1
Πανεπιστήμιο Κρήτης Σχολή Κοινωνικών Επιστημών Τμήμα Ψυχολογίας
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κ. Δ. Χατήρα
Ακαδημαϊκό έτος 2011 2011 Εισαγωγή
1
2
Για τη μελέτη του ψυχικού κόσμου του ανθρώπου, όπως και για την έρευνα σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης γνώσης ο άνθρωπος τείνει να χρησιμοποιεί δύο κυρίως μεθόδους την αναλυτική και τη συνθετική. Στην ψυχολογία η αναλυτική μέθοδος συνίσταται: στην ανάλυση και τη μελέτη των απλών ψυχικών βιωμάτων και λειτουργιών (αίσθημα, συναίσθημα, μνήμη, θέληση, κλπ.) στη συνθετική μέθοδο όπου ο άνθρωπος προσπαθεί να συλλάβει και να μελετήσει όλη την ψυχική δραστηριότητα ως ένα ενιαίο σύνολο. Αποτέλεσμα της δεύτερης αυτής μεθόδου είναι η δημιουργία της έννοιας της προσωπικότητας. Είναι γεγονός ότι σε όλους του πολιτισμούς της μακραίωνος ιστορίας του ανθρώπινου γένους συναντούμε ίχνη αυτής της ανάγκης. Δηλαδή, της έκφρασης του συνόλου των ψυχικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου μέσω της έννοιας της προσωπικότητας. Η έννοια της προσωπικότητας έχει υποστεί πολλές μεταβολές που οφείλονται αφενός στην μακρόχρονη χρήση του όρου και αφετέρου στη χρήση του όρου από περισσότερους επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Ως εκ τούτου, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη του σαφή και πλήρη καθορισμού του όρου πριν προβεί κανείς στην ανάπτυξη του όλου θέματος. Θεωρούμε λοιπόν, την προσωπικότητα το μέσον όπου ένα άτομο εκφράζει κατά μοναδικό τρόπο τον εαυτό του, ενεργεί και αντιδρά στις διάφορες καταστάσεις, αντιμετωπίζει τη ζωή γενικά, εκπληρώνει τις ανάγκες του, επιτυγχάνει τις επιδιώξεις του και αναπτύσσει τα ιδεώδη και τις αξίες του οι οποίες και κατευθύνουν τις ενέργειές του και την δημιουργικότητά του. Δεν ενδιαφέρει λοιπόν εδώ κάθε ψυχική λειτουργία χωριστά, αλλά το αποτέλεσμα το οποίο προκύπτει από την δυναμική σύνδεση όλων των ψυχικών λειτουργιών. Αυτή η ψυχική ενότητα φέρει τη σφραγίδα της μοναδικότητας και εκδηλώνεται σε όλο το διάστημα της ζωής ως προς τον τρόπο που αντιδρά και αντιμετωπίζει αυτήν. Η προσωπικότητα του ατόμου έχει μια ιστορική βάση. Είναι δηλαδή μια αυτοδημιουργία του ανθρώπου στην διαδρομή του χρόνου. Κατά την έννοια αυτή η προσωπικότητα αναδεικνύεται σε όλη την έκτασή της κατά τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, οπότε και θα γίνουν αντιληπτές οι διάφορες αντιδράσεις του απέναντι στις ποικίλες καταστάσεις που θα του παρουσιαστούν. Η προσωπικότητα αποτελεί ένα από τους πλέον συχνά χρησιμοποιούμενους όρους και μία από τις πλέον δυσνόητες έννοιες της σύγχρονης ψυχολογίας. Η κατανόηση όμως της βασικής αυτής έννοιας έχει πρωταρχική σημασία για τον
2
3
ειδικό γιατί θα του επιτρέψει να μελετήσει καλύτερα την ανθρώπινη συμπεριφορά, να την κατανοήσει και βελτιώσει την δική του συμπεριφορά απέναντι στους άλλους. Για την πλήρη κατανόηση του δύσκολου αυτού θέματος, εκτός από τον σαφή καθορισμό της προσωπικότητας, θα χρειαστεί να εκθέσουμε διάφορες θεωρίες περί αυτής, καθώς και για την ανάπτυξή της, την δομή, την αιτιολογία της, τα διάφορα στάδιά της και ότι άλλο σχετίζεται με αυτήν.
Η συνήθης έννοια της προσωπικότητας Πέρα της ψυχολογικής έννοιας της προσωπικότητας ο όρος προσωπικότητα χρησιμοποιείται στην καθημερινή πράξη με εντελώς διαφορετική έννοια. Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο αυτό σε δύο περιπτώσεις: είτε για να χαρακτηρίσουμε άτομα με μεγάλη ισχύ τους εγώ τους τα οποία επιβάλλονται και ασκούν μεγάλη επιρροή δια της παρουσίας τους είτε για να χαρακτηρίσουμε άτομα τα οποία διακρίθηκαν σε έναν ή περισσοτέρους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας κατά το διάστημα της ζωής τους Οι άνθρωποι αναπτύσσουν ¨μοντέλα¨ ανθρώπινης λειτουργικότητα με μεθόδους διαφοροποίησης των ατόμων και κανόνες για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς. Τα ¨μοντέλα¨ και οι επακόλουθοι κανόνες πρόβλεψης αποτελούν την ουσία της θεωρίας του ψυχολόγου. Οι ψυχολόγοι διαμορφώνουν τα πρότυπά τους με λεπτομέρειες, δίνουν σαφέστερους ορισμούς στις προδιαγραφές τους και διεξάγουν συστηματικές έρευνες για να εκτιμήσουν την ακρίβεια των προβλέψεών τους. Τι είναι μια θεωρία; Τι πρέπει ως τέτοια να περιλαμβάνει; Πώς αξιολογείται η ποιότητά της; Στην καθημερινή ζωή είναι δυνατό να αποδεχόμαστε ασαφείς θεωρίες, να διαστρεβλώνουμε τα γεγονότα Ως ψυχολόγοι θα πρέπει να διατυπώνουμε με ευκρίνεια, ακρίβεια και σαφήνεια τις ιδέες μας και να κρίνουμε με αντικειμενικότητα τα ευρήματά μας. Μια θεωρία για την προσωπικότητα προτείνει τρόπους συλλογής και συστηματοποίησης μιας μεγάλης ποικιλίας ευρημάτων και υποδεικνύει ποιες είναι δυνητικά οι χρησιμότερες κατευθύνσεις έρευνας. Δηλαδή, οι θεωρίες μας βοηθούν να συγκεντρώσουμε όσα γνωρίζουμε και μας δείχνουν πως μπορούμε να ανακαλύψουμε αυτά που είναι άγνωστα ακόμη. Αφορά την εντατική μελέτη δείγματος ατόμων, επιδιώκει να μάθει τι είναι αυτά
3
4
τα άτομα, πως έφτασαν σε αυτό το σημείο και γιατί συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο. Μια θεωρία για την προσωπικότητα πρέπει να απαντά στα ερωτήματα τι, πως, γιατί; «Τι» αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του ατόμου και στον τρόπο που αυτά είναι οργανωμένα, το ένα σε σχέση με το άλλο. «Πώς» αφορά τις παραμέτρους της προσωπικότητας ενός ατόμου «Γιατί» αναφέρεται στα αίτια της συμπεριφοράς του, στα κίνητρα του ατόμου, δηλαδή, τι είναι αυτό που κάνει ένα άτομο να κινείται και γιατί προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μια πλήρης θεωρία για την προσωπικότητα πρέπει να καλύπτει τέσσερις τομείς: 1. Δομή: βασικές μονάδες ή τα δομικά στοιχεία της προσωπικότητας. 2. Διεργασία: οι δυναμικές πτυχές της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένων και των κινήτρων. 3. Ανάπτυξη και εξέλιξη: το πώς ένας άνθρωπος αναπτύσσεται και φτάνει να γίνει αυτό το μοναδικό άτομο. 4. Ψυχοπαθολογία και αλλαγή συμπεριφοράς: η φύση και τα αίτια της διαταραγμένης λειτουργίας της προσωπικότητας, ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αλλάζουν και τα αίτια αντίστασης στην αλλαγή. Η προσωπικότητα είναι ο κλάδος της ψυχολογίας που εξετάζει περισσότερο από κάθε άλλον τους ανθρώπους στην ολότητά τους: ως μεμονωμένα άτομα και ως πολυσύνθετα όντα. Η επιστημονική μελέτη της προσωπικότητας ασχολείται με το ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι είναι αυτό που είναι; Ως απάντηση δεν μπορούμε παρά να αντιληφθούμε την περιπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς Οι άνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους αλλά διαφέρουν σε πολλά σημεία. Έξω από αυτόν τον πολύπλοκο λαβύρινθο και το φαινομενικό οι ψυχολόγοι ψάχνουν να βρουν τάξη και σχέσεις με νόημα. Η μελέτη της προσωπικότητας εστιάζεται στις ατομικές διαφορές. Ενώ οι άνθρωποι έχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ τους,οι ψυχολόγοι που ασχολούνται με την προσωπικότητα εξετάζουν και ερευνούν τις διαφορές τους. Επίσης, οι θεωρητικοί της προσωπικότητας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο στην ολότητά τουκαθώς προσπαθούν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται οι διάφορες πτυχές της λειτουργικότητά τους. Η μελέτη της προσωπικότητας δεν έχει να κάνει με τη μελέτη της αντίληψης, αλλά με το πως μεμονωμένα άτομα διαφέρουν στις αντιλήψεις τους και ποιασχέση έχουν αυτές οι διαφορές με την όλη λειτουργικότητά τους. Επιπλέον, η μελέτη της προσωπικότητας δεν επικεντρώνεται μόνο σε ψυχολογικές διεργασίες αλλά και στις συνάφειες που υπάρχουν μεταξύ τους. Η κατανόηση του τρόπου που λειτουργούν αυτές οι διεργασίες για να σχηματίσουν ένα ενιαίο σύνολο, συχνά συνεπάγεται κάτι περισσότερο από την κατανόηση της καθεμιάς ξεχωριστά.
4
5
Οι άνθρωποι λειτουργούν ως οργανωμένες ολότητες και με αυτήν την οργάνωση πρέπει να μελετηθούν. Με δεδομένη αυτή την έμφαση, επιχειρούμε να δώσουμε έναν ορισμό της προσωπικότητας
Ορισμός Λόγω της πολυπλοκότητας της έννοιας και του μεγάλου κενού που παρουσιάζουν οι γνώσεις μας για την προσωπικότητα υπάρχουν πολύ ορισμοί. Οι ορισμοί αυτοί αποτελούν αντανάκλαση των πολλαπλών θεωριών οι οποίες έχουν δημιουργηθεί. Ενδεικτικά αναφέρονται μερικοί: Προσωπικότητα είναι: η ολική ποιότητα της συμπεριφοράς ενός ατόμου, όπως αυτή συνδέεται με τις χαρακτηριστικές του συνήθειες, σκέψεις και εκφράσεις (Woodworth). η πλέον χαρακτηριστική ολοκλήρωση της δομής και των δραστηριοτήτων του ατόμου, η οποία έχει το χαρακτηριστικό της μοναδικότητας και της διαφοροποίησής του από τα άλλα άτομα (Munn). το σύνολο των χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς, τα οποία καθορίζουν την μοναδικότητα της προσαρμογής ενός ατόμου προς το περιβάλλον του (Hilgard). μια κατά το μάλλον ή ήττον σταθερή και διαρκής οργάνωση του χαρακτήρα, της συναισθηματικής ιδιοσυγκρασίας, της διανοητικής κατάστασης και της φυσικής διάπλασης ενός ατόμου, τα οποία καθορίζουν τον μοναδικό, για το άτομο αυτό, τρόπο προσαρμογής προς το περιβάλλoν του (Eysenck). η συνισταμένη της δυναμικής συνεργασίας όλων των ψυχικών και σωματικών χαρακτηριστικών καθώς και των λειτουργιών ενός ατόμου, όπως αυτά προκαθορίστηκαν δια μέσου της κληρονομικής καταβολής και εξελίχτηκαν και τροποποιήθηκαν από το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Η συνισταμένη αυτή καθορίζει τον μοναδικό τρόπο προσαρμογής του ατόμου στη ζωή και το μέτρο επηρεασμού των υπολοίπων ατόμων. Είναι δε μοναδική και διαφοροποιεί το άτομο από τα άλλα (Χασάπης). Υπάρχουν πολλοί ορισμοί για την προσωπικότητα. Κανένας ορισμός δεν μπορεί να θεωρείται σωστός ή λανθασμένος. Ο κάθε ορισμός συμβάλλει στην κατανόηση σημαντικών τομέων γνώσης και είναι χρήσιμος στον βαθμό εκείνο που μπορεί να συνεισφέρει στην προώθηση του κλάδου αυτού. Η προσωπικότητα αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που καλύπτουν σταθερά σχήματα συναισθημάτων, σκέψης και συμπεριφοράς. Ο επιστήμονας και ο ερευνητής χρησιμοποιούν τον όρο «προσωπικότητα» για να προσδιορίσουν ένα πεδίο μελέτης.
5
6
Ένας επιστημονικός ορισμός της προσωπικότητας αναφέρει τους τομείς που πρέπει να εξεταστούν και προτείνει τους καλύτερους πιθανούς τρόπους μελέτης τους. Κάθε ορισμός για την προσωπικότητα μας επιτρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε πολλές διαφορετικές πλευρές του ατόμου. Υποδηλώνουν ότι εξετάζουμε τα σταθερά σχήματα συμπεριφοράς και ιδιότητες του ατόμου: σκέψεις, συναισθήματα και ορατές μορφές συμπεριφοράς. Ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο αυτές οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι εμφανείς συμπεριφορές συσχετίζονται για να διαμορφώσουν το μοναδικό, διακριτό άτομο.
Πηγές μελέτης της προσωπικότητας Οι κυριότερες πηγές της γνώσης μας προήλθαν από τη μελέτη του νοσηρού βίου, δηλαδή, από την ψυχοπαθολογία. Ίχνη γνώσεων για την προσωπικότητα προέρχονται από τη μελέτη υγιών ατόμων σε όλες τις εποχές. Αναμφίβολα, η ψυχοπαθολογία αποτέλεσε την κυριότερη πηγή των γνώσεων και για τις νεότερες εποχές. Έτσι, ψυχίατροι του 20ου αιώνα αποτελούν τους θεμελιωτές κυριοτέρων θεωριών για την προσωπικότητα (Krestmer, Freud, Jung, κ.ά.). Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η συμβολή της σύγχρονης ψυχολογίας στη μελέτη της προσωπικότητας, γιατί εισήγαγε νέες μεθόδους μελέτης προερχόμενες από αυτή τη μελέτη των υγιών ή πασχόντων ατόμων και συνέβαλε στον εμπλουτισμό γνώσεων. Και αυτό γιατί, οι νεότεροι ψυχολόγοι εισήλθαν στην κλινική (κλινικοί ψυχολόγοι), όπου με τους ψυχίατρους άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη μελέτη της ψυχοπαθολογίας. Η στενή συνεργασία των ψυχιάτρων και των κλινικών ψυχολόγων άρχισε να αποδίδει τους πρώτους καρπούς και μπορεί να καλύψει τα τεράστια κενά στο πεδίο αυτό.
Δομή της προσωπικότητας
6
7
Επειδή η έννοια της προσωπικότητας είναι πολύπλοκος είμαστε αναγκασμένοι για την καλύτερη κατανόησή της να την αναλύσουμε στα αποτελούντα αυτήν στοιχεία. Έτσι είναι ευχερέστερη η κατανόηση των βαθύτερων εκδηλώσεων της συμπεριφοράς. Κάθε ενέργεια του ατόμου θα πρέπει να θεωρείται ως αποτέλεσμα της προσωπικότητάς του. Στο φως λοιπόν αυτής της αλήθειας, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε την πλήρη οργάνωση της προσωπικότητάς του και τις αιτίες των αντιδράσεών του ατόμου θα πρέπει να την αναλύσουμε. Τα κυριότερα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα είναι: ο χαρακτήρας η συναισθηματική ιδιοσυγκρασία τα κίνητρα η νοημοσύνη και η φυσική διάπλαση του ατόμου Η κλινική μελέτη της προσωπικότητας μπορεί να γίνει με τη μελέτη αυτών των στοιχείων. Οι θεωρίες μπορούν να συγκριθούν μέσα στα πλαίσια των εννοιών που χρησιμοποιούν για να καθορίσουν το «τι», το «πώς» και το «γιατί» της προσωπικότητας. Η έννοια της δομής αναφέρεται, στις διαρκείς και σταθερές πτυχές της προσωπικότητας και αυτές αντιπροσωπεύουν τα δομικά στοιχεία της θεωρίας για την προσωπικότητα. Στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ιδέας: για το πώς είναι οι άνθρωποι συχνά χρησιμοποιούν δομικές έννοιες όπως η αντίδραση, η συνήθεια, το χαρακτηριστικό και ο τύπος. Η έννοια του χαρακτηριστικού αναφέρεται στη σταθερότητα μεμονωμένων αντιδράσεων σε μια ποικιλία καταστάσεων. Η έννοια του τύπου αναφέρεται στη συγκέντρωση πολλών χαρακτηριστικών. Σε σύγκριση με την έννοια του χαρακτηριστικού η έννοια του τύπου υπονοεί μεγαλύτερο βαθμό τακτικότητας και γενικότητας στο πεδίο της συμπεριφοράς. Συνήθως, οι άνθρωποι περιγράφονται ως ένας συγκεκριμένος τύπος. Οι θεωρίες για την προσωπικότητα διαφέρουν στα είδη μονάδων ή δομικών εννοιών που χρησιμοποιούν στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουν την έννοια της οργάνωσης αυτών των μονάδων στο βαθμό στον οποίο βλέπουν τις δομικές μονάδες ως ιεραρχικά οργανωμένες στους αριθμούς και στα είδη των δομικών μονάδων στις οποίες ρίχνουν το βάρος τους καθώς και στο βαθμό της έμφασης που δίνουν στην περιπλοκότητα ή την οργάνωση του συστήματος.
Διεργασία
7
8
Όπως συγκρίνονται οι θεωρίες ως προς τις δομές τους, έτσι μπορούν να συγκριθούν και στις δυναμικές έννοιες των κινήτρων που χρησιμοποιούν για να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά. Οι έννοιες αυτές αναφέρονται στις πτυχές διεργασίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τρεις είναι οι βασικές κατηγορίες εννοιών κινήτρων:
* ευχαρίστησης ή ηδονής επιδίωξη της τέρψης και αποφυγή του πόνου
* ανάπτυξης ή αυτοπραγμάτωσης * γνωστικά κίνητρα Δύο είναι οι κύριες μεταβλητές των θεωριών των κινήτρων:
* τα πρότυπα μείωσης των εντάσεων * τα πρότυπα δημιουργίας κινήτρων Κατά τον Kelly (1958) θεωρητικό της προσωπικότητας χαρακτηρίζονται ως θεωρίες δικράνου ή ώθησης και θεωρίες καρότου ή έλξης. Θεωρίες προσανατολισμένες προς την ευχαρίστηση Σε αντίθεση με αυτές, άλλες θεωρίες κινήτρων τονίζουν τις προσπάθειες του οργανισμού να αναπτυχθεί και να αυτοπραγματωθεί. Δηλαδή, οι άνθρωποι προσπαθούν να αναπτυχθούν και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους ακόμη και αν το τίμημα είναι η αυξημένη ένταση. Στις γνωστικές θεωρίες κινήτρων δίνεται έμφαση στις προσπάθειες του ατόμου να κατανοεί και να προβλέπει όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Δηλαδή, το άτομο αντί να αναζητεί την ευχαρίστηση ή την αυτοπραγμάτωση, αισθάνεται την ανάγκη συνοχής ή γνώσης. Π.χ., μπορεί να θέλει να διατηρήσει μια σταθερή εικόνα για τον εαυτό τους και να κάνει τους άλλους να συμπεριφέρονται με έναν προβλέψιμο τρόπο: τονίζεται η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα έστω και αν το κόστος είναι πόνος ή ενόχληση. Το πιο αποδεκτό μοντέλο στις παλαιότερες θεωρίες κινήτρων ήταν εκείνο της μείωσης εντάσεων. Οι έρευνες σε ζώα και ανθρώπους, δείχνουν ότι οι οργανισμοί συχνά αποζητούν εντάσεις. Παρατηρήσεις του R.W. White (1959) για να διαμορφώσει την έννοια μιας διεργασίας στην ανθρώπινη λειτουργικότητα αποκάλεσε «κίνητρο επιτηδειότητας». Δηλαδή, οι άνθρωποι αποκτούν κίνητρα για την ικανοποιητική ή αποτελεσματική αντιμετώπιση του περιβάλλοντος.
8
9
Στην διαδρομή της εξέλιξης του κλάδου έχουν επικρατήσει διαφορετικές θεωρίες κινήτρων. Μέχρι το ’50 δημοφιλέστερες ήταν οι θεωρίες ενόρμησης και μείωσης των εντάσεων. Έπειτα, η προσοχή στράφηκε σε πρότυπα ανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης. Το ’60 με την γνωστική επανάσταση, εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για τα γνωστικά κίνητρα σταθερότητα και προβλεψιμότητας. Σήμερα, το ενδιαφέρον σημειώνεται για τις θεωρίες των στόχων, στην επίτευξη αναμενόμενων αντικειμενικών σκοπών. Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι θεωρητικοί της προσωπικότητας τείνουν να επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κάποιο μοντέλο κινήτρων προκειμένου να εξηγήσουν τις διαφορετικές πτυχές διεργασίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
9
10
ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Η ψυχανάλυση είναι μια επιστήμη ιδιαίτερης μεθοδολογίας. Θεμελιώθηκε από τον S. Freud και παραμένει μέχρι σήμερα, άρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομά του. Αποτελεί την πρώτη σημαντική πρόταση για μία ολοκληρωμένη θεωρία προσωπικότητας: διερεύνηση * της ψυχοπαθολογίας και *της φυσιολογικής ψυχικής λειτουργίας .
Η ψυχανάλυση επικεντρώνεται: 1. 2. 3.
Στην τεχνική που ανακάλυψε ο S. Freud Στη θεραπεία Στη συγκρότηση μιας θεωρίας του ψυχικού οργάνου
Η ψυχαναλυτική θεωρία στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις υποθέσεις: 1. Στην αρχή της ψυχικής αιτιοκρατίας: στον ψυχικό βίο τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Τα «τυχαία» έχουν ως βάση την πραγματοποίηση μιας επιθυμίας... είναι «υπερκαθορισμένα» 2. Στην αρχή της πραγματικότητας: η συνείδηση αποτελεί ασυνήθιστο παρά συνηθισμένο χαρακτηριστικό των ψυχικών διεργασιών. Οι δύο υποθέσεις είναι αλληλένδετες: όταν το «τυχαίο» δεν φαίνεται να έχει σχέση με τη δρώσα ψυχική λειτουργία. Η ψυχανάλυση, όπως κάθε καινούργιο γνωστικό σύστημα που προκαλεί τις ήδη σταθερές αντιλήψεις, αφύπνισε ένα είδος συλλογικής αμυντικής διεργασίας. Ο S. Freud συνέκρινε την ψυχανάλυση με τις θεωρίες του Κοπέρνικου και του Δαρβίνου. Υποστήριξε ότι η ανθρωπότητα έχει δεχτεί τρία βασικά ναρκισσιστικά πλήγματα: α) κοσμολογική προσβολή β) βιολογική προσβολή γ) προοπτική του «γίγνεσθαι»
Η ψυχαναλυτική θεωρία βασίστηκε:
10
11
στην εμπειρία που αποκόμισε ο S. Freud από την θεραπεία των νευρωτικών ασθενών και από την αυτοανάλυσή του. Αναπτύχθηκε: μέσα αναδιατυπώσεων.
από
μια
πορεία
αναιρέσεων,
προόδων
και
Ο S. Freud δεν δίστασε να παρουσιάσει τις θεωρίες του για το ασυνείδητο, τη μεταβίβαση και τη σεξουαλικότητα. ... θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε διεξοδικά τις φροϋδικές θεωρίες στην εξελικτική τους διάσταση, αλλά ο όγκος του έργου του δεν μας επιτρέπει παρά την σχηματική σκιαγράφησή του.
Η θεωρία των ενορμήσεων του S. Freud Αρχικό το ενδιαφέρον του να συνδέσει τα ψυχολογικά γεγονότα με τις βιολογικές λειτουργίες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η δυτική σκέψη αφομοίωνε ταχύτατα τις ισχυρές ιδεές του Κάρολου Δαρβίνου (Darwin, 1859,1871): όλες οι εκδηλώσεις της συμπεριφοράς ενός οργανισμού μπορούν να αναχθούν σε βιοσωματικές-χημικές διεργασίες. Η τάση του Freud να ερμηνεύει όλα τα ψυχολογικά προβλήματα βάσει βιολογικών αρχών δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ εντελώς. Μία θεμελιώδης έννοια της Ψυχαναλυτικής θεωρίας και συγκεκριμένα, η έννοια του ενστίκτου ή της ενόρμησης συνδέει τη θεωρία του Freud με τις βιολογικές διεργασίες. Ο Freud αντιλαμβανόταν τον ψυχισμό ως μια συσκευή η οποία ενεργοποιείται από αισθητηριακά ερεθίσματα του περιβάλλοντος και του σώματος. Οι διεργασίες που παρωθούν ή υποκινούν τον ψυχισμό σε δράση (π.χ. αναπαριστώμενα ψυχολογικά ως επιθυμίες) ονομάστηκαν ενορμήσεις. Πηγή των ενορμήσεων είναι τα διάφορα μέρη του σώματος. Επομένως, το ψυχικό όργανο είναι υπεύθυνο για την αποφόρτιση, τη ρύθμιση και τον έλεγχο της ενστικτώδους ενέργειας που πηγάζει από το σώμα. Υποστήριξε λοιπόν, ότι οι ενορμήσεις παρακινούν τον ψυχικό μηχανισμό να ενεργήσει σύμφωνα με την αρχή της ηδονής. Ο Freud προσδιόρισε δύο βασικές ορμές, δύο κινητήριες δυνάμεις: τη λίμπιντο και την επιθετικότητα Η λίμπιντο είναι: η βιολογική ενστικτώδης εμπειρία της ευχαρίστησης.
11
12
Βασίζεται σε αισθητηριακά ερεθίσματα και συνδέεται με τη στοματική απόλαυση του φαγητού, την ικανοποίηση της δίψας, την αποβολή των περιττωμάτων και τη σεξουαλική πράξη. Πηγάζει από ορισμένα σημεία του σώματος: τις ερωτογενείς ζώνες Ο μηχανισμός, σύμφωνα με την αρχή της ηδονής, επιδιώκει να πετύχει την ευχαρίστηση από την ικανοποίηση των ενστικτωδών τάσεων (προερχόμενα από το σώμα) και να αποφύγει την δυσαρέσκεια από την ενστικτώδη ματαίωση και το άγχος. Η επιθετικότητα είναι: η δεύτερη σημαντική ορμή ή κινητήρια δύναμη. Είναι η φυσική συνέπεια του ενστίκτου του θανάτου. Βρίσκεται πέρα από την αρχή της ηδονής και σκοπό έχει να επαναφέρει τον οργανισμό σε μια ανενεργό κατάσταση, το θάνατο. Ο Freud πίστευε ότι κάθε οργανισμός κατευθύνεται προς έναν τελείως ιδιαίτερο, φυσικό θάνατο και γι’ αυτό υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι στην όποια απειλή του θανάτου δεν τον οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι λοιπόν, το ένστικτο του θανάτου (οι έμφυτες καταστροφικές τάσεις) μπορεί στην πραγματικότητα να παρατείνει τη ζωή, υπό την έννοια ότι το άτομο μπορεί να προβάλει επιθετικότητα ως τρόπο άμυνας απέναντι σε ερεθίσματα που απειλούν τη ζωή του. Πιο συγκεκριμένα, οι επιθετικές ενορμήσεις αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες ενός ατόμου να σκοτώσει, να πληγώσει, να καταστρέψει ή να εκδικηθεί. Η επιθετικότητα είναι μια εκδήλωση της ψυχικής λειτουργίας της ορμής του θανάτου, που ο Freud πίστευε ότι ήταν έμφυτη σε κάθε κύτταρο του σώματος.
Ο Freud και οι ψυχικές συγκρούσεις Ο Freud υπέθετε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά βασίζεται σε δύο αντικρουόμενες τάσεις: στην αρχή της ηδονής. Η αρχή της ηδονής παρωθεί το άτομο σε μια άμεση, παρορμητική προσπάθεια εκπλήρωσης των επιθυμιών του και στην αρχή της πραγματικότητας. Η αρχή της πραγματικότητας βοηθά το άτομο να αντέχει τις καθυστερήσεις αυτής της ικανοποίησης.
12
13
Στην πραγματικότητα αυτές οι δύο αρχές δεν αντιτίθενται μεταξύ τους, από τη στιγμή που και οι δύο έχουν στόχο την αποφόρτιση μιας ποσότητας διέγερσης ή έντασης που αναπτύσσεται σε ένα άτομο και που καταλήγει σε ευχαρίστηση. Η αρχή της πραγματικότητας δεν είναι παρά η διαδικασία αναβολής ώστε να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα... η ικανοποίηση. Όλη η συμπεριφορά του ατόμου τίθεται στις υπηρεσίες της αρχής της ηδονής, που αποσκοπεί στη μείωση της έντασης. Το παιδί από πολύ νωρίς κινητοποιείται από ορμές (λίμπιντο, επιθετικότητα) και προσπαθεί να δοκιμάσει την ευχαρίστηση της ικανοποίησής τους και να αποφύγει τη δυσαρέσκεια και τη ματαίωση. Οι κίνδυνοι αποτελούν μια άμεση αντίδραση στις προσπάθειές του... Αντιδρά με άγχος. Η ένταση που δημιουργείται ανάμεσα στην επιθυμία του να ικανοποιήσει τις ενορμήσεις του και στον κίνδυνο της τιμωρίας που συνδέεται με αυτή του την προσπάθεια προξενεί μέσα του τις ψυχικές συγκρούσεις. Ο Freud για να περιγράψει πώς ο ψυχισμός ενός ατόμου μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του, φαντάστηκε ότι ένα «μέρος» του ψυχισμού του θα μπορούσε να βρίσκεται σε σύγκρουση με ένα άλλο «μέρος». Σε αυτά τα διαφορετικά μέρη έδωσε τρία διαφορετικά ονόματα: Eκείνο (id) Eγώ (ego) Yπερεγώ (super ego) Εκείνο είναι το μέρος του εαυτού που αποτελείται από ασυνείδητες ενορμήσεις με βιολογική βάση. Εγώ είναι το μέρος του εαυτού που αναπτύσσεται για να σχεδιάζει και να ρυθμίζει την ικανοποίηση των ενορμήσεων με βάση τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Υπερεγώ είναι το μέρος του εαυτού που εσωτερικεύει τις επιβραβεύσεις και τις προσδοκίες, δηλαδή, τις κοινωνικές αξίες αντιπροσωπεύει τις προσδοκίες των γονέων και της κοινωνίας, τις απαγορεύσεις, τους κανόνες. κ.ο.κ.. Το εγώ προκειμένου να αποφύγει τα αισθήματα άγχους που προκαλούνται από το περιβάλλον αναπτύσσει ορισμένες άμυνες. Οι άμυνες αποτελούν προσπάθειες συμβιβασμού μεταξύ των απαιτήσεων του εκείνο και των περιορισμών της κοινωνίας (υπερεγώ). Τα ψυχικά φαινόμενα είναι μορφές συμβιβασμού ανάμεσα σε
13
14
μια απαράδεκτη ενόρμηση (εκείνο) , μία άμυνα ενάντια στην ικανοποίηση αυτής της ενόρμησης (εγώ) και στις τύψεις ή την αυτοτιμωρία (υπερεγώ). Η ψυχαναλυτική θεωρία δέχεται ότι οι ενορμήσεις της παιδικής ηλικίας, που παραμένουν ανικανοποίητες, επειδή δημιουργούν μεγάλο άγχος και συγκρούσεις, δεν εξαφανίζονται έτσι απλά. Η συμπεριφορά του ατόμου συνεχίζει να αντανακλά κάποιες συγκαλυμμένες απόπειρες να ικανοποιηθεί η προκλητική ενόρμηση. Επιπλέον, το άτομο δεν έχει επίγνωση ή δεν συνειδητοποιεί αυτή τη σύγκρουση. Επειδή ακριβώς αγνοεί αυτή τη σύγκρουση, η συμπεριφορά του πολλές φορές γίνεται ακατανόητη και βασανιστική. Αυτή η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να πάρει τη μορφή νευρωτικών συμπτωμάτων. Ως νεύρωση μπορεί να οριστεί η προβληματική συμπεριφορά η οποία προέρχεται από το συμβιβασμό των ασυνείδητων συγκρούσεων και ενορμήσεων στην παιδική ηλικία.
Ανακεφαλαιώνοντας... Η λειτουργία του ψυχικού οργάνου αποτελεί μία θεωρία που διαμορφώθηκε βαθμιαία παρουσιάζεται στα πλαίσια της Ψ/Α θεωρίας, υπό το πρίσμα, της οικονομικής, της τοπικής (1ης και 2ης) και της δυναμικής υπόθεσης. Οικονομική υπόθεση Το ψυχικό όργανο εκλαμβάνεται ως αντανακλαστικό σύστημα αναπαραστάσεων και αντλεί την ικανότητα για δραστηριότητα από την ψυχική ενέργεια. Πηγή αυτής της ενέργειας είναι οι ενορμήσεις (drivers). Η ενόρμηση προσδιορίζεται από 4 διαστάσεις: α) την ώση: κινητήρια δύναμη της ενόρμησης β) το σκοπό: ο κατευναυσμός μιας έντασης και η επαναφορά του ψυχικού οργάνου στην πρότερη κατάσταση ηρεμίας. γ) την πηγή: μια σωματική διέργερση, αποτέλεσμα της οποίας είναι ένας τοπικός ερεθισμός που εκπροσωπείται ενδοψυχικά από μια ενόρμηση, και δ) το αντικείμενο: το μέσο δια του οποίου η ενόρμηση μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό της.
14
15
Σύμφωνα με την αρχή της σταθερότητας, θεμέλιο της φροϋδικής οικονομικής θεωρίας, ο ψυχικό όργανο τείνει αδιάκοπα να διατηρεί την ένταση της ενόρμησης σε χαμηλά επίπεδα ή χωρίς διακυμάνσεις. Για να επιτευχθεί η σταθερότητα, είτε εκφορτίζεται η πλεονάζουσα ενέργεια είτε αποφεύγεται το ενδεχόμενο αύξησης της διεργεσιμότητας του ψυχικού οργάνου. Ξέρουμε ότι στην ψυχαναλυτική θεωρία,η αρχή της ηδονής αντιτίθεται στην αρχή της πραγματικότητας και η αρχή της πραγματικότητας αντιστρατεύεται την αρχή της ηδονής. Μετά τη θεμελίωσή της ως ρυθμιστικής αρχής, η αναζήτηση της ηδονής μπορεί να αναβάλλει την εκπλήρωση των στόχων της ανταποκρινόμενη στα δεδομένα του εξωτερικού κόσμου. Από οικονομική άποψη, αντιστοιχεί στο μετασχηματισμό της ελεύθερης σε δεσμευμένη ενέργεια. Για τον Freud, οι αναγωγές ήταν πάντα δυϊστικές. Στην 1η θεωρία για τις ενορμήσεις (1910-1915) ο δυϊσμός αναφέρεται στην αντιπαραβολή των ενορμήσεων αυτοσυντήρησης και τελούν υπό την αρχή της πραγματικότητας με τις σεξουαλικές ενορμήσεις που είναι ευπαθείς μόνο στην αρχή της ηδονής. Ο Freud επέλεξε τον λατινικό όρο libido (πόθος, επιθυμία) για να χαρακτηρίσει την ενέργεια της σεξουαλικής ενόρμησης που εκπορεύεται από τις διάφορες ερωτογόνες ζώνες. Σύμφωνα με την 1η θεωρία του Freud η λιβιδινική ενέργεια βρισκόταν σε αντίθεση με τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης. Μετά το 1920, αντιτίθεται στις ενορμήσεις θανάτου. Αναφορικά με τον τρόπο επένδυσής της, ο Freud εισήγαγααι δύο όρους:
α) λιβιδινική ενέργεια του Εγώ, όπου η ενέργεια επενδύεται αρχικά στο Εγώ, για να μετατεθεί έπειτα σε εξωτερικά αντικείμενα (πρωτογενής ναρκισσισμός) και β) λιβιδινική ενέργεια του αντικειμένου, όπου η ενέργεια διοχετεύεται και προς τα εξωτερικά αντικείμενα. Μετά το 1920, («Πέρα από την αρχή της ηδονής») εισάγεται ένας νέος δυϊσμός ως προς τις ενορμήσεις της ζωής και τις ενορμήσεις του θανάτου.
15
16
Οι ενορμήσεις της ζωής θα συμπεριληφθούν στον όρο «έρως» και περιλαμβάνουν τις ενορμήσεις αυτοσυντήρησης και τις σεξουαλικές. Οι ενορμήσεις του έρωτα και αυτές του θανάτου είναι εμφυείς σε κάθε άτομο και διαπερνούν το άτομο, το κύτταρο, το ζωντανό οργανισμό, αλλά και το ίδιο το ψυχικό όργανο. Ο ενορμητικός εξοπλισμός της ψυχής διαπερνά, κατά ένα δυϊκό σχήμα αντιθέσεων, όλες της τις εκφάνσεις και εξασφαλίζει διαρκώς την επαφή των ανώτερων ωριμότερων λειτουργιών της με τις βιολογικές συνθήκες προέλευσης και ανάπτυξής της. Ο Freud υποστήριξε ότι η έννοια του θανάτου απουσιάζει από το ασυνείδητο. Ο φόβος του θανάτου πρέπει να εννοείται ως ανάλογος του φόβου του ευνουχισμού. Η φράση του: «Αν θέλεις να υποφέρεις στη ζωή προετοιμάσου για το θάνατο» κάτι που υποδηλώνει ότι, καθώς το ασυνείδητο είναι απρόσιτο στην εικόνα του προσωπικού θανάτου, μόνο μέσα από το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, μέσα από το πένθος, μπορεί να γευτεί κανείς τα όρια της θνητότητάς του.
Πρώτη τοπική θεωρία Η 1η παρουσίαση της τοπικής θεωρίας για το ψυχικό όργανο εμφανίστηκε στην Ερμηνεία των Ονείρων (1899) και αναπτύχθηκε στα Μεταψυχολογικά Κείμενα του 1915. Σύμφωνα με αυτήν, το ψυχικό όργανο υποδιαιρείται σε τρείς διαδοχικούς άξονες: το ασυνείδητο το προσυνείδητο και το συνειδητό Εισήγαγε επίσης, την έννοια της λογοκρισίας, που αναφέρεται σε μια διαρκή λειτουργία, η οποία απαγορεύει εκλεκτικά την είσοδο του περιεχομένου ανάμεσα στο ασυνείδητο-προσυνειδητό και στο προσυνειδητό-συνειδητό, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία της απώθησης. Οι συνέπειες της λογοκρισίας διακρίνονται στα όνειρα. Το ασυνείδητο καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ενδοψυχικό χώρο. Περιλαμβάνει το συγκρουσιακό υλικό που έχει απωθηθεί. Το άτομο δεν έχει επίγνωση των όσων εμπεριέχει το ασυνείδητο του.
16
17
Για να αναστρέψει αυτό το δεδομένο, έστω εν μέρη, χρειάζεται την αρωγή της ελεύθερης συνειρμικής διαδικασίας. Η λογοκρισία μεταξύ προσυνειδητού και ασυνειδήτου ασχολείται κυρίως με την επιλογή, παρά με την παραμόρφωση των όσων θα γίνουν ενσυνείδητα. Το συνειδητό τοποθετείται στην περιφέρεια του ψυχικού οργάνου. Δέχεται ταυτόχρονα πληροφορίες από τον εξωτερικό και από το εσωτερικό κόσμο με την μορφή των αισθημάτων, αναμνήσεων, βιωμάτων, κ.ο.κ..
Δεύτερη τοπική θεωρία Από το 1920 και μετά, ο Freud επαναδιατάσει τις ψυχικές διαδικασίες και επεξεργάστηκε μια νέα υπόθεση για το ψυχικό όργανο. Η δεύτερη τοπική θεωρία του περιλαμβάνει τρεις δομές, λειτουργικά συνδεδεμένες μεταξύ τους το Αυτό (Id): εξ ολοκλήρου ασυνείδητο και διέπαιται από την αρχή της ηδονής το Εγώ (Ego) κατά μεγάλο μέρος ασυνείδητο, περιλαμβάνεται στο Αυτό και στο Υπερεγώ και διέπεται από την αρχή της πραγματικότητας. Είναι ένα είδος εκτελεστικής εξουσίας. Οι λειτουργίες του (κινητικός έλεγχος, αντίληψη, μνήμη, συναίσθημα, σκέψη) αναπτύσσονται σταδιακά. Υπεύθυνοι παράγοντες για την ανάπτυξλή τους είναι: α) η γενετικά καθορισμένη ανάπτυξη του νευρικού συστήματος ή αλλιώς ωρίμανση και β) οι βιωματικές εμπειρίες. Η διαφοροποίηση των λειτουργιών του Εγώ και η ανάπτυξη των αμυντικών μηχανισμών, διαπερνά όλες τις εξελικτικές βαθμίδες του παιδιού. Τα ίδιο και η συγκρότηση του Υπερεγώ. Σημαντικοί παράγοντες: η σχέση του παιδιού με το σώμα του, η ταύτιση με το αντικείμενο (με λιβιδινική ενέργεια, με επιθετικότητα) και η απώλεια του αντικειμένου ισχυρά επενδυμένου. Η πρωτογενής διαδικασία με την οποία λειτουργεί το Αυτό και ως προς ένα σημείο το Εγώ περιλαμβάνει τη μορφή της σκέψης του παιδικού και ανώριμου Εγώ. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά
17
18
της πρωτογενούς διαδικασίας της σκέψης είναι: α) δίνει την εντύπωση του παράξενου και του ακατανόητου β) απουσιάζουν τα αρνητικά στοιχεία, ώστε μόνο το πλαίσιο δίνει τη θετικότητα ή την αρνητικότητα του περιεχομένου γ) συνυπάρχουν αντιφάσεις δ) οπτικά ή αισθητηριακά ερεθίσματα χρησιμοποιούνται ως λέξεις ε) δεν υπάρχει αίσθηση ή έλλειψη του χρόνου και στ) χρησιμοποιείται η μετάθεση, ή η συμπύκνωση και η συμβολική ή αναπαράσταση. Η δευτερογενής διαδικασία αναπτύσσεται βαθμιαία και περιλαμβάνει το είδος της σ κέψης του σχετικά ώριμου Εγώ.Ακολουθεί η σύνταξη της λογικής και είναι προσιτή στην παρατήρηση. Αντίθετα με την πρωτογενή που παρατηρείται στα όνειρα ή/και υπό την επήρεια άλλων καταστάσεων. το Υπερεγώ (Super ego) εν μέρει στην περιοχή του Αυτό εισήχθη για πρώτη φορά από τον Freud στο έργο του « Εγώ και το Αυτό» (1923) . Δεν περιορίζεται μόνο να συμβουλεύει το Εγώ για το πώς να συμπεριφέρεται, αλλά επιβάλλει και
18
19
ΣΤΑΔΙΑ ΑΝΆΠΤΥΞΗΣ
Γενετική οπτική στη θεωρία του S. Freud Α. Οι πρώτες φάσεις της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης
19
20
Το ενδιαφέρον του S. Freud για την παιδική σεξουαλικότητα χρονολογείται από νωρίς (1905). Μεγάλο μέρος της περιγραφής των σταδίων της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης προστέθηκε στο δημοσιευμένο υλικό το 1915 ενώ διορθώσεις και προσθέσεις στα δοκίμιά του γράφονται ως το 1924. Η συστηματική ενασχόληση με το θέμα της σεξουαλικής ενασχόλησης καλύπτουν μια περίοδο 20 χρόνων περίπου. Αυτό δείχνει την μεγάλη σημασία που αποδίδει ο S. Freud στην παιδική ηλικία και στην ψυχολογική εξέλιξη. Θεωρούσε την παιδική ηλικία βασική πρωταρχική περίοδο για τον ψυχισμό του ενήλικου και εξηγούσε την παιδική αμνησία με τον μηχανισμό της απώθησης και σε σχέση με τις σεξουαλικές ενορμήσεις του παιδιού. Οι εκδηλώσεις της παιδικής σεξουαλικότητας σχετίζονται με στην αρχή της ζωής με το σώμα του παιδιού, είναι αυτοερωτικές γιατί η ευχαρίστηση αντλείται από το ίδιο το σώμα και όχι σε κάποιο αντικείμενο έξω από το παιδί. Η παρατήρηση αυτή οδήγησε τον S. Freud να διατυπώσει την έννοια της ερωτογόνου ζώνης που την ορίζει ως εξής: «Το μέρος του δέρματος ή της βλεννογόνου μεμβράνης, όπου ερεθίσματα ορισμένου είδους προκαλούν ένα αίσθημα ευχαρίστησης που έχει κάποια ειδική ποιότητα». Στην αρχή της ζωής, μέσα από το πιπίλισμα η σεξουαλική εκδήλωση ικανοποιείται στη στοματική ερωτική ζώνη. Η κατακράτηση των κοπράνων αποτελεί σεξουαλική εκδήλωση που ικανοποιείται στην πρωκτική ερωτογόνο ζώνη. Με την ούρηση ή και την κατακράτηση των ούρων η σεξουαλική εκδήλωση ικανοποιείται στις γεννητικές ερωτογόνες ζώνες. Και είναι ο πρόδρομος της φυσιολογικής σεξουαλικής ζωής που θα εκδηλωθεί στην εφηβεία. Σε αυτές φάσεις, στα στάδια, οι σεξουαλικές εκδηλώσεις της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης είναι συνδεδεμένες στην πηγή τους με μια από τις ζωτικές σωματικές λειτουργίες, δεν έχουν ακόμα σεξουαλικό αντικείμενο, είναι αυτοερωτικές και ο σεξουαλικός στόχος κυριαρχείται από μια ερωτογόνο ζώνη. Το στοματικό και το πρωκτικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης αποτελούν τα προγεννητικά στάδια και παρατηρούνται πριν από τα 3 - 4 χρόνια της ζωής του παιδιού. Η σημασία της προγεννητικής φάσης είναι μεγάλη γιατί σχετίζεται με τους ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας που διαμορφώνουν την προσωπικότητα, τον ψυχικσμό των φυσιολογικών ατόμων αλλά και των νευρωσικών. Η στοματική φάση έχει κανιβαλική σεξουαλική οργάνωση γιατί η σεξουαλική δραστηριότητα Δε διαχωρίζεται από τη λειτουργία της κατάποσης του φαγητού. Ο στόχος είναι κοινός: η ενσωμάτωση του αντικειμένου, που θεωρείται το πρότυπο μιας διεργασίας εσωτερίκευσης, της ταύτισης, η οποία θα παίξει αργότερα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη ψυχική εξέλιξη. Η πρωκτική φάση έχει σαδιστική σεξουαλική οργάνωση. Τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η αμφισεξουαλικότητα και η αμφιθυμία. Σε αυτή τη φάση η αμφισεξουαλικότητα δεν νοείται με τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά της θηλυκότητας και του ανδρισμού, αλλά ως αντίθεση μεταξύ δύο στοιχείων: του παθητικού και του ενεργητικού. Το ενεργητικό στοιχείο εκδηλώνεται με την τάση για κυριαρχία μέσα από τους σωματικούς μύες, ενώ το όργανο, η βλεννογόνος του πρωκτού, αντιπροσωπεύει τον παθητικό σεξουαλικό στόχο. Η αμφιθυμία δηλώνεται από την ύπαρξη δύο ανταγωνιστικών ενορμήσεων.
20
21
Αυτά τα στάδια, δηλαδή, οι δύο αυτές φάσεις, οργανώνονται και εκδηλώνονται στις γεννητικές ζώνες με το πέρας των 4 περίπου χρόνων. Η Τρίτη φάση της ψυχοσεξουαλικής εξέλιξης ονομάζεται φαλλική, γιατί σχετίζεται με το ανδρικό γεννητικό όργανο και στα αγόρια και στα κορίτσια. Πέρα όμως από την έμφαση που έδωσε ο Freud στις ερωτογόνες ζώνες και την παιδική σεξουαλικότητα, σε σχέση με τις σωματικές-φυσιολογικές λειτουργίες, ασχολήθηκε και με άλλες παιδικές εκδηλώσεις που σχετίζονται με τις σεξουαλικές αναζητήσεις: θεωρίες των παιδιών σε σχέση με την προέλευση των μωρών και ο αυνανισμός. Η πρώτη εκδήλωση του αυνανισμού παρατηρείται στο στάδιο που κυριαρχούν οι γεννητικές ερωτογόνες ζώνες. (3-4 χρόνων), δηλαδή, στη φαλλική φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Σε αυτό το στάδιο (φάση) οργανώνεται και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
Το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα Η πρώτη αναφορά για τον Οιδίποδα Τύραννο υπάρχει σε ένα γράμμα του Freud προς τον Fliess. Η πρώτη δημοσίευση με αναφορά στο μύθο του Οιδίποδα και στη σημασία των ψυχικών συγκρούσεων που περιγράφει για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του ανθρώπου βρίσκεται στην Ερμηνευτική των ονείρων, όπου σημειώνεται ότι ο έρωτας για τον ένα γονέα και το μίσος για τον άλλον αποτελούν τα βασικά συστατικά των ψυχικών ενορμήσεων κατά τη φαλλική φάση της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης. Θεωρεί το οιδιπόδειο κοινό για όλους τους ανθρώπους και τονίζει πως η οργάνωση αυτή και τα συστατικά της βρίσκονται στη βάση των νευρώσεων. Το οιδιπόδειο περιγράφεται ως σύμπλεγμα το 1910, η ανάπτυξή του και η σχέση του με τα συστήματα της προσωπικότητας (Εκείνο, Εγώ και Υπερεγώ) βρίσκονται σε διάφορα κείμενα του Freud και η άποψή του για τη λύση του οιδιπόδειου δημοσιεύθηκε το 1924. Οι απόψεις του σχετικά με τη διαφορά στην οργάνωση και λύση του οιδιπόδειου μεταξύ αγοριών και κοριτσιών διαμορφώνονται πιο καθαρά για πρώτη φορά το 1925. Η σημασία που έχει το οιδιπόδειο στην φροϊδική θεωρία για την προσωπικότητα φαίνεται από το γεγονός ότι ο Freud επεξεργάστηκε τη διαπλοκή του με την όλη ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη και τις σχέσεις του με την ψυχοπαθολογία σε όλες σχεδόν τις δημοσιεύσεις του (30 σχεδόν χρόνια). Το αγόρι των 3 έως 4 χρόνων, έχοντας βιώσει την ικανοποίηση που προκαλούν ορισμένα ερεθίσματα στις ερωτογόνες ζώνες και έχοντας διαμορφώσει «θεωρίες» για την προέλευση των παιδιών και για τις σεξουαλικές σχέσεις των γονέων του, αρχίζει να επιθυμεί την μητέρα του και να μισεί τον πατέρα ως ανταγωνιστή που εμποδίζει την πραγμάτωση της επιθυμίας του. Με αυτές τις διαδικασίες διαμορφώνεται το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Οι δύο αυτές συναισθηματικές σχέσεις συνυπάρχουν για αρκετό καιρό στα παιδιά. Στη γέννηση άλλων παιδιών στην οικογένεια κατά την διάρκεια του οιδιπόδειου το σύμπλεγμα γίνεται οικογενειακό. Τα στοιχεία λοιπόν, που αποτελούν το οιδιπόδειο είναι: η αιμομιξία με την μητέρα και η πατροκτονία με τον πατέρα.
21
22
Μύθοι γύρω από αυτά τα δύο θέματα βρίσκονται σε πολλούς πολιτισμούς. Δύο είναι οι βασικοί παράγοντες στη διαμόρφωση του οιδιπόδειου: α) ο τριγωνικός του χαρακτήρας και β) η έμφυτη αμφισεξουαλικότητα του ανθρώπου Το νήπιο και των δύο φύλων επενδύει συναισθηματικά στη μητέρα και η επένδυση αυτή είναι στην πηγή της συνδεδεμένη με το στήθος της, που αποτελεί και το πρότυπο της επιλογής του αντικειμένου. Ταυτόχρονα το αγόρι ταυτίζεται με τον πατέρα του και οι δύο αυτές συναισθηματικές καταστάσεις συνυπάρχουν από τη στιγμή που θα επιθυμήσει τη μητέρα (τον πατέρα για το κορίτσι). Τότε όταν ο πατέρας γίνεται το εμπόδιο για την εκπλήρωση της επιθυμίας, η ταύτιση με αυτόν παίρνει και εχθρικό χαρακτήρα και γίνεται αμφιθυμική. Σε αυτή τη σύγκρουση εντοπίζουμε την προέλευση του οιδιπόδείου. Το περιεχόμενο του οιδιπόδειου αποτελείται από μια στάση αμφιθυμική προς τον πατέρα και μια σχέση αντικειμένου με τη μητέρα. Για να λυθεί το οιδιπόδειο, το παιδί πρέπει να εγκαταλείψει τη μητέρα του ως σεξουαλικό αντικείμενο και σε αντικατάσταση «αυτού του κενού» μπορεί να διαλέξει δύο δρόμους: ή να εντείνει την ταύτιση με τον πατέρα ή να ταυτιστεί με την μητέρα. Η έμφυτη αμφισεξουαλικότητα παίρνει μέρος στην πορεία και στη λύση του οιδιπόδειου. Το οιδιπόδειο όταν είναι πλήρες, είναι ταυτόχρονα θετικό και αρνητικό. Είναι ευνόητο ότι οι ταυτίσεις με τους δύο γονείς παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Οι εμπειρίες και τα συναισθήματα της φάσης (φαλλικού σταδίου) αυτής, διαπλέκονται και με την διαμόρφωση του Εγώ, του Υπερεγώ και του ιδεώδους του Εγώ (Ego ideal). Το Εγώ τροποποιείται μέσα από τις ταυτίσεις προς τους δύο γονείς και το Υπερεγώ διαμορφώνει αντιδραστικούς μηχανισμούς, ώστε να γίνει η τελική επιλογή. Η σχέση του Υπερεγώ με το Εγώ εκφράζεται σε αυτή τη φάση με δύο προτάσεις: «Πρέπει να είσαι σαν τον πατέρα σου» αλλά, «Δεν μπορείς να είσαι σαν τον πατέρα σου - ορισμένα πράγματα είναι δικά του προνόμια». Έτσι, το Υπερεγώ είναι κληρονόμος του οιδιπόδειου.
Το άγχος του ευνουχισμού και ο φθόνος του πέους Οι διαφορές των δύο φύλων εντοπίζονται σε δύο κείμενα του Freud όπου συζητούνται οι έννοιες: το άγχος του ευνουχισμού και ο φθόνος του πέους.
22
23
Στα αγόρια το άγχος του ευνουχισμού αρχίζει να αναπτύσσεται όταν το περιβάλλον αναχαιτίζει τις αυνανιστικές τάσεις του παιδιού. Το άγχος αυτό παίζει αποφασιστικό ρόλο και στη λύση του οιδιπόδειου, γιατί η απειλή του ευνουχισμού ωθεί προς την ενεργητική λύση, την ταύτιση με τον πατέρα, ενώ η ίδια απειλή υπάρχει ως προϋπόθεση και στην παθητική λύση, την ταύτιση με την μητέρα. Η απειλή του ευνουχισμού αποτελεί το κίνητρο για τη λύση του οιδιπόδειου. Στα κορίτσια, η πορεία και η λύση του οιδιπόδειου δεν ακολουθούν την ίδια διαδρομή. Το κορίτσι ανακαλύπτει ότι από το δικό της σώμα λείπει το πέος. Αναπτύσσει την επιθυμία να έχει και εκείνη, επιθυμία που εκφράζεται με τον φθόνο του πέους. Έτσι, το σύμπλεγμα του ευνουχισμού προϋπάρχει του οιδιπόδειου και οδηγεί σε αυτό. Ο Freud θεωρεί πως το οιδιπόδειο στα κορίτσια αποτελεί «δευτερογενή σχηματισμό». Επειδή, το κίνητρο για τη λύση του οιδιπόδειου λείπει, το οιδιπόδειο μπορεί να εγκαταλειφθεί αργά ή και να παραμείνει ως μέρος του προσωπικού Υπερεγώ της γυναίκας. Η φαντασίωση του πέους εγκαταλείπεται με την συμβολική αντικατάσταση του πέους με το μωρό και έτσι η γυναικεία σεξουαλικότητα οργανώνεται σχετικά νωρίς.
Το ψυχικό όργανο Τους πρώτους μήνες της ζωής το μωρό ζει μέσα σε μια αδιαφοροποίητη σχέση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Στην αρχική αυτή κατάσταση όλη η λιβιδινική ενέργεια υπάρχει μέσα στο αδιαφοροποίητο «Εγώ-Εκείνο». Το Εγώ αρχίζει να διαμορφώνεται αργότερα, προς το τέλος του πρώτου χρόνου της ζωής του παιδιού. Ο ψυχισμός τους πρώτους μήνες κυριαρχείται από τη λειτουργία της πρωτογενούς ψυχικής διεργασίας (primary process). Η διεργασία αυτή παραμένει ενεργητική κυρίως στα όνειρα, είναι ασυνείδητη και δηλώνει την ελεύθερη κίνηση της λίμπιντο, που δεν δένεται με μια συγκεκριμένη παράσταση ή με εξωτερικά αντικείμενα. Η πρωτογενής διεργασία λειτουργεί μέσα στο Εκείνο. Οι πρώτες ενορμήσεις του νεογέννητου δεν εγγράφονται στη συνείδηση αλλά η ενόρμηση στρέφεται προς τον εαυτό του και αφήνει απλώς μνημονικά ίχνη. Η μητέρα θεωρείται ως αντικείμενο ανάγκης και όχι ως αντικείμενο επιθυμίας. Το Εγώ εξελίσσεται από το Εκείνο και με τη διαρκή επιρροή της εξωτερικής πραγματικότητας μεταλλάζει την ελεύθερη λίμπιντο προσδένοντάς την σε αντικείμενα, παραστάσεις και μνημονικές εικόνες. Σε αυτό το στάδιο της εξέλιξης του ψυχικού οργάνου η μητέρα επενδύεται με λιβιδινικές επιθυμίες. Ένα μέρος του εξωτερικού κόσμου απορροφάται μέσω της ταύτισης από το Εγώ και γίνεται μέρος του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Αυτή η καινούργια εξέλιξη οδηγεί στη διαμόρφωση του Υπερεγώ, του τρίτου συστήματος του ψυχικού οργάνου. Το Υπερεγώ διαμορφώνεται μετά τον 3ο χρόνο της ζωής του παιδιού, κατά τη διάρκεια του οιδιπόδειου, αλλά εμπλουτίζεται και στα επόμενα χρόνια, με τη λύση του.
23
24
Η προσφορά του Freud είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί θεμελίωσε την πρώτη συστηματική θεώρηση της ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξης του παιδιού, άνοιξε το δρόμο για διάλογο και προκάλεσε τη συζήτηση με άλλους ερευνητές.
Η συμβολή της M. Klein στην ανάπτυξη της προσωπικότητας
24
25
Η μελέτη της Μ. Klein για την πρώιμη ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού είναι ιδιαίετρα σημαντική παρ’ όλες τις διαφορές της με την κλασική φροϊδική θεωρία. Η Μ. Klein διαφοροποιήθηκε από την φροϊδική θεωρία από τις αρχές της δεκαετίας του ’30. Την περίοδο αυτή διατύπωσε τις φάσεις της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης στο παιδί σύμφωνα με την δική της δομική άποψη με τις έννοιες της θέσης και της ασυνείδητης φαντασίωσης. Ο όρος θέση (position), στην κλαϊνική θεωρία, χρησιμοποιείται ως αντίστοιχος του σταδίου και οι δύο θέσεις, η παρανοειδής-σχιζοειδής και η καταθλιπτική, αποτελούν με αυτή τη σειρά, φάσεις της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης. Οι θέσεις ορίζονται ως ψυχικές οργανώσεις ή ως «ειδικός σχηματισμός των σχέσεων αντικειμένου, του άγχους και των αμυνών που διατηρούνται σε όλη τη ζωή». Η φαντασίωση, κατά την Μ. Klein, είναι η ψυχική έκφραση των ενορμήσεων και όχι μόνο ένα εργαλείο άμυνας. Όμως, η φαντασίωση είναι και άμυνα εναντίον της εσωτερικής πραγματικότητας. Οι φαντασιώσεις προέρχονται από τις πρώιμες ενδοβολές και προβολές των μερικών αντικειμένων. Ο σχηματισμός των φαντασιώσεων είναι λειτουργία του Εγώ και γι’ αυτό η Μ. Klein υποθέτει πως ήδη, από τη γέννηση, λειτουργεί το Εγώ, εφόσον το νεογέννητο μπορεί ήδη να φαντασιώσει.
Α. Η παρανοειδής-σχιζοειδής θέση Το Εγώ, ανοργάνωτο και ανώριμο ακόμη, που υπάρχει από τη γέννηση επιτρέπει στο παιδί να βιώσει άγχος και να διαμορφώσει πρωτόγονες σχέσεις αντικειμένου. Οι πρώτες σχέσεις αντικειμένου δημιουργούνται με μερικά αντικείμενα και κυρίως με το στήθος της μητέρας, το οποίο βιώνεται ως «καλό» και «κακό». Ένα μέρος του πρωτόγονου Εγώ, το επιθετικό, προβάλλεται στο «κακό» στήθος και ένα άλλο μέρος προβάλλεται προς το εξιδανικευμένο αντικείμενο, στο «καλό» στήθος της μητέρας. Έτσι, το αρχικό αντικείμενο βιώνεται ως χωρισμένο σε δύο μέρη (split off). Τα ένα μέρος εξιδανικεύεται και το άλλο είναι ο διώκτης του Εγώ. Η προβλητική ταύτιση (projective indentification) κατευθύνεται προς το ιδανικό αντικείμενο, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο αποχωρισμός, ή κατευθύνεται προς το «κακό» αντικείμενο για να το ελέγξει. Η σχάση (splitting) λειτουργεί, σε αυτή τη φάση, ως μηχανισμός άμυνας. Και οι δύο αυτές ψυχικές άμυνες (προβλητική ταύτιση και σχάση) συμμετέχουν στην οργάνωση του Εγώ και ό,τι συμβαίνει με το αντικείμενο συμβαίνει και με το Εγώ το βρέφους, είναι δηλαδή και αυτό διχασμένο. Επίσης, ο φθόνος λειτουργεί για το μερικό αντικείμενο από τη γέννηση.
Β. Η καταθλιπτική θέση Στη φάση αυτή της εξέλιξης (5-6 μηνών), το βρέφος αρχίζει να αναγνωρίζει το αντικείμενο ως όλον (Whole object) και να δημιουργεί μαζί του σχέσεις. Παράλληλα το Εγώ λειτουργεί ως όλον και όχι ως διχασμένο, όπως στην προηγούμενη φάση. Η προβολή κακών ενορμήσεων ελαττώνεται και έτσι το
25
26
Εγώ δυναμώνει. Η αλλαγή, λοιπόν, αφορά και το αντικείμενο (η μητέρα αναγνωρίζεται, γίνεται αντιληπτή και βιώνεται ως ένα άλλο, ανεξάρτητο άτομο), αλλά και το Εγώ που συγκροτείται πια σε όλον. Σε αυτή τη θέση οι διεργασίες ενδοβολής εντείνονται, γιατί το μωρό έχει ανάγκη το «αντικείμενο» και δεν μπορεί να αντέξει την απώλειά του. Το άγχος που βιώνεται σε αυτή τη θέση έχει την πηγή του στην αμφιθυμία. Σε αυτή τη θέση διαμορφώνεται και το Υπερεγώ, γιατί το εξιδανικευμένο και το διωκτικό μερικό αντικείμενο που είχαν ενδοβληθεί στην προηγούμενη θέση βιώνονται πια με διαφορετικό τρόπο. Το διωκτικό αντικείμενο βιώνεται ως τιμωρητικό και το εξιδανικευμένο αποτελεί μέρος του ιδεώδους του Εγώ, άρα του Υπερεγώ. Η καταθλιπτική θέση διαρκεί πολύ και ίσως να μην ξεπερνιέται ποτέ στην ψυχική εξέλιξη του ατόμου. Από αυτή την θέση πηγάζουν οι μηχανισμοί άμυνας, όπως η απώθηση και η μετάθεση. Σε αυτή τη φάση βιώνεται το πένθος για την απώλεια του αντικειμένου.
Γ. Ψυχοσεξουαλική οργάνωση και οιδιπόδειο Η M. Klein επιχειρεί να αναθεωρήσεις τις φάσεις της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης σε σχέση με τον τρόπο που τις έχει περιγράψει ο Freud. Το 1933 προτείνει τη θεωρία ότι το στοματικό στάδιο έχει και σαδιστικό χαρακτήρα που σχετίζεται με την τάση αποβολής των επιθετικών ενορμήσεων με το δάγκωμα του στήθους της μητέρας και ότι μεταξύ του πρωκτικού-σαδιστικού και του φαλλικού σταδίου παρεμβάλλεται το ουρηθρικό-σαδιστικό στάδιο. Μέσα από τις ουρηθρικές και πρωκτικές φαντασιώσεις, το μωρό «καταστρέφει το εσωτερικό του σώματος της μητέρας, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό τον σκοπό τα ούρα και τα κόπρανα». Τα πρώιμα στάδια του οιδιπόδειου παρατηρούνται ήδη στην καταθλιπτική θέση, στην οποία υπάρχει η φαντασίωση των συνδυασμένων γονέων (combined parental object). Το βρέφος, σε αυτή τη φάση, έχει αντίληψη της μητέρας ως όλου αντικειμένου αλλά δεν διαφοροποιεί τον πατέρα από αυτήν. Έτσι, ο πατέρας βιώνεται ως ανταγωνιστής, όταν το στήθος της μητέρας αποτελεί αντικείμενο επιθυμίας του βρέφους. Το μωρό προβάλει στους συνδυασμένους γονείς τις δικές του λιβιδινικές και επιθετικές επιθυμίες. Τα πρώιμα στάδια του οιδιπόδειου κυριαρχούνται από τις προγεννητικές φάσεις. Η M. Klein σημειώνει ότι, σύμφωνα με την εμπειρία της, το Υπερεγώ λειτουργεί στα παιδιά μεταξύ δυόμισι και τεσσάρων χρόνων. Πρόκειται για ένα Υπερεγώ αδίστακτο και σκληρό, που αποτελείται από τις πρωταρχικές εικόνες των γονέων και όχι από την εσωτερίκευση της πραγματικής τους εικόνας. Το Υπερεγώ αυτό βασίζεται σε μια ενδοψυχική άμυνα απέναντι στο ένστικτο του θανάτου. Η συνέπεια αυτής της διαπίστωσης είναι ότι και το οιδιπόδειο αρχίζει πολύ νωρίτερα από τα 3 ή 4 χρόνια που ανέφερε ο Freud. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση της M. Klein στα πρώιμα στάδια της ψυχοσεξουαλικής οργάνωσης την οδήγησε και σε τροποποιήσεις της τεχνικής της ψυχανάλυσης παιδιών και ενηλίκων. Τροποποιήσεις που επηρέασαν την ψυχαναλυτική προσέγγιση πολλών Βρετανών ψυχαναλυτών.
Η συμβολή του R. A. Spitz
26
27
Από το 1935 ανέλαβε το πρωτοποριακό έργο της άμεσης παρατήρησης των βρεφών μέσα σε ένα θεωρητικό ψυχαναλυτικό πλαίσιο. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στις σχέσεις του παιδιού με το λιβιδινικό αντικείμενο (τη μητέρα και στα στάδια που οδηγούν στις ολοκληρωμένες σχέσεις αντικειμένου. Οι έννοιες των οργανωτών του Spitz αποτελούν σημαντική προσφορά στη θεώρηση της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης. Ο Spitz δέχεται την αρχική θέση του Freud, ότι το μωρό τους πρώτους μήνες της ζωής του, είναι αδιαφοροποίητο από το περιβάλλον του, δεν υπάρχει Εγώ στη γέννηση και η βαθμιαία διαφοροποίησή του γίνεται μέσα από δύο βασικές διεργασίες: την ωρίμανση και την εξέλιξη. Οι σχέσεις με το λιβιδινικό αντικείμενο δομούνται στη διάρκεια του πρώτου χρόνου. Ορίζεται σε σχέση με την αντίστοιχη έννοια του «αντικειμένου της ενόρμησης» στη φροϊδική θεωρία. «Το αντικείμενο μιας ενόρμησης είναι εκείνο το οποίο, ή μέσω του οποίου, η ενόρμηση μπορεί να πετύχει το σκοπό της». Το αντικείμενο δεν είναι πάντα κάτι που προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον του παιδιού, αλλά μπορεί και να είναι μέρος του σώματός του. Ο Spitz παρατηρεί τρία στάδια στη δόμηση του λιβιδινικού αντικειμένου και των σχέσεων αντικειμένου: το προ-αντικειμενοτρόπο ή στάδιο χωρίς αντικείμενο το στάδιο του πρόδρομου του αντικειμένου το στάδιο του λιβιδινικού αντικειμένου Α. Οι οργανωτές Η έννοια του οργανωτή είναι δανεισμένη από την βιολογία και αναφέρεται στη σύγκλιση διαφορετικών ευθειών βιολογικής εξέλιξης σε ένα συγκεκριμένο χώρο του εμβρύου. Η σύγκλιση αυτή επιτρέπει στα όργανα να λειτουργήσουν με τον ειδικό τρόπο για τον οποίο είναι προορισμένα. Ο Spitz υποθέτει την ύπαρξη ανάλογων οργανωτών στην ψυχική ανάπτυξη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Παραλληλίζει την έννοια του οργανωτή με την έννοια της κρίσιμης περιόδου. Δέχεται, πως υπάρχουν τέτοιες κρίσιμες περίοδοι στη διάρκεια των οποίων τα ρεύματα της εξέλιξης συγκροτούνται και αναδομούν το ψυχικό όργανο.
27
28
Στη συμπεριφορά παρατηρούμε μόνο εμφανή σήματα και ενδείξεις της ύπαρξης τέτοιων οργανωτών. Το χαμόγελο, το άγχος των οχτώ μηνών και η άρνηση μέσα από την κυριαρχία της λέξης «;oχι», είναι οι ενδείξεις της εγκατάστασης των τριών οργανωτών του Spitz. Ο οργανωτής σταθεροποιείται και παγιώνεται μέσα από τη σχέση με το περιβάλλον. Η εξέλιξη της προσωπικότητας του παιδιού θα διαταραχθεί σε περίπτωση που οι δυνάμεις της εξέλιξης και της ωρίμανσης δεν κινηθούν αρμονικά.
Β. Τα στάδια εξέλιξης των σχέσεων αντικειμένου α) Προ-αντικειμενοτρόπο ή στάδιο χωρίς αντικείμενο Το πρώτο στάδιο συμπίπτει με το στάδιο του πρωτογενούς ναρκισσισμού του Freud και δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στο μωρό και σε ότι βρίσκεται έξω από αυτό. Το πρόσωπο της αφήνει μνημονικό ίχνος στο παιδί, που θα πάρει αργότερα τη σημασία του. Η κύρια λειτουργία σε αυτό το στάδιο είναι ο κύκλος δράσηαντίδραση δράση και η διαδοχή του μεταξύ παιδιού και μητέρας. Αυτή τη λειτουργία ο Spitz την ονομάζει διάλογο. Τα συναισθηματικά σήματα μεταξύ παιδιού και μητέρας αποτελούν μια σημαντική μορφή επικοινωνίας. β) Πρόδρομος του αντικειμένου Στο δεύτερο περίπου μήνα της ζωής του παιδιού παρατηρείται η ένδειξη του πρώτου οργανωτή, το χαμόγελο. Την ίδια εποχή παρατηρείται και η ακουστική αλλά και η ηχολαλική μίμηση στα ψελίσματα του μωρού. Αυτό αποτελεί μια ακόμα ένδειξη πως το μωρό περνά από την αντίληψη των ερεθισμάτων που προέρχονται από το εσωτερικό του περιβάλλον στην αντίληψη των ερεθισμάτων που προέρχονται απέξω (εξωτερικό περιβάλλον). Έτσι, αρχίζει να δομείται ένα προ-αντικείμενο. Στο στάδιο αυτό τοποθετείται η αρχή του στοιχειώδους Εγώ, αυτού που ο Freud ονομάζει σωματικό Εγώ.
28
29
Ο Spitz μιλά για πρότυπους πυρήνες του Εγώ, που ενώ λειτουργούσαν σε ξεχωριστά σωματικά συστήματα (πεπτικό, σύστημα ύπνου-αφύπνησης, κλπ), τώρα συντονίζονται και λειτουργούν σε συσχετισμό. Σε αυτό το στάδιο μπορεί να εφαρμοστεί, ως πλαίσιο αναφοράς και η τοπική θεωρία του Freud (Ασυνείδητο-Προσυνειδητό-Συνειδητό), εφόσον το μωρό αποκτά συνείδηση μέσα από την αντίληψη. Επίσης, σε αυτό το στάδιο γίνονται μεταθέσεις των ενορμητικών επενδύσεων από μια ψυχική λειτουργία σε μια άλλη και από ένα μνημονικό ίχνος σε ένα άλλο. Η αρχή της πραγματικότητας αρχίζει να λειτουργεί και αυτό μπορεί να σταθεί ως μάθηση μέσα από το χαμόγελο, το οποίο αποτελεί και την αρχή των κοινωνικών σχέσεων. γ) Λιβιδινικό αντικείμενο Στους οχτώ περίπου μήνες παρατηρείταιι η ένδειξη του δεύτερου οργανωτή του Spitz, το άγχος των οχτώ μηνών: Στο πλησίασμα του ξένου εκφράζει ντροπή, αποστροφή, απόρριψη, κλαίει ή ουρλιάζει... συμπεριφέρεται με βαθιά ανησυχία και άγχος. Πρόκειται για την πρώτη εκδήλωση πραγματικού άγχους και όχι φόβου. Αυτό δείχνει επίσης, ότι η αντίληψη λειτουργεί όχι μόνο σε ένα επίπεδο απλής αναγνώρισης του αισθητηριακού συστήματος αλλά και στο επίπεδο της διάκρισης και στο επίπεδο της σύγκρισης με μια μνημονική εικόνα. Ο Spitz τονίζει ότι αυτό το άγχος για το άγνωστο πρόσωπο δείχνει πως η αντίληψη είναι διακριτική γιατί διακρίνει μεταξύ ερεθισμάτων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Δύο σταθμοί της εξέλιξης οδηγούν το παιδί στη συγκρότηση του λιβιδινικού αντικειμένου: α) η εγκαθίδρυση της αναπαράστασης του προσώπου μέσα στο μνημονικό σύστημα ως σήματος και β) η διάκριση του προσώπου της μητέρας από τα άλλα πρόσωπα στο επίπεδο της αντίληψης. Έτσι δημιουργούνται τα όρια ανάμεσα στο Εγώ και στο μη-Εγώ, ανάμεσα στον εαυτό και στον μη-εαυτό. Έπειτα από τους οχτώ μήνες, παρατηρείται μια γρήγορη δόμηση της προσωπικότητας μέσα από την κατανόηση των λεκτικών σημάτων.
29
30
Στο συναισθηματικό επίπεδο εμφανίζονται εκδηλώσεις συναισθημάτων: ζήλια, θυμός, φθόνος, κτητικότητα, δεσμός, χαρά, αγάπη, κλπ. Και λειτουργούν ψυχικοί μηχανισμοί, όπως η ταύτιση...αυτό που ο Freud ονόμασε δευτερογενή ψυχική διεργασία. Στις αρχές του δεύτερου χρόνου εμφανίζεται η ένδειξη του τρίτου οργανωτή, που είναι η δήλωση της άρνησης με την λέξη «όχι» ή με την χειρονομία ή το κούνημα του κεφαλιού που και αυτά έχουν την ίδια σημασία. Ο Spitz τονίζει πως το «όχι» αυτό δεν εκφράζεται ως λειτουργία του Υπερεγώ, εφόσον το Υπερεγώ δε λειτουργεί ακόμα σε αυτή την ηλικία. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Spitz αναφέρεται πολύ συχνά στην τοπική θεωρία τουFreud και στα συστήματα Ασυνείδητο, Προσυνειδητό, Συνείδηση, για να αναλύσει τις ψυχικές διεργασίες της δόμησης του λιβιδινικού αντικειμένου. Γενικά, ο Spitz αναφέρεται, σε συσχέτιση με τη θεωρητική θέση της M. Klein, στο ότι οι πρώτοι έξι μήνες της ζωής του παιδιού (στάδιο του πρόδρομου αντικειμένου), η λίμπιντο απευθύνεται στο «καλό» αντικείμενο και η επιθετικότητα στο «κακό» αντικείμενο που αρνείται να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Το λιβιδινικό αντικείμενο είναι η μοναδική μητέρα που προέρχεται από τη συγχώνευση των εικόνων των δύο αυτών προ-αντικειμένων, της «καλής» και της «κακής» μητέρας. Και οι δύο ενορμήσεις, η ερωτική και η επιθετική, απευθύνονται πια προς ένα μόνο αντικείμενο, αυτό που είναι πιο έντονα επενδυμένο συναισθηματικά. Η συμβολή του Α.R. Spitz στην κατανόση των ψυχικών λειτουργιών στα πρώτα χρόνια της ζωής είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί ήταν από τους πρώτους που συνέδεσαν τη θεωρητική γλώσσα των ψυχαναλυτών με την πρακτική γλώσσα των ψυχολόγων που ασχολήθηκαν με την παρατήρηση των βρεφών και των νηπίων.
Η συμβολή του D. W. Winnicott στην ανάπτυξη της προσωπικότητας Η προσφορά του D. W. Winnicott, μεγάλη μορφή της Βρετανικής Σχολής, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο τεχνικό μέρος της μελέτης της πρώτης παιδικής ηλικίας είναι ανεκτίμητη.
30
31
Ο D. W. Winnicott μαζί με την M. Klein, ήταν από τους πρώτους ψυχαναλυτές που ανέλαβαν την ψυχοθεραπεία πολύ μικρών παιδιών (δύο, δυόμισι χρόνων). Ο D. W. Winnicott, προερχόμενος από την Παιδιατρική διατύπωσε τις θεωρίες του σχετικά με την πρώιμη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη έχοντας τεράστια κλινική εμπειρία. Οι θεωρητικές θέσεις του Winnicott , όσον αφορά τις ψυχικές λειτουργίες των μικρών παιδιών, βασίζονται στην έννοια του πρωτογενούς ναρκισσισμού του Freud. Κατά την άποψή του, η γυναίκα που γεννά βρίσκεται σε ειδική ψυχική κατάσταση που την ονόμασε πρωταρχική μητρική ενασχόληση. Η ψυχική αυτή κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη συνειδητή αλλά και βαθιά ασυνείδητη ταύτιση της μητέρας με το μωρό της. Το μωρό, σε αυτή τη φάση, βρίσκεται σε πλήρη ψυχική εξάρτηση από εκείνη. Το νεογέννητο έρχεται στον κόσμο με: τις ιδιοσυγκρασιακές του ιδιαιτερότητες, έμφυτες εξελικτικές τάσεις, τις οποίες ο Winnicott τις ονομάζει περιοχές ελεύθερες από συγκρούσεις στο Εγώ, κινητικότητα και ευαισθησίες και ενορμήσεις που διαπλέκονται στις εξελικτικές τάσεις. Η μητέρα παρέχει στο παιδί το πλαίσιο όπου θα λειτουργήσουν οι εξελικτικές τάσεις, θα βιωθούν οι κινήσεις και ταυτόχρονα, εκείνη θα ιδιοποιηθεί τις αισθήσεις του μωρού για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες του. Αν η μητέρα αποτύχει, σε αυτό τον ρόλο, το μωρό θα βιώσει την απειλή της ανυπαρξίας. Εδώ ο Winnicott διαφοροποιείται από την M. Klein, γιατί πιστεύει ότι αυτό το πρωτόγονο άγχος προηγείται χρονικά και από αυτό το άγχος του θανάτου και από την οργάνωση των επιθετικών ενορμήσεων. Οι πρώτες ανάγκες του παιδιού σχετίζονται με το σώμα του και μόνο αργότερα διαμορφώνονται οι ανάγκες του Εγώ. Οι ανάγκες του Εγώ αναδύονται μέσα από τη φαντασιωσική επεξεργασία της σωματικής εμπειρίας. Η μητέρα αποδεσμεύεται σταδιακά από το μωρό που εκείνο θα την βιώσει ως ξεχωριστό άτομο και θα δομήσει την ιδέα του προσώπου του άλλου (στο τέλος του πρώτου έτους). Ο Winnicott ξεχωρίζει τρία φανόμενα στην ανάπτυξη του Εγώ: Συγκρότηση-απαρτίωση (integretion) Προσωποποίηση (personalization) Αναφορά-σχέση με αντικείμενο (object-relating) Τα φαινόμενα αυτά αντιστοιχούν σε δραστηριότητες του περιβάλλοντος: η συγκρότηση στο κράτημα, η προσωποποίηση στη σωματική φροντίδα και στους χειρισμούς και η σχέση με το αντικείμενο στην παρουσίαση αντικειμένων και προσώπων του περιβάλλοντος. Το Εγώ, με την ψυχολογική έννοια, βασίζεται στο σωματικό Εγώ και η προσωποποίηση δηλώνει τη διεργασία που επιτρέπει το πρόσωπο, στην ψυχή του μωρού, να συνδεθεί με το σώμα του και τις σωματικές του λειτουργίες, και επιτρέπει στις ενορμήσεις του Εκείνο να συνδεθούν με τις ικανοποιήσεις τους. Ο Winnicott θεωρεί τον πρώτο χρόνο της ζωής του παιδιού σημαντικό για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και τον ονομάζει φάση κρατήματος (Holding phase). Σε αυτή τη φάση κυριαρχούν πρωτογενείς διεργασίες, όπως η πρωτογενής ταύτιση, ο αυτοερωτισμός και ο πρωτογενής ναρκισσισμός. Επίσης, σε αυτή τη φάση αρχίζουν να διαχωρίζουν οι έννοιες μάσα-έξω,
31
32
γεγονός που οδηγεί στη συγκρότηση του σχήματος του σώματος, το Εγώ από το μη-Εγώ και η νόηση, ως ξεχωριστή εκδήλωση των ψυχικών λειτουργιών. Από τα επιτεύγματα αυτά ξεκινούν οι δευτερογενείς διεργασίες και η συμβολική λειτουργία. Ο Winnicott δηλώνει, σε σχέση με την καταθλιπτική θέση της M. Klein στην φυσιολογική ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη, ότι την αποδέχεται και ότι θεωρείται επίτευγμα του μωρού, που γίνεται την περίοδο του αποθηλασμού. Προτείνει να ονομαστεί το στάδιο αυτό, αντί του ατυχούς όρου «καταθλιπτική» , στάδιο ενδιαφέροντος (stage of concern). Σε αυτό το στάδιο το μωρό αντιδρά στην απώλεια του αντικειμένου με θλίψη και λύπη. Η κατάθλιψη εκδηλώνεται μόνο όταν έχουν αποτύχει οι ψυχικές διεργασίες σε αυτή την καταθλιπτική θέση. Το παιδί που ζει σε φυσιολογικό περιβάλλον περνά από αυτό το στάδιο μεταξύ 6-9 μηνών και αρχίζει να βιώνει πια τις τριγωνικές σχέσεις που θα το οδηγήσουν στο οιδιπόδειο. Αν η φάση αυτή Δε διαρκέσει αρκετά, το Εγώ μπορεί να διαμορφωθεί με παθολογικό τρόπο. Φαίνεται σαν πρώιμη ικανότητα για εννοιολογική επεξεργασία. Ηνόηση του παιδιού μοιάζει να αναλαμβάνει ένα μέρος του ρόλου της μητέρας, Αυτή την οργάνωση ο Winnicott την ονόμασε ψευδή εαυτό (false self). Μια άλλη σημαντική προσφορά του Winnicott στην κατανόηση της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης στη βρεφική ηλικία είναι η έννοια του μεταβατικού αντικειμένου και των μεταβατικών φαινομένων ή της πρώτης «μηΕγώ» κτήσης. Τα ορίζει ως «ενδιάμεση περιοχή της εμπειρίας που υπάρχει ανάμεσα στο δάχτυλο και το αρκουδάκι, ανάμεσα στο στοματικό ερωτισμό και στην πραγματική σχέση αντικειμένου, ανάμεσα στην πρωτογενή δημιουργική δραστηριότητα και στην προβολή αυτού που έχει ενοβληθεί, ανάμεσα στην πρωτογενή άγνοια του χρέους και στην αναγνώριση του χρέους («Πες ευχαριστώ»). Ο Winnicott θεωρεί ότι, πέρα από την εξωτερική και εσωτερική πραγματικότητα, υπάρχει μια ενδιάμεση περιοχή του βιώματος της εμπειρίας (experiencing), στην οποία συνεισφέρουν και η εσωτερική πραγματικότητα και η εξωτερική ζωή. Κανείς δεν διεκδικεί αυτή την περιοχή (ούτε το μωρό ούτε άλλος) και έτσι παραμένει ένας τόπος ξεκούρασης για όλους μας. Το αρκουδάκι ή το πανάκι που παίρνουν μαζί τους τα παιδιά αντιπροσωπεύει αυτή την ενδιάμεση περιοχή και είναι το μεταβατικό αντικείμενο, η πρώτη «μη-Εγώ» κτήση. Η δραστηριότητα αυτή του παιδιού έχει σημασία για την εξέλιξη των σχέσεων με το αντικείμενο. Δηλώνει ότι το μεταβατικό αντικείμενο δεν είναι το ίδιο με το εσωτερικό αντικείμενο της Μ. Klein, άρα δεν είναι ψυχική έννοια, όπως το εσωτερικό αντικείμενο. Ούτε είναι ακόμη εξωτερικό αντικείμενο για το μωρό, όπως η μητέρα, είναι απλώς μια κτήση. Το μεταβατικό αντικείμενο δημιουργείται από το παιδί και παρέχεται ταυτόχρονα από το περιβάλλον. Τα μεταβατικά αντικείμενα και φαινόμενα ανήκουν στη σφαίρα της ψευδαίσθησης και μέσα από αυτή ξεκινά η πραγματική εμπειρία. Οι σχέσεις του μεταβατικού αντικειμένου και των μεταβατικών φαινομένων με την ψυχοπαθολογία της πρώτης παιδικής ηλικίας, αλλά και με την ψυχοπαθολογία των ενηλίκων είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Winnicott παραμένει ως ο θεωρητικός που κατανόησε βαθύτερα από όλους τη σχέση μέσα στη δυάδα μητέρα-βρέφος και έδειξε μεγάλη ευαισθησία στο ρόλο των γονέων στην φυσιολογική ανάπτυξη της προσωπικότητας. Είναι ο πρώτος θεωρητικός που τόνισε τη σημασία της σχέσης μεταξύ μωρού και μητέρας και ξέφυγε από τη θεώρηση του μωρού ως μονάδας. Όλη η θεωρία του
32
33
Winnicott επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο του ασυνείδητου και του Εκείνο σε μια εποχή που οι περισσότεροι ψυχαναλυτές στρέφονταν στη μελέτη του Εγώ.
Η συμβολή της M. Mahler Η θεωρία της Μ. Mahler για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του φαίνεται να είναι επηρεασμένη από την Ψυχολογία του Εγώ και από το ερευνητικό της έργο. Η Mahler και οι συνεργάτες της έκαναν παρατηρήσεις σε φυσιολογικά βρέφη σε αλληλεπίδραση με τη μητέρα τους και σε αυτό το ερευνητικό έργο βασίζεται και το πασίγνωστο βιβλίο των Mahler, Pine, Bergman. Η Mahler υποστηρίζει ότι η ψυχολογική γέννηση του ατόμου δεν συμπίπτει με την βιολογική του γέννηση.
33
34
Η βιολογική γέννηση είναι ένα γεγονός συγκλονιστικό αλλά περιορισμένο σε χρονο ενώ, η ψυχολογική γέννηση είναι μια ενδοψυχική διεργασία που παίρνει χρόνο για να λειτουργήσει και να εκδηλωθεί. Δύο μεγάλες φάσεις χαρακτηρίζουν την ψυχοσυνασθηματική ανάπτυξη των δύο πρώτων χρόνων της ζωής: α) η φυσιολογική αυτιστική φάση και β) η φυσιολογική συμβιωτική φάση. Α. Φυσιολογική αυτιστική φάση Καλύπτει τις δύο πρώτες εβδομάδες της ζωής και συμπίπτει με τις διεργασίες του πρωτογενούς ναρκισσισμού του Freud. Σε αυτή τη φάση δεν υπάρχει ανάμεσα στα ερεθίσματα του εξωτερικού και του εσωτερικού περιβάλλοντος, και δεν υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στον εαυτό και μη εαυτό. Δεν γίνεται επένδυση στα εξωτερικά ερεθίσματα και κυριαρχούν οι σωματικέςβιολογικές διεργασίες. Β. φυσιολογική συμβιωτική φάση Από τον δεύτερο μήνα το βρέφος αρχίζει να αντιλαμβάνεται το εξωτερικό αντικείμενο, δηλαδή τον άνθρωπο που ικανοποιεί τις ανάγκες του. Τότε το μωρό μπαίνει τη φάση της συμβίωσης. Ο όρος συμβίωση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την κατάσταση της μη διαφοροποίησης ή της συγχώνευσης μεταξύ του μωρού και της μητέρας. Το κύριο χαρακτηριστικό της φάσης αυτής είναι η ψευδαίσθηση ενός κοινού ορίου μεταξύ των δύο ατόμων. Βασίζεται στην «ψευδαισθητική σωματοψυχική συγχώνευση του βρέφους με την αναπαράσταση της μητέρας. Εφόσον το Εγώ παραμένει αδιαφοροποίητο από το Εκείνο, οι λιβιδινικές και επιθετικές τάσεις συνυπάρχουν χωρίς να διαφοροποιούνται. Οι αισθήσεις του ευχάριστου-οδυνηρού αποτελούν τη βάση για να αρχίσει να λειτουργεί ο μηχανισμός της σχάσης. Το φράγμα των ερεθισμάτων που η Mahler ονομάζει αυτιστικό κέλυφος και που ως τώρα λειτουργούσε αρνητικά γιατί δεν είχε επενδυθεί από το μωρό υποχωρεί. Οι επενδύσεις μετακινούνται πια από το εσωτερικό του σώματος στην περιφέρεια και επενδύονται οι αισθητικές και αντιληπτικές εμπειρίες. Οι εσωτερικές αισθήσεις αποτελούν τον πυρήνα του εαυτού. Η μητέρα είναι πολύ σημαντική σε αυτή τη φάση γιατί συμβάλλει, με την φροντίδα του σώματος του μωρού, να γίνει αυτή η μετακίνηση. Ο Spitz ονομάζει τη μητέρα βοηθητικό Εγώ και ο Winnicott δέχεται μια ανάλογη λειτουργία. Η Mahler αποκαλεί αυτή τη συμπεριφορά της μητέρας
34
35
συμβιωτικό οργανωτή ή μαία της ψυχολογικής γέννησης του παιδιού. Γ. Η φάση αποχωρισμού-ατομικοποίησης (separation-individuation) Σε αυτή τη φάση αρχίζουν οι διεργασίες της διαφοροποίησης και της ατομικοποίησης. Η Mahler τη χωρίζει σε τέσσερα στάδια: α) Διαφοροποίηση και ανάπτυξη της εικόνας του σώματος β) Εξάσκηση γ) Επαναπροσέγγιση δ) Σταθεροποίηση της ατομικότητας και απαρχές της συναισθηματικής μονιμότητας του αντικειμένου
Η συμβολή του Lacan Η σύλληψη του σταδίου του καθρέφτη από τον Lacan χρονολογείται από το 1936. Θεώρησε τη σημασία του τόσο μεγάλη που επανήλθε το 1949. Θεωρεί και αυτός, όπως όλοι οι προηγούμενοι ψυχαναλυτές, την ηλικία από τους έξι ως τους οχτώ μήνες αποφασιστικής σημασίας για την δόμηση και λειτουργία του Εγώ. Ο Lacan θεωρεί τη συμπεριφορά του παιδιού μπροστά στον καθρέφτη μοναδικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους. Τονίζει ότι η εικόνα που αντανακλά ο καθρέφτης ότι έχει και κινητική ιδιότητα και με αυτά τα χαρακτηριστικά της (η εικόνα) συμβολίζει την ψυχική μονιμότητα του εγώ. Το στάδιο αυτό είναι μια συμβολική μήτρα που το εγώ αποτελεί πρωταρχική εικόνα πριν από την αντικειμενοποίησή του. Αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την διαλεκτική της ταύτισης με την εικόνα του ομοίου. Έτσι, η πρωταρχική αυτή εικόνα του εγώ τοποθετεί το σύστημα Εγώ μέσα στη γραμμή της φαντασίας. Το στάδιο του καθρέφτη περιγράφεται ως δράμα, κατά το οποίο επινοούνται φαντασιώσεις. Η λειτουργία του σταδίου του καθρέφτη στοχεύει στην εγκατάσταση μιας σχέσης του οργανισμού με την πραγματικότητα. Ο Lacan χρησιμοποιεί την έννοια του φανταστικού όχι ως αντίθετη του πραγματικού αλλά, ως τον τρόπο που καταγράφονται οι πρωταρχικές εικόνες.
35
36
Το στάδιο του καθρέφτη λειτουργεί ως πρωταρχική εικόνα. Κατά τον Lacan περιγράφεται το σύμπλεγμα του αποθηλασμού. Δεν υπάρχει αυτοερωτισμός, ούτε ναρκισσισμός. Το σύμπλεγμα του αποθηλασμού ακολουθεί το σύμπλεγμα της διείσδυσης, (ή ζήλια του αδελφού).Το Εγώ διαμορφώνεται μέσα από την ανταγωνιστική διάθεση και την αμφιθυμία. Για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα τονίζει την κοινωνική του διάσταση. Το οιδιπόδειο από τον Freud αφορούσε πατριαρχικές κοινωνίες ενώ για τις μητριαρχικές κοινωνίες η απώθηση είναι κοινωνική και το γεγονός αυτό δείχνει τις ατομικές και οικογενειακές παραλλαγές που μπορούν να παρατηρηθούν στη διαμόρφωση και στη λύση του οιδιποδείου. Η συμβολή του Lacan είναι ίσως πιο σημαντική για μια νέα ανάγνωση της ψυχαναλυτικής θεωρίας.
Φαινομενολογικά Μοντέλα και ειδικά οι ανθρωπιστικές/ επικεντρωμένες στον πελάτη προσεγγίσεις και ο υπαρξισμός είναι κάτι περισσότερο από θεωρίες της προσωπικότητας και της ψυχολογικής προσαρμογής.
Ερωτήματα που θα απαντηθούν σε αυτό το μοντέλο
36
37
1.
Πόσο σημαντικό κομμάτι της προσωπικότητας είναι η αυτοαντίληψη του ατόμου; 2. Πώς θα την αξιολογήσουμε;
3. 4.
Είναι δυνατόν να δουμε τα ανθρώπινα κίνητρα με διαφορετικό τρόπο...ως επιδείωξη της εξέλιξης της αυτοενίσχυσης και της αυτοπραγμάτωσης; Πόσο σημαντικό είναι για μας να έχουμε μια σταθερή αυτοαντίληψη;
5.
6.
Πόσο σημαντικό είναι να ταιριάζουν τα εσωτερικά μας συναισθήματα με την αυτοαντίληψή μας; Τι κάνουμε όταν τα συναισθήματα συγκρούονται με τις πεποιθήσεις μας σχετικά με τον εαυτό μας; 7. Ποιές συνθήκες κατά την παιδική ηλικία προάγουν ένα θετικό αίσθημα αυτοαντίληψης;
Τα φαινομενολογικά μοντέλα θεωρούνται συχνά φιλοσοφίες της ζωής ή κατευθυντήριες αρχές με βάση τις οποίες ένας άνθρωπος ζει τη ζωή του.
Η θεωρία του Carl Rogers, τονίζει γιατί πρέπει να κατανοούμε τους ανθρώπους σύμφωνα με το πως βλέπουν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Ακόμη, επεξεργάζεται την έννοια του εαυτού και των εμπειριών που έχουν σχέση με αυτόν και είναι μια συνειδητή, συντονισμένη προσπάθεια να συνδυαστεί η κλινική διαίσθηση με την αντικειμενική έρευνα. Με λίγα λόγια, η θεωρία των φαινομενολογικών προσεγγίσεων δίνει έμφαση στον φαινομενικό κόσμο του ατόμου, στη σημασία του τρόπου που βιώνει τον εαυτό του και στο συνδυασμό του κλινικού έργου και της εμπειρικής έρευνας. Η δομική έννοια-κλειδί στη θεωρία του Rigers για την προσωπικότητα είναι ο εαυτός.
Το άτομο αντιλαμβάνεταιτα εξωτερικά αντικείμενα και τις εμπειρίες και τους αποδίδει κάποιο νόημα. Το όλο σύστημα των αντιλήψεων και των σημασιών συνιστούν το πεδίο φαινομένων του ατόμου. Τα μέρη του πεδίου φαινομένων, τα οποία το άτομο θεωρεί ως τον «εαυτό» του ή το «εγώ» του, συνιστούν την έννοια του εαυτού. Η έννοια του εαυτού αντιπροσωπεύει έναν οργανωμένο και σταθερό τύπο αντιλήψεων.
37
38
Παρότι, ο εαυτός αλλάζει, διατηρεί πάντα αυτή τη σταθερότητα, ενότητα και οργάνωση. Δύο σημεία αξίζει να σημειωθούν στη θεωρία του Rogers, σε σχέση με την έννοια της ατομικότητας:
1. 2.
ο όρος εαυτός δηλώνει ένα οργανωμένο σύνολο αντιλήψεων το σύστημα των εμπειριών και των αντιλήψεων, η ατομικότητα, μπορεί γενικά να γίνει αντιληπτή, μπορεί να περάσει στη συνείδηση.
Μολονότι, τα άτομα έχουν εμπειρίες των οποίων δεν γνωρίζουν συνειδητά την ύπαρξη, ο εαυτός όμως, είναι κατά κύριο λόγο συνειδητός. Μία συγενής δομικά έννοια είναι ο ιδανικός εαυτός. Είναι η αυτοαντίληψη που κάθε άνθρωπος θα ήθελε να έχει. Ο ανθρωπισμός και ο υπαρξισμός είναι φαινομενολογικές θεωρίες, με δεδομένο ότι σε αυτές η κεντρική έννοια είναι η προσωπική εμπειρία του ατόμου ή του πελάτη. Εστιάζεται στη θεραπεία του αντιληπτικού κόσμου του κάθε ατόμου. Τα μοντέλα αυτά σχετίζονται με την «παραδειγματική» θεώρηση της επιστήμης από τον Kuhn (1971) , που θέτει το αξίωμα ότι τα άτομα δημιουργούν την «πραγματικότητα» μέσω των προσωπικών αντιλήψεών τους για τον κόσμο. Η αντικειμενική αλήθεια ή η πραγματικότητα, όπως ορίζεται από τη λογική θετιστική προσέγγιση, είναι ένα «προσωπείο», μία πλάνη... κάθε άτομο βιώνει τον κόσμο με έναν μοναδικό τρόπο, μέσα από τις αισθήσεις του και τις ερμηνείες που δίνει. Έτσι λοιπόν, μια τέτοια αποπομπή της αντικειμενικής αλήθειας δίνει έμφαση στην πραγματικότητα όπως τη δημιουργεί το κάθε άτομο χωριστά. Τα φαινομενολογικά μοντέλα απορρίπτουν την αιτιοκρατική θεώρηση της ανθρώπινης φύσης. Η συμπεριφορά δεν λογίζεται ως το προϊόν των ανεξέλεγκτων ασυνείδητων ενορμήσεων και βιολογικών ενστίκτων, ούτε ως το αποτέλεσμα περιβαλλοντικών συνεξαρτήσεων ενίσχυσης. Το άτομο είναι υπεύθυνο να κάνει τις επιλογές του σχετικά με το πώς θα συμπεριφερθεί και θα βιώσει τον κόσμο. Οι πελάτες κατά τη διάρκεια της θεραπείας μαθαίνουν να αναγνωρίζουν την ικανότητά τους να κατευθύνουν τη ζωή τους σύμφωνα με τις ατομικές τους απόψεις. Η προσωπικότητα (εαυτός) βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση εξέλιξης σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητα της «ύπαρξης» κάθε στιγμή.
38
39
Η ανθρώπινη φύση θεωρείται ότι είναι δημιουργική, αφού έχουμε διαρκώς την ικανότητα να επιλέγουμε εναλλακτικές λύσεις και να δημιουργούμε τις προσωπικές μας εμπειρίες.
Η Προσωποκεντρική (ή πελατιοκρατική) θεωρία και η ανάπτυξη της προσωπικότητας Αυτό το θεωρητικό ρεύμα προέκυψε από την εξέλιξη της προσέγγισης του Carl Rogers (1942,1951,1961) για την ατομική ψυχοθεραπεία. Η πρωταρχική θέση της θεωρίας αυτής είναι ότι οι άνθρωποι έχουν την εγγενή ικανότητα να ενεργούν με το δυναμικό τους. Ο εγγενής αυτοκαθορισμός είναι εμφανής από τις πρώτες φάσεις της ανάπτυξης. Η αναγνώριση των αισθήσεων συνιστά ένα αρχικό στάδιο στη δημιουργία του «εαυτού» (και αργότερα η αναγνώριση των εξωτερικών αξιών) και αντιπροσωπεύει την ύπαρξη του οργανισμού. Μέσω της ωρίμανσης και της γνωστικής ανάπτυξης, ο οργανισμός γίνεται το Προϊόν της ολοκληρωμένης σύνθεσης των εσωτερικών και εξωτερικών αντιλήψεων. Η έννοια του εαυτού, η αυτοαντίληψη αναπτύσσεται όταν το άτομο διαφοροποιεί τον εαυτό του από το περιβάλλον. Με αυτή λοιπόν την αλληλοεπίδραση ο κοινωνικός εαυτός αναπτύσσεται και συμβάλλει στη δημιουργία της έννοιας του εαυτού. Σε αντιστοιχία με την ανάπτυξη της έννοιας του εαυτού προκύπτει η ανάγκη για: θετική εκτίμηση (συνθήκες αυτοαξίας) η αυτοπραγμάτωση (με την εγγενή διαδικασία αποτίμησης της αξίας/αποξένωση) Αν η εμπειρία και η έννοια του εαυτού διαφέρουν σε μεγάλο βάθμό είναι πιθανό να εμφανιστεί αμυντική συμπεριφορά (εκλογίκευση, φαντασίωση, προβολή).
Αξιολόγηση και Θεραπεία Η έννοια της τυπικής αξιολόγησης που οδηγεί στη διάγνωση αντίκειται στις βασικές αρχές της προσωποκεντρικής θεωρίας και θεραπείας.
39
40
Γιατί, η θεωρία της προσωπικότητας που διετύπωσε ο Rogers προέκυψε κατευθείαν από τη μη κατευθυντική προσέγγιση. Προκειμένου να υπάρξει ένα περιβάλλον που θα διευκολύνει την αναδόμηση του εαυτού, ο θεραπευτής πρέπει να διαθέτει ορισμένα χαρακτηριστικά: ενσυναίσθηση αυθεντικότητα ή γνησιότητα χωρίς όρους αποδοχή Η κατανόηση του κόσμου του πελάτη (ενσυναίσθηση) εκφράζεται μέσω της: διασαφήνισης προτάσεων αντανάκλασης παράφρασης των δηλώσεων απλής αποδοχής και τις μη λεκτικές μορφές συμπεριφοράς. Το ζεστό και δεκτικό περιβάλλον διευκολύνει τη διαδικασία της αλλαγής. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της χωρίς όρους αποδοχής του πελάτη από το θεραπευτή, της αναγνώρισης των εμπειριών του στο περιβάλλον του. Η διαδικασία της θεραπείας συνίσταται στην εναρμόνηση του εαυτού του πελάτη με τις εμπειρίες τις οποίες προηγουμένως αρνείτο. Η αυτογνωσία και η αναγνώριση των προσωπικών εμπειριών είναι συνεχείς διεργασίες που το αποτέλεσμα οδηγεί στη διαρκή εξέλιξη της έννοιας του εαυτού. Ο Rogers και οι συνεργάτες του παρουσίασαν ορισμένα ψυχομετρικά δεδομένα βασισμένα στην τεχνική Q-sort ως μέσο μέτρησης της αλλαγής. Δημιούργησαν μία κλίμακα εξέλιξης της ψυχοθεραπείας και εκτίμησης της θεραπευτικής αλλαγής. Η προσωποκεντρική θεωρία και γενικά, τα φαινομενολογικά μοντέλα έχουν δεχτεί κριτική επειδή χρησιμοποιούν ανακριβείς έννοιες και νοητικά κατασκευάσματα. Όπως συμβαίνει και με την ψυχανάλυση, είναι δύσκολο να αποδεχτεί ή να απορρίψει κανείς τα ασαφώς οριζόμενα νοητικά κατασκευάσματα των φαινομενολογικών μοντέλων. Ο Burger παρατηρεί ότι οι θεωρίες αυτές βασίζονται στην έννοια της ελεύθερης βούλησης του ατόμου που δεν φαίνεται να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση της επιστήμης. Η παραδοσιακή επιστημονική μέθοδος προσπαθεί να αποκαλύψει τις αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα στις μεταβλητές. Επίσης,
40
41
τα ευρήματα γύρω από τη μεθοδολογία των ερευνών που υποστηρίζουν τις ανθρωπιστικές θεωρίες καταλήγουν στο ότι «μεγάλο μέρος από όσα λένε οι θεωρητικοί των ανθρωπιστικών θεωριών πρέπει να θεωρείται μάλλον ως προϊόν πίστης, παρά ως επιστημονικό γεγονός». Επιπλέον, η προσωποκεντρική/ανθρωπιστική θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί σε περιορισμένο πληθυσμό ανθρώπων, αυτών κυρίως που έχουν υψηλό επίπεδο ψυχολογικής λειτουργίας. Οι Walsh & Peterson (1985)αναφέρουν ότι «η πιο βασική κριτική που μπορεί να ασκηθεί στην ανθρωπιστική ψυχολογία είναι ότι κανένας από τους υποστηρικτές της δεν παρουσιάζει ένα συνολικό, με εσωτερική συνοχή, σύστημα ψυχολογίας. Επομένως, η ανθρωπιστική προσέγγιση είναι μάλλον μια φιλοσοφία της ζωής, παρά μια επιστημονική θεωρία... « η θεωρία είναι τρόπος ζωής» (Holdstock & Rogers, 1983).
Συμπεριφορισμός( Behaviorisme) / Γνωστικά-συμπεριφοριστικά μοντέλα Τα ερωτήματα που απαντώνται σε αυτή την ανασκόπηση είναι: 1. Με ποιο τρόπο η έμφαση στην εργαστηρικά έρευνα και στις σχέσεις αιτίου και αποτελέσματος οδηγούν σε διαφορετικές παρατηρήσεις και διαφορετικές θεωρίες από εκείνες που συνδέονται με την κλινική έρευνα των συσχετίσεων;
41
42
2. Σε ποιόν βαθμό μπορούν οι βασικές αρχές της μάθησης, οι οποίες συχνά βασίζονται στη μελέτη της μάθησης σε μη ανθρώπινα όντα. Να παρέχουν τη βάση για μια θεωρία της προσωπικότητας; 3. Σε ποιο βαθμό ελέγχεται η συμπεριφορά μας από ενισχυτές (π.χ.) ανταμοιβές και τιμωρίες); Μπορεί η ανώμαλη συμπεριφορά να κατανοηθεί στο πλαίσιο των αρχών της μάθησης; 4. Αν την φυσιολογική συμπεριφορά την μαθαίνουμε ή την αποκτούμε όπως όλες τις άλλες μορφές συμπεριφοράς, μπορεί η θεραπευτική αλλαγή να προέλθει από την εφαρμογή των αρχών της μάθησης; Σε ποιο βαθμό, λοιπόν, αποτελεί η ψυχοπαθολογία περισσότερο πρόβλημα κακής μάθησης παρά πάθηση ή αρρώστια; Σε αυτό το πεδίο θα επικεντρώσουμε την προσοχή μαςσε τρεις θεωρίες της μάθησης: την κλασική εξαρτημένη μάθηση του Pavlov την συντελεστική εξαρτημένη μάθηση του Skinner και τη μάθηση με ερέθισμα και αντίδραση του Hull Οι θεωρίες αυτές έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όπως η έμφαση στη σημασία της μάθησης και στην αυστηρή μεθοδολογία. Υπαρχουν όμως πολλές διαφορές ως προς τον τρόπο που ερμηνεύουν τις αρχές της μάθησης και πως κατανοούν τη συμπεριφορά Κατά την δεκαετία του ’50 και την δεκαετία του ’70, αυτές οι απόψεις επηρέασαν σημαντικά τη σκέψη στο χώρο της προσωπικότητας και\ της κλινικής ψυχολογίας. Μεταγενέστερα η επιρροή τους αντικαταστάθηκε από άλλες απόψεις. Η προσέγγιση της προσωπικότητας από τη σκοπιά της θεωρίας της μάθησης έχει δύο βασικές υποθέσεις και από τις οποίες απορρέουν διάφορα κρίσιμα θέματα: ότι όλη σχεδόν η συμπεριφορά είναι προϊόν μάθησης και η αντικειμενικότητα και η αυστηρότητα στον έλεγχο των σαφώς διατυπωμένων υποθέσεων είναι αποφασιστικής σημασίας. Οι θεωρητικής αυτής της άποψης τονίζουν ότι: Η μελέτη της προσωπικότητας είναι κλάδος του γενικότερου χώρου της μάθησης.
42
43
Η ψυχοπαθολογία, για παράδειγμα, γίνεται αντιληπτή ως μάθηση δυσπροσαρμοστικής συμπεριφοράς ή ως αποτυχία του ατόμου να μάθει την προσαρμοστική συμπεριφορά. Έτσι, και κατ’ αυτή την έννοια το ιατρικό μοντέλο (σύμπτωμα-ασθένεια) απορρίπτεται. Η θεραπεία περιλαμβάνει την εφαρμογή βασικών αρχών της μάθησης στο χώρο της αλλαγής της συμπεριφοράς. Αντί να μιλούν για ψυχοθεραπεία, οι οπαδοί της μαθησιακής-συμπεριφοριστικής θεωρίας κάνουν λόγο για τροποποίηση της συμπεριφοράς και για θεραπεία της συμπεριφοράς. Εδώ δεν επιλύονται υποκειμενικές συγκρούσεις ούτε αναδομείται η προσωπικότητα. Συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς τροποποιούνται ή αλλάζουν. Στηρίζονται στο γεγονός ότι: Από τη στιγμή που οι περισσότερες προβληματικές συμπεριφορές είναι προϊόντα μάθησης, είναι δυνατόν ο άνθρωπος να τις αλλάξει εφαρμόζοντας διαδικασίες βασισμένες στη μάθηση. Η έμφαση στην αντικειμενικότητα και την αυστηρότητα, σε υποθέσεις που μπορούν να δοκιμαστούν και στον πειραματικό έλεγχο, έχει ίσως ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Αποτέλεσμα ήταν να δοθεί ο χώρος του εργαστηρίου ως χώρος μελέτης της συμπεριφοράς. Επιπλέον, η βαρύτητα που δόθηκε στους προσεχτικούς χειρισμούς σε αντικειμενικά καθορισμένες μεταβλητές οδήγησε στην έμφαση σε δυνάμεις εξωτερικές και όχι εσωτερικές ως προς τον οργανισμό. Σύμφωνα με τη μαθησιακή-συμπεριφοριστική θεώρηση, χρειαζόμαστε τις μεταβλητές στο περιβάλλον και παρατηρούμε τις επιπτώσεις των χειρισμών μας πάνω στη συμπεριφορά. Αντί για τις έννοιες που δεν επιδέχονται χειρισμούς (εαυτός, Εγώ, ασυνείδητο), στο κέντρο της προσοχής βρίσκονται τα ερεθίσματα από το περιβάλλον που μπορούν να γίνονται αντικείμενο πειραματικών χειρισμών. Η έμφαση που δίνουν οι συμπεριφοριστές στα εξωτερικά περιβαλλοντικά αίτια συνδέθηκε με την έμφαση στην καταστασιακή συγκεκριμενοποίηση (situational specificity) της συμπεριφοράς.
43
44
Σε αντίθεση με την βαρύτητα που δίνει ψυχοδυναμική θεωρία ή και η θεωρία των χαρακτηριστικών, σε χαρακτηριστικά που εκφράζονται μέσα σε διάφορες καταστάσεις, η συμπεριφορική θεωρία διατείνεται ότι όποια σταθερότητα παρατηρείται στη συμπεριφορά οφείλεται στην ομοιότητα των περιβαλλοντικών συνθηκών που προκάλεσαν αυτή την συμπεριφορά. Ένας εκπρόσωπος αλλά και ιδρυτής της θεωρητικής κατεύθυνσης, γνωστή ως θεωρία της συμπεριφοράς που προκάλεσε και επηρέασε τόσο πολύ με τις απόψεις του την αμερικάνική ψυχολογία και τις εξελίξεις στο χώρος της προσωπικότητας, είναι ο Jhon Watson. Κύριος εκπρόσωπος της Εξαρτημένης Συντελεστικής Μάθησης (ΕΣΜ) είναιο Ρώσος φυσιολόγος Ivan Petrouvich Pavlov Το θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ΕΣΜ είναι ότι ένα μέχρι πριν ουδέτερο ερέθισμα αποκτά την ικανότητα να προκαλέσει μιαν αντίδραση, επειδή σχετίζεται με ένα ερέθισμα που παράγει αυτόματα την ίδια ή παρόμοια αντίδραση. Ο Pavlov ανακάλυψε ότι η αντίδραση που είχε εξαρτηθεί με ένα προηγουμένως ουδέτερο ερέθισμα θα συνδεόταν και με παρόμοια ερεθίσματα, θα είχαμε δηλαδή τη διαδικασία της γενίκευσης (generalization) Ποια είναι τα όρια αυτής της γενίκευσης; Αν επαναλαμβανόμενες δοκιμές δείξουν ότι μερικά μόνο ερεθίσματα ακολουθούνται από το μη εξαρτημένο ερέθισμα, τότε το ζώο αναγνωρίζει τις διαφορές μεταξύ των ερεθισμάτων, μια διαδικασία που καλείται διάκριση (discrimination) και αν το αρχικό ουδέτερο ερέθισμα παρουσιάζεται κατ’ επανάληψη χωρίς να ακολουθείται έστω και μερικές φορές από το μη εξαρτημένο ερέθισμα, έχουμε μιαν ακύρωση ή σταδιακή αποδυνάμωση της εξάρτησης ή της σύνδεσης, μια διαδικασία γνωστή ως απόσβεση (extinction). Το έργο του Pavlov πάνω στη διαδικασία της εξάρτησης όρισε ξεκάθαρα τα ερεθίσματα και τις αντιδράσεις και παρείχε μια αντικειμενική μέθοδο μελέτης των μαθησιακών φαινομένων. Άσκησε, επομένως, μεγάλη επίδραση στη σκέψη των μεταγενέστερων συμμπεριφοριστών. Για πολλούς ψυχολόγους, η κλασική εξαρτημένη μάθηση συναισθηματικών αντιδράσεων παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ψυχοπαθολογίας και ενδεχομένως στην αλλαγή της συμπεριφοράς. Η ψυχοθεραπεία της συμπεριφοράς βασίζεται στο μοντέλο
44
45
της κλασικής εξαρτημένης μάθησης και δίνει σημασία στην εξάληψη των προβληματικών αντιδράσεων, όπως οι εξαρτημένοι φόβοι, ή στην εξαρτημένη μάθηση νέων αντιδράσεων σε ερεθίσματα που προκαλούν ανεπιθύμητες αντιδράσεις, όπως το άγχος. Οι Mowrer και Mowrer (1928) ανέπτυξαν μια άλλη σημαντική μέθοδο για να αντιμετωπίσουν την νυχτερινή ενούρηση. Για να αντιμετωπίσουν λοιπόν, αυτή την περίσταση διαμόρφωσαν έναν μηχανισμό (ηλεκτρικός μηχανισμός στο κρεβάτι του παιδιού) βασισμένο στο μοντέλο της κλασικής εξαρτημένης μάθησης. Επίσης, Ο Joseph Wolpe ανακάλυψε την μέθοδο της συστηματικής απευαισθητοποίησης (systematic desensitization). Επινόημα ενός ψυχολόγου και όχι ψυχιάτρου η μέθοδος του Wolpe για την νεύρωση. Εφόσον η νεύρωση είναι μια δυσπροσαρμοστική αποκτημένη αντίδραση, που συνδέεται σχεδόν πάντα με το άγχος, τότε η αναστολή του άγχους μέσω της αντενεργούς (αμοιβαίας) εξάρτησης μιας προσαρμοστικής αντίδρασης. Με άλλα λόγια, η θεραπεία έχει να κάνει με την εγκατάσταση αντιδράσεων που είναι ανταγωνιστικές ή ανασταλτικές του άγχους. Ο B. F. Skinner (1904-1990) είναι ο σημαντικότερος υποστηρικτής μιας ακραίας συμπεριφοριστικής τοποθέτησης. Είναι ίσως ο πιο γνωστός Αμερικανός ψυχολόγος που οι απόψεις του για την ψυχολογία και τα περί την κοινωνία αποτέλεσαν πηγή μεγάλης διαμάχης. Η θεμελιώδης δομική μονάδα για τη θεωρία της συμπεριφοράς κατά Skinner είναι η αντίδραση. Η αντίδραση μπορεί να κυμαίνεται από μια απλή αντανακλαστική αντίδραση σε μια σύνθετη μορφή συμπεριφοράς. Στοιχείο ζωτικό για τον ορισμό της αντίδρασης είναι ότι αντιπροσωπεύει μιαν εξωτερική, παρατηρήσιμη μορφή συμπεριφοράς την οποία μπορούμε να συνδέσουμε με τα γεγονότα του περιβάλλοντος. Ο Skinner κάνει διάκριση ανάμεσα στις αντιδράσεις που προκαλούνται από γνωστά ερεθίσματα, που ονομάζονται συντελεστές και σε αυτές που προκαλούνται από κατευθυνόμενα ερεθίσματα. Ο ρόλος του ενισχυτή: ερέθισμα που ακολουθεί μιαν αντίδραση και αυξάνει την πιθανότητα της εκδήλωσής της είναι το ερέθισμα που ισχυροποιεί μιαν μορφή συντελεστικής συμπεριφοράς και την εγκαθιστά. Έτσι, έχουμε τους γενικευμένους ενισχυτές και προγράμματα ενίσχυσης
45
46
όπου επεμβαίνουν ο ρυθμός και τα διαστήματα μέσα στα οποία δίνεται το ενισχυμένο ερέθισμα. Η σύνθετη συμπεριφορά διαμορφώνεται μέσα από μια διαδικασία διαδοχικής προσέγγισης, δηλαδή, διαμορφώνεται με την ενίσχυση επιμέρους συμπεριφορών που θέλουμε να πετύχουμε. Ψυχοπαθολογία Σύμφωνα με την συμπεριφοριστική άποψη, η παθολογική συμπεριφορά δεν είναι ασθένεια. Αντίθετα, είναι ένας τύπος αντιδράσεων που έχει μάθει κανείς όπως και όλοι οι τύποι αντιδράσεων. Οι συμπεριφοριστές, και κυρίως οι οπαδοί του Skinner αντιτίθενται στην έννοια του ασυνειδήτου ή στην έννοια της «αρρωστημένης προσωπικότητας». Τα άτομα δεν είναι άρρωστα, απλώς δεν αντιδρούν κατάλληλα στα ερεθίσματα. Έτσι, δεν κατορθώνουν να μάθουν μιαν αντίδραση είτε μαθαίνουν μια δυσπροσαρμοστική αντίδραση. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα συμπεριφορκό έλλειμμα (behavioral deficit). Π.χ., τα κοινωνικά ανεπαρκή άτομα μπορεί να είχαν ιστορικά ελαττωματικής ενίσχυσης στα οποία δεν ανέπτυξαν κοινωνικές δεξιότητες. Επειδή οι κοινωνικές τους δεξιότητες δεν ενισχύθηκαν κατά την κοινωνικοποίηση, ως ενήλικοι έχουν ανεπαρκές ρεπερτόριο αντιδράσεων με τις οποίες να απαντούν στις κοινωνικές περιστάσεις. Η ενίσχυση είναι σημαντική όχι μόνο για την εκμάθηση της συμπεριφοράς αλλά και για την διατήρησή της. Έτσι, ένα πιθανό αποτέλεσμα της απουσίας της ενίσχυσης από το περιβάλλον είναι η κατάθλιψη. Μ’ έναν λόγο, οι άνθρωποι συγκροτούν ελαττωματικά ρεπερτόρια συμπεριφοράς, αυτό που πολλοί αποκαλούν «αρρωστημένη» συμπεριφορά ή ψυχοπαθολογία, για τους εξής λόγους: δεν ενισχύθηκαν για προσαρμοστική συμπεριφορά, τιμωρήθηκαν για συμπεριφορές που αργότερα θα θεωρούνταν προσαρμοστικές, ενισχύθηκαν για δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά ή
46
47
ενισχύθηκαν κάτω από ακατάλληλες συνθήκες για μια συμπεριφορά που για άλλη περίπτωση θα ήταν προσαρμοστική. Σε όλες τις περιπτώσεις δίνεται έμφαση στις παρατηρήσιμες αντιδράσεις και στα προγράμματα ενίσχυσης και όχι σε έννοιες όπως η ενόρμηση, η σύγκρουση, το ασυνείδητο, η αυτοεκτίμηση. Η έμφαση σε συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με ορισμένα περιστασιακά χαρακτηριστικά συνιστά τη βάση της λεγόμενης συμπεριφορικής αξιολόγησης (behavioral assessment). Βαθιά επηρεασμένη από τη σκέψη του Skinner, η συμπεριφορική προσέγγιση στην αξιολόγηση της συμπεριφοράς (προσωπικότητας) δίνει βαρύτητα σε τρία πράγματα:
1.
Στον εντοπισμό συγκεκριμένων μορφών συμπεριφοράς, οι οποίες συχνά ονομάζονται συμπεριφορές στόχοι (target behaviors) ή αντιδράσεις στόχοι (target responses)
2.
Στον εντοπισμό συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων που προκαλούν, προτρέπουν ή ενισχύουν τις συμπεριφορές στόχους
3.
Στον εντοπισμό συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραγόντων που μπορούν με κατάλληλους χειρισμούς να μεταβάλουν τη συμπεριφορά.
Έτσι, η συμπεριφορική αξιολόγηση, π.χ., για το ξέσπασμα οργής ενός παιδιού θα περιλάμβανε: έναν σαφή, αντικειμενικό ορισμό για τα ξεσπάσματα οργής του παιδιού, μια ολοκληρωμένη περιγραφή της περίστασης που πυροδοτεί αυτά τα ξεσπάσματα, μια πλήρη περιγραφή της αντίδρασης των γονιών και άλλων προσώπων που μπορεί να ενισχύει τη συμπεριφορά και μια ανάλυση του ενδεχόμενου να προκληθούν και να ενισχυθούν άλλες ήπιες μορφές συμπεριφοράς.
47
48
Αυτή η λειτουργική ανάλυση της συμπεριφοράς (functional analysis of behavior), με την προσπάθεια προσδιορισμού των περιβαλλοντικών συνθηκών που ελέγχουν τη συμπεριφορά, βλέπει τη συμπεριφορά σαν λειτουργία συγκεκριμένων γεγονότων στο περιβάλλον. Αυτή η προσέγγιση καλείται επίσης αξιολόγηση ABC , γιατί αξιολογούμε τις Προηγηθείσες της συμπεριφοράς συνθήκες (Antecedent), την ίδια την Συμπεριφορά (Behavior) και τις Συνέπειες (Consequences) της συμπεριφοράς. Σε γενικές γραμμές, η αξιολόγηση της συμπεριφοράς συνδέεται με τους αντικειμενικούς στόχους της θεραπείας (ερευνητικός σχεδιασμός ή σχεδιασμός ιδιοελέγχου, η θεραπεία με κουπόνια). Διάφοροι θεωρητικοί προσέφεραν πολλά στην ανάπτυξη της θεωρίας Ε-Α για τη μάθηση. Τρεις μορφές έχουν ιδιαίτερη σημασία. Πρώτος ο Clark Hull κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να συγκροτήσει μια συστηματική, περιεκτική θεωρία της μάθησης, ενώ οι John Dollart και Neal E. Miller είναι ιδιαίτερα γνωστοί για τις προσπάθειές τους να συνδυάσουν τα αξιόλογα επιτεύγματα του Freud του Hull.
Ανασκόπηση Η θεραπεία της συμπεριφοράς, στη δεκαετία του ’50 και του ’60-’70 εξελίχτηκε σε ένα τυποποιημένο μοντέλο ερμηνείας της ψυχοπαθολογίας εξαιτίας της δυσαρέσκειας που υπήρχε από θεωρίες όπως η ψυχανάλυση και τα ανθρωπιστικά μοντέλα, που βασίζονται σε υποκειμενικές και ασαφείς έννοιες. Το μοντέλο αυτό περιλαμβάνει αρκετές διακριτές θεωρητικές προσεγγίσεις. Γενικά, οι διάφορες κατευθύνσεις μέσα στα πλαίσια της θεραπείας της συμπεριφοράς, όπως ο ριζοσπαστικός συμπεριφορισμός, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης και η γνωστική-συμπεριφοριστική θεωρία διαφέρουν ως προς τη σημασία που δίνουν στις γνωστικές παραμέτρους. Οι θεραπευτές που ακολουθούν τη θεραπεία της συμπεριφοράς υποστηρίζουν ότι το άτομο μαθαίνει τη μη ομαλή συμπεριφορά
48
49
με τις ίδιες διαδικασίες που αποκτά τη φυσιολογική συμπεριφορά. Αυτό επιτυγχάνεται με την διαδρομή: της θετικής ενίσχυσης και της τιμωρίας της θετικής ενίσχυσης και της αμοιβής. Αποφεύγουν να χρησιμοποιούν ασαφείς όρους και δίνουν έμφαση στην παρατήρηση της συμπεριφοράς. Οι γνωστικές-συμπεριφοριστικές διαδικασίες ορίζονται λειτουργικά ως στοιχεία που είναι δυνατόν να παρατηρηθούν.
Ο ριζοσπαστικός συμπεριφορισμός βασίζεται στις αρχές της συντελεστικής εξάρτησης (F. Skinner) Η θεωρητική αυτή έμφαση έχει ονομαστεί και τροποποίηση της συμπεριφοράς ή εφαρμοσμένη ανάλυση της συμπεριφοράς, όροι που κάνουν σαφή έναν από τους κύριους στόχους του συμπεριφορισμού - την τροποποίηση κάποιων συγκεκριμένων προτύπων συμπεριφοράς μέσω διαδικασιών που βασίζονται στις αρχές της εξαρτημένης μάθησης, οι οποίες έχουν προκύψει από εμπειρικά δεδομένα. Η προσέγγιση του Skinner θεωρείται ριζοσπαστικός συμπεριφορισμός λόγω της άποψης ότι η συμπεριφορά ελέγχεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Η πιθανότητα να εμφανιστεί μία συγκεκριμένη αντίδραση στη συμπεριφορά εξαρτάται από περιβαλλοντικές εξαρτήσεις:
ερέθισμα αντίδραση αμοιβήεπανάληψη
συμπεριφορά
ερέθισμααντίδρασητιμωρίααναχαίτηση
49
50
Χαρακτηριστική αρχή του ριζοσπαστικού συμπεριφορισμού είναι ότι κατά την ερμηνεία των αιτίων που προκαλούν τη συμπεριφορά απορρίπτεται η σημασία των ψυχικών ή υποκειμενικών διαστάσεων. Παρότι η υποκειμενική θεώρηση λαμβάνεται υπόψη, στο ριζοσπαστικό συμπεριφορισμό επικρατεί η άποψη ότι η συμπεριφορά είναι δυνατόν να ερμηνευθεί αποκλειστικά μέσω των ερεθισμάτων και των αντιδράσεων που μπορούν να παρατηρηθούν. Ο ριζοσπαστικός συμπεριφορισμός έχει κατηγορηθεί ως μία υπερβολικά μηχανιστική θεωρία. Συνήθως, οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που βασίζονται σε αυτή τη θεωρητική κατεύθυνση -στις αρχές της εξαρτημένης μάθησης- φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές και βοηθούν στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Συμπεριφορισμόςβασισμένος στην αρχή ερέθισμα-αντίδραση (Ε-Α)
έχει θεμελιωθεί στην πρωτοποριακή δουλειά των Pavlov, Guthrie, Hull και άλλων συμπεριφοριστών που εργάστηκαν κατά τα πρώτα χρόνια της ψυχολογίας ως επιστήμης,καθώς και στις νεότερες κλινικές προσαρμογές του Wolpe και άλλων θεραπευτών της συμπεριφοράς. Σε αυτή τη προσέγγιση αναγνωρίζεται η σημασία των εννοιολογικών μεταβλητών για την ερμηνεία των αιτίων της συμπεριφοράς. Πιστεύεται ότι η ομαλή και η αποκλίνουσα συμπεριφορά ακολουθούν τις αρχές της κλασικής συντελεστικής θεωρίας της μάθησης. Στην ερμηνεία της συμπεριφοράς υπεισέρχονται υποθετικές ενδιάμεσες μεταβλητές, όπως ο «φόβος» και το «άγχος», αυτές όμως οι εννοιολογικές κατασκευές είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα εξωτερικά γεγονότα που εμφανίζονται αμέσως πριν και αμέσως μετά την αντίδραση στο ερέθισμα. Οι πιο δημοφιλείς τεχνικές της προσέγγισης αυτής είναι η συστηματική αποευαισθητοποίηση του Wolpe που βασίζονται στις αρχές της μάθησης. Προσέγγιση της κοινωνικής μάθησης προχωράει ακόμα περισσότερο συμπεριλαμβάνοντας τις ενδιάμεσες μεταβλητές στην ερμηνεία της συμπεριφοράς.
50
51
Η διατύπωση της θεωρίας της κοινωνικής μάθησης έχει την προέλευσή της στη δουλειά του Bandura (1977), οποίος βασίστηκε στις αρχές των συμπεριφοριστών που υποστηρίζουν το μοντέλο Ε-Α. Σύμφωνα με την θεωρία της κοινωνικής μάθησης, η συμπεριφορά σε αρκετές περιπτώσεις καθορίζεται από τις αρχές της συντελεστικής ή της κλασικής εξάρτησης. Η επιρροή του περιβάλλοντος συνήθως ασκείται μέσω γνωστικών διαδικασιών, οι οποίες διαμορφώνονται από τις μαθησιακές εμπειρίες του παρελθόντος. Μια σημαντική έννοια στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης είναι η διαδικασία μίμησης προτύπων (μιμητική μάθηση, μίμηση μέσω παρατήρησης ή συμβολική μίμηση προτύπων). Στη μορφή αυτή μάθησης δεν απαιτείται η άμεση ενίσχυση της συμπεριφοράς. Τα πρότυπα της συμπεριφορά εξασθενούν ή ενισχύονται μέσω της παρατήρησης ενός άλλου προσώπου ή μέσω της έκθεσης σε οπτικοακουστικό υλικό ή στη φαντασία. Ο Bandura αναγνώρισε τη σημασία των προσδοκιών στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Η αυτοαποτελεσματικότητα και οι προσδοκίες για το αποτέλεσμα αντιπροσωπεύουν τη σημασία που οι θεωρητικοί της κοινωνικής μάθησης αποδίδουν στην υποκειμενική εκτίμηση της πραγματικότητας από το κάθε άτομο. Επομένως, η ψυχοπαθολογία θεωρείται ότι οφείλεται εν μέρει στη χαμηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας και στις αρνητικές προσδοκίες των ατόμων για την κατάληξη των ενεργειών τους. Γνωστική - συμπεριφοριστική προσέγγιση Δίνει έμφαση στις γνωστικές διεργασίες οι οποίες μεσολαβούν μεταξύ ερεθίσματος και συμπεριφοράς (συμπεριλαμβάνεται μάλιστα και η ψυχοπαθολογία) Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει τη σημασία των γνωστικών διεργασιών, όπως οι διαδικασίες της σκέψης, οι δηλώσεις του ατόμου για τον ίδιο του τον εαυτό, τα πιστεύω του και οι προσδοκίες του, για το πώς
51
52
τα «πραγματικά» γεγονότα επηρεάζουν τη συμπεριφορά, και για αυτό θεωρεί τις διεργασίες αυτές θέματα τα οποία απαιτούν εμπειρική έρευνα και κλινική παρέμβαση. Μέσα στα πλαίσια της γνωστικής-συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης, έγιναν γνωστές και δημοφιλείς διάφορες επιμέρους προσεγγίσεις:
• η γνωστική θεραπεία για την κατάθλιψη (Aaron Beck) βασική υπόθεση στη θεωρία του Beck είναι το πρότυπο της αρνητικής σκέψης που ονομάζεται γνωστική τριάδα και η βασική τεχνική που χρησιμοποιείται είναι η γνωστική αναδόμηση: να αντικαταστήσει το άτομο τις μη λογικές ή αρνητικές του απόψεις (γνωσίες). • λογικο-συναισθηματική (ή λογικο-θυμική) θεραπεία του Albert Ellis θεωρεί ότι ένα μη καλά προσαρμοσμένο άτομο είναι εκείνο που συμπεριφέρεται και σκέφτεται με μη λογικό τρόπο. Επομένως, η κακή προσαρμογή είναι προϊόν ενός μη λογικού συστήματος απόψεων που βασίζεται σε μη λογικά «πρέπει», «αρμόζει», «οφείλω» έτσι οδηγείται σε αρνητικές αυτοαξιολογήσεις. Η επισκόπηση των διαφόρων προσεγγίσεων του συμπεριφορισμού/ γνωστικο-συμπεριφορισμού αποκαλύπτει αρκετές διαφορές στην ερμηνεία της ομαλής και της αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Η θεωρία του Skinner και της προσέγγισης του Ε-Α είναι μία περισσότερο αιτιοκρατική θεώρηση, καθώς η συμπεριφορά θεωρείται, κατά κύριο λόγο, προϊόν περιβαλλοντικών επιδράσεων. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης που αναγνωρίζει τη σημασία των γνωστικών ενδιάμεσων παραγόντων είναι λιγότερο αιτιοκρατική. Πάντως, όπως υποστηρίζουν τα φαινομενολογικά μοντέλα, ο βαθμός στον οποίο κάθε άτομο είναι ελεύθερο να επιλέξει τη μοίρα του
52
53
βρίσκεται πιο κάτω από το επίπεδο της ελεύθερης επιλογής του. Το βιολογικό ή ιατρικό (βιοϊατρικό) μοντέλο (Cockerham) Η επίδραση του ιατρικού μοντέλου (ή μοντέλου «ασθένειας») στη σημερινή θεωρητική διατύπωση είναι εμφανής, διότι οι όροι που χρησιμοποιούν οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας αποδεικνύουν ότι ο χώρος έχει δεχτεί βαθιές επιδράσεις από το μοντέλο της ανθρώπινης φυσιολογίας. Ο όρος ψυχοπαθολογία περιλαμβάνει την έννοια της πάθησης και την έννοια της ψυχής, υποδηλώνοντας έτσι την ύπαρξη μιας βιολογικής βάσης των ψυχικών διαταραχών. Οι πιο ακραίες τοποθετήσεις του ιατρικού μοντέλου θεωρούν την ψυχική ασθένεια ως το αποτέλεσμα γενετικών, βιοχημικών ή οργανικών παραγόντων. Θεωρείται ότι είναι μια εκδήλωση στη συμπεριφορά μιας δυσλειτουργίας στη φυσιολογία του οργανισμού. Αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν, ο Ιπποκράτης υπέθετε ότι κάθε προβληματική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα νοσούντος νου. Αυτή η άποψη υπήρξε ο πρόδρομος των μυστικιστικών αντιλλήψεων κατά τον Μεσαίωνα, όταν η ιατρική κοινότητα πίστευε ότι η ψυχοπαθολογία ήταν το αποτέλεσμα υπερφυσικών φαινομένων. Κατά τον 19ο αιώνα οι γιατροί διατύπωσαν και πάλι την άποψη ότι η ψυχική ασθένεια είναι προϊόν οργανικής πάθησης. Διερωτάται κανείς «γιατί το ιατρικό μοντέλο παραμένει τόσο ισχυρό;» Γιατί, οι ψυχίατροι έχουν ιατρική εκπαίδευση και έρχονται σε επαφή με άλλους γιατρούς το ισχύον ιατρικό μοντέλο ορίζει ότι εν μέρει οι ψυχικές διαταραχές ανταποκρίνονται στην ιατρική θεραπεία και ότι οι ψυχικές διαταραχές δεν προκύπτουν μόνο από βιοχημικές ή οργανικές δυσλειτουργίες οι ψυχίατροι προσπαθούν να αποκτήσουν κύρος στην ιατρική κοινότητα εφαρμόζοντας μια επιστημονικά ακριβή προσέγγιση για τη μελέτη και θεραπεία των ψυχικών παθήσεων.
53
54
Επιπρόσθετα, το ιατρικό μοντέλο παραμένει αρκετά δημοφιλές γιατί αρκετές ψυχολογικές θεωρίες υιοθετούν κάποιες από τις αρχές της βιολογικής προσέγγισης (π.χ. συμπεριφοριστική προσέγγιση). Στο πλαίσιο του ιατρικού μοντέλου η αποκλίνουσα συμπεριφορά αποδίδεται σε φυσικά αίτια και κάθε ασθένεια μπορεί να από συγκεκριμένες ομάδες συμπτωμάτων (σύνδρομα), τα οποία προκαλούνται από ενδογενείς βιολογικές διεργασίες. Έτσι, οι αιτίες των ψυχικών διαταραχών ομαδοποιούνται σε τρεις γενικές κατηγορίες:
1) 2) 3)
Τα Λοιμώδη νοσήματα ή μολυσματικές ασθένειες Οι Συστημικές ασθένειες Οι Τραυματικές ασθένειες
κατάθλιψη διπολική διαταραχή σχιζοφρένεια Ερευνητικά ευρήματα και κριτική Δύο βασικές επικρίσεις έχουν ασκηθεί στο βιολογικό ή ιατρικό μοντέλο ό,τι : η θεραπεία επιδιώκει να ελέγξει μάλλον και όχι να θεραπεύσει τις διαταραχές. Δίνεται έμφαση στην πίστη ότι είναι δυνατόν να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και από την απόκλιση να επανέλεθει το άτομο παραγνωρίζοντας τις κοινωνικές συνιστώσες της ψυχικής ασθένειας παρόλο που ορισμένες ιατρικές τεχνικές καταφέρουν να ελέγξουν την αποκλίνουσα συμπεριφορά, μέχρι τώρα δεν έχουν καταφέρει να ερμηνεύσουν την αιτιολογία των ψυχικών διαταραχών. Υπάρχουν χιλιάδες άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την φυσιολογία του σώματος και επομένως, την εκδήλωση της ψυχικής διαταραχής. Ο Cockerhan (1989) αναφέρει: «το ιατρικό μοντέλο βασίζεται στον έλεγχο ή στην απάλειψη των συμπτωμάτων της ψυχικής διαταραχής και αφήνει αναπάντητο το ερώτημα του τι πραγματικά προκαλεί το πρόβλημα».
54
55
Θεωρητικά μοντέλα και κατευθύνσεις είναι απαραίτητη η ύπαρξή τους;
Παρότι, οι θεωρίες και τα μοντέλα είναι απαραίτητα τόσο στη θεωρητική όσο και στην εφαρμοσμένη ψυχολογία, η υποταγή και η προσήλωση σε κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο ή θεωρία δεν είναι... Μερικοί θεραπευτές πιστεύουν ότι, Η ψυχολογία πρέπει να βασίζεται στην τέχνη, τη διαίσθηση, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία παρά στην επιστήμη... Εξετάζοντας την άποψη από που απορρέουν αυτές οι θέσεις διαπιστώνουμε: το φαινόμενο του μεγάλου ηγέτη την προσωπική επένδυση στη θεωρία την ανάπτυξη οργανώσεων που βασίζονται σε θεωρητικές κατευθύνσεις την επίδραση των μοντέλων στην εκπαίδευση και την εξάσκηση. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις επιτελούν χρήσιμες λειτουργίες, όπως να βοηθούν τον κλινικό να διαπιστώνει θεωρητικά τα ψυχολογικά προβλήματα, και καθοδηγούν τη φύση και την πρακτική της θεραπείας. Είναι σημαντικό οι κλινικοί ψυχολόγοι να μην ασπάζονται πάντοτε έναν θεωρητικό προσανατολισμό, μια συγκεκριμένη θεωρία, γιατί η τυφλή εμπιστοσύνη σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο μετατρέπει την κλινική ψυχολογία σε ψευδοθρησκεία και είναι αντίθετη στο μοντέλο του επιστήμονα-επαγγελματία... Αν η κλινική ψυχολογία πρόκειται να επιβιώσει ως επάγγελμα που παρέχει βοήθεια και όχι ως λατρεία, οι τεχνικές και τα κριτήριά της πρέπει να βασίζονται στην επιστημονική γνώση και στα δεδομένα. Οι θεωρητικοί προσανατολισμοί ελάχιστα συνεισφέρουν στους σκοπούς αυτούς.
Θεωρίες για τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας
55
56
Πως μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τις σταθερές διαφορές ανάμεσα στα άτομα σχετικά με τα συναισθήματά τους, τη σκέψη τους και τη συμπεριφορά τους; Πόσα διαφορετικιά γνωρίσματα χρειάζονται για μια επαρκή περιγραφή αυτών των προσωπικών διαφορών;
Σε ποιο βαθμό έχουν οι ατομικές διαφορές γενετική, κληρονομική βάση;
Αν μπορούμε να περιγράψουμε τα άτομα χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, πώς θα εξηγήσουμε την ποικιλία στη συμπεριφορά από τη μια χρονική στιγμή στην άλλη και από τη μια περίπτωση στην άλλη; Σε αυτές τις θεωρίες οι απόψεις των θεωρητικών κάνουν λόγο για τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την προσωπικότητα. Ποιά είναι η έννοια του χαρακτηριστικού; Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με ορισμένους τρόπους λόγω κάποιων γενικών προδιαθέσεων, των λεγόμενων χαρακτηριστικών (traits). Δηλαδή, μπορεί να περιγράψουμε τους ανθρώπους ανάλογα με την πιθανότητα που υπάρχει να συμπεριφερθούν με έναν ορισμένο τρόπο. Αν και οι θεωρητικοί των χαρακτηριστικών ορίζουν με διαφορετικό τρόπο τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την ανθρώπινη προσωπικότητα, όλοι συμφωνούν ότι τα χαρακτηριστικά αποτελούν τους θεμελιώσεις δομικούς λίθους της ανθρώπινης προσωπικότητας. Συμφωνούν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά και η προσωπικότητα μπορούν να οργανωθούν ιεραρχικά. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Hans Eysenck, ο οποίος υποστηρίζει ότι σε ένα πρώτο επίπεδο μπορούμε να νοήσουμε τη συμπεριφορά ως συγκεκριμένες αντιδράσεις. Ωστόσο, μερικές από αυτές είναι γενικά αλληλένδετες μεταξύ τους και σχηματίζουν πιο γενικές συνήθειες. Έτσι, διαπιστώνουμε
56
57
ότι ομάδες συνηθειών προκύπτουν ταυτόχρονα σχηματίζοντας τα χαρακτηριστικά. Σ’ ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης τα διάφορα χαρακτηριστικά μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν αυτό που ο Eysenck ονόμασε ανώτερους παράγοντες ή υπερπαράγοντες (superperfactions) επίπεδο
υπερπαραγόντων Εξωστρέφια
επίπεδο χ αρακτηριστικών Κοινωνικότητα Ευσυγκινησία
Παρορμητισμός
Επίπεδο
Ενεργητικότητα
συναισθηματικής
Ζωτικότητα
αντίδρασης
Επίπεδο συγκεκριμένης αντίδρασης Σ’ αυτή τη θεωρία το σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε την άποψη ότι • η προσωπικότητα είναι οργανωμένη σε διάφορα επίπεδα • οι θεωρίες των χαρακτηριστικών υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι έχουν γενικές προδιαθέσεις να αντιδρούν σε συγκεκριμένους τρόπους • η προσωπικότητα είναι ιεραρχικά οργανωμένη.
Η θεωρία των Χαρακτηριστικών του Gordon Allport (1887-1967) Δεν θεμελίωσε κάποια ιδιαίτερη θεωρία παρά έθεσε ζητήματα και αρχές πάνω στη θεωρία των χαρακτηριστικών. Τόνισε,
57
58
την υγιή και την οργανωμένη πλευρά της συμπεριφοράς. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με άλλες απόψεις που έδιναν βάρος στη ζωώδη, νευρωσική και μηχανιστική πλευρά της συμπεριφοράς που στόχευε στη μείωση της έντασης. Το έργο του επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά ως σημαντική πηγή της προσωπικότητας. Πίστευε ότι τα χαρακτηριστικά είναι οι θεμελιακές μονάδες της προσωπικότητας. Τα χαρακτηριστικά είναι υπαρκτά και βασίζονται στο νευρικό σύστημα. Αντιπροσωπεύουν γενικευμένες προδιαθέσεις της προσωπικότητας, οι οποίες εξηγούν τη σταθερότητα της λειτουργίας του ατόμου σε όλες τις περιστάσεις και τις χρονικές στιγμές. Τα χαρακτηριστικά ορίζονται από τρεις ιδιότητες: • τη συχνότητα • την ένταση • το φάσμα των καταστάσεων (π.χ., ένα πολύ υποχωρητικό άτομο θα είναι υποχωρητικό σ’ ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων). Χαρακτηριστικά, διαθέσεις και δραστηριότητες Οι Allport & Olbert (1936) όρισαν τα χαρακτηριστικά ως «γενικευμένες και εξατομικευμένες καθοριστικές τάσεις συνεπείς και σταθεροί τρόποι προσαρμογής του ατόμου στο περιβάλλον του». Τα χαρακτηριστικά, λοιπόν, είναι διαφορετικά από τις καταστάσεις και τις δραστηριότητες, οι οποίες περιγράφουν προσωρινές, σύντομες πτυχές της προσωπικότητας, που οφείλονται στις εξωτερικές συνθήκες.
Δηλαδή, υπάρχουν τρεις κατηγορίες: • χαρακτηριστικά, • καταστάσεις, • δραστηριότητες
Π.χ.,
58
59
Χαρακτηριστικά Καταστάσεις Δραστηριότητες Ευγενικός Παθιασμένος Γλέντι Αυταρχικός Ευχαριστημένος Έντονη επίπληξη Έμπιστος Θυμωμένος Κατασκοπία Συνεσταλμένος Αναζωογονημένος Λοξοκοίταγμα Πονηρός Εξοργισμένος Ξεφάντωμα Είδη χαρακτηριστικών: • Τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά: εκφράζουν μια τόσο εξέχουσα και διάχυτη προδιάθεση στη ζωή του ατόμου, ώστε ουσιαστικά κάθε πράξη του να έχει τις ρίζες της στην επίδρασή της • Τα κεντρικά χαρακτηριστικά: αντιπροσωπεύουν τις λιγότερο καταφανείς, γενικευμένες και μόνιμες προδιαθέσεις. Οι άνθρωποι έχουν χαρακτηριστικά διαφορετικού βαθμού σπουδαιότητας και γενίκευσης. • Τις δευτερεύουσες προδιαθέσεις: οι περιστάσεις εξηγούν γιατί ένας άνθρωπος δεν συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο συνέχεια. Η έννοια του χαρακτηριστικού εξηγεί τη σταθερότητα στη συμπεριφορά, ενώ η αναγνώριση της σημασίας της περίστασης εξηγεί τη μεταβλητότητα της συμπεριφοράς. Allport έδωσε έμφαση στη λειτουργική αυτονομία: «αυτό που κάποτε ήταν εξωτερικό και επουσιώδες γίνεται εσωτερικό και επιτακτικό. Η δραστηριότητα που κάποτε εξυπηρετούσε μια ενόρμηση, ή κάποια απλή ανάγκη, εξυπηρετεί τώρα τον εαυτό της ή, από μια πιο ευρεία άποψη, εξυπηρετεί την εικόνα του εαυτού της». Η παιδική ηλικία δεν έχει τον πρώτο λόγο... τον έχει πια η ωριμότητα... Ο Allport έδωσε βαρύτητα στη μοναδικότητα του ατόμου. Τόνισε τη χρησιμότητα της ιδιογραφικής έρευνας ή αλλιώς της σε βάθος μελέτης των ατόμων. Ένα μέρος της έρευνας περιλαμβάνει τη χρήση υλικού μοναδικού για το άτομο. Π.χ., η δημοσίευση 172 γραμμάτων μιας γυναίκας στα οποία βασίστηκε ο κλινικός χαρακτηρισμός της προσωπικότητάς της καθώς και η ποσοτική ανάλυση. Είναι πιο σημαντικό να μάθουμε
59
60
εάν για έναν άνθρωπο η συνεύρεσή του με άλλους είναι περισσότερο ή λιγότερο πολύτιμη παρά να μάθουμε εάν κάθε στοιχείο του χαρακτήρα του είναι περισσότερο ή λιγότερο πολύτιμο απ’ ό,τι για άλλους ανθρώπους. Για τον Allport • το κάθε άτομο έχει μοναδικά χαρακτηριστικά που η επιστήμη δεν μπορεί να συλλάβει, • η συμπεριφορά γενικά δηλώνει τη δράση πολλών χαρακτηριστικών, • ότι μέσα στο άτομο είναι δυνατόν να συνυπάρχουν συγκρουόμενες προδιαθέσεις και • ότι τα χαρακτηριστικά εκφράζονται εν μέρει από την επιλογή των καταστάσεων που κάνει το άτομο σε αντίθεση με την αντίδρασή του τις καταστάσεις. Η θεωρία των τριών παραγόντων του Hans J. Eysenck (1915 - ) Το έργο του επηρεάστηκε • από τη μεθοδολογική πρόοδο στη στατιστική με την τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης, • από το στοχασμό των Ευρωπαίων τυπολόγων (Jung, Kretchmer), • από την έρευνα του Cyril Burt πάνω στην κληρονομικότητα, • από το πειραματικό έργο του Pavlov πάνω στην κλασική εξαρτημένη μάθηση και • την αμερικάνικη θεωρία του Hull για τη μάθηση. Αυστηρός ως προς τα πρότυπα των επιστημονικών επιδιώξεών του δίνει μεγάλη βαρύτητα στην εννοιολογική ευκρίνεια και μέτρηση. Γι’ αυτό υπήρξε και δριμύτατος επικριτής Ψ/Α. Υποστηρικτής των χαρακτηριστικών τόνισε ιδιαίτερα • την ανάγκη να αναπτυχθούν επαρκείς μετρήσεις των χαρακτηριστικών, • την ανάγκη να διατυπωθεί μια θεωρία που να μπορεί να ελέγχεται και να είναι ανοικτή σε ανασκευή, και • να αναγνωριστούν τα βιολογικά θεμέλια για την ύπαρξη κάθε χαρακτηριστικού. Βάση της έμφασης, που δίνει ο Eysenck στη μέτρηση και στην ανάπτυξη μιας ταξινόμησης των χαρακτηριστικών αποτελεί η στατιστική τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης. Η παραγοντική ανάλυση
60
61
είναι μια στατιστική τεχνική που μπορεί να ορίσει ομάδες, συμπλέγματα ή παράγοντες προτάσεων σχετικών μεταξύ τους. Σύμφωνα με τη θεωρία των χαρακτηριστικών, υπάρχουν φυσικές δομές στην προσωπικότητα και η παραγοντική ανάλυση μας επιτρέπει να τις εντοπίσουμε. Η παραγοντική ανάλυση υποθέτει ότι οι συμπεριφορές που λειτουργούν από κοινού είναι σχετικές μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα στατιστικό εργαλείο για να καθοριστούν οι σχετικές μεταξύ τους συμπεριφορές και κατά συνέπεια οι ενότητες ή τα φυσικά στοιχεία της δομής της προσωπικότητας. Στις πρώτες έρευνές του ανακάλυψε δύο βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας και τις ονόμασε εσωστρέφια-εξωστρέφια και νευρωτισμό. Αργότερα πρόσθεσε μια τρίτη που την ονόμασε ψυχωτισμό. Υποστήριξε ότι υπάρχουν βασικές αποδείξεις που στηρίζουν την ύπαρξη αυτών των τριών διαστάσεων και ότι, από μελέτες διαφόρων πολιτισμών διαπιστώνεται ότι υπάρχουν τεκμήρια ότι η κάθε μια διάσταση διαθέτει μια κληροδοτημένη συνιστώσα. Ο Eysenck προτείνει ότι οι ατομικές αποκλίσεις στη διάσταση εσωστρέφειας-εξωστρέφια αντανακλούν διαφορές στη νευρολογική λειτουργία. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει βιολογική βάση στις διαστάσεις αυτές. Η θεωρία του Eysenck για την προσωπικότητα είναι στενά συνδεδεμένη με τη θεωρία του για την ψυχολογία της παθολογικής συμπεριφοράς και την αλλαγή της συμπεριφοράς. Το είδος των συμπτωμάτων ή των ψυχολογικών δυσκολιών που είναι πιθανό να αναπτύξει κανείς, σχετίζονται με βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και λειτουργικές αρχές του νευρικού συστήματος. Αυτό που καθορίζεται γενετικά είναι η προδιάθεση του ατόμου να ενεργεί και να συμπεριφέρεται με έναν ορισμένο τρόπο, όταν βρίσκεται σε ορισμένες καταστάσεις. Επομένως, είναι δυνατόν ένα άτομο • να αποφύγει ορισμένες τραυματικές καταστάσεις, • να ξεμάθει ορισμένες μαθημένες αντιδράσεις στο φόβο ή
61
62
• να μάθει (να αποκτήσει) ορισμένους κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς. Θερμός υποστηρικτής της θεραπείας της συμπεριφοράς, ή της συστηματικής θεραπείας της παθολογικής συμπεριφοράς σύμφωνα με τις αρχές της θεωρίας της μάθησης. Σημειώνεται ότι ο Eysenck υπήρξε ειλικρινής επικριτής της ψυχαναλυτικής θεωρίας επισημαίνοντας τα εξής σημεία:
1.
η ψυχανάλυση δεν είναι επιστημονική θεωρία από τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να διαψευσθεί
2.
οι νευρωτικές και ψυχωτικές διαταραχές συνιστούν ξεχωριστές διαστάσεις και όχι μέρη μιας συνεχούς παλινδρόμησης
3.
η παθολογική συμπεριφορά αντιπροσωπεύει αποκτημένες δυσπροσαρμοστικές αντιδράσεις αντί για συγκαλυμμένες εκδηλώσεις ασυνείδητων συγκρούσεων
4.
όλες οι θεραπευτικές μέθοδοι περιλαμβάνουν την εφαρμογή, σκόπιμα ή όχι των αρχών της μάθησης. Ειδικότερα, η θεραπεία της νευρωτικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει την εξάλειψη των επίκτητων αντιδράσεων.
Για τον Eysenck η ψυχανάλυση δεν είναι γενικά αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας και έχει επιτυχία μόνο στο βαθμό που ο ψυχαναλυτής φέρνει στο προσκήνιο ασυναίσθητα ή τυχαία τις αρχές της θεραπείας της συμπεριφοράς. Το επιστημονικό μητρώο του Eysenck υπήρξε συνεπές από πολλές απόψεις: υπήρξε παραγωγικός συντελεστής σε διάφορους τομείς: στην εγκληματολογία, στην εκπαίδευση, στην αισθητική, στη γενετική, στην ψυχοπαθολογία και στην πολιτική ιδεολογία. Δεν παρέλειπε ποτέ να τονίζει την αξία της συσχετικής και της πειραματικής έρευνας. Συνέδεσε τις μεταβλητές της προσωπικότητας με μεθόδους μέτρησης, • με μια θεωρία για τη λειτουργία του νευρικού συστήματος και τη μάθηση • και μια συναφή θεωρία για την ψυχοπαθολογία και την αλλαγή της συμπεριφοράς. Γνωρίζοντας την αξιοσημείωτη συμβολή του στο χώρο της ψυχολογίας αναρωτιέται κανείς πώς δεν τιμήθηκε παγκοσμίως από τους ψυχολόγους; Οι λόγοι είναι πολλοί,
62
63
αλλά μεταξύ αυτών προέχει ο λόγος του ότι ο Eysenck είχε την τάση να απορρίπτει τη συμβολή των άλλων και να μεγαλοποιεί την εμπειρική στήριξη της δικής του άποψης. Οι περισσότεροι ψυχολόγοι, που γνωρίζουν το σημαντικό έργο του, πιστεύουν ότι ο ίδιος αγνοεί συχνά τα αντιφατικά ευρήματα και υπερτονίζει τη δύναμη των θετικών αποτελεσμάτων. Ακόμη, συμβαίνει να έχουν προταθεί εναλλακτικά μοντέλα που θεωρείται ότι ταιριάζουν καλύτερα με τα μέχρι τώρα ευρήματα. Η προσέγγιση των Χαρακτηριστικών και της Παραγοντικής Ανάλυσης του Raymond B. Cattell (1905-) Ο R. Cattell διακρίνει τρεις μεθόδους μελέτης της προσωπικότητας: τη διμεταβλητή (bivariate), την πολυμεταβλητή (multivariate) και την κλινική (clinical). Το τυπικό διμεταβλητό πείραμα, περιλαμβάνει δύο μεταβλητές: • μία ανεξάρτητη μεταβλητή που χειρίζεται ο πειραματιστής και • μία εξαρτημένη μεταβλητή, την οποία μετρά για να παρατηρήσει τα αποτελέσματα των πειραματικών χειρισμών. Η πολυμεταβλητή μέθοδος μελετά τις αμοιβαίες σχέσεις πολλών μεταβλητών συγχρόνως. Στο πολυμεταβλητό πείραμα ο ερευνητής δεν κάνει χειρισμούς στις μεταβλητές. Αντίθετα, αφήνει τη ζωή να κάνει πειράματα και μετά χρησιμοποιεί στατιστικές μεθόδους για να αποσπάσει διαστάσεις με κάποιο νόημα και αιτιατούς δεσμούς. Η μέθοδος της παραγοντικής ανάλυσης αποτελεί παράδειγμα πολυμεταβλητής μεθόδου. Η διμεταβλητή και η πολυμεταβλητή μέθοδοι εκφράζουν τη διάθεση για επιστημονική αυστηρότητα. Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι: στη διμεταβλητή οι πειραματιστές περιορίζουν την προσοχή τους σε λίγες μόνο μεταβλητές που μπορούν να χειριστούν, με κάποιο τρόπο, ενώ στις πολυμεταβλητές λαμβάνουν υπόψη τους πολλές μεταβλητές μεθόδους όπως αυτές υπάρχουν σε φυσικές συνθήκες.
63
64
Ο R. Cattell αποδοκιμάζει αρκετά τη διμεταβλητή μέθοδο για τους ίδιους λόγους που επικρίνονται οι εργαστηριακές μέθοδοι. Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η επικέντρωση της προσοχής στη σχέση δύο μόνο μεταβλητών αποτελεί υπεραπλουστευτική και αποσπασματική προσέγγιση της προσωπικότητας. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι σύνθετη και εκφράζει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ πολλών μεταβλητών. Έχοντας κατανοήσει τη σχέση ανάμεσα σε δύο μεταβλητές, στη συνέχεια αντιμετωπίζει κανείς το πρόβλημα να κατανοήσει πώς σχετίζονται αυτές με το πλήθος των άλλων μεταβλητών που είναι σημαντικές για τον καθορισμό της συμπεριφοράς. Δεύτερον, οι πειραματιστές της διμεταβλητής μεθόδου επιχειρούν να αξιοποιήσουν την ανεξάρτητη μεταβλητή που αυτό σημαίνει ότι πρέπει να παραμελήσουν πολλά πραγματικά σημαντικά ζητήματα για την ψυχολογία. Από τη στιγμή που οι πιο σημαντικές συναισθηματικές συνθήκες δε γίνεται να υποβληθούν σε χειρισμούς και άρα να χρησιμοποιηθούν σε ελεγχόμενα πειράματα πάνω σε ανθρώπους, ο πειραματιστής που ακολουθεί αυτή τη μέθοδο εξαναγκάζεται να προσέξει πράγματα ασήμαντα, να αναζητήσει απαντήσεις στη συμπεριφορά των ποντικιών ή στη φυσιολογία. Αντίθετα προς τη διμεταβλητή, η κλινική μέθοδος έχει τις αρετές της μελέτης σημαντικών συμπεριφορών, όπως εκδηλώνονται και της αναζήτησης κάποιας νοσμοτέλειας στη λειτουργία ολόκληρου του οργανισμού. Έτσι, η κλινική και η πολυμεταβλητή μέθοδος μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και διαφέρουν από τη διμεταβλητή μέδοδο. Ο κλινικός ψυχολόγος όπως και ο ερευνητής της πολυμεταβλητής μεθόδου ενδιαφέρονται για σφαιρικά γεγονότα και για σύνθετους τύπους συμπεριφοράς όπως συμβαίνουν στη ζωή, την οποία αφήνουν να γίνει η πηγή πειραματικών χειρισμών και ενδιαφέρονται να κατανοήσουν την όλη προσωπικότητα αντί για μεμονωμένες διεργασίες ή αποσπασματικές γνώσεις. Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι ενώ ο πρώτος χρησιμοποιεί τη διαίσθηση και τη γνώση για να ερμηνεύσει τις μεταβλητές, ο δεύτερος χρησιμοποιεί συστηματικές ερευνητικές διαδικασίες. Ο R. Cattell θεωρεί ότι η κλινική μέθοδος είναι η πολυμεταβλητή μέθοδος
64
65
χωρίς την επιστημονική αυστηρότητα. Για τον θεωρητικό αυτόν, η σημαντικότερη στατιστική τεχνική της πολυμεταβλητής έρευνας είναι η παραγοντική ανάλυση (όπως περιγράφεται από τον Eysenck). Η κυριότερη διαφορά μεταξύ των δύο ερευνητών, Η. Eysenck και R. Cattell είναι ότι ο Cattell εργάζεται με μεγαλύτερο αριθμό παραγόντων σε επίπεδο χαρακτηριστικών, οι οποίοι έχουν περιορισμένο ορισμό, αλλά σχετίζονται μεταξύ τους. Αντίθετα, ο Eysenck χρησιμοποιεί δευτερεύουσα παραγοντική ανάλυση για να συνδυάσει τα χαρακτηριστικά σ’ έναν μικρότερο αριθμό υπερπαραγόντων, οι οποίοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών και δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Ο προηγούμενος πίνακας παραθέτεται και πάλι για να διακριθεί το παράδειγμα: Χαρακτηριστικά Καταστάσεις Δραστηριότητες Ευγενικός Παθιασμένος Γλέντι Αυταρχικός Ευχαριστημένος Έντονη επίπληξη Έμπιστος Θυμωμένος Κατασκοπία Συνεσταλμένος Αναζωογονημένος Λοξοκοίταγμα Πονηρός Εξοργισμένος Ξεφάντωμα
Για τον Cattell , βασικό δομικό στοιχείο της προσωπικοτητας αποτελεί το χαρακτηριστικό, η προδιάθεση. Δηλαδή, υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος τύπος και κάποια κανονικότητα στη συμπεριφορά κατά τις διαφορετικές χρονικές στιγμές και περιστάσεις. Μεταξύ των πολλών πιθανών διακρίσεων ανάμεσα στα χαρακτηριστικά, δύο έχουν ιδιαίτερη σημασία: • η πρώτη διάκριση είναι ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των ικανοτήτων (δεξιότητες, ικανότητες), τα χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας (συναισθηματική ζωή, τρόποι συμπεριφοράς) και τα δυναμικά χαρακτηριστικά (προσπάθειες, κίνητρα, στόχοι) και • η δεύτερη διάκριση είναι ανάμεσα στα επιφανειακά, που εκφράζουν συμπεριφορές και μεταβάλλονται και τα πηγαία χαρακτηριστικά, που αποτελούν τους δομικούς λίθους της προσωπικότητας. Διμεταβλητή
Κλινική
Πολυμεταβλητή
65
66
Επιστημονική αυστηρότητα, ελεγχόμενα πειράματα.
Διαίσθηση
Επιστημονική αυστηρότητα, αντικειμενική και Ποσοτική ανάλυση
Προσοχή σε λίγες μεταβλητές
Μελέτη πολλών μεταβλητών
Μελέτη πολλών μεταβλητών
Παραμέληση σημαντικών φαινομένων
Μελέτη σημαντικών φαινομένων
Μελέτη σημαντικών φαινομένων
Υπεραπλουστευτική, Ενδιαφέρον αποσπασματική για ενιαία γεγονότα & σύνθετους τύπους συμπεριφοράς
Ενδιαφέρον για ενιαία γεγονότα & σύνθετους τύπους συμπεριφοράς
Ο Cattell είχε αφοσιωθεί στη χρήση ερωτηματολογίων, ιδιαίτερα ερωτηματολογίων που έχουν προέλθει από παραγοντική ανάλυση, όπως το 16 PF (Personality Factors). Τα αποτελέσματα των ερευνών οδήγησαν στη δημιουργία ερωτηματολογίων τα οποία και αποτελούν δοκιμασίες εκτίμησης/αξιολόγησης της προσωπικότητας. Ακολούθησε τέσσερα βήματα στην έρευνά του: 1. για να καθορίσει τη δομή της προσωπικότητας μέσα από τρεις τομείς παρατήρησης: τα λεγόμενα πραγματικά δεδομένα, δεδομένα ερωτηματολογίου και δεδομένα αντικειμενικών δοκιμασιών,
2.
άρχισε την έρευνα με τα πραγματικά δεδομένα με τη μέθοδο της παραγοντικής ανάλυσης και κατέληξε σε 15 πρωτογενή χαρακτηριστικά της προσωπικότητας,
3.
τα ευρήματα της έρευνας των πραγματικών δεδομένων καθοδήγησαν στην έρευνα του τα δεδομένα του ερωτηματολογίου 16 PF, και
4.
χρησιμοποιώντας αυτά τα αποτελέσματα κατευθύνει την έρευνά του στην ανάπτυξη αντικειμενικών τεστ, όπου βρήκε 21 πρωτεύοντα χαρακτηριστικά από τα δεδομένα αντικειμενικών τεστ που φαίνεται να έχουν μια πολύπλοκη σχέση με τα χαρακτηριστικά που προέκυψαν από τα προηγούμενα δεδομένα.
Τα χαρακτηριστικά αυτά αποδίδουν γενικά τη δομή της προσωπικότητας όπως την περιέγραψε ο Cattell. Μολονότι
66
67
ασχολήθηκε με τη συνέπεια της συμπεριφοράς και τη δομή της προσωπικότητας, η προσοχή του εστιάστηκε επίσης στη διεργασία και στα κίνητρα. Η ανάλυσή του για την τακτική δράσης που ακολουθούν οι άνθρωποι σε συγκεκριμένες περιστάσεις και των αντίστοίχων τύπων της συμπεριφοράς τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι: τα ανθρώπινα κίνητρα συνίστανται από έμφυτες τάσεις, τα λεγόμενα έργα και από περιβαλλοντικά καθοριζόμενα κίνητρα, τα λεγόμενα συναισθήματα. Για να αναφερθεί στις συναισθηματικές μεταβολές και στις αλλαγές της διάθεσης χρησιμοποιεί την έννοια της κατάστασης καθώς και στην έννοια του ρόλου για να εκφράσει το γεγονός ότι το άτομο αντιλαμβάνεται διαφορετικά το ίδιο ερέθισμα ανάλογα με τον ρόλο του στη συγκεκριμένη περίσταση. Με λίγα λόγια, ο Cattell πιστεύει ότι οι παράγοντες της προσωπικότητας οδηγούν σ’ έναν ορισμένο βαθμό σταθερότητας στη συμπεριφορά στις περιστάσεις, πιστεύει επίσης, ότι η διάθεση ενός ατόμου (κατάσταση) και ο τρόπος με το οποίο παρουσιάζεται σε μια ορισμένη περίσταση (ρόλος) θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά του. Σε αντίθεση με τον Eysenck, ο οποίος αφοσιώθηκε ειδικά στην εφαρμογή της συμπεριφορικής θεραπείας στην παθολογική συμπεριφορά, ο Cattell δε χρησιμοποίησε καμιά συγκεκριμένη μορφή θεραπείας.
Συμπερασματικά, Στη θεωρία των χαρακτηριστικών δεν υπάρχει κάποια ηγετική φυσιογνωμία . Η βασική υπόθεση αυτής της άποψης είναι ότι τα άτομα έχουν γενικές προδιαθέσεις να αντιδρούν με συγκεκριμένους τρόπους. Τα χαρακτηριστικά αναφέρονται σ’ αυτές τις γενικές προδιαθέσεις. Allport, o Eysenck και o Cattell μπορεί να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί θεωρητικοί των χαρακτηριστικών λόγω της κοινής τους έμφασης σ’ αυτές τις ατομικές διαφορές στις γενικές προδιαθέσεις προς αντίδραση. Παράλληλα υπάρχουν
67
68
σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το πώς προσεγγίζουν τη μελέτη των χαρακτηριστικών και τη θέση της θεωρίας των χαρακτηριστικών σε σχέση με τις άλλες θεωρίες της προσωπικότητας. Μία σημαντική διαφορά βρίσκεται στη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης για τον καθορισμό του αριθμού και της φύσης των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Ο Allport αποδοκίμασε τη μέθοδο αυτή, ενώ o Eysenck και o Cattell ήταν σημαντικοί υποστηρικτές της. Ταυτόχρονα ενώ o Eysenck τόνισε λίγα μόνο χαρακτηριστικά, o Cattell έδωσε έμφαση σε πολλά. Ο Allport προχώρησε ακόμη περισσότερο από τον Cattell λέγοντας ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά μοναδικά σε κάθε άτομο, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για τη διερεύνηση απείρων χαρακτηριστικών. 1. Η έννοια του χαρακτηριστικού αντιπροσωπεύει μια γενική προδιάθεση του οργανισμού να συμπεριφέρεται με έναν ορισμένο τρόπο. Θεωρείται ότι τα χαρακτηριστικά είναι ιεραρχικά οργανωμένα από τις συγκεκριμένες αντιδράσεις ως τους γενικούς τρόπους ψυχολογικής λειτουργίας. 2. Ο Allport διαφοροποίησε τη σημασία των χαρακτηριστικών για την προσωπικότητα του ανθρώπου με τις έννοιες του πρωτεύοντος χαρακτηριστικού, του κεντρικού χαρακτηριστικού και της ειδικής προδιάθεσης. Είναι επίσης γνωστός με την έννοια της λειτουργικής αυτονομίας, υποστηρίζοντας ότι τα κίνητρα των ενηλίκων μπορεί να αποδεσμευτούν από τις παλαιότερες ρίζες τους, και για την έμφαση που έδωσε στη χρησιμότητα της σε βάθος μελέτης των ατόμων (ιδιογραφική έρευνα). 3. Πολλοί θεωρητικοί των χαρακτηριστικών χρησιμοποιούν τη στατιστική τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης για να ταξινομήσουν τα χαρακτηριστικά. Μέσω αυτής της τεχνικής διαμορφώνεται μια ομάδα δηλώσεων ή απαντήσεων (παράγοντες), με τις δηλώσεις της μιας ομάδας (παράγοντα) να βρίσκονται σε στενή σύνδεση μεταξύ τους και να διαφέρουν από τις δηλώσεις μιας άλλης ομάδας (παράγοντα) 4. Κατά τον Eysenck, οι βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας είναι η εσωστρέφεια-εξωστρέφεια, ο νευρωτισμός και ο ψυχωτισμός. Αναπτύχθηκαν ερωτηματολόγια που αξιολογούν τους ανθρώπους ανάλογα με τις τρεις διαστάσεις. Η έρευνα επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στη διάσταση της εσωστρέφειας-εξωστρέφειας, όπου διαπιστώθηκαν διαφορές στις δραστηριότητες και στις προτιμήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες. Ο Eysenck ισχυρίζεται ότι οι ατομικές διαφορές στα χαρακτηριστικά έχουν βιολογική και γενετική (κληρονομική) βάση. Υποστηρίζει, όμως ότι με τη θεραπεία της συμπεριφοράς είναι δυνατόν να επέλθουν σημαντικές αλλαγές στη λειτουργία της προσωπικότητας. 5. Ο Cattell διαχώρισε τη διμεταβλητή, την πολυμεταβλητή και την κλινική ερευνητική θεώρηση της προσωπικότητας, ευνοώντας την πολυμεταβλητή μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ πολλών μεταβλητών. Ακόμη έκανε τον διαχωρισμό ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των
68
69
ικανοτήτων, της ιδιοσυγκρασίας και στα δυναμικά χαρακτηριστικά, καθώς επίσης ανάμεσα στα επιφανειακά και τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά. Τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά αντιπροσωπεύουν μια συσχέτιση ανάμεσα στις συμπεριφορές που ανακαλύπτουμε με τη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης και αποτελούν τους δομικούς λίθους της προσωπικότητας. Παρόλο που στις κύριες ερευνητικές του προσπάθειες χρησιμοποίησε ερωτηματολόγια (Ερωτηματολόγιο των 16 P.F), επεχείρησε να δείξει ότι οι ίδιοι οι παράγοντες προκύπτουν και μέσα από τη χρήση βαθμολογιών και αντικειμενικών δοκιμασιών. Τέλος ο Cattell υποστήριξε ότι η συμπεριφορά σε μια συγκεκριμένη περίσταση αντικατοπτρίζει τις μεταβλητές των κινήτρων, όπως τα έργα και τα συναισθήματα, καθώς επίσης και πιο παροδικές επιδράσεις, όπως οι καταστάσεις και οι ρόλοι. 6. Θεωρητικοί των χαρακτηριστικών όπως ο Allport, ο Eysenck και ο Cattell δίνουν από κοινού έμφαση στις γενικές προδιαθέσεις για αντίδραση ως κεντρικές για την προσωπικότητα. Όμως, οι προσεγγίσεις του διαφέρουν σε πολλά σημεία, κυρίως όσον αφορά τη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης για τον εντοπισμό χαρακτηριστικών και των αριθμό των χαρακτηριστικών που πρέπει να χρησιμοποιηθούν στην περιγραφή της προσωπικότητας.
Η θεωρία των Προσωπικών Νοητικών Κατασκευών του George Kelly Τέσσερα είναι τα ερωτήματα που θα απαντηθούν σ ‘ αυτή τη θεωρία: 1. Με ποιο τρόπο συμπεριφέρονται οι άνθρωποι σαν επιστήμονες στην ψυχολογική λειτουργία τους; 2. Σε ποιο βαθμό έχει η προσωπικότητα να κάνει με τον τρόπο που ερμηνεύουν οι άνθρωποι τον κόσμο, δηλαδή, αν γνωρίζατε πώς συλλαμβάνει ή πώς ερμηνεύει ένα άτομο τα γεγονότα, θα γνωρίζατε και την προσωπικότητά του; 3. Μπορεί να νοήσει κανείς τη συμπεριφορά να υποκινείται από άλλα κίνητρα εκτός από το μοντέλο του Freud για την επιδίωξη της μείωσης της έντασης ή το μοντέλο του Rogers για την αυτοπραγμάτωση; 4. Πώς αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι τις απρόβλεπτες περιστάσεις; Αναζητούν την απόλυτη προβλεψιμότητα στα γεγονότα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μονοτονία και πλήξη; Στη Ψυχοδυναμική θεωρία του Freud και η φαινομενολογική θεωρία του Rogers οι θεωρητικοί επιχειρούν να κατανοήσουν, να προβλέψουν, να επηρεάσουν και να συλλάβουν τη συμπεριφορά χωρίς να διαμελίσουν τους ανθρώπους σε ασύνδετα μέρη. Και οι δύο αυτές θεωρίες απορρέουν από την κλινική επαφή με ασθενείς και δίνουν έμφαση στις ατομικές διαφορές, θεωρούν ότι τα άτομα διατηρούν κάποια σταθερότητα σε διαφορετικές περιστάσεις και
69
70
χρονικές στιγμές και οι δύο θεωρητικοί βλέπουν το άτομο ως πλήρες σύστημα, στην ολότητά του (΄σώμα-ψυχή). Η θεωρία των προσωπικών νοητικών κατασκευών (personal construct theory) του G. Kelly, όπως και αυτές οι θεωρίες του Freud και του Rogers, διαμορφώθηκε κυρίως μέσα από την επαφή με τους ανθρώπους που βρίσκονται σε θεραπεία (ψυχοθεραπεία). Η θεωρία του G. Kelly δίνει βαρύτητα, όπως και η ψυχοδυναμική με την φαινομενολογική, στο καθολικό άτομο, στις ατομικές διαφορές και στη σταθερότητα της συμπεριφοράς μέσα στο χρόνο και τις διαφορετικές περιστάσεις. Ο πρώτος στόχος της θεωρία των προσωπικών νοητικών κατασκευών είναι το μεμονωμένο άτομο και όχι κάποιο μέρος του ατόμου, κάποια ομάδα προσώπων ή κάποια συγκεκριμένη διεργασία στη συμπεριφορά του ατόμου αυτού. Ο κλινικός ψυχολόγος που εφαρμόζει τη θεωρία των προσωπικών νοητικών κατασκευών δεν μπορεί να διαμελίσει τον θεραπευόμενο (το άτομο), ούτε να περιοριστεί σε μία μόνο πλευρά του προβλήματός του. Αντίθετα, οφείλει να βλέπει τον θεραπευόμενο ταυτόχρονα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Παρόλο που η θεωρία του G. Kelly έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις κλινικές θεωρίες (Ψ/Α, φαινομενολογική), όμως διαφέρει πάρα πολύ από τις θεωρίες του Freud και Rogers. Συνιστά μια εξαιρετικά δημιουργική προσπάθεια ερμηνείας της συμπεριφοράς μέσα σ’ ένα γνωστικό πλαίσιο με άλλα λόγια, τονίζει τους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα, ερμηνεύουμε αυτά τα γεγονότα σε σχέση με τις ήδη υπάρχουσες δομές και συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με αυτές τις ερμηνείες. Για τον G. Kelly η νοητική κατασκευή (construct) είναι ένας τρόπος αντίληψης και ερμηνείας των γεγονότων. Για παράδειγμα το ζεύγος καλό-κακό είναι μια νοητική κατασκευή που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι αναφορικά με τα γεγονότα. Το σύστημα των προσωπικών νοητικών κατασκευών ενός ατόμου συνίσταται από νοητικές κατασκευές ή τρόπους ερμηνείας των γεγονότων, και από τις μεταξύ τους σχέσεις. Πώς μπορεί να χαρακτηριστεί η θεωρία του G. Kelly ειδικά σε σχέση με τις άλλες θεωρίες για την προσωπικότητα; Ο ίδιος αρνιόταν να δώσει οποιαδήποτε όνομα, ενώ οι άλλοι έχουν δώσει ποικίλες ερμηνείες για τη θεωρία του. Η θεωρία του G. Kelly θεωρήθηκε φαινομενολογική, αφού δίνει έμφαση στους τρόπους με τους οποίους τα άτομα ερμηνεύουν τον κόσμο. Θεωρήθηκε ως υπαρξιακή επειδή δίνει έμφαση και στην ιδέα ότι το άτομο αναλαμβάνει ενεργό δράση στον κόσμο. Θεωρήθηκε και ως συμπεριφοριστική, αφού η θεραπευτική του προσέγγιση δίνει έμφαση σε αυτά που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι για να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτονται. Χαρακτηρίστηκε και ως δυναμική θεωρία επειδή δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχείων του εννοιολογικού συστήματος του ατόμου και επειδή, όπως επεσήμανε ο ίδιος ο G. Kelly, το άτομο αναλάβανε ενεργό ρόλο στην ενασχόλησή του με τον κόσμο. Αλλά, παρόλο που θεωρούσε πράγματι τη θεωρία του δυναμική, απέφευγε να της δώσει κάποια ιδιαίτερη ονομασία.
70
71
Η θεωρία των εννοιολογικών κατασκευών ως γνωστική προσέγγιση. Εδώ επισημαίνεται ότι ο G. Kelly απέρριψε τον όρο γνωστικός επειδή πίστευε ότι ήταν πολύ περιοριστικός και πρότεινε έναν επίπλαστο διαχωρισμό ανάμεσα στη γνωστική λειτουργία (σκέψη) και στο συναίσθημα. Εάν κανείς δεν λάβει υπόψη του αυτή την επισήμανση του G. Kelly, η γνωστική παραμένει η πιο δημοφιλής ταξινόμηση της θεωρίας του. Η θεωρία του G. Kelly ανήκει στις θεωρίες των εννοιολογικών κατασκευών -μ’ άλλα λόγια, δίνει βαρύτητα στην εννοιολογική δόμηση του κόσμου από το άτομο. Πρόκειται για γνωστική διαδικασία. Με την έμφαση που δίνει στον τρόπο που το άτομο προσδίδει νόημα στα γεγονότα και στις προσπάθειες του ατόμου να προβλέψει τα γεγονότα, είναι σαφές ότι η θεωρία των ατονικών νοητικών κατασκευών δίνει βαρύτητα στις γνωστικές διαδικασίες. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο χαρακτηρίζεται η θεωρία του G. Kelly «γνωστική», είναι ότι, ο ίδιος προέβλεψε μετέπειτα γνωστικές εξελίξεις στη θεωρία της προσωπικότητας. Μεγάλο μέρος της σύγχρονης θεωρίας της προσωπικότητας, καθώς επίσης και της σύγχρονης ψυχολογίας γενικότερα, έχει αποκτήσει σταδιακά γνωστικό χαρακτήρα Έτσι, «... η θεωρία του G. Kelly γίνεται όλο και πιο σύγχρονη με το πέρασμα του χρόνου...» (Neimeyer, 1972). Πρόκειται για θεωρία που ο δημιουργός της επέμενε να μη την κατατάξει σε κατηγορία ούτε να κατανομάσει με όρους ήδη γνωστούς στους ψυχολόγους. Αντίθετα, ο G. Kelly πρότεινε να είμαστε έτοιμοι να δούμε τη θεωρία του με άλλο μάτι, ακριβώς όπως και ο ίδιος τολμούσε να αναδομήσει- δηλαδή, να επανερμηνεύσει- τον κλάδο της ψυχολογίας. Η άποψη του G. Kelly για το άτομο Η άποψη του G. Kelly για το άτομο είναι σαφής. Σχετικά με την ανθρώπινη φύση διατυπώνει την υπόθεση ότι κάθε άνθρωπος είναι ένας επιστήμονας. Ο επιστήμονας επιχειρεί να προβλέψει και να ελέγξει τα φαινόμενα. Πιστεύει ότι οι ψυχολόγοι, ενεργώντας ως επιστήμονες, προσπαθούν να προβλέψουν και να ελέγξουν τη συμπεριφορά, αλλά δεν πιστεύουν πώς τα υποκείμενά τους ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Οι επιστήμονες διατυπώνουν θεωρίες, δοκιμάζουν υποθέσεις και εκτιμούν τα τεκμήρια των πειραμάτων τους, πράγμα που κατά τον G. Kelly είναι μια απόλυτα ανθρώπινη διάσταση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την εμπειρία κάποιων γεγονότων, παρατηρούν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των γεγονότων αυτών, διαμορφώνουν κάποιες έννοιες ή νοητικές δομές/κατασκευές για να τα βάλουν σε μια σειρά και, βάσει αυτών των νοητικών κατασκευών, ζητούν να προβλέψουν τα γεγονότα. Από αυτή την άποψη όλοι οι άνθρωποι είναι επιστήμονες. Κατά τον G. Kelly η εικόνα του ατόμου ως επιστήμονα έχει και διάφορα άλλα επακόλουθα. Πρώτα απ’ όλα οδηγεί στην άποψη ότι ο βασικός προσανατολισμός μας είναι προς το μέλλον. «Το μέλλον βασανίζει τον άνθρωπο, όχι το παρελθόν. Πάντα προσπαθεί να φτάσει στο μέλλον μέσα από το παρόν». Εκτός αυτού, υποστηρίζει ότι έχουμε την ικανότητα να
71
72
«αναπαριστούμε» το περιβάλλον και όχι απλώς να αντιδρούμε σ’ αυτό. Όπως οι επιστήμονες μπορούν να αναπτύξουν εναλλακτικές θεωρίες, έτσι και τα άτομα μπορούν να ερμηνεύουν, να σχηματοποιούν και να ανασχηματίζουν το περιβάλλον τους. Η ζωή είναι μια αναπαράσταση, ή κατασκευή, της πραγματικότητας, γεγονός που μας επιτρέπει να δημιουργούμε και να ξαναδημιουργούμε τον εαυτό μας. Μερικοί άνθρωποι έχουν την ικανότητα να βλέπουν τη ζωή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ενώ άλλοι προσκολλούνται επίμονα σε μια προκαθορισμένη ερμηνεία. Όμως, οι άνθρωποι είναι σε θέση να αντιληφθούν τα γεγονότα μέσα από τα όρια των διαθέσιμων κατηγοριών (νοητικών κατασκευών). Όπως λέει ο G. Kelly, είμαστε ελεύθεροι να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα, αλλά μας δεσμεύουν οι κατασκευές μας. Έτσι, βλέπουμε μέσα από νέο πρίσμα το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης και της αιτιοκρατίας. Είμαστε ταυτόχρονα ελεύθεροι και προκαθορισμένοι. «Αυτό το προσωπικό σύστημα των νοητικών κατασκευών παρέχει στον άνθρωπο μαζί με την ελευθερία αποφάσεων και τον περιορισμό της δράσης-ελευθερία, επειδή του επιτρέπει να αποφασίζει το νόημα των γεγονότων αντί να τον αναγκάζει να σύρεται αβοήθητος από αυτά, και περιορισμός, επειδή οι επιλογές του δεν μπορούν να είναι διαφορετικές από τις εναλλακτικές λύσεις που ο ίδιος έχει κατασκευάσει για τον εαυτό του» (G. Kelly 1958). Έχοντας «υποδουλώσει» των εαυτό μας με αυτές τις κατασκευές, είμαστε σε θέση να κερδίζουμε την ελευθερία ξανά και ξανά επανερμηνεύοντας το περιβάλλον και τη ζωή. Από αυτή την άποψη, δεν είμαστε θύματα της ιστορίας του παρελθόντος ούτε των περιστάσεων του παρόντος -εκτός και αν επιλέξουμε να ερμηνεύουμε τον εαυτό μας μέσα από αυτό το πρίσμα. Η άποψη του G. Kelly για την επιστήμη και την έρευνα Πολλές από τις απόψεις του G. Kelly, όπως και αυτή για την επιστήμη, στηρίζονται στη φιλοσοφική θέση της κατασκευαστικής εναλλακτικότητας (constructive alternativism). Σύμφωνα με αυτήν, δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ή απόλυτη αλήθεια για να ανακαλύψουμε. Υπάρχουν προσπάθειες ερμηνείας των γεγονότων - της ερμηνείας των φαινομένων με στόχο την κατανόησή τους. Υπάρχουν πάντοτε εναλλακτικές κατασκευές για να διαλέξουμε. Αυτό ισχύει τόσο για τους επιστήμονες όσο και για τους ανθρώπους που συμπεριφέρονται ως επιστήμονες. Κατά την άποψη του θεωρητικού το επιστημονικό εγχείρημα δεν είναι η ανακάλυψη της αλήθειας, όπως θα έλεγε ο Freud, η αποκάλυψη πραγμάτων στο νου που πριν ήταν κρυμμένα. Αντίθετα, το επιστημονικό εγχείρημα είναι η προσπάθεια να αναπτύξουμε συστήματα νοητικών κατασκευών χρήσιμο για την πρόβλεψη των γεγονότων. Η τοποθέτηση του G. Kelly ενάντια στην «αλήθεια» και στο δόγμα έχει μεγάλη σημασία. Οδηγεί στην άποψη ότι η υποκειμενική σκέψη είναι ένα ουσιαστικό βήμα στην επιστημονική πρόοδο. Η υποκειμενική άποψη μας επιτρέπει να καλλιεργήσουμε τη «δεκτική διάθεση», κατά την οποία είμαστε ελεύθεροι να ασπαστούμε πολλές εναλλακτικές ερμηνείες των φαινομένων και κάποιες θέσεις που αρχικά ίσως μοιάζουν παράλογες. Η δεκτική διάθεση είναι
72
73
απαραίτητο μέρος της εξερεύνησης του κόσμου, τόσο για τον επαγγελματία επιστήμονα όσο και για τον ασθενή στη θεραπεία. Ο G. Kelly πίστευε ότι μια θεωρία είναι η δοκιμαστική έκφραση αυτού που παρατηρούμε και αυτού που προσδοκούμε. Μια θεωρία έχει ένα πεδίο καταλληλότητας (range of convenience), που δείχνει τα όρια των φαινομένων που μπορεί να καλύψει η θεωρία, και μια εστία καταλληλότητας (focus of convenience), που δείχνει τα σημεία μέσα σε αυτά τα όρια όπου η θεωρία λειτουργεί καλύτερα. Π.χ., Η Ψυχαναλυτική θεωρία έχει ένα ευρύ πεδίο καταλληλότητας, καθώς παρέχει ερμηνείες για όλες σχεδόν τις πτυχές της προσωπικότητας, αλλά η εστία καταλληλότητας ήταν το ασυνείδητο και η παθολογική συμπεριφορά. Για την φαινομενολογική θεωρία έχει στενότερο πεδίο καταλληλότητας, ενώ εστία καταλληλότητας είναι περισσότερο η έννοια του εαυτού και η διαδικασία της αλλαγής. Γενικά, η άποψη του G. Kelly για την επιστήμη περιλαμβάνει τα ακόλουθα κύρια σημεία: 1. Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ούτε «γεγονότα». Διαφορετικές θεωρίες βλέπουν τα φαινόμενα διαφορετικά. Αυτές οι θεωρίες έχουν επίσης διαφορετικό πεδίο καταλληλότητας και διαφορετική εστία καταλληλότητας. 2. Οι θεωρίες πρέπει να δίνουν ώθηση στην έρευνα. Αντίθετα, η υπερβολική έμφαση στις μετρήσεις είναι δυνατόν να περιορίζει και να κάνει τις έννοιες να φαίνονται ως «πράγματα» και όχι ως αναπαραστάσεις. 3. Η κλινική μέθοδος είναι χρήσιμη γιατί οδηγεί σε νέες ιδέες και εστιάζει την προσοχή της σε καίρια ερωτήματα. 4. Μια καλή θεωρία της προσωπικότητας οφείλει να μας βοηθά να βρούμε λύση για τα προβλήματα των ανθρώπων και της κοινωνίας. 5. Οι θεωρίες σχεδιάζονται με την προοπτική να τροποποιηθούν και να εγκαταλειφθούν. Αποτελεί φόρο τιμής στην αίσθηση προοπτικής, την αίσθηση του χιούμορ και την έλλειψη αμυντικής στάσης του G. Kelly απέναντι στο έργο του το ότι μπορούσε να πει πως μία από τις θεωρητικές του μελέτες είχε να κάνει με «μισές αλήθειες» και το ότι μπορούσε να δει πως η θεωρία του η ίδια συνέβαλε στην πτώση της. Η θεωρία του G. Kelly για την προσωπικότητα Ο όρος κλειδί του G. Kelly για το άτομο ως επιστήμονα είναι η νοητική κατασκευή. Μια νοητική κατασκευή είναι ένας τρόπος ερμηνείας του κόσμου. Είναι μια έννοια που χρησιμοποιεί το άτομο για να κατηγοριοποιήσει τα γεγονότα και να χαρτογραφήσει μια συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον G. Kelly, το άτομο προβλέπει τα γεγονότα παρατηρώντας τύπους και σταθερές μορφές συμπεριφοράς. Ένα άτομο βιώνει τα γεγονότα, τα ερμηνεύει και τους αποδίδει μια δομή και ένα νόημα.. Όταν τα άτομα βιώνουν τα γεγονότα διαπιστώνουν ότι κάποια γεγονότα έχουν κοινά χαρακτηριστικά που τα διαχωρίζουν από άλλα γεγονότα. Τα άτομα διακρίνουν ομοιότητες και αντιθέσεις. Παρατηρούν ότι κάποιοι είναι ψηλοί και κάποιοι κοντοί, ότι άλλοι είναι γυναίκες και άλλοι άνδρες, ότι άλλα πράγματα είναι τραχιά και άλλα απαλά. Αυτή η ανάλυση ομοιοτήτων
73
74
και αντιθέσεων οδηγεί στο σχηματισμό της νοητικής κατασκευής. Χωρίς τις νοητικές κατασκευές η ζωή θα ήταν χαοτική. Όλες οι νοητικές κατασκευές συνίστανται από ζεύγη αντιθέσεων. Τρία τουλάχιστον στοιχεία είναι απαραίτητα για το σχηματισμό μιας νοητικής κατασκευής, δύο από τα στοιχεία πρέπει να θεωρούνται παρόμοια, ενώ το τρίτο στοιχείο πρέπει να θεωρείται διαφορετικό από αυτά τα δύο. Ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύονται τα δύο στοιχεία ως όμοια συνιστά τον πόλο ομοιότητας (similarity pole)της νοητικής κατασκευής και ο τρόπος με τον οποίο αντιπαραβάλλονται με το τρίτο στοιχείο συνιστά τον πόλο αντίθεσης (contrast pole) της νοητικής κατασκευής. Ο G. Kelly τονίζει ότι είναι σημαντικό να συνειδητοποιούμε ότι μια νοητική κατασκευή αποτελείται από μια σύγκριση ομοιότητας αντίθεση. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν καταλαβαίνουμε τη φύση μιας νοητικής κατασκευής αν χρησιμοποιεί κανείς μόνο τον πόλο ομοιότητας ή τον πόλο αντίθεσης. Π.χ., δεν ξέρουμε τι σημαίνει η νοητική κατασκευή σεβασμός για ένα άτομο εάν δεν μάθουμε πρώτα τι είδους γεγονότα έχει συμπεριλάβει μέσα σε αυτό και ποια γεγονότα θεωρεί αντίθετα προς αυτό. Και βέβαια, όποια νοητική κατασκευή αποδίδει κανείς στους άλλους ισχύει, δυνάμει, για τον εαυτό του. «Δεν μπορεί κανείς να αποκαλεί τον άλλο, για παράδειγμα, αλήτη, χωρίς αυτή η ιδιότητα να αποτελεί μια διάσταση και της δικής του ζωής». Τύποι νοητικών κατασκευών Η εξέταση των νοητικών κατασκευών που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι μας συναρπάζει και παράλληλα μας διαφωτίζει. Συχνά αποτελούν κομματι της καθημερινής γλώσσας του ατόμου, αν και είναι το ίδιο πιθανόν να μάθει έκπληκτο ότι αυτές δεν είναι παρά νοητικές κατασκευές και ότι υπάρχουν εναλλακτικοί τρόποι να δει κανείς τον κόσμο. Μολονότι ο G. Kelly έδωσε βαρύτητα στη γνωστική πλευρά της ανθρώπινης λειτουργίας -εκείνη που οι οπαδοί του Freud θα αποκαλούσαν το συνειδητόέλαβε υπόψη του φαινόμενα που οι οποαδοί του Freud περιγράφουν ως ασυνείδητα. Ο ίδιος δεν χρησιμοποιούσε βέβαια τη νοητική κατασκευή συνειδητό- ασυνείδητο, αλλά το σχήμα λεκτικός-προλεκτικός για να δουλέψει με κάποια στοιχεία που διαφορετικά θα ερμηνεύονταν ως συνειδητά-ασυνείδητα.. Μία λεκτική νοητική κατασκευή (verbal constract) μπορεί να εκφραστεί με λέξεις ενώ μια προλεκτική ενοιολογική κατασκευή (proverbal constract) χρησιμοποιείται ακόμη και όταν το άτομο δεν έχει λόγια για να την εκφράσει. Μία προλεκτική κατασκευή μαθαίνεται πριν το άτομο αναπτύξει τη χρήση της γλώσσας. Μερικές φορές το ένα άκρο της κατασκευής δεν μπορεί να αποδοθεί με λέξεις, είναι βυθισμένο (submerged). Για παράδειγμα, εάν ένα άτομο επιμένει ότι οι άνθρωποι κάνουν μόνο καλές πράξεις, υποθέτουμε ότι το άλλο άκρο της νοητικής κατασκευής είναι βυθισμένο, αφού το άτομο πρέπει να έχει επίγνωση της αντίθετης συμπεριφοράς για να σχηματίσει το «καλό» άκρο της κατασκευής. Έτσι, ίσως οι νοητικές κατασκευές να μην μπορούν να εκφραστούν με λέξεις και το άτομο να μην είναι σε θέση να αναφέρει όλα τα στοιχεία της νοητικής κατασκευής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το άτομο έχει ασυνείδητο. Παρά την αναγνωρισμένη σημασία των προλεκτικών και βυθισμένων εννοιολογικών
74
75
Αξιολόγηση των θεωριών
1. Ενεργούμε όλοι ως ψυχολόγοι της προσωπικότητας στην προσπάθειά μας να παρατηρήσουμε, να εξηγήσουμε και να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά. 2. Οι θεωρίες της προσωπικότητας θέτουν τα ερωτήματα του τι (δομή) του γιατί (διαδικασία) και του πώς (ανάπτυξη και εξέλιξη) αναφορικά με την ανθρώπινη λειτουργία. Επίσης θέτουν ερωτήματα σχετικά με τη φύση της ψυχοπαθολογίας και της αλλαγής στην προσωπικότητα. 3. Μια σειρά θεμάτων έχουν απασχολήσει του θεωρητικούς της προσωπικότητας καθ’ όλη την ιστορία του κλάδου της ψυχολογίας. Οι απαντήσεις που δίνονται σε αυτά τα ζητήματα προσδιορίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά της θεωρίας που αναπτύσσει κάθε θεωρητικός. 4. Σε σύγκριση με τον απλό άνθρωπο, οι επιστήμονες ψυχολόγοι της προσωπικότητας κάνουν πιο σαφείς θεωρίες και υποβάλλουν συγκεκριμένες προβλέψεις σε αυστηρότερο έλεγχο. 5. Αξιολογούμε τις θεωρίες σύμφωνα με τα κριτήρια της περιεκτικότητας, της οικονομίας και της σημασίας για την έρευνα. 6. Οι θεωρίες οργανώνουν τα ήδη γνωστά και προτείνουν απαντήσεις στα ερωτήματα για ότι παραμένει άγνωστο. Αν και ο ρόλος της θεωρίας για τη μελέτη της προσωπικότητας υπήρξε αμφιλεγόμενος, η θεωρία είναι σημαντική για τους στόχους μας, δηλαδή την κατανόηση και την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. 7. Μια πλήρης θεωρία της προσωπικότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη της πέντε τομείς και οι οποίοι αποτελούν τη βάση σύγκρισης των θεωριών της προσωπικότητας: τη δομή, τη διεργασία, την εξέλιξη, την ψυχοπαθολογία και την αλλαγή. Αυτοί οι τομείς αντιπροσωπεύουν αφηρημένες έννοιες ή τρόπους διάσπασης του κλάδου. Αυτές τις αφηρημένες έννοιες τις συναντάμε και σε άλλες επιστήμες εκτός από την ψυχολογία. Ορίζουν τους τομείς που πρέπει να καλύψει μια θεωρία της προσωπικότητας -τα λεγόμενα τι, πώς και γιατί αναπτύσσεται αυτή ή η άλλη προσωπικότητα. Τα κριτήρια της περιεκτικότητας, της οικονομίας και της σημασίας για την έρευνα αποτελούν τη βάση της συγκριτικής αξιολόγησης των θεωριών της προσωπικότητας. Όταν, όμως, συγκρίνουμε θεωρίες, θέτουμε δύο ερωτήματα: Αναφέρονται στα ίδια φαινόμενα; Βρίσκονται στο ίδιο στάδιο διαμόρφωσης; Δύο θεωρίες που πραγματεύονται διαφορετικά είδη συμπεριφοράς μπορούν να αξιολογηθούν ξεχωριστά σύμφωνα με τα τρία αυτά κριτήρια. Παρόλα αυτά Δε χρειάζεται να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο θεωρίες διότι καθεμιά πιθανόν να οδηγήσει σε νέες ιδέες, με την ελπίδα να συγχωνευθούν κάπου στην πορεία δημιουργώντας μια μοναδική, πιο περιεκτική θεωρία. Τέλος, μια νέα θεωρία που δεν έχει ακόμη ωριμάσει, πιθανόν να μην εξηγεί πολλά φαινόμενα, αλλά να κάνει ορισμένες σημαντικές παρατηρήσεις και να υπόσχεται να γίνει πληρέστερη με το πέρασμα του χρόνο. Μια τέτοια θεωρία ίσως να μη μπορεί να εξηγήσει φαινόμενα όπως κάποια άλλη καθιερωμένη θεωρία, αλλά πιθανόν να ανοίγει
75
76
δρόμο σε σημαντικούς τομείς που δεν έχουν διερευνηθεί στο παρελθόν. Είναι όπως όταν έχεις μια νέα ιδέα που χρειάζεται βέβαια να την ελέγξεις και άλλο, αλλά που φαίνεται να εξηγεί τα φαινόμενα που μέχρι πρότινος γεννούσαν προβληματισμούς ή δεν έχουν εξηγηθεί. Η προσωπικότητα καθορίζεται από πολλούς αλληλοεπιδρώντες παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των γενετικών, των πολιτιστικών, των κοινωνικών και των οικογενειακών δυνάμεων. Η κληρονομικότητα θέτει τα όρια στο πεδίο ανάπτυξης των χαρακτηριστικών, τα οποία καθορίζονται μέσα σε αυτό το πεδίο από τις δυνάμεις του περιβάλλοντος. Η κληρονομικότητα μας εφοδιάζει με ταλέντα που ο πολιτισμός μπορεί να ανταμείψει και να καλλιεργήσει ή όχι. Την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αυτό το πλήθος των γενετικών και περιβαλλοντικών δυνάμεων μπορούμε να τη δούμε σε κάθε πτυχή της προσωπικότητας. Μια θεωρία της προσωπικότητας πρέπει να εξηγεί την ανάπτυξη των δομών και των μορφών της συμπεριφοράς. Μια θεωρία της προσωπικότητας πρέπει να εξηγεί τι αναπτύσσεται, πώς και γιατί. Αναφορές 1. Εισαγωγή στην Κλινική Ψυχολογία. Επιμέλεια: Α. Καλατζή-Αζίζη, Φ. Αναγνωστόπουλος. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα. 2. Θεωρίες της Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική. Γ. Ποταμιάνος και Συνεργάτες. Ελληνικά Γράμματα. 3. Θεωρίες Προσωπικότητας. Έρευνα και Εφαρμογές. Lawrence A. Pervin, Oliver P. John. Εκδ. Τυπωθήτω-Γ.Δαρδανός.
76