ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
1
ISBN: 978-618-5359-49-2
2
ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
3
4
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
3ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΜΑΘΗΣΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΜΟ ΤΓΓΡΑΥΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέπτης»
2ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΜΟ ΤΓΓΡΑΥΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΑΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟΤ ΜΕ ΘΕΜΑ: «τους μαγικούς καθρέφτες του κόσμου»
5
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ - ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Web site: http://diktyoparamythia.blogspot.gr
ΦΕΔΙΑΜΟ – ΔΙΟΡΘΩΕΙ-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΕΛΙΔΟΠΟΙΗΗ: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Website: http://storytellerdome.blogspot.gr Έργο εξώφυλλου: Μιζαμίδου Κυριακή Ηλεκτρονική διεύθυνση: diagonismosparamythiou@gmail.com Website: https://contestfairytale.wordpress.com/ Ευγενική χορηγία: Α.Ε. ΣΙΜΕΝΣΑ ΣΙΣΑΝ
ΕΚΔΟΕΙ: ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
ISBN: 978-618-5359-49-2
Copyright @2020
6
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
ΕΚΔΟΕΙ: ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
7
8
9
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ 1
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Σο παιχνίδι με τον καθρέφτη»
σελ. 9-10
2
σελ. 11-13
3
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Καθρέφτης μαγεμένος είμαι εγώ» «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης»
4
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης»
σελ. 16-18
5
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Η περιπέτεια της Κρυσταλένιας»
σελ. 19-23
6
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης… με τη φωνή της θάλασσας»
σελ. 24-28
7
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης»
σελ. 29-30
8
«Κάνε μια ευχή… κι αν δεν βγει αληθινή, κάνε μια προσπάθεια»
σελ. 31-33
9
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης»
σελ. 34-37
10
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ένα ποντίκι στο Λούβρο»
σελ.38-40
11
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ο καθρέφτης της γάργαρης πηγής» «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ας ξαναβγεί η Περσεφόνη στου κόσμου τα μπαλκόνια» «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Σο αυγό που δεν ήθελε να σπάσει» «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Οι αγώνες»
σελ.41-42
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Σαξίδι στον κόσμο των αναμνήσεων» «Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ο κύκλος της αλήθειας»
σελ.53-55
17
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ο καθρέφτης των ευχών»
σελ.59-62
18
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης»
σελ. 63-65
12 13 14 15 16
σελ. 14-15
σελ.43-46 σελ.47-49 σελ.50-52
σελ.56-58
10
19
«τους μαγικούς καθρέπτες του κόσμου» „Ο καθρέφτης που δε μίλαγε»
σελ.66-70
20
«τους μαγικούς καθρέπτες του κόσμου» «Σα παιδιά του ουράνιου τόξου»
σελ.71-73
21
«τους μαγικούς καθρέπτες του κόσμου»
σελ.74-78
11
Σο παιχνίδι με τον καθρέφτη
τον καιρό που ζούμε, υπάρχει σε μια πόλη μια όμορφη γειτονιά που μπορείς να δεις τον ουρανό, τον ήλιο και τα σύννεφα. ΄ αυτή τη γειτονιά, βρίσκεται το σχολείο μας. Κι εμείς είμαστε οι μαθητές του.
Δε λέμε ποιοι, δεν λέμε πού, δεν έχει σημασία. Μια μέρα φέραμε στο σχολείο, όλα τα παραμύθια που είχαμε με μαγικούς καθρέφτες. Θέλαμε να ανακαλύψουμε τα «μαγικά τους», βλέπετε. Ένας λοιπόν από αυτούς σε έδειχνε παππού ή γιαγιά, ένας άλλος από όμορφο σε έκανε άσχημο κι ένας άλλος αν τον κοίταγες μαρμάρωνες. ε ένα παραμύθι από την Ισπανία ο καθρέφτης έδειχνε τα ελαττώματα των ανθρώπων και ένας άλλος από την Αργεντινή φανέρωνε τις επιθυμίες τους. Κάποιος ή κάποια από εμάς, δεν λέμε ποιος, δεν λέμε ποια, δεν έχει σημασία, πρότεινε να φτιάξουμε τον καθρέφτη με τις αναμνήσεις. Είδαμε τότε έναν φίλο μας να γιορτάζει τα πρώτα του γενέθλια, μία φίλη μας να κάνει ποδηλατάδα στη Φίο και κάποιον άλλον να μαθαίνει κολύμπι στη θάλασσα. Μετά σκεφτήκαμε τον καθρέφτη που απαντάει στις απορίες και μάθαμε γιατί ο ουρανός είναι μπλε, γιατί η γάτα ακούει καλύτερα από τον άνθρωπο, γιατί τα μωρά κλαίνε. Κατόπιν φτιάξαμε τον καθρέφτη που ταξιδεύει στο χρόνο. Είδαμε τότε κάποιον από εμάς να είναι φίλος του Ηρακλή και να χτυπάει τα κρόταλα για να φύγουν οι όρνιθες από τη τυμφαλία λίμνη. Σαξιδέψαμε στην εποχή που φτιάχτηκαν τα τρένα και στην εποχή που ξεκίνησαν να χορεύουν οι μπαλαρίνες. 12
Μία μέρα έφτιαξε και η κυρία έναν καθρέφτη. Σον ονόμασε ο καθρέφτης «ποιος φταίει» αλλά κι αυτός όπως κι εμείς αργούσε μερικές φορές να δώσει απαντήσεις. Σι να κάνουμε όμως; Έτσι ήταν αυτός ο καθρέφτης. Καθρέφτες αν καταλάβατε, γινόμασταν εμείς, ή η κυρία κι άλλες φορές οι γονείς μας. Κουβαλούσαμε από το σπίτι μας φωτογραφίες, ζωγραφιές και ιστορίες και ο καθρέφτης έκανε ότι του ζητούσαμε. Ένα μεσημέρι, κάποιος ή κάποια από εμάς, δεν λέμε ποιος δεν λέμε ποια, δεν έχει σημασία, πρότεινε να φτιάξουμε έναν καθρέφτη που να δείχνει το δίκιο και το άδικο. Σο παιχνίδι ξεκίνησε μόλις έγινε ένα ατύχημα στην τάξη. Ένας φίλος μας, έτρεχε και πάτησε το χέρι ενός παιδιού που έπαιζε στη μοκέτα. Κατά λάθος, είπε τότε. Πόσο δίκιο κρύβει αυτό το κατά λάθος; ρώτησε η κυρία και μας είπε μια ιστορία: «Ήταν ένα αλογάκι που ζούσε σε μια φάρμα και προχωρούσε περήφανα, με το κεφάλι ψηλά. Mια μέρα λοιπόν πάτησε την ουρά της φίλης του της γάτας που λιαζόταν στο γρασίδι. «υγνώμη, δεν ήθελα να σε βλάψω», είπε το αλογάκι. Και η γάτα απαρηγόρητη του είπε: «Σότε να κοιτάς και λίγο χαμηλά, εδώ που είναι οι φίλοι σου». - Είναι δύσκολος αυτός ο καθρέφτης, είπε τότε ο φίλος μας, είναι δύσκολο να σκέφτεσαι τους άλλους. Σην άλλη μέρα η κυρία έκανε κάτι ασυνήθιστο. Σην ώρα που μοίραζε καραμέλες επειδή τηρήσαμε τις συμφωνίες που είχαμε κάνει, έδωσε μία καραμέλα σε έναν φίλο μας, πέντε σε μια φίλη μας, καμία στον διπλανό της, δέκα στον επόμενο, καμία πάλι, τρεις, εφτά, δύο... ζαλιστήκαμε… ε λίγο αρχίσαμε τις διαμαρτυρίες. «Μας αδίκησες κυρία», είπαμε, «δεν πήραμε όλοι καραμέλες και δεν τις μοιράσατε ίσα. Νιώθουμε στενοχωρημένοι, θυμωμένοι, χάλια». -Πώς νιώθουν άραγε αυτοί που τους αδικείτε; ρώτησε τότε η κυρία. -τενοχωρημένοι, θυμωμένοι, χάλια; απορήσαμε εμείς. Η κυρία γέλασε κι εμείς καταλάβαμε. -Δύσκολος αυτός ο καθρέφτης, ξανάπε ο φίλος μας. Και όλοι συμφωνήσαμε. Από τότε δεν φτιάξαμε άλλον καθρέφτη στην τάξη. Ακόμα ψάχνουμε το δίκιο και το άδικο. Άλλες φορές τα καταφέρνουμε κι άλλες πάλι όχι. «Κάντε μια ευχή», είπε μια μέρα ο μαγικός μας καθρέφτης. Κι εμείς ευχηθήκαμε τότε, εσείς να τα καταφέρνετε καλύτερα. 1ο Νηπιαγωγείο Ελληνικού Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Πηνελόπη τεργίου
13
«Καθρέφτης μαγεμένος είμαι εγώ, μια ευχή σου μονάχα πραγματοποιώ, μα μόλις γίνει αληθινή την καρδιά σου παίρνω στη στιγμή.» Αυτά τα λόγια είπε ο καθρέφτης στον άντρα που τον ξέθαψε, κάτω από τα πεσμένα φύλλα ενός δέντρου στην καρδιά του δάσους. Ο άντρας χαμογέλασε και είπε στον καθρέφτη: «πλούτη θέλω να αποκτήσω τόσα όσα ολόκληρη η θάλασσα μαζί». Μόλις όμως πραγματοποιήθηκε η ευχή του ο άντρας ασχήμυνε. Μα ο ίδιος δεν το κατάλαβε. Μονάχα ο καθρέφτης γυάλισε, λαμποκόπησε και έγινε ακόμα πιο δυνατός. Ο καθρέφτη μαγικέ, έλα άντρας είπε: «Φρυσέ στο σπίτι μου μαζί μου». Βλέπετε οι άνθρωποι είναι άπληστοι πολύ και ο άντρας ήθελε από τον καθρέφτη να του πραγματοποιεί κάθε του επιθυμία. Ο καθρέφτης αμέσως αρνήθηκε και είπε: «μια ευχή μονάχα πραγματοποιώ και μετά δε θα σε ξαναδώ». μως ο άντρας, άνθρωπος πονηρός, την επόμενη ημέρα μεταμφιέστηκε και ξαναπήγε στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης δεν τον αναγνώρισε και του πραγματοποίησε και τη δεύτερη επιθυμία του. Ο άντρας ασχήμυνε ακόμα περισσότερο και ο καθρέφτης λαμποκόπησε. Σο ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. σπου μια μέρα ο άντρας άσχημος πανάσχημος πια, ξέχασε να φορέσει τη μάσκα του και ο καθρέφτης αναγνώρισε τον άντρα. Θύμωσε τόσο πολύ που είπε αμέσως μια ευχή και… εξαφανίστηκε. Πήγε και βούλιαξε στα νερά μιας λίμνης… Ένα μικρό αγόρι έκανε μια βουτιά στη θάλασσα και βρήκε ένα κοχύλι. Πλησίασε το κοχύλι στο αυτί του και τότε αυτό άρχισε να ψιθυρίζει. «Μια φορά κι έναν καιρό, θα σου μιλήσω για έναν θησαυρό που κρατούσε στα χέρια της μια όμορφη κοπέλα. τα πολύ πολύ παλιά χρόνια υπήρχε ένας χρυσός καθρέφτης, που είχε επάνω του μια μάσκα σκαλιστή. Ένας μαγεμένος 14
καθρέφτης ήταν κι η κοπέλα που τον κράταγε, ζητούσε ομορφιά. Ρούχα, στολίδια, χρώματα πολλά και κοσμήματα πολύτιμα φανταχτερά. Μα κάθε φορά που ο καθρέφτης πραγματοποιούσε τις επιθυμίες της κοπέλας, αυτή ασχήμυνε ακόμα περισσότερο. το τέλος έδειχνε γριά, τόσο πολύ άσχημη και τρομακτική έγινε.. Κι ο καθρέφτης;; Γυάλιζε και λαμποκοπούσε και όλο πιο χρυσαφένιος έδειχνε. Η όμορφη κοπέλα γέρασε και χάθηκε. Σον μαγικό καθρέφτη τον βρήκε ένα παλικάρι. Μόλις κράτησε τον καθρέφτη στα χέρια του η μάσκα χαμογέλασε και του είπε: «Καθρέφτης μαγεμένος είμαι εγώ κάθε ευχή σου πραγματοποιώ. Μα μόλις γίνει αληθινή, την καρδιά σου παίρνω στη στιγμή». Σο παλικάρι χαμογέλασε πονηρά και είπε στον καθρέφτη: «Εξουσία και δύναμη ζητώ, τον κόσμο να κυριαρχώ…». Η επιθυμία του έγινε αληθινή. Όμως τα χείλη του έγιναν σκληρά, το δέρμα του γέμισε ρυτίδες και εκείνο το χαμόγελο του το γλυκό, χάθηκε από το πρόσωπο του, στο λεπτό. Σο παλικάρι γέρασε και χάθηκε. Κι ο καθρέφτης; Γυάλιζε και λαμποκοπούσε και όλο πιο χρυσαφένιος έδειχνε… Κανείς δε γνωρίζει τι απέγινε ο καθρέφτης από τότε. Κάποιοι λένε πως είδαν τον καθρέφτη να πετάει ,χρυσός ολόχρυσος και εκείνη η μάσκα η σκαλιστή, γελούσε σαν τρελή. Κι αν τύχει ποτέ σου να τον δεις, την καρδιά σου πρόσεχε πολύ…» Η κόρη ενός ψαρά καθώς κολυμπούσε σε μια λίμνη, είδε μέσα στο νερό, κάτι να λαμποκοπάει. Βούτηξε και όταν ξαναβγήκε στη επιφάνεια της λίμνης, κρατούσε στα χέρια της έναν χρυσό καθρέφτη. Ο καθρέφτης μίλησε και είπε:
15
«Καθρέφτης μαγεμένος είμαι εγώ Μια ευχή σου μονάχα πραγματοποιώ Μα μόλις γίνει αληθινή την καρδιά σου παίρνω στη στιγμή». Η κοπέλα κοίταξε τον καθρέφτη σκεφτική και είπε: «Σην καρδιά μου να κρατήσω επιθυμώ, ευχή μου να μην πραγματοποιήσεις! Κι αν καθρέφτης μαγεμένος είσαι εσύ, θρύψαλα γίνε στη στιγμή!». Ο μάσκα η σκαλιστή επάνω στον ολόχρυσο καθρέφτη τσίριξε δυνατά και θρύψαλα έγινε ο καθρέφτης στη στιγμή. Η σκόνη του σκορπίστηκε στα νερά της λίμνης. Κι αν ακούσετε ποτέ φωνή να φωνάζει τσιριχτή μέσα σε μια λίμνη, ένας καθρέφτης ήταν μαγικός που μια καρδιά δε μπόρεσε να εξουσιάσει.
Νηπιαγωγείο Νέας Υιλαδέλφειας Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Υουντουκίδου Ζακελίνη ταματίου Γεσθημανή Πετρίδη Σρυγώνα
16
«Κάνε μια ευχή» είπε ο μαγικός καθρέπτης
Μια φορά κι έναν καιρό ο Κωνσταντίνος και η αδερφούλα του η Μαρία γεννήθηκαν σε μια χώρα που είχε πόλεμο. Μεγάλωναν σε ένα χαλασμένο και γκρεμισμένο χωριό. Κάθε πρωί που ξυπνούσαν έκλαιγαν, επειδή τους έλειπε ο μπαμπάς τους κι επειδή πεινούσαν πολύ, αφού η μαμά τους δεν είχε τίποτα να τους δώσει να φάνε. Μια μέρα, αφού έκλαψαν πολύ και καθάρισαν με τα δάκρυα τη λύπη τους, πήγαν έξω να παίξουν με τους φίλους τους. Κανένα παιδί δεν είχε παιχνίδια, γι‟ αυτό συναντιόταν κάθε μέρα κάτω από μια γέφυρα κι έπαιζαν παιχνίδια με ξύλα και πέτρες. Κοντά στη γέφυρα είχαν ανακαλύψει μια μικρή σπηλιά για να κρύβονται όταν ερχόταν κάποιος εχθρός. Ήταν το καταφύγιό τους αυτή η σπηλιά. Εκεί μέσα έκαναν πολλά όνειρα και τα μάτια τους έλαμπαν ! - Θέλω να έρθει η ειρήνη, αναστέναζε η Αναστασία. - Ναι! να σταματήσει ο πόλεμος, συμφωνούσε η Μαρία. - Θέλω αγάπη με λουλούδια και καρδούλες, έλεγε η Αμέριστα - Μακάρι να γυρίσουν γρήγορα οι μπαμπάδες μας! έλεγε ο Κωνσταντίνος - Θέλω να πάω ένα ταξίδι, όταν περάσει ο πόλεμος, έλεγε ο Αλέξανδρος. Μια μέρα την ώρα που σιγομιλούσαν, μια λάμψη θάμπωσε τα μάτια τους κι ερχόταν από το κάστρο που ήταν χτισμένο στον απέναντι λόφο. λοι κοιτάχτηκαν απορημένοι… Σι ήταν άραγε αυτή η λάμψη; -Πάμε να δούμε τι είναι αυτό που λάμπει; πρότεινε ο Βαγγέλης γεμάτος περιέργεια κι αμέσως όλοι συμφώνησαν. την αρχή όλοι οι φίλοι ένιωθαν χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι με την ιδέα της εξερεύνησης. Ανέβαιναν πολύ ώρα! Ήταν μακρύς κι ανηφορικός ο δρόμος. Πολύ γρήγορα όμως κουράστηκαν, δίψασαν, πείνασαν και ανησυχούσαν ο ένας για τον άλλον! ταν τελικά έφτασαν στο κάστρο βρήκαν την πόρτα μισάνοιχτη.
17
-Μη φοβάστε, είπε θαρραλέα ο Γιώργος. Σον ακολούθησαν οι φίλοι του λίγο φοβισμένοι και τρομαγμένοι. μως αυτό που είδαν τους έκανε να νιώσουν αμέσως καλύτερα. Ήταν ένας Μαγικός Καθρέπτης, που μιλούσε και περπατούσε! Ήταν ροζ, μεγάλος, με λουλούδια και καρδούλες στην κορνίζα του. Μετά έγινε μπλε, πορτοκαλί και χρωματιστός, σαν το ουράνιο τόξο. Ήταν καλός, τους έκανε αγκαλιές, αστεία, φάρσες και μαγικά κόλπα γιατί αγαπούσε τα παιδιά. Έπαιξε μαζί τους, τους μαγείρεψε κι όταν έφαγαν τους είπε: «Ανεβείτε πάνω μου!» Πέταξε μακριά πάνω από άλλες χώρες, εκείνες που δεν έχουν πόλεμο… Σα παιδιά είδαν για πρώτη φορά στη ζωή τους, πόλεις με γερά σπίτια, με σημαία, με ειρήνη, με ελευθερία… ζήλεψαν και ντράπηκαν μαζί! ταν επέστρεψαν στο κάστρο, όλοι μαζί άρχισαν να ζωγραφίζουν, όσα τους είχαν εντυπωσιάσει σ‟ αυτό το ταξίδι. Ο Γιώργος είχε την ιδέα να ζωγραφίσει με το δάχτυλό του πάνω στον Μαγικό Καθρέπτη. Ζωγράφισε έναν χαρταετό στον ουρανό. Σότε έγινε κάτι μαγικό! Ο χαρταετός ζωντάνεψε και πέταξε έξω από το παράθυρο ψηλά στον ουρανό. Έγινε αληθινός! -Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέπτης σε κάθε παιδί! Η Μαρία ζωγράφισε το σήμα της ειρήνης και πασχαλίτσες. Ο Κωνσταντίνος, τη σημαία της ελευθερίας κι έναν τσολιά. Η Αναστασία, πεταλούδες σ‟ έναν χαρούμενο Απρίλιο. Ο Αλέξανδρος, λουλούδια σ ένα αυτοκίνητο. Η Αθανασία, ένα μωρό. Ο Βαγγέλης, καρδούλες σε μια μηχανή. Η Φαρίκλεια, μια κούκλα. Ο Αλέξανδρος, ένα ήλιο σε μια φόρμουλα. Η Αμέριστα το περιστέρι της ειρήνης σ έναν ουρανό με τριαντάφυλλα. Είχε περάσει η ώρα κι έπρεπε να φύγουν πριν νυχτώσει. - ‟ ευχαριστούμε πολύ Μαγικέ Καθρέπτη, του είπε η Αθανασία. - Θα ξανάρθουμε, υποσχέθηκε η Φαρίκλεια. „Έτρεξαν χαρούμενα την κατηφόρα κι έφτασαν γρήγορα στο χωριό τους. Από μακριά είδαν τις μαμάδες τους έξω. -Ψχ! Θα μας μαλώσουν, που αργήσαμε, είπε ο Αλέξανδρος. Μα όσο πλησίαζαν παρατήρησαν ένα χαμόγελο στα πρόσωπά τους. -Ο πόλεμος τελείωσε, φώναξαν όλες μαζί και πήραν αγκαλιά τα παιδιά τους για να πάνε στο σπίτι τους, γιατί εκεί τα περίμενε άλλη μία έκπληξη… Ο μπαμπάς τους! 2/θ Νηπιαγωγείο Επισκοπής Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Δεσποτάκη Μαρία
18
«Κάνε μια ευχή» είπε ο μαγικός καθρέφτης
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας καθρέφτης, που ήθελε να είναι μαγικός. Μιλούσε λοιπόν σε όλους για τη μαγεία του κι ας μην υπήρχε στ‟ αλήθεια. Σο έμαθε κι ένας γίγαντας και τον πήρε ψηλά στο κάστρο του. Σον έβαλε σε ένα τρομακτικό, σκοτεινό δωμάτιο και είπε ευχαριστημένος «Σώρα θα μπορώ να κάνω όσες ευχές θέλω και να πραγματοποιούνται» Ο καθρέφτης τρόμαξε τόσο πολύ! Σώρα τι μπορούσε να κάνει; Καλά να πάθω σκέφτονταν αφού έλεγα ψέματα για κάτι που δεν ήμουν… Για να δυσκολέψει λιγάκι τον γίγαντα του ζήτησε να λέει πριν από κάθε ευχή ένα ξόρκι αλλιώς η ευχή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Σα μαγικά λόγια ήταν: «Κοτίλι αμτεπί γιουμπάτι κτοπαψί» την πρώτη μπέρδεψε.
ευχή
ο
γίγαντας
τα
Όστερα τα θυμήθηκε και είπε: «κοτίλι αμτεπί γιουμπάτι κτοπαψί,… θέλω να πιάσω στο κυνήγι ένα παχύ αγριογούρουνο». Ο καθρέφτης τι να κάνει, του είπε ότι θα γίνει η ευχή του… Ο γίγαντας από τύχη έπιασε ένα αγριογούρουνο. Φάρηκε ο καθρέφτης. «Βρε μπας και είμαι πράγματι μαγικός;» σκεφτόταν. Σην άλλη μέρα ο γίγαντας είπε τα μαγικά λόγια «κοτίλι αμτεπί γιουμπάτι κτοπαψί» και ζήτησε ωραίες παντόφλες, αλλά τίποτα! Σην παρα-άλλη είπε δυνατά «κοτίλι αμτεπί γιουμπάτι κτοπαψί» και ζήτησε έναν στρατό, αλλά τίποτα! Σην επόμενη μέρα ζήτησε, αφού ψιθύρισε «κοτίλι αμτεπί γιουμπάτι κτοπαψί» έναν ανθόκηπο, αλλά τίποτα πάλι … Η τελευταία του προσπάθεια ήταν μια μέρα που στάθηκε θυμωμένος μπροστά στον καθρέφτη και του είπε «θα πω για τελευταία φορά τα μαγικά λόγια και αν και πάλι δεν πραγματοποιήσεις την ευχή μου θα σε κάνω κομματάκια. Μου είσαι άχρηστος!»
19
Είπε λοιπόν αργά και καθαρά «κοτίλι αμτεπί γιουμπάτι κτοπαψί, θέλω να γίνω πλούσιος και όλα τα έπιπλά μου να γίνουν χρυσά» Ο καθρέφτης που έτρεμε από το φόβο του, του ζήτησε να τραβήξει τις κουρτίνες για να μπουν οι χρυσές αχτίδες του ήλιου στο σπίτι. «Βλέπεις που τώρα είναι όλα χρυσά;» του είπε. -Δε ζήτησα αυτό! γίγαντας θυμωμένος.
φώναξε
ο
-Με κοροϊδεύεις! «Αν ήμουν μαγικός…» σκέφτηκε ο καθρέφτης, θα έσωζε τώρα και τον μπορούσε να γίνει κάτι που δεν ήταν !
εαυτό του! μως
δεν
Μάζεψε όλο το θάρρος που είχε και φώναξε για πρώτη φορά την αλήθεια με πολλούς τρόπους με πολλές φωνές! «Δεν είμαι μαγικός, ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΓΙΚΟ, δεν είμαι μαγικός,
δεν … »
Σι περίεργο, με την αλήθεια ένιωσε μαγικά. μορφα! Ο γίγαντας όμως όπως ήταν θυμωμένος, τον άρπαξε και τον πέταξε με δύναμη από το ψηλό κάστρο. Ο καθρέφτης έσπασε σε μικρά κομματάκια που σκορπίστηκαν σε ολόκληρη τη γη. Κάθε κομμάτι καθρέπτιζε και κάτι διαφορετικό κι ήταν ευτυχισμένο, κι ας μην ήταν μαγικό. Άλλο ζώα , άλλο ανθρώπους, άλλο σύννεφα, άλλο πουλιά, άλλο δέντρα, άλλο το φεγγάρι, άλλο τον ήλιο… Ένα όμως κομματάκι έπεσε πάνω σε ένα μαγικό χαλί που έκανε βόλτα στον ουρανό και πήγε έτσι στο σπίτι της μάγισσας Υουριόζας. τη μέση του μαγισσοσπιτού της είχε έναν πανέμορφο Αληθινό Μαγικό Καθρέφτη! Σο κομματάκι στάθηκε δίπλα του και τον κοιτούσε με θαυμασμό όταν άκουσε τη γλυκιά φωνή του «Κάνε μια ευχή» είπε ο μαγικός καθρέφτης και του χαμογέλασε. Φωρίς να το σκεφτεί πολύ απάντησε «Να 20
ξαναγίνω ο καθρέφτης που ήμουν πριν και να χαίρομαι κάθε μέρα για αυτό που είμαι…» Ψπ! όλα τα κομμάτια μαζεύτηκαν και έγιναν ξανά ο παλιός καθρέφτης. Βρέθηκε στα χέρια παιδιών που έκαναν γκριμάτσες και γελούσαν ευτυχισμένα. Βρήκε επιτέλους την ευτυχία! Δεν ήθελε πια να είναι μαγικός. Σου αρκούσε η μαγεία της ομορφιάς που καθρέφτιζε. Από τότε έζησε αυτός καλά και εμείς καλύτερα!
1o Νηπιαγωγείο Πυλαίας Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Παναγιώτου Γεωργία
21
‘‘Κάνε μια ευχή’’, είπε ο μαγικός καθρέφτης… Η περιπέτεια της Κρυσταλένιας Μια φορά και έναν καιρό σ‟ ένα δάσος μακρινό ζούσεένας βοσκός με τη γυναίκα του και είχαν μια κόρη, που τη λέγανε Κρυσταλένια. Κάθε μέρα η Κρυσταλένια πήγαινε με τον πατέρα της τα πρόβατα στο λιβάδι για να βοσκήσουν . Ένα βράδυ, που η Κρυσταλένια δεν μπορούσε να κοιμηθεί, βγήκε έξω από το σπίτι κι άκουσε μια κουκουβάγια που έλεγε με ανθρώπινη φωνή : “Κουκουβάου κουκουβά, τα εφτάχρονα παιδιά, να πηγαίνουνε σχολειό, με χαρά κι ενθουσιασμό”. Μόλις η Κρυσταλένια έγινε 7 χρονών, παρακάλεσε τον πατέρα της να την πάει στο σχολείο. μως ο πατέρας της που δεν ήθελε να την αφήσει, για να τον βοηθάει στις δουλειές, της είπε: “Κι αν φωνάζεις κι άμα κλαις, είναι τόσες οι δουλειές, που σχολείο δεν θα πας όσο κι αν παρακαλάς.” Η Κρυσταλένια επέμενε, αλλά μάταια. Λυπημένη η Κρυσταλένια πήγε στο δωμάτιό της και ξέσπασε σε κλάματα. Έτσι κλαμένη την πήρε ο ύπνος. Ξαφνικά, η κουκουβάγια μπήκε από το παράθυρο και άρχισε να λέει: “Κουκουβάου κουκουβά, τα αγράμματα παιδιά, τρέχουν στο κρυφό σχολειό, κει στον πύργο τον ψηλό”. Η Κρυσταλένια ξύπνησε από τα λόγια της κουκουβάγιας και την ρώτησε: «ε ποιο ψηλό πύργο είναι το κρυφό σχολειό;» «Πώς μπορώ να πάω εκεί;» «Πώς θα πάω χωρίς την άδεια από τους γονείς μου;»
22
«Σι ώρα λειτουργεί αυτό το σχολείο;» Η Κουκουβάγια της απάντησε: «Δεν χρειάζεται να το πεις στους γονείς σου. Πάρε ένα σάκο, βάλε μέσα δύο αβγά, ένα μαύρο καπέλο και μια χτένα και ακολούθησε με. Γρήγορα! Πρέπει να έχουμε γυρίσει, πριν ξημερώσει!» Η Κρυσταλένια αναρωτιόταν σε τι θα της χρησιμεύσουν αυτά τα πράγματα. Πατώντας στις μύτες των ποδιών της πήγε στο μπάνιο και πήρε την χτένα, μετά μπήκε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και πήρε δύο αβγά. Υτάνοντας στην εξώπορτα, πήρε το μαύρο καπέλο της μαμάς της από την κρεμάστρα, άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και ακολούθησε την κουκουβάγια μέσα στο σκοτεινό δάσος. το δρόμο που πηγαίνανε συναντήσανε μία μάγισσα που είχε πάθει ηλεκτροπληξία, επειδή είχε καταπιεί δέκα ηλεκτροφόρες φωτεινές πυγολαμπίδες και τα μαλλιά της είχαν γίνει σαν τα αγκάθια του σκαντζόχοιρου, σαν την κουρελιασμένη σκούπα, σαν τη χαίτη του λιονταριού, σαν τα αγκάθια της τριανταφυλλιάς. - Δώσε μου αμέσως μια χτένα, κοριτσάκι, αλλιώς δεν θα σε αφήσω να περάσεις, είπε η μάγισσα νευριασμένη με την ανατριχιαστική φωνή της. Η Κρυσταλένια τότε έβγαλε από το σάκο της την χτένα και της την έδωσε. Η μάγισσα πήρε την χτένα από την Κρυσταλένια και χτένισε τα μπερδεμένα, ηλεκτρισμένα μαλλιά της.
23
- Σώρα που χτένισα τα μαλλιά μου, θα σε αφήσω να περάσεις. Για το καλό που μου έκανες, θα σου δώσω και εγώ μια συμβουλή. Ο δάσκαλος του κρυφού σχολειού τρελαίνεται για ομελέτες και ζητάει για πληρωμή δύο αβγά από κάθε μαθητή. Η Κρυσταλένια συνέχισε το δρόμο της. Μετά από λίγο έφτασε μπροστά στην είσοδο του πύργου. Πάνω στην πόρτα υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε: „„Για να μπείτε, χρειάζεται καπέλο.‟‟ Η Κρυσταλένια έβγαλε από το σάκο το καπέλο, το φόρεσε και δειλά δειλά άνοιξε την πόρτα. Μπροστά της είδε μια πελώρια αυλή γεμάτη ζωηρά παιδιά που όλα φορούσαν καπέλο στο κεφάλι τους. Περπατώντας αργά πήγε προς το δάσκαλο. - Πώς βρέθηκες εδώ, κοριτσάκι;, τη ρώτησε ο δάσκαλος. - Ήρθα για να μάθω γράμματα, είπε εκείνη ντροπαλά. - Α! Σώρα κατάλαβα. Είσαι η καινούρια μαθήτρια που μου είπε η κουκουβάγια. Δώσε μου λοιπόν δυο αβγά κι έλα μαζί μου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο δάσκαλος φώναξε: “Ελάτε βρε παιδιά, να μπούμε στη σειρά, εσείς για τα μαθήματα κι εγώ για τα αυγά” . Η Κρυσταλένια μπήκε στην τάξη . Είδε ότι όλα τα παιδιά ξέρανε γράμματα και αριθμούς ενώ αυτή δεν ήξερε τίποτα. Ένιωσε μεγάλο άγχος, ντροπή, αδυναμία, ανικανότητα, απογοήτευση. Ο δάσκαλος την πλησίασε και της είπε: - Μπορεί σήμερα να μην τα καταφέρνεις αλλά με τον καιρό θα συνηθίσεις και θα μάθεις γράμματα. Και ευθύς αμέσως έσπασε τα αυγά και έφτιαξε ομελέτες για όλους. ταν τελείωσε το μάθημα, λίγο πριν ξημερώσει, η Κρυσταλένια γύρισε σπίτι της λυπημένη γιατί οι συμμαθητές της ήταν προχωρημένοι. Σο πρωί βοήθησε τον πατέρα της να βοσκήσουν τα πρόβατα. μως, είχε ξεχάσει κάτι σημαντικό, σήμερα ήταν τα γενέθλιά της. Η μαμά της όμως, το θυμόταν. Πήρε το μικρό, παλιό καθρεφτάκι της προγιαγιάς της, το τύλιξε σε ένα ωραίο, 24
χρωματιστό, λεπτό, απαλό και γυαλιστερό χαρτί και το άφησε στο δωμάτιο της Κρυσταλένιας, πάνω στο ξύλινο και μαλακό κρεβάτι της. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου και είδε ότι είχε ακόμα χρόνο για να φτιάξει μια νόστιμη, γευστική και αφράτη καρυδόπιτα. ταν η Κρυσταλένια γύρισε στο σπίτι, μύρισε την μυρωδιά της καρυδόπιτας και τότε θυμήθηκε ότι ήταν τα γενέθλιά της. Έτρεξε στο δωμάτιό της και είδε το πακέτο πάνω στο μαξιλάρι της. Σο άνοιξε βιαστικά και είδε μέσα το μικρό καθρεφτάκι. Πάνω στον καθρεφτάκι, τι νομίζετε ότι είδε; Μια μικρή και βρωμερή κουτσουλιά!!! Πήγε να την ξύσει με το νύχι της και άκουσε μια φωνή που έλεγε: „„Καθρεφτάκι είμαι εγώ, όμορφο και μαγικό, τις ευχές πραγματοποιώ σ‟ ένα δευτερόλεπτο‟‟ Η Κρυσταλένια έμεινε άφωνη με αυτά που άκουσε. Έξυσε ξανά τον καθρέφτη και ο καθρέφτης είπε: „„Κάνε μια ευχή να βγει αληθινή, πρέπει να σκεφτείς, τι θα ευχηθείς.‟‟ Η Κρυσταλένια σκέφτηκε, σκέφτηκε, σκέφτηκε και είπε: “Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, η χάρη που ζητώ καλύτερη μαθήτρια να γίνω επιθυμώ”. 25
“Η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί.”, είπε ο μαγικός καθρέφτης. Και τότε ξεπετάχτηκαν από το μαγικό καθρέφτη πέντε λέξεις: εξάσκηση – θέληση – προσπάθεια – πείσμα – προσοχή Οι λέξεις στριφογύρισαν μέσα στο δωμάτιο, έκαναν μια σβούρα γύρω από την Κρυσταλένια και χώθηκαν μέσα στην καρδιά της. Οι επόμενες μέρες στα βοσκοτόπια κι οι νύχτες στο κρυφό σχολειό έγιναν πιο όμορφες.
9οΔημοτικό χολείο Φαλκίδας Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Βαρκάδου ταματία, Κοντού Μαγδαληνή, Κόρδη Άννα, υρόγιαννη Θεοδώρα, Βοριά Ιωάννα, Μακρή Μαρία
26
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης… με τη φωνή της θάλασσας» Μια φορά κι έναν καιρό, ένας ψαράς, ο κ. Μοναχούλης, δεν είχε τίποτε άλλο στον κόσμο εκτός από τη βάρκα του και τη μεγάλη αγάπη του για τη θάλασσα. Η θάλασσα ήταν όλη του η ζωή. ‟ αυτή μιλούσε, σ‟ αυτή έλεγε τον καημό του, τα παράπονά του, τα όνειρά του!! Κάποια μέρα τής έλεγε, πως είχε ακούσει από κάτι ηλικιωμένους ψαράδες ότι, κάπου στον κόσμο υπάρχει ένας μαγικός καθρέφτης, που κάνει πραγματικότητα ό,τι κι αν του ευχηθείς. Βασανιζόταν πολύ για τα προβλήματα που υπήρχαν στη γη. Θα ήταν σωτήριο αν έβρισκε αυτόν τον μαγικό καθρέφτη. Αλλά πού να ψάξει έτσι μόνος, χωρίς καμία συντροφιά; Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τα λόγια του εμφανίζεται μπροστά του μια μικρή φώκια. -
‟ άκουσα καλέ μου ψαρά. Θα έρθω εγώ μαζί σου. Εσύ βοήθησες κάποτε τη μητέρα μου να γεννηθώ. Αν δεν ήσουν εσύ, τότε, ούτε εγώ, αλλά ούτε η μητέρα μου θα ζούσαμε σήμερα. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν μαζί να ανακαλύψουμε πού μπορεί να κρύβεται ο μαγικός καθρέφτης.
Η χαρά διαδέχτηκε την έκπληξη και ο ψαράς δέχτηκε την πρόταση της μικρής του φίλης.
27
Ξεκίνησαν λοιπόν το ταξίδι τους και η πρώτη στάση τους ήταν σε μία δίδυμη ήπειρο. Δύο μαζί που έμοιαζαν με μία: Η Βόρεια Μαγειρική και η Νότια Μαγειρική. Χάξανε, ψάξανε αλλά πουθενά δεν ανακάλυψαν τον μαγικό καθρέφτη. Αυτό που ανακάλυψαν ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Σα παιδιά εκεί τρέφονταν με πολλά έτοιμα φαγητά, προμαγειρεμένα και όχι φρέσκα και υγιεινά. Δεν αθλούνταν συχνά κι έτσι το βάρος του σώματός τους συνέχεια αυξανόταν με αποτέλεσμα να έχουν πολλά προβλήματα στη ζωή τους. Ο κ. Μοναχούλης σκεφτικός μέσα στη βάρκα του λυπόταν πολύ που δεν κατάφερε να βρει τον μαγικό καθρέφτη και να λύσει με μιας το πρόβλημα των παιδιών. Έτσι σκυμμένος καθώς ήταν καθρεφτίστηκε στα γαλανά νερά της θάλασσάς του και άκουσε μία φωνή : -
Κάνε μια ευχή…
Δεν χρειαζόταν να σκεφτεί τι ευχή να κάνει. Είχε ήδη ευχηθεί… Αμέσως η θάλασσα έβγαλε από τα σπλάχνα της κάθε νοστιμιά. Χάρια φρέσκα και χταπόδια, καλαμάρια κι αχινούς, μύδια και σουπιές κι άλλες τόσες λιχουδιές. λοι οι κάτοικοι των δύο ηπείρων μοιράστηκαν δίκαια τα φρέσκα και υγιεινά φαγητά, δώρα από τη θάλασσά τους. Οι ήπειροι ελευθερώθηκαν από τα δεσμά του προβλήματός τους και τότε μία κόκκινη κορδέλα ξεκίνησε από τη Βόρεια Μαγειρική και μία μοβ από τη Νότια και
28
απλώθηκαν στον ουρανό. Σο ταξίδι συνεχίστηκε και οι δύο φίλοι φτάσανε σε μια ήπειρο που λεγόταν ΠιγκουΩνική. Χάξανε, ψάξανε πουθενά ο μαγικός καθρέφτης. Σο μόνο που ανακάλυψαν ήταν πως στην ήπειρο αυτή άρχισαν να λιώνουν επικίνδυνα οι πάγοι. Αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο για τα ζώα που ζούσαν εκεί και για τους ανθρώπους όλου του πλανήτη. Ο κ. Μοναχούλης έσκυψε πάλι πάνω από την αγαπημένη του θάλασσα, καθρεφτίστηκε και πάλι άκουσε μια φωνή: -
Κάνε μια ευχή…
Ου!!!! Σην είχε κάνει ήδη… Ευθύς η θάλασσα σκοτείνιασε και πάγωσε!!! Οι πάγοι σταμάτησαν να λιώνουν και δεν ξανακουνήθηκαν από τη θέση τους. Σότε μια λευκή κορδέλα ξεδιπλώθηκε και ανέβηκε στον ουρανό να συναντήσει τις άλλες δύο. Σο ταξίδι συνεχίζεται και φτάνουν σε μια άλλη ήπειρο. Ζεστή αυτή τη φορά, καυτή να μη σας πω!! Μαυρική το όνομά της. Χάξανε, ψάξανε πουθενά ο μαγικός καθρέφτης. Αυτό που ανακάλυψαν όμως ήταν κάτι φοβερό και απρόσμενο.. Οι άνθρωποι εκεί και κυρίως τα παιδάκια δεν είχαν να φάνε φαγητό, να πιούνε νερό, φάρμακα να γιατρευτούν!! Δεν άντεχαν τα παιδάκια και πέθαιναν από την πείνα, τη δίψα και τις αρρώστιες. Ο κ. Μοναχούλης έσκυψε πάνω από τη θάλασσα, καθρεφτίστηκε και άκουσε πάλι τη φωνή: -
Κάνε μια ευχή…
Σην είχε έτοιμη από ώρα… Αμέσως η θάλασσα κάλεσε όλα τα καράβια της που μετέφεραν κάθε λογής προϊόντα και ήρθαν και τ‟ άδειασαν στην ήπειρο αυτή. Γέμισαν οι αποθήκες τους τρόφιμα, νερά και φάρμακα. Φαμογέλασαν τα παιδάκια και τότε μία πράσινη κορδέλα ξεδιπλώθηκε στον ουρανό. Σο ταξίδι όμως δεν σταμάτησε. υνεχίστηκε ώσπου έφτασαν στην ήπειρο με το όνομα Κασσιόπη. Χάξανε, ψάξανε αλλά μαγικός καθρέφτης πουθενά δεν βρέθηκε. Ανακάλυψαν όμως κάτι θλιβερό! Σα παιδιά εκεί αντί να παίζουν ελεύθερα με τους φίλους και τις παρέες τους ήταν όλη μέρα κι όλη νύχτα κολλημένα στα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια. Δεν έπαιζαν, δεν συζητούσαν, δεν διάβαζαν, δεν αθλούνταν. ΔΕΝ ΦΑΙΡΟΝΣΑΝ ΣΗ ΖΨΗ ΣΟΤ. Σότε ο καλός μας ψαράς έσκυψε πάλι πάνω από τη θάλασσα, καθρεφτίστηκε και άκουσε πάλι τη φωνή: -
Κάνε μια ευχή… 29
Αμέσως η θάλασσα πήρε την εντολή και άνοιξε την αγκαλιά της και αποκάλυψε απίστευτες ομορφιές. Κοραλλένιους βυθούς, βυθισμένα ναυάγια, αμύθητους θησαυρούς, ηφαίστεια, σπάνια είδη ψαριών και αμέτρητες άλλες ομορφιές. Σα παιδιά γούρλωσαν τα μάτια τους από την έκπληξη και τον ενθουσιασμό!!Δεν μπορούσαν να τα πάρουν από τον βυθό που έκρυβε τόσες ομορφιές και τόσα μυστήρια!! Η χαρά τους ήταν πραγματικά απερίγραπτη!!
Αμέσως μια μπλε κορδέλα ξεδιπλώθηκε στον ουρανό… Ο ψαράς κι η φώκια όμως δεν απογοητεύτηκαν. υνέχισαν το ταξίδι τους κι έφτασαν στην Κασπασία. Εκεί ανακάλυψαν ότι τα παιδιά δεν τα στέλνουν σε σχολεία να μορφωθούν αλλά τα βάζουν να εργάζονται σκληρά και επώδυνα. Ο ψαράς έσκυψε πάνω από την αγαπημένη του θάλασσα καθρεφτίστηκε και άκουσε τη φωνή: -
Κάνε μια ευχή…
Αμέσως η θάλασσα κάλεσε τα καράβια της να φέρουν ανθρώπους που δεν έβρισκαν δουλειά σε άλλες ηπείρους και να φτάσουν εδώ να δουλέψουν εκείνοι αντί για τα παιδιά. Φαμογέλασαν κι αυτά τα παιδιά. 30
Αμέσως μια πράσινη κορδέλα ξεδιπλώθηκε στον ουρανό. Καθρέφτης όμως δεν βρέθηκε. Σελευταία τους ελπίδα ήταν η Καγκουρία. Χάξανε, ψάξανε, πουθενά ο μαγικός καθρέφτης. Ανακάλυψαν όμως ότι υπήρχαν σπάνια είδη ζώων και πουλιών που σε λίγα χρόνια θα έπαυαν να υπάρχουν στη γη. Σότε ο ψαράς έσκυψε πάνω από την αγαπημένη του θάλασσα, καθρεφτίστηκε και άκουσε τη φωνή: -
Κάνε μια ευχή…
Η ευχή έγινε κι αμέσως η θάλασσα άνοιξε την αγκαλιά της και όλα αυτά τα ζώα και τα πουλιά βρήκαν καταφύγιο και προστασία στο θαλάσσιο πάρκο που δημιουργήθηκε. Σότε μια πορτοκαλί κορδέλα ξεδιπλώθηκε και απλώθηκε στον ουρανό. Ο κ. Μοναχούλης λυπήθηκε πολύ που δεν βρήκαν τον μαγικό καθρέφτη. Η μικρή του φώκια του είπε συγκινημένη: Κοίτα στον ουρανό. Ένα ουράνιο τόξο δημιουργήθηκε από τους ανθρώπους που χαμογέλασαν. Μπορεί να μη κρατάμε τον μαγικό καθρέφτη. Αποδείχτηκε ότι ο καθρέφτης υπάρχει σε κάθε πράγμα που αγαπάς πραγματικά! τη θάλασσα που τόσο αγαπάς καθρεφτιζόσουν και η ευχή σου πραγματοποιούταν. Κι αυτή σαν να „ταν ο μαγικός καθρέφτης σού χάριζε τα δώρα της αγάπης. Η αγάπη κάνει τα θαύματα στη ζωή… Έχεις δίκιο μικρή μου φώκια. Με συντρόφευσες υπομονετικά σ‟ όλο το ταξίδι. Δυστυχώς δεν έχω τίποτα να σου χαρίσω. ου χαρίζω την αγάπη μου και… τ‟ όνομά μου. Από δω και πέρα δεν θα είσαι μια τυχαία φώκια. Θα „σαι η γνωστή σε όλο τον κόσμο φώκια Μονάχους.
2ο Δημοτικό χολείο Σριλόφου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Πολίτου Μαρία
31
«Κάνε μια ευχή» είπε ο μαγικός καθρέπτης Μια φορά κι έναν καιρό… σε μια όμορφη κασετίνα ζούσε ένα μολύβι μαζί με μια γόμα και μια ξύστρα. Αυτό το μολύβι έκανε πολύ όμορφα γράμματα και δεν έκανε ποτέ λάθη στις λεξούλες. Ήταν πολύ περήφανο για τον εαυτό του και καμάρωνε για όλα αυτά που έκανε σωστά. ταν πήγαινε στο σχολείο ήταν πάντα το πιο ήσυχο, είχε συνέχεια ξυσμένη μύτη, έγραφε πρωί πρωί την ημερομηνία στο τετράδιο, τελείωνε συνέχεια πρώτο… Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι τα έκανε όλα τέλεια! Και ήταν τόσο χαρούμενο γι‟ αυτό. Μια μέρα, όμως, η δασκάλα της ζωγραφικής μπήκε στην τάξη και ζήτησε από τα μολυβάκια να ζωγραφίσουν ένα γραμμολούλουδο. Σότε ήταν που το μολυβάκι άρχισε να νιώθει λίγο άβολα, να ιδρώνει και να αγχώνεται. Άρχισε δειλά δειλά να κάνει γραμμούλες, αλλά δεν έμοιαζαν με λουλουδάκι. Πιο πολύ έμοιαζαν με… μουτζούρα. Σο μολυβάκι που τα έκανε όλα σωστά δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ένα γραμμολούλουδο; Δεν ένιωθε καλά. Ζήτησε από τη δασκάλα του να πάει στο σπίτι του, γιατί πονούσε η μυτούλα του. Δε μπορούσε να παραδεχτεί ότι έκανε κάτι που δεν ήταν «τέλειο». Έτσι, έφυγε από το σχολείο για να πάει στο σπίτι του, αλλά στο δρόμο συνεχώς σκεφτόταν «Μα τι έπαθα; Εγώ τα κάνω όλα σωστά και τέλεια. Γιατί δε μπορώ να ζωγραφίσω;». Ήταν τόσο στενοχωρημένο που άρχισε να κλαίει… όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν είχε φτάσει εκεί που ήθελε να πάει, στο σπίτι του, αλλά σε ένα μεγάλο και τρομακτικό δάσος. Περπατούσε και περπατούσε μέσα στο δάσος φοβισμένο μέχρι που είδε ένα ποταμάκι. Πλησίασε να πιει λίγο νεράκι και να συνέλθει από το κλάμα, αλλά παρατήρησε στην όχθη του ποταμού κάτι που γυάλιζε. Ήταν ένας μικρός καθρέφτης. Σον σήκωσε και άκουσε μια φωνούλα να του λέει: - Σι έπαθες, μικρό μολυβάκι; Γιατί είσαι τόσο θλιμμένο; - Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Εγώ τα κάνω όλα σωστά, κάνω ωραία γραμματάκια, είμαι το πιο γρήγορο στην τάξη, δεν κάνω λάθη στις λεξούλες… Γιατί δεν μπορώ να ζωγραφίσω; Γιατί κάνω μουτζούρες; απάντησε το μολυβάκι. Σότε, ο καθρέφτης πολύ σοβαρός του είπε: - Καλό μου μολυβάκι, είμαι σίγουρος ότι είσαι πολύ καλός σε όλα αυτά που λες. Δεν μπορούμε, όμως, να είμαστε τέλειοι σε όλα, όπως δε γίνεται να είμαστε ίδιοι με όλους. Απ‟ ότι βλέπω… εσύ είσαι ένα όμορφο μολυβάκι, δεν είσαι ξυλομπογιά. Η δουλειά σου είναι να κάνεις ωραία γραμματάκια και από αυτά που μου λες, καταλαβαίνω ότι την κάνεις πολύ καλά. Δεν είμαστε 32
όλοι καλοί στα ίδια πράγματα. Ο καθένας ξεχωρίζει σε κάτι, αλλά μπορεί να είναι διαφορετικό από τους άλλους. Ποτέ δε θα καταφέρουμε να είμαστε ίδιοι με όλους ή τέλειοι σε όλα, αλλά ξέρεις κάτι; Δε χρειάζεται. Πρέπει να αγαπάμε αυτό που είμαστε και να προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι. μως εγώ μπορώ να σου κάνω ένα δώρο. Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης. Σο μολυβάκι έμεινε σκεπτικό για κάμποση ώρα και μετά απάντησε: - Μπααα… Δε χρειάζομαι ευχή. Έχω ό,τι θέλω. Μου αρέσει αυτό που κάνω. Θα συνεχίσω να είμαι καλός σε αυτά που κάνω και θα προσπαθήσω να γίνω καλύτερος σε αυτά που με δυσκολεύουν. Ευχαριστώ πάρα πολύ που με βοήθησες, μικρό καθρεφτάκι. Και ξαφνικά, βρέθηκε μέσα στην τάξη του και στο μάθημα της ζωγραφικής να προσπαθεί να κάνει ένα γραμμολούλουδο. Εκείνη την ώρα το πλησίασε μια ξυλομπογιά, η οποία είχε αρκετή ώρα που το παρατηρούσε να κάθεται θλιμμένο πάνω από τη ζωγραφιά. - Γεια σου, είπε η ξυλομπογιά, θέλεις να σε βοηθήσω; Έχω κάνει πολλές φορές γραμμολούλουδα και μπορώ να σου δείξω πώς γίνονται. Σο μολυβάκι δέχτηκε με μεγάλη χαρά και από τότε έγιναν πολύ καλοί φίλοι με την ξυλομπογιά, η οποία δυσκολευόταν λίγο με την ορθογραφία, αλλά άρχισε να τη βοηθάει το μολυβάκι και γινόταν όλο και καλύτερη. Κι έτσι… ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 3ο Δημοτικό χολείο Καρπενησίου Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Σζιοβάρα Θεοδώρα 33
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Κι αν δε βγει αληθινή, κάνε μια προσπάθεια…»
Τπάρχουν μαγικοί καθρέφτες;… Αυτοί με τις ευχές. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου…» Μόνο στα παραμύθια, λένε! Αν υπήρχαν όμως θα ήθελα να κάνω κι εγώ όχι μία αλλά πολλές ευχές! Έλεγε η γιαγιά μου.. Μια φορά κι έναν καιρό, σ‟ έναν τόπο πολύ μακρινό ζούσε ένα αγόρι με τη μητέρα του. Παρ‟ όλο που ήταν φτωχοί ήταν ευτυχισμένοι και οι καρδιές τους ξεχείλιζαν από καλοσύνη! Μια φορά την εβδομάδα το αγόρι συνήθιζε να πηγαίνει στο δάσος και να κόβει ξύλα για τη φωτιά. Κάποια απ‟ αυτές τις φορές στο δρόμο συνάντησε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Υαινόταν πολύ κουρασμένη… Σο αγόρι της έδωσε από το νερό του να πιει και κάθισε μαζί της να ξαποστάσει. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε και του χάρισε έναν μικρό καθρέφτη. «Πρόσεχε», του είπε, «ο καθρέφτης είναι μαγικός και μπορείς να ευχηθείς μόνο για καλό! Κάνε την ευχή σου με προσοχή!». ταν αργά το βράδυ το αγόρι γύρισε σπίτι, είδε πως ο καθρέφτης έλαμπε περίεργα κάτω από το φως του φεγγαριού… κεφτόταν τι να ευχηθεί… «Κάνε μια ευχή», είπε ο μαγικός καθρέφτης… Σο αγόρι τρόμαξε! μως δεν έχασε το θάρρος του κι αμέσως ευχήθηκε να ταξιδέψει για να δει όλον τον κόσμο! Και να! Ο καθρέφτης τον πήγε πρώτα στη χώρα των Ζαχαρωτών! Εκεί η θάλασσα ήταν γεμάτη με σοκολατένιο γάλα αντί για νερό και η παραλία αντί για άμμο είχε ζάχαρη! Ο ήλιος ήταν ένα μεγάλο κίτρινο ζαχαρωτό λεμόνι και στα δέντρα φύτρωναν καραμέλες! Μα ξαφνικά το τοπίο άλλαξε! Η παραλία γέμισε με σκουπίδια, η θάλασσα έγινε μαύρη, τα δέντρα μαράθηκαν, ο ουρανός σκοτείνιασε και όλα έγιναν γκρίζα! «Πάρε με από δω καθρέφτη μου! Δε μου αρέσει αυτό που βλέπω!» είπε το αγόρι και ο καθρέφτης άκουσε.. Η επόμενη στάση ήταν το Λιβάδι των Βασιλιάδων. Εκεί υπήρχαν πολλά και μεγάλα κάστρα. Απέραντες εκτάσεις με ηλιοτρόπια και τριαντάφυλλα. Λίμνες και ποτάμια με γάργαρο νερό! Κατσίκες, αγελάδες και παχουλά άσπρα πρόβατα που έβοσκαν ήσυχα στα καταπράσινα λιβάδια! Ο κόσμος φαινόταν πολύ χαρούμενος έτσι όπως έκανε τις δουλειές του και βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Οι βασιλικές οικογένειες μοιραζόντουσαν ιστορίες σ‟ ένα μεγάλο τραπέζι πίνοντας ζεστό τσάι. Μα ξαφνικά οι 34
άνθρωποι έβγαλαν τα όπλα τους κι άρχισαν να επιτίθενται ο ένας στον άλλον! Σι φασαρία και κακό! «Θέλω να φύγω κι από δω καθρέφτη μου! Πάρε με μακριά!» Μεμιάς το αγόρι βρέθηκε στο Μαγεμένο Δάσος. Εκεί είδε πολύ ψηλά δέντρα με τεράστιους κορμούς. Νεράιδες λούζονταν στο ποτάμι. Λευκοί μονόκεροι έτρεχαν χαρούμενα τριγύρω. Πολύχρωμες πεταλούδες έπιναν το νέκταρ από πανέμορφα λουλούδια. Τπήρχε ακόμη κι ένας αγαθός δράκος που πήρε το αγόρι στην πλάτη του και το έκανε μια μεγάλη βόλτα! Σο αγόρι έπαιζε ευτυχισμένο με τα μαγικά πλάσματα του δάσους μέχρι που αυτά ξαφνικά εξαφανίστηκαν! Άρχισαν να έρχονται παιδιά από παντού! Παιδιά στεναχωρημένα, πεινασμένα, άρρωστα, με ρούχα σκισμένα και παλιά. Παιδιά που δεν κουβαλούσαν παιχνίδια, αλλά είχαν στην πλάτη τους σάκους με τα προβλήματα όλου του κόσμου! Μα τι έγινε;! Αναρωτήθηκε το αγόρι. «Πήγαινέ με σπίτι, μαγικέ μου καθρέφτη, ούτε εδώ μου αρέσει!» Και πράγματι βρέθηκε σπίτι του! Με βαριά καρδιά το αγόρι προσπαθούσε να κοιμηθεί. λη τη νύχτα σκεφτόταν: «Ο καθρέφτης είναι μαγικός, πρέπει να τον χρησιμοποιήσω για καλό σκοπό. Τπάρχουν τόσα πολλά προβλήματα στον κόσμο κι εγώ δεν ξέρω ποιο να λύσω πρώτα!»Έτσι, την επόμενη μέρα το πρωί αποφάσισε να πάει να βρει το βασιλιά, που όλοι έλεγαν ότι είναι δίκαιος και καλός! Σον βρήκε σ‟ ένα από τα πάρτι που συνήθιζε να οργανώνει για να διασκεδάζει τους καλεσμένους του! Αφού του εξιστόρησε όσα είχε δει το προηγούμενο βράδυ του έδωσε τον καθρέφτη και του είπε: «Πάρε βασιλιά μου τον καθρέφτη και ευχήσου συνετά. Κάτι καλό για όλο τον κόσμο!» Oι καλεσμένοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα να ακούσουν την ευχή του βασιλιά! Θα ευχόταν να σταματήσουν οι πόλεμοι; Να μην υπάρχουν πλέον αρρώστιες; Ευτυχία και παιχνίδια για όλα τα παιδιά; Παραλίες και δάση χωρίς σκουπίδια; Ποιο πρόβλημα θα επέλεγε να λύσει ο βασιλιάς; λοι είχαν τη γνώμη τους, αλλά δεν τολμούσαν να την πουν! Και τότε ο βασιλιάς ευχήθηκε: «Θέλω μαγικέ μου καθρέφτη να μείνω για πάντα νέος και όμορφος και να έχω πλούτη πολλά!» Μια περίεργη σιωπή για λίγα δευτερόλεπτα και… Ο μαγικός καθρέφτης έσπασε σε χίλια κομμάτια! Ο βασιλιάς άρχισε να γερνάει… να γερνάει… ώσπου έγινε ένας γέροντας σωστός! Σότε, εμφανίστηκε από το πουθενά η ηλικιωμένη γυναίκα! «Φρησιμοποιήσατε το μαγικό καθρέφτη λάθος! Θα υποστείτε τις συνέπειες!», φώναξε. Οι καλεσμένοι του βασιλιά έγιναν όλοι αγάλματα! Μόνο το αγόρι έμεινε να κοιτάζει γύρω του... Η γυναίκα το πλησίασε, του χάιδεψε τα μαλλιά και του είπε: 35
«Καλέ μου, ο κόσμος δεν αλλάζει με μαγικούς καθρέφτες… Χάξε να βρεις τον αληθινό καθρέφτη που έχεις μέσα σου…» Ξαφνικά ένας ήχος με τρόμαξε! Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα στο κρεβάτι μου! Ήταν ο ήχος του ξυπνητηριού! Έπρεπε να πάω σχολείο! Άρχισα να ντύνομαι και να σκέφτομαι το αγόρι της ιστορίας… Καθώς πλενόμουν κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη… Ναι! Ο κόσμος μπορεί να αλλάξει… Εγώ ΘΕΛΨ να τον αλλάξω… Και ο καθρέφτης μου φάνηκε ότι μου χαμογέλασε…
1ο Δημοτικό χολείο Αγίων Θεοδώρων Κορινθίας Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Μπόζικα Ευγενία Υωτίου Έλσα
36
«Κάνε μια ευχή» είπε ο μαγικός καθρέπτης.
Κάποτε στην Κουλινέζα έμενε ο Κλέφτης Μαύρος Γάτος. Ο Κλέφτης Μαύρος Γάτος ή αλλιώς ΚΜΓ, ήταν κλέφτης όπως καταλαβαίνετε. την Κουλινέζα τον έβρισκες παντού· στα τζάμια, στις κολόνες, στα πάρκα… Έκλεβε τα πάντα και όταν λέμε τα πάντα, εννοούμε τα πάντα! Φρήματα, φυτά, γόμες, βάζα, τσάντες… Η αστυνομία τον έπιανε, τον έβαζε φυλακή αλλά αυτός κατάφερνε και τους ξέφευγε. Κάθε ώρα της ημέρας και της νύχτας άκουγες τις φωνές των ανθρώπων που διαμαρτύρονταν : -Αχ πήρε το κολιέ μου! -Πού είναι το βραχιόλι μου; -Ποιος πήρε τη βρομερή μου κάλτσα; -Σο παπούτσι μου; Πού είναι το παπούτσι μου; -Μα πού είναι η μασέλα μου; - Πού πήγε η τηλεόρασή μου; -Ποιος μου πήρε πάλι το μαγικό καθρέφτη; αναστέναξε ένας κουρασμένος σοφός μάγος που ζούσε σ‟ ένα πολύχρωμο μυρωδάτο δάσος, στο τέλος του δρόμου της Κουλινέζας. Ο ΚΜΓ ήταν τόσο θρασύς που έκλεψε μέχρι και ένα μωράκι από την κούνια του! λα αυτά που έκλεβε, τα έβαζε σε μια μεγάλη μυστική σπηλιά που την είχε κάνει σπίτι του. Ένα βράδυ, κουρασμένος από τις κλεψιές του, έπεσε να κοιμηθεί όταν ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή να λέει: -«ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΤΦΗ!». Πετάχτηκε, κοίταξε από δω κοίταξε από κει, αλλά δεν κατάλαβε από πού ερχόταν αυτή η κρυστάλλινη βαθιά φωνή. 37
«Θα το φαντάστηκα» είπε ο ΚΜΓ και έπεσε πάλι για ύπνο. Δεν πρόλαβε όμως γιατί η φωνή ξανακούστηκε ακόμα πιο δυνατά: -«ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΤΦΗ!». Πετάχτηκε πάλι ο ΚΜΓ κι άρχισε να ψάχνει παντού, μέχρι που είδε ένα πράσινο φως να βγαίνει απ‟ το μαγικό καθρέφτη. -«ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΤΦΗ!», του είπε για τρίτη φορά ο μαγικός καθρέφτης ανοιγοκλείνοντας τα μεγάλα καταπράσινα μάτια του. -Μόνο μια; - Ακριβώς, μία και μοναδική ευχή γιατί μετά θα επιστρέψω εκεί απ‟ όπου μ‟ έκλεψες. Ο Κλέφτης Μαύρος Γάτος σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και, αφού έξυσε με τα νύχια του 104 φορές το κεφάλι του και 105 φορές το πηγούνι του αποφάσισε πως είχε βαρεθεί να κλέβει τα πράγματα των ανθρώπων. Άλλωστε δεν ήξερε πια πού να τα βάλει και τι να τα κάνει. Έτσι, κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας με τη σκέψη που του είχε έρθει, γύρισε αποφασιστικά προς τον καθρέφτη και είπε: -Θέλω να μπορώ να κλέβω τις καρδιές των ανθρώπων. - Είσαι σίγουρος; ρώτησε με τη γυάλινη φωνή του ο μαγικός καθρέφτης. -Απολύτως, απάντησε ενθουσιασμένος με την ιδέα του, ο Κλέφτης Μαύρος Γάτος. -Πολύ καλά, η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί, να ξέρεις όμως πως θα μπορείς να κλέβεις μόνο ΜΙΑ καρδιά την ημέρα, μετά το φαγητό. Κούνησε το κεφάλι του ο ΚΜΓ και ο μαγικός καθρέφτης τον φύσηξε, τον ρούφηξε και τον ξαναέβγαλε, μπήκε μέσα στον ΚΜΓ, χρησιμοποίησε ένα μαγικό ραβδί ή μήπως του… έριξε νεραϊδόσκονη; Διαλέξτε ό,τι θέλετε. Ο ΚΜΓ πάντως ζαλίστηκε κι έπεσε κάτω. Μόλις συνήλθε όμως, αποφάσισε να κλέψει την καρδιά ενός μικρού παιδιού. Φαρούμενος, την πήγε στη σπηλιά του αλλά μόλις την ακούμπησε απέναντί του για να την παρατηρήσει καλύτερα, είδε πως η καρδούλα έκλαιγε και δεν σταματούσε με τίποτα. -Γιατί κλαις; -Γιατί δεν έχουμε φαγητό στο σπίτι και πεινάμε.. -Μα, νόμιζα πως οι γονείς σου δούλευαν, είπε παραξενεμένος ο ΚΜΓ.
38
-χι, όχι, δεν έχουν δουλειά εδώ και μήνες, απάντησε η καρδούλα. -Α! να γιατί δεν το ήξερα! Έχω να σας… επισκεφτώ περίπου ένα χρόνο, είπε ο ΚΜΓ. Η καρδούλα δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε να κλαίει. τον ΚΜΓ δεν άρεσαν τα δάκρυα και οι στενοχωρημένες καρδιές οπότε σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, γαργάλησε μια τούφα από τα μαλλιά του, κοίταξε γύρω του και είπε στην καρδούλα: -Άκου το σχέδιό μου. Από αύριο, θα αφήνω λίγα χρήματα στο γραμματοκιβώτιό σας και φαγητό στην εξώπορτα μέχρι να βρουν δουλειά οι γονείς σου. Σι λες; Η καρδούλα τον κοίταξε στην αρχή ξαφνιασμένη, μετά τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε: -Ευχαριστώ, θα σου είμαι ευγνώμων για πάντα. Ο γάτος ένιωσε πραγματικά μεγάλη αμηχανία γιατί ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του
που άκουγε κάποιον να τον ευχαριστεί, αλλά και να τον αγκαλιάζει και να τον φιλάει. Σου άρεσε όμως πολύ! Σην επόμενη μέρα έκλεψε άλλη μια στενοχωρημένη καρδιά ενός παιδιού που του άρεσαν τα βιβλία αλλά δεν είχε χρήματα για να αγοράσει καινούρια. Ο ΚΜΓ πήγε στο παιδάκι ένα σωρό από αυτά που είχε κλέψει από τη δημοτική βιβλιοθήκη. Σις επόμενες μέρες συνέχισε να κλέβει καρδιές και καρδούλες. λες όμως είχαν και ένα μικρό ή μεγάλο πρόβλημα. μως ποιος θέλει για παρέα του τη λύπη; ίγουρα όχι ο ΚΜΓ! Έτσι, φρόντιζε να τις κάνει χαρούμενες και χαμογελαστές.
39
Έδωσε πίσω το μωρό στη μαμά του (με μεγάλη ευχαρίστηση βέβαια γιατί τον είχε ξεκουφάνει με τις φωνές και τα κλάματά του) κι έτσι η καρδούλα της μαμάς ήταν και πάλι ευτυχισμένη. Πήγε ανταλλακτικά για το αυτοκίνητο ενός κυρίου, δίνοντάς του τη δυνατότητα να φτιάξει το αυτοκίνητό του για να πηγαίνει στη δουλειά του. Έδωσε ρούχα αλλά και υλικά σε έναν άστεγο για να φτιάξει μια καλύβα. Φάρισε μια πυξίδα σ΄ ένα παιδί που χάθηκε στο δάσος για να ξαναβρεί το δρόμο για το σπίτι του. Πήγε λεξικό, ρούχα και φαγητό σ‟ ένα προσφυγόπουλο αλλά και ένα μεγάλο μπλοκ να ζωγραφίζει εικόνες από τη χώρα του, για να μην την ξεχάσει. Φωρίς να το καταλάβει, άρχισε να βοηθάει όπως μπορούσε τους ανθρώπους γύρω του. Έτσι, η σπηλιά του άρχισε ν‟ αδειάζει από πράγματα αλλά συνεχώς γέμιζε με χαμογελαστές κατακόκκινες καρδούλες. Πολύ γρήγορα, μικροί και μεγάλοι άρχισαν να τον συμπαθούν, τον ήθελαν για φίλο τους. Σον φώναζαν για παρέα τους, τον καλούσαν στις γιορτές και τις εκδρομές τους. Με λίγα λόγια, δεν μπορούσαν να κάνουν πια χωρίς αυτόν, γιατί ο Κλέφτης Μαύρος Γάτος, είχε πραγματικά κλέψει τις καρδιές τους… 5ο Δημοτικό χολείο υκεών Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Βασιλειάδου Βασιλική
40
«Κάνε μια ευχή», είπε ο μαγικός καθρέφτης. «Ένα ποντίκι στο Λούβρο». Μια φορά και έναν καιρό… σε ένα κτήριο που όλοι θέλουν να πάνε αλλά μόλις πάνε θέλουνε να βγούνε, γιατί λέει είναι τεράστιο και το βαριούνται, ζούσε ένα ποντίκι. χι - όχι. Δεν ήταν ένα ποντίκι σαν όλα τα άλλα. Ήταν ένα ποντίκι που μιλούσε. Φμ, τώρα θα μου πείτε πως ξέρω πως μιλούσε. Σο ξέρω γιατί αυτό το ποντίκι είμαι εγώ. Και το κτήριο για το οποίο σαν μίλησα μόλις πριν από λίγο δεν είναι άλλο από το γνωστό σε όλους μουσείο του Λούβρου. Ναι! Μάλιστα κυρίες μου και κύριοι! Εδώ μέσα στο Λούβρο, αυτό το θαυμάσιο κατά τα άλλα μουσείο, ζω εγώ. Ο Σσίκιτι-Γκλον! «Πως πέρασες σήμερα» με ρώτησε ο Υρίξος σουφρώνοντας με νόημα πάνω μέρος του κάδρου του. Με το Υρίξο, το μαγικό μου καθρέφτη, μένουμε μαζί.
το
«Καλά! Πολύ καλά!» απάντησα καταβροχθίζοντας μία γενναία μπουκιά με τυρί και ζαμπόν από την Μπολόνια της Ιταλίας, από το σάντουιτς που πέταξε στον κάδο του ισογείου εκείνη η εύσωμη Ιταλίδα που δουλεύει στον κισέ των εισιτηρίων. «Γνώρισες κανέναν σήμερα;» συνέχισε να με ρωτάει «Μα τί σόι μαγικός είναι αν δεν μπορεί να ξέρει ανά πάσα στιγμή τι κάνω έξω από το σπίτι μας;» αναρωτήθηκα. Έτσι είναι όμως ο Υρίξος. Πάντα με ρωτάει. Μάλλον από ευγένεια και γιατί πραγματικά θέλει να μιλήσει με κάποιον. Νιώθει τόση μοναξιά ο καημένος κρεμασμένος και ακίνητος στον τοίχο τόσα χρόνια. «Γνώρισα…» και έτσι, άρχισα να του μιλάω για εκείνη την κοπέλα. Σην καλή μου νεράιδα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη την κοπέλα. Μιλήσαμε μόνο για λίγα λεπτά και στη συνέχεια έφυγα. Έπρεπε να φύγω γιατί έμπαινε στην αίθουσα ένα γκρουπ λορδοστημένων Άγγλων. Η ιστορία της ήταν τόσο ενδιαφέρουσα. Σο πρώτο πράμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η αναπηρία της. Κάποια στιγμή στη ζωή της είχε δεχθεί επίθεση μέσα στο σκοτάδι από μία ομάδα αντρών, η ταυτότητα των οποίων παραμένει άγνωστη ακόμα και σήμερα. Θυμάμαι ξεκάθαρα τα μελαγχολικά της μάτια όταν μου περιέγραφε τη στιγμή που έχανε και τα δυο της χέρια. Προσπαθούσα να συγκρατήσω με το ζόρι τα δάκρυά μου πριν αυτά αρχίσουν να κυλάνε στα μάγουλά μου. «Κλάψε» μου είπε. «Δεν με ενοχλεί πλέον. λοι αυτό κάνουν άλλωστε. Πρώτα με λυπούνται και στη συνέχεια με θαυμάζουν» «Μάλλον θα είναι για το θάρρος σου. Για τη δύναμη που δείχνεις να συνεχίζεις τη ζωή» κατάφερα να ψελλίσω.
41
«Για την ομορφιά μου είναι» είπε κοφτά. «Καμιά φορά ξέρεις, είναι κακό να είσαι όμορφη… και ψηλή…». ντως ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη! Και ψηλή! «Και έχεις όμορφο λευκό δέρμα». Δεν ξέρω πως μου ήρθε και της το είπα. Νομίζω πως την είχα ερωτευτεί. χι μόνο για την ομορφιά της. Αλλά και για την αρχοντιά της. Σην μεγαλοπρέπειά της! ωστή κυρία! «Βρίσκεις;» με ρώτησε. «Ναι!» ήταν κοφτό αλλά ειλικρινές. «Είμαι χρόνια πολλά κατάσταση» μου είπε και το βλέμμα της μελαγχόλησε και
σε
αυτήν
την
πάλι. «Μου λείπουν και οι δικοί μου» συνέχισε. «Έχω χρόνια να τους δω και δυστυχώς η κατάστασή μου δεν μου επιτρέπει μεγάλες μετακινήσεις. Και να μπορούσα όμως δεν θα ήταν τόσο απλό». Ο τόνος της φωνής της χαμήλωσε και τα επόμενα λόγια βγήκαν ψιθυριστά από το στόμα της λες και δεν ήθελε κάποιος να την ακούσει. «Δε με αφήνουν να γυρίσω πίσω. Σους είμαι πολύτιμη εδώ». «Ποιοι; Ποιοι δε σε αφήνουν να φύγεις και να πας στους δικούς σου ανθρώπους;» ρώτησα γεμάτος αγωνία μα δεν πήρα καμία απάντηση. Για λίγο έπεσε σιωπή ανάμεσά μας. Όστερα συνέχισα να τη ρωτάω: «Και… Είναι μακριά το σπίτι σου;» ρώτησα. «Αρκετά. Μου λείπει το σπίτι μου. Οι μυρωδιές του τόπου που μεγάλωσα. Σο αεράκι. Οι γεύσεις. Σο φως» τα μάτια της ταξίδευαν καθώς μου τα έλεγε, λες και όλα αυτά τα έβλεπε μπροστά της. Και τότε κατάλαβα πόσο τυχερός είμαι που μου ανήκουν πράγματα όπως μυρωδιές, υφές και εικόνες από την παιδική μου ηλικία. Ενώ υπήρχαν άλλοι, όπως αυτή η όμορφη κοπέλα, που δεν τα είχαν πλέον. Σους τα είχαν πάρει. Και τότε συνειδητοποίησα πως τα καλύτερα πράγματα στη ζωή, όπως οι μυρωδιές και οι εικόνες, δεν αγοράζονται. 42
«Μακάρι να μην ήμουν εδώ» αναστέναξε. «Μακάρι να γύριζα πίσω. πίτι μου». Και εκείνη τη στιγμή μπήκαν μέσα οι λορδοστημένοι και με ανάγκασαν να εξαφανιστώ. «Υτου να πάρει. Πάνω στο καλύτερο» έτριξε από τα νεύρα του ο Υρίξος ο καθρέφτης. τη συνέχεια έσκυψε προς τα εμπρός συλογιζόμενος τα όσα άκουσε. Σελικά δεν άντεξε και ξαναμίλησε. «Κάνε μια ευχή», μου είπε. «Μη ξεχνάς. Είμαι μαγικός και ίσως μπορέσω να πραγματοποιήσω την ευχή σου». Σώρα κατάλαβα! Σόσα χρόνια φίλοι με τον Υρίξο και μόλις τώρα το κατάλαβα! Ο Υρίξος είναι μαγικός καθρέφτης από εκείνους που πραγματοποιούν ευχές και όχι από εκείνους που βλέπουνε τα πάντα. Γι‟ αυτό και κάθε μέρα με ρωτάει πως πέρασα και τι ευχή θα ήθελα να κάνω. Φαμογέλασα και έκλεισα τα μάτια κάνοντας την ευχή μου. «χι, όχι έτσι!» με διέκοψε. «τους μαγικούς καθρέφτες την ευχή την κάνουμε φωναχτά για να την ακούσουν και να ξέρουν τι θα κάνουν». «Εύχομαι… Εύχομαι η κοπέλα που γνώρισα σήμερα να γυρίσει κάποια μέρα στους δικούς της!» είπα χωρίς δεύτερη σκέψη ανάμεσα σε ένα βαθύ αναστεναγμό και ένα πικρό χαμόγελο. «Έμαθες τουλάχιστον πως την λένε;» με ρώτησε ο Υρίξος. «Βεβαίως. Αφροδίτη» του απάντησα. «Και από που είναι η Αφροδίτη»; «Από τη Μήλο». …Και συνεχίζουμε να ζούμε εμείς καλά και σεις καλύτερα. σο για την Αφροδίτη…
10ο Δημοτικό χολείο Βέροιας Τπεύθυνος εκπαιδευτικός: Κυπαρισσόπουλος Φρήστος
43
«Ο καθρέπτης της γάργαρης πηγής» Ένα ανοιξιάτικο βράδυ, πριν ο ύπνος έρθει γλυκά, ακούγεται μια φωνή: -Παππού ,έλα να πεις ένα παραμύθι πραγματοποιούν ευχές και μας γεμίζουν χαρές!
για
τους
μαγικούς
καθρέφτες
που
-Αν ψάχνεις παιδί μου μαγικό καθρέφτη, τότε πρέπει να πας στο δάσος το σκοτεινό και να αναζητήσεις την πηγή με το γάργαρο νερό. ταν φτάσεις με το καλό ,σκύψε, καθρεφτίσου στο γάργαρο μα μαγεμένο νερό και ζήτησε αυτό που θέλεις πιο πολύ, μιας και έκανες τόσο δρόμο για να βρεθείς εκεί. -Παππού, πώς θα πάω εκεί; -Θα διασχίσεις το δρόμο με τις λεύκες ,θα πάρεις το μονοπάτι με τα θλιμμένα κυπαρίσσια ,ώσπου να βρεις την ιερή βελανιδιά. Θα παρακαλέσεις θερμά να σου πει τα μυστικά. Σότε θα βγουν μέλισσες ένα σωρό και θα σε καθοδηγήσουν στο λεπτό! Έτσι ξεκίνησα λοιπόν... Με μιας βρέθηκα με το δισάκι μου στον ώμο για το δρόμο της πηγής. Σα βαμβακοπούπουλα της λεύκας μου χάραξαν πορεία. Ήταν όμως αμήχανα και βουβά σαν να μου κρατούσαν κακία. υνέχισα μπροστά ,ώσπου είδα τα κυπαρίσσια. μως ήταν και αυτά μουτρωμένα και εγώ δεν άντεξα τη δική τους σκληρή αδιαφορία. -Σι ζητάς εδώ, θέλεις να μας κάνεις κι εσύ κακό; Άσε μας στη θλίψη και την στεναχώρια μας! Πάρε το δρόμο σου ,κάνε την ευχή σου και ζήσε με την επιλογή σου! Δε μίλησα, απόρησα που διάβασε το μυαλό μου! Περπάτησα και κουράστηκα πολύ ,αφού είμαι και μικρό παιδί! Μετά από στράτες και κρυφά μονοπάτια βρήκα επιτέλους την ιερή βελανιδιά.
44
-Σι ζητάς εδώ; Θες να μας κάνεις κι άλλο κακό; Φάθηκε η ομορφιά της πλάσης και των πουλιών η λαλιά, από της φάρας σου τη γενιά! Δεν ανεβαίνουν σκίουροι στα κλαδιά μου, ούτε χελωνίτσες γύρω απ‟ τη σκιά μου. -Πώς έμπλεξα έτσι εγώ... Μα δεν θέλω να σου κάνω κακό... ε παρακαλώ! Σα βήματά μου με έφεραν εδώ ,μιας και είμαι λιχούδης και το πιο τέλειο ζαχαρωτό επιθυμώ! -Πάρε μέλι από την κερήθρα! Είναι γλυκό και πολύ πιο υγιεινό ,τι το θες το γάργαρο νερό; Σέλος πάντων μιας και είσαι εδώ πάρε μαζί σου ένα στρατό για οδηγό... Με μιας ένα βέλος σχηματίστηκε στον ουρανό. Ήταν ένα σμήνος μελισσών. Κατάλαβα ότι είχα πια οδηγό για να συναντήσω τον περίφημο καθρέφτη από γάργαρο νερό. Έφτασα εκεί, μα η ευχή δεν ήταν αυτή που είχα σκεφτεί εξαρχής... κύβω στο νερό και το μόνο που ζητώ είναι ένα δάσος ζωντανό, χαρούμενο, ένα δάσος γεμάτο μαγεία! Παίρνω το δρόμο της επιστροφής ,χαρούμενος και ευτυχής. Σα δέντρα δεν ήταν παρεξηγημένα ,ούτε απειλητικά προς εμένα. Έγνεφαν με τα κλαδιά τους και μου έδειχναν το δρόμο στρώνοντάς τον με ανοιξιάτικη γύρη . -Ξύπνα υπναρά, φώναξε ο παππούς. Ήρθε η ώρα για το σχολείο! φτιάξει πρωινό, γάλα ζεστό με μέλι γλυκό απ΄ το βουνό...
ήκω και σου ΄χω
Δημοτικό χολείο Αιγάνης Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Κουτελίδα Γεωργία
45
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικόσ καθρέφτησ: Ασ ξαναβγεί η Περςεφόνη ςτου κόςμου το μπαλκόνι» Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή θάλασσα, ζούσε ο μικρός Φρυσοψαρούλης με τους φίλους του, τον Ιππόκαμπο, το Φταπόδι κα το Δελφίνι. λοι τους ήταν λυπημένοι επειδή οι ψαράδες έγδερναν το βυθό της, τον γέμιζαν με πλαστικά και σκουπίδια και έτσι η τροφή τους λιγόστευε συνεχώς. Γι‟ αυτό αποφάσισαν να φύγουν από τη θολή θάλασσα και να ψάξουν να βρουν μια καθαρότερη! Ανέβηκαν όλοι στη ράχη του Δελφινιού, που ήταν ο καλύτερος κολυμβητής, και κολύμπησαν αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού. Νίκησαν τη δυνατή ορμή του και έφυγαν από τη θολή θάλασσα, όταν βρέθηκαν… Ψ Θεέ μου! ε ένα ΔΑΟ! Πρώτη τους φορά έβλεπαν δάσος. Γύρω τους υπήρχαν πανύψηλα δέντρα, μικρά πλασματάκια που κελαηδούσαν και ζωάκια που ποτέ τους δεν είχαν ξανασυναντήσει. Ενώ χάζευαν όλον αυτόν τον καινούριο κόσμο, ένα τρομαγμένο κιουράκι ήρθε να πιει νερό και άρχισε να φωνάζει: -Βοήθεια! Βοήθεια! Ένας γίγαντας θα μας ποδοπατήσει. -Βοήθεια, ένας σιδερένιος γίγαντας καταπλάκωσε το σπίτι μου, φώναξε η Αλεπού που έτρεχε κι αυτή τρομαγμένη. Σότε τα ζωάκια του δάσους μαζεύτηκαν γύρω από το κιουράκι και την Αλεπού για να δουν τι συμβαίνει. Άρχισαν να φωνάζουν όλα μαζί τρομάζοντας τους επισκέπτες που είχαν έρθει από τη μακρινή θάλασσα. -Γιατί φωνάζετε; Ησυχάστε! Δεν είναι γίγαντας αυτό που είδες κυρά- Αλεπού. Είναι ένα σιδερένιο μηχάνημα που έχουν οι άνθρωποι για να τρυπάνε τα βουνά, τους εξήγησε ο γερο- Λύκος που είχαν δει πολλά τα μάτια του. -Πρέπει να φύγουμε από εδώ αμέσως, είπε το κιουράκι, που ακόμα δεν είχε συνέλθει. Σα ζωάκια δεν ήξεραν τι να κάνουν. Πού να πάνε; Πού να ξαναχτίσουν τις γκρεμισμένες φωλιές τους; Πού να μεγαλώσουν τα μικρά τους; Πώς να συνεχίσουν να ζουν; Σότε ο πολυταξιδεμένος Λύκος τους είπε: -Ακούστε, το ΔΑΟ που ξέραμε δεν θα είναι πια το ίδιο. Οι άνθρωποι το αλλάζουν συνεχώς με τα μηχανήματά τους. Για να σώσουμε αυτό αλλά και τη ΘΑΛΑΑ και τα ΠΟΣΑΜΙΑ κι ολόκληρο τον ΠΛΑΝΗΣΗ πρέπει να βρούμε την ¨Κοιμωμένη Περσεφόνη¨ που ποτέ πια δε βγαίνει στου κόσμου το μπαλκόνι και ζει φυλακισμένη στον «Πύργο της υμφοράς». 46
-Γιατί λέγεται «Πύργος της υμφοράς»; ρώτησε το κιουράκι. -Επειδή μέχρι να φτάσετε σε αυτόν θα δείτε όλες τις συμφορές που προκάλεσαν οι άνθρωποι στη Γη με τις πράξεις τους. Να προσέχετε γιατί το ταξίδι θα είναι δύσκολο και θα χρειαστεί να περπατάτε για μέρες. Ακολουθήστε το ποτάμι. Να το έχετε πάντα στη δεξιά σας πλευρά για να μη χαθείτε. Καλή τύχη! Έτσι οι θαλασσινοί επισκέπτες και τα ζωάκια του δάσους με την ευχή του γεροΛύκου ξεκίνησαν για τον Πύργο της υμφοράς και τη φυλακισμένη Περσεφόνη. Μετά από δύο μέρες έφτασαν στο «Έρημο Λιβάδι». Παλαιότερα είχε πολλά χρωματιστά λουλούδια. μως το χορτάρι άρχισε να ξεραίνεται και τα λουλούδια πέθαιναν. Η γη έκανε τεράστιες χαραγματιές από την ξηρασία. Σα ζωάκια υπέφεραν από την κούραση και τη δίψα αλλά είχαν πάντα στο νου τους την Περσεφόνη. Με πολύ κόπο κατάφεραν να δραπετεύσουν από αυτή τη θανάσιμη γη. Προχώρησαν… προχώρησαν κι έφτασαν στην «Παγωμένη Κοιλάδα». Σο μόνο που υπήρχε γύρω τους ήταν πάγος, κρύο και αέρας. Δεν βρήκαν ίχνος ζωής. Πριν την κλιματική αλλαγή ήταν μια καταπράσινη κοιλάδα με δέντρα, νερά, ζωή και ομορφιά! Σα ζωάκια δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο. Ευτυχώς που σκέφτηκαν να τσουλήσουν στον πάγο και έτσι πέρασαν γρήγορα την Παγωμένη Κοιλάδα. Περπάτησαν αρκετά, όταν ξαφνικά ξεπρόβαλλε μπροστά τους μια «Βυθισμένη Πολιτεία». Εκεί τα πάντα είχαν βυθιστεί στο νερό και τη λάσπη. Ένας αητός που πετούσε πάνω από τα κεφάλια τους, τους συμβούλεψε να προχωρήσουν από ταράτσα σε ταράτσα για να μην πνιγούν. Σα ζωάκια τον ευχαρίστησαν για τη συμβουλή του κι έτσι πέρασαν τα μισοβυθισμένα κτίρια. ε λίγο άρχισε να φαίνεται στο βάθος του ορίζοντα ένας πέτρινος και μυστηριώδης πύργος. Ήταν ο «Πύργος της υμφοράς». Άρχισαν να τρέχουν δυνατά, ώσπου έφτασαν! Μπήκαν μέσα, πέρασαν από όλα τα δωμάτια και τους σκοτεινούς διαδρόμους, ψάχνοντας την Περσεφόνη. Επιτέλους! Σην βρήκαν! Ήταν ψηλά στην κορυφή του Πύργου και κοιμόταν ήσυχα. Σην άγγιξαν απαλά. Ξύπνησε και είδε τα ζωάκια να την κοιτάζουν με περιέργεια… -Περσεφόνη, γιατί ποτέ πια δεν βγαίνεις στου κόσμου το μπαλκόνι; τη ρώτησαν όλα μαζί. Η Περσεφόνη τους εξήγησε: «Είμαι στον Πύργο κλεισμένη και πάντα λυπημένη 47
επειδή το περιβάλλον έχει καταστραφεί, η θάλασσα δεν είναι πια καθαρή και η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Για όλα αυτά ευθύνονται οι άνθρωποι μα κι όλου του κόσμου ¨οι δυνατοί¨, που σκέφτονται μόνο τα κέρδη κι εξαντλούν τη μάνα Γη. Και συνέχισε: «Φρόνια τώρα που είμαι κλεισμένη εκεί έμαθα ότι σε ένα δωμάτιο που δεν ανοίγει κανένα κλειδί, υπάρχει ένας Καθρέφτης Μαγικός που τη λύση μπορεί να σας βρει, αν κάνετε μια ευχή: Ο πλανήτης Γη να σωθεί! Αμέσως τα ζωάκια προσπάθησαν ν‟ ανοίξουν την πόρτα μα δεν μπόρεσαν. Ούτε άλλον τρόπο κατάφεραν να βρουν, στην αίθουσα του μαγικού καθρέφτη για να μπουν. Σότε η Περσεφόνη σηκώθηκε άνοιξε την πόρτα του δωματίου της και βγήκε στην αυλή που είχε χρόνια πολλά να τη δει. Μάζεψε ό, τι πεσμένα φύλλα είχαν απομείνει στην έρημη γη κι έδωσε στα ζωάκια μια σοφή συμβουλή: «Γράψτε πάνω στα φύλλα τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι για να σταματήσουν την οικολογική καταστροφή». Όστερα τους οδήγησε στο πιο ψηλό σημείο του Πύργου και τους είπε να πετάξουν τα φύλλα προς τον ουρανό. Έτσι κι έκαναν. Ο άνεμος τα πήρε και τα σκόρπισε σε όλη την Οικουμένη. λοι οι λαοί της Γης έμαθαν πλέον ότι: «ανακυκλώνουμε»,
48
«καταργούμε τα πλαστικά», «χρησιμοποιούμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς», «δε σπαταλάμε νερό και ρεύμα», «προστατεύουμε τα δάση», «βάζουμε φίλτρα στα εργοστάσια» Ξαφνικά μια τρομερή λάμψη τους θάμπωσε για αρκετά λεπτά. ταν κατάφεραν να δουν προχώρησαν προς τον Πύργο και η πόρτα του κλειδωμένου δωματίου άνοιξε μόνη της! το βάθος ο Μαγικός Καθρέφτης άστραφτε!!!! Άστραφτε η πεντακάθαρη θάλασσα, ο καταγάλανος ουρανός, το καταπράσινο δάσος, το λουλουδιασμένο λιβάδι, η ηλιόλουστη κοιλάδα και μια όμορφη πολιτεία με ευτυχισμένους ανθρώπους! Μέσα στον καθρέφτη το κάθε ζωάκι αναγνώρισε τον τόπο που ζούσε, όπως αυτός ήταν πριν καταστραφεί. Αμέσως όλα αποφάσισαν να επιστρέψουν πίσω, να ξαναφτιάξουν τις φωλιές τους και να μεγαλώσουν ήσυχα τα μικρά τους. Εξάλλου οι άνθρωποι σε όλη τη γη είχαν μάθει πια να σέβονται και να προστατεύουν το πρώτο και μεγάλο σπίτι τους: τη φύση. 2ο Δημοτικό χολείο Κουφαλίων Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Γεμενετζή Δήμητρα
49
«Κάνε μια ευχή» είπε ο μαγικός καθρέπτης «Σο αυγό που δεν ήθελε να σπάσει» Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα δάσος μακρινό η μικρή μας αλεπού έψαχνε μέρες για να βρει λίγο φαγητό για να τραφεί… Σο μονοπάτι το στενό την οδήγησε μπροστά σε ένα κοτέτσι αφύλαχτο. «Σι τύχη», σκέφτηκε κι άρπαξε από τη φωλιά ένα αυγό μεγάλο και ζεστό. Έφυγε τρέχοντας. Έφτασε στη φωλιά της λαχανιασμένη και πολύ πεινασμένη. Ρίχνει κάτω το αυγό για να το σπάσει, να το φάει… το αυγό όμως χτύπησε κάτω, κύλησε αλλά δεν έσπασε… Έψαξε κάτι να βρει για να το σπάσει… μάταια. Οι μέρες κύλησαν. Η αλεπού μας πεινούσε. Αποφάσισε να βγει από το λαγούμι της, να ψάξει να βρει τρόπο να σπάσει το αυγό. Καθώς περπατούσε μες το δάσος ένα γεράκι την είδε από ψηλά και τι ρώτησε: -Σι ψάχνεις κυρά αλεπού; Μήπως μπορώ να βοηθήσω; Η αλεπού τον κοίταξε, κοντοστάθηκε και διστακτικά του είπε: -Έχω ένα αυγό. Χάχνω τρόπο να το σπάσω και την πείνα να χορτάσω. - Δώσε το σε μένα. Θα το ρίξω από ψηλά… είπε το γεράκι γελώντας δυνατά. Η κυρά μας αλεπού έσφιξε το αυγό στην αγκαλιά γιατί φοβήθηκε πολύ… «Εγώ δεν είμαι χαζή να αφήσω στα δικά σου νύχια το δικό μου φαγητό.» σκέφτηκε κι χώθηκε μέσα σε ένα θάμνο για να φύγει το γεράκι. ση ώρα όμως περίμενε το στομάχι της διαμαρτυρόταν τόσο έντονα που ο ποντικός που ήταν στη φωλιά του, κάτω από το θάμνο, τρόμαξε κι έβγαλε το κεφάλι του έξω για να δει τι συμβαίνει. -Πω, πω… Πόσες μέρες έχεις να φας αλεπού; τη ρώτησε έτοιμος να χωθεί στην τρύπα του άμα προσπαθούσε να τον πιάσει. -Αχ! Η δύστυχη! Μέρες προσπαθώ να σπάσω ετούτο το αυγό. Μάταια όμως. Σρόπο δεν μπόρεσα να βρω… μήπως εσύ μπορείς λύση να μου βρεις; είπε η αλεπού ξεψυχισμένη, έτοιμη να λιποθυμήσει. -Μμμ! Ναι. Κάποιον γνωρίζω που μπορεί. Αλλά υπόσχεση θα δώσεις να μη γίνω εγώ το δικό σου ορεκτικό, είπε ο ποντικός με κομμένη την ανάσα. - Για να σκεφτώ. το λόγο μου. Υυλάω την ουρά μου… Πες μου. Δεν ακούς; Πορεία κάνει το γουργουρητό στο στομάχι μου. -Ακολούθα με, είπε ο ποντικός και χάθηκε μέσα στην τρύπα του. Η αλεπού πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε γερά στην αγκαλιά της το αυγό και ακολούθησε τον ποντικό στην τρύπα. Αφού σύρθηκε αρκετή ώρα μέσα σε στενούς διαδρόμους έφτασαν μπροστά σε μια πόρτα. Ο ποντικός χτύπησε και μπήκε μέσα. Η αλεπού κάθισε να πάρει μια ανάσα και δίστασε να μπει. 50
-Έλα, της είπε ο ποντικός, σε περιμένει ο ασβός. -Σι συμβαίνει νεαρή μου; ρώτησε ο ασβός καθώς φορούσε τα γυαλιά του για να δει καλύτερα την επισκέπτρια του… -Να, έχω ένα αυγό που δε σπάει… μέρες προσπαθώ. Μάταια. Μήπως μπορείτε εσείς; είπε η αλεπού και κοίταξε με περιέργεια το σπίτι του ασβού. -Σι ωραίος καθρέπτης, μονολόγησε η αλεπού καθώς τον περιεργαζόταν. Ο ασβός γύρισε προς τον καθρέφτη και χαμηλόφωνα, είπε: «Καθρέπτη εσύ που όλα τα κοιτάς και όλα τα γνωρίζεις πες μας τι να κάνουμε;»
Ο καθρέπτης άνοιξε τα μάτια του, κοίταξε πρώτα την αλεπού μετά τον ασβό και με τραγουδιστή φωνή είπε: Για να σπάσει το αυγό σε ένα ρυάκι μακρινό μια ουρίτσα κολυμπάει και τη λύση σας κρατάει… -Άκουσες, είπε ο ασβός, τώρα πήγαινε να λύσεις τον γρίφο. Η αλεπού έφυγε για το ρυάκι. ταν έφτασε προσπάθησε να βρει για ποια «ουρίτσα» μιλούσε ο γρίφος. Ρώτησε τα ψάρια που περνούσαν κολυμπώντας από εκείνο το σημείο, τους βατράχους που λιάζονταν πάνω στις πέτρες… αλλά κανείς τους δεν γνώριζε. Σότε άκουσε ένα δυνατό θόρυβο και μια φωνή να λέει: -Απομακρυνθείτε, πέφτει… Η αλεπού ίσα που πρόλαβε να απομακρυνθεί κι ένα κορμός δέντρου έπεσε μέσα στο ρυάκι. Αμέσως έτρεξαν οι κάστορες και με τα δόντια τους άρχισαν να ροκανίζουν τον κορμό. Κάποιοι χτυπούσαν με τις ουρές τους για να το σπρώξουν. Η αλεπού κοιτούσε, όταν ένας από τους κάστορες την είδε και τη ρώτησε «τι θέλει στα μέρη τους». Η αλεπού αφού του αφηγήθηκε τι πέρασε, ζήτησε να την βοηθήσει. Ο κάστορας δέχτηκε και την ακολούθησε στο σπίτι του ασβού. Πήρε στα χέρια το αυγό και το επεξεργάστηκε με προσοχή. -Φμμ! Νομίζω ότι βρήκα τι πρέπει να κάνω, είπε κι άφησε το αυγό κάτω. 51
– Άμα δε σπάσει και με αυτό τον τρόπο τότε θα βάλω μπρος τους κοπτήρες μου, είπε και έκανε ένα βήμα πίσω. Μετά σήκωσε το ένα πόδι ψηλά και έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο αυγό. Σο αυγό κάνοντας μια τροχιά μεγάλη, προσγειώθηκε και χτύπησε δυνατά πάνω στον καθρέπτη. Ο καθρέπτης βλέποντας την πορεία του έκλεισε τα μάτια κι ευχήθηκε γοργά: «Να ναι πάντα χορτάτη η μικρή μας αλεπού και τούτο το αυγό να σπάσει στο λεπτό Ζωή να δώσει σε κάτι μαγικό…» ε ένα χρονολεπτό η αλεπού ένιωσε χορτάτη και το αυγό ράγισε… «κρατς… κρατς» κι όλοι γύρισαν να δουν. -Πω, πω! Σι θαύμα είναι αυτό Από ένα τόσο δα αυγό Βγήκε ένα δρακάκι μαγικό. Σον κοιτούσαν παγωμένοι, μες στο φόβο βυθισμένοι. Σο μικρό δρακάκι άνοιξε τα μικρά φτερά του και τους αγκάλιασε τρυφερά. Κι έπειτα έσκασε σε δυνατά γέλια. Κάθε γέλιο κι ένα αυγό έπεφτε στο έδαφος χρωματιστό. λο το λαγούμι γέμισε αυγά και οι ήρωες μας έζησαν καλά. Λέτε να ΄γινε στα αλήθεια; Ή μήπως είναι παραμύθια;
Δημοτικό χολείο Λητής Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Μιχαηλίδου Αναστασία
52
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Οι αγώνες» Οι φήμες τελικά ήταν αληθινές. Σις επιβεβαίωναν οι φωνές του Κόρακα τελάλη. «Σην Σρίτη μέρα του τρίτου μήνα του τρίτου έτους της βασιλείας του πολυχρονεμένου μας βασιλιά Λιόντα θα γίνουν οι αγώνες για την ανάδειξη του καλύτερου τραγουδιστή του δάσους… Κρα κρα κρα». το δάσος επικράτησε αναστάτωση. «Σι τους θέλουμε ξανά τους αγώνες;» είπε ο πίνος «καλά τους είχαμε καταργήσει». «Και καλώς τους είχαμε καταργήσει» είπε η πανέμορφη Καρδερίνα «αφού όλο το αηδόνι κέρδιζε». «Δεν είναι κακό να έχουμε ξανά μια ευκαιρία» ακούστηκε η μελωδική φωνή της Γαλιάντρας. «Σην τελευταία φορά έχασα μόλις για μία ψήφο». Οι κουβέντες συνεχίστηκαν ως το βράδυ. Σα περισσότερα πουλιά ήταν εναντίον των αγώνων. Ήταν και πολύ βαρετοί – όλο το αηδόνι κέρδιζε – και πολύ εξαντλητικοί, μιας και ο βασιλιάς Λιόντας απαιτούσε δεκάδες πρόβες ώστε ο διαγωνισμός να είναι “υψηλού επιπέδου” όπως μετέφερε σε κανά δυο πηγαδάκια ο κόρακας πριν φύγει. Αυτή που άρχισε πρόβες πριν καν το αναφέρει ο Κόρακας ήταν η Γαλιάντρα. Σριακόσιες πενήντα τέσσερις συνεχόμενες δεύτερες θέσεις μετρούσε το σόι της πριν καταργηθούν οι αγώνες. Σώρα ίσως ήταν η ευκαιρία να δικαιωθούν όλες οι προσπάθειες των προγόνων της. Άλλωστε η φωνή δεν της έλειπε. λα τα ζώα παραδέχονταν πως ήταν η καλύτερη τραγουδίστρια του δάσους… αν όχι η καλύτερη, μέσα στους δύο καλύτερους. σο η Γαλιάντρα έκανε την πρόβα της τα υπόλοιπα πουλιά συγκεντρώθηκαν γύρω από τον πουργίτη. Μπορεί η φωνή του να ήταν άθλια, το μυαλό του όμως ήταν ξυράφι. «Μία είναι η λύση» ακούστηκε η μπάσα φωνή του «να στοιχηματίσουμε με τον βασιλιά, πως αν κερδίσει άλλος και όχι το αηδόνι, οι αγώνες δεν θα ξαναγίνουν». «Ζητάς το αδύνατο» είπε ο Υλώρος. «Σριακόσιες πενήντα τέσσερις νίκες έχει το σόι του Αηδονιού, πώς να χάσει τώρα». «Αφήστε το σε μένα» είπε ο πουργίτης «χρειάζομαι μόνο έναν βοηθό». «Εγώ» πετάχτηκε παρορμητικά, όπως πάντα, το Υανέτο. Σο πουργίτι πήρε παράμερα το Υανέτο και του εξήγησε το σχέδιό του. «την πόλη…;» είπε το Υανέτο πριν προλάβει να του κλείσει απότομα το στόμα ο 53
πουργίτης. Σο σχέδιο δεν θα το έλεγαν σε κανέναν για να μη διαρρεύσει και φτάσει στα αυτιά του Λιόντα και τότε… Μια αντιπροσωπεία των πουλιών την επόμενη μέρα επισκέφτηκε τον βασιλιά Λιόντα κι αφού αυτός άκουσε τον πουργίτη να του προτείνει το στοίχημα, όχι μόνο συμφώνησε αλλά… «Φα, χα, χα! Δέχομαι με χαρά. Αν χάσει το Αηδόνι, τέρμα οι αγώνες. Αν όμως κερδίσει, θα μου δώσετε όλοι τα φτερά και τα πούπουλά σας, που πολύ τα λαχταρά η βασίλισσα Λιόνταινα για να στολίσει το παλάτι». Σα πουλιά ανατρίχιασαν και πιο πολύ ο πουργίτης, αλλά τώρα πια δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω. Η Σρίτη μέρα του τρίτου μήνα του τρίτου έτους της βασιλείας του πολυχρονεμένου βασιλιά Λιόντα έφτασε. Ο ίδιος ο βασιλιάς κήρυξε την έναρξη των αγώνων. Οι διαγωνιζόμενοι θέσεις τους…
παίρνουν
τις
Οι αγώνες ξεκινούν… Η Καρδερίνα ξεκινά πρώτη… Τπέροχη! Ακολουθεί ο πίνος, ο Υλώρος, το Υανέτο, ο Κότσυφας… Ο ένας καλύτερος από τον άλλον! Η σειρά της Γαλιάντρας… λοι σιωπούν και περιμένουν… Η φωνή της μαγική, υπέροχη, μοναδική… Ψς κι ο βασιλιάς σηκώνεται και χειροκροτεί… σπου εμφανίζεται από τα παρασκήνια το Αηδόνι… Ούτε ανάσα δεν ακούγεται στο δάσος… λοι περιμένουν… χι, κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει καλύτερα απ‟ το αηδόνι… Η φωνή του είναι καλύτερη απ‟ τις φωνές όλων… Κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει καλύτερα απ‟ το αηδόνι. «Σα φτερά μας, τα πούπουλά μας» ακούστηκαν κάποιοι ψίθυροι. «Λοιπόν, πουργίτη, τι λες κέρδισα το στοίχημα;» ρώτησε με έπαρση ο βασιλιάς. 54
«Υυσικά, βασιλιά Λιόντα, μόνο που δεν τραγούδησε ο τελευταίος διαγωνιζόμενος» απάντησε ο πουργίτης. «Μη μου πεις! Ποιος είναι αυτός;» αναρωτήθηκε ο Λιόντας «ας έρθει, όποιος θέλει. Κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει καλύτερα απ‟ το Αηδόνι». Ένα μικρό πουλάκι έκανε την εμφάνισή του. ταχτοπράσινο με ελαφρώς κίτρινα σημάδια στις φτερούγες του και ανοιχτό πράσινο στο κάτω μέρος. μορφο πουλάκι! «Ξεκίνα λοιπόν» ακούστηκε η γεμάτη περιέργεια φωνή του Λιόντα. Η φωνή του απόκοσμη στην αρχή και μελαγχολική όσo έψελνε (έψελνε, δεν τραγουδούσε), έμοιαζε με τις φωνές όλων των πουλιών μαζί και ταυτόχρονα με καμία. αν ο Θεός ν‟ αποφάσισε να επικοινωνήσει με τα πλάσματά του και να τους δείξει, πως η φωνή Σου είναι ομορφότερη όλων των πλασμάτων Σου. λα τα πλάσματα του δάσους βρίσκονταν στην πόρτα του παράδεισου και περίμεναν απλώς ν‟ ανοίξει. Ο βασιλιάς ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν. «χι δεν έχει τ‟ αηδόνι την καλύτερη φωνή» σκέφτηκε. Σο πουλάκι σταμάτησε. λοι μαγεμένοι περίμεναν τον βασιλιά να μιλήσει. «Πώς λέγεσαι;» ρώτησε αυτός το μικρό πουλάκι. «Λούγαρο» απάντησε το μικρό πουλάκι. «Έχω ακούσει πως τα Λούγαρα τραγουδούν όμορφα απ‟ τους παππούδες μου, μα όλοι μου έλεγαν πως το Αηδόνι τραγουδά καλύτερα. Εσύ πώς κατάφερες σήμερα τέτοιο πράγμα;». «Ήμουν σε κλουβί» απάντησε το Λούγαρο και πέταξε για τον ουρανό
1ο Δημοτικό Εκπαιδευτηρίων Ν.Μπακογιάννη, Λάρισα Τπεύθυνοι εκπαιδευτικοί Δαλαμάγκας Φρήστος Παπανικολάου Σόνια
55
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Σαξίδι στον κόσμο των αναμνήσεων» Ήταν η τελευταία μέρα του σχολείου και η Ευρυδίκη είχε ξυπνήσει από νωρίς. Ανυπομονούσε για την τούρτα γενεθλίων που θα έφτιαχναν με τη μαμά της, μόλις γύριζε από το σχολείο. Αύριο είχε τα γενέθλιά της. Κάθε χρόνο τις βοηθούσε και ο μπαμπάς στις προετοιμασίες. Υέτος όμως, ήταν μόνο οι δυο τους. Σέλος πάντων, η Ευρυδίκη δεν ήθελε να τον σκέφτεται, ούτε να στενοχωριέται άλλο. Ήταν αποφασισμένη. Θα έκανε ένα πάρτι. Και όλοι οι φίλοι της θα της έφερναν δώρα. Πολλά δώρα. Πήγε στο σχολείο κεφάτη, όμως, όταν κοντοστάθηκε ακίνητη μπροστά στη μεγάλη πόρτα, ανακάλυψε ότι το σχολείο ήταν κλειστό. «Νωρίς θα έφτασα», σκέφτηκε. Περίμενε αρκετή ώρα, όμως δεν εμφανίστηκε κανένας, μόνο περαστικοί. Κάποια στιγμή είδε τον θείο της, τον Μανόλη, που είχε ένα μαγαζί απέναντι από το σχολείο. «Γεια σου, θείε μου!», είπε η Ευρυδίκη ξεχνώντας την αγωνία για το σχολείο. «Σι δουλειά έχεις εδώ;», τη ρώτησε ο θείος της ανήσυχος. «Έχω σχολείο, δε βλέπεις;», είπε η Ευρυδίκη δείχνοντάς του την τσάντα πίσω από την πλάτη της. Ο θείος της παραξενεύτηκε .«Μα γιατί να μην έχουμε, θείε; Ούτε χιονίζει, ούτε βρέχει, ούτε κάνει υπερβολική ζέστη», συνέχισε η Ευρυδίκη χωρίς να πάρει ανάσα. «Έλα λίγο μέσα...», την παρακάλεσε ο θείος της με ένα περίεργο ύφος. Η Ευρυδίκη μπήκε μέσα στο μαγαζί και άφησε την τσάντα της σε μια καρέκλα. Ο θείος της την πήγε πίσω σε ένα καμαράκι, όπου είχε μια τηλεόραση για να βλέπει, όταν ξεκουράζεται. Σην άνοιξε. λα τα κανάλια πρόβαλλαν δελτία ειδήσεων. Η Ευρυδίκη άκουσε προσεκτικά: «Μυστηριώδης εξαφάνιση δεκάδων ανθρώπων σε όλη τη χώρα. Η τελευταία φορά που τους είδαν οι κοντινοί τους συγγενείς ήταν μπροστά στον καθρέφτη τους! Οι ειδικοί συμβουλεύουν τον κόσμο να παραμείνει εντός της οικίας του και να αποφεύγει τους καθρέφτες!». Ανήσυχη η Ευρυδίκη, αποφάσισε να πάει στο σπίτι της καλύτερής της φίλης, της Υλώρας. Η Υλώρα ήταν γνωστή σε όλους επειδή νύσταζε συνέχεια, ήταν όμως πανέξυπνη και είχε χρυσή καρδιά. Από τότε, ειδικά που η Ευρυδίκη έχασε τον 56
μπαμπά της, οι δυο τους ήταν αχώριστες! ταν έφτασε στο σπίτι της και χτύπησε το κουδούνι, η Υλώρα άνοιξε την πόρτα κλαίγοντας. Είπε στην Ευρυδίκη ότι οι γονείς της χάθηκαν από τη μία στιγμή στην άλλη, καθώς ετοιμάζονταν μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη του σαλονιού. Η Ευρυδίκη γύρισε προς το μέρος του καθρέφτη. «Σίποτα παράξενο δεν έχει πάνω του», σκέφτηκε. «Πώς είναι δυνατόν να χάθηκαν εξαιτίας του οι γονείς της Υλώρας; Μακάρι να μπορούσα να τη βοηθήσω!». Ξάφνου, σαν να την άκουσε ο καθρέφτης, έβγαλε μια λάμψη και μίλησε βροντερά: «Κάνε μια ευχή!». Σα κορίτσια πάγωσαν στο άκουσμα της φωνής του. Ο καθρέφτης συνέχισε: «Κάνε μια ευχή, η λύση να βρεθεί. Αν θες να βοηθήσεις, ψάξε μες στις αναμνήσεις για το μαγικό κλειδί... Πρόσεχε μην ξεχαστείς κι ο χρόνος φύγει με τη Δύση, γιατί για πάντα θα μείνεις εκεί κι ό,τι καλό θα σβήσει!» Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, μια ανεξήγητη δύναμη τράβηξε την Ευρυδίκη μακριά από τη Υλώρα και τη βύθισε μέσα στον καθρέφτη. Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της με δισταγμό. Μπροστά της αντίκρισε ένα δάσος που είχε όλα τα χρώματα που μπορεί να φανταστεί κανείς. «Πρέπει να βρω το μαγικό κλειδί, πριν ο ήλιος να δύσει», σκέφτηκε και με γενναιότητα ξεκίνησε να περπατά στο δάσος. Περιπλανιόταν για ώρα δίχως να βρίσκει τίποτα. σο κι αν το αναζητούσε, το μαγικό κλειδί δε φαινόταν πουθενά. Άρχισε να κουράζεται και να νιώθει τα πόδια της βαριά. Απογοητευμένη κάθισε να ξεκουραστεί στον κορμό μιας ξερής αμυγδαλιάς. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της. Έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της και ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς. σο έκλαιγε το τοπίο γύρω της άλλαζε. Σα χρώματα έσβηναν, γίνονταν μουντά, θολά, γκρίζα. Πρόσωπα και αναμνήσεις από το παρελθόν στριφογύριζαν στο μυαλό της. Και τότε...ένιωσε ένα τρυφερό άγγιγμα. Γύρισε και είδε τον πατέρα της να της χαμογελά όλο αγάπη. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά, ενώ τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια τους ζέσταιναν τις καρδιές τους. «Πατερούλη μου, μου έλειψες», του ψιθύρισε η Ευρυδίκη. «υγγνώμη που προσπάθησα να σε ξεχάσω, το έκανα από θυμό, επειδή μας άφησες τόσο ξαφνικά. Σώρα καταλαβαίνω ότι θα είσαι για πάντα μαζί μου...». Ο πατέρας της της χαμογέλασε ξανά και με το ένα του χέρι άγγιξε την αμυγδαλιά, η οποία γέμισε κατάλευκα άνθη. Έκοψε ένα, της το πρόσφερε, φίλησε την κόρη του στο μέτωπο και χάθηκε από μπροστά της σαν όραμα. 57
ταν η Ευρυδίκη συνήλθε, παρατήρησε ότι ανάμεσα στα κλαδιά της ανθισμένης αμυγδαλιάς κάτι ασημόπαιζε στο φως. Ήταν το κλειδί που αναζητούσε! Επιτέλους! Σο είχε βρει! Άπλωσε το χέρι της και το άγγιξε. Μεμιάς, ένας δυνατός άνεμος τη στριφογύρισε και τη μετέφερε σε μια κρυφή πύλη. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, η πύλη άνοιξε και από μέσα της ξεχύθηκε ένα σμήνος πολύχρωμα πουλιά. Σην περικύκλωσαν κι εκείνη έκλεισε τα μάτια. ταν τα άνοιξε βρισκόταν στην αγκαλιά της Υλώρας. «Σι συνέβη; Σρελάθηκα από την αγωνία μου!», της φώναξε η Υλώρα. «Θα σου τα πω όλα», απάντησε συγκινημένη η Ευρυδίκη, «μα πρώτα πες μου...οι γονείς σου;». Η Υλώρα χαμογέλασε: «Κοιμούνται. λοι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κανείς δε θυμάται τι έγινε με τους καθρέφτες. Μόνο εμείς οι δύο νομίζω.». Η Ευρυδίκη έτρεξε στη μητέρα της και της διηγήθηκε όλα όσα είχε ζήσει...για τον καθρέφτη της Υλώρας, το πολύχρωμο δάσος, την αμυγδαλιά, το μαγικό κλειδί, την πύλη και τα πουλιά που την περικύκλωσαν! Μα πάνω απ‟ όλα για τον μπαμπά της, που τον ξαναείδε και δεν πρόκειται να τον ξεχάσει ποτέ. Η μητέρα της συγκινήθηκε από τα λόγια της. Δεν πίστεψε την ιστορία της φυσικά, αλλά τι σημασία είχε; Η Ευρυδίκη γνώριζε και αυτό ήταν αρκετό. Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι στην τσέπη της και έβγαλε το λευκό ανθάκι της αμυγδαλιάς. Φαμογέλασε κι όπως ήταν κουρασμένη, ξάπλωσε και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της. Σην επόμενη μέρα, το σπίτι τους γέμισε παιδιά και μπαλόνια και δώρα. Η Ευρυδίκη, πάντα με τη Υλώρα στο πλάι της, διασκέδασε με την καρδιά της και έκανε το καλύτερο πάρτι γενεθλίων που είχε γίνει ποτέ! Είχε φορέσει το αγαπημένο της φόρεμα και στα μαλλιά της ήταν στολισμένο ένα μικρό, λευκό ανθάκι... αμυγδαλιάς.
Δημοτικό χολείο Eλληνογαλλικής χολής Jeanne d’ Arc Τπεύθυνη εκπαιδευτικός Αϊδινοπούλου Βασιλική
58
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ο κύκλος της αλήθειας» Μια φορά και έναν παλιό καιρό, σε μια φαντασμαγορική πολιτεία, ζούσε ο Υοίβος, ένα δωδεκάχρονο αγόρι με καστανόξανθα μαλλιά, γαλάζια μάτια και ψηλόλιγνη σώμα. Έμενε σε μια μονοκατοικία απέναντι από τον γαλάζιο ωκεανό με έναν καταπράσινο κήπο με διαφορετικά λουλούδια που έμοιαζε με μικρογραφία του πλανήτη Γαία. Ένα μεσημέρι, όταν επέστρεψε από το σχολείο, η μητέρα του τού ζήτησε μία χάρη: -Υοίβε, μπορείς, σε παρακαλώ, να μου φέρεις τη σκάλα από το υπόγειο; Μόνο πρόσεχε, μη ρίξεις τίποτα κάτω και κάνεις πάλι ζημιά! -Εντάξει, μαμά, είπε ο Υοίβος βαριεστημένα. Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του υπογείου παρατήρησε ένα άσπρο σκονισμένο πανί που είχε τυλίξει στην αγκαλιά του μια ψηλόλιγνη μορφή. Σο προσπέρασε και πήγε να βρει τη σκάλα. -Εδώ είσαι, κυρία μου, έλα σε θέλει η μαμά μου, μάλλον θα κάνει πάλι δουλειές. Σην έβαλε βιαστικά στους ώμους του και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά του υπογείου. Έλα μου όμως που παρ‟ όλες τις προσπάθειές του να είναι προσεκτικός, η σκάλα ήταν άτακτη και, μαγκώθηκε στο πόδι του; Καθώς προσπάθησε να την απομακρύνει η σκάλα πήρε μαζί της το άσπρο πανί και η σκόνη, που είχε καθίσει πάνω του σκορπίστηκε στον αέρα. Σα λαμπερά σωματίδια σκόνης εξαφανίστηκαν και μπροστά του φανερώθηκε ένας καθρέφτης. Σο κάδρο του ήταν χρυσό με σκαλισμένα γεωμετρικά σχήματα. Έμοιαζε με πίνακα του Πικάσο. Ήταν παλιός και το γυαλί του άρχισε να χαλάει. -Υοίβε, τι κάνεις τόση ώρα; Η φωνή της μητέρας τον έκανε να αναπηδήσει. Ο Υοίβος έβαλε τη σκάλα στους ώμους του και, δεν έχετε ακούσει πως όποιος βιάζεται σκοντάφτει; Ε, αυτή τη φορά η σκάλα χτύπησε πάνω στο κάδρο του καθρέφτη και… πάρτον κάτω. Σο γυαλί του έσπασε σε πέντε μεγάλα κομμάτια: κύκλο, τετράγωνο, τρίγωνο, ορθογώνιο και πυραμίδα.
59
Ο Υοίβος έμεινε με ανοικτό το στόμα. Δεν ήξερε τι να κάνει, να τα μαζέψει, να τα κρύψει, τι; Έριξε μια κλεφτή ματιά στον καθρέφτη και τότε είδε στο κάδρο του χαραγμένη μια επιγραφή: «ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΤΕΙ ΣΟΝ ΓΡΙΥΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΕΤΦΗ» -Υοίβε! Σι ήταν αυτός ο θόρυβος; Έκανες ζημιά; φώναξε η μητέρα του με αγωνία. -χι, μαμά, έρχομαι... φώναξε ο Υοίβος. -Ορίστε, την έφερα! -Γιατί είσαι άσπρος σαν το πανί; Σι συνέβη; -Πανί; Είπες πανί; Δεν έκανα τίποτα στο πανί! -Ποιο πανί παιδί μου, τι είναι αυτά που λες; -Εεε, εσύ για ποιο λες; -Για το πρόσωπό σου! Δεν πιστεύω να έσπασες κάτι; -χι, όλα είναι μια χαρά. Πάω στο δωμάτιό μου να διαβάσω. -Πήγαινε. ‟ ευχαριστώ. Ο Υοίβος προσπάθησε να διαβάσει αλλά τα γράμματα ήταν σα να χόρευαν ραπ πάνω στο βιβλίο του. Σο μυαλό του έτρεχε στον καθρέφτη. Αποφάσισε να πάει να βρει τους φίλους του, αυτοί θα τον βοηθούσαν. -Μαμά, πάω στα παιδιά. Σελείωσα! - Καλά, να είσαι πίσω πριν τις οκτώ. -Εντάξει. Έτρεξε σαν αστραπή στο σπιτάκι που κάθε απόγευμα μαζευόταν η τρελοπαρέα του και έπαιζαν σκάκι. Σο σπιτάκι ήταν πάνω σε ένα πλάτανο στον κήπο του Ιάσονα. Ο Υοίβος σκαρφάλωσε γρήγορα και μόλις μπήκε μέσα βρήκε τους φίλους του να παίζουν σκάκι. -Παιδιά, αφήστε στην άκρη το σκάκι και ακούστε, είπε ο Υοίβος βαριανασαίνοντας. -Σι έγινε, γιατί είσαι αναστατωμένος, τον ρώτησε ο Ιάσονας. -θα σας πω, είπε ο Υοίβος. - Έλα, λέγε, είπε ο Αλκίνοος. Ο Υοίβος άρχισε να τους διηγείται τα γεγονότα. ταν τελείωσε το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν το αχνό φεγγάρι. -Υοίβε, το είπες στη μητέρα σου, ρώτησε ο Ιάσονας. -χι.. Θα με μαλώσει, γιατί έχω κάνει πολλές ζημιές. Μμ! Υεύγω. Είναι ήδη οκτώ ταν έφτασε ο Υοίβος στο σπίτι του πέρασε σαν αστραπή από το σαλόνι που κάθονταν οι γονείς του και πήγε στο δωμάτιό του. τριφογύριζε στο κρεβάτι του, ώσπου αφέθηκε στη γλυκιά αγκαλιά του Μορφέα. Ξαφνικά μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκαν περίεργοι ήχοι. Πήρε ένα φακό και, κατέβηκε στην κουζίνα. Γύρισε το πόμολο της πόρτας του υπογείου και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά με τρεμάμενα πόδια. Νόμιζε ότι τα πόδια του δεν ήθελαν να τον ακολουθήσουν. Σότε είδε μπροστά του το άσπρο πανί που κάλυπτε τα πέντε σπασμένα κομμάτια του 60
καθρέφτη. Δίπλα του βρισκόταν ένα σεντούκι με σπασμένη κλειδαριά. Πλησίασε, το άνοιξε και… ένα χρυσό τεράστιο κλειδί ξεπρόβαλλε. Άπλωσε το χέρι του να το πάρει και τότε παρατήρησε μια χαραγμένη επιγραφή στον πάτο του σεντουκιού: «ΣΟ ΚΛΕΙΔΙ ΘΑ Ε ΒΟΗΘΗΕΙ ΝΑ ΛΤΕΙ ΣΟΝ ΓΡΙΥΟ» -Σι μυστήρια πράγματα είναι αυτά, σιγομουρμούρισε ο Υοίβος. Καθώς το παρατηρούσε πρόσεξε ότι υπήρχε χαραγμένη πάνω του μια επιγραφή: «ΟΣΑΝ ΛΤΕΙ ΣΟΝ ΓΡΙΥΟ,ΣΑ ΚΟΜΜΑΣΙΑ ΣΟΤ ΚΑΘΡΕΥΣΗ ΘΑ ΕΝΩΘΟΤΝ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΦΣΟΤΝ ΣΗΝ ΕΤΦΗ ΟΤ» Σην επόμενη μέρα γρίφος και ευχή στροβιλίζονταν στο μυαλό του Υοίβου. Έβαλε τη σχολική τσάντα στους ώμους και άρχισε να περπατάει βιαστικά προς το σχολείο, όμως οι σκέψεις του τον οδήγησαν στην παραλία. Κοιτούσε μαγεμένος το απέραντο μπλε και τότε ένας ανεμοστρόβιλος ξεπήδησε από τα αφρισμένα κύματα, τον τύλιξε και τον μετέφερε σε ένα παράξενο κάστρο. Βρέθηκε σε μια σκοτεινή αίθουσα με πέντε πόρτες ολόγυρά του. Οι πόρτες έμοιαζαν με τα πέντε κομμάτια του καθρέφτη. Καθώς το βλέμμα του περιπλανιόταν από τη μία πόρτα στην άλλη, πρόσεξε ότι υπήρχε μια άλλη επιγραφή απέναντι του: «ΒΡΙΚΕΑΙ ΣΟ ΚΑΣΡΟ ΣΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. ΜΙΑ ΕΤΚΑΙΡΙΑ ΕΦΕΙ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΣΗΝ ΠΟΡΣΑ ΣΗ ΩΣΗ ΚΑΙ ΣΟΣΕ ΚΑΝΕ ΣΗΝ ΕΤΦΗ». ταν έβγαλε το χρυσό κλειδί από την τσέπη του, είδε μια σκιά-καθρέφτη να ξεπηδάει μπροστά του λέγοντάς του: «ΜΕ ΛΟΓΙΜΟ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ ΣΟ ΓΡΙΥΟ ΟΤ ΘΑ ΛΤΕΙ». Ο Υοίβος ταξίδεψε νοερά στον κόσμο των εμπειριών του και, τότε είδε: την τρελοπαρέα του σαν ένα κύκλο-παζλ όλα ενωμένα σαν γροθιά, την οικογένειά του, σαν κύκλοδιαφορετικών σχημάτων αρμονικά δεμένα, τη γη-κύκλο με μαύρες, λευκές, κίτρινες, μελαμψές, χώρες και… πετάχτηκε πάνω, έτρεξε προς την πόρτα-κύκλο, έβαλε το κλειδί και όλα τα κομμάτια του καθρέφτη μεμιάς έγιναν ένας μεγάλος κύκλος δεμένα με αρμονία, σεβασμό, αποδοχή του διαφορετικού, αγάπη...Ήταν ο καθρέφτης του υπογείου. Μια βαθιά φωνή του είπε: «ΕΛΤΕ ΣΟΝ ΓΡΙΥΟ. ΚΑΝΕ ΣΗΝ ΕΤΦΗ». Ο Υοίβος φώναξε δυνατά: «ΕΤΦΟΜΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΦΗ ΕΝΩΜΕΝΟ ΣΟΝ ΚΤΚΛΟ ΝΑ ΚΡΑΣΕΙ» -Εεεε, Υοίβε, τι λες. Η σειρά σου. Παίξε… είπε ο Αλκίνοος εκνευρισμένος. -Ε, ε, ονειρευόμουν, ορίστε, «ΜΑΣ». Νίκησα! Έλυσα τον γρίφο! -Ποιον γρίφο, απόρησε ο Αλκίνοος. -Ξέρω εγώ, φίλοι μου. τον κύκλο είμαστε εγώ, εσύ κι εσύ…, όλοι διαφορετικοί, όλοι ίσοι. 54ο Δημοτικό χολείο Πειραιά Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Κλωστράκη Γεωργία
61
«Κάνε μια ευχή, είπε ο μαγικός καθρέφτης» «Ο καθρέπτης των ευχών» Μια φορά κι ένα καιρό, υπήρχε στα βάθη ενός απόμακρου δάσους, ένα όμορφο, παλιό κάστρο. Σο είχε χτίσει ένας δίκαιος βασιλιάς, που δε ζούσε πια. Σον θρόνο είχε αναλάβει η γυναίκα του, που ήταν πλέον βαριά άρρωστη. ε ένα μικρό καλυβάκι μέσα στο κάστρο, ζούσαν δυο αδερφές. Είχαν χάσει νωρίς τους γονείς τους και ήταν πολύ φτωχές. Δούλευαν ως υπηρέτριες της βασίλισσας. Παρόλο που το βασίλειο δεν είχε πια πολύ πλούτο, εκείνες ήταν πιστές, τίμιες και πρόθυμες να βοηθήσουν. Κάθε μέρα σηκώνονταν νωρίς και τάιζαν τα ζώα του κτήματος. Έπειτα, συγύριζαν τα έπιπλα και τα πράγματα των βασιλικών δωματίων. Μια μέρα λοιπόν, η βασίλισσα ζήτησε να της καθαρίσουν σχολαστικά το δωμάτιό της, για να μπαίνουν ανενόχλητες οι ηλιαχτίδες του φωτός και να της φτιάχνουν τη διάθεση. Η μικρότερη σε ηλικία αδερφή άρχισε να καθαρίζει τα τζάμια και το πάτωμα, ενώ η μεγαλύτερη ξεσκόνιζε τα έπιπλα. Καθώς συγύριζε μια σκοτεινή γωνία του δωματίου, η μεγάλη αδερφή τράβηξε κατά λάθος ένα σεντόνι και της αποκαλύφθηκε ένας καθρέπτης. Μέσα του εμφανίστηκε ένα παράξενο πρόσωπο. Η κοπέλα σάστισε και αμέσως τον σκέπασε. Σο βράδυ λίγο πριν κοιμηθούν, η μεγάλη αδερφή στριφογύριζε σκεπτική. -Σι έχεις καλή μου αδερφή, τη ρώτησε η μικρή. -Η αλήθεια είναι αδερφούλα μου, πως την ώρα που καθάριζα το υπνοδωμάτιο της βασίλισσας, σήκωσα κατά λάθος ένα σεντόνι. Πίσω του αποκαλύφθηκε ένας καθρέπτης. -Και τι με αυτό; Δεν είναι λογικό να έχει η βασίλισσα καθρέπτη; -Ναι, μα μόλις τον κοίταξα, μέσα του εμφανίστηκε ένα σκοτεινό πρόσωπο και με μια βαθιά φωνή είπε: « Κάνε μια ευχή και θα βγει αληθινή! ». -Α! Άλλο και τούτο! Πες μου λοιπόν, τι ευχήθηκες; -Σίποτα αδερφούλα! Σρόμαξα και τον σκέπασα αμέσως.
62
-Γιατί; Ίσως να ήταν η ευκαιρία της ζωής μας. Να ζήσουμε σε ένα παλάτι όπως μας αξίζει. ε παρακαλώ λοιπόν, αύριο την ώρα που θα καθαρίζω το υπόλοιπο κάστρο , θα πας στον καθρέπτη και θα ζητήσεις να ζήσουμε σε ένα καινούριο και μοντέρνο παλάτι! Σην άλλη μέρα η μικρή αδερφή ξεκίνησε να καθαρίζει το κτήμα του κάστρου και η μεγάλη πήγε διστακτικά στο υπνοδωμάτιο της βασίλισσας. Αφού βεβαιώθηκε πως η άρρωστη βασίλισσα κοιμόταν, ξετύλιξε τον καθρέπτη και τότε εμφανίστηκε το μυστηριώδες πρόσωπο, που της είπε: « Κάνε μια ευχή, θα βγει αληθινή ». Εκείνη τρομαγμένη είπε με σιγανή φωνή: «Η αδερφούλα μου ζητάει καθρέπτη, αν μπορούσες να μετατρέψεις το καλυβάκι μας σε ένα παλάτι, όπως αυτό». Ο καθρέπτης απάντησε αμέσως: «Η ευχή θα βγει αληθινή. Πήγαινε σπίτι σου και θα έχεις το παλάτι που ζήτησες». Η μεγάλη αδερφή έτρεξε προς το καλυβάκι τους, μα δεν το βρήκε πουθενά. Δίπλα όμως στο κάστρο, υψώθηκε ξαφνικά ένα πανέμορφο παλάτι. Μέσα του στεκόταν η μικρή της αδερφή, που έσπευσε να την αγκαλιάσει. -ωθήκαμε αδερφούλα μου, είπε η μικρή αδερφή με δάκρυα στα μάτια. Σώρα θα ζήσουμε ευτυχισμένες! Καθώς όμως οι μέρες περνούσαν, η μικρή αδερφή φαινόταν δυσαρεστημένη. -Αδερφή μου, περνάμε όμορφα, μα είχα ένα όνειρο που ήθελα όλα τα χρόνια της ζωής μου να βγει αληθινό. Θα ήθελα να ζητήσεις από τον καθρέπτη να με κάνει βασίλισσα. Μια ζωή το ονειρευόμουν… -Μα εγώ… -ε παρακαλώ αδερφούλα μου, θα με κάνεις πολύ ευτυχισμένη, δεν το θέλεις; Πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορείς στον καθρέπτη. Η μεγάλη αδερφή ανέβηκε τη σκάλα του κάστρου διστακτικά. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν την αντιλήφθηκε η βασίλισσα, τρύπωσε μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στον πελώριο καθρέπτη. μως, αυτή τη φορά φαινόταν πιο θολός και σκονισμένος. -Καθρέπτη μαγικέ, σε σένα ήρθα πάλι. Η μικρή μου αδερφή με στέλνει, για να σου ζητήσω χάρη. - Σι ζητά πάλι η αδερφή σου; -Φίλια συγγνώμη, ντρέπομαι μα η αδερφούλα μου έχει όνειρο να γίνει βασίλισσα.
63
-Πήγαινε κοντά της, η ευχή της έγινε πραγματικότητα. Η μεγάλη αδερφή πήγε γρήγορα προς το παλάτι τους. Ανέβηκε με ταχύτητα τις σκάλες και προχώρησε μέχρι που έφτασε μπροστά σε μια πανέμορφη βασίλισσα. Από το χρυσάφι που άστραφτε γύρω της, δυσκολεύτηκε να καταλάβει πως ήταν η αδερφή της. Γονάτισε μπροστά της και της είπε: -Μικρή μου αδερφούλα είσαι πια ευτυχισμένη; -Ναι, αδερφή μου! Και να δούμε τι ακόμα το μέλλον θα φέρει. -Σι εννοείς; -Θα ήταν υπέροχα να αποκτούσαμε περισσότερους υπηρέτες και στρατό. -χι, αποκλείεται να ζητήσω εγώ κάτι τέτοιο. Είναι μεγάλη ντροπή! -Σι είπες αδερφή μου; Ξεχνάς ότι είμαι η βασίλισσα; Θα πας αμέσως, θες δεν θες, αλλιώς θα σε διώξω από το βασίλειο! Η μεγαλύτερη αδερφή χαμήλωσε το βλέμμα της και με κλάματα ξεκίνησε να πάει στον καθρέπτη. Σρέμοντας από ντροπή του είπε: « Καθρέπτη μου, συγχώρησέ με και σε παρακαλώ βοήθησέ με, η αδερφή μου έχει τρελαθεί. Σώρα θέλει στρατό και υπηρέτες ». Εκείνος αμέσως της απάντησε: «Βγες έξω στην αυλή, η ευχή έχει ήδη πραγματοποιηθεί». Η βασίλισσα εμφανίστηκε πανευτυχής. ε κάθε βήμα που έκανε, ακουγόταν και ένας μεγάλος κρότος από τον ετοιμοπόλεμο στρατό της. ταν όμως έφτασε δίπλα στη μεγάλη αδερφή της, εκείνη έπεσε στο χώμα μισοπεθαμένη. Η βασίλισσα τρομαγμένη, την οδήγησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο κρεβάτι κι άρχισε να κλαίει. κεφτόταν τι να κάνει για να τη σώσει. Σότε αποφάσισε να πάει η ίδια στον καθρέπτη. Σο απόκοσμο πρόσωπό του την υποδέχτηκε. -Αγαπητή μου βασίλισσα, της είπε, εσένα περίμενα καιρό.
τόσο
-Εμένα; Με γνωρίζεις; ρώτησε η βασίλισσα με απορία. -Βεβαίως! Σι μαγικός καθρέπτης είμαι, αν δεν ξέρω σε ποιον πραγματοποιώ ευχές.
64
-ε παρακαλώ θέλω μόνο να γίνει καλά η αδερφή μου, είπε και έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. -Μάλιστα, απάντησε ο καθρέπτης, αλλά αν το κάνω, θα πρέπει να γυρίσετε στο φτωχικό καλυβάκι σας και εγώ θα εξαφανιστώ για πάντα. -ύμφωνοι, αναφώνησε η βασίλισσα. Μόνο να σώσεις την αδερφή μου! Ξαφνικά, ο καθρέπτης λούστηκε από ένα εκτυφλωτικό φως, που θάμπωσε τα μάτια της μικρής αδερφής. Μόλις τα άνοιξε, βρέθηκε ξανά μέσα στο μικρό καλυβάκι τους με την μεγάλη αδερφή της να κάθεται στην ξύλινη καρέκλα, περιμένοντάς την. Έτρεξε να την αγκαλιάσει, γνωρίζοντας τι είναι πιο πολύτιμο από όλα στη ζωή της. Η ευχή της είχε βγει αληθινή.
Αδαμάντιος χολή Δημοτικό χολείο Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Ρωμανίδου Δάφνη Πάσχου Βασιλική
65
«Κάνε μια ευχή», είπε ο μαγικός καθρέφτης» Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό, τοσοδούλικο κοριτσάκι. Σόσο μικρό που χωρούσε στην παλάμη μου και περίσσευε και χώρος. Ένα κοριτσάκι ξανθό, με μεταξένια μαλλιά σαν νεράιδα που περιφερόταν αέρινα στην γη με τα λεπτά του ποδαράκια. Σο κοριτσάκι, το έλεγαν Ράνια. Ήταν έξυπνο και δημιουργικό και περνούσε καλά μέσα στην διαφορετικότητά του. Αυτοσαρκαζόταν και έλεγε στον εαυτό της πως είναι ωραία να βρίσκεται εκεί χαμηλά και να βλέπει τον κόσμο με διαφορετική ματιά και όχι όπως οι άνθρωποι. Τπήρχε μία ολόκληρη κοινότητα διαφορετικών πλασμάτων στον τόπο που ζούσε η Ράνια. Σης έμοιαζαν όλοι. Ήταν όλοι το ίδιο μικρόσωμοι όσο κι εκείνη. Η αγαπημένη ασχολία της Ράνιας ήταν να συλλέγει όνειρα. Ναι, όνειρα! Εκείνη αποφάσιζε τι όνειρο θα έβλεπε ο καθένας από την κοινότητά της και όχι μόνο. Αυτή αποφάσιζε και για τα όνειρα των ανθρώπων. Ήταν μια ονειροπλάστης! την ομάδα της, όλοι δημιουργούσαν όνειρα, όμως εκείνη είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα!!! Πολλές από τις ώρες της, τις περνούσε μαζί με τους φίλους της. Πήγαιναν όλοι μαζί, βόλτες ατελείωτες σε λιβάδια με καταπράσινο χορτάρι. Με ουράνια τόξα, και με ρυάκια, που κυλούσε μέσα τους γάργαρο, κρυστάλλινο νερό. λα ήταν στο μέγεθός τους, αυτό το μοναδικό μέγεθος, που κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να διακρίνει!!! Σης άρεσε επίσης πολύ να διαβάζει. χι όμως με τον συνηθισμένο τρόπο. Μπορούσε απλά να κλείσει τα μάτια, να σκεφτεί την ιστορία που ήθελε να διαβάσει και με μιας, εμφανίζονταν μπροστά της, γράμματα σε σειρές μεγάλες και μπορούσε να διαβάσει οπουδήποτε κι αν βρισκόταν. Άκουγε μουσική απλά και μόνο αν ανέσυρε στην μνήμη της τους στίχους του τραγουδιού και μετά άκουγε την μελωδία να κυλά μέσα στο μυαλό της, σαν κάτι συνηθισμένο. λα ήταν υπέροχα στην ζωή της. Οι φίλοι της την εκτιμούσαν ιδιαίτερα και όλοι τη θεωρούσαν ξεχωριστή και ταλαντούχα, μα εκείνη δεν ένιωθε το ίδιο για τον εαυτό της…Πάντα, έβλεπε αυτούς τους Γίγαντες, που είχε ακούσει ότι τους έλεγαν ανθρώπους και τους θαύμαζε… με έναν περίεργο θαυμασμό, που έκρυβε μέσα του και μια δόση ζήλειας. μως συνέχιζε κανονικά την ζωή της, και ένιωθε ευγνωμοσύνη για τα πάντα.
66
Μια μέρα, εκεί που ήταν μαζί με τον παππού της και καθόντουσαν κάτω από τα αστέρια, η Ράνια σκέφτηκε πως αν ήταν… Γίγαντας θα μπορούσε να μάθει τι είναι αυτές οι τρυπούλες στον ουρανό. Θα ήξερε γιατί λαμπυρίζουν τα ουράνια αντικείμενα… Σο επόμενο πρωί, καθώς πήγαινε να κατασκευάσει όνειρα, συνάντησε στον δρόμο κάτι ασυνήθιστο. Κάτι που έβλεπε για πρώτη φορά. Έναν αρκετά μεγάλο για εκείνη καθρέφτη. ταμάτησε να προχωράει και τον περιεργάστηκε. Άρχισε να τον τρίβει …και κάποια στιγμή ο καθρέφτης της είπε: «Κάνε μια ευχή!!!». Η Ράνια τρόμαξε και το ‟βαλε στα πόδια. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Σην επόμενη ημέρα, ξαναπήγε κεφάτη προς το εργαστήριό της, έχοντας ξεχάσει το συμβάν. μως ξαναντίκρισε το αντικείμενο που την είχε τρομάξει κι άκουσε τον περίεργο καθρέφτη να την φωνάζει αργά και καθαρά με το όνομά της. Σο κοριτσάκι έφυγε έντρομο και βέβαια ξανά, δεν το είπε πουθενά. Σο ίδιο πράγμα συνεχίστηκε για αρκετές μέρες ακόμα, ώσπου τελικά αποφάσισε να του μιλήσει ώστε να μάθει τι συνέβαινε πραγματικά. Έτσι, περίμενε αρκετή ώρα μπροστά στον καθρέφτη μιλώντας του, μα καθώς εκείνος δεν ανταποκρινόταν, η Ράνια του έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα και τελικά έφυγε. Οι μέρες κυλούσαν και η κοπέλα συνέχιζε να αναρωτιέται γιατί εκείνος ο καθρέφτης ήξερε το όνομά της. Κάποια στιγμή, είπε τι είχε συμβεί στον πολυαγαπημένο της παππού, που πάντα έβρισκε λύση για ό,τι την απασχολούσε. Εκείνος ανταποκρίθηκε λες και είχε δει από κοντά τον καθρέφτη και άρχισε να της διηγείται μια ιστορία, χωρίς εκείνη να ξέρει αν ήταν αληθινή ή απλά μία από τις χιλιάδες ιστορίες που σκαρφιζόταν συνεχώς. Σότε άρχισε να λέει: «ταν ήμουν μικρός, ξέρεις, ήμουν και εγώ ένας από „αυτούς‟ και…» Η Ράνια τον διέκοψε, κάνοντάς του χιλιάδες ερωτήσεις, μα… εκείνος έκανε πως δεν την άκουγε και συνέχισε να διηγείται τα γεγονότα όπως ήθελε. «…και ζούσα φυσιολογικά». Και τότε σταμάτησε να μιλάει και κοιτούσε συνεχώς τον κατάλευκο τοίχο χωρίς να έχει αίσθηση τόπου και χρόνου, λες και ταξίδευε ανάμεσα στις αναμνήσεις και τις εμπειρίες. Η κοπέλα τον άφησε να μείνει για λίγο μόνος του και πήρε τον δρόμο που θα την οδηγούσε στον καθρέφτη. ταν τον βρήκε, άρχισε να κοιτάζεται. Ξαφνικά, η μορφή ενός γίγαντα εμφανίστηκε ακριβώς πίσω της και… πριν καλά- καλά καταλάβει τι συνέβαινε, εκατομμύρια πόδια ανθρώπων 67
κουνιόντουσαν πέρα-δώθε, δίχως προορισμό. Η Ράνια, ένιωσε σαν…, όπως της έχει πει ο παππούς της ότι λένε οι άνθρωποι, …μυρμήγκι. Άρχισε να τραβάει τα μπατζάκια τους και να φωνάζει, αλλά ξαφνικά, καθώς είχε ανέβει στο παπούτσι μιας κοπέλας, αυτή της έριξε μια κλοτσιά και βρέθηκε πεσμένη παραπέρα, αναμαλλιασμένη, να φωνάζει „ΒΟΉΘΕΙΑ!!!‟ Σότε, βρήκε στην άκρη του δρόμου τον ίδιο καθρέφτη, που της ψιθύρισε… «Κάνε μια ευχή!‟‟ κι η Ράνια, χωρίς να το καλοσκεφτεί, είπε δυνατά: «Θέλω να γίνω άνθρωπος!». Κι έτσι, χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε εκεί ψηλά, να περπατάει και να μιλάει με τους άλλους ανθρώπους. μως κανένας δεν την γνώριζε! Μετά από καιρό που παρέμεινε στον γιγάντιο κόσμο, συνέχισε να νιώθει περίεργα. Κανένας δεν την καταλάβαινε, κανένας δεν της μιλούσε, δεν ήξερε τι να κάνει, που να πάει, τι να φάει! Δεν είχε σπίτι! Άρχισαν να της λείπουν οι δικοί της, η οικογένειά της, ο παππούς της, η δουλειά της! Ένα πρωί, έβαλε τα κλάματα. Κι έκλαιγε, με λυγμούς, για πάνω από μία ώρα, έχοντας στο μυαλό της τον καθρέφτη. Σι λάθος είχε κάνει! Η Ράνια μετάνιωσε για την ευχή της. Κατάλαβε πως ο καθένας σε αυτόν τον κόσμο, έχει γεννηθεί για τον δικό του σκοπό και είναι διαφορετικός. την τελική, μπορεί οι άνθρωποι να μην την γνώριζαν, όμως εκείνη έκανε μία πολύ σημαντική δουλειά. Δημιουργούσε όνειρα, ελπίδες, φαντασία! Ξαφνικά, ένιωσε περήφανη για τον εαυτό της. ηκώθηκε όρθια, αποφασισμένη να ψάξει παντού για να βρει τον μικροσκοπικό καθρέφτη της. Μετά από επίπονες προσπάθειες κι ατέλειωτες ώρες ψάξιμο, κατάφερε να τον ανακαλύψει! Σα είχε καταφέρει και πάλι! Ευχήθηκε να ξαναγίνει ο εαυτός της κι ακριβώς έτσι έγινε! Κι από τότε ζει ευτυχισμένη γιατί είναι ο εαυτός της!
8ο Δημοτικό χολείο Κηφισιάς Τπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Θεοδώρου Κυριακή ιδηροπούλου Μαρία Φασιώτου Βασιλική 68
«τους μαγικούς καθρέφτες του κόσμου»
-Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο ωραία; ρώτησε η Υλώρα. Καμία απάντηση… ΚΙΦ δεν έβγαλε ο καθρέφτης. Άλαλος, μουγγός, σιωπηλός. -Φαλασμένος είναι κι αυτός! Η Υλώρα θύμωσε. Έχει δοκιμάσει πολλούς καθρέφτες ως τώρα, αλλά κανένας δεν της έχει απαντήσει. Δεν έχει βρει ακόμα έναν καθρέφτη μαγικό. -Δεν μπορώ να καταλάβω! τα παραμύθια όλα τα μαγικά κόλπα πιάνουν! Εσύ Ντρακ τι πιστεύεις; Ο Ντρακ, ο μικρός δράκος, έπιασε ένα καινούριο, μικρό καθρεφτάκι και της το έδωσε. -Ας ξαναδοκιμάσω, είπε η Υλώρα. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο ωραία; Ούτε τώρα πήρε απάντηση. -Αμάν πια! Βαρέθηκα! φώναξε η Υλώρα και πέταξε το καθρεφτάκι μακριά. Ο Ντρακ τρόμαξε τόσο πολύ κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι.
που
ΚΡΑΚ! Σο πεσμένο καθρεφτάκι, που με δύναμη είχε πετάξει προ ολίγου η Υλώρα, άρχισε να σπάει. Ο Ντρακ έτρεξε να μαζέψει τη ζημιά. -Ευχαριστώ! είπε η Υλώρα ευγενικά. Καθώς ο μικρός δράκος μάζευε το σπασμένο καθρεφτάκι είδε κάτι κρυμμένο ανάμεσα στα πλαστικά κομμάτια του. Ήταν ένα μικρό χαρτάκι. Σο έβγαλε με προσοχή και το έδωσε στη Υλώρα. «Αν θες να βρεις καθρέφτη μαγικό, ταξίδεψε με γίγαντα φιλικό, σε μέρη να πας μοναδικά, να μαζέψεις τα κομμάτια τα μικρά.» Επάνω στο χαρτάκι είχε κι ένα μαγικό ξόρκι για να καλέσεις το γίγαντα.
69
-Αυτό είναι Ντρακ! Επιτέλους θα βρούμε έναν μαγικό καθρέφτη! Η Υλώρα κάθισε στο κρεβάτι τους και διάβασε το ξόρκι δυνατά. -Γεια και χαρά και καλησπέρα! , είπε μια βροντερή φωνή. Η Υλώρα σήκωσε τα μάτια τους και είδε ένα τεράστιο κεφάλι να την κοιτάζει μέσα από το παράθυρό τους. -Είσαι ο γίγαντας; -Είμαι ο Γιότουν! -Αλλά είσαι γίγαντας! Επέμεινε η Υλώρα. -Δεν είμαι εγώ γίγαντας! Εσύ είσαι νάνος! Είπε ο Γιότουν. -Έι! Δεν είμαι νάνος! Είμαι η Υλώρα, ένα μικρό κορίτσι! Ο Γιότουν ο γίγαντας την κοίταξε προσεκτικά. -Και τι ζητάς από εμένα Υλώρα, μικρό κορίτσι; -Θέλω να βρω καθρέφτη μαγικό, μαζί με εσένα, τον γίγαντα τον φιλικό. Να πάμε σε μέρη μοναδικά, να μαζέψουμε τα κομμάτια τα μικρά. -Ανέβα στην πλάτη μου Υλώρα, μικρό κορίτσι! Ξέρω ακριβώς τι είναι αυτό που ψάχνεις και θα σε βοηθήσω να το βρεις! Η Υλώρα με τον Ντρακ στην αγκαλιά τους ανέβηκε στην πλάτη του γίγαντα και το ταξίδι τους ξεκίνησε. τάση πρώτη: Παρθενώνας, Ελλάδα, κατασκευή: 5ος αιώνας π.Φ. -Ξέρω πού είμαστε! Είπε με ενθουσιασμό η Υλώρα. Είμαστε στον Παρθενώνα! Σον έχτισαν πριν πολλααααααααά χρόνια στην αρχαία Ελλάδα ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης. -ωστά! Είπε ο Γιότουν. Ο Παρθενώνας είναι τους ναός που χτίστηκε για να λατρεύουν τη θεά Αθηνά. Σι νιώθεις; -Ορίστε;;; ρώτησε η Υλώρα γεμάτη απορία κι έκπληξη. -Πώς σε κάνει να νιώθεις αυτό το κτίριο όταν το κοιτάζεις; -Περηφάνια, είπε η Υλώρα αποφασιστικά. 70
-Αυτό νιώθουμε συνήθως για τους προγόνους τους και για την ιστορία του τόπου τους. λοι οι λαοί έχουν την ιστορία τους και όλοι μπορούν να νιώθουν περήφανοι. Να γνωρίσεις την ιστορία σου, Υλώρα μικρό κορίτσι. Γιατί όσο περισσότερα γνωρίζεις, τόσο καλύτερα προετοιμάζεσαι για το μέλλον σου. Ο Γιότουν ο γίγαντας έδωσε στη Υλώρα ένα πουγκί, δηλαδή ένα δερμάτινο σακουλάκι που έδενε με ένα κορδονάκι. -Σι είναι αυτό; Σον ρώτησε. -ε κάθε μέρος που θα πηγαίνουμε θα σου δίνω κι ένα κομμάτι από τον μαγικό καθρέφτη. Μέσα στο πουγκί θα βρεις το πρώτο κομμάτι, το κομμάτι τους ΓΝΨΗ. Η Υλώρα έσφιξε το πουγκί στα χέρια τους και μαζί με τον μικρό δράκο Ντρακ ανέβηκαν πάλι στην πλάτη του Γιότουν. τάση δεύτερη: Πυραμίδα του Φέοπα (Πυραμίδα τους Γκίζας), Αίγυπτος, κατασκευή: 2.560 π.Φ. -Υτάσαμε! Ανακοίνωσε ο Γιότουν. -ΟΤΑΟΤ!!! Η Υλώρα έβγαλε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού και γλίστρησε στο έδαφος με τον Ντρακ στην αγκαλιά τους. -Θα προτιμούσα να μην κάνεις τσουλήθρα στην πλάτη μου! Είπε φανερά ενοχλημένος ο Γιότουν. Η Υλώρα τον τρέλανε με ερωτήσεις. -Σι είναι αυτό; Πυραμίδα; Είναι ναός; -Είναι τους τάφος. -ΠΨΨΨ! Σι μεγάλος! Είναι τάφος για κάποιον γίγαντα; -χι Υλώρα μικρό κορίτσι. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έβαζαν τους νεκρούς βασιλιάδες σε τέτοια μεγάλα κτίρια που τα λένε πυραμίδες. Για πες μου τους, τι νιώθεις; -Υόβο. Εκεί μέσα έχει έναν σκελετό! -Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν είχαν σκελετούς, είχαν μούμιες. Προστάτευαν έτσι το σώμα για να μη χαλάσει. Πίστευαν ότι οι άνθρωποι ζουν και μετά το θάνατο. Γι‟ αυτό μέσα τους πυραμίδες έβαζαν ακόμη και φαγητό. -Ψραία ιστορία! Είπε η Υλώρα. -Να θυμάσαι Υλώρα, όλοι οι άνθρωποι φοβούνται. Υοβούνται τα άσχημα πράγματα. Για όλα τα άσχημα πράγματα που φοβάσαι να φτιάχνεις κι εσύ ωραίες ιστορίες.
71
Ο Γιότουν έδωσε στη Υλώρα το δεύτερο κομμάτι του μαγικού καθρέφτη, το κομμάτι του ΘΑΡΡΟΤ. τάση Σρίτη: Άγαλμα Ελευθερίας, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, κατασκευή: 1.886 μ.Φ. -Ποια είναι αυτή η γυναίκα που την έκαναν άγαλμα; Ρώτησε η Υλώρα. -ΦΑ! ΦΑ! ΦΑ! Γέλασε δυνατά ο Γιότουν. Δεν είναι κάποια γυναίκα, Υλώρα μικρό κορίτσι. Είναι μια αξία. -Αξία; -Ναι, αξία. Τπάρχουν τους αξίες: η δικαιοσύνη, η ισότητα, ο σεβασμός και τους. -Αυτή εδώ στο άγαλμα, ποια αξία είναι; -Είναι η ελευθερία. Αυτή που τους μαθαίνει να διαλέγουνε αυτά που τους αρέσουν. Να διαλέγεις ελεύθερα αυτά που σου αρέσουν μικρό κορίτσι, και να αφήνεις να διαλέγουν κι εκείνα αυτά που τους αρέσουν. Ο μικρός δράκος Ντρακ έπαιζε λίγο πιο δίπλα με μια μπάλα. -Ντρακ! Σου φώναξε η Υλώρα. Έλα, φεύγουμε! Ο Γιότουν κοίταξε τη Υλώρα κι εκείνη κατάλαβε το λάθος τους. Φάιδεψε τον Ντρακ που είχε τρέξει κοντά τους και του είπε: -Πήγαινε να παίξεις, κάνε αυτό που σου αρέσει κι αγαπάς μικρέ μου φίλε. Ο Ντρακ χαρούμενος έτρεξε πίσω στην μπάλα του. -Ορίστε Υλώρα το τρίτο κομμάτι του μαγικού καθρέφτη, είπε ο Γιότουν. Είναι το κομμάτι του ΕΒΑΜΟΤ ΣΟΤ ΔΙΑΥΟΡΕΣΙΚΟΣΗΣΑ. τάση τέταρτη: Σατζ κατασκευή: 1.632 μ.Φ.
Μαχάλ,
Ινδία,
Η Υλώρα και ο Ντρακ δε θέλησαν να κατεβούν από την πλάτη του Γιότουν. Από εκεί ψηλά η θέα ήταν πανέμορφη. -Σι νιώθεις; -Θαυμασμό! Απάντησε η Υλώρα. -Αυτό το κτίριο λέγεται Σατζ Μαχάλ. Σο έχτισε με λευκό μάρμαρο τους βασιλιάς για τη γυναίκα του που την αγαπούσε πολύ, εξήγησε ο Γιότουν. -Είναι πολύ όμορφο!
72
-Η αγάπη τα κάνει όλα όμορφα! Μέχρι τώρα έμαθες να διώχνεις το φόβο και να σέβεσαι τους τους ανθρώπους. Αυτό είναι η αγάπη. Είναι θάρρος, σεβασμός, υπομονή κι ελπίδα. Να μάθεις να αγαπάς, Υλώρα μικρό κορίτσι. Ο Γιότουν τους έδωσε το τέταρτο και τελευταίο κομμάτι του μαγικού καθρέφτη, το κομμάτι τους ΑΓΑΠΗ. Σο ταξίδι τους είχε πια τελειώσει. Με την καρδιά τους γεμάτη επέστρεψαν στο δωμάτιο τους Υλώρας. Η Υλώρα καθισμένη τώρα στο κρεβάτι τους άνοιξε το πουγγί κι από μέσα έπεσαν τα τέσσερα κομμάτια. Σα ταίριαξε το ένα δίπλα στο άλλο και ρώτησε: -Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο ωραία; Καμία απάντηση. ΚΙΦ δεν έβγαλε ο καθρέφτης. Άλαλος, μουγγός, σιωπηλός. Η Υλώρα κοίταζε τον καθρέφτη σιωπηλή. -Σι βλέπεις; Ση ρώτησε ο Γιότουν. -Εμένα, απάντησε η Υλώρα. -Σελικά ίσως τους ο καθρέφτης να μην είναι μαγικός, είπε ο Γιότουν. -Μα είναι! Είπε η Υλώρα. Μέσα απ‟ αυτόν γνώρισα το σεβασμό, τη φιλία, την αγάπη. Γνώρισα κι εσένα καλέ μου γίγαντα! Μα το πιο σημαντικό απ‟ όλα είναι το ότι… ΓΝΨΡΙΑ ΕΜΕΝΑ! Σώρα ξέρω ποια είμαι. Δεν είμαι μόνο η Υλώρα, το μικρό κορίτσι. Είμαι η φίλη του Ντρακ, αυτή που σέβεται τους και την ελευθερία τους. Σώρα πια δεν χρειάζεται να ρωτήσω κανέναν καθρέφτη ποια είναι η πιο ωραία, γιατί ξέρω ότι όμορφη είναι μόνο η καρδιά που είναι γεμάτη αγάπη! Ζάικου Ιωάννα Εκπαιδευτικός ΠΕ70
73
«τους μαγικούς καθρέφτες του κόσμου» «Σα παιδιά του ουράνιου τόξου» Δυο συννεφάκια. Δυο αέρινα παιχνιδιάρικα συννεφάκια πάλευαν χαχανίζοντας μες στο γαλάζιο. Ποιο θα πρωτοκάνει τσουλήθρα στη ράχη του ουράνιου τόξου. Καθώς πάλευαν, μπλέχτηκαν ανάμεσα στα χρωματιστά μαλλιά του. Και ξέβαψαν τα χρώματα μέσα στα συννεφάκια. Έγιναν σταγόνες. Mοβ, μπλε, γαλάζιες και πράσινες. Κίτρινες, πορτοκαλί, κόκκινες. Και πέσανε στη γη. Πέσανε στις γειτονιές του κόσμου. Μια κόκκινη σταγόνα ήρθε κι έπεσε σ‟ ένα χωριό κάπου στην Ινδία. Έπεσε στο ιδρωμένο μέτωπο της μικρής Μπακτάβαρ. Είδε κι άκουσε η σταγόνα το λαχάνιασμά της από το βάρος του νερού που κουβαλούσε από τη μακρινή πηγή. Βιαζόταν να πάει στο σχολείο με την καλαμένια στέγη. Καθισμένη στο πατημένο χώμα μάθαινε τραγούδια, γράμματα κι αριθμούς. Αργότερα μάζεψε ξύλα, τάισε τ‟ αδερφάκια της κι άρμεξε την κατσικούλα. αν νύχτωσε, ξάπλωσε κουρασμένη στο στρωμένο πάτωμα κι αποκοιμήθηκε ανάμεσα στους αγαπημένους της. Κι έγινε η κόκκινη σταγόνα μια βελούδινη βούλα στο τρυφερό μέτωπό της. Ονειρεύτηκε πως έτρεχε ξένοιαστη ψηλά στους κήπους του ουρανού μαζί με τα παιδιά του ουράνιου τόξου. Φοροπηδούσε ανάμεσα σε χρωματιστά λουλούδια και κρυστάλλινα ρυάκια. Έπινε λαίμαργα νερό. Έπαιζε και γελούσε. Κι όταν κουράζονταν όλοι απ‟ το παιχνίδι, τους μάζευε γύρω της και τους έλεγε τραγούδια κι ιστορίες. Μια μπλε σταγόνα ήρθε κι έπεσε σε μια τενεκεδούπολη κάπου στη Βραζιλία. Έπεσε στη γδαρμένη χούφτα του Φουάν. Είδε κι άκουσε η σταγόνα τη βαριά ανάσα του καθώς κουβαλούσε αγκαλιές με τούβλα. Δούλευε μαζί με άλλα «έρημα» παιδιά. Ξυπόλητος και μισόγυμνος. τα κρυφά του άρεσε να χαράζει σχέδια στο χώμα με ένα ξυλαράκι. Έδινε λίγα κέρματα σ‟ έναν κύριο για να έχει λίγα φασόλια, λίγο ψωμί και μια γωνιά στην καλύβα με τα «έρημα» παιδιά. Εκεί αποκοιμήθηκε βαθιά. Κι έγινε η μπλε σταγόνα αλοιφή στη χούφτα του για να γιατρέψει τις πληγές της. Ονειρεύτηκε πως βρισκόταν ψηλά στο σχολείο του ουρανού ανάμεσα στα παιδιά του ουράνιου τόξου. Γραφοχάραζε γραμμές σ‟ ένα μεγάλο χαρτί κι έφτιαχνε όμορφα σχέδια. Σα ζωγράφιζε με χρωματιστά κραγιόνια. Γέμιζε τις ζωγραφιές του με έντονα χαρούμενα χρώματα και τις κολλούσε στους τοίχους του σχολείου. Και γραφοζωγραφίζοντας τραγουδούσε. Μια μοβ σταγόνα ήρθε κι έπεσε σε μια γειτονιά κάπου στην Ευρώπη. Έπεσε στα μάτια του Πολ που βρέθηκε περικυκλωμένος από τα αγόρια που έπαιζαν στο πάρκο. Είδε κι άκουσε η σταγόνα να τον σπρώχνουν, να τον φωνάζουν «χοντρό» και «κοριτσάκι που δεν παίζει ποτέ μπάλα κι όλο κλαίει». Κι έκλαιγε η ψυχή του. Εκείνου του άρεσε να κουβεντιάζει ήρεμα, να γράφει στίχους, να παίζει μουσική και να τραγουδάει. 74
Κι έγινε η μοβ σταγόνα μια νότα που κύλησε από τα μάτια του στο πεντάγραμμο μπροστά του. Ονειρεύτηκε πως ψηλά στο πάλκο του ουρανού στεκόταν όρθιος μπροστά στα παιδιά του ουράνιου τόξου. Σραγουδούσε με μελωδική φωνή παίζοντας την κιθάρα του. Πλήθος αγόρια και κορίτσια τον άκουγαν με θαυμασμό και τον χειροκροτούσαν. Μια πορτοκαλί σταγόνα ήρθε κι έπεσε σε μια φουσκωτή βάρκα κάπου στο Αιγαίο. Έπεσε στο σωσσίβιο γιλέκο της Σζελάλ και το ΄βαψε κι αυτό πορτοκαλί. Είδε κι άκουσε η σταγόνα τη φωνή της να ψάχνει με αγωνία τους δικούς της ανάμεσα στο βρεγμένο πλήθος. Δυο απλωμένα χέρια την τράβηξαν και βρέθηκε σε μια αγκαλιά στην ακτή. Σα μάτια της έτσουζαν. Ζαλιζόταν και διψούσε τρομερά. Κι έγινε η πορτοκαλί σταγόνα δροσερό νερό και την ξεδίψασε. Αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά που την κρατούσε. Ονειρεύτηκε πως ήταν ξαπλωμένη με τα αδέρφια της στο απέραντο κρεβάτι του ουρανού κοντά στα παιδιά του ουράνιου τόξου. Μέσα στη ζεστασιά των μυρωδάτων σεντονιών άκουγε την ήρεμη φωνή της μαμάς της να λέει παραμύθια. Και γλυκοακούγοντας νανουριζόταν και γαλήνευε. Μια πράσινη σταγόνα ήρθε κι έπεσε σ‟ ένα πλουσιόσπιτο κάπου στην Αμερική. Έπεσε πάνω στο ηλεκτρονικό παιχνίδι του Μπεν. Είδε κι άκουσε η σταγόνα τους μονότονους μεταλλικούς ήχους. Οι γονείς του έλειπαν συνέχεια. Βούλιαζε στα μαξιλάρια κι έπαιζε μόνος. Για ώρες, για μέρες. Γύρω δεκάδες παιχνίδια, τακτοποιημένα, περίμεναν να ασχοληθεί μαζί τους. Σα είχε όλα. Ση μέρα που ο κηπουρός τους ήρθε στο σπίτι με τα παιδιά του, κάτι φτερούγισε στην καρδιά του Μπεν. Κι έγινε η πράσινη σταγόνα κουμπάκι κι έκλεισε το ηλεκτρονικό. Ονειρεύτηκε πως βρισκόταν ψηλά στο γρασίδι του ουρανού παρέα με τα παιδιά του ουράνιου τόξου. Γύρω τους ήταν σκορπισμένα τα παιχνίδια του. Σα μοίραζε απλόχερα στους φίλους του κι έπαιζαν χαρούμενοι για ώρες, για μέρες. Έβλεπε τη χαρά στα πρόσωπά τους κι ένιωθε ευτυχισμένος. Σώρα τα είχε όλα. Μια κίτρινη σταγόνα ήρθε κι έπεσε σε μια αχυρένια καλύβα κάπου στην Αφρική. Έπεσε πάνω στα στεγνά χείλη του Οκάλα. Είδε κι άκουσε η σταγόνα τη σιγανή φωνούλα του, τα λεπτά χέρια, τα αδύναμα ποδαράκια. Σα μεγάλα μάτια του γυάλιζαν από τον πυρετό. Δεν υπήρχε φαγητό ούτε φάρμακο για να δυναμώσει. Ο τόπος ξερός κι έρημος. Οι γονείς του δεν είχαν να του προσφέρουν τίποτε πέρα από το χάδι τους. Κι έγινε η κίτρινη σταγόνα γάλα και γλίστρησε μες στο μισάνοιχτο στόμα του Οκάλα. Ονειρεύτηκε πως έτρεχε στα περιβόλια του ουρανού μαζί με τα παιδιά του ουράνιου τόξου. καρφάλωνε στις μπανανιές. Έκοβε τσαμπιά μπανάνες. Κουβαλούσε στα γερά του μπράτσα λωτούς κι ανανάδες. Σρέχοντας πήγαινε στην καλύβα και τα ακουμπούσε στην αγκαλιά των γονιών του. Κι έλαμπαν τα ζωηρά μάτια του από υγεία και χαρά.
75
Μια γαλάζια σταγόνα ήρθε κι έπεσε στην αυλή ενός σχολείου κάπου στην Ιαπωνία. Έπεσε στα ακίνητα πόδια της ασάκι. Καθισμένη στο αμαξίδιό της κοίταζε τους συμμαθητές της που έπαιζαν και χόρευαν. Είδε κι άκουσε η σταγόνα τη λαχτάρα της να τρέξει κοντά τους, να παίξει, να χορέψει. Μόνο οι σκέψεις χόρευαν μες στο μυαλό της. Κι έδιναν δύναμη στα χέρια της να σηκωθούν για να χαιρετήσουν τους φίλους της. Κι έγινε η γαλάζια σταγόνα γυαλιστερή κορδέλα πάνω στα απαλά γόνατά της. Ονειρεύτηκε πως γλιστρούσε στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού και χόρευε ανάμεσα στα παιδιά του ουράνιου τόξου. τριφογύριζε τη μακριά κορδέλα στον αέρα, την πετούσε ψηλά. Σιναζόταν, λύγιζε και τεντωνόταν με χάρη. Και χορεύοντας με μάτια μισόκλειστα πλημμύριζε από ικανοποίηση. Με τον καιρό, οι σταγόνες που έπεσαν , ανέβηκαν και πήγαν ξανά στον ουρανό. το πηγαινέλα τους ζωγράφισαν χρωματιστά γεφύρια που ενώνουν τις γειτονιές του κόσμου. Έδώσαν το χρώμα τους στις ψυχές των παιδιών που ζούσαν σ‟ αυτές. Έβαψαν κόκκινη την αγάπη, πορτοκαλοκίτρινη τη χαρά, πρασινογάλαζη την ελπίδα και τ‟ όνειρο μαβί. Με τα χρώματα της ψυχής να καθρεφτίζονται στα μάτια τους μεγάλωναν τα παιδιά της ιστορίας μας. Προσπάθησαν και κατάφεραν να δώσουν ζωή στα όνειρά τους. Η Μπακτάβαρ έγινε δασκάλα και γυρνούσε τα χωριά προσφέροντας γνώσεις και αγάπη. Ο Φουάν ζωγράφιζε τους γκρίζους τοίχους με ζωηρά χρώματα και ομόρφαινε τις πολιτείες. Ο Πολ έγινε μουσικός κι έδινε συναυλίες τραγουδώντας τη φιλία. Η Σζελάλ έγινε παιδίατρος, βοηθούσε παιδιά χωρίς οικογένειες και μιλούσε για ειρήνη. Ο Μπεν σπούδασε ψυχολόγος. Ίδρυσε «σπίτια αγάπης», φρόντιζε κι έδινε χαρά στα παιδιά. Ο Οκάλα έγινε αθλητής. Διέσχιζε τρέχοντας τις πολιτείες φέρνοντας μήνυμα συμπαράστασης για τους λαούς που πεινούν. Η ασάκι έγινε χορογράφος δείχνοντας πως κανένα εμπόδιο δε σταματά την ελπίδα. Κάποιες φορές οι δρόμοι τους συναντιούνται στα γεφύρια που ενώνουν τις γειτονιές του κόσμου. Ενώνουν τη φωνή τους, τη δύναμή τους για να μη χαθούν ποτέ τα χρώματα της ψυχής από τα μάτια των παιδιών. Κοίταξε προσεκτικά ένα παιδί! τους μαγικούς καθρέφτες των ματιών του θα δεις το ουράνιο τόξο!
Άκπαπα Ελισάβετ Εκπαιδευτικός ΠΕ70
76
«τους μαγικούς καθρέπτες του κόσμου»
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μάγος… ή μάλλον όχι. Ξέρεις κάτι; Δεν ξεκινάω σωστά! Προτιμώ να σου πω την ιστορία μου σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί σε αυτήν την ιστορία πρωταγωνιστής είμαι εγώ: ο μαγικός καθρέφτης. Βαρέθηκα να βλέπω τους συγγενείς μου κομπάρσους στα παραμύθια! Οι συγγραφείς δίνουν συνέχεια τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε νεόπλουτους βασιλιάδες, σε ψηλομύτες πριγκίπισσες, ακόμη και σε κακές μάγισσες... τους καθρέφτες δίνουν πάντα μικρούς ρόλους, παρότι παίζουν σπουδαίο «ρόλο» στις ιστορίες αυτές! Ξεκινάω ξανά, λοιπόν, και αυτή τη φορά θα σου διηγηθώ τη δική μου ιστορία, όπως ακριβώς την έζησα. Μια φορά κι έναν καιρό, πολλούς αιώνες πριν γεννηθείς, άνοιξα τα μάτια μου για πρώτη φορά. Σο πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν ένας γέρος με κατάλευκο μούσι. Υορούσε τεράστια γυαλιά και ένα στραβό καπέλο στο χρώμα του ασυννέφιαστου ουρανού. Με κοίταξε και μου είπε: «Καλώς ήρθες!». «Ποιος είμαι;» ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησα. «Είσαι ο Μαγικός Καθρέφτης» μου εξήγησε. «Κι εγώ είμαι ο μάγος που σε δημιούργησα». «Σι εννοείς μαγικός καθρέφτης;» τον ρώτησα. Ο γέρος άρχισε να βηματίζει ανάμεσα σε σωρούς από ασημένια τηλεσκόπια, χρυσά μικροσκόπια, γκρι σακιά και καφετιά κουτιά. «Κάθε φορά στον κόσμο μας, μπορεί να υπάρχει μόνο ένας Μαγικός Καθρέφτης. Αφού έσπασε ο τελευταίος από έναν απρόσεκτο ακροβάτη, αποφάσισα να φτιάξω… εσένα» είπε ο μάγος με το στραβό καπέλο. «Και μπορώ να εκπληρώνω ευχές;» ρώτησα, γεμάτος ελπίδα ότι έτσι θα σκόρπιζα χαρά στον κόσμο. «χι» απάντησε ο μάγος. «Μπορώ να λέω το μέλλον;» ρώτησα, γεμάτος ελπίδα ότι έτσι θα γινόμουν περιζήτητος. «χι» μου είπε πάλι. 77
«Μπορώ να μεταφέρω τους ανθρώπους σε μέρη μαγικά;» ρώτησα, γεμάτος ελπίδα ότι θα με ήθελαν οι άνθρωποι για να ταξιδεύουν όπου λαχταρούσαν. «χι» απάντησε ο μάγος για άλλη μια φορά. «Σότε;» ρώτησα, γεμάτος ανυπομονησία για την απάντηση. «σοι κοιτάζουν μέσα σου, βλέπουν αυτό που πιστεύουν για τον εαυτό τους» είπε ο μάγος και χάιδεψε τα μακριά γένια του. Βλέπουν αυτό που πιστεύουν για τον εαυτό τους; σκέφτηκα μπερδεμένος. Φωρίς να μου ξαναμιλήσει, ο μάγος φόρεσε ρούχα παλιάτσου και τύλιξε τα μακριά μούσια του σαν μάλλινο κασκόλ. «Πάμε!» μου είπε. «Ήρθε η ώρα να ξεκινήσεις το ταξίδι σου». Με κατέβασε από μία στριφογυριστή, πέτρινη σκάλα. Βγήκαμε έξω. Ο κρύος αέρας χτύπησε στο τζάμι μου και το θόλωσε. Πρόλαβα και είδα έναν κάμπο γεμάτο βιολετιές παπαρούνες, καναρινιές μαργαρίτες και σμαραγδένιες τριανταφυλλιές. Ο μάγος με φόρτωσε σε ένα κάρο που το έσερνε ένα μουλαράκι με ένα αυτί. Ξεκινήσαμε. Φοροπηδούσα όποτε το κάρο έπεφτε σε λακκούβες. Βρισκόμουν ανάμεσα σε διάφορα παλιοσίδερα και παραλίγο να γρατζουνιστώ με τα πέρα - δώθε και τα πάνω - κάτω. Ω, μα τι άθλια μεταχείριση είναι αυτή για έναν Μαγικό Καθρέφτη σαν εμένα! σκέφτηκα. Υτάσαμε σε ένα παζάρι. Ο μάγος, που είχε μεταμφιεστεί σε απλό πωλητή, με έστησε μαζί με ένα σωρό παλιατζούρες. «Να ξέρεις ότι είμαι ο μόνος στον κόσμο που ακούει τη φωνή σου» μου ψιθύρισε ο μάγος. «Καλή τύχη!» είπε και, πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ, έριξε μπροστά μου ένα σεντόνι. Με αγόρασε κάποιος, αλλά δεν μπορούσα ακόμη να δω το πρόσωπό του. Υώναζα, ξεφώνιζα, βογκούσα και γκρίνιαζα, μα κανείς δε με άκουγε. Λίγη ώρα αργότερα, κάποιος τράβηξε το σεντόνι από πάνω μου. Με είχαν στήσει σε ένα μεγάλο σαλόνι. Αυτό, μάλιστα! σκέφτηκα ενθουσιασμένος.
78
λα εκεί μέσα άστραφταν σαν χρυσάφι! Σα έπιπλα καινούρια, τα χαλιά αλέρωτα, τα πιατικά στο τραπέζι πεντακάθαρα και το τζάκι μεγάλο σαν φούρνος! Μπροστά μου στεκόταν μία ψηλή, αυστηρή κυρία. Ήταν αδύνατη και όμορφη, αλλά είχε δύο μικρά ματάκια ίδια με κουμπότρυπες. Μόλις με κοίταξε, τσίριξε. Έβλεπε μέσα μου μία παχιά και άσχημη γυναίκα. Έβλεπε αυτό που πίστευε για τον εαυτό της. Προσπάθησα να της πω πόσο όμορφη ήταν στην πραγματικότητα, να της φωνάξω πόσο ωραίο σώμα είχε, αλλά μάταια. Δε με άκουγε. Πώς να της εξηγήσω ότι αυτό που έβλεπε στο κρύσταλλό μου ήταν αυτό που πίστευε η ίδια και όχι η αληθινή της εικόνα; Η κυρία έμοιαζε πια με εξαγριωμένη γάτα. Ούρλιαζε και χτυπιόταν, λες και πήρε φωτιά η γούνα της. Έπιασε ένα από αυτά τα πεντακάθαρα, αστραφτερά μαχαίρια και το πέταξε πάνω μου. Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Θα γίνω χίλια κομμάτια. μως το μαχαίρι χτύπησε πάνω μου και έπεσε στο πάτωμα. Ούτε γρατζουνιά δε μου άφησε! Ο μάγος με είχε μαγέψει για να μη σπάω. Νομίζω ότι το έκανε για να προστατέψει όσους θα ήθελαν να με σπάσουνε. Εφτά χρόνια γρουσουζιάς δεν είναι και λίγα! Η κυρία με πέταξε στα σκουπίδια. Ω, μα τι κατάντια είναι αυτή για έναν Μαγικό Καθρέφτη σαν εμένα! μοιρολόγησα. Σο βράδυ, με βρήκε στα σκουπίδια μία αλεπού και με έσυρε ως τη φωλιά της. Έβαλε πάνω μου τα νεογέννητα αλεπουδάκια της. Ένιωθα κάθε μέρα τα νυχάκια τους να με γαργαλάνε και τη γούνα τους να με ζεσταίνει. Πέρασε το καλοκαίρι και μια μέρα τα αλεπουδάκια έφυγαν από πάνω μου. Λίγο αργότερα, με σήκωσε από το χώμα ένας κυνηγός. Πάνω μου είχα φύλλα και ξερόκλαδα κι έτσι δεν μπόρεσε να δει μέσα μου.
79
Μόλις με έβαλε στην καλύβα του και με καθάρισε, κοίταξα γύρω μου και αηδίασα. Ο κυνηγός αυτός είχε βαλσαμώσει τα ζώα που είχε σκοτώσει και είχε διακοσμήσει το σπίτι του με αυτά. Σα μάτια του κυνηγού γούρλωσαν. Φαμογέλασε πλατιά. Έβλεπε μέσα μου έναν δυνατό και επιτυχημένο άντρα. Έβλεπε αυτό που πίστευε για τον εαυτό του. Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα, ο κυνηγός με έπαιρνε μαζί του σε κοινωνικές εκδηλώσεις, σε οικογενειακές συνάξεις, ακόμα και στο κυνήγι! Ήθελε να δείξει σε όλους τι σπουδαίος κι επιτυχημένος άντρας ήταν. Υυσικά, όσοι κοιτούσαν μέσα μου δεν έβλεπαν αυτό που τους έλεγε ο άντρας… Μια συννεφιασμένη μέρα, πολλά χρόνια αργότερα, έπεσα από τη σέλα του αλόγου του γέρου κυνηγού. Εκείνος μισοκοιμόταν και δεν κατάλαβε ότι έπεσα. Καλύτερα. Ποτέ μου δεν τον συμπάθησα, όσο κι αν με συμπαθούσε εκείνος. Έμεινα για μέρες σε εκείνο το χορταριασμένο σταυροδρόμι. Με έλουζε η βροχή και με έδερνε ο άνεμος. Ω, μα τι κακοτυχία είναι αυτή για έναν Μαγικό Καθρέφτη σαν εμένα! σκέφτηκα. Ένα ηλιόλουστο πρωινό, άκουσα βήματα από μικρά ποδαράκια, πατ– πατ – πατ! Ήταν ένα κοριτσάκι, μία γλυκιά κοπελίτσα με φακίδες, μισά δόντια και κατακόκκινα κοτσίδια. Η μικρούλα κοίταξε μέσα μου και είδε αυτό που έβλεπα κι εγώ. Έβλεπε τον εαυτό της ακριβώς όπως ήταν: όμορφη μες στην ασχήμια της και άσχημη μες στην ομορφιά της. Έβλεπε αυτό που πίστευε για τον εαυτό της. Με πήρε σπίτι της. Με έβαλε στο δωμάτιό της και όποτε τύχαινε να με κοιτάξει, μου χαμογελούσε αληθινά. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αγάπησα. Αγάπησα εκείνη την κοπελίτσα για τις φακίδες, για τα μισά της δόντια και για τα κατακόκκινα κοτσίδια της. Σην αγάπησα γιατί κι εκείνη αγαπούσε αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη. λα τα παραμύθια έχουν καλό τέλος, σωστά; Θα σε αφήσω κάπου εδώ, λοιπόν. Εδώ, μετά από πολλά χρόνια, που ακόμα συντροφεύω εκείνο το κοριτσάκι που κάποτε με βρήκε στην ερημιά. Σώρα πια μεγάλωσε κι αυτή· οι φακίδες της έσβησαν 80
και έγιναν ρυτίδες· τα δόντια της -που κάποτε της φύτρωσαν όλα- άρχισαν πάλι να λιγοστεύουν· τα μαλλιά της δεν είναι κατακόκκινα πια, άσπρισαν σαν τα χιόνια του βουνού. Κι όμως, ακόμα κοιτάει μέσα μου και χαμογελάει. Ακόμα λατρεύει αυτό που είναι. Μην ξεχνάς, όποτε τύχει να κοιτάξεις μέσα σε καθρέφτη: να χαμογελάς και να αγαπάς αυτό που είσαι. Ποιος ξέρει; Μπορεί ο καθρέφτης να είναι μαγικός, μπορεί και όχι…
Φρυσικόπουλος άββας Εκπαιδευτικός ΠΕ70
81
«Η ίδηα ε δωή είναη ηο πηο σπέροτο παραμύζη απ’ όλα.» «Οηηδήποηε βλέπεης μπορεί να γίνεη ένα παραμύζη…»
Χανς Κρίζηηαν Άνηερζεν
82
83
ISBN:978-618-5359-49-2
84