Η αλογία υποστύλωμα της κομματοκρατίας Δεκέμβριος 21, 2008 in 2008
Συμπερασματική κρίση προσωπική, υποκείμενη σε έλεγχο επαλήθευσης ή διάψευσης: Ο εφιάλτης βίας και καταστροφής που έζησαν οι ελλαδικές μεγαλουπόλεις, μετά το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου 2008, δεν μπορεί να θεωρηθεί συγκυριακός και απρόβλεπτος. Κυοφορήθηκε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, υπήρξαν σημάδια, με σχεδόν καθημερινή συχνότητα, της τερατογένεσης που προμηνυόταν. Στον εφιάλτη εκβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές πρακτικές τριών δεκαετιών. Πρώτη, η λεγόμενη πολιτική «εκδημοκρατισμού» της παιδείας. Ο «εκδημοκρατισμός» αποτέλεσε τη συνεπέστερη μάλλον έκφανση του τάχα και αριστερού λαϊκισμού, μαζί και των μηδενιστικών «προοδευτικών» ιδεολογημάτων «αποδόμησης». Ταυτίστηκε στην πράξη ο «εκδημοκρατισμός» με την αξιωματική αρχή ότι στα παιδιά «όλα επιτρέπονται». Το σχολειό δεν είναι στίβος άσκησης που ετοιμάζει τη νεολαία να αναλάβει, με την ενηλικίωσή της, τις ευθύνες του πολίτη, όχι. Το σχολειό παραμυθιάζει τον ανήλικο ότι έχει κιόλας όλες τις προνομίες, όλα τα δικαιώματα του πολίτη χωρίς την παραμικρή υποχρέωση αντιπροσφοράς, χωρίς προϋποθετικά εχέγγυα υπευθυνότητας. Η πολιτική «εκδημοκρατισμού» είκοσι εφτά χρόνια τώρα δεν διαμορφώνει πολίτες. Ετοιμάζει αντιστασιακούς σε μια φαντασιωδώς επερχόμενη χούντα. Η χούντα παραμονεύει παντού, κάθε αστυνομικός είναι χούντα, «μπάτσος, γουρούνι, δολοφόνος», χούντα είναι το συντεταγμένο κράτος, είναι κάθε τι δημόσιο: σχολικό ή πανεπιστημιακό κτίριο, τα δημόσια μέσα μεταφοράς, τα δωρεάν βιβλία, οι πινακίδες για την τροχαία κίνηση στους δρόμους, οι τοίχοι των σπιτιών που προσφέρονται για να «εκφράσουν» τα παιδιά την αντίστασή τους στην επαπειλούμενη καταπίεση. Από την πρώτη τάξη του Δημοτικού η «προοδευτική» πολιτική ποτίζει τα παιδιά, είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια, με το αφιόνι της διεκδίκησης δικαιωμάτων τους. Τα μαθαίνει να συνδικαλίζονται, να απαιτούν αυτό που τους γυαλίζει με μεθόδους ωμού εκβιασμού: Με καταλήψεις των χώρων της σχολικής τους ζωής, δηώσεις, βανδαλισμούς, βάναυση συμπεριφορά απέναντι στον δάσκαλο και στον γονιό. Δεν ξέρουν τι θα πει σχολική «κοινότητα». Ξέρουν το «μαθητικό κίνημα», τη στράτευση στον γενιτσαρισμό των «κινητοποιήσεων». Δεν τους μίλησε ποτέ η πολιτεία για τη χαρά της ασκητικής που προϋποθέτει η μετοχή, η άμιλλα, το άθλημα των σχέσεων κοινωνίας. Δημοκρατία για τον μαθητόκοσμο στην Ελλάδα σημαίνει τον χαβαλέ της «αποχής», του αποκλεισμού κεντρικών δρόμων για να παραλύει η κυκλοφορία, σημαίνει να ηδονίζεσαι από τη μέθη ισχύος όταν μπορείς να βασανίζεις πολλούς. «Ολα επιτρέπονται». Στα εννέα χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης όλοι οι μαθητές είναι αυτονόητο να προάγονται, κανένας δεν επαναλαμβάνει μια τάξη. Ο θεσμός των μετεξεταστέων, της βαθμολογίας, της γραπτής δοκιμασίας είναι γραφικές τυπικότητες, τα παιδιά μαθαίνουν να τις περιφρονούν. Φτάνουν στο γυμνάσιο ή το τελειώνουν και πολλοί μαθητές δεν ξέρουν τις στοιχειώδεις αριθμητικές πράξεις ή και να ορθογραφήσουν το όνομά τους. Φτάνουν στο πανεπιστήμιο και αν τους δώσεις τέσσερις λέξεις να τις συντάξουν σε λογική πρόταση, είναι για τους περισσότερους αδύνατο. Οι εξεταστές του ΑΣΕΠ μπορούν να βεβαιώσουν ποια ποσοστά εμφανίζει ο λειτουργικός αναλφαβητισμός που διεκδικεί θέσεις εργασίας στην Ελλάδα σήμερα. Για λόγους «εκδημοκρατισμού» κατάργησε ο «προοδευτικός» λαϊκισμός τη στοιχειωδέστερη από τις παιδαγωγικές αρχές δημοκρατικής λειτουργίας του σχολείου: την ομοιόμορφη ενδυμασία των μαθητών. Χλεύασαν και συκοφάντησαν οι «προοδευτικοί» την υπεράσπιση της αταξικής εμφάνισης στο σχολικό περιβάλλον, επέβαλαν τις ταξικές ενδυματολογικές διακρίσεις σαν
παντιέρα «απελευθέρωσης» των παιδιών. Και η «απελευθέρωση» μεταφράστηκε αμέσως σε σκληρό ανταγωνισμό επίδειξης «σινιέ» ρουχισμού και υπόδησης, έξαλλων κομμώσεων, πληθωρικού μακιγιάζ των κοριτσιών από τα δώδεκά τους χρόνια, «πανκ» αμφιέσεων και χτενισμάτων των αγοριών, άφθονων χαλκάδων σε αυτιά, μύτες και χείλη – όλα αυτά μέσα στο σχολείο. Από ένα τέτοιο περιβάλλον εκπαίδευσης ώς την κουκουλοφορία η απόσταση είναι ελάχιστη. Το ίδιο και από την «κατάληψη», τον αποκλεισμό της εισόδου των δασκάλων στο σχολειό, το κάψιμο θρανίων στην αυλή, ώς τον θρυμματισμό βιτρίνας, τον εμπρησμό καταστημάτων. Ελάχιστη, μηδαμινή απόσταση από το να λιθοβολούν δεκάχρονα αστυνομικούς και αστυνομικά τμήματα («Καθημερινή» 11/12/08) ώς την προμελετημένη, μεθοδική επιδίωξη να δολοφονήσεις τον «μπάτσο» με λοστό ή τσεκούρι, να τον κάψεις ζωντανό με μολότοφ. Και όλοι γύρω να ερμηνεύουν την «εκτόνωση» ή τον χαβαλέ σου σαν «αμφισβήτηση» και «διαμαρτυρία» για την ανεργία που σε περιμένει ή για το μάταιο της ανάπηρης σπουδής σου. Ωσάν να υπάρχει σκολιαρόπαιδο σήμερα που να διαβάζει εφημερίδα και πολιτικές αναλύσεις, να ξέρει να προβληματιστεί για το μέλλον του. Η δεύτερη πολιτική πρακτική που εκβάλλει στον εφιάλτη της ανεξέλεγκτης βίας και κακουργίας είναι η σκανδαλωδέστατη οικονομική πριμοδότηση (από όλες τις κυβερνήσεις) και η κυριαρχική τηλεοπτική προβολή του κρετινικού «φιλαθλητισμού». Ξέρουν οι μαφιόζοι πραιτωριανοί της κομματοκρατίας ότι στην εξουσία φτάνει το κόμμα που θα υφαρπάσει την ψήφο της παραιτημένης από τη σκέψη και την κρίση μάζας, την ψήφο των μικρονοϊκών που ξέρουν να είναι μόνο οπαδοί, ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις άλογης μονοτροπίας. Αυτόν τον ανθρωπολογικό τύπο τον παράγουν μαζικά τα γήπεδα. Αν ακούσει κανείς, έστω για λίγη ώρα, κάποιον από τους αποκλειστικά «φιλαθλητικούς» ραδιοφωνικούς σταθμούς, θα καταλάβει ότι οι λέξεις «ψυχοπαθολογία» και «κρετινισμός» είναι μόνο πραγματιστική διάγνωση. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει πολύ σημαντικός λόγος για να παρέχουν οι κυβερνήσεις πακτωλούς χρημάτων προκειμένου να συντηρείται και να προάγεται αυτή η συλλογική αλογία. Υπερπολυτελή γήπεδα, που κάθε τόσο οι αμβλύνοες τα καταστρέφουν με μανία και τα κατακαίνε, διμοιρίες ειδικών αστυνομικών δυνάμεων σε κάθε γήπεδο, τηλεοπτικά συνεργεία και δημοσιογράφοι ώς και στο έσχατο επαρχιακό «ντέρμπι» κλωτσοπατινάδας, χώρια οι επιχορηγήσεις στις βαθύπλουτες εταιρείες φιλαθλητικής εμπορίας, η απόσβεση των χρεών τους. Τα γήπεδα είναι τα εκτροφεία του παρανοϊκού φανατισμού και της βίας, οι δεξαμενές απ’ όπου τα κόμματα αντλούν το απαραίτητο για τις δικές τους «κινητοποιήσεις» ανθρώπινο υλικό. Μαζί με τον ρόλο προαγωγού στην εξηλιθίωση του τζόγου, τα γήπεδα σιγοντάρουν τον «εκδημοκρατισμό» της παιδείας, προκειμένου η κομματοκρατία να εδραιώνεται σε υποστυλώματα αλογίας, ανομίας, κάποτε και αθώου αίματος.
Ο βιασμός της λογικής ως πεδίο συνεννόησης Δεκέμβριος 14, 2008 in 2008 Η κατάρρευση του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα σήμερα –η ανικανότητα των κομμάτων να αντιμετωπίσουν, δεκαετίες τώρα, τα καίρια προβλήματα της κρατικής λειτουργίας– είναι σύμπτωμα δραματικό, άκρως δυσοίωνο. Οι πολίτες, ωστόσο, ελπίζουμε. Οτι, δεν μπορεί, κάποτε θα αφυπνιστούν, μέσα στα σάπια αυτά κόμματα, κάποιες τίμιες, ανιδιοτελείς συνειδήσεις. Θα εξεγερθούν, θα ανατρέψουν την οικογενειοκρατία και μετριοκρατία, θα φέρουν στην επιφάνεια ανθρώπινη ποιότητα ικανή να υπηρετήσει τις κοινές ανάγκες, κοινές στοχεύσεις ανθρωπιάς, προόδου, κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Αυτό που πραγματικά και ανήκεστα απελπίζει είναι η συνεχής και επιτεινόμενη αύξηση των συμπτωμάτων, ευρύτερα μέσα στην ελλαδική κοινωνία, ανορθολογισμού ή και παραλογισμού. Απελπίζει η αδυναμία συν-εννόησης στον καθημερινό βίο, η ανυπαρξία κριτηρίων ικανών να αναχαιτίσουν την αυθαιρεσία, ο αυτονόητος βιασμός της λογικής από τη γλώσσα των συμφερόντων, η κατά κανόνα ταύτιση της ατομικής γνώμης με την άμυνα του εγώ. Δεν μοιάζει να υπάρχει Ελληνας σήμερα που να μην κατακεραυνώνει όση διαφθορά συνεπάγεται το εκάστοτε κομματικό κράτος, Ελληνας που να μη χλευάζει την οικογενειοκρατία στην πολιτική, που να μη φρίττει με την ανικανότητα των κυβερνήσεων στον τομέα της υγείας, της παιδείας, της ασφάλισης της δημόσιας τάξης, στην πάταξη της γραφειοκρατίας, του εκβιαστικού συνδικαλισμού. Και όμως, ο ίδιος αυτός προσβεβλημένος και οργισμένος Ελληνας, όταν στο χωριό του ή στη συνοικία του φτάσει ο επαγγελματίας κομματικός μαφιόζος, θα πάρει την κομματική σημαία, θα φορέσει το κομματικό κασκόλ και θα πάει να χειροκροτεί και να χοροπηδάει κάτω από το μπαλκόνι κραυγάζοντας ηλίθια συνθήματα υπαγορευμένα από την ντουντούκα. Ολοκληρωτική έκλειψη λογικής συνέπειας, ειρμού και συνοχής: Καλούνται οι οπαδοί του δεύτερου (τότε, πριν από ένα χρόνο) σε εκλογική δύναμη κόμματος να ψηφίσουν καινούργιο αρχηγό μετά από συντριπτική εκλογική ταπείνωση. Εχουν να επιλέξουν ανάμεσα στον αίτιο της αποτυχίας και ταπείνωσης, πρόσωπο χιλιομαρτυρημένης από κάθε μεριά μετριότητας, εξόφθαλμων υστερημάτων και σε δύο άλλους υποψήφιους εγνωσμένης δυναμικής, ξεχωριστών ικανοτήτων. Και η πλειοψηφία των οπαδών προκρίνει αναφανδόν τον μειονεκτικό, χαρίζει την ηγεσία στον θλιβερό ολίγιστο. Προκλητικά κυρίαρχος ο ανορθολογισμός στην ελλαδική κοινωνία: Η κάποτε πόλη των Αθηνών είναι σήμερα πια μια τσιμεντένια κόλαση αποθήκευσης ανθρώπων, κάθε σπιθαμή φυτεμένης γης, πάρκο, αλσύλλιο, κήπος, είναι ανάσα ζωής για τους κολασμένους του Λεκανοπεδίου. Να θέλει να διασώσει η Αθήνα, για λόγους «ιστορικής μνήμης», δείγματα του μεταπρατικού αρχιτεκτονικού της παρελθόντος, δείγματα του αλλοτριωτικού μιμητισμού και της θλιβερής παρακμής της είναι πολυτέλεια σχεδόν παρανοϊκή. Να διασωθεί σαν αρχιτεκτονικό κειμήλιο το εργοστάσιο Φιξ, στη λεωφόρο Συγγρού, αντί να δημιουργηθεί εκεί πνεύμονας πρασίνου, μάλλον μαρτυρεί αδυναμία αξιολόγησης προτεραιοτήτων, αλογία οιηματικού επαρχιωτισμού. Το ίδιο (και πολύ περισσότερο) το να στερηθεί ο δύσμοιρος πληθυσμός της Αθήνας ένα άνετων προδιαγραφών πάρκο μόνο για να διασωθούν οι οκτώ προσφυγικές πολυκατοικίες της λεωφόρου Αλεξάνδρας σαν «μνημείο» που διαιωνίζει «αναμνήσεις προσφυγιάς, πόνου, αλλά και ελπίδας για το καλύτερο»(!) Δεν μπορεί να δικαιολογηθούν τέτοια ενεργήματα παρά μόνο με την παραδοχή μιας συλλογικής αυτοκτονικής απερισκεψίας.
Ο ανορθολογισμός, μέχρι παράνοιας, κάνει εφιάλτη τη ζωή στις ελλαδικές τερατουπόλεις. Είμαστε η μοναδική χώρα της Ευρώπης που η «ζωοφιλία» μας αφήνει να λυμαίνονται τα μεγάλα αστικά κέντρα αγέλες αδέσποτων σκυλιών. Στο κέντρο της πρωτεύουσας, στην πλατεία Συντάγματος, μπορεί να μετρήσει κανείς, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, 20-22 τέτοια ζώα. Περιφέρονται ανάμεσα στα πόδια των περαστικών αδιάφορα, ώς τη στιγμή που, ξαφνικά και ανεξήγητα, θα τιναχτούν για να ορμήσουν, μανιασμένα και γαυγίζοντας, σε κάποιο μηχανάκι (απειλώντας θανάσιμα τη ζωή του οδηγού) ή σε κάποιον, ανύποπτο μέσα στους πολλούς, διαβάτη. Αγέλες αδέσποτων σκυλιών λυμαίνονται και τον Βασιλικό Κήπο, το αλσύλλιο της Ριζαρείου, το Πεδίον του Αρεως, τον λόφο του Αρδηττού, του Στρέφη, του Φιλοπάππου, τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κάνουν πια αδύνατο τον περίπατο στον Λυκαβηττό, στην Καισαριανή, στον Υμηττό. Το ίδιο συμβαίνει και στην παραλία της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Αριστοτέλους, στην παραλία του Βόλου. Φόβος και τρόμος για τις μητέρες με τα βρέφη στα καροτσάκια, για τους ηλικιωμένους με βακτηρία, για κάθε μοναχικό διαβάτη μόλις νυχτώσει. Θα άξιζε μια ιδιωτική πρωτοβουλία να συγκεντρώσει τις μαρτυρίες των ανθρώπων που έχουν υποστεί επιθέσεις, τραυματισμούς, ξέσκισμα των ρούχων από τα αδέσποτα στις πόλεις σκυλιά. Και αυτή η καθημερινή βασανιστική απειλή διαιωνίζεται με την παρανοϊκή «λογική» της ζωοφιλίας. Αν απευθυνθεί κανείς στους δημάρχους ζητώντας να προστατευθούν οι πολίτες από τον τρόμο των αδέσποτων, θα εισπράξει την καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι ο Δήμος έχει φροντίσει να εμβολιάσει όλα τα αγελαία σκυλιά, φόβος για λύσσα από τα δαγκώματα δεν υπάρχει! Και, φυσικά, δεν έχουν να αντιπαρατάξουν οι δήμαρχοι έστω και ένα παράδειγμα πόλης ευρωπαϊκής με τέτοιο οίστρο ζωοφιλικής τρομολαγνείας. Είμαστε μοναδικοί στον μαζοχιστικό παραλογισμό μας. Ολοι στη σημερινή Ελλάδα μιλάνε για «διάλογο», προτάσσουν τον «διάλογο», επαγγέλλονται ή απαιτούν «διάλογο». Δεν μοιάζει να καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει η λέξη. «Οι θέσεις μας είναι αδιαπραγμάτευτες», έλεγε από ραδιοφώνου κορυφαία συνδικαλίστρια. «Και όμως, ο υπουργός μάς αρνείται τον διάλογο»! Αυτός ο βιασμός της λογικής είναι το πεδίο «συνεννόησης» στον ελλαδικό δημόσιο βίο σήμερα. Θέλαμε να χτίσουμε καινούργιο μουσείο που να στεγάσει τα κατάλοιπα της Ακρόπολης των Αθηνών. Ούτε πέρασε από τον νου μας ότι το πρώτο ζητούμενο σε ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να είναι η όποια επικαιρική (και εφήμερη) γυαλιστερή εκδοχή χρησιμότητας, προσαυξημένη με «ευρήματα» για τον εντυπωσιασμό της τεταρτοκοσμικής ξιπασιάς. Πρώτο ζητούμενο απέναντι στον Ιερό Βράχο είναι το αρχιτεκτονικό ήθος ταπεινής διακριτικότητας, η ιδιοφυΐα που αναδείχνεται υπηρετώντας ό,τι αποκαλυπτικά την υπερβαίνει. Αν κάποτε η επαρχιωτική ελλαδική κοινωνία φτάσει να ξαναγίνει κοσμοπολίτικη ελληνική (και ένα τέτοιο θαύμα είναι συνάρτηση μόνο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας), τότε η σημερινή βλασφημία και ντροπή που ακκίζεται απέναντι στον Ιερό Βράχο θα κατεδαφιστεί με την κοινή χειρωνακτική συμβολή των Αθηναίων πολιτών. Η συμπλεγματική ειδωλοποιίηση των «μνημείων» του μεταπρατισμού και της παρακμής, μαζί με τον παραλογισμό της ζωοφιλικής τυραννίας θα έχουν δώσει τη θέση τους σε διαφορετικές απαιτήσεις ποιότητας της ζωής. Το ενδεχόμενο είναι εντελώς παραμυθένιο. Μπορούμε να συνεχίσουμε τον καθημερινό βιασμό της λογικής ανενόχλητοι.
Η βαριά αναπηρία της ακρισίας Δεκέμβριος 7, 2008 in 2008 Μέτρο για την αξιολόγηση της ποιότητας των ανθρώπων είναι μάλλον ή κυρίως η αυτοκριτική εγρήγορση: Η ετοιμότητα παραδοχής λαθών, η αναγνώριση ελλείψεων, η συμφιλίωση με τη μη παντογνωσία. Και ακόμα, η σεμνότητα της αμφιβολίας, το θάρρος να ομολογείται άγνοια, η αποσύνδεση γνωμών, απόψεων, κρίσεων από την άμυνα ή την προβολή του εγώ. Γιατί συνιστά «ποιότητα» (αξιολογική υπεροχή) η αυτοκριτική εγρήγορση; Μα, προφανώς, επειδή επιτρέπει στον άνθρωπο την ελευθερία από το ένστικτο (την αναγκαιότητα) της αυτοθωράκισης. Του επιτρέπει να ανοιχτεί στη σχέση, να ζει τη χαρά κοινωνικής επαλήθευσης της εμπειρίας, δημιουργικού ελέγχου διανοημάτων και κρίσεων, φαντασίας και στόχων. Να πλουτίζει τη ζωή του ο άνθρωπος με συνεχή αναζήτηση της πάντοτε απλήρωτης πληρότητας, ανυπότακτος στα στεγανά και στη μιζέρια της αυταρέσκειας, ελεύθερος από τη νομοτέλεια των κτηνωδών ενορμήσεων επιβολής και κυριαρχίας. Υπάρχουν ωστόσο εποχές ή πολιτιστικά «παραδείγματα», αλλά και επιμέρους επαγγέλματα, που μοιάζει να επιβάλλουν στις συνειδήσεις σαν αυτονόητο τον αποκλεισμό της αυτοκριτικής ετοιμότητας, τον αποκλεισμό επομένως από την κατάκτηση της ανθρώπινης ποιότητας. Ενας θρησκευτικός λειτουργός π.χ. κατά κανόνα θεωρεί αδιανόητο να ομολογήσει άγνοια στο πεδίο της μετα-φυσικής πραγματικότητας, να διατυπώσει κριτικές αμφιβολίες, να δεχθεί τη σχετικότητα της γλώσσας. Αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι ζητάνε από τη θρησκεία βεβαιότητες, επαναπαυτική σιγουριά, αράγιστες ατομοκεντρικές «πεποιθήσεις». Επομένως ο λειτουργός της θρησκείας εξ ορισμού οφείλει να εκπροσωπεί δόγματα, αρχές κατοχυρωμένες με την αυθεντία υπερβατικών αποκαλύψεων. Γι’ αυτό και τον «αποφατισμό» της εκκλησιαστικής Χριστιανοσύνης, τον συνεπή εμπειρισμό του αθλήματος της σχέσης και την άρνηση ιδεολογημάτων η πλειονότητα των ανθρώπων δεν τα αντέχει – με αποτέλεσμα την κυρίαρχη μέσα στους αιώνες θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Για πολλούς ο δικαστής επίσης δεν δικαιούται να διαθέτει αυτοκριτική ευαισθησία, τουλάχιστον δημόσια εκδηλούμενη. Η ψυχολογία και πάλι της μάζας θα απαξιώσει και θα απορρίψει τον δικαστή που θα ομολογούσε ενδεχόμενο σφάλματος σε αποφάσεις του, έλλειψη βεβαιότητας για την ευθυκρισία του, αναγνώριση της σχετικότητας των νομικών επιχειρημάτων του. Γενικότερα, για κάθε διαχειριστή εξουσίας θεωρείται ουσιώδης συνιστώσα του εξουσιαστικού υπουργήματός του το να εμφανίζεται αλάθητος, απόλυτα σίγουρος για τις απόψεις, τις γνώμες, τις κρίσεις του, να ενσαρκώνει αδιαμφισβήτητη αυθεντία. Χωρίς αλάθητο και αυθεντία είναι αδύνατο να λειτουργήσουν τα «επαγγελματικά στελέχη» ιδεολογικών παρατάξεων, οι κομματικοί μέντορες, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι και, βέβαια, οι αρχηγοί «κομμάτων εξουσίας». Για τον έχοντα υγιείς ή αρκούντως υγιείς τας φρένας η αυτονόητη εξάλειψη κάθε αυτοκριτικής ετοιμότητας έχει κωμικό αποτέλεσμα: Γελάει κανείς αλλά ταυτόχρονα και θλίβεται βλέποντας ανθρώπους ανίκανους να πιστοποιήσουν λάθος τους, να εντοπίσουν τις ελλείψεις τους, να συνειδητοποιήσουν υστερήματά τους. Αλλά, στο σημερινό πολιτιστικό «παράδειγμα» της ύστερης Νεωτερικότητας αυτός ο ανθρωπολογικός τύπος είναι ο κυρίαρχος. Παράγεται μέσα από κάθε παραμικρή πτυχή λειτουργίας της συλλογικότητας. Η πληροφορία είναι μόνο και απολύτως έγκυρη (κυρίως η τηλεοπτική που μεταφέρει εικόνα, έστω «στημένη»). Η διαφήμιση προϊόντων και κάθε
προπαγάνδα οφείλει να μεταγγίζει αράγιστες δογματικές βεβαιότητες, ούτε ίχνος επιφύλαξης ή περιθώριο αμφιβολίας. Η επιστήμη αυτονόητα εκλαϊκεύεται και σερβίρεται σε περιοδικά λαϊκής κυκλοφορίας και εφημερίδες (αλλά και από ακαδημαϊκούς θηρευτές της ευρείας δημοσιότητας) σαν τελεσίδικη οριστική απόφανση, ειδωλοποιημένη «καθέδρα» που σε όλα απαντά, παρόντα και μέλλοντα, του επιστητού και του απροσπέλαστου. Οσο πιο υπανάπτυκτη είναι μια κοινωνία ή μια κοινωνική ομάδα, όσο χαμηλότερος ο δείκτης της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, τόσο στεγανότερος ο αποκλεισμός της αυτοκριτικής, τόσο πιο πεισματικό το γάντζωμα σε αλάθητες βεβαιότητες. Είναι ποτέ νοητό να τολμήσει κανείς ένδοθεν κριτική στο ΚΚΕ ή στον ΣΥΡΙΖΑ ή στους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» ή σε παλαιοημερολογίτικη σέκτα; Βέβαια, παντού υπάρχουν οι επιτήδειοι ευφυείς που εκμεταλλεύονται την ευήθεια των πολλών για να κάνουν οι ίδιοι καριέρα. Σερβίρουν αλάθητες βεβαιότητες, ειδωλοποιούν νοητές «καθέδρες» και το πλήθος έρχεται και αποθέτει στα πόδια τους την ελευθερία του, ακριβώς όπως το ήθελε ο «Μέγας Ιεροεξεταστής» στους Καραμάζοφ. Πάντως, σε ευρύτερο κοινωνικό πεδίο η πιο αποτελεσματική μεθόδευση για ριζική εξάλειψη της αυτοκριτικής ετοιμότητας των ατόμων ήταν το πασοκικό επινόμα να καταργηθεί θεσμικά κάθε λειτουργία κριτικής αξιολόγησης σε οποιαδήποτε πτυχή του συλλογικού βίου, να ακυρωθεί κάθε ιεράρχηση ικανοτήτων και ευσυνειδησίας, κάθε διάκριση ποιοτήτων. Η θεσμική κατάργηση υπαγορεύτηκε από τη σκοπιμότητα να κολακευτεί ο πρωτογονισμός ενορμήσεων της μάζας, η ηδονιστική ψευδαίσθηση «προοδευτικού» εξισωτισμού των ατόμων, για να θηρεύσει ψήφους το κόμμα. Και όταν καταργούνται τα αντικειμενικά - χρηστικά μέτρα κριτικής αξιολόγησης, ατονούν αναπόφευκτα ή αφανίζονται και τα υποκειμενικά αντανακλαστικά κριτικής και αυτοκριτικής. Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα λειτουργούν κάποιες ελάχιστες επιφάσεις κριτικών επιλογών ή γνωμών και απόψεων, όμως στην πραγματικότητα κανένας δεν κρίνεται για τίποτε. Η «βουλευτική ασυλία» είναι η αναιδέστερη μάλλον πρόκληση βάναυσης θεσμοποίησης της ακρισίας και ατιμωρησίας, που σε συμβολικό επίπεδο νομιμοποιεί κάθε αυθαιρεσία. Το ίδιο και η προαγωγή όλων των μαθητών σε κάθε τάξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπως και το απεριόριστο του χρόνου των προπτυχιακών σπουδών στα πανεπιστήμια. Το ίδιο και η κατάργηση κάθε κριτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, η αυτονόητη μονιμότητά τους δίχως τον παραμικρό έλεγχο ικανότητας και απόδοσης, η κατάλυση του θεσμού των πειθαρχικών συμβουλίων. Η δυναμική του συμβολικού χαρακτήρα τέτοιων συμπτωμάτων κριτικής και αυτοκριτικής αφασίας προσδίδει στην κοινωνική (παιδευτική κυρίως) υπανάπτυξη χαρακτήρα πραγματικής συμφοράς, καταστροφικού κυκλώνα. Τα βασανιστικότερα προβλήματα καθημερινού βίου στην Ελλάδα σήμερα, προβλήματα που στερούν τη χαρά της ζωής, τη δημιουργικότητα και την ελπίδα από τον Ελληνα, είναι πασιφανώς προϊόντα της παγιωμένης ακρισίας, της χαμένης αυτοκριτικής ετοιμότητας. Παράλογο να ελπίζουμε αναμέτρηση με τέτοια προβλήματα από αναστήματα διαμετρήματος «Κωστάκη» και «Γιωργάκη».
Τελευταία ευκαιρία για τον πρωθυπουργό Νοέμβριος 30, 2008 in 2008 Κατά τεκμήριο η «κρίσιμη μάζα» ελλαδιτών ψηφοφόρων, που καθόρισε το αποτέλεσμα της κάλπης στις εκλογές του 2004 και του 2007, πρέπει να ενδιαφέρεται ελάχιστα ή καθόλου για το πολιτικό μέλλον του σημερινού πρωθυπουργού και του κυβερνώντος κόμματος. Το κυβερνών σήμερα κόμμα δεν είχε ποτέ ραχοκοκαλιά κοινωνικών στόχων, νεύρο πάλης για να κερδηθούν ποιότητες ζωής (διαφορετικές από την υλιστική ευζωία). Δεν υπήρχε αγωνιστικός στίβος να συνδέσει βιωματικά τους πολίτες με αυτό το κόμμα. Οι οπαδοί του και οι περιστασιακοί υποστηρικτές του το ψήφιζαν πάντοτε με κριτήρια πρακτικής ωφελιμότητας, εκτίμησης της αποτελεσματικότητας των στελεχών του. Ακόμα και την αντίσταση στο πραξικόπημα του Κομμουνιστικού Κόμματος (στην εμφυλιοπολεμική απόπειρα να επιβληθεί και εδώ η φρίκη του σταλινικού ολοκληρωτισμού) την οργάνωσαν, την εμψύχωσαν και την πραγματοποίησαν κυβερνήσεις του λεγόμενου Κέντρου. Η παράταξη της λεγόμενης Δεξιάς μόνο εκ των υστέρων καπηλεύτηκε τη λαϊκή νίκη επιβάλλοντας (τάχα επιμηθικώς) στυγνή τρομοκρατία. Οσο για το πολιτικό μέλλον του σημερινού πρωθυπουργού ενδιαφέρει λιγότερο και από καθόλου την κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα. Του χαρίστηκε να αρχηγεύει έντεκα ολόκληρα χρόνια στο κόμμα του και ούτε ραχοκοκαλιά κοινωνικών στόχων του προσέδωσε ούτε την παραμικρή προετοιμασία για να διαδεχθεί με ριζοσπαστικές αναμορφωτικές ρήξεις την εικοσάχρονη σοσιαλεπώνυμη λοιμική. Και πρωθυπουργεύει πέντε χρόνια άτολμος, φοβισμένος, ανίκανος να διακρίνει ποιότητες, να ιεραρχήσει προτεραιότητες, να συνεγείρει την κοινωνία σε καίριες επιδιώξεις. Τώρα μετράει μέρες, η εξευτελιστική πτώση του είναι προδιαγεγραμμένη, τα στελέχη του, που με αυτοκτονική ακρισία επέλεξε, επισπεύδουν πανικόβλητα το πλιάτσικο όσο και όπου μπορούν. Οι δημοσκοπήσεις τον διαπομπεύουν, τα ανέκδοτα, για το θαύμα να «αναστήσει εκ νεκρών» τον θλιβερά μειονεκτικό αντίπαλό του, φουντώνουν. Είναι ο χαμένος, θα γυρίσει σπίτι του και θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή του με την ντροπή δυσφόρητου προσωνύμιου στην Ιστορία: «ο μικρός», αυτός που μπορούσε και δεν τόλμησε. Μια τέτοια επίγνωση υπάρχει ακόμα χρόνος για να τον αφυπνίσει. Εχει μπροστά του δύο ολόκληρα χρόνια, ίσως και τρία. Αν τώρα αφυπνιστεί, μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω. Ναι, ρεαλιστικά, όχι ρητορικά, να αναστήσει την ελλαδική κοινωνία, να επανιδρύσει το κράτος. Δεν έχει τίποτα να χάσει. Ακόμα και αν τολμήσει και δεν πετύχει, θα γυρίσει στο σπίτι του αξιοπρεπής, όχι εξευτελισμένος. Η αποτυχία στη διακινδύνευση είναι τίτλος τιμής, δεν προσδίδει ταπεινωτικό προσωνύμιο. Αρκεί ο ίδιος να πεισθεί ότι ρεαλισμός είναι οι πολύ κεντρικές ριζοτόμες στοχεύσεις: Να σημαδεύει κανείς τα καίρια που, αν κατορθωθούν, συμπαρασύρουν και τα επιμέρους. Να σπάσουν εκείνοι οι κρίκοι στα δεσμά της ελλαδικής κοινωνίας, που η θραύση τους θα επιφέρει σχεδόν αυτοματικά τη διαρραγή όλων των άλλων. Με τα πρώτα δείγματα τόλμης δημιουργικών ρήξεων η «κρίσιμη μάζα», που του χάρισε ανοχή και εμπιστοσύνη πριν από ένα μόλις χρόνο, θα τον στηρίξει σθεναρά. Γιατί κάθε Ελληνας, νηφάλιας σκέψης και κρίσης, δεν μπορεί παρά να θεωρεί εφιάλτη την επανάκαμψη στην εξουσία, με πολλαπλασιασμένη πια θρασύτητα, του σοσιαλεπώνυμου αμοραλισμού ποδηγετούμενου, κατά τα
ειωθότα, από τον αδίστακτο μηδενισμό των καριεριστών καπήλων της Αριστεράς. Εφιάλτης και πανικός για κάθε πολίτη που γεύτηκε στο πετσί του το κομματικό κράτος των «κλαδικών», την ιδεολογική τρομοκρατία ή ρεβάνς των ηττημένων συμπλεγματικών εξωραϊστών της εμφυλιοπολεμικής φρίκης. Δεν μπορεί παρά να στηρίξει σθεναρά τον πρωθυπουργό η «κρίσιμη μάζα» (αν το δει, έστω και τόσο καθυστερημένα, να τολμάει) προκειμένου να αποτραπεί και η άλλη απειλή: να τον διαδεχθούν στην αρχηγία οι ανατριχιαστικές μετριότητες, ανδρικού και γυναικείου φύλου, που καιροφυλαχτούν ως δελφίνοι. Ισως ποτέ άλλοτε σε κόμμα δεν συνωστίσθηκε για διεκδίκηση της διαδοχής του αρχηγού τόση άποια παρακατινάδα, τόσο χαμηλοί δείχτες πολιτικής ευφυΐας, τόσο προκλητικό πρακτοριλίκι. Να θυμήσουμε στον πρωθυπουργό, σε τι αναφερόμαστε, εμείς οι έξω από τη λογική των «επικοινωνιολόγων», όταν μιλάμε για «κεντρικές ριζοτόμες στοχεύσεις»: Θέλουμε να μπει το κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, να πάψει να είναι εργαλείο κομματικής επιβολής και εκβιασμού της κοινωνίας από τους συνδικαλιστές του Δημοσίου. Και λέμε: θα αρκούσε να εφαρμοστούν τα άρθρα 12 § 4 και 29 § 3 του Συντάγματος των Ελλήνων για τον συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων. Αν συντριβεί με γενναιότητα ο κεντρικός αυτός κρίκος της δυναστευτικής του κοινωνικού σώματος αλυσίδας, αν χαλιναγωγηθεί με αδυσώπητο κοινωνικό έλεγχο η αυθαιρεσία και ιταμότητα του δημοσιοϋπαλληλικού συνδικαλισμού, ο δρόμος είναι ανοιχτός για να ξαναβρεί η δημοσιοϋπαλληλία τον χαρακτήρα του κοινωνικού λειτουργήματος: Να αποκατασταθεί αυστηρή αξιοκρατική ιεραρχία στον δημόσιο τομέα, έλεγχος και αξιολόγηση ικανοτήτων και προσφοράς, αμείλικτα πειθαρχικά συμβούλια. Τότε θα μπορέσει σχεδόν αυτοματικά να εξαρθρωθεί η κομματοκρατία ειδικά από την εκπαίδευση, για να ξαναγίνει η παιδεία κεντρική αρτηρία οξυγόνωσης της κοινωνικής καλλιέργειας, καταλύτης ανάπτυξης της κριτικής σκέψης και της δημιουργικής φαντασίας στην ελλαδική κοινωνία. Πρέπει όμως να έχει προηγηθεί η τοποθέτηση του ιδιοφυέστερου επιτελικού συνεργάτη του πρωθυπουργού στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης: Ωστε με γνωστές σύγχρονες μεθόδους και πρακτικές να έχει αποκατασταθεί απόλυτη προτεραιότητα σεβασμού της κοινωνικής λειτουργίας των πόλεων, να απαλλαγεί η Ελλάδα από το τριτοκοσμικό φαινόμενο «καταστάσεων πολιορκίας», όπου ο κάθε δυσαρεστημένος γίνεται διαδηλωτής δυνάστης και ο πολίτης χωρίς κανένα δικαίωμα. Αλυσιδωτά, πριν και από τη Δημόσια Τάξη, να έχει καταλύσει ο υπουργός Τύπου το άλλο ιταμό, αντικοινωνικό καπετανάτο των καναλαρχών, το καθεστώς μαστροπείας και διαφθοράς του ήθους, της αισθητικής, της κριτικής ικανότητας, του αυτοσεβασμού των Ελλήνων. Οι ουσιαστικά ακατανέμητες συχνότητες, η αναπροσαρμογή των προστίμων και η κατανομή της πίτας της ψηφιακής τηλεόρασης επιτρέπουν στον οποιονδήποτε πρωθυπουργό να έχει στο χέρι τους προκλητικά ανυπόλογους σήμερα καναλάρχες. Αρκεί να έχει παραιτηθεί από την ανάγκη της υποστήριξής τους για την επανεκλογή του. Για να πετύχει γόνιμο αιφνιδιασμό με επιτελικά σχεδιασμένες πρωτοβουλίες ο πρωθυπουργός, χρειάζεται γύρω του υπουργούς επιλεγμένους όχι με σκοπιμότητες εσωκομματικών ισορροπιών ή παραχωρήσεων σε συγγενείς και σε φιλαράκια. Χρειάζεται ανθρώπους θυσιαστικής ανιδιοτέλειας και πραγματικά έκτακτων ικανοτήτων. Εντεκα ολόκληρα χρόνια έδειξε ότι δεν καταλαβαίνει, ούτε καν υποψιάζεται, τη λογική και τα κριτήρια τέτοιων επιλογών. Και η πείρα διδάσκει ότι οι ηγέτες δεν προκύπτουν από υποδείξεις. Το πολιτικό μέλλον του πρωθυπουργού και του κυβερνώντος κόμματος μοιάζει δυστυχώς προδιαγεγραμμένο.
Σταλινοποίηση: σοκ και δέος Νοέμβριος 23, 2008 in 2008 Τα δύο «κόμματα εξουσίας» στην Ελλάδα εμφανίζουν συμπτώματα σταλινοποίησης που προκαλούν σοκ και δέος: Οι βουλευτές τους συναγωνίζονται σε αυτοδιασυρμό επιδείξεων ραγιαδισμού, σε χαμερπή κολακεύματα και λιβανωτό στον αρχηγό, σε ευνουχισμό της κριτικής παρρησίας με απεμπόληση των βουλευτικών ευθυνών. Εργο του βουλευτή είναι να βουλεύεται, δηλαδή να σκέφτεται και να κρίνει «να διαμείβη γνώμας, να συσκέπτεται μετ’ άλλων (να συνεισφέρει σκέψη, κρίση, άποψη) προς λήψιν αποφάσεως επί τινος ζητήματος ή προς τινα ενέργειαν» (Δημητράκος). Να ελέγχει ο βουλευτής το έργο της κυβέρνησης, αλλά και το έργο της αντιπολίτευσης, να κρίνει τον πολιτικά αντίπαλο ηγέτη, αλλά και τον δικό του αρχηγό, τον πρωτεύθυνο εκφραστή των πολιτικών προτάσεων που οι ψηφοφόροι ανέθεσαν, με σταυρό προτίμησης, στον βουλευτή να τις εκπροσωπεί. Στα ελλαδικά «κόμματα εξουσίας» σήμερα οι βουλευτές δεν βουλεύονται, μόνο πειθαρχούν. Επιδίωξη και έγνοια τους δεν είναι να «μετέχουν κρίσεως και αρχής», να έχουν κριτική συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας, ενεργό συμβολή στον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Εγνοια και επιδίωξη του βουλευτή είναι να αποδείχνεται καθημερινά ένα άβουλο πιόνι στη σκακιέρα του αρχηγού, να αναμηρυκάζει πειθήνια την κομματική «γραμμή», να ψηφίζει κατά την αρχηγική επιταγή, να λιβανίζει σαν υπόχρεως λακές τον αρχηγό του έστω και παταγωδώς αποτυχημένον ή ανίκανον. Η αμείλικτη τηλεοπτική εικόνα προβάλλει στο πανελλήνιο πρώην και νυν πρωτοκλασάτους υπουργούς, πανεπιστημιακούς το πάλαι καθηγητές, πρώην αρχηγούς κομμάτων (που τόλμησαν να αποσκιρτήσουν, αλλά επανέκαμψαν στο «μαντρί»), τέως και νυν δελφίνους, όλους όρθιους, με διατεταγμένο ενθουσιασμό, να χειροκροτούν θλιβερές φιγούρες δραματικής ανεπάρκειας αρχηγών, αδέξιες, κωμικά επηρμένες μετριότητες με κυρίως προσόν το σαγηνευτικό για τις μάζες οικογενεικό τους όνομα. Δείχνουμε με το δάχτυλο στα παιδιά μας τους χειροκροτητές και προειδοποιούμε: Προσέξτε, μην φτάσετε ποτέ σε τέτοιο κατάντημα ανθρώπου. Ο βουλευτής «κομμάτων εξουσίας» στην Ελλάδα σήμερα αποδέχεται αυτονόητα, μαζί με το αξίωμα, και τον εξανδραποδισμό του. Απειλείται με αποπομπή από την κοινοβουλευτική ομάδα και διαγραφή από το κόμμα, όχι αν διαφωνήσει με πολιτική απόφαση ή πολιτική άποψη του κόμματός του, αλλά και μόνο αν εκφράσει επιφύλαξη για τα πρόσωπα που επιλέγει να εμπιστευθεί ο αρχηγός του. Δεν τιμωρείται απλώς η πολιτική διαφωνία, πατάσσεται κάθε αμφισβήτηση, έστω και καθ’ υποψίαν, του αρχηγού. Το μοντέλο είναι ακραιφνώς σταλινικό. Το ότι ο εκλεγεμένος από τους πολίτες βουλευτής λογαριάζεται μόνο σαν πιόνι, αδιαφοροποίητη αριθμητική μονάδα ή «πόιντ» που διαθέτει ο αρχηγός στο Κοινοβούλιο, αποδείχνεται περίτρανα και από την απροκάλυπτη αξίωση των κομματικών να παραιτείται του βουλευτικού αξιώματος ο βουλευτής που το κόμμα τον διαγράφει επειδή «ασέβησε» στον κομματάρχη. Αυτή και μόνο η αξίωση σηματοδοτεί το τέλος του κοινοβουλευτισμού, τέλος του αντιπροσωπευτικού συστήματος, δηλαδή της δημοκρατίας όπως σήμερα την ασκούμε. Ο βουλευτής δεν αντιπροσωπεύει λαϊκό σώμα, σταυρούς προτίμησης πολιτών, δεν βουλεύεται, δεν κρίνει, δεν έχει ευθύνες αποφάσεων. Ο βουλευτής είναι απρόσωπη ανεύθυνη μονάδα στην καταμέτρηση της δύναμης των κομμάτων. Θα
μπορούσε και να μην υπάρχει, οι εκλογές να αποδίδουν στους αρχηγούς όχι βουλευτές αλλά «πόιντς». Και όποιος έχει τα περισσότερα, να πρωθυπουργεύσει σαν ανεξέλεγκτος μονάρχης. Αυτή την ανενδοίαστη κατάλυση της αντιιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν την επιβάλλει η «σιδηρά πυγμή» χαρισματικών αρχηγών. Την επιβάλλει η εξουσιολαγνεία της αυλής μέτριων έως ολίγιστων ή φανερά ανίκανων κομματαρχών. Μαζί και ο θλιβερός ραγιαδισμός υπουργών, βουλευτών, στελεχών του κόμματος. Μόλις κάποιος τολμήσει κριτική άποψη για επιλογές ή αποφάσεις του αρχηγού, θα σπεύσουν όλοι να τον στιγματίσουν με τον χαρακτηρισμό του «αντάρτη», να τον περιθωριοποιήσουν ανελέητα. Ακόμα και αν ο αμφισβητίας δεν είναι παρά επιπόλαιος φανφαρονίσκος ή ιδιοτελής ματαιόδοξος, η φίμωση ή ο διωγμός του καταλύει τη δημοκρατία, δεν προστατεύει τη σοβαρότητα. Αν τελικά ο αρχηγός αποπέμψει από την κοινοβουλευτική ομάδα τον τολμητία και τον διαγράψει από το κόμμα, ο ραγιαδισμός εκρήγνυται με «ομοβροντία» χαιρέκακων αγανακτισμένων δηλώσεων συναδέλφων βουλευτών, μειονεκτικών υπουργίσκων, αυλικών Γραμματέων και, κυρίως, όσων έχουν καταστεί κατά καιρούς ύποπτοι για κριτική ευτολμία και έκφραση γνώμης προσωπικής. Ολοι καταδικάζουν μονότροπα και μονότονα τον τολμητία με απόλυτη πιστότητα στο σταλινικό μοντέλο. Και απαιτούν να παραιτηθεί αυτοβούλως από το βουλευτικό του αξίωμα, για να μην χάσει ένα «πόιντ» κοινοβουλευτικής δύναμης το κόμμα, δηλαδή ο ανεξέλεγκτος μονάρχης - αρχηγός. Ασφαλώς η σταλινοποίηση των «κομμάτων εξουσίας» (τα «κόμματα διαμαρτυρίας» απλώς σεμνύνονται να είναι εκ καταγωγής σταλινικά) επιβάλλεται, σε κάποιο ποσοστό και από τους όρους λειτουργίας της κυρίαρχης «κίτρινης» δημοσιογραφίας, έντυπης και ηλεκτρονικής. Ξέρει καλά ο δημοσιογραφικός αμοραλισμός να κολακεύει τον κρετινισμό της μάζας, εμφανίζοντας σαν πεμπτουσία της πολιτικής διχοστασίες (πραγματικές ή φανταστικές) στο εσωτερικό των κομμάτων, υπονομεύσεις αρχηγών, συντροφικά μαχαιρώματα. Αναπλάθουν την όποια παθολογία του κοινοβουλευτισμού σε τερπνή εικονολογία παλατιανών ραδιουργιών, δολοπλοκιών της αρχηγικής αυλής και της κομματικής καμαρίλας. Ο λαός έχει ξεχάσει ή δεν έμαθε ποτέ τους όρους λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Με κορύφωμα τα «μονοθεματικά» βραδινά Δελτία Ειδήσεων (μεθοδική μετάθεση του λειτουργήματος της πληροφόρησης σε επίπεδο δημοσιογραφικού υποκόσμου) η τηλεόραση υποτάσσει τον κοινοβουλευτισμό στη λογική κουτσομπολιού συνοικιακών κομμωτηρίων. Κύκλος φαύλος στροβιλώδης: Οποιοσδήποτε πρωθυπουργός, αν ήθελε, μπορούσε να ελέγξει τα κυρίως μαστροπικά κανάλια με ουσιαστικά και επώδυνα πρόστιμα για τις παραβάσεις τους, να τα υποχρεώσει να πειθαρχήσουν στη δεοντολογία του κοινωνικού τους λειτουργήματος. Ομως η πειθάρχηση λειτουργεί αντίστροφα: οι πρωθυπουργοί υποτάσσονται στα κανάλια, τους χαρίζουν τα χρέη, τους επιτρέπουν να νέμονται χωρίς άδεια τις συχνότητες, και από πάνω, να αντιπολιτεύονται με χυδαία δημαγωγία τον πρωθυπουργό που τους χαρίζεται. Αν τα «κόμματα εξουσίας» είχαν ιδεολογική ραχοκοκαλιά, στόχους κοινωνικούς, στελέχη μαχητικής ανιδιοτέλειας, πρώτοι θα αποβάλλονταν από τον κομματικό οργανισμό οι αποτυχημένοι αρχηγοί. Τώρα οι καθαιρέσεις αρχηγών γίνονται μετά ή μόλις πριν από σίγουρη πανωλεθρία. Γι’ αυτό και κάθε «εν θερμώ» καινούργιος αρχηγός είναι χειρότερος από τον προκάτοχό του.
Εγχώριος Ομπάμα, πώς να προκύψει; Νοέμβριος 16, 2008 in 2008
Αυτό είναι το κυρίως προνόμιο του ηγέτη: να ζωντανεύει ελπίδα στις ψυχές των ανθρώπων. Μόνο από εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του να ανθίζει χαμόγελο, να βουρκώνουν μάτια, να γεννιέται αυθόρμητα στο πλήθος γιορτή. Η όποια οργανωμένη συλλογικότητα – κοινότητα, επιχείρηση, πόλη, κράτος, συμμαχία κρατών, ο πλανήτης ολόκληρος. Να προσβλέπει στον ηγέτη, στον τιμονιέρη. Με αγαθές προσδοκίες. Ποια στοιχεία συνθέτουν το ηγετικό χάρισμα, τι ψηλαφεί ως ελπίδα ο λαός στο πρόσωπο του ηγέτη (ή, από πλησμονή επιθυμίας, ψευδαπατάται ότι ψηλαφεί); Ασφαλώς τους στόχους του ηγέτη, έστω και αν οι πολλοί τους καταλαβαίνουν χρησιμοθηρικά. Οχι το μεγαλεπήβολο των στόχων – η εκζήτηση εντυπωσιασμού, φενακισμού των πολιτών είναι επιδεξιότητα φτηνών δημαγωγών, όχι γνώρισμα ηγέτη. Στους στόχους αποκρυσταλλώνονται κριτήρια αξιολόγησης προτεραιοτήτων, μέτρα εκτίμησης της ποιότητας. Και η επιδίωξη της ποιότητας ξεχωρίζει τον χαρισματικό ηγέτη από την πληθώρα της μετριότητας, τον συρφετό των εξουσιολάγνων. Οποια και αν είναι η επιδίωξη (ποιότητας ή εντυπωσιασμού) αποτυπώνεται στον τρόπο της ομιλίας, στις χειρονομίες, στο χαμόγελο, στο βλέμμα, στη χάρη του αυθορμητισμού ή στον επιτηδευμένο στόμφο. Η θυμόσοφη ρήση ότι «ο άνθρωπος μετά τα σαράντα του είναι υπεύθυνος για τη φυσιογνωμία του» έχει εμφατική επαλήθευση στους χειριζόμενους εξουσία. Σίγουρα παίζουν ρόλο και οι ιστορικές συγκυρίες για την αναγνώριση της ποιοτικής υπεροχής ενός ηγέτη. Σε κάθε συλλογικότητα η ωρίμανση των κριτηρίων για την εκτίμηση της ανθρώπινης ποιότητας είναι συνάρτηση αστάθμητων συνθηκών και συμπτώσεων. Οχτώ χρόνια η κοινωνία των ΗΠΑ είχε καταξιώσει με την ψήφο της και πρόσφερε την ανοχή της στη συμμορία, όπως ευθαρσώς ο Γκορ Βιντάλ την αποκαλούσε, των Μπους, Ράμσφελντ, Τσένι. Ανέχθηκε η αμερικανική κοινωνία να καταλύει η συμμορία θεμελιώδεις ελευθερίες των πολιτών, να διασύρεται η Αμερική με πρακτικές φρίκης τύπου Γκουαντάναμο, να πληρώνει τίμημα τριών χιλιάδων νεκρών στους Δίδυμους Πύργους μόνο για να δικαιολογηθεί στρατιωτική εισβολή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και να υπηρετηθούν συμφέροντα πετρελαϊκών εταιρειών. Ανέχθηκε η κοινωνία των ΗΠΑ να γίνει μισητό το αμερικανικό όνομα σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό πληθυσμό του πλανήτη μόνο για να θωρακιστεί η βάναυση αυθαιρεσία του κρατιδίου του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Χάρισαν οι Αμερικανοί δεύτερη τετραετία προεδρίας στην πιο ευτελισμένη (περίπου κωμική) φιγούρα πολιτικού ηγέτη που γνώρισε η ιστορία τους. Δέχθηκαν την κατάφωρη υποβάθμιση και των ελάχιστων ιχνών κοινωνικού κράτους. Κατάπιαν δύο αδιέξοδους πολύνεκρους πολέμους και, τελικά, την απειλή κατάρρευσης της οικονομίας τους, την παγίδευσή της στην τερατώδη απληστία τραπεζικών κερδοσκόπων. Και μάλλον χάρη σε όλες αυτές τις συγκυρίες ωρίμασε, με ανελέητη βραδύτητα, η διάκριση των ποιοτήτων που οδήγησε στην υπερψήφιση του Μπαράκ Ομπάμα. Για να ανθήσει ελπίδα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, να βουρκώσουν μάτια, να ξαναθυμηθούμε οι άνθρωποι την πειθώ του κατακτημένου χαρίσματος. Μια εντόπια εδώ, στο ελλαδικό κρατίδιο, απορία γεννιέται αυθόρμητα, ίσως και περιπαιχτικά (με «μαύρο χιούμορ»): Πώς άραγε αξιολογούν την εικόνα του χαρισματικού Μπαράκ Ομπάμα οι
Ελληνες πολιτικοί αρχηγοί; Δεν δείχνουν να έχουν τον προβληματισμό και τα κριτήρια, σίγουρα ούτε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, για να εντοπίσουν τη διαφορά του Ομπάμα από τον Μπους. Πρέπει μάλλον να τους ξενίζει ένας πολιτικός «που μιλάει ζεστά αλλά και στέρεα, μιλάει για αισθήματα και πνευματικές αξίες, εμπνέει και συνεγείρει αλλά δεν τάζει ούτε κολακεύει, αναλύει και κρίνει αλλά δεν δικαιολογεί ούτε κατηγορεί, που κατανοεί, συγχωρεί και ενώνει», όπως με καίρια ευστοχία έγραψε ο Νίκος Ξυδάκης. Κατανοητός και οικείος για τους Ελλαδίτες πολιτικούς αρχηγούς είναι ο απερχόμενος Μπους, όχι ο επερχόμενος Ομπάμα. Γιος προέδρου ο Μπους, γιοι ή ανεψιοί προέδρων οι εντόπιοι αρχηγοί. Επιασαν πάτο οι ΗΠΑ με τον Μπους, έχουν καθηλώσει στην αφή του πάτου την Ελλάδα, δεκαετίες τώρα, τα έκγονα του εντόπιου νεποτισμού. Συμμορίες συμφερόντων ηγεμόνευαν στις ΗΠΑ επί Μπους, μαφίες συνδικαλισμένης δημοσιοϋπαλληλίας και υπόκοσμος κομματικής καμαρίλας διαφεντεύουν την Ελλάδα με κάθε κυβέρνηση, βασανίζοντας σαδιστικά το κοινωνικό σώμα. Πετρελαϊκές εταιρείες και το ισραηλινό λόμπυ υπαγόρευαν πολιτική στον Μπους, ανάλογο ετεροκαθορισμό ψηλαφούμε και στην ελλαδική πολιτική, ανήμποροι να αποδείξουμε τον εντολέα. Με στοιχειώδη ορθολογισμό και απροκατάληπτη κρίση συμπεραίνεται ότι εγγύτεροι στον Μπους, συγγενέστεροι σε μηδενισμό εξωραϊσμένον με πουριτανικές μυθοπλασίες για τον «άξονα του κακού» στον κόσμο, είναι στην Ελλάδα οι κάπηλοι της Αριστεράς. Οχι οι σοσιαλεπώνυμοι μανιακοί της εξουσίας, αυτοί, όπως και το κυβερνών κόμμα, από τη στιγμή που καυχώνται για τον «πολυσυλλεκτικό» χαρακτήρα της επαγγελματικής τους συντεχνίας ξεγυμνώνουν απροκάλυπτα τον συμφεροντολογικό αμοραλισμό τους – είναι ευθύνη του πολίτη αν τους παραχωρεί εναλλακτικά την καταλήστευση και τον διασυρμό της πατρίδας. Τη συνεπέστερη αναπαραγωγή του μοντέλου της πολιτικής Μπους τη σαρκώνουν οι πουριτανοί του «προοδευτικού» δογματισμού: Αυτοί προσφέρουν την ιδεολογική (κατ’ ευφημισμόν) κάλυψη, ως μαφιόζικη «προστασία» στους συνδικαλισμένους τυράννους του λαϊκού σώματος, ωσάν να αγνοούν ποιος είναι ο χαμηλότερος μισθός υπαλλήλου της «Ολυμπιακής» και ποια η σύγκριση ακόμα και με τον υψηλότερο πανεπιστημιακού δασκάλου ή νοσοκομειακού γιατρού, ποιες οι απολαβές αποφοίτου λυκείου στον ΟΣΕ, στη ΔΕΗ, στον ΟΤΕ και ποια η σύγκριση με τις αμοιβές του ιδιωτικού τομέα σε κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων και διδακτορικών διπλωμάτων. Και επιπλέον αποσιωπούν οι «αριστεροί» προστάτες των συνδικαλισμένων ρετιρέ ότι σε μέγιστο ποσοστό αυτοί οι ιταμοί δήθεν υπερασπιστές «κοινωνικής περιουσίας που δεν πρέπει να ξεπουληθεί σε ιδιώτες» είναι οι κυρίως ένοχοι για τη χρεωκοπία της περιουσίας, τρωκτικά διορισμένα με κομματικό σημείωμα, διαβόητα υποδείγματα φυγοπονίας, ραστώνης, αναίδειας. Δυνάστες της πολιτείας και των πολιτών. Το μοντέλο της ηθικής, όπως και την αντικοινωνική ωμότητα του μοντέλου Μπους τα αναπαράγουν στην Ελλάδα οι κάπηλοι της Αριστεράς: υπερασπιστές κάθε αυταρχισμού, κάθε βιασμού της ποιότητας, κάθε θρασείας ιδιοτέλειας. Στα πανεπιστήμια μάχονται για τα κεκτημένα της αγραμματοσύνης και της ανεξέλεγκτης βίας, στα σχολειά για να εξιδανικεύεται το μπάχαλο και η συνεχής υποβάθμιση. Ο,τι συγκινεί τον πλανήτη ολόκληρον στη γλώσσα που μιλάει ο Ομπάμα, το υπονομεύουν μεθοδικά στην Ελλάδα και το χλευάζουν οι τάχα και Αριστεροί: τη φιλοπατρία, την ιστορική ευθύνη, την πολιτιστική προτεραιότητα, το λαϊκό ήθος που γεννάει ο σεβασμός του ιερού. Δεκαετίες καθηλωμένοι στην αφή του πάτου, ένας Ομπάμα για μας δεν είναι θεσμικά δυνατό να προκύψει.
Αλυσιδωτή «κατάρρευση» πρωθυπουργών Νοέμβριος 9, 2008 in 2000 Μπροστά στη φανερή πια πολιτική αποτυχία του πρωθυπουργού της χώρας, την απροκάλυπτη και οδυνηρή, δεν χωράνε «εξυπνάδες» καύχησης για την έγκαιρη πρόβλεψή της. Ομως, όταν η κατάρρευση πρωθυπουργού είναι η πέμπτη σε συνεχή διαδοχή μετά την «αποκατάσταση της δημοκρατίας» το 1974, σίγουρα κάποιες έγκαιρες προγνωστικές επισημάνσεις που παρακολουθούσαν την αλυσιδωτή διαδοχή, αξίζουν την προσοχή μας. Η μυθοποίηση της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβύτερου (λαϊκή ανάγκη εξωραϊσμού της ανυπόφορης κοινωνικής παρακμής μας) δεν καταργεί αυτοματικά και την ιστορική μνήμη: Ο αναμφισβήτητων ηγετικών προσόντων πολιτικός, το 1980, όταν πια ήταν ολοφάνερη η επερχόμενη πανωλεθρία του στην εκλογική αναμέτρηση με τον Ανδρέα Παπανδρέου, εγκατέλειψε προτροπάδην την πρωθυπουργία για να κατασφαλιστεί ταπεινωτικά στον θώκο της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Αμαχητί. Ακόμη πιο ταπεινωτική ήταν η κατάρρευση του αντιπάλου του, του δεύτερου ινδαλματικού εκτοπλάσματος των λαϊκών ψευδαισθήσεων, ύστερα από εννέα χρόνια. Μέσα σε κλίμα γενικευμένης αηδίας και αγανάκτησης, με το γενναία τίμιο περιοδικό «ΑΝΤΙ» να καταγγέλλει το παπανδρεϊκό σχήμα ως «Κυβέρνηση Απατεώνων» και το βιβλίο του επικεφαλής της πρωθυπουργικής φρουράς αξιωματικού να φέρνει στο φως τη σεξουαλική εξαργύρωση της εξουσίας, η κατάρρευση του 1989 ήταν όχι μόνο εξευτελιστική, αλλά και παροιμιώδης. Τρίτη ακολούθησε η κατάρρευση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, κορυφαίου της εγωπαθούς κομπορρημοσύνης στον πολιτικό στίβο της χώρας. Δεν κατόρθωσε ούτε καν να καταστήσει τετραετή τη «γαλάζια παρένθεση» στον εικοσάχρονο πασοκικό εφιάλτη. Δραματικά ανέτοιμος και φανερά ανίκανος να αναστρέψει τον «κοινωνικό μετασχηματισμό» (θεσμική επιβολή της αναξιοκρατίας και του εκφαυλισμού) που είχε «κατορθώσει» ο Ανδρέας, νόμιζε ότι διαδέχθηκε στη νομή της εξουσίας ένα συνηθισμένο κόμμα, όχι ένα κοινωνικό σύμπτωμα φρενιτιώδους αμοραλισμού. Κατέρρευσε μέσα στην ντροπή και αυτός χονδροειδέστατων λαθών, ανικανότητας και σκανδάλων καταγγελλόμενος από κορυφαίον υπουργό του για προδοσία εθνικού απορρήτου. Τέταρτη και πιο ταπεινωτική από κάθε προηγούμενη ήταν η κατάρρευση του Κωνσταντίνου Σημίτη. Παρά τη φανερή ανεπάρκειά του σε φυσικά προσόντα ηγετικής παρουσίας, κατόρθωσε, σε μια πρώτη τετραετία, να κερδίσει την εμπιστοσύνη εχέφρονος μερίδας της ελλαδικής κοινωνίας. Εδωσε την εικόνα πολιτικού με σοβαρές φιλοδοξίες, φροντίδα να συγκεντρώνει γύρω του ικανούς επιτελείς, έγνοια για να παραγάγει έργο και όχι απλώς εντυπωσιασμό. Στη δεύτερη τετραετία της πρωθυπουργίας του έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να ανατρέψει αυτή την εικόνα, να αυτοδιασυρθεί, να ταυτιστεί με πρόσωπα προκλητικώς διαβλητά. Μπροστά και αυτός στο φάσμα επερχόμενης εκλογικής πανωλεθρίας παρέδωσε πανικόβλητος το δαχτυλίδι της διαδοχής στον πιο κραυγαλέα μειονεκτικό από τους διεκδικητές της – επιλογή που παραμένει αινιγματική και υπονομευτική του πολιτικού ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπονομευτική του μέλλοντος της χώρας. Πέμπτη, είναι η εν εξελίξει κατάρρευση του σημερινού πρωθυπουργού: Τη βλέπουν όλοι, την καταγγέλλει και τη σχολιάζει ακόμα και ο φιλικός προς την κυβέρνηση Τύπος, τη συνειδητοποιούν απεγνωσμένοι και οι πιο εθελότυφλοι οπαδοί. Είναι μάλλον η περισσότερο σκανδαλώδης για την κοινή λογική κατάρρευση, επειδή ο σημερινός πρωθυπουργός είχε και τα ηλικιακά περιθώρια και
τη χρονική άνεση (εφτά χρόνια αρχηγός πριν από την πρωθυπουργία) να σπουδάσει την ταπεινωτική κατάληξη των προκατόχων του, τις πραγματικές της αιτίες, και να βγάλει αυτοπροστασίας συμπεράσματα. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή του νεώτερου ξαφνιάζει και αποτελεί αίνιγμα η ευθύς εξ αρχής απουσία από τον ψυχισμό αυτού του νέου ανθρώπου κάθε εύτολμης φιλοδοξίας. Ωσάν να τον άφηνε παγερά αδιάφορο η δυνατότητα που του προσφέρθηκε να σημαδέψει την Ιστορία, ή να πείσει ότι έγινε αρχηγός χάρη στις ικανότητές του και όχι χάρη στο όνομα του θείου του. Διαχειρίστηκε την αρχηγία του κόμματος και εν συνεχεία την πρωθυπουργία σαν υπερήλικας μπουχτισμένος από εξουσία, βαργεστημένος, παραιτημένος από κάθε διάθεση για τολμηρές ρήξεις, γόνιμες ανατροπές. Στα σαρανταένα του χρόνια έμοιαζε κιόλας κουρασμένος και φοβισμένος, ακολουθούσε την παλαιοκομματική πεπατημένη, απέφευγε κάθε καινοτομία, κάθε δημιουργική πρωτοβουλία, κάθε ρίσκο. Βέβαια, γεννήθηκε και μεγάλωσε ξέροντας ότι στην κάθε μέρα που ξημερώνει αυτός έχει εκ προτέρου κερδίσει πρώτο λαχνό λαχείου, δεν χρειάζεται να παλέψει για τίποτα, έχει την επιτυχία εκ καταγωγής, όχι εξ έργων. Ομως ήταν έκπληξη η ρητορική του ευστοχία: εντόπιζε τα καίρια της βασανιστικής για τον πολίτη κακοδαιμονίας του κρατικού μηχανισμού και των θεσμών, ονομάτιζε τα προβλήματα, υποδήλωνε τη λύση τους έστω με γενικολογίες. Αλλά στην πολιτική πράξη όλη αυτή η ρητορική ευστοχία ήταν σαν να μην είχε υπάρξει, η άγνοια των πραγματικών προβλημάτων προκλητική και οι προτάσεις λύσεων ούτε καν επιθυμητό ζητούμενο. Μιλούσε για την πρωταρχική ανάγκη να αποκατασταθεί αξιοκρατία, να «επανιδρυθεί το κράτος» στη βάση της ποιοτικής αξιολόγησης των λειτουργών του. Και στην πράξη συντηρούσε απαραβίαστα μέχρι κεραίας τα θεσμικά μηχανεύματα του ΠΑΣΟΚ για τον έλεγχο του κράτους από το κυβερνών κόμμα. Αντιγράφοντας το ΠΑΣΟΚ, αδέξια και με φανερή ανικανότητα, επέτρεπε, στο δικό του τώρα κόμμα, να διορίζει ώς και τους γυμνασιάρχες, να πειθαρχεί το κράτος στην απαίτηση των συνδικαλιστών για αποκλεισμό κάθε κριτικής αξιολόγησης, κάθε διάκρισης του ικανού από τον ανίκανο, του εργατικού από τον ράθυμο, του ηθικού από τον αχρείο. Η ατολμία του καταρρέοντος σήμερα πρωθυπουργού αποδείχθηκε όχι ψυχολογική φοβία, αλλά τυπικό προϊόν της αδυναμίας του να διακρίνει ποιότητες. Για ποια θέματα να δώσει μάχη ένας άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται ούτε καν για το επίπεδο νοημοσύνης και εντιμότητας των συνεργατών του – επιλέγει τους υπουργούς του με κριτήριο εσωκομματικές ψευτοϊσορροπίες, συγγενικούς δεσμούς, εύνοια σε φιλαράκια. Γέμισε τον δημόσιο τομέα με χρυσοπληρωμένους εκλεκτούς του που έπνιξαν τη χώρα στην αποφορά σκανδάλων ή στην ντροπή της ανικανότητας και της ασχετοσύνης. Και ούτε που τόλμησε έστω να ενοχλήσει όσους άπαξ εντόπισε ως «νταβατζήδες»: ασύδοτους καναλάρχες, ανεξέλεγκτους εργολήπτες, την αδίστακτη μέσα στο ίδιο του το κόμμα καμαρίλα. Για λόγους ιστορικής απομνημείωσης και μόνο η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε να συγκεντρώσει σε τόμο τις επιφυλλίδες που δημοσιεύτηκαν σε αυτές εδώ τις στήλες και αφορούσαν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον νεώτερο, από το 1997 ώς σήμερα. Δεν χωράνε «εξυπνάδες» καύχησης για έγκαιρες προβλέψεις όταν μια χώρα είναι σε απόγνωση. Ομως η επαλήθευση των προβλέψεων με τόση ακρίβεια, ίσως να είναι χρήσιμος οδηγός για το μέλλον. Το όποιο μέλλον μπορεί να έχει αυτό το ασπόνδυλο κόμμα, αυτή η ακέφαλη χώρα.
Συλλογικότητα εδραιωμένη σε ψεύδη Νοέμβριος 2, 2008 in 2008 Αυτοκρατορικά χρυσόβουλα της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως ως καταγωγικοί τίτλοι ιδιοκτησίας στην ελλαδική επικράτεια σήμερα – σκάνδαλο. Και μάλιστα με δικαιούχους μοναστήρια, καλογέρους – μεγαλύτερο σκάνδαλο. Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν για τις «προοδευτικές δυνάμεις» του βαλκανικού νότου, να επιδείξουν, για πολλοστή φορά, τον μαχητικό αντικληρικαλισμό τους και περίσσεια χλεύης για το «Βυζάντιο». Εχουν πεισθεί ότι «Ευρωπαίος» γίνεσαι με τη μίμηση, τον πιθηκισμό. Αντικληρικαλιστές οι προοδευτικοί διανοούμενοι στις δυτικές κοινωνίες; Μιμητικό αντίγραφο και ο μεταπράτης Βαλκάνιος. Ειρωνεύονταν και περιφρονούσαν οι Διαφωτιστές το «Βυζάντιο»; Το ίδιο προσπαθεί, με δυο αιώνων καθυστέρηση, και ο μάλλον ολιγομαθής Ελλαδίτης. Αποφάνθηκε ο Μαρξ (ορθότατα, με βάση την ιστορική εμπειρία του Δυτικοευρωπαίου) ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»; Το αναμηρυκάζει και η επαρχιωτική λογιοσύνη χωρίς κριτικό έλεγχο της επιχώριας εμπειρίας. Αλλάζει ριζικά το νοηματικό πεδίο, αν κάποιος αρνηθεί τη σκόπιμη γλώσσα της προπαγάνδας: Οχι «βυζαντινά» τα χρυσόβουλα, όχι «βυζαντινή» η Ρωμαϊκή (της Νέας Ρώμης Κωνσταντινουπόλεως) Αυτοκρατορία στην ελληνική Ανατολή. Η δόλια μετονομασία εμφανίστηκε μόλις στον 16ο αιώνα – αν αποκαλούσε κανείς «Βυζαντινούς» τους συντάκτες των χρυσοβούλων και «βυζαντινή» την αυτοκρατορία τους, δεν θα καταλάβαιναν σε ποιους αναφέρεται ο χαρακτηρισμός. Και ούτε κατά διάνοιαν «θρησκεία» (και μάλιστα «επικρατούσα») το εκκλησιαστικό γεγονός στην ελληνική Ανατολή. Για τους Ελληνες Εκκλησία ήταν πάντοτε το λαϊκό σώμα, το αντίστοιχο του σώματος των πολιτών που συναζόταν στην «εκκλησία του δήμου» για να πραγματώσει και να φανερώσει την «πόλιν», δηλαδή τον «κατ’ αλήθειαν» τρόπο της συνύπαρξης: Τον τρόπο που αποτύπωνε η αρμονία των λόγων στην αρχιτεκτονική του Παρθενώνα, η αφαιρετική των συμβεβηκότων γλώσσα του αγάλματος – τρόπο της συμπαντικής κοσμιότητας. Ο ίδιος λόγος τρόπος του όντως υπαρκτού στο κορύφωμα της αγαπητικής κοινωνίας σχέσεων του ευχαριστιακού δείπνου των Χριστιανών. Να είσαι Ελληνας αντικληρικαλιστής ηχεί σαν το άλλοτε ανέκδοτο «Αλβανός τουρίστας» – κωμικό ασυμβίβαστο. Σίγουρα υπήρξαν και στην ελληνική Ανατολή επίσκοποι με συμπεριφορές δεσποτάδων, αλλά για την εκκλησιαστική συνείδηση ήταν οδυνηρή παρεκτροπή, αμαρτία - αστοχία εξατομικευμένη. Και η αστοχία εδώ ουδέποτε θεσμοποιήθηκε (όπως έγινε στη Δύση). Το πρεσβυτέριο (ο παπάς της κοινότητας - ενορίας) ήταν σάρκα από τη σάρκα του λαϊκού σώματος, στις ίδιες συνθήκες ζωής, στην κοινή βιοπάλη, με πρόσθετη (και έμπρακτη) τη διακονία της επίσης κοινής μεταφυσικής ελπίδας. Εγγαμοι οι πρεσβύτεροι – η ψυχανωμαλία και διαστροφή της αγαμίας, μέσα στην τύρβη του κόσμου, για χάρη της δεσποτικής καριέρας, είναι φρούτο σχετικά πρόσφατο, εισαγόμενο. Τα μοναστήρια ήταν για τους ξεχωριστούς, τους επίλεκτους. Αυτούς που τολμούσαν το άλμα του ασυμβίβαστου έρωτα, δηλαδή της τέλειας απέκδυσης του εγώ, της θυσιαστικής ανιδιοτέλειας. Η ελευθερία της αυταπάρνησης μπορεί να διακρίνει την ποιότητα και να τη διακονεί, να χτίζει ό,τι πιο πρωτοποριακό τολμούσε η αρχιτεκτονική του καιρού της, να θησαυρίζει κάλλος τέχνης θαυμαστής και τη σοφία των βιβλίων σε υποδειγματικές βιβλιοθήκες. Προϋποθετική συνθήκη αυτής της
αρχοντιάς ήταν το άθλημα της άσκησης των μοναχών, τα πενιχρά τους κελιά, η έμπρακτη συνεπέστατη ακτημοσύνη τους. Ηταν διάκονοι της αρχοντιάς των μονών τους, όχι ιδιοκτήτες ούτε καν διαχειριστές, όχι managers των real estate business. Και το λαϊκό σώμα της Εκκλησίας ζούσε τα μοναστήρια σαν πραγμάτωση της αγαπητικής κοινοκτημοσύνης – ο λαϊκός δεν ήταν επισκέπτης, στο μοναστήρι ένιωθε σπίτι του, τόσο οικείος όσο και στον ναό σε κάθε γιορτή. Αυτονόητα κληροδοτούσε τα κτήματά του στο μοναστήρι, αν δεν είχε απογόνους, ήξερε ότι έτσι τα προσφέρει στην κοινότητα, εκεί που αγαπάει και τον αγαπούν. Το κληροδότημα στο μοναστήρι θα υπηρετούσε και θα συντηρούσε την αρχοντιά του Γένους, όχι τη βουλιμία ιδιοτελών, νομικά προσδιορισμένων κληρονόμων. Τα μοναστήρια και τη λαϊκή περιουσία τους τα σεβάστηκαν οι Τούρκοι. Τα ρήμαξαν οι Βαυαροί και οι λακέδες τους Κοραϊκοί. Δούλωσαν τον Ελληνα σε κρατικό σχήμα οθνείο, ξωμερίτικο, «κάλπικον δάνειον» από άλλες κοινωνίες με διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς εθισμούς. Και αυτό το κράτος, ξένο και εχθρικό για τον Ελληνα, το πρώτο που επιβουλεύτηκε ήταν η λαϊκή περιουσία η εμπιστευμένη στα μοναστήρια. Απανωτές αναγκαστικές απαλλοτριώσεις, επίμονο μένος αντικληρικαλισμού και εκκλησιομαχίας μέχρι σήμερα. Ο Μακρυγιάννης, με απίστευτη ευθικρισία, είχε κάνει τη διάγνωση: «Οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας, οι διαφταρμένοι, παντήχαιναν ότι οι καϊμένοι οι καλογέροι είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης». Τώρα πια το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Το ελλαδικό κράτος παγιώθηκε στην αποξένωσή του από τον λαό που το στελεχώνει και το συντηρεί. Από τότε που εγκληματικά αφανίσανε το κύτταρο της ιστορικής επιβίωσης του Ελληνισμού, την κοινότητα - ενορία, η ελλαδική κοινωνία, η ίδια από μόνη της, γεννάει τους αφέντες και τυράννους της: το επείσακτο κράτος, τσιφλίκι «διαφταρμένων» πολιτικών και συνδικαλισμένης («αναθεματισμένης») δημοσιοϋπαλληλίας. Τα μοναστήρια είναι πια μόνο Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, που αμύνονται στη ληστρική κρατική απληστία με τους όρους που επιβάλλει το ξενόφερτο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους. Αυτοί οι όροι γεννάνε τις εκτρωματικές αποφύσεις της εκκοσμίκευσης (αθλιότητας) βατοπεδινού, και όχι μόνο, τύπου. Τα βλαχαδερά απονέρια του κοραϊκού αντικληρικαλισμού (τύπου ΣΥΡΙΖΑ, και όχι μόνο) προσδοκούν τον τελικό τους θρίαμβο με τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Ο Huntington βεβαιώνει ότι ο χωρισμός είναι προϋποθετικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών, άρα απαίτηση της νατοϊκής «Νέας Τάξης» πραγμάτων. Επομένως επείγει να συναινέσει ένθερμα η «διοικούσα Εκκλησία» στον χωρισμό, προκειμένου το τμήμα του λαού το υποδουλο στο κράτος να βρει την ελευθερία της δημιουργικής του ετερότητας, την ποιότητα ζωής που είναι ο πολιτισμός του, η αρχοντιά του.
Τι διαπραγματευόμαστε με τους Σκοπιανούς; Οκτώβριος 26, 2008 in 2008 | Tags: FYROM, Μακεδονία, Σκόπια Στη δεκαετία του ’90, ο Κίρο Γκλιγκόροφ δεχόταν τον κοινό τόπο της Ιστοριογραφίας: Οτι η παρουσία Σλάβων στα Βαλκάνια ξεκινάει τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Οι σημερινοί ηγέτες του κρατιδίου των Σκοπίων, τόσο ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Μπράνκο Τσερβενκόφσκι όσο και ο πρωθυπουργός Νίκολα Γκρούεφσκι, έχουν αντιληφθεί ότι το ιστορικά αληθές δεν είναι και πολιτικά επαρκές για να επιβιώσει το κράτος των Σκοπίων. Καταλαβαίνουν ότι το κυρίως πρόβλημα για την ιστορική επιβίωση του κρατικού τους σχήματος είναι η διεθνής αναγνώριση ενιαίας εθνότητας και ιδιαίτερης γλώσσας των κατοίκων του. Αλλά η διεθνής κοινότητα (τουλάχιστον το στοιχειωδώς εγγράμματο τμήμα της) γνωρίζει και πιστοποιεί άμεσα ότι οι κάτοικοι του κρατιδίου των Σκοπίων έχουν διπλή εθνοτική προέλευση και διάλεκτο συμπληρωματική δάνειων γλωσσικών στοιχείων. Είναι Αλβανοί, έτοιμοι να προσχωρήσουν σε μια Μεγάλη Αλβανία που θα συγκέντρωνε όλους τους αλβανόφωνους της Βαλκανικής, και Σλάβοι τους οποίους εποφθαλμιά να προσαρτήσει κυρίως η Βουλγαρία, ίσως και η Σερβία. Για να συνεχίσει να υπάρχει το (περιστασιακό και πλασματικό) ανεξάρτητο κράτος της «Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (καιροσκοπικό δημιούργημα του Τίτο) πρέπει οι κάτοικοι να εξαφανίσουν την καταγωγική τους ταυτότητα: Να πάψουν να είναι, να αισθάνονται και (κυρίως) να λογαριάζονται από τη διεθνή κοινότητα Αλβανοί και Σλάβοι. Να αποκτήσουν κοινή ιθαγένεια έστω και πλαστογραφημένη, εξόφθαλμα μυθώδη. Οι σημερινοί ηγέτες του κρατιδίου των Σκοπίων μοιάζει να ξέρουν Ιστορία. Να γνωρίζουν, πόσο εύκολα μπορεί να επιβληθεί στη διεθνή κοινή αντίληψη μια παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας οσοδήποτε θρασεία. Ξέρουν ότι οι σημερινοί Ελλαδίτες έχουν ώς τώρα καταπιεί αδιαμαρτύρητα δύο (τουλάχιστον) τέτοιες θρασύτατες πλαστογραφήσεις, επομένως δεν θα ήταν δύσκολο να τους επιβληθεί μία ακόμα: Δέχονται να τους ονομάζουν Γραικούς και όχι Ελληνες – Ελληνες αποκαλούν οι λαοί της Δύσης μόνο τους Αρχαίους, οι Γραικοί «inherited also from Classical civilization but nowhere near to the same degree the West did» (Hantigton). Και δέχονται επίσης οι σημερινοί Ελλαδίτες την κραυγαλέα πλαστογραφία που εισήγαγε στην Ιστοριογραφία, τον 16ο αιώνα, ο Hieronymus Wolf: Να ονομάζεται η εξελληνισμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης (Κωνσταντινούπολης) «Βυζάντιο», ο χιλιόχρονος ελληνορωμαϊκός πολιτισμός «βυζαντινός», η φιλοσοφία και η τέχνη του «βυζαντινή»! Οι Σκοπιανοί θέλουν να θεμελιώσουν την πολιτειακή τους υπόσταση επίσης σε πλαστογράφηση ιταμή της Ιστορίας: Οτι δήθεν είναι αυτοί, αν και Αλβανοσλάβοι, οι απευθείας απόγονοι των αρχαιοελλήνων Μακεδόνων, του Μεγαλέξανδρου και του Αριστοτέλη. Εχουν κιόλας πετύχει να τους αναγνωρίζουν οι Μεγάλες Δυνάμεις του πλανήτη και πλήθος κρατών σαν «Μακεδόνες», το κράτος τους μονοπωλιακά σαν «Μακεδονία», το εθνοτικό τους συνονθύλευμα σαν προϊόν κοινής καταγωγής και ενιαίας παράδοσης, τη γλώσσα τους αυτοτελή και αυτοδύναμη. Δεν ενοχλείται η διεθνής κοινότητα ούτε και από την απροσχημάτιστη αλυτρωτική τους προπαγάνδα, τον εξωφρενικό μεγαλοϊδεατισμό τους που θέλει πρωτεύουσα μιας Μεγάλης Μακεδονίας τη Θεσσαλονίκη. Και όλα δείχνουν (είναι λογικά προβλέψιμο) ότι θα πετύχουν τα όσα ανυποχώρητοι επιδιώκουν. Θα πετύχουν, γιατί η αναμέτρησή τους με το ελλαδικό κρατίδιο είναι άνιση: υπερτερούν οι Σκοπιανοί συντριπτικά σε πηγαία ανάγκη για πατρίδα, ταυτότητα, ευγενική καταγωγή έστω και
πλαστογραφημένη, για δική τους γλώσσα, δική τους ιστορία. Στη σημερινή Ελλάδα τέτοιες ανάγκες δεν είναι απλώς υποβαθμισμένες, έχουν μεθοδικά υπονομευτεί και διασυρθεί: Η πατρίδα, η παράδοση πολιτισμού, η συλλογική ιδιαιτερότητα, η διαχρονική ιστορική συνέχεια είναι αφορμές μόνο για χλεύη, ειρωνείες και περιφρόνηση. Οποιος τολμήσει να μιλήσει για τέτοιες ανάγκες είναι ακροδεξιός, εθνικιστής, γραφικός «ελληνάρας», περίπου φασίστας. Στο ελλαδικό κράτος (και στην Κύπρο) ασκείται απροσχημάτιστη ιδεολογική τρομοκρατία από συγκεκριμένη, μαφιόζικου (ή πρακτορικού) τύπου συντεχνία. Διακλαδωμένη η συντεχνία σε ολόκληρο το κομματικό φάσμα (από τους τάχα και πούρους μαρξιστές –που έχουν θητεύσει σε όλα περίπου τα κόμματα της Βουλής– ώς τους δυσερμήνευτης αδιαλλαξίας νεοφιλελεύθερους) ελέγχει τα σχολειά, τα πανεπιστήμια, την τηλεόραση, με οποιαδήποτε κυβέρνηση. Επιβάλλει η συντεχνία έναν διεθνισμό παλαιομαρξιστικής έμπνευσης και «νεοταξικής» υπαγόρευσης, σίγουρη απατρία, ετοιμότητα για οποιαδήποτε παραχώρηση στον οποιονδήποτε αρκεί να φαντάζουμε «εκσυγχρονισμένοι». Οποιο κόμμα και αν κερδίσει τις εκλογές, η συγκεκριμένη συντεχνία κυβερνάει τη χώρα, δηλαδή διαμορφώνει και ελέγχει το φρόνημα του λαού. Για να πετύχουμε με τους Σκοπιανούς γόνιμες (και για τα δύο μέρη) διαπραγματεύσεις, η λογική επιβάλλει να έχουμε οι Ελλαδικοί απάντηση ρεαλιστική στο ερώτημα: Τι θα αλλάξει πραγματικά στη ζωή των Θεσσαλονικέων και των υπόλοιπων κατοίκων του ελληνικού τμήματος της Μακεδονίας, αν κάποτε κυβερνηθούν από τον ιστορικά ασύστατο, αλλά πολιτικά αποτελεσματικό «μακεδονικό» εθνικισμό των Αλβανοσλάβων; Με άλλα λόγια: ποια είναι σήμερα η «ελληνικότητά» μας που θα κινδυνέψει να χαθεί σε μια τέτοια περίπτωση; Εχει πραγματικό αντίκρισμα στη ζωή μας η ελληνική καταγωγή, αντίκρισμα ιδιαιτερότητας βίου; ΄Η είναι μόνο συναισθηματισμός και ιδεοληψία, ένα «ντεκόρ» κενής καυχησιολογίας για προγόνους άσχετους με τη ζωή μας και φολκλορικής γραφικότητας ταυτισμένης μόνο με τα γλέντια μας; Ποια «ελληνικότητα» θα στερηθούμε αν κάποτε κυβερνηθούμε από τους Σκοπιανούς; Θα στερηθούμε τη γλώσσα μας; Αυτήν που ανατριχιαστικά κακοποιούμε σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, πολιτικά βήματα; Τη γλώσσα που επίσημα (στη σχολική εκπαίδευση) αποκόψαμε από τον ζωντανό κορμό της διαχρονικής της ενοείδειας, τη γλώσσα που τη γραφή της ευνουχίσαμε με το έγκλημα του μονοτονικού; Μήπως φοβόμαστε ότι θα χάσουμε την «ιστορική μας συνείδηση»; Μα είμαστε μάλλον το μόνο κράτος στην υφήλιο που κατασυκοφαντεί συστηματικά την ιστορία του στη σχολική εκπαίδευση των παιδιών του. Και την παραφθείρει. Ποιος απόφοιτος της εγκύκλιας παιδείας στην Ελλάδα ξέρει να εξηγήσει γιατί ο Παρθενώνας είναι σημαντικότερο έργο τέχνης από τον Πύργο του Αϊφελ, ποια σχέση έχει η αθηναϊκή δημοκρατία με το αρχαιελληνικό άγαλμα ή με τη γνωσιοθεωρία κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης; Οταν αγνοούμε τι διακυβεύεται στις ταπεινωτικές «συνομιλίες» που μας επιβάλλει η όποια ορντινάντσα του κ. Μπους, ποια πολιτική να ασκήσουμε στο «μακεδονικό», ποια συλλογική αξιοπρέπεια να διασώσουμε;
Φιλαρχία ρεαλιστικά κρινόμενη Οκτώβριος 19, 2008 in 2008 Κοινοί τόποι συνεδριακής εμπειρίας. Η πόλη επαρχιακή, το συνέδριο διεθνές. Θεματική του συνεδρίου: από τον χώρο των λεγόμενων σήμερα «Επιστημών Υγείας» – επιστημών που ασχολούνται με την ανθρώπινη ασθένεια. Οπως σε κάθε «καλά οργανωμένο» συνέδριο, πολύτιμος συνεδριακός χρόνος διατίθεται για την «επίσημη έναρξη»: Να προλάβουν οι άνθρωποι της εξουσίας, της τοπικής αλλά και της κεντρικής, να απευθύνουν όλοι, αν ήταν δυνατό, «χαιρετισμό» στους συνέδρους. Να εξάρουν τη σπουδαιότητα που έχει για την επιχώρια κοινωνία και γενικώς για την επιστήμη το συνέδριο. Να ευχηθούν ευόδωση των εργασιών του. Ετσι που έχει συνδεθεί η κατάκτηση εξουσίας (έστω και ουτιδανών αξιωμάτων της δημοτικής και νομαρχιακής ιεραρχίας) με τη φυσιογνωμική «αναγνωρισιμότητα», όσοι την ορέγονται επιδιώκουν μανιωδώς δημόσιες εμφανίσεις οπουδήποτε και με οποιαδήποτε αφορμή. Σε επαρχιακές πόλεις, ακόμα και στις εκκλησιές τρέχουν οι των ψήφων αλιευτές να απαγγείλουν τα «πατερημά» για να φανούν. Γιατί να μην «χαιρετίσουν» και συνέδρια «Επιστημών Υγείας»; Φυσικά, είναι πρώτοι εκεί οι τοπικοί βουλευτές. Αν απουσιάζουν στην πρωτεύουσα, φροντίζουν να αναγνωστεί γραπτό τους μήνυμα. Συναγωνίζονται τους άρχοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης σε μεγαλόστομες κοινοτοπίες εξοντωτικά ανιαρές. Πρέπει να κατατεθούν όλες οι κοινοτοπίες, ωσάν να εκτίθεται σε βασκανία το συνέδριο αν κάποιος «χαιρετισμός» παραλειφθεί. Στις επαρχιακές πόλεις παρίστανται συνήθως τιμώντας την έναρξη του συνεδρίου και οι ηγεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων της περιοχής. Ενίοτε και οι δικαστικές αρχές. Πάντοτε ο τοπικός επίσκοπος ή εκπρόσωπός του, με πρωτεία τιμής αδιαφιλονίκητα. Ολοι αυτοί προσφωνούνται, με προτεραιότητα κωδικά ιεραρχημένη, από τους οργανωτές του συνεδρίου. Και ο κάθε ένας από αυτούς, στον χαιρετισμό που απευθύνει, προσφωνεί όλους τους υπόλοιπους με την ίδια κωδική ιεραρχία. Σήμερα, πραγματική ιεραρχική διαβάθμιση κοινωνικών και κρατικών λειτουργημάτων δεν υπάρχει. Από το 1981 το ΠΑΣΟΚ κατάργησε θεσμικά αυτή την αυτονόητη ραχοκοκαλιά κάθε συλλογικότητας και η «Νέα Δημοκρατία» συντήρησε ιδιοτελέστατα την κατάργηση. Ετσι, οι ανταλλαγές φιλοφρονητικών προσφωνήσεων μεταξύ των τάχα και αξιωματούχων σήμερα αιωρούνται όλο και πιο α-νόητες, εξωπραγματικές, περιττές. Οι νεώτεροι δυσκολεύονται και να προφέρουν λέξεις όπως «πανοσιολογιώτατος» (ευτυχώς, δεν καταλαβαίνουν ότι το επίθετο εντοπίζει το άπαν της οσιότητας και της λογιότητας στον προσφωνούμενο). ΄Η αγνοούν ότι η προσφώνηση «στρατηγέ», όπως και το «αρχηγέ», δεν χρειάζεται μπροστά το «κύριε», γιατί διολισθαίνει σε κωμικό πλεονασμό κυριότητας. Αν το συνέδριο «τιμάται» με την παρουσία υπουργού ή υφυπουργού, οι οργανωτές του αναθέτουν, αυτονόητα, να κηρύξει αυτός επίσημα την έναρξη του συνεδρίου. Που συνήθως σημαίνει ότι θα υποστούν οι σύνεδροι ένα λογίδριο, περισσότερο ή λιγότερο εκτενές, απολογισμού των κατορθωμάτων της κυβέρνησης στον τομέα των ενδιαφερόντων του συνεδρίου. Θα υποστούν λόγο φτηνιάρικα προπαγανδιστικό, όχι άξιον της προσοχής σοβαρών ανθρώπων.
Στη συγκεκριμένη συνεδριακή εμπειρία όλα τα παραπάνω είχαν συντελεστεί: οι «χαιρετισμοί», οι προσφωνήσεις του ιεραρχημένου τίποτα, το προπαγανδιστικό λογίδριο του υπουργού. Και ενώ δεν είχε προλάβει να ξεγλιστρήσει κανείς από την αίθουσα, κλήθηκε από το προεδρείο στην έδρα η πρώτη εισηγήτρια: Ψυχολόγος, εξειδικευμένη στη συμπαράσταση παιδιών με θανατηφόρες ασθένειες. Χαμήλωσαν τα φώτα, εμφανίστηκαν στην οθόνη διαφάνειες: ζωγραφιές μικρών παιδιών χτυπημένων από τον καρκίνο. Η ομιλήτρια εξηγεί τις ζωγραφιές με τα λόγα των παιδιών που τις ζωγράφισαν. Λόγια απόλυτης επίγνωσης του θανάτου που εγγίζει και της αφόρητης απορίας που συνοδεύει την επίγνωση: «γιατί σε μένα»; Η ζωγραφιά από μόνη της μιλάει τη γλώσσα του φόβου για το άγνωστο, του πανικού για τη μοναξιά, για τον χωρισμό από τα πρόσωπα που η αγάπη τους εγγυάται τη ζωή. Τεσσάρων, πέντε, εννιά, δεκατριών χρόνων παιδιά. Ποιος μπορεί να αντιτάξει τι σε αυτή την τόσο πρόωρα συνειδητοποιημένη καταδίκη, σε αυτή την τυφλή αλογία; Η αίθουσα έχει παγώσει, δεν ακούγεται ούτε ανάσα. Οι ζωγραφιές των παιδιών στην οθόνη είναι ένας ξαφνικός καταιγισμός αλήθειας, που σαρώνει όλη την ψευτιά και τη φτιασιδωμένη ιδιοτέλεια της επίσημης, ώς πριν λίγα λεπτά, φιέστας. Πόσο μπορεί να μετράνε νομαρχιακά και δημοτικά αξιώματα, πόσο να μετρήσει ακόμα και ένα υφυπουργιλίκι, μπροστά στην παραλυτική αδυναμία μας να ψελλίσουμε λόγο νοήματος, λόγο ελπίδας σε ένα αθώο παιδί που ξέρει ότι το περιμένει ο θάνατος και δεν καταλαβαίνει γιατί; Στη βουβή αίθουσα οι μέχρι πριν λίγο αγορητές μοιάζουν χαμένοι, αμήχανοι σαν ντροπιασμένοι – μπροστά στη ζωγραφική οιμωγή ενός παιδιού με καρκίνο η φιλαρχία είναι μόνο ντροπή, σωστό μασκαριλίκι. Κάτι ανάλογο πρέπει να βιώνουν και οι επαγγελματίες της επιστήμης: μελετούν τα στάδια επίγνωσης του παιδιού, τη συντριπτική ψυχολογική βάσανο, ζητάνε τρόπους να παρηγορήσουν, να συμπαρασταθούν. Και η επιστήμη τους δεν φτάνει. Αν μάλιστα χρησιμοποιήσει κανείς την εξειδίκευση στη συμπαράσταση σαν αφορμή για καριέρα, ταπεινώνεται εξουθενωτικά στα ίδια του τα μάτια. Οι πιο αμήχανοι μέσα στην αίθουσα πρέπει να είναι οι ex officio εκπρόσωποι της μεταφυσικής ελπίδαςς. Στις μέρες μας, σε μέγιστο ποσοστό, έχουν μεταβάλει την αγωνία για εμπειρική ψηλάφηση «νοήματος» του θανάτου σε εφησυχασμό ιδεολογικών βεβαιοτήτων. Ψυχολογικά ντοπαρισμένοι, άσχετοι με τον πραγματισμό της αλήθειας, εμπορεύονται ξύλινα ρητορεύματα, προπάντων χρηστική ωφελιμότητα. Με τόσα φανταχτερά σιδερικά κρεμασμένα στο στήθος τους, μπαστούνια, πλερέζες, μακρυμάνικους τσουμπέδες, πώς να σταθούν μπροστά σε ένα παιδί καταδικασμένο από τον καρκίνο και τι να του πουν. Μπροστά στην πιο πραγματική από τις πραγματικότητες, που είναι ο θάνατος, τι να ψελλίσει ο λουστραρισμένος φορμαλισμός νοησιαρχικών «πεποιθήσεων» και συναισθηματικής κενολογίας; Οπου απόλυτη προτεραιότητα είχε κάποτε η στόχευση στην ποιότητα (ψηλάφηση «νοήματος») της ζωής, κριτήριο αξιολόγησης συμπεριφορών και ενεργημάτων ήταν ο ρεαλισμός της «μνήμης θανάτου». Το κριτήριο, εντελώς απωθημένο σήμερα, αλλά δεν έχει πάψει να ισχύει. Οι ζωγραφιές ενός παιδιού που οδεύει προς τον θάνατο αποδείχνουν κωμική κάθε θωρακισμένη ιδιοτέλεια.
Ακέφαλα κόμματα Οκτώβριος 12, 2008 in 2008 Bλέπει, αλλά δεν αντιλαμβάνεται. Ακούει, αλλά δεν καταλαβαίνει. Δεν πρόκειται για νοητική υστέρηση ή εθελοτυφλία, δεν είναι μικρόνοια. Χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα, όταν η αλογία του ενστίκτου σκοτίζει (κυριολεκτικά) τις κυρίως αντιληπτικές ικανότητες: την κριτική σκέψη, τη συγκριτική εκτίμηση, τη φαντασία, τη διαγνωστική διαίσθηση. Φαίνεται ότι σε θέσεις ανεξέλεγκτης εξουσίας (όπως ήταν άλλοτε οι τύραννοι και σήμερα οι αρχηγοί κομμάτων) το ένστικτο της εγωτικής αυτεπιβεβαίωσης ακυρώνει ακόμα και τον ορθολογισμό της αυτοσυντήρησης. Προσπαθούν οι κατέχοντες να κρατηθούν απεγνωσμένα στην εξουσία και δεν αντιλαμβάνονται ούτε και τους αυτονόητους τρόπους να το πετύχουν. Επιλέγουν να ενεργήσουν με πρακτικές ακριβώς αντίθετες από τις συμφέρουσες, πριονίζουν με πάθος το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται. Το αυτοκτονικό αυτό σύνδρομο μοιάζει να γεννιέται από την πρώτη στιγμή της ανόδου σε θέση ανεξέλεγκτης εξουσίας. Εδώ και έντεκα χρόνια, όταν μόλις αναδείχθηκε στην ηγεσία της αξιωματικής τότε αντιπολίτευσης, κάποιοι προειδοποιούσαν τον σημερινό πρωθυπουργό: Η διακυβέρνηση της χώρας θέλει εργώδη προετοιμασία, κυρίως όταν πρόκειται να διαδεχθείς όχι ένα κόμμα, αλλά μια κοινωνική λοιμική, ασύδοτη επί είκοσι χρόνια. Και αυτός λογάριαζε την ανιδιοτέλεια της προειδοποίησης για πολεμική. «Οσοι τα λένε αυτά στέκονται απέναντι και μας πολεμούν», ήταν η κατά λέξη απάντησή του. Νόμιζε ότι τον πολεμούν όσοι του θύμιζαν ότι το κόμμα του δεν ψέλλισε ποτέ, μα ποτέ, την παραμικρή αντίρρηση, διαμαρτυρία ή αντίθεση στο πρώτο και μεγάλο έγκλημα των καπήλων του σοσιαλισμού (έγκλημα που πισωγύρισε την ελλαδική κοινωνία σε εξόφθαλμο πρωτογονισμό): στην κατάργηση της αξιοκρατίας, την εξάλειψη από κάθε πτυχή του δημόσιου βίου κάθε αξιολογικής κρίσης, κάθε διάκρισης ποιοτήτων. Δεν ψέλλισε ποτέ το κόμμα του την παραμικρή αντίρρηση για το δεύτερο ασέλγημα του πασοκισμού: τη διάλυση και τον ευτελισμό των πανεπιστημίων, τη θεσμοποίηση και τον εξωραϊσμό της αγραμματοσύνης, του αμοραλισμού και της απατρίας στα σχολεία. Αδιαφόρησε παγερά ο εθελότυφλος ηγέτης όταν γράφτηκε γι’ αυτόν ότι η πρωθυπουργική του αποτυχία είχε συντελεστεί από την πρώτη κιόλας μέρα που συγκρότησε κυβέρνηση με ξαδέλφια και φιλαράκια για να εξασφαλίσει εσωκομματικά ανταλλάγματα «αφοσίωσης» ή την εξισορρόπηση απειλών. Με τέτοια επιτελικά στελέχη ήταν ολοφάνερο ότι αποκλειόταν κάθε αντιστράτευση στα πασοκικά κοινωνικά εγκλήματα, η κυβέρνησή του πήρε την εξουσία για να την απολαύσει, όχι για να τολμήσει ρήξεις με τον εικοσάχρονο εφιάλτη. Πέντε χρόνια νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης παγίωσαν στη χώρα τον πασοκικό αμοραλισμό και τον «συνασπισμένο» μηδενισμό, με αλλαγή απλώς των συντελεστών – οι γαλάζιοι κομματάνθρωποι ήταν σαφώς λιγότερο επιτήδειοι: Η ατζαμοσύνη τους έπνιξε την ελλαδική κοινωνία στην μπόχα σκανδάλων άπληστης και παντοδαπής κλοπής κοινωνικού χρήματος, αλλά και σεξουαλικών με φόνους αντεραστών και αυτοκτονίες από φωταγωγούς. Ισως ποτέ άλλοτε στα ελλαδικά χρονικά κυβέρνηση δεν είχε διασυρθεί με τόση αδεξιότητα και αφροσύνη από συνεργάτες της προσωπικής επιλογής του πρωθυπουργού.
Και στην επονείδιστη αυτή πραγματικότητα ο πρωθυπουργός δεν έχει να αντιτάξει ούτε σοφή και ταπεινή παραδοχή λαθών ούτε την ευφυΐα σιωπηλής έμπρακτης μεταμέλειας. Αντιτάσσει ρητορεύματα αυτεπαίνων, καυχησιολογία απροσμέτρητης ασχετοσύνης για δήθεν εμμονή σε «μεταρρυθμίσεις» – αυτός που πέντε ολόκληρα χρόνια δεν τόλμησε να μεταρρυθμίσει έστω την κυβέρνησή του, με ανασχηματισμό, να παραμερίσει ανίκανους, δραματικά αποτυχημένους υπουργούς του. Ετσι, κατόρθωσε το απίστευτο: Να ξαναδώσει αξιοπιστία στο ηροστράτειο ΠΑΣΟΚ, που είναι πια και κόμμα ακέφαλο, η εύκολη χλεύη σατιρογράφων και γελοιογράφων. Αναθάρρησε η σοσιαλεπώνυμη λοιμική μπροστά στην εικόνα ενός πανικόβλητου πρωθυπουργού στο βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματός του. Αφριζε και ωρυόταν, όπως κάθε ανήμπορος που κάνει το παλικάρι. Οχι για να υπερασπίσει θέσεις, αλλά μόνο για να αντικρούσει όσους αμφισβητούν τις αλάθητες επιλογές του, τους κραυγαλέα αποτυχημένους και διαβλητούς στενούς του συνεργάτες. Ο τρόμος επερχόμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης πάγωνε την εντόπια και τη διεθνή κοινωνία, σε κανένα από τα μέτωπα των κρίσιμων κοινωνικών προβλημάτων δεν είχε τολμήσει ρήξεις μεταρρυθμιστικών καινοτομιών. Και αυτός εκόπτετο από το επίσημο βήμα, μόνο επειδή κύμα γενικευμένης αγανάκτησης αμφισβητούσε το εγωτικό του καπρίτσιο. Αυτή τη σκηνή, που προκαλούσε αλγεινή ντροπή και θλίψη στο κοινό αίσθημα, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής την καταχειροκρότησαν όρθια, με επιτηδευμένο πυρετικό ζήλο – αναπαράγοντας τα πρότυπα κομματικά ποιμνιοστάσια πράσινου, ερυθρού ή φαιού ολοκληρωτισμού. Σίγουρα υπήρχαν έντιμοι και αξιοπρεπείς πολίτες εκεί μέσα, όχι μόνο εξαδέλφια, φιλαράκια, αυλικοί λακέδες και τρωκτικά λαμόγια. Αλλά δεν βρέθηκε ένας, ούτε ένας, να υψώσει φωνή, να μαρτυρήσει έμπρακτα ότι τα στελέχη με την κεντρική ευθύνη για το κόμμα δεν οφείλουν να είναι αφασικοί κλακαδόροι ενός «επικοινωνιακού» οικογενειακού ονόματος. Την άλλη μέρα ο αρχηγός απελάκτισε από το κόμμα βουλευτή που επανέλαβε δημόσια τις κρίσεις του για το πρωθυπουργικό περιβάλλον. Και τότε ήρθε η δήλωση, που με την προφάνεια της αλήθειας της ενίσχυσε το προσωπείο αξιοπιστίας του ΠΑΣΟΚ, έστω και ακέφαλου: «Ο πρωθυπουργός καλύπτει όσους αποκαλύπτονται και καρατομεί όσους αποκαλύπτουν». Ο αμοραλισμός διατηρεί στο «επικοινωνιακό» πεδίο το πλεονέκτημα της κοφτερής ευφυΐας, που ίσως του εγγυάται την παλιννόστηση, ακόμα και αν το κόμμα παραμένει κωμικά ακέφαλο. Και εκεί επίσης τα στελέχη της κεντρικής ευθύνης καταχειροκροτούν όρθια, με πυρετικό ζήλο, ένα οικογενειακό όνομα, «άδειο πουκάμισο». Η συνταγματική τραγωδία της χώρας (έργο Ανδρέα Παπανδρέου) είναι η καταστατική επιβολή πολιτεύματος απόλυτης μοναρχίας, πρωθυπουργοκεντρικής. Η κοινωνική τραγωδία (αποτέλεσμα του επίσης ανδρεϊκού «κοινωνικού μετασχηματισμού») είναι ο μαρασμός και η εξαφάνιση της ανιδιοτέλειας της ικανής να παραγάγει θυσιαστική αντίσταση στην καμουφλαρισμένη με δημοκρατικά ψιμύθια απολυταρχία. Σαν τον Αϊ-Γιάννη τον Πρόδρομο της Εικονογραφίας, κάθε «κόμμα εξουσίας» κρατάει τελετουργικά στα χέρια του το κομμένο κεφάλι του.
Ποιος να αφορίσει τη διαστροφή; Οκτώβριος 5, 2008 in 2008 | Tags: Βατοπέδι, Ευσεβισμός, Ηθικισμός Η διαπλοκή πολιτικών, όπως και λειτουργών του κράτους, σε άνομες οικονομικές συναλλαγές με μοναχούς της Μονής Βατοπεδίου είναι αρμοδιότητα των εισαγγελέων και της Βουλής. Τα κόμματα έχουν ανάγκες τρομακτικές σε χρήμα, δεν γίνεται να μην κλέψουν κοινωνικό πλούτο όπου και όσο μπορούν. Κλέβοντας για το κόμμα ιδιοποιούνται και μερίδιο οι κομματάνθρωποι. Να αποδοθεί αυτή τη φορά δικαιοσύνη και να μπουν στη φυλακή οι κλέφτες, δεν μπορεί να το ελπίζει νοήμων πολίτης. Το πολίτευμα της χώρας είναι (στην πραγματικότητα και όχι στα χαρτιά) απολυταρχική κομματοκρατία, οι κομματάνθρωποι λογοδοτούν μόνο σε κομματανθρώπους (στο κατ’ ευφημισμόν «κοινοβούλιο»). Και δεν υπήρξε ποτέ, μα ποτέ, περίπτωση να τιμωρηθεί κόρακας υπό κοράκου. Το ουσιαστικό μέρος του σκανδάλου είναι το εκκλησιαστικό. Εκεί το έγκλημα δεν αφορά στην ιδιοποίηση κοινωνικού πλούτου, αφορά στην υπονόμευση ή και στην ανήκεστη βλάβη της σχέσης του λαού με τη βιωματική του παράδοση και τις ρίζες του. Στις συνειδήσεις των σημερινών Ελλήνων (δραματικά απληροφόρητων για τα πρωταρχικά και ουσιώδη της καταγωγής τους) το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Βατοπεδινών εντυπώνει εικόνα διάστροφη και παραπλανητική για τη μοναστική ζωή, τα κίνητρα και τους στόχους της. Υπονομεύει ή και καταστρέφει μια σχέση αιώνων ζωτικής συνάφειας του λαϊκού σώματος με το άθλημα και το ήθος των μοναχών, σχέση που κάρπιζε πλούτο «νοήματος» του εφήμερου βίου και συνακόλουθο πρωτογενή (όχι μεταπρατικό) πολιτισμό. Στην εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων οι μοναχοί ήταν πρωτοπορία στο άθλημα της ελευθερίας, ριζοσπάστες στην άρνηση συμβάσεων και προσχημάτων, προσωπείων θωράκισης του εγώ. Φορούσαν το μαύρο ράσο, όπως οι χίπις τα κουρέλια στη δεκαετία του ’60, ανένταχτοι στις ταξικές διακρίσεις και στις υποκριτικές διαβαθμίσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Ρούχο του πένθους το ράσο δήλωνε την επιλογή συνειδητής αναμέτρησης με το αίνιγμα του θανάτου, την άρνηση ψευτοπαρηγόριας συμβιβασμού με οποιαδήποτε κτήση, εξουσιαστική απαίτηση, καύχηση για αρετές. Ο μοναχισμός στην εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων σάρκωνε τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει παρά μία και μόνη πραγματική ελευθερία: Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από το εγώ του, από τις αναγκαιότητες (απρόσωπες ενστικτώδεις ορμές) της ατομικής του φύσης, την ύπουλη υποσυνείδητη ιδιοτέλεια. Και αυτή η απελευθέρωση να μην είναι αυτοσκοπός (εκζήτηση εγωτικής «τελειότητας»), αλλά μόνο προϋπόθεση για να αγαπήσει ο άνθρωπος άμετρα και απεριόριστα, να ερωτευθεί τον Εραστή Νυμφίο Θεό και κάθε πλάσμα του λογικό και άλογο. Αυτοί οι πρωτοπόροι της ελευθερίας και του έρωτα έχτιζαν μοναστήρια ασύγκριτου κάλλους, πλούτου και αρχοντιάς. Γιατί τον άνθρωπο τον κάνει άρχοντα και καλλιτέχνη μόνο η ελευθερία από το εγώ, μόνο η ερωτική αυθυπέρβαση. Πηγαίνετε σήμερα να δείτε το κιτσαριό των «αναστηλώσεων» στη Μονή Βατοπεδίου, τη χωριατιά του νεοπλουτισμού, τη βάναυση αναίδεια των εκζητήσεων εντυπωσιασμού. Πάλη αιώνων αυταπάρνησης και μανικού έρωτα θησαύρισε στο Αγιον Ορος ιλιγγιώδη κορυφώματα ανθρώπινης τέχνης: αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, χρυσοτεχνίας, κεντητικής, ξυλογλυπτικής, ιστορημένων χειρογράφων. Αποτύπωσε εκεί η αυταπάρνηση έναν τρόπο βίου, μια «πολιτεία» μοναδική και ανεπανάληπτη, με τους δικούς της ρυθμούς του νυχθημέρου, δικό της χρόνο, και με τη φύση να λειτουργεί διηνεκώς Ευχαριστία.
Σοφά καλντερίμια για να γίνεται η πεζοπορία ευλάβεια οικειότητας με τη γη, κοντυλογραμμένοι αρσανάδες αγκαλιές υποδοχής και κατευόδιου. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια ανήσυχη νεολαία άρχισε να ανακαλύπτει το Αγιονόρος. Είχε ζήσει στο πετσί της το ελληνοχριστιανικό καλαμπούρι της επίσημης κρατικής ιδεολογίας, αλλά και την ενθουσιαστική μαρξιστική ψευδαπάτη να θεμελιωθεί ευτυχία στον Ιστορικό Υλισμό. Παιδιά σημερινά, σπουδαγμένα, ταξιδεμένα, πολύγλωσσα, από όλες τις επιστήμες και τις ειδικότητες, έφταναν σε μοναστήρια που έφθιναν και κατέρρεαν μετρώντας ελάχιστους πια υπέργηρους μοναχούς. Το Ορος ζωντάνευε. Ηταν μια απίστευτη έκπληξη, κάτι σαν κοσμογονία. Αυτή την έκπληξη εκμεταλλεύτηκε για να εισπηδήσει στο Αγιονόρος ο οργανωμένος ατομοκεντρικός ευσεβισμός. Ξένο φρούτο, με σαφή προτεσταντική καταγωγή, είναι μια αντίληψη και στάση που αντιλαμβάνεται το χριστιανικό ευ-αγγέλιο σαν συνταγή ή οδηγό για να κερδηθεί η ατομική «σωτηρία». Η Εκκλησία για τους ευσεβιστές δεν είναι σώμα κοινωνίας όπου αλλάζει ο τρόπος να υπάρχεις, δεν είναι η ζωή ως αυθυπέρβαση, σχέση και έρωτας, κατά την εικόνα του Τριαδικού Θεού που «αγάπη εστί». Οχι. Η Εκκλησία είναι μια ιδεολογία οργανωμένη για να εγγυάται και να ελέγχει την ατομική «πίστη» (δηλαδή ατομικές πεποιθήσεις), να κωδικοποιεί την ατομική ηθική, να προσφέρει τελετές («μυστήρια») που μεταγγίζουν στο άτομο «χάρη» (κάτι σαν ηλεκτρική ενέργεια) για την ηθική ατομική του κάθαρση. «Συνοδείες» ευσεβιστών, που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας από άστεγα απογοητευμένα κατάλοιπα της αντιμαχίας θρησκευτικών σωματείων, αλλά και «συνοδείες» με επικεφαλής ιθύνοντες τέτοιων εξωεκκλησιαστικών αποφύσεων εγκαταστάθηκαν στο Ορος. Το Πατριαρχείο τούς εμπιστεύθηκε μονές μοναδικής για την Εκκλησία σημασίας, όπως το Βατοπέδι. Ο ατομοκεντρικός ευσεβισμός πηγαίνει πακέτο με τον ακτιβισμό και την εκκοσμίκευση. Οι ατομικές «πεποιθήσεις» ισχυροποιούνται σαν ψυχολογική αυθυποβολή όταν επενδύονται σε μαχητική προπαγάνδα: κηρυγματική οιστρηλασία, εκδοτικό οργασμό, ηλεκτρονική τεχνολογία «επικοινωνίας», άρτια μεθοδευμένη χειραγώγηση συνειδήσεων. Και η ατομική ηθική χρειάζεται τεκμήρια αξιομισθίας: αγαθοεργά ιδρύματα με υποβλητική κτιριακή υποδομή, χώρια τα οικοδομικά συγκροτήματα για να στεγάζεται το ιεραποστολικό έργο. Ο οργανωμένος ευσεβισμός έχει ανάγκη από χρήμα, πολύ χρήμα, για να εξασφαλίζει κύρος, επιβολή, τεκμαρτή αυτοδικαίωση. Το χρήμα, το κύρος, η χειραγώγηση συνειδήσεων είναι διαχείριση εξουσίας και η εξουσία πάντοτε μέθη, συνήθως ανεπίγνωστη. Το πρόσχημα για να εξωραϊστεί η υπέρτατα ηδονική μέθη της εξουσίας, είναι ότι έτσι υπηρετείται η «δόξα του Θεού». Είναι πεπεισμένος ο ευσεβιστής ότι με τη λογική του Αντιχρίστου υπηρετεί τον Χριστό. Το έδειξε αποκαλυπτικά ο Ντοστογιέφσκι στον μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Το ενσάρκωσε δημόσια και η οιηματική απολογητική του βατοπεδινού ηγουμένου. Πριν από τους Βατοπεδινούς ήταν οι Εσφιγμενίτες. Πιο πριν, οι ηγούμενοι που διέκοπταν κατά βούλησιν το μνημόσυνο του Πατριάρχη. Ακόμα πιο πριν, οι Καντιωτικοί όταν αρνιόντουσαν τον επίσκοπο της Λάρισας – κάθε τόσο το απόστημα σπάζει και πυορροεί. Μόνο μια εκκλησιαστική σύνοδος θα μπορούσε να αφορίσει από το σώμα της Εκκλησίας τη διαστροφή του ατομοκεντρικού ευσεβισμού. Οριστικά και λυτρωτικά. Αλλά ποιοι να συγκροτήσουν σύνοδο σήμερα; Ο οικοδομικός ακτιβισμός, τα κηρυγματικά ευκοίλια και το πλήθος των ευπειθώς χειραγωγουμένων είναι τα κριτήρια αξιολόγησης του επισκοπικού έργου.
Κρίσιμη έλλειψη: το έναυσμα Σεπτέμβριος 28, 2008 in 2008 Η παραγωγικότητα μιας κοινωνίας, επομένως ο πλούτος και ο οικονομικός δυναμισμός της· η κατά κεφαλήν καλλιέργεια των μελών της, επομένως η ποιότητα της ζωής τους· το διεθνές κύρος της, επομένως η ασφάλεια και αξιοπρέπεια που εξασφαλίζει στα μέλη της· αυτά τα πρώτιστα και ουσιώδη είναι συνάρτηση αντανακλαστικών: Πόσο έγκαιρα μια κοινωνία αποπέμπει (στέλνει στο σπίτι του) έναν ανίκανο ή διεφθαρμένο ηγέτη. Καθυστέρηση στην αποπομπή, δήθεν σύνεση ανοχής ή «φιλάνθρωπη» παροχή περιθωρίου «διόρθωσης» της ανικανότητας, είναι τεκμήρια προχωρημένου εκφυλισμού της κοινωνίας, συμπτώματα γενικευμένης (κατά πλειονότητα) αμβλύνοιας. Και πρωταρχικό γνώρισμα της αυτοκαταστροφικής αυτής παθολογίας είναι η άρνηση (ψυχολογική) της πλειοψηφίας να πιστοποιήσει και να παραδεχθεί τον εκφυλισμό και τη συλλογική διολίσθηση στην αμβλύνοια. Γι’ αυτό και μοιάζει μάλλον αδύνατο για την πλειονότητα των πολιτών στην Ελλάδα σήμερα να μην προσπεράσουν σαν «υπερβολική» (άρα ανεδαφική) την υπόδειξη ότι καθυστερεί αυτοκτονικά η αποπομπή αποτυχημένων πολιτικών αρχηγών, η καθολική αποδοκιμασία που θα τους στείλει στα σπίτια τους. Λογικές αιτιολογήσεις της καθυστέρησης δεν υπάρχουν και τα όσα ψελλίζονται τάχα περί περιθωρίων ανοχής ή περί επιλογής του μη χείρονος, είναι παιδαριώδη. Η κοινωνία βυθίζεται ανελέητα στο αδιέξοδο, το πολιτικό σύστημα έχει προ πολλού καταρρεύσει (αδυνατεί να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις ανάγκες, π.χ. να συντάξει και να εφαρμόσει κρατικό προϋπολογισμό). Αλλά οι κυρίως υπαίτιοι και πρωταγωνιστές της κατάρρευσης παραμένουν με γελοιώδη αυταρέσκεια στα πόστα τους. Δεν μοιάζει να πρόκειται για περιστασιακό, συγκυριακό φαινόμενο, πρέπει μάλλον να το δούμε ως χρόνιο, ενδημικό σύμπτωμα, ένδειξη ότι πλεονάζει η ανθρωπολογική πια αλλοτρίωση στον τόπο μας. Σίγουρα το κυνήγι του εγωκεντρικού συμφέροντος υπακούει σε άλογες κτηνώδεις ορμές. Αλλά και πάλι δεν δικαιολογείται να κατακλύζεται, δύο φορές μέσα σε ένα μήνα, το Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο από εκπροσώπους των «παραγωγικών» (sic) τάξεων, που χειροκροτούν θερμά δύο, αντίπαλους υποτίθεται, αποδεδειγμένης επί χρόνια ανικανότητας, κομματάρχες. Καμιά σκοπιμότητα δεν δικαιολογεί τόσο πολλούς «διακεκριμένους» ανθρώπους να επιδεικνύουν δημόσια την παραίτησή τους από την κριτική λειτουργία του εγκεφάλου τους, μαζί και τον κατεξευτελισμό της αξιοπρέπειάς τους. Είναι μάλλον σύμπτωμα ανθρωπολογικής αλλοτρίωσης να μην εκφράζει ο Ελλαδίτης σήμερα, ούτε καν στις δημοσκοπήσεις, αποτροπιασμό για την κραυγαλέα ανικανότητα δοκιμασμένων επί χρόνια στην εξουσία κομματαρχών. Να μετράνε οι δημοσκοπήσεις «προβάδισμα» πότε του ενός και πότε του άλλου κορυφαίου της ανικανότητας, αντί να κραυγάζουν τον καταποντισμό και των δύο, τη μείωση της λαϊκής προτίμησης σε μονοψήφιο αριθμό, ενδεικτικόν ασήμαντης κοινωνικής ομάδας. (Ενα κάποιο ποσοστό απερίσκεπτων ανθρώπων δικαιολογείται και στις «καλύτερες κοινωνίες»). Ούτε είναι παρήγορο που μειώνεται μεν (σε ποσοστιαίες μονάδες) η λαϊκή εμπιστοσύνη στα δύο μεγαλύτερα κόμματα, μεταφέρεται όμως σαν προτίμηση στην αδίστακτη καπηλεία της Αριστεράς. Ενδυναμώνονται οι νονοί των συνδικάτων του δημόσιου τομέα, οι κομματικοί πάτρωνες του μαφιόζικου συνδικαλισμού, των απεργιών «κοινωνικού κόστους», των διαδηλώσεων που ακυρώνουν το μεροκάματο εκατοντάδων χιλιάδων βιοπαλαιστών. Μεταφέρεται η εύνοια των
ψηφοφόρων από την ανυπόφορη ανικανότητα στον αδιάντροπο καριερισμό, στην ιδεολογική τρομοκρατία τριάντα χρόνων δικτατορίας της μετριότητας. Καρπώνεται τη μέτρια λαϊκή απόγνωση το έκγονο του τεχνητού εντυπωσιασμού των αφελών: ο τριανταπεντάχρονος που μιλάει τη γλώσσα εβδομηντάρη αγκυλωμένου στο αναμάσημα στερεότυπων αναχρονιστικών κοινοτοπιών. Την καρπώνεται και η λαϊκότροπη κουτοπονηρία που προσπαθεί με την αυτοτιτλοφόρησή της να εμπλέξει στους υπονόμους τής κομματικής ιδιοτέλειας τα σεβάσματα, ιερά και όσια, των Ελλήνων. Θα αρκούσε ίσως μία και μόνη σοβαρή εφημερίδα, ένα και μόνο σοβαρό (αν υπάρχει) τηλεοπτικό κανάλι, για να στρέψει την προσοχή της ελλαδικής κοινωνίας στις δυνατότητες και στις προϋποθέσεις να αυτενεργοποιηθεί με στόχο την ανάσχεση της πολιτικής της αποσύνθεσης. Το πώς μπορεί να οργανωθεί ένα τέτοιο συνεγερτικό εγχείρημα, το ξέρουν οι ταλαντούχοι δημοσιογράφοι καλύτερα από κάθε άλλον – υπάρχουν και ιστορικά προηγούμενα που αξίζει να μελετηθούν. Προαπαιτείται μόνο να αναδυθεί η σοβαρότητα από τον ρεαλισμό της επίγνωσης ότι η πολιτική αποσύνθεση δεν συμφέρει κανέναν. Ούτε τον ιδιοτελέστερο αμοραλισμό. Είναι επείγουσα ανάγκη να αποπεμφθούν οι ανίκανοι. Αν σε πέντε χρόνια ένας αρχηγός δεν έμαθε να συγκροτεί το επιτελείο του, αν επενδύει την ψυχολογική του ανασφάλεια χρίοντας υπουργούς τα ξαδέλφια, τα φιλαράκια και τα εκτοπλάσματα του κομματικού επαγγελματισμού, δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική στον αιώνα τον άπαντα. Και αν σε πέντε επίσης χρόνια δεν έφτασε να καταλαβαίνει, άλλος αρχηγός, ποια ενεργήματά του, αλλά και ποια συμπεριφορά, ποια γλώσσα, ποιες χειρονομίες και ύφος τον καθιστούν αξιολύπητα μειονεκτικό και ολίγιστον, δεν θα το καταλάβει όσα περιθώρια ανοχής και αν του δοθούν. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη να αφυπνισθεί η κοινή γνώμη σε ενεργό ανάσχεση της πολιτικής διάλυσης, να απαιτήσει μεταπολίτευση, καινούργιο Σύνταγμα, θεμέλιο ριζικής αλλαγής του πολιτικού συστήματος και σκηνικού. Οσο και αν έχει ασελγήσει στο λαϊκό σώμα η κομματοκρατία, η ελλαδική κοινωνία (κάθε κοινωνία, οσοδήποτε παρακμιακή) κρύβει στους κόλπους της ανθρώπινη ποιότητα που μπορεί να επιστρατευθεί για την ανάκαμψη. Το έναυσμα είναι η κρίσιμη έλλειψη. Και σε αυτό το έναυσμα απέβλεπε κάποτε το άρθρο 1-1-4 του Συντάγματος. Μόνο η χιλιοχλευασμένη φιλοπατρία των Ελλήνων μπορεί να προκαλέσει την καθολική συνέγερση για την ανάσχεση της αποσύνθεσης.
«Ολοι ίδιοι είναι»: Επομένως; Σεπτέμβριος 21, 2008 in 2008 Ο ισχυρισμός (δημόσιος και απροσχημάτιστος) ότι «αυτό που είναι νόμιμο είναι και ηθικό» πρέπει να απομνημονευθεί σε θέση περίβλεπτη, μάθημα εσαεί. Δίπλα στην άλλη, τη μοιραία για την ελλαδική κοινωνία απόφανση: «δικαιούτο ο κ. τάδε (λειτουργός του κράτους) να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αλλά όχι και πεντακόσια εκατομμύρια»! Η «προμήθεια» από αναθέσεις έργων ή από παραγγελίες του Δημοσίου, μπορεί σήμερα, στις διεφθαρμένες κοινοβουλευτικές ολιγαρχίες, να θεωρείται «νόμιμη», δεν παύει ωστόσο να είναι πράξη ανήθικη, δείγμα κυνικού αμοραλισμού. Το ίδιο και η φοροδιαφυγή με το τέχνασμα της ίδρυσης νόμιμων υπεράκτιων εταιρειών. Νόμιμη είναι και η επιχειρηματική δραστηριότητα με αγοραπωλησίες ακινήτων, αξίας εκατομμυρίων ευρώ, σε διαπλοκή με τράπεζες, αλλά όταν επενδύεται στις συναλλαγές η υπουργική ιδιότητα με όλες τις συνεπαγόμενες εξουσιαστικές προνομίες στη χρήση του κρατικού μηχανισμού, η δραστηριότητα γίνεται επονείδιστα ανήθικη. Στην περίπτωση των «προμηθειών» η κλοπή του κοινωνικού χρήματος είναι άμεση, στην περίπτωση των υπεράκτιων εταιρειών ενεργείται έμμεσα: ο κλέφτης απολαμβάνει όσα κοινά αγαθά εξασφαλίζει η φοροεισφορά των τίμιων πολιτών καρπούμενος ιδιοτελέστατα το αντίκρισμα της δικής του φοροδιαφυγής. Στην περίπτωση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υπουργού το ανήθικο στοιχείο είναι η ιδιοτελής εκμετάλλευση κοινωνικού λειτουργήματος, η νομότυπη κατάχρηση εξουσίας. Αλλά το πρόβλημα της ελλαδικής κοινωνίας σήμερα δεν είναι να οριοθετηθούν οι έννοιες με βάση την κοινή λογική, την κοινή συν-εννόηση. Το οξύ πρόβλημα είναι να ενεργοποιηθεί η ανθρώπινη ποιότητα, να αφυπνισθούν αποναρκωμένες δυνάμεις κοινωνικής αυτοπροστασίας, να λειτουργήσουν κριτήρια ρεαλιστικής καταδίκης των επίορκων διαχειριστών του κοινού βίου. Να καταλάβει και ο πιο μικρονοϊκός από τους οπαδούς των μαφιόζικων συντεχνιών (τάχα και κομμάτων), ακόμα και ο πιο κρετίνος κατ’ εντολήν διαδηλωτής των συμφερόντων του επαγγελματικού (τάχα και) συνδικαλισμού ότι είναι θύμα οικτρό: τον τσαλαπατάνε ανελέητα αυτοί που του υφαρπάζουν την ψήφο και τη στράτευση. Η οργή από τη θέα της «νόμιμης» ανηθικότητας είναι καίριο έναυσμα για να αφυπνιστεί η κοινή λογική και η κοινή αγανάκτηση. Ακόμα και ο πιο υποβαθμισμένος ανθρωπολογικά Ελληνας, ο αποχαυνωμένος από την ποδοσφαιροφιλία, τον εξηλιθιωτικό τζόγο, τα κρετινοτράγουδα, την αποβλακωτική τηλεθέαση, τον λειτουργικό αναλφαβητισμό, να οργιστεί κάποια στιγμή από τον εμπαιγμό. Και αν οργιστεί, θα καθαρίσει ο νους του, θα σκεφτεί λογικά, θα αγανακτήσει έμπρακτα. Χρόνια τώρα, ο εξανδραποδισμένος από την άπληστη ιδιοτέλεια των εξουσιαστών του πολίτης διαπιστώνει γι’ αυτούς και αποφαίνεται ότι «όλοι ίδιοι είναι». Δεν βγάζει τις λογικές συνέπειες της εμπειρικής του πιστοποίησης, επειδή δεν είναι ακόμα επαρκώς οργισμένος. Πρέπει να οργιστεί, άλλα ερεθίσματα πολιτικού προβληματισμού δεν του προσφέρονται, η στυγνή κομματοκρατία δεν αφήνει να ξεμυτίσει στην τηλεόραση πολιτική ανάλυση και πολιτική κριτική, επιτρέπει μόνο κοκορομαχίες εκπροσώπων κομμάτων, φτηνοκαβγάδες ανυπέρβλητης μωρίας. Γιατί τα κόμματα, αν δεχθούν να συζητήσουν την εξόφθαλμη πανομοιότητά τους, αυθωρεί αυτοκαταργούνται.
Μόνο αν οργιστεί ο πολίτης θα διακρίνει στην πανομοιότητα των κομμάτων όχι απλώς την αδρανή τελμάτωση σε ρουτίνα στείρου επαγγελματισμού, αλλά την ενεργό και μεθοδευμένη δική του εξαπάτηση. Τουλάχιστον θα πάψει να παγιδεύεται σε λέξεις που λειτουργούν μόνο σαν άδεια πουκάμισα: Αριστερά, Κέντρο, Δεξιά. Η οργή θα αναγκάσει το μυαλό να σκεφτεί: Αν Δεξιά είναι η υποταγή της πολιτικής σε οργανωμένα συμφέροντα που εκβιάζουν την κοινωνία για να πετύχουν ή να συντηρήσουν προνομιακή αυθαιρεσία, τότε στην Ελλάδα σήμερα δύο είναι τα αμιγώς ακροδεξιά κόμματα: ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Γιατί συντεχνιακά οργανωμένο δεν είναι μόνο το «μεγάλο κεφάλαιο», είναι κυρίως τα συνδικαλισμένα «ρετιρέ» των καπήλων της Αριστεράς, αυτά καταδυναστεύουν με ανυπέρβλητο σαδισμό το λαϊκό σώμα – οι «αριστεροί» συνδικαλισμένοι του Δημοσίου που από κοινωνικοί λειτουργοί έχουν μεταβληθεί σε τυράννους. Στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α και στο ΚΚΕ δεν προσχωρείς για να αγωνιστείς ενάντια στην αδικία και στην καταπίεση, δηλαδή ενάντια στην κομματικά διορισμένη και ιταμή δημοσιοϋπαλληλία του ΙΚΑ, του ΟΠΑΔ, των νοσοκομείων. Ούτε προσχωρείς για να απαιτήσεις αξιοκρατία στην παιδεία, ποιότητα σπουδών, αμείλικτο έλεγχο επάρκειας προσόντων των κρατικών λειτουργών. Προσχωρείς για να κάνεις την ατομική σου καριέρα, να κατοχυρώσεις δικαιώματα, να εκβιάσεις παροχές με απεργίες κοινωνικού κόστους, να επιβάλεις με τσαμπουκά διαδηλώσεων τα ιδιοτελή σου αιτήματα. Οπως σε κάθε ακροδεξιό κόμμα αχαλίνωτου ατομοκεντρισμού. Η οργή διεγείρει το μυαλό να σκεφτεί. Να διερωτηθεί ο μοιρολατρικά υποταγμένος στην κομματοκρατία πολίτης, πώς γίνεται, στη μικρή και καταχρεωμένη Ελλάδα που ελάχιστα παράγει και ζει με δανεικά, να πωλούνται τα περισσότερα, σε σύγκριση με κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης, θηριώδη τζιπ Πόρσε - Καγιέν, με τιμή πάνω από εκατό χιλιάδες ευρώ το κομμάτι. Μαζί και όλο το άλλο αναρίθμητο πλήθος των ίδιου εκτοπίσματος τζιπ που στριμώχνονται στα στενάδια της Αθήνας για να επιδείξουν την κακογουστιά και τον πρωτογονισμό πρώτης γενιάς αστικοποιημένων χωρικών και των καφενόβιων βλαστημάτων τους. Το ίδιο ερώτημα και για τα αναρίθμητα (στην κυριολεξία) υπερπολυτελή πελώρια κότερα που κατακλύζουν τις μαρίνες της επικράτειας. Ποιος παραγόμενος στη χώρα πλούτος επενδύει περίσσευμα σε αυτή την επιδεικτική κραιπάλη; Η Ελλάδα έχει απελπιστικά αποβιομηχανοποιηθεί, η γεωργική παραγωγή είναι ασήμαντη – μόνος ο τουρισμός και η ναυτιλία αποκλείεται να αναδείχνουν τέτοια πληθώρα Κροίσων. Η κοινή λογική συνεπέστατα συμπεραίνει ότι ο προκλητικός σήμερα στην Ελλάδα πλούτος (προφανώς αφορολόγητος, αφού το 85% των φόρων εισπράττεται από μισθούς και συντάξεις) είναι τα κλοπιμαία του κομματικού κράτους που έστησε το ΠΑΣΟΚ και του διάδοχου κομματικού κράτους που έστησε η «Νέα Δημοκρατία». Στα τελευταία εικοσιεφτά χρόνια και για πρώτη φορά στην ιστορία της η Ελλάδα είδε να της προσφέρεται από τον εταιρισμό ευρωπαϊκών χωρών βοήθεια οικονομική τεράστια, προκειμένου να κατορθωθεί η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της χώρας με μεγάλα έργα υποδομής και πλουτοπαραγωγικές επενδύσεις. Το μέγιστο μέρος της βοήθειας είναι φανερό ότι διοχετεύθηκε στον υπόκοσμο του κομματικού, κάθε φορά, παρακράτους, μεταποιήθηκε σε βίλες, υπεράκτιες εταιρείες, βλαχαδερής χλιδής τετρακίνητες bagnoles, εξωφρενικής αισθητικής κότερα. Δεν υπάρχουν συνταγές για έξοδο από το αδιέξοδο. Μόνο η οργή αποδεσμεύει από τον αφιονισμό του οπαδού και γεννάει λύση.
Ο ονειρικός έλληνας Πούτιν Σεπτέμβριος 14, 2008 in 2008 Θα μπορούσε ποτέ το μικρό και αδύναμο ελλαδικό κράτος να έχει παρουσία σεβαστή, κύρος και φωνή αποτελεσματική στον στίβο των διεθνών σχέσεων; Η λογική και η πείρα θα απαντούσαν ναι, αν μπορούσε η σύγχρονη Ελλάδα να εμφανίσει υπολογίσιμη από τα άλλα έθνη ισχύ σε τομέα ζωτικό. Η μικρή Ελβετία έχει επενδύσει το διεθνές κύρος και την κρατική της ισχύ στην αξιοπιστία των τραπεζών της, στον ενεργό φιλειρηνισμό της, στο υποδειγματικό δημοκρατικό της πολίτευμα. Η μικρή Φινλανδία επενδύει σε επιδόσεις εντελώς ιδιαίτερες στη σύγχρονη τεχνολογία, στους δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας των πολιτών της. Το γεωγραφικά ελάχιστο Λουξεμβούργο στο γεγονός ότι προσφέρθηκε να διεθνοποιηθεί με συνέπεια. Στην Ελλάδα επαναλαμβάνουμε συνεχώς ότι βαρειά βιομηχανία μας έχουμε τον πολιτισμό. Το σλόγκαν είναι ρομαντικά εύστοχο αλλά στην πραγματικότητα ψευδέστατο. Διότι η βιομηχανία παράγει προϊόντα, ενώ εμείς έχουμε πάψει να παράγουμε πολιτισμό εδώ και εκατόν ογδόντα περίπου χρόνια. Μετέχουμε στο σύγχρονο πολιτιστικό γίγνεσθαι αλλά μόνο ως μεταπράτες, δεν παράγουμε τίποτα δικό μας που να μπορεί να λειτουργήσει σαν πρόταση με πανανθρώπινο ενδιαφέρον. Μιλάμε για βαρειά βιομηχανία, αλλά εννοούμε εξαργυρώσιμο κληροδότημα: Θέλουμε να μας λογαριάζουν στον διεθνή στίβο σαν κορυφαίους στον πολιτισμό, επειδή σέρνουμε την άθλια υπανάπτυξή μας σε χώματα όπου (πριν από εικοσιπέντε αιώνες, και μετά επί χίλια χρόνια στο ψευδωνύμως λεγόμενο «Βυζάντιο») συντελέστηκαν κορυφώματα πολιτισμού καίριας σημασίας για την πορεία της ανθρωπότητας. Ομως σήμερα σε κάθε έκφανση της κοινωνικής μας οργάνωσης και των εκπαιδευτικών μας θεσμών είμαστε οι τελευταίοι της ενωμένης Ευρώπης και η όποια «πολιτιστική» μας παραγωγή είναι στα μέτρα μιας βαλκανικής επαρχίας. Ποια κατάρτιση, ποια καλλιέργεια, ποια διεθνή εμβέλεια προσωπικότητας θα έπρεπε να έχει ο Ελληνας πρωθυπουργός, για να μπορεί να εμφανίζει την Ελλάδα στον διεθνή στίβο σαν αυτονόητο εκφραστή έμπρακτης έγνοιας για την προτεραιότητα κριτηρίων πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις; Ποιου επιπέδου σχολειά και πανεπιστήμια να έχει πίσω του, να χαρακτηρίζουν τη χώρα του και τον ίδιο, ποιους δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας, ποια ανθρώπινη ποιότητα διπλωματών και πολιτικών να τον περιστοιχίζει; Στη «σύνοδο κορυφής» των Βρυξελλών, πριν από δεκαπέντε μόλις μέρες, κρινόταν όχι η δυνατότητα της Ε.Ε. να ασκεί δική της εξωτερική πολιτική, αλλά η αξιοπρέπεια της γηραιάς ηπείρου να μην εμφανίζεται σαν πειθήνιος λακές των ΗΠΑ. Με ποιες προϋποθέσεις ο Ελληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε, χωρίς να γίνει γραφικός ή εύκολα αμελητέος, να καταθέσει στη σύνοδο την έγνοια για προτεραιότητα του πολιτισμού στις προοπτικές της Ευρώπης; «Ευρώπη μπορεί να νοηθεί και χωρίς φαστ φουντ ή κόκα κόλα. Ομως δεν νοείται Ευρώπη χωρίς Ντοστογιέφσκυ και Τσέχωφ, Τσαϊκόφσκυ και Σκριάμπιν, Σαγκάλ και μπαλέτα Μπολσόι. Η Αμερική είναι απόφυση της Ευρώπης, η Ρωσία είναι σάρκα της». Υπάρχει μια παράδοξη δυναμική στις ανθρώπινες σχέσεις, τις διαπροσωπικές, τις κοινωνικές, τις διακρατικές: Είναι η δυναμική της ευθύτητας του λόγου, η ριζική μετατροπή των δεδομένων όταν
κάποιος κραυγάσει την αλήθεια ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Μας έχουν κάνει να πιστεύουμε ότι διπλωματία σημαίνει συμβιβασμό με προσχήματα, πειθήνια συμμόρφωση με τα εκφρασμένα ή νομιζόμενα θελήματα του ισχυρότερου, υποκρισία και συμπεριφορά οσφυοκάμπτη. Η τρέχουσα, αλλά και η ιστορική πραγματικότητα άλλα βεβαιώνουν: Το κύρος και η ισχύς κερδίζονται με την τόλμη, τη ρητή ή διαφαινόμενη, της ελευθερίας από τη σκόπιμη δουλοπρέπεια, την ιδιοτέλεια, το φτηνό συμφέρον. Τα ζεϊμπέκικα του κ. Γεωργάκη Παπανδρέου και τα ακατάσχετα χαμόγελα της κ. Ντόρας Μητσοτάκη μάλλον θα περάσουν στα εγχειρίδια Διπλωματίας σαν γκροτέσκα παραδείγματα προς αποφυγήν. Η δυναμική της ευθύτητας του λόγου δεν μπορεί να είναι στιγμιαίο ευφυές τέχνασμα τακτικής ή εύρημα για τη δημιουργία εντυπώσεων. Προϋποθέτει γνωστά και δοκιμασμένα ερείσματα εγκυρότητας του εκφραστή της ευθύτητας και (στην περίπτωση των διεθνών σχέσεων) πειστήρια ότι απηχεί η ευθύτητα το επίπεδο μιας κοινωνίας με εξαιρετικά υψηλή κατά κεφαλήν καλλιέργεια. Ενα κράτος είναι μικρό και ασήμαντο στον διεθνή στίβο, όταν τα κοινωνικά του επιτεύγματα είναι μικρά και ασήμαντα. Για να διεκδικήσει η σημερινή Ελλάδα το κύρος και την ισχύ να παρεμβαίνει στη διεθνή πολιτική με πειστική έγνοια για την προτεραιότητα του πολιτισμού, θα έπρεπε να είναι άλλο κράτος, άλλη κοινωνία, με σεβαστά επιτεύγματα. Ο Μακρυγιάννης έλεγε ότι «εκαταντήσαμεν μπαίγνιο των εθνών» και το κατάντημα βαστάει, σαν μακάβριο ψυχορράγημα, εκατόν ογδόντα χρόνια τώρα. Ιστορικά έχουμε τελειώσει, η «βαρειά βιομηχανία» μας έχει κατεβάσει προ πολλού τα ρολά. Οσοι έχουν το ψυχικό κουράγιο να πιστοποιούν το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού με οδύνη, αλλά χωρίς πανικό, αυτοί μπορούν να ονειρεύονται συνειδητά την ουτοπία: Εναν έλληνα Πούτιν, που να καταφέρει όσα κατάφερε ο Ρώσος: Μέσα σε δύο τετραετίες να αναστήσει (κυριολεκτικά) μια κοινωνία πεθαμένη, αποσυντεθειμένη, ώς το μεδούλι διεφθαρμένη και ξεπουλημένη από τον Ηρόστρατο που λεγόταν Γιέλτσιν – παραλίγο να γράψω συνειρμικά: Ανδρέας Παπανδρέου! Τον ονειρικό έλληνα Πούτιν να τον φανταστούμε –στο παραμύθι που ζεσταίνει την καρδιά, σαν ενδορφίνες στο ψυχορράγημα– να ξεκινάει και αυτός αγώνα με τη Λερναία πολυκέφαλη Μαφία, των τυράννων και βασανιστών μας: Τα μαφιόζικα τάχα και κόμματα πολιτικά, την αρχέκακη λοιμική. Μαζί και τις μαφίες των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα. Να στέλνει ο ονειρικός έλληνας Πούτιν στη φυλακή ή έξω από τα σύνορα τους δικούς μας Χοντορκόφσκυ, κομματικούς ή συνδικαλιστές. Να ξαναστήνει από την αρχή θεσμούς, θωρακισμένα αδιάβλητους, κοινωνικού ελέγχου των κομμάτων και των συνδικάτων της δημοσιοϋπαλληλίας. Να αποκαταστήσει κράτος αυτόνομο και ακομμάτιστο, να καταλύσει οριστικά τη δικτατορία των εγκαθέτων. Και τότε, μόνο τότε, να ψάξει για την εν διωγμώ ανθρώπινη ποιότητα που θα οργανώσει την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών φυσικών πηγών ενέργειας του Ελληνισμού: Να αξιοποιηθεί το πανανθρώπινα πολύτιμο κοίτασμα της γλώσσας. Η κριτική εγρήγορση. Η αριστοκρατία της δημιουργικότητας. Η αξιοκρατία της άμιλλας. Η επανασύνδεση της πολιτικής με την «πόλιν» και το άθλημα να «αληθεύει» ο βίος. Το όνειρο τελειώνει εδώ, τώρα «τα κεφάλια μέσα».
Να καταργηθεί το μάθημα των θρησκευτικών Σεπτέμβριος 7, 2008 in 2008 Αν οι αξιωματούχοι του κλήρου στην Ελλάδα σήμερα διασώζουν εκκλησιαστική συνείδηση, θα είναι αυτονόητο να απαιτήσουν από την πολιτεία την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Με το μάθημα των θρησκευτικών εκχώρησε η ελλαδική Εκκλησία ζωτικό της λειτούργημα, την κατήχηση των παιδών και των εφήβων, σε έμμισθους υπαλλήλους του κράτους εκπαιδευμένους σε κρατικές «θεολογικές» Σχολές. Αλλά όταν η κατήχηση αποσπάται από τον φυσικό βιωματικό της χώρο, τη λειτουργία ζωντανού σώματος ενορίας και επισκοπής, αλλοτριώνεται νομοτελειακά σε ιδεολογική χειραγώγηση, ανιαρή προπαγάνδα. Ο φυσικός χώρος της κατήχησης δεν μπορεί να είναι άλλος από τον χώρο όπου πραγματώνεται και φανερώνεται η Εκκλησία ως άθλημα σχέσεων κοινωνίας της ζωής. Και φυσικός λειτουργός της κατήχησης είναι ο πατέρας της εκκλησιαστικής κοινότητας: αυτός που «γεννάει» τα μέλη του σώματος στον «καινό» της Εκκλησίας τρόπο της ύπαρξης. Η πολιτεία αποδέχθηκε ασμένως να επιβάλει στα σχολεία μάθημα θρησκευτικών. Και αυτό γιατί από τη σύστασή του το ελλαδικό εθνικό κράτος λογάριαζε την Εκκλησία όπως και ο ιδεολογικός του γεννήτορας Αδαμάντιος Κοραής: Σαν θεσμό ηθικοδιδακτικής χρησιμότητας – θεσμό που «εξημερώνει τα ήθη» και επιβάλλει, αποτελεσματικότερα και από τον χωροφύλακα, κανονιστικές αρχές συλλογικής ευταξίας. Το ελλαδικό εθνικό κράτος δεν κατάλαβε ποτέ την καισαρική διαφορά της Εκκλησίας από τη θρησκεία. Γι’ αυτό μέχρι και σήμερα, διατηρείται στο Σύνταγμα η οξύμωρη διατύπωση ότι «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία (sic) είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας»! και τα λοιπά συμφραζόμενα παιδαριώδη. Η χώρα όπου γεννήθηκε κάποτε η λέξη «εκκλησία» για να σημάνει την πραγμάτωση και φανέρωση του κοινού «αθλήματος της αληθείας», που συνιστά την «πόλιν», εμφανίζεται στο Σύνταγμά της να αγνοεί την ασυμβίβαστη αντίθεση Εκκλησίας και θρησκείας, Εκκλησίας και ιδεολογίας. Ο σφετερισμός από το κράτος του ζωτικού εκκλησιαστικού λειτουργήματος της κατήχησης των παιδιών έχει δύο συνέπειες καίριες και πασιφανείς: Πρώτη συνέπεια, ο ευτελισμός, συχνά και η διακωμώδηση του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. Μοιάζουν ελάχιστες εξαιρέσεις οι Νεοέλληνες που διατηρούν αναμνήσεις από τα θρησκευτικά του σχολείου διαφορετικές από αυτές της ανίας ή «της πλάκας». Δεύτερη συνέπεια, το γεγονός ότι η ελλαδική κοινωνία που τα εγγράμματα μέλη της έχουν διδαχτεί υποχρεωτικό μάθημα θρησκευτικών σε όλες τις τάξεις του σχολείου και βομβαρδίζονται από καταιγισμό δημόσιων κηρυγμάτων προφορικών, έντυπων, ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών, αυτή η κοινωνία εμφανίζεται εντελώς και απολύτως ακατήχητη. Δεν έχει ούτε τη στοιχειώδη, εγκυκλοπαιδική έστω πληροφόρηση για το τι είναι η Εκκλησία, ποιες οι επαγγελίες της, η ιστορία της, με ποιον πολιτισμό σφράγισε την ανθρώπινη σκέψη και Τέχνης. Τα διαγγέλματα ή οι δηλώσεις των πολιτικών και η αρθρογραφία των δημοσιογράφων τις μέρες των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου ή όταν συζητούνται θέματα σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, μαρτυρούν άγνοια και παρανοήσεις ασυγχώρητες για ανθρώπους έστω υποτυπώδους παιδείας.
Και το τραγικότερο, η ίδια άγνοια, η σύγχυση της Εκκλησίας με τη θρησκεία, σφραγίζει τον λόγο και των περισσότερων αξιωματούχων του κλήρου. Είναι γνωστοί στην ελλαδική κοινωνία επίσκοποι που φιλοδοξούν να παίζουν ρόλο όχι εκκλησιαστικού ποιμένα αλλά θρησκευτικού ηγέτη, ρόλο Αγιατολάχ με απαιτήσεις θεοκρατικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Αυτοί μάχονται και για τη διατήρηση της υποχρεωτικής κατήχησης των μαθητών στα σχολεία. Στη θέση του μαθήματος των θρησκευτικών το υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε να θεσμοθετήσει μάθημα ικανό να πληροφορήσει τον μαθητή και να τον εξοικειώσει με τα κίνητρα των αναζητήσεων που συγκρότησαν την παράδοση πολιτισμού των Ελλήνων. Η λογική ενός τέτοιου μαθήματος υποχρεωτικού για όλους τους μαθητές (άσχετα με διαφορές θρησκευτικές, φυλετικές, ιδεολογικές) θα μπορούσε να συνοψιστεί στην ακόλουθη πρόταση: Κάθε παιδί που τελειώνει την εγκύκλια εκπαίδευση σε ελληνικό σχολείο οφείλει να γνωρίζει ποια μεταφυσική γέννησε τον Παρθενώνα, το άγαλμα, την τραγωδία και ποια μεταφυσική γέννησε την Αγια-Σοφιά, τη βυζαντινή Εικόνα, τη βυζαντινή λειτουργία. Σπουδάζοντας στο σχολείο ποια «γιγαντομαχία περί της ουσίας» οδήγησε σε αυτές τις κορυφαίες εκφάνσεις πολιτισμού των Ελλήνων, δεν σημαίνει και ότι υποχρεώνεται το παιδί να ασπαστεί συγκεκριμένη μεταφυσική πρόταση. Πρώτη, καίρια δυσκολία σε μια τέτοια θεσμική πρωτοβουλία είναι: ποιοι θα συντάξουν το «αναλυτικό πρόγραμμα» διδασκαλίας του καινούργιου μαθήματος – από την πρώτη τάξη του Δημοτικού ώς την τελευταία του Λυκείου. Το υπουργείο Παιδείας και τα παιδαγωγικά του επιτελεία δεν διαθέτουν την ποιότητα του ανθρώπινου υλικού για τέτοια ουσιώδη τολμήματα, τη διαπίστωση επαληθεύουν τα «αναλυτικά προγράμματα» διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας και Ιστορίας: πραγματική συμφορά. Μην ξεχνάμε ότι η επί ΠΑΣΟΚ άλωση του υπουργείου από τις «προοδευτικές δυνάμεις» του «εκσυγχρονιστικού» μηδενισμού και των «πολυπολιτιστικών» δολιοτήτων της «Νέας Τάξης» συνεχίζεται εδραιούμενη και επί «Νέας Δημοκρατίας», με τα ονόματα Γιαννάκου, Στυλιανίδη, Λυκουρέντζου να σηματοδοτούν τον τέλειο απελπισμό για τυχόν αντίσταση. Δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη δυσκολία είναι: ποιοι θα διδάξουν ένα τόσο απαιτητικό καινούργιο μάθημα στα παιδιά. Οσοι πολίτες έχουν οποιασδήποτε μορφής επαφή με το σχολείο στην Ελλάδα σήμερα μπορούν να βεβαιώσουν πόσο ανατριχιαστικά (στην κυριολεξία) χαμηλό είναι το επίπεδο των πτυχιούχων που παράγονται στις εκπαιδευτικές σχολές των ελλαδικών πανεπιστημίων. Και πόσο αποτελεσματική η πλύση εγκεφάλου που έχει υποστεί ο δάσκαλος ή πόσο έντρομος είναι από την ιδεολογική τρομοκρατία που του ασκείται. Με αυτά τα δεδομένα μπορεί να δικαιολογηθεί και η απύθμενης μωρίας συζήτηση για αντικατάσταση του μαθήματος των θρησκευτικών από μάθημα «θρησκειολογίας» και «συγκριτικής των θρησκειών»!!! Ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να διδαχτεί ο πολιτισμός με όρους ιδεολογίας και να «συγκριθούν» οι μεταφυσικές αναζητήσεις που τον γέννησαν χωρίς να υπάρχει εμπειρική γεύση τέτοιας αναζήτησης.
ANANEOYMENH EΛΛHNIKOTHTA Σεπτέμβριος 5, 2008 in TEXTS Το δυσεπίλυτο πρόβλημα ορισμού της ελληνικότητας διαιωνίζεται στο νεοελληνικό κρατίδιο ως σήμερα. Υπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοί» διανοούμενοι, πού θεωρούν υποτιμητική κάθε επιμειξία του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό και αμφισβητούν πεισματικά την ελληνικότητα της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας. Όπως υπάρχουν και κάποιοι χριστιανοί διανοούμενοι, με ιδεολογικά επεξεργασμένη πίστη, πού προτιμάνε το όνομα του «Ρωμιού» και της Ρωμιοσύνης στη θέση του Έλληνα και της ελληνικότητας. Υπήρξε και νεοέλληνας Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, πού δεν δίσταζε να μιλάει για τις πολλαπλές υποδουλώσεις πού γνώρισαν οι Έλληνες: πρώτα στους Ρωμαίους, ύστερα στους Βυζαντινούς και μετά στους Τούρκους!… Δεν είναι δυνατό να προσεγγίσουμε τη σχέση του Ελληνισμού με τη Δύση στα νεώτερα χρόνια, χωρίς να διατυπώσουμε καταρχήν μια πρόταση εξόδου από την πελώρια αυτή σύγχυση πρόταση κάποιου ορισμού της ελληνικότητας. Η πρόταση είναι να δούμε την Ελλάδα όχι καταρχήν ως ΤΟΠΟ, αλλά καταρχήν ως ΤΡΟΠΟ του βίου. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι ο Ελληνισμός απέκτησε γεωγραφικά σύνορα για πρώτη φορά στον 19° αιώνα μόλις πριν από εκατόν εξήντα χρόνια. Και ότι αυτά τα σύνορα του συμβατικού ελλαδικού κρατιδίου πού προέκυψε από την επανάσταση ενάντια στους Τούρκους άφηναν απέξω τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αρχαία Ελλάδα δεν είχε ενιαία κρατική υπόσταση, ούτε και σύνορα. Ήταν το σύνολο των «ελληνίδων πόλεων», ανεξάρτητες πόλεις κράτη, πού απλωνόταν από την Μακεδονία ως την Κρήτη και από την Ιωνία ως την Σικελία, την κάτω και κεντρική Ιταλία. Οι πόλεις αυτές αναγνωρίζονταν ως «ελληνίδες» όχι μόνο για την κοινή τους ελληνική γλώσσα, αλλά και για τον κοινό τρόπο του βίου, δηλαδή τον κοινό πολιτισμό τους [Η κοινή ελληνική συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικά έκδηλη στις περιπτώσεις των κοινών εορτών και αγώνων (στην Ολυμπία, στην Νεμέα, στον Ισθμό της Κορίνθου και στους Δελφούς), όπου μόνο Έλληνες μπορούσαν να συμμετάσχουν, ανεξάρτητα από την πόλη καταγωγής τους] θα απαιτούσε μια εκτενή ανάπτυξη το περιεχόμενο της λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, αλλά και μόνο η ταύτιση με τον ΤΡΟΠΟ του βίου μπορεί να είναι ένας καταρχήν ορισμός. Στον 4° π.Χ. αιώνα ο Μέγας Αλέξανδρος ενώνει κάτω από τη στρατιωτική του ισχύ τις περισσότερες ελληνίδες πόλεις, προκειμένου να επιχειρηθεί μια μεγαλεπίβολη εκστρατεία εναντίον των Περσών. Κατατροπώνει τους Πέρσες, αλλά συνεχίζει την εκστρατεία του ως την Βακτριανή και τις Ινδίες. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται την κατάκτηση αυτών των απέραντων περιοχών από τις νότιες ακτές της Κασπίας ως την Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αίγυπτο και ως τον Ινδικό ωκεανό είναι να ιδρύει παντού καινούργιες ελληνίδες πόλεις, πού μεταφέρουν τον ελληνικό ΤΡΟΠΟ του βίου σε κάθε γωνιά του τότε γνωστού κόσμου. Έτσι γεννιέται ο «μέγας κόσμος» της ελληνικής οικουμένης ένα εκπληκτικό φαινόμενο πολιτισμικής έκρηξης πού δεν έχει το όμοιο στην Ιστορία. Όταν αργότερα η Ρώμη, ακολουθώντας το όραμα του Αλεξάνδρου, θα ενοποιήσει με τις δικές της κατακτήσεις και κάτω από το δικό της διοικητικό σύστημα ένα μεγάλο μέρος των εξελληνισμένων από τον Αλέξανδρο περιοχών, το κοινό και συνεκτικό στοιχείο της αυτοκρατορίας της θα παραμείνει ο ελληνικός πολιτισμός. Συνειδητοποιούμε όχι μόνο την έκταση, αλλά και το βάθος ή την ποιότητα εξελληνισμού της ρωμαϊκής «οικουμένης», όταν διαβάζουμε τα ελληνικά κείμενα ενός φανατικά συντηρητικού Εβραίου: τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Οι Εβραίοι ήταν
λαός πού αντιστάθηκε σθεναρά και με αιματηρό τίμημα στον εξελληνισμό του, και ο Παύλος άνηκε στην πιό συντηρητική κοινωνική ομάδα των Εβραίων, στους Φαρισαίους. Κι όμως ο εθνοφυλετικός συντηρητισμός του δεν τον εμποδίζει να χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, τις ελληνικές φιλοσοφικές έννοιες, αλλά και κάποιους Έλληνες συγγραφείς, με μια ευχέρεια πού δύσκολα θα την συναγωνιζόταν οποιοσδήποτε Αλεξανδρινός ή και Αθηναίος της εποχής του. Από τον 2° κιόλας π.Χ. αιώνα, η ίδια λατινική αριστοκρατία της Ρώμης προτιμάει στις κοινωνικές αναστροφές τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και όταν τον 1° μ.Χ. αιώνα ο Παύλος και πάλι γράφει την επιστολή του προς Ρωμαίους, δεν διανοείται να χρησιμοποιήσει τα Λατινικά. Δυόμισυ αιώνες αργότερα, η πολιτική και στρατιωτική ιδιοφυΐα του Διοκλητιανού θα διακρίνει ότι το κέντρο των ιστορικών εξελίξεων έχει οριστικά μετατεθεί στην ελληνική Ανατολή, γι’ αυτό και θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του στην Νικομήδεια. Έτσι έχει προετοιμασθεί και το τολμηρό εγχείρημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου να μεταθέσει το κέντρο της αυτοκρατορίας σε μιά καινούργια ελληνική πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη, πού ο λαός θα την αποκαλέσει Κωνσταντινούπολη. Με κέντρο πια την Νέα Ρώμη η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα διανύση μια θαυμαστή σε κάθε φάση της ιστορική διαδρομή ολόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, η πολιτισμική της ταυτότητα δεν είναι ούτε αμιγώς ρωμαϊκή, ούτε αμιγώς ελληνική. Είναι το χριστιανικό στοιχείο πού πρωτεύει, και μάλιστα η εμμονή και πιστότητα στην ορθόδοξη πρωτοχριστιανική παράδοση. Με άξονα βίου την ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης, του κόσμου και της Ιστορίας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα αναχωνεύσει οργανικά και δημιουργικά τη ρωμαϊκή παράδοση του δικαίου και της διοίκησης, και παράλληλα την ελληνική φιλοσοφία και τέχνη. Μετά τον 6° αιώνα θα είναι και επίσημα μια ελληνόφωνη αυτοκρατορία, και μετά τον 10° αιώνα θα υιοθετήσει και τους όρους Έλληνας και ελληνικός, φορτισμένους πια με αξιολογικό περιεχόμενο, για να αντιπαρατάξει τη δική της πολιτισμική ταυτότητα στον καινούργιο πολιτισμό πού γεννιέται στην κατακτημένη από βάρβαρα φύλα και φυλές Δύση. Αυτοί οι καινούργιοι κάτοικοι της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, παρ’ όλο πού έχουν υποτάξει και εξουθενώσει τους λατινόφωνους Ρωμαίους, φιλοδοξούν να σφετερισθούν, με την λογική της γεωγραφικής οριοθέτησης, τον τίτλο και την ιστορική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό και αρνούνται το όνομα του Ρωμαίου στους πολίτες της ανατολικής και εξελληνισμένης αυτοκρατορίας. Τους αποκαλούν χλευαστικά «Γραικούς», και από τον 17° αιώνα η ιστοριογραφία τους θα επινοήσει το πρωτοφανές όνομα Βυζάντιο και «Βυζαντινός». Βέβαια το Βυζάντιο υπήρξε ιστορικά: ήταν η πολίχνη στις ακτές του Βοσπόρου αρχαία ελληνική αποικία πού στην θέση της ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Νέα Ρώμη. Αλλά είναι φανερό ότι η ανάκληση του παλαιού τοπωνυμίου ενδιέφερε τους Δυτικούς μόνο για να υποκατασταθεί το όνομα της Νέας Ρώμης. Για τους ελληνόφωνους Ρωμαίους, ακόμα ως την περίοδο της Τουρκοκρατίας, το όνομα «Βυζαντινός» θα ήταν μάλλον ακατανόητο θα ηχούσε τόσο παράλογα, ως αν αποκαλούσε κάποιος τον σημερινό κάτοικο της Ελλάδας «Πλακιώτη» (από το όνομα της παλιάς συνοικίας πού γύρω χτίστηκε η καινούργια πόλη των Αθηνών). Και όμως το αυθαίρετο επινόημα των Δυτικών κυριάρχησε τελικά, και είναι σήμερα καθιερωμένο στην κοινή συνείδηση και στην ιστορική επιστήμη. Στο μεταξύ, στον 2° π.Χ. αιώνα ως τον 19°, η γεωγραφική περιοχή όπου άνθισαν οι αρχαίες ελληνίδες πόλεις, γνωρίστε διαδοχικά περίπου δεκαεπτά επιδρομές βάρβαρων φύλων και φυλών. Από τις παραδουνάβιες περιοχές ως την Κρήτη, και από την νότια Ιταλία ως τα βάθη της Μ. Ασίας και τον Πόντο, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί δοκιμάστηκαν σκληρά επί αιώνες από αυτά τα αλλεπάλληλα κύματα των κατακτήσεων, πού σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες επιμειξίες με τους γηγενείς Έλληνες. Έτσι, οποιοσδήποτε ισχυρισμός διά φυλετική ομοιογένεια και «καθαρότητα αίματος» των νεώτερων Ελλήνων θα είχε ερείσματα μάλλον περιορισμένα ή συγκεχυμένα, και σε μεγάλο ποσοστό θα ήταν μόνο ρομαντική αυθαιρεσία. Αλλά το ιστορικό παράδοξο είναι αυτό πού με την ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ο στρατηγός Μακρυγιάννης τον 19° αιώνα: «ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε τους Έλληνες και δεν
μπορούνε, τρώνε από μάς και μένει και μαγιά». Αυτή η «μαγιά» των ελληνίδων πόλεων και αργότερα των κοινοτήτων, μέσα από τις κατακτήσεις και επιμειξίες, έσωζε τελικά την ελληνική ιδιαιτερότητα: τη γλώσσα, τη νοοτροπία, την ελληνική νοηματοδότηση του κόσμου και της ζωής από κάποια εποχή και μετά αναχωνευμένα όλα στην εκκλησιαστική ορθοδοξία. Βέβαια μια τέτοια «μαγιά» δυναμικής και αδιάκοπα ανανεούμενης ελληνικότητας δεν ανιχνεύεται με αναφορά σε γενεολογικά δέντρα στη συνεχή ιστορική διαδοχή οικογενειών και ονομάτων. Ανιχνεύεται στη λαϊκή ποίηση, στο λαϊκό ήθος, στον τρόπο πού έχτιζαν και εικονογραφούσαν τις εκκλησίες ως την πιο απομακρυσμένη ελληνική κοινότητα, ανιχνεύεται στη μουσική, στις λαϊκές φορεσιές, στα προικοσύμφωνα και στα συνεταιρικά συμβόλαια. Κυρίως στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, ήταν η ΠΡΑΞΗ της ζωής, έκφραση της κοινής εκκλησιαστικής πίστης (όχι ιδεολογικά ή φυλετικά κριτήρια), πού ξεχώριζαν τον ορθόδοξο Έλληνα από τον αλλόθρησκο Τούρκο ή τον ετερόδοξο «Φράγκο»: Ήταν η νηστεία, η γιορτή, ο χορός στο πανηγύρι, το αναμμένο καντήλι στο οικογενειακό εικονοστάσι, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός κάθε μήνα. Έτσι, όταν τον δεύτερο χρόνο της εξέγερσής τους ενάντια στην τουρκική τυραννία (1822) οι Έλληνες συγκροτούν την πρώτη και ιδρυτική του νεοελληνικού κράτους Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, δεν έχουν άλλο τρόπο να ορίσουν την ιδιότητα του Έλληνα, παρά μόνο καταφεύγοντας στην θρησκευτική του πίστη. Στο τμήμα Β’ παρ. β’ του Συντάγματος της Επιδαύρου διαβάζουμε: «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες». Από το βιβλίο «Ελληνορθόδοξη Παράδοση. Ρίζωμα και Προοπτική». ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟ ΕΓΚΟΛΠΙΟ
Ο,τι χάθηκε δεν κινδυνεύει Αύγουστος 24, 2008 in 2008 Ποιο αντίκρισμα πραγματικής απειλής θα μπορούσαν να έχουν οι λέξεις «εθνική καταστροφή» για τον Ελληνισμό σήμερα; Οι λέξεις σημαίνουν το ενδεχόμενο να διαμελιστεί το ελλαδικό έθνος-κράτος, να σμικρυνθεί εδαφικά ή να υποδουλωθεί. Να καταλυθεί η πολιτειακή του υπόσταση με ξενική κατοχή, να ακυρωθεί και τυπικά η αυτονομία του κράτους. Να στερηθούν οι υπήκοοι τις πολιτικές τους ελευθερίες, να προσαρτηθούν μεγάλα τμήματα χερσαίου ή θαλάσσιου χώρου από γείτονες. Ολα τα παραπάνω ενδεχόμενα καταδείχνουν ότι μια υποθετική «εθνική καταστροφή» θα αφορούσε το σημερινό ελλαδικό έθνος-κράτος, όχι τον Ελληνισμό ως πρόταση πολιτισμού και παραγωγό ετερότητας βίου. Αν υπάρχει ακόμα τέτοια ενεργός πρόταση και αν παράγεται σήμερα ιδιοπροσωπία πολιτισμού στο κρατίδιό μας των ελληνώνυμων Βαλκανίων, είναι θέμα που δεν συναρτάται με το ενδεχόμενο «εθνικής καταστροφής». Και αν συναρτηθεί, θα χλευαστεί και θα αγνοηθεί σαν «εθνικιστική» ιδεοληψία. Το ενδεχόμενο όμως «εθνικής καταστροφής» τρομοκρατεί και πανικοβάλλει (εθνικιστικότατα), ενώ η μάλλον συντελεσμένη ιστορική εξαφάνιση ελληνικής πρότασης πολιτισμού δεν μοιάζει να ενοχλεί κανέναν. Ο λόγος είναι προφανής: Η τυχόν υποταγή του κράτους ή τμημάτων του σε ξενική κυριαρχία, ο εδαφικός διαμελισμός ή η απώλεια της αυτονομίας του θα είχε οπωσδήποτε συνέπειες στην οικονομική, εργασιακή, επιχειρηματική κατάσταση του καθενός μας, θα ανέτρεπε ριζικά ή εν μέρει τη «βολή» μας, τα ατομικά μας συμφέροντα, την όποια καταναλωτική μας ευχέρεια. Ενώ την πολιτιστική εξαφάνιση του Ελληνισμού ούτε την καταλαβαίνουμε ούτε και ζημιώνει την ευζωία μας. Ο καταναλωτισμός ως νοοτροπία και έμπρακτος ριζοσπαστικός ατομοκεντρισμός έχει εξαλείψει την ανάγκη του ανήκειν, η αίσθηση πατρίδας σώζεται μόνον στην ψυχολογική επένδυση που κάνουμε στις «εθνικές» αθλητικές μας εκπροσωπήσεις. Αν εισβάλλει εχθρός στο χωριό σου ή στην πόλη σου, φορτώνεις ό,τι προλάβεις στο ιδιωτικό σου αυτοκίνητο και φεύγεις. Πηγαίνεις οπουδήποτε, αρκεί να μην απειλείσαι. Θα βρεις οπωσδήποτε ένα σούπερ μάρκετ με τα ίδια που ήξερες καταναλωτικά αγαθά, χώνεσαι και σε κάποια δουλειά, τίποτα δεν αλλάζει. Δεν έχεις «εστία» να υπερασπίσεις, έτσι κι αλλιώς η στέγη σου είναι νοικιασμένη ή με δόσεις, σε «βωμούς» δεν πολυσυχνάζεις, τους νεκρούς σου, σαν προοδευτικός και ανοιχτόμυαλος, τους αποτεφρώνεις. Ποιος ο λόγος να πολεμήσεις, τι αντίκρισμα έχουν στη ζωή σου η πατρίδα, ο πολιτισμός, τα πάτρια; Αλλοτε ήταν αλλιώς, αλλά το άλλοτε δεν είναι τώρα. Οταν ο Ελληνισμός υποτάχθηκε στους Ρωμαίους, ήταν μια «εθνική καταστροφή»; Η Ιστορία έδειξε το αντίθετο: Χάρη και στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου που είχε προηγηθεί, η υποταγή στους Ρωμαίους δεν εμπόδισε την ελληνική πρόταση πολιτισμού να κυριαρχήσει στο τότε πεδίο των διεθνών ιστορικών εξελίξεων, για χίλια χρόνια. Και όταν ο μέγας κόσμος της ελληνορωμαϊκής «Οικουμένης» (ο ψευδωνύμως και για χλευασμό αποκαλούμενος «Βυζάντιο») κατέρρευσε, ο Ελληνισμός ασφαλώς και έπαψε να επηρεάζει την εξέλιξη του πολιτισμού. Αλλά δεν έπαψε να παράγει πολιτισμό σε συνθήκες εξαιρετικά δυσμενείς, κυριολεκτικά ζοφερές. Τέσσερις ολόκληρους αιώνες διέσωσε συνείδηση πολιτιστικής υπεροχής έναντι των κατακτητών του, έμπρακτη ετερότητα πολιτισμού σε κάθε έκφανση του βίου: Στην αρχιτεκτονική, στην ποίηση, στη μουσική, στη ζωγραφική, στη λαϊκή
φορεσιά, στους κοινωνικούς θεσμούς, στο λαϊκό ήθος – οργανική, δημιουργική συνέχεια αδιάρρηκτης παράδοσης χιλιετιών. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «καταστροφή» του Ελληνισμού (ιστορικό τέλος της ελληνικής πρότασης πολιτισμού και της παραγωγής πολιτισμού) με την ίδρυση του κοραϊκού - βαυαρικού κράτους. Το κράτος αυτό προκαθορίστηκε να είναι μεταπρατικό, να παράγει μίμηση. Η οργάνωση, οι θεσμοί, οι λειτουργίες του ήταν και παραμένουν δάνεια, πιθηκισμός ξένων προτύπων, αλλότριων αναγκών και εθισμών. Η «ελληνικότητά» του ήταν και είναι ένα άσαρκο εθνικιστικό ιδεολόγημα, εξ ορισμού ανίκανο να παραγάγει ετερότητα πολιτισμού. Εσχατο έρεισμα επιβίωσης της ελληνικότητας παρέμεινε η γλώσσα. Γι’ αυτό και επικεντρώθηκαν εκεί πεισματικές, φανατισμένες προσπάθειες να ιδεολογικοποιηθεί επίσης το πεδίο, να δηλώνει η γλώσσα παραταξιακή ένταξη, να πάψει να κομίζει συνέχεια ζωής, μεταβίβαση βιωματικού φορτίου, διαχρονική ενότητα πολιτισμού. Κοραϊκοί καθαρευουσιάνοι και ψυχαρικοί δημοτικιστές, «συντηρητικοί» αρχαΐζοντες και «προοδευτικοί» λαϊκίζοντες, στρεβλωματικές τεχνητές διάλεκτοι του Ζαχαριαδισμού ή του Παπανδρεϊσμού, συγκρότησαν το διαβόητο «γλωσσικό πρόβλημα» του ελλαδισμού, που ήταν για δυο αιώνες ο καθρέφτης μιας εκούσια απεμπολημένης ελληνικής ταυτότητας. Μετά την καταστροφή που επέφερε η μεταπρατική συγκρότηση του ελλαδικού έθνους - κράτος, επόμενο πλήγμα και βλάβη ανήκεστη ήταν ασφαλώς η ιστορική εξαφάνιση του Μικρασιατικού και Ποντιακού Ελληνισμού. Χάθηκε η εκτός εθνικιστικού επαρχιωτισμού κοσμοπολίτικη ελληνικότητα. Αλλά καταστροφική διακοπή στο έσχατο έρεισμα συνέχειας του Ελληνισμού, στη γλώσσα, δεν υπήρξε. Αυτή η πραγματικά ιστορική καταστροφή συντελέστηκε στις μέρες μας: Με την επιβολή μιας τεχνητής «δημοτικής» ως κρατικής γλώσσας από τον Γεώργιο Ράλλη. Και με το έγκλημα επιβολής του μονοτονικού συστήματος γραφής από τον Ελευθέριο Βερυβάκη. Η ελληνική συνέχεια, έστω και μόνο γλωσσική, χάθηκε. Τώρα πια, όποια «εθνική καταστροφή» κι αν επέλθει, θα αφορά μόνο πορτοφόλια και συναισθήματα. Ο τυχόν εδαφικός διαμελισμός, μια ξενική κατοχή, η απώλεια της κρατικής αυτονομίας θα ταλαιπωρήσει (ίσως) τις λιγότερο εύπορες τάξεις, αλλά καταστροφή με επιπτώσεις στον πολιτισμό και στην Ιστορία δεν θα είναι. Τι έχει να χάσει ο πολιτισμός, αν διαμελιστεί το Βέλγιο, η Ελβετία, το κράτος των Σκοπίων; Το ίδιο αδιάφορη για τη δυναμική της ανθρώπινης Ιστορίας θα είναι μια «εθνική καταστροφή» του σημερινού ελλαδικού κρατιδίου. Δεν πρόκειται για «απαισιοδοξία» και «καταστροφολογία». Μόνο για υπόμνηση του προφανούς. Αν πραγματικά θέλουμε ανάκαμψη της ποιότητας και συνέχεια του συλλογικού μας βίου, όλες οι λειτουργίες του κράτους, και οι πιο τεχνικές, θα πρέπει να σκοπεύσουν στην άνοδο της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Και τέτοια ρεαλιστική πολιτική σκόπευση, με τις σημερινές ανήκεστα αχρηστευμένες πολιτικές δυνάμεις, δεν μπορεί να γίνει.