Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΡΑΒΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Page 1

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

1

Η EYPΩΠΑΪKΗ ΠOΛEOΔOΜIΑ ΤOY EKΣYΓXPONIΣΜOY KΑI Η ΑNΑΠΤYΞΗ ΣΤON ΑPΑBIKO KOΣΜO Η περίπτωση του Μichel Ecochard στο Μαρόκο (1946-1952)

ΜΑPOYΣKΑ ΤPIΑNΤΑPΗ Δρ, Αρχιτέκτων Μηχανικός Επιβλέπων Καθηγητής: ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ Μέλη Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ, Καθηγητής Ε.Μ.Π. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ, Καθηγητής Ε.Μ.Π. ΠΑΝΑΓΗΣ ΨΩΜΟΠΟΥΛΟΣ, Καθηγητής Ε.Μ.Π.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Καζαμπλάνκα 1996, μια πόλη κοσμοπολίτικη, των πολιτισμών, των πολιτιστικών αλληλεπιδράσεων, του χθες, του σήμερα, του αύριο. Mια πόλη που εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα έχει εμπνεύσει συγγραφείς, σκηνοθέτες, ταξιδευτές, καλλιτέχνες, με το μυστήριο και έναν παράξενο, απροσδιόριστο εξωτισμό, βγαλμένο μέσα από τις αντιθέσεις των κόσμων που διασταυρώνονται σ’ αυτήν. Τις αντιθέσεις της ιστορίας που γράφτηκε απ’ αυτούς και που κάθε μέρα συμπληρώνει και γεμίζει την εικόνα και τη ζωή της: γιατί η Καζαμπλάνκα, καθώς κι οι περισσότερες πόλεις του Μαρόκου, γεννήθηκαν μέσα από τις αντιθέσεις τους. Πόλεις σύγχρονες, αλλά ταυτόχρονα και ιστορικές, θρησκευτικές, των αυστηρών ηθών και της παράδοσης αλλά και της διασκέδασης και της απόλαυσης· πόλεις εμπορικές αλλά και βιομηχανικές, μεγαλοαστικές και προλεταριακές, απλωμένες αλλά και πυκνές· νέες πόλεις και παλιές, μοντέρνες και παραδοσιακές, ευρωπαϊκές και αραβικές, της Δύσης και της Ανατολής· οι πόλεις του Μαρόκου χρωστούν τη γοητεία τους σ’ αυτές τις αντιθέσεις


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

2

τους, σ’ αυτές τις όλων των ειδών συγκρούσεις, που διακριτικά ήδη διαγράφονταν στο τοπίο τους από τις πρώτες κιόλας επαφές τους με τον εξωαραβικό, το δυτικό κόσμο και που από το 1912 και για 45 περίπου χρόνια μετατράπηκαν σε επίσημη πολιτική, με την εγκατάσταση στη βορειοαφρικανική χώρα του γαλλικού Προτεκτοράτου, συνεχίζοντας μέχρι και σήμερα να ζουν στον απόηχο της ιστορίας μιας αποικιοκρατίας που άλλαξε μια για πάντα την όψη και τη ζωή τους. Περιπλανώμενη στις πόλεις αυτές για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1996, διαπίστωσα σε όλο το μεγαλείο της τη γοητεία αυτών των αντιθέσεων. Αναρωτήθηκα, απολαμβάνοντας τον ιδιότυπο σημερινό εξωτισμό τους, ποιοι δρόμοι τις έχουν άραγε οδηγήσει ως εδώ... Τι ήταν αυτό που έπαιξε τον πιο αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία της σημερινής σύνθετης όψης τους... Ποιες διαδικασίες προκάλεσαν τις τόσο έντονες αντιφάσεις τους... Τι μας μαρτυρούν αυτές οι αντιφάσεις για την ιστορία τους και πώς επιδρούν στη σημερινή αστική τους καθημερινότητα... Ψάχνοντας για απαντήσεις σ’ αυτές τις αναρωτήσεις μου επικεντρώθηκα στην προσεκτική παρατήρηση του τοπίου που με περιέβαλλε. Επεξεργάστηκα καταρχήν το αρχιτεκτονικό στοιχείο του, επεκτείνοντας στη συνέχεια, το ενδιαφέρον μου στην αστική του μορφή, ολοκληρώνοντας τις παρατηρήσεις μου με την εστίαση στην κοινωνική σύσταση και το πολιτιστικό του περιεχόμενο. Όλα αυτά, μέσα από μια διαδικασία που αναπόφευκτα με έφερε αντιμέτωπη με έννοιες, καταρχήν ιστορικές, οικονομικές και γεωπολιτικές. Έννοιες που συνδύαζαν τα γεωγραφικά δεδομένα του τόπου, με τα οικονομικά και πολιτιστικά του χαρακτηριστικά. Την ιστορία του με τις πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα σ’ αυτόν, ή έξω απ’ αυτόν και που τον επηρέασαν στις διάφορες εποχές. Τη θρησκεία του με τις κοινωνικές δραστηριότητες, τα ήθη του με την καθημερινή του ζωή... Αλλά και με έννοιες σύγχρονες, όπως η ανάπτυξη κι ο εκσυγχρονισμός, η εκβιομηχάνιση κι ο οικονομικός προγραμματισμός, ο αστικός, ο αρχιτεκτονικός κι ο χωροταξικός σχεδιασμός. Έννοιες που πρωτοεμφανίστηκαν στον τόπο αυτό με την επαφή του με τη Δύση, και με την ιδιότυπη σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσά τους μέσα από το σύνθετο φαινόμενο της αποικιοκρατίας. Πεπεισμένη ότι όλες αυτές οι έννοιες είναι αλληλένδετες στο ρόλο που έχουν παίξει στο σχηματισμό των σημερινών μαροκινών πόλεων, ξεκίνησα να εξερευνώ και πρακτικά


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

3

το τοπίο των αντιθέσεων μέσα από τις αλληλεπιδράσεις που τις δημιούργησαν. Μετέφερα τις αναζητήσεις μου στο πλαίσιο μιας επιστημονικής έρευνας, που θα εστίαζε τις παρατηρήσεις μου στους τομείς της αστικής ανάπτυξης και του αστικού σχεδιασμού, έτσι όπως αυτοί εφαρμόστηκαν στη χώρα, στα χρόνια του γαλλικού Προτεκτοράτου, το οποίο και θεωρώ σαν το βασικό πυροδοτικό τους μηχανισμό. Θα εξέταζα έτσι, τη μοντέρνα αποικιοκρατία σαν πολεοδομικό φαινόμενο. Για να πετύχει όμως αυτό, ήταν απαραίτητο να θέσω ένα πιο συγκεκριμένο πλαίσιο στη μελέτη μου, δίνοντας καταρχήν κάποιους θεμελιώδεις ορισμούς στις έννοιες, στις οποίες θα επικεντρωνόμουν και στη συνέχεια, καθορίζοντας το θεματικό εύρος, που θα έπαιρνε η έρευνά μου. Πιο συγκεκριμένα, εντάσσοντας την αστική ανάπτυξη στην ευρύτερη έννοια της ανάπτυξης, έδωσα στη συνέχεια σ’ αυτήν, τον ορισμό που της έχουν δώσει οι πατέρες της κοινωνιολογίας: όχι μόνο, δηλαδή σαν μιας ποσοτικής οικονομικής διαδικασίας, όπως συχνά εκλαμβάνεται, αλλά σαν «του σύνολου των ποιοτικών αλλαγών» που συμβαίνουν ή εφαρμόζονται σε μια δεδομένη κοινωνία, «για τη δημιουργία νέων οικονομικών και μη οικονομικών δομών» (D.F. Dowd,1967,153). Με την έννοια αυτή, και η αστική ανάπτυξη θα έπαιρνε για τη μελέτη μου τη σημασία όχι μόνο της βιομηχανικής ανάπτυξης μιας πόλης, αλλά κι ενός συνόλου επιπρόσθετων αλλαγών που θα συνέβαιναν παράλληλα και σε άλλους τομείς, όπως στην αστική αρχιτεκτονική, την πολεοδομική κι αρχιτεκτονική νομοθεσία, τους πολιτικούς και διοικητικούς θεσμούς, την πολιτιστική ταυτότητα ή τις κοινωνικές συμπεριφορές. Αντίστοιχα, με απασχόλησε κι ο ορισμός του εκσυγχρονισμού. Μίας έννοιας που έχει συνοδέψει την αστική ανάπτυξη σε όλες τις εποχές, αφού τις περισσότερες φορές οι αλλαγές που έφερνε αυτή η τελευταία επιτελούνταν μέσα από κάποιου είδους εκσυγχρονιστική διαδικασία. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο εκσυγχρονισμός δεν αποτελεί μια έννοια με απόλυτα συγκεκριμένη ταυτότητα ούτε παρουσιάζει κάποια καθορισμένα χαρακτηριστικά, δεν μπορούσσα να τον ορίσω παρά μόνο μέσα από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται: από τη σχέση δηλαδή που τον συνδέει με τα στοιχεία πάνω στα οποία επιδρά. Όρισα έτσι τον εκσυγχρονισμό σαν την εξελικτική διαδικασία μιας αλλαγής, που γίνεται αισθητή σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης καθημερινότητας, μεταβάλλοντας τη μορφή και το περιεχόμενό τους μέσα στο χρόνο και το χώρο. Μια διαδικασία που επιτρέπει σε μια δεδομένη


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

4

κοινωνία τη μετάβαση στον εκάστοτε μοντερνισμό, εμφανιζόμενη σαν τη χαρακτηριστική έκφραση ενός πολιτισμού, που αντιτίθεται σε κάθε παλαιότερο ή παραδοσιακό πολιτισμικό στοιχείο, και δίνει τις πιο έντονες αντιφάσεις της, όταν συμβαίνει σε χώρους με παλιά κι ισχυρή παράδοση, όπως στις κοινωνίες που βίωσαν το φαινόμενο της αποικιοκρατίας. Εξέτασα, λοιπόν, την αποικιοκρατία σαν πολεοδομικό φαινόμενο ή αλλιώς σαν το φαινόμενο της εξαγωγής του αστικού σχεδιασμού από την ευρωπαϊκή Δύση στις αποικίες της, μέσα από την έννοια της ανάπτυξης σαν ποιοτικής αλλαγής κι από τη διαδικασία του εκσυγχρονισμού και την αναζήτηση του μοντέρνου, προσδιορίζοντας αυτό το τελευταίο, μέσα από το συσχετισμό του με την αστική ανάπτυξη, σαν ένα νέο τρόπο ζωής και χώρο ζωής, καθώς και σαν πολεοδομική έκφραση της Δύσης μετατοπισμένης εκτός έδρας. Ταυτόχρονα, με απασχόλησαν και οι αλληλεπιδράσεις που θα προκαλούσε αυτή η εξαγωγή ανάμεσα στον εξαγωγικό φορέα και τον αστικό χώρο της υποδοχής της. Ωστόσο το να γράψω, όπως την είχα συλλάβει, την ιστορία μιας πολεοδομικής κι αρχιτεκτονικής επιχείρησης που θα στεκόταν απέναντι στις ανάμεικτες τύχες των Νέων Πόλεων του 20ού αιώνα, προϋπόθετε να κατανοήσω προηγουμένως την πολεοδομική μορφή αυτών των τελευταίων, να εξερευνήσω τις γενικές αρχές των διαδοχικών τους σχεδίων, τις κατηγορίες των αστικών χώρων τους και τους τύπους των πολεοδομικών τους ιστών. Χρειαζόταν, επίσης, να διερευνήσω και τους τύπους και την οργάνωση των κατοικιών τους, καθώς και τον τρόπο της ζωής των κατοίκων τους: να διερευνήσω, δηλαδή, αν υπήρχε ένας ή κάποιοι τρόποι ζωής, τυπικοί των Μαροκινών αστών, κάποια ειδικά μοντέλα συμπεριφοράς, συγκεκριμένα γούστα ή απαιτήσεις στην καθημερινή άνεση, κι όλα αυτά, συσχετιζόμενα με τα κλιματολογικά, τα εθνολογικά ή τα πολιτιστικά δεδομένα του τόπου. Σαν μεσάζοντας λοιπόν, ανάμεσα σ’ αυτά τα τοπικά δεδομένα και στα ευρωπαϊκά πιστεύω, η κουλτούρα των πολεοδόμων και των αρχιτεκτόνων των μαροκινών πόλεων, με καλούσε να κάνω την ανάλυση της σύστασης και της μετάδοσής της. Να ρίξω φως στις διαδικασίες με τις οποίες οι κοινωνικές σχέσεις στο πλαίσιο των αναπτυσσόμενων αποικιακών πόλεων, συνδυάζονταν με τις υπάρχουσες χαράξεις και συγκεκριμενοποιούνταν στις κατασκευαστικές μορφές. Μια αποστολή, όμως, τόσο μεγάλου βεληνεκούς, ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια της


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

5

μελέτης μου, όπως την είχα αρχικά ορίσει. Ήταν απαραίτητο λοιπόν, να προσδιορίσω και κάποια χρονολογικά πλαίσια, μέσα στα οποία θα περιόριζα τις παρατηρήσεις μου. Έτσι, θα εστίαζα στο τμήμα εκείνο της γαλλικής αποικιοκρατίας που ακολούθησε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια περίοδο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο από ιστορικής πλευράς, γιατί ουσιαστικά κλείνει το κεφάλαιο της αποικιοκρατίας για όλες τις μεγάλες Δυνάμεις και τις κτήσεις τους και μαζί του, κι ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας ιστορίας, χρονολογούμενο ακόμα απ’ τους αρχαίους χρόνους, όσο και από πολεοδομικής, γιατί για πρώτη φορά την περίοδο αυτή αρχίζει να γίνεται συνειδητός ο συσχετισμός του αστικού σχεδιασμού με την ιδέα της ανάπτυξης, όχι μόνο σαν οικονομικής διαδικασίας αλλά και σαν της προοδευτικής μετατροπής της κοινωνίας, όπως δηλαδή επιθυμούσα να την εξετάσω. Ξεκίνησα λοιπόν, από την ερώτηση-αφετηρία: “Πώς οραματίστηκε η μεταπολεμική Ευρώπη την αστική ανάπτυξη στον Αραβικό Κόσμο”, για να αναζητήσω τις απαντήσεις μου στο πολεοδομικό έργο του Michel Ecochard, ανάμεσα στο 1946 και το 1953. Μια περίοδο κατά την οποία ο Γάλλος αυτός πολεοδόμος εργάστηκε σαν Διευθυντής της υπηρεσίας Πολεοδομίας, απεσταλμένος του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών στο Προτεκτοράτο του Μαρόκου. Πιο συγκεκριμένα, προσπάθησα να ανακαλύψω μέσα από αυτό, ποια είναι η σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή πολεοδομία (ή όπως αλλιώς θα την ονομάζω, πολεοδομία του εκσυγχρονισμού) και σε μια αποικιοκρατούμενη περιοχή με μακριά τοπική παράδοση, έντονα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και μεγάλη πολιτιστική διαφορά από τη μητρόπολη. Πώς μπήκε σε εφαρμογή σε μια τέτοια περιοχή η επιχείρηση του εκσυγχρονισμού. Ποιες ήταν οι αλληλεπιδράσεις των δύο πολιτιστικών συστημάτων μέσα από αυτήν την πολεοδομική σύγκρουση. Ποιοι ήταν οι συμβολισμοί της και ποιος ο κοινωνικός της αντίκτυπος; Κι όλα αυτά, μέσα από μια μελέτη, της οποίας ο στόχος δεν ήταν να παρουσιάσει μια δυτική ερμηνεία των πολεοδομικών μηχανισμών αντιπαραθέτοντας σ’ αυτήν μια ανατολική ή μία μη δυτική, αλλά να εστιάσει με επιλεκτικό τρόπο στο πολιτιστικό υβρίδιο, που γεννήθηκε από τις γεωγραφικές μετατοπίσεις θεσμικών, διοικητικών, κοινωνικών, αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών ταυτολογικών χαρακτηριστικών και να μας δώσει μέσα από την ανάλυση και την παρατήρηση, στοιχεία για τις σημερινές εικόνες της μαροκινής πόλης.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

6

Ωστόσο, το έργο αυτό δε θα μπορούσε να εξεταστεί με πληρότητα αν δεν το ταύτιζα πάνω απ’ όλα με την εποχή του. Την ιστορική, δηλαδή στιγμή, στην οποία δημιουργήθηκε. Τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες που το υπαγόρευσαν. Τις διεθνείς ιδεολογίες που το συνόδευσαν. Τις σύγχρονές του θεωρίες που το επηρέασαν, με το γεωγραφικό χώρο, στον οποίο εφαρμόστηκε, με την ιστορία και τις τοπικές πολιτιστικές ιδιαιτερότητες. Με τους ρόλους που έπαιξαν στις εφαρμογές σημαίνοντες τοπικοί παράγοντες ή συγκρουόμενα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα. Με την ιδιαίτερη προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του και των πολιτικών προσώπων ή των επαγγελματιών που τον περιέβαλλαν και τον υποστήριξαν. Παράλληλα όμως, η ανάλυσή μου δεν στόχευε να διατηρήσει μια χροιά στατική ή απλά ιστοριογραφική. Αντίθετα, εξαρχής η προσέγγισή μου δεν εννοούσε τη μελέτη της ιστορίας, παρά μόνο μέσα από την έννοια της μετάβασης, του χρόνου και της κίνησης· μέσα από μια διαδικασία αχώριστα συνδεδεμένη με όλους τους τομείς και της κοινωνικής επιστήμης, που της επέτρεπαν έτσι να ξεπεράσει τα στενά όρια του τομέα της ιστορίας της πολεοδομίας και να προσφέρει μια εναλλακτική βάση για μελέτες ταυτόχρονα πολλών διαφορετικών επιστημονικών κλάδων. Να μην παραμείνει μόνο μια διεξοδική ανάλυση του Αραβικού Κόσμου και της μοντέρνας πολεοδομικής του ιστορίας αλλά να αποτελέσει γενικότερα μια επιστημονική συμβολή στη θεωρία του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού, στη γνώση των κανόνων, της μεθοδολογίας και των πρακτικών μηχανισμών της εφαρμογής τους, καθώς και στην επεξεργασία των διδαγμάτων, που αυτά μας έχουν μεταφέρει μέχρι σήμερα μέσα από το χρόνο, σχετικά με την οικονομική και την κοινωνική ευθύνη που φέρει το Κράτος στη διαμόρφωση του αστικού περιβάλλοντος και τη συμμετοχή και συμβολή του πολίτη στο σχεδιασμό του δικού του αστικού χώρου. Όλα αυτά μέσα από μια προσέγγιση που ταυτόχρονα, εκτός απ’ το παρελθόν, να αγγίζει και την επικαιρότητα, γιατί επεξεργάζεται κάποιες έννοιες που ακόμα και σήμερα προβληματίζουν έντονα τη θεωρία του σχεδιασμού. Τη σχέση και τη συνεργασία του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα ή τη χωρική διακυβέρνηση και οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να προσεγγίζονται ακόμα από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο που εξετάζουμε. Έτσι, πιο συγκεκριμένα, σε επίπεδο πολεοδομίας, η διατριβή μου ασχολείται με τις ευρωπαϊκές εμπειρίες εκτός του ευρωπαϊκού χώρου και μάλιστα σ’ ένα περιβάλλον πολύ κοντινό


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

7

γεωγραφικά στην Ευρώπη και πολύ συνδεδεμένο με αυτήν ιστορικά αλλά και πολιτιστικά και πολεοδομικά, ιδιαίτερα με τη Λεκάνη της Μεσογείου, αποτελώντας μια συμβολή γενικά στη μελέτη της ιστορίας της πόλης, της αραβικής αλλά και της μεσογειακής. Ταυτόχρονα όμως, συμβάλλει και στη μελέτη της ευρωπαϊκής πολεοδομίας και ειδικότερα της μοντέρνας πολεοδομίας, του 20ού αιώνα, δεδομένου ότι ασχολείται με ένα γεωγραφικό χώρο, στον οποίο η ευρωπαϊκή πολεοδομία πειραματίστηκε πάνω σε θέματα που αργότερα ξαναγύρισαν κι εφαρμόστηκαν πίσω στην Ευρώπη. Με αυτή λοιπόν την επιπλέον διάσταση, η διατριβή μου δε συνεισφέρει απλά στην κατανόηση της επίδρασης, που είχε η γαλλική πολεοδομική επέμβαση στον αστικοκοινωνικό χώρο της αποικίας της, και κατά συνέπεια στην πολεοδομική ιστορία αυτού του τόπου, αλλά ταυτόχρονα συνιστά και μέρος της ίδιας της ευρωπαϊκής ιστορίας της πολεοδομίας, κι ίσως και γενικότερα της ευρωπαϊκής ιστορίας, αφήνοντας δίκαια να αναρωτηθεί κανείς, γιατί μια χώρα σαν την Τουρκία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι τελικά και το Μαρόκο; Εκτός όμως, από τον τομέα της ιστορίας και της πολεοδομίας, προχωρώντας πέρα από τα αστικά φαινόμενα, η διατριβή αυτή μπορεί να συνεισφέρει στη γνώση της επιστημονικής κοινότητας, στην πολιτική και την κοινωνική επιστήμη, για την κατανόηση των διεθνών σχέσεων και τη γνώση του Αραβικού Κόσμου. Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει για την ελληνική επιστημονική κοινότητα, εφόσον εξετάζει κι αναλύει πολεοδομικά φαινόμενα, που ειδικότερα σε θέματα θεσμών, μηχανισμών, διαδικασιών και μεθοδολογίας, εμφανίζουν σαφείς αναλογίες με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η προπολεμική κι αγροτική ακόμα Ελλάδα, σαν το διαχωρισμό των ρόλων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ή τις δυσκολίες της μεταπολεμικής περιόδου κι ιδιαίτερα των τελευταίων δεκαετιών που απασχόλησαν τη χώρα μας σε θέματα πολεοδομίας κι ανάπτυξης· θέματα σχετικά τόσο με πρακτικά ζητήματα όσο και με τη θέσπιση νέων κοινωνικών και πολιτιστικών κανόνων· κανόνων που έφεραν τη σύγκρουση των επίσημων πολεοδομικών εφαρμογών με τα παραδοσιακά έθιμα, ή τις λύσεις για την προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα εισαγόμενων θεσμών από την ευρωπαϊκή πολεοδομία - τη γερμανική ή τη γαλλική (όπως για παράδειγμα, στον τομέα του αστικού σχεδιασμού, την εισφορά σε γη που καθιερώθηκε με το Σύνταγμα του 1975 και την πολεοδομική νομοθεσία του 1978 και του 1983).


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

8

Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ

Για να θέσω, λοιπόν, πρώτα το γενικότερο πλαίσιο μέσα από το οποίο γεννήθηκε η σημερινή μαροκινή πόλη, θα κάνω μια αναγκαία ανασκόπηση στις συνθήκες που επικρατούσαν αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Μαρόκο αλλά και στο γαλλικό μητροπολιτικό χώρο, επικεντρωνόμενη καταρχήν στην πολιτική κατάσταση. Με το τέλος του Πολέμου η Γαλλία είναι εξουθενωμένη: τεράστιες υλικές καταστροφές, οικονομική εξάντληση της χώρας, έντονη κοινωνική ανισότητα, πληθυσμιακή και δημογραφική κινητικότητα συνόδεψαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η ανεργία κι οι κοινωνικές αναταραχές, η κυβερνητική αστάθεια, οι εξωτερικές διαπραγματεύσεις για τις διεθνείς συνθήκες και συμφωνίες, και γενικά η όλη προσπάθεια για τη μεταπολεμική ανόρθωση της χώρας, είχαν απορροφήσει σχεδόν ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον της μητρόπολης, έχοντας στρέψει τις προσπάθειές της στην επίλυση των εσωτερικών της ζητημάτων, κι αφήσει τις αποικίες χωρίς επίσημη αναπτυξιακή πολιτική, στην κρίση και το πρόγραμμα του εκάστοτε Γενικού Διοικητή τους. Επιπλέον, όσο κι αν στη θεωρία η ανάπτυξη των τελευταίων επείγε για την υποστήριξη της γενικότερης ανασυγκρότησης της μητρόπολης, η άμεση κατάστρωση κι εφαρμογή αναπτυξιακών προγραμμάτων έμοιαζε να κατευθύνεται κι από άλλους παράγοντες: η στασιμότητα κι η αβεβαιότητα των χρόνων της Κατοχής, σε συνδυασμό και με τις οικονομικές δυσχέρειες της Γαλλίας, είχαν παγώσει στη διάρκεια του Πολέμου κάθε μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στις αποικίες κλονίζοντας την εικόνα της παντοδυναμίας του αποικιοκράτη. Την ίδια στιγμή, ο πολιτικός δυαδισμός στη μητρόπολη ανάμεσα στους οπαδούς του Vichy και τους αντιστασιακούς, κι οι διαμάχες της εξουσίας στην ελεύθερη Γαλλία, είχαν μετατραπεί για τους αποικιακούς πληθυσμούς σ’ ένα πολιτικό χάος. Πολύ περισσότερο δε στο Μαρόκο, όπου με την απόβαση των αγγλοσαξονικών δυνάμεων του ‘42 και τον αντίκτυπο της αμερικανικής (αντιαποικιοκρατικής) παρουσίας, είχε ξυπνήσει ένα έντονο πνεύμα εθνικισμού. Ενός εθνικισμού, που προωθούνταν μέσα από τους αστικούς κύκλους των μαροκινών διανοούμενων, και τον τοπικό και διεθνή αραβικό τύπο, αλλά που υποστηριζόταν ταυτόχρονα από τη διεθνή κοινότητα και με συγκαλυμμένο τρόπο και από τα στελέχη της μαροκινής πολιτικής ηγεσίας, και που ώριμο πια κι ασυμβίβαστο, ζητούσε την ανεξαρτησία της χώρας (Μανιφέστο Ανεξαρτησίας της Ιstiqlal, 11/01/1944).


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

9

Ωστόσο, αν η ηθική απογοήτευση της ήττας του ‘40, η ντροπή της συνθηκολόγησης και της συνεργασίας με το Γ’ Ράιχ κι ο κλονισμός των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων, είχαν με την απελευθέρωση γεννήσει σε γαλλικό κράτος και λαό τα πιο γενναιόδωρα και φιλελεύθερα αισθήματα, η πιθανότητα μιας άμεσης αποαποικιοποίησης του Προτεκτοράτου δεν αποτελούσε επιλογή. Η μητρόπολη δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αποχωριστεί την αποικία της και με τη διεθνή γνώμη αντίθετη πια σε κάθε μορφή αποικιοκρατίας, ο μόνος τρόπος για να κερδίσει χρόνο ήταν οι μεταρρυθμίσεις. Μια σειρά από μεταρρυθμίσεις, σαν πλαίσιο για την ανάπτυξη της αποικίας, οι οποίες όμως εκτός από την ταχύτητα, θα έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη τους τώρα και τον εθνικισμό. Iδιαίτερη δε προσοχή έπρεπε πια να δοθεί σ’ ό,τι θα σχετιζόταν με τα θέματα της αστικής ανάπτυξης, δεδομένου ότι ο εθνικισμός στη μεταπολεμική εκδοχή του, αποτελούσε φαινόμενο κατεξοχήν των μεγάλων πόλεων.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΑΡΟΚΟ Ανάλογα επηρεασμένος από τον Πόλεμο, εμφανίζεται την ίδια περίοδο στο Προτεκτοράτο κι ο τομέας της οικονομίας. Η υποβάθμιση των εξαγωγών κι ο περιορισμός του εισαγωγικού εμπορίου της αποικίας, σε συνδυασμό και με την παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων που είχαν μονοπωλήσει την εγχώρια παραγωγή και την κατανάλωση στις αστικές αγορές, είχαν αφήσει τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού να καλύπτονται από τα περισσεύματα. Η επιβολή δελτίων και η μαύρη αγορά είχαν οδηγήσει τη μικροοικονομία της χώρας σχεδόν στην εξαφάνιση. Παρ’ όλες όμως τις δυσχέρειες, η μεγαλοοικονομία του Μαρόκου (χονδρικό εμπόριο και βιομηχανία) θα βγει από τη δύσκολη περίοδο αναμφίβολα αναζωογονημένη, αφού στηριζόταν σ’ όλο αυτό το διάστημα από τους ντόπιους μεγαλέμπορους και βιομήχανους: o περιορισμός των εισαγωγών και η συνεπακόλουθη αύξηση των τομέων της εγχώριας παραγωγής είχαν συμβάλει, ώστε η οικονομία της χώρας να βρεθεί την επόμενη του Πολέμου σε πλήρη εξέλιξη, δοκιμάζοντας ήδη από το 1944 μια δυναμική ανάπτυξη που πολύ σύντομα θα πετύχαινε να ενσωματώσει τη γαλλική αποικία στο κύκλωμα των διεθνών συναλλαγών διπλασιάζοντας σε διάστημα έντεκα μόνο χρόνων (1938 - 1949) το οικονομικό της δυναμικό.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

10

Ωστόσο, μια τόσο απότομη εξέλιξη δεν μπορούσε να έρθει χωρίς αρνητικά επακόλουθα. Μια σειρά από κοινωνικά φαινόμενα θα αποκάλυπταν στο πραγματικό τους μέγεθος, την ασυμβατότητα και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον αγροτικό και τον αστικό κόσμο, που η γενικευμένη κι ενιαία λειτουργία της αποικιακής μηχανής είχε ως τότε καλύψει κι εξομοιώσει. Η ήττα και κυρίως η συνθηκολόγηση της Γαλλίας, θα έφερναν στην αποικία την ολοκληρωτική αναστάτωση. Από τις αρχές του ‘41 γύριζαν πίσω όλα τα επιστρατευμένα αποικιακά στρατεύματα και μαζί τους και χιλιάδες μαγκρεμπίνοι εργάτες, που είχαν μεταναστεύσει προπολεμικά στη μητρόπολη. Με την επάνοδό τους, βρέθηκαν μπροστά στο οξύ πρόβλημα της ανεργίας, ένα πρόβλημα, που θα γινόταν ακόμα πιο έντονο με τη μαζική αγροτική μετανάστευση, που η φτώχεια και η έλλειψη των τροφίμων, είχαν φέρει στις αστικές ζώνες. Επιπλέον, η επιβολή των δελτίων, η άνοδος των τιμών και πάνω απ’ όλα, η προκλητική στάση των μεγαλέμπορων, που σε όλα τα χρόνια του Πολέμου είχαν κυριαρχήσει στις αστικές αγορές, θα άφηναν να φανεί πια σε όλο του το μεγαλείο, το οικονομικοκοινωνικό χάσμα ανάμεσα στην αστική και την αγροτική τάξη τονίζοντας τις κοινωνικές διαφορές στη χώρα. Τέλος, με την απελευθέρωση θα ερχόταν να προστεθεί ώριμος πια, κι ο αντίκτυπος της οικονομικής πολιτικής από την προπολεμική ακόμα φάση του Προτεκτοράτου, που τόσα χρόνια ο Πόλεμος κι η οικονομική κρίση της δεκαετίας, που του είχε προηγηθεί, δεν είχαν αφήσει να φανεί. Η απόφαση του πρώτου Γενικού Διοικητή της αποικίας, Στρατάρχη Lyautey, να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της οικονομικής ζωής της χώρας απ’ το εσωτερικό της (όπου ήταν κατά παράδοση συγκεντρωμένη) στις παραλιακές της ζώνες (για την εξυπηρέτηση της μητρόπολης) είχε μακροπρόθεσμα προκαλέσει μια έντονη οικονομική ανισορροπία, που τώρα πλέον, εκφραζόταν μέσα από δύο θεμελιώδεις δημογραφικές αλλαγές κι από ένα σύνολο αστικοκοινωνικών προβλημάτων που πήγαζαν απ’ αυτές, και που έβρισκαν την κορύφωσή τους στην υδροκεφαλική εικόνα της Καζαμπλάνκα.

ΟΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥΣ Η πρώτη από αυτές αφορούσε στα πληθυσμιακά μεγέθη. Με την υπογραφή της ειρήνης και την αποχώρηση των φιλοξενούμενων δυνάμεων, θα αποκαλύπτονταν οι πραγματικές διαστάσεις των δημογραφικών μεταβολών, που είχαν συμβεί στο μεταξύ στην αποικία και


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

11

των οποίων το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η απότομη αύξηση του πληθυσμού. Ο μαροκινός πληθυσμός εξακολουθούσε να διατηρεί την παραδοσιακή πολυεθνική σύνθεσή του, από μουσουλμάνους Άραβες, Βερβερίνους του Άτλαντα και της ερήμου, Ευρωπαίους άποικους και μετανάστες, και μαροκινούς εβραϊκούς πληθυσμούς διάφορης προέλευσης. Διατηρούσε, επίσης και τις παραδοσιακές αναλογίες των πληθυσμών του, που το Προτεκτοράτο ελάχιστα είχε διαταράξει, στο διάστημα αυτό. Ωστόσο, με την πολιτική σταθερότητα που είχε φέρει η γαλλική παρουσία, τα αυστηρά μέτρα που είχαν επιβληθεί για τη δημόσια υγεία κι υγιεινή, και τα προσφυγικά ρεύματα που είχε φέρει απ’ την Ευρώπη ο Πόλεμος, ο πληθυσμός είχε στο μεταξύ συνολικά σχεδόν διπλασιαστεί (από 4.220.000 κατ. το 1926, σε 8.225.000 στην απογραφή του 1947). Γεγονός που άλλαζε ολοκληρωτικά την κλίμακα των ανθρώπινων συγκεντρώσεων, σε πόλεις και ύπαιθρο. Παράλληλα με την αύξηση όμως, είχε συμβεί και μια δεύτερη δημογραφική αλλαγή. Το φαινόμενο της μαζικής εσωτερικής μετανάστευσης, πρωτοφανές σε έκταση κι ένταση για τη χώρα, που αποκαλύφθηκε την επόμενη του Πολέμου, είχε κλονίσει τις παραδοσιακές δημογραφικές ισορροπίες, αλλάζοντας με τη σειρά του τις κοινωνικές αναλογίες των αστικών κι αγροτικών πληθυσμών, κι αναπαράγοντας στο Μαρόκο φαινόμενα που θύμιζαν την Ευρώπη του 19ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, αυτή η γενικευμένη ανθρώπινη μετακίνηση, που είχε ξεκινήσει σταδιακά ήδη πριν από τη δεκαετία του ‘30, αφορούσε κυρίως στον τοπικό μουσουλμανικό πληθυσμό κι ακολουθούσε μια τριπλή διαδρομή: από το εσωτερικό της χώρας προς τις παραλιακές ζώνες· από την ύπαιθρο προς τις πόλεις· κι από το Νότο προς το Βορρά. Από αυτές τις μετακινήσεις, η πρώτη ήταν το αποτέλεσμα της τεράστιας έλξης που ασκούσαν τα παράλια στους κάτοικους της ενδοχώρας, μετά το άνοιγμα από τους Γάλλους των μεγάλων ατλαντικών λιμανιών. Η δεύτερη οφειλόταν στη γοητεία που ασκούσε στους φτωχούς αγροτικούς πληθυσμούς, η βιομηχανοποίηση, που είχε εφαρμόσει στα μεγάλα αστικά κέντρα το Προτεκτοράτο, κι η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Η τρίτη, δεν αποτελούσε παρά τη συνέχιση της παραδοσιακής μετακίνησης (απ’ τις άγονες ζώνες της Σαχάρας προς τις μεγάλες πόλεις του μαροκινού Νότου), που επέβαλλαν στις φυλές η ξηρασία κι η φτώχεια της ερήμου. Ενα φαινόμενο, που μετά τον Πόλεμο, χάρη στην ασφάλεια και την ευκολία των μετακινήσεων είχε πάρει ένα χαρακτήρα συστηματικό,


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

12

ενισχυμένο κι από την έλξη που ασκούσε στο Νότο η βιομηχανική ζωή του Βορρά. Αποτέλεσμα αυτών των μετακινήσεων, ήταν τόσο η σταδιακή εγκατάλειψη και παρακμή των εσωτερικών περιοχών της χώρας, άλλοτε κέντρων της κύριας οικονομικής ζωής της Σεριφινής Αυτοκρατορίας, σε όφελος μιας λεπτής παραλιακής λωρίδας, όσο και η κατακόρυφη ελάττωση μέσα σε λιγότερο από τριάντα χρόνια του αγροτικού της πληθυσμού, σε όφελος του αστικού. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στα πρώτα χρόνια του Προτεκτοράτου ο αστικός πληθυσμός δεν ξεπερνούσε το 1/10 του συνολικού μαροκινού πληθυσμού - ποσοστό που αντιστοιχούσε στη δημογραφία της Γαλλίας στις αρχές του 18ου αιώνα, το 1947 είχε φτάσει πλέον το 23% (1.890.000 αστ.), αντιστοιχώντας στα ποσοστά της γαλλικής δημογραφίας του 1850, των αρχών δηλαδή της βιομηχανικής επανάστασης (!). Με άλλα λόγια, με το Προτεκτοράτο και τον Πόλεμο, η γαλλική αποικία είχε διανύσει μέσα σε τριάντα μόνο χρόνια τη διαδρομή που η ίδια η μητρόπολη είχε κάνει με το φυσικό ρυθμό της εκβιομηχάνισης σε 1 1/2 αιώνα (!). Επιπλέον δε, είχε να κάνει και με μια σχεδόν ομοιογενή αγροτική μεταναστευτική μάζα, που μεταφέροντας μαζί της κι όλα τα στοιχεία της τοπικής της κουλτούρας, θα άλλαζε προοδευτικά και τον κοινωνικό χαρακτήρα των παλαιών αστικών κέντρων.

ΤΑ NEΑ ΑΣΤIKO-KOINΩNIKΑ ΠPOΒΛΗΜΑΤΑ Τις πρώτες συνέπειες των δημογραφικών αυτών αλλαγών συναντά κανείς στις αστικές πυκνότητες και τις συνθήκες διαβίωσης στις μεγάλες πόλεις. Ο αγροτικός πληθυσμός που εγκατέλειπε την ύπαιθρο, εγκαθίστατο πρώτα στα παλιά κέντρα, τις παραδοσιακές μεδίνες, τις οποίες και κατάκλυζε ανεξέλεγκτα και με ταχύτατο ρυθμό. Στη συνέχεια, όταν οι πυκνότητες κι οι συνθήκες της ζωής σε αυτές γίνονταν αφόρητες, τα νέα κύματα συγκεντρώνονταν στις περιφέρειες των πόλεων, κοντά στις εισόδους ή σε κοντινή απόσταση από τις βιομηχανίες. Εκεί συνήθως εργάζονταν, και κατοικούσαν σε πρόχειρα καταλύματα, οργανώνοντας τη ζωή τους ομαδικά, στα λεγόμενα bidonvilles (ή παραγκουπόλεις), κάτω απ’ τις πιο πρόσκαιρες συνθήκες. Φαινόμενα εσωτερικής μετανάστευσης δεν ήταν άγνωστα στην ιστορία του Μαρόκου ούτε και σ’ εκείνη του Προτεκτοράτου. Ωστόσο, η διαφορά από τις παλιότερες εποχές, ήταν ότι τώρα, εμφανιζόταν αφενός γενικευμένο σε όλες τις


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

13

μεγάλες αστικές ζώνες της χώρας, κι αφετέρου με υπέρογκες διαστάσεις κι ανεξέλεγκτο ρυθμό εξέλιξης. Παράλληλα, οι ανθυγιεινές συνθήκες, που συνόδευαν αυτές τις μεγάλες ανθρώπινες συγκεντρώσεις, μετέτρεπαν τις παραγκουπόλεις σε εστίες διάδοσης επιδημιών, πόλους ανάπτυξης μικροβίων και βακίλων για τις αστικές και περιαστικές ζώνες και μια ζωντανή απειλή για τη δημόσια υγεία στις πόλεις και τα μεγάλα βιομηχανικά εργοτάξια. Ταυτόχρονα όμως με αυτά τα πρακτικά προβλήματα, μια άλλη παράμετρος, κοινωνικού χαρακτήρα, θα έπαιρνε σημαντική θέση στη μεταπολεμική αστική πραγματικότητα της αποικίας, διαφοροποιώντας το ίδιο αυτό φαινόμενο οριστικά πλέον από εκείνο της εσωτερικής μετανάστευσης κάθε προηγούμενης εποχής. Αυτή δεν ήταν άλλη απ’ την κοινωνική ταυτότητα του νέου αυτού πληθυσμού, που σε συνδυασμό και με τη γεωγραφική του προέλευση θα έφερνε σημαντικές αλλαγές στο αστικοκοινωνικό τοπίο των πόλεων. Πιο συγκεκριμένα, όπως ανέφερα ήδη, η πλειονότητα των νεόφερτων προερχόταν από τις νότιες περιοχές της χώρας, τη Σαχάρα, και τις γειτονικές στην κάθε πόλη αγροτικές ζώνες. Από περιοχές δηλαδή, λίγο ή καθόλου αστικοποιημένες και με κοινή την αγροτική νοοτροπία και την κουλτούρα του Nότου. Η εγκατάστασή τους, λοιπόν, μέσα ή γύρω απ’ τις παραδοσιακές αστικές ζώνες του Μαρόκου, είχε αναπόφευκτα σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αισθητής πολιτιστικής απόστασης ανάμεσα σ’ αυτούς και τους παλιούς αστούς των μεδινών. Οι νεοαφιχθέντες, δύσκολοι στην προσαρμογή τους στα δεδομένα της αστικοποίησης, προτιμούσαν την προχειρότητα του bidonville, όχι μόνο γιατί ήταν γι’ αυτούς πιο προσιτή οικονομικά αλλά κι επειδή ταίριαζε περισσότερο στις δικές τους αγροτικές συνήθειες. Μια προτίμηση που χαρακτήριζε άλλωστε τον μη αστικοποιημένο μαροκινό πληθυσμό ήδη πολύ πριν το Προτεκτοράτο, με τη διαφορά όμως ότι τώρα, πρώτον ο μεγάλος αριθμός των νεοαφιχθέντων, η συνεχής και μαζική εισροή τους κι η ομαδική εγκατάστασή τους, θα συνέβαλλαν ακόμα περισσότερο στη διατήρηση της ιδιαίτερης πολιτιστικής τους ταυτότητας, μη επιτρέποντας τελικά ούτε την πραγματική τους αστικοποίηση ούτε την πολιτιστική τους ενσωμάτωση στον ντόπιο μαροκινό πληθυσμό. Και δεύτερον, ότι η ίδια η απασχόλησή τους (σαν ανειδίκευτων εργατών ή εργαζομένων σε εργοστάσια, λιμάνια ή ορυχεία), που ήταν κοινή λίγο-πολύ για όλους, και οι συνθήκες της εργασίας τους στην πόλη, θα διαφοροποιούσαν και κοινωνικά αυτήν την ημιαστική / ημιαγροτική μάζα, με


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

14

αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας τάξης στο κοινωνικό φάσμα της μεταπολεμικής μαροκινής ζωής αυτής ενός μαροκινού προλεταριάτου που, αν και πολιτιστικά ζούσε στο περιθώριο της τυπικής αστικής μαροκινής κοινωνίας, θα συνιστούσε ωστόσο στο εξής με τη δική του ξεχωριστή ταυτότητα, αναπόσπαστο στοιχείο κι ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής αστικοκοινωνικής εικόνας του Προτεκτοράτου.

ΤΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ EIRIK LΑBONNE Η πρώτη συγκροτημένη επιχείρηση για την επίλυση όλων αυτών των προβλημάτων θα γινόταν το 1946 από το σοσιαλιστή διπλωμάτη Eirik Labonne. Μέσα στους λίγους μήνες της παραμονής του στη Γενική Διοίκηση του Προτεκτοράτου (03/46 - 05/47), θα συνέτασσε ένα πλήρες πρόγραμμα, μια στρατηγική «εξομάλυνσης» όπως την ονόμαζε, της οικονομικής ανάπτυξης του Μαρόκου. Γνωστός για τις προοδευτικές του ιδέες σε θέματα ανάπτυξης και πολεοδομίας, από προηγούμενη παραμονή του στο Μαρόκο, ως Γενικός Γραμματέας του Προτεκτοράτου στη δεκαετία του ‘30, ο Labonne επιλέχτηκε για τη γνώση και την πείρα του στην πολιτική κι οικονομική ζωή της αποικίας και ήταν ο πρώτος κι ο μόνος μετά τον Lyautey, που θα αντιμετώπιζε το ζήτημα του Μαρόκου σαν ένα ενιαίο σφαιρικό πρόβλημα. Επιχειρώντας να δώσει μια λύση σύμφωνη με το πνεύμα και τις ιδέες της εποχής του, θα όριζε σαν κατευθυντήριο άξονα την ιδέα της εκβιομηχάνισης, της οποίας άλλωστε ήταν θερμός υποστηρικτής, εντάσσοντας τις έννοιες της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού σ’ αυτήν, και επιδιώκοντας να βρει λύσεις μακροπρόθεσμες μέσα από την ιδέα μιας ανανεωτικής κοινωνικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, στόχος του αναπτυξιακού του προγράμματος θα ήταν η οργάνωση κι εντατικοποίηση της βιομηχανικής ανάπτυξης της αποικίας και η ταυτόχρονη εφαρμογή, μέσα από την εκπαιδευτική κατάρτιση και την ανύψωση του βιοτικού επίπεδου του αυτόχθονα πληθυσμού. Μια πολιτική της προσέγγισης των εργατικών μαζών, από τις οποίες άλλωστε εξαρτιόταν αυτή η ανάπτυξη. Ωστόσο, για να πετύχει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε ταυτόχρονα να διευθετηθούν κι οι ανωμαλίες που είχαν προκαλέσει μακροπρόθεσμα οι συνέπειες της πολιτικής των πρώτων τριάντα χρόνων του Προτεκτοράτου. Έτσι, στο αναπτυξιακό του πρόγραμμα ο Labonne, αντιμετώπισε τη χώρα σαν μια χρή-


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

15

σιμη ολότητα, προτείνοντας την επίλυση των προβλημάτων μέσα από την επιδίωξη δύο παράλληλων στόχων: της βιομηχανικής της αποκέντρωσης και της δημογραφικής της επανισορρόπησης. Από αυτές, η πρώτη θα στόχευε, με την ανακατανομή των τομέων της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας στην ευρύτερη γεωγραφική της επιφάνεια, στη βιομηχανική αποσυμφόρηση των παραλιακών της ζωνών (με προτεραιότητα εκείνης της Καζαμπλάνκα) και στην οικονομική αναγέννηση της μαραζωμένης ενδοχώρας. Η δεύτερη, θα επιδίωκε την εξεύρεση μιας λύσης για τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των νεόφερτων στις πόλεις αγροτικών πληθυσμών, η οποία όμως να μπορεί συγχρόνως να εγγυηθεί και την προοδευτική κοινωνική τους αφομοίωση. Πιο συγκεκριμένα, στο αναπτυξιακό του πρόγραμμα ο Eirik Labonne θα αποφάσιζε τη χωροταξική μετατόπιση του οικονομικού κέντρου βάρους της γαλλικής αποικίας, από την παραλία, ξανά πίσω προς την ενδοχώρα και την ταυτόχρονη ανακατανομή της βιομηχανικής της δραστηριότητας σε μια πιο ισότιμη γεωγραφική βάση. Παράλληλα, θα διευθετούσε και τη δημογραφική ανισορροπία που είχε διαταράξει τη συνύπαρξη της αγροτικής και της αστικής της ζωής. Μια πρόταση, που ανάτρεπε την κλασική αναπτυξιακή γραμμή του Προτεκτοράτου, αφού αναιρώντας την πάγια ως τότε τακτική, της στροφής δηλαδή, της οικονομίας της προς τη μητρόπολη, έμοιαζε για πρώτη φορά να στοχεύει στην προετοιμασία του πεδίου για μια μελλοντική οικονομική αυτονομία της χώρας. Μια λύση όμως, επίσης, που κάτω απ’ την προφανή επιδίωξή της να επαναφέρει στην αποικία τη χαμένη λειτουργική της ισορροπία, άφηνε να αντιληφθεί κανείς και τη συγκαλυμμένη προσπάθεια του Διοικητή να αποδυναμώσει και την εθνικιστική της δύναμη, που συγκεντρωμένη στις μεγάλες πόλεις της ακτής, συνιστούσε όπως είδαμε απειλή για την ηρεμία και την ομαλή λειτουργία του Προτεκτοράτου. Με το αναπτυξιακό του πρόγραμμα λοιπόν, ο Labonne προσπαθούσε να πετύχει όχι μόνο την οικονομικοκοινωνική επανισορρόπηση στο Μαρόκο αλλά και μια νέα πολιτική διευθέτηση για το Προτεκτοράτο, αφού μέσα από την προοδευτική κοινωνική στάση του, λόγοι σχετιζόμενοι με πιο συντηρητικές θέσεις, όπως η προστασία του θεσμού του Προτεκτοράτου, έπαιζαν κι αυτοί σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις και κατεύθυναν μεγάλο μέρος των στρατηγικών του επιλογών. Έτσι, δε μας εκπλήσσει το γεγονός ότι, παρ’ όλο που ο ίδιος αποσύρθηκε πολύ γρήγορα


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

16

από την πολιτική σκηνή της αποικίας, το αναπτυξιακό του πρόγραμμα ακολουθήθηκε αυτούσιο, ως και μετά το τέλος της αποικιοκρατίας (τα τελευταία τμήματά του έμπαιναν σε εφαρμογή το 1980) και εφαρμόστηκε ακόμα κι απ’ τους πιο συντηρητικούς Διοικητές, αντιπροσωπεύοντας τελικά όλη τη μεταπολεμική φάση του Προτεκτοράτου.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΜICΗEL ECOCHARD Για την υλοποίηση των ιδεών του, ο Labonne είχε ανάγκη απ’ τον κατάλληλο άνθρωπο. Η επιλογή, μέσα από τον κύκλο των στενών προσωπικών και πολιτικών γνωριμιών του, του Γάλλου αρχιτέκτονα πολεοδόμου Μichel Ecochard, για την ανάθεση, το καλοκαίρι του 1946, της διεύθυνσης της υπηρεσίας Πολεοδομίας και Κατοικίας, ήρθε σαν λογικό επακόλουθο των περιστάσεων. Ο Ecochard έμοιαζε να συγκεντρώνει όλα τα προσόντα για την αποστολή. Είχε ήδη επιδείξει στους τομείς της αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας την ώριμη κοινωνική του συνείδηση και την έντονη και μαχητική δραστηριότητά του. Η 15ετής του πείρα του στο χώρο της Μέσης Ανατολής, η ακλόνητη πίστη του στις θεωρίες του Μοντερνισμού και η κοινωνική του άποψη για την πολεοδομία και το ρόλο του πολεοδόμου, αποτέλεσαν καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή του.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ECOCHARD Με την άφιξή του στο Μαρόκο, ο Εcochard θα καθόριζε χωρίς καθυστέρηση τους κατευθυντήριους άξονες της πολιτικής του, μιας πολιτικής της δημόσιας δράσης, κοινωνικής και των μαζών, μιας πολιτικής, όπως την ονόμαζε, «για το μεγαλύτερο αριθμό». Εχοντας στόχο την πολεοδομική υποστήριξη της ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, όπως την πρόβλεπε στο πρόγραμμά του ο Labonne, ο Εcochard θα λάμβανε υπόψη του εκτός από τα τρέχοντα προβλήματα της χώρας, «τις χρηματοδοτικές δυνατότητες της Κυβέρνησης, την εξαιρετικά ταχεία εξέλιξη του πληθυσμού και το κατεπείγον» (Μ. Ecochard, 1957, 3/4), όπως έλεγε, των περιστάσεων. Θα κατάστρωνε, έτσι, από την αρχή ένα πρόγραμμα στραμμένο σε πέντε βασικούς στόχους: α) «τη βιομηχανική αποκέντρωση [απ’ την περιοχή της Καζαμπλάνκα]· β) τη μελέτη των αγροτικών κέντρων [στην ενδοχώρα]· γ) τη


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

17

δημογραφική εξισορρόπηση σε πόλεις και ύπαιθρο· δ) την επέκταση των πόλεων και τα παρελκόμενά της και, ε) τη χάραξη μιας πολιτικής για τη μαροκινή κατοικία με βάση την καταγραφή των αναγκών και τη δημογραφική αύξηση» (Μ. Ecochard, 1951-52, 3). Το νέο πρόγραμμα, θα εφαρμοζόταν ταυτόχρονα σε τρία επίπεδα: χωροταξικό, πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό. Θα περιλάμβανε καταρχήν ένα γενικό σχεδιάγραμμα παράλληλης ανάπτυξης βιομηχανικών πυρήνων, λίγο-πολύ παντού στη μαροκινή επικράτεια. Αυτό θα πρόβλεπε την επιλογή, μετά από προσεκτική μελέτη, κάποιων μεγάλων αστικών κέντρων, σε διάφορες περιοχές της χώρας. Επίσης, θα πρόβλεπε ένα σημαντικό αριθμό αγροτικών κωμοπόλεων, στις εσωτερικές κυρίως γεωγραφικές της ζώνες, που στο εξής θα αναπτύσσονταν με τρόπο ισότιμο και συστηματικό, σε νέα βιομηχανικά κέντρα για το Μαρόκο. Στη συνέχεια, για την κάθε πόλη θα προβλεπόταν ένα ξεχωριστό αναπτυξιακό πρόγραμμα, προσαρμοσμένο κάθε φορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις οικονομικές προοπτικές της καθεμιάς τους, ενώ σε όλα τα διαφορετικά προγράμματα, κι ανάλογα με το είδος, το χώρο και το μέγεθος των απαιτούμενων πολεοδομικών επεμβάσεων, η έμφαση θα δινόταν σε κάποια βασικά σημεία κοινά για όλες τις πόλεις, και τα οποία θα αφορούσαν κυρίως στην επαναστέγαση των bidonvilles, τη χωροθέτηση των νέων βιομηχανιών, την πρόβλεψη επεκτάσεων για τις ζώνες κατοικίας και τις συγκοινωνιακές συνδέσεις. Τέλος, από αρχιτεκτονικής πλευράς, η εξαιρετικά γρήγορη εξέλιξη του πληθυσμού, κυρίως του μουσουλμανικού, του οποίου η στέγαση, θα αποτελούσε και το βασικό θέμα της πολιτικής του Ecochard, θα οδηγούσε αναπόφευκτα, όπως εξηγούσε ο ίδιος «στην αναζήτηση ελαστικών αρχιτεκτονικών τύπων που να μην τον ακινητοποιούν σε έναν τρόπο ζωής για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα» (Μ. Ecochard, 1957, 4) και που να δίνουν την έμφαση στην προοδευτική προσαρμογή του στις έννοιες και τις πρακτικές του εκσυγχρονισμού, η γνωριμία με τις οποίες ήταν κι ο απώτερος σκοπός της αστικοκοινωνικής του πολιτικής. Κλείνοντας, το πρόγραμμα θα πρόβλεπε και μια σειρά από θεμελιώδεις κανόνες, κοινούς για κάθε πρόταση ή επέμβαση, και τυπικούς της σκέψης του εμπνευστή του, οι οποίοι θα συνοψίζονταν στα τέσσερα ακόλουθα σημεία: την πρόβλεψη, την οικονομία, την προοδευτική μετάβαση από την τοπική παραδοσιακότητα στο μοντερνισμό και την εφαρμογή της Χάρτας των Αθηνών, σε όλους τους τομείς που θα άγγιζαν την πολεοδομία και την κατασκευή.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

18

ΤΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Έτσι, στο επίπεδο της χώρας, θα επιλέγονταν συνολικά εννέα πόλεις (έξι στην ατλαντική ακτή και τρεις στο εσωτερικό), με βάση τη γεωγραφική τους θέση, τις φυσικές οικονομικές δυνατότητες της περιοχής τους, το υπάρχον εργατικό δυναμικό και την τεχνική τους υποδομή για να μοιραστούν με την Καζαμπλάνκα το βιομηχανικό φορτίο της αποικίας και άλλα 200 μικρά αστικά κέντρα στην ενδοχώρα, τα οποία θα μπορούσαν να επωφεληθούν από κάποιες υπάρχουσες ευνοϊκές συνθήκες (συνδέσεις, αρδευτικά δίκτυα, ορυκτό πλούτο, τοπικό εμπόριο), που θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξή τους.

Οικονομικός Χάρτης του Μαρόκου, 1950. Η βιομηχανική παραγωγή της χώρας και οι προβλέψεις για τη μελλοντική της ανάπτυξη (Σχέδιο Μ. Εcochard).

Αναγνωριστικά δε, θα επιχειρούνταν κι η εφαρμογή μιας πειραματικής ιδέας: της ίδρυσης απ’ το μηδέν, μιας λεγόμενης βιομηχανικής συνοικίας, εφοδιασμένης μόνο με τη στοιχειώδη αστική οργάνωση, η οποία θα εγκαθίστατο σε ένα επιλεγμένο σημείο κοντινό σε πηγές αγροτικής παραγωγής και θα στέγαζε κάποιες εποχιακές βιομηχανίες μεταποίησης αγροτικών προϊόντων κι ένα μικρό αριθμό μόνιμων υπάλληλων. Η νέα συνοικία


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

19

θα απασχολούσε τους κατοίκους των γειτονικών χωριών και θα είχε σα στόχο της να εξασφαλίσει απασχόληση σε ένα υπάρχον αλλά αδρανές εργατικό δυναμικό, ένα πείραμα που, επαναλαμβανόμενο αργότερα και σ’ άλλες περιοχές της επικράτειας θα πετύχαινε να αξιοποιήσει ένα αγροτικό δυναμικό επί τόπου και χωρίς να το αναγκάσει να υποστεί την πολύπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία της αστικοποίησης.

ΤΟ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ - Η ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ Στο επίπεδο της πόλης τώρα, κι ενώ για την καθεμιά τους θα προβλεπόταν, όπως ανάφερα, ένα ξεχωριστό πρόγραμμα προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις δυνατότητές της, μια ενιαία κεντρική πολιτική θα κατεύθυνε όλες τις πολεοδομικές επιχειρήσεις. Αυτή θα αγνοούσε σε γενικές γραμμές το υπάρχον κτιστό μέρος των πόλεων, για το οποίο θα εφαρμοζόταν απλά μια στοιχειώδης αναβάθμιση, ενώ οι πολεοδομικές προσπάθειες θα εστιάζονταν σχεδόν αποκλειστικά στις επεκτάσεις τους.

Σχέδια διευθέτησης και επέκτασης των μαροκινών πόλεων. Γραμμικές βιομηχανικές επεκτάσεις. Πρόταση λειτουργικής ένωσης των πόλεων Καζαμπλάνκα και Φενταλά. (Rapport préliminaire sur l’aménagement et l’extension de Casablanca, 1951).

Ωστόσο, αυτές οι επεκτάσεις δε θα μπορούσαν πλέον να νοηθούν με βάση την αντίληψη ότι πόλη και περίχωρα αποτελούν μια ενιαία και συμπαγή πολεοδομική ενότητα.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

20

Έτσι, όπως παρουσιάζονταν το 1946, τα αστικά περίχωρα του Μαρόκου, τόσο με τη θέση τους, στις εισόδους των πόλεων, όσο και με τη συνεχή γραμμική τους ανάπτυξη κατά μήκος των κύριων οδικών αξόνων, εμπόδιζαν με την παρουσία τους την ομαλή πρόσβαση σε αυτές. Επίσης, προκαλούσαν μια σταθερή υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής των ίδιων τους των κατοίκων, που βρίσκονταν όλο και πιο μακριά από τους τόπους εργασίας τους και τους υπόλοιπους αστικούς χώρους κοινωνικής δραστηριότητας. Μπροστά στις αρνητικές συνέπειες της αυθαίρετης αυτής ανάπτυξης, ο Ecochard θα εισήγαγε για πρώτη φορά στη γαλλική αποικιακή πολεοδομία την έννοια της οικιστικής μονάδας. Εμπνευσμένη, όπως διευκρίνιζε ο ίδιος, απ’ τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, «η ιδέα της οικιστικής μονάδας θα γεννιόταν από την επιθυμία να δοθούν στις περιαστικές ζώνες οι ουσιαστικές ανέσεις της κοινωνικής ζωής» (R. Forichon, 1950). Έτσι, με κεντρική ιδέα, η κάθε τέτοια ενότητα να μπορεί να εξασφαλίζει στους κατοίκους της τη δυνατότητα να αναπτύξουν μια κανονική επαγγελματική και πολιτιστική δραστηριότητα και μια ολοκληρωμένη αστική και κοινωνική ζωή, η οικιστική μονάδα θα έπρεπε να διαθέτει μια πλήρη εσωτερική οργάνωση, βασισμένη σε «μια μελέτη της κοινωνικής ζωής των [μελλοντικών της] κατοίκων, των αρχών πάνω στις οποίες θα στηριζόταν η ανάπτυξή της, και των αναγκών σε διοικητική οργάνωση κι αστυνόμευση» (Μ. Ecochard, 1951), η οποία θα της επέτρεπε να λειτουργεί σχεδόν αυτόνομα σε σχέση με τη μητέρα πόλη, της οποίας θα αποτελούσε την προέκταση. Εκτός αυτού, θα όφειλε να έχει προκαθορισμένο μέγεθος και γεωγραφικά όρια, καθώς και μια συγκεκριμένη αστική πυκνότητα, που θα κυμαινόταν ανάμεσα στους 50 και 200 κατ./εκτ., αλλά που θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και τους 350 ή και 400, ανάλογα με τους επιλεγμένους για τη συνοικία τύπους κατοικίας. Τέλος, η κάθε οικιστική μονάδα θα προοριζόταν και για ένα προκαθορισμένο μέγεθος πληθυσμιακής συγκέντρωσης, «που δε θα ξεπερνούσε τους 30... το πολύ 40.000 κατοίκους” (Μ. Ecochard, 1955, 101), αριθμός που είχε προκύψει από μια σειρά κοινωνικοοικονομικών μελετών και την εμπειρία από ανάλογες διεθνείς εφαρμογές. Κάθε τέτοια οικιστική μονάδα, στην επέκταση μιας πόλης θα σχημάτιζε μια μικρή «πόλη-δορυφόρο». Ανάλογα, με τον αριθμό των προς στέγαση πληθυσμών και τις ανάγκες σε επεκτάσεις για την κάθε πόλη, μία ή περισσότερες τέτοιες πολιτείες θα εγκα-


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

21

θίσταντο σε προκαθορισμένες εκτάσεις έξω από τα δημοτικά όρια, σχηματίζοντας έτσι, πολλές ξεχωριστές κι ανεξάρτητες οικιστικές συγκεντρώσεις, των οποίων η λειτουργία θα ήταν συντονισμένη με τη βιομηχανία (που θα αποτελούσε συνήθως και τη βασική απασχόληση των κατοίκων τους). Η καθεμία τους, όμως, θα παράμενε αυτόνομη σε σχέση τόσο με τη μητέρα πόλη, όσο και με τις υπόλοιπες όμοιές της, με τις οποίες θα συνδεόταν με γρήγορες κι εξυπηρετικές συγκοινωνίες. Τέλος, από χωροταξικής πλευράς, όλες οι «πόλεις - δορυφόροι» που θα ιδρύονταν στην περιφέρεια μιας πόλης, καθώς κι όσες θα προσθέτονταν μελλοντικά αν οι ανάγκες το απαιτούσαν, θα χωροθετούνταν η μία κοντά στην άλλη σε μια σπονδυλωτή γραμμική διάταξη, που θα έτεινε, όσο το επέτρεπαν οι γεωγραφικές ή άλλες δεσμευτικές συνθήκες, στην αναπαραγωγή του ιδανικού μοντέλου της γραμμικής πόλης του Le Corbusier και της Χάρτας των Αθηνών.

ΤΟ ZONING Σε εφαρμογή τώρα, αυτής της θεμελιώδους ιδέας, θα ερχόταν το zoning του Ecochard, να βάλει τη χώρα στο δικό του πλαίσιο πολεοδομικού εκσυγχρονισμού. Κεντρική ιδέα θα ήταν να εστιάζει στις εκτός των πόλεων επεκτάσεις, διευρύνοντας τα όρια των παλιών δήμων, χωρίς όμως να επεμβαίνει καθόλου στο προπολεμικό τους zoning. Αυτό θα εξακολουθούσε να ισχύει στο εσωτερικό τους, όπως είχε σχεδιαστεί από τη δεκαετία του ‘20. Το νέο σύστημα θα όφειλε ωστόσο, να προβλέπει, μαζί με τις αναγκαίες εκτάσεις για τις επείγουσες αστικές επεκτάσεις, επιπλέον και τόσους συμπληρωματικούς χώρους, όσοι θα κρίνονταν απαραίτητοι και για τις μακροπρόθεσμες επεκτάσεις των πόλεων. Επιπλέον, θα όφειλε να απαντά κατά προτεραιότητα στις ανάγκες του άμεσου βιομηχανικού εκσυγχρονισμού της χώρας και της στέγασης ενός πολυάριθμου, προλεταριακού πληθυσμού, δύο περιορισμών, που θα το έβαζαν στην υπηρεσία κυρίως της βιομηχανίας και της εργατικής κατοικίας. Έτσι, με τις τρεις νέες ζώνες, τις βιομηχανικές, τις εργατικές και τις ζώνες κατοικίας, όπως αντιστοιχούσαν στις λειτουργίες θα εστίαζε στο εξής στην αστική κι οικονομική ζωή της χώρας, το zoning του Ecochard, βασισμένο στη φανκσιοναλιστική οργάνωση και τις υποδείξεις της Χάρτας των Αθηνών, θα έδινε τη βαρύτητα στην εύρεση των κατάλληλων θέσεων κι εκτάσεων για τα νέα εργοστάσια, καθώς και στη στέγαση, εξαρχής και κάτω


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

22

από καλύτερες συνθήκες, του πληθυσμού που δούλευε σε αυτά. Στο ίδιο φανκσιοναλιστικό πνεύμα θα υπάκουαν οι προβλέψεις και για τις υπόλοιπες οικιστικές επεκτάσεις όπως: Η επιλογή της θέσης όλων γενικά των ζωνών, η διευθέτηση της εσωτερικής τους οργάνωσης και της μεταξύ τους σύνδεσης, ο προσδιορισμός του τρόπου λειτουργίας τους κι η επιλογή της πολεοδομικής κι αρχιτεκτονικής τους ταυτότητας.

(Επάνω) Σχέδιο διευθέτησης και επέκτασης της Καζαμπλάνκα. Zoning Henri Prost, δεκαετία 1920. (Κάτω) Σχέδιο διευθέτησης και επέκτασης της Καζαμπλάνκα. Zoning Michel Ecochard, 1952. Μελέτη για τις πέραν του Σχεδίου Prost αστικές περιοχές και προάστια (Φωτ. Droits réservés).


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

23

Έτσι, τόσο η τελική όψη, όσο κι ο τρόπος με τον οποίο θα γινόταν πια αντιληπτή η συνολική λειτουργία της πόλης, θα ήταν πλέον εντελώς διαφορετικά από εκείνα που συναντούσε κανείς στις προπολεμικές εφαρμογές. Σύμπλεγμα από χωριστές ενότητες, συνδυασμένες κατά χρήση και λειτουργία, η μαροκινή πόλη του Ecochard, βασισμένη ως προς τη συνολική λειτουργία της κατεξοχήν στις νέες δυνατότητες που πρόσφεραν τα μοντέρνα μέσα επικοινωνίας, όχι μόνο θα μεγέθυνε την προπολεμική εικόνα, με την εξάπλωσή της έξω απ’ τα δημοτικά της όρια, αλλά ταυτόχρονα θα αναθεωρούσε και την ίδια την έννοια της ζώνης, υπακούοντας πλέον σ’ ένα νέο νόμο, αυτόν της συγκρότησης μέσα από την οργανωμένη διάσπαση: Οι τέσσερις ζώνες του προπολεμικού πολεοδομικού συστήματος (εμπορική, ευρωπαϊκής κατοικίας, βιομηχανική και ιθαγενής) θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Στο σύστημα όμως του Ecochard θα αποτελούσαν όλες μαζί μια ενιαία ζώνη, αυτήν «του κέντρου», όπου απείραχτα σχεδόν θα διατηρούνταν η εμπορική λειτουργία της πόλης, και οι κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες. Οι τρεις δε νέες ζώνες θα μοιράζονταν, σαν χωριστές και χωριστά αναπτυσσόμενες ενότητες, τις υποχρεώσεις της προγραμματισμένης βιομηχανικής ανάπτυξης. Το zoning του Εcochard, δηλαδή, πρόδινε την έμφαση που έδινε ο πολεοδόμος όχι μόνο στις ανάγκες του νέου τύπου οικονομικής ανάπτυξης, που θα εφαρμοζόταν πια στο Μαρόκο, αλλά και στο λειτουργικό διαχωρισμό των αστικών τομέων, για την αυτονομία της λειτουργίας τους και τις νέες δυνατότητες διαφοροποίησης της ανάπτυξης του καθενός τους, που ο φανκσιοναλιστικός διαχωρισμός του πρόσφερε. Ταυτόχρονα όμως, το ίδιο αυτό zoning δε σήμαινε απλά μια νέα άποψη για την οργάνωση και την ανάπτυξη της πόλης. Ήταν μια άλλη αντίληψη για την ίδια την πόλη, η οποία ξεπερνώντας τα δημοτικά της όρια, θα αντιμετωπιζόταν πια σαν ένα φαινόμενο όχι μόνον αστικό αλλά και χωροταξικό - καθώς εντασσόταν πλέον στον ευρύτερο περιαστικό της χώρο σαν μέρος του - ενώ αντίστροφα, κι αυτός ο τελευταίος έμοιαζε να αντιμετωπίζεται σαν ένα φαινόμενο πιο αστικό - με το σύστημα των «πόλεων - δορυφόρων» και τη νέα του εικόνα της ήπιας αστικοποίησης. Έτσι κι η πόλη, αντί για το κλασικό επιβλητικό σύμβολο, που επικαθόταν σε μια πολεοδομικά ανεπεξέργαστη περιφέρεια παραμένοντας


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

24

σχεδόν αδιάφορο προς αυτή, τώρα πια θα λογιζόταν σαν το λειτουργικό προϊόν της αλληλεπίδρασης: ανάμεσα στον αστικό και τον περιαστικό του χώρο, ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή της, ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση ή ακόμα, ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παράδοση.

ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΕΠΕΚΤΑΣΕΙΣ Από τους τρεις τύπους των ζωνών του Ecochard, επέλεξα στο πλαίσιο αυτής της περίληψης να παρουσιάσω πιο αναλυτικά εκείνη της εργατικής κατοικίας. Και αυτό όχι μόνο γιατί κρίνω ότι δίνει την ουσιαστική ερμηνεία της στην πολιτική «για το μεγαλύτερο αριθμό», αλλά και γιατί, περισσότερο από τις δύο άλλες, μας αποκαλύπτει το πώς αντιλαμβανόταν ο πολεοδόμος τον εκσυγχρονισμό, εκτός από πολεοδομική, και σαν κοινωνική διαδικασία. Ανάφερα ότι οι εργατικές επεκτάσεις θα όφειλαν να καλύψουν τόσο τις ανάγκες για την επαναστέγαση των κατοίκων που θα μεταφέρονταν από τις παλιές μεδίνες στα προάστια, όσο και τις ανάγκες και των πολύ περισσότερων εκείνων, που ήδη διάμεναν σ’ αυτά, κάτω από τις συνθήκες των bidonvilles. Θα όφειλαν επίσης, να προβλέψουν και την απορρόφηση της αναμενόμενης μελλοντικής αύξησης του αστικού πληθυσμού της χώρας. Όμως το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η υπηρεσία δεν ήταν μόνο δημογραφικό. Δεν είχε να κάνει μόνο με τον τεράστιο αριθμό των άστεγων ή κακοστεγασμένων εργατικών μαζών, αλλά ταυτόχρονα και με τον ιδιαίτερο πολιτιστικό τους χαρακτήρα. Έτσι, εκτός του ότι οι εργατικοί συνοικισμοί θα έπρεπε, όπως τόνιζε ο Ecochard, «για να λύσουν τα δημογραφικά προβλήματα να συλληφθούν σε μεγάλη κλίμακα» (Μ. Ecochard, 1951), με την πολιτιστική ιδιομορφία των μελλοντικών τους κατοίκων, πρόσθεταν και μια επιπλέον δυσκολία. Την ανάγκη μιας λύσης που να μην αρκείται απλά στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, αλλά που, πολύ περισσότερο, να επιδιώκει και την κοινωνική τους επανένταξη. Η ιδέα μιας προοδευτικής διαδικασίας αστικοποίησης, θα τους οδηγούσε στην απόκτηση της απαιτούμενης αστικής συνείδησης, επιτρέποντάς τους όμως, ταυτόχρονα να διατηρήσουν την ιδιαίτερη πολιτιστική τους ταυτότητα και να μην απομακρυνθούν από τις παραδόσεις τους.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

25

Ο ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ «ΜΑΡΟΚΙΝΟΥ ΤΥΠΟΥ»

Με πρωταρχική έγνοια λοιπόν, το σεβασμό της ιδιαιτερότητας των συνθηκών, ο πολεοδόμος θα προσέγγιζε το πρόβλημα ταυτόχρονα από τρία μέτωπα. Όπως εξηγούσε στο πρόγραμμά του το 1949, θα φρόντιζε «καταρχήν να βρεθεί μια λύση πολύ οικονομική, ώστε να λαμβάνει υπόψη της το επίπεδο του [προς στέγαση] πληθυσμού, συγχρόνως, [μια λύση] που να προσαρμόζεται στις συνήθειες αυτού του κατά το πλείστον αγροτικού πληθυσμού και [τέλος, μια λύση] που να επιτρέπει μια προοδευτική μελλοντική εξέλιξη του τρόπου της ζωής του» (R. Forichon, 1950). Δεν επρόκειτο, όπως τόνιζε, για την αναζήτηση «μιας λύσης θεωρητικά γοητευτικής», αλλά μιας λύσης πρακτικής και «οικονομικά πραγματοποιήσιμης» (Μ. Ecochard, 1951, 12). Αυτή θα προκαλούσε δύο θεμελιώδεις περιορισμούς: α) την τυποποίηση τόσο του σχεδιασμού όσο και της κατασκευής, που θα διευθετούσε την οικονομική πλευρά του προβλήματος και, β) την πρόβλεψη μεταβατικών συνοικιών, που θα ρύθμιζε την ανάγκη της προοδευτικής προσαρμογής στη ζωή της πόλης. Συγκεκριμένα, οι νέες εργατικές συνοικίες θα προσδιορίζονταν μέσα από μια σειρά πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών, που θα διευκόλυναν τη συστηματοποίηση της σύνταξης των σχεδίων και θα απλοποιούσαν τις εφαρμογές. Μερικοί βασικοί κανόνες θα καθόριζαν πρώτα τα γενικά χαρακτηριστικά των συνοικισμών, υποδιαιρώντας τους σε πολεοδομικές βαθμίδες ανάλογα με την αριθμητική συγκέντρωση των κατοίκων τους ενώ μια εκτίμηση των απαιτούμενων για την κάθε βαθμίδα αστικοκοινωνικών εγκαταστάσεων θα καθοδηγούσε την εσωτερική τους οργάνωση. Τέλος, μια λεπτομερής ταξινόμηση των κατοικιών σε τύπους, θα απαντούσε στις απαιτήσεις της αρχιτεκτονικής και αισθητικής επεξεργασίας τους αλλά και της επιθυμητής ταχύτητας και οικονομίας. Έτσι, στην πρώτη βαθμίδα της πολεοδομικής διαίρεσης θα συναντούσε κανείς την εργατική πολιτεία, με τους 30.000 έως 40.000 κατοίκους της. Την αμέσως επόμενη θέση, καταλάμβανε η συνοικία, με 9.000 έως 10.000 κατοίκους. Την τελευταία υποδιαίρεση θα αποτελούσε η μονάδα γειτονιάς, μια έννοια που πρωτοεισήγαγε στη γαλλική πολεοδομία ο Ecochard, μέσα και πάλι απ’ τα αγγλοσαξονικά πρότυπα, κι η οποία θα συνιστούσε τη στοιχειώδη αστική συγκέντρωση της πολιτείας. Κάθε εργατική πολιτεία, θα αντιστοιχούσε έτσι σε μια «πόλη - δορυφόρο», και θα αποτελούνταν από τέσσερις ή πέντε συνοικίες.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

26

Αυτές με τη σειρά τους θα διαιρούνταν σε πέντε μονάδες γειτονιάς, των 1.800 ως 2.000 κατοίκων, αριθμός που είχε καθοριστεί μέσα από την ανάλυση των παραδοσιακών οικισμών των μικρών πόλεων της Βόρειας Αφρικής.

H νέα εργατική συνοικία των 9.000 κατοίκων. Αρχές της οργάνωσης της μαροκινής συνοικίας με βάση τη μονάδα γειτονιάς (των 1.800 κατ.). (Μελέτη Μ. Εcochard, 1949) (Σκίτσο δημ. “Urbanisme et construction pour le plus grand nombre“, 1950).

Στο εσωτερικό του κάθε εργατικού συνοικισμού, η συνοικία θα αποτελούσε τη βάση για τη στοιχειώδη πολεοδομική οργάνωση. Στο κέντρο «δύο σχολικά συγκροτήματα, (ένα για αγόρια, ένα για κορίτσια, κι ένα νηπιαγωγείο), μια έκταση πράσινου που να περιλαμβάνει κι ένα στάδιο, και τέλος ένα μικρό εμπορικό κέντρο» (Μ. Ecochard, 1955, 101). Το πολεοδομικό σύνολο θα συμπλήρωναν: ένα κέντρο υγείας, δύο παιδικοί σταθμοί, ένα κέντρο νεότητας, μερικά κτίρια της διοίκησης και της ασφάλειας κι οι απαραίτητες εγκαταστάσεις της παραδοσιακής καθημερινής ζωής, ένα μεγάλο τζαμί, δύο ή τρία


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

27

χαμάμ, ένα souk, μια αγορά προϊόντων πολυτελείας και πολυάριθμοι φούρνοι. Τέλος, στοιχειώδης αστική και κοινωνική κυψέλη, η μονάδα γειτονιάς, θα αποτελούσε το βασικό πολεοδομικό κάνναβο, μέσα στον οποίο θα τονίζονταν πάνω απ’ όλα η σημασία των πεζών μετακινήσεων κι η εξασφάλιση των στοιχειωδών ανέσεων για την επαρκή καθημερινή λειτουργία της μικρής παραδοσιακής κοινωνίας.

(Aριστερά) (α) Η νέα πόλη-δορυφόρος των 40.000 κατ. με τις 5 συνοικίες της των 8.000 κατ. και 2 επιπλέον (τις 6 και 7) που προσάπτονται σε γειτονική υπάρχουσα συνοικία / (β) Σχέδιο διευθέτησης μίας από τις παραπάνω συνοικίες / (γ) Λεπτομέρεια της μονάδας γειτονιάς Νο 2. (Μελέτη Μ. Εcochard για τις εργατικές συνοικίες της Καζαμπλάνκα). (Δεξιά) Η εξελικτική κατοικία. Μελέτη για τα διαδοχικά στάδια της υλοποίησης της μαροκινής συνοικίας (1949): (α) Αναβαθμισμένο bidonville, (β) Ισόγειες κατοικίες σε κάνναβο 8 x 8, (γ) Πολυώροφες πολυκατοικίες (Μελέτη Μ. Εcochard). (Δημ. “Urbanisme et construction pour le plus grand nombre“, 1950).


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

28

Διατηρώντας επομένως, ο Ecochard κάποιες πληθυσμιακές αναλογίες και όλα τα απαραίτητα πολεοδομικά στοιχεία της παραδοσιακής καθημερινότητας, επιχειρούσε με την εργατική του συνοικία μια πρώτη προσέγγιση ενός κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Eστιασμένη για πρώτη φορά στην εκπαίδευση, που θα ήταν επιπλέον ισότιμη πια γι’ αγόρια και κορίτσια, η συνοικία μαρτυρούσε κι έμπρακτα το σημαντικό ρόλο που έπαιζε για εκείνον η μόρφωση στη διαδικασία του εκσυγχρονισμού. Εφοδιασμένη με νηπιαγωγείο και παιδικούς σταθμούς, έδειχνε τη σημασία που έδινε ο δημιουργός της στον τρόπο της ζωής και τις νέες συνήθειες που θα προέκυπταν απ’ τον τύπο της απασχόλησης του συγκεκριμένου πληθυσμού. Εμπλουτισμένη, με τις στοιχειώδεις αθλητικές εγκαταστάσεις, μαρτυρούσε πόσο σημαντική έβλεπε ο πολεοδόμος τη θέση που θα μπορούσε (ή θα έπρεπε (;)) να πάρει ο αθλητισμός σαν μέρος πια της μαροκινής καθημερινότητας. Επιπλέον, η νέα αντίληψη που εισήγαγε για μια οργανωμένη πια χρήση του ελεύθερου χρόνου, στο ίδιο πνεύμα, με την εισαγωγή του κέντρου νεότητας θα άλλαζε και την παραδοσιακή οικογενειακή σχέση, μεταφέροντας την έκφραση της κοινωνικότητας των νέων εκτός της οικογενειακής στέγης, όπου εξασκούνταν κατά κύριο λόγο μέχρι τότε. Με την προσθήκη τέλος των διοικητικών εγκαταστάσεων στο κέντρο της συνοικιακής ζωής, έκανε για πρώτη φορά και την παρουσία του Κράτους μέρος της καθημερινής ζωής του Μαροκινού και αυτόν τον ίδιο πλέον, πολίτη ενός μοντέρνου Κράτους. Και βέβαια, πολεοδομικά, σημαντικότατο ήταν το γεγονός ότι η νέα αυτή συνοικία δεν αποτελούσε πλέον ένα φαινόμενο συμπτωματικό. Ήταν μια γενικευμένη πολεοδομική στάση, βασισμένη σε μια ενιαία αντιμετώπιση της οργάνωσης της μαροκινής εργατικής καθημερινότητας, που θα εκφραζόταν μέσα από τη συστηματοποίηση κι επιστημονοποίηση του πολεοδομικού της μοντέλου, και τελικά κατά κάποιο τρόπο, την τυποποίηση του ίδιου του αστικού χώρου. Τέλος, για την τυποποίηση στην κατασκευή, αυτή, o Ecochard θα τη συνδύαζε με την ιδέα της μεταβατικότητας. Με τη γενίκευση της χρήσης standard τύπων κατοικίας, θα ελάττωνε τις δαπάνες, ενώ παράλληλα θα επικεντρωνόταν στο σχεδιασμό συνοικιών που θα αποτελούνταν ταυτόχρονα από διαφορετικούς τύπους κατοικίας κατασκευάσιμους διαδοχικά ή μαζί, κι εξελίξιμους μέσα στο χρόνο. Έτσι, θα γεννιόταν η πρωτότυπη ιδέα της εξελικτικής κατοικίας. Οι νέες κατοικίες, οι λεγόμενες «μαροκινού τύπου», που, με βάση τις προκαταρ-


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

29

κτικές εθνοκοινωνιολογικές μελέτες της Υπηρεσίας πάνω στους αγροτικούς πληθυσμούς του μαροκινού Νότου, θα αποτελούσαν τη σύνθεση, ως προς την ερμηνεία και τη χρήση του χώρου, τεσσάρων διαφορετικών τύπων παραδοσιακής αγροτικής κατοικίας.

Ο κάνναβος των 8 x 8. Σχέδιο του οριζόντιου καννάβου για τις ισόγειες κατοικίες μαροκινού τύπου. (Μελέτη Μ. Εcochard).

Θα χωρίζονταν σε τρεις γενικές κατηγορίες: α) τις ισόγειες κατοικίες, με δύο κύριους χώρους σε σχήμα γάμα και ένα αίθριο, β) τις μονώροφες κατοικίες, ίδιας αντίληψης αλλά σε δύο επίπεδα, επίσης με αίθριο, και γ) τις πολυώροφες κατοικίες σε μορφή συλλογικών πολυκατοικιών. Όλες οι κατηγορίες ήταν βασισμένες σ’ έναν τετραγωνικό κάνναβο με πλευρά τα 8 μ. που είχε προκύψει από μια σειρά λεπτομερών υπολογισμών για την


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

30

ελάχιστη μονοοικογενειακή κατοικία. Προβλεπόταν δε να αντικαταστήσουν σταδιακά η μία την άλλη στη διάρκεια της προοδευτικής αστικοποίησης των ενοίκων τους. Οι συνοικίες θα οργανώνονταν, πάνω σ’ έναν ενιαίο κάνναβο με βασικό στοιχείο το τυπικό αυτό τετραγωνικό οικόπεδο που, όπως εξηγούσε ο ίδιος ο πολεοδόμος, «θα επέτρεπε την πραγματοποίηση της ελάχιστης οριζόντιας κατοικίας, της οποίας η παράθεση κι η πρόσθεση θα οδηγούσαν σε οριζόντιες απλωμένες εκτάσεις [κτισμένων] οικοπέδων ή στην πραγματοποίηση πολυκατοικιών σε ύψος» (Μ. Ecochard, 1955, 105/106).

Iσόγεια κατοίκια μαροκινού τύπου σε οικόπεδο 8 x 8. (Μακέττα Μ. Εcochard).

“Η λύση...”, εξηγούσε τα πλεονεκτήματα της ιδέας ο Ecochard, “... ήταν ο κάνναβός μας των 8 x 8 μ., ο οποίος επιτρέπει: α) την απόκτηση μιας πολύ έντονης πυκνότητας [της τάξης] των 350 κατ./εκτ., δημιουργώντας μια πραγματική οριζόντια πολυκατοικία, β) στον καθένα να διαθέτει το δικό του αίθριο και, γ) σε ένα δίκτυο υποδομών που έχει


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

31

κατασκευαστεί μια κι έξω, να ακολουθήσει την εξέλιξη του πληθυσμού, με πρώτη φάση το αναβαθμισμένο bidonville, δεύτερη φάση [την κατοικία με] τον κάνναβο 8 x 8, και τρίτη φάση τη συλλογική πολυκατοικία” (R. Forichon, 1950).

Καζαμπλάνκα, συνοικία Carrières Centrales. Νότιο άκρο του συνοικισμού, κατασκευή S.F.I.M. Οι ελεύθεροι χώροι ανάμεσα στις κατοικίες προορίζονταν για φυτεύσεις. (Αεροφωτογραφία Μ. Εcochard).

Ωστόσο, παρά την ευκολία που πρόσφερε στη μελέτη και την εκτέλεση των κατασκευών, τη σχετική ποικιλία των μορφών και τη μελετημένη αναλογία του με τα παραδοσιακά πρότυπα, ο κάνναβος αυτός δεν είχε μόνο πλεονεκτήματα. Απαιτούσε τεράστιες οριζόντιες εκτάσεις και πολύ μεγάλες δαπάνες υποδομής. Έτσι, πολύ γρήγορα οι πολεοδόμοι θα οδηγούνταν στην εξέταση της πιθανότητας για τη στέγαση ενός μέρους τουλάχιστον του μουσουλμανικού πληθυσμού, κατευθείαν σε πολυκατοικίες. Θα ξεκινούσε τότε η εφαρμογή ενός συνδυαστικού προγράμματος, που λαμβάνοντας υπόψη του την ελαστικότητα προσαρμογής των ενδιαφερομένων, στο μοντέρνο τρόπο ζωής, θα πρότεινε για τις περι-


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

32

οχές τις πιο κοντινές στην εξοχή, σε πρώτη φάση την εγκατάσταση αναβαθμισμένων παραγκών · γι’ αυτές που βρίσκονταν πλησιέστερα στις αστικές ζώνες τα νεοπαραδοσιακά ισόγεια με τα αίθρια, ενώ για εκείνες, δίπλα στις συνοικίες των βιομηχανιών, δοκιμαστικά βέβαια στην αρχή, και σε μικρή κλίμακα, κατευθείαν στις πολυώροφες κατοικίες, βασισμένες στο μοντέλο της Μονάδας της Μασσαλίας του Le Corbusier, αλλά εφοδιασμένες και με κάποιες ειδικές διευθετήσεις για την προσαρμογή τους στις θεμελιώδεις παραδοσιακές αξίες του πληθυσμού για τον οποίο θα προορίζονταν. Πολλές πειραματικές προσπάθειες έγιναν απ’ την υπηρεσία και τις συνεργαζόμενες εταιρίες της πάνω στο θέμα της μαροκινής αυτής πολυκατοικίας, οι οποίες μάλιστα με τον προβληματισμό τους συχνά ξεπέρασαν τα γεωγραφικά όρια του Μαρόκου. Η πιο χαρακτηριστική όμως παραμένει αυτή της εργατικής συνοικίας των Carrières Centrales στην Καζαμπλάνκα, που υλοποιήθηκε το 1953 από την ΑΤBΑΤ-Αfrique, θυγατρική της ΑΤBΑΤ που είχε ιδρυθεί νωρίτερα για την κατασκευή της Μονάδας της Μασσαλίας, και διευθυνόμενη από τον Έλληνα αρχιτέκτονα Γιώργο Κανδύλη που είχε περάσει ήδη δυο χρόνια στο αφρικανικό εργοτάξιο. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, η ΑΤΒΑΤ θα έχτιζε τρεις συλλογικές πολυκατοικίες, που σύμφωνα με τις υποδείξεις του Ecochard, θα μελετούνταν με βάση το παιχνίδι του ίδιου κάνναβου, αλλά στην κατακόρυφη έννοια και με επικαλύψεις. Πάνω σ’ αυτή την ιδέα, ο Κανδύλης θα παρουσίαζε δύο κτίρια που θα επεξεργάζονταν δύο διαφορετικούς τύπους σύνθεσης, στοχεύοντας στο να καθιερώσει πολυκατοικίες-μοντέλα για μαζική αναπαραγωγή. Ανέλυσε τις βασικές έννοιες της παραδοσιακής ζωής στις kasbahs της Σαχάρας και τα περιτειχισμένα χωριά του Νότιου Άτλαντα, από όπου προερχόταν το 70% του προς στέγαση πληθυσμού, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη του τη σημασία της οικογενειακής ιδιωτικότητας και το ρόλο του αίθριου σαν πόλου της οικογενειακής ζωής, και πρότεινε και για τα δύο κτίρια «μια λύση με αίθριο στον όροφο που να λούζεται στον ήλιο, και να επιτρέπει και τον ηλιασμό των δωματίων» (ΑΤBΑΤ-Αfrique, 1953, 98). Το πρώτο απ’ αυτά, που ονομαζόταν «Sémiramis» παραπέμποντας στους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας ήταν χωρισμένο σε δύο τμήματα, για να ακολουθεί την κλίση του εδάφους και άνοιγε τις κύριες όψεις του με τα ιδιωτικά αίθρια στην Ανατολή και τη Δύση ενώ εξωτερικοί διάδρομοι που οδηγούσαν σ’ αυτά, θα εξυπηρετούσαν τα διαμερίσματα ανά


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

33

δύο ορόφους. Στο δεύτερο, το λεγόμενο «Μελισσοφωλιά», θα πρότεινε μια παραλλαγή του πρώτου με ενιαία ορθογωνική κάτοψη, όπου όμως οι διάδρομοι εξυπηρέτησης θα ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στην πλαϊνή βόρεια όψη. Η νότια όψη θα ήταν επεξεργασμένη με μεγάλα ανοίγματα που θα φώτιζαν πλάγια τα αίθρια και τους περιμετρικούς τοίχους τους, όλα μελετημένα με απόλυτη γεωμετρική ανάλυση πάνω στην αρχιτεκτονική των kasbahs.

Καζαμπλάνκα, συνοικία Carrières Centrales. Οι τρεις πολυκατοικίες μαροκινού τύπου της ΑΤΒΑΤ -Αfrique. Αριστερά και δεξιά διακρίνονται αντίστοιχα οι πολυκατοικίες «Sémiramis» και “Μελισσοφωλιά“ του Κανδύλη. (Φωτ. Εidgenössische technische Hochschule, Zűrich, S. Giedion Archivien).

Βλέπουμε λοιπόν μέσα από όλ’ αυτά, ότι σε όλο τα φάσμα των κατοικιών «μαροκινού τύπου», τόσο ως προς τις νεοπαραδοσιακές κατοικίες της Υπηρεσίας όσο κι ως προς τις πειραματικές πολυκατοικίες της ΑΤΒΑΤ, έχουμε να κάνουμε πάνω απ’ όλα με ένα συλλογισμό, που εστιάζει όχι μόνο «στον τρόπο της ζωής, των πληθυσμών μουσουλμανικού πολιτισμού» (J-L. Cohen, 1998, 313), όπως συνήθιζε να λέει ο Ecochard, αλλά, για πρώτη φορά, πάνω και στη μαροκινή αγροτική κοινωνία και την κατοικία της. Αυτό δε έγινε, μέσα από μια διαδικασία που δεν παρουσίαζε τίποτε το αυθαίρετο ή το φορμαλιστικό. Αντίθετα στηριζόταν σε συγκλίνουσες μελέτες, οι οποίες, επίσης για πρώτη φορά, αφορούσαν στις συγκεκριμένες συνθήκες ζωής του νεογέννητου μαροκινού προλεταριάτου, και που είχαν διεξαχθεί από κοινωνιολόγους, και συμπληρωθεί από αρχιτέκτονες κι άλλους συνεργάτες του πολεοδόμου. Έτσι, σχετι-


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

34

κά καταρχήν με τους οριζόντιους συνδυασμούς των καννάβων 8 x 8, που είχαν και πρώτοι μελετηθεί και σε μεγαλύτερη κλίμακα, η βάση της σύλληψής τους δεν είχε αναζητηθεί μόνο στην ανάλυση των παλαιών μεδινών αλλά ταυτόχρονα και στην παρατήρηση, όπως τόνιζε ο ίδιος ο Ecochard, «των νέων μορφών που εμφανίζονται στις βιομηχανικές πολιτείες» (J-L. CoΗen, 1998, 313) την ίδια περίοδο αλλού στον κόσμο. Αντίστοιχα, κι οι πειραματικές πολυκατοικίες του Κανδύλη, ακτινοβολούσαν πάνω απ’ όλα την ανάπτυξη ενός αναλυτικού συλλογισμού πάνω στην ελάχιστη προσαρμόσιμη κατοικία ενώ, ταυτόχρονα πρόβαλλαν τη συνάντηση του διεθνιστικού προβληματισμού της μοντέρνας αρχιτεκτονικής με την επιθυμία για την προσαρμογή της στις κουλτούρες και τις τοπικές ταυτότητες αλλά και στο νέο κοινωνικό κι οικονομικό καθεστώς, στο οποίο θα ζούσαν και θα εργάζονταν στο εξής αυτοί οι πληθυσμοί. Η επιλογή, λοιπόν, αυτής της καινούργιας διάστασης καθώς κι η αρχή της συλλογικής πολυκατοικίας γι’ αυτόν τον πληθυσμό, σε μια πρωτόγνωρη προσέγγιση της μαροκινής καθημερινής ζωής, επιχειρούσε να προσαρμόσει τις φόρμες και τις λειτουργίες στη νέα πραγματικότητα και στο «μεγαλύτερο αριθμό». Έδινε την ίδια στιγμή όμως, μια νέα εικόνα και στην ίδια τη συνοικία, με τους τρεις διαφορετικούς τύπους της κατοικίας της, που δεν έκφραζαν άλλο απ’ το στάδιο της εξέλιξής τους προς τη μοντέρνα αστική ταυτότητα: προς τον εκσυγχρονισμό. Γιατί, τι σημαίνει άλλωστε, εκσυγχρονισμός για το Michel Ecochard; Πρώτα οικονομική ανάπτυξη και μέσα απ’ αυτήν πρακτικά εκβιομηχάνιση, μια έννοια που, εφαρμοσμένη πολεοδομικά, εκφράστηκε μέσα από τη βιομηχανοποίηση και την τυποποίηση, της κατασκευής αλλά και του ίδιου του αστικού χώρου. Εκσυγχρονισμός όμως σημαίνει, επίσης, βελτίωση κι εξέλιξη, κι αυτό, σαν κοινωνική πια πολιτική, μεταφράστηκε σε αλλαγή ή αναπροσαρμογή των συνθηκών ζωής σε νέα κοινωνικά δεδομένα αλλά ταυτόχρονα και σε άνοδο της ποιότητας αυτής της ζωής. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, ο εκσυγχρονισμός του Ecochard ήταν συνώνυμος με τη βελτίωση των συνθηκών της καθημερινότητας και την εξίσωση του επίπεδου ζωής, ως προς τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες, όλων των αστών μιας πόλης. Μόνο που, για να πετύχει αυτό, ο εκσυγχρονισμός έπρεπε να περάσει μέσα από μια διαδικασία μεταρρύθμισης. Καταρχήν πολεοδομικής, μιας αλλαγής, δηλαδή, του αστικού τοπίου, η οποία θα πρότεινε έναν καινούργιο τρόπο ανάγνωσης της πόλης μέσα από την


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

35

ιδέα της εξελικτικής κατασκευής, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί πολεοδομικά σαν το πέρασμα απ’ την οριζόντια πολυκατοικία στην κατακόρυφη, σαν το πέρασμα από τις δύο διαστάσεις στις τρεις ή αλλιώς από το στάδιο του σχεδίου σε εκείνο της υλοποίησης. Στη συνέχεια, θα περνούσε μέσα από μια αλλαγή της αστικής και κοινωνικής ζωής, με την εισαγωγή μιας σειράς σύγχρονων εννοιών, όπως εκείνης της συστηματοποίησης του χρόνου, της εκπαίδευσης για όλους ή της οργανωμένης αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, περνώντας δηλαδή, απ’ την ορθολογικοποίηση του τοπίου, στην ορθολογικοποίηση της καθημερινότητας, για να οδηγηθεί τελικά, σε μια μεταρρύθμιση ιδεολογική. Μία μεταρρύθμιση που θα εύρισκε την ολοκληρωμένη της έκφραση στην εισαγωγή κάποιων θεμελιωδών δημοκρατικών ιδεών και νέων εννοιών, όπως εκείνης του Κράτους και του Δημόσιου φορέα, αλλά και της ισότητας των δικαιωμάτων του μαροκινού πολίτη. Μπορούμε να πούμε έτσι, ότι ο εκσυγχρονισμός για τον Ecochard δεν είναι απαραίτητα μια έννοια που προϋποθέτει έναν πολεοδομικό ή έναν κοινωνικό υβριδισμό. Αντίθετα, μέσα από τον πολεοδομικό του σχεδιασμό στο Μαρόκο, αφήνει περισσότερο να φανεί, ότι επιχειρούσε να δημιουργήσει μια καινούργια κοινωνία. Να διαπλάσει απ’ την αρχή την υπάρχουσα κοινωνία, μόνον, όχι μέσα από έναν εκσυγχρονισμό που περνούσε από την επανερμηνεία των παραδοσιακών της χαρακτηριστικών, αλλά μέσα από μια διαδικασία που θα της έδινε προοδευτικά τα χαρακτηριστικά ενός καινούργιου κόσμου. Εκείνου του Μοντερνισμού και της Χάρτας των Αθηνών, στον οποίο ο ίδιος πίστευε ότι πρέπει να βασίζεται η κάθε κοινωνία για να λειτουργεί ισορροπημένα και αρμονικά.

ΕΠΙΤΥΧΙΑ Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ; Μπορεί άραγε κανείς τελικά να μιλήσει για επιτυχία ή αποτυχία αυτής της επιχείρησης; Τα 50 χρόνια, που έχουν περάσει από τότε, έχουν δείξει ανάμεικτα αποτελέσματα. Το πρόγραμμα για την εξελικτική κατοικία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ όπως το είχε οραματιστεί ο εμπνευστής του. Η μαροκινή κρατική πρωτοβουλία δεν αποδείχτηκε ικανή να το συνεχίσει στο ίδιο πνεύμα. Έτσι, το σχέδιο τις περισσότερες φορές συμπληρώθηκε από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Τα ισόγεια σπιτάκια μετατράπηκαν σε αυθαίρετα διώροφα ή τριώροφα, τα οικόπεδα δεν ομαδοποιήθηκαν για να υποδεχτούν πολυκατοικίες, τα bidonvilles


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

36

εξακολουθούν να υπάρχουν. Όσο δε για την ευσυνείδητη προσπάθεια της ΑΤΒΑΤ, παρά την εμπεριστατωμένη κοινωνικοπολιτιστική της προκαταρκτική έρευνα, δε θα κατάφερνε τελικά να ανταποκριθεί ολότελα στις αρχικές προσδοκίες του εμπνευστή της.

(Επάνω) Καζαμπλάνκα 1999. Δiώροφες εργατικές κατοικίες της δεκαετίας του 1950. Εξακολουθούν να υπάρχουν και να κατοικούνται κανονικά (Φωτ. Μαρούσκα Τριαντάρη). (Κάτω) Καζαμπλάνκα 1991. Ισόγειες εργατικές κατοικίες της συνοικίας των CARRIERES CENTRALES με προσθήκη επιπλέον ορόφων. Ιδιωτική πρωτοβουλία και χρηματοδότηση. (Φωτ. Jean-Louis Cohen).


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

37

(Επάνω) Καζαμπλάνκα 1999. Καινούργια ή παλιά, τα bidonvilles στις μεγάλες μαροκινές πόλεις εξακολουθούν να βρίσκονται στην επικαιρότητα. (Φωτ. Μαρούσκα Τριαντάρη). (Κάτω) Καζαμπλάνκα, Carrières Centrales 1992. Η πολυκατοικία “Μελισσοφωλιά“ του Κανδύλη. Τα μπαλκόνια που υποκαθιστούσαν τα αίθρια δεν έχουν επιβιώσει. Στο βάθος διακρίνεται η πολυκατοικία «Sémiramis» στη σημερινή της κατάσταση. (Φωτ. Jean-Louis Cohen).


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

38

Ωστόσο, τα νέα προγράμματα του self-housing που εφαρμόζονται από το 1980 στο Μαρόκο (και πιο πριν ακόμα σε μερικές πόλεις, όπως στο Αγαδίρ μετά το σεισμό του 1960) για οργανωμένη χαμηλού κόστους δόμηση, έχουν δανειστεί τα περισσότερα στοιχεία τους απ’ αυτές τις πρωτοποριακές μελέτες του Ecochard, ενώ και στην καθημερινή ζωή η «εκσυγχρονιστική» του εκείνη επιχείρηση, έχει αφήσει το ίχνος της στις ανάμεικτες συνήθειες και τους τρόπους μιας κοινωνίας, που έχει προσαρμόσει στα δικά της πρότυπα, τις δυτικές συμπεριφορές και τους τρόπους κατανάλωσης, αντιπαραθέτοντάς τους αντίστροφα, τις παλιές χρήσεις προσαρμοσμένες στο σήμερα. Όλο αυτό, μέσα από ένα παιχνίδι με τους διαφορετικούς χρόνους, που επιτρέπει τη μετάβαση από την κελεμπία στο κοστούμι, κι αντίστροφα από το living room στο αραβικό σαλόνι, και που τροποποιεί τόσο το διάλογο και την κίνηση στο χώρο, όσο και τις πολιτιστικές και κοινωνικές αξίες, κι αυτό, με κύριο χαρακτηριστικό το εύκολο πέρασμα από τη μία συμπεριφορά στην άλλη.

ΕΝΑΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Τέλος, πέρα από τα ίχνη που άφησε στη μαροκινή κοινωνία η γαλλική επέμβαση, και για τη Γαλλία αυτή η πολεοδομική εμπειρία θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά γόνιμη: Πάνω απ’ όλα γιατί στο Μαρόκο, έλαβε χώρα ένας μεγαλειώδης πειραματισμός. Νέες ιδέες, νέες λύσεις, νέοι θεσμοί, νέες τεχνικές, δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά σε ένα χώρο, επειδή το επέτρεπε. Όταν ο Γάλλος κριτικός Léandre Vaillat σχολίαζε ήδη απ’ το 1929, ότι «όσα δεν επιτρέπονται στη στενότητα και τo έδαφος του Παρισιού, επιτρέπονται στις γιγάντιες εκτάσεις και τους βράχους της Καζαμπλάνκα» (J-L. Cohen, 1998, 10), δεν είναι μόνο γιατί σ’ αυτό έβλεπε μια καινούργια μορφή πόλης. Μια πόλη που θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμα και την ίδια την πρωτεύουσα της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, αλλά και γιατί αναγνώριζε τον πρωτοποριακό χαρακτήρα αυτής της επιχείρησης. Διότι στο Μαρόκο, δε γινόταν μόνο εισαγωγή «καινούργιων» λύσεων, αλλά και η ανίχνευση λύσεων που, όταν ερχόταν η στιγμή, θα εισάγονταν και στη μητρόπολη. Με αυτή την έννοια λοιπόν, ένα πραγματικό πειραματικό πρωτόκολλο μπήκε με τον Ecochard σε λειτουργία σ’ αυτή τη χώρα. Ένα πρωτόκολλο που θα συναντήσουμε στη Γαλλία εφαρμοσμένο, για πρώτη φορά μόλις στη δεκαετία του ‘60, στα μεγάλα συγκροτήματα, γιατί μόνο τότε θα το επέτρεπαν οι συνθήκες.


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

39

Πρωτοποριακό, λοιπόν, έργο για τη μητρόπολη, εκείνο των Μοντέρνων του Μαρόκου, θα εγγραφεί ταυτόχρονα και σε ένα πολύ ευρύτερο πεδίο προβληματισμού, που θα ολοκληρώσει ο Siegfried Giedion, με την αναζήτηση από το 1954 μιας καινούργιας «προσέγγισης του τοπικού στοιχείου» (S. Giedion, 1954, 132/137). Με έναυσμα τις πολυκατοικίες του Κανδύλη και του Woods στο Μαρόκο και τους παραλληλισμούς ανάμεσα στις μελέτες του Ecochard κι εκείνες των Sert και Wiener για την Κούβα, ο Giedion θα συγκρίνει τον κάνναβο των 8 x 8 με τις «μονάδες σε σειρές» στην αρχαία Αίγυπτο και θα αναζητήσει το νέο ιδεώδες, που στο εξής θα βασιζόταν στις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου και στην παραγωγή στέγης για τις περιφέρειες ενός βιομηχανικού κόσμου, μέσα στο βιβλίο των εμπειριών του Μαρόκου. Θεωρούμενη μέχρι το 1956 σαν μια «γαλλική δημιουργία», η μαροκινή πόλη του μεταπoλέμου εμφανίζεται έτσι τελικά, ενταγμένη σε ένα πολυπολικό διεθνιστικό πεδίο. Ξεπερνώντας τόσο την εποχή της όσο και το διάλογο ανάμεσα σε μητρόπολη κι αποικία, μετατρέπεται ουσιαστικά σε ένα αντικείμενο διαχρονικού διεθνούς προβληματισμού, μεταφράζοντας στην πράξη αυτό που ο Patrick Geddes εννοούσε όταν το 1904 έλεγε, ότι «περισσότερο από ένα σημείο μέσα στο χώρο, η πόλη είναι ένα δρώμενο μέσα στο χρόνο» (Η. Μeller, 1979, 75).

BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 1. ΑΤBΑΤ - Αfrique (μελέτη), “Habitat collectif marocain”, Αrchitecture d’ Αujourd’hui, (No 46), février - mars 1953. 2. Cohen, Jean-Louis & Eleb, Μonique, Casablanca. Μythes et figures d’une aventure urbaine, Ηazan, Paris, 1998. 3. Dowd, D. F., “Some issues of economic development and of development economics”, in Journal of Economic Issues, (vol. 1), No 3, 1967. 4. Geddes, Patrick, Civics as Αpplied Sociology, 1904, επαναδημοσιευμένο στο the Ideal City (της Ηelen Μeller), Leicester University Press, Leicester, 1979. 5. Giedion, Siegfried, “Τhe Regional Αpproach”, Αrchitectural Racord, January 1954, σελ. 132-137. Επαναδημοσίευση στο Αrchitektur und Gemeindschaft, Rohwolt, Ηamburg, 1956, σελ. 84-92, και στα γαλλικά, στην έκδοση Αrchitecture et vie col-


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2005

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

40

lective, Denoël, Paris, 1980. 6. Ecochard, Michel, Μ.Α.E., Αrchives Diplomatiques de Nantes, Fonds ProtectoratΜaroc, C.D.R.G., Inv. No 5, Carton No 131, “Habitat-Urbanisme 1948-1951”. 7. Ecochard, Michel, «Problèmes d’urbanisme au Μaroc”, Αrchitecture d’Αujourd’hui, (No 35), Μai 1951, σελ. 9- 12. 8. Ecochard, Michel, Μ.Α.E., Αrchives Diplomatiques de Nantes, Fonds ProtectoratΜaroc, C.D.R.G., Inv. No 5, Carton No 139, “Habitat-Logement-Urbanisme 19511954”, “Note sur une réforme de l’urbanisme et de l’Αrchitecture”. 9. Ecochard, Michel, Casablanca, le roman d’une ville, Editions de Paris, Paris, 1955. 10. Ecochard, Michel, I.F.Α., Centre des Archives, Fonds Ecochard, Απαντητική επιστολή της 26/02/57 προς τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Werk, κο. Α. Rotti. 11. Forichon, Robert, Μ.Α.E., Αrchives Diplomatiques de Nantes, Fonds Protectorat - Μaroc, C.D.R.G., Inv. No 5, Carton No 139, “Habitat - Logement - Urbanisme 1951-1954”, “Cahiers des Journées de l’ Habitat C.I.L.Μ.”, Casablanca, 23,25 και 26/ 10/ 1950. Φωτογραφίες: Ecochard, Michel. Casablanca, le roman d’une ville, Editions de Paris, Paris, 1955. (1) σελ. 44 / (5) (Αριστερά) σελ. 101 / (6) σελ. 104 / (7) σελ. 106 / (8) σελ. 135. Cohen, Jean-Louis, Eleb, Monique. Casablanca. Mythes et figures d’une aventure urbaine, Hazan, Paris, 1998. (2) σελ. 293 / (3) σελ. 300 / (4) σελ. 310 / (5) (Δεξιά) σελ. 311 / (9) σελ. 325 / (10) (Κάτω) σελ. 346 / (11) (Κάτω) σελ. 347.

Η διδακτορική διατριβή παρουσιάστηκε με επιτυχία ενώπιον 7μελούς εξεταστικής επιτροπής, αποτελούμενης από τις κυρίες Μ. Μαντουβάλου (Καθ. Ε.Μ.Π.) και Μ. Μαυρίδου (Επίκ. Καθ. Ε.Μ.Π.) και τους κύριους Λ. Βασενχόβεν (Καθ. Ε.Μ.Π.), Δ. Καρύδη (Καθ. Ε.Μ.Π.), Ε. Μπίρη (Καθ. Ε.Μ. Π.), Π. Τουρνικιώτη (Αναπλ. Καθ. Ε.Μ.Π.) και Δ. Φιλιππίδη (Καθ. Ε.Μ.Π.), στις 11 Ιουλίου 2005.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.