The Conquering Balkan Orthodox Merchant . Στη μελέτη αυτή, η έμφαση στη μακεδονική και ελληνική διάσταση του παροικιακού φαινομένου υποχωρούσε έναντι μιας ευρύτερης βαλκανικής προοπτικής. Ο αντίκτυπος του έργου του Stoianovich έγινε αισθητός στον ελληνικό χώρο μόλις τη δεκαετία του 1980 και συνδυάστηκε με τη στροφή της ελληνικής ιστοριογραφίας σε πιο οικονομικο-ιστορικές προσεγγίσεις του παροικιακού φαινομένου . Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι από την ίδια εποχή το ενδιαφέρον των νέων ιστορικών επικεντρώθηκε περισσότερο στις παροικίες του θαλάσσιου ελληνικού εμπορικού δικτύου (Τεργέστη, Αλεξάνδρεια, Βενετία, Λονδίνο, Οδησσός, Λιβόρνο, Μασσαλία) και λιγότερο στις εμπορικές εγκαταστάσεις της Κεντροανατολικής Ευρώπης. Η τάση αυτή φάνηκε να μεταβάλλεται την τελευταία δεκαετία, με την εμφάνιση νέων μελετών αδημοσίευτων διδακτορικών διατριβών και δημοσιευμένων μονογραφιών- σχετικών με την ιστορία του ελληνικού παροικιακού φαινομένου στην Αψβουργική Αυτοκρατορία . Η τελευταία έγινε πλέον αντιληπτή ως τμήμα της ευρύτερης ιστορίας του μεταναστευτικού φαινομένου, ενώ οι ίδιες οι παροικίες αποτέλεσαν πεδία, όπου δοκιμάστηκαν σύγχρονα εργαλεία και θεματικές της ιστορικής δημογραφίας, της ιστορίας της οικογένειας, της μικροϊστορίας, της επιχειρηματικής ιστορίας και της δικτυακής ανάλυσης . Με δεδομένη τη διεύρυνση του πλαισίου μελέτης του παροικιακού ελληνισμού τα τελευταία χρόνια, η απόδοση ιδιαίτερης έμφασης στη μακεδονική διάσταση του θέματος θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινότοπη ή ακόμα αναχρονιστική. Για την παρούσα εργασία, ωστόσο, η απόπειρα να διαβαστεί εκ νέου το κατεξοχήν παράδειγμα της ιστορίας του παροικιακού ελληνισμού στην Αψβουργική Αυτοκρατορία, η ελληνική παροικία στη Βιέννη, ως μακεδονική ιστορία, αποτελεί μία άκρως ενδιαφέρουσα πρόκληση. Αποδεσμευμένη από τα σημερινά στενά γεωγραφικά και εθνικά της συμφραζόμενα, η έννοια του «μακεδονικού» προσφέρει ένα εναλλακτικό πλαίσιο μελέτης του παροικιακού φαινομένου. Όχι μόνο δεν «στενεύει» την οπτική μας, αλλά αντίθετα τη διευρύνει, καθώς μάς εξοικειώνει με φαινόμενα πολιτισμικής πολυμορφίας.
35
Έτσι, η έννοια του «μακεδονικού», για την οποία γίνεται λόγος εδώ, περιλαμβάνει γεωγραφικά τμήματα ευρύτερα της σημερινής γεωγραφικής περιφέρειας της Μακεδονίας, ανθρώπους που δεν έχουν αποκλειστικά τα ελληνικά ως μητρική γλώσσα, περισσότερα πολιτισμικά πρότυπα αλλά και ιδιαίτερους τρόπους οργάνωσης των εμπορικών δικτύων, ιδιαίτερες μεθόδους του επιχειρείν και ιδιαίτερες ταυτότητες. Από τη Μακεδονία στην Κεντρική Ευρώπη: ακολουθώντας τους δρόμους του εμπορίου. Η εκδήλωση μεταναστεύσεων εμπορικού χαρακτήρα από τα οθωμανικά Βαλκάνια προς την Κεντροανατολική Ευρώπη υπήρξε φαινόμενο μακράς διάρκειας. Ανάλογα με την οργάνωση της μετακίνησης, τους προορισμούς, τον τύπο εγκατάστασης και τις μορφές της οικονομικής δραστηριότητας των μεταναστών, μπορούν να διακριθούν δύο φάσεις στην ιστορία των εμπορικών μεταναστεύσεων προς την Κεντροανατολική Ευρώπη. Η πρώτη φάση εκτείνεται από τις αρχές του 17ου μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη εμπορικών μετακινήσεων από τη Νότια Βαλκανική προς την Τρανσυλβανία καθώς και την Κεντρική και Βορειοανατολική Ουγγαρία. Κύριοι φορείς της μετανάστευσης ήταν ορθόδοξοι έμποροι από τη Μακεδονία, που ήδη από τον 16ο αιώνα είχαν κινηθεί προς τον βορρά, ακολουθώντας τους δρόμους του πλανόδιου εμπορίου. Στην Τρανσυλβανία, οι Μακεδόνες έμποροι άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα από τις αρχές του 17ου αιώνα στις πόλεις Sibiu και Brasov, που αποτελούσαν τα κύρια εμπορικά κέντρα της περιοχής. Από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και μαζικά από τις αρχές του 18ου αιώνα τους βρίσκουμε εγκατεστημένους και στην Ουγγαρία. Οργάνωναν τις εγκαταστάσεις τους σε πόλεις που διέθεταν στοιχειώδεις δομές αγοράς και παραγωγή, κατάλληλη προς εμπορική εκμετάλλευση: κατά κύριο λόγο, σε οινοπαραγωγικές πόλεις στα βορειοανατολικά (π.χ. Gyongyos, Eger, Miskolc, Tokaj) και σε πόλεις που βρίσκονταν κατά μήκος εμπορικών αρτηριών ή εξειδικεύονταν στο εμπόριο ζώων (π.χ. Nagyvarad, Kecskemet, Ujvidek) . Το εμπόριο των Μακεδόνων στην Τρανσυλβανία και την Ουγγαρία σε αυτή την πρώιμη φάση ήταν κυρίως λιανικό, ενώ κυρίαρχη μορφή οργάνωσής τους συνιστούσαν οι κομπανίες. Επρόκειτο για εμπορικές συσσωματώσεις, αναγνωρισμένες από τις αρχές του τόπου εγκατάστασης, τα μέλη των οποίων απολάμβαναν εμπορικά και φορολογικά προνόμια, ελευθερία τέλεσης των θρησκευτικών τους καθηκόντων καθώς και το δικαίωμα αυτοδιοίκησης μαζί με μια σχετική δικαστική αυτονομία. Η δεύτερη φάση των εμπορικών μεταναστεύσεων εκτείνεται από τις αρχές -και κυρίως από τα μέσατου 18ου αιώνα μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Κατά τη φάση αυτή, η μεταναστευτική δραστηριότητα οργανώθηκε γύρω από την εξαγωγή και τη μεταφορά πρώτων υλών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Κεντρική Ευρώπη και τη διοχέτευση ευρωπαϊκών μεταποιημένων προϊόντων στις οθωμανικές αγορές. Σημαντική ώθηση προς την κατεύθυνση αυτή έδωσαν οι Συνθήκες του Κάρλοβιτς (1699) και του Πασάροβιτς (1718), που υπογράφηκαν μεταξύ της Οθωμανικής και της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας. Οι συνθήκες αυτές επικύρωναν την ελεύθερη εμπορική επικοινωνία, διά ξηράς και θαλάσσης, μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και επεφύλασσαν στους υπηκόους της καθεμιάς δασμολογικές-φορολογικές ελαφρύνσεις και δικαιώματα εγκατάστασης και εμπορίας επί των εδαφών της άλλης. Με την παραχώρηση ελευθεριών εγκατάστασης και εμπορίας σε Οθωμανούς υπηκόους στα εδάφη τους, οι Αψβούργοι επιδίωκαν την τόνωση του εξωτερικού τους εμπορίου και την οικονομική
36
διείσδυση στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, ανταγωνιζόμενοι τις ναυτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις που είχαν ήδη οικονομικά ερείσματα στην περιοχή. Την ανάγκη πρόσβασης στην αγροτική παραγωγή των Βαλκανίων επέβαλε, εξάλλου, η ανάπτυξη κατά τον 18ο αιώνα της αυστριακής και βοημικής βαμβακουργίας . Στο πλαίσιο του νέου εξαγωγικού εμπορίου, που εγκαινίασαν οι Συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς, αναδύθηκαν νέες εμπορικές παροικίες. Αν και κατά την προηγούμενη περίοδο οι Μακεδόνες έμποροι εγκαθίσταντο σε μεσαίου και μικρού μεγέθους πόλεις της ουγγρικής ενδοχώρας, τον 18ο αιώνα δημιουργούνται παροικίες στους βασικούς διαμετακομιστικούς σταθμούς (Ζέμονα/Zemun, Νεόφυτο/Νονί Sad, Ρωσάβα/Orsova, Mehadia, Brod) καθώς και στις μεγάλες αγορές της Κεντρικής Ευρώπης. Μεταξύ των τελευταίων, η Βιέννη κατέχει τη σημαντικότερη θέση για το μακεδονικό εμπόριο. Καταναλωτικό και χρηματιστικό κέντρο της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, η πρωτεύουσα αναδείχθηκε και στο μεγαλύτερο κέντρο αποθήκευσης και αναδιανομής του μακεδονικού βαμβακιού στην Ευρώπη. Έγινε η έδρα των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων στην Κεντρική Ευρώπη και χώρος υποδοχής μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές παροικίες. Παράλληλα με τη συγκρότηση νέων εμπορικών εγκαταστάσεων, το εξαγωγικό εμπόριο του 18ου αιώνα προκάλεσε την ανάπτυξη μεταναστευτικών ρευμάτων από περισσότερες περιοχές του ελληνικού χώρου. Οι απογραφές των Ελλήνων εμπόρων, που διενεργούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα οι αψβουργικές αρχές, παρέχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουμε διαφοροποιήσεις ως προς τους τόπους καταγωγής των μεταναστών. Συγκεκριμένα, σε απογραφές που έλαβαν χώρα σε διάφορες στιγμές του 18ου αιώνα στην Ουγγαρία εμφανίζονται ως αποδημητικές αφετηρίες, σχεδόν αποκλειστικά, η ευρύτερη περιοχή της Μοσχόπολης και η Δυτική Μακεδονία, ιδίως η βόρεια περιοχή της μέσης κοιλάδας του Αλιάκμονα, που τέμνεται από τους ορεινούς όγκους της Πίνδου, του Σινιάτσικου και του Βούρινου . Αντίθετα, στις δυο απογραφές των ετών 1766 και 1825 των εμπορευόμενων ορθόδοξων Οθωμανών υπηκόων στη Βιέννη, που έχουμε στη διάθεσή μας, η εικόνα παρουσιάζεται πιο διαφοροποιημένη (Πίνακας 1). Η Μοσχόπολη καθώς και πόλεις και οικισμοί της Δυτικής Μακεδονίας (Σιάτιστα, Καστοριά, Κοζάνη, Σέρβια, Κλεισούρα, Βλάστη, Νυμφαίο κ.ά.) εξακολουθούν να αποτελούν και εδώ τη βασική δεξαμενή του μεταναστευτικού δυναμικού, προστίθενται, ωστόσο, και νέες περιοχές του μακεδονικού χώρου (όπως η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες -κέντρο βαμβακοπαραγωγής- και το γειτονικό τους Μελένικο) και της Ηπείρου (όπως τα Γιάννενα και το Αργυρόκαστρο), ενώ εμφανίζονται για πρώτη φορά έμποροι από τη Θεσσαλία και τη Χίο.
37
Έτος Μακεδονία Ήπειρος Θεσσαλία Χίος-Σμύρνη Τεργέστη Διάφορες
Σύνολο
1766
82
1825
32
22
13
(39%)
(26,8%)
(16%)
40
25
25
(30,5%)
(19%)
(19%)
1
-
14
(1,2%) 17 (13%)
(17%) 7 (5,5%)
17 (13%)
(100%) 131 (100%)
Πίνακας 1: Γεωγραφικές περιοχές προέλευσης των εμπορευόμενων ορθόδοξων Οθωμανών υπηκόων στη Βιέννη με βάση στοιχεία από τις απογραφές των ετών 1766 και 1825 (Πηγή: Enepekides, Griechische Handelsgesellschaften, ό.π. Hofkammerarchiv, Kommerz Presidium, Nr. 274)
Η παρουσία μεταναστευτικών και εμπορικών δικτύων από περισσότερες περιοχές του ελληνικού χώρου αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της Βιέννης σε σχέση με τις παλαιότερες εμπορικές εγκαταστάσεις της ουγγρικής ενδοχώρας και της Τρανσυλβανίας και θα αποτυπωθεί ανάλογα τόσο στο οικονομικό-επιχειρηματικό πεδίο όσο και στο πεδίο της κοινοτικής συγκρότησης. Λειτουργία και χαρακτηριστικά του μακεδονικού επιχειρηματικού δικτύου στη Βιέννη Με δεδομένη την απουσία παράδοσης εξωτερικού εμπορίου στην Αυστρία, οι πρώτοι που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις ευνοϊκές ρυθμίσεις των Συνθηκών του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς ήταν οι Μακεδόνες και Μοσχοπολίτες έμποροι. Με δυναμικότερους εκπροσώπους και συνδετικούς κρίκους του μακεδονικού και του ηπειρωτικού χώρου (όπου βρισκόταν η Μοσχόπολη) τους Βλάχους, καταστάθηκαν κυρίαρχοι φορείς του χονδρικού εμπορίου μεταξύ της Οθωμανικής και της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας. Το κύριο προϊόν που εμπορεύονταν ήταν το μακεδονικό βαμβάκι και ακολουθούσαν το μαλλί, τα δέρματα, το λάδι, το κρασί και άλλα αγροτικά προϊόντα της Ανατολής. Σε πολύ μικρότερη αναλογία εξάγονταν στις οθωμανικές αγορές υφάσματα της αυστριακής και βοημικής νηματουργίας, βιεννέζικες πορσελάνες, σιδηρικά, καθρέπτες αλλά και ασημένια νομίσματα. Η κυριαρχία των Μακεδόνων στο ανατολικό εμπόριο της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας θα γνωρίσει τριγμούς από τη δεκαετία του 1770 και εξής, όταν οι αψβουργικές αρχές θα επιχειρήσουν να ανατρέψουν το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Η πολιτογράφηση Οθωμανών σε Αψβούργους υπηκόους αποτέλεσε μέτρο μερκαντιλιστικής έμπνευσης, προκειμένου να παραμένουν στην αυτοκρατορία τα κέρδη του εμπορίου με το Λεβάντε. Στην Ουγγαρία (1774) και στην Τρανσυλβανία (1777) οι Μακεδόνες έμποροι που ήταν Οθωμανοί υπήκοοι, εξαναγκάστηκαν σε υποχρεωτική πολιτογράφηση και σε μεταφορά της οικογένειας και της περιουσίας τους στα αψβουργικά εδάφη. Στη Βιέννη και την Τεργέστη μια σειρά περιοριστικών μέτρων έναντι των εμπορευόμενων Οθωμανών υπηκόων προσανατόλισαν αρκετούς εξ αυτών στην πολιτογράφησή τους ως Αψβούργων. Με τον τρόπο αυτόν, έχαναν μεν τα προνόμια που απέρρεαν από τις Συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς, αποκτούσαν, όμως όλα τα δικαιώματα των γηγενών εμπόρων. Παράλληλα, από τη δεκαετία του 1770 νέα δίκτυα θα διεκδικήσουν μερίδιο στο εξαγωγικό εμπόριο των δύο αυτοκρατοριών. Οι Θεσσαλοί, με επικεφαλής τους Αμπελακιώτες, θα καταλάβουν για μισό περίπου αιώνα (μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα) τον σημαντικότατο τομέα της εισαγωγής των θεσσαλικών ερυθρών βαμβακονημάτων, που πριν είχαν στα χέρια τους οι Ηπειρώτες . Επίσης, από τις αρχές του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν στη Βιέννη υποκαταστήματα χιώτικων εμπορικών οίκων, που είχαν
38
ήδη έδρες στο Λιβόρνο και την Τεργέστη. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια διείσδυση των κατεξοχήν κυρίαρχων του θαλάσσιου δικτύου της ελληνικής εμπορικής Διασποράς στον χώρο δράσης του χερσαίου δικτύου . Τα περιοριστικά μέτρα των αρχών, ο ανταγωνισμός με τα άλλα εμπορικά δίκτυα και ίσως η προαίσθηση του εφήμερου χαρακτήρα της ακμής του οθωμανικού εξαγωγικού εμπορίου, που συνέπιπτε με τη συγκυρία των Ναπολεόντειων Πολέμων και του ηπειρωτικού αποκλεισμού, συνέβαλαν στην αλλαγή του επιχειρηματικού προσανατολισμού του μακεδονικού δικτύου. Έτσι, πριν το τέλος του 18ου αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο οι ευπορότεροι Μακεδόνες και Ηπειρώτες έμποροι να στρέφονται προς την απόκτηση της αψβουργικής υπηκοότητας και μέσω αυτής να εκμεταλλεύονται ένα νέο πεδίο επιχειρηματικής δράσης, απαγορευμένο για τους Οθωμανούς υπηκόους. Συμμετέχουν, δηλαδή, στο ιδιαίτερα προσοδοφόρο εμπόριο μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας, στηριζόμενοι στο δίκτυο των συγγενών και συντοπιτών τους που ήταν εγκατεστημένοι στην ουγγρική ενδοχώρα. Μερικές από τις ευπορότερες οικογένειες Μακεδόνων και Μοσχοπολιτών εμπόρων της Βιέννης, όπως οι Σίνα, οι Νάκοι, οι Χατζημιχαήλ, οι Κούρτη, οι Δέρρα κ.ά., φαίνεται ότι δημιούργησαν τις περιουσίες τους, όχι τόσο από τη συμμετοχή τους στο εμπόριο μεταξύ Οθωμανικής και Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, αλλά ως ενδιάμεσοι του εμπορίου της Ουγγαρίας με την Αυστρία και ιδίως του σημαντικότατου για την τροφοδοσία της αψβουργικής πρωτεύουσας εμπορίου ουγγρικών σιτηρών και βοοειδών . Η οργάνωση και δομή των μακεδονικών επιχειρήσεων στη Βιέννη παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τη διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα δίκτυα της ελληνικής εμπορικής Διασποράς. Σε αντίθεση με τα πολυάνθρωπα και περίπλοκα εταιρικά σχήματα των αμπελακιώτικων «συντροφιών» καθώς και με τις ευέλικτες και πολυεθνικά διακλαδωμένες επιχειρήσεις των Χιωτών, οι μακεδονικές επιχειρήσεις στη Βιέννη χαρακτηρίζονται από τη σταθερή σύνθεση και τη συνακόλουθη μικρή κινητικότητα ατόμων από ένα επιχειρηματικό σχήμα σε άλλο .Απλή δομή, σταθερά σχήματα, λίγοι συνεταίροι, συγκέντρωση του κεφαλαίου στον κλειστό κύκλο της οικογενειακής επιχείρησης, μαρτυρούν ένα μάλλον «συντηρητικό» μακεδονικό επιχειρηματικό πρότυπο.
Από την άλλη, ως Αψβούργοι υπήκοοι οι Μακεδόνες εμφανίζουν, σε σύγκριση με τα άλλα δίκτυα της ελληνικής Διασποράς στη Βιέννη, τον μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης στην οικονομική και κοινωνική δομή του τόπου εγκατάστασης. Από αυτούς καθώς και από το συγγενές δίκτυο των Μοσχοπολιτών προέρχεται το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων της Βιέννης που έλαβαν τίτλους ευγενείας, απέκτησαν ακίνητη ιδιοκτησία και κατέλαβαν υψηλές θέσεις στην οικονομική και κοινωνική ιεραρχία της πόλης . Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι από τα ίδια δίκτυα προέρχονται και τα γνωστότερα σήμερα ονόματα Ελλήνων της Βιέννης, όπως ο Σίνας, ο Καραγιάννης (Κάραγιαν), ο Δούμπας, ο Σακελλάριος, ο Μπέλιος, ο Δάρβαρης κ.ά. Καθώς τα οικονομικά ενδιαφέροντα των ευπορότερων οικογενειών του μακεδονικού δικτύου ήταν σαφώς προσανατολισμένα στο εσωτερικό της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, αυτές αισθάνθηκαν σε μικρότερο βαθμό τις συνέπειες από τη
39
σταδιακή παρακμή του οθωμανικού εξαγωγικού εμπορίου στην Κεντρική Ευρώπη, μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων (1799-1815). Όταν μετά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα το μεταναστευτικό ρεύμα από τον ελληνικό χώρο προς τη Βιέννη αναστέλλεται και τα υπόλοιπα δίκτυα αποχωρούν, οι Μακεδόνες θα παραμείνουν αποκλειστικοί εκπρόσωποι της ελληνικής παροικίας στην πόλη. Μακεδονικές ταυτότητες στη Διασπορά: τουρκομερίτες και εντόπιοι 40
Η ελληνική παροικία της Βιέννης αποτελούσε ένα διακριτό και αναγνωρίσιμο σημείο στον χωροταξικό χάρτη της πόλης. Από την εποχή των πρώτων σποραδικών μετακινήσεων ορθόδοξων έμπορων είχε δημιουργηθεί ένας οικιστικός πυρήνας στην περιοχή της «παλιάς κρεαταγοράς» (“alter Fleischmarkt”), στο βορειοανατολικό τμήμα της λεγάμενης Innenstadt (εντός των τειχών της πόλης της Βιέννης), ο οποίος εμπλουτίστηκε με την έλευση νέων μεταναστών. Αν και απουσιάζουν ακριβή στοιχεία, στην πολυπληθέστερη φάση της, στην καμπή του 18ου προς τον 19ο αιώνα, η ελληνική παροικία πρέπει να αριθμούσε γύρω στα 2.000 άτομα. Στην alter Fleischmarkt χτυπούσε η καρδιά του ελληνικού εμπορίου. Εκεί βρίσκονταν οι κατοικίες και οι εμπορικοί οίκοι των Ελλήνων και άλλων ορθόδοξων εμπόρων που έρχονταν από τα Βαλκάνια, ενώ στην ίδια περιοχή χτίστηκαν οι δυο ελληνορθόδοξες εκκλησίες και λειτούργησε το ελληνικό σχολείο . Με την εγκατάσταση των πρώτων εμπόρων στην περιοχή της alter Fleischmarkt σημειώθηκαν και οι πρώτες απόπειρες για τη θεσμική οργάνωση της ελληνικής παροικίας. Κατά κανόνα, η αρχή της εγκατάστασης ορθόδοξων εμπόρων στην Αψβουργική Αυτοκρατορία συνέπιπτε με τη συγκρότηση εκ μέρους τους εκκλησιαστικών αδελφοτήτων. Οι αδελφότητες ήταν ενώσεις λαϊκών, αναγνωρισμένες από τις τοπικές αρχές, που είχαν στόχο την υποστήριξη εκκλησιαστικών και φιλανθρωπικών σκοπών. Οι αρμοδιότητές τους, όμως, δεν περιορίζονταν σε εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά επεκτείνονταν και στον διοικητικό και οικονομικό τομέα. Ως συλλογικά σώματα, εκπροσωπούσαν τους εμπόρους ενώπιον των αρχών και ήταν φορείς διαφόρων προνομίων. Βάση της κοινοτικής συσπείρωσης των Ελλήνων στη Βιέννη υπήρξε ο ορθόδοξος ναός του Αγίου Γεωργίου, που ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1718-1723 από την ομώνυμη αδελφότητα των ορθόδοξων Οθωμανών υπηκόων που εμπορεύονταν στην πόλη. Επίσημα, ωστόσο, η κοινοτική ζωή της παροικίας χρονολογείται από το 1776, χρονιά κατά την οποία η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία εξέδωσε το διάταγμα που αναγνώριζε στην αδελφότητα του Αγίου Γεωργίου το δικαίωμα της αποκλειστικής κυριότητας του ιερού ναού. Με το εν λόγω διάταγμα έληγε προς όφελος της αδελφότητας μια διαμάχη που είχε ξεσπάσει από το πρώτο μισό του 18ου αιώνα μεταξύ των Ελλήνων εμπόρων της Βιέννης και του Σέρβου μητροπολίτη της σλαβονικής πόλης Κάρλοβιτς (στα νότια σύνορα της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας), στη δικαιοδοσία του οποίου είχε υπαχθεί με απόφαση των αψβουργικών αρχών ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου . Η αυτοκράτειρα αναγνώριζε το αποκλειστικό δικαίωμα των μελών της αδελφότητας να χρησιμοποιούν τον ναό και να εκλέγουν ιερείς «το Γένος και την Θρησκείαν Ρωμαίους», ενώ περιόριζε τις δικαιοδοσίες του μητροπολίτη του Κάρλοβιτς στην τυπική επικύρωση της εκλογής των ιερέων . Η διαμάχη γύρω από την κυριότητα του ορθόδοξου ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βιέννη αποτελούσε πτυχή των ευρύτερων συγκρούσεων που αναπτύχθηκαν από τα μέσα του 18ου αιώνα στο πλαίσιο
των εθνοτικά μικτών, ορθόδοξων κοινοτήτων της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας, με πρωταγωνιστές τους Έλληνες και τους Σέρβους. Στο επίκεντρο των συγκρούσεων βρέθηκαν ζητήματα εκκλησιαστικής οργάνωσης και γλώσσας τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Ανάλογα με την αριθμητική αναλογία και την οικονομική δύναμη των αντιμαχόμενων ομάδων, οι διαμάχες οδήγησαν είτε στη δημιουργία ξεχωριστών κοινοτήτων είτε στον αποκλεισμό της μίας εξ αυτών. Στην Τεργέστη και τη Βουδαπέστη, το 1782 και το 1788 αντίστοιχα, ακολουθήθηκε ο πρώτος δρόμος, ενώ στη Βιέννη επιτεύχθηκε ο αποκλεισμός των Σέρβων και της γλώσσας τους από τη χρήση του ναού και την εκκλησιαστική λειτουργία . Το αυτοκρατορικό προνόμιο του 1776 αποτέλεσε το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης της αδελφότητας των «Τουρκομερητών Ρωμαίων πραγματευτών», δηλαδή των Ελλήνων εμπόρων της Βιέννης που είχαν οθωμανική υπηκοότητα. Στη γενική συνέλευση, που πραγματοποιήθηκε την ίδια χρονιά, αποφασίστηκε η εκλογή δεκαοκτώ μελών (επιστάτες), ως διοικητών της αδελφότητας και εκπροσώπων της στις αρχές, με ετήσια θητεία. Το 1777 ο αριθμός τους περιορίστηκε σε δώδεκα (δωδεκάς). Οι επιστάτες εξέλεγαν τους εφημερίους και τους τρεις λαϊκούς επιτρόπους, που ήταν υπεύθυνοι για την άρτια λειτουργία του ναού. Επειδή η αδελφότητα, ως συλλογικό όργανο, επικοινωνούσε με τις αρχές και για ζητήματα οικονομικού ενδιαφέροντος των μελών της, λαμβανόταν πρόνοια ώστε στη δωδεκάδα να εκλέγονται αντιπρόσωποι απ’ όλες τις περιοχές του ελληνικού χώρου που είχαν εμπορική επικοινωνία με τη Βιέννη. Στην αδελφότητα του Αγίου Γεωργίου εκπροσωπούνταν, συνεπώς, όλα τα μεταναστευτικά-εμπορικά δίκτυα που δραστηριοποιούνταν στην πόλη . Αντίθετα, από την αδελφότητα του Αγίου Γεωργίου ήταν αποκλεισμένοι οι έμποροι που είχαν αποκτήσει την αψβουργική υπηκοότητα, οι λεγόμενοι «εντόπιοι». Επρόκειτο για μέλη του μακεδονικού-μοσχοπολίτικου δικτύου που συναντήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα οποία είχαν φτάσει πρώτα στη Βιέννη, συμμετείχαν στο εσωτερικό εμπόριο της αυτοκρατορίας και επεδείκνυαν υψηλό βαθμό ενσωμάτωσης στην οικονομική και κοινωνική δομή του τόπου εγκατάστασης. Ως «Κοινό της των Γραικών τε, και Βλάχων της ανατολικής Θρησκείας Κ.Β. (σ.σ. Καισαροβασιλικών) Υπηκόων» θα αποσπάσουν, το 1787, προνόμιο από τον αυτοκράτορα Ιωσήφ τον Β' για την ίδρυση του ορθόδοξου ναού της Αγίας Τριάδας στην περιοχή της alter Fleischmarkt . Το προνόμιο του 1787 προς τους εντοπίους ήταν, ως προς το πνεύμα και τα σημεία, πανομοιότυπο με εκείνο που απέσπασαν ο τουρκομερίτες το 1776. Και εδώ, οι ιερείς «πρέπει να ήναι και το Γένος και την Θρησκείαν Γραικοί», ο μητροπολίτης του Κάρλοβιτς αρκούνταν στην επικύρωση της εκλογής τους και διασφαλιζόταν ο κοσμικός χαρακτήρας της κοινότητας. Έξι εκλεγμένοι επιστάτες (εξάς) με ετήσια θητεία αποτελούσαν τη διοικητική αρχή που διόριζε τους ιερείς και τους επιστάτες του ιερού ναού, εκπροσωπούσε την κοινότητα ενώπιον των αρχών και φρόντιζε για τα ζητήματα που την απασχολούσαν. Η λειτουργία δυο ελληνορθόδοξων κοινοτήτων με κριτήριο συσπείρωσης την υπηκοότητα οθωμανική ή αψβουργική- αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στον χώρο των ελληνικών παροικιών της Κεντρικής Ευρώπης και έχει γίνει αντικείμενο διάφορων ερμηνειών.
41
Με ιδιαίτερη έμφαση έχει σχολιαστεί η εμφάνιση στα προνόμια αλλά και στον επίσημο τίτλο της κοινότητας, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής της, του ονόματος «Βλάχοι» δίπλα στο «Γραικοί» . Η δήλωση του εν λόγω ονόματος ήταν, αφενός, ενδεικτική της βλαχικής καταγωγής πολλών και εξεχόντων μελών της κοινότητας, όπως οι Σίνα, οι Δάρβαρη, οι Τύρκα, οι Κούρτη, οι Γύρα και άλλοι. Αφετέρου, ήταν ενδεικτική μιας γενικότερης τάσης προβολής της ιδιαίτερης βλαχικής ταυτότητας, που εκδηλώθηκε κατά την ίδια εποχή και σε άλλες ορθόδοξες εμπορικές κοινότητες εντός της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας. Η τάση αυτή εκφράστηκε με τις προσπάθειες γραπτής κωδικοποίησης της βλαχικής διαλέκτου και συνοδεύτηκε από την απαίτηση εισαγωγής της στη Θεία Λειτουργία. Στην ελληνική κοινότητα της Πέστης, η απαίτηση αυτή οδήγησε σε ενδοκοινοτικές διαμάχες που διήρκεσαν μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Αντίθετα, στη Βιέννη δεν τέθηκε ποτέ αίτημα εισαγωγής της βλαχικής διαλέκτου στις εκκλησιαστικές ακολουθίες ή στην εκπαίδευση. Χωρίς να απεμπολούν την εθνοτοπική τους ταυτότητα, οι εξελληνισμένοι γλωσσικά και πολιτισμικά Βλάχοι της Βιέννης παρέμειναν σταθερά προσανατολισμένοι στην ελληνική πολιτισμική περιοχή. Περισσότερο από μία εθνοτικού τύπου διαφοροποίηση, στην ύπαρξη των δύο ελληνικών κοινοτήτων πρέπει να αναζητήσουμε τους διαφορετικούς οικονομικούς προσανατολισμούς αλλά και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δικτύων της ελληνικής εμπορικής Διασποράς στη Βιέννη. Όπως τονίστηκε παραπάνω, Αψβούργοι υπήκοοι έγιναν κυρίως οι Μακεδόνες που αποτελούσαν το αρχαιότερο και μεγαλύτερο εμπορικό δίκτυο στην Αψβουργική Αυτοκρατορία, ενώ οι Θεσσαλοί και οι Χιώτες, που έφτασαν αργότερα, διατήρησαν την οθωμανική υπηκοότητα, καθώς μεγάλο μέρος των οικονομικών ενδιαφερόντων τους εξακολουθούσε να συνδέεται με την Ανατολή. Στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των φορέων των δύο υπηκοοτήτων μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε αυτούς που είχαν ήδη εδραιώσει τη θέση τους στην αγορά της Βιέννης και σε εκείνους που κατέφθαναν μαζικά, προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους στις επιχειρήσεις. Ανάμεσα στους τελευταίους υπήρχε φυσικά και ένα πλήθος Μακεδόνων, που ως Οθωμανοί υπήκοοι -τουρκομερίτεςδιαφοροποιούνταν από τους συμπατριώτες τους Αψβούργους υπηκόους -εντοπίους. Η μετανάστευση στη Βιέννη δημιούργησε διαφορετικές εκδοχές της μακεδονικής ταυτότητας. Η σταδιακή εγκατάλειψη των οικονομικών και κοινωνικών δεσμών των εντοπίων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο προσανατολισμός τους στην κατάληψη ευνοϊκών θέσεων στην οικονομία του τόπου εγκατάστασής τους ήταν μία διαδικασία με παραμέτρους όχι μόνο οικονομικές. Σήμαινε και τη συγκυριακή ή προοδευτική υποχώρηση των πολιτισμικών αντιστοίχων του βαλκανικού εμπορίου, της ελληνικής δηλαδή γλώσσας και κουλτούρας, και την υιοθέτηση πολιτισμικών μέσων που επέτρεπαν καλύτερη πρόσβαση στα νέα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Για τους Οθωμανούς υπηκόους, η ανέλιξη στην κοινωνία υποδοχής είτε ήταν δυσκολότερη είτε δεν υπήρχε καν στον ορίζοντα προσδοκιών τους, καθώς η προοπτική της πρόσκαιρης παραμονής στη Βιέννη τούς προσανατόλιζε στο κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα του τόπου καταγωγής τους . Ωστόσο, τα πολιτισμικά φαινόμενα στη Διασπορά δεν είναι ούτε γραμμικά ούτε στεγανά. Παρά τη μεγαλύτερη ετοιμότητά τους για ενσωμάτωση στην κοινωνία υποδοχής, θα είναι οι εντόπιοι εκείνοι που θα ιδρύσουν ελληνικό σχολείο στη Βιέννη και θα φροντίσουν για τη χρηματοδότηση της ελληνόγλωσσης παιδείας στην Αψβουργική Αυτοκρατορία.
42
Μακεδόνες εντόπιοι, εξάλλου, θα συνδεθούν και με μερικές από τις σημαντικότερες εκφράσεις του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Εμπορική παροικία και νεοελληνικός Διαφωτισμός Η ελληνική παροικία της Βιέννης αποτέλεσε χώρο υποδοχής και δεξίωσης όλων εκείνων των εκδηλώσεων και των διεργασιών που συνθέτουν το φαινόμενο του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι συνθήκες σχετικού πολιτικού φιλελευθερισμού στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωσήφ του Β' (17801790) και κυρίως η λειτουργία τυπογραφείων που διέθεταν τυπογραφικά στοιχεία στα ελληνικά όπως και σε άλλα αλφάβητα γλωσσών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης- κατέστησαν την πόλη κέντρο της ελληνόγλωσσης εκδοτικής παραγωγής. Από το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, ο εμπορικός πυρήνας της ελληνικής παροικίας εμπλουτίστηκε από Έλληνες λογίους, οι οποίοι συνέρρεαν στην αψβουργική πρωτεύουσα για να τυπώσουν τα έργα τους. Η ύπαρξη δύο ανθηρών ελληνικών κοινοτήτων προσέφερε, άλλωστε, δυνατότητες επαγγελματικής κινητικότητας σε Έλληνες λογίους που κατέφθαναν στη Βιέννη για να απασχοληθούν ως εφημέριοι στους ιερούς ναούς του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Τριάδας ή ως ιδιωτικοί διδάσκαλοι των Ελληνοπαίδων της παροικίας. Μερικά από τα γνωστότερα ονόματα της ελληνικής διανόησης της εποχής, όπως οι εκδότες του Λόγιου Ερμή, Άνθιμος Γαζής και Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ο Αθανάσιος Ψαλίδας και πολλοί άλλοι, έζησαν για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα στη Βιέννη. Η σύνδεση της ελληνικής παροικίας με τις πνευματικές και ιδεολογικές διεργασίες του Διαφωτισμού δεν περιορίζεται, ωστόσο, στη συγκυριακή παρουσία Ελλήνων λογίων στο εσωτερικό της. Στα τέλη του 18ου αιώνα, το κοινωνικό ιδανικό του «μορφωμένου αστού» και το πρόταγμα του νεοελληνικού Διαφωτισμού περί «φωτισμού του Γένους» φαίνεται να έχουν γίνει συνείδηση για τους Έλληνες εμπόρους στη Βιέννη. Οι εργασίες του Φίλιππου Ηλιου σχετικά με τους συνδρομητές βιβλίων στα χρόνια του Διαφωτισμού έδειξαν ότι η Βιέννη βρισκόταν στην πρώτη θέση από πλευράς συχνότητας παρουσίας σε καταλόγους συνδρομητών, δεύτερη μετά την Κωνσταντινούπολη σε αριθμό συνδρομών και πρώτη σε αριθμό αντιτύπων, ενώ το αναγνωστικό της κοινό ήταν σχετικά δεκτικό και σε βιβλία που εξέφραζαν τις ανανεωτικές τάσεις της ελληνικής διανόησης. Δίπλα σε βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου, λεξικά και γραμματικές, ένα μέρος του αναγνωστικού κοινού έδειχνε προτίμηση σε έργα μαθηματικών, φυσικής, χημείας, γεωγραφίας και ιστορίας. Παράλληλα, οι Έλληνες έμποροι της Βιέννης ανταποκρίθηκαν θετικά στο διαδεδομένο στους αστικούς κύκλους της εποχής πρότυπο του επιχειρηματία-χορηγού. Οι αδελφοί Δάρβαρη, αποκλειστικοί χρηματοδότες της έκδοσης των έργων του έτερου αδελφού, Δημητρίου, οι μεγαλέμποροι αδελφοί Τσετίρη, ο Ναουμ Νίττας, ο Αθανάσιος Μανούσης, ο Ιωάννης Κάρτζιας αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα εμπόρων που ανέλαβαν με δικές τους δαπάνες την έκδοση βιβλίων. Η ελληνική παροικία της Βιέννης αποτέλεσε, όμως, και τον κοινωνικό χώρο δεξίωσης του πιο προωθημένου εκδοτικού εγχειρήματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, της έκδοσης εφημερίδας. Εμπνευστές του φιλόδοξου έργου ήταν δυο Μακεδόνες που είχαν αποκτήσει την αψβουργική υπηκοότητα, ανήκαν δηλαδή στους λεγόμενους «εντοπίους».
43
Η πρώτη διασωθείσα ελληνική εφημερίδα, η Εφημερίς, τυπώθηκε το 1790 από τους Σιατιστινούς αδελφούς Γεώργιο και Πούλιο Πούλιου στο τυπογραφείο του Josef Edler von Baumeister, που από το 1792 ανέλαβαν οι ίδιοι. Επρόκειτο για την δεύτερη απόπειρα έκδοσης ελληνικής εφημερίδας στη Βιέννη. Η πρώτη είχε σημειωθεί το 1784 από τον Ζακύνθιο τυπογράφο Γεώργιο Βεντότη. Η εφημερίδα του Βεντότη είχε διάρκεια ζωής δυο μηνών, ενώ κανένα φύλλο της δεν διασώθηκε. Έξι χρόνια αργότερα, οι συνθήκες εμφανίζονταν πιο ευνοϊκές για την ευόδωση ενός παρόμοιου εκδοτικού εγχειρήματος. Η Εφημερίς των αδελφών Πούλιου κυκλοφόρησε από το 1790 μέχρι το 1797 . Από το 1790 μέχρι το 1792, υπό τη διεύθυνση των ιδίων, κυκλοφορούσε και η σέρβική έκδοση της εφημερίδας με τον τίτλο Serbskija Novini. Η Εφημερίς περιείχε ειδήσεις για πολιτικά γεγονότα από την Ευρώπη, που προέρχονταν από μεταφράσεις γερμανόφωνων εφημερίδων, νέα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εμπορικές ειδήσεις, αγγελίες αλλά και πλήθος πληροφοριών για επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις, καταχωρήσεις για κοινωνικές εκδηλώσεις, δεξιώσεις, γιορτές, φιλολογικές συναθροίσεις, συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις στη Βιέννη και αλλού. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενό της ανταποκρινόταν στον κοινωνικό τύπο του φιλοπερίεργου και φιλομαθούς αστού, που πρόβαλε ως πρότυπο ο Διαφωτισμός, και είχε απήχηση στους κόλπους της ελληνικής παροικίας. Όπως όλα τα εκδιδόμενα έντυπα στην Αυστρία, η Εφημερίς βρισκόταν υπό τον αυστηρό έλεγχο της λογοκρισίας, η οποία δεν φαινόταν στην αρχή ιδιαίτερα αυστηρή με το ελληνόγλωσσο έντυπο. Στην υπόθεση αυτή μας οδηγεί το γεγονός ότι στην Εφημερίδα είχε δημοσιευτεί το 1791 η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, ενώ το 1794 δημοσιεύτηκαν ειδήσεις σχετικά με τις αποτυχίες του αψβουργικού στρατού στον πόλεμο με τους Γάλλους. Τον κίνδυνο επισήμαναν πρώτες οι οθωμανικές αρχές, που ζήτησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας της Εφημερίδας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1797 η Πύλη κατήγγειλε στις αψβουργικές αρχές ότι οι αδελφοί Πούλιου δημοσίευαν στο φύλλο τους επαινετικά σχόλια για το γαλλικό σύστημα διακυβέρνησης, ενώ σε ελληνικό ημερολόγιο που εξέδωσαν, απεικονίζονταν υπάλληλοι της γαλλικής δημοκρατίας με τις στολές τους. Την ίδια χρονιά στο τυπογραφείο ανακαλύφθηκαν από την αυστριακή αστυνομία επαναστατικά φυλλάδια του Ρήγα. Ο Γεώργιος Πούλιος συνελήφθη ως συνεργάτης του και απελάθηκε. Ο Πούλιος διέφυγε της σύλληψης, μιας και εκείνο το διάστημα βρισκόταν στη Μολδαβία για να προωθήσει βιβλία του τυπογραφείου του. Οι επόμενες προσπάθειες για έκδοση ελληνικής εφημερίδας δεν προέρχονταν από οργανικά μέλη της εμπορικής παροικίας. Αποτυχημένες απόπειρες έκαναν τα έτη 1804 και 1805 ο Νεόφυτος Δούκας και ο Άνθιμος Γαζής, αντίστοιχα. Το 1807 ο Αυστριακός Joseph Franz Hall, διευθυντής της εμπορικής ακαδημίας της Βιέννης και μέλος της επιτροπής λογοκρισίας, έλαβε για 25
44
χρόνια το δικαίωμα έκδοσης ελληνικής εφημερίδας. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1811, κυκλοφόρησαν οι Ειδήσεις διά τα ανατολικά μέρη με εκδότη τον Ευφρόνιο Ραφαήλ Πόποβιτς, δάσκαλο του ελληνικού σχολείου της πόλης. Διάδοχός του στη διεύθυνση της εφημερίδας, η οποία από το 1812 πήρε τον τίτλο Ελληνικός Τηλέγραφος ή περιοδική εφημερίς πολιτική, φιλολογική τε και εμπορική, ήταν ο γιατρός Δημήτριος Αλεξανδρίδης .Από την άλλη, δύσκολα θα μπορούσε να εντοπιστεί μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στην εμπορική παροικία της Βιέννης και την έκδοση του κατεξοχήν οργάνου των νεωτερικών τάσεων του νεοελληνικού Διαφωτισμού, του Λόγιου Ερμή (18111821). Αφενός οι εκδότες του, Άνθιμος Γαζής και στη συνέχεια Θεόκλητος Φαρμακίδης και Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ήταν λόγιοι-ιερείς και δεν προέρχονταν από τον εμπορικό κόσμο. Αφετέρου, και κυρίως, η ελληνική παροικία δεν φάνηκε να υποστηρίζει το συγκεκριμένο εγχείρημα. Δεν είναι τυχαίο πως, όταν το 1813 ο Λόγιος Ερμής είχε διακόψει τη λειτουργία του εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων, δεν υπήρξε κάποια κίνηση υποστήριξης από τους Έλληνες της Βιέννης και η επαναλειτουργία του περιοδικού το 1816 είχε στηριχθεί στη χρηματική συνδρομή αναγνωστών από τη Βλαχία. Γνωρίζουμε επίσης πως η αδελφότητα του Αγίου Γεωργίου προκάλεσε στην ουσία την παραίτηση του Θεόκλητου Φαρμακίδη από τη θέση του υπεφημερίου του ιερού ναού το 1817, αφού του πρόβαλε το ασυμβίβαστο των ιδιοτήτων του κληρικού και του εκδότη του Λόγων Ερμή. Περισσότερο από την ενίσχυση της λόγιας παραγωγής, η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης υπήρξε κατεξοχήν υπόθεση του ελληνικού εμπορικού κόσμου της Βιέννης. Η διάθεση κληροδοτημάτων (λάσσων) για την ίδρυση ή ενίσχυση ελληνικών σχολείων στους τόπους καταγωγής αποτελούσε διαδεδομένη πρακτική μεταξύ των εμπόρων. Όπως, πάντως, προκύπτει και από τις διαθήκες Ελλήνων εμπόρων που έχουμε στη διάθεσή μας, πρωταρχική μέριμνα, ιδιαίτερα των Μακεδόνων που είχαν αποκτήσει την αψβουργική υπηκοότητα, ήταν η ίδρυση ελληνικού σχολείου στη Βιέννη .
Το Εθνικό Σχολείο/Εθνική Σχολή (Nationalschule) της Βιέννης ξεκίνησε να λειτουργεί επίσημα το 1804, κατόπιν προνομίου που παραχώρησε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος ο Β' στην κοινότητα της Αγίας Τριάδας. Η ιδέα της ίδρυσης ενός οργανωμένου δημόσιου σχολείου είχε συζητηθεί στις 10 Μαρτίου του 1801 σε συνέλευση της κοινότητας και είχε από τότε ανοίξει κατάλογος χρηματικών συνδρομών. Στις 22 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους οι έφοροι της κοινότητας υπέβαλαν στις τοπικές αρχές αίτηση για χορήγηση άδειας σχολείου, για να λάβουν θετική απάντηση δύο χρόνια αργότερα (1803). Αποφασιστικής σημασίας για την απόσπαση της αδείας υπήρξε το γεγονός ότι το σχολείο είχε συγκεντρώσει ένα ιδρυτικό κεφάλαιο, ικανό να εξασφαλίσει τη λειτουργία του.
45
Μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου προερχόταν από την περιουσία του Χριστόφορου Νάκου, ο οποίος, αφού όρισε χρηματικά ποσά στη διαθήκη του για την ενίσχυση του σχολείου της ιδιαίτερης πατρίδας του στη Μακεδονία και τη θέσπιση σπουδαστικών υποτροφιών σε άπορους νεαρούς από τη γαιοκτησία του στο Βανάτο, με κωδίκελο που συνέταξε το 1800 δέσμευε τους κληρονόμους του με την υποχρέωση να καταθέτουν ετήσια εισφορά 1.000 αυστριακών φιορινίων στο ελληνικό σχολείο της Βιέννης, που έκανε τότε τα πρώτα του βήματα . Το διάταγμα του Φραγκίσκου του Β" έθεσε τα θεσμικά πλαίσια της οργάνωσης και της λειτουργίας της Εθνικής Σχολής . Σύμφωνα με αυτό, το σχολείο μπορούσε να έχει μέχρι και τέσσερις τάξεις, περιοριζόταν δηλαδή στην παροχή στοιχειώδους εκπαίδευσης, και το πρόγραμμα σπουδών του όφειλε να ακολουθεί το αντίστοιχο των γερμανικών σχολείων. Στην πρώτη και τη δεύτερη τάξη οι μαθητές διδάσκονταν την καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα. Ειδικότερα, η διδασκαλία προέβλεπε συλλαβισμό, ανάγνωση, στοιχεία γραμματικής, ασκήσεις γραφής και καλλιγραφία, στοιχεία αριθμητικής και κατήχηση. Στην τρίτη και την τέταρτη τάξη, εκτός από την κατήχηση και τα ιερά μαθήματα, προβλεπόταν η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της αριθμητικής, της γεωγραφίας, της φυσιογνωσίας και της φυσικής ιστορίας. Το σχολείο υπαγόταν στον αυστηρό έλεγχο των αυστριακών εκπαιδευτικών αρχών. Οι δάσκαλοι προτείνονταν από την κοινότητα, τον τελικό λόγο για τον διορισμό τους όμως, κατόπιν εξέτασης των γνώσεων, της επάρκειάς τους στη γερμανική γλώσσα και των παιδαγωγικών τους δεξιοτήτων, είχαν οι αρμόδιες αρχές. Το μάθημα της κατήχησης δίδασκε ο εφημέριος της εκκλησίας. Τα διδακτικά βιβλία, εκτός από αυτά των θρησκευτικών, όφειλαν να είναι δίγλωσσα, γραμμένα σε ελληνικά και γερμανικά, και να έχουν εγκριθεί από ειδική επιτροπή. Η λειτουργία της Εθνικής Σχολής δεν ήταν απρόσκοπτη. Ο ασφυκτικός έλεγχος των αρχών και η αδυναμία εξεύρεσης διδασκάλων που να πληρούν τα κριτήρια που όριζε το διάταγμα, αποτελούσαν βασικά προβλήματα. Από την άλλη, η λειτουργία ενός δημόσιου ελληνικού σχολείου στη Βιέννη είχε να ανταγωνιστεί τον διαδεδομένο στους εύπορους Έλληνες θεσμό της κατ’ οίκον διδασκαλίας καθώς και την κοινωνική προτεραιότητα και υπεροχή της γερμανόγλωσσης έναντι της ελληνικής εκπαίδευσης, από τη στιγμή που η μόνιμη εγκατάσταση στη Βιέννη αποτελούσε κυρίαρχη επιλογή. Οι δυσκολίες των τέκνων της παροικίας στην ελληνική γλώσσα ή ακόμα η εγκατάλειψή της προς όφελος της γερμανικής συνιστούν εκφράσεις του παραπάνω φαινομένου . Ακριβώς αυτές οι ειδικές συνθήκες της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Διασπορά αποτέλεσαν το υλικό για τον παιδαγωγικό προβληματισμό του Δημητρίου Δάρβαρη (1757-1823), ενός από τους πολυγραφότερους λογίους του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Γόνος μιας κλεισουριώτικης εμπορικής οικογένειας με επιφανή παρουσία στη Ζέμονα και τη Βιέννη και μέλος ο ίδιος της κοινότητας της Αγίας Τριάδας Βιέννης, εκπόνησε ένα μακρόπνοο και συστηματικό εκδοτικό πρόγραμμα με στόχο την άρτια εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στις παροικίες. Έχοντας να διαχειριστεί συνθήκες γλωσσικής ανομοιογένειας, ο Δάρβαρης επεξεργάστηκε ευέλικτες μεθόδους γλωσσικής διδασκαλίας και μέσω εύληπτων και εύχρηστων σχολικών εγχειριδίων κατέστησε οικεία τη σπουδή της ελληνικής στη νεολαία των παροικιών. Με τη σειρά του, το παιδαγωγικό και ηθικοπλαστικό έργο του αντανακλά το αστικό πολιτισμικό σύμπαν των Μακεδόνων μεγαλεμπόρων της Βιέννης.
46
Ο Δημήτριος Δάρβαρης αναδεικνύεται, έτσι, ως ο οργανικός διανοούμενος της ελληνικής εμπορικής Διασποράς στην Κεντρική Ευρώπη. Ελληνική παροικία και ελληνικό κράτος Η προσφορά της ελληνικής παροικίας της Βιέννης στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης είναι θεμελιακή. Έγκειται ακριβώς στη δημιουργία των όρων εκείνων, που καθιστούσαν επίκαιρο το αίτημα της εθνικής χειραφέτησης. Η ανάδειξη της γλώσσας σε κριτήριο κοινοτικής συσπείρωσης, η ενίσχυση της ελληνόγλωσσης εκδοτικής παραγωγής, η ίδρυση και υποστήριξη ελληνικών σχολείων, συνέβαλαν στην εμπέδωση και διάδοση της ιδέας του ελληνικού γένους, ως διακριτής ιστορικής οντότητας. Στην ίδια την Επανάσταση, ωστόσο, οι Έλληνες της Βιέννης δεν θα έχουν ενεργή συμμετοχή. Οι μοναδικές γνωστές περιπτώσεις Ελλήνων εμπόρων που κινητοποιήθηκαν για την ενίσχυση του επαναστατικού αγώνα, ήταν αυτές του Πανταλέοντα Βλαστού και του Αναστασίου Παπά. Ο Βλαστός, Οθωμανός υπήκοος και μέλος χιώτικης εμπορικής οικογένειας, συμμετείχε με οικονομικές συνδρομές στην ενίσχυση του πολεμικού ταμείου και σχεδίαζε τη χρηματοδότηση μιας ομάδας έμπειρων Γάλλων αξιωματικών του μηχανικού και του πυροβολικού, οι οποίοι θα πολεμούσαν στο πλευρό των Ελλήνων. Ο Σερραίος έμπορος Αναστάσιος Εμμανουήλ Παπάς είχε συμμετάσχει στα επαναστατικά γεγονότα της Μολδαβίας και στη συνέχεια μετέβη στην Τεργέστη, με σκοπό να περάσει στην Ελληνική Χερσόνησο και να λάβει μέρος στον αγώνα, σχέδιο το οποίο τελικά ανεστάλη . Είναι γεγονός ότι η Επανάσταση και αργότερα η δημιουργία ελληνικού κράτους δεν αποτέλεσαν τομή για τη ζωή των Ελλήνων στη Βιέννη, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν Μακεδόνες. Τα οικονομικά τους ενδιαφέροντα, ιδίως των Αψβούργων υπηκόων, ήταν σταθερά προσανατολισμένα στον χώρο της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας και οι μακεδονικές ιδιαίτερες πατρίδες τους δεν είχαν ενταχθεί στο ελληνικό βασίλειο. Χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις, τα μέλη των παλαιών και εύπορων μακεδονο-βλαχικών οικογενειών της Βιέννης (Γύρα, Δάρβαρη, Δούμπα, Πατσιατζή, Τύρκα, Τσετίρη, Καραγιάννη) δεν άφησαν ίχνη οικονομικής τους παρουσίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Με εξαίρεση τις γνωστές περιπτώσεις του Γεωργίου Σίνα, του Κωνσταντίνου Μπέλιου, του Νικολάου Δούμπα, του Αθανασίου Μανούση και μερικών άλλων, τα ονόματα μεγάλων μακεδονικών οικογενειών της Βιέννης δεν απαντώνται μεταξύ των ευεργετών του ελληνικού κράτους. Η κοινότητα της Αγίας Τριάδας, πάντως, θεσμοθέτησε υποτροφίες για νέους που ήθελαν να αποκτήσουν τεχνική ή ιατρική εκπαίδευση στη Βιέννη, με σκοπό να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους συμπατριώτες τους. Το 1837 σε έρανο που οργανώθηκε από κοινότητες της Διασποράς για την ανέγερση ιερού ναού στη Νέα Πέλλα, όπως ονομάστηκε ο συνοικισμός Μακεδόνων προσφύγων στην Αταλάντη Λοκρίδος, το ποσό που συγκεντρώθηκε από τη Βιέννη ήταν μόνο 577 φιορίνια Παρακινούμενος από το απογοητευτικό αποτέλεσμα του εράνου, ο Κωνσταντίνος Μπέλιος επαίνεσε αυτούς που «καίτοι μη γνήσιοί Μακεδόνες όντες, αλλ’ Έλληνες άλλων επαρχιών», συνεισέφεραν οικονομικά και κατηγόρησε τους άλλους «γνήσιους Μακεδόνας, προς τους οποίους παρρησιάσθη ο
47
κατάλογος με τας ανηκούσας παρακλήσεις και προτροπάς, αλλά κατά δυστυχίαν έδειξαν αδιαφορίαν. [...] Αλλά πού αίσθησις, πού φιλογένεια;». Οι Μακεδόνες της Βιέννης αντιλαμβάνονταν ως πατρίδα τους περισσότερο τον γενέθλιο τόπο καταγωγής τους στη στενή τοπική του εκδοχή, παρά ένα ελληνικό κράτος που περιελάμβανε άγνωστους γι’ αυτούς τόπους. Η ταυτότητά τους, ως μιας διακριτής εθνικής ομάδας στη Διασπορά, εκφράστηκε μέσα από τη δημιουργία και την υποστήριξη θεσμών, όπως οι δύο εκκλησίες και η Εθνική Σχολή, ή από φιλανθρωπική δραστηριότητα με αποδέκτες τα άπορα μέλη της παροικίας καθώς και μέσα από την υποστήριξη άλλων ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στην Αψβουργική Αυτοκρατορία. Εξαιτίας της θέσης της αλλά και της οικονομικής και κοινωνικής εμβέλειας των μελών της, η ελληνική παροικία της Βιέννης αποτελούσε τον φυσικό και κοινωνικό χώρο, στον οποίο προσέτρεχαν για βοήθεια μέλη άλλων παροικιών. Αν μιλώντας για τη Διασπορά καλούμαστε συχνά να ορίσουμε και ένα «κέντρο», τότε το κέντρο της ελληνικής Διασποράς στην Κεντρική Ευρώπη φαίνεται ότι ήταν η ίδια η ελληνική παροικία της Βιέννης. http://yaunatakabara.blogspot.gr/2012/06/m-18-19-griechische-gemeinde-wien.html
48
Πύργος Νεμπόισα (Kula Nebojša), Βελιγράδι
49
Ανεβαίνοντας την Griechenstrasse στη Βιέννη
50
51
52
2014-2015