Το κλασικό έργο του Όσκαρ Ουάιλντ που διδάσκει ότι τα πάντα μπορούν να αλλάξουν με τη δύναμη της αγάπης.«Ο εγωιστής γίγαντας» του Όσκαρ Ουάιλντ είναι από τα πιο όμορφα, γεμάτα ευαισθησία παραμύθια που έχουν γραφτεί ποτέ για τα παιδιά. Θέλει να δείξει σε μικρούς και μεγάλους ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πάντα με τη δύναμη της αγάπης. Η διδακτική κι αισιόδοξη αυτή ιστορία είναι περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ σήμερα, που οι περισσότεροι φαίνεται να έχουμε χάσει την ελπίδα μας. Το έργο: Το έργο γράφτηκε το 1888 και αποτελεί ένα από τα διηγήματα της συλλογής «Ιστορίες για Παιδιά». Ένα κείμενο γεμάτο μηνύματα και αισιοδοξία!
Κάπου στην Βόρεια Ιρλανδία υπάρχει ένας απίθανος κήπος, με πανέμορφα δέντρα, κάθε λογής λουλούδια και χιλιάδες μελωδικά πουλιά! Ο κήπος ανήκει σ’ έναν Γίγαντα, ο οποίος λείπει για χρόνια σ’ ένα μέρος μακρινό. Σ’ αυτόν τον κήπο, κάθε μέρα μαζεύονται τα παιδιά και παίζουν, γιατί στην μικρή τους πόλη, δεν υπάρχει άλλος ελεύθερος χώρος.
Κάποια μέρα ο Γίγαντας επιστρέφει και βλέπει τα παιδιά. Ενοχλημένος τα διώχνει και βάζει φράκτες σε όλες τις εισόδους για να μην μπει κανείς. Από εκείνη την στιγμή ο κήπος ερημώνει… Φεύγουν τα πουλιά, τα λουλούδια αρνιούνται να φυτρώσουν και στον κήπο απλώνεται το Χιόνι, η Παγωνιά, το Χαλάζι και ο Βοριάς. Ο πανέμορφος κήπος μεταβάλλεται σ’ ένα απέραντο χειμωνιάτικο , παγωμένο τοπίο. Άραγε, το γέλιο ενός παιδιού, θα μπορέσει να λιώσει την παγωμένη καρδιά ενός Εγωιστή Γίγαντα; Διαβάστε όλο το παραμύθι παρακάτω¨: Κάθε απόγευμα, τα παιδιά συνήθιζαν, γυρνώντας απ’ το σχολείο, να πηγαίνουν και να παίζουν στον κήπο του Γίγαντα.
Ήταν ένας μεγάλος όμορφος κήπος. Εδώ κι εκεί, πάνω στην πράσινη χλόη, έστεκαν λουλούδια όμορφα σαν αστέρια και δώδεκα ροδακινιές, την άνοιξη γέμιζαν με λεπτά ροζ άνθη σα μαργαριτάρια. Και το φθινόπωρο έφερναν πλούσιους καρπούς. Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα και τραγουδούσαν τόσο γλυκά, τα παιδιά σταματούσαν το παιχνίδι να τ’ ακούσουν. «Τι χαρούμενοι είμαστε εδώ!» Φώναζαν ο ένας στον άλλο.
Μια μέρα, ο Γίγαντας γύρισε. Είχε επισκεφθεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλης κι είχε μείνει μαζί του επτά χρόνια. Μετά από τα επτά χρόνια, είπε όλα όσα είχε να πει -και δε μιλούσε πολύ- κι αποφάσισε να επιστρέψει στο κάστρο του. Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο.
“Τι κάνετε εδώ;” φώναξε με τραχιά φωνή και τα παιδιά έτρεξαν μακριά. “Ο κήπος είναι δικός μου» είπε ο Γίγαντας: “Καταλάβετε όλοι, δε θα επιτρέψω σε κανέναν να παίζει εδώ, μόνο εγώ”, είπε, κι έκτισε ένα ψηλό τείχος. Μπροστά του έστησε μία πινακίδα: ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥΝ
. Ήταν ένας Γίγαντας πολύ εγωιστής. Τα καημένα παιδιά δεν είχαν τώρα να παίζουν πουθενά. Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, μα ο δρόμος ήταν βρώμικος και γεμάτος πέτρες και δεν τους άρεσε. Συνήθιζαν να περιφέρονται γύρω από τον ψηλό τοίχο, όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο. «Πόσο χαρούμενοι ήμασταν εκεί!”, έλεγαν ο ένας στον άλλο.
Μετά ήρθε η άνοιξη, ο τόπος γέμισε λουλούδια και πουλιά. Μόνο στον κήπο του Γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας. Τα πουλιά δεν ήθελαν να τραγουδήσουν εκεί, γιατί δεν υπήρχαν παιδιά. Και τα δέντρα ξέχασαν να ανθίσουν εκεί. Μόλις ένα λουλούδι έβγαζε το κεφάλι του έξω από το χορτάρι, έβλεπε την πινακίδα, λυπόταν τόσο πολύ για τα παιδιά που γλιστρούσε πίσω στη γη και κοιμόταν. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το Χιόνι και η Παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο», φώναξαν, «κι έτσι θα ζήσουμε εδώ πέρα όλο το χρόνο.” Το Χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, κι η Παγωνιά έβαψε τα δέντρα ασημένια. Έπειτα κάλεσαν το Βοριά να μείνει μαζί τους, κι εκείνος ήρθε. Ήταν τυλιγμένος με γούνα, βρυχήθηκε όλη την ημέρα για τον κήπο, τινάζοντας τις γλάστρες κάτω. “Υπέροχο μέρος!», είπε, «να μας επισκεφθεί το Χαλάζι.” Έτσι ήρθε το Χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα ταρακουνούσε την οροφή του κάστρου, ώσπου έσπασε τα πιο πολλά κεραμίδια, κι ύστερα έτρεξε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε να πάει. Ήταν ντυμένο στα γκρι, η αναπνοή του ήταν πάγος.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί η Άνοιξη αργεί τόσο να ‘ρθει», είπε ο Γίγαντας, καθώς καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε έξω το κρύο κήπο του. “Μακάρι ν΄αλλάξει ο καιρός.” Μα η Άνοιξη δεν ήρθε ποτέ εκεί, ούτε το Καλοκαίρι. Το Φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σε κάθε κήπο, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έφερε κανένα, «είναι τόσο εγωιστής», είπε. Κι έτσι ήταν πάντα Χειμώνας εκεί και ο Βοριάς και το Χαλάζι κι η Παγωνιά και το Χιόνι χόρευαν μέσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο Γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όταν άκουσε μία υπέροχη μουσική. Ακουγόταν τόσο γλυκιά στ ‘αυτιά του που σκέφτηκε ότι πρέπει να είναι οι μουσικοί του βασιλιά που περνούσαν. Ήταν ένας μικρός σπίνος που τραγουδούσε έξω από το παράθυρό του, αλλά είχε τόσο καιρό ν’ ακούσει πουλί να τραγουδά στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε βρυχάται, ένα απολαυστικό άρωμα του ήρθε απ’ την ανοιχτή πόρτα. “Νομίζω, η άνοιξη έφτασε επιτέλους», είπε ο Γίγαντας, πήδηξε από το κρεβάτι και κοίταξε έξω.
Τι είδε; Την πιο υπέροχη εικόνα. Μέσα από μια μικρή τρύπα στον τοίχο τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο και κάθονταν στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο είχε σκαρφαλώσει κι ένα παιδί. Και τα δέντρα ήταν τόσο χαρούμενα που τα παιδιά ήταν και πάλι εκεί, που είχαν γεμίζει λουλούδια και κουνούσαν τα χέρια τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας χαρούμενα, και τα λουλούδια ανέβαιναν πάνω από το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια υπέροχη σκηνή, μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου, εκεί στεκόταν ένα αγοράκι.
Ήταν τόσο μικρό, τα χέρια του δεν έφταναν τα κλαδιά του δέντρου, και γυρνούσε γύρω του κλαίγοντας. Το καημένο δέντρο ήταν ακόμη καλυμμένο με πάγο και χιόνι κι ο βοριάς φυσούσε και βρυχιόταν πάνω του. «Ανέβα! αγοράκι”, έλεγε το δέντρο, λυγίζοντας τα κλαδιά του όσο χαμηλά μπορούσε, μα το αγόρι ήταν πολύ μικρό.
Και η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω! “Τι εγωιστής έχω γίνει», είπε: “Τώρα ξέρω η άνοιξη δεν θα έρθει εδώ. Θα βάλω το αγοράκι στην κορφή του δέντρου και μετά θα γκρεμίσω τον τοίχο κι ο κήπος μου θα γίνει πλέον παιδική χαρά.” Λυπήθηκε πολύ για τις πράξεις του. Κατέβηκε κάτω, άνοιξε την πόρτα απαλά, βγήκε στον κήπο. Αλλά όταν τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν πολύ κι έτρεξαν μακριά. Και ήρθε στον κήπο και πάλι χειμώνας. Μόνο το μικρό αγόρι δεν κουνήθηκε, τα μάτια του ήταν τόσο δακρυσμένα που δεν είδε το Γίγαντα. Κι ο Γίγαντας έτρεξε πίσω του και τον πήρε απαλά στο χέρι του και τον σήκωσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο άνθισε αμέσως και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια γύρω από το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Και τα άλλα παιδιά, όταν είδαν πως ο Γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε η Άνοιξη. “Είναι δικός σας κήπος τώρα, παιδιά», είπε ο Γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τον τοίχο. Κι όταν οι άνθρωποι πήγαν στην αγορά στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα παίζει με τα παιδιά στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ.
Όλη μέρα έπαιζαν, και το βράδυ πήγαν στο Γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι μικρός σας φίλος;» είπε: «το αγοράκι που έβαλα στο δέντρο.” Ο Γίγαντας αγαπούσε εκείνο πιο πολύ, γιατί τον είχε φιλήσει. «Δεν ξέρουμε», απάντησαν τα παιδιά, “έφυγε.” “Να του πείτε να έρθει εδώ αύριο», είπε ο Γίγαντας. Αλλά τα παιδιά, είπαν, πως δεν ήξεραν πού ζούσε, και πως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Κι ο Γίγαντας στεναχωρήθηκε πολύ. Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Αλλά το μικρό αγόρι που αγαπούσε ο Γίγαντας, δεν φάνηκε ποτέ ξανά. Ο Γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, αλλά ήθελε πολύ το μικρό του φίλο, και συχνά μιλούσε γι ‘αυτόν. “Πώς θα ήθελα να τον δω!”, έλεγε. Τα χρόνια πέρασαν, ο Γίγαντας έγινε γέρος κι αδύναμος. Δε μπορούσε να παίζει πια, κι έτσι κάθισε σε μια μεγάλη πολυθρόνα, έβλεπε τα παιδιά να παίζουν και χαιρόταν τον κήπο του. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια», είπε. “Αλλά τα πιο όμορφα λουλούδια είναι τα παιδιά.”
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω από το παράθυρό του. Δε μισούσε το χειμώνα τώρα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε τα μάτια του… κοίταξε, κοίταξε. Η εικόνα ήταν υπέροχη. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου ένα δέντρο ήταν σκεπασμένο με υπέροχα λευκά άνθη. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, κι ασημένια φρούτα κρέμονταν. Από κάτω βρισκόταν το αγοράκι που ο Γίγαντας είχε αγαπήσει. Ο Γίγαντας κατέβηκε χαρούμενος, βγήκε στον κήπο, έτρεξε στη χλόη κι ήρθε κοντά στο παιδί, όμως όταν πλησίασε αρκετά, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από θυμό.
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;” Στις παλάμες του παιδιού υπήρχαν σημάδια από καρφιά και στα μικρά του πόδια είχε σημάδια από καρφιά.
«Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο Γίγαντας. “Πες μου, κι εγώ θα πάρω το μεγάλο σπαθί μου να τον σκοτώσω.” “Όχι”, απάντησε το παιδί, “αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». “Ποιος είσαι;”, είπε ο Γίγαντας, και ένα περίεργο δέος τον κυρίευσε και γονάτισε μπροστά στο παιδί. Και το παιδί χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: “Με άφησες να παίξω στον κήπο σου μία φορά, σήμερα ήρθε η μέρα που θα έρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, στον Παράδεισο.” Κι όταν τα παιδιά πήγαν εκεί το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω από το δέντρο, καλυμμένο με λευκά άνθη,.