H διπλή κατοίκηση. Το σπίτι στην πόλη και το σπίτι στο χωριό

Page 1

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ KΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

ΝΑΪΣΩ ΚΟΚΚΑΛΑ Ιούνιος 2020





Η

ΔΙΠΛΗ

ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ KΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ


Ναϊσώ Κοκκάλα επιβλέπων καθηγητής: Λεωνίδας Κουτσουμπός προπτυχιακή ερευνητική εργασία Αθήνα, Ιούνιος 2020 Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο


Στους ανθρώπους που μου άνοιξαν τα σπίτια τους, μοιράστηκαν μαζί μου το φαγητό και τις ιστορίες τους. Η εργασία αυτή είναι μια προσπάθεια συναρμογής των κομματιών που απλόχερα μου έδωσαν. Σ’ αυτούς που με τη φωτεινή τους ενέργεια δε σταμάτησαν να με τροφοδοτούν με ιδέες και όρεξη. Ευχαριστώ πολύ τον καθηγητή μου, Λ. Κουτσουμπό, για τη σταθερή καθοδήγηση του, για τη ματιά του πάνω στα πράγματα, που με ενέπνευσε και εμένα για το πώς να τα κοιτώ.



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

περίληψη

1. εισαγωγή 1.1 1.2 1.3 1.4

το θέμα της εργασίας η επιλογή του θέματος και η σημασία του μεθοδολογία μικρές ιστορίες μετακίνησης

2. από το χωριό στην πόλη: μια αναδρομή στο παρελθόν 2.1 2.2 2.3 2.4 2.5 2.6

η αγροτική έξοδος ο ερχομός στην πόλη το χτίσιμο του σπιτιού ο “χωριάτης” και τα αστικά πρότυπα η έλλειψη του χωριού, οι επιστροφές φτάνοντας στο σήμερα

3. ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, το παράδειγμα : τα τρία σπίτια του Βασίλη 3.1 η διαδρομή 3.1.1 3.1.2 3.1.3 3.1.4

το χωριό παλιά ο ερχομός στην Αθήνα το σπίτι στην Αθήνα το καινούργιο σπίτι στο χωριό

3.2 ο στόχος μου 3.3 το παλιό σπίτι στο χωριό 3.3.1 τότε 3.3.2 σήμερα

3.4 το σπίτι στην Αθήνα

3.4.1 η είσοδος, το χολ και η σκάλα 3.4.2 το καθιστικό, το τζάκι και η τραπεζαρία 3.4.3 η κουζίνα, το φαγητό


3.4.4 3.4.5 3.4.6 3.4.7

το το τα το

δωμάτιο της γιαγιάς υπόγειο και η σοφίτα υπνοδωμάτια και ο ύπνος μπάνιο

3.5.1 3.5.2 3.5.3 3.5.4 3.5.5 3.5.6 3.5.7

η είσοδος, το κλιμακοστάσιο το καθιστικό, η θέα, το τζάκι η κουζίνα, το φαγητό τα υπνοδωμάτια και ο ύπνος το μπάνιο και το αποθηκάκι οι αυλές, οι αποθήκες, η ψησταριά, το πηγάδι η σχέση με τη φύση, οι δραστηριότητες

3.4.8 οι αυλές και τα μπαλκόνια 3.5 το καινούργιο σπίτι στο χωριό

4. συγκρίσεις και αλληλοεπηρεασμοί των τριών σπιτιών 4.1 πώς το παλιό χωριάτικο σπίτι επηρέασε το σπίτι της πόλης 4.1.1 οι χώροι του σπιτιού 4.1.1.1 η είσοδος 4.1.1.2 το καθιστικό, το τζάκι και η τραπεζαρία 4.1.1.3 η κουζίνα, το φαγητό 4.1.1.4 το δωμάτιο της γιαγιάς 4.1.1.5 το υπόγειο και η σοφίτα 4.1.1.6 τα υπνοδωμάτια και ο ύπνος 4.1.1.7 το μπάνιο 4.1.1.8 οι αποθήκες 4.1.1.9 οι αυλές και η σχέση με το έξω 4.1.2 συμπεράσματα 4.1.2.1 μεταβλητότητα-προσαρμοστικότητα 4.1.2.2 προσωπικός χώρος 4.1.2.3 τα αντικείμενα 4.1.2.4 κοινωνική συμπεριφορά. αξίες, οικογενειακοί δεσμοί 4.1.2.5 γιατί διάλεξαν το σπίτι στον Άγιο Στέφανο

4.2 πώς το σπίτι της πόλης επηρέασε το καινούργιο σπίτι στο χωριό τι άλλαξε σε σχέση με το παλιό σπίτι 4.2.1 οι χώροι του σπιτιού 4.2.1.1 η είσοδος, το κλιμακοστάσιο 4.2.1.2 το καθιστικό, το τζάκι 4.2.1.3 η κουζίνα, το φαγητό 4.2.1.4 τα υπνοδωμάτια και ο ύπνος 4.2.1.5 το μπάνιο 4.2.1.6 οι αποθήκες 4.2.1.7 οι αυλές και η σχέση με το έξω 4.2.2 συμπεράσματα 4.2.2.1 μεταβλητότητα-προσαρμοστικότητα


4.2.2.2 4.2.2.3 4.2.2.4 4.2.2.5 4.2.2.6

προσωπικός χώρος τα αντικείμενα αξίες το σπίτι σε όροφο η γιαγιά

5. επίλογος 5.1 οι επιστροφές στο χωριό 5.2 τι ανάγκες ικανοποιεί, λοιπόν, το νέο σπίτι 5.3 το ταξίδι/η μετακίνηση ως παράγοντας αυτογνωσίας και εξισορρόπησης -η διπλή κατοίκηση 5.4 ημιτελές

βιβλιογραφία



11

περίληψη Η παρούσα ερευνητική εργασία θέτει ως βασική επιδίωξη τη συμβολή στη μελέτη του φαινομένου της διπλής κατοίκησης, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Καθώς είναι πολύ συχνό ένας άνθρωπος να διαθέτει δύο σπίτια, ένα στο χωριό και ένα στην πόλη και να τα κατοικεί διαδοχικά, επιχειρείται στις επόμενες σελίδες να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτό συμβαίνει. Η ραγδαία αστικοποίηση που συνέβη από τα μέσα του 20ου αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την εισροή στοιχείων του «χωριάτικου» τρόπου ζωής στα σπίτια των πόλεων, αλλά και την υιοθέτηση από τους μετανάστες, αστικών προτύπων και συνηθειών στον τρόπο κατοίκησης. Ταυτόχρονα, η επιβίωση ενός δεσμού με το χωριό, μέσω συχνών επιστροφών σε αυτό, οδήγησε στο να μπολιαστεί η ζωή εκεί με στοιχεία από τη ζωή και το σπίτι της πόλης. Αυτή η αλληλοεισροή στοιχείων, από και προς το σπίτι στο χωριό και το σπίτι στην πόλη, είναι που επιχειρείται να διερευνηθεί. Η μέθοδολογία που επιλέχθηκε στην συγκεκριμένη εργασία περιλαμβάνει βιβλιογραφική έρευνα, αλλά κυρίως προσωπική εμπλοκή και συμμετοχική παρατήρηση. Έτσι, μέσα από παραδείγματα ανθρώπων, και την αναλυτική περιγραφή της κατοίκησης και των σπιτιών τους, επιχειρείται να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρουν τις συνήθειες, τα πρότυπα και τις καθημερινές τους πρακτικές από σπίτι σε σπίτι. Πιο συγκεκριμένα, το κυρίως μέρος της εργασίας αποτελεί το παράδειγμα του Βασίλη. Τα σπίτια του είναι το παλιό σπίτι στο χωριό, το σπίτι της πόλης και το καινούργιο σπίτι που έφτιαξε στο χωριό. Αφού παρουσιαστούν αναλυτικά, γίνεται μια μεταξύ τους σύγκριση ώστε να διερευνηθεί ο αλληλοεπηρρεασμός τους. Η εργασία αυτή κλείνει με σκέψεις για τη διπλή κατοίκηση και τη διαμόρφωση αυτής μέσω διαδοχικών αναχωρήσεων και επιστροφών. Τα δύο σπίτια και η μετακίνηση του κατοίκου τους, ίσως μπορούν να λειτουργήσουν γι’ αυτόν εξισορροπητικά και ως μηχανισμός αυτογνωσίας. Δεν παύουν όμως να είναι και η αποφυγή μιας απόφασης, η διαρκής επιθυμία για το αλλού και το άλλο.



1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ



1 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ

15

1.1 το θέμα της εργασίας Στην Ελλάδα, από τα μέσα του 20ου αιώνα, πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού της επαρχίας μετακινήθηκε προς τα αστικά κέντρα. Ωστόσο, το καταγωγικό χωριό δε σταμάτησε ποτέ να αποτελεί τη φαντασιακή τους πατρίδα. Ένας δεσμός με αυτό πάντα διατηρούνταν και όποτε ήταν δυνατό, με μεγάλη λαχτάρα επισκέπτονταν τα πατρικό σπίτι που διατηρούσαν εκεί ή κάποιο άλλο σπίτι που θέλησαν να φτιάξουν “στον τόπο τους”. Με τα χρόνια η κινητικότητα αυτή καθιερώθηκε, οδηγώντας σε ένα ιδιότυπο μοντέλο κατοίκησης: την διπλή κατοίκηση σε πόλη και χωριό. Η παρούσα εργασία μελετά τον τρόπο με τον οποίο κάποιος που έφυγε από το χωριό για να μείνει στην πόλη, επιστρέφει ανά διαστήματα σε αυτό, χωρίς ποτέ να επιστρέφει οριστικά. Πώς ο ίδιος άνθρωπος κατοικεί διαδοχικά στα δύο σπίτια. Αν μεταφέρει τις συνήθειες, τα πρότυπα και τις πρακτικές του από σπίτι σε σπίτι, ή αν τελικά το διαφορετικό περιβάλλον και η μετακίνηση αλλάζουν τον τρόπο που ζει μέσα σε αυτά. Ακόμα, πώς η μνήμη και το βίωμα του σπιτιού στο χωριό όπως ήταν παλιά, πριν μεταναστεύσουν από αυτό, επηρέασε τη ζωή και το σπίτι της πόλης. Πώς ο μετανάστης κουβαλά το σπίτι-αφετηρία του και πώς το αποστρέφεται, ονειρεύεται, ζηλεύει, χλευάζει, επιθυμεί. Η ζωή είναι μια συνεχής μετακίνηση, μια αλυσίδα από αναχωρήσεις και επιστροφές. Ο άνθρωπος μπορεί να νιώθει ότι δεν έχει ένα μοναδικό σπίτι, αλλά περισσότερα. Το στοίχημα είναι, πώς η αποσπασματική εμπειρία του θα καταφέρει να σχηματίσει μια ζωή ενιαία, μια κατοίκηση ολοκληρωμένη, σπίτια ζεστά. Κι όταν δεν τα καταφέρνει, τι γίνεται με όλα αυτά τα θραύσματα;


16

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

1.2 η επιλογή του θέματος και η σημασία του To θέμα που διαπραγματεύεται η εργασία αυτή, ρίχνει φως σε μια όψη της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και την αποτύπωσή της στο χώρο. Είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο θεωρούμε σημαντικά τη μονιμότητα, την ασφάλεια, το ρίζωμα, την ιδιοκτησία, την παράδοση. Και ταυτοχρόνως την αλλαγή, τη μετακίνηση, την ελευθερία, την απόδραση, τον εκσυγχρονισμό. Είναι το πώς κοιτάμε προς τα πίσω και βλέπουμε τόσο ένα γεμάτο τραύματα παρελθόν, όσο και τον ιδανικό καιρό των απαρχών μας. Είναι το πώς κοιτάμε μπροστά και ονειρευόμαστε τόσο ανέσεις και μεγαλεία, όσο και μικρές καθημερινές απολαύσεις που φυλάμε ως αυθεντικές, αληθινές. Είναι οι παρανοήσεις, οι συναισθηματισμοί, οι εμμονές και οι αντιφάσεις μας. Ιδωμένες μέσα από μια ματιά αρχιτεκτονική, εντοπίζοντας όλα τούτα στα σπίτια, στα δωμάτια, στις αυλές, στα έπιπλα, στα πράγματα. Ο τρόπος που χτίζουμε, κατοικούμε, μετακινούμαστε, τρώμε, κοιμόμαστε, συναντιόμαστε, πλησιαζόμαστε, αποχωριζόμαστε δεν είναι κάτι ξεχωριστό από την αρχιτεκτονική, αλλά είναι η ίδια η αρχιτεκτονική. Σκοπός της εργασίας αυτής, ήταν μέσα από παραδείγματα ανθρώπων και τη συζήτηση μαζί τους, να δοθούν απαντήσεις στο γιατί είναι έτσι τα σπίτια μας, πώς θα μπορούσαν να είναι, πώς θα θέλαμε να είναι και πώς νομίζουμε ότι θα έπρεπε να είναι. Πώς πράγματα που κάνουμε ακούσια, αυθόρμητα, πράγματα που θεωρούμε αυτονόητα, αν τα κοιτάξουμε πιο προσεχτικά μπορεί να ανακαλύψουμε ότι μας ζημιώνουν, είτε να εντοπίσουμε κάποια κρυμμένη ομορφιά με την οποία ήμασταν τόσο υπερβολικά εξοικειωμένοι ώστε δεν μπορούσαμε να δούμε. Αντί να κοιτάζουμε με απαξίωση τα σπίτια που μας περιβάλουν, τα χωριά μας, τα προάστια, τις πόλεις, μπορούμε να προσπαθήσουμε να τα καταλάβουμε. Γιατί τα τούβλα, τα παράθυρα, οι σκεπές, τα σαλόνια τους, φανερώνουν αλήθειες που είναι πολύ δύσκολο να μπουν σε λόγια. «Εκείνο που βλέπουμε να χτίζεται γύρω μας εκφράζει με απόλυτη ειλικρίνεια τις αξίες και τις επιλογές της σύγχρονης κοινωνίας»1

1. Φιλιππίδης, Δ., Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 2010, σελ.307


17

1 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Όλα όσα κανείς φέρει μέσα του, όλα όσα κουβαλάει, προσπαθεί να τα εντάξει στα σπίτια που κατοικεί, φτιάχνοντας έτσι τον πολύ οικείο κόσμο του. Θα ήταν χρήσιμο όμως να ξεχωρίσουμε όσα αποτελούν αξίες, σύμβολα, μνήμες, ονειρισμούς, από όσα αποτελούν ιδεοληψίες, παρανοήσεις, κατασκευασμένες διεκδικήσεις και επίπλαστες ανάγκες. Έτσι, στη συγκεκριμένη έρευνα, τα βιωμένα σπίτια αντιμετωπίζονται ως μαθήματα αρχιτεκτονικής και ως δυναμικές δομές που μπορούν να μεταβληθούν, ώστε να φιλοξενούν τον κάτοικό τους και να μην τον διώχνουν. Η πόλη και το χωριό μπορούν να αποκαταστήσουν τη χαμένη ενότητα και την αμφίβολη ταυτότητα τους, εάν γίνει κατανοητό το γιατί μας έλκουν και συγχρόνως μας διώχνουν με την ίδια δύναμη. Τόσο ίδια που δεν μπορούμε να πλησιάσουμε σε κάποιο περισσότερο, αλλά παραμένουμε μετέωροι στο μεταξύ. «Τα παλαιότερα έργα προεικονίζουν αυτά που θα έρθουν αργότερα, και αυτά με τη σειρά τους αναφέρονται πίσω στα παλιά, μνημονεύοντας τις ιδέες και τις μορφές τους.»2

2. Dant, Τ., Materiality and Society, Νέα Υόρκη: Open University Press, 2005, σελ.69


18

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

1.3 μεθοδολογία Καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας, η έρευνα που πραγματοποιήθηκε ήταν τόσο θεωρητική όσο και πρακτική. Υλικό και έναυσμα για σκέψη αποτέλεσαν ιστορικά κείμενα, άρθρα, βιβλία, ποιήματα, δοκίμια, ταινίες, τραγούδια, τα οποία γέννησαν μια σειρά ερωτημάτων. Πώς συνδεόμαστε σήμερα με το χωριό; Γιατί επιστρέφουμε σε αυτό διαρκώς; Ποιες βαθύτερες ανάγκες μας ικανοποιεί αυτή η διπλή κατοίκηση; Πώς είναι να νιώθει κανείς σπίτι του δύο τόπους ταυτόχρονα; Προκείμενου να δοθούν απαντήσεις, στα παραπάνω ερωτήματα, η παρούσα εργασία επέλεξε μια μεθοδολογία προσωπικής εμπλοκής και συμμετοχικής παρατήρησης. Ένας τρόπος δηλαδή, απόκτησης γνώσης «από μέσα»3. «Δεν αποκτούμε γνώση με το να στεκόμαστε έξω από τον κόσμο. Γνωρίζουμε γιατί είμαστε μέρος του κόσμου (…) για να γνωρίσεις τα πράγματα πρέπει να αναπτυχθείς μέσα τους και να τα αφήσεις να αναπτυχθούν μέσα σου, έτσι θα καταφέρουν να γίνουν μέρος του ποιος είσαι»4, όπως γράφει και ο T. Ingold. Συμμετέχοντας ενεργά, δεν συλλέγεις απλώς δεδομένα, αλλά αντίθετα, δένεσαι με τα πράγματα με έναν τρόπο που καθίσταται αδύνατο να είναι απλά δεδομένα. Η δυσκολία έγκειται στην ταυτόχρονη παρατήρηση τόσο από μέσα, όσο και απ’ έξω, προκειμένου να κατασκευαστούν από τα βιώματα, γνώσεις. Μελέτη, λοιπόν, μαζί με τους ανθρώπους κι όχι μελέτη των ανθρώπων. Μαθαίνοντας, πέρα από το να βλέπεις τα πράγματα, να τα ακούς και να τα αισθάνεσαι. Αυτό που J. Gibson ονόμασε «εκπαίδευση του να δίνεις προσοχή»5. «Να μετατρέπεις κάθε βεβαιότητα σε ένα ερώτημα, του οποίου η απάντηση θα βρεθεί, ψάχνοντας σ’ αυτά που βρίσκονται μπροστά μας, μέσα στον κόσμο, κι όχι στο οπισθόφυλλο ενός βιβλίου.»6 Έτσι, θέλησα να συζητήσω με κάποιους ανθρώπους, και μέσα απ’ τα δικά τους λόγια να βρω την αλήθεια μου. Να δω στις ζωές τους αυτά που δεν μπορώ να δω στη δική μου, γιατί «το σχήμα των πραγμάτων διακρίνεται καλύτερα από μακριά»7. Προσπάθησα να προσεγγίσω μερικούς γνωστούς μου, θεωρώντας ότι θα ήταν αρκετά εύκολο να 3. Ingold, Τ., Making: Anthropology, Archaeology, art and arvhitecture, U.S.A: Routledge, 2013, σελ.5 4. Ingold, Τ., ό.π., σελ.5 5. Ingold, Τ., ό.π., σελ.2 6. Ingold, Τ., ό.π., σελ.2 7. Καλβίνο, Ι., Οι αόρατες πόλεις, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, σελ.128


1 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ

19

μιλήσουμε για τα χωριά τους, τα σπίτια τους. Αυτό το «άνοιγμα» όμως, αποδείχθηκε πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο είχα νομίσει. Αν και στην αρχή όλοι φαίνονταν πρόθυμοι, δεν αργούσαν τελικά να διακόψουν τη συνεργασία μας σχεδόν πριν καν αρχίσει. Δεν υπήρχε η εμπιστοσύνη, η όρεξη και ο χρόνος για να εμπλακούμε σε μια τέτοια διαδικασία. Το σπίτι του ο καθένας προτιμούσε να το κρατήσει κλειστό. Δεν βγαίναν λόγια για να περιγράψουν τον ύπνο, το φαγητό, τις αναμνήσεις, τις επιθυμίες τους. Ένιωθα ότι παρεμβαίνω σε κάτι πολύ προσωπικό και τελικά απομακρυνόμουν. Οι ιστορίες και τα σπίτια αυτών των ανθρώπων αναφέρονται στην εργασία μου πολύ λίγο ή και καθόλου. Ένας από αυτούς ήταν και ο κ. Γιώργος. Τον επισκέφθηκα στο σπίτι του, και με υποδέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Έχοντας υπάρξει ο καλύτερος φίλος του παππού μου θεωρούσε χαρά αλλά και χρέος του να βοηθήσει. Κάναμε μια σύντομη αλλά ειλικρινή κουβέντα, και μου μίλησε για το χωριό του, τη σχέση του με αυτό και τον ερχομό του στην Αθήνα. Έπειτα με ξενάγησε στο σπίτι του μιλώντας μου για το καθετί, εξηγώντας μου ακόμα και πότε φύτεψε τα δέντρα του, πώς εγκατέστησε τα υδραυλικά του, γιατί διάλεξε αυτά τα κουφώματα. Αφού κανονίσαμε να ξανασυναντηθούμε σε δύο βδομάδες στο σπίτι του στο χωριό, όπου θα πήγαινε για να ποτίσει τα δέντρα, έφυγα πολύ ευχαριστημένη και με τόσο πολλά να κάνω. Μέχρι που την επόμενη εβδομάδα, με πήρε τηλέφωνο, και φανερά αμήχανος μου ανακοίνωσε ότι δε μπορεί να με βοηθήσει άλλο. Στην εργασία μου αναφέρομαι σε αυτόν λίγο, στο πρώτο κεφάλαιο. Υπήρξαν όμως και κάποιοι, που ήταν πολύ παραπάνω από πρόθυμοι να μοιραστούν μαζί μου τα βιώματά τους. Αυτοί που μου μίλησαν περισσότερο και με τους οποίους συνεργάστηκα καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνάς μου ήταν ο Βασίλης και η οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια της εργασίας μου βρισκόμουν και είχα μιλήσει κάποιες φορές με όλα τα μέλη της οικογένειας, κυρίως όμως μιλούσα μαζί του. Πάντοτε ξέκλεβε λίγο χρόνο για να συζητήσει μαζί μου, να μου δώσει απαντήσεις, να φωτίσει κάποιες γκρίζες για μένα, ζώνες. Πρώτα τον επισκέφτηκα στο σπίτι του στην Αθήνα, μιλήσαμε λίγο και έκανα κάποια σχέδια του σπιτιού. Αλλά είχαν πολλές δουλειές, οπότε κανονίσαμε να κάνουμε μια μεγάλη κουβέντα την άλλη Κυριακή στην αυλή του στο χωριό. Εκεί μας έκανε το τραπέζι, φάγαμε μαζί με τη μαμά του, και όταν τελειώσαμε του έκανα όλες τις ερωτήσεις που είχα σκεφτεί. Πάρα πολλές ερωτήσεις. Πίναμε το κρασί του, με πήγαινε από δω και από κει, στο σπίτι και στο χωριό, για να μου δείχνει ότι μου έλεγε. Ηχογράφησα αυτή τη συζήτηση που κράτησε μέχρι το βράδυ. Οι απαντήσεις του ήταν ειλικρινείς, αναλυτικές, γεμάτες συναισθήματα. Τον επόμενο καιρό επεξεργαζόμουν το υλικό που είχα μαζέψει και όταν μου δημιουργήθηκαν κάποιες ακόμα απορίες βρεθήκαμε για φαγητό σε μια ταβέρνα, όπου πάλι στο ίδιο κλίμα με την προηγούμενη φορά, συζητήσαμε αρκετά.


20

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Δεν τον ηχογράφησα γιατί ο τόνος του ήταν ιδιαίτερα εξομολογητικός και φοβήθηκα μην το χαλάσω. Από τότε δεν τον έχω ξαναδεί, γιατί κατάλαβα ότι δεν έχει χρόνο, κρατάμε όμως επαφή. Το παράδειγμα του Βασίλη αποτέλεσε τη βάση της εργασίας μου και καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της. Πάνω στην αφήγησή του και τα σπίτια του, ενσωμάτωσα όλες τις θεωρητικές και μέχρι τότε αόριστες, σκέψεις μου. Πρόκειται για μια περίπτωση ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Η παρούσα εργασία δεν έχει σκοπό να υποδείξει το πως θα έπρεπε να γίνονται τα πράγματα, ούτε να κατηγοριοποιήσει συμπεριφορές. Επιχειρεί μια συστηματική καταγραφή των καθημερινών πρακτικών κατοίκησης, όπως αυτές συμβαίνουν στο σπίτι στο χωριό και στο σπίτι στην πόλη, μιλώντας έτσι για τη συσχέτισή τους. Αναλύει απλά καθημερινά πράγματα, όπως το πώς τρώμε, πώς κοιμόμαστε, πώς μετακινούμαστε στα σπίτια μας και τον τρόπο με τον οποιό η αρχιτεκτονική επηρεάζει και επηρεάζεται από αυτές τις καθημερικές πρακτικές. «Αυτές οι φωνές, τα πρόσωπα των οποίων θα παραμείνουν άγνωστα, δημιουργούν μια μελωδική πολυφωνία. Είναι διαφορετικές, ζωντανές φωνές, που θυμούνται, φωνές που μετανιώνουν, απαντούν και διαψεύδουν τους εαυτούς τους. Είναι φωνές που μιλούν για καθημερινές πρακτικές με καθημερινές λέξεις, φωνές που μιλούν για τις ζωές των ανθρώπων. Φωνές.»8

Μερικές από αυτές είναι οι παρακάτω. Κάποιες από τις ιστορίες που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της εργασίας, οι οποίες παρουσιάζονται εδώ συνοπτικά, για να μας εισάγουν στο κλίμα της κυρίως έρευνας που θα ακολουθήσει στη συνέχεια. 8. De Certeau, M., The Practice of Everydey Life, Volume 2, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1998, σελ.161


1 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ

21

1.4 μικρές ιστορίες μετακίνησης από τη Βουλγαρία Το χωριό του Κώστα είναι στη νότια Πελοπόννησο, το λένε Μαραθιά. Έφυγαν από εκεί όταν ήταν στο σχολείο ακόμα, και οι γονείς του έφτιαξαν ένα σπίτι στον Κορυδαλλό. Μένει εκεί, στον πρώτο όροφο με την οικογένειά του. Από πάντα ήθελε να γυρνάει πολύ συχνά στο χωριό. Και τα καλοκαίρια όλη του την άδεια την περνούσε στο πατρικό του σπίτι. Νομίζω πως δεν πήγε ποτέ κάπου αλλού για διακοπές. Όμως, πριν έξι χρόνια η δουλειά του μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία, οπότε αναγκάστηκε να πάει εκεί. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω. Έρχεται κάθε Σαββατοκύριακο να τους δει. Κάθε τέταρτη εβδομάδα, ξεκινάει από το σπίτι του στη Βουλγαρία ξημερώματα. Πηγαίνει στο αεροδρόμιο, ανεβαίνει στο αεροπλάνο, πετάει περίπου μιάμιση ώρα και φτάνει στην Ελλάδα Σάββατο πρωί. Στο αεροδρόμιο τον περιμένει ο αδερφός του. Οδηγούν εναλλάξ για πέντε ώρες και αργά το μεσημέρι έχουν βρεθεί στο χωριό. Κυριακή πρωί οδηγεί μέχρι τον Κορυδαλλό, τρώει με την οικογένειά του, τους χαιρετάει, πηγαίνει στο αεροδρόμιο, ανεβαίνει στο αεροπλάνο και γυρνάει πίσω. Πριν δύο χρόνια άρχισε να φτιάχνει ένα δικό του σπίτι στο χωριό. Στην κορυφή ενός λόφου, πάνω από τα χωράφια με τις ελιές του. Έτσι, οι επιστροφές του πύκνωσαν κι άλλο. Κάθε τρεις βδομάδες ξεκινάει από τη Σόφια, προς το νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου. Περιμένει με μια ανομολόγητη ανυπομονησία την σύνταξή του για να μπορέσει να γυρίσει μια για πάντα εκεί.


22

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ταξίδι στο χρόνο Η Γεωργία μένει με το γιο της σε ένα μικρό διαμέρισμα στα προάστια της Θεσσαλονίκης. Το χωριό της είναι στον θεσσαλικό κάμπο, λέγεται Μύρος. Λίγοι συγγενείς της έχουν απομείνει εκεί. Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει από καιρό. Όπως και οι γονείς της. Το σπίτι τους, ένα μικρό, πλίνθινο, κίτρινο κτίσμα με κεραμιδωτή σκεπή, “παλιακό” όπως τα λένε εκεί, βρίσκεται στο κέντρο ενός μεγάλου μακρόστενου οικοπέδου. Μπροστά του είχε ένα πολύ μεγάλο περιβόλι, μια μυλόπετρα και μια τουλούμπα9. Πίσω, τρία κοτέτσια, άλλη μια τουλούμπα και δύο αρκετά μεγάλα κτίσματα από τσιμεντόλιθους που κάποτε ήταν στάβλοι και αποθήκες. Όλα αυτά είναι ακόμα στη θέση τους, αλλά πιο πολύ τώρα μοιάζουν με χαλάσματα. Κάποια κομμάτια τους έχουν γκρεμιστεί, υπάρχουν εδώ κι εκεί σωροί από χώματα, τούβλα και κεραμίδια, οι τουλούμπες έχουν σπάσει, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του μεταξύ τους χώρου είναι καλυμμένο από ψηλά χόρτα. Το σπίτι φαίνεται να στέκεται ακόμα. Είναι τρία δωμάτια. Μπαίνοντας, ένα χολ, στο οποίο στοιβάζονται παλιά πράγματα, κάποια καλύπτονται από σεντόνια. Πάνω και δεξιά, ένα μικρό ξύλινο εικονοστάσι. Δεξιά κι αριστερά είναι δύο υπνοδωμάτια, που έχουν από δύο κρεβάτια, μια ντουλάπα κι ένα τζάκι. Μέσα στις ντουλάπες υπάρχουν κουβέρτες, μαξιλάρια, σεντόνια και παλιά άλμπουμ με φωτογραφίες. Αν προχωρήσεις ευθεία είναι ένα χώρος καλυμμένος με τσίγκο, μια αποθήκη. Που και που υπάρχουν κάποιες ρωγμές, ή κακές συναρμογές από τις οποίες μπαίνουν γραμμές φωτός. Στη μια του πλευρά υπάρχει μια μικρή τουαλέτα, φαίνεται καινούργια. Μάλιστα έχει θερμοσίφωνο και πλυντήριο. Στην άλλη είναι η κουζίνα. Φαίνεται παλιά, αλλά η Γεωργία έχει φέρει κάποιες καινούργιες συσκευές και σερβίτσια. Μαγειρεύοντας ακούει τα περπατήματα των πουλιών πάνω στην τσίγκινη σκεπή. «Το Πάσχα έρχονται όλοι. Είμαστε 20..30 άτομα…Βγάζουμε τραπέζια μπροστά στο δρόμο. Και βάζουμε 4 σούβλες, τότε είναι ωραία!» μου είπε ο γείτονας και ξάδερφός της, ο Γιώργος. «Το χειμώνα ποιος να έρθει, έχει πάρα πολύ κρύο». Η Γεωργία πηγαίνει σ’ αυτό το σπίτι δύο, ίσως τρεις φορές το χρόνο. Σίγουρα το Πάσχα και αργότερα, το καλοκαίρι για αρκετές μέρες. Αν τύχει και κάποιο μνημόσυνο ή κηδεία θα ξαναπάει. Αρχίζει να κάνει δουλείες, καθαρίζει, κλαδεύει, ξεριζώνει, αλλά το επόμενο Πάσχα θα γυρίσει να το βρει λίγο χειρότερο. Φέτος συνεννοήθηκε με έναν γείτονα να πηγαίνει το κοπάδι του μες το περιβόλι της ώστε να βόσκει τα χόρτα και να μην μεγαλώσουν τόσο. Πράγματι, φαίνεται να είναι κάπως καλύτερα. 9. Έτσι λένε εκεί, τη βρύση νερού με υδραντλία


1 | ΕΙΣΑΓΩΓΗ

23


24

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ο κήπος Η Ελένη έχει πια γεράσει. Όταν έφυγε από το χωριό ήταν κοριτσάκι. Μένει στο ισόγειο μιας τριώροφης πολυκατοικίας στο Χαϊδάρι, και στους από πάνω ορόφους μένουν τα ξαδέρφια της. Κάθε Πάσχα πηγαίνουν όλοι μαζί στο χωριό. Α ναι, το χωριό τους είναι το ίδιο με της Γεωργίας. Το σπίτι τους είναι σχεδόν ίδιο με το δικό της, μόνο που η αυλή του είναι πολύ μικρότερη, και έχει μονάχα μια μικρή αποθήκη από ξύλα, τσίγκους, και πλαστικά. Το Πάσχα είναι εκεί όλοι μαζί. Εκείνη, η Κασσιανή, η Σούλα, ο Τάκης και τα παιδιά. Ύστερα αυτοί φεύγουν. Ξεκινάει να φτιάξει τον κήπο. Σκουπίζει, κλαδεύει, βάζει στηρίγματα, μαζεύει τα ρόδια, τα λεμόνια, τα κορόμηλα, φυτεύει, ξεριζώνει, σκάβει. Λίγο καιρό μετά έχει έναν πολύ ωραίο κήπο. Κάθεται με τις ώρες στο μπαλκόνι και τον κοιτάζει. Όταν αρχίζει και κρυώνει ο καιρός ο Τάκης με τη Σούλα πηγαίνουν να την πάρουν. «Πρέπει να τη φέρουμε, θα κρυώνει και δε μπορεί να σκύψει να βάλει τις κάλτσες της». Έτσι, γυρνάει πίσω. Για τις κάλτσες. Κάθε χειμώνα περιμένει να έρθει το Πάσχα. Και κάθε καλοκαίρι έχει τον πιο όμορφο κήπο.




2

ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ: ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ



29

2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

2.1 η

αγροτική

έξοδος

Στην Ελλάδα, το πρώτο κύμα μαζικής μετανάστευσης του αγροτικού πληθυσμού ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και κορυφώθηκε κατά την περίοδο 1900-1921. Προορισμός για τους περισσότερους ήταν η Αμερική. Αν και η μετακίνηση αυτή ήταν σημαντική, η επαρχία εξακολουθούσε να φιλοξενεί το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού.10 Τα επόμενα χρόνια έμελλε να συντελεστεί η σημαντικότερη δημογραφική μεταβολή, με τις πληθυσμιακές μετεγκαταστάσεις να φτάνουν σε κορύφωση με το δεύτερο κύμα μαζικής μετανάστευσης, την λεγόμενη μεταπολεμική «αγροτική έξοδο»11. Η επαρχία εγκαταλείφθηκε από το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων της που για αιώνες παρέμενε ίδιος, άλλαξε ριζικά. Για αυτούς που έφυγαν αλλά και για αυτούς που έμειναν πίσω. Βίαιες ανατροπές συνέβησαν σε πολλά επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας και ο ελλαδικός χώρος μέσα σε λίγα χρόνια μεταμορφώθηκε. Η μετακίνηση από την αγροτική ύπαιθρο στις πόλεις δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της οικονομικής αβεβαιότητας αλλά υπήρξε «ένας ποικιλοτρόπως φορτισμένος εξαναγκασμός».12 Κατά τα χρόνια του Εμφυλίου (1947-49), οι υποχρεωτικές μετατοπίσεις έδωσαν μια τεράστια ώθηση στην ήδη δρομολογημένη μετανάστευση των αγροτικών πληθυσμών. Το 1950, η κυβέρνηση ξεκίνησε τον επανοικισμό των χωριών και αρκετοί επέστρεψαν στους τόπους τους, όμως οι περισσότεροι μόνο προσωρινά. Η ύπαιθρος ήταν ρημαγμένη και ιδιαίτερα επισφαλής κυρίως για τους ηττημένους αριστερούς, ενώ οι ευκαιρίες που είχαν δει να προσφέρονται στις πόλεις δεν μπορούσαν να τους αφήσουν αδιάφορους13. «Η χώρα ποτέ δε θα μπορούσε να ξαναβρεί τα προπολεμικά χαρακτηριστικά της, η ύπαιθρος δύσκολα μπορούσε να σταθεί στα πόδια της.»14 9. Tο 1920 το 62% του ελληνικού πληθυσμού ζούσε εκτός των πόλεων. (στοιχεία από την εθνική στατιστική υπηρεσία της Ελλάδος) 11. Tο 1991, πριν τη μαζική είσοδο ξένων μεταναστών στην Ελλάδα, το 28% του πληθυσμού είχε μείνει να ζει εκτός των πόλεων. (στοιχεία από την εθνική στατιστική υπηρεσία της Ελλάδος) 12. Μανωλίδης, Κ., «Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Μανωλίδης,Κ., Καναρέλης, Θ.,(επιμ.), εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2009, σελ.66 13. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ.67 14. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ.67


30

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

«Εμείς βρεθήκαμε να μεγαλώνουμε μέσα σε κόσμο που σκόρπιζε, φοβισμένος, αγριεμένος, όπως έβγαινε από τον εμφύλιο πόλεμο. Από πουθενά δεν είχαμε να πιαστούμε, πουθενά δεν είχαμε να πάμε, δεν μπορούσαμε να βρούμε ο ένας τον άλλον. Και πράξη καμία δεν ξέραμε – ο καθένας μας ήξερε την υπερβολή του μονάχα.»15

15. Χατζής, Δ., Το διπλό βιβλίο, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη, 1977, σελ.176


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

31

Μέσα στη συγκυρία αυτή, η εσωτερική μετανάστευση επιβλήθηκε ως ένα αναπότρεπτο γεγονός που απέκτησε το διττό χαρακτήρα «της εξορίας και της απόδρασης»16. Εξορία από τα πατρογονικά εδάφη κι απ’ όσα μέχρι τότε όριζαν την ταυτότητα και τη συλλογική τους ζωή, απόδραση από το αβέβαιο περιβάλλον του χωριού και τον γεμάτο μίση κλειστό περίγυρο. Υπό αυτό το συγκεχυμένο καθεστώς πραγματοποιήθηκε η μετακίνηση στις πόλεις, γεγονός που «δεν διευκόλυνε την εσωτερική τακτοποίηση της σχέσης των εκπατρισμένων χωρικών με τον καταγωγικό χώρο της υπαίθρου, συντηρώντας έτσι μια σύγχυση που οι συνέπειές της θα εκδηλωθούν αργότερα»17. Έτσι πραγματοποιήθηκε η αγροτική έξοδος. Την περίοδο 1950-59 και 1974-81, ο αγροτικός πληθυσμός συγκεντρώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Το ενδιάμεσο διάστημα 1960-1974 η μετανάστευση είναι κυρίως εξωτερική και διοχετεύεται βιομηχανικά κέντρα της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας. «Ήθελα να φύγω, να ξεφύγω μονάχα, όπου και να’ ναι. Έτσι, λέω, γίνεται το σκόρπισμά μας, αυτός ο ξεριζωμός ο δικός μας. Δε θέλουμε κάπου να πάμε. Θέλουμε να φύγουμε μόνο.»18 Σύμφωνα με τον Σ. Δαμιανάκο, στην περίπτωση της Ελλάδας, τα όρια μεταξύ πόλης και υπαίθρου είναι συγκεχυμένα και οι δίαυλοι μεταξύ τους πολλαπλοί, γεγονός που δεν προσδίδει στην αγροτική έξοδο χαρακτήρα οριστικής ρήξης με το παρελθόν19. Ωστόσο, η μετακίνηση αυτή, δεν παύει να αποτελεί για τους περισσότερους, ιδίως για όσους έφτασαν στην πρωτεύουσα, μια αποφασιστική μεταβολή. Αν και στο νέο περιβάλλον επιβίωναν ακόμη έντονα υπολείμματα αγροτικότητας, οι νεοαφιχθέντες έπρεπε να αποκτήσουν τις νέες συνήθειες και τους νέους ρόλους που «επέβαλλε στην αστική συγκέντρωση η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού»20.

16. Μανωλίδης,

Κ., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ.68

17. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ.68 18. Χατζής, Δ., Το διπλό βιβλίο, σελ.51 19. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ.68 20. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ.69


32

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

2.2 ο ερχομός στην πόλη Ο ερχομός στην πόλη επιφορτίζεται από την αναγκαστική μεταλλαγή του χωρικού σε μικροαστό. Ο μετανάστης καταβάλει ακραίες προσπάθειες για να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον του. Φέροντας το στίγμα του επαρχιώτη αδυνατεί αρχικά να αφομοιωθεί από τον μικροαστικό περίγυρο. Τα σύμβολα και τα νοήματα της μέχρι τότε ύπαρξής του δεν μπορούν να εξουδετερωθούν, οφείλουν όμως ταυτόχρονα να προσαρμοστούν σε ένα νέο κοινωνικό περιβάλλον και πεδίο αναφοράς21. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι οικογενειακοί δεσμοί, η πολιτική κουλτούρα, οι συνήθειες και οι παραδόσεις που είχαν διαμορφωθεί στο αγροτικό χωριό παραμένουν ενεργά, δημιουργώντας αυτή την «παράξενη και χαρακτηριστική για την Ελλάδα κοινωνικοπολιτισμική προέκταση του χωριού μέσα στην πόλη»22. Ταυτόχρονα όμως, η ιδιαίτερη ταυτότητα του έρχεται σε σύγκρουση με τις ραγδαίες εξελίξεις τους αστικού χώρου και του αστικού τρόπου ζωής. Έτσι, «το συμβολικό σύμπαν του ανθρώπου της υπαίθρου» σταδιακά απαξιώνεται23.

21 . Μανωλίδης, 22 . Μανωλίδης, 23 . Μανωλίδης,

K., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ.69 K., ό.π., σελ. 69 K., ό.π., σελ. 70


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

33

«Η μεγαλούπολη συγκροτήθηκε βεβιασμένα, σε μια προσπάθεια να καταργήσει οτιδήποτε της θύμιζε την καταγωγή της. Απωθητικό ήταν γι’ αυτήν το ότι το έμψυχο δυναμικό της έφερε -στη συμπεριφορά, στη γλώσσα στις συνήθειες- ζωηρή τη σφραγίδα της ζωής στην επαρχία και την ύπαιθρο, σ’ εκείνους τους χώρους δηλαδή όπου το κάθε τι, κάποτε, κερδιζόταν μ’ έναν ιδρώτα που δεν ήξερε κανείς στα σίγουρα αν αντιστοιχούσε στο αποτέλεσμα.»24

Καραποστόλης, B., «Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου», Ελληνικός αστικός χώρος, εκδόσεις Πορεία, Αθήνα, 2004, σελ. 47

24.


34

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η ανασφάλεια που βαραίνει τη ζωή στην ύπαιθρο λόγω των ιδιαιτεροτήτων της, υπερδιογκωμένη από τον φόβο της αιφνίδιας αρπαγής και της εχθρικής εισβολής, δεν κατάφερε να εξουδετερωθεί. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν να αναζητήσουν στα αστικά κέντρα, ανάμεσα σε άλλα, ασφάλεια, ανεξαρτησία, θωράκιση απέναντι σε επικίνδυνα απρόοπτα και δεινά. «Ο φόβος του αγρότη μεταφέρεται στην πόλη αθεράπευτος(…) Όσες προσδοκίες συμπυκνώνονταν πριν μέσα στις πράξεις της σποράς και του θερισμού, διοχετεύονται τώρα στην εξεύρεση μιας έκτασης με ειδική, κρίσιμη σημασία για τον κάτοχό της. Ο αγρότης θα ήθελε πολύ να ριζώσει ό ίδιος ή έστω οι απόγονοι του σε μια δική του οικοδομή, στο καινούργιο έδαφος. Μ’ ένα κτίσμα θα μπορούσε να αποκτήσει επιτέλους την οριστική σοδειά, αυτή που ποτέ δε θα την απειλήσει και δε θα διανοηθεί να την υπεξαιρέσει κανείς»25. Μέσα στο άστυ, μαζί με τους κατοίκους στοιβάζονται και οι επιθυμίες τους. Και επειδή η ελληνική πόλη δεν διέθετε «ένα ισχυρό υπόστρωμα οργανωμένων κανόνων συμβίωσης»26, αλλά ένα μετέωρο καθεστώς, οι επιθυμίες αυτές, γεννημένες από την αγωνία και τα νωπά τραύματα της απώλειας και της στέρησης, δεν αργούν να σπρώξουν τους νέους αυτούς κατοίκους σε επιθετικές ατομικές διεκδικήσεις. Παράλληλα, η ιδέα της συλλογικότητας απωθείται καθώς «μοιάζει να ανακαλεί ένα είδος αρνητικού κοινού πεπρωμένου»27. «Αν τα μικροαστικά στρώματα εν γένει βιώνουν ούτως ή άλλως μια αιωρούμενη κοινωνική ταυτότητα, ειδικά τα νεοπαγή μικροαστικά στρώματα της Ελλάδας του 1950 και του 1960, λόγω ακριβώς της ταχύτατης ανέλιξής τους και του ασυνάρτητου τρόπου λειτουργίας του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, εισπράττουν ακόμα μεγαλύτερη πίεση και αβεβαιότητα.»28 «Από τα βουνά έφυγαν νωρίτερα, ήταν πιο φτωχοί. Από τον κάμπο ήρθαμε πιο αργά, όταν έπεσε η τιμή του σιταριού. Όταν έρχονταν στην Αθήνα δούλευαν οικοδομή οι άντρες. Οι γυναίκες καθαρίστριες, μοδίστρες.»29 Στην Αθήνα, ο νέος αυτός πληθυσμός εγκαταστάθηκε κυρίως στις δυτικές παρυφές της πόλης, αλλά και σε ορισμένες περιοχές στην ανατολική και βόρεια ζώνη του Λεκανοπεδίου, όπου τα οικόπεδα ήταν πιο «φθηνά». Εκεί ανοικοδομήθηκαν τα σημερινά λαϊκά προάστια, εργατικές συνοικίες χαμηλού κόστους και στάθμης, από τις οποίες αργότερα προέκυψαν οι μικροαστικές πολυκατοικίες. Έξω από τα τότε όρια της πόλης, σε περιοχές εκτός σχεδίου, χτίστηκαν οικισμοί αυθαιρέτων. 25. Καραποστόλης, B., Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου, σελ.48

26. 27. 28. 29.

Μανωλίδης, K., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ.70 Μανωλίδης, K., ό.π., σελ.71 Μανωλίδης, K., ό.π., σελ.71 Από κουβέντα με τη γιαγιά μου


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

35

2.3 το χτίσιμο του σπιτιού Δεν υπήρχε ένας τρόπος να γίνονται τα πράγματα, αλλά φαίνεται ότι οι πολλαπλές και διαφορετικές περιπτώσεις τελικά συγκλίνουν. Οι νεοφερμένοι αρχικά δεν είχαν απασχόληση και το μοναδικό τους κεφάλαιο ήταν μια μικρή οικογενειακή αποταμίευση. Οι περισσότεροι ακολουθούσαν τις πληροφορίες και το παράδειγμα συγχωριανών ή συγγενών τους για το που να εγκατασταθούν30. Γι’ αυτούς, η διαδικασία είχε ως εξής. Αφού αποκτούσαν το πολυπόθητο οικόπεδο ξεκινούσαν να χτίζουν μέσα του το ακόμα πιο πολυπόθητο σπίτι. Μόλις τα διαθέσιμα χρήματα τελείωναν, οι οικοδομικές δραστηριότητες και τα μαστορέματα σταματούσαν. Όταν κατάφερναν να μαζέψουν λίγα ακόμα, συνέχιζαν από εκεί που το είχαν αφήσει. Έτσι στην αρχή μπορεί να κατοικούσαν σε μια πρόχειρη κατασκευή ή ένα γιαπί, στη συνέχεια ένα δίχωρο σπίτι με εξωτερικό μπάνιο, μετά ένα σπίτι με κουζίνα κι εσωτερικό μπάνιο με πλακάκια, αργότερα μια διώροφη πολυκατοικία, και τα λοιπά, και τα λοιπά.

εξελικτικά στάδια κατασκευής αυθαίρετης κατοικίας στο Χαϊδάρι (το σπίτι της κ. Ανδρομάχης)

30. Ρωμανός, Α., «Κατοικίες «εκτός σχεδίου» (πρόβλημα ή λύση;)», Ανθολογία κειμένων ελληνικης αρχιτεκτονικής 1925-2002, Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 2006, σελ.120


36

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η διαδικασία αυτή γεννήθηκε από τη δυνατότητα που έδωσαν τα πανοσηκώματα (ή τα πανοσηκώματα γεννήθηκαν από αυτήν, δύσκολο να πεις). Επαυξήσεις της αρχικής οικοδομής κυρίως κατακόρυφα, επειδή αυξήθηκαν οι ανάγκες του ιδιοκτήτη σε χώρο ή γιατί αυξήθηκε ο συντελεστής εκμετάλλευσης του οικοπέδου. Έτσι ξεκινώντας από έναν πυρήνα, ο οποίος δεν αποκλειόταν να είναι και πολυσύνθετος, ανάλογα με τα μέσα που διέθετε κανείς, προχωρούσε. Ο στατικός υπολογισμός είχε πάντα πρόβλεψη για μελλοντικούς ορόφους και στην ταράτσα αφήνονταν αναμονές. Οι πιο συνηθισμένοι τρόποι ήταν είτε να χτιστεί το ισόγειο και μετά να προστεθεί κλιμακοστάσιο και όροφος, είτε να τελειώσει ο σκελετός ολόκληρου του κτιρίου, ενώ μόνο η μια στάθμη θα κατοικηθεί σε πρώτο στάδιο. Το δεύτερο ήταν προτιμητέο γιατί η ολοκλήρωση του σκελετού σε μια φάση κόστιζε φθηνότερα.31 Φαίνεται πως τα πανοσηκώματα εξυπηρέτησαν εξαιρετικά τον νεοαφιχθέντα αγρότη με το περιορισμένο βαλάντιο. Φτιάχνοντας έναν μικρό πυρήνα κατοικίας στην αρχή, ξεκινά, χωρίς να περάσει πολύς χρόνος, να απολαμβάνει τους καρπούς των κόπων του και να αποκτά την ασφάλεια και την ανεξαρτησία που διακαώς επιθυμούσε. Αφήνει έτσι, σιγά σιγά, πίσω του τα τραύματα του χωριού και αρχίζει να εδραιώνει την παρουσία του στην πόλη. Βλέπει ότι κατακτά ένα καλύτερο επίπεδο ζωής, οπότε αφήνεται να οραματιστεί την ανέλιξή του. Περνώντας ο καιρός, οι επιθυμίες του αυξάνονται, η οικονομική του δυνατότητα αυξάνεται κι έτσι αυξάνεται και ο όγκος του σπιτιού του. Κάθε μικρή επέκταση είναι μια μικρή νίκη, τα αποτελέσματα ενός μεγάλου αγώνα. «Η διέξοδος αυτή, γεμάτη εμπόδια, κυρίως στα αρχικά στάδια, υπόσχεται ένα αίσιο, αν και κάπως μακρινό τέρμα»32. Αυτή η σταδιακή μετατροπή του μικρού σπιτιού σε κάτι μεγαλύτερο, βοήθησε επίσης στην ομαλή μετάβαση από το χωριάτικο σπίτι στην πολυκατοικία, έτσι που δεν ένιωσε ο κάτοικος να αποσχίζεται βίαια απ’ όσα τον καθόριζαν. Τέλος, η δημιουργία ορόφων, επέτρεψε να συνεχίσει όλη η οικογένεια να ζει κάτω από την ίδια στέγη, όπως τόσα χρόνια έκανε, διεκδικώντας ταυτόχρονα μια σχετική ανεξαρτησία. Έτσι, σχεδόν όλα τα πανοσηκώματα γίνονταν για να φτιαχτεί σπίτι για τον γιο, την κόρη, τον αδερφό, την ξαδέρφη. Αφενός ήθελαν να μένουν κοντά, για να νιώθουν οικειότητα στο πάντα-κάπως-ανοίκειο περιβάλλον της πόλης. Αφετέρου δεν είχαν και την οικονομική άνεση να πάνε να χτίσουν κάπου αλλού. «Η αγιότητα που λένε της ελληνικής οικογένειας, εγώ λέω πως είναι στη φτώχεια. Έτσι γίνονται αυτά τα βάρη και τα καθήκοντα που φαίνονται αισθήματα».33 Οι οικογενειακοί δεσμοί ανακατανέμονται πλέον καθ’ ύψος. Η Δ. Χατζησάββα παρατηρεί ότι η συνθήκη αυτή οδήγησε σε μια ιδιότυπη εσωστρέφεια των κατοίκων και κάποια αδιαφορία για το δημόσιο χώρο και την αστική συνείδηση.34 31. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 1984, σελ.312 32. Ρωμανός, Α., Κατοικίες «εκτός σχεδίου» (πρόβλημα ή λύση;), σελ.120

33. Χατζής, Δ., Το διπλό βιβλίο, σελ. 43 34. Χατζησάββα, Δ., «Διεκδικήσεις ερμηνειών για την έννοια του εδάφους στη σύγχρονη αρχιτεκτονική», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Aθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ. 190


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

37

«Η βαθμιαία κατάκτηση των διάφορων αστικών αγαθών και ανέσεων από τους μετανάστες, τους οδηγεί ασφαλώς μέσα στους κόλπους της αστικής κοινωνίας, τους συγχωνεύει με την υπόλοιπη πόλη. Αργά, ίσως και με πολλά βάσανα και κόπους, αλλά σίγουρα. Μέσα σ’ αυτά τα αγαθά η στέγη είναι το πιο πρωταρχικό. Και η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης είναι από τα πιο ισχυρά δολώματα της διαδικασίας του πολιτικού προσεταιρισμού από την πόλη δηλαδή την κατεστημένη τάξη. Μάλιστα τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στην προσπάθεια για την απόκτηση στέγης εντείνουν το αίσθημα της κοινωνικής επιτυχίας, όταν κάποτε η στέγη αποκτηθεί και σιγουρευτεί.»35 Φυσικά αρχιτέκτονες δεν εμπλέκονταν σ’ αυτή τη διαδικασία. Το «σχέδιο» και το χτίσιμο το έκαναν σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι οι χρήστες -αρκετοί από αυτούς δούλευαν σε οικοδομή (από τις πιο συχνές δουλείες τότε, τα χρόνια του οικοδομικού πυρετού) οπότε είχαν μάθει «τα βασικά» - τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο, για να καλύψουν τις πιο επιτακτικές βιοτικές τους ανάγκες. Μάστορες και εργολάβοι, που δούλευαν με γνώμονα την οικονομία των υλικών και τα λαϊκά γούστα, εμπλέκονταν σε διάφορα στάδια της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να εισάγουν τα πρότυπα και τις κυρίαρχες τάσεις στα πρόχειρα, αυτοσχέδια αυτά κτίσματα. Πάντοτε στο χτίσιμο του σπιτιού υπεισέρχονταν και θέματα κοινωνικής προβολής, όπως αναφέρθηκε ο χωριάτης έπρεπε να μεταλλαχθεί σε μικροαστό. Η μαστορική αρχιτεκτονική εξυπηρετούσε αρκετά καλά το σκοπό αυτό. Μετέφερε «το ιδίωμα της υψηλής αρχιτεκτονικής στο επίπεδο της φτηνής κατασκευής, απλοποιώντας και μεταποιώντας τα πρότυπα και τις αρχές της υψηλής»36. Αυτό δεν συνεπάγεται μια δουλική απομίμηση, αντιθέτως υπήρχαν αρκετά περιθώρια ανάπτυξης ενός βαθμού πρωτοτυπίας. 35. Ρωμανός, Α., Κατοικίες «εκτός σχεδίου» (πρόβλημα ή λύση;), σελ.122 36. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική, σελ.427


38

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

2.4 ο “χωριάτης” και τα αστικά πρότυπα Από την υψηλή αρχιτεκτονική η μεταπολεμική μικροαστική δανείστηκε διάφορα στοιχεία, τα οποία μετέτρεψε σε δικά της σύμβολα και εμβλήματα. Ένα από αυτά είναι η γωνιακή βεράντα με την ελεύθερη κυλινδρική κολόνα, που όπως σημειώνει ο Φιλιππίδης έχει την προέλευσή της στον προπολεμικό μοντερνισμό και τους γωνιακούς εξώστες των πολυκατοικιών37. Η περιορισμένη επίσης χρήση της ακανόνιστης λιθοδομής στη βάση του κτίσματος, παραπέμπει στη διακοσμητική χρήση της λιθοδομής στην Υψηλή αρχιτεκτονική του ’30. Ακόμα ένα στοιχείο είναι η πιο σκούρα ταινία στο στηθαίο της ταράτσας. Συναντάμε επίσης γείσα σε γωνιακές βεράντες με κυρίως μορφολογική αξία. Τέλος, τοξωτά ανοίγματα σε ισόγειες βεράντες και κεραμίδια σε γείσα ανοιγμάτων θυμίζουν μικτούς λαϊκο-μοντέρνους τύπους της δεκαετίας του ‘30. Η μεταπολεμική εισοδηματική άνοδος επέτρεψε αυτές τις μεταφυτεύσεις στις μικροαστικές γειτονιές38.

Στο εσωτερικό των κατοικιών μπορούμε να «διακρίνουμε τον απόηχο της μεγαλοαστικής κληρονομιάς του 19ου αιώνα» όπως παρατηρεί ο Φιλιππίδης, διαφοροποιώντας τη θέση του από τη γενικότερη περιφρόνηση και απαξίωση που έχει δεχτεί η συγκεκριμένη αισθητική. Βασικά γνωρίσματα είναι η κατάτμηση της κάτοψης σε μικρούς μεταβατικούς χώρους (η είσοδος, το χολ, ο διάδρομος), το γέμισμα του σπιτιού με πλήθος επίπλων (περιμετρικά καρέκλες, εταζέρες, επιβλητικός μπουφές) και γενικά η πληθωρική διακόσμηση και τα μικροαντικείμενα (κρυστάλλινα βάζα, κορνίζες, ζωγραφισμένα πιάτα, πολυέλεοι, ντεκορέ πλακάκια, πίνακες, σεμεδάκια και κεντήματα). «Αυτός ο εξοπλισμός της κατοικίας θεωρήθηκε υποτιμητικά “μικροαστικός”, σημάδι επαρχιωτισμού ακόμα αναφομοίωτου στη ζωή της σύγχρονης πόλης»39. Όσο προσπαθούσαν να αφήσουν πίσω την ταπεινή καταγωγή τους και να ταυτιστούν με τον νέο τόπο ακολουθώντας τα πρότυπα της αγοράς, τόσο αυτή τους ακολουθούσε και τους στιγμάτιζε, ακόμα και ακριβώς μέσω αυτής της αφέλειας τους να προσποιούνται ότι την αρνούνται. 37. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική, σελ.312 38. Φιλιππίδης, Δ., ό.π., σελ.314-15 39. Φιλιππίδης, Δ., Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, σελ. 304-5


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

39

κατόψεις και έπιπλα από το σπίτι της Σ. και του Τ.

Μεγάλες θυσίες έκαναν για να αποκτήσουν τούτες τις πολυτέλειες. Το παράξενο είναι ότι δεν τις χρειάζονταν παρά μόνο για την κοινωνική τους εικόνα. Δεν εντάσσονταν στη ζωή και την καθημερινότητα τους, δεν εξαρτιόταν από αυτές οι συνήθειες και η επιβίωση τους. Ωστόσο προτιμούσαν χίλιες φορές να στερηθούν από αλλού, παρά από το να φτιάξουν «ένα σωστό σπιτικό». Τα αντικείμενα αυτά ένιωθαν ότι τους εκπροσωπούσαν, ήταν κάτι σαν φετίχ40. Μια εμμονή, μια παράλογη λατρεία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λεγόμενη «σαλοτραπεζαρία». Το πιο φροντισμένο και πολυτελές δωμάτιο του σπιτιού, και ταυτόχρονα το πιο άχρηστο και κλειστό. Δεν κάθονταν και δεν έτρωγαν εκεί. Το άνοιγαν μόνο για τους ξένους σε κάποιες γιορτές. Τι χαρά που έπαιρναν όμως όταν έβαζαν κάποιον να κάτσει στον βελούδινο καναπέ και να πιεί από τα πορσελάνινα φλιτζάνια, σερβιρισμένα με τον ασημένιο δίσκο στο μαρμάρινο τραπεζάκι!

40. Miller, D., 2001, «Possessions», Home Possessions. Material Culture Behind Closed Doors, Οxford and New York: Berg, 2001


40

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

«Τσοπάνης ήμουνα. Ήρθα και δούλεψα στο Δρομοκαΐτειο κηπουρός, μην κοιτάς τώρα που κάνουμε τους ευρωπαίους...» Έτσι μου είπε ο κύριος Γιώργος, όταν τον επισκέφθηκα στο σπίτι του στο Χαϊδάρι. Αξίζει να αφιερώσω εδώ λίγο περισσότερο χρόνο σ’ αυτόν και το σπίτι τους, παρ’ όλο που δεν είναι το βασικό παράδειγμα της έρευνάς μου. Με οδήγησαν να κάτσω στην τραπεζαρία και η γυναίκα του με σέρβιρε γλυκό του κουταλιού. Όσο μιλάγαμε, συνεχώς τον μάλωνε που ξέστρωνε με το χέρι του το τραπεζομάντηλο. Έφυγαν από το χωριό το 1954. Αρχίσαν να φτιάχνουν ένα σπίτι αλλά ήταν εκτός σχεδίου και τελικά τους το γκρέμισαν. Αργότερα πήραν δάνειο και έφτιαξαν το ισόγειο με έναν εργολάβο. Τελείωσε το 71’. Λίγα χρόνια μετά, το ’89 έφτιαξε από πάνω έναν όροφο για την κόρη του και έναν για τον γιο του. Η οικογένεια αυτή είναι ένα από τα κομμάτια της κατάστασης που περιέγραψα και το σπίτι τους ένα ισόγειο σε μια τυπική μικροαστική πολυκατοικία των δυτικών προαστίων.

«Ο μετανάστης ξεκινά άστεγος, άνεργος και δυσαρεστημένος, περνά από ένα μακρύ στάδιο ελπίδας και ονείρων, κομπίνας και αγωνίας και τέλος μπαίνει στην περίοδο της κοινωνικής δικαιώσεως. (…) δε διαφέρει πια σε τίποτα από «εμάς τους υπόλοιπους.»41

41. Ρωμανός, A., Κατοικίες «εκτός σχεδίου» (πρόβλημα ή λύση;), σελ.123


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

41

Κάποιες φορές φαίνεται σαν να μη φτάνει ο χώρος και κάποιες σαν να περισσεύει. Κινούμενοι έτσι μέσα στο σπίτι οι κάτοικοι ωθούνται σε αναγκαστικά πλησιάσματα και απομακρύνσεις. Τo χολ είναι πολύ μικρός, σχεδόν ελάχιστος τετράγωνος χώρος που περιβάλλεται από πόρτες. Παρά το πολύ μικρό του μέγεθος υπάρχουν έπιπλα και εκεί, δεν είναι άδειο. Η σαλοτραπεζαρία είναι πολύ φροντισμένη αλλά είναι μόνο για τους ξένους και τις γιορτές. Ο καναπές και οι καρέκλες εκεί είναι επενδυμένα με βελούδο και στο ταβάνι κρέμονται πολυέλαιοι. Δίπλα στην τραπεζαρία έχει αρχίσει να σχηματίζεται ένα δεύτερο καθιστικό το οποίο είναι λιγότερο πολυτελές, άρα μπορούν να κάθονται. Προσέχουν καθημερινά και επιμελώς αυτούς τους χώρους, ενώ κάθονται, συναντιούνται, τρώνε, μιλάνε, πίνουν καφέ, βλέπουν τηλεόραση, πίσω στην κουζίνα. Εκεί υπάρχει ένας ξύλινος «χωριάτικος» καναπές και ένα εικονοστάσι. Το υπνοδωμάτιο τους έχει μόνο ένα κρεβάτι και μια ντουλάπα.

Έτσι το σπίτι είναι διαιρεμένο σε δύο διακριτές ενότητες. Στο πίσω κομμάτι του σπιτιού, την κουζίνα, το μπάνιο και το υπνοδωμάτιο, εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ζωή τους. Η ενότητα αυτή παρουσιάζει μια χαρακτηριστική λιτότητα. Το άλλο μισό του σπιτιού, το σαλόνι και η τραπεζαρία, είναι ακατοίκητο και πολυτελές, εμφανές από το δρόμο και βγαίνει στην αυλή.


42

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Οι άνθρωποι αυτοί, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο χωριό, προσπάθησαν να κρύψουν την καταγωγή και την ταυτότητα τους. Στην πίσω πλευρά, στα δωμάτια που δεν θα μπει κανείς. Κατασκεύασαν μια άλλη πραγματικότητα στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, στην οποία μπορούν να είναι αυτοί οι άλλοι που θα ήθελαν, και την προσέχουν ως κόρη οφθαλμού. Από χωριάτες γίνονται μικροαστοί, όπως τα σώματα τους περνούν από τον ένα χώρο στον άλλο. Εκεί, που συμβαίνουν τα πιο σημαντικά συμβάντα της ζωής τους, ο ύπνος, το φαγητό, οι μεταξύ τους συναντήσεις, δεν θα μπορούσαν να μην είναι ειλικρινείς. Αντίθετα, μπροστά, στη βιτρίνα του σπιτιού, στο δρόμο, στη γειτονιά, ντύνονται και σκηνοθετούνται. Έχουν τη δυνατότητα να είναι κάποιοι άλλοι. «Καταπίεση του αγροτικού, της ιστορικής του τρωτότητας και την ίδια στιγμή ανικανότητα της μοντερνικότητας να τους μεταμορφώσει πλήρως»42. «Το σπιτικό δεν είναι μια πραγματική ανάγκη αλλά ένα σύμβολο.»43 Σ’ αυτή τη διαδικασία τα αντικείμενα δεν είναι μόνο ένα σκηνικό, ούτε απλές δηλώσεις ταυτοτήτων και αξιών. Έχουν δύναμη πάνω στις αλλαγές που συντελούνται. Αλληλοεπιδρούν με τους κατοίκους, όταν τα κοιτούν, τα χρησιμοποιούν, όταν προσπαθούν να τα οικειοποιηθούν44. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό, σιωπηλά, είναι εκείνα που τους κάνουν να γίνονται αυτοί οι άλλοι. Εκείνα είναι πάλι που τους κάνουν να είναι αυτοί που ήταν κάποτε. «Τα πράγματα μπορούν να δουλέψουν με έναν τρόπο, που οι λέξεις δε θα μπορούσαν.»45

43. Ράπαπορτ, Α., Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, σελ. 177 45. Tilley, C., «Ethnography and material culture», Handbook of Ethnography, London: Sage, 2001, σελ. 260


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

43

Τις περισσότερες φορές τα δάπεδα των σπιτιών αυτών είναι στρωμένα με μωσαϊκά. Σαν ένα «πέτρινο χαλί από βότσαλα και μάρμαρα», το μωσαϊκό, που μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα και να πλαισιώνεται από μαρμάρινες ταινίες, εισάγει κάτι το γήινο στο εσωτερικό του κάθε δωματίου. Σαν το άγριο, κακοτράχαλο έδαφος του χωριού να έχει περάσει από μια διαδικασία λείανσης για να είναι καθαρό και ευχάριστο να το περπατάς. Κοιτώντας τα μωσαϊκά, ο μετέωρος ανάμεσα σε πόλη και χωριό κάτοικος, μπορεί να δει «έναν μυσταγωγικό κατοπτρισμό της επανένωσης των κομματιών που γύρω του και, κυρίως, μέσα του προσπαθεί συνεχώς να συνταιριάξει»46.

46. Μανωλίδης,K., Εδαφολόγιο, Αθήνα: εκδόσεις Νήσος, 2017, σελ.47-48


44

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Το σπίτι του κύριου Γιώργου, αλλά και το σπίτι καθενός που έφυγε από το χωριό, μπορείς να το διακρίνεις και από κάτι ακόμα. Την αυλή. Προσπαθούν να εισάγουν στην πόλη μια ορισμένη δοσολογία φύσης, το απωθημένο της υπαίθριας ζωής δεν τους έχει εγκαταλείψει47. Με περίσσεια φροντίδα ασχολούνται με τα φυτά και τα λουλούδια τους. Αν έχουν την τύχη να διαθέτουν και πρόσβαση στη γη, μπορεί να έχουν και κάποιο δέντρο. Μια λεμονιά ίσως. Θεωρούν υποχρέωση τους να διαμορφώσουν και να περιποιούνται και το χώρο που περιβάλει το σπίτι τους, το κομμάτι του πεζοδρομίου ή του δρόμου με το οποίο συνορεύουν. Δεν αντιλαμβάνονται αυτούς τους χώρους ως δημόσια περάσματα, αλλά περισσότερο ως προεκτάσεις των αυλών τους. Φυτεύουν εκεί δέντρα και τακτοποιούν επιμελώς τις γλάστρες τους48. Πολλές φορές κάθονται εκεί απολαμβάνοντας τα φυτά τους και την κίνηση της γειτονιάς. Συνήθεια που ριζώνει στο παλιό χωριάτικο σπίτι. Αυτή η στοιχειώδης επαφή με τη γη και τη γειτονιά θαρρώ πως είναι και ένας από τους λόγους που μένουν σχεδόν πάντα στα ισόγεια, ενώ δίνουν απλόχερα τους ορόφους στα παιδιά τους. Σε πολλά από αυτά τα σπίτια τα κάγκελα και οι εξώπορτες είναι επιφάνειες έκφρασης και όχι μόνο στοιχεία προστασίας. Σαν «περικοκλάδες έτοιμες να ανθίσουν»49, τα μεταλλικά ελάσματα λυγίζουν και κάμπτονται, προσπαθώντας να εισάγουν στον περιορισμένο χώρο του σπιτιού λίγη ακόμα από τη φύση που τους λείπει. «Κατά την εξορία ή τη μετανάστευση η ιδέα του σπιτικού μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα από στυλ και πρακτικές, ντυσίματα και αντικείμενα, μνήμες και μύθους, λέξεις, αστεία, μυρωδιές.»50

47. Σχίζας, Γ., «Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης

(επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ. 85

48. Ο κύριος Γιώργος μου έδειξε ότι έχει περάσει ολόκληρο σύστημα αυτόματου ποτίσματος κάτω από τη

μάντρα του και τις πλάκες του πεζοδρομίου για να ποτίζονται τα φυτά που έβαλε εκεί. 49. Μανωλίδης, Κ., Εδαφολόγιο, σελ. 121-22 50. Petridou, Ε., «The Taste of Home»,Home Possessions, D. Miller (επιμ.), Oxford: Berg, 2001, σελ. 88


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

45

«Πρέπει να δούμε αυτή την ομορφιά παραμερίζοντας τα απλωμένα σεντόνια της μπουγάδας και τα σώβρακα σε μια αυλή ονειρική με λουλούδια και τενεκέδες.»51

51. Φασιανός, Α., «Τα μικρά σπίτια, αληθινά ποιήματα αρχιτεκτονικής», Ανθολογία κειμένων ελληνικης

αρχιτεκτονικής 1925-2002, Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Aθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 2006, σελ. 150


46

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

2.5 η έλλειψη του χωριού οι επιστροφές Έτσι ο μετανάστης, μετά από προσπάθειες χρόνων, καταφέρνει να φτιάξει μέσα στην πόλη τον δικό του ξεχωριστό «θύλακα ασφάλειας και βολής». Ένα σπίτι, μια επίπλωση, μια αυλή. Στο τέλος όμως αναγνωρίζει, ότι δεν μπορεί το μέσα να αυτονομηθεί από το έξω. Και όσο έξω το άτομο δεν ικανοποιείται και βάλλεται από πολλές δυσχέρειες, δεν είναι εφικτό να ζήσει μια εύκολη ζωή μέσα στα δωμάτια του. «Τα αρνητικά συναισθήματα μετριάζονται από την, με τεχνικά μέσα, δημιουργημένη άνεση»52. Όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Οι ποιοτικοί όροι διαβίωσης στην πόλη αρχίζουν να αμφισβητούνται. Η φαντασίωση ότι όλα εδώ θα είναι πιο εύκολα διαψεύδεται και ο μόχθος επανεμφανίζεται στα αστικά κέντρα. Η διάψευση αυτή προκαλεί μια νέα δυσαρέσκεια. «Ο κάτοικος έχοντας μόλις αγγίξει το επιπλέον, αντιλαμβάνεται την ίδια στιγμή πως του αφαιρείται το στοιχειώδες»53. «Και, λοιπόν, είναι ψέματα κι ο μεγάλος ο κόσμος, είναι οι μικρούτσικοι κόσμοι μαζί. Και μένω πάλι χωρίς την πατρίδα, χωρίς μικρούτσικο κόσμο δικό μου -που δεν τον έχω- και χωρίς τη νοσταλγία του μεγάλου κόσμου -που δεν υπάρχει.»54 Το χωριό λείπει. Και οι άνθρωποι του. Κι αυτό προκαλεί έναν πόνο που δεν θεραπεύεται. Οι ξενιτεμένοι ακούνε Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, βλέπουν ταινίες του Ξανθόπουλου ξανά και ξανά, αναβιώνοντας τον «πόνο του ξεριζωμού». Αλλά και πίσω στο χωριό ο πόνος δεν είναι μικρότερος. Όσοι έμειναν, σε μια ύπαιθρο ρημαγμένη, αναγκασμένοι να βλέπουν τους δικούς τους να φεύγουν ένας ένας, φτιάχνουν τραγούδια και μοιρολόγια, οργανώνουν γλέντια και χορούς προσπαθώντας να ελαφρύνουν το βάρος της απώλειας και του αποχωρισμού.

52. Καραποστόλης, Β., Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου, σελ. 49 53. Καραποστόλης, Β., ό.π., σελ. 49 54. Χατζής, Δ., Το διπλό βιβλίο, σελ. 65


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

«χωριό μου, χωριουδάκι μου και πατρικό σπιτάκι μου στη σκέψη μου σας έχω νύχτα μέρα»55

55. Στίχοι από τραγούδι της Σοφίας Βέμπω

47


48

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Την περίοδο αυτή συντελούνται σημαντικές αλλαγές που κάνουν πλέον την επιστροφή στο χωριό εφικτή. Ο καπιταλισμός δίνει την διέξοδο του στη δυσαρέσκεια που δημιούργησε η απομάκρυνση από την ύπαιθρο. Τουρισμός. Αυτός υποστηρίζεται και ενισχύεται σημαντικά από τα μεγάλα έργα οδοποιίας στην πρωτεύουσα και στην επαρχία, που είχαν ξεκινήσει από το 1952. Έργα που γίνονται εμβλήματα της ανάπτυξης και της ευημερίας την οποία διανύει η ελληνική οικονομία56. Τώρα το πετυχημένο κοινωνικό και καταναλωτικό πρότυπο επιβάλει το αυτοκίνητο, τη δυνατότητα παραθερισμού, τη δεύτερη κατοικία. Ο μικροαστός προσπαθεί να ακολουθήσει. Αρχίζει δειλά δειλά τις εξορμήσεις με το αστικό λεωφορείο σε κοντινές παραλίες. Τη δεκαετία του 70 σχεδόν κάθε οικογένεια έχει ένα αυτοκίνητο και το τουριστικό ταξίδι έχει καθιερωθεί. Η ύπαιθρος επανέρχεται στη ζωή του αστικοποιημένου πληθυσμού. Σε διακοπές και αργίες όλοι σπεύδουν να φύγουν από την πόλη. Στο αν και το πως θα το καταφέρουν, κρίνεται η διατήρηση της επισφαλούς κοινωνικής θέσης που έχουν κατακτήσει. «Ένας κόσμος της στέρησης και της φτώχειας γνωρίζεται τώρα ξαφνικά με το χρήμα, ζαλίζεται, αγριεύει και μη έχοντας ρίζα καμιάχάνεται».57 «Και σκέφτομαι πάλι – έτσι είναι αυτός ο δικός μας, ο σημερινός μας ο κόσμος. Όλα μας τα ‘χει φκιασμένα, κανονισμένα, δε λείπει τίποτα – τον εαυτό σου μονάχα δεν ξέρεις τι να τον κάνεις.»58 Τα χρόνια της διαμονής σε έναν μόνο τόπο έχουν παρέλθει. Η στασιμότητα θεωρείται συνώνυμο της καθυστέρησης, του εγκλεισμού59. Ξεκινά η περίοδος των σύγχρονων νομάδων. Μπορούν να πάνε οπουδήποτε, τα τουριστικά θέρετρα απλώνονται παντού, ιδιαίτερα κατά μήκος των ακτών. Μέσα σε συνθήκες ανεξέλεγκτης υπερκινητικότητας, πολλοί είναι αυτοί που δεν επιλέγουν «να επιστρέφουν στον τόπο καταγωγής και την κοινότητα του μόχθου, αλλά αναζητούν νέες εμπειρίες και διασκεδάσεις σε όμορφες παραθαλάσσιες περιοχές». Η ύπαιθρος προβάλλεται πλέον ως εξαγώγιμο τουριστικό προϊόν.60

56. Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική αρχιτεκτονική, σελ.253 57. Χατζής, Δ., Το διπλό βιβλίο, σελ.150 58. Χατζής, Δ., ό.π., σελ.75 59. Καραποστόλης, B., Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου, σελ.51 60. Βάμβακας, B., «Η ελληνική ύπαιθρος στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση», Η διεκδίκηση της υπαίθρου,

Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ. 392


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

49

«Κατά κάποιο τρόπο οι δυνάμεις που άδειασαν την ελληνική περιφέρεια με τα κύματα της μετανάστευσης και της αστυφιλίας, μεταβολισμένες σε μια νέα επιθετική δύναμη, επαναποίκησαν το τοπίο της υπαίθρου σαν την παλίρροια που ακολουθεί την άμπωτη.»61

61. Μανωλίδης, K., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ. 73


50

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Σύμφωνα με τον Κ. Μανωλίδη, τα δραματικά γεγονότα των προηγούμενων δεκαετιών έχουν προξενήσει ένα «πολιτισμικό τραύμα», ένα κοινό αρνητικό αίσθημα το οποίο δεν επηρέασε μόνο όσους το βίωσαν άμεσα άλλα πολλοί ακόμα το εγκολπώθηκαν έμμεσα από τη συλλογική μνήμη. Με την επαναπροσέγγιση του τόπου της «αρχικής τραυματικής συνθήκης» το άτομο υποχρεώνεται να έρθει ξανά σε επαφή με την αρνητικότητα που αυτός αντιπροσωπεύει. «Έτσι στο εκ νέου πλησίασμα της υπαίθρου ρίχνεται η βαριά σκιά της ματαίωσης που έχει προηγηθεί παρόλο που αυτή δεν είναι ορατή στην γιορτινή διάθεση μιας κυριακάτικης εκδρομής».62 Παρά το δόλωμα του τουρισμού και τη μνήμη του τραύματος, «το περιοδικό προσκύνημα στο προγονικό χωριό» καθιερώνεται. Ένας υποτυπώδης δεσμός με το χωριό επιβιώνει. Οι περισσότεροι έχουν ακόμα οικογένειες εκεί της οποίες θα θελήσουν να δουν. Στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, πολλοί θα θυμούνται την καταγωγή τους και κάποτε θα φλερτάρουν και με την πιθανότητα επιστροφής. Αυτή όμως δεν θα πραγματοποιείται γιατί παρόλο που η ύπαιθρος «γίνεται υπόσχεση αναζωογόνησης και ευεξίας» εξακολουθεί να θυμίζει τα δεινά και τα αδιέξοδα του παρελθόντος. Δημιουργείται έτσι «μια σχέση έλξης/άπωσης (…) Αυτό που μοιάζει σαν εστία μιας απροσδιόριστης αναβάπτισης και επανασύνδεσης με ξεχασμένα νοήματα, αντιμετωπίζεται παράλληλα και ως πεδίο λεηλασίας»63. Η φύση έγινε ασυναίσθητα ένας εχθρός που βγάζει στην επιφάνεια και αποκλίνουσες, επιθετικές συμπεριφορές. Όλοι διεκδικούν τον καθαρό αέρα της εξοχής. Αρχίζει μια λογική αντιμετώπισης της γης ως εν δυνάμει οικόπεδο, η ύπαιθρος κατακερματίζεται. Κανείς δε θα μείνει παραπονεμένος. Το εξοχικό ασκεί μια έλξη ακαταμάχητη. Ο μετανάστης που αγωνιούσε να εδραιώσει με μια κατοικία την παρουσία του στην πόλη, τώρα σπεύδει να επαν- εδραιώσει την παρουσία του και στην ύπαιθρο, που πριν χρόνια τον είχε διώξει. Η «καθολική προσήλωση στο καθήκον της οικοδόμησης» λόγω της αρχικής απώλειας της εστίας, φαίνεται να μη φθίνει όσο περνάνε τα χρόνια και όσο η απόσταση με το τραύμα αυξάνεται, αλλά αντίθετα διογκώνεται. Ο Κ. Μανωλίδης αναγνωρίζει σε αυτή την συμπεριφορά χαρακτηριστικά διαταραχής. Παρόμοια με το λεγόμενο «κατοχικό σύνδρομο», που η μνήμη της πείνας αποδιοργάνωσε την αντίληψη για τον διατροφικό κορεσμό μέχρι πολλά χρόνια μετά την Κατοχή64. «Ο θρίαμβος της αστικοποίησης είναι “λειψός”, η ήττα της υπαίθρου όχι ολοκληρωτική. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι αντίστοιχα ένας θρίαμβος και μια ήττα.»65

62. Μανωλίδης, K., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ. 72, 73 63. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ. 73 64. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ. 76 65. Σχίζας, Γ., Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου, σελ. 89


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

51

2.6 φτάνοντας στο σήμερα Περνώντας τα χρόνια, η κινητικότητα αυτή καθιερώνεται. Τόσο τα Σαββατοκύριακα, όσο και σε διακοπές, μεγάλες γιορτές, αργίες, οι άνθρωποι των πόλεων πραγματοποιούν μαζικές εξόδους προς την ύπαιθρο και τα χωριά. Ο Χ. Ιακωβίδης αναφέρει εξωφρενικούς αριθμούς φυγάδων, της τάξεως των 2,5 εκατομμυρίων66. Ένα σμήνος από Ι.Χ. κατευθύνεται μέσω των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων και των επαρχιακών οδών, προς αυτά τα μέρη που τον υπόλοιπο χρόνο παραμένουν ξεχασμένα, ερημωμένα. Προς αυτά τα σπίτια που έχουν τα παντζούρια τους κλειστά, τα ψυγεία τους αποσυνδεδεμένα, τις αυλές τους γεμάτες αγριόχορτα. Προς αυτά τα σπίτια που ίσως ακόμα ζει μια γιαγιά και περιμένει. Ο Θ. Καναρέλης ονομάζει αυτές τις μετακινήσεις τελετές του Σαββατοκύριακου. Τελετή είναι η περιοδικά επαναλαμβανόμενη πράξη από την οποία ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος βιολογικά η ψυχολογικά. Η προσπάθεια για επανασύνδεση ανά τακτά διαστήματα με κάτι ζωτικό που νιώθουμε ότι υπάρχει στο χωριό και περιμένει, δημιουργεί σταδιακά μια ψυχολογική εξάρτηση που μετατρέπει την έξοδο σε τελετή.67 «Το Σαββατοκύριακο στέκεται σαν μια υπόσχεση που θα λυτρώσει από όλα τα τραύματα, όλες τις απώλειες, τις βλάβες που δείχνει ο άνθρωπος να βιώνει καθημερινά. Είναι η τομή του χρόνου, ο αρμός ενός δύσκολου βίου. Εκεί είναι αποθηκευμένα και μας περιμένουν φίλοι και συγγενείς, η φύση, ο επινοημένος αντίπαλος, τα δύσκολα αισθήματα, ο ήλιος, η θάλασσα, άχρηστα, χρήσιμα, πολύτιμα όνειρα και απωθημένα του εβδομαδιαίου «κανονικού» βίου. Περισσεύματα, φαντασιώσεις, υποχρεώσεις, ο φόβος και η σπατάλη»68.

66. Σχίζας, Γ., Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου, σελ. 88 67. Καναρέλης, Θ., «Τελετές του Σαββατοκύριακου «Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά»», Η

διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ. 425

68. Καναρέλης, Θ., ό.π., σελ. 421


52

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Η ταινία του Κ. Γιάνναρη «Δεκαπενταύγουστος» μας βάζει για τα καλά σ’ αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια για φυγή από την πόλη. Σ’ αυτήν την πολυπόθητη απόδραση που συνοδεύεται από προσευχές, ελάχιστα λυτρωτικές, γιατί είναι γεμάτες νευρώσεις και ψυχαναγκασμούς. Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα, καύσωνας, το καλοκαίρι τελειώνει κι όλοι προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο να φύγουν. Η πόλη αδειάζει, οι κάτοικοι της την εγκαταλείπουν. «-Όπου φύγει φύγει... -Μόνο οι τρελοί θα μείνουν (…) Δε λέει η Αθήνα πια. Επαρχία να ανοίξει το μάτι, να καταλάβουμε τι μας γίνεται». Καιρός για θαύματα. Καιρός να γίνουμε άλλοι, να αναγεννηθούμε. Τα διαμερίσματα μένουν άδεια, οι διαρρήκτες κινούνται μέσα τους με άνεση. Στους δρόμους, μποτιλιάρισμα, πολλά ατυχήματα συμβαίνουν, η άσφαλτος βάφεται με αίμα. Κινήσεις νευρικές, σπασμωδικές επιθετικές. Τα προβλήματά δεν έχουν μείνει πίσω στα διαμερίσματα, αλλά έρχονται κι αυτά μαζί. Ας κάνουμε και κανένα σταυρόλεξο να περάσει η ώρα. Ας βγάλουμε και ένα βίντεο να τα θυμόμαστε. Προσπαθείς να αλλάξεις τη ζωή σου. Ελπίζεις ότι θα γυρίσεις ένας άλλος. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας που φεύγουν, διασπείρονται στην ελληνική επαρχία και πάνε προς όπου νομίζει ο καθένας ότι θα σωθεί. Πίσω στα σπίτια τους, ένας διαρρήκτης κοιμάται στα κρεβάτια τους, πίνει το γάλα τους, φοράει τα ρούχα τους, μαθαίνει τις σκοτεινές ζωές τους. Τα σπίτια τους μιλούν για αυτά που είναι ακόμα κι όταν αυτοί είναι απόντες. Τελικά φαίνεται ότι «οι τελετές είναι λυτρωτικές μόνο όταν οι φραγμοί του εγώ καταρρέουν»69. Έτσι, πόλη και ελεύθερος χρόνος διαχωρίζονται. Τέτοιες μέρες που «μόνο οι τρελοί» μένουν πίσω, όλοι επιθυμούν να επανασυνδεθούν με τη φύση, με τις αναμνήσεις και τις μυθολογίες τους. Η επιστροφή αυτή «θα αντλήσει ηθική νομιμοποίηση και από τη σταδιακή γενίκευση μιας απορριπτικής για την πόλη ρητορικής»70. Είτε αυτή θεωρηθεί βάσιμη, αν αναλογιστούμε τα υπαρκτά προβλήματα της αστικής ζωής, είτε κοινωνικό κλισέ, είναι σίγουρο ότι ανατροφοδοτεί τα νοήματα της υπαίθρου. «Σημειώνεται λοιπόν μια παράδοξη αντιστροφή: η ύπαιθρος ταυτισμένη μέχρι πρόσφατα με τον πνιγηρό ορίζοντα και την υστέρηση της επαρχίας μετατρέπεται στο σύμβολο του απεγκλωβισμού από τη νέα ασφυξία που προκαλεί η πόλη».71 Το άτομο νιώθει ότι η απαιτητική και περίπλοκη ζωή της πόλης αναστέλλεται τεχνητά με την επιστροφή σε παλαιότερες εποχές με τη μορφή των διακοπών. Ωστόσο αυτό το παρελθόν είναι πλασματικό καθώς η ύπαιθρος ποτέ δεν ήταν η παραθεριστική ουτοπία που είναι στις φαντασιώσεις του. «Μια επιστροφή σε ένα παρελθόν όχι ιστορικό αλλά αισθησιακό».72 Η μυθολογία του αγροτικού παραδείσου ενεργοποιεί το φαντασιακό του νεοέλληνα που διαθέτει ακόμα ζωντανές ρίζες στην ύπαιθρο. Καταφεύγει εκεί αναζητώντας να 69. Καναρέλης, Θ., Τελετές του Σαββατοκύριακου «Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά», σελ. 426 70. Μανωλίδης, Κ., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ. 76 71. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ. 77 72. Μανωλίδης, Κ., Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις

Ίνδικτος, 2009, σελ. 13


2 | ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : ΜΙΑ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

53

ξανακερδίσει μια αυθεντική σχέση με τα πράγματα, να γίνει κομμάτι μιας συλλογικής ζωής, να απελευθερωθεί, να «γεμίσει της μπαταρίες του». Ο αγροτικός χώρος ήταν στιγματισμένος ως ένα καθυστερημένο στάδιο σε σχέση με τον αστικό πολιτισμό. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την εξιδανίκευση του «λαού της υπαίθρου ως θεμέλιο της εθνικής ταυτότητας»73. Στην Αθήνα οι κάτοικοι πάντα νιώθουν και λίγο ξένοι, η φαντασιακή τους πατρίδα είναι το χωριό. Ακόμα και αν δεν έχουν μεγαλώσει εκεί. «Από που είσαι;» ρωτάνε πάντα. Και μπορεί να απευθύνονται σε εσωτερικούς μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς74. Η επιστροφή στο χωριό είναι μια από τις πιο αγαπημένες τελετές. Αυτός ο λανθάνοντας πληθυσμός που κινείται διαρκώς σε μια ταλάντωση μεταξύ πόλης και χωριού είναι και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ελληνικής επαρχίας. Στην αναβίωση των ιδιαίτερων πατρίδων τους ωθούνται και από συναισθηματικού λόγους, όχι μόνο από περιβαλλοντικούς. Ανάμνηση, νοσταλγία, απόδραση. Ο αστικός πολιτισμός της κινητικότητας έχει ανάγκη και από τόπους σταθερούς. Χωρίς αυτούς ο άνθρωπος θα ήταν ένα σκόρπιο πλάσμα.75 «Αν όχι αυτά τα Χριστούγεννα, το Πάσχα θα πάμε σίγουρα στο χωριό». Στο χωριό και το πατρογονικό σπίτι, ή σε κάποιο καινούργιο σπίτι που φτιάξαν στο χωριό. Πάντα εκεί. Πάντα έτοιμο να τους υποδεχτεί. «Ο νέος Έλληνας έχει την ευκαιρία να απαλύνει την νοσταλγία του, η φύση και ο γενέθλιος τόπος τον περιμένουν για να του ξαναδώσουν όσα στερήθηκε, να γιατρέψουν, όπως πάντα έκαναν, τον πόνο.»76

73. Μανωλίδης, Κ., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ. 70 74. Παπαδόπουλος, Λ., «Εδώ ας σταθώ, κι ας δω κ’ εγώ την φύση λίγο», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ.

Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ. 171 75. Bachelard,G., Η ποιητική του χώρου, Αθήνα: εκδόσεις Χατζηνικολή, 2014, σελ. 34 76. Καναρέλης, Θ., Τελετές του Σαββατοκύριακου «Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά…», σελ. 423



3

ΤΟ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ


56


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

57

Ο Βασίλης είναι πενήντα χρόνων, ζει και εργάζεται στην Αθήνα, ενώ κατάγεται από χωριό με το οποίο διατηρεί στενή σχέση. Πηγαινοέρχεται εκεί μόνος του συχνά, ανά μία ή δύο βδομάδες, για να δει τη μαμά του και να ασχοληθεί με τα χωράφια του. Στις γιορτές, τις διακοπές και τις αργίες μαζί του έρχονται η γυναίκα και τα παιδιά του. Η οικογένειά του αποτελείται από τη γυναίκα του, τη Μαρία, τα παιδιά τους, Ελένη, Μιχάλη και Αριάδνη και τη μαμά της Μαρίας, γιαγιά Ελένη, που ζουν στην Αθήνα, καθώς και τη μαμά του που ζει στο χωριό. Ακολουθεί μια σύντομη παρουσίαση της ζωής του Βασίλη μέσω των σπιτιών που κατοίκησε. «Το να μιλήσεις για ένα σπίτι εμπεριέχει το να μιλήσεις για την ιστορία μιας ζωής.»77

70. Miller, D., 1997, Consumption and its consequences, στο H. Mackey (επιμ.), Consumption and Everyday Life, σελ.51


58


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

59

3.1 η διαδρομή 3.1.1 το χωριό παλιά (το πρώτο σπίτι) Το σπίτι που μεγάλωσε, βρίσκεται στο χωριό Γυμνό, στην Εύβοια. Ήταν μονώροφο και μικρό. Περιβαλλόταν από αυλή στην οποία εδώ κι εκεί υπήρχαν διάφορες υποστηρικτικές κατασκευές. Χτίστηκε το ’57 χωρίς σχέδιο, από μάστορες του χωριού και οδηγίες του πατέρα του. Ζούσε εκεί με τους γονείς του, την αδερφή του, τη γιαγιά του και τον παππού του. Το ’83 ο πατέρας τους αποφάσισε να φτιάξει πάνω από το σπίτι τους έναν όροφο για το κάθε παιδί. Έβγαλε τις άδειες και πέσαν τα μπετά του πρώτου ορόφου.

3.1.2 ο ερχομός στην Αθήνα Όταν έγιναν δεκαοχτώ, ο Βασίλης με την αδερφή του έφυγαν για σπουδές στην Αθήνα, όπου έμειναν σε ένα διαμέρισμα στα Πατήσια μαζί. Ο Βασίλης μου περιγράφει πως δεν κατάφερε ποτέ να νιώσει οικεία και άνετα στο χώρο ενός διαμερίσματος. Γι’ αυτό και δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το χωριό, ποτέ δεν σταμάτησε να επιστρέφει σ’ αυτό. «Πάντα γύρναγα εδώ... εδώ ήταν το σημείο αναφοράς. Και ειδικά τα πρώτα χρόνια, με λύσσα γύρναγα πίσω. Τις Παρασκευές έφευγα σαν κυνηγημένος από την Αθήνα». «Αν ξαναγυρίζουμε στο παλιό σπιτικό όπως ξαναγυρίζουμε στη φωλιά, είναι γιατί οι αναμνήσεις μας είναι όνειρα, είναι γιατί το σπίτι του παρελθόντος έχει γίνει μια μεγάλη εικόνα, η μεγάλη εικόνα της χαμένης οικειότητας.»78 Αργότερα μετακόμισε με τη Μαρία στο πατρικό της, ένα διαμέρισμα στην Νέα Ιωνία. Έμειναν εκεί πέντε χρόνια, μέχρι την γέννηση του δεύτερού τους παιδιού, του Μιχάλη.

78.

Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ. 127


60

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.1.3 το σπίτι τους στην Αθήνα (το δεύτερο σπίτι) Η στενότητα του διαμερίσματος τους πίεζε πολύ και έτσι πήραν την απόφαση να αγοράσουν ένα δικό τους σπίτι, πιο άνετο, και να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Ψάχνοντας βρήκαν το σπίτι στον Άγιο Στέφανο, το όποιο και αγόρασαν με δάνειο το 2009. Έκτοτε ζουν εκεί, σε μια μονοκατοικία του 1990, περιστοιχισμένη από αυλή, με μεσοτοιχία μόνο τη μια της πλευρά, αφήνοντας έτσι για πάντα τα διαμερίσματα του κέντρου.

3.1.4 το καινούργιο σπίτι στο χωριό (το τρίτο σπίτι) Την ίδια περίπου περίοδο, ο Βασίλης αποφάσισε να ολοκληρώσει και το σπίτι στο χωριό, αυτό που είχε αρχίσει πριν 25 χρόνια ο πατέρας του. Από όταν έφυγε για να μείνει στην Αθήνα, κάθε φορά που επέστρεφε στο χωριό έμενε στο παιδικό του δωμάτιο όταν ήταν μόνος του, ενώ αργότερα, όταν ήταν με όλη του την οικογένεια μοιράζονταν στο δικό του δωμάτιο και της αδερφής του. «Όταν έκανα δική μου οικογένεια θέλαμε δικό μας σπίτι». Επίσης ασχολούνταν με διάφορες αγροτικές εργασίες όποτε χρειάζονταν και έναν χώρο για να φυλάει όσα σχετίζονταν με αυτές. «Επιδίωκα να κάνω ένα χώρο που να με ικανοποιεί. Να αποθηκεύω κάπου καλά τα κανάτια, τα κρασιά μου, τα εργαλεία μου». Αυτή τη φορά πολιτικός μηχανικός ανέλαβε τα σχέδια και την υλοποίηση μάστορες. Όλα φτιάχτηκαν σιγά σιγά. Ακόμα και όταν η οικοδομή ολοκληρώθηκε το σπίτι ήταν άδειο. Κάθε φορά που ερχόταν έφερνε κι από κάτι, επισκεύαζε κάτι άλλο. Πήρε αρκετά χρόνια να καταφέρει το γιαπί να γίνει σπίτι. Για χρόνια παρέμενε κάτι το ανολοκλήρωτο, το ημιτελές. Εξωτερικά, ακόμη και σήμερα, οι αναμονές στο δώμα και οι δυο κολόνες που στέκουν μόνες τους σαν τοτέμ, δεν δίνουν την εικόνα ενός ολοκληρωμένου οικοδομήματος. Ίσως κάποια στιγμή ένας ακόμα όροφος να χτιστεί ή ίσως και να παραμείνουν σε μια εσαεί αναμονή.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

61

3.2 ο στόχος μου Κάπως έτσι έχουν, λοιπόν, τα πράγματα. Αυτά είναι όλα τα βήματα που οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση κατοίκησης. Από το παλιό σπίτι στο χωριό, το σπίτι των παιδικών χρόνων, στα διαμερίσματα του κέντρου της Αθήνας, τα μεταβατικά χρόνια, και πλέον σε μια συνθήκη που μοιάζει επιθυμητή και μόνιμη: η μονοκατοικία στα προάστια και το καινούργιο σπίτι στο χωριό. Στο κεφάλαιο αυτό, περιγράφονται τα τρία βασικά σπίτια και η ζωή που φιλοξενούν. Το παλιό σπίτι στο χωριό, το σπίτι στην Αθήνα και το καινούργιο σπίτι στο χωριό. Αυτό γίνεται προκειμένου, στο επόμενο κεφάλαιο, να διερευνηθεί η μεταφορά των καθημερινών πρακτικών και των προτύπων κατοίκησης μέσα από τα σπίτια αυτά. Εστιάζω στη μετάβαση από το παλιό σπίτι στο χωριό, στο καινούργιο σπίτι στην Αθήνα και στη συνέχεια, από το σπίτι στην Αθήνα, στο καινούργιο σπίτι στο χωριό. Τέλος, γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί γιατί η σημερινή συνθήκη με τα δύο καινούργια σπίτια είναι η πιο επιθυμητή και πως αυτοί οι δύο τρόποι κατοίκησης αλληλοσυμπληρώνονται. Τι αλλάζει και τι μεταφέρεται από το ένα σπίτι στο άλλο; Τι ρόλο παίζει η μνήμη στη διαδικασία αυτή; Πώς η μετακίνηση λειτουργεί εξισορροπητικά;

τα σπίτια αφετηρίες (το σπίτι στο χωριό και τα τρία σπίτια στην Αθήνα)


62

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.3 το παλιό σπίτι στο χωριό 3.3.1 τότε Υπήρχε ένα δωμάτιο για να κοιμούνται τα παιδιά, ένα για τους γονείς και ένα για τους παππούδες. Το δωμάτιο των παππούδων είχε νιπτήρα και το παλιό τζάκι, στο οποίο κάθονταν με τις ώρες όλοι μαζί, ζεσταίνονταν, μαγείρευαν, συζητούσαν, διάβαζαν, κοιμούνταν. Η κουζίνα ήταν ξεχωριστά, κάτι που τους δυσκόλευε, ιδιαίτερα το χειμώνα, που έπρεπε βγουν έξω ακόμα και για ένα ποτήρι νερό. Ωστόσο ήταν ο χώρος που τους φιλοξενούσε τις περισσότερες ώρες. Το μπάνιο ήταν επίσης εξωτερικό, στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Αναφέρονταν σ’ αυτό ως “το μέρος” και δεν είχε ζεστό νερό. «Μπάνιο κάναμε ζεσταίνοντας νερό στη φωτιά, και παίρναμε μια λεκάνη με νερό ή μια κατσαρόλα και με κάτι μ΄ ένα σκεύος ρίχναμε από πάνω μας. Α! κι είχαμε βρει ένα κόλπο. Όταν ήμουνα φοιτητής, πήγα σ’ έναν φίλο μου στο Βόλο όπου είχανε κι αυτοί εξωτερικό μπάνιο, κι είχαν το ίδιο πρόβλημα. Και τονε βλέπω μια μέρα μου λέει πάω να κάνω μπάνιο. Παίρνει ένα δοχείο με πράσινο οινόπνευμα και το πάει μες το μπάνιο. Λέω αυτό τι θα το κάνεις, θα δεις μου λέει. Και του βάζει φωτιά, έκαιγε το οινόπνευμα εκεί και ζεστάθηκε ο χώρος. Ζεστάθηκε πάρα πολύ και πολύ γρήγορα, δεν κράτησε βέβαια πολύ αλλά κράτησε όσο χρειαζότανε για να πλυθεί να κάνει μπάνιο και να τυλιχτεί μετά. Και μετά το έκανα και εγώ εδώ πέρα. Άναβα οινόπνευμα». Παρά τη στενότητα του χώρου, το σπίτι είχε τραπεζαρία. Ο Βασίλης για αρκετή ώρα δεν μπορούσε να θυμηθεί την ύπαρξη της, τη θυμήθηκε η γιαγιά. «Είχαμε, λοιπόν, ένα δωμάτιο πράγματι για τραπεζαρία και καλά, που άνοιγε μόνο στις γιορτές. Και γιορτές όχι πάρα πολλές. Του μπαμπά μου νομίζω κάναμε πάντα...» Το σπίτι ανοιγόταν μπροστά σε μια βεράντα, υπερυψωμένη τρία σκαλιά από την αυλή. Η μισή ήταν στεγασμένη, η μισή είχε από πάνω της μια κληματαριά. Τρώγανε πολύ συχνά εκεί, μόνοι τους ή με συγγενείς. Πίσω από το σπίτι, υπήρχε εξωτερικός φούρνος στον οποίο η γιαγιά έψηνε συχνά. Εκεί κοντά είχαν κι ένα πηγάδι. Το καλοκαίρι συχνά κάνανε μπάνιο έξω με το λάστιχο. Η γειτονιά τότε ήταν πολύ ζωντανή. «Όταν ζούσε η γιαγιά... ήτανε πόλος έλξης. Όλη η γειτονιά ερχόταν εδώ. Το καλοκαίρι γινότανε μάζωξη. Λέγανε τα κουτσομπολιά τους, τις ιστορίες τους, τη βγάζαν εδώ το βράδυ. Πάρα πολύ ζωή η γειτονιά. Ήταν και αντίστοιχης ηλικίας οι κυρίες που μένανε τριγύρω». Τα παιδιά βγαίναν και παίζανε έξω, στο δρόμο, στην αλάνα.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

63

Μπάλα, κρυφτό, κυνηγητό, μπίλιες. Ερχόταν επίσης και κόσμος στο σπίτι. Με μεγάλο ενθουσιασμό μου μίλησε για το θείο του από την Ερέτρια, που πήγαινε με τον μπαμπά του για κυνήγι και μετά γύρναγαν στο σπίτι, τρώγανε και κουβεντιάζανε. «Αυτός ο θείος ήταν ο αγαπημένος μου, ήταν σοφός άνθρωπος, δεν έλεγε πολλά, μεστά πράγματα. Και είχε κι ένα μηχανάκι και μου το έδινε όταν ήμουνα εγώ δεκατέσσερα, δεκαπέντε να πάω βόλτες. Όταν λοιπόν μάθαινα ότι θα έρθει ο θείος ο Γιάννης σπίτι, λειτουργούσε το συναίσθημα μπουμ. Τι ωραία θα έρθει ο θείος ο Γιάννης! Τι ωραία θα καθίσουν με τον μπαμπά να τα πούνε! Θα φάνε... Και ήταν ωραία η διαδικασία που έβλεπα εγώ σαν παιδί. Το ότι καθόντουσαν, είτε μόνο οι άντρες είτε και οι γυναίκες μαζί, και υπήρχε μια διαδικασία τρώμε, κουβεντιάζουμε, πίνουμε, περνάμε έτσι τη μέρα μας». Όταν τα παιδιά πήγαν στο γυμνάσιο, για να έχουν το καθένα το χώρο του, προστέθηκαν στο σπίτι άλλα δύο δωμάτια. Το δωμάτιο των παππούδων έγινε καθιστικό και οι παππούδες έφτιαξαν δωμάτιο να μείνουν εκεί που είναι τώρα οι αποθήκες, στο οποίο είχαν κουζίνα και εξωτερική τουαλέτα – ο Βασίλης λέει πως «τότε έγινε κανονικό σπίτι». Αργότερα, η βεράντα του κάτω σπιτιού στεγάστηκε από τον όγκο του ορόφου. Το 93’ φτιάχτηκε εσωτερικό μπάνιο. Τα παιδιά είχαν φύγει από καιρό.


64

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.3.2 σήμερα Τώρα πια ζει μόνη της εκεί η γιαγιά. Τα δωμάτια και τα έπιπλα είναι τα ίδια, αλλά η ζωή μέσα και γύρω από αυτά είναι διαφορετική. Η γιαγιά περνάει πολλές ώρες στο καθιστικό βλέποντας τηλεόραση. Πέρα από τους δύο καναπέδες, το τραπέζι και το τζάκι, υπάρχουν στο δωμάτιο πολλά μικρότερα έπιπλα και αντικείμενα που γεμίζουν τον χώρο και δεν αφήνουν καμία γωνιά ανεκμετάλλευτη. Τραπεζάκια σε διάφορα μεγέθη, μοναχικές καρέκλες, ένα σύνθετο, όλα καλυμμένα από σεμεδάκια και γεμάτα κορνίζες με φωτογραφίες. Ο άντρας της, τα παιδιά της, τα εγγόνια της. Στο μαιευτήριο, στις βαπτίσεις, στις παρελάσεις, στο στρατό, στους γάμους, στις διακοπές. Ένα σωρό φωτογραφίες, παλιές και καινούργιες, έγχρωμες και ασπρόμαυρες. Στους τοίχους κρέμονται μεγάλα πολύχρωμα καδραρισμένα κεντήματα. Εδώ κι εκεί εντοπίζεις διάσπαρτες εικόνες αγίων. Η ίδια κατάσταση συνεχίζεται στο μικρό χολ που αποτελεί την είσοδο του σπιτιού, και στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς, μόνο που εκεί υπάρχουν κυρίως φωτογραφίες του άντρα της και δικές της. Το κρεβάτι της, μια ντουλάπα, ένα μπαούλο και ένας καναπές-μπαούλο. Στο κομοδίνο της έχει το τηλέφωνο για να το φτάνει εύκολα. Η γιαγιά κοιμάται και ξεκουράζεται στο δωμάτιο αυτό αλλά τις υπόλοιπες ώρες δεν μένει εκεί. Μαγειρεύει το φαγητό της και τρώει στην κουζίνα, έχοντας ανοιχτή μια μικρή τηλεόραση. Πίνει ελληνικό καφέ και πλένει τα πιάτα στο χέρι. Το τραπέζι βρίσκεται στο κέντρο του δωματίου. Στη μια μεριά υπάρχουν μερικά ντουλάπια -κάποια με τζάμι ώστε να φαίνονται μέσα τα ποτήρια– και μια ηλεκτρική κουζίνα. Απέναντι η πόρτα και ένα ψυγείο, ενώ στις άλλες δύο κρέμονται στους τοίχους εικόνες αγίων και διάφορα διακοσμητικά πιατάκια. Σε ένα σημείο συσσωρεύονται πολλές εικόνες μαζί με κομποσκοίνια, φτιάχνοντας κάτι σαν εικονοστάσι. Ο Βασίλης πλέον, όταν πηγαίνει δεν κοιμάται εκεί, έχει το δικό του σπίτι για να μείνει. Στις γιορτές έρχεται και η αδερφή του και κοιμάται στο παιδικό της δωμάτιο. Στο παιδικό δωμάτιο του Βασίλη κοιμάται κάποιες φορές η κυρία που προσέχει τη γιαγιά. Κατά τ’ άλλα αυτά τα δύο δωμάτια παραμένουν κλειστά. Έχουν από ένα κρεβάτι, μια ντουλάπα και στους τοίχους κρέμονται μια-δυο εικόνες Αγίων. Η βεράντα είναι αρκετά μεγάλη. Έχει δύο τραπέζια με πλαστικές καρέκλες και την απλώστρα με τα ρούχα της. Στο τραπέζι που κάθεται έχει έναν βασιλικό. Κάθεται αρκετά εκεί, αλλά όταν έχει ήλιο. Γενικά κρυώνει εύκολα, οπότε μπαίνει μέσα. Επίσης φοβάται. Κυρίως το βράδυ. Φοβάται που είναι μόνη της, φοβάται που δεν περνάει κόσμος, φοβάται μην κρυώσει. «Το χειμώνα μέσα σπίτι. Δε βγαίνω ντιπ, φοβάμαι μην κρυώσω». Έχει βάλει και


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

65

συναγερμό. «Τη μέρα δεν με νοιάζει, περνάει κόσμος, με χαιρετάει». Μπροστά και κάτω από τη βεράντα έχει έναν μικρό κήπο με ροδιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, τριανταφυλλιές και διάφορα μυριστικά φυτά όπως δυόσμο και μέντα. Ο εξωτερικός φούρνος δεν υπάρχει πια, μόνο το αποτύπωμα του στον τοίχο. Η εξωτερική τουαλέτα δεν λειτουργεί. Το πηγάδι όμως εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό και να χρησιμοποιείται.

Παλιές, πολύ παλιές ημέρες! Τόσο ωραίες, τόσο αγνές. Η κάμαρη ήταν η ίδια Μα κρύα πια παντοτινά, μ’ αμίλητη, μα γκρίζα Φαινόταν πως για πάντα είχε ξεχάσει το τζάκι και το γρύλο των παλιών αγρυπνιών. Δεν ήταν πια ούτε συγγενείς, ούτε υπηρέτες, ούτε φίλοι! Δεν ήταν πια παρά τα γηρατειά, η σιωπή και η λάμπα79.

79. Milosz, Ο. V. de L., Ποιήματα, Αθήνα: εκδόσεις Πρόσπερος, 1992, σελ.23


66

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4 το σπίτι στην Αθήνα Το σπίτι βρίσκεται σε έναν δρόμο ήσυχο και στενό, με λίγα, αραιά σπίτια και πολλά πεύκα. Πρόκειται για μια διώροφη μονοκατοικία. Βρίσκεται αρκετά ψηλότερα από το δρόμο και μπορείς να το φτάσεις ανεβαίνοντας μια μεγάλη σκάλα με πλατύσκαλα, η οποία χωρίζει την αυλή σε δύο ασύνδετες μεταξύ τους αυλές, επίσης υπερυψωμένες από το δρόμο. Δίπλα στα σκαλιά ένα δρομάκι με κατηφορική κλίση οδηγεί στο υπόγειο. Στο δρομάκι βρίσκεται το αγροτικό του Βασίλη, ενώ το αυτοκίνητο της Μαρίας είναι έξω στο δρόμο. Η αυλή συνεχίζεται και στην πίσω πλευρά του σπιτιού.

Το ισόγειο αποτελείται από το χολ, το καθιστικό, την κουζίνα, το κουζινάκι, την τραπεζαρία, το δωμάτιο της γιαγιάς με το μπάνιο του, έναν ελεύθερο χώρο και την εσωτερική σκάλα. Ο όροφος αποτελείται από το χώρο που καταλήγει η σκάλα, το υπνοδωμάτιο της Ελένης, ένα μπάνιο, το υπνοδωμάτιο του Μιχάλη, το υπνοδωμάτιο της Μαρίας και του Βασίλη με το μπάνιο του, το υπνοδωμάτιο της Αριάδνης και τη σοφίτα. Στο υπόγειο υπάρχει το δωμάτιο του Βασίλη, δύο αποθήκες και το λεβητοστάσιο. Όταν φτάσαμε, τα σκυλιά των γειτόνων άρχισαν να γαβγίζουν. Η γιαγιά κατάλαβε ότι είχαμε φτάσει και βγήκε στο πλατύσκαλο. Η αυλόπορτα ήταν ανοιχτή, οπότε ανεβήκαμε τα σκαλιά και περνώντας από μια στεγασμένη βεράντα φτάσαμε στο σπίτι και την γιαγιά.


67


68

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4.1 η είσοδος, το χολ και η σκάλα

«Μπαίνοντας κανείς σε ένα σπίτι είναι σαν να μπαίνει σε ένα σώμα, σε ένα μυαλό, σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και ύπαρξης στον κόσμο.»80

ισόγειο

Ανοίγοντας την πόρτα βρίσκεσαι στο χολ. Από εδώ μπορείς να δεις σχεδόν όλο το ισόγειο -εκτός από το κουζινάκι και το δωμάτιο της γιαγιάς. Αριστερά είναι το καθιστικό και δεξιά είναι αυτός ο απροσδιόριστος χώρος που ονόμασα «ελεύθερο χώρο». Δεν υπάρχουν έπιπλα στο χολ. Μόνο ένα χαλάκι για τα πόδια, ένας καλόγερος και το θυροτηλέφωνο. Το θυροτηλέφωνο γενικά δεν χρησιμοποιείται, η αυλόπορτα δεν κλείνει οπότε φτάνεις στο σπίτι και χτυπάς την πόρτα, που σπάνια είναι κλειδωμένη. Ένα σπίτι ανοιχτό, που σε καλεί να πλησιάσεις και μια γιαγιά πάντα έτοιμη να σε καλοδεχτεί. Συχνά ακούγονται οι φωνές των παιδιών «Άνοιξε», «Εγώ είμαι», «Άνοιξε γιαγιά». Η οικογένεια αυτή πηγαινοέρχεται συνεχώς. Έτσι, ο χώρος του χολ είναι ιδιαίτερα σημαντικός, μιας και εδώ συναντιούνται για πρώτη φορά μετά από μικρές ή μεγαλύτερες απουσίες. Το σχολείο, η δουλειά, τα μπάσκετ, το μπαλέτο, τα αγγλικά, οι βόλτες, τα ψώνια, τα Σαββατοκύριακα του Βασίλη στο χωριό. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν εδώ. Εδώ το σπίτι τους υποδέχεται και εδώ τους αποχαιρετά. «Ένα απαλό κλείσιμο, ένα μαλακό άνοιγμα, θα θέλαμε να είναι πάντα η ζωή έτσι, καλά λαδωμένη.»81 Μπροστά δεσπόζει η ξύλινη σκάλα, καθαρή και καλογυαλισμένη. Στα πρώτα σκαλιά υπάρχουν ένα σωρό ζευγάρια παπούτσια και παντόφλες. Εκεί κάθονται, στο δεύτερο ή στο τρίτο σκαλί, για να δέσουν και να λύσουν τα κορδόνια τους. Δεν μπορείς να δεις τι υπάρχει πάνω, υποθέτεις. Από την εμπειρία σου γνωρίζεις ότι συνήθως πάνω είναι τα υπνοδωμάτια. Όλα αυτά τα παπούτσια όμως εκεί το επιβεβαιώνουν. Για να πας πάνω 80. Tilley, C., Ethnography and material culture, σελ.263 81. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.111


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

69

πρέπει απαραίτητα να τα βγάλεις, καθώς εισέρχεσαι στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας. Εάν είσαι επισκέπτης λαμβάνεις το μήνυμα ότι πρέπει να παραμείνεις κάτω. Η σκάλα καταλήγει πάνω σε ένα πλάτωμα. Ένας χώρος συνάντησης αλλά και κάτι σαν πλυσταριό. Εκεί βρίσκεται η απλώστρα με την μπουγάδα, κάποια διπλωμένα ρούχα, καθαριστικά και ντουλάπες. Νωπά σεντόνια μπορεί να κρέμονται επίσης από την κουπαστή. «Πόσο είναι μεγάλο, πόσο μας κάνει να τα νιώθουμε όλα πιο μεγάλα, ένα σεντόνι που ξεδιπλώνουμε!»82 Η σκάλα δεν ανεβαίνει μόνο, κατεβαίνει κιόλας, στο σκοτεινό υπόγειο, κι αυτό την κάνει ακόμα πιο μυστηριώδη. Η σκάλα είναι ένα μέσο για να αποσυρθεί κανείς ή να κάνει την εμφάνιση του. Υπάρχουν γρήγορα και αργά κατεβάσματα, διστακτικά και αποφασιστικά, αθόρυβα και ηχηρά. Άλλες φορές, σκοπός δεν είναι η μετάβαση από τον έναν όροφο στον άλλο, αλλά το παιχνίδι.

82. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.108


70

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4.2 το καθιστικό, το τζάκι και η τραπεζαρία

ισόγειο

Δίπλα στο χολ και πριν την κουζίνα βρίσκεται το καθιστικό. Ένας γωνιακός καναπές με ένα τραπεζάκι, ένα χαμηλό έπιπλο πάνω στο οποίο κάθεται μια τηλεόραση -σχεδόν πάντα κλειστή-, και το τζάκι. Από την καμινάδα ξεκινούν μερικά στενά ραφάκια, που παραμένουν άδεια. Δίπλα στην τηλεόραση κρέμεται ένα κάδρο με ένα σκίτσο που έφτιαξε η Μαρία. Γενικά στους κοινόχρηστους χώρους τα αντικείμενα σπανίζουν, μπορεί να σου φανούν αρκετά άδειοι. Έτσι είναι και το καθιστικό.

Βρίσκεται ανάμεσα στους πιο ζωντανούς κοινόχρηστους χώρους του σπιτιού. Έτσι, κατά τη διάρκεια της μέρας, ενεργοποιείται από τους ήχους και τις μυρωδιές που διαρρέουν από τα γειτονικά δωμάτια, τα περάσματα προς την κουζίνα και τους σύντομους διαλόγους που συνοδεύουν τις συναντήσεις. Δεν κάθονται συχνά στον καναπέ όλοι μαζί, αλλά πολύ συχνά όποιοι κάθονται στον καναπέ είναι σε επαφή με τους υπόλοιπους. Σπάνια είσαι και νιώθεις μόνος σου στο καθιστικό. Όταν αυτό συμβεί, ένας σύντομος ύπνος στον καναπέ, φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστικός. Στον Βασίλη και τη Μαρία αρέσει να κάθονται πότε πότε εδώ το βράδυ, όταν όλοι έχουν κοιμηθεί. Ακόμα, εδώ υποδέχονται φίλους τους, εδώ έκατσα κι εγώ όταν τους επισκέφθηκα. Τίποτα καλύτερο δεν υπάρχει στο καθιστικό, από το αναμμένο τζάκι. Μέσα στον κόσμο των άψυχων αντικειμένων, η φωτιά χαίρει μιας εξωφρενικής εκτίμησης.83 Το χειμώνα, το βράδυ, όταν όλοι γυρίζουν σπίτι πολύ συχνά ανάβουν το τζάκι και κάθονται εκεί τριγύρω. Ή τα Σαββατοκύριακα. Το τζάκι απαιτεί παραμονή στο σπίτι, απαιτεί συγκέντρωση και χρόνο. Ή τα δημιουργεί.

83. Παραφράζοντας τα λόγια του Gaston Bachelard, Η ποιητική του χώρου, σελ.108


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

71

«Το βράδυ το τζάκι παίρνει τη θέση της τηλεόρασης ως φωτεινό ορθογώνιο, αλλά δεν υπαγορεύει μια ομοιόμορφη χρήση όπως εκείνη, και από το σύνολο των δυνατοτήτων που προσφέρονται. προκύπτει ένα αίσθημα άνεσης για τα πράγματα και τους ανθρώπους.»84

84. Καραλέτσου Πασία, K., «H κατοικία διακοπών», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ.

Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ.232


72

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Λίγα λόγια για το χώρο που βρίσκεται από την άλλη μεριά του χολ, αυτόν που δυσκολεύομαι να ονοματίσω, τον ελεύθερο χώρο, μιας και σε ένα βαθμό αποτελεί συνέχεια του καθιστικού. Αντικρύζοντας τον, σκέφτηκα ότι μετακόμισαν πρόσφατα εδώ και δεν τον έχουν ακόμη διαμορφώσει, όμως μου είπαν ότι μένουν εδώ δέκα χρόνια και η απορία μου αυξήθηκε. Καταλαβαίνεις ότι αυτό το δωμάτιο σχεδιάστηκε προκειμένου να είναι αρκετά σημαντικό για το σπίτι. Το μέγεθός του είναι σχεδόν διπλάσιο από του καθιστικού, είναι υποβαθμισμένο δύο σκαλιά σε σχέση με το υπόλοιπο σπίτι, έχει ξύλινη ισόγειο οροφή, μεγάλες μπαλκονόπορτες που ανοίγονται στην μπροστινή αυλή και στο βάθος ένα τζάκι85. Ένα πιάνο στη μια μεριά, λίγα παιχνίδια στοιβαγμένα σε μια γωνία και ένα γραφείο με δυο καρέκλες μπροστά στο τζάκι. Άλλα δυο τραπεζάκια παρατακτικά τοποθετημένα δίπλα του, που το ένα είχε πάνω ένα ραδιόφωνο. Στην άλλη άκρη του δωματίου υπάρχει ένας μικρός καναπές. «Ο Μιχάλης και η Ελένη κατεβαίνουν και μελετούν εδώ μουσική. Κάποιες φορές κάθονται με το λάπτοπ σ’ αυτό το γραφειάκι». Δεν υπάρχουν όμως παρτιτούρες, βιβλία, σημειώσεις. Το δωμάτιο παραμένει σχεδόν άδειο, αχρησιμοποίητο, σαν υπολειπόμενο. Χωρίς συγκεκριμένο σκοπό και όνομα. Κι όμως, όπως μου είπαν, αυτό τους εξυπηρετεί. Μπορούν να παίζουν μπάλα, να στήνουν παιχνίδια, σκηνές και ότι άλλο φανταστούν, να κάνουν πάρτι. Ειδικά το χειμώνα κάνουν εκεί, μερικά απ’ αυτά που ο καιρός δεν τους επιτρέπει να κάνουν στην αυλή. Δίπλα σ’ αυτό το χώρο, δύο σκαλιά ψηλότερα πάλι, είναι ένα δωμάτιο με παράθυρα στην πίσω αυλή. Ένα τραπέζι τραπεζαρίας με έξι καρέκλες και ένα σύνθετο που έχει πάνω εικόνες και διάφορα γυάλινα μικροαντικείμενα. Από πάνω του βρίσκεται ένας καθρέφτης και απέναντι δύο ακόμα ζωγραφιές της Μαρίας. Είναι το μοναδικό μέρος στο σπίτι που υπάρχουν τόσα αντικείμενα, αλλά και το μοναδικό που δε χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα με κανένα τρόπο. Ο Βασίλης με τη Μαρία χρόνια τσακώνονται για τα πολλά πράγματα που έχει αυτός ο χώρος και την τελευταία φορά που τον είδα, με χαρά μου ανακοίνωσε ότι «Επιτέλους, θα φύγει ο μπουφές!» Το δωμάτιο αυτό το διασχίζει η γιαγιά για να πάει στο δωμάτιό της. Τα διαστήματα μεταξύ των χρήσεων της τραπεζαρίας μετριούνται σε χρόνια, και όχι σε λεπτά ή ώρες όπως των υπόλοιπων δωματίων. 85. Είναι εμφανές ότι σε αυτό το σπίτι υπάρχει μεγάλη άνεση, σχεδόν υπερβολή, στη διαθεσιμότητα χώρων και εξοπλισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το σπίτι διαθέτει τρία τζάκια, ένα στο καθιστικό, ένα στον ελεύθερο χώρο δίπλα στο καθιστικό και ένα στο υπόγειο. Παρ’ όλα αυτά σε χρήση είναι ως επί το πλείστον αυτό του καθιστικού γιατί η χωροθέτησή του είναι η πιο σωστή.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

73


74

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4.3 η κουζίνα, το φαγητό Η κουζίνα αποτελεί συνέχεια του καθιστικού, οι δύο χώροι λειτουργούν σαν ένας. Το τραπέζι βρίσκεται στην συνάντηση των δύο ενοτήτων, είναι το σημείο που συνενώνονται το μαγείρεμα και η χαλάρωση. Η κουζίνα έχει πολλά ντουλάπια και δύο παράθυρα, που έχουν απ’ έξω περίτεχνα καγκελάκια. Ένα μεγάλο ψυγείο και ένα μικρό ραδιόφωνο. Μια ηλεκτρική κουζίνα και ένα πλυντήριο πιάτων που είναι κι αυτά μέρος των ντουλαπιών. Έχει πάρα πολλά αντικείμενα αλλά δεν μπορείς να τα δεις γιατί είναι μέσα στα ισόγειο ντουλάπια. Μπορείς να δεις μόνο κάποια πλυμένα πιάτα να στραγγίζουν, ένα γκαζάκι για ελληνικό καφέ και μια πιατέλα με πορτοκάλια. Η κουζίνα είναι ταχτοποιημένη και γυαλιστερή. Δίπλα στο τραπέζι υπάρχει το σταθερό τηλέφωνο, πάνω σε ένα έπιπλο με ντουλάπια. Η κουζίνα χρησιμοποιείται πολύ και από όλους. Αυτή που περνάει όμως τον πιο πολύ χρόνο εδώ είναι η γιαγιά. Μαγειρεύει, καθαρίζει, ταχτοποιεί. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης μου, άνοιγε φύλλο στο τραπέζι για να φτιάξει πίτα. Το γέμισμα και το άδειασμα του πλυντηρίου και του ψυγείου αναλαμβάνει και ο Βασίλης. Όλο και κάποιος άλλος μπαινοβγαίνει στην κουζίνα, κάτι να πάρει, κάτι να πει. Η κουζίνα είναι το ρολόι του σπιτιού. Μπορείς να καταλάβεις τι ώρα είναι, παρατηρώντας τι συμβαίνει εκεί. Η Μαρία πίνει καφέ και φεύγει, είναι πολύ νωρίς το πρωί. Ο Βασίλης με τα παιδιά μιλάνε και τρώνε πρωινό, είναι περίπου εφτά. Η γιαγιά μαζεύει και φτιάχνει φαγητό ενώ όλοι οι άλλοι λείπουν, πρωινές ώρες. Αρχίζουν να επιστρέφουν ένας ένας και να τρώνε σε διάφορους συνδυασμούς. Μεσημέρι. Πάλι δουλειές, γέμισμα πλυντηρίου και μαγείρεμα. Μεσημέρι και απόγευμα. Όλη η οικογένεια στο τραπέζι. Μιλάνε, γελάνε, τρώνε, τσακώνονται. Είναι βράδυ, η στιγμή που συναντιούνται όλοι μαζί. Φροντίζουν να κρατάνε αυτό το χρόνο κοινό. Μετά ξανασκορπίζουν, στα δωμάτια τους αυτή τη φορά. Πρέπει κάποιος να αναλάβει να μαζέψει. Είναι πλέον αργά, η κουζίνα είναι άδεια και καθαρή. Που και που κάποιος εμφανίζεται για να τσιμπήσει κάτι ή να πιει νερό.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

75

η κουζίνα είναι το ρολόι του σπιτιού

Δίπλα στην κουζίνα είναι το κουζινάκι, ένα ξεχωριστό μικρό δωμάτιο που η πόρτα του παραμένει κλειστή. Πλεονασμός μεν, λειτουργικό δε. Εκεί δεν επικρατεί η τάξη που επικρατεί στην άλλη. Τα ντουλάπια δεν είναι καλά κλεισμένα και στους πάγκους υπάρχουν τρόφιμα, συσκευασίες, βαζάκια και συσκευές. Πολλά καρύδια, πολλά φρούτα. Ένα μεγάλο δοχείο. Άλλο ένα ψυγείο το οποίο είναι κι αυτό γεμάτο. Το δωμάτιο αυτό δεν χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαγητού αλλά για την αποθήκευση των προμηθειών. Τα περισσότερα εδώ, τα έχει φέρει ο Βασίλης από το χωριό. Έξω ακριβώς από την κουζίνα, στην πλαϊνή αυλή, ο Βασίλης έχει φτιάξει μια εξωτερική χτιστή ψησταριά και κάποιες φορές ψήνει εκεί. Υπάρχει και τραπέζι σ’ αυτή την αυλή, αλλά δεν χρησιμοποιείται συχνά, μιας και όποτε υπάρχει χρόνος και καλός καιρός για να συμβεί ένα γεύμα έξω, το πιο πιθανό είναι να το κάνουν στο χωριό. Το ψήσιμο και το φαγητό έξω είναι συνδυασμένα με τις επισκέψεις φίλων και τα πάρτι.


76

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

«Οι διαδοχικοί χώροι στους οποίους ζούμε ποτέ δεν εξαφανίζονται εντελώς. Φεύγουμε από αυτούς χωρίς να τους αφήνουμε γιατί ζουν κρυμμένοι, αόρατοι και παρόντες στις μνήμες και τα όνειρά μας. Ταξιδεύουν μαζί μας. Στο κέντρο αυτών των ονείρων υπάρχει συχνά η κουζίνα, αυτό το ‘ζεστό δωμάτιο’ που η οικογένεια μαζεύεται. Μια θεατρική σκηνή για τις ‘πρακτικές τέχνες’ και για την πιο αναγκαία ανάμεσά τους, την ‘τέχνη της θρέψης.»88

88. De Certeau, M., The practice of everyday life, p.148


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

77

3.4.4 το δωμάτιο της γιαγιάς Η οικογένεια που μένει συγκεντρωμένη στους ορόφους μια πολυκατοικίας είναι μια εξαιρετικά οικεία συνθήκη στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Εδώ συναντάμε μια παραλλαγή της. Εφόσον το σπίτι δεν είναι διαμέρισμα πολυκατοικίας, στην γιαγιά δεν αντιστοιχεί ένα άλλο διαμέρισμα, αλλά ένα δωμάτιο μέσα σ’ αυτό το μεγαλύτερο σπίτι.

ισόγειο

Το δωμάτιό της γιαγιάς είναι το μοναδικό υπνοδωμάτιο στο ισόγειο, πράγμα που επιτρέπει μια περαιτέρω ιδιωτικότητα στην οικογένεια και μια περαιτέρω ανεξαρτησία στη γιαγιά. Έχει το κρεβάτι της με το κομοδίνο, την ντουλάπα της, ένα έπιπλο για την τηλεόραση, μια συρταριέρα και τέσσερα κάδρα με ζωγραφιές της Μαρίας. Έχει μπαλκονόπορτα που ανοίγεται στην πίσω αυλή. Και ένα δικό της μπάνιο, στο οποίο μπορεί να έχει πρόσβαση μέσα από το δωμάτιό της, με ντουζιέρα και δικό της πλυντήριο ρούχων. «Περνάω χρόνο στο δωμάτιο μου, ξεκουράζομαι, βλέπω τηλεόραση, διαβάζω».


78

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4.5 το υπόγειο και η σοφίτα

υπόγειο

όροφος

Το υπόγειο και η σοφίτα ενεργοποιούν τη φαντασία, εκεί πηγαίνουν οι ονειροπόλοι.88 Ο Βασίλης ήθελε το δωμάτιό του να είναι στο υπόγειο ανάμεσα στις αποθήκες, ενώ η Μαρία πήρε τη σοφίτα.

Όταν ρώτησα το Βασίλη ποια είναι η γωνιά του στο σπίτι, πού θα ήθελε να βρίσκεται, μου απάντησε «Στο υπόγειο με τις μουσικές μου». Το υπόγειο, «το σκοτεινό “είναι” του σπιτιού, το είναι που συμμετέχει στις χθόνιες δυνάμεις»89. Εκεί πηγαίνει κάνεις για να στοχαστεί μυστικά, να καταστρώσει σχέδια. Ενώνεται με τη γη, βρίσκεται μέσα της. Η επαφή με τη γη καθορίζει πάντα τις επιλογές του. Δε θα μπορούσε ο χώρος του να βρίσκεται κάπου αλλού. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, δίσκοι, σημειώσεις, μουσικά όργανα, όλα βρίσκονται εκεί. Το στίγμα του λείπει από το υπόλοιπο σπίτι, ακόμα και απ’ το δωμάτιο που κοιμάται, και εντοπίζεται εκεί συγκεντρωμένο, ενισχυμένο. Η ζωή του κρατιέται μυστική. Το γραφείο του με τον υπολογιστή, η δουλειά που φέρνει στο σπίτι, οι πίνακες που του αρέσουν, κάποια εργαλεία. Ακόμα, μεγάλα δοχεία με λάδι και τα ποδήλατα όλης της οικογένειας. Κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά υπάρχει και ένα τζάκι. Ο χώρος είναι γεμάτος. Κατεβαίνει συνήθως βράδυ, οι ρυθμοί της ημέρας δεν τον αφήνουν. Υπάρχει μια σκάλα από την αυλή που οδηγεί εδώ αλλά προτιμάει την εσωτερική. Η πόρτα κλείνει και επιτυγχάνεται η τέλεια απομόνωση. Σπάνια έρχονται φίλοι και παίζουν μουσική, θα ήθελε να γίνεται συχνότερα. Το υπόγειο περιμένει και υπόσχεται, είναι κάτι παραπάνω από ένα δωμάτιο. Δίπλα είναι οι δύο αποθήκες. Λειτουργούν σαν προέκταση του δωματίου του, σαν ντουλάπες. Εκεί βρίσκεται η άλλη πλευρά του, αυτή που πηγαινοέρχεται στο χωριό. Εργαλεία χειροκίνητα και ηλεκτρικά, μπογιές, διάφορα χρήσιμα-άχρηστα αντικείμενα, σκόρπια υλικά, βαρέλια με λάδι, με κρασί. Λίγο πιο ‘κει, παλιά παιχνίδια, ποδήλατα, πατίνια, αυτοκινητάκια, καλάμια ψαρέματος, απόχες. Καταχωνιασμένα εκεί, το ένα δίπλα και πάνω στο άλλο, δημιουργούν μια αίσθηση οικειότητας ταυτόχρονα με μια αίσθηση μυστηρίου που επιβάλλεται από το ημίφως.

88. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.45 89. Bachelard, G., ό.π., σελ.45


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

79

«Η τάξη εκεί δεν είναι απλά γεωμετρική. Η τάξη έχει τη θύμηση της ιστορίας της οικογένειας.»90 Στη σοφίτα «κατοικεί το είναι»91 της Μαρίας, το οποίο απουσιάζει επίσης από το υπόλοιπο σπίτι. Εκτός ίσως από κάποια ψήγματα του που βρίσκονται στις ζωγραφιές της, τοποθετημένες προσεκτικά εδώ κι εκεί. Το μυστήριο γύρω από αυτόν το χώρο ανύψωσης «σε μια γαλήνια μοναξιά»92 είναι αυξημένο, γιατί είναι κλειδωμένος και μοναδικός κάτοχος κλειδιού είναι η Μαρία. Δεν κατάφερα να μπω εκεί, μπορώ μόνο να τον φανταστώ. Η πόρτα είναι στο δωμάτιο της Αριάδνης αλλά ούτε αυτή μπορεί να την ανοίξει. Ξέρω ότι η Μαρία δεν προλαβαίνει να περνάει πολύ χρόνο εκεί αν και θα ήθελε. Είναι η δική της γωνιά. Εκεί απομονώνεται για να κάνει τη δουλειά που φέρνει σπίτι και σπάνια, να ζωγραφίσει. Κι αυτός είναι ένας χώρος υπόσχεση, που φαντάζεται να τον χρησιμοποιεί αλλιώς όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Μόνον η ύπαρξη του στο σπίτι ενεργοποιεί την ονειροπόληση όλων.

oι δύο χώροι ονειροπόλησης, το υπόγειο και η σοφίτα

90 .Bachelard, G., ό.π., σελ.106 91. Bachelard, G., ό.π., σελ.45 92. Bachelard, G., ό.π., σελ.106


80

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4.6 τα υπνοδωμάτια και ο ύπνος Το υπνοδωμάτιο των γονιών είναι ακριβώς αυτό. Ένα δωμάτιο για τον ύπνο. Τα πράγματα που κάνουν εκεί ξύπνιοι είναι ελάχιστα. Άρα είναι ένα δωμάτιο για να περικλείει, να προστατεύει και να απομονώνει ένα κρεβάτι. Το κρεβάτι είναι για τους δύο τους πολύ σημαντικό. Είναι το μέρος που συναντιούνται, ο μοναδικός χώρος και χρόνος που είναι αυστηρά, σταθερά, αναμφισβήτητα όροφος και αναφαίρετα δικός τους. Αν και μπορεί να βρίσκονται εκεί κατά βάση για να κοιμηθούν, είναι πολύτιμος χρόνος. Μια σύντομη κουβέντα, ένα καλημέρα, μια αγκαλιά, συμβαίνουν εκεί και είναι μόνο δικά τους. «Το σώμα έχει στη διάθεση του ένα κλειστό καταφύγιο, όπου ανάλογα με τη θέληση του μπορεί να τεντωθεί, να κοιμηθεί, να κρυφτεί από το θόρυβο, τα βλέμματα και την παρουσία των άλλων, κι έτσι να εξασφαλίσει τις πιο ενδόμυχες λειτουργίες του και να συντηρηθεί.»88 Το δωμάτιο είναι μικρό και τα λιγοστά έπιπλα που έχει δίνουν την αίσθηση ότι χωράνε εκεί οριακά, σχεδόν σφηνώνουν. Όταν ξαπλώνουν, έχουν αριστερά και δεξιά τους δύο κομοδίνα με συρτάρια, στο ένα υπάρχει ένα φωτάκι και ένα σταθερό τηλέφωνο και στο άλλο ένα βιβλίο και ένα ζευγάρι γυαλιά. Αριστερά τους είναι μια μακριά και φαρδιά βαριά κουρτίνα, πίσω της βρίσκεται όμως ένα πολύ μικρότερο παράθυρο. Απέναντι κοιτάζουν άλλη μια μακριά βαριά κουρτίνα, που κρύβει μια μπαλκονόπορτα για ένα μπαλκονάκι που έχει πρόσβαση και ο Μιχάλης από το δωμάτιό του. Δίπλα υπάρχει μια συρταριέρα με καθρέφτη, πάνω της στέκεται μια κούκλα και δύο κουτάκια. Παραδίπλα είναι η ντουλάπα, χωμένη μέσα στον τοίχο. Δεξιά τους υπάρχει άλλη μια μικρή ντουλάπα και η πόρτα για το μπάνιο τους89.

88. De Certeau, M., The practice of everyday life, p.147 89. ιδέα για την οπτική από το κρεβάτι, G. Perec, Σκέψη/Ταξινόμηση, Aθήνα: εκδόσεις Άγρα, 2005, σελ.72


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

Το δωμάτιο αυτό εγκαταλείπεται το πρωί και κατά τη διάρκεια μιας εργάσιμης μέρας παραμένει κλειστό και σκοτεινό. Ξυπνάνε νωρίς και σηκώνονται κατευθείαν, πρώτα η Μαρία και μετά ο Βασίλης, πάνε στο μπάνιο τους, ετοιμάζονται, ντύνονται και κατεβαίνουν κάτω. Αργότερα ίσως μπει κάποιος από τους δύο για να αλλάξει ρούχα. Σπάνια κοιμούνται το μεσημέρι. Ξαναβρίσκονται εκεί το βράδυ για να κάνουν μπάνιο, να ετοιμαστούν για ύπνο και να κοιμηθούν. Συνήθως κοιμούνται κατευθείαν, η Μαρία ίσως διαβάσει λίγο. Τις μέρες που βρίσκονται στο σπίτι ίσως μπαινοβγαίνουν περισσότερο και οι κουρτίνες είναι τραβηγμένες. Τα Σαββατοκύριακα, όταν λείπει ο Βασίλης, η Μαρία κοιμάται εκεί μόνη της.

81

κλειστό και σκοτεινό

κάποιος μπαίνει για να αλλάξει ρούχα

η Μαρία κοιμάται μόνη της

Τα υπνοδωμάτια των παιδιών είναι μια κατάσταση διαφορετική. Το δωμάτιο τους είναι πολλά περισσότερα από ένας μόνο ύπνος. Ώρες και ώρες περνάνε εκεί. Και οι τρεις έχουν από ένα κρεβάτι, μια βιβλιοθήκη, ένα γραφείο και κάποια συρτάρια. Τα πράγματα τους όμως, τα παιχνίδια, τα βιβλία, οι αφίσες, τα χρώματα και ο βαθμός τακτοποίησης τους τα κάνουν να φαίνονται πολύ διαφορετικά. «Ένα μέρος που κατοικείται από έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, σχεδιάζει ένα πορτραίτο του, βασισμένο σε αντικείμενα (που βρίσκονται εκεί ή απουσιάζουν) και τις συνήθειες που αυτά υποδηλώνουν.»90

το δωμάτιο του Μιχάλη 90. De Certeau, M., The Practice of everyday life, p.145


82

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Τα έπιπλα δεν έχουν μόνο έναν τρόπο να χρησιμοποιούνται. Το κρεβάτι δεν είναι απλά ένα μέρος για να κοιμηθούν. Κάθονται πολλές ώρες εκεί, ξαπλωμένοι, καθιστοί και σε όλες τις ενδιάμεσες στάσεις. Η Αριάδνη παίζει στο κρεβάτι, ο Μιχάλης διαβάζει και κάνει τα μαθήματα του στο κρεβάτι, η Ελένη κάθεται με το κινητό στο κρεβάτι και πολλά άλλα. Το κρεβάτι είναι καναπές, γραφείο, τραμπολίνο, σπηλιά, καράβι και ένα σωρό ακόμα. Είναι όμως και κρεβάτι. Κοιμούνται νωρίς το βράδυ και ξυπνάνε νωρίς το πρωί. Δεν κοιμούνται το μεσημέρι. Τα Σαββατοκύριακα και στις διακοπές είναι πιο ελεύθεροι με τον ύπνο. Το γραφείο είναι μια κατάσταση διαφορετική. Απαιτεί μια υποτυπώδη εγρήγορση και υπευθυνότητα. Μια καθιστή αυστηρά στάση. Στο γραφείο κάθονται λιγότερο, διαβάζουν, μελετάνε, ζωγραφίζουν. Όλα τους τα πράγματα βρίσκονται εκεί. Των κοριτσιών είναι πιο τακτοποιημένα και κρυμμένα ενώ του Μιχάλη είναι πιο εκτεθειμένα και διάσπαρτα. Στα δωμάτια τους φέρνουν τους φίλους τους και κάποιες φορές κοιμούνται και μαζί. Στα δωμάτια τους ντύνονται για το σχολείο, το μπαλέτο, τα αγγλικά, το μπάσκετ.

τα έπιπλα δεν χρησιμοποιούνται μόνο με έναν τρόπο


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

83

3.4.7 το μπάνιο

όροφος

ισόγειο

Σε ένα σπίτι με τόσα άτομα το μπάνιο θα μπορούσε να αποτελεί αιτία συγκρούσεων και εντάσεων, εδώ όμως υπάρχει άνεση. Η γιαγιά έχει το δικό της μπάνιο. Μπορεί να πηγαίνει όποτε θέλει χωρίς να ενοχλεί κανέναν, για όσο θέλει. Δεν μπαίνει κάποιος άλλος στο χώρο της. Ο Βασίλης και η Μαρία έχουν και αυτοί δικό τους μπάνιο και αυτό τους δίνει επίσης μεγάλη ελευθερία. Δεν χρειάζεται καν να κλειδώνουν γιατί βρίσκονται ήδη μέσα στο δωμάτιό τους. Η Μαρία περνάει περισσότερο χρόνο εκεί. Άρα το τρίτο μπάνιο είναι κυρίως για τα παιδιά. Βρίσκεται πάνω, στο διάδρομο. Έχει μπανιέρα και σπάνια τη γεμίζουν. Τα κορίτσια μένουν μέσα περισσότερο από το Μιχάλη. Τα παιδιά κάνουν επίσης ντους έξω. Ο Βασίλης εγκατέστησε μια ντουζιέρα στην αυλή, που μάλιστα έχει και ζεστό νερό. Το καλοκαίρι την προτιμούν και όλοι θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν.


84

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.4.8 οι αυλές και τα μπαλκόνια

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σπίτι έχει τρεις αυλές. Σε όλες βγαίνεις περνώντας από ημιυπαίθριους πλακόστρωτους χώρους. Καλύπτονται από γρασίδι, και περιμετρικά είναι τοποθετημένα ψηλότερα φυτά και δέντρα. Η μπροστινή αυλή έχει κατηφορική κλίση. Στο κάτω μέρος βρίσκονται τρεις κούνιες και ένα πολύ ψηλό πεύκο. Υπάρχουν διάσπαρτα παιχνίδια όπως τραμπάλες, κουβαδάκια και τηλεκατευθυνόμενα αυτοκινητάκια. Εκεί βγαίνουν τα παιδιά για παιχνίδι αλλά και κάτω στο δρόμο, παίζουν μπάσκετ, κάνουν ποδήλατο και πατίνια. Μόνοι, με τους γείτονες ή τους φίλους τους, παίζουν αρκετά έξω στην αυλή. Στο Μιχάλη αρέσει πολύ να σκαρφαλώνει στα δέντρα, ιδιαίτερα στον πλάτανο που φύτεψε ο Βασίλης όταν ήρθαν στο σπίτι. Στην πλαϊνή αυλή, που φτάνει μέχρι την πίσω πλευρά του σπιτιού, ο περισσότερος χώρος είναι ελεύθερος. Ξεχωρίζει ο πλάτανος, το αγαπημένο τους δέντρο. Όλα τα έπιπλα και αντικείμενα είναι συγκεντρωμένα στον υπόστεγο χώρο έξω από την κουζίνα. Η ψησταριά, το τραπέζι, και διάφορα τελάρα και καφάσια. Όπως είπα εδώ τρώνε σπάνια, κυρίως όταν συμβαίνει ψήνουν και τρώνε με φίλους. Κάθονται όμως, απλά γιατί τους αρέσει να βρίσκονται έξω. Η γιαγιά κάποιες φορές όταν έχει τελειώσει της δουλειές, η Μαρία όταν έχει χρόνο ίσως διαβάσει κάποιο βιβλίο. Η πίσω αυλή είναι μακρόστενη και πιο σκοτεινή. Χρησιμοποιείται κυρίως σαν χώρος αποθήκευσης. Εκεί βρίσκονται κουρευτικές μηχανές του γκαζόν, σκάλες, βαρέλια και ένας κομποστοποιητής. Αυτός που ασχολείται με τα φυτά, τη συντήρηση και την καθαριότητα των αυλών είναι ο Βασίλης. Δεν ξεχνάει να το κάνει ταχτικά. Το γρασίδι είναι πάντα κοντοκουρεμένο, τα δέντρα κλαδεμένα και δεν υπάρχουν καθόλου αγριόχορτα. Σε όλα τα φυτά υπάρχει αυτόματο πότισμα.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

85

Στον πάνω όροφο, όλα τα δωμάτια ανοίγονται σε μικρά μπαλκόνια. Κανείς δεν βγαίνει να καθίσει εκεί, και είναι εντελώς άδεια. Οι μπαλκονόπορτες όμως είναι συχνά ανοιχτές κι αυτό τους δίνει μια αίσθηση ελευθερίας. Η δυνατότητα μιας εξόδου ακόμη κι αν δεν πραγματοποιείται, αποκλείει τα αισθήματα εγκλωβισμού.


86

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.5 το καινούργιο σπίτι στο χωριό Το καινούργιο σπίτι είναι ένα σύγχρονο σπίτι πάνω σ’ ένα παλιότερο. Αυτό φαίνεται και κοιτάζοντας το εξωτερικά, πριν ακόμα μπεις μέσα. Τα ανοίγματα με τις περιμετρικές κορνίζες και τα αλουμινένια κουφώματα, αρκετά μεγαλύτερα από τα ξύλινα μπλε του ισογείου, τα περίτεχνα καγκελάκια που εμφανώς μιμούνται παλιότερα, τα πλακάκια αντί των μωσαϊκών, τα ερκοντίσιον, τα σποτάκια στην οροφή του μπαλκονιού, μαρτυρούν μια άλλη αισθητική και εποχή. Η πρόσβαση στο σπίτι γίνεται μέσω ενός κλειστού κλιμακοστασίου. Μπαίνοντας μέσα βρίσκεσαι σε έναν ενιαίο χώρο εισόδου, καθιστικού και κουζίνας. Ανάμεσα στο καθιστικό και την κουζίνα ξεκινά ένας διάδρομος που οδηγεί στους πιο ιδιωτικούς χώρους (δύο υπνοδωμάτια για τα παιδιά, το υπνοδωμάτιο των γονιών με το μπάνιο του, άλλο ένα μπάνιο και ένα μικρό αποθηκάκι). Πέρα από την ολοκλήρωση του καινούργιου σπιτιού, ο Βασίλης ασχολήθηκε και με την συντήρηση, επισκευή και ανακατασκευή των υποστηρικτικών χτισμάτων που υπάρχουν στην αυλή. Καθάρισε και έφτιαξε τις αποθήκες, ενώ τη μία από αυτές τη μετέτρεψε σε πατητήρι. Ακριβώς δίπλα χτίστηκε κάτι σαν ημιυπαίθρια κουζίνα, με ψησταριά, φούρνο και νεροχύτη. Παράλληλα, ξαναχτίστηκε το πηγάδι, ενώ στην πίσω μεριά του σπιτιού φτιάχτηκε ένα μικρό γκαράζ. Εκεί υπάρχει ένας μικρός τσιμεντένιος δρόμος που αφήνει το αγροτικό του. Εκεί αφήσαμε κι εμείς το αμάξι και μπήκαμε στην πίσω αυλή, όπου βρήκαμε τον Βασίλη να ανάβει φωτιά για να ψήσει. Δίπλα του είχε ένα ραδιοφωνάκι και άκουγε παλιά λαϊκά. Ο Βασίλης έψησε τα ψάρια, η μαμά μου έφτιαξε σαλάτα και κόψαμε ψωμί. Πήραμε το τραπέζι από το υπόστεγο και το πήγαμε πάνω στο χορτάρι, κάτω από την καρυδιά. Φάγαμε και μετά αρχίσαμε να συζητάμε. Η γιαγιά έκατσε λίγο και μετά το φαΐ πήγε να πάρει το χάπι της και να κοιμηθεί. Αργότερα τη βρήκαμε να κάθεται στη βεράντα της.


87


88

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.5.1 η είσοδος, το κλιμακοστάσιο

Η είσοδος γίνεται από το πλάι του σπιτιού και στεγάζεται από τον όροφο. Έξω από την πόρτα υπάρχει ένα κατώφλι. Ένα μικρό πλάτωμα, υπερυψωμένο δύο σκαλιά από την αυλή, με ένα μικρό χαλάκι. Για να μπεις στο σπίτι δεν αρκεί να ανοίξεις την πόρτα. Ακολουθεί μια σκάλα και μετά φτάνοντας στον όροφο, μια δεύτερη πόρτα. Το σπίτι έτσι απομονώνεται από την αυλή και η σκάλα απομονώνεται τόσο από την αυλή, όσο και από το σπίτι. Είναι ένας κλειστός χώρος ανάμεσα, που δεν είσαι πουθενά, δεν βλέπεις τίποτα, δεν συναντάς κανέναν. Ακούς ίσως ψήγματα ήχων απ’ έξω και αποσπασματικούς απόηχους πίσω από τη βαριά πόρτα του σπιτιού95. Αυτή η απομάκρυνση και αποκοπή του σπιτιού από την αυλή δεν διευκολύνει την καθημερινότητα. Αντίθετα, προβάλει σαν ένα εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, κάθε φορά που θέλουν να βρεθούν έξω, ή να γυρίσουν σπίτι για να πάνε τουαλέτα, να πιούν νερό. Οι μεταβάσεις μέσα – έξω είναι συχνές και αναγκαίες. Αντί, λοιπόν, να ανεβαίνουν σκάλες, να κουβαλάνε κλειδιά, να χτυπάνε κουδούνια, πολλές φορές μέσα στη μέρα προτιμούν να πηγαίνουν στο σπίτι της γιαγιάς. Πάνω επιστρέφουν όταν αποφασίζουν να παραμείνουν μέσα. Ο Περέκ γράφει : «Δεν πρόκειται για το ανοίγω ή δεν ανοίγω την πόρτα μου, δεν πρόκειται για το αφήνω το κλειδί μου πάνω στην πόρτα. Το πρόβλημα δεν είναι αν πρέπει να υπάρχουν κλειδιά ή όχι: αν δεν υπήρχαν πόρτες δεν θα υπήρχαν κλειδιά.»96 Το κλιμακοστάσιο συνεχίζει προς τα πάνω και φτάνει στο δώμα. Αυτό το κομμάτι του λειτουργεί σαν αποθήκη, με χαλιά να στοιβάζονται πλάγια πάνω στα σκαλοπάτια, κάποια παλιότερα παιχνίδια και μερικές σακούλες φουσκωμένες με πράγματα. 95. Περέκ, Z., Ζωή οδηγίες χρήσης, Αθήνα: εκδόσεις Ύψιλον, 1991, σελ.19 96. Περέκ, Z., Χορείες Χώρων, Aθήνα: εκδόσεις Ύψιλον, 2000, σελ.53


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

το κλειστό κλιμακοστάσιο, απομονωμένο από τον εξωτερικό χώρο και από το σπίτι

89


90

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.5.2 το καθιστικό, η θέα, το τζάκι Ο Βασίλης φτάνει στο χωριό συνήθως Παρασκευή βράδυ και ανεβαίνει στο σπίτι, βγάζει τα παπούτσια του και τα αφήνει στη σκάλα, ξεκλειδώνει, μπαίνει μέσα και ανάβει το φως. Μπροστά του ένας μεγάλος χώρος που περιλαμβάνει τις υποενότητες του καθιστικού, της κουζίνας και εν δυνάμει της τραπεζαρίας. Αφήνει το μπουφάν του στην πλάτη του καναπέ που βρίσκεται ακριβώς μπροστά του ή το κρεμάει σε μια από τις καρέκλες της κουζίνας. Βάζει μερικά πράγματα στο ψυγείο και στη συνέχεια ανοίγει κάποια από τα κλειστά παντζούρια. Στο κέντρο του δωματίου ένας μεγάλος μπεζ γωνιακός καναπές με πολλά μαξιλάρια. Μπροστά του ένα τραπεζάκι, το τζάκι, μερικά ραφάκια και μια τηλεόραση πάνω σε έναν χτισμένο πάγκο. «Φυσικά υπάρχει και μια μικρή τηλεόραση, τελευταία μα σίγουρη καταφυγή»97. Δίπλα στο τζάκι στέκεται ένας επιδαπέδιος ανεμιστήρας. Πίσω του ο καναπές αφήνει κάποιο χώρο κενό, όπου βρίσκεται ένα τραπέζι χωρίς καρέκλες και δύο άδειες βιβλιοθήκες. Συνήθως αφήνει εκεί τη βαλίτσα του, σκορπώντας κάποια ρούχα πάνω σε μια καρέκλα και σε κάποια από τα ράφια της άδειας βιβλιοθήκης. Τρεις μπαλκονόπορτες στη σειρά κάνουν τον διπλανό τοίχο να είναι σχεδόν ολόκληρος ανοιχτός, με θέα προς τη θάλασσα του Ευβοϊκού και τα γύρω βουνά. Για τον Βασίλη όσα βλέπει από το παράθυρο δεν μπορούν να μεταβληθούν σε θέα. Όταν πήγαμε στο σπίτι με οδήγησε εκεί και μου είπε «Από εδώ μπορώ να βλέπω τα χωράφια μου». Όπως γράφει και ο Φ. Τερζάκης, για κάποιον που ζει μέσα στη φύση είναι αδύνατο αυτή να γίνει ένα ουδέτερο πεδίο προβολής αισθημάτων και αποβλέψεων, κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε εκείνη την απόσπαση και αποστασιοποίηση από αυτήν που χαρακτηρίζει έναν αστικό τρόπο ζωής98.

97. Καναρέλης, Θ., Τελετές του Σαββατοκύριακου «Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά…», σελ.425 98. Τερζάκης, Φ., «Η απαλλοτρίωση της φύσης και οι ευθύνες της αρχιτεκτονικής», Η διεκίκηση της υπαίθρου,

Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ.139


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

91

Το σπίτι έχει σύνδεση στο διαδίκτυο και κάποιες φορές ο Βασίλης περνάει χρόνο στον καναπέ με το κινητό. Σπάνια ίσως φέρει και λάπτοπ. Ο Ζήσης Κοτιώνης παρατηρεί ότι πλέον «στο κέντρο του σπιτιού είναι εγκατεστημένο το διαδίκτυο, δηλαδή ένα έξω»99. Πράγματι εδώ υπάρχουν δύο έξω, η φύση και το διαδίκτυο. Έτσι μπορείς να βρεθείς έξω από το σπίτι και μέσα στη φύση, αλλά και μέσα στο σπίτι και έξω από τη φύση και το χωριό.

Είτε έρχεται μόνος του, είτε όλοι μαζί, το καλοκαίρι είναι σπάνιο να κάτσουν στο καθιστικό. Το χειμώνα πολύ περισσότερο γιατί υπάρχει το τζάκι. «Το ανάβουμε ναι, το τζάκι πάντα. Οπουδήποτε υπάρχει τζάκι το χρησιμοποιούμε, μας αρέσει». «Το ξύλο που φλέγεται, εισάγει στην τελετουργία του, απαιτεί προσοχή και ετοιμασία, επανασυνδέει με την προγονική παράδοση και τα φαντάσματα της οικιακής ιστορίας […] Η εστία, το κέντρο της φωτιάς και ο φυσικός ρυθμός αναιρεί τον αφηρημένο, μηχανικό χρόνο του ρολογιού και ταυτίζεται με τον βιολογικό, το βιωματικό χρόνο. Στην κατοικία διακοπών ο χρόνος εγγράφεται στο χώρο, δεν είναι πλέον χρόνος αφηρημένος και γραμμικός, αλλά κυκλικός που προκύπτει απ’ την εναλλαγή της φύσης, από την επανάληψη των εποχών που δεν είναι όμως πάντα ίδιες. Είναι χρόνος βιωματικός, όπως τον υφίσταται ο άνθρωπος στην πορεία της ζωής του και όχι χρόνος αφηρημένος, κοινωνικός (χρόνος παιδείας, χρόνος εργασίας, σύνταξη).»100

99. Κοτιώνης, Ζ., «Τοπολογίες της «Εξεσωτερικότητας»», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ.

Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ.207

100. Καραλέτσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.233


92

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Συχνά έρχονται και φίλοι για παρέα. Πολλές φορές όμως αυτοί που έρχονται είναι οι φίλοι της πόλης και έτσι «η πόλη απλώνει τα πλοκάμια της και τα μοντέλα της»101. Τα Χριστούγεννα όλη η οικογένεια πηγαίνει στο χωριό για αρκετές μέρες. Τότε είναι που ο χώρος είναι ζωντανός περισσότερο από ποτέ.

101. Καραλέτσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.233


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

93

3.5.3 η κουζίνα, το φαγητό Η κουζίνα έχει πολλά ντουλάπια και κάποιες συσκευές. Τα ντουλάπια έχουν μέσα διάφορα σκεύη, αλλά τρόφιμα όχι πολλά. Και το ψυγείο είναι μάλλον άδειο. Υπάρχουν κάποιες τροφές που διατηρούνται πολύ καιρό, όπως βάζα με σάλτσες και γλυκά του κουταλιού, αλλά αυτά που είναι προς άμεση κατανάλωση είναι συνήθως ελάχιστα. Το τραπέζι βρίσκεται μεταξύ καθιστικού και κουζίνας. Μιας και έρχονται για λίγο, πολλά πράγματα είναι εκτεθειμένα αφού θα χρησιμοποιηθούν άμεσα. Τόσο κάποια τρόφιμα και σκεύη όσο και η απλώστρα, η σκούπα, η σφουγγαρίστρα. Όταν έρχεται μόνος του σπάνια μαγειρεύει και τρώει εκεί. Κατεβαίνει να φάει με τη γιαγιά, μέσα ή έξω. Την Παρασκευή όταν φτάνει, η γιαγιά του έχει ετοιμάσει φαγητό. Έχει καθιερωθεί τις Κυριακές να αγοράζει, να ψήνει και να τρώνε οι δυο τους ψάρι, γιατί στην Αθήνα δεν τρώνε ποτέ λόγω της αλλεργίας του Μιχάλη. Το Σάββατο που είναι το δεύτερο και τελευταίο του βράδυ, αν δεν έχει νωρίς πρωινό ξύπνημα, βγαίνει έξω με φίλους. Ο Μισέλ ντε Σερτώ περιγράφοντας τα Σαββατοκύριακα του Joseph, ενός οικογενειάρχη, λέει πως τις Κυριακές πηγαίνει με τους φίλους του για καφέ μετά τη λειτουργία. Η συνάντηση των αντρών μεταξύ τους, χωρίς την παρουσία γυναικών είναι ένας τρόπος να βγουν για λίγο από τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής, να κρατήσουν λίγο χρόνο για τον εαυτό τους102. Φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο ισχύει για τον Βασίλη και τους φίλους του, όταν συναντιούνται στην ταβέρνα του χωριού. «Αυτή η συνήθεια δεν τους έχει επιβληθεί, αλλά έχει επιλεχθεί σύμφωνα με συμβολικά κριτήρια που έρχονται από την μοναδική σύσταση της παρέας τους: είναι μια παράδοση, μια υπενθύμιση της κοινής τους καταγωγής και των κοινών τους ενασχολήσεων· μια μυστική συμμαχία, η ανταλλαγή αίματος (κρασιού).»103 Όταν έρχονται όλοι μαζί, το χειμώνα ή όταν έχει πολύ ζέστη, η Μαρία μαγειρεύει και τρώνε στην κουζίνα. Συνήθως όμως, είτε ο Βασίλης ψήνει και τρώνε έξω, είτε τρώνε κάτω με τη γιαγιά. Εδώ το πρωινό δεν είναι κοινό γεύμα μιας και ο καθένας ξυπνάει όποτε θέλει.

102. De Certeau, M., The practice of everyday life, σελ.110 103. De Certeau, M., ό.π., σελ.112


94

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Κοινό είναι το μεσημεριανό, που η προετοιμασία του διαρκεί αρκετές ώρες. Η παρασκευή φαγητού και η συμμετοχή στο τραπέζι έχει αναχθεί εδώ σε τελετουργία. Δεν είναι πλέον μια υποχρέωση μετά την εργασία και πριν την ανάπαυση, είναι χρόνος επιλεγμένος, απελευθερωμένος.104 Εδώ μια πράξη καθημερινή βιώνεται ως ελεύθερη απόφαση. Το άναμμα της φωτιάς και το ψήσιμο παραπέμπει σε πρωτόγονες, αυθεντικές, “φυσικές” μεθόδους προετοιμασίας, καθώς και αντιστροφή του κοινωνικού ρόλου ότι η γυναίκα είναι η μαγείρισσα. Το φαγητό της γιαγιάς φέρνει στο τραπέζι, το παρελθόν, τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων. Το στρώσιμο του τραπεζιού με τη βοήθεια των παιδιών, η μεγάλη διάρκεια του γεύματος, η βοήθεια όλων στο μάζεμα φέρνουν την οικογένεια κοντά, μετατρέπουν ατομικές υποχρεώσεις σε συλλογικές επιλογές. Έτσι δημιουργείται μια διαφορετική αντίληψη των καθημερινών πρακτικών, ο χρόνος αντιμετωπίζεται εδώ ποιοτικά και όχι ποσοτικά105. Σύμφωνα με τον Ντε Σερτώ, τα γεύματα συνοδεύονται από την αρχή μέχρι το τέλος τους από δύο πράγματα: το ψωμί και το κρασί. Αυτά τα δύο είναι η βάση της κουζίνας, η πρωταρχική μέριμνα πριν από οποιοδήποτε γεύμα106. Οι συμβολισμοί που φέρουν είναι τόσο σημαντικοί όσο και η αξία τους στη διατροφή. Πράγματι και η οικογένεια του Βασίλη τοποθετεί στο τραπέζι πρώτα αυτά τα δύο και μετά τα υπόλοιπα. Ιδιαίτερα το κρασί, συνήθως το έχει φτιάξει μόνος του και έχει εξέχουσα θέση. Έχει παραχθεί με κόπο και πολύ φροντίδα, κάποιες φορές έχουν βοηθήσει και τα παιδιά. Εδώ έχουν το χρόνο και την άνεση να το απολαύσουν.

104. Καραλέτσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.231 105. Καραλέτσου Πασία, Κ., ό.π., σελ.232 106. De Certeau, M., The practice of everyday life, σελ.85


95


96

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.5.4 τα υπνοδωμάτια και ο ύπνος

Στα υπνοδωμάτια σε οδηγεί ο διάδρομος, ένας μακρόστενος χώρος που δεν έχει τίποτα άλλο πέρα από πόρτες και τον πίνακα του ηλεκτρικού. Το υπνοδωμάτιο στο βάθος είναι του Βασίλη και της Μαρίας. Έχει ένα κρεβάτι με δύο κομοδίνα και μια ντουλάπα. Δίπλα στην ντουλάπα είναι η πόρτα για ένα μικρό μπάνιο. Αν και έχει φτιαχτεί για τους δυο τους, ο Βασίλης κοιμάται εδώ συνήθως μόνος του, μιας και τις περισσότερες φορές που έρχεται στο χωριό η Μαρία και τα παιδιά δεν ακολουθούν. Δεν στρώνει το κρεβάτι ούτε τακτοποιεί. Τις Παρασκευές, κοιμάται νωρίς για να ξυπνήσει για δουλειές. Το Σάββατο αργά γιατί βγαίνει με φίλους. Εκτός και αν η δουλειά στα χωράφια είναι πολλή, οπότε κοιμάται πάλι νωρίς. Τα καλοκαίρια έχει την άνεση να κοιμάται και το μεσημέρι. Είναι η μοναδική συνθήκη που του επιτρέπει τον μεσημεριανό ύπνο και τον απολαμβάνει ιδιαίτερα. Ένα σιωπηλό σπίτι. «Υπάρχουν ουσίες και χώροι που μπορούν να προκαλέσουν ακινησία. (…) ένα σημείο ανάπαυσης, μια στιγμή ενατένισης, η στιγμή που αρχίζεις να ξαναγεύεσαι τη μέρα»107. Θαρρώ πως αυτή τη μοναξιά που βιώνει εδώ τη χρειάζεται, την αποζητά. Ερχόμενος εδώ είναι πιο πολύ εργένης και λιγότερο ο οικογενειάρχης που είναι τις υπόλοιπες μέρες. Αυτό το δεύτερο σπίτι προτείνεται ως μια θεατρική σκηνή που και άλλοι ρόλοι είναι δυνατοί.108 Τα άλλα δύο υπνοδωμάτια είναι του Μιχάλη και των κοριτσιών. Τα κορίτσια στην Αθήνα κοιμούνται ξεχωριστά, άλλα εδώ πρέπει να μοιραστούν αυτό το δωμάτιο. Δύο κρεβάτια, μια ντουλάπα και ένα παιχνίδι. Φαίνεται άδειο, ειδικά για παιδικό δωμάτιο, είναι προφανές ότι δεν περνάνε χρόνο εδώ. Ίσως η Ελένη κάθεται λίγο περισσότερο για να έχει την ησυχία της. Δίπλα, ο Μιχάλης έχει το κρεβάτι του, τη ντουλάπα και μια μεγάλη βιβλιοθήκη, που όμως ελάχιστα βιβλία φαίνεται να είναι δικά του. Τα περισσότερα είναι 107. Σερεμετάκη, K. N., Παλινόστηση Αισθήσεων: Αντίληψη και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη εποχή,

σελ.54

108. Καραλέτσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.233


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

97

εγκυκλοπαίδειες και περιοδικά που μάλλον δε θα διάβαζε. Αν και δεν έχουν οικειοποιηθεί ιδιαίτερα τα δωμάτιά τους, το ότι έχουν ο καθένας το κρεβάτι του, τον κατ’ εξοχήν ατομικό του χώρο,109 δημιουργεί ένα αίσθημα άνεσης. Τα παιδιά εδώ χαίρονται τη μεγάλη ελευθερία που έχουν σε σχέση με τον ύπνο. Μπορούν να κάτσουν ως αργά και το πρωί να ξυπνήσουν όποτε θέλουν. Έτσι, έχουν συνδέσει το χωριό με την απελευθέρωση του ωραρίου και τον αυθορμητισμό110. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι σ’ αυτό το σπίτι τα έπιπλα και οι συσκευές δεν αγοράστηκαν, αλλά επαναχρησιμοποιούνται πράγματα που είχαν στα παλιότερα σπίτια τους ή τους έδωσαν φίλοι. Το κρεβάτι και η βιβλιοθήκη του Μιχάλη είναι από το φοιτητικό δωμάτιο του Βασίλη, τον καναπέ τους τον χάρισε ένας φίλος του Βασίλη, το πλυντήριο το είχε στο παλιό της σπίτι η Μαρία κ.α. Όλα τα πράγματα εδώ, έχουν μια ιστορία. Αντικείμενα που είχαν πέσει σε αχρηστία, αντί να είναι σε αποθήκες και πατάρια βρήκαν μια θέση σ’ αυτό το σπίτι και χρησιμοποιούνται και πάλι σαν καινούργια.

το δωμάτιο του Βασίλη και της Μαρίας

το δωμάτιο των κοριτσιών 109. Περέκ, Z., Χωρείες Χώρων, σελ.27 110. Καραλέτσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.233

το δωμάτιο του Μιχάλη


98

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.5.5 το μπάνιο και το αποθηκάκι

Το μπάνιο είναι αρκετά ευρύχωρο και έχει μπανιέρα και ένα μικρό πλυντήριο ρούχων. Πολύ σπάνια να κάνουν μπάνιο έξω με το λάστιχο, τα παιδιά κυρίως, για παιχνίδι. Το αποθηκάκι είναι πράγματι ένα πολύ μικρό δωμάτιο. Το μέγεθος του είναι σχεδόν όσο μια ντουλάπα. Βάζουν μέσα διάφορα πράγματα που δε θέλουν να είναι σε κοινή θέα, όπως απλώστρες, καθαριστικά και σκούπες. Ο Ζορζ Περέκ λέει πως «η κρεβατοκάμαρα ελάχιστα μεγαλύτερη σημασία έχει από ότι το καμαράκι για τις σκούπες. (Στο καμαράκι για τις σκούπες μπαίνει η ηλεκτρική σκούπα. Στην κρεβατοκάμαρα, τα κατάκοπα σώματα. Αμφότερα εξυπηρετούν τις ίδιες λειτουργίες: ανάκτηση δυνάμεων και συντήρηση).»111

111. Περέκ, Z., Χωρείες Χώρων, σελ.27


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

99

3.5.6 οι αυλές, οι αποθήκες, η ψησταριά, το πηγάδι

Ύπαιθρος : υπό τον αιθέρα, ασκεπής χώρος, φύση «Ο άνθρωπος συμβολοποιεί και απαλλάσσει τη φύση από κάθε κίνδυνο, την ενσωματώνει στην κατοικία του και την ονομάζει αυλή.»112

η αυλή ως οργανωμένη και ασφαλής φύση

Στην αυλή, αυτό το κατώφλι από το ανοίκειο αλλού της φύσης, στο πολύ οικείο εδώ του σπιτιού, διαδραματίζεται πολύ μεγάλο μέρος της χωριάτικης ζωής. Εκεί συναντιούνται, κουβεντιάζουν, πίνουν, τρώνε, τραγουδάνε, τρέχουν, παίζουν, δουλεύουν, διαβάζουν και κάποιες φορές κοιμούνται. Αυτός ο πολύτιμος ενδιάμεσος χώρος, έχει δέντρα και λουλούδια, χορτάρι και πεσμένα φύλλα, πουλιά και τις φωλιές τους, ποντίκια και γάτες, μύγες, κουνούπια, σκαθάρια, μυρμήγκια, σκουλήκια και πεταλούδες. Αλλά και αποθήκες, πηγάδι, πατητήρι, αιώρα, καρέκλες και τραπέζια, σκάλες, μηχανήματα, λάστιχα, τελάρα, παλέτες. Το σπίτι λειτουργεί σαν κέντρο, σαν αναφορά, και όλα τα υπόλοιπα κινούνται και υπάρχουν γύρω του σαν δορυφόροι. Οι αυλές δίνουν χώρο για κατοίκηση εκτός του σπιτιού αλλά εντός της ασφάλειας και της σιγουριάς που αυτό δημιουργεί. Δεν υπάρχουν για να ξεχωρίζουν το σπίτι από τα γειτονικά του, να του δίνουν μια απόσταση, να το απομακρύνουν. Υπάρχουν για να δημιουργούν μια συνθήκη κατοίκησης γύρω από το σπίτι και τελικά να το φέρνουν πιο κοντά στα γειτονικά.

112. Καναρέλης, Θ., Τελετές του Σαββατοκύριακου «Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά…», σελ.422


100

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Θέλουν συνεχώς περιποίηση και φροντίδα για να παραμείνουν ζωντανές, δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τον κάτοικό τους. Θα επέλθει το χάος, θα επιστρέψουν στη φύση. Οι αυλές μιλούν για οργάνωση, τάξη, σκέψεις και επιθυμίες. Στην περίπτωσή μας, ο υπεύθυνος για το ξύπνημα των αποκοιμισμένων αυλών είναι ο Βασίλης. Το δικό του όραμα υλοποιούν. Ασχολείται πολύ μαζί τους. Η γιαγιά φροντίζει το δικό της κομμάτι, αυτό που είναι μπροστά στο σπίτι της. Πιστός βοηθός του Βασίλη, που τον περισσότερο καιρό λείπει, είναι το αυτόματο πότισμα. Όσο είναι στο χωριό και δεν είναι στα χωράφια του ο Βασίλης θα βρίσκει πράγματα να κάνει στην αυλή. Ποτίσματα, κλαδέματα, στηρίξεις για τα φυτά, κούρεμα χορταριού, καθάρισμα, ταχτοποίηση, μικροεπισκευές. Και οι υπόλοιποι όμως, βρίσκουν συνεχώς αφορμές για να βρίσκονται έξω. Τα παιδιά παίζουν, με ποδήλατα, με μπάλες. Συχνά φωνάζουν τα γειτονάκια ή βγαίνουν στο δρόμο να παίξουν μαζί τους. Είναι τέσσερα, πέντε από τα γύρω σπίτια που κατοικούνται, δεν είναι εντελώς έρημη η γειτονιά. Η γιαγιά κάθεται κυρίως μπροστά στη βεράντα της, κάποιες φορές έρχονται και φίλες της να κάτσουν μαζί. Η Μαρία διαβάζει ή ξεκουράζεται. Το αγαπημένο σημείο όλων είναι η αιώρα. Βρίσκεται κοντά στην ψησταριά, δίπλα στο πηγάδι και κρέμεται από μια καρυδιά και μια καστανιά. Σχεδόν όλη τη μέρα έχει έναν ελαφρύ ίσκιο και ξαπλωμένος εκεί μπορείς να βλέπεις μέχρι τα απέναντι βουνά. Όλοι θέλουν να κάτσουν στην αιώρα, μπορεί και να τσακωθούν για το ποιος θα την προλάβει. Τυχερός αυτός που έχει την αιώρα ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Ήρεμες, ευχάριστες ώρες περνούν εκεί. Εάν υπάρχει ησυχία, παραδιδόμενος στο ανεπαίσθητο συνεχές πέρα δώθε, μπορεί και κάποιος να αφεθεί να αποκοιμηθεί εκεί.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

101

Πολύ συχνά μαγειρεύουν και τρώνε έξω στην αυλή. Η προετοιμασία του φαγητού γίνεται στην εξωτερική κουζίνα με ψησταριά, φούρνο και νεροχύτη, που έφτιαξε πρόσφατα ο Βασίλης. Υπήρχε και παλιά φούρνος αλλά τον χάλασαν. Μετά ο Βασίλης κατάλαβε ότι θα του άρεσε να μπορεί ξανά να μαγειρεύει έξω. («Οι άνθρωποι κάνουν βλακείες. Θέλουν να τα κάνουν σύγχρονα και χαλάνε τα όμορφα»). Το γεύμα γίνεται είτε στο μικρό υπόστεγο της ψησταριάς, είτε τις πιο πολλές φορές μεταφέρουν το τραπέζι στο χορτάρι, κάτω από τη συκιά. Συχνά καλούν φίλους, μακρινούς συγγενείς και γείτονες να φάνε μαζί. Πατρογονικά μοντέλα και μύθοι μιας αρμονικής κοινωνίας ανακαλούνται.113

113. Καραλέτσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.233


102

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Είναι μια μέρα που το φαγητό έξω συμβαίνει διαφορετικά, μια μέρα που έρχεται για να θυμίσει σκηνές από την ιστορία της οικογένειας. Η μέρα του Πάσχα. Βλέποντας ένα τραπέζι του Πάσχα στο χωριό δύσκολο να πεις από ποια εποχή προέρχεται, σε ποια εποχή ανήκει. Φροντίζουμε να αναπαράγουμε την εικόνα όπως ακριβώς μας τη μάθανε, όπως ακριβώς τη θυμόμαστε. Εκείνη τη μέρα βγάζουν τραπέζια έξω και τρώνε στη μπροστινή βεράντα της γιαγιάς, όπως γινόταν πάντα. Δεν πρέπει τίποτα να αλλάξει την πατροπαράδοτη εικόνα, ούτε καν η θέση του τραπεζιού. Βάζουν σούβλες μπροστά στον μικρό κήπο και φτιάχνουν τα υπόλοιπα στο σπίτι της γιαγιάς. Έρχονται συγγενείς και φίλοι και τρώνε όλοι μαζί μέχρι να βραδιάσει ακούγοντας δυνατά μουσική, χορεύοντας και γελώντας. Την ίδια στιγμή το ίδιο συμβαίνει και σε όλα τα γύρω σπίτια. Εικόνες από μια παλιότερη ζωή φέρνει στο μυαλό και το πηγάδι. Δεν είναι όμως εκεί ως μια νοσταλγική υπόμνηση αλλά ως μια λειτουργική συνθήκη. Ο Βασίλης μου είπε πως «Το πιο χρήσιμο σ’ αυτό το σπίτι είναι το πηγάδι. Δίνει νερό σε πέντε χωράφια». Και στην αυλή. Μια τόσο ταπεινή κατασκευή με έναν τόσο μεγάλο ρόλο. Κλειστό όπως είναι από πάνω, συχνά γίνεται κάθισμα μέσα στη μέρα. Δεν ανοίγει σχεδόν ποτέ, έτσι το κενό που βρίσκεται από κάτω έχει ξεχαστεί. Οι αποθήκες είναι μεγάλες, καθαρές και ταχτοποιημένες. Είναι τόσο ζωντανοί χώροι του σπιτιού, όσο και τα υπόλοιπα δωμάτια. Ίσως και περισσότερο. Ο Βασίλης μπαινοβγαίνει συνέχεια εκεί. Χαίρεται να τις οργανώνει, να τις συμμαζεύει. Χαίρεται την τάξη που υπάρχει εκεί και δεν επιτρέπει στην σκόνη να τη σκεπάσει. Με το να τις φτιάχνει και να τις ξαναφτιάχνει τους δίνει ζωή. Οι αποθήκες μιλούν, γι’ αυτά που κάνει και για αυτά που είναι. Τσουγκράνες, φτυάρια, τσάπες, σφυριά, σκούπες, τρυπάνια, χρώματα, σιλικόνες, τσιμέντα, πλακάκια, βίδες, καρφιά, κούτες, κουτάκια, βάζα, δοχεία, λάστιχα, σωλήνες, καλώδια, λάμπες, μπαλαντέζες, ποτιστήρια, σακιά με χώμα, ομπρέλες, απόχες, δοχεία για ελιές, δοχεία για λάδι. Ξεκουράζονται εκεί και ετοιμάζονται για να ξαναχρησιμοποιηθούν. Τις μέρες του τρύγου και τις μέρες του μαζέματος της ελιάς τις περιμένει με ανυπομονησία. Ένα μεγάλο γεγονός για τη ζωή του χωριού, αφορμή για μάζωξη με κόσμο που δε βλέπει συχνά, αλλά και αφορμή να κάνουν δουλειές μαζί με τα παιδιά. Η Αριάδνη ήρθε να πατήσει σταφύλια στον τρύγο. Στη μια αποθήκη βλέπω ένα σύνθετο μηχάνημα και δίπλα το πατητήρι. Μου εξηγεί ότι το μηχάνημα αυτό πατάει τα σταφύλια πλέον. «-Και τότε γιατί πατάτε σταφύλια με τα παιδιά, αφού το κάνει το μηχάνημα; -Τα παιδιά τα βάζω να πατάνε για να έχουν την αίσθηση ότι το κάνουν, όχι γιατί χρειάζεται». Τέλος, το γκαράζ χρησιμοποιείται κι αυτό ως αποθήκη. Είναι γεμάτο μέχρι πάνω με ξύλα για το χειμώνα. Οποιοσδήποτε χώρος στο χωριό δε είναι απαραίτητος για κάποια άλλη χρήση, μετατρέπεται σε αποθήκη. Πάντα υπάρχει ανάγκη για περισσότερες αποθήκες.


3 | ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ

103


104

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

3.5.7 η σχέση με τη φύση, οι δραστηριότητες Ο Βασίλης έχει μια άμεση, βιωματική σχέση με τη φύση και τη γη. Έχει κοτέτσια, χωράφια, περιβόλια. Στα κοτέτσια εγκατέστησε ένα σύστημα για τροφή και νερό ώστε να μπορούν να ζουν χωρίς την παρουσία του. Στα χωράφια έχει ελιές, αμπέλια, κερασιές, ροδιές, λεμονιές, αμυγδαλιές. Όλα τους έχουν αυτόματα ποτίσματα. Βγάζει μόνος του λάδι, κρασί, μούστο, τσίπουρο. Όλα αυτά απαιτούν να έρχεται συχνά και να αφιερώνει σχεδόν όλο του τον χρόνο εκεί. Σκάβει, σπέρνει, κλαδεύει, μαζεύει, κουράζεται, συνεχίζει. «Όταν πάω στο χωριό, πρώτα πηγαίνω από το αμπέλι και μετά στο σπίτι. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην περάσω να δω τι κάνει, να το περπατήσω λίγο. Αυτό το αμπέλι το ‘χω φτιάξει εγώ με τον πατέρα μου. Πηγαίναμε τα φυτεύαμε, τα πότιζα. Από μικρός. Τότε βαριόμουνα, αλλά πήγαινα.» Κάποιες φορές, με τον φίλο του το Δημήτρη πηγαίνουν να μαζέψουν μανιτάρια στα γύρω βουνά. «Αυτό που ήταν εξωτερικά μια πράξη μαζέματος ήταν στην πραγματικότητα μια εσωτερική πράξη κατάδυσης στον εαυτό.»114 Η υπόλοιπη οικογένεια έχει αρκετά διαφορετική σχέση με τη φύση. Δεν ασχολούνται με τις αγροτικές εργασίες, εκτός κι αν ο Βασίλης φέρει τα παιδιά στον τρύγο. Πηγαίνουν στο χωριό κυρίως σαν περιηγητές, βρίσκονται εκεί για διακοπές. Κάνουν εκδρομές όλοι μαζί στα γύρω χωριά, σε δάση και καταρράκτες, αλλά κυρίως περνάνε χρόνο σε κάποια κοντινή παραλία. Η ύπαιθρος, λοιπόν, γι’ αυτούς έχει συνδεθεί με την ψυχαγωγία και την αναψυχή.115 Τους διακατέχει μια υπερκινητικότητα, η ακινησία του τοπίου μοιάζει να τους προκαλεί ένα είδος πανικού.116 Η γρήγορη εναλλαγή ερεθισμάτων στην πόλη, αλλά και στην διαδρομή τους προς το χωριό, κάνουν την ησυχία της εξοχής να φαίνεται αφόρητη. Προσπαθούν να είναι συνεχώς απασχολημένοι. Στο βουνό για περπάτημα, στη θάλασσα για μπάνιο, αλλιώς η ώρα δεν περνάει. «Παράγωγα της οικιακής ζωής είναι και οι περίπατοι, στους οποίους η κίνηση και η περισυλλογή συγχωνεύονται. Ακόμη και οι περιβόητες νοητικές οδοιπορίες και περιπλανήσεις μέσα από λιβάδια και δάση είναι χαρακτηριστικές κινήσεις ενός ανθρώπου που έχει σπίτι πίσω του.»117

114. Σερεμετάκη, Κ. Ν., Παλινόστηση Αισθήσεων: Αντίληψη και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη

εποχή, σελ.60

115. Σχίζας, Γ., Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου, σελ.89 116. Μανωλίδης, Κ., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ.80 117. Χατζησάββα, Δ., Διεκδικήσεις ερμηνειών για την έννοια του εδάφους στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, σελ.183


105



4 ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ



109

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.1 πώς το παλιό χωριάτικο σπίτι επηρέασε το σπίτι της πόλης ή ψάχνοντας να βρω μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού το αρχικό κέλυφος118 4.1.1 οι χώροι του σπιτιού Μετά από μια σειρά αποφάσεων και αλλαγών, το σπίτι της Αθήνας έχει καταφέρει όντως να εμπεριέχει στοιχεία του παλιού χωριάτικου σπιτιού και να επηρεάζεται από αυτό, τόσο μορφολογικά, όσο και στην ζωή και την καθημερινότητα που φιλοξενεί. Η επιρροή του όμως δεν ευθύνεται μόνο για τις εμφανείς ομοιότητες, αλλά αντίθετα και για κάποιες έντονες διαφορές. «Το σπίτι όπου γεννηθήκαμε έχει εγγράψει μέσα μας την ιεραρχία των διαφόρων λειτουργιών του κατοικώ. Είμαστε το διάγραμμα των λειτουργιών του κατοικείν σ’ αυτό το συγκεκριμένο σπίτι και όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά παραλλαγές πάνω σε ένα βασικό θέμα. Η λέξη συνήθεια είναι μια λέξη που έχει υπερβολικά ξεφτίσει από τη χρήση για να μπορέσει να εκφράσει αυτόν τον παράφορο δεσμό που δένει το σώμα μας που δε λησμονεί με το σπίτι που δε λησμονιέται.»119

118. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.31 119. Bachelard, G., ό.π., σελ.42


110

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.1.1 η είσοδος Πόσο ανοιχτό είναι το Αθηναϊκό σπίτι και με τι απρόσμενη ευκολία μπαίνεις μέσα του. Υπάρχει ένας αυθορμητισμός που δεν έχει καταφέρει να μπει σε πρότυπα και καλούπια. Εικόνα που φέρνει στο μυαλό το παλιό σπίτι στο χωριό. Κάτι έχει όμως αλλάξει. Το κατώφλι, ήταν άλλοτε η μπροστινή βεράντα, ένας χώρος με πολλαπλές ποιότητες και χρήσεις. Πλέον, εδώ το κατώφλι είναι ένα δωμάτιο, το χολ. Έτσι, οι πράξεις της υποδοχής και του αποχαιρετισμού έχουν μεταφερθεί σε ένα “μέσα”. Όπως επίσης, η προετοιμασία για την έξοδο (παπούτσια, μπουφάν), το άπλωμα των ρούχων και τα ανυπόμονα περάσματα προς την κουζίνα. Η μεταφορά αυτή έχει αποδυναμώσει σημαντικά την μπροστινή βεράντα, μετατρέποντάς την σε έναν χώρο-διάβαση.

η είσοδος στο σπίτι της πόλης

η είσοδος στο παλιό σπίτι στο χωριό


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

111

4.1.1.2 το καθιστικό, το τζάκι, η τραπεζαρία Το καθιστικό, έχει σχεδόν την ίδια διάταξη με του χωριού, με το τζάκι να βρίσκεται στο επίκεντρο. Όπως περιέγραψα, το τζάκι παραμένει για την οικογένεια πολύ σημαντικό. Ανάβει συχνά και είναι πράγματι δεμένοι μαζί του. Μαζεύονται γύρω από τη φωτιά, πολλές φορές με τη συντροφιά φίλων. Όταν ο Βασίλης ήταν παιδί, οι επισκέψεις στο σπίτι του προσέφεραν μεγάλη χαρά. Θεωρώ πως η μνήμη αυτής της παιδικής χαράς όταν έρχονταν καλεσμένοι, τρώγανε μαζί, μιλούσαν με τους μεγάλους, τον παίζανε, του φέρνανε δώρα, είναι ένας από τους λόγους που πάντα του φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστικό να έρχεται κόσμος στο σπίτι. Ωστόσο, η σημασία του τζακιού έχει πλέον μια χροιά διαφορετική. Όπως και άλλες κατασκευές (για παράδειγμα ο εξωτερικός φούρνος) δεν είναι πλέον απαραίτητα στην καθημερινότητα του σπιτιού και η συχνή χρήση τους δεν επιβάλλεται. Έχουν το καλοριφέρ για να τους ζεσταίνει όπως και την ηλεκτρική κουζίνα για να τους μαγειρεύει το φαγητό. Θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και χρησιμοποιούνται. Λειτουργούν τώρα ως σύμβολα, ως φορείς μνήμης, ως πόλοι γύρω από τους οποίους συγκεντρώνεται η κοινή ζωή. Σε ένα σπίτι που δίνεται ιδιαίτερη αξία στον προσωπικό χώρο και χρόνο, οι κατασκευές αυτές καταφέρνουν να εισάγουν συλλογικές διαδικασίες. Η τηλεόραση, άλλοτε ήταν σημαντικό κομμάτι της κοινής οικογενειακής ζωής και της σύνδεσης με τον κόσμο εκτός σπιτιού και χωριού. Στο σπίτι στην Αθήνα ο ρόλος της έχει εκφυλιστεί, είναι μια έσχατη επιλογή και δεν αποτελεί πια πόλο έλξης. Η μόνη που βλέπει τηλεόραση είναι η γιαγιά, οι συνήθειες της δεν έχουν αλλάξει. Ξεχωριστά και κάπως απομονωμένη υπάρχει μια τραπεζαρία. Αν και ο ρόλος της παλιάς ήταν σχεδόν μηδαμινός και σχεδόν είχε διαγραφεί από την μνήμη τους, φτιάξανε τραπεζαρία και εδώ, θεωρώντας ότι «πρέπει να υπάρχει στο σπίτι».

το καθιστικό στο σπίτι της πόλης

το καθιστικό στο παλιό σπίτι στο χωριό


112

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.1.3 η κουζίνα Κι ύστερα, η κουζίνα. Μοιάζει αρκετά με την παλιά, με το τραπέζι στη μέση και τα ντουλάπια γύρω γύρω. Πάντα είναι το κέντρο της κοινής ζωής. Μπορεί τότε να βρίσκονταν ξεχωριστά και τώρα να είναι στην καρδιά του σπιτιού, αλλά αυτά που συνέβαιναν εκεί δεν έχουν αλλάξει. Μαγείρεμα, πλύσιμο πιάτων, φαγητό, συζητήσεις, καβγάδες, καφέδες, λιχουδιές. Υπάρχει το μικρό κουζινάκι που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων, όπως όμοια υπήρχε και μια μικρή κουζίνα στο χωριό, πίσω, στις αποθήκες, που χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο. Ο Βασίλης όταν έρχεται από το χωριό φέρνει μαζί του ένα σωρό τρόφιμα τα οποία αποθηκεύει εκεί. Φρούτα, λάδι, κρασί, μέλι, αβγά, κρέας και πολλά ακόμα. Ένας ακόμα τρόπος με τον οποίο η παλιά χωριάτικη ζωή επιβιώνει μέσα στο καινούργιο σπίτι. Μέσω της διατροφής και των αγαθών που παράχθηκαν στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες διαδικασίες. Τα τρόφιμα που έφερε «λειτουργούν ως μέσο για τη δημιουργία μιας αίσθησης σταθερότητας, μιας αίσθηση του ανήκειν μέσω της γεύσης, όταν βρίσκονται μακριά από το χωριό»120. Ακόμα, όταν η μαμά του φεύγοντας του βάζει από το φαγητό της ή όταν προσπαθούν να μαγειρέψουν ακολουθώντας τις συνταγές και τα μυστικά της, οι μυρωδιές του χωριάτικου σπιτιού τους κάνουν να αισθάνονται σαν να βρίσκονται εκεί. «Η τροφή προσλαμβάνεται και βιώνεται μέσα από έναν συνδυασμό αισθήσεων και έτσι μπορεί να ανακαλέσει την εμπειρία της πατρικής εστίας ως αισθητηριακή ολότητα. Έτσι το φαγητό μπορεί με έναν τρόπο μοναδικό να αναπλάσει την αίσθηση του σπιτιού και ο διασπασμένος κόσμος του μετανάστη να ανασυσταθεί μέσω “της επιστροφής στο όλον”.»121

η κουζίνα στο σπίτι της πόλης 120. Petridou, Ε., The Taste of Home, σελ.88 121. Petridou, Ε., ό.π., σελ.89

η κουζίνα στο παλιό σπίτι στο χωριό


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

113

Στην κουζίνα όμως έχουν συμβεί και κάποιες σημαντικές αλλαγές. Καταρχάς έχουν μπει πάρα πολλές συσκευές. Ένα σωρό μηχανήματα που κάνουν αυτά που κάποτε γίνονταν με το χέρι. Πλυντήριο πιάτων, μίξερ, καφετιέρες, τοστιέρες, αποχυμωτές, υπόσχονται ταχύτητα και ευκολία. Έπειτα, ενώ στο παλιό σπίτι γινόταν μια προσπάθεια να φαίνονται αυτά που υπήρχαν στην κουζίνα, τώρα όσο μπορούν προσπαθούν να τα κρύβουν. Κάποια ντουλάπια είχαν τζάμι για να φαίνονται τα καλά σερβίτσια, πιάτα κρέμονταν ως διακόσμηση στους τοίχους, μυρωδικά και μπαχαρικά, τοποθετημένα επιμελώς σε μικρά ραφάκια, μιλούσαν για εξωτικές γεύσεις και αρώματα, μαρμελάδες και γλυκά του κουταλιού για μια άξια νοικοκυρά. Τώρα όλα βρίσκονται μέσα στα ντουλάπια και μόλις χρησιμοποιηθούν, γρήγορα επιστρέφουν στην θέση τους. Ακόμα και το ψυγείο, η κουζίνα και το πλυντήριο έχουν γίνει μέρος τον ντουλαπιών ώστε τίποτα να μην ξεχωρίζει. Οι άσπρες συσκευές θεωρούνται κιτς και τα πολλά αντικείμενα ακαταστασία. Τέλος, η πιο σημαντική ίσως αλλαγή. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό, η υπεύθυνη για την κουζίνα ήταν η μαμά του Βασίλη, η κυρία του σπιτιού. Περνούσε πάρα πολλές ώρες εκεί. Ταχτοποιούσε, μαγείρευε, έστρωνε τραπέζι, μάζευε, έφτιαχνε γλυκά, έπλενε πιάτα, έκανε τα ψώνια, οργάνωνε τη διατροφή όλης της οικογένειας. Τώρα, κανείς δεν περιμένει από την Μαρία να κάνει αυτά που έκανε άλλοτε η «μαμά» του σπιτιού. Οι δουλειές μοιράζονται. Η γιαγιά περνάει επίσης πολλές ώρες στην κουζίνα μαγειρεύοντας, ο Βασίλης κάνει τα ψώνια και ταχτοποιεί, η Μαρία οργανώνει το πρόγραμμα της εβδομάδας, βάζει πλυντήριο, φτιάχνει το κολατσιό των παιδιών. «Το ανοιχτό σαλόνι όπου θα μπαινοβγαίνουν οι φίλοι δηλώνει το συμπλησιασμό του ζευγαριού. Η απαραίτητη διάνοιξη των συνόρων που χωρίζουν τον γυναικείο από τον ανδρικό χώρο αποτυπώνεται στην συνένωση της κουζίνας, το κατ’ εξοχήν βασίλειο της γυναίκας, με το σαλόνι.»122

η κουζίνα στο σπίτι της πόλης

η κουζίνα στο παλιό σπίτι στο χωριό

122. Βλαχούτσικου, Χ., «Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα. Γυναίκες και κατανάλωση σ’ ένα χωριό της Βοιωτίας», περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τ. 45, 1991, σελ.94-100


114

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.1.4 το δωμάτιο της γιαγιάς Ο Βασίλης και η Μαρία επιδιώκουν να μένει η οικογένεια όλη μαζί, όπως γινόταν άλλοτε. Δεν αφήνουν τη γιαγιά μόνη της, αλλά έχει το χώρο της μέσα στο σπίτι τους. Κάνουν πράγματα με τη γιαγιά και χαίρονται που συμμετέχει ενεργά στη ζωή του σπιτιού. Η γιαγιά είναι φορέας πολλών χωριάτικων συνηθειών. Κάθεται πολύ έξω, στο δωμάτιο της έχει εικονοστάσι, μαγειρεύει παλιές συνταγές, ανοίγει φύλλο, ράβει, βλέπει τηλεόραση, λέει ιστορίες. «Η γιαγιά αντιπροσωπεύει την ανώμαλη επιμονή του παρελθόντος σε ένα παρόν που δεν το έχει αντικαταστήσει».123 «Όλα τα ουσιώδη διατηρούνται. Ακόμα και αυτά που μοιάζουν τελείως λησμονημένα είναι παρόντα κάπου, κάπως, μόνο που έχουν θαφτεί και καταστεί μη προσβάσιμα για το υποκείμενο.»124

123. Σερεμετάκη, Παλινόστηση Αισθήσεων και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη Εποχή, σελ.104 124. S. Freud


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

115

4.1.1.5 το υπόγειο και η σοφίτα Μπορεί το παλιό σπίτι να μην είχε υπόγειο, αλλά η επιλογή του Βασίλη να φτιάξει το χώρο του εκεί, μέσα στη σκαμμένη γη, φανερώνει την πάντα στενή σχέση του μαζί της. Εκεί νιώθει οικεία, εκεί καταφεύγει. Εκεί που μπορεί να αφουγκραστεί τις δυνάμεις και τους κραδασμούς της. Μπορεί να έχει περαστεί ηλεκτρικό, «δεν κατεβαίνουμε πια στο κατώγι με το κερί στο χέρι. Αλλά το ασυνείδητο δεν εκπολιτίζεται. Εξακολουθεί να παίρνει το καντηλέρι για να κατέβει στα βάθη».125 «Την κατοικία δεν τη ζούμε πια μόνο στη θετικότητά της, ούτε μόνο σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή που μας προσφέρει τα ευεργετήματά της. Κάθε πραγματική ευζωία έχει ένα παρελθόν. Με την ονειροπόληση ένα ολόκληρο παρελθόν έρχεται να ζήσει σε ένα καινούργιο σπίτι.»126 Το υπόγειο και η σοφίτα δίνουν στο σπίτι μια κατακόρυφη διάσταση, το βυθίζουν και το ανυψώνουν. Παρέχουν άλλες οπτικές της πραγματικότητας. Αντίθετα, το παλιό σπίτι απλώς πατούσε πάνω στη γη και δεν το ενδιέφερε να ανυψωθεί. Είχε σκεπή και εκεί τελείωνε. Ότι προστέθηκε μετά από πάνω ήταν κάτι άλλο, ένα άλλο σπίτι. Η ζωή ήταν σε ένα επίπεδο. Μοναδική αλλαγή επιπέδου ήταν το σκαρφάλωμα στα δέντρα. «Τη σκάλα των δέντρων ανεβαίνομε.»127

η ζωή σε ένα επίπεδο

η ζωή σε πολλά επίπεδα 125. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.47 126. Bachelard, G., ό.π., σελ.32 127. Bachelard, G., ό.π., σελ.79


116

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

«Ήταν μια καρυδιά, πολύ πιο μεγάλη και πιο γέρικη απ’ αυτή, με χοντρά κλαδιά, και κάναμε τον Ταρζάν. Εγώ κι ένας ξάδερφός μου που είμαστε ίσα κι έμενε εδώ πιο κάτω...ανεβαίναμε ποιος θα φτάσει στο πιο ψηλό κλαρί. Αυτή ήταν η αγαπημένη μας ασχολία. Σκαρφάλωμα στα δέντρα. Απίστευτα λυτρωτικό».


117

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.1.1.6 τα υπνοδωμάτια και ο ύπνος Το υπνοδωμάτιο των γονιών, σαν διάταξη και σαν χρήση, είναι το ίδιο με το παλιό στο χωριό. Είναι εξαιρετικά λιτό, χωρίς σχεδόν καμία προσπάθεια διακόσμησης. Όσα συμβαίνουν εκεί εξακολουθούν να είναι συγκεκριμένα, ενώ θεωρούν ακόμη ένδειξη τεμπελιάς την παραμονή εκεί μετά το ξύπνημα. Μόνο που στο χωριό γινόταν στο χώρο αυτό κάτι ακόμα: η προσευχή. Σε μια γωνία ψηλά, βρισκόταν το εικονοστάσι. Ακόμα, τα ρούχα και τα σεντόνια ήταν μέσα σε μπαούλα, συρταριέρες, ντουλάπια, ή πάνω και κάτω από αυτά σκεπασμένα με παλιά σεντόνια και κουρελούδες. Στην Αθήνα, όλα βρίσκονται μέσα σε εντοιχισμένες ντουλάπες που φαίνονται όσο λιγότερο γίνεται. Σήμερα στην Αθήνα, το κάθε παιδί έχει δικό του υπνοδωμάτιο με όλα του τα πράγματα μέσα, τα ρούχα, τα παιχνίδια του. Νιώθουν άνετα εκεί, και περνούν ώρες και ώρες. Όμως παλιά στο χωριό, η κατάσταση ήταν διαφορετική. «Όταν μεγάλωσα εδώ πέρα οι συνθήκες δεν ήταν πολύ ιδανικές. Είχαμε να κοιμηθούμε εντάξει, αλλά ήταν στριμωχτά τα πράγματα. Δεν είχαμε υπνοδωμάτιο δικό του ο καθένας και δεν είχαμε ανέσεις, ούτε καν στα κρεβάτια. Τώρα από αμέλεια μάλλον αυτό, δεν είχαμε άνετα κρεβάτια, μαλακό στρώμα. Ήτανε πρακτικά πράγματα. Κανά ντιβάνι... Δηλαδή ήταν ένα, πώς να στο πω…όχι φτωχικό σπίτι, αλλά δεν είχε ανέσεις».

το υπνοδωμάτιο στο σπίτι της πόλης

το υπνοδωμάτιο στο παλιό σπίτι στο χωριό


118

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.1.7 το μπάνιο Το μπάνιο εκεί ήταν εξωτερικό. Ένας χώρος πολύ μικρός, με ντουζιέρα, λεκάνη και νιπτήρα. Δεν είχε ζεστό νερό. Γι’ αυτό χρησιμοποιούνταν μόνο όποτε ήταν απαραίτητο και για λίγο. Το λουτρό ήταν μια διαδικασία γρήγορη, που εμπεριείχε δυσκολία -κυρίως το χειμώνα- αλλά και εφευρετικότητα (το άναμμα του οινοπνεύματος για να ζεσταθεί ο χώρος). Ήταν μια απόφαση. Είχε ένταση˙ μια μικρή καθημερινή περιπέτεια, ίσως και διασκεδαστική σε κάποιες περιπτώσεις. Απαιτούσε προετοιμασία (ζέσταμα νερού στο σπίτι). Μπορεί ακόμη, να μην ήταν διαδικασία ατομική αλλά να απαιτούσε τη συμμετοχή και ενός δεύτερου ατόμου, για να ρίχνει το ζεστό νερό ή να κρατάει την πετσέτα. Εδώ το μπάνιο είναι μέσα, έχει ζεστό νερό και κάμποσα αντικείμενα προσωπικής περιποίησης. Το λουτρό είναι συνδεδεμένο με την άνεση. Μπορεί η παραμονή εκεί να είναι πολύ μεγαλύτερη από την απαραίτητη και βιώνεται ως κομμάτι του προσωπικού χρόνου. Είναι μια ατομική διαδικασία, εκτός από την περίπτωση που τα παιδιά θα κάνουν μαζί για παιχνίδι. Μετά το λουτρό δεν αποχωρούν, περνούν χρόνο εκεί περιποιούμενοι τους εαυτούς τους. Ο Βασίλης εγκατέστησε ντουζιέρα και έξω στην αυλή, που έχει ζεστό νερό. Απαλλαγμένο από την δυσκολία του κρύου νερού και το φόρτος της αναγκαστικής συχνής χρήσης, το μπάνιο έξω βιώνεται σήμερα ως κομμάτι του υπαίθριου παιχνιδιού .

το μπάνιο στο σπίτι της πόλης

το μπάνιο στο παλιό σπίτι στο χωριό


119

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.1.1.8 οι αποθήκες Υπάρχει σ’ αυτό το σπίτι και ένας χώρος που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη ζωή στο χωριό. Οι αποθήκες. Κι όχι μόνο υπάρχει, αλλά χρησιμοποιείται και με παρόμοιο τρόπο. Σε ένα καθαρά αστικό σπίτι η αποθήκη είναι ένας χώρος που μπορεί οι κάτοικοι να μη θυμούνται καν τι βρίσκεται κλεισμένο εκεί. Αντίθετα εδώ, ο Βασίλης μπαινοβγαίνει συχνά καθώς έχει τα εργαλεία του, τα μηχανήματά, το λάδι, το κρασί του. Μάλιστα, διάλεξε «το δωμάτιό του» να είναι ένα δωμάτιο ανάμεσά τους, ενώ ένα κομμάτι του είναι κι αυτό αποθήκη. Είναι εμφανές ότι τις αντιλαμβάνεται ως πολύ ζωντανό μέρος της ζωής και του χώρου του. Ωστόσο, στο χωριό οι αποθήκες ήταν ένα ξεχωριστό κτίσμα, μονίμως ανοιχτό και σε χρήση. Ήταν δίπλα στο δρόμο και τα πράγματα μεταφέρονταν εύκολα στο εσωτερικό τους μέσα από μεγάλες πόρτες. Ό,τι βρισκόταν εκεί ήταν χρήσιμο, εργαλεία υλικά κτλ. Στην Αθήνα, επειδή βρίσκονται στο υπόγειο, είναι κάπως απομονωμένες. Ότι πάει εκεί ξαναβγαίνει στην επιφάνεια με κάποια δυσκολία. Γι’ αυτό και πέρα από τα πράγμα του Βασίλη, φιλοξενούν και πολλά αντικείμενα που δεν χρησιμοποιούνται πια. Πράγματα όλης της οικογένειας. Ίσως το μοναδικό μέρος που φυλάει το «άχρηστο» της καθημερινότητας, τις αναμνήσεις. «Μέσα στις χιλιάδες κυψέλες του ο χώρος κρατά συμπυκνωμένο χρόνο. Σε αυτό χρησιμεύει ο χώρος.»128

η αποθήκη στο σπίτι της πόλης 128. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.47

η αποθήκη στο παλιό σπίτι στο χωριό


120

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.1.9 οι αυλές και η σχέση με το έξω Τότε στο χωριό, σχεδόν όλη μέρα βρίσκονταν έξω και στην αυλή. Έκαναν πολλές δουλειές εκεί, που αφορούσαν λιγότερο την αυλή και περισσότερο άλλες διαδικασίες. Το λάδι και το κρασί, η κοπή των ξύλων, τα κοτέτσια, τα δέντρα, η προετοιμασία για το χωράφι, η οργάνωση των αγαθών. Δεν αφιέρωναν χρόνο για να περιποιηθούν την αυλή αυτή καθ’ αυτή, μόνο ασχολούνταν ίσως με τα φυτά και τα δέντρα που είχαν εκεί. Κλάδευαν, πότιζαν, φύτευαν. Τα έκαναν όλα μόνοι τους, με χειροκίνητα εργαλεία γι’ αυτό και έπαιρναν και πολύ χρόνο. Στην μπροστινή βεράντα ζούσαν πολύ. Βγαίναν συνέχεια, αφού περνούσαν για να πάνε στην κουζίνα. Τρώγανε εκεί, απλώνανε ρούχα, αλλά και καθόντουσαν για διάφορες δουλειές (π.χ. ράψιμο, καθάρισμα αμυγδάλων και καρυδιών κτλ). Τα παιδιά έπαιζαν εκεί αλλά και οπουδήποτε αλλού, οποιαδήποτε ώρα. Η μάντρα δεν ήταν όριο, πήγαιναν στα χωράφια στο βουνό. «Δε θα ξεχάσω...εδώ ήτανε χωράφι και το σπέρνανε. Την άνοιξη λοιπόν που φύτρωνε, κυλιόμασταν σαν να ‘μασταν γουρουνάκια. Ερχόταν αυτός που το έσπερνε και έλεγε στον πατέρα μου “Ρε Μιχάλη το ξέρω παιδιά είναι, αλλά μάζευτα λίγο, μου το ‘χουνε ισοπεδώσει όλο, δε θα ‘χω τι να θερίσω” ». Όλα αυτά δημιουργούσαν μια άμεση σχέση με τα γύρω σπίτια και τους γείτονες, που ήταν παρόντες στη ζωή τους όλη μέρα, από τις δικές τους αυλές. Σήμερα, δεν χρειάζεται να βγαίνουν στην αυλή, όπως άλλοτε, άρα βρίσκονται εκεί πολύ λιγότερο. Ο Βασίλης προσπάθησε να την κάνει να μοιάζει με την παλιά αυλή στο χωριό. Φύτεψε δέντρα και ήθελε να ασχολείται μ’ αυτά, όπως άλλοτε έκανε ο πατέρας του. Τα τροφοδοτεί με το δικό του λίπασμα, που φτιάχνει στον κομποστοποιητή. Έφτιαξε ψησταριά, για να ψήνει και να έρχονται φίλοι να τρώνε έξω, όπως γινόταν τότε˙ έψηνε η γιαγιά του στον φούρνο και τρώγανε στη βεράντα. Έβαλε εξωτερική ντουζιέρα για να μπορούν να κάνουν μπάνιο έξω τα παιδιά, αφού θυμάται πόσο του άρεσε να παίζει στην αυλή με τα νερά μαζί με την αδερφή του. Έβαλε κούνιες, τραμπάλα, μπασκέτα, ώστε να ενισχύσει τη θέληση των παιδιών να περνούν χρόνο έξω. Έτσι, κατάφερε να έχουν λόγους να βρίσκονται στην αυλή, παρόλο που η καθημερινότητά τους φαινόταν σα να μην μπορούσε να το συμπεριλάβει. Όμως, ακόμη και ο Βασίλης που ασχολείται με τις αυλές, ουσιαστικά δεν δουλεύει εκεί, απλά τις περιποιείται για να είναι σε καλή κατάσταση. Το αυτόματο πότισμα τον απαλλάσσει από το να ασχολείται συνεχώς. Τους ενδιαφέρει πλέον να είναι όμορφες, ταχτοποιημένες, κάτι που ίσχυε μεν, αλλά πολύ λιγότερο. Υπάρχει η αντίληψη ότι η ακαταστασία, η σκόνη, τα αγριόχορτα είναι ενδείξεις εγκατάλειψης, νέκρωσης. Τα παιδιά παίζουν εκεί αλλά ο χρόνος είναι συγκεκριμένος και η απόσταση που φτάνουν είναι μέχρι τον μπροστινό δρόμο. Το αντίστοιχο της παλιάς βεράντας, είναι η πλαϊνή αυλή, με την ψησταριά και το τραπέζι. Όμως πολύ λίγο βιώνεται όπως στο χωριό. Ο χώρος δεν είναι


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

121

προσπελάσιμος, αλλά λειτουργεί ως ένα ακόμα δωμάτιο. Ανοίγεις μια μπαλκονόπορτα για να πας εκεί αν το επιθυμείς, αλλιώς παραμένει απομονωμένος, ακόμα και από την μπροστινή αυλή. Οι γείτονες τους, πολύ λιγότερο χρησιμοποιούν τις δικές τους. Έτσι δεν μπορούν να συνδεθούν μαζί τους στην καθημερινότητα. Η επαφή μαζί τους επιδιώκεται, αλλά προγραμματισμένα και για συγκεκριμένους λόγους. Τότε τα σπίτια είχαν παράθυρα για να μπαίνει φως στο εσωτερικό, μπαλκονόπορτες δεν υπήρχαν. Έβγαινες έξω από την εξώπορτα. Τώρα έχουν μπαλκονόπορτες, γιατί ζώντας συνεχώς μέσα, υπάρχει η επιθυμία για σύνδεση με το έξω έστω και νοητικά, έστω και με την ύπαρξη της διαρκούς δυνατότητας. Όλα τα δωμάτια έχουν μπαλκονόπορτες ακόμη και αν οδηγούν σε μικροσκοπικούς εξώστες. «Στον κλειστό εσωτερικό χώρο ο χαρακτήρας υποδηλώνεται με τη συλλογή μακρινών νοημάτων.»129

η αυλή στο σπίτι της πόλης

η αυλή στο παλιό σπίτι στο χωριό

129. Norberg Schulz, Ch., Το πνεύμα του τόπου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα, 2009, σελ.75


122

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.2 συμπεράσματα 4.1.2.1 μεταβλητότητα - προσαρμοστηκότητα Το παλιό σπίτι ήταν και είναι ένα σπίτι σε διαρκή εξέλιξη. Ανάλογα με τις ανάγκες, προστίθονταν νέα δωμάτια, αφαιρούνταν άλλα που πέφταν σε αχρηστία, ενδιάμεσοι τοίχοι γκρεμίζονταν, νέες εγκαταστάσεις ενσωματώνονταν, γίνονταν επισκευές και μικροδιορθώσεις, νέοι όροφοι ανεγείρονταν και γίνονταν σχέδια για πολλά ακόμη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα διάφορες ιδιομορφίες. Μικρά χολ απαραίτητα για την πρόσβαση στα καινούργια δωμάτια, όχι απόλυτα λειτουργική διάταξη και αλληλουχία δωματίων (π.χ. κουζίνα ξεχωριστά), κατακερματισμό του χώρου, υψομετρικές διαφορές, πληθώρα υλικών, και μια διαρκή αίσθηση ότι το σπίτι είναι ζωντανό αλλά και ημιτελές. Ακόμα και σήμερα, δεν δίνει την αίσθηση ενός ενιαίου κτίσματος, οι προσθήκες είναι φανερές ενώ το δώμα αναμένει να πραγματοποιήσει κι άλλες αποφάσεις. Η λογική ήταν ότι πρώτα προκύπτει η ανάγκη και στη συνέχεια το σπίτι αλλάζει για να την ικανοποιήσει. «Τι εικόνα συγκεντρωμένης ύπαρξης το σπίτι που σφίγγεται πάνω στον άνθρωπο που το κατοικεί, που γίνεται η κυψέλη ενός σώματος με τους τοίχους του που πλησιάζουν.»130

μεταβλητό, όσο προστίθενται χώροι μειώνεται η πυκνότητα

130. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.73

σταθερό, αραιή πυκνότητα εξ αρχής


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

123

Αντίθετα, το καινούργιο σπίτι είναι ολοκληρωμένο από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι κατακερματισμένο και πολλοί χώροι είναι ενιαίοι. Το σπίτι αυτό προσπαθεί όχι μόνο να ικανοποιήσει υπάρχουσες ανάγκες αλλά και να προβλέψει μελλοντικές που μπορεί να εμφανιστούν. Σαν οικοδόμημα είναι στατικό, αλλά μέσα του η ζωή αλλάζει, γεμίζοντας χώρους που ήταν άδειοι και αδειάζοντας άλλους που δεν χρησιμοποιούνται πια. Έτσι, αν και εδώ η διάταξη και η οργάνωση είναι καθ’ όλα λογική και λειτουργική, συμβαίνουν άλλα παράδοξα και υπερβολές. Τρία μπάνια, τρία τζάκια που δεν ανάβουν όλα, τέσσερα υπνοδωμάτια, υπόγειο, σοφίτα, μπαλκόνια που δε χρησιμοποιούνται, άδειοι χώροι. Προσπαθούν να επινοήσουν χρήσεις για τα δωμάτια. Αν και τελικά σχεδόν όλα έχουν γεμίσει, δεν υπήρχε εξαρχής η ανάγκη για όλα. Η γιαγιά ήρθε μετά, η Αριάδνη γεννήθηκε μετά, το σαλόνι εξακολουθεί να μην βρίσκει λόγο ύπαρξης. Έτσι αν στο παλιό σπίτι η ζωή στριμώχνονταν και έσπρωχνε τους τοίχους για να απλωθεί, στο καινούργιο δεν φτάνει καν μέχρι τους τοίχους. Κολυμπάει ανάμεσα, σε άδειους χώρους και καλύπτει μεγάλες αποστάσεις για να ικανοποιήσει τις πιο βασικές καθημερινές ανάγκες. Ο φόβος της μηάνεσης και του περιορισμού οδήγησε σε πρωτοφανή εξάπλωση και εξόπλιση.

η ζωή «σπρώχνει» - η ζωή «κολυμπάει»


124

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.1.2.2 προσωπικός χώρος Προέκταση της παραπάνω κατάστασης, είναι και η διαχείριση της έννοιας του προσωπικού χώρου. Στο παλιό σπίτι, η έλλειψη ατομικού χώρου ήταν συχνή αιτία πιέσεων και συγκρούσεων. Δεν υπήρχε καν σαν αίτημα για πολλά χρόνια, ούτε όσον αφορά το ζευγάρι, αλλά ούτε και τον καθένα ατομικά. Τα υπνοδωμάτια ήταν τοποθετημένα δίπλα στους πιο δημόσιους χώρους˙ των γονιών δίπλα στην είσοδο και των παιδιών δίπλα στο καθιστικό, που ήταν ταυτόχρονα και δωμάτιο των παππούδων. Αυτή η κατάσταση είχε όμως και μια θετική διάσταση, που δεν είμαι βέβαιη ότι είχαν συνειδητοποιήσει. Ο χρόνος της μοναξιάς που είναι απαραίτητος και δεν μπορούσε να βρεθεί στο σπίτι, βρισκόταν έξω από αυτό. Στο αμπέλι, στις ελιές, στο δάσος, στην αυλή, στις αποθήκες, στα κοτέτσια. Ο Βασίλης μου μίλησε για το αγαπημένο του δέντρο, την καρυδιά. «Η καρυδιά ήταν το αγαπημένο μου σημείο, πήγαινα και μόνος μου εκεί και καθόμουνα. Σκαρφάλωνα και πάνω. Και οι αποθήκες με τα ζώα. Είχαμε κουνέλια, και τα κουνέλια πάντα τα παιδιά τα βλέπουν για παιχνίδι. Πήγαινα να παίξω με τα κουνέλια, με τις κότες».

το δέντρο ως προσωπικός χώρος

το δωμάτιο ως προσωπικός χώρος

Το νέα σπίτι έδωσε, λοιπόν, την ευκαιρία να απλωθούν και ο καθένας να έχει το χώρο του. Τόσο τα παιδιά, όσο και ο Βασίλης και η Μαρία. Τα δωμάτια τους βρίσκονται σε διαφορετικό όροφο από τους κοινόχρηστους χώρους. Είναι μια κατεξοχήν ιδιωτική περιοχή, όπως το υπόγειο και η σοφίτα. Στο δωμάτιό του ο καθένας έχει συγκεντρώσει όλα του τα πράγματα και περνάει τον περισσότερο χρόνο παραμονής του στο σπίτι. Άλλοτε τα παιδιά διάβαζαν στην κουζίνα, ενώ τώρα στα δωμάτιά τους. Τα μουσικά όργανα ήταν ψυχαγωγία και παρέα ενώ τώρα διάβασμα και μελέτη. Έτσι οι κοινόχρηστοι χώροι παραμένουν άδειοι από προσωπικά αντικείμενα και τα δωμάτια γεμάτα, αντίθετα με ότι συνέβαινε άλλοτε.


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

125

4.1.2.3 τα αντικείμενα Τα αντικείμενα στο σπίτι στο χωριό είχαν μεγάλη σημασία, γι’ αυτό και οι κοινόχρηστοι χώροι ήταν γεμάτοι από δαύτα. Πολλά έπιπλα, καλυμμένα με ριχτάρια, τραπεζομάντηλα και σεμεδάκια. Πολλές κορνίζες, κάδρα, πορσελάνινα μπιμπελό και κρυστάλλινα τασάκια. Πολύ έντονο το θρησκευτικό στοιχείο, με την ύπαρξη εικόνων σχεδόν σε κάθε γωνιά. Το σπίτι αυτό, ταπεινό στην εξωτερική εμφάνιση, προσπαθούσε να δείξει ότι στη ζωή που φιλοξενεί τίποτα δε λείπει. Τα επιτεύγματα στο χωριό επιδεικνύονται. Εδώ είναι και οι εικόνες που δείχνουν ότι υπήρχαν ωραίες στιγμές, εδώ είναι και όσα με κόπο αποκτήθηκαν ή κατασκευάστηκαν και γι’ αυτό έγιναν πολύτιμα. Το καθένα από αυτά είχε τη δική του διαδρομή, πάλιωνε με τον τρόπο του και αυτό προσέθετε στην αξία του. Μα τι αξιοθαύμαστο να βλέπεις τα πιατάκια για γλυκό από την προίκα της μαμάς που 40 χρόνια τώρα δεν έχουν σπάσει, τα σεμεδάκια που εκατοντάδες ώρες της πήρε να φτιάξει, τον καναπέ που κάποτε κοιμόταν ο παππούς, την εικόνα που είχε φέρει η γιαγιά από το μοναδικό ταξίδι που είχε κάνει στην Τήνο. Κάθε τι έδενε τον κάτοικο με ένα συγκεκριμένο χρόνο και χώρο.131 Μαρτυρούσε κάτι για το χρήστη, ήταν η μεταμόρφωση μιας εμπειρίας σε αντικείμενο. «Τα πράγματα μετά βίας διαχωρίζονται από τους ανθρώπους. Κάθε αντικείμενο είναι κομμάτι της ιστορίας των ανθρωπίνων σχέσεων. (…) Αναγνωρίζουν ότι κουβαλούν μέσα τους οικεία πνεύματα με τα οποία έχουν μάθει να συνυπάρχουν»132. Στην Αθήνα συμβαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Όπως είπα, στους κοινόχρηστους χώρους υπάρχουν μόνο τα απαραίτητα. Όλα είναι καινούργια, δεν έχουν ιστορία, δεν υπάρχει φθορά. Και είναι πιθανό να αντικατασταθούν από άλλα πριν προλάβουν να αποκτήσουν133. Δεν υπάρχουν αντικείμενα, ούτε επενδύσεις, ούτε διακοσμητικά. Μόνο κάποιοι πίνακες της Μαρίας κρέμονται εδώ κι εκεί, θυμίζοντας μια άλλη διάσταση των κατοίκων που είναι κατά τα άλλα συγκαλυμμένη. Στα δωμάτια τους όμως, πολλά υπάρχουν, αλλά τα περισσότερα είναι χρηστικά αντικείμενα. Δεν υπάρχει η πρόθεση να τοποθετηθούν αντικείμενα για να γεμίσουν το χώρο και να δηλώσουν αξίες. Ελάχιστα είναι αυτά που λειτουργούν ως σύμβολα, ως φορείς μνήμης. Η θρησκευτική πίστη επιβιώνει μόνο στο δωμάτιο της γιαγιάς. Ότι υπάρχει βρίσκεται εκεί γιατί σε κάτι εξυπηρετεί. «…όταν μια ισχυρή δύναμη, ο καπιταλισμός, άρχισε να εμποδίζει τα αντικείμενα να εκπροσωπούν τους ανθρώπους, και τα διαχώρισε ριζικά από αυτούς»134. Παρ’ όλα αυτά τα δωμάτιά τους μιλούν έντονα για τις ζωές τους, το τι κάνουν και ποιοι είναι, μόνο που αυτό δεν απευθύνεται σε κανέναν. 131. Hoskins, J., Agency, Biography and Objects, σελ.37 132. Miller, D., Possessions 133. Hoskins, J., ό.π., σελ.37 134. Miller, D., ό.π.


126

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Αν το σπίτι στο χωριό γοήτευε με το παρελθόν και την προσπάθεια που κουβαλά, το σπίτι της πόλης γοητεύει με την ελαφρότητα του και την ικανότητά του να ζει το τώρα και να οραματίζεται το μέλλον.

το σπίτι γεμάτο με αντικείμενα

απουσία αντικειμένων

4.1.2.4 κοινωνική συμπεριφορά, αξίες και οικογενειακοί δεσμοί Το σπίτι είναι τόσο ανοιχτό, δεν κλείνουν τις αυλόπορτες, δεν κλειδώνουν, μπαινοβγαίνουν απλά χτυπώντας την πόρτα. Καλούν συχνά κόσμο και επιδιώκουν να έχουν επαφές με τη γειτονιά. Τα παιδιά παίζουν έξω και οι μεγάλοι οργανώνουν γεύματα. Ακόμα κι όταν αποτυγχάνουν στο να διατηρούν στενές φιλικές σχέσεις, το χωριό εμφανίζεται μπροστά τους για να θυμίσει πως πρέπει να γίνονται τα πράγματα. Οποιοσδήποτε δεν έχει παρόμοια συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί «απόμακρος», «ξινός», «μουρτζούφλης» και αυτό να επαναφέρει ακόμα πιο έντονα τις παλιές εικόνες και συμπεριφορές135.

135. Σερεμετάκη, Παλινόστηση Αισθήσεων και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη Εποχή, σελ.104


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

127

4.1.2.5 γιατί επέλεξαν το σπίτι στον Άγιο Στέφανο; Ο Βασίλης μου εξήγησε ότι διάλεξε αυτό το σπίτι, γιατί του θύμιζε το σπίτι στο χωριό παλιά. «Το αυτόνομο σπίτι, που δεν είναι σε πολυκατοικία, το σπίτι με αυλή με έλκει, με κάνει να αισθάνομαι καλά. Ήθελα να μπορούν τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σε μια αυλή, να μπορούν να τρέξουν, να κλωτσήσουν μια μπάλα». Η οικεία εικόνα του σπιτιού στο χωριό, της αγροτικής εστίας, γύρω από τη οποία έχει συγκροτηθεί οικογένεια, μνήμη, συναισθήματα, επιθυμίες, προσδοκίες και κοινότητα, καθιστούν τον τόπο αυτό θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητας του.136 «Αναμνήσεις όμορφες, θαλπωρή και εστία... ζεστή εικόνα στο μυαλό. Επιθυμητή εικόνα. Όποτε σκέφτομαι σπίτι, σκέφτομαι το χωριό». Οι εγκαταστάσεις που σχετίζονται αρμονικά με το περιβάλλον τους, λειτουργούν ως εστίες.137 Με σκεπή και κεραμίδια, αυλές με χορτάρι, δέντρα και ημιυπαίθριες βεράντες, ήταν και είναι το σπίτι για τον Βασίλη. «Λέω Μητέρα και σκέφτομαι σένα, Σπίτι! Σπίτι των όμορφων σκοτεινών καλοκαιριών των παιδικών χρόνων μου»138

Μάλιστα θυμήθηκε ότι μικρός, είχε σχεδιάσει και φτιάξει ένα σπιτάκι-μακέτα από σπίρτα και ξυλαράκια που έμοιαζε πάρα πολύ με το τωρινό. Υπερυψωμένο, με σοφίτα, καμάρες και αυλές. Το σπιτάκι αυτό κάποια στιγμή πετάχτηκε, αλλά φαίνεται ότι η μορφή του και η ζωή που υποσχόταν δεν ξεχάστηκαν. Μόλις βρήκαν έδαφος, βρήκαν και τρόπο να υλοποιηθούν, παρά τις δυσκολίες. Με μεγάλη ένταση μου μίλησε για τα διαμερίσματα. Πως του «μοιάζουν με κλουβιά, με περιστερώνα. Δεν είναι σπίτια είναι απλά ένας χώρος για να φας και να κοιμηθείς». Η αίσθηση του ότι κλείνεις την πόρτα και χάνεις κάθε επαφή με το έξω του ήταν αφόρητη. «Εδώ ανοίγεις την πόρτα και είσαι έξω, έχεις αυτό το χώρο. Μένεις γύρω γύρω. Εκεί το έξω είναι 136. Λαμπρόπουλος, Α., Πόλη και ύπαιθρος σε συνθήκες περιβαλλοντικής κρίσης, σελ.56 137. Norberg Schulz, Ch., Το πνεύμα του τόπου, σελ.12 130. Milosz, Ο. V. de L., Ποιήματα, σελ.50


128

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

κάπου αλλού, είναι βόλτα. Στη γειτονιά, είναι μόνο η επαφή με τα μαγαζιά, το κρεοπωλείο, το ψιλικατζίδικο». Δε διάλεξε μόνο το σπίτι να μοιάζει με το πατρικό του, αλλά προσπάθησε να βρει και μια περιοχή που όσο γίνεται να μοιάζει στο χωριό. Να ‘χει ελεύθερους χώρους, δέντρα και «άλλα σπίτια τριγύρω που να έχουν κι αυτά σκεπές και αυλές». Τα προάστια είναι ότι πιο κοντά σε χωριό μπορούσε να βρει στην πόλη. Είναι αυτό που ο Yi-Fu Tuan περιγράφει ως «ενδιάμεσο τοπίο». Ένα περιβάλλον που βοηθά τον άνθρωπο να αποδράσει από την σκληρότητα της υπαίθρου χωρίς όμως να χρειαστεί να αρνηθεί τελείως ότι έχει τις ρίζες του εκεί. Αυτά τα τοπία φαντάζουν πιο αληθινά γιατί τους λείπουν οι ακρότητες τόσο της φύσης όσο και της πόλης139.

Εικάζω επίσης ότι η επιλογή της συγκεκριμένης προαστιακής περιοχής δεν είναι ανεξάρτητη από το σπίτι στο χωριό. Είναι όσο πιο κοντά του θα μπορούσε, και βρίσκεται δίπλα στην Εθνική οδό που οδηγεί σε αυτό. Τυχαία μεν, όμοια δε, το σπίτι στο χωριό είναι από τα πρώτα σπίτια του χωριού, πάνω στον κεντρικό δρόμο που έρχεται από την Αθήνα. Έτσι η απόσταση μεταξύ τους είναι μόνο μιάμιση ώρα. Είναι η συντομότερη που θα μπορούσε να διανύει κανείς πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο. Η συναισθηματική του εγγύτητα με το σπίτι στο χωριό οδήγησε και σε επιλογές για την εγγύτητα στο χώρο.

139. Tuan, Yi-Fu, Escapism, The Johns Hopkins Baltimore and London: University Press, 1998, σελ.25


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

129

Από την άλλη, παρά το ότι το καινούργιο σπίτι μπορεί να θυμίζει εξωτερικά με κάποιο τρόπο το παλιό, είναι ταυτόχρονα και μια εμφανής προσπάθεια οι κάτοικοί του να ξεφύγουν από τις δυσκολίες και τους περιορισμούς του παλιού καιρού. Μπορεί να έχει σκεπή και αυλή και δέντρα και τζάκι, ωστόσο δεν μοιάζει και τόσο με το παλιό ταπεινό χωριάτικο σπίτι. Όπως οι μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών, θέλοντας να αφομοιωθούν από τον μικροαστικό περίγυρο έκρυβαν την επαρχιώτικη πλευρά τους πίσω από πληθωρικές επιλογές σε ότι αφορούσε τις αρχιτεκτονικές μορφές, την επίπλωση και τη διακόσμηση των σπιτιών τους, έτσι και εδώ, πίσω από τις πρωτοφανείς ανέσεις και υπερβολές διαφαίνεται η θέληση για κοινωνική άνοδο. Μάλιστα, προκειμένου να αποκτήσουν το πολυπόθητο σπίτι οδηγούνται στο να πάρουν ένα δάνειο που θα τους δυσκολεύει για χρόνια. Ίσως για πάντα. Η θέληση να εδραιώσουν την παρουσία τους στην πόλη, να ριζώσουν σε ένα οικόπεδο που θα είναι ιδιοκτησία τους και να σφραγίσουν την χειρονομία αυτή με μια υπέρ του δέοντος ένταση, τους βάζει σε υπέρμετρα βάσανα και κόπους που ωστόσο αξιολογούνται ως μικρότερης σημασίας. «Στον περίπλοκο και αντιφατικό κόσμο που ζούμε, συχνά οι πράξεις που θεωρούμε απελευθερωτικές γυρνάνε πίσω ως συνέπειες που μας πνίγουν.»140

140. Mackay, Η., Consumption and Everyday Life, Sage, London, 1997


130

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2 πώς το σ π ί τ ι τ η ς π ό λ η ς ε π η ρ έ α σ ε τ ο κ α ι ν ο ύ ρ γ ιο σ π ί τ ι σ τ ο χ ω ρ ι ό και τι άλλαξε σε σχέση με το παλιό σπίτι

«Τα παλαιότερα έργα προεικονίζουν αυτά που θα έρθουν αργότερα, και αυτά με τη σειρά τους αναφέρονται πίσω στα παλιά, μνημονεύοντας τις ιδέες και τις μορφές τους.»141 Ο Βασίλης έχοντας κατοικήσει 33 χρόνια στην πόλη γυρνάει και φτιάχνει κάτι καινούργιο στο χωριό. Ένα σπίτι πάνω στο παλιό, που θα λειτουργεί συμπληρωματικά με το σπίτι της Αθήνας. «Τώρα και πλακάκια θα βάλω και ότι θέλω. Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί απ’ τα μέσα.»142

141. Dant, Τ., Materiality and Society, σελ.69 142. Βλαχούτσικου, Χ., Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα


131

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.2.1 οι χώροι του σπιτιού 4.2.1.1 η είσοδος, το κλιμακοστάσιο Ο τρόπος εισόδου στο καινούργιο σπίτι στο χωριό, δε θυμίζει σε τίποτα το ανοιχτό σπίτι στον Άγιο Στέφανο, και το κλειστό του κλιμακοστάσιο ουδεμία σχέση έχει με την εσωτερική σκάλα στο κέντρο του σπιτιού. Πολύ περισσότερο μοιάζει με τις εισόδους των πολυκατοικιών που τόσο πολύ απεχθάνεται ο Βασίλης. Την κατάσταση αυτή δεν τη σχεδίασε, ούτε την ευχαριστιέται. Είναι κυρίως το αποτέλεσμα της διεκπεραιωτικής δουλειάς του πολιτικού μηχανικού της περιοχής, που δουλεύει με τυποποιημένες λύσεις και με ελάχιστη προσπάθεια προσαρμογής τους. Αυτό συνήθως δεν αποτελεί πρόβλημα, δεδομένου του ότι οι περισσότεροι επιθυμούν απλώς ένα καινούργιο σπίτι στο χωριό. Το πώς θα ήθελαν να είναι αυτό λίγο το έχουν σκεφτεί.

η είσοδος στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

η είσοδος στο σπίτι της πόλης

η είσοδος στο παλιό σπίτι στο χωριό


132

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.1.2 το καθιστικό Το καθιστικό και η κουζίνα, σαν ενότητα, διάταξη και υφές είναι σχεδόν ίδια με της Αθήνας. Κατ’ επέκταση μοιάζουν να έχουν πάρει δάνεια και από το παλιό σπίτι. Υπάρχει και εδώ τζάκι, ακριβώς ίδιο με το Αθηναϊκό. Ανάβει μεν, αλλά πιο σπάνια. Στην Αθήνα το τζάκι ήταν και αφορμή για μαζώξεις με φίλους, ενώ εδώ δε γοητεύει τόσο όσο ένα γεύμα στην αυλή. Πάντως, δε μπορούν να νιώσουν σπίτι εάν δεν υπάρχει τζάκι. Και εδώ υπάρχει τηλεόραση που γενικά δεν χρησιμοποιείται, αλλά ίσως λίγο περισσότερο από της Αθήνας, μιας και υποχρεώσεις και ασχολίες που έχουν εδώ είναι ελάχιστες. Καθισμένος στον καναπέ, δικαιολογημένα κανείς θα δυσκολευόταν να ξεχωρίσει σε ποιο από τα δύο σπίτια βρίσκεται. Όλες οι ανέσεις τις Αθήνας έχουν έρθει εδώ, μια εξ αυτών είναι και το διαδίκτυο. Έτσι, το σπίτι αυτό, φαίνεται σαν να μην μπορεί να αποκοπεί από έναν κόσμο που τα όριά του είναι πολύ μακριά από το χωριό143. Πόσο διαφορετικό κάνει τούτο το σπίτι από το παλιό, αυτή η μικρή συσκευή, το μόντεμ. Ένας από τους μεγαλύτερους περιορισμούς του χωριού, η απομόνωση, μπορεί πλέον να μετριαστεί σημαντικά. Ο Βασίλης μπορεί να βρίσκεται εδώ αλλά είναι μονίμως σε επαφή με την «άλλη» του ζωή.

το καθιστικό στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

το καθιστικό στο σπίτι της πόλης

143. Sharr, Α., Ηeidegger ‘s hut, MIT Press, 2006

το καθιστικό στο παλιό σπίτι στο χωριό


133

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.2.1.3 η κουζίνα, το φαγητό Και αυτή η κουζίνα έχει όλες τις συσκευές, όλες τις ανέσεις. Η διαφορά της με την παλιά και την Αθηναϊκή, είναι ότι για πρώτη φορά εδώ δεν είναι ο σημαντικότερος χώρος της οικογενειακής ζωής. Ο Βασίλης όταν είναι μόνος του, λίγες φορές τρώει εδώ κι όταν είναι με όλη την οικογένεια πάλι προτιμούν να φάνε σε κάποιο άλλο τραπέζι (στην αυλή, στη γιαγιά, στην ταβέρνα). Τα γεύματα που συμβαίνουν εδώ είναι μετρημένα. Το χωριό είναι συνδεδεμένο με ένα άνοιγμα της οικογένειας προς την ύπαιθρο, προς τους φίλους και τη γιαγιά˙ πολύ λιγότερο το φαγητό το βιώνουν εδώ ως μια δική τους οικογενειακή στιγμή. Εδώ μαγειρεύουν είτε ο Βασίλης, είτε η Μαρία, και για την προετοιμασία των οικογενειακών γευμάτων η κουζίνα αυτή λειτουργεί συμπληρωματικά με την κουζίνα της γιαγιάς. Εδώ μπορεί να μην υπάρχει δεύτερο κουζινάκι, αλλά και πάλι η προετοιμασία και η αποθήκευση του φαγητού δεν περιορίζεται σε αυτόν τον χώρο. Και η γιαγιά συμμετέχει στην προετοιμασία των γευμάτων από τη δική της κουζίνα, γεγονός που τους ευχαριστεί ιδιαίτερα, γιατί εκλαμβάνεται ως ένδειξη της ακόμα καλής της υγείας. H κουζίνα και το καθιστικό έχουν χάσει σ’ αυτό το σπίτι τη σημασία τους, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι απευθύνονται κυρίως στο Βασίλη και όχι σε ολόκληρη την οικογένεια. Όπως εύστοχα γράφει ο Κωνσταντινίδης «Είναι άλλο η ανάγκη και άλλο η συνήθεια»144. «Το άτομο δεν προσδιορίζει τις ανάγκες του βάσει των πραγματικών συνθηκών της ζωής του. Ωθείται στην αγορά περιττών αγαθών από την έλξη τυποποιημένων φαντασιώσεων που η κοινωνία περιβάλλει με την αίγλη της προόδου.»145

η κουζίνα στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

η κουζίνα στο σπίτι της πόλης

η κουζίνα στο παλιό σπίτι στο χωριό

144. Κωνσταντινίδης, Α., Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,

2003, σελ.100

145. Βλαχούτσικου, Χ., Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα


134

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Το σπίτι αυτό έχει χάσει κάτι από τη ζεστασιά και τη “σπιτότητα του” γιατί δεν καταφέρνει να φιλοξενήσει, στο βαθμό που θα ήταν αρκετό, κάποιες βασικές καθημερινές πρακτικές. Το ότι δεν μαγειρεύουν πολύ εδώ, το αποδυναμώνει, το ότι δεν τρώνε συχνά εδώ, το αποδυναμώνει κι άλλο. Μα και όλες οι δουλειές του νοικοκυριού σπάνια συμβαίνουν. Το πλύσιμο, το σκούπισμα, το σιδέρωμα, το ξεσκόνισμα. Όλες οι «τρυφερές φροντίδες τις νοικοκυράς»146, που θα έδιναν ζωή σ’ αυτά τα άδεια δωμάτια και θα τα έκαναν να ακτινοβολούν.

η κουζίνα στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

η κουζίνα στο σπίτι της πόλης

η κουζίνα στο παλιό σπίτι στο χωριό

Σ’ αυτή τη νέα συνθήκη συμβαίνει κάτι που δεν συνέβαινε ούτε παλιά στο χωριό, ούτε τώρα στην πόλη. Δεν είναι μόνο το γεύμα κοινός χρόνος της οικογένειας αλλά και η προετοιμασία του. Το σπίτι αυτό δεν κατοικείται σε καθημερινή βάση, επομένως η συμμετοχή σ’ αυτή την καθημερινή διαδικασία βιώνεται εδώ ως εξαίρεση. Ως μια ελεύθερη απόφαση και όχι ως υποχρέωση, ευθύνη, διεκπεραίωση. Ως μια συμμετοχή σε μια κοινή τελετουργία και όχι ως ικανοποίηση μιας βασικής ανάγκης. Τα παιδιά συμμετέχουν ενεργά σ’ όλη αυτή τη διαδικασία. Στο χωριό κάτι τέτοιο συνέβαινε παλιά μόνο στις γιορτές. Τώρα η κάθε άφιξη στο χωριό αντιμετωπίζεται ως γιορτινό γεγονός. Πολύ σημαντική θέση στο τραπέζι έχουν εδώ το ψωμί και το κρασί, μια συνήθεια που επιβιώνει από παλιότερα αλλά δε μεταφέρθηκε τόσο έντονα και στην Αθήνα. Απαλλαγμένο πια από τις αξεπέραστες δυσκολίες του και τους αφόρητους περιορισμούς του, το χωριό, επιτρέπει μόνο οι καλές στιγμές πλέον επιλεκτικά και προσεχτικά να αναβιώνονται. «Όλα είναι πάλι στη θέση τους ακόμα και η παιδική μας ηλικία. Το καθιερωμένο οικογενειακό κυριακάτικο τραπέζι θα γίνει.»147 146. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.106 147. Καναρέλης, Θ., Τελετές του Σαββατοκύριακου, σελ.424


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

135

Έτσι, και ο Βασίλης πολύ περισσότερο εδώ από ότι στην Αθήνα εμπλέκεται στην οργάνωση και την προετοιμασία του φαγητού. Αναλαμβάνει πολύ περισσότερες ευθύνες, τόσο για τα ψώνια όσο και για το μαγείρεμα. Αυτό που τον παρακινεί είναι η εξωτερική ψησταριά. Στην Αθήνα ήταν μια μεμονωμένη κατασκευή˙ εδώ είναι μέρος μιας ολόκληρης υπαίθριας κουζίνας. Πολύ μεγάλη φροντίδα και χρόνος έχει αφιερωθεί σ’ αυτό το μέρος. Ο Βασίλης είναι παθιασμένος με το να οργανώνει υπαίθρια γεύματα και να τρώνε εδώ με φίλους, και προσπαθεί να το κάνει όσο πιο συχνά γίνεται. Οι φίλοι που έρχονται είτε είναι οι φίλοι της πόλης, είτε οι παλιοί του γνωστοί. Η συνάντηση αποτελεί κάθε φορά ένα αντάμωμα μετά από καιρό, μια επανασύνδεση. Η ψησταριά του δίνει τη δυνατότητα να νιώθει ότι μπορεί να τους προσφέρει κάτι ανεκτίμητο, ένα γεύμα με καλό φαΐ και καλό κρασί, κάτω από τα δέντρα. Αλλά και όταν έρχεται μόνος του, ψήνει εδώ κάθε φορά. Η διατροφή του εδώ είναι απαλλαγμένη από τις αλλεργίες των παιδιών και τους περιορισμούς για το κρασί.


136

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.1.4 τα υπνοδωμάτια, ο ύπνος Σε ένα σχεδόν ίδιο με της Αθήνας υπνοδωμάτιο κοιμάται εδώ, αλλά συνήθως μόνος του. Το κρεβάτι εδώ δεν είναι η συνάντηση με τη Μαρία, αλλά κυρίως ο δικός του προσωπικός χώρος. Έχει μια ίδια ντουλάπα, αλλά δε βάζει τα ρούχα του εκεί. Τα έχει φέρει από την Αθήνα και είναι απλωμένα πάνω στη βαλίτσα του και γύρω της. Οι ντουλάπες είναι σχεδόν άδειες, έχουν μερικά σεντόνια, πετσέτες και κουβέρτες, όχι ρούχα. Επειδή δεν ανοίγονται συχνά έχουν μια έντονη μυρωδιά. Στην Αθήνα, αντιθέτως ξεχειλίζουν και είναι ο πιο ενδεικτικός χώρος του τι θέλεις και ποιος είσαι. Δεν στρώνει το κρεβάτι του και γενικώς δεν εμμένει εδώ σε μια οργάνωση και τάξη μέσα στο σπίτι. Τα φτιάχνει όλα πριν φύγει για να τα βρει σε καλή κατάσταση την επόμενη φορά. Με έναν τρόπο φέρεται σαν φιλοξενούμενος στο χώρο του, δεν προλαβαίνει ούτε προσπαθεί να τον οικειοποιηθεί περισσότερο. Από το σπίτι αυτό λείπει η ζωοποιός φροντίδα της γυναίκας. «Οι άντρες δεν ξέρουν να χτίσουν ένα σπίτι παρά μόνο απ’ έξω»148. «Ήμουν θεσπέσια μόνος! Μόνος όπως είμαστε στην αρχή κάθε αληθινής πράξης, μιας πράξης που δεν είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε.»149 Πάντως το αδειανό τον υπνοδωματίων, τα κάνει να θυμίζουν αυτά του παλιού σπιτιού. Μόνο που τότε δεν είχαν τα αντικείμενα τους κάπου αλλού, απλά δεν είχαν αντικείμενα για να τα γεμίσουν. Επίσης, ο μεσημεριανός ύπνος μετά τη δουλειά στα χωράφια (ακατόρθωτος στην Αθήνα) παραπέμπει στην παλιά ζωή, και την ξεκούραση μετά τις πρωινές εργασίες και πριν τις απογευματινές. Ο κύκλος της μέρας έχει τους ρυθμούς της παλιάς ζωής.

το υπνοδωμάτιο στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

το υπνοδωμάτιο στο σπίτι της πόλης

148. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.95 149. Bachelard, G., ό.π., σελ.98

το υπνοδωμάτιο στο παλιό σπίτι στο χωριό


137

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.2.1.5 το μπάνιο Το μπάνιο εσωτερικά της κρεβατοκάμαρας είναι άλλο ένα δάνειο από την Αθήνα, που εδώ φαντάζει υπερβολικό. Ποιος ο ρόλος για προσωπικό μπάνιο αφού εδώ είναι συνήθως μόνος του; Όλες αυτές επιλογές σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι φτιάχνοντας αυτό το σπίτι είχε στο μυαλό του να μένουν εκεί όλοι μαζί πολύ περισσότερο απ’ ότι συμβαίνει τελικά. «Το σπίτι εκφράζει ή αυτό που είσαι ή αυτό που θες να γίνεις»150. Από το εξωτερικό μπάνιο που είχε το παλιό σπίτι, φτάνει το μπάνιο εδώ να βρίσκεται ένα βήμα από το κρεβάτι. Εξακολουθεί να υπάρχει ένα μικρό μπάνιο μέσα στις αποθήκες, εκεί που μένανε παλιά οι παππούδες, και πολύ συχνά πηγαίνουν σ’ αυτό γιατί είναι κοντά στην αυλή. Ίσως τελικά, να ήταν λειτουργικό το εξωτερικό μπάνιο αν δούλευε ακόμα. «Η κατοικία δεν προσεγγίζεται ως ενότητα αλλά ως άθροισμα εισαγόμενων αντικειμένων.»151

το μπάνιο στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

το μπάνιο στο σπίτι της πόλης

150. Sharr, Α., Heidegger’s hut 151. Βλαχούτσικου, Χ., Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα

το μπάνιο στο παλιό σπίτι στο χωριό


138

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.1.6 οι αποθήκες Ο χώρος που συνεχίζει να βιώνεται ακριβώς όπως παλιά, είναι οι αποθήκες (φαίνεται τώρα ότι οι αποθήκες τις Αθήνας είναι κάτι άλλο). Ώρες και ώρες περνάει εκεί. Αυτό, θα έλεγα, ότι είναι στο χωριό το δωμάτιο του. Τόσο πολλά εργαλεία… Συνεχιστής των εργασιών του πατέρα του, παράγει κι αυτός λάδι, κρασί, και τα φυλάει εκεί. Όλες αυτές οι δουλειές τον συνδέουν μαζί του. Εκείνος τον εισήγαγε σ’ αυτό τον κόσμο απ’ τον οποίο δε θέλει να βγει. Οι ίδιες δουλείες, οι ίδιες διαδικασίες, μόνο που πλέον η τεχνολογία τον βοηθάει αρκετά ώστε η προσπάθεια και η κούραση να είναι λιγότερη. Φυσικά και δεν περιμένει πια, όπως ο πατέρας του άλλοτε, να ζήσει από αυτό. Είναι μια ευχάριστη συνήθεια, αφορμή για επιστροφή στη φύση, απόδραση από την καθιστική ζωή, δημιουργικός χρόνος. Σκαρφίζεται διάφορους αυτοματισμούς, ώστε να ζουν όλα κατά την απουσία του, ενώ άλλοτε ο πατέρας του όφειλε να είναι συνεχώς παρών.

οι αποθήκες στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

οι αποθήκες στο σπίτι της πόλης

οι αποθήκες στο παλιό σπίτι στο χωριό


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

139

4.2.1.7 οι αυλές και η σχέση με το έξω Όπως το παλιό σπίτι στο χωριό, έτσι και αυτό, συνεχίζει να μην μπορεί να περικλύσει μέσα του τη ζωή. Σαν δέντρο αναπτύσσεται προς τα έξω, κι άλλο κι άλλο. Οι αποθήκες είναι εκτός και τροφοδοτούν αυτά που γίνονται στα αμπέλια, στις ελιές˙ το πηγάδι είναι εκτός και ποτίζει όλα τα γειτονικά χωράφια. Το σπίτι απλώνεται, ανοίγεται, τροφοδοτεί. Το σπίτι στην Αθήνα ζηλεύει αυτό το σπίτι-δέντρο και προσπαθεί να το μιμηθεί. Δεν τα καταφέρνει όμως τόσο καλά. Λίγα συμβαίνουν γύρω του. Κυρίως όλα είναι συγκεντρωμένα μέσα, όλα περιλαμβάνονται. Όλες του οι προεκτάσεις είναι κολλημένες πάνω του, σαν μανιτάρια (οι αποθήκες, η ψησταριά, η ντουζιέρα, οι στεγασμένες αυλές). Η αυλή στο χωριό, συνεχίζει να είναι το κέντρο της οικογενειακής ζωής όσο ο καιρός το επιτρέπει, και πεδίο δραστηριοτήτων για το Βασίλη καθ’ όλο το χρόνο. Δεν υπάρχει αυτή η απόσταση από την αυλή που υπάρχει στην Αθήνα. Τρώνε πολύ έξω και η καινούργια ψησταριά έχει μετατοπίσει το κέντρο της αυλής από την βεράντα της γιαγιάς, γύρω της και γύρω από τη συκιά. Η αιώρα είναι πολύ σημαντικό σημείο, και μια ευκαιρία για ύπνο στο ύπαιθρο, κάτι που στην Αθήνα δεν συμβαίνει. Τα δέντρα που υπάρχουν εδώ δίνουν φρούτα και καρπούς, ενώ αντιθέτως στην Αθήνα είναι δέντρα που απολαμβάνεις να βλέπεις και να κάθεσαι στη σκιά τους. Επίσης στην Αθήνα υπάρχουν περιμετρικά φυτά που κλαδεύονται και λειτουργούν ως περίφραξη, ενώ εδώ όλα είναι ελεύθερα τοποθετημένα στο κέντρο των αυλών. Δεν επιδιώκεται εδώ οι αυλές να φαίνονται τόσο περιποιημένες, παρ’ όλο που τους αφιερώνεται πολύ φροντίδα. Τα έπιπλα δεν είναι τόσο προσεγμένα (οι καρέκλες μπορεί να είναι διάφορες παλιές καρέκλες) και τα μονοπατάκια είναι απλά τσιμεντοστρωμένες περιοχές. Στην Αθήνα, τα έπιπλα είναι καινούργια και ταιριαστά, οι περιοχές που δεν έχουν γρασίδι είναι πλακοστρωμένες. Τα παιδιά παίζουν πολύ εδώ, χωρίς ωράριο χωρίς περιορισμούς. Είναι διακοπές. Βιώνουν μια καινούργια ελευθερία. Δεν νιώθουν όμως την άνεση να ξανοιχτούν στο χωριό, δεν το ξέρουν όπως το ήξεραν ο Βασίλης με τους φίλους του. Κάνουν παρέες με τα γειτονάκια. Έτσι με έναν αυθόρμητο τρόπο, αποκτώνται σχέσεις με τους γύρω, τις οποίες πλέον οι γονείς δεν έχουν, και στην Αθήνα προσπαθούν, χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Προτεραιότητα εδώ, δεν είναι για το Βασίλη η δημιουργία νέων σχέσεων, γνωριμιών, κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει στην Αθήνα. Εδώ πιο πολύ επιδιώκει την επανασύνδεση με παλιούς φίλους, το αντάμωμα με τους οικείους που του λείπουν. Τέλος και αυτό το σπίτι, όπως το Αθηναϊκό, έχει πολλές μπαλκονόπορτες και επιδιώκει τη συνεχή πρόσβαση στο έξω. Ο Βασίλης όμως παρενέβη στα σχέδια του πολιτικού μηχανικού, κάνοντας ένα μεγάλο μπαλκόνι μπροστά και όχι δύο ξεχωριστά μικρότερα, μιας και παρατήρησε ότι αυτά στην Αθήνα δεν χρησιμοποιούνται.


140

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

«Όλα είναι παντού. Γιατί στοιχεία κάθε χώρου περιλαμβάνονται σε κάθε άλλο χώρο. Με αυτό τον τρόπο κάθε χωροχρονική θέση αντικατοπτρίζει τον κόσμο.»152.

η αυλή στο καινούργιο σπίτι στο χωριό

η αυλή στο σπίτι της πόλης

152. Βενετσανάκη, Χ., Το ταξίδι ως διαδικασία αστικης αυτογνωσιάς, Διάλεξη, 2017


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

η αυλή στο παλιό σπίτι στο χωριό

141


142

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.2 συμπεράσματα 4.2.2.1 μεταβλητότητα - προσαρμοστικότητα Το σπίτι αυτό δεν μπορεί να ιδωθεί σαν μια απόλυτα ξεχωριστή οντότητα από το κάτω, αφού αποτελεί την προς-τον-ουρανό συνέχειά του. Δεν υπάρχει σαν σπίτι από όταν χτίστηκαν οι τοίχοι και τοποθετήθηκαν τα έπιπλα, αλλά από πολύ παλιότερα, όταν έπεσε η πλάκα και οι κολώνες, σκεπάζοντας την κάτω βεράντα και εκτοπίζοντας την κληματαριά. Μετέτρεψε το παλιό σπίτι από μονοκατοικία με σκεπή, σε ισόγειο μιας ιδιόμορφης, «κολλάζ» πολυκατοικίας. Αν λοιπόν έγραψα πως το παλιό σπίτι ήταν σε διαρκή εξέλιξη και αλλαγή το ίδιο ισχύει και για το νέο. Ο Heidegger γράφει πως το κτίζειν δεν είναι απλά μέσο και οδός προς το κατοικείν, αλλά αποτελεί ήδη ένα εν εαυτώ κατοικείν.153 Επομένως ήταν ένας τρόπος κατοίκησης πολύ πριν μπουν τα κρεβάτια και οι πόρτες, κοιμηθούν και φάνε μέσα του άνθρωποι. Ακόμη και σήμερα λείπουν έπιπλα και εξοπλισμός που έρχονται σταδιακά από επίσκεψη σε επίσκεψη, από μήνα σε μήνα. Συνεχώς γίνονται σχέδια για το πως θα εξελιχθεί. «-Τις αναμονές τις αφήνεις μήπως γίνει κι άλλος όροφος; -Όχι, σκεφτόμουν ότι ίσως κάποια στιγμή κάνω μια σοφίτα». «Είναι καλύτερα να ζει κανείς στο προσωρινό παρά στο οριστικό.»154

μεταβλητό, σπίτι σε διαρκή εξέλιξη 153. Heidegger, Μ., Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, Aθήνα: εκδόσεις Πλέθρον, 2009, σελ.25 154. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ. 88


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

143

Αν και το σπίτι αυτό, συνεχίζει να έχει τον χαρακτήρα του κάτω, σε ότι αφορά την υλοποίησή του, ταυτόχρονα έχει και στοιχεία του Αθηναϊκού σπιτιού. Όπως κι εκείνο, κι αυτό προσπαθεί να προλάβει ανάγκες πριν εμφανιστούν. Τα παιδιά έχουν τα υπνοδωμάτια τους, ακόμη κι αν δεν έρχονται συχνά, για να έχουν την άνεση αν το θελήσουν να μείνουν περισσότερο. Υπάρχουν συσκευές που δεν έχει δημιουργηθεί ανάγκη και επιθυμία να χρησιμοποιηθούν, και ένα σωρό ντουλάπες που παραμένουν άδειες, και θα γέμιζαν μονάχα στην περίπτωση μιας δυνητικής μόνιμης εγκατάστασης εκεί. Έτσι, και εδώ η καθημερινότητα μέσα στο σπίτι φαντάζει σα να μην καταφέρνει να γεμίζει τους χώρους που την πλαισιώνουν.


144

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.2.2 προσωπικός χώρος Και αυτή εδώ η κατάσταση, μοιάζει να είναι απόρροια της προσπάθειας να αποφύγουν το παλιό στρίμωγμα. Είναι φανερό το πόση αξία δίνουν και εδώ στον προσωπικό χώρο, μια κατάκτηση του σπιτιού της Αθήνας που θέλησαν να φέρουν πίσω στο χωριό. Το μόνο στρίμωγμα που έγινε αναγκαστικά, λόγω έλλειψης χώρου, ήταν ότι τα κορίτσια κοιμούνται μαζί. Σ΄ αυτό ο Βασίλης αναφέρεται, αντιμετωπίζοντάς το ως μια μικρή αστοχία. Το παράδοξο όμως εδώ είναι, ότι παρά την διακαή επιδίωξη να έχει ο καθένας το δωμάτιό του, εδώ πολύ λιγότερο τα χρειάζονται. Νιώθουν μια ασφάλεια έχοντας τα, τους θυμίζει το Αθηναϊκό σπίτι, όμως ελάχιστο χρόνο περνάνε σε αυτά και αντικείμενα πολλά δεν έχουν (το δωμάτιο των κοριτσιών είναι σαν ακατοίκητο, έχει μονάχα τα κρεβάτια τους και την ντουλάπα). Η καθημερινότητα του χωριού φαίνεται να υπερβαίνει εδώ αυτή την αστική συνθήκη, κάνοντας τον καθένα να βρίσκει και πάλι τον προσωπικό του χώρο κάπου έξω. Στις αποθήκες, στην αιώρα, στη βεράντα, σε κάποια γωνιά της αυλής. «Το σώμα μου ακούσια ήξερε αυτό που εγώ συνειδητά δεν γνώριζα.»155 Αλλά και το ίδιο το σπίτι είναι μια κίνηση που στοχεύει στην προώθηση της αυτονομίας της πυρηνικής έναντι της διευρυμένης οικογένειας. Ο Βασίλης και η Μαρία στήνουν το σκηνικό για να οικοδομήσουν ένα σπιτικό πάνω στην δική τους κοινωνικότητα, ως ζευγάρι156. Όλα αυτά ισχύουν όταν έρχονται εδώ όλοι μαζί. Όταν ο Βασίλης έρχεται μόνος του, ολόκληρο το σπίτι και ολόκληρο το χωριό γίνονται ο προσωπικός του χώρος. Το υπνοδωμάτιο, η κουζίνα, το μπάνιο, το καθιστικό, οι αποθήκες, τα χωράφια, το βουνό. Το αντάμωμα με του φίλους και η σαββατιάτικη έξοδος είναι κι αυτά κάτι πολύ δικό του. Στην Αθήνα όλος του ο χρόνος εστιάζεται γύρω από την οικογένειά του, το σπίτι και τη δουλειά. Ενώ εδώ χωρίς ευθύνες, χωρίς ωράρια, χαίρεται την ησυχία, τα δέντρα του, τη συντροφιά των φίλων, έναν καλό ύπνο. Είναι μια απελευθέρωση ο ερχομός στο χωριό, ταυτόχρονα κι ένα μικρό πλήγμα για την ηρεμία του ζευγαριού.

155. Σερεμετάκη, Παλινόστηση Αισθήσεων και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη Εποχή, σελ.104 156. Βλαχούτσικου, Χ., Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

145

4.2.2.3 τα αντικείμενα Όσον αφορά τα αντικείμενα, η σημασία τους φαίνεται εδώ να έχει εξασθενίσει εντελώς. Αν στο παλιό σπίτι, ήταν παντού και κάλυπταν κάθε γωνιά, μιλώντας για ιστορίες και αλλοτινές εποχές, αν τότε υπήρχε η πρόθεση να υπάρξει διακόσμηση και στολίδια, στο σπίτι της Αθήνας ουδεμία τέτοια πρόθεση υπήρχε, αλλά στα δωμάτια τους κυρίως υπήρχαν όλα όσα χρησιμοποιούσαν, όσα τους έκαναν να νιώθουν καλά. Εδώ τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει˙ ούτε διακόσμηση υπάρχει, ούτε προσωπικά αντικείμενα. Δεν ενδιαφέρει κανέναν να οικειοποιηθεί αυτό το χώρο της σύντομης παραμονής με τον τρόπο αυτό. Ίσα ίσα, που ο άδειος χώρος προσφέρει μια ελευθερία, σκέψεων και δράσεων. “Το να απουσιάζει κάτι μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό, με το να ήταν παρόν”.157 Με έναν ιδιαίτερο και απροσδόκητο τρόπο όμως, όπως στο παλιό σπίτι, ότι υπάρχει εδώ έχει κι αυτό την ιστορία του. Δεν πρόκειται για καινούργια έπιπλα σε ένα καινούργιο σπίτι, αλλά για πράγματα που επαναχρησιμοποιούνται. Πράγματα που βρήκαν ψάχνοντας στις αποθήκες. Το χωριό, εξακολουθεί να μην ενοχλείται από το παλιό και το λίγο παράταιρο. Κάτι τέτοιο στην Αθήνα δεν θα ήταν επιτρεπτό.

157. Tilley, C., Ethnography and material culture, σελ.260


146

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.2.4 αξίες «Τσακώθηκα μια μέρα με τη Μαρία και μου είπε “Ασχολείσαι όλο με τα αμπέλια και το κρασί σου, και λείπεις, και εμένα δε μου αρέσει καν το κρασί!” Και σκέφτηκα πως δεν έχει δίκιο γιατί και γι’ αυτούς το κάνω που φτιάχνω το κρασί. Όποτε πάμε σε έναν γιατρό, όποτε κάποιος κάνει κάτι για εμάς και δε θέλει λεφτά του δίνω το κρασί μου. Και τότε κάπως νιώθω ότι η ιατρική του γνώση γίνεται ίση με το κρασί μου» Το κρασί για το Βασίλη, αλλά και το λάδι, και όλα όσα παράγει όταν πηγαίνει στο χωριό, έχουν μια αξία ανεκτίμητη. Διαδικασίες και αγαθά τόσο πυκνά σε νοήματα και συνειρμούς. Δύσκολο λοιπόν να καταφέρω να εξηγήσω τι μπορεί να σημαίνουν γι’ αυτόν όλα τούτα. Το να τα παράξει, σιγά σιγά, φορά τη φορά, τον συνδέει με έναν παρελθόν που μπορεί να ξεπερνάει ακόμα και τα βιώματα και τις αναμνήσεις του. Συνδέεται με τον πατέρα του αλλά και με ολόκληρη την ιστορία του χωριού του. Ταυτόχρονα, φροντίζει την οικογένεια του. Είναι ικανός να τους προσφέρει κάτι που θεωρεί αγνό, νόστιμο, θρεπτικό. Κι όχι να τους ταΐσει με οτιδήποτε αμφίβολης ποιότητας βρήκε συσκευασμένο στο σούπερ μάρκετ. Φτιάχνοντας αυτό το πολύτιμο κάτι που δεν μπορεί να κοστολογήσει, μπορεί πλέον να το ανταλλάξει. Επιστρέφει έτσι στο χωριό και με έναν ακόμα τρόπο. Επιστρέφοντας σε ένα σύστημα ανταλλακτικό, όπου τα χρήματα δεν έχουν νόημα και δεν έχουν τη δύναμη να εξισώσουν τις σχέσεις158. Σε μια πιο πρωταρχική μορφή συναλλαγής, όπου ο άλλος είναι κάποιος. Που του προσφέρεις και σου προσφέρει. Τα αγαθά αυτά τα βλέπει ως δώρα και όχι ως εμπορεύματα. Δεν είναι απρόσωπα και δεν μπορούν να διαχωριστούν από τον ίδιο.

το χωράφι του Βασίλη 158. Tilley, C., Ethnography and material culture, σελ.260


147

4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

4.2.2.5 το σπίτι σε όροφο Η ζωή στο χωριό δεν εκτυλίσσεται πλέον σε ένα μόνο επίπεδο. Το καινούργιο σπίτι είναι σε όροφο και αυτό έχει εισαγάγει την έννοια της θέασης, της οπτικής φυγής. Από το μπαλκόνι βλέπεις μέχρι τη θάλασσα, κάτι που παλιότερα επιτυγχάνονταν από τα ψηλά κλαδιά των δέντρων. Όμως και πάλι η καθημερινότητα του χωριού, αποβάλει σε μεγάλη βαθμό αυτή την αλλαγή. Η ζωή εξακολουθεί να εκτυλίσσεται κυρίως στο επίπεδο της γης και πολλές δραστηριότητες να γίνονται στην αυλή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όπως αναφέρθηκε, για πολλές ανάγκες που προκύπτουν, να καταφεύγουν στο παλιό σπίτι, το σπίτι της γιαγιάς και όχι στο δικό τους, πάνω. Το κάτω σπίτι εξακολουθεί να είναι στο επίκεντρο, ενώ το πάνω λειτουργεί ως μια ακόμη προέκτασή του, ένας ακόμα δορυφόρος, όπως είναι οι αποθήκες και η ψησταριά. «Ακόμα και οι γιοι που εγκαθιδρύουν ξεχωριστό νοικοκυριό δεν αυτονομούνται πλήρως από τον πατρικό οίκο. Στο μοντέλο της διαγενεϊκής ενότητας ο γάμος δεν επιφέρει κοινωνική ενηλικίωση του ζευγαριού»159. Προχωρώντας λίγο ακόμα αυτή τη σκέψη, παρατηρώ ότι αυτή η κατάσταση, όσο αποτελεί συνέχεια και επιβίωση της παλιάς ζωής, άλλο τόσο αποτελεί και μια αναπαράσταση της αστικής ζωής τους. Στην Αθήνα, ο όροφος με τα υπνοδωμάτια λειτουργεί ως ιδιωτική ενότητα μέσα στο σπίτι, ενώ στο ισόγειο εκτυλίσσεται η κοινή ζωή και μένει η γιαγιά. Με όλες τις διαφορές που προκύπτουν, καθώς στην Αθήνα το σπίτι είναι ένα ενώ εδώ έχουν φτιαχτεί ως δύο αυτόνομες κατοικίες, ο τρόπος που βιώνουν το ισόγειο με τη γιαγιά, είναι παρόμοιος. Κάτω από την ίδια στέγη βρίσκονται όλες οι γενιές και έτσι επιτυγχάνεται η αίσθηση του ταξιδιού μέσα στο χρόνο.160

το σπίτι στο χωριό παλιά

το σπίτι στο χωριό σήμερα

159. Βλαχούτσικου, X., Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα 160. Sharr, A., Heidegger ‘s hut


148

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

4.2.2.6 η γιαγιά Τα παιδιά επιστρέφουν στο χωριό για να επισκεφθούν τη γιαγιά. Παρά το ότι το σπίτι αυτό είναι καινούργιο, η γιαγιά είναι ακόμα εκεί, κι αυτό του δίνει μια διάσταση διαφορετική. Η γιαγιά βυθίζει το παιδί μέσα στο χωριό. «Μέσα από το παραμύθι της η γιαγιά φέρνει το παρελθόν μέσα στο παρόν σα μια μετασχηματιστική δύναμη»161. Το τοπίο, τα αντικείμενα, τα χαλάσματα, ανασυναρμολογούνται μέσα από τις αφηγήσεις της σε μια νέα πραγματικότητα. Η φωνή και οι χειρονομίες της ζωντανεύουν και κινητοποιούν όσα τους περιβάλλουν. Η γιαγιά αυτή κάνει πράγματα που δεν κάνει κανένας άλλος. «Είναι μια γυναίκα ανάμεσα σε κότες, σε σκύλους, γάτες, κουνέλια, κατσίκες, πηγάδια, βουνά, πελάγη»162. Σπάζοντας και καθαρίζοντας ένα καρύδι, αποκαλύπτει τα μέρη ενός νέου κόσμου163. Το παιδί έχει καταλάβει μέσα από τις αγωνίες των γονιών του ότι η γιαγιά το φέρνει σε επαφή με πράγματα βρώμικα και ανάρμοστα. «Γιατί εκείνη έχει διαφορετική σχέση με το νερό, τις ιδιότητες και την οικονομία του, και συνεπώς το πλύσιμο και την καθαριότητα. Είναι εκείνη που εισάγει “ακαθαρσία”»164. Όταν γυρίσουν στην πόλη, η γιαγιά και τα παραμύθια της ξαναέρχονται στην μνήμη, και μέσα από το παιχνίδι αποκαλύπτουν κρυφούς χώρους και νοήματα. «Η νέα στερεοσκοπική όραση του παιδιού διαπερνά τον αστικό χώρο, το διαμέρισμα, το σαλόνι, την κρεβατοκάμαρα, δημιουργώντας μια εναλλακτική γεωγραφία (…) μια αναδιάπλαση που επαναφορτίζει με εξωτικά νοήματα το περιθωριοποιημένο και το εφήμερο μέσα στο αστικό»165. «Η αφήγηση της γιαγιάς αγκιστρώνει πράγματα μετακινώντας τα από ένα χώρο και χρόνο σε έναν άλλο.»166

161. Σερεμετάκη, Παλινόστηση Αισθήσεων και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη Εποχή, σελ.88 162. Σερεμετάκη, ό.π., σελ.84 163. Σερεμετάκη, ό.π., σελ.84 164. Σερεμετάκη, ό.π., σελ.84 165. Σερεμετάκη, ό.π., σελ.92 166. Σερεμετάκη, ό.π., σελ.88


4 | ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΟΕΠΗΡΕΑΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ

149

«Είναι μια γυναίκα ανάμεσα σε κότες, σε σκύλους, γάτες, κουνέλια, κατσίκες, πηγάδια, βουνά, πελάγη.»



6

ΕΠΙΛΟΓΟΣ



153

5 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ

5.1 οι επιστροφέ ς σ τ ο χ ω ρ ι ό «Στο είναι του ανθρώπου ανήκει η νοσταλγία για μια πατρίδα που δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί.»167 Ο Βασίλης βιώνει μια διπλή κατοίκηση ανάμεσα σε πόλη και χωριό. Ο μετεωρισμός του έχει πλέον εξελιχθεί σε παράδοση.168 Από πάντα στις επιστροφές του βίωνε μια εν μέρει αγροτική ζωή. Η ενασχόληση του με τη γη ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της διαμονής στο χωριό. Μόνο που δεν είχε το χώρο του. Τις αποθήκες για να οργανώνει καλύτερα τα πράγματα και τις δουλειές του, και το σπίτι για να ζει και την υπόλοιπη μέρα όπως θα ήθελε και να ξεκουράζεται σωστά. Όταν έγιναν αυτά όμως, σιγά σιγά ήρθαν και οι ανέσεις της αστικής ζωής, «στον οικείο τόπο της ταυτότητας και των ιδανικών περιβαλλοντικών συνθηκών».169 «Εγώ είχα ευχάριστα παιδικά χρόνια, έχω ωραίες αναμνήσεις από το χωριό, έχω παίξει πάρα πολύ εδώ πέρα. Εδώ ήταν αλάνες, δεν υπήρχαν σπίτια παίζαμε πάρα πολύ έξω. Κυρίως έξω παίζαμε, μες το σπίτι δεν είχαμε κάτι να κάνουμε. Άρα είναι ωραία η εικόνα και η ανάμνηση του σπιτιού και του χωριού στα παιδικά χρόνια. Πολύ επαφή με δέντρα, γρασίδια, λερωμένα ρούχα, μπίλιες, πολλά τέτοια. Αυτό μάλλον συμβάλλει στο ότι θέλω να έχω έντονο δεσμό με το χωριό, θέλω να έρχομαι εδώ πέρα». Ένας εσαεί επιστρέφοντας, έχει καθιερώσει ένα περιοδικό προσκύνημα στο προγονικό χωριό.170 Πάντα οραματίζεται μια οριστική εγκατάσταση εκεί, αλλά ποτέ δεν την πραγματοποιεί. Το χωριό έχει πάρα πολλά καλά άλλα έχει και δυσκολίες αξεπέραστες, οπότε η ζωή στην πόλη λειτουργεί ως αντίβαρο. «Το χωριό το χειμώνα είναι ζόρι. Δεν έχει ζωή, πέντε η ώρα είναι νέκρα. Αυτό με πληγώνει». Αν και έχει αρκετούς γνωστούς, η συχνή συναναστροφή μαζί τους φέρνει κορεσμό. Οι παλιοί του καλοί φίλοι δεν μένουν πια εδώ. «Παρ’ όλο που μ’ αρέσει το χωριό και όλο θετικά το περιγράφω, δεν είχα φανταστεί ποτέ τότε να μείνω μόνιμα εδώ. Ήταν δεδομένο ότι θα φύγω. Δε σε κρατάει το χωριό». Η ύπαιθρος γίνεται υπόσχεση αναζωογόνησης και ευεξίας αλλά δεν παύει να κρύβει τον απόηχο περασμένων δεινών και αδιεξόδων.171 167. Ξηροπαϊδης, Γ., από την εισαγωγή στο Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, σελ.17 168. Λαμπρόπουλος, Α., Πόλη και ύπαιθρος σε συνθήκες περιβαλλοντικής κρίσης, σελ.54 169. Λαμπρόπουλος, Α., ό.π., σελ.56 170. Μανωλίδης, Κ., Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, σελ.73 171. Μανωλίδης, Κ., ό.π., σελ.73


154

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Θεωρεί και τα δύο, σπίτια του. Η αναχώρηση κάθε φορά από το ένα στο άλλο είναι γεμάτη προσμονή. «Και από εδώ προς την Αθήνα και από την Αθήνα εδώ θέλω να πάω. Φαίνεται ότι λειτουργεί θετικά η εναλλαγή». Εδώ τον περιμένουν τα χωράφια, οι δουλειές του, η μαμά του, κάποιοι φίλοι. Κουράζεται όμως αρκετά, άρα μετά θέλει να γυρίσει πάλι πίσω. Εκεί τον περιμένει η οικογένεια του. Το ότι μένει μακριά τους τα Σαββατοκύριακα προκαλεί και κάποια αισθήματα ενοχής. «Όταν γυρνάω νιώθω ότι πατάω ένα κουμπί και συνεχίζω από κει που το άφησα». Όταν έρχονται μαζί του, η χαρά του είναι πιο ολοκληρωμένη. Τα παιδιά ευχαριστιούνται τις επισκέψεις στο χωριό, παρ’ όλο που δεν έχουν το ίδιο δέσιμο. «Το συμβολικό χωριό που ενεργοποιείται σε τακτά χρονικά διαστήματα αποτελεί το ανοίκειο/πολύ οικείο αλλού, όπου συνεκτικοί δεσμοί εντατικοποιούνται σε ένα γνώριμο σκηνικό. Όσο η ζωή στις πόλεις οδηγεί σε εξάντληση των ενεργειακών αποθεμάτων των κατοίκων της, όσο αυτοί φτωχαίνουν σε εμπειρίες και ποιοτικές δράσεις, τόσο το συμβολικό χωριό αναλαμβάνει να πληρώσει την ελλειμματική αυτή συνθήκη.»172

172. Χατζησάββα, Δ., Διεκδικήσεις ερμηνειών για την έννοια του εδάφους στη σύγχρονη αρχιτεκτονική, σελ.192


155

5 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ

5.2 τι ανάγκες ικανοποιεί, λοιπόν, το νέο σπίτι

«Την προσήκουσα σε αυτόν πατρίδα ανακαλύπτει ο άνθρωπος όταν κατανοεί ότι η πατρίδα που ονειρεύεται και νοσταλγεί πάντοτε και κατ’ ανάγκη θα του διαφεύγει.» 173 Το σπίτι αυτό μοιάζει αρκετά με το σπίτι της Αθήνας. Η διάταξη, τα δωμάτια, τα χρώματα, οι υφές. Όλα βαλμένα με παρόμοιο τρόπο σε παρόμοιους χώρους. Μια μικρογραφία του. Γιατί, λοιπόν, αυτός ο διπλασιασμός του χώρου; «Ο άνθρωπος οικειοποιείται κάθε χώρο που ζει και προσπαθεί να δημιουργήσει έναν κόσμο με συνάφεια παρά το χωρικό διασκορπισμό και τη χρονική ασυνέχεια.»174 Το σπίτι αυτό είναι συνέχεια της παλιάς ζωής, μια επιστροφή με νέους όρους σε αυτήν, μια προσπάθεια να την ξανα-ανακαλύψει. «Σημείο προέλευσης και αναφοράς για τη στήριξη της διάρκειας και μιας πρωτόγονης εικόνας του χώρου.»175 Το σπίτι αυτό είναι επιστροφή στις ρίζες και στην παιδική ηλικία. «Προσφέρεται ως μύθος καταγωγής και ως αναζήτηση αυθεντικότητας.»176. Τι σπίτι αυτό είναι μια απόδραση. «Το να φύγεις από το σπίτι και το οικείο, ακόμα κι όταν είναι οικειοθελώς και για λίγο, μπορεί να βιώνεται ως απόδραση. Προσωρινή 173. Ξηροπαϊδης, Γ., από την εισαγωγή στο Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, σελ.14 174. Καραλετσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.227 175. Καραλετσου Πασία, Κ., ό.π., σελ.230 176. Καραλετσου Πασία, Κ., ό.π., σελ.230


156

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

διαμονή σε ένα κόσμο φανταστικό, που είναι λιγότερο πραγματικός γιατί είναι λιγότερο πυκνός και περίπλοκος. Είναι η καθημερινή ζωή με τις άτακτες λεπτομέρειές της, την ενοχλητική απουσία σαφήνειας και ολοκλήρωσης -κινήσεις και πράξεις που στρίβουν και στροβιλίζονται σαν σε σπασμωδικά όνειρα- που φαντάζει μη πραγματική.»177 Το σπίτι αυτό είναι πραγμάτωση ονείρων και προσδοκιών. Μια ακόμα ευκαιρία να φτάσουν λίγο πιο κοντά στον ιδανικό τρόπο κατοίκησης. «Η ύπαιθρος είναι αυτή η ξένη γη, αυτός ο τόπος που αλλάζει κανείς ρούχα και ίσως και ρόλο, αυτός ο τόπος που στο λόγο και στο όνειρο είναι η ύπαρξη ενός άλλου δυνατού.»178 Αλλά είναι και προσπάθεια να καθησυχαστεί η έμφυτη ανεστιότητα που βρίσκεται την ουσία του ανθρώπου.179 «…αλλού, σε αυτό το τυραννικό ‘αλλού’ που επιθυμώ και φοβάμαι, μισώ και έλκομαι προς αυτό ταυτόχρονα. Σε αυτό που βρίσκεται τώρα, στον χώρο της προσμονής, στο λιβάδι που σχεδίασε με κάθε λεπτομέρεια να πάει, σε αυτό το λιβάδι που έχει εναποθέσει τις τελευταίες του ελπίδες για να σωθεί από το κανονικό που ο ίδιος έφτιαξε.»180 Και αυτόν τον καθησυχασμό τον προσφέρει η ασφάλεια και η θαλπωρή που βρίσκονται «στην αφετηρία της ύπαρξής μας, στο λίκνο, στην εστία, στην πατρίδα, στον παράδεισο»181. «Καμιά φορά, πιο γερό, πιο φωτεινό, πιο απλόχωρο απ’ όλα τα περασμένα σπίτια είναι το μελλοντικό σπίτι. Στον αντίθετο πόλο του προγονικού σπιτιού λειτουργεί η εικόνα του ονειρεμένου σπιτιού. Αργά στη ζωή, μέσα σ’ ένα αήττητο θάρρος, εξακολουθούμε να λέμε: αυτό που δεν το έχομε κάνει θα το κάνομε. Θα το χτίσουμε το σπίτι. Αυτό το ονειρεμένο σπίτι μπορεί να μην είναι παρά ένα απλό όνειρο ιδιοκτησίας, συνισταμένη όλων εκείνων των στοιχείων που έχουμε κρίνει σαν βολικά, άνετα, υγιή γερά, με άλλα λόγια επιθυμητά για τους άλλους.»182 Ένα σπίτι νέο, που δεν το έχεις χαλάσει. Που δεν έχεις μέσα του βαρεθεί, λυπηθεί, απογοητευτεί. Που δεν το έχεις βρωμίσει με τις πεζές σου συνήθειες και τις σκοτεινές σου σκέψεις. Πέρα από το σπίτι που ριζώνει, επιθυμούμε το σπίτι που ίπταται.

177. Tuan, Yi Fu, Escapism, σελ.7 178. Καραλετσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.234 179. Heidegger, M., Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, σελ.13 180. Καναρέλης, Θ., Τελετές του Σαββατοκύριακου, σελ. 425 181. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου 182. Bachelard, G., ό.π., σελ.88


5 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ

157


158

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

5.3 τ ο τ α ξ ί δ ι / η μ ε τ α κ ί ν η σ η ω ς π α ρ ά γ ο ν τ α ς αυτογνωσίας και εξισορρόπησης -η διπλή κατοίκηση «Ποιος δεν έχει -κάποια στιγμή- θελήσει να αποδράσει; Αλλά από τί; Προς τα πού; Και αφού φτάσουμε στο πολυπόθητο μέρος, τελειώνει εκεί η επιθυμία μας για μετακίνηση; Ή αυτή αναζωπυρώνεται ξανά, με τον πειρασμό κάποιας άλλης εικόνας, ακόμα κι αν αυτή είναι η εικόνα του μέρους από όπου ξεκινήσαμε, το παλιό μας σπίτι ή η παιδική μας ηλικία;»183 Τείνουμε να προσδίδουμε στην απόδραση μια χροιά αρνητική. Να την συνδέουμε με ανικανότητα στην αντιμετώπιση μιας κατάστασης, με τη δειλία, την μη υπευθυνότητα. Ωστόσο όλοι έχουμε την τάση να επιθυμούμε αποδράσεις, ακόμα κι αν αυτές πραγματοποιούνται μόνο στη φαντασία, η οποία μπορεί στιγμιαία να μας μεταφέρει αλλού από το σώμα μας. Ο καθένας συνδέεται με το σπίτι του με μυριάδες συνήθειες, σκέψεις και συμπεριφορές. Έτσι όταν φύγει από αυτό για ένα διάστημα, όσο μικρό κι αν είναι αυτό, μπορεί να νιώθει ότι αποδρά, γιατί βρίσκεται σε ένα περιβάλλον λιγότερο καθορισμένο και λιγότερο πυκνό σε νοήματα. Αυτό τον οδηγεί στο να δρα και να σκέφτεται με μια πρωτόγνωρη ελευθερία.184 «Αυτό που αποκαλούμε καθημερινότητα δεν είναι πρόδηλο, μα αδιαφανές, μια μορφή τυφλότητας, ένας τρόπος αναισθησίας.»185 Αυτή την ελευθερία βιώνει και ο άνθρωπος της πόλης όταν βρεθεί στη φύση, με την οποία δεν έχει τόσο μεγάλη εξοικείωση και οι εικόνες του γι’ αυτήν είναι επιλεκτικές και σχηματικές. Για τον λόγο αυτό κουβαλούν μια σαφήνεια και μια καθαρότητα που του επιτρέπουν να νιώθει εκεί ότι καταλαβαίνει καλύτερα τι βλέπει, και άρα αυτό είναι πιο πραγματικό από τον οικείο χώρο του, που είναι επιφορτισμένος με πάρα πολλά βιώματα και σημασίες. «Σκεπτόμαστε διότι αισθανόμαστε από παντού εκπατρισμένοι.»186 Όσο κι αν κανείς αποδρά, δεν μπορεί ποτέ πραγματικά να αποδεσμευτεί από την αφετηρία του, την οποία φέρει πάντα μαζί του. Πολλές φορές μάλιστα η απόδραση παίρνει τη 183. Tuan, Yi Fu, Escapism, σελ.xi 184. Tuan, Yi Fu, Escapism, σελ.7 185. Περέκ, Ζ., Χορείες Χώρων 186. Ξηροπαϊδης, Γ., από την εισαγωγή στο Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, σελ.14


159

5 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ

μορφή της επιστροφής σε αυτή την πολύ πρωταρχική κατάσταση, τον οικείο τόπο, το πατρικό σπίτι, τα παιδικά χρόνια. Στη διάρκεια της ζωής του το άτομο αποκτά κι άλλες αφετηρίες, κι άλλα σημεία αναφοράς που λειτουργούν ως φάροι της ύπαρξης του. Στην περίπτωση μας υπάρχει η πρώτη αφετηρία, που είναι το παλιό σπίτι στο χωριό, άλλη μια, που είναι το σπίτι στην Αθήνα, και στη συνέχεια προστέθηκε μια τρίτη, το καινούργιο σπίτι στο χωριό, που δεν είναι όμως κάτι εντελώς ξεχωριστό από την πρώτη, αλλά κυρίως μια επιστροφή σε αυτήν. Το σπίτι του χωριού πάντα θα είναι η αφετηρία της διαδρομής και το σπίτι της πόλης θα προσπαθεί να του μοιάσει για να μπορέσει να κερδίσει τον τίτλο του σπιτιού. Το καινούργιο σπίτι στο χωριό όμως επηρεάζεται από την καινούργια αφετηρία, το σπίτι της πόλης. Κατά τη διάρκεια της ταλάντωσης μεταξύ πόλης και χωριού ο κάθε τόπος εναλλάσσεται συνεχώς από αφετηρία σε προορισμό και ξανά σε αφετηρία, τοποθετώντας τον μετακινούμενο σε έναν συνεχή επαναπροσδιορισμό του που θέλει να επιστρέψει. Είναι πια δύσκολο να πεις από που ξεκίνησε και προς τα που πηγαίνει. Χωριό, πόλη, χωρίο, πόλη, χωριό, πόλη, χωριό…Οι δύο τόποι διαδέχονται συνεχώς ο ένας τον άλλο, αλλά ποτέ δεν συγχέονται. Συνυπάρχουν παράλληλα. Αυτό που τους συνδέει είναι τα αόρατα νήματα των χωρικών και νοητών επιστροφών του κατοίκου τους. Οι λεπτομερείς ομοιότητες των όσων πράττει εντός τους. Φυσικά έχει προσπαθήσει ο ένας τόπος να εμπεριέχει στοιχεία του άλλου, προκειμένου να αισθάνεται όποτε φεύγει ότι κανέναν δεν αφήνει τελικά. «Κάθε ένας φέρει μέσα του έναν κόσμο σύνθετο απ’ όλα όσα είδε κι αγάπησε και στα οποία επιστρέφει αδιάκοπα, ενώ ταυτόχρονα διατρέχει έναν ξένο κόσμο.»187 Η δυνατότητα της αέναης επιστροφής μεταμορφώνει το απλό σπίτι σε εστία. Φανερώνει τη σταθερότητα και τη συνέχεια του. Μέσα από επαναλαμβανόμενες αναχωρήσεις και γυρισμούς, το σπίτι γίνεται σημείο αναφοράς.188 Ένας τόπος προέλευσης φεύγοντας, ένα καταφύγιο για να αποσυρθείς γυρνώντας. Το ταξίδι, συνώνυμο της περιπέτειας, ενέχει μέσα του τη βαθιά ριζωμένη αξία του σπιτιού ως φωλιά. «Δεν μπορεί να μπορεί να υπάρξει εστία χωρίς ταξίδι, όπως δεν μπορεί να υπάρξει “εαυτός” χωρίς τους άλλους.»189 Κάθε φορά που επιστρέφει, το οικείο έχει γίνει κάπως ανοίκειο. Η αίσθηση είναι ότι δεν γυρνά μόνο στον τόπο, αλλά και στη στιγμή που τον άφησε. Πραγματοποιεί λοιπόν ένα μικρό ταξίδι στο παρελθόν. Σαν να προσπαθεί να επανακτήσει μια γνώση που 187. Βενετσανάκη, Χ., Το ταξίδι ως διαδικασία αστικης αυτογνωσιάς, Διάλεξη, 2017 188. Petridou, E., 201, The Taste of Home, σελ. 88 189. Petridou, E., 201, ό.π., σελ. 88


160

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

κάποτε κατείχε. Πώς αλλιώς θα επιτευχθεί η συνέχεια, πώς θα αποφύγει να νιώσει ξένος; Ταυτόχρονα όμως δεν συνειδητοποιεί ότι και ο ίδιος είναι άλλος. Το ταξίδι τον έχει αλλάξει. Υπάρχει η αίσθηση ότι οι σκηνές γύρω μας αλλάζουν επειδή εμείς διατρέχουμε το χώρο και βρισκόμαστε κάθε στιγμή απέναντι σε κάτι άλλο. Φαίνεται σαν να μη συνειδητοποιούμε ότι ο χώρος γύρω μας αλλάζει ανεξάρτητα από την παρουσία μας. Δεν γυρνάς πίσω, αλλά κάπου αλλού.190 «Είμαι στην Αθήνα όμως έχω μείνει παράλληλα πίσω στο χωριό, ή μάλλον έχω φέρει λίγο χωριό μαζί μου.»191 Η μετακίνηση τον φέρνει αντιμέτωπο κάθε φορά με όλα όσα ο ίδιος έχει διαμορφώσει. Του δίνει τη δυνατότητα να αναλογιστεί από μια απόσταση πλέον, τα πολύ κοντινά του πράγματα, απ’ τα οποία αν δεν είχε απομακρυνθεί, η οικειότητα θα είχε καταστήσει αόρατα. Η εμπειρία του αποχωρισμού απελευθερώνει κρυμμένες ουσίες του παρελθόντος.192 Μπορεί από αυτή τη θέση να προβεί σε αλλαγές, τόσο στο χώρο όσο και στον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων. Όταν επιστρέψει, το βλέμμα του θα πέφτει πάνω στα πράγματα σαν να τα αντικρύζει για πρώτη φορά. Θα έχει αποκτήσει την μαγική ιδιότητα να βλέπει την ομορφιά εκεί που προηγουμένως δεν μπορούσε. «Η αλήθεια μιας κατάστασης δεν στηρίζεται στην καθημερινή παρατήρηση, αλλά σε αποσπασματικές λεπτομέρειες, που αποτελούν φορέα ενός συμβολικού διδάγματος.»193 Τα δύο σπίτια, λοιπόν, το σπίτι του χωριού και το σπίτι της πόλης, σαν δίπολο και σαν συνεχής εναλλαγή, δίνουν κι αυτή την εκστατική δυνατότητα. Από το ένα μπορείς να ατενίσεις το άλλο και να αναλογιστείς τι είναι και τι είσαι εσύ μέσα σ’ αυτό. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι του χωριού, σου φανερώνεται η σημασία του κρεβατιού σου στην πόλη. Μπορείς τότε να κάνεις μια βουτιά στην σκέψη αυτή και να ξανασκεφτείς πώς ζεις εκεί και πώς εδώ, τι σου λείπει εκεί και τι δεν καταφέρνεις να βρεις εδώ. Αποκαλύπτονται έτσι κι άλλες προοπτικές για τη χρήση και την σημασία των πολύ οικείων αντικειμένων που αν δεν είχες τη δυνατότητα αυτής της στιγμής, θα παρέμεναν αθέατες. Η εμπειρία του ανθρώπου που μετακινείται είναι αποσπασματική. Κομμάτια γύρω μας και μέσα μας που προσπαθούμε συνεχώς να συνταιριάξουμε.194 Αλλά κάθε κομμάτι αυτής έχει την ένταση και την αιχμή του θραύσματος και έτσι το ένα μπορεί να προσκολλάται, να σφηνώνει, να παραμορφώνει, να σμιλεύει είτε να καταστρέφει άλλα και όλα μαζί να συνθέτουν ένα ενιαίο μωσαϊκό από εικόνες και στιγμές. 190. Βενετσανάκη, X., Το ταξίδι ως διαδικασία αστικης αυτογνωσιάς, Διάλεξη, 2017 191. παραφράζοντας τα λόγια της Χ. Βενετσανάκη, Το ταξίδι ως διαδικασία αστικης αυτογνωσιάς 192. Σερεμετάκη, Παλινόστηση Αισθήσεων και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη Εποχή, σελ.61 193. Βενετσανάκη, X., ό.π. 194. Μανωλίδης, Κ., Εδαφολόγιο, σελ.48


5 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ

161

«Μια απόδραση από την καθημερινότητα δεν είναι ποτέ τόσο ριζική όσο μέσα στο χρόνο. Η χωροποίηση της συμπληρωματικότητας (λειτουργικό/συμβολικό) με τις δύο κατοικίες, αστική και εξοχική, λειτουργική και φυσικοποιημένη, είναι ένας διπλασιασμός εξισσορόπισης.»195 Αναχωρώντας από την πόλη γίνεσαι λίγο περισσότερο χωριάτης. Αναχωρώντας από το χωριό γίνεσαι λίγο περισσότερο αστός. Ποτέ όμως δεν είσαι μόνο το ένα ή το άλλο. Οι δύο πλευρές σου συνυφαίνονται σε μια ενιαία ταυτότητα και άλλοτε είναι πιο έκδηλη η μία άλλοτε η άλλη. Για να μην προκύπτει σύγχυση, προσπαθείς να τοποθετήσεις όσα είναι για σένα σημαντικά και εδώ και εκεί, οπότε να αλλάζεις ρόλο όσο γίνεται λιγότερο. Έτσι, ανάβεις το τζάκι, ψήνεις έξω και κλαδεύεις δέντρα στην Αθήνα, βάζεις πλυντήριο, χάνεσαι στο ίντερνετ και έχεις το προσωπικό σου μπάνιο στο χωριό.

195. Καραλετσου Πασία, Κ., Η κατοικία διακοπών, σελ.231


162

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

5.4 η μ ι τ ε λ έ ς

Σε όλη αυτή τη διαδρομή, παρατηρώ ότι ο μετακινούμενος άνθρωπος δυσκολεύεται να ολοκληρώσει τα έργα και τις προσπάθειες του. Αυτό είναι εμφανές στην καθημερινότητα του, άλλα αποτυπώνεται και στον χώρο που τον περιβάλλει. Το ημιτελές προβάλει παντού. Στα κτίρια που δεν ολοκληρώνονται, στις αποφάσεις που συντηρούν ζητήματα σε κατάσταση εκκρεμότητας αντί να τα επιλύουν. Οι μορφές, τα σχήματα, τα πρότυπα, οι επιθυμίες, δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια. Δεν υπάρχει μια ενιαία αντίληψη για το χώρο και τους ανθρώπους. Η διάσπαση της ενότητας προκαλεί σύγχυση και το άτομο αδυνατεί να αυτοπροσδιοριστεί. Η απώλεια ενός ενιαίου ύφους, δηλαδή συνοχής μεταξύ των επιμέρους γνωρισμάτων, ωθεί σε μια ζωή εκ του προχείρου, σε έναν αγώνα που δεν στοχεύει και δεν οριοθετείται. Όταν από το περιβάλλον του λείπουν τα πραγματικά και τα συμβολικά περιγράμματα, το άτομο αναγκάζεται να αυτοσχεδιάζει διαρκώς.196 Όλα γύρω του είναι λίγο πολύ ρευστά, οπότε είτε γίνεται μέρος αυτής της ρευστότητας είτε προσπαθεί αυθαίρετα να ορίσει μια δική του λογική τάξη. Ο μετεωρισμός μεταξύ πόλης και χωριού είναι μια από τις αντανακλάσεις της κατάστασης αυτής. Δεν μένω ούτε εδώ, ούτε εκεί. Ή μένω και εδώ και εκεί. Ή μένω κάπου ανάμεσα. Η μένω εδώ και σκέφτομαι το εκεί και μένοντας εκεί σκέφτομαι το εδώ. Η σύγχυση και η χαοτική αμορφία που κυριαρχεί στις ελληνικές πόλεις σπρώχνουν τους ανθρώπους τους να αναζητήσουν τις σταθερές τους κάπου αλλού. Αυτό το αλλού μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε. Για πολλούς, η πιο σίγουρη καταφυγή, είναι το προγονικό χωριό. Αυτό το μέρος που η πραγματικότητα και οι συμβολισμοί του παραμένουν, τουλάχιστον στο νου τους, καλοσχηματισμένα και αναλλοίωτα. Η επιστροφή στο χωριό ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη και είναι γεμάτη προσδοκίες. «Η εξοχή είναι μια ανάγκη. Όχι τόσο μια ανάγκη διακοπής της εργασίας για ξεκούραση, όσο μια ζωτική ανάγκη φυγής από την κοινότοπη πραγματικότητα και αναβάπτισης του ατόμου στον εξωτικό χώρο του μύθου. Στο χωροχρόνο του παλαιού ευτυχισμένου καιρού των απαρχών.»197

196. Καραποστόλης, B., Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου, σελ.51 197. Παπαζαχαρίου, Ζ., «Διασταυρούμενες διακδικήσεις της υπαιθρου και της πόλης ορατές στο τοπίο», Η

διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Aθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009, σελ.30


163

5 | ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Γυρνώντας όμως στο χωριό δεν είσαι άλλος. Τα τραύματα και τις εκκρεμότητες του αστικού βίου τα φέρεις μαζί σου. Στις αποδράσεις του Σαββατοκύριακου και των αργιών εντοπίζονται οι εσωτερικές βλάβες και η ταραχή που κουβαλούν από την ‘άλλη’ ζωή τους, τις οποίες εκδιπλώνουν στην ύπαιθρο χώρα. Εκεί, συχνά δυσκολεύονται να εντοπίσουν «κάποιο αυθύπαρκτο νόημα αλλά μόνον εξ αντιδιαστολής πλεονεκτήματα».198 «Διαδοχικές προσθήκες και πανοσηκώματα, επιμέρους εκσυγχρονισμοί και βελτιώσεις στην πλειονότητα των κτισμάτων προβάλλουν το χωριό σε μια κατάσταση εκκρεμότητας: τίποτα δε φαίνεται τελειωμένο και τίποτα δεν είναι οριστικό.»199 Έτσι, το σύγχρονο χωριό αρθρώνεται ως ένα σύνολο από προσπάθειες και επιδιώξεις που δεν ολοκληρώνονται. Ένα συνονθύλευμα από χαλάσματα, αναμνήσεις, ονειροπολήσεις και πληγές, μπολιασμένο με προσδοκίες μισοειπωμένες, αξιώσεις που το ξεπερνούν, ξενόφερτα υλικά, πρότυπα θολά, γιαπιά εγκαταλειμμένα. Περιστασιακά άνθρωποι νευρικοί το επισκέπτονται και προσπαθούν να αναδιατάξουν όλα αυτά τα θραύσματα. Χαίρονται, ικανοποιούνται, μελαγχολούν, κουράζονται, πνίγονται κι ύστερα φεύγουν. Θα συνεχίσουν την επόμενη φορά. Όλα θα είναι στη θέση τους. Χρόνια και χρόνια σε έχτιζα, σπίτι! Σε κάθε θύμηση κουβάλαγα πέτρες200 Τώρα είναι η πόλη που αναλαμβάνει να τους ικανοποιήσει. Αναμενόμενο είναι να μην τα καταφέρει. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσουν να τα έχουν όλα εκεί, να είναι ευχαριστημένοι, όσο υπάρχει και τους περιμένει το χωριό. Κάτι τέτοιο θα το ακύρωνε. Μετά ποιος ο λόγος να επιστρέψουν; Ικανοποίηση και δυσαρέσκεια πρέπει να δημιουργούνται κι εδώ κι εκεί σε ίσες ποσότητες. Έτσι που να τροφοδοτούν πάντα την ακόρεστη επιθυμία για το άλλο. Μια ισορροπία των αντιθέτων, μια ταλάντωση μεταξύ των άκρων. «Το υπερδαστήριο άτομο οραματίζεται την τελική νωχέλεια.»201 198. Σχίζας, Γ., Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου, σελ.94 199. Βλαχούτσικου, Χ., Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα 200. Bachelard, G., Η ποιητική του χώρου, σελ.81 201. Καραποστόλης, B., Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου, σελ.50


164

Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ : ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Το έργο δεν μπορεί και δεν ξέρει πώς να τελειώσει. Ο άνθρωπος μεταξύ πόλης και χωριού ψάχνει να λυτρωθεί. Στην προσπάθεια του να αποδράσει εγκλωβίστηκε. Γιατί «η χαρά ήταν πάντα αλλού, ποτέ εδώ». Αλλά γιατί όλα αυτά να είναι μόνο προβληματικά; Πάντοτε θα έχουμε λόγους να νιώθουμε εγκλωβισμένοι και πάντοτε θα ψάχνουμε τους τρόπους να αποδράσουμε. Πάντοτε θα σκεφτόμαστε το ιδανικό σπίτι. Και πάντοτε κάτι θα συμβαίνει και δε θα φτάνουμε σ’ αυτό. Ή θα φτάνουμε για λίγο. Πάντοτε τα έργα θα ξεκινούν και πάντοτε θα δυσκολεύονται να τελειώσουν. Μια λύση δεν μπορεί να επινοηθεί. «Να κατοικεί παντού, χωρίς να κλείνεται πουθενά, αυτό είναι το έμβλημα του ανθρώπου που ονειρεύεται την κατοικία. Στο οριστικό σπίτι, όπως και στο σπίτι όπου πράγματι μένω, το ονειροπόλημα δοκιμάζεται. Θα πρέπει να αφήνουμε πάντα ανοιχτή μια ονειροπόληση για το αλλού.»202 Εάν μάθουμε να ζούμε με τις αντιφάσεις μας ίσως τελικά καταφέρουμε να τις εξομαλύνουμε. Ίσως μπορέσουμε να φτιάξουμε τις προεξοχές και τις εσοχές που η ζωή μας χρειάζεται. Το μωσαϊκό μας, πότε δε θα καταφέρουμε να το λειάνουμε εντελώς. Ταραζόμαστε όταν βλέπουμε όλα αυτά τα θρύμματα, και όλο κάποια ψηφίδα ξεκολλάει και μας βρωμίζει τα πόδια. Τι αγαλλίαση όμως, όταν καταφέρεις να δεις πώς όλα αυτά τα θρύψαλα προσπάθησαν και βρήκαν τρόπο τελικά να ταιριάξουν.

202. Bachelard,

G., Η ποιητική του χώρου, σελ.89




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



169

βιβλία Bachelard, Gaston, Η ποιητική του χώρου, Αθήνα: εκδόσεις Χατζηνικολή, 2014 Dant, Tim, Materiality and Society, Νέα Υόρκη: Open University Press, 2005 De Certeau, Michel, The Practice of Everydey Life, Volume 2, Minneapolis: University of Minnesota Press, 1998 Goffman, Erving, H Παρουσίαση του Εαυτού στην Καθημερινή Ζωή, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006 Heidegger, Martin, Διαμονές. Το ταξίδι στην Ελλάδα, Αθήνα: εκδόσεις Κριτική, 2014 Heidegger, Martin, Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον, 2009 Heidegger, Martin, “...Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος...”, Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον, 2008 Hoskins, Janet, «Agency, Biography and Objects», Hanbook of Material Culture, Tilley C. (επιμ.), Λονδίνο: Sage, 2006 Ingold, Tim, Making: Anthropology, Archaeology, art and arvhitecture, Η.Π.Α.: Routledge, 2013 Lacarriere, Jacques, Το Ελληνικό Καλοκαίρι, Αθήνα: εκδόσεις Χατζηνικολή, 1980 Mackay, Ηugh Consumption and Everyday Life, Λονδίνο: Sage, 1997 Miller, Daniel, «Consumption and its consequences», Consumption and Everyday Life, Mackey H.(επιμ.), Λονδίνο: Sage, 1997 Miller, Daniel, «Possessions», Home Possessions. Material Culture Behind Closed Doors, Miller Daniel (επιμ.), Οξφόρδη: Βerg, 2001 Milosz, Ο. V. de L., Ποιήματα, Αθήνα: εκδόσεις Πρόσπερος, 1992 Norberg-Schulz, Christian, Το πνεύμα του τόπου, Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., 2009 Petridou, Εlia, «The Taste of Home», Home Possessions, Miller Daniel(επιμ.), Oξφόρδη: Berg, 2001 Sharr,Αdam, Ηeidegger ‘s hut, Κέιμπριτζ: ΜIT Press, 2006 Tilley, Christopher, «Ethnography and material culture», Handbook of Ethnography, Atkinson P. (επιμ.), Λονδίνο: Sage, 2001


170 Thoreau, Henry D., Walden ή Η ζωή στο δάσος, Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος, 2007 Tuan, Yi-Fu, Escapism, Λονδίνο: The Johns Hopkins University Press, 1998 Williams, Raymond, The Country and the City, Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1973

Βάμβακας, B., «Η ελληνική ύπαιθρος στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Βλαχούτσικου, Χαρά, «Να χαρώ κι εγώ το σπίτι μου και το κλειδί από μέσα. Γυναίκες και κατανάλωση σ’ ένα χωριό της Βοιωτίας», περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, τ. 45, 1991 Καλβίνο, Ίταλο, Οι αόρατες πόλεις, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη, 2004 Καναρέλης, Θ., «Τελετές του Σαββατοκύριακου «Κανένα Σαββατοκύριακο να πάμε πουθενά»», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Καραλέτσου Πασία, K., «H κατοικία διακοπών», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Καραποστόλης, Βασίλης, «Η πόλη και η ύπαιθρος: το φάσμα του μόχθου», Ελληνικός αστικός χώρος, Καϊάφα Ουρανία (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Πορεία, 2004 Καραποστόλης, Βασίλης, Ο εαυτός χωρίς πυξίδα, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1999 Κοτιώνης, Ζ., «Τοπολογίες της «Εξεσωτερικότητας»», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Κωνσταντινίδης, Άρης, Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2003 Λαμπρόπουλος, Α., «Πόλη και ύπαιθρος σε συνθήκες περιβαλλοντικής κρίσης», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Μανωλίδης,Κ., Καναρέλης, Θ.,(επιμ.), εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2009 Μανωλίδης, Κ., «Η ύπαιθρος και τα τραύματα της μεταπολεμικής Ελλάδας», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Μανωλίδης,Κ., Καναρέλης, Θ.,(επιμ.), εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2009 Μανωλίδης, Kώστας, Εδαφολόγιο, Αθήνα: εκδόσεις Νήσος, 2017 Ντε Σερτώ, Μισέλ, Επινοώντας την Καθημερινή Πρακτική, Αθήνα: εκδόσεις Σμίλη, 2010


171 Μπούκτσιν, Μάρραιη, Τα όρια της πόλης, Αθήνα: εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 1979 Παπαδόπουλος, Λ., «Εδώ ας σταθώ, κι ας δω κ’ εγώ την φύση λίγο», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Παπαζαχαρίου, Ζ., «Διασταυρούμενες διακδικήσεις της υπαιθρου και της πόλης ορατές στο τοπίο», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Aθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Περέκ, Ζορζ, Ζωή οδηγίες χρήσης, Αθήνα: εκδόσεις Ϋψιλον, 1991 Περέκ, Ζορζ Σκέψη/Ταξινόμηση, Αθήνα: εκδόσεις Άγρα, 2005 Περέκ, Ζορζ, Χορείες Χώρων, Αθήνα: εκδόσεις Ύψιλον, 2000 Ρωμανός, Αριστείδης, «Κατοικίες «εκτός σχεδίου» (πρόβλημα ή λύση;)», Ανθολογία κειμένων ελληνικης αρχιτεκτονικής 1925-2002, Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 2006 Σερεμετάκη, Κωνσταντίνα, Παλινόστηση Αισθήσεων: Αντίληψη και Μνήμη ως Υλική Κουλτούρα στη Σύγχρονη εποχή, Αθήνα: εκδόσεις Νέα Σύνορα, 1996 Σχίζας, Γ., «Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Τερζάκης, Φ., «Η απαλλοτρίωση της φύσης και οι ευθύνες της αρχιτεκτονικής», Η διεκίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Αθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Φασιανός, Α., «Τα μικρά σπίτια, αληθινά ποιήματα αρχιτεκτονικής», Ανθολογία κειμένων ελληνικης αρχιτεκτονικής 1925-2002, Δ. Φιλιππίδης (επιμ.), Aθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 2006 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Ανώνυμη αρχιτεκτονική και πολιτιστικοί παράγοντες, Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 2010 Φιλιππίδης, Δημήτρης, Νεοελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα: εκδόσεις Μέλισσα, 1984 Χατζησάββα, Δ., «Διεκδικήσεις ερμηνειών για την έννοια του εδάφους στη σύγχρονη αρχιτεκτονική», Η διεκδίκηση της υπαίθρου, Κ. Μανωλίδης, Θ. Καναρέλης (επιμ.), Aθήνα: εκδόσεις Ίνδικτος, 2009 Χατζής, Δημήτρης, Το διπλό βιβλίο, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη, 1977


172 διαλέξεις Βενετσανάκη, Χαρίκλεια, Το ταξίδι ως διαδικασία αστικης αυτογνωσιάς, Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 2017

ταινίες Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles, σκηνοθεσία Chantal Akerman, 1975 Kitchen Stories, σκηνοθεσία Bent Hamer, 2003 Weekend, σκηνοθεσία Godard Jean-Luc, 1967 Δεκαπενταύγουστος, σκηνοθεσία Γιάνναρης Κωνσταντίνος, 2001 Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες, σκηνοθεσία Πετροπουλάκης Γιάννης, 1956




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.