Εργασία ατομικού εργατκού Δικαίου Ιούνιος 2013

Page 1

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤMHMA ΝΟΜΙΚΗΣ Τομέας Δικαίου των Επιχειρήσεων και Εργασιακού Δικαίου

ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ : «Η εργασία κατά την Κυριακή και τις ημέρες αργίας »

Μάθημα: Εργατικό Δίκαιο ΙΙ

Καθηγητής: Κιοσσέ-Παυλίδου Λευκή

Ακαδημαϊκό Έτος : 2012-2013

Επιμέλεια Εργασίας:

Μήτσης Ματθαίος Αμ.4021359 Τίρτα Ελευθερία Αμ. 4020260


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Περιεχόμενα .................................................................................................................................

II

Συντομογραφίες ........................................................................................................................... III Εισαγωγή ...................................................................................................................................... 1 Κεφάλαιο 1: Ιστορική Aναδρομή ................................................................................................... 2 Κεφάλαιο 2: Έννοια του Χρόνου Εργασίας ................................................................................ 3-4 Κεφάλαιο 3: Απαγόρευση Εργασίας κατά την Κυριακή και τις άλλες εξαιρέσιμες αργίες ................... 5-7 Κεφάλαιο 4: Υποχρεωτική μέρα ανάπαυσης:Κυριακή αργία -Εβδομαδιαία ημέρα αργίας ........ 8-9 Κεφάλαιο 5: Εργασία κατά τις Αργίες ......................................................................................... 10-14 5.1. Εξαιρέσιμες ημέρες (ημέρες αργίας) ........................................................................................... 10 5.2. Ημέρες υποχρεωτικής αργίας ..................................................................................................... 5.3 Ημέρες προαιρετικής αργίας ....................................................................................................... 5.4. Κατ΄ έθιμο αργίες ................................................................................................................... 5.5. Ημιαργία ................................................................................................................................. 5.6. Άλλες ειδικές ή τοπικές αργίες ...................................................................................................

10-11 11-12 12 13 13-14

Κεφάλαιο 6: Αξιώσεις εργαζομένων κατά την Κυριακή ............................................................ 15-22 6.1. Αξιώσεις εργαζομένων κατά την Κυριακή όταν η εργασία επιτρέπεται ............................... 15-20 6.2. Αξιώσεις εργαζομένων κατά την Κυριακή όταν η εργασία απαγορεύεται .......................... 20-22 6.3. Παραγραφή Αξιώσεων ........................................................................................................... 22

Κεφάλαιο 7: Συμφωνίες που αφορούν την Κυριακάτικη απασχόληση και την απασχόληση κατά τις ημέρες εργασίας ............................................................................................................................ 23 Κεφάλαιο 8: Ενδεχόμενο συμπτώσεως ημέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή η άλλη ημέρα αργίας .......................................................................... ................................................................. 24-25 8.1. Περίπτωση συμπτώσεως ημέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή ..................................... 24 8.2. Περίπτωση συμπτώσεως ημέρας υποχρεωτικής αργίας με ημέρα Σαββάτου ................................... 24-25 8.3.Περίπτωση συμπτώσεως ημέρας υποχρεωτικής αργίας με ημέρα αναπληρωματικής εβδομαδιαίας εβδομαδιαίας ανάπαυσης με ........................................................................................................... 25

8.4. Περίπτωση συμπτώσεως δύο (2) ημερών υποχρεωτικής αργίας την ίδια ημέρα ................... 25 8.5. Περίπτωση συμπτώσεως υποχρεωτικής αργίας με μη υποχρεωτικής ή κατ' έθιμο αργίας ..... 25 Κεφάλαιο 9: Αξιώσεις των εργαζομένων κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας ........................ 26-27 9.1.Αξιώσεις

των

εργαζομένων

όταν

η

εργασία

τις

ημέρες

υποχρεωτικής

επιτρέπεται .....................................................................................................................................

αργίας 26

9.2. Αξιώσεις των εργαζομένων όταν η εργασία τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας απαγορεύεται ... 26 9.3. Ειδικότερες περιπτώσεις .........................................................................................................

26-27

Κεφάλαιο 10: Δικόγραφο αγωγής με αίτημα την καταβολή διαφοράς αποδοχών για εργασία παρασχεθείσα νομίμως κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές .................................................. 28 Κεφάλαιο 11: Νομολογία .............................................................................................................. 29-39 Συμπέρασμα .................................................................................................................................

40

Βιβλιογραφία ..............................................................................................................................

41-42 II


Συντομογραφίες ΑΚ

Αστικός Κώδικας

ΑΝ

Αναγκαστικός Νόμος

ΑΠ

Άρειος Πάγος

αριθμ.

Αριθμός

αρ.

άρθρο

Β.Δ

Βασιλικό Διάταγμα

βλ.

βλέπε

Γνμδ.

Γνωμοδότηση

δ .α.

Διοικητική Απόφαση

ΔΕΕ

Διοικητικό Επιμελητήριο

ΕΕΕ

Ένωση Ελλήνων Ερευνητών

ΕΕργΔ

Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου Περιοδικό

επ

επόμενα

ΕτΚ

Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Εφ

Εφετείο

κ.α.

και άλλα

κ.ο.κ.

και ούτω καθ εξής

Μπρ

Μονομελές Πρωτοδικείο

ΝΠΔΔ

Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου

ΝΣΚ

Νομικό Συμβούλιο του Κράτους

Π.Ν.Π. Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου Ολομ.

Ολομέλεια

π.δ.

Προεδρικό Διάταγμα

παρ.

Παράγραφος

Πρβλ.

παράβλεπε

σ.σ.ε.

Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

Σ

Σύνταγμα

Στοιχ.

στοιχείο

Υ.Α.

υπουργική απόφαση III


Εισαγωγή

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η απασχόληση του εργαζόμενου κατά την έκτη και την έβδομη ημέρα δεν θεωρείται ούτε υπερωριακή εργασία ούτε υπερεργασία, διότι η εργασία της μορφής αυτής περιορίζεται στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και δεν επεκτείνεται και στις ημέρες της Κυριακής ή της ανάπαυσης άλλης μέρας. Η εργασία κατά τις ημέρες αυτές ρυθμίζεται με αυτοτελείς διατάξεις και όχι σε συσχετισμό με το χρονικό όριο της απασχόλησης του εργαζομένου κατά τις εργάσιμες μέρες. Κατά συνέπεια, υπό το καθεστώς της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, η τυχόν απασχόληση του εργαζομένου και κατά την έκτη ή και κατά την έβδομη ημέρα της εβδομάδας, που καλούνται ημέρες αναπαύσεως, δεν συνυπολογίζεται προκειμένου να διαπιστωθεί, αν αυτός πραγματοποίησε υπερεργασία ή υπερωριακή απασχόληση. Μπορεί όμως, η εν λόγω εργασία,αυτοτελώς λαμβανόμενη για κάθε μια από τις ανωτέρω έκτη και έβδομη ημέρες, να συνιστά υπερωρία, εάν υπερβαίνει για κάθε μια από τις δύο εν λόγω ημέρες το γενικό νόμιμο ωράριο εργασίας, ήτοι το οκτάωρο. Στην παρούσα εργασία θα αναπτυχθεί το ζήτημα της απασχόλησης κατά την Κυριακή και τις ημέρες αργίας. Αρχικά, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στις επιμέρους έννοιες που σχετίζονται με το χρόνο εργασίας. Κατόπιν, ακολουθεί η ανάλυση της γενικής ρήτρας της απαγόρευσης εργασίας κατά την Κυριακή και εξετάζονται οι περιπτώσεις στις οποίες αυτή κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται. Στη συνέχεια, παρατίθεται το νομοθετικό πλαίσιο εντός του οποίου η Κυριακή ορίζεται ως υποχρεωτική ημέρα ανάπαυσης. Έπειτα, πραγματοποιείται η διάκριση των αργιών στις επιμέρους κατηγορίες τους. Επιπρόσθετα, αναλύονται οι αξιώσεις των εργαζομένων για παρασχεθείσα εργασία τόσο κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας όσο και κατά την Κυριακή ενώ παράλληλα αναφέρονται οι περιπτώσεις συμπτώσεως ημέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι συμφωνίες που αφορούν την Κυριακάτικη απασχόληση και τις ημέρες αργίες καθώς και τα δικονομικά ζητήματα αναφορικά με το δικόγραφο αγωγής με αίτημα την καταβολή της διαφοράς των αποδοχών για εργασία κατά τις ημέρες αυτές. Επικουρικά παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα από την εθνική Νομολογία που θα συμβάλλουν στο σχηματισμό σφαιρικής εικόνας επί του παρόντος θέματος.

1


Κεφάλαιο 1: Ιστορική Αναδρομή

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : Ιστορική Αναδρομή. Η Κυριακή αργία θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα το έτος 1909 με το ν. ΓΥΝΕ/1909 (δηλαδή 3455/1909), ο οποίος δημοσιεύτηκε στην ΕτΚ στις 7 Δεκεμβρίου 1909 και άρχισε να ισχύει την 1 Ιανουαρίου 1910. Προηγούμενα κατατέθηκε πρόταση νόμου « περί Κυριακής αργίας και εορτών » με βάση το νομοσχέδιο που είχε καταρτιστεί το 1898 στο Συνέδριο της Αθήνας «... με πρότυπο το σχετικό αυστριακό νόμο, την απόφαση του Διεθνούς Συνεδρίου του 1890 και τους σχετικούς νόμους της Γαλλίας (1906), της Ιταλίας (1907), της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας...»1. Ήδη όμως με συντεχνιακούς και εθιμικούς κανόνες η αργία της Κυριακής εφαρμόζονταν στην Ελλάδα κατά τη μεταβυζαντινή και νεότερη εποχή, ενώ από το 1835 θεσπίστηκε νομοθετικά ημιαργία της Κυριακής. Η θέσπιση της Κυριακής ως ημέρα αργίας τοποθετείται για πρώτη φορά τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα. Η Κυριακή αργία καθιερώθηκε στο Βυζάντιο στις 3 Μαρτίου 321 μ.Χ. με διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου2. Μετά την πρώτη καθιέρωση της Κυριακής αργίας με το ν. ΓΥΝΕ /1909, για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, η Κυριακή αργία επεκτάθηκε σταδιακά και σε άλλες κατηγορίες, όπως με το ν. 2990/1922 επεκτάθηκε στα βιομηχανικά καταστήματα, και σήμερα ρυθμίζεται από το Β.Δ.748/1966. Το Β.Δ. αυτό εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του αρ. 4 παρ.4 του ν. 4504/1966, το οποίο και αποτελεί το βασικό νομοθετικό κείμενο, όπως τροποποιήθηκε με τους ν. 453/1976 και 549/1977. Σύμφωνα λοιπόν με το αρ. 1 παρ. 2 και αρ. 3 παρ. 1 του Β.Δ. 748 1966, η απασχόληση του εργαζομένου κατά την ημέρα αυτή απαγορεύεται, ανεξάρτητα από το θρήσκευμα, και κάθε παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού, σύμφωνα με το αρ. 17 του Β.Δ. 748/1966 αποτελεί ποινικό αδίκημα.3 Κατ΄ εξαίρεση είναι δυνατή η απασχόληση τις Κυριακές για τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 7 και επ.4 Σήμερα και με νεότερους νόμους εξαιρέθηκαν από τη λειτουργία κατά τη Κυριακή και τις ημέρες αργίας , οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο αρ. 46 του ν. 2224/1994 καθώς και οι πρόσθετες ομάδες εργασίας του αρ. 40 του ν. 1892/19905

1 Βλ. Χ. Γκούτος, Ημέρες αργίας στην τουρκοκρατούμενη και στην ελεύθερη Ελλάδα μέχρι το 1915, εμπεριστατωμένη μελέτη σε ΔΕΝ 51 1992 817 επ. (τρία τεύχη). 2 Βλ. Σ. Τρωϊάννου, Οι ημέρες αργίες στα βυζαντινά δικαστήρια, ΔΙΚΗ 33 201 επ. 3 Βλ. Γ. Κρύππας, Η καθιέρωση της Κυριακής ως ημέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως των εργαζομένων, ΔΕΝ 58 2002 821. 4 Βλ. Α.Π. 1361/1992 ΕΕΔ 53 1994 863 (με εκτενές σχόλιο Ι. Ληξουριώτη). Γ Κουκιάδης, Βασικοί εργατικοί νόμοι, εκδ. Παρατηρητής, 1986 σ. 234. 5. Βλ. Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, Κλασσικές και σύγχρονες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, σ. 112-113, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.

2


Κεφάλαιο 2: Έννοια του χρόνου εργασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Έννοια του χρόνου εργασίας. Ο χρόνος εργασίας είναι ένας από τους ουσιαστικότερους και σημαντικότερους όρους εργασίας1, συνδέεται δε άμεσα με τη σωματική και ψυχική κατάσταση του εργαζομένου και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να είναι απεριόριστος ή και ελάχιστος. Από την αρχή θεωρήθηκε αναγκαίο, να τεθούν όρια στη διάρκεια της άντλησης της εργασιακής δύναμης των μισθωτών. Και τούτο γιατί αν τα όρια αυτά ξεπεραστούν, τότε τίθεται σε κίνδυνο η υγεία, η ψυχική ισορροπία, η ανάπτυξη του εργαζομένου, τίθεται δηλαδή σε κίνδυνο ολόκληρη η προσωπικότητα του2. Τα χρονικά όρια τα έθεσε η ίδια η έννομη τάξη και μάλιστα η πρώτη διεθνής σύμβαση εργασίας, που υπογράφηκε το 1919, αναφέρονταν σε αυτά. Με τον όρο «χρόνο εργασίας» εννοούμε το χρόνο κατά τον οποίο ο εργαζόμενος θέτει ολόκληρη την εργασιακή του δύναμη στις εντολές και οδηγίες του εργοδότη ευρισκόμενος στη διάθεση αυτού, προκειμένου να εργασθεί3. Τα δύο σταθερά «μεγέθη» που χρησιμοποιούνται για να μετρηθεί η απασχόληση του εργαζόμενου είναι η ημερήσια απασχόληση και η εβδομαδιαία απασχόληση, κάνοντας αντίστοιχα λόγο για ημερήσιο και για εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας4. Ημερήσιο νόμιμο ωράριο καλείται ο αριθμός των ωρών εργασίας, που καθορίζεται από το νόμο ή από κανονιστική διοικητική πράξη που εκδίδεται με εξουσιοδότηση νόμου και που επιτρέπεται να προσφέρει ο μισθωτός κατά τη διάρκεια της ημέρας. Εβδομαδιαίο νόμιμο ωράριο5 αντίστοιχα είναι ο αριθμός των ωρών εργασίας που επιτρέπεται να προσφέρει ο μισθωτός κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας, δηλαδή από το πρωί της Δευτέρας (ώρα 0.00) μέχρι και τα μεσάνυχτα (24.00) της επόμενης Κυριακής, ο αριθμός δε αυτός καθορίζεται πάλι από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου. Το ωράριο διακρίνεται επίσης σε νόμιμο6 και σε συμβατικό, σε πλήρους και σε μερικής σε πλήρους απασχόλησης σε συνεχές και σε διακεκομμένο καθώς και σε ελαστικό7 1 Βλ. Δ. Τραυλός-Τζανετάτος, Το εργατικό δίκαιο σε κρίσιμη καμπή 1990, σ. 20 επ. 2 Βλ. Α.Π. 587/1994 ΔΕΝ 51 1995 20, Α. Καρακατσάνης-Σ. Γαρδίκας, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, πέμπτη έκδοση, εκδ. Α.

Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995, σ. 190 επ. 3 Βλ. Α.Π.. 645/1985 ΔΕΝ 44 1988 948 επ., αρ. 2 της Οδηγίας 93/104 Ε.Κ., Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές

εργασιακές σχέσεις, Β' έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 364, Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Α/Ι, έκδοση τρίτη, Αθήνα 1991, σ. 443, Σ. Βλαστός, ο.π σ. 622. 4. Βλ. Χ. Γκούτου, Χρονική θέση του ωραρίου, ΔΕΝ 58 2002 719, Λ. Λυμπερόπουλου, Υπερεργασία-Υπερωριακή εργασία και

πενθήμερη εβδομάδα ΕΕΔ 49 1990 98 επ.

5 Βλ. Α. Καρακατσάνης- Σ. Γαρδίκης, ο.π., σ. 193, Ι. Ληξουριώτης, Υπερωριακή και υπερεργατική απασχόληση, ΕΕΔ 53 1994 226, Σ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο- η σχέση εξαρτημένης εργασίας, τόμος Ι, έκδοση 1994, σ. 622, παρ. 465 επ.

6 Βλ. Α.Π.. 1188/1990 ΕΕΔ 50 1991 37, Α.Π.. 819/1983 ΕΕΔ 43 1984 99, ΕφΑθηνών 9617/1981 39 1983, 237 και Γ. Ληξουριώτης, υπερωριακή αι υπερεργασιακή απασχόληση, ΕΕΔ 53 1994 226. 7. Βλ. ΕφΑθηνών 4590/2003 ΔΕΕ 8-9 2003 979, ΕφΑθ 8893/1989 ΔΕΝ 46 1990 783, Χ. Χριστοφοράτος, Η προώθηση της μερικής απασχολήσεως, ΕΕΔ 49 1990 785

3


Κεφάλαιο 2: Έννοια του χρόνου εργασίας

Ως νόμιμο ωράριο ορίζεται ο ανώτατος επιτρεπτός χρόνος ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας που έχει θεσπισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία έχει εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση νόμου και όχι εκείνο που ισχύει βάσει συλλογικής ρύθμισης εργασίας (σ.σ.ε ή δ.α) ή με κανονισμό συμβατικής ισχύος ή με ατομική σύμβαση εργασίας. Το νόμιμο ωράριο το οποίο καθορίζεται από το νόμο, μπορεί στη συνέχεια να ρυθμιστεί διαφορετικά, χωρίς βέβαια να υπερβαίνει τα ανώτατα όρια, με σ.σ.ε, με διαιτητική απόφαση, με κανονισμό εργασίας ή ατομική σύμβαση εργασίας. Ως συμβατικό καλείται το ωράριο το οποίο έχει θεσπισθεί με σ.σ.ε., με κανονισμό εργασίας συμβατικής ισχύος, με πρακτική της εκμετάλλευσης ή με ατομική σύμβαση εργασίας και είναι μικρότερο από το νόμιμο.1 Ωράριο πλήρους απασχόλησης είναι το ωράριο που ορίζεται με έναν από τους παραπάνω τρόπους ενώ ωράριο μερικής απασχόλησης είναι το ωράριο που αντιστοιχεί σε λιγότερο χρόνο απασχόλησης από αυτό που αντιστοιχεί στην πλήρη απασχόληση και που ορίζεται με σ.σ.ε., με κανονισμό εργασίας συμβατικής ισχύος, με πρακτική της εκμετάλλευσης ή με ατομική σύμβαση εργασίας και είναι μικρότερο από το νόμιμο. 2 Κατόπιν, το συνεχές ωράριο είναι εκείνο κατά τις ώρες απασχόλησης του οποίου δεν παρεμβάλλεται διακοπή3 ενώ διακεκομμένο είναι όταν οι ώρες εργασίας κατανέμονται σε δύο κατά κανόνα χρονικά διαστήματα στη διάρκεια του ημερήσιου ωραρίου. Σύμφωνα με το αρ. 42 παρ. 6 του ω. 1892/1990, οι μισθωτοί των καταστημάτων που απασχολούνται με μειωμένο ωράριο, δικαιούνται μεσημβρινή ανάπαυση όχι μικρότερη των τριών (3) ωρών. Τέλος, ελαστικό ονομάζεται το ωράριο που παρουσιάζει διάφορες μορφές, όπως είναι η μορφή απασχόλησης με καθεστώς job sharing ή εργασία με κυμαινόμενο ωράριο ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης (Kapovaz). Kατά το ελαστικό ωράριο οι ώρες εργασίας του μισθωτού μέσα στην ημέρα, την εβδομάδα, το δεκαπενθήμερο ή και το μήνα, όπως και το ποιες θα είναι, δεν είναι σταθερά ορισμένες4

1 Βλ. Α.Π. 162/1993 ΔΕΝ 49 1993 649, Α.Π. 106/1988 ΔΕΝ 44 1988 1236, ΕφΑθηνών 9617/1981 ΔΕΝ 39 1983 237. Α. Καρακατσάνης- Σ. Γαρδίκας, ο.π. σ. 197 επ., Ι. Ληξουριώτης, εργασία καθ' υπέρβαση του ισχύοντος ωραρίου: υπερεργασία, υπερωρία, ΕΕΔ 43 1984 100 επ., Δ. Δήμου, υπέρβαση του ημερήσιου χρόνου εργασίας (υπερωριακή απασχόληση), ΕΕΔ 51 1992 963 κ.α. 2 Βλ. Α.Π 1097/2003 ΔΕΝ 60 2004 75, Α.Π. 7607/2000 ΕΑΕΔ 2001 1200, Α.Π. 991/1996 ΕΑΕΔ 1997 260, ΕφΑθ 6831/1998 ΕΕΔ 59 2000 212, Γ. Λεβέντης, Μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία κατά το ν. 2639/1998 ΔΕΝ 55 1999 81 επ., Χ. Γκούτος, Ζητήματα μερικής απασχόλησης ΔΕΝ 55 1999 1105, του ιδίου, η συμβατική μερική απασχόληση, ΔΕΝ 54 1998, 1, Α. Βάγιας, Μερική απασχόληση – εκ περιτροπής εργασία, ΕΕΔ 58 1999 769. 3Βλ. Α. Καρακατσάνης – Σ. Γαρδίκας, ο.π σ. 200, παρ. 284 4. Βλ. Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, Κλασσικές και σύγχρονες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, σ. 24-25, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα.

4


Κεφάλαιο 3:Απαγόρευση εργασίας κατά την Κυριακή και τις άλλες εξαιρέσιμες αργίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3: Απαγόρευση εργασίας κατά την Κυριακή και τις άλλες εξαιρέσιμες αργίες.

Σύμφωνα με το Β.Δ 748/1966 αρ. 1 παρ. 2, αρ. 3 παρ.1 η Κυριακή ορίζεται ημέρα υποχρεωτικής αργίας και, επομένως, η απασχόληση του εργαζομένου κατά την ημέρα αυτή απαγορεύεται Η απαγόρευση απασχόλησης κατά την ημέρα της Κυριακής και κατά τις ημέρες αργίας εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια, αναφέρεται στους “εν τω Κράτει οπαδούς παντός θρησκεύματος” και αφορά κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία και γενικά κάθε άλλη δραστηριότητα και απασχόληση. Για λόγους που έχουν να κάνουν με το αντικείμενο των υπηρεσιών ή τη φύση της εργασίας, ο νόμος προβλέπει μια σειρά από σχετικές εξαιρέσεις. Στην πρώτη δέσμη εξαιρέσεων εντάσσονται: α) Οι γεωργικές, κτηνοτροφικές, θηρευτικές και αλιευτικές επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες γενικά, εκτός από τους μισθωτούς που παρέχουν την εργασία τους σε εργοστάσια, εργαστήρια, γραφεία ή καταστήματα αυτών. Δεν θεωρούνται ως γεωργικές επιχειρήσεις οι εκμεταλλεύσεις, τα λατομεία και τα ορυχεία. β) Οι επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη και εφόσον η εργασία σε αυτές δεν γίνονται δημοσίως, απαγορευμένης κάθε συναλλαγής με αγοραστές ή καταναλωτές των παραγομένων ή εμπορευομένων ειδών. Ως μέλη οικογένειας θεωρούνται οι σύζυγοι, οι γονείς, τα τέκνα και οι ανήλικοι αδελφοί, εφόσον μένουν μαζί με τον εργοδότη. γ) Οι εργάτες θάλασσας. δ) Οι οικιακοί μισθωτοί γενικά. ε) οι εργασίες που εκτελούνται αυτοπροσώπως από ένοικους κατοικιών και των κυρίων κάθε φύσης επιχείρησης και εκμετάλλευσης, εφόσον αυτές δεν γίνονται δημοσίως. στ) Οι σπουδαστές Τεχνικών Σχολών γενικά για την πρακτική αυτών εξάσκηση σε χώρους που καθορίζονται από την αρμόδια σχολή. ζ) Οι επιχειρήσεις μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων κάθε είδους ή επισκευής και συντήρησης μεταφορικών μέσων καθώς και τα αντίστοιχα τμήματα βιομηχανιών κατασκευής μεταφορικών μέσων ξηράς, θάλασσας ή αέρα, τα συνεργεία συγκόλλησης ελαστικών(βουλκανιζατερ), τα πρατήρια διανομής πετρελαιοειδών και ελαίων για αυτοκίνητα και οι χώροι στάθμευσεις αυτοκινήτων(γκαράζ). η)Οι επιχειρήσεις μετασχηματισμού και διανομής ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος, φωταερίου, ατμό ή ατομικής ενέργειας,.θ)Οι επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, μη ημερησίων εφημερίδων και περιοδικών, λήψης κινηματογραφικών ταινιών, δημόσιων και ψυχαγωγικών θεαμάτων και Κέντρων διασκέδασης, δημόσιων παιγνίων και των εργασιών που συνδέονται με αυτά, πρακτορείων λαχείων, πρακτορείων εφημερίδων, φωτογραφιών, κάθε είδους εκθέσεων, μουσείων καθώς και επί συναυλιών, αθλητικών αγώνων, ιπποδρομιών, αθλητικών σωματείων, ταξιδιωτικά γραφεία και Λεσχών κάθε είδους. ι)Οι επιχειρήσεις εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, μπαρ, καφενείων, γαλακτοπωλείων, κυλικείων και συναφών καταστημάτων, ανθοπωλείων, περιπτέρων και των καταστημάτων που εξομοιώνονται με αυτά και αμιγή καταστήματα πώλησης ξηρών καρπών. ια) Οι επιχειρήσεις στιλβωτηρίων, λουτρών 5


Κεφάλαιο 3:Απαγόρευση εργασίας κατά την Κυριακή και τις άλλες εξαιρέσιμες αργίες

και ξενοδοχείων. ιβ)Οι επιχειρήσεις ιατρείων, κλινικών, νοσοκομείων και υγειονομικών ιδρυμάτων εν γένει, ως και ιατρών και υγειονομικών εν γένει υπαλλήλων. ιγ)γραφείων Κηδειών, νεκροταφείων και νεκροτομίων1. ιδ)Σε καταστήματα πώλησης κάθε είδους παλαιών αντικειμένων, εφ’ όσον τα καταστήματα αυτά βρίσκονται σε περιοχές όπου κατά παράδοση γίνονται τέτοιου είδους αγοραπωλησίες, χωρίς βέβαια να απασχολείται προσωπικό και πλην της Κυριακής του Πάσχα και για τις ώρες 08:00 – 13:30. ιε)Σε καταστήματα που εξυπηρετούν την τουριστική κίνηση με απόφαση του οικείου Νομάρχη σύμφωνα με το αρ. 46 του ν. 2224/1994 εδ. δ’, ε’ και στ’, σε οριοθετούμενες περιοχές Δήμων και Κοινοτήτων οι οποίοι έχουν ανακηρυχθεί τουριστικοί τόποι. Επιπλέον, ο νόμος προβλέπει δύο (2) ακόμα δέσμες εξαιρέσεων για τους μισθωτούς που απασχολούνται σε επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, υπηρεσίες και εργασίες που λειτουργούν κατά τα κύρια αυτών τμήματα όλο το εικοσιτετράωρο (24ώρο) με τρεις (3) ομάδες εργασίας2, ενώ ομοίως εξαιρούνται οι μισθωτοί που απασχολούνται σε εργασίες φύλαξης3 σε υπαίθριες εργασίες, σε εργασίες παροχής ενέργειας, κινητήριας δύναμης και θέρμανσης, καθώς και σε εργασίες πώλησης άρτου και ψησίματος φαγητών, υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις [εργασία όλο το εικοσιτετράωρο (24ωρο) και με τρεις (3) ομάδες εργασίες]4. Ειδικά για τα φαρμακεία ισχύουν και κατά τις Κυριακές και κατά τις ημέρες αργίας οι εκάστοτε διατάξεις περί διημέρευσης και διανυκτέρευσης αυτών5. Πέραν των παραπάνω ρυθμίσεων είναι δυνατόν με αποφάσεις της διοίκησης να επεκτείνει αργία της Κυριακής ή ανάπαυση σε άλλη ημέρα αργίας ή να περιορίζονται οι ώρες λειτουργίας ή να ορίζεται εκ περιτροπής αργία κατά τις Κυριακές, κατά Δήμους, Κοινότητες ή Περιφέρειες γενικώς ή κατά κατηγορίες επιχειρήσεων εκμεταλλεύσεων, υπηρεσιών ή εργασιών, στις οποίες, κατά τα ανωτέρω επιτρέπεται η εργασία κατά τις Κυριακές ή τέλος να εξαιρούνται της καθ’ ημέραν Κυριακή και ημέρας αργίας ανάπαυσης άλλες επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, υπηρεσίες ή εργασίες εν γένει ή άλλες κατηγορίες μισθωτών. Επίσης, προκειμένου περί εστιατορίων, ζαχαροπλαστείων, καφενείων, γαλακτοπωλείων, αναψυκτηρίων και λοιπών συναφών κέντρων, όταν αυτά λειτουργούν ως εξοχικά μπορεί με αποφάσεις του αρμόδιου νομάρχη να εξαιρούνται (ονομαστικά αναφερόμενα) από την εκ

1 Βλ. αρ. 7 παρ. 1 του Β.Δ. 748/1996. 2 Βλ. αρ. 7 παρ. 2 και 3 του Β.Δ 748/1966. 3 Βλ. και Α.Π 331/2003 ΔΕΝ 59,2003,1649=ΕΕργΔ 63,14/2004,863. 4 Βλ. αρ. 7 παρ. 4 του Β.Δ 748/1966. 5 Βλ. αρ. 7 παρ. 5 του Β.Δ 748/1966. Επίσης, άλλες εξαιρέσεις προβλέπονται με τις διατάξεις των αρ. 8 και 9 του Β.Δ 748/1966. Σχετικά με τη λειτουργία των καταστημάτων κατά την ημέρα της Κυριακής και τις ημέρες αργίας προβλέπει και το αρ. 46 παρ. 2 του ν. 2224/1994 και το αρ. 14 παρ. 7 ν. 3577/2007

6


Κεφάλαιο 3:Απαγόρευση εργασίας κατά την Κυριακή και τις άλλες εξαιρέσιμες αργίες

περιτροπής Κυριακή αργία1. Ομοίως με ρητή διάταξη η απαγόρευση απασχόλησης καθ’ ημέρα Κυριακής και αργίας δεν εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια των τοπικών εμπορικών πανηγύρεων.2 Τέλος, ειδικές προβλέψεις υπάρχουν για την Κυριακή που εμπίπτει μεταξύ 18 και 14 Δεκεμβρίου, καθώς και για την τελευταία Κυριακή του έτους, εφόσον αυτή συμπίπτει με την 31η Δεκεμβρίου.3 Ειδικά για τα ιχθυοπωλεία επιτρέπεται η λειτουργία αυτών και κατά την Κυριακή που συμπίπτει με την παραμονή της 25ης Μαρτίου (αρ. 6 παρ. 2 του Β.Δ 748/1966). Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο εργοδότης αποφασίσει να λειτουργήσει την επιχείρησή του ή το κατάστημά του, οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να παράσχουν την εργασία τους. Εφόσον οι μισθωτοί απασχοληθούν κατά την Κυριακή αυτή πάνω από πέντε (5) ώρες δικαιούνται αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης είκοσι τεσσάρων (24) συνεχών ωρών, εντός του επόμενου μηνός Ιανουαρίου. Η ημέρα της αναπληρωματικής ανάπαυσης καθορίζεται από τον εργοδότη και ανακοινώνεται με σχετική κατάσταση στην αρμόδια Επιθεώρηση εργασίας. Ειδικά στους μισθωτούς των καταστημάτων της περιοχής της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης, ως αναπληρωματική ημέρα χορηγείται η 2α Ιανουαρίου με βάση συμφωνίες συνδικαλιστικών φορέων των εμπόρων και των σούπερ μάρκετ4. Όταν η εργασία κατά την Κυριακή επιτρέπεται, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να εξαιρεί ορισμένους από τους εργαζόμενους του από το δικαίωμα απασχολήσεως από την ημέρα αυτή, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των εν λόγω εργαζομένων. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που ο εργοδότης είχε ειδικώς συμφωνήσει μαζί τους μια τέτοια απασχόληση ή από τη φύση της εργασίας συνάγεται ότι ο εργαζόμενος θα απασχολούταν ορισμένο αριθμό Κυριακών με δικαίωμα αντίστοιχης αναπληρωματικής ανάπαυσης, γεγονός που συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας5. Εκτός εάν ο αποκλεισμός του εργαζομένου από την παροχή εργασίας κατά την Κυριακή είναι δικαιολογημένος και οφείλεται λόγω χάριν σε ανάθεση σε αυτόν ελαφρότερης εργασίας από τον εργοδότη λόγω τυχόν ασθένειας του για την οποία δεν απαιτείται η απασχόληση του και την Κυριακή6.

1 Βλ. αρ. 7 παρ. 6 του Β.Δ 748/1966, όπως πλέον ισχύει μετά το άρ. 15 παρ. 8 ν. 2639/1998 που επέκτεινε τις αρμοδιότητες των νομαρχών. 2 Βλ. αρ. 16 του Β.Δ 748/1966. Πρβλ. επί του ζητήματος εφαρμογής του συστήματος των εναλλασσομένων βαρδιών και Γνμδ 97/2009 ΝΣΚ που εκφέρει γνώμη για το ειδικότερο θέμα της εφαρμογής του συστήματος αυτού σε περίπτωση πενθήμερης εργασίας (ΕΕργΔ 69, 2010, 274 επ. ) 3 Βλ. αρ. 6 του Β.Δ 748/1966 και το αρ.1 του Β.Δ 750/1971. 4 Βλ. Χ. Καρατζάς, Οι αργίες των καταστημάτων και εργασιών κατά την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων-Ν. Έτους, ΔΕΝ 53, 1997, 1370. 5Βλ. ΑΠ 995/82 ΕΕργΔ 42, 115. ΑΠ 1069/81 ΕΕργΔ 41/143.

6 Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ. 614.

7


Κεφάλαιο 4: Υποχρεωτική μέρα ανάπαυσης: Κυριακή Αργία-Εβδομαδιαία μέρα ανάπαυσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4: Υποχρεωτική μέρα ανάπαυσης: Κυριακή Αργία - Εβδομαδιαία μέρα ανάπαυσης. Η ΔΟΕ έχει ψηφίσει δύο (2) βασικές διεθνείς συμβάσεις οι οποίες αναφέρονται στην εβδομαδιαία ανάπαυση, την 14/1921 που αναφέρεται στη βιομηχανία και κυρώθηκε με το ν. 292/1921 και την 106/57 η οποία αναφέρεται στις εμπορικές επιχειρήσεις1. Οι διατάξεις του νόμου περί Κυριακής ανάπαυσης ισχύουν σε όλη την Επικράτεια. Σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 3 του Β.Δ 748/1966 στους μισθωτούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε οποιονδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, παρέχεται κάθε εβδομάδα συνεχής ελεύθερος χρόνος είκοσι τεσσάρων (24) ωρών που αρχίζει από την 00.00 ώρα της Κυριακής και τελειώνει την 24.00 της ίδιας ημέρας, που καλείται εβδομαδιαία ανάπαυση. Ειδικότερα, σε περίπτωση μισθωτών επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων ή υπηρεσιών που λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο με σύστημα τριών (3) ομάδων εργασίας (συνεχούς λειτουργίας), ο χρόνος αυτός μπορεί να αρχίζει από την 06.00 ώρα της Κυριακής και να λήγει την 06.00 της Δευτέρας. Ακόμη, σύμφωνα με το αρ. 10 παρ. 1,2 και 5 του Β.Δ 748/1966, εργαζόμενοι που απασχολούνται λόγω της φύσης της εργασίας τους κατά Κυριακή άνω των πέντε (5) ωρών, δικαιούνται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης διάρκειας είκοσι τεσσάρων (24) συνεχών ωρών κατ’ άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας, η οποία καθορίζεται από τον εργοδότη. Εργαζόμενοι που υπάγονται στις διατάξεις του Β.Δ 748/1966, απασχολούμενοι λιγότερο από πέντε (5) ώρες την ημέρα Κυριακή δύνανται να αξιώσουν ισόχρονη αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση μία άλλη μέρα της εβδομάδας. Αν όμως ένας μισθωτός έχει την ατυχία να αρρωστήσει την Κυριακή ή την αναπληρωματική της ημέρα δεν δικαιούται να ζητήσει να μεταφερθεί η ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσής του2. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η κατά Κυριακή εργασία, η κατανομή της είκοσι τετράωρης αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, πρέπει να γίνεται κατά τρόπο τέτοιο ώστε ανά περίοδο επτά (7) εβδομάδων, η μια εξ αυτών να εμπίπτει με ημέρα Κυριακή, εκτός αν τα εφαρμοζόμενα προγράμματα εργασίας εξασφαλίζουν επτά(7) αναπαύσεις κατά ημέρα Κυριακή εντός του έτους. (αρ. 10 παρ. 3 του Β.Δ 748/1966). Μισθωτοί του Δημοσίου και ΝΠΔΔ καθώς και επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή οργανισμών κοινής ωφελείας καθώς και επιχειρήσεων που απασχολούν ένα μόνο εργαζόμενο ορισμένης ειδικότητας, δύναται αντί της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης με άδεια της αρμόδιας επιθεώρησης εργασίας, να χορηγούνται ανά3 1 Βλ. Σ. Γ Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σ. 242-243, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή. 2 Βλ. Κ. Ι. Τζιμάνης, Οργάνωση της εργασίας: Παράγοντες και προϋποθέσεις για ανάπτυξη καλών σχέσεων εργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων – βασικα θέματα εργατικής νομοθεσίας (ανάλυση, ερμηνεία, νομολογία), Αθήνα Μάρτιος 1997. 3 Βλ. Σ. Γ Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σ. 242-243, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

8


Κεφάλαιο 4: Υποχρεωτική μέρα ανάπαυσης: Κυριακή Αργία-Εβδομαδιαία μέρα ανάπαυσης

περίοδο τεσσάρων (4) μηνών, συνεχείς ημέρες άδειας απουσίας (συμψηφιστικές άδειες) ίσες προς τον αριθμό των Κυριακών κατά τις οποίες ο μισθωτός απασχολήθηκε (Β.Δ άρθρο 10 παρ. 4).Επίσης επιτρέπεται με άδεια της επιθεώρησης εργασίας και την σύμφωνη γνώμη του μισθωτού όπως εργαζόμενοι των δημοσίων επιχειρήσεων, η εργασία των οποίων παρέχεται εκτός κατοικημένων περιοχών, να λαμβάνουν αντί της κατά τις διατάξεις του Β.Δ 748/1966 αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης ανά περίοδο τεσσάρων εβδομάδων τόσες συνεχείς εργάσιμες ημέρες απουσίας (συμψηφιστικές άδειες) όσες οι Κυριακές κατά τις οποίες αυτή ασχολήθηκαν. Πλην της Κυριακής ανάπαυσης από το Νόμο ορίζονται και ορισμένες άλλες ημέρες ανάπαυσης κατά τη διάρκεια του έτους.1

1 Βλ. Σ. Γ Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σ. 242-243, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.

9


Κεφάλαιο 5: Eργασία κατά τις αργίες

Κεφάλαιο 5: Εργασία κατά τις αργίες. 5.1. Εξαιρέσιμες ημέρες (ημέρες αργίας). Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η απαγόρευση κάθε επαγγελματικής δραστηριότητας ισχύει και για ορισμένες άλλες ημέρες, τις αργίες. Σύμφωνα με το αρ. 2 του Ν.Δ 3755/57, όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 1 του Ν.Δ 147/73, αρ. 4 του Β.Δ 748/1966, άλλες από τις ημέρες αυτές έχουν καθοριστεί από το νόμο και είναι υποχρεωτικές, άλλες εναπόκεινται στην κρίση του εργοδότη, είναι δηλαδή προαιρετικές και άλλες είναι κατ’ έθιμο.1 Η ημέρα αργίας αρχίζει την 00.00 ώρα και λήγει την 24.00 της ίδιας ημέρας. Στην περίπτωση μισθωτών, επιχειρήσεων, εκμεταλλεύσεων ή υπηρεσιών που λειτουργούν όλο το είκοσι τετράωρο (24ωρο) με σύστημα τριών (3) ομάδων εργασίας (συνεχούς λειτουργίας), ο χρόνος αυτός μπορεί να αρχίζει την 06.00 ώρα της ημέρας και να λήγει την 06.00 ώρα της επόμενης ημέρας (αρ. 4 παρ. 7 του Β.Δ 748/1966). 2 Επίσης με το αρ. 7 του ν. 1400/83 καταργήθηκε τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα η δυνατότητα μετάθεσης των αργιών σε άλλη μέρα, όταν αυτές συμπίπτουν με Κυριακή ή όταν λόγω του πενθημέρου δεν παρέχεται εργασία.3 Κατ’ εξαίρεση η ρύθμιση του αρ. 7 του ν. 74/75 ορίζει ότι, αν η 1η Μαΐου συμπίπτει με την Κυριακή του Πάσχα ή με άλλη μέρα της Μ. εβδομάδας, ο Υπουργός Εργασίας μπορεί να τη μεταθέσει σε άλλη εργάσιμη ημέρα.4 5.2. Ημέρες υποχρεωτικής αργίας Οι ημέρες υποχρεωτικής αργίας ισχύουν γενικά για όλους τους εργαζομένους της Επικράτειας. Στον ιδιωτικού τομέα είναι οι εξής: Η 25η Μαρτίου, η Δευτέρα του Πάσχα, η Εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου (15η Αυγούστου) και η Εορτή των Χριστουγέννων (25η Δεκεμβρίου). Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρ. 5 παρ. 3 του Β.Δ 748/1966, η αργία της Δευτέρας του Πάσχα δεν ισχύει για τα κουρεία και κομμωτήρια από την 10.00 ώρα και μέχρι την 12.00 ώρα και η αργία της εορτής του Ευαγγελισμού δεν ισχύει για τα κηροπλαστεία και τα αρτοποιεία.5 Οι ημέρες υποχρεωτικής αργίας στο δημόσιο τομέα είναι περισσότερες και ισχύουν και για το προσωπικό τους που συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με το αρ. 4 παρ. 3 του Β.Δ 748/1966. Σε αυτές περιλαμβάνονται όλες οι ημέρες υποχρεωτικής αργίας για τον ιδιωτικό τομέα καθώς και:

1.Βλ. Αντ. Πουλάκου – Ευθυμιάτου, Εργατικό Δίκαιο: Ατομικό, Συλλογικό, Ευρωπαϊκό, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 95 2 Βλ. Χ. Γκούτος, Εορτές αργίες των μισθωτών ΕΕργΔ 63, 6/2004, 321 επ. 3 Βλ. Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, Κλασσικές και σύγχρονες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, σ. 114, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα. 4 Βλ. Σ. Γ Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σ.. 242-243, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή. 5 Βλ. Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σ.. 423, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.

10


Κεφάλαιο 5: Eργασία κατά τις αργίες

Η 1η Ιανουαρίου, η 6η Ιανουαρίου, η Καθαρά Δευτέρα, η Μ. Παρασκευή, το Μ. Σάββατο, η ημέρα του Αγ. Πνεύματος, η 1η Μαΐου, η 15η Αυγούστου, η 28η Οκτωβρίου και η 26η Δεκεμβρίου. Όταν η αργία είναι υποχρεωτική, τότε η απασχόληση κατ’ αυτήν επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται και η εργασία κατά την Κυριακή. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι η τυχόν απασχόληση του εργαζομένου σε ημέρα αργίας δεν του παρέχει αντίστοιχο δικαίωμα αναπαύσεως σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομάδας, δικαίωμα δηλαδή αναπληρωματικής αναπαύσεως.1 5.3. Ημέρες προαιρετικής αργίας. Ως ημέρες προαιρετικής αργίας θεωρούνται αυτές κατά τις οποίες η απασχόληση ή όχι των μισθωτών εναπόκεινται στη διακριτική εξουσία του εργοδότη. Οι ημέρες προαιρετικής αργίας είναι η 1η Μαΐου και η 28η Οκτωβρίου. Ειδικά για την Πρωτομαγιά είναι κατ’ αρχήν ημέρα προαιρετικής αργίας, πλην όμως μπορεί να ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας που εκδίδεται κάθε έτος ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας.2 Συνεπώς, κατά την ημέρα αυτή, απαγορεύεται η απασχόληση των εργαζομένων και η λειτουργία των επιχειρήσεων εκτός εκείνων οι οποίες λειτουργούν νομίμως κατά τις Κυριακές και τις ημέρες αργίας. Τέλος, κατά τις ημέρες προαιρετικής αργίας ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιήσει στο προσωπικό του, εάν θα το απασχολήσει ή όχι. Ημιαργία Μεγάλης Παρασκευή: Η Μεγάλη Παρασκευή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εξαιρετέων εορτών. Ειδικότερα όμως, απαγορεύεται η απασχόληση των μισθωτών των καταστημάτων και η λειτουργία αυτών μέχρι την 13.00 της Μεγάλης Παρασκευής. Ωστόσο, ο αρμόδιος Νομάρχης, μετά από σύμφωνη γνώμη των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων, εφόσον υφίστανται τέτοιες, μπορεί με απόφασή του να ορίσει διαφορετικά, εφόσον επιβάλλεται κάτι τέτοιο από τις τοπικές συνήθειες.3 Ως προς τις λοιπές ( εκτός των καταστημάτων) επιχειρήσεις, η Μ. Παρασκευή είναι κανονική εργάσιμη ημέρα, εκτός εάν έχει καθιερωθεί με διατάξεις σ.σ.ε. ως αργία σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων. Αντίθετα η Μ. Παρασκευή είναι αργία για τους μισθωτούς του Δημοσίου με σχέση ιδιωτικού δικαίου.4

1. Βλ. Κ. Ι. Τζιμάνης, Οργάνωση της εργασίας: Παράγοντες και προϋποθέσεις για ανάπτυξη καλών σχέσεων εργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων – βασικά θέματα εργατικής νομοθεσίας (ανάλυση, ερμηνεία, νομολογία) σ.. 214, Αθήνα Μάρτιος 1997. 2 Βλ. αρ. 1 ΑΝ 380/1968. Στο μέτρο που ορίζεται ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας, εφαρμόζονται κανονικά οι διατάξεις των άρθρων 7,8 και 9 του Β.Δ 748/1966. 3 Βλ. αρ. 3 παρ. 2 ν. 435/1976. 4 Βλ. αρ. 1 παρ. 11 του από 29-12-1980 Π.Ν.Π που κυρώθηκε με το ν. 1157/1981.

11


Κεφάλαιο 5: Eργασία κατά τις αργίες

Μεγάλο Σάββατο: Ομοίως για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, η ημέρα αυτή δεν ανήκει στις εξαιρέσιμες αργίες, εκτός αντίθετων όρων σ.σ.ε. Αντίθετα έχει θεσπιστεί ως αργία για τους μισθωτούς του Δημοσίου με σχέση ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 11 της από 29.12.1980 Π.Ν.Π. Εορτή Αγίου Πνεύματος: Η εορτή του Αγίου Πνεύματος για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις αποτελεί εργάσιμη ημέρα, εκτός αν έχει οριστεί με ειδική διάταξη του νόμου ή με σ.σ.ε. ή ακόμα και με έθιμο ή επιχειρησιακή συνήθεια ως εξαιρέσιμη. Τέτοια περίπτωση συντρέχει για τους μισθωτούς του δημοσίου και ΝΠ.Δ.Δ. για τους οποίους η εορτή του Αγίου Πνεύματος έχει οριστεί με το άρθρο 1 παρ. 11 της από 29.12.1980 Π.Ν.Π. ως αργία. Ειδικώς η Καθαρή Δευτέρα: Η ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τους δημόσιους υπαλλήλους, στον ιδιωτικό τομέα δεν περιλαμβάνεται στις οριζόμενες από το νόμο εξαιρέσιμες ημέρες. Συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων σε σ.σ.ε. ή άλλο κανόνα δικαίου ή δεν έχει συμπεριληφθεί σχετική πρόβλεψη στην ατομική σύμβαση εργασίας , ο εργαζόμενος οφείλει να απασχοληθεί κατά την ημέρα αυτή χωρίς να δικαιούται να απαιτήσει οποιαδήποτε επί πλέον του κανονικού τους μισθού ή ημερομισθίου προσαύξηση. Στη περίπτωση που η επιχείρηση παραμείνει κλειστή κατά την ημέρα αυτή με πρωτοβουλία του εργοδότη, οφείλει ο τελευταίος να καταβάλλει τον αναλογούντα μισθό στους μη απασχοληθέντες εργαζόμενους. Πάντως και για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα η Καθαρά Δευτέρα έχει οριστεί ως πρόσθετη ημέρα αργίας με μια σειρά από σ.σ.ε. , όπως για παράδειγμα αυτή προσωπικού επισιτιστικών και τουριστικών επιχειρήσεων, προσωπικού επιχειρήσεων ποτοποιίας, Συντάκτες ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών κ.α. 1

5.4. Κατ’ έθιμο αργίες. Εκτός από τις ανωτέρω ημέρες υποχρεωτικής ή προαιρετικής αργίας, υπάρχουν και οι κατ’ έθιμο αργίες κατά τις οποίες δε λειτουργούν οι τράπεζες και πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τέτοιες κατ’ έθιμο αργίες είναι η Πρωτοχρονιά, η 6η Ιανουαρίου (των Θεοφανίων), η Καθαρή Δευτέρα, η Μ. Παρασκευή, η δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων και άλλες εορτές τοπικού ή επαγγελματικού χαρακτήρα. Οι ανωτέρω κατ’ έθιμο αργίες αποκτούν κατ’ εξαίρεση, τον χαρακτήρα και τις συνέπειες των υποχρεωτικών, αν προβλέπονται ως αργίες από τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας του εργοδότη, αλλά μόνο για τη συγκεκριμένη εργοδοτική επιχείρηση στην οποία αφορά ο κανονισμός εργασίας (βλ. ΕφΘεσσαλονίκης 558/84, όπου, π.π.).2

1 Βλ. 4. Βλ. Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σ.. 424, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011. 2 Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 214

12


Κεφάλαιο 5: Eργασία κατά τις αργίες

5.5. Ημιαργία. Σύμφωνα με το ν.1157/1981 ως ημέρες ημιαργίας ορίζονται η 24η Δεκεμβρίου και η 31η Δεκεμβρίου. Για αυτούς που εργάζονται με πενθήμερο, η εργασία λήγει την 13.00 ώρα ενώ για αυτούς που εργάζονται με εξαήμερο, η εργασία λήγει τη 12.00 ώρα, όπως προβλέπεται από το ν. 1157/1981 αρ. 2 παρ. 3 που κύρωσε τις από 29-12-1980 διατάξεις της Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου (Φ.Ε.Κ 126 τευχ. Α 12-5-19811).

5.6. Άλλες ειδικές ή τοπικές αργίες. Ο Υπουργός Εργασίας μπορεί με αποφάσεις του, μετά από γνωμοδότηση του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας, να ορίζει και άλλες εορτές και μέχρι πέντε (5) ετησίως, ως ημέρες υποχρεωτικής ή προαιρετικής αργίας 2. Εφόσον πρόκειται για τοπικές αργίες, οι αρμοδιότητα αυτή έχει μεταβιβαστεί στους κατά τόπων Νομάρχες (αρ. 15 παρ. 8. εδαφ. 2 ν. 2639/1998). Ο Νομάρχης υποχρεούται πριν την έκδοση της σχετικής απόφασής του να ζητήσει τη γνώμη των αρμόδιων εργοδοτικών και εργατικών επαγγελματικών οργανώσεων. Στην περίπτωση που υπάρχουν τέτοιες, εφόσον αυτές δε γνωμοδοτήσουν εντός είκοσι (20) ημερών, η απόφαση εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη τους. Με τη διαδικασία αυτή έχουν οριστεί για διάφορα επαγγέλματα ή κλάδους ορισμένες αργίες. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η εορτή του Αγ. Παντελεήμονα για τους αρτεργάτες και η εορτή του Αγ. Πνεύματος ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας για τα εμπορικά καταστήματα και τα καταστήματα πωλήσεως τροφίμων του Νομού Θεσσαλονίκης3. Eξ' άλλου, αντίστοιχα, έχουν οριστεί με ειδικές διατάξεις κάποιες εορτές ως ημέρες αργίας για ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες του δημοσίου όπως η 20η Οκτωβρίου (Άγιος Αρτέμιος) για το προσωπικό της ελληνικής αστυνομίας4, η 17η Νοεμβρίου για τους εργαζόμενους των ανωτάτων και ανωτέρων σχολών, η Εορτή του Αγ. Γεωργίου για τους εργαζόμενους του στρατού εκτός του Πυροβολικού, η 8η Νοεμβρίου για τους εργαζόμενους της Πολεμικής Αεροπορία, η 4η Δεκεμβρίου για τους εργαζόμενους του Πυροβολικού, η 6η Δεκεμβρίου για τους εργαζόμενους του Πολεμικού Ναυτικού και η 3η

Οκτωβρίου μνήμη Αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου για τις δικαστικές υπηρεσίες και τα

1. Βλ. Κ. Ι. Τζιμάνης, Οργάνωση της εργασίας: Παράγοντες και προϋποθέσεις για ανάπτυξη καλών σχέσεων εργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων – βασικά θέματα εργατικής νομοθεσίας (ανάλυση, ερμηνεία, νομολογία) σ.. 214, Αθήνα Μάρτιος 1997. 2 Βλ. αρ. 4 παρ. 4 του Β.Δ 748/1966. 3 Βλ. Απόφαση 22/21964 10-05-2002 Νομάρχη Θεσσαλονίκης που ισχύει από 24-06-2002 (Φ.Ε.Κ 769/Β/20-06-2002. 4 Βλ. αρ. 13 ν. 3103/2003.

13


Κεφάλαιο 5: Eργασία κατά τις αργίες

δικαστήρια όλης της χώρας (ν. 1941/71).1 Στη συνέχεια, συνήθως με διατάγματα τοπικής ισχύος έχουν από παλαιότερα καθιερωθεί για διάφορες περιοχές της χώρας τοπικές ημέρες αργίας, θρησκευτικού ή εθνικού περιεχομένου παραδείγματος χάριν η 26η Οκτωβρίου για τη Θεσσαλονίκη, η 30η Νοεμβρίου για την Πάτρα και η 23η Φεβρουαρίου για τα Ιωάννινα. Τέλος, σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας (σ.σ.ε) έχουν επίσης προβλεφθεί πρόσθετες ημέρες αργίας όπως η 1η του έτους με σ.σ.ε ξενοδοχοϋπαλλήλων, προσωπικού επισιτιστικών και τουριστικών επιχειρήσεων, προσωπικού επιχειρήσεων ζαχαρωδών προϊόντων, η παραμονή Χριστουγέννων με τη σ.σ.ε ηθοποιών, η εορτή του Αγ. Πνεύματος με τη σ.σ.ε ραδιοηλεκτρολόγων και η εορτή των Θεοφανίων με τη σ.σ.ε των υαλουργικών επιχειρήσεων.2 .

1 Βλ. Κ. Ι. Τζιμάνης, Οργάνωση της εργασίας: Παράγοντες και προϋποθέσεις για ανάπτυξη καλών σχέσεων εργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων – βασικά θέματα εργατικής νομοθεσίας (ανάλυση, ερμηνεία, νομολογία) σ.. 214, Αθήνα Μάρτιος 1997. 2 Βλ. Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σ.. 423, εκ Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.

14


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

Κεφάλαιο 6: Αξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή. Όπως προαναφέρθηκε, η Κυριακή δεν περιλαμβάνεται στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Γι αυτό, οι ώρες εργασίας της ημέρας αυτής, ανεξαρτήτως αν επιτρέπεται κατ’ αυτήν η απασχόληση του εργαζομένου, δεν προσμετρούνται στις ώρες απασχολήσεως των υπολοίπων έξι (6) ή πέντε (5) αντιστοίχως εργάσιμων ημερών (εάν στην τελευταία περίπτωση εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας). Αυτό συμβαίνει προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπάρχει υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπομένου νόμιμου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας και γεννηθεί αξίωση αμοιβής του εργαζομένου για υπερεργασιακή ή υπερωριακή απασχόλησή του, ούτε θεωρούνται οι ίδιες αυτές ώρες απασχόλησης ως υπερωριακή εργασία.1 Επομένως, η εργασία κατά την ημέρα αυτή αμείβεται αυτοτελώς.2 6.1 Αξιώσεις των εργαζομένων την Κυριακή όταν η εργασία επιτρέπεται. Όταν η εργασία την Κυριακή επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση οι εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται κατά την ημέρα αυτή, έχουν τις παρακάτω αξιώσεις από την αντίστοιχη απασχόληση τους.

6.1.1 Αξίωση προσαύξησης εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) επί της νόμιμης αμοιβής. Αρχικά, οι εργαζόμενοι αυτοί έχουν την αξίωση προσαύξησης εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) υπολογιζόμενη στο νόμιμο ωρομίσθιό τους, είτε πρόκειται για αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό είτε πρόκειται για αμειβόμενους με ημερομίσθιο.3 Οι εργαζόμενοι όμως οι οποίοι δεν υπάγονται στο σύστημα καθορισμού κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων καθορισμένων με σ.σ.ε ή με δ.α ή με άλλες κανονιστικές διατάξεις, δεν έχουν δικαίωμα στην ανωτέρω προσαύξηση, όπως είναι λόγου χάριν οι γεωργικοί εργάτες, οι οικιακοί εργαζόμενοι, οι πρόσθετοι αστυνομικοί κ.ο.κ.4 Κατά την υπ’ αριθμόν 8900/46 υπ. απόφαση, η οποία καθιέρωσε για πρώτη φορά το δικαίωμα στην ανωτέρω προσαύξηση του

εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%),

εξαιρούνται από το δικαίωμα λήψεως της ανωτέρω προσαυξήσεως οι σερβιτόροι εστιατορίων, καφενείων, ζαχαροπλαστείων και συναφών καταστημάτων, οι οποίοι αμείβονται με ποσοστά. Ερμηνεύουσα τη διάταξη αυτή νομολογία5 δέχτηκε ότι η ρύθμιση της ανωτέρω υπ. αποφάσεως 1 Βλ. ΑΠ 124/1998 αδημ. ΑΠ 8032/85 ΔΕΝ 42, 511. 2 Βλ. ΔΕΝ 53, 129 επ. και ιδίως 135 ΑΠ 247/2003 ΕΕργΔ 63, 858, ΕΕργΔ. 60, 751. 3 Βλ. αρ. 2 του ν.δ 3755/57 και τις υπ. Αποφάσεις 8900/46 και 25825/51. 4 Βλ. ΑΠ 644/83 ΕΕργΔ 20, 855. ΜΠρΑθηνών 3253/86 ΕΕργΔ 45, 930. 5 Βλ. ΕφΑθηνών 1454/73 ΕΕργΔ 32/1107.

15


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

αφορά μόνο τους σερβιτόρους που αμείβοντα μόνο με ποσοστά Δεν αφορά όμως και εκείνους που αμείβονται με ποσοστά και με πάγιο μισθό, οι οποίοι δικαιούνται την ανωτέρω προσαύξηση, η οποία υπολογίζεται μόνο στον πάγιο μισθό τους.1 Ως νόμιμο ωρομίσθιο θεωρείται εκείνο το οποίο προκύπτει (κατά τους ίδιους υπολογισμούς που ισχύουν κατά την εξεύρεση του προκειμένου να προσδιοριστεί η αντίστοιχη προσαύξηση της αμοιβής της υπερεργασίας κατά τα ανωτέρω) από το κατώτατο όριο μισθού ή ημερομισθίου, το οποίο ισχύει για την κάθε κατηγορία εργαζομένων και έχει θεσπιστεί είτε ευθέως από το νόμο είτε από τις εθνικές γενικές ή και τις κλαδικές σ.σ.ε και δ.α, μαζί με τις προβλεπόμενες προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας, οικογενειακών βαρών και τα λοιπά επιδόματα όπως το ανθυγιεινό επίδομα κ.ο.κ. Ειδικότερα, όπως δέχεται η κρατούσα στη νομολογία άποψη, η προσαύξηση κατά εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) της αμοιβής των εργαζομένων για την παροχή εργασίας κατά Κυριακές και αργίες υπολογίζεται πάντοτε επί του νόμιμου μισθού και των επιδομάτων που προκύπτουν από το νόμο, τις σ.σ.ε, τις δ.α και τις υπ. αποφάσεις χωρίς να ερευνάται το ύψος των τακτικών αυτών αποδοχών υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Επομένως, στα υποχρεωτικώς θεσπισμένα κατώτατα όρια αποδοχών, επί των οποίων προβλέπεται από τις οικείες υπ. αποφάσεις ότι υπολογίζεται η προσαύξηση της αμοιβής για εργασία Κυριακών και αργιών, δεν περιλαμβάνονται αμοιβές και επιδόματα τα οποία προϋποθέτουν ιδιαίτερη ή ειδική απασχόληση των εργαζομένων σε ορισμένο τόπο ή χρόνο έστω και αν η ανωτέρω αμοιβές και επιδόματα συνυπολογίζονται στις τακτικές αποδοχές του δικαιούχου εργαζομένου.2 Δεν συνυπολογίζεται συνεπώς η προσαύξηση της νυχτερινής εργασίας2, η αμοιβή της παράνομης υπερωριακής εργασίας3 και τα λοιπά. Το ωρομίσθιο, στην περίπτωση που ισχύει σύστημα εβδομαδιαίας εργασίας πέντε (5) ημερών, υπολογίζεται με τον πολλαπλασιασμό του μισθού επί τον συντελεστή 0,006 ή με τον πολλαπλασιασμό του ημερομισθίου επί το συντελεστή 0,15. Εάν ο εργαζόμενος εργάστηκε την Κυριακή λιγότερες ώρες από το νόμιμο ωράριο, τότε η προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) την οποία δικαιούται κατά τα ανωτέρα είναι ανάλογη με τις ώρες κατά τις οποίες απασχολήθηκε.

1 Βλ. ΑΠ 1218/2003 ΕΕργΔ 63, 1426 και την υπ’ αριθμόν 15/1949 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, ΕΕργΔ 8, 348. Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 607-608. 2 Βλ. ΑΠ 1434/2003 αδημοσ., ΑΠ 2107/83 ΔΕΝ 40,1127. ΑΠ 306/84 ΔΕΝ 41, 220. ΑΠ 472/80 ΔΕΝ 36, 648. ΕφΛάρισας45/72 ΔΕΝ 28, 356. 3 Βλ. ΑΠ 33/75 ΔΕΝ 31, 218.

16


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

Για να έχει όμως δικαίωμα ο εργαζόμενος στην ανωτέρω προσαύξηση θα πρέπει να απασχολήθηκε πραγματικώς κατά την Κυριακή. Δεν έχουν συνεπώς δικαίωμα στην εν λόγω προσαύξηση όσοι εργαζόμενοι δεν απασχολήθηκαν πραγματικώς κατά τις Κυριακές, έστω και αν δικαιούνται και λαμβάνουν ημερομίσθιο, το οποίο αναλογεί στην ημέρα αυτή.1 Τούτο μπορεί παραδείγματος χάριν να συμβεί στην περίπτωση της απλής ετοιμότητας προς εργασία, οπότε ο εργαζόμενος δικαιούται μόνο το συμφωνημένο ή το συνηθισμένο ημερομίσθιο, όχι όμως και την ανωτέρω προσαύξηση.2 Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση υπερωρίας του εργοδότη, οπότε ο εργαζόμενος δεν δικαιούται την προσαύξηση των Κυριακών κατά τις οποίες θα ήταν τυχόν υποχρεωμένος να εργαστεί εκτός αν ο εργαζόμενος πριν από την υπερημερία του εργοδότη εργαζόταν σταθερώς όλες τις ημέρες της εβδομάδας συμπεριλαμβανομένης και της Κυριακής.3 Τέλος, την προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) δικαιούται ο εργαζόμενος ανεξαρτήτως από την ισχύ και το κύρος της συμφωνίας για την απασχόλησή του κατά την Κυριακή, όπως ορίζεται και στο αρ. 2 παρ. 12 του ΝΔ 435/76. Την δικαιούται επίσης, ακόμα και αν λάβει αναπληρωματική ανάπαυση σε άλλη ημέρα της ιδίας ή της επόμενης εβδομάδας4. 6.1.2 Αξίωση ημερομισθίου ή ωρομισθίου Οι αμειβόμενοι με ημερομίσθιο εάν εργαστούν κατά την ημέρα Κυριακή, εκτός της προσαύξησης του εβδομήντα πέντε της εκατό (75%) επί του νομίμου ημερομισθίου τους, δικαιούνται και το καταβαλλόμενο συνήθως ημερομίσθιό τους, δηλαδή το 1/6 της εβδομαδιαίας αμοιβής τόσο επί εξαημέρου όσο και επί πενθημέρου συστήματος εργασίας. Όσοι εργαζόμενοι αμείβονται με ωρομίσθια, εάν εργαστούν την ημέρα Κυριακή, δικαιούνται τόσα ωρομίσθια όσες και οι λιγότερες του νομίμου ωραρίου εργασίας τους ώρες απασχολήσεως τους την εν λόγω ημέρα. Αυτό ισχύει ανεξαρτήτως

εάν

δικαιούνται

ή

όχι

αναπληρωματικής

εβδομαδιαίας

ανάπαυσης.

Ως

καταβαλλόμενο ημερομίσθιο νοείται εκείνο το οποίο αντιστοιχεί στην πράγματι παρασχεθείσα κατά την ημέρα Κυριακή εργασία.5 Είναι ωστόσο αυτονόητο ότι η εν λόγω εργαζόμενοι εφόσον

1 Βλ. ΑΠ 1465/82 ΔΕΝ 39, 490. ΑΠ 483/79 ΔΕΝ 35, 693. ΑΠ 433/76ΕΕργΔ 35, 683. 1275/74 ΕΕργΔ 34/462. ΑΠ 312/69 ΔΕΝ 25, 735. 2 Βλ. ΑΠ 571/68 ΔΕΝ 25, 81. 3 Βλ. ΑΠ 262/82 ΕΕργΔ 41, 490. ΑΠ 1123/76 ΕΕργΔ 36, 78. ΑΠ 475/75 ΕΕργΔ 34, 1111. ΕφΑθηνών 252/82 ΕΕργΔ 42, 970. 4 Βλ. ΑΠ 114/66 ΔΕΝ 23, 503. Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 609-610 5 Βλ. ΑΠ 1568/1999 ΔΕΝ 56, 498. ΑΠ 1218/2003 ΕΕργΔ 63, 1426. ΑΠ 1482/1995 ΔΕΝ 52, 243. ΜΠρΑθηνών 2926/1996 και 3363/1996 ΔΕΝ 53, 186 και 189.

17


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

τύχουν αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως δεν έχουν δικαίωμα αμοιβής και για αυτήν Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό και δεν εργάζονται κατά την ημέρα της αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως όπως άλλωστε προβλέπει ο νόμος, εκτός από την ανωτέρω προσαύξηση του εβδομήντα πέντε της επί εκατό (75%) δε δικαιούνται άλλης αμοιβής για την απασχόληση κατά την Κυριακή, διότι στο μηνιαίο μισθό τους περιλαμβάνεται και το ημερομίσθιο της Κυριακής.1 Αν όμως οι εργαζόμενοι της εν λόγω κατηγορίας δεν τείνουν αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, τότε έχουν δικαίωμα επιπλέον αμοιβής, ίσης με το 1/25 του νομίμου μηνιαίου μισθού τους (η με το 1/20 αυτού, αν απασχολούνται με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας). Αυτή όμως καταβάλλεται με τη μορφή της αποζημίωσης, η οποία οφείλεται στους εργαζομένους με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφόσον η απασχόλησή τους κατά την εν λόγω ημέρα είναι απαγορευμένη και συνεπώς παράνομη 2. Η αξίωση για την αποζημίωση αυτή παραγράφεται μετά την πάροδο εικοσαετίας.3 Αν η απασχόληση των ανωτέρω εργαζομένων κατά την Κυριακή δεν υπερβεί τις πέντε (5) συνολικά ώρες, τότε η αποζημίωση την οποία δικαιούνται για την ανωτέρω αιτία, βάση δηλαδή των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω μη παροχής σε αυτούς αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως σε άλλη εργάσιμη μέρα, θα είναι ίση με τόσα ημερομίσθια όσες και οι λιγότερες των πέντε (5) ωρών ώρες της Κυριακής εργασίας τους4. Το συμβατικό ή νόμιμο ωράριο στο οποίο ανάγεται η οφειλόμενη αμοιβή για την επιτρεπόμενη κατά τις Κυριακές απασχόληση, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι από την 1-1-1984, οπότε καθιερώθηκε το σύστημα των σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίας απασχολήσεως σε πενθήμερη βάση, 6.40 ώρες όσο δηλαδή το γινόμενο του συνολικού χρόνου εργασίας επί των αριθμό έξι (6) το οποίο υποδηλώνει το συνολικό αριθμό των εργάσιμων ημερών της κάθε εβδομάδας (40:6=6.40). Αυτό συμβαίνει επειδή μπορεί βεβαίως με το σύστημα της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, οι εργαζόμενοι να απασχολούνται πραγματικώς επί πέντε (5) μόνο ημέρες εβδομαδιαίως, πλην όμως αυτές οι πέντε (5) ημέρες θεωρούνται ότι καλύπτουν εργασία έξι (6) συνολικώς ημερών (μέσω της απασχόλησής τους επί 1.20΄ ώρα ημερησίως), με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να δικαιούνται, με το εν λόγω σύστημα, έξι (6) ημερομίσθια ή τα 6/25 του μηνιαίου τους μισθού εβδομαδιαίως.

1 Βλ. ΑΠ 1995/84 ΔΕΝ 41, 1056. ΑΠ 711/80 ΔΕΝ 36, 718. ΑΠ 96/77 ΔΕΝ 33,468. 2 Βλ. ΑΠ 1520/2003 ΕΕργΔ 63, 1429. ΑΠ 68/2001 ΕΕργΔ 61, 38. ΑΠ. 1256/2000 ΕΕργΔ 61, 350. ΑΠ 975/2000 ΕΕργΔ 61, 23. ΑΠ 1568/1999 ΕΕργΔ 59, 1129. ΕφΑθηνών 423/2000 ΕΕργΔ 60, 517. ΕφΘεσσ/νίκης 532/2001 ΔΕΕ 8424 ΑΠ 1995/84. ΑΠ 89/92 ΕΕργΔ 31, 585. 3Βλ. ΑΠ 426/74 ΔΕΝ 30, 730. ΑΠ 89/72/ΔΕΝ 28, 25 4 Βλ. έγγραφο του Υπ. Εργασίας με αριθμόν 482/80, ΔΕΝ 37, 270.

18


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

Για το λόγο αυτό, η αναπληρωματική ανάπαυση των εργαζομένων αυτής της κατηγορίας σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομάδας, καλύπτει απασχόληση χρονικού διαστήματος 6.40 ωρών της Κυριακής και το 1/25 του μισθού, το οποίο βεβαίως δίδεται ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού στους ως άνω εργαζομένους στην περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι αυτοί θα απασχοληθούν παρανόμως κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως τους. Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος απασχοληθεί την Κυριακή περισσότερο από 6.40 ώρες [αλλά όχι πέραν των οκτώ (8)ωρών], η επιπλέον απασχόληση της 1.20 ώρας θεμελιώνει αξίωσή του για πρόσθετη αμοιβή, κατά τους όρους του αρ. 659 ΑΚ, η οποία υπολογίζεται στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο του.1 6.1.3 Αξίωση αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Οι εργαζόμενοι κατά την Κυριακή έχουν την αξίωση αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας η οποία ακολουθεί. Σε μια τέτοια περίπτωση η τυχόν εκούσια ή εξαναγκασμένη απασχόληση του εργαζόμενου κατά την ημέρα της αναπληρωματικής ανάπαυσης είναι παράνομη και αυτός δικαιούται αποζημίωσης ίσης με το 1/25 του μηνιαίου μισθού του κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.2 Εξάλλου αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση οφείλεται μόνο επί απασχόλησης κατά ημέρα Κυριακή και όχι και επί απασχόλησης σε άλλη μέρα ανάπαυσης, η δε απασχόληση σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, η οποία δεν είναι Κυριακή δεν παρέχει δικαίωμα ούτε προσαύξησης εξ εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%).3 6.1.4 Αξίωση επί της υπερωριακής εργασίας κατά την Κυριακή. Η απασχόληση του εργαζομένου κατά την Κυριακή πέραν του ορίου των οχτώ (8) ωρών αποτελεί υπερωρία, για την οποία οφείλεται σε αυτόν αμοιβή για την κάθε ώρα υπερωριακής εργασίας του πέραν των οχτώ (8) ωρών, η οποία υπολογίζεται στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιό του καθώς και η σχετική προσαύξηση, το ποσοστό της οποίας συναρτάται με το νόμιμο ή παράνομο χαρακτήρα της και με το συνολικό αριθμό των υπερωριών στις οποίες έχει πραγματοποιήσει αυτός σε ετήσια βάση (σε εργάσιμες και μη εργάσιμες ημέρες).4 Στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο της Κυριακής επί του οποίου θα υπολογισθεί η προσαύξηση λόγω νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης του εργαζομένου κατά την εν λόγω ημέρα, προστίθεται και η προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) για την εργασία της Κυριακής 1 Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 610-611. 2 Βλ. ΕφΑθηνών 8262/1995 ΕΕργΔ 85, 1021. ΕφΑθηνών 1950/1995 ΔΕΝ 53, 610. ΑΠ 1017/1995 ΕΕργΔ 55, 983. 3 Βλ. ΑΠ 1504/1990 ΔΕΝ 1988, 573. ΜΠρΑθηνών 522/1994. 4 Βλ. ΑΠ 247/2003 ΕΕργΔ 63, 858. ΑΠ 545/2000 ΕΕργΔ 60, 751.

19


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

Στην περίπτωση σύμπτωσης επιτρεπτής εργασίας κατά την Κυριακή με παράνομη υπερωριακή απασχόληση, η οφειλόμενη στον εργαζόμενο, για αυτήν την εργασία του, προσαύξηση εκ ποσοστού εκατόν πενήντα επί της εκατό (150%), κατά τα ανωτέρω, θα υπολογισθεί κατά την ορθότερη άποψη, στο οφειλόμενο σε αυτόν ωρομίσθιο για την απασχόληση του κατά την Κυριακή, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί μετά την προσθήκη σε αυτό της ανωτέρω εξ εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) προσαύξησης για την Κυριακή εργασία του. Αυτό συμβαίνει διότι για την εξεύρεση του ωρομισθίου επί του οποίου υπολογίζεται η αμοιβή ή η αποζημίωση της υπερωριακής εργασίας, λαμβάνεται ως βάση το σύνολο των καταβαλλόμενων τακτικών αποδοχών του εργαζομένου. Η προσαύξηση λοιπόν του εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) για την επιτρεπόμενη εργασία της Κυριακής, αποτελεί αντάλλαγμα της εργασίας του, το οποίο σημαίνει ότι συνυπολογίζεται στην εξεύρεση του ωρομισθίου της υπερωριακής απασχόλησης. 1 6.1.5 Αξίωση στην περίπτωση σύμπτωσης Κυριακής και νυκτερινής εργασίας Στην περίπτωση που η Κυριακή εργασία συμπίπτει με νυκτερινή εργασία, δηλαδή εργασία κατά τις ώρες 12.00 μ.μ. του Σαββάτου έως και 06.00 π.μ. της Κυριακής ή από 10.00 μ.μ. έως και 12.00 μ.μ. της Κυριακής, οι προσαυξήσεις του εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) για την επιτρεπτή εργασία της Κυριακής και του είκοσι πέντε επί της εκατό (25%) για τη νυκτερινή εργασία υπολογίζονται χωριστά στο νόμιμο ωρομίσθιο της Κυριακής και στη συνέχεια προστίθενται αθροιστικά στο οφειλόμενο για την Κυριακή εργασία καταβαλλόμενο ωρομίσθιο του εργαζομένου.2 6.2. Αξιώσεις των εργαζομένων την Κυριακή όταν η εργασία απαγορεύεται. Όταν η εργασία κατά την Κυριακή απαγορεύεται, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να μην απασχοληθεί. Αυτό σημαίνει ότι εάν κληθεί από τον εργοδότη να εργαστεί μια τέτοια ημέρα και αρνηθεί δεν θεωρείται υπερήμερος ως προς την παροχή της εργασίας του και αντιστρόφως ο εργοδότης δεν θεωρείται υπερήμερος έναντι του εργαζομένου εάν ο τελευταίος προσφέρει την εργασία του στον πρώτο την ίδια ημέρα και εκείνος αρνηθεί να την αποδεχτεί. Εάν όμως παρόλα αυτά ο εργαζόμενος απασχοληθεί κατ’ εντολή του εργοδότη Κυριακή κατά την οποία απαγορεύεται η εργασία του, τότε έχει τις εξής αξιώσεις εναντίον3.

1 Βλ. ΕφΑθηνών 7116/74 ΕΕργΔ 34, 1181. ΕφΑθηνών 1854/71 ΕΕργΔ 30, 1336. ΕφΑθηνών 3410/72 ΕΕργΔ 31, 1103. ΑΠ 339/73 ΕΕργΔ 33, 808. 2. Βλ. ΑΠ 306/84 ΔΕΝ 41, 220. ΜΠρΘεσ/νίκης 5858/01 ΕΕργΔ 61, 920. Επίσης σχετικό έγγραφο Υπ. Εργασίας με αριθμ. 1331/83, ΔΕΝ 40, 450. 3 Βλ. ΑΠ 303/71 ΕΕργΔ 30, 808.

20


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

6.2.1. Αξίωση για αποζημίωση. Αρχικά, οι εργαζόμενοι έχουν την αξίωση αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η εν λόγω αποζημίωση οφείλεται στον εργαζόμενο και όταν αυτός αμείβεται με μηνιαίο μισθό, διότι ο καταβαλλόμενος μισθός αντιστοιχεί στις εργάσιμες ημέρες και θα τον εισέπραττε αυτός στον ακέραιο ακόμα και αν δεν απασχολείτο κατά τις ημέρες τις υποχρεωτικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, το οποίο σημαίνει ότι ο εργοδότης αποκόμισε από την εργασία του αυτή ωφέλεια, την οποία και υποχρεούται να αποδώσει. Η προκείμενη αποζημίωση υπολογίζεται στο νόμιμο ωρομίσθιο του απασχοληθέντος1 6.2.2 Αξίωση για προσαύξηση εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) στο νόμιμο ημερομίσθιο. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται προσαύξηση εκ ποσοστού εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) στο νόμιμο ημερομίσθιο, έστω και εάν λάβουν αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση.2 6.2.3 Αξίωση αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης Τέλος, οι εργαζόμενοι δικαιούνται αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης σε άλλη εργάσιμη ημέρα της επόμενης εβδομάδας, η οποία περιλαμβάνει ολόκληρο το είκοσι τετράωρο ή όσες ώρες μέχρι του ορίου των πέντε (5) ωρών εργάστηκε την Κυριακή.3 Εάν όμως ο εργαζόμενος απασχοληθεί εκουσίως ή ακουσίως κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, παρόλο που εργάστηκε παρανόμως την Κυριακή, κατά τα ανωτέρω, τότε κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, έχει δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Δεν δικαιούται όμως προσαύξηση διότι πρόκειται για παροχή παράνομης εργασίας την οποία δικαιούται μόνο για την Κυριακή εργασία του.4 Κατά την ίδια άποψη, η αποδοτέα στον εργαζόμενο ωφέλεια στην αμέσως ανωτέρω περίπτωση δεν περιλαμβάνει τα επιδόματα γάμου, τέκνων, πολυετίας και άλλα. Το ανωτέρω δικαίωμα έχει και ο αμειβόμενος με μηνιαίο μισθό και η σχετική αποζημίωση του ισούται με το 1/25 του νομίμου και κατά την ορθότερη άποψη του καταβαλλόμενου μισθού του, πλέον τον μηνιαίων αποδοχών του.5

1 Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 612. 2 Βλ. ΑΠ 1520/2003 ΕΕργΔ 63, 1429. ΑΠ 1037/79 ΔΕΝ 36, 113. 3 Βλ. Γ. Τρίμη, Παροχή εργασίας κατά Κυριακάς ΕΕργΔ 27, 329 και επ. 4 Βλ. ΑΠ 1520/2003 ΕΕργΔ 63, 1429. ΑΠ 68/2001 ΕΕργΔ 61, 38. ΑΠ 1256/2000 ΕΕργΔ 61, 350. ΑΠ 975/2000 ΕΕργΔ 61, 23. ΑΠ 1568/ 1999 ΕΕργΔ 59, 1129. ΕφΑθηνών 423/2000 ΕΕργΔ 60, 517.ΕφΘες/νίκης 532/2001 ΔΕΕ 8, 424. ΑΠ 1017/1995 ΕΕργΔ 55, 983. ΕφΑθηνών 1950/1995, όπου ανωτέρω. ΕφΑθηνών 8262/1995,όπου ανωτέρω. ΑΠ 1535/80 ΕΕργΔ 40, 380. ΑΠ 460/79 πλειοψ. ΕΕργΔ 39, 7. 5 Βλ. ΑΠ 1995/84. ΑΠ 711/80.

21


Κεφάλαιο 6: Aξιώσεις των εργαζομένων κατά την Κυριακή

6.2.4. Αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης. Όταν ο εργαζόμενος αναγκάζεται να εργαστεί κατά την Κυριακή, παρ’ όλο που αυτό απαγορεύεται, ή κατά την ημέρα της αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσής του, έχει πέραν των λοιπών δικαιωμάτων του και δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης την οποία υφίσταται σχετικώς, εκτός εάν συναίνεσε σε μια τέτοια απασχόλησή του.1 6.3 Παραγραφή αξιώσεων Οι μισθολογικές αξιώσεις του εργαζομένου υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή (αρ. 250 ΑΚ.). Η τελευταία ισχύει φυσικά και για τις αξιώσεις από υπερωριακή απασχόληση, νόμιμη ή παράνομη, σύμφωνα με το αρ. 2 ν.δ 515/1970. Η παραγραφή των αξιώσεων αρχίζει από τη λήξη του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν, κατά το αρ. 253 ΑΚ. Η παραγραφή διακόπτεται, εκτός των άλλων, και όταν ο εργοδότης αναγνωρίσει την αξίωση με οποιονδήποτε τρόπο (αρ. 260 ΑΚ.) Μόνη η απλή εγγραφή των ωρών υπερωριακής απασχόλησης στις τηρούμενες από τον εργοδότη μισθολογικές καταστάσεις, εάν αυτή δεν γνωστοποιείται στον εργαζόμενο, δεν συνιστά αναγνώριση και κατ’ επέκταση δε διακόπτει την παραγραφή.2 Για τους εργαζόμενους που απασχολούνται στο Δημόσιο και στα ΝΠΔΔ οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται σε διετή παραγραφή η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους κατά το αρ. 48 παρ. 3 του ν. 5496/ 1974.3

1 Βλ. ΕφΑθηνών 4968/00 ΕΕργΔ 60, 556. ΑΠ 941/75 ΕΕργΔ 35, 58. ΑΠ 303/71 ΕΕργΔ 30, 808. ΕφΑθηνών 519/77 ΕΕΕ 36, 265. ΕφΑθηνών 374/73 ΕΕργΔ 32, 337. ΜΠρΠατρών 1174/88 ΕΕργΔ 48, 326. Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 612. 2 Βλ. ΑΠ 1299/1985, ΔΕΝ 1986, 810. 3 Βλ. Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο: Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, σ.. 953, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007

22


Κεφάλαιο 7: Συμφωνίες που αφορούν την Κυριακάτικη απασχόληση και την απασχόληση κατά τις ημέρες αργίας

Κεφάλαιο 7: Συμφωνίες που αφορούν την Κυριακάτικη απασχόληση και την απασχόληση κατά τις ημέρες αργίας. Σύμφωνα με τις με αριθμό 8900/1946 (ΦΕΚ 54/Β’/30.3.1946) και 25825/1951 (ΦΕΚ 86/Β’/9.5.1951) Υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες και προβλέπουν την αντίστοιχη προσαύξηση για την Κυριακή απασχόληση και την απασχόληση κατά τις ημέρες των αργιών1 ρητά ορίζεται ότι οι προσαυξήσεις αυτές δεν συμψηφίζονται με ενδεχόμενες υψηλότερες καταβαλλόμενες από τις νόμιμες αποδοχές. Έτσι είναι κατ’ αρχήν άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία και ορίζεται, ότι επιπλέον καταβαλλόμενες από τις νόμιμες αποδοχές περιλαμβάνουν και τις προσαυξήσεις από την Κυριακάτικη απασχόληση ή την απασχόληση κατά τις ημέρες των αργιών. Σύμφωνα με την άποψη της κρατούσας νομολογίας, δεν είναι δυνατός μόνο συμψηφισμός που γίνεται κατά τρόπο μονομερή. Αν όμως υπάρχει ειδική συμφωνία με την οποία και προβλέπεται ότι περιλαμβάνονται στο μισθό που καταβάλλεται, ο οποίος και είναι ανώτερος από το νόμιμο και οι προσαυξήσεις από Κυριακάτικη απασχόληση, τότε η συμφωνία αυτή είναι έγκυρη και οι επιπλέον καταβαλλόμενες αποδοχές μπορούν να συμψηφιστούν.2 Σύμφωνα με την άποψη που εκφέρεται από την Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, η θέση αυτή της νομολογίας δεν είναι ορθή. Ακόμη και αν υπάρχει ειδική συμφωνία περί συμψηφισμού του επιδόματος Κυριακής εργασίας και εργασίας κατά τις μέρες των αργιών με τις ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές, τότε με τη συμφωνία αυτή ο εργαζόμενος παραιτείται από δικαιώματα του τα οποία πηγάζουν από διατάξεις δημοσίας τάξεως, οπότε η συμφωνία αυτή είναι παράνομη και ως εκ τούτου άκυρη3, αφού είναι αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου δημοσίας τάξεως, δηλαδή στο αρ. 1 παρ. 2 της με αριθμ. 25825/1951 Υπ. αποφάσεως. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν δεν υπάρχει ειδική συμφωνία περί συμψηφισμού, καταλογισμός των προσαυξήσεων της Κυριακής απασχόλησης και απασχόλησης κατά τις ημέρες των αργιών με τις καταβαλλόμενες αποδοχές, οι οποίες και είναι ανώτερες από τις νόμιμες, δεν επιτρέπεται αφού πρόκειται για αυτοτελείς παροχές που προβλέπονται από το νόμο.4 1 Βλ. αρ. 1 παρ. 2 της με αριθμ. 8900/1946 Υ.Α «Η κατά τα ανωτέρω 75% προσαύξησις των μισθών και ημερομισθίων υπολογίζεται πάντοτε επί των υποχρεωτικώς τεθεσπισμένων ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων, δεν συμψηφίζεται προς τυχόν, καταβαλλομένας ανωτέρας τούτων αποδοχάς, μειούται δε αναλόγως δια την επί έλαττον του κεκανονισμένου ωραρίου απασχόλησιν». 2 Βλ. ΑΠ Ολομ. 87/1971 ΕΕργΔ 30, 1972, 420 και ΔΕΝ 27, 247. ΑΠ 1204/1990 ΕΕργΔ 50, 1990, 1033. ΑΠ 930/1990 ΕΕργΔ 51, 1991, 279. ΕφΑθηνών 4968/2000 ΕΕργΔ 60, 2001, 556. 3 Βλ. ΑΠ 436/1970 ΕΕργΔ 29, 889 και ΔΕΝ 1970, 533. ΑΠ 6/1970 ΕΕργΔ 29 425 και ΔΕΝ 26, 1970, 257 καθώς και Χ. Αγαλλόπουλος, Εργατικόν Δίκαιον, σ.. 182 επ. 4 Βλ. Γ. Τρίμης, Συμψηφισμός Επιδομάτων Κυριακής και Νυχτερινής Εργασίας. ΕΕργΔ 30, 1971, 729. Βλ. Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, Κλασσικές και Σύγχρονες Ρυθμίσεις του Χρόνου Εργασίας, εκδ Αντ. Ν Σάκκουλας.

23


Κεφάλαιο 8: Ενδεχόμενο συμπτώσεως μέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή ή άλλη μέρα αργίας

Κεφάλαιο 8: Ενδεχόμενο συμπτώσεως μέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή ή άλλη μέρα αργίας. 8.1 Περίπτωση συμπτώσεως ημέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή Εάν η ημέρα της υποχρεωτικής αργίας συμπέσει με Κυριακή, τότε αρχικά δε μπορεί να μετατεθεί η ημέρα της αργίας σε άλλη εργάσιμη ημέρα, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 7 του ν. 1400/83. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται με ωρομίσθιο και δεν απασχολούνται από λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά τους, δικαιούνται ένα απλό ημερομίσθιο, δηλαδή χωρίς προσαυξηση,1 ενώ οι εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό δεν δικαιούνται προσαύξησης. Οι εργαζόμενοι οι οποίοι θα απασχοληθούν, εφόσον επιτρέπεται η λειτουργία της εργοδοτικής επιχείρησης και αμείβονται με ημερομίσθιο, έχουν δικαίωμα στο καταβαλλόμενο ημερομίσθιο με την προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί τις εκατό (75%), η οποία υπολογίζεται στο νόμιμο ημερομίσθιό τους. Επίσης, έχουν επίσης δικαίωμα συμπληρωματικής αναπαύσεως. Εάν όμως δεν εργαστούν, παρόλο που η εργοδοτική επιχείρηση λειτούργησε έχουν δικαίωμα μόνο σε ένα απλό ημερομίσθιο. Αντιθέτως, οι εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται με μηνιαίο μισθό, εφόσον

μεν

εργαστούν έχουν δικαίωμα σε αναπληρωματική ανάπαυση και στην προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί τις εκατό (75%), η οποία υπολογίζεται στο 1/25 του μηνιαίου μισθού τους, ή στο 1/20 αυτού, εάν εργάζονται με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, εφόσον όμως δεν εργαστούν δε δικαιούνται προσαύξησης. Αν δεν χορηγηθεί στους εν λόγω εργαζομένους αναπληρωματική ανάπαυση, τότε και αυτοί δικαιούνται και του 1/25 ή του 1/20 του μηνιαίου μισθού τους, πέραν από την προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί τις εκατό (75%). 8.2 Περίπτωση συμπτώσεως ημέρας αργίας με ημέρα Σαββάτου. Με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η τυχόν σύμπτωση της ημέρας του Σαββάτου με ημέρα υποχρεωτικής ή προαιρετικής ή κατ’ έθιμο αργίας, δίνει το δικαίωμα στους εργαζομένους, οι οποίοι δεν θα απασχοληθούν κατά την ημέρα αυτή, σε ένα επιπλέον ημερομίσθιο. Πέρα δηλαδή από τα έξι (6) ημερομίσθιά τους στα οποία αντιστοιχεί η πενθήμερη απασχόληση τους, όπως άλλωστε προβλέπεται και από την από 26.02.1975 εθνική γενική σ.σ.ε με αποτέλεσμα τη συγκεκριμένη εβδομάδα να πληρωθούν αντί έξι (6), επτά (7) ημερομίσθια2. Το ημερομίσθιο της ανωτέρω ημέρας είναι πλήρες και ισούται με εκείνο το οποίο θα εισέπραττε ο εργαζόμενος αν η συγκεκριμένη ημέρα ήταν κανονική εργάσιμη και εργαζόταν κατ’ αυτήν. Περιλαμβάνει δηλαδή, Κεφάλαιο 8: Ενδεχόμενο συμπτώσεως μέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή ή άλλη μέρα αργίας

1Βλ. ΑΠ 303/61 ΔΕΝ 17, 457. ΑΠ 363/62 ΔΕΝ 18, 519. 2Βλ. έγγραφο Υπ. Εργασίας 674/13.4.1982, ΔΕΝ 38, 403.

24


Κεφάλαιο 8: Ενδεχόμενο συμπτώσεως μέρας υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή ή άλλη μέρα αργίας

τόσα ημερομίσθια όσες και οι ώρες οι οποίες είχαν ορισθεί για να εργαστεί κατά την αντίστοιχη εργάσιμη ημέρα με βάση τον προγραμματισμό των ωρών εργασίας της κάθε μίας από τις πέντε (5) ημέρες της εβδομάδας3. 8.3. Περίπτωση συμπτώσεως υποχρεωτικής αργίας με ημέρα αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Εάν η ημέρα υποχρεωτικής αργίας συμπέσει με ημέρα αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης, τότε μόνο οι ημερομίσθιοι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να λάβουν το ημερομίσθιο της συγκεκριμένης ημέρας, το οποίο διαφορετικά δεν θα ελάμβαναν, επειδή η μη απασχόλησή τους οφείλεται στην απαγόρευση του νόμου και όχι σε αυτούς. 8.4. Περίπτωση συμπτώσεως δύο (2) ημερών υποχρεωτικής αργίας την ίδια ημέρα. Στην περίπτωση αυτή μόνο οι ημερομίσθιοι εργαζόμενοι δικαιούνται δύο (2) ημερομίσθια. Αυτό συμβαίνει όμως με την προϋπόθεση ότι η απασχόλησή τους απαγορεύεται ή επιτρέπεται μεν αλλά οι εργαζόμενοι αδυνατούν να εργαστούν από ανυπαίτιο κώλυμα. Στην υπ’ αριθμόν 239/78 του ΝΣΚ, ΔΕΝ 349 υποστηρίζεται ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι απασχολούνται την ανωτέρω ημέρα δικαιούνται επίσης την προσαύξηση του εβδομήντα πέντε επί τις εκατό (75%) στο απλό και όχι στο διπλό ημερομίσθιο. Σύμφωνα όμως με το Γκούτο ορθότερο όμως είναι η ανωτέρω προσαύξηση να υπολογίζεται και στα δύο (2) ημερομίσθια διότι είναι τουλάχιστον αντιφατικό η εν λόγω εργαζόμενοι να αμείβονται με διπλό ημερομίσθιο αλλά όχι και με δύο (2) προσαυξήσεις.

8.5 Περίπτωση σύμπτωσης υποχρεωτικής αργίας με μη υποχρεωτικής ή κατ’ έθιμο αργίας. Εάν ημέρα υποχρεωτικής αργίας συμπέσει με μη υποχρεωτική ή με κατ’ έθιμο αργία τότε ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν στην περίπτωση σύμπτωσης υποχρεωτικής αργίας με Κυριακή (κεφάλαιο 8.1)1.

3 Βλ. Γκούτο, Εορται Αργίαι δια τους μισθωτούς ΔΕΝ 38, 41 και επ. 1

Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ..619-620.

25


Κεφάλαιο 9: Αξιώσεις των εργαζομένων κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας

Κεφάλαιο 9: Αξιώσεις των εργαζομένων κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας. Όταν κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η απασχόληση του εργαζομένου κατά τις ημέρες της υποχρεωτικής αργίας, το οποίο συμβαίνει αναλογικά στις ίδιες περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται και κατά τις Κυριακές, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ. 2 και 7 παρ. 1 του Β.Δ 748/1966 (όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια), τότε η τυχόν υποχρέωση του εργαζομένου να εργασθεί κατ’ αυτές συναρτάται κατ’ αρχήν από την ατομική του συμφωνία με τον εργοδότη. Εάν δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία, τότε η λύση του σχετικού προβλήματος συναρτάται με το εργοδοτικό διευθυντικό δικαίωμα.1 9.1 Αξιώσεις των εργαζομένων όταν η εργασία τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας επιτρέπεται. Ο εργαζόμενος ο οποίος εργάστηκε κανονικώς τις ανωτέρω ημέρες δικαιούται το νόμιμο ή το συμβατικό του ημερομίσθιο ή το 1/25 του μηνιαίου μισθού του, πέραν του συνολικού ποσού αυτού. Το δικαίωμα αυτό έχει ο εργαζόμενος ο οποίος αμείβεται με μηνιαίο μισθό, μόνο αν δεν ήταν κανονικώς υποχρεωμένος να εργαστεί κατά τις ανωτέρω ημέρες και παρόλα αυτά εργάστηκε εκτάκτως κατ’ αυτές. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν έχει κανένα επιπλέον δικαίωμα και ο μισθός του παραμένει αναλλοίωτος. Δικαιούται ακόμη ο εργαζόμενος είτε αμείβεται με μηνιαίο μισθό, είτε με ημερομίσθιο, προσαύξηση εβδομήντα πέντε επί τις εκατό (75%) στο νόμιμο μισθό ή στο νόμιμο ημερομίσθιο του. Επιπλέον δικαιούται και το ημερομίσθιο δύο (2) εργάσιμων ημερών αν στην ίδια ημέρα συμπέσουν δύο (2) υποχρεωτικές αργίες, δεν δικαιούται όμως και αναπληρωματική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης. 9.2 Αξιώσεις των εργαζομένων όταν η εργασία της ημέρες υποχρεωτικής αργίας απαγορεύεται. Ο εργαζόμενος που απασχολήθηκε κατά τις ανωτέρω ημέρες παρόλο που απαγορεύονταν σχετικώς και η εργασία του, κατά συνέπεια, ήταν παράνομη δικαιούται το νόμιμο ημερομίσθιό του ή το 1/25 (ή το 1/20) του νομίμου μηνιαίου μισθού του, όχι όμως και αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση.2 9.3 Ειδικότερες Περιπτώσεις . 9.3.1 Περίπτωση που ο εργαζόμενος εάν και είναι υποχρεωμένος να εργασθεί, απουσιάζει αδικαιολόγητα. Ο εργαζόμενος ο οποίος είναι υποχρεωμένος να εργασθεί κατά τις ανωτέρω ημέρες εάν απουσιάζει αδικαιολόγητα και αμείβεται με ημερομίσθιο, δεν δικαιούται τα αντίστοιχα ημερομίσθια ενώ εάν αμείβεται με μηνιαίο μισθό, ο τελευταίος μειώνεται κατά το 1/25 ή κατά το 1/20 εάν εργάζεται με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Θεωρείται αδικαιολόγητη η απουσία του εργαζομένου εάν αυτός είχε απουσιάσει κατά την αμέσως προηγούμενη και κατά την αμέσως επόμενη ημέρα από εκείνη της υποχρεωτικής αργίας.

1 Βλ. ΑΠ 995/82 ΔΕΝ 38, 1059. ΑΠ 677/74 ΔΕΝ 30,793. ΑΠ 326/71 ΔΕΝ 27, 501. 2 Βλ. Σύνταξη ΕΕργΔ, παροχή ημερομισθίου εις μη απασχολημένους καθ’ εορτάς ΕΔ 191238. Ελ. Στεφανάκη, Ζητήματα ημερομισθίου κατ’ εξαιρεσίμους εορτάς, ΕΕργΔ 21, 1089 και επ.

26


Κεφάλαιο 9: Αξιώσεις των εργαζομένων κατά τις ημέρες υποχρεωτικής αργίας

Αντιθέτως, αν ο εργαζόμενος απουσίαζε αδικαιολογήτως μόνο κατά την αμέσως ή μόνο κατά την αμέσως επόμενη ημέρα εκείνης της υποχρεωτικής αργίας, τότε η μη απασχόλησή του κατά τη μέρα της υποχρεωτικής αργίας, δεν θεωρείται αδικαιολόγητη 1 9.3.2 Περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν εργασθεί μετά από συμφωνία με τον εργοδότη. Αλλά και όταν ο εργαζόμενος δεν εργασθεί, διότι αυτό συμφώνησε με τον εργοδότη και πάλι δεν έχει δικαίωμα στο ημερομίσθιο της ημέρας της υποχρεωτικής αργίας ή αντιστοίχως στερείται του 1/25 ή του 1/20 των μηνιαίων αποδοχών του, αν αμείβεται με μηνιαίο μισθό εκτός αντίθετης συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει επειδή η μη απασχόλησή του κατά την ανωτέρω ημέρα οφείλεται σε αυτόν, αφού αποτελεί περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας του με τον εργοδότη. 9.3.3 Περίπτωση που ο εργαζόμενος δεν εργαστεί και η απουσία του οφείλεται σε ανυπαίτιο κώλυμά του.

Ο εργαζόμενος ο οποίος δεν εργάζεται κατά τις ανωτέρω ημέρες και η σχετική απουσία του οφείλεται σε υπαίτιου κώλυμά του, αν μεν αμείβεται με ημερομίσθιο, δικαιούται το ημερομίσθιο των ημερών αυτών, αν δε αμείβεται με μηνιαίο μισθό, δεν υφίσταται την ανωτέρω μείωσή του αλλά δε δικαιούται καμίας επιπλέον προσαύξησης.2

1 Βλ. σχετικά γνωμοδότηση ΝΣΚ 24/66 ΔΕΝ 22, 336. 2 Βλ. και αρ. 656-658 ΑΚ. Βλ. Στ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά, σ.. 620-621

27


Κεφάλαιο 10: Δικόγραφο αγωγής με αίτημα την καταβολή διαφοράς αποδοχών για εργασία παρασχεθείσα νομίμως κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές.

Κεφάλαιο 10: Δικόγραφο αγωγής με αίτημα την καταβολή διαφοράς αποδοχών για εργασία παρασχεθείσα νομίμως κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές.

Για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή διαφοράς αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε νομίμως κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο εκτός από την εργασιακή σχέση τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά Κυριακές και μη εργάσιμες εορτές, ο αριθμός αυτών καθώς και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός τους με ακριβείς χρονολογίες, αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε μη εργάσιμες εορτές καθορίζονται από το νόμο.1 Επιπλέον, για το ορισμένο του αγωγικού κονδυλίου με το οποίο διεκδικείται προσαύξηση εβδομήντα πέντε επί τις εκατό (75%) του νομίμου ημερομισθίου και συνεπώς και του ωρομισθίου και αντιστοίχως επί των επιδομάτων εορτών και αδείας για εργασία που παρασχέθηκε κατά Κυριακές και άλλες νόμιμες αργίες, αρκεί να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής τα παρακάτω. Πέραν των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων προσδιορίζεται το νόμιμο ημερομίσθιο για κάθε μικρότερο διάστημα, κατά το οποίο το εν λόγω ημερομίσθιο παρέμεινε το ίδιο, πρέπει να αναγράφεται και ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας κατά τις εν λόγω ημέρες κάθε επιμέρους μικρότερου διαστήματος, ώστε να προκύπτει με τον τρόπο αυτό και ο αριθμός των ωρών εργασίας κατά τις ημέρες αυτές. Δεν απαιτείται αντιθέτως, να προκύπτουν από το δικόγραφο της αγωγής οι Κυριακές ή άλλες νόμιμες αργίες κατά τις οποίες εργάστηκε ο ενάγον καθ’ εκάστη των ανωτέρω χρονικών περιόδων.2

1 Βλ. ΑΠ 842/2003, ΕΕργΔ 63, 1367. 2 Βλ. ΑΠ 1153/2000, ΕΕργΔ 61, 406. ΑΠ 140/2000 ΕΕργΔ 60, 317. ΑΠ 1818/1999, ΕΕργΔ 60, 41.

28


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

Κεφάλαιο 11: Νομολογία.

11.1 Άρειος Πάγος: 281/2007 Εργασία Κυριακής.-Αποζημίωση για εργασία κατά τις Κυριακές (κοινή ΑποφΥπΕρ και Οικον 8900/1946).-Ο μισθωτός (που υπάγεται στο σύστημα πενθήμερης εργασίας), για την εργασία του κατά τις Κυριακές δικαιούται (ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας αυτής), αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως και, αν αμείβεται με μηνιαίο μισθό δικαιούται να λάβει για κάθε Κυριακή προσαύξηση 75% επί του 1/25 του μηνιαίου μισθού του, αν δε δεν του χορηγηθεί εβδομαδιαία ανάπαυση, δικαιούται επιπλέον κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως αποζημίωση, το 1/25 του μηνιαίου μισθού του. H αναιρεσείουσα Εταιρεία με την επωνυμία ΕΝΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε., που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δ. Β., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. H αναιρεσίβλητη: .... , που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ι. Ζ., ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 403/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 3858/2004 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-11-2004 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χ. Α., διάβασε την από 2712-2006 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. Από τις διατάξεις της 8900/1946 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ΒΔ 748/1966, με την οποία ορίζεται ότι μισθωτοί απασχολούμενοι κατά Κυριακή δικαιούνται ανεξαρτήτως του κύρους της συμφωνίας περί της απασχολήσεως αυτής και των άλλων ενδεχομένων συνεπειών, αναπληρωματικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως κατ' άλλη εργάσιμο ημέρα της αρξαμένης την Κυριακήν εβδομάδος, προκύπτει ότι και ο μισθωτός που εργάζεται Κυριακή ως έκτη ημέρα, υπό το σύστημα πενθήμερης εργασίας, και αμείβεται με μηνιαίο μισθό δικαιούται να λάβει για κάθε μία Κυριακή προσαύξηση 75% επί του 29


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

1/25 του μηνιαίου μισθού του, αν δε δεν του χορηγηθεί εβδομαδιαία ανάπαυση σε άλλη ημέρα της αρχόμενης εβδομάδας, τότε ο μισθωτός δικαιούται επιπλέον κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως αποζημίωση, το 1/25 του μηνιαίου μισθού του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις από 7-91978 και από 24-1-1978 ιδιωτικές συμφωνίες, τα κείμενα των οποίων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της από 14-11-1989 ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των υπαλλήλων - μελών της Ενώσεως Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, που απασχολούνται σε Εφημερίδες - μέλη της Ενώσεως Ιδιοκτητών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών", οι συντάκτες - μέλη της ΕΣΗΕΑ που απασχολούνται σε Εφημερίδες - μέλη της ΕΙΗΕΑ υπάγονται στο καθεστώς της πενθήμερης εργασίας. Τέλος, οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 1 εδαφ. α και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύονται, ο μεν πρώτος, αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεών του στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του εφαρμοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και με σαφήνεια διατυπωμένου αποδεικτικού πορίσματος. Η θεμελίωση του τελευταίου λόγου προϋποθέτει ελλείψεις σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όπως είναι οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά κρίση ανέλεγκτη, τα ακόλουθα: Μεταξύ της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας), ως ασκούσας το επάγγελμα της δημοσιογράφου και της αναιρεσείουσας (εναγομένης) ως εκδότριας της ημερήσιας εφημερίδας "... ", καταρτίσθηκε την 1-1-1998 η υπό την ίδια ημερομηνία έγγραφη σύμβαση, σύμφωνα με την οποία η αναιρεσείουσα προσέλαβε από 1-1-1998 την αναιρεσίβλητη για να εργάζεται ως δημοσιογράφος στα γραφεία της στην Αθήνα με ελεύθερο ωράριο από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, έναντι μηνιαίου μισθού 277.885 δραχμών. Κατά την πρόσληψή της από την αναιρεσείουσα η αναιρεσίβλητη ήταν άγαμη και είχε προϋπηρεσία σε άλλες εφημερίδες 21/2 ετών, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 4 παρ. γ της από 26-10-1989 ΣΣΕ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από αυτή με επίκληση βεβαίωση του Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης (ΤΣΠΕΑΘ) με ημερομηνία 27-1-2000. Την προϋπηρεσία της αυτή η αναιρεσίβλητη την γνωστοποίησε στην αναιρεσείουσα κατά την πρόσληψή της και ο συναφής λόγος της εφέσεώς της είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Με την προαναφερθείσα ιδιότητα η αναιρεσίβλητη εργάσθηκε στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας από 1-1-1998 έως 23-1-2000 ως εσωτερική συντάκτρια του αθλητικού ρεπορτάζ της εφημερίδας "... ", υπαγόμενη στις Συλλογικές 30


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

Συμβάσεις για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Συντακτών - μελών της ΕΣΗΕΑ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως 31-12-1998 ενώ εργάσθηκε όλες τις ημέρες των Κυριακών η αναιρεσείουσα δεν της χορήγησε αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας και συνεπώς δικαιούται για κάθε Κυριακή το 1/25 του νόμιμου μισθού, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, δικαιούται 36 ημερομίσθια του χρονικού διαστήματος από 1-1-1998 έως 30-9-1998 με νόμιμο μισθό, λαμβανομένης υπόψη της προϋπηρεσίας της, 274.945 δραχμές, δηλαδή 395.921 δραχμές (274.945 Χ 1/25 Χ 36), και 12 ημερομίσθια του χρονικού διαστήματος από 1-10-1998 έως 31-12-1998 με νόμιμο μισθό, λαμβανομένης υπόψη της προϋπηρεσίας της, 291.445 δραχμές, δηλαδή 139.894 δραχμές (291.445 Χ 1/25 Χ 12). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-1998 - 23-1-2000) η αναιρεσείουσα εργαζόταν κατά μέσο όρο έξι (6) ώρες την ημέρα τόσο τις καθημερινές από Δευτέρα έως και Παρασκευή όσο και τις Κυριακές, με ελεύθερο ωράριο που τελείωνε πριν την 10η νυκτερινή ώρα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι η αναιρεσείουσα, με συνυπολογισμό και της ανωτέρω προϋπηρεσίας της, εδικαιούτο να λάβει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως αποζημίωση, λόγω παράνομης στερήσεως της εβδομαδιαίας αναπαύσεώς της κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους τα αντίστοιχα ως άνω ποσά των 395.921 και 139.894 δραχμών, επικυρώνοντας και κατά τούτο την ομοίως αποφανθείσα πρωτόδικη απόφαση. Έτσι κρίνοντας το Εφετείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, ούτε ευθές ούτε εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες) τις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις του νόμου και κατά συνέπεια οι από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίθετοι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής, η αναιρεσίβλητη περιέλαβε σ' αυτή, μεταξύ άλλων, και αίτημα επιδικάσεως, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως αποζημίωση, 1/25 του μηνιαίου μισθού της και ειδικότερα ποσού 303.108 δραχμών λόγω απασχολήσεώς της όλες τις Κυριακές (4 κατά μήνα και συνολικά 26) και παράνομης στερήσεώς της από τη δικαιούμενη εβδομαδιαία ανάπαυσή της σε άλλη ημέρα της εβδομάδας, κατά τη χρονική περίοδο από 1-10-1998 έως 28-2-1999. Το αγωγικό αυτό αίτημα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε μερικά δεκτό και επιδικάσθηκε για την ανωτέρω αιτία και για τη χρονική περίοδο από 1-10-1998 έως 31-12-1998 το συνολικό ποσό των (291.445 Χ 1/25 Χ 12) 139.894 δραχμών. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ, αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη το ως άνω ποσό χωρίς αυτό να έχει ζητηθεί με την υπόψη αγωγή της, είναι αβάσιμος.

31


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από

17-11-2004

αίτηση

της

ανώνυμης

εταιρείας

με την επωνυμία

"ΕΝΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕΒΕ" περί αναιρέσεως της 3858/2004 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια είκοσι (420) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2007. Και Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2007.\

11.2 Άρειος Πάγος: 1434/2002 Εργατικό δίκαιο.- Αμοιβή εργασίας.- Κατώτατα όρια αποδοχών.- Επιδόματα.- Εργασία Κυριακής.Ημέρες αργίας.- Ο καθορισμός του ύψους των μισθών και των δευτερευουσών απολαβών αυτού, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες, γίνεται από το διοικητικό συμβούλιο του Ο.Σ.Ε., η εκτέλεση της αποφάσεως του οποίου, όσον αφορά της δευτερεύουσες απολαβές, απαιτεί προηγούμενη υπουργική έγκριση.- Η προσαύξηση 75% της αμοιβής των μισθωτών για την παρεχόμενη κατά τις Κυριακές και αργίες εργασία υπολογίζεται πάντοτε επί των υποχρεωτικώς θεσπισμένων ελάχιστων ορίων των αποδοχών τους, δηλαδή επί του νομίμου βασικού μισθού και των επιδομάτων που προκύπτουν από το νόμο, τις Σ.Σ.Ε., τις Δ.Α. και τις υπουργικές αποφάσεις, χωρίς να ερευνάται το ύψος των τακτικών αποδοχών αυτών υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.- Στα υποχρεωτικώς θεσπισμένα κατώτατα όρια αποδοχών δεν περιλαμβάνονται αμοιβές και επιδόματα που προϋποθέτουν ιδιαίτερη ή ειδική απασχόληση των εργαζομένων σε ορισμένο τόπο ή χρόνο, έστω και αν οι ανωτέρω αμοιβές και επιδόματα συνυπολογίζονται στις τακτικές αποδοχές τους. O αναιρεσείων: Ο. Σ. Ελλάδος (ΟΣΕ), δημόσιας κοινωνικοποιημένης επιχειρήσεως, που λειτουργεί με τη μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου Α.Ε., ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μ.-Ε. Α.-Ε.. Ο αναιρεσιβλήτος: Κ.Χ. του Η., κατοίκου Μοσχάτου Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ε.Λ. . Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 1 Σεπτεμβρίου 2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 1586/2000 του ίδιου δικαστηρίου και 8045/2001 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8 Νοεμβρίου 2001 αίτησή του. 32


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Θ. Α. , ανέγνωσε την από 12 Μαρτίου 2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αυτής. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

Επειδή κατά το άρθρο 10 παρ.1 εδάφ. η' του ΝΔ 674/1970, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ΝΔ 1116/1972 και περιλήφθηκε με την ίδια αρίθμηση στο Β.Δ. 532/1972 που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 14 του άνω Ν.Δ. 116/1972 και κωδικοποίησε τις ισχύουσες διατάξεις για την ίδρυση του Ο.Σ.Ε., «το διοικητικό συμβούλιο του ΟΣΕ καθορίζει το εκάστοτε ισχύον σύστημα και το ύψος των μισθών και των πάσης φύσεως αποδοχών του προσωπικού του Ο.Σ.Ε., επιφυλασσομένων των περί κατωτάτων ορίων μισθών και ημερομισθίων ισχυουσών εκάστοτε διατάξεων, πλην των αφορωσών εις δευτερεύουσας απολαβάς του προσωπικού, η περί καθορισμού των οποίων απόφασις αυτού εκτελείται μετά προηγουμένην έγκρισιν των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Ναυτιλίας Μεταφορών και Επικοινωνιών». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο καθορισμός του ύψους των μισθών και των πάσης φύσεως αποδοχών του προσωπικού του Ο.Σ.Ε. και συνεπώς και των δευτερευουσών απολαβών αυτού - στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσαύξηση για εργασία κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες ημέρεςγίνεται από το διοικητικό συμβούλιο του Ο.Σ.Ε., η εκτέλεση της αποφάσεως του οποίου, όσον αφορά της δευτερεύουσες απολαβές, απαιτεί προηγούμενη έγκριση των ανωτέρω υπουργών. Με βάση την πιο πάνω διάταξη το Δ.Σ. του Ο.Σ.Ε. εξέδωσε την 2636/15-11-1977 απόφαση, με την οποία χορήγησε προσαύξηση 75% στο προσωπικό του Ο.Σ.Ε., το απασχολούμενο κατά τις Κυριακές, εορτές και τη νύκτα, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των Υ.Α. 8900/1946 και 18310/1951. Η ως άνω απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Σ.Ε. εγκρίθηκε με την 3847/165/20-1-1978 απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Συγκοινωνιών που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 105 Β'/9-2-1978). Εξάλλου από τις διατάξεις της 8900/1946 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, όπως ερμηνεύτηκε με την 25825/1951 απόφαση των ίδιων Υπουργών, προκύπτει ότι η προσαύξηση 75% της αμοιβής των μισθωτών για την παρεχόμενη κατά τις Κυριακές και αργίες εργασία υπολογίζεται πάντοτε επί των υποχρεωτικώς θεσπισμένων ελάχιστων ορίων των αποδοχών τους, δηλαδή επί του νομίμου βασικού μισθού και των επιδομάτων που προκύπτουν από το νόμο, τις Σ.Σ.Ε., τις Δ.Α. και τις υπουργικές αποφάσεις, χωρίς να ερευνάται το ύψος των τακτικών αποδοχών αυτών υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Ο υπολογισμός της ως άνω προσαυξήσεως με βάση τις τακτικές αποδοχές των εργαζομένων δεν προβλέπεται στις ανωτέρω Υ.Α. και η ερμηνευτική εκδοχή ότι υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών νόμιμων αποδοχών τους θα κατέληγε στο άτοπο να υπολογίζεται η εν λόγω προσαύξηση και επί της ίδιας προσαυξήσεως, σε περίπτωση δε τακτικής παροχής εργασίας και κατά τη νύκτα και επί της

33


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

προσαυξήσεως για την εργασία αυτή που θα διαμορφωνόταν επίσης με βάση την προσαύξηση των Κυριακών, δηλαδή δύο φορές για τον υπολογισμό του νομίμου ημερομισθίου-αφού η προσαύξηση για την τακτικώς παρεχόμενη τις Κυριακές και τη νύκτα εργασία περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές- και μία φορά για την προσαύξηση του ημερομισθίου αυτού (πρβλ Ολ. ΑΠ 3-5/1999). Επομένως στα υποχρεωτικώς θεσπισμένα κατώτατα όρια αποδοχών, επί των οποίων προβλέπεται από τις προαναφερόμενες Υ.Α. ότι η υπολογίζεται η προσαύξηση της αμοιβής για την εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, δεν περιλαμβάνονται αμοιβές και επιδόματα που προϋποθέτουν ιδιαίτερη ή ειδική απασχόληση των εργαζομένων σε ορισμένο τόπο ή χρόνο, έστω και αν οι ανωτέρω αμοιβές και επιδόματα συνυπολογίζονται στις τακτικές αποδοχές τους. Σημειώνεται ότι το αντίθετο δεν συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 88 παρ.10 του προϊσχύοντος Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΣΕ (ΓΕΚΑΠ) που αντικαταστάθηκε στις 28-12-1998 από το νέο γενικό Κανονισμό (Ν.2671/1998) και καθόριζε την έννοια των τακτικών αποδοχών του προσωπικού του Ο.Σ.Ε., αφού οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν στις δευτερεύουσες απολαβές του προσωπικού του και η προαναφερόμενη 2632/1977 απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Σ.Ε. χορήγησε την εν λόγω προσαύξηση υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των Υ.Α. 8900/1946 και 25825/1991. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας ως εφετείο, δέχθηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1-9-1998 έως 31-12-1998) ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, που εργάζεται από το έτος 1976 στον αναιρεσείοντα Ο.Σ.Ε. ως μηχανοδηγός, ελάμβανε τακτικά τα ποσά των 21056, 32422 και 7310 δραχμών, κατά μέσο όρο, κάθε μήνα για αμοιβή νυκτερινής εργασίας, χιλιομετρικών διανύσεων και διανυκτερεύσεων εκτός έδρας αντίστοιχα και έκρινε ακολούθως ότι τα ποσά αυτά, που περιλαμβάνονται

στις

τακτικές

αποδοχές

του,

συνυπολογίζονται

προς

καθορισμό

της

προσαυξήσεως 75% για την εργασία του κατά τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες. Με την κρίση του αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις των Υ.Α. 8900/1946 και 25825/1951 και συνεπώς ο σχετικός από το άρθρο 560 αριθμ.1 του Κ.Πολ.Δ.- και όχι από το άρθρο 559 αριθ.1, όπως αναγράφεται στο αναιρετήριο- τρίτος λόγος της αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Επειδή μετά την αναίρεση της αποφάσεως για τον παραπάνω λόγο, δεν υπάρχει δικονομικώς στάδιο για «περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο ή άλλο ισόβαθμο δικαστήριο (άρθρ. 580 παρ.3 Κ.Πολ.Δ.), αφού το δικαστήριο της παραπομπής υποχρεούται, κατ' άρθρο 580 παρ.4 του Κ.Πολ.Δ. να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, πρέπει για λόγους οικονομίας της δίκης να απορριφθεί από το Δικαστήριο τούτο η από 1-9-2000 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά παραδοχή της εφέσεως του αναιρεσείοντος (Ολ. ΑΠ 25/2001). Ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος όλων των βαθμών, ενόψει του ότι η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ. 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.). 34


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

ΓIA TOΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 8045/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Δεχόμενο την έφεση του αναιρεσείοντος. Απορρίπτει την από 1-9-2000 αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος που ορίζει σε χίλια (1000) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 2002. Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 4 Σεπτεμβρίου 2002.

11.3 Aριθμός :303/2007 Εργασία Κυριακής.- Αοριστία.– Ισχυρισμοί- Επίσχεση εργασίας.- Καταγγελία σύμβασης εργασίας.Αποζημίωση απόλυσης.– Υπερεργασία.- Παρακατάθεση αποζημίωσης απόλυσης. - Επί αξίωσης αποζημίωσης για εργασία τις Κυριακές ή αργίες δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτών με ακριβείς χρονολογίες αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες προσδιορίζονται από το νόμο.- Απαράδεκτος, το πρώτον στο Εφετείο με τις προτάσεις, δίχως επίκληση των προϋποθέσεων των άρθρων 527 και 269 ΚΠολΔ, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι η σύμβαση εργασίας ήταν ορισμένου χρόνου. Εί άρνησης μισθωτού προς λήψη της αποζημίωσης λόγω καταγγελίας, υποχρέωση του εργοδότη να την παρακαταθέσει.- Η εργασία του Σαββάτου δεν θεωρείται υπερεργασία Επίσχεση εργασίας λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων. Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις του διαδίκου κατά της 67/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, (άρθρα 663 – 676 ΚΠολΔ) έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 511, 516, 517 520 ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί κατά την αυτή διαδικασία το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 ΚΠολΔ), αφού συνεκδικασθούν, γιατί υπάγονται σε αυτό είδος διαδικασίας και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.). Με την κρινόμενη αγωγή, για την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η αποβιώσασα ενάγουσα, την δίκη της οποίας συνεχίζουν οι νόμιμοι κληρονόμοι της, εκθέτει ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 26-12-97 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως πλύντρια – σιδερώτρια με το νόμιμο μισθό. Ότι η εναγομένη μέχρι το πέρας της εργασίας της δεν κατέβαλε το νόμιμο μισθό αλλά λιγότερο, αποζημίωση για εργασία Κυριακές και Σάββατα, επιδόματα εορτών και αδείας και τέλος ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη γιατί δεν της καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας με καταβολή μισθών υπερημερίας και τέλος 35


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

να της καταβληθεί το ποσό των 5.338,206 δρχ. συνολικά για τις άνω αιτίες με το νόμιμο τόκο. Με την εκκαλουμένη απόφαση η ως άνω αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία της για το ποσό των 3.797,29 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται και οι δύο διάδικοι για τους αναφερόμενους λόγους ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και οι μεν ενάγοντες την παραδοχή της αγωγής η δε εναγομένη την απόρριψή της. Η ως άνω αγωγή μ’ αυτό το περιεχόμενο και αίτημα είναι πλήρως ορισμένη και ειδικότερα ως προς το κονδύλιο καταβολής αποζημίωσης για εργασία τις Κυριακές, αφού δεν είναι απαραίτητο για την πληρότητα αυτού κατ’ άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός τους (αριθμός αυτών και χρόνου) με ακριβείς χρονολογίες αφού οι μεν Κυριακές προκύπτουν από το ημερολόγιο, οι δε αργίες προσδιορίζονται από το νόμο (ΑΠ 140/2000 Δνη 41, 956, ΑΠ 620/1998 ΕΕΔ 58, 712). Συνακόλουθα ο σχετικός λόγος έφεσης των εναγόντων είναι βάσιμος στην ουσία του. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου σε συνδυασμό με όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που μετ’ επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και έγγραφα της ποινικής δικογραφίας (ΑΠ 154/92 Δνη 33, 814) καθώς και η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη (κύρια και συμπληρωματική) του Π. Τ. που έγινε με την επιμέλεια των καλούντων, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην Κ. ξενοδοχειακή επιχείρηση B’ τάξης δυναμικότητας 100 κλινών, που λειτουργεί όλο το έτος. Για τις ανάγκες της επιχείρησής της η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της προσέλαβε κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας την 26-12-1997 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί ως πλύντρια – σιδερώτρια με το νόμιμο μισθό. Με ίδιες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας μετά από νόμιμη καταγγελία παρατάθηκε μέχρι την 30-10-2000. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης α) ότι δεν προσλήφθηκε την άνω ημερομηνία αλλά την 1-6-98 και β) ότι οι άνω συμβάσεις ήταν ορισμένου χρόνου, ο μεν πρώτος πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του, αν και οι καλούντες παραιτήθηκαν για τις αγωγικές του αξιώσεις από 2612-97 έως 31-3-98, γιατί μέχρι την 31-5-98 η ενάγουσα ήταν επιδοτούμενη από τον ΟΑΕΔ και δεν μπορούσε να προσληφθεί, ο δεύτερος όμως ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί γιατί απαραδέκτως προβάλλεται για πρώτη φορά στο εφετείο με τις προτάσεις της, αλλά σε κάθε περίπτωση οι εναγόμενοι τόσο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά και με την κρινόμενη έφεσή τους συνομολόγησαν ότι οι συμβάσεις ήταν αορίστου χρόνου, ως εμφαίνεται και από την καταγγελία απόλυσης της 31-10-00. Η εργασία της ενάγουσας κατά τα άνω χρονικά διαστήματα ήταν η πλήρης απασχόλησή της και αυτή εργαζόταν όχι μόνο το συμφωνημένο πενθήμερο εργασίας (Δευτέρα – Παρασκευή) αλλά και όλα τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες που αντιστοιχούν στα άνω διαστήματα. Η απασχόληση αυτή γινόταν γιατί η εναγομένη είχε λιγώτερο προσωπικό από τις πραγματικές της ανάγκες και έτσι η ενάγουσα κάλυπτε τις αυξημένες υποχρεώσεις της επιχείρησης. 36


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

Περί αυτού είναι σαφείς οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρας ανταπόδειξης. Άλλωστε το παραπάνω γεγονός επιβεβαιώνεται και από το ότι στον υπ’ αριθμ. …/29-6-99 πίνακα ωρών εργασίας της εναγομένης, αν και η μάρτυράς της καταθέτει ότι δεν εργάσθηκε ποτέ Κυριακές, εμφανίζεται εργασία 3 Κυριακών στο διάστημα από 29/6 – 15/10/99. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η αποβιώσασα ενάγουσα κατέγραφε όλες τις ακριβείς ημέρες εργασίας τις Κυριακές της σε πρόχειρα σημειώματα που συνέτασσε για τις δικές της ανάγκες, σε ανύποπτο χρόνο. Συνεπώς ενώ η ενάγουσα εργαζόταν Σάββατα και Κυριακές, εντούτοις η εναγομένη δεν της κατέβαλε τις νόμιμες αποδοχές για τις άνω ημέρες, αλλά δεν της χορηγούσε για τις Κυριακές αντίστοιχη ημέρα ανάπαυσης (ρεπό). Συνακόλουθα αυτή δικαιούται τα ποσά που αντιστοιχούν στις άνω ημέρες προσαυξημένα για την Κυριακή με το 75% του μισθού, ενώ αντίθετα η εργασία του Σαββάτου δεν θεωρείται υπερεργασία, ώστε να καταβάλλεται προσαύξηση του 25%, ως ισχυρίζεται εσφαλμένως η αποβιώσασα (ΑΠ 33/04 ΕΕΔ 63, 662, ΑΠ 644/05 ΕΑΕΔ 40, 546), αλλά δικαιούται το 1/25 του μισθού ή του ημερομισθίου, όπως ζητεί με την επικουρική της βάση και με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επομένως δικαιούται τα εξής ποσά με βάση τις ισχύουσες ΣΣ εργασία τη αποβιώσασας : Για αποζημίωση Σαββάτων 1) από 1-6 – 30-6-98 30.976 δρχ. (μισθός 193.602 : 25 = 7.744 Χ 4 Σ.), Κυριακών 40.656 δρχ. (ημερ. 7.744 Χ 75% χ 3 Κυρ.), για αντίστοιχα ρεπό 23.232 δρχ. (7.744 χ 3), 2) από 1-7 – 30-11-98 αντίστοιχα 158.680 (μισθός 198.354 : 25 = 7.934 ημ. Χ 20 Σ.), 277.680 (7.934 Χ 75% = 13.884 Χ 20), 158.680 δρχ. (7.934 Χ 4 Χ 5 μήνες), 3) από 10-5 – 30-6-99 αντίστοιχα 56.630 (μις. 202.252 : 25 = 8.090 Χ 7 Σ.), 99.106 δρχ. (8.090 Χ 75% = 14.158 Χ 7 Κ.), 56.630 (8.090 Χ 7), 4) από 1-7 – 9-11-99 αντίστοιχα 138.883 δρχ. (μις. 204.240 : 25 = 8.170 Χ 17), 243.049 δρχ. (8.170 Χ 75% = 14.297 Χ 17), 138.890 δρχ. (8.170 Χ 17), 5) από 24-4 – 30-6-00 αντίστοιχα 67.702 δρχ. (μισθ. 211.569 : 25 = 8.463 Χ 8), 118.480 δρχ. (8.463 Χ 75% Χ 8 Κ.), 67.704 δρχ. (8.463 Χ 8), 6) από 1-7 – 31-10-00 αντίστοιχα 137.086 δρχ. (μις. 214.198 : 25 = 8.568 Χ 16 Σ.) 224.910 δρχ. (8.568 Χ 15 Κ. Χ 75%), 128.520 δρχ. (8.568 Χ 15) και συνολικά 2.167.454 δρχ. ή 6.360,95 ευρώ. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η αποβιώσασα ενάγουσα πληρωνόταν λιγότερες αποδοχές από τις νόμιμες και το σχετικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο στην ουσία του, εκτός βέβαια από τις διαφορές από μισθούς και επιδόματα εορτών και αδείας συνολικού ποσού των 1.911,46 ευρώ που ορθώς υπολογίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στο οποίο περιλαμβάνονται ο μισθός Οκτωβρίου δώρο Χριστουγέννων και επιδόματα αδείας 2000, αφού λήφθηκε υπόψη η ένσταση εξόφλησης της εναγομένης, ποσό το οποίο δεν προσβάλλεται αυτοτελώς με λόγο έφεσης και από την πλευρά της εναγομένης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται α) από το γεγονός ότι ο δεύτερος εναγόμενος, με την 1688/04 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Τρικάλων που κατέστη αμετάκλητη απηλλάγει της κατηγορίας της πλαστογραφίας των επίδικων αποδείξεων 37


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

καταβολών για τα ανωτέρω ποσά και β) και από το γεγονός ότι ενώ η αποβιώσασα εργαζόταν και τα προηγούμενα χρονικά διαστήματα στην εναγομένη, δεν διαμαρτυρήθηκε για τη μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών ενώ είχε απολυθεί, αλλά ούτε και προσέφυγε στην οικεία επιθεώρηση εργασίας, όπως έπραξε κατά την απόλυσή της την 31-10-2000. Ως προς αυτήν πρέπει να λεχθούν τα εξής: Η εναγομένη δια του εκπροσώπου της (β΄ εναγομένου) την 31-10-00 κατήγγειλε εγγράφως την τελευταία σύμβαση εργασίας και κάλεσε την αποβιώσασα να υπογράψει σε έτοιμη απόδειξη ποσού 456.954 δραχμών που αφορούσε την καταβολή μισθού Οκτωβρίου αποζημίωσης και αποδοχές ως αδείας και δώρου Χριστουγέννων 2000. Η παραπάνω εναγόμενη, λόγω του ότι είχε συμβεί ένα παρόμοιο γεγονός στην εναγόμενη Β. Π., που όταν υπέγραψε δεν της καταβλήθηκαν τα χρήματα, αρνήθηκε να υπογράψει την άνω απόδειξη και προσέφυγε την 8-11-00 στην Επιθεώρηση εργασίας Τ., όπου κατήγγειλε το άνω γεγονός. Θα μπορούσε βέβαια η εναγομένη, αφού κατήγγειλε κατ’ αυτήν την σύμβαση εργασίας και στην άρνηση της ενάγουσας να υπογράψει, να παρακαταθέσει το άνω ποσό στο αρμόδιο Ταμείο Παρακαταθηκών και δανείων μαζί με την αποζημίωση απόλυσης, που κατά την εναγομένη ήταν 48.920 δρχ. και να ειδοποιήσει με δικαστικό επιμελητή την ενάγουσα περί τούτου, για να ισχυροποιήσει την καταγγελία. Αντ’ αυτού η εναγομένη άλλαξε «γραμμή πλεύσης» και αντί να εμμείνει στην άνω καταγγελία κοινοποίησε στην αποβιώσασα εξώδικη πρόσκληση την 8-11-00, με την οποία δήλωνε πως θεωρούσε ότι η τελευταία αποχώρησε οικειοθελώς. Κατόπιν αυτού και εφόσον η αποβιώσασα δεν είχε εισπράξει τα παραπάνω ποσά και ιδίως το μισθό του Οκτωβρίου άσκησε νόμιμα κατ’ άρθρο 325 ΑΚ, το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας της, αφού δεν είχαν καταβληθεί τα δεδουλευμένα ποσά (ΑΠ 1380/04 Δνη 46, 1436), απορριπτόμενου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ότι δεν υπήρχε νόμιμος λόγος επίσχεσης και συνακόλουθα καταχρηστικής άσκησής του. Επομένως εφόσον η εναγομένη δεν κατέβαλε στην αποβιώσασα τη νόμιμη αποζημίωση και πράγματι δεν αποχώρησε οικειοθελώς, ως ισχυριζόταν η εναγομένη, η ως άνω καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174 και 180 ΑΚ) και συνακόλουθα η αποβιώσασα ενάγουσα δικαιούται μισθούς υπερημερίας από την άκυρη απόλυση (1-11-00) έως και την 2-12-03 που απεβίωσε. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το ότι α) ενώ η έγγραφη καταγγελία φέρεται ότι συντάχθηκε την 31-10-00 η εξοφλητική απόδειξη έχει ημερομηνία 3-11-00 και μάλιστα με υπογραφή της αποβιώσασας ότι έχει εξοφληθεί το ποσό των 456.954 δρχ. για μισθοδοσία Οκτωβρίου, δώρου Χριστουγέννων, αποζημίωση αδείας και επιδόματα αδείας, χωρίς βέβαια να μνημονεύεται η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, γιατί αν αθροιστούν τα οφειλόμενα ποσά θα έπρεπε να ξεπερνούν το άνω ποσό (μισθός Οκτωβρίου 214.198 + δώρο Χριστουγέννων 168.660 + επίδομα + αποδοχές αδείας 217.766 + αποζ. απόλυσης 69.976 = 670.600), ενώ όπως ειπώθηκε η εναγομένη διατεινόταν στην εξώδικη πρόσκλησή της, της 8-11-00, ότι αποχώρησε από την εργασία της και β) από το γεγονός ότι η άνω απόδειξη δεν είναι γνήσια, αφού δεν φέρει την υπογραφή της αποβιώσασας, όπως γνωμάτευσε και ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Π. Τ., γεγονός που επιτείνεται από το ότι η εναγομένη, ενώ

38


Κεφάλαιο 11: Νομολογία

ισχυρίζεται ότι η αποβιώσασα αποχώρησε από 31-10-00 (ανεξάρτητα από το έγγραφο καταγγελίας) εντούτοις της καταβάλει δώρο Χριστουγέννων και επιδόματα αδείας προκαταβολικά, ενώ η νόμιμη υποχρέωσή της αρχίζει από την 31-12-00. Συνακόλουθα ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης, για το ότι τα σχετικά κονδύλια επιδικάσθηκαν από την εκκαλουμένη πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Ενόψει την παραπάνω αναφερομένων η αγωγή της αποβιώσασας και των συνεχιζόντων τη δίκη κληρονόμων της πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει βάσιμη στην ουσία της και πρέπει α) να αναγνωρισθεί ότι η σύμβαση καταγγελίας είναι άκυρη, β) ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει μισθούς υπερημερίας για το διάστημα από 1-11-2000 έως 31-1-2001, γ) να αναγνωρισθεί ότι αυτή ευρίσκετο σε υπερημερία από 1-2-01 έως 2-12-03 οφείλοντας το ποσό των 214.198 δραχμών μηνιαίως κατά ποσοστό ¼ στον καθένα και δ) να υποχρεωθεί να καταβάλει κατά το άνω ποσοστό στους καλούντες το ποσό των 8.272,41 ευρώ για τα λοιπά κονδύλια που έγιναν δεκτά (1.911,46 + 8.272,41), με το νόμιμο αυτών από την επίδοση της αγωγής και των μισθών υπερημερίας από το τέλος του κάθε μήνα, όπως ζητείται με την αγωγή. Οι ισχυρισμοί της εναγομένης για το ότι α) θα μπορούσε να βρει άλλη εργασία η αποβιώσασα από 1-10-00 μέχρι τον θάνατό της, την 3-12-03 και β) ότι η άνω αξίωση παρίσταται καταχρηστική, πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, πέρα από την αοριστία τους (ΑΠ 56/94 ΕΕΔ 54, 696, ΑΠ 1178/93 ΕΕΔ 53, 1004), γιατί προβάλλονται για πρώτη φορά στο Εφετείο και δεν γίνεται επίκληση καν των άρθρων 527 και 269 Κ.Πολ.Δ., με τις οριζόμενες εκεί προϋποθέσεις (ΑΠ 56/05 ΕΕΔ 64,578). Άρα αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε τα κονδύλια καταβολής αποζημίωσης για Σάββατα – Κυριακές – ημέρες ανάπαυσης και δέχθηκε ως βάσιμη εν μέρει τα άλλα αιτήματα της αγωγής, έσφαλε ως προς την ερμηνεία του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της έφεσης των καλούντων κληρονόμων της αποβιώσασας ενάγουσας, πρέπει να εξαφανιστεί στο σύνολό της για την ενότητα της εκτέλεσης. Στη συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί στην ουσία της πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή, ως παραπάνω. Αντίθετα οι λόγοι έφεσης της εναγομένης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους, για τους παραπάνω εκτιθέντες λόγους όπως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των καλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας θα επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης ( άρθρα 178 και 183 Κ.Πολ.Δ ).

39


Συμπέρασμα

Συμπέρασμα Οι περιπτώσεις απασχόλησης του εργαζομένου κατά την Κυριακή, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί καταρχήν υποχρεωτική ημέρα εβδομαδιαίας ανάπαυσης παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο νόμος ωστόσο προβλέπει μια πληθώρα εξαιρέσεων για συγκεκριμένους κλάδους και επαγγέλματα, που καθιστούν την εργασία κατά την Κυριακή νόμιμη. Ακόμη, ενδιαφέρον ζήτημα αφορά την στάση που

δικαιούται να τηρήσει ο εργαζόμενος έναντι της τυχόν απαίτησης του εργοδότη του να παράσχει τις υπηρεσίες του σε ημέρα που ορίζεται ως αργία. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα τελεί σε συνάφεια καταρχήν με το εάν πρόκειται για επάγγελμα ή κλάδο όπου η εργασία επιτρέπεται νομοθετικά και κατά τις ημέρες αυτές, οπότε, σε καταφατική περίπτωση, ο εργαζόμενος υποχρεούται εύλογα να παράσχει την εργασία του και κατά τις αργίες. Το δεύτερο κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη είναι αν η συγκεκριμένη αργία είναι υποχρεωτική κατά το Νόμο ή κατ’ έθιμο ή προαιρετική. Στις περιπτώσεις των υποχρεωτικών αργιών, ο εργαζόμενος μπορεί νόμιμα να αρνηθεί την παροχή της εργασίας του, εφόσον του ζητηθεί από τον εργοδότη του, όπως ακριβώς ισχύει και σε σχέση με την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές, καθόσον το αρ. 1 του Β.Δ. 748/1966 καταλαμβάνει ρητώς και αυτές τις περιπτώσεις. Αντιθέτως, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να αρνηθεί την παροχή της εργασίας του την ημέρα προαιρετικής αργίας, καθώς η λειτουργία της επιχείρησης κατά την συγκεκριμένη ημέρα εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται εντούτοις να γνωστοποιήσει εγκαίρως στο απασχολούμενο προσωπικό την προκείμενη πρόθεσή του. Όταν η εργασία κατά την Κυριακή επιτρέπεται, ο εργαζόμενος έχει την αξίωση του ωρομισθίου ή του ημερομισθίου του, της προσαύξησης του εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) επί της νόμιμη; αμοιβής του καθώς και την αξίωση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης. Αντίθετα, όταν η εργασία κατά την Κυριακή απαγορεύεται, οι εργαζόμενοι δικαιούνται αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, προσαύξησης εβδομήντα πέντε επί της εκατό (75%) στο νόμιμο ημερομίσθιο, αναπληρωματικής εβδομαδιαίας ανάπαυσης καθώς και χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης. Στην περίπτωση όμως που ο εργαζόμενος απασχοληθεί κατά την ημέρα υποχρεωτικής αργίας, είτε νομίμως είτε παρανόμως, δεν έχει την αξίωση αναπληρωματικής ημέρας αναπαύσεως. Τα τελευταία δέκα χρόνια στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εργασιακές σχέσεις και ιδιαίτερα ότι έχει σχέση με το χρόνο εργασίας έχουν απορυθμιστεί. Όλα τα Κράτη πλέον της Ευρωπαϊκής Ένωσης χαρακτηρίζονται από μια συστηματική προσφυγή στην ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας. Η ανάπτυξη της ευελιξίας της εργασίας στον ευρωπαϊκό χώρο υποβάθμισε το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων με αποτέλεσμα να ενισχυθεί το αίσθημα ανασφάλειας των εργαζομένων αφού το πρότυπο της πλήρους απασχόλησης έχει σοβαρά κλονιστεί.

40


Βιβλιογραφία

Bιβλιογραφία Σ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο- η σχέση εξαρτημένης εργασίας, τόμος Ι, έκδοση 1994. Σ. Γερμ. Βλαστός, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις: Ουσιαστικά και Δικονομικά. Σ. Γερμ. Βλαστός,

Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, σ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-

Κομοτηνή. Χ. Γκούτος, Ημέρες αργίας στην τουρκοκρατούμενη και στην ελεύθερη Ελλάδα μέχρι το 1915, εμπεριστατωμένη μελέτη σε ΔΕΝ 51 1992 (τρία τεύχη). Χ. Γκούτος, Χρονική θέση του ωραρίου, ΔΕΝ 58 2002. Χ. Γκούτος, Ζητήματα μερικής απασχόλησης ΔΕΝ 55 1999. Χ. Γκούτος, Η συμβατική μερική απασχόληση, ΔΕΝ 54 1998. X. Γκούτος, Εορτές αργίες των μισθωτών ΕΕργΔ 63, 6/2004. Χ. Γκούτος, Εορται Αργίαι δια τους μισθωτούς ΔΕΝ 38. Δ. Δήμου, υπέρβαση του ημερήσιου χρόνου εργασίας (υπερωριακή απασχόληση), ΕΕΔ 51 1992 Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο: Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή, 2007. Α. Καρακατσάνης-Σ. Γαρδίκας, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, πέμπτη έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1995. Χ. Καρατζάς, Οι αργίες των καταστημάτων και εργασιών κατά την περίοδο των εορτών Χριστουγέννων-Ν. Έτους, ΔΕΝ 53, 1997. Λ. Κιοσσέ-Παυλίδου, Κλασσικές και σύγχρονες ρυθμίσεις του χρόνου εργασίας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα. Ι. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο-Ατομικές εργασιακές σχέσεις, Β' έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1995. Γ. Κρύππας, Η καθιέρωση της Κυριακής ως ημέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως των εργαζομένων, ΔΕΝ 58 2002. Ι. Ληξουριώτης, Υπερωριακή και υπερεργατική απασχόληση, ΕΕΔ 53 1994.

41


Βιβλιογραφία

Ι. Ληξουριώτης, εργασία καθ' υπέρβαση του ισχύοντιος ωραρίου: υπερερασία, υπερωρία, ΕΕΔ 43 1984. Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011. Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011. Λ. Λυμπερόπουλου, Υπερεργασία-Υπερωριακή εργασία και πενθήμερη εβδομάδα ΕΕΔ 49 1990. Λ. Ντάσιος, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, τόμος Α/Ι, έκδοση τρίτη, Αθήνα 1991. Αντ. Πουλάκου – Ευθυμιάτου, Εργατικό Δίκαιο: Ατομικό, Συλλογικό, Ευρωπαϊκό, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα. Ελ. Στεφανάκη, Ζητήματα ημερομισθίου κατ’ εξαιρεσίμους εορτάς, ΕΕργΔ 21. Κ. Ι. Τζιμάνης, Οργάνωση της εργασίας: Παράγοντες και προϋποθέσεις για ανάπτυξη καλών σχέσεων εργασίας μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων – βασικά θέματα εργατικής νομοθεσίας (ανάλυση, ερμηνεία, νομολογία), Αθήνα Μάρτιος 1997. Κ. Ι. Τζιμάνης, Οργάνωση της εργασίας: Παράγοντες και προϋποθέσεις για ανάπτυξη καλών σχέσεων Δ. Τραυλός-Τζανετάτος, Το εργατικό δίκαιο σε κρίσιμη καμπή 1990. Γ. Τρίμης, Παροχή εργασίας κατά Κυριακάς ΕΕργΔ 27. Γ. Τρίμης, Συμψηφισμός Επιδομάτων Κυριακής και Νυχτερινής Εργασίας. ΕΕργΔ 30, 1971. Σ. Τρωϊάννου, Οι ημέρες αργίες στα βυζαντινά δικαστήρια, ΔΙΚΗ 33. Χ. Χριστοφοράτος, Η προώθηση της μερικής απασχολήσεως, ΕΕΔ 49 1990.

42



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.