ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τhe missing link Διαλέχτε...
Πώς να βγεις από την οικονομική κρίση (ή να μην μπεις ποτέ) Ένας γκουρού της αυτοβελτίωσης αναλύει.
Πώς η ειρωνεία σκότωσε τη σάτιρα
Μια έντιμη διερεύνηση από τον Ματ Ράσελ.
Το καλύτερο κακάο του κόσμου
Η Στεφανία Μιζάρα απαθανατίζει το μακρινό Τσουάο.
Danny Yount: η πρώτη εντύπωση μετράει Μια συνέντευξη του διάσημου designer.
Capitalist vs. capitalist
Για να κυνηγήσεις τον έναν, χρειάζεσαι έναν άλλο.
Η παρακμή του βρετανικού φόνου
Ένα άρθρο του George Orwell απ’ το 1946.
Πίσω και σ’ έφαγα
Ένα διήγημα του Τάσου Ζαφειριάδη.
pdf / issue 06 Εκδότης – Διευθυντής: Γιώργος Τσιούκης Αρχισυνταξία: Λουκάς Τσουκνίδας Διαφημιστικό Τμήμα: Σόλωνας Χουλιαράς Artwork: Γιώργος Τσιούκης Νεκτάριος Ματσίκας / Βασίλης Λαμπρόπουλος (λογότυπο) Εικονογράφηση Εξωφύλλου: Νεκτάριος Ματσίκας Φωτό: Στεφανία Μιζάρα Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος Ελίνα Γιουνανλή Βενετία Σακελλαρίου Αλέξης Μητρογιώργος Συνεργάτες: Κωστής Αλεξανδρόπουλος Αλέξης Γαγλίας Γιάννης Παλαβός Γιώργος Πασχαλίδης Μαρέττα Σιδηροπούλου Αστέρης Μασούρας Ματ Ράσελ Κωνσταντίνα Κάλφα Γκέλυ Μαδεμλή Μαρία Δόγια Δημήτρης Δρένος Αφροδίτη Ιωάννου Βάσω Μπελιά Νάνος Βαλαωρίτης Τάσος Ζαφειριάδης Νίκος Σιδέρης Χάρης Κότσογλου Ανδρέας Παύλου Αποστόλης Ξυδιάς Πάνος Αλιβιζάτος Υπεύθυνος λογιστηρίου: Αποστόλης Πασχάλης Υπεύθυνος μηχανογράφησης: Παναγιώτης Τζελέπης Περιοδικό monkie / διμηνιαία έκδοση Πίνδου 69, 11141 Πατήσια / τηλ: 210 2112506 e-mail: monkiemagazine@gmail.com / www.monkie.gr www.myspace.com/monkiemag / www.youtube.com/user/monkiemag Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Τσιούκης Γιώργος Ιδιοκτησία: Τσιούκης Γιώργος
the missing_link
του Λουκά Τσουκνίδα
Διαλέχτε ...Went to napster dot com and remoted it, voted it, downloaded it uploaded my song and promoted it wack capitalism like a state capital prison but free enterprise has risen no executive decision its reflected in the rythm... «Power to the People and the Beats» Benefit
Σε μια σχέση όπως είναι εκείνη του δημιουργού με το κοινό, η μοναδική συνθήκη που πρέπει να ικανοποιηθεί είναι η επικοινωνία μεταξύ τους, μέσω φυσικά του έργου. Οι όροι αυτής της επικοινωνίας έχουν ξεσηκώσει τεράστια συζήτηση όσον αφορά το πόσο σοβαρό ή ληστρικό είναι το παρόν σύστημα αναγνώρισης των πνευματικών δικαιωμάτων του δημιουργού. Ένα σύστημα που καταρρέει μπροστά στο τσουνάμι της ανταλλακτικής δημοκρατίας του ίντερνετ, αλλά αρνείται να συνθηκολογήσει και επιχειρεί να παίξει όσα σκληρά χαρτιά του μένουν με αντίπαλο... τους πελάτες του. «Τι γίνετε ρε πούστη μου, όλοι καλλιτέχνες είναι σ’ αυτήν την πόλη;», αναρωτήθηκε ένας φίλος που ήρθε στην Αθήνα για τουρισμό αφού βαρέθηκε να γνωρίζει επίδοξους δημιουργούς με ταλέντο διαγνωσμένο απ’ τον περίγυρό τους. Πριν πολλά πολλά χρόνια οι καλλιτέχνες δεν ήταν τόσοι πολλοί, αλλά η επιβίωσή τους μέσω του πνευματικού μόχθου ήταν το ίδιο δύσκολη. Κάποια στιγμή το γενικότερο βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο άρχισε ν’ ανεβαίνει. Συνεπώς, διευρύνθηκε το κοινό και η δίψα του λαού για έργα του πνεύματος και της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ένα κίνητρο και μια οικονομική εγγύηση έπρεπε να δοθούν, ώστε οι υπάρχοντες δημιουργοί να παράγουν περισσότερο και τα νέα ταλέντα να ενθαρρύνονται να συνεισφέρουν. Κάπως έτσι γεννήθηκαν τα πνευματικά δικαιώματα. «Για να υποστηριχθεί η πρόοδος των επιστημών και των τεχνών, διασφαλίζοντας στους δημιουργούς ή εφευρέτες το αποκλειστικό δικαίωμα στα έργα ή τις ιδέες τους για περιορισμένο χρονικό διάστημα...», όπως αναφέρεται στο πρώτο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Βέβαια, το περιορισμένο αυτό χρονικό διάστημα αποδείχτηκε πολύ ελαστικό και με το πέρασμα των αιώνων έφτασε —που αλλού, στην ακραία περίπτωση των ΗΠΑ— απ’ τα 28 χρόνια μετά την κατοχύρω-
ση στα 70 μετά θάνατον, εξασφαλίζοντας όχι μόνο την αφοσίωση των δημιουργών στο θεάρεστο έργο τους, αλλά και την παρασιτική ευημερία, των συχνά ατάλαντων, απογόνων τους. Γεγονός που βοηθήθηκε απ’ την παρουσία του μεσάζοντα, που ήταν απαραίτητος για την παραγωγή, διανομή και προώθηση ενός έργου σε μαζική κλίμακα, αλλά κι απ’ τη σταδιακή ανάδειξή της βιομηχανίας του θεάματος σε θεματοφύλακα των δικαιωμάτων των δημιουργών, ειδικά εκείνων των ελάχιστων που έφτασαν, όχι στον βιοπορισμό που ήταν η αρχική πρόθεση, αλλά στον αισχρό πλουτισμό. Με τον καιρό, μεσάζοντες και δημιουργοί έγιναν άπληστοι μετατρέποντας τη δημιουργική δημόσια σφαίρα σε μια τεράστια αγορά αόρατων, υπερτιμημένων προϊόντων. Το κοινό δε μπορούσε παρά να νιώθει ριγμένο και να περιμένει στη γωνία την ευκαιρία του για εκδίκηση. Επειδή λοιπόν ότι ανεβαίνει κατεβαίνει και για να χτυπήσεις έναν καπιταλιστή χρειάζεται ένας άλλος καπιταλιστής, η αγορά της ψηφιακής τεχνολογίας ήρθε να δώσει στους καταναλωτές την ευκαιρία που περίμεναν. Η αντιγραφή και αναδιανομή των κατοχυρωμένων έργων έγινε παιχνιδάκι (φθηνή κι εύκολη) και ως κοινό, επιδοθήκαμε —και συνεχίζουμε να επιδιδόμαστε— σ’ ένα όργιο αποθήκευσης μουσικής, ταινιών ή οποιουδήποτε άλλου είδους πνευματικών έργων με ρυθμούς αντιστρόφως ανάλογους προς την ποιοτική κατανάλωση αυτών. Ναι, είναι ένα ανήθικο φαγοπότι, δε συντελεί παρά ελάχιστα στην επιτυχία του αμφίδρομου τρίπτυχου επικοινωνίας «δημιουργός-έργο-κοινό» και οδηγεί τα πράγματα στα άκρα. Ε, και; Είν’ η σειρά μας να γίνουμε άπληστοι μετά από αιώνες κι έτσι η αναπόφευκτη εξομάλυνση θα πρέπει να περιμένει. Στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου παγκόσμιου πολέμου, πού ‘χει για κύριο μέτωπο τον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας και το δι-
the missing_link αδίκτυο, η βιομηχανία και μερίδα των δημιουργών, βασίστηκαν στη λέξη «ιδιοκτησία» για να οδηγήσουν τη μαζική περιφρόνηση των πνευματικών δικαιωμάτων σε αυστηρή ποινικοποίηση και διαφαινόμενο νομικό αδιέξοδο. Ο όρος «πνευματική ιδιοκτησία» όμως, αποτελεί μια αυτοαναίρεση, μια μπούρδα ουσιαστικά, αφού όπως εξηγεί σε κείμενο του ο ολλανδός καθηγητής κι υπέρμαχος της ελεύθερης διακίνησης Joost Smiers: «Το “copyright” σήμερα έχει ένα επιπλέον εγγενές μειονέκτημα που το καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Περιστρέφεται γύρω απ’ την έννοια της ιδιοκτησίας, η φύση της οποίας δε συνάδει με τις έννοιες της γνώσης και της δημιουργικότητας —μια μελωδία, μια ιδέα ή μια εφεύρεση δε χάνει την αξία ή τη χρησιμότητά της, όσοι άνθρωποι κι αν τη μοιραστούν μεταξύ τους. Αντίθετα, ένα ορισμένο αντικείμενο, όπως μια καρέκλα, γίνεται λιγότερο αποτελεσματικό όταν πολλοί άνθρωποι επιδιώξουν τη χρήση του —σ’ αυτήν μόνο την περίπτωση ο όρος “ιδιοκτησία” έχει μια καθαρή σημασία κι έναν ορατό σκοπό.» Η πρόσφατη περίπτωση του website διακίνησης torrent The Pirate Bay καταδεικνύει τη ματαιότητα της αντιμετώπισης της τρέχουσας μαζικής παραβίασης του copyright ως μια πεπερασμένη αστυνομική επιχείρηση. Όταν ο σουηδικός νόμος προσπάθησε να κλείσει μια και καλή τους —προκλητικά αυτοαποκαλούμενους— πειρατές με τρόπο παραδειγματικό, κατάφερε τελικά απλώς να τριπλασιάσει τη βάση των εκατομμυρίων οπαδών τους. Οπαδών όμως, που ως επί το πλείστον καταναλώνουν δωρεάν και άκριτα παρά δημιουργούν οι ίδιοι, μετατρέποντας μια πολύ σημαντική για την κοινωνία μας συζήτηση στην απολύτως επιφανειακή, γελοιωδώς αντιδημιουργική διαμάχη «Ακριβό vs. Τσάμπα». Επιπλέον, το τσάμπα είναι και γλυκό, οπότε οι αναφορές σε οποιοδήποτε μοντέλο ανταπόδοσης αντιμετωπίζονται όλο και περισσότερο με καχυποψία. Οι επόμενες γενιές καταναλωτών δεν θα έχουν μάθει να πληρώνουν απλώς για ν’ ακούσουν, να δουν ή να διαβάσουν κι αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο. Τι θα γίνει; Η συζήτηση βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο, καθώς οι μεν πιέζουν για περισσότερο έλεγχο κι οι δε για περισσότερη ελευθερία με πάρα πολλές προτάσεις για μια ενδιάμεση λύση. Αυτή θα ευνοεί κατά κύριο λόγο τους δημιουργούς σε μια βάση ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων αποτελεσματικής αυτοδιαχείρισης για όλους αντί μίας μόνο καλοδικτυωμένης ελίτ. Φαίνεται ότι αν θέλουμε η αγορά των έργων του πνεύματος να γίνει βιώσιμη και πραγματικά ανοιχτή, το μοντέλο του εμπορικού κέντρου θα πρέπει ν’ αντικατασταθεί από εκείνο της λαϊκής αγοράς, όπου ο καθένας αναμετράται με όπλα την πραμάτεια, τη φωνή και τη φαντασία του. Διαλέχτε... * Η φωτογραφία απεικονίζει ακατοχύρωτο πνευματικό έργο και τραβήχτηκε στην οδό Ερνέστου Εμπράρ στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβρη του 2007.
Πώς να βγεις
από την οικονομική κρίση (ή να μην μπεις ποτέ)
του άφρα-γκουρού Γιώργου Πασχαλίδη
Ένας γκουρού της αυτοβελτίωσης αναλύει την κρίση και την κρίση μας και μας ωθεί με τις παραινέσεις του σε μια ολιστική προσέγγιση κι έναν επαναπροσδιορισμό της καλής ζωής. ...Το δικό σου το παιχνίδι, το’ χω καταλάβει ήδη κι έχω σχηματίσει γνώμη, δεν υπάρχουνε πια νόμοι δικαιώματα δε δίνω, ίχνη πίσω δεν αφήνω κι αν λαθραία αγαπάω, πάλι σπίτι μου γυρνάω... «Έχω πιάσει το νόημα», Αντύπας Οι Νύχτες του Τρελού, 1998
Ένας κακεντρεχής, βαθέως είρωνας θα μπορούσε κάλλιστα να υιοθετήσει ένα απ’ τα τελευταία ad-lines της Coca Cola: «Ο χωρισμός όπως θα έπρεπε να είναι». Ο χωρισμός απ’ την ευμάρεια, την κοινωνική άνοδο, την πολυτέλεια, το διαμαντένιο καρτιέ δαχτυλίδι, το μπέρμπεριζ παλτό, την εσελκέι κούρσα. Κάποιος άλλος θα μπορούσε να φανεί πιο σοβαρός (ή σοβαροφανής) και να μιλήσει «για τη χαμένη αθωότητα του καταναλωτισμού», για μια «κρίση που θα μπορεί να σημαδέψει μια ολόκληρη γενιά». Εξ αριστερών ακούω το «καταρρέει το σύστημα», εκ πολύ δεξιών μουρμουρίζουν το «φταίει η παγκοσμιοποίηση». Όπως και να το πεις, η πραγματικότητα είναι μία: Ζούμε μία κρίση. Ή έτσι τουλάχιστον λένε. Κρίση όμως για όλους; Κρίση που μας επηρεάζει όλους; Με μια πρώτη ματιά, η απάντηση είναι «ναι, μας επηρεάζει όλους, γυναίκες και παιδιά, νέους και γέρους, ψηλούς και κοντούς, εργαζόμενους και άνεργους, μισθωτούς και ελεύθερους επαγγελματίες». Κι’ όμως, μια κρίση σ’ επηρεάζει όταν έχεις κάτι να χάσεις, όταν απειλείται μια σχέση, όταν αυτό που θες/έχεις απομακρύνεται/διακυβεύεται. Πώς γίνεται να μην επηρεαστείς από αυτή την κρίση; Απλό: επαναπροσδιορίζεις τη σχέση σου με τον υλικό κόσμο. Για να την επαναπροσδιορίσεις όμως, θα πρέπει πρώτα να την προσδιορίσεις. Και ο καλύτερος προσδιορισμός μιας σχέσης γίνεται μέσω της παρατήρησης της αλληλεπίδρασης των δύο συσχετιζόμενων μερών —στην προκειμένη περίπτωση του ανθρώπου/καταναλωτή με το υλικό αντικείμενο/προϊόν. Ας θεωρήσουμε δεδομένο ότι ζούμε σε μια εποχή άκρως φετιχιστική. Ο δεσμός μας με τα αντικείμενα είναι πιο δυνατός από ποτέ. Αντλούμε ικανοποίηση απ’ αυτά, αισιοδοξία, επιβεβαίωση, ηδονή. Εξαργυρώνουμε τον χρόνο που επενδύουμε στη δουλειά μας με χρήμα και μετά αυτό το χρήμα το μετατρέπουμε σε άψυχη μάζα. Αυτό κάνουμε συνέχεια. Δουλεύεις τέσσερις ώρες για να αγοράσεις ένα τζιν παντελόνι, ένα μήνα για μια τηλεόραση, ένα χρόνο για έναν καναπέ-δια-χειρός, δεκαετίες ολόκληρες για ένα σπίτι. Ο χρόνος είναι χρήμα και το χρήμα μετατρέπεται σε αντικείμενα. Ο χρόνος σου, η ζωή σου δηλαδή, μετατρέπεται από ανάσες, συναισθήματα και ματιές σε μάζα. Το αντίστροφο από την αρχή του Αϊνστάιν: η ενέργεια μετατρέπεται σε μάζα. Και περνάμε σε μια άλλη αρχή, αυτή της βαρυτικής έλξης. Τα αντικείμενα μας έλκουν και όσο μεγαλύτερη μάζα έχουν τόσο περισσότερο μας έλκουν, λέει η Φυσική. Δεν είναι όμως μόνο η μάζα ανάλογη της έλξης που μας ασκεί ένα αντικείμενο. Είναι και η «σημασία», το status, η αξία του —δηλαδή ο χρόνος που πρέπει να αφιερώσεις εργαζόμενος για να το αποκτήσεις, όπως είπαμε και παραπάνω— το τι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτό το αντικείμενο, αν το θεωρούν πολλοί, εκτός από εσένα, ποθητό και άξιο κτήσης. Τα αντικείμενα έχουν και μια άλλη, μεταφυσική σχεδόν ιδιότητα. Αφήνουμε τη Φυσική και περνάμε στο χώρο των αλχημιστών, που αναζητούσαν τη λίθο που θα μετέτρεπε τα πάντα σε χρυσάφι. Κάθε αντικείμενο είναι μία λίθος. Μέσω της κτήσης κάθε αντικειμένου, ο σύγχρονος άνθρωπος θεωρεί ότι βελτιώνει τον εαυτό του. Έχω γαμάτο αμάξι, άρα είμαι γαμάτος. Ο ντενεκές ξεγάνωτος γίνεται χρυσάφι. Έχω σπίτι με πισίνα, είμαι γαμάτη. Η πήλινη γλάστρα γίνεται χρυσό αραβούργημα. Θεωρώντας ότι τα παραπάνω συμπεράσματα είναι απολύτως σωστά (πράγμα κάπως αφελές, αλλά και απαραίτητο για τη συνέχεια της κουβέντας μας), μπορούμε πολύ εύκολα να καταλήξουμε στη λύση του προβλήματος. Υπενθυμίζω ότι το πρόβλημα είναι η οικονομική κρίση και το πώς αυτή δε θα μας επηρεάσει στο ελάχιστο. Λοιπόν, προτείνω τις παρακάτω λύσεις. Απλές και κατανοητές. Λύσεις για όλους κι εφαρμόσιμες απ’ όλους. 1. Γράψε στ’ αχαμνά σου τι πιστεύουν οι άλλοι για σένα με βάση αυτά που έχεις ή δεν έχεις. Προέταξε το μεσαίο δάχτυλο σε κάθε ανασηκωμένο απ’ την αμφισβήτηση και την ειρωνεία φρύδι, πνίξε την κακόβουλη κριτική, σφαλιάρισε την αυθάδεια του ψηλομύτη, κόψε την καρωτίδα κάθε έμβιου όντος που πάει να σε κατατάξει υλιστικώς. Απλό. Είμαστε οι πράξεις μας. Σίγουρα. Είμαστε οι σκέψεις μας. Μπορεί. Δεν είμαστε τα αγαθά μας. Αυτό είναι σίγουρο. Για το τελευταίο πασχίζει να μας πείσει συνεχώς η διαφήμιση, ακόμα κι όταν διατρανώνει το αντίθετο (βλέπε π.χ. ένα ουίσκι που τελευταίως μας λέει ότι ο άντρας δεν είναι τα γκαφρά και τα αμάξια αλλά ο χαρακτήρας του). 2. Σκέψου δυο και τρεις φορές πριν αγοράσεις κάτι και κάνε την εξής απλή αναγωγή. Αξίζει αυτό το αντικείμενο τριανταδύο ώρες απ’ την εργασία μου (και άρα τη ζωή μου); Αν δυσκολεύεσαι, μετέτρεψε το προσδόκιμο ζωής σου σε ώρες και μετέτρεψε κάθε αντικείμενο σε ποσοστό. Π.χ. αυτό το σπίτι απαιτεί 20% της ζωής μου για να το αγοράσω. Αξίζει; Ναι; Όχι; Απλό κι’ αυτό. 3. Διώξε την ανασφάλεια και γέμισε τα όποια σου κενά με τρόπους που πραγματικά δουλεύουν κι όχι με αντικείμενα/κατανάλωση. Το σκούτερ δεν θεραπεύει τη μοναξιά. Το σκάφος δεν μπορεί να σε κάνει από άξεστο τζέντλεμαν. Επιτυχημένος δεν είναι αυτός που έχει περισσότερα αλλά αυτός που χρειάζεται όλο και λιγότερα —το προχωράνε περισσότερο ορισμένοι. Μπορεί. 4. Κλείσε τη γαμημένη την τηλεόραση. Αν δεν κλείνει, πάρε τηλέφωνο στη ΔΕΗ και πες τους να σου κόψουν το ρεύμα. Αν επιμένει να δουλεύει και χωρίς ρεύμα, βγάλε τα μάτια σου με τα ίδια σου τα χέρια. Όσο ακούς για την κρίση, τόσο αυτή θα γίνεται μεγαλύτερη. Κι όσο μεγαλώνει, τόσο περισσότερο θ’ ακούς γι’ αυτήν.
Τέλος, ποια κρίση ρε μαλάκες; Κάτι φραγκάτοι χάσανε κάτι φράγκα. Χεστήκαμε. Abstract: Self-help guru George Paschalides ponders over the Crisis and throws in some advice on how to deal with it, if necessary.
Πώς η ειρωνεία σκότωσε τη σάτιρα:
Μια έντιμη διερεύνηση του Ματ Ράσελ Μετάφραση: Λουκάς Τσουκνίδας Ο Ματ Ράσελ ζει και γράφει στη Νέα Ζηλανδία. Το άρθρο αυτό (πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lumiere Reader (www.lumiere.net.nz/reader) τον Αύγουστο του 2007.
Έχει εκλείψει η ειρωνεία μετά την 11η Σεπτέμβρη; Ή μήπως έχει γιγαντωθεί τόσο, που δεν αφήνει πια χώρο για το (απείρως πιο χρήσιμο) ξαδερφάκι της –την πολιτική σάτιρα; Ο Ματ Ράσελ το διερευνά... Όπως πολλές άλλες δημοφιλείς κοινοτοπίες, τύπου «παγκοσμιοποίηση», «πολιτική ορθότητα» και «σύγκρουση των πολιτισμών», έτσι κι η μπούρδα ονόματι «εποχή της ειρωνείας» έχει καθιερωθεί στα κλισέ-ορόσημα της δεκαετίας. Ίσως να θυμάστε ότι η «εποχή της ειρωνείας» είχε θεωρηθεί νεκρή την επομένη της 11ης Σεπτέμβρη του 2001. Ήταν μόλις μια εβδομάδα μετά, όταν ο Γκρέιντον Κάρτερ, αρχισυντάκτης του Vanity Fair εξέδωσε ένα περιβόητο (ή διαβόητο) πλέον άρθρο, όπου ανακοίνωσε την πτώση της ειρωνείας. Προέγνωσε τον αφανισμό της «βουτηγμένης στην ειρωνεία και τον κυνισμό» δημοφιλούς κουλτούρας, αυτής που είχε γίνει «παιδική χαρά για μεταμοντέρνους πολιτιστικούς επιδειξίες» και στο πλαίσιο της οποίας «η κατάλληλη αντίδραση σε οτιδήποτε ήταν είτε ο αποστασιοποιημένος χλευασμός είτε ένα βαριεστημένο, εύκολο: “και λοιπόν;”». «Ένα καλό που θα μείνει απ’ αυτήν την κτηνωδία», έγραψε, «είναι ότι ίσως σήμανε το τέλος της εποχής της ειρωνείας.» Δεν ήταν δα και προφητικό, όμως έστω για ένα μικρό διάστημα (για τους αμερικανούς τουλάχιστον), η ειρωνεία πέρασε στην αφάνεια. Το τραγικό γεγονός ήταν τόσο σοκαριστικό για τόσο πολλούς ανθρώπους, που έμοιαζε πλέον ξεκάθαρη η δυαδικότητα της σύγκρουσης καλού-κακού. Μόλις δεις τα πράγματα σαν άσπρο-μαύρο, η ειρωνεία —συνώνυμη του κουλ, της αποστασιοποίησης και του «ξερολισμού»— γίνεται περιττή. Η νέου τύπου σοβαροφάνεια κράτησε, φυσιολογικά, γύρω στα πέντε λεπτά, χάρη, εκτός των άλλων, στις αναρίθμητες ειρωνείες που προέκυπταν απ’ την ίδια την επίθεση: η Αμερική εκπαίδευσε την Αλ-Κάιντα, ο πλούτος που κληρονόμησε ο Οσάμα προήλθε από αμερικάνικα πετροδολλάρια, η καταπάτηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών έγινε στο όνομα της ίδιας της ελευθερίας, οι επιθέσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ δημιούργησαν ακόμα περισσότερη τρομοκρατία. Δεν έχει σημασία αν οι «ειρωνείες» στην εποχή μας είναι περισσότερες ή λιγότερες. Σημασία έχει ότι ως νοοτροπία ή «zeitgeist» (πνεύμα της εποχής), αν θέλετε, η ειρωνική διάθεση —συντομογραφία της
κυνικής αδιαφορίας μιας παραπλανημένης και δύσπιστης κουλτούρας— είναι πιο γιγαντωμένη από ποτέ. Αντί να σημάνει το τέλος της, η 11η Σεπτέμβρη κι η παγκόσμια σύγκρουση που ακολούθησε αποτέλεσαν τη μεγάλη έκρηξή της, ειδικά στις ΗΠΑ. Και να κάτι πραγματικά ειρωνικό. Η έκρηξη αυτή κατάφερε να εκφυλίσει το πιο ισχυρό μας εργαλείο για να καταδεικνύουμε εξαρχής την ειρωνεία που κρύβεται πίσω απ’ τα πράγματα: την πολιτική σάτιρα. Η σάτιρα ανθεί πραγματικά όταν η ανοησία βασιλεύει και δεν είναι λίγοι οι απανταχού επαγγελματίες κωμικοί, που χλευάζουν με ξεκαρδιστικό τρόπο την αδυναμία και την υποκρισία του κόσμου, χάριν της δικής μας μαζικής ψυχαγωγίας. Η αποκαλούμενη σήμερα «εποχή της ειρωνείας» και η άνθηση της σάτιρας είναι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Είναι ένας τρόπος διακωμώδησης —τόσο έξυπνος, σαρδόνιος και υπεράνω— που συντονίζεται με κάθε στρώμα της αμερικανικής κουλτούρας κι ύστερα αντηχεί στον υπόλοιπο πλανήτη, όπως ακριβώς κι οι αμερικάνικες πολιτικές ειρωνείες. Δυστυχώς, όλο και περισσότερο. Η ιστοσελίδα-παρωδία των ειδησεογραφικών μέσων The Onion, δέχεται πάνω από 1.000.000 επισκέψεις την ημέρα —το 1/3 των οποίων, μέσα απ’ τις ΗΠΑ. Το Daily Show του Τζον Στιούαρτ, μεταδίδεται σε 26 χώρες. Το Colbert Report (μια ψευδοσυντηρητική παρωδία του Μπιλ Ο’ Ράιλι του Fox News), που ξεπήδησε μέσα απ’ το Daily Show, είναι τόσο δημοφιλής, που οι εγκέφαλοι της American Entertainment αποφάσισαν ότι θα ήταν επικερδές να βάλουν τον Τζον Στιούαρτ να παρουσιάσει την πλέον γλυκανάλατη τελετή, εκείνη των Όσκαρ (δύο μόλις χρόνια από τότε που έσυραν τον Μάικλ Μουρ εκτός σκηνής επειδή καταφέρθηκε εναντίον του Τζορτζ Μπους). Τελικά, αποδείχτηκε επικερδές. Το ειρωνικό ύφος που ο Κόλμπερτ αντιπροσωπεύει —ένα κοφτερό μίγμα ξερολισμού, υπερβολής και κοροϊδίας— είναι απολύτως εθιστικό. Μαζί με τον καφέ και τη νικοτίνη, το ψάξιμο στο ίντερνετ για τα τελευταία χιουμοριστικά σκετσάκια έχει εξελιχθεί για πολλούς σε πρωινή ιεροτελεστία στη δουλειά. Τα «αγαπημένα» μου links με στέλνουν σε μισή ντουζίνα σελίδες, όπου ξετρυπώνω άρθρα και βιντεάκια, τα οποία μετά προωθώ σε
άλλους, που με τη σειρά τους μου στέλνουν τα δικά τους. Είναι κάτι σαν ηλεκτρονική ανταλλακτική οικονομία της ευθυμίας. Βάλτε μαζί όλους τους Μπιλ Μάχερ, Ντέιβ Σαπέλ, Αλ Φράνκεν, Ρομπ Κόρντρι και Έιμι Πόλερ και προσθέστε τη σταθερή δημοτικότητα σειρών όπως οι Simpsons, το South Park, το Office και το American Dad. Ρίξε από πάνω και ταινίες όπως τα Thank you for Smoking, Barton Fink, Fahrenheit 9/11, Fight Club και American Dreamz. Είναι μια γνήσια βιομηχανία σάτιρας —που παράγει κι εξάγει μαζικά, με όλη τη σημασία της λέξης. Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος της δημοτικότητας των σατιρικών είναι δείγμα μιας υγιούς κοινωνίας πολιτών. Η απήχηση του σατιρικού λόγου σε οποιαδήποτε ταραχώδη εποχή είναι κατανοητή: η σάτιρα έχει αποδείξει τη χρησιμότητά της ως μέσο που πλάθει κοινωνική συνείδηση και που, σε δεύτερο επίπεδο τουλάχιστον, συνεισφέρει στην αλλαγή των πολιτικών δεδομένων. Η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, το Candide του Βολτέρου, το A Modest Proposal του Τζόναθαν Σουίφτ, το Animal Farm του Τζορτζ Όργουελ, το Catch-22 του Τζόζεφ Χέλερ —δεν είναι όλ’ αυτά έργα που παίρνουν ξεκάθαρα θέση (συχνά αντιμετωπίζοντας τη λογοκρισία ή την εχθρότητα του κοινού) και χρησιμοποιούν την ειρωνεία, το πνεύμα και τη χλεύη για να ξεσκεπάσουν τους παραλογισμούς της εποχής τους; Σ’ ένα έξυπνο κείμενό του για τους New York Times, ο Γουάιατ Μέισον μπαίνει βαθιά στα σωθικά της σύγχρονης αμερικάνικης σάτιρας, λέγοντας πως «μας παρέχει καταφύγιο μέσα στη σφαίρα του γελοίου». Αμέσως μετά απευθύνει μια πολύ σημαντική ερώτηση: «Κατά πόσο μπορείς να κρυφτείς στη σφαίρα του γελοίου όταν αυτή εξαπλωθεί πλέον παντού;» Μ’ άλλα λόγια, τι συμβαίνει με τη σάτιρα όταν μετατρέπεται από ασύμμετρη επίθεση εκ του κοινωνικού περιθωρίου στις κατεστημένες αξίες σε κάτι τελείως νόμιμο κι ευρέως αποδεκτό, έτσι απλά, μέσω της δύναμης που λέγεται κοινωνική συναίνεση; Το πρώτο που παρατηρεί κανείς όταν η σάτιρα γίνει σε μεγάλο βαθμό διαβρωτική, είναι το πώς τα ίδια τα θύματά της, στριμώχνονται για να «πάρουν μέρος στην πλάκα». Από τότε, για παράδειγμα, που η ανακοίνωση της υποψηφιότητας του γερ. Τζον Έντουαρντς στις προεδρικές εκλογές του 2005 έγινε στον αέρα του Daily Show, οι καλεσμένοι του Τζον Στιούαρτ είναι πια, στην πλειοψηφία τους, σημαίνοντες πολιτικοί. Τα τελευταία χρόνια, έχει συνομιλήσει στην εκπομπή του με τον Τζον Κέρι, τον Μπιλ Κλίντον, την Μαντλίν Ολμπράιτ, τον Τζον Άσκροφτ, τους Τζορτζ Τέναντ και Τζέιμς Γούλσι (της CIA), τον Χένρι Κίσινγκερ και τον πρώην πρόεδρο του Πακιστάν Περβέζ Μουσάραφ. Προφανώς, η συνύπαρξη με τέτοιου μεγέθους σταρ της πολιτικής είναι δίκοπο μαχαίρι. Απ’ τη μία προσελκύουν περισσότερους θεατές, δηλαδή φέρνουν υψηλότερη θεαματικότητα, άρα παίρνεις μεγαλύτερο κομμάτι της διαφημιστικής πίτας. Απ’ την άλλη όμως, ακριβώς επειδή χρειάζεσαι τέτοιου είδους καλεσμένους, δεν μπορείς να κατατροπώνεις όποιον κάθεται στον καναπέ σου. Ο καθένας που παρακολουθεί το Daily Show μπορεί ν’ αντιληφθεί πως όσο ειρωνικά, κοφτερά ή έξυπνα κι αν είναι τα «ψεύτικα νέα» (θεματική ενότητα του σόου), μόλις ο καλεσμένος κάτσει στον καναπέ, ο Στιούαρτ μεταμορφώνεται ευθύς σε μια πιο ενημερωμένη (και πιο συμπαθή) εκδοχή του Ντέιβιντ Λέτερμαν. Είναι δε τόσο αδιακρίτως καλοπροαίρετος, που πολιτικοί απ’ όλους τους χώρους χρησιμοποιούν πλέον την εκπομπή του ως ένα (σχετικά ανώδυνο) βάθρο απ’ όπου θ’ αγγίξουν τους νεότερους ψηφοφόρους, αποδεικνύοντας ότι, ακόμα κι εκείνοι, «πιάνουν το αστείο». Μία εκ των δημιουργών του σόου, η Λιζ Γουάινστεντ, περιέγραψε με δυο λόγια την παραπάνω παγίδα σε μια συνέντευξη στο διαδικτυακό περιοδικό Slate (www.slate.com): «Ο Τζον είναι εκπληκτικός. Παρ’ όλ’ αυτά, έχω την εντύπωση πως όταν παίρνεις συνέντευξη απ’ τον Περλ ή τον Κίσινγκερ και τους αφήνεις να περάσουν αλώβητοι, ομοιάζεις μ’ αυτό που σατιρίζεις.
Έχεις απέναντί σου, στον καναπέ, έναν εγκληματία πολέμου. Το να τον αφήσεις έτσι, σημαίνει ότι αποδέχεσαι την ύπαρξη κάποιου είδους ορίων.» Ένα άλλο τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η διάσημη πλέον πρόζα του Στίβεν Κόλμπερτ στο ετήσιο «Δείπνο των Ανταποκριτών» στον Λευκό Οίκο το 2006. Το συγκεκριμένο δείπνο (μια σαχλή εκδήλωση όπου παρευρίσκονται κορυφαίοι πολιτικοί δημοσιογράφοι, το προσωπικό του Λευκού Οίκου κι ο ίδιος ο Πρόεδρος), περιλαμβάνει παραδοσιακά μια «Σάτιρα του Προέδρου», όπου διάφοροι κωμικοί (όπως ο Τζέι Λένο κι ο Ντρου Κάρι τα τελευταία χρόνια ή ο Μπομπ Χόουπ παλιότερα) καλούνται να αποδώσουν ένα νούμερο με ανώδυνα και γενικά συγκρατημένα πειράγματα κατά του εκάστοτε Πρώτου Πολίτη. Ορμώμενος απ’ τη γεμάτη ειρωνεία, ψευδοσυντηρητική τηλεοπτική περσόνα του, ο Κόλμπερτ πήγε το έθιμο σε άλλο επίπεδο. Για πάνω από 20’, με λόγο αλά Τζόναθαν Σουίφτ, απέδωσε κυριολεκτικά ανέκφραστα μια ακραία παρωδία διθυραμβικού λόγου υπέρ του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, ο οποίος καθόταν λίγα μέτρα πιο δεξιά. Περί του θαυμασμού του για τον Πρόεδρο: «I can’t believe I’m actually on the same stage as my hero George W. Bush. I feel like I’m dreaming. Somebody pinch me. No wait; I’m a pretty sound sleeper. Somebody shoot me in the face.» «I stand by this man. I stand by this man because he stands for things. Not only for things, he stands on things. Things like aircraft carriers and rubble and recently flooded city squares. And that sends a strong message: that no matter what happens to America, she will always rebound — with the most powerfully staged photo ops in the world.» Περί των χαμηλών ποσοστών αποδοχής του Προέδρου: «Please Mr President, pay no attention to those people who say the glass is half empty. Because 32% means the glass is two thirds empty. There’s still some liquid in that glass is my point. But I wouldn’t drink it. The last third is usually backwash.» «Everybody asks for personnel changes. So, the White House has personnel changes. And then you write, «Oh, they’re just rearranging the deck chairs on the Titanic.» First of all, that is a terrible metaphor. This administration is not sinking. This administration is soaring. If anything, they’re rearranging the deck chairs on the Hindenburg!» Περί του «φιλελεύθερου Τύπου που καταστρέφει την Αμερική» (κάπου εδώ τα χάχανα στο κοινό έδωσαν τη θέση τους σε μια αμήχανη σιωπή): «Let’s review the rules. Here’s how it works: the President makes decisions. He’s the Decider. The press secretary announces those decisions, and you people of the press type those decisions down. Make, announce, type. Just put ’em through a spell-check and go home. Get to know your family again. Make love to your wife. Write that novel you got kicking around in your head. You know, the one about the intrepid Washington reporter with the courage to stand up to the administration. You know, fiction!» Στα ΜΜΕ ακολούθησε κάτι σαν καταιγίδα. Πολλοί δημοσιογράφοι χαρακτήρισαν τα καμώματα του Κόλμπερτ «καταχρηστικά», «αντικοινωνικά» και «κακόγουστα». Πάρα πολλοί θεατές όμως ενθουσιάστηκαν και τα νούμερα της εκπομπής του σχεδόν διπλασιάστηκαν. Ήταν όντως κάτι μοναδικό: να βλέπεις τον πιο ισχυρό
κόσμου να συντρίβεται απ’ τα καρφιά ενός εξυπνάκια —βλέποντας το ξανά βέβαια, οι δημοσιογράφοι αποδεικνύονται πολύ πιο ενοχλημένοι απ’ τον Μπους, που μοιάζει να το διασκεδάζει, όντας απ’ ό,τι φαίνεται το ίδιο άτρωτος απέναντι στην παρωδία όσο και στην κριτική. Κάποιος το σχολίασε ως εξής: «Ο λόγος του Κόλμπερτ αντιπροσωπεύει, στην κουλτούρα μας, αυτό που η σάτιρα κάνει καλύτερα, ή μάλλον, δεν μπορεί ν’ αποφύγει: όταν σκύβει να φιλήσει ένα χέρι, τελικά το δαγκώνει.» Πιθανόν να ‘ναι κι έτσι. Ο λόγος ήταν δηκτικός, οριακά απαξιωτικός κι εξαιρετικά αστείος —μόνο που το γεγονός ότι ο Κόλμπερτ ήταν επίσημος καλεσμένος, ίσως υπονομεύει εξαρχής οποιαδήποτε ανατρεπτική εξέλιξη. Η σφραγίδα νομιμότητας είναι φιλί θανάτου για την πολιτική σάτιρα και δεν υπάρχει πιο έγκυρη σφραγίδα απ’ την ίδια την Προεδρική. Κατά μήκος της Δύσης, μα ειδικά στην Αμερική, επικρατεί μια μονομανία με το ιδεώδες της ελευθερίας του λόγου. Στο πλαίσιο αυτής, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο λόγος καθεαυτός έχει την ικανότητα να προκαλεί τις αλλαγές, χωρίς να λαβαίνουν υπόψιν ότι η συγκεκριμένη ελευθερία υφίσταται μέσα στις ίδιες δομές εξουσίας που συντηρούν το κατεστημένο. Όταν το ίδιο το θύμα της κοροϊδίας σου χαχανίζει μαζί με τους υπόλοιπους, από ποιο σημείο και μετά η σάτιρα παύει να είναι σάτιρα και γίνεται κάτι τελείως διαφορετικό; Μοιάζει λιγότερο με την περίπτωση του αυτοκράτορα που δεν έχει καθόλου ρούχα και πιο πολύ με μια άλλη, όπου ο αυτοκράτορας χοροπηδάει τριγύρω γυμνός ενώ αφήνει μια πορδή στη μάπα μας, έτσι, για να γελάσουμε. Υπάρχει όμως και κάτι εγγενές στη σύγχρονη κωμωδία που φαίνεται να υπονομεύει την ανατρεπτικότητά της. Ο προπολεμικός κριτικός Ράντολφ Μπουρν, είπε κάποτε ότι ο είρων είναι ειρωνικός όχι επειδή δε νοιάζεται καθόλου, αλλά επειδή νοιάζεται υπερβολικά. Οι περισσότεροι σύγχρονοι σατιρικοί, ειδικά ο Κόλμπερτ, εκδηλώνουν ένα σαρδόνιο «ξερολισμό» και μια συνειδητή αποστασιοποίηση που μοιάζει να λέει: «Κοίτα πόσο γελοίοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Δε μ’ αρέσει που τα πράγματα πάνε τελείως σκατά, αλλά τουλάχιστον εσύ κι εγώ μπορούμε να γελάμε με τα χάλια τους.» Πείτε με αναχρονιστικό μαλάκα νοσταλγό, αλλά τουλάχιστον κάποτε αντιλαμβανόσουν στα σίγουρα ότι ο Λένι Μπρους ΜΙΣΟΥΣΕ τον ΓΑΜΗΜΕΝΟ ρεπουμπλικανισμό (ο μοναδικός σατιρικός στην ιστορία με ένταλμα του FBI για χάρη του). Δεν αμφέβαλλες επίσης ποτέ ότι ο Χάντερ Τόμπσον ΜΙΣΟΥΣΕ τον ΓΑΜΗΜΕΝΟ τον Ρίγκαν όπως κι ο Μπιλ Χικς τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο. Κατά μία έννοια, η ειρωνική στάση είναι η τέλεια μορφή σάτιρας στα μέτρα μιας υπερκαταναλωτικής κοινωνίας: κολακευόμαστε ως ελεύθερα σκεπτόμενα άτομα, ενώ τους αντιμετωπίζουμε όλους το ίδιο άνετα και χωρίς να ζητάμε ποτέ ανταλλάγματα (όπως πολιτική δέσμευση). Μισούν στ’ αλήθεια ο Κόλμπερτ κι ο Στιούαρτ τον Μπους; Ή μήπως απλά τον αντιπαθούν, ενώ του είναι και λίγο ευγνώμονες για το υλικό που τους δίνει στα χρόνια της διακυβέρνησής του; Δε μοιάζει καθόλου, μα καθόλου ξεκάθαρο. Σίγουρα δεν είναι προς το συμφέρον μας να κατηγορούμε τους σατιρικούς. Η δουλειά τους, άλλωστε, δε δημιουργεί όλες αυτές τις τάσεις, απλώς τις αντανακλά. Πρόσφατα, μια ενδιαφέρουσα, αν και αμφιβόλου εγκυρότητας, μελέτη του πανεπιστημίου East Carolina διαλαλούσε πως «το Daily Show καλλιεργεί τον κυνισμό και μειώνει την εμπιστοσύνη των νεαρών ψηφοφόρων στους ηγέτες του έθνους.» Μετά από συνεντεύξεις μ’ ένα μεγάλο αριθμό θεατών της εκπομπής, οι δυο υπεύθυνοι ακαδημαϊκοί κατέληξαν πως όσοι αντλούσαν την ενημέρωσή τους κυρίως απ’ το σόου του Στιούαρτ έτειναν να θεωρούν εαυτόν «υπεράνω των πολιτικών διαδικασιών» κι «εκφράζονταν με κυνισμό ως προς το εκλογικό σύστημα και με απαξίωση ως προς τα ειδησεογραφικά ΜΜΕ.», αντί να οδηγούνται στην ενεργή ενασχόληση με την πολιτική. Αντί να συμπεράνουν, όπως θα περίμενε κανείς απ’ τα δεδομένα, πως η σάτιρα δούλεψε ρολόι ρίχνοντας φως σ’ ένα σημαντικό κοινωνικό θέμα, εκείνοι
αποφάνθηκαν ότι η ίδια η εκπομπή αποθάρρυνε τους νεαρούς απ’ την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, με την υφέρπουσα κατηγορία ότι η φιλελεύθερη σάτιρα δηλητηριάζει την αμερικάνικη δημοκρατία. Προφανώς, απλά αναποδογύρισαν το θέμα προς όφελός τους. Μόνο ένα πράγμα απομακρύνει τους ανθρώπους απ’ τη σύγχρονη πολιτική κι αυτό είναι η... σύγχρονη πολιτική. Η επιτροπή National Annenberg Election Survey του Πανεπιστημίου της Pensylvania είχε κάνει, απ’ το 2004, μια πολύ πιο υπεύθυνη έρευνα ανάμεσα στους αμερικανούς θεατές, η οποία κατέληγε ότι οι οπαδοί του Daily Show ήταν πολύ πιο ενημερωμένοι για τις τρέχουσες εκλογές από εκείνους που παρακολουθούσαν πιο έγκυρες, δήθεν, ειδησεογραφικές πηγές. Στην εποχή μας, βρίσκει κανείς πολύ υψηλά ποσοστά αποχής σε οποιαδήποτε χώρα του δυτικού κόσμου με κάποιου είδους δημοκρατική διακυβέρνηση. Το ότι οι κωμικοί, όπως ο Στιούαρτ κι ο Κόλμπερτ, ερμηνεύουν με χιουμοριστικό και συχνά αυστηρό τρόπο ένα ήδη ελαττωματικό σύστημα, δε σημαίνει ότι μπορεί κανείς να τους ζητά ευθύνες όταν οι πολίτες αγανακτούν σε κάθε νέο πολιτικό φιάσκο και απαξιώνουν το σύστημα ως ένα σούργελο. Έστω κι έτσι όμως, η σύγχρονη εκδοχή της σάτιρας έχει κεντρικό ρόλο στον κύκλο της απάθειας. Η απήχηση των «ψεύτικων ειδήσεων» είναι προφανής: το γέλιο συντελεί στην κάθαρση, σε μια εποχή που η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει κάποια φαινομενικά αξεπέραστα προβλήματα με διαστάσεις που ίσως αδυνατούμε να κατανοήσουμε πλήρως κι άρα χρειαζόμαστε την ανακούφιση. Αρχίζει κανείς ν’ αντιλαμβάνεται τι εννοούσε ο Νίτσε όταν έλεγε πως το χιούμορ «είναι ο επιτάφιος στο θάνατο του συναισθήματος.» Οι περισσότερες μορφές του χιούμορ πηγάζουν απ’ το αξίωμα ότι η ζωή είναι, έτσι κι αλλιώς, ένα αστείο κι η ειρωνεία είναι μέρος της πανοπλίας που χρησιμοποιούμε για να προστατευτούμε απ’ όσα είναι παράλογα: ψάχνουμε για το «καταφύγιο στη σφαίρα του γελοίου». Η μιζέρια γεννά χιούμορ, αλλά και κυνισμό: είναι και τα δυο άμυνες ενάντια στην απελπισία. Σε μια πιο ιδεαλιστική περίοδο, αναρχικοί αντάρτες μοίραζαν αντίτυπα της Φάρμας των Ζώων σε ουκρανούς αγρότες στ’ όνομα της μάχης κατά του σταλινισμού. Σήμερα, η σάτιρα λειτουργεί σαν ένα είδος «θεραπευτικής ειρωνείας»: μας ανεβάζει πάνω απ’ την πλέμπα, παρέχει κάθαρση για το άγχος ή το θυμό μας κι επιπλέον μας κάνει να νιώθουμε άνετα μέσα στην αποξένωσή μας. Αυτή είναι κι η μεγάλη διαφορά. Φυσικά, το τέλος της ειρωνείας θα ήταν μεγάλο πλήγμα για τον κόσμο μας. Πιο πολύ από ποτέ, τη χρειαζόμαστε ως τον πιο αποτελεσματικό τρόπο να ξεφουσκώνουμε τις πομπώδεις πολιτικολογίες και τις ακραίες δοξασίες που σκοπό έχουν να ρίξουν προπέτασμα ουσίας σε πράγματα που, ως επί το πλείστον, είναι κουράδες. Και παρά τον εγγενή αρνητισμό της, η ειρωνεία έρχεται πακέτο με μια ουτοπική διάσταση: τρέφεται απ’ τη διαφορά μεταξύ του πως είναι τα πράγματα και του πώς θα θέλαμε να είναι. Η ουσία είναι πως, όποιο κι αν είναι αυτό, το αποτέλεσμα της ειρωνείας εξαρτάται κι απ’ το πώς αυτή γίνεται αντιληπτή: για το παθολογικά παραπλανημένο και κυνικό μυαλό, τα πιο διεισδυτικά σατιρικά καρφιά έχουν τόσο αντίκτυπο στην πολιτική ζωή όσο κι η τελευταία ατάκα περί ανικανότητας του Τζορτζ Μπους να μιλήσει σωστά αγγλικά. Απ’ αυτήν τη σκοπιά, μπορεί κανείς να πει ότι η μοίρα της σάτιρας είναι στον ίδιο βαθμό στα χέρια του κοινού όσο είναι σ’ εκείνα των σατιρικών. Κι αυτό δεν κρύβει ούτε ίχνος ειρωνείας. Abstract: Matt Russell discovers irony is far from obsolete, and that it has «debased the most powerful instrument we had for highlighting irony in the first place: political satire.» He looks at whether The Daily Show, The Colbert Report, and other purveyors of entertaining satire have been compromised. This article was first published at The Lumiere Reader (www.lumiere.net.nz/reader) on the 9th of August, 2007.
Η Στεφανία Μιζάρα βρέθηκε στο Τσουάο της Βενεζουέλας και μοιράζεται τις εικόνες της με το monkie. Το Τσουάο είναι μία γωνιά της γης που λείπει ακόμα από κάποιους χάρτες, όπου οι ντόπιοι καλλιεργούν μια απ’ τις καλύτερες ποικιλίες κακάο στον κόσμο, μόνιμη πέτρα σκανδάλου στο χώρο της υψηλής σοκολατοποιίας. Καθώς έπρεπε να συνοδεύσω τις φωτογραφίες της Στεφανίας μ’ ένα κείμενο —στ’ όνομα της δημοσιογραφικής έρευνας δηλαδή— έψαξα, βρήκα και δοκίμασα μια σοκολάτα με την επωνυμία Chuao, τη μοναδική που δικαιούται να φέρει τ’ ονομα αυτό ως ένδειξη προέλευσης της πρώτης ύλης, σύμφωνα πάντα με τον κατασκευαστή, την ιταλική εταιρεία Amedei. Για κάποιους, επίσημα (είναι πολυβραβευμένη) ή ανεπίσημα, πρόκειται για την κορυφαία σοκολάτα στον κόσμο —ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Αδυνατώ σίγουρα να συλλάβω τέτοια μεγέθη γευσιγνωσίας. Τι κατάλαβα απ’ τη δοκιμή; Πως είχα στα χέρια μου μια νόστιμη, πραγματική σοκολάτα, που δεν κολλάει στα δόντια, δε σε λιγώνει κι η γεύση της (επίγευση για τους ψαγμένους) σ’ ακολουθεί γι’ αρκετή ώρα μετά την κατανάλωση, μέσω ουρανίσκου. Ακριβούτσικη βέβαια, αλλά λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε αγνό κακάο κριόγιο (70%) μια μικρή ποσότητα μπορεί να είναι ιδιαιτέρως ανταποδοτική... φωτογραφίες: Στεφανία Μιζάρα Κείμενο: Λουκάς Τσουκνίδας
Το καλύτερο κακάο του κόσμου
Η σοκολάτα είναι πικρή υπόθεση Ο δρόμος που ακολουθεί ένας κόκκος κακάο μέχρι να λιώσει στο στόμα μας είναι πολύ μακρύς. Τα κακαόδεντρα ευδοκιμούν σε μια περιοχή που εκτείνεται ως μια συγκεκριμένη απόσταση εκατέρωθεν του Ισημερινού, γεγονός που περιορίζει τη λίστα των πιθανών καλλιεργητών κατά πολύ. Το 80% πάντως της παγκόσμιας παραγωγής προέρχεται από χώρες της Δυτικής Αφρικής, όπως η Ακτή Ελεφαντοστού, όπου οι συνθήκες σε αρκετές περιπτώσεις απέχουν ελάχιστα απ’ τον παραδοσιακό ορισμό της σκλαβιάς. Η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση της πολύωρης παιδικής εργασίας δε, αποτελεί ένα απ’ τα πιο γνωστά σκάνδαλα της παγκόσμιας οικονομίας των τροφίμων. Απ’ όλο το κακάο του κόσμου, ένα ποσοστό γύρω στο 12% το εκμεταλλεύονται οι τέσσερις πολυεθνικές σοκολατοποιίες Cadbury Schweppes (Βρετανία), Mars (ΗΠΑ), Nestlé (Ελβετία) και Hershey Company (ΗΠΑ). Οι «Big Chocolate», όπως αποκαλούνται, είναι οι κύριες υπόλογες γι’ αυτές τις ατασθαλίες στην παραγωγική διαδικασία. Το 2001 δυο αμερικάνοι πολιτικοί, ο βουλευτής Elliot Engel κι ο γερουσιαστής Tom Harkin, προώθησαν το λεγόμενο «Πρωτόκολλο του Κακάο». Πρόκειται για μια διεθνή συμφωνία που αποσκοπεί στο να δεσμευτούν όλες οι σοκολατοποιίες ότι το κακάο που χρησιμοποιούν δεν είναι απόρροια παράνομης ερ-
γασίας ή άθλιων συνθηκών κι αυτό να φαίνεται με σήμανση στη συσκευασία των προϊόντων τους μετά από έγκυρο έλεγχο. Μέχρι σήμερα και παρά τις αλλεπάλληλες δεσμεύσεις τους, οι συνεργαζόμενες πλευρές δεν μπόρεσαν να θεσπίσουν έναν αποτελεσματικό τρόπο να ελέγχεται αυτή η πρώτη, αμφιλεγόμενη φάση της παραγωγικής διαδικασίας. Φορείς και ΜΚΟ με φανταχτερά ακρωνύμια ξεπήδησαν αρκετοί και γι’ αυτόν το σκοπό, όμως η Αφρική παραμένει μια δύσκολη υπόθεση στον τομέα των εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ η παραγωγή δεν είναι δυνατόν ν’ ανασταλεί όσο θρέφει ένα τόσο μεγάλο ποσοστό ανθρώπων. Μια καλή λύση σε ολ’ αυτά φαίνεται πως είναι οι τοπικοί συνεταιρισμοί, σαν εκείνον που οδήγησε στην ανάσταση την μικρή τοπική οικονομία του Τσουάο στη Βενεζουέλα.
Παράδειγμα προς μίμηση Είναι νομίζω προφανές, ότι όλες οι σοκολάτες δεν προέρχονται απ’ το ίδιο χαρμάνι. Τρεις είναι οι κύριες ποικιλίες κακάο που χρησιμοποιούνται στην σοκολατοποιία, οι εξής δύο: Η Φοραστέρο κι η Κριόγιο, αφού η τρίτη, ονόματι Τρινιτάριο, είναι υβρίδιο των άλλων. Απ’ αυτές η Φοραστέρο είν’ ο συρμός κι αποτελεί το 95% της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ η Κριόγιο ο αφρός κι απαντάται κυρίως στη Βενεζουέλα.
Ένα τμήμα της περιορισμένης παραγωγής Κριόγιο προέρχεται κι απ’το Τσουάο, μια περιοχή στριμωγμένη ανάμεσα σε βουνά, παρθένα δάση και την Καραϊβική, με μοναδική πρόσβαση μέσα απ’ ορεινά μονοπάτια ή απ’ τη θάλασσα. Μέχρι το 1999 και την άνοδο του Ούγκο Τσάβες στην προεδρία, το απομονωμένο ψαροχώρι είχε φτάσει σε οικονομικό μαρασμό και πάνω απ’ τις μισές φυτείες κακάο είχαν εγκαταλειφθεί λόγω έλειψης εργατικών χεριών. Το συστηματικό ψάρεμα είχε εξαφανίσει την πανίδα στη γύρω θάλασσα —μία απ’ τις κύριες μεθόδους επιβίωσης των ντόπιων— κι όλοι έφευγαν απ’ τον τόπο για να βρουν δουλειά στις πετρελαιοπηγές. Σήμερα, μια δεκαετία περίπου μετά και χάρη στη λεγόμενη μπολιβαριανού τύπου ανάπτυξη, η κοινότητα του Τσουάο έχει ανακάμψει κι έχει αυξήσει σε εντυπωσιακό βαθμό την παραγωγή των κόκκων Κριόγιο, που αποτέλεσαν τη βάση για την υπέροχη σοκολάτα που δοκίμασα κατά τη διάρκεια του μαχητικού μου ρεπορτάζ (στο ίντερνετ και σε μια κάβα). Ο συνεταιρισμός των 130 παραγωγών —ανοιχτός σε όποιον θέλει να μπει ή να βγει— εκμεταλλεύεται αυτή την παραγωγή με γνώμονα το συμφέρον του τόπου και των ανθρώπων του, οι οποίοι βιώνουν τελευταία και μια μίνι τουριστική έξαρση. Χώρια που με την αποκατάσταση των παραδοσιακών τρόπων ψαρέματος δια νόμου, ο τόπος ξαναβρήκε μια ακόμα σημαντική πηγή εσόδων και τροφής που είχε μέχρι πρότινος απωλέσει.
Απ’ την επιβίωση στην πολυτέλεια Στον κόσμο της σοκολατοποιίας, η καθαρότητα της πρώτης ύλης παίζει σημαντικό ρόλο στο βαθμό που ανήκεις στην εμπορική ή τη γκουρμέ (την έντεχνη δηλαδή) κατηγορία. Απ’ ότι φαίνεται, οι αγνοί ανόθευτοι κόκκοι Κριόγιο, που παράγουν οι αγρότες του συνεταιρισμού στο Τσουάο, είναι περιζήτητοι κι αποτελούν εγγύηση υψηλής ποιότητας για μια σοκολάτα, σε πλάκα ή σε ρόφημα. Η εμμονή της Δύσης να εφευρίσκει διαρκώς νέες «πολυτέλειες», όπως η γκουρμέ σοκολάτα, αποτελεί τη δική τους εγγύηση για σχετική οικονομική άνεση όσο διαχειρίζονται σωστά τον πλούτο της γης τους. Γι’ άλλους βέβαια, αποτελεί μια σκληρή πραγματικότητα χωρίς κανένα σοβαρό αντίκρυσμα στη ζωή του καταναλωτή, πολλά χιλιόμετρα μακριά απ’ τον τόπο του εγκλήματος. Το παράδειγμα του Τσουάο, παρ’ ότι εξαιρετικά μικρό σε απόλυτα μεγέθη, δηλώνει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, λιγότερο εξοντωτικός για το ανθρώπινο είδος. Abstract: Stefania Mizara shares her images from her trip to Chuao, Venezuela, and Loukas Tsouknidas contributes a few lines over the best cocoa seeds in the world.
Danny Yount:
Η πρώτη εντύπωση μετράει
Οι τίτλοι μιας ταινίας είναι κάτι παραπάνω από μια σειρά ονομάτων και ιδιοτήτων. Ο σχεδιαστής τίτλων Danny Yount μιλά για τη δουλειά του και το ρόλο του design στην κινηματογραφική δημιουργία. Συνέντευξη στον Λουκά Τσουκνίδα
Το 2002 έσκασε μύτη στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Steven Spielberg Catch Me If You Can. Έξι χρόνια μετά, οι Oliver Kuntzel και Florence Deyga, έχουν πλέον κλέψει την παράσταση από σταρ και σκηνοθέτη, αφού το κλιπάκι που σκαρώσανε για τους τίτλους αρχής έχει κάνει το γύρο του κόσμου ως μια απ’ τις καλύτερες εισαγωγές στην ιστορία του σινεμά. Μια ιστορία, που αν και αφορά πολλούς γραφίστες, αυτοί ίσως δε μνημονεύονται συχνά για το ρόλο τους στην αισθητική βελτίωση του κινηματογραφικού προϊόντος. Σήμερα, που το design έχει πάρει τα πάνω του κι ο δημιουργικός χώρος έχει ανοίξει χάρη στις τεχνολογικές εξελίξεις, ο σχεδιασμός των εισαγωγικών τίτλων έχει αποκτήσει βαρύνουσα σημασία στην κινηματογραφική παραγωγική διαδικασία. Είναι η πρώτη εντύπωση κι οφείλει να είναι καλή. Ο Danny Yount είναι γραφίστας (ή καλύτερα graphic designer), υπεύθυνος για μερικά απ’ τα πιο γνωστά κλιπάκια τίτλων, όπως εκείνα του τηλεοπτικού 6 Feet Under, του πρόσφατου Iron Man καθώς και της νέας ταινίας του Guy Ritchie, Rocknrolla. Με αφορμή την τελευταία του δουλειά, τον βρήκα στο προσωπικό του web-site (www.dannyyount.com) και του έκανα μερικές ερωτήσεις γύρω απ’ την εξειδίκευσή του (τους τίτλους) και το design γενικότερα. Να τι μου απάντησε:
Ντάνι, ο όρος «graphic designer» περιγράφει ένα ευρύ επαγγελματικό πεδίο. Πώς μπήκες σ’ αυτό, πριν μπλέξεις με τους τίτλους ταινιών; Όταν ακόμα προσπαθούσα να κατανοήσω βαθύτερα το συγκεκριμένο επάγγελμα, αγόραζα πολλά περιοδικά —το How, το Print ή το Beach Culture του David Carson (κι ύστερα το Surfer και το RayGun). Εκείνον τον καιρό, έπεσε στα χέρια μου κι ένα βιβλίο με όλη τη δουλειά του Neville Brody. Μάθαινα παράλληλα πώς να χρησιμοποιώ τον ηλεκτρονικό υπολογιστή κι έκανα σεμινάρια παραδοσιακής γραφιστικής —όπως αυτή εφαρμοζόταν ακόμα στα μέσα των 80’s. Αυτό όμως που μου έδωσε πραγματική ώθηση ήταν ο πρώτος μου Macintosh το 1990. Το ενδιαφέρον μου στράφηκε στην κινούμενη εικόνα και το interactive design. Έτσι, εξασκήθηκα για μερικά χρόνια σ’ αυτούς τους τομείς μέχρι να βρω δουλειά, κάτι που έγινε το 1994, όταν με προσέλαβαν σ’ ένα ατελιέ. Εκτός από την ακρίβεια στην πληροφορία και την καλή πρώτη εντύπωση, τι άλλο περιμένει κανείς από ένα κλιπ τίτλων αρχής; Είναι πιθανό ν’αποτύχει; Τι κάνει κάποιους τίτλους εξαιρετικούς; Οι καλοί τίτλοι αρχής ειναι σαν ένα φιλμ μέσα στο φιλμ. Ο κύριος στόχος του σχεδιαστή είναι να προετοιμάσει το κοινό γι’ αυτό που πρόκειται να δει. Νομίζω ότι αποτυχία είναι κάτι που παραπλανεί ή κουράζει. Όταν πάλι είναι συναρπαστικό και ακριβές στην πληροφόρησή του χωρίς να αποκαλύπτει την εξέλιξη, τότε είναι επιτυχία. Για να φτάσεις εκεί, πρέπει να αιχμαλωτίσεις το ένστικτο, αλλά και το συναίσθημα του κοινού. Πως δουλεύεις πάνω σ’ ένα νέο project; Τι επιλογές υπάρχουν και τι περιορισμοί; Πρώτα συζητώ με τον σκηνοθέτη της ταινίας για να ορίσουμε μαζί τι ακριβώς ζητά από μια εισαγωγή στην κύρια δουλειά του. Πολύ συχνά το δημιουργικό κομμάτι μένει τελείως ανοιχτό, άλλοτε όμως οι σκηνοθέτες έχουν συγκεκριμένες ιδέες ή απαιτήσεις. Οι καλύτεροι εξ’ αυτών γνωρίζουν τι θέλουν και τι είναι καλό για την ταινία τους. Μετά την αρχική κουβέντα αποσύρομαι στο εργαστήριο κι επιστρέφω για να παρουσιάσω τις ιδέες μου. Τι κάνει την όλη διαδικασία λιγότερο διασκεδαστική απ’ ότι μοιάζει σε μας τους απέξω; Μερικά projects χρειάζονται ιδιαίτερα εντατική δουλειά —απαιτούν για παράδειγμα πολλά computer graphics που συχνά παρουσιάζουν δυσκολίες στην εφαρμογή τους. Άλλα projects έχουν πολύ κουραστικό κι απαιτητικό προγραμματισμό. Πολύ δύσκολη γίνεται η διαδικασία όταν μας ζητηθούν πολλές αλλαγές καθώς φτάνουμε προς την ολοκλήρωση. Πάντως, σε γενικές γραμμές βρίσκω τη δουλειά μου διασκεδαστική —αλλιώς δε θα την έκανα για να επιβιώσω. Τι γίνεται αν δε σου αρέσει η ταινία στην οποία πρέπει να δουλέψεις; Αυτό είναι το καλό με το σχεδιασμό τίτλων –ακόμα κι αν η ταινία είναι κακή, εσύ μπορείς να δημιουργήσεις κάτι ενδιαφέρον. Πάντα βέβαια, ελπίζεις η ταινία να γίνει επιτυχία και να δουν έτσι πιο πολλοί άνθρωποι τη δουλειά σου. Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου τίτλοι απ’ τους δικούς σου και από άλλους σχεδιαστές; Ποιο είναι το κοινό τους γνώρισμα και ποια είναι η δική σου ιδιαίτερη υπογραφή; Είναι δυνατός ο ανταγωνισμός στο συγκεκριμένο χώρο; Μου αρέσουν πολλές δουλειές –όλοι οι παλιοί τίτλοι του Saul Bass, κάποιοι του Pablo Ferro και κάποιοι πρόσφατοι σαν του Lord of Wars και του Juno. Το κοινό τους σημείο είναι η πρωτοτυπία κι η άψογη εκτέλεση. Σε καθηλώνουν κι είναι αξιομνημόνευτοι. Δεν είμαι σίγουρος ποιο είναι το στιλ μου, μιας και δεν μπορώ να δω τη δου-
λειά μου από μακριά, ελπίζω όμως οι θεατές να λεν για τους τίτλους μου ό,τι είπα κι εγώ για τους προηγούμενους. Βέβαια ο στόχος μου δεν είναι ακριβώς αυτός, αλλά να είμαι περήφανος για οτιδήποτε δημιουργώ κάθε φορά. Υπάρχει όντως δυνατός ανταγωνισμός κι αυτό είναι που κάνει τη δουλειά μου πιο συναρπαστική και μου δίνει ένα μέτρο σύγκρισης ως designer. Το design συχνά αποσπά την προσοχή σε βάρος των υπόλοιπων συστατικών μιας ταινίας. Φταίει εκείνο ή η ταινία; Πώς επιτυγχάνεται η ισορροπία; Μπορεί το καλό design να σώσει ένα κακό φιλμ; Δεν είμαι σίγουρος για το αν μπορεί να υπάρξει ισορροπία, αλλά σίγουρα μπορεί να υπάρξει συμβατότητα. Κι αυτό είναι επιλογή του σκηνοθέτη. Ακόμα κι αν οι τίτλοι είναι καλύτεροι απ’ τη συνέχεια, αυτό είναι καλό για την ταινία. Όμως όχι, το καλό design δεν μπορεί να σώσει μια κακή ταινία, μπορεί όμως, καλώς ή κακώς, να τραβήξει πολλή προσοχή επάνω της. Ακόμα κι αν, για παράδειγμα, ένας πλούσιος ασχημομούρης παντρευτεί μια όμορφη γυναίκα, αυτός θα παραμείνει ένας πλούσιος ασχημομούρης. Τουλάχιστον όμως, θα εκτιμηθεί για το γούστο του. Ως μέσο οπτικής επικοινωνίας, το design μοιάζει κάποιες φορές να επιδιώκει τη δημιουργία εντυπώσεων παρά τη λειτουργικότητα και την παροχή λύσεων. Τι διαχωρίζει το design που γυαλίζει από ‘κείνο που αξίζει; Η ικανότητα να επικοινωνείς με τρόπο ενδιαφέρον κι όχι απλά να αυτοπροβάλλεσαι. Τίποτε δεν είναι πιο βαρετό απ’ το ν’ ακούς κάποιον να μιλά για τον εαυτό του και ν’ αγνοεί τα ενδιαφέροντα των άλλων. Το design δεν πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο. Πρέπει νά ‘χει ένα σκοπό μεγαλύτερο απ’ το ίδιο. Ν’ αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης εικόνας. Η εξέλιξη της τεχνολογίας, κάνει τα εργαλεία της δουλειάς διαρκώς φθηνότερα και πιο εύχρηστα, ενώ τα χρονικά περιθώρια στον επαγγελματικό χώρο γίνονται όλο και πιο σφιχτά. Έχει αυτό αρνητική επίδραση στο δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς του designer; Εσύ πώς το ξεπερνάς; Αν είσαι καλός γνώστης του τεχνικού μέρους της δουλειάς, τότε μαθαίνεις ν’ ακολουθείς τέτοιου είδους εξελίξεις. Καμιά φορά άλλωστε, ο πολύς διαθέσιμος χρόνος μπορεί ν’ αποβεί επιζήμιος για ένα project. Το σίγουρο είναι πως όταν σχεδιάζεις κάτι, ο χρόνος δεν είναι ποτέ, μα ποτέ, αρκετός. Πάντα φτάνεις σ’ ένα σημείο που πρέπει να παρατήσεις τις συνεχείς βελτιώσεις και να παραδώσεις το έργο στον πελάτη. Οι καλοί πελάτες το γνωρίζουν αυτό και είναι διατεθειμένοι να δείξουν ελαστικότητα με τα χρονικά περιθώρια, ώστε το αποτέλεσμα να είναι το καλύτερο δυνατό. Που σχεδιάζεις να φτάσεις ως designer; Θα μπείς πιο βαθιά στον κόσμο του κινηματογράφου; Προς το παρόν απολαμβάνω τις γνώσεις που παίρνω γύρω απ’ το τι σημαίνει κινηματογραφική δημιουργία και πώς μπορεί να καθοδηγήσει κάποιος ένα project σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Οι καλοί σκηνοθέτες με εμπνέουν και μου δίνουν ιδέες που μπορώ να εφαρμόσω και στη δική μου δουλειά. Δεν μπορώ να πω αν θα σκηνοθετήσω ποτέ μια ταινία μεγάλου μήκους, αλλά δεν το αποκλείω κιόλας. Προς το παρόν πάντως, το να φτιάχνω τους τίτλους δε μου φαίνεται ακόμα βαρετό. Abstract: Loukas Tsouknidas interviews graphic designer Danny Yount about his profession’s role in film-making and the particular field of title design.
Capitalist vs. Capitalist του Λουκά Τσουκνίδα
Τ’ αφεντικά των αμερικανικών κολεγίων δίνουν απλόχερα στους καλούς αθλητές την ευκαιρία της μόρφωσης, αφαιρώντας τους παράλληλα το δικαίωμα στην εργασία. Όσο μορφώνονται βέβαια, δουλεύουν αμισθί για ‘κείνους. Τι γίνεται όταν ένας παλιός σύμμαχος αποφασίζει να τους ξεμπροστιάσει; I don’t know why people question the academic training of an athlete. Fifty percent of the doctors in this country graduated in the bottom half of their classes. Al McGuire, Basketball Legend
Ο αθλητής είναι προϊόν μαζικής κατανάλωσης. Είν’ ένας επαγγελματίας χωρίς επάγγελμα, δεν προσφέρει υπηρεσίες, δεν παράγει κι ούτε διδάσκει σ’ άλλους πώς να το κάνουν. Βελτιώνει το προϊόν του (δηλαδή τον εαυτό του) και το διαθέτει μ’ όποιο τρόπο εκείνος θεωρεί συμφέρον στον επαγγελματικό χώρο του αθλητικού θεάματος. Όλα τ’ άλλα είναι προπετάσματα καπνού, γνώριμα σε χώρους όπου πωλείται κατά κύριο λόγο αέρας. Πομπώδεις παπαρολογίες περί ιδανικών, αξιών και ανθρώπινου μεγαλείου, υπαρκτά μόνο στην εφαρμοσμένη κολακεία του πομπού και τη μαζική κολακειολαγνεία του δέκτη. Όμως σ’ έναν κόσμο κυνικό, χωρίς υποκρισία, θα πηγαίναμε όλοι χορεύοντας και τραγουδώντας σαν τις Σουλιώτισσες κι έτσι, αθλητές και θεατές, παίζουμε τους ρόλους μας για να δώσουμε νόημα σ’ άλλη μια πτυχή της ζωής μας που έχει προ πολλού απομυθοποιηθεί. Η υποκρισία είν’ η μεγαλύτερη πολυτέλεια. Γι’ αυτό κι ευδοκιμεί σε εύρωστες κοινωνίες, όπου το σκλαβοπάζαρο αναβιώνει κάτω απ’ το μανδύα, ας πούμε, του δικαιώματος στη δόξα, τον πλούτο ή, ακόμα πιο ξεδιάντροπα, τη μόρφωση. Ο Sonny Vaccaro είν’ ο άνθρωπος που έφερε κοντά την αγορά και το ερασιτεχνικό μπάσκετ, εκείνος που έφερε τον πανεπιστημιακό αθλητισμό σε συμφωνία με τον «διάβολο». Για κάποιους είναι ο ίδιος διάβολος. Σήμερα πάντως, είναι ικανός να φτάσει στην καρδιά της Ουάσινγκτον για να σηκώσει το μανδύα. Να δείξει στον κόσμο το δημιούργημά «Του» και πώς αυτό εξελίχθηκε σ’ ένα απ’ τα πιο ύπουλα συστήματα εκμετάλλευσης της υπεραξίας (όχι δεν υπήρξα Κνίτης) του αθλητή.
Μάθε παιδί μου γράμματα Οι αθλητικές υποτροφίες στ’ αμερικανικά κολέγια είν’ ένα νόμισμα με δύο όψεις. Με αντάλλαγμα το αθλητικό του ταλέντο, ο φτωχός νέος (που συνήθως είναι και μαύρος) αγοράζει το δικαίωμα στην πανεπιστημιακή μόρφωση, που θα του δώσει ένα εκ νέου ανταλλάξιμο
εφόδιο στο χρηματιστήριο της ζωής, μια ευκαιρία που αλλιώς θα του στερούσε η κακή οικονομική του κατάσταση. Κι έτσι, όλοι είναι ευχαριστημένοι. Μόνο που το δίλημμα «αθλητής ή φοιτητής» γέρνει για ευνόητους λόγους προς το πρώτο, κι ο αγώνας για επαγγελματική αθλητική καριέρα υπονομεύει τις σπουδές, το ηθικολογικό πρόσχημα, δηλαδή, για τη φιλάνθρωπη στάση του κολεγίου. Ο αμερικανικός κολεγιακός αθλητισμός είναι αυστηρά ερασιτεχνικός κι απ’ το 1906, διαφεντεύεται, ως επί το πλείστον, από έναν συνεταιρισμό που ονομάζεται National Collegiate Athletic Association ή απλά NCAA. Οι κανονισμοί του, όσον αφορά τους φοιτητές-αθλητές –όπως λέγονται χαρακτηριστικά, με το «φοιτητές» να μπαίνει πάντα πρώτο— είναι ιδιαίτερα κατηγορηματικοί για την απόσταση που πρέπει να τηρούν από κάθε είδους δραστηριότητα που θυμίζει επαγγελματισμό. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι αποπομπής ενός αθλητή απ’ το πρωτάθλημα ή και το κολέγιο ακόμη: - Το να παραμελήσει τ’ ακαδημαϊκά του καθήκοντα, που σημαίνει ότι αντί να μορφώνεται, όπως είπαν στη μάνα του ότι θα κάνει, κωλοβαράει όλη μέρα στο κλειστό με τους συναθλητές του. Ελέγχεται με μίνιμουμ όρια σε κάποια τεστ και προφανώς, τακτοποιείται εύκολα. - Το να πάρει μέρος σε δοσοληψίες, είτε δεχόμενος κάποιου είδους αμοιβή για κάποιου είδους υπηρεσίες είτε κάποιο δώρο. Σημαίνει ότι έχει υποπέσει στο θανάσιμο αμάρτημα του επαγγελματισμού (1). Έγκλημα, λένε, είναι μόνο αν σε πιάσουν. Αν δε γίνει βούκινο διακυβεύοντας την ακεραιότητα του «θεσμού», μπορεί να τη γλιτώσει. Εν τω μεταξύ ο ανταγωνισμός σε υψηλό επίπεδο απαιτεί απ’ τους αθλητές-φοιτητές να εργάζονται ασταμάτητα σαν επαγγελματίες, με τις σκληρές προπονήσεις και τους αγώνες να τους αφήνουν ελάχιστο χρόνο για... τα μαθήματά τους. Οι αγώνες μεταδίδονται σε εθνικό δίκτυο και τα δικαιώματα παραχωρούνται σε σπόνσορες για υπέρο
γκα χρηματικά ανταλλάγματα (2), χωρίς να πηγαίνει ούτε σεντ στην τσέπη των πρωταγωνιστών της παράστασης. Και το καθησυχαστικό παραμύθι περί μόρφωσης και προετοιμασίας για το δύσκολο δρόμο του επαγγελματισμού, καλά κρατεί.
Ο άνθρωπος που διέφθειρε το σύστημα Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, η Converse είχε το μονοπώλιο στα παπούτσια του μπάσκετ, έχοντας ως εμβληματικές φιγούρες της καμπάνιας της τους Larry Bird, Magic Johnson κι Isiah Thomas, ενώ η γερμανική Adidas έκανε αισθητή την παρουσία της στα πράγματα, υπογράφοντας με τον Kareem Abdul Jabbar. Η Nike προσανατολιζόταν κυρίως στην αγορά του στίβου κι η μετέπειτα παντοκρατορία της (3) δε φαινόταν εφικτή, μέχρι που το 1977, ο δρόμος της συναντήθηκε μ’ εκείνον ενός ιταλοαμερικανού απ’ την Πενσιλβάνια. Ο John Paul «Sonny» Vaccaro υπήρξε ένας σκληροτράχηλος αθλητής του μπέιζμπολ και του φούτμπολ, πριν τραυματιστεί σοβαρά κι αρχίσει να δουλεύει ως σκάουτερ για την ομάδα μπάσκετ του κολεγίου του. Αποφοιτώντας δούλεψε ως δάσκαλος, ενώ παράλληλα ίδρυσε ένα απ’ τα πρώτα καλοκαιρινά all-star game για ταλαντούχους εφήβους, όπου μάζευε τα μεγαλύτερα ταλέντα των ΗΠΑ. Η πρώτη επαφή με τη Nike έγινε εξ’ αιτίας μιας ιδέας του 38χρονου, τότε, πολυτεχνίτη κι ερημοσπίτη Vaccaro για ένα αθλητικό σανδάλι. Ο Phil Knight (ιδρυτής της εταιρείας) δεν ενθουσιάστηκε με το πρωτοποριακό πατούμενο, ψήθηκε όμως με την αποφασιστικότητα και τις γνώσεις του. Έτσι, ζήτησε συμβουλές γύρω απ’ την προσπάθειά του να διεισδύσει στην αγορά του μπάσκετ. Ο Sonny τον προέτρεψε τότε να πληρώσει τους προπονητές κάποιων αξιόλογων κολεγίων, ώστε οι παίκτες τους –οι οποίοι απαγορευόταν να πληρώνονται— να φορούν μόνο Nike. Το κόλπο έπιασε εύκολα κι η εταιρεία μπήκε στο κάστρο του αμερικανικού μπάσκετ απ’ την κερκόπορτα του ερασιτεχνισμού. Το μόνο που έμενε ήταν να γίνει βασίλισσα. Ο Michael Jordan, αναγνωρίσιμος πλέον κι απ’ την Άντζελα, την κομμώτρια της γειτονιάς μου, ήταν ένας παίκτης που έπρεπε να παλέψει πολύ για να διακριθεί στην σχολική του ομάδα ώσπου να μπει τελικά στο ρόστερ του Dean Smith, στο περιβόητο Νορθ Καρολάινα. Εκεί, μετά από μια πετυχημένη χρονιά ως πρωτοετής, έδωσε την πρώτη μεγάλη του παράσταση στον τελικό του 1982, κόντρα στο Τζορτζτάουν του Patrick Ewing, βάζοντας το νικητήριο καλάθι. Τότε τον είδε για πρώτη φορά ο Vaccaro. Είχε μόλις αναλάβει, για λογαριασμό της Nike, να στρατολογήσει τον αθλητή που θ’ αποτελούσε το επίκεντρο μιας νέας στρατηγικής μάρκετινγκ. Το «παπούτσι μ’ ονοματεπώνυμο» (signature sneaker) θα ήταν πολλά παραπάνω από απλώς ένα προϊόν σχεδιασμένο για έναν συγκεκριμένο αθλητή. Θα έφερε τ’ όνομά του και θα ήταν κυριολεκτικά ιδιοκτησία του παίκτη, αφού αυτός θα έπαιρνε ποσοστά επί των κερδών. Δύο χρόνια μετά το πρώτο μεγάλο του σουτ, ο Michael Joordan άφηνε πρόωρα το κολέγιο για το NBA. Έχοντας βρεθεί στην 3η θέση του ντραφτ του ‘84, ήταν πλέον διαθέσιμος για επαγγελματικές δραστηριότητες στα μεγάλα σαλόνια. Κατά σύμπτωση, ο μάνατζέρ του, David Folk, είχε προχωρήσει κι εκείνος σε μια καινοτομία, ζητώντας από τις εταιρείες-μνηστήρες των πελατών του, όχι απλή χρηματική προσφορά, αλλά ολοκληρωμένο πλάνο προώθησής τους. Το τάιμινγκ ήταν τέλειο. Η μεγαλύτερη συμφωνία στην ιστορία του αθλητικού μάρκετινγκ έκλεισε κι η Nike έθετε επιτέλους υποψηφιότητα για το θρόνο. Τον καιρό που έγραφε αθλητική ιστορία, ο Vaccaro ξεκίνησε το
πρώτο εθνικής εμβέλειας καλοκαιρινό καμπ για έφηβους μπασκετμπολίστες με τη στήριξη της Nike, το περίφημο ABCD. Έγινε έτσι ο θιασάρχης της μεγαλύτερης παράστασης νέων ταλέντων στη χώρα κι ο άνθρωπος με την πιο εκτενή πρόσβαση σ’ αυτά. Με τη δική του συμβολή, το σκληρό παιχνίδι του αθλητικού μάρκετινγκ (το επονομαζόμενο «sneaker wars») είχε μεταφερθεί στα κολέγια, στις αλάνες και στα σχολεία της Αμερικής. Ήταν ο στρατηγός, που έκανε τη Nike βασίλισσα.
Η παγίδα και ο ανέλπιστος σωτήρας Παρ’ ότι η κολεγιακή αθλητική αρχή κρατούσε (όπως κρατά ακόμη) με ζήλο τα προσχήματα περί ερασιτεχνισμού και μόρφωσης, άλλο ένα κάστρο έμελλε να πέσει λίγο αργότερα. Ο Sonny Vaccaro ολοκλήρωσε το πρότερο έργο του, καταφέρνοντας να υπογράψει συμφωνία αποκλειστικότητας όχι με τον προπονητή, αλλά με τη διοίκηση του πανεπιστημίου του Μαϊάμι. Όλοι οι αθλητές του κολεγίου, σε όλα τα σπορ, θα ντύνονταν πλέον με προϊόντα της Nike. Με τα λόγια του διαφθορέα, «Πληρώναμε το πανεπιστήμιο κι εκείνο πλήρωνε τους προπονητές. Αυτή ήταν η μέρα που έγιναν εμπορική οντότητα και συνέταιροι σε μία επιχείρηση... Η μέρα που πούλησαν την ψυχή τους στο διάβολο.» Τ’ αφεντικά του κολεγιακού αθλητισμού είδαν την αγορά να στρέφει το ενδιαφέρον της σ’ αυτόν και ξερογλείφτηκαν. Την άφησαν να διεισδύσει στις δομές του, να τινάξει στα ύψη την αξία του προϊόντος του και να φέρει μαζί της ακόμα πιο προσοδοφόρες συμφωνίες με τηλεοπτικά δίκτυα και χορηγούς. Όμως δε λογάριασαν ότι ήταν θέμα χρόνου το να μεταφερθεί το παιχνίδι σε μικρότερες ηλικίες και χάρη στην ξέφρενη αναζήτηση του επόμενου Michael Jordan το να προσπεράσει η αγορά τα κολέγια και να πάει κατευθείαν στα σπίτια των ταλαντούχων σχολιαρόπαιδων. Το ABCD καμπ του Vaccaro αποσκοπούσε σ’ αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση: Στο να ρίξει τους προβολείς στους παίκτες εκείνους, που όπως έκαναν παλιότερα κάποιοι πρωτοπόροι, σαν τον Daryl Dawkins και τον Moses Malone, μπορούν να προσπεράσουν το κολέγιο και την πενιχρή υποτροφία του για να γίνουν απ’ ευθείας επαγγελματίες. Τι σήμαινε αυτό για το NCAA; Τα σχολιαρόπαιδα που έμελλε να δοκιμάσουν την τύχη τους ως επαγγελματίες ήταν ο αφρός του σχολικού μπάσκετ. Αμέσως, λοιπόν, το κολεγιακό πρωτάθλημα θα έχανε κάποιους απ’ τους σούπερ-σταρ του, εκείνους που θα έκαναν τον θεατή να στριμωχτεί στο γήπεδο ή να καρφωθεί μπροστά στην τηλεόρασή του για να τους απολαύσει. Ο Lebron James είναι η πιο τρανταχτή απ’ τις πρόσφατες περιπτώσεις. Έπρεπε να γίνει άμεσα κάτι. Πριν από 3 χρόνια, υπογράφηκε η νέα συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ του NBA και της ένωσης παιχτών (NBPA). Μεταξύ άλλων, οι παίκτες κι η διοίκηση συμφώνησαν στο να μπει ηλικιακό όριο για την είσοδο στη διαδικασία του ντραφτ. Ένας παίκτης πρέπει να είναι οπωσδήποτε 19 ετών και να έχει κλείσει ένα χρόνο ως απόφοιτος λυκείου για να επιλεγεί. Μ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται, ως ένα βαθμό, η εγγραφή του παίκτη σε κολέγιο κι η συμμετοχή του στο πρωτάθλημα του NCAA. Το ΝΒΑ πάλι, γλιτώνει από περιπτώσεις αποτυχημένων πιτσιρικάδων κι απ’ τη ρετσινιά ότι με τα ποταπά του υλικά κίνητρα αποτρέπει τους ταλαντούχους νεαρούς απ’ το πανεπιστήμιο. Και σε 3 χρόνια, που η σύμβαση θ’ ανανεωθεί, η επέκταση του ορίου ηλικίας ίσως πάει στα 20. Το πρόσχημα; Η αξία της πανεπιστημιακής μόρφωσης και της σημασίας του ενός, έστω, χρόνου στο περιβάλλον του κολεγίου για
την ωρίμανση της προσωπικότητας των νεαρών αθλητών. Με τρόπο εξώφθαλμα πατερναλιστικό, ένας κερδοσκοπικός οργανισμός αποφασίζει το πότε ένας ενήλικος έχει το δικαίωμα να εργαστεί και του επιβάλλει ένα χρόνο υποχρεωτικής φοίτησης σε κολέγιο της αρεσκείας του (κάτι είναι κι αυτό), όπου θα δουλεύει αμισθί, διακινδυνεύοντας την, απαραίτητη για μετέπειτα, σωματική του ακεραιότητα προς όφελος τρίτων. Εν τω μεταξύ, οι εν λόγω σπουδές είναι το τελευταίο πράγμα που ένας αθλητής-φοιτητής προλαβαίνει να κάνει, πόσο μάλλον όταν σκοπεύει να φύγει στον 1 χρόνο για να γίνει επαγγελματίας. Όσο για την ωρίμανση, δε νομίζω ότι υπάρχει κανένας άνθρωπος, που στα 19 του υπήρξε πιο σοφός απ’ ότι στα 18 του. «Ο όρος φοιτητής-αθλητής δεν έχει νόημα όταν δέχεσαι κάποιον, γνωρίζοντας πως το μόνο που θα κάνει για σένα είναι να παίξει 40 παιχνίδια με την ομάδα σου και στην καλύτερη περίπτωση να την οδηγήσει στο final-four. Δεν έχει τίποτε να κάνει με τη μόρφωση. Και κάποιοι απ’ αυτούς δε θα τελειώσουν καν το εξάμηνό τους. Είναι ανήθικο.» Τάδε έφη Sonny Vaccaro μετά το τελευταίο ντραφτ (Ιούνιος του 2008), το οποίο είχε στα πρώτα νούμερα αρκετούς υποψήφιους επαγγελματίες που, αν δεν υπήρχε ο κανονισμός, θα «έγραφαν» το κολέγιο και θα επιλέγονταν στις ίδιες περίπου θέσεις μια χρονιά πριν. Τα βαρύγδουπα επιχειρήματα του NBA και του NCAA είναι διάτρητα κι οι κουβέντες περί ερασιτεχνισμού ηθικοπλαστικές μπούρδες, που προκαλούν γέλια και σπρώχνουν τους παίκτες στην αγκαλιά των μάνατζερ. Εκείνων δηλαδή που δουλεύουν ξεκάθαρα, χωρίς προσχήματα, για το οικονομικό συμφέρον του παίκτη, αφού είναι συγχρόνως και δικό τους. Οι προπονητές-μέντορες, άλλωστε, είναι οι πρώτοι που τα πήραν χοντρά για να πουλήσουν παπούτσια και κορδόνια.
Κόρακας κοράκου μάτι βγάζει; Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ένας απ’ τους κορυφαίους 18χρονους μπασκετμπολίστες των ΗΠΑ, ο Brandon Jennings, υπέγραψε τριετές συμβόλαιο με την ομάδα της Βίρτους Ρόμα κι έγινε ο πρώτος παίκτης που παραμερίζει το κολέγιο κι επιλέγει να περάσει τον ένα χρόνο που του απομένει για το ντραφτ ως επαγγελματίας στην Ευρώπη. Απ’ την πορεία του θα εξαρτηθεί το πόσοι αθλητές θα τον ακολουθήσουν. Σύμβουλός του σ’ αυτήν την κίνηση και μεσάζοντας στις διαπραγματεύσεις με τον μάνατζερ της Βίρτους, Dejan Bodiroga, ήταν ο Sonny Vaccaro, ο άνθρωπος που έχει κατηγορηθεί ως ο κύριος (μοναδικός, σε πιο γελοίες εκδοχές των κατηγοριών) υπαίτιος της σταδιακής μετατροπής του αμερικανικού μπάσκετ από παιχνίδι ικανοτήτων σε φανταχτερό προϊόν. Και φαίνεται ότι παρ’ όλη τη φιλολογία γύρω απ’ τη σατανική του υπόσταση ως υπηρέτης του χρήματος, δε φαίνεται να υπάρχει ούτε ένας απ’ τους δήθεν ηθικά θιγόμενους, τους παίκτες δηλαδή, που να έχει να πει κακό λόγο για τον πάλαι πότε αρχιστράτηγο της Nike. Ο ίδιος δεν αρνείται τη συμμετοχή του σ’ αυτήν την εξέλιξη, ξέρει όμως πολύ καλά ότι χρειάζονται περισσότεροι φταίχτες για να γίνει κάτι τέτοιο κι ότι εκείνος τουλάχιστον, έκανε αυτό ακριβώς που έγραφε η επαγγελματική του κάρτα. Και ξέρει πως όταν οι εταιρείες του κι ο ίδιος έβγαζαν χρήματα, έβγαζαν πάντα και οι παίκτες, σε αντίθεση με την «καλοπροαίρετη» εκμετάλλευση του ιδρώτα τους από κάποιους άλλους. Πριν από ένα περίπου χρόνο, το ABCD καμπ έκλεισε τις πόρτες του, καθώς ο ιθύνων νους πίσω απ’ τη διοργάνωση αποφάσισε ν’ αποσυρθεί απ’ όλες τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ο Sonny κρέμασε τα παπούτσια του έχοντας
δουλέψει για τρεις μεγάλες εταιρείες αθλητικών ειδών: «Μιλούσα ως Sonny Vaccaro αλλά κι ως Nike, Adidas και Reebok. Οπότε, όταν μου έλεγαν ότι θέλω απλά να πουλήσω παπούτσια, είχαν δίκιο. Πουλούσα παπούτσια.» Ο συνταξιούχος μάνατζερ συνεχίζει να κάνει το μέντορα σε νέα παιδιά που αποσκοπούν σε μια επαγγελματική καριέρα κι εκείνα συνεχίζουν να τον εμπιστεύονται όσο λίγους σ’ αυτή τη δουλειά. Έχει όμως παράλληλα μια νέα αποστολή. Απελευθερωμένος απ’ την προσωπική του εμπλοκή στο πάρε-δώσε των «σπονσοριλικίων» και των διαφημίσεων, συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του για να χτυπήσει εκείνους που θεωρεί ότι παίζουν βρώμικα, κάνοντας σκληρές μπίζνες σε βάρος των αθλητών, κρυμμένοι πίσω απ’ την «εκπαιδευτική» τους αποστολή. Δίνει διαλέξεις σε πανεπιστήμια, νομικές σχολές όπως του Χάρβαρντ και πιέζει να του δοθεί η ευκαιρία για ακρόαση από σχετική επιτροπή διερεύνησης του Κονγκρέσου. Κύριο αίτημά του, να αρθεί το καθεστώς φοροαπαλλαγής που απολαμβάνει το NCAA και ν’ αναγνωριστεί ως αυτό που πραγματικά είναι. Μια τεράστια κερδοφόρα επιχείρηση με μια στρατιά απλήρωτων εργατών. Το αν θα τα καταφέρει, δεν εξαρτάται πια απ’ αυτόν, όπως συνέβη στην τελευταία μεγάλη του ήττα, την απώλεια της υπογραφής του Lebron James με την Adidas λόγω καλύτερης προσφοράς του παλιού του φίλου George Ravelling, μάνατζερ πλέον της Nike. Η παρέμβαση του ΝΒΑ στην υπόθεση δυσκολεύει τα πράγματα, ακόμα κι αν πετύχει το πείραμα με τον Jennings. Οι παίκτες υπερψήφισαν το όριο ηλικίας, γιατί όταν κάποιος βολευτεί, θα κοιτάξει να κάνει την προσπάθεια του άλλου να του πάρει την καρέκλα πιο δύσκολη. Το ΝΒΑ θέλει ένα πιο αξιόπιστο πρωτάθλημα-φυτώριο απ’ το NBDL. Τα μεγάλα δίκτυα έχουν προπληρώσει το τηλεοπτικό προϊόν του NCAA και δε σκοπεύουν να το δουν να υποβαθμίζεται. Κι η υπερίσχυση του μύθου του αθλητή-φοιτητή έναντι της πραγματικότητας του αθλητή-εργάτη στη συνείδηση του κόσμου, δεν είναι καθόλου αμελητέα. Αν πάλι βγει νικητής, όπως όταν κατάφερε τον Cobe Bryant να υπογράψει στην Adidas –κάνοντας τον πρώην εργοδότη του Phil Knight να εξαπολύσει τους μάνατζερ της Nike σε σπίτια δεκατριάχρονων για να βρουν τον επόμενο— τότε θα είναι μάλλον αλήθεια:
Για να πιάσεις έναν καπιταλιστή, αυτό που χρειάζεται είναι ένας άλλος καπιταλιστής. Σημειώσεις:
(1) Ο Aaron Adaire, αθλητής του πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, έχασε την αθλητική
του ιδιότητα όταν κατάφερε να εκδώσει ένα βιβλίο γύρω απ’ την προσωπική του μάχη με τον καρκίνο του εγκεφάλου. Αυτή η επαγγελματική δραστηριότητα τον έβγαλε κακήν κακώς απ’ τον «εκλεκτό κύκλο των ερασιτεχνών». Μία μόνο απ’ τις πολλές περιπτώσεις που το NCAA εξάντλησε την αυστηρότητά του. (2) Το 2005-06, το 89% των εσόδων του NCAA ήταν από δικαιώματα, τηλεοπτικά και μάρκετινγκ. Στην πιο εύρωστη κι ευπώλητη 1η κατηγορία των ανδρών, το μπάσκετ μόνο του έφερε το 62% των εσόδων με το δεύτερο μπέιζμπολ, μόλις στο 11% (πηγή: www.ncaa.org). (3) Τον Ιούλιο του 2003, μετά από μια σημαντική κρίση στα οικονομικά της, η Converse δέχτηκε την προσφορά της Nike για εξαγορά και ανήκει πλέον σ’ αυτήν.
Abstract: Loukas Tsouknidas recounts the story of Sonny Vaccaro’s involvement in the «sneaker wars» and his recent mission against his lifetime ally, the mighty NCAA.
Η παρακμή
του βρετανικού φόνου
του George Orwell (1946)
Εικονογράφηση: Σόλωνας Χουλιαράς Μετάφραση: Λουκάς Τσουκνίδας
Η αμερικανική δημοφιλής κουλτούρα πρωτοεισέβαλλε στον αγγλόφωνο κόσμο κι ύστερα στον υπόλοιπο. Ο Τζορτζ Όργουελ φωτογραφίζει αυτή την εισβολή εν έτει 1946 παίρνοντας ως παράδειγμα τον εκφυλισμό του παραδοσιακού «βρετανικού» εγκλήματος και όλων των ακαταμάχητων κλισέ του. Είναι απόγευμα της Κυριακής, κατά προτίμηση πριν τον πόλεμο. Η κυρά έχει ήδη αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα και τα παιδιά έχουν πάει βόλτα. Βάζεις τα πόδια σου στον καναπέ, ευθυγραμμίζεις τα γυαλιά πάνω στη μύτη σου κι ανοίγεις διάπλατα τα Νέα του Κόσμου. Η διάθεση σου είναι στο ζενίθ χάρη στο ψητό βοδινό με συνοδεία yorkshire ή το ψητό χοιρινό με σάλτσα μήλου, την πουτίγκα suet που ακολούθησε και το φινάλε με καφεκόκκινο τσάι. Η πίπα σου ρουφά όπως πρέπει, τα μαξιλάρια είναι μαλακά κάτω απ’ το κορμί σου, η φωτιά φέγγει σωστά κι ο αέρας είναι ζεστός. Κάτω απ’ αυτές τις άψογες συνθήκες, τι θα μπορούσες να διαβάσεις στην εφημερίδα; Μα φυσικά, για κάποια δολοφονία. Αλλά τι είδους δολοφονία; Αν κάποιος εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές υποθέσεις που διασκέδασαν περισσότερο το βρετανικό κοινό, εκείνες που σε γενικές γραμμές είναι γνωστές σε όλους, που αναπαρήχθησαν απ’ τη λογοτεχνία κι αποτέλεσαν θέμα για τις κυριακάτικες εφημερίδες ξανά και ξανά, θα βρει μια αδιαφιλονίκητη συγγένεια ανάμεσα στις πιο πολλές απ’ αυτές. Η ένδοξη περίοδος για τους φόνους στη Βρετανία, η Ελισσαβετιανή δηλαδή, φαίνεται ότι εκτείνεται χοντρικά μεταξύ 1850 και 1925. Οι δολοφόνοι που μπορούν να χαρακτηριστούν διαχρονικοί είναι: Ο Dr. Palmer του Rugely, Ο Jack ο Αντεροβγάλτης, ο Neill Cream, η Κυρία Maybrick, ο Dr. Crippen, ο Seddon, ο Joseph Smith, ο Armstrong και οι Bywaters και Thompson. Επιπλέον, γύρω στο 1919, υπήρξε μια πολύ γνωστή υπόθεση που ταιριάζει στον γενικό κανόνα, αλλά καλύτερα να μην την ονοματίσω, μιας και ο κατηγορούμενος τελικά αθωώθηκε. Απ’ τις παραπάνω εννιά περιπτώσεις, τουλάχιστον τέσσερις ενέπνευσαν πετυχημένα βιβλία, μία έγινε δημοφιλές μελόδραμα κι ο γραπτός όγκος που προκάλεσαν με τη μορφή άρθρων, εγκληματολογικών πραγματειών και αναφορών από δικηγόρους και αστυνομικούς, συνιστά μια γεμάτη βιβλιοθήκη. Δε μοιάζει καθόλου πιθανό για κανένα απ’ τα πρόσφατα βρετανικά εγκλήματα το να μείνει στη μνήμη μας τόσο έντονα και για τόσο πολύ όσο εκείνα. Όχι μόνο επειδή τα υπόλοιπα τρέχοντα γεγονότα κάνουν έναν απλό φόνο να μοιάζει ασήμαντος,
αλλά κι επειδή οι κυρίαρχες μορφές εκληματικότητας σταδιακά μεταβάλλονται. Η πιο ενδιαφέρουσα δικαστική περίπτωση κατά τη διάρκεια του πολέμου, ήταν η Δολοφονία του Ταξιτζή με το Διπλοσάγωνο (Cleft Chin Murder), που έχει κυκλοφορήσει πλέον και σε μορφή φυλλαδίου. Η ακριβής δε αφήγηση της δίκης εκδόθηκε κάποια στιγμή πέρσι απ’ τον εκδοτικό οίκο Messrs. Jarrolds με εισαγωγή του Κυρίου Bechhofer Roberts. Πριν ασχοληθώ μ’ αυτή την αξιολύπητη, ποταπή υπόθεση, η οποία είναι ενδιαφέρουσα μόνο από κοινωνιολογικής, ίσως και νομικής απόψεως, επιτρέψτε μου να επιχειρήσω έναν ορισμό αυτού που οι αναγνώστες της κυριακάτικης εφημερίδας εννοούν όταν λέν με δυσαρέσκεια, «οι δολοφονίες δεν είναι πια όπως ήταν παλιά». Απ’ τις εννέα υποθέσεις δολοφονίας που ανέφερα πιο πάνω, η περίπτωση του Jack του Αντεροβγάλτη μπορεί να εξαιρεθεί, αφού αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της. Απ’ τις υπόλοιπες οκτώ, οι έξι είχαν να κάνουν με δηλητηριασμό, ενώ οι οκτώ απ’ τους δέκα δράστες ανήκαν στη μεσαία τάξη. Το σεξ, από διάφορες απόψεις, ήταν ισχυρό κίνητρο σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από δύο και σε τέσσερις τουλάχιστον, μια απ’ τις κύριες αιτίες το υφόνου ήταν η αξιοσέβαστη κοινωνική θέση —η επιδίωξή της ή η διατήρησή της μπροστά στον κίνδυνο αμαύρωσης λόγω κάποιου σκανδάλου, όπως είναι ένα διαζύγιο. Σε περισσότερες απ’ τις μισές υποθέσεις, ο αντικειμενικός σκοπός ήταν κάποιο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, μια κληρονομιά ή μια αποζημίωση, το οποίο όμως, ήταν σχεδόν πάντα σχετικά μικρό. Τις πιο πολλές φορές το έγκλημα αποκαλύφθηκε αργά, μετά από επισταμένη έρευνα με αφορμή τις υποψίες κάποιων γειτόνων ή συγγενών. Σχεδόν σε κάθε φόνο, παρατηρούμε μια δραματική σύμπτωση που μοιάζει με Θεϊκή παρέμβαση ή μ’ ένα απ’ αυτά τα περιστατικά που ούτε οι συγγραφείς δεν τολμούν να σκαρώσουν. Η υπερατλαντική πτήση π.χ. του Dr. Crippen με την ερωμένη του μεταμφιεσμένη σε αγόρι ή η απάθεια του Joseph Smith, που έπαιζε το «Nearer, my God, to Thee» στο αρμόνιο, ενόσω μια απ’ τις συζύγους του πνιγόταν στο διπλανό δωμάτιο. Όλα τα παραπάνω εγκλήματα, εκτός απ’ του Neill Cream, είχαν ενδοοικογενειακό χαρακτήρα —απ’ τα δώδεκα θύματα, τα επτά ήταν σύζυγοι του (ή της) δολοφόνου. Λαβαίνοντας υπ’ όψιν όλ’ αυτά, θα μπορούσε κανείς να συνθέσει αυτό που για έναν αναγνώστη των Νέων του Κόσμου αποτελεί τον «τέλειο» φόνο. Ο δράστης θα ήταν ένας ανθρωπάκος, κάποιου είδους επαγγελματίας —οδοντίατρος, ας πούμε ή δικηγόρος— με μια αξιοσέβαστη ζωή κάπου στα προάστια, κατά προτίμηση σε διπλοκατοικία, ώστε οι γείτονες να μπορούν ν’ ακούσουν ύποπτους θορύβους μέσα απ’ τους τοίχους. Θά ‘πρεπε να είναι είτε πρόεδρος ενός τοπικού παραρτήματος του Συντηρητικού Κόμματος ή ένθερμος αντικονφορμιστής και προασπιστής της εγκράτειας και της μετριοπάθειας. Το παραστράτημά του θα ήταν ένα ένοχο πάθος για τη γραμματέα του ή τη σύζυγο ενός ανταγωνιστή του και θά ‘φτανε στο φόνο, μόνο μετά από εξουθενωτική πάλη με τη συνείδησή του. Αφού το αποφάσιζε κι ύστερα, θά κατάστρωνε το πλάνο του με τη μέγιστη δυνατή πανουργία και θα αποτύχαινε μόνο εξαιτίας μιας τελείως απρόβλεπτης μικρολεπτομέρειας. Το όπλο του θανάτου; Φυσικά το δηλητήριο. Άλλωστε, είχε φτάσει μέχρι το φόνο επειδή το θεωρούσε λιγότερο απαξιωτικό και λιγότερο επιζήμιο για την καριέρα του απ’ το να πιαστεί στα πράσσα ως μοιχός. Με τέτοιο υπόβαθρο, ένα έγκλημα αποκτά τέτοιες δραματικές και τραγικές διαστάσεις, που το καθιστούν αξιομνημόνευτο και προκαλούν τον οίκτο για τον θύτη όσο και για το θύμα. Τα περισσότερα εγκλήματα απ’ όσα ανέφερα έχουν μια δόση απ’ αυτή την ατμόσφαιρα και σε τρία απ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου που δεν ονομάτισα, τα γεγονότα μοιάζουν πολύ με την παραπάνω υποθετική αφήγηση. Κάντε τώρα τη σύγκριση με τη Δολοφονία του Ταξιτζή με το Διπλοσάγωνο. Τα έντονα, βαθιά συναισθήματα είναι απόντα. Ήταν περίπου ατύχημα το πώς αυτοί οι δυο άνθρωποι οδηγήθηκαν σ’ αυτόν το
συγκεκριμένο φόνο, ενώ ήταν απλώς θέμα καλής τύχης των πιθανών θυμάτων που δε διέπραξαν κι άλλους. Το υπόβαθρο δεν είχε να κάνει με την ενδοοικογενειακή καθημερινότητα, αλλά με την ανώνυμη ζωή των καμπαρέ και τις ψευδεπίγραφες αξίες των αμερικανικών ταινιών. Οι δυο ένοχοι ήταν μια δεκαοκτάχρονη σερβιτόρα ονόματι Elizabeth Jones κι ένας λιποτάχτης του αμερικανικού στρατού που προσποιούνταν τον αξιωματικό, ο Karl Hulten. Γνωρίζονταν μόλις έξι μέρες και είναι πολύ αμφίβολο το αν ήξεραν ο ένας το πραγματικό όνομα του άλλου πριν συλληφθούν. Συναντήθηκαν τυχαία σ’ ένα τεϊοποτείο και το ίδιο βράδυ βγήκαν τσάρκα μ’ ένα κλεμμένο στρατιωτικό φορτηγάκι. Η Jones περιέγραφε τον εαυτό της ως καλλιτέχνιδα του στριπ-τιζ, κάτι ανακριβές το λιγότερο (είχε δοκιμάσει μια φορά να το κάνει ανεπιτυχώς), ενώ διαλαλούσε πως ήθελε να κάνει κάτι επικίνδυνο στη ζωή της, όπως το να γίνει «ερωμένη ενός γκάνγκστερ». Ο Χάλτεν διατράνωνε πως είναι μέγας γκάνγκστερ απ’ το Σικάγο, κάτι τελείως ψευδές. Στο δρόμο συνάντησαν μια κοπέλα επάνω σ’ ένα ποδήλατο κι ο Χάλτεν, για να δείξει πόσο σκληρός είναι, τη χτύπησε με το όχημα. Kατόπιν οι δυο τους τη λήστεψαν. Λίγο αργότερα, πέταξαν έξω απ’ το φορτηγάκι και μέσα σ’ ένα ποτάμι μια κοπέλα που είχαν προσφερθεί να μεταφέρουν κάπου, αφού πρώτα είχαν αρπάξει το παλτό και την τσάντα της. Στο τέλος, με τον πιο απρόκλητο τρόπο, δολοφόνησαν έναν ταξιτζή που έτυχε να κουβαλάει επάνω του 8 λίρες. Λίγο μετά οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο Hulten συνελήφθη αφού έκλεψε βλακωδώς το αυτοκίνητο του νεκρού, ενώ η Jones έδωσε αυθόρμητη ομολογία στην αστυνομία. Στο δικαστήριο ο ένας προσπάθησε να ενοχοποιήσει τον άλλον. Στο χρόνικό διάστημα μεταξύ των εγκληματικών τους πράξεων κι οι δύο επέδειξαν τη μέγιστη δυνατή ασυνειδησία: ξόδεψαν τις 8 λίρες του νεκρού ταξιτζή στις κυνοδρομίες. Κρίνοντας απ’ τα γράμματά της, η περίπτωση του κοριτσιού έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον από ψυχολογικής απόψεως. Κατά πάσα πιθανότητα όμως, ο φόνος αυτός βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα σαν αντιπερισπασμός εν μέσω φληναφημάτων και γενικής ανησυχίας γύρω απ’ τη Μάχη της Γαλλίας. Η Jones κι ο Hulten διέπραξαν το φόνο τους με το σφύριγμα του πρώτου πυραύλου V-1 και καταδικάστηκαν γι’ αυτόν με το σφύριγμα του πρώτου V-2. Υπήρξε βέβαια αξιοπρόσεκτη αναταραχή καθώς —όπως συνηθίζεται τελευταία στην Αγγλία— ο άντρας καταδικάστηκε σε θάνατο κι η γυναίκα σε φυλάκιση. Σύμφωνα με τον Κύριο Raymond, η χάρη αυτή που δόθηκε στη Jones προκάλεσε ευρεία αγανάκτηση και ροή τηλεγραφημάτων στο Υπουργείο Εσωτερικών: στην ιδιαίτερη πατρίδα της κατηγορούμενης οι τοίχοι γέμισαν με την επιγραφή «Πρέπει να Κρεμαστεί», συνοδευόμενη από μια ανθρώπινη φιγούρα σε μια κρεμάλα. Αν σκεφτεί κανείς ότι στον αιώνα που διανύουμε μόνο δέκα γυναίκες έχουν κρεμαστεί, κυρίως λόγω αποδοκιμασίας της κοινής γνώμης, είναι δύσκολο να μην συμπεράνουμε πως αυτή η κατακραυγή υπέρ του απαγχονισμού ενός δεκαοκτάχρονου κοριτσιού έχει σχέση, εν μέρει, με τις αποκτηνωτικές επιδράσεις του πολέμου. Πράγματι, όλη αυτή η επουσιώδης ιστορία με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα καμπαρέ, κινηματογράφου, φτηνού αρώματος, ψευδωνύμων και κλεμμένων αυτοκινήτων, ανήκει ουσιαστικά σε περίοδο πολέμου. Ίσως νά ‘χει κάποια σημασία το ότι ο πιο πολυσυζητημένος φόνος των τελευταίων χρόνων, έγινε από έναν αμερικάνο κι μια αγγλιδούλα σε κατάσταση προχωρημένου εξαμερικανισμού. Αλλά δεν είναι εύκολο να δεχτούμε πως μια τέτοια περίπτωση θα μείνει στην μνήμη όλων για καιρό, σαν τις παλιές εκείνες υποθέσεις ενδοοικογενειακών δηλητηριασμών, προϊόντα μιας κοινωνίας όπου η κυρίαρχη υποκρισία διεσφάλιζε τουλάχιστον, ότι εγκλήματα σοβαρά, όπως ένας φόνος, θα έχουν ένα δυνατό συναισθηματικό υπόβαθρο κάτω απ’ τη σκληρή επιφάνειά τους. Abstract: A translation of George Orwell’s article «Decline of the English Murder» (written in 1946).
πίσω και σ’ έφαγα Ένα διήγημα του Τάσου Ζαφειριάδη Σκέφτομαι για φασκόμηλο. Ναι, φασκόμηλο. Μεσογειακή γεύση κατεξοχήν. Σάλβια η φαρμακευτική. Φρέσκο όμως. Φρέσκο έχει πιο λεπτό άρωμα, ιδανικό για κρέατα. Ξεραμένο είναι πιο έντονο, ελαφρώς πικρό. Πρέπει να βρω φρέσκο. Γαμώτο. Οι Ιταλοί λέει στον πόλεμο τη βγάζαν με ποντίκια και φασκόμηλο. Για να μη βρωμάει ποντικίλα το ποντίκι. Κάνει και για μαρινάρισμα και για σούπες και άσπρες σάλτσες, ακόμα και σε τυριά. Και ξύδια αρωματίζει. Αλλά για λιπαρά κρέατα είναι ό,τι πρέπει. Ο άλλος δε δίνει σημασία αν δίνω σημασία ή όχι. Μιλάει. Μιλάει. Μιλάει. Λέει κάτι για τα Λαδάδικα. Προσέχω για πέντε δεύτερα. Λέει για κάτι πολυκατοικίες, εγκαταλελειμμένες, λέει. Κάτι για κάτι Παρατηρητές με πι κεφαλαίο και αστικούς μύθους. Δε δίνω σημασία παραπάνω. Σαφράν σκέφτομαι. Απ’ την Κοζάνη. Κουπέ. Κρόκος. Παλιά άκουγα ότι ο Θεόφιλος ζωγράφιζε με κρόκο και νόμιζα ότι εννοούσαν αυγό. Θέλει προσοχή όμως ο κρόκος. Αν πέσει πολύ, το φαΐ αρχίζει και θυμίζει μπεταντίν. Μια-δυο κλωστούλες φτάνουν. Και φυσικά όχι σε σκόνη. Οι μπαχαρτζήδες νοθεύουν τη σκόνη. Με κουρκουμά και άλλες μπούρδες. Ή και καλεντούλα. Αίσχος. Τώρα που το σκέφτομαι το σαφράν πάει με το φασκόμηλο. Κάτι λέει αυτός. Έχει αλλάξει θέμα. Μόνος του. Κουνάω το κεφάλι μου σ’ ότι λέει. Με νόημα. Προσέχω για λίγο. Ακούω κάτι για τα Ιωάννινα, το θρυλικό κάστρο στο κέντρο της πόλης. Για μια κοινότητα που ζει μέσα στα τείχη του κάστρου. Κάνω πως μένω άφωνος. «Έλα ρε, δεν το πιστεύω». Αλήθεια, λέει, εγώ έχω πάει, λέει, όχι εκεί που πάνε οι τουρίστες, μπήκα, λέει, μέσα στα τείχη, σε μέρη όπου απαγορεύεται στον υπόλοιπο κόσμο. Το δενδρολίβανο είναι μια καλή ιδέα. Μια βέργα λυγαριά, μια ρίζα δενδρολίβανο. Ψηλή μου δενδρολιβανιά. Δενδρολιβανιά λέγαν συνθηματικά και την Αλίσια, της Δεκαεφτά Νοέμβρη. Πάει με κρασί και σκόρδο. Και μανιτάρια. Και σε βαριά κρέατα. Αρνιά και τέτοια. Η συζήτηση με διαστημικό τρόπο έχει μεταφερθεί στον Άρη. Στρόγγυλη πυραμίδα στον Άρη αποκάλυψε, λέει, το mars global surveyor στο κέντρο ενός κρατήρα στην —κρατηθείτε— ζώνη της arabia terra. Δεν πιστεύω ότι θυμάται απ’ έξω τέτοιες μπούρδες. Ή ότι τις πιστεύει. Οι επιστήμονες θεωρούν ότι πρόκειται για το αποτέλεσμα γεωλογικών φαινομένων, πάλι τα ίδια λέν οι επιστήμονες, αποτέλεσμα γεωλογικών φαινομένων. Δηλαδή τι πρέπει να γίνει για να πιστέψουν ότι κάτι γίνεται στον Άρη; Τι να γίνει ρε βλάκα, του λέω. Με κοιτάει σαστισμένος. Πίσω και σ’ έφαγα πούστη, του λέω και του ανοίγω το κρανίο με το τασάκι. Τα βρεγματικά θρυμματίζονται σαν τσόφλι αυγού και το τασάκι βουλιάζει. Χέστηκα, ούτως ή άλλως η Ευρωπαϊκή Ένωση λέει να μην τρώμε εντόσθια. Κολλάς Κρόιτσφελντ-Γιάκομπς, λέει. Αποφάσισα. Φασκόμηλο θα είναι. Μεσογειακή κουζίνα, που κάνει καλό και στην καρδιά.