Εργασία εμπορικού δικαίου ελεύθερος ανταγωνισμός 2013

Page 1

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤMHMA ΝΟΜΙΚΗΣ Τομέας Δικαίου των Επιχειρήσεων και Εργασιακού Δικαίου

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ : «Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης των επιχειρήσεων»

Μάθημα: Εμπορικό Δίκαιο ΙΙ

Καθηγητής: Τριανταφυλλάκης Γεώργιος

Ακαδημαϊκό Έτος : 2012-2013

Επιμέλεια Εργασίας:

Μπαξεβανίδου Σοφία Αμ.4021217

Τίρτα Ελευθερία Αμ. 4020260


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόμενα .................................................................................................................................

II

Συντομογραφίες ........................................................................................................................... III Εισαγωγή ................................................................................................................................................. 1-2 Κεφάλαιο 1 : Ιστορική Εξέλιξη ............................................................................................................. 3 Κεφάλαιο 2. : Απαγορευμένοι περιορισμοί του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ................................... 4-5 2.1. Γενικά ..................................................................................................................................................

4-5

2.2.Υποκείμενα απαγορευτικών κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού - Προσδιορισμός των υποκειμένων .......................................................................................................................................... 5

Κεφάλαιο 3: Έννοια Δεσπόζουσας Θέσης ........................................................................................... 6-8 3.1. Αναζήτηση Ορισμού ............................................................................................................................

6

3.2. Κριτήρια Ύπαρξης Δεσπόζουσας Θέσης ............................................................................................. 7 3.3. Καθορισμός Σχετικής Αγοράς .............................................................................................................. 7 3.4. Δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της ......................................... 8

Κεφάλαιο 4 : Άλλες μορφές Δεσπόζουσας Θέσης ............................................................................. 9-10 4.1. Δεσπόζουσα Θέση λόγω Συγκέντρωσης Επιχειρήσεων........................................................................ 9 4.2. Συλλογική Δεσπόζουσα Θέση .............................................................................................................. 9-10

Κεφάλαιο 5 : Το Άρθρο 2 του ν.703/77 (νυν 3959/11)....................................................................... 11-16 5.1. Ο Ν. 703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού» (ΦΕΚ Α΄ 278/26.9.1977) - Άρθρο 2 ............................................................................................................... 11

5.2. Γενικά ................................................................................................................................................... 12 5.3. Το άρθρο – Ανάλυση ............................................................................................................................ 12-13 5.4. Η σημασία του νόμου ........................................................................................................................... 14 5.5. Ο Προστατευτικός σκοπός του νόμου .................................................................................................. 15 5.6. Θετική οριοθέτηση του σκοπού ........................................................................................................... 16

Κεφάλαιο 6: Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης ....................................... 17-20 6.1. Η Έννοια της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης ............................................................................. 17-18 6.2. Η ανάγκη περιορισμού της καταχρηστικής συμπεριφοράς .................................................................. 18-19 6.3.Επί μέρους περιπτώσεις κατάχρησης .................................................................................................... 19-20

Κεφάλαιο 7: Έννομες Συνέπειες της παράβασης του άρθρου 2- Κυρώσεις ................................ 21-22 Κεφάλαιο 8 : Σχέση Κοινοτικού και Ελληνικού Δικαίου ............................................................. 23-24 8.1. Σχέση ομοιότητας ................................................................................................................................. 23 8.2. Σχέση ανομοιότητας ............................................................................................................................. 23 8.3 Συνέπειες ως προς την ερμηνεία ........................................................................................................... 24

Κεφάλαιο 9: Νομολογία- Εθνική, Κοινοτική ............................................................................... 25-32 9.1. Εθνική Νομολογία ................................................................................................................................ 25-30 9.2. Κοινοτική Νομολογία ................................................................................................................ 31-32 9.3. Άλλα είδη Κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης ........................................................................................ 32-35

Συμπέρασμα ................................................................................................................................. 36-37 Βιβλιογραφία .............................................................................................................................. 38 ΙΙ


Συντομογραφίες

A.K.

:

Αστικός Κώδικας

ΔΕΚ

:

Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΕ

:

Ευρωπαϊκή Ένωση

ΕΚΑΧ :

Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα

ΕΟΚ

:

Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα

ΕΠΑ

:

Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού

Π.Κ .

:

Ποινικός Κώδικας

ΣΕΕ

:

Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση

ΣΛΕΕ :

Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΣυθνθΕΚ:

Συνθήκη περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

σ.

:

σελίδα

παρ.

:

παράγραφος

άρω.

:

άρθρο

εδαφ.

:

εδάφιο

στοιχ.

:

στοιχείο

περιπτ.

:

περίπτωση

αποφ.

:

απόφαση

Υποθ. :

Υπόθεση

Νομολ. :

Νομολογία

ΙΙΙ


Εισαγωγή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο Ανταγωνισμός που συνιστά τον συνεκτικό ιστό συγκράτησης των αντιτιθέμενων ατομικών συμφερόντων

σε λειτουργική συνοχή, δεν

υφίσταται in vitro (εν κενώ)· προϋποθέτει ένα

περιβάλλον αγοράς, η οποία είναι ένα εκπληκτικό διαδραστικό μέσο αμφίδρομης επικοινωνίας των υποκειμένων της (επιχειρήσεις, καταναλωτές) μεταξύ τους και σε σχέση με τα αντικείμενα της οικονομίας (αγαθά, προϊόντα και υπηρεσίες). Η αγορά συλλέγει άπειρο πλήθος πληροφοριών, που αξιοποιεί μέσω της διαδικασίας σχηματισμού τιμών κατευθύνοντας έτσι τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Η διενέργεια των συναλλαγών μέσω τιμών, συνιστά τον πιο αποτελεσματικό (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) τρόπο αμφίδρομης επικοινωνίας, δεδομένου ότι η υπερβολική προσφορά αγαθών οδηγεί σε χαμηλή τιμή και υπερβολική ζήτηση σε υψηλότερες τιμές ( εφαρμογή νόμων προσφοράς και ζήτησης). Χωρίς την αγορά δεν νοείται ο ανταγωνισμός όπως και αντίθετα χωρίς τον τελευταίο δεν νομιμοποιείται η λειτουργία της, αφού

συνιστά την

πεμπτουσία της. Παράλληλα, η οικονομία της αγοράς για να υπάρξει και να λειτουργήσει έχει ως αυτονόητη προϋπόθεση τη διασφάλιση της ελεύθερης οικονομικής δράσης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά και στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Όσο αυτονόητη είναι η ύπαρξη του ανταγωνισμού σε μία κοινωνία της αγοράς, τόσο από την άλλη πλευρά εμφανίζεται συχνά το “παράδοξο” της αυτοαναίρεσης του ανταγωνισμού από τις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς που υποτίθεται ότι τη στηρίζουν και τη συνθέτουν . Για το λόγο αυτό ανακύπτει

η ανάγκη ύπαρξης ενός μηχανισμού διασφάλισης του ανταγωνισμού με κρατική

παρέμβαση. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός είναι όχι απλώς ένα συστατικό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ο σημαντικότερος θεσμός μέσω του οποίου προωθείται η ολοκλήρωσή της, γι΄ αυτό και απολάβει κατοχύρωση συνταγματικής ισχύος, ισότιμης με τις βασικές ελευθερίες. Το ευρύ αυτό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας του ανταγωνισμού και της ελεύθερης οικονομίας της ανοικτής αγοράς συναντάται στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού. Η σημασία του δικαίου του ανταγωνισμού, τόσο σε εθνικό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, είναι πολύ μεγάλη, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να επιφυλάσσεται στο δίκαιο αυτό ο χαρακτηρισμός του ως ''καταστατικού χάρτη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των επιχειρήσεων''.Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, σκοπεύει αφενός στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού ως αποτελεσματικού συστήματος οργάνωσης της οικονομίας ( θεσμική προστασία) αφετέρου στην οικονομική ελευθερία των συμμετεχόντων στην αγορά (ατομική προστασία), ως προϋπόθεση του πρώτου στόχου. Οι δύο αυτοί σκοποί αποτελούν επομένως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Με τη διπλή αυτή στόχευση επιδιώκεται τόσο η ανάσχεση της προϊσχύουσα συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης, με τις προφανείς συνέπειες στον κοινωνικό-πολιτικό τομέα όσο και η βέλτιστη αποδοτική κατανομή των πόρων στην αγορά (οικονομική αποτελεσματικότητα) και την κοινωνική ευημερία (social welfare). Επιπρόσθετα, και κατά έμμεσο τρόπο, το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού συμβάλλει και στην προστασία των καταναλωτών, αφού

1


Εισαγωγή

κατοχυρώνοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμού διασφαλίζει ανταγωνιστικές-δίκαιες τιμές για τους καταναλωτές. Εξάλλου, πολύ συχνά το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού τίθεται στην υπηρεσία και άλλων επιδιώξεων όπως η ευρωπαϊκή κοινοτική ολοκλήρωση, η προστασία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η πολιτική ελευθερία κ.α. Εξ αυτού του λόγου, συχνά το δίκαιο του ανταγωνισμού αναγνωρίζεται με τον όρο « πολιτική ανταγωνισμού ». Ανάμεσα στους πολλούς παράγοντες που τείνουν να πλήττουν την οικονομία της αγοράς και τον εν γένει τον ανταγωνισμό , είναι και οι μονομερείς ΑΝΤΙ-αντιανταγωνιστικές μονοπωλιακές συμπεριφορές. Ειδικότερα οι επιχειρήσεις που ελέγχονται από τις σχετικές διατάξεις δηλαδή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και άρθρο 2 του ν. 703/707 ( νυν 3959/2011), είναι επιχειρήσεις που μπορούν να λάβουν αποφάσεις ανεξάρτητα από τη δράση των ανταγωνιστών τους ( αυτό ακριβώς το σημείο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης) και συνεπώς κρίνεται ότι η συμπεριφορά τους δεν μπορεί να περιοριστεί και να ελεγχθεί κατά φυσικό τρόπο από τις δυνάμεις της αγοράς ( «αόρατη χείρα»), αλλά απαιτείται ρυθμιστικός έλεγχος. Ο έλεγχος αυτός ''απαντά'' στο φόβο ότι οι δεσπόζουσες-μονοπωλιακές επιχειρήσεις τείνουν να ποδηγετούν την αγορά, σε βάρος τόσο των μικρότερων ανταγωνιστών τους, όσο εν τέλει και των καταναλωτών ενώ δεν έχει μόνο οικονομική χροιά, αλλά αποτελεί και κατεξοχήν πολιτική στόχευση, καθώς η συγκέντρωση και κατάχρηση μιας ανεξέλεγκτης οικονομικής ισχύος, εγκυμονεί προφανείς πολιτικούς κινδύνους. Υπό αυτό το πρίσμα η προστασία της οικονομικής ελευθερίας (economic freedom), αποτελεί βασική επιδίωξη του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, παράλληλα με την οικονομική αποτελεσματικότητα και την ευημερία των καταναλωτών. Στην παρούσα εργασία, θα αναπτυχθεί το ζήτημα ελέγχου και περιορισμού της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης ως θέμα τόσο εθνικού όσο και διεθνούς ενδιαφέροντος καθώς και οι προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις. Αρχικά θα γίνει μια σύντομη αναφορά στους απαγορευτικούς περιορισμούς του Ελεύθερου Ανταγωνισμού καθώς και στην έννοια της δεσπόζουσας θέσης των επιχειρήσεων και τα κριτήρια ύπαρξης αυτής. Στη συνέχεια εξετάζεται η έννοια και οι εκφάνσεις της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης παράλληλα με το άρθρο 2 του νόμου 703/77 που απαγορεύει τη συμπεριφορά αυτή. Επικουρικά, παρατίθενται κάποια παραδείγματα από την εθνική αλλά και ευρωπαϊκή Νομολογία που θα συμβάλλουν στο σχηματισμό μιας σφαιρικής εικόνας επί του θέματος. Τέλος, θα αναλυθεί η σχέση του κοινοτικού και του ελληνικού δικαίου περί προστασίας του Ανταγωνισμού.

2


Κεφάλαιο 1 : Ιστορική Εξέλιξη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : Ιστορική Εξέλιξη. Στις ιστορικές του απαρχές ο ανταγωνισμός για τη δημιουργία ή την ανταλλαγή μορφών πλουτισμού ήταν μεμπτός, σαν κάτι ''αφύσικο''. Αργότερα κατά τη μεσαιωνική εποχή, οι κυριότερες θρησκείες συμφωνούσαν ότι ο Κύριος απαιτεί από τους εμπορευόμενους να είναι τίμιοι στις συναλλαγές τους και ελεήμονες. Στην Αγγλία μέσω του κλήρου, διαμορφώθηκαν τότε τρεις εθιμικές αρχές, α) η ισότητα μεταξύ των εμπορευομένων, β) η χρέωση από τον εμπορευόμενο μόνο της δίκαιης τιμής (just price) και γ) η μη εκμετάλλευση του πελάτη. Μετά τη βασιλεία του Ερρίκου του 8ου, οι αρχές αυτές άρχισαν να μεταβάλλονται· η αρχή της ισότητας μετατράπηκε σε αρχή της ισότητας των ευκαιριών, η αρχή της δίκαιης τιμής διατηρείται αλλά ο χαρακτηρισμός ''δίκαιη'' μπορεί να προκύπτει μόνο από τη διαμόρφωσή της κατά τον ανταγωνισμό. Τέλος, η τρίτη αρχή της μη εκμεταλλεύσεως και της τίμιας συναλλαγής απογυμνώθηκε από το περιεχόμενό της, με ''ενδοξοποίηση'' του ανταγωνισμού και της επιβιώσεως του δυνατότερου, μεταγενέστερη βάση της κλασικής οικονομικής θεωρίας, και με προβολή του εμπορευομένου, κατά την καλβινιστική ηθική, σε ''οικονόμο'' (steward) των δώρων του Θεού. Μέσα από τα νέα αυτά ήθη η δικαστηριακή πρακτική διαμόρφωση της ''αρχής της λογικής'' σύμφωνα με την οποία λογικές και ωφέλιμες ρήτρες σε μία δίκαιη και τίμια σύμβαση πρέπει να διατηρούνται, ενώ κάθε περιορισμός του εμπορίου πρέπει να θεωρείται άκυρος. Οι παραπάνω αρχές μεταφέρθηκαν και κατά την αποίκιση της Β. Αμερικής κατά την οποία οι άποικοι της έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στα γαλλικά και ολλανδικά προϊόντα που είχαν χαμηλές τιμές κάνοντας έτσι μποϊκοτάζ στα αγγλικά προϊόντα. Η εταιρεία British East India Company έχοντας το μονοπώλιο του τσαγιού κέρδισε από την αγγλική Βουλή το δικαίωμα να εισαγάγει μονοπωλιακώς τσάι στις αποικίες. Οι άποικοι που προμηθεύονταν τσάι εισαγόμενο από τη Γαλλία και την Ολλανδία λαθρεμπορικώς έχοντας την πεποίθηση ότι αν εγκαθιδρυόταν μονοπώλιο οι τιμές θα αυξάνονταν, αρνήθηκαν το αγγλικό τσάι προκαλώντας την αντίδραση των Άγγλων και οδηγώντας έτσι σε επανάσταση. Αυτή η εχθρότητα για τα μονοπώλια και με την επίδραση της θεωρίας του Adam Smiths κατέληξε να περάσει σαν σιωπηρή αρχή (unspoken doctrine) στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας η ισότητα των ευκαιριών και να θεωρηθεί η αρχή του πλήρους και ελεύθερου ανταγωνισμού ως τηρητής της δικαιοσύνης μεταξύ καταναλωτή και παραγωγού. Τα πολιτειακά δικαστήρια προσπάθησαν τότε να εφαρμόσουν τις παλαιές εθιμικές αρχές του αγγλικού δικαίου σε σχέση με τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Η δικαιοδοσία τους όμως δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει το διαπολιτειακό εμπόριο. Αυτή η αδυναμία οδήγησε τον Γερουσιαστή John Sherman το 1890, να προτείνει την ψήφιση ομοσπονδιακού νόμου για την επιβολή των εθιμικών αρχών για τη ρύθμιση των trusts και των συνδυασμένων μεθόδων που εμπόδιζαν τον πλήρη και ελεύθερο ανταγωνισμό, μέθοδοι που μετέφεραν το κόστος στον καταναλωτή. Έτσι γεννήθηκε η πρώτη αντιμονοπωλιακή νομοθεσία, η Sherman Act του 1890. 1 1Βλ. Λ.Ε. Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού - Αθέμιτου και Ελεύθερου -, σ. 142-144, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982

3


Κεφάλαιο 2 : Απαγορευμένοι περιορισμοί του Ελεύθερου Ανταγωνισμού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 : Απαγορευμένοι περιορισμοί του Ελεύθερου Ανταγωνισμού. 2.1. Γενικά. Το δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού στηρίζεται σε δύο γενικές ρήτρες, στην απαγόρευση συμπράξεων που περιορίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και στην απαγόρευση καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης. Έτσι εισάγεται το σύστημα της απαγόρευσης που έχει προληπτικό χαρακτήρα και όχι το σύστημα της εκ των υστέρων κύρωσης μετά τη διαπίστωση των παραβάσεων. Στην περίπτωση της ''εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης'', ο σκοπός της προστασίας δεν είναι αυτοτελώς η αποφυγή της απόκτησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και η εκμετάλλευση της θέσης αυτής. Γιατί ο σκοπός του νόμου δεν είναι από μόνος η προστασία από την οργανωμένη οικονομική ισχύ, αλλά η προστασία της κατά το νόμο παθολογίας που μπορεί να παρουσιάζει η δεσπόζουσα θέση στην αγορά και η οποία είναι η περίπτωση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης. Αυτό σημαίνει πως οι επιχειρήσεις δεν διατρέχουν κίνδυνο να παραβιάσουν το νόμο για τον ανταγωνισμό εκ μόνου του λόγου της μεγέθυνσης τους, όσο μεγάλες και αν γίνουν. Τυγχάνει όμως, οι επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά να προβαίνουν με ευκολία σε καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης αυτής, κάτι που συμβαίνει τακτικά, για το λόγο αυτό και ο νόμος την έχει αναγάγει σε μία από τις δύο γενικές ρήτρες που διέπουν το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Επομένως, αντικείμενο αυτής της γενικής ρήτρας είναι οι διάφορες μέθοδοι που μπορεί να αναπτύξουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, οι οποίες μέθοδοι πλήττουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και χαρακτηρίζονται καταχρηστικές. Έτσι η οικονομική ελευθερία αυτών που μετέχουν σε μία αγορά, είναι δυνατόν νόμιμα να περιοριστεί μέχρι και να αποκλειστεί, εφόσον αυτός ο περιορισμός ή αποκλεισμός δεν οφείλεται σε απαγορευμένες πράξεις των ανταγωνιστών του εφόσον λόγου χάρη οφείλεται σε αδυναμία, ανεπάρκεια κ.ο.κ. Ακόμα και αντικειμενικά, αν αυτή η αδυναμία οφείλεται στο ότι ο ανταγωνιστής είναι τόσο μεγάλος ώστε άντεξε κρίση της αγοράς που δεν άντεξαν οι άλλοι ανταγωνιστές οι οποίοι για το λόγο αυτό εγκατέλειψαν, ακόμα και τότε δεν έχουμε απαγορευμένη δεσπόζουσα θέση. Η οργανωμένη οικονομική ισχύς είναι πράγματι σε θέση από μόνη της να εκτοπίσει ,ακόμη και να εξοντώσει, από ορισμένες αγορές τους μικρού μεγέθους ανταγωνιστές και με αυτόν το τρόπο να περιορίσει την οικονομική ελευθερία τους, χωρίς αυτό να είναι απαγορευμένο, αφού δεν έγινε κατάχρηση της θέσης αυτής . Έτσι, μικρές επιχειρήσεις κλείνουν καθώς δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό. Ακόμη με την προοδευτική , πλήρη κατάργηση των εμποδίων στην κυκλοφορία των προϊόντων , υπηρεσιών, κεφαλαίων εντός της Κοινότητας, υπάρχει κίνδυνος να εκτοπιστούν πολλές επιχειρήσεις κάτω από το βάρος του αδυσώπητου ανταγωνισμού. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός, μέχρι κάποιο βαθμό, απελευθερώνει το πεδίο 1 1.Βλ. Ι. Ρόκας, Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος (εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανική ιδιοκτησία, ανταγωνισμός), σ.223-225, εκδ. Το Οικονομικών Αθήνα – 1991

4


Κεφάλαιο 2 : Απαγορευμένοι περιορισμοί του Ελεύθερου Ανταγωνισμού

δράσης της οργανωμένης οικονομικής ισχύς και δεν αποτελεί τροχοπέδη γι' αυτήν. Επειδή ακριβώς ο άμεσος στόχος του νόμου δεν είναι η οικονομική ελευθερία των τρίτων, επιτρέπει αυτές τις καταστάσεις και θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μέχρι ενός σημείου τις βοηθάει, αφού ''γκρεμίζοντας τα τείχη'' που ο προστατευτισμός τοποθετεί στην αγορά, αναπτύσσονται δυνάμεις και επιχειρήσεις με τα επιτρεπόμενα μέσα ανάπτυξης, εκεί που άλλες επιχειρήσεις επιβίωναν μόνο και μόνο χάρη του προστατευτισμού. Έτσι περιορίζεται, η δυνατότητα της οικονομικής (επιχειρηματικής) δραστηριότητας για πολλούς σε ορισμένα είδη αγοράς. Το αν έτσι έχουμε και αντίθεση στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της οικονομικής ελευθερίας, είναι ζήτημα που θα κριθεί λαμβανομένων υπόψη και των άλλων συνταγματικών αρχών (στάθμιση)1

2.2. Υποκείμενα απαγορευτικών κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού Προσδιορισμός των υποκειμένων. Κεντρική έννοια από άποψη υποκειμένου είναι η «επιχείρηση». Κατά τη νομολογία του ΔΕΚ η επιχείρηση αποτελεί ενιαίο σύνολο συντελεστών από πρόσωπα, ενσώματα και άυλα αγαθά, που συνδέονται με ένα υποκείμενο νομικά αυτόνομο το οποίο επιδιώκει σε διαρκή βάση συγκεκριμένο οικονομικό σκοπό. Η

έννοια της επιχείρησης στα πλαίσια του ν. 703/77 είναι λειτουργική.

Δεδομένου ότι η επιχείρηση δεν είναι υποκείμενο δικαίου φορέας της είναι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Ο παλαιός νόμος 703/77 και νυν ν. 3959/2011 στο άρθρο 1 απαγορεύει τις συμφωνίες «μεταξύ επιχειρήσεων», τις αποφάσεις «ενώσεων επιχειρήσεων» και την εναρμονισμένη πρακτική «επιχειρήσεων». Επίσης, κατά το άρθρο 2 απαγορεύεται η «υπό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων» καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης. Από τη διατύπωση του νόμου προκύπτει ότι υποκείμενα των συμφωνιών είναι μόνο οι επιχειρήσεις, των αποφάσεων οι ενώσεις επιχειρήσεων ενώ τέλος φαίνεται η εναρμονισμένη πρακτική να έχει ως υποκείμενα μόνο επιχειρήσεις. Ξεκινώντας λοιπόν κάποιος από την ευρύτητα της διατυπώσεως των διατάξεων των άρθρων 1,2 του ν. 703/77, την έλλειψη ορισμού στο νόμο των εννοιών «επιχείρηση» και «ένωση επιχειρήσεων» και από το σκοπό των απαγορευτικών αυτών κανόνων,διαπιστώνει ότι υποκείμενα συμφωνιών ή εναρμονισμένης πρακτικής μπορεί να είναι τόσο επιχειρήσεις όσο και ενώσεις επιχειρήσεων, ενώ στην έννοια της ενώσεως επιχειρήσεων περιλαμβάνονται και οι ευρύτερες ενώσεις

δευτέρου

βαθμού, δηλαδή οι ενώσεις ενώσεων επιχειρήσεων.2

1 .Βλ. Ι. Ρόκας, Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος (εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανική ιδιοκτησία, ανταγωνισμός), σ.223-225, εκδ. Το Οικονομικών Αθήνα – 1991 2. Βλ. Λ.Ε. Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού( Αθέμιτου και Ελεύθερου ), σ. 159-160, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982 και . Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 188, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

5


Κεφάλαιο 3 : Έννοια Δεσπόζουσας Θέσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Η Έννοια Δεσπόζουσας Θέσης. 3.1. Αναζήτηση ορισμού. Το άρθρο 2 δεν δίνει ορισμό της δεσπόζουσας θέσης. Κατά την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεσπόζουσα θέση είναι μία οικονομική δύναμη, δηλαδή μια ευχέρεια για άσκηση σημαντικής επιρροής στη λειτουργία της αγοράς, που κατ’ αρχήν η δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να προβλέψει. Αυτή η οικονομική δύναμη της δεσπόζουσας επιχείρησης αποτυπώνεται στην συμπεριφορά και στις οικονομικές αποφάσεις των άλλων επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως αν χρησιμοποιείται ή όχι από αυτές. Μια επιχείρηση που μπορεί να απομακρύνει, όποτε το επιθυμεί, τις άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις από την αγορά, μπορεί να έχει ήδη δεσπόζουσα θέση και να καθορίζει κατά τρόπο αποφασιστικό τη συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων, ακόμα και αν το ποσοστό συμμετοχής της στην αγορά είναι ακόμη σχετικά μικρό. Μεταγενέστερα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπόθεση Continental Can θεώρησε ως κριτήριο της δεσπόζουσας θέσης τη δυνατότητα μιας επιχείρησης να αναπτύξει ανεξάρτητη συμπεριφορά ώστε να της επιτρέπει να μη λαμβάνει σοβαρά υπόψη τους ανταγωνιστές της, τους αγοραστές ή προμηθευτές της. Αποφασιστική λοιπόν, σημασία έχει η διαπίστωση ότι η θέση της επιχείρησης είναι τόσο ισχυρή στην αγορά ώστε να της εξασφαλίζει μία συνολική ανεξαρτησία συμπεριφοράς. Κατά τρόπο παρόμοιο ορίζεται η δεσπόζουσα θέση στις αποφάσεις των ελληνικών οργάνων προστασίας του ανταγωνισμού (Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού και ήδη του Υπουργού Εμπορίου) σε σχέση με το άρθρο 2 του ν. 703/77. Σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές, μία επιχείρηση βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση όταν έχει τη δύναμη της ανεξάρτητης συμπεριφοράς και αυτή η ανεξαρτησία της επιτρέπει να ενεργεί χωρίς να υπολογίζει τους ανταγωνιστές, τους αγοραστές ή τους προμηθευτές. Στοιχείο–πυρήνας της δεσπόζουσας θέσης είναι ο χώρος για ανεξάρτητη συμπεριφορά. Αυτή υπάρχει όταν ο ανταγωνισμός, που ξεκινά από τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, δεν λειτουργεί ως προς την δεσπόζουσα επιχείρηση και η ανταγωνιστική συμπεριφορά δεν καθορίζεται μόνο ή κατά κύριο λόγο από την «αγορά», όπως απαιτεί ο λεγόμενος «αποτελεσματικός ανταγωνισμός». Επομένως, δεσπόζουσα θέση έχει μια επιχείρηση στην ελληνική αγορά, όταν έχει σημαντικό ποσοστό συμμετοχής σε αυτήν και επιπρόσθετα την πραγματική δυνατότητα να εμποδίζει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στο σύνολο ή μέρος της αγοράς αυτής, δηλαδή μονομερούς επηρεασμού των όρων αυτής.1

1Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 197-198, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

6


Κεφάλαιο 3 : Έννοια Δεσπόζουσας Θέσης

3.2 Κριτήρια ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης. Τα κριτήρια για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης είναι: 1) Το ποσοστό συμμετοχής της επιχείρησης στην αγορά. Θεωρείται το πιο αποφασιστικό όχι όμως και το μοναδικό. 2) Το ύψος των διαθέσιμων μέσων και δυνατοτήτων. 3) Το προβάδισμα από άποψης τεχνολογικής εξελίξεως και εμπορικο-βιομηχανικών εμπειριών 4) Η εξασφάλιση των πρώτων υλών με συστηματική κάθετη ολοκλήρωση της επιχείρησης, 5) Η ανυπαρξία εναλλακτικού ανταγωνισμού δηλονότι υποκατάστασης των προϊόντων της δεσπόζουσας επιχείρησης με άλλα. Τα κριτήρια αυτά, χωρίς να είναι τα μοναδικά, αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης. Η τελική κρίση διαμορφώνεται από τη συνολική εκτίμηση των συντρεχουσών περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει, ότι μία επιχείρηση κατέχει τέτοια θέση στην αγορά, ώστε ως προς αυτήν να μη λειτουργεί ο ανταγωνισμός. 1

3.3. Καθορισμός Σχετικής Αγοράς. Η έρευνα για την στοιχειοθέτηση δεσπόζουσας θέσης έχει ως αφετηρία τον καθορισμό της σχετικής αγοράς. Η σχετική αγορά είναι τρισδιάστατη, ήτοι σχετική αγορά προϊόντων , σχετική γεωγραφική αγορά και, ενδεχομένως, σχετική χρονική αγορά. Επισημαίνεται ότι τα μερίδια αγοράς έχουν νόημα μόνο όταν έχει καθοριστεί η σχετική αγορά, τόσο η γεωγραφική όσο και αυτή των προϊόντων. Κατά τη σχετική έρευνα το κύριο ζήτημα που ανακύπτει είναι ότι κάθε προϊόν έχει υποκατάστατα, δηλαδή ανταγωνιστικά προϊόντα, με διαφορές όμως στη ποιότητα, την τιμή και τη διαθεσιμότητα. Οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζητήσεως και της προσφοράς στην αγορά αποτελούν τα κύρια κριτήρια προκειμένου να καθοριστεί αν ορισμένα προϊόντα μπορούν να υποκατασταθούν αμοιβαίως με άλλα. Η εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 703/77 προϋποθέτει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της δεσπόζουσας θέσης και της συμπεριφοράς, που ελέγχεται ως καταχρηστική.2

3.4. Δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της. Η προϋπόθεση της κατοχής δεσπόζουσας θέσης εντός της κοινής αγοράς ή ενός σημαντικού τμήματός της εξετάζεται αυτοτελώς από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΈ. Η εφαρμογή της δεν εμφανίζει ιδιαίτερες δυσκολίες3

1 Λ.Ε Κοτσίρης , Δίκαιο Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου), σ.281-284, εκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1986

2 Γ.Δ. Τριανταφυλλάκης, Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, σ.100-101, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2009 3 Γ.Δ. Τριανταφυλλάκης, Δίκαιο Ελεύθερου Ανταγωνισμού, σ.201, εκδ Νομική Βιβλιοθήκη 2012

7


Κεφάλαιο 3 : Έννοια Δεσπόζουσας Θέσης

προκειμένου

να

στοιχειοθετηθεί.

Πρόκειται

για

προϋπόθεση

διαδικαστικού-δικονομικού

χαρακτήρα, καθώς μεταξύ άλλων, καθορίζει τα όρια της δικαιοδοσίας της Κοινότητας, όρια που ταυτίζονται με την έκταση των συμφερόντων της. Συνεπώς, τα τοπικά, εκτός ευρωπαϊκού κοινοτικού χώρου, μονοπώλια, τα οποία όμως δεν εγγίζουν την κοινή αγορά, δεν αρκούν για τον έλεγχο μιας επιχείρησης υπό το άρθρο 102 ΣΛΕΕ. Το ΔΕΚ στην απόφαση Suiker Unie (Sugar Cartel) δέχθηκε ότι «για το σκοπό της απόφασης κατά πόσο μια συγκεκριμένη περιοχή είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χαρακτηρισθεί ως σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς στο πλαίσιο της έννοιας του άρθρο 82 ΣυθνθΕΚ (ήδη 102 ΣΛΕΕ) το πρότυπο ( pattern) και η ποσότητα της παραγωγής και της κατανάλωσης του εν λόγω προϊόντος, όπως και οι συνήθεις πρακτικές και οι οικονομικές ευκαιρίες των πωλητών και των αγοραστών πρέπει να σταθμίζονται». Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το ΔΕΚ ουδέποτε όρισε ποιο ποσοστό της κοινής αγοράς θα ήταν επαρκές ώστε αυτομάτως να χαρακτηρισθεί ως σημαντικό μέρος της. Μπορεί πάντως, να υποστηριχθεί με σχετική ασφάλεια ότι αγορές που καταλαμβάνουν ολόκληρη την επικράτεια ενός κράτους μέλους θα χαρακτηριζόταν ως σημαντικά τμήματα της κοινής αγοράς. Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι σε υποθέσεις επιχειρήσεων μεταφορών, σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς θα μπορεί να αποτελεί και ένα μικρό αλλά κομβικό λιμάνι, ή ένα αεροδρόμιο μικρής αλλά τουριστικής περιοχής. 1

1 Γ.Δ. Τριανταφυλλάκης, Δίκαιο Ελεύθερου Ανταγωνισμού, σ. 201-202, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2012

8


Κεφάλαιο 4 :Άλλες μορφές Δεσπόζουσας Θέσης

KEΦΑΛΑΙΟ 4: Άλλες μορφές Δεσπόζουσας Θέσης. 4.1. Δεσπόζουσα θέση λόγω συγκέντρωσης επιχειρήσεων. Το άρθρο 2 απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης υπό μιας η περισσοτέρων επιχειρήσεων. Έστω και αν δεν προκύπτει άμεσα από την διάταξη, γίνεται δεκτό ότι «δεσπόζουσα θέση» μπορεί να δημιουργηθεί από περισσότερες επιχειρήσεις. Κυρίως πρόκειται για την δεσπόζουσα θέση του ολιγοπωλίου, δηλαδή εκείνη η κατάσταση της αγοράς στην οποία υπάρχουν λίγοι «πωλητές» ενός προϊόντος, των οποίων οι ενέργειες βρίσκονται σε ενσυνείδητη αλληλεξάρτηση. Συμπερασματικά οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις κατέχουν δεσπόζουσα θέση όταν τους είναι αδιάφορος ο κίνδυνος αποτελεσματικού ανταγωνισμού τρίτων επιχειρήσεων. Καταληκτικά, ο νόμος ορίζοντας τη δεσπόζουσα θέση ως τον έλεγχο συνόλου ή μέρους της αγοράς της χώρας, εννοεί τις συγκεκριμένες αγορές των διαφόρων προϊόντων ή υπηρεσιών, δηλαδή εκεί που συναντάται η προσφορά με τη ζήτηση, ενώ χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών ή η αγορά software.1

4.2. Συλλογική Δεσπόζουσα Θέση . Τα άρθρο 2 του ν. 703/77 απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσα θέσης από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις. Αυτή η κατάφαση της συλλογικής καταχρηστικής εκμετάλλευσης προϋποθέτει όμως, την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσης, η έννοια της οποίας είναι ταυτόσημη με την έννοια της ατομικής δεσπόζουσας θέσης. Δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις μπορούν να κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση, όταν δεν υπάρχει μεταξύ τους αποτελεσματικός εσωτερικός ανταγωνισμός και ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις αυτές δεν αντιμετωπίζουν ουσιαστικό εξωτερικό ανταγωνισμό από τρίτες επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις που κατέχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση μπορεί να είναι είτε επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου είτε επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε μια σύμπραξη, αναγκαστική ή μη. Η συλλογική δεσπόζουσα θέση μπορεί όμως, να θεμελιώνεται και στην παράλληλη και ομοιόμορφη συμπεριφορά περισσότερων επιχειρήσεων που συγκροτούν ένα ολιγοπώλιο ή να προκύπτει από τις συνθήκες που επικρατούν στη συγκεκριμένη αγορά. Στην απόφαση 7/80 (Λάρκο Ι) η ΕΠΑ φαίνεται να δέχεται την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσης : (α) των δυο επιχειρήσεων εκμετάλλευσης των μεταλλείων Λαυρίου και Λαρύμνης, που αποτελούσαν τις μοναδικές πηγές προμήθειας σκωρίας αποκαμινευμάτων μολύβδου και νικελίου αντίστοιχα και τα οποία χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του ίδιου τελικού προϊόντος (υλικού ψηγματοβολής) και (β) Των επιχειρήσεων Λ.- ΑΕ και Αφοί Κ.- ΑΕΒΕ ως παραγωγών και πωλητών2

1 Ι. Ρόκκας: Εμπορικό Δίκαιο Γενικό μέρος (Εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανική ιδιοκτησία, ανταγωνισμός),σ. .225-226,εκδόσεις Το Οικονομικόν Αθήνα - 1991 2 Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 198-199, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

9


Κεφάλαιο 4 :Άλλες μορφές Δεσπόζουσας Θέσης

υλικού ψηγματοβολής. Στην πρώτη περίπτωση, η συλλογική δεσπόζουσα θέση φαίνεται να θεμελιώνεται κυρίως στην ομοιόμορφη συμπεριφορά των δυο επιχειρήσεων που αποτελούσαν ολιγοπώλιο και η οποία συνίστατο στη σύναψη συμβάσεων αποκλειστικότητας με μικρό αριθμό αγοραστών της πρώτης ύλης (σκωρίας), την οποία αυτές προμήθευαν. Στη δεύτερη περίπτωση η συλλογική δεσπόζουσα θέση φαίνεται να θεμελιώνεται κυρίως στο γεγονός της έλλειψης ανταγωνισμού ανάμεσα στους δυο παραγωγούς υλικού ψηγματοβολής που οφειλόταν στην μεταξύ τους, βάσει συμφωνίας ,κατανομή των αγορών (εσωτερικής και εξωτερικής) σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικού εξωτερικού ανταγωνισμού που οδηγούσε στη «δημιουργία δυνατότητας εις εκάστην εταιρείαν να καθορήζει ελευθέρως και άνευ ανταγωνιστικών πιέσεων την τιμήν του προϊόντος τούτου». 1

1Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 198-199, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

10


Κεφάλαιο 5 :Το άρθρο 2 του ν 703/77 (νυν ν.3959/11)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5: Το άρθρο 2 του 703/77 (νυν ν. 3959/11). 5.1. ν. 703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού» (ΦΕΚ Α΄ 278/26.9.1977) - Άρθρο 2. Άρθρο 2. Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης. [Άρθρο 2 ν.703/1977(5). Η διάταξη είχε συμπληρωθεί µε το άρθρο 16 ν. 2000/1991 (6) αλλά επανήλθε στην αρχική της μορφή µε το άρθρο 1 παρ. 2 ν. 2296/1995 (7)]

Απαγορεύεται η υπό µιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων καταχρηστική εκµετάλλευσις της δεσποζούσης θέσεως αυτών επί του συνόλου ή µέρους της αγοράς της χώρας. Η καταχρηστική αυτή εκµετάλλευσις δύναται να συνίσταται ιδία: α) εις τον άµεσον ή έµµεσον εξαναγκασµόν προς καθορισµόν είτε των τιµών αγοράς ή πωλήσεως είτε άλλων µη ευλόγων όρων συναλλαγής, β) εις τον περιορισµόν της παραγωγής, της καταναλώσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως, επί ζηµία των καταναλωτών, γ) εις την εφαρµογήν άνισων όρων δι’ ισοδυνάµους παροχάς, ιδία εις την αδικαιολόγητον άρνησιν πωλήσεων, αγορών ή άλλων συναλλαγών, κατά τρόπον ώστε επιχειρήσεις τινές να τίθενται εις µειονεκτικήν εν τω ανταγωνισµώ θέσιν, δ) εις την εξάρτησιν της συνάψεως συµβάσεων εκ της παρά των αντισυµβαλλοµένων αποδοχής προσθέτων παροχών, ή συνάψεως προσθέτων συµβάσεων αι οποίαι, κατά την φύσιν των ή συµφώνως προς τας εµπορικάς συνηθείας, δεν συνδέονται µετά του αντικειµένου των συµβάσεων τούτων. (iv, v, i) i Ιστ.: Η παράγρ. 2 του άρθρου 1 είχε τροποποιηθεί µε το άρθρο 15 ν.2000/1991 µε την προσθήκη β΄ εδαφίου το οποίο είχε ως εξής: «2. …Οι απαγορεύσεις της προηγούµενης παραγράφου ισχύουν και για τις, µε τρίτους, συµφωνίες, τις αποφάσεις και την εναρµονισµένη πρακτική των ενώσεων προσώπων, που έχουν νοµικήπροσωπικότητα.». Η προσθήκη καταργήθηκε µε το άρθρο 1 παράγρ. 1 στοιχ. β) ν.2296/95. ii Αρθρο 1 ν.3784/2009. Ιστ.: Προ της τροποποίησης/αντικατάστασης της παραγράφου 3 µε το ανωτέρω άρθρο η διάταξη προέβλεπε ότι: «3. Εµπίπτουσαι εις την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου, συµφωνίαι, αποφάσεις και περιπτώσεις ενηρµονισµένης πρακτικής ή κατηγορίαι τούτων, δύναται να κριθούν, δι’ αποφάσεως της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισµού, ως εν όλω ή εν µέρει ισχυραί, εφ’ όσον πληρούν αθροιστικώς τας κάτωθι προϋποθέσεις: …» - Σηµειωτέον ότι µε το άρθρο 8 παρ. 1 ν.703/77 είχε συσταθεί «παρά τω Υπουργείω Εµπορίου Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισµού», την οποία διαδέχθηκε η Επιτροπή Ανταγωνισµού που συστάθηκε µε το άρθρο 5 της µε αριθ. Β3/395/26-4-82 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εµπορίου, και µετετράπη σε ανεξάρτητη αρχή µε το άρθρο 4 παρ.1 ν.2296/95. iii Βλ. σχετικά και άρθρα 8β παρ.2 περ. η (Αρµοδιότητες της Ε.Α.), 31 παρ. 1 (Τέλη) ν.703/77, ως ισχύει σε συνδυασµό µε το άρθρο 39 περίπτ. 9 ν.3373/2005 καθώς και το άρθρο 4 παρ. 5 ν.703/77 (για τις περιπτώσεις κοινού ελέγχου) iv Βλ. σχετικά και άρθρα 3, 4 παρ. 1, 5 παράγραφοι 1 και 11, 8 παράγραφοι 7, 8 και 9, 9 (Εξουσίες της Ε.Α. επί παραβάσεων του ν.703/77), 11α, 13, 18, 28, 29 (Ποινικές κυρώσεις) v Ιστ.: Με το άρθρο 16 ν.2000/1991 ολόκληρο το άρθρο 2 είχε λάβει αριθµό παραγράφου « 1» ενώ είχε προστεθεί σ’ αυτό και παράγραφος 2 ως εξής: «2. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκµετάλλευση, από µία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονοµικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτές µια επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προµηθευτή τους προϊόντων ή υπηρεσιών και δε διαθέτει ισοδύναµη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκµετάλλευση της σχέσης οικονοµικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδία στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή µακροχρόνιων εµπορικών σχέσεων.». Με το άρθρο 1 παρ.2 ν.2296/1995 το άρθρο 2 επανήλθε στην προηγούµενη µορφή του και η προστεθείσα παράγραφος 2 µετατράπηκε σε αυτοτελές άρθρο 2α. I Εξαιρετικά για τις Επιχ/σεις Μέσων Ενηµέρωσης στο άρθρο 3 ν.3592/2007 προβλέπονται µεταξύ άλλων τα εξής:

11


Κεφάλαιο 5 :Το άρθρο 2 του ν 703/77 (νυν ν.3959/11)

• «5. Η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης απαγορεύεται. Η καταχρηστική εκµετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης συνίσταται ιδίως: α) στον άµεσο ή έµµεσο εξαναγκασµό για τον καθορισµό είτε των τιµών αγοράς ή πωλήσεως είτε άλλων µη ευλόγων όρων συναλλαγής, β) στην εφαρµογή ανίσων όρων για ισοδύναµες παροχές, ιδιαίτερα δε στην αδικαιολόγητη άρνηση πωλήσεων, αγορών ή άλλων συναλλαγών, µε τρόπο ώστε κάποιες επιχειρήσεις να τίθενται εις µειονεκτική θέση στον ανταγωνισµό, γ) στην εξάρτηση της συνάψεως συµβάσεων από την αποδοχή προσθέτων παροχών από τους αντισυµβαλλοµένους ή συνάψεως προσθέτων συµβάσεων, οι οποίες από τη φύση τους ή σύµφωνα µε τις εµπορικές συνήθειες δεν συνδέονται µε το αντικείµενο των συµβάσεων αυτών, δ) στον περιορισµό της παραγωγής, της κατανάλωσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης σε βάρος των καταναλωτών.» • «6. Η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης συνεπάγεται τη λήψη µέτρων και την επιβολή κυρώσεων, σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν.703/1977 (ΦΕΚ 278 Α´), όπως ισχύει.» • «3. Η συγκέντρωση ελέγχου προσδιορίζει την έννοια της δεσπόζουσας θέσης στην αγορά, η οποία υφίσταται ως ακολούθως: α) Όταν το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο δραστηριοποιείται σε ένα ή περισσότερα µέσα ενηµέρωσης της αυτής µορφής, µε την απόκτηση µεριδίου αγοράς άνω του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) στην επιµέρους σχετική αγορά (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφηµερίδες και περιοδικά) της εµβέλειας του κάθε µέσου. β) Όταν το φυσικό ή νοµικό πρόσωπο δραστηριοποιείται σε δύο ή περισσότερα µέσα ενηµέρωσης άλλης µορφής: βα) είτε µε την απόκτηση µεριδίου αγοράς άνω του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) στην επιµέρους σχετική αγορά της εµβέλειας του κάθε µέσου, ββ) είτε µε την απόκτηση µεριδίου αγοράς: i) άνω του τριάντα δύο τοις εκατό (32%) στο σύνολο των δύο αγορών, όταν δραστηριοποιείται σε δύο διαφορετικά µέσα ενηµέρωσης της ίδιας εµβέλειας, ii) άνω του είκοσι οκτώ τοις εκατό (28%) στο σύνολο των τριών αγορών, όταν δραστηριοποιείται σε τρία διαφορετικά µέσα ενηµέρωσης της ίδιας εµβέλειας και iii) άνω του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) στο σύνολο των τεσσάρων αγορών, όταν δραστηριοποιείται σε τέσσερα διαφορετικά µέσα ενημέρωσης της ίδιας εμβέλειας.». Βλ. επιπρόσθετα και άρθρα 4 «Ελεγχος µετρήσεων» ιδίως παράγραφοι 1 και 10 και 5 «Ιδιοκτησιακό καθεστώς» ν.3592/07. 1

5.2 Γενικά. Η χώρα μας ενόψει εντάξεώς της στις ευρωπαϊκές κοινότητες και σύμφωνα με το πνεύμα του εντονότερου και στενού ελέγχου της ελεύθερης οικονομίας, που αναπτύχθηκε κυρίως από το έτος 1977 χωρίς προηγούμενη ανάλογη ή πλησιάζουσα δική της νομοθετική παράδοση, εισχώρησε στην προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού με το νόμο 703 της 20-9/26-9/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού». Ο νόμος διαρθρώνεται σε επτά κεφάλαια. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στο πρώτο κεφάλαιο, το οποίο περιλαμβάνει το αντικείμενο της ρυθμίσεως όπου περιέχονται οι απαγορευτικοί κανόνες και οι εξαιρέσεις τους (άρθρα 1-6).

5.3 Το άρθρο 2 – Ανάλυση. Το άρθρο 2 του ν.703/77 απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης (έννοια η οποία θα αναλυθεί περαιτέρω στη συνέχεια) στο σύνολο ή σε μέρος της αγοράς της χώρας. Η διάταξη αποτελεί μαζί με το άρθρο 1, το οποίο συμπληρώνει το δεύτερο σκέλος ενός ενιαίου συστήματος διατάξεων που σκοπό έχουν τη γνώμη να διασφαλίσουν τη διατήρηση ή την αποκατάσταση ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού προστατεύοντάς τον έναντι όλων εκείνων των ενεργειών που οδηγούν στην στρέβλωση του και περιορίζουν ταυτόχρονα την οικονομική ελευθερία όλων όσων δραστηριοποιούνται στην αγορά, τους κύριους πυλώνες του περιορισμού καταχρηστικών συμπεριφορών. Σε αντίθεση με το άρθρο 1 που απαγορεύει τις συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το μέγεθος και την οικονομική τους ισχύ.2 1http://www.epant.gr/img/x2/categories/ctg313_1_1265728361.pdf 2 Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 186-188, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

12


Κεφάλαιο 5 :Το άρθρο 2 του ν 703/77 (νυν ν.3959/11)

Παράλληλα, καθιστά δυνατή την παρέμβαση των αρμόδιων Αρχών ήδη στη φάση της εκδήλωσης των συμπράξεων αυτών εφόσον είναι πρόσφορες να θέσουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του ανταγωνισμού, το άρθρο 2 αφορά κατά βάση μονομερείς ενέργειες και τρόπους συμπεριφοράς των επιχειρήσεων καλύπτοντας και ρυθμίζοντας τις περιπτώσεις εκείνες όπου ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενισμένος λόγω της παρουσίας μίας ή περισσότερων επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση και δεν μπορεί να επιτελέσει από μόνος του τη ρυθμιστική της αγοράς λειτουργίας του. Με την έννοια αυτή η διάταξη του άρθρου 2 εφαρμοζόμενη σε διαφορετικό επίπεδο ανταγωνιστικών δομών, αποβλέπει στη διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη του εναπομένοντος ανταγωνισμού προστατεύοντας ταυτόχρονα τους εμπορικώς συναλλασσόμενους με την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, αλλά και τους καταναλωτές από τα μειονεκτήματα που συνήθως προκύπτουν από την έλλειψη ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Επιχειρήσεις με δεσπόζουσα θέση υπόκεινται σε αυστηρότερο έλεγχο συμπεριφοράς σε σχέση με τις υπόλοιπες. Για το λόγο αυτό δεν είναι λογικά δυνατή η απαλλαγή (εξαίρεση) από την απαγόρευση της καταχρηστικής συμπεριφοράς δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 3 και ειδικότερα η αρνητική προϋπόθεση της μη κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της οικείας αγοράς (άρθρο 1 παρ. 3 στοιχ. Γ) είναι λογικά ασυμβίβαστη με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης διότι η έννοια της τελευταίας εμπεριέχει το στοιχείο της κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της αγοράς ή ακόμα και σε όλη την αγορά εφόσον πρόκειται για μονοπωλιακή θέση. Το άρθρο 2 σύμφωνα με την πρακτική της ΕΠΑ και της ΕΑ αλλά και την κρατούσα άποψη στη θεωρία μπορεί κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί σωρευτικά και παράλληλα προς το άρθρο 1 παρ. 1, εφόσον τα πραγματικά περιστατικά πληρούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής και των δύο διατάξεων, όπως παραδείγματος χάριν, όταν περισσότερες επιχειρήσεις δημιουργούν ένα καρτέλ (σύμπραξη) και αποκτούν έτσι συλλογική δεσπόζουσα θέση, την οποία στη συνέχεια εκμεταλλεύονται καταχρηστικά ή όταν η καταχρηστική συμπεριφορά της επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση συνίσταται στη σύναψη περιοριστικών του ανταγωνισμού συμφωνιών ή τέλος όταν περισσότερες επιχειρήσεις, η κάθε μία από τις οποίες έχει δεσπόζουσα θέση βάσει συμβάσεων αποκλειστικής

εκμετάλλευσης

κατοχυρωμένων

δικαιωμάτων,

εφαρμόζουν

μεταξύ

τους

εναρμονισμένη πρακτική. Πάντως, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει δυνατότητα σωρευτικής και παράλληλης εφαρμογής των άρθρων 1 και 2 του ν. 703/77, η αρμόδια αρχή ανταγωνισμού έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει είτε και τις δύο διατάξεις είτε μόνο τη μία από αυτές. Άλλωστε το πρόστιμο που επιβαλλόταν στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει και από τη μέχρι τώρα πρακτική της ΕΠΑ και του Υπουργού Εμπορίου ήταν ενιαίο και δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να υπερβεί το όριο του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 703( 10% επί των ακαθαρίστων εσόδων) με το αιτιολογικό ότι μια συγκεκριμένη επιχείρηση παρέβη τόσο το άρθρο 1 όσο και το άρθρο 2. Το άρθρο 2, όπως και το άρθρο 1 εφαρμόζεται σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις.

1

1Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 186-188, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

13


Κεφάλαιο 5 :Το άρθρο 2 του ν 703/77 (νυν ν.3959/11)

5.4. Η σημασία του νόμου. Δεδομένου ότι κάθε βαθμίδα αντιστοιχεί στις επί μέρους προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης, η συνδρομή εκάστης εξ αυτών συναρτάται με διαφορετικές αξιολογικές εκτιμήσεις που οι μεταξύ τους σχέση διαπιστώνεται με προσφυγή στον σκοπό της διάταξης. Διώκει αυτός να διατηρηθεί η αγορά ''ανοικτή''. Οδηγεί λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι οι βαθμίδες πρέπει να γίνουν αντιληπτές ως τρία διαδοχικά φίλτρα που η ''διαπερατότητα'' τους μειώνεται σταδιακώς. Η κλιμάκωση αποκόπτει την υπέρβαση της δομής της διάταξης. Απαγορεύεται συνεπώς, η προβολή των αξιολογικών εκτιμήσεων της επόμενης βαθμίδας στην προηγούμενη και αντιστρόφως. Επιβάλλεται, λοιπόν, στεγανότητα μεταξύ των βαθμίδων. Αυτή είναι αποφασιστικής σημασίας σε ότι αφορά την πρώτη και την τρίτη εξ αυτών. Πρόκειται για την κρίσιμη διάκριση μεταξύ υποκειμένου και περιεχομένου της απαγόρευσης, το υποκείμενο καθορίζεται με γνώμονα το συμφέρον της εξαρτώμενης επιχείρησης. Ως εκ τούτου, δεν καταλείπεται πεδίο για τη συνεκτίμηση του συμφέροντος της εξαρτώσας. Εξετάζεται δηλαδή, αν υφίσταται ισοδύναμη εναλλακτική λύση λαμβάνοντας υπόψη μόνο την ανταγωνιστικότητα του ενδιαμέσου. Στην πρώτη βαθμίδα, δεν συγχωρείται στάθμιση συμφερόντων, αυτό ισχύει ακόμη και όταν η εξαρτώσα επιχείρηση επικαλείται διάταξη νόμου προς δικαιολόγηση της συμπεριφοράς της. Εν τούτοις, μέρος της γερμανικής θεωρίας, είτε δεν ασπάζεται τη διάκριση, είτε, ακόμη και αν την ασπάζεται, επιθυμεί να συνεκτιμώνται τα συμφέροντα της ισχυρής επιχείρησης κατά τη διαπίστωση της εξάρτησης. Ο αποκλεισμός της στάθμισης συμφερόντων είναι επιβεβλημένος. Διαφορετικά, η διαπίστωση της καταχρηστικότητας θα προκαταλάμβανε εκείνη της εξάρτησης και θα λαμβάνονταν δύο φορές υπόψη οι λόγοι που ενδεχομένως νομιμοποιούν την πρακτική της εξαρτώσας επιχείρησης. Άλλωστε, ο σκοπός της διάταξης- ''ανοικτή'' αγορά - par conditio concurrentium- επιτάσσει την ''επιβίβαση'' στην πρώτη βαθμίδα όσο το δυνατόν περισσότερων επιχειρήσεων. Έτσι, διασκεδάζεται ο φόβος στενής εφαρμογής και υλοποιείται η ατομική προστασία του εμπόρου. Τέλος, ελέγχεται ως υποθετικός ο κίνδυνος παροχής κοινωνικής προστασίας. Η έντονη ατομική προστασία της πρώτης βαθμίδας αντιβάλλεται προς τη θεσμική, κατά τη στάθμιση συμφερόντων. Διότι εκεί συνεκτιμάται το καθ'όλου ανταγωνιστικό γίγνεσθαι. 1

1 Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού( Αθέμιτου και Ελεύθερου ), εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982

14


Κεφάλαιο 5 :Το άρθρο 2 του ν 703/77 (νυν ν.3959/11)

5.5. Ο προστατευτικός σκοπός του νόμου. Στο ελληνικό δίκαιο, όπως και σε άλλα εθνικά δίκαια που διαμόρφωσαν ιδιαίτερο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, τέθηκε το ερώτημα σχετικά με τον προστατευτικό σκοπό των σχετικών νόμων: «Προστατεύουν μόνο τον ανταγωνισμό ως ρυθμιστικό παράγοντα και θεμελιώδη θεσμό της οικονομίας (θεωρία της θεσμικής προστασίας του ανταγωνισμού) ή προστατεύουν μόνο τη δυνατότητα καθενός, σαν ιδιωτικό συμφέρον, να συμμετέχει στις οικονομικές διαδικασίες της προσφοράς και της ζήτησης (θεωρία της προστασίας των ιδιωτικών συμφερόντων) ή μήπως προστατεύουν παράλληλα και τα δύο; ». Ορθότερη φαίνεται η συνδυαστική άποψη που βλέπει το σκοπό του ν. 703/77 να κατευθύνεται παράλληλα τόσο στην προστασία του ανταγωνισμού ως θεσμού όσο και στην προστασία της ελεύθερης συμμετοχής καθενός στο οικονομικό συμβάν. Την άποψη αυτή δικαιολογεί καταρχάς το περιεχόμενο και η ανάλυση διατάξεων του ν. 703/77, δεν την δικαιολογεί όμως θετικά η εισηγητική έκθεση του νόμου. Περαιτέρω όμως η τοποθέτηση αυτή δικαιολογείται από μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ του ανταγωνισμού ως θεσμού και της ελευθερίας καθενός για συμμετοχή στο

οικονομικό

συμβάν. Το λεγόμενο ότι ο ανταγωνισμός προϋποθέτει ελευθερία των

ανταγωνιζομένων είναι αληθές αφού η τελευταία αποτελεί εννοιολογικό στοιχείο του πρώτου. Το προβαλλόμενο όμως ότι με την προστασία της οικονομικής ελευθερίας προστατεύεται και ο ανταγωνισμός ως θεσμός δεν είναι αληθές, αφού όχι η ελευθερία για οικονομική δραστηριότητα αλλά αντίθετα η δέσμευσή της και ο προσδιορισμός των ορίων της καταλήγει στην προστασία του ανταγωνισμού. Η σχέση ανταγωνισμού και ελευθερίας του καθενός για οικονομική δράση είναι ανακυκλωτική. Ο ανταγωνισμός,

από κοινωνιολογική άποψη, είναι διαδικασία, συμβάν.

Προκειμένου να διαπιστωθεί αν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο υπάρχει ελευθερία του ανταγωνισμού ως κατάσταση, ανατρέχουμε στις σχέσεις των ανταγωνιζομένων και των συμμετεχόντων γενικά στην ανταγωνιστική διαδικασία. Παρόλα αυτά, οι σχέσεις αυτές δεν είναι τίποτα άλλο παρά αποτελέσματα της διαδικασίας του συμβάντος. Έτσι ο ανταγωνισμός από το ένα μέρος προσδιορίζεται από τις σχέσεις, από το άλλο μέρος όμως τις δημιουργεί ως συνέπειές του. Προκύπτει έτσι, ότι σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο η ελευθερία του ανταγωνισμού και η ελευθερία καθενός για συμμετοχή σε αυτόν κατ' ανάγκη πρέπει να ρυθμίζονται παράλληλα και συνδυασμένα ώστε η μία να μην αναιρεί την άλλη.1

1 Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης,Δίκαιο του Ανταγωνισμού( Αθέμιτου και Ελεύθερου ), σ. 154-156, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982

15


Κεφάλαιο 5 :Το άρθρο 2 του ν 703/77 (νυν ν.3959/11)

5.6. Θετική Οριοθέτηση του σκοπού. Ο θετικός σκοπός της διάταξης πρέπει να αναζητηθεί στην εκτεθείσα ομοιότητα της ως προς τη διάταξη 2 του ν.703/77, σε συνδυασμό με το πόρισμα ότι η ασθενής επιχείρηση υφίσταται τις αυτές συνέπειες, ανεξαρτήτως εάν αντιμετωπίζει δεσπόζουσα θέση ή θέση οικονομικής εξάρτησης. Το αυτό ισχύει και για τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Την αφετηρία για την οριοθέτηση του σκοπού του άρθρου 2α του ν.703/77 ποριζόμαστε εκ της διαπίστωσης ότι η προστασία του ανταγωνισμού εμφανίζει κενό που ο νομοθέτης πλήρωσε με τη διάταξη. Επέκτεινε αυτός την προστασία που παρείχε η 2ν. 703/77, διευρύνοντας το πεδίο αποδεκτών της απαγόρευσης, άνευ μεταβολής του σκοπού της .1 Συνεπώς, η διάταξη εκκινεί εκ της ισχύος που διαθέτουν οι επιχειρήσεις στην αγορά και «βάλλει» εναντίον της, στο μέτρο που δεν ελέγχεται επαρκώς από τη λειτουργία του ανταγωνισμού. Αποσκοπεί να αποτρέψει ή να περιορίσει, έστω, τις στρεβλώσεις που προκαλεί στον ανταγωνισμό η ισχύς της εξαρτώσας επιχείρησης και να προστατεύσει, έτσι, την οικονομική ελευθερία εκάστου ''παίκτη'' της αγοράς, περιστέλλοντας την αντίστοιχη ελευθερία της ισχυρής επιχείρησης.2

1 Βλ. Γ.Ι. Μπαμπέτας,Οικονομική Εξάρτηση και Καταχρηστική Εκμετάλλευση, σ. 204. εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας 2008 2 Βλ. Γ.Ι. Μπαμπέτας, Οικονομική Εξάρτηση και Καταχρηστική Εκμετάλλευση, σ. 205. εκδ. Δίκαιο και Οικονομία Π.Ν. Σάκκουλας 2008

16


Κεφάλαιο 6 : Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6: Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης . 6.1. Έννοια της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης. Η έννοια της κατάχρησης δικαιώματος είναι κατά το αστικό δίκαιο η άσκηση ενός δικαιώματος, που παρέχεται από το νόμο, κατά τρόπο που υπερβαίνει το σκοπό του δικαιώματος αυτού. Η εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που παρέχει μια επιχείρηση είναι μία δέσμη από δικαιώματα, τα οποία έχει ο φορέας της επιχείρησης, παραδείγματος χάρη να προβαίνει σε επενδύσεις για την επέκταση της επιχείρησής του κ.α. Αυτά τα επιμέρους δικαιώματα μπορούν να ασκηθούν κατ ιδίαν κατά τρόπο καταχρηστικό, οπότε δεν επιφέρει νομικά αποτελέσματα η άσκησή τους. Στην περίπτωση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, δεν πρόκειται για καταχρηστική άσκηση κάποιου ή κάποιων συγκεκριμένων δικαιωμάτων, αλλά πρόκειται για νόμιμη καταρχήν άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση, με την έννοια ότι δεν υπάρχει παράβαση διατάξεων νόμου κατά τη δραστηριότητα αυτή, η οποία όμως γίνεται με στρατηγικές και μεθοδεύσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη δυσχέρανση της θέσης των καταναλωτών και των ανταγωνιστών. Αυτές οι μεθοδεύσεις και στρατηγικές, που κατά συνέπεια πλήττουν και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι αυτό που ο νόμος χαρακτηρίζει καταχρηστική εκμετάλλευση. Ειδικότερα, η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης δεν είναι παράνομη καθεαυτή. Αποτελεί αντιθέτως, την αφετηρία για περαιτέρω έρευνα σε περίπτωση που η εκμετάλλευσή της γίνεται κατά τρόπο καταχρηστικό. Μεταξύ δεσπόζουσας θέσης και κατάχρησης κατά κανόνα απαιτείται αιτιώδης συνάφεια. Η καταχρηστική συμπεριφορά χρειάζεται να ανάγεται στη δεσπόζουσα θέση, λόγω της οποίας και γίνεται δυνατή. Το ερώτημα είναι τι είναι κατάχρηση, απάντηση στην οποία δεν δίνει το άρθρο 2. Προσπάθεια προσδιορισμού της έννοιας της καταχρηστικής εκμετάλλευσης έγινε επίσης και από την ΕΠΑ στην απόφαση 24/1982 (Ιδιωτικό Εκπαιδευτήριο Άγιος Ιωάννης). Η ΕΠΑ χαρακτηρίζοντας ως «κριτήριο αφετηρίας» τη διαπίστωση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης ορίζει ως εξής την καταχρηστική εκμετάλλευσή της: «Ειδικότερα συντρέχει τοιαύτη καταχρηστική άσκησης της δεσποζούσης θέσεως, αν προκαλείται μεταξύ παροχής και αντιπαροχής εντόνως αδικαιολόγητως ασυμμετρία υπέρ της επιχειρήσεως ταύτης, η τοιαύτη δε ασυμμετρία, μη δικαιολογουμένη, να είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού εκ μέρους της επιχειρήσεως και περαιτέρω εξ αυτής της δραστηριότητός της να δημιουργούνται εν γένει υπέρ ταύτης οικονομικά πλεονεκτήματα άτινα δεν θα πραγματοποιούντο εν ομαλή λειτουργία της αγοράς. Παρέπεται όθεν ότι δια την διαπίστωσιν της τοιαύτης εκμεταλλεύσεως δέον να προκαλούνται οικονομικά πλεονεκτήματα». Η ιδέα της κατάχρησης έχει τη βάση της στη γενική ρήτρα της κατάχρησης δικαιώματος, αρχή που εφαρμόζεται τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο και τα δικαιώματα δημοσίας τάξεως. Ωστόσο, στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού η έννοια της κατάχρησης παίρνει μια

17


Κεφάλαιο 6 : Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης

ιδιαίτερα ξεχωριστή μορφή εξέλιξης του δικαίου. Ενώ κατά την κλασική θεωρία κατάχρηση προσδιορίζεται από το ίδιο το δικαίωμα που ασκείται, στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, η κατάχρηση προσδιορίζεται όχι από το ίδιο το ασκούμενο δικαίωμα αλλά σε σχέση με ένα άλλο δικαίωμα, που πρέπει να προστατευτεί. Στο ασκούμενο δικαίωμα αντιπαρατίθεται ένα άλλο δικαίωμα. Η σύγκρουση των δύο δικαιωμάτων ή δύο προστατευομένων συμφερόντων θα λυθεί με επιλογή στην οποία θα καταλήξει η στάθμιση των δικαιωμάτων ή των συμφερόντων. Στο ατομικό συμφέρον καθενός για οικονομική ελευθερία αντιπαρατίθεται το ανώτερο συμφέρον της ολότητας για διατήρηση ελεύθερου του χώρου του αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Κατάχρηση λοιπόν, συνιστά κάθε πράξη μεταβολής των κανόνων της αγοράς, κάθε πράξη ''νοθεύσεως'' του ανταγωνισμού. Συνεπώς καταχρηστική είναι η εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης όταν με τη δραστηριότητά της θίγεται ο θεσμός του ελεύθερου ανταγωνισμού. Επισημαίνεται σε κοινοτικό επίπεδο ότι η Επιτροπή εκκινώντας από τον ορισμό της καταχρηστικής εκμετάλλευσης που περιέχεται στο άρθρο 66 παρ.7 Συνθ. ΕΚΑΧ. ,σύμφωνα με την οποία μια επιχείρηση ενεργεί καταχρηστικά όταν χρησιμοποιεί την δεσπόζουσα θέση της για σκοπούς αντίθετους προς τους στόχους της Συνθήκης, και επιδιώκοντας μια αντίστοιχη πιο γενικευμένη διατύπωση στα πλαίσια της Συνθήκης ΕΟΚ υπό το φως των στόχων της τελευταίας, αποφάνθηκε ότι υπάρχει καταχρηστική εκμετάλλευση όταν η συμπεριφορά μιας επιχείρησης παρουσιάζεται σε σχέση με τους στόχους της Συνθήκης αντικειμενικά ως εσφαλμένη. Αντίστοιχα το ΔΕΚ, ακολουθώντας στο σημείο αυτό την Επιτροπή, υπογραμμίζει στην απόφαση Continental Can αλλά και σε μεταγενέστερες αποφάσεις την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη, κατά την ερμηνεία της έννοιας της καταχρηστικής εκμετάλλευσης το πνεύμα, η δομή και το γράμμα, καθώς επίσης το σύστημα και οι στόχοι της Συνθήκης. Στα πλαίσια αυτά, ιδιαίτερη σημασία έχει η βασική ιδέα που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 3 στ Συνθ. ΕΟΚ που ορίζει ως έναν από τους στόχους της Συνθήκης την εγκαθίδρυση καθεστώτος που να εξασφαλίζει ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς. Σύμφωνα με την αποκρυσταλλωμένη νομολογία του ΔΕΚ, η απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης περιλαμβάνει τις μορφές συμπεριφοράς μίας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση που μπορούν να επηρεάσουν τη δομή μιας αγοράς στην οποία, ακριβώς λόγω της παρουσίας της εν λόγω επιχείρησης, ο ανταγωνισμός είναι ήδη εξασθενισμένος και οι οποίες παρεμποδίζουν τη διατήρηση του εναπομένοντος ανταγωνισμού ή την ανάπτυξή του με τη χρησιμοποίηση μέσων που αποκλίνουν από αυτά ομαλού ανταγωνισμού προϊόντων ή υπηρεσιών στη βάση των παροχών των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι η έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης είναι αντικειμενική,1 δηλαδή ενδιαφέρει η συμπεριφορά καθεαυτή και όχι τα κίνητρα οι οι σκοποί της. 1 Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου), σ. 286-290, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982, Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 209-212 εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992 και Ι. Ρόκας, Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος (Εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανική ιδιοκτησία, ανταγωνισμός),σ. 227-228, εκδ. Το Οικονομικόν Αθήνα -1991

18


Κεφάλαιο 6 : Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης

Τέτοια υποκειμενικά στοιχεία δεν έχουν συστατικό αλλά απλά επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό χαρακτήρα. Επίσης, δεν χρειάζεται να υπάρχει σχέση μέσου προς αποτέλεσμα. Δεν απαιτείται δηλαδή να επιδιώκεται η επίτευξη του αποτελέσματος που συνιστά κατάχρηση με τη συνειδητή αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων και τις θέσεως ισχύος που προσδίδει σε μια επιχείρηση η δεσπόζουσα θέση. Τέλος δεν χρειάζεται, ιδίως όταν η κατάχρηση γίνεται μέσω απόκτησης ελέγχου πάνω σε ανταγωνιστική επιχείρηση (συγκέντρωσης), να αποδειχτεί αιτιώδης συνάφειας ανάμεσα στη δεσπόζουσα θέση και τη κατάχρηση 1

6.2. Η ανάγκη περιορισμού της καταχρηστικής συμπεριφοράς. Ο νόμος δεν καθορίζει ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά της επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση, καθώς κάτι τέτοιο θα αντιστρατευόταν στην ευελιξία που απαιτεί η ρύθμιση, η οποία πηγάζει από τη δυναμική της αγοράς. Καταφέρνει έτσι να συμπεριλάβει και όλες τις πιθανές και μελλοντικές διαμορφώσεις της αγοράς. Αναφέροντας ο νόμος τέσσερις σημαντικές περιπτώσεις καταχρηστικής εκμετάλλευσης, οι οποίες αναγράφονται παρακάτω, δίνει το μέτρο της νομοθετικής αντίληψης για το τι αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια, ο νόμος για τον ελεύθερο ανταγωνισμό υιοθετεί την επιταγή της οικονομίας, που είναι να μην καταγίνεται η επιχείρηση αυτή, που κατέχει δεσπόζουσα θέση, σε δραστηριότητες που έχουν άμεσο στόχο τη χειροτέρευση των καταναλωτών και των ανταγωνιστών. Αυτές οι δραστηριότητες αν και μπορεί να μην αντιβαίνουν σε κανένα νόμο, εν τούτοις είναι βλαβερές για την οικονομία γιατί αποσκοπούν στην ανάπτυξη της επιχείρησης βλάπτοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ενώ θα μπορούσαν να αναπτυχθούν χωρίς να θίξουν το σύστημα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οι μεθοδεύσεις αυτές αποτελούν δραστηριοποίηση χωρίς σεβασμό στους ''νόμους της ελεύθερης αγοράς'', η οποία έδωσε την ευχέρεια στην επιχείρηση να μεγεθυνθεί και να κατακτήσει τη δεσπόζουσα θέση. Ο νόμος υιοθετεί ένα πλαίσιο που θέτει η γενική ρήτρα και όχι η θέσπιση ειδικών υποχρεώσεων, επειδή οι ''νόμοι της αγοράς'', διαμορφώνονται – τροποποιούνται από αυτή, ώστε η σύμφωνα με τους '' νόμους της αγορά'' συμπεριφορά της επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση, είναι και η σύννομη συμπεριφορά κατά το νόμο για τον ανταγωνισμό, ενώ η αντίθετη με τους νόμους της αγοράς συμπεριφοράς ονομάζεται κατά το νόμο καταχρηστική εκμετάλλευση. Κατά τούτο διαφέρει λοιπόν από τη κατάχρηση δικαιώματος, που αφορά στην πέραν των ορίων του σκοπού τους άσκησής τους, κατά το ότι δεν αφορά η κατάχρηση εδώ άσκηση κάποιου συγκεκριμένου δικαιώματος πέραν των σκοπών του, αλλά γενικότερα σε μεθοδεύσεις, σε 2

1 Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου), σ. 286-290, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982, Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 209-212 εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992 και Ι. Ρόκας, Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος (Εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανική ιδιοκτησία, ανταγωνισμός),σ. 227-228, εκδ. Το Οικονομικόν Αθήνα -1991 2 . Βλ. Ι. Ρόκας, Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος (Εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανικής ιδιοκτησία, ανταγωνισμός),σ. 227-228, εκδ. Το Οικονομικόν Αθήνα -1991

19


Κεφάλαιο 6 : Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης

στρατηγικές κ.ο.κ., οι οποίες είναι σε θέση λόγω της δεσπόζουσας θέσης να βλάψουν τον ανταγωνισμό. Αντίθετα, μία επιχείρηση που δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση, δεν επιτρέπεται να κάνει καταχρηστική εκμετάλλευση του δικαιώματός της να δραστηριοποιείται οικονομικά. Όμως αυτή η καταχρηστική εκμετάλλευση, επειδή δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, δεν μπορεί από μόνη της να επιφέρει περιορισμό του ανταγωνισμού. Διαφορετικά, θα είχε γίνει λάθος διάγνωση ότι η επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση. Η κατάχρηση σε αυτή την περίπτωση θα οφείλεται σε σωρεία καταχρηστικής άσκησης διαφόρων δικαιωμάτων, που επίσης απαγορεύει ο νόμος αλλά δεν πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής του νόμου για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού 1 .

6.3. Επιμέρους περιπτώσεις της κατάχρησης. Το άρθρο 2 εδ.2 του ν. 703/77 περιλαμβάνει μια ενδεικτική απαρίθμηση ορισμένων περιπτώσεων καταχρηστικής συμπεριφοράς, αυτό προκύπτει από τη διατύπωση της διάταξης ( «Η καταχρηστική εκμετάλλευσις δύναται να συνίσταται ιδία») και κυρίως από τις λέξεις «δύναται» και «ιδία».2 Με την ενδεικτική αυτή απαρίθμηση επιδιώκεται αφενός η παροχή συγκεκριμένων παραδειγμάτων καταχρηστικής συμπεριφοράς, που ex lege θεωρείται απαγορευτέα και αφετέρου η παροχή ερμηνευτικής βοήθειας για την αναζήτηση της έννοιας της γενικής ρήτρας της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, έτσι ώστε να διευκολύνεται περισσότερο η υπαγωγή στο άρθρο 2 και άλλων περιπτώσεων που δεν περιέχονται στην απαρίθμηση, όπως παραδείγματος χάριν της καταχρηστικής αγοράς μέσω συγκέντρωσης κατά την έννοια του δόγματος Continental Can 3',όπως και έγινε στη γνωμοδότηση 101/1990 ( 3Ε II)4 Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι μια συγκεκριμένη ενέργεια μιας επιχείρησης με δεσπόζουσα θέση μπορεί να πληρεί το πραγματικό περισσότερο της μιας περιπτώσεων κατάχρησης από αυτές που αναφέρονται στην ενδεικτική απαρίθμηση: α) Άμεσος ή έμμεσος εξαναγκασμός προς καθορισμό είτε των τιμών αγοράς ή πώλησης είτε άλλων μη εύλογων όρων συναλλαγής (άρθρο 2 εδ. 2 περιπτ. α).: Ως προς την διατύπωση της διάταξης παρατηρείται ότι η ΕΑ έχει ερμηνεύσει τον όρο «εξαναγκασμός προς καθορισμό» ως «επιβολή», διατύπωση που απαντάται και στο άρθρο 86 Συνθ ΕΟΚ και είναι

επιτυχέστερη επειδή

διαφοροποιεί σαφέστερα το περιεχόμενο της διάταξης από τον όρο « καθορισμός των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής» του άρθρου 1 παρ.1 περιπτ. α. Η διάταξη αποσκοπεί

κυρίως

στην

απαγόρευση

της

λεγόμενης

εκμεταλλευτικής

κατάχρησης

(Αusbeutungsmissbraucuch). Όταν μια επιχείρηση χρησιμοποιεί τη δεσπόζουσα θέση της,5

1 Βλ. Ι. Ρόκας, Εμπορικό δίκαιο Γενικό μέρος (Εμπορικές πράξεις, έμποροι, ρύθμιση εμπορικών δραστηριοτήτων, βιομηχανικής ιδιοκτησία, ανταγωνισμός),σ. 227-228, εκδ. Το Οικονομικόν Αθήνα -1991 2 Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 213 εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992 3 ΕΚ Υποθ. 6/72, Συλλ. Νομολ. 1973, 215. 4 ΕΕΜΠΔ 1991, 162 με παρατηρήσεις Τζουγανάτου , Κουτσούκης. 5Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 213-217 εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

20


Κεφάλαιο 6 : Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης

προκειμένου να επιτύχει οικονομικά πλεονεκτήματα που συνίστανται είτε στην επίτευξη χαμηλών τιμών ή άλλων ευνοϊκών όρων αγοράς (τρόπος πληρωμής ή παράδοσης εγγύησης κ.α.) από τους προμηθευτές είτε στην απαίτηση υψηλών τιμών από τους αγοραστές είτε την επιβολή άλλων ευνοϊκών για αυτή όρων στους τελευταίους, ενεργεί καταχρηστικά κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης. Η διάταξη καλύπτει πάντως και την περίπτωση που μια επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση είτε εφαρμόζει

υπερβολικά χαμηλές τιμές πώλησης (ή προσφέρει υπερβολικά ευνοϊκούς όρους

συναλλαγών κατά την πώληση) είτε προσφέρει ως αγοραστής υπερβολικά υψηλές τιμές αγοράς και άλλους ευνοϊκούς όρους προκειμένου να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές της. Πρόκειται τότε για περίπτωση παρεμποδιστικής κατάχρησης (Βehinderunmissbrauch). β) Περιορισμός της παραγωγής της κατανάλωσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης επι ζημία των καταναλωτών(άρθρο 2 εδ.2 περιπτ.β) : Σύμφωνα με τη γενικά κρατούσα άποψη, η διάταξη δεν καλύπτει μόνο την περίπτωση που η επιχείρηση

με τη δεσπόζουσα θέση περιορίζει τις δικές τις

δραστηριότητες παραγωγής, πωλήσεων ή έρευνας και ανάπτυξης αλλά και την περίπτωση που η επιχείρηση αυτή υποχρεώνει ή παροτρύνει άλλες επιχειρήσεις με τη χρησιμοποίηση διαφόρων μέσων (άσκηση οικονομικής πίεσης ή βάσει συμφωνίας) να πράξουν το ίδιο. Σε κάθε όμως περίπτωση, θα πρέπει οι ενέργειές της αυτές να είναι πρόσφορες να επιφέρουν ζημία στους καταναλωτές. Η έννοια του όρου «καταναλωτής» είναι ευρεία. Δεν περιλαμβάνει μόνο τους τελικούς καταναλωτές ή χρήστες του προϊόντος ή της υπηρεσίας αλλά και τους ενδιάμεσους αγοραστές (μεταπωλητές, μεταποιητές, βιομηχανικούς χρήστες προς παραγωγή άλλων προϊόντων ή παροχή1 άλλων υπηρεσιών). Η παροχή υπηρεσιών ισοδυναμεί προς την παραγωγή ή πώληση προϊόντων. γ) Η εφαρμογή άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως η αδικαιολόγητη άρνηση πωλήσεων, αγορών ή άλλων συναλλαγών κατά τρόπο ώστε μερικές επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική θέση κατά τον ανταγωνισμό. δ) Η εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων εκ της αποδοχής από τους συμβαλλομένους προσθέτων παροχών που κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. 1

1Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 213-217 εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992 1Βλ. Ι..Γ. Σχινάς , Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού ( η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), σ. 213-217 εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1992

20


Κεφάλαιο 7 : Έννομες συνέπειες της παράβασης του άρθρου 2-Κυρώσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7: Έννομες συνέπειες της παράβασης του άρθρου 2- Κυρώσεις .

Άρθρο 29 Ποινικές κυρώσεις [Άρθρο 6 παρ.6 ν. 2296/1995 (201),όπως τροποποιήθηκε µε τα άρθρα 26 περίπτ. 8 και 29 ν.3373/2005 (202) και 26 ν.3784/2009 (203). Η διάταξη είχε αντικαταστήσει το άρθρο 29 ν.703/1977 (204), ως είχε τροποποιηθεί µε το άρθρο 12 ν.1934/1991 (205) ] 1. Όποιος ατοµικώς ή ως εκπρόσωπος νοµικού προσώπου συνάπτει συµφωνίες, λαµβάνει αποφάσεις ή εφαρµόζει εναρµονισµένη πρακτική, από αυτές που απαγορεύονται από το άρθρο 1 του νόµου αυτού, όπως και από το άρθρο 81 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και όποιος ενεργεί κατά παράβαση των άρθρων 4 έως 4 στ του νόµου αυτού, καθώς και όποιος µε τις ιδιότητες αυτές, κατά παράβαση του άρθρου 2 του νόµου αυτού, καθώς και του άρθρου 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καταχράται τη δεσπόζουσα θέση στην αγορά της επιχείρησής του ή της επιχείρησης που εκπροσωπεί ή παραβαίνει την παράγραφο 10 του άρθρου 5 του νόµου αυτού, τιµωρείται µε χρηµατική ποινή από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως εκατόν πενήντα β) διώκεται πειθαρχικώς για την παράβαση της υποχρέωσης εχεµύθειας που συνιστά πειθαρχικό αδίκηµα. 5. Ο Πρόεδρος και τα µέλη της Επιτροπής Ανταγωνισµού που παραβαίνουν τις κατά τις προηγούµενες παραγράφους υποχρεώσεις τιµωρούνται σύµφωνα µε το άρθρο 252 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και µε χρηµατική ποινή από χίλια πεντακόσια (1.500) µε ανώτατο όριο τα δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ και µε την ίδια απόφαση εκπίπτουν από την Επιτροπή Ανταγωνισµού. 6. Με τις ποινές της παραγράφου 5 τιµωρείται και κάθε πρόσωπο, στο οποίο η Επιτροπή Ανταγωνισµού αναθέτει την εκπόνηση µελέτης για λογαριασµό της, ή συµµετέχει σε οµάδα έργου την οποία έχει συστήσει η Επιτροπή Ανταγωνισµού, εφόσον παραβιάζει τη σχετική σύµβαση στην οποία έχει περιληφθεί ρήτρα για υποχρέωση εχεµύθειας κατά τις παραγράφους 2 και 3, καθώς και οι δικηγόροι οι οποίοι συµµετέχουν στο Νοµικό Γραφείο της Επιτροπής Ανταγωνισµού. Το προηγούµενο εδάφιο εφαρµόζεται και για τους προστηθέντες.1

Το άρθρο 2 δεν προβλέπει τις έννομες συνέπειες της παραβάσεώς του. Στον ν. 703/77 προβλέπονται συνέπειες ποινικής και διοικητικής φύσεως (άρθρο 9, 29 ). Η αστική συνέπεια της ακυρότητας του άρθρου 1 παρ 2 αφορά μόνο τις συμφωνίες και τις αποφάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 1 παρ 1. Κάθε καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης είναι παράνομη ως αντιβαίνουσα σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, όπως ορίζει το άρθρο 2. Ερωτάται αν μέτρα καταχρηστικής εκμετάλλευσης πλήττονται από ακυρότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 174

ΑΚ

«δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη». Η εξαγγελλόμενη ακυρότητα προϋποθέτει δικαιοπραξία αντιβαίνουσα σε απαγορευτική διάταξη του νόμου και μη αποκλεισμό της ακυρότητας ως συνέπειας της απαγορεύσεως..Συνεπώς το άρθρο 174 ΑΚ δεν εφαρμόζεται στη περίπτωση που από το σκοπό της απαγορευτικής διατάξεως προκύπτει άλλη συνέπεια ως ποινή, αποζημίωση κ.α. Ορισμένες φορές η απαγόρευση σημαίνει αποδοκιμασία όχι της αδικοπραξίας αυτής καθεαυτής, αλλά των συνθηκών συνάψεως και της καθ΄όλου συμπεριφοράς που καθίσταται ως ποινικά κολάσιμη πράξη, η παράβαση της απαγορεύσεως επισύρει αντί της ακυρότητας ποινή, τουλάχιστον σε βάρος του ενός των μερών. Από τον προστατευτικό σκοπό του άρθρου 2, και με βάση τη φύση της απαγορεύσεως2

1 http://www.epant.gr/img/x2/categories/ctg313_1_1265728361.pdf 2 Bλ. M. Kαράσης, εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΑΚ,άρθρο 174, αρ.1

21


Κεφάλαιο 7 : Έννομες συνέπειες της παράβασης του άρθρου 2-Κυρώσεις

ως αποδοκιμασία μιας συμπεριφοράς από τον εμμέσως πλην σαφώς προκύπτοντα αποκλεισμό της ακυρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 1 παρ 2 καθώς και από τις ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, ορθότερο είναι να δεχτεί κανείς ότι η διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ δεν εφαρμόζεται2 στις πράξεις που γίνονται κατά παράβαση του άρθρου 2. Δυνατή είναι λοιπόν, η ακυρότητα ως αστική συνέπεια μόνο κατά τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ , εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντιθέσεως της πράξης στα χρηστά ήθη. Τέλος λόγω του <<παρανόμου>> της συμπεριφοράς δεν αποκλείεται η αξίωση αποζημιώσεως σύμφωνα και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, αξίωση που παρέχεται και στους καταναλωτές3, αφού το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού προστατεύει και τα συμφέροντα αυτών4.

2Βλ. Gleiss-Hirsch, Art 86, αρ.134 ,Σχετικά με τις συνέπειες παραβάσεως του άρθρου 86 της Συνθήκης κατά το Γερμανικό εθνικό δίκαιο 3Βλ. Gleiss-Hirsch,Art 86, αρ.135, αναφορά στις αποφάσεις ΔΕΚ Unione Nazionale Consumatori, Rec 1973, 1468 και Continental Can, Rec 1973,213, 246. 4 Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου), σ. 289-290, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982

22


Κεφάλαιο 8 : Σχέση Κοινοτικού και Ελληνικού Δικαίου περί προστασίας του Ανταγωνισμού

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 : Σχέση Κοινοτικού και Ελληνικού Δικαίου περί προστασίας του Ανταγωνισμού. 8.1. Σχέση ομοιότητας. Το ελληνικό δίκαιο με το ν.703/77 ακολούθησε το σύστημα του κοινοτικού δικαίου. Ως πρότυπο των διατάξεων του ν. 703/77 χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν πανομοιότυπα οι διατάξεις των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. και ο κανονισμός 17/1962. Ομοίως με το άρθρο 85 και το άρθρο 1 του ν.703/ 77 καθιερώνει την απαγόρευση των συμπράξεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, δίνοντας στην ΕΠΑ την εξουσία ''απαλλαγής'' και όπως το άρθρο 86, ομοίως και το άρθρο 2 του ν. 703/77 καθιερώνει την απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης.

8.2. Σχέση ανομοιότητας Ωστόσο μεταξύ των ως άνω διατάξεων του εθνικού και του κοινοτικού δικαίου υπάρχουν δύο κύριες διαφορές ουσιαστικού περιεχομένου που προκύπτουν από δύο πρόσθετα στοιχεία στο πραγματικό (νομοτυπικό περιεχόμενο) των κοινοτικών διατάξεων: α) ως χώρος στον οποίο προστατεύεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός καθορίζεται η κοινή αγορά ή, σε περίπτωση καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης, εφόσον αυτή εκδηλώνεται μέσα στη κοινή αγορά ή σημαντικό τμήμα της. β)οι συμπράξεις και η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης απαγορεύονται μόνο αν μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Με τα πρόσθετα αυτά στοιχεία καθορίζεται η έκταση εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Η έκταση αυτή εφαρμογής του εθνικού δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού καθορίζεται από το άρθρο 32 του ν. 703/77. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, ο νόμος 703 εφαρμόζεται σε όλους τους περιορισμούς του ανταγωνισμού που ενεργούν ή μπορούν να επενεργήσουν μέσα στην χώρα μας. Το ίδιο ορίζεται και για τη περίπτωση που η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης εκδηλώνεται μέσα στη χώρα. Η ανομοιότητα αυτή του χώρου εφαρμογής είναι δυνατό, σε συγκεκριμένη περίπτωση να οδηγήσει σε σύγκρουση του κοινοτικού και του ελληνικού δικαίου, αφού δυνατός

χώρος

εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου είναι και η χώρα μας. Η λύση της σύγκρουσης αυτής ακολουθεί τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω με βάση την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και της ανάγκης ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου.1

1Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού( Αθέμιτου και Ελεύθερου ), σ. 156-158, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982

23


Κεφάλαιο 8 : Σχέση Κοινοτικού και Ελληνικού Δικαίου περί προστασίας του Ανταγωνισμού

8.3. Συνέπειες ως προς την ερμηνεία. Η πολλαπλότητα των σκοπών της Κοινότητας και η λειτουργία του κοινοτικού δικαίου περί προστασίας του ανταγωνισμού για την υλοποίηση αυτών των σκοπών από το ένα μέρος και η αναγνώριση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν κατασκευάστηκε σαν κλειστό σύστημα πηγών δικαίου από το άλλο μέρος καθορίζουν και τη μέθοδο ερμηνείας και εφαρμογής του. Πρόκειται για δίκαιο τελολογικά φορτισμένο και συνεπώς η μέθοδος ερμηνείας του είναι τελολογική- δυναμική, που δεν προσκολλάται σε τυπολογικές και εννοιοκρατικές δεσμεύσεις, αλλά που ξεκινά από την ανάγκη σταθεροποίησης και ολοκλήρωσης του δημιουργηθέντος κοινοτικού οργανισμού και προώθησης της ομαλής λειτουργίας του. Υπό την άποψη αυτή η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου είναι λειτουργική, γιατί κατευθύνεται στη συμβολή του εφαρμοζόμενου κανόνα για τη διαμόρφωση της κοινοτικής τάξης. Το «άνοιγμα» εξάλλου του κοινοτικού δικαίου επιτρέπει και την ερμηνεία ή την κάλυψη των κενών του με την προσφυγή σε άλλες έννομες τάξεις. Αντίστοιχα με το κοινοτικό, στο εθνικό μας αντιμονοπωλιακό δίκαιο, που είναι εξίσου τελολογικά φορτισμένο με ανάλογους μέσα στα πλαίσια της ελληνικής αγοράς σκοπούς, προσιδιάζει η τελολογική ερμηνεία και η λειτουργική του εφαρμογή όχι σαν τμήμα δικαίου που είναι αποκομμένο από τη λοιπή έννομη τάξη αλλά σαν συστηματικά σε αυτή ενταγμένο. Για το λόγο αυτό και το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα ερμηνευτεί και θα κατανοηθεί το δίκαιο μας, δεν προσδιορίζεται μόνο καθαρώς εσωτερικά αλλά και από το κοινοτικό δίκαιο. Αυτό, σαν δίκαιο άμεσα εφαρμοζόμενο στην εσωτερική έννομη τάξη, πλην της υποχρεωτικότητάς του, με το στοιχείο κυρίως της υπεροχής του επιδρά βαθιά στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους, επιβάλλοντας, όπου χρειάζεται, την ιδιότυπη λογική της κοινοτικής έννομης τάξης που εκφράζεται με τις απαιτήσεις για ενότητα, ομοιομορφία και αποτελεσματικότητα. Έτσι κατά την ερμηνεία των όρων της εσωτερικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού δεν θα αναζητείται η καθιερωμένη στην εσωτερική έννομη τάξη σημασία τους αλλά θα γίνεται προσφυγή, όπου δεν υπάρχει σχέση ανομοιότητας, στην ερμηνεία των όρων του κοινοτικού δικαίου περί ανταγωνισμού. 1

1Βλ. Λ.Ε.Κοτσίρης, Δίκαιο του Ανταγωνισμού( Αθέμιτου και Ελεύθερου ), σ. 156-158, εκδ. Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1982

24


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9: Νομολογία, Εθνική- Κοινοτική 9.1. Εθνική Νομολογία 9.1.1. ΕπΑνταγ 244/ΙΙΙ/ 2003, Δ.Τ. Κατά της ΣΟΝΥ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Ε., ΦΕΚ Β΄ 585/20.4.2004 Ανεξάρτητος επισκευαστής ηλεκτρονικών συσκευών -Συμφωνία- Άρνηση πώλησης- Σχετική αγορά – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης -Πρόστιμο Καταγγελία του Δ.Τ. Κατά της ΣΟΝΥ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.Ε. Παράβαση των άρθρων 1 και 2 του ν. 703/77. Ο καταγγέλλων, ως έμπορος ηχητικών συστημάτων, ανταλλακτικών και επισκευαστής ηλεκτρικών συσκευών παρήγγειλε εργαλεία και ανταλλακτικά ΣΟΝΥ σε εξουσιοδοτημένο κατάστημα της καταγγελλόμενης και το κατάστημα του αρνήθηκε την πώληση. Επίσης τα τεχνικά εγχειρίδια της εταιρίας κοστίζουν στην Ελλάδα έως 25 φορές περισσότερο από άλλες χώρες, ενώ η εταιρία δεν εξέδιδε δελτία παραγγελίας και δεν παρέδιδε έγκαιρα τα ανταλλακτικά. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού απεφάνθει ότι η απαγόρευση διάθεσης σε τρίτους των τεχνικών εγχειριδίων και των εργαλείων που είναι απαραίτητα για την επισκευή των συσκευών Sony και την οποία επέβαλε η καταγγελλόμενη στα εξουσιοδοτημένα συνεργεία επισκευής των συσκευών της , βάσει όρου που περιεχόταν στις συμφωνίες μεταξύ αυτής και των εξουσιοδοτημένων συνεργείων , συνιστούσε συμφωνία, η οποία αποτελούσε παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/7, καθώς είχε ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα τον περιορισμός παροχής υπηρεσιών επισκευής των συσκευών ΣΟΝΥ από ανεξάρτητους επισκευαστές. Πριν την εξέταση δεσπόζουσας θέσης η Επιτροπή Ανταγωνισμού οριοθέτησε τη σχετική αγορά δεχόμενη ότι αυτή περιορίζεται στα τεχνικά βοηθήματα και ανταλλακτικά της καταγγελλόμενης και δεν επεκτείνεται ούτε στα αντίστοιχα προϊόντα ούτε και στις συσκευές των υπόλοιπων ανταγωνιστών. Ακολούθως, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι η καταγγελλόμενη, ως αποκλειστική προμηθεύτρια των εργαλείων τεχνικών βοηθημάτων και ανταλλακτικών των συσκευών ΣΟΝΥ κατέχει δεσπόζουσα θέση στη συγκεκριμένη αγορά. Τέλος έκρινε ότι η επιβολή εκ μέρους της καταγγελλόμενης στα εξουσιοδοτημένα συνεργεία επισκευής των συσκευών ΣΟΝΥ της απαγόρευσης να διαθέτουν σε τρίτους ανταλλακτικά, η άρνηση της καταγγελλόμενης να εφοδιάζει τον καταγγέλλοντα , καθώς και η καθυστέρηση στην εκτέλεση των παραγγελιών του σε συνδυασμό με τη δυσαναλογία υψηλή τιμή λιανικής πώλησης των εγχειριδίων συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της καθ'ης (άρθρο 2 στοιχ β του ν. 703/77 ) Η επιβολή προστίμου ύψους 200.000 ευρώ στην καθ'ής επί του συνολικού κύκλου εργασιών της (και όχι μόνο επί του κύκλου εργασιών για το εμπόρευμα και τις υπηρεσίες για το οποίο συνέτρεχε η παράβαση), λαμβανομένων υπόψη από την Επιτροπή διάρκειας ( 1999-2001) και της σοβαρότητας της παράβασης (κρίθηκε ως ιδιαίτερα σοβαρή). Κατόπιν αιτήσεως αναστολής της ΣΟΝΥ Ελλάς εκδόθηκε η απορριπτική επ΄αυτής απόφαση του ΠρΕφΑθ 55/20041 1Βλ. Γ.Δ. Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική &ευρωπαϊκή), σ.47-48 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

25


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

9.1.2. Απόφαση Αριθμ. 145/II/2000, Η Επιτροπή Ανταγωνισμού σε ολομέλεια Θέμα της συνεδρίασης ήταν η καταγγελία του εμπόρου Σ. Ε. κατά της εταιρείας «ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΡΕΛΙΑ ΑΕ», για παράβαση του άρθρου 2α του ν. 703/77, όπως ισχύει . Ο αιτών έμπορος, επικαλούμενος παράβαση του άρθρου 2α ν. 703/77, όπως ισχύει, υπέβαλε προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού, καταγγελία, σύμφωνα με την οποία η «ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΡΕΛΙΑ ΑΕ», αρνείτο να του πωλήσει τα προϊόντα της. Η καταγγελλόμενη εταιρία. είναι παραγωγός τσιγάρων, είτε σαν δικαιούχος σήματος είτε κατόπιν συμφωνίας εκμετάλλευσης σήματος. Η εταιρία παράγει και διακινεί σημαντικό αριθμό επώνυμων προϊόντων. Τα εν λόγω προϊόντα, προωθεί στην αγορά, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, μέσω των αναγνωρισμένων από τις καπνοβιομηχανίες πρατηριούχων στις πόλεις Αθήνα, Πειραιά, Πάτρα και Θεσσαλονίκη, ενώ στην υπόλοιπη επικράτεια, η διάθεση των προϊόντων γίνεται μέσω των τοπικών διανομέων – αντιπροσώπων. Η εμπορική συνεργασία της καταγγελλόμενης με τον καταγγέλλοντα ισχύει για δεκαετίες, καθώς αυτός διατηρεί στο Βαρθολομαίο Ηλείας ατομική επιχείρηση χονδρικής πώλησης τσιγάρων, πούρων και λοιπών συναφών προϊόντων καπνού, τα οποία προμηθευόταν, εκτός των άλλων και από την καταγγελλόμενη. Ο εν λόγω διανομέας, δυνάμει σχέσεως εμπορικής αντιπροσωπείας με την καταγγελλόμενη, προωθούσε στους λιανοπωλητές της περιοχής τα τσιγάρα και συναφή προϊόντα καπνού που η καταγγελλόμενη παράγει, εισάγει, αντιπροσωπεύει και εμπορεύεται, όπως τα γνωστά Φίλτρο Καρέλια, Χρυσή Κασετίνα Καρέλια, REX. KARELIA LIGHTS, CAMEL, MORE, SLIM, REX ULTRA κλπ Με βάση τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος, παρόλο που η συνεργασία του με την καταγγελλόμενη ήταν άψογη, η τελευταία τελείως αιφνιδιαστικά διέκοψε την μακροχρόνια συνεργασία, αρνούμενη έκτοτε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις, προσκλήσεις και διαμαρτυρίες να του πωλήσει τα προϊόντα της, παρά το γεγονός ότι ο καταγγέλλων προσφέρθηκε να πληρώσει σε μετρητά την αξία τους. Ο καταγγέλλων ζητά να γίνει δεκτή η καταγγελία του. Να υποχρεωθεί η καταγγελλόμενη να παύσει να παραβιάζει τον νόμο, να παραλείπει κάθε μελλοντική παράβαση και να του πωλεί και παραδίδει τα προϊόντα που παράγει, εισάγει, αντιπροσωπεύει και εμπορεύεται. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του ανωτέρω εμπόρου και υποχρέωσε την καταγγελλόμενη για ένα έτος από την δημοσίευση της απόφαση της (ΕΑ 100/98) να πωλεί και να παραδίδει στον συγκεκριμένο διανομέα στις αποθήκες του εργοστασίου της στην Καλαμάτα, τσιγάρα και λοιπά προϊόντα καπνού που παράγει, εισάγει και αντιπροσωπεύει, μετά από παραγγελία που θα της επιδίδει τρεις ημέρες πριν, με ταυτόχρονη εξόφληση του τιμήματος, ενώ παράλληλα απειλούσε με πρόστιμο 150.000 δρχ. για κάθε ημέρα συμμόρφωσης. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών (Απόφ. 644/1999) δεν έκανε δεκτή την προσφυγή της καταγγελλόμενης, όσον αφορά τον καταγγέλλοντα. Ο καταγγέλλων έμπορος επί δεκαετίες1 1http://www.epant.gr/apofasi_details.php?Lang=gr&id=262&nid=267&page=1

26


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

προμηθευόταν τα προϊόντα της καθ'ής με έκπτωση (περίπου 40%) επί της λιανικής τιμής μετά την αφαίρεση του φόρου και προωθούσε στους λιανοπωλητές της περιοχής του τα τσιγάρα και συναφής προϊόντα αυτής. Το παρεχόμενο ποσοστό έκπτωσης από την εταιρία στον διανομέα αποτελεί το περιθώριο κέρδους του διανομέα και του λιανοπωλητή και η κατανομή του περιθωρίου κέρδους μεταξύ των δύο είναι θέμα συμφωνίας. Οι κύκλοι εργασιών του αιτούντος, κατά την περίοδο 19941998 κυμάνθηκαν ως εξής: (α) Τσιγάρα ΚΑΡΕΛΙΑ 179.545.584 το 1994, 182.931.163 το 1995, 177.715.557 το 1996, 140.868.066 το 1997 και 150.000.000 το 1998. (β) Τσιγάρα συνολικά 628.400.000 το 1994, 657.450.000 το 1995, 750.000.000το 1996, 832.000.000 το 1997 και 947.200.000 το 1998. Ο Ε. Σ. διακινεί όλες τις μάρκες τσιγάρων χωρίς να εμπορεύεται ζαχαρώδη. Οι πωλήσεις του σε τσιγάρα ΚΑΡΕΛΙΑ ανέρχονταν όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία στο 20-30% του κύκλου εργασιών του την τριετία 1994 – 1996 και στο 17% περίπου Τα έτη 1997 και 1998. Εκ των ως άνω συνάγεται ότι οι κύκλοι εργασιών του καταγγέλλοντα σε ότι αφορά τα προϊόντα Καρέλια κινήθηκαν πτωτικά από το 1994 και εφεξής. Η καταγγελλόμενη, με επιστολή της την 30 Οκτωβρίου 1997, ενημέρωσε τον καταγγέλλοντα ότι στα πλαίσια καλύτερης οργάνωσης του δικτύου της, ανέθεσε την πώληση και διανομή των προϊόντων της για την περιοχή Βαρθολομιού, στην οποία δραστηριοποιείται ο καταγγέλλων, στην εδρεύουσα στην Αμαλιάδα του νομού Ηλείας επιχείρηση «ΑΦΟΙ ΚΙΝΙΝΗ ΑΒΕΕ» και ως εκ τούτου διακόπτεται η μεταξύ τους συνεργασία από 6 Νοεμβρίου 1997. Σημειώνεται ότι μόνο στον νομό Μεσσηνίας περιλαμβανομένης και της πόλεως της Καλαμάτας, η καταγγελλόμενη αποφάσισε να τροποποιήσει το σύστημα διανομής των προϊόντων της, αναθέτοντας την διάθεση αυτών σε αντιπρόσωπο και συγκεκριμένα στον εδρεύοντα στην Καλαμάτα έμπορο Γ. Ανδρούτσο. Στον νομό Ηλείας, στον οποίο δραστηριοποιείται ο καταγγέλλων, η καταγγελλόμενη, όπως προκύπτει από το πελατολόγιό της, συνεχίζει να συνεργάζεται με οκτώ διανομείς χονδρικής πώλησης τσιγάρων, ορισμένοι από τους οποίους πραγματοποιούν μικρότερο κύκλο εργασιών σε σχέση με την επιχείρηση του αιτούντα. Η καταγγελλόμενη ισχυρίζεται ότι με την καταγγελία της σύμβασης του καταγγέλλοντα, άρχισε να περιορίζει τους διανομείς της με προοπτική στο μέλλον να διορίσει μόνο έναν αντιπρόσωπο για όλο τον νομό Ηλείας. Αναφέρει δε ότι ο καταγγέλλων έχει την δυνατότητα να προμηθεύεται τα προϊόντα της από το υποκατάστημα της εταιρίας στην Πάτρα, χωρίς όμως να αναφέρει τους όρους. Ωστόσο, κατά το χρονικό διάστημα από την διακοπή της συνεργασίας, δηλαδή 6-11-97 έως την επίδοση της απόφασης της Επιτροπής 100/98 στον αιτούντα, ο τελευταίος επανειλημμένα προσπάθησε να προμηθευτεί τα προϊόντα της καταγγελλόμενης από το υποκατάστημα της Πάτρας όσο

και

από

άλλους

συναδέλφους

του

και

συνάντησε

την

άρνησή

τους.

Η σχετική αγορά προϊόντων περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν μεταξύ τους λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και σκοπούμενης χρήσης τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ως σχετική 1 1http://www.epant.gr/apofasi_details.php?Lang=gr&id=262&nid=267&page=1

27


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

αγορά θεωρείται η αγορά των βιομηχανοποιημένων καπνών που διακρίνεται στις παρακάτω επί μέρους αγορές : α) των τσιγάρων, β) των πούρων και σιγαρίλλος και γ) του καπνού που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) τσιγάρων. Η Καπνοβιομηχανία «ΚΑΡΕΛΙΑ» κατέχει στην αγορά του ελληνικού τσιγάρου ποσοστό 8,97%, ενώ στην αγορά των τσιγάρων αμερικάνικου τύπου ποσοστό 7,16 %. Το συνολικό ποσοστό είναι δηλαδή 16,13%. Σε απόσταση από αυτή βρίσκεται η ανταγωνίστρια εταιρεία «ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ» με ποσοστό 13,97% στα ελληνικά τσιγάρα και 24,75% στα αμερικάνικα, δηλαδή συνολικό ποσοστό 38,72%. Οι άλλες καπνοβιομηχανίες παρουσιάζουν τα εξής μερίδια: ROTHMANS 14,38%, ΣΕΚΑΠ 9,19%, ΡΕΕΜΤΣΜΑ 4,34%, GALLAHER 4,33%, BAT-B&W 2,40%, ΚΕΡΑΝΗΣ 2,27%, SCANDINAVIAN TOBACCO 2,19%, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ 0,86%, AUSTRIA TABAKWERKE 0,50% και SEITA 0,61%. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται μόνο στη σχετική αγορά των τσιγάρων. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2α του ν. 703/77, όπως ισχύει «απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, που κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή τους ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων. Για την υπαγωγή στην απαγόρευση του άρθρου 2α με την έννοια της αιφνίδιας και αδικαιολόγητης διακοπής μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων θα πρέπει: -Να υπάρχει σχέση οικονομικής εξάρτησης μιας επιχείρησης από άλλη ή άλλες επιχειρήσεις, από τις οποίες προμηθεύεται ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών. -Η επιχείρηση αυτή να μην διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση, με την έννοια ότι δεν προσφέρονται καθόλου τέτοιες λύσεις ή οι προσφερόμενες συνδέονται με σοβαρά μειονεκτήματα, δηλαδή δεν μπορεί να προμηθεύεται τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από άλλη πηγή ή εάν μπορεί, όχι με τους ίδιους αλλά με δυσμενέστερους όρους, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εξαρτώμενης επιχείρησης σε δυσμενή έναντι των ανταγωνιστών της θέση, αφού μειώνεται έτσι σημαντικά η ικανότητά της να αντεπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, πράγμα που μπορεί να την

οδηγήσει

ακόμη

και

σε

αδυναμία

να

συνεχίσει

την

λειτουργία

της.

Η επιχείρηση από την οποία εξαρτώνται οι άλλες, να προβαίνει σε καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω εξάρτησης, δηλαδή να εκμεταλλεύεται την ισχύ, που της δίνει η αδυναμία της εξαρτημένης, να διαθέτει άλλη ισοδύναμη εναλλακτική λύση, σύμφωνα με τα πιο πάνω, με μέσα και πρακτικές που έχουν ως τελικό αποτέλεσμα να βλάψουν την ανταγωνιστικότητα της τελευταίας. Η απαγόρευση του άρθρου 2α δεν επιδιώκει να επιβάλλει την διαιώνιση συμβατικών σχέσεων, αλλά αποσκοπεί στην εξασφάλιση μιας εύλογης προθεσμίας μέσα στην οποία η 1 1http://www.epant.gr/apofasi_details.php?Lang=gr&id=262&nid=267&page=1

28


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

εξαρτημένη επιχείρηση θα μπορέσει να αποσβέσει σημαντικό μέρος των επενδύσεων, στις οποίες υποβλήθηκε, εξαιτίας της συγκεκριμένης εμπορικής συνεργασίας και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αν και είναι γενικά δεκτό ότι ο προμηθευτής έχει το δικαίωμα να επιλέγει ή να τροποποιεί το σύστημα διανομής των προϊόντων του, προκειμένου να βελτιώσει την θέση του στον ανταγωνισμό, στην εν λόγω υπόθεση η καταγγελλόμενη έδωσε, μετά την καταγγελία της, ελάχιστο περιθώριο χρόνου –μόλις μίας εβδομάδας- στον καταγγέλλοντα, με τον οποίο συνεργαζόταν επί δεκαετίες, ενώ θα μπορούσε να του χορηγήσει χρονικό περιθώριο τουλάχιστον έξι (6) μηνών χωρίς προφανή ζημία της. Παράλληλα, δεν του άφησε εναλλακτική λύση προμήθειας των προϊόντων της, καθώς αυτός κατά το χρονικό διάστημα της διακοπής της συνεργασίας τους, προσπάθησε να προμηθευθεί τα προϊόντα της καταγγελλόμενης από το υποκατάστημα της Πάτρας και από άλλους διανομείς, αλλά συνάντησε την άρνησή τους. Επειδή δε, τα εν λόγω προϊόντα έχουν μεγάλη ζήτηση στην περιοχή του καταγγέλλοντος, η έλλειψή τους από την επιχείρησή του, τον θέτει σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών του στην ίδια περιοχή και πιθανολογείται ότι μπορεί άμεσα να κλονίσει σοβαρά την οικονομική κατάσταση του καταγγέλλοντα. Επίσης, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της καταγγέλουσας ότι απώτερος στόχος της καταγγελίας της σύμβασης με τον καταγγέλλοντα ήταν η αναδιοργάνωση του δικτύου στην περιοχή του, καθώς από την ημερομηνία καταγγελίας, δηλαδή το έτος 1997 έως σήμερα, δεν προχώρησε σε καμία μεταβολή του συστήματος διανομής στον Νομό Ηλείας και συνεχίζει να συνεργάζεται με τους ίδιους διανομείς. Επομένως, η συμπεριφορά της καταγγελλόμενης συνιστά κατάχρηση της δημιουργηθείσας οικονομικής εξάρτησης του καταγγέλλοντος από αυτήν και άρα πρέπει να γίνει δεκτή η καταγγελία του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται ότι οι από 20.11.1997 και 28.5.1998 καταγγελλόμενες από τον Ευστάθιο Σπεντζάρη πράξεις της εταιρείας ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΡΕΛΙΑ Α.Ε. συνιστούν παράβαση του άρθρου 2α του ν.703/77, όπως ισχύει, και επιβάλει στην εταιρεία ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΡΕΛΙΑ Α.Ε. πρόστιμο δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών για την παράβαση αυτή. Υποχρεώνει την εταιρεία ΚΑΠΝΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΡΕΛΙΑ Α.Ε. να πωλεί και παραδίδει τα προϊόντα καπνού που εισάγει, παράγει και αντιπροσωπεύει στον Ευστάθιο Σπεντζάρη, με τους αυτούς όρους που προμηθεύει τους λοιπούς διανομείς του Νομού Ηλείας. *Η απόφαση εκδόθηκε την16. 5. 2000/Η παρούσα απόφαση να δημοσιευθεί σ την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 1

1http://www.epant.gr/apofasi_details.php?Lang=gr&id=262&nid=267&page=1

28


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

9.1.3. ΕπΑντ 166 /ΙΙ/2000, Α.Τ. Και της εταιρίας KMS HAIR CARE ΕΛΛΑΣ Α.Ε. ΕΙΔΩΝ ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟΥ, ΦΕΚ Β' 1250/26.9.2001. Ασφαλιστικά μέτρα - Οικονομικά εξαρτημένη επιχείρηση – Μη ύπαρξη κατάχρησης- Αγορά καλλυντικών περιποίησης μαλλιών Απόρριψη αίτησης του Α.Τ. Και της εταιρίας

KMS HAIR CARE ΕΛΛΑΣ Α.Ε. ΕΙΔΩΝ

ΚΟΜΜΩΤΗΡΙΟΥ, για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά της εταιρίας LABORATORIES LTD

KMS RESEARCH

λόγω μη πιθανολόγησης παράβασης του άρθρου 2α του ν. 703/77,

εξαιτίας αιφνίδιας και αδικαιολόγητης καταγγελίας της μεταξύ των μερών μακροχρόνιας συνεργασίας. Ο Α.Τ. Ήταν ο επί 12/ετία δυνάμει σειράς συμβάσεων αποκλειστικής διανομής αποκλειστικός αντιπρόσωπος των προϊόντων της καθ'ης με το σήμα KMS αρχικά για όλη την επικράτεια και αργότερα μέρος αυτής. Η προβληθείσα από την καθ'ης ένσταση ελλείψεως δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, δεδομένου ότι στην από 1.4.1998 συμφωνία μεταξύ της δεύτερης των αιτούντων και της καθ'ης οριζόταν το αγγλικό δίκαιο ως διέπον τις διαφορές μεταξύ των μερών, δεν θεωρήθηκε βάσιμη διότι οποιαδήποτε συμφωνία προεκτάσεως δεν εμποδίζει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων , ιδιαίτερα στα πλαίσια του δικαίου ανταγωνισμού. Όσον αφορά τη σχετική αγορά η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωσε ότι αυτή περιλαμβάνει τα καλλυντικά προϊόντα περιποίησης μαλλιών (σαμπουάν,μαλακτικές κρέμες , λοσιόν, μάσκες μαλλιών, βαφές κ.ο.κ.) Χαρακτηριστικό της εν γένει αγοράς των καλλυντικών αποτελεί η διάθεση των προϊόντων μέσω συγκεκριμένων καναλιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά το καθένα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην κρινόμενη υπόθεση πιθανολόγησε την της σχέσεως οικονομικής εξάρτησης της αιτούσας από την πρώτη των καταγγελλομένων εξαιτίας

της μακρόχρονης

αποκλειστικής συνεργασίας της με την προμηθεύτρια εταιρία και της δυσκολίας

ευρέσεως

ισοδύναμης εναλλακτικής λύσης λόγω της επί δωδεκαετίας συνεργασίας τους καθώς και λόγω του ότι κατά το διάστημα αυτό οι αιτούντες διένειμαν στην Ελλάδα μόνον προϊόντα KMS (πλην των προϊόντων βαφής ΚΕΜΟΝ) και η συνολική δραστηριότητά τους είχε σα μοναδικό αντικείμενο την αντιπροσώπευση, διανομή αυτών. Επίσης , στα πλαίσια

των δραστηριοτήτων

τους οι

αιτούντες είχαν προσαρμόσει την επιχείρηση τους σύμφωνα με τις ανάγκες της συνεργασίας τους με την καθ'ης και προέβησαν σε επενδύσεις ύψους 200 εκατ. Δρχ. Περίπου, για έξοδα για αποδοχές τεχνικών συμβούλων, stands, διαφημιστικά φυλλάδια, διαφημίσεις σε περιοδικά κ.α. Η εύρεση ισοδύναμης εναλλακτικής , εκτιμήθηκε ότι παρουσίαζε δυσκολίες, δεδομένου ότι η αγορά προϊόντων περιποίησης μαλλιών στην Ελλάδα είναι ήδη ανεπτυγμένη , ενώ αρκετές εταιρίες με επώνυμα προϊόντα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ισοδύναμα από άποψη ποιότητας, κύρους και φήμης με αυτά της καθ'ης , διαθέτουν ήδη τα προϊόντα τους στη χώρα μας. Έτσι η ανάληψη και η προώθηση κάποιας νέας , άγνωστης στη χώρα μας εταιρίας θα απαιτούσε σημαντική επένδυση1 1.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.61-63 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

29


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

για έξοδα διαφήμισης , προσέγγισης καταναλωτών και προώθησης προϊόντων. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού , εν συνεχεία όμως δεν διαπίστωσε ότι συντρέχει καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης αυτής, δεδομένου ότι κάθε προμηθευτής είναι ελεύθερος στη διακίνηση των προϊόντων του, η δε έκτακτη καταγγελία μιας σύμβασης διανομής μπορεί να θεωρηθεί άκυρη κατά το άρθρο 2α του ν 703/77, μόνον όταν τίθεται αδικαιολόγητα σε μειονεκτική θέση η εξαρτημένη επιχείρηση, δηλαδή 'όταν η προμηθεύτρια εταιρία επιδιώκει τα συμφέροντα της με τρόπο όπου περιορίζει δυσανάλογα την ανταγωνιστική ελευθερία της εξαρτημένης επιχείρησης σε σύγκριση προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα ελάχιστα όρια αγορών που επέβαλλε η καθ' ης στους αιτούντες ήταν αυξημένα σε ποσοστό 53% περίπου σε σχέση με αυτά των προηγούμενων ετών , γεγονός που καθιστούσε τον όρο αυτό υπέρμετρο και απειλούνταν με αυτό η βιωσιμότητα των αιτούντων χωρίς δικαιολογημένη αιτία. Η αύξηση αυτή της τάξεως του 40% έως 50% ήταν όμως η συνήθης πρακτική της αιτούσας , την οποία αποδέχονταν οι αιτούντες και όπως προέκυψε από την αλληλογραφία τους, είχαν τη δυνατότητα να διαπραγματευθούν με την καθ'ης τις παραπάνω αυξήσεις των ελαχίστων αγορών. Όσον δε αφορά την επίκληση εκ μέρους της καθ'ης της έλλειψης οικονομικής βιωσιμότητας των αιτούντων, πράγματι διαπιστώθηκε ότι οι αιτούντες, όπως αποδείχθηκε από την αλληλογραφία τους με την καθ'ης , τα παραστατικά των Τραπεζών, τα τιμολόγια παραλαβής και εξόφλησης των εμπορευμάτων , αλλά όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι, αντιμετώπιζαν μεγάλη δυσκολία στη ρύθμιση των οικονομικών τους υποχρεώσεων προς την καθ'ης κατά το χρόνο εξόφλησης των πληρωμών τους. Λόγω και της πιστωτικής πολιτικής που οι ίδιοι εφάρμοζαν προς τους πελάτες τους, στους οποίους έδιναν χρόνο αποπληρωμής ως και 4 μήνες . Οι αιτούντες παραβίαζαν συχνότατα τον συμβατικό όρο περί χρόνου πιστώσεως του τμήματος για 35 μέρες και εξοφλούσαν τα τιμολόγια της καθ'ης με καθυστέρηση που κυμαινόταν από 2 ως 11 μήνες. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της καθ'ης δεν θεωρήθηκε αδικαιολόγητη, αφού έγινε για σπουδαίο λόγο , δηλαδή λόγω παραβίασης συμβατικών όρων και έλλειψης οικονομικής βιωσιμότητας των αιτούντων, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του δικαιολογημένου συμφέροντος της καθ'ης για προστασία της φήμης των προϊόντων της, καθώς και των οικονομικών συμφερόντων αυτής.1

11.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.61-63 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

30


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

9.2. Κοινοτική Νομολογία. 9.2.1. Αlmelo (Gemeente) and Others κατά Energiebedrijf ljsselmij NV ΔΕΚ, Υπόθεση C-393/92, απόφαση της 27.04.1994, Συλλογή 1994 Ι- 1477 Επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού συμφέροντος-Υπόκεινται στους κανόνες της Συνθήκης-Όρια-Διανομή ηλεκτρικού ρεύματος -Επιβολή εκ μέρους περιφερειακού διανομέα ρήτρας αποκελιστικής αγοράς επί των τοπικών διανομέων η οποία αποκλείει τις εισαγωγές-Άρθρο 234 ΣυνθΕΚ- Συλλογική δεσπόζουσα θέση Η απόφαση αφορούσε ένα συμβόλαιο μεταξύ της SEP, μια κοινοπραξία παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας , και της Almelo, ενός τοπικού διανομέα, το οποίο υποχρέωνε την Almelo να αγοράζει όλη την ηλεκτρική ενέργεια από την SEP, χωρίς να της επιτρέπεται η εισαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες χώρες. Το ΔΕΚ, σε ερώτημα των Ολλανδικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 234 ΣυθνθΕΚ, ανέφερε ότι για την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσης, οι εταιρίες είναι απαραίτητο να συνδέονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να υιοθετούν κοινή στάση στην αγορά(σκέψη 42). Η απόφαση δεν αναφέρει όμως τι είδους σύνδεσμοι είναι αναγκαίοι, ώστε οι εταιρίες να έχουν συλλογική δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Το ΔΕΚ απεφάνθη ότι η απαίτηση για αποκλειστικότητα που επεβλήθη από την SEP, που είχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας , στην Αlmelo, μέσω του προαναφερθέντος συμβολαίου, αποτελεί

παράβαση των

Άρθρων 81 και 82.1

9.2.2. Ahmed Saaed Flugreisen and Silver Line Reiseburo GmbH κατά Zentrale Ψ-66/86, απόφαση της 11.04.1989,Συλλογή 1989 Ι-803 ( Κατάχρηση Δεσπόζουσας Θέσης από Κρατικές Εταιρίες). Εφαρμογή των μεταβατικών κανόνων που προβλέπουν τα άρθρα 88 και 89 της Συνθήκης -Ταυτόχρονη εφαρμογή των Άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης-Επιτρεπτό αυτής- Συμφωνίίες περί αεροπορικών ναύλων που καθορίζονται με συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων-Επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος -Εκμετάλλευση αεροπορικών γραμμών Η υπόθεση Ahmed Saaed είναι σημαντική όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς. Από το ΔΕΚ ζητήθηκε η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 5 παρ.2, 85,86,87,89 και 90 της Συνθήκης ΕΚ. Στην υπόθεση αυτή δύο γερμανικά γραφεία πώλησαν εισιτήρια σε τιμές πολύ χαμηλότερες των εγκεκριμένων από την κυβέρνηση τιμών. Τα εισιτήρια που ήταν για μια διαδρομή από Πορτογαλία μέσω ενός γερμανικού αεροδρομίου για μια τρίτη χώρα, ήταν φτηνότερα από τα αντίστοιχα εισιτήρια για την πιο σύντομη διαδρομή από το ίδιο το γερμανικό αεροδρόμιο στην ίδια τρίτη χώρα. Το ΔΕΚ ανέφερε ότι το Άρθρο 82 μπορεί να αφορά 2

1.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική &ευρωπαϊκή), σ.296-297 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005 2.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική &ευρωπαϊκή), σ.294-295 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 200 και Goyder D.G., <<EC Competition Law>>, 4th ed., Oxford University Press, 2003 σ. 275

31


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

τους ναύλους που ισχύουν για ορισμένη γραμμή ή για ορισμένες γραμμές τακτικών πτήσεων, όταν οι ναύλοι αυτοί έχουν καθοριστεί με διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις , που συνήφθησαν μεταξύ εταιριών αεροπορικών μεταφορών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου. Όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς, το ΔΕΚ σημείωσε ότι το κριτήριο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το αν η τακτική πτήση σε ορισμένη γραμμή μπορεί να εξατομικευτεί, σε σχέση με τις εναλλακτικές δυνατότητες μεταφοράς, λόγω των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της, που έχουν ως συνέπεια μα καθιστούν δύσκολη την υποκατάστασή της από τις άλλες δυνατότητες μεταφοράς και ανεπαίσθητο τον ανταγωνισμό τους. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, οι εναλλακτικές δυνατότητες μεταφοράς όπως η μεταφορά με μη τακτικές πτήσεις (charter), η σιδηροδρομική ή οδική μεταφορά πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη, καθώς και οι τακτικές πτήσεις σε άλλες γραμμές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα (σκέψη 39). Το ΔΕΚ απεφάνθη ότι (σκέψη 46): Ως προς την εφαρμογή του άρθρου86 της Συνθήκης, πρέπει συνεπώς να δοθεί ως απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα ότι η εφαρμογή ναύλων για τακτικές πτήσεις που απορρέουν από διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στη σχετική αγορά, ιδίως όταν η κατέχουσα τη δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπόρεσε να επιβάλει σε άλλες μεταφορικές επιχειρήσεις υπερβολικά υψηλούς ή χαμηλούς ναύλους, ή ακόμα την αποκλειστική εφαρμογή ενός μόνο ναύλου σε μία αεροπορική γραμμή. Σημείωμα: Το ΔΕΚ σημείωσε ότι μια υποφαινόμενη συμφωνία καθορισμού του τιμολογίου μπορεί στην πραγματικότητα να είναι η επιβολή της θέλησης μιας δεσπόζουσας εταιρίας σε υλικές εταιρίες1

9.3. Άλλα είδη κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. 9.3.1. Continental Can Co Inc Επίσημη Εφημερίδα 1972 L.7/25 Europemballage Corp and Continental Can Co. Inc κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( Continental Can) ΔΕΚ, Υπόθεση C-6/72, απόφαση της 21.02.1973, Συλλογή 1973 Ι-215. Άρθρο 82 και συγκεντρώσεις- Ορισμός αγοράς Στην υπόθεση αυτή το ΔΕΚ κλήθηκε να αποφασίσει αν μια συγκέντρωση δύναται να απαγορευθεί σύμφωνα με το Άρθρο 82. Η Επιτροπή συμπεριέλαβε στην ανάλυσή της Continental Can (αμερικάνικη εταιρία), SWL, γερμανική θυγατρική, η οποία εξαγόρασε την ανταγωνίστρια εταιρεία TDV. Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την συνολική επίδραση των πρακτικών των εταιρειών αυτών και απεφάνθη ότι υπήρξε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Η Επιτροπή ανέφερε ότι η

2

1.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική &ευρωπαϊκή), σ. 294-295, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 200 και Goyder D.G., <<EC Competition Law>>, 4th ed., Oxford University Press, 2003 σ. 275 2 .Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική &ευρωπαϊκή), σ. 300-301, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

32


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

Continental Can και η θυγατρική της SWL κατείχαν δεσπόζουσα θέση σε τρεις αγορές κονσέρβες για ψάρι, για κρέας και μεταλλικά καπάκια, χωρίς να δώσει όμως επαρκή εξήγηση. Το ΔΕΚ ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής επειδή δεν είχε οριστεί επαρκώς η σχετική αγορά του προϊόντος . Σημείωμα: Το ΔΕΚ έκρινε ότι το άρθρο 82 δύναται να εφαρμοστεί σε εκμεταλλευτικές και παρεμποδιστικές καταχρήσεις, και διευκρίνισε ότι το άρθρο 82 δεν παρέχει εξαντλητική λίστα με τους τύπους καταχρήσεων. Το ΔΕΚ, επίσης, σημείωσε ότι το άρθρο 82 εφαρμόζεται και σε συγκεντρώσεις, οι οποίες ενισχύουν τη δεσπόζουσα θέση μιας εταιρίας, πράγμα που είχε μεγάλη σημασία για την Επιτροπή, ιδιαίτερα σε μια περίοδο, που δεν υπήρχε ακόμα ο Κανονισμός 4064/89 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων. Στην περίπτωση των συγκεντρώσεων, δεν είναι αναγκαία η εκμετάλλευση της δύναμης που έχει η δεσπόζουσα εταιρία στην αγορά. Θα πρέπει όμως η αποκτώσα εταιρία να κατέχει ήδη δεσπόζουσα θέση πριν την συγκέντρωση. Το ΔΕΚ επίσης σημείωσε ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς στην εκτίμηση ότι μια εταιρία κατέχει δεσπόζουσα θέση είναι μεγίστης σημασίας. Ο ορισμός της σχετικής αγοράς θα πρέπει να περιλαμβάνει ανάλυση της δυνατότητας υποκατάστασης της ζήτησης και της προμήθειας ενός προϊόντος. Η ύπαρξη μιας δεσπόζουσας θέσης σχετίζεται άμεσα με συγκεκριμένη αγορά. Επίσης, το ΔΕΚ συνέδεσε την δύναμη μιας εταιρίας στην αγορά με την ανεξαρτησία της εταιρίας και τον έλεγχό της επί των τιμών (σκέψη 3). Η επιτροπή φαίνεται ότι θεωρεί ως κατάχρηση την αλλαγή της δομής μιας αγοράς, ιδίως όταν ο ανταγωνισμός στην αγορά αυτή είναι ήδη μειωμένος εξαιτίας της ύπαρξης της δεσπόζουσας εταιρίας.1

9.3.2. Societa Italiana Vetro SpA (SIV), Fabbrica Pisana and PPG Vernante Pennitalia κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Flat Glass). ΠΕΚ, Υποθέσεις Τ-68,77&78/89, απόφαση της 10.03.1992, Συλλογή 1992 ΙΙ-1403. Συλλογική δεσπόζουσα θέση- Άρθρο 81- Επίπεδη ύαλος- Έννοιες «εναρμονισμένη πρακτική» -Κατάχρηση συλλογικής δεσπόζουσας θέσης

«συμφωνία»

και

Στην Flat Glass το Πρωτοδικείο καταδίκασε τρεις εταιρίες παραγωγής επίπεδου υάλου για συμφωνίες και πρακτικές, οι οποίες παραβίασαν το Άρθρο 81 είχαν ως σκοπό τον καθορισμό τιμών και ποσοτήτων παραγωγής. Η Επιτροπή απεφάνθη, επίσης, ότι οι τρεις εταιρίες καταχράστηκαν την συλλογική δεσπόζουσα θέση τους. Οι τρεις αυτές εταιρίες που είχαν το 95% της αγοράς για ύαλο που χρησιμοποιείται στην αυτοκινητοβιομηχανία και το 79% της αγοράς υάλου για άλλες,2

1.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.300-301 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005 21.Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.302 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

33


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

χρήσεις παρεμπόδισαν τους πελάτες τους να ανταγωνιστούν μεταξύ τους ως προς τις τιμές και τους όρους πώλησης και επέβαλαν προστώσεις πώλησης για την ύαλο που χρησιμοποιείται στην αυτοκινητοβιομηχανία. Το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής που αφορούσε την κατάχρηση του Άρθρου 82 με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή δεν

μπορεί να βασιστεί σε

ανακύκλωση των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν παράβαση του Άρθρου 81, για να αποδείξει παράβαση του Άρθρου 82. Σημείωμα: Το Πρωτοδικείο για πρώτη φορά εφάρμοσε την έννοια της συλλογικής δεσπόζουσας θέσης και ανέφερε ότι δεν υπάρχει κανένας νομικός ή οικονομικός λόγος να υποτεθεί ότι ο όρος «επιχείρηση» που αναφέρεται στο Άρθρο 82 έχει διαφορετική έννοια από αυτή που έχει στο πλαίσιο του Άρθρου 81. Δύο ή περισσότερες ανεξάρτητες οικονομικές ενότητες δύναται να συνδέονται, σε μία συγκεκριμένη αγορά,με τέτοιους οικονομικούς δεσμούς ώστε, εκ του λόγου αυτού,να κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες στην ίδια αγορά (σκέψη 358). Το Πρωτοδικείο, όμως, δεν προχώρησε σε προσδιορισμό των οικονομικών δεσμών. Η απόφαση του Πρωτοδικείου διευκρινίζει ότι η διάταξη του Άρθρου 82 είναι ανεξάρτητη από εκείνη του Άρθρου 81 και ότι η κάθε μια εφαρμόζεται, όταν πληρούται το πραγματικό

της. Από την απόφαση

μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η δομή της αγοράς δύναται να επαρκεί για τον καθορισμό των οικονομικών δεσμών που απαιτούνται για την ύπαρξη συλλογικής δεσπόζουσας θέσης. 1

9.3.3. ΙΤΤ Promedia NV κατά Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( Promedia) ΠΕΚ Υπόθεση Τ-111/96, απόφαση της 17.07.1998, Συλλογή 1998. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης-Δίκες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων-Δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη -Αίτηση εκτελέσεως συμφωνίας- Πρόδηλη πλάνη περί την εκτίμηση- Υποχρέωση εξετάσεως-Πλάνη περί τον χαρακτηρισμό -Ανεπαρκής αιτιολόγηση

Ο βελγικός νόμος της 13ης Οκτωβρίου 1930 , περί συντονισμού των διαφόρων νομοθετικών διατάξεων που αφορούν την τηλεγραφία και την ενσύρματη τηλεφωνία, εκχώρησε σε δημόσια επιχείρηση, και συγκεκριμένα στη Regie des telegraphes et telephones (μετέπειτα Belgacom), το αποκλειστικό

δικαίωμα

διαχείρισης

των

τηλεπικοινωνιών,

συμπεριλαμβανομένων

της

δημοσιεύσεως και διανομής στο Βέλγιο ετήσιων τηλεφωνικών καταλόγων. Η Belgacom είχε το δικαίωμα να αναθέτει σε τρίτους τη δημοσίευση των ετήσιων καταλόγων. Εκχώρησε στην NV Promedia το αποκλειστικό δικαίωμα να δημοσιεύει ετήσιους καταλόγους με βάση τα στοιχεία που της παρείχε. Η NV Promedia είχε το αποκλειστικό δικαίωμα να δημοσιεύει και να διανέμει εξ 2

1 Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.302 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005 2 Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.302 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

34


Κεφάλαιο 9: Νομολογία, Εθνική-Κοινοτική

ονόματος της

Belgacom

τον επίσημο ετήσιο τηλεφωνικό κατάλογο, καθώς και εμπορικούς

ετήσιους καταλόγους. Το μονοπώλιο της Belgacom για τη δημοσίευση των καταλόγων αυτών καταργήθηκε με νομοθέτημα το 1994. Όταν η Promedia αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί στην αγορά για τη δημοσίευση των καταλόγων , η Belgacom αρνήθηκε να δώσει τα στοιχεία των συνδρομητών, που ήταν απαραίτητα για τους καταλόγους αυτούς. Η Promedia ενήγαγε την Βelgacom ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων. Η Promedia κάλεσε το δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η άρνηση της Belgacom να της παράσχει τα στοιχεία των συνδρομητών υπό δίκαιες, εύλογες και μη εισάγουσες δυσμενή διάκριση προϋποθέσεις συνιστούσε αθέμιτη εμπορική πρακτική, αντικείμενη στους βελγικούς νόμους επί των εμπορικών πρακτικών και ανταγωνισμού, καθώς και στο άρθρο 86 της Συνθήκης, και να διατάξει την Belgacom να θέσει τέλος στην εν λόγω πρακτική προσκομίζοντας στην ITT Promedia NV τα ανωτέρω στοιχεία υπό δίκαιες εύλογες και μη εισάγουσεςε ισάγουσες δυσμενή διάκριση προϋποθέσεις (σκέψη 13). Το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της Promedia. Mετά την προσφυγή αυτή, η Belgacom προσέφυγε στη δικαιοσύνη

για μια προηγούμεη

συμφωνία με την Promedia , σχετική με την παραχώρηση στοιχείων συνδρομητών στην Belgacom. Η Promedia υπέβαλλε καταγγελία στην Επιτροπή κατά της συμπεριφοράς της Belgacom να κινηθεί κακοβούλως κατά των δικών της Promedia

ενώπιον των βελγικών δικαστηρίων, Η

Επιτροπή, όπως και το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή και ανέφερε ότι εκκίνηση μια δικαστικής δίωξης δύναται να αποτελέσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης , αν δεν αποσκοπεί στην κατοχύρωση των αυθεντικών δικαιωμάτων της δεσπόζουσας εταιρίας και αν αποτελεί μέρος ενός σχεδίου που αποσκοπεί στην μείωση του ανταγωνισμού. 1

1 Βλ. Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός (Πρακτική- Νομολογία εθνική & ευρωπαϊκή), σ.302 , εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2005

35


Συμπέρασμα

Συμπέρασμα Συμπερασματικά, η προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και η απαγόρευση πάσας μορφής συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες αφορούν ή αποβλέπουν στην παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, απετέλεσε, στο επίπεδο του ημεδαπού δικαίου, το κύριο αντικείμενο του νόμου 703/1977 «περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού». Στα πλαίσια αυτά, οι διατάξεις των άρθρων 2 και 2α του ανωτέρω νόμου, όπως αυτές ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι νόμοι 2000/1991, 2296/1995, 2837/2000 και 3373/2005, διέλαβαν ειδικά περί του ζητήματος της καταχρηστικής εκμετάλλευσης της δεσπόζουσας θέσης μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων επί του συνόλου ή μέρους της αγοράς της χώρας, ορίζοντας ρητώς την απαγόρευση της προκείμενης πρακτικής. Η τελευταία, πολλές φορές λόγω της εφαρμογής άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στις περιπτώσεις αδικαιολόγητης άρνησης πωλήσεων, αγορών ή διενέργειας άλλων συναλλαγών, οδηγεί κάποιες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στα πλαίσια του ευρύτερου ανταγωνισμού. Όπως έχει κριθεί και νομολογιακά, η δεσπόζουσα θέση, υπό την έννοια της υπερβάλλουσας οικονομικής ισχύος μιας επιχείρησης, προϋποθέτει καταρχήν την κατοχή ενός ιδιαίτερα σημαντικού μεριδίου στη συγκεκριμένη αγορά και παράλληλα την επίτευξη διατήρησής του σε σταθερά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα δεδομένα αυτά αποτελούν όχι μόνο τεκμήριο δεσπόζουσας θέσης αλλά και αποδεικτικό στοιχείο για την ύπαρξή της. Αυτό εντούτοις που χρήζει διευκρίνισης και αποτελεί παράλληλα τη διαχωριστική γραμμή πέραν της οποίας θεμελιώνεται η καταχρηστική συμπεριφορά, είναι ότι ο Νόμος δεν απαγορεύει αυτή καθεαυτή την κατοχή δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης, που σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει μεγάλο μερίδιο σε συνάρτηση με ορισμένη αγορά. Αυτό που απαγορεύεται είναι μόνο η εκ μέρους της ανωτέρω επιχείρησης καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσης αυτής και της οικονομικής εξάρτησης προς τρίτους με αθέμιτη-παράνομη συμπεριφορά, συνισταμένη στις περιπτώσεις που ορίζονται στα άρθρα 2 και 2α του νόμου 703/77( νυν 3959/11). Επιπλέον όμως, απαιτείται η «δεσπόζουσα» επιχείρηση να έχει πραγματικά τη δυνατότητα μονομερούς επηρεασμού και επιβολής όρων στη συγκεκριμένη αγορά και η θέση της στην αγορά αυτή να της επιτρέπει την πρακτική παρεμπόδιση της διατήρησης αποτελεσματικού ανταγωνισμού, στο μέτρο που η ίδια δύναται σε σημαντικό βαθμό να διαμορφώνει και να αναπτύσσει ανεξάρτητη επιχειρηματική συμπεριφορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, διατηρώντας έναντι αυτών ανεπτυγμένη οικονομική δυναμική και τεχνολογική υπεροχή . Συνεπώς, η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης μιας επιχείρησης κρίνεται με βάση την αντικειμενική συμπεριφορά της, εφόσον αυτή της επιτρέπει να επηρεάζει τη διάρθρωση της αγοράς, στην οποίαν ο ανταγωνισμός εμφανίζεται ήδη εξασθενημένος λόγω της παρουσίας της. Η συμπεριφορά δε αυτή συνδέεται με την υιοθέτηση και χρήση διαφορετικών μεθόδων από αυτές που εφαρμόζονται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού σε προϊόντα ή υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της εμπορικής δραστηριότητάς της.

36


Συμπέρασμα

Καταληκτικά, η προσπάθεια μιας επιχείρησης να δημιουργήσει καταστάσεις εγκαθίδρυσης πλήρους μονοπωλιακού ελέγχου, δια την χειραγώγηση και τον έλεγχο της αγοράς, αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Και αυτό συμβαίνει διότι οι πρακτικές αυτές μπορεί να συνίστανται είτε στην παρεμπόδιση της διατήρησης του επιπέδου του εναπομένοντος ανταγωνισμού και της ανάπτυξής του, είτε στην επιδίωξη και διεκδίκηση όλο και μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς, με ταυτόχρονη συρρίκνωση του επιπέδου του ανταγωνισμού και αποκλεισμό των ανταγωνιστών από τη συμμετοχή και διεκδίκηση του εναπομένοντος μεριδίου. Για τους λόγους αυτούς, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη και εφαρμογή ενός νομοθετικού πλαίσιο αποτελούμενο από κανόνες και αρχές που στόχο έχουν την εξασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού και θα αποτρέπει

καταχρηστικές συμπεριφορές οι οποίες επηρεάζουν ουσιωδώς τον ανταγωνισμό ή

προκαλούν την αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.

37


Βιβλιογραφία

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ι. Ελληνική Λ.Ε Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού (Αθέμιτου και Ελεύθερου), εκδόσεις οίκος Σάκκουλα , Θεσσαλονίκη 1982 και δεύτερη έκδοση 1986 Δ. Β Κουτσούκης, Δ. Ν. Δικηγόρου , Τόμος 1 : Κοινοτικός και Ελληνικός έλεγχος συγκεντρώσεων επιχειρήσεων και ο Ν. 703/77(όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις των Ν. 1934/91 και 2000/91), εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1992 Δ. Β Κουτσούκης/ Δ. Τζουγανάτος, Η εφαρμογή του ν. 703/77 «περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού» τ. ' (1987-1989),1990 Γ.Σ. Μπαμπέτας : Οικονομική Εξάρτηση και Καταχρηστική Εκμετάλλευση, εκδόσεις Π.Ν Σάκκουλας Δίκαιο και Οικονομία 2008 Ι. Ρόκας : Εμπορικό Δίκαιο Γενικό μέρος , εκδόσεις Το Οικονομικόν, Αθήνα 1991 Ι.Γ. Σχινάς : Προστασία του Ελεύθερου Ανταγωνισμού (η πρακτική της ΕΠΑ/ΕΑ), εκδόσεις αντ. Ν. Σάκκουλα , Αθήνα-Κομοτηνή 1992 Δ.Τζουγανάτος, Ολιγοπώλιο και συλλογική δεσπόζουσα θέση στο δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού, 2004 Γ.Δ. Τριανταφυλλάκης, Δίκαιο Ελεύθερου Ανταγωνισμού, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2012 Γ.Δ. Τριανταφυλλάκης, Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2009 Γ.Δ.Τριανταφυλλάκης, Ελεύθερος Ανταγωνισμός Πρακτική Νομολογία Εθνική-Ευρωπαϊκή, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2005

ΙΙ Ιστότοποι http://www.epant.gr/img/x2/categories/ctg313_1_1265728361.pdf

38


«Η καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης των επιχειρήσεων»

Επιμέλεια Εργασίας: Mπαξεβανίδου Σοφία Αμ.4021217

Τίρτα Ελευθερία Αμ. 20260



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.