Ριζαριό , Τρίκαλα 1941
η γιαγιά δεν είναι σαν τις άλλες γιαγιάδες
γεμίζει τα χέρια της με χώμα
σχίζει τα ρούχα της απο τα κλαδιά
Μάνα με τους εννιά σου γιους την κόρη τη την είχες δώδεκα χρονώ κι Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άστρι και τον αυγεριν Προξενητάδες ήρθανε να πάρουνε την Αρετή Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουν “Μάνα μου, κι ας τη στα ξένα κει που περπατώ αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά Φρόνιμος είσαι, Κωσταντ Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, Βάλλω τον ουρανό κριτή αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει πίκρα γή χαρά, Και σαν την επαντρέψανε κι εμπήκε χρόνος δίσεχτ κι έπεσε το θανατικό, κι βρέθηκε η μάνα μοναχή Σ’ όλα τα μνήματα στου Κωσταντίνου το μνημειό «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, οπού μου την εξόριζες το τάξιμο που μου ‘ταξες, Τον ουρανό ‘βαλες κριτή αν τύχει πίκρα γή χαρά, ν Από το μυριανάθεμα κ η γης αναταράχτηκε κι Κάνει το σύγνεφο άλογο και το φεγγάρι συντροφιά και Παίρνει τα όρη πίσω του Βρίσκει την κι εχτενίζουντ Από μακριά τη χαιρετά «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, — Αλίμονο, αδερφάκι μου, και Αν ίσως κι είναι για χαρά, κι αν είναι πίκρα, πες μου — Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κ — Κοντολυγίζει τ’ άλογο Στη στράτα που δεν κιλαηδούσαν σαν που μόν’ κιλαηδούσαν κι «Ποιος είδε κόρην όμορφη — Άκουσες, Κωσταντίνε μου, — Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδο Και παρεκεί που πάγαιναν «Δεν είναι κρίμα κι να περπατούν οι ζωνταν — Άκουσες, Κωσταντίνε μου, πως περπατούν οι ζωντα — Απρίλης είναι και λαλού — Φοβούμαι σ’, αδερφάκι — Εχτές βραδίς επήγαμ κι εθύμιασέ μας ο Και παρεμπρός που πήγανε, «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα τέτοια πανώρια λυγερή Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, — Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι — Πες μου, πού είναι τα κάλλη και τα ξανθά σου τα — Έχω καιρό π’ αρρώστησα Αυτού σιμά, αυτού κοντά Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του Κι ακούει την πλάκα και Κινάει και πάει η Αρετή Βλέπει τους κήπους της βλέπει το μπάλσαμο ξερ βλέπει μπροστά στην πόρτα Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα σπιτοπαράθυρα Κτυπά την πόρτα δυνατά «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι κι αν είσαι ο Πικροχάροντ κι η δόλια η Αρετούλα — Σήκω, μανούλα μου, άνοι — Ποιος είν’ αυτός που μου — Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι
και μονάκριβη ήλιος στ’
με
τη
κόρη, πολυαγαπημένη, δε σου την είδε! άφεγγα τη χτενίζει, νό έπλεκε τα μαλλιά της. από τη Βαβυλώνα, πολύ μακριά στα ξένα. νε κι ο Κωσταντίνος θέλει. δώσομε την Αρετή στα ξένα, ώ, στα ξένα που πηγαίνω, ά, ξένοι να μην περνούμε”. τή, μ’ άσκημα απιλογήθης. κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, ποιος πάει να μου τη φέρει; και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, εγώ να σου τη φέρω. την Αρετή στα ξένα, τος και μήνες οργισμένοι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, σαν καλαμιά στον κάμπο. έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν, ανέσπα τα μαλλιά της. και μυριανάθεμά σε, την Αρετή στα ξένα! πότε θα μου το κάμεις; και τους αγιούς μαρτύρους, να πας να μου τη φέρεις». και τη βαριά κατάρα, ι ο Κωσταντής εβγήκε. και τ’ άστρο χαλινάρι, πάει να της τη φέρει. και τα βουνά μπροστά του. ταν όξου στο φεγγαράκι. κι από κοντά της λέγει: στη μάνα μας να πάμε. τι είναι τούτη η ώρα; , να στολιστώ και να ‘ρθω, το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω. κι ας είσαι όπως και αν είσαι». και πίσω την καθίζει. διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν, υλιά, μήτε σαν χελιδόνια, έλεγαν ανθρωπινή ομιλία: να σέρνει ο πεθαμένος! τι λένε τα πουλάκια; ούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». κι άλλα πουλιά τούς λένε: άδικο, παράξενο μεγάλο, νοί με τους απεθαμένους! τι λένε τα πουλάκια; ανοί με τους απεθαμένους. ύν και Μάης και φωλεύουν. μου, και λιβανιές μυρίζεις. με πέρα στον Αί-Γιάννη, παπάς με περισσό λιβάνι». κι άλλα πουλιά τούς λένε: α που γίνεται στον κόσμο, να σέρνει ο πεθαμένος!» κι εράγισε η καρδιά της. τι λένε τα πουλάκια; ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν. σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου, μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι; και πέσαν τα μαλλιά μου». στην εκκλησιά πρoφτάνoυν. κι απ’ εμπροστά της χάθη. βροντά, το χώμα και βοΐζει. ή στο σπίτι μοναχή της. γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα ρό, το καρυοφύλλι μαύρο, α της χορτάρια φυτρωμένα. και τα κλειδιά παρμένα, α σφιχτά μανταλωμένα. ά, τα παραθύρια τρίζουν. αν είσαι εχτρός μου φύγε, τας, άλλα παιδιά δεν έχω, μου λείπει μακριά στα ξένα. ιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα. χτυπάει και με φωνάζει μάνα; κι εγώ είμαι η Αρετή σου». απέθαναν κι οι δύο. την
μια
σου
στήριγμα
Γιώργος
ένιωσε τον πόνο
το 82’
την χαρμολύπη
το 94’
τι έφαγες σήμερα;
η γιαγιά βάζει την τηλεόραση στο 90
ξυπνάει το χάραμα
‘
ΜΑRI A REMMA 2020