ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΟΙ
translocations
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΟΙ
translocations
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: ΟΡΙΑ-ΣΥΝΟΡΑ-ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΥΧΑΙΟΥΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΥΣ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΚΕΤΟΣ DROSOPHILA MELANOGASTER
5 27 47 63 75
ΟΡΙΑ-ΣΥΝΟΡΑ-ΓΡΑΜΜΕΣ
Θέλω να πω μια καλημέρα έτσι από το πουθενά. Σαν ασυρματιστής σε κάποιο πλοίο μια νύχτα με φουρτούνα. Να προσπαθήσω ν α αποκαταστήσω τις σπασμένες γραμμές.
Εξ’ άλλου η « γ ρ α μ μ ή » καθόρισε από νωρίς την πορεία μου εδώ στη γη. Και το είναι μου, αναπόφευκτα.
Ήταν κυρίως τα περιγράμματα που είτε καθόριζαν ασφυκτικά τα σχήματα, τις μορφές, τις λέξεις, τις έννοιες, τις συμπεριφορές, -με λίγα λόγια την υπόσταση των ανθρώπων,- είτε ήταν ασαφή και χαώδη και «έμπαζαν νερά» από παντού. Εκείνα τα περιγράμματα τα αντιλήφθηκα πολύ νωρίς ως «όρια» ή «σύνορα».
Δηλαδή όρια απαγορευτικά που επιτρέπουν την είσοδο σε αυτούς που έχουν νόμιμη είσοδο. Που είναι μέρος του συνόλου. Που ανήκουν σε έναν χώρο. Στους νόμιμους ή ενταγμένους. Έτσι από νωρίς, ένοιωσα πως δεν ανήκα εκεί που ήταν αυτονόητο. Βρέθηκα να ανήκω κάπου χωρίς αποχαιρετισμούς, καθαρές εξηγήσεις, με ένα κενό στο κεφάλι μου και μια γεμάτη βαλίτσα.
Δεν ήταν μια ασθένεια που αναγκάζει έστω ένα παιδί να μείνει στο νοσοκομείο για μια περίοδο κι ύστερα επιστρέφει στο σπίτι του. Ήταν μια εξορία που κανείς δεν μου εξήγησε τους λόγους. Κι έτσι από νωρίς χωρίς να ξέρω ακόμα τις λέξεις και τις έννοιες της γλώσσας μου, βίωσα λέξεις και έννοιες που την τυπική (συμβατική) ουσία τους γνώρισα αργότερα από τα λεξικά, τα σχολεία και τα βιβλία. Συγκυρίες διάφορες συνέβαλαν σε αυτό.
ΠΡΏΤΑ ΉΤΑΝ ΤΑ ΚΆΓΚΕΛΑ ΣΤΟ ΠΡΕΒΑΝΤΌΡΙΟ. ΚΙ Ο ΚΌΣΜΟΣ ΑΠΈΞΩ. ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΑ ΚΆΓΚΕΛΑ, ΈΓΚΛΕΙΣΤΗ, ΕΓΏ ΚΑΙ ΤΟ «ΣΠΊΤΙ» ΜΟΥ, ΤΟ ΊΔΡΥΜΑ. ΠΈΡΑ ΑΠ΄ ΤΑ ΚΆΓΚΕΛΑ ΉΤΑΝ Ο ΚΌΣΜΟΣ. Η ΒΟΥΉ ΤΟΥ. ΚΙ Ό,ΤΙ ΕΝΝΟΕΊ ΚΑΝΕΊΣ «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΌΤΗΤΑ». ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΆ, ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΈΣ, ΤΑ ΣΠΊΤΙΑ, ΟΙ ΑΥΛΈΣ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΆ, ΟΙ ΜΑΜΆΔΕΣ, ΟΙ ΜΠΑΜΠΆΔΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΆ. ΑΡΓΌΤΕΡΑ, ΉΤΑΝ Ο ΦΡΆΧΤΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΉΝΩΣΗΣ. Ο ΊΔΙΟΣ ΦΡΆΧΤΗΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΊΝΕΙ ΕΚΑΤΟΝΤΆΔΕΣ ΧΙΛΙΆΔΕΣ ΣΤΡΈΜΜΑΤΑ ΓΗΣ, ΟΙΚΌΠΕΔΑ, ΠΕΡΙΟΥΣΊΕΣ, ΦΥΤΕΊΕΣ, ΛΙΟΣΤΆΣΙΑ ΚΑΙ ΒΟΣΚΟΤΌΠΙΑ ΣΕ ΌΛΗ ΤΗ ΧΏΡΑ. ΑΚΌΜΑ ΜΥΡΊΖΩ ΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ ΝΩΡΊΣ ΤΟ ΠΡΩΊ, ΠΡΙΝ ΚΑΛΆ-ΚΑΛΆ ΞΗΜΕΡΏΣΕΙ.
ΚΟΛΛΗΜΈΝΗ ΣΤΟΝ ΦΡΆΧΤΗ ΝΑ ΚΟΙΤΆΖΩ ΕΚΕΊΝΗ ΤΗ ΛΕΊΑ ΆΠΛΑ ΣΧΕΔΌΝ ΆΣΠΡΗ, ΤΑ ΒΌΤΣΑΛΑ,ΣΎΝΟΡΑ ΚΙ ΑΥΤΆ-, ΠΟΥ ΟΡΙΟΘΕΤΟΎΣΑΝ ΈΝΑΝ ΆΛΛΟ ΚΌΣΜΟ, ΠΟΥ ΈΚΑΝΑΝ ΣΑΦΈΣ ΠΩΣ ΕΚΕΊ ΤΕΛΕΙΏΝΕΙ ΚΆΤΙ ΚΑΙ ΑΡΧΊΖΕΙ ΚΆΤΙ ΆΛΛΟ. ΚΟΛΛΗΜΈΝΗ ΣΤΟΝ ΦΡΆΧΤΗ. ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΊΑΣ ΤΗΣ ΖΩΉΣ ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΌΤΑΝ ΕΚΤΌΣ ΤΩΝ ΟΡΊΩΝ. Ή ΕΝΤΌΣ. ΟΠΌΤΕ ΕΚΤΌΣ ΤΩΝ ΟΡΊΩΝ ΒΡΙΣΚΌΜΟΥΝ ΕΓΏ. ΕΊΝΑΙ ΌΠΩΣ ΤΟ ΛΈΕΙ ΚΙ Ο ΛΑΌΣ: «ΌΠΩΣ ΤΟ ΒΛΈΠΕΙ ΚΑΝΕΊΣ» Ή «ΌΛΑ ΕΊΝΑΙ ΖΉΤΗΜΑ ΕΡΜΗΝΕΊΑΣ». ΠΟΛΎ ΑΡΓΌΤΕΡΑ ΆΚΟΥΣΑ ΤΗ ΜΆΝΑ ΝΑ ΕΞΙΣΤΟΡΕΊ ΤΗΝ ΥΠΌΛΟΙΠΗ «ΑΛΉΘΕΙΑ»: «ΤΑ ΑΓΌΡΙΑ ΠΉΔΗΞΑΝ ΑΠΌ ΤΟΝ ΦΡΆ-
ΧΤΗ ΚΑΙ ΤΟ ‘ΣΚΑΣΑΝ» ΈΛΕΓΕ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΥΦΉ ΠΕΡΗΦΆΝΕΙΑ ΤΗΣ ΜΆΝΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΌΡΙΑ ΤΗΣ. ΔΕΝ ΤΗΝ ΡΏΤΗΣΑ ΠΑΡΆ ΠΟΛΎ ΑΡΓΌΤΕΡΑ «ΓΙΑΤΊ ΕΓΏ;» ΕΝΝΟΏΝΤΑΣ ΓΙΑΤΊ ΜΌΝΟ ΕΓΏ. ΓΙΑΤΊ ΕΓΏ ΜΌΝΗ ΕΚΕΊ. ΕΊΧΑ ΆΛΛΑ 3 ΑΔΈΡΦΙΑ. ΈΤΣΙ ΈΜΕΙΝΑ ΜΌΝΗ ΜΟΥ. ΈΓΚΛΕΙΣΤΗ ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΠΑΡΑΒΊΑΣΑ ΤΑ ΌΡΙΑ. ΓΙΑΤΊ ΉΜΟΥΝ ΥΠΆΚΟΥΗ. ΓΙΑΤΊ ΉΜΟΥΝ ΚΟΡΊΤΣΙ. ΣΤΑ ΧΡΌΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΆΧΡΟΝΗΣ ΣΧΟΛΙΚΉΣ ΦΆΣΗΣ ΤΗΣ ΜΈΣΗΣ ΕΚΠΑΊΔΕΥΣΗΣ ΣΑΝ ΝΑ ΉΜΟΥΝ ΈΝΑ ΒΌΤΣΑΛΟ ΚΙ ΕΓΏ ΠΟΥ ΤΟ ‘ΣΠΡΩΧΝΕ ΤΟ ΚΎΜΑ, ΜΕ ΈΣΠΡΩΧΝΑΝ ΟΙ ΚΑΤΆΛΟΓΟΙ ΤΩΝ ΤΆΞΕΩΝ ΠΌΤΕ ΑΠΌ ΕΔΏ ΚΑΙ ΠΌΤΕ ΑΠΌ ΕΚΕΊ. ΠΆΝΤΑ ΣΤΟ ΌΡΙΟ. Α1 ΤΗ ΜΙΑ ΧΡΟΝΙΆ Β2 ΤΗΝ
ΕΠΌΜΕΝΗ. Γ2 Ή Γ1 Η ΠΑΡΑΕΠΌΜΕΝΗ ΏΣΠΟΥ ΤΈΛΕΙΩΣΑ ΤΟ ΛΎΚΕΙΟ. ΑΝΆΛΟΓΑ ΑΝ ΤΟ ΌΡΙΟ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΏΝ ΜΙΑΣ ΤΆΞΗΣ ΆΛΛΑΖΕ ΠΡΙΝ Ή ΜΕΤΆ ΤΟ Ζ. ΜΈΧΡΙ ΝΑ ΦΤΙΆΞΩ ΜΙΑ ΦΙΛΊΑ ΜΕ ΈΝΑΔΥΌ ΚΟΡΊΤΣΙΑ ΤΗΣ ΤΆΞΗΣ ΜΟΥ, ΜΕ ΈΣΠΡΩΧΝΕ Η ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΊΑ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΊΟΥ ΣΤΟ ΠΥΡ ΤΟ ΕΞΏΤΕΡΟΝ. ΣΤΗΝ ΚΆΘΕ ΤΆΞΗ ΟΙ ΠΑΡΈΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΊΕΣ ΉΤΑΝ ΉΔΗ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΈΝΕΣ. ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΑ ΑΛΎΓΙΣΤΑ ΣΑΝ ΑΤΣΆΛΙ. Η ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΉ ΣΕΙΡΆ ΤΗΡΟΎΝΤΑΝ ΟΡΙΖΟΝΤΊΩΣ ΚΑΙ ΚΑΘΈΤΩΣ. ΚΙ ΑΡΓΌΤΕΡΑ ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΗΣ ΛΆΣΠΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΤΑΤΟΦΆΓΩΝ, ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΊΗΣΑ ΠΩΣ ΜΈΧΡΙ ΝΑ ΣΥΝΗΘΊΣΩ ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΌ ΜΟΥ ΣΤΟ
ΞΑΝΆ ΚΑΙ ΞΑΝΆ. ‘ΑΛΛΑ ΠΑΡΆΘΥΡΑ, ΆΛΛΕΣ ΓΕΙΤΟΝΙΈΣ, ΆΛΛΟΙ ΧΏΡΟΙ, ΆΛΛΑ ΣΠΊΤΙΑ. ΚΙ ΈΤΣΙ ΚΟΛΛΗΜΈΝΗ ΕΓΏ ΣΕ ΈΝΑ ΕΚΚΡΕΜΈΣ ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΌΜΟΥΝ ΠΌΤΕ «ΕΔΏ» ΚΑΙ ΠΌΤΕ «ΕΚΕΊ». ΕΝΤΌΣ ΚΙ ΕΚΤΌΣ. ΤΟ ΣΧΉΜΑ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΑ ΚΑΘΑΡΆ ΟΡΙΟΘΕΤΗΜΈΝΑ ΣΧΉΜΑΤΑ ΈΓΙΝΕ Ο ΔΙΚΌΣ ΜΟΥ ΖΩΤΙΚΌΣ ΧΏΡΟΣ. ΤΟ «ΜΕΤΑΞΎ» ΚΑΙ ΤΟ «ΑΝΆΜΕΣΑ». ΑΥΤΌΣ Ο ΓΥΜΝΌΣ ΧΏΡΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΣΑΦΗΝΊΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΕΚΤΙΚΌ ΣΧΉΜΑ «ΜΕΤΑΞΎ ΦΘΟΡΆΣ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΣΊΑΣ» ΧΩΡΊΣ ΤΑ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΆ ΠΑΡΆΣΙΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΉΣ ΕΡΜΗΝΕΊΑΣ. ΑΥΤΌ ΈΓΙΝΕ Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΉ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΚΑΙ ΣΤΆΣΗ ΖΩΉΣ. ΟΧΥΡΩΜΈΝΗ ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΦΡΆΧΤΕΣ
ΑΌΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΊΧΑ ΉΔΗ ΥΦΆΝΕΙ ΜΈΣΑ ΜΟΥ, ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΜΈΝΗ ΑΠΌ ΧΑΡΑΚΏΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΆΦΡΟΥΣ, ΠΗΔΟΎΣΑ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΚΡΊΔΑ ΓΎΡΩ ΑΠΌ ΆΛΛΑ ΌΡΙΑ ΟΡΑΤΆ Ή ΜΗ, ΑΝΙΧΝΕΎΟΝΤΑΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΠΟΥ ΌΡΙΖΑΝ ΠΟΡΕΊΕΣ ΚΑΙ ΤΡΟΧΙΈΣ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ, ΈΓΙΝΑ ΆΘΕΛΆ ΜΟΥ ΙΧΝΗΛΆΤΗΣ ΟΡΊΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΌΡΩΝ ΠΟΥ ΚΑΘΌΡΙΖΑΝ ΧΏΡΟΥΣ, ΑΝΤΙΛΉΨΕΙΣ, ΥΠΆΡΞΕΙΣ, ΣΧΉΜΑΤΑ ΔΙΆΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΤΑΊΡΙΑΣΤΑ ΜΕΤΑΞΎ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΈΣ ΜΟΥ ΓΊΝΟΝΤΑΝ ΌΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΠΕΡΊΠΛΟΚΕΣ ΥΠΑΚΟΎΟΝΤΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΉ ΠΥΞΊΔΑ ΠΟΥ ΕΊΧΕ ΩΣ ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ ΤΗΣ ΥΛΙΚΆ ΤΩΝ ΠΡΏΤΩΝ ΒΙΩΜΆΤΩΝ. ΜΟΥ ΈΜΕΙΝΕ ΤΟ ΧΟΎΙ ΦΑΊΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΡΓΌΤΕΡΑ ΣΥΝΈΧΙΣΑ ΝΑ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΏ ΣΑΝ ΑΣΊΓΑΣΤΟ
ΕΚΚΡΕΜΈΣ ΧΩΡΊΣ ΝΑ ΜΠΟΡΏ ΝΑ ΕΝΤΑΧΤΏ ΚΆΠΟΥ. ΑΠΈΚΤΗΣΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΕΡΓΊΑ ΣΤΙΣ ΟΜΆΔΕΣ, ΣΤΟΥΣ ΕΝΤΑΓΜΈΝΟΥΣ, ΣΤΑ ΣΎΝΟΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΚΌΜΜΑΤΑ, ΣΤΙΣ ΤΑΜΠΈΛΕΣ, ΣΤΑ ΚΆΘΕ ΛΟΓΉΣ ΌΡΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΘΏΡΙΑ. ΑΠΟΘΈΩΣΑ ΤΗΝ ΜΟΝΑΔΙΚΌΤΗΤΑ, ΤΗΝ ΜΟΝΆΔΑ, ΤΟΝ ΝΟΜΆΔΑ, ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΛΆΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΎΘΕΡΗ ΕΠΙΛΟΓΉ. ΠΕΡΙΦΡΌΝΗΣΑ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΉ ΤΟΥ ΚΟΠΑΔΙΟΎ, ΑΓΝΌΗΣΑ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΉ ΤΗΣ ΟΜΆΔΑΣ, ΑΠΈΡΡΙΨΑ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΊΑ ΤΟΥ ΠΛΉΘΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΆΖΑΣ. ΌΧΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΈΚΑΝΑ ΚΑΛΆ. ΑΛΛΆ, ΆΦΗΣΑ ΤΟ ΈΝΣΤΙΚΤΟ ΚΑΙ ΤΑ ΒΙΏΜΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΟΔΗΓΟΎΝ ΣΤΟΝ ΣΚΟΤΕΙΝΌ ΛΑΒΎΡΙΝΘΟ ΤΗΣ ΖΩΉΣ ΣΕ ΈΝΑΝ ΜΟΝΌΔΡΟΜΟ ΑΦΟΎ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΆ ΣΥΜΠΈΡΑΝΑ ΠΩΣ Η
ΛΟΓΙΚΉ «ΠΟΝΆΕΙ». ΊΣΩΣ ΓΙΑΤΊ Η ΛΟΓΙΚΉ ΑΠΌΦΑΣΗ ΜΙΑΣ ΜΆΝΑΣ ΝΑ ΚΛΕΊΣΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΊ ΤΗΣ ΣΤΑ ΈΞΗ ΤΟΥ ΣΕ ΊΔΡΥΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΎΣΕΙ, ΓΈΜΙΣΕ ΤΙΣ ΦΛΈΒΕΣ ΜΟΥ ΜΕ ΜΙΑ ΣΚΟΥΡΙΆ ΠΟΥ ΠΟΛΎ ΑΡΓΌΤΕΡΑ ΚΑΤΆΦΕΡΑ ΝΑ ΑΝΙΧΝΕΎΣΩ. Η σκουριά της έλλειψης, της απουσίας της. Μάλλον τότε συνετελέσθη εκείνο το φριχτό μυστήριο που λέγεται «αποκόλληση», αποχωρισμός, ξεριζωμός. Αυτό το βίωμα μάλλον είναι η εξήγηση για το περίεργο κενό που έφερνα πάντα μέσα μου σαν ενσωματωμένο όργανο βύθισης προς μια άβυσσο αλλά πάντα
με γλύτωνε το «αντίδοτο», ένας μηχανισμός άνωσης που αργότερα διαπίστωσα πως ήταν η ίδια η σχέση μου με κάποια λίγα πράγματα του κόσμου γύρω μου όπως π.χ. η γλώσσα και μέσα απ’ αυτήν κατάφερα να υφάνω έναν προχειροφτιαγμένο κακότεχνο συνδετικό ιστό να μείνω κάπως σχετικά «συνδεδεμένη». ΤΟ ΠΡΏΙΜΟ ΒΊΩΜΑ ΕΚΕΊΝΟΥ ΤΟΥ ΚΕΝΟΎ ΉΤΑΝ ΠΟΥ ΠΥΡΟΔΌΤΗΣΕ ΧΡΌΝΙΑ ΑΡΓΌΤΕΡΑ ΤΗΝ ΕΚΤΌΞΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΎ ΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΆΣΤΗΜΑ, ΣΤΟ ΆΓΝΩΣΤΟ ΣΎΜΠΑΝ ΕΚΤΌΣ ΤΩΝ ΟΡΊΩΝ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΆΣ, ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ, ΤΗΣ ΓΛΏΣΣΑΣ, ΤΟΥ ΚΌΣΜΟΥ ΜΟΥ. ΚΙ ΕΚΕΊ ΣΤΟΝ ΜΑΎΡΟ ΆΓΝΩΣΤΟ ΟΥΡΑΝΌ ΔΙΈΓΡΑΨΑ ΤΗ ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΤΗΣ
ΤΡΟΧΙΆΣ ΜΟΥ ΜΕ ΆΛΛΕΣ ΓΡΑΜΜΈΣ ΣΥΝΘΈΤΟΝΤΑΣ ΈΝΑ ΝΈΟ ΔΙΆΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΞΑΦΝΙΚΆ ΔΙΑΚΌΠΗΚΕ ΣΑΝ ΝΑ ΣΒΉΣΤΗΚΕ ΚΙ ΑΥΤΌ ΣΤΗΝ ΊΔΙΑ ΤΗ ΜΑΥΡΊΛΑ ΠΟΥ ΠΆΝΩ ΤΗΣ ΧΑΡΑΖΌΤΑΝ ΚΑΙ ΧΆΡΗ Σ’ ΑΥΤΉΝ ΥΠΉΡΧΕ. ΣΑΝ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΒΡΌΧΘΙΣΕ ΜΙΑ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΕΝΤΡΟΠΊΑΣ. ΚΙ ΕΚΕΊ ΌΠΩΣ ΣΥΜΒΑΊΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΠΡΩΤΌΖΩΑ Ή ΆΛΛΟΥΣ ΈΜΒΙΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΎΣ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΆΔΙ ΤΗΣ ΣΥΝΤΈΛΕΙΑΣ, ΠΕΤΆΧΤΗΚΑΝ ΝΈΑ ΡΙΖΏΜΑΤΑ, ΓΆΓΓΛΙΑ, ΠΛΟΚΆΜΙΑ ΚΑΙ ΨΗΛΑΦΊΖΟΝΤΑΣ ΣΑΝ ΑΝΤΈΝΕΣ ΣΤΟ ΑΧΑΝΈΣ ΚΕΝΌ ΤΗΣ «ΑΡΝΗΤΙΚΉΣ ΜΟΡΦΉΣ», ΕΚΕΊ ΣΤΟ ΚΕΝΌ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΡΆΓΜΑΤΑ, ΣΕ ΕΚΕΊΝΟΝ ΤΟΝ ΔΊΑΥΛΟ, ΤΟ ΣΤΕΝΌ ΤΗΣ ΣΚΎΛΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΆΡΥΒΔΗΣ, ΆΡΧΙΣΑΝ ΑΥΤΆ ΤΑ ΝΈΑ ΑΙΣΘΗΤΉΡΙΑ ΌΡΓΑΝΆ ΜΟΥ ΝΑ
ΑΙΣΘΆΝΟΝΤΑΙ ΠΩΣ ΚΆΤΙ ΑΚΌΜΑ ΥΠΆΡΧΕΙ.
Κάπου κρατήθηκαν, κάπου ακούμπησαν. Κάτι υπήρχε στο χάος που ό,τι κι αν ήταν έσφυζε από ζωή, εμπεριείχε ουσία που μένει στο διηνεκές, στο άπειρο. Ακόμα και μέσα στην πιο βαθιά νύχτα υπάρχει τελικά ένα απειροελάχιστο μικρό φωτάκι, μια ασήμαντη μικρή σπίθα σαν μια πυγολαμπίδα που αρκεί για να φωτίσει μια χαραγματιά στο σκότος. Αρκούμαι σε αυτά τα ελάχιστα. Είναι η μόνη στα θερή εγγύηση στους πιο μεγάλους ολέθρους.
Tυχαίους περίπατους
Μ η τ έ ρ α , α ν ά π ο δ η κ α μ π ύ λ η , α σ τ έ ρ ι ω τ η γ ρ α μ μ ή . Ελλειψοειδής, όπως της πρέπει. ΣΉΜΕΡΑ ΣΚΌΝΤΑΨΑ ΠΆΝΩ ΣΤΟΝ ΌΡΟ «ΕΚΦΥΛΙΣΜΈΝΗ ΦΌΡΜΑ» ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΆ ΚΙ ΈΜΑΘΑ ΓΙΑ ΤΙΣ «ΚΕΝΈΣ ΑΛΉΘΕΙΕΣ».
ΧΡΌΝΙΑ ΤΏΡΑ ΔΙΈΝΥΑ «ΤΥΧΑΊΟΥΣ ΠΕΡΊΠΑΤΟΥΣ» ΆΛΛΟΤΕ ΕΚΕΊ, ΆΛΛΟΤΕ ΕΔΏ, ΆΛΛΟΤΕ ΣΤΟΝ ΚΟΊΛΟ ΕΚΕΊΝΟ ΤΌΠΟ ΠΟΥ ΟΝΟΜΆΖΕΤΑΙ «ΥΠΕΡΒΟΛΉ» ΚΑΙ ΒΡΊΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΣΤΑΘΕΡΉ ΑΠΌΣΤΑΣΗ ΑΠΌ ΕΠΊΣΗΣ ΣΤΑΘΕΡΆ ΣΗΜΕΊΑ. ΕΞΟΔΟΣ. Ο ΔΡΌΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΦΙΝΙΣΤΡΊΝΙΑ ΣΤΟ ΒΆΘΟΣ ΌΤΑΝ ΈΔΕΝΑΝ ΤΑ ΚΑΡΆΒΙΑ. Μ’ ΈΝΑ ΠΉΔΗΜΑ, ΈΛΕΓΑ, ΕΊΜΑΙ ΣΤΟΝ «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌ, ΜΕΓΆΛΟ ΚΌΣΜΟ», Μ’ ΈΝΑ ΠΉΔΗΜΑ. ΚΙ ΕΝΝΟΟΎΣΑ ΈΝΑΝ ΚΌΣΜΟ ΓΕΜΆΤΟ ΘΑΎΜΑΤΑ, ΘΑΥΜΆΣΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΆ ΠΡΆΓΜΑΤΑ ΣΑΝ ΕΚΕΊΝΟΝ ΤΗΣ ΑΛΊΚΗΣ. Η ΠΌΛΗ ΑΝΑΔΊΝΕΙ ΤΗ ΜΠΌΧΑ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΎ ΤΗΣ. Ο ΑΈΡΑΣ ΤΗΣ ΠΆΤΡΑΣ ΜΥΡΊΖΕΙ ΣΥΧΝΆ ΞΕΡΌ ΜΠΑΚΑΛΙΆΡΟ. ΔΕΝ ΞΈΡΩ ΑΝ ΥΠΆΡΧΟΥΝ ΚΆΤΩ ΑΠΌ
ΤΙΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΊΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΠΑΡ ΓΕΜΆΤΑ ΚΑΤΣΑΡΊΔΕΣ, ΠΟΛΛΆ ΥΓΡΆ ΥΠΌΓΕΙΑ ΠΟΥ ΚΡΎΒΟΥΝ ΣΥΝΩΜΟΤΙΚΆ ΠΑΛΙΆ ΡΩΜΑΪΚΆ ΚΤΊΣΜΑΤΑ . ΔΕΝ ΕΞΗΓΕΊΤΑΙ ΑΥΤΉ Η ΟΣΜΉ ΠΟΥ ΑΝΑΔΊΝΕΙ Η ΠΌΛΗ. ΧΡΉΣΙΜΗ ΑΡΕΤΉ Η ΣΙΩΠΉ. ΠΕΡΙΜΈΝΩ ΤΟ ΣΆΛΤΟ. ΚΙ ΌΜΩΣ ΚΆΤΙ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΚΆΝΩ Μ’ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΑΔΕΙΟΣΎΝΗ, ΤΑ ΜΕΓΆΛΑ ΚΕΝΆ ΟΥΡΑΝΟΎ ΠΟΥ ΔΕΝ ΧΩΡΆΝΕ ΣΤΑ ΧΑΜΌΣΠΙΤΑ ΜΕ ΤΟ ΑΣΒΕΣΤΩΜΈΝΟ ΠΆΤΩΜΑ, ΤΟΥΣ ΦΑΓΩΜΈΝΟΥΣ ΤΟΊΧΟΥΣ, ΤΙΣ ΑΥΛΈΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΤΕΝΕΚΈΔΕΣ ΠΝΙΓΜΈΝΕΣ ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΙΚΆ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΜΠΑΡΌΡΙΖΑ, ΑΥΛΈΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΑΊΝΟΥΝ ΒΊΑ ΠΑΣΠΑΛΙΣΜΈΝΗ ΜΕ ΡΊΓΑΝΗ ΚΑΙ ΚΑΜΜΈΝΟ ΤΗΓΑΝΌΛΑΔΟ. ΚΆΤΙ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΚΆΝΩ ΓΙΑ ΑΥΤΟΎΣ
ΤΟΥΣ ΔΡΌΜΟΥΣ ΓΕΜΆΤΟΥΣ ΣΉΜΑΤΑ, ΥΠΟΝΌΜΟΥΣ, ΛΑΚΟΎΒΕΣ, ΣΏΜΑΤΑ ΜΕ ΆΠΛΥΤΑ ΠΌΔΙΑ, ΧΡΥΣΈΣ ΑΛΥΣΊΔΕΣ, ΕΓΩΪΣΜΟΎΣ, ΝΆΫΛΟΝ ΤΡΑΠΕΖΟΜΆΝΤΗΛΑ ΜΕ ΟΡΓΙΑΣΤΙΚΆ ΜΟΤΊΒΑ, ΚΛΆΡΕΣ ΜΕ ΠΑΣΧΑΛΙΈΣ, ΝΕΚΡΈΣ ΦΎΣΕΙΣ ΠΟΥ ΘΥΜΊΖΟΥΝ ΦΡΊΝΤΑ ΚΆΛΟ, ΤΙΣ ΣΚΆΛΕΣ, ΤΑ ΑΔΙΈΞΟΔΑ, ΤΙΣ ΣΥΚΙΈΣ, ΤΑ ΦΡΑΓΚΌΣΥΚΑ, ΤΙΣ ΑΣΦΆΚΕΣ, ΤΑ ΦΙΔΌΧΟΡΤΑ ΚΙ ΕΚΕΊΝΟ ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΠΙΑ ΠΑΡΆ ΜΌΝΟ ΣΑΝ ΑΧΝΌ ΕΝΤΎΠΩΜΑ.
Το σπίτι που πονάει. Το σπίτι που ματώνει. Το σπίτι που έχει αγκάθια και τρύπες πολλές απ΄ όπου μπαίνουν αέρηδες και τέρατα, μαύρες σκιές, το νερό της βροχής και το κρύο. Είναι που
το γνωρίζω με τις αισθήσεις κι έτσι είμαι σίγουρη. Γιατί από το ίχνος δεν είναι εύκολο υποθέτω να αποδικωποιεί κανείς αν δεν γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος.
ΠΕΡΊΠΑΤΟΙ ΛΟΙΠΌΝ ΧΆΡΑΖΑΝ ΤΙΣ ΜΈΡΕΣ ΜΑΣ, ΤΥΧΑΊΟΙ, ΕΞΟΥΘΕΝΩΤΙΚΟΊ, ΔΊΠΛΑ ΣΤΟ ΚΎΜΑ, ΣΤΙΣ ΑΝΗΦΌΡΕΣ ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ, ΣΤΑ ΓΛΙΣΤΕΡΆ ΠΕΖΟΔΡΌΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΦΛΈΜΜΑΤΑ ΠΟΥ ΈΦΤΥΝΑΝ ΤΑ ΑΡΣΕΝΙΚΆ ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ ΣΤΟ ΔΙΆΒΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΡΚΆΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΉ, ΣΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΈΣ ΟΔΟΎΣ ΜΕ ΤΑ ΑΡΏΜΑΤΑ ΣΤΑ ΣΟΚΆΚΙΑ ΜΕ ΤΑ ΧΥΜΈΝΑ ΑΠΌΝΕΡΑ, ΤΙΣ ΠΕΤΑΜΈΝΕΣ ΦΛΎΔΕΣ ΑΠΌ ΚΑΡΠΟΎΖΙ. ΤΌΤΕ ΠΗΓΑΊΝΑΜΕ ΠΆΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΎ ΜΕ ΤΑ ΠΌΔΙΑ. ΑΝΤΙΚΡΎΖΑΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΉ Ή ΤΟ ΜΠΆΤΣΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΈΡΑ ΞΑΦΝΙΚΆ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΡΟΦΉ ΜΕ ΤΗΝ ΊΔΙΑ ΈΚΠΛΗΞΗ, ΜΕΤΡΟΎΣΑΜΕ ΤΗΝ ΑΝΆΣΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΛΜΟΎΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΆΣ ΜΑΣ ΒΉΜΑ-ΒΉΜΑ ΝΟΙΏΘΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΈΞΑΨΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΔΡΏΤΑ ΝΑ ΠΟΤΊΖΕΙ
ΌΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΟ ΤΟ ΣΏΜΑ, ΥΦΑΊΝΑΜΕ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ΠΟΥ ΈΜΠΛΕΚΑΝ ΜΕ ΔΙΆΦΟΡΕΣ ΠΡΟΚΛΉΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΟΎ ΜΑΣ ΒΙΏΜΑΤΟΣ Ή ΔΙΑΒΆΖΑΜΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΕΊΟ. ΚΑΘ’ ΟΔΌΝ. ΕΊΧΑ ΣΥΝΗΘΊΣΕΙ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΆΩ ΚΑΙ ΝΑ ΧΆΝΟΜΑΙ ΣΕ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎΣ, ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΏ ΤΑ ΔΈΝΤΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΎΝΝΕΦΑ, ΤΙΣ ΠΌΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΟΣΌΨΕΙΣ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΏΝ, ΤΙΣ ΑΥΛΈΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΏΠΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΟΎΣΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΡΟΜΈΣ ΜΟΥ, ΚΆΘΕ ΡΩΓΜΉ ΤΟΥ ΤΣΙΜΈΝΤΟΥ, ΠΈΤΡΑ, ΧΟΡΤΆΡΙ ΚΑΙ ΜΥΡΜΉΓΚΙ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΟΎΣΑ ΣΤΟΝ ΔΡΌΜΟ ΜΟΥ. ΣΙΩΠΉ ΚΑΙ ΥΠΟΜΟΝΉ ΜΕ ΈΣΦΙΓΓΑΝ ΣΑΝ ΚΟΡΣΈΣ. ΘΥΜΆΜΑΙ ΠΩΣ ΣΑΝ ΠΑΙΔΊ ΉΜΟΥΝ ΠΟΛΎ ΣΙΩΠΗΛΉ. ΟΧΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΊΧΑ ΠΟΛΛΆ ΝΑ ΠΩ. ΑΛΛΆ
ΜΠΟΎΚΩΝΑ ΜΈΣΑ ΜΟΥ ΤΙΣ ΛΈΞΕΙΣ ΓΙΑΤΊ ΕΊΧΑΝ ΤΌΣΗ ΟΡΜΉ ΠΟΥ ΔΕΝ ΉΞΕΡΑ ΤΙ ΝΑ ΤΙΣ ΚΆΝΩ. ΔΕΝ ΉΞΕΡΑ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΏ ΚΑΙ ΉΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΦΟΒΌΜΟΥΝ ΠΩΣ ΘΑ ΜΕ ΠΑΡΑΣΎΡΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΔΊΝΗ ΌΠΟΥ ΣΤΟ ΤΈΛΟΣ ΘΑ ΠΝΙΓΏ. ΤΙ ΛΈΓΑΜΕ; Α, ΝΑΙ, Η «ΚΕΝΉ ΑΛΉΘΕΙΑ» ΕΊΝΑΙ ΈΝΑ ΦΑΙΝΌΜΕΝΟ ΚΥΡΊΩΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΌ ΚΙ ΑΥΤΌ ΔΕΝ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΊ ΟΠΟΙΑΣΔΉΠΟΤΕ ΜΟΡΦΉΣ ΑΝΑΤΑΡΆΞΕΙΣ. ΑΛΛΆ ΤΏΡΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΊΡΙ ΚΑΙ ΠΗΓΑΊΝΟΥΜΕ ΣΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ, ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΉ ΚΑΤΑΣΚΉΝΩΣΗ ΌΠΟΥ Η ΜΆΝΑ ΚΑΤΆΦΕΡΕ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΑΣΦΑΛΊΣΕΙ ΜΙΑ ΘΈΣΗ. ΠΡΆΣΙΝΟ, ΠΕΎΚΑ, ΛΕΜΟΝΙΈΣ. ΜΠΛΕ.ΤΟ ΚΟΣΤΟΎΜΙ ΤΟΥ ΆΓΝΩΣΤΟΥ ΚΥΡΊΟΥ ΠΟΥ ΜΕ ΣΥΝΟΔΕΎΕΙ. ΡΟΎΧΑ ΚΑΘΏΣ ΠΡΈΠΕΙ.
Μια αμοιβάδα Πρωτέας. Κινείται αργάκυρίως αθόρυβα-πάνω στις εκκρίσεις της. Είναι μια αστεροειδής μορφή, σαν μύξα που πνίγεται στο σάλιο της. Κάνει μικρές επιτόπιες κινήσεις. Πώς το είπε ακριβώς ο Ντελέζ; Η κίνηση της ακινησίας. Οπως ο θόρυβος της σιωπής. Δηλαδή
η μνήμη της πέτρας και άλλα παράδοξα. Η βουή της ακινησίας και της σιωπής είναι εκκωφαντική. Θυμάμαι και μια αμυδρή μυρωδιά τσιγάρου. Σε ένα φλας μπακ αστραπιαία η θολή εικόνα αυτού που μου σύστησαν ως πατέρα.
ΠΟΥ ΉΡΘΕ, ΒΓΉΚΕ ΚΙ ΈΦΥΓΕ ΣΕ ΜΙΑ ΔΙΑΔΟΧΙΚΉ ΑΣΤΡΑΠΙΑΊΑ ΚΊΝΗΣΗ. ΕΤΣΙ ΌΠΩΣ ΜΠΑΊΝΕΙ, ΠΗΓΑΙΝΟΈΡΧΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΝΑΧΩΡΕΊ ΈΝΑΣ ΗΘΟΠΟΙΌΣ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΉ ΕΝΌΣ ΘΕΆΤΡΟΥ. Η ΕΠΌΜΕΝΗ ΣΚΗΝΉ ΕΊΝΑΙ ΕΜΦΑΤΙΚΆ ΆΔΕΙΑ. ΑΥΤΌΣ ΈΧΕΙ ΉΔΗ ΑΠΟΧΩΡΉΣΕΙ. ΚΕΝΆ ΠΟΥ ΚΑΝΕΊΣ ΔΕΝ ΦΡΌΝΤΙΣΕ Ή ΔΕΝ ΜΠΌΡΕΣΕ ΝΑ ΑΝΑΠΛΗΡΏΣΕΙ, ΝΑ ΜΑΛΑΚΏΣΕΙ, ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΉΣΕΙ Ή ΈΣΤΩ ΝΑ ΕΞΗΓΉΣΕΙ. ΥΠΉΡΧΑΝ ΜΌΝΟ ΟΙ ΚΑΤΆΡΕΣ, ΤΑ ΚΛΆΜΜΑΤΑ, ΟΙ ΟΔΥΡΜΟΊ, ΟΙ ΦΩΝΈΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΡΑΚΤΙΚΌ ΚΙ ΆΛΛΟΤΕ ΟΡΓΙΣΜΈΝΟ ΜΟΙΡΟΛΌΙ ΤΗΣ ΜΆΝΑΣ. Ο ΔΙΚΌΣ ΜΟΥ ΚΌΣΜΟΣ ΉΤΑΝ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΡΧΉ ΠΟΛΥΕΠΊΠΕΔΟΣ. ΜΕΤΑΠΗΔΟΎΣΑ ΑΠΌ ΤΟ ΈΝΑ ΕΠΊΠΕΔΟ ΣΤΟ ΆΛΛΟ. ΣΑΝ ΜΎΓΑ ΠΟΥ ΠΕΤΆΕΙ ΌΠΟΥ ΘΈΛΕΙ ΜΕ ΕΚΕΊΝΑ ΤΑ ΝΕΥΡΙΚΆ,
ΑΔΙΚΑΙΟΛΌΓΗΤΑ, ΓΩΝΙΑΚΆ ΚΑΙ ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΆ ΠΕΤΆΓΜΑΤΆ ΤΗΣ. ΤΗΝ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΉ ΉΜΟΥΝ ΣΕ ΈΝΑ ΟΙΚΕΊΟ ΠΕΡΙΒΆΛΛΟΝ, ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΜΟΥ, ΤΗΝ ΆΛΛΗ ΒΡΙΣΚΌΜΟΥΝ ΣΕ ΈΝΑ ΚΡΎΟ ΣΎΝΝΕΦΟ, ΕΚΤΕΘΕΙΜΈΝΗ ΣΤΗ ΒΟΥΉ ΤΟΥ ΤΊΠΟΤΑ. ΗΤΑΝ ΑΥΤΉ Η ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΉ ΚΊΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΌ «ΕΔΏ» ΣΤΟ «ΕΚΕΊ», ΑΠΟ ΤΟ Α ΣΤΟ Β ΠΟΥ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΌΤΑΝ– ΈΝΑ ΑΈΝΑΟ ΕΚΚΡΕΜΈΣ- ΧΩΡΊΣ ΝΑ ΕΊΜΑΙ ΈΤΟΙΜΗ ΠΟΤΈ, ΧΩΡΊΣ ΝΑ ΜΕ ΡΩΤΆ ΚΑΝΕΊΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ ΘΈΛΩ Ή ΑΝ ΜΠΟΡΏ, ΉΤΑΝ ΑΥΤΉ Η ΕΠΑΝΆΛΗΨΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΤΌΠΙΣΗΣ ΑΠΌ ΤΟ ΈΝΑ ΌΡΙΟ ΣΤΟ ΆΛΛΟ, Η ΔΙΆΒΑΣΗ ΑΠΌ ΤΟ ΈΝΑ ΣΎΝΟΡΟ ΣΤΟ ΆΛΛΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΤΟΊΧΙΖΕ ΚΑΘΏΣ ΆΦΗΝΑ ΠΊΣΩ ΜΟΥ Ό,ΤΙ ΕΊΧΑ ΚΑΤΑΦΈΡΕΙ ΝΑ ΝΟΙΏΣΩ ΟΙΚΕΊΟ ΚΙ ΈΜΠΑΙΝΑ ΣΕ
ΈΝΑΝ ΆΛΛΟΝ ΧΏΡΟ ΠΟΥ ΑΚΌΜΑ ΔΕΝ ΓΝΏΡΙΖΑ, ΑΧΑΡΤΟΓΡΆΦΗΤΟ, ΆΛΛΟΤΕ ΚΡΎΟ, ΆΛΛΟΤΕ ΑΔΙΆΦΟΡΟ, ΆΛΛΟΤΕ ΕΧΘΡΙΚΌ, ΆΛΛΟΤΕ ΑΝΥΠΌΦΟΡΟ. ΚΙ ΌΤΑΝ ΣΥΝΉΘΙΖΑ «ΤΟ ΠΡΌΣΩΠΌ ΜΟΥ ΣΤΟ ΤΖΆΜΙ» ΚΑΙ ΓΙΝΌΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΌΣ Ο ΞΈΝΟΣ ΧΏΡΟΣ ΚΆΤΙ ΟΙΚΕΊΟ, ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΌΜΟΥΝ ΞΑΝΆ ΣΤΟΝ ΆΛΛΟ, ΤΟΝ ΠΡΟΗΓΟΎΜΕΝΟ, ΠΟΥ ΕΊΧΕ ΓΊΝΕΙ ΚΙ ΕΚΕΊΝΟΣ ΠΙΑ ΞΈΝΟΣ ΚΙ ΆΓΝΩΣΤΟΣ. ΒΡΙΣΚΌΜΟΥΝ ΔΙΑΡΚΏΣ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΜΕΘΌΡΙΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΥΝΌΡΕΥΕ ΜΕ ΤΟΝ ΧΏΡΟ ΤΗΣ ΕΠΌΜΕΝΗΣ ΜΕΤΟΊΚΗΣΗΣ. ΕΊΤΕ ΣΤΗΝ ΊΔΙΑ ΠΌΛΗ, ΓΕΙΤΟΝΙΆ Ή ΚΤΉΡΙΟ ΕΊΤΕ ΣΕ ΆΛΛΗ ΤΟΠΟΘΕΣΊΑ ΕΚΤΌΣ ΕΘΝΙΚΏΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΏΝ ΣΥΝΌΡΩΝ, Η ΑΠΌΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΎ ΤΩΝ ΤΌΠΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΏΡΩΝ ΉΤΑΝ ΜΕΓΆΛΗ, ΤΈΤΟΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΎΣΕ ΚΆΘΕ ΦΟΡΆ ΤΟ
ΣΟΚ ΠΟΥ ΒΙΏΝΕΙ ΚΑΝΕΊΣ ΣΕ ΈΝΑΝ ΤΌΠΟ «ΞΈΝΟ». ΚΙ ΌΣΟ ΚΙ ΑΝ ΤΑ ΒΙΏΜΑΤΑ ΠΡΟΣΈΘΕΤΑΝ ΈΝΑΝ ΤΌΝΟ «ΟΙΚΕΙΌΤΗΤΑΣ» ΣΥΝΈΧΙΖΑΝ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΟΙ ΧΏΡΟΙ ΜΕΤΟΊΚΗΣΗΣ ΤΡΟΜΑΧΤΙΚΟΊ ΈΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΕΠΡΌΚΕΙΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΠΑΝΆΛΗΨΗ ΓΙΑΤΊ ΣΥΝΉΘΩΣ ΉΤΑΝ ΒΙΏΜΑΤΑ ΜΕ ΓΕΎΣΗ ΠΙΚΡΉ, ΞΥΝΉ Ή ΑΛΜΥΡΉ ΣΑΝ Η ΓΕΎΣΗ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΎ ΝΑ ΉΤΑΝ ΜΗ ΠΡΟΣΒΆΣΙΜΗ, ΜΗ ΑΝΙΧΝΕΎΣΙΜΗ. ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΜΈΝΗ. ΑΛΜΥΡΉ ΣΑΝ Η ΓΕΎΣΗ ΤΟΥ ΓΛΥΚΟΎ ΝΑ ΉΤΑΝ ΜΗ ΠΡΟΣΒΆΣΙΜΗ, ΜΗ ΑΝΙΧΝΕΎΣΙΜΗ. ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΜΈΝΗ. Η ΓΕΎΣΗ ΚΑΙ Η ΜΝΉΜΗ. Η ΓΕΎΣΗ ΚΑΙ Η ΌΣΦΡΗΣΗ. Η ΓΕΎΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΣΘΉΣΕΙΣ. ΕΤΣΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΟΎΝΤΑΙ ΟΙ ΠΡΏΤΕΣ
ΜΑΣ ΕΜΠΕΙΡΊΕΣ. ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΑΚΆ. ΓΙΑ ΜΈΝΑ ΑΥΤΈΣ ΟΙ ΕΜΠΕΙΡΊΕΣ ΚΥΡΙΑΡΧΟΎΝΤΑΙ ΑΠΌ ΑΥΤΈΣ ΤΙΣ «ΕΠΙΔΗΜΗΤΙΚΈΣ» ΠΕΡΙΠΛΑΝΉΣΕΙΣ, ΤΙΣ ΜΕΤΑΤΟΠΊΣΕΙΣ. ΓΙΑΥΤΌ ΚΑΙ ΑΥΘΌΡΜΗΤΑ ΚΆΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΉ ΟΝΌΜΑΣΑ ΜΙΑ ΕΠΙΛΟΓΉ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΏΝ ΠΟΥ ΣΥΓΚΈΝΤΡΩΣΑ ΑΠΌ ΤΙΣ ΕΠΙΣΚΈΨΕΙΣ ΜΟΥ ΣΤΑ ΠΆΤΡΙΑ
«translocations»
ΘΈΛΟΝΤΑΣ ΝΑ ΑΠΟΔΏΣΩ ΒΑΡΎΤΗΤΑ ΣΕ ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΙΚΉ ΙΔΙΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΉΜΗΣΉΣ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΆΣ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΉ ΠΑΤΡΙΚΌ ΤΌΠΟ ΑΠΌ ΌΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΌΜΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΉ ΠΑΤΡΙΚΌ ΤΌΠΟ ΚΑΤΟΙΚΊΑΣ ΜΟΥ ΌΠΟΥ ΚΑΤΈΛΗΞΑ.
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Ε ί ν α ι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλον. Ρούχα που μυρίζουν ναφθαλίνη, ιδρώτα, κρασί. Κάπου-κάπου κάποια κολώνια. Κάτι αυγοκοφτό που άφησε την οσμή του στα μανίκια.
ΤΙ ΠΕΡΙΜΈΝΟΥΝ ΌΛΟΙ ΕΔΏ, ΑΝΑΡΩΤΙΈΜΑΙ. ΤΙ ΓΊΝΕΤΑΙ; ΚΆΝΕΙ ΚΡΎΟ. ΔΕΝ ΠΡΌΛΑΒΑ ΝΑ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΉΣΩ ΤΙΣ ΜΟΥΡΙΈΣ, ΝΑ ΠΆΡΩ ΚΆΤΙ ΑΠ΄ ΤΗΝ ΖΈΣΤΗ ΤΩΝ ΤΕΤΡΑΔΊΩΝ ΜΟΥ ΜΕ ΤΑ ΤΣΑΚΙΣΜΈΝΑ ΦΎΛΛΑ, ΜΕ ΠΉΡΑΝ ΒΙΑΣΤΙΚΆ. ΜΕ ΈΝΤΥΣΑΝ ΌΠΩΣ-ΌΠΩΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΆ ΜΟΥ. ΜΕ ΣΟΥΛΟΎΠΩΣΑΝ. ΔΎΣΚΟΛΟ ΈΡΓΟ. ΕΧΩ ΜΑΚΡΙΆ ΊΣΙΑ ΜΑΛΛΙΆ. ΚΌΒΟΥΝ ΣΤΗ ΜΈΣΗ ΚΆΘΕ ΑΠΌΠΕΙΡΑ ΠΡΟΈΚΤΑΣΗΣ. ΘΑ ΠΡΈΠΕΙ ΝΑ ΕΊΝΑΙ ΚΥΡΙΑΚΉ, Η ΜΕΓΆΛΗ ΜΈΡΑ. ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΜΕ ΠΉΡΑΝ ΞΑΦΝΙΚΆ, ΔΕΝ ΠΡΌΛΑΒΑ ΝΑ ΤΑΚΤΟΠΟΙΉΣΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΜΟΥ ΠΟΥ ΌΠΩΣ-ΌΠΩΣ ΚΙ ΑΥΤΌΣ ΣΕΡΝΌΤΑΝ ΚΆΤΩ ΑΠΌ ΜΑΝΊΚΙ ΜΟΥ. ΠΑΡΑΜΆΣΧΑΛΑ. ΜΕ ΠΉΡΑΝ ΚΡΥΦΆ ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΆΝΑ ΥΠΟΨΙΆΖΟΜΑΙ.
ΠΑΡΑΒΊΑΣΗ ΤΩΝ ΟΡΊΩΝ. Ο ΧΏΡΟΣ ΠΟΥ ΕΚΕΊΝΗ ΟΡΙΟΘΕΤΟΎΣΕ ΩΣ «ΈΜΒΙΟΣ» ΉΤΑΝ ΑΥΤΌΣ ΠΟΥ ΟΝΟΜΆΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΧΈΔΙΟ, Ο «ΑΡΝΗΤΙΚΌΣ» ΧΏΡΟΣ, Ο «ΡΈΣΤΟΣ». ΕΚΕΊΝΟΣ ΠΟΥ ΥΠΆΡΧΕΙ ΧΆΡΗ ΣΤΗΝ ΎΠΑΡΞΗ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ. ΕΊΝΑΙ Ο «ΜΗΧΏΡΟΣ» ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΑΝΆΣΕΣ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ. ΟΡΙΟΘΕΤΕΊΤΑΙ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΕΡΙΓΡΆΜΜΑΤΆ ΤΟΥΣ. Α, ΝΑΙ, ΤΑ ΌΡΙΑ. ΔΙΑΓΡΆΦΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΛΆΤΙ, ΜΕΛΆΝΙ ΚΑΙ ΑΊΜΑ. ΚΙ ΈΤΣΙ ΈΜΑΘΑ ΝΑ ΖΩ ΣΤΗ ΣΥΝΈΧΕΙΑ. IN LIMBO. ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΝΌ ΤΟΥ ΣΥΝΘΉΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΣΥΝΘΉΜΑΤΟΣ. ΑΝΆΜΕΣΑ ΚΙ ΕΚΤΌΣ. ΠΈΘΑΙΝΑ ΤΙΣ ΏΡΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΎ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΥΦΟΡΊΑ ΤΗΣ
ΤΕΛΕΥΤΑΊΑΣ ΜΠΟΥΚΙΆΣ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΎ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΕΝΑΓΜΟΎ ΤΗΣ ΞΕΚΟΎΡΑΣΗΣ. ΤΗΝ ΏΡΑ ΠΟΥ ΆΦΗΝΑΝ ΤΙΣ ΜΆΣΚΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΡΕΜΆΣΤΡΑ ΜΑΖΊ ΜΕ ΤΟ ΠΑΝΩΦΌΡΙ, ΣΤΗ ΡΆΧΗ ΤΗΣ ΚΑΡΈΚΛΑΣ Ή ΣΤΟ ΚΟΜΟΔΊΝΟ ΜΕ ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΆ. ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΎΡΗΔΕΣ. ΚΆΠΟΥ ΜΎΡΙΖΕ ΛΆΧΑΝΟ, ΚΆΤΙ ΑΥΓΟΚΟΦΤΌ. Η ΠΕΡΗΦΆΝΙΑ ΤΗΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΆΣ. ΑΛΛΟΤΕ ΜΕ ΔΊΧΤΥ ΚΑΙ ΜΠΙΓΚΟΥΤΊ, ΤΏΡΑ ΜΕ ΆΙ-ΛΆΪΝΕΡ ΚΑΙ ΣΜΑΡΤΦΌΟΥΝ. Η ΑΠΕΛΕΥΘΈΡΩΣΗ ΤΟΥ ΛΆΙΦ ΣΤΆΙΛ. HOMO LUDENS. ΑΝΕΣΤΡΑΜΜΈΝΟ ΚΙ ΑΥΤΌ. ΛΑΧΕΊΑ. ΣΤΟΙΧΉΜΑΤΑ. Η ΛΙΑΝΙΚΉ ΚΑΙ ΆΛΛΑ. ΠΑΖΆΡΙΑ. ΣΤΟ ΤΡΑΠΈΖΙ. ΣΤΙΣ ΚΡΕΒΑΤΟΚΆΜΑΡΕΣ. ΣΤΟΥΣ
ΣΤΑ ΦΑΝΆΡΙΑ ΤΩΝ ΔΡΌΜΩΝ. ΣΤΟΥΣ ΦΑΓΩΜΈΝΟΥΣ ΔΡΌΜΟΥΣ. ΆΝΘΡΩΠΟΙ, ΣΑΚΟΎΛΕΣ, ΈΓΓΡΑΦΑ. ΥΠΗΡΕΣΊΕΣ. ΣΚΆΛΕΣ ΚΑΙ ΌΡΟΦΟΙ. «ΚΛΙΜΑΚΟΣΤΆΣΙΑ», ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΆΣΜΑΤΑ, ΤΣΌΚΑΡΑ ΚΑΙ ΠΡΗΣΜΈΝΑ ΠΌΔΙΑ, ΒΑΜΜΈΝΑ ΝΎΧΙΑ ΠΟΔΙΏΝ ΠΟΥ ΓΛΎΦΟΥΝ ΣΧΕΔΌΝ ΤΑ ΜΑΥΡΙΣΜΈΝΑ ΜΆΡΜΑΡΑ. ΒΡΏΜΙΚΑ ΔΆΧΤΥΛΑ. ΥΠΟΚΡΙΤΙΚΆ ΖΩΝΤΑΝΆ. ΣΤΙΣ ΓΩΝΊΕΣ ΤΡΈΧΟΥΝ ΥΣΤΕΡΙΚΆ ΚΑΤΣΑΡΊΔΕΣ. ΚΑΙ ΛΑΚ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΆ. ΑΠΟΣΜΗΤΙΚΆ ΓΙΑ ΜΑΣΧΆΛΕΣ. ΤΑ ΚΛΙΜΑΚΟΣΤΆΣΙΑ ΕΊΝΑΙ ΠΟΛΎ ΜΟΝΑΧΙΚΟΊ ΧΏΡΟΙ. ΣΕ ΑΝΕΒΆΖΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΎΣ ΣΑΝ ΤΗΝ ΣΚΆΛΑ ΤΟΥ ΙΑΚΏΒ. ΑΝΕΒΟΚΑΤΕΒΆΣΜΑΤΑ. ΆΝΟΔΟΙ, ΚΆΘΟΔΟΙ, ΗΛΕΚΤΡΟΛΎΤΕΣ.
Η βουή εντός κι εκτός. ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΤΌΤΕ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΊΑ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΚΥΡΙΑΚΉ! Η ΛΑΚ, ΤΟ ΔΊΧΤΥ ΤΩΝ ΜΑΛΛΙΏΝ, ΤΟ ΜΑΚΙΓΙΆΖ, ΤΟ ΚΑΠΈΛΟ, ΟΙ ΑΓΚΡΆΦΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΆΛΛΑ ΒΟΗΘΉΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΊΑΣ. ΚΆΤΙ ΑΥΓΟΚΟΦΤΌ. ΚΑΙ ΧΎΜΑ ΚΡΑΣΊ. TΑ ΠΑΛΤΆ. ΤΑ ΓΙΛΈΚΑ. ΤΑ ΚΟΣΤΟΎΜΙΑ. ΟΙ ΦΟΎΣΤΕΣ. ΤΑ ΤΑΓΙΈΡ. ΤΑ ΠΑΠΟΎΤΣΙΑ, ΟΙ ΜΠΌΤΕΣ, Η ΤΣΆΝΤΑ. ΤΑ ΑΞΕΣΟΥΆΡ ΜΙΑΣ ΚΑΘΏΣ ΠΡΈΠΕΙ ΣΥΝΕΝΟΧΉΣ. ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΆΚΙΑ ΤΟΥ ΜΑΓΚΡΊΤ ΓΕΜΊΖΟΥΝ ΑΣΦΥΚΤΙΚΆ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΊΑ. ΠΕΤΟΎΝ ΣΟΚΟΛΆΤΕΣ. ΚΆΤΙ ΜΑΛΑΚΌ. ΚΆΤΙ ΓΛΥΣΤΕΡΌ. ΚΆΤΙ ΣΑΝ ΤΟ ΔΆΧΤΥΛΟ ΤΟΥ ΕΤ. ΜΕ ΔΙΑΠΕΡΝΆΕΙ ΈΝΑ ΚΡΎΟ.
ΕΊΝΑΙ ΚΡΎΕΣ ΟΙ ΑΓΚΑΛΙΈΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΏΠΩΝ. ΔΙΆΤΡΗΤΕΣ. ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ ΚΑΙ ΨΗΛΆ ΤΟ ΞΑΣΜΈΝΟ ΜΑΛΛΊ ΤΗΣ ΚΥΡΆ ΤΑΣΊΑΣ, ΜΕΤΆ ΑΠΌ ΏΡΕΣ ΣΤΑ ΜΠΙΓΚΟΥΤΊ. ΤΟ ΔΙΠΛΟΣΆΓΩΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΜΜΈΝΑ ΣΤΌΜΑΤΑ. ΔΌΝΤΙΑ. ΓΈΛΙΑ ΜΕ ΔΌΝΤΙΑ. ΚΑΙ ΓΛΏΣΣΕΣ ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΟΈΡΧΟΝΤΑΙ ΜΈΣΑ ΈΞΩ. ΟΙ ΦΉΜΕΣ. ΟΙ ΨΊΘΥΡΟΙ. ΣΕ ΑΝΤΊΧΗΣΗ. ΤΑ ΠΝΙΧΤΆ ΦΩΝΉΕΝΤΑ ΤΗΣ ΈΞΑΡΣΗΣ, ΤΑ ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΈΝΑ ΣΎΜΦΩΝΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΟΧΉΣ. ΤΟ «ΜΟΙΡΆΖΕΙΝ» ΤΗΣ ΑΥΤΑΠΆΤΗΣ ΜΑΣ. Η ΠΕΡΙΡΈΟΥΣΑ ΑΤΜΌΣΦΑΙΡΑ. ΣΟΎΠΑ ΑΥΓΟΚΟΦΤΉ. ΟΙ ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΈΣ ΣΧΈΣΕΙΣ. ΣΧΕΤΙΚΈΣ. Η ΣΧΕΤΙΚΌΤΗΤΑ ΠΟΥ ΔΙΈΠΕΙ ΤΟ ΕΊΝΑΙ ΜΑΣ. ΚΟΙΤΆΖΩ ΨΗΛΆ ΓΙΑΤΊ ΕΚΕΊ
ΚΆΤΙ ΣΥΜΒΑΊΝΕΙ. ΕΚΕΊ ΕΊΝΑΙ Η ΑΡΈΝΑ ΤΟΥ ΘΕΆΜΑΤΟΣ. ΚΙ ΑΥΤΌ ΑΝΕΣΤΡΑΜΜΈΝΟ. ΕΚΕΊ ΕΛΕΥΘΕΡΏΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΊΕΣ ΣΑΝ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΈΡΙΑ. ΕΚΕΊ ΒΌΣΚΟΥΝ ΤΑ ΌΝΕΙΡΑ ΣΤΑ ΠΡΆΣΙΝΑ ΛΙΒΆΔΙΑ ΤΟΥ ΣΎΜΠΑΝΤΟΣ ΩΣ ΜΌΣΧΟΙ ΣΤΟΝ ΉΛΙΟ. ΕΚΕΊ ΤΈΜΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΕΥΘΕΊΕΣ ΤΩΝ ΔΙΑΓΡΑΜΜΆΤΩΝ ΜΑΣ. Ο ΟΥΡΑΝΌΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΆΤΤΟΝΤΕΣ, Ο ΔΊΑΣ ΧΡΥΣΉ ΒΡΟΧΉ. Ο ΘΕΌΣ ΠΟΥ ΓΝΈΦΕΙ ΜΕ ΤΟ ΣΑΡΔΏΝΙΟ ΓΈΛΙΟ ΤΟΥ. ΤΟ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΌΓΗΣΗΣ. ΤΑ ΜΥΣΤΉΡΙΑ ΓΕΝΙΚΆ. ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΡΙΈΧΟΥΝ ΑΠΑΝΤΉΣΕΙΣ. ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΎΣ ΧΩΡΊΣ ΚΟΥΚΟΎΤΣΙ. ΠΟΥ ΚΑΤΑΠΊΝΟΝΤΑΙ ΕΎΚΟΛΑ. ΜΕ ΣΥΝΟΔΕΎΕΙ ΈΝΑΣ ΚΎΡΙΟΣ. ΦΊΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑΣ. ΔΆΣΚΑΛΟΣ.
ΔΌΝΤΙΑ, ΓΛΏΣΣΕΣ, ΓΈΛΙΑ. ΚΑΙ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΑ ΧΈΡΙΑ ΜΟΥ ΚΆΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΧΈΡΙ. ΚΆΤΙ ΓΛΥΣΤΕΡΌ ΚΑΙ ΜΑΛΑΚΌ. ΟΙ ΚΑΜΠΑΡΝΤΊΝΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΟΥΜΠΙΆ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΆ ΠΑΠΟΎΤΣΙΑ. Η ΘΕΊΑ, ΟΙ ΓΝΩΣΤΟΊ, ΟΙ ΆΓΝΩΣΤΟΙ, ΤΟ ΠΛΉΘΟΣ. Ο ΣΥΡΦΕΤΌΣ ΤΗΣ ΠΑΝΔΑΙΣΊΑΣ. ΛΆΘΟΣ. ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΔΙΆΤΤΟΝΤΕΣ. ΑΠΛΆ,ΚΟΜΦΕΤΊ.ΟΘΕΌΣΚΑΡΝΆΒΑΛΟΣ. ΟΙ ΣΟΚΟΛΆΤΕΣ.
Ενας μικρός βιασμός. Απειροελάχιστος. Κάπως έτσι ακούγεται μια κραυγή στο σύμπαν. Ενα πνιχτό «αααα» ελάχιστα μικρής εμβέλειας. Ένα λεπτό διάγραμμα στο σκότος.
τ ο κ ε τ ο ς
Drosophila melanogaster
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα ζεστό καλοκαιρινό μεσημέρι, μια σκνίπα, μια ξυδόμυγα, σ τ ε κ ό τ α ν ακίνητη στην επιφάνεια ενός σαπουνιού στο μπάνιο ενός διαμερίσματος στο κέντρο –
απόκεντρο μιας πόλης, με καρφωμένο βλέμμα στον μ α κ ρ ι ν ό ορίζοντα του πλυντηρίου. Ενας άνδρας με αφόρητη στύση έκανε ντους. ΕΝΤΕΛΏΣ ΑΝΥΠΟΨΊΑΣΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΊΑ ΤΟΥ ΕΝΤΌΜΟΥ, ΆΡΧΙΣΕ ΝΑ ΑΥΝΑΝΊΖΕΤΑΙ. ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΉΤΑΝ ΠΩΣ Η ΞΥΔΌΜΥΓΑ Drosophila melanogaster,
ΓΈΝΟΥΣ ΘΗΛΥΚΟΎ, ΒΡΙΣΚΌΤΑΝ ΣΕ ΚΑΤΆΣΤΑΣΗ ΕΠΕΊΓΟΥΣΑΣ ΑΝΆΓΚΗΣ ΓΙΑ ΆΜΕΣΗ ΣΥΝΟΥΣΊΑ. Η ΟΜΆΔΑ ΤΩΝ ΚΟΙΛΙΑΚΏΝ ΝΕΥΡΏΝΩΝ ΤΗΣ ΕΊΧΕ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΘΕΊ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΥΡΟΔΙΑΒΙΒΑΣΤΈΣ ΤΗΣ ΥΠΑΓΌΡΕΥΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΎΣΗ ΟΠΟΙΑΣΔΉΠΟΤΕ ΚΙΝΗΤΙΚΌΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΔΉΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΝΣΤΙΚΤΏΔΗ ΑΝΑΖΉΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΣΕΝΙΚΟΎ ΓΙΑ ΤΗΝ ΆΜΕΣΗ ΕΚΤΈΛΕΣΗ ΜΙΑΣ ΣΥΝΟΥΣΊΑΣ. ΟΠΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΝΎΟΥΝ ΟΙ ΕΝΔΕΛΕΧΕΊΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΈΣ ΈΡΕΥΝΕΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΊΩΝ ΕΤΏΝ, ΟΙ ΑΝΔΡΙΚΈΣ ΦΕΡΟΜΌΝΕΣ ΕΊΝΑΙ ΣΕ ΘΈΣΗ ΝΑ ΕΡΕΘΊΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΉΣΟΥΝ ΑΥΤΌ ΤΟ ΣΎΣΤΗΜΑ ΚΟΙΛΙΑΚΏΝ ΝΕΥΡΏΝΩΝ. ΟΙ ΘΗΛΥΚΈΣ Drosophila melanogaster, ΠΑΡΟΥΣΙΆΖΟΥΝ «ΑΝΤΙΓΡΑΦΉΣ
ΣΥΝΤΡΌΦΟΥ». ΟΤΑΝ ΟΙ ΠΑΡΘΈΝΕΣ ΞΥΔΌΜΥΓΕΣ ΕΊΝΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΈΣ ΆΛΛΩΝ ΘΗΛΥΚΏΝ ΠΟΥ ΖΕΥΓΑΡΏΝΟΥΝ, ΤΕΊΝΟΥΝ ΝΑ ΕΠΙΛΈΓΟΥΝ ΤΟΝ ΊΔΙΟ ΤΎΠΟ ΑΡΣΕΝΙΚΉΣ ΞΥΔΌΜΥΓΑΣ ΜΕ ΕΚΕΊΝΕΣ ΤΆΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΡΑΤΗΡΕΊΤΑΙ ΣΤΙΣ «ΑΓΑΘΙΆΡΕΣ» ΠΑΡΘΈΝΕΣ ΞΥΔΌΜΥΓΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΈΧΟΥΝ ΓΊΝΕΙ ΔΗΛΑΔΉ ΜΆΡΤΥΡΕΣ ΜΙΑΣ ΤΈΤΟΙΑΣ ΕΜΠΕΙΡΊΑΣ. ΑΥΤΉ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΈΝΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΆ «ΑΝΤΙΓΡΑΦΉΣ ΕΠΙΛΟΓΉΣ ΣΥΝΤΡΌΦΟΥ» ΕΠΗΡΕΆΖΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΙΣ ΚΛΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΈΣ ΣΥΝΘΉΚΕΣ. ΤΟ ΣΊΓΟΥΡΟ ΕΊΝΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΘΗΛΥΚΈΣ Drosophila melanogaster, ΔΕΝ ΈΧΟΥΝ ΤΌΣΗ ΔΙΆΘΕΣΗ ΓΙΑ ΖΕΥΓΆΡΩΜΑ ΣΕ ΨΥΧΡΆ ΚΛΊΜΑΤΑ.
κειμενα - εικονεσ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΟΙ c
σχεδιασμος: ΝΙΚΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
ALEXANDRA ZOI. 2022 ~ ART AND LANGUAGE | ALL COPYRIGHTS RESERVED
Amsterdam. 2022