ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.

Page 1



Κώστας Μπούτιβας

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Τις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ άρχισα να τις γράφω εδώ και αρκετά χρόνια στην εφημερίδα του συλλόγου Αγγελοκαστριτών το ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΟ, και παρά την μεγάλη απήχηση που είχαν στο αναγνωστικό κοινό, άρχισαν μερικοί ιθύνοντες τότε, ξερόλες, λογοκριτές, σταδιακά να μην τις δημοσιεύουνε, με το πρόσχημα ότι έγραφα ονόματα και δεν ήξεραν λέει αυτά πως θα το πάρουν. Παραμύθια. Κανείς εμένα δεν μ’ ενόχλησε ποτέ. Τις συνέχισα εδώ και τρία χρόνια τώρα στην εφημερίδα το ΚΑΣΤΡΟ και παρουσιάζω μαζεμένες μερικές έτσι να μένουνε στο διάβα των καιρών, μέσα εδώ σε τούτο το βιβλίο.



Δυο λόγια, σαν προοίμιο Ο Κωνσταντίνος Μπούτιβας του Λεωνίδα εδώ και χρόνια ασχολείται με τη γενέτειρα πατρίδα. Όποιος άλλος νοιάζεται γι’ αυτήν και δεν έχει αποστρέψει το βλέμμα του, ασφαλώς γνωρίζει ότι ο Κώστας, από πολύ καιρό, εκφράζει με τη γραφίδα του την αγάπη που έχει για το Αγγελόκαστρο. Ασφαλώς με το δικό του τρόπο, σε άλλους αρεστό, σε άλλους όχι, ανεπιτήδευτο και αφκιασίδωτο, όμως γι΄ αυτό αυθεντικό κι ανθρώπινο. Αυτό γίνεται περισσότερο φανερό στις Ιστορίες του Χωριού, που εδώ και μερικά χρόνια δημοσιεύει στην εφημερίδα. Πραγματικές ιστορίες, αληθινά γεγονότα ανθρώπων του χωριού, που λίγο- πολύ έμειναν στη μνήμη, είτε για την ιδιοσυγκρασία του πρωταγωνιστή, είτε για την εξέλιξη και το δίδαγμά τους. Καταστάσεις ζωής άλλων εποχών που χρωματίστηκαν από τις ιδιαιτερότητες του καιρού τους, από τα ήθη του χωριού, τις συγκυρίες και πάντως από το τώρα που συνήθως αναζητάει την εξιδανίκευση στο παρελθόν. Ο χρόνος κατέταξε αυτά τα περιστατικά στα παροιμιώδη της μικρής κοινότητας . Ο Κώστας τα διέσωσε, τα έντυσε με τα ρούχα τα δικά του, για να μη ξεθωριάσουν ούτε από χειμώνες ούτε από καλοκαίρια. Οι ιστορίες αυτές είναι γνωστές, δε χρειάζεται να τις απαριθμήσω. πιστεύω άλλωστε ότι η καλοσχεδιασμένη διάταξη της συλλογής είναι μία από τις αρετές της. Πάντως η μεγαλύτερη είναι η ευαισθησία του Κώστα, όπως διαχέεται στις σελίδες του, που εκρέει από τον σπάταλο έρωτά του για τη μικρή μας πατρίδα Τέτοια συναισθήματα δεν αφήνουν το χρόνο να σκυλεύσει στην ψυχή μας τη δική μας εστία, το Αγγελόκαστρο, το χώρο και το χρόνο που γεώργησε τα βιώματα και το μεγάλωμά μας. Κι ακριβώς εδώ έγκειται η συνεισφορά του Κώστα και η αξία των Ιστοριών του Χωριού. Ευθύμιος Α Πριόβολος


Τ’ ΑΡΧΑΙΑ (Το μεγάλο κόλπο) Κείνη την εποχή δεκαετία του εξήντα πριν έρθει η δικτατορία του στρατού, την εποχή της φτώχειας της καπνοταλαιπωρίας , και των πολλών των καρπουζιών, ένα καινούργιο σπορ άνθιζε τότε στο Αγγελόκαστρο. Αυτό της συστηματικής Αρχαιοκαπηλίας. Δεν έβρισκες τις νύχτες άντρα στο κονάκι του. Όλοι μ’ ένα γκασμά κι ένα λοστάρι, ψάχνανε αρχαίους τάφους για να πιάσουν την καλή. Κι ήταν πολλοί απ’ ότι μολογάνε οι παλιότεροι, που κάνανε την τύχη τους, απ΄την παράνομη ετούτη ενασχόληση. Ο Μπαρμπα Νάσος ήτανε ειδικός, κι όλοι τον παραδέχονταν, σε τούτο το καινούργιο νυχτερινό προσοδοφόρο ΄΄επάγγελμα΄΄. Ο Κρητικός ο αστυνόμος ο κοντούλης, ήτανε ΄΄γάτος΄΄ γενικός, μα και πεπειραμένος σε αυτά τα θέματα. Είχε τεράστιες γνώσεις περί των αρχαίων, και γνώριζε επ’ ακριβώς την εποχή του κάθε αντικειμένου, κι έτσι κοστολογούσε την αξία του. Έτσι πάντα ήτανε μες το κόλπο, άλλοτε με το φόβο, και πότε με τη φιλία δήθεν συνεταιρικά, πάντοτε έκανε την μπάζα του σε είδος, και πάντοτε ήταν αυτός απ’ όλους ο πιο κερδισμένος. Όμως ετούτον δω τον μπαρμπαΝάσο το τσακάλι, δεν μπόρεσε ποτέ για να τον προσεγγίσει. Πάντοτε μόνος του έκανε όλες τις βρομοδουλειές, δεν ήθελε εκείνος ψυχοβγάλτες και μεσάζοντες. Κι ετούτος ήταν ο μεγάλος του αστυνόμου ο καημός, γιατί ήξερε καλά απ’ τα τσιράκια του, ότ’ είχε μπόλικο αρχαίο μαζεμένο στο μπαούλο του. Πράγμα πολύτιμο, ακριβό, κι αξιοζήλευτο. Κι έστυβε το μυαλό του μέρα νύχτα, πως θα μπορέσει να τον βάλει του χεριού του, και να του φάει τα πανάκριβα αντικείμενα κι έτσι παράλληλα να λάβει και εκδίκηση. Ο αρχοντικός ο καρπουζέμπορας, που έτρωγε πατσά πρωί της Κυριακής στο Οινομαγειρείο του Στάθη Αρτινού στο διπλανό τραπέζι, ήταν αυτός που του’ δωσε και την μεγάλη ιδέα. Κοίτα να δεις….Πετράν δεν είπαμε σε λένε…Αυτό που έκανες εχθές με τα κλαρίνα, πρόσεξε να μην ξαναεπαναληφθεί. Δεν είναι μπάτε σκύλοι αλέστε ετούτο το χωριό. Έχει αρχές και νόμους κι αστυνόμους. Γι’ αυτό σου εφιστώ την προσοχή. Είχε πάρει κάτι γυφταίους απ’ το σταθμό το προηγούμενο βράδυ ο Πετράν, και έκανε καντάδα με κλαρίνα και κιθάρες σε κάποια πιτσιρίκα που του γυάλισε.


Τ’ απόγευμα να ρθείς απ’ την αστυνομία που σε θέλω. Κατάλαβε αμέσως ο Πετράν. Μάγκας, Ρεντιώτης, κοσμογυρισμένος, ότι δεν ήτανε για την καντάδα που τον ήθελε. Κάτι άλλο είχε κατά νου του ο ενωμοτάρχης. Μα τι να κάνει, βλέπεις δεν ήταν μόνο τα καρπούζια που εμπορεύονταν, και που τον έφερναν συχνά, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Μπήκε λοιπόν στο νόημα απ’ την αρχή, χωρίς πολλές κουβέντες, και τα τοιαύτα. Θα κάνω τα στραβά τα μάτια του είπε ο κοντοπίθαρος, μα εκείνα εκεί του μπαρμπαΝάσου, τα θέλω μοίρασμα μισά-μισά. Θα πας εσύ όπως ξέρεις τάχα να τα εκτιμήσεις, κι επάνω εκεί θα σας την πέσω τότε εγώ. Και οι δυό μαζί από μισά λεφτά τα παίρνουμε κοψοχρονιά, κι έπειτα τα μοσχοπουλάμε στη Αθήνα. Το σχέδιο λειτούργησε άψογα στο κατά γράμμα. Τα ’κανε πάνω του ο μπαρμπαΝάσος απ’ το φόβο του, σαν είδε να γυαλίζει το πιστόλι του αστυνόμου. Πήρε τις εκατό χιλιάδες που του δώσανε, και παραλίγο να τους πει κι ευχαριστώ. Επάνω στη βδομάδα, δυο γράμματα έφερε ο Χρήστος ο ταχυδρόμος ο Μεσολογγίτης στο χωριό, που είχαν επάνω ξένα γραμματόσημα. Το ένα ήτανε για την αστυνομία, και το άλλο για τον μπαρμπαΝάσο που έγραφε: Λυπάμαι μπαρμπαΝάσο που σε κοροϊδέψαμε, μα εγώ το άδικο δεν το δικαιολογώ ποτέ. Σου εσωκλείω ένα τσέκ με τετρακόσιες χιλιάδες, γιατί τόσο πραγματικά περίπου αξίζανε τα πράγματά σου, αφού είναι λογικό να βγάλω κι εγώ κάτι τι. Να σαι καλά λοιπόν και καλοφάγωτα, Πετράν ο πάντα τίμιος αγοραστής. Την ίδια ώρα ο νοματάρχης στην αστυνομία διάβαζε: Μ’ έβαλες κι έκανα ματσαραγκιά αρχηγέ μου, που τέτοια πράγματα εγώ δεν έκανα ποτέ. Γι’ αυτό το λόγο κι εγώ τώρα τιμωρούμε. Οι γκόμενες μου τρώνε το μερίδιό σου, εδώ στη μαύρη και καταραμένη ξενιτιά. Πριν λίγα χρόνια έμαθα, πως ο κοντός ο Κρητικός ο ΄΄γάτος΄΄ ο αστυνόμος, σ΄ ένα μουσείο μέσα πέθανε από έμφραγμα καρδιάς. Μπορεί να είχε δει κανένα αγαλματάκι, απ’ την παλιά εκείνη Αγγελοκαστρίτικη φουρνιά. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΤΥΦΛΟΣ 'Ο Μπάρμπα Μήτσος ο Κολιομαρίας έκανε τρία βήματα μπρός και ταλαντεύτηκε, άπλωσε τα χέρια του, βρήκε έναν τοίχο ό όποιος τον κράτησε όρθιο, και ξανάρχισε να περπατάει τρεκλίζοντας. Πότε -πότε, καθώς χιμούσε το μπουρίνι μέσα στον στενό ανάμεσα στο σπίτι του Φωστήρα και του Ζαφειρομήτσου που ήταν τότε η παλιά αστυνομία τον τίναζε εμπρός και τον ανάγκαζε να κάνει μερικά βήματα πίσω για να στηριχθεί. Ύστερα άμα κόπαζε λίγο η σφοδρότητα του αέρα, σταματούσε επί τόπου και ξανάρχιζε να ταλαντεύεται στα ανισσόροπα απ’ το μεθύσι πόδια του. Βάδιζε από ένστικτο προς το κονάκι του όπως τα πουλιά συνηθισμένα τραβάν για τη φωλιά τους. Τέλος σαν αναγνώριζε που βρίσκονταν, άρχιζε να βαράει με τις γροθιές το άψυχο ντουβάρι και να φωνάζει για βοήθεια. «Ρίτα, μουρή Ρίτα! Που είσαι μουρή καλιακούδα, θα βγάλεις μουρή του φως μη σκουτουθού » Καθώς στηριζόταν στον τοίχο να μην πέσει, άνοιγε τότε η θειάΡίτα του Φωστήρα ένα μικρό παραθυρόφυλλο που είχε από εκείνη τη μεριά, έβγαζε την τσιμπλολάμπα πετρελαίου στο παράθυρο, γεμίζοντας το λαμπογυάλι της βροχή. « Να σ’ μπει ο διάολος μέσα σου γκαβούλιακα, Δε ρπώνεις μη τίποτα μωρέ ξεπατωμένε. Άμα δε σώσεις τ’ Κουμπουράκια του κρασί δε σκώνεσαι μη τίποτα να πας στου ρμαδιακός. » Χειμώνες και Χειμώνες, ετούτο εδώ το ίδιο σκηνικό. Όμως απόψε τούτο το άγριο δρολάπι, ήτανε ιδιαίτερα σφοδρό. Μέχρι το γόνα κατέβαινε το νερό απ΄τη σκάλα, που έβγαζε απ΄το στενό, στο δρόμο πάνω για το ψηλαλλώνι. Πώς τα κατάφερε ετούτος ο τυφλός που σ’ όλα ή ζωή τον είχε αδικήσει , ο μπάρμπα Μήτσος ο Κολιομαρίας κι έφτασε στο σπίτι του, πρέπει να τον λυπήθηκε ο Παντοκράτορας απέναντι. Καθώς στηρίχτηκε στο ένα θυρόφυλλο της ξύλινης εξώπορτας μην πέσει, η πόρτα υποχώρησε και άνοιξε, και ό μπάρμπα Μήτσος χάνοντας το στήριγμα του, μπούκαρε στο σπίτι του κουτρουβαλώντας και σωριάστηκε μπρούμυτα στη μέση του δωματίου, Την ίδια στιγμή ένιωσε κάτι βαρύ να περνάει από πάνω του και μετά να χάνεται μέσα στη νύχτα. Δεν κουνιόνταν πια, χεσμένος απ΄το φόβο του, και άρχισε να τρέμει καθώς όλα τα μυστηριώδη πράγματα των σκοταδιών, οι διάβολοι και οι τρίβολοι και φαντάσματα που αφηγούτανε ο μπάρμπα Στέλιος ο Κασιδιάρης κατά καιρούς στον Κουμπουράκια, μες το μεθύσι του ήρθανε όλα απόψε στο μυαλό. Βλέποντας όμως ότι τίποτα δεν σάλευε πια, ήρθε κάπως στα συγκαλά του


και σταυροπόδι ανακάθισε πολύ αργά. Περίμενε έτσι κάμποση ώρα και τέλος αναθαρρεύοντας φώναξε τη σκύλα του. «Αράπου που είσαι μουρή Αράπου.» Η σκύλα ανακαθισμένη δίπλα στο σβηστό παραγώνι και δυσαρεστημένη που της χάλασε τη γλυκιά συντροφιά με τον Γκέκα του Χρήστου του Κέφη δεν αποκρίθηκε καθόλου. Ούτε σάλευε διόλου παρά παρέμενε εκεί μες στο σκοτάδι, ενώ αυτός πάλευε να βάλει σε τάξη το μυαλό του, και τα τρεμάμενα ποδάρια του απ΄το μεθύσι. « Που είσει Αράπου, γιατί δε κρένεις Κυράμ. » Αφού περίμενε κι άλλο λίγο συνέχισε το βιολί του με τη ράθυμη λογική του μεθυσμένου. « Δε τα κουπάνισα πουλυ γαμού του, αφού ξέρς δεν έχω άλουνε στου κόσμου απου σένα γιατί δε μ’ κρένεις. » Τώρα ήταν όρθιος. Άφριζε απ΄τον Θυμό του, σαν να’χε πάρει φωτιά στις φλέβες του το οινόπνευμα που είχε μέσα του. Έκανε ένα βήμα σκόνταψε σε μια καρέκλα, την άρπαξε προχώρησε λίγο ακόμα, και βρέθηκε μπροστά απ΄τη γωνιά που βρίσκονταν η σκύλα. Τότε αγρίεψε ξαναμμένος. « Α εδώ ήσουνα πουτάνα και δεν έβγανες τσιμουδιά. » Και υψώνοντας την καρέκλα την κατέβασε με εξαγριωμένη μανία επάνω της. Ένα γρύλισμα ακούστηκε. Ένα τρομακτικό σπαρακτικό γρύλισμα. Τότε βάλθηκε να χτυπάει όπως χτυπούσανε με τον κόπανο τα ρούχα οι γυναίκες στο ρέμα που τα έπλεναν. Και σε λίγο τίποτα δεν σάλευε πια. Η καρέκλα είχε γίνει χίλια κομμάτια και μόνο το ένα ποδάρι της του απόμεινε στο χέρι πια. Τότε εξουθενωμένος απ΄την κούραση το μεθύσι και τη βιαιότητα, απλώθηκε σε ένα βρόμικο κρεβάτι που είχε δίπλα εκεί κι αποκοιμήθηκε. Σαν έφεξε, του Μπρούμα η Αγγέλλω η γειτόνισσα, μπήκε στο σπίτι βλέποντας και την πόρτα του ανοιχτή. Βρήκε το μπάρμπα Μήτσο να ροχαλίζει στο κρεβάτι του, και τα κομμάτια σκόρπια μιας καρέκλας, ανάμεσα σ΄ένα πολτό από σάρκες κι από αίματα. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΩΝΗΣ Ο ΠΑΝΗΓΥΡΤΖΗΣ. Η μεσημεριανή Αγγελοκαστρίτικη ζέστη του Αυγούστου δεν φαινόταν να ενοχλούσε ιδιαίτερα τον μπάρμπα Αντώνη που κατέβαζε με πείσμα το σκεπάρνι στο καρφί. Η παράγκα έκανε την δύσκολη. Δεν ήθελε να σταθεί στα πόδια της. Μα ο γέρο- πανηγυρτζής ήξερε τα χούγια της, χρόνια τώρα στο κουρμπέτι. Τα κάθετα δοκάρια δεν άργησαν να υψωθούν και πάνω τους να ξαπλώσουν με σιγουριά. και άνεση τα οριζόντια, για να μπουν έπειτα οι σανίδες του πάγκου που αργότερα επάνω του θα έμπαινε η πραμάτεια.. Τούτοι οι πανηγυρτζήδες είναι μια φυλή ιδιόρρυθμη. Αισιόδοξη και μαχητική. Πάντοτε ξεκινάν ελπίζοντας για το καλύτερο και δεν τους συγκινεί τόσο το κέρδος αρκεί εκεί που πάνε να περάσουν καλά. Αρχίζουν με το στήσιμο της παράγκας και τελειώνουν με το τελευταίο κορνάρισμα του φορτηγού, ή της πλατφόρμας, που φορτωμένο με την πραμάτεια τους αφήνει πίσω τον κρανίου τόπο που απόμεινε. Αναπάσα στιγμή έτοιμοι όλοι να τσακωθούν με όλους. Ο ένας να μην ακουμπήσει τον άλλον. Ο άλλος να μην λοξοκοιτάξει τον απέναντι. Η ένταση μεγάλη. Το πολεμικό μέτωπο πάντοτε ανοικτό. Κι όταν ο κόσμος αρχίζει να ’ρχεται, και ξεκινάει το Πανηγύρι, όλοι στημένοι εκεί μπροστά στον πάγκο τους να υποδεχτούνε καθώς πρέπει τον πελάτη. Μόλις που είχε προλάβει ο μπαρμπαΑντώνης, καθώς τον παρακολουθούσα απ’ το μπαλκόνι, ν΄ απλώσει τα ξύλινα, Γιαννιώτικα οικιακά του σκευή συνοδευόμενα από μπακίρια, και μερικά παλιομοδίτικα γεωργικά εργαλεία, άρχισε του πανηγυριού ο σερτζελές. Χρόνια τον θυμάμαι στο Αγγελοκαστρίτικο πανηγύρι τούτον τον Ηπειρώτη πανηγυρτζή. Έστηνε την πραμάτεια του εκεί κοντά στο σπίτι πάνω στο ρέμα, και δεν ενοχλούσε ποτέ κανέναν. Εκείνη τη χρονιά που η μάνα έμεινε κατάκοιτη από ΄΄ταμπλά΄΄ (έτσι έλεγαν παλιά το εγκεφαλικό οι Αγγελοκαστρίτες) στενοχωρήθηκε πολύ ο μπαρπαΑντώνης. Του ’δινε ρεύμα η μάνα μου καμιά φορά και το ’νοιωθε μεγάλη υποχρέωση. Εκείνη τη χρονιά ήταν που καθίσαμε μαζί σχεδόν όλη τη νύχτα και μου εξιστόρησε όλη τη ζωή του. Ο πατέρας του είχε σκοτωθεί σ ένα καυγά από ένα νεαρό συγχωριανό του κι ο Αντώνης είχε απομείνει μόνος του με την αδερφή του. Ήταν ένας αδύναμος και δειλός νέος, μικροκαμωμένος καχεκτικός και φοβητσιάρης. Ποτέ δεν σκέφτηκε εκδίκηση για τον δολοφόνο του πατέρα του, παρά τις πιέσεις απ’ τους συγγενείς να πάρει εκδίκηση. Τότε η αδερφή του κατά τα


παλιά εκείνα εθίματα της υπαίθρου, του έβγαλε τα μαύρα ρούχα για να μην πενθεί για ένα νεκρό που έμενε χωρίς να έχει παρθεί εκδίκηση. Αυτός όμως παρέμεινε απαθείς και σ΄ αυτή την προσβολή , κι αντί να ξεκρεμάσει το ντουφέκι του πατέρα του και να κάνει το χρέος του, κλείστηκε στο σπίτι και δεν έβγαινε έξω, γιατί δεν τολμούσε ν’ αντιμετωπίσει τα περιφρονητικά σχόλια των συγχωριανών του. Πέρασε ο καιρός και έμοιαζε να έχει λησμονηθεί το έγκλημα. Ζούσε με την αδερφή του εσώκλειστος εκεί στο σπίτι τους. Τη μέρα όμως που ο δολοφόνος παντρεύονταν κι ήταν γαμπρός, για να του μπει στη μύτη, πέρασε πηγαίνοντας στη εκκλησία από το σπίτι των δυο ορφανών. Σαν τον είδε όμως ο Αντώνης απ’ το παράθυρο άρχισε ξαφνικά να τρέμει, σηκώθηκε χωρίς να βγάλει μιλιά, έκανε το σταυρό του, ξεκρέμασε το ντουφέκι, κι άρχισε να το καθαρίζει. Σα νύχτωσε, έγινε άφαντος. Κείνο το βράδυ ο φονιάς πήγαινε με τα πόδια κατά το έθιμο να πάρει στο τραπέζι τους κουμπάρους. Ακολουθούσε ένα ερημικό μονοπάτι σιγοτραγουδώντας, όταν ο Αντώνης βγήκε μπροστά του και κοιτάζοντας το φονιά κατά πρόσωπο του φώναξε: <<ήρθε η ώρα και η στιγμή>> Κι ύστερα του άδειασε εξ επαφής το ντουφέκι στο στήθος. Μετά εξαφανίστηκε απ’ τον τόπο του. Πήγε για χρόνια μούτσος στα καράβια, έκανε ένα μικρό κομπόδεμα, και σαν καταλαγιάσανε αργότερα τα πράγματα, και είχε ξεχαστεί το φονικό, γύρισε στη στεριά, ποτέ όμως στον τόπο του, πήρε την έρημη την αδερφή του που δεν παντρεύτηκε ποτέ, και με μια σούστα τότε, τώρα μ’ αυτοκίνητο άρχισε να εμπορεύεται Γιαννιώτικα σιπράγκαλα, σ’ όλης της επικράτειας τα πανηγύρια. Σκυμμένος έβανε τα τελευταία χαλκώματα στα χαρτοκούτια, χαράματα το τρίτο βράδυ του πανηγυριού , και είχε πιάσει τον αγαπημένο του σκοπό. <<Σε ξένο τόπο περπατώ>>. Πήγα κοντά του: Πάει και φέτος ΜπαρμπΑντώνη, Έκανες τίποτα τουλάχιστον. Κεσάτια αρχοντόπουλο. Στο’πα και χθες το βράδυ. Πάει πια, τελειώσανε τα Πανηγύρια. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΣΙΓΑΡΟ. Κείτονταν του θανάτου, στο φουρνοκάλυβό του ο μπάρμπα Μήτρος. Τοιμάζονταν, έρμος και μόνος για το μεγάλο αγύριστο ταξίδι. Παιδιά σκυλιά ποτέ δεν είχε, ποιός να γνοιαστεί γι’ δαύτον ποιά! Κι αν ήθελε λιγάκι να φωνάξει, ούτε φωνή είχε ούτε δύναμη. Και δεν μπορούσε να γυρίσει ούτε δώθε ούτε κείθε. Κι' απόμεινε μονάχα να κοιτάζει το κενό. Παρ’ όλα αυτά είχε τις αισθήσεις του και άκουγε σ’ αυτή την ερημιά του και τον παραμικρότερο το θόρυβο. Τον αγέρα πού ’δερνε του σχολείου τους ευκάλυπτους, το σούρσιμο των ποντικιών , τη μουσική πέρα απ’ το φραγκομαχαλά που έπαιζε τα κάλαντα, και τη δικιά του αποσωμένη ανάσα. Και τούτο δω τον έσκιαζε περσσότερο. Ξάφνου , εκεί στο λήθαργο του σα ν’ άκουσε πατημασιές. Ζωήρεψε και άνοιξε τα μάτια. Κάποιος έρχεται σκέφτηκε μ' ανακούφιση. Πριν όμως καλοσυνέρθει και ανοίξει τα βαρεμένα μάτια του, τα βήματα ξεμάκρυναν κι έσβησαν ψηλά κατά το μοναστήρι. 'Έριξε τότε το κεφάλι του απογοητευμένος στο προσκέφαλο κι απόμεινε έτσι κούτσουρο, σαν πριν. Μα τούτο δω το σύννεφο μπροστά του που έβλεπε τι ήταν; Ομίχλη να ’ταν; Σύννεφο τ' ουρανού; Να ’φυγε από τούτη τη ζωή και να ’φτασε ψηλά στην άλλη; « Άιντε, καλό ταξίδι Μήτρο τόσα ήτανε τα ψωμιά σου. Τράβα τώρα στον Άγιο Πέτρο να σε κρίνει ». Μα εκεί πού σταύρωνε τα χέρια του στο στήθος, του ήρθε στη μύτη εκείνη η μυρουδιά. «Καπνός από τσιγάρο σκέφτηκε» άραγε ήτανε ακόμα ζωντανός! ΧαΧα. Και τότε του ’ρθε η αποθυμιά ενός τσιγάρου. Ρούφηξε μια τον αέρα με όση δύναμη είχαν τα πνεμόνια του. Αιιιι τ’απολάμβανε 'Όσο η μυρωδιά του καπνού στριφογυρνούσε μέσα στο καλύβι του θα ζούσε λέει. Τι είναι ό άνθρωπος! Όλη του τη ζωή την πέρασε στα καπνοτόπια κι είχε ποτίσει μέχρι το συκώτι του η πίκρα και η τυράγνια του καπνού. Μια ζωή έτσι στον παιδεμό όπως την κληρονόμησε απ' τον πατέρα του και τον παππού του, μ’ αυτή την άτιμη τη φύτρα τον καπνό, που ούτε τρώγεται, ούτε καρπός γίνεται να τον γευτείς. Πίκρα και κόλλα στο ρούχο τους, στα χνώτα τους, στο κορμί και τα πνεμόνια τους. 'Έτσι, πάππου προς πάππου τούτη η κωλοζωή στο Αγγελόκαστρο. Μια ρουφηξιά τσιγάρου κράτησε, όσο κι ετούτος ο καπνός του διαβατάρη στα πνεμόνια του! Πόσοι σαν κι αυτόν πεθαίνουν, γέροι μόνοι κι αβοήθητοι σήμερα, χρονιάρα μέρα παραμονή των Χριστουγέννων.


Εξαντλημένος έκλεισε τα βλέφαρα. Ένα τσιγάρο να’χε ρε γαμώτο. Ένα στριφτό κωλοτσιγάρο, ότι να’ τανε. Στη σκέψη αυτή ήταν που μισάνοιξε η πόρτα. Χρόνια πολλά παππούλη και του χρόνου. Ήτανε το παιδί απ΄ τη μουσική που μάζευε τα χρήματα. Ένα τσιγάρο δώς μου παλληκάρι μου, ένα τσιγάρο μοναχά, και τράβηξε ένα μάτσο με λεφτά απ’ το μαξιλάρι του. Του άναψε ένα τσιγάρο ο μουσικάντης, πήρε ένα χαρτονόμισμα απ’ τα λεφτά, ευχήθηκε χρόνια πολλά κι έκανε τον κατήφορο. Το κάπνισε όλο ο μπάρμπα Μήτρος μέχρι που κάηκε ολοκληρωτικά στο χέρι του. Και όταν έφυγε και πάει κι έγινε αέρας κι ο καπνός, τότε χωρίς απελπισία σταύρωσε τα χέρια του. Αϊ πάμε Μήτρο είπε. Και έτσι ήρεμος ξεψύχησε. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ. Κείνα τα χρόνια κάτω στο χωριό, μιλάμε εκεί αρχές δεκαετίας του 70 ήταν στριμόκολα οικονομικά τα πράγματα. Είχε αρχίσει η κατηφόρα του καπνού, και τα καρπούζια κάνα δυό χρονιές πηγαίνανε από τιμή καταδιαβόλου. Έτσι αρχίσαν οι περικοπές στο Αγγελόκαστρο, με πρώτη απ’ όλες, την συχνή την τεκνοποίηση. <<Δεν μεγαλώνει έτσι εύκολα ένα παιδί, άκουγες τακτικά στα καφενεία. Λίγα και να ’χουν την υγεία τους, έτσι κι αλλιώς μέλλων δεν έχει πια ο καπνός. Ήτανε βλέπεις απαραίτητα πολλά παιδιά, και γενικά τα χέρια τα πολλά, να βγαίνει πέρα του καπνού τ’ αρμάθιασμα. Το σκέπτονταν καλά κάθε οικογενειάρχης να αποκτήσει ακόμα ένα παιδί, και έτσι μπήκε στη ζωή τους η προφύλαξη. Και όταν λέμε τότε για προφύλαξη, τα προφυλακτικά εννοούμε, τίποτ’ άλλο. Σαν έκλεισε λοιπόν εκείνη τη χρονιά ο μπαρπαΝίκος ο Καλτσάς το μαγαζάκι, που ήτανε του χωριού μοναδικός προμηθευτής σε προφυλακτικά, και μέχρι να βρεθεί νέος αγοραστής για να το ξανανοίξει, ξέμεινε το χωριό ολοσχερώς από τα λαστιχένια σύνεργα του έρωτα. Βρεθήκανε σ’ απόγνωση οι πελάτες, στο που θα βρούνε τώρα λαστιχάκια-έτσι τα ζήταγαν τάχα ευδιάκριτα από τον μπαρπαΝίκο μιας και το μαγαζί δεν έμενε ποτέ αδειανό.-Τότε την λύση έδωσε ένας δάσκαλος, κι έσωσε το χωριό απ’ το υπερπληθυσμό. Ο ταχυδρόμος του χωριού ο Χρίστος. που ερχόνταν με μοτοσακό απ’ το Μεσολόγγι, κατά παραγγελία θα έφερνε τα προφυλακτικά. Σάββατο πρωινό έξω απ’ το καφενείο του Αλεξάκη, μια μάζωξη ασυνήθιστη για τέτοια ώρα στο χωριό. Τι διάολο γίνεται αναρωτιόντανε κι άρχισε να ενοχλείτε ο συμπαθής ο μπαρπαΚώστας που δεν μπορούσε να σκουπίσει με τη άνεσή του, και να απλώσει τα τραπέζια του όπως συνήθως τ’ άπλωνε κάθε φορά. Κάπου οι μισοί οι άντρες του χωριού, τι διάολο περίμεναν, πειθαρχημένα και συνωμοτικά, σε πηγαδάκια μαζεμένοι με σηκωμένους τους γιακάδες σαν να μην ήθελαν να αποκαλυφθούν; Μέσα στο πρωινό αγιάζι αφηρημένα και ονειροπόλα κοίταζαν το δρόμο επάνω εκεί κατά Σταμνά μεριά. Και φάνηκε σε λίγο ο ταχυδρόμος, πάνω στο ταλαιπωρημένο και παλιό μοτοσακό του, που εκτός απ’ τον κοντόχοντρο το Χρίστο, κουβάλαγε και


το βάρος απ΄ τη γεμάτη σαν γκαστρωμένη σκύλα τσάντα του. Κατέβηκε από τη μηχανή σαν τον περικυκλώσανε και ανακοίνωσε με καθαρή και δυνατή φωνή: <<Παιδιά λυπάμαι, αλλά σαν έφυγα πρωί-πρωί δεν είχε ανοίξει ακόμα η αποθήκη με τα λαστιχάκια. Υπομονή, και την Δευτέρα θα τα έχετε. Σαν να ’πεσε οβίδα στην ομήγυρη, αμέσως διαλύθηκε η σύναξη. Βαριοί και μελαγχολικοί σκορπίσανε, προς το σκληρό της μοίρας πεπρωμένο. Πεντ’ έξη , μπήκαν σχεδόν κρυφά στο καφενείο τ΄Αλεξάκη να πιούν ένα καφέ παρηγοριάς. Κι ένας γνωστός και μη εξαιρετέος που τράβηξε κατά Κακαβαριά μεριά τον άκουσαν που φωνακτά μονολογούσε: << Ποιός την κρατάει τώρα τη λυσσάρα που της έταξα;>> Κώστας Μπούτιβας.


ΓΕΛΑΣΤΟ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΙΤΙΚΟ ΠΡΩΪΝΟ. Όποιος εργαζόμενος καβατζάρισε τα πενήντα και δεν μπορεί ακόμα να απολαύσει τουλάχιστον δέκα μέρες το χρόνο στον τόπο που γεννήθηκε, είναι χαμένος από χέρι, και να προσέξει πολύ τα χρόνια που του μένουν. Οι δημόσιοι υπάλληλοι εξαιρούνται, γιατί δέκα μέρες δεν είναι τίποτα, βάλε δυό μήνες και παραπάνω γι αυτούς και λίγο είναι, για να είσαι εντάξει . Nά προσέξουν επίσης πολύ, κι αυτοί που δεν αρρώστησαν ποτέ, γιατί δεν ΄΄άδειαζαν΄΄, όπως λένε πολλοί.. Το θέμα είναι ν’ αρρωσταίνεις όταν έχεις δουλειά, γιατί, όταν δεν έχεις (δουλειά), γιατί να «αρρωσταίνεις; Τέλος οι θεωρίες. Ήσυχο, λοιπόν, καλοκαιρινό πρωινό, κατά τις δέκα, και καθόμουν κει δά στο μπαλκονάκι στο χωριό ρεμβάζοντας ακόμα μισοκοιμισμένος, πίνοντας το καφεδάκι μου και χαζεύοντας τον ορίζοντα πάνω απ’ την εκκλησία, σε στιγμές υψίστης πνευματικής διαύγειας. Σκέψεις σαν αυτές σφυροκοπούσαν το μυαλό μου: Τι μεζέ θα βάλει πάλι ο Γιώργος του Λέτα στο ούζο; Αν το καρπούζι του Πανάκια θα είναι σαν το προχθεσινό καλό; Αν θα έχει κόσμο κάτω στην παραλία στη Σταμνά; Φορούσα τη θερινή εθνική ενδυμασία (σορτσάκι, σαγιονάρα, κινητό) περιμένοντας ήσυχα την ώρα της άφιξης των αθλητικών εφημερίδων και ανησυχούσα γιατί άργησαν, όταν ακούστηκε η τρομερή πολεμική κραυγή: Πατατέεεεεες. Πετάχτηκα σαν ελατήριο. Το φαϊ στην πόρτα μου ! Ο νεαρός γύφτος, λεπτός, καλοντυμένος με τα παρδαλά του, με χρυσό δαχτυλίδι και καδένα στο λαιμό, πολύ ευγενικός. Δίπλα του μια αιθέρια μελαμψή τσιγγάνα, με μονοκόμματο κλαρωτό φουστάνι και πλουσιότατο μπούστο ξεκουμπωμένο κατά... τρία κουμπιά παρακαλώ! Ωραία πράγματα δηλαδή και χάρμα ιδέσθαι ... Με υποδέχτηκαν χαρούμενα μπροστά στο καινούργιο αγροτικό τους και σκύψαμε αμέσως και οι τρεις, ο καθένας απ' τη στρατηγική του θέση να διαλέξουμε πατάτες. Το μάτι μου κόλλησε αμέσως σ΄ ένα τσουβάλι με καθαρές μεγάλες ζηλευτές πατάτες που τις είχε πάνω- πάνω για φιγούρα ο


πονηρός μελαμψός μικροέμπορος. Ήταν ομολογώ οι καλλίτερες. «Πόσο;» ρώτησα. «Για σένα είκοσι ευρό αφεντικό», είπε με ένα πλατύ χαμόγελο ο τσιγγάνος. Μου χαμογέλασε κι η τσιγγάνα και έσκυψε περισσότερο. Το άρπαξα πλήρωσα όπως- όπως και προχώρησα ζαλισμένος για την πόρτα μου. Από πίσω μου, πάντα γελαστός και ο τσιγγάνος με άλλο ένα τσουβάλι στα χέρια του. «Τι είναι αυτό;», ρώτησα. «Δώρο από μας, στη μισή τιμή αφεντικό, για την αρχοντιά απάντησε ο τσιγγάνος και ξαναγέλασε. Το ίδιο κι η τσιγγάνα.

σου»,

Έτσι, πήγα για λίγες πατάτες, πήρα δυο τσουβάλια και πλήρωσα για (τουλάχιστον) τρία! Κι όλα γελούσαν γύρω μου. Γελούσα κι εγώ, μ΄ αυτό το υπέροχο χαζοχαρούμενο γέλιο που βγαίνει από μόνο του, όταν βρίσκομαι κάτω στο χωριό. Κώστας Μπούτιβας.


Τ’ ΑΓΡΟΤΙΚΟ. Είχε καλό γαϊδούρι ο μπαρπαΜήτσος. Τέσσερες καπνοκάλαθες γεμάτες στο σαμάρι, και μισοκάπουλα ένα δεμάτι καλαμποκιά παρακαλώ. Πέρασαν όμως οι γυφταίοι μια μέρα, πέρα εκεί στο δέντρο του Λιούλιου που το έδενε, το φόρτωσαν στ’ αγροτικό, πάει το γαϊδούρι. Έμεινε ο μπαρπαΜήτσος πια στα κρύα του λουτρού. Έδωσε τρείς φορές να πάρει δίπλωμα οδήγησης, το πήρε με την τέταρτη που λάδωσε καλά. Και τότε πέσαν όλοι επάνω του στο καφενείο, μετά απ’ τα σχετικά κεράσματα. Ντάτσουν να πάρεις που ’χουν οι περσότεροι, όχι το Μιτσουμπίσι είναι καλύτερο γι’αγρούς. Ναι αλλά το Τογιότα έχει αναρτήσεις, μα το Ισούζου στο χωματόδρομο ειν’ πιο καλό. Είδε κι απόειδε, πήγε μονάχος του στ’ Αγρίνιο, κι αφού πέρασε απ’ όλες τις βιτρίνες με τα’ αγροτικά, κόλλησε σ΄ένα που του άρεσε, κόκκινο χρώμα κουμουνιστικό, ρώτησε πόσο κάνει, υπόγραψε γραμμάτια και το βούτηξε. Του’βαλε και καινούργιο ραδιοκασετόφωνο ν’ ακούει Καρναβά που τον γουστάριζε, ψάθες να μην ιδρώνει στα καθίσματα, και μια εικονίτσα με τον ΑιΧριστόφορο-τέτοια είχανε στ’ Αγρίνιο γιατί ήταν πολιούχος- δεν είχαν Παντοκράτορα που ήθελε, θά’ παιρνε αργότερα στο πανηγύρι στο χωριό. Κάθισε τότε στο τιμόνι, σταυροκοπήθηκε, έφτυσε τις παλάμες, δάγκωσε λίγο και τη γλώσσα του, μαρσάρησε γερά, και κίνησε τον κάμπο να οργώσει. Έβαλε πρώτη, δευτέρα, και τρίτη ταχύτητα όταν βγήκε απ΄το Δοκίμι, όχι τετάρτη δεν το αποτόλμησε, έβαλε όμως Καρναβά και μάλιστα καινούργια, που αγόρασε απ΄ του Παϊσιου το δισκοπωλείο στην πλατεία, έπιασε και το αριστερό του δρόμου, γιατί απ΄το δεξί ήτανε η διώρυγα, κι ένοιωσε άρχοντας τρανός ο μπαρπαΜήτσος. Εκεί όμως κάτω στα χαμολεύκια, που μπήκε για να δει αν διψάει το τριφύλλι, αλλά και για να τον δούνε με το ολοκαίνουργιο όχημα, το αμάξι αφού φτερνίστηκε μια δυο φορές, ταρακουνήθηκε γερά κι έπειτα έσβησε. Έντρομος βγήκε έξω ο μπαρπαΜήτσος έφερε δυο γύρους τα’ αυτοκίνητο, κι αφου μπήκε και βγήκε καμιά δυο τρείς φορές, άνοιξε τέλος το καπό της μηχανής. Τρελάθηκε. Σωλήνες, σωληνάκια, καλώδια , κουτιά. Πως διάολο τα στρίμωξαν όλα αυτά αναρωτήθηκε. Έκλεισε πάλι το καπό, έφερε ακόμα δυο γύρες, κι άρχισε να φωνάζει στο τρακτέρ που έτυχε να περνάει από


εκεί κοντά. Θα πω του Μπέμπη να’ρθει να το δει, του είπε ο Θωμάς χωρίς να ξεπεζέψει, γιατί διψούσε και βιάζοντανε να φτάσει στο Σταθμό. Α! και καλορίζικο του ευχήθηκε καθώς απομακρύνονταν. –Τα μάτια σου τα βγαλμένα, μουρμούρισε ο μπαρπαΜήτσος από μέσα του. Ο Μπέμπης ο Μήλας, που είχε τότε συνεργείο κάτω στο μήλο του Ευθυμίου, κατέφθασε σε λίγη ώρα μ’ ένα μικρό κουρδιστήρι αμαξάκι που είχε τότε. Πέμπτο τσιγάρο είχε κάνει ο μπαρπαΜήτσος. Έριξε μια ματιά στην ολοκαίνουργια τη μηχανή, και κάθισε στη θέση του οδηγού γυρίζοντας αργά το διακόπτη. Κούνησε το κεφάλι του απάνω κάτω, έκανε μια γκριμάτσα χλευασμού, κι είπε χαμογελώντας στον ιδιοκτήτη που εκείνη τη στιγμή έσκαγε απ’ την αγωνία: Πίσω στ’ αμάξι, έχω ένα μπιντονάκι, πάρε και τράβα ολοταχώς για βενζινούλα επάνω στο πρατήριο στον Κατοίκο. Βγές εκεί δα στην Μπάλαγα, κάποιος θα σταματήσει να σε πάρει. Εγώ θα πάω ν’ αλλάξω το νερό στο καλαμπόκι, εδώ παρακάτω στο σημαδιακό μιας κι ήρθα ως εδώ, κι έπειτα θα γυρίσω εδώ να το φυλάω. Άιντε και καλοτάξιδο. Πίσω στ’ αγροτικό, και τώρα ακόμα που είναι σαράβαλο, έχει καλά δεμένο στην καρότσα ο μπαρπαΜήτσος πάντοτε ένα μπιτόνι με βενζίνη. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ. Οχτώ και κάτι ακριβώς ο ψηλόλιγνος ημικαραφλός ξερακιανός άνδρας, αφού προηγουμένως είχε κάνει την συμφωνία με τον μπαρμπαΜιχάλη τον Καπλάνη που είχε τότε το καφενείο της Εκκλησίας, είχε στήσει τον μπερντέ, είχε απλώσει τις καρέκλες στη σειρά, είχε κόψει τα εισιτήρια, είχε μετρήσει τα λεφτά, όλα ετούτα μόνος του, έκανε νόημα στον καφετζή να σβήσει την μεγάλη λάμπα λουξ του καφενείου, χτύπησε ένα κουδουνάκι, άναψε δυο μεγάλες λάμπες συνδεδεμένες με μπουκάλα υγραερίου πίσω απ’ τον μπερντέ, πίσω απ’ την παράγκα του Καραγκιόζη αριστερά η μία, και η άλλη δεξιά πίσω απ’ το σεράι του πασά, άρχισε την παράσταση. Καλησπέρα Αγγελοκαστρίτες πέρα για πέρα. Γεια σου μπαμπάκο….. Γεια σου οικογένεια. Μπροστά μπροστά κατάχαμα και σταυροπόδι όλη η λιανομαρίδα και πίσω στα καθίσματα οι μεγάλοι, όλοι μαζί να χάσκουνε και να χαμογελάνε. Ωραίες μεγάλες αναμνήσεις, παλιών πιο γνήσιων εποχών. Και πέρναγαν τότε απ’ το Αγγελόκαστρο μεγάλοι Καραγκιοζοπαίχτες, όπως ο Μίμαρος από την Πάτρα, που εμείς δεν τον προλάβαμε και ήτανε θρύλος όπως λέγαν οι παλιοί, μέχρι ετούτος δω απόψε ο Σπυρόπουλος που μαζί με τον Χαρίδημο και τον Σπαθάρη ήτανε οι καλλίτεροι στις μέρες μας. Κι εμείς η πιτσιρικαρία που η διασκέδαση μας δεν ήταν και ιδιαίτερη αυτή την εποχή, τρέχαμε στο μαγαζάκι του μπαρπαΝίκου του Καλτσά και αγοράζαμε βιβλιαράκια Καραγκιόζη, μαζί με μικρό Ήρωα, μικρό Σερίφη και Ταρζάν που βγαίναν τότε. Ξεπατικώναμε φιγούρες του Καραγκιόζη σε χαρτόνι, τις χρωματίζαμε με τις νερομπογιές, τεντώναμε ένα λευκό σεντόνι σε μια πόρτα, κι έτοιμη η παράσταση για όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι μια φορά, εκεί κοντά που είναι το παλιό το σπίτι του Ζαφειρομήτσου, πίσω απ΄του Γιώργου του Πατσίλια ακριβώς το μαγαζί, ήτα ένα παμπάλαιο σπίτι ξύλινο που έμενε ο μπαρπαΜάρκος ο Τριανταφύλλου. Μάλλον ο γιός του ο Σωκράτης ,η τέλος πάντων ένα από τα’ αδέρφια πρέπει να ήταν ο επίδοξος μεγάλος Καραγκιοζοπαίχτης, που


είχε στήσει εκείνο το βράδυ την αυλή τους τον μπερντέ. Μ’ ένα πενηνταράκι εισιτήριο μαζεύτηκε όλη η μαρίδα, από την κάτω γειτονιά. Κι εκεί ακριβός που είχε ζεστάνει η παράσταση και όλοι παρακολουθούσαμε με ησυχία το αυτοσχέδιο έργο,΄΄Ο Καραγκιόζης μπολτοζέρης στό Χρυσσόπουλο΄΄ ήρθε ο μπαρπαΜάρκος με το γαϊδούρι φορτωμένο πέρα απ’ τη σκαφίδα. Που να μας δει όπως ήτανε και κουρασμένος μέσα στο μισοσκόταδο ο άνθρωπος. Αρπάζει το δεμάτι την καλαμποκιά απ’ το γαϊδούρι να το ξεφορτώσει, και το πετάει επάνω στον μπερντέ. Πέφτει η τσιμπλολάμπα πετρελαίου στο σεντόνι, χύθηκε το πετρέλαιο, και το σεντόνι άρπαξε φωτιά. Έτσι εν μέσω πανικού, σφαλιάρων και τσαλαπατήματος, έληξε άδοξα εκείνη η παράσταση. Έπειτα ο ξερόλιγνος Καραγκιοζοπαίχτης Σπυρόπουλος, ξέστηνε τάκατάκα τη σκηνή, φόρτωνε όλα τα συμπράγκαλα σε μία κλούβα με ρόδες που την έσερνε μ’ ένα παλιό που είχε τότε αυτοκίνητο, και καμιά ώρα μετά τα μεσάνυχτα έφτανε στο Αγρίνιο, που είχε μόνιμο ανοιχτό τότε δικό του θεατράκι εκεί τα καλοκαίρια, κάπου εκεί που ήταν το γυμνάσιο θήλεων, κοντά στο γήπεδο του Παναιτωλικού. Κάπου σε κάποιο άλλο κοντινό χωριό θα τον συνάνταγες το άλλο βράδυ. Μεγάλες αναμνήσεις, παλιότερων ωραίων πιο γνήσιων εποχών. Ρε πως περάσανε τα πρόστυχα τα χρόνια. Κώστας Μπούτιβας.


Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. Όπως όλα τα ποτάμια, τ' αρχαία ελληνικά, είχε και ο Αχελώος εδώ ο γείτονάς μας, ανθρώπινη φάτσα κι ανθρώπινα πάθη. Ερωτευότανε, θύμωνε και άμα τον έπιαναν τα διαόλια που έχανε στην μπιρίμπα, έπνιγε τους φουκαριάρηδες τους χωριάτες έτσι για να ξεδώσει λίγο απ’ τα νεύρα του. Κι όπως ο βασιλιάς ο Οινέας, ο Αιτωλός, γέννησε τέσσερις γιους με τη γυναίκα του, την Αλθαία, και δυο κόρες, τη Γόργη και τη Δηιάνειρα, πήγε ο ποταμός ο Αχελώος, που ήτανε και λίγο μουρντάρης κι ερωτεύτηκε τούτη την τελευταία, με μεγάλο πάθος και βαρύ σεβντά. Τ’αδέρφια της κοπέλας τα λέγανε Μελέαγρο, Τοξέα, Φρυέα και Κλύμενο. Τα ’γραφε όμως κανονικά ο Αχελώος, τη Δηιάνειρα μόνο είχε στον νου του. Καψούρης σαν να λέμε με τα όλα του. Το τσουπί όμως ήτανε ζωηρό και ατίθασο, χειρότερο από κείνα που πάνε την σήμερον ημέραν στις καφετέριες, στα κλαμπ και σε άλλα πονηρά, και δεν τα μαζεύεις. Ήξερε και να πολεμάει, και να οδηγάει άρμα και άλλα αντρικά και περίεργα σπορ. Πήγε, λοιπόν, ο Αχελώος στον μπαμπά της, τον Οινέα. Μου τη δίνεις γυναίκα αυτήν την αλανιάρα; Τη φωνάζει τη μικρή ο γέρος και της το λέει. Δεν παίρνω εγώ ποτάμι, ανένδοτη η μικρή. Γιατί, ρε ασύφταγο, καλός είναι τι έχει;. Δεν θέλω. Θα μου τον φάει η ΔΕΗ, και η εκτροπή. Έβλεπε μακριά το θηλυκό. Ρε πήγε, ξαναπήγε ο Αχελώος. Κι επειδή, λέει, είχε και την ικανότητα να μεταμορφώνεται, έγινε ταύρος, έγινε φίδι, έγινε το κέρατό του το τράγιο, τίποτα η Δηιάνειρα. Πάνου σ' όλα αυτά να σου και πέρασε από κει και ο Ηρακλής. Τον είδε η κοπέλα άντρακλα λεβέντη και βαρβάτο, λέει: Αυτόνε θέλω ! Είχε τον καημό του ο Αχελώος είδε τον καινούργιο, έμαθε τα καθέκαστα, τα πήρε στο κρανίο. Τι; Ήρθε το ζώον (φόραγε την Λεοντή ο ήρωας) να μου φάει το κορίτσι; Και γίνηκε ταύρος και πήγε να σκοτώσει τον Ηρακλή. Ο άλλος το ξέρουμε, δεν σήκωνε νταηλίκια. Πιάνει τον ταύρο, κεφαλοκλείδωμα, του σπάει το ένα κέρατο. Ο Αχελώος είδε τα σκούρα τα χρειάστηκε. Δικό μου το κορίτσι; Ο ήρωας. Δικό σου.


Του ‘δωσε πίσω και το σπασμένο κέρατο ο Ηρακλής, αλλά τι το θέλεις ήτανε αργά γιατί μαθεύτηκε το πράμα, κι έμεινε από τότε όποιος χάνει την γυναίκα του με τον ένα η άλλο τρόπο, να τον λένε κερατά. Έτσι παντρευτήκανε με τη Δηιάνειρα ο Ηρακλής, και του ‘φτιαξε αργότερα σ’ αυτόν τον λάκο. Ο Αχελώος που όπως είπαμε όμως ήτανε αρκετά μουρντάρης, του αρέσανε τα θηλυκά ρε αδερφέ, κάτι σαν να λέμε σημερινός μπαρόβιος, δεν το έβαλε κάτω. Πάει πιο κάτω εκεί στις Οινιάδες, εκεί που είναι σήμερα η Κατοχή, εκεί είχανε τότε ταρσανάδες, κάτι σαν ναυπηγεία της σήμερον ημέραν, που φαίνονται ακόμα μέχρι σήμερα, κι ερχόντανε και επιδιορθώνανε τα πλοία. Πιάνει κάτι παλιόμουτρα, παλιούς καπεταναίους, κι αφού τους πλήρωσε αδρά, και τους φοβέρισε αρκετά, τους έψησε για να του φέρουνε απ’ την αλλοδαπή κορίτσια. Έξω απ τα’ Αγγελόκαστρο, εκεί που είναι σήμερα το γήπεδο, γνωστό το μέρος σαν Κακαβαριά, ήταν μια πόλη τότε που τη λέγανε Κονώπη που αργότερα μετονομάστηκε σε Αρσινόη, πριν γίνει το γνωστό και μη εξαιρετέο σήμερα για πολλούς λόγους Αγγελόκαστρο. Εκεί πήγε λοιπόν ο Αχελώος τα μανούλια. Να τα ’χει πιο κοντά να τα περιποιέται. Έβγαινε βλέπεις τότε μέχρι εκεί που είναι σήμερα ο Σταθμός. Τα κορίτσια και τα μάτια σας αγροτόφατσες αλλιώς σας πνίγω. Δικέ σας είναι, φάτε κι εσείς ένα μεζέ. Έτσι βαρβάτεψαν απ’ τον καιρό εκείνο οι Αγγελοκαστρίτες, και φτάσανε έτσι βαρβάτοι ως τις μέρες μας, Εκείνα τώρα τα ξένα ονόματα, που βάλανε ερωτικές λεζάντες και αγγελίες τώρα τελευταία στο Ιντερνετ, και λένε ότι είναι απ΄το Αγγελόκαστρο, είναι κατάλοιπα αυτής της εποχής. Γιατί εκείνες οι αλλοδαπές οι προπρογιαγιάδες τους, έγιναν τότε γέννημα θρέμμα αυτού του τόπου. Κάτι σαν ντόπιες δηλαδή να πούμε. Κι όλα αυτά που λένε για σημερινές ατασθαλίες, για μεταδημοτεύσεις γάμους εικονικούς και τα λοιπά, είναι ένα τεράστιο και μεγάλο ψέμα. Καλά που υπάρχει και η μυθολογία, κι έρχεται να μας ανοίξει τα μάτια τα γκαβά μας. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ. Μέσα στα πράσινα βούρλα τραγουδάνε τα βατράχια, έχει ακόμα κουνούπια, ένα καφενείο - να το κάνει ο Θεός καφενείο - κάτω από πλατάνια, και ιαματική λέει πηγή. Το μέρος λέγεται σκαφίδα σαν περιοχή και τ’ ανατολικά της σύνορα τη βρέχει η λίμνη η Λυσιμαχεία. Οι δύσεις από εκεί στο τέλειωμα του κάμπου είναι πραγματικά ειδυλλιακές. Η κυρία ήρθε γεμάτη απελπισία, και με κάποια αύξηση στην πίεσή της. Την έφερε με την πολυτελή του κούρσα ένας σύζυγος με γυαλάκια, τρυφερός και «ανώτερος υπάλληλος τραπέζης των Πατρών». Η κυρία εγκαταστάθηκε σ' ένα δωματιάκι που μύριζε ασβέστη και φρέσκια λαδομπογιά. Αναστέναξε, έβγαλε τα παπούτσια της, φόρεσε ένα κλαρωτό φόρεμα και τράβηξε μεγαλοπρεπής για το καφενείο-μπακάλικο κάτω απ’ τα πλατάνια. Σε τούτο το καφενείο που μοιάζει με παράρτημα ΚΑ.Π.Η είναι μπαγιάτικοι όλοι οι θαμώνες, και ελπίζουνε να αναβάλουνε το θάνατό τους με συνταγές φαρμάκων, με διηγήσεις της αρρώστιας τους και με παιχνίδια που επιτρέπονται σε γέρους ανθρώπους. Παίζουνε χαρτιά, φλερτάρουνε, πάνε περιπάτους στα γύρω χωράφια στηριγμένοι σε μπαστούνια και τυλιγμένοι σε σακάκια καλοκαιριάτικα, φυλάγονται από τα ρεύματα, και τα κρυώματα, θέλουν όμως δροσιά, μεζέδες , μπύρα παγωμένη και κρασάκι ντόπιο και καλό παρακαλώ. Κάθονται όλη μέρα στην καρέκλα και είναι μονότονοι σαν χάντρες του κομπολογιού τους. Η κυρία χαιρέτησε, όλοι της ανταποδώσανε τον χαιρετισμό της, και όλοι σηκωθήκανε να της προσφέρουνε καρέκλα. Κανένας προφήτης δεν θα είχε κάτι ευχάριστο για να της μαντέψει, ήταν η πρώτη σκέψη της κυρίας για το περιβάλλον γενικότερα. Ο προφήτης φορούσε άσπρο πανταλόνι και είχε όλα του τα δόντια. Είχε κι ένα ευχάριστο πρόσωπο, πενήντα τόσα χρόνια στο παρελθόν του και σταυρουδάκι χρυσαφένιο στο λαιμό. Ήρθε, στάθηκε όρθιος δίπλα στο πυκνοκατοικημένο τραπέζι και χαιρέτησε περιπαικτικά την ομήγυρη. - Γεια σας αρχαιολογικά ερείπια.


'Ύστερα είδε την κυρία και έκανε πίσω. - Εκτός από την κυρία φυσικά. Η κυρία ένιωσε μέσα της μιαν άπειρη ευτυχία που την ξεχωρίσανε προσωπικά από τα ερείπια και συμπάθησε αμέσως τον προφήτη. Το ίδιο βράδυ κάθισε στο τραπέζι μαζί του, έμαθε τ' όνομά του, άκουσε μ΄ ενδιαφέρον τις ιστορίες του, και το μικρό δωμάτιο το βράδυ, καθόλου δεν της μύριζε φρέσκια λαδομπογιά. Όλοι οι έρωτες έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Πηγαίνουνε περίπατο μέσα στα χωράφια, απαγγέλουνε ποιήματα, τρώνε στο ίδιο τραπέζι, μιλάνε σιγανά. Η κυρία άρχισε να πιστεύει ότι ο έρωτας είναι ένα μαντζούνι που επιδιορθώνει αποτελεσματικά τις ρυτίδες των πενήντα και βάλε, Και σ΄ όλα τα μπάνια όλοι οι ερειπωμένοι οργανισμοί άρχισαν να κουτσομπολεύουν τις οικειότητες των δυο ερωτευμένων. Η κυρία ξανάγινε εσωτερικώς πιτσιρίκα, μάζευε μάλιστα και κάτι αντιπαθητικά αγριολούλουδα, την συγκινούσαν τα ρομαντικά τραγούδια και τα νυχτερινά τα άσματα όπως έλεγε των τριζονιών. Κι ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα που θα ενέπνεε ακόμα και ζωγράφο με τα ωραία χρώματά του ο κύριος την κράτησε από το χέρι να πηδήξει ένα χαντάκι, μα η κυρία πήδηξε το χαντάκι της απιστίας, τάχα σχεδόν χωρίς να το καταλάβει. Πάντως με πολλή ευχαρίστηση μόλις το κατάλαβε. - Είμαι μια δυστυχισμένη γυναίκα σκέφτηκε για λίγο. Ήτανε όμως ευτυχέστατη. Η κυρία και ο προφήτης επειδή ήτανε ένοχοι άρχισαν να παίρνουνε προφυλάξεις. Δεν τρώγανε πια μαζί κι αποφεύγανε τους μοναχικούς περιπάτους.. Τα απαρχαιωμένα ερείπια στο καφενείο παραξενευτήκανε από το γεγονός, και τελικά παραδεχτήκανε ότι άδικα πήγε ο νους τους προς το πονηρόν. Ο κύριος «ανώτερος υπάλληλος τραπέζης των Πατρών». Σαν ήρθε κάποια μέρα να την πάρει την βρήκε ανανεωμένη , γερή και ευχαριστημένη, τόσο ώστε να καμαρώνει αργότερα με πολλή χαρά στις Πατρινές του συντροφιές. - Αυτά τα ιαματικά λουτρά είναι θαυματουργά, Εμένα την γυναίκα μου την κάνανε περδίκι. Πάντως εγώ για τα μπάνια πέρα στη σκαφίδα, που τα γνωρίζω από μικρό παιδί, ποτέ δεν θα πιστέψω ότι στ' αλήθεια είναι θαυματουργά ... Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ. Η ιστορία του Αγγελοκαστρίτη του μπάρμπα Γεράσιμου είναι άκρως αληθινή και συζητιόνταν για χρόνια στα καφενεία του χωριού εκείνα τα χρόνια τέλη δεκαετίας του 1960 τότε που τα μποστάνια κυριαρχούσανε στον κάμπο του Αγγελοκάστρου και είχε πάρει φήμη το καρπούζι του, πως ήταν το καλλίτερο σ΄ ολόκληρη τη χώρα δίχως αμφισβήτηση. Νύχτα είχε πέσει στην Αθήνα σαν είχε ξεμπερδέψει με τον καρπουζέμπορα, κι έβαλε τα χιλιάρικα απ’ το εμπόρευμα στην τσέπη. Το έβρισκε τρομερά ευχάριστο και η νύστα δεν τον άγγιζε καθόλου. Περπατούσε στους δρόμους της με το σακάκι ανάρριχτο στην πλάτη σαν είδε μπροστά του εκείνες τις φωτογραφίες στο μεγάλο δρόμο που έψαχνε ταξί. Ήτανε ένα νυκτερινό κέντρο που είχε όνομα ξενόγλωσσο και είσοδο κολάσεως. Ακριβώς λοιπόν, σ' αυτή την είσοδο, η επαγγελματική ιδιοφυία του μαγαζάτορα κόλλησε τις φωτογραφίες των διαβόλων του. Κοπέλες με τολμηρή εμφάνιση, μ’ ονόματα παράξενα και με ζηλευτές γάμπες, χαμογελούσανε τόσο προκλητικά στον μπάρμπα Γεράσιμο, που τον κάνανε να ξεχάσει τελείως την τα χωράφια του. Κι εκεί ήταν που ταλαντεύτηκε μεταξύ αρετής και πειρασμού, θυμήθηκε την Βαγγελία με τα πάχη της και πήρε απόφαση να κατεβεί τα σκαλοπάτια. Κι άρχισε ο Σατανάς να γανώνει τα μπακίρια της άβγαλτης άγνείας του. Μέσα στο μαγαζί υπήρχε μια ορχήστρα, ένα ράφι με χίλια δύο ποτά κι εννιά σειρήνες που του χαμογελάσανε μέσα απ’ τα κιτρινιάρικα τα φώτα. Το γκαρσόνι του έφερε κάτι που είχε μέσα πάγο και φωτιά, ο Αγγελοκαστρίτης κατάπιε μια παγωμένη φλόγα κι ένιωσε ευθύς να γίνεται κατεβασμένος ο Αχελώος. Μια σειρήνα ήρθε κοντά του. Του είπε ΄΄κγουτ μόρνιγκ΄΄ που σημαίνει περίπου «καλησπέρα» σε μια γλώσσα περίπου καραγκούνικη. Κι ύστερα, του χάιδεψε τη φαλάκρα, την κοιλιά, και τα πόδια. Ο αγρότης, παραγωγός με τρία Α καρπουζιών, που κόλλαγε επάνω τους με αυτοκόλλητα ο καρπουζέμπορας ένιωσε να ξαναγίνεται άντρας, γιατί τότε παιδί στο χωριό κοίταζε μόνο τα κορίτσια και τα λαχταρούσε. Έπειτα το γκαρσόνι ήρθε μ' ένα μπουκάλι σαμπάνια που έκανε «πουφ!» κι άνοιξε γεμάτο ερωτικό αφρό. Η ορχήστρα έπαιξε «μπαμ μπαμπα τζουμ», πολύ χαρούμενη και η νύχτα γέμισε δαίμονες. Μουσική ξεχύθηκε απ' όλες τις γωνιές, γυναίκες όμορφες σαν τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα περικυκλώνανε τον μπάρμπα Γεράσιμο, μπουκάλια σαμπάνιας ανοίγανε θριαμβευτικά, κλαρίνα παίζανε άγρια, τα κορίτσια φιλούσανε την ιδρωμένη φαλάκρα του κι ο μπάρμπας έπινε πάγο και φλόγες και κραιπάλη.


Τα χαράματα ο μπάρμπα Γεράσιμος βγήκε στο πεζοδρόμιο, με μια μπουλντόζα του Χρυσσόπουλου μέσα στο κεφάλι του και τέσσερις κοπέλες από εδώ κι από εκεί. Στον Υμηττό σκάζανε τα βιολετή χρώματα της αυγής, οι σκουπιδιάρηδες μάζευαν τους κουβάδες, και οι κουλουρτζήδες πουλούσαν τα κουλούρια τους . Μα όλα αυτά δεν τα ’βλεπε ο μπάρμπα Γεράσιμος παρά το χτες που χάθηκε ανεπανόρθωτα μέσα στα καλύτερά του χρόνια. Για πρώτη φορά εξετίμησε τη νύχτα, το ξημέρωμα, τις μικρές κολάσεις με τους χαριτωμένους δαίμονες, την σαμπάνια που κάνει «μπουμ» και τις ορχήστρες με τα’ άγρια κλαρίνα Ακροθαλασσιά Φάληρο, μπάτης, ένα βρόμικο από καντίνα, μετά καφές πικρός. Οι τέσσερις κυρίες φάγανε, μιλήσανε στη γλώσσα τους γρήγορα, δεν δίνανε καθ' όλας τας ενδείξεις καμιά σημασία στην παρουσία του. Κι ο μπάρμπα Γεράσιμος άρχισε να ξεμεθάει και να συλλογίζεται ότι είναι αργά κι ότι το πρώτο λεωφορείο έχει φύγει και ότι το μποστάνι έχει γκανιάξει για νερό. Σηκώθηκε λοιπόν πολύ αξιοπρεπής, φώναξε για το λογαριασμό και κοίταξε τις τέσσερις σειρήνες που είχανε ξεβάψει και δείχνανε σαν στρατιώτες του Αλβανικού. Η νύχτα έφυγε μαζί με τις γοητείες της, κι ο Αγγελοκαστρίτης έφυγε μόνος του γεμάτος κομμάρες και τύψεις, και απογοήτευση μ’ ένα ταξί να πάει στα πρακτορεία. Πήρε μολύβι και χαρτί στο λεωφορείο και άρχισε να λογαριάζει τα έξοδα της νύχτας. Ρίγος τον έπιασε και τεταρταίος πυρετός. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι η νύχτα στοιχίζει τόσο ακριβά και μάλιστα χωρίς να κάνεις τίποτα. Εκεί τον πήρε ο ύπνος και είδε όνειρο, ότι στην κόλαση κουβάλαγε στην πλάτη του σωλήνες, τριπλάσιες εκείνων που ποτίζει το μποστάνι, να σβήσει λέει τις αιώνιες τις φωτιές. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ. Σε λίγο έρχονται οι γιορτές κι ο καθένας θα πάρει το δρόμο του για κάποια αλλαγή, κάποια ψευδαίσθηση, λίγη ξεκούραση. Η ανάπαυση ας πούμε του του κουρασμένου μαχητή. Με αεροπλάνα και βαπόρια, με αυτοκίνητα και τρένα, μέσα ή έξω από τη χώρα. Άλλοι θα πάνε σε ακριβά κοσμικά χειμερινά θέρετρα, άλλοι σε μικρά απόμερα χωριά κι άλλοι ανάλογα τις ανάγκες τους θα παραμείνουν, στη θαλπωρή του σπιτιού με φιλική παρέα ή μόνοι. Μα εμείς πάντα εκεί. Εκεί που οι καρδιές χτυπάνε έντονα και νοιώθουν τη σημασία της ύπαρξης και το μεγαλείο της δημιουργίας . Εκεί που ο χρόνος έχει σταματήσει σε παλιούς βυζαντινούς καιρούς κάτω απ΄το κάστρο, σε καλντερίμια γνώριμα που πρωτοσήραμε τα βήματά μας. Εκεί κάτω απ τη σκιά του Παντοκράτορα που θα μας δίνει ουράνια δύναμη , μαζί με την τσίκνα του Χοιρινού, το σταρένιο αχνιστό ψωμί, την χοντροελιά την Αγγελοκαστρίτικη, τα άγρια τα χόρτα από τον κάμπο, το ούζο του Λέτα το κοκκινέλι απ το Μερακλή, και την ατέλειωτη πολυλογία απ’ τον Φάνη. Ξυπνάς χαράματα χορτάτος από έναν ελαφρύ και ξέγνοιαστο ύπνο με το γλυκό τραγούδι της καμπάνας, που λίγο πιο ύστερα ακολουθεί το μελωδικό σφύριγμα κάποιου μπερμπάντη κότσυφα. Περπατάς όλη μέρα «επί του ρέματος» σε θεϊκή μοναξιά και σε γαλήνια οδοιπορία ωρών ,σίγουρος ότι κάποτε θα φτάσεις στον προορισμό σου. Το μούχρωμα του δειλινού έρχεται η ώρα η βραδινή που σιγοβρέχει ευλογία. Μετά το απόδειπνο συζητάς για λίγο στο καφενείο με τους συγχωριανούς. Απλοϊκοί εν τη σοφία, σοφοί μες την απλότητά τους. Γαληνεμένες ψυχές, που κατέχουν τη φτώχια που τους δίνει η αγροτιά. Τη νύχτα πολυέλαιος αναμμένος ο ουράνιος θόλος. Κοντά στο κιτρινωπό φως μιας λάμπας πεζοδρομίου του Δήμου με δέος καταγράφεις τις σκόρπιες σκέψεις που ρέουν ποταμός. Η έλξη του Αγγελοκάστρου είναι μεγάλη και απόκοσμη, και ανεξήγητη στους αδαείς. Όλα τα αγαθά της μοναδικής αυτής κοινότητας δεν θα τα βρείτε έτοιμα να σας περιμένουν. Πρέπει να ψάξετε καλά, και να σκαλίσετε καλά τα παιδικά σας χρόνια, και όλα τα βιώματα που έχετε από εκεί. Και κάτι ακόμα:


Αφήστε για λίγο τα κινητά και τα ακίνητά σας κατά μέρος, τους υπολογιστές, τα φαξ και τα τηλέφωνα, τα εργασιακά και τα προβλήματα. Εκεί δεν έχουνε και τόση σημασία αυτά. Και μετά θα γυρίσετε πίσω ξεκούραστοι, ανανεωμένοι, ανάλαφρο ι, και ευτυχείς, γεμάτοι ζωντάνια για δουλειά και δημιουργία. Και τότε ίσως ψιθυρίσετε κι εσείς: «Μόνο εδώ ποιότητα γεμίζει η ζωή μου»... Κώστας Μπούτιβας.


ΤΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ. Δεν ήταν έτσι ρε παιδιά οι απόκριες. Πόσοι τις πήραν είδηση κι εφέτος; Όλα στημένα, απρόσωπα κι ακριβοπληρωμένα. Όλα από πλαστικό μπογιά και τόνους φελιζόλ. Ψεύτικο κέφι σε μια ψεύτικη γιορτή. Που είναι εκείνες οι απόκριες στο Αγγελόκαστρο, που περιμέναμε με αγωνία πότε θα’ρθουν. Άλλα τα χρόνια όμως κι άλλες οι εποχές. Ήταν μικρή τότε η κοινωνία του χωριού, κι όλοι είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους. Έτσι το πνεύμα της αποκριάς κυριαρχούσε σ’ όλο το χωριό. Η κοινωνία στερημένη και διψασμένη για λίγη διασκέδαση μετά τα πέτρινα τα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, παρά τη φτώχια της, περίμενε κάποιες γιορτές για να το ρίξει λίγο έξω. Και ιδίως την αποκριά, όπου εδώ μιλάμε για πλήρη απελευθέρωση, και γενική διακωμώδηση των πάντων, χωρίς καμία παρεξήγηση και υποκρισία. Πώς να ξεχάσω τον Γιάννη Μπούζα να ’ναι καλά. Που ερχόντανε στη βάβω Κώσταινα και του βάζε μια πάντα πλουμιστή από τον τοίχο, πετραχήλι, τού φτιαχνε κι ένα θυμιατό από τενεκεδάκι γάλα εβαπορέ, του κόλαγε και γένια από τραγόμαλλο, και τον μασκάρευε έναν τέλειο Αρχιεπίσκοπο. Τον Πάνο Ζαλοκώστα ντυμένο αστυνόμο, να κυνηγάει τον Κώστα τον Πετράκη που έκανε τον κλέφτη, κι έτρεχε πάντα να κρυφτεί πίσω απ’ τις γυναικείες συντροφιές που τρομοκρατημένες διαλυόντανε. Η την μεγάλη ομάδα του μπάρμπα Χρήστου και του Στέλιου Κασιδιάρη που έκανε πάντα τον γυναικολόγο τον γιατρό, με Πάνο Λώλο (Βασιλακόπουλο) κι όλους τους άνδρες απ’ την επάνω εκείνη γειτονιά Ψηλαλονιού. Κάποια απόκρια μάλιστα κάνανε τους μηχανικούς, τάχα ολόκληρο συνεργείο Δημοσίων έργων, και μέτραγαν για την διάνοιξη του επάνω δρόμου. Κι εκεί στο σπίτι του μπάρμπα Φίλλιπα του Παπουτσή που ακόμα η γωνία του προεξέχει μες το δρόμο, με μια μετροκορδέλα μετρούσανε το πόσο θα το κόψουν. Και να’χει γίνει ο μπάρμπα Φίλλιπας μπαρούτι, που είχε πιεί και τα κρασάκια του, και του ‘ρχονταν ότι θα γίνει αλήθεια η κατεδάφιση. Αλλά και οι Μπούλες. Όλη την νύχτα Κυριακή το βράδυ, μασκαρεμένοι


να γυρνάμε σχεδόν όλα τα σπίτια του χωριού. Εκεί να δεις παρά τη φτώχια τραπεζώματα και πλούσια κρασοκατάνυξη, σ΄όλους τους μαχαλάδες του χωριού. Και δεν σε άφηναν να φύγεις αν δεν σ’ αναγνώριζαν κι αν δεν δοκίμαζες απ’ τον δικό τους τον κρασομεζέ. Που τα θυμήθηκα και πάλι όλα ετούτα εδώ στον ξένο τόπο, που οι μάσκες πια για πάντα έχουν πέσει,( η μάλλον καλύτερα φοριούνται καθημερινά) μες την μαζικοποίηση την ύποπτη την γκλαμουριά και την υποκρισία. Μας το σκοτώσανε το όνειρο οι κουφάλες Πατριώτη κι όλους μαζί ας έκαναν καρνάβαλους καθημερνούς. Όχι κείνα τα χρόνια δεν ήταν έτσι οι απόκριες ρε παιδιά. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΣΦΕΡΔΕΚΛΟΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ. Εκείνη η αναμονή, ήταν μαρτύριο εκεί κάτω στην πλατεία Χατζοπούλου. Καμιά φορά περνούσε και τις δύο ώρες αν τύχαινε την τελευταία στιγμή να χάσεις το αστικό. Και που τότε λεπτά, τέλη δεκαετίας του εβδομήντα, στα γυμνασιακά τα χρόνια τα φτωχά. Έτσι μας έτρωγε το καθούρι στην πλατεία, αφού δεν είχαμε και άλλη επιλογή. Ήτανε και το καφενείο του Θωμόπουλου, που έξω απ’ την πόρτα του εστάθμευε το αστικό, μα πιο πολλές φορές ήταν γεμάτο, δεν χόραγες σχεδόν ούτε να μπεις. Και ευτυχώς που δίπλα απ’ το Θωμόπουλο ήτανε το κουρείο του Κουτρουμάνου με την συμβολική ονομασία ΄΄ο Γιεγιές΄΄. Το μαγαζί με δυό τεράστιους καναπέδες, γινόντανε συχνά το καταφύγιό μας, μιάς και ο ιδιοκτήτης του ο Χρήστος Κουτρουμάνος ήταν καλοπροαίρετο ανθρωπάκι, κι εκτός αυτού ,όλων των των πατεράδων μας γνωστός. Ο τελετουργικός αυτός κουρέας, κρατώντας το ψαλίδι του με τέμπο, και κροταλίζοντάς το με ιδιαίτερο ρυθμό, αν δεν μιλούσε για πολιτικά, που ήταν της μόδας τότε στη μεταπολίτευση, θα εσιγόψελνε κάνα τροπάριο, με τη ζεστή και μπάσα του φωνή. Κι εμείς στους καναπέδες καθισμένοι, κάποτε-κάποτε κρατούσαμε το ίσο, και κάπου – κάπου έτσι για πλάκα ρίχναμε κάνα κυριελέησον μαζί με σταυροκόπημα γερό. Ωραία χρόνια, ωραίες πλάκες άλλες εποχές. Είχε ο κυρ Χρήστος τότε για βοηθό του έναν διάολο, ένα παιδί για όλες τις δουλειές. Ένα μικροφτιαγμένο κακομούτσουνο αλητάκο, που όλοι το ξέραν με το παρατσούκλι ΄΄Σφέρδεκλος΄΄. Απροσδιόριστο από που έβγαινε το παρατσούκλι όπως απροσδιόριστη ήταν η ηλικία του και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητας. Πληρώνονταν από τα πουρμπουάρ των πελατών, γιατί ο κουρέας εκτός από τις συμβουλές, κι από σταυρούς, καντήλια. κολυμπιθρόξηλα και άλλα τέτοια εκκλησιαστικά, δεν του ’δινε δεκάρα τσακιστή. Μιά μέρα που τον έστειλε για ξυραφάκια, σαπούνι σκόνη για το ξύρισμα, και για κολόνια πέρα στην πλατεία Στράτου, έπαιξε ο διαολάκος σταυροκόνι τα λεφτά. Του ’φερε τότε ο μπαρμπέρης τη βούρτσα ξεσκονίσματος στο κούτελο, και είδε ο Σφέρδεκλος νταλίκα το αστικό. Έριξε πίσω μαύρη πέτρα ο μικρός, και χάθηκε για πάντα απ’ την πλατεία. Προχθές το βράδυ σ’ ένα τηλεοπτικό κανάλι, ήτανε κάποιος με μακριά


μαλλιά και με γενειάδα άκρως περιποιημένη. Με πουκαμίσα πλουμιστή και με φουλάρι, μιλούσε άνετα για ανεξήγητα φαινόμενα, που ήταν το θέμα που επραγματεύονταν η εκπομπή. Ήταν ο ΄΄σφέρδεκλος΄΄ ο σπόρος του κουρείου. Λες διάολε να του ’μεινε από τη βούρτσα του κουρείου, και βλέπει μια ζωή από τότε εξωγήινους. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΟ ΟΥΖΟ. Έξω χιονόνερο κρύο και συννεφιά. Μες την καρδιά του καταχείμωνου. Παραπονιάρικο τραγούδι μ’ ένα φράγκο στο ηλεκτρόφωνο, και τσιμουδιά στο ουζοκαφενείο του Νίκου Καραλή εκεί σχεδόν στην άκρη τότε του χωριού, εκείνο το μουντό βαριεστημένο απόβραδο. Δίπλα στη σόμπα με τα ξύλα, πεντ’ έξη τακτικοί και νη εξαιρετέοι θαμώνες από την κάτω γειτονιά. Κι εμείς οι ΄΄διανοούμενοι΄΄. Μια καλή παρέα τότε γυμνασιόπαιδα, που είχαμε βρεί αποκούμπι εκεί, και ρίχναμε τις φούμες μας (Καρέλια φλέτζα των δέκα σιγαρέτων πακετάκι) χωρίς κανένας να μας ενοχλεί. Να έρθουν τα πρώτα είπε ο Ψυλιάς ο Παντελής και επικρότησε ο Γιώργος Νεστοράτος. Και εξαμόλησε ο Νίκος ο κουμπάρος, με την χοντρή και μπάσα του φωνή πάλι εκείνο το γνωστό και τετριμμένο, που έκανε πάντα το Νίκο Ζαλοκώστα να γελάει. - Θέλτε στραγάλια η αντζούγιες. - Φέρε ότι να’ναι αρκεί να’ναι καλό, τ’ απάντησε με το γνωστό ειρωνικό και σκωπτικό του τρόπο, ο αρχιδιάολος Βασίλης Ρουσογιάννης. Και ήρθαν τα πρώτα ούζα μες’ το τσίγκινο μισόκιλο, κι έκανε ο Παύλος ο Κουτούμπας τη διανομή. Κι εκεί που είχε πέσει πάλι τσιμουδιά, και κουτσοπίναμε με τις αντζούγιες το ουζάκι, το έρίξε ο Κώστας Ρουσογιάννης- ο δάσκαλοςπου ήταν τότε απ’ τα πρώτα τα παιδιά.- Γιατί το λένε ούζο ρε παιδιά, και από πού βγήκε τ’ όνομα ετούτο; Όλοι κοιτάξανε εμένα που είχα πια εντρυφήσει με το προϊόν και νόμιζαν ότι θα ξέρω την απάντηση. Μ’ έπιασε απροετοίμαστο η ερώτηση και μάζεψα τις πλάτες. Όμως τους έταξα πως σίγουρα αύριο θα ξέρω. Την άλλη μέρα στο σχολείο, στο δεύτερο τότε Αρρένων Αγρινίου, ο Μανιφάβας ο Βαγγέλης εξαίρετος φιλόλογος που όμως εμάς μας έκανε ιστορία, έπεσε απ’ τα σύννεφα που είδε δικό μου χέρι σηκωμένο.Μπούτιβα εσύ είσαι η ονειρεύομαι; - Μάλιστα κύριε και έχω μια σπουδαία απορία. Εσύ απορία με την ιστορία; Τώρα είναι που πρέπει για να την ξαναγράψουνε απ΄την αρχή. Είπε γελώντας κάτω απ’ τα συρμάτινα γυαλιά του, και προέτρεψε την τάξη να γίνει απόλυτη σιωπή. – Θέλω να μάθω κύριε από πού προέρχεται η λέξη Ούζο. Χαμός στην τάξη απ΄το γέλιο, μα ο Μανιφάβας που απ’ ότι ξέραμε του άρεσε το ουζάκι και το έτσουζε αρκετά, βρήκε επιτυχημένη την ερώτηση, προσδίδοντάς της


μάλιστα και ιστορική μορφή. Και έτσι άρχισε: Στην Τουρκοκρατία ταξίδευε μέσω Ελλάδος απ΄την Ιταλία για την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη ένα δυνατό και εύγευστο ποτό, προς χρήση του Σουλτάνου του χαρεμιού και της παρέας του. Κρυφά βέβαια και με μυστικούς Έλληνες μεταπράτες γιατί το κοράνι απαγορεύει αυστηρός το αλκοόλ. Μάλιστα τα βαρέλια που περιείχαν το θαυμάσιο αυτό ποτό, ήταν καλά σφραγισμένα για να μην ανοίγονται, και για να φθάνουν ασφαλή στον προορισμό τους έγραφαν επάνω στα λατινικά:(Το έγραψε στον πίνακα ο καθηγητής με κιμωλία, γι’ αυτό μου αποτυπώθηκε και το θυμάμαι ακόμα) PER L’USO DI SULTANO.

Δηλαδή για χρήση του Σουλτάνου. Όμως κάποια φορά εκεί κατά τον Τύρναβο μεριά. Αρματολοί και κλέφτες αρπάξαν τα βαρέλια, και υποχρέωσαν τον Ιταλό τον συνοδό που πήγαινε να παραλάβει γρόσια απ’ τον Σουλτάνο για να τους πει πώς φτιάχνουν το ποτό. Διαβάσανε και στα βαρέλια επάνω USO Kι έτσι το βγάλανε κι αυτοί με την ονομασία ΟΥΖΟ. Μωρή κουφάλα εγκυκλοπαίδεια είσαι είπε το άλλο βράδυ ο Βασίλης γελώντας περιπαικτικά ακόμα και τα γαλανά του μάτια. Και έβγαλε ομόφωνη απόφαση η ομήγυρη ότι απόψε δεν θα πληρώσω φράγκο για το ούζο εγώ. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ Είναι μια περιοχή έξω απ’το χωριό που ονομάζεται στεφάνι. Εκεί μας πήγαιναν πολλές φορές εκδρομή εκείνα τα χρόνια του δημοτικού οι δάσκαλοι. Πώς ονομάστηκε όμως έτσι τούτη η περιοχή λίγο μετά απ’την Μπαλή, κι εκεί που αρχίζει ο γκρεμός για τα Παλιάμπελα, πάνω ακριβώς απ’του τραίνου τις γραμμές; Μία θλιβερή ιστορία είναι και ακούστε την. Το τραίνο είχε αφήσει από ώρα τη Σταμνά και κατευθυνόταν προς το σταθμό του Αγγελοκάστρου. Χρόνια της πείνας, του πολέμου και του χαλασμού. Στο τελευταίο βαγόνι καθόταν μια σαραντάρα τροφαντή απέναντι από έναν εικοσιπεντάρη άντρα νεαρό. Δεν μιλούσαν μεταξύ τους, μονάχα κάπου κάπου αντάλλασσαν κρυφές ματιές. Δυο τρία χαρτόκουτα είχε κάτω απ’το κάθισμά της η γυναίκα, κι ένα καλάθι ανάμεσα στα πόδια της. Κι ο ηλιοκαμένος νεαρός δίπλα του είχε ακουμπήσει όλη την περιουσία του, δύο πουκάμισα, ένα παντελόνι και ένα σακάκι σ’ένα μπόγο, τυλιγμένα με σεντόνι. Έναν κασμά κι ένα τσαπί δεμένα με σχοινί κάτω απ’το κάθισμά του. Στον κάμπο ερχόταν μάλλον για να βρει δουλειά. Είχε μεσάσει ο ήλιος πια στον ουρανό και πύρωνε για τα καλά τον κάμπο. Ήταν αρχές καλοκαιριού και οι μυρωδιές της φύσης από τα ανοιγμένα τζάμια έμπαιναν στα βαγόνια. Το τραίνο προχωρούσε αργά και ράθυμα, σαν να’θελε και τούτο να χασομερήσει, μες σ’αυτή την πανδαισία των χρωμάτων, αποκοιμίζοντας τους λίγους επιβάτες του. Κάθε λίγο και λιγάκι η τροφαντή γυναίκα έκλεινε τα μάτια μα έπειτα τα ξανάνοιγε απότομα, καθώς ξεγλιστρούσε απ’τα γόνατά της το πανέρι, μα ο νεαρός απέναντι κοιμότανε για τα καλά, σκάζοντας κάπου κάπου ένα χαμόγελο. Ποιος ξέρει τι καλό έβλεπε σε κάποιο όνειρό του. Έξαφνα εκεί που συναντάει η γραμμή το δρόμο στα Παλιάμπελα, που σ’οδηγεί κάτω στον Αι Λια ξύπνησε για τα καλά πια η γυναίκα και ξεσκεπάζοντας από τα γόνατά της το καλάθι, τράβηξε από μέσα το καρβέλι ψωμί, αυγά σφιχτά βραστά, κι ένα κομμάτι κίτρινο κεφαλοτύρι και το ’στρωσε στο φαί για τα καλά. Ξύπνησε τότε απότομα κι ο νέος κι έμεινε να κοιτάει τη γυναίκα. Είχε στυλώσει πάνω της τα μάτια και


παρακολουθούσε τα σαγόνια της που ανεβοκατεβαίνανε. Σαν λιμασμένη έτρωγε ετούτη και σταματούσε μόνο για ν’ ανασάνει. Τότε δεν άντεξε ο νέος, που είχε ποιος ξέρει πόσες μέρες να δει φαί, και όρμησε να της πάρει το ψωμί απ’τα χέρια. Έμπηξε εκείνη τις τσιρίδες και τις φωνές. «Βοήθεια χριστιανοί, με κλέβουνε!». Το τραίνο είχε φτάσει πια επάνω απ’τα Παλιάμπελα, εκεί που χάσκει κάτω από τις ράγες ο γκρεμός. Πέντε έξι αγουροξυπνημένοι επιβάτες τράβηξαν με βρισιές και απειλές κατά του πεινασμένου νεαρού ξωμάχου. Τους είδε ο φουκαράς και κατατρόμαξε. Πού να προλάβει να τους πει δικαιολογία. Ενώ ο ελεγκτής, που είχε στραβώσει το κασκέτο του, ακολουθώντας από πίσω ούρλιαξε «πιάστε τον, πιάστε τον». Έδωσε ένα σάλτο ο φουκαράς ανοίγοντας την πόρτα και βρέθηκε έξω απ’ το τραίνο. Τον βρήκαν σαν σταμάτησε εκείνο, στα βράχια τσακισμένο, στην άκρη του γκρεμού. Κάθε χρονιά, μετά, την ίδια μέρα σταματούσε σ’εκείνο το σημείο ακριβώς το τραίνο, να βγάλει ο μηχανοδηγός ένα τεράστιο στεφάνι από λουλούδια απ’τις γραμμές, που λένε πως άφηνε κάποια γυναίκα εκεί. Ίσως να ήταν η τροφαντή η σαραντάρα, που οι τύψεις και οι ερινύες την βασάνιζαν. Έτσι, από τότε, είπαν στεφάνι εκείνη την περιοχή. Και έτσι μένει ακόμη ως τις μέρες μας. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΠΑΝΟΣ Ο ΚΛΑΝΑΣ. Οι γύφτοι, οι ROM όπως συνηθίσαμε να τους αποκαλούμε τώρα τελευταία ίσως για να μετριάσουμε κυρίως εμείς τις ενοχές μας απ` την πολύ κακή συμπεριφορά απέναντί τους σε παλιότερες ιδίως εποχές, είναι μια φυλή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά και μεγάλο αυθορμητισμό που πηγάζει και έχει τις ρίζες του στη μεγάλη ανεξαρτησία που τους διακρίνει και τους διέκρινε πάντα. Σήμερα όμως αλλά και παλιότερα αυτή η φυλή έχει ενταχθεί απόλυτα στον κοινωνικό ιστό, όχι μόνο της περιοχής και του χωριού μας αλλά κι ολόκληρης της επικράτειας. Ιδικά όμως στον τόπο μας και στο χωρίο μας γενικότερα υπάρχει μια αμφίδρομη πορεία μεταξύ μας. Ήρθαν οι γύφτοι στο χωριό στα χαλασμένα κάρα τους γέμισε η ακροποταμιά απ` τη μεγάλη φάρα τους

Στήσανε τα τσαντίρια τους πιο κάτω απ` το σταθμό πιάσανε στο κλαρίνο τους αργόσυρτο σκοπό. Έγραφα σ` ένα ποίημα των μαθητικών μου χρόνων. Αυτή λοιπόν η φυλή , η ατίθαση , η αυθόρμητη, η γλεντζέδικη που είχε και έχει τη μουσική στο αίμα τη δεν είναι τυχαίο που οι πιο πολλοί σήμερα δημοτικοί οργανοπαίχτες με μεγάλα ονόματα στο χώρο ανέκαθεν είναι απ` αυτή τη φάρα -ήρθε κι έδεσε με τους Αγγελοκαστρίτες. Ποτέ δεν θυμάμαι να προέκυψε μεταξύ τους κάποιο πρόβλημα, ιδίως με τις ντόπιες γυφτοφαμελιές που έμεναν αρκετό διάστημα στο Αγγελόκαστρο κυρίως τα Καλοκαίρια λόγω του πανηγυριού αλλά και κάποιας παροδικής γεωργικής εργασίας στο κάμπο. Μάλιστα με πολλές απ` αυτές τις φαμίλιες αποκτήθηκαν και σχέσεις κουμπαριάς με πολλούς Αγγελοκαστρίτες, και ακόμα και στις μέρες μας η νεότεροι δηλαδή γενιά αλληλοαποκαλούμαστε κουμπάροι. Ένας τέτοιος λοιπόν, επί χρόνια βασικό στέλεχος στους γάμους


στις γιορτές και στα γλέντια, και ιδικά στο πανηγύρι του χωριού είναιήταν δεν ξέρω γιατί φέτος στο πανηγύρι δεν τον είδα στο χωριό κι όταν αναρωτήθηκα στο καφενείο τι έγινε κάποιος ανεπίσημα βέβαια είπε ότι μάλλον τον σκότωσε αυτοκίνητο, είναι ας πούμε λοιπόν και να είναι καλά ο άνθρωπος, ο Πάνος ο Κλάνας. Μια ασκητική μορφή, αδύνατος πετσί και κόκαλο, πάντα κουστουμαριζμένος μ` ένα παλιοκαιρισμένο τριμμένο κουστούμι, με μια ξεχαρβαλωμένη κιθάρα στην πλάτη κι` ένα σαράβαλο ποδήλατο που έρχονταν μ` αυτό απ` τα` Αγρίνιο –εκεί μεταξύ Δοκιμίου κι Αγρινίου που είναι πολλές γυφτοφαμελιές εγκατεστημένες- και που πάντα το άφηνε στα πρώτα σπίτια του χωριού. Για το πώς προέκυψε το παρατσούκλι τώρα μην με ρωτάτε δεν ξέρω, αυτό που ξέρω είναι ότι είχαμε πολλά σώου με τον Πάνο τον Κλάνα μέχρι τώρα τελευταία στις μέρες μας κάτω στο χωρίο.Τον επευφημούσαμε και τον καταχειροκροτούσαμε μετά από κάθε τραγουδιστικό ρεσιτάλ που έδινε έξω απ` τα καφενεία και του προσφέραμε ακόμα κι` ανθοδέσμες …από τσουκνίδες. Και κορδώνονταν ο Πάνος σαν γύφτικο σκεπάρνι –όνομα και πράγμα-και σηκώνονταν όρθιος κι έκανε υποκλίσεις βάζοντας την κιθάρα του στο μέρος της καρδιάς του να μας ευχαριστήσει. Κι άλλο- κι άλλο ωρύονταν το πλήθος, κι άρχιζε ο Πάνος το πιο αγαπημένο του. Ρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι με πότισες φαρμάκι ρε μελαχρινάκι. Πολύ παρακάτω δεν ήξερε κι έλεγε όλο το ίδιο και το ίδιο για αρκετή ώρα.Ένα άλλο τώρα περιστατικό με τον Πάνο πριν λίγα χρόνια. Πρωινές ώρες στο πανηγύρι, χαράματα που τελείωσε το χοροστάσι μια διαολοπαρέα Αγγελοκαστρίτες ανακάλυψαν τον Πάνο να κοιμάται πάνω σ` ένα μεγάλο τροχοφόρο καρότσι από παιχνίδια. Κουρασμένος και σουρωμένος ο Πάνος είχε βρει το άδειο καρότσι απ` τα παιχνίδια στην άκρη του δρόμου και είπε να πάρει εκεί έναν υπνάκο. Τι το ήθελε ο φουκαράς κάτω στο γήπεδο βρέθηκε Πάνος και καρότσι ποιος ξέρει πώς απ` τη διαολοπαρέα. Ωραίος λοιπόν τύπος ο Πάνος, σήκωνε τα καλαμπούρια απ` τους χωριανούς, και δεν βαρυγκωμούσε με τίποτα, κι αυτοί όμως στην ιδιαίτερη αυτή σχέση αγάπης τους, τον περιποιόνταν δεόντως. Πάντα έφευγε φαγωμένος ,πιωμένος και το κυριότερο ματσωμένος μ` αρκετό χρήμα απ` το χωριό. Γι` αυτό και ήτανε πάντα στην πρώτη του προτίμηση το Αγγελόκαστρο, όπως και τούτη τη φορά παραμονή του πανηγυριού. Είχε αργήσει ο Πάνος κι έρχονταν ασθμαίνοντας και καταϊδρωμένος με το σαραβαλοποδήλατο απ` τ` Αγρίνιο. Κάτω στο μύλο, στην αρχή του χωριού όπως ερχόμαστε απ` το Αγρίνιο, η τροχαία εκείνα τα χρόνια της μεγάλης κίνησης του πανηγυριού μονοδρομούσε το δρόμο κι


έστελνε τ` αυτοκίνητα απ` τον παλιό δρόμο τον επάνω ,του χωριού. Όπως έρχονταν λοιπόν ο Πάνος φουριόζος δεν κατάλαβε την παρότρυνση του τροχονόμου για την παράκαμψη και μπήκε κανονικά απ` τον κάτω δρόμο. Σφυρίζει ο τροχονόμος , τον σταματάει και του ζητάει το λόγο γιατί πάει ανάποδα. Ο Πάνος φοβήθηκε λίγο, ένοιωσε και κάποια έκπληξη για την ξαφνική παρέμβαση του οργάνου, μιάς και τον ήξεραν και δεν τον σταμάταγαν σχεδόν ποτέ, και πήγε να διαμαρτυρηθεί. --Μα του δρόμου του ξέρου από δω. --Δεν έχει μα και ξεμά. Θα σε γράψω γιατί είσαι παράνομος, μπήκες παράνομα σε μουνόδρουμου. Κι ο Πάνος αφού είδε τα σκούρα για να γλιτώσει δικαιολογήθηκε ως εξής: Μα κυρ τρουχουνόμι κι εγώ μουνουπινταλιά πάενα. Καλή σου ώρα φίλε Πάνο Κλάνα αν ζείς κι ώρα καλή και καλό κατευόδιο αν μονουπενταλιά διάβηκες για τον άλλο κόσμο. Κώστας Μπούτιβας.


Η ΦΩΤΙΑ. Κατά το μεσημέρι φάνηκε μια στήλη καπνού στην πλαγιά στο πέρα ψηλαλώνι πάνω ακριβώς απ΄την εκκλησία, και σε λίγο το δυνατό μελτέμι έφερε και τις τεράστιες φλόγες. Οι κάτοικοι του χωριού, ντόπιοι και ξένοι που βρίσκονταν εκεί λόγω πανηγυριού, το καυτό εκείνο Αυγουστιάτικο μεσημέρι, κοίταξαν με περιέργεια για λίγο τη φωτιά και συνέχισαν να τακτοποιούν τα καθίσματα για το βράδυ, στα καφενεία στις βεράντες, και στα χοροστάσια. Μερικοί άφησαν για λίγο τις δουλειές, και γύρισαν το βλέμμα τους με περιέργεια προς το μέτωπο της φωτιάς. Πήραν και κιάλια απ΄τους πάγκους τους κάτι αραπάδες μικροπωλητές να βλέπουνε καλύτερα τις λεπτομέρειες. Σαν φούντωσε όμως και άρχισε να καίγεται ολόκληρη η πλαγιά άρχισαν τότε και τα πρώτα σχόλια: Μπα, θα σταματήσει, δεν έχει τιποτ’ άλλο για να κάψει . Όχι, θα δεις που θα πέσει από πίσω. Δεν τη γλιτώνει το νεκροταφείο. Θα κινδυνέψει κι ο Αι Γιώργης θα το δεις. Και η φωτιά προχωρούσε ολοταχώς κατατρώγοντας στο διάβα της τα πάντα. Τότε άρχισαν κάποιοι να μιλούν για ομάδες εθελοντών, που θα βοηθούσαν όπως όπως με τα αγροτικά τους μηχανήματα (ψεκαστικά και άλλα), κουβάδες νερό,και χλωρά κλαδιά. Πού να τους βρεις να τους μαζέψεις όμως τέτοια μέρα ανήμερα του φημισμένου του πανηγυριού. Είχε καταπιαστεί καθ’ ένας με τις μαγκουφιές του. Κάτι πιτσιρικάδες Αθηναίοι που απολάμβαναν την φραπεδιά τους στην πλατεία προέτρεπαν τον μπάρμαν του Βαγγέλη απέναντι, το βράδυ να φτιάξει ένα ιδικό κοκτέιλ για την περίσταση, που θα ονομάζονταν «κις οφ δε φάιαρ»- φιλί της φωτιάς- αν ήθελε τρελά να κονομήσει. Κάποιοι σκεφθήκανε συναγερμός με την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπήσει, αλλά είχε κηδεία εκείνη την ώρα ο παπα Κώστας που κράταγε τα κλειδιά με τα ηλεκτρονικά προγράμματα κωδωνοκρουσιών, και τα κρατούσε μόνο αυτός για να μην γίνει όπως πέρσι στό Αγρίνιο στον Αι Δημήτρη που παίζαν κάτι τσογλανόπαιδα, κι ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή βάλανε να χτυπήσει Ανάσταση!


Και αφήσανε στη μέση και την κηδεία και όπου φύγει φύγει να σωθούνε απ΄τη φωτιά που είχε φτάσει εκείνη τη στιγμή πάνω ακριβώς από την εκκλησία. Κάηκε τελικά όλο το ψηλαλώνι, κινδύνεψαν και σπίτια του χωριού, πήγε και πίσω η φωτιά προς το νεκροταφείο, και θα καιγόνταν σίγουρα κι ο Αι Γίωργης αν δεν προλάβαιναν τα πυροσβεστικά οχήματα, κι ένα πάνω στην ώρα πυροσβεστικό αεροπλάνο να αναλάβει έργο βασικό. Η μπύρα λόγω ζέστης, έρεε ασύστολα το βράδυ, και η μεσημεριανή φωτιά ήταν το πρώτο θέμα της συζήτησης μέχρι να ακουστεί ο πρώτος ήχος , το περιβόητο του Αγγελοκαστρίτικου πανηγυριού το μαρς, από το γλυκολάλητο στα γύφτικα τα χέρια το κλαρίνο. Κώστας Μπούτιβας.


ΚΑΠΝΟΘΛΥΨΗ. Τέτοια εποχή περίπου με το τέλος των σχολειών, αρχίζαν και τα βάσανα θυμάμαι για όλα του Αγγελοκάστρου τα παιδιά. Της εποχής μας τα παιδιά των "χωραφιών". Αν και απ’τις διακοπές του Πάσχα , ξεκινούσε η καπνόθλυψη με το το φύτεμα τότε του καπνού. Απ’ πρωί όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Και εμείς τα παιδιά από κοντά. Τα πιο μεγάλα βοηθούσαν στο βγάλσιμο του φυντανιού από τις βραγιές, τα κρύα πρωινά. Ύστερα αφού γεμίζαμε τα τελάρα ή τις καλάθες με το φυντάνι, παίρναμε μαζί μας τα απαραίτητα και κινούσαμε όλοι μαζί για το χωράφι. Σαν φτάναμε εκεί αφήναμε στον ίσκιο τα πράγματα μας και αρχίζαμε την δουλειά. Οι άντρες έσκαβαν τα αυλάκια ενώ εμείς τα παιδιά με τις γυναίκες, φυτεύαμε με το ξύλινο σουφλί, σκυμμένοι ολημερίς στ' αυλάκι και κάποιοι πότιζαν με το ποτιστήρι, ρίζα-ρίζα τα φυτά για να πιάσουν μέχρι να βγούνε οι μηχανές φυτέματος και να βοηθάνε λίγο την κατάσταση. Τα πιο μικρά παιδιά κουβαλούσαν με προσοχή χεριές-χεριές φυντάνι στα "πιάτα" των φυτευτάδων για να μην καθυστερήσουν εκείνοι. Άλλοτε πάλι έφερναν με τα τσίγκινα κύπελλα νερό στους καπνοφύτες. Κι άλλες φορές τα παιδιά κουβαλούσαν το νερό απ' την κοντινή πηγή ή κάποιον άμπουλα. Έβλεπες προσωπάκια λιοκαμένα, χέρια ξεφλουδισμένα απ' το χώμα και τις πέτρες, ρούχα γεμάτα λάσπη και ιδρώτα, παιδιά να δουλεύουν σα μεγάλοι. Κι όταν σταματούσαν οι μεγάλοι, όλοι κάτω από τον ίσκιο να ξανασάνουν λίγο και να φάνε μια μπουκιά ψωμί βουτηγμένο στο λαδόξιδο με τις παστές σαρδέλες, δυό ελιές και κρεμμύδια, τότε σταματούσαμε κι εμείς και τρώγαμε λαίμαργα το απλό φαγητό μας. Δεν είχαμε απαιτήσεις, βολευόμασταν με τα λίγα. Και μόνο τότε βρίσκαμε την ευκαιρία να τρέξουμε για λίγο, να μαζέψουμε λουλούδια κι άγρια σπαράγγια στο λόγγο κι ύστερα πάλι στ' αυλάκι, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Τότε φορτώναμε στα ζώα τα΄αγροτικό η το τρακτέρ τα "σέα μας" και γυρίζαμε στο χωριό αποκαμωμένοι. Έπρεπε να πλυθούμε βιαστικά, να φορέσουμε ρούχα καθαρά, και να πάμε στην εκκλησία το Μεγαλοβδόμαδο. Την άλλη μέρα ξανά το ίδιο. Πού καιρός για ξεκούραση και παιχνίδι! Και έφθανε η μέρα που άνοιγαν τα σχολεία... Οι διακοπές είχαν τελειώσει για μας τα παιδιά. Μόνο που εμείς τις είχαμε περάσει στα καπνοχώραφα. Κι έπειτα ερχότανε το καλοκαίρι, που με τόση λαχτάρα το


καρτερούνε τα παιδιά για παιχνίδι. Το καλοκαίρι για εμάς τα παιδιά των "χωραφιών" ήταν πάντα καυτό. Γιατί μαζί του έφθανε και το μάζεμα, το αρμάθιασμα, το άπλωμα, το λιάσιμο στη λιάστρα πρωί- νύχτα ακόμα στο καπνοχώραφο. Μισοκοιμισμένα παιδιά στους δρόμους και εκεί με το φως του φεγγαριού ή των φαναριών αρχίναγε το μάζεμα του καπνού. Κι αυτό το πατόφυλλο! Πόσο σκύψιμο , πόσο γδάρσιμο απ' το χώμα! Κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο χέρι. Είχε μια έντονη μυρωδιά το πρωί με τη δροσιά αυτό το πικρό λουλούδι του καπνού.. Μαζεύαμε αγκαλιές και τις αφήναμε στα χεράμια, ή σε καλάθες με προσοχή όμως μη χτυπηθούν τα φύλλα. Εκεί στο μάζεμα τραγουδούσαμε κάπου - κάπου για να ξυπνήσουμε και να δουλεύουμε καλύτερα. Αφού τελειώναμε, φορτώναμε τις καπνοκάλαθες στο ζώο και αργότερα στο αγροτικό κι επιστρέφαμε στο σπίτι. Πλέναμε τα χέρια μας με πράσινο σαπούνι για να βγει το χώμα και η κόλλα του καπνού, τρώγαμε κάτι πρόχειρο και στρωνόμασταν για αρμάθιασμα. Με την ατσάλινη βελόνα φύλλο - φύλλο ως το βράδυ τραβούσε αυτή η διαδικασία, ως το βράδυ σχεδόν με κάποια διαλείμματα για φαγητό και για μια φέτα καρπούζι να δροσιστούμε. Έσμιγε τότε η γλύκα του καρπουζιού με την πίκρα του καπνού, μα εμείς τα παιδιά τα χαιρόμασταν έστω κι έτσι. Κι αφού τέλειωνε το αρμάθιασμα, φορτώναμε τις αρμάθες και τις κουβαλούσαμε στη λιάστρα. Τις απλώναμε μία-μία για να λιαστούν. Εδώ τελείωνε η δουλειά μας. Τελείωνε όμως κι η μέρα. Άντε να ξεκουραστούμε λιγάκι, μας έπαιρνε ο ύπνος αμέσως μόλις πέφταμε στο κρεβάτι μας. Κι αύριο μέρα ξημερώνει. Κι άντε πάλι απ' την αρχή. Είχε βέβαια και τα καλά του εκεί στο αρμάθιασμα. Αστεία, ανέκδοτα, πειράγματα με τα τζιτζίκια ή τις ακρίδες που βρίσκαμε στα φύλλα του καπνού, στοιχήματα ποιος θα φτιάξει τις περισσότερες αρμάθες (σ' αυτά μας παρακινούσαν οι μεγάλοι για να βγαίνει η δουλειά) και το καλύτερο, το δροσερό υποβρύχιο! Η γνωστή βανίλια Το φθηνό γλύκισμα της εποχής, ήταν απόλαυση για τα παιδιά. Η δύσκολη ώρα ήταν εκείνη κατά το μεσημέρι μετά το φαγητό που αποκαμωμένα όπως ήμασταν απ' το πρωινό ξύπνημα, τη μυρωδιά του καπνού, τη ζέστη της ημέρας, γέρναμε νυσταγμένα πάνω στη βελόνα, που με το κόψιμό της ξυπνάγαμε τρομαγμένα. Μας καθησύχαζε τότε η γιαγιά ή η μάνα. "Έλα, δεν είναι τίποτα ! Τύλιξέ το με ένα καπνόφυλλο! Πάει πέρασε!" Κι η αλήθεια είναι πως δεν είχε πάθει ποτέ κανένας μόλυνση. Έχει ο καπνός


και τις θεραπευτικές του ιδιότητες.... Και το βράδυ που μαζευόμασταν στο σπίτι, έφθαναν οι προβλέψεις των γονιών ότι φέτος θα τα οικονομήσουν, πήγε καλά ο καιρός, πέτυχε η σοδειά τους. Θα βγουν οι κόποι της φαμελιά τους; θα μείνει κάτι απ’ την τράπεζα; Και κάποτε οι υποσχέσεις: όταν ανοίξουν τα σχολεία θα αγοράσουμε παπούτσια, ρούχα τετράδια και καινούργια τσάντα και εμείς τότε γεμίζαμε από χαρά. Έτσι κύλαγε ο καιρός. Τελείωνε ο καπνός. Λιάζονταν στα "κρεβάτια". Και εδώ πάλι εμείς τα παιδιά βοηθούσαμε στο βαντάκωμα και στο κρέμασμα στην αποθήκη. Έτσι ήταν τότε η ζωή μας σαν παιδιά στο χωριό, πικρή σαν και τον ίδιο τον καπνό, και πήραμε των ομματίων μας, για να βρεθούμε εδώ στην πόλη την ανθρωποφάγα και στη χάψη, να δίνουμε αγώνα για το μεροκάματο, και να καπνίζουμε αρειμανίως ετούτο το πρόστυχο το προϊόν που βλάπτει κατά πως λένε όλοι την υγεία, και που εμάς στα δύσκολα εκείνα χρόνια έδωσε ζωή. Κώστας Μπούτιβας.


Ο ΚΑΡΠΟΥΖΕΜΠΟΡΑΣ Ο ΚΟΥΤΣΚΟΥΛΙΑΣ. Όλα τα 'χε ο καρπουζέμπορας, το δερματάκι του το κατακόκκινο απ’ τα μπάνια, ξιγκάτο, τσιτωμένο, το ρολόι του στο χέρι το ρόλεξ και τον αναπτήρα τον επιχρυσωμένο στην τσέπη του. Μεγάλο πράμα το εμπόριο. Μυαλό χρειάζεται και στην κομπίνα δεν μας βγαίνει ουδείς. Το λέμε, το φωνάζουμε, το πιστεύουμε. Τέλος. Μας αρέσει κι ο λαός. Να νταραβεριζόμαστε μαζί του, να χωνόμαστε στο πετσί του, να ρυθμίζουμε την τσέπη του. Σήμερα έχει πανηγύρι κάτου στο Αγγελόκαστρο. Λαϊκό πανηγύρι. Πασίγνωστο ανά τον ντουνιά από παλιά. Πάνε κι έρχονται ο κοσμάκης, ανάβουνε κερί στον Παντοκράτορα, τρώνε σουβλάκια, πίνουνε μπύρες στα μαγαζιά, όλοι χαίρονται και γελάνε. Αράζει η σκούρα η ΄΄τσάγκουαρ΄΄, με το γυαλιστερό θηρίο μπροστά στη μούρη και βγαίνει αυτός κι η κοιλιά του, να κάνει τσάρκα, να χαρεί με τον κοσμάκη, σαρξ εκ της σαρκός του, άσε που μπορεί να πετύχει και κάνα κοριτσόπουλο, όλο κι έχει νοστιμούλικα εδώ κάτω στα πανηγύρια, που ξαναφέρνουν τα νιάτα στις πολυκαιρισμένες μεσόκοπες αδυναμίες. Και το λοιπόν, τούτη η Βασίλο κατά όπως την βαφτίσανε καθ ότι έτσι λέγαν τη γιαγιά, Βάσω η Βασούλα κατά το πρέπον και σημερινό, βγήκε με το αμάνικό της το λευκό, τα σκουλαρίκια κρίκους στ' αυτιά, μια ζωή από μικρό παιδί στο καπνοχώραφο, είπε όλο και κάποιο ξάδερφο θα συναντήσει για παρέα, πανηγύρι του Αγγελοκάστρου είναι αυτό μα δεν φάνηκε ακόμα κανείς -κακοχρονονάχουνε- και τώρα γυρίζει μοναχή της, σαν την άδικη κατάρα, με το τσαντάκι της το νάιλον, το μαλλάκι της φρεσκολουσμένο, και το βαμμένο το μάτι να πετάει σπίθες στον αέρα. Την πειράζουνε τ' αγόρια, «πω πω! μανάρα μου », Άει να χαθείτε κρύοι, είναι κι ένας Σταμνιώτης μελαχρινός ωραίο παλικάρι, την κοιτάζει και την ξανακοιτάζει κι όλο την παίρνει από πίσω στο κυνηγητό , παίρνει και θάρρος να πει δυό λογάκια, αλλά τον στρώνει στο κοντό η Βασίλο. Κι απάνου εκεί που του τα Ψέλνει, νάσου η κοιλιά και με τον καρπουζέμπορα επί κεφαλής να παίρνει το δίκιο της: - Καλά σου λέει η κοπέλα.


Πάει να τσατιστεί ο Σταμνιώτης , κάνει όμως κράτει, σα βλέπει το ρόλεξ και τον επιχρυσωμένο αναπτήρα ν’ανάβει το πούρο. Που να τα βάζεις τώρα με τούτους τους χλιδά τους, για τέτοια είμαστε; Φεύγει και δίνει τόπο στην οργή. Χαμογελάει η Βάσω, δείχνει ο καρπουζέμπορ τα μεζεκλίκια που στέλνουνε την τσίκνα τους στον Παντοκράτορα, βάζει και τη γλυκιά του τη φωνή: -Θέλετε; Ναι, το θέλει η Βασούλα κόλλησε το στόμα της, πιαστήκανε τα ποδάρια της στο πήγαινε έλα, ήτανε και στενά τα γοβάκια το θέλει λοιπόν και το παραθέλει. Πίνει τη μπύρα την παγωμένη τρώει και τα μεζεκλίκια της, «ωραία πράματα». Είναι συγκινημένος κι ο μεγαλέμπορας, κατεβάζει σωρηδόν τα αρνοπαΐδια και γεμίζει η καρδούλα του με μιαν υπέρτατη ευτυχία, τι να τα κάνεις τα καρπούζια άμα είσαι μοναχός στη ζωή, σε κανέναν δεν αρέσει η μοναξιά, φτάνει κύριε μια Βάσω με αμάνικο να σε γεμίσει ολόκληρο χαρές. Μιά μπυρίτσα ακόμα να δροσίσουμε τη φλόγα μα; «καλή κοπέλα φαίνεσαι!» περνάμε και το χέρι προστατευτικά πίσω απ' την καρέκλα της, να δείξουμε κιόλας ότι κάναμε κατοχή κι ότι δικιά μας είσαι, άπαξ και πληρώσαμε τις μπύρες. Βαράει ο γύφτος το νταούλι του και χαμογελάει, Κάνουνε κέφια κάτι καλοθρεμμένοι πιο κάτω, τρώνε στα γεμάτα κι όλο ρίχνουνε ματιές λαίμαργες στην δικιά του τη Βάσω, αυτό μας έλειπε τώρα. Μπουκώνει έναν πιτσιρίκο η μάνα του η γύφτισα, δε θέλει να φάει ο μικρός και φωνάζει ο γύφτος σταματώντας για λίγο το νταούλι «Πρήστηκε στην τσικολάτα και στο μαλλί της γριάς μουρή, δέκα έφαγε πώς να φάει το παιδί;» Κι όλα μυρίζουνε κέφι και τσίκνα και καλοπέραση. Λέει, λοιπόν, η Βασούλα, «είσαστε συμπαθητικός», κι αναγαλλιάζει η ψυχή του καρπουζέμπορα. Βεβαίως και είναι, κι ας παιδευτήκαμε να κάνουμε λεφτά στα νιάτα μας, κι ας μη χορτάσαμε Βασούλες και πανηγύρια, σήμερον, δόξα σοι ο Θεός, μπορούμε να κάνουμε κατά το κέφι μας και να ζυγώσουμε μια κοπέλα.


Λεφτά έχουμε, ότι θέλουμε κάνουμε, κι αγοράζουμε ότι σόι χαρά μάς κάνει κέφι. Πάμε με τρόπο εκεί πού 'χουμ' αράξει τη «Τζάγκουαρ», σιγά, δε λέμε κουβέντα για τ’ αυτοκίνητο, να το δει ξαφνικά να της φύγει το καφάσι. Και λοιπόν φτάνουμε και βγάζουμε το κλειδί χαμογελαστοί, ανοίγουμε την πόρτα κι ανοίγει η Βάσω τα μάτια της. -Δικό σου είναι;

-Ναι. Έμπα!

Στραβώνει η Βάσω τα χείλη της, χτυπάει το τακούνι πάνω στην άσφαλτο. Και βάζει τη φωνή: «Δεν θα 'σαι καλά». - Γιατί δεν είμαι καλά; - Τι λες ρε κουτσκουλιά, πετάει και το Αγγελοκαστρίτικο. Να με μπάσεις μέσα κι ύστερα άντε να ξεμπλέξω μαζί σου. Εγώ δεν ξέρω από τέτοια. Άσε μας, χριστιανέ μου. Φεύγει το άσπρο αμάνικο. Ζαρκάδι πάνω στην άσφαλτο, πού να την κυνηγήσεις τώρα και με τέτοια κοιλιά; Και μπαίνει ο καρπουζέμπορας στη «Τζάγκουαρ», φαρμάκι μέσα του τ’ αρνοπαΐδια. Μόνος, αυτός και τα άλογα απ΄ τη μηχανή της σκούρας κούρσας που φεύγει ντροπιασμένη και μαρσαριστή στον ανήφορο κατά την Αηδονόραχη. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΟ ΣΠΛΗΝΑΝΤΕΡΟ. Όσο προχώραγε η ανάγνωση στην εφημερίδα για όλα τούτα τα επικίνδυνα που τρώμε με τα κλοφέν τις διοξίνες και λοιπά, τόσο απολάμβανα με την παλιοπαρέα το ταπεινό ουζάκι, έξω απ’ το Λέτα κάτω στο χωριό. Και όχι τίποτα σπουδαία πράγματα. Γαύρο παστό απ’ το Αιτωλικό, κάτι χοντρές ντόπιες ελιές απ’ τα Καμάρια, μελιτζάνες τηγανισμένες με κουρκούτι, κι απ’ την παλιόπετρα ντομάτα κατακόκκινη με μυρωδάτη ρίγανη στα τέσσερα κομμένη. Όλα αγνά, φρεσκότατα και νόστιμα. Τι άλλο να επιθυμήσεις δηλαδή. Κι ήρθε ο Χριστόφορος με μπότες πέρα απ’ τη σκαφίδα, που πότιζε τα προς ιδίαν κατανάλωση κηπουρικά, σαν το αρχάγγελο το Μιχαήλ, που είναι ζωγραφισμένος στη δεξιά τη πόρτα του ιερού στο μοναστήρι, κι έφερε το χαρμόσυνο το μήνυμα.<< Το βράδυ ο Πάνος ο Τσιλιπάνος φτιάχνει σπληνάντερο επάνω στη Σταμνά. Σε λίγους κι εκλεκτούς όμως το δίνει, μιλάμε για πολύτιμο αγαθό. Άκρα σιγή λοιπόν, και να μην πάρετε γυναίκες, γιατί μετά δεν φτάνει ούτε για μας. Νωρίς-νωρίς το βράδυ, στη μπαλκονάτη την ταβέρνα καθισμένοι να αγναντεύουμε τη λιμνοθάλασσα και τα γεφύρια κάτω στο Αιτωλικό. Και πρίν καλά καλά αρχίσει το τσιμπούσι φτάσανε στην ταβέρνα κάτι ψηλά αλλά αρκετά όπως στο τέλος αποδείχτηκε περπατημένα, τσογλανοπαίδια απ’ τ’ Αγρίνιο. Πηγαίνανε στο Πλατυγιάλι στον Αστακό εκεί κοντά να ρίξουν λέει παραγάδια. Πήραν χαμπάρι το σπληνάντερο που μοσχομύριζε και ζήτησαν στον Πάνο το μισό.-Είναι δοσμένο, τους είπε βλοσυρά ο ταβερνιάρης, και μπήκε στην κουζίνα για να τους δείξει με καμάρι, πως έχει παϊδάκια εκλεκτά. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία, τα Αγρινίωτικα καλά παιδιά, κι αρπάξαν με τη σούβλα το σπληνάντερο. Μάλιστα δεν αντέξανε, να πάνε μακριά να το καταβροχθίσουνε. Βρήκε τη σούβλα ο Πάνος που μπήκε στο αγροτικό και τους κυνήγησε, καταμεσής στο δρόμο πεταμένη, έξω απ’ το κοντινό το χωριουδάκι τον Αηλιά. Έτσι σε γενικές γραμμές συνετελέσθη <<η ακούσια απαγωγή του εδέσματος>>, όπως θα έγραφε και η Παναιτωλική εφημερίδα, την άλλη μέρα αν το ’περναι χαμπάρι. Όσο για μας, ο θρήνος του σπληνάντερου δεν κράτησε πολύ. Ήτανε μάγος με χρυσή καρδιά ο Πάνος. Εκείνη τη στιγμή με φριγανέλια


γρηγοροκατασκευασμένα μας αποζημίωσε, κουβάλησε και γύφτους με κλαρίνα, μας έταξε κι ένα ψητό κατσίκι σουβλισμένο, ελεύθερης βοσκής απ΄ το Ξηρόμερο. Κώστας Μπούτιβας.


ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ. Δεν είναι μακριά εκείνα τα χρόνια τα τόσο διαφορετικά που η κοινωνία του χωριού είχε μια εντελώς αλλιώτικη μορφή. Στα καφενεία για πρέφα , δηλωτή και ούζο οι άντρες, και οι γυναίκες στις σπιτικές δουλειές, και σπάνια για ελάχιστο κουτσομπολιό στη γειτονιά. Και βέβαια όλα αυτά όταν και οι δυό δεν ήταν στο χωράφι, που πήγαιναν απ’ την ανατολή του ήλιου, μέχρι να βασιλέψει πάλι τούτος το βραδάκι. Κάρο αργοκίνητο η ζωή τους, και η επικοινωνία μεταξύ τους περιορίζονταν μόνο στα τυπικά, Τίποτα γάμους, αρραβώνες κηδείες και βαφτίσια. Τούτη τη εποχή δειλά – δειλά έκανε την εμφάνισή του και στο δικό μας το χωριό και το τηλέφωνο. Ένα περίεργο και μαγικό εργαλείο, που έφερε μεγάλη ανατροπή στις σχέσεις των συγχωριανών, Γιατί τα λέω τώρα όλα αυτά; Διαβάστε παρακάτω και θα δείτε. Έκανα χώρο στο κατώι του παλιού σπιτιού τώρα το Πάσχα που μας πέρασε, να βάλω κάτι πράγματα παλιά που δεν χρειάζονταν, Κι όταν μιλάμε για κατώι στο χωριό, είναι σαν να αναφερόμαστε σ’ αρχαιολογικό μουσείο. Εκεί λοιπόν σε μια του τοίχου εγκοπή, βρήκα τις δύο τσίγκινες ταμπέλες, που εδώ και κάπου μισό περίπου αιώνα εγώ είχα μαζέψει, όταν γκρεμίζανε εκείνο το παμπάλαιο το μαγαζί του μπάρμπα Πάνου του Παρά, εκεί που είναι τώρα το σπίτι το Παρέϊκο και το μαγαζί του Γιώργου και του Νίκου. Εκείνο το μαγαζί λοιπόν, μπακάλικο τότε γενικού εμπορίου, ήταν και το τηλεφωνείο του χωριού. Εκεί λοιπόν προσέτρεχε όποιος ήθελε τηλεφωνικά να επικοινωνήσει. Και πάντα καλοπροαίρετος ο μακαρίτης ο μπαρμπαΠάνος - Θεός σχορέστον, έκανε κατά περιόδους και πρόεδρος του χωριού χρόνια αρκετά - τους συνιστούσε πάντα να διαβάζουνε τις δυό καλογραμμένες τσίγκινες ταμπέλες της ΄΄Ανώνυμης Ελληνικής εταιρείας ΄΄ πρόδρομου τότε του Ο.Τ.Ε. αναρτημένες πάνω ακριβώς από το ξύλινο με τα πολλά καλώδια και τις τρυπούλες το κουτί, και την χειρολαβή σαν μανιβέλα εκεί στο πλάι, που την γυρίζανε να δώσει σήμα απ’ ότι φαίνεται. Ιδού λοιπόν τι έγραφαν τότε αυτές οι πινακίδες - που ούτε εγώ ξέρω γιατί τις μάζεψα τότε απ΄τα χαλάσματα με τη χαρακτηριστική και γραφική επιβαλλόμενη καθαρεύουσα της εποχής. «Λαμβάνετε το ακουστικόν και αναμένετε να ακούσητε το ΣΗΜΑ ΚΕΝΤΡΟΥ (εις βραχύς και εις μακρός ήχος επαναλαμβανόμενοι


ανά δύο λεπτά). Εάν δεν το ακούσητε επαναφέρετε το ακουστικόν εις την θέσιν του και ανυψώνετε αυτό μετ' ολίγον. Εκλέγετε τον αριθμό στρέφοντες τον δίσκον μόνον διά του ενός δακτύλου μέχρι του αναστολέως, έπειτα αφίνετε αυτόν ελεύθερον να επιστρέψει εις την κανονικήν του θέσιν, χωρίς ούτε να επισπεύδητε, ούτε να επιβραδύνητε την κίνησίν του. Μετά την εκλογήν του αριθμού, εάν ακούσητε ήχον υψηλόν βραχύν επαναλαμβανόμενον ανά 5 δευτερόλεπτα (ΣΗΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ), σημαίνει ότι η σύνδεσις έγινε. Αναμείνατε επομένως να σας απαντήσουν. Εάν όμως ακούσητε βομβισμόν συνεχή και βαθύν (ΣΗΜΑ ΚΑΤΕΙΛΗΜΜΕΝΟΥ), σημαίνει ότι ο καλούμενος ομιλεί, οπότε οφείλετε απαραιτήτως να επαναφέρητε το ακουστικόν εις την θέσιν του και καλείτε πάλιν μετ' ολίγον. Άλλως ματαίως θα αναμένητε να συνδεθήτε. Όταν σας καλούν, αντί πάσης άλλης απαντήσεως, λέγετε μόνον το όνομά σας ή τον αριθμόν του τηλεφώνου σας. Σήμερα που θεωρούμε το τηλέφωνο φυσικό και απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας τρέλας, μ’ ασύρματες και δορυφορικές συνδέσεις, κι όλα ετούτα τα επιστημονικά που μας ρημάζουνε τις τσέπες με το πολύ μπλά-μπλα και τα τερτίπια τους, μήπως, μήπως λέω, τα λόγια τούτων των δύο τσίγκινων πινακίδων θα αποκτούσαν κάποια αξία, αν τα’ αναρτούσαμε μες το μυαλό μας; Έστω…. για την οικονομία και την τσέπη μας ρε αδερφέ. Κώστας Μπούτιβας.


ΩΡΑΙΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ. Με τούτους τους Άγγλους γνωριστήκαμε στο κάμπινγκ στο Λουτράκι, ήρθαν και κατασκήνωσαν δίπλα απ’ το τροχόσπιτο με το ακριβό τους το αυτοκινούμενο. Μας την έπεσαν από κοντά και γίναμε κολλητοί. Η κυρία ήταν ειλικρινά χάρμα ειδέσθε , κι όταν κατάλαβα ότι γλυκοκοιτάει έβαλα σε εφαρμογή το πονηρό σχέδιο της τάχα αντιπάθειας. -Ντροπή να τούς κρατάς μούτρα, με νουθετούσε κάθε τόσο η γυναίκα μου. Είναι πολύ ευγενείς οι άνθρωποι! Και Δημοκρατικοί. Είδες πως τις μοιράζονται όλες τις δουλειές. -'Όσο γι' αυτό γυναίκα, πολύ αμφιβάλω. Αυτοί μας βάλανε να φαγωθούμε στον εμφύλιο. Θέλουνε προσοχή γιατί ετούτοι μια ζωή ήτανε φίδια κολοβά. -Ωχ κι εσύ καημένε! Δεν υποφέρεσαι ! -Εμ τί να πω; Άσε που μπαφιάσαμε στη λογοδιάρροια. Πάνω που βάζαμε ν’ ακούσουμε κάνα τραγούδι, Ιτς μπιούτιφουλ Χατζιδάκι, βερι γκούτ Θεοδωράκι. Κλάτς, κλατς κλάτς τα παλαμάκια. Αει σιχτίρ από μέσα μου, χούφτωμα απ΄εξω- απ΄εξω πάνω στο συρτάκι την κυρία. Τέλος πάντων πρότεινα γι' αντιπερισπασμό (έτσι για να τονώσω τις Ελληνοβρετανικές σχέσεις , καταλαβαίνεται) να τούς πάρουμε στο χωριό που θα κατεβαίναμε για ψήφο στις εκλογές . Κι' εκείνοι πέταξαν τη σκούφια τους απ' τη χαρά τους! «Γιές! Γιές!» Κι έτσι, πάρθηκε η απόφαση για την μεγάλη συμμαχική απόβαση στο Αγγελόκαστρο. Είχα τόσα πολλά να δείξω στη σύμμαχο κυρία για τις ανεβασμένες αρετές αυτού του τόπου. Παρασκευή απόγευμα με συννεφιά μας περιμέναν στον Ισθμό και με το πάσο μας, κινήσαμε για τα ιερά μας χώματα. Είχα μελετήσει ξανά του Θύμιου του Πριόβολου το βιβλίο για την ιστορία του Αγγελοκάστρου για να ξεσκονίσω τις γνώσεις μου. Θα τους έκανα σκόνη τους ανιστόρητους Εγγλέζους.


Όμως αυτοί δεν έδειξαν και τόσο ενδιαφέρον για την ιστορία. Ο κύριος έμεινε κάγκελο από το κοκορέτσι στην ταβέρνα, η δε κυρία έκθαμβη γιατί το Κάστρο λέει έμοιαζε όργανο αντρικό. Ήμαρτον Παντοκράτορα κι Αϊ Γιώργη μου. Κι εκεί που σκάσανε τα πρώτα έξιτ πολ στην τηλεόραση κι αρχίσανε οι πρώτοι πανηγυρισμοί, την Κυριακή σαν τέλειωσε η ψηφοφορία, βουτάει ο Άγγλος μια μπλε σημαία Ελληνική που είχε στο αυτοκίνητο και άρχισε να την κουνάει με ενθουσιασμό. - Ρε έλα εδώ κάτσε καλά, θα σε ρημάξουνε στο ξύλο. Τίποτα το χαβά του αυτός. Κι εκεί που εγώ εξηγούσα στην κυρία δια τον έμφυτο κι αρχέγονο του Έλληνα δυναμισμό και ενθουσιασμό, κι είχε ζυγώσει αυτή κοντά μου για να τον εξακριβώσει, περνάει η φάλαγγα των κερδισμένων πανηγυριστών , βλέπει την μπλε σημαία να αιωρείται, κι εξαπολύει μια κροτίδα μέγεθος αυγού, στον ανυπάκουο και άτυχο Εγγλέζο. Του εξηγώ εδώ και τόσες μέρες ότι είναι εκκωφαντική η Δημοκρατία εδώ σ’ αυτό τον τόπο, κι αυτός μου λέει ακόμα δεν ακούω. Ε! ρε που μπλέξαμε. Καλά που εκτιμάει και η κυρία τις Δημοκρατικές μας και άλλες εν γένι πατριωτικές μας αρετές. Κώστας Μπούτιβας.



ΠΕΡΙΕΧΩΜΕΝΑ. Τ’ ΑΡΧΑΙΑ. (Το μεγάλο κόλπο) Ο ΤΥΦΛΟΣ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΩΝΗΣ Ο ΠΑΝΗΓΥΡΤΖΗΣ. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΣΙΓΑΡΟ. Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ. ΓΕΛΑΣΤΟ ΑΓΓΕΛΟΚΑΣΤΡΙΤΙΚΟ ΠΡΩΪΝΟ. Τ’ ΑΓΡΟΤΙΚΟ. Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ. Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΗΘΕΙΑ. ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ. Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ. ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ. ΤΑ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΑ. Ο ΣΦΕΡΔΕΚΛΟΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ. ΤΟ ΟΥΖΟ. ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ. Ο ΠΑΝΟΣ Ο ΚΛΑΝΑΣ. Η ΦΩΤΙΑ. ΚΑΠΝΟΘΛΥΨΗ. Ο ΚΑΡΠΟΥΖΕΜΠΟΡΑΣ Ο ΚΟΥΤΣΚΟΥΛΙΑΣ. ΤΟ ΣΠΛΗΝΑΝΤΕΡΟ. ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ. ΩΡΑΙΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.