• Κίνηση Πολιτών ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Αρκαδική Ελεγεία Νίκος Τάτσης •
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Πολλές εκφάνσεις του νεώτερου πολιτισμού της Αρκαδίας εμπλέκονται και επηρεάζονται από τη ζωή και τη δράση των Λαγκαδινών μαστόρων που κυριάρχησαν για περισσότερο από δυο αιώνες στην Πελοπόννησο και άφησαν το αποτύπωμά τους και σε άλλους, πιο μακρινούς τόπους μέσω της συμβολής τους στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Το μοιρολόγι, το τραγούδι του παντοτινού αποχωρισμού, είναι απ’ τα ισχυρότερα πολιτισμικά στοιχεία της εποχής και της κοινωνίας στην οποία αναφερόμαστε και ως εκ τούτου δε θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορα τα ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ. Η αρχή έγινε τον Αύγουστο του 2013, όταν ο συνθέτης Νίκος Τάτσης –ύστερα από πρόταση μας- παρουσίασε στα Λαγκάδια μια πρώτη μουσική προσέγγιση, σε υλικό που αποτελείται από μοιρολόγια των Λαγκαδίων και της ευρύτερης περιοχής της Αρκαδίας. Το υλικό αυτό αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συνόλου που με ιδιαίτερη φροντίδα έχει αποθησαυρίσει η Μαρία Πισιμίση - Κατσίκα στο πόνημά της “Λαγκαδινά Μοιρολόγια” που έχει βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών. Αρκετά απ’ αυτά μοιάζουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με αντίστοιχα άλλων περιοχών της Πελοποννήσου και της υπόλοιπης χώρας. Συνεπώς,
τα γεωγραφικά σύνορα είναι μάλλον συμβατικά σε αυτή την περίπτωση, αφού ο ανθρώπινος πόνος είναι οικουμενικός, με τον κάθε τόπο να βάζει τις δικές του πινελιές στην έκφρασή του. Το αρχικό μελοποιημένο έργο εμπλουτίστηκε ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα και σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσουμε ένα ολοκληρωμένο έργο που φέρει τον τίτλο «ΑΡΚΑΔΙΚΗ ΕΛΕΓΕΙΑ» με τη μορφή ενός CD. Χαρακτηριστικό αυτού του έργου είναι η υψηλή δόση εθελοντισμού που εμπεριέχει, πέραν της αγάπης και της ποιότητας της δουλειάς των -εγνωσμένου κύρους- καλλιτεχνών που συμμετέχουν. Εκ μέρους της Κίνησης Πολιτών ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ Ο Πρόεδρος Γιάννης Τσιαούσης
ΑΡΚΑΔΙΚΗ ΕΛΕΓΕΙΑ Τα μοιρολόγια της ΑΡΚΑΔΙΚΗΣ ΕΛΕΓΕΙΑΣ είναι ένα αυτούσιο κομμάτι από τη θρηνητική παράδοση των Ελλήνων. Γνήσια σε περιεχόμενο και ύφος, αποδίδουν με αβίαστη απλότητα και θαυμαστή ποιητική δεξιότητα την ευαισθησία της τοπικής κοινωνίας γύρω από το θάνατο, αποτελούν δε μέρος μιας μεγαλύτερης οντότητας, αυτής στην οποία αναφερόμαστε με τον όρο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ, αδιαμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες κατηγορίες ποιητικής έκφρασης στη δημοτική μας παράδοση. Ο ψυχικός πόνος, η άδολη ψυχή του λαού μας, οι μυθοπλαστικές του ικανότητες μαζί και η λόγια καλλιτεχνική δημιουργία σμιλεύουν από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα με οίστρο και φαντασία αριστουργηματικά ποιητικά κείμενα γεμάτα λυρισμό. Μοιρολόγια που συγκινούν και εξυψώνουν τη συλλογική καλλιτεχνική συνείδηση, έργα τέχνης από τα οποία αντλούν επάξια και δημιουργικά δομικά στοιχεία οι λόγιοι ποιητές και οι σύγχρονες μοιρολογίστρες. Από τα βάθη των αιώνων τα μοιρολόγια συνδέονται στενά με την παγκόσμια λατρεία των νεκρών. Αν ακολουθήσει κάποιος μια
νοητή πορεία σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος χρόνου, μια διαδρομή πίσω στην αναζήτηση της χρονικής στιγμής που ακούστηκε το πρώτο μοιρολόγι, θα συναντήσει τον πρωτόγονο άνθρωπο στο πρώτο ξύπνημα της συνείδησής του να εκδηλώνει με μια άναρθρη κραυγή την ψυχική του οδύνη για την οριστική απώλεια ενός δικού του προσώπου, μια κραυγή διαμαρτυρίας για το φαινόμενο, ανήμπορος να εξηγήσει αυτό το ξαφνικό πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο. Όσον αφορά δε το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ η διαδρομή προς την αφετηρία του είναι πολύ πιο σύντομη. Ίδιο σε περιεχόμενο με εκείνο του πρωτόγονου ανθρώπου, όμως με άλλη μορφή (γραπτός λόγος) και όχι απροσδιόριστο χρονολογικά. Ως επιβεβαίωση αυτής της κατ’αρχάς διερευνητικής προσέγγισης παραθέτουμε τους εξής Ομηρικούς στίχους (Aoιδοί μοιρολογητές, θρηνωδοί Ομ. Ιλ. Ω 720-722): « παρά δ’ είσαν αοιδούς θρήνων εξάρχους, οίτε στονόεσαν αοιδήν οι μεν αρ’ εθρήνουν, επί δε στενάχοντο γυναίκες» (και πλάι [στον Έκτορα] οι μοιρολογητές πρώτοι άρχισαν το θρήνο και στο μοιρολόι τους με κλάματα αποκρίνονταν οι γυναίκες). Στο Ομηρικό έπος, λοιπόν, εντοπίζουμε την αφετηρία του ελληνικού μοιρολογιού συνεχίζοντας με τον «Θρήνο της Ανδρομάχης» (Ιλ. Ω 725-745), τον «Θρήνο της Αντιγόνης» από την ομώνυμη τραγωδία του
Σοφοκλή (496-406 π.χ.), το «Ω ξείν’ αγγέλειν Λακεδαιμονίοις», ταφικό επίγραμμα του Σίμωνος του Κίου για τους 300 του Λεωνίδα, το «O Θάνατος του Διγενή» από το ακριτικό έπος, το «Ώ γλυκύ μου έαρ» (Επιτάφιος θρήνος-Εγκώμιον Μ.Εβδομάδας), «Του Διάκου» (δημοτικό τραγούδι, 24 Απριλίου 1821) και πάει λέγοντας, ώσπου « Ο Δήμος και το καριοφίλι του» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-79), ο «Ακρίτας» του Κωστή Παλαμά (18591943), ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου (1909-90) καθώς και πολλοί άλλοι άξιοι ποιητές μας στους νεώτερους χρόνους (βλ. «Ελληνική Ποιητική Ανθολογία Θανάτου του εικοστού αιώνα»Γιάννης Βαρβέρης, Κώστας Γ.Παπαγεωργίου) να ενισχύουν μέσα από το έργο τους την άποψη περί της αμφίδρομης σχέσης του δημοτικού μοιρολογιού με τη λόγια ελεγειακή ποίηση και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, οι όποιες διαφορές μεταξύ τους να είναι δυσδιάκριτες. Αυτή η αμφίδρομη σχέση υπήρξε μάλλον από πολύ παλιά για τον απλούστατο λόγο ότι ένας λαός με κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα και γενικά με κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο δεν μπορεί να αποτελείται από δύο σώματα ξένα και ακοινώνητα μεταξύ τους, τους λαϊκούς δηλαδή δημιουργούς από τη μια μεριά και τους λόγιους από την άλλη, σα να πρόκειται για δύο κόσμους με διαφορετικό πολιτισμό από άλλον μακρινό γεωγραφικό χώρο’ αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση ακόμα, η ανταλλαγή πολιτισμικών
αγαθών είναι ιστορικά βεβαιωμένη και μάλιστα ως μια εξαιρετικά γόνιμη δύναμη στην εξέλιξη των κοινωνιών. Όσον αφορά τώρα τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια και το σημαντικότερο παρακλάδι τους τα μοιρολόγια, πολλά από αυτά είναι καταχωρισμένα 200 χρόνια πριν, στην έκδοση «Δημοτικά Τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος» του CLAUD FAURIEL (έκδοση – Παρίσι 1824-25) τα οποία έφτασαν στα χέρια του Γάλλου φιλέλληνα από λόγιους Έλληνες της διασποράς και Ευρωπαίους περιηγητές. Το ερώτημα μπαίνει κι εδώ: αν και κατά πόσον αυτά τα γραπτά κείμενα ήταν διατυπωμένα στη γλώσσα του λαού εκείνης της χρονικής περιόδου, ή έχουμε και σ’ αυτή την περίπτωση μια λόγια χειρ εν δράσει! Πάντως η πληθώρα των ερωτημάτων που το ένα γεννά το άλλο και ότι κάποιος με τη δική μου ιδιότητα επιχειρεί να δώσει μια καθαρή απάντηση, έστω στο περί της αμφίδρομης ή όχι σχέσης της δημοτικής παράδοσης με τη λόγια δημιουργία, μού φαίνεται υπερβολικά φιλόδοξο και υποθέτω πως δεν είναι αυτό και μόνο που απασχολεί τον αναγνώστη αυτού του σημειώματος. Παρ’όλα αυτά θα αναφερθώ εδώ στον Νικόλαο Γ. Πολίτη με ένα απόφθεγμά του: « Η παράδοση αποτελεί τη βάση για μια γνήσια δημιουργία» γράφει εκείνος και διερωτώμεθα εμείς: ποιά είναι
ακριβώς η ουσία της προτροπής του για την αξιολόγηση μιας «γνήσιας δημιουργίας» εν έτει 2015; Είναι άραγε το αποτέλεσμα αγνών προθέσεων, πνευματικής και επαγγελματικής επάρκειας και ήθους, γνώσης της λαϊκής παράδοσης, της ιστορίας και της μυθολογίας, σεβασμού προς τα σύμβολα, τις αρχές και τις αξίες του ελληνισμού, αποτέλεσμα ατομικής ή συλλογικής προσπάθειας, η μήπως θα αρκούσε η δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη, η υπευθυνότητα και η αφοσίωσή του στον επιλεγμένο στόχο επί πλέον και η σωστή εκτίμηση της σύγχρονης πραγματικότητας των κοινωνικών, οικονομικών και τεχνολογικών δεδομένων; Τί απ’όλα αυτά θα αρκούσε αλήθεια; Ή μήπως όλα μαζί είναι αναγκαία τελικά για να έχουμε όχι μόνο μια «γνήσια δημιουργία» αλλά ταυτόχρονα και ένα άρτιο αισθητικά καλλιτεχνικό προϊόν που θα ικανοποιεί και τον καλλιτέχνη και τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται; Γιατί η γνησιότητα δεν επαρκεί και δεν ταυτίζεται κατ’ανάγκη και με την αισθητική αξία και την αρτιότητα ενός έργου. Πρέπει το ένα να εμπεριέχει το άλλο ώστε να έχει την πληρότητα και τη δύναμη να διεισδύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης από όλες τις διόδους. Για να διαθέτει όμως αυτή τη δύναμη, να είναι δηλαδή ένα «θαυμαστό ελεγειογραφείας αριστούργημα», πρέπει να διαθέτει επιπλέον
και ποιητική φόρμα, μετρική και φωνητική αρτιότητα καθώς επίσης και μελωδική υποστήριξη αντάξια του ποιητικού λόγου που θα αναδεικνύει έτι περισσότερο το περιεχόμενό του και θα το καθιστά έτσι αναπόσπαστο λειτουργικό κομμάτι του κοινωνικού συνόλου. “Τα μοιρολόγια των γυναικών μας, θαυμαστά ελεγειογραφίας αριστουργήματα, αυτόφυτα της ελληνικής ευαισθησίας προϊόντα, κινούσι τον θαυμασμόν των ποιητών και εφελκύουσι των γραμματολόγων την προσοχήν όσον ουδέν άλλο, έστω και το εντεχνότερον, των λοιπών εξηυγενισμένων και τετορνευμένων ημών στιχουργημάτων.” Σπυρίδων Ζαμπέλιος (1815 – 1881) Παρασυρμένοι από αυτό το εξαιρετικό πλήρους θαυμασμού κείμενο του Σπ. Ζαμπέλιου για το πρόσωπο της μοιρολογίστριας, θα προχωρήσουμε κι εμείς με τον ίδιο θαυμασμό στην περιγραφή αυτού του μοναδικού φαινομένου στη δημοτική μας παράδοση, όμως με φειδώ στις περιγραφές και τις λεπτομερείς αναλύσεις, αν και η ενασχόληση με ένα τέτοιο φαινόμενο θα απαιτούσε το αντίθετο. Αυτές οι χαρισματικές γυναίκες λοιπόν με τον ιδιαίτερο
ψυχισμό που ξεχωρίζουν και με τον επαγγελματισμό τους μεταξύ των γυναικών (που μοιρολογούν εκδηλώνοντας συναισθήματα οδύνης με επιφωνήματα και γογγυσμούς), οικειοποιούνται το γεγονός του θανάτου μέσα και από προσωπικά βιώματα και με επιδέξιους χειρισμούς που αφορούν στους χρωματισμούς της φωνής κατά την εκφορά του λόγου, την ένταση και το τονικό ύψος, με υποτυπώδη μελωδική υποστήριξη συγχρόνως και με κινήσεις του σώματος και των χεριών αναφέρονται στον νεκρό με πληθώρα επαίνων αλλά και στα δεινά που περιμένουν τους εν ζωή συγγενείς, ιδιαίτερα τη χήρα και τα ορφανά αν ο νεκρός ήταν ο προστάτης τους (βλ. μοιρολόι «Είναι πικρός ο θάνατος»). Χάρη στην ικανότητά τους να απομνημονεύουν σύντομες φράσεις, στίχους ή και ολόκληρα μοιρολόγια που άκουσαν από τις προηγούμενες μοιρολογίστρες, αυτοσχεδιάζουν με αξιοθαύμαστο τρόπο προσαρμόζοντας στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου γεγονότος στοιχεία από το πλούσιο υλικό που διαθέτουν. Σε συνδυασμό μάλιστα και με τα δικά τους στιχουργήματα της στιγμής, ανεβάζουν διαρκώς την ένταση της θρηνωδίας και «εκχύνονται σε θρηνώδες παραλήρημα» συμπαρασύροντας την ομήγυρη σε μια συναισθηματική κορύφωση, σε μια διάχυση πόνου που καταλαγιάζει προοδευτικά από κόπωση αλλά και από ανάγκη μιας κάποιας μορφής
αυτοσυγκέντρωσης. Παρέχουν έτσι στον εαυτό τους χρόνο για μια εσωτερική διεργασία επιλογής νέων στοιχείων με τα οποία τροφοδοτούν τον επόμενο κύκλο μοιρολογιού με τη συμμετοχή πάντα και των άλλων γυναικών σε κάποιες από τις οποίες μάλιστα με περισσή μαεστρία παραχωρούν για λίγο τη θέση τους φτάνοντας ως και σε διάλογο μεταξύ τους και πάει λέγοντας και … μοιρολογώντας. Αξίζει να ειπωθεί εδώ ότι ο πόνος για το χωρισμό μάνας και παιδιού, όποιος κι αν πεθαίνει από τους δύο, είναι η πιο δραματική και γνήσια έκφραση που συναντάμε στο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ. Το Λαγκαδινό «Καλώς σε ηύρα μάνα μου» είναι ένα εξαιρετικό δείγμα αυτού του χωρισμού. Και τα δύο επόμενα «Άι στο καλό μανούλα μου» και «Δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι» συνθέτουν ένα τρίπτυχο με εννοιολογική συνέχεια και συνέπεια. «Καλώς σε ηύρα μάνα μου» Καλώς σε ηύρα μάνα μου κι ας είσαι ξαπλωμένη καλώς ηύρα τα μάτια σου κι ας είναι σφαλισμένα.
Καλώς ηύρα το στόμα σου κι ας είναι τυπωμένο καλώς ηύρα τα χέρια σου κι ας είναι σταυρωμένα. Παιδιά μου καλώς ήρθατε να ’χετε την ευχή μου δεν έχω μάτια να σας ιδώ στόμα να σας μιλήσω. Δεν έχω και τα χέρια μου για να σας χαιρετήσω κοπήκαν τα σελίμια μας παν κι οι χαιρετισμοί μας. Τόση ήταν η αγάπη μας σαν του Μαρτιού το χιόνι όπου το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει.
«Άι στο καλό μανούλα μου» Άι στο καλό μανούλα μου και στην καλή την ώρα και να γεμίσει ο δρόμος σου τριαντάφυλλα και ρόδα. Να βρεις παράδεισο ανοιχτό να βρεις κεριά αναμμένα να βρεις βραγιές βασιλικό βραγιές τις μαντζουράνες. Και μια βραγιά καλή βραγιά να πέσεις να πλαγιάσεις γιατί ‘σουνα βαριάρρωστη και κατακουρασμένη.
«Δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι» Δεν πρέπει εγώ να χαίρομαι ούτε να τραγουδάω, μον’πρέπεινάειμαισ’ερημιά σ’ένα βαθύ σκοτάδι. Να κείτομαι τ’απίστομα να χύνω μαύρο δάκρυ, να σμίξουνε τα δάκρυα μου να γίνουν τρια ποτάμια. Τό ’να να διάει στα βουνά τ’άλλο να διάει στους κάμπους, το τρίτο δροσερό νερό να διάει στον κάτω κόσμο. Για να νιφτούν οι άνιφτοι να πιουν οι διψασμένοι, να πάρουν οι βαριάρρωστοι να βρέξουν τις πληγές τους.
«Η Μηλίτσα» Μηλίτσα πού εισαι στο γκρεμό τα μήλα φορτωμένη τα μήλα σου λιμπίζουμαι και το γκρεμό φοβάμαι. Αν τον φοβάσαι τον γκρεμό έλα απ’ το μονοπάτι. Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σ’ ένα ερημοκλήσι πού ήσαν τα μνήματα δασιά αδέρφια και ξαδέρφια. Πού ήσαν τα μνήματα δασιά αδέρφια και ξαδέρφια. Και ένα μνήμα ξέχωρο ξεχωριστό απ’ τ’ άλλα δεν το είδα και το πάτησα απάνω στο κεφάλι.
Κι ακώ το μνήμα και βογγά και βαριαναστενάζει Το τι έχεις μνήμα και βογγάς και βαριαναστενάζεις μην είν’ το χώμα σου βαρύ κι η πλάκα σου μεγάλη; Δεν είν’ το χώμα μου βαρύ κι η πλάκα μου μεγάλη δε μ’ είδες και με πάτησες απάνω στο κεφάλι. Οι τρεις μικρές ενότητες που διέκρινα σε αυτό ποίημαμοιρολόι παρουσίαζαν κάποιες αποκλίσεις μεταξύ τους που αφορούσαν στο περιεχόμενό τους, πράγμα που απαιτούσε μια λεπτή ερμηνευτική προσέγγιση κάθε ενότητας χωριστά. Η πρώτη ενότητα με εμφανώς ερωτικό περιεχόμενο (Μηλίτσα.. τα μήλα φορτωμένη), έπεται η ανταπόκριση και το πέρασμα με αριστοτεχνικό τρόπο (...έλα απ΄το μονοπάτι...) στη δεύτερη ενότητα, το σκηνικό του θανάτου (πού ησαν τα μνήματα δασιά...)
με απρόβλεπτη κατάληξη στην τρίτη ενότητα, έναν υποθετικό διάλογο ανάμεσα σε πρόσωπα του Απάνω και του Κάτω κόσμου. Ο ασφαλέστερος δρόμος λοιπόν που έπρεπε ν’ ακολουθήσω για τη μελοποίηση αυτού του θρηνώδους ποιητικού κειμένου, με αυτή τη σύνθετη μορφή, δεν ήταν άλλος από τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο αποδίδονται όλα σχεδόν «τα καθιστικά» δημοτικά τραγούδια: επανάληψη της κυρίαρχης μελωδίας σε ελεύθερο ρυθμό, ενδιάμεσα ορχηστρικά επεισόδια-γέφυρες ώστε να διατηρηθεί η ενότητα και η ροή της μελωδίας, χορωδιακά μέρη για την ενίσχυση της συνοχής του ποιητικού κειμένου κατά τρόπο που προσιδιάζει στο ρόλο του χορού στο Αρχαίο Δράμα (σχολιασμός των δρώμενων, προώθηση δράσης και διαλόγου, προβλέψεις για τα μελλούμενα). Συνισταμένη όλων αυτών, τελικά, η ερμηνεία με αδιόρατες φωνητικές και εσωτερικές συγκινησιακές διακυμάνσεις για την απόδοση της κάθε ενότητας χωριστά. Κάπως έτσι, « Η Μηλίτσα» με την αξιοζήλευτη ποιητική της μορφή μετεξελίχθηκε σε ένα σύγχρονο μοιρολόι, και όλοι εμείς να της ευχηθούμε μακροημέρευση για να ψυχαγωγεί τους ανθρώπους και να τους παρηγορεί, «εκ του πόνου του θανάτου».
«Τι νά’ χα και τι νά ‘στελνα» Τι να ’χα και τι να ’στελνα εκεί στον κάτω κόσμο ούλα τ’ αμπέλια τα ’γυρα κι ούλα τα περιβόλια. Να βρω ένα μήλο κόκκινο κι ένα γλυκό σταφύλι μα δεν εμπόρεσα να βρω σαν το δικό σου χείλι. Να στείλω μήλο σέπεται κυδώνι μαραγκιάζει να στείλω γλυκοστάφυλο στο δρόμο ξερογιάζει. Να στείλω και τα δάκρυα μου σ’ ένα χρυσό μαντίλι κι ήσαν τα δάκρυα καυτερά κι εκάει το μαντίλι.
Με την πρώτη ανάγνωση αυτού του μοιρολογιού ήρθε αμέσως στο νου μου το απόφθεγμα του Ν.Γ. Πολίτη: « Η ξενιτειά κι ο θάνατος αδέλφια λογούνται». Και πώς να μην εξομοιώνεται σχεδόν η ξενιτιά με τον θάνατο, όταν η παλιννόστηση ήταν αν όχι αδύνατη, οπωσδήποτε όμως εξαιρετικά επικίνδυνη. Μετακινήσεις με ζώα μέσα από δύσβατους δρόμους – μονοπάτια, αποστάσεις που χρειάζονταν μέρες καμιά φορά και μήνες για να καλυφθούν, εξάντληση απ΄τις κακουχίες, αρρώστιες, ο κίνδυνος των ληστών κ.ά. Φυσικά και δεν θα ξεχάσουμε τα υπερπόντια ταξίδια, τα οποία από άλλες αιτίες ήταν εξίσου επικίνδυνα. Η μνήμη και πάλι, ενεργός και επιρρεπής στους συνειρμούς, εντοπίζει στη συνέχεια στοιχεία που συνηγορούν, όπως θα διαπιστώσετε, υπέρ της άποψης ότι ο κορμός του εν λόγω μοιρολογιού βρίσκεται στο πανελληνίως γνωστό τραγούδι της ξενιτιάς «Ξενιτεμένο μου πουλί». Και πιο συγκεκριμένα: οι δύο πρώτοι στίχοι από το τρίτο τετράστιχο και οι δύο πρώτοι από το τέταρτο τετράστιχο είναι καταχωρημένοι 200 χρόνια πριν στη συλλογή ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ του CLAUD FAURIEL (σελ.276). Κι ακόμα ένας πιο εκτεταμένος δανεισμός από το ίδιο τραγούδι της ξενιτιάς : To τρίτο και το τέταρτο τετράστιχο βρίσκεται στη συλλογή «ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ» του Ν.Γ. Πολίτη (σελ 199-200). Αυτό όμως που προσαρμόζει δραματικά το τραγούδι της ξενιτιάς σε μοιρολόι είναι ο δεύτερος στίχος «εκεί στον κάτω κόσμο». Με εξαίρεση αυτόν το στίχο, οι υπόλοιποι από τα δύο πρώτα τετράστιχα είναι μια τρυφερή αναπόληση, μια αγωνιώδης αναζήτηση (θεσμικά μας φέρνει πιο κοντά σε πρόσωπο γυναίκαςσυζύγου) για το πού θα βρει στη φύση το πιο γλυκό χυμώδες δώρο για τον αγαπημένο της το οποίο θα μπορούσε να συγκριθεί με το γλυκό του χείλι και καταλήγει : «μα δεν εμπόρεσα να βρώ..» και το μοιρολόι ολόκληρο γίνεται ένας γόνιμος ποιητικός συμφυρμός από έρωτα, ξενιτιά και θάνατο που η λαϊκή μούσα υφαίνει με ευφάνταστο τρόπο και συνεκτικότητα. Όσον αφορά τώρα τη μελοποίησή του, το ηπειρώτικο πολυφωνικό ιδίωμα μου πρόσφερε για συναισθηματικούς λόγους την καλύτερη βάση για να αποδώσω πληρέστερα το συγκεκριμένο μοιρολόι, έχοντας παράλληλα στη σκέψη μου ως σταθερό σημείο αναφοράς το απόφθεγμα του Στίλπωνος Κυριακίδη (1887-1964): «Οιονδήποτε βαθέως μελαγχολικόν συναίσθημα δύναται να εκδηλωθεί εις άσμα θρηνητικόν, εις μοιρολόγι».
«Είναι πικρός ο θάνατος» Είναι πικρός ο θάνατος γλυκός ο απάνω κόσμος, ποτέ ορφανό δε χαίρεται χήρα δεν καμαρώνει. Όσο περνάει ο καιρός τόσο αβγαταίνει ο πόνος, θα μαραθούν τα χείλη μας λέγοντας τ’όνομά σου. Με το Λόγο να μας παρηγορεί και τη μελωδία βάλσαμο του πόνου από τα βάθη της ψυχής μας εκχύνονται θρηνωδίες – μοιρολόγια ξορκίζοντας το θάνατο, το Χάροντα, που μας παίρνει νήπια ακόμα χεράκι-χεράκι για το μακρινό ή σύντομο ταξίδι στον Απάνω Κόσμο κατά πως εκείνος βούλεται, για να μας οδηγήσει με το τελείωμα του χρόνου στον αφανισμό και την απόλυτη ταπείνωση. Ή μήπως όχι, αφού για τους καλούς ανθρώπους υπάρχει ο παράδεισος και η οριστική απαλλαγή από τα βάσανα του μάταιου τούτου κόσμου. Κι ο λαϊκός ποιητής να επιμένει:
«Eίναι πικρός ο θάνατος, γλυκός ο απάνω κόσμος» «Μονάχος τό ειδε τ’ όνειρο» Μονάχος τό ειδε τ’ όνειρο πως ήθελ’ (ν)α πεθάνει μάι δ’ έτρωγε μάι δ’ έπινε μάι δε καλοκοιμόταν. Παρά σιγοπερπάταγε στο μέσα περιβόλι να βρει τ’ αφράτο μάρμαρο τ’ ατίμητο λιθάρι. Να φτιάξει το κιβούρι του καθώς και το κορμί του. Πιάνει και γράφει μια γραφή και στέλνει στους μαστόρους Μαστόροι μου Λαγκαδινοί και μαρμαροχτιστάδες
να φτιάχτε το κιβούρι μου καθώς και το κορμί μου. Μάι δε πλατύ, μάι δε στενό μάι δε πολύ μεγάλο και στη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι να μπαίνει ο ήλιος το πρωί δροσιά το μεσημέρι. Μαστόροι μου Λαγκαδινοί και μαρμαροχτιστάδες να φτιάχτε το κιβούρι μου καθώς και το κορμί μου Και στη δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παραθύρι να μπαινοβγαίνει το πουλί τα νέα να μου φέρνει. Τα νέα από το σπίτι μου κι απ’ τον απάνω κόσμο.
Ανατρέχοντας και πάλι στις Εκλογές των δημοτικών τραγουδιών του Ν. Πολίτη και συγκεκριμένα στο τραγούδι ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ ΤΟ ΚΙΒΟΥΡΙ (σελ. 50) συσχετίζοντάς το με το μοιρολόι της ΑΡΚΑΔΙΚΗΣ ΕΛΕΓΕΙΑΣ, προκύπτουν τα εξής ενδιαφέροντα: «Ως διηγείται το ακριτικόν έπος, ο Διγενής Ακρίτης αισθανόμενος προσεγγίζοντας το θάνατον (Μονάχος το είδε τ’όνειρο πως ήθελ’ (ν)α πεθάνει) έκτισεν ο ίδιος παρά τον Ευφράτην πανώραιον τάφον και κιβούριν του θανάτου εκ λευκού μαρμάρου δια να αποτεθεί το σώμα του (... να βρεί τ’ αφράτο μάρμαρο/τ’ατίμητο λιθάρι/ να φτιάξει το κιβούρι του/ καθώς και το κορμί του). Και οι συνεχίζοντες τας ακριτικάς παραδόσεις κλέφτες θνήσκοντες μεν εν τη μάχη παραγγέλλουν εις τους συντρόφους των (...πιάνει και γράφει μια γραφή/ και στέλνει στους μαστόρους) ....εκφράζον ως υστάτην θέλησιν του νεκρού την κατασκευήν μαρμαρίνου πολυτελούς τάφου... (Μαστόροι μου λαγκαδινοί και μαρμαροχτιστάδες/ να φτιάχτε το κιβούρι μου καθώς και το κορμί μου...) εξ ού να δύναται να επικοινωνεί ούτος προς την ζωήν».
Οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι του κλέφτικου τραγουδιού σχεδόν πανομοιότυποι επί της ουσίας με κάποιους από το Αρκαδικό Μοιρολόι επιβεβαιώνει όχι μόνο τη διαχρονικότητά του, όπως άλλωστε και στα προηγούμενα μοιρολόγια, αλλά και την αξιοθαύμαστη ικανότητα του λαϊκού ποιητή να χρησιμοποιεί το τοπικό γλωσσικό ύφος για να αποδώσει με ενάργεια και γλαφυρότητα το κεντρικό θέμα του ποιήματος το οποίο θέμα συμπυκνούται στην εξής αποσπασματική φρασεολογία: Αντιγράφω από το πρωτότυπο: «…παραγγέλουν εις τους συντρόφους των» όπως «φροντίζουν περί της κατασκευής τάφου καταλλήλου...(ώστε).... να μη διακόψουν την άμεσον συνάφειαν προς την ζωή και την περιβάλλουσαν αυτούς φύσιν, διότι φαντάζονται τον θάνατον ως ουδέν άλλο ή σκιώδη ανάκλασιν της ζωής». Και κατ’απόλυτον αντιγραφήν: «Και στη δεξιά μου τη μεριά ν’αφήστε παραθύρι, να μπαίνει ο ήλιος το πρωί και το δροσιό το βράδυ, να μπαινοβγαίνουν τα πουλιά, της άνοιξης τ’αηδόνια, και να περνούν οι γέμορφες, να με καλημεράνε.»
Η σχέση μου με τα Λαγκαδινά Μοιρολόγια και η μελοποίησή τους δεν ήταν τυχαία ούτε ευκαιριακή. Η Κίνηση Πολιτών ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ και οι άνθρωποι που με εμπιστεύτηκαν γι’ αυτό το εγχείρημα ήξεραν ήδη ότι η καταγωγή μου απ’την ‘Ηπειρο και η οικογενειακή μου παράδοση ήταν εχέγγυα, σε πρώτη εκτίμηση, πως κάτι καλό μπορεί να προκύψει. Το υλικό που με ιδιαίτερη φροντίδα και επιμέλεια έχει συλλέξει η Μαρία Πισιμίση - Κατσίκα στη συλλογή της “Λαγκαδινά Μοιρολόγια” λειτούργησε ως καταλύτης αυτής της σχέσης. Οι άνθρωποι των Ανθέων γνώριζαν επίσης ότι το ενδιαφέρον μου για το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΟΙΡΟΛΟΪ γενικότερα, ήταν κάτι περισσότερο από επαγγελματικό. Ήταν και παραμένει μια άσκηση πνευματικής και συναισθηματικής εγρήγορσης, μια συνεχής προσπάθεια αυτογνωσίας σε σχέση με το ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Αν για παράδειγμα νιώσεις την ανάγκη να μελοποιήσεις ένα ποίημα με τη ιδιαιτερότητα ενός μοιρολογιού πρέπει πρώτα να αναρωτηθείς αν διαθέτεις τη συναισθηματική επάρκεια γιας να ανυψωθείς στο επίπεδο που θα σου δοθεί το «χρίσμα» του μοιρολογητή. Είναι αυτό προαπαιτούμενο για να έχεις το χάρισμα της έμπνευσης, χωρίς την παρεμβατική δύναμη της βούλησης. Είναι ο θεμέλιος λίθος, η αφετηρία που δίνει προοπτική
δημιουργίας ενός γνήσιου μουσικοποιητικού έργου. Αυτή την έμπνευση ως προσωπική εμπειρία θα την περιέγραφα και ως μια συγκινησιακή έκρηξη που διεγείρει ψυχοσωματικές δυνάμεις οι οποίες εκδηλώνονται σε μια απρόβλεπτη χρονική στιγμή και στον πυρήνα της περιέχει ανθρώπινες παραστάσεις, ανθρώπινες πράξεις και σχέσεις, ικανές να διεγείρουν και να παρατείνουν αυτή τη συγκίνηση. Αυτός ο πυρήνας ελκύει στη συνέχεια συγγενικά στοιχεία από το γνωσιακό και πνευματικό κόσμο του δημιουργού προϋποθέτει δε το διαρκή προσανατολισμό του στο κεντρικό νόημα του μοιρολογιού και τη σωστή χρήση της κάθε λέξης ως αυτόνομης ηχητικής και νοηματικής οντότητας. Με αυτά τα στοιχεία και γύρω από τον άξονα Ποιητικός Λόγος - Συγκίνηση αναπτύσσεται μια μελωδική και ρυθμική θεματολογία, η οποία εκφράζει συγκινήσεις «εκ του πόνου του θανάτου» και δίνει αξία στη μελοποίηση ενός ποιήματος με την ιδιαιτερότητα του μοιρολογιού. Είναι φανερό λοιπόν εξ όσων προαναφέραμε και με τον τρόπο που τα εκθέσαμε ότι η πρωτογενής δημιουργία έχει να κάνει πρωτίστως με την ιδιότητα του συνθέτη. Στο επόμενο στάδιο όλα αυτά μεταβάλλονται και παίρνουν εξω-τερική μορφή με τους ήχους των μουσικών οργάνων και τις ανθρώπινες φωνές. Ο πρώτος ρόλος τώρα ανήκει στους
μουσικούς και τους τραγουδιστές. Η ερμηνεία τους είναι που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα του μουσικού έργου. Είναι μια διαδικασία εξαιρετικά πολύπλοκη και επίπονη όπου δοκιμάζονται οι ψυχοσωματικές αντοχές , το επίπεδο κατανόησης της πρωτογενούς δημιουργίας, η ερμηνεία τους ως πράξης ευθύνης, προσφοράς και σεβασμού προς τη δημοτική παράδοση, που είναι και η υπέρτερη αξία όλων των άλλων. Σε πολλά σημεία ο ρόλος του καλλιτέχνη-ερμηνευτή είναι σχεδόν ταυτόσημος με εκείνον του συνθέτη (αυτοσχεδιασμός), πόσω μάλλον στην περίπτωση που ερμηνευτής και συνθέτης είναι το ίδιο πρόσωπο. Ο καλλιτέχνης ως ενεργός πολίτης με προσωπικότητα και ήθος είναι φορέας πολιτισμού. Είναι αυτός που προσλαμβάνει, επεξεργάζεται και αξιολογεί τις προσδοκίες και τις ψυχαγωγικές ανάγκες των ανθρώπων μιας κοινωνίας και τις μετατρέπει σε πολιτιστικό αγαθό. Από διαίσθηση αλλά και από μια ειλικρινή εσωτερική ανάγνωση των συναισθημάτων του γνωρίζει πρώτος αυτός πότε το έργο του είναι γνήσιο ή αποτέλεσμα γνώσεων και καλών ίσως προθέσεων. Προβάλλει εις εαυτόν το όραμά του, πειραματίζεται, περιμένει. Ξέρει ότι η αναμονή δεν είναι χάσιμο χρόνου αλλά χρόνος γόνιμης κυοφορίας.
Είναι κομιστής νεωτερικών στοιχείων, τα οποία λειτουργούν κατά τρόπο δημιουργικό μέσα στο ήδη υπάρχον, επιλέγοντας ό,τι θετικό από τα νέα μουσικά ρεύματα, τα οποία είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ενσωματώνει στο διαχρονικό και την μέγιστη και την ολίγιστη πολιτιστική αξία με την ίδια υπευθυνότητα. Είναι η ψυχή του λαού και ο κύριος εκφραστής των συναισθημάτων του. Είναι αυτός που αναλώνεται χωρίς φειδώ για να μεταδίδει συγκίνηση απ’τη συγκίνησή του, να παρηγορεί τον άνθρωπο «εκ του πόνου του θανάτου» γράφοντας και τραγουδώντας μοιρολόγια. Μήπως θα ’πρεπε λοιπόν να είναι ένα πρόσωπο σεβαστό και προστατευόμενο απ’ τον κόσμο και την πολιτεία όπως ίσχυε θεσμικά για τους αοιδούς (θρηνωδοί) και τους ραψωδούς στην αρχαιότητα; Aντ’ αυτού, στο σύγχρονο κόσμο της σύγχυσης και των αντιθέσεων ιδεολογικών και πολιτιστικών, ο πραγματικός καλλιτέχνης συμπιέζεται στα ακραία όρια παραγκωνισμού του. Εύθικτος, ονειροπόλος αλλά και επίμονος αρνητής της ευτέλειας αντιπαλεύει τη μίζερη πραγματικότητα, με σθένος, αντοχή και αυταπάρνηση αν χρειαστεί, θέλοντας να απαλλάξει ει δυνατόν από τη ρηχότητα της αυταρέσκειας και του εφησυχασμού τον πάμπλουτο κληρονόμο ενός πολιτισμού που δεν ξέρει κι ο ίδιος τί
ακριβώς κληρονόμησε και πώς να το διαχειριστεί. Όπως και να ’χουν τα πράγματα, αθώοι ή ένοχοι για τα πολλά και για τα λίγα, κτίστες και χρήστες γίναμε εν τοις πράγμασι σώμα ενιαίο και αχώριστο, σώμα ανθρώπων και ειμαρμένης (!) με το πολιτιστικό προϊόν ανά χείρας, το οποίο καταχωρείται δικαιωματικά στα ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ για να περάσει στη συνέχεια και στα χέρια των ανθρώπων της τοπικής κοινωνίας (ίσως και σε ευρύτερο κοινό) για την αποδοχή ή την απόρριψή του. Αν συμβεί το πρώτο τότε θα ακολουθήσει αβίαστα και η ενσωμάτωσή του στα πολιτιστικά δρώμενα των Αρκάδων, για να δώσει αύριο τη θέση του στο καλύτερο όταν εμφανισθεί ή να γίνει ανάχωμα εν τω μεταξύ στο χειρότερο κι αυτό είναι σημαντικότερο από το προηγούμενο, τώρα που οι αντιστάσεις στην υποκουλτούρα της ψηφιακής τεχνολογίας, ελληνικής ή ξένης γίνονται όλο και ασθενέστερες. Και όταν μεγαλώνοντας παρακολουθείς το νερό του Αλήσμονα να ρέει άφθονο απ’ την πηγή της Άρνης (η αρχαία πηγή της Λήθης επιζεί σήμερα σαν βρύση της Άρνης ή της Αρνησιάς), σχηματίζοντας «ορμητικούς χειμάρρους» που συμπαρασύρουν και εκβάλλουν στον ωκεανό της Λήθης τα κεκτημένα αιώνων μαζί και τα «θαυμαστά ελεγειογραφίας αριστουργήματα» τότε μαθαίνεις για τα καλά ποιο είναι το
μεγαλύτερο κακό όλων των άλλων και εύκολα μπορείς να υπολογίσεις τις συνέπειές του σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Εμείς οι μουσικοί λοιπόν (οργανοπαίχτες, συνθέτες, ενορχηστρωτές, τραγουδιστές, μοιρολογητές και μοιρολογίστρες, χορωδοί, αυτοσχεδιαστές...) έχουμε συνείδηση των ικανοτήτων μας αλλά και των αδυναμιών μας. Γνωρίζουμε πως είναι ευθύνη μας και χρέος να παράγουμε έργο εις το διηνεκές για να υπάρχει συνέχεια στον πολιτισμό μας. Οι συνθήκες, αν δεν είναι οι χειρότερες, δεν είναι και οι καλύτερες. Τις υπομένουμε καρτερικά για να μην πιούμε το νερό του Αλήσμονα. Τα μοιρολόγια αυτής της ιστορικής και ιδιαίτερα όμορφης περιοχής της πατρίδας μας εμφανίστηκαν μπροστά μας σαν μια πρόκληση της μοίρας, για να δοκιμαστεί η αξιοσύνη και η αξιοπιστία μας. Ήταν μια πρόκληση που την κάναμε πράξη, προσφορά και πολιτιστική πρόταση. Προσπαθήσαμε, μοχθήσαμε, ξενυχτίσαμε, δώσαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε και κάτι παραπάνω: ένα κομμάτι απ’ την ψυχή μας.
Τα καταθέτουμε όλα εδώ με ταπεινοφροσύνη και σεβασμό σαν ένα πετραδάκι στο μέγα οικοδόμημα της Ελληνικής Δημοτικής και Λόγιας Δημιουργίας και στην κρίση των ανθρώπων που εκτιμούν την αξία της προσφοράς μας στο σύνολό της. Έτος 2015 Νίκος Τάτσης
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ:
Κίνηση Πολιτών ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΜΕΛΟΠΟΙΗΣΗ - ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ:
Νίκος Τάτσης
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ:
Άρης Χατζησταύρου
ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Σοφία Μαυρογενίδου, φλάουτο Άρης Χατζησταύρου, κλασική κιθάρα Αγγελίνα Τκάτσεβα, τσίμπαλομ Νίκος Τάτσης, κλασική κιθάρα Διονύσης Βερβιτσιώτης, βιολί Διονύσης Μακρής, κοντραμπάσο Αυτοσχεδιάζει ο λυράρης Γιώργος Κοντογιάννης ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΝ:
Αμαλία Τάτση & Νίκος Τάτσης
ΤΑ ΧΟΡΩΔΙΑΚΑ ΜΕΡΗ ΑΠΟΔΙΔΟΥΝ:
Αμαλία Τάτση, Σοφία Μαυρογενίδου, Νίκος Τάτσης, Άρης Χατζησταύρου ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ:
Εύα Κοταμανίδου ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ:
Μαρία Κατσίκα-Πισιμίση ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ:
Αμαλία Τάτση ΗΧΟΛΗΨΙΑ:
Γιάννης Οικονόμου (studio «ηχοβρύχιο») ΜΙΧ:
Νίκος Τάτσης, Γιάννης Οικονόμου, Άρης Χατζησταύρου ΜΑSTERING:
Σταμάτης Φουσέκης EΞΩΦΥΛΛΟ:
Φωτογραφία του έργου «Μοιρολογίστρα» του γλύπτη Μιχάλη Κάσση
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Τα Άνθη της Πέτρας ευχαριστούν για την εθελοντική συνεισφορά τους: Την Μαρία Κατσίκα για την παραχώρηση της συλλογής της «Λαγκαδινά Μοιρολόγια», τους μουσικούς Σοφία Μαυρογενίδου, Γιώργο Κοντογιάννη, Διονύση Μακρή & Άρη Χατζησταύρου, την Αμαλία Τάτση (τραγούδι) και την ηθοποιό Εύα Κοταμανίδου (απαγγελία), τον Γιάννη Οικονόμου (ηχοληψία), τον γλύπτη Μιχάλη Κάσση για το έργο του “μοιρολογίστρα”, τον Δημήτρη Ταλιάνη για τη φωτογράφησή του. Τα Άνθη της Πέτρας ευχαριστούν την Τράπεζα ALPHA BANK που με την ευγενική της χορηγία συνέβαλε στην παραγωγή του CD.