Δυο «χωριά» από τη Μύκονο: επανεξετάζοντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική 70 χρόνια μετά

Page 1

Δυο «χωριά» από τη Μύκονο

Επανεξετάζοντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική 70 χρόνια μετά

Μυρσίνη Μαυραπίδη





Δυο «χωριά» από τη Μύκονο Επανεξετάζοντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική 70 χρόνια μετά


Μυρσίνη Μαυραπίδη

επιβλέπων καθηγητής:

Λεωνίδας Κουτσουμπός

προπτυχιακή ερευνητική εργασία Αθήνα, Ιούνιος 2020

Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

Ευχαριστώ τον επιβλέποντα καθηγητή μου, Λεωνίδα Κουτσουμπό, για την καθοδήγηση και την υποστήριξη του σε όλη την πορεία του ταξιδίου. Η εργασία αυτή είναι αφιερωμένη στην οικογένεια μου.




_περίληψη

1. εισαγωγή

περιεχόμενα

1.1_εισαγωγή 1.2_μεθοδολογία 1.3_δομή εργασίας

2. ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά» 2.1_εισαγωγή 2.2_ο λαός και η σχέση με τη φύση 2.3_η ευθύνη του αρχιτέκτονα 2.4_η κοινωνική ευθύνη 2.5_τα υλικά 2.6_λίγα λόγια για τα σκίτσα

3. η Μύκονος σήμερα

εικ.1_ «κάστρα» στην άμμο, παραλία στη Λέσβο

3.1_εισαγωγή 3.2_το ταξίδι 3.2.1_η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου 3.2.2_περί τουρισμού και άλλων τελετουργιών 3.3.2.1_το «θαύμα» του τουρισμού στη Μύκονο 3.2.2.2_οι πίσω περιοχές και ο παράγοντας του χρόνου

4. ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη 4.1_εισαγωγή 4.2_το «χωριό» 4.3_κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά» 4.4_η ρευστή εποχή των θεαμάτων 4.4.1_η κυριαρχία της εικόνας 4.4.2_για το πρότυπο του τουρίστα

5. η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

5.1_μερικές πιο γενικές σκέψεις για τα «χωριά» 5.2_αναστοχασμοί για το παραδοσιακό (με αφορμή το κείμενο του Ά. Κων/ιδη) 5.3_οι σύγχρονες προεκτάσεις 5.4_σύγχρονες εκφράσεις της λαϊκής αρχιτεκτονικής στη Μύκονο 5.4.1_το στέγαστρο 5.4.2_το κατώφλι 5.4.3_ο δημιουργός

6. αντί επιλόγου

βιβλιογραφία πηγές εικόνων



περίληψη

_περίληψη

Στόχος της εργασίας είναι η επανερμηνεία ζητημάτων που συνδέονται

με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπως αρθρώνονται μέσα από το λόγο

του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, στο βιβλίο «Δύο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους». Με αφορμή τη μελέτη

αυτή, επιλέγεται το νησί της Μυκόνου, ως τόπος για την εκ νέου αναζήτηση του νοήματος της ανώνυμης παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Μέσα από την επιτόπια έρευνα και καταγραφή και έπειτα την αναζήτηση της απαραίτητης

βιβλιογραφίας, διαμορφώνεται το πλαίσιο της σύγχρονης πραγματικότητας

του τόπου. Η πολύπλοκη και πλουραλιστική αυτή πραγματικότητα αντανακλάται στο περιβάλλον του νησιού και στην καθημερινότητα των

κατοίκων του. Σε αντιπαραβολή με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των

«χωριών», που συνάντησε ο Κωνσταντινίδης στη Μύκονο εβδομήντα

χρόνια πριν, τοποθετούνται στο προσκήνιο οι σύγχρονες χωρικές δομές. Επιλέγοντας και εμβαθύνοντας στα υπάρχοντα δείγματα ανώνυμων πρακτικών κατοίκησης που καταγράφηκαν, επιχειρείται να αποδοθεί η ουσία τους, που αποτυπώνεται στον τόπο με τρόπο αρχιτεκτονικό.


1.1_εισαγωγή

εισαγωγή

Η παρούσα εργασία εφορμά από την προσωπική διαπίστωση πως απλοί

άνθρωποι συχνά δημιουργούν κατασκευές, οι οποίες διαθέτουν αρετές, που παρουσιάζουν μια αβίαστη διαχρονικότητα. Η διατύπωση της παραπάνω

θέσης αποτελεί ουσιαστικά και το ζητούμενο της έρευνας και στόχος είναι, να εντοπιστούν εάν και με ποια μορφή υπάρχουν τα ανάλογα τεκμήρια.

Μεθοδολογικά η εργασία χρησιμοποιεί το νησί της Μυκόνου ως περίπτωση μελέτης και διερευνά την παραπάνω θέση με τρεις τρόπους: τη διεξοδική

μελέτη ενός κειμένου, την πρακτική μελέτη του νησιού, μέσα από επιτόπια παρατήρηση και καταγραφή και τέλος την εκ νέου θεωρητική διερεύνηση μιας ευρύτερης βιβλιογραφίας, που αφορά στη σχέση παράδοσης, τουρισμού και αρχιτεκτονικής.

Αφορμή για την επιλογή της Μυκόνου ως περίπτωση μελέτης,

αποτέλεσε το κείμενο του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη «Δύο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους». Μέσα από την

ανάλυση του παραπάνω κειμένου, αναδεικνύονται οι προβληματισμοί αλλά

και οι βασικές θεματικές που θέτει ο αρχιτέκτονας. Επιπλέον, γενικότερα ζητήματα της δικής του εποχής αναμειγνύονται με θέσεις που αφορούν

στην παράδοση και στην προσέγγιση της αρχιτεκτονικής κληρονομίας. Εκ

προοιμίου, η νεωτερική εποχή θέτει ζητήματα αλλαγής του τρόπου που βιώνεται ο χρόνος και ο χώρος. Για την Ελλάδα του Κωνσταντινίδη αυτά

τα ζητήματα δεν έχουν ακόμη εκπληρωθεί και οι χωρικές τους εκφράσεις αναζητούνται. Οι αγροικίες της Μυκόνου, τα λεγόμενα χωριά και οι άνθρωποί

τους, συμπυκνώνουν διαχρονικές ανάγκες και αξίες και τελικά λαμβάνουν

ένα συμβολικό χαρακτήρα μέσα από το κείμενο αυτό. Παράλληλα, στο

επίκεντρο τοποθετείται ο προσδιορισμός του λαϊκού δημιουργού, ο ρόλος του αρχιτέκτονα, ο ρόλος της κοινωνίας και των αναζητήσεων της και η σημασία των υλικών.

Προκειμένου να διερευνηθούν οι παραπάνω θεωρητικές θεματικές,

πραγματοποιήθηκε επιτόπια παρατήρηση και καταγραφή στο νησί της

Μυκόνου. Το ταξίδι και η περιήγηση στον τόπο, επιχειρεί να συστήσει

το νέο πλέγμα συσχετισμών που λαμβάνουν χώρα εκεί και ταυτόχρονα να επανακαθορίσει τη σχέση του με το βίωμα του Κωνσταντινίδη. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται μια ιστορική αναδρομή, ώστε να αναλυθούν τα

τοπικά δεδομένα που θα απασχολήσουν την έρευνα. Η Μύκονος διανύει μια

περίοδο μεταβολών, με ρυθμούς γρηγορότερους από τους συνήθεις και με ποικίλους τρόπους. Η αναπτυξιακή πορεία του νησιού, με βάση το ιδιαίτερο τουριστικό του προϊόν, θέτει τις βάσεις και της αρχιτεκτονικής παραγωγής.

Συνεπώς, η διαχείριση των παραδοσιακών σχημάτων όσο και της μαζικής 12


εισαγωγή

αρχιτεκτονικής εξαρτάται άμεσα από τις παραπάνω συνθήκες.

Σε επόμενο στάδιο, ακολουθεί μια θεωρητική αναζήτηση σε επίπεδο

βιβλιογραφίας για τη λαϊκή αρχιτεκτονική. Στο επίκεντρο βρίσκεται η

ανάλυση του «χωριού» και αργότερα ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης,

όπως αναδεικνύεται μέσα από το έργο του σχετικά με την παράδοση. Στη

συνέχεια, προκειμένου να γίνει κατανοητή η περίπτωση της Μυκόνου στο σύγχρονο πλαίσιο, πραγματοποιείται μια θεωρητική ανάλυση, που αφορά στη συγκρότηση της κοινωνίας και των καταναλωτικών της πρακτικών. Οι

κατευθύνσεις που δίνονται από την παραγωγή και προσανατολίζονται γύρω

από την κατασκευή εικόνων, προωθούν την έννοια του εφήμερου. Ανάλογη αξία αποδίδεται και στα προϊόντα, στις ανθρώπινες σχέσεις, στο σύστημα

αξιών και αντιλήψεων όσο και στην αξιολόγηση του υπαρκτού κόσμου. Η συρραφή της πραγματικότητας μέσα από την εικονική πληροφορία, έχει

συμβάλλει και στην ανάπτυξη ανάλογων αισθητηριακών δεξιοτήτων για το άτομο, που βιώνει διαφορετικά και αναλόγως μαθαίνει να αξιολογεί.

Ανάμεσα στις νέες τάσεις της εποχής έχουν ανακύψει και νέες ταυτότητες,

που διαθέτουν το προνόμιο της προσαρμοστικότητας και της ευέλικτης αλλαγής. Μία από αυτές είναι ο τουρίστας, η ύπαρξη του οποίου εξαρτάται

άμεσα από την εναλλαγή χώρων, ενώ μέσα από το βίωμα του προσφέρει πολλαπλές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας.

Έχοντας αναπτύξει το δίκτυο των σχέσεων και αντιθέσεων που

ενυπάρχουν στο χώρο και στην καθημερινότητα των ανθρώπων στο νησί της Μυκόνου, αναζητούνται οι ενέργειες αυτές, που εκφραζόμενες

αρχιτεκτονικά, αποτελούν το διακύβευμα της μετανεωτερικής εποχής.

Μέσα από τον πλουραλισμό των χρήσεων της κατανάλωσης, προκύπτουν σχέσεις χώρων, υλικών και μεθόδων που διαπραγματεύονται τις ανθρώπινες ανάγκες και τη λαϊκή κουλτούρα. Οι σύγχρονοι χρήστες και ο

τρόπος οικειοποίησης της κατανάλωσης που επιλέγουν, αποτελούν εξίσου σημαντικές παραμέτρους. Τελικά, προκύπτει πως ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι σχέσεις αυτές, ανταποκρίνεται σε αξίες και σχέσεις που διαπραγματεύεται η παραδοσιακή και η ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική και

διαθέτουν διαχρονική ισχύ. Γι’ αυτό το λόγο οι απόπειρες αυτές καταλήγουν

να είναι περισσότερο συνεπείς ως προς το περιεχόμενο τους αλλά και ως προς ό,τι αντιπροσωπεύουν.

13


εισαγωγή

14


μεθοδολογία

1.2_μεθοδολογία

Η προσέγγιση των θεματικών της εργασίας αποτελείται από αλλεπάλληλες διαστρωματώσεις, σε κάθε μία από τις οποίες πραγματοποιείται μια

εναλλαγή μεταξύ του θεωρητικού λόγου που τις συνοδεύει και των πρακτικών παρατηρήσεων. Κάθε φορά ως σημείο αναφοράς ορίζεται η

Μύκονος, η τοπική αρχιτεκτονική και η φυσιογνωμία του τόπου. Αρχικά, η ανάλυση του βιβλίου του Άρη Κωνσταντινίδη θέτει τους βασικούς

διερευνητικούς άξονες, οι οποίοι θα απασχολήσουν και στη συνέχεια. Ταυτοχρόνως, μέσα από αυτή πραγματοποιείται και η πρώτη επαφή με τον τόπο της Μυκόνου και την τοπική αρχιτεκτονική παράδοση του «χωριού».

Εμβαθύνοντας στα επόμενα κεφάλαια, αναλύονται ξεχωριστά τόσο ο

τόπος, όσο και τα στοιχεία ενδιαφέροντος που εντοπίστηκαν προηγουμένως και αφορούν στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Για τον τόπο, επί του

συγκεκριμένου, αναλύεται το πλέγμα των επιτόπιων συνθηκών, με κυρίαρχο θέμα την εξέλιξη και την τουριστική αξιοποίηση του. Ως εργαλεία

ανάγνωσης του τόπου, αξιοποιούνται τόσο στοιχεία από το δημόσιο και επιστημονικό λόγο, στοιχεία από το βίωμα του Κωνσταντινίδη αλλά

και όσα προέκυψαν από την προσωπική μου επίσκεψη και τη μετέπειτα βιβλιογραφική έρευνα.

Ανάλογη πορεία ακολουθείται και για τα σημεία ενδιαφέροντος που

συγκεντρώνονται γύρω από την αρχιτεκτονική του «χωριού». Η διερεύνηση του ζητήματος, πραγματοποιείται πρώτα μέσα από τη θεωρητική

προσέγγιση για τη λαϊκή αρχιτεκτονική και αργότερα, πιο συγκεκριμένα,

καταλήγοντας στην κριτική του κειμένου του Α. Κωνσταντινίδη, που αναφέρεται στις οντότητες αυτές. Η σύνδεση της ενότητας αυτής με

τη σημερινή εποχή ολοκληρώνεται στο τελευταίο της κεφάλαιο, όπου περιγράφονται ορισμένες γενικές θεωρητικές συνθήκες, διαμορφώνοντας έτσι το απαραίτητο υπόβαθρο.

Στη συνέχεια, έρχονται στο προσκήνιο όσα προέκυψαν τόσο από την

επιτόπια παρατήρηση, αλλά και από τη θεωρητική μελέτη. Ακολουθώντας

το ίδιο μοτίβο συλλογιστικής πορείας, από το θεωρητικό στο περισσότερο πρακτικό κομμάτι, η εργασία καταλήγει στο σχολιασμό δύο παραδειγμάτων από το σύνολο της προσωπικής καταγραφής του τόπου. Με το κομμάτι

αυτό ολοκληρώνεται η διερεύνηση όλων των προηγούμενων σημείων της εργασίας και εξάγονται τα ανάλογα συμπεράσματα.

15


1.3_δομή εργασίας

εισαγωγή

Με αφετηρία το κείμενο του Α. Κωνσταντινίδη, στο δεύτερο κεφάλαιο, πραγματοποιείται μια ανάλυση των βασικών του σημείων και ορίζονται

οι παράμετροι γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται ο συλλογισμός του συγγραφέα. Στόχος είναι η καλύτερη αποσαφήνιση των παραμέτρων

αυτών, καθώς είναι άμεσα συνδεδεμένες με γενικότερες προβληματικές

γύρω από την αρχιτεκτονική. Η ενασχόληση του Κωνσταντινίδη με πτυχές της παραδοσιακής και ανώνυμης αρχιτεκτονικής, είναι εμφανής σε όλη

την έκταση του κειμένου, με αποκορύφωμα την απεικόνιση, μέσα από προσωπικά του σκίτσα, δυο παραδειγμάτων από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Μυκόνου. Πρόκειται για δύο διαφορετικούς τύπους αγροικίας στην ενδοχώρα της Μυκόνου, αναφερόμενοι ως «χωριά». Συνεπώς,

με συνδετικό κρίκο αυτές τις οντότητες, 70 χρόνια μετά, προσεγγίζεται

ξανά ο τόπος, προκειμένου να διερευνηθεί κατά πόσο ενυπάρχουν δείγματα σύγχρονης ανώνυμης αρχιτεκτονικής στον ίδιο χώρο, τα οποία εκφράζονται με έναν δικό τους ιδιωματικό τρόπο.

Στο τρίτο κεφάλαιο, αρχικά παρουσιάζεται το προσωπικό βίωμα

του ταξιδιού όπως αυτό συνδιαμορφώνεται μέσα από το λόγο του Κωνσταντινίδη, το λόγο της επικαιρότητας και τελικά από την ενσώματη εμπειρία μου σε αυτόν. Έπειτα πραγματοποιείται μια ιστορική αναδρομή

της πορείας του νησιού, που συσχετίζεται άμεσα με τις συνθήκες που επικρατούν στο παρόν και πιθανόν να καθορίσουν και το μέλλον. Με αφορμή την πορεία αυτή, γίνεται αναφορά στο τοπικό αναπτυξιακό

μοντέλο, που σε μεγάλο βαθμό καθορίζεται από τον τουρισμό. Το ενδιαφέρον για το χαρακτήρα του τόπου, όσο και η φυσιογνωμία του τουρισμού στο

νησί, έχουν συμβάλει στην κυριαρχία ανάλογων τυπολογιών τουρισμού.

Σύμφωνα με αυτό, προκύπτουν ρευστότερες σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και συμβολικών στοιχείων όσο και χώρων. Μέσα από τη διερεύνηση της

επίδρασης του τουρισμού γίνεται εμφανής και η συνολική εικόνα του τόπου. Στη συνέχεια, εξετάζεται το θεωρητικό πλαίσιο της παράδοσης, με βάση

το οποίο καθορίζονται ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία για το «χωριό».

Τόσο σαν αρχιτεκτονική δομή όσο και σαν κοινωνική συνθήκη, το «χωριό», ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα χρονικά και χωρικά πλαίσια. Αναλύοντας αυτές τις παραμέτρους πραγματοποιείται και η κατανόηση του όρου εις

βάθος. Οι βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική αυτή,

ανταποκρίνονται σε διαχρονικές ποιοτικές χωρικές σχέσεις. Σε αυτό το σημείο γίνεται και η σύγκριση με τις θέσεις του Κωνσταντινίδη, ως προς τη 16


δομή εργασίας

διαχρονική επίδραση της παράδοσης και της ουσιαστικής συνεισφοράς της.

Στο ίδιο κεφάλαιο, σε αντιδιαστολή με τις παραπάνω σκέψεις, αναπτύσσεται

και η συζήτηση―κριτική, τόσο για το κείμενο του Κωνσταντινίδη―που αναλύεται στην παρούσα εργασία―όσο και για τις θέσεις του ως προς την

παραδοσιακή αλλά και τη σύγχρονη αρχιτεκτονική που προκύπτουν μέσα από αυτό.

Έπειτα, πραγματοποιείται μια θεωρητική ανάλυση σε ό,τι αφορά

τη σύγχρονη εποχή και την αναδιαμόρφωση των καταναλωτικών της

προτύπων. Σύμφωνα με αυτήν, οι σύγχρονες κοινωνίες επενδύουν

περισσότερα στην οπτικοποίηση αξιών, συμβόλων και γεγονότων. Ανάλογες αλλαγές διαμορφώνουν και τις αντιληπτικές ικανότητες του ατόμου. Με

γνώμονα τις μεταβολές αυτές προσεγγίζεται εκ νέου η φυσιογνωμία του τόπου στο επόμενο κεφάλαιο.

Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο επαναδιαπραγματεύεται τις έννοιες της

παράδοσης βιωμένες μέσα από σύγχρονες ανώνυμες δομές. Επιχειρείται να

αναζητηθεί εκ νέου το όραμα του Κωνσταντινίδη στο σύγχρονο περιβάλλον της Μυκόνου και να διερευνηθούν οι δυναμικές αυτού. Παράλληλα,

δημιουργείται η σύνδεση με τις σύγχρονες προεκτάσεις που λαμβάνει η αποτίμηση της παραδοσιακής και κατ’ επέκταση της λαϊκής αρχιτεκτονικής.

Μέσα από τις επιδράσεις των δυνάμεων που κυριαρχούν στο χώρο σήμερα,

προκύπτουν ορισμένες πρακτικές που ερμηνεύουν με διαφορετικούς

τρόπους τις επιβαλλόμενες συνθήκες και επινοούν διεξόδους μέσω της αρχιτεκτονικής. Σύμφωνα με αυτές, το κέντρο βάρους στην αξιολόγηση της ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής εντοπίζεται και πάλι στις σχέσεις του

ανθρώπου με το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, στη διαμόρφωση

του κοινωνικού και πολιτισμικού του προσανατολισμού όσο και στη προσωπική του ανάγκη για έκφραση και δημιουργία.

17


2 ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»


εισαγωγή

2.1_εισαγωγή

Η αναφορά του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη, στα χωριά της Μυκόνου,

πραγματοποιείται μέσα από το έργο του «Δυο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους». Ο αρχιτέκτονας έχοντας

ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Μόναχο, επιστρέφει στην Ελλάδα και ξεκινά να εργάζεται, ενώ παράλληλα ταξιδεύει σε μέρη του ελληνικού χώρου και καταγράφει τις παρατηρήσεις του. Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά

αποτελεί την πρώτη του συγγραφική προσπάθεια,1 προσεγγίζοντας το

ευρύ πεδίο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, θα πραγματοποιηθεί μια αναφορά στο έργο αυτό, καθώς συνέβαλε με

τον τρόπο του στη στοιχειοθέτηση της υπόθεσης εργασίας. Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το ενδιαφέρον του αρχιτέκτονα για την ανώνυμη

λαϊκή αρχιτεκτονική διατρέχει το υλοποιημένο έργο του, τις δημοσιεύσεις και τις έρευνές του. Σύμφωνα με τον Δ. Φιλιππίδη, θεωρείται ο πιο

σημαντικός εκπρόσωπος της πρώτης μεταπολεμικής φάσης της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Πέτυχε μέσα από το έργο του να γεφυρώσει τις εποχές πριν

και μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και να δημιουργήσει ένα νέο ρόλο για την εγχώρια αρχιτεκτονική.2

Ταυτόχρονα, ασχολείται και με απόψεις της νεότερης ανώνυμης

λαϊκής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή των λαϊκών αθηναϊκών σπιτιών, των

προσφυγικών καταλυμάτων, των αυθαίρετων κατασκευών στο περιθώριο της πόλης κ.α.. Ο Κωνσταντινίδης επηρεάζεται από ζητήματα της ευρύτερης

εποχής, που επικεντρώνονταν στο κίνημα της επιστροφής στις ρίζες, στην

αναζήτηση του ελληνικού στοιχείου στην αρχιτεκτονική, στην «ανακάλυψη» της παράδοσης από τους Έλληνες αρχιτέκτονες και λαογράφους και

φυσικά, στην επιρροή του μοντέρνου κινήματος. Όλα αυτά διαμόρφωσαν και τις αντιλήψεις του για νέες γενναίες κινήσεις προς μια αρχιτεκτονική, χωρίς αυταπάτες, αλλά με ξεκάθαρες αλήθειες και αρχές, που ενυπάρχουν ήδη στην αρχιτεκτονική του λαού.

1_Φιλιππίδης, Δ. (1984). Νεοελληνική αρχιτεκτονική: Αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (18301980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας. Αθήνα: Μέλισσα. σελ. 259. 2_Όπ.π., σελ. 285.

19


ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

Στο μικρό αλλά περιεκτικό αυτό βιβλίο, ο Κωνσταντινίδης αναφέρεται σε

πληθώρα ζητημάτων, τα οποία στοιχειοθετούν τον προβληματισμό του γενικότερα για την εποχή και τους ανθρώπους της. Αρχικά, τα χωριά σαν αρχιτεκτονικός τύπος, δεν αναλύονται σημαντικά παρά μονάχα προς το

τέλος του βιβλίου με την παράθεση ορισμένων σκίτσων τους. Έτσι αν και βρίσκονται στον τίτλο, ο προβληματισμός δεν αφορά αποκλειστικά σε αυτές

τις οντότητες, αλλά σε κάθε έργο που προκύπτει από την αρχιτεκτονική λαϊκή έκφραση.

Επιχειρείται, λοιπόν, να οριστεί αυτή η πτυχή της λαϊκής αρχιτεκτονικής και τι ακριβώς περιλαμβάνει, σύμφωνα πάντα με τον Κωνσταντινίδη. Για

τον ίδιο, το κλειδί ήταν το ποιος και με ποιο τρόπο, κάνει αρχιτεκτονική. Υποστήριξε ότι η λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική αποτελείται από τα έργα μιας ομάδας, που είναι ο λαός και ο τρόπος που αυτή η ομάδα δημιουργεί, είναι μέσα από τη φύση και τις μορφές της. Τη θεωρεί κατά έναν τρόπο μια

εξιδανικευμένη, σχεδόν «θεϊκή» όπως την ονομάζει, έκφραση των απλών λαϊκών ανθρώπων. Αυτή η έντονη πνευματικότητα που χαρακτηρίζει τα

κτίσματα και τους ανθρώπους, διατρέχει και όλο το έργο του αρχιτέκτονα.

Ο «πολεμικός» του λόγος αντανακλά το πόσο πολύ εμπλέκεται προσωπικά ο ίδιος στα ζητήματα για τα οποία γράφει.

20


ο λαός και η σχέση με τη φύση

2.2_ο λαός και η σχέση με τη φύση

Το ζήτημα που απασχολεί έντονα σε κάθε περίπτωση τον Κωνσταντινίδη, είναι η σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Θεωρεί το λαό της υπαίθρου, και

συγκεκριμένα εδώ της Μυκόνου, ως το περισσότερο συνειδητά συνδεδεμένο κομμάτι της κοινωνίας με τη φύση. Από εκεί και πέρα, πραγματοποιεί μια

σύγκριση με την κοινωνία και με τους ανθρώπους της διανόησης και της

πρακτικής ενασχόλησης με την αρχιτεκτονική. Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ο όρος λαός. Στο βιβλίο αυτό, ο κόσμος της φύσης είναι ο θεματοφύλακας της ουσίας που χαρακτηρίζει τη λαϊκή αρχιτεκτονική.

Επομένως, για τον Κωνσταντινίδη, η έννοια λαός δεν έχει τόσο να κάνει με τη κοινωνική διαστρωμάτωση―ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται να δείχνει― όσο με την ποιότητα της επαφής που έχει κανείς με το φυσικό περιβάλλον.

«Ποιος άνθρωπος είναι λαός, όταν κινείται μονάχα μέσα σε μιαν τεχνητή πραγματικότητα, όταν πάψει να βρίσκεται σ’ επαφή με τη φύση;»3

Ο λαός του Κωνσταντινίδη αποτελεί μια κατηγορία αρκετά περιορισμένη:

είναι οι άνθρωποι εκείνοι που βιοπορίζονται από τη φύση, μοχθούν,

ικανοποιούν τις ανάγκες τους μέσω εκείνης και επομένως, η ζωή τους διαμορφώνεται με βάση αυτή. Δηλαδή, έχουν, πέρα από χειρωνακτική και σωματική επαφή μέσα από την εργασία τους και «μια πνευματική και θρησκευτική επικοινωνία με όλην την εσωτερικότητα του εξωτερικού

κόσμου».4 Έτσι, επιδοκιμάζεται το πρότυπο μιας ολικής πολιτισμικής σχέσης ανθρώπου―φύσης.

Στον αντίποδα, οι άνθρωποι της πόλης έχουν διαμορφώσει μια μάζα,

που κατοικεί μέσα στη «στείρα και ανυπόφορη άχρωμη γλώσσα»5 της

αρχιτεκτονικής των πόλεων. Η νεωτερική εποχή, έθεσε το ζήτημα της βελτίωσης του τρόπου ζωής του ανθρώπου, με γνώμονα την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, που επιτυγχάνεται μέσω των μηχανών. Η παραγωγή επιδίωξε να πετύχει ταχύτερους ρυθμούς, με τη βοήθεια της επιστήμης και

της τεχνολογίας, που την «τροφοδοτούν» κάθε στιγμή με νέα επιτεύγματα. Η τυποποίηση και η προκατασκευή είναι έννοιες που προέκυψαν από τις νέες συνθήκες. Όπως είναι φυσικό, λόγω της εγγύτητας με τα κέντρα παραγωγής, τα αστικά κέντρα είναι αυτά τα οποία πρώτα γνωρίζουν την αναδιάρθρωση

αυτή, τόσο στο εργασιακό τους περιβάλλον, όσο στην καθημερινή διαβίωση των κατοίκων τους αλλά και στο δομημένο περιβάλλον της πόλης.

2_Κωνσταντινίδης, ΄Αρης. (2011). Δυο ‘χωριά’ απ’ τη Μύκονο: Και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους (2η έκδ). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 15. 3_Όπ.π., σελ. 17. 4_Όπ.π., σελ. 13.

21


ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

Το μοντέρνο κίνημα, που ο Κωνσταντινίδης γνωρίζει πολύ καλά την ύπαρξή του, εδώ, αναφέρεται ως «ορμητικό νέο ρεύμα»,6 που ακόμη δεν έχει πλήρως

δικαιολογήσει τη θέση του στον ελληνικό τόπο. Για τον κάτοικο της υπαίθρου, που ακόμη παραμένει «αγνός»―μέσα στη σχετική απομόνωσή

του―μάλλον αυτές οι αλλαγές μοιάζουν περισσότερο με «ξενόκοσμο πόνο».7 Πρακτικά εδώ ο συγγραφέας δείχνει να συμμερίζεται μια στάση αντίδρασης

προς το «ξένο» που γίνεται παράξενο όταν προσπαθεί να προσαρμοστεί

αυτούσιο στον τόπο. Η αντίθεση του Κωνσταντινίδη, εστιάζεται εξίσου στο ότι το μοντέρνο κίνημα έχει επιβάλει μια «πειθαρχημένη ελευθερία»,8 βάσει της οποίας ορίζονται με σαφήνεια οι όροι και οι προϋποθέσεις της

αρχιτεκτονικής και της εξάσκησής της. Αναφέρεται, έμμεσα, στην τάση

της εξειδίκευσης των επαγγελμάτων, που οδηγεί στην ακραία της μορφή

σε έναν ατελείωτο κατακερματισμό. Σκόπιμα, εμπλέκει το επάγγελμα του αρχιτέκτονα και τη νομοθεσία, στο φαύλο αυτόν κύκλο καταμερισμού ευθυνών και αρμοδιοτήτων, που έχει οδηγήσει σε άκαρπες πρακτικές. Συγκεκριμένα, αντιπαραβάλλει τον τρόπο που σε άλλες εποχές ο άνθρωπος,

αναγκαστικά, εξυπηρετούσε μόνος του την ανάγκη του για στέγη, με

φειδώ και ένστικτο, σε σχέση με τη σημερινή εποχή. Η δυσαρέσκεια του για το δομημένο περιβάλλον όσο και για το ρόλο του αρχιτέκτονα είναι περισσότερο από εμφανής.

«Αλλοτε σε κάποιες πολύ παλιές εποχές, ο άνθρωπος έχτιζε μόνος του κι ελεύθερος κι έκτιζε πάντα μαζί με τη φύση.»9

5_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 13. 6_Όπ.π., σελ. 11. 7_Όπ.π., σελ. 14. 8_Όπ.π., σελ. 17.

22


η ευθύνη του αρχιτέκτονα

2.3_η ευθύνη του αρχιτέκτονα

«Όμως εδώ στην Ελλάδα και μέσα στη φύση που έχει η ίδια μίαν τόσο

πνευματική ομορφιά και όπου το «τοπείο» είναι τόσο αρχιτεκτονικά συγκροτημένο, η τεχνική δεν είναι ποτές δυνατό να σταθεί τόσο σκληρή,

τόσο γδυτή, χωρίς το στοιχείο που θρέφει τον τόπο. Το πνεύμα, την ομορφιά και τον πιο εσωτερικό κραδασμό, αυτήν την ταπεινή σχεδόν, θα έλεγα θρησκευτικότητα, που και στην πιο υλική της αναγκαιότητα δίνει περιεχόμενο, νόημα και ουσία.»10 Ο Κωνσταντινίδης θεωρεί πως η αληθινά αξιόλογη αρχιτεκτονική και η φύση πάνε μαζί, όποιες και να είναι οι επιταγές της τεχνικής και της

τεχνολογίας, που διαρκώς αλλάζουν. Αυτή η άυλη σύνδεση, αντιμετωπίζεται

με μια ευλαβικότητα που διέπει όλο το έργο και τα πιστεύω του, ενώ την ίδια στιγμή δεν απορρίπτει τις νέες μεθόδους ούτε τα νέα υλικά. Η λέξη που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την αδιάσπαστη ενότητα ανθρώπου,

κτίσματος και φύσης, το «τοπείο»,11 μοιάζει να λαμβάνει χαρακτήρα σχεδόν μεταφυσικό.

Ταυτόχρονα, διαφωνεί στην πεποίθηση που θέλει την αρχιτεκτονική

παραγωγή να έχει στερηθεί την ουσία της λόγω μιας οικονομίας. Δηλαδή

δε συσχετίζει την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής παραγωγής με το νέο πνεύμα της μαζικότερης παραγωγής, σε μεγαλύτερες ποσότητες, με ταχύτερους ρυθμούς και με υλικά ίσως ευτελέστερα, μα πιο σύγχρονα.

«Νομίζω, αντίθετα, πως πάντα είναι στο χέρι μας―δηλαδή στο πνεύμα μας―να μη βιαζόμαστε, όσο κιόλας να χτίζουμε όλα τα υλικά και τα πρωτόγονα, τα φυσικά και τα πιο νέα, τα τεχνητά ή τυποποιημένα. Και δε

νομίζω ακόμη πως είναι αυτά τα μέσα (τα σύνεργα)―παλιά ή πιο νέα―που θα στηρίξουνε ή θα γκρεμίσουνε μοναχά τους, το σύγχρονο αρχιτεκτονικό οικοδόμημά μας.»12 Υποστηρίζει δηλαδή, ομοίως με τον Αmos Rapoport, πως σημαντικά καθοριστικό ρόλο για την αρχιτεκτονική, έχει η επιλογή.13 Αυτή είναι που διαμορφώνει όσο κανένας άλλος παράγοντας τη μορφή. Άλλωστε, στις

εξορμήσεις του στην ύπαιθρο και στα όρια των πόλεων, οι φωτογραφίες

από πρόχειρες κατασκευές και στέγαστρα, όσο και οι μελέτες του σε 9_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 18. 11_Όπ.π., σελ. 18. 12_Όπ.π., σελ. 19. 13_Rapoport, A., Φιλιππίδης, Δ. Α., Διαμάντης, Γ., Κομίνη-Διαλέτη, Δ., & Φιλιππίδης, Δ. Α. (2010). Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες. Αθήνα: Μέλισσα.

23


ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

προσφυγικούς συνοικισμούς και στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας,

αποδεικνύουν πως δεν έχει απορρίψει ούτε τη χρήση των πιο νέων υλικών, ούτε τον τρόπο.

Πιστεύει περισσότερο στη διαχρονική ύπαρξη ενός τύπου, καθώς οι

ανάγκες που είναι διαχρονικές και άρα αληθινές, πάλι θα εμφανίζονται και

ας είναι με μη παραδοσιακή τεχνοτροπία. Θεωρεί τις κατασκευές αυτές

κτίσματα λαού, ο οποίος, με έναν τρόπο, κατέχει πάλι την επαφή με τη φύση και λόγω αυτού «οικοδομεί με αίσθημα και αγάπη και πόνο», «αρχιτεκτονεί».14

Το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται συχνά στο κείμενο του, προκειμένου να διαχωρίσει την άκαρπη μαζική οικοδόμηση, από την αρχιτεκτονική και να

στοιχειοθετήσει μια θέση, αρκετά ριζοσπαστική για την εποχή του, για μια αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες.

Πώς ένας αρχιτέκτονας με σπουδές στο εξωτερικό, που είναι ενεργός και γράφει και δημιουργεί, αποφασίζει να υιοθετήσει μια τέτοια στάση; Είναι,

άραγε, τόσο μεγάλη η απογοήτευσή του για τους αρχιτέκτονες και τις

σπουδές, που ασκεί τόσο έντονη κριτική; Ποιος φταίει που ο αρχιτέκτονας του Κωνσταντινίδη δεν καταφέρνει ούτε με παλιά ούτε με νέα μέσα να κάνει αρχιτεκτονική;

«Σπουδάζουμε χρόνια και χρόνια, σε ειδικές σχολές και μάλιστα κάτω από την καθοδήγηση σοφών(!) ανθρώπων.»15

Ξεκινώντας από το στάδιο εκπαίδευσης του μελλοντικού αρχιτέκτονα,

ήδη οι σπουδές οφείλουν να καλλιεργούν μια συνείδηση για την κοινωνία που τον περιβάλει. Όμως, η παιδεία που δίνεται, είναι ξεκομμένη από τη

φύση, την παράδοση και «το πνεύμα που θρέφει τον τόπο».16 Ίσως, ακόμη, να είναι ξεκομμένη από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, μέσα

στην οποία βρίσκει το επάγγελμα του αρχιτέκτονα την ολοκλήρωσή του. Επομένως, πώς θα καταφέρει ο αρχιτέκτονας να δώσει υλική υπόσταση σε διαχρονικές ανάγκες, να δώσει νόημα και ουσία στη ζωή, όταν δε μπορεί να διαμορφώσει μια στάση, δίπλα και μέσα στην ίδια την κοινωνία που τον περιλαμβάνει;

14_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 22. 15_Όπ.π., σελ. 22. 16_Όπ.π., σελ. 23.

24


η ευθύνη του αρχιτέκτονα

«Δεν έχουμε ελληνική αρχιτεκτονική κι ας μη θυμώνει κανένας»,17 τονίζει

επικριτικά και ανάγει το «δράμα»18 της ελληνικής αρχιτεκτονικής, σε «δράμα» όλης της ελληνικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι

«στέκουν μόνοι τους, χώρια μιλούν και χώρια ακούγονται―θνητοί που δεν ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους».19 Ως αιτία του αρχιτεκτονικού

«ξεπεσμού», ο Κωνσταντινίδης αναγνωρίζει την έλλειψη «ενωτισμού» και κοινού πνεύματος, που άλλοτε χαρακτήριζε την κοινωνία της φύσης.

Συνεπώς, δείχνει να ασπάζεται ένα διαφορετικό ύφος ομαδικότητας.

Δεν είναι, δηλαδή, οι πλουραλιστικές τάσεις της πόλης που θα μπορούσαν,

ενδεχομένως, να αποτελέσουν αξιόλογα πεδία δράσης και συμμετοχής, σύμφωνα με τη γνώμη του, μα περισσότερο το κοινό πνεύμα των ανθρώπων της υπαίθρου. Απορρίπτει τις μάζες των πόλεων που εκφράζονται μαζικά,

αλλά διεκδικούν στόχους ατομικά. Ταυτόχρονα, παινεύει το ανθρώπινο

«χέρι» που ξεχωρίζει μέσα από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, εφόσον έχει κάτι ουσιώδες να δείξει. Έτσι το σχήμα που δημιουργείται έχει ως εξής: «ασχήμια, κλάμα, οδυρμός και στείρα, ανυπόφορη, άχρωμη γλώσσα»20 της μάζας, «ομορφιά, γοητεία, πίστη και πάθος, τραγούδι και λυρισμός»,21στην

ανθρώπινη προσπάθεια μαζί με τη φύση, που εμπλέκει και την πνευματικότητα του ατόμου μέσα στο σχεδιασμό.

17_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 24. 18_ Όπ.π., σελ. 23. 19_ Όπ.π., σελ. 13. 20_ Όπ.π., σελ. 13. 21_ Όπ.π., σελ. 13.

25


2.4_η κοινωνική ευθύνη

ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

Η θέση του αρχιτέκτονα δε διαχωρίζεται από τον κοινωνικό του περίγυρο, πόσο μάλλον όταν αυτός διαρκώς κινείται στα όρια κοινωνίας και άσκησης

επαγγέλματος. Άλλωστε, μια τέτοια παλινδρόμηση είναι απαραίτητη, ώστε να μπορεί ο αρχιτέκτονας να βρίσκεται στο επίκεντρο της κοινωνίας και

να αφουγκράζεται. Ωστόσο, η ευθύνη του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, πηγάζει από την συνισταμένη της ευθύνης των ατόμων, αλλά και της ευθύνης

του κοινωνικού συνόλου. Το μερίδιο ευθύνης της κοινωνίας επιμερίζεται

πάλι σε ομάδες ανθρώπων, που ασχολούνται ενεργά με την αρχιτεκτονική, με τους τρόπους και τα μέσα της οικοδομικής πρακτικής, με τη μόδα, με τον εκσυγχρονισμό, με την έρευνα και τη βιβλιογραφία, με τη νομοθεσία και φυσικά με την κριτική πάνω σε όλα αυτά. Οι ομάδες στις οποίες αναφέρεται

ο συγγραφέας, των αρχιτεκτόνων, των διανοούμενων, των κριτικών, των

πανεπιστημιακών κ.α., που σε ένα μεγάλο ποσοστό αποτελούν κομμάτι μιας ανώτερης κοινωνικής τάξης, αντιμετωπίζουν τα λαϊκά πολιτιστικά και αρχιτεκτονικά δημιουργήματα, με μια απόμακρη στάση συμπάθειας.

«Λέμε λαός και αρχιτεκτονική λαϊκή, όμως ποτέ δεν αγκαλιάσαμε αυτές τις μορφές.»22

Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται συνολικά να αφιερώσει κανείς χρόνο,

κόπο, αλλά και διάθεση τέτοια, ώστε να βιώσει πρώτα μέσα του τη λαϊκή αρχιτεκτονική και τη σημασία της και έπειτα να μπορέσει να εξωτερικεύσει

αυτό που συντελέστηκε μέσα του. Στο πλαίσιο του εσωτερικού διαλογισμού και της προσπάθειας εστιάζεται αυτό που ο Κωνσταντινίδης ως εξής αναφέρει:

«Γίνε λαός πρώτα εσύ ο ίδιος και ύστερα έλα να δείξεις στους άλλους ό,τι αξίζει από το λαό σου.»23

Η εποχή που ο Κωνσταντινίδης δραστηριοποιείται, παρουσιάζει ορισμένα πολύ χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τα οποία διαμόρφωσαν λίγο πολύ και τη

μετέπειτα στάση πολλών αρχιτεκτόνων, αλλά και του κοινωνικού συνόλου. Αρχικά, οι διεργασίες και οι συζητήσεις που συνέβησαν, δε μπορούν να

αποκοπούν ούτε από το ιστορικό πλαίσιο και τα γεγονότα που συνέβαιναν στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά ούτε και από τα αντανακλαστικά που είχαν

αναπτυχθεί στο εσωτερικό της Ελλάδας σε σχέση με ό,τι συνέβαινε. 22_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947).σελ. 25. 23_ Όπ.π., σελ. 28.

26


η κοινωνική ευθύνη

Δηλαδή το ’47 που γράφεται το βιβλίο αυτό, η Ελλάδα έχει μόλις βγει από

έναν παγκόσμιο πόλεμο και βιώνει έναν εμφύλιο, που δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο κανένα κομμάτι της ζωής. Η επιθυμία να μείνουν πίσω οι κόντρες και οι διαμάχες, που ταλαιπώρησαν τόσο πολύ την κοινωνία,

όσο και η επιθυμία για εύρεση, πάλι, μιας νέας «φρέσκιας» πνοής στην

αρχιτεκτονική παραγωγή, οδήγησαν τους αρχιτέκτονες σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Ορισμένοι, βασίστηκαν στο εξωτερικό και στο μοντέρνο κίνημα, συνεχίζοντας την πορεία που είχαν και πριν, κατά το μεσοπόλεμο. Απέρριψαν, έτσι, ο,τιδήποτε δε συμβάδιζε με τα νέα δεδομένα και περιείχε κατάλοιπα παρελθόντος, μιας και αυτό είχε ήδη απορριφθεί. Ορισμένοι άλλοι,

όπως και ο Κωνσταντινίδης, επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τα δείγματα που είχε ήδη ο τόπος, ορίζοντας ως σταθερή αξία την ουσία της παραδοσιακής

αρχιτεκτονικής, με έναν νέο τρόπο όμως, που να τοποθετεί τις αρχές της στο

επίκεντρο μιας σύγχρονης προσέγγισης. Διεκδίκησαν με αυτόν τον τρόπο, να εν―τοπίσουν τις μοντέρνες κατευθυντήριες γραμμές στο περιβάλλον

της Ελλάδας και να δημιουργήσουν σύγχρονη, ελληνική αρχιτεκτονική.24

Έτσι, διεκδίκησαν και μια θέση στη συζήτηση για την «ελληνικότητα», που εμφανίζεται από τις απαρχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους και τότε αναθερμαίνεται ξανά. Υπήρχαν και αυτοί, οι οποίοι επηρεασμένοι και πάλι

από επιρροές του εξωτερικού, στράφηκαν αποκλειστικά σε πτυχές της

παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, θεωρώντας την το μόνο ελληνικό, γνήσιο παράδειγμα που όφειλε να διατηρηθεί και αναπαράγοντας τα μορφολογικά της στοιχεία στα έργα τους.

Αυτή η γενικευμένη εσωστρέφεια, δε μπορεί να αποκοπεί, από το

γενικότερο καχύποπτο αίσθημα της κοινωνίας απέναντι στο διεθνές στυλ

και στην παγκοσμιοποίηση, που αυτό προωθούσε. Αυτά συνδυάστηκαν και με μια δυσαρέσκεια ως προς το ρόλο που διαδραμάτισε η δυτική

επιρροή στα ελληνικά τεκτενόμενα. Έτσι, η συγκρότηση του νέο-ελληνικού πνεύματος, είναι ένα κράμα αντικρουόμενων απόψεων, που παλινδρομεί

κάθε φορά ανάμεσα στις σύγχρονες ανάγκες της νεοελληνικής κοινωνίας

και στη διατήρηση του ελληνικού στοιχείου, που θα ξεχωρίσει την κοινωνία αυτή από τις άλλες.

Από τον ευρύτερο κύκλο των ανθρώπων που ασχολούνται με την

αρχιτεκτονική, σταδιακά εκφράζονταν τα αιτήματα της διαφύλαξης της

πολιτιστικής κληρονομίας που περιλαμβάνει υλικά και άυλα στοιχεία.

Λαογράφοι, αρχιτέκτονες και πολλοί άλλοι, ξεκινούν να μαζεύουν

υλικό σχετικό με την αρχιτεκτονική πρακτική από διάφορους τόπους, ενώ έρχονται και πάλι στο προσκήνιο έρευνες παλαιότερων για την 24_ Φιλιππίδης, Δ. (1984). σελ. 251-259.

27


ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

αρχιτεκτονική του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας κ.α.. Παράλληλα, αστικοί

κύκλοι ασχολούνται με την πολιτιστική κληρονομιά της παράδοσης, πάλι

σε ένα πλαίσιο συζητήσεων στα αστικά σαλόνια. Αυτοί είναι και οι κύκλοι με τους οποίους «συγκρούεται» ο Κωνσταντινίδης και αναφέρει στο βιβλίο

του, πως αντικρύζουν τη λαϊκή αρχιτεκτονική, με μια ελεημοσύνη και όχι με πραγματικό ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον τους περιορίζεται στη δημιουργία

συλλόγων, ιδρυμάτων και συνεργείων, που θα συλλέξουν, θα αξιολογήσουν, θα κατηγοριοποιήσουν και θα γράψουν βιβλία σχετικά με την παράδοση

του κάθε τόπου και της κάθε περιόδου. Περιμένει, μάλιστα και την ίδρυση μουσείων στο όνομα της πολιτιστικής κληρονομίας:

«να, κάποιαν ημέρα θα ιδρυθεί (το βλέπω!) και ένα ιδιαίτερο, ειδικό μουσείο.»25

Ωστόσο, ακόμη και ο ίδιος κρίνει πως, ίσως, το λάθος της κοινωνίας να

μην είναι αυτή η τακτική, που ενδεχομένως να θεωρεί και χρέος της

να προφυλάξει και να κληροδοτήσει αξίες, ήθη, έθιμα αλλά και μορφές

στις επόμενες γενιές. Εκεί που η κριτική του γίνεται περισσότερο έντονη, αφορά σε μια κατηγορία κυρίως συναδέλφων του αρχιτεκτόνων, που τους απασχόλησε ιδιαίτερα η παραδοσιακή αρχιτεκτονική αλλά με

μια προσέγγιση περισσότερο «σκηνογραφική»,26 όπως την περιγράφει. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί πως αντιμετωπίζουν με αισθητικό κριτήριο

την αρχιτεκτονική αυτή, που κάθε άλλο παρά αισθητικές ανάγκες την προκάλεσαν.

«Αλήθεια, γιατί να μην καταλάβουμε πως και αυτό το «λαϊκό» αρχιτεκτονικό έργο, είναι το αποτέλεσμα μια ωρισμένης κοινωνικής λειτουργίας και

πως ολόκληρη η μορφή του―η νομιμότητά του―, η πειθαρχημένη στη νομιμότητα της ζωής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δείγμα κάποιας συγκεκριμένης βαθμίδας πολιτισμού, η έκφραση μιας περιορισμένης τεχνικής και αισθητικής μορφολογίας;»27

Σκιαγραφεί, λοιπόν, έναν τύπο αρχιτεκτόνων, που τους απασχόλησε ιδιαίτερα η εξωτερική μορφολογική διάρθρωση των έργων τους, τα

οποία επηρεάστηκαν από την παράδοση και δανείστηκαν από εκείνη αρχιτεκτονικά στοιχεία. Υποστηρίζει, μάλιστα, πως λόγω αυτής της

επιμονής, προκαλείται εν τέλει μια ασυμφωνία με το όλον του κτίσματος, 25_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 26. 26_ «και δεν οικοδομεί με ύλη―μέσα απ’ την πραγματικότητα―αλλά σκηνογραφεί και πάντα στο ίδιο σχήμα.», Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ.31. 27_ Όπ.π., σελ. 36-37.

28


η κοινωνική ευθύνη

μια διαφορά του εντός με το εκτός, κάτι που το θεωρεί ασύμφωνο και με τη λογική της λαϊκής, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Άλλωστε, έχει

επανειλημμένα αναφερθεί έντονα στο πώς η ζωή που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους τοίχους ενός απλού λαϊκού κτίσματος, μεταφέρεται σχεδόν αυτόματα στην εξωτερική του μορφή.

«Ο εσωτερικός σκελετός, ο εσωτερικός οργανισμός και παλμός―που είναι απόρροιά του η εξωτερική όψη―ούτε υπάρχει καθόλου γι’ αυτόνε.»28

Έτσι, αυτή η «έλλειψη» εσωτερικού βάθους, η επιδερμική προσέγγιση, η

σχεδόν απατηλή όψη του έργου, προσδίδει στο δημιουργό και υποστηρικτή του το χαρακτηριστικό του «εραστή».29 Ταυτόχρονα, η έννοια του «εραστή» εμπεριέχει και την παροδικότητα της επιρροής του φαινομένου,

όπως ένας ερωτικός ενθουσιασμός, ενώ ο Κωνσταντινίδης ενδιαφέρεται για

διαχρονικές αξίες, πίσω από κάθε προσέγγιση που αφορά στην παράδοση. Σε εκείνο το σημείο, πρακτικά ο ίδιος ο συγγραφέας παίρνει θέση και προτείνει τον τρόπο να αντιμετωπίσει κανείς την παράδοση.

«Όχι εμείς δε θα γίνουμε ούτε και εραστές, όπως δεν εγινήκαμε ούτε φιλεύσπλαχνοι και ελεήμονες […] και ό,τι αυτός―ο εραστής―έχει αγγίξει και αγαπήσει, χωρίς να νοήσει, εμείς θα το πιάσουμε και με νου και με

γνώση και με διάθεση κριτική―δηλ. δημιουργική―και θα το στήσουμε όρθιο, καθαρό, κοσκινισμένο και δουλεμένο, κι’ αληθινός θα υψωθεί τώρα όλος ο εαυτός μας.»30 Τελικά, ο συγγραφέας αφήνει στην άκρη τις διάφορες «παθογένειες» της κοινωνίας και της αρχιτεκτονικής και επισημαίνει τα σημεία που φανερά

τον ενδιαφέρουν και που θεωρεί πως αρκούν, ώστε να διαμορφώσουν ένα γόνιμο έδαφος για διάλογο και πράξη. Αφετηρία της πορείας, που

θα πραγματοποιηθεί, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα, είναι όλα όσα ειπωθήκαν παραπάνω και που αποτελούν και τα εργαλεία, πρακτικά, με

τα οποία ο άνθρωπος φτιάχνει τη λαϊκή αρχιτεκτονική. Καταλήγει πως

αυτή η αρχιτεκτονική δεν είναι αποκομμένη από τον τόπο, το κλίμα και τη γεωγραφία της εκάστοτε περιοχής, στην οποία αναπτύχθηκε, ούτε όμως και από το χρόνο. Παραδέχεται, πως είναι δημιούργημα συγκεκριμένων

κοινωνικών λειτουργιών και συγκεκριμένης βαθμίδας πολιτισμικού

επιπέδου και προτρέπει όσους εθελοτυφλούν, να αναγνωρίσουν τις 28_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 31-32. 29_ Όπ.π., σελ. 30. 30_ Όπ.π., σελ. 33.

29


ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

δεσμεύσεις αυτές και να προτείνουν λύσεις, αντίστοιχες της εποχής. Επιπλέον, αναγνωρίζει ως σημαντικούς παράγοντες, το πολιτισμικό πλαίσιο, με τα ήθη και έθιμα, τη θρησκεία, τα τραγούδια και τις γιορτές, το σύνολο

των εκδηλώσεων της λαϊκής κοινωνίας δηλαδή. Καθώς επίσης και το πνεύμα οικονομίας που τη διακρίνει, όπως και τις δυνατότητες ή περιορισμούς που

προσφέρει ο τόπος, όπως η παραγωγικότητα του εδάφους κ.α.. Παράλληλα, παροτρύνει αρχικά τους αρχιτέκτονες και στη συνέχεια την κοινωνία, να

αποδιώξουν οποιαδήποτε προκατάληψη ή συναισθηματική προσκόλληση και να γίνει μια ουσιαστική προσπάθεια μέθεξης με τις αξίες, το πνεύμα αλλά και τη λογική που διέπει τα έργα αυτά.

2.5_τα υλικά

Ο Κωνσταντινίδης δεν απορρίπτει την τεχνική, ούτε τα πιο

νέα υλικά, που χρησιμοποιούνται πλέον μαζικά, όπως το

μπετόν και το σίδερο. Άλλωστε, ο ίδιος θα δημιουργήσει αρχιτεκτονική με αυτά τα υλικά διαλέγοντάς τα, από

πλήθος άλλα και επιλέγοντας να τα εντάξει δημιουργικά

στο ελληνικό αρχιτεκτονικό «λεξιλόγιο».31 Παράλληλα όμως, αναγνωρίζει πως οι συνθήκες ανέγερσης ενός εικ.2_μια εναλλακτική χρήση

για τον τσιμεντόλιθο, Άνω Μερά

σύγχρονου κτηρίου, έχουν επιταχυνόμενους ρυθμούς, επομένως, η δόμηση με φυσικά και πρωτογενή υλικά, όπως συνέβαινε παλαιότερα, είναι ασύμφορη και από άποψη

χρόνου και από άποψη οικονομίας. Αναφέρεται σε μια

σμίκρυνση του χρόνου και συνεπώς του χώρου, ώστε να μπορέσουν οι νέες ανάγκες να ικανοποιούνται στο μέγιστο βαθμό και σύντομα. Κατά τη γνώμη

του, όμως, η ευκολία που προκύπτει από τη μαζική οικοδόμηση, σε σχέση με παλαιότερα, είναι και αυτή που προκαλεί την «ασχήμια» στο δομημένο

περιβάλλον. Τώρα επικρατούν ευκολότεροι και αμεσότεροι τρόποι

δόμησης, νέα τυποποιημένα και προκατασκευασμένα υλικά και λιγότερος ανθρώπινος κόπος. Το φαινόμενο αυτό επηρεάζεται έντονα και από το ότι η

γλώσσα της φύσης που συνέβαλε στο κτίσιμο, έχει «κανονικοποιηθεί» μέσα από νόμους, νομοθετικά πλαίσια, εργασιακά δικαιώματα και άλλα στοιχεία, που συμβάλλουν στην εξειδίκευση και άρα στον κατακερματισμό της.

31_ Φιλιππίδης, Δ. (1984). σελ. 283-289.

30


τα υλικά

«Έτσι ό,τι άλλοτε ήτανε κτήμα κοινό και αμοίραστο, σήμερα γίνεται

δύναμη στα χέρια μονάχα λίγων ανθρώπων.32 […] Έτσι τα νέα υλικά κι η νέα τεχνική, προϋποθέτουνε κιόλας μια σίγουρη και επιστημονική γνώση. Όμως, θα έλεγα τώρα, είναι η επιστήμη άσχημη, ή η πολλή γνώση ξοδεύει το πνεύμα;»33

Η πρόταση αυτή δεν ακυρώνει την επιστημονική γνώση, η οποία έχει επιτρέψει να γίνονται δυνατά πολλά περισσότερα εγχειρήματα στην

αρχιτεκτονική από παλαιότερα. Ωστόσο, ο Κωνσταντινίδης διακρίνει μια

στρέβλωση, έναν αποπροσανατολισμό, μέσα στην πληθώρα γνώσεων και πληροφοριών. Δε συμμερίζεται την ανάγκη να αξιοποιηθούν όλα τα δυνατά μέσα και όλα τα διαθέσιμα υλικά, ώστε να πει κανείς πως κάνει

νέα αρχιτεκτονική. Περισσότερο επιθυμεί μια εις βάθος μελέτη των λαϊκών

αρχιτεκτονικών έργων, ως προς τη διαχείριση των υλικών, το συνδυασμό

τους σε ορθολογιστικό κατασκευαστικό σύστημα, την αντιστοιχία που προκύπτει με το εσωτερικό, τη διαχείριση των στοιχείων της φύσης, όπως το φως, ο αέρας κ.α.. Τον ενδιαφέρει επίσης ο ανθρώπινος παράγοντας,

το ανθρώπινο χέρι και μυαλό που οικοδομεί με τέτοιους τρόπους, με μίαν

εφευρετικότητα ενδεχομένως, εκεί όπου εντοπίζεται κάποια σχεδιαστική δυσχέρεια. Όπως επίσης και η οργανικότητα και φυσικότητα που αυτομάτως προκύπτει, ακριβώς επειδή το έργο διαρκώς και ουσιαστικά

διαμορφώνεται μέσα από τη διαδικασία της δημιουργίας του. Αυτή η

διαδικασία παρουσιάζεται από πολλούς συναδέλφους του, πολλές φορές, με έναν πιο γραφικό, συναισθηματικό τρόπο. Ενώ λάθη και αστοχίες, που

δε θα επιτρέπονταν σε άλλους χρόνους, θεωρούνται αθώα και αφελή λόγω

του πρωτογονισμού του λαού.34 Αυτές οι πρακτικές δεν έχουν θέση στη μελλοντική αρχιτεκτονική και την έρευνα. Δε θεωρεί ισότιμη μια τέτοια σύγκριση, αντίθετα, προτρέπει σε μια αυθόρμητη αλλά με ουσία εμβάπτιση του κάθε αρχιτέκτονα, χωρίς προκαταλήψεις ή συναισθηματισμούς, «στην κολυμβήθρα του τόπου».35

32_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 17. 33_ Όπ.π., σελ. 21. 34_ Όπ.π., σελ. 37. 35_ Όπ.π., σελ. 39.

31


2.6_λίγα λόγια για τα σκίτσα

ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να ειπωθούν λίγα λόγια και για τα

σκίτσα, που συνοδεύουν και ολοκληρώνουν τη μελέτη. Αποτελούν το πιο συγκεκριμένο κομμάτι, που αφορά στα «χωριά», τα οποία είδε και μελέτησε

ο Κωνσταντινίδης στη Μύκονο. Η συλλογή του από σκίτσα εξωτερικών προοπτικών όψεων, κατόψεων αλλά και εσωτερικών απόψεων, επιχειρεί με τις ελάχιστες γραμμές να αποτυπώσει τον κόσμο της φύσης. Ταυτόχρονα, μέσα από τα σκίτσα αυτά, αποδίδονται ξεκάθαρα οι ανθρώπινες ανάγκες και ασχολίες, που ορίζουν και τη μορφή των κτισμάτων.

Η παρουσίαση των σκίτσων ακολουθεί μια οργάνωση από το εξωτερικό

προς το εσωτερικό, με πρώτη την τοποθέτηση των εξωτερικών όψεων και έπειτα, την εσωτερική απεικόνιση, ενώ τελευταία είναι κάθε φορά η

κάτοψη. Αυτή η κατανομή μπορεί να συμβαίνει, διότι για τον αρχιτέκτονα

αλλά και για τον αναγνώστη η κάτοψη να αποτελεί το λιγότερο σημαντικό τρόπο να απεικονισθούν όσα αναλύθηκαν στο βιβλίο. Ίσως, όμως, να αφορά

στη συνέπεια, σύμφωνα με την οποία οι εικόνες θα πρέπει να ακολουθούν τις ιδέες που εκφράζονται στο κείμενο. Αυτή η συνέπεια ορίζεται από τη βαθιά πίστη του συγγραφέα ότι το εσωτερικό και ο τρόπος της ζωής σε αυτό, ορίζεται άμεσα από τη φύση και το έξω. Επομένως, ανάλογη θα είναι και η παρουσίαση των χώρων, με αφετηρία το έξω και κατάληξη το μέσα.

Παρακάτω επιχειρείται μια σύντομη ανάλυση, αντίστροφα

από το βιβλίο, προκειμένου να επισημανθούν ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία που προκύπτουν από τις κατόψεις. Αναφορικά με τα σχέδια αυτά, μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη σημασία των υπαίθριων και μεταβατικών χώρων, όπως

οι αυλές, που έχουν σημαντικό ρόλο στη διάρθρωση των υπολοίπων χώρων, στην επικοινωνία μεταξύ τους, αλλά

και στη σύνδεση με το εξωτερικό περιβάλλον. Στο εσωτερικό εικ.3_κάτοψη "χωριού" από το βιβλίο

«Δύο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους».

ο διαχωρισμός σε ύψος του χώρου του καθημερινού είναι και η μοναδική διαβάθμιση ύψους που παρατηρείται.

Με γνώμονα, μάλιστα, την εξοικονόμηση υλικού και την

ελάχιστη δυνατή χρήση αρχιτεκτονικών στοιχείων―μόνο όπου αυτά κρίνονται απαραίτητα―όπως τα ανοίγματα,

το μονόχωρο αυτό, με το καθημερινό και την εστία,

αποτελούν το ζωτικότερο και φωτεινότερο κομμάτι της κάτοψης. Η σημασία του εκφράζεται μέσα από το χώρο που καταλαμβάνει στην κάτοψη, αλλά και μέσω των σκίτσων 32


λίγα λόγια για τα σκίτσα

του εσωτερικού, που επικεντρώνονται επιλεκτικά σε αυτές τις γωνιές του σπιτιού. Πιθανόν, η επιλογή των σκίτσων να αποτελεί και την προσωπική

τοποθέτηση του ίδιου του αρχιτέκτονα πάνω σε αυτά που αξιολογεί ως

σημαντικά. Δηλαδή, ενδεχομένως, ο χώρος του ύπνου να έχει υποδεέστερο ρόλο για την κατοικία,36 καθώς συνδέεται με τις νυκτερινές ώρες, κατά τις

οποίες οι αγροτικές εργασίες, που είναι το ζωοποιό και συνδετικό κομμάτι με τη φύση, παύουν. Βέβαια η διάσταση του χώρου για τον ύπνο καθώς

και η επιλογή ξεχωριστού δωματίου γι’ αυτόν, αποτελεί μεταγενέστερη προσαρμογή. Ειδικότερα για τις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες αποτελεί

μάλλον πολυτέλεια, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα για μεγάλη άνεση και για ξεχωριστό χώρο για το κάθε μέλος της οικογένειας.

Ολοκληρώνοντας το κομμάτι της κάτοψης, ο Κωνσταντινίδης δεν

παραλείπει να υποδείξει τον προσανατολισμό, που τροποποιεί το σχήμα και την τοποθέτησή του κτίσματος και τη θέση των ανοιγμάτων. Συμβολικά απεικονίζεται και η ύπαρξη της βλάστησης αλλά και η υλικότητα. Για

παράδειγμα, το πάχος των τοίχων υπονοεί το υλικό κατασκευής τους, που

είναι ενιαίο σε όλο το κτίσμα, όπως επίσης και ο συμβολισμός της ξερολιθιάς, γνώρισμα του ευρύτερου περιβάλλοντος.

εικ. 4_Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ «Πάρβας: Άγονη Γραμμή». Η μαγκούρα του παππού Πάρβα,

ακουμπισμένη δίπλα στην

εξώπορτα. Το πιο σημαντικό προσωπικό του αντικείμενο που τον βοηθά στο περπάτημα.

36_ Giamarelos, S. (2014). The Art of Building Reception: Aris Konstantinidis behind the Global Published Life of his Weekend House in Anavyssos (1962–2014). Architectural Histories, 2(1). https://doi.org/10.5334/ah.bx. σελ. 6.

33


ο Κωνσταντινίδης και τα «χωριά»

Στα σκίτσα που αφορούν στην εστία, μπορεί κανείς να διακρίνει τη σημασία

της θέσεως των αντικειμένων που εικονίζονται, που ταυτίζεται με τη σημασία που δίνει ο κάτοικος στις καθημερινές του ασχολίες. Με αυτή την

έννοια, το αφαιρετικό χέρι του Κωνσταντινίδη, υπέδειξε την ιεράρχηση των

πραγμάτων στη ζωή με έναν απλό και κατανοητό τρόπο. Αποτύπωσε την αναγκαιότητα αλλά και τη χρησιμότητα των αντικειμένων, που εσωκλείουν την έννοια του νοικοκυριού. Είναι βέβαια τα ελάχιστα δυνατά, αλλά

ακριβώς επειδή είναι έτσι τοποθετημένα και αποτυπωμένα, μοιάζουν να είναι και τα μόνα απαραίτητα. Στο βιβλίο αυτό που γίνεται έντονη κριτική

στη μαζικότερη και πιο τυποποιημένη παραγωγή αντικειμένων και κτηρίων,

αλλά και στην αμφίβολη σημασία πολλών «επίπλαστων» ανθρώπινων αναγκών, αυτά τα σκίτσα, δεν είναι παρά μια ξεκάθαρη απάντηση του

συγγραφέα στο τι τελικά όντως αποτελεί αναγκαιότητα για τον κόσμο της φύσης.

Ωστόσο, λείπει η ανθρώπινη υπόσταση σε όλα, ανεξαιρέτως, τα

σκίτσα και υποδηλώνεται μόνο εκ της απουσίας της και μέσω των αντικειμένων. Έτσι, ενώ όλη η έρευνα αφιερώνεται στο ανθρώπινο και

στην πνευματικότητα που το συνοδεύει, αυτό μοιάζει να μη θεωρείται απαραίτητο να ενταχθεί στην εικονογράφησή της.

34


λίγα λόγια για τα σκίτσα

Τέλος, οι εξωτερικές προοπτικές απεικονίσεις των όψεων των μελετώμενων «χωριών», αποδίδονται με γρήγορο, αλλά κατανοητό τρόπο. Ξεχωρίζει

δηλαδή η σχέση των όγκων που απαρτίζουν το σύνολο, αλλά και επιμέρους πιο λεπτομερή στοιχεία, όπως οι κάπασοι (καμινάδες), τα ανοίγματα, τα

σκαλιά, η χαρακτηριστική διαμόρφωση του δώματος με την κυρτότητα

των τοίχων στο τελείωμα κ.α.. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο

τρόπος απόδοσης της φύσης, που πλαισιώνει και ολοκληρώνει το έργο και παρουσιάζεται σαν αναπόσπαστο κομμάτι της σύνθεσης.37 Δε θα μπορούσε, άλλωστε, να μη «σημειωθεί» η παρουσία της, καθώς κομμάτι της αποτελεί και ο άνθρωπος και τα έργα του αυτά. Εξετάζοντας τα σκίτσα, το μάτι

επικεντρώνεται εκεί ακριβώς που στοχεύει ο συγγραφέας και αρχιτέκτονας,

στο κτίσμα. Υπάρχει η αίσθηση πως το κέντρο της σύνθεσης του σκίτσου είναι το κτίσμα, ενώ όσο «ανοίγει» το βλέμμα, το έργο αποσυντίθεται οργανικά.38 Εκεί που κανείς, όμως, θα περίμενε να συναντήσει τη γραμμή

του ορίζοντα στο βάθος του πεδίου, αυτός παραλείπεται, όπως και το

περιβάλλον που θα ήταν στο παρασκήνιο. Έτσι, η αποδέσμευση του σκίτσου από τις συμβάσεις αυτές, πετυχαίνει να αποδεσμεύει το έργο τόσο χωρικά αλλά και χρονικά.

Συνολικά, τα σκίτσα αυτά και ιδιαίτερα οι προοπτικές τους απεικονίσεις,

με την έμμεση υποδήλωση της ανθρώπινης παρουσίας, σε ένα πολύ αφαιρετικό περιβάλλον που τα πλαισιώνει, συνεργάζονται περίτεχνα με την

έννοια του χρόνου. Ενυπάρχει, δηλαδή, μια διχοστασία του χρόνου. Πότε με την έννοια της διαχρονικότητας του τύπου του κτίσματος και των αξιών

που αντιπροσωπεύει και πότε μέσα σε μια άχρονη διάσταση, εκτός τόπου, χωρίς υπόβαθρο και χωρίς τον άνθρωπο.

εικ.5_Σκίτσο του Α. Κωνσταντινίδη στο βιβλίο «Δύο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους»

37_ Φιλιππίδης, Δ. (1997). Πέντε δοκίμια για τον ’Αρη Κωνσταντινίδη. Αθήνα: Libro. 38_ «η ματιά του εκλαμβάνει αυτά τα κτίσματα ως τοπίο σε τέτοια σμίκρυνση ώστε το κάθε σπίτι να αναπαράγει τις καμπύλες και τις τομές του τοπίου», Φιλιππίδης, Δ. (1997).

35


3 η Μύκονος σήμερα


το ταξίδι

3.1_ εισαγωγή

Στο σημείο αυτό, με αφορμή το τελευταίο κεφάλαιο της προηγούμενης ενότητας, που αφορά στα χωριά της Μυκόνου και την αποτύπωση τους μέσα

από τα σκίτσα του Α. Κωνσταντινίδη, θα αναλυθεί το προσωπικό βίωμα του

ταξιδιού στο συγκεκριμένο νησί. Προκειμένου, δηλαδή, να παρατηρήσω από κοντά τις οντότητες αυτές και έπειτα να τις κατανοήσω, αποφάσισα

να ταξιδέψω η ίδια στο νησί. Η προσέγγιση του τόπου και η ενσώματη

εμπειρία σε αυτόν, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας αλλά και στην αλληλεπίδραση με τα στοιχεία του τόπου. Σύμφωνα με την εμπειρία αυτή, αλλά και τη σχετική βιβλιογραφική έρευνα, έγινε μια

προσπάθεια απόδοσης της πολυπλοκότητας του χαρακτήρα της Μυκόνου.

Στη συνέχεια, ακολουθώντας την πορεία του χρόνου, αναλύονται όλες οι επιμέρους ενότητες που την απαρτίζουν, καταλήγοντας στο παρόν.

εικ.6_ Εικόνα της Μυκόνου από το βιβλίο Mykonos ile de l’egee, Roger Tourte.

3.2_το ταξίδι

Η επιστροφή στον τόπο αποτελεί για την παρούσα εργασία, την αφετηρία

στην αναζήτηση του «νήματος», που συνδέει τις επιμέρους ενότητες αυτής και τις καθιστά διακριτές και επίκαιρες. Μέσα από την άμεση εμπειρία

του σώματος στο χώρο αλλά και του βλέμματος, που αναλαμβάνει ρόλο διερευνητικό, διαμορφώνεται τελικά το τοπίο που θα αναλυθεί στη

συνέχεια. Επομένως, το ταξίδι αυτό συνιστά μία ακόμη ερμηνεία τόσο του

τόπου όσο και των ζητημάτων που θα εξεταστούν. Με παρόμοιο τρόπο, εβδομήντα χρόνια πριν, ο αρχιτέκτονας Α. Κωνσταντινίδης, επιχείρησε με

τη δική του προσωπική ματιά, να «ανασυστήσει» το τοπίο της παράδοσης, ιδωμένο μέσα από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Μυκόνου.

37


η Μύκονος σήμερα

«Και νιώθω τώρα σαν κάτι ν’ αναταράζεται βαθειά μέσα μου στην καρδιά […] οι αναμνήσεις κι η άσβεστη, αξέχαστη φλόγα. Ίσως ο δισταγμός, το

ξάφνιασμα, και η αβεβαιότητα, μαζί με όλην την πρώτη […] δυσπιστία, όμως πιο δυνατό έρχεται και πάλι το πρώτο γλυκό συναπάντημα, […] τα συχνά, τα σφιχτά αγκαλιάσματα―και η ατελείωτη συνουσία με όλην τη φύση.»39 Ο Κωνσταντινίδης εισάγει τον αναγνώστη σταδιακά στην πραγματικότητα

του τόπου, μακριά από το αστικό περιβάλλον της πόλης. Η δική του αφετηρία για το ταξίδι, είναι η πόλη της Αθήνας, επομένως, ό,τι γνώριμο

και βασισμένο στους ρυθμούς και στην καθημερινότητα της πόλης, μένει έξω από τη σφαίρα επιρροής της αύρας του νησιού. Αυτή η νέα κατάσταση,

ο «παράξενος πόνος»,40 αφορά ένα «κορμί»41 που τοποθετείται ανάμεσα

στη θάλασσα και στο θόλο του ουρανού, ένα επίγειο μέρος δηλαδή. Όμως, το «φως» που κυριαρχεί εκεί είναι διάχυτο, διαπερνά την ανθρώπινη

υπόσταση, διαθέτει υπερφυσικές προεκτάσεις. Τότε, ο πόνος εξημερώνεται και γίνεται γλυκός, η αρχικά διστακτική στάση μετουσιώνεται σε «τέρψη που σ’ αλαφρώνει και σε βαφτίζει σ’ ενός νέου κόσμου τη συλλογή […]

καινούργιος κι’ αυτός ο παλμός της ψυχής σου.»42 Ακόμη και οι παλμοί της

καρδιάς αποκτούν νέο ρυθμό, το ρυθμό του νησιού, υφίσταται δηλαδή ένας

διαφορετικός συγχρονισμός. Αλλά και ο χώρος μοιάζει να αποδεσμεύεται από τις διαστάσεις της πραγματικότητας που τον περιορίζουν, γίνεται «απέραντος».

«Και τρέχεις απάνω στις ράχες, τα μονοπάτια, στις αμμουδιές, σ’ όλες τις

αγκαλιές του νησιού, τρέχεις να απαντήσεις το όμορφο έργο. Τα λαμπερά πετράδια, […] νόμιζες πως ταχει σπαρμένα ο μέγας πλάστης του κόσμου, […] τώρα από κοντά δεν είναι παρά χτισίματα στοργικά και μικρά και αγαθά, έργα ανθρώπου μέσα στο ζήλο του καθημερινού μόχθου.»43

εικ.7_αρχετυπικές δομές στο τοπίο

39_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 9. 40_ Όπ.π., σελ. 9. 41_ Όπ.π., σελ. 9. 42_ Όπ.π., σελ. 9-10. 43_ Όπ.π., σελ. 10.

38


το ταξίδι

Δίχως προηγούμενη επαφή με το συγκεκριμένο νησί, η αναζήτηση βιβλιογραφίας κρίθηκε απαραίτητη. Πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα, ήταν

τα βιβλία του Α. Κωνσταντινίδη, όπως το «Δύο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους» αλλά και τα «Ξωκκλήσια της

Μυκόνου». Η εικόνα που διαμορφώνει κανείς μέσα από τις περιγραφές αυτές αλλά και την εικονογράφηση, αφορά σε ένα νησιωτικό περιβάλλον,

ακόμη πιο συγκεκριμένα σε αυτό των Κυκλάδων. Ωστόσο, η προσωπική και βιωματική εμπειρία του συγγραφέα καθώς και η σύνδεση της με βαθύτερες

αρχιτεκτονικές έννοιες, καθιστούν, σε πρώτη ανάγνωση, δύσκολη μια σχηματική εικόνα.

Τελικά, περισσότερο καθοριστική υπήρξε η προβολή του ονόματος της Μυκόνου και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, από τα μέσα ενημέρωσης

και τη διαφήμιση. Δηλαδή, μέσα από ένα λόγο που διαμορφώνεται αρκετό καιρό τώρα και οφείλεται στην ιδιαίτερη τουριστική του προβολή. Αυτή

η εικόνα, λοιπόν, προσομοιάζει με έναν «αλλόκοτο» τόπο συνάντησης και παραθερισμού, τμήματος μιας επιφανούς ελίτ, σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο. Την ίδια στιγμή, η υπέρμετρη προβολή που λαμβάνει και η

συσσώρευση ανθρώπων αλλά και χρήματος, διαμορφώνουν το έδαφος για πληθώρα αντιφατικών ενεργειών στο χώρο. Επομένως, το νησί παρουσιάζεται ως ένα μέρος με ισχυρά τουριστικά χαρακτηριστικά, έντονη

39


η Μύκονος σήμερα

αναπτυξιακή πορεία, ενδεχομένως αρκετά επιθετική, ως προς τον κάτοικο

και το ευρύτερο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, όμως, συνθέτει και το σκηνικό

ενός εξίσου δυναμικού, κοινωνικά και πολιτισμικά, τοπίου με ποικίλες προεκτάσεις, που απασχολεί το δημόσιο λόγο.

Η χρονική περίοδος του ταξιδιού, στα τέλη Οκτωβρίου του 2019,

συμπίπτει με το τέλος της τουριστικής περιόδου και προμήνυε μια,

ελαφρώς, χαλαρότερη κίνηση επισκεπτών στο νησί. Ακόμη όμως και με

αυτά τα δεδομένα, η προσέλευση στο νησί, ήδη από το πλοίο της γραμμής, ήταν αυξημένη. Σταδιακά αντιλαμβάνεται κανείς, πως αυτό δεν είναι παρά

ένα σύνηθες φαινόμενο για τον προορισμό της Μυκόνου. Συγκεκριμένα, αποτελεί νησί με πολύ καλή σύνδεση με την κυρίως Ελλάδα, αλλά και με τις υπόλοιπες Κυκλάδες. Η συγκοινωνία με κόμβους, όπως ο Πειραιάς,

είναι αρκετά συχνή, ενώ το νησί διαθέτει επίσης αεροδρόμιο, με πληθώρα πτήσεων εσωτερικού και εξωτερικού.

Η επιλογή του ταξιδιού με το πλοίο της γραμμής, καθορίστηκε σε μεγάλο

βαθμό από τον τρόπο που και ο ίδιος ο Κωνσταντινίδης, περίπου 70 χρόνια

πριν, ταξίδεψε στη Μύκονο. Η προσέγγιση ενός εντελώς άγνωστου τόπου, με το πλοίο της γραμμής, θυμίζει εμπειρίες από καλοκαιρινά ταξίδια και

εμμέσως εμπεριέχει μια πιο συναισθηματική θεώρηση των πραγμάτων. Το ταξίδι στο νησί σηματοδοτεί την απόδραση από την πραγματικότητα44 και συνδυάζεται με τις διακοπές κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Την ίδια

στιγμή, συμβολίζει την απελευθέρωση, την ανεμελιά και τη χαλάρωση, στοιχεία που απαρτίζουν το ιδανικό νησιωτικό περιβάλλον.

Προσεγγίζοντας το νησί από μακριά, το μάτι συλλαμβάνει το ιδιωματικό

στοιχείο, που χαρακτηρίζει στο σύνολό τους τα νησιά των Κυκλάδων· τα χρώματα, οι κορυφογραμμές, το φως, η θάλασσα, ακόμη και το ανθρωπογενές

περιβάλλον. Μοιάζουν όλα να βρίσκονται σε αρμονική συμφωνία. Ωστόσο,

όσο πλησιάζει το πλοίο στην ακτή, είναι αναγνωρίσιμα τα σημάδια του

«ζήλου» ενός διαφορετικού, καθημερινού μόχθου, που καθόλου έργα «στοργικά», μικρά, «τοποθετημένα με μια ανώτερη σοφία»45 δε δείχνει. Αντίθετα, επικρατεί ένα περιβάλλον με χαρακτηριστικά σχεδόν αστικής

διάχυσης, κτηριακά σύνολα καμουφλαρισμένα με μια αρχιτεκτονική που

να παραπέμπει σε μυκονιάτικο ύφος, όμως προορισμένα να υποδεχτούν μεγέθη παγκόσμια.

44_ Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 10. 45_ Όπ.π., σελ. 9.

40


το ταξίδι

εικ.8_το νησί από το καράβι

Για παράδειγμα, η πρώτη επαφή με το χώρο γίνεται ήδη από το νέο λιμάνι

της Μυκόνου, που μεταφέρθηκε από τη Χώρα προς την περιοχή Τούρλος και υπήρξε έργο αναβάθμισης της υπάρχουσας υποδομής, ώστε να αναλάβει

τις ολοένα και αυξανόμενες ροές επισκεπτών. Αυτό οδήγησε, σταδιακά,

στην τοποθέτηση συνοδευτικών χρήσεων πέριξ του λιμανιού, αλλά και ξενοδοχειακών μονάδων για καλύτερη εξυπηρέτηση. Η σχετικά ταχεία

διαμόρφωση του δομημένου περιβάλλοντος, πιθανόν και υπέρβασης των

υφιστάμενων περιορισμών ως προς τη δόμηση, διαμόρφωσε το παράκτιο

μέτωπο ως τον οικισμό της Χώρας, με την οποία τείνει να ενοποιηθεί. Επομένως, η πρώτη εντύπωση, απείχε πολύ από τη λυρική περιγραφή του Κωνσταντινίδη. Παρακάτω θα αναλυθούν και πιο συγκεκριμένα τα στοιχεία εκείνα που απαρτίζουν το σημερινό σύνολο, που ονομάζεται Μύκονος.

εικ.9_προσεγγίζοντας την ακτή

41


η Μύκονος σήμερα

εικ.10_ χάρτης της προσωπικής περιήγησης στο νησί της Μυκόνου

42


το ταξίδι

Προηγουμένως σημειώθηκαν οι πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωση του βιβλίου του Ά. Κωνσταντινίδη σχετικά με το ταξίδι του στη Μύκονο. Συνδυαστικά σχολιάστηκε και η εικόνα που διαμορφώνει κανείς για το

νησί από τα μέσα και τη διαφήμιση. Σε επόμενο στάδιο, ένας ταξιδιώτης που επισκέπτεται τη Μύκονο, θα είχε να διηγηθεί τις δικές του εμπειρίες και να φέρει μαζί του, κατά την επιστροφή, τα δικά του αναμνηστικά. Στη

δική μου περίπτωση, η περιήγηση στο τοπίο, συνοδεύτηκε από καταγραφή τόσο μέσω των αισθήσεων, κατα τη διάρκεια του περπατήματος, όσο και

μέσω φωτογραφιών, σκίτσων, συζητήσεων με ντόπιους και μη. Όλα αυτά τα εργαλεία, ολοκληρώνουν την εμπειρία του ταξιδιού και συνοδεύουν και ενισχύουν τη βιβλιογραφική έρευνα που ακολούθησε.

Η περιήγηση στον πυκνό ιστό της Χώρας αναδεινύει την πολυπλοκότητα

των χώρων, την ευρηματικότητα των κατασκευών όσο και την

σκηνογραφική απόδοση των επεμβάσεων, των χρωμάτων και άλλων

στοιχείων. Από στενό σε στενό οι αντιθέσεις είναι εμφανείς, καθώς η απομάκρυνση από τον πυρήνα του κεντρου συνεπάγεται και διαφορετικές

συνθήκες διαβίωσης. Οι πολυσύχναστοι δρόμοι εναλλάσσονται με έρημα σοκάκια και η αίσθηση του προσανατολισμού δεν είναι πάντα δεδομένη. Τα παρακάτω σκίτσα επιχειρούν περισσότερο να αποδώσουν τα δείγματα και τις πρακτικές της κατοίκησης σε έναν τόπο που κατά βάση αποτελεί ένα δαιδαλώδες τουριστικό πάρκο.

43


η Μύκονος σήμερα

44


το ταξίδι

εικ.11_σκίτσα από τη Χώρα της Μυκόνου

45


η Μύκονος σήμερα

46


το ταξίδι

Επόμενος σταθμός στο ταξίδι, ο οικισμός της Άνω Μεράς στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Εκεί ο χαρακτήρας του τόπου, στο μεταίχμιο μεταξύ υπαίθρου και κωμόπολης, παρουσιάζει μια πιο χαλαρή συγκρότηση. Οι

εικόνες από επαρχιακού τύπου δομές κατοίκησης εναλλάσσονται με αυτές του άγονου και γυμνού κυκλαδικού τοπίου και της αγροτικής ζωής σε αυτό.

Ξεχωρίζουν οι επεμβάσεις μεγάλης κλίμακας και οι εκτεταμένες οικιστικές μονάδες για παραθερισμό. Στο ίδιο πλαίσιο εμφανίζονται και διάφορα

υβρίδια κατοικίας, που ενσωματώνουν στοιχεία της τοπικής αρχιτεκτονικής μέσα από σύγχρονη τεχνολογία.

εικ.12_ σκίτσα από την Άνω Μερά

47


η Μύκονος σήμερα

48


το ταξίδι

εικ.13_ σκίτσα από την Άνω Μερά 49


η Μύκονος σήμερα

εικ.14_τα «αναμνηστικά» του ταξιδιού

50


το ταξίδι

Την επιστροφή από το ταξίδι ακολούθησε η σταδιακή ανάλυση της καταγραφής που πραγματοποιήθηκε. Στόχος να ανασυρθεί μέσα από την

πληθώρα νεοαποκτηθέντων γνώσεων και πληροφοριών, η ουσία και να διαμορφωθεί το βασικό επιχείρημα της εργασίας. Η τόσο σύντομη επαφή

με τον τόπο δημιουργεί μια πρώτη εντύπωση με πρόωρες σκέψεις, που

ακόμη δεν έχουν λάβει υπόσταση και το επόμενο βήμα είναι ακόμη μετέωρο. Προκειμένου να μην επιβεβαιωθεί η αίσθηση του αδιεξόδου, που προκύπτει από το μεγάλο φόρτο πληροφορίας που πρέπει να αποκωδικοποιηθεί, η αναζήτηση της σχετικής βιβλιογραφίας κρίνεται απαραίτητη.

51


η Μύκονος σήμερα

εικ.15_ χάρτης της Μυκόνου


η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου

3.2.1_η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου

Προκειμένου να οριστούν κάποια βασικά δεδομένα για το νησί, θα

ακολουθήσει μια ιστορική περιγραφή της εξέλιξής του, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και οικιστικά, καταλήγοντας στο σήμερα. Μέσα

από αυτήν τη σύντομη αναδρομή γίνονται ευκολότερα κατανοητοί οι

παράγοντες, που ενδεχομένως, επηρέασαν την πορεία του νησιού σε βάθος χρόνου.

Ιστορικά, η Μύκονος κατοικήθηκε από πολύ νωρίς, ήδη

από τη νεολιθική εποχή, γεγονός που μαρτυρείται από τα ευρήματα της ανασκαφής του οικισμού της Φτελιάς.

Ακόμη, δείγματα κυκλαδικού πολιτισμού ανακαλύφθηκαν και στην ανασκαφή στο Κάστρο της Χώρας. Γενικά, στο

νησί φημολογείται πως υπήρχαν δύο πόλεις, με τη μία μάλιστα οχυρωμένη. Στις πιθανές τοποθεσίες των πόλεων αυτών, πέραν του Κάστρου της Χώρας, συγκαταλέγονται

η τοποθεσία «Παλαιόκαστρο», που βρίσκεται ανατολικά

του όρμου Πανόρμου και η θέση «Ληνό», όπου σώζονται ερείπια δύο πύργων των κλασικών χρόνων αλλά και τμήμα τείχους.46 Οι πιθανές θέσεις, πάντως, εντοπίζονται σε

περιοχές που ως σήμερα αποτελούν κομβικά σημεία για το

εικ.16_ Η προκυμαία, Μύκονος, 1930, Μ. Χρουσάκη. Φωτογραφικό αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδος

νησί.

Εδώ να σημειωθεί, πως οι Μυκονιάτες, πέρα από τις πόλεις, εποίκησαν

σχετικά γρήγορα και την αγροτική ύπαιθρο, για να εξυπηρετήσουν καλύτερα

τις λιγοστές, γεωργικές τους ασχολίες. Με αυτά τα δεδομένα, από τους προϊστορικούς χρόνους και έπειτα, το νησί κατοικείται και αναπτύσσεται, χωρίς βέβαια να εκλείψουν και περίοδοι καμπής πληθυσμιακά και οικονομικά.

Η θέση του, σε κοντινή απόσταση από τη Δήλο, παρέμεινε καίρια

έως και τους κλασικούς χρόνους. Αργότερα, το νησί αποτέλεσε κομμάτι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ στις αρχές του 13ου αιώνα, πέρασε

στη σφαίρα επιρροής των Βενετών. Σημαντική οικογένεια φαίνεται να

αποτέλεσε ο οίκος των Γκίζι, με ύπαρξη ομώνυμου οχυρού ανακτόρου στη θέση «Παλαιόκαστρο». Μετά τη Βενετοκρατία, πλην κάποιων σύντομων χρονικά κατακτήσεων, το νησί πέρασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 46_ Ρωμανός, Α. (1983). Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική Μύκονος. Αθήνα: Μέλισσα. σελ. 9.

53


η Μύκονος σήμερα

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πληθυσμός και η οικονομία του νησιού δε

γνώρισαν σταθερή εξέλιξη. Η σημασία της θέσης του νησιού, γεωγραφικά, ενισχύθηκε από τα περάσματα εμπορικών διαδρομών. Έτσι, οι Μυκονιάτες

ασχολήθηκαν κυρίως με το εμπόριο και τη θάλασσα. Είναι επίσης πιθανό,

το νησί να διαδραμάτισε κάποιο ρόλο και σε σχέση με την πειρατεία που κυριάρχησε στο Αιγαίο, ακόμη και να αναπτύχθηκαν σχέσεις συνδιαλλαγών ντόπιων με πειρατές.47 Αργότερα, κάτω από καθεστώς πολιτικής ενότητας

του ελληνικού χώρου επί Τουρκοκρατίας, η τοπική οικονομία γνώρισε

ιδιαίτερη ακμή. Από εκείνο το σημείο και ως την Επανάσταση του 1821, η Μύκονος κατάφερε να αναπτύξει ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην αρχιτεκτονική της Χώρας. Η περίοδος αυτή ήταν

η πρώτη σημαντική οικονομική και πνευματική άνθηση για το νησί, που σιγά σιγά, άρχισε να διαμορφώνει έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και λόγω

όλων των παραπάνω επαφών. Έπειτα, το νησί συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση, προσφέροντας στόλο. Γνωστό είναι, άλλωστε, πως η Μαντώ Μαυρογένους καταγόταν από εκεί.

Μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η ναυτιλιακή της δύναμη εξασθενεί

λόγω αυξημένου ανταγωνισμού, ωστόσο συνεχίζει να αποτελεί τόπο εμπορικών και εφοπλιστικών πρωτοβουλιών.48 Αναπόφευκτα όμως, λόγω και του φαινομένου της μετανάστευσης, παρατηρούνται διακυμάνσεις

στο ντόπιο πληθυσμό. Το άγονο και βραχώδες τοπίο, δεν επέτρεψε ποτέ την ιδιαίτερη ανάπτυξη της γεωργίας, γεγονός που επηρέασε τη διαβίωση

του πληθυσμού, σε πολλές περιόδους, έως και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ταυτόχρονα, όμως, αποτέλεσε και κομμάτι ενός ευρύτερου δικτύου μεταναστών στην Αθήνα αλλά και στο εξωτερικό, διατηρώντας έτσι και πάλι τις διασυνδέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο.49

47_ Ρωμανός, Α. (1983). σελ. 11. 48_Νάζου, Δ. (2003). Οι πολλαπλές ταυτότητες και οι αναπαραστάσεις τους σε ένα τουριστικό νησί των Κυκλάδων: Επιχειρηματικότητα και εντοπιότητα στη Μύκονο (Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας). Ανακτήθηκε από http://hdl.handle.net/10442/hedi/32385 σελ. 37. 49_Όπ.π., σελ. 37-38.

54


η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου

εικ.17_ Δήλος-Μύκονος, περ. 1960. Λεπτομέρεια από κολλάζ Α. Πολυκανδριώτη. Συλλογή Α. Πολυκανδριώτου

Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, ξεκινά η ανοδική πορεία του νησιού. Σταδιακά, η Μύκονος αρχίζει να ανακαλύπτει την ιδιαίτερη έλξη

που διαθέτει ως τουριστικός προορισμός, αρχικά σε ξένους επισκέπτες. Έχει προηγηθεί, ήδη από την Τουρκοκρατία, ένα ρεύμα ξένων περιηγητών, που ανακαλύπτει και μελετά, όλο και πιο συστηματικά, τις κλασσικές αρχαιότητες και παρακινεί και την εγχώρια διανόηση να στρέψει το βλέμμα προς αυτές.50

Ο αρχαιολογικός χώρος της Δήλου αποτελεί ίσως την πιο σημαντική αφορμή

για να αποκτήσει η Μύκονος μια προνομιούχα θέση, ως ενδιάμεσος σταθμός. Ιδιαίτερα κατά την περίοδο του ’30, που αναθερμαίνεται το ενδιαφέρον

για την ύπαιθρο, πολλοί μελετητές, αρχιτέκτονες και διανοούμενοι, προερχόμενοι κυρίως από υψηλά κοινωνικά στρώματα, συστηματοποιούν τις εξορμήσεις τους προς αυτήν. Οι κινήσεις αυτές αποτέλεσαν και τη βάση

πάνω στην οποία «οικοδομήθηκε» η σύγχρονη κοσμοπολίτικη, οικουμενική της ταυτότητα.51

Ήδη από τη δεκαετία του ‘60, η Μύκονος διαγράφει, πλέον, τη δική της

πορεία, ανεξάρτητα από τον πυρήνα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της

Δήλου. Έχει διαμορφώσει μια φήμη διεθνούς βεληνεκούς, που σε συνδυασμό με την πραότητα και ανεκτικότητα των ντόπιων, την καθιστά εξαιρετικά

δημοφιλή προορισμό. Την ίδια εποχή διαμορφώνονται οι βάσεις του

μετέπειτα μαζικού τουρισμού, που θα ξεκινήσει στην Ελλάδα με επικεφαλής μέρη, όπως η Μύκονος. Στην πρώτη γραμμή προσέλκυσης τουριστών, με τη συμβολή της διαφήμισης, τοποθετούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της

Μυκόνου. Δηλαδή, οι ανακαλύψεις που προηγήθηκαν, των καλλιτεχνών,

των λαογράφων, των διανοούμενων και του συνόλου ενός δημόσιου επιστημονικού λόγου, αξιοποιήθηκε μετέπειτα, εκτενώς, για τουριστικούς σκοπούς.

50_Φιλιππίδης, Δ. (1984). Νεοελληνική Αρχιτεκτονική. Αθήνα: Μέλισσα. σελ. 112 51_Νάζου, Δ. (2003). σελ. 38-39.

55


η Μύκονος σήμερα

Σταδιακά, στις επόμενες δεκαετίες διαμορφώνεται ο συμβολικός χαρακτήρας

της Μυκόνου, ως τόπου με αυθεντικά κυκλαδίτικα

χαρακτηριστικά, που όμως καθιστά εφικτή και την ύπαρξη του «άλλου»52

και του διαφορετικού. Αποτέλεσε από την αρχή, προορισμό ανθρώπων με ευκατάστατο υπόβαθρο, αλλά και με προσωπικές αναζητήσεις ύφους και

αισθητικής, που άγγιζαν τα όρια του εκκεντρικού. Την ίδια στιγμή, για

κάποιους άλλους αποτελούσε καλοκαιρινό προορισμό, με μποέμ και hip-

pie στοιχεία, ελεύθερο πεδίο για αυτοπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας και του φύλου, όσο και της αυτοδιάθεσης του σώματος―γυμνισμός, εκκεντρικά ντυσίματα κ.α.. Αυτή η διευρυμένη πολιτισμική ώσμωση, δε θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα χωρίς την προοδευτικότητα και της

τοπικής κοινωνίας, που στην πλειοψηφία της αναγνώρισε σύντομα και τα οικονομικά οφέλη αυτής της στάσης.

Τελικά, στο απόγειο του κλίματος που είχε διαμορφωθεί, προστίθεται και

η αναδυόμενη τάξη των ευκατάστατων νεοελλήνων και όσων ακολουθούν τις πρακτικές τους.53 Αυτό, ως τη δεκαετία του ’90, παγίωσε τη Μύκονο ως

πεδίο άσκησης καταναλωτικών πρακτικών αλλά και νεωτερισμών, τόσο

για την Ελλάδα όσο και για το εξωτερικό. Οι νεωτερισμοί αφορούσαν τόσο

στο ύφος και το περιεχόμενο του τρόπου ζωής, όσο και στις καταναλωτικές συνήθειες, τις επιχειρησιακές και εμπορικές συναλλαγές, την τουριστική

αξιοποίηση κ.α.. Διαμορφώθηκε έτσι η τάση για ένα «lifestyle» με στοιχεία άνεσης και πλούτου, τα οποία εντάχθηκαν στην κοινωνική και εμπορική ζωή του νησιού για τους καλοκαιρινούς μήνες. Ταυτόχρονα παγιώθηκε η εικόνα

ενός τόπου, όπου το οριακό, το «άλλο», το μη συμβατικό, είναι εφικτό με όρους ανεκτικότητας και αρμονικής συνύπαρξης.

εικ.18_ Paradise, Mykonos εκδ. «Summer Dream»

52_Νάζου, Δ. (2003). σελ. 38-49. 53_Όπ.π., σελ. 50-58.

56


η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου

Προκειμένου να στηριχθεί το «οικοδόμημα» αυτό, το οποίο ποσοτικά ήδη άρχιζε να γίνεται μη διαχειρίσιμο για το

ντόπιο πληθυσμό, οι περισσότεροι Μυκονιάτες στράφηκαν

προς την απασχόληση στον τουριστικό τομέα. Έτσι, η

κοινωνία του νησιού, μέσα στην υπάρχουσα επαγγελματική της ανομοιογένεια, άρχισε να υιοθετεί χαρακτηριστικά

πολυαπασχόλησης.54 Εκείνοι που στο παρελθόν διέθεταν περιουσία και ιδιοκτησία γης, σταδιακά, εξομοιώθηκαν

με όσους δε διέθεταν κανένα ιδιοκτησιακό τίτλο, αλλά πέτυχαν να ασχοληθούν με το τουριστικό προϊόν και να αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής τους. Προέκυψε με αυτόν

εικ.19_ Μύκονος, γενική άποψη.

Από το βιβλίο «για την Αρχιτεκτονική», Ά. Κωνσταντινίδης

τον τρόπο, μια σχετική κοινωνική ομοιογένεια, ανεξαρτήτως κοινωνικού και επαγγελματικού υποβάθρου. Έτσι, αγρότες, οικοδόμοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, απασχολούμενοι σε ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, ασχολήθηκαν με τον τουρισμό και τις παροχές υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, συντελέστηκε

και η ισότιμη ένταξη των γυναικών στην αμειβόμενη μισθωτή εργασία, πολύ νωρίτερα στη Μύκονο από ό,τι σε άλλες περιοχές στην Ελλάδα.55 Όλα αυτά συνέβαλαν,

στο να αποκτήσει η κοινωνία της Μυκόνου αστικά χαρακτηριστικά56 και να θεωρηθεί αρκετά πρωτοπόρα

και οικονομικά αυτάρκης. Σύμφωνα με στοιχεία του

Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, το έτος 2001 λειτούργησαν στη Μύκονο 152 ξενοδοχειακές μονάδες, οι 130 από τις οποίες ανήκαν και λειτουργούσαν από ντόπιους.57

εικ.20_ Μύκονος, εκδ. «Summer Dream», φωτογραφία L. Hapsis

Την ίδια στιγμή, οι μεταναστευτικές ροές από την Αλβανία τη δεκαετία

του ‘90, ενίσχυσαν την τοπική οικονομία και την τροφοδότησαν με εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, οι μετανάστες αφομοιώθηκαν από την

τοπική κοινωνία, συμβάλλοντας και στη μείωση του ποσοστού γήρανσης. Παρόμοια τακτική υιοθέτησαν και πολλοί άλλοι, μη-ντόπιοι, που επέλεξαν να γίνουν Μυκονιάτες58 μέσα από τη δραστηριοποίησή τους στο νησί, είτε τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε μόνιμα. Παρουσιάζεται έτσι μια πιο ρευστή

σχέση του ανθρώπινου στοιχείου με την ύπαρξη μεταναστών, Ελλήνων και αλλοδαπών, εργατών και εποχιακών εργαζομένων. 54_Νάζου, Δ. (2003). σελ.20. 55_Όπ.π., σελ. 20. 56_Όπ.π., σελ. 20. 57_Όπ.π., σελ. 52. 58_Όπ.π., σελ. 62-65.

57


η Μύκονος σήμερα

Όλες αυτές οι υποομάδες, σε συνεργασία και με τις τοπικές κοινωνίες,

εμπλέκονται ενεργά στην οικονομική πορεία του νησιού. Αν, σε αυτά τα

σύνολα, προστεθούν και τα κινούμενα σύνολα ατόμων με τη μορφή των επισκεπτών και των τουριστών, τότε οι οικονομικές συναλλαγές όσο και το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσεται, ξεπερνά κατά πολύ τα

γεωγραφικά όρια του νησιού. Έννοιες όπως το τοπικό με το υπερτοπικό, διαπλέκονται και βρίσκονται συνεχώς υπό διαπραγμάτευση σε ένα μέρος με τόσο δυναμικά στοιχεία.59

εικ.21_Χάρτης οικιστικής εξέλιξης της Χώρας (Ρωμανός Α.)

Διακρίνονται οι εξελικτικές φάσεις και οι επιμέρους γειτονιές που διαμορφώθηκαν.

Ξεκάθαρη θέση έχουν οι ανεμόμυλοι, συγκεντρωμένοι στο νότιο κομμάτι αλλά και διάσπαρτοι στον ευρύτερο χώρο. Με τη διάχυση ενσωματώθηκαν στα νέα όρια του οικισμού. Το

Ξενία

1960,

στην

Μυκόνου,

περιοχή

από

τον

των

ανεμόμυλων

αρχιτέκτονα

Α.

κτίστηκε

το

Κωνσταντινίδη.

59_Νάζου, Δ. (2003). σελ. 36. Σε Βαΐου, Ν. & Κ. Χατζημιχάλης, Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους πολωνούς στους αγρούς. Αθήνα: Εξάντας.

58


η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου

Εξελικτικά, ο κύριος οικισμός της Μυκόνου, η Χώρα, επεκτάθηκε έξω από τα όρια του Κάστρου διαμορφώνοντας επιμέρους γειτονιές και κέντρα. Πάντα

παρέμενε, όμως, ξεκάθαρα διαχωρισμένος από τις αγροικίες του νησιού, με την παρεμβολή αγροτικής γης.60

Όπως φαίνεται από τους χάρτες των φάσεων εξέλιξης του οικισμού

(εικ.21), η έκτασή του μέσα στον 20ο αιώνα, τριπλασιάστηκε, ενώ άρχιζαν

να εμφανίζονται διάσπαρτα κτίσματα, όσο το οδικό δίκτυο ξεκίνησε να επεκτείνεται προς την ενδοχώρα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, πως έως

και το 1976, δεν υπήρχε κανονισμός για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα όσες ενέργειες πραγματοποιήθηκαν ως τότε να παγιωθούν στο χώρο. Μόνο το 1976, ξεκινά η κατηγοριοποίηση της Χώρας της Μυκόνου σε 3 περιοχές, που χαρακτηρίζονται από συγκεκριμένους όρους δόμησης, αλλά

και περιορισμούς.61 Με ΦΕΚ του 1988 (Φ. 504.14.07.1988), κηρύσσεται και ο οικισμός της Άνω Μεράς, ως παραδοσιακός και ακολουθούν ειδικές

ρυθμίσεις και περιορισμοί. Το 1987 σχεδιάζεται το ΓΠΣ για τη Χώρα της

Μυκόνου, ενώ μόνο το 2005, μετά από πλήθος μεταρρυθμιστικών αλλαγών στα σχέδια, εφαρμόζονται οι ΖΟΕ για όλο το νησί. Αυτές οι απανωτές

αλλαγές, όπως είναι φυσικό, σε συνδυασμό με μια αδυναμία από πλευράς

τοπικής εξουσίας να τηρήσει τα υπάρχοντα νομοθετήματα, προκάλεσε πληθώρα αντιφατικών οικοδομικών κινήσεων. Προκύπτει έτσι, για τον

οικισμό της Χώρας, ένας πυκνοδομημένος κύριος ιστός και το φαινόμενο της αστικής διάχυσης γύρω από αυτόν.

Για τον οικισμό της Άνω Μεράς, πάλι προκύπτουν ανάλογα ζητήματα, καθώς παρατηρείται το φαινόμενο της περιαστικής διάχυσης, εκτός ορίων

οικισμού.62 Παρατηρώντας το χάρτη της οικιστικής εξάπλωσης (εικ.23), η

διάχυση είναι κυρίως γραμμική, με βάση το οδικό δίκτυο. Δεν αποκλείονται

όμως και περιπτώσεις ανέγερσης κτισμάτων, εκτός οδικού δικτύου, πολλές φορές και εντός ζωνών προστασίας και άρα πλήρους απαγόρευσης οικοδομικής δραστηριότητας.

Αυτές οι περιπτώσεις εντάσσονται στο φαινόμενο της εξωαστικής

διάχυσης,63 με τη διάσπαρτη, εκτός σχεδίου ανέγερση μονοκατοικιών ή μικρών συγκροτημάτων κατοικιών. Στις περιοχές αυτές, που βρίσκονται

εντελώς απομονωμένες, δεν υφίσταται καμία δομή που να υποβοηθάει

την κατοίκηση. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, κοινωνικές υποδομές πόσο μάλλον εξυπηρετήσεις του δήμου, όπως η συγκομιδή απορριμμάτων, σωστή ηλεκτροδότηση και αποχετευτικό σύστημα, με τους ιδιώτες να 60_Ρωμανός, Α. (1983). σελ. 14. 61_ Ντουρμετάκης, Χ. (2013). Οικιστική διάχυση Μυκόνου: καταγραφή, ερμηνεία και αξιολόγηση του φαινομένου. (Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας). σελ. 15. 62_Όπ.π., σελ. 26. 63_Όπ.π., σελ. 34.

59


η Μύκονος σήμερα

αναλαμβάνουν μόνοι τους τις εξυπηρετήσεις τους, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.

Συνήθως, αυτές οι περιπτώσεις εμφανίζονται με σκοπό την τουριστική ή παραθεριστική αξιοποίησή τους.64

Σε ό,τι αφορά την παράκτια ζώνη, ειδικότερα του νότιο-δυτικού κομματιού

του νησιού, παρατηρείται το φαινόμενο της άναρχης δόμησης. Η

πλειοψηφία των οικιστικών συνόλων, συγκεντρώνεται σε μια ακτίνα έως τα 300 μέτρα από την ακτή.65 Ειδικότερα, για το νότιο τμήμα του νησιού, η

όσο το δυνατόν μικρότερη απόσταση από την ακτογραμμή, μεταφράζεται

σε υψηλότερες τιμές οικοπέδων και κτισμάτων, με σκοπό την τουριστική αξιοποίησή τους. Συνεπώς, ανεξάρτητα από τις πολεοδομικές ρυθμίσεις, όσο καθυστερημένα κι αν αυτές εφαρμόστηκαν και σε όποιο βαθμό, η οικιστική

εξάπλωση στη Μύκονο είχε ως πρωτεύοντα ρολό την, όσο το δυνατόν καλύτερη, τουριστική αξιοποίηση.

εικ.22_πανοραμική άποψη από το λιμάνι Τούρλος της Μυκόνου

Η περιαστικοποίηση όμως της αγροτικής γης προς το εσωτερικό του

νησιού είναι περισσότερο από εμφανής. Δηλαδή τα όρια μεταξύ των οικισμών συμπλέκονται λόγω και της ανάπτυξης της κατοικίας αλλά και

των συνοδευτικών χρήσεων εξίσου. Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τη μετακίνηση από τη Χώρα, προς τον οικισμό της Άνω Μεράς, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα εξής. Η χάραξη του περιφερειακού δρόμου Χώρας

Μυκόνου―Άνω Μεράς, όπως και των υπόλοιπων περιφερειακών οδών,

υπέδειξε και την τοποθέτηση χρήσεων, συμπληρωματικών της κατοίκησης και της παροχής διαφόρων υπηρεσιών. Κατά μήκος αυτής της βασικής 64_Ντουρμετάκης, Χ. (2013). σελ. 57. 65_Όπ.π., σελ. 44.

60


η Μύκονος στο πέρασμα του χρόνου

αρτηρίας, υπάρχουν διάφορα καταστήματα, αντιπροσωπείες, μάντρες για

οικοδομικά υλικά κ.α., γεγονός που μαρτυρά τόσο τη ζήτηση, αλλά και την

επαγγελματική απασχόληση του ντόπιου πληθυσμού. Επίσης, κατα την περίοδο της επίσκεψης μου στο νησί, ιδιαίτερα αυξημένη ήταν η κίνηση βαρέων οχημάτων, που μεταφέρουν οικοδομικά υλικά στις διάφορες υπό κατασκευή οικοδομές, που ταυτοχρόνως λειτουργούν στο νησί.

εικ.23_ χάρτης της περιοχής της Άνω Μεράς, με βάση το οδικό δίκτυο. Διακρίνονται οι χαραγμένοι δρόμοι αλλά και τα μικρότερα μονοπάτια που οδηγούν στις κατοικίες.

61



περί τουρισμού και άλλων τελετουργιών

3.2.2_ περί τουρισμού και άλλων τελετουργιών

Η κοντινή απόσταση από την κυρίως Ελλάδα, καθιστά τη Μύκονο προορισμό του Σαββατοκύριακου.66 Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί μέρος ενός

«τελετουργικού», που επιτελείται εντονότερα τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ η αφετηρία του εντοπίζεται ήδη από τις απαρχές του μοντέρνου κινήματος.

Η νεωτερική εποχή, στα πλαίσια του ορθολογισμού που διέτρεχε πολλές απόψεις της ζωής, υλικές και μη, καθόρισε τις επαγγελματικές αρμοδιότητες

και θεσμοθέτησε πολλά επαγγελματικά δικαιώματα. Αυτό είχε ως

αποτέλεσμα, όχι μόνο περισσότερο βιώσιμες συνθήκες εργασίας, αλλά και

τη διεκδίκηση ελεύθερου χρόνου. Λόγω της δυναμικής σχέσης εργασίας― ελεύθερου χρόνου, που επιβεβαιώνεται και από γενναίες κοινωνικές

κατακτήσεις, βαθμιαία ενισχύθηκε ο ρόλος του παράγοντα ελεύθερος χρόνος/ χρόνος διακοπών.

Ταυτόχρονα, τα παραπάνω συνδυάζονται με μια όλο και αυξανόμενη

εικ. 24_ Διαφήμιση του Ε.Ο.Τ. για τη Μύκονο, 1940

ανάγκη διαφυγής του κατοίκου της πόλης, προς την ύπαιθρο, φαινόμενο

που λαμβάνει και κοινωνικό πρόσημο. Η ανάγκη, δηλαδή, της διεξόδου από το ρυθμό της ζωής της πόλης και της εργασίας σε αυτήν, συνδυάζεται με

τη δυνατότητα για αναψυχή, έξω από αυτήν, που αποτέλεσε προνόμιο της μεσοαστικής τάξης κατά κύριο λόγο. Αυτή είναι και η τάξη που τροφοδοτεί

το λεγόμενο μαζικό τουρισμό, δίνοντας παλμό στην ταχεία οικονομική ανάπτυξη πολλών περιοχών.

Το αίτημα της διαφυγής για λόγους ψυχικής υγείας και αλλαγής του

σκηνικού της πόλης, ουσιαστικά προέκυψε μέσα από τις προσταγές ενός πιο

υγειούς τρόπου ζωής. Έτσι, στα πλαίσια του μοντέρνου ορθολογισμού και της εξυγίανσης, τέθηκε και το ζήτημα της επανασύνδεσης του ανθρώπινου

σώματος με την άθληση και τη φύση. Η προσέγγιση του τοπίου μέσα από

το νέο αυτό πρίσμα, οδήγησε σε μια αυξανόμενη διασπορά σε διάφορους χώρους στο ύπαιθρο, που έλαβε χαρακτηριστικά καθολικού εποικισμού.67

Οι καταβολές του φαινομένου αυτού εντοπίζονται και στο ρεύμα του

ρομαντισμού, που προσέγγισε διαφορετικά την επαρχία και τη ζωή σε αυτήν.

Σύμφωνα με τον John Urry,68 όπως αναφέρει η Χ. Μπονάρου, ο ρομαντικός τρόπος θέασης μέσα από το τουριστικό βλέμμα, βασίζεται σε έννοιες όπως η μοναξιά, η ιδιωτικότητα και η προσωπική ημιπνευματική σχέση

66_ Μανωλίδης, Κ., Καναρέλης, Θ., & Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Επιμ.). (2009). Η διεκδίκηση της υπαίθρου: Φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη Ελλάδα. Βόλος. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αθήνα: Ινδικτος. σελ. 419-427. 67_ Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). Η τρέλα του τόπου (1η έκδ). Αθήνα: Εκκρεμές. σελ. 25-29. 68_Urry J. (2002), The tourist gaze, second edition. London: Sage Publications.

63


η Μύκονος σήμερα

με το αντικείμενο της θέασης.69 Συνεπώς, έννοιες όπως η απόσταση και η

απομόνωση―στον αντίποδα της πολυκοσμίας―ενδυνάμωσαν την οικιστική διάχυση στην ύπαιθρο. Επιπροσθέτως, η οικιστική έκρηξη, των δεκαετιών

του ’60 και του ’70 στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις όλο και αυξανόμενες επιλογές συγκοινωνίας και μεταφοράς, με όλες τις περιοχές, επέτρεψαν την ελεύθερη μαζική μετακίνηση. Αυτή η ευκολία της προσβασιμότητας που

βασίστηκε στην ελευθερία της επιλογής, οδήγησε στη διαμόρφωση της παρεμβατικής διάθεσης του ατόμου πάνω στη φύση.70

Πλέον, το υποτιθέμενο όριο που διαχώριζε τα μητροπολιτικά κέντρα

από την ύπαιθρο, παύει να υφίσταται και τα χαρακτηριστικά συμπλέκονται.

Σύμφωνα με τον Ζ. Κοτιώνη, αυτό που προκύπτει χωρικά, αποτελεί μια ανθρώπινη μητροπολιτική κατασκευή που συμπεριλαμβάνει και τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, ενώ τα όρια πόλης―υπαίθρου είναι περισσότερο δυσδιάκριτα.

Σε παρόμοιο πλαίσιο, αναδύεται τις τελευταίες δεκαετίες και μια άλλη πολύ σημαντική τάση και πιο ιδιαίτερα στην

Ελλάδα. Αυτή αφορά στο πρότυπο του παραθερισμού,

που οργανώνεται γύρω από τη δημιουργία της εξοχικής κατοικίας. Σταδιακά, εγινε εφικτό από μεγάλη μερίδα

πληθυσμού, κυρίως κατοίκων των μεγάλων αστικών

κέντρων, να επανασυνδεθούν με τους τόπους καταγωγής εικ.25_ Άνω Μερά

τους, όχι μόνο με τη μορφή των σποραδικών εξορμήσεων προς αυτούς, αλλά της ανοικοδόμησης της λεγόμενης δεύτερης κατοικίας. Έτσι, η συναισθηματική αλλά και

επιλεκτική «ενατένιση» της ύπαιθρου χώρας, λαμβάνει τον επεκτατικό χαρακτήρα της επικάλυψης της γης, αυτοαναιρώντας το ίδιο της το όραμα

για το άσπιλο και αμόλυντο τοπίο.71 Στην πραγματικότητα, εντός ενός

πλαισίου οικονομικής εκμετάλλευσης της γης και των χρήσεών της, που στηρίζεται στον εποικισμό της υπαίθρου, αυτό το όραμα θα παραμένει για πάντα διχασμένο και απραγματοποίητο.

69_Μπονάρου, Χ. (2009). Η Τουριστική Διαχείριση της Ιστορικής Μνήμης. Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις σύγχρονες τουριστικές καρτ ποστάλ. (Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Αθήνα). σελ. 91. 70_Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). σελ. 25-29. 71_ Όπ.π., σελ. 25-29.

64


το «θαύμα» του τουρισμού στη Μύκονο

3.2.2.1_ το «θαύμα» του τουρισμού στη Μύκονο

Το ενδιαφέρον για την ύπαιθρο ως πεδίο δράσης πολλών δραστηριοτήτων, ήταν ανέκαθεν η κινητήριος δύναμη της τουριστικής της αξιοποίησης.

Η Μύκονος, από τις πρώτες επαρχιακές περιοχές, απέκτησε σταθερή

αναπτυσσόμενη πορεία και όχι απλά ως ένας τόπος που συγκεντρώνει ελκυστικά γνωρίσματα επαρχίας και χαλαρότητας μιας ζωής στην εξοχή.

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναγνωρίζει θεαματική έκρηξη σε αφίξεις ξένων και Ελλήνων επισκεπτών και παρουσιάζει πολλαπλά μοντέλα τουρισμού.

Ενδεικτικά, για τα τωρινά μεγέθη της τουριστικής ανάπτυξης της

Μυκόνου, παρατίθενται τα εξής στοιχεία. Σύμφωνα με τον Σ.Ε.Τ.Ε., για το

διάστημα 2018-2019, οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις στο αεροδρόμιο της Μυκόνου, σημείωσαν αύξηση 10,4% και ο αριθμός των ατόμων που

επισκέφθηκαν τη Μύκονο το 2019, συνολικά υπολογίζεται στους 474.081 επισκέπτες. Ενώ, για τις αεροπορικές αφίξεις από το εσωτερικό, την ίδια

περίοδο, σημειώνεται και πάλι αύξηση της τάξης του 3.2%, με 254.667 επισκέπτες για το 2019. Επίσης, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία για την κρουαζιέρα, από την Ένωση Λιμένων Ελλάδος, η Μύκονος αποτελεί

3ο πανελλαδικά, σε προσέλευση επισκεπτών και πλοίων, προορισμό. Το

2019, μάλιστα, συνολικά τα πλοία που επισκέφτηκαν τη Μύκονο ήταν 550,

με 787.490 επισκέπτες, ενώ το 2018, τα πλοία ήταν 484 και οι επιβάτες

702.256. Το 2017 τα πλοία που επισκέφθηκαν το νησί ήταν 501 και οι επιβάτες 699.304. Παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση στους αριθμούς των

επισκεπτών, ανά χρονιά, καθολικά για την προσέγγιση, τόσο αεροπορικώς

όσο και μέσω θαλάσσης, όπως η κρουαζιέρα. Όσον αφορά στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, σύμφωνα με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος, στη

Μύκονο για το 2019, αριθμούνται 193 μονάδες, με 13.394 κλίνες. Αυτός ο συνδυασμός ξενοδοχειακών μονάδων και κλινών, εμφανίζεται κατά

πολύ αυξημένος σε σχέση με άλλα, μεγαλύτερα νησιά, όπως η Μήλος και η Νάξος με 76 και 162 μονάδες, αντίστοιχα. Παρατηρούμε πως η Μύκονος για το μέγεθός της και τις εν λειτουργία επιχειρήσεις της, διαθέτει πολύ

μεγαλύτερες δυνατότητες φιλοξενίας. Σύμφωνα επίσης με στοιχεία, από

το 2011 ως το 2019 τα ξενοδοχεία 5 αστέρων που λειτουργούν στο νησί, αυξάνονται από τα 12 στα 46.72

72_ Μπέλλος, Η. (10.04.2018). Τουρισμός πέντε αστέρων στο Ν. Αιγαίο. Καθημερινή. Ανακτήθηκε από https://www.kathimerini.gr/957984/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/toyrismospente-asterwn-sto-n-aigaio & Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος.

65


η Μύκονος σήμερα

Αν ήταν δυνατή μια παράθεση των διαφόρων μορφών τουριστικής ανάπτυξης73 που παρουσιάζει ο τόπος αυτός, πρώτη και κύρια θα ήταν

αυτή του οργανωμένου μαζικού τουρισμού. Αυτή η μορφή απευθύνεται στην ευρεία βάση των μεσαίων στρωμάτων, που ο σχεδιασμός των διακοπών είναι εφικτός και γίνεται με σκοπό να εξυπηρετηθούν από μια

πλήρως ανεπτυγμένη, σε υπηρεσίες αλλά και στο χώρο, «βιομηχανία».

Οι οργανωμένες ξενοδοχειακές μονάδες και τα πακέτα «all inclusive» διακοπών που διαθέτουν, ανταποκρίνονται σε πολλές και διαφορετικές

απαιτήσεις και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης. Αυτή η

κατηγορία, παρέχει στο άτομο την ασφάλεια του προγραμματισμού του

ταξιδιού, την αποφυγή του «απροόπτου» αλλά και μεγάλη τυποποίηση. Υπάρχει βέβαια πάντα και η επιλογή του ανεξάρτητου μαζικού τουρισμού,

όπου το άτομο έχει μεγαλύτερη ελευθερία να σχεδιάσει τον προσωπικό του χρόνο.

Ωστόσο, αν και το μοντέλο αυτό λειτούργησε επιτυχώς για τις δεκαετίες

των ’60-’70, η ανάπτυξη και τα οφέλη που επέφερε, δεν κατανεμήθηκαν ισότιμα στο χώρο, ούτε ακόμη σε υποπεριοχές της ίδιας περιοχής.74 Κάτι

ανάλογο συνέβη και με τη Μύκονο, όπου υπάρχουν περιοχές ιδιαίτερα αναπτυγμένες και άρα επιβαρυμένες, από άποψη διαχείρισης πόρων

και περιβάλλοντος και περιοχές σχετικά ηπιότερης ανάπτυξης. Αυτό, σε

συνδυασμό με την έλλειψη πολεοδομικής οργάνωσης, οδήγησε σε μια σταδιακή υποβάθμιση της αξίας τους.

Προκειμένου, επίσης, να αναληφθούν τα μεγάλα μεγέθη επισκεπτών, που παρουσιάζουν μια έξαρση τους μήνες

Ιούλιο και Αύγουστο, προκαλείται υπερσυσσώρευση δραστηριοτήτων

και

υπερκατανάλωση

πόρων.

Η

εντατικοποίηση του φαινομένου αυτού, απέδειξε πόσο υπολειπόμενη είναι η υποστηρικτική υποδομή, αλλά εμφάνισε και πολλά περιβαλλοντικά ζητήματα. Ενδεικτικά,

έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σχετικές με γεωτρήσεις, εικ.26_ το φράγμα στην Άνω Μερά

ενώ έχει πραγματοποιηθεί το έργο ανέγερσης σταθμού μονάδας αφαλάτωσης, καθώς το πόσιμο νερό δεν επαρκεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.75

73_ Μανωλίδης, Κ., Καναρέλης, Θ., & Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Επιμ.). (2009). σελ. 412-418. 74_Tsartas, P. (2003). Tourism Development in Greek Insular and Coastal Areas: Sociocultural Changes and Crucial Policy Issues. Journal of Sustainable Tourism, 11(2–3), 116–132. https://doi. org/10.1080/09669580308667199, σελ. 124. 75_Ξενάριος, Β. Γ. (2017). Μελέτη νέας μονάδας αφαλάτωσης Μυκόνου και εκτίμηση ενεργειακής παραγωγής εμπορικών ανεμογεννητριών για αντιστάθμιση των καταναλώσεων της. (Διπλωματική εργασία, Ε.Μ.Π. Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Αθήνα). σελ. 58-65.

66


το «θαύμα» του τουρισμού στη Μύκονο

Ταυτόχρονα, στο νησί έχουν δημιουργηθεί δύο φράγματα, ώστε να

αποθηκεύεται το βρόχινο νερό, το οποίο διαφορετικά θα κατέληγε στη θάλασσα.76 Σήμερα πολλά νοικοκυριά και ξενοδοχεία λειτουργούν με ιδιωτικές γεωτρήσεις, ώστε να υποστηρίξουν τις ανάγκες τους.

Επίσης, στον τομέα της ενέργειας έχουν προκύψει ανάλογες ανάγκες, που

αντιμετωπίζονται με την εγκατάσταση ηλεκτρικού σταθμού στο νησί, ενώ αναζητήθηκαν και λιγότερο επιβαρυντικές για το περιβάλλον του νησιού

λύσεις, όπως η τοποθέτηση ανεμογεννητριών.77 Η ενεργειακή αυτονομία του νησιού είναι αναγκαία, ώστε να καλύψει τις ανάγκες της τουριστικής

περιόδου, αλλά και να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο ποιότητας ζωής για τους κατοίκους του. Στο ίδιο πλαίσιο, υπήρξε μέριμνα για δημιουργία βιολογικού

καθαρισμού,78 που στόχο έχει να καλύψει όλο το δίκτυο, πλην εξαιρέσεων ιδιωτών που όπως αναφέραμε παραπάνω, παρακάμπτουν οποιοδήποτε

περιορισμό, κτίζοντας σε δυσπρόσιτες εκτός σχεδίου περιοχές. Ωστόσο, αυτό που περισσότερο απασχολεί την τοπική κοινωνία είναι οι τρόποι διαχείρισης του προβλήματος αυτού, καθώς προτιμότερες είναι λύσεις, που βασίζονται στα τοπικά χαρακτηριστικά, με όρους αειφορίας και βιωσιμότητας.

εικ.27_ Ανεμογεννήτρια και παραθεριστική κατοικία με θέα στον όρμο Φωκού

76_«Εκμεταλλευόμενοι τις δύο μεγαλύτερες λεκάνες απορροής του νησιού, το 1992 και το 1997 κατασκευάζονται στη Μύκονο δύο φράγματα ταμιευτήρες, στις περιοχές Μάραθι και Άνω Μερά αντίστοιχα.». Από: Ξενάριος. Β. Γ. (2017). σελ. 59. 77_«Στις περιοχές των λόφων Ανώνυμο και Μερσίνη της Άνω Μεράς, υπάρχουν εγκατεστημένες ανεμογεννήτριες, που εκμεταλλεύονται τον ισχυρό άνεμο που πνέει σχεδόν όλο το χρόνο στο νησί.». Από: Ξενάριος. Β. Γ. (2017), σελ. 67. 78_Βερώνης, Σ. Γ.(1995). Κυκλαδίτικη Αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική Μελέτη για μια Σύγχρονη Κατοικία στη Μύκονο. (Πτυχιακή Εργασία, Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, Τ.Ε.Ι Πειραιά). σελ. 33-34.

67


η Μύκονος σήμερα

Στο πλαίσιο της ανάπτυξης τουριστικών μοντέλων, που εκκινούν από τα τοπικά δεδομένα,79 έχουν ανακύψει και στη Μύκονο νέες μορφές

του λεγόμενου ήπιου τουρισμού. Δηλαδή, παρατηρείται μια σταδιακή

μετατροπή, από το μαζικό στον εναλλακτικό τουρισμό, που βασίζεται στο ειδικό ενδιαφέρον για τον κάθε τόπο. Γίνεται δηλαδή μια προσπάθεια,

να αναβαθμιστεί το τοπικό τουριστικό προϊόν, που λόγω της σαρωτικής

δύναμης του μαζικού τουρισμού έχει αλλοιωθεί. Η αλλοίωση, δεν αφορά μόνο στην υποβαθμισμένη ποιότητα της παροχής υπηρεσιών για τον

τουρισμό, αλλά αφορά, ίσως περισσότερο, στις τοπικές κοινωνίες που έχουν επιβαρυνθεί. Σε μια προσπάθεια επανάκτησης ενός αισθητικού επιπέδου

και κυρίως ελάφρυνσης του αποτυπώματος του κτισμένου περιβάλλοντος επί του φυσικού, οι εναλλακτικές λύσεις κερδίζουν έδαφος.

Αυτή η αλλαγή είχε ήδη ξεκινήσει από το 1980 περίπου,80 όταν πια οι

υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, είχαν ήδη αναζητήσει εναλλακτικά μοντέλα

τουριστικής αξιοποίησης. Το πλαίσιο της αλλαγής δομήθηκε μέσα από

μια σειρά ενεργειών που προηγήθηκαν, όπου τονίστηκε το ενδιαφέρον

της πολιτιστικής κληρονομίας, ανακηρύχθηκε το έτος 1975, ως έτος ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, οργανώθηκαν εκδηλώσεις και

συνέδρια. Κατόπιν αυτών, θεσμοθετήθηκαν κανονισμοί για όρους δόμησης σε παραδοσιακούς οικισμούς, με σκοπό την έμπρακτη προστασία και διατήρηση τους. Με πρωτοβουλία της Ε.Ε., δόθηκαν κονδύλια και στην Ελλάδα, για την υποστήριξη επιχειρηματικών κινήσεων και προγραμμάτων,

που επικεντρώνονταν στη διατήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής

κληρονομιάς του κάθε τόπου.81 Ίσως η διάσωση πολλών στοιχείων από την πολιτιστική κληρονομιά της Μυκόνου, να οφείλεται σε αυτές τις ενέργειες και στο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας82 να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου. Η γνωστοποίηση της πληροφορίας

αυτής, σε παγκόσμια κλίμακα και η επιρροή που είχε πάνω στη διεθνή

κοινότητα, αναμφίβολα έπεισε και το ντόπιο πληθυσμό να περισώσει ό,τι μπορεί, έστω και υπό τη μορφή της μουσειακής διατήρησης. Ωστόσο, η

αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής αλλά και του συνόλου των πολιτιστικών στοιχείων ως παραδοσιακά, περιλαμβάνει κάποια συγκεκριμένα τμήματα

του ευρύτερου συνόλου και εντοπίζεται σε πολύ συγκεκριμένες ιστορικές 79_Tsartas, P. (2003). σελ. 124. 80_Όπ.π., σελ. 124. 81_Όπ.π., σελ. 125-127. 82_Αξιοσημείωτη είναι η αποστολή επιστημόνων από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας Shibaura του Τόκιο, που συστηματικά μελέτησαν και κατέγραψαν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της Μυκόνου, με έμφαση στην αρχιτεκτονική και στη ζωή των κατοίκων. Τα αποτελέσματά τους εκδόθηκαν σε μορφή τόμου στην ιαπωνική γλώσσα, επιλέχθηκαν να αντιπροσωπεύουν μαζί με την έρευνα στη Σαντορίνη τον αιγιακό πολιτισμό σε μουσείο της Ιαπωνίας, έως και αποτέλεσαν την έμπνευση για τη δημιουργία ενός μυκονιάτικου οικισμού στο νησί Γιορόν της Ιαπωνίας, από το Νάζου, Δ. (2003). σελ. 65-69.

68


το «θαύμα» του τουρισμού στη Μύκονο

περιόδους. Επομένως, ακόμη και σε αυτή την προσπάθεια υπήρξαν ορισμένα κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία, πολλά μπορεί και να μην περισώθηκαν ή να μην περισώθηκαν αυτούσια.

Προχωρώντας στο κομμάτι του τουρισμού ειδικού ενδιαφέροντος στη

Μύκονο, διαχρονική απήχηση έχουν μορφές τουρισμού, όπως ο θαλάσσιος τουρισμός, ο αθλητικός τουρισμός με βάση τα θαλάσσια σπορ, ο θρησκευτικός τουρισμός λόγω της ιδιαιτερότητας των εκκλησιών και μοναστηρίων, ο πολιτιστικός τουρισμός που βασίζεται στην ιδιαίτερη

πολιτιστική ταυτότητα του τόπου, αλλά και ο τουρισμός της διασκέδασης, «club tourism».83 Ανοδική πορεία φαίνεται να εμφανίζουν και εναλλακτικές

μορφές, όπως ο αγροτουρισμός, που εντάσσεται στη γενικότερη τάση ανασύστασης της ζωής στο αγροτικό τοπίο και συνδυάζεται με άλλες

μορφές, όπως ο οικοτουρισμός, ο πολιτιστικός τουρισμός κ.α.. Αυτή η τάση αναβίωσης του «παραδοσιακού» τρόπου ζωής θα απασχολήσει και

στη συνέχεια, καθώς είναι ενδεικτική του τρόπου αντιμετώπισης των παραδοσιακών μορφών που διατηρήθηκαν στο χώρο, όπως είναι και τα χωριά της Μυκόνου.

Μία άλλη μορφή τουριστικής αξιοποίησης αφορά στο πρότυπο του

εικ.28_ αφίσα του

Ε.Ο.Τ. για το θαλάσσιο τουρισμό, 1960

παραθερισμού, που καλύπτεται από τη διαμονή σε πολυτελείς εξοχικές κατοικίες και αποτελεί τον κύριο τομέα δραστηριοποίησης των εταιρειών

«real estate» στο νησί. Σχετικά με αυτό, η Μύκονος αναπτύσσει ένα

ιδιαίτερα επιθετικό μοντέλο, εμφανές από την οικοδομική δραστηριότητα― που παραμένει αμείωτη. Συγκριτικά με την υπόλοιπη Ελλάδα, η Μύκονος

διατηρεί το ενδιαφέρον για περισσότερη οικοπεδοποίηση περιοχών, ιδιαίτερα στο εσωτερικό της και σε περιοχές που διαθέτουν μια σχετική ιδιωτικότητα. Πιο συγκεκριμένα, πέριξ του οικισμού της Άνω Μεράς, οι

νεόδμητες κατασκευές αυξάνονται, ενώ κατά τόπους, οι υπό ανέγερση οικοδομές είναι εμφανείς. Ταυτόχρονα, οι ήδη υπάρχουσες κατοικίες

κοστολογούνται σε πολύ υψηλότερες τιμές, ενώ τμήμα αυτών, όπως τα

παραδοσιακά κελύφη―σε όσες περιπτώσεις έχουν εγκαταλειφθεί ή έχουν δοθεί προς πώληση―ανακαινίζονται και παραδίδονται εκ νέου στην αγορά.

83_Αυλωνίτη, Α. Ρ. (2018). σελ. 27-29.

69


η Μύκονος σήμερα

Ειδικότερα τώρα στη Μύκονο, αξιοποιείται έντονα ο τουρισμός σε

«θύλακες», δηλαδή σε σαφώς οριοθετημένες περιοχές, που μάλιστα τοποθετούνται σε προνομιακά σημεία στο χώρο. Αυτή η κατηγορία διαθέτει

διαβαθμίσεις, όσον αφορά στις παρεχόμενες υπηρεσίες και στο κόστος. Στο χώρο αναγνωρίζεται από εγκαταστάσεις με τη μορφή οικισμού ή μικρού χωριού, που πολλές φορές αναφέρονται με την κατάληξη «villas», «village» κ.α.. Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι έντονη η αίσθηση της κοινότητας που δεν παύει, βέβαια, να ανταποκρίνεται σε πολύ συγκεκριμένα πρότυπα.

Συνεπώς, είναι μια μορφή που πλησιάζει το κομμάτι του παραθερισμού

και προσδίδει μεγαλύτερη ελευθερία στους ενοίκους για δραστηριότητες, πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια που ορίζονται από τον οικισμό. Σε αυτήν

την κατηγορία, εντάσσονται και οι πιο ειδικές περιπτώσεις τέτοιων

ιδιότυπων χώρων στη Μύκονο, που φιλοξενούν προσωπικότητες μιας ελίτ, από διασημότητες έως αριστοκρατία και είναι πλήρως απομονωμένες για

την απόλυτη παροχή ιδιωτικότητας. Το οξύμωρο με αυτήν την κατηγορία, είναι πως ουσιαστικά ο τόπος και ο χαρακτήρας του, λίγο μπορούν να

επηρεάσουν στην πραγματικότητα τον επισκέπτη, καθώς από τη στιγμή της άφιξης στο νησί, ως την ώρα της αναχώρησής του, η πορεία του είναι προδιαγεγραμμένη.

εικ.29,30_αναπαραγωγή των δομών της υπαίθρου στη δημιουργία παραθεριστικών συγκροτημάτων, παραλία Ελιά, Μύκονος.

70


το «θαύμα» του τουρισμού στη Μύκονο

Σημαντική διευκόλυνση για πολλούς, τέλος, αποτελεί και η πολιτική ενοικίασης καταλυμάτων, μέσα από διάφορες πλατφόρμες ενοικίασης, όπως η πλατφόρμα της «Airbnb». Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υπόσχεση

για μοναδικές εμπειρίες διακοπών συναντά τους νόμους της ελεύθερης

αγοράς, με αποτέλεσμα λύσεις για κάθε τύπο επισκέπτη. Ταυτόχρονα και ο οποιοσδήποτε ιδιοκτήτης, του οποίου η ιδιοκτησία διαθέτει τις απαραίτητες προδιαγραφές και μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε στο

χάρτη, αποτελεί εν δυνάμει ενοικιαστή. Εάν μάλιστα, πρόκειται για κατοικία

πρώτου ή δεύτερου βαθμού που αξιοποιείται, τότε είναι πιθανή μια διαμονή ακόμη και σε γνήσια παραδοσιακό αρχιτεκτονικό περιβάλλον, που φαίνεται

να αποτελεί σταθερή τάση τις τελευταίες δεκαετίες καθολικά, σε όλη την Ελλάδα.

71


η Μύκονος σήμερα

Συμπερασματικά, το σύγχρονο τοπίο του τουρισμού για τη Μύκονο απαρτίζεται από ένα σύνολο ιδιότοπων με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και διαβαθμίσεις. Με βάση αυτό, αναπτύσσονται και

διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης στους επιμέρους τόπους. Η συνολική

εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Η εξάπλωση των λειτουργιών στο χώρο, ο οποίος διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες, ασχέτως της υλικοτεχνικής υποστήριξης,

διαμορφώνει

ένα

συνονθύλευμα

αποσπασματικών

και αντιφατικών στοιχείων, με γνώμονα την άκριτη δόμηση. Ως

κύριος αποδέκτης, το φυσικό περιβάλλον, δέχεται όλες αυτές τις σύγχρονες επιδράσεις και επιβαρύνεται σημαντικά. Στο νησί κυριαρχεί

η υποβαθμισμένη ποιότητα τόσο για το φυσικό όσο και για το δομημένο περιβάλλον, απόρροια τόσο της έλλειψης στρατηγικού σχεδιασμού και

χωροταξικού ελέγχου, όσο και αδυναμίας διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης. Εξίσου επηρεάζεται η κατοίκηση και η καθημερινότητα των

ανθρώπων οι οποίοι διεκδικούν, είτε συλλογικά είτε ατομικά, περισσότερο βιώσιμες συνθήκες ζωής.

εικ.31,32,33_εικόνες αστικοποίησης, άναρχης δόμησης και έλλειψης σχεδιασμού στο νησί. Η διαμόρφωση του αιγιαλού και του μετώπου προς τη θάλασσα, σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης.

72


οι πίσω περιοχές και ο παράγοντας του χρόνου

3.2.2.2_οι πίσω περιοχές και ο παράγοντας του χρόνου

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως το νησί κατά βάση αποτελεί ένα εν δυνάμει τουριστικό πάρκο, με επιμέρους θεματικούς θύλακες, ανάλογα τις

προτιμήσεις των επισκεπτών. Αυτό αν και αυξάνει την ποικιλία σε ό,τι αφορά την κινητικότητα ανθρώπων και εμπορευμάτων αλλά και

συμβολικών στοιχείων, όπως πολιτισμικά και πολιτιστικά, αποδυναμώνει άλλα. Επηρεάζει τη δυναμική του χαρακτήρα του τόπου και των ιδιαίτερών

του χαρακτηριστικών, που αξιοποιούνται, πλέον, κυρίως με τη μορφή του εκθετηρίου.

Ακόμη και οι διαδικασίες που συμβαίνουν αυθόρμητα μέσα στα

πλαίσια καθημερινών πρακτικών των κατοίκων, τείνουν να αποκτούν

εμπορική αξία. Είτε με τη συγκατάθεση τους, είτε χωρίς, οι κάτοικοι του

νησιού εξασκώντας ορισμένες πρακτικές ανάγκες, όπως το άσπρισμα, την

περιποίηση της πρόσοψης, τη μπουγάδα, τη φροντίδα του κήπου, ακόμη και οι ίδιοι, αποτελούν μέρη του ίδιου θεάματος. Το αδιάκριτο, πολλές

φορές, μάτι του επισκέπτη και του τουρίστα, που κυκλοφορεί στο νησί και απολαμβάνει αυτά που έχει να του προσφέρει, τους οδηγεί να προσαρμόσουν

εικ.34

το νησί ως εκθετήριο

τις ζωές τους, είτε το θέλουν είτε όχι. Για τους Coffman και MacCannel,84

αυτό το φαινόμενο περιγράφεται μέσα από την ύπαρξη περιοχών που βρίσκονται μπροστά―στο προσκήνιο και περιοχών που βρίσκονται πίσω από αυτές. Πρόκειται για μια σκόπιμη «διαβάθμιση» του χώρου, που αφορά

στην αλληλεπίδραση των τουριστών με τις ντόπιες κοινωνίες. Σύμφωνα

με αυτή, οι περιοχές που βρίσκονται στο προσκήνιο αποτελούν το πεδίο της συνύπαρξης και της συνάντησης των ανθρώπων αυτών. Εκεί, προς

ευχαρίστηση των τουριστών, πραγματοποιούνται οι ενέργειες αυτές που απαρτίζουν το θέαμα. Πίσω από αυτές, οι τοπικές κοινωνίες συνεχίζουν τον τρόπο ζωής τους και ασκούν τις καθημερινές τους συνήθειες και

τις διάφορες κοινωνικές τους εκδηλώσεις. Ωστόσο, ο τουρίστας και ο επισκέπτης γνωρίζοντας πως το διαφορετικό ή το αυθεντικό βρίσκονται

μετά την πρώτη γραμμή, προσπαθούν να προσεγγίσουν τις πίσω. Επομένως,

όσο πιο προσιτές γίνονται οι πίσω περιοχές, τόσο η τοπική κοινωνία «οπισθοχωρεί» και ανασυγκροτείται σε νέες. Συγχρόνως, είναι πιθανό

οι πίσω περιοχές να αποτελούν κι αυτές τέχνασμα με σκηνοθετημένη

«γνησιότητα» που να αναδεικνύει το πολυπόθητο αυθεντικό, ώστε να γίνεται πιστευτό.85 Όπως είναι φυσικό η αλυσιδωτή αυτή αντίδραση

δημιουργεί συγχρονικότητες πολλών ταχυτήτων, με κύριες αυτές που αναπαράγουν την αίσθηση του μυκονιάτικου, κατά κόσμον, τρόπου ζωής. 84_Μπονάρου, Χ. (2009). σελ. 104-105. 85_Όπ.π., σελ. 104-105.

73


η Μύκονος σήμερα

Φαινομενικά όλα μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει στην πάροδο του χρόνου και να επιτελούνται οι ίδιες λειτουργίες με το παρελθόν. Οι άνθρωποι όσο και

οι κατοικίες τους παραμένουν άφθαρτα στοιχεία μέσα στη λευκή πολιτεία της κυκλαδίτικης αισθητικής. Έτσι, ίσως, να ξενίζει λιγότερο το κατάστημα

του οίκου «Luis Vuitton» μόλις κανείς αφήσει πίσω του το εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου του 15ου αιώνα (εικ.35).

εικ.35_ Χώρα Μυκόνου

Παρουσιάζεται, λοιπόν, μια κοινωνία νησιού που διαθέτει ρυθμούς

διαφορετικούς από άλλους τόπους. Η δομή του προσωπικού χρόνου, ειδικότερα αν κανείς άμεσα εξαρτάται από οικονομικές δραστηριότητες του

τουρισμού, συγχρονίζεται με βάση το πρόγραμμα του επισκέπτη και του τουρίστα. Συνεπώς, ακόμη και η δομή του χρόνου μιας κοινωνίας μπορεί να μεταβληθεί αναλόγως. Παρουσιάζονται έτσι ώρες αιχμής, όταν ένα νέο πλοίο

έρχεται ή ένα νέο κρουαζιερόπλοιο προσεγγίζει το νησί, ανεξαιρέτως ώρας ή μέρας. Η δισυπόστατη έννοια του χρόνου είναι ακόμη πιο εμφανής, εάν

παρακολουθήσει κανείς τις μεταβολές που συμβαίνουν ανάμεσα στην εποχή της τουριστικής προσέλευσης και στην περίοδο παύσης της. Από τα τέλη Μαρτίου ως τα τέλη Οκτωβρίου, η κοινωνία συγχρονίζεται στους ρυθμούς

του τουρισμού, ενώ όλον τον υπόλοιπο χρόνο ανασυγκροτεί τις δυνάμεις της και επαναπροσδιορίζεται.86 Την ίδια στιγμή, μέσα στην ίδια διάσταση

του χρόνου, στη βάση των τουριστικών δραστηριοτήτων, παρουσιάζεται

πάλι διαφορά στους ρυθμούς. Υπάρχει η ομάδα των ανθρώπων που ασκούν τις καταναλωτικές τους ανάγκες και πρακτικές, στην περίοδο των διακοπών

τους, και των ανθρώπων που εργάζονται για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες αυτές.

86_Νάζου, Δ. (2003). σελ. 56-57.

74


οι πίσω περιοχές και ο παράγοντας του χρόνου

εικ. 36,37_αριστερά: Μύκονος 2019, δεξιά: εικόνα από το αρχείο του Ά. Κωνσταντινίδη

75


4 ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη


εισαγωγή

4.1_ εισαγωγή

Σύμφωνα με τον A. Rapoport, η λαϊκή παράδοση είναι «η άμεσα και ασύνειδα, υλοποιημένη μορφή ενός πολιτισμού, των αναγκών και των αξιών του,

καθώς επίσης και των επιθυμιών, ονείρων και του πάθους ενός λαού.»87 Σε

ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική, αντικατοπτρίζει έναν ολόκληρο κόσμο, που

εκφράζεται μέσα από κατασκευές, κτίσματα και οικιστικά σύνολα, χωρίς την ανάμιξη αρχιτεκτόνων ή καλλιτεχνών. Πρόκειται για την αναγκαία και

«αυθαίρετη» έκφραση των λαϊκών στρωμάτων, που μάλιστα παγκοσμίως αντιπροσωπεύει και το μεγαλύτερο μέρος του δομημένου περιβάλλοντος.88

Εδώ, θα επιχειρηθεί να διευκρινιστεί περαιτέρω η έννοια της λαϊκής

παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, καθώς περιλαμβάνει ένα ευρύτερο φάσμα,

που αναφέρεται σε διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής οργάνωσης και σε

συγκεκριμένες μορφές οικονομίας και τεχνολογίας. Οι έρευνες τοποθετούν την αφετηρία ύπαρξης της αρχιτεκτονικής αυτής, ήδη στις πρωτόγονες

κοινωνίες, γι’ αυτό και το κομμάτι αυτό της αρχιτεκτονικής αναφέρεται ως πρωτόγονη.89 Χαρακτηριστικά της είναι, η σχετικά παγιωμένη μορφή της

στη διάρκεια του χρόνου και η απουσία νεωτερισμών και πειραματισμών.

Η στασιμότητα προκύπτει λόγω των περιορισμένων τεχνολογικών και οικονομικών μέσων, ενώ ταυτόχρονα αναφέρεται και σε μια πιο συμπαγή και αδιάσπαστη κοινωνική οργάνωση. Επίσης, καθώς δεν υπάρχει, ακόμη, η

έννοια της επαγγελματικής εξειδίκευσης, ο καθένας οφείλει να συνεισφέρει στην κατασκευή, ειδικότερα όταν πρόκειται για ένα σημαντικό για την κοινότητα κτίσμα. Αυτό πέρα από πρακτικούς λόγους διαχείρισης του

διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού και των διαθέσιμων πόρων, αποτελούσε και κοινωνική υποχρέωση. Συμπεραίνουμε, πως έτσι διαμορφώνεται μια σειρά προτεραιότητας, ως προς τη χρήση της κατασκευής αλλά και για ποιόν

κατασκευάζεται. Επιπλέον, σημαντική είναι η προσφορά και η στήριξη, ηθικά και υλικά, στην κοινότητα από την οικογένεια. Μέσω αυτής θα διαφυλαχθεί

το πέρασμα της μορφής και των τρόπων κατασκευής στην επόμενη γενιά. Για τόσο εσωστρεφείς κοινωνίες, η διαδικασία της κληροδότησης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων τους, αποτέλεσε φορέα μνήμης της ταυτότητας τους.90 Η διατήρηση των χαρακτηριστικών αυτών

από τους επόμενους, ήταν η επιβεβαίωση της γενεαλογικής σύνδεσης με τους προγόνους.

87_Rapoport, A. (2010). σελ.12. 88_Όπ.π., σελ.12. 89_Όπ.π., σελ.12. 90_Όπ.π., σελ. 12-14.

77


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

Η μετάβαση σε πιο εξελιγμένες μορφές της λαϊκής αρχιτεκτονικής, αφορά στο κομμάτι της ανώνυμης,91 πλέον, αρχιτεκτονικής, η οποία με τη σειρά της

μπορεί να χωριστεί σε προβιομηχανικά ανώνυμη και σύγχρονη ανώνυμη. Τα χαρακτηριστικά των προβιομηχανικών κτισμάτων, παρουσιάζουν

ομοιότητες με αυτά των πρωτόγονων κοινωνιών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά

την οικονομία των μέσων και των υλικών. Ωστόσο, η μάλλον σημαντικότερη αλλαγή, έγινε όταν οι προβιομηχανικές κοινωνίες οργάνωσαν περαιτέρω

το συλλογικό-κοινοτικό πρότυπο που τους είχε κληροδοτηθεί. Έτσι εμφανίστηκαν νέες σχέσεις μεταξύ των ατόμων της κοινότητας και νέες παραλλαγές στους τύπους και τις μορφές της υλικής έκφρασης της. Σταδιακά,

η απασχόληση με το κομμάτι της οικοδομικής, εξειδικεύεται με την εμφάνιση του τεχνίτη και της συντεχνίας.92 Πλέον, οι κοινότητες αυτές αποτελούν φορείς της γνώσης της κατασκευής και είναι οι πλέον επιφορτισμένες να

την εξασκούν. Λόγω πειραματισμών μεταξύ των συντεχνιών, εμφανίζεται

μια σχετική ποικιλία στην κατασκευή, σε σχέση με το παραδομένο πρότυπο και αρχίζει να τονίζεται η σημασία της διαδικασίας του σχεδιασμού, που

αποτελεί αντικείμενο εργασίας στα εργαστήρια των μαστόρων. Ωστόσο, οι διαδικασίες παραλλαγής είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας εμπειρικής

μάθησης και πειραματισμών, όχι πάντοτε επιτυχημένων, ενώ δε μπορούν να διαχωριστούν από παράγοντες όπως η επιλογή και η διαθεσιμότητα των υλικών, η συντήρηση και η αντοχή των κτισμάτων.93

91_Rapoport, A. (2010). σελ. 12-19. 92_Όπ.π., σελ. 12-19. 93_Όπ.π., σελ. 291-295.

78


εισαγωγή

Αναμφίβολα, κομμάτι αυτής της κατηγορίας αποτέλεσαν οι αγροτικές δομές της υπαίθρου, που χρησίμευαν ως αυτάρκεις μονάδες για τον πληθυσμό

που ασχολήθηκε με τη γη. Ο πληθυσμός της υπαίθρου, σε πολλά στάδια της ιστορίας, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαφύλαξη της υπαίθρου

και στην ενίσχυση του πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Μέσα από την

ενασχόληση με τη γη, οι πληθυσμοί αυτοί υπήρξαν πάντοτε μια σταθερά, με σχετικά συμπαγή χαρακτηριστικά στο χρόνο. Αυτή η διαχρονικότητα της

δομής τους, υπήρξε εφικτή και λόγω του συστήματος αξιών και αντιλήψεων

που χαρακτήριζε την κοινωνία αυτήν. Σύμφωνα με τον Guy Debord, που αναφέρεται σε στατικές κοινωνίες όπως οι αγροτικές, η οργάνωση του χρόνου πραγματοποιείται σύμφωνα με την άμεση εμπειρία από τη φύση.94 Μέσα από αυτή καθορίζονται οι εποχές και οι μήνες, ρυθμίζονται μαζί και

όλες οι ενέργειες που εξαρτώνται από αυτά. Αυτή η εξάρτηση από τη φύση και τις διακυμάνσεις της, οδήγησε στη διαμόρφωση μιας κυκλικότητας του χρόνου. Η δομή της είναι κλειστή και εμφανίζει σταθερή περιοδικότητα.

εικ.38_τοπίο στην ενδοχώρα της Μυκόνου από το βιβλίο Μύκονος του Α. Ρωμανού

94_Debord, G. (2000). Η Κοινωνία του Θεάματος. Αθήνα: ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ. σελ. 102-103.

79


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

4.2_το «χωριό»

Τα χωριά της Μυκόνου ανήκουν στην προβιομηχανική ανώνυμη αρχιτεκτονική, καθώς αναπτύχθηκαν ως κατοικίες για τους ανθρώπους

που ασχολήθηκαν με τη γη. Σταδιακά η εξέλιξη της μορφής τους, συνάντησε τις αυξανόμενες απαιτήσεις στη διαχείριση της αυτάρκειας του

νοικοκυριού της μυκονιάτικης οικογένειας της υπαίθρου. Δεν είναι γνωστό

αν η οργανικότητα στη μορφή τους, πραγματοποιήθηκε από τους ίδιους τους κατοίκους χρήστες ή από κάποιον τρίτο, πιθανόν τεχνίτη. Λόγω των περιορισμένων μέσων, υλικών, ακόμη και ανθρώπινων χεριών και ενός

πολύ περιορισμένου κόστους κατασκευής, το πιθανότερο είναι να μην ήταν δυνατή η παροχή εργασίας τρίτων. Ταυτόχρονα, αποτελούν και μέρος της

παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Μυκόνου, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας τους για τον τόπο, τόσο αρχιτεκτονικά όσο και ως τρόπος ζωής.

80


το «χωριό»

Αφήνοντας κανείς πίσω του τη Χώρα και οδεύοντας προς τον επόμενο βασικό οικιστικό πυρήνα―την Άνω Μερά, σταδιακά, αρχίζει να αποκτά

αίσθηση του τοπίου της αγροτικής υπαίθρου της Μυκόνου, που απασχόλησε

στις αναφορές του τον Άρη Κωνσταντινίδη. Η σύνθεσή του αποτελείται από τα ίδια στοιχεία που συναντώνται σε πολλά κυκλαδονήσια. Η ξερολιθιά, που διατρέχει τη γη, δημιουργεί επιμέρους χώρους, παρουσιάζει πυκνώσεις

και πολλές διακλαδώσεις και αλλού μονοκονδυλιές. Το έντονα βραχώδες

έδαφος, έχει άλλοτε εξάρσεις, δημιουργώντας ορεινούς όγκους και άλλοτε αφήνει το βλέμμα να περιηγηθεί ως το βάθος του ορίζοντα. Η λιτή βλάστηση ενισχύει την εικόνα αυτή και η χρωματική της παλέτα εντοπίζεται, κυρίως,

στα γήινα χρώματα. Όλο αυτό το σκηνικό πλαισιώνει, διακριτικά, τον άνθρωπο που αφήνει το αποτύπωμά του στο σημερινό περιβάλλον. Ξεχωριστή θέση στο τοπίο αυτό κατέχουν οι αγροικίες, τα

χωριά, που το λευκό χρώμα τους ξεχωρίζει από τους τόνους του καφέ και του γκρίζου που επικρατούν.95 Σύμφωνα με την περιγραφή του Α. Ρωμανού, η αρχιτεκτονική τους είναι σχετικά τυποποιημένη· είτε παρατακτικής μορφής σχηματίζοντας ένα

επίμηκες σχήμα, είτε σε σχηματισμό Γ ή Π, διαμορφώνοντας

έτσι έναν πιο εσωστρεφή περίβολο. Αυτό το ζωτικό κομμάτι της σύνθεσης, μπορούσε άλλοτε να είναι εντελώς υπαίθριο, άλλοτε να καλύπτεται από μια κληματαριά για σκίαση. Συχνό

φαινόμενο είναι να θεμελιώνονται πάνω σε βραχώδες έδαφος,

ενώ η πλευρά τους που συνορεύει με κοινόχρηστο χώρο, όπως δρόμο ή με άλλη ιδιοκτησία, είναι τις περισσότερες φορές τυφλή.

Σημαντικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής αυτής αποτελεί

η οργανική σύνθεση με πολλούς όγκους, που υποδεικνύουν την εξέλιξή τους στο χρόνο και στο χώρο, ανάλογα και με τις βιοποριστικές ανάγκες του νοικοκυριού. Ο ίδιος ο

Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του, τονίζει τον παράγοντα των αναγκών για βιοπορισμό και το μόχθο της καθημερινής ζωής,

που οδήγησαν τους χωρικούς να πραγματοποιήσουν τέτοιες κατασκευές. Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερη σημασία έδιναν στους βοηθητικούς χώρους και στους χώρους για τα ζώα, που

συχνά αποτελούσαν μεγαλύτερο κομμάτι του σπιτιού από

εικ.39_

χωριό

στην

θεμελιωμένο στο βράχο.

Άνω

Μερά,

Δ: κύρια δωμάτια, Μ: βοηθητικό δωμάτιο,

ΠΑ: πλακόστρωτη αυλή. Στο νότιο τμήμα ο φούρνος και τα κελλιά για τα ζώα.

ό,τι τα δωμάτια διαβίωσης όλης της οικογένειας μαζί. Αυτοί

ποικίλουν ανάλογα με την ενασχόληση του κάθε νοικοκυριού. 95_Ρωμανός, Α. (1983). σελ. 38.

81


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

Διακρίνονται, έτσι, επιμέρους χώροι με χαρακτηριστικά γνωρίσματα,

όπως ο αχυρώνας, ο φούρνος, τα κελιά για τα ζώα, ο περιστεριώνας, το

πατητήρι, το αλώνι κ.α. Συχνό είναι και το φαινόμενο στο ίδιο κομμάτι γης

να οικοδομείται και ένα εκκλησάκι, το οποίο είναι οικογενειακό και μπορεί κανείς να το ξεχωρίσει από το κόκκινο χρώμα της καμαροσκεπής του.96

Είναι εμφανές ότι η αντίληψη της κοινωνίας που δημιούργησε και

έζησε σε αυτά τα σπίτια παρουσίαζε ένα χαρακτήρα ολιστικό, με τις

λειτουργικές και πνευματικές της ανάγκες σε σύμπνοια. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κωνσταντινίδης αναφέρεται σε αυτές τις κοινωνίες με ιδιαίτερα

εμφατικό τρόπο και προσπαθεί να διερευνήσει τι οδήγησε σε μια τόσο λιτή αλλά περιεκτική αρχιτεκτονική. Παρόμοια με τον ίδιο, πολλοί αρχιτέκτονες και μη, μελέτησαν με δικό τους τρόπο τις παραδοσιακές κοινωνίες και την αρχιτεκτονική τους.

Από το πέρασμα στη βιομηχανική εποχή και την βαθμιαία εξασθένιση

του πρωτογενή τομέα, η σημασία τους περιήλθε σε υποδεέστερη θέση. Η συνεχόμενη υποτίμηση της γεωργικής γης, προκάλεσε εγκατάλειψη της υπαίθρου και οι απασχολούμενοι αγρότες προτίμησαν διαφορετικό

επαγγελματικό προσανατολισμό προκειμένου να επιβιώσουν. Σύμφωνα με έρευνες, τη δεκαετία του ’60 οι απασχολούμενοι στις γεωργικές ασχολίες

για τη Μύκονο, αριθμούσαν 520 άτομα. Ενώ το 2001 μόλις 171. Στον αντίποδα, από το 1977 έως το 1996 οι διαθέσιμες κλίνες για διαμονή στα νησιά των Κυκλάδων, αυξήθηκαν κατά 348%.97 Το επάγγελμα του αγρότη έγινε ασχολία του ελεύθερου χρόνου, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις και πρόφαση για εναλλακτικές μορφές αξιοποίησης της γης, στα πλαίσια του

τουρισμού. Σήμερα, η αξιοποίηση τους σε μεγάλο μέρος συγκεντρώνεται στην κατοίκηση, μέσα από τη διευρυμένη αγορά ακινήτων και στον τουρισμό.

εικ. 40_ Περιστεριώνας στη Μύκονο

96_Ρωμανός, Α. (1983). σελ. 38-39. 97_Ντουρμετάκης, Χ. (2013). σελ. 11.

82


κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά»

4.3_κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά»

εικ.41_Γ. Μόραλης, Άνω Μερά, Μύκονος, 1935

Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, η περίοδος έκδοσης του συγκεκριμένου βιβλίου σημαδεύεται από μια εποχή γενικευμένων αλλαγών στην ελληνική κοινωνία, που επηρέασε και την πορεία πολλών

αρχιτεκτόνων. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, ως ένα κατεξοχήν

«ελληνικό» ζήτημα, δεν ήρθε το τέλος του διχασμού της κοινωνίας. Η

πόλωση που είχε δημιουργηθεί, συνεχίστηκε στο εσωτερικό με διαμάχες τόσο πολιτικές αλλά και κοινωνικές.

Όπως ήταν επόμενο, στο κλίμα που διαμορφώθηκε δεν έμειναν

εκτός δημόσιου λόγου οι αρχιτέκτονες, που στράφηκαν ξανά προς την κατεύθυνση της αναζήτησης του νοήματος της «ελληνικότητας».98

Προκειμένου, λοιπόν, να στηρίξουν την εγχώρια αρχιτεκτονική και προς πείσμα της αυξανόμενης επιρροής του αμερικάνικου τρόπου ζωής, πολλοί στράφηκαν προς τον πληθυσμό της επαρχίας και άρα, συνεπώς, στην παράδοση. Ο κόσμος της υπαίθρου φαινόταν και πάλι ελκυστικός, καθώς

διατηρούσε «αμόλυντη», ακόμη, μια «ταυτότητα ελληνική», με αξίες οι 98_Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε ώστε να χαρακτηρίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για τον προσδιορισμό μιας εθνικής σχολής για την ελληνική αρχιτεκτονική. Φιλιππίδης, Δ., (1981), «Σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και ελληνικότητα», στο: Δ. Γ. Τσαούση (επιμ.) (1982), Ελληνισμός Ελληνικότητα, Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Πρακτικά εισηγήσεων σε δημόσια συζήτηση της Β Έδρας της Κοινωνιολογίας της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών (Αθήνα 11-15 Μαϊου 1981), Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 217-222.

83


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

οποίες ήταν εξίσου ελκυστικές. Αυτή η απόφαση της στροφής στο λαϊκό, υπήρξε καθοριστική και για τη διεύρυνση της επιρροής των τεχνών σε μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας, που έψαχνε πάλι τα δικά της σύμβολα και

αξίες. Έτσι από τη μία σκιαγραφείται μια περίοδος, όπου λαϊκής προέλευσης

πολιτιστικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία γνωστοποιήθηκαν, εκτιμήθηκαν,

περισώθηκαν και επιβίωσαν, ενώ από την άλλη η αστική τάξη υιοθέτησε μια συμπεριφορά διασωστική, με χρέος στην κοινωνία να αναλάβει όλα τα παραπάνω.

Σημαντική είναι η δημοσιότητα που λαμβάνουν μια σειρά «ανακαλύψεων», που φαίνεται να συμβαίνουν ήδη από

το Μεσοπόλεμο. Άλλοτε αφορά λαϊκούς ζωγράφους και τα έργα τους, όπως ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, άλλοτε τη λαϊκή αρχιτεκτονική, όπως πιο πάνω αναφέρθηκαν τα

«χωριά» κ.α..99 Δεν είναι, ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις

«ελληνικής προέλευσης» οι ανακαλύψεις αυτές, ούτε συνέβησαν επειδή απαραίτητα ορισμένοι πίστεψαν στο

περιεχόμενό τους. Το ελληνικό ζήτημα χρησιμοποιήθηκε, όχι πάντα, με τον πιο ανιδιοτελή σκοπό. Συχνά αξιοποιήθηκε

με έντονη δόση λαϊκισμού, για πολιτικές σκοπιμότητες ως παράγοντας κοινωνικού ελέγχου και για οικονομικές, όπως εικ.42_λεπτομέρεια,

Γ.

Μόραλης,

Άποψη της μεγάλης αμμουδιάς από τη Βίδα, Μύκονος, 1935

Ξεχωρίζει

ανθρώπινου

η

παρουσία

στοιχείου

εργασίας με τη γη.

και

του της

η τουριστική ανάπτυξη.100 Με βάση το εγχώριο «προϊόν»

που αποτελείται από τον ήλιο, τη θάλασσα, το ήπιο κλίμα, τα ελληνικά νησιά, την παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τους ανθρώπους, διαπλέκεται η έννοια της γραφικότητας.

Μία έννοια αρκετά ελκυστική για τους ξένους επισκέπτες

όσο και τους ντόπιους, που άμεσα ή έμμεσα καθίσταται και καταναλώσιμη. Άμεσα συνυφασμένη είναι και η

έννοια της ελληνικότητας που αποτελεί ένα ζήτημα εξίσου αμφιλεγόμενο.

99_Φιλιππίδης, Δ. (1984). σελ. 186-187. 100_Όπ.π., σελ. 251.

84


κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά»

Κάθε φορά, πάντως, σε κάθε σημαντική καμπή της ελληνικής κοινωνίας, επαναπροσδιορίζεται η κατεύθυνση

του δημόσιου διαλόγου γύρω από το ζήτημα της ελληνικότητας.101 Έτσι, ως ενεργός αρχιτέκτονας την εποχή

εκείνη, ο Κωνσταντινίδης συμμετέχει με το δικό του τρόπο στις διεργασίες αυτές. Αποτελεί έναν από τους τελευταίους

αρχιτέκτονες, που στηρίζεται σε θεωρητικό επίπεδο στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική και πραγματοποιεί

έργο εισάγοντας νέες ιδέες για τη σύγχρονη εγχώρια αρχιτεκτονική.102 Τον αφορούν πολύ παραπάνω οι αξίες και

οι αρχές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, όπως το μέτρο,

η λιτή αλλά περιεκτική διάρθρωση, η σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, η διάσταση του χρόνου σε αυτά κ.α.. Δεν τον ενδιαφέρουν καθόλου τα αισθητικά περικαλύμματα όπως διαπιστώνει κανείς και από την παραπάνω ανάλυση

εικ.43_Γ. Κεφαλληνός,

Μυκονιάτικο βουνίσιο τοπίο, 1932

για τα «χωριά» της Μυκόνου. Μάλιστα, προτρέπει τους συναδέλφους του

να «ενσκήψουν» με τον ίδιο τρόπο πάνω από το ζήτημα αυτό και να δώσουν την απαραίτητη προσοχή αλλά και αφοσίωση. Οι αρχές του αυτές χαράζουν

ένα μονοπάτι εντελώς δικό του και ενδεχομένως, αρκετά μοναχικό. Σε μια εποχή, μάλιστα, που η κριτική για την ελληνική αρχιτεκτονική επίσημα

απουσιάζει ως το 1960,103 το κείμενο του αποτελεί μια προσπάθεια κριτικής από αρχιτέκτονα προς αρχιτέκτονες. Για την κριτική αυτή και τις

διαχρονικές αλλά και απόλυτες θέσεις του, δέχτηκε αρκετή κριτική και ο

ίδιος. Παράλληλα, παρακολουθούσε το έργο των συναδέλφων του και ήταν ενημερωμένος σχετικά με την εγχώρια και την παγκόσμια αρχιτεκτονική.

Δεν ήταν όμως λίγες οι διαφωνίες του με συναδέλφους, όταν αυτές αφορούσαν ζητήματα που ήταν ήδη αμφιλεγόμενα γενικότερα. Η εργασία του στον Ο.Ε.Κ., που ήταν μια οργανωμένη προσπάθεια να αποτελέσει η επίσημη αρχιτεκτονική κομμάτι της ζωής μεγαλύτερης μερίδας ανθρώπων

των λαϊκών στρωμάτων, τον έφερε αντιμέτωπο με τις παθογένειες του κλάδου του, της κοινωνίας αλλά και με τις δικές του εμμονές.104

101_Φιλιππίδης, Δ. (1984). σελ. 184-187 & 251-255. 102_Όπ.π., σελ. 259. 103_Όπ.π., σελ. 320. 104_Τσιαμπάος, Κ. (2017). Τόπος, Λαός και Κτίσμα, Όροι και όρια μιας «κοινής» αρχιτεκτονικής. Σε Αμφίθυμη νεωτερικότητα: 9 + 1 κείμενα για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα (205-218). (1η έκδ). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

85


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

Ας επικεντρωθούμε, όμως, στο κομμάτι που αφορά στο βιβλίο και στην κριτική που του ασκήθηκε μεταγενέστερα γύρω από αυτό. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη γύρω από την παράδοση με τον τρόπο που αναλύεται στο βιβλίο, χαρακτηρίστηκε από τον Δ. Φιλιππίδη, ως μια «πρώτη, συγκροτημένη αντιμετώπιση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, σαν ένα φυσικό αυτοφυές

φαινόμενο, γέννημα ενός λαού δεμένου με το τοπίο».105 Με αυτούς τους

άξονες και μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση της αρχιτεκτονικής,

επιχείρησε να δώσει λύση σε σύγχρονά του προβλήματα. Εφόσον, το κλίμα και ο τόπος παραμένουν σχετικά ίδια στη διάρκεια του χρόνου, οι ποιοτικές

σχέσεις χώρων που εμπλέκουν τα στοιχεία αυτά, όπως σχέσεις ανοικτών/ κλειστών, σκιερών/φωτεινών, δροσερών/θερμών χώρων, θα παραμένουν ίδιες. Επομένως, η αντιμετώπισή τους στην ουσία της παραμένει ίδια και

πιο ορθό είναι να μελετηθούν οι σχέσεις αυτές, μέσα από ήδη εκπληρωμένες σχέσεις, που εντοπίζονται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική.106

Παράλληλα, δεν απέρριψε από τεχνικής άποψης αλλά ούτε και από

άποψη θεωρητική, τελικά, το μοντερνισμό. Αντίθετα, στα έργα του έκανε

επιλογή από σύγχρονα υλικά και οικοδομική τεχνολογία, πετυχαίνοντας να τα συνθέσει έτσι ώστε να αντανακλούν τις διαχρονικές αξίες των αντίστοιχων τους παραδοσιακών. Σύμφωνα με τον Ζήση Κοτιώνη,

ο Κωνσταντινίδης αφιερώθηκε στο να εμβαθύνει στη διάρθρωση του

σύγχρονου οικοδομήματος, ως κτισμένη διαβάθμιση χώρων από τη φύση

και αυτό αποτέλεσε το κλειδί στη σχέση του κτηρίου με το χρόνο.107 Μελέτησε εις βάθος, τις ερειπιώδεις108 εγκαταλελειμμένες μορφές της αγροτικής υπαίθρου, της παράδοσης και των πρόχειρων κατασκευών.

Είχε παρατηρήσει πως η μορφή αυτών των κατασκευών, στο πέρασμα του

χρόνου, παρέμενε ως έχει, ένα ερείπιο ή κοιτώντας το από μια άλλη οπτική, ως αιώνια υπό ανέγερση, ένα γιαπί.109 Αυτό θέλησε να κατορθώσει και στη

δική του αρχιτεκτονική. Θέλησε να υπερβεί δηλαδή τη διάσταση του χρόνου

και τη διαδικασία της φθοράς μέσα σε αυτόν, με τρόπους που δε μπορούσε ο ίδιος να ελέγξει. Μέσα από την προσέγγισή του αυτή, ο Κωνσταντινίδης «επέβαλε ένα νέο ρόλο στην αρχιτεκτονική, για πρώτη φορά εξελληνίζοντας

σε βάθος τις αρχές του μοντερνισμού, πέρα από τους προπολεμικούς φορμαλισμούς, πέρα από επιφανειακά δάνεια.»110

105_Φιλιππίδης, Δ. (1984), σελ. 259. 106_Όπ.π., σελ. 285. 107_Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). σελ. 72-74. 108_Όπ.π., σελ. 48-50. 109_Όπ.π., σελ. 48-50. 110_Φιλιππίδης, Δ. (1984), σελ. 289.

86


κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά»

Σε πολλά σημεία της έρευνας του για τα «χωρια», η έννοια του λαού και της

συλλογικής συγκρότησής αυτού δημιουργεί κάποιους προβληματισμούς. Σύμφωνα με τον Κ. Τσιαμπάο, η διάκριση λαού από λαό111 αποτελεί μια

σκόπιμη μεροληψία του αρχιτέκτονα, μπροστά σε ένα τμήμα λαού εξίσου στριμωγμένο οικονομικά και κοινωνικά, που δίνει τις δικές του μάχες. Αυτό

δεν είναι άλλο από τα λαϊκά στρώματα που κατοικούν στην πόλη. Άλλωστε,

ο λαός της πόλης αποτελεί το βασικό εργατικό δυναμικό της οικονομίας συνολικότερα, που «στοιβάζεται» στις «άχαρες και άχρωμες» πολυκατοικίες

για βιοποριστικούς λόγους. Ίσως, ακόμη, αυτός ο λαός της πόλης να μη διαφέρει πολύ από έναν, πρώην λαό της επαρχίας, που αποφάσισε να εγκατασταθεί στην πόλη για μια καλύτερη ζωή. Χαρακτηριστικά αναφέρει

στο βιβλίο του, Αμφίθυμη Νεωτερικότητα το εξής: «[…] η άκαμπτη παραδοσιακή κοινότητα και η ταπεινή πέτρινη αρχιτεκτονική της ήταν αυτό ακριβώς που ήθελαν να αφήσουν πίσω τους οι Μυκονιάτες του 1947 για να ενταχθούν στην εύπλαστη αθηναϊκή κοινωνία του 1957 και τις μπετονένιες πολυκατοικίες της.» Η δημογραφική αύξηση των πόλεων, τις δεκαετίες του

’50 και του ’60, μετέτρεψε πολλούς κάτοικους της επαρχίας σε κάτοικους

πόλης. Αύξησε κατά κόρον την οικοδομική δραστηριότητα, με ρυθμούς τόσο

ταχείς, που πολλά δε λήφθηκαν υπόψιν ούτε σε επίπεδο πολεοδομίας, ούτε σε επίπεδο σχεδιασμού.

Η μαζικοποιημένη αντίδραση στις αλλαγές αυτές, μετέτρεπε την

επαρχία σε ένα φαντασιακό, ειδυλλιακό περιβάλλον, που η φαινομενική

απλότητά της και ο λιγοστός πληθυσμός της, ήταν ευκολότερα διαχειρίσιμο θέμα. Επίσης, στην ουσία του ο πληθυσμός αυτός αντιπροσωπεύει και μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Ο λαός της υπαίθρου συντηρείται από έναν πληθυσμό, επί το πλείστον ηλικιωμένων, σε αντίθεση με τον πληθυσμό των πόλεων. Ο ηλικιωμένος άνθρωπος αποτελεί διαχρονικά σύμβολο πνευματικότητας και «αντιπροσωπεύει τη σοφία, τη μνήμη του πώς ήταν τα

πράγματα και ίσως πώς θα έπρεπε να γίνονται.»112 Ο

Κωνσταντινίδης και πολλοί αρχιτέκτονες αντίστοιχα,

κατηγορήθηκαν για μια επιλεκτική στάση, για μία επιλογή ενός κομματιού της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής,

πάνω στο οποίο θέλησαν να στηρίξουν τις απόψεις τους.

Αυτή η επιλογή ήταν αρκετά ξεκομμένη από την κοινωνία της περιόδου αυτής, που είχε διαφορετικές επιθυμίες.

Η μονομερής στάση των αρχιτεκτόνων είναι άμεσα συσχετισμένη με τη διαρκή αντίδραση απέναντι σε ένα

εικ.44_ «Sunday Morning»

111_Τσιαμπάος, Κ. (2017), σελ. 215. 112_Μπονάρου, Χ. (2009). σελ. 458.

87


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

διεθνοποιημένο μοντέλο αρχιτεκτονικής, που ερχόταν να επιβληθεί και να καθιερωθεί στην Ελλάδα και ήταν φαινομενικά ασύμφωνο με το χαρακτήρα

της ελληνικής κοινωνίας. Στην προσπάθεια να ενταχθεί και να αφομοιωθεί

το μοντέρνο στον ελληνικό χώρο έπρεπε αρχικά να εν-τοπιστούν οι καταβολές και οι επιρροές του.

Σε άλλο σημείο, ο αρχιτέκτονας εισάγει την ιδέα μιας συλλογικής αντιμετώπισης της ζωής και της αρχιτεκτονικής, ως εναντίωση στη

μοντέρνα έμφαση στην ατομικότητα. Ουσιαστικά, προτρέπει την οργάνωση αρχιτεκτόνων και κοινών ανθρώπων, κάτω από ένα ενιαίο σχήμα, το

οποίο είναι το σχήμα που ακολουθεί η αγροτική προνεωτερική κοινωνία. Αυτό το σχήμα, απαιτεί την εγκατάλειψη των ατομικών επιδιώξεων και

προτιμήσεων, για το κοινό καλό και επιτυγχάνεται με τη χρήση μιας κοινής

γλώσσας και για την αρχιτεκτονική. Οι αρχιτέκτονες που βιώνουν τη

σχέση αυτή αληθινά και ολοκληρωτικά, μεστώνουν και την αρχιτεκτονική

τους ιδιότητα αναλόγως, ενώ εκείνοι που έχουν αποξενωθεί από τη φύση και τον κόσμο της, το ρόλο τους καλό είναι να μην τον ασκούν καν.113 Η αρχιτεκτονική που δε χρειάζεται αρχιτέκτονες για να εκφραστεί είναι

κεκτημένο του «λαού», συνέβαινε στο παρελθόν και πέτυχε να απασχολεί και το σήμερα.

Συνεπώς, η ένωση του λαού με τη φύση και το κτίσμα, είναι το τρίπτυχο

που πρέπει να απασχολήσει τους αρχιτέκτονες και μέσα σε αυτό ενυπάρχει η αίσθηση του «αιώνιου», του «αχάλαστου», με τοπικά χαρακτηριστικά αλλά

ταυτόχρονα με υπερτοπική ακτινοβολία. Η πίστη του αυτή, αντιπροσώπευε μια αρχιτεκτονική που μπορεί να αποτελείται από καθολικές αξίες, άρα και παγκόσμιες, χωρίς ταυτόχρονα να είναι μαζικά διεθνοποιημένες. Όπως

αναφέρει ο Δ. Φιλιππίδης, ο Κωνσταντινίδης πέτυχε να συνδυάσει το παλιό με το νέο, χωρίς να ρέπει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, γι’ αυτό και

το έργο του παραμένει σύγχρονο καθώς αποτελεί μια δημιουργική σύνθεση των δύο αυτών παραμέτρων.114 Ωστόσο, η ιδέα του άφθαρτου, είτε με τη

μορφή του ερειπίου είτε με τη μορφή του γιαπιού, σε συνδυασμό με την ά-χρονικότητα που τα διέπει, αποτελούν έννοιες μάλλον ξεπερασμένες για τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας. Οι ρυθμοί της αλλαγής, η ταχύτητα

εναλλαγής των γεγονότων και η μόδα, έθεσαν σταδιακά εκτός πλαισίου τις ασυμβίβαστες θέσεις του αρχιτέκτονα.

113_Κωνσταντινίδης, Α. (1947), σελ. 10. 114_Φιλιππίδης, Δ. (1984). σελ. 373.

88


κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά»

Σε παρόμοιο πλαίσιο κινήθηκε και η επιλεκτική τακτική του να παρουσιάζει μέσα από γραπτά έργα του, όπως τα «Θεόκτιστα» ή τα «Στοιχεία Αυτογνωσίας», εικόνες από τοπία που δε βιώνονται πια το ίδιο συχνά.115 Πιο

συγκεκριμένα, στο βιβλίο «Δύο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους», η κυριαρχία ενός φυσικού περιβάλλοντος με πετρώδη χαρακτηριστικά, όπως το κυκλαδίτικο τοπίο της περιγραφής, συνδυάζεται

με αντίστοιχου ύφους στοιχειώδεις ανθρωπογενείς κατασκευές, όπως οι πέτρινες διαμορφώσεις των ξερολιθιών και οι αγροικίες.116 Η λευκότητα των κτισμάτων είναι η αναγκαία και μοναδική αντιθετική συνθήκη για

την αρμονία του συνόλου.117 Αυτός ο συνδυασμός είναι και η επιλογή του αρχιτέκτονα για το τι συνιστά μια ανώτερη κατηγορία τοπίου,

χρωματισμένη με μια ελληνοπρεπή αισθητική. Αντίθετα, αποφεύγει να

αποδώσει σημάδια του σύγχρονου πολιτισμού, ενώ στις περιπτώσεις που εντάσσει πιο σύγχρονες κατασκευές στο ύπαιθρο ή στα άκρα των πόλεων, αυτές γίνονται πάλι με δικούς του όρους.118 Δηλαδή, η επιλογή

των εφήμερων, στοιχειωδών κατασκευών, πάλι εν απουσία ανθρώπων ή

εκτεταμένου ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, ενισχύει το συμβολισμό του ά-χρονου και του αρχετυπικού.

115_Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). σελ. 228. 116_Όπ.π., σελ. 228. 117_Leatherbarrow, D. (2002). Uncommon Ground: Architecture, Technology, and Topography. MIT Press. σελ. 189. 118_Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). σελ. 229-233.

89


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

Σύμφωνα με τον Στέλιο Γιαμαρέλο, η επιδίωξή του να διαμορφώνει ο ίδιος προσωπικά το περιβάλλον της αρχιτεκτονικής που τον ενδιαφέρει,

αντιπροσωπεύει και την παρουσίαση του υλοποιημένου έργου του.119 Το πιο

πολυδημοσιευμένο έργο του, πρώτα στο εξωτερικό και έπειτα στην Ελλάδα,

που συμπυκνώνει για πολλούς την επεξεργασία των μελετών του για τη φύση, τον άνθρωπο και το κτίσμα, το σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο, έχει παρόμοια αντιμετώπιση ως προς την παρουσίασή του στο κοινό. Αρχικά, σε

μία από τις πρώτες δημοσιεύσεις του στον ξένο τύπο και συγκεκριμένα, στο βρετανικό περιοδικό «World Architecture 2», ο Γιαμαρέλος υποδεικνύει την παράλειψη του Κωνσταντινίδη να αναφέρει κάτι περισσότερο συγκεκριμένο

στο κείμενο―που ο ίδιος επιμελήθηκε―για να συνοδεύει τις φωτογραφίες του έργου του. Αυτή η παράλειψη μάλλον είναι σκόπιμη, καθώς προσπαθεί

να δημιουργήσει την εντύπωση ενός έργου, που συμπυκνώνει την ουσία της αρχιτεκτονικής, συμβολικά, ως εμβληματικό. Επιθυμεί να περάσει το

μήνυμα πως δε χρειάζονται ειδικά λόγια και επεξηγήσεις, όταν το ίδιο το έργο μιλά από μόνο του.

Παρομοίως, όπως αναλύθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, αποφεύγει να

τοποθετηθεί συγκεκριμένα για το αντικείμενο που ερευνά, όταν γράφει για τη Μύκονο και τις αγροικίες που βρίσκονται εκεί. Το περιβάλλον της Μυκόνου

του 1947, σίγουρα ακόμη και στην ύπαιθρο θα είχε αρχίσει σιγά σιγά να μεταβάλλεται, αν όχι ακόμη με ισχυρές τουριστικές κινήσεις σίγουρα με τη σχετική εγκατάλειψη της και την επιθυμία για νέα ζωή στα μεγάλα αστικά

κέντρα. Ακόμη όμως και με αυτούς τους όρους, παραλείπει να αναφερθεί

σε τέτοιες κοινωνικές μεταβολές, που ενδεχομένως αποτέλεσαν δέλεαρ για το λαό να εγκαταλείψει τη σκληρή ζωή της υπαίθρου. Αντίθετα, μιλά για

συνθήκες ζωής και οργάνωσης που έχουν οριακά εκλείψει ή σύντομα θα εκλείψουν.

εικ.45_φωτογραφικό υλικό του Ά. Κωνσταντινίδη

119_Giamarelos, S. (2014). σελ. 2-5.

90


κριτικές αναγνώσεις για τα «δύο χωριά»

Αν εξετάσουμε την «Κωνσταντινίδεια» οπτική, είτε για την παρουσίαση

του σπιτιού στην Ανάβυσσο μέσω φωτογραφικού υλικού, είτε με την παρουσίαση της μελέτης για τον άνθρωπο-λαό και τη φύση, μέσα από τα

σκίτσα των «χωριών», μπορούμε να βρούμε ορισμένα σημεία στα οποία οι δύο αυτές παρουσιάσεις συγκλίνουν. Διέπονται και οι δύο εικονογραφήσεις, από

μια προσωπική επιλογή του αρχιτέκτονα―συγγραφέα και μια μονόπλευρη

αξιολόγηση των εμβληματικών σημείων τους. Αποφεύγεται, μέσα από την επιλογή κατάλληλων οπτικών γωνιών, η απόδοση της ανθρώπινης μορφής και στοιχείων, που ίσως προσδίδουν κάποια πληροφορία για το σύγχρονο

περιβάλλον. Αποκλείεται έτσι, σκόπιμα η έννοια του χρόνου, θα έλεγε κανείς ακόμη και η έννοια του τόπου. Παρουσιάζονται δηλαδή ως τοπικά και ως

υπερτοπικά ταυτόχρονα. Στην περίπτωση του σπιτιού στην Ανάβυσσο, παραλείπονται χώροι και διαστάσεις της ζωής σε αυτούς, όπως οι χώροι

του ύπνου, που προσομοιάζουν σε μια απομονωμένη και χαλαρή ζωή στο εσωτερικό, δίχως την επαφή με το έξω.120 Βέβαια αν και τα συγκρινόμενα έργα

αναφέρονται

σε

διαφορετικές

κοινωνικές

και

πολιτισμικές

προσλαμβάνουσες των κατοίκων που τα κατοικούν, τόσο το σπίτι στην Ανάβυσσο όσο και τα «χωριά», διατηρούν την αξία των χώρων τους ίδια.

Διότι η ποιότητα της ζωής θα πρέπει―σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα―να είναι η ίδια. Δηλαδή, η ποιότητα της ζωής με βάση τη φύση. Σε αυτό

το σημείο, φαίνεται και στις δύο περιπτώσεις ο ρόλος του αρχιτέκτονα καθοδηγητή,121 που η ματιά του έχει διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα. Όπου

«ματιά», μπορεί κανείς να θεωρήσει τόσο τη διαμόρφωση των σκίτσων όσο

εικ.46

φωτογραφικό υλικό

του Ά. Κωνσταντινίδη

και τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών, που πίσω από το μολύβι και το

φακό βρίσκεται ο ίδιος. Αναλαμβάνει το ρόλο αυτό οικειοθελώς, προκειμένου να διασφαλίσει πως οι απόψεις του θα εισακουστούν. Νιώθει πως οφείλει να στέκεται κριτικά ως προς τις αξίες της ζωής και να παροτρύνει και τους

υπόλοιπους να τις αναθεωρήσουν και να γίνουν λαός και οι ίδιοι. Είτε

πρόκειται για έναν συνάδελφο αρχιτέκτονα είτε για ένα σύγχρονο κάτοικο, η ουσία βρίσκεται στον κάτοικο-λαό, και αυτή την ουσία πρέπει να είναι σε θέση να υποδείξει ο αρχιτέκτονας που έχει κατανοήσει το σχήμα αυτό.

120_Giamarelos, S. (2014). σελ. 6. 121_Όπ.π., σελ. 5-11.

91


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

4.4_η ρευστή εποχή των θεαμάτων Προκειμένου,

να

γίνει

περισσότερο

κατανοητή

η

πολυπλοκότητα του παρόντος, θα πρέπει πρώτα να γίνουν ξεκάθαρες οι προτεραιότητες της κοινωνίας σήμερα. Η

μετάβαση από τη νεωτερική στη μετανεωτερική εποχή,

αποτελεί και μια μετατόπιση της προσοχής από το άτομο στη

μάζα, με παράλληλη αποδοχή των πολλαπλών ερμηνειών έναντι καθολικά ισχυουσών αφηγήσεων.122 Οι αλλαγές

αυτές συνεπάγονται μια γενικότερη αποσπασματικότητα

που αφορά τόσο στην πληροφορία που διανέμεται, στους τρόπους και στα μέσα, όσο και στον τρόπο αντίληψης.

Πλέον επενδύεται περισσότερη σημασία στη γνώση και στη διαχείριση της πληροφορίας, ενώ οι κάτοχοι της εικ.47_ Sammy Slabbnick, collage

καλής ποιότητας αυτών είναι οι σημερινοί προνομιούχοι. Επίσης, η νέα αυτή συνθήκη της μετανεωτερικότητας περιορίζει τη δύναμη της εθνικής κυριαρχίας, προωθεί μια

παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα καθώς και ρευστότερους

τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου.123 Τα αποτελέσματα των μεταβολών

επηρεάζουν άμεσα την αντίληψη του χρόνου, του χώρου και έχουν πολλαπλές κοινωνικές προεκτάσεις.

Για τις ανεπτυγμένες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, η διάσταση του

ελεύθερου χρόνου―χρόνου διακοπών, θα αυξάνεται συνεχώς, με σκοπό, εάν δεν έχει συμβεί ήδη, να εγκαταλείψει τον οργανωμένο εργασιακό χώρο και ελεύθερα να ολισθαίνει σε άλλους χώρους.124 Ίσως, ακόμη, αυτή η μετατόπιση να εγκαταλείπει τα αστικά πλαίσια του χώρου της πόλης ή αυτά του γραφείου. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Zygmunt Bauman, η

ρευστότητα αποτελεί μια χαρακτηριστική ιδιότητα που διαθέτει η νέα

φάση της νεωτερικής εποχής.125 Δηλαδή στη σημερινή πραγματικότητα,

προκειμένου οι κοινωνίες να βρίσκονται εντός-χρονικού-πλαισίου, πρέπει να βασίζονται στη συνεχή κίνηση, όπως ακριβώς θα χαρακτήριζε κανείς την

κατάσταση ενός υγρού. Τα υγρά ρέουν στο χώρο και στο χρόνο, ενώ αντίθετα, τα στερεά είναι στατικά και γι’ αυτό ο χρόνος τα προσπερνά. Υποστήριξε

122_Ασημάκη, Α., Κουστουράκης, Γ., & Καμαριανός, Ι. (2011). Οι έννοιες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιολογική προσέγγιση. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τόμος ΙΕ, (τεύχος 60), σελ. 105. 123_Όπ.π., σελ. 104. 124_Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). Η τρέλα του τόπου (1η έκδ). Αθήνα: Εκκρεμές. σελ. 27-28. 125_Bauman, Z. (2000). Liquid modernity. Cambridge, UK : Malden, MA: Polity Press: Blackwell. σελ. 2.

92


η ρευστή εποχή των θεαμάτων

πως αυτή η αλλαγή κατάστασης, επέφερε αλλαγές στον τρόπο που βιώνεται ο χωροχρόνος, καθώς επίσης, προκάλεσε κρίση της ατομικής ταυτότητας.

Αν ο νεωτερικός άνθρωπος είχε ένα δομημένο μοντέλο χωροχρόνου, που διέθετε ένα παρελθόν, ένα παρόν και ένα μέλλον, στις σημερινές κοινωνίες αυτή η ιστορικότητα του χρόνου μεταβάλλεται σε μια καθημερινότητα που χαρακτηρίζεται από μια σειρά ήσσονες έκτακτες ανάγκες.126 Έτσι σκοπός

της μετανεωτερικής εποχής δεν είναι τόσο η διαμόρφωση μίας ταυτότητας,

που δεσμεύει τα γεγονότα, τα αντικείμενα αλλά και τους ανθρώπους στην πάροδο του χρόνου, όσο η αποφυγή της.

Η έννοια του «travel light» είναι πολύ διαδεδομένη σήμερα, σαν μια

κατηγορία αεροπορικού ταξιδιού, δίχως το βάρος των αποσκευών. Οι κάτοχοι αυτής της κατηγορίας εισιτηρίου απολαμβάνουν προνόμια, όπως

την ευκολία της κίνησης στους χώρους των αεροδρομίων, της εύκολης εναλλαγής πτήσεων και της οικονομικότερης τιμής. Με μια γενίκευση, κανείς θα μπορούσε να συμπεράνει πως αυτό είναι και το πρόσταγμα της

δικής μας εποχής. Όλα, συστηματικά συντείνουν στο ταξίδι στο χρόνο, με όσο το δυνατόν λιγότερα στοιχεία να «βαραίνουν», να παρεμποδίζουν

τη μετατόπιση αυτή. Αυτή η διεκδίκηση της ευελιξίας είναι ζητούμενο για τις σύγχρονες κοινωνίες και τους ανθρώπους τους, που οφείλουν να προσαρμόζονται σε διαρκώς μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα. Οι μεταβολές

συντελούνται με όλο και πιο εντατικούς ρυθμούς, γι’ αυτό το λόγο η εύκολη και γρήγορη αφομοίωσή τους είναι καθοριστική για την επιβίωση.

Σε αυτήν τη βάση, η αναδιοργάνωση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας

και των αξιών της, δε θα μπορούσε να μη συντονίζεται με την αλλαγή στα καταναλωτικά της πρότυπα. Η νέα τάση, πλέον, μετατοπίζεται από την

κατανάλωση αγαθών στην κατανάλωση υπηρεσιών, όχι μόνο προσωπικών,

αλλά και επιχειρηματικών. Σύμφωνα με τον David Harvey, οι ενδεχόμενοι περιορισμοί στη συσσώρευση αλλά και στο χρόνο ζωής των αγαθών, αντιμετωπίζονται με τη στροφή των καπιταλιστών σε παροχές πολύ εφήμερων υπηρεσιών προς κατανάλωση.127 Αντιστοίχως, η εφημερότητα

αυτή, προϋποθέτει περισσότερο ευέλικτες μορφές παραγωγής και εγκατάλειψη των, πλέον, απαρχαιωμένων κατευθύνσεων. Τέτοιες αλλαγές συντελούν στην εγκατάλειψη της βαριάς βιομηχανίας και άρα στην άνοδο

του τριτογενούς τομέα, ακόμη και στην εμφάνιση υβριδικών μορφών εργασίας.

126_Περεζούς, Κ. (2015). Zygmunt Bauman, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 12, 351. https://doi.org/10.12681/sas.779 σελ. 353. 127_Harvey, D., Αστερίου, Ε., Βάϊου-Χατζημιχάλη, Ν., Δερμεντζόπουλος, Χ. Α., & Σπυριδάκης, Μ. Σ. (2009). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας: Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής. Αθήνα: Μεταίχμιο. σελ. 374-375.

93


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

4.4.1_η κυριαρχία της εικόνας

Ο Baudrillard, πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα τη συζήτηση αυτή, δηλώνοντας πως «σήμερα ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται κυρίαρχα μάλλον για τη παραγωγή σημάτων, εικόνων και συστημάτων σημείων, παρά για τα ίδια

τα εμπορεύματα»,128 των οποίων η παραγωγή αλλά και η φυσική φθορά μπορούν να είναι ιδιαίτερα ζημιογόνες. Μέσω της παραγωγής εικόνων,

εμφανίζονται νέες ταυτότητες στην αγορά, που μπορούν το ίδιο εύκολα

να εναλλάσσονται. Η εναλλαγή των εικόνων μέσω των δικτύων που τις διανέμουν στο κοινό, συνεπιφέρει μια επιφανειακή πρόσληψη και

επεξεργασία τους. Συγχρόνως, τα δίκτυα διανομής, προκειμένου να

καλύψουν την όλο κι αυξανόμενη ζήτηση αυτού του είδους της κατανάλωσης, καταλήγουν να λειτουργούν πρακτικά ως μέσα συρραφής «φαινομένων ίσης σημασίας και ταυτόχρονης ύπαρξης».129 Έτσι, εικόνες και γεγονότα

από το παρελθόν προβάλλονται εξίσου με παροντικά συμβάντα, συνεπώς, η κριτική αντιμετώπιση του συνόλου της πληροφορίας αυτής καθίσταται όλο και πιο δύσκολη. Η

σταδιακή

μετατόπιση

του

μοντερνισμού

στο

μεταμοντερνισμό,

αποτέλεσε ουσιαστικά μια μετατόπιση της σημασίας από το σημαινόμενο στο σημαίνον.130 Η επιφανειακότητα και η εφημερότητα της εικόνας,

σε συνδυασμό με το γενικότερο κατακερματισμό που χαρακτήριζε τα πράγματα, συντέλεσαν σε μια αισθησιαρχία του θεάματος. Αυτός είναι,

πλέον, και ο τρόπος με τον οποίο σφυρηλατούνται οι συνειδήσεις των ανθρώπων, η μνήμη, ο σύγχρονος πολιτισμός γενικότερα.131

«Αποφεύγοντας την ιδέα της προόδου, ο μεταμοντερνισμός εγκαταλείπει κάθε έννοια ιστορικής συνέχειας και μνήμης, ενώ ταυτοχρόνως αναπτύσσει

απίστευτη ικανότητα να λεηλατεί την ιστορία και να απορροφά ο,τιδήποτε βρίσκει σε αυτή μια πτυχή του παρόντος.»132

128_ Harvey, D., Αστερίου, Ε., Βάϊου-Χατζημιχάλη, Ν., Δερμεντζόπουλος, Χ. Α., & Σπυριδάκης, Μ. Σ. (2009). σελ. 377. 129_Όπ.π., σελ. 96. 130_Όπ.π..σελ.. 144. 131_Όπ.π., σελ. 89. 132_Όπ.π., σελ. 89.

94


η κυριαρχία της εικόνας

Ομοίως, διαμορφώνεται και το σύγχρονο πολιτισμικό και πολιτιστικό πλαίσιο. Αρχικά αναθεωρούνται οι αξίες, οι αντιλήψεις, ο τρόπος ζωής, ακόμη

και οι ανθρώπινες σχέσεις που οδηγούν στην προσκόλληση σε πράγματα, τόπους, κτήρια και συνήθειες με χαρακτήρα μονιμότητας. Έτσι, η αλλαγή

στην εμπειρία του χώρου και του χρόνου, επιβεβαιώνει και την αλλαγή στην

εμπειρία της καθημερινότητας του ατόμου και των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούνται και αντιστρόφως. Η αξία των σχέσεων που βασίζεται

στη μονιμότητα και στη δέσμευση, είναι το εμπόδιο για την ελεύθερη βίωση νέων εμπειριών. Για παράδειγμα, ακόμη και ο προγραμματισμός των

διακοπών των μεσοαστικών στρωμάτων με τη μορφή του παραθερισμού,

στο παρελθόν αφορούσε διαμονή στον ίδιο τόπο, κάθε χρόνο και είχε μια σταθερή περιοδικότητα. Τώρα, το ιδανικό προκύπτει από διακοπές κάθε φορά και σε διαφορετικό μέρος, δημιουργώντας μια πληθώρα διαφορετικών εμπειριών από διαφορετικές γεωγραφίες.

εικ.48_Seafood, Sammy Slabbnick

95


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

4.4.2_ για το πρότυπο του τουρίστα

Αναμφίβολα, τα δίκτυα με κυρίαρχο μέσο την τηλεόραση έκαναν εφικτή

μια πανοραμική άποψη εικόνων από όλο τον κόσμο, για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, μέσα από μια οθόνη. Τη διάθεση για κατανάλωση εικόνων, τόπων και εμπειριών, κατέστησε δυνατή με φυσική παρουσία ο μαζικός τουρισμός. Πριν αυτό γίνει εφικτό, τα ταξίδια, οι διακοπές και ο τουρισμός,

ήταν αγαθό για λίγους. Στη σύγχρονη εποχή, μπορεί κανείς και πάλι από την

άνεση του σπιτιού του, να εξερευνεί τον κόσμο και να βιώνει την εμπειρία που προσφέρει το ταξίδι σε έναν τόπο. Μέσα από αυτήν την πρακτική, το άτομο διαμορφώνει μια εικόνα για τον εαυτό του, αλλά και για τις σχέσεις

του με τους άλλους. Ακόμη και για τη σχέση που αναπτύσσεται με τον τόπο και τα στοιχεία που τον απαρτίζουν, το άτομο είτε μέσω της συνεχούς φυσικής μετακίνησης, είτε μέσω της αδιάκοπης δικτυακής περιπλάνησης, αναπτύσσει συγκεκριμένα αισθητηριακά κριτήρια. Την ίδια στιγμή, διατηρεί

το προνόμιο να καθορίζει τι αντιπροσωπεύουν οι εικόνες που καταναλώνει, να τις ταξινομεί αλλά και να τοποθετεί τον εαυτό του στο ίδιο κάδρο.

Ο Bauman θεωρεί ως ιδανική μορφή της σύγχρονης υποκειμενικότητας τον

τουρίστα, καθώς έχει τη δυνατότητα της επίσκεψης πολλών τόπων, χωρίς να

συνδέεται συναισθηματικά μαζί τους. Την ίδια στιγμή, το ίδιο το άτομο είναι ένας υποκειμενικός φορέας αναπαράστασης της πραγματικότητας μέσα

από τον τρόπο που βλέπει το χώρο, τον φωτογραφίζει, τον καταναλώνει, τον επεξεργάζεται και τελικά τον μεταφέρει στους άλλους καθώς μετακινείται. Ακόμη δηλαδή και το βλέμμα του,133 συνιστά πράξη επιλογής και άρα χαρακτηρίζεται από επιμέρους παράγοντες,

όπως η ψυχολογία του ατόμου, οι αισθητικές και ιδεολογικές του αναφορές κ.α.. Σαν αποτέλεσμα, μέσα από το προσωπικό του βίωμα, κατασκευάζονται και πλασματικοί τόποι, που

συνοδεύονται από ανάλογες αφηγήσεις, συνθέτοντας τελικά ένα εικ.49_το ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη

πανόραμα διαφορετικών απεικονίσεων της πραγματικότητας.

Αυτή η μαζική αναπαραγωγή―ενδεχομένως και διαστρέβλωση― σημάτων τροφοδοτεί διαφημιστικά και τη βιομηχανία του τουρισμού, όσο ο τουρίστας βρίσκεται σε κίνηση.

133_Μπονάρου, Χ. (2009). Η Τουριστική Διαχείριση της Ιστορικής Μνήμης. Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις σύγχρονες τουριστικές καρτ ποστάλ. Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοιωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Αθήνα. σελ. 129.

96


για το πρότυπο του τουρίστα

Ο τουρίστας, ίσως ακόμα, να αποτελεί το υβρίδιο ανθρώπου που μπορεί

να βιώσει, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, κομμάτια της σύγχρονης πραγματικότητας. Είναι, δηλαδή, το πρότυπο ενός πολίτη του κόσμου

που απολαμβάνει να καταναλώνει τον πλουραλισμό διαφοροποιημένων πολιτισμικών και πολιτιστικών σημάτων. Αναμφίβολα, κανείς δεν μπορεί

να αρνηθεί πως αυτό το πλεονέκτημα έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη δεξιοτήτων για το άτομο.

Η ωφέλιμη δράση της «περιπλάνησης»134 του τουρίστα, συμβάλλει

στη διεύρυνση του πνευματικού και συναισθηματικού του ορίζοντα, ενώ τα ερεθίσματα που λαμβάνει από τα βιώματά του, μπορούν να είναι

καθοριστικά για μια ομαλή κοινωνική συμπεριφορά. Ακόμη και οικονομικά

οφέλη φαίνεται να προκύπτουν, μέσω της διακίνησης χρήματος σε συνδυασμό με τη μετακίνηση ανθρώπων.

Αυτή η περιπλάνηση, όμως, ορίζεται από παραμέτρους, όπως πρώτα

και κύρια, πως γίνεται από ελεύθερη επιλογή135 και δεν αποτελεί μια βίαιη

συνθήκη μετακίνησης. Η δυνατότητα αυτή έχει, επομένως, κοινωνικό πρόσημο, όταν την ίδια στιγμή της εναλλαγής τόπων για αναψυχή και

τουρισμό, πραγματοποιείται και η εναλλαγή τόπων με σκοπό την επιβίωση. Επομένως, ο τουρίστας διαθέτει ένα σημείο αναφοράς, που είναι το σπίτι

του. Με βάση αυτό, αποκτά την ικανότητα να βρίσκεται άλλοτε εντός

και άλλοτε εκτός τόπου, πότε σε μια σταθερή βάση και πότε σε κίνηση. Ο

αυτοπροσδιορισμός του ατόμου ως κοσμοπολίτη, ισοσταθμίζεται άμεσα από τη σταθερότητα που προκύπτει από την αίσθηση της ύπαρξης κάπου

στον κόσμο του προσωπικού χώρου. Διότι όταν η δυνατότητα του ταξιδιού χαθεί, ή χαθεί το ενδιαφέρον που την χαρακτηρίζει, η επιστροφή σε μια βάση είναι απαραίτητη για να ξεκινήσει και πάλι.136

Ο κόσμος για τον τουρίστα αποτελεί πεδίο προς αναζήτηση νέων

εμπειριών για το άγνωστο και το «ξένο». Το «ξένο» είναι διαθέσιμο για εκείνον, έτοιμο να «ανακαλυφθεί» και μετά να προκαλέσει όσο το δυνατόν πιο μεγάλο ενδιαφέρον, να ενθουσιάσει ή να διασκεδάσει. Ο τρόπος που ο τουρίστας αντιλαμβάνεται τον κόσμο, γίνεται κυρίως με κριτήρια

αισθητικής. Το κατά πόσον, δηλαδή, κάτι είναι του γούστου, της αισθητικής, των ενδιαφερόντων του, αντιπροσωπεύει και την αξία του. Είναι επόμενο

πως η αισθητική του ατόμου μπορεί να επηρεάζεται όσο επικρατούν

διάφορες τάσεις που οδηγούν προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση το ενδιαφέρον των μαζών.

134_Bauman, Z. (1996). From Pilgrim to Tourist-or a Short Story of Identity. Σε Hall, S., & Du Gay, P. (Επιμ.), Questions of cultural identity (16-36). London: Thousand Oaks, Calif: Sage. 135_Όπ.π., σελ. 29-31. 136_Όπ.π., σελ. 29-31.

97


ο θεωρητικός λόγος για την παράδοση μετά τον Άρη Κωνσταντινίδη

Επομένως, μεγάλο ρόλο παίζει και η συμβολική αξία που λαμβάνουν

τα

προϊόντα

της

σύγχρονης

κατανάλωσης.

Όσο περισσότερο ενθουσιάζει κάτι, τόσο πιο αξιόλογο και συναρπαστικό γίνεται και διαρκεί. Ταυτόχρονα, όσο μεγαλώνει

ο ρυθμός με τον οποίον εναλλάσσονται οι παραστάσεις, τόσο μειώνεται και το ατομικό όριο του ενθουσιασμού και τελικά η διάρκειά του είναι όσο ένα πυροτέχνημα. Παραφράζοντας τον εικ.50

Εικόνα από τουριστικό περιοδικό της Μυκόνου, η λεζάντα που τη συνοδεύει γράφει:

I want to eat something delicious, I want to eat something different.

J.F. Lyotard, το περιεχόμενο και τα αντικείμενα, αυτά καθαυτά,

είναι πια αδιάφορες έννοιες, το σημαντικό είναι αν είναι ενδιαφέροντα.137 Έτσι, ο Bauman καταλήγει, πως η άνοδος

και η πτώση της αξίας του αντικειμένου, έγκειται μόνο και μόνο

στο πρόσωπο που αναζητά το ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτά.138 Αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα μόνο με κριτήρια αισθητικής, απλοποιούνται τα αντικείμενα και οι καταστάσεις, γίνονται εύπεπτα και σε κάποια στιγμή, έως και αδιάφορα.

Η διαφοροποίηση στην αναζήτηση της ταξιδιωτικής εμπειρίας αλλά και στα κριτήρια με τα οποία αυτή αξιολογείται, αντιπροσωπεύει και ξεχωριστές

κατηγορίες τουριστών. Κατά αυτόν τον τρόπο, ακριβώς όπως υπάρχουν

διαφορετικές κατηγορίες τουρισμού, έτσι προκύπτουν και ανάλογες

τυπολογίες τουριστών. Λίγο ή πολύ, όμως, ακόμη και όσοι δεν επιθυμούν να καταναλώνουν μαζικά τουριστικά σήματα και να τρέφονται από στοιχεία

της pop κουλτούρας στα ταξίδια τους, επηρεάζονται. Η περίπτωση του

αρχιτέκτονα Α. Κωνσταντινίδη δε θα μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία του τουρίστα, με τα χαρακτηριστικά που αναλύθηκαν προηγουμένως. Η

δική του περιήγηση, αν και φαινομενικά δεν έχει συγκεκριμένο προορισμό, δεν είναι άσκοπη περιπλάνηση. Η ουσία της εντοπίζεται σε εκείνο που βρίσκεται ήδη στις σκέψεις και στους προβληματισμούς του αρχιτέκτονα και αναζητά μορφή και τεκμηρίωση. Η τεκμηρίωση παίρνει σχήμα μέσα από

την αναφορά στον τόπο αυτόν. Αφορά τόσο στο νησί της Μυκόνου αλλά και

σε άλλους τόπους ταυτοχρόνως. Η προσωπική του εμπλοκή στην αναζήτηση των νοημάτων της αρχιτεκτονικής και κατ’ επέκταση της ζωής, μέσα από τη περιήγησή του αυτή, τον καθιστά φιγούρα πλάνητα.139

137_Bauman, Z. (1996). σελ. 34. Από Lyotard, J.-F. (1993). Moralités postmodernes. Galilée. 138_Όπ.π., σελ. 34. 139_Όπ.π., σελ. 19-26.

98


εικ.51_ εν πλω


5 η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων


μερικές πιο γενικές σκέψεις για τα «χωριά» σήμερα

5.1_μερικές πιο γενικές σκέψεις για τα «χωριά» σήμερα

Όπως τονίστηκε και σε προηγούμενο στάδιο της εργασίας, τα «χωριά»

της Μυκόνου συμβολίζουν την ανώνυμη τοπική αρχιτεκτονική του παρελθόντος, η οποία συγκεντρώνει διαχρονικές σχέσεις και αξίες. Είτε οι σχέσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο της αρχιτεκτονικής και ανάγονται

σε χωρικές ποιότητες, είτε αποτελούν αντικείμενο κοινωνικών σχέσεων, δεν παύουν να είναι εξίσου ουσιώδεις. Η δύναμη της σημασίας τους ξεπερνά το όριο ζωής των υλικών και την αντοχή της κατασκευής. Επίσης,

η ανειδίκευτη φύση της κατασκευής τους και η ανεπιτήδευτη ατέλεια του

συνολικού αποτελέσματος, τα καθιστά υπεράνω χρονικών περιορισμών. Η

συστηματική μελέτη και καταγραφή τους έχει φέρει στο φως τόσο τεχνικές και τρόπους κατασκευής και διατήρησης, όσο διάφορες τυπολογίες και μορφές.

Την ίδια στιγμή, η ύπαρξή τους στο χώρο επιβεβαιώνει και την ύπαρξη

πολλών μεταγενέστερων κατασκευών που προσπαθούν να τα μιμηθούν. Σήμερα, λόγω και της διακήρυξης του οικισμού σε παραδοσιακό, οι

οικοδομικές λύσεις που προκρίνονται, διαθέτουν ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο. Γι’ αυτό και τα περισσότερα νεόδμητα κτίσματα διαθέτουν

ορισμένα

κοινά

χαρακτηριστικά,

στην

προσπάθεια

να

«συνομιλήσουν» με τα προϋπάρχοντα και με τα παραδοσιακά. Σε ό,τι αφορά την επώνυμη αρχιτεκτονική στην περιοχή, αυτή λαμβάνει υπόψιν της τους περιορισμούς και συνυπάρχει είτε αρμονικά είτε αντιθετικά με

την ανώνυμη. Ωστόσο, οι κατευθύνσεις της επώνυμης αρχιτεκτονικής

μαρτυρούν σε μεγάλο βαθμό την εμπορευματοποίηση που υφίσταται η ανώνυμη παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Σε παρόμοιο πλαίσιο, η μαζική αρχιτεκτονική αναζητεί τρόπους να συνδυάσει στοιχεία της παράδοσης,

πολλές φορές ετερόκλητα, με περισσότερο σύγχρονα στοιχεία, που είναι όμως εμπορικά. Προκύπτουν έτσι μέσω της απομίμησης παραστάσεων και

χώρων από την παράδοση, σύγχρονες μορφές, που και εκείνες με τη σειρά τους διεκδικούν τον ίδιο χώρο. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαία η διαφημιστική και κατ’ επέκταση εμπορική εκμετάλλευση των «χωριών» και όχι μόνο.

101


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Σε πολλές περιπτώσεις, τα κτίσματα αυτά αποτελούν το υπόβαθρο για

τις ενέργειες και τα έργα του παρόντος.140 Προσελκύουν το «ενδιαφέρον» των καταναλωτών, κυρίως λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους,

που ταυτίζονται με έννοιες όπως το γραφικό. Το «ενδιαφέρον» ωστόσο, τις περισσότερες φορές, εξαντλείται στην αισθητική αποτίμηση είτε της μορφής

της κατασκευής, είτε των αξιών που τη διέπουν. Σκοπός στο κεφάλαιο αυτό είναι να πραγματοποιηθεί η επιστροφή σε βασικές αρχές που καθορίζουν,

σε κάθε εποχή, τη σύσταση του ανώνυμου λαϊκού έργου. Η χρήση του όρου παραδοσιακό, λόγω του ότι συχνά εντοπίζεται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και αφορά συγκεκριμένες εκφάνσεις της αρχιτεκτονικής που

έχουν παρέλθει, δε βρίσκει ταύτιση στις υπάρχουσες συνθήκες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ολισθαίνει η κριτική που αποδίδεται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική γύρω από τις ίδιες θεματικές και να αμελείται η μεγαλύτερη

εικόνα, που αφορά στη γενικότερη έκφραση του λαϊκού αρχιτεκτονικού έργου.

εικ.52_ μορφές κατοίκησης σε παραδοσιακούς τύπους κτιρίων στη Μύκονο.

140_Rapoport, A. (2010). σελ.319-320.

102


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

5.2_αναστοχασμοί για το παραδοσιακό (με αφορμή το κείμενο του Άρη Κωνσταντινίδη)

Με αφορμή ιδέες από το κείμενο του Α. Κωνσταντινίδη―στο οποίο αναφέρεται η παρούσα εργασία―θα τονιστούν τα σημεία εκείνα όπου

διατυπώνονται

ορισμένοι

καθοριστικοί

παράγοντες

σχετικά

με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Πολλά από αυτά χρειάζεται να

επαναπροσδιοριστούν ώστε να ανταποκρίνονται σε σημερινές εκφράσεις της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Ίσως ακόμη και να αναθεωρηθούν, καθώς

εμποδίζουν τη θεώρηση μεγαλύτερου εύρους ανθρώπινων κατασκευών που εντάσσονται στην ίδια κατηγορία. Ενώ, από την άλλη, υπάρχουν και

τα σημεία εκείνα τα οποία, μέσα από τις ανώνυμες κατασκευές, αποδίδουν και σήμερα το ίδιο νόημα με τις παραδοσιακές. Παρακάτω θα ακολουθήσει

μια ανάλυση των σημείων αυτών και θα συνδεθούν με τις επικρατούσες συνθήκες τόσο της Μυκόνου, όσο και γενικότερα της εποχής.

«Το «λαϊκό» αρχιτεκτονικό έργο, είναι το αποτέλεσμα μιας ωρισμένης

κοινωνικής λειτουργίας […] ολόκληρη η μορφή του […] η πειθαρχημένη στη νομιμότητα της ζωής, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δείγμα κάποιας συγκεκριμένης βαθμίδας πολιτισμού, η έκφραση μιας περιωρισμένης τεχνικής και αισθητικής μορφολογίας.»141 Όπως αναλύθηκε σε προηγούμενα κεφάλαια, η εξέλιξη του τρόπου ζωής στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, έχει διαφορετικές προσλαμβάνουσες από τον

τρόπο ζωής που πηγάζει από ανώνυμες λαϊκές δομές, όπως το «χωριό». Η διαφορά έγκειται κυρίως στην κοινωνική και πολιτισμική βαθμίδα, στην

οποία η κάθε αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε. Αυτό κατ’ επέκταση αφορά στις διαφορετικές προτεραιότητες142 που θέτει η κάθε κοινωνία για τον εαυτό

της. Μεγάλη επιρροή στην ιεράρχηση προτεραιοτήτων, ασκεί η μόδα και τα διάφορα καταναλωτικά πρότυπα. Σύμφωνα με τoν A. Rapoport, η μόδα με τις

επιμέρους τάσεις της, που προκύπτουν ανά χρονικά διαστήματα, χρησιμεύει ως μοχλός για την κυριαρχία ή την απόρριψη πολλών ταυτοχρόνως

αναδυόμενων τάσεων.143 Ουσιαστικά, δηλαδή, υποστηρίζει πως η ύπαρξή

της είναι αναγκαία ώστε να εξυπηρετεί το «ξεσκαρτάρισμα», που υπό άλλες

συνθήκες θα έπαιρνε χρόνο, θα διέλυε τη μαζικότητα της κατανάλωσης, θα αποπροσανατόλιζε το κοινό και θα κατακερμάτιζε την ίδια τη δυναμική της.

141_Κωνσταντινίδης, Α. (1947), σελ. 37. 142_Rapoport, A. (2010). σελ. 230-232. 143_Όπ.π., σελ. 317.

103


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Ομοίως, λειτουργούν και πολλά άλλα φαινόμενα που

ασκούν επιρροή στη διαμόρφωση προτεραιοτήτων, όπως η τουριστική ανάπτυξη, επηρεάζοντας σημαντικά τις τοπικές

οικονομίες. Στην περίπτωση της Μυκόνου, οι προσωπικές επιθυμίες και προσδοκίες για τη διεκδίκηση του χώρου της

υπαίθρου είναι ξεκάθαρες. Η δυναμική της καταναλώσιμης

αξίας του νησιού έχει επηρεάσει όχι μόνο την αρχιτεκτονική αλλά και τα αντικείμενα, τους ανθρώπους και τις υπηρεσίες.

Έτσι, συχνά η ίδια συμβολική αξία που αποδίδεται στην κατοίκηση του παραδοσιακού κελύφους, μεταφέρεται και

σε αντικείμενα ή υπηρεσίες, όπως στο προσωπικό στυλ και εικ.53_Φωτογράφηση μόδας για τουριστικό

στην ένδυση (εικ.53).

περιοδικό της Μυκόνου.

«[…] χτισίματα στοργικά και μικρά και αγαθά, έργα ανθρώπου μέσα στο ζήλο του καθημερινού του μόχθου.»144

«Αφού για να πλησιάσεις και μόνο αυτό που ονομάζουμε λαός και αρχιτεκτονική «λαική», χρειάζεται κόπος και γνώση και αφοσίωση ψυχική, όσο και θάρρος και τόλμη και κάποια πιο στιβαρά χέρια.»145

«[…] θα μπούμε στο πνεύμα κάποιας οικονομίας, εκείνης που λειτουργεί το λαό […]»146

144_Κωνσταντινίδης, Α. (1947), σελ. 10. 145_Όπ.π., σελ. 27. 146_Όπ.π., σελ. 35.

104


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

Όταν ο Α. Κωνσταντινίδης αναφέρεται στους παράγοντες που καθόρισαν

την αρχιτεκτονική αυτή, τονίζει πως βασίζεται στο μόχθο μιας ζωής μέσα στη φύση. Μιλά για χέρια «στιβαρά» αλλά και για μια μαστοριά που

συνδυάζονται με το «πνεύμα οικονομίας […] που λειτουργεί το λαό». Έτσι γίνεται κατανοητή η βασική απαίτηση για τη δημιουργία αυτών των

κτισμάτων, που ήταν η εύρεση όσο το δυνατόν οικονομικότερης λύσης. Αυτή η προτεραιότητα δε μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταφράζεται σήμερα

ως σειρά επιλογών ηθικού περιεχομένου, διαμορφώνοντας έτσι και ανάλογα ρεύματα αισθητικής. Πολλές φορές παρατηρείται η ανάγκη να ταυτιστεί το

παραδοσιακό και το ανώνυμο με ανώτερες ηθικές και πνευματικές αξίες.147

Δεν αποκλείεται να συμβαίνει σε περιπτώσεις, ο «ταπεινός» χαρακτήρας

των κατασκευών αυτών να συμβαδίζει με τον τρόπο ζωής των ενοίκων τους. Ωστόσο, δεν είναι αυτοσκοπός καθώς η «ταπεινότητα» δεν είναι

ζήτημα επιλογής, όσο περισσότερο ζήτημα επιβίωσης. Το βασικό σημείο που επισκιάζει την αξιολόγηση της λαϊκής αρχιτεκτονικής όπως ακριβώς

είναι, αποτελεί η σύγχυσή της με έναν τρόπο ζωής που εφαρμόζεται

σήμερα με επιλογές σε ύφος ρουστίκ ή νεολαϊκό. Η αρχιτεκτονική, δηλαδή, της λιτότητας με σύγχρονους όρους, εκφράζεται μέσα από επιλογές στο ύφος του τρόπου ζωής και όχι στον τρόπο ζωής καθαυτό. Έτσι, όμως,

δεν υπάρχουν κοινά σημεία με μια αρχιτεκτονική που εκφράζεται με περιορισμένα μέσα και πόρους, όπως η ανώνυμη. Σε κάθε περίπτωση, οι

αλλοτινές διαδικασίες επιλογής, εκτός του ότι πολύ συχνά δεν υπήρχε άλλη επιλογή, δεν εξέφραζαν αισθητικές αξίες. Καθορίζονταν περισσότερο από άλλους παράγοντες που ήταν σημαντικοί για την επιβίωση και την εξασφάλιση των απαραίτητων προς το ζην. Επίσης, καθοριστικοί είναι και

παράγοντες όπως οι δυσκολίες που υπήρχαν σε κοινωνικό επίπεδο, για τις ομάδες των ανθρώπων της γης, των μαστόρων και όλων των ανώνυμων δημιουργών. Οι συνθήκες γύρω από τις οποίες αυτή η αρχιτεκτονική που εξετάζεται υλοποιήθηκε, πηγάζουν από αρκετά καταπιεστικά κοινωνικά

περιβάλλοντα, με πολλούς κοινωνικούς αγώνες αντίστοιχα. Όπως, επίσης,

οι απαιτήσεις και οι δυσκολίες στην κατοίκηση αυτών των κτισμάτων είναι

παράγοντες που πολλές φορές αμελούνται, καθώς επιδέχονται περισσότερη κριτική και συνάμα επηρεάζουν άμεσα τη συλλογική και προσωπική μνήμη.

147_Rapoport, A. (2010). σελ. 235.

105


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

«Θέλω να πω τώρα και για μια νεοελληνική απασχόληση και να κακίσω

μιάν άλλη αδυναμία: να θεωρούμε τα διάφορα φαινόμενα μονάχα κάτω απ’ το μισόσβυστο φως μιάς συναισθηματικά και αισθαντικά καλλιεργημένης υποκειμενικότητας και να ικανοποιούμε τότες πάλι μονάχα την οπτική μας […] ευαισθησία.»148 Είναι, λοιπόν, φανερό πως για τον Α. Κωνσταντινίδη, η ανώνυμη λαϊκή

αρχιτεκτονική αξίζει να αντιμετωπίζεται πολύ διαφορετικά. Δηλαδή,

σημαντικό είναι κανείς να εμβαθύνει περισσότερο στους παράγοντες που

οδήγησαν στον καθορισμό της αρχιτεκτονικής αυτής. Αυτό απαιτεί την

απεμπλοκή από ιδεολογικά προσχήματα και συγκεκριμένες ταυτότητες που διαχρονικά της προσάπτονται. Αρχικά, ο τρόπος που ο ίδιος επιδιώκει να αντιμετωπίζει, όχι μόνο τα χωριά αλλά συνολικά το ζήτημα της παράδοσης, δεν είναι μέσα από υποκειμενικά κριτήρια. Τονίζει πως μια

σωστή θεώρηση των πραγμάτων γίνεται κάτω από το φως, πέρα από

συναισθηματισμούς και συγκαλύματα και όχι μόνο με σκοπό την οπτική τέρψη του αποτελέσματος. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, αρνείται επί της ουσίας να αναγνωρίσει τις κοινωνικές επιθυμίες, που καθοδηγούμενες από τις

σύγχρονες «νεοελληνικές» ανάγκες, επίπλαστες ή μη, αναζητούν διεξόδους προς άλλες κατευθύνσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι αναζητήσεις αυτές αφορούν

εξίσου και τα λαϊκά στρώματα τόσο της επαρχίας όσο και της πόλης. Όπου και αν εντάσσονται οι άνθρωποι που προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα,

στοχεύουν να εξισώσουν τις ανάγκες και επιθυμίες τους με την τάξη που τις εφαρμόζει πρώτη. Η επιρροή, επομένως, από πάνω προς τα κάτω

είναι σημαντική για την ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική, όπως είναι και η

επιρροή της οθόνης στη μάζα. Αποτελεί, δηλαδή, φαινόμενο που διαχρονικά

συμβαίνει όσο οι άνθρωποι με τον έναν ή άλλο τρόπο αλληλεπιδρούν και οι ιδέες και οι πρακτικές διαχέονται. Σε

προηγούμενο

κεφάλαιο

αναφέρθηκε

ο

παράγοντας

της

υποκειμενικότητας, ως χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του τουρίστα.

Γενικότερα, ο όρος αυτός αφορά ολόκληρη τη μετά―εποχή με την έννοια της κατάρριψης μιας και μοναδικής θεώρησης του κόσμου. Σύμφωνα με τον

John Berger, ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα και τον κόσμο γενικότερα, επηρεάζεται από αυτά που γνωρίζουμε και πιστεύουμε. Η διαφορά μεταξύ του τι βλέπει κανείς και του τι κοιτάζει, είναι σημαντική και συνιστά

ενέργεια της επιλογής. Ποτέ δεν κοιτάμε ένα πράγμα, όσο περισσότερο οραματιζόμαστε τη σχέση μας με αυτό.149 Συνεπώς, για κάθε ατομικότητα

που βλέπει τα «χωριά», και γενικότερα κάθε τέτοιο δημιούργημα, αυτόματα 148_Κωνσταντινίδης, Α. (1947), σελ. 30. 149_Berger, J. (1972), Ways of seeing, Λονδίνο: Penguin Books. σελ. 1-4.

106


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

αντιλαμβάνεται και κάτι διαφορετικό. Ένας εξωτερικός παρατηρητής,

όπως ο τουρίστας ή ο επισκέπτης, ενδεχομένως, δεν εμπλέκονται το ίδιο συναισθηματικά με το ντόπιο ή τον κάτοικο. Ίσως, μάλλον, η εξήγηση των παραμέτρων που αφορούν σε ένα σύμπαν όπως το «χωριό» να είναι αρκετά «δύσπεπτη» και διφορούμενη για τους περισσότερους. Για

πολλούς, επίσης, το σχήμα «χωριό» δε συμβολίζει τίποτα περισσότερο από αυτό που δείχνει να είναι: η κατοικία μιας ομάδας ανθρώπων, σε κάποια

συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στην ενδοχώρα της Μυκόνου. Για το ντόπιο επιχειρηματία μπορεί μάλιστα να αποτελέσει το αντικείμενο των εμπορικών

του συναλλαγών. Για τον κάτοικο και χρήστη, ο συμβολισμός είναι λίγο

περισσότερο πολύπλοκος. Σημαντικό ρόλο, σε ορισμένες περιπτώσεις, παίζουν οι προσωπικές αναμνήσεις ή η επιθυμία για έναν «παραδοσιακό»

τρόπο ζωής προσαρμοσμένο σε σύγχρονες όμως ανάγκες.150 Για κάποιους

από τους σημερινούς κατοίκους των χωριών, όσους δε διέθεταν δεσμούς με τη Μύκονο, όπως οι μετανάστες, η αντιμετώπιση του χωριού βασίστηκε σε περισσότερο ρεαλιστικές συνθήκες. Χρειάστηκε δηλαδή, χωρίς ιδιαίτερες

μετατροπές και με οικονομικές δυσκολίες να προσαρμόσουν τη ζωή τους στο υπάρχον κέλυφος. Δε συνέβη, δηλαδή, ό,τι κατά γενική ομολογία συμβαίνει

για το «χωριό» σήμερα, όπου εκσυγχρονίζεται πλήρως ώστε να φιλοξενήσει ζωή. Αυτή η αναγκαία συνθήκη, όσο θελκτική κι αν φαίνεται στα μάτια του

εξωτερικού παρατηρητή, για τον ίδιο τον κάτοικο είναι λιγότερο επιθυμητή από τη διαβίωση σε μια νέα κατασκευή. Όσο ρομαντική κι αν φαντάζει η

επιρροή του κελύφους στην ψυχοσύνθεση του παρατηρητή, δεν παύει να υπολείπεται της επιθυμίας για μια σύγχρονη στέγη για το χρήστη.

εικ.54_ βοηθητικοί χώροι της εκκλησίας που σήμερα

αποτελούν κατοικία για μια οικογένεια, στην περιοχή Ανω Μερά με κατεύθυνση προς Πλιντρί.

150_Rapoport, A. (2010), σελ. 300.

107


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

«[…] και είδες πως δεν είχαν φθαρεί ούτε από το χρόνο, αιώνιες μορφές όσο το έθνος αχάλαστες, γι αυτό και γερές και αληθινές, σε ομορφιά, σε μέτρο και κάλλος.»151

Δεν είναι λίγες οι φορές που η πολυσημία του ρόλου της παράδοσης επηρεάζει και τη διαμόρφωση ιδεολογικών σχημάτων. Αυτά αναφέρονται

σε γενικότερες έννοιες και θεσμούς, όπως εδώ στην κατασκευή ενός ελληνικού έθνους, κοινού και αδιάσπαστου. Ωστόσο, δεν είναι ποτέ αρκετά

σαφής ο προσδιορισμός τέτοιων εννοιών στο χώρο, ενώ για πολλούς εικ.55_ τμήμα ψηφιδωτού από τη Δήλο.

παραμένουν ανεκπλήρωτοι στόχοι. Ίσως, πάλι η αναφορά στο έθνος να είναι αρκετά αφηρημένη ώστε να εντοπιστεί σε συγκεκριμένα όρια και παραμέτρους. Σε αυτού του είδους τις επινοήσεις αποδίδεται η αναφορά του

Α. Κωνσταντινίδη στα «χωριά», ως συμβολικές μορφές που στέκουν «γερές

και αληθινές, σε ομορφιά, σε μέτρο και κάλλος» όπως το έθνος των Ελλήνων, το οποίο αντιπροσωπεύουν. Γι’ αυτό το λόγο αυτομάτως τα κτίσματα αυτά

παραμένουν άφθαρτα στο χρόνο. Η έννοια του έθνους ταυτίζεται σε πολλά

σημεία με τον ορισμό που αποδίδεται στο λαό και γενικεύεται μέσα από τη λέξη «φυλή» την οποία επίσης μεταχειρίζεται στο κείμενο του.

«Σαν άφθαρτη ζωντανή ομορφιά και ήθος και κόσμος και ύλη και γλώσσα,―

έθνος, λαός και φυλή που ποτές δε χαλάστηκε και κρύβει στα σπλάχνα του πίστη και πόση πίστη!»152

Με τα σημερινά δεδομένα και με την ακριβή ερμηνεία των όρων που

μεταχειρίζονται, ο λόγος αυτός αποδεικνύεται εκτός πραγματικότητας. Η ελληνική κοινωνία, όσο και άλλες κοινωνίες, δε χαρακτηρίζεται από

ομοιογένεια ούτε σε κοινωνικά ζητήματα ούτε σε ζητήματα φυλής.

Ολόκληρος ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός δε βασίζεται, πλέον, σε

ομοιογενή σύνολα, ούτε σε καθολικές και παγιωμένες αλήθειες. Επομένως η μοναδικότητα των εννοιών αυτών είναι αμφισβητήσιμη. Εξίσου είναι και η διαχρονική ισχύς των κτισμάτων, τα οποία τις αντιπροσωπεύουν. Η

μετανεωτερική εποχή, δε μπορεί να βασιστεί σε αυτές τις γενικεύσεις διότι

είναι πολύ περισσότερο στεγανές και απόλυτες από τις ρευστές σημερινές συνθήκες.

151_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 12. 152_Όπ.π., σελ. 25.

108


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

«[…] οικοδομούν μέσα στο φωτεινό κόσμο που είναι δικός μας. Μέσα στο χώρο της διάφανης και γεωμετρικής και μαθηματικής ελληνικής

μορφής, όπου όλα τα χτισματα θέλουν να στέκουν ανάλαφρα και λιτά και μαθηματικά, σαν τις γραμμές και τους όγκους του κλασικού μας τοπείου.»153

«Δεν έχουμε σπουδάσει καθόλου, ακόμη, αυτό που ονομάζουμε «λαική» αρχιτεκτονική […] ό,τι αυτός―ο λαός―είχε δημιουργήσει σε άλλους χρόνους και ίσως―πόσο συχνά―σε άλλους τόπους.»154

«Ας ρίξουμε λοιπόν τον εαυτό μας […] οι αρχιτέκτονες, μέσα στην

κολυμβηθρα του τόπου. Κι ας βαφτιστούμε στο άγιο πνεύμα της προαιώνιας ελληνικής αρετής […]»155

Σε παρόμοιο τόνο, επιχειρεί να αποδείξει τις ιστορικές καταβολές της αρχιτεκτονικής αυτής, οι οποίες ταυτίζονται

και με ρίζες καταγωγής από τον ελληνικό τόπο. Όταν αναφέρεται

στην

«κολυμβήθρα»

του

τόπου,

μιλά

συγκεκριμένα για τον ελληνικό τόπο, που είναι ποτισμένος με «προαιώνια αρετή», ενώ σε άλλο σημείο ανάγει τη

λαϊκή αρχιτεκτονική τόσο «σε άλλους χρόνους» όσο και «σε άλλους τόπους». Επομένως, υπάρχει μια διχοστασία της καταγωγής της αρχιτεκτονικής αυτής, που άλλοτε αναπαράγει δημιουργικά τις γραμμές και τις καμπύλες

της ελληνικής φύσης και άλλοτε κάνει την εμφάνιση της

σε άλλους τόπους, γιατί όχι και εκτός ελληνικού χώρου.

Οπότε και η χρήση του όρου της φυλής, που σχολιάστηκε προηγούμενα,

μπορεί

να

ανταποκρίνεται

σε

πολύ

μεγαλύτερα σύνολα ανθρώπων, από τους γηγενείς Έλληνες. Δηλαδή, να ανταποκρίνεται σε παγκόσμια κλίμακα και

ακόμη και σε άλλες χρονικές περιόδους. Ωστόσο, η μη ξεκάθαρη στάση ως προς το ζήτημα αυτό, όσο και η

αμφισημία που μπορεί να λάβει, θολώνουν το τοπίο και

εικ.56_

η επιρροή του τόπου και των συμβόλων του ως διακοσμητική άποψη.

προσφέρουν χώρο για εσφαλμένες ερμηνείες. 153_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 20. 154_Όπ.π., σελ. 36. 155_Όπ.π., σελ. 39.

109


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

« […] με μεγάλη χαρά να αντικρύσουμε πρωτόγονο και απλό και παρθενικό και αμόλυντο όλον τον εαυτό μας […] πιο αυθόρμητη και πιο ζωντανή του υπόσταση […] ξυπνό, τολμηρό, εύστροφο και με φαντασία αχόρταγη, ρεαλιστή και ιδεαλιστή στην ίδια πορεία, όσο μαζί και πολύπλευρο και πολύγλωσσο, με ιστορικότητα και παράδοση και βίο που πιάνει από τα παλιά, προϊστορικά, χρόνια.»156

Σε άλλο σημείο, επιχειρώντας να καθορίσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά

που απαρτίζουν το λαό―εαυτό, δημιουργεί μια φιγούρα που μοιάζει

βγαλμένη από το παρελθόν της ιστορίας του ελληνικού χώρου, της αποδίδει

διιστορική υπόσταση, ωστόσο δεν την εντάσσει σε ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο. Σκιαγραφεί, δηλαδή, τον «αληθινό» εαυτό, του οποίου τα χαρακτηριστικά

θυμίζουν πρόσωπα βγαλμένα από ιστορίες από τον Όμηρο ως τα λαογραφικά παραμύθια. Όμως αυτός ο εαυτός, που η σύγχρονη κοινωνία

έχει απωλέσει, ίσως είναι και δύσκολο να ανακτηθεί. Όπως τονίστηκε και σε

προηγούμενο σημείο, η προσωπικότητα του ανθρώπου―λαού όσο και του αληθινού εαυτού, συγκρινόμενα με τους ανθρώπους που έζησαν και ήταν παραγωγικοί την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο αρχιτέκτονας, είναι μια μικρή κατηγορία περιθωρίου.

Ωστόσο, η προτίμηση αυτή του αρχιτέκτονα σε συγκεκριμένες

ατομικότητες που τους έχουν αποδοθεί συγκεκριμένες ταυτότητες, δεν είναι ξεκομμένη και από τις γενικότερες πεποιθήσεις του κοινωνικού συνόλου της εποχής του. Έως και σήμερα η εγγενής παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, που επιθυμεί να αναβιώσει σχήματα του παρελθόντος, προκειμένου να μπορέσει να επανακαθορίσει τους λόγους ύπαρξής της, είναι

μια καθοριστική παράμετρος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το συλλογικό

φαντασιακό για μια ζωή με υψηλά ιδεώδη σε εξιδανικευμένα ανθρωπογενή περιβάλλοντα, όπως της υπαίθρου, επηρέαζε σημαντικά την επώνυμη αλλά κυρίως τη μαζική αρχιτεκτονική.

156_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 38.

110


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

«Κυττάξτε αυτό που λέμε αρχιτεκτονική «λαϊκή» και δέστε πώς χτίζει ο άνθρωπος με το πνεύμα.»157

«[…] αφού και ο απλός άνθρωπος δεν πλάθει αν δε νοήσει πιο πρώτα.»158 «[…] έξω από τη θαλπωρή ενός εργαστηρίου.»159

Η σχετικά χρονοβόρα διαδικασία που οδηγούσε σε πιο συμπαγείς επιλογές σε ό,τι αφορά στα υλικά, στις μορφές όσο και στην κατασκευαστική μέθοδο, ενδιαφέρει και τον Α. Κωνσταντινίδη. Αναφέρεται έντονα στη «φυσική»

νόηση του απλού ανθρώπου που θα «πλάσει» όλα αυτά τα διαθέσιμα στοιχεία και θα τα διαχειριστεί σωστά. Αυτή η «φυσική» νόηση κατακτιέται

τόσο από την εντύπωση των δομών και των μορφών της φύσης, όσο και από τη θεωρητική και πρακτική άσκηση του μυαλού―αλλά και των χεριών―

στο εργαστήρι του πρωτομάστορα. Συγκεκριμένα στο κείμενο του τονίζει πως ο λαός μέσα από τη καθημερινή ενασχόληση με τη φύση επηρεάζεται άμεσα από αυτήν, γι’ αυτό και μπορεί να αναπαράγει δημιουργικά τις

«μορφές των βουνών και της θάλασσας, με τις καμπύλες και τις τομές,

που είναι στοιχεία του ελληνικού χώρου».160 Σε άλλο σημείο του κειμένου αναφέρει πως τα νέα «αραχνούφαντα» υλικά τα χρειάζεται ο τόπος καθώς

προορίζονται «να οικοδομούν μέσα στο φωτεινό κόσμο που είναι δικός μας.»161 Προκειμένου να δημιουργηθεί η σύνδεση του παραδοσιακού με το

σύγχρονο, δημιουργείται η σχέση καταγωγής των σύγχρονων υλικών με

τον τόπο. Αυτά τα υλικά αρμόζουν εξίσου καλά στον ελληνικό τόπο, διότι

εικ.57_

διακόσμηση «καπασου» στη

Χώρα

Μυκόνου,

της

βασικό

διακοσμητικό μοτίβο το κυπαρίσσι και ο ήλιος.

οι συνθήκες που επικρατούν δικαιολογούν απόλυτα τη χρησιμότητά τους. Βέβαια τα υλικά αυτά δε χρησιμοποιήθηκαν όλα στον ίδιο βαθμό, ούτε με τον ίδιο ρυθμό.

157_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 18. 158_Όπ.π., σελ. 21. 159_Όπ.π., σελ. 23. 160_Όπ.π., σελ. 19. 161_Όπ.π., σελ. 20.

111


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Οι αλλοτινές συνθήκες που επικρατούσαν για την ανοικοδόμηση κτηρίων

ή κατασκευών, αφορούσαν εξ’ ολοκλήρου χειρωνακτική εργασία, με

στοιχειώδη εργαλεία. Η ευκολία διάθεσης των υλικών, τόσο σε ποικιλία αλλά και σε ποσότητα δεν ήταν αυτονόητη. Συνεπώς και οι μέθοδοι κατασκευής ήταν αρκετά πιο περιορισμένες. Οι δοκιμασμένες στο χρόνο και

στην ποιότητα τεχνικές ήταν σαφώς πιο αποδοτικές σε τέτοιες συνθήκες. Επίσης, η εμπειρία του τεχνίτη πάνω σε αυτές, ήταν ένα βασικό κριτήριο για

τη μίσθωσή του. Οι πειραματισμοί και ο εμπλουτισμός του οικοδομικού και

αρχιτεκτονικού λεξιλογίου απαιτούσε χρόνο και πολλές δοκιμές. Σε πολλές εικ.58_ το κυπαρίσσι ως

μοτίβο

διακοσμητικό στη

λαϊκή

τέχνη της υφαντικής

περιπτώσεις, οι αλλαγές ήταν απόρροια της επίδρασης της επώνυμης

αρχιτεκτονικής, με δανεισμό στοιχείων.162 Επομένως, πολλές φορές πέρα από τη διαπαιδαγώγηση από τον πρωτομάστορα αλλά και τη φύση, η επικράτηση μορφών και τεχνικών και η αναγνώριση τους ως σήμερα, είναι

αποτέλεσμα και των ρευμάτων επιρροής που επικρατούσαν ανά περιοχή.

Έπειτα, σημαντική υπήρξε και η ποιότητα της χρήσης από το χρήστη, η προστασία και η διατήρηση της κατασκευής αλλά και η επινοητικότητα

με την οποία ερχόταν να προστεθεί η αλλαγή. Η δύναμη της χρήσης ήταν καθοριστική τόσο στη διαμόρφωση του έργου όσο και στη διατήρηση του.

«Αλήθεια, εδώ τώρα στο νέο κόσμο […] τα πάντα στέκουν […] και μιλούνε τη γλώσσα της φύσης.»163

«[…] ένας παλμός πιο ζωντανός κινεί σώμα και πνεύμα μέσα σε μιαν ώριμη και γνήσια γλώσσα.»164

Σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό της υπαίθρου, καθώς είναι άμεσα

συσχετισμένος με τη φύση, ταυτίζονται οι άμεσες αναφορές που λαμβάνει από αυτή, με μια αυτόματη γνησιότητα και αλήθεια στην αρχιτεκτονική

του έκφραση. Αντίθετα άλλες ομάδες ανθρώπων δε διαθέτουν τις ίδιες

ιδιότητες. Εφόσον η βασική ενασχόληση του κομματιού του λαού που βρίσκεται στην ύπαιθρο αφορά στη γη, τότε και η κατοικία καθώς και

όλες οι συναφείς εγκαταστάσεις θα προσανατολίζονται γύρω από αυτήν.

Αυτό θα αφορά τόσο στην αρχιτεκτονική διαμόρφωση των κατασκευών αυτών, όσο και στη χωροθέτηση τους, στην προσβασιμότητα τους, στις επιμέρους συνδέσεις μεταξύ τους. Όλα αυτά αποτελούν σχεδιαστικές 162_Rapoport, A. (2010). σελ. 307. 163_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 11. 164_Όπ.π., σελ. 15.

112


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

παραμέτρους, που αν στο σύνολο τους αποδίδουν ένα πιο οργανικό και λειτουργικό σύστημα είναι γιατί απόρροια τους είναι συγκεκριμένοι στόχοι.

Πιο συγκεκριμένα, η τοποθέτηση των αγροικιών εφαπτομενικά με τις βασικές οδικές αρτηρίες και σε γωνιακά σημεία―περιφερειακά του

κομματιού γης που τους αντιστοιχεί―αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση του ωφέλιμου χώρου που προκύπτει. Άλλες φορές καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ύπαρξη νερού και τη δυνατότητα άρδευσης. Επομένως, οι πυκνώσεις ή αραιώσεις κτισμάτων και το

δίπολο εσωστρέφειας―εξωστρέφειας που δημιουργείται σε αυτές, δε

μπορεί να συγκριθεί με την επιλογή της τοποθέτησης στο χώρο σήμερα. Αντίθετα, τώρα, προκύπτει όλο και περισσότερο η απομάκρυνση από το κέντρο.165 Αυτό αντιμετωπίζεται μάλλον ως όφελος για πολλούς ιδιώτες καθώς εξασφαλίζει περισσότερη ιδιωτικότητα και φυσικά καλύτερες προοπτικές για απρόσκοπτη θέα. Έτσι, αν υπάρχει ένας παράγοντας που

έχει αντικαταστήσει τους παρελθοντικούς στόχους, αυτός είναι σίγουρα

η προοπτική της θέας και η περίοπτη θέση του κτισματος. Συνεπώς, υπερισχύει η επαναφορά της ρομαντικής ενατένισης έναντι άλλων ανέσεων, που προσφέρει η εγγύτητα στον οικισμό ή στον αστικό ιστό.

εικ.59_ η επαφή με το δρόμο και το πέρασμα.

165_Rapoport, A. (2010), σελ. 230-231.

113


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

εικ.60,61_ Στις φωτογραφίες εικονίζονται η εξοχική κατοικία στην Ανάβυσσο, του αρχιτέκτονα Ά. Κωνσταντινίδη και ακριβώς από κάτω μια εξοχική κατοικία στον όρμο Φωκού, στη Μύκονο.

Η περίοπτη θέση του κτίσματος μέσα στο φυσικό τοπίο της Αθήνας και της Μυκόνου αντίστοιχα.

114


αναστοχασμοί για το παραδοσιακό

«Και θα αναμετρήσουμε, σ’ όλα τα στάδια την πορεία που δικαιώνει στο τέλος την όλη μορφή, ως και το πιο διακοσμητικό στεφάνωμα.»166

«Θα αντικρύσουμε τα ήθη, τα έθιμα (για κάθε τόπο και χώρο) […] και θα σταθούμε, ακόμη, μπροστά στη θρησκεία […] στα τραγούδια, στις προσευχές και στις γιορτές, μαζί και στις πίκρες και σ’ ολες τις εκδηλώσεις

της «λαϊκής» κοινωνίας […] κυττάξτε με τι εργαλεία οικοδομεί ο λαός […] με ποια μέσα ορθώνεται το «λαϊκό» έργο.»167 Σε ό,τι αφορά τις αισθητικές παρεμβάσεις, αυτές ήταν αρκετά περιορισμένες

και σχεδόν πάντα εξέφραζαν μια αυθόρμητη καλλιτεχνική και πνευματική διάθεση, που προέκυπτε από μια εμπειρική λαϊκή σοφία. Ο χαρακτήρας τους,

δηλαδή,

ήταν

συμβολικός,

αντιπροσωπεύοντας

σε

πολλές

περιπτώσεις ένα κοσμολογικό σύμπαν, που αντικατόπτριζε δοξασίες, ήθη και έθιμα. Αυτά απεικονίζονταν με διακοσμητικά μοτίβα, χρωματισμούς,

αισθητικές παρεμβάσεις, εντός αλλά και εκτός σπιτιού. Ακόμη και όταν

κάποιες οικοδομικές παρεμβάσεις, ή τεχνικές συντήρησης ταυτίζονται με

παρεμβάσεις καλλωπισμού ή διακόσμησης, στην ουσία τους δεν προήλθαν από αισθητικές αναζητήσεις. Για παράδειγμα η τεχνική του ασπρίσματος

της όψης, επιτελούσε λειτουργικούς σκοπούς και γινόταν, κυρίως, για τη

συντήρηση του οικοδομήματος. Όταν η ανάγκη αυτή αντικαταστάθηκε από

άλλες τεχνικές και το λευκό χρώμα κατέληξε εκ παραδρομής να αποτελεί καθολικά τρόπο διαμόρφωσης της όψης, τότε η διαδικασία του ασπρίσματος είχε πια χάσει και τη σημασία της. Σίγουρα

όμως,

η

συντήρηση

οποιασδήποτε

κατασκευής

είναι

αναπόφευκτη. Άλλο τόσο η συντήρηση ενός «χωριού», που στο παρελθόν επιτελούνταν με χαρακτήρα τελετουργικό και διέθετε μια κυκλική συχνότητα. Όσο κι αν τα «χωριά» αποδίδονται ως αυτοφυή, απαιτείται η

φροντίδα από τον κάτοικο ώστε να είναι βιώσιμα. Αυτή η φροντίδα δεν

ήταν μια φυσική διαδικασία, όσο κι αν η φυσικότητα με την οποία γινόταν

είχε κάποια ομοιότητα με τις λειτουργίες της φύσης, όπως η ανανεωτική της διάθεση. Παράλληλα, η τεχνική αυτή λειτούργησε και ως μια μορφή

ιστορικής διαστρωμάτωσης. Δηλαδή, οι επιφάνειες και η εξωτερική μορφή έκρυβαν πρακτικές φροντίδας από τους ανθρώπους, ως αντιστάθμισμα στις

δυνάμεις διάβρωσης από τον τόπο.168 Κάπως έτσι αποτυπώνονταν τόσο οι

δράσεις της φύσης πάνω στην κατασκευή, όσο και οι δράσεις του ανθρώπου απέναντι στη φύση, που ήταν είτε αντιστεκόμενες είτε σε σύμπλευση. 166_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 34. 167_Όπ.π., σελ. 35. 168_Leatherbarrow, D. (2002). σελ. 191-216.

115


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Η μορφή και οι εξωτερική διαμόρφωση του κτίσματος ήταν το αποκορύφωμα της διαδικασίας για τον Κωνσταντινίδη. Η πεποίθηση του, πως οι διεργασίες που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό και ορίζονται από την κάτοψη θα φανούν αναπόφευκτα και στην όψη, ήταν ο κανόνας

της αρχιτεκτονικής του. Όπως και με το ασβέστωμα, είχε επίγνωση του ιστορικού και πολιτιστικού βάθους που μπορούσε να αναγνωριστεί στην όψη.169 Γι’ αυτό και απέδιδε μεγάλη αξία στις «εκδηλώσεις της λαϊκής κοινωνίας», στα τραγούδια, στις προσευχές, στις γιορτές αλλά και στις

πίκρες―ορισμένα από τα στοιχεία μέσα από τα οποία προέκυπταν οι μορφές. «Και πως εμείς―εμείς που σήμερα δεν είμαστε λαός―στέκουμε σε ένα διαφορετικό σκαλοπάτι κοινωνικής και πνευματικής περιωπής και βέβαια, γι’ αυτόν το λόγο, έχουμε τις δικές μας, διαφορετικές, αλήθειες.»170

Τελικά, στον επίλογο του κειμένου, εντοπίζεται μια πολύ σημαντική παράμετρος για κάθε αρχιτεκτονική παραγωγή σε κάθε χρόνο και τόπο. Η ύπαρξη διαφορετικής αλήθειας ή όπως ειπώθηκε στην αρχή της ενότητας

διαφορετικών προτεραιοτήτων, συσχετίζεται άμεσα με την αρχιτεκτονική. Ίσως η αντίστοιχη σημερινή παρουσία της λαϊκής αρχιτεκτονικής να

μην ακολουθεί το δρόμο της απομίμησης ή της αναβίωσης παλαιότερων

προτύπων, όσο να βασίζεται στα δικά της σύγχρονα δεδομένα. Ίσως επίσης να μην την απασχολεί, εξίσου έντονα με την επώνυμη αρχιτεκτονική, η αληθοφάνεια της κατασκευής και η αυθεντικότητα στη μορφή, αλλά να

προκύπτουν νέα αξιακά συστήματα που απασχολούν τη σημερινή λαϊκή γνώμη.

εικ.62_ το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα. 169_Leatherbarrow, D. (2002). σελ. 191-216. 170_Κωνσταντινίδης, Α. (1947). σελ. 37.

116


οι σύγχρονες προεκτάσεις

5.3_οι σύγχρονες προεκτάσεις

Είδαμε πως η σημερινή αλλά και η διαχρονική αποτίμηση της λαϊκής

αρχιτεκτονικής, σε πολλές περιπτώσεις μετατρέπεται σε ερμηνείες

ιδεολογικού ή αισθητικού περιεχομένου. Παράλληλα, η αναγωγή στο

παραδοσιακό εντοπίζεται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, που

μάλιστα αφορούν και συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Σύμφωνα με τον Νίκο Μπελαβίλα ο ορισμός του παραδοσιακού τοπίου, αφορά σε μια εικόνα κατά την οποία:

«[...] οι παλαιότερες γενιές αναγνωρίζουν εύκολα τα χαρακτηριστικά της εποχής τους αλλά και την απροσδιόριστη εκ πρώτης ιστορικότητά

τους. Στο ίδιο τοπίο οι νεότερες γενιές αναγνωρίζουν τα στοιχεία της προφορικής μαρτυρίας των παλαιότερων και τις συμβολοποιημένες εικόνες ενός παρελθόντος, που συνήθως δε βίωσαν παρά μόνο μέσω των διηγήσεων. Εστιάζοντας λίγο περισσότερο στη συλλογικά αποδεκτή ιδεατή «παραδοσιακή» εικόνα υπαίθρου και πόλεων ή χωριών, αυτή φαίνεται ότι εντοπίζεται στις εποχές που προηγούνται της αστικοποίησης και της μετανάστευσης για τους κατοίκους της υπαίθρου που μετακινήθηκαν προς τις πόλεις, και στις εποχές που προηγούνται της μεταπολεμικής οικιστικής έκρηξης για τους αστούς κατοίκους των σύγχρονων πόλεων.»171 Οι τοποθετήσεις τόσο του Κωνσταντινίδη όσο και πολλών άλλων δέχτηκαν κριτική για μονόπλευρες και εμμονικές πεποιθήσεις γύρω από τα ζητήματα

αυτά. Τόσο η ομάδα ανθρώπων που απασχόλησε περισσότερο, όσο και οι συμβολισμοί γύρω από την αρχιτεκτονική αυτή, επηρέασαν και τον τρόπο που διαχρονικά αντιμετωπίζεται η παραδοσιακή αρχιτεκτονική.

Ως σήμερα, οι έννοιες που συνήθως περιγράφουν την παραδοσιακή και τη

λαϊκή αρχιτεκτονική, διατηρούν λίγο πολύ ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο. Αυτό απαρτίζεται από λέξεις που συγκεχυμένα περιγράφουν χαρακτηριστικά και

ιδιότητες όπως απλότητα, ειλικρίνεια, λυρικότητα, διαχρονικότητα στον

τύπο και στη μορφή. Εμπεριέχουν μια πιο ανθρωπομορφική προσέγγιση, που σύμφωνα με τον Richard Sennett, φανερώνει πόσο δυνατή είναι η επιρροή

των λέξεων αυτών στο να διαμορφώνουν και τους ανάλογους συμβολισμούς για τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα.172 Ενδεχομένως, η διαδικασία αυτή

να ακολουθείται από τη διαμόρφωση ανάλογων ταυτοτήτων για τους

ανθρώπους. Οι ιδιότητες του λαού και των έργων του σε σχέση με τη 171_Μπονάρου, Χ. (2009). σελ. 449-450. 172_Sennett, R. (2011). Ο τεχνίτης 1η έκδ. – Θεσσαλονίκη: Νησίδες. σελ. 139-148.

117


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

φύση, έχουν επισημανθεί αρκετές φορές στην παρούσα εργασία. Για τον

αρχιτέκτονα Α. Κωνσταντινίδη πολλές φορές αντιπροσώπευσαν το σχήμα

πάνω στο οποίο υποστήριξε τη θέση του ως προς την αρχιτεκτονική γενικότερα. Αργότερα, πολλές από τις ιδέες αυτές χαρακτήρισαν και τη δική

του υλοποιημένη αρχιτεκτονική, τις απόψεις του για τον τρόπο ζωής και τον ιδανικό χρήστη.173

Η τάση για απόδοση «ανθρώπινων» ιδιοτήτων φανερώνεται και στον τρόπο διαχείρισης διαφόρων υλικών, που άλλα κρίνονται κατάλληλα για

μια αρχιτεκτονική που έχει αναφορές στην παραδοσιακή και άλλα όχι. Η

σημασιολογική φόρτιση που λαμβάνουν υλικά όπως η ακατέργαστη και

μη τυποποιημένα παραγόμενη πέτρα, το ξύλο, η τεχνική του ασβεστώματος, το λευκό και το μπλε χρώμα, τελικά καταλήγουν ορισμένες φορές να

καταδυναστεύουν το αποτέλεσμα. Πολλές φορές σε ενίσχυση της σχέσης καταγωγής με τον τόπο, χρησιμοποιούνται εκτενώς τα τοπικά υλικά,

ασχέτως λειτουργικότητας ή χρήσης του χώρου. Το φαινόμενο αυτό

ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την επινόηση της «νησιωτικότητας»,

που ουσιαστικά δεσμεύει ολόκληρες κοινωνίες ελληνικών νησιών να

ακολουθούν συγκεκριμένα στερεότυπα. Ειδικότερα μέρη με έντονη τουριστική ανάπτυξη, όπως η Μύκονος, είναι σχεδόν εξαναγκασμένα να εικ.63_ διαφημιστική

αφίσα για την Ελλάδα, Ε.Ο.Τ., 1980

υποστηρίξουν μια συνοχή και αρμονία στη διαμόρφωση των κοινοτήτων

τους, που σε μεγάλο ποσοστό είναι κατασκευασμένη. Η νησιωτικότητα σαν όρος αναφέρεται σε μία αίσθηση περισσότερο που «έχει ως αφορμή την αντικειμενική κατάσταση των νησιών». Εσωκλείει εικόνες από τα «βιώματα

των νησιωτών», «του πολιτισμού τους» και «τους κόσμους της φαντασίας τους» αλλά και «σε όλα εκείνα τα στοιχεία της συμπεριφοράς που πηγάζουν

από την ιδιαίτερη φύση του νησιωτικού χώρου, του χρόνου και της νησιωτικής κοινωνίας».174 Συνεπώς, η επιρροή της δεν άπτεται σε εντελώς αντικειμενικά

ή έστω ρεαλιστικά συμπεράσματα για το χώρο, την καθημερινή ζωή και

τους ανθρώπους. Η έννοια αυτή, όπως και η έννοια της ελληνικότητας,

συμπαρασύρει πολλά μη αντικειμενικά στοιχεία στη θεώρηση του λαϊκού και του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού κόσμου.

Σήμερα, η μαζική αρχιτεκτονική δεν είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί τα ίδια υλικά προκειμένου να παράξει «νεολαικά» και «νεοπαραδοσιακά» κτίσματα.175 Οι μορφές αυτές που είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς σε

περιβάλλοντα όπως η περιοχή μελέτης και οφείλουν παράλληλα να 173_Τσιαμπάος, Κ. (2017). σελ. 205-209. 174_Μπονάρου, Χ. (2009). σελ. 439. 175_Φιλιππίδης, Δ. (1984). σελ. 378.

118


οι σύγχρονες προεκτάσεις

ακολουθούν ορισμένους κανόνες, αδυνατούν να εκφραστούν με τον ίδιο τρόπο. Με βάση και τη σύγχρονη τεχνολογία, τα κελύφη έχουν την ευχέρεια να κατασκευαστούν με πιο σύγχρονα υλικά και να λάβουν αργότερα

την απαιτούμενη διαμόρφωση στην όψη. Αυτό συνεπάγεται αμέσως ασυμφωνία κατασκευαστικού συστήματος και όψης, εσωτερικού και

εξωτερικού, καθώς η προσέγγιση στην όψη και στην εξωτερική διάρθρωση του κτηρίου είναι επιδερμική, κάτι το οποίο θα έβρισκε σίγουρα αντίθετο τον Α. Κωνσταντινίδη.

Ο ίδιος μέσα από το υλοποιημένο έργο του, δοκίμασε να αλλάξει τον

τρόπο που αντιμετωπίζεται το σύγχρονο και κατ’ επέκταση το παραδοσιακό,

εισάγοντας συνδυασμούς υλικών και μεθόδων. Εφάρμοσε έτσι σύγχρονες οικοδομικές πρακτικές σε μίξη με διαχρονικής αξίας υλικά. Ωστόσο, φρόντισε να διατηρήσει και ορισμένες τεχνικές από την παράδοση, όπως την

τοιχοποιία από πέτρα, τις λιθοδομές που θυμίζουν εικόνες από το ύπαιθρο, το ξύλο, αλλά και ορισμένες αποχρώσεις.176 Επίσης, στη διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων ήταν ιδιαιτέρως φειδωλός και απόλυτος ως προς τι

επρόκειτο να τοποθετεί και πού.177 Προκειμένου να υποστηρίξει δηλαδή

την αρχιτεκτονική του, υποστήριξε και έναν ανάλογο τρόπο ζωής, αρκετά στυλιζαρισμένο. Οι απόψεις του συγκριτικά με την εποχή ήταν περισσότερο δογματικές από τις αληθινές ανάγκες του πελάτη.

εικ.64_ διαφημιστική

αφίσα για την Ελλάδα, Ε.Ο.Τ, 1980

176_Leatherbarrow, D. (2002). σελ. 190. 177_Τσιαμπάος, Κ. (2017). σελ. 205-209.

119


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

5.4_ σύγχρονες εκφράσεις λαϊκής αρχιτεκτονικής στη Μύκονο

Σε ένα περιβάλλον το οποίο είναι σκηνογραφικά οργανωμένο να αναπαράγει την ψευδαίσθηση του παραδοσιακού και του γραφικού, όπως

η Μύκονος, είναι σημαντικό να αναδεικνύονται οι δυνάμεις εκείνες που επιχειρούν, με διαφορετικό τρόπο, να χειριστούν τις επιρροές που δέχονται.

Σύμφωνα με τον Michel de Certeau, οι ενέργειες της κατανάλωσης στη μετανεωτερική κοινωνία είναι άπειρες και σκόρπιες, εκτελούνται σιωπηλά

και αόρατα και καταλήγουν, μέσα από τη μεταχείριση τους, να τροποποιούν

το κυρίαρχο πρότυπο.178 Δηλαδή, η χρήση που γίνεται στα προϊόντα προς κατανάλωση, καταλήγει να διαμορφώνει μια νέα ιδιότυπη παραγωγή. Οι

χρήστες που βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της πρακτικής, αποτελούν

«κοινούς ήρωες» της καθημερινής ζωής, που «εκμεταλλεύονται τα κενά που δημιουργεί η οικοδομημένη από άλλους τάξη»179 και μετατρέπονται

σε δημιουργούς νέων κωδίκων. Δηλαδή, τροποποιούν το κυρίαρχο μοντέλο για τον τρόπο της ζωής, την καθημερινότητα, την αρχιτεκτονική, κ.α. και εικ.65_ πίσω από την κύρια πρόσοψη, σε ένα λιγότερο πολυσύχναστο πέρασμα.

έπειτα το αναπαράγουν. Ωστόσο, τα μικροεπεισόδιά αυτά δε συναντώνται

στο προσκήνιο της καταναλωτικής σκηνής, όσο στο περιθώριο. Συνεπώς, αυτό αναφέρεται σε ποικίλους τρόπους έκφρασης της λαϊκής κουλτούρας και άρα της ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής, που δεν καταγράφονται

πλήρως ίσως και ποτέ. Παράλληλα, δεν αφορούν μόνο στο συγκεκριμένο

τόπο αλλά αποτελούν ένα παγκοσμιοποιημένο φαινόμενο, του οποίου οι καταβολές εκφράζουν μια πάγια τακτική «επιβίωσης» των λιγότερο ισχυρών απέναντι στην «επιβεβλημένη τάξη» πραγμάτων.180 Για τη

Μύκονο τα προς κατανάλωση προϊόντα αφορούν τόσο υλικές όσο και άυλες εκφράσεις πολιτιστικών στοιχείων, από πολλές περιόδους της ιστορίας του

χώρου, τα οποία αναμειγνύονται με σύγχρονες επιδράσεις. Σύμφωνα με τον Δ. Φιλιππίδη, η ποικιλόμορφη παρουσία της ανώνυμης αρχιτεκτονικής,

εκτυλίσσεται στο περιθώριο της μαζικής και της επώνυμης αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερα σε ζώνες με τουριστική ανάπτυξη.181 Σε αυτούς τους «τόπους»

οι χρήστες δε διστάζουν να αναμειγνύουν νέες και παλιές πρακτικές, ώστε να εξυπηρετήσουν καλύτερα τις ανάγκες τους.

178_Certeau, M. de, Giard, L., & Καψαμπέλη, Κ. (2010). Επινοώντας την καθημερινή πρακτική: η πολύτροπη τέχνη του πράττειν (1η έκδ). Αθήνα: Σμίλη. σελ. 56. 179_Όπ.π., σελ. 110-111. 180_Όπ.π., σελ. 111. 181_Rapoport, A. (2010). σελ. 309-312.

120


σύγχρονες εκφράσεις λαϊκής κουλτούρας στη Μύκονο

Εστιάζοντας στην περίπτωση μελέτης, στη συνέχεια, θα εξεταστούν δύο κατασκευές, σε δύο διαφορετικές κατοικίες στην Άνω Μερά της Μυκόνου.

Η επιλογή των παραδειγμάτων αυτών έγινε ανάμεσα σε πλήθος άλλων παρόμοιων παρεμβάσεων, οι οποίες καταγράφηκαν κατά την περιήγηση στην περιοχή. Στόχος είναι να επιχειρηθεί μια αναλυτική περιγραφή των

χαρακτηριστικών τους, που αποδεικνύουν πως και η σύγχρονη ανώνυμη αρχιτεκτονική μπορεί να αποδώσει τα δικά της σύμβολα.

εικ.66_ πρόσοψη κατοικίας στην Άνω Μερά, με ανάμιξη στοιχείων δανεισμένα από διάφορες αρχιτεκτονικές επιρροές.

121


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

5.4.1_το στέγαστρο

εικ.67_ ημιυπαίθριος σε κατοικία στην Άνω Μερά

Στην παραπάνω φωτογραφία, η προσθήκη του στεγάστρου φαίνεται να

ενδυναμώνει το χαρακτήρα της εισόδου σε εκείνο το σημείο. Παράλληλα, προσφέρει έναν επιπλέον μεταβατικό χώρο μεταξύ του εσωτερικού της κατοικίας και του εξωτερικού περιβάλλοντος. Άλλωστε, η σύνθεση των όγκων που απαρτίζουν την κατοικία διαμορφώνει ένα απόλυτο και

αδιαπέραστο περίβλημα. Σύμφωνα με το πρότυπο που κατασκευάζονται οι περισσότερες κατοικίες στην περιοχή, δηλαδή μια αναπαραγωγή του

«χωριού», προκύπτουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά σε όλες τις νεότερες κατασκευαστικές λύσεις. Έτσι η διαμόρφωσή τους εστιάζεται κυρίως σε συμπαγή πρίσματα, που η οργανική τους διάταξη, εν δυνάμει μπορεί να

διαμορφώνει ποικιλίες χώρων. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αυξημένη εσωστρέφεια, που με σημερινά δεδομένα είναι επιθυμητή από τους κατοίκους, αλλά και τη χαλαρή έως ανύπαρκτη επικοινωνία μεταξύ αυτών,

η αρχιτεκτονική αυτή δείχνει να προσαρμόζεται στις σύγχρονες συνθήκες. Έτσι, ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις εκείνες, που μέσα από αυθόρμητες

κατασκευαστικές λύσεις από το χρήστη, εξυπηρετούν ορισμένες λιγότερο συνήθεις επιθυμίες.

122


το στέγαστρο

Ας εξετάσουμε αρχικά την κατασκευή ως προς ορισμένα ζητήματα τα οποία διαπραγματεύεται. Εδώ, η παρέμβαση αυτή φαίνεται να επιτελεί ένα

λειτουργικό σκοπό, σε μια περιοχή με μεγάλη ηλιοφάνεια το καλοκαίρι και

έντονους ανέμους το χειμώνα. Άλλωστε, η αλλαγή περιβάλλοντος, από έξω μέσα και αντίστροφα, ειδικά κάτω από το δυνατό ήλιο και το εκτυφλωτικό φως, δεν είναι ευχάριστη όταν συμβαίνει ακαριαία. Πιο συγκεκριμένα, στο παραπάνω παράδειγμα χωρίς να γίνεται υπέρβαση ως προς το ύψος

των παρακείμενων τοίχων, δημιουργείται μια γωνία―στην κυριολεξία―

που προστατεύει την είσοδο από τα στοιχεία της φύσης. Παράλληλα, διαμορφώνει ένα υποτυπώδες κατώφλι, που είναι απαραίτητο για την ομαλή

είσοδο στο εσωτερικό. Ταυτόχρονα, δεν παρεκκλίνει από τις υπόλοιπες διαστάσεις, καθώς βρίσκεται στο σημείο συνάντησης της προέκτασης

των δύο πλευρών της οικίας. Η μόνη διαφορά που κάνει το χώρο αυτόν να ξεχωρίζει από τον περίβολο, είναι η μικρή διαφορά ύψους και η επένδυση

του κατωφλιού με πλακόστρωση. Ενδεχομένως αυτή να υποδεικνύει τη σκέψη του δημιουργού πως πρόκειται για ένα διαφορετικό μέρος σε σχέση με την υπόλοιπη υπαίθρια διαμόρφωση.

Σε αυτό το σημείο, παρατηρείται η―σχεδόν περιττή θα έλεγε κανείς―

τοποθέτηση πλακιδίων για το σοβατεπί που οριοθετεί το κατώφλι. Το ίδιο ιδιαίτερη και ασυνήθης είναι και η υλικότητα των υπόλοιπων στοιχείων

του στεγάστρου, που είναι η λαμαρίνα και το στοιχείο της στήριξης, το

οποίο είναι πλαστικός σωλήνας. Δεδομένου του αρχιτεκτονικού λεξιλογίου με το οποίο ανοικοδομούνται τα κτίσματα στην περιοχή, η σύνθεση αυτή είναι τουλάχιστον αντιφατική και σε σχέση με τη συνολική εικόνα του οικήματος. Η επιλογή των υλικών φανερώνει περισσότερο μια υπερβατική

σύνδεση μεταξύ αυτών. Δηλαδή, το νόημα τους ξεπερνά τα φυσικά τους χαρακτηριστικά και τη χρήση τους και φανερώνει πτυχές που αφορούν

στον κατασκευαστή, στην κουλτούρα του τόπου αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας όσο και στις μορφές που επικρατούν.

Επιστρέφοντας στα κοινά τους χαρακτηριστικά, αυτά τα τρία υλικά

αποτελούν κατεξοχήν υλικά εργοταξίου και είναι σχετικά χαμηλής

ποιότητας. Επίσης, δεν έχουν υποστεί περαιτέρω επεξεργασία ώστε να χρησιμοποιηθούν. Ωστόσο, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατασκευής αυτής αναδεικνύουν την ύπαρξη ορισμένων σχεδιαστικών αρχών. Αυτές

είναι η επίγνωση της κλίμακας και η νοηματοδότηση του χώρου της

μετάβασης, μέσα από μια σύνθεση υλικών. Αναμφίβολα, αυτό δείχνει πρώτα μια κατασκευαστική ευχέρεια και σε επόμενο στάδιο, μια διαδικασία

σχεδιασμού που βασίζεται εν μέρει και στην τεχνική του κολλάζ. Στην 123


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

περίπτωση αυτή, υλικά φαινομενικά ετερόκλητα μεταξύ τους, που μοιάζουν

να αποτελούν περισσευούμενα αποσπάσματα από προηγούμενες χρήσεις, μέσα από το μαστόρεμα, διαγράφουν μια δική τους πορεία.182 Ο δημιουργός της κατασκευής αυτής πέρα από τα διαθέσιμα υλικά και τα εργαλεία του,

χρησιμοποίησε και όσα ο ίδιος γνωρίζει ή πιστεύει κατά τη διαδικασία. Έτσι,

ακόμη κι αν αυτά είναι ετερόκλητα, αν είναι σε περίσσεια από προηγούμενη

κατασκευή ή είναι σε περίσσεια από το εργοτάξιο, η αξιοποίησή τους είναι

εφικτή. Παρουσιάζεται δηλαδή μια διάθεση εκλεκτικής συλλογής διαθέσιμων

στοιχείων και επιτόπιας ανασύνθεσης τους, που προσομοιάζει πολύ στον τρόπο που η ανώνυμη αρχιτεκτονική διαχρονικά λειτουργεί. Παράλληλα,

ενώ το μέγεθος της επέμβασης δεν είναι εκτεταμένο, η κατασκευή λόγω της υλικότητας και της κατασκευαστικής εφαρμογής, διεκδικεί μια πιο μόνιμη παρουσία στο χώρο.

εικ.68_ διάγραμμα ηλιασμού

Η ανωνυμία της επέμβασης επιτρέπει τον περαιτέρω συλλογισμό πάνω

σε αυτή, χωρίς ωστόσο να αξιώνει να δεσμεύσει το χαρακτηρισμό της ή τη

χρήση της, ούτε την ταυτότητα του δημιουργού της. Όπως αναφέρθηκε

και προηγούμενα, τα στοιχεία της φύσης πιθανόν να έχουν αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την υλοποίησή της κατασκευής. Παρατηρώντας

το διάγραμμα της κίνησης του ήλιου με βάση το προσανατολισμό της επέμβασης, αυτή αν και βρίσκεται σε προστατευμένη από τον άνεμο πλευρά, προσφέρει σκιά μόνο κατά τις πρωινές ώρες. Αντίθετα, η μεγάλη βεράντα στο νοτιοανατολικό τμήμα της κατοικίας, που διαθέτει ίδιο

προσανατολισμό, είναι προτιμότερη τις υπόλοιπες ώρες από το μεσημέρι και

ως τη δύση του ηλίου. Συνεπώς η υπόθεση για τη χρήση της κατασκευής και

τους λόγους ύπαρξής της θα μπορούσε να είναι η εξής: η επιπλέον προσθήκη 182_Lévi-Strauss, C., Κυριακίδου-Νέστορος, Ά., & Καλπουρτζή, Ε. (1977). Άγρια σκέψη. Αθήνα: Παπαζήση. σελ. 116-120.

124


το στέγαστρο

συνδέεται με την ανάγκη της δημιουργίας ημιυπαίθριου

χώρου προς την πλευρά του δημόσιου περάσματος, ώστε

να εξυπηρετεί την οπτική επαφή με το δρόμο και τους περαστικούς. Θα ήταν εύκολο να οραματιστεί κανείς την

ύπαρξη μιας πλαστικής καρέκλας, τοποθετημένη με θέα

προς το δρόμο. Ακόμη πάνω στην καρέκλα, για μεγαλύτερη άνεση θα μπορούσε να βρίσκεται ένα μαξιλάρι. Ένα

ελαφρύ πέτασμα, όπως μια κουρτίνα, εμποδίζει τον

έντονο ήλιο του καλοκαιριού, ενώ επιτρέπει στον αέρα να περνά και να διαμορφώνει ένα περιβάλλον κατάλληλο για μια μεσημεριανή σιέστα. Όταν πάλι ο καιρός αλλάζει και

γίνεται περισσότερο ψυχρός, τότε ο ήλιος που πέφτει στο σημείο εκείνο είναι περισσότερο από επιθυμητός και το πέτασμα αφαιρείται.

εικ.69_ σκίτσο από το δρόμο

Ένας ακόμη λόγος για τη δημιουργία της επέμβασης, θα μπορούσε να

βασίζεται στη χρήση του εσωτερικού χώρου που εκτονώνεται σε αυτόν τον ημιυπαίθριο. Προηγούμενα τονίστηκε η σημασία των μεταβατικών χώρων για την προστασία της ευρύτερης κατασκευής και αντίστοιχα τη δημιουργία

καλύτερων συνθηκών για τους χώρους που βρίσκονται εσωτερικά. Αναλογικά με τη διάρθρωση της εσωτερικής διαρρύθμισης, αποδίδεται και

η σημασία των ημιυπαίθριων στους οποίους αυτή καταλήγει. Θα ήταν

πιθανό δηλαδή ο χώρος εσωτερικά να αποτελεί την κουζίνα ή κάποιον

βοηθητικό χώρο και έτσι να συνδυάζονται οι λειτουργίες του νοικοκυριού με το εξωτερικό. Ο περιορισμένος χαρακτήρας της επέμβασης, ενδεχομένως, να

αντιστοιχεί στη λογική ενός σύντομου διαλείμματος μεταξύ των εργασιών.

Να συμβολίζει δηλαδή το «ξαπόσταμα», ή να εξυπηρετεί την εναπόθεση αντικειμένων για αερισμό, στέγνωμα ή αποξήρανση.

125


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

5.4.2_το κατώφλι

εικ.70_ Κατώφλι σε κατοικία στην Άνω Μερά

Στην επόμενη περίπτωση, η κατασκευή ξεκινά από το δημόσιο κομμάτι του δρόμου και διαμορφώνει την είσοδο στον περίβολο. Αυτόματα αυτή η «πρωτοβουλία» δείχνει και τις προθέσεις του ιδιοκτήτη ως προς

την οικειοποίηση του δημόσιου κομματιού της επέμβασης. Εδώ θα

επικεντρωθούμε σε δύο σημεία: αρχικά στον τρόπο διαμόρφωσης αυτού του κατωφλιού και έπειτα στην επιλογή του υλικού. Προκειμένου να

εξετάσουμε την επέμβαση αυτή, δε θα σταθούμε στη νομιμότητα της που είναι ιδιαίτερα αμφίβολη.

Η ογκοπλαστική διάρθρωση του κατωφλιού, που ουσιαστικά αποτελεί

κομμάτι δημόσιο, εγείρει ορισμένα ζητήματα. Η διάθεση του δημιουργού φανερώνει κάτι παραπάνω από την επιθυμία προσθήκης σκαλιών για την

ισοστάθμιση του επιπέδου της εισόδου με το δρόμο. Η κατασκευή του κομματιού πλευρικά των σκαλιών, που θυμίζει βάθρο, θα έλεγε κανείς πως είναι περιττή. Ο ρόλος του μπορεί να είναι μεταβατικός, ως ενδιάμεσο

στάδιο μεταξύ σκαλιών και βασικού επιπέδου, αλλά και ως επίπεδο στάσης και συνάντησης.

126


το κατώφλι

Παρατηρώντας τη διαγραμματική τομή προκύπτει ο διαχωρισμός του

χώρου σε τρία τουλάχιστον επίπεδα. Ξεκινώντας από το δημόσιο κομμάτι

και το δρόμο, η διαμόρφωση του είναι το σύνορο μεταξύ των ιδιοκτησιών, όσο και η αναγκαία χάραξη προκειμένου η πορεία στη γη να συνεχίζεται. Η

διαμόρφωση του κατωφλιού, σε αντίθεση με τη συνεχόμενη και αδιαπέραστη μορφή του απέναντι μαντρότοιχου, σηματοδοτεί απευθείας τη διακοπή της

πορείας του δρόμου και την ύπαρξη ενός διαφορετικού γεγονότος. Δηλαδή ο δρόμος μπορεί να συνεχίζει και να διασυνδέει περιοχές μεταξύ τους, το κατώφλι όμως διαδραματίζει στατικό ρόλο, με διαφορετικές προεκτάσεις.

Ο περαστικός στο διάβα του, αν επιθυμεί, μπορεί να καθίσει, να συνομιλήσει

με τον ιδιοκτήτη, να αλληλεπιδράσει με τους ανθρώπους που κατοικούν

στο σημείο εκείνο. Το τελικό επίπεδο είναι και η είσοδος στην αυλή, γι’ αυτό και η εξώπορτα συναντάται σε εκείνο το σημείο και όχι νωρίτερα. Η μορφή

της είναι αντίστοιχη των διαστάσεων του ανοίγματος στον τοίχο και ο χαρακτήρας της δεν είναι εντελώς αποτρεπτικός στο να προσεγγίσει κανείς το σημείο, ή ακόμη και να την παρακάμψει.

127


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Αυτόματα, η προσπάθεια της απόδοσης του κατωφλιού ογκοπλαστικά φέρνει στο μυαλό τις γνώριμες διαμορφώσεις των αναβαθμών στο

νησί ή των προεξοχών και διευρύνσεων, δίπλα σε σκαλιά στη Χώρα. Η περιπλοκότητα των κλιμάκων, των εισόδων και των κατωφλιών που συναντά κανείς στη Χώρα της Μυκόνου είναι κυρίαρχη σε κάθε επιμέρους

γειτονιά, περισσότερο από άλλα νησιά. Αυτές οι διαμορφώσεις δημιουργούν

επιπλέον χώρο σε έναν εξαιρετικά πυκνό ιστό, ενώ προσφέρουν επιλογές για περισσότερη κοινωνική συναναστροφή μεταξύ των κατοίκων, όσο και για διάφορες διακοσμητικές πρωτοβουλίες. Στο φυσικό τοπίο, επίσης, οι ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, όπως οι αναβαθμίδες, τα πλατώματα κ.α.

είναι μια πάγια τακτική και μια εικόνα που ταυτίζεται με τον τόπο. Έτσι, είναι πιθανό τελικά η επιρροή των αρχιτεκτονικών και κατασκευαστικών

επιλογών στο νησί, όσο και του φυσικού περιβάλλοντος, να εντυπώνεται σε πολλές σχεδιαστικές κινήσεις, μέσα από την αυθόρμητη απομίμησή τους.

εικ.71_

σκαλιά

και

κατώφλια

στη

Χώρα, εμφανής είναι η πολυπλοκότητα και

οι

αλλεπάλληλες

προσθήκες

και

αλλαγές και η διακοσμητική διάπλασή τους.

Η έννοια της υλικότητας είναι και πάλι καθοριστική. Μάλιστα, δείχνει

πως ο δημιουργός αφιέρωσε χρόνο και υλικό ώστε να επικαλύψει όλη την κατασκευή, αλλά και το δάπεδο του ενδιάμεσου χώρου της βεράντας. Γι’

αυτόν ο χώρος πριν την είσοδο στο εσωτερικό έχει ενιαία χαρακτηριστικά,

γι’ αυτό και ενοποιείται. Η επιλογή του υλικού, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, φανερώνει μια γενικότερη τάση επικάλυψης του χώρου

και περαιτέρω σηματοδότησής του. Τα πλακίδια ως οικοδομικό υλικό παρουσιάζουν μεγάλη τυποποίηση, καθώς παράγονται μαζικά και σε

μεγάλες ποσότητες. Έτσι, αποτελούν ένα σύνηθες υλικό επενδύσεων, σχετικά εύκολο στην τοποθέτηση του. 128


το κατώφλι

Το νόημα της επένδυσης του αυτοσχέδιου κατωφλιού με το υλικό αυτό, δείχνει κατά πρώτον την υπερβολή στη χρήση του. Δηλαδή, η υπερβολή στην επικάλυψη υποδεικνύει πόσο αναλώσιμο και εύκολα διαθέσιμο είναι το υλικό αυτό στην παρούσα φάση. Όπως, επίσης, φανερώνει και την αμηχανία

του δημιουργού για τον κενό χώρο, το χώρο που μπορεί να αποτελέσει πεδίο κοινωνικής αλληλεπίδρασης ή και να την αποτρέψει. Μπορεί, επίσης,

να αποτελέσει το όριο της ιδιοκτησίας ή και τόπο κοινόχρηστο. Αυτό που

σίγουρα προκύπτει ως πρόθεση, συσχετιζόμενο και με το επόμενο άνοιγμα στον περίβολο της αυλής που φαίνεται στο σκίτσο της όψης, είναι η

ξεκάθαρη επιλογή και απόδοση του νοήματος της εισόδου στο σημείο εκείνο. Δηλαδή μέσα από την υλική του υπόσταση, με την επένδυση και την ύπαρξη της ξύλινης εξώπορτας, όσο και από την σχεδιαστική του διαμόρφωση, το

κατώλφι αυτό προσφέρει τη δυνατότητα πολλών ερμηνειών και πολλών δυνητικών ενεργειών, που μπορούν να λάβουν χώρα εκεί. Όμως πρώτα και κύρια υποδεικνύει την είσοδο στην ιδιοκτησία και την αφετηρία της

πορείας κίνησης σε αυτή. Το κομμάτι της εισόδου αποτελεί ζωτικό κομμάτι της κατοικίας και η διαμόρφωσή της υποδεικνύει πολλά, τόσο για τις συνθήκες κατοίκησης, για το χαρακτήρα των κατοικων αλλά και τη σχέση

τους με τους άλλους. Η έκκεντρη τοποθέτησή της τη συνδέει μεν με μια από τις εισόδους στην κατοικία αλλά από την άλλη την αφήνει εκτεθειμένη στο ύπαιθρο, ενώ παραδίπλα υπάρχει και το στέγαστρο του ημιυπαίθριου.

Επομένως η αντίληψη του δημιουργού για τη διαμόρφωση αυτή αφορά

ένα κομμάτι εντελώς υπαίθριο, υπολειπόμενο σε κάποιες πιθανές δράσεις και υποστηρικτικό σε κάποιες άλλες. Συνεπώς, όποια και αν είναι η σκέψη

πίσω από την επέμβαση αυτή, τελικά προκύπτει ένας ακόμη χώρος για την κατοίκηση.

εικ.72_ σκίτσο όψης

129


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Τέλος, αν και τυποποιημένο προϊόν το πλακάκι, έχει εξειδικευμένα πρότυπα για εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους. Στην προκειμένη περίπτωση δεν

είναι το πλέον κατάλληλο για επενδύσεις εξωτερικού χώρου. Επομένως,

η τοποθέτηση του με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει μια κατασκευαστική αφέλεια ή μια αδιαφορία, που βαθύτερα ίσως φανερώνει περισσότερα

για τον τρόπο χρήσης των υλικών αλλά και για το πιθανό σχεδιαστικό και κατασκευαστικό λεξιλόγιο του δημιουργού.

5.4.3_ο δημιουργός

Αμφότερα τα δύο παραδείγματα, πίσω από το σχεδιασμό τους σκιαγραφούν την ανθρώπινη φιγούρα που τα δημιούργησε. Μοναδική και σίγουρη

απάντηση δεν υπάρχει, καθώς δεν είναι γνωστό ούτε το προφίλ του

ιδιοκτήτη, ούτε του δημιουργού. Ωστόσο, μπορούν να γίνουν ορισμένες διαπιστώσεις που προκύπτουν από τα ίδια τα υλικά, τον τρόπο διαχείρισης τους όσο και το σχεδιασμό της εκάστοτε κατασκευής.

Αρχικά, η πρώτη περίπτωση, θα μπορούσε να αφορά στην εργασία τρίτου

για την υλοποίηση της κατασκευής. Το κατά πόσο εμπλέκεται στη διαδικασία ο ιδιοκτήτης και κάτοικος, αυτό δεν είναι προφανές. Σε κάθε περίπτωση, ο

τεχνίτης ή ο οικοδόμος έχει ένα ορισμένο επίπεδο γνώσεων σε ό,τι αφορά τα μέσα και τους τρόπους. Είναι σίγουρα περισσότερο σχετικός από τον εικ.73_

μαντρότοιχος

στην Άνω Μερά

ιδιοκτήτη, επομένως, έχει τον πρώτο λόγο. Ωστόσο, το αποτέλεσμα δείχνει να μην έχει προέλθει από ιδιαίτερη εξειδίκευση σε μια κατασκευαστική μέθοδο, σύμφωνη και με τον περιβάλλοντα χώρο, αλλά είναι περισσότερο μια κατασκευή με κάποια σχετική απλοϊκότητα. Θα ήταν πιθανόν, δηλαδή, ο άνθρωπος πίσω από την κατασκευή να είναι ένας ανειδίκευτος εργάτης,

που εργάζεται σε οικοδομικές εργασίες. Σε κάθε περίπτωση, όποιος κι αν

είναι ο βαθμός γνώσης του «τεχνίτη», η ενασχόληση με την οικοδομή και τις κατασκευές, τα υλικά και τη συνδεσιμότητά τους, οδηγεί σε μια εμπειρική ευχέρεια. Αναπτύσσεται, έτσι, πέρα από τις εξειδικευμένες γνώσεις και μια χειρωνακτική δεξιότητα183 που δείχνει να έχει κατακτήσει ορισμένες σχεδιαστικές αρχές.

Εάν ο δημιουργός είναι ο ιδιοκτήτης, τότε εξετάζεται από ένα άλλο πρίσμα

η επιλογή των υλικών και της μορφής. Εδώ, η προσοχή επικεντρώνεται στην ευρηματικότητα με την οποία ο άνθρωπος αυτός αφού διαπίστωσε

την έλλειψη, «καταπιάστηκε» με το να τη βελτιώσει. Αρχικά, λοιπόν, το

γεγονός πως προέκυψε μια ανάγκη, οδήγησε στη σύλληψη μιας ιδέας 183_Sennett, R. (2011). σελ. 18-22.

130


ο δημιουργός

και στη διαμόρφωση ενός επιπλέον χώρου. Αυτή η συλλογιστική πορεία, καθώς και η υλοποίησή της, είναι πιθανό να δέχτηκε επιρροές τόσο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά και από προσωπικές επιθυμίες και γνώσεις

του ιδιοκτήτη. Πιο συγκεκριμένα, σαν επικρατέστερες ιδέες προκρίνονται

αυτές που είναι γνώριμες στο δημιουργό από την εμπειρία του στο χώρο,

αυτές, ίσως, που κυριαρχούν στο τοπίο ή αυτές που σύμφωνα με μια λογική

«αρμόζουν» για την υλοποίηση της ανάγκης. Σε μια περιοχή με έντονη οικοδομική δραστηριότητα, όπως η συγκεκριμένη, η καθημερινότητα των κατοίκων και η διαμόρφωση της αισθητικής τους αντίληψης, επηρεάζεται άμεσα από αυτήν.

Τέλος, στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης τυχαίνει να είναι και τεχνίτης

ή εργαζόμενος σε οικοδομή, τότε η ιδιότητα του στο επάγγελμα ταυτίζεται με την ιδιότητα του ως χρήστης και είναι πιθανό να αντιμετωπίζει με

μεγαλύτερη ευχέρεια τη διαδικασία του μαστορέματος. Μέσα από την εξοικείωση με τις οικοδομικές εργασίες, τα διάφορα υλικά και τους

τρόπους, ίσως να δικαιολογείται και η επιλογή του ύφους της διαμόρφωσης. Όπως επίσης και η επιπλέον γνώση που μπορεί να διαθέτει, από τις

πολλές δοκιμές και επαναλήψεις στη χρήση των υλικών στην εργασία του. Ειδικότερα στην περίπτωση του στεγάστρου, αναδεικνύεται παράλληλα και

μια περισσότερο δημιουργική διάθεση για σύνθεση. Μία άλλη σημαντική παράμετρος που διαθέτει η κατηγορία αυτή, εντοπίζεται στην ιδιοποίηση και

επαναχρησιμοποίηση του υλικού που είναι σε περίσσεια από την οικοδομή και δε θα αξιοποιηθεί περαιτέρω. Τα κομμάτια, δηλαδή, των υλικών που

περισσεύουν και δεν έχουν άλλη χρησιμότητα, παρά αποτελούν απόβλητα, είναι μια καλή πρώτη ύλη για μικρού μεγέθους οικοδομικές εργασίες όπως οι συγκεκριμένες δύο.

Το κοινό στοιχείο των υλικών αυτών, ως αρκετά διαδεδομένα οικοδομικά υλικά, τα οποία μπορεί να προμηθευτεί ο καθένας και να τα επεξεργαστεί―

με κάποιες βασικές γνώσεις, έχει επιτρέψει σε ανθρώπους εξίσου μη ειδικούς να ασχολούνται. Συνεπώς, σε όποια από τις παραπάνω κατηγορίες

κι αν βρίσκεται ο δημιουργός, τόσο οι άμεσες επιρροές που δέχεται από το περιβάλλον του, όσο και η ευκολία στη χρήση και επεξεργασία των υλικών, αποτελούν παραμέτρους που επηρεάζουν και το αποτέλεσμα.

131


η αρχιτεκτονική των μικρο-αφηγήσεων

Συγκεντρωτικά, η προσπάθεια ερμηνείας τόσο σχετικά με τη χρήση των

κατασκευών, όσο και για τους δημιουργούς τους, αποτελεί αφορμή για συλλογισμό πάνω στην κατεύθυνση της λαϊκής αρχιτεκτονικής παραγωγής και κατ’ επέκταση της επώνυμης. Στα υποκεφάλαια αυτά αναφέρθηκε η

έννοια της σύνθεσης, που αυτόματα τοποθετεί τις επεμβάσεις αυτές σε ένα

πλαίσιο σύγκρισης με τις επώνυμες μορφές της αρχιτεκτονικής και με τη

γενική φιλοσοφία που βρίσκεται κρυμμένη πίσω από κάθε συγκροτημένη προσπάθεια δημιουργίας αρχιτεκτονικού χώρου και συναισθημάτων. Αυτή

η εν μέρει αυθαίρετη τοποθέτηση των παραδειγμάτων που εξετάστηκαν, εντός του πλαισίου της επώνυμης αρχιτεκτονικής, ως ένα βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί από τον τρόπο αντιμετώπισης αμφότερων των διαδικασιών της υλοποίησής τους. Η αναφορά στη σύνθεση, δηλαδή, εστιάζεται κατά ένα

μεγάλο μέρος, σύμφωνα και με τις ερμηνείες για το προφίλ του ιδιοκτήτη,

στη βιωματική σχέση με το χώρο, που οδηγεί στη γέννηση της ιδέας της επέμβασης και έπειτα στην ολοκλήρωσή και στη χρήση του χώρου. Έχει προϋπάρξει μια σειρά βημάτων, όπως η διαδικασία της συλλογής υλικών,

μετρήσεων και προετοιμασίας κονιαμάτων. Πολλά από αυτά, αν όχι όλα,

έχουν μάλιστα προκύψει από επιτόπια ενασχόληση και προσαρμογή της ιδέας στο περιβάλλον της, λαμβάνοντας υπόψιν περιοριστικούς και

τροποποιητικούς παράγοντες και επιρροές. Δρώντας ως δημιουργός, ο

κατασκευαστής, αξιολογεί όλα τα ζητήματα αυτά και σχεδιάζει έναν τόπο υποδοχέα των επιθυμιών, των αναγκών της ευρύτερης κατασκευής και των περιορισμών που του επιβάλλονται. Τελικά, η κάθε προσπάθεια παράγει

έναν τόπο με νόημα, ένα πεδίο που δυνητικά μπορούν να αναπτυχθούν επιπλέον σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και αλληλεπίδρασής με το χώρο.

Εκεί που οι προσπάθειες αυτές αντιβαίνουν στη συνθετική διαδικασία και

ορίζουν μια ανεξάρτητη πορεία, με βάση τις μετανεωτερικές συνθήκες του τόπου και της κοινωνίας, είναι η αποσπασματικότητα στην αντιμετώπιση. Η συνθετική διαδικασία ως έννοια περιλαμβάνει έναν χαρακτήρα ολιστικό. Όταν κανείς αναφέρεται σε αυτήν, οραματίζεται μια συνολική διάρθρωση

εσωτερικού και εξωτερικού νοήματος, δομής και μορφής, μέρους και όλου ταυτόχρονα. Συγκρίνοντας, για παράδειγμα, τις απόψεις του αρχιτέκτονα Ά.

Κωνσταντινίδη, όσο και την ολιστική αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής της

παράδοσης, προκύπτει μια σύμπλευση έργου και νοήματος, σημαινόμενου και σημαίνοντος. Η εσωτερική ισορροπία όλων των δυνάμεων που

δρουν και επηρεάζουν το αποτέλεσμα είναι εμφανής στο έργο, καθώς έχει

συμβάλει στη διαμόρφωσή του. Τόσο οι εκφάνσεις της ζωής, η κοινωνική συγκρότηση και ο άνθρωπος με την καθημερινότητά του, ταυτίζονται με την αρχιτεκτονική και το κτίσμα, συμβάλλοντας στην συμβολοποίησή του. 132


ο δημιουργός

εικ.74_ σκίτσα του Αρη Κωνσταντινίδη

133


6 αντί επιλόγου


αντί επιλόγου

Η εργασία αυτή ολοκληρώνεται έχοντας διαγράψει μια πορεία που

βασίστηκε σε επιμέρους στάδια και εξειδικεύσεις. Το βιβλίο του Άρη Κωνσταντινίδη, «Δυο «χωριά» από τη Μύκονο και μερικές πιο γενικές

σκέψεις μαζί τους», αποτέλεσε το έναυσμα της εργασίας και κατέληξε να

στελεχώνει όλα τα κομμάτια της. Το ταξίδι στη Μύκονο, που προκύπτει

ουσιαστικά από το βιβλίο αυτό, αποτελεί το επόμενο κομβικό σημείο της μελέτης. Η επιτόπια περιήγηση σηματοδοτεί και την αφετηρία στην προσπάθεια τεκμηρίωσης της αρχικής πρώτης διαπίστωσης. Μέσα από

τη μελέτη ενός τόπου, απομακρυσμένου από τις συμβατικές συνιστώσες της υπαίθρου και σίγουρα επηρεασμένου από τη συνεχόμενη υποβάθμιση των

ποιοτικών

χαρακτηριστικών

του,

οι

ουσιαστικές

ανώνυμες

αρχιτεκτονικές προτάσεις, ως συνέχεια των ανώνυμων παραδοσιακών, καθίστανται περισσότερο εμφανείς.

Η περιγραφή των παραδειγμάτων στο τελευταίο κεφάλαιο όσο και η σκιαγράφηση των χαρακτηριστικών των χρηστών και/ ή των

κατασκευαστών, έγινε μέσα από περισσότερο αδρές γραμμές λόγω και της ανωνυμίας των επεμβάσεων. Πιο έντονα παρατηρείται σήμερα

μια γενικότερη αδυναμία πλήρους κατανόησης και κατ' επέκταση

αναπαράστασης και απόδοσης του πλέγματος της πολυπλοκότητας της καθημερινότητας και των πρακτικών των ανθρώπων. Επομένως, το

τελευταίο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας συνιστά κατά έναν τρόπο και

την ένταξή της στο μετανεωτερικό κατεστημένο. Εστιάζοντας στην ανάλυση καταστασιακών γεγονότων, όπως τα δύο παραπάνω παραδείγματα που

διαδραματίζονται σε μια σκηνή με άπειρες άλλες συγχρονικές ενέργειες,

που με τη σειρά τους ασκούν επιρροή ποικιλοτρόπως, αποδεσμεύεται η αναγωγή σε καθολικά συμπεράσματα.

Ήδη η επιλογή του τόπου αποτελεί ένα μεθοδολογικό εργαλείο

ανάγνωσης των περίπλοκων συνθηκών, που διαφορετικά θα ήταν

εξαιρετικά δύσκολο. Ο ίδιος ο τόπος αποτελεί ένα περιβάλλον το οποίο απέχει τόσο από την παραδοσιακή ερμηνεία της υπαίθρου όσο και από δίπολα όπως αυτά των πόλη/ύπαιθρος, πολιτισμός/φύση, λαός/μάζα, κέντρο/περιφέρεια, που απασχόλησαν εντονότερα στο παρελθόν.184

184_ Μανωλίδης, Κ., Καναρέλης, Θ., & Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Επιμ.). (2009). σελ. 119.

135


αντι επιλόγου

Αναφορικά προς τα παραδείγματα που εξετάστηκαν, μέσα από το

μαστόρεμα και την ιδιοκατασκευή, εκφράζεται, ενδεχομένως, μια

εξωτερικευμένη αντίδραση στον τρόπο ζωής του σύγχρονου κάτοικου στην περιοχή. Κατά την εμπλοκή τους στις διαδικασίες αυτές, οι κάτοικοι διαπραγματεύονται το ζήτημα του ημιυπαίθριου μεταβατικού χώρου, με

έναν τρόπο όμως που δεν είναι σίγουρο πως εκφράζει την άμεση επιθυμία της ζωής στη φύση, όσο την εξασφάλιση της κυριαρχίας πάνω σε αυτήν. Ούτε όμως εκφράζει και τη διάθεση για άμεση κοινωνική συναναστροφή,

ίσως και δικαιολογημένα στην περίπτωση της Μυκόνου με χιλιάδες

επισκέπτες το χρόνο. Αντίθετα, προέχει περισσότερο η εξασφάλιση της νοηματοδότησης του χώρου, της ιδιοποίησης του, της επιβολής του ανθρώπινου αποτυπώματος, της προστασίας της ευρύτερης κατασκευής,

κ.α.. Αυτομάτως αναδεικνύεται μια σχεδόν ψυχαναγκαστική επιβολή πάνω στη φύση, αλλά ταυτόχρονα και μια αμηχανία στη διαχείριση της.

Γενικεύοντας, αυτό παρατηρήθηκε να αφορά και στην πλειονότητα των

πιο σύγχρονων επεμβάσεων στο νησί, που δεν εντάσσονται στην ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική. Ιδιαίτερα αυτές οι ενέργειες, στο όνομά του θαύματος της ανάπτυξης που επιφέρουν, επιβαρύνουν τρομακτικά τον τόπο. Θα

έλεγε κανείς πως η υποβάθμιση του βιοτικού και αισθητικού επιπέδου που βιώνει ο κάτοικος, ο χρήστης ακόμη και ο επισκέπτης, δεν είναι ζήτημα της περιθωριακής ανώνυμης παραγωγής, όσο της κυρίαρχης και επίσημης αναπτυξιακής πολιτικής.

Συνεπώς, μέσα από αυτήν την κατάσταση ορίζονται και τα σημερινά

πλαίσια της επαναδιαπραγμάτευσης του νοήματος της σχέσης του

ανθρώπου με τη φύση―μέσα από μια κατά βάση εργαλειοποίηση της. Εντάσσοντας στο συμπέρασμα αυτό όσα προέκυψαν από την βιωματική

επαφή με τον τόπο, πρόκειται τελικά για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Από τη μία πλευρά ενυπάρχουν οι πρακτικές των ανθρώπων που ζουν στην

πόλη και επιθυμούν τη διαφυγή στην επαρχία, υπό συγκεκριμένους όρους

και για συγκεκριμένο χρόνο. Έτσι, η σχέση με τη φύση υλοποιείται μέσα από τον τουρισμό και τον παραθερισμό, ενώ μόλις ολοκληρωθεί η διαμονή επιστρέφουν στο πλαίσιο της πόλης, όπου ενσωματώνονται ξανά. Ενώ από την άλλη, οι άνθρωποι της επαρχίας του 21ου αιώνα εφαρμόζουν και εκείνοι τις δικές τους πρακτικές, που τους εξασφαλίζουν την ομαλή διαβίωση στα περιαστικά πλαίσια της επαρχίας, απολαμβάνοντας τόσο τα πλεονεκτήματα

μιας πόλης όσο και της εξοχής. Κοινό στοιχείο είναι, μάλλον, η μονόπλευρη διεκδίκηση της υπαίθρου μέσα από την εκμετάλλευση όσων αυτή έχει να προσφέρει. Ως από κοινού αποδέκτες των παραπάνω ενεργειών, τόσο η

φύση όσο και η κοινωνία με το επίπεδο του πολιτισμού που διαθέτει, είναι διαχωρισμένες και δεν αλληλοεπιδρούν, ούτε αλληλουποστηρίζονται. 136


αντι επιλόγου

Σε επόμενο στάδιο, η ανάγκη του σύγχρονου κατοίκου να ταυτιστεί με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και κατ’ επέκταση να συγκριθεί με

τον περίγυρο του, εκφράζεται και μέσα από την αρχιτεκτονική την οποία προτιμά. Μέσα από την εργασία αυτή, έγινε κατανοητή η δυναμική που

έχει στο συλλογικό ασυνείδητο, η ταύτιση με εικόνες και πρόσωπα, κάτι το οποίο αντανακλάται εμφανώς στην αρχιτεκτονική που επιλέγεται.

Εξίσου δυνατή είναι και η ταύτιση με τον τόπο, μέσα από όσο το δυνατόν περισσότερη συνάφεια μεταξύ των μορφών που επικρατούν. Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με το πνεύμα της εποχής και την επιρροή της συμβολικής αξίας της εικόνας, τότε είναι ίσως και αναπόφευκτη η

συναισθηματική προσκόληση ή η επικράτηση αισθητικών θεωρήσεων. Ακόμη και ο σχηματισμός ιδεών πίσω από τις εικόνες. Ιδιαιτέρως για τη

Μύκονο, όπου επιπλέον οι παρελθοντικές και παραδοσιακές της μορφές,

όπως και το σύνολο των πολιτιστικών στοιχείων του τόπου, αποτελούν μια αστείρευτη πηγή τουριστικής έλξης. Έτσι, τελικά είναι πιθανό, οι μορφές

που επικρατούν να παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση και της ανώνυμης αρχιτεκτονικής.

Ταυτόχρονα, είδαμε πως οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν βρει τρόπους

να αναπαριστούν το παλιό, να δανείζονται στοιχεία από αυτό και να τα

επαναφέρουν με σύγχρονο τρόπο, στην επιθυμητή ανάμιξη παλιού και νέου. Πιο συγκεκριμένα στην Άνω Μερά, από τη μία πλευρά, λειτουργεί η απομίμηση και η αναπαραγωγή του νεοπαραδοσιακού και του ρουστίκ

ύφους κατοικιών και λοιπών κτισμάτων. Σε αυτή την κατηγορία

εντάσσονται και οι πιο υπερσύγχρονες και πολυτελείς κατασκευές. Ενώ,

από την άλλη πλευρά, εντοπίζεται η παραγωγή νέων μοντέλων, όπως οι

κατασκευές που αναλύθηκαν, που έχουν μεν προσλαμβάνουσες από τον τόπο αλλά παράλληλα αποδεσμεύονται από αυτόν. Έτσι, η ύπαρξη τους

στο χώρο, σηματοδοτεί και την αποστασιοποίηση από τον παράγοντα της

ένταξης, όπως τον γνωρίζουμε. Δεν προσπαθούν εμμονικά να ενταχθούν στο γενικότερο πλαίσιο του περιβάλλοντος, όσο επιχειρούν μέσα από επεξεργασμένες σύγχρονες επιδράσεις να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις των χρηστών τους. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι πως

παρουσιάζουν μια αποσπασματικότητα που μοιάζει σχεδόν ηθελημένη. Αυτή η συνθήκη, εφαρμοσμένη σε έναν τόπο που κατοικείται και εξελίσσεται, φανερώνει τις ανθρώπινες προθέσεις όσο και τις αντιθέσεις

εικ.75_ κολλάζ

που επικρατούν.

137


αντι επιλόγου

Συγκεκριμένα, τα παραδείγματα που εξετάστηκαν εντοπίζονται εκτός του ιστού του οικισμού, αλλά και μακριά από τη Χώρα, δηλαδή σε πιο

απομακρυσμένα σημεία στο χώρο, όπου το περιπλανώμενο μάτι του τουρίστα ίσως και να μην τα προσέξει. Αυτόματα αυτό λειτουργεί προστατευτικά για την παρουσία τους και επιβεβαιώνει τη συνέχιση των διαδικασιών της παραγωγής τους. Εκτελείται κατά ένα τρόπο μια «σιωπηλή»

διεργασία, που αφήνει ανεπηρέαστη τη συνολική εικόνα της Μυκόνου και των πολύτιμων εμβλημάτων της. Την ίδια στιγμή, στην ακριβώς αντίθετη

περίπτωση, περισσότερο μαζικές ενέργειες παροχής υπηρεσιών πολυτελείας εξαπλώνονται στο χώρο, καταλαμβάνουν και εκμεταλλεύονται κομμάτια γης τα οποία θα μπορούσαν να είναι κοινόχρηστα, ελεύθερης πρόσβασης

και ηπιότερης διαχείρισης. Η αρχιτεκτονική με την οποία εκφράζονται

αυτές οι επεμβάσεις σίγουρα δε λειτουργεί με μηχανισμούς ένταξης, αλλά περισσότερο ως ένα σκηνικό, που πίσω του κρύβονται οι πραγματικές

συνθήκες και επιτελούνται όλες οι «αντι-αισθητικές» λειτουργίες, ώστε να αποδίδεται το απαραίτητο «αισθητικό» αποτέλεσμα. Αυτές οι ενέργειες,

όμως, δε φαίνεται να ξενίζουν τον επισκέπτη ή τον τουρίστα, ούτε να ενοχλούν το ίδιο έντονα, αλλά μοιάζουν μάλλον δημοφιλείς και παράδειγμα προς μίμηση. Ωστόσο, οι επίσημες επεμβάσεις θα έπρεπε πρώτα και κύρια να διατηρούν το μέτρο και να επιβεβαιώνουν μια ηπιότερη ανάπτυξη και

περιβαλλοντική ισορροπία και τελικά μια αρμονική ένταξη στο περιβάλλον

και στην αρχιτεκτονική του τόπου, δείχνοντας το δρόμο σε όλες τις υπόλοιπες μικρότερες πρακτικές στο χώρο.

εικ.76_κολλάζ

138


αντι επιλόγου

Τελικά, όσα από τα αποτελέσματα των ανώνυμων πρακτικών επιβιώνουν

σήμερα, συμβάλλουν στον πλουραλισμό που παρουσιάζει το τοπίο και αποτελούν αντανακλάσεις της μαζικής και ανώνυμης αρχιτεκτονικής της

ελληνικής κοινωνίας. Η επιθυμία για ανασύνθεση στοιχείων και για επιβολή

νέων προτύπων στο χώρο, από ανώνυμους δημιουργούς, δεν είναι ξεκομμένη από το υπάρχον πλαίσιο και υπό περιπτώσεις δείχνει να προέρχεται μέσα από αξιόλογες διαδικασίες σχεδιασμού. Για παράδειγμα, οι διαμορφώσεις

των όψεων, τα χρώματα, η γεωμετρία της μορφής, η πλαστικότητα της

φόρμας που προκύπτει από το υλικό―σε συνδυασμό με της δυνάμεις της φύσης, όπως το φως και ο αέρας―όλα αυτά λαμβάνονται υπόψιν και στις νεότερες σχεδιαστικές εμπνεύσεις.

Ωστόσο, η μετατόπιση του κέντρου βάρους στο εφήμερο και εύκολα

καταναλώσιμο που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, μαζί με άλλους

παράγοντες, είναι περισσότερο εμφανής στην ανώνυμη κατασκευή. Έγινε αντιληπτό πως τα χαρακτηριστικά των υλικών, όπως και οι παρεμβάσεις,

είναι συνήθως χαμηλότερης αξίας, ενώ την ίδια στιγμή προορίζονται για

μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Δηλαδή, ο τρόπος της εφαρμογής των υλικών,

που σε πολλές περιπτώσεις, κάποια είναι ενός επιπέδου τεχνολογικής αιχμής περασμένων δεκαετιών, επιχειρεί παράλληλα να αποδώσει μια

μονιμότητα. Στον αντίποδα η σχεδιαστική και κατασκευαστική τους

αντιμετώπιση εστιάζει με τρόπο τμηματικό και έτσι ενδεχομένως να

επιτυγχάνεται ελλειπής συνοχή της κατασκευής με το σύνολο και με τις συνθήκες κατοίκησης. Δεν αποδίδεται φυσικότητα, με την έννοια της ολικής πολιτισμικής σχέσης της κατοίκησης με το κτίσμα και με τις ανθρώπινες πρακτικές σε αυτό, όπως συναντάται στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική.

Ούτε όμως και προσομοιάζει στη δόμηση με φυσικά υλικά και τεχνικές. Η κατασκευή δεν απαιτεί, πλέον, την ίδια φροντίδα και συντήρηση από το χρήστη, ενώ δεν επηρεάζεται τόσο από τις διαβρωτικές αλλά και

μορφοποιητικές συνιστώσες του χρόνου και της φύσης. Παρομοίως περιορίζεται και η επιρροή του τόπου. Ωστόσο, εκφραστικά, αποτελεί πράξη

που συναρτάται στη διάθεση του χρήστη να κατασκευάζει, να ανανεώνει

σημεία που τον ενδιαφέρουν, να αφήνει το αποτύπωμα του επί της φύσης, κάτι το οποίο διαχρονικά ενυπάρχει στην ανθρώπινη υπόσταση.

139


αντι επιλόγου

Ο λόγος του Άρη Κωνσταντινίδη υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός για την παρούσα εργασία, καθώς στα νοήματά του κρύβεται μια πολύ σύγχρονη οπτική. Ο Κωνσταντινίδης έβλεπε πως η πορεία της αρχιτεκτονικής και συγκεκριμένα της επώνυμης άρχιζε να διαχωρίζεται από τα καθημερινά και

τα αναγκαία και να αποστασιοποιείται. Ως ένα σημείο προέβλεπε την εικόνα

του δομημένου περιβάλλοντος του μέλλοντος και εναντιωνόταν σε αυτό με πολλούς τρόπους. Γι’ αυτό ίσως και να δικαιολογείται η επίμονη προσπάθεια

του να γυρίζει την Ελλάδα, αναζητώντας τη λύση σε ένα πρόβλημα που δεν

έλεγε να λυθεί εύκολα. Στη Μύκονο βρέθηκε ίσως γιατί γνώριζε πως θα πάρει απαντήσεις, ίσως γιατί ήθελε να αποδράσει εν τέλει από το πρόβλημα. Γι’ αυτό και στην παρούσα εργασία κάποιες φορές αναδεικνύεται αυτή του

η μεροληψία, η επιλογή, η προτίμηση που συναντάται τόσο στο λόγο του όσο και στα έργα του. Ωστόσο, δεν παύει να συμβολίζει την ανάγκη του ίδιου να βρει διέξοδο και να τη μεταφέρει και στους υπόλοιπους.

Δεν είναι λίγες οι φορές που έψαχνε ανάμεσα στα όρια. Είτε αυτά ήταν

στο περιθώριο της πόλης, σε αυθαίρετα, σε προσφυγικούς καταυλισμούς,

σε λαϊκές γειτονιές, σε παραλίες έξω από τον αστικό ιστό της τότε Αθήνας και σε άλλα μέρη. Εκεί ανακάλυπτε με πολύ εμφανή τρόπο την αλήθεια που έψαχνε να βρει στην πόλη και στην κοινωνία της. Η Μύκονος αποτελεί ένα

ακόμη οριακό σημείο. Τόσο ως προς τα το γεωμορφολογικό της χαρακτήρα, καθώς αποτελεί ένα νησί περιτριγυρισμένο από θάλασσα, αλλά κυρίως

λόγω των μεταβολών που συνέβησαν και άλλαξαν την εικόνα και την πορεία της μεταγενέστερα, κάτι που ο αρχιτέκτονας πιθανότατα να διαισθανόταν. Πάλι κατά ένα τρόπο ο πυρήνας της παρούσας εργασίας, επικεντρώνεται

γύρω από οριακές καταστάσεις. Τα δύο παραδείγματα που εξετάζονται,

όμοια με πολλά άλλα, συναντώνται στα όρια μεταξύ του θεάματος και της πραγματικότητας, της τουριστικής αξιοποίησης και της απλοϊκής καθημερινότητας.

140


αντι επιλόγου

Σήμερα η αρχιτεκτονική παραγωγή έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες του Κωνσταντινίδη για την κατάπτωσή του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και

τις σχέσεις των ανθρώπων. Η Μύκονος είναι γνωστή με διαφορετικό τρόπο και το ταξίδι στο νησί αυτό έγινε για να διερευνηθεί αν έχει κάτι περισωθεί

από αυτά που ο Κωνσταντινίδης συνάντησε. Συνεπώς, ακολουθείται μια αντίστροφη πορεία. Η Μύκονος είναι το αντιπαράδειγμα σχετικά με την

ποιοτική και ουσιαστική αρχιτεκτονική. Τα δύο παραδείγματα, το στέγαστρο

και το κατώφλι αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Σε μια εποχή όπου όλα γίνονται βεβιασμένα και γρήγορα για να διαρκούν όσο επιφέρουν κέρδος, φήμη, δύναμη, τα παραδείγματα αυτά με μια αφτιασίδωτη αλλά

καθ’ όλα σύγχρονη προσέγγιση, ενώνονται με την διαχρονική πορεία των παραδοσιακών ανώνυμων αρχιτεκτονικών πρακτικών.

εικ.77_ από το φωτογραφικό αρχείο του Ά. Κωνσταντινίδη για την ανώνυμη αρχιτεκτονική

141


αντι επιλόγου

Καταλήγοντας, το ζήτημα που προκύπτει αφορά στο ερώτημα κατά πόσον

τελικά η αρχιτεκτονική των αφανών προθέσεων και των μικρών αφηγήσεων

που εξετάζεται στο κεφάλαιο αυτό, μπορεί να συσχετιστεί με την επίσημη, σπουδαγμένη αρχιτεκτονική. Η παραδοσιακή ανώνυμη αρχιτεκτονική έχει χαρακτηριστεί ως πηγή έμπνευσης, διερεύνησης και εκμάθησης για τη

σύγχρονη αρχιτεκτονική. Αυτό το διαπιστώσαμε και μέσα από τη μελέτη του συγγραφικού έργου του αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Ως και σήμερα με κριτική σκέψη και αντίληψη, μπορεί η παραδοσιακή αρχιτεκτονική

κληρονομιά να αποτελέσει γόνιμο έδαφος για έρευνα και δημιουργία. Θα

ήταν όμως περισσότερο αξιόλογο να ξεκινήσει ένας διάλογος εάν και με ποιο τρόπο και η σύγχρονη ανώνυμη αρχιτεκτονική μπορεί να αποτελέσει μεθοδολογικό εργαλείο για τον αρχιτέκτονα. Είδαμε

πως

η

παραδοσιακή

αρχιτεκτονική

αναγνωρίστηκε

μεταγενέστερα ως προς την ποιότητα και το νόημα που αποδίδει και όχι

πάντοτε χωρίς ιδεολογικές πιέσεις. Συνεπώς, το κατά πόσον η τωρινή ανώνυμη αρχιτεκτονική παραγωγή είναι εν δυνάμει σχεδιαστικό εργαλείο,

θα κριθεί στην πορεία της εξέλιξης των συνθηκών. Επίσης, η ανώνυμη παραδοσιακή αρχιτεκτονική είναι προϊόν κοινωνικών και πολιτισμικών

διεργασιών, όπως ακριβώς και η σύγχρονη ανώνυμη αρχιτεκτονική αντανακλά, με παρόμοιο τρόπο, τα σημερινά δεδομένα για την κοινωνία και

το πολιτισμικό επίπεδο. Συνεπώς, συγκρινόμενες οι δύο αυτές εκφάνσεις της αρχιτεκτονικής, δείχνουν να ακολουθούν παράλληλες πορείες με μια διαφορά φάσης. Είναι θεμελιώδες ζήτημα για την κάθε εποχή να επιλέξει

πώς θα αξιοποιήσει τα δείγματα της αρχιτεκτονικής που ενυπάρχουν στον τόπο ή αποκλειστικά πλέον στο χρόνο και να τα προσαρμόσει.

Η σημερινή κατεύθυνση της επώνυμης αρχιτεκτονικής επικεντρώνεται

κυρίως γύρω από εμβληματικά έργα, προορισμένα για επιχειρήσεις,

κοινωφελή έργα, δημόσιους οργανισμούς κ.α.. Ουσιαστικά η σκοπιμότητα τους είναι διαφημιστική και αντιπροσωπευτική του οργανισμού που στεγάζουν. Κατά έναν τρόπο αυτά τα έργα, που είναι αψεγάδιαστα ώστε

να δημοσιεύονται, λαμβάνουν μεγάλες αξιώσεις και σκοπός τους είναι η διατήρησή τους ως παραδείγματα. Η χρήση που τους γίνεται δεν επιτρέπει

τις μεταβολές και τις προσθήκες, την φθορά ακόμη και την επανάχρηση.

Αυτόματα καθίστανται περισσότερο δυσπρόσιτα για πολύ μεγαλύτερο

κομμάτι ανθρώπων από αυτούς που τα λειτουργούν. Συνεπώς η απόσταση μεταξύ της επώνυμης και της ανώνυμης αρχιτεκτονικής μεγαλώνει, όπως

μεγαλώνει και η απόσταση μεταξύ των κοινωνικών σχέσεων. Είναι ανάγκη

λοιπόν να διευρυνθεί η απεύθυνση της επώνυμης αρχιτεκτονικής, καθώς

περιλαμβάνει ένα πολύ μικρό κομμάτι δομημένου περιβάλλοντος, που καλώς

η κακώς θα μπορούσε να επηρεάσει με τον τρόπο της. Εξετάζοντας, λοιπόν, 142


αντι επιλόγου

ανώνυμες δομές και πρακτικές που σχετίζονται με την αρχιτεκτονική,

τόσο σε επίπεδο σπουδών όσο και σε επίπεδο εφαρμογής, η επώνυμη αρχιτεκτονική θα είναι σε θέση να μελετήσει τα υπάρχοντα δεδομένα για το χώρο, να αναβαθμίσει την ποιότητα της ζωής, να αναζητήσει έδαφος για

ριζοσπαστικές αλλαγές στον τρόπο αντίληψης θεμάτων που διαχρονικά αφορούν στο χώρο και στην κοινωνία.

143


αντι επιλόγου

Συνοψίζοντας, η παρούσα εργασία ολοκληρώνεται με την προσέγγιση και ανάλυση ζητημάτων ανάμεσα στη σημερινή εποχή και στο λαϊκό

αρχιτεκτονικό έργο. Το θέμα αυτό εξειδικεύεται στη μελέτη ενός τόπου με ισχυρά τουριστικά χαρακτηριστικά, όπως η Μύκονος. Θέτοντας, επομένως,

τον παράγοντα αυτό στο προσκήνιο, όσο και τις σύγχρονες κοινωνικό―

πολιτισμικές επιδράσεις, διαπλέκεται το σύνολο των συσχετισμών που επιδρούν καθοριστικά. Αυτή η προσέγγιση, όμως, δεν αποκλείει την ύπαρξη και άλλων παραμέτρων. Έγινε κατανοητό πως το ζήτημα της παράδοσης

τόσο για τον Α. Κωνσταντινίδη, όσο και για τη διαχρονική θεώρηση του είναι πολυπαραγοντικό. Επομένως, εξίσου πολυπαραγοντική είναι η παρούσα ανάλυση, που εφορμάται από την παράδοση και την οπτική του Κωνσταντινίδη γι’ αυτήν και καταλήγει σε σημερινές αντανακλάσεις της λαϊκής δημιουργίας. Συνεπώς, τυχόν παραλήψεις ως προς την εμβάθυνσή ή την εξήγηση των παραμέτρων είναι πιθανό να υπάρχουν. Μπορεί η περαιτέρω ανάλυση να αποκαλύψει και πολλά άλλα σημεία που είναι άξια

αναφοράς. Γι’ αυτό αν και ο στόχος της εργασίας κάπου εδώ ολοκληρώνεται, οι προεκτάσεις της είναι ενεργές.

144



βιβλιογραφία

αντι επιλόγου

Ασημάκη, Α., Κουστουράκης, Γ., & Καμαριανός, Ι. (2011). Οι έννοιες της

νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιολογική προσέγγιση. Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, τόμος

ΙΕ, (τεύχος 60), σελ. 99-120.

Κοτιώνης, Ζ., & Τζιρτζιλάκης, Γ. (2004). Η τρέλα του τόπου (1η έκδ). Αθήνα: Εκκρεμές.

Κωνσταντινίδης, Ά. (2011). Δυο ‘χωριά’ απ’ τη Μύκονο: Και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους (2η έκδ). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Κωνσταντινίδης, Ά. (2011). Για την αρχιτεκτονική: Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία 1940-1982, βιβλιογραφία (2η έκδ). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Μανωλίδης, Κ., Καναρέλης, Θ., & Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Επιμ.). (2009). Η διεκδίκηση της υπαίθρου: Φύση και κοινωνικές πρακτικές στη σύγχρονη

Ελλάδα. Βόλος : Αθήνα: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΄Ινδικτος.

Μύκονος/ Mykonos. Μέσα από το βλέμμα των καλλιτεχνών. Από το Μεσοπόλεμο έως το 1960. Through the Gaze of the Artists. From the Interwar years to 1960. (2018). Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου ‘Μαρία Ιγγλέση’.

Περεζούς, Κ. (2015). Zygmunt Bauman, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 12, 351. https://doi.org/10.12681/sas.779

Ρωμανός, Α. (1983). Μύκονος. Αθήνα: Μέλισσα.

Τσαούση, Δ. Γ. (επιμ.) (1982), Ελληνισμός Ελληνικότητα, Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Πρακτικά εισηγήσεων σε δημόσια συζήτηση της Β Έδρας της Κοινωνιολογίας της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών (Αθήνα 11-15 Μαϊου 1981), Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Τσιαμπάος, Κ. (2017). Αμφίθυμη νεωτερικότητα: 9 + 1 κείμενα για τη μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα (1η έκδ). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. 146


βιβλιογραφία

Φιλιππίδης, Δ. (1984). Νεοελληνική αρχιτεκτονική: Αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας. Αθήνα: Μέλισσα.

Φιλιππίδης, Δ. (1997). Πέντε δοκίμια για τον ’Αρη Κωνσταντινίδη. Αθήνα: Libro.

Bauman, Z. (2000). Liquid modernity. Cambridge, UK : Malden, MA: Polity Press ; Blackwell.

Berger, J. (2008). Ways of Seeing. Penguin Books Ltd

Certeau, M. de, Giard, L., & Καψαμπέλη, Κ. (2010). Επινοώντας την καθημερινή πρακτική: η πολύτροπη τέχνη του πράττειν (1η έκδ). Αθήνα: Σμίλη.

Debord, G. (2000). Η Κοινωνία του Θεάματος. Αθήνα: ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.

Harvey, D., Αστερίου, Ε., Βάϊου-Χατζημιχάλη, Ν., Δερμεντζόπουλος, Χ. Α., & Σπυριδάκης, Μ. Σ. (2009). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας: Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Leatherbarrow, D. (2002). Uncommon Ground: Architecture, Technology, and Topography. MIT Press.

Lejeune, J.-F., & Sabatino, M. (2009). Modern Architecture and the Mediterranean: Vernacular Dialogues and Contested Identities. Routledge.

Lévi-Strauss, C., Κυριακίδου-Νέστορος, Ά., & Καλπουρτζή, Ε. (1977). Άγρια σκέψη. Αθήνα: Παπαζήση.

Rapoport, A., Φιλιππίδης, Δ. Α., Διαμάντης, Γ., Κομίνη-Διαλέτη, Δ., & Φιλιππίδης, Δ. Α. (2010). Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες. Αθήνα: Μέλισσα.

Sennett, R. (2011). Ο τεχνίτης. (Β. Τομανάς, μεταφρ.). Θεσσαλονίκη: Νησίδες. (το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 2008).

147


_διδακτορικά, διαλέξεις, μεταπτυχιακές εργασίες

αντι επιλόγου

Αυλωνίτη, Α. Ρ. (2018). Στάσεις, Αντιλήψεις και Συμπεριφορά των τουριστών στο νησί της Μυκόνου. (Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Πειραιώς).

Βερώνης, Σ. Γ.(1995). Κυκλαδίτικη Αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική Μελέτη για

μια Σύγχρονη Κατοικία στη Μύκονο. (Πτυχιακή Εργασία, Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, Τ.Ε.Ι Πειραιά).

Μπονάρου, Χ. (2009). Η Τουριστική Διαχείριση της Ιστορικής Μνήμης. Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις σύγχρονες τουριστικές καρτ ποστάλ.

(Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Αθήνα).

Νάζου, Δ. (2003). Οι πολλαπλές ταυτότητες και οι αναπαραστάσεις τους σε

ένα τουριστικό νησί των Κυκλάδων: Επιχειρηματικότητα και εντοπιότητα στη Μύκονο. (Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας).

Ντουρμετάκης, Χ. (2013). Οικιστική διάχυση Μυκόνου: καταγραφή, ερμηνεία και αξιολόγηση του φαινομένου. (Πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας).

Ξενάριος, Β. Γ. (2017). Μελέτη νέας μονάδας αφαλάτωσης Μυκόνου και εκτίμηση ενεργειακής παραγωγής εμπορικών ανεμογεννητριών για

αντιστάθμιση των καταναλώσεων της. (Διπλωματική εργασία, Ε.Μ.Π. Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, Αθήνα).

148


βιβλιογραφία

_δημοσιεύσεις και άρθρα

Bauman, Z. (1996). From Pilgrim to Tourist-or a Short Story of Identity. Σε Hall, S., & Du Gay, P. (Επιμ.), Questions of cultural identity (16-36). London: Thousand Oaks, Calif: Sage.

Giamarelos, S. (2014). The Art of Building Reception: Aris Konstantinidis be-

hind the Global Published Life of his Weekend House in Anavyssos (1962– 2014). Architectural Histories, 2(1). https://doi.org/10.5334/ah.bx

Tsartas, P. (2003). Tourism Development in Greek Insular and Coastal Areas: Sociocultural Changes and Crucial Policy Issues. Journal of Sustainable Tourism, 11(2–3), 116–132. https://doi.org/10.1080/09669580308667199

Tsiambaos, K. (2019). Populism as Counter-Theory in Greek Architectural Discourse. ARENA Journal of Architectural Research, 4(1), 5. https://doi. org/10.5334/ajar.179

_ντοκιμαντέρ και εκπομπές

Πάρβας- Άγονη Γραμμή, Γεράσιμος Ρήγας (2008) Παρασκήνιο ΕΡΤ

Άρης Κωνσταντινίδης – Με Εργοδότη τη Ζωή (2001) https://archive.ert.gr/6595/

Πορτραίτα και Διαδρομές Ελλήνων Αρχιτεκτόνων ΕΡΤ Άρης Κωνσταντινίδης- Δοχεία ζωής (2007)

https://www.youtube.com/watch?v=n9Ervvtx4gY&vl=en

_διαδικτυακές πηγές

https://kepom.wordpress.com/author/kepom/

https://simadiatouaigaiou.wordpress.com/2011/01/12/ https://www.greece-is.com/happened-mykonos-now/

149


αντι επιλόγου

https://cyclades24.gr/2018/05/dimos-mykonou-diapseudei-paraxwrisi-parking/

https://www.kathimerini.gr/957984/article/oikonomia/ellhnikh-oikonomia/toyrismos-pente-asterwn-sto-n-aigaio

h t t p s : / / s e te . g r / e l / s t a t i s t i ka - v ivl i o t h i k i / s t a t i s t i ka / ? c = 4 3 4 7 6 &cat=43477&key=

http://seen.org.gr/el/m-enimerosi/statistika/263-statistika-krouazieras-040119

https://www.grhotels.gr/

150


πηγές εικόνων

πηγές εικόνων

Εικ.1,2_Προσωπικό αρχείο

Εικ.3_Κωνσταντινίδης, ΄Αρης. (2011). Δυο ‘χωριά’ απ’ τη Μύκονο: Και μερικές

πιο γενικές σκέψεις μαζί τους (2η έκδ). Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Εικ.4_Στιγμιότυπο από το ντοκιμαντέρ Πάρβας- Άγονη Γραμμή, Γεράσιμος Ρήγας (2008)

Εικ.5_Κωνσταντινίδης, ΄Αρης. (2011). Δυο ‘χωριά’ απ’ τη Μύκονο: Και μερικές πιο γενικές σκέψεις μαζί τους

Εικ.6_Tourte, R. (1960). Mykonos: Ile de L’Egee. σελ. 2

Εικ.7_Στιγμιότυπο από την εκπομπή Άρης Κωνσταντινίδης – Με Εργοδότη τη Ζωή (2001).

Εικ.8,9,10,11,12,13,14,15_Προσωπικό αρχείο

Εικ.16,17_Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση», Μύκονος. Μέσα

από το βλέμμα των καλλιτεχνών. Από το Μεσοπόλεμο έως το 1960. 2018. σελ. 15 και σελ. 21

Εικ.18_εκδόσεις Summer Dream από Μπονάρου, Χ. (2009). Η Τουριστική Διαχείριση της Ιστορικής Μνήμης. Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις

σύγχρονες τουριστικές καρτ ποστάλ. (Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο

Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Αθήνα). σελ. 374

Εικ.19_Κωνσταντινίδης, Ά. (2011). Για την αρχιτεκτονική: Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία 1940-1982, σελ. 312.

Εικ.20_εκδόσεις Summer Dream από Μπονάρου, Χ. (2009). Η Τουριστική Διαχείριση της Ιστορικής Μνήμης. Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις

σύγχρονες τουριστικές καρτ ποστάλ. (Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο

Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, Αθήνα). σελ. 440.

151


αντι επιλόγου

Εικ.21_Ρωμανός, Α., Μύκονος. σελ. 16

Εικ.22_https://cyclades24.gr/2018/05/dimos-mykonou-diapseudei-paraxwrisi-parking/

Εικ.23_Προσωπικό αρχείο

Εικ.24_ http://www.gnto.gov.gr/el/posters#ad-image-0 Εικ.25,26,27_Προσωπικό αρχείο

Εικ.28_ http://www.gnto.gov.gr/el/posters#ad-image-0 Εικ.29_Tourte, R., Mykonos: Ile de L’Egee. σελ. 45 Εικ.30_Προσωπικό αρχείο

Εικ.31_ https://www.greece-is.com/happened-mykonos-now/

Εικ.32_ https://mykonos-accommodation.com/psarou-beach.htm

Εικ.33_https://cyclades24.gr/2020/01/sirmalenio-panormos2-epixeirimatias/

Εικ.34,35,36_Προσωπικό αρχείο

Εικ.37_Στιγμιότυπο από την εκπομπή Άρης Κωνσταντινίδης – Με Εργοδότη τη Ζωή (2001).

Εικ.38_Ρωμανός, Α., Μύκονος. σελ. 15 Εικ.39_Ρωμανός, Α., Μύκονος. σελ. 37

Εικ.40_Κωνσταντινίδης, Ά., Για την αρχιτεκτονική: Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία 1940-1982, σελ. 313

Εικ.41_Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση», Μύκονος. Μέσα

από το βλέμμα των καλλιτεχνών. Από το Μεσοπόλεμο έως το 1960, σελ. 64,65

152


πηγές εικόνων

Εικ.42_Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση», Μύκονος. Μέσα

από το βλέμμα των καλλιτεχνών. Από το Μεσοπόλεμο έως το 1960. 2018. σελ. 53

Εικ.43_Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση», Μύκονος. Μέσα

από το βλέμμα των καλλιτεχνών. Από το Μεσοπόλεμο έως το 1960. 2018. σελ. 61

Εικ.44_«Sunday Morning» (εκδ. Χαϊταλής), από Μπονάρου, Χ., Η Τουριστική Διαχείριση της Ιστορικής Μνήμης. Αναπαραστάσεις της Ελλάδας στις σύγχρονες τουριστικές καρτ ποστάλ. σελ. 459

Εικ.45,46_Κωνσταντινίδης, Ά., Για την αρχιτεκτονική: Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία 1940-1982, σελ. 313,314 Εικ.47_ https://sammyslabbinck.tumblr.com/ Εικ.48_https://sammyslabbinck.tumblr.com/

Εικ.49_ https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Waiting_for_the_sunset_ (2789680175).jpg

Εικ.50_Εικονογράφηση από τουριστικό περιοδικό Μυκόνου

Εικ.51_http://bloggerkm2009.blogspot.com/2011/04/blog-post_18.html Εικ.52_Εικονογράφηση από τουριστικό περιοδικό Μυκόνου Εικ.53,54_Προσωπικό αρχείο

Εικ.55_ Tourte, R., Mykonos: Ile de L’Egee. σελ. 62 Εικ.56_Προσωπικό αρχείο

Εικ.57_Ρωμανός, Α., Μύκονος. σελ. 15.

Εικ .58_https://huesser.tumblr.com/post/144517918074/aris-konstantinidis-week-end-house-in-anavissos

153


Εικ.59,60_Προσωπικό αρχείο

αντι επιλόγου

Εικ.61_Βρέλλη, Αλ. (2017). Γαμήλια Λαική Υφάσματα στον Ελλαδικό

Χώρο: Μοτίβα, Σύμβολα και Επιδράσεις στο Σύγχρονο Ελληνικό Design. (Διπλωματική Εργασία Προπτυχιακού Τμήματος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προιόντων και Συστημάτων, Σύρος)σελ. 43

Εικ.62_Lejeune, J.-F., & Sabatino, M. (2009). Modern Architecture and the Mediterranean: Vernacular Dialogues and Contested Identities. Routledge. σελ. 113

Εικ.63,64_ http://www.gnto.gov.gr/el/posters#ad-image-0 Εικ.65,66,67,68,69,70_ Προσωπικό αρχείο Εικ.71_Ρωμανός, Α., Μύκονος. σελ. 19. Εικ.72,73_Προσωπικό αρχείο

Εικ.74_εικόνα στο βιβλίο Κωνσταντινίδης Ά., Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, ημερολογιακά σημειώματα

Εικ.75_κολλάζ από εικόνα στο βιβλίο Κωνσταντινίδης, Ά., Για την αρχιτεκτονική: Δημοσιεύματα σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε βιβλία 1940-1982

Εικ.76_κολλάζ από εικόνα στο http://www.artnet.com/artists/herbert-list/ church-cyclades-island-of-mykonos-ZAZ7mKC91cYN6uGCTexjJg2

Εικ.77_Tsiambaos, K. (2019). Populism as Counter-Theory in Greek Architectural Discourse. ARENA Journal of Architectural Research, 4(1), 5. https://doi.

org/10.5334/ajar.179 σελ. 9

154





Δυο «χωριά» από τη Μύκονο

Επανεξετάζοντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική 70 χρόνια μετά Ιούνιος 2020


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.