Ιστορια τομ 1

Page 1

ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΑΚΟΣ

ΕΠΙΤΟΜΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ

Ὄλβιος (ἐστί) ὅστις τῆς Ἱστορίας ἔσχε μάθησιν ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στη σημερινή ελληνική βιβλιογραφία δεν υπάρχει έλλειψη ούτε ιστορικών πραγματειών ούτε μιας εκτεταμένης και πλήρους Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους από της πρώτης εμφάνισής του μέχρι σήμερα, έστω κι αν δεν είναι ενσωματωμένη σε αυτή, τουλάχιστο με κάποια πληρότητα, και η υπέροχη Ελληνική Μυθολογία. Εκείνο που λείπει και χρειάζεται είναι ένα ιστορικό εγχειρίδιο εύχρηστου μεγέθους μέσα στο οποίο θα μπορούσε να συμπιεστεί αυτός ο τεράστιος όγκος των γεγονότων, ζωής, δημιουργίας και πολιτισμού που παρήγαγε αυτό το έθνος του οποίου τις ρίζες η αξίνα της έρευνας – μολονότι όλο και βαθύτερα μπήγεται στο παρελθόν - ακόμα αναζητεί. Κι όλο και τις μεταθέτει μακρύτερα. Κι όλος ο όγκος του ιστορικού του υλικού μεγαλώνει, συχνά μαζί ή παράλληλα με την ιστορική του διαδρομή. ΄Οταν συνειδητοποίησα αυτή την έλλειψη κι αυτή την ανάγκη, αποφάσισα –ίσως περισσότερο απερίσκεπτα απ’ όσο το εγχείρημα δικαιολογούσε-

να τη

θεραπεύσω, αγνοώντας προφανώς τι σήμαινε η προσπάθεια να περικλείσεις σ’ έναν τόμο αυτό που στην τελευταία του εκδοχή μόλις χώρεσε σε 16 μεγάλους τόμους, φιλοδοξώντας μάλιστα αυτή η συμπίεση της ύλης να μη θίξει στα ουσιώδη της την πληρότητά της!

Και χωρίς ακόμα ν’ αξιολογήσω σωστά την

προειδοποίηση του μεγάλου Κ. Παπαρρηγόπουλου – που πρώτος ανέλαβε ανάλογο εγχείρημα, να συγκροτήσει επιτομή του δικού του έργου – για τις μεγάλες δυσχέρειες που έχει ν’ αντιμετωπίσει όποιος θελήσει να τιθασεύσει το ιστορικό υλικό και να το περιορίσει σ’ ένα δυσανάλογο του μεγέθους του κελί.


Στην ελληνική – αλλά και στην παγκόσμια – βιβλιογραφία υπάρχει πληθώρα ιστορικών πονημάτων που άρχισαν τη διαδρομή τους τουλάχιστο – αν φυσικά τα ομηρικά έπη δεν είναι τέτοια – πριν 2,5 χιλιάδες χρόνια. Τα περισσότερα από αυτά είτε εξιστορούν και αναλύουν ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ή βιογραφούν ένα σημαντικό ιστορικό πρόσωπο είτε καλύπτουν μια ορισμένη ιστορική περίοδο, μικρότερη ή εκτενέστερη. Ελάχιστα είναι τα έργα που καλύπτουν ολόκληρη τη μακραίωνη και γνωστή ως τώρα ιστορική διαδρομή αυτού του έθνους που σημάδεψε ως τώρα όσο λίγα έθνη την παγκόσμια ιστορία. Αυτά δε τα τελευταία είναι μεν σημαντικότατα, αλλά τόσο εκτενή, και άρα δύσχρηστα, που καταντούν πρώτον να είναι κατάλληλα και απαραίτητα μόνο για τους ειδικούς, και δεύτερον να μην εξυπηρετούν το βασικό ζητούμενο: τη συνοχή και την ενότητα στην παρακολούθηση της διαδοχής των ιστορικών γεγονότων και μέσω αυτών την αδιάκοπη πορεία του έθνους για την πραγμάτωση των πεπρωμένων του. Αυτός, φρονούμε, πρέπει να είναι και ο κεντρικός στόχος της διδασκαλίας – στη Μέση τουλάχιστο εκπαίδευση – του μαθήματος της Ελληνικής Ιστορίας. Αυτό που γίνεται σήμερα με τον τεμαχισμό της σχολικής ιστορίας σε περιόδους ασύνδετες μεταξύ τους αποτελεί βαναυσότητα. Αυτό το κενό, και αυτή την ανάγκη, φιλοδοξεί να καλύψει η παρούσα εργασία. Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της; Κατ’ αρχήν τι δεν είναι: α) Δεν είναι περίληψη της Ελληνική Ιστορίας. β) Δεν είναι επιλεκτική παράθεση ιστορικών – των ουσιωδών έστω – γεγονότων (επιτευγμάτων ή συμφορών) της Φυλής. Είναι συνοπτική μεν αλλά πλήρης η τρισχιλιετής ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Πώς επιτεύχθηκε αυτός ο άθλος ώστε οι πάνω από10.000 σελίδες άλλων ανάλογων έργων να συμπτυχθούν σε 1500 περίπου, χωρίς να θιγεί η πληρότητα της εξιστόρησης; Όχι φυσικά με την περικοπή ιστορικής ύλης, αλλά: α) με την αποφλοίωση του περιττού και την παρακράτηση της ουσίας (για την περίπτωση)· β) με την παράλειψη ή τη συρρίκνωση του αφηγηματικού διακόσμου· γ) με τη λιτότητα στην περιγραφή των γεγονότων και φαινομένων· δ) με την ενδεικτική παράθεση ύλης (κυρίως στους χώρους του πολιτισμού) που προσφέρει εξειδικευμένη γνώση και ενδιαφέρει κατά πλάτος και βάθος λίγους, τους ειδικούς , και ε) με τον εξοβελισμό ή τον περιορισμό της εικονογράφησης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μειονέκτημα από το σύγχρονο απαιτητικό αναγνώστη. Μακάρι να ήταν εφικτή η εξάλειψή του χωρίς να θιγεί το πλεονέκτημα του περιορισμένου όγκου. Για να επιτευχθεί αυτό το πλέγμα των επιμέρους επιδιώξεων και να φτάσουμε στο τελικό

αποτέλεσμα

χρειάστηκε

να

καταβληθεί

πολύς

κόπος

και

να

χρησιμοποιηθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις και δυνατότητες από το συντελεστή αυτής της εργασίας. Και χρειάστηκαν πολύ περισσότερες από όσες αρχικά νομίζαμε ή υπολογίζαμε. Ελπίζουμε το αποτέλεσμα να δικαιώσει τους κόπους και τις προσδοκίες του φιλόδοξου αυτού εγχειρήματος.


Ενόψει των παραπάνω, είναι προφανές ότι και η ανάγνωση του παρόντος έργου έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, απαιτήσεις και «τεχνικές». Διότι συχνά το κείμενο είναι ελλειπτικό. Πολλά λέγονται υπαινικτικά. Ο λόγος συνήθως είναι πυκνός. Πίσω από μια μικρή φράση ή και μία λέξη μπορεί να υποκρύπτονται πολλά. Άρα όποιος ενδιαφέρεται να τα ανακαλύψει θα πρέπει να καταφεύγει κατά περίπτωση σε εκτενέστερες σχετικές εργασίες. Εννοείται ότι τα υποκρυπτόμενα/παραλειπόμενα (συνήθως λεπτομέρειες) θεωρήθηκαν ως δευτερεύουσας σημασίας και άρα όχι απαραίτητα να καταχωριστούν στην παρούσα εργασία. Συνιστάται ακόμα στον αναγνώστη να επιδιώξει να συντονίσει το ρυθμό ανάγνωσής του στον κοφτό, σχεδόν εμβατηριακό, παλμό στον οποίο συχνά είναι γραμμένο το κείμενο. Τι προσφέρουμε με την παρούσα εργασία στον ελληνικό λαό – αλλά και στους ξένους θαυμαστές αυτού του Έθνους - , στην ελληνική παιδεία και στον απανταχού της Γης Ελληνισμό; Ένα ιστορικό εγκόλπιο. Έναν ασφαλή οδηγό για όποιον θα θελήσει να διανύσει την άλλοτε εκθαμβωτική και άλλοτε ερεβώδη διαδρομή μέσα στο δυσπροσδιόριστο παρελθόν αυτού του λαού, που είναι και προσωπική του διαδρομή. Προσφέρουμε ακόμη την αφορμή και τη δυνατότητα στους σχεδιαστές της ελληνικής Παιδείας να επανεξετάσουν την ενότητα και διαχρονικότητα στη διδασκαλία της Ελληνικής Ιστορίας – τουλάχιστον στη Μέση εκπαίδευση. Και τώρα λίγα για τη διάταξη της ύλης. Το όλο έργο διαιρέθηκε σε …. Μέρη, με κριτήρια την υφή της ιστορικής ύλης, αφενός, και τις ιστορικές περιόδους, αφ’ ετέρου, στο βαθμό βεβαίως που αυτές είναι ευδιάκριτες και σαφείς. Κάθε Μέρος υποδιαιρείται σε κεφάλαια και αυτά περαιτέρω σε ενδιάμεσες ενότητες. Στο τέλος πολλών Μερών καταχωρίζονται συνοπτικότατα οι βασικότερες πτυχές των πολιτισμικών, επιστημονικών κτλ. επιτευγμάτων του λαού μας κατά την αντίστοιχη περίοδο, όταν αυτά φυσικά δεν εξετάζονται στον οικείο τόπο.


Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει για τις δυσχέρειες που συναντήσαμε στην εξιστόρηση, αξιολόγηση και αιτιολόγηση γεγονότων της εντελώς πρόσφατης ιστορίας, που σημάδεψαν με τρόπο θετικό ή αρνητικό την πορεία του Έθνους μας, για τα οποία υπάρχουν ποικίλες και συχνά αντικρουόμενες προσεγγίσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις φροντίσαμε να παραθέσουμε τις βασικότερες εκδοχές και κάνουμε τη δική μας – κατά το δυνατό αντικειμενική – προσέγγιση. Επειδή όμως πολλοί από τους πρωταγωνιστές αυτών των γεγονότων ακόμα ζουν κι έχουν ενδεχομένως μια άλλη άποψη ή και γνώση ορισμένων πτυχών τους και επειδή δεν εξέλιπε ακόμη – κυρίως από τον εμφύλιο σπαραγμό – η ιδεολογικής τους φόρτιση, θα πρέπει να δείξουν κατανόηση αν κάπου διαπιστώσουν μονομέρεια ή ερμηνεία ή αιτιολόγηση αντίθετη από τη δική τους. Αυτές οι περίοδοι δεν έχουν ακόμα ιστορικώς κατασταλάξει. Κι όσο να γίνει αυτό – αν ποτέ γίνει στην εντέλεια – θα υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις. Μέσα από αυτές, σαν από πατητήρι ιδεών, θα προκύψει το τελικό γνωστικό – ιστορικό προϊόν. Στόχος αδιαπραγμάτευτος κι επιδίωξη πρέπει να είναι πάντα η ιστορική Αλήθεια, όσο κι αν αυτή πληγώνει κάποιους ή δε δικαιώνει τις επιλογές ή τις επιδιώξεις κάποιων άλλων. Και οι μεν και οι δε αποτελούμε το ενιαίο σώμα των Ελλήνων. Αυτή δε η εθνική ενότητα

και

συμπόρευση εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα με την παράθεση της αλήθειας και την αποδοχή της. Η επιβεβαίωση δε του Έθνους και της Φυλής μας εξαρτάται απολύτως από την Εθνική ενότητα και ομοψυχία, ενώ υπονομεύεται επικίνδυνα από την αντιπαράθεση και τη συντήρηση του διχασμού που κάποτε σημάδεψαν οδυνηρά τη ζωή μας. Αυτό το δυσάρεστο παρελθόν θα πρέπει να το θυμόμαστε μόνο για παραδειγματισμό κι αποφυγή.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ


Ένα από τα θαυμαστότερα πολιτισμικά επιτεύγματα του ελληνικού λαού είναι η μοναδική στον κόσμο μυθολογία του, προϊόν φαντασίας, συναισθηματικού ξεχειλίσματος, θρησκευτικής αναζήτησης, ερευνητικής διάθεσης, φόβου, πόθου αθανασίας κτλ. Αν θα θέλαμε να κατατάξουμε σε θεματικές ενότητες τους ελληνικούς μύθους, θα σχηματίζαμε τα εξής σύνολα: εκείνους που περιγράφουν τη γένεση των θεών και θεοτήτων (θεογονία), εκείνους που αναφέρονται στη γένεση του κόσμου (κοσμογονία), εκείνους που εξιστορούν τα κατορθώματα ηρώων και ημίθεων (ηρωική μυθολογία), εκείνους που αναφέρονται στη διαπάλη θεών, ημίθεων, Γιγάντων, Τιτάνων κτλ. για την τελική επικράτηση, και εκείνους που ασχολούνται με όσα συμβαίνουν στον Άδη. Η μυθολογία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο καθρέπτης της ψυχής ενός λαού, αλλά και πολύτιμο κομμάτι της ιστορίας του. Αν ο ελληνικός λαός δεν είχε δημιουργήσει ιστορία, αν δεν είχε αγγίξει τις κορυφές του πανανθρώπινου πολιτισμού, αν είχε αφανιστεί στο μεταίχμιο Ιστορίας και προϊστορίας, όπως τόσοι άλλοι λαοί, θα αρκούσαν και μόνο οι μύθοι του να του χαρίσουν τον πανανθρώπινο θαυμασμό και την αθανασία. Οι μύθοι δεν είναι απλά δημιουργήματα αχαλίνωτης φαντασίας, ειδικά μάλιστα οι ελληνικοί. Είναι στο σύνολό τους πνευματικά καλλιτεχνήματα. Αυτό θα το διαπιστώσουμε καλύτερα αν αναλογιστούμε και υπολογίσουμε την τεράστια επίδραση που έχουν, πάνω από 3.000 χρόνια τώρα, όχι μόνο στον απαράμιλλο ελληνικό πολιτισμό αλλά και στον παγκόσμιο. Αριστουργήματα του θεάτρου, της γλυπτικής, της ζωγραφικής, της μουσικής, της λογοτεχνίας κτλ. είναι εμπνευσμένα από τη θεματολογία της ελληνικής μυθολογίας. Αυτή δε η πηγή μοιάζει να είναι αστείρευτη, αφού δεν έπαυσε εδώ και 30 αιώνες να τροφοδοτεί την ανθρώπινη δημιουργικότητα. Οι μύθοι δεν είναι μόνο «παραμύθια» και φαντασιώσεις. Πολλοί από αυτούς (ιδιαίτερα οι ηρωικοί) περικλείουν στον πυρήνα τους σημαντικές ιστορικές αλήθειες. Αυτό πια δεν είναι μια υπόθεση, αλλά επιστημονική βεβαιότητα. Ιδιαίτερα οι αρχαιολογικές έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία που επαληθεύουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει πληροφορίες, που μόνο από τους μύθους έχουμε και στις οποίες πριν από λίγα χρόνια ελάχιστοι ή κανένας έδινε σημασία. Χάρη στη Μυθολογία οι γνώσεις μας, για την προϊστορική κυρίως περίοδο, διαρκώς πλουτίζονται. Και όχι μόνο για ιστορικά γεγονότα (ίδρυση πόλεων, μετακινήσεις φύλων, συγκρούσεις λαών κ.ά.), αλλά και για την καθημερινή ζωή των ανθρώπων (ασχολίες, οικονομία, έθιμα, θρησκευτικές δοξασίες κτλ.). Ένας ολόκληρος λαμπρός κόσμος ξεπηδάει μέσα από τους μύθους, ένας κόσμος που είναι περίτεχνα τυλιγμένος σε θελκτικές διηγήσεις, που μοιάζει να έπλασε η ανθρώπινη φαντασία στις πιο ακραίες της πτήσεις.


Μερικά από τα θαυμαστότερα και συγχρόνως άξια ιδιαίτερης προσοχής και έρευνας στοιχεία των ελληνικών μύθων είναι η πολυπλοκότητά τους, η διαπλοκή τους, οι πολλές εκδοχές του ίδιου μύθου και τελικά το δαιδαλώδες τους. Μοιάζουν με φαντασιώσεις ή όνειρα εφιαλτικά, που ταυτόχρονα είναι και δεν είναι κάτι, είναι και τούτο αλλά και κάτι άλλο, γίνεται εδώ αλλά και

κάπου αλλού. Αυτά τα

παιχνιδίσματα της φαντασίας συνιστούν μία από τις μοναδικότητες των ελληνικών μύθων. Ο μεγαλύτερος όγκος των μύθων είναι καταχωρισμένος στην προφορική παράδοση του ελληνικού λαού. Από εκεί τους άντλησαν ο Όμηρος, ο Ησίοδος (οι κύριες γραπτές κι οργανωμένες πηγές μας) και οι άλλοι αρχαίοι δημιουργοί. Είναι προφανές ότι οι μύθοι δεν έχουν ούτε την ίδια καταγωγή ούτε την ίδια ηλικία. Αν είναι αναγκαία πάντως μια χρονολογική ένταξη, θα λέγαμε ότι είναι τα γεννήματα κυρίως των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Βέβαια δεν έμειναν με την αρχική τους

μορφή,

αναλλοίωτοι.

Κατά

τη

διαδρομή

τους

συμπληρώθηκαν,

μεταβλήθηκαν, εμπλουτίστηκαν ή πήραν διάφορες μορφές κάτω από την επίδραση των τοπικών παραδόσεων και αντιλήψεων. Γιαυτό και έχουμε μύθους κατά περιοχές μέσα στον ελλαδικό χώρο, π.χ. Αττικής, Φθίας, Μαγνησίας, Θράκης, Πιερίας, Κρήτης κτλ. Έτσι προέκυψε αυτό το πολύμορφο, πολύπτυχο, πολύχρωμο και αστραφτερό κομψοτέχνημα. Ένα ακόμα καύχημα των Ελλήνων. Μια ακόμη πηγή θαυμασμού των λαών τη Γης. Ένας ακόμη διαγγελέας του μεγαλείου της Φυλής. Στη συνέχεια παρατίθενται σε αδρές γραμμές τα κυριότερα κεφάλαια της ελληνικής Μυθολογίας. Μερικά, όμως, κομμάτια τους με εντονότερο το ιστορικό τους υπόβαθρο, όπως π.Χ. τα περί της Αργοναυτικής εκστρατείας, του Τρωικού πολέμου κτλ., περιλαμβάνονται στο Β΄ μέρος του παρόντος.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΘΕΟΓΟΝΙΑ

1. Πρώτη θεϊκή δυναστεία α) Το χάος. Κατά τον Όμηρο, δημιουργός του Σύμπαντος είναι ο Ωκεανός, σύζυγος της Θέτιδας. Απογόνους τους δεν αναφέρει. Κατά τον Ησίοδο πριν από καθετί ήταν το Χάος. Ύστερα ήρθε η Γαία και ο Έρως. Το Χάος έφερε το Έρεβος και τη Νύχτα. Απ’ αυτούς γεννήθηκε ο Αιθέρας και η Ημέρα. Η Γαία είναι μητέρα όλων και τροφός. Από τη Γαία και τον Έρωτα γεννήθηκε ο Ουρανός. β) Ουρανίδες Από την ένωση της Γαίας με το γιο της Ουρανό προήλθε η πρώτη δυναστεία των θεών. Αυτή αποτελούνταν από: 1) τους 12 Τιτάνες: Ωκεανός, Κοίος, Κρείος, Υπερίων, Ιαπετός, Κρόνος, Τήθυς, Θεία, Θέμις, Μνημοσύνη, Φοίβη και Ρέα· 2) τους 3 Κύκλωπες: Βρόντης, Στερόπης και Άργης· 3) τους 3 Εκατόγχειρες: Αιγαίων ή Βριάρεως, Κόττος και Γύγης. γ) Εκθρόνιση του Ουρανού Ο Ουρανός γεννοβολούσε παρ’ όλο που γνώριζε πως οι γιοι του κάποια μέρα θα τον εκθρονίσουν. Γιαυτό μόλις γεννιούνταν τους εξαφάνιζε. Η Γαία, στην απόγνωσή της, αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Έδωσε στα παιδιά της ένα ατσάλινο δρεπάνι μ’ εντολή να τον καταστήσουν σεξουαλικά ανίκανο με ακρωτηριασμό. Μόνο ο Κρόνος δέχθηκε. Πήρε το φονικό όργανο και κρύφτηκε περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Ο Ουρανός φτάνει με τη Νύχτα και επιδίδονται σε συνουσίαση. Πετάγεται ο Κρόνος και κόβει το αντρικό μόριο του πατέρα του. Από το αίμα που έσταξε γεννήθηκαν αργότερα οι Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Νύμφες. Ο Κρόνος πέταξε το κομμένο μόριο του πατέρα του στη θάλασσα από τα κύματα της οποίας γεννήθηκε ύστερα από καιρό η Αφροδίτη.

2. Δεύτερη θεϊκή δυναστεία Κρόνος και Ρέα. Ο Κρόνος παντρεύτηκε την αδελφή του Ρέα. Απέκτησαν πολλά παιδιά: Εστία, Δήμητρα και Ήρα· Άδη, Ποσειδώνα και (αργότερα) Δία. Ο Κρόνος μιμήθηκε τον πατέρα του, μόνο που αυτός αντί να πετάει τα παιδιά του στον Τάρταρο, τα κατάπινε. Η Ρέα θέλησε τουλάχιστο να σώσει αυτό που κυοφορούσε. Με συμβουλή των γονιών της έφυγε στην Κρήτη όπου γέννησε το Δία. Τον άφησε εκεί και γύρισε προφασιζόμενη εγκυμοσύνη. Κατά τη δήθεν γέννα πρόσφερε στον Κρόνο αντί παιδί σε «φασκιά» μια πέτρα. Εκείνος την κατάπιε…


3. Τρίτη θεϊκή δυναστεία α) Πόλεμος Δία και Τιτάνων. Όταν ο Δίας μεγάλωσε επέστρεψε κι εκθρόνισε τον πατέρα του Κρόνο, αφού τον ανάγκασε να ξεράσει την πέτρα (αντί για το Δία) και όλα τα άλλα παιδιά του που είχε καταπιεί. Έτσι προέκυψε η τρίτη και τελευταία δυναστεία των θεών των Ελλήνων, η δυναστεία των Ολύμπιων θεών. Πριν όμως ο Δίας γίνει κύριος του Ολύμπου χρειάστηκε ν’ απαλλαγεί από τις παλιές θεότητες. Πρώτοι αντίπαλοι ήταν οι Τιτάνες. Αυτοί κήρυξαν πόλεμο κατά των Ολύμπιων θεών που κράτησε 10 χρόνια χωρίς νικητή. Ο Δίας ζήτησε τη βοήθεια των Κυκλώπων που τους ελευθέρωσε από τα Τάρταρα όπου τους φρουρούσε ένα τέρας, η Κάμπη. Ο Δίας τη σκότωσε κι ελευθέρωσε τους Κύκλωπες: Βρόντη, Στερόπη και Άργη. Αυτοί από ευγνωμοσύνη του χάρισαν τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό. Για να εξασφαλίσει ο Δίας τη νίκη κατά των Τιτάνων, ελευθέρωσε και τους Εκατόγχειρες. Αυτοί με τα 300 χέρια τους του χάρισαν τη νίκη. Στη Γη επικρατεί ορυμαγδός. Το Χάος φλέγεται, Γη κι Ουρανός ανακατεύονται, καθώς η μεν κλονίζεται, ο δε γκρεμίζεται από τα ύψη του. β) Η Γιγαντομαχία. Με τη νίκη του κατά των Τιτάνων ο Δίας δεν είχε εξασφαλίσει την κυριαρχία στον Όλυμπο. Είχε ν’ αντιπαλέψει και με τους Γίγαντες. Δεν πρέπει να συγχέονται Τιτάνες και Γίγαντες. Διαφέρουν και κατά τον τρόπο προέλευσης, αλλά και κατά το ότι οι Γίγαντες δεν είναι αθάνατοι όπως οι Τιτάνες. Η μητέρα των Τιτάνων Γαία μετά την ήττα τους προτρέπει τους Γίγαντες ν’ αναλάβουν αυτοί τον αγώνα κατά του Δία και των Ολύμπιων θεών. Οι Γίγαντες άλλοτε παριστάνονται ως θνητοί, με πελώριο ανάστημα και δύναμη ακατάβλητη, και άλλοτε σαν όντα με τερατώδη και φρικτή όψη, γενειάδα, μακριά μαλλιά και λεπιασμένα πόδια. Ο αριθμός τους έφτανε τους 100, από τους οποίους 34 επώνυμοι.Η σύγκρουση Γιγάντων και Δία-Ολύμπιων θεών έγινε στη Φλέγρα στα δυτικά της Χαλκιδικής. Φάσεις της Γιγαντομαχίας: 1) Πρωταγωνιστές από το στρατόπεδο των θεών: Δίας και Αθηνά.

Επικουρική

παρέμβαση:

Ήρα,

Απόλλωνας,

Ήφαιστος,

Άρτεμη,

Ποσειδώνας, Αφροδίτη, Εκάτη και Μοίρες. Από την πλευρά των Γιγάντων: Πορφυρίωνας, Αλκυονέας, Εγκέλαδος, Εφιάλτης, Εύρυτος, Κλυτίος, Πολυβότης, Πάλλας, Ιππόλυτος, Γρατίωνας, Άγριος και Θόων. Η αναμέτρηση γινόταν ένας/μία προς έναν/μία.


Ο Δίας αναγκάστηκε να ζητήσει και τη βοήθεια του Ηρακλή. Αλλά και η Γη παρεμβαίνει υπέρ των παιδιών της. Μελετά να τους δώσει να φάνε ένα μαγικό χορτάρι που χαρίζει αθανασία. Το σχέδιό της ματαιώνεται με την επέμβαση του Δία. Οι Γίγαντες χάνουν τη μάχη μετά από φοβερές αναμετρήσεις, όπου πρωταγωνιστούν η δύναμη, η πονηριά, η εξυπνάδα και η δολιότητα. Πολλές αναμετρήσεις ανά δύο έμειναν μνημειώδεις. 2) Ο Δίας είχε έναν ακόμη εχθρό ν’ αντιμετωπίσει, τον Τυφωέα. Αυτός γεννήθηκε από τον Τάρταρο και τη Γη. Τα χέρια και τα πόδια του ακαταπόνητα. 100 κεφάλια είχε, φλόγες εξακοντίζανε τα μάτια του, ψηλότερος κι από τα ψηλότερα βουνά ήταν, οχιές βγαίνανε από τους μηρούς του, φτερά σκέπαζαν το σώμα του. Ο Τυφωέας ορμάει κατά των θεών κι αυτοί το βάζουν στα πόδια, πηγαίνοντας στην Αίγυπτο για να σωθούν. Μένει ν’ αναμετρηθούν τα δυο θεριά: ο Δίας κι ο Τυφωέας. Η μάχη είναι σκληρή κι αμφίρροπη. Ο Δίας με τον κεραυνό τον τρέπει σε φυγή. Τον κυνηγάει ως τη Συρία. Εκεί πιάνονται στα χέρια. Ο Τυφωέας σφίγγει το Δία με τα φίδια των μηρών του, του παίρνει το αδαμάντινο δρεπάνι και του κόβει τα νεύρα των χεριών και των ποδιών. Τον μεταφέρει σε μια σπηλιά στην Κιλικία και εκεί τον αφήνει. Σπεύδει να τον βοηθήσει ο Ερμής, ο οποίος έκλεψε τα νεύρα, τα τοποθέτησε στη θέση τους κι αποκατέστησε πλήρως το Δία. Ανεβαίνει σ’ ένα άρμα που το σέρνουν άλογα φτερωτά κι αρχίζει τ’ ανελέητο κυνηγητό του Τυφωέα εξαπολύοντας εναντίον του κεραυνούς. Αυτός ανταπαντάει εκτοξεύοντας κατά του Δία βουνά. Οι αιμορραγίες όμως διαρκώς τον εξασθενούν. Αιμόφυρτος διασχίζει τη θάλασσα και φτάνει στη Σικελία. Εκεί ο Δίας τον καταπλακώνει με το βουνό Αίτνα.

4. Ο μύθος του Προμηθέα. Εξαπατήσεις κι εκδικήσεις του Δία 1. Ο Τιτάνας Ιαπετός με την Ωκεανίδα Κλυμένη απέκτησε τέσσερις γιους: τον Άτλαντα, το Μενοίτιο, τον Επιμηθέα και τον Προμηθέα. Και οι 4 προκάλεσαν την οργή του Δία και τιμωρήθηκαν ανάλογα: ο Άτλας να στηρίζει τον ουράνιο θόλο· ο Μενοίτιος βυθίστηκε στο Έρεβος· ο Επιμηθέας ακολούθησε την τύχη του αδελφού του. Προμηθέας. Αυτού η περίπτωση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:


Γιατί, όμως, ο Προμηθέας προκάλεσε την οργή του Δία; Υπάρχουν τρεις εκδοχές, αλλά μία συγκεντρώνει την κοινή αποδοχή: επειδή ο Προμηθέας έγινε ευεργέτης των ανθρώπων. Πρώτη φορά ενοχλήθηκε ο Δίας από μια απάτη του Προμηθέα: σε κοινή σύσκεψη θεών και θνητών συζητήθηκε η μοιρασιά των προνομίων, ειδικότερα για να καθορίσουν ποιο μέρος των σφαγίων των θυσιών θα πήγαινε στους μεν και ποιο στους δε. Η λύση του θέματος ανατέθηκε στον Προμηθέα. Αυτός, για να εξαπατήσει το Δία, παρουσίασε έναν τεράστιο ταύρο, που τον χώρισε στα δύο ως εξής: στο ένα μέρος έβαλε όλα τα εκλεκτά-φαγώσιμα κομμάτια τυλιγμένα καλά στο δέρμα του ζώου, στο άλλο έβαλε μόνο τα κόκαλα σκεπασμένα με λαμπερό λίπος. Κλήθηκε ο Δίας να διαλέξει. Πήρε το δεύτερο. Όταν όμως παραμέρισε τα ξίγκια κι είδε τα κόκαλα… 2. Έξω φρενών ο Δίας για την εξαπάτηση, αποφάσισε ν’ αφαιρέσει από τους ανθρώπους τη φωτιά. Μετά από αυτό η ζωή των ανθρώπων έγινε θλιβερή και στερημένη. Και κράτησε αυτή η συμφορά χιλιάδες χρόνια. Ο Προμηθέας, όμως, δε θ’ αφήσει τους ανθρώπους σ’ αυτή την κατάσταση. Δε θα ησυχάσει αν δεν ξαναδώσει στους ανθρώπους τη φωτιά. Και το έκαμε. Πώς; Κατά τον Ησίοδο έκλεψε τη φωτιά από το Δία: έκλεισε στο μίσχο ενός φυτού (της οικογένειας των σκιαδοφόρων) τις σπινθηροβόλες ακτίνες της. Κατ’ άλλους άναψε μια δάδα από τον τροχό του Ήλιου. Σύμφωνα με τρίτη εκδοχή ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από το εργαστήριο του Ήφαιστου στη Λήμνο. 3. Αυτό κι αν εξόργισε το Δία! Ετοίμασε νέα τιμωρία για τους ανθρώπους. Τους έστειλε ένα δώρο που θα τους ενθουσιάσει μεν, αλλά θ’ αποδειχτεί αληθινή μάστιγα: τη γυναίκα. Πρόσταξε τον Ήφαιστο να φτιάξει ένα σώμα από χώμα και νερό, να του δώσει δύναμη και φωνή ανθρώπου, μια ύπαρξη γοητευτική, όμορφη σαν τις θεές. Τρέχουν θεότητες πολλές να βοηθήσουν τον Ήφαιστο, στολίζοντας με δώρα τη μελλοντική του σύντροφο: Η Αθηνά και οι Χάριτες τη στολίζουν μ’ ό,τι ωραιότερο, ο Ερμής την εφοδιάζει με την «τέχνη» του ψέματος, με λόγους σαγηνευτικούς και χαρακτήρα άστατο. Την ονομάζει Πανδώρα. Όλες οι συμφορές, κατά τον Ησίοδο, οφείλονται στη γυναίκα, όμως η αγαμία είναι πολύ χειρότερο. Ο Ήφαιστος, αφού έφτιαξε τη γυναίκα, την οδήγησε στον αδελφό του Επιμηθέα. Αποδείχτηκε ελαφρόμυαλος. Του είχε ήδη συστήσει να μη δεχτεί τίποτα από το Δία. Αυτός δέχτηκε πρόθυμα την ωραία Πανδώρα που κρατούσε ένα κουτί. Τι είχε μέσα αυτό; Κατά τον Ησίοδο φοβερά δεινά, και μόνο στο βάθος την ελπίδα. Κατ’ άλλους το κουτί περιείχε πολύτιμα πράγματα, αλλά ανοίγοντάς το απρόσεκτα η Πανδώρα άφησε να φύγουν όλα όσα θα έφερναν στους ανθρώπους την ευτυχία. Έκτοτε, κατά τον Ησίοδο, χίλια βάσανα περικυκλώνουν την ανθρωπότητα: αρρώστιες, πόνοι, κόποι, θάνατοι.

5. Η τιμωρία του Προμηθέα


Ο Δίας δεν ικανοποιήθηκε με τις τιμωρίες των ανθρώπων. Έπρεπε να τιμωρηθεί και ο ίδιος ο πρωτεργάτης των εξαπατήσεών του, ο Προμηθέας. Είχε κι άλλο λόγο γι’ αυτό. Κατείχε κάποιο σημαντικό μυστικό που αρνιόταν να το φανερώσει στο Δία· αυτό είχε σχέση με τις προσπάθειές του να κερδίσει την κόρη του Νηρέα Θέτιδα. Ο Προμηθέας γνώριζε ότι αν γινόταν αυτό, θα γεννιόταν γιος που θα εκθρόνιζε το Δία. Αργότερα όμως ο Προμηθέας φανέρωσε το μυστικό κι ο Δίας απέφυγε τη μοίρα του Ουρανού και του Κρόνου. Εν πάση περιπτώσει ο Προμηθέας δε γλίτωσε την τιμωρία. Κι ήταν σκληρή. Μεταφέρθηκε στην ψηλότερη κορφή του Καύκασου. Εκεί ο Ήφαιστος τον έδεσε σε βράχο μ’ άθραυστα δεσμά. Ένας αετός, που έστελνε ο Δίας, πήγαινε κάθε μέρα και του ’τρωγε το συκώτι. Τη νύχτα όμως ξαναγινόταν. Αυτό κράτησε ολόκληρες χιλιετίες. Ο Ηρακλής θα ’βαζε τέρμα στο μαρτύριο του Προμηθέα. Όταν πήγε στον Καύκασο λυπήθηκε τον άτυχο Τιτάνα και σκότωσε τον αετό. Ήρθε μετά ο Ήφαιστος κι έσπασε τα αιώνια δεσμά του. Αυτά, βέβαια, για να γίνουν το θέλησε κι ο Δίας που τελικά συμφιλιώθηκε με τον ατίθασο Προμηθέα. Τον πήρε μάλιστα και στον Όλυμπο, στη θέση του Κένταυρου Χείρωνα, που είχε τραυματιστεί και προτίμησε να πεθάνει παρά να βασανίζεται αιώνια από την ανίατη πληγή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΔΩΔΕΚΑΘΕΟ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ

1. Έρωτες – γάμοι – απόγονοι – έριδες


ΤΟΥ ΔΙΑ: - με την αδελφή του Ήρα. Η μόνη νόμιμη σύζυγός του. Μαζί απέκτησαν την Ήβη και τον Άρη, ίσως και τον Ήφαιστο. Κατ’ άλλη εκδοχή δεν απέκτησαν παιδιά. - με τη Μύτι (ίσως να ήταν σύζυγός του και πριν την Ήρα). Όντας έγκυος ακόμη την κατάπιε ο Δίας για να μην εκθρονιστεί από το παιδί του. Όταν ήρθε η ώρα του τοκετού πρόσταξε τον Ήφαιστο (ή τον Προμηθέα) να του σκίσει το κεφάλι. Από εκεί ξεπήδησε η Αθηνά, κουνώντας ένα αιχμηρό δόρυ. - με τη Θέμιδα. Κατά μια εκδοχή, μαζί της απέκτησε τις Μοίρες (Κλωθώ, Λάχεση και Άτροπο). - με τη Μνημοσύνη. Από τον έρωτά τους γεννήθηκαν οι 9 Μούσες. - με την Ευρυνόμη, θυγατέρα του Ωκεανού και της Θέτιδας. Μαζί της απέκτησε τις τρεις Χάριτες (Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια). - με τη Μαία. Καρπός τους ο πολυμήχανος Ερμής. - με τη Λητώ. Παιδιά τους ο Απόλλωνας και η Άρτεμη. - με τη Δήμητρα. Απέκτησαν την Περσεφόνη. - με τη Νιόβη, κοινή θνητή, κόρη του Φορωνέα (όχι εκείνη του Τάνταλου). Γιος τους ο Άργος, ο ιδρυτής της ομώνυμης πόλης. - με την Καλλιστώ, Νύμφη. Γιος τους ο Αρκάς, γενάρχης των Αρκάδων. - με την Αντιόπη, κόρη του ποταμού Ασωπού. Απέκτησαν τον Αιακό. - με την Αίγινα, κόρη του ποταμού Ασωπού. Από την ένωσή τους γεννήθηκαν οι δίδυμοι Αμφίονας και Ζήθος. Ο παρόν μύθος έχει πολλές παραλλαγές. - με την Ιώ. Εξαιτίας του αμείλικτου κυνηγητού της από την Ήρα καταφέρνει να γεννήσει μαζί του μόνο τον Έπαφο, στην Αίγυπτο. - με την Ευρώπη. Απέκτησαν τους Μίνωα και Ροδάμανθυ, ίσως και το Σαρπηδόνα. - με τη Δανάη. Γιος τους ο Περσέας, ένας από τους διασημότερους ήρωες των αρχαίων Ελλήνων. - με τη Σεμέλη, κόρη του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Όντας έγκυος κάηκε από το άρμα του Δία. Το έμβρυο το πήρε ο Δίας και το έραψε μέσα στο μηρό του. Όταν συμπληρώθηκαν οι 9 μήνες το έβγαλε. Έτσι γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού. - με τη Λήδα. Πρώτη εκδοχή. Την ίδια νύχτα συνευρέθηκε και με τον άντρα της Τυνδάρεω και με το Δία. Από τον πρώτο απέκτησε τον Κάστορα, κι απ’ το Δία τον Πολυδεύκη και την Ελένη. Δεύτερη εκδοχή: Γέννησε δυο αβγά· από το ένα προήλθε η Ελένη κι από το άλλο, που περιείχε δυο σπέρματα, ένα του Δία κι ένα του Τυνδάρεω, προήλθαν ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης. με την Αλκμήνη. Συνευρίσκεται μαζί της με απάτη. Γεννιέται ο ενδοξότερος ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, ο Ηρακλής. - με τη Φθία. Καρπός της σχέσης τους ο Αχαιός.


Ιδιότητες: Ο Δίας ήταν η προσωποποίηση του θεϊκού ιδεώδους για τους Έλληνες, ο εγγυητής της ισορροπίας και της ηθικής. Προστάτης των κανόνων δικαίου. Θεός του όρκου και της οικογένειας. Προστάτης των ξένων, των κηρύκων και των ικετών. Η έσχατη καταφυγή των ανθρώπων. ΗΡΑ Κατά μία εκδοχή ανατράφηκε από τον Ωκεανό και την Τηθύ. Κατ’ άλλους έζησε τα πρώτα χρόνια της στη Σάμο, στη Στυμφαλία ή στην Εύβοια. Η Ήρα και ο Δίας, μολονότι αδέλφια, αντιπροσωπεύουν στη μυθολογία τον ιδανικό τύπο του συζυγικού ζεύγους. Ωστόσο η ένωσή τους κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν. Κατ’ εξοχήν άξεστος ο Δίας, έδωσε πολλές αφορμές για ζήλια στην Ήρα, η οποία όμως μπροστά στην ανωτερότητα του συζύγου της δεν μπορούσε να τον αποτρέψει. Μην μπορώντας να τιμωρήσει το Δία, ήταν πολύ σκληρή απέναντι στις κατά καιρούς ερωμένες του αλλά και απέναντι στα νόθα παιδιά του. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το μίσος της προς τον Ηρακλή. Παιδιά της ένωσης του Δια με την Ήρα ήταν η Ήβη, η Ειλείθυια, ο Άρης, ο Ήφαιστος και ο Τυφωέας, χωρίς όμως οι πληροφορίες να είναι απόλυτα σύμφωνες. Σύμφωνα, όμως, με άλλη παράδοση, η Ήρα ήταν στείρα. Η Ήρα ήταν θεά εξαιρετικής ομορφιάς αλλά ποτέ δεν πρόδωσε την πίστη του συζύγου της Δία. Ο μύθος της κρίσης του Πάρη μάς φανερώνει ότι η Ήρα θεωρούσε τον εαυτό της εφάμιλλο σε ομορφιά με την Αφροδίτη και την Αθηνά. Κατά τους γάμους, λοιπόν, του Πηλέα και της Θέτιδας οι τρεις αυτές θεές, παρακινούμενες από την Έριδα διεκδίκησαν τα πρωτεία της ομορφιάς. Κανείς από τους θεούς δεν τόλμησε ν’ αναλάβει το ρόλο του κριτή και ο Δίας αποφάσισε ν’ αναθέσει αυτό το ρόλο σ’ ένα θνητό, τον Πάρη. Οι τρεις θεές εμφανίζονται εμπρός του υποσχόμενες η κάθε μια τους ό,τι μπορούσε να του προσφέρει: η Αθηνά σοφία, η Ήρα δύναμη και Αφροδίτη την ωραιότερη γυναίκα, την Ελένη. Ο Πάρης επέλεξε την Αφροδίτη, κάτι που η Ήρα δεν του συγχώρεσε ποτέ. Ιδιότητες: Ως γυναικεία θεότητα δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθής: εγωίστρια, φιλόνικη και προπάντων ζηλότυπη. Υπήρξε, όμως, πρότυπο συζυγικής πίστης και θεωρείται θεά του γάμου. Κατ’ εξοχήν προστάτισσα των γυναικών, και ιδιαίτερα των γυναικών - συζύγων.


ΑΘΗΝΑ - και Ήφαιστος: Προσπάθησε να τη βιάσει. Δεν τα κατάφερε, αλλ’ άφησε στο σώμα της τα σπέρματά του. Εκείνη τα έριξε στη Γη. Απ’ αυτά γεννήθηκε, κατά μία εκδοχή, ο Εριχθόνιος. Η Αθηνά τού φερόταν σαν γιο της. Άλλη εκδοχή θέλει από τη σχέση τους να γεννιέται ο Απόλλωνας. - και Ποσειδώνας: Περίφημη είναι η διαμάχη τους για την κυριαρχία στην Αττική. Κατά μία άποψη πρώτος ήρθε στην Αττική ο Ποσειδώνας και μ’ ένα χτύπημα με την τρίαινά του πάνω στην Ακρόπολη ανέβλυσε αρμυρό νερό. Μετά ήρθε η Αθηνά με την ελιά και διεκδίκησε την κυριαρχία του τόπου. Η διένεξή τους εκδικάστηκε στον Όλυμπο και κέρδισε η Αθηνά. Υπάρχει, φυσικά, και εκτενέστερη / διαφορετική εκδοχή του σχετικού μύθου. - και Αφροδίτη: Διένεξη με συμμετοχή και του Διομήδη. - και Ηρακλής: Ήταν ευνοούμενός της. - και Περσέας: Είναι αμφιλεγόμενο αν η Αθηνά ή ο Περσέας σκότωσε το τρομερό τέρας Γοργώ, που ζούσε στα έσχατα της Γης. Πάντως το κεφάλι της Γοργώς τοποθετήθηκε στην ασπίδα της θεάς. Αναφέρεται και διαμάχη Αθηνάς και Γοργώς για το ποια είναι η ομορφότερη. - και Εριχθόνιος: Είπαμε παραπάνω πως ο Εριχθόνιος ήταν γιος του Ήφαιστου και της Αθηνάς. Άλλη όμως διήγηση τον θέλει γιο της Γαίας κι αυτή τον παρέδωσε στην Αθηνά. Τα Παναθήναια Ήταν οι λαμπρότερες γιορτές της Αθήνας προς τιμήν της Αθηνάς. Η θέσπισή τους αποδιδόταν

στον

Εριχθόνιο.

Διακρίνονταν

σε

α)

«Μικρά

Παναθήναια»:

γιορτάζονταν κάθε χρόνο από την εποχή του Σόλωνα· β) «Μεγάλα Παναθήναια»: γιορτάζονταν κάθε 4 χρόνια, από την εποχή του Πεισίστρατου. Οι γιορτές των Παναθηναίων κρατούσαν 10 μέρες· άρχιζαν με αγωνίσματα μουσικά, γυμνικά, ιππικά, χορού (πυρρίχιου), ανδρικής καλλονής και λαμπαδηδρομίας. Συνεχίζονταν δε με θρησκευτικές τελετές. Η κυριότερη απ’ αυτές ήταν η μεταφορά, με μεγάλη πομπή, του πέπλου, ο οποίος προσφερόταν στην Αθηνά κατά την ημέρα της γέννησής της. Ο ιερός πέπλος ετοιμαζόταν με μεγάλη επιμέλεια. Η πομπή ξεκινούσε έξω από τον έξω Κεραμεικό, διέσχιζε τον εσωτερικό, περνούσε μπροστά από το Ελευσίνιο και το Πελασγικό κι έφτανε στα Προπύλαια από όπου έμπαινε στην Ακρόπολη. Επικεφαλής της πομπής, δίπλα τον ιερέα της Αθηνάς, ήταν οι αξιωματούχοι της Αθήνας: πρυτάνεις, άρχοντες, στρατηγοί και ταξίαρχοι. Ιδιότητες και δραστηριότητες: Θεά της νόησης και της λογικής, αλλά επίσης και δυναμική όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Προστάτισσα των αγγειοπλαστών, υποδηματοποιών, κτιστών και αμαξοποιών. Ανακάλυψε τη χρυσοχοΐα, τη χαρακτική, την πυρογραφία, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική.


ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ - και Πύθωνας: Τον έστειλε η Ήρα να εμποδίσει τη γέννηση του Απόλλωνα από τη Λητώ. Αφού δεν τα κατάφερε, επέστρεψε στον Παρνασσό. Έτσι εξηγείται η διαμάχη τους. - και Άδμητος και Λαομέδοντας: Ο Απόλλωνας είχε καταδικαστεί να γίνει δούλος του βασιλιά των Φερών Άδμητου. Αιτία ο φόνος των γιων των Κυκλώπων. - και Ηρακλής: Οι σχέσεις τους ήταν άλλοτε φιλικές και άλλοτε εχθρικές. Ο γνωστότερος μύθος των σχέσεών τους συνδέεται με τον τρίποδα των Δελφών. - με τη Δάφνη: Για χάρη της σκότωσε το Λεύκιππο. Η Δάφνη όμως δεν ενέδωσε στις ερωτικές του απαιτήσεις. - με την Ωκυρρόη: Και αυτή θέλησε ν’ αποφύγει τους πόθους του. Ο θεός, όμως, μετέβαλε το καράβι της φυγής της σε βράχο. - με τη Μελία: Απέκτησε μαζί της τον Ισμηνό, πατέρα της Δίρκης. - με τη Κωρυκία: καρπός της σχέσης τους ο Λυκωρέας. - με τη Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης: Της ζήτησε τουλάχιστο ένα φιλί. Εκείνη δέχτηκε. Την ώρα του φιλιού εκείνος έφτυσε μέσα στο στόμα της εξαφανίζοντας έτσι την πειθώ της. - με τη Μάρπησσα, την Κορωνίδα, την Κασταλία, τη Βολίνη, την Κρέουσα (από την οποία απέκτησε τον Ίωνα, το γενάρχη των Ιώνων), την Κυρήνη (από την οποία απέκτησε τον Αρισταίο ή Αριστέα), την Ακακαλλίδα, κόρη του Μίνωα (μαζί απέκτησαν πολλούς γιους), τη Ροιώ (με την οποία απέκτησε τον Άνιο στην Εύβοια), την Ψαμμάθεια, τη Χιόνη (απέκτησαν το Φιλάμμονα), τη Δρυόπη, τη Θρύα (μαζί απέκτησαν τον Κύκνο), τη Μαντώ (μαζί απέκτησαν το Μόψο) και τη Θεμιστώ (γιος τους ο Γαλεός). - με νέους. Τους: Γανυμήδη, Λευκάτα, Κυπάρισσο, Υάκινθο, Κάρνο, Βράγχο και Κινύρα. Ιδιότητες και δραστηριότητες: Ήταν κατ’ εξοχήν θεός της μαντικής, της ποίησης, της μουσικής και του φωτός. Θεωρείται ο ιδρυτής του μαντείου των Δελφών. Άλλα μαντεία του: στην Ακραφία, στη Θήβα της Βοιωτίας, στο Άργος και προπάντων στη Μίλητο, το περίφημο «Διδυμαίο».


Η ΑΡΤΕΜΗ - με τον Απόλλωνα (αδελφό της): σκότωσαν τον Τιτυό, εκδικήθηκαν τη Νιόβη, σκοτώνοντας τα 12 παιδιά της, επειδή καυχήθηκε για τα παιδιά της απέναντι στη μάνα της που είχε μόνο δύο· πήραν μέρος στη Γιγαντομαχία. - παρενέβη στη ζωή της Αριάδνης, αλλά και της αδελφής της Φαίδρας (εδώ έμμεσα). - έστειλε τον αγριόχοιρο και φόνευσε τον Άδωνη. - φόνευσε σε αναμέτρησή τους το Μελέαγρο, μετά από διαφωνία για τη μοιρασιά του αγριόχοιρου Καλυδώνιου που σκότωσε ο Μελέαγρος. - απαίτησε τη θυσία της Ιφιγένειας για να κοπάσει η θάλασσα. Τελικά, όμως, φάνηκε σπλαχνική και της χάρισε τη ζωή. Η οργή της στρεφόταν κατά του Αγαμέμνονα, πατέρα της Ιφιγένειας. - μεταμόρφωσε το δεινό κυνηγό Ακταίωνα σε ελάφι. Επειδή θέλησε να την ανταγωνιστεί στο κυνήγι. - σκότωσε έναν άλλο σπουδαίο κυνηγό, τον Ωρίωνα. - πήρε μέρος στον άθλο του Ηρακλή τον σχετικό με την «Κερυνίτιδα έλαφον», το ελάφι που είχε κέρατα χρυσά και πόδια χάλκινα. Αυτό έμενε στο ιερό της Άρτεμης στην Αρκαδία. Ο Ηρακλής το έπιασε στις όχθες του Λάδωνα. Ιδιότητες και δραστηριότητες: Θεά της φύσης και του κυνηγιού, προστάτισσα της νεότητας και της φύσης, των ταξιδιωτών και των μεταναστών. Βοηθούσε τις γυναίκες στον τοκετό. Ο ΕΡΜΗΣ - με τη Νύμφη Δριόπη απέκτησαν τον Πάνα. - με άλλη Νύμφη απέκτησε το Δάφνη. - με τη Νύμφη Χιόνη απέκτησαν τον Αυτόλυκο. - με την Ακακαλλίδα γέννησαν τον Κύδωνα. - με την Έρση, θυγατέρα του Κέκροπα, γέννησαν τον Κέφαλο. - ασχολήθηκε με την πώληση του Ηρακλή στην Ομφάλη. - συνόδεψε τον Ηρακλή στον Άδη και για να πάρει από εκεί τον Κέρβερο, και για να επαναφέρει την Άλκηστη που θυσιάστηκε για τον άνδρα της Άδμητο. -βοήθησε και τον Περσέα για να σκοτώσει τη Γοργώ. Ιδιότητες - αποστολές του Ερμή: θεός της νεότητας, θεός της υγείας, προπομπός των ψυχών στον Άδη, θεός της γονιμότητας.


ΑΡΗΣ - και η Αφροδίτη είχαν ιδιαίτερες και περιπετειώδεις σχέσεις. Απ’ αυτές γεννήθηκαν η Αρμονία, ο Δείμος και ο Φόβος. - και Ηρακλής. Τους συνδέουν κυρίως οι μύθοι του Κύκνου και του Διομήδη απ’ τη Θράκη. - Οι σχέσεις του με την Αθηνά υπήρξαν μόνο εχθρικές. Στη συνεχή αναμέτρησή τους νικήτρια αναδείχθηκε τελικά η Αθηνά. Οι γιοι του Ποσειδώνα, Ώτος και Εφιάλτης (οι Αλωάδες), τον συνέλαβαν και τον κράτησαν επί 13 μήνες σε χάλκινο αγγείο σε φυλακή για το φόνο του Άδωνη. Τον ελευθέρωσε ο Ερμής. - Με τη Νύμφη Άρπινα γέννησαν τον Οινόμαο. Από τις σχέσεις του: με την Αερόπη γεννήθηκε ο Αέροπος· με τη Φυλονόμη γεννήθηκε ο Λύκαστος· με τη Δωτίδα ή τη Χρυσή προήλθε ο Φλεγύας. Ιδιότητες και δραστηριότητες: Θεός του πολέμου και του αίματος· στερείται ευγενείας και αισθημάτων, μια κτηνώδης προσωπικότητα. ΑΦΡΟΔΙΤΗ - και ωραία Ελένη. Προκειμένου να κερδίσει τον αγώνα καλλιστείων με τις αντιπάλους της θεές Ήρα και Αθηνά, δωροδόκησε τον κριτή του αγώνα Πάρη, τάζοντάς του την ωραιότερη από όλες τις γυναίκες, την Ελένη, τη σύζυγο του βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαου. Απ’ αυτό ξεκίνησε ο Τρωικός πόλεμος. - και η Μήδεια. Η Αφροδίτη τής άναψε στον Ιάσονα πόθο γι’ αυτή, κι έτσι άρχισε η Αργοναυτική εκστρατεία. - και η Πασιφάη, σύζυγος του Μίνωα, κόρη του Ήλιου. Της προκάλεσε έναν τερατώδη έρωτα για έναν ταύρο. Απ’ αυτό τον έρωτα γεννήθηκε ο Μινώταυρος. Κόρη της Πασιφάης ήταν η Αριάδνη που ερωτεύτηκε τρελά το Θησέα. - και η Φαίδρα, αδελφή της Αριάδνης, έπεσε θύμα της Αφροδίτης. Της πυρπόλησε την καρδιά με έναν ένοχο έρωτα για τον Ιππόλυτο, γιο του άνδρα της Θησέα από μια Αμαζόνα. - και με το μύθο του Αιγαία σχετίζεται. Αυτός, λένε, πως εισήγαγε τη λατρεία της Αφροδίτης στην Αθήνα. Σχέσεις της με άλλες θεότητες: Κατείχε κορυφαία θέση στον Όλυμπο. Παρουσιάζεται ως νόμιμη σύζυγος άλλοτε του Ήφαιστου και άλλοτε του Άρη. Έρωτές της με θνητούς: με τον Αγχίση· με τον Άδωνη (ανατολικής προέλευσης)· με το Φαέθοντα.


Ιδιότητες και ενασχολήσεις: α) Υπάρχουν μύθοι που εμφανίζουν την Αφροδίτη ως θεά των νόμιμων ενώσεων. Ένας από αυτούς είναι ο μύθος του Ερμοχάρη και της Κτήσυλλας· ένας άλλος είναι εκείνος των θυγατέρων του Πανδάρεω. Την Αφροδίτη αυτού του ρόλου οι Έλληνες την καλούσαν Ουράνια. β) Αντίθετη με την προηγούμενη ήταν η Πάνδημη Αφροδίτη, η Αφροδίτη δηλαδή του έρωτα, του πάθους και του σαρκικού πόθου. γ) Πολεμική και θαλασσινή. Η δεύτερη ιδιότητα είναι αναμφισβήτητη, αφού είναι γέννημα της θάλασσας: αναδυόμενη Αφροδίτη. Οι

ιδιότητες,

όμως,

της

πολεμόχαρης

ή

ειρηνικής

ή

συνυπάρχουν

ή

αμφισβητούνται. Πάντως οι Σπαρτιάτες μετά τη νίκη στους Αιγός Ποταμούς αφιέρωσαν άγαλμα στην πολεμική Αφροδίτη. Υπάρχει όμως, κατά τον Όμηρο, και η ρήση του Δία προς την Αφροδίτη: «οι πολεμικοί άθλοι δεν είναι για σένα». Ερμαφροδιτισμός Στην ελληνική μυθολογία εμφανίζεται και ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει πάνω του και τα δύο φύλα. Ονομάζεται Ερμαφρόδιτος. Ανατολικής προέλευσης, ήρθε στην Ελλάδα μέσω της Κύπρου. Στην Κύπρο παράλληλα με τη θεά του έρωτα λατρευόταν και ένας αρσενικός αντίστοιχος θεός, ο Αφρόδιτος: γενειαφόρος, φαλλοφόρος, αλλά με γυναικεία φορέματα. Στην Ελλάδα όμως αυτή η θεότητα δεν ρίζωσε. Σχετικά με την αρσενικοθήλυκη θεότητα υπάρχει ένας χαριτωμένος μύθος, μεταξύ του Ερμαφρόδιτου και της Νύμφης Σαλμαλκίδας. ΗΦΑΙΣΤΟΣ Σχέσεις του με τις άλλες θεότητες: α) με τη μάνα του Ήρα: άλλοτε τη βοηθάει κι άλλοτε την εκδικείται· β) μεθοδεύτηκε ο γάμος του με την Αθηνά, αλλ’ απέτυχε· γ) απέναντι στον πατέρα του Δία φερνόταν σχεδόν πάντα με σαβασμό. Από την ένωσή του με τη Αφροδίτη γεννήθηκε ο Έρωτας. Με την Καβειρώ, κόρη του Πρωτέα, γεννήθηκαν οι Κάβειροι απευθείας ή γεννήθηκε ο Κάμιλλος και από αυτόν οι Κάβειροι. Ιδιότυπη είναι η σχέση του με τον Προμηθέα. Σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζονται σαν δύο όψεις του ίδιου προσώπου: και οι δύο βοήθησαν στη γέννηση της Αθηνάς· και οι δύο μετέχουν στη δημιουργία του ανθρώπινου γένους κ.ά. Και μια σημαντική διαφορά: ο Ήφαιστος είναι δημιουργός της φωτιάς, ενώ ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους. Ιδιότητες – ενασχολήσεις του: α) θεός-σιδηρουργός· β) θεός της υποχθόνιας φωτιάς. ΕΣΤΙΑ Κόρη του Κρόνου και της Ρέας. Αντιπροσωπεύει την αγνότητα και την παρθενία. Απέκρουσε τους έρωτες του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα. Ορκίστηκε στο Δία να μείνει αιώνια παρθένα. Θεά της εστίας, όχι μόνο της οικογενειακής, αλλά και της πόλης και του κράτους. Ελάχιστα μυθολογικά στοιχεία υπάρχουν για την Εστία.


ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ - και Δίας: Με πολλή δυσφορία δέχθηκε την κυριαρχία του αδελφού του. Θεωρούσε το Δία σφετεριστή της εξουσίας. Αντίζηλοι και στη διεκδίκηση της Θέτιδας. - και Ήρα: α) Στον Τρωικό πόλεμο προσπαθεί να τον στρέψει κατά του Δία. Αρνείται. β) Μάχονται για την κυριαρχία της Αργολίδας. Τη λύση έδωσαν ο Ίναχος και τα ποτάμια Κηφισός και Αστερίωνας, ως δικαστήριο, υπέρ της Ήρας. - και Αθηνά: Τους είδαμε να συγκρούονται για την κυριαρχία της Αττικής. Σύζυγός του ήταν η Αμφιτρίτη, κόρη της Δωρίδας και του Νηρέα ή του Ωκεανού και της Τιθύας. Από την ένωσή τους προήλθαν ο Τρίτωνας, η Ρόδος και η Βενθεσικύμη. Ερωτικές περιπέτειες: με τη Νύμφη Σκύλλα, με τη Δήμητρα (απέκτησαν κόρη, ανώνυμη), με τη Μέδουσα (τη βίασε και γεννήθηκαν οι Πήγασος, Χρυσάωρ και Ίππος), με τη Γαία (γιος τους ο Γίγαντας Ανταίος), με τη Νύμφη Μελία (γεννήθηκε ο Άμυκος), βίασε την εγγονή του Αλόπη από το γιο του Κερκυόνα, γιοι του και οι Σκίρωνας και Σίνις (άγνωστο από ποιες γυναίκες), με την Αφροδίτη (απέκτησαν τον Έρυκα), με τη Νύμφη Θόωσα (γιος τους ο Πολύφημος), με τη Σκαμανδροδίκη (απέκτησαν τον Κύκνο), με την Ευρυάλη ή την Αφροδίτη (γεννήθηκε ο Ωρίωνας), με την Πλειάδα Αλκυόνη (γιος τους ο Υριέας), με την Ιφιμέδεια ή τη Γαία (γιοι τους οι Αλωάδες Ώτος και Εφιάλτης) και με τη Μήστρα ή Μήτρα. Ο Ποσειδώνας συνδέεται και με μια σειρά τεράτων που έστελνε κατά των ανθρώπων, τα οποία μάλιστα παίζουν κάποιο ρόλο στους μύθους της Ησιόνης και της Ανδρομέδας. Πηγή της Λέρνας: α) Τη φανέρωσε ο Ποσειδώνας στην Αμυμώνη κατά την πρώτη τους ερωτική σχέση· β) ανέβλυσε μετά από χτύπημα του Ποσειδώνα με την τρίαινα· γ) εμφανίστηκε εκεί που ο Ποσειδώνας έμπηξε την τρίαινά του κατά τη διάρκεια της ερωτικής συνεύρεσης με την Αμυμώνη. Από την ένωσή του με την Αμυμώνη γεννήθηκε ο Ναύπλιος, από τον οποίο προέρχεται και το όνομα της πόλης. Αποπλάνησε την Αίθρα, κόρη του βασιλιά της Τροιζήνας Πυθέα, κι έτσι γεννήθηκε ο Θησέας. Με τη γυναίκα του Αίολου, τη Μελανίππη, απέκτησε τους Βοιωτό και Αίολο. Από την παράξενη συνεύρεσή του πάνω στα κύματα με την Τυρώ γεννήθηκαν οι δίδυμοι Πελίας και Νηλέας. Ο Πρώτος συνδέεται και με την Αργοναυτική εκστρατεία. Ένα άλλο θύμα του ερωτικού του πάθους ήταν η Αστυπάλαια, κόρη του Φοίνικα, από την οποία απέκτησε τον Αγκαίο, ιδρυτή της Σάμου. Ιδιότητες και δραστηριότητες: α) θεός του υγρού στοιχείου· β) ονομάζεται και «σεισίχθων», δηλαδή αυτός που προκαλεί τους σεισμούς, άρα έχει σχέση με την ξηρά· γ) σχετίζεται και με τα άλογα· προς τιμήν του ιδρύθηκαν οι ιππικοί αγώνες, κυρίως στα Ίσθμια· δ) του αποδίδεται και η ίδρυση των Ισθμίων· ε) σύμφωνα με μία παράδοση πρόλεγε τα μέλλοντα στους Δελφούς, δια του μάντη Πύρκωνα, πριν ιδρυθεί εκεί ο ναός του Απόλλωνα.


Άλλες θεότητες των νερών: 1) Νηρέας, γιος του Πόντου· 2) Νηρηίδες, κόρες του Νηρέα· 3) Πρωτέας· 4) Γλαύκος και Φόρκυς· 5) Τρίτωνας· 6) Σειρήνες: είχαν γυναικείο κεφάλι πάνω σε σώμα πουλιού με φτερούγες. Κατά μία εκδοχή κόρες του Φόρκυ· κατ’ άλλη, γεννήθηκαν από τις σταγόνες του αίματος που έπεσαν από το κέρατο του ποταμού Αχελώου. Μητέρα τους είτε η Γη (Χθων) είτε μία από τις Μούσες: Μελπομένη, Τερψιχόρη, Καλλιόπη. 7) Σκύλλα και Χάρυβδη· 8) Ωκεανός· 9) οι Νύμφες. Χωρίζονταν σε α) Ορεστιάδες (των δασών), β) Ναϊάδες (των ποταμών και των πηγών) και γ) Αμαδρυάδες (των δέντρων). ΑΔΗΣ και Ηρακλής. Ένας από τους άθλους του ήταν να πάρει από τον Άδη το σκύλο Κέρβερο. Ο Άδης τού το επέτρεψε, αρκεί να τα κατάφερνε χωρίς όπλα. και Μίνθη, Νύμφη του κάτω κόσμου. Ζήτησε να γίνει ερωμένη του. Την κυνήγησε η Περσεφόνη. και Λεύκη, θυγατέρα του Ωκεανού. Την απήγαγε. Όταν πέθανε τη μεταμόρφωσε σε δέντρο, τη λεύκα. Άρπαξε με άδεια του Δία την κόρη της Δήμητρας Περσεφόνη την ώρα που έπαιζε. Παρενέβη πάλι ο Δίας και ο Άδης την άφησε. Η Περσεφόνη στο εξής θα μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στη μάνα της και τον άντρα της Άδη. Μετονομάζεται σε Πλούτωνα, από τον Ε΄ π.Χ. αι. Τόποι

και

πρόσωπα:Ηλύσια

πεδία,

Νησιά

των

Μακάρων,

Τάρταρος,

Αχέροντας,

Πυριφλεγέθοντας, Τάνταλος, Τιτυός, Σίσυφος. Ιδιότητες και δραστηριότητες: κυρίως θεός των νεκρών, ασχολείται όμως και με τους ζωντανούς (κυρίως τιμωρητικά) · θεός της γονιμότητας της γης, του πλούτου της γης. Ανάλγητος. Επιβλέπει την τήρηση των κανόνων δικαίου, τιμωρώντας κυρίως τους επίορκους. Δορυφόροι του Άδη: 1) Κήρες: πνεύματα του θανάτου και της εκδίκησης, σκύλες και κόρες του Άδη. 2) Άρπυιες: θεότητες αρπαχτικές, προμηθεύτριες του άδη με κόσμο, κόρες του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας. Έμεναν στα νησιά του Ιονίου Στροφάδες. Γνωστές: Αελλώ, Ωκυπέτη και Κελαινώ. 3) Ερινύες: κόρες της Νύχτας ή της Γης και του Ερέβους ή του Φόρκυ ή του Άδη και της Περσεφόνης· φτερωτοί δαίμονες, κυνηγοί των ενόχων και των επίορκων. Ο Ευριπίδης λέει ότι ήταν τρεις: Αληκτώ, Τισιφόνη και Μέγαιρα. Προστάτριες των ξένων και των επαιτών. Με τη συγνώμη μετατρέπονται από Ερινύες σε Ευμενίδες.


ΔΙΟΝΥΣΟΣ και Ικάριος. Η σχέση τους συνδέεται με την καλλιέργεια του αμπελιού στην Αττική. και Λυκούργος, γιος του Δρύαντα και βασιλιάς των Ηδωνών. Ο πρώτος που έδιωξε από τη χώρα του (κοντά στο Στρυμώνα) το Διόνυσο· αυτός τον έκαμε μανιακό· και Πενθέας, γιος του Εχίονα και της Αγαύης. Πολέμιος του Διόνυσου. Ενοχλείται από την ομαδική συμμετοχή των γυναικών της Θήβας στις οργιαστικές γιορτές του Κιθαιρώνα. Οι Μαινάδες των κομματιάζουν. και Μινυάδες, κόρες του βασιλιά του Ορχομενού Μινύα: Λευκίππη, Αρσίππη και Αλκαθόη. Εξοργίζουν το Διόνυσο επειδή δε μετείχαν μαζί με τις άλλες γυναίκες στις λατρευτικές γιορτές προς τιμή του. και Αριάδνη, κόρη του Μίνωα. Τη συνάντησε στη Νάξο όπου την εγκατέλειψε ο ξελογιαστής της Θησέας. Της χάρισε ένα πολύτιμο στέμμα ως γαμήλιο δώρο. Θεωρείται ο πρώτος καλλιεργητής του αμπελιού, αμέσως μετά τον κατακλυσμό. Αυτό έγινε στην Αιτωλία. Τόπος γέννησής του θεωρείται η Νάξος. Ιδιότητες και ενασχολήσεις: Θεός του κρασιού, του γλεντιού, του οργίου, της διασκέδασης· εφευρέτης του αλετριού· σύνδεσμος των χθόνιων θεών, κατόχων των μυστικών, με τον Απόλλωνα. Εορταστικές/λατρευτικές γιορτές: Σε πολλά μέρη της Ελλάδας τελούνταν «Διονύσια», αλλά πουθενά αλλού με τόση λαμπρότητα όσο στην Αττική. Οι γιορτές στην Αθήνα προς τιμή του Διονύσου ήταν τρεις: Ανθεστήρια (Πιθούγια, Χόες), Λήναια και κυρίως τα Μεγάλα Διονύσια, που καθιερώθηκαν στο τέλος του Ε΄ π.Χ. αι. και περιλάμβαναν: τον «προαγώνα», την «πομπή», το «διθυραμβικό αγώνα», τον «κώμο» και τις «δραματικές παραστάσεις». Προς τιμή του κατασκευάστηκε στους πρόποδες της Ακρόπολης το αρχαιότερο θέατρο του κόσμου. Ο θίασος (ακολουθία) του Διονύσου. Τον αποτελούσαν: α) οι Μαινάδες ή Βάκχες. Ήταν Νύμφες· β) οι Σειληνοί και οι Σάτυροι. Αρχικά ήταν χωριστές οντότητες, μετά ταυτίστηκαν. Συμπλήρωμα των Μαινάδων στις συντροφιές του Διόνυσου. Πατρίδα των Σάτυρων η Αρκαδία, ενώ των Σειληνών η Θράκη και η Φρυγία. Άγνωστο πόσοι ήταν οι Σειληνοί· γ) ο Πάνας και οι συντρόφισσες-ερωμένες του Νύμφες Σύριγξ, Ηχώ και Πίτυς· δ) ο Πρίαπος· ε) οι Κένταυροι. ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΩΝ ΘΕΩΝ ΟΙ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1. Ίρις: ουράνια αγγελιαφόρος, μαντατοφόρος των θεών. 2. Οι Χάριτες: Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια ή Πειθώ, Πασιθέα, Κλήτα, Φαένα, Αυξώ ή Ηγεμόνη, Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ. 3. Ώρες: συγχέονται και με τις Χάριτες. Φύλακες των πυλών του ουρανού ή προσωποποιήσεις των εποχών.


4. Μούσες: Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη. 5. Ήλιος: Γιος του Τιτάνα Υπερίωνα και της αδελφής του Θείας ή Ευρυφάεσσας. Από τη Ρόδη απέκτησε το Φαέθοντα. Ο θεός που όλα τα βλέπει κι όλα τ’ ακούει. Η λατρεία του δεν ήταν πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα. 6. Ηώς – Αυγή: Γεννήθηκε από τον Υπερίωνα και τη Θεία ταυτόχρονα με τον Ήλιο. Από την ένωσή της με τον Τιθωνό (γιο του Τρώα Λαομέδοντα) απέκτησε τους Μέμνονα (βασιλιά της Αιθιοπίας) και Ημαθίωνα. Ερωτεύθηκε τον Κέφαλο (γιο του Ερμή ή του Δηιονέα και της Έρσης), τον οποίο και απήγαγε στη Συρία, από τον οποίο απέκτησε τον Τιθωνό. Κατ’ άλλη εκδοχή ο Κέφαλος απέκρουσε τον έρωτά της. 7. Σελήνη, αδελφή του Ήλιου και της Ηούς. Έρωτάς της με τον Ενδυμίωνα στην Ήλιδα και την Ικαρία. Από τον έρωτά τους γεννήθηκαν 50 θυγατέρες. Κατ’ άλλο μύθο ο Πάνας την ξελόγιασε στην Αρκαδία. Άλλος, πολύ αρχαίος, μύθος λέει ότι από την ένωσή της με το Δία γεννήθηκε ο λέων της Νεμέας.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΗΡΩΕΣ – ΗΜΙΘΕΟΙ

Στην ελληνική μυθολογία συναντούμε μια μακρά σειρά προσώπων που κινούνται ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό, άλλοτε πλησιέστερα στο ανθρώπινο και άλλοτε κοντύτερα στο θεϊκό. Άλλοτε τιμούνται ως άνθρωποι – ήρωες και άλλοτε λατρεύονται ως θεοί. Βρίσκονται πλησιέστερα στις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων και συχνά επεμβαίνουν για να τους προστατέψουν ή απαλλάξουν από κάποιες «πληγές» ή να τους βγάλουν από αδιέξοδα. Οι ήρωες ήταν κατά κανόνα αποτέλεσμα της ένωσης ενός θεού με κοινό θνητό/θνητή. Συνήθως η δράση των ηρώων συνδεόταν με συγκεκριμένο τόπο, της καταγωγής ή της λατρείας τους. Γιαυτό συχνά τ’ όνομά τους απηχεί κάποιο τόπο – περιοχή: Σαλαμίς, Αιγίνη, Μέγαρος, Αρδηττός κτλ. Συχνά οι ήρωες ήταν ξεπεσμένοι πρώην θεοί. Υπάρχει και μια κατηγορία κακοποιών ηρώων, π.χ. Ταράσιππος, Ανάγυρος, Θεαγύνης κ.ά. Σ’ αυτά τα μυθικά πρόσωπα, τους ήρωες-ημίθεους, αναφερόμαστε στη συνέχεια, παραθέτοντας για τον καθένα τις πλέον στοιχειώδεις πληροφορίες.


ΗΡΑΚΛΗΣ Ενσαρκώνει τον αυθεντικότερο Έλληνα ήρωα. Γιος του Δία και της Αλκμήνης, θυγατέρας του Ηλεκτρύωνα. Για τη σχέση της με το Δία γνώρισε το μίσος και την εκδικητικότητα της Ήρας, η οποία, κατά μία άποψη, θήλασε για λίγο τον Ηρακλή. Δάσκαλός του –και πρώτο θύμα του- ήταν ο γιος του Απόλλωνα Λίνος. Όταν κάποτε ο Λίνος είπε στον Ηρακλή να διαλέξει από ένα σωρό βιβλίων ένα, αυτός πήρε το

«Τέλειος Μάγειρος» του Σίμωνα. Ο Λίνος τον μάλωσε· ο Ηρακλής

θύμωσε, τον χτύπησε και τον άφησε νεκρό. Μια άλλη τραγική στιγμή στη ζωή του ήρωα ήταν όταν αυτός, έχοντας χάσει τα λογικά του με ενέργεια της Ήρας (θέμα στην τραγωδία του Ευριπίδη «Ηρακλής Μαινόμενος»), σκότωσε τα παιδιά του από τη Μεγάρα όπως και τα παιδιά του αδελφού του Ιφικλή. Άλλοι δάσκαλοί του: ο Εύρυτος, ο Εύμολπος, ο Αρπάλυκος, ο Αμφιτρύωνας, ο Κάστορας. Κατορθώματα του Ηρακλή: 1. Σκοτώνει στον Κιθαιρώνα ένα λιοντάρι που κατασπάραζε τα κοπάδια του Αμφιτρύωνα και του Θέσπιου, βασιλιά των Θεσπιών. 2. Απάλλαξε τους Θηβαίους από το φόρο των «εκατό βοδιών» που όφειλαν να πληρώνουν κάθε χρόνο επί 20 χρόνια στους Μινύες του Ορχομενού. Ακρωτηρίασε τους απεσταλμένους που πήγαν να πάρουν τα βόδια. Ο βασιλιάς των Μινυών Εργίνος εκστράτευσε εναντίον των Θηβών. Στο δρόμο του όμως βρήκε τον πάνοπλο Ηρακλή ο οποίος σκότωσε τον Εργίνο. Ο στρατός διαλύθηκε. Τότε ο βασιλιάς των Θηβών Κρένοτας έδωσε ως σύζυγο στον Ηρακλή την κόρη του Μεγάρα. Άθλοι κατ’ απαίτηση του βασιλιά της Τύρινθας και των Μυκηνών Ευρυσθέα Η Πυθία είχε προβλέψει πως ο Ευρυσθέας θα χάσει το θρόνο του από τον Ηρακλή. Για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο ο Ευρυσθέας τον έβαλε να πραγματοποιήσει 12 άθλους, πιστεύοντας πως σε κάποιον από αυτούς θα έβρισκε το θάνατο. 1. Το λιοντάρι της Νεμέας: μυθικό ζώο, γέννημα της Έχιδνας και του Όρθου. Του ζητήθηκε να φέρει το δέρμα του. Το στραγγάλισε σε μια σπηλιά της Νεμέας ή το τόξευσε. Λέγεται πως κατά την πάλη έχασε ένα δάχτυλο. 2. Η Λερναία Ύδρα: Ζώο-τέρας. Γεννήθηκε από τον Τυφωέα και την Έχιδνα. Ζούσε στα έλη της Λέρνας. Αφάνιζε τα κοπάδια των γύρω περιοχών. Έχοντας δίπλα του τον πιστό σύντροφό του Ιόλαο πάλεψε με το θηρίο. Της χτυπούσε τα κεφάλια με το ρόπαλό του. Στη θέση, όμως, καθενός που σύντριβε φύτρωνε άλλο. Τότε ζήτησε τη βοήθεια του Ιόλαου, ο οποίος καυτηρίαζε το σημείο όπου αφαιρούνταν το κεφάλι ώστε να μην ξαναγεννηθεί. 3. Η Κερυνίτιδα Έλαφος: Δεν ήταν κακοποιό τέρας. Η εντολή ήταν να τη φέρει ζωντανή. Είχε κέρατα χρυσά και χάλκινα πόδια. Ζούσε στο βουνό Κερύνεια ή στην Οινόη, στο ναό της Άρτεμης. Την κυνηγούσε επί ένα χρόνο ο Ηρακλής. Την έπιασε τη στιγμή που επιχειρούσε να διαβεί τον ποταμό Λάδωνα.


4. Ο Ερυμάνθιος κάπρος. Οι Κένταυροι της Φολόης: Αυτός ο αγριόχοιρος κατέβαινε από τον Ερύμανθο και προκαλούσε πολλές καταστροφές στην Ψωφίδα. Η εντολή ήταν να συλλάβει τον κάπρο και να του τον πάει ζωντανό. Ο Ηρακλής για να τον βρει διέσχισε τη χώρα της Φολόης όπου φιλοξενήθηκε από τον Κένταυρο Φόλο. Διαμάχη ανάμεσα στους άλλους Κενταύρους και στο Φόλο για το κρασί. Ο Ηρακλής παίρνει το μέρος του Φόλου και καταδιώκει τους άλλους. Μετά ξεκίνησε να βρει τον κάπρο. Τον βρήκε σ’ ένα σύδεντρο. Τον κυνήγησε μέσα στο χιόνι και τον έπιασε. 5. Οι στάβλοι του Αυγεία: Ο Αυγείας ήταν βασιλιάς της Ήλιδας κι ένας από τους Αργοναύτες. Είχε 300 αρνιά και βόδια. Στα μαντριά του σωριάστηκε βουνό η κοπριά. Ο Ηρακλής είχε εντολή να καθαρίσει τους στάβλους του Αυγεία. Πήγε στον Αυγεία και του είπε ότι αναλαμβάνει να του καθαρίσει τα μαντριά σε μια μέρα, αρκεί να του δώσει το 1/10 των ζώων του. Εκείνος δέχτηκε. Τότε ο Ηρακλής γκρεμίζει έναν τοίχο των στάβλων και στρέφει το ρου των ποταμών Αλφειού και Πηνειού ώστε να περάσουν μέσα από τους στάβλους. Οι στάβλοι καθάρισαν. 6. Οι Στυμφαλίδες όρνιθες: Στη Στυμφάλη, πόλη της Αρκαδίας, υπήρχε ένα έλος, η Στιμφαλίδα. Στα δέντρα του έλους κούρνιαζαν τεράστια πουλιά με χάλκινα φτερά, που τρώγανε σάρκες ανθρώπων. Ο Ηρακλής κατάφερε να τα σκοτώσει με τα βέλη του. Κατ’ άλλη εκδοχή οι Στυμφαλίδες δεν ήταν πουλιά αλλά κόρες του Στυμφάλου και της Όρνιθας. 7. Ο ταύρος της Κρήτης: Κατά την επικρατέστερη εκδοχή ο Μίνωας έταξε στον Ποσειδώνα ό,τι θα έβγαινε από τη θάλασσα. Κι ο Ποσειδώνας φρόντισε να βγει ένας ταύρος. Κι ήταν τόσο ωραίος που ο Μίνωας δε θέλησε να τον θυσιάσει. Ο Ποσειδώνας οργίστηκε κι έκαμε τον ταύρο μανιώδη. Αυτόν τον ταύρο ζήτησε από τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανό. Τον έπιασε με δίχτυ και του τον πήγε. 8. Οι φοράδες του Διομήδη: Ο Διομήδης ήταν βασιλιάς της θρακικής φυλής των Βιστόνων. Είχε φοράδες που τρώγανε τους ξένους που η θάλασσα έβγαζε στ’ ακρογιάλια του. Υπάρχουν κι ονόματά τους: Πόδαργος, Λάμπων, Ξάνθος και Δήμος. Είχαν χάλκινα σαγόνια κι ήταν πάντοτε αλυσοδεμένες. Η εντολή ήταν να του φέρει αυτές τις φοράδες. Εκεί χάθηκε ο σύντροφός του Άβδηρος. Ο Ηρακλής νίκησε τους Βίστονες και σκότωσε το Διομήδη. Έπιασε τις φοράδες και τις πήγε στον Ευρυστέα.


9. Η ζώνη της Ιππολύτης: Ήταν βασίλισσα των Αμαζόνων. Είχε μια μαγική ζώνη που της τη χάρισε ο Άρης. Αυτή τη ζώνη επιθύμησε να την αποκτήσει η Αδμήτη, κόρη του Ευρυστέα. Οι Αμαζόνες ήταν το γυναικείο αντίστοιχο των Κενταύρων. Ζούσαν στις όχθες του Θερμώδοντα, στον Πόντο, κοντά στη Θεμισκύρα. Είχαν δικό τους κράτος. Ήταν πάνοπλες με κύριο όπλο το τόξο. Η Ιππολύτη καλοδέχτηκε τον Ηρακλή και τους συντρόφους του και προθυμοποιήθηκε να του δώσει τη ζώνη. Αντέδρασε όμως η Ήρα. Ξεσήκωσε τις Αμαζόνες. Έγινε μάχη σκληρή. Σκοτώθηκαν πολλές. Ανάμεσά τους και η Ιππολύτη. Ο Ηρακλής πήρε τη ζώνη. Με την εκστρατεία αυτή σχετίζεται και ο μύθος της Ησιόνης (ο Ηρακλής στην Τροία). 10. Τα βόδια του Γηρυόνη: Ο Γηρυόνης ήταν ένα τρικέφαλο ανθρώπινο τέρας, γιος του Χρυσάωρα και της Καλλιρρόης ή του Άδη και της Ερύθειας. Ο Ηρακλής νίκησε το Γηρυόνη, σκότωσε τους φύλακες των βοδιών του, το σκύλο Όρθρο και το βοσκό Ευρυτίωνα, κι άρπαξε τα βόδια. Υπάρχει κι άλλη παραλλαγή που τον θέλει να φτάνει στην Ευρύθεια, το νησί του Γηρυόνη, και να επιστρέφει μετά από πολλές περιπέτειες. 11. Τα χρυσά μήλα του κήπου των Εσπερίδων: Αυτός ο κήπος βρισκόταν στο δυτικό άκρο της Γης ή στη χώρα των Υπερβορείων. Οι Εσπερίδες ήταν 2 ή 3 ή 4 ή 5 θυγατέρες της Νύχτας ή του Δία και της Θέμιδας ή του Φόρκυ και της Κητούς ή του Άτλαντα. Ονόματα: Αίγλη, Ερύθεια, Αρέθουσα, Εσπέρα. Είχαν ως αποστολή να φυλάνε τα μήλα ενός μαγικού δέντρου, του οποίου οι καρποί συμβόλιζαν τον έρωτα και τη γονιμότητα. Στην περιπέτεια του Ηρακλή να βρει τον κήπο και να πάρει τα μήλα εμπλέκονται οι μύθοι: α) Του Ηρακλή και του Ανταίου, β) του Ηρακλή και του Βούσιρι, βασιλιά της Αιγύπτου, γ) του Ηρακλή και του Ημαθίωνα, βασιλιά της Αιθιοπίας ή Αραβίας. Τελικά μαζί με τον Προμηθέα φτάνει στον κήπο των Εσπερίδων. Κατά μία εκδοχή τα μήλα τα έκοψε ο ίδιος ο Ηρακλής σκοτώνοντας το δράκο που τα φύλαγε, κατ’ άλλη ο Άτλαντας· υπάρχει και τρίτη, που θέλει να τα έδωσαν οι ίδιες οι Εσπερίδες στον Ηρακλή, αφού κοίμισαν το δράκοντα. Τελικά τα μήλα γύρισαν πάλι στον τόπο τους μέσω της Αθηνάς. 12. Ο Κέρβερος: Η εντολή ήταν να κατέβει στον Άδη και να πάρει το σκύλο Κέρβερο. Ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη από ένα βάραθρο στο Ταίναρο. Τον συνόδευαν ο Ερμής και η Αθηνά. Αφού ξεπέρασε πολλά εμπόδια, έφτασε μπροστά στο θεό Άδη. Του είπε γιατί ήρθε. Κι εκείνος του επέτρεψε να πάρει τον Κέρβερο αν καταφέρει να τον πιάσει χωρίς όπλα. Τα κατάφερε.


Άλλοι μύθοι σχετικοί με τον Ηρακλή: α) Ηρακλής - Ήρα - Άρης, β) Ηρακλής κι Απόλλωνας, γ) Ηρακλής - Αθηνά - Διόνυσος, δ) Ηρακλής - Εύρυτος - Ίφιτος - Ιόλη - Οιχαλία , ε) Η πώληση του Ηρακλή, στ) Ηρακλής και Κέκροπες, ζ) Ηρακλής και Συλέας, η) Ηρακλής και Λιτυέρσης, θ) Ηρακλής και Ομφάλη, ι) Ηρακλής και Περικλύμενος, ια) Ηρακλής και Ιπποκόων, ιβ) Ηρακλής - Αυγή - Τήλεφος, ιγ) Ηρακλής και Χαλκιόπη, ιδ) Ηρακλής και Αργοναυτική εκστρατεία, ιε) Ηρακλής και Θειοδάμας, ιστ) Ηρακλής και Κήυκας, ιζ) Ηρακλής και Αιγίμιος, ιθ) Ηρακλής και Αμύντωρ, κ) Ηρακλής και Αχελώος, κα) Ηρακλής και Νέσσος, κβ) Ο Ηρακλής και ο δηλητηριασμένος χιτώνας της Δηιάνειρας. Αυτός ο χειτώνας θα γίνει και αιτία θανάτου του Ηρακλή.


ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1. Ο Θησέας: Γιος του Αιγέα και της Αίθρας. Γεννήθηκε στα Μέγαρα. Με τους αδελφούς του Πάλλαντα, Νίσο και Λύκο κυρίευσαν την Αττική. Από τη μοιρασιά πήρε την Αθήνα. Αργότερα έδιωξε τον αδελφό του Λύκο από τη Διακρία και την Τετράπολη. Κατορθώματα: α) σήκωσε τη μεγάλη πέτρα της γέννησής του‘ β) θάνατος του κακοποιού Περιφήτη στη Λυδία· γ) θάνατος του κακοποιού Σίνη· δ) θάνατος του Προκρούστη· ε) θάνατος του Κερκυόνα· στ) πάλεψε με το φοβερό τέρας γουρούνα Φαία· 3) συνέτριψε τους Παλλαντίδες· η) ο ταύρος που πήρε ο Ηρακλής από την Κρήτη κατέληξε στο Μαραθώνα· εκεί ερήμωσε τον τόπο. Ο Θησέας τον σκότωσε· θ) σκότωσε στο Λαβύρινθο το φοβερό Μινώταυρο (ον με σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου) με τη βοήθεια της Αριάδνης· ι) πολέμησε με τις Αμαζόνες· ια) ανάγκασε το βασιλιά των Λαπιθών Πειρίθου ν’ αναγνωρίσει τη γενναιότητά του και να γίνει φίλος του. Μετά τις περιπέτειές του με την απαγωγή της Ελένης κατέφυγε στη Σκύρο, που την εξουσίαζε ο βασιλιάς των Δολόπων Λυκομήδης. Αυτός τον οδήγησε σ’ ένα ψηλό βουνό τάχα για να του δείξει τα κτήματά του, κι εκεί τον γκρέμισε από έναν ψηλό βράχο και τον σκότωσε. 2. Κέκροπας και Κεκροπίδες: Ο αρχαιότερος ήρωας της Αττικής. Είχε 3 θυγατέρες: Άγραυλο, Έρση και Πάνδροσο. Υιοθέτησε το γιο του Ήφαιστου και της Ατθίδας Εριχθόνιο, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Αττικής. ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΘΗΒΑΣ 1. Ο Κάδμος. Γιος του Αγήνορα και της Τηλεφόεσσας, μακρινός απόγονος του Δία. Από τη Φοινίκη έφτασε στη Θράκη κι από κει στην Ελλάδα και τους Δελφούς, για να συμβουλευθεί τον Απόλλωνα. Πάλεψε με το φονιά των συντρόφων του δράκοντα και τον σκότωσε. Με υπόδειξη της Αθηνάς σπέρνει τα δόντια του δράκοντα και φυτρώνουν άνθρωποι – πάνοπλοι άντρες. Ο Κάδμος τρομάζει και τρέχει να τους πάρει τα όπλα. Ακολουθεί εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα στους πολεμιστές. Επέζησαν μόνο 5: Εχίων, Ουδαίος, Χθόνιος, Υπερήνωρ και Πέλωρ. Απ’ αυτούς γεννήθηκαν οι Θηβαίοι. Ο Κάδμος έχτισε ακρόπολη, την Καδμεία. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο γάμος του Κάδμου με την Αρμονία δεν έγινε στη Θήβα αλλά στη Σαμοθράκη. Ο Κάδμος με την Αρμονία απέκτησαν 5 παιδιά: τον Πολύδωρο και τις θυγατέρες: Ινώ, Σεμέλη, Αγαύη και Αντονόη. Όλα τα παιδιά τους (και συγκεκριμένα οι κόρες) γνώρισαν πολλές συμφορές και είχαν οικτρό τέλος. Ο Κάδμος και η Αρμονία τέλειωσαν τη βαριόμοιρη ζωή τους στην Ιλλυρία. Μεταμορφώθηκαν σε φίδια και οι θεοί τούς έβαλαν στα Ηλύσια Πεδία.


2. Αμφίονας και Ζήθος: Γιοι του Δία και της Αντιόπης ή του Ασωπού ή του Νυκτέα. Λέγεται ότι αυτοί διώξανε τον Κάδμο από τη Θήβα. Σκότωσαν τη Δίρκη που άρπαξε τη μάνα τους. Άλλη εκδοχή τούς θέλει να σκοτώνουν και το βασιλιά της Θήβας Λύκο. Κατ’ άλλη εκδοχή, του χάρισαν τη ζωή με επέμβαση του Ερμή και ο Λύκος από ευγνωμοσύνη παραχώρησε στον Αμφίονα το θρόνο της Θήβας. Κτίστες και αυτοί ή οχυρωτές της Θήβας. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ο Αμφίονας παντρεύτηκε την κόρη του Τάνταλου Νιόβη. Μαζί απέκτησαν 14 παιδιά: Σίπυλος, Ευπίνητος, Ισμηνός, Δαμασίχθων, Αγήνωρ, Τάνταλος, Φαίδιμος, Εθοδαία ή Μαίρα, Κλεοδόξα, Αστυόχη, Φθία, Πελοπία, Ωγυγία και Αστυκράτεια. 3. Οιδίποδας: Ο τραγικότερος ήρωας της ελληνικής μυθολογίας: πατροκτόνος κι αιμομίχτης. Γεννήθηκε από το Λάιο και την Επικάστη ή Ιοκάστη, παρά τον αντίθετο χρησμό του μαντείου. Γιαυτό τον εξέθεσαν στον Κιθαιρώνα, αφού του τρύπησαν το πόδι (=Οιδίποδας). Κάποιοι βοσκοί τον μάζεψαν και τον πήγαν στο βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβο. Αυτός τον υιοθέτησε. Κατέφυγε στους Δελφούς για να μάθει γιατί δεν έχει δικαιώματα στο θρόνο της Κορίνθου. Η Πυθία το μόνο που του είπε ήταν να μην επιστρέψει στην πατρίδα γιατί θα σκότωνε τον πατέρα του. Φεύγοντας από το μαντείο, συνάντησε στο δρόμο το Λάιο, τον πραγματικό του πατέρα και βασιλιά της Θήβας. Από ασήμαντη αφορμή μάλωσαν και σκότωσε το Λάιο. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές για το περιστατικό. Μετά το φόνο ο Οιδίποδας φτάνει στη Θήβα. Στο βουνό Φίκιο της Θήβας υπήρχε ένα φοβερό τέρας, η Σφίγγα, που τρομοκρατούσε την περιοχή. Εκεί έστηνε διάφορες παγίδες στους Θηβαίους, μία από αυτές ήταν και ένα αίνιγμα: «Ποιο είναι το ζώο που έχει μια μονάχα φωνή κι είναι στην αρχή τετράποδο, έπειτα δίποδο και τελικά τρίποδο» ή «Ποιο είναι αυτό που είναι ταυτόχρονα δίποδο, τρίποδο και τετράποδο». Ο Οιδίποδας έλυσε το αίνιγμα, απάλλαξε τη χώρα από τη Σφίγγα και παντρεύτηκε τη χήρα Ιοκάστη – χωρίς να ξέρει ότι είναι η μάνα του–, σύμφωνα με την υπόσχεση του βασιλιά Κρέοντα. Ο μύθος έχει πολλές πτυχές. ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ


1. Ο Πηλέας: Γιος του Αιακού και της Ενδηίδας. Γεννήθηκε στην Αίγινα. Ο πατέρας του οργίστηκε για το φόνο του αδελφού του Φώκου και τον έδιωξε από την Αίγινα. Πήγε στη Φθία της Θεσσαλίας, όπου τον υποδέχθηκε ο Ευρυτίωνας, τον πάντρεψε με την κόρη του Αντιγόνη και του έδωσε το 1/3 του βασιλείου του ως προίκα. Πήγαν για κυνήγι με το πεθερό του, τον οποίο και σκότωσε κατά λάθος. Εξ αιτίας αυτού, άφησε τη γυναίκα του στη Φθία και πήγε στην Ιωλκό. Επειδή δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα της Αστυδάμειας, γυναίκας του βασιλιά της Ιωλκού Ακάστου, εκείνη τον συκοφάντησε στον άντρα της. Αυτό στάθηκε αιτία να τη σκοτώσει. Μετά από περιπέτειες παντρεύτηκε με μεγαλοπρέπεια και παρουσία όλων των θεών την ωραιότατη Θέτιδα. Παιδί τους ήταν ο περίφημος Αχιλλέας. Ο Πηλέας πήρε μέρος σε πολλούς αγώνες, κυνηγιού, σκοπευτικούς κτλ., και βγήκε νικητής. Είχε σημαντική συμβολή στην περίφημη αργοναυτική εκστρατεία. 2. Ήρωες της Αργοναυτική εκστρατείας: Ιάσονας, Πελίας, κ.ά. Βλέπε το σχετικό μύθο στο Δεύτερο Μέρος του παρόντος. ΚΟΡΙΝΘΙΟΙ ΗΡΩΕΣ 1. Σίσυφος: Γιος του Αιόλου. Κατά μία άποψη ήταν ο ιδρυτής της Εφύρας, που αργότερα μετονομάστηκε σε Κόρινθο. Κατ’ άλλη, όμως, ίδρυσε μόνο τον Ακροκόρινθο. Είχε τιμωρηθεί να κυλάει μια τεράστια πέτρα προς το βουνό, κι όταν έφτανε λίγο πριν την κορυφή, αυτή ξανακύλαγε στους πρόποδες. Αυτό γινόταν συνεχώς: «Σισύφειο μαρτύριο». Η τιμωρία, κατά μια εκδοχή, προήλθε από τον Τάρταρο, επειδή ο Σίσυφος υπέδειξε στη γυναίκα του Μερόπη να μην τελέσει καμιά τελετή προς τιμήν των νεκρών. 2. Γλαύκος: Γιος του Σισύφου και της Μερόπης. Αγαπούσε τα άλογα, τα οποία έτρεφε με σάρκες ανθρώπων. Για το θάνατό του

πολλά λέγονται: α) Σε κάποια

αρματοδρομία έπεσε από το άρμα και οι φοράδες του τον κατασπάραξαν· β) τον τιμώρησε η Αφροδίτη επειδή περιφρονούσε τη λατρεία της ή επειδή δεν άφηνε τις φοράδες του να έρχονται σ’ επαφή με αρσενικά άλογα· γ) ξέχασε να ταΐσει τις φοράδες του και κείνες τον φάγανε κ.ά. 3. Βελλερεφόντης: Γιος του Γλαύκου ή του Ποσειδώνα. Σκότωσε έναν αδερφό του κι αναγκάστηκε να φύγει από την Κόρινθο. Πήγε στο βασιλιά της Τίρυνθας Προίτο. Η γυναίκα του τελευταίου Άντεια τον ερωτεύτηκε παράφορα. Αγανάκτησε ο Προίτος και τον έστειλε στον πεθερό του Ιοβάτη στη Λυκία για να τον σκοτώσει εκείνος. Αντ’ αυτού, όμως, ο Ιοβάτης του ανέθεσε να εξοντώσει το φοβερό τέρας Χίμαιρα που ερήμωνε τη Λυκία, με την ελπίδα να βρει έτσι το θάνατο. Ο Βελλεροφόντης, όμως, με τη βοήθεια των θεών νίκησε τη Χίμαιρα. Άλλος μύθος, όμως, λέει ότι τα κατάφερε επειδή πήγε στη μάχη καβάλα στον Πήγασο, ένα θεϊκό άλογο που γεννήθηκε από τον Ποσειδώνα και τη Μέδουσα. Η ημέρωση του Πηγάσου ήταν ένα άλλο κατόρθωμα του Βελλερεφόντη. Και το κατάφερε με το χρυσό χαλινάρι που του έδωσε η Αθηνά.


Ο Ιοβάτης δεν πτοήθηκε από τα κατορθώματα του Βελλερεφόντη. Του ανέθεσε κι άλλες επικίνδυνες αποστολές: να πολεμήσει τους Σόλυμους, να εκστρατεύσει κατά των Αμαζόνων, ν’ αντιμετωπίσει τους πιο αντρειωμένους του βασιλείου του. Αφού τους νίκησε όλους, του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Φιλονόη. ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ 1. Ασκληπιός: Γιος του Απόλλωνα και της Κορωνίδας ή της Αρσινόης. Τον ανέθρεψε ο Κένταυρος Χείρων που του έμαθε την τέχνη του κυνηγιού και την ιατρική. Έγινε πολύ επιδέξιος στη χειρουργική. Ως γυναίκα του φέρεται η Ηπιόνη ή η Αγλαΐα ή η Ιππόνη ή η Λαμπετέα ή η Ξάνθη. Αυτές δεν ήταν ερωμένες του, αφού δεν είχε ερωτικές περιπέτειες. Ως παιδιά του αναφέρονται η Υγεία, ο Μαχάων και ο Ποδαλείριος· ακόμα ο Αετός, η Ακεσώ, ο Αλεξήνωρ, ο Ιανίσκος, η Πανάκεια και ο Τελεσφόρος. Οι Μαχάων και Ποδαλείριος έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Λατρεύτηκε ως θεός της Υγείας. 2. Ίναχος: Γιος του Ωκεανού και της Τιθύος. Στη διένεξη Ποσειδώνα – Ήρας για τον έλεγχο της Αρκαδίας πήρε το μέρος της Ήρας. Από την ένωσή του με τη Νύμφη Μελία απέκτησαν πολλά παιδιά, με προεξάρχοντα την Ιώ και το Φορωνέα, γενάρχη της πελασγικής φυλής. Από την Ιώ πήρε τ’ όνομά του το Ιόνιο. Γιος της Ιούς από το Δία ήταν ο Έπαφος, ο οποίος στην Αίγυπτο παντρεύτηκε τη Μέμφιδα, τη θυγατέρα του Νείλου. 3. Πέλοπας: Γιος του Ταντάλου. Απ’ αυτόν πήρε το όνομά της η Πελοπόννησος. Ο Τάνταλος παρέθεσε τραπέζι στους θεούς και τους πρόσφερε φαγητό το σώμα του γιου του Πέλοπα. Οι θεοί αρνήθηκαν να φάνε, εκτός από τη Δήμητρα, που, αφηρημένη, έφαγε ένα κομμάτι από τον ώμο του. Ο Δίας διέταξε να ξαναδοθεί η ζωή στον Πέλοπα. Το έγκλημα του Ταντάλου δεν έμεινε ατιμώρητο. Η γνωστότερη τιμωρία του ήταν να μην μπορεί να ικανοποιήσει τη δίψα του, καίτοι ήταν βουτηγμένος στο νερό. Κατά μία εκδοχή διώξανε τον Τάνταλο από τη Λυδία για τα εγκλήματα κι αυτός ήρθε στην Ελλάδα με τον Πέλοπα. Ο Πέλοπας έφθασε στην Πίσα της Ήλιδας. Εκεί πήρε μέρος στις φοβερές αρματοδρομίες που οργάνωνε ο βασιλιάς Οινόμαος και τον νίκησε, χάρη στα φτερωτά άλογα που του χάρισε ο Ποσειδώνας. Έτσι, παντρεύτηκε την κόρη του Οινόμαου Ιπποδάμεια. Μαζί απέκτησαν 6 γιους, από τους οποίους γνωστότεροι είναι οι Ατρέας και Θυέστης.


4. Τυνδάρεως: Γιος του Περιήρη. Παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Αιτωλίας Θέστιου Λήδα. Η Λήδα γέννησε ένα αβγό από το οποίο προήλθαν οι δίδυμοι αδελφοί Κάστορας και Πολυδεύκης, και η Ελένη. Άλλοι ονομάζουν τα δυο αδέρφια Τυνδαρίδες (δηλ. γιους του Τυνδάρεω) και άλλοι Διόσκουρους (δηλ. γιους του Δία). Συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους ήρωες της ελληνικής μυθολογίας. Η δράση τους μεγάλη, ιδιαίτερα γύρω από την Αργοναυτική εκστρατεία και την περιπέτεια της αδελφής τους Ελένης. Όσο γι’ αυτή, φέρεται και ως κόρη του Δία και της Νέμεσης. Το όνομά της είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον Τρωικό πόλεμο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΜΥΘΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

1. Μίνωας: Γιος του Κρόνου και της Ευρώπης. Τον ανέθρεψε ο βασιλιάς της Κρήτης Αστέριος. Όταν πέθανε ο Αστέριος, έβαλε ως στόχο του το θρόνο. Οι Κρήτες όμως δεν τον ήθελαν. Πήρε δε το θρόνο με τη βοήθεια του Ποσειδώνα, αλλά αθέτησε την υπόσχεση που του έδωσε, ότι δηλαδή θα του θυσίαζε τον ταύρο που του έστειλε, κι αυτό είχε τρομερές συνέπειες για τον ίδιο. Παντρεύτηκε την κόρη του Ήλιου Πασιφάη. Αυτή ερωτεύτηκε παράφορα τον ταύρο που δε θυσίασε στον Ποσειδώνα. Από την ένωση Πασιφάης – ταύρου γεννήθηκε ο Μινώταυρος. Αυτό το τέρας νίκησε ο Θησέας. Η Πασιφάη μισούσε θανάσιμα το Μίνωα, επειδή ήταν διεφθαρμένος κι άπιστος. Τον πότισε μ’ ένα ποτό που του προκαλούσε αποστροφή και φονική διάθεση προς τις άλλες γυναίκες. Ώσπου ήρθε στην Κρήτη η Πρόκριδα, η ερωμένη του Κεφάλου. Αυτή την ερωτεύτηκε, αλλ’ εκείνη δεν υπέκυψε και ταυτόχρονα για να ζήσει τον απάλλαξε από το μάγεμα της Πασιφάης. Ως παιδιά του Μίνωα και της Πασιφάης φέρονται: ο Ανδρόγεω, ο Δευκαλίωνας, ο Γλαύκος, ο Κατρέας, η Ακάλη, η Αριάδνη, η Φαίδρα και η Ξενοδίκη. Για τον Ανδρόγεω λέγεται ότι πήγε στην Αθήνα, πήρε μέρος στα Παναθήναια και νίκησε όλους τους αντιπάλους του στ’ αγωνίσματα που έγιναν. Οι Αθηναίοι φθόνησαν, γιαυτό ο βασιλιάς τους Αιγέας τον έστειλε στο Μαραθώνα ν’ αναμετρηθεί με τον ταύρο που ήταν εκεί. Ο ταύρος τον σκότωσε. Ο Μίνωας θέλησε να πάρει εκδίκηση. Αρμάτωσε στόλο και από την Πάρο όπου βρισκόταν αποβιβάστηκε στην Ελλάδα. Πρώτα στράφηκε κατά των Μεγαρέων που βασιλιά τους είχαν το Νίσο. Η κόρη του τελευταίου Σκύλλα διευκόλυνε το Μίνωα να νικήσει και να καταλάβει τα Μέγαρα. Μετά πολιόρκησε την Αθήνα. Στην πόλη έπεσε λοιμός και λιμός. Για ν’ απαλλαγούν ο θεός τούς υπέδειξε να δώσουν στο Μίνωα ό,τι τους ζητήσει. Ο Μίνωας ζήτησε να στέλνουν κάθε χρόνο στην Κρήτη 7 νέους και 7 νέες ως βορά του Μινώταυρου. Από αυτή τη συμφορά τους απάλλαξε ο Θησέας. Κατά τον Πλάτωνα οι Κρητικοί είχαν τους καλύτερους νόμους, που τους θέσπισε ο Μίνωας με υπαγόρευση του Δία επί 9 χρόνια. Κατά το Θουκυδίδη ο Μίνωας ήταν ιστορικό πρόσωπο, βασιλιάς της Κρήτης. Λέει ακόμα ότι κυριάρχησε στα θαλάσσια ταξίδια και καθάρισε τη θάλασσα από τους ληστές και πειρατές.


2. Δαίδαλος: Γιος του Αθηναίου Ευπάλαμου. Θεωρείται ο δημιουργός του Λαβύρινθου. Στην Κρήτη κατέφυγε αφού σκότωσε τον Τάλω στην Ακρόπολη. Έφτιαξε το Λαβύρινθο από ευγνωμοσύνη στο Μίνωα που τον φιλοξένησε. Ο βασιλιάς, όμως, οργίστηκε εναντίον του επειδή διευκόλυνε την Πασιφάη να ικανοποιήσει τον πόθο της με τον ταύρο. Κατ’ άλλη εκδοχή, η οργή του προήλθε από τότε που έδωσε στην Αριάδνη το μίτο για να διευκολύνει το Θησέα. Έτσι, κατέληξε με το γιο του Ίκαρο στη φυλακή. Εκεί επινόησε τα φτερά για να δραπετεύσουν. Μετά το θάνατο του Ικάρου ο Δαίδαλος πήγε στην Κύμη. Από εκεί έφυγε για τη Σικελία. Ο βασιλιάς της Καμικού τον καλοδέχτηκε κι αυτός του κατασκεύασε την περιβόητη Κολυμβήθρα, είδος αποχέτευσης ή υδραγωγείου. Κάποτε έφτασε εκεί κι ο Μίνωας ψάχνοντας για κάποιο τεχνίτη που θα μπορούσε να περάσει μια κλωστή μέσα από τους έλικες ενός οστράκου. Ο βασιλιάς Κόκαλος το ανέθεσε στο Δαίδαλο που το έλυσε. Τότε ο Μίνωας κατάλαβε ποιος ήταν ο δράστης και ζήτησε να του τον παραδώσει. Ο Κόκαλος του το υποσχέθηκε, αλλ’ αντ’ αυτού οργάνωσε τη δολοφονία του. Πολλές εφευρέσεις αποδίδονται στο Δαίδαλο, όπως: το πριόνι, το τσεκούρι, το νήμα της στάθμης και το τρυπάνι. Λέγεται πως ήταν ο πρώτος γλύπτης και ο πρώτος αρχιτέκτονας και ο πρώτος αγαλματοποιός. 3. Ραδάμανθυς και Σαρπηδόνας: Αδέλφια του Μίνωα. Ο πρώτος αντιπροσώπευε την ισονομία και τη δικαιοσύνη. Σ’ αυτόν αποδιδόταν και ο νόμος για τα αντίποινα, ο «νόμος του Ραδάμανθυ». Ο Μίνωας τον ζήλεψε γι’ αυτές τις επιδόσεις του και τον έστειλε σε μακρινά νησιά. Και κει διέπρεψε. Στο τέλος τον βρίσκουμε στην Εύβοια και τη Βοιωτία. Κι ο Σαρπηδόνας έφυγε από την Κρήτη, διωγμένος από το Μίνωα για να μην του πάρει το θρόνο. Με τους οπαδούς του κατέφυγαν στη Μιλυάδα, τη σημερινή Λυκία. Τότε που βασιλιάς της ήταν ο Σαρπηδόνας οι κάτοικοι λέγονταν Τερμίλες. Κατά μια παράδοση ο Δίας χάρισε στο Σαρπηδόνα τριπλάσια χρόνια ζωής απ’ ό,τι συνήθως στους ανθρώπους. 4. Ο Γίγαντας Τάλως: Ο Μίνωας του ανέθεσε την τήρηση των νόμων στις άλλες περιοχές της Κρήτης. Περνούσε απ’ τα χωριά της Κρήτης τρεις φορές το χρόνο. Είχε μόνο μια φλέβα, από το σβέρκο ως τη φτέρνα. Πατέρας του ήταν ο Κρης. Ήταν ταχύτατος, ίσως και φτερωτός. Ανήκε στη φυλή των χάλκινων ανθρώπων. Όταν έφτασε η Αργώ στην Κρήτη, της έριχνε πέτρες για ν’ απομακρυνθεί. Τον εξόντωσε, όμως, η Μήδεια ή δίνοντάς του ένα ποτό που τον έκαμε μανιακό ή βγάζοντάς του το καρφί από τη φτέρνα που κρατούσε τη φλέβα κλειστή. Τα πέτυχε αυτά με την υπόσχεση ότι θα τον κάμει αθάνατο· αντ’ αυτού έχασε τη ζωή του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΜΥΘΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟΝ ΟΜΗΡΟ

ΑΧΙΛΛΕΑΣ Γιος της Θέτιδας και του Πηλέα. Ο ομορφότερος, ο γενναιότερος, ο δυνατότερος και ο περιφημότερος από τους ήρωες του Ομήρου. Αγαπάει τους φίλους του, αλλά και τη δόξα. Είχε όμως δύο σημαντικά ελαττώματα: ήταν οξύθυμος και υπερβολικά υπερόπτης. Μεγάλωσε στο Πήλιο κοντά στο σοφό Κένταυρο Χείρωνα. Όταν αυτός τραυματίστηκε από το φαρμακερό βέλος του Ηρακλή, ο Αχιλλέας του συμπαραστάθηκε σαν να ’τανε πατέρας του. Κατορθώματα: Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ελένης και πήγε κι αυτός στην αυλή του Τυνδάρεω. Όταν ο Πάρης νικήθηκε από τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο, κοντά στο Σπερχειό, ο Έκτορας κατέλαβε την Τροιζήνα και τη λεηλάτησε. Για ν’ αναγκάσει τον Ποίμανδρο από την Τανάγρα να λάβει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, πολιόρκησε την Τανάγρα και απήγαγε τη μητέρα του Στρατονίκη. Λένε πως πήγε στη Σκύρο για να εκδικηθεί το Λυκομήδη που σκότωσε το Θησέα. Εκστρατείες στην Τροία: α) Όταν ο ελληνικός στρατός συγκεντρώθηκε στην Αυλίδα, η Θέτιδα ξαναφέρνει το γιο της στη Φθία και τον εξοπλίζει με όπλα που ποτέ κανείς δεν κράτησε. Στην Αυλίδα γνώρισε τον αιώνιο φίλο του Πάτροκλο, γιο του Μένοικου. Πριν φύγει, ο πατέρας του υποσχέθηκε στο θεό-ποταμό Σπερχειό την κόμη του Αχιλλέα, αν γύριζε ζωντανός από τον πόλεμο. Ο Αχιλλέας πήρε μέρος στην εκστρατεία με 50 πλοία. Οι Έλληνες φθάσανε στη Μυσία της Τευθρανίας, νομίζοντας ότι βρίσκονται στην Τρωάδα. Εκεί συγκρούστηκαν με το βασιλιά Τήλεφο, που τον τραυμάτισε ο Αχιλλέας. Το τραύμα θα γιατρευόταν αν έβαζαν πάνω σκουριά από το δόρυ που τον λάβωσε. Θαλασσοταραχή ξανάφερε το στόλο στην Ελλάδα. Ο Τήλεφος συνάντησε τον Αχιλλέα στο Άργος όπου τον γιάτρεψε με τη σκουριά. β) Μετά από 8 χρόνια οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν και πάλι στην Αυλίδα. Άπνοια. Έπρεπε να θυσιαστεί η Ιφιγένεια για να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος. Ο Αχιλλέας αντιτάχθηκε στη σφαγή της Ιφιγένειας με κίνδυνο να τον αποκεφαλίσουν οι στρατιώτες. Τελικά ο Τήλεφος οδήγησε αρχικά τους Έλληνες στη Λέσβο. Εκεί ο Αχιλλέας ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά Τένη, Ημιθέα. Η Θέτιδα είχε προειδοποιήσει πως όποιος πρώτος πατούσε την Τροία θα σκοτωνόταν. Αυτός ήταν ο Πρωτεσίλαος. Ο Αχιλλέας, όταν αποβιβάστηκε, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Κύκνο. Αυτός μόνο με χτύπημα στο κεφάλι θα μπορούσε να σκοτωθεί. Ο Αχιλλέας κατάφερε και τον σκότωσε.


Οι Έλληνες, απογοητευμένοι από την αντίσταση των Τρώων, ζήτησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. Ο Αχιλλέας τούς απέτρεψε. Ώσπου να γίνει η κρίσιμη μάχη ο Αχιλλέας διενεργούσε επιχειρήσεις στις γειτονικές περιοχές. Κατ’ αυτό τον τρόπο κυρίευσε 11 πόλεις γύρω από την Τροία και 12 στα γειτονικά νησιά. Οι Αμαζόνες, με επικεφαλής την Πενθεσίλεια, έσπευσαν να βοηθήσουν τους Τρώες. Αρχικά είχαν επιτυχίες, ωσότου ο Αχιλλέας σκότωσε την Πενθεσίλεια. Εξ αφορμής αυτού ο Αχιλλέας σκότωσε με μια γροθιά το Θερσίτη. Τους Τρώες θέλησε να βοηθήσει και ο βασιλιάς των Αιθιόπων Μέμνονας. Για κακή του τύχη, όμως, σκότωσε τον Αντίλοχο, γιο του Νέστορα, αγαπημένο του Αχιλλέα. Γιαυτό σκότωσε το Μέμνονα. Θάνατος του Αχιλλέα: α) Λυπημένος ο Αχιλλέας για το θάνατο του Αντίλοχου, παρέσυρε τους Έλληνες σε ορμητικές επιθέσεις κατά των Τρώων. Τα ποτάμια Συμόεντας και Σκάμαντρος γέμισαν πτώματα. Οι Τρώες τράπηκαν σε φυγή. Τους κυνήγησε μέχρι τις πύλες του τείχους. Ο Απόλλωνας τον προειδοποίησε να μην προχωρήσει παραπέρα. Δεν τον άκουσε. Τότε ο θεός τον σαΐτεψε θανάσιμα. β) Δεν υπέκυψε μπροστά στις Σκαιές Πύλες, αλλά στο ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα όπου ο θεός τον σαΐτεψε θανάσιμα. γ) Τον σκότωσε ο Πάρης, αλλά το βέλος του το κατηύθυνε στο στόχο ο ίδιος ο θεός. Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. ΟΔΥΣΣΕΑΣ Θεωρείται ως το συμπλήρωμα του Αχιλλέα. Εκπροσωπεί όσο κανένας άλλος ήρωας τα προτερήματα και τα ελαττώματα της φυλής και της χώρας του. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό του η αυτοκυριαρχία. Με τη δυνατή του θέληση υποτάσσει τα πάντα στο μέτρο. Ελέγχει τα πάθη, τους ενθουσιασμούς και τις παρορμήσεις του. Κατά τον Όμηρο, γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας. Είχε θεϊκές ρίζες. Γεννήθηκε στην Ιθάκη, στο βουνό Νήριτο. Ως νέος πήρε μέρος σ’ ένα κυνήγι στον Παρνασσό. Εκεί σκότωσε έναν κάπρο. Ό κάπρος, όμως, πρόλαβε και τον χτύπησε άσχημα στο γόνατο. Εκεί σχηματίστηκε μια ουλή. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας του τον έστειλε στη Μεσσήνη για να ζητήσει αποζημίωση για ένα κοπάδι που του κλέψανε. Εκεί γνώρισε τον Ίφιτο και γίνανε φίλοι. Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν δώρα (όπλα). Πήγε και στην Εφύρα για να πάρει από τον Ίλο δηλητήριο για τις σαΐτες του. Εκείνος αρνήθηκε να του δώσει. Βρήκε, όμως, στο βασιλιά της Αγχιάλου Πάφο. Διαδέχθηκε στο βασίλειο της Ιθάκης τον πατέρα του ενόσω αυτός ακόμα ζούσε. Ως βασιλιάς παντρεύτηκε την Πηνελόπη, κόρη του Ικάριου, βασιλιά της Σπάρτης, με τη μεσολάβηση και του Τυνδάρεω. Ο Ικάριος οργάνωσε αγώνα. Τον κέρδισε ο Οδυσσέας. Ο πεθερός του ήθελε να τον κρατήσει στη Σπάρτη. Ο Οδυσσέας αρνήθηκε. Η Πηνελόπη προτίμησε ν’ ακολουθήσει τον άνδρα της στην Ιθάκη. Απέκτησαν τον Τηλέμαχο.


Μετά από πιέσεις των Μενέλαου και Αγαμέμνονα, έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας. Στη συνέχεια μάλιστα αποδύθηκε σε προπαγάνδα υπέρ της συμμετοχής και άλλων. Προτού αρχίσει ο πόλεμος οι Έλληνες ζήτησαν από τους Τρώες να επιστρέψουν την Ελένη. Στην επιτροπή μετείχαν οι Οδυσσέας και Μενέλαος. Στη διάρκεια του πολέμου ανέλαβε και άλλες μεσολαβητικές αποστολές. Πάντα ήταν διαλλακτικός. Προσπάθησε να πείσει τον Αχιλλέα να «δώσει τόπο» στην οργή του και να γυρίσει στη μάχη. Ήταν πολυμήχανος. Πολλά τα δείγματα. Ένα από αυτά και τα όσα σκαρφίστηκε για να μπει στην Τροία και τα σχετικά με την κατασκευή του Δούρειου Ίππου. Χάρη στη δική του σύνεση κι εξυπνάδα σώθηκαν οι ήρωες που κλείστηκαν σ’ αυτό το πρωτότυπο κατασκεύασμα. Ήταν και γενναίος· και το ’δειξε σε αρκετές περιπτώσεις.


Οι περιπέτειες της επιστροφής: Και με του Οδυσσέα τη συμβολή οι Έλληνες κατέλαβαν την Τροία. Μετά ο Οδυσσέας πήρε το δρόμο της επιστροφής. Αρχικά έφτασε στην Τένεδο. Ξαναγύρισε με τα καράβια του στην Τροία. Σε λίγο αναχώρησε οριστικά. Έφτασε στις ακτές της Θράκης. Κατέλαβε την Ίσμαρο. Οι κάτοικοι της πόλης, Κίκονες, επιτέθηκαν τη νύχτα και σκότωσαν 72 συντρόφους του. Άνοιξε πάλι πανιά. Ύστερα από 12 μέρες αντίκρισαν την Ελλάδα, κάπου εκεί στο Μαλέα. Από εκεί οι άνεμοι τους έφεραν στη χώρα των Λωτοφάγων. Φεύγοντας από εκεί αγκυροβόλησε στο νησί Αιγούσα. Επόμενος σταθμός του η χώρα των Κυκλώπων, κάπου ανάμεσα στην Κύμη και τη Νεάπολη. Ο μονόφθαλμος Γίγαντας Πολύφημος καταβροχθίζει 4 συντρόφους του. Ο Οδυσσέας φέρνει τον Πολύφημο σε κατάσταση μέθης και τον τυφλώνει. Ο Ποσειδώνας οργίζεται. Επόμενος σταθμός το νησί Αιολία. Φιλοξενήθηκε από το θεό των ανέμων Αίολο. Αυτός του έδωσε έναν ασκό με όλων των ειδών τους ανέμους, μ’ εντολή να μην τον ανοίξουν. Είχαν φθάσει ήδη στην Ιθάκη. Ενώ ο Οδυσσέας κοιμόταν, οι σύντροφοί του άνοιξαν τον ασκό με τους ανέμους. Το καράβι παρασύρθηκε πάλι στην Αιολία. Ο Αίολος δεν τους δέχθηκε. Μετά από 6 μέρες έφτασαν στο νησί των Λαιστρυγόνων. Ένδεκα από τα πλοία τους συντρίφτηκαν στα βράχια. Μόνο του Οδυσσέα σώθηκε. Όσοι επέζησαν αναχώρησαν και έφτασαν στο νησί Αιαία, της μάγισσας Κίρκης. Μια ομάδα συντρόφων μ’ επικεφαλής τον Ευρύλοχο στάλθηκαν ν’ ανιχνεύσουν το νησί. Η Κίρκη μετέβαλε τους συντρόφους του Ευρύλοχου σε χοίρους. Ο Ερμής εφοδίασε τον Οδυσσέα μ’ ένα βοτάνι κι έτσι δεν τον πιάσανε τα μάγια της Κίρκης. Εκεί έμειναν ένα χρόνο. Μετά οι άνεμοι τους φέρανε στη χώρα των Κιμμερίων. Εκεί ο Τειρεσίας τούς πληροφόρησε ότι τελικά θα φθάσουν στην Ιθάκη, αρκεί όταν φθάσουν στο νησί Θρινακία να μην πειράξουν τα πρόβατα και τα βόδια του Ήλιου. Εμφανίζεται η μάνα του Αντίκλεια και του ιστορεί όσα έγιναν στην Ιθάκη κατά την απουσία του. Γύρισαν και πάλι στην Αιαία. Εκεί πήρε οδηγίες από την Κίρκη για το υπόλοιπο ταξίδι. Έφτασε στη Θρινακία (Μεσσήνη;). Ενώ κοιμόταν οι σύντροφοί του έσφαξαν το ωραιότερο βόδι του Ήλιου. Αποτέλεσμα: πνίγηκαν όλοι οι σύντροφοί του. Επί 9 μέρες περιπλανήθηκε στα κύματα. Καραβοτσακισμένος έφτασε στο νησί Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς, κοντά στο Γιβραλτάρ. Εννιά χρόνια έμεινε εκεί. Η Καλυψώ τον ήθελε για πάντα. Οι θεοί, όμως, της είπαν να τον αφήσει. Εκείνη του κατασκεύασε μια σχεδία. Έφτασε στις ακτές της Σχερίας (Κέρκυρας;), όπου έμεναν οι Φαίακες. Νέα τρικυμία του παίρνει τη βάρκα. Τρεις μέρες στα κύματα. Φτάνει στο νησί των Φαιάκων όπου συναντιέται με την κόρη του βασιλιά Ναυσικά. Του ετοίμασαν ένα καράβι, το οποίο με ναύτες Φαίακες τον οδήγησε στην Ιθάκη. Διαδικασία αναγνώρισης. Συνάντηση με την Αθηνά. Μεταμφίεση σε βοσκό. Ο γέρικος σκύλος του τον αναγνωρίζει. Φτάνει στ’ ανάκτορα ως ζητιάνος. Η παραμάνα του Ευρύκλεια τον αναγνωρίζει στο λουτρό από την ουλή του κάπρου. Στην Πηνελόπη είπε πως τάχα ένα καλό όνειρο είδε για τον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη ετοίμαζε για την επόμενη μέρα δοκιμασία ανάμεσα


στους μνηστήρες για να διαλέξει ποιον θα παντρευτεί. Πήρε μέρος κι ο Οδυσσέας. Νίκησε. Έχοντας πλάι του τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό Εύμαιο, έσφαξε όλους τους μνηστήρες. Φανέρωσή του στην Πηνελόπη. Συνάντηση και με το γέροντα πατέρα του Λαέρτη. Αναμέτρηση με τον Ευπείθη και τους οπαδούς των μνηστήρων. Θάνατος του Οδυσσέα: Υπήρχε πρόβλεψη του Τειρεσία ότι θα πεθάνει μακριά από τη θάλασσα, σε βαθιά γεράματα, ανάλαφρα. Εντούτοις υπάρχει και η εκδοχή ότι μετά την εξολόθρευση των μνηστήρων πήγε στην Ήλιδα να επιθεωρήσει τα κοπάδια του. Μετά πήγε στη χώρα των Θεσπρωτών όπου παντρεύτηκε τη βασίλισσα Καλλιδίκη. Με τους Θεσπρωτούς εκστρατεύει κατά των Βρύγων. Με επέμβαση του Απόλλωνα επέρχεται συμφιλίωση των αντιπάλων. Μετά το θάνατο της Καλλιδίκης, ο Οδυσσέας έδωσε την εξουσία στο γιο της και γύρισε στην Ιθάκη. Τότε έρχεται στην Ιθάκη και ο γιος του Τηλέγονος, από την Κίρκη. Αυτός απ’ όπου περνούσε σκορπούσε τη συμφορά. Ο Οδυσσέας έσπευσε να τον αντιμετωπίσει. Ο Τηλέγονος, όμως, τον σκότωσε άθελά του, χτυπώντας τον με το κοντάρι του. Μετά ο Τηλέγονος πήρε την Πηνελόπη στο νησί της Κίρκης όπου και την παντρεύτηκε. Μια τρίτη εκδοχή: Ένας Ερωδιός πετούσε κρατώντας στο ράμφος του ένα κόκαλο από σελάχι. Το κόκαλο έπεσε, καρφώθηκε στο κεφάλι του Οδυσσέα και τον σκότωσε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ

Οι μύθοι –οι αρχαίοι ελληνικοί ιδιαίτερα– δεν πρέπει να διαβάζονται ή αντιμετωπίζονται σαν «παραμύθια», σαν πλάσματα αργόσχολης φαντασίας. Διότι αν ψάξουμε προσεκτικά κάτω από την περίτεχνη διακόσμηση της θελκτικότητας, πρώτον θα συναντήσουμε την ψυχή του λαού που τους δημιούργησε (τα βάσανά της, τις αγωνίες της, τις εξάρσεις της, τις ελπίδες της, τους φόβους της), δεύτερον σε πολλούς απ’ αυτούς θα βρούμε ιστορικές μαρτυρίες που δεν έχουμε από αλλού. «Οι μύθοι περιέχουν την κρίση των Ελλήνων για τη ζωή, για τους νόμους ή τις αντινομίες της, για τη μοίρα και για το θάνατο· με τους μύθους φιλοσοφούσαν, προτού τεθούν τα θεμέλια της φιλοσοφίας». Πολλούς πολύ απασχόλησε το θέμα της ανάγνωσης, ερμηνείας και κατανόησης των μύθων. Αυτή δε η σοβαρή ενασχόληση με την προσέγγιση κι ανάλυση των διαφόρων μύθων και οι προβληματισμοί γύρω από αυτούς ξεκίνησε από την αρχαιότητα. Αυτός δε ο κριτικός τρόπος αντιμετώπισης των μύθων –και όχι σαν ένα ελαφρό και ευχάριστο ανάγνωσμα ή ακρόαμα– οδήγησε στην κατάταξή τους σε κατηγορίες και στην αναζήτηση της προέλευσης και της εξέλιξης καθενός. Αποδεικνύουν δε στο σύνολό τους όχι μόνο την ευγένεια της ψυχής – ενίοτε δε και την αγριότητα– των προγόνων μας, αλλά και την ανεξάντλητη γονιμοποιό δύναμη της φαντασίας του. Από τις πολλές από διαφόρους ερμηνείες που επιχειρήθηκαν των μύθων άλλες μεν απορρίφθηκαν ως άστοχες, άλλες δε επικροτήθηκαν. Υπήρξαν φυσικά και κείνοι που χαρακτήρισαν όλες ως αυθαίρετες και ανυπόστατες.


Ένας από τους ονομαστότερους αρχαίους ερμηνευτές των μύθων θεωρείται ο Ευήμερος (4ος - 3ος π.Χ. αι.) από τη Μεσσήνη της Σικελίας. Αυτός θεώρησε και τους ήρωες και τους θεούς των μύθων ως κοινούς ανθρώπους, οι οποίοι απλά στη ζωή τους υπερτερούσαν και κατά τη δύναμη και κατά την αρετή από τους πολλούς. Την άποψη αυτή ήταν επόμενο οι ευλαβείς της εποχής του να την απορρίψουν, την υιοθέτησαν όμως πολλοί αρχαίοι χριστιανοί συγγραφείς. Και ναι μεν πρέπει αυτή η εκδοχή να θεωρηθεί ως παράλογη και υπερβολική, υπάρχουν, όμως,

άλλες

περισσότερο

ευλογοφανείς.

Μία

από

αυτές

αφορά

τους

θρησκευτικούς μύθους και ισχυρίζεται ότι σε πολύ παλαιούς χρόνους ήρθαν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο ή την Ασία ιερείς σοφότατοι κι έφεραν στους απαίδευτους κατοίκους της πολλές θρησκευτικές, ιστορικές και φυσικές γνώσεις, τις οποίες προσπάθησαν να μεταδώσουν στους γηγενείς με σύμβολα και αλληγορικές διηγήσεις, ώστε να γίνουν αντιληπτές από τους ελλιπείς σε αντιληπτική ικανότητα και προσλαμβάνουσες καταστάσεις ανθρώπους. Είναι η περίφημη συμβολική και αλληγορική ερμηνεία των μύθων. Αυτή θεωρεί τη Δήμητρα ως προσωποποίηση του άρτου, το Διόνυσο του οίνου, τον Ποσειδώνα του νερού και τον Ήφαιστο της φωτιάς. Ακόμη: την ωραία Ελένη ως προσωποποίηση της γης, τον Πάρι του αέρα, τον Αγαμέμνονα του αιθέρα, τον Αχιλλέα του Ήλιου, την Άρτεμη της Σελήνης· η εξόντωση των τεράτων συμβολίζει τον Ήλιο, ο οποίος παλεύει κατά των τεράστιων μαύρων νεφών της θύελλας, τα οποία κάποτε τον κρύβουν αλλά τελικά αυτός νικά κτλ. Άλλοι μελετητές ανακάλυψαν στους μύθους ηθικές επιταγές, όπως π.χ.: η Πασιφάη ήταν σύμβολο της ψυχής, ο ταύρος που ερωτεύτηκε ήταν σύμβολο του τυφλού πόθου, ο Μινώταυρος σύμβολο της κτηνώδους ορμής κτλ. Μια ιδιαίτερης σημασίας κατηγορία μύθων είναι εκείνοι που κρύβουν -ή θεωρήθηκε ότι κρύβουν- στον πυρήνα τους εντονότερα το ιστορικό στοιχείο. Τέτοιοι είναι κυρίως οι μύθοι που εξιστορούν τη δράση των Ηρώων και των ημίθεων. Εμφανίζονται ως πρόγονοι των σημερινών ανθρώπων. Εξοντώθηκαν σε πολέμους ή σε προσωπικές αναμετρήσεις. Μετά το θάνατό τους κατέληξαν στα «νησιά των μακάρων». Οι ιστορίες των θεών δημιουργήθηκαν μαζί με τις ιστορίες των ηρώων, όταν στην ανθρώπινη ψυχή φούντωσε η μυθοπλαστική διάθεση. Η μυθοπλασία συρρικνώθηκε όταν γεννήθηκε ο «λόγος». Οι υποστηρικτές της ιστορικής αφετηρίας των μύθων βλέπουν π.χ. στους Ορφικούς, στους Βακχικούς, στα Ελευσίνια μυστήρια κι σ’ εκείνα της Σαμοθράκης τη διάσωση αρχαιοτάτων θρησκευτικών αντιλήψεων και την έλευση στην Ελλάδα των σοφών ιερέων, εάν φυσικά αυτά προϋπήρξαν του Ομήρου και του Ησιόδου. Ανάμεσα, όμως, στους μύθους με καθαρότερο ιστορικό πυρήνα πρέπει να καταταγούν εκείνοι της Αργοναυτικής εκστρατείας, του Τρωικού πολέμου, των Επτά εναντίον της Θήβας, της ίδρυσης διαφόρων πόλεων και της καταγωγής διαφόρων τοπωνυμίων.


Υπάρχει, όμως, και μια μυθοκτόνα προσέγγιση των μύθων. Είναι η ορθολογιστική. Αυτή απογυμνώνει τους μύθους από τα γοητευτικά τους στοιχεία, το φανταστικό και το συναισθηματικό. Γι’ αυτή τη μέθοδο η Μέδουσα ήταν μια βασίλισσα που πολέμησε με τον Περσέα και σκοτώθηκε· οι Στυμφαλίδες όρνιθες ήταν μια ομάδα άγνωστων πουλιών (αποδημητικών;) που χάσανε τον προσανατολισμό τους κι ήρθαν στην Ελλάδα· η Σφίγγα ήταν μια δυνατή γυναίκα, επικεφαλής ναυτικής δύναμης που αποβιβάστηκε στην Ανθηδόνα κι από κει κινήθηκε προς την Κωπαΐδα όπου λεηλατούσε την περιοχή, κτλ. Σύμφωνα μ’ αυτή την ερμηνευτική προσέγγιση, η κατανόηση των μύθων πρέπει ν’ αναζητείται στην επισήμανση των αρχικών συναισθημάτων που δε σχετίζονται με τη συμβατικότητα. Με βάση την ορθολογιστική ερμηνεία, δημιουργήθηκε μια ομάδα των λεγόμενων «ερμηνευτικών μύθων». Αυτοί δηλαδή οι μύθοι - ιστορίες επινοήθηκαν για να εξηγήσουν κάποια ασυνήθιστα και περίεργα φαινόμενα. Έτσι: για να εξηγηθεί η χωλότητα του Ήφαιστου επινοήθηκε η ιστορία ότι τον εκτόξευσε από τον Όλυμπο ο Δίας· η νηστεία πριν από τη μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια και η συμμετοχή σε πορεία μέχρι το τελεστήριο εξηγούνταν από το μύθο της Δήμητρας που, ψάχνοντας για την Κόρη, έτρεχε από τόπο σε τόπο χωρίς να φάει τίποτα, κτλ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπάθεια ανεύρεσης της προέλευσης και ιστορικής εξέλιξης των διαφόρων μύθων. Από τη μελέτη των μύθων της δυτικής Ασίας (Μ. Ασίας, Βαβυλώνας και Φοινίκης) και της Αιγύπτου προκύπτει ανατολίτικη επίδραση στους ελληνικούς μύθους περί κοσμογονίας και θεογονίας, όπως π.χ. ο ακρωτηριασμός του Ουρανού από τον Κρόνο, ο μύθος για τον Τυφωέα (Τυφών) έχουν ανατολίτικη προέλευση ή επίδραση· η Κυβέλη ταυτίζεται με την ανατολίτισσα θεά Kubaba κ.ά.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

1. Ιστορικές περίοδοι Σχηματικά η ιστορία του πανανθρώπινου πολιτισμού θα μπορούσε να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους:


α) Στην εποχή του λίθου, που τοποθετείται στα όρια δυο γεωλογικών περιόδων, της Πλειστοκαίνου και της Ολοκαίνου, ειδικά δε η νεολιθική (όσον αφορά τουλάχιστον τον πολιτισμό), αρχίζει πριν από 10 – 12.000 χρόνια. Είναι η εποχή που επικρατεί ο γεωργικός και κτηνοτροφικός βίος σε περιοχές της Γης. Στα μέσα περίπου της Ολοκαίνου περιόδου (35000 π.Χ.) εμφανίζεται ο έμφρονας («σοφός») άνθρωπος (Homo Sapiens), από τον οποίο κατάγεται ο άνθρωπος των ιστορικών χρόνων. Χαρακτηριστικό της εποχής του λίθου, από το οποίο πήρε και το όνομά της, είναι η χρήση στοιχειωδών εργαλείων φτιαγμένων από λιθάρι. Η όλη εποχή του λίθου διακρίνεται σε Παλαιολιθική, Μεσολιθική και Νεολιθική. β) Στην εποχή των «Πολιτισμών της γραφής», που αρχίζει περί το 3000 π.Χ. και γ) Στην εποχή της «Βιομηχανικής επανάστασης», που άρχισε στα μέσα του 18ου αι. μ.Χ.

2. Οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδας Αρκετές –και σοβαρές– είναι οι ενδείξεις ότι η χώρα πρωτοκατοικήθηκε τουλάχιστον κατά τη Μέση Παλαιολιθική εποχή (πριν από 100 - 40.000 χρόνια). Εντούτοις διατυπώνονται βάσιμες υποθέσεις για ύπαρξη ανθρώπων στη χώρα και πριν από 500 ή 300 χιλιάδες χρόνια. Τα ευρήματα πάντως θεμελιώνουν σταθερά την πρώτη άποψη. Τα σπουδαιότερα από αυτά προέρχονται κυρίως από την περιοχή της Ηπείρου, ειδικότερα από την κοιλάδα του Λούρου (τον αρχαίο Ίναχο). Αρκετά δείγματα από την ύπαρξη ανθρώπινης παρουσίας κατά την Παλαιολιθική εποχή βρέθηκαν ακόμα στα νησιά του Ιονίου (ιδιαίτερα στην Κέρκυρα, που τότε ήταν ενωμένη με την Ήπειρο), την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και ειδικότερα στα νησιά του συμπλέγματος των Βορείων Σποράδων. Ο αρχαιότερος ανθρώπινος σκελετός στον ελλαδικό χώρο βρέθηκε στο σπήλαιο Φράχθη στην περιοχή της Ερμιονίδας, είναι πλήρης και τοποθετείται στην πρώιμη μεσολιθική εποχή. Ανήκε σε άνδρα 25 περίπου ετών, αναστήματος 1,58 μ. Τα ευρήματα από τη νεολιθική εποχή (που η αρχή της τοποθετείται στο 8 - 7000 π.Χ.) είναι πολλά. Για την Ελλάδα η εποχή αυτή διακρίνεται σε Προκεραμική (περί το 7000 π.Χ.) και Κεραμική (4000 π.Χ. περίπου). Σημαντικότερη όμως είναι η διάκρισή της σε αρχαιότερη, μέση και νεότερη. Όλες αυτές οι διαιρέσεις - διακρίσεις των διαφόρων περιόδων σχετίζονται με την πολιτισμική ανάπτυξη των ανθρώπων και τις οικονομικές τους δραστηριότητες.

3. Εποχή της χαλκοκρατίας


Μία από τις σημαντικότερες περιόδους της ελληνικής προϊστορίας είναι εκείνη της ανακάλυψης, επεξεργασίας και χρήσης του χαλκού, με τα μέσα φυσικά που η εποχή εκείνη διέθετε. Η περίοδος αυτή άρχισε στις αρχές περίπου της 3 ης χιλιετίας π.Χ. και διακρίνεται στην Πρώιμη Χαλκοκρατία, στη Μέση και στην Ύστερη, κράτησε δε περίπου 1.500 χρόνια. Ο ελληνικός πολιτισμός αυτή την περίοδο εμφανίζεται με τρεις μορφές ή εκδοχές: τον «Πρωτοελλαδικό» (χώρος ανάπτυξής του από τη Θράκη ως την Πελοπόννησο), τον «Πρωτοκυκλαδικό» και τον «Πρωτομινωικό» ή «Προανακτορικό Μινωικό πολιτισμό» της Κρήτης. Η θρακική περιοχή ήταν η γέφυρα έλευσης αυτού του πολιτισμού στην Ελλάδα. Από τα τέλη αυτής της περιόδου (2000 π.Χ.) αρχίζει να διαμορφώνεται στο χώρο αυτό το ελληνικό Έθνος. Λεπτομέρειες για το είδος του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας κατά τις τρεις πολιτιστικές ημιπεριόδους της περιόδου της Χαλκοκρατίας θα βρει ο ενδιαφερόμενος στα εκτεταμένα ιστορικά συγγράμματα. Εδώ περιοριζόμαστε να πούμε ότι τα ευρήματα αυτών των πολιτισμικών φάσεων που έχουμε στη διάθεσή μας είναι τόσο εντυπωσιακά που προκαλούν την έκπληξη και το θαυμασμό ειδικών και μη. Παραθέτουμε ένα περίγραμμα των περιόδων του ελλαδικού πολιτισμού κατά την εποχή του Χαλκού. Έτσι έχουμε: 1) Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (2800 - 1900 π.Χ. περίπου) τον πρώτο ελλαδικό πολιτισμό, τον πρώτο κυκλαδικό πολιτισμό και την προανακτορική Κρήτη. 2) Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (1900 - 1600/1450 π.Χ.) το μεσοελλαδικό πολιτισμό, το μεσοκυκλαδικό πολιτισμό και δύο ημιπεριόδους του πολιτισμού της ανακτορικής Κρήτης (την παλαιοανακτορική και τη νεοανακτορική). 3) Κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1500 - 1100 π.Χ.) κυρίαρχη μορφή του πολιτισμού μας είναι ο Κρητο-μυκηναϊκός με τα θαυμαστά του επιτεύγματα, που μας αφήνουν άφωνους. Μόνο που και αυτός ο λαμπρός πολιτισμός δεν έμεινε άτρωτος από τη φθορά και την παρακμή, όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ακμές των πολιτισμών. Κι αυτή η παρακμή άρχισε περί το 1200 π.Χ. Οι διάφοροι μελετητές του φαινομένου προσπαθούν να βρουν τα αίτιά του. Οι ερμηνείες που δίνονται είναι πολλές. Ένα πάντως είναι βέβαιο: ότι υπήρξαν συσσωρευμένες κι εκτεταμένες καταστροφές. Να οφείλονται άραγε σε επιδρομές ξένων ή γειτονικών λαών, κυρίως από το Βορρά; Κάτι τέτοιο υποστηρίχθηκε αλλά δε φαίνεται πιθανό.

4. Οι Έλληνες στην Κύπρο


Η εγκατάσταση των Ελλήνων στην Κύπρο υπήρξε απολύτως ειρηνική και ομαλή. Συντελέστηκε στη διάρκεια τριών αιώνων και σε τρεις φάσεις: α) Κατά τους 14 ο – 13ο π.Χ. αιώνες φθάνουν στα παράλια της Κύπρου ως έμποροι και τεχνίτες· β) στα τέλη του 13ου αι. π.Χ., ως άποικοι και γ) στα μέσα του 12 ου αι. π.Χ. Από την ελληνική μυθολογία αφήνεται να εννοηθεί ότι ο αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς έγινε μετά τον Τρωικό πόλεμο, αλλ’ αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ιστορική μαρτυρία. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν στους μύθους και εν προκειμένω ιστορικές αλήθειες, όπως π.χ. ο μύθος για την ίδρυση της Σαλαμίνας στ’ ανατολικά της Κύπρου από τον Τεύκτρο, το γιο του Τελαμώνα. Αξίζει ακόμα ν’ αναφερθεί και ο τρόπος ίδρυσης της Πάφου από τους Αρκάδες, σύμφωνα με τον Παυσανία: Μετά τη λήξη του Τρωικού πολέμου και ενώ οι Αρκάδες πολεμιστές επέστρεφαν στην πατρίδα με το στόλο τους, μια μανιώδης θαλασσοταραχή τούς οδήγησε, με επικεφαλής τον αρχηγό τους Αγαπήνορα, στην Κύπρο. Γιαυτό ο Αγαπήνορας θεωρείται οικιστής της Πάφου, όπου έκτισε το ιερό της Αφροδίτης. Οι σχέσεις της Κύπρου με την Αρκαδία διαπιστώνονται και από τις εμφανείς ομοιότητες του γλωσσικού ιδιώματος των δύο περιοχών.


5. Γενεαλογία του Έλληνα Κατά τη μυθολογία, ο Ιαπετός και η Κλυμένη γέννησαν 4 γιους: τον Άτλαντα, το Μενοίτιο, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα. Ο οξυνούστατος Προμηθέας έκλεψε από τον Ουρανό τη φωτιά και την έδωσε στους ανθρώπους. Επιπλέον δίδαξε σ’ αυτούς όλες τις τέχνες. Απόγονος του Προμηθέα και του Επιμηθέα υπήρξε ο αρχηγέτης του ελληνικού έθνους, ο Έλληνας. Κι αυτό διότι ο γιος του Προμηθέα και της Πανδώρας ήταν ο Δευκαλίωνας, κόρη δε του Επιμηθέα ήταν η Πύρρα· από αυτή δε και το Δευκαλίωνα γεννήθηκε ο Έλληνας. Αδελφός του Έλληνα ήταν ο Αμφικτύονας, ιδρυτής (κατά μία άποψη) των αμφικτι(υ)ονίδων. Ο Έλληνας απέκτησε 3 γιους, το Δώρο, τον Ξούθο και τον Αίολο. Σ’ αυτούς μοίρασε τη χώρα: στον Αίολο τη Θεσσαλία, στον Ξούθο την Πελοπόννησο και στο Δώρο τη χώρα που βρίσκεται απέναντι από την Πελοπόννησο, στη βόρεια παραλία του Κορινθιακού κόλπου. Από τον Έλληνα οι κάτοικοι των χωρών αυτών ονομάστηκαν Έλληνες, ενώ από τα ονόματα των απογόνων του πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι των διαφόρων περιοχών: Αιολείς, Αχαιοί (ο Αχαιός, γιος του Ξούθου), Ίωνες (ο Ίωνας, άλλος γιος του Ξούθου) και Δωριείς. Αυτά υποστηρίζουν οι πρόγονοί μας για την προέλευση του ελληνικού έθνους και των 4 βασικών του φύλων.

6. Τα προελληνικά φύλα Πολλά υποστηρίχθηκαν και υποστηρίζονται για τις φυλές που εμφανίστηκαν και κατοίκησαν στην Ελλάδα κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Παρ’ όλον ότι η ιστορική έρευνα έριξε αρκετό φως στην ομίχλη, εντούτοις τίποτε ακόμη δεν είναι αναντίρρητο. Η αρχαία ελληνική παράδοση θεωρεί ως επικρατέστερους προελληνικούς λαούς τους Πελασγούς και τους Λέλεγες. Δεν παύει, όμως, παράλληλα να μνημονεύει και άλλους, όπως τους Κάρες, τους Φοίνικες, τους Τυρρηνούς, τους Αίμονες, τους Άονες, τους Έκτηνες, τους Κυλικράνες κ.ά. α) Λέλεγες: Πιθανόν να προέρχονται από τους Χάττι, ένα λαό που κατοίκησε στη Μ. Ασία. Πότε ακριβώς ήρθαν στην Ελλάδα δε γνωρίζουμε. Φαίνεται ν’ απλώθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Θεσσαλία, Λοκρίδα, Εύβοια, Ακαρνανία, Λακωνία, Βοιωτία, Κυκλάδες κτλ.). Από τον κυρίως ελλαδικό χώρο εξαφανίστηκαν πολύ νωρίς, εκτός από μερικές εστίες όπου είτε το τέλος τους καθυστέρησε μέχρι την άφιξη κάποιου άλλου φύλου (π.χ. στη Λοκρίδα), είτε υποτάχθηκαν από άλλους λαούς, όπως στην Ιωνία από τους Έλληνες, στην Καρία από τους Κάρες, και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν από τα ισχυρότερα αυτά φύλα. β) Τυρρηνοί: Εγκαταστάθηκαν κυρίως σε νησιά του βορείου Αιγαίου και σε παράλια της Μ. Ασίας. Ίχνη τους επέζησαν μέχρι τις αρχές της 1 ης χιλιετίας π.Χ. γ) Έκτηνες: Τους βρίσκουμε στη Βοιωτία.


δ) Κυλικράνες: Αναφέρονται ως εχθροί του Ηρακλή. Επέζησαν μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή. ε) Αίμονες: Ανάμνηση της παρουσίας τους στον ελλαδικό χώρο αποτελούν τα ονόματα Αίμος (όρος), Αίμων, Αιμονία, Αιμόνιος κτλ. Ως κύριος τόπος εγκατάστασής τους αναφέρεται η Θεσσαλία. στ) Πελασγοί: Κατά μία εκδοχή δεν υπήρξε ποτέ τέτοιος λαός. Η επικρατέστερη, όμως, άποψη είναι ότι πρόκειται για έναν ινδοευρωπαϊκό λαό, όπως συμπεραίνεται και από την ετυμολογία του ονόματός του. Άλλωστε δεν μπορεί να περάσουν απαρατήρητες οι παραδόσεις που συνδέουν τον ήρωα Πελασγό με διάφορες περιοχές (Αρκαδία, Άργος, Θεσσαλία). Σύμφωνα με σχετικές παραδόσεις, υπήρχαν στην Αρκαδία πριν από τους Αρκάδες, στο Άργος πριν από τους Δαναούς, στη Β. Πελοπόννησο και στην Αττική πριν από τους Ίωνες κτλ., αν και άλλες παραδόσεις ταυτίζουν τους Πελασγούς με τους Έλληνες και τούτο επειδή: Ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα ήταν Πελασγοί, απόγονοι του Ιαπετού, γιος τους ο Έλληνας και θυγατέρα τους η Πρωτογένεια. Κατά τον Ηρόδοτο οι Αθηναίοι καυχόνταν ότι ήταν Πελασγοί - Ίωνες. Γλώσσα των Πελασγών ήταν η πρωτοελληνική κτλ. Ως το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής οι Πελασγοί της ηπειρωτικής Ελλάδας απορροφήθηκαν στο σύνολό τους σχεδόν. Υπολείμματά τους, όμως, συναντούμε ακόμα και στις αρχές του Ε΄ αι. π.Χ. Ειδικά για την ετυμολογία του ονόματος Πελασγοί υπάρχουν πολλές θεωρίες. ζ) Καδμείοι: Φοινικικό φύλο που ήρθε στην Ελλάδα υπό τον Κάδμο κι εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο και στη συνέχεια μετακινήθηκε στις βοιωτικές Θήβες. Αυτοί οι Φοίνικες έδιωξαν από τη Βοιωτία τους Τέμικες και τους Άονες. η) Δρύοπες: Κατά το Στράβωνα ήταν λαός βαρβαρικός. Άλλωστε οι Έλληνες τους γνώρισαν καλά, αφού τμήματά τους διατηρήθηκαν μέχρι τους κλασικούς χρόνους. Κατά τη Μυκηναϊκή εποχή Δρύοπες κατοικούσαν στην κοιλάδα του Σπερχειού. Από όλα τα ιστορικά - επιστημονικά - γλωσσικά και εθνολογικά δεδομένα και ευρήματα προκύπτει πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι τον κορμό των Ελλήνων αποτέλεσαν τα παρακάτω φύλα: α) Δαναοί και Άβαντες: Στα ομηρικά έπη με τα ονόματα αυτά ονομάζονται οι Έλληνες. Με τους πρώτους σχετίζονται τα ονόματα Δαναός, Δαναΐδες και Δανάη. Δεν είναι εξακριβωμένο από πού ήρθαν στην Ελλάδα. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες. Είναι εξακριβωμένο πάντως ότι εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Λάρισα, Κρήτη κτλ.). Οι Άβαντες ήταν ένα ελληνικό φύλο που κατά την Ιλιάδα κατοικούσαν στην Εύβοια, ενώ κατά τους Αριστοτέλη και Αρριανό ήταν Θράκες που αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Φωκίδα. Η πρώτη εκδοχή θεωρείται πιθανότερη. Άβαντες, όμως, συναντούμε και εκτός Ευβοίας, όπως στο Άργος, στη Σικυώνα, στην Ήπειρο κ.α.


β) Ίωνες: Κοιτίδα τους η βορειοδυτική Θεσσαλία. Από εκεί μετακινήθηκαν και προς πολλές άλλες ελλαδικές περιοχές. Το όνομά τους έχει σχέση με τα νερά (πηγές και ποτάμια), δεν αποκλείεται, όμως, και με τις λέξεις ίαση, ιατρός και ιάσθαι. Σχετικοί ήταν και οι θεοί που λάτρευαν. Το γλωσσικό τους ιδίωμα διασώθηκε στην ελληνική γραμματεία. Ιωνικής προέλευσης είναι και η εορτή των Απατουρίων, εξού και η επωνυμία Απατουρία Αθηνά στην Αίγινα. Παρακλάδια των Ιώνων θεωρούνται οι Αιγικερείς, οι Αργαδείς, οι Γελέοντες και οι Όπλητες. Κατά την ιστορική περίοδο κύριες εστίες των Ιώνων ήταν η Αττική, η Εύβοια, οι Κυκλάδες και η Ιωνία. Αργότερα ένα μεγάλο τμήμα των Ιώνων αφομοιώθηκε ή εκτοπίστηκε από τους Αχαιούς, τους Μινύες, τους Φλεγύες, τους Λαπίθες κ.ά. γ) Αχαιοί: Ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά φύλα. Τους συναντούμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Θεσσαλία, Αχαΐα, Φθιώτιδα, Αργολίδα, Λακωνία, Μεσσηνία κ.α.). Ορμητήριό τους ήταν η Θεσσαλία. Από εκεί, κάτω από την πίεση προφανώς άλλων φύλων που έρχονταν από το βορρά, μετακινήθηκαν προς ποικίλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, κυρίως στην Αττική και στην Πελοπόννησο. Φαίνεται να είναι οι δημιουργοί της μυκηναϊκής διαλέκτου, που στη συνέχεια παντρεύτηκε με την αιολική. Οι κύριες θεότητες των Αχαιών ήταν ο Αχιλλέας, η Αχαΐα (θεά της γης), ο Νηλέας, ο Πέλοπας ή Πελίας, ο Αγαμέμνονας, ο Βίας και ο Μελάμπους. δ) Διάφορα ελληνικά φύλα: Περραιβοί, Αινιάνες, Μυρμιδόνες, Φθίοι, Δόλοπες, Αιολείς, Αθαμάνες, Βοιωτοί, Θεσσαλοί, Λοκροί και Αιτωλοί. ε) Δωριείς: Τους συναντούμε αρχικά στη Στερεά Ελλάδα κατά το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής. Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος ήταν από τους πρώτους που απέρριψε τη θεωρία περί της «καθόδου των Δωριέων», ως δήθεν το τελευταίο ελληνικόινδοευρωπαϊκό φύλο που κατέβηκε από το βορρά και επικράτησε, εκτοπίζοντας άλλα ελληνικά φύλα (π.χ. τους Ίωνες), επειδή τάχα χρησιμοποιούσε σιδερένια όπλα. Για τους αρχαίους Έλληνες και τους περισσότερους –τουλάχιστον– σύγχρονους μελετητές ήταν αυτόχθον ελληνικό φύλο με κοιτίδα τη Δωρίδα. Εκτεταμένα δείγματα της δωρικής διαλέκτου διασώθηκαν στην ελληνική γραμματεία. Γεννήτορες των Δωριέων θεωρούνται οι Ηρακλείδες, προερχόμενοι και αυτοί από μια ομάδα Μακεδόνων που είχαν μεταναστεύσει εκεί.

7. Μετακινήσεις των ελληνικών φύλων


Εκείνο που προκύπτει ως γενικό φαινόμενο από την προηγούμενη παράγραφο, είναι οι διαρκείς μετακινήσεις των διαφόρων ελληνικών φύλων από περιοχή σε περιοχή μέσα στην Ελλάδα. Αυτό παρατηρήθηκε κυρίως από το 12 ο ως τον 9ο αι. π.Χ. Τα αίτια αυτής της κινητικότητας ήταν πολλά, με κυρίαρχο ίσως την αναζήτηση ευφορότερης

περιοχής

και

ηπιότερου

κλίματος,

αφού

οι

μετακινήσεις

παρατηρούνται κυρίως από τα ορεινότερα μέρη προς τα πεδινότερα. Οι σημαντικότερες από αυτές τις μετακινήσεις είναι: α) των Δωριέων και των Αιτωλών προς την Πελοπόννησο. β) Των Θεσσαλών και Βοιωτών από την οροσειρά της Πίνδου προς τη Θεσσαλιώτιδα. Ένα τμήμα των Βοιωτών με επικεφαλής το βασιλιά Οφέλτα μετανάστευσε στη συνέχεια στη σημερινή Βοιωτία. γ) Των Μαγνήτων, μακεδονικό φύλο, που εγκαταστάθηκαν στο Πήλιο, από τους οποίους προέρχεται και το όνομα Μαγνησία. Ένα άλλο φύλο, οι Αινιάνες, ξεκίνησε από τη βόρεια Περραιβία και μετά από μακρά πορεία και προσωρινή στάθμευση στον Αώο και στη συνέχεια στην Κασσωπαία (στη δυτική Ήπειρο) κατέληξαν στην Κίρρα της Φωκίδας και στη συνέχεια στην κοιλάδα του Σπερχειού, απ’ όπου έδιωξαν τους Αχαιούς του Ινάχου. δ) Των Ιώνων προς την Εύβοια, τις Κυκλάδες, τη Χίο και τα Μικρασιατικά παράλια (από τη Φώκαια ως τη Μίλητο). Σε αυτές τις περιοχές επικράτησε η ιωνική διάλεκτος. ε) Των Αβάντων, Αθαμάνων και Μολοσσών από την Εύβοια στη Χίο, από την Αττική στην Ιωνία, στη Μίλητο, στην Πριήνη, στην Τέω και στη Χίο. στ) Των Αχαιών και των Αρκάδων από την Πελοπόννησο στη Λέσβο, στην Ιωνία, στην Κρήτη και στην Κύπρο.

8. Η αργοναυτική εκστρατεία Ο Αθάμας ήταν ένας από τους γιους του Αίολου και βασίλεψε στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Από τη σύζυγό του Νεφέλη απέκτησε το Φρίξο και την Έλλη. Τη χώρα του, όμως, έπληξε λιμός μεγάλος. Το μαντείο αποφάνθηκε ότι το κακό θα σταματούσε μόνο αν θυσιαζόταν ο Φρίξος. Ο Αθάμας τον οδήγησε στο βωμό, αλλ’ η μητέρα του Νεφέλη επενέβη ξαφνικά και τον έσωσε· ταυτόχρονα πρόσφερε στο Φρίξο κριάρι χρυσόμαλλο για να ιππεύσει και να φύγει. Επιβιβάστηκε με την αδελφή του Έλλη και κατευθύνθηκαν στην Κολχίδα. Πάνω, όμως, από τον Ελλήσποντο έπεσε η Έλλη και έκτοτε ο πορθμός ονομάστηκε «Έλλης πόντος». Ο Φρίξος έφτασε στην Κολχίδα. Εκεί θυσίασε το κριάρι στο Φύξιο Δία και κρέμασε το χρυσό τομάρι του στο ιερό άλσος του Άρη. Ο γιος του Ποσειδώνα και της Τυρούς, Πελίας, βασίλευε ευτυχής στην Ιωλκό της Θεσσαλίας. Κάποτε θέλησε να ρωτήσει το μαντείο αν είναι ασφαλής. Του συνέστησε να φυλάγεται από τον άνθρωπο που θα εμφανιστεί ενώπιόν του μονοσάνδαλος. Ενώ πρόσφερε θυσία στον πατέρα του εμφανίστηκε μπροστά του ο Ιάσονας μονοσάνδαλος. Για να απαλλαγεί από αυτόν του ανέθεσε το τιτάνειο έργο να του φέρει από την Κολχίδα το «χρυσόμαλλο δέρας».


Ο Ιάσονας ανέλαβε αυτή την αποστολή. Κάλεσε τους διασημότερους ήρωες της Ελλάδας να τον βοηθήσουν. Έσπευσαν κοντά του 50 (Ηρακλής, Θησέας, Τελαμών κ.ά.). Ο Άργος, κατά συμβουλή της Αθηνάς, κατασκεύασε το πλοίο με το οποίο θα επιχειρούσαν το επικίνδυνο ταξίδι. Το πλοίο ονομάστηκε από τον κατασκευαστή του «Αργώ». Κυβερνήτης ήταν ο Τίφυς. Τους Αργοναύτες συνόδευαν οι μάντεις Ίδμων και Μόψος. Μαζί τους έπλευσε και ο Ορφέας. Πρώτος σταθμός των Αργοναυτών ήταν η Λήμνος. Από εκεί εισήλθαν στον Ελλήσποντο και την Προποντίδα. Στη Βιθυνία ο μάντης Φινέας δίδαξε στους Αργοναύτες πώς θα περάσουν τις φοβερές Συμπληγάδες πέτρες, χρησιμοποιώντας ένα περιστέρι. Αφού κατάφεραν να περάσουν, έκτοτε οι πέτρες έμειναν μονίμως ανοικτές και ακίνητες. Τέλος, οι Αργοναύτες εισήλθαν στον ποταμό Φάη. Περνώντας από τον Καύκασο είδαν τον αετό που κατέτρωγε το συκώτι του Προμηθέα. Από το βασιλιά Αιήτη ζήτησαν να τους δώσει το χρυσόμαλλο δέρμα. Αυτός αρνήθηκε, βάζοντάς τους να πραγματοποιήσουν διάφορους άθλους και εφόσον τα καταφέρουν, θα τους το δώσει. Τους πραγματοποίησαν χάρη στη βοήθεια της Μήδειας, της κόρης του Αιήτη· έτσι πήραν το χρυσό δέρμα. Η επιστροφή των Αργοναυτών και της Μήδειας στο πλευρό του Ιάσονα ήταν περιπετειώδης. Τελικά έφθασαν στην Ιωλκό μέσω Αιγύπτου και Λιβύης.

9. Ο Τρωικός πόλεμος Η αργοναυτική εκστρατεία δεν ήταν ούτε η μοναδική ούτε η σημαντικότερη επιχείρηση περιπέτεια των ηρωικών χρόνων. Κορυφαία από όλες ήταν ο πόλεμος κατά του Ιλίου, τον οποίο περιγράφει ο αρχαιότατος και ενδοξότατος των Ελλήνων ποιητών, ο Όμηρος. Με τις διάφορες φάσεις (πριν, κατά και μετά) του Τρωικού πολέμου ασχολούνται, εκτός από τα δυο κλασικά και πασίγνωστα του Ομήρου, και άλλα έπη, όπως τα: «Κυπρίων έπη», «Αιθιοπίς», «Μικρή Ιλιάς», «Ιλίου πέρσις», «Τηλεγόνβεια» κ.ά. Ο Δάρδανος, γιος του Δία, ίδρυσε τη Δαρδανία, της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Ίλιο ή Τροία. Γιος του Δάρδανου ήταν ο Εριχθόνιος και γιος αυτού ο βασιλιάς Τρώας. Γιος του Τρώα ήταν ο Ίλος, ο ιδρυτής του Ιλίου. Γιος αυτού ήταν ο Λαομέδοντας, τειχιστής του Ιλίου, και αυτού γιος ο Πρίαμος. Παιδιά του Πρίαμου ήταν ο Έκτορας και ο Πάρης. Ο Πάρης έφτασε κάποτε στο βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαο, ο οποίος του παρείχε λαμπρή φιλοξενία. Σε κάποια απουσία του Μενέλαου, ο Πάρης αποπλάνησε τη σύζυγό του Ελένη, την οποία οδήγησε στην Τροία μαζί με αμύθητους θησαυρούς.


Τα έθη της εποχής απαιτούσαν εκδίκηση γι’ αυτή την προσβολή. Έπρεπε ακόμη να ανακτηθεί και η Ελένη και οι αρπαγμένοι θησαυροί. Προκλήθηκε εξέγερση κι αναστάτωση. Ετοιμάστηκε εκστρατεία, στην οποία πρωτοστατούσε ο ατυχής σύζυγος Μενέλαος και ο αδελφός του βασιλιάς των Μυκηνών Αγαμέμνονας. Συντάχθηκαν μαζί τους οι άριστοι των ηρώων όλων των ελληνικών χωρώνπόλεων, και ο κορυφαίος όλων, ο Αχιλλέας, ο ηγεμόνας των Μυρμιδόνων της Θεσσαλίας, των Ελλήνων και των Αχαιών. Φυσικά κι ο πολυμήχανος και πολύτροπος βασιλιάς της Ιθάκης Οδυσσέας. Ο στόλος που συγκεντρώθηκε ανερχόταν σε 1.186 πλοία και οι άνδρες σε 135.000. Η αναχώρηση έγινε από την Αυλίδα της Βοιωτίας. Όταν έφθασαν στην Τρωάδα τράβηξαν τα πλοία τους στην παραλία. Πριν τη μάχη ανατέθηκε στους Μενέλαο και Οδυσσέα να ζητήσουν από τους Τρώες την επιστροφή της Ελένης και των θησαυρών. Το αίτημά τους απορρίφθηκε. Οι Έλληνες επιχείρησαν 3 φορές να εισέλθουν στην πόλη αλλά απέτυχαν. Άρχισαν τότε να καταστρέφουν τα περίχωρα. Οι Τρώες φοβούνταν να βγουν από τα τείχη τους. Πέρασαν έτσι 9 χρόνια. Τα καράβια άρχισαν να σαπίζουν. Οι Έλληνες φέρθηκαν σκληρά στους κατοίκους των γύρω περιοχών. Σε κάποια από τις εκστρατείες τους συνέλαβαν την κόρη του μάντη του Απόλλωνα Χρώση, Χρυσηίδα, ο οποίος έσπευσε στον Αγαμέμνονα με πλούσια δώρα να τη ζητήσει πίσω. Εκείνος αρνήθηκε πεισματικά. Αυτό προκάλεσε την οργή του Απόλλωνα. Έστειλε λοιμό στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Έτσι ο Αγαμέμνονας αναγκάστηκε να δώσει πίσω τη Χρυσηίδα, αλλά απαίτησε ως αντάλλαγμα τη Βρισηίδα, που είχε δοθεί ως λάφυρο στον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας προσβλήθηκε κι αποφάσισε να αποσυρθεί μαζί με τους Μυρμιδόνες από τη μάχη. Συνεχείς εφορμήσεις των Ελλήνων κατά των Τρώων. Η σύζυγος του Πριάμου Εκάβη παρακάλεσε την Αθηνά να διώξει από τα τείχη τον Αχιλλέα. Την επομένη οι Τρώες νίκησαν. Όσο ο Αχιλλέας απείχε από τον πόλεμο, οι Αχαιοί περιέφραξαν το στρατόπεδό τους με χαράκωμα, όπου και κατέφυγαν. Οι Τρώες δεν επανήλθαν στην πόλη. Στρατοπέδευσαν έξω από αυτή. Την επομένη επαναλήφθηκε η μάχη και ο Αγαμέμνονας έσπρωξε τους Τρώες ως την πόλη. Οι Αχαιοί κατέφυγαν και πάλι στο οχύρωμά τους. Οι Τρώες προσπαθούν να τους εκπορθήσουν. Οι συνθήκες τούς ευνοούν. Εισέρχονται στο οχύρωμα, πλησιάζουν τα πλοία των Ελλήνων, στα οποία κι ανεβαίνουν και από εκεί μάχονται. Οι στιγμές είναι κρίσιμες για τους Έλληνες. Τότε ακούγεται η κραυγή του πολέμαρχου Αίαντα του Τελαμώνιου: «Ντροπή σας, Αργείοι! Η ώρα ήρθε ή να πεθάνουμε ή να σωθούμε…».


Η μάχη κρίθηκε από τη στιγμή που ρίχτηκε σ’ αυτή ο Πάτροκλος, παραπλανώντας τον εχθρό, φορώντας την πανοπλία του φίλου του Αχιλλέα. Έδιωξε μεν τους Τρώες, σκοτώθηκε όμως και ο ίδιος από τον Έκτορα. Γύρω από τη σορό του γίνεται γιγαντομαχία ηρώων διεκδικώντας τη. Η αναμέτρηση κρίθηκε με τη λιονταρίσια επέμβαση του Αχιλλέα για να μην πέσει ακ΄πομα και νεκρός ο φ΄’ιλος του στα χέρια του εχθρού. Τη νύχτα με φοβερή κραυγή όρμησε στο στρατόπεδο των Τρώων. Επακολούθησε ανηλεής σφαγή. Ο Έκτορας ένιωθε ένοχος που δεν είχε επαναφέρει τους πολεμιστές του εντός της πόλεως. Μονομαχία Έκτορα - Αχιλλέα, θάνατος Έκτορα. Σκύλευση του νεκρού από τον Αχιλλέα. Επάνοδος των Αχαιών (Ελλήνων) στα πλοία και παιάνες θριάμβου. Θρήνος και πένθος στην πλευρά των Τρώων. Μαζί τους θρηνεί και η Ελένη το χαμό του Έκτορα. Ο πατέρας του Έκτορα Πρίαμος τόλμησε και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών με πλούσια δώρα - λύτρα και άμαξα για να ζητήσει το νεκρό του γιο. Οδηγήθηκε στη σκηνή του Αχιλλέα. Αυτός ανταποκρίθηκε στο αίτημα του γέροντα πατέρα. Ο Πάρης, καθοδηγούμενος από τον Απόλλωνα, φόνευσε τον Αχιλλέα. Γύρω από το πτώμα του διεξήχθη φονική μάχη που κράτησε μια μέρα. Οι Αχαιοί οδήγησαν το νεκρό στα πλοία. 17 μέρες και νύχτες τον έκλαψαν και τη 18 η τον έκαψαν. Για την πανοπλία του Αχιλλέα αναμετρήθηκαν ο Αίας ο Τελαμώνιος και ο Οδυσσέας. Θάνατος του Αίαντα. Στο πλευρό των Αχαιών στάθηκε ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος, ο οποίος τελικά φόνευσε τον Πρίαμο. Το Ίλιο όμως δεν έπεφτε. Ο Οδυσσέας μεταμορφώθηκε σε ζητιάνο και μπήκε στην πόλη. Μόνο η Ελένη τον αναγνώρισε αλλά δεν τον πρόδωσε. Μαζί συνέλαβαν και σχεδίασαν το τέχνασμα του δούρειου ίππου, τον οποίο κατασκεύασε ο τεχνίτης Επειός. Με αυτόν εισήλθαν οι καλύτεροι μαχητές των Αχαιών στο Ίλιο και το κυρίευσαν. Άλλωστε η καταστροφή της Τροίας είχε αποφασιστεί αμετάκλητα από τους θεούς. Έτσι, κυριεύθηκε μετά από 10 χρόνια η Τροία με πλήρη καταστροφή. Η θεά Νέμεση, όμως, τιμώρησε τους νικητές, επειδή δε σεβάστηκαν τα ιερά της πόλης. Πολλοί από αυτούς ουδέποτε επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

10. Οι επτά επί Θήβας Ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος ήταν απόγονος του Κάδμου. Είδαμε στο Μύθο για τον Οιδίποδα ποιο ήταν το τέλος του.


Τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο Κρέων, ο αδελφός της Ιοκάστης. Οι θεοί ήταν οργισμένοι κατά των Θηβαίων. Εκδήλωσαν δε την οργή τους στέλνοντας ένα φοβερό θεριό που είχε πρόσωπο και στήθος μεν γυναίκας,

σώμα, δε,

πόδια και ουρά

λιονταριού (ή φιδιού), φτερά δε όρνιου, το οποίο καταδυνάστευε τη χώρα· το όνομά του Σφίγγα. Στάλθηκε από την Ήρα και κατοικούσε στο όρος Φίκειο. Οι κόρες του Δία, Μούσες, του δίδαξαν το εξής αίνιγμα: Ποιο είναι το πρωί τετράποδο, το μεσημέρι δίποδο, το βράδυ τρίποδο; Αυτό ρωτούσε η Σφίγγα τους Θηβαίους. Κι όταν η απάντηση ήταν λαθεμένη, άρπαζε ένα Θηβαίο και τον κατασπάραζε. Όσο το αίνιγμα δε λυνόταν, η Σφίγγα κατάπινε τους Θηβαίους. Ο Κρέοντας ήθελε ν’ απαλλάξει τη χώρα του από τη συμφορά. Έβγαλε ανακοίνωση υποσχόμενος πως όποιος λύσει το αίνιγμα θα λάβει ως σύζυγό του την Ιοκάστη. Προσήλθε τότε ο Οιδίποδας και είπε ότι το παράξενο αυτό ζώο είναι ο άνθρωπος. Στο άκουσμα της απάντησης η Σφίγγα έπεσε από την ακρόπολη και πέθανε. Ο Οιδίποδας παντρεύτηκε την Ιοκάστη (μάνα του) κι έγινε βασιλιάς της Θήβας. Αυτό (η αιμομιξία) προκάλεσε νέες συμφορές στη χώρα. Οι θεοί, οργισμένοι, φανέρωσαν ποιος ήταν ο Οιδίποδας. Η μεν Ιοκάστη κρεμάστηκε, ο δε Οιδίποδας οργίστηκε κατά των παιδιών του Ετεοκλή και Πολυνείκη και τους προανήγγειλε ότι θα εκραγεί ανάμεσά τους πόλεμος φονικός. Έτσι κι έγινε. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, ξέσπασε

ανάμεσά τους διαμάχη για το θρόνο. Επικράτησε ο

Ετεοκλής. Ο Πολυνείκης κατέφυγε στο βασιλιά του Άργους Άδραστο ζητώντας βοήθεια για να ανακτήσει τη βασιλεία. Εκείνος ανταποκρίθηκε. Συγκροτήθηκε ισχυρή δύναμη εκστρατευτική κατά της Θήβας. Επτά ήταν οι αρχηγοί αυτής της εκστρατείας: ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος, ο μάντης Αμφιάραος, ο Καπανέας, ο Ιππομέδοντας, ο Τυδέας, ο Παρθενόπαιος και ο Πολυνείκης. Ο στρατός έφτασε στον ποταμό Ασωπό. Εκεί προσφέρθηκε θυσία και παρατέθηκε γεύμα. Ο Τυδέας στάλθηκε στη Θήβα ν’ απαιτήσει την παράδοση του βασιλείου στον Πολυνείκη. Η αξίωσή του απορρίφθηκε. Την ώρα εκείνη όλοι οι ηγεμόνες της Θήβας συνεστιάζονταν δίπλα στον Ετεοκλή. Ο Τυδέας τούς προκάλεσε ν’ αναμετρηθούν μαζί του στην πάλη και την πυγμαχία. Με τη βοήθεια της Αθηνάς τούς νίκησε όλους. Εκείνοι, οργισμένοι, του έστησαν ενέδρα στο δρόμο της επιστροφής στο στρατό του με 50 γενναίους πολεμιστές κι αρχηγούς το Μαίονα και τον Πολυφόντη. Τους νίκησε κι αυτούς.


Οι Θηβαίοι, έχοντας ως συμμάχους τους Φωκείς και τους Φλεγύες, επιτέθηκαν κατά των επιδρομέων. Η μάχη δόθηκε κοντά στο λόφο του Ισμηνίου. Νικήθηκαν κατά κράτος. Αναγκάστηκαν να καταφύγουν μέσα στα τείχη της πόλης τους. Ο μάντης Τειρεσίας τους είπε ότι εάν ο Μενοικέας, γιος του Κρέοντα, θυσιαστεί εκούσια κι αυθόρμητα στον Άρη, τότε σίγουρα θα νικήσουν. Όταν ο Μενοικέας έμαθε ότι από τη δική του θυσία εξαρτάται η σωτηρία της πόλης, πήγε στις πύλες της πόλης και αυτοθυσιάστηκε. Οι επιδρομείς επιτέθηκαν κατά της πόλης, καθένας επιχειρώντας να παραβιάσει μία από τις επτά πύλες της. Μετά το θάνατο, όμως, του Μενοικέα οι θεοί προστάτευαν την πόλη. Ο Παρθαινόπαιος φονεύθηκε με λιθάρι από τον Περικλύμενο, ενώ τον Καπανέα χτύπησε με κεραυνό ο Δίας. Οι Αργείοι υποχωρούν. Ο Ετεοκλής προτείνει να κριθεί ο αγώνας σε μονομαχία με τον αδελφό του. Η μονομαχία τους υπήρξε σκληρή. Κανένας δε νίκησε. Γιαυτό η μάχη των δύο στρατών επαναλήφθηκε. Η αναμέτρηση ήταν αιματηρή. Ο Θηβαίος Μελάνιππος φονεύει τον Τυδέα, ενώ ο Αμφιάραος το Μελάνιππο. Οι Αργείοι τρέπονται σε φυγή. Ο Περικλύμενος κυνηγάει τον Αμφιάραο και ως τον έφθασε ήταν έτοιμος να τον τρυπήσει με το ακόντιό του. Ο Δίας, όμως, τον προστατεύει. Ανοίγει τη Γη και καταπίνει και αυτόν και τ’ άλογά του και το άρμα του. Ο τόπος του θαύματος κηρύχθηκε ιερός. Ο Δίας χάρισε στον Αμφιάραο την αθανασία. Έκτοτε τιμώνταν ως θεός στη Θήβα, το Άργος και τον Ωρωπό, όπου και βρέθηκε ιερό επ’ ονόματί του. Ο Άδραστος σώθηκε φεύγοντας με τον ταχύτατο ίππο του Αρείονα. Για την ήττα τους πήραν εκδίκηση οι γιοι των επτά ηγεμόνων, οι λεγόμενοι Επίγονοι: ο Αιγιαλέας (του Άδραστου), ο Θέρσανδρος (του Πολυνείκη), οι Αλκμαίονας και Αμφίλοχος (του Αμφιάραου), ο Διομήδης ( του Τυδέα), ο Σθένελος ( του Καπανέα), ο Πρόμαχος (του Παρθενόπαιου) και ο Ευρύλαος του Μηκυστέα. Οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς, οι Μεσσήνιοι και οι Αρκάδες βοήθησαν τους Επιγόνους. Σε μάχη που έγινε νίκησαν τους Θηβαίους. Όταν ο Τειρεσίας είπε στους Θηβαίους ότι θα είναι μάταιη κάθε αντίσταση, παρέδωσαν την πόλη και όλος ο λαός υπό τον Λαομέδοντα, το γιο του Ετεοκλή, έφυγαν και πήγαν στους Ιλλυριούς. Όταν οι Επίγονοι μπήκαν στη Θήβα αναγόρευσαν βασιλιά της το Θέρσανδρο, το γιο του Πολυνείκη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

1. Ποίηση – έπη


Από όλους εκτιμάται πόσο σημαντική είναι η επίδραση που ασκούν οι γεωλογικές και κλιματολογικές συνθήκες στην πνευματική δημιουργία και στην πολιτισμική ανάπτυξη ενός λαού. Απτό δείγμα αυτής της διαπίστωσης είναι η περίπτωση των Ελλήνων. Το ήπιο γλυκό μεσογειακό κλίμα που επικρατεί στο σύνολο σχεδόν της Ελλάδας ευνόησε πολύ την ανάπτυξη πολλών εκφάνσεων του πλούσιου πολιτισμού μας, ιδιαίτερα της ποίησης. Ο ελληνικός λαός έχει στις φλέβες του την ποιητική διάθεση. Τα δείγματα αυτής της έμφυτης πολιτιστικής έκφρασης είναι πολλά και υψηλότατης στάθμης. Δε μιλάμε μόνο για τα έντεχνα κι επιμελημένα ποιητικά δημιουργήματα των διαφόρων περιόδων της ελληνικής ιστορίας, αλλά και για τις ποιητικές εκφράσεις του ανώνυμου λαού, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στη μεν προομηρική περίοδο στα τραγούδια του λαού (ηρωικά, θρησκευτικά, μοιρολόγια, επιθαλάμια κ.ά.), στους πρόσφατους δε αιώνες στα ακριτικά έπη και πολύ ευρύτερα στην ανυπέρβλητη δημοτική μας ποίηση, μεγάλο τμήμα της οποίας αποτελούν τα δημοτικά μας τραγούδια με τις διάφορες μορφές τους. Αυτή, λοιπόν, ήταν η πρώτη μορφή της ελληνικής ποίησης, που σταματημό δεν έχει: η λαϊκή, η έκφραση του απλού λαού, το εκχείλισμα του εσωτερικού του πλούτου. Αυτά τα τραγούδια, αυτά τα ποιητικά λαϊκά σκιρτήματα, αυτές οι ποιητόμορφες διηγήσεις, κατασταλαγμένα, άρχισαν κάποτε να καταγράφονται, να ταξινομούνται, να μπαίνουν σε μετρικά καλούπια και να γίνονται έντεχνη ποίηση. Όσα από αυτά διηγούνται πράξεις ηρωικές αποτέλεσαν τα έπη. α) Τα αρχαιότερα και σημαντικότερα ηρωικά έπη που διασώθηκαν ανήκουν στο μεγάλο –το μεγαλύτερο όλων των αιώνων– ποιητή, τον Έλληνα –Σάμιο ή Χίο την καταγωγή– Όμηρο. Έζησε τον Η΄ π.Χ. αι. Δύο έργα μάς άφησε, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Αξεπέραστα σε αξία. Όλου του κόσμου οι λαοί τρέφονται από αυτά. Η Ιλιάδα αποτελείται από 15.692 στίχους. Χωρίζεται σε 24 ραψωδίες (Α – Ω), όσα και τα γράμματα του ελληνικού αλφάβητου. Περιγράφει με εκπληκτική ζωντάνια και παραστατικότητα τις διάφορες φάσεις του δεκαετούς Τρωικού πολέμου (θεϊκές επεμβάσεις, μονομαχίες ηρώων, μίση, θάνατοι, φονικές συγκρούσεις, έριδες κτλ.). Αρχίζει με τον περίφημο θυμό (μήνι) του Αχιλλέα και τελειώνει με την περιγραφή της κηδείας του Έκτορα. Οι Έλληνες τελικά κατέκτησαν την Τροία.


Η Οδύσσεια είναι μικρότερης έκτασης έργο. Χωρίζεται και αυτή σε 24 ραψωδίες (α – ω) και σε 12.110 στίχους. Αυτές οι διαιρέσεις και των δύο έργων σε ραψωδίες και στίχους δεν προέρχονται από το συγγραφέα ή τους συγγραφείς τους, αλλ’ είναι έργο των αλεξανδρινών γραμματικών (=φιλόλογων) των Ελληνιστικών χρόνων. Η Οδύσσεια, όπως φανερώνει και το όνομά της, περιλαμβάνει τις περιπλανήσεις του Οδυσσέα κατά την επιστροφή του από την Τροία (μετά τη λήξη του Τρωικού πολέμου) στην πατρίδα του την Ιθάκη. Μολονότι αυτή η περιπέτεια κράτησε 10 χρόνια, εντούτοις ο μύθος στην Οδύσσεια κρατάει μόνο 40 μέρες και από αυτές μόνο οι 17 περιέχουν έντονη δράση. Κι όμως, οι περιγραφές καλύπτουν, με χρονική σύμπτυξη, όλες τις δεκαετείς περιπέτειες του ήρωα. Η αφήγηση αρχίζει από την Ωγυγία, τον προτελευταίο σταθμό των περιπλανήσεων του Οδυσσέα και τελειώνει με τη συμφιλίωση του ήρωα με τους συγγενείς των σκοτωμένων μνηστήρων με τη μεσολάβηση της Αθηνάς. Περαιτέρω ενασχόληση με τα δύο αυτά κορυφαία αριστουργήματα της παγκόσμιας φιλολογίας ξεφεύγει από τα πλαίσια της παρούσας εργασίας. Βιβλιοθήκες ολόκληρες έχουν γραφτεί σχετικά. β) Κατά τους Ζ΄ και ΣΤ΄ αιώνες π.Χ. είδαν το φως μερικά μικρότερα έπη, ως συνέχεια ή συμπλήρωμα των δύο ομηρικών επών, τα οποία οι φιλόλογοι θεώρησαν ότι συγγενεύουν μεταξύ τους έτσι, ώστε να αποτελούν έναν «κύκλο», τον λεγόμενο «Επικό Κύκλο». Ο «κύκλος» άρχιζε με την ένωση του Ουρανού και της Γης κι έκλεινε με το θάνατο του Οδυσσέα. Έργα που απαρτίζουν τον «Επικό Κύκλο»: Τιτανομαχία, Οιδιπόδεια, Θηβαΐς, Επίγονος, Κύπρια, Αιθιοπίς, Μικρά Ιλιάς, Ιλίου Πέρσις, Νόστος και Τηλεγονεία. γ) Διασώθηκε ένα σύνολο από 33 ποιήματα που φέρει το γενικό τίτλο «Ομηρικοί Ύμνοι». Μερικοί από αυτούς ανήκουν στο Ζ΄ π.Χ. αι., άλλοι στον ΣΤ΄ π.Χ. αι. και μερικοί είναι της κλασικής ή Ελληνιστικής

περιόδου. Οι σπουδαιότεροι από

αυτούς τους ύμνους είναι: α) Ύμνος στη θεά Δήμητρα (Ζ΄ π.Χ. αι.), β) Ύμνος στον Απόλλωνα (Ζ΄ π.Χ. αι), γ) Ύμνος στον Ερμή (ΣΤ΄ π.Χ. αι.), δ) Ύμνος στην Αφροδίτη, ε) Ύμνος στο Διόνυσο κ.ά. Οι Ομηρικοί Ύμνοι φέρονται επίσης και με τη γενική ονομασία «Προοίμια». δ) Ησιόδεια έπη. Διαφέρουν από τα Ομηρικά. Ετούτα είναι διδακτικά και όχι ηρωικά, όπως εκείνα. Ο Ησίοδος είναι σχεδόν σύγχρονος –λίγο μεταγενέστερος– του Ομήρου. Οι πληροφορίες μας γι’ αυτόν είναι και περισσότερες και ασφαλέστερες. Γιαυτό χαρακτηρίζεται και ως ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής. Έζησε σε εντελώς διαφορετικές γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες από τον Όμηρο. Κι αυτό αποτυπώνεται στο έργο του. Οι γονείς του εγκατέλειψαν την Κύμη κι εγκαταστάθηκαν στην Άσκρα της Βοιωτίας. Μεγάλωσε κάτω από σκληρές συνθήκες, ως γεωργός και κτηνοτρόφος. Είχε κι έναν αδελφό, τον Πέρση , με τον οποίο τα «τσούγκρισε» για καλά στη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας. Γιαυτό και συχνά του τα «ψέλνει» στα έργα του.


Ως έργα του Ησίοδου θεωρούνται τα: «Θεογονία», «Έργα και ημέραι», «Ασπίς», «Γυναικών κατάλογος» ή «Ηοίαι», «Κήυκος γάμος», «Μελαμποδία», «Πειρίθου κατάβασις», «Ιδαίοι δάκτυλοι» κι ίσως κάποια άλλα. Από αυτά ακέραια σώθηκαν τα τρία πρώτα, ενώ από τα άλλα, μόνο αποσπάσματα. Δικά του έργα θεωρούνται οπωσδήποτε τα

«Θεογονία», «Έργα και ημέραι» και «Γυναικών κατάλογος»,

ίσως δε και το «Ασπίς». Ως αντιπροσωπευτικότερο δε έργο του είδους θεωρείται το «Έργα και ημέραι». Η αξία του Ησίοδου ως ποιητή και η συμβολή του στην εξέλιξη της ελληνικής και παγκόσμιας ποίησης είναι αναμφισβήτητες και από όλους αποδεκτές.

2. Ο Όμηρος και το ομηρικό πρόβλημα Ο Όμηρος έζησε, κατά πάσα πιθανότητα, τον Η΄ π.Χ. αιώνα, δηλαδή στο μεταίχμιο των μυθικών και των ιστορικών χρόνων. Στην προηγούμενη παράγραφο μιλήσαμε για

τα

δύο

αριστουργήματα,

την

Ιλιάδα

και

την

Οδύσσεια,

κορυφαία

δημιουργήματα του παγκόσμιου πολιτι σμού. Και αντικείμενο διαχρονικής μελέτης και έρευνάς τους. Εδώ και τρεις αιώνες η παγκόσμια φιλολογία ασχολείται με έρευνες γύρω από τον Όμηρο και τα έργα του. Έτσι προέκυψε το περίφημο «Ομηρικό πρόβλημα», που όσο κι αν στα βασικά του σημεία οι περισσότερες των απόψεων αρχίζουν να συγκλίνουν, είναι αμφίβολο αν θα κλείσει ποτέ. Ποια στοιχεία συγκροτούν το ομηρικό πρόβλημα; 1. Τα σχετικά με τον Όμηρο: Είναι πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο; Είναι ένα ή περισσότερα πρόσωπα που κρύβονται πίσω απ’ αυτό το όνομα; Ποια είναι η καταγωγή του; 2. Τα σχετικά με τα δύο έπη: Είναι δημιουργήματα ενός συγγραφέα ή συμπίλημμα δημωδών ασμάτων και αφηγήσεων; Είναι έργα του ίδιου συγγραφέα ή διαφορετικών; Υπάρχει ενότητα στις αφηγήσεις ή εισχώρησαν κατά τη διαδρομή (ιδιαίτερα στην Ιλιάδα) αφηγήσεις που δεν υπήρχαν αρχικά; Πάνω σ’ αυτά τα ερωτήματα ξοδεύτηκαν χιλιάδες ώρες έρευνας και συγγραφής. Οι επικρατούσες σήμερα απόψεις στα δύο βασικά ερωτήματα δύνανται να διατυπωθούν επιγραμματικά ως εξής: α) Ο Όμηρος υπήρξε πράγματι και είναι – κατά το κύριο μέρος τους τουλάχιστο – ο δημι ουργός των δύο αριστουργημάτων. β) Η ενότητα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας είναι αναμφισβήτητη. Άρα είναι έργα του ίδιου συγγραφέα.

3. Το πολίτευμα


Η διαίρεση των εθνών σε τάξεις που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις ασχολίες, τα δικαιώματα και τα καθήκοντα, προϋποθέτει πολίτευμα δουλικό και τυραννικό. Κατά τούτο, συνεπώς, η λεγόμενη πελασγική ή κάποια άλλη πανάρχαια εποχή είχε κάποια ομοιότητα με τα συμβαίνοντα στους ανατολικούς λαούς. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τη διαίρεση των κατοίκων σε τάξεις, που παρατηρείται κάπου κάπου στην Ελλάδα κατά τους αρχαίους χρόνους. Επειδή, όμως, εδώ το πνεύμα του έθνους διέφερε, από τους θεσμούς αυτούς προήλθαν πολιτικοί θεσμοί, από της ομηρικής ακόμα εποχής, πολύ διαφορετικοί από τους ανατολικούς. Οι αρχαιότεροι γνωστοί της Ελλάδας θεσμοί δημιουργήθηκαν, μάλλον αυτόματα, από φυσικές αφορμές. Η κοινωνία αποτελούνταν από δύο τάξεις, τους ελεύθερους και τους δούλους. Οι ελεύθεροι άντρες υποδιαιρούνταν πάλι σε δύο, τους ηγεμόνες και τον πολύ λαό (δήμο). Οι ηγεμόνες φέρονταν ως άριστοι, βασιλείς, μέδοντες, ηγήτορες, βουληφόροι, δικασπόλοι και γέροντες. Των ηγεμόνων αυτών σε κάθε χώρα προΐστατο ο βασιλιάς. Η αρχαία Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε πολλά βασίλεια. Οι βασιλείς σε καιρό μεν ειρήνης απένειμαν τη δικαιοσύνη και προΐσταντο των θυσιών που τελούσε ο λαός, σε καιρό δε πολέμου διοικούσαν το στρατό στη μάχη. Όσο για τον τρόπο που απέδιδαν δικαιοσύνη – δίκαζαν οι βασιλείς και τη σχετική–πρωτόγονη φυσικά– διαδικασία υπάρχουν πολλές μαρτυρίες σε αρχαίες πηγές. Ο βασιλιάς δεν ήταν ανεξέλεγκτος κατά την άσκηση της μη δικαστικής του εξουσίας. Διότι οι ηγήτορες (ή άνακτες) συγκροτούσαν γύρω του ένα είδος βουλής, της οποίας τη γνώμη όφειλε -καισυνήθως το έκανε- να λαμβάνει υπόψη. Η βασιλεία ήταν συνήθως κληρονομική, αλλ’ αυτό εξαρτιόταν και από άλλους παραγοντες (π.χ. την ηλικία του διαδόχου, τις ικανότητές του κ.ά.). Ο πολύς δήμος αποτελούνταν κατά το πλείστον από τους βιομηχάνους, τους δημιουργούς (χαλκείς, σκυτοτόμοι, μάντεις, ιατροί, δορατοποιοί κ.ά.). Το κύριο περιουσιακό στοιχείο του πλούσιου άνδρα ήταν τα ποίμνια. Τα χωράφια των ιδιοκτητών καλλιεργούνταν συνήθως από δούλους, όπως και τα ποίμνια άλλωστε βρίσκονταν σε χέρια δούλων. Οι δούλοι ονομάζονταν δμώες, δρηστήρες, ανδράποδα. Προέρχονταν είτε από αιχμαλωσία είτε από αγοραπωλησία. Ασχολούνταν με όλες τις χειρωνακτικές δουλειές του σπιτιού. Κι ανάμεσα στους δούλους υπήρχαν διαβαθμίσεις. Η δουλεία κατά τη μυθική περίοδο δεν ήταν υπερβολικά σκληρή. Οι δυστυχέστεροι των ανθρώπων ήταν οι θήτες. Αυτοί θεωρούνταν μεν ελεύθεροι, αναγκάζονταν όμως, εξαιτίας της μεγάλης τους φτώχειας, να καλλιεργούν τα χωράφια των πλουσιότερων. Μισθώνονταν δε κατά περίπτωση. Δε διέφεραν και πολύ από τους δούλους.


Το αντίρροπο στο ακόλαστο κράτος της βασιλείας και των αρίστων ήταν ο δήμος. Ο θεσμός του δήμου στην αρχαία Ελλάδα είχε ορισμένα σημαντικά πολιτικά δικαιώματα. Όταν ο βασιλιάς αποφάσιζε με τη βουλή να πράξει κάτι, όφειλε να το θέσει στο δήμο σε συνάθροιση (εκκλησία). Οι κήρυκες καλούσαν το λαό να καθίσει και να μην ομιλεί. Ήταν σημαντικό αυτό, διότι όταν ο δήμος ήταν συναθροισμένος και στεκόταν όρθιος, αυτό θεωρούνταν σημάδι ταραχής ή τρόμου· ακόμη και αν η συνάθροιση του δήμου γινόταν μετά τη δύση του ηλίου και οι Αχαιοί προσέρχονταν πιωμένοι, θεωρούνταν

ως προάγγελος συμφορών. Κάθε

ηγεμόνας δικαιούνταν ν’ αγορεύσει, αλλ’ όχι και ο απλός πολίτης. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η γνώμη του βασιλιά. Ψηφοφορία μεν δε γινόταν, ούτε οριστική απόφαση παιρνόταν από το δήμο· είναι όμως εξίσου βέβαιο ότι ο δήμος, συνερχόμενος σε αγορά, επηρέαζε σημαντικά τις αποφάσεις των ηγεμόνων.

4. Η τέχνη - Γεωμετρική περίοδος Η Μυκηναϊκή περίοδος (μια λαμπρά περίοδος του ελληνικού πολιτισμού) τελειώνει γύρω στο 1100 π.Χ. Από εκεί αρχίζει μια άλλη μακρά περίοδος που, με βάση τα σχήματα και τις παραστάσεις με τις οποίες κοσμούσαν τα πήλινα αγγεία τους, ονομάστηκε Γεωμετρική (1050 – 700 π.Χ.). Αυτή η περίοδος χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους: η α΄ από το 1050 – 900 π.Χ. (πρωτογεωμετρική) και η β΄ από το 900 – 700 π.Χ. (κυρίως γεωμετρική).Το κυριότερο στοιχείο και αυτής της περιόδου είναι η ευρύτατη χρήση του πηλού και η περαιτέρω ανάπτυξη και καλλιέργεια της κεραμικής τέχνης, που είχε ήδη αρχίσει από την προηγούμενη περίοδο. Μεσολάβησε μια μικρή περίοδος παρακμής (1125 – 1050 π.Χ.), που οι αρχαιολόγοι ονόμασαν υπομυκηναϊκή, και αποκαθίσταται η λαμπρή παράδοση της κεραμικής τέχνης που είχε αρχίσει κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Δε συνεχίζεται απλά, μπαίνει και σε νέους δρόμους, με νέες ιδέες και νέες τεχνοτροπίες. Κατά την περίοδο αυτή εξαφανίζονται σιγά-σιγά τα σχήματα των μυκηναϊκών αγγείων, όπως ο ψευδόστομος αμφορέας και οι αρτόσχημες πυξίδες. Τώρα η αγγειοπλαστική ακολουθεί άλλους κανόνες. Τα αγγεία αλλάζουν μορφή. Ακολουθούν την αρχιτεκτονική του ανθρώπινου σώματος. Έχουν «πόδι», «κοιλιά», «ώμο», «χείλος» και «λαιμό». Η επεξεργασία του πηλού πιο επιμελημένη, το υλικό πιο καθαρό, το ραφινάρισμα στον τροχό πολύ κομψότερο.

Κυρίαρχα σχήματα:

υδρίες, κρατήρες, αμφορείς, οινοχόες, λήκυθοι, πρόχοι κτλ. Εκεί, όμως, που έγινε αληθινή επανάσταση είναι οι παραστάσεις

και τα σχήματα διακόσμησης των

αγγείων. Τώρα τη θέση των σπειρών και των ελεύθερων ημικύκλιων της μυκηναϊκής περιόδου παίρνουν οι τέλεια σχεδιασμένοι κύκλοι και τα ημικύκλια (με διαβήτη), οι τεθλασμένες γραμμές και τα τρίγωνα, ιδιαίτερα δε οι μαίανδροι.


Κοιτίδα αυτής της άνθησης της κεραμικής τέχνης θεωρείται κατά κύριο λόγο η Αττική. Από εκεί ξαπλώθηκε σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας: Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Μακεδονία, Κυκλάδες, Κρήτη κτλ. Τα εργαστήρια των Αθηνών, και της Αττικής γενικότερα, ακμάζουν. Περίφημοι τεχνίτες επιδίδονται σε κατασκευές περίτεχνες και δεξιοτέχνες γεωμετρικής διακοσμητικής βάζουν τη σφραγίδα τους πάνω στα αθάνατα δημιουργήματα. Όλα υπακούουν σε σταθερούς κανόνες που οι καλλιτέχνες ακολουθούν με συνέπεια. Αυτή την περίοδο εμφανίζεται στην τέχνη και κάτι το εντελώς καινούριο: η γεωμετρική πλαστική. Σύνηθες υλικό αυτής της νέας τεχνοτροπίας είναι ο χαλκός. Κύρια θέματα έκφρασης αυτής της τάσης είναι τα διάφορα ειδώλια, ο άνθρωπος, το άλογο, το ελάφι, σκηνές κυνηγιού κ.ά. Πρωτοπόρες περιοχές ανάπτυξης της νέας τέχνης το Άργος, η Κόρινθος, η Λακωνία. Η Αθήνα μπήκε κάπως καθυστερημένα στο χώρο, αλλά δεν άργησε να πάρει τα ηνία, όπως και σε τόσες άλλες περιπτώσεις. Αντίθετα με την κεραμική και την πλαστική του χαλκού, την περίοδο αυτή έχουμε μια καθίζηση της αρχιτεκτονικής. Η παρακμή της γίνεται σαφέστερη κι εντονότερη από την αντιπαράθεσή της με τη μεγαλειώδη αρχιτεκτονική των μυκηναϊκών χρόνων. Κανένα αξιόλογο αρχιτεκτόνημα αυτής της περιόδου δε διασώθηκε. Διασώθηκαν μόνο: 1) μερικά καμπυλόγραμμα οικοδομήματα (Λέσβος, Εύβοια, Κορινθία)· 2) πολυάριθμα ευθύγραμμα οικοδομήματα (Κρήτη, Άνδρος, αρχαία Σμύρνη κτλ.)· 3) οι «περίπτεροι» ναοί, δηλαδή ναοί που περιβάλλονταν με κολόνες. Τέτοια δείγματα αρχιτεκτονικής συναντούμε: στη Χίο (Εμποριό), στη Σάμο (Ηραίο), στη Νάξο, στη Λήμνο (Ηφαιστία), στο Θέρμο της Αιτωλίας κ.α. Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το Μέγαρο Β΄ του Θέρμου (21,40 Χ 8,15 μ): διαιρείται σε 3 χώρους και οι τοίχοι του παρουσιάζουν μικρή καμπύλωση.

5. Η γραφή. Το ελληνικό αλφάβητο Ίσως είναι ό,τι πολυτιμότερο προσέφερε ο ελληνικός πολιτισμός στην ανθρωπότητα. Πρώτη μορφή ελληνικής γραφής πρέπει να ήταν η Γραμμική Β΄ (γύρω στα 1400 π.Χ.). Το σημερινό σύστημα γραφής πρέπει να έχει την αρχή του γύρω εκεί στο Θ΄ αι. π.Χ.


Γύρω από την ανακάλυψη, την προέλευση ή τα δάνεια του ελληνικού αλφάβητου έχουν γραφτεί πολλά. Πολλά από αυτά είναι, είτε εν μέρει είτε στο σύνολό τους, αληθινά. Η αρχαία ελληνική παράδοση έφερε ως δημιουργούς ή εφευρέτες του Ελληνικού αλφάβητου τους: Παλαμήδη, Προμηθέα, Ορφέα, Μουσαίο κτλ. Ένα πάντως είναι το αναμφισβήτητο: το ελληνικό ήταν το πρώτο συγκροτημένο αλφάβητο του κόσμου. Απ’ αυτό προήλθε αργότερα το λατινικό κι από αυτό δανείστηκαν στοιχεία οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Το ελληνικό δεν ήταν μόνο το πρώτο, αλλά και το πληρέστερο αλφάβητο και είναι επίτευγμα του δαιμόνιου της φυλής, ακόμα κι αν αληθεύουν οι απόψεις και οι θεωρίες περί δανεισμού του φθόγγων από το σημιτικό ή (κυρίως) φοινικικό αλφάβητο. Με τη βοήθεια αυτού του αλφάβητου έφτασαν ως εμάς τα αριστουργήματα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που είναι πια κτήμα και καύχημα της ανθρωπότητας. Τα αφορώντα, όμως, το ελληνικό αλφάβητο και την ελληνική γραφή γενικότερα είναι πολλά και πολύπλοκα. Είναι αδύνατον, συνεπώς, να εξεταστούν σε ένα συνοπτικό έργο. Εδώ μόνο μια απλή απαρίθμηση των κυριότερων τρόπων - μέσων που έφτασαν ως εμάς τα αρχαιότερα γραπτά κείμενα από τους προκλασικούς χρόνους ενδείκνυται. Αυτά είναι σχεδόν αποκλειστικά διάφορες επιγραφές. Οι αρχαιότερες ανήκουν στον Η΄ αιώνα και τις βρίσκουμε πάνω σε αγγεία διαφόρων περιοχών. Τα κυριότερα υλικά γραπτής αποτύπωσης ήταν τα λιθάρια, τα μέταλλα, ο πηλός και τα όστρακα. Ένα δε από τα συνηθέστερα υλικά γραφής ήταν το «λεύκωμα»: ένας ξύλινος πίνακας καλυμμένος με γύψο, πάνω στον οποίο έγραφαν με κάποια χρωματισμένη ουσία. Ένα άλλο είδος γραφής ήταν οι «κέρινοι πίνακες»: φτιαγμένοι από ξύλο με μια κορνίζα που εξείχε και το κενό ήταν γεμισμένο με κερί. Πάνω στο κερί χαράζονταν τα κείμενα. Τους νόμους του Σόλωνας δημοσίευσε στους «άξονες» και στις «κύρβεις», σε ξύλινους δηλ. ασπρισμένους πίνακες στηριγμένους σε έναν άξονα. Περισσότερο διαδεδομένη (και για τις μαθητικές ανάγκες) ήταν

η χρήση των λευκωμάτων, επειδή ήταν φθινότερα και

ευχρηστότερα.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΠΡΩΤΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΝΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ. ΘΕΣΜΟΙ


1. Αρχή ιστορικών χρόνων Κατά τη γνώμη των περισσότερων ιστορικών, η ιστορική περίοδος για την Ελλάδα άρχισε περίπου στα μέσα του Η΄ αι. π.Χ., και πιο συγκεκριμένα πριν από την πρώτη Ολυμπιάδα (776 π.Χ.). Ένα από τα σημαντικότερα δείγματα (ή αλλιώς μάρτυρες) της ιστορικότητας είναι η επική ποίηση με κυριότερους εκπροσώπους τον Όμηρο και τον Ησίοδο (8 ο → 7ο αι.). Από τους μεταγενέστερους άλλοι μεν έγραψαν επικό είδος, άλλοι δε σε νέο ποιητικό είδος, τη λυρική και ιαμβική (γνωμική) ποίηση. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της νέας ποίησης ήταν οι Τυρταίος, Αρχίλοχος και Αλκαίος. Επιπλέον, από τον ΣΤ΄ αι. άρχισαν να κατασκευάζονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας σημαντικά οικοδομήματα, όπως στην Αθήνα ο ναός του Ολυμπίου Δία, στη Σάμο ο ναός της Ήρας, στην Έφεσο ο ναός της Άρτεμης. Σημαντικότερης ακόμα σημασίας είναι ότι από τα μέσα του Η΄ αι. σώζονται και δημόσια έγγραφα, αρχαιότερο από τα οποία είναι ο κατάλογος των ολυμπιονικών, που διατηρούνταν στην Ολυμπία, στον οποίο πρώτο όνομα είναι του Κοροίβου από την Ηλεία, νικητή του 776 π.Χ. Αυτός ο κατάλογος δύναται να θεωρηθεί ως ασφαλής αφετηρία των ιστορικών χρόνων. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι μεταγενέστεροι κατάλογοι, που ανατρέχουν όμως σε αρχαίους χρόνους, όπως είναι ο κατάλογος των Αθηναίων αρχόντων ετήσιας θητείας που ξεκινά από το 603 π.Χ. Αρκετά είναι, συνεπώς, τα δεδομένα που μας επιτρέπουν να ταυτίσουμε την έναρξη της καθαρής ιστορικής περιόδου με την πρώτη ολυμπιάδα (776). Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι δύναται να γραφτεί λεπτομερής και ακριβής ελληνική ιστορία από αυτό το έτος. Απλώς έχουμε ασφαλείς πληροφορίες για πολλά γεγονότα.

2. Δευτερεύοντα κέντρα του Ελληνισμού (700 – 560 π.Χ.) 1. Άργος: Ήκμασε κατά τη βασιλεία του Φείδωνα, αλλά αυτό δεν είναι απολύτως σαφές. Η αμφισβήτηση προκύπτει από τις αντιφατικές πληροφορίες γύρω από το χρόνο της βασιλείας του. Μια εκδοχή τον τοποθετεί στα μέσα του Η΄ αι. π.Χ., ενώ μια δεύτερη στα τέλη του Ζ΄ αι. π.Χ., που είναι και η πιθανότερη.


Ο Φείδωνας αναφέρεται ως παράδειγμα βασιλιά που εξελίχθηκε σε τύραννο. Ήταν ο πρώτος που εκτός Αιγαίου εξέδωσε νόμισμα, αλλά στην Αίγινα που ήταν κτήση του και όχι στο Άργος. Είχε κατακτητικές βλέψεις: εξουσίασε την Αίγινα, απείλησε την Κόρινθο, αναμίχθηκε στη διένεξη Ηλείων και Πισαλών. Διάδοχός του ήταν ο Δημοκρατίδας, που κατέλαβε το Ναύπλιο. Κατά τη βασιλεία του Μέλτα, εγγονού του Φείδωνα, οι Σπαρτιάτες κατέλαβαν αρκαδικά εδάφη. Σε λίγο, όμως, οι Αργείοι εκδίωξαν τους εισβολείς. Μετά από εξέγερση, ο Μέλτας κατέφυγε στην Τεγέα, όπου ανακηρύχθηκε ευεργέτης. Με την καθαίρεση του Μέλτα τερματίστηκε η βασιλεία των Τημενιδών και του πολιτεύματος της κληρονομικής βασιλείας. Έκτοτε έχουμε αιρετό άρχοντα-βασιλιά. 2. Στερεά και Θεσσαλία – Α΄ Ιερός πόλεμος: Στη Στερεά Ελλάδα από τη διάσπαση του φυλετικού κράτους των Βοιωτών προήλθαν οι πόλεις-κράτη του Ορχομενού και των Θηβών. Εντούτοις οι δεσμοί των βοιωτικών πόλεων δε διασπάστηκαν εντελώς. Σχηματίστηκε ένα «κοινό», μια ομοσπονδία, μια βοιωτική αμφικτιονία με έδρα τον Ογχηστό. Στη Θήβα προέκυψε πρόβλημα ρύθμισης των κλήρων της γης, τη λύση του οποίου επιχείρησε ο Φιλόλαος. Σχετικά με την ίδρυση της Θήβας μπορεί κανείς να συμβουλευτεί και το μύθο του Κάδμου. Προς ομοσπονδίες εξελίχθηκαν και τα φυλετικά κράτη των Λοκρών, των Φωκέων, των Οζολών Λοκρών και των Οποντίων Λοκρών. Στη Θεσσαλία σχηματίστηκαν 4 φυλετικά κράτη: η Ιστιαιώτιδα, η Θεσσαλιώτιδα, η Πελασγιώτιδα και η Φθιώτιδα. Οι Αχαιοί και Περραιβοί έγιναν περίοικοι των Φθιωτών και των Πελασγιωτών, αντίστοιχα. Πριν τελειώσει ο Ζ΄ αι. τα θεσσαλικά κράτη συγκρότησαν συμμαχία, που λειτούργησε κυρίως ως στρατιωτική. Σε περίπτωση πολέμου ένας από τους 4 ηγέτες των κρατών - μελών οριζόταν αρχηγός, «ταγός». Αρχαιότερος ταγός θεωρείται ο Αλεύας. Πολλοί ταγοί μετά τη λήξη του πολέμου δεν παρέδιδαν την εξουσία. Αυτό είχε ως συνέπεια το σιωπηρό και άτυπο σχηματισμό ενός «Κοινού των Θεσσαλών», απέναντι στο οποίο τα επιμέρους κράτη έπαιρναν θέση υποτελούς και ονομάζονταν «τετράδες». Ο θεσσαλικός στρατός ήταν ο πολυαριθμότερος της Ελλάδας και είχε επιθετικές βλέψεις. Έτσι, ενέταξαν στους περίοικους του «Κοινού» τους Μαλιείς, τους Μάγνητες και τους Αινιάνες.


Η μόνη φωκική πόλη που προέβαλλε αντίσταση στους Θεσσαλούς ήταν η Κίρρα, επίνειο των Δελφών. Ήταν οχυρωμένη πόλη, φωλιά πειρατών. Αυτό την έκανε προκλητική και ανάγκασε τη βοιωτική Αμφικτιονία να κηρύξει εναντίον της ιερό πόλεμο για ασέβεια (592 π.Χ.) με σκοπό να αρπάξουν τα χωράφια τους, την πώληση των Κιρραίων ως δούλων και την αφιέρωση της χώρας τους στον Απόλλωνα, στη Λητώ, στην Προναία Αθηνά και στην Άρτεμη. Αυτός ήταν ο Α΄ Ιερός πόλεμος. Αντίπαλες δυνάμεις σ’ αυτό τον πόλεμο ήταν: κοινός εχθρός οι Κιρραίοι· απέναντί τους: κύριες δυνάμεις οι Θεσσαλοί (στην ξηρά) και ο Σικυώνιος Κλεισθένης (στη θάλασσα). Η ανάμιξη του Κλεισθένη εξηγείται (αφού δεν ήταν μέλος της Αμφικτιονίας) από τη θέλησή του ν’ απαλλάξει τους Σικυώνιους από τους Κιρραίους πειρατές. Μετείχαν ακόμα με μικρές δυνάμεις: μερικά κράτη της Αμφικτιονίας και Αθηναίοι με τον Αλκμέονα, που αργότερα διεύρυναν

τη

συμμετοχή τους. Οι Κιρραίοι νικήθηκαν και: οι ίδιοι έγιναν δούλοι, η χώρα τους καταστράφηκε

εκ

θεμελίων

κι

αφιερώθηκε

στους

θεούς

των

Δελφών,

απαγορεύτηκε η καλλιέργεια της γης τους. Με τον Α΄ Ιερό πόλεμο συνδέεται άμεσα ή έμμεσα η τύχη των Πυθίων, που ή ιδρύθηκαν μετά τη λήξη του ή αναδιοργανώθηκαν εκ βάθρων. Αρχικά ήταν ένας μουσικός αγώνας προς τιμή του Απόλλωνα και γινόταν κάθε 8 χρόνια. Από το 590 π.Χ. η διεξαγωγή τους πέρασε στα χέρια των Αμφικτιόνων, οι οποίοι και πρόσθεσαν και ιππικούς και γυμνικούς αγώνες. Ως πρώτοι, όμως, Πυθικοί αγώνες θεωρούνται εκείνοι του 582 π.Χ., στους οποίους νίκησε σε αρματοδρομία ο Κλεισθένης της Σικυώνας, οι δε αγώνες έκτοτε γίνονταν ανά 4ετία. Μερικά χρόνια μετά τη λήξη του Α΄ ιερού πολέμου (πάντως πριν από το 571 π.Χ.) οι Θεσσαλοί εισέβαλαν στη Βοιωτία, αλλ’ απέτυχαν να την υποτάξουν. Οι Φωκείς εξεγέρθηκαν και μετά από σκληρό πόλεμο τους έδιωξαν. 3. Σικυώνα: Οι προδωρικοί κάτοικοι της Σικυώνας λέγονταν Αιγιαλείς, και αποτέλεσαν μια τέταρτη φυλή μετά την κυρίευσή της από τους Δωριείς. Οι Σικυώνιοι κατά τον Ζ΄ αι. υπήρξαν θαυμάσιοι χαλκουργοί.


Από το 655 έως το 555 π.Χ. η Σικυώνα είχε τυραννικά καθεστώτα. Οι πληροφορίες μας για την περίοδο αυτή δεν είναι απολύτως σαφείς και έγκυρες. Είναι αρκετές, όμως, για να σχηματίσουμε μια καλή εικόνα της πολιτικής κατάστασης. Ιδρυτής της πρώτης τυραννίας ήταν ο Ορθαγόρας, πρώην στρατιωτικός διοικητής. Κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Μύρων, ολυμπιονίκης του 648. Αυτόν διαδέχτηκε ο γιος του Αριστώνυμος ή ο εγγονός του Μύρωνας ο Β΄. Τον σκότωσε ο αδελφός του Ισόδαμος περί το 600 π.Χ. και πήρε την εξουσία. Αναγκάσθηκε, όμως, να δεχθεί ως συνάρχοντα τον αδελφό του Κλεισθένη. Αυτός με δόλιες μεθοδεύσεις κατάφερε να εκδιώξει τον Ισόδαμο, να καταλάβει την εξουσία και μείνει μόνος κυρίαρχος. Ο Κλεισθένης στράφηκε εναντίον του Άργους. Κατάργησε τη λατρεία του Άδραστου, μυθικού βασιλιά της Σικυώνας, αντικαθιστώντας τον με το Θηβαίο Μελάνιππο, εχθρό του Αδράστου, τον οποίο μετέτρεψε με δόλο σε Σικυώνιο. Απαγόρευσε την απαγγελία των ομηρικών επών, επειδή εξυμνούσαν τους Αργείους αντιπάλους του. Ήταν αυτός μάλλον που απέσπασε από το Άργος τις Κλεωνές. Επίσης κατέλαβε την Πελλήνη. Σημαντική ήταν η συμβολή του στον Α΄ Ιερό πόλεμο (590 π.Χ.). Έλαβε μέρος στους Α΄ Πυθικούς αγώνες (582 π.Χ.) σε αρματοδρομία και νίκησε, αλλά και στους Ολυμπιακούς του 576 π.Χ. Πέθανε το 570 π.Χ. και ίσως τον διαδέχθηκε ο Αισχίνης, που ήταν ο τελευταίος των Ορθαγοριδών (555 π.Χ.). 4. Κόρινθος: Η ακμή της άρχισε περίπου στα μέσα του Ζ΄ π.Χ. αι. Πολύ βοήθησε σε αυτό η γεωγραφική της θέση, που ευνοούσε το εμπόριο προς τη Δύση, μετά μάλιστα τη μείωση του ανταγωνισμού των Ευβοέων. Περίφημη ήταν η κορινθιακή κεραμική. Αλλά και με την Ανατολή επικοινωνούσε άνετα μέσω του λιμανιού των Κεγχρεών. Είναι άγνωστο για πόσα χρόνια άσκησε την εξουσία ο βασιλικός οίκος των Βακχιαδών. Αποδυναμώθηκαν όμως από την εξέγερση των ακτημόνων που ζητούσαν αναδασμό της γης. Ανατέθηκε στο Φείδωνα να βρει λύση. Αυτό που πρότεινε προκάλεσε αύξηση της έντασης. Το τέλος της δυναστείας επισπεύσθηκε μετά την ήττα των Κορινθίων από τους Κερκυραίους στην αρχαιότερη ελληνοελληνική ναυμαχία (600 π.Χ.).


Ο Κύψελος (γιος του Ηετίωνα) εκμεταλλεύθηκε την κρίση και έγινε απόλυτος άρχοντας του κράτους. Ο Κύψελος από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον οίκο των Λαπιθών, ενώ από εκείνη της μητέρας του από τον οίκο των Βακχιαδών. Κυβέρνησε από το 657/6 ως το 628 π.Χ. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Περίανδρος ως το 587 π.Χ. και αυτόν ο τελευταίος Κυψελίδης, ο Ψαμμήτιχος, που ανατράπηκε το 583 π.Χ. Σύμφωνα, όμως, με άλλη εκδοχή, ο Κύψελος ανέτρεψε τους Βακχιάδες το 620 π.Χ., ενώ ο Περίανδρος κυβέρνησε από το 590 ως το 550 π.Χ. Από τους Βακχιάδες άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι εκτοπίστηκαν σε διάφορες απομακρυσμένες πόλεις/περιοχές. Ο Κύψελος μοίρασε τις περιουσίες των νεκρών και φυγάδων Βακχιαδών σε ακτήμονες. Για ν’ απαλλαγεί από τους πολυπληθείς ακτήμονες-αντιπάλους του που τελικά δεν πήρανε κλήρο, οργάνωσε αποικιακές αποστολές στη Λευκάδα, στο Ανακτόριο και στην Αμβρακία με ηγέτες τον Πυλάδη, τον Εχιάδη και τον Γόργου, παιδιά του από παλλακίδες. Ο Κύψελος φέρεται ως ο πιθανότερος ιδρυτής των Ισθμίων. Ο Περίανδρος εμπόδιζε την πολυτελή διαβίωση, απαγόρευσε στους αργόσχολους να περιφέρονται, στους αγρότες να εγκαθίστανται στην πόλη και έβαλε φραγμό στην αγορά νέων δούλων. Φέρεται και ως ιδρυτής της «βουλής επ’ εσχάτων», μιας επιτροπής που έλεγχε αν οι δαπάνες των πελατών είναι ανάλογες με τα έσοδά τους. Δεν αποκλείεται να είναι και ο κατασκευαστής του διόλκου στη θέση του σημερινού Ισθμού. Αν ισχύει η πρώτη από τις δυο εκδοχές διακυβέρνησής του, τότε κατά το 600 π.Χ. ίδρυσε την Απολλωνία στην Ιλλυρία (σημερινή Β. Ήπειρο) και την Ποτίδαια στη Χαλκιδική (οικιστής της τελευταίας ήταν ο νόθος γιος του Ευαγόρας). Κατά του Περίανδρου στράφηκε ο 17χρονος γιος του Λυκόφρων. Το 625 π.Χ. οι Κερκυραίοι ίδρυσαν την Επίδαμνο στην Ιλλυρία. Αυτό ενόχλησε τον Περίανδρο που κατέλαβε την Επίδαμνο όπου εγκατέστησε φρούραρχο το γιο του Νικόλαο. Οι Κερκυραίοι, όμως, επαναστάτησαν και σκότωσαν το Νικόλαο. Ο Περίανδρος εκδικήθηκε με την κατάληψη της Κέρκυρας όπου τοποθέτησε κυβερνήτη τον ανιψιό του Ψαμμήτιχο. Ο Περίανδρος υπήρξε φίλος των Αθηναίων. Μ’ αυτή την ιδιότητα έγινε δεκτός ως διαιτητής στη διένεξη των Αθηναίων με τους Μυτιληνιούς για το διεκδικούμενο Σίγειο, όπου ευνόησε τους Αθηναίους. Κατατάσσεται στους 7 σοφούς. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Ψαμμήτιχος, επειδή δε ζούσε κανένας από τους γιους του. Αυτός κυβέρνησε επί 5 χρόνια. Μια βίαιη εξέγερση τον ανέτρεψε, κατά την οποία και δολοφονήθηκε. Από το 600 π.Χ. η Κόρινθος εισέρχεται σε μια σταδιακή περίοδο παρακμής. Τα προϊόντα της σχεδόν εξαφανίζονται από τις αγορές. Οι Κορίνθιοι διακρίθηκαν: α) ως κεραμείς. Αυτοί εφεύραν τα επίπεδα κεραμίδια, τους καλυπτήρες και τις πήλινες πλάκες για την κάλυψη τοίχων ναών· β) ως μεταλλοτεχνίτες, που κατασκεύαζαν ορειχάλκινα αγγεία και όπλα.


Τους Κυψελίδες διαδέχθηκε ένα ήπιο ολιγαρχικό καθεστώς. Δε γνωρίζουμε πολλά γι’ αυτό. Οι Κορίνθιοι χωρίζονταν σε 8 φυλές. Κάθε φυλή εξέλεγε 10 βουλευτές από τους οποίους ο ένας γινόταν «πρόβουλος». Άρα υπήρχαν 72 βουλευτές και 8 «πρόβουλοι». Οι τελευταίοι συγκροτούσαν μια επιτροπή που διηύθυνε τις εργασίες της βουλής. 5. Μέγαρα: Λόγω του άγονου εδάφους τους, οι φτωχότεροι Μεγαρείς αναζητούσαν τη λύση στην ίδρυση αποικιών. Είδαμε ήδη ότι τον Η΄ αι. π.Χ. ίδρυσαν τα Υβλαία Μέγαρα στη Σικελία. Αργότερα στράφηκαν στα βορειοανατολικά. Έτσι, ίδρυσαν τη Σηλυβρία στη θρακική παραλία της Προποντίδας (το 715 ή το 675 π.Χ.), την Καλχηδόνα στο νότιο άκρο της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου (το 684 ή το 650/645 π.Χ.), σε σύμπραξη με τους Καλχηδόνιους το Βυζάντιο απέναντι από την Καλχηδόνα (το 660 ή το 628 π.Χ.) και τον Αστακό στο μυχό κόλπου της Προποντίδας κοντά στη Βιθυνία (το 711 π.Χ. περίπου). Η εξουσία στα Μέγαρα ασκούνταν στους ιστορικούς χρόνους από έναν αιρετό άρχοντα, το βασιλιά, που εκλεγόταν για ένα χρόνο. Την κληρονομική βασιλεία διαδέχθηκε η αριστοκρατία. Αυτή πάλι ανατράπηκε από ένα τέκνο της, το δημαγωγό Θεαγένη, γύρω στο 640 π.Χ. Λέγεται ότι επί της εποχής του τα Μέγαρα απέσπασαν από τους Αθηναίους τη Σαλαμίνα. Η τυραννίδα, όμως, του Θεαγένη δε θα κρατούσε πολύ. Διάδοχο καθεστώς ήταν ένα είδος τιμοκρατίας, στην οποία δε «μετρούσε» η καταγωγή αλλά ο πλούτος. Οι ευγενείς τέθηκαν υπό διωγμό. Αυτό επέφερε γενικότερη κρίση στη μεγαρική κοινωνία και είχε ως συνέπεια την ήττα των Μεγαρέων από τους Κορίνθιους. Αποτέλεσμα η απώλεια του Ηραίου, του Πείραιου, ενός μέρους των Γερανείων και της παράλιας περιοχής, οι σημερινοί Άγ. Θεόδωροι. Επικράτησε μια περίοδος σύγχυσης και αβεβαιότητας, κατά την οποία ίσχυσε ένα καθεστώς «ακόλαστης δημοκρατίας». Σ’ αυτή την περίοδο οι Μεγαρείς ίδρυσαν στον Πόντο την Ηράκλεια (558 π.Χ.). Την ίδια, επίσης, περίοδο πολλοί ευγενείς Μεγαρείς καταδιώχθηκαν, ανάμεσά τους και ο περίφημος ποιητής Θέογνις. Όταν ο αριθμός των εξορίστων και φυγάδων μεγάλωσε, επέστρεψαν και κατέλυσαν αυτή τη «δημοκρατία» κι επανέφεραν την ολιγαρχία (558 π.Χ. περίπου). 6. Αίγινα: Αποικίστηκε από τους Επιδαύριους στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ. με τους οποίους έμεινε ενωμένη μέχρι το τέλος του Η΄ αι. π.Χ., οπότε απέκτησε την πολιτική της ανεξαρτησία. Στους δυο αιώνες που ακολούθησαν οι Αιγινήτες κυριάρχησαν στο εμπόριο. Οι σχέσεις της Αίγινας με την Επίδαυρο και την Αθήνα δεν ήταν πάντα ομαλές. Όταν απειλήθηκε από την τελευταία, ζήτησε τη βοήθεια των Αργείων. Στο Β΄ Μεσσηνιακό πόλεμο οι Αιγινήτες συμμάχησαν με τους Αργείους εναντίον των Σαμίων, συμμάχων των Σπαρτιατών. Κατά την περίοδο της συνένωσης με το Άργος, επί Φείδωνα, η Αίγινα έκοψε νόμισμα.


Στα τέλη του Ζ΄ ή τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα συμμετέχει στις ελληνικές εμπορικές συναλλαγές με την Αίγυπτο, έχοντας ως βάση την αιγυπτιακή πόλη Ναύκρατι. 7. Η Μακεδονία: Για πρώτη φορά εμφανίζεται το όνομα Μακεδόνες (ως Μακεδνοί) περί τα μέσα της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στην περιοχή της Πίνδου, ένα τμήμα των οποίων μετακινήθηκε προς το νότο (Δωρίδα, εξού Δωριείς) και ένα άλλο ανατολικά στην περιοχή της Μακεδονίας. Η πραγματική ιστορία, όμως, των Μακεδόνων αρχίζει περίπου το 700 π.Χ. στην περιοχή της Ορεστίδας. Εδώ γεννήθηκε και η πρώτη μακεδονική βασιλική δυναστεία με δύο ονόματα: Αργειάδες και Τημενίδες. Το δεύτερο δυναστικό όνομα συμπίπτει και με τον Ηρακλείδη αρχηγό των Δωριέων που κατέλαβαν το Άργος. Είναι οι Μακεδόνες Έλληνες; Αυτό το ερώτημα τέθηκε με έντονο τρόπο στις αρχές του 20ού αι. Κάποια αρνητική απάντηση επιχείρησε να στηριχθεί στα εξής: 1) σε μερικά αρχαία κείμενα που φαίνεται να κάνουν διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων, Μακεδονίας και Ελλάδας· 2) σε κάποια ονόματα και λέξεις που απηχούν διαφορετική φωνητική από εκείνη των άλλων Ελλήνων· 3) στο γεγονός ότι οι Μακεδόνες υιοθέτησαν ως γλώσσα το αττικό ιδίωμα· 4) στο ότι σε ολυμπιακούς αγώνες έλαβαν μέρος μόνο βασιλείς Μακεδόνες, οι οποίοι επιδίωκαν τον εξελληνισμό των Μακεδόνων. Οι υποστηρικτές της ελληνικότητας των Μακεδόνων αντέταξαν τα εξής επιχειρήματα: 1) τα αρχαία κείμενα που φαίνεται να κάνουν διάκριση Μακεδόνων και Ελλήνων είναι ελάχιστα, τα πιο έντονα δε είναι οι αντιφιλιππικοί λόγοι του Δημοσθένη, όπου οι Μακεδόνες αποκαλούνται «βάρβαροι», 2) υπάρχουν, αντίθετα, αρχαίες μαρτυρίες που θεωρούν τους Μακεδόνες Έλληνες· 3) οι διαφορετικές γλωσσικές αποχρώσεις δε συνιστούν και διαφορετική (αυτόνομη) γλώσσα, αλλά ένα άλλο ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα.

3. Αμφικτι(υ)ονικό συνέδριο Το ελληνικό έθνος και κατά τους προϊστορικούς και κατά τους ιστορικούς χρόνους της αρχαιότητας ήταν διαιρεμένο σε πολυάριθμες αυτοτελείς πολιτείες. Γιαυτό αισθανόταν την ανάγκη να συνδέεται με κάποιους δεσμούς, οι οποίοι -αν και θρησκευτικοί συνήθως- πρόσφεραν κάποια ενότητα. Αυτοί οι δεσμοί καλούνταν αμφικτιονίες (αμφικτίων = γείτονας, περίοικος), που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ενώσεις γειτονικών πόλεων. Μυθολογείται, βέβαια, ως ιδρυτής των αμφικτιονιών ο αδελφός του Έλληνα Αμφικτύονας (γιαυτό και συχνά με υ). Υπήρχαν πολλές αμφικτιονίες, όπως: η γύρω από το ναό του Ποσειδώνα στο Ογχηστό της Βοιωτίας, η γύρω από το ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία (Πόρο), η γύρω από το ναό του Ποσειδώνα στην Τριφυλία, η γύρω από το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο, η γύρω από το Τριοπικό ιερό του Απόλλωνα των 6 δωρικών πόλεων στη Μ. Ασία κ.ά.


Οι αμφικτιονίες είχαν ως κύριο σκοπό την από κοινού τέλεση θρησκευτικών εορτών και τη διατήρηση και προστασία του ναού γύρω από τον οποίο ήταν ιδρυμένες. Έγιναν, όμως, γνωστές κυρίως επειδή χρησίμευαν και ως τράπεζες ή ταμιευτήρια θησαυρών, στα πανηγύρια δε αυτών γίνονταν πολλές και μεγάλες συναλλαγές. Σπουδαιότερη από όλες τις αμφικτιονίες αναδείχτηκε η γύρω από το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Γιαυτό όταν γίνεται απλά λόγος για το Αμφικτιονικό συνέδριο, νοείται αυτή η αμφικτιονία. Σ’ αυτή μετείχαν 12 ελληνικές φυλές: Θεσσαλοί, Βοιωτοί, Δωριείς, Ίωνες, Περραιβοί, Μάγνητες, Λοκροί, Οιταίοι, Αχαιοί, Φωκείς, Δόλοπες και Μαλιείς. Συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο: την άνοιξη στους Δελφούς και το φθινόπωρο στην Ανθήλη, κοντά στις Θερμοπύλες.

4. Το μαντείο των Δελφών Πολύ νωρίς οι Έλληνες άρχισαν να παρατηρούν όσα ασυνήθιστα συνέβαιναν στον άνθρωπο ή στο φυσικό κόσμο (αστραπές, εκλείψεις, σεισμοί, όνειρα, πετάγματα πουλιών κτλ.), εκλάμβαναν δε αυτά ως καλά ή κακά προμηνύματα για το μέλλον. Ιδιαίτερη σημασία απέδιδαν στα όσα παρατηρούσαν στα σφάγια των ζώων κατά τη διάρκεια της θυσίας τους. Γιαυτό πριν από κάθε σημαντική περίσταση (π.χ. εκστρατεία, μάχη κτλ.) προσφέρονταν στους θεούς θυσί ες για να αποκομίσουν μηνύματα για την πορεία του εγχειρήματός τους. Από αυτές τις προλήψεις προέκυψε η αντίληψη ότι οι θεοί μερικές φορές έδιναν στους ανθρώπους τη δυνατότητα πρόβλεψης του μέλλοντος. Αυτή δε η δυνατότητα δε συνδεόταν μόνο με ορισμένα χαρισματικά πρόσωπα, αλλά και με ορισμένο τόπο, όπου αυτά ασκούσαν αυτή τη δραστηριότητα, ο οποίος λεγόταν «χρηστήριον». Τέτοια χρηστήρια υπήρχαν πολλά στην Ελλάδα, σπουδαιότερα από τα οποία ήταν της Δωδώνης στην Ήπειρο (του Δία) και των Δελφών στη Φωκίδα (του Απόλλωνα). Η ίδρυση του μαντείου των Δελφών ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Ο χώρος αρχικά ονομαζόταν Πυθώ. Γιαυτό και ο Απόλλωνας λεγόταν Πύθιος και η ιέρειά του Πυθία, οι δε αγώνες που τελούνταν εκεί Πύθια. Τη μεγαλύτερη ακμή του το μαντείο αυτό γνώρισε από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους μέχρι τους περσικούς πολέμους. Συνέρρεαν σ’ αυτό όχι μόνο Έλληνες από κάθε γωνιά, αλλά και ξένοι (Αιγύπτιοι, Λυδοί, Φρύγες, Ρωμαίοι κ.ά.). Αρχικά το μαντείο δεχόταν ερωτήσεις μια μόνο ημέρα της άνοιξης. Αργότερα καθιερώθηκαν μερικές μέρες για κάθε μήνα. Ακολουθούνταν ειδικό και αυστηρό τελετουργικό.

Οι

απαντήσεις που

έδινε

η

Πυθία

ονομάζονταν χρησμοί

(=αποφάσεις, προρρήσεις). Αυτοί επηρέαζαν βαθύτατα τα δημόσια πράγματα της Ελλάδας. Πολλοί τέτοιοι χρησμοί έμειναν στην Ιστορία.

5. Πέρα από τα σύνορα: ο Α΄ ελληνικός αποικισμός


Οι Έλληνες δεν εξαντλούσαν τη ροπή τους για μια συνεχή κινητικότητα στις ενδοελλαδικές μετατοπίσεις τους (όπως είδαμε ανωτέρω). Αρκετά νωρίς άνοιξαν τα πανιά τους προς μακρινότερες περιοχές. Μια νέα περίοδος αρχίζει με τη στροφή προς τη Δύση και την ίδρυση οργανωμένων αποικιών ανάμεσα σε ξένους λαούς, λιγότερο, φυσικά, αναπτυγμένους. Αλλιώς δε θα αποτολμούσαν ένα τόσο ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Ρίψοκίνδυνο όχι μόνο από τον τρόπο που θα αντιδρούσαν οι γηγενείς κάτοικοι, αλλά και για τους κινδύνους που έκρυβε το ίδιο το ταξίδι από την έλλειψη ασφαλών μεταφορικών μέσων. Ο λεγόμενος «πρώτος ελληνικός αποικισμός» άρχισε με την είσοδο του Η΄ π.Χ. αι. και περιλαμβάνει τις εξής φάσεις: α) Οι Ευβοείς εγκαθίστανται στα νησάκια Πιθηκούσσες στα νοτιοδυτικά της Ιταλίας (770 – 760 π.Χ.). Λίγο αργότερα οι Πιθηκούσιοι ίδρυσαν την Κύμη στο ηπειρωτικό έδαφος, που αποικίστηκε από την Εύβοια και την Τανάγρα. β) Η αρχαιότερη ελληνική αποικία στη Σικελία είναι η Νάξος (734 π.Χ.), πάλι από τους Ευβοείς. γ) Οι άποικοι της Νάξου μέσα στην επόμενη 10ετία διασπάστηκαν και ένα τμήμα με αρχηγό το Θεοκλή πήγε στους Λεοντίνους και ένα άλλο, με αρχηγό τον Εύαρχο, έφθασε στην Κατάνη. Οι δύο πόλεις ιδρύθηκαν στην πιο εκτεταμένη σικελική πεδιάδα. δ) Μαζί με τους Ευβοείς έφθασαν στη σικελική Νάξο και αρκετοί Μεγαρείς, αλλά δεν έμειναν μαζί τους. Ζήτησαν από το Θεοκλή να τους δεχτεί στους Λεοντίνους. Δέχτηκε, αλλά με τον όρο να διώξουν από την περιοχή τους γηγενείς κατοίκους. Εκπλήρωσαν τον όρο του, αλλά αυτός αθέτησε την υπόσχεσή του. Έτσι οι Μεγαρείς αναγκάστηκαν να ιδρύσουν προσωρινά τα Υβλαία Μέγαρα (727 π.Χ.) και στη συνέχεια τη μεγάλη αποικία του Σελινούντα. ε) Το 733 π.Χ. μια ομάδα Κορίνθιων έφθασαν στην Ορτυγία απ’ όπου εκτόπισαν τους Σικελούς που βρήκαν εκεί. Σε λίγο έφθασαν κι άλλοι Κορίνθιοι, αλλά και Ηλείοι. Έτσι η πόλη επεκτάθηκε στην απέναντι ξηρά, το όνομα της οποίας οι άποικοι Έλληνες απέδωσαν ως Συρακούσαι ή Συρακόσαι. Μοιράστηκαν τις εύφορες εκτάσεις της σε μεγάλους κλήρους, που καλλιεργούσαν δουλοπάροικοι (Κυλλύριοι ή Καλλικύριοι). Η εξέλιξη των Συρακουσών υπήρξε εντυπωσιακή. στ) Άποικοι από διάφορες ευβοϊκές πόλεις έφτασαν στη Ζάγκλη. Περί το 715 π.Χ. άλλοι Ευβοείς ίδρυσαν το Ρήγιο, στην ανατολική πλευρά του στενού. ζ) Στα τέλη του Η΄ π.Χ. αι. ιδρύθηκαν οι τρεις πρώτες ελληνικές αποικίες σε παράλια του κόλπου του Τάραντα: ο Κρότωνας, η Σύβαρη και ο Τάραντας. Τις δύο πρώτες ίδρυσαν άποικοι από την Αχαΐα, ενώ τον Τάραντα Σπαρτιάτες, με αρχηγό το Φάλανθο.


Αναγκαία επισήμανση: η τάση των Ελλήνων για μετανάστευση έχει τις ρίζες της πολύ μακριά και, όπως φαίνεται, πολύ βαθιά στην ψυχή τους. Αν, συνεπώς, σήμερα συναντούμε Έλληνες σε κάθε γωνιά της Γης, δεν πρέπει να μας ξενίζει, ούτε είναι καινοφανές φαινόμενο για τη φυλή μας.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΣΠΑΡΤΗ

1. Το πολίτευμα. Κυβερνητικά όργανα. Λυκούργος Κατά τους αρχαίους, ρυθμιστής του σπαρτιατικού πολιτεύματος ήταν ο Λυκούργος. Για το βίο του, όμως, υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Κατ’ άλλους ήταν απόγονος του Ευρυσθένη, κατ’ άλλους του Προκλή. Άλλοι τον τοποθετούν στην αρχή του Ι΄ π.Χ. αι., άλλοι στην αρχή του Θ΄ και άλλοι στα τέλη του Θ΄ αι. π.Χ. Η φύση, πάντως, του σπαρτιατικού πολιτεύματος δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ως δημιούργημα ενός μόνο ανθρώπου. Άλλωστε σταδιακά πέρασε μέσα από πολλά εξελικτικά στάδια. Από τους πρώτους πολιτειακούς θεσμούς που συναντάμε στη Σπάρτη είναι η βουλή των γερόντων, που αποτελούνταν από 30 άντρες με ισόβια θητεία. Υπήρχε ακόμη η αγορά του δήμου (Απέλλα) και προπάντων η βασιλεία, με την ιδιαιτερότητα ότι μόνο εδώ υπήρχαν δύο βασιλείς, ο ένας από το γένος του Ευρυσθένη και ο άλλος από το γένος του Προκλή. Οι δύο βασιλείς ήταν ισοδίκαιοι και ισοδύναμοι, που όμως βρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα και αντιζηλία. Αυτό αποδυνάμωνε την εκτελεστική εξουσία. Αυτές οι αδυναμίες οδήγησαν στη δημιουργία του θεσμού των εφόρων (754 π.Χ.). Αρχικά, πιθανώς, ήταν απλοί επίτροποι των βασιλέων όταν απουσίαζαν σε πολέμους. Ως επίσημος θεσμός ήταν ένα συμβούλιο αποτελούμενο από 5 άνδρες, που εκλέγονταν κατ’ έτος από όλους τους πολίτες και ήταν παντοδύναμο. Βασιλείς και έφοροι έδιναν κάθε μήνα αμοιβαίο όρκο. Όλη η εσωτερική και εξωτερική πολιτική ασκούνταν από τους εφόρους. Μπορούσαν να φυλακίσουν για απλή υπόνοια ακόμα και το βασιλιά. Μόνο για τις κορυφαίες υποθέσεις (π.χ. για ειρήνη ή πόλεμο) συμβουλεύονταν το δήμο και τη γερουσία. Η εξουσία των βασιλέων περιορίστηκε δραστικά. Είχαν ψήφο στη γερουσία, κύρωναν τις υιοθεσίες και χειρίζονταν μερικές οικογενειακές υποθέσεις, ήταν αυτοδικαίως ιερείς του Λακεδαιμόνιου και του Ουράνιου Δία κτλ. Όσο για τη γερουσία και την εκκλησία του δήμου, οι δικαιοδοσίες τους ήταν περιορισμένες. Η γερουσία αποτελούνταν από τους βασιλείς και 28 άνδρες άνω των 60 ετών. Λαμβάνονταν, ως φαίνεται, ανά 10 από κάθε φυλή. Οι 3 φυλές ήταν οι Υλλείς, οι Πάμφυλοι και οι Δυμάνες. Κανένα θέμα δε συζητούνταν στην εκκλησία του δήμου αν προηγουμένως δεν περνούσε από τη γερουσία. Η εκκλησία του δήμου αποτελούνταν από τους πολίτες που είχαν υπερβεί το 30ό έτος, εφόσον είχαν την οικονομική δυνατότητα να συνεισφέρουν στα συσσίτια. Από όλα αυτά συνάγεται ότι το πολίτευμα της Σπάρτης δεν ήταν παρά στενότατα ολιγαρχικό.

2. Σπαρτιάτες – περίοικοι – είλωτες


Τους κατοίκους της Λακωνικής τους βρίσκουμε από τους αρχαιότατους χρόνους διαιρεμένους σε 3 τάξεις: τους Σπαρτιάτες, τους περιοίκους και τους είλωτες. Σπαρτιάτες ήταν οι κάτοικοι της πόλης της Σπάρτης, οι οποίοι αποτελούσαν το διαρκή στρατό και ήταν οι μόνοι εκλέξιμοι στα δημόσια αξιώματα και τις δημόσιες λειτουργίες. Με τίποτε άλλο δεν ασχολούνταν. Ζούσαν από τα κτήματα που είχαν γύρω από τη Σπάρτη και τα καλλιεργούσαν οι είλωτες. Ο Σπαρτιάτης, για να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, όφειλε να κάμει δύο πράγματα: α) να τηρεί αυστηρά τη θεσμοθετημένη πειθαρχία, και β) να συνεισφέρει για τη λειτουργία των δημόσιων δείπνων, συσσιτίων. Άρα, όσο αυξάνονταν οι φτωχοί, τόσο λιγόστευαν οι Σπαρτιάτες πολίτες. Όσοι έχαναν το δικαίωμα του πολίτη ονομάζονταν «υπομείονες». Αυτοί μπορούσαν να επανακτήσουν την ιδιότητα του πολίτη, όταν ξεπερνούσαν τη φτώχεια. Οι περίοικοι ήταν κι αυτοί ελεύθεροι πολίτες, αλλ’ όχι της Σπάρτης. Ήταν πολίτες των άλλων πόλεων της Λακωνικής. Μετείχαν στα κοινά μόνο της δικής τους πόλης. Ως στρατιώτες υπηρετούσαν μόνο όταν τους καλούσε η Σπάρτη. Κυριαρχικά δικαιώματα στη Λακωνική ασκούσε μόνο η Σπάρτη. Όσοι περίοικοι νικούσαν στα ολύμπια δεν αναγορεύονταν Σπαρτιάτες, αλλά Λάκωνες. Οι Σπαρτιάτες είχαν σε μεγάλη υπόληψη μερικούς περίοικους, όλως ιδιαιτέρως δε τους Αμυκλαίους, από τους οποίους παρέλαβαν τα Υακίνθια. Η υποτέλεια των περιοίκων στους Σπαρτιάτες εξισορροπούνταν από άλλα προνόμια και πλεονεκτήματα. Η ονομασία είλωτες, κατά τον Έφορο, παράγεται από το όνομα της Λακωνικής πόλης Έλος, επειδή οι κάτοικοί της επαναστάτησαν και στη συνέχεια νικήθηκαν και υποδουλώθηκαν. Το πιθανότερο, όμως, είναι να παράγεται από το ρήμα αιρέω,ώ/ έλω = συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, κυριεύω. Άρα είλωτες ήταν οι δούλοι που προέρχονταν από αιχμαλωσία. Είλωτες ήταν οι γεωργοί που κατοικούσαν στα χωριά και στους αγρούς της Λακωνικής. Αυτοί καλλιεργούσαν τα χωράφια των Σπαρτιατών ανταμειβόμενοι με μέρος της παραγωγής τους. Μπορούσαν να έχουν και δική τους περιουσία. Στο στρατό υπηρετούσαν συνήθως ως ψιλοί, πολύ σπάνια δε ως οπλίτες· όποτε δε τυχόν επιδείκνυαν εξαιρετική γενναιότητα (αρίστευαν), εις ανταμοιβή απελευθερώνονταν· αυτοί ήταν οι «νεοδαμώδεις», δηλαδή αυτοί που πρόσφατα γίνανε δεκτοί στο δήμο. Αυτοί ή κατοικούσαν στη Σπάρτη ως «υπομείονες» (= αυτοί που έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα λόγω πτώχευσης) ή στέλνονταν σε εξωτερικές υπηρεσίες ή στις αποικίες. Οι είλωτες είχαν οικογένεια, μιλούσαν ελληνικά και είχαν συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής. Διαρκής δε και διακαής τους πόθος ήταν ν’ αποκτήσουν την ελευθερία τους. Γιαυτό συχνά προκαλούσαν φοβερά προβλήματα στη Σπάρτη. Αυτό ανάγκαζε και τους πολίτες και τις αρχές να βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση. Εξ αυτού και η κρυπτεία, δηλ. η αιφνίδια κατά τη νύχτα επιδρομή Σπαρτιατών κατά των πλέον επικίνδυνων ειλώτων.


3. Ανατροφή και βίος των Σπαρτιατών Οι Σπαρτιάτες στρατολογούνταν μόλις μετά τη γέννησή τους. Γιαυτό τα νεογνά εξετάζονταν για την ακεραιότητά τους από τους πρεσβύτερους της φυλής. Τα ασθενή και δύσμορφα θανατώνονταν ως άχρηστα. Μέχρι της ηλικίας των 7 ετών την επιμέλεια είχαν οι γονείς, αλλά εφάρμοζαν αυστηρά τους κανόνες που έθετε η πολιτεία. Μετά από τα 7 άρχιζε η μακρά και σκληρή δημόσια αγωγή των παιδιών, κάτω από την ευθύνη και την καθοδήγηση του παιδονόμου. Η όλη αγωγή απέβλεπε να τους καταστήσει γενναίους και άριστους πολεμιστές. Γράμματα μάθαιναν από ελάχιστα έως καθόλου. Οι πολεμικές τέχνες και η σκληραγωγία ήταν το παν. Από τις καλές τέχνες διδάσκονταν μόνο το χορό, το άσμα, τον αυλό και την κιθάρα. Διδάσκονταν προπάντων να είναι σεμνοί, υπάκουοι και να σέβονται τους γέροντες και τις αρχές. Ανάλογη ήταν και η αγωγή των κοριτσιών. Μόνο που γι’ αυτές η αγωγή απέβλεπε να τις καταστήσει κατάλληλες να γεννήσουν παιδιά ικανά να αναδειχθούν γενναίοι στρατιώτες. Από την ηλικία των 20 ετών άρχιζε η στρατιωτική θητεία του Σπαρτιάτη που κρατούσε αδιάκοπα ως τα 60 του. Η πανοπλία του Σπαρτιάτη οπλίτη ήταν σχεδόν ίδια μ’ εκείνη των άλλων Ελλήνων, πλην του άρματος. Η υπεροχή του Σπαρτιάτη προερχόταν τόσο από τη μακροχρόνια σκληραγώγησή του όσο και από τον επαγγελματισμό του (δια βίου μόνο στρατιώτης). Ο στρατός της Σπάρτης αποτελούνταν από τα εξής τμήματα: α) την ενωμοτία, που συγκροτούνταν από 23 ή 33 ή 36 άνδρες κι αποτελούσε τη βάση της στρατιωτικής διαίρεσης. Αρχηγός της ήταν ο ενωμοτάρχης, ως τέτοιος δε διοριζόταν ο γενναιότερος και καλύτερος από τους πολεμιστές της· οι άνδρες συνδέονταν μεταξύ τους με όρκο· β) την πεντηκοστύν, που αποτελούνταν από 2 ή 4 ενωμοτίες· γ) το λόχο, που αποτελούνταν από πεντηκοστύες, και δ) τη μόρα που αποτελούνταν από τους λόχους. Οι μόρες ήταν συνολικά 6, κάθε μία δε αποτελούνταν –ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες– από 400 ή 500 ή 600 ή 900 άνδρες. Αρχηγός της μόρας ήταν ο πολέμαρχος. Αρχηγός όλου του στρατού ήταν ο βασιλιάς. Την πλήρη στρατιωτικοποίηση της σπαρτιατικής κοινωνίας εκφράζουν και τα δημόσια συσσίτια ή φειδίτια στα οποία παρακάθονταν όλοι, ακόμη και οι βασιλείς. Μόνο οι έφοροι απαλλάσσονταν. Τα κοινά αυτά δείπνα ήταν μεν λιτότατα, αλλά γενικά οι Σπαρτιάτες ήταν φτωχοί. Τόσο που προέκυψε και ο μύθος περί ισοκτημοσύνης των Σπαρτιατών, που ουδέποτε υπήρξε. Τη μνημονεύουν πολύ μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως π.χ. ο Πλούταρχος, κανένας όμως από τους αρχαιότερους. Μάλλον το ακριβώς αντίθετο προκύπτει από τις μαρτυρίες τους. Ασφαλώς οι διάφοροι κατακτητές της Σπάρτης μοιράζονταν μεταξύ τους τα χωράφια της με κλήρους, πιθανώς δε αυτά τα μερίδια να ήταν ίσα.


4. Οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι Για τον Α΄ Μεσσηνιακό πόλεμο ανάμεσα στους Μεσσήνιους και τους Σπαρτιάτες ελάχιστα γνωρίζουμε. Το βέβαιο είναι ότι κράτησε πολύ και υπήρξε καταστροφικός και για τα δύο μέρη. Μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση τον τοποθετεί από το 743 ως το 724 π.Χ. Ως αφορμή φέρεται η αρπαγή των Σπαρτιατισσών παρθένων από τους Μεσσήνιους νέους σε πανηγύρι του ναού της Λημνάτιδος Άρτεμης στα σύνορα της Μεσσηνίας, οι οποίοι φόνευσαν το βασιλιά της Σπάρτης Τήλεκλο, όταν ζήτησε την επιστροφή των παρθένων. Πραγματική, όμως, αιτία ήταν δίχως άλλο η αναζήτηση από τους Σπαρτιάτες «ζωτικού χώρου». Επακολούθησαν αντεκδικήσεις από τους Σπαρτιάτες, λεηλασίες και κατάληψη της μεσσηνιακής πόλης Αμφίας. Παρά τις προσπάθειές τους, οι Μεσσήνιοι δεν μπόρεσαν να νικήσουν. Χρησμός του μαντείου των Δελφών έλεγε ότι θα νικήσουν μόνο αν θυσιαστεί κόρη από το γένος των Αιπυτιδών. Ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Λυκίσκου, αλλά αυτός για να τη γλυτώσει δραπέτευσε με την κόρη του στη Σπάρτη. Αντ’ αυτής προσφέρθηκε η κόρη του Αριστόδημου. Ο πόλεμος σταμάτησε για 5 χρόνια. Το 731 π.Χ. σε μάχη φονεύθηκε ο αντιβασιλέας των Μεσσήνιων

Ευφάης.

Τον

διαδέχθηκε

ο

Αριστόδημος.

Τελικά

οι

μάχες

συνεχίστηκαν και κατέληξαν σε ήττα των Μεσσήνιων, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι Μεσσήνιοι να καταφύγουν στο Άργος. Αλλά και οι Σπαρτιάτες βγήκαν εξασθενημένοι από τη μακροχρόνια διαμάχη. Γι’ αυτό σε σύγκρουσή τους με τους Τεγεάτες γύρω στο 700 π.Χ. νικήθηκαν. Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και εξαιτίας μιας βαθιάς κοινωνικής κρίσης που έπληξε τη σπαρτιατική κοινωνία από τα τέλη του Η΄ αι. και κατά το πρώτο τέταρτο του Ζ΄ αι. Μετά την έξοδο από αυτή την Κρίση (γύρω στο 670 π.Χ.), οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Αργολίδα μέσω της Αρκαδίας. Εκεί, όμως, αναχαιτίστηκαν από τους Αργείους (669 π.Χ.) στην περιοχή των Υσιών με βαρύτατες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Οι Μεσσήνιοι, αδυνατούντες να υποφέρουν την υποτέλεια, όταν είδαν το αποδυνάμωμα των Σπαρτιατών, επαναστάτησαν για ν’ αποτινάξουν το ζυγό. Έτσι άρχισε ο Β΄ Μεσσηνιακός πόλεμος.


Τα του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου τα γνωρίζουμε από τον περιηγητή Παυσανία (2 ος αι. μ.Χ.), που στηρίχθηκε σε ένα παλαιότερο έπος. Η επανάσταση των Μεσσήνιων αιφνιδίασε και θορύβησε τους Σπαρτιάτες. Αρχικά χάσανε κάποια από τα κεκτημένα τους. Στην πρώτη φάση οι επιχειρήσεις περιορίστηκαν σε σποραδικές επιδρομές. Λίγες μάχες αναφέρονται: στο Κάπρου Σήμα, στη Φάριδα και στη Μεγάλη Τάφρο. Στη συνέχεια σχηματίστηκαν συμμαχίες: Με τους Μεσσήνιους οι Αρκάδες, οι Αργείοι, οι Σικυώνιοι, οι Ηλείοι και οι Πισάτες. Με τους Σπαρτιάτες οι Κορίνθιοι, οι Λεπρεάτες και οι Σάμιοι. Εδώ έχουμε την εμφάνιση του ποιητή Τυρταίου που με τα θούριά του εμψύχωνε τους συμπατριώτες του. Είχε την ικανότητα ο επικός αυτός ποιητής να πυρπολεί τις ψυχές των νέων ενόψει μιας μάχης. Πολλά

από τα πολεμικά του άσματα διασώθηκαν, αποτέλεσαν δε

διαμέσου των αιώνων πολεμιστήριους και νικητήριους παιάνες πολλών Ελλήνων ηρώων. Τελικά, από το 659 π.Χ. η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει σαφώς υπέρ των Σπαρτιατών. Ανακατέλαβαν τη διεκδικούμενη πεδιάδα της Στενυκλάρου, την οποία μοίρασαν σε κλήρους. Τότε ήταν που η Μεσσηνία μοιράστηκε σε 4.500 κλήρους. Όσοι Μεσσήνιοι δεν πρόλαβαν να φύγουν, έγιναν είλωτες.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΑΘΗΝΑ


1. Μέχρι το Δράκοντα Στα μέσα του Ε΄ π.Χ. αι. η Αθήνα θεωρούνταν πρωτεύουσα του Ιωνισμού. Κατά τους αρχαιότερους, όμως, χρόνους τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Κι αν ακόμη υπήρχαν Ίωνες στην καθ’ αυτό Ελλάδα,

η σχέση τους με την Αθήνα ήταν σχεδόν

ασήμαντη. Οι σχετικοί δεσμοί άρχισαν μόλις από τον ΣΤ΄ π.Χ. αι., όταν ο Πεισίστρατος κατέλαβε τη Δήλο και γνώρισε το τελούμενο εκεί πανηγύρι των Ιώνων. Πριν η ζωή των Αθηναίων διέφερε ριζικά από τον τρόπο διαβίωσης και τις ασχολίες των Ιώνων. Η ομηρική βασιλεία καταργήθηκε και στην Αθήνα όπως και παντού σχεδόν αλλού. Ως τελευταίος βασιλιάς αναφέρεται ο Κόδρος. Μετά από αυτόν αναφέρεται σειρά 13 ισόβιων αρχόντων, με πρώτο το Μέδοντα και τελευταίο τον Αλκμαίωνα. Ήταν και κληρονομικοί, διότι όλοι ανήκαν στο γένος του Κόδρου. Διάδοχος του Αλκμαίωνα ήταν ο Χάροπος (753 π.Χ.), από του οποίου η διάρκεια του υψίστου αξιώματος έγινε 10ετής. Υπήρξαν 7 τέτοιοι 10ετείς άρχοντες, τελευταίος ο Ερυξίας. Διάδοχός του ήταν ο Κρέοντας (683 π.Χ.), από τον οποίο α) η θητεία του άρχοντα έγινε μονοετής και β) τα καθήκοντά του μοιράστηκαν σε 9 άνδρες. Ήδη από το 714 π.Χ. εκλέγονταν στο ανώτατο αξίωμα, εκτός των Κοδριδών, και όλοι οι ευπατρίδες. Αυτά συνιστούσαν τις απαρχές της ολιγαρχίας στην Αθήνα. Ανέκαθεν οι Αθηναίοι –όπως άλλωστε και όλες οι καλούμενες ιωνικές πόλεις– ήταν χωρισμένοι σε 4 φυλές: τους Όπλητες ή Οπλίτες, τους Εργάδεις (τεχνίτες), τους Τελέοντες ή Γελέοντες (γεωργούς) και τους Αιγικορείς (αιγοβοσκούς). Κάθε φυλή υποδιαιρούνταν πολιτικώς μεν και διοικητικώς σε 3 τριττύες και 12 ναυκραρίες (ο όρος

μπορεί

να

προέρχεται

από

το

ναίω

=

κατοικώ

ή

από

το

ναύκλαρος/ναύκληρος), θρησκευτικώς δε και κοινωνικώς σε 3 φρατρίες και 90 γένη. Το γένος το συνιστούσαν ένα σύνολο οίκων, ίσως συγγενών, αλλά προπάντων έχοντας κοινό αρχηγό. Κάθε γένος είχε κοινό κοιμητήριο και συχνά κοινό κληρονομικό δικαίωμα, διότι μέχρι το Σόλωνα κανένας δεν είχε δικαίωμα να διαθέσει την περιουσία του. Είχαν επίσης, σε μερικές περιπτώσεις, αμοιβαίο δικαίωμα και υποχρέωση επιγαμίας. Κάθε γένος είχε κοινή περιουσία, δικό του άρχοντα και δικό του ταμία. Όλες οι φρατρίες μιας φυλής είχαν κοινό άρχοντα, το «φυλοβασιλέα», και κοινές περιοδικές τελετές. Επί Κλεισθένη (τέλος 6ου αι.) καταργήθηκαν οι ναυκραρίες και καθιερώθηκαν ως βάση πολιτικής διαίρεσης οι δήμοι. Ενώ, όμως, οι ναυκραρίες ήταν 48, οι δήμοι έφθασαν τους 174. Της μόνης φρατρίας το όνομα που διασώθηκε ήταν των Αχνιαδών.


Εκτός από τη διαίρεση των κατοίκων της Αθήνας σε φυλές, αναφέρεται και άλλη διαίρεση σε ευπατρίδες (οι πλούσιοι και δυνατοί άνδρες που κατοικούσαν κυρίως στο άστυ), γεωμόρους (γεωργούς) και δημιουργούς (βιομηχάνους, βιοτέχνες). Μόνο οι ευπατρίδες ήταν εκλογείς και εκλέξιμοι στα αξιώματα των 9 αρχόντων και των πρυτάνεων των ναυκράρων. Το ίδιο ισχύει και για τα μέλη του Άρειου Πάγου, αφού αυτά δεν ήταν παρά πρώην 9 άρχοντες που έληξε η θητεία τους. Την περίοδο αυτή ο Άρειος Πάγος δεν ήταν μόνο δικαστήριο, αλλά και βουλευτικό συνέδριο, είδος βουλής. Η εκκλησία του δήμου συνεδρίαζε σπάνια, αφού και η εξουσία της ήταν πολύ περιορισμένη πριν από το Σόλωνα. Ο πρώτος από τους 9 άρχοντες ονομαζόταν επώνυμος άρχοντας, θα μπορούσε δε να θεωρηθεί ως πρόεδρος της αθηναϊκής πολιτείας· έκρινε και ρύθμιζε τις οικογενειακές διαφορές και σχέσεις. Ο δεύτερος, ο άρχοντας βασιλιάς ή απλά βασιλιάς, δίκαζε όλα τα εγκλήματα κατά της θρησκείας. Ο τρίτος, ο πολέμαρχος, ήταν τότε αρχηγός του στρατού και συγχρόνως δικαστής όλων των διαφορών ανάμεσα στους πολίτες και μη πολίτες. Οι υπόλοιποι 6 ονομάζονταν θεσμοθέτες.


2. Ο Δράκοντας Από τον Ζ΄ αι. π.Χ. άρχισε να πολεμείται και στην Αθήνα η ολιγαρχία των ευπατριδών. Το 624 ανατέθηκε στο θεσμοθέτη Δράκοντα η σύνταξη νόμων ή θεσμών γραπτών, ώστε να περιοριστεί η αυθαιρεσία της ισχυρής τάξης. Ο Δράκοντας δεν άλλαξε το πολίτευμα. Απλά γνωστοποίησε σε όλους τους άγνωστους προηγουμένως στους πολλούς αστικούς και ποινικούς νόμους, τροποποιώντας συγχρόνως μερικούς από αυτούς. Οι αποδιδόμενες στο Δράκοντα μεταβολές στο πολίτευμα είναι: α) Ίδρυσε τη βουλή των 401 που αργότερα έγινε των 400· β) σύνδεσε τα πολιτικά δικαιώματα στενά με καθήκοντα και υπηρεσίες στρατιωτικές· γ) συνέδεσε τη δυνατότητα εκλογής στα διάφορα αξιώματα με την κατοχή ορισμένης περιουσίας· δ) στη βουλή του Αρείου Πάγου φαίνεται να δόθηκε το δικαίωμα επίβλεψης των άλλων αρχών· ε) καθιέρωσε ως ποινές για ποινικά αδικήματα το δεκάβοιο (η αξία 10 βοδιών) και την ατιμία· στ) έκαμε διάκριση ανάμεσα στο φόνο εκ προμελέτης και εκείνον από αμέλεια ή για άμυνα ή για ύβρη. Πριν για όλους τους φόνους επιβαλλόταν η «εσχάτη» των ποινών (θάνατος ή αειφυγία και δήμευση). Την προανάκριση την έκανε πάντοτε ο βασιλιάς. Ο Άρειος Πάγος δίκαζε έκτοτε μόνο τον εκ προμελέτης φόνο. Η εκδίκαση των άλλων φόνων ανατέθηκε στο νεοσύστατο δικαστήριο των εφετών, αποτελούμενο από 51 γέροντες. Είναι συνεπώς εσφαλμένη η άποψη ότι ο Δράκοντας καθιέρωσε για όλα τα αδικήματα μια ποινή, το θάνατο. Κι όμως οι ρυθμίσεις του Δράκοντα θεωρήθηκαν από τους μεταγενέστερους Έλληνες ως πολύ σκληρές. Αξίζει να παραθέσουμε εδώ τη μυθολογική προέλευση/ίδρυση του θεσμού του Αρείου Πάγου, κυρίως ως δικαστικού θεσμού. Σύμφωνα με τη βασική εκδοχή: Ο Άρης απέκτησε την Αλκίππη από τη θυγατέρα του Κέκροπα Άγραυλο. Την Αλκίππη βίασε ο γιος του Ποσειδώνα Αλιρρόθιος. Ο Άρης τον σκότωσε. Ο Ποσειδώνας ζήτησε από το συμβούλιο των θεών την τιμωρία του Άρη. Το θεϊκό δικαστήριο συνεδρίασε σ’ ένα λοφίσκο-βράχο (= πάγος) κοντά στην Ακρόπολη. Ο Άρης αθωώθηκε μεν, αλλά υποχρεώθηκε να υπηρετήσει επί ένα χρόνο ως δούλος για εξαγνισμό. Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος, καθιερώθηκε αργότερα οι ποινικές υποθέσεις να εκδικάζονται σ’ αυτό το βράχο που πήρε το όνομα του Άρη: Άρειος Πάγος (= βράχος του Άρη). Μια άλλη εκδοχή δίνει διαφορετική εξήγηση: Οι Αμαζόνες ήταν κόρες του θεού του πολέμου Άρη. Αυτές, λοιπόν, όταν βασιλιάς της Αττικής ήταν ο Θησέας, κατέλαβαν την Αθήνα και πρόσφεραν θυσία στον Άρη στο βράχο που πήρε τ’ όνομά του.


Πολλοί από τους νεότερους ιστορικούς αμφισβητούν ή απορρίπτουν όσα λέει ο Αριστοτέλης για το πολίτευμα του Δράκοντα. Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, υποστηρίζουν, παρά ένα σχέδιο πολιτεύματος που συνέταξαν οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί το 411 π.Χ. και το παρουσίασαν ως έργο του Δράκοντα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάμεσα στα δύο κείμενα υπάρχουν ομοιότητες.


3. Ο Σόλωνας. Το πολίτευμά του Περί τα 25 χρόνια μετά το Δράκοντα η αθηναϊκή κοινωνία συνταράχθηκε από μια εσωτερική κρίση με αφορμή τα αγροτικά χρέη. Την ίδια εποχή οι Αθηναίοι δοκιμάζονταν από την απώλεια της Σαλαμίνας και τους ατυχείς αγώνες τους κατά των Μεγαρέων για να την ανακτήσουν. Η κρίση από το πρόβλημα των χρεών οφειλόταν: α) στην επιδείνωση των όρων δανεισμού: περιορισμός των δικαιωμάτων των οφειλετών για τη χρήση και τη διάθεση του κτήματος και ταυτόχρονα υποχρέωσή τους να δίνουν στο δανειστή ένα μέρος της παραγωγής, αλλά και υποχρέωση όλων των μελών

της

οικογένειας

να

του

προσφέρουν

υπηρεσίες

σαν

να

είναι

δουλοπάροικοι· πώληση των οφειλετών ως δούλων ακόμα και έξω από την Αττική· β) στην αύξηση του αριθμού των οφειλετών, οι οποίοι, αδυνατώντας να εξοφλήσουν τα χρέη τους, υφίσταντο όλες τις συνέπειες· γ) στην έκδοση παράνομων δικαστικών αποφάσεων που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τη θέση των οφειλετών. Η κατάσταση για την πόλη ήταν εκρηκτική και έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί μια λύση προτού έρθει η εξέγερση. Ο μόνος που θα μπορούσε εκείνη τη στιγμή να προβεί σε μια σωτήρια μεταρρύθμιση ήταν ο ευπατρίδης Σόλωνας. Ο Σόλωνας γεννήθηκε το 639 π.Χ. Ανήκε στα περίφημα γένη των Κοδριδών και Νηλειδών. Ο πατέρας του Εξηκεστίδης ανάλωσε την περιουσία του σε φιλανθρωπίες. Έτσι ο Σόλωνας αναγκάστηκε από νέος να στραφεί προς το εμπόριο και ως έμπορος επισκέφθηκε πολλά μέρη της Ελλάδας και της Ασίας, πλουτίζοντας έτσι τις γνώσεις και τις εμπειρίες του. Αυτές τις αξιοποίησε όχι μόνο στο μέγα νομοθετικό-μεταρρυθμιστικό του έργο, αλλά και στην ποιητική του παραγωγή, η οποία αποπνέει γαλήνη, ημερότητα και φιλανθρωπία. Αυτών απόσταγμα είναι και το περίφημο γνωμικό του: «Γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος». Ο Σόλωνας, εκτός από καλός νομοθέτης και έξοχος ποιητής, υπήρξε και καλός πολεμιστής. Με τα ποιήματά του δε εξέφρασε το σπαραγμό της πόλης για την απώλεια της Σαλαμίνας κι επέκρινε ευγενείς και αρχηγούς του δήμου, και ταυτόχρονα εξυμνούσε την ευνομία και τη μετριοπάθεια. Με όλα αυτά απέσπασε την εύνοια του δήμου. Η πρώτη δημόσια εμφάνισή του στα πολιτικά πράγματα της πόλης έγινε σε ηλικία 40 ετών, το 598 π.Χ. Ήταν τότε που η Αθήνα πολεμούσε με τα Μέγαρα για την επανάκτηση της Σαλαμίνας. Εμφανίστηκε ξαφνικά στην αγορά κι αφού ανέβηκε σε πέτρα απήγγειλε στίχους από το ποίημά του Σαλαμίς. Λίγα χρόνια αργότερα, το 594/3 π.Χ., εκλέχθηκε άρχοντας με εξαιρετικές εξουσίες, «διαλλαχτής» και «νομοθέτης». Αυτές τις έκτακτες εξουσίες φαίνεται ότι τις διατήρησε και μετά τη λήξη της θητείας του, διότι τα μεταρρυθμιστικά κείμενά του δημοσιεύτηκαν κατά το 592/1 π.Χ.


Τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που ανακοίνωσε είχαν επανορθωτικό χαρακτήρα και ήταν τα εξής: α) ακύρωσε τις οφειλές σε ιδιώτες και στο δημόσιο («σεισάχθεια»). Το μέτρο ήταν ριζοσπαστικό διότι: 1) έθιγε «κεκτημένα» δικαιώματα και 2) με αυτό ήταν δυνατό να παρακαμφθεί και η πιο τολμηρή αξίωση για αναδασμό της γης· β) κατάργησε το δανεισμό «επί σώμασι», δηλαδή το δικαίωμα του δανειστή να πουλήσει τον οφειλέτη του ως δούλο· γ) απελευθέρωσε όσους είχαν καταστεί δούλοι σε Αθηναίους ή –σε μερικές περιπτώσεις– είχαν πουληθεί σε ξένους. Πώς εφαρμόστηκε αυτό το μέτρο; Δε γνωρίζουμε· δ) αμνήστευσε κάποια αδικήματα που συνεπάγονταν απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων. Με μια δεύτερη σειρά μέτρων ανασύνταξε το πολίτευμα. Αυτά ήταν: 1) έβαλε στο «πολιτικό παιχνίδι» και τους θήτες (όσους δηλ. είχαν περιουσία κάτω από 200 μεδίμνους) · 2) ενίσχυσε τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας του δήμου (π.χ. της ανέθεσε την εκλογή των αρχόντων) και όρισε την υποχρεωτική σύγκλησή της κατά τακτά χρονικά διαστήματα· 3) ίδρυσε μια δεύτερη βουλή από 400 μέλη (100 από κάθε φυλή) με γνωμοδοτικές αρμοδιότητες· 4) ίδρυσε λαϊκά δικαστήρια· 5) επέτρεψε στους πολίτες να προσφεύγουν σ’ αυτά αν δεν ήθελαν να δικαστούν από τον αρμόδιο άρχοντα· 6) καθιέρωσε το δικαίωμα κάθε πολίτη να κινεί δίκη εναντίον οποιουδήποτε –ακόμη και των αρχόντων– που αδικούσε ή έβλαπτε οποιονδήποτε. Αποκλείστηκαν από το πολιτειακό σύστημα οι λεγόμενοι «οργεώνες» (είδος ιερέων) και τα μέλη «θιάσων». Οι θήτες δεν απέκτησαν δικαίωμα εκλογής σε κανένα αξίωμα. Τα αξιώματα κατανέμονταν κλιμακωτά σε τρία άλλα «τέλη»: τους ζευγίτες, τους ιππείς και τους «πεντακοσιομέδιμνους». Ως τίμημα για την κατάταξη των πολιτών σε «τέλη» υπολογιζόταν μόνο το εισόδημα της ετήσιας παραγωγής από ιδιόκτητη αγροτική περιουσία. Η θητεία της Εκκλησίας του δήμου ήταν ετήσια, τα μέλη της δε εκλέγονταν απευθείας από τους πολίτες. Τα λαϊκά δικαστήρια αποτελούνταν από ενόρκους που εκλέγονταν με κλήρωση, λέγονταν δε «ηλιαία». Υπήρξε και τρίτη σειρά μέτρων. Αυτά περιλάμβαναν κοινούς νόμους. Σ’ αυτούς μπορούμε να κατατάξουμε: α) όσους προστάτευαν τους ανάπηρους πολέμου και τις «επίκληρες», δηλαδή τις θυγατέρες που κληρονομούσαν την πατρική περιουσία, ιδιαίτερα τις ορφανές·


β) τη διάταξη που καθιέρωσε το νομικό πλάσμα της διατήρησης του οίκου των πατέρων: η περιουσία δεν περιερχόταν στον οίκο του συζύγου και ο γιος που την κληρονομούσε θεωρούνταν συνεχιστής του οίκου της μητέρας. Με το θεσμό της υιοθεσίας διασφαλίστηκε η συνέχεια των οίκων που δεν είχαν παιδιά· γ) όσους ρύθμιζαν τη δίωξη της μοιχείας, του βιασμού, της μαστροπείας και της πορνείας· δ) όσους τιμωρούσαν τη συκοφαντία, τις κλοπές κτλ.· ε) τη διάταξη που απάλλασσε της υποχρέωσης διατροφής των γερόντων πατέρων, αν από πατρική αμέλεια δεν έμαθαν κάποια τέχνη για να ζήσουν· στ) την απαγόρευση της εξαγωγής, εκτός από το λάδι, και την απελευθέρωση εισαγωγής προϊόντων. Αποτρεπόταν έτσι η πτώση των τιμών. Μια χωριστή ομάδα μέτρων/ρυθμίσεων έχουν σχέση με τα μέτρα και τα σταθμά. Αυξήθηκε η χωρητικότητα των πρώτων και το βάρος των δεύτερων. Τομές επέφερε ο Σόλωνας και στο φορολογικό σύστημα. Από τις πολιτειακές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα υπήρξαν δύο μερίδες των Αθηναίων που δυσαρεστήθηκαν: στη μία ανήκαν εκείνοι που τις βρήκαν υπερβολικές, στην άλλη εκείνοι που τις έκριναν ανεπαρκείς. Ο Σόλωνας δεν είχε τη δύναμη να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις του. Το μόνο που μπορούσε ήταν να επιβάλει την ένορκη δέσμευση τήρησης του πολιτειακού του συστήματος επί 10 χρόνια. Πίστευε ότι έτσι θα παγιωνόταν. Επειδή, όμως, δεχόταν διαρκώς ενοχλήσεις από πολίτες, είτε υπό τύπον παραπόνων είτε υπό τύπον αποριών, και πιέσεις για τροποποιήσεις, έκρινε ότι αν έμενε στην Αθήνα θα αναγκαζόταν τελικά να αλλοιώσει το όλο σύστημα, γι’ αυτό ζήτησε την έγκριση των συμπολιτών του να ξενιτευτεί επί ένα διάστημα 10 ετών. Αρχικά πήγε στην Αίγυπτο και στη συνέχεια στην Κύπρο. Ο φερόμενος ως διάλογός του με τον Κροίσο (περί το 553 π.Χ.) δεν είναι έγκυρος. Δεν άργησαν εντούτοις να φανούν τα σημάδια ανωμαλίας. Δύο φορές εντός ολίγου χρόνου (το 590/89 και 586/85 π.Χ.) δεν εκλέχθηκαν άρχοντες ως συνέπεια της ανάθεσης εκλογής των αρχόντων στην εκκλησία του δήμου. Από εδώ προήλθε ο όρος «αναρχία». Υπήρξαν κι άλλες παρενέργειες· π.χ. ο άρχοντας του 583/82 δεν παρέδωσε την εξουσία κατά τη λήξη της θητείας του. Παρέμεινε επί 14 μήνες επιπλέον. Καθαιρέθηκε βίαια. Τελικά, όμως, οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν. Μετά από 13 χρόνια λειτουργίας των νέων θεσμών επικράτησε ομαλότητα και ηρεμία στην κοινωνία. Το 575 π.Χ. η πόλη εξέδωσε το αρχαιότερο νόμισμά της, τους «στατήρες» (δίδραχμα) κατά 5% βαρύτερο από τον αττικό στατήρα. Περί τα τέλη του α΄ ημίσεος του ΣΤ΄ αι. σχηματίστηκαν στην Αθήνα 3 κόμματα («στάσεις»): οι Παράλιοι υπό το Μεγακλή, οι Πεδιακοί που ακολουθούσαν το Λυκούργο, και οι Διάκριοι υπό τον Πεισίστρατο. Καθένα από αυτά είχε διαφορετικές απόψεις ως προς το πολίτευμα.


Και μόνο το μέτρο της σεισάχθειας αν είχε θεσπίσει ο Σόλωνας θα είχε κερδίσει την αθανασία της Ιστορίας. Ήταν ό,τι αναγκαιότερο και ό,τι τολμηρότερο απαιτούσε η κατάσταση. Μετά τη 10ετή ξενιτεία του επανήλθε στην Αθήνα περί το 560 π.Χ. και ίσως το επόμενο έτος πέθανε. Η κατάσταση που βρήκε ήταν σχεδόν αποκαρδιωτική. Είδε τις ελπίδες του εν πολλοίς διαψευσμένες.


4. Ο Πεισίστρατος και η τυραννίδα του Όπως είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο, αρχηγός της παράταξης των Διακρίων ήταν ο Πεισίστρατος. Σ’ αυτή ανήκαν οι πολυπληθέστεροι, οι αμαθέστεροι και ίσως οι φτωχότεροι Αθηναίοι, γιαυτό και προθυμότεροι σε εξεγέρσεις κι ευκολότερα θύματα των δημαγωγών.

Ο Πεισίστρατος άρχισε το δημόσιο βίο του όπως

περίπου κι ο Σόλωνας, αφού κι αυτός διέπρεψε στον πόλεμο κατά των Μεγαρέων προς ανάκτηση της Σαλαμίνας. Διέθετε μια επίφαση πολιτικής αρετής, καθότι ήταν μεν στα λόγια φιλολαϊκός, φιλελεύθερος και προσηνής στους φτωχούς, κατά βάθος όμως έκρυβε πολιτική πονηρία. Και η ομοιότητά του με το Σόλωνα ήταν φαινομενική· διότι ο μεν Σόλωνας επιδίωξε να καταστήσει τους πολίτες ικανούς να διοικούν οι ίδιοι την πόλη, ενώ ο Πεισίστρατος ήθελε να κυβερνάει ο ίδιος δια των πολιτών. Ο Πεισίστρατος απέκτησε οπαδούς και από τα άλλα δύο κόμματα. Όντας πολιτικά ισχυρότερος, το 560 π.Χ. επιβλήθηκε στους αντιπάλους του και πήρε στα χέρια του ολόκληρη την εξουσία. Επωφελούμενος από το γεγονός ότι η μεν βουλή αποτελούνταν από φίλους του, οι δε φτωχοί δεν εκλέγονταν στη βουλή, μια μέρα αυτοτραυματίστηκε και μετά μεταφέρθηκε με όχημα στην αγορά εξαπατώντας το πλήθος ότι τάχα κινδυνεύει να δολοφονηθεί από αντιπάλους του. Έτσι εύκολα έπεισε τη βουλή και την εκκλησία να του επιτρέψουν να έχει 50 ροπαλοφόρους ως σωματοφύλακες. Με αυτούς ως αιχμή του δόρατός του κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία. Προσπάθεια του γέροντα και στα πρόθυρα του θανάτου Σόλωνα ν’ απορριφθεί το αίτημά του περί σωματοφυλάκων απέτυχε. Ο Πεισίστρατος δεν εκδικήθηκε το σοφό γέροντα για τη στάση του. Έτσι, πέθανε πικραμένος μεν, αλλά ειρηνικά (560 ή 559 π.Χ.).


Αρχικά ο Πεισίστρατος δεν κράτησε για πολύ την εξουσία. Οι δύο άλλες παρατάξεις ενώθηκα και το 559 τον έδιωξαν. Δε δικάστηκε. Αποσύρθηκε στο κτήμα του στη Βραυρώνα. Σε 5 χρόνια, όμως, θα επανερχόταν. Συμμάχησε με τον αρχηγό των Παράλιων Μεγακλή, του οποίου έγινε γαμβρός από θυγατέρα καίτοι παντρεμένος, με τη βοήθεια του οποίου επανέκτησε την εξουσία με ένα ντροπιαστικό για τους Αθηναίους τέχνασμα. Και πάλι όμως δε θα την κρατούσε για πολύ. Ο Μεγακλής δυσαρεστήθηκε επειδή αθέτησε την υπόσχεσή του να παντρευτεί την κόρη του και ενώθηκαν με τον αρχηγό των Πεδινών Λυκούργο. Ο Πεισίστρατος αναγκάστηκε (περί το 557/56), αν αυτό αληθεύει, να φύγει από την Αθήνα. Αυτή τη φορά αποφάσισε να μην ξανασυμπράξει με άλλες παρατάξεις. Κατέφυγε στην Ερέτρια (κατ’ άλλη εκδοχή στη Μακεδονία, όπου αρχικά ίδρυσε μια πόλη στη Χαλκιδική, και στη συνέχεια αποσύρθηκε στην περιοχή του Παγγαίου όπου ασχολήθηκε με μεταλλεία χρυσού και αργύρου), όπου επί 11 χρόνια προετοιμαζόταν για την επάνοδο στην εξουσία. Στο μεταξύ δικάστηκε ερήμην με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων και δήμευση της περιουσίας του. Είχε όμως περιουσία και εκτός Αττικής (π.χ. στη Θράκη). Έπαιρνε, ακόμη, ενισχύσεις και από άλλες πόλεις. Όταν ετοιμάστηκε, το 541, αναχώρησε

από την Ερέτρια (ή απόπου ήταν

εγκατεστημένος) με ισχυρή δύναμη κι αποβιβάστηκε στο Μαραθώνα. Εκεί συγκέντρωσε μυστικά όλους τους οπαδούς του και ξεκίνησε να καταλάβει την Αθήνα. Από την Αθήνα έφυγαν οι αντίπαλοί του να τον αναχαιτίσουν. Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στην κοιλάδα ανάμεσα στην Πεντέλη και τον Υμηττό με θριαμβευτή τον Πεισίστρατο. Στη συνέχεια, για να στερεώσει την εξουσία του: α) πήρε ξένους μισθοφόρους και β) συνέλαβε όλα τα παιδιά των Αλκμαιωνιδών και των άλλων ευπατριδών που δεν πρόλαβαν να φύγουν και τα έστειλε ως ομήρους στη Νάξο. Οι θεσμοί του Σόλωνα διατηρήθηκαν αλλά η πραγματική εξουσία ασκούνταν από τους οπαδούς του. Στους φτωχούς παραχώρησε υλικές παροχές. Επί των ημερών του άρχισε να κτίζεται ο τεράστιος ναός (μεγαλύτερος του Παρθενώνα) του Ολυμπίου Διός, ο οποίος όμως έμελλε να ολοκληρωθεί 650 χρόνια αργότερα από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Τότε κτίστηκε η δημόσια Κρήνη Καλλιρρόη, καθώς και άλλα έργα. Για να βρει χρήματα για τα έργα του επέβαλε φορολογία. Στο νομοθετικό τομέα το μόνο που φαίνεται ότι έκαμε ήταν ο διορισμός αγροτικών δικαστών που περιόδευαν και επέλυαν διαφορές μεταξύ των αγροτών. Ο Πεισίστρατος δε στόλισε μόνο την Αθήνα με λαμπρά έργα, αλλά ήταν φίλος και των γραμμάτων.


Ο Πεισίστρατος πέθανε μάλλον το 527 π.Χ., αλλ’ είχε ήδη στεριώσει το καθεστώς του. Αυτό φάνηκε από τη συνέχεια. Τον διαδέχθηκαν στην εξουσία οι 3 νόμιμοι γιοι του: Ιππίας, Ίππαρχος και Θεσσαλός. Μέχρι ένα σημείο μιμήθηκαν την πολιτική του πατέρα τους. Υπήρξαν και αυτοί προστάτες των γραμμάτων, συγκέντρωσαν δε γύρω τους τα ευγενέστερα πνεύματα της εποχής τους: τον ποιητή Ανακρέοντα, τον Ονομάκριτο, το Λάσο, τον Ερμιονέα, το Σιμωνίδη τον Κείο κ.ά. Ήταν οι Πεισιστρατίδες που μείωσαν στο ½ το φόρο επί της γεωργίας.


5. Δολοφονία Ιππάρχου. Το τέλος των Πεισιστρατιδών Η περίοδος, όμως, της θετικής διακυβέρνησης των Πεισιστρατιδών βάδιζε σταδιακά προς την εκτροπή και την αυθαιρεσία. Αυτοί είναι που δολοφόνησαν τον Κίμωνα, αδελφό του Μιλτιάδη του κατακτητή της Θράκης και πατέρα του άλλου Μιλτιάδη, του ήρωα του Μαραθώνα. Αυτοί είναι που προσπάθησαν, όπως λέγεται, να αναπληρώσουν τις απώλειες από τη μείωση του φόρου της γεωργίας με την υποτίμηση του αργυρού νομίσματος και με την επ’ αμοιβή απαλλαγή από τις πολυδάπανες λειτουργίες. Από αυτά προκλήθηκε έντονη δυσαρέσκεια στην κοινωνία, που επιδεινώθηκε το 514 π.Χ. εξαιτίας της ταπεινωτικής συμπεριφοράς του Ιππάρχου (ή του Θεσσαλού) κατά της αδελφής του Αθηναίου πολίτη Αρμοδίου, όταν δεν την άφησε να μετάσχει στα Παναθήναια ως κανηφορούσα. Τότε ο Αρμόδιος αποφάσισε από κοινού με το φίλο του Αριστογείτονα να δολοφονήσουν τους τυράννους. Κατάφεραν να δολοφονήσουν μόνο τον Ίππαρχο. Ο Ιππίας δεν αρκέστηκε να πάρει εκδίκηση δολοφονώντας τους δύο δράστες. Έγινε υπέρμετρα σκληρός για όλους προκειμένου να διασφαλίσει τον εαυτό του και το πολίτευμά του. Συγχρόνως, προβλέποντας τη σύντομη πτώση του, αφ’ ενός μεν συγκέντρωσε με βίαια μέσα πλούτο, αφ’ ετέρου δε –προκειμένου να βρει, αν χρειαστεί, καταφύγιο– πάντρεψε την κόρη του με το γιο του τυράννου της Λαμψάκου Ιππόκλου –φίλου του Δαρείου– Αιαντίδη. Οι εξόριστοι Αλκμαιονίδες εκμεταλλεύτηκαν την ασταθή κατάσταση. Κατέλαβαν αρχικά το Λειψύδριο

πάνω στην Πάρνηθα. Διώχθηκαν από τον Ιππία. Τότε ζήτησαν

«εξωτερική» βοήθεια. Οι Σπαρτιάτες φάνηκαν απρόθυμοι να βοηθήσουν. Αρχηγός των Αλκμαιωνιδών ήταν ο Κλεισθένης, γιος του Μεγακλή κι εγγονός του περιβόητου Κλεισθένη του Σικυώνιου. Οι Αλκμαιωνίδες ήταν πανούργοι, πολυμήχανοι και πλούσιοι. Ζήτησαν από την Πυθία –μια και είχε «υποχρέωση» απέναντί τους για το μεγαλοπρεπή ναό που της έφτιαξαν– να πειθαναγκάσει τους Σπαρτιάτες μ’ επανειλημμένους χρησμούς να βοηθήσουν στην εκδίωξη των Πεισιστρατιδών. Η πρώτη σπαρτιατική δύναμη που αποβιβάστηκε στο Φάληρο ήταν μικρή κι αποκρούστηκε. Τότε επικεφαλής του αγώνα τέθηκε ο ίδιος ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης. Αυτός το 510 επιτέθηκε από την ξηρά, κατατρόπωσε τον Ιππία και τους συμμάχους του και ανάγκασε τον Ιππία και τους συντρόφους του να καταφύγουν στο Σίγειο. Έτσι καταλύθηκε η τυραννία των Πεισιστρατιδών που κράτησε 30 – 50 χρόνια.


6. Κλεισθένης και Ισαγόρας Μετά την επιστροφή των Αλκμαιωνιδών στην εξουσία, ο Κλεομένης επανήλθε στη Σπάρτη, νομίζοντας ότι πλέον στην Αθήνα θα εγκατασταθεί αριστοκρατικό καθεστώς. Οι ευπατρίδες συσπειρώθηκαν γύρω από τον Ισαγόρα, από επιφανείς προγόνους. Ταυτόχρονα, όμως, εμφανίστηκε νέο κόμμα με αρχηγό τον Αλκμαιωνίδη Κλεισθένη. Και οι δύο παρατάξεις ήταν εναντίον της τυραννίδας. Μόνο που οι μεν περί τον Ισαγόρα πίστευαν ότι θ’ αποφύγουν το κακό αν αναβιώσει το αρχαίο αριστοκρατικό πολίτευμα, ενώ ο Κλεισθένης

και οι

ομόφρονές του φρονούσαν ότι μπορούν να το πετύχουν μέσα από το Σολώνειο πολίτευμα, αρκεί να ενισχυθεί η εφαρμογή των αληθών αρχών αυτού του πολιτεύματος. Ποιες ήταν αυτές; Το δικαίωμα του εκλέγειν είχαν όλοι οι πολίτες. Αυτή η αρχή τηρούνταν. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι είχαν μόνο οι πλουσιότεροι, πολλοί όμως απ’ αυτούς αποκλείονταν, επειδή δεν ανήκαν σε κάποιο γένος, με αποτέλεσμα να ευνοούνται οι ευπατρίδες. Ο Κλεισθένης φρονούσε ότι έπρεπε να αποκατασταθεί αυτή η νόθευση της βάσης του Σολώνειου πολιτεύματος. Έπεισε τους Αθηναίους για την ειλικρίνεια των προθέσεών του και το 510 (κατ’ άλλη εκδοχή το 507/6) π.Χ. κέρδισε τις εκλογές κι αναγορεύτηκε επώνυμος άρχοντας κι άρχισε με μεθοδικότητα τη μεταρρύθμισή του. Οι σημαντικότερες από τις μεταρρυθμίσεις του, που ολοκληρώθηκαν το 505/4 π.Χ., ήταν: 1) η κατάργηση των 4 αρχαίων φυλών και οι δημιουργία 10 νέων, στις οποίες κατατάχθηκαν όλοι οι πολίτες· 2) η αύξηση του αριθμού των πολιτών με την ένταξη στις φυλές και πολλών μετοίκων, δηλαδή εύπορων ξένων μόνιμα εγκαταστημένων στην Αττική· 3) η κατάργηση των 48 ναυκραριών και η σύσταση ως κατώτατης διοικητικής μονάδας του δήμου, ιδρύοντας 100 δήμους (10 για κάθε φυλή) · 4) η αύξηση σε 500 των βουλευτών (50 από κάθε φυλή) · 5) ο καθορισμός όλων των αρχών σε 10μελείς (10 φύλαρχοι, 10 ταμίες, 10 αποδέκτες, 10 λογιστές, 10 ταξίαρχοι, 10 στρατηγοί κτλ.) · 6) η ανάθεση στο δήμο και δικαστικής εξουσίας· 7) υποβάθμισε από την κορυφή της εξουσίας τον επώνυμο άρχοντα, βάζοντας εκεί έναν απλό βουλευτή που εκλεγόταν με κλήρο κι άλλαζε κάθε μέρα. Οι πρώτες εκλογές για την ανάδειξη της βουλής των 500 έγινα το 501/500, αφότου και ίσχυσε για πρώτη φορά ο βουλευτικός όρκος. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκαν και οι 10 στρατηγοί. Οι πρώτες επιπτώσεις από αυτές τις αλλαγές ήταν ευεργετικότατες.


7. Η κλήρωση των αρχόντων Φαίνεται εντελώς απίθανο ο θεσμός τής δια κληρώσεως ανάδειξης των διαφόρων αρχόντων της Αθήνας να καθιερώθηκε από τον Κλεισθένη. Το πιθανότερο είναι αυτό να έγινε από τότε που όλοι οι πολίτες, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί, ήταν εκλέξιμοι σε όλα τα αξιώματα· αυτό δε μάλλον έγινε μετά το 479 π.Χ. με πρόταση του Αριστείδη. Διότι, κατά τις δημοκρατικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, κύριο προτέρημα της κλήρωσης ήταν ότι έδινε τη δυνατότητα σε όλους τους πολίτες να καταλάβουν κάποιο αξίωμα. Έχει όμως και ένα σοβαρό μειονέκτημα ο κλήρος: το ενδεχόμενο η εξουσία να περάσει σε ανθρώπους ανίκανους ή ανήθικους. Υπήρχε, βέβαια, γι’ αυτό το τελευταίο μια ασφαλιστική δικλίδα: προτού ο εκλεγείς αναλάβει το αξίωμα, περνούσε από δικαστική διερεύνηση: αν είναι πολίτης και αν παραβίασε μερικούς βασικούς ηθικούς και θρησκευτικούς κανόνες. Γιαυτό η κλήρωση δεν εφαρμόστηκε ποτέ για το αξίωμα των στρατηγών, που θεωρούνταν το κρισιμότερο και το απαιτητικότερο για την υπόσταση του κράτους, αν και επί Κλεισθένη συνέχισε να είναι πολύ σημαντικό και το αξίωμα των 9 ετήσιων αρχόντων. Αφού ο Κλεισθένης κατάργησε τις ναυκραρίες, των οποίων προΐσταντο οι πρυτάνεις, δεν μπορούσε παρά και το πρυτανικό αξίωμα ή να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί. Έτσι προέκυψε ο θεσμός της πρυτανεύουσας βουλής. Στο εξής, δηλαδή, πρυτάνεις καλούνται οι 50 βουλευτές κάθε φυλής. Η βουλή των 500 διαιρούνταν με κλήρο σε 10 τμήματα, καθένα από τα οποία αναλάμβανε τη διακυβέρνηση του κράτους επί 35 ή 36 μέρες κατ’ έτος. Οι βουλευτές που κυβερνούσαν ονομάζονταν πρυτάνεις, η δε φυλή που ανήκαν πρυτανεύουσα. Έργο των πρυτάνεων ήταν η σύγκληση της βουλής και της εκκλησίας του δήμου και ο καταρτισμός της «ημερήσιας διάταξης». Με κλήρωση προέκυπτε ο επιστάτης των πρυτάνεων. Αυτός περιόρισε τις δικαιοδοσίες του άρχοντα. Το αξίωμα αυτό πλέον κατέστη ανυπόληπτο, τόσο που κανένας από τους σημαίνοντες άνδρες δεν το επιδίωκε.


8. Ο εξοστρακισμός Από τον Κλεισθένη εισήχθη στην Αθήνα ο αμφιλεγόμενος θεσμός του οστρακισμού, του οποίου η χρήση σε πολλές περιπτώσεις στιγματίστηκε. Κατ’ αυτόν ένας επίσημος πολίτης των Αθηνών μπορούσε να εξοριστεί επί 10 έτη (αργότερα έγιναν 5) χωρίς να του απαγγελθεί κατηγορία, χωρίς ανάκριση και χωρίς απολογία. Υπήρχαν, βέβαια, εγγυήσεις. Γίνονταν προηγουμένως συζητήσεις στη βουλή και στο δήμο προκειμένου να διαπιστωθεί και ληφθεί απόφαση αν διατρέχει κίνδυνο η πολιτεία/καθεστώς από τις ενέργειες ή τη δύναμη κάποιου άνδρα ώστε να εφαρμοστεί το μέτρο. Σ’ αυτή τη φάση δεν αναφερόταν το όνομα του υπόπτου. Αν όμως η απόφαση ήταν καταφατική, τότε οριζόταν ημέρα σύγκλησης όλων των πολιτών στην αγορά, όπου υπήρχαν 10 είσοδοι (μία για κάθε φυλή), 10 δοχεία όπου κάθε πολίτης έβαζε την ψήφο του, δηλαδή ένα όστρακο (εντεύθεν και οστρακισμός): πινακίδα κεραμική πάνω στην οποία ο ψηφίζων ανέγραφε το όνομα εκείνου που θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να εξοριστεί. Αν από την καταμέτρηση των ψήφων προέκυπτε ότι τουλάχιστον 6.000 πολίτες ψήφιζαν τον οστρακισμό κάποιου, αυτός εντός 10 ημερών εξοριζόταν, αλλιώς η συνέλευση διαλυόταν άπρακτη. Άλλη συσσωρευτική ποινή δεν επιβαλλόταν. Η πρώτη εφαρμογή του μέτρου έγινε το 488 π.Χ. Σε τι απέβλεπε αυτό το μέτρο - ποινή; Η αντίστοιχη ποινή της ατιμίας που προέβλεψε ο Σόλωνας δεν ανταποκρίθηκε στο σκοπό της, αφού ουσιαστικά ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Αυτό ανάγκασε τον Κλεισθένη να θεσπίσει τον οστρακισμό. Μόνο που με αυτόν προκλήθηκαν και αδικίες και αντεκδικήσεις και έγινε καταχρηστική εφαρμογή του.


9. Ατυχής παρέμβαση του Κλεομένη Ο Ισαγόρας και οι δικοί του αγανάκτησαν με τα μέτρα του Κλεισθένη, γιαυτό ζήτησαν την παρέμβαση του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη. Αυτός πρόθυμα έτρεξε στην Αθήνα – άλλωστε τέτοια ευκαιρία περίμενε. Κατέλαβε την πόλη με μια στρατιωτική μονάδα που είχε κι ανάγκασε τον Κλεισθένη και 700 οικογένειες των πιστότερων οπαδών του, με υπόδειξη του Ισαγόρα, να φύγουν από τη χώρα τους. Μετά επιχείρησε να διαλύσει τη βουλή των 500 και να την αντικαταστήσει με άλλη από 300 οπαδούς του Ισαγόρα. Η νόμιμη βουλή, όμως, και ο λαός αντέδρασαν. Οι Σπαρτιάτες με τον Κλεομένη και ο Ισαγόρας με τους οπαδούς του κατέλαβαν την Ακρόπολη, αλλά πολιορκήθηκαν από το λαό. Μετά από δυο μέρες ο Κλεομένης ζήτησε να φύγει, αφήνοντας τον Ισαγόρα απροστάτευτο. Αυτός μεν κατόρθωσε να διαφύγει, οι περισσότεροι όμως από τους οπαδούς του αιχμαλωτίστηκαν, δικάστηκαν κι εκτελέστηκαν. Ο Κλεισθένης κι οι εξόριστοι οπαδοί του επανήλθαν. Οι φόβοι, όμως, των Αθηναίων για επάνοδο των Σπαρτιατών παρέμειναν. Γιαυτό έστειλαν πρέσβεις στις Σάρδεις για να διερευνήσουν αν υπάρχουν δυνατότητες σύναψης συμμαχίας με τον Πέρση σατράπη. Αυτοί, υπερβαίνοντας την εντολή που είχαν, πρόσφεραν στο σατράπη «γην και ύδωρ» εξ ονόματος των Αθηναίων. Η τιμωρία τους υπήρξε βαρύτατη. Οι φόβοι των Αθηναίων επαληθεύτηκαν. Ο Κλεομένης συγκέντρωσε πελοποννησιακό στρατό, χωρίς όμως να αποκαλύψει τις προθέσεις του, να τιμωρήσει, δηλαδή, τους Αθηναίους και να επιβάλει τυραννίδα υπό τον Ισαγόρα. Ο συμμαχικός στρατός της Πελοποννήσου με επικεφαλής τους δύο βασιλείς της Σπάρτης, Κλεομένη και Δημάρατο, το 506 εισέβαλε στην Αττική. Ταυτόχρονα Βοιωτοί και Χαλκιδείς, σε συνεννόηση με τον Κλεομένη, κατέλαβαν και λεηλάτησαν δήμους της βόρειας Αττικής. Ο αθηναϊκός στρατός συγκεντρώθηκε στην Ελευσίνα για να αντιμετωπίσει τους Πελοποννήσιους. Πριν τη μάχη ο Δημάρατος πληροφορήθηκε τους σκοπούς του Κλεομένη κι αποχώρησε. Το ίδιο έπραξαν και οι Κορίνθιοι. Η πρώτη συμμαχική κινητοποίηση των Πελοποννησίων έληξε πολύ άδοξα. Μετά την αποχώρηση των Πελοποννησίων οι Αθηναίοι επιτέθηκαν εναντίον των Βοιωτών και τους συνέτριψαν· σκότωσαν πολλούς κι αιχμαλώτισαν 700, τους οποίους και φυλάκισαν. Αμέσως μετά στράφηκαν κατά των Χαλκιδέων, τους οποίους κατατρόπωσαν και τους επέβαλαν σκληρούς όρους: α) φυλάκισαν αλυσοδεμένους τους αιχμαλώτους τους, β) θα τους απέλυαν με αντάλλαγμα 2 μνες για τον καθένα και γ) εγκατέστησαν εκεί 4.000 ακτήμονες Αθηναίους κληρούχους σε κτήματα που πήραν από τους ευγενείς της Χαλκίδας. Από τους Βοιωτούς πήραν τον Ωρωπό (506 π.Χ.), αλλά δεν τον πρόσθεσαν στο αθηναϊκό κράτος. Οι Βοιωτοί, για να εκδικηθούν τους Αθηναίους, παρακίνησαν τους Αιγινήτες να προβούν σε εχθροπραξίες εναντίον τους. Το έκαμαν.


Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν εύκολο να χωνέψουν τις αποτυχίες τους. Ο Κλεομένης επέβαλε τις απόψεις του. Αυτή τη φορά αποφάσισαν ν’ αποκαταστήσουν τον Ιππία. Θέλανε, όμως, να ενεργήσουν σε συνεννόηση με τους συμμάχους τους. Γιαυτό κάλεσαν (505 π.Χ.) στη Σπάρτη αντιπροσώπους τους και τον Ιππία για διαβουλεύσεις. Οι Σπαρτιάτες εξέθεσαν τα σχέδιά τους. Οι σύμμαχοι άκουγαν σιωπηλοί. Μόνο ο Κορίνθιος Σωσικλής διαφώνησε ανοιχτά. Οι άλλοι σύμμαχοι αρκέστηκαν να συμφωνήσουν απλά μαζί του. Οι Σπαρτιάτες υπαναχώρησαν. Ο Ιππίας επανήλθε στο Σίγειο και συνέχισε τις δραστηριότητές του και τις επαφές του με τον Πέρση σατράπη των Σάρδεων Αρταφέρνη. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν. Ο Αρταφέρνης πήρε το μέρος του Ιππία.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο Β΄ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟΣ (700 – 505 π.Χ.)


Είδαμε ήδη ότι κατά τον προηγούμενο (Η΄) αιώνα Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στ’ ανατολικά της Σικελίας και σε μερικά σημεία της Κάτω Ιταλίας. Η ολοκλήρωση της εγκατάστασης

Ελλήνων στην περιοχή θα συντελεστεί κατά τους δύο

επόμενους αιώνες. Θα είναι η μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων εκτός Ελλάδας. Γιαυτό και η ονομασία Μεγάλη Ελλάς, που δόθηκε πιθανώς από αποίκους εκ Στερεάς Ελλάδας κι επικράτησε έκτοτε. Ας παρακολουθήσουμε την πορεία αυτού του φαινομένου. Κρήτες και Ρόδιοι, το 688 π.Χ., με αρχηγούς τους Έντιμο και Αντίφημο, ίδρυσαν στα νότια παράλια της Σικελίας τους Λινδίους ή Γέλα. Χρειάστηκε να πολεμήσουν εναντίον των ντόπιων. Αργότερα οι Γελώοι ίδρυσαν εκεί κοντά το Μακτώριο. Λίγο αργότερα Αχαιοί της Μεσσηνίας ίδρυσαν το Μεταπόντιο, και το 673 μετανάστες Λοκροί έκτισαν τους Επιζεφύριους Λοκρούς. Απόγονοί τους ίδρυσαν το Ιππώνιο και τη Μέδμα. Περί τα τέλη αυτής της 50ετίας οι Κολοφώνιοι ίδρυσαν τη Σίρι. Οι Κροτωνιάτες, οι Συβαρίτες και οι Επιζεφύριοι Λοκροί έλεγχαν τα παράλια της Τυρρηνικής. Οι αποικίες των Συβαριτών (αρχές Ζ΄ αι.) και Κροτωνιατών (β΄ τέταρτο Ζ΄ αι.) Ποσειδωνία και Καυλωνία, αντίστοιχα, έγιναν ανεξάρτητα κράτη. Από τα αξιοσημείωτα της εσωτερικής ζωής των αποικιών είναι η νομοθεσία του Ζαλεύκου στους Λοκρούς

(661 π.Χ.): α) πρώτος αυτός όρισε ποινές για

αδικήματα (προηγουμένως τις καθόριζαν οι δικαστές), β) καθιέρωσε τη σύναψη συμβολαίων και την εκδίκαση περιουσιακών διεκδικήσεων κ.ά. Αυτοί οι νόμοι ίσχυσαν επί 200 χρόνια. Συναφής ήταν η νομοθεσία του (μαθητή του Ζαλεύκου;) Χαρώνδα στην Κατάνη (τέλος Ζ΄ αι.). Οι νόμοι του αναφέρονται σε θέματα οικογενειακού δικαίου, συμβολαίων, ψευδομαρτυρίας κτλ. Λίγο πριν από το 600 Κυμαίοι και Ρόδιοι ίδρυσαν την Παρθενόπη, προκάτοχο της Νεάπολης. Στα πλαίσια, όμως, της Μ. Ελλάδας έγιναν και εσωτερικές μετακινήσεις και ιδρύσεις νέων αποικιών από παλιούς αποίκους κατά τη διάρκεια του Ζ΄ αι. Τέτοιες αποικίες ήταν, π.χ., οι Άκρες, οι Κασμένες, ο Έλωρος, η Καμαρίνα, η Ιμέρα, η Σελινούς κ.ά. Περί το 580 – 576 π.Χ. έφθασαν στη Σικελία Κνίδιοι και Ρόδιοι με αρχηγό τον Πένταθλο, συγκρούστηκαν με ντόπιους και Καρχηδόνιους κι αναγκάστηκαν τελικά να εγκατασταθούν στο νησί Λιπάρα. Το 583 π.Χ. Ρόδιοι, Γελώοι και Δωριείς των νότιων Σποράδων ίδρυσαν τον Ακράγαντα, ανάμεσα στο Σελινούντα και τη Γέλα. Περιβόητος έμεινε ο τύραννος της πόλης Φάλαρης. Αφού κυβέρνησε τυραννικά επί 16 χρόνια, το 554 π.Χ. ανατράπηκε από τον Τηλέμαχο.


Το μεγαλύτερο και πλουσιότερο ελληνικό κράτος της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας ήταν η Σύβαρη. Είχε έκταση 6.500 τ.χλμ. και πληθυσμό περίπου 400.000 ελευθέρων πολιτών. Ίδρυσε στα παράλια της Τυρρηνικής 3 ακόμη πόλεις: Λάο, Σκίδρο, Κερίλλους. Η πολυτέλεια

δε του βίου των Συβαριτών ήταν τέτοια, ώστε το

Συβαρίτης να γίνει ταυτόσημο με το τρυφηλός και ακόλαστος. Πολλές από τις αποικίες γνώρισαν ακμή, ισχύ και ευημερία. Υπήρξαν όμως και αντιπαλότητες και συγκρούσεις μεταξύ τους. Στον Κρότωνα δέσποσε η μορφή του Σάμιου Πυθαγόρα. Έγινε δε περίφημος ο Κρότωνας και για το πλήθος των Ολυμπιονικών που ανέδειξε. Ως μεγαλύτερο επίτευγμα από την αποίκιση αυτών των μερών δύναται να θεωρηθεί ο ομαλός εξελληνισμός των γηγενών κατοίκων. Ήταν δε τόσο βαθύς και τόσο εκτεταμένος αυτός ο εξελληνισμός, που ούτε αυτοί οι Ρωμαίοι που κυριάρχησαν στην περιοχή επί πολλούς αιώνες κατόρθωσαν να τον ξεριζώσουν. Υπολείμματα δε της ελληνικής γλώσσας –πολύ περισσότερα δε της ελληνικής συνείδησης– υπάρχουν ακόμη και σήμερα στην περιοχή της Μ. Ελλάδας. Φυσικά και οι Έλληνες άποικοι δέχθηκαν επιδράσεις –πώς θα μπορούσε να μη γίνει, εξάλλου– από τους ντόπιους, όπως π.χ. συνήθειες, λέξεις, μυθικές παραδόσεις, αντιλήψεις κτλ. Οι Έλληνες, όμως, δεν περιορίστηκαν στον αποικισμό της Δύσης. Στράφηκαν και προς τα βόρεια παράλια της Ελλάδας: Μακεδονίας, Θράκης και Εύξεινου Πόντου. Έτσι, οι Ερετριείς έκτισαν τη Μεθώνη στην Πιερία. Μέχρι το 600 π.Χ. οι Ερετριείς ίδρυσαν στη Χαλκιδική τις αποικίες-πόλεις Μένδη, Άφυτη, Νεάπολη, Αιγές, Θεράμβω και Σάνη, ενώ στην ίδια περιοχή οι Χαλκιδείς τις αποικίες-πόλεις: Άσσα, Πίλωρος, Σίγγος, Σάρτη, Τορώνη, Γαληψός, Σερμύλη και Μηκύβερνα. Άλλες αποικίες: των Κορινθίων η Αινεία και η Ποτίδαια, της Άνδρου η Άκανθος, τα Στάγειρα και Άργιλος, και η Σκιώνη άγνωστο τίνος. Αποικίες στα θρακικά παράλια: τα Άβδηρα (των Τήιων), η Μαρώνεια (των Χίων), η Αίνος (των Λέσβιων) και η Δικαία (άγνωστο τίνος). Εξελληνίστηκαν τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη, που είχαν καταληφθεί από τους Φοίνικες. Στη Θάσο είχαν πάει και Πάριοι άποικοι (Ζ΄ αι.), ανάμεσα στους οποίους και ο ποιητής Αρχίλοχος. Ακόμη: η Καρδία (των Μιλησίων) και η Σηστός (των Αιολών της Μ. Ασίας). Αποικίες στην Προποντίδα: η Πέρινθος (των Σαμίων), η Κύζικος (των Μιλησίων), η Χαλκηδόνα (μέσα Ζ΄ αι.), η Σηλυβρία (675 π.Χ.), το Βυζάντιο (657) και ο Αστακός (628) (των Μεγαρέων), η Αρτάκη, το Προκόννησο και η Άβυδδος (700 – 675 π.Χ.) (των Μιλησίων), το Πάριο (μέσα Ζ΄ αι.) (των Ερυθραίων και Πάριων), η Λάμψακος (μέσα Ζ΄ αι.) (των Μιλησίων) και το Ηραίο Τείχος και η Βισάνθη (600 π.Χ.) (των Σάμιων). Αποικίες στα παράλια του Εύξεινου Πόντου: η Σινώπη (των Μιλησίων), η Κερασούντα και η Τραπεζούντα (των Σινωπέων)· και ακόμη


οι: Φάσι (Στ΄ αι.), Διοσκουριάδα (τέλος Στ΄ αι.), Παντικάπαιο, Φαναγόρεια, Τάναϊν, Οδησσός (μέσα Στ΄ αι.), Όλβια, Ίστρος ή Ιστρία ( μετά τα μέσα του Ζ΄ αι.), Απολλωνία (τέλη Ζ΄ αι.) και οι Κρουνοί, οι περισσότερες των οποίων αποικίες των Μιλησίων. Από Μεγαρείς κτίστηκαν στα παράλια της Κολχίδας η Ηράκλεια (559/8 π.Χ.) και η Μεσημβρία (περί το 510 π.Χ.).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Η ΑΡΧΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ


Ο χώρος δεν επιτρέπει (στα όρια της παρούσας εργασίας) μια εκτενή παρουσίαση των

μορφών

της

καλλιτεχνικής

δημιουργίας

των

Ελλήνων

–που

ήταν

ομολογουμένως υψηλού επιπέδου– κατά την περίοδο από τον Ζ΄ – αρχές του Ε΄ αι. π.Χ., γιαυτό θα περιοριστούμε σε μια απλή πτυχογραφία της. Η ελληνική τέχνη του Ζ΄ αι. ονομάστηκε «ανατολίζουσα», κι αυτό γιατί φέρνει πολλά χαρακτηριστικά επίδρασης της Ανατολής, τόσο στη θεματολογία όσο και σε πολλές τεχνικές, αλλά και στη χρήση νέων υλικών, π.χ. του ελεφαντόδοντου. Τομείς που διέπρεψε η τέχνη: - Στην κεραμική και στην αγγειογραφία (Κόρινθος: η όλπη (είδος πρόχου), ένα από τα αριστουργήματα ολόκληρης της ελληνικής αγγειογραφίας), πρωτοαττική, Αθήνα: μελανόμορφος και ερυθρόμορφος ρυθμός αμφορέων. - Στη Γλυπτική: κυρίαρχη έκφραση οι κούροι και οι κόρες. Κι ακόμη, συνθέσεις με βάση το άλογο, αρχιτεκτονικά ανάγλυφα, τα αετώματα, οι ζωφόροι, οι μετόπες, οι επιτύμβιες στήλες κτλ. - Στη μικροτεχνία: κοσμήματα, αφιερώματα, σκεύη, όπλα, σφραγιδόλιθοι, ειδώλια κτλ. - Στην αρχιτεκτονική: κυρίαρχα δημιουργήματα οι ναοί και άλλα δημόσια οικοδομήματα, τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα, όσο και στις αποικίες. Πρόκειται για επιβλητικά κατασκευάσματα. Αντιπροσωπευτικά δημιουργήματα: ο αρχαϊκός ναός της Αρτέμιδας - Γοργούς στην Κέρκυρα, ο ναός της Ήρας στην Ολυμπία, ο ναός του Απόλλωνα στην Κόρινθο, ο ναός της Αφαίας Αθηνάς στη Αίγινα κ.ά. - Στην οικοδομική: επεξεργασία και μεταφορά των υλικών, εργαλεία, τεχνικές κατασκευών. ΠΟΙΗΣΗ Αξίζει ν’ αφιερώσουμε λίγο περισσότερο χώρο στην καλλιτεχνική - πνευματική αυτή έκφραση. Ο ποιητικός λόγος αυτής της περιόδου παρουσιάζεται υπό 4 μορφές που τις ονομασίες τους οφείλουν στο αντίστοιχο μετρικό είδος:Την ιαμβική, την ελεγειακή, τη λυρική και τη χορική. α) Ιαμβική: Ευδοκίμησε ή εμφανίστηκε κυρίως στην Ιωνία. Άλλωστε αυτή είναι η γενέτειρα και τροφός της όλης λυρικής ποίησης. Χαρακτηριστικό της ο ίαμβος: δισύλλαβο ποιητικό μέτρο που αποτελείται από μία βραχεία και μία μακρά συλλαβή ή μια τονισμένη και μία άτονη συλλαβή. Ως ποιητικό είδος είναι ποιήματα σκωπτικά ή υβριστικά ή και δραματικοί

στίχοι, που απαγγέλλονταν από

βωμολόχους μίμους και υποκριτές. Τα ιαμβικά ποιήματα ήταν γραμμένα στο ίδιο μέτρο και ήταν κατάλληλα για απαγγελία.


Σημαντικότερος εκπρόσωπος και πατέρας του ποιητικού αυτού είδους θεωρείται ο Αρχίλοχος. Γεννήθηκε στις αρχές του Ζ΄ αι. στην Πάρο· πατέρας του ο Τελεσικλής, πλούσιος, μάνα του δε μια δούλη. Έζησε τη φτώχεια και τον κατατρεγμό. Αναγκάστηκε να πολεμήσει ως μισθοφόρος στην Εύβοια και στη Θάσο. Σκοτώθηκε σε πόλεμο εναντίον των Ναξίων. Οι πολεμικές του εμπειρίες αποτυπώθηκαν και στο ποιητικό του έργο. Τον βλέπουμε να σατιρίζει τον πόλεμο ή να χλευάζει τον αξιωματικό που καμαρώνει για τα παράσημά του. Θεωρούνταν από τους αρχαίους ως ισάξιος του Ομήρου. Μόνο λίγα αποσπάσματα σώθηκαν, δυστυχώς, από τα έργα του. Ένα μεγάλο μέρος της ποίησής του ήταν επιθετικό, γιαυτό ονομάστηκε «σκορπιός». Έγραψε, όμως, και άλλου είδους έργα: ερωτικά, συμποσιακά και ύμνους στους θεούς, όπως είναι ο περίφημος ύμνος στον Ηρακλή, είτε σε εξάμετρα είτε σε ιαμβικά τρίμετρα.

Μπορεί να θεωρηθεί ο

εισηγητής της σάτιρας και του δυτικού ρεαλισμού. Η πατρίδα του Πάρος τον τίμησε από την αρχαιότητα. Άλλοι εκπρόσωποι αυτού του είδους αναφέρονται οι: Σιμωνίδης ο Αμοργίνος. Γεννήθηκε περί το 650 π.Χ. στη Σάμο. Μετά εγκαταστάθηκε στην Αμοργό. Σ’ ένα πολύστιχο ιαμβικό ποίημά του (κυκλικής μορφής) επιτίθεται λαύρος κατά των γυναικών, χαρακτηρίζοντάς τες ως το μεγαλύτερο κακό του κόσμου. Σ’ αυτό παρουσιάζονται 9 τύποι γυναικών. Ο καλύτερος τύπος γυναίκας είναι αυτός που γεννήθηκε από τη μέλισσα. Ιππώναξ ο Εφέσιος. Έζησε στα μέσα του στ΄ αι. Σημαντικότερος ως ποιητής από το Σιμωνίδη. Αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά κατέληξε πάμπτωχος. Εγκαταστάθηκε στις Κλαζομενές για ν’ αποφύγει την τυραννία. Έμεινε γνωστός και για την επίθεσή του κατά του γλύπτη Βουπάλου. Τα ποιήματα του Ιππώνακτα είναι γραμμένα σε τρίμετρους ιάμβους (χωλιάμβους). Πνευματώδης και ρεαλιστής ποιητής. Ανάνιος. Λιγότερο σημαντικός από τους προηγούμενους. Έζησε και αυτός τον στ΄ π.Χ. αι. Θεωρείται εφευρέτης των χωλιάμβων (= στίχοι που έχουν σπονδείο στην έκτη θέση, άρα χωλαίνουν). Έγραψε το πρώτο γαστρονομικό ποίημα. β) Ελεγειακή: Θα λέγαμε ότι είναι η γέφυρα μετάβασης από την επική ποίηση προς τη λυρική. Είναι ποίημα σε δίστιχες στροφές, από τις οποίες η μία σε εξάμετρο και η άλλη δεκαπεντάμετρο. Τα πρώτα ελεγειακά ποιήματα ήταν στρατιωτικά και ερωτικά. Συνοδευόταν δε, σε αντίθεση με την ιαμβική, από μουσική. Στους εκπροσώπους της ελεγειακής ποίησης καταλέγονται οι: - Καλλίνος ο Εφέσιος: Θεωρείται ο αρχαιότερος ελεγειακός ποιητής (650 π.Χ. περίπου). Σ’ ένα από τα ποιήματά του (το αρχαιότερο του είδους) προτρέπει τους συμπατριώτες του να πολεμήσουν εναντίον των εχθρών. - Τυρταίος. Σπαρτιάτης. Λίγο μεταγενέστερος (640 π.Χ. περίπου) του Καλλίνου. Πολεμικοί παιάνες, είναι κυρίως και τα δικά του ποιήματα, αλλ’ όχι σε τόσο λαμπρό ύφος όσο εκείνα του Καλλίνου.


- Μίμνερμος ο Κολοφώνιος (630 π.Χ. περίπου). Επιδόθηκε κυρίως στην ερωτική ποίηση. Θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής και της λατινικής ερωτικής ποίησης. Ο πρώτος ηδονιστής της δυτικής λογοτεχνίας. Θρηνεί για τη σύντομη νεότητα και ελεεινολογεί τα γηρατειά. Όλα δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου του το έγραψε για την τραγουδίστρια Ναννώ. - Σόλωνας (639 – 559 π.Χ.). Ο πρώτος γνωστός Αττικός ποιητής. Ένας από τους επτά σοφούς.

Χρησιμοποίησε

ιαμβικούς,

ελεγειακούς

και

τροχαϊκούς

στίχους.

Άνθρωπος της ευνομίας και της τάξης. Το μεγαλύτερο-σημαντικότερο γνωστό ελεγειακό του ποίημα είναι η «Σαλαμίς», όπου θρηνωδεί την απώλεια της Σαλαμίνας και προτρέπει του Αθηναίους να πολεμήσουν για την ανάκτησή της. Είναι ο πρώτος που πέρασε μέσα από την ποίηση την πολιτική σκέψη. - Θέογνις: Γεννήθηκε στα Μέγαρα γύρω στο 600 π.Χ. Στις πολιτικές του αντιλήψεις ήταν συντηρητικός. Περιφρονούσε τους δημοκρατικούς πολιτικούς και εκθείαζε την αριστοκρατία. Του αποδίδεται η ανθολόγηση 400 ελεγειακών στίχων («θεογνίδεια ποιήματα»), πιθανότατα ποιητών που έζησαν από το 700 ως το 460 π.Χ. Τα περισσότερα από αυτά είναι συμποσιακά. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους ελεγειακούς ποιητές. Ένα μέρος των «Θεογνιδείων» ποιημάτων αναφέρονται στον παιδικό έρωτα. Στην ποίησή του θα βρούμε και εύστοχα γνωμικά, όπως: «μηδέν άγαν σπεύδειν· πάντων μέσ’ άριστα». - Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος. Έζησε τον στ΄ αι. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Ελέα της Μ. Ελλάδας. Χρησιμοποίησε δύο μετρικά συστήματα: το επικό εξάμετρο για τα φιλοσοφικά του ποιήματα, και το ελεγειακό για τα συμποσιακά και τα προτρεπτικά του ποιήματα. γ) Λυρική: Και τα δύο προηγούμενα ποιητικά είδη ανήκουν στην υπό ευρεία έννοια λυρική ποίηση. Εδώ πρόκειται για την κυρίως λυρική ποίηση. Αυτή εκπροσωπείται από τους: - Τέρπανδρο το Λέσβιο (630 π.Χ. περίπου). Δε σώζονται έργα του. Δεν είναι βέβαιο αν είναι δικές του οι μουσικές εφευρέσεις που του αποδίδονται. Μεγάλη φήμη απέκτησε ως κιθαρωδός (=τραγουδιστής που έπαιζε και λύρα). Λέγεται ότι ίδρυσε στη Λέσβο σχολή λυρικής ποίησης. - Αλκαίο. Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη γύρω στο 620 π.Χ. Αρχοντικής καταγωγής. Ήταν αντίπαλος των τυράννων Μυρσίλου, Μελάχρου και Πιττακού. Εξορίστηκε στη Λυδία και στην Αίγυπτο. Στο Σίγειο πολέμησε εναντίον των Αθηναίων, όπου και πέταξε την ασπίδα του, όπως και ο Αρχίλοχος. Στο σημαντικότερο κομμάτι της η ποίησή του είναι πολιτική. Έγραψε, όμως, και ποιήματα συμποσιακά, μυθολογικά, ερωτικά και ύμνους για τους θεούς. Η ποίησή του είναι απλή και λιτή. Από πλευράς δε μετρικής μάς κληροδότησε τη λεγόμενη «αλκαϊκή στροφή».


- Σαπφώ: Γεννήθηκε το 715 π.Χ. στην Έφεσο της Λέσβου. Παντρεύτηκε κι απέκτησε την Κλεΐδα. Λόγω της αντίθεσής της με το καθεστώς εξορίστηκε και κατέφυγε στη Σικελία. Όταν επέστρεψε ίδρυσε στη Μυτιλήνη ένα μορφωτικό ίδρυμα, είδος σχολής χορού και μουσικής για κοπέλες καλών οικογενειών. Δεν είναι εξακριβωμένο ότι αυτοκτόνησε. Από το έργο της σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Θέμα τους η γυναίκα και οι εφήμερες χαρές και λύπες των κοριτσιών της σχολής της, εκφράζοντας και τη δική της λύπη όταν ερχόταν η στιγμή ν’ αποχωριστεί κάποιο από αυτά. Η κατάταξή της στους μεγάλους ποιητές οφείλεται σε δύο ποιήματά της: την ωδή στην Αφροδίτη (σώζεται ολόκληρο), και το απόσπασμα που διέσωσε ο Ψευδολογγίνος και στο οποίο περιγράφει τα αισθήματά της για ένα κορίτσι που φεύγει από κοντά της. Από αυτό κυρίως προέκυψε και η γνώμη ότι ήταν μια διεστραμμένη γυναίκα. Η Σαπφώ έγραψε στην ομιλούμενη τότε απλή αιολική διάλεκτο της Λέσβου. Η ποίησή της είναι απλή, έντονη σε συναισθήματα και σαγηνευτική. Υπήρξε η μοναδική γυναίκα ποιήτρια που εξάσκησε μεγάλη επίδραση στην ελληνική ποίηση. Την ονόμασαν «δέκατη Μούσα». - Ανακρέοντα τον Τήιο (563 – 478 π.Χ.). Γεννήθηκε στην πόλη Τέω της Μ. Ασίας, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ποιητής του έρωτα, της νεότητας, της ομορφιάς, των γυναικών και της γυναίκας. Αδιαφορούσε για την πολιτική. Η περσική απειλή τον ανάγκασε να περιπλανηθεί. Εύρισκε καταφύγιο στις αυλές των ισχυρών της εποχής του, του Πολυκράτη στη Σάμο, του Ιππάρχου στην Αθήνα και των Αλευάδων στη Λάρισα. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι κατέταξαν τα έργα του σε 5 ομάδες: 1) Ύμνους, 2) Ερωτικά, 3) Οινοποσιακά, 4) Ιάμβους και 5) Τροχαίους και Ελεγείες ή επιγράμματα. Η ποίησή του είναι ιδιόρρυθμη, γιαυτό και δυσκολομίμητη. Εντούτοις πολλοί κατά καιρούς επιχείρησαν να μιμηθούν την ποιητική του τεχνοτροπία. Από αυτές τις απομιμήσεις

δημιουργήθηκε

ένας

κύκλος

ποιημάτων

που

ονομάστηκαν

«Ανακρεόντεια». Εσφαλμένα αποδόθηκαν στον Ανακρέοντα. Αυτό, όμως, είχε σαν συνέπεια να σχηματιστεί μια εσφαλμένη εικόνα για τον Ανακρέοντα: σαν ένα φιλήδονο γέροντα. Από το γνήσιο έργο του, αντίθετα, αναδύεται ένας ευφυέστατος και μετρημένος άνθρωπος. Ο Ανακρέοντας χρησιμοποιεί την Ιωνική διάλεκτο με στοιχεία δωρικά και αιολικά. δ) Χορική: Ως συγκροτημένο ποιητικό είδος πρωτοεμφανίστηκε στη Σπάρτη στα μέσα του Ζ΄ αι., όταν έφτασε εκεί από την Κρήτη ο μουσικός Θαλήτας, ύστερα δε από λίγα χρόνια και ο Αλκμάνας από τις Σάρδεις. Είδη, όμως, χωρικής ποίησης (παιάνες, προσόδια, διθύραμβοι, υμέναιοι και θρήνοι) προϋπήρχαν αυτής της περιόδου. Η χωρική λυρική ποίηση ήταν κατ’ εξοχήν λατρευτική. Οι Σπαρτιάτες διεκδικούσαν τον Αλκμάνα σαν δικό τους ποιητή. Το σύνολο σχεδόν της ποίησής του χάθηκε. Το σπουδαιότερο απόσπασμα σώθηκε σε αιγυπτιακό πάπυρο και αποτελείται από 100 περίπου στίχους.


Κορυφαίος ποιητής του Ελληνισμού της Μ. Ελλάδας θεωρείται ο Στησίχορος (630 – 553 π.Χ.), αλλά και σημαντική μορφή τής καθ’ όλου ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι αυτός που πρώτος μετέβαλε τη θρησκευτική λυρική ωδή σε απλή λυρική αφηγηματική ποίηση. Φαίνεται ότι είναι ορθή η άποψη ότι πρώτος αυτός χρησιμοποίησε στη χορική ποίηση το τριαδικό μετρικό σύστημα: στροφή, αντιστροφή και επωδός. Με αυτό εργάστηκε πάνω στα έργα του «Ελένη» και «Παλινωδία». Τα θέματα που πραγματεύεται είναι επικά, ερωτικά και βουκολικά. Υπογραμμίζεται η μεγάλη επίδρασή του στον Πίνδαρο και στην τραγωδία. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι κατέταξαν τα ποιήματά του σε 26 βιβλία. Από τις χώρες της Μ. Ελλάδας προέρχεται και ένας άλλος αξιόλογος χορικός ποιητής, ο Ίβυκος (560 π.Χ. περίπου), από το Ρήγιο. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σάμο. Από το έργο του σώθηκαν αποσπάσματα. Θεωρείται ως ο ερωτικότερος λυρικός ποιητής. Εντούτοις οι κλασικότεροι και μεγαλύτεροι αντιπρόσωποι της χορικής ποίησης είναι οι επόμενοι: - Σιμωνίδης ο Κείος (556 – 467 π.Χ. περίπου). Επιδίωκε και αυτός, όπως και ο Ανακρέοντας, την εύνοια των ισχυρών. Πρώτα βρέθηκε στην αυλή του Ιππάρχου στην Αθήνα, μετά πήγε στους Σκοπάδες της Θεσσαλίας, ενώ τα 10 τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Σικελία κοντά στον Ιέρωνα. Σε ηλικία 90 ετών πέθανε στον Ακράγαντα. Ως ποιητής καθιερώθηκε με τις ωδές του στους νικητές των Πανελλήνιων αγώνων. Ήταν ο πρώτος που εξύμνησε τους αθλητές. Έγραψε και θρήνους σε μορφή χορικής ωδής, όπως είναι π.χ. ο θρήνος για τους πεσόντες στις Θερμοπύλες. Οι Περσικοί πόλεμοι του έδωσαν ερεθίσματα και υλικό για να γράψει έξοχα ποιήματα. Εκεί δε που είναι ίσως αξεπέραστος είναι στο επιτύμβιο επίγραμμα. Έγραψε και συμποσιακά ποιήματα. Καυχιόταν ότι νίκησε 65 φορές με ανδρικούς χορούς (δηλ. με διθυράμβους) στα Διονύσια των Αθηνών. - Πίνδαρος: Γεννήθηκε το 518 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές κοντά στη Θήβα. Σπούδασε μουσική και ποίηση στην Αθήνα. Συνδέθηκε με τους Αλκμεωνίδες. Κατά τους Περσικούς πολέμους σίγησε. Τάχθηκε μαζί με τους Θηβαίους στο πλευρό των Περσών. Περί το 476 – 74 ταξίδεψε στη Σικελία, στις αυλές των τυράννων του Ακράγαντα, Θήρωνα, και των Συρακουσών Ιέρωνα, των οποίων εξύμνησε τις νίκες στους Πανελλήνιους αγώνες. Το αριστούργημά του το έγραψε για τον Αρκεσίλαο το Δ΄ της Κυρήνης. Το 474 έγραψε διθύραμβο με τον οποίο εξυμνούσε την Αθήνα. Το 446 έγραψε τον όγδοο Πυθιόνικο, το τελευταίο ακέραιο ποίημά του, που σώθηκε ολόκληρο. Πέθανε στο Άργος το 438 π.Χ., λίγο πριν αρχίσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος.


Η ποιητική του δημιουργία: Το πρώτο του έργο το έγραψε το 498 σε ηλικία 20 ετών. Το μεγαλύτερο μέρος του ποιητικού του έργου χάθηκε (13 βιβλία με ύμνους στους θεούς, παιάνες, διθύραμβους, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, θρήνους και εγκώμια). Οι Αλεξανδρινοί γνώριζαν 17 βιβλία των ποιημάτων του, ενώ ως εμάς έφθασαν 4 βιβλία με επινίκιες ωδές για τους νικητές των μεγάλων Πανελλήνιων αγώνων και λίγα αποσπάσματα από τα άλλα έργα του. Κάθε βιβλίο από αυτά τα 4 αναφέρεται σε έναν από τους 4 μεγάλους Πανελλήνιους αγώνες: Ολύμπια, Πύθια, Νέμεα και Ίσθμια. Για την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ήταν ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής. Αλλά και οι σημερινές κρίσεις για τον ποιητή δεν απέχουν πολύ από τη γνώμη των αρχαίων. - Βακχυλίδης (505 – 450 π.Χ.). Ανιψιός του Σιμωνίδη. Έγραψε ωδές - διθυράμβους. Το 1897 βρέθηκε ένας αιγυπτιακός πάπυρος στον οποίο διασώθηκε ένα σημαντικό μέρος από το έργο του. Έγραψε δύο αξιόλογα ποιήματα για τον ήρωα των Αθηναίων Θησέα. Το έργο του διακρίνει πρόσχαρη διάθεση. Δεξιοτέχνης αφηγητής. Μερικές από τις αφηγήσεις του είναι πραγματικά αριστουργήματα. Μετά τον Πίνδαρο και το Βακχυλίδη η χορική ποίηση γνώρισε την παρακμή.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 1. Θαλής ο Μιλήσιος: Θεμελιωτής της φυσικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στη Μίλητο το 585 π.Χ. Ταξίδεψε αρκετά. Γι’ αυτόν αιτία και πρώτη αρχή των όντων είναι το νερό, το οποίο θεωρεί ως κάτι έμψυχο. Δεν έγραψε τίποτε. 2. Αναξίμανδρος: Μαθητής του Θαλή. Καταγόταν κι αυτός από τη Μίλητο. Γεννήθηκε το 610 και πέθανε το 546 π.Χ. Είναι ο ιδρυτής/δημιουργός του γραπτού φιλοσοφικού λόγου. Κι αυτόν απασχόλησε το πρόβλημα της αρχής του κόσμου, της γένεσης και της φθοράς των όντων. Ήταν επιπλέον αστρονόμος, μετεωρολόγος και γεωγράφος. Σχεδίασε τον πρώτο χάρτη της Γης. Αυτός πρώτος εισήγαγε στο χώρο της φιλοσοφίας την έννοια του απείρου· αυτό είναι η αρχή του κόσμου. Όλα όσα υπάρχουν είναι πεπερασμένα. Το άπειρο υπήρχε πριν από αυτά. Ένα άλλο βάθρο του Αναξιμάνδρειου φιλοσοφικού συστήματος είναι το δίπολο των εννοιών της γένεσης και της φθοράς των πάντων. 3. Αναξιμένης: Μιλήσιος κι αυτός. Γεννήθηκε το 585 και πέθανε το 525 π.Χ. Μαθητής του Αναξίμανδρου. Ο τελευταίος εκπρόσωπος της σχολής της Μιλήτου. Η φιλοσοφική του σκέψη κινείται γύρω από το στοιχείο του αέρα. Αυτός είναι το άπειρο. Τον εκλαμβάνει σαν έμψυχο στοιχείο, σαν τη ζωογόνο εμψυχωτική πνοή. 4. Πυθαγόρας ο Σάμιος: Γεννήθηκε το 570 π.Χ. στη Σάμο. Ταξίδεψε εκτός Ελλάδας και κατέληξε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας. Θεωρείται ιδρυτής της ομώνυμης φιλοσοφικής σχολής (ορθότερα θιάσου). Το σύστημά του στηρίζεται στις έννοιες του μέτρου και της αρμονίας. Οι αρχές των όντων πρέπει να αναζητούνται σε αριθμητικές

σχέσεις.

Ομοιότητες

με

τη

φιλοσοφία

του

Ηράκλειτου.

Ο

πυθαγορισμός δεν ήταν μόνο φιλοσοφικο-μαθηματικό σύστημα, αλλά και τρόπος ζωής, ηθικοθρησκευτικό σύστημα. Πέθανε το 496 π.Χ. 5. Ξενοφάνης: Γεννήθηκε το 570 π.Χ. στην Κολοφώνα της Ιωνίας. Είναι ο ιδρυτής της Ελεατικής φιλοσοφικής Σχολής. Όταν το 546 π.Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν την πατρίδα του αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Μετά από περιπλάνηση κατέληξε στην Ελέα της

Κάτω Ιταλίας. Ποιητής, ραψωδός και φιλόσοφος. Πολέμησε τον

ανθρωπομορφισμό της λαϊκής θρησκείας. Διδάσκει την απόλυτη ακινησία του θεού. Ήταν ο πρώτος φιλόσοφος και δάσκαλος της ενότητας του κόσμου. Η εικόνα που έχει για τον κόσμο είναι φυσιοκρατική. Πέθανε το 470 π.Χ.


6. Παρμενίδης: Η μεγάλη φυσιογνωμία της Ελεατικής σχολής. Γεννήθηκε το 515 π.Χ. στην Ελέα της Κ. Ιταλίας. Μαθητής του Ξενοφάνη. Πυρήνας της σκέψης του είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Η θέα της αλήθειας τού εμπνέει την έννοια του Είναι, του ενός και αιώνιου Είναι. Το Είναι πρέπει να είναι Ένα, γιαυτό και η αλήθεια πρέπει να είναι μία. Το Είναι είναι πραγματικό, ενώ το Γίγνεσθαι, δηλαδή το Μη-Είναι, είναι φαινομενικό, άρα ανύπαρκτο. Είναι ο φιλόσοφος του Λόγου, του Νοείν. 7. Ζήνων: Κατά 25 χρόνια νεότερος (490 – 430 π.Χ.) του δασκάλου του Παρμενίδη. Ένα υπάρχει και όχι πολλά, υποστήριζε. Δημιουργός της διαλεκτικής, της έμμεσης απόδειξης, δηλαδή απόρριψη της αρχικής υπόθεσης ως εσφαλμένης (εις άτοπον απαγωγή). Πολέμιος της πολλότητας των πραγμάτων και υπέρμαχος της ενότητας. 8. Ηράκλειτος: Γεννήθηκε στην Έφεσο το 540 π.Χ. Η φιλοσοφία του διαπλέκεται γύρω από την έννοια του Λόγου. Εδώ ο Λόγος λαμβάνει για πρώτη φορά συνείδηση για την αρχή του, την ιδιοτυπία του, την αλήθεια του και το σκοπό του. Ο Λόγος είναι μεταφυσικός· απ’ αυτόν

κατάγεται το είναι, το γίγνεσθαι και η

αλήθεια γι’ αυτά. Η έννοια του πυρός κατέχει δεσπόζουσα θέση στο σύστημά του. Η γένεση του κόσμου μοιάζει με τη φλόγα που αυτοτροφοδοτείται και αυτοκαταστρέφεται. Κατά τον Ηράκλειτο, ο κόσμος είναι μια αρμονία που αντιμάχεται τον εαυτό της. Βρίσκεται σε αιώνια κίνηση και ροή: «Πάντα χωρεί και ουδέν μένει», «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Πέθανε το 480 π.Χ. 9. Μέλισσος: Καταγόταν από τη Σάμο. Ήταν πολιτικός. Το 441 π.Χ. κατεναυμάχησε ως ναύαρχος τον αθηναϊκό στόλο. Γνώστης της Ιωνικής φιλοσοφίας. Υπήρξε μαθητής του Παρμενίδη, του οποίου και ασπάστηκε τη φιλοσοφία. Έγραψε ένα έργο: « Περί της φύσεως» ή «Περί του όντος». Επιδίωξε ν’ αποδείξει τη φιλοσοφία για το Είναι άμεσα, θετικά. Χαρακτηριστικό του Είναι είναι η απεριοριστία. Μόνο το Είναι υπάρχει: είναι αγέννητο (άρα έχει αρχή και τέλος), είναι χρονικά και τοπικά απεριόριστο. Αν δεχθούμε την ύπαρξη ενός πεπερασμένου κόσμου, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε γύρω από αυτόν και ενός κενού. Το κενό, όμως, δεν έχει Είναι, άρα δεν υπάρχει. Κι αφού δεν υπάρχει κενό δεν υπάρχει και κίνηση. Το Είναι πρέπει να νοηθεί ως κάτι το πλήρες και ως υλική πραγματικότητα. Θεωρείται μαζί με το Ζήνωνα ιδρυτής της διαλεκτικής.


10. Εμπεδοκλής: Από τους σημαντικότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Γεννήθηκε το 492 π.Χ. στον Ακράγαντα της Σικελίας. Συνδύασε φιλοσοφία και θεολογία. Ήταν μια πολυσύνθετη προσωπικότητα: πολιτικός, γιατρός, ποιητής, φιλόσοφος, βιολόγος, θεολόγος και πρόδρομος της ρητορικής. Επηρεάστηκε από τους Ίωνες, τους Πυθαγόρειους και τον Παρμενίδη. Ιδρυτής της Σικελικής Ιατρικής Σχολής. Η φιλοσοφία του περιέχεται στο ποίημά του «Περί φύσεως». Άλλο ποίημά του οι «Καθαρμοί», θρησκευτικού περιεχομένου, με πολλά ορφικά στοιχεία. Κύρια στοιχεία της διδασκαλίας του: η θεϊκή καταγωγή της ψυχής και η μετεμψύχωση. Αποκρούει τους θεούς της λαϊκής θρησκείας. Το Είναι είναι αγέννητο και ανώλεθρο· ούτε πολλαπλασιάζεται ούτε φθείρεται. Εντούτοις το θεωρεί υλική ουσία, αποτελούμενη από το πυρ, τον αέρα, το ύδωρ και τη γη, τα ριζώματα όλων, όπως τα αποκαλεί: από την ανάμιξη και τη σύνθεση αυτών παράγονται όλα τα πράγματα. Οι δυνάμεις δε που δρουν σ’ αυτή τη δημιουργική διαδικασία είναι η φιλότητα (φιλία) (συνεκτικά) και το νείκος (μίσος) (διασπαστικά). Στα 4 αυτά στοιχεία δίδει, αντίστοιχα, τα ονόματα: Ζευς, Ήρα, Αϊδωνεύς και Νήστις. Πέθανε το 432 π.Χ. 11. Αναξαγόρας (500 – 428 π.Χ.): Γεννήθηκε στις Κλαζομενές της Μ. Ασίας. Ήρθε στην Αθήνα σε ώριμη ηλικία, φέρνοντας μαζί του και τη φιλοσοφία. Εδώ και αγαπήθηκε και μισήθηκε. Από την Αθήνα έφυγε (με τη βοήθεια του Περικλή) όταν διατυπώθηκε εναντίον του η κατηγορία για αθεΐα. Πέθανε στη Λάμψακο. Τη φιλοσοφία του ανέπτυξε στο έργο του «Περί φύσεως». Κυριαρχούν και στη δική του σκέψη, όπως και στο σύγχρονό του Εμπεδοκλή, οι έννοιες της δύναμης και της ύλης. Η δύναμη κινεί την ύλη. Άρα το Είναι αποτελεί κυρίως την ύλη. Η κίνηση και η μεταβολή δεν αποτελούν αναγκαίο στοιχείο του Είναι. Δέχεται το αξίωμα ότι το Είναι ούτε γεννιέται, ούτε φθείρεται, αυτό, όμως, το Είναι, το εννοεί αισθητά. Κατά τον Αναξαγόρα το Είναι αποτελείται από μικρά σωματίδια, που στην ουσία είναι οι αισθητές ποιότητες των πραγμάτων. Αυτές τις ποιότητες τις αντιλαμβάνεται ως οντολογικές υποστάσεις. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι τέσσερα (ύδωρ, πυρ, αέρας, γη) αλλ’ άπειρα και απείρως μικρά. Είναι και αυτός αισθησιοκράτης φιλόσοφος, αλλά οι αισθήσεις, λόγω των ατελειών τους, αδυνατούν να μας δείξουν το αληθινό Είναι. Άρα τα στοιχεία δεν είναι αυτά καθ’ αυτά αισθητά.


Κατά τον Αναξαγόρα, τα στοιχεία/σπέρματα ήταν αρχικά ανακατωμένα, μια άμορφη μάζα. Πώς έγινε, όμως, η διάκριση των στοιχείων; Τι τα ώθησε ώστε ν’ αφήσουν τη χύδην και χαώδη κατάσταση και να σχηματίσουν τα συγκεκριμένα πράγματα, τον κόσμο; Αυτό το ερώτημα-πρόβλημα ώθησε τον Αναξαγόρα στην αναζήτηση της πρώτης αιτίας των όντων. Και απάντησε εισάγοντας την έννοια του Νου. Αυτός χώρισε τα στοιχεία από τη χαώδη κατάσταση, αυτός τα έθεσε σε κίνηση. Επειδή δε η κίνηση αυτή δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε άσκοπη, αφού απέβλεπε να φέρει την τάξη και την αρμονία, άρα ο Νους είναι και η τελεολογική αρχή των όντων. Ο Νους γνώριζε τα πάντα, πώς ήταν, πώς δεν είναι πια και πώς θα είναι μετά. Ο φιλόσοφος θέλει το Νου αυτό κυρίαρχο και άπειρο. Πρώτος αυτός: α) συνδέει τις έννοιες του Νου και του σκοπού· β) συλλαμβάνει την έννοια του τέλους (σκοπού). Δίκαια ονομάστηκε φιλόσοφος του Νου. 12. Λεύκιππος: Γεννήθηκε στις αρχές του Ε΄ αι. π.Χ., στη Μίλητο ή στα Άβδηρα. Θεωρείται ο ιδρυτής της ατομικής φιλοσοφίας. Μαθητής του Παρμενίδη. Μετά την καταστροφή της Μιλήτου πήγε στην Ελέα της Μ. Ελλάδας. Εκεί γνώρισε τον Παρμενίδη. Από εκεί μετέβη στα Άβδηρα της Θράκης. Εδώ συγκρότησε το φιλοσοφικό του σύστημα. Μαθητής του ήταν ο Δημόκριτος. 13. Δημόκριτος (460 – 370; π.Χ.): Γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ευρύτατο και οξύτατο μυαλό. Ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα σοβαρά θέματα-προβλήματα (ποιητική, γραμματική, φυσική, μαθηματικά, φωνητική, ζωγραφική, ηθική, κ.ά.). Κυρίως, όμως, ήταν ατομικός φιλόσοφος.


Πώς προσδιορίζει την ατομική φιλοσοφία: Οι Ελεάτες, λέει, δεν δέχονταν την κίνηση και την πολλότητα των πραγμάτων, επειδή δεν δέχονταν το κενό· το κενό είναι μηον. Δέχεται κι αυτός ότι το κενό είναι μη-ον, ταυτόχρονα, όμως, δέχεται ότι δίπλα στο ον ή στο πλήρες υπάρχει το μη-ον ή το κενό. Το ον αποτελείται από άπειρα μικρά σωματίδια, τα άτομα, και δεν είναι μόνο το Εν, όπως ισχυρίζονται οι Ελεάτες. Από τη σύνδεση και τον αποχωρισμό των ατόμων προκύπτει η γένεση και η φθορά των πραγμάτων. Η γένεση και η φθορά είναι αδύνατα. Το Είναι, στην καθαρή και απόλυτη μορφή του, είναι αμετάβλητο· τα πολλά δεν γίνονται από το Ένα, ούτε το Ένα από τα πολλά. Τα πράγματα, σύμφωνα με τις ελεατικές θέσεις, τότε μόνο μπορούν να γίνουν πολλά όταν το Είναι χωρίζεται από το Μη-Είναι, από το κενό. Αντίθετα με τους Ελεάτες, ο Δημόκριτος (και ο Λεύκιππος) οδηγεί από άλλο δρόμο το συλλογισμό του:

Υπάρχουν ασφαλώς πολλά πράγματα, τα

οποία γεννιούνται και φθείρονται· αυτά, όμως, είναι αδύνατα χωρίς την παραδοχή του Μη-Είναι, του μη όντος, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι το μη-ον υπάρχει. Και κατά τη διατύπωση των ατομικών: «το ον δεν υπάρχει περισσότερο από το μη-ον». Αυτό σημαίνει: όλα τα πράγματα συνίστανται από την ύλη, που πληροί το χώρο, και από τον κενό χώρο. Άρα τον ον είναι η ύλη, ενώ το μη-ον ο κενός χώρος. Αυτά, όμως, πρέπει να νοηθούν το ένα μέσα στο άλλο και όχι χωριστά. Που σημαίνει ότι το πλήρες τέμνεται από το κενό και το κενό από το πλήρες. Τα άτομα ποιοτικώς είναι αμετάβλητα, γιατί το Είναι ως Είναι δε μεταβάλλεται. Τα άτομα δεν αποτελούνται από ορισμένη ποιοτικώς ύλη· αυτά καθ’ εαυτά πληρούν απλά χώρο. Τα άτομα διαφέρουν από το Είναι του Παρμενίδη κατά το ότι είναι άπειρα, ενώ εκείνο είναι Ένα. Τα άτομα διαφέρουν και μεταξύ τους κατά τη μορφή, την τάξη, τη θέση και προπάντων κατά το σχήμα. Γιαυτό κι ονομάζονται σχήματα. Και την άλλη αρχή του κόσμου, το μη-ον/κενό, οι ατομικοί φιλόσοφοι τη θεωρούν άπειρη, αφού και τα άτομα είναι άπειρα, αυτά δε περιβάλλονται από κενό = μη ον. Είπαμε ότι ο Δημόκριτος ήταν και ένας ηθικός φιλόσοφος: Το ύψιστο αγαθό είναι η ευφροσύνη των αισθημάτων. Ο Δημόκριτος ήταν συγγραφέας πλήθους συγγραμμάτων. Καταρτίστηκαν κατά καιρούς πολλές ταξινομήσεις και κατάλογοι των συγγραμμάτων του. Η επικρατέστερη είναι η πενταμερής διαίρεση των συγγραμμάτων του: «Ηθικά», «Φυσικά», «Μαθηματικά», «Μουσικά» και «Τεχνικά». Είναι ενδεχόμενο, όμως, πολλά από τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν έργα να μην είναι δικά του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος μας παρέδωσε έναν κατάλογο από 69 έργα του Δημόκριτου. Τα 9, όμως, από αυτά δεν πρέπει να είναι δικά του. Άλλες ασφαλείς βιογραφικές πληροφορίες για το μεγάλο φιλόσοφο δε διασώθηκαν. Παραδόσεις, όμως, για τα ταξίδια του κτλ. πολλές.


ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΜΗΔΙΚΟΙ Ή ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΙΩΝΩΝ


1. Το περσικό κράτος Η Ασία διαφέρει από την Ευρώπη και ως προς τον τρόπο που δημιουργούνται και εξαφανίζονται τα κράτη. Εκεί τα κράτη ακμάζουν και παρακμάζουν με καλπάζοντα ρυθμό, ενώ όλα στην Ευρώπη γίνονται με αργό ρυθμό. Την πορεία ενός τυπικού ασιανού κράτους ακολούθησε και η περσική μοναρχία. Ιδρύθηκε περί τον ΣΤ΄ π.Χ. αι. από τον Κύρο. Κοιτίδα του η Περσίδα, μια μικρή χώρα. Μέσα σε 30 χρόνια εκτεινόταν από την Ινδία ως την Αίγυπτο. Σε 60 χρόνια άρχισε να παρακμάζει και πριν συμπληρωθούν δύο αιώνες από την ίδρυσή του, διαλύθηκε. Πρώτος αντίπαλος του Κύρου ήταν ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, που το 560 π.Χ. είχε κατακτήσει στα μικρασιατικά παράλια τις ελληνικές αποικίες και συγκρότησε ένα τεράστιο και πανίσχυρο κράτος. Στην Αίγυπτο βασίλευε ο Άμασις, που είχε στη διάθεσή του Έλληνες μισθοφόρους και ήταν φίλος των Ελλήνων. Βασιλιάς των Ασσυρίων ήταν ο Λαβύνητος και των Μήδων ο Αστυάγης. Αυτοί οι τέσσερις βασιλείς συνδέονταν μεταξύ τους είτε με συμμαχία είτε με συγγένεια και αποτελούσαν έτσι ένα πανίσχυρο σύνολο. Κι όμως, οι πάμπτωχοι Πέρσες, έχοντας έναν ικανότατο αρχηγό, τον Κύρο, κατάφεραν πολύ σύντομα να καταλάβουν το ένα μετά το άλλο όλα αυτά τα κράτη. Οι κάτοικοι της Περσίδας ανήκαν στο λεγόμενο ζενδικό ή ιρανικό κλάδο του ινδοευρωπαϊκού τμήματος της καυκασικής φυλής. Κρατούσα θρησκεία στην περιοχή ήταν ο Ζωροαστρισμός. Η Περσίδα ήταν χώρα ορεινή, οι κάτοικοί της ανήκαν σε τέσσερις νομαδικές φυλές με κυρίαρχη εκείνη των Πασαργαδών, στην οποία ανήκε και ο Κύρος. Περί το 550 π.Χ. ο Κύρος νίκησε τον Αστυάγη και συνένωσε τα βασίλεια των Μήδων και των Περσών με κυρίαρχο στοιχείο το δεύτερο. Ο Κροίσος έσπευσε να εκδικηθεί

την ήττα του συγγενή του, αλλά ο Κύρος κινήθηκε αποφασιστικά

εναντίον του και ζήτησε από τους Ίωνες της Μ. Ασίας να στραφούν εναντίον του Κροίσου. Εκείνοι δεν ανταποκρίθηκαν, επειδή θεώρησαν τον Κροίσο ισχυρότερο. Γελάστηκαν όμως, διότι σε μάχη που έγινε το 546 π.Χ. στην Πτερία, αρχικά φάνηκε πως δεν κρίθηκε ο πόλεμος, αφού ο Κροίσος υποχώρησε στις Σάρδεις και ζήτησε τη βοήθεια των συμμάχων του, αλλά τελικά ο Κύρος κατάφερε να τους προλάβει, έσπευσε να καταλάβει τις Σάρδεις, και συνέλαβε τον Κροίσο. Μετά από αυτό οι Ασιάτες Ίωνες και Αιολείς έστειλαν εσπευσμένα πρέσβεις στο νικητή και του δήλωσαν υποτέλεια, όπως είχαν κάνει και στον Κροίσο. Το αίτημά τους απορρίφθηκε, πλην εκείνου των Μιλησίων. Οι υπόλοιποι λαοί, παρά τη σθεναρή αντίστασή τους, υποδουλώθηκαν στο νικητή. Την περσική κυριαρχία έσπευσαν να αναγνωρίσουν και τα νησιά Χίος και Λέσβος, μολονότι δεν κινδύνευαν. Μόνο η Σάμος διατήρησε την ανεξαρτησία της.


Επόμενο θύμα του Κύρου ήταν η Βαβυλώνα και οι υποτελείς τους Φοινίκη και Ιουδαία. Ο Κύρος, όμως, περί το 529 π.Χ., κι ενώ εκστράτευε κατά των Σκυθών, πέθανε. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Καμβύσης. Αυτός κατέλαβε την Αίγυπτο και τις βορειοαφρικανικές ελληνικές αποικίες Κυρήνη και Βάρκη. Ο διάδοχός του Σμέρδις επιχείρησε να επαναφέρει την υπεροχή των Μήδων. Δεν πρόλαβε, όμως, γιατί σε λίγους μήνες οι Αχαιμενίδες τον δολοφόνησαν και αναγόρευσαν βασιλιά το Δαρείο τον Υστάσπους, Αχαιμενίδη. Ο Δαρείος βασίλευσε 30 χρόνια. Κύρια μέριμνά του ήταν η οργάνωση του αχανούς κράτους. Έτσι, το χώρισε σε 20 σατραπείες και όρισε κάθε μια να πληρώνει ετήσιο φόρο και εισφορά φυσικών προϊόντων για τη συντήρηση της αυλής. Εξαιρέθηκε μόνο η γενέτειρα Περσίδα. Οι σατράπες, όμως, ως τοπικοί τύραννοι, δεν αρκούνταν στην είσπραξη των νόμιμων φόρων. Το ίδιο έπρατταν και τα κατώτερα όργανά τους. Έτσι οι λαοί ήταν έρμαιοι των διαθέσεών τους. Οι φόροι πληρώνονταν σε άργυρο και βαβυλωνιακά τάλαντα (από τις 19 σατραπείες) και σε χρυσό από την Ινδική. Όλος αυτός ο πλούτος αποταμιευόταν στα κρατικά ταμεία. Πρώτος ο Δαρείος έκοψε περσικό νόμισμα (χρυσό και αργυρό), τους περίφημους δαρεικούς. Αυτός επίσης καθιέρωσε το σύστημα των οδών και των ταχυδρομικών σταθμών για τη διασύνδεση και την επικοινωνία των διαφόρων απομακρυσμένων περιοχών.

2. Ο Πολυκράτης Περί το 536 π.Χ. ο δαιμόνιος Πολυκράτης με βία και πονηρία κατέλαβε την εξουσία στη Σάμο. Δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Κατέκτησε πολλά από τα πλησιέστερα νησιά και περιοχές - πόλεις της απέναντι ασιατικής περιοχής, απέκτησε στόλο από 100 πεντηκοντόρους, συντηρούσε 1.000 μισθοφόρους κι επιχείρησε να κυριαρχήσει στην Ιωνία και τα νησιά του Αιγαίου. Συμμάχησε με τον Άμασι. Προσπάθεια Σαμίων αντιπολιτευόμενων να τον ανατρέψουν, απέτυχε.

Οι στασιαστές

κατέφυγαν στη Σίφνο, από όπου άρπαξαν 100 τάλαντα, με τα οποία αγόρασαν από την Ερμιόνη την Ύδρα. Ο Πολυκράτης γινόταν κάθε μέρα ισχυρότερος. Το νησί γνώρισε στις μέρες του δύναμη κι ευημερία. Δικά του έργα είναι όσα ο Ηρόδοτος θαύμασε κατά τον επόμενο αιώνα. Κι ενώ ήταν στο απόγειο της ευτυχίας και της δύναμής του, δολοφονήθηκε από τον Πέρση σατράπη Όροιτο. Αρχικά τον διαδέχθηκε ο Μέανδρος και μετά από δύο χρόνια ο αδελφός τού Πολυκράτη Συλοφώντας. Τελικά η Σάμος υποτάχθηκε στο Δαρείο και στους Πέρσες.


3. Εκστρατεία κατά των Σκυθών Κατά την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών βρίσκουμε στις τάξεις του Έλληνες και το δεσπότη της Σάμου Αιάκη. Αυτή η εκστρατεία άρχισε περί το 515 π.Χ. Ο Δαρείος με 700.000 πεζούς και ιππείς και 600 πλοία πέρασε στην Ευρώπη από το Βόσπορο πάνω σε γέφυρα που κατασκεύασε με τη συνένωση πλοίων ο Σάμιος αρχιτέκτονας Μανδροκλής. Αφού υπέταξε τις θρακικές φυλές που συνάντησε, έφτασε στον Ίστρο (σημερινό Δούναβη). Ο στόλος του Δαρείου, όπως φαίνεται, αποτελούνταν εξολοκλήρου από Έλληνες, αφού όλες οι ασιατικές ελληνικές πόλεις ήταν υποτελείς του. Αυτός ο στόλος έπλευσε δια του Ευξείνου Πόντου μέσα στον Ίστρο ποταμό. Εκεί κατασκευάστηκε νέα γέφυρα όπως και στο Βόσπορο. Όταν ο Δαρείος πέρασε τον Ίστρο, διέταξε να διαλυθεί η γέφυρα, ο στρατός να τον ακολουθήσει και να εγκαταλειφθούν τα πλοία μόνο με τους κωπηλάτες και τους αναγκαίους για τον πλου τους και να αποπλεύσουν επιστρέφοντας στις χώρες τους. Μόνο ο στρατηγός των Μυτιληνιών Κώης αντελήφθηκε πόσο επικίνδυνο θα μπορούσε ν’ αποβεί κάτι τέτοιο, εάν χρειαζόταν να οπισθοχωρήσει ο περσικός στρατός. Διότι εάν διαλυόταν η γέφυρα θα ήταν αδύνατη η διέλευση του ποταμού κατά την επιστροφή του.

Ο Δαρείος τον άκουσε και διέταξε τα πλοία να τον

περιμένουν 60 μέρες κι αν δεν επιστρέψει –σχεδίαζε να επιστρέψει δι’ άλλης οδού στον τόπο του–,να πάρουν τα πλοία και να πάνε στις πατρίδες τους. Μόλις συμπληρώθηκαν οι 60 μέρες και δεν επέστρεψε ο περσικός στρατός, έφτασε ξαφνικά σκυθικό τμήμα και έφερε την είδηση ότι ο Δαρείος επιστρέφει νικημένος και συμβούλευε τους Έλληνες να πάρουν τα πλοία και να φύγουν. Την πρόταση αυτή υποστήριξε και ο γνωστός μας Αθηναίος Μιλτιάδης, αλλά διαφώνησε ο ηγεμόνας της Μιλήτου Ιστιαίος, η γνώμη του οποίου τελικά υπερίσχυσε. Έτσι ο Δαρείος μπόρεσε και επέστρεψε και πάλι από τη Θράκη και το Βόσπορο στην Ασία. Άφησε όμως στην Ευρώπη αξιόλογο στρατό υπό το Μεγάβαζο, που υπέταξε όλες τις θρακικές φυλές και τις ελληνικές αποικίες της περιοχής. Στη συνέχεια ο Μεγάβαζος πέρασε το Στρυμόνα, νίκησε τους Παίονες και κατέστησε φόρου υποτελείς τους Μακεδόνες του Αμύντα. Ο στρατηγός Οτάνης, που διαδέχθηκε το Μεγάβαζο, στράφηκε εκδικητικά κατά των ελληνικών πόλεων της Προποντίδας και κυρίευσε το Βυζάντιο, τη Χαλκηδόνα, την Άντανδρο, το Λαμπώνιο και τα νησιά Λήμνο και Ίμβρο.


4. Η Ιωνική επανάσταση Το 505 π.Χ. ο πρώην τύραννος των Αθηνών Ιππίας κατέφυγε, όπως είδαμε, στις Σάρδεις και ζήτησε από τον αδελφό του Δαρείου, Αρταφέρνη, να τον βοηθήσει να επανέλθει στην εξουσία των Αθηνών. Ο Αρταφέρνης δέχτηκε ευχαρίστως. Την ίδια εποχή η Νάξος, το ακμαιότερο νησί των Κυκλάδων, έδιωχνε από την εξουσία τους ολιγαρχικούς. Αυτοί κατέφυγαν στον τύραννο της Μιλήτου Αρισταγόρα, που τους υποσχέθηκε βοήθεια. Έπεισε μάλιστα σ’ αυτό και το σατράπη Αρταφέρνη με τη διαβεβαίωση ότι εύκολα θα κυριεύσουν όχι μόνο τη Νάξο αλλά και άλλα νησιά και κυρίως την Εύβοια. Συμφώνησε και ο Δαρείος. Οργανώθηκε μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, που με αρχηγό τον Πέρση Μεγαβάτη ξεκίνησε εναντίον της Νάξου, έχοντας μαζί του τον Αρισταγόρα και τους φυγάδες Νάξιους. Καθοδόν οι δύο άνδρες διαφώνησαν, με συνέπεια ο Μεγαβάτης να ειδοποιήσει τους Νάξιους για τον επερχόμενο κίνδυνο. Αυτοί προετοιμάστηκαν κατάλληλα. Η πολιορκία της Νάξου απέτυχε. Ο Αρισταγόρας βρέθηκε σε δεινή θέση έναντι του Μεγαβάτη. Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει τους Πέρσες. Ταυτόχρονα την ίδια απόφαση πήρε και ο πεθερός του Ιστιαίος. Ο τελευταίος υπέβαλε στους οπαδούς του βούλευμα αποστασίας από την περσική επιρροή και κυριαρχία. Εγκρίθηκε. Μόνο ο ιστοριογράφος Εκαταίος διαφώνησε. Το ίδιο έκαμε και ο Αρισταγόρας. Αποφάσισαν να καταργήσουν όλους τους υποταγμένους στο Δαρείο τυράννους των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας. Ο λαός ενθουσιάστηκε. Ο στόλος που είχε επανέλθει από τη Νάξο βρισκόταν συνταγμένος στο λιμάνι του Μυούντα. Ο Ιατραγόρας πήρε εντολή να εξεγείρει τους ναύτες. Έτσι κι έγινε. Πιάστηκαν οι περισσότεροι τύραννοι. Ο Αρισταγόρας κήρυξε επίσημα επανάσταση κατά του Δαρείου, κάλεσε τις πόλεις να εκλέξουν στρατηγούς και να ετοιμάσουν την άμυνά τους, κι έφυγε στην Ελλάδα για να ζητήσει βοήθεια. Άρχισε από τους Σπαρτιάτες. Δε βρήκε ανταπόκριση. Μετά στράφηκε στην Αθήνα. Οι Αθηναίοι είχαν κάθε λόγο να δεχθούν την πρότασή του. Έστειλαν 20 πλοία με το Μελάνθιο. Η επανάσταση των Ιώνων ήταν, βέβαια, ως ένα βαθμό πράξη επιπόλαιη, αλλά έπρεπε να βρει αμέριστη και απλόχερη την υποστήριξη της μητροπολιτικής Ελλάδας. Αυτή την απροθυμία της την πλήρωσε αργότερα. Άρα ήταν επιζήμια η στάση των Σπαρτιατών.


Βοήθεια έστειλε, 5 πλοία, και η Ερέτρια. Στο μεταξύ οι Πέρσες είχαν πολιορκήσει τη Μίλητο. Ο Αρισταγόρας, για αντιπερισπασμό, έστειλε δυνάμεις να κυριεύσουν τις Σάρδεις. Η πόλη καταλήφθηκε αλλά ο Αρταφέρνης οχυρώθηκε στην ακρόπολη και κάλεσε σε βοήθεια τον περσικό στρατό από τη Μίλητο. Οι Έλληνες υποχώρησαν. Ενώ επέστρεφαν στη Μίλητο, συγκρούστηκαν στην Έφεσο με το στρατό του Αρταφέρνη και κατανικήθηκαν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης νεκρό το στρατηγό των Ερετριέων Ευαλκίδη. Μετά από αυτό οι Αθηναίοι επέστρεψαν. Η επανάσταση απλώθηκε από το Βυζάντιο ως την Κύπρο. Οι Πέρσες άρχισαν να αντιδρούν δυναμικά. Αποβίβασαν στην Κύπρο στρατιά Κιλίκων και Αιγυπτίων. Ο στόλος των Ιώνων έσπευσε να βοηθήσει την Κύπρο και κατατρόπωσε το φοινικικό στόλο, αλλά στην ξηρά οι Κύπριοι νικήθηκαν. Άλλος περσικός στρατός εξορμώντας από τις Σάρδεις, κυρίευσε πολλές ιωνικές και αιολικές πόλεις. Η κατάσταση

ήταν

κρίσιμη.

Ο

Αρισταγόρας,

διαπράττοντας

μια

ακόμα

επιπολαιότητα, εγκατέλειψε τους συμπολίτες του και κατέφυγε με τους φίλους του στη Θράκη, όπου σε λίγο βρήκαν οικτρό τέλος. Χειρότερη τύχη είχε ο Ιστιαίος, ο οποίος παρά τις δολιότητες που χρησιμοποίησε και μετά από πολλές περιπλανήσεις, συνελήφθη από τους Πέρσες και θανατώθηκε με σταύρωση στις Σάρδεις. Μετά την καταστροφή της Κύπρου, ο Αρταφέρνης στράφηκε με όλες του τις δυνάμεις κατά της Μιλήτου, που αντιστεκόταν. Οι πρόβουλοι των Ιώνων συγκρότησαν συνέδριο, το Πανιώνιο, κι αποφάσισαν ν’ αποφύγουν τον κατά ξηρά πόλεμο, αλλά να τον διεξάγουν στη θάλασσα. Ο στόλος τους συγκεντρώθηκε στη Λάδη, μικρό νησί κοντά στη Μίλητο. Ο ιωνικός στόλος αποτελούνταν από 80 πλοία των Μιλησίων, 100 των Χίων, 60 των Σαμίων, 12 της Πριήνης, 3 του Μυούντα, 17 της Τέω, 8 των Ερυθρών, 3 της Φωκαίας και 70 της Λέσβου (σύνολο 353). Κοινός ναύαρχος δεν αναφέρεται. Ως ικανότερος, όμως, εμφανιζόταν ο Διονύσιος από τη Φώκαια, αλλά είχε μόνο 3 πλοία. Καθώς, όμως, είδε τον τεράστιο αυτό στόλο απείθαρχο και ασυντόνιστο, προειδοποίησε τους συμπολεμιστές του για τον κίνδυνο που διέτρεχαν και τους συμβούλευσε τί έπρεπε να γίνει. Τον άκουσαν κι άρχισαν ν’ ασκούνται αλλά μόνο για λίγο. Επανήλθαν στη χαλαρότητα και τη νωχέλεια. Επικράτησε διάλυση. Πολλοί άρχισαν ν’ αποχωρούν από τον ενωμένο στόλο. Η συντριβή των Ιώνων ήταν αναπόφευκτη. Ο Διονύσιος, αφού πολέμησε ηρωικά, κατέφυγε στη Σικελία. Η τιμωρία των επαναστατών ήταν αμείλικτη: καταστροφή ιερών, φόνος ανδρών, αιχμαλωσία γυναικόπαιδων, η Μίλητος ερημώθηκε. Τον επόμενο χρόνο υποδουλώθηκαν όλες οι ιωνικές πόλεις. Ο Μιλτιάδης εγκατέλειψε τη Θράκη κι επέτρεψε στην Αθήνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


Ο ΑΜΥΝΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


1. Η κατάσταση στην Ελλάδα Μετά την έκβαση της ιωνικής επανάστασης ήταν σχεδόν αναπόφευκτη η μεταφορά του πολέμου στην κυρίως Ελλάδα. Αυτό το κατάλαβαν πρώτοι και καλύτερα οι Αθηναίοι. Και θα το εκφράσει ο αρχαιότερος τραγικός ποιητής Φρύνιχος στην τραγωδία του «Μιλήτου άλωσις». Οι Πέρσες κατηγόρησαν τους Αθηναίους ότι βοήθησαν τους Ίωνες. Ο Δαρείος ορκίστηκε εναντίον τους εκδίκηση και έβαλε σε εφαρμογή ένα σχέδιο. Ο Ιππίας διαρκώς του το υπενθύμιζε… Μετά την καταστολή της επανάστασης, έστειλε στην Ελλάδα, ιδίως στην Ερέτρια και στην Αθήνα, το στρατηγό Μαρδόνιο με ισχυρότατες δυνάμεις. Αυτός πέρασε τον Ελλήσποντο και κινήθηκε από τη Θράκη και τη Μακεδονία για να φτάσει στο νότο. Κοντά στον Άθω, όμως, οι Πέρσες συνάντησαν τρομερή τρικυμία, όπου χάθηκαν 300 πλοία τους και 20.000 άνδρες. Ο Μαρδόνιος θεώρησε φρόνιμο να επιστρέψει στον Ελλήσποντο, για να εισπράξει την οργή του Δαρείου και να χαθεί οριστικά από το προσκήνιο. Ο Δαρείος δεν απογοητεύτηκε. Διέταξε να ετοιμαστεί νέα εκστρατεία. Έστειλε κήρυκες στις πόλεις της Ελλάδας και ζητούσε δήλωση υποταγής. Η Αθήνα εδώ και χρόνια (από το 506 π.Χ.) πολεμούσε με τους Θηβαίους και τους Αιγινήτες, οι οποίοι έσπευσαν να αποδεχθούν τις απαιτήσεις του Δαρείου. Τους ακολούθησαν και άλλοι. Υπήρξαν όμως κι εκείνοι που τις αντέκρουσαν. Πρώτοι ήταν οι Αθηναίοι, μετά οι Σπαρτιάτες. Κατακρήμνισαν μάλιστα τους κήρυκες οι Αθηναίοι σε βάραθρο, οι Σπαρτιάτες σε πηγάδι. Πού οφείλεται αυτή η αντίδραση; Οι Σπαρτιάτες προχώρησαν σ’ αυτή την ενέργεια επειδή ένιωσαν να πληγώνεται η στρατιωτική τους φιλοτιμία, αφού θεώρησαν τον εαυτό τους (δίκαια) την ισχυρότερη πελοποννησιακή πόλη· οι Αθηναίοι από την πλευρά τους, που στο μεταξύ άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η Ελλάδα δεν ήταν ένα απλό άθροισμα πόλεων - κρατών, επειδή θεώρησαν την ιταμή αξίωση ως προσβλητική για το ελληνικό φιλότιμο. Ενόψει του μεγάλου κινδύνου οι Αθηναίοι προσέγγισαν τους Σπαρτιάτες και αναγνώρισαν την ηγεμονική τους θέση. Σ’ αυτή την προσέγγιση, μάλιστα, κατήγγειλαν τους Αιγινήτες ότι έδειξαν φιλική διάθεση προς το Δαρείο. Ζήτησαν να σταλεί ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης ως τιμωρός της Αίγινας για προδοσία. Η στάση των Αθηναίων μπορεί να χαρακτηριστεί όντως ελληνική και όχι μόνο αθηναϊκή. Η ενίσχυση του γοήτρου της Σπάρτης ήταν πράγματι καθοριστική. Και ήρθε λίγα χρόνια μετά τη νίκη της επί του συνδιεκδικητή της πελοποννησιακής ηγεμονίας Άργους.


Η εκστρατεία του Κλεομένη κατά της Αίγινας δεν ολοκληρώθηκε, επειδή οι Αιγινήτες, υποκινούμενοι από τον αντίζηλο του Κλεομένη Δημάρατο, τον κατηγόρησαν ότι ενέργησε χωρίς έγκριση του «κοινού» των Σπαρτιατών και για χάρη των Αθηναίων. Επέστρεψε στη Σπάρτη αποφασισμένος να βγάλει από τη μέση το συμβασιλέα του Δημάρατο. Εκμεταλλευόμενος τη γενική υπόνοια ότι ο Δημάρατος δεν ήταν γνήσιος Σπαρτιάτης, καθότι νόθος γιος του Αρίστωνα, υποκίνησε το Λεωτυχίδη, διεκδικητή του θρόνου από τη γενιά των Ηρακλειδών, να κινήσει τη διαδικασία έκπτωσής του. Έγινε δίκη. Ρωτήθηκε και το μαντείο των Δελφών. Ο Δημάρατος καθαιρέθηκε. Ο Λεωτυχίδης έγινε βασιλιάς. Ο Δημάρατος κατέφυγε στο Δαρείο ζητώντας βοήθεια για να ανακτήσει το θρόνο του. Ο Κλεομένης επανήλθε στην Αίγινα, όπου συνέλαβε τους 10 ισχυρότερους παράγοντες (Κρίο, Κάσαμβο κ.ά.), τους οποίους παρέδωσε στην Αθήνα.


2. Εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη Ο Δαρείος εξοργίστηκε περισσότερο για την ακραία συμπεριφορά των Αθηναίων και των Σπαρτιατών προς τους απεσταλμένους του. Αποφάσισε να εκδικηθεί. Ετοίμασε ισχυρότατο στρατό και στόλο. Την άνοιξη του 490 π.Χ. ο στρατός επιβιβάστηκε σε 600 πλοία και έφτασε στη Σάμο. Αρχηγοί της εκστρατείας ήταν οι Δάτις και Αρταφέρνης, ανιψιός του Δαρείου. Είχαν εντολή να υποτάξουν όλους τους Έλληνες που δε δήλωσαν υποταγή, ιδιαίτερα την Ερέτρια και την Αθήνα. Ο στόλος απέφυγε αυτή τη φορά τον Άθωνα. Κινήθηκε προς την Εύβοια μέσω του Αιγαίου, υποτάσσοντας τα νησιά που

συναντούσε,

κυρίως δε τη Νάξο.

Υποδούλωσε όλα τα νησιά πλην της ιεράς Δήλου. Έφθασαν στην Εύβοια, κατέλαβαν την Κάρυστο και στράφηκαν εναντίον της Ερέτριας. Οι Ερετριείς ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν. Διέταξαν 4.000 κληρούχους φίλους τους Χαλκιδείς να σπεύσουν σε βοήθειά τους. Ανάμεσα στους Ερετριείς ανέκυψαν διχόνοιες. Ο Αισχίνης έπεισε τους Χαλκιδείς κληρούχους ότι κινδυνεύουν και πρέπει να φύγουν. Αυτοί επανήλθαν στην Αττική. Οι Ερετριείς αντιστάθηκαν για λίγες ημέρες, προξενώντας σημαντικές απώλειες στους Πέρσες. Τελικά όμως, μετά από προδοσία δύο επιφανών Ερετριέων, του Εύφορβου και του Φίλαργου, η Ερέτρια παραδόθηκε στους Πέρσες. Επακολούθησε καταστροφή. Ο περσικός στρατός, μετά από ολιγοήμερη ανάπαυση, αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Μαραθώνα κατά συμβουλή του προδότη Ιππία. Η αθηναϊκή κοινωνία τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήταν όπως παλαιότερα, μερικές εκατοντάδες δηλαδή προνομιούχοι και πολλές χιλιάδες πολιτικώς καταπιεσμένοι και οικονομικώς πάμπτωχοι, απρόθυμοι να θυσιαστούν για την πατρίδα. Τώρα αποτελούνταν από χιλιάδες ισότιμους, ισόνομους, ισοδύναμους και ευημερούντες πολίτες. Κυρίαρχες φυσιογνωμίες στην Αθήνα αυτή την περίοδο ήταν ο Μιλτιάδης, ο Ξάνθιππος ( γιος του Αρίφρονα, φίλος και συγγενής του Κλεισθένη), ο Θεμιστοκλής ( γιος του Νεοκλή, άνδρας προικισμένος με σπάνια χαρίσματα, φιλότιμος, φιλόδοξος και πανέξυπνος), και ο Αριστείδης, άνδρας κατώτερος σε ικανότητες του Θεμιστοκλή, αλλά γενναίος, έμπειρος, πατριώτης και συνετός.


3. Η μάχη του Μαραθώνα Κάθε χρόνο οι Αθηναίοι εξέλεγαν 10 στρατηγούς, έναν από κάθε φυλή, όπως είδαμε. Όλοι μαζί διοικούσαν το στρατό, κάθε μέρα και ένας. Συνυπήρχε και ο πολέμαρχος. Αυτή τη χρονιά οι αρχαιρεσίες έγιναν λίγο πριν έρθουν οι Πέρσες. Ανάμεσα στους 10 στρατηγούς ήταν και οι Μιλτιάδης και Αριστείδης. Μόλις μαθεύτηκε ότι οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στο Μαραθώνα, κινήθηκαν εναντίον τους οι Αθηναίοι, αν και υπήρξαν συζητήσεις και διαφωνίες αν θα έπρεπε να πάνε εκεί ή να τους περιμένουν στην πόλη. Και ενώ ακόμη οι στρατηγοί βρίσκονταν στην Αθήνα, στάλθηκε στη Σπάρτη ο Φειδιππίδης για να ζητήσει

βοήθεια.

Έφθασε σε 48 ώρες. Εξέθεσε το πνεύμα ενότητας κι αποφασιστικότητας που επικρατούσε στην Αθήνα. Οι Λακεδαιμόνιοι προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν, αλλά αδυνατούσαν να το κάνουν αμέσως. Υποσχέθηκαν ότι θα ανταποκρίνονταν αμέσως μετά την πανσέληνο, επειδή αρχικά δεν αξιολόγησαν σωστά τον κίνδυνο. Γιαυτό μετά από 5 μέρες έσπευσαν να επανορθώσουν την αρχική τους εκτίμηση. Οι Αθηναίοι δυσφόρησαν για την απόκριση των Σπαρτιατών, αλλά δεν άλλαξαν τα σχέδιά τους για αντίσταση. Μετά την επιστροφή του Φειδιππίδη συγκροτήθηκε πολεμικό συμβούλιο στο Μαραθώνα. Εκεί ο Μιλτιάδης υποστήριξε ότι έπρεπε να πολεμήσουν χωρίς αναβολή. Συμφώνησαν μαζί του και άλλοι 4 στρατηγοί. Υπήρξε ισοψηφία. Τη λύση θα έδινε ο πολέμαρχος Καλλίμαχος. Ο Μιλτιάδης τον πλησίασε και του εξήγησε γιατί έπρεπε να πολεμήσουν χωρίς αναβολή. Ο Καλλίμαχος πείσθηκε. Αποφασίσθηκε να γίνει ο αγώνας. Όλοι οι στρατηγοί δέχθηκαν ως μοναδικό ηγέτη του στρατού το Μιλτιάδη. Ο αγώνας άρχισε μετά από 10 μέρες. Και καθώς οι Αθηναίοι πολεμιστές περίμεναν ν’ αναμετρηθούν με τους μυριάδες απέναντί τους Πέρσες, πληροφορήθηκαν ότι από τη Δεκέλεια κατηφορίζουν 1.000 Πλαταιείς, οι μόνοι που έσπευσαν να βοηθήσουν. Αντίπαλες δυνάμεις: Αθηναίοι και Πλαταιείς 10 ή 11.000. Ο αριθμός των Περσών ήταν ακαθόριστος,

600,

500,

300,

110.000

ή

λιγότεροι;

Πάντως

ασύγκριτα

περισσότεροι από τους Αθηναίους. Τόπος σύγκρουσης το λιμάνι και η πεδιάδα του Μαραθώνα, στους πρόποδες της βόρειας πλευράς του Πεντελικού. Οι Αθηναίοι ώσπου ν’ αρχίσει η μάχη είχαν στρατοπεδεύσει

γύρω από την πόλη του Μαραθώνα και οι Πέρσες στο

βορειανατολικότερο άκρο της μαραθωνικής πεδιάδας.


Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. οι Έλληνες παρατάχθηκαν σε μάχη στα νοτιοδυτικότερα της

μαραθωνικής πεδιάδας. Ο πολέμαρχος, κατά το έθιμο,

πρόσφερε θυσία στους θεούς, ιδίως εκείνους του πολέμου. Αρχηγός των Πλαταιέων ήταν ο Αείμνηστος. Μετά τη θυσία ο Μιλτιάδης μίλησε στους στρατιώτες μ’ ενθουσιασμό και τους κάλεσε να επιτεθούν πρώτοι κατά των Περσών. Οι Πέρσες απόρησαν. Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρή. Η ελληνική παράταξη ήταν ισχυρή στα δύο άκρα και αποδυναμωμένη στο κέντρο. Γιαυτό, παρά την αντίστασή της, υποχώρησε. Στα άκρα όμως οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή. Ο Μιλτιάδης δεν τους καταδίωξε, αλλά διέταξε όλες του τις δυνάμεις να συγκεντρώσουν την ισχύ τους στο κέντρο. Οι Πέρσες τράπηκαν και πάλι σε φυγή. Οι Έλληνες αυτή τη φορά τους κυνήγησαν ως τα πλοία τους. Στην παραλία διεξήχθη μάχη σκληρή σώμα με σώμα. Άπειρα λάφυρα έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων: 7 πλοία, όλοι οι ίπποι, όλες οι αποσκευές του στρατοπέδου και 6.400 Πέρσες νεκροί. Ο περσικός στόλος άρχισε ν’ απομακρύνεται, αλλά στράφηκε προς το Σούνιο αντί ν’ ανοιχτεί στο πέλαγος και να φύγει. Ήταν προφανές ότι πήγαινε στο Φάληρο για να χτυπήσει από εκεί την Αθήνα. Ο Μιλτιάδης αντιλήφθηκε τον κίνδυνο. Άφησε εκεί τον Αριστείδη ως επικεφαλής της φυλής του, της Αντιοχίδας, να φυλάει τα λάφυρα κι αυτός με όλους τους άλλους έτρεξε να φτάσει το γρηγορότερο στην Αθήνα, όπου έφτασε μετά από 7 ώρες. Ο περσικός στόλος έφτασε νύχτα στο Φάληρο. Την επομένη, όταν είδαν τους Έλληνες παραταγμένους στο Κυνόσαργες και μην έχοντες πλέον ιππικό, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Ο θρίαμβος ολοκληρώθηκε. Το βράδυ της μέρας που αναχώρησαν οι Πέρσες έφτασε στην Αθήνα η σπαρτιατική βοήθεια από 2.000 άνδρες, που ήταν βέβαια λίγοι, αλλά αποφασισμένοι να πολεμήσουν. Επισκέφθηκαν πρώτα το πεδίο της μάχης και μετά αναχώρησαν. Επακολούθησαν γιορτές και πανηγύρια στην Αθήνα. Οι συνέπειες από τη νικηφόρα μάχη ήταν πράγματι ανυπολόγιστες. Στο πεδίο της μάχης, κοντά στους τύμβους, κατασκευάστηκε τρόπαιο από λευκή πέτρα, όπου χαράχτηκε το επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

4. Δίκη, καταδίκη και θάνατος του Μιλτιάδη


Ο Μιλτιάδης ποτέ δεν είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με το κοινοβουλευτικό πολίτευμα της πατρίδας του, ιδιαίτερα μάλιστα μετά τη μάχη του Μαραθώνα. Ο θριαμβευτής του Μαραθώνα αμέσως μετά ζήτησε από τη βουλή και την εκκλησία του δήμου να του δώσουν 70 πλοία και ανάλογο στρατό χωρίς να πει τι ακριβώς τα θέλει, παρά μόνο ότι με αυτά θα φέρει πλούτο στην Αθήνα. Εντούτοις το αίτημά του έγινε δεκτό, για πρώτη φορά «εν λευκώ». Έχοντας στην απόλυτη εξουσία του αυτή τη δύναμη, έπλευσε εναντίον της Πάρου, την πολιόρκησε και με κήρυκα ζήτησε 100 τάλαντα απειλώντας ότι θα καταστρέψει τους κατοίκους της. Ως πρόφαση πρόβαλε τη συμμετοχή τους με μια τριήρη στο Μαραθώνα στο πλευρό των Περσών, στην πραγματικότητα όμως για να εκδικηθεί τον Πάριο Λυσαγόρα, που κάποτε

τον

συκοφάντησε

στον

Υδάρνη.

Οι

Πάριοι

καθυστέρησαν

τις

διαπραγματεύσεις μέχρι που οχυρώθηκαν. Επί 25 μέρες πολεμούσε. Το νησί το κατέλαβε αλλά όχι την πόλη. Επειδή τραυματίστηκε επέστρεψε στην Αθήνα άπρακτος. Αυτή η αποτυχία προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στην Αθήνα εναντίον του. Το εκμεταλλεύθηκαν αυτό οι αντίπαλοί του

Αλκμαιωνίδες,

ο εκπρόσωπος των

οποπιων Ξάνθιππος κατηγόρησε το Μιλτιάδη στο δικαστήριο του δήμου για εξαπάτηση των Αθηναίων. Η δίκη ήταν δραματική. Στο μεταξύ το πόδι του από το τραύμα σάπισε κι αδυνατούσε να σταθεί όρθιος, ούτε καν για να απολογηθεί. Οι υπερασπιστές του δεν είχαν άλλο επιχείρημα παρά μόνο τις προηγούμενες λαμπρές του υπηρεσίες προς την πατρίδα. Κηρύχθηκε ένοχος. Υπολειπόταν ο καθορισμός της ποινής. Σχετική πρόβλεψη δεν υπήρχε για την περίπτωση. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρώτος πρότεινε την ποινή ο κατήγορος, αλλά είχε δικαίωμα και ο κατηγορούμενος ν’ αντιπροτείνει άλλη ποινή, ασφαλώς μικρότερη. Ο Ξάνθιππος πρότεινε την έσχατη των ποινών, ενώ οι συνήγοροι του Μιλτιάδη αντιπρότειναν χρηματική ποινή 50 ταλάντων. Οι ορκωτοί δικαστές δέχτηκαν τη δεύτερη. Σε λίγο καιρό ο Μιλτιάδης πέθανε από το τραύμα του και το πρόστιμο πλήρωσε ο γιος του Κίμων.


5. Θάνατος του Δαρείου. Ο Ξέρξης. Προετοιμασίες Ο Δαρείος λυπήθηκε μεν και εξοργίστηκε από την ατυχή έκβαση της εκστρατείας, αλλ’ ούτε και τώρα απογοητεύτηκε. Κύριος εχθρός του πλέον ήταν η Αθήνα. Θα ξαναεπειχειρούσε. Αυτή τη φορά, όμως, αυτοπροσώπως. Άρχισε προετοιμασίες. Ενώ όμως όλα ήταν έτοιμα, πέθανε ξαφνικά μετά από 36 χρόνια βασιλείας, αφήνοντας την εξουσία στο γιο του Ξέρξη. Ήταν μια ευτυχής εξέλιξη για την Ελλάδα. Πρώτο μέλημα του Ξέρξη ήταν να καταστείλει μια εξέγερση στην Αίγυπτο. Όταν το πέτυχε, διόρισε σατράπη της Αιγύπτου τον αδελφό του Αχαιμένη. Όσο για την εκστρατεία κατά της Ελλάδας δεχόταν δυο αντίθετες προτροπές. Ο έμπειρος και συνετός θείος του Αρτάβαζος τον συμβούλευε να την αποφύγει. Ο Μαρδόνιος, αντίθετα, συδαύλιζε τη ματαιοδοξία και πλεονεξία του προτρέποντάς τον να πραγματοποιήσει το εγχείρημα. Συνηγορούσαν σ’ αυτό και οι Αλευάδες της Λάρισας και οι εξόριστοι Πεισιστρατίδες. Ακολούθησε τις συμβουλές των δεύτερων. Γιαυτό, μετά την υποδούλωση της Αιγύπτου, διέταξε γενική στρατολογία και προετοιμασία: ιππικού, πεζικού, πλοίων (πολεμικών και φορτηγών), ζωοτροφών κτλ. Τέσσερα χρόνια κράτησαν οι προετοιμασίες. Έτσι συγκροτήθηκε η μεγαλύτερη ως τότε στρατιά.


6. Η εκστρατεία του Ξέρξη Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. η απέραντη αυτή στρατιά του Ξέρξη συγκεντρώθηκε απ’ όλα τα σημεία της αχανούς χώρας γύρω από τις Σάρδεις. Ο στόλος, αποτελούμενος από 1.207 πολεμικά και άλλα πλοία, συγκεντρώθηκε στον Ελλήσποντο και στις περιοχές της Θράκης και της Ιωνίας. Σκοπός του Ξέρξη ήταν να περάσει τον Ελλήσποντο και να κατέβει στην Αττική μέσω Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, με το στόλο του να παραπλέει στα βόρεια παράλια του Αιγαίου. Γιαυτό ο Ξέρξης επιχείρησε δύο σημαντικά έργα, τη ζεύξη του Ελλήσποντου και το κόψιμο του ισθμού του Άθωνα, για ν’ αποφύγει τη συμφορά του Μαρδόνιου. Στην αρχή του χειμώνα 481-480 π.Χ. τα έργα αυτά (καθώς και η γεφύρωση του Στρυμόνα) τελείωσαν. Τότε έφτασε στις Σάρδεις και ο Ξέρξης. Από εκεί έστειλε σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις (πλην Αθηνών και Σπάρτης) κήρυκες και ζητούσε υποταγή (γη και ύδωρ). Την άνοιξη του 480 π.Χ. η στρατιά ξεκίνησε. Η συγκροτημένη στρατιά με επικεφαλής τον Ξέρξη πέρασε τη Μυσία κι έφτασε στο Ίλιο. Ο βασιλιάς ανέβηκε στο ιερό βουνό του Ίλιου, αγνάντεψε την Πέργαμο, θυσίασε στην Αθηνά 1.000 βόδια κι αναχώρησε για την Άβυδο, όπου τον περίμεναν οι γέφυρες. Εκεί καμάρωσε για τα έργα και τη δύναμή του, ενώ ο Αρτάβαζος προσπάθησε άλλη μια φορά να τον αποτρέψει από το εγχείρημα. Επτά μέρες και επτά νύχτες χρειάστηκαν για να διαπεραιωθεί ο πολυάριθμος στρατός στη θρακική ακτή. Ο περσικός στρατός ήταν συγκροτημένος από 46 έθνη. Η απαρίθμηση έγινε για πρώτη φορά στο Δορίσκο της Θράκης. Το σύνολό του έφτασε στον απίστευτο αριθμό των 2.317.610 ανδρών! Ώσπου να φτάσει στις Θερμοπύλες έγινε 2.641.610. Αυτούς τους αριθμούς δίνει ο Ηρόδοτος, αλλά είναι υπερβολικά διογκωμένοι. Ενόψει του εξ ανατολών

μεγάλου κινδύνου το μέγα θέμα για την Αθήνα ήταν πώς θα

παρασκευάσει καλύτερα την άμυνά της. Δύο αντίθετες τάσεις - μερίδες υπήρχαν σχετικά: εκείνη του Αριστείδη που φρονούσε και υποστήριζε ότι αρκούσε ο στρατός και ότι στην ξηρά θα δινόταν και θα κερδιζόταν ο αγώνας, όπως και στο Μαραθώνα. Και εκείνη του Θεμιστοκλή που φρονούσε ότι έπρεπε να ενισχυθεί το ναυτικό των Αθηνών διότι με αυτό θα μπορούσε να αντεπεξέλθει κατά του επιδρομέα, αλλά ήταν αναγκαίος και για τον πόλεμο κατά της Αίγινας. Η διαμάχη κράτησε 3-4 χρόνια. Τα πράγματα οξύνθηκαν. Κατέφυγαν στον οστρακισμό για να δοθεί λύση. Έπρεπε ένας εκ των δύο να εξοριστεί. Υπερίσχυσε, ευτυχώς, ο Θεμιστοκλής.


Η Αθήνα και η Σπάρτη, αφού δε δέχτηκαν κήρυκες του Ξέρξη, συμπέραναν ότι αυτές θα ήταν προπάντων ο στόχος του. Γιαυτό αποφάσισαν να συγκαλέσουν στον Ισθμό της Κορίνθου πανελλήνιο συνέδριο. Για πρώτη φορά θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν έλαβαν μέρος όλες οι πόλεις που κλήθηκαν, αλλά επιτεύχθηκε η πρόσκαιρη, τουλάχιστον, σύμπραξη της Σπάρτης και της Αθήνας, προκαλώντας παράλληλα και ένα γενικότερο αίσθημα ενότητας. Από τη σύνοδο αυτή προέκυψε ακόμα η κατάπαυση των διενέξεων μεταξύ των διαφόρων πόλεων, ιδιαίτερα ανάμεσα στην Αθήνα και την Αίγινα. Στάλθηκαν αγγελιοφόροι σε διάφορες πόλεις, που ήταν ύποπτες να πάνε με τον εχθρό ή ήταν αδιάφορες και κατάσκοποι στις Σάρδεις για να διαπιστώσουν τα σχέδια των Περσών.


7. Η μάχη των Θερμοπυλών Αρχικά αποφασίστηκε εκ μέρους των Ελλήνων η πρώτη μάχη να δοθεί στα Τέμπη. Μολονότι ο θεσσαλικός οίκος των Αλευαδών συνέπραττε με τους Πέρσες, εντούτοις οι περισσότεροι Θεσσαλοί προσφέρθηκαν ν’ αντισταθούν στον εχθρό. Γιαυτό τους στάλθηκε ενίσχυση 10.000 ανδρών υπό το Σπαρτιάτη Ευαίνετο και τον Αθηναίο Θεμιστοκλή. Μαζί και με άλλες θεσσαλικές δυνάμεις έφθασαν στα Τέμπη. Εκεί διαπίστωσαν ότι ο πολυάριθμος στόλος μπορούσε να μεταφέρει στρατό στα μετόπισθέν τους και ότι υπήρχε κι άλλη δίοδος, από όπου θα μπορούσαν να περάσουν οι Πέρσες. Έτσι έκριναν ανώφελο να παραμείνουν εκεί και επέστρεψαν στον Ισθμό. Μετά από αυτό όλες οι πόλεις της ανατολικής Ελλάδας, πλην της Αττικής και της Μεγαρίδας, αναγνώρισαν την κυριαρχία των Περσών. Αυτά γίνονταν την ώρα που ο Ξέρξης περνούσε τον Ελλήσποντο. Σε δύο μήνες ο Ξέρξης έφθασε στον Όλυμπο και στην Όσσα. Εκεί οι κήρυκές του του πρόσφεραν τις δηλώσεις υποταγής όλων σχεδόν των Ελλήνων πάνω από τον Κιθαιρώνα: Δολόπων, Θεσσαλών, Αινιάνων, Μαλιέων, Πλαταιέων κ.λπ. Αυτό, όμως, δεν απογοήτεψε ή αποθάρρυνε τους συνέδρους του Ισθμού, που ήταν ακόμα εκεί. Εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο αφιέρωναν στους Δελφούς το 1/10 των κτημάτων όσων συμπράξουν με τους Πέρσες μετά τη λήξη του πολέμου. Ταυτόχρονα αποφάσισαν να καταλάβουν το στενό των Θερμοπυλών και την πλησίον τους θάλασσα στο Αρτεμίσιο. Αυτό έγινε περί τα τέλη Ιουνίου του 480 π.Χ. Αρχηγός του ναυτικού ήταν ο Σπαρτιάτης Ευρυβιάδης, ενώ του στρατού ξηράς ο βασιλιάς Λεωνίδας. Ο στρατός που πήρε μαζί του ο Λεωνίδας ήταν 300 επίλεκτοι Σπαρτιάτες, 500 οπλίτες της Τεγέας, 500 Μαντινείς, 1.120 Αρκάδες, 400 Κορίνθιοι, 200 Φλειάσιοι, 80 Μυκηναίοι. Καθοδόν προστέθηκαν σ’ αυτούς 700 Θεσπιείς, 400 Θηβαίοι, 1.000 Φωκαείς και κάποιοι Οπούντιοι Λοκροί. Το σύνολο δεν υπερέβαινε τις 13-14.000. Το ναυτικό του Ευρυβιάδη αποτελούνταν από 271 τριήρεις και 9 πεντηκοντόρους και 60.000 ναύτες. Στάλθηκαν στα θεσσαλικά παράλια τρία πλοία για να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις του περσικού στόλου. Συγκρούστηκαν με 10 περσικά και καταστράφηκαν. Αυτό στάθηκε αφορμή ο ελληνικός στόλος ν’ αφήσει το Αρτεμίσιο και να καταφύγει στη Χαλκίδα. Ευτυχώς, όμως, που η θάλασσα φρόντισε να καταστρέψει 400 πλοία του Μεγαβάτη στην ανατολική παραλία της Μαγνησίας. Οι Έλληνες που ναυλοχούσαν στη Χαλκίδα μόλις έμαθαν το συμβάν, αναθάρρησαν και Αρτεμίσιο.

ξαναγύρισαν στο


Ο Ξέρξης έφτασε στις Θερμοπύλες, όπου και στρατοπέδευσε. Παρέμεινε άπρακτος 4 μέρες. Αφού πληροφορήθηκε την κατάσταση του ναυτικού του, διέταξε επίθεση. Επακολούθησε σφοδρή σύγκρουση. Οι άνδρες του πολέμησαν γενναία. Η θέση όμως ήταν δυσμενής γι’ αυτούς και ευνοϊκή για τους Έλληνες. Επί δύο μέρες οι λυσσαλέες επιθέσεις τους αποκρούονταν. Τη δεύτερη μέρα οι επίλεκτοι του βασιλιά διατάχθηκαν να επιχειρήσουν έφοδο. Αποκρούστηκαν με φοβερές απώλειες, όπως και οι προηγούμενοι. Ο Ξέρξης βλέποντας την αποτυχία και τη συμφορά, αναπήδησε τρεις φορές από το θρόνο του, που ήταν στημένος σ’ ένα κοντινό ύψωμα. Πέρασε και η δεύτερη μέρα χωρίς να διαρραγεί το ελληνικό μέτωπο. Ο Ξέρξης αγωνιούσε. Ωσότου ο Μαλιέας Εφιάλτης αποκάλυψε στο βασιλιά ότι υπήρχε ένα μονοπάτι που έβγαζε στα μετόπισθεν των Ελλήνων. Μόλις νύχτωσε ο στρατηγός Υδάρνης με τους στρατιώτες του μπήκε στην κοίτη του Ασωπού και ακολουθώντας την Ανοπαία δίοδο τα ξημερώματα βρέθηκε στην κορυφή, που τη φύλαγαν οι 1000 Φωκείς. Αιφνιδιάστηκαν και οι δύο μέσα στο ημίφως. Ο Υδάρνης ρώτησε αν και αυτοί ήταν Λακεδαιμόνιοι. Μόνο όταν βεβαιώθηκε πως όχι, διέταξε επίθεση. Οι Φωκείς υποχώρησαν και κατέφυγαν στα γύρω υψώματα. Ο Υδάρνης συνέχισε την πορεία του και περί το μεσημέρι βρέθηκε πίσω από τις Θερμοπύλες. Ο Λεωνίδας πληροφορήθηκε ότι κινδυνεύει να κυκλωθεί. Οι περισσότεροι των Ελλήνων φρονούσαν ότι δεν υπήρχε πλέον ελπίδα απόκρουσης του εχθρού και άρα άσκοπη και καταστροφική θα ήταν η επιμονή στην άμυνα. Αντίθετα, ο Λεωνίδας αποφάσισε να μην εγκαταλείψει τη θέση του και να θυσιαστεί, πιστεύοντας ότι αυτό επέβαλλε το συμφέρον της πατρίδας. Μαζί του έμειναν οι σύντροφοί του Σπαρτιάτες, οι Θεσπιείς, οι Θηβαίοι και ο μάντης Μεγιστίας. Δε γνωρίζουμε πόσοι ήταν αυτοί που έμειναν. Απ’ αυτούς οι περισσότεροι Θηβαίοι παραδόθηκαν. Μετά τη μάχη βρέθηκαν 4.000 νεκροί Έλληνες, απ’ αυτούς 2.500 έπεσαν κατά την τελευταία ημέρα της μάχης. Όταν ο Λεωνίδας διαπίστωσε την κύκλωσή του και τον επερχόμενο κίνδυνο, αποφασισμένος καθώς ήταν να πεθάνει, διέταξε επίθεση ώστε να προκαλέσει τη μεγαλύτερη δυνατή φθορά στον εχθρό. Τα πλήθη, όμως, των Περσών ήταν ανεξάντλητα. Όταν τα ελληνικά δόρατα έσπασαν, η μάχη συνεχίστηκε με τα ξίφη. Έπεσε και ο Λεωνίδας. Γύρω από το πτώμα του έγινε φονική μάχη. Οι Έλληνες πήραν το νεκρό βασιλιά τους και τον έφεραν πίσω από το τείχος. Εκεί πάνω σε ένα μικρό λόφο αγωνίστηκαν και έπεσαν μέχρις ενός.


8. Η ναυμαχία του Αρτεμισίου Αυτά έγιναν στην ξηρά. Τον ελληνικό στόλο τον αφήσαμε στο Αρτεμίσιο. Παρόλη τη συμφορά του περσικού στόλου στις Αφέτες, εξακολούθησε να είναι ισχυρότερος του ελληνικού. Γιαυτό ο τελευταίος αποφάσισε να υποχωρήσει αμαχητί στο εσωτερικό. Οι Ευβοείς παρακαλούσαν τον Ευρυβιάδη να αναβάλει τουλάχιστο την αποχώρηση για μερικές μέρες. Ούτε αυτό έγινε. Τότε οι Ευβοείς κατέφυγαν με 30 τάλαντα στο Θεμιστοκλή. Αυτός, θεωρώντας ότι η εγκατάλειψη του Αρτεμισίου θα απέβαινε μοιραία, αποφάσισε να μείνει έστω με μόνο τον αθηναϊκό στόλο. Είχε μαζί του 147 πλοία και ζήτησε και του έστειλαν άλλα 53. Οι Πέρσες έστειλαν 200 πλοία να περιπλεύσουν την Εύβοια από τη νότια πλευρά και από εκεί να μπουν στον ευβοϊκό κόλπο. Οι Έλληνες έμαθαν την κίνηση αυτή, αλλά επειδή ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν, ανοίχτηκαν στο πέλαγος και παρέταξαν τα πλοία τους κυκλικά. Προκαλούσαν του Πέρσες σε μάχη. Εκείνοι σχημάτισαν άλλο κύκλο γύρω από τους Έλληνες. Δόθηκε διαταγή στα ελληνικά

πλοία να επιτεθούν.

Κυρίεψαν ή κατέστρεψαν 30 περσικά. Εκείνοι αιφνιδιάστηκαν αλλά σε λίγο αντεπιτέθηκαν. Η μάχη δεν κρίθηκε. Όταν νύχτωσε οι δύο στόλοι επανήλθαν στις βάσεις τους (Αφέτες και Αρτεμίσιο, αντίστοιχα). Νέα τρικυμία τη νύχτα προκάλεσε νέες απώλειες στα ελλιμενισμένα

περσικά πλοία και κατέστρεψε όλα όσα

επέστρεφαν από τη ναυμαχία, στα Κοίλα της Εύβοιας, ανάμεσα στο Γεραιστό και στον Καφηρέα. Την επομένη έφθασαν και οι 53 νέες αθηναϊκές τριήρεις. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στους Αφέτες και κατέστρεψαν πολλά πλοία των Κιλίκων. Την τρίτη ημέρα οι Πέρσες ναύαρχοι, ντροπιασμένοι και φοβούμενοι την οργή του βασιλιά, επιτέθηκαν στο Αρτεμίσιο με όλο το στόλο τους. Οι Έλληνες δέχτηκαν τη μάχη αλλά δεν απομακρύνθηκαν από την παραλία τους. Η σύγκρουση υπήρξε μανιώδης. Οι απώλειες και των δυο μεγάλες. Και ενώ κατέπαυσε η ναυμαχία και οι Έλληνες άρχισαν να αναρωτιούνται αν είχε νόημα να συνεχίσουν τον αγώνα, κατέφθασε από τις Θερμοπύλες με το πλοίο του ο Αθηναίος Αβρώνυχος φέρνοντας τη θλιβερή είδηση. Δεν υπήρχε πλέον λόγος παραμονής του στόλου στο Αρτεμίσιο. Αναχώρησε. Πέρασαν από τη Χαλκίδα και δε σταμάτησαν παρά μόνο στη Σαλαμίνα. Κατά τη διαδρομή ο Θεμιστοκλής άφηνε μηνύματα στους Ίωνες που συνόδευαν τον Ξέρξη να τον εγκαταλείψουν, είτε συντασσόμενοι με τους ομοφύλους τους είτε παραμένοντας αμέτοχοι. Ο περσικός στόλος, όταν διαπίστωσε την αναχώρηση του ελληνικού, επιτέθηκε στην Εύβοια και κυρίευσε την Ιστιαία.


9. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας Περί τους 20.000 νεκρούς είχε ο Ξέρξης ως τότε. Τους αναπλήρωσε όμως με τους Λοκρούς, Μαλιείς, Δωριείς και όλους τους Βοιωτούς που τάχθηκαν στο πλευρό του. Πανίσχυρος κατευθυνόταν προς το νότο. Ο στόλος του, αφού ενισχύθηκε με Καρυστηνούς και Κυκλαδίτες, πλησίασε τα παράλια της Αττικής. Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους Πελοποννήσιοι, έστειλαν τον Κλεόμβροτο με όλες τις δυνάμεις τους να αμυνθούν στον Ισθμό. Διέταξαν και το στόλο τους να κατευθυνθεί στην Τροιζήνα, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στους Πέρσες. Μόνο με τα επίμονα παρακάλια των Αθηναίων πείσθηκε ο Ευρυβιάδης να μείνει για λίγες μέρες στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι περνούσαν κρίσιμες ώρες. Ο Θεμιστοκλής επανήλθε βαρύτατα θλιμμένος. Οι άρχοντες και η εκκλησία του δήμου κάλεσαν τους Αθηναίους να οδηγήσουν τις οικογένειές τους σε μέρος ασφαλές έξω από τη χώρα τους. Άρχισε η μεγάλη έξοδος των αμάχων. Άλλοι πήγαν στον Πόρο, άλλοι στην Αίγινα και άλλοι στη Σαλαμίνα. Τέτοια ήταν η φυγή που οι Πέρσες βρήκαν στην πόλη μόνο 500, τους οποίους και σκότωσαν. Οι άντρες έτρεξαν κι ανέβηκαν στα πλοία. Χρειάζονταν κι άλλα πλοία και χρήματα δεν υπήρχαν. Ο Άρειος Πάγος, όμως, κατόρθωσε με δημόσιες διακηρύξεις και με εισφορές των πλουσίων μελών του να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα. Ανακλήθηκαν όλοι οι εξόριστοι και ο Αριστείδης. Επικράτησε γενική ομοψυχία. Ο στόλος που συγκεντρώθηκε στη Σαλαμίνα κατά τον Ηρόδοτο ανερχόταν σε 378 τριήρεις, ενώ ο Αισχύλος στους «Πέρσες» του λέει ότι δεν ξεπερνούσε τις 300. Ο Ξέρξης με τον κύριο όγκο του στρατού του μέσω της Βοιωτίας έφτασε χωρίς καμία αντίσταση στους πρόποδες της Ακρόπολης. Οι λίγοι Αθηναίοι, που δεν μπόρεσαν να αποδημήσουν, κλείστηκαν στην Ακρόπολη και οχυρώθηκαν πρόχειρα. Οι φίλοι του Ξέρξη Πεισιστρατίδες προσπάθησαν να πείσουν τους έγκλειστους να φύγουν. Εκείνοι έμειναν αμετάπειστοι. Όλοι σφάχτηκαν από τους Πέρσες. Στο μεταξύ έφτασε στο Φάληρο ο περσικός στόλος. Ο Ξέρξης ήταν πλέον κύριος της Ελλάδας από τον Όλυμπο ως την Πελοπόννησο στην ξηρά, και από τον Ελλήσποντο ως τη Σαλαμίνα στη θάλασσα. Οι Πεισιστρατίδες και οι Αθηναίοι φυγάδες πανηγυρίζουν. Ο Ξέρξης στέλνει στα Σούσα αγγελιαφόρους να αναγγείλουν τα ευχάριστα.


Βρισκόμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου 480 π.Χ. Ο κύριος όγκος του περσικού στρατού βρίσκεται στην πεδιάδα της Ελευσίνας. Ο στόλος τους είναι στη νότια πλευρά της Αττικής, το στρατηγείο τους στο Φάληρο. Το πεζικό των Ελλήνων είναι παραταγμένο πίσω από τα οχυρώματα του Ισθμού, ενώ ο στόλος γύρω από την αρχαία πόλη της Σαλαμίνας. Ο Ευρυβιάδης συγκαλεί συμβούλιο για ν’ αποφασίσει για το τι θα γίνει. Οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι έπρεπε να πάει στον Ισθμό. Μερικοί μάλιστα, πριν ακόμη παρθεί απόφαση, διέταξαν τα πλοία τους να ετοιμαστούν ώστε να αναχωρήσουν τη νύχτα. Οι υπόλοιποι συνέχισαν το συμβούλιο κι αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να φύγει ο στόλος. Μειοψήφησαν μόνο οι αρχηγοί των Αθηνών, της Αίγινας, των Μεγάρων και προπάντων ο Θεμιστοκλής. Αυτός επιχείρησε να μεταπείσει τον Ευρυβιάδη. Βασικό επιχείρημά του: «Αν φύγετε, καθένας θα πάει στην πατρίδα του. Δεν πρόκειται πλέον να ναυμαχήσει για όλη την Ελλάδα». Τον έπεισε τελικά να συγκαλέσει νέο συμβούλιο. Προτού ο Ευρυβιάδης αρχίσει να μιλάει και να τους λέει για ποιο λόγο τους ξανακάλεσε, πήρε το λόγο ο Θεμιστοκλής, εκφράζοντας στον καθένα ξεχωριστά τους φόβους του, αν εγκαταλειφθεί η Σαλαμίνα. Ο Κορίνθιος στρατηγός Αδείμαντος οργίστηκε. Στη συνέχεια μίλησε ο Ευρυβιάδης και ζήτησε να επανεξεταστεί το θέμα της μετακίνησης του στόλου. Μετά μίλησε ο Θεμιστοκλής αρκετή ώρα. Παρενέβη ο Αδείμαντος με οργή και κάλεσε το Θεμιστοκλή να σωπάσει. Ο Θεμιστοκλής του απάντησε ήρεμα και τον κάλεσε να πεισθεί στα λόγια του, διότι αλλιώς «εμείς μεν θα πάρουμε τις οικογένειές μας – πλοία έχουμε πολλά – και θα φύγουμε στην αποικία μας Σίρι της Ιταλίας, σεις όταν στερηθείτε ένα τέτοιο σύμμαχο θα θυμηθείτε τα λόγια μου». Αυτό ήταν. Όλα άλλαξαν. Ο Ευρυβιάδης μεταπείστηκε οριστικά πια. Από τους υπόλοιπους, άλλοι εκόντες άλλοι άκοντες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Αποφασίστηκε χωρίς καν ψηφοφορία να δώσουν τη μάχη στη Σαλαμίνα. Άρχισαν αμέσως οι ετοιμασίες για τη μάχη. Είχε ξημερώσει. Σε λίγο οι Πελοποννήσιοι άρχισαν πάλι να γκρινιάζουν. Η δυσαρέσκειά τους μεταδόθηκε και στα πληρώματα των πλοίων τους, που κατηγορούσαν τον Ευρυβιάδη ως άβουλο. Συγκαλείται νέο συμβούλιο. Ήταν φανερό όμως τώρα ότι οι περισσότεροι ήταν με το μέρος του Θεμιστοκλή. Αυτός, χρησιμοποιώντας το δούλο του Σίκιννο, που γνώριζε περσικά, παρακίνησε τους Πέρσες στρατηγούς να επιτεθούν αμέσως για να πετύχουν εύκολη και γρήγορη νίκη κατά των κατακερματισμένων Ελλήνων. Προέβη σ’ αυτή την ενέργεια ο δαιμόνιος Θεμιστοκλής, για ν’ αναγκαστούν οι Έλληνες να μείνουν και να πολεμήσουν στη Σαλαμίνα.


Η πρόταση του Σικίννου –του Θεμιστοκλή στην πραγματικότητα– βρήκε απολύτως σύμφωνο τον Ξέρξη. Ο περσικός στόλος ναυλοχούσε στα λιμάνια του Φαλήρου, της Μουνιχίας, του Πειραιά και του λεγόμενου Φωρών (= κλεπτών). Μόλις νύχτωσε, περσικό τμήμα κατέλαβε την Ψυτάλλεια. Ένα τμήμα του στόλου τα μεσάνυχτα έκλεισε το πέρασμα προς την Ελευσίνα. Όλος ο στόλος παρατάχθηκε σε μάχη. Οι Έλληνες συνέχιζαν ακόμη να συζητούν. Η παράταση της συζήτησης ευνόησε την τακτική του Θεμιστοκλή. Τα μεσάνυχτα ανήγγειλαν στο Θεμιστοκλή ότι ήρθε ο Αριστείδης και τον ζητούσε. Αυτός είπε στο Θεμιστοκλή ότι κάθε συζήτηση είναι πλέον μάταιη. Οι Πελοποννήσιοι δεν μπορούν να φύγουν. Διότι οι Πέρσες έκλεισαν τους δρόμους διαφυγής τους. «Έρχομαι από την Αίγινα και το είδα με τα μάτια μου», είπε ο Θεμιστοκλής χαρούμενος και τον κάλεσε να τα πει σ’ όλο το συμβούλιο. Σε λίγο επιβεβαίωσε την πληροφορία και ο Παναίτιος, πλοίαρχος τριήρους Τηνίας, που αυτομόλησε από τους Πέρσες. Δεν απέμενε παρά σύσσωμος ο ελληνικός στόλος να παραταχθεί σε μάχη. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν συντριπτικά άνισες. Οι ελληνικές είχαν περίπου 300 πλοία και 70 - 80.000 πολεμιστές. Οι περσικές διέθεταν 1.000 πλοία και 250 300.000 άνδρες. Πραγματικός ηγέτης του ελληνικού στόλου ήταν ο μεγαλοφυής Θεμιστοκλής. Ανέτειλε ο ήλιος. Οι δύο στόλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι, μένοντας για λίγη ώρα ακίνητοι, με την προσδοκία ν’ αρχίσει πρώτος ο αντίπαλος. Ξαφνικά ήχησε ο πρώτος παιάνας των Ελλήνων και σήμανε η σάλπιγγα του Ευρυβιάδη, που έδωσε το σύνθημα για έφοδο. Ταυτόχρονα ακούστηκαν οι σάλπιγγες όλων των στρατηγών και η κραυγή των πληρωμάτων: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, σώστε την πατρίδα», και όλοι όρμησαν μπροστά. Αντεπιτέθηκαν οι Πέρσες. Σε λίγο οι Έλληνες άρχισαν να υποχωρούν μέσα στο στενό της Σαλαμίνας κωπηλατώντας προς τα πίσω. Οι εχθροί ακολουθούσαν. Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή φωνή « ω δαιμόνιοι, μέχρι πότε θα κωπηλατείτε ανάποδα;». Τότε στ’ αριστερά ο Αμεινίας διέταξε την τριήρη του να κωπηλατήσει πάλι προς τα εμπρός. Άρχισε η αντεπίθεση και η μάχη γενικεύτηκε. Επί πολλή ώρα ήταν αμφίρροπη. Ο Θεμιστοκλής πρωταγωνιστεί. Κάποια στιγμή διατάζει την τριήρη του να ορμήσει κατά της περσικής ναυαρχίδας. Κατακλύζεται από βέλη. Ο Αμεινίας, όμως, καταφέρνει και μπήγει το έμβολό του στα πλευρά της περσικής ναυαρχίδας. Η σύγκρουση υπήρξε τιτάνεια. Με τους Πέρσες πρωταγωνιστούσε μια Ελληνίδα γυναίκα, η Αρτεμησία, η οποία προκάλεσε την οργή των Ελλήνων, σώθηκε μάλιστα από καθαρή σύμπτωση. Στο πεδίο της μάχης έπεσε νεκρός ο γιος του Δαρείου. Ο Αριστείδης με ένα τμήμα Αθηναίων οπλιτών επιβιβάστηκε στην Ψυτάλλεια και μετά από φονική συμπλοκή σκότωσε την ξεχασμένη εκεί περσική φρουρά. Το βράδυ κρίθηκε οριστικά η ναυμαχία με θρίαμβο των Ελλήνων. Οι τελευταίες περσικές μονάδες που αναχώρησαν για το Φάληρο ήταν οι Ίωνες και οι Κάρες.


Η μάχη μεν κερδήθηκε, όχι ακόμα κι ο πόλεμος. Οι περσικές δυνάμεις ξηράς ήταν ακόμα άθικτες. Αλλά και ο περσικός στόλος, παρά τις πολλές του απώλειες, εξακολουθούσε να υπερέχει σημαντικά του ελληνικού. Ευτυχώς όμως που ήρθε η δειλία του Ξέρξη να συμπληρώσει τη γενναιότητα των Ελλήνων. Αντί να συνεχίσει τον πόλεμο, φοβήθηκε μήπως οι Έλληνες σπεύσουν στον Ελλήσποντο και καταστρέψουν το γεφύρωμα που είχε κατασκευάσει κι έτσι αποκλειστεί στην Ευρώπη κι αποδεκατιστεί. Έτσι, την επομένη κιόλας άρχισε να σκέπτεται την επιστροφή του στην Περσία. Τον βοήθησε σ’ αυτό κι ο Μαρδόνιος, που του υποσχέθηκε να καταλάβει την Ελλάδα με 300.000 επίλεκτους άνδρες. Το ίδιο βράδυ διατάχθηκε ο περσικός στόλος να φύγει αμέσως για τον Ελλήσποντο για να σώσει τις γέφυρες. Όταν με το ξημέρωμα οι Έλληνες έμαθαν την αναχώρηση, άρχισαν χαρούμενοι την καταδίωξή τους. Στην Άνδρο διαπίστωσαν ότι ο εχθρός απομακρύνθηκε. Εκεί ο Θεμιστοκλής και οι Αθηναίοι ήθελαν να συνεχίσουν την καταδίωξη μέχρι τον Ελλήσποντο, αλλά τους απέτρεψαν ο Ευρυβιάδης και οι Πελοποννήσιοι. Μετά από λίγες μέρες έφυγε από την Αττική και ο Ξέρξης με όλο το στρατό του μέσα από τη Βοιωτία για τη Θεσσαλία. Εκεί ο Μαρδόνιος διάλεξε τους 300.000 πεζούς και ιππείς που θα παρέμεναν για να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Μαρδόνιος αποφάσισε να διαχειμάσει στη Θεσσαλία. Μετά από 8 μήνες από την αναχώρησή του επανήλθε ο Ξέρξης στις Σάρδεις.


10. Η μάχη των Πλαταιών. Το τέλος των πολέμων Ο Μαρδόνιος, άγνωστο γιατί, ανέβαλε μέχρι τον Ιούλιο του 479 π.Χ. τις επιχειρήσεις του. Στο μεταξύ θέλησε να προσεταιριστεί τους Αθηναίους. Έστειλε το βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο με δελεαστικές προτάσεις: να τους αποζημιώσει για όλες τις καταστροφές που προξένησαν οι Πέρσες στην Αττική, να τους αυξήσει το κράτος τους όσο εκείνοι θέλουν και να θεωρούνται ισότιμοι σύμμαχοι με το μεγάλο βασιλιά,

αρκεί

να

θελήσουν

να

γίνουν

σύμμαχοί

του.

Οι

Σπαρτιάτες

καταθορυβήθηκαν από αυτές τις προτάσεις μην τυχόν οι Αθηναίοι, βρισκόμενοι σε δεινή οικονομική θέση, τις δεχθούν. Έστειλαν εσπευσμένα αντιπροσώπους για να προλάβουν τη συμφορά. Υποσχέθηκαν ότι αυτοί και οι σύμμαχοί τους αναλαμβάνουν να θρέψουν τις οικογένειες των Αθηναίων. Η μεγαλειώδης απάντηση των μεγαλοφρόνων Αθηναίων δόθηκε σε κοινή συνάντηση των δύο αντιπροσωπιών. Στον απεσταλμένο του Μαρδόνιου Αλέξανδρο είπαν: «Όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια τροχιά εμείς δεν πρόκειται να συμμαχήσουμε με τον Ξέρξη…». Στους Σπαρτιάτες: «Ευχαριστούμε για την προσφορά σας. Εμείς θα τα καταφέρουμε και μόνοι μας. Από σας ζητάμε να στείλετε στρατό στη Βοιωτία, διότι ο Μαρδόνιος ετοιμάζεται να επιτεθεί». Αυτοί, όμως, αντί να σπεύσουν, έμειναν στην Πελοπόννησο και καταγίνονταν με τον εορτασμό των Υακινθίων. Ο Μαρδόνιος έφτασε ανεμπόδιστος στην Αττική, έχοντας πάρει με το μέρος του όλα τα ελληνικά κράτη της ανατολικής Ελλάδας. Έκαναν νέες προτάσεις στους Αθηναίους οι οποίες απορρίφθηκαν πανηγυρικά. Παράλληλα υπήρχε οργή κατά των Σπαρτιατών για τη νέα εξαπάτηση. Αντιπρόσωποι των Αθηναίων, Μεγαρέων και Πλαταιέων φθάνουν στη Σπάρτη και ζητούν αποστολή στρατού τουλάχιστον στο Θριάσιο πεδίο της Αττικής. Οι Σπαρτιάτες με διάφορες προφάσεις διαρκώς ανέβαλλαν την απάντηση. Ύστερα από δέκα μέρες απάντησαν θετικά και με ταχύτητα καταπληκτική ετοιμάστηκε μέσα σε μια μέρα και στάλθηκε στρατός 40.000 ανδρών στον Ισθμό υπό τον Παυσανία. Ο Μαρδόνιος, έχοντας τη διαβεβαίωση των Αργείων ότι θα εμποδίσουν την άνοδο των Σπαρτιατών, αποσύρθηκε από την Αττική και πήγε στη Βοιωτία, ελπίζοντας πάντα ότι θα τα βρει με τους Αθηναίους.


Με αρκετή καθυστέρηση συγκεντρώθηκε στην Ελευσίνα ο ελληνικός στρατός από 110.000 περίπου άνδρες. Με αρχηγό τους τον Παυσανία ανέβηκαν στη Βοιωτία από τον Κιθαιρώνα. Βλέποντας τους Πέρσες στρατοπεδευμένους κοντά στον Ασωπό, στρατοπέδευσαν κοντά στις Ερυθρές. Εκεί ο Μαρδόνιος τους επιτέθηκε με το ιππικό του. Αποκρούστηκε από τους Μεγαρείς και 300 επίλεκτους Αθηναίους. Οι Έλληνες αναθάρρησαν. Εγκατέλειψαν την ορεινή τους θέση και στρατοπέδευσαν στις Πλαταιές, στη νότια όχθη του Ασωπού. Μετακινήθηκε και ο Μαρδόνιος και στρατοπέδευσε απέναντι από τους Έλληνες. Ανάμεσά τους ήταν ο Ασωπός. Χρησμοί έλεγαν και στους δύο να μην επιτεθούν. Η σύγκρουση αναβλήθηκε. Αυτό παρ’ ολίγο ν’ αποβεί μοιραίο για τους Έλληνες. Μετά δέκα μέρες ο Μαρδόνιος έχασε την υπομονή του κι αποφάσισε να τους επιτεθεί. Την παραμονή οι Έλληνες το πληροφορήθηκαν από τον Αλέξανδρο, το βασιλιά της Μακεδονίας. Ο Παυσανίας πρότεινε στους Αθηναίους να ανταλλάξουν τις θέσεις τους με τους Σπαρτιάτες, ώστε οι τελευταίοι να πολεμήσουν με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς, ενώ οι Αθηναίοι με τους Πέρσες και τους Μήδους που τους είχαν ξαναπολεμήσει στην ξηρά. Έτσι κι έγινε. Αυτό όμως το στρατήγημα δεν έπιασε, αφού και ο Μαρδόνιος έκανε αντίστοιχες αλλαγές. Οι Έλληνες άρχισαν να στερούνται νερού και τροφίμων. Ο Παυσανίας συγκάλεσε εσπευσμένα πολεμικό συμβούλιο. Αποφασίστηκε να μετακινηθούν σε άλλη θέση, ώστε να εξασφαλίσουν νερό. Κατά τη μετακίνηση σημειώθηκαν λάθη που λίγο έλειψε να στοιχίσουν. Ο Μαρδόνιος, διαπιστώνοντας αυτή την κίνηση των Ελλήνων, ενθουσιάστηκε. Αμέσως διέταξε το στρατό του να περάσει τον Ασωπό και να καταδιώξει τους Έλληνες. Σε λίγο άρχισαν οι συγκρούσεις. Οι οιωνοί αρχικά δεν ήταν ευνοϊκοί για τους Έλληνες. Γιαυτό αποφευγόταν η πλήρης εμπλοκή τους. Στην απόγνωσή του ο Παυσανίας στράφηκε προς το ορατό Ηραίο των Πλαταιών και ζήτησε από τη θεά να φανεί πιο καλόβουλη προς το λαό της. Αμέσως οι οιωνοί άλλαξαν. Διατάχθηκε γενική επίθεση κατά των Περσών. Ο προμαχώνας τους ανατράπηκε. Η σύγκρουση γενικεύθηκε, με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Η ελληνική παράταξη ήταν συμπαγής και αδιάρρηκτη παρά τις λυσσώδεις επιθέσεις των Περσών· αμέτρητοι οι νεκροί. Ο Μαρδόνιος μάχεται στην πρώτη γραμμή έφιππος. Ώσπου πέφτει νεκρός από τα χτυπήματα του Σπαρτιάτη Αείμνηστου. Πανικόβλητοι οι Πέρσες επιστρέφουν στο οχυρωμένο στρατόπεδό τους. Οι Βοιωτοί συνέχισαν να μάχονται αλλά τελικά μιμήθηκαν κι αυτοί τους συμμάχους τους Πέρσες. Ο Αρτάβαζος πήρε 40.000 άνδρες και μέσω Φωκίδας, Θεσσαλίας και Μακεδονίας κατευθύνθηκε στο Βυζάντιο.


Οι Λακεδαιμόνιοι συνέχισαν να καταδιώκουν τους Πέρσες μέχρι το στρατόπεδό τους. Οι Πέρσες, όμως, οχυρωμένοι πίσω από τα τείχη και τους πύργους τους, τους απέκρουαν. Οι Σπαρτιάτες κάλεσαν τους Αθηναίους που ήταν ειδικοί στις τειχομαχίες. Ο αγώνας ήταν σκληρός και παρατεταμένος. Τελικά οι Αθηναίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ρήγμα στο τείχος. Πρώτοι μπήκαν απ’ αυτό οι Τεγεάτες, που λεηλάτησαν την πλούσια σκηνή του Μαρδόνιου. Ήταν τέτοια η σφαγή που ακολούθησε, ώστε δεν απέμειναν, κατά τον Ηρόδοτο, παρά μόνο 3.000 Πέρσες, εκτός φυσικά από τις 40.000 που έφυγαν νωρίτερα με τον Αρτάβαζο. Ασφαλώς υπάρχει σ’ αυτό υπερβολή. Από τους Έλληνες φονεύθηκαν 91 Σπαρτιάτες, 16 Τεγεάτες, 52 Αθηναίοι και 600 Μεγαρείς.

11. Η πολιορκία της Θήβας – μάχη της Μυκάλης – άλωση της Σηστού Οι πανηγυρισμοί κράτησαν δέκα μέρες. Την ενδέκατη οι νικητές ζήτησαν από τους Θηβαίους να παραδώσουν τους μηδίσαντες άρχοντές τους, ιδίως τον Τιμηγενίδη και τον Ατταγίνο. Αρνήθηκαν. Η Θήβα πολιορκήθηκε επί 20 μέρες. Οι Θηβαίοι παρέδωσαν μόνο τον Τιμηγενίδη . Την ημέρα που στις Πλαταιές συντριβόταν ο περσικός στρατός, η ελληνική ναυτική δύναμη, υπό το Σπαρτιάτη Λεωτυχίδη, στη Μυκάλη της Μ. Ασίας κατατρόπωνε τον περσικό στόλο. Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος έπλευσε από τα παράλια της Ιωνίας στον Ελλήσποντο για να καταστρέψει τις γέφυρες του Ξέρξη, που είχαν όμως προ πολλού διαλυθεί. Στην Άβυδο ο στόλος χωρίστηκε.

Οι Πελοποννήσιοι

επέστρεψαν στις πόλεις τους, ενώ οι Αθηναίοι με τον Ξάνθιππο αποφάσισαν να συνεχίσουν μέχρι να διώξουν τους Πέρσες από τη Θράκη. Αποφάσισαν

την

πολιορκία της Σηστού, οχυρότατο φρούριο. Όλοι οι Έλληνες της περιοχής βοήθησαν προθυμότατα τους Αθηναίους. Μετά από ολιγοήμερη πολιορκία, το φρούριο παραδόθηκε. Οι δύο στρατηγοί - φρούραρχοι Οιόβαζος και Αρταΰκτης, καταδιώχθηκαν και φονεύθηκαν. Μετά την άλωση της Σηστού, στο τέλος του 479 π.Χ., οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Έτσι ολοκληρώθηκε ο θρίαμβος κατά των Περσών. Έτσι σώθηκε η Ελλάδα και η Ευρώπη από τον Ασιάτη κατακτητή. Έτσι διαφυλάχθηκε ο ελληνο-ευρωπαϊκός πολιτισμός.


12. Αγώνες των Ελλήνων της Σικελίας κατά των Καρχηδονίων Την περίοδο των επιδρομών των Περσών κατά της Ελλάδας, οι ομογενείς της Σικελίας κλήθηκαν ν’ αντιμετωπίσουν άλλο εχθρό, τους Καρχηδόνιους. Το 480 π.Χ. πανίσχυρος στρατός και στόλος Καρχηδονίων 300.000 και πλέον ανδρών υπό τον Αμίλκα εισέβαλαν στη Σικελία και βάδισαν αμέσως εναντίον της Ιμέρας για να την πολιορκήσουν. Ο τύραννος των Συρακουσών Γέλωνας, επικεφαλής 50.000 πεζών και 5.000 ιππέων, κατέφθασε αμέσως από τις Συρακούσες. Συνήφθη ολοήμερη μάχη εκ παρατάξεως. Σκοτώθηκε ο Αμίλκας. Οι Καρχηδόνιοι έπαθαν πανωλεθρία. Ο Γέλωνας αναγνωρίστηκε ως αναμφισβήτητος άρχοντας των Ελλήνων της Σικελίας, και οι Καρχηδόνιοι της Σικελίας δήλωσαν υποταγή. Υποχρεώθηκαν, όμως, να καταβάλουν 2.000 τάλαντα για τα έξοδα του πολέμου. Τα λάφυρα από τον πόλεμο ήταν πάρα πολλά. Ως νικητές ανακηρύχθηκαν ο Γέλωνας και τα αδέλφια του Ιέρωνας, Πολύζηλος και Θρασύβουλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ


1. Οχύρωση των Αθηνών Η Αθήνα μετά τον πόλεμο ήταν μια ερειπωμένη πόλη. Από τα πρώτα μελήματα των Αθηναίων ήταν η οχύρωση της πόλης τους. Αντέδρασαν όμως οι Σπαρτιάτες. Προέβησαν σε διαβήματα. Οι Αθηναίοι, με πρόταση του Θεμιστοκλή, ούτε δέχθηκαν ούτε απέρριψαν αμέσως το αίτημα. Υποσχέθηκαν ότι θα στείλουν στη Σπάρτη δική τους αντιπροσωπία. Πράγματι έστειλαν το Θεμιστοκλή, τον Αριστείδη και τον Αβρώνυχο. Στο μεταξύ η οχύρωση προχωρούσε ταχύτατα. Πρώτος πήγε ο Θεμιστοκλής. Δεν παρουσιάστηκε, όμως, στους Εφόρους, προφασιζόμενος ότι περιμένει τους άλλους δύο. Πείσθηκαν. Όταν ήρθαν ο Αριστείδης και ο Αβρώνυχος και είπαν στο Θεμιστοκλή ότι η οχύρωση προχώρησε τόσο ώστε ν’ αντέξει σε κάποια επίθεση των Πελοποννήσιων, τότε ο Θεμιστοκλής παρουσιάστηκε στους Εφόρους και δήλωσε ότι η Αθήνα τειχίστηκε και ότι δε χρωστούν να πάρουν γιαυτό κανενός την άδεια. Οι Σπαρτιάτες αγανάκτησαν, αλλά σώπασαν. Μετά την Αθήνα επιχείρησαν την οχύρωση του Πειραιά και της Μουνιχίας. Το τείχος αυτό (11.070 μ.) κατασκευάστηκε, αλλά όχι σύμφωνα με τα σχέδια του Θεμιστοκλή (ειδικά ως προς το ύψος). Εντούτοις η οχύρωση υπήρξε αποτελεσματική και ο Πειραιάς έγινε απόρθητος. Αυτή δε αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο του μετέπειτα μεγαλείου των Αθηνών.

2. Κατάληψη του Βυζαντίου Την ίδια εποχή (478 π.Χ.) οι Αθηναίοι μετείχαν σε εκστρατεία των Ελλήνων κατά των Περσών με αρχηγό τον Παυσανία. Τα πελοποννησιακά πλοία ήταν 20, ενώ των Αθηναίων υπό τους Αριστείδη και Κίμωνα 30. Ο στόλος πρώτα πήγε στην Κύπρο κι απάλλαξε τις περισσότερες ελληνικές πόλεις από την περσική κυριαρχία. Μετά επανέκτησαν από τους Πέρσες το Βυζάντιο. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή και την αρχή της ηγεμονίας των Αθηνών.


3. Η ναυτική ηγεμονία των Αθηνών Ο Παυσανίας αμέσως μετά τη μάχη των Πλαταιών έδειξε πόσο κενόδοξος ήταν, αλλά και ξένος προς το σπαρτιάτικο και γενικότερα τον ελληνικό βίο, κυρίως εξαιτίας του πλούτου (από τα λάφυρα) που απέκτησε. Μην ανεχόμενος πλέον να υποτάσσεται στους νόμους της πατρίδας του, αποφάσισε να γίνει άρχοντάς της με τη βοήθεια του Πέρση βασιλιά. Γιαυτό αμέσως μετά την άλωση του Βυζαντίου έστειλε στον Ξέρξη επιστολή με αιχμάλωτους επίσημους Πέρσες ζητώντας να παντρευτεί την κόρη του και υποσχόμενος ως αντάλλαγμα να του παραδώσει τη Σπάρτη και την Ελλάδα. Ο Ξέρξης του έστειλε επιστολή με τον Αρτάβαζο, αποδεχόμενος την προσφορά του. Ευτυχώς που ο Παυσανίας δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει όσα υποσχέθηκε. Θεωρώντας μάλιστα ότι πέτυχε το σκοπό του, ζούσε βίο πολυτελή και άσωτο, σαν Πέρσης σατράπης. Οι Σπαρτιάτες υποπτεύθηκαν ότι κάτι συμβαίνει και τον ανακάλεσαν. Στη θέση του έστειλαν το Δόρκη. Οι Ίωνες, όμως, δεν τον δέχτηκαν καν, επειδή στο μεταξύ είχαν αναγνωρίσει ως ηγεμόνες τους Αθηναίους στρατηγούς Αριστείδη και Κίμωνα. Ο Δόρκης πήρε το στόλο του και γύρισε στην πατρίδα του. Έτσι περιήλθε στους Αθηναίους η ηγεμονία της ναυτικής δύναμης των Ελλήνων. Οι Σπαρτιάτες ένιωσαν θιγμένοι, αλλά δεν αντέδρασαν. Περιορίστηκαν στα της πατρίδας τους. Το ίδιο έπραξαν και άλλοι Πελοποννήσιοι. Έτσι, τον πόλεμο συνέχισαν μόνο οι Αθηναίοι με τη βοήθεια των νησιωτών και όσων Ελλήνων της Μ. Ασίας ήθελαν ν’ απαλλαγούν από τους Πέρσες. Έτσι σχηματίστηκε μια νέα συμμαχία με επικεφαλής τους Αθηναίους (477 και 476 π.Χ.). Η ηγεσία του στόλου ανατέθηκε στον Αριστείδη. Η νέα συμμαχία είχε έδρα τη Δήλο, όπου συγκροτήθηκε διάσκεψη των συμμάχων. Στη συμμαχία μετείχαν οι Σάμος, Χίος, Λέσβος, Τένεδος, Ρόδος, Κως, Μίλητος, Άργιλος, Άκανθος, Σκώλος, Σπάρτωλος, το Βυζάντιο κ.ά.

4. Ο θάνατος του Παυσανία Ο Παυσανίας μετά την καθαίρεσή του για επαφές με τους Πέρσες, γύρισε στο Βυζάντιο ως ιδιώτης, συνεχίζοντας τις σχέσεις του με τον Αρτάβαζο. Διώχθηκε από τους Αθηναίους και εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας. Εκεί συνέχισε τις προδοτικές δραστηριότητες. Γιαυτό ανακλήθηκε στη Σπάρτη. Φυλακίστηκε. Με τη μεσολάβηση των φίλων του απολύθηκε. Άρχισε επαφές με τους είλωτες που παρακινούσε σε επανάσταση. Οι Έφοροι το έμαθαν. Απέκτησαν τις επιστολές που αντάλλαξε με τον Αρτάβαζο. Τον συνέλαβαν να συνομιλεί με κάποιο δούλο για προδοσία. Αποφάσισαν να τον συλλάβουν. Ο Παυσανίας πρόλαβε και κατέφυγε ως ικέτης στο ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς. Εκεί παρέμεινε έγκλειστος και πέθανε από πείνα.


5. Περιπέτειες και θάνατος του Θεμιστοκλή Λίγα μόλις χρόνια μετά τους θριάμβους του ο Θεμιστοκλής πέρασε σταδιακά στο περιθώριο. Άρχισε από την αφαίρεση της ηγεσίας του αθηναϊκού - συμμαχικού στόλου και την ανάθεσή της στον Αριστείδη. Πάντα τον θεωρούσαν ικανό για προδοσία εξαιτίας της φιλοχρηματίας του. Στο μεταξύ νέοι άνδρες προωθούνταν στα αξιώματα, όπως ο γιος του Μιλτιάδη Κίμων. Ο Θεμιστοκλής διαρκώς παραγκωνιζόταν. Δεν ήταν, όμως, από τους ανθρώπους που μπορούσε να ανεχθεί την απραξία και τη σιωπή. Συνεχώς γκρίνιαζε. Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να διατηρήσει το μύθο και τη φήμη του. Κατηγορήθηκε ότι είχε μυστικές επαφές με τον Παυσανία. Περί το 471 π.Χ. οι νέοι πολιτικοί ηγέτες της πόλης Κίμων και Αλκμαίων τον κατηγόρησαν για μηδισμό. Απαλλάχτηκε από την κατηγορία, αλλά η διαμάχη μεταξύ αυτού και των κατηγόρων του άναψε. Εφαρμόστηκε ο νόμος για τον οστρακισμό. Η ψηφοφορία απέβη εις βάρος του Θεμιστοκλή. Κατέληξε στο Άργος. Έμεινε εκεί έξι χρόνια. Ήρθε σ’ επαφή με τον Παυσανία, μετά το θάνατο του οποίου ήρθαν στο φως όλα τα έγγραφά του. Αποκαλύφθηκε έτσι η προδοσία του. Ο Θεμιστοκλής για ν’ αποφύγει τη σύλληψη κατέφυγε στην Κέρκυρα κι από εκεί στον Άδμητο, το βασιλιά των Μολοσσών. Ούτε εκεί ένιωθε ασφαλής. Πήγε στην Πύδνα, κοντά στο Θερμαϊκό, κι ύστερα από πολλές περιπέτειες, στην Έφεσο της Μ. Ασίας. Στην Αθήνα καταδικάστηκε ερήμην. Κατέφυγε στα Σούσα κοντά στον Αρταξέρξη, προς τον οποίο έστειλε επιστολή δηλώνοντας ότι διώκεται εξαιτίας της φιλίας του προς αυτόν. Ο Αρταξέρξης τον αντάμειψε και τον διόρισε άρχοντα της ασιανής Μαγνησίας. Μετέφερε εκεί και την οικογένειά του. Εκεί αρρώστησε και πέθανε. Τα περί αυτοκτονίας του είναι αβάσιμες φήμες της εποχής του.


6. Νέοι πολιτικοί ηγέτες: Κίμων και Περικλής Μεταξύ των ετών 471 - 468 π.Χ. πέθαναν οι δύο τελευταίοι από τους πρωταγωνιστές των πολέμων κατά των Περσών, ο Αριστείδης (πάμπτωχος) και ο Θεμιστοκλής.Το κενό που άφησαν καλύφθηκε από δύο νέους πολιτικούς ηγέτες, τον Κίμωνα και τον Περικλή. Ο Κίμων ήταν γιος του ήρωα του Μαραθώνα Μιλτιάδη, από τους Αιακίδες, αλλά με το γάμο του συνδέθηκε και με το λαμπρότατο οίκο των Αλκμαιωνιδών. Ο Περικλής ήταν γιος του νικητή της Μυκάλης στρατηγού Ξανθίππου. Άρα και οι δύο προέρχονταν από επιφανείς γονείς. Ο Κίμων ορφάνεψε από παιδί, ήταν ευφυής, αλλά στα χρόνια της νεότητάς του εκτράπηκε σε ακολασίες. Άτακτος, μέθυσος και γυναικάς, αλλά και τολμηρός, ευφυής και φιλότιμος. Παράλληλα απαίδευτος στη μουσική, τη ρητορική κ.λπ. Το 480 π.Χ. ήρθε η ώρα του. Ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν να πολεμήσουν στη Σαλαμίνα, υπό τις διαταγές του Αριστείδη. Αυτός διέγνωσε τη μεγαλοφυΐα του και γρήγορα τον προώθησε στα ύπατα αξιώματα. Σε λίγο θα τον διαδεχόταν στην αρχηγία του συμμαχικού στόλου. Ως τέτοιος δοξάστηκε. Εντούτοις οι νεανικές του αδυναμίες δεν τον άφησαν (αδυναμίες στις γυναίκες, άσωτος στη διαχείριση της περιουσίας του, πολυτελή δείπνα κ.λπ.). Παράλληλα ήταν αδέκαστος και αδωροδόκητος. Έδινε πλουσιοπάροχες αμοιβές στους συναγωνιστές του. Έβγαινε στους δρόμους και σκόρπιζε παροχές στους φτωχούς. Άνοιγε τα χωράφια του σε όλους. Ζούσε πολυτελώς. Δημαγωγός. Ο Περικλής βγήκε στο προσκήνιο αργότερα από τον Κίμωνα, μετά το θάνατο του Αριστείδη και του Θεμιστοκλή, η δράση του όμως κράτησε 40 χρόνια (467 – 428 π.Χ.). Ως χαρακτήρας διέφερε ριζικά από τον Κίμωνα: εγκρατής, σοβαρός, καλός διαχειριστής των χρημάτων του, γενναίος αλλά όχι φιλοπόλεμος. Αν και δεινός ρήτορας, σπάνια αγόρευε στην εκκλησία του Δήμου. Αδωροδόκητος. Έτυχε από την παιδική του ηλικία την τελειότερη για την εποχή του αγωγή. Μαθήτευσε στους καλύτερους δασκάλους (τον Πυθοκλείδη, το Δάμωνα και τον Αναξαγόρα). Ήταν ένα κράμα των Αριστείδη και Θεμιστοκλή, αλλά μεγαλοφυέστερος του πρώτου και εντιμότερος του δεύτερου.


Οι αντιλήψεις του Κίμωνα και του Περικλή για τα κρίσιμα της πόλης και των πολιτών προβλήματα ήταν ριζικά αντίθετες και αυτό τους έφερε σε σύγκρουση. Ο Περικλής υποστήριζε ότι ο τρόπος ανάδειξης ως τότε στα δημόσια αξιώματα ήταν άδικος γιατί παραγκώνιζε τους φτωχούς. Πίστευε πως η πόλη θα φθάσει σε ύψιστη ηθική, διανοητική και υλική δύναμη, όταν όλοι οι πολίτες, πλούσιοι και φτωχοί, θα μπορούν να έχουν ως κύριο μέλημα τα δημόσια πράγματα. Ο Κίμων πίστευε το αντίθετο, ότι τα ίσα δικαιώματα αποβαίνουν σε βάρος της πόλης. Κύριο έργο κάθε πολίτη είναι να πλουτίσει με την εργασία και τις ικανότητές του. Ο λαός πήγε με τον Περικλή. Εντούτοις ο Κίμωνας εν προκειμένω ήταν προνοητικότερος. Ο Περικλής εισήγαγε το δικό του πολιτικό σύστημα. Οι αδυναμίες όμως αυτού του συστήματος φάνηκαν αμέσως μετά το θάνατό του.

7. Η ηγεμονία των Αθηναίων Είδαμε παραπάνω πώς η ναυτική ηγεμονία πέρασε στα χέρια των Αθηνών από τη Σπάρτη. Η ευρύτατη συνένωση των Ελλήνων κράτησε όσο και ο κοινός πόλεμος (3 χρόνια). Αμέσως μετά το έθνος διχοτομείται. Του ενός τμήματος προΐσταται η Αθήνα, του άλλου η Σπάρτη. Επί 30 περίπου χρόνια ακμάζει κυρίως το πρώτο. Η Σπάρτη περνάει περίοδο αφάνειας, αυτοαπομονωτισμού και ενδοστρέφειας. Η ηγεμονία, όμως, των Αθηνών (και η κακή χρήση της) προκάλεσε δυσαρέσκειες στους συμμάχους της. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η Σπάρτη. Μετά τη συμμαχία του 477 π.Χ. οι σύμμαχοι υποχρεώθηκαν να πληρώνουν στην Αθήνα ετήσιο φόρο 460 τάλαντα. Αυτό το ποσό λίγο πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο έγινε 600 τάλαντα. Σταδιακά η προεδρία των Αθηνών στη συμμαχία εξελίχθηκε σε δεσποτεία ή κυριαρχία. Το ταμείο της Δήλου μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η είσπραξη των φόρων έγινε πλέον σκληρότερη και ανατέθηκε στους ελληνοταμίες. Πολλές πόλεις ζήτησαν αντί πλοίων και ανδρών να καταβάλλουν χρηματικό ποσό. Έγινε δεκτό. Λίγο αργότερα πολλές πόλεις ζήτησαν, ίσως υποκινούμενες από τη Σπάρτη, να φύγουν τελείως από τη συμμαχία. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν και από συμμάχους τούς έκαναν υπηκόους. Έτσι το συνέδριο της Δήλου διαλύθηκε και οι πρώην σύμμαχοι έγιναν υπήκοοι. Όλες οι εισφορές κατέληγαν πλέον στην Αθήνα.


8. Επιβολή της αθηναϊκής ηγεμονίας Με την ανάληψη από τους Αθηναίους της αρχηγίας του ενωμένου ελληνικού στόλου άρχισαν διάφορες επιχειρήσεις για την κάθαρση του πεδίου από φιλοπερσικά στοιχεία και παγίωση της αθηναϊκής ηγεμονίας. Έτσι, με αρχηγό τον Κίμωνα κυριεύθηκε η Ηιόνα στο Στρυμόνα και εκδιώχθηκε ο Πέρσης στρατηγός Βόγος. Μετά ο Κίμωνας, με αυξημένες αρμοδιότητες, κατέλαβε το 470 τη Σκύρο, την οποία αποίκισε με Αθηναίους πολίτες. Στη συνέχεια καταλήφθηκε η Κάρυστος. Δύο χρόνια αργότερα αποστάτησαν από τη συμμαχία οι Νάξιοι. Η συμμαχία αντέδρασε άμεσα. Κατά τα έτη 466 και 465 π.Χ. αναλήφθηκαν επιχειρήσεις στα παράλια της Μ. Ασίας. Ο Κίμωνας έδιωξε τις εχθρικές φρουρές από διάφορες ελληνικές περιοχές της Καρίας και της Λυκίας και κυρίεψε την πόλη των Φασηλιτών. Οι Πέρσες βρήκαν ευκαιρία και συγκέντρωσαν μεγάλη δύναμη στις εκβολές του Ευρυμέδοντα με στρατηγούς τους Τιθραύστη και Φερενδάτη. Ο Κίμωνας επιτέθηκε και διέλυσε τον περσικό στόλο. Η μάχη στην ξηρά υπήρξε πεισματώδης και αμφίρροπη. Στο τέλος ο Κίμωνας θριάμβευσε. Αμέσως μετά έσπευσε στην Κύπρο για να προλάβει φοινικική δύναμη από 80 πλοία που ερχόταν προς ενίσχυση των Περσών. Χτύπησε και κατέστρεψε κι αυτή τη δύναμη. Δεν αρκούσαν αυτά στον Κίμωνα και στους Αθηναίους. Οι Θάσιοι κατέλαβαν πρόσφατα πλούσιες εκτάσεις και μεταλλεία γύρω από το Στρυμόνα, είχαν μάλιστα υποτελείς πολλές πόλεις της Θράκης. Γιαυτό οι Αθηναίοι πολιορκούν αμέσως τη Θάσο. Μετά διετή αποκλεισμό (464 και 463 π.Χ.) την αναγκάζουν να γκρεμίσει το τείχος της, να παραδώσει τα πολεμικά της πλοία, να εγκαταλείψει τα κτήματα και μεταλλεία που κατείχε στην απέναντι ξηρά, να καταβάλει μεγάλη αποζημίωση και να πληρώνει ετήσιο φόρο. Όσο διαρκούσε η πολιορκία, οι Θάσιοι ζήτησαν τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων. Αυτοί υποσχέθηκαν να εισβάλουν στην Αττική για να αποσπάσουν την προσοχή των Αθηναίων. Αυτή η επαφή θα λειτουργήσει μετά αρκετά έτη…


9. Η επανάσταση των ειλώτων κατά της Σπάρτης Η Σπάρτη επί 15 σχεδόν χρόνια μετά τους περσικούς πολέμους περιοριζόταν σε μικροπράγματα, παρενοχλώντας συνήθως τους γείτονές της Αρκάδες, Τριφυλίους και Αχαιούς. Ξαφνικά το 464 π.Χ. χτυπήθηκε από καταστροφικό και φονικό σεισμό. Οι είλωτες, που είχαν ήδη προετοιμαστεί από τον Παυσανία, βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία. Αρπάζοντας τα όπλα πήραν μαζί τους και μερικούς περίοικους και επιτέθηκαν κατά της Σπάρτης και παραλίγο να την κυριεύσουν. Νικήθηκαν από το βασιλιά Αρχίδαμο αλλά δεν υποτάχθηκαν. Άντεξαν για λίγο. Τελικά νικήθηκαν. Τότε στράφηκαν και κυρίευσαν την Ιθώμη, την οχύρωσαν και αμύνονταν σθεναρά. Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού δεν μπόρεσαν επί 3 έτη να τους εκπορθήσουν, ζήτησαν τη βοήθεια των συμμάχων τους, ιδίως των Αιγινητών, Αθηναίων και Πλαταιέων. Όταν το αίτημά τους έφτασε στην εκκλησία του δήμου, βρισκόταν στο αποκορύφωμά της η διαμάχη ανάμεσα στον Περικλή και τον Κίμωνα. Ο Περικλής πρότεινε την απόρριψη του αιτήματος, ενώ ο Κίμωνας τάχθηκε μαχητικά υπέρ της ικανοποίησής του. Η στάση τού καθένα απηχούσε και τις πολιτικές και κοινωνικές του

πεποιθήσεις:

ο

Περικλής

λεγόταν

δημοκρατικός,

ενώ

ο

Κίμωνας

αριστοκρατικός. Ο πρώτος αντιπαθούσε τη Σπάρτη ως κράτος πολεμοχαρές.

Ο

Κίμωνας επιδίωκε να ενισχύσει την παράταξή του και με τη βοήθεια της Σπάρτης. Επικράτησε η δική του γραμμή. Στάλθηκε δύναμη 4.000 ανδρών με επικεφαλής τον Κίμωνα. Παρά ταύτα η Ιθώμη δεν έπεσε. Αυτό έφερε προστριβές μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι διώχθηκαν. Η πολιορκία συνεχίστηκε από τις άλλες δυνάμεις. Αυτή η αποτυχία αποτέλεσε πλήγμα στο γόητρο του Κίμωνα. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι Περικλής και Εφιάλτης. Ο Κίμωνας εξορίστηκε. Με πρόταση του Περικλή διαλύθηκε η παλιά συμμαχία Αθηνών και Σπάρτης.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ

1. Σύμμαχοι των Αθηναίων Το Άργος βρισκόταν ανέκαθεν σε ανταγωνισμό με τη Σπάρτη. Γιαυτό ευχαρίστως δέχτηκε τις προτάσεις των Αθηναίων για συμμαχία. Και οι Θεσσαλοί έσπευσαν να ενταχθούν στη συμμαχία των Αθηναίων, από μίσος κατά των Λακεδαιμονίων εξαιτίας της επιδρομής των τελευταίων εναντίον τους με το Λεωτυχίδη. Και οι Μεγαρείς προσχώρησαν στη νέα συμμαχία, επειδή είχαν συνεχώς προστριβές με τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων Κορινθίους για συνοριακές διαφορές. Οι Σπαρτιάτες, απασχολημένοι στην πολιορκία της Ιθώμης, δεν μπορούσαν ν’ αντιδράσουν σ’ αυτές τις κινήσεις των Αθηναίων. Ανέλαβε, όμως, να το κάμει η Κόρινθος (460 π.Χ.), βοηθούμενη από τους Επιδαύριους και τους Αιγινήτες. Οι συνθήκες

ήταν

κατάλληλες.

Μεγάλες

δυνάμεις

των

Αθηναίων

ήταν

απασχολημένες με τους πολέμους κατά των Περσών (Κύπρο, παράλια της Φοινίκης, Αίγυπτο). Ο Πέρσης βασιλιάς, έντρομος, έστειλε στη Σπάρτη το Μεγάβαζο με πολλά χρήματα, για να τους πείσει να εισβάλουν στην Αττική. Διαπίστωσε όμως ότι αυτό ήταν αδύνατο να γίνει. Ταυτόχρονα οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους νόμισαν ότι θα εύρισκαν την Αθήνα ανυπεράσπιστη κι επιτέθηκαν. Γελάστηκαν όμως. Μετά από μερικές, μικρής έκτασης, συμπλοκές, ο αιγινήτικος στόλος καταστράφηκε εντελώς και πολιορκήθηκε η ίδια η Αίγινα. Οι Κορίνθιοι έστειλαν 300 οπλίτες για βοήθεια και ταυτόχρονα επιτέθηκαν στην Αθήνα και τα Μέγαρα. Και αυτή η επίθεση συνετρίβη από μια νεοσύστατη στρατιά υπό το Μυρωνίδη.

2. Τα μακρά τείχη Η σωτηρία της πρωτεύουσας ενός κράτους πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα. Αυτό το είχε κατανοήσει άριστα ο Περικλής. Βέβαια ο Θεμιστοκλής είχε οχυρώσει την Αθήνα και τον Πειραιά, αλλά από την ξηρά θα μπορούσε να κυκλωθεί από μεγάλη πεζική δύναμη των Πελοποννήσιων. Στην ξηρά η Αθήνα δεν ήταν τόσο ισχυρή. Ο Περικλής πολύ θα ήθελε η Αθήνα να ήταν νησί. Γιαυτό αποφάσισε ν’ αναπληρώσει κατά ένα μέρος αυτή την αδυναμία, ενώνοντας τεχνητά την Αθήνα με τη θάλασσα, μεταβάλλοντάς τη σε λιμάνι. Γιαυτό κατασκεύασε τα «μακρά τείχη», δηλ. ένα τείχος μήκους 7.395 μ., που να συνδέει τα φρούρια της Αθήνας και του Πειραιά, και ένα άλλο μήκους 6.470 μ. που να συνδέει την Αθήνα με το Φάληρο. Το έργο αυτό αντικατοπτρίζει την αμυντική νοοτροπία του Περικλή σε αντίθεση με τον Κίμωνα.


3. Αφύπνιση των Σπαρτιατών. Ήττα Αθηναίων στην Τανάγρα Τα οχυρωματικά έργα του Περικλή έβαλαν σε ανησυχία τους Σπαρτιάτες. Συγκρότησαν δύναμη από 1.500 Σπαρτιάτες και 10.000 συμμάχους με αρχηγό το Νικομήδη και περί το 456 π.Χ. βγήκαν από τα όρια της Πελοποννήσου. Προφασίστηκαν ότι πάνε να βοηθήσουν τη μικρή Δωρίδα κατά των Φωκαέων. Οι Φωκαείς υποχώρησαν αμέσως. Οι Πελοποννήσιοι πλησίασαν τους Θηβαίους και προσφέρθηκαν να ενισχύσουν την οχύρωση της Θήβας και να τους βοηθήσουν να υποτάξουν τις βοιωτικές πόλεις. Μερικοί από τους Αθηναίους αριστοκρατικούς κατέφυγαν κρυφά στους Πελοποννήσιους και τους ζήτησαν να εισβάλουν στην Αττική και να καταστρέψουν τα μακρά τείχη. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Οι Αθηναίοι δίστασαν να ανακαλέσουν τον εξόριστο Κίμωνα. Οι στρατηγοί για να προλάβουν την εισβολή, πήραν τη στρατιά που πολέμησε κατά των Κορινθίων και με μερικούς συμμάχους τους κινήθηκαν προς τη Βοιωτία, κοντά στην Τανάγρα. Μόλις βγήκαν από την Αττική έσπευσε κοντά τους ο εξόριστος Κίμωνας και ζήτησε να του επιτραπεί να πολεμήσει ως απλός στρατιώτης. Απορρίφθηκε το αίτημά του. Αυτός όμως συμβούλευσε τους φίλους του να πολεμήσουν γενναία. Γενναία πολέμησε και ο Περικλής με τους δικούς του. Οι Αθηναίοι νικήθηκαν κυρίως γιατί οι Θεσσαλοί στη διάρκεια της μάχης αυτομόλησαν προς τους Πελοποννήσιους. Τελικά οι Πελοποννήσιοι δεν μπήκαν στην Αττική, αλλά αναχώρησαν μέσω Μεγαρίδας στην πατρίδα τους. Οι Αθηναίοι ανακάλεσαν από την εξορία τον Κίμωνα. Οι δύο επιφανείς Αθηναίοι συμφιλιώθηκαν. Μετά 62 μέρες από την ήττα στην Τανάγρα, οι Αθηναίοι με αρχηγό το Μυρωνίδη εισέβαλαν πάλι στη Βοιωτία. Δέχτηκαν την επίθεση των Θηβαίων και Βοιωτών στα Οινόφυτα, τους οποίους και συνέτριψαν. Η Θήβα και οι βοιωτικές πόλεις περιήλθαν στην κυριαρχία των Αθηναίων. Εγκαταστάθηκαν δημοκρατικά πολιτεύματα και εξορίστηκαν οι φίλοι της Σπάρτης και της ηγεμονίας της Θήβας ολιγαρχικοί.


4. Θάνατος Κίμωνα - Κιμώνειος Συνθήκη Οι επιχειρήσεις των Αθηναίων υπό τον Κίμωνα στην Αίγυπτο κατά των Περσών κράτησαν 6 χρόνια (460 - 455 π.Χ.). Οι ζημιές που υπέστη το πανίσχυρο ναυτικό τους ήταν μεγάλες. Ο Κίμωνας όμως πήρε εκδίκηση. Έχοντας 200 τριήρεις έφτασε στην Κύπρο και πολιόρκησε το Κίτιο. Από εκεί έστειλε 60 τριήρεις στην Αίγυπτο, όπου ένας ντόπιος ηγεμόνας, ο Αμυρταίος, αντιστεκόταν στους Πέρσες. Στη διάρκεια της πολιορκίας του Κιτίου, πέθανε ο Κίμωνας (449 π.Χ.). Παρά ταύτα ο αθηναϊκός στόλος φεύγοντας από το Κίτιο συνάντησε στη Σαλαμίνα της Κύπρου το στόλο των Φοινίκων και των Κιλίκων και αφού τον κατανίκησε, μετά καταδίωξε στην ξηρά όσους κατέφυγαν εκεί και τους συνέτριψε. Ανακλήθηκαν τα 60 πλοία από την Αίγυπτο και όλος ο στόλος επέστρεψε στην Αθήνα. Από τότε οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους διέκοψαν κάθε εχθροπραξία κατά των Περσών. Φαίνεται μάλιστα ότι μεταξύ των εμπολέμων συνάφθηκε στα Σούσα και μια συνθήκη, όπου είχαν προς τούτο μεταβεί Αθηναίοι

πρέσβεις με αρχηγό τον Καλλία. Κατά τη

συνθήκη αυτή ο Αρταξέρξης υποσχόταν 1) ν’ αφήσει αυτόνομους, ανενόχλητους και αφορολόγητους όλους τους Έλληνες που κατοικούσαν στα παράλια της Μ. Ασίας και 2) να μη στέλνει πολεμικά πλοία ούτε προς δυσμάς του κόλπου της Φασήλιδας, ούτε μέσα στις Κυανές πέτρες ή νήσους, τις Συμπληγάδες, στις εκβολές του θρακικού Βοσπόρου. Οι Αθηναίοι από την πλευρά τους αναγνώρισαν την κυριαρχία του Αρταξέρξη στην Κύπρο και την Αίγυπτο. Αυτοί οι όροι ίσχυσαν ως το 412 π.Χ. Η συνθήκη αυτή ήταν αναμφισβήτητα αποτέλεσμα των νικηφόρων πολέμων του Κίμωνα. Γιαυτό, μολονότι ο Κίμωνας δε ζούσε κατά τη σύναψή της, ονομάστηκε από την Ιστορία Κιμώνεια.


5. Θεσμικές μεταβολές επί Περικλή Ένας πολιτικός της εμβέλειας του Περικλή δεν ήταν δυνατόν να μην επιφέρει σημαντικές αλλαγές-τομές στο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης του κράτους του. Ως σημαντικότερες αναφέρουμε τις εξής: 1. Τότε, πιθανώς, εισήχθη η εκλογή των αρχόντων και άλλων δημόσιων λειτουργών με κλήρωση και όχι με διορισμό. Από το νέο μέτρο εξαιρέθηκαν οι στρατηγοί. 2. Αφαιρέθηκε από τους άρχοντες και τον Άρειο Πάγο κάθε δικαστική αρμοδιότητα που είχαν πριν, εκτός από το δικαίωμα να επιβάλλουν μικρές χρηματικές ποινές. 3. Η εκδίκαση των υποθέσεων, αστικών και ποινικών, ανατέθηκε στα πολυάριθμα δικαστήρια των ηλιαστών, των ενόρκων: από το σύνολο των πολιτών κληρώνονταν κατ’ έτος 6.000 άνδρες, οι οποίοι συγκροτούσαν 10 δικαστήρια των 500 δικαστών. Οι 1.000 ήταν αναπληρωματικοί. 4. Καθιερώθηκε ο δικαστικός μισθός. 5. Καθιερώθηκε ο εκκλησιαστικός μισθός, δηλ. η ημερήσια αμοιβή που έπαιρνε κάθε πολίτης μόλις έμπαινε στην εκκλησία του δήμου. 6. Η πολιτεία ανέλαβε να μισθοδοτεί και να τροφοδοτεί τους πολίτες που υπηρετούσαν την πατρίδα ως στρατιώτες. 7. Καθιερώθηκε και βουλευτικός μισθός. 8. Η εκκλησία του δήμου αναβαθμίστηκε σημαντικά· έγινε σχεδόν η κύρια αρχή άσκησης της εξουσίας.

6. Τα μεγάλα δημόσια έργα του Περικλή Τα δημόσια έργα αποτέλεσαν το φωτοστέφανο του μεγάλου πολιτικού, την αμάραντη δόξα του ίδιου και της Αθήνας – Ελλάδας. Δεξί του χέρι και φίλος του ήταν ο δαιμόνιος Φειδίας, που είχε τη γενική εποπτεία. Άμεσοι εφαρμοστές - εκτελεστές των μεγαλεπήβολων σχεδίων του οι Ικτίνος, Καλλικράτης, Κόροιβος, Μνησικλής κ.ά. Σ’ αυτά τα αθάνατα αριστουργήματα περιλαμβάνονται: 1) Το Ωδείο, θέατρο για τα μουσικά και τα διονυσιακά θεάματα των μεγάλων γιορτών των Παναθήναιων. 2) Ο Παρθενώνας, ο αμίμητος ναός της Αθηνάς, που κοσμήθηκε με τα απαράμιλλα καλλιτεχνήματα της αγαλματοποιίας και της γλυπτικής. Τα δύο αυτά μεγάλα έργα έγιναν από το 445 - 437 π.Χ. 3) Τα προπύλαια (437 - 431 π.Χ.). 4) Συνεχίστηκε η ανόρθωση του Ερεχθείου, που καταστράφηκε από τον Ξέρξη. 5) Άρχισε η κατασκευή του μεγάλου ναού της Δήμητρας στην Ελευσίνα, του ναού της Αθηνάς στο Σούνιο και του ναού της Νέμεσης στο Ραμνούντα. 6) Τα τρία αγάλματα της Αθηνάς, έργα του Φειδία: α) ένα ελεφάντινο στον Παρθενώνα, β) ένα χάλκινο της Λημνίας Αθηνάς και γ) το μεγαλύτερο όλων, της Προμάχου Αθηνάς, χάλκινο ανάμεσα στα Προπύλαια και τον Παρθενώνα. Για όλα αυτά τα έργα απαιτήθηκε το μυθικό ποσό των 3.000 ταλάντων.


ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ

Ο ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΡΟΔΡΟΜΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

1. Πρώτη αποδυνάμωση της ηγεμονίας των Αθηνών Είδαμε ότι η Αθήνα στα μέσα του Ε΄ π.Χ. αι. βρισκόταν στην ακμή της. Είχε στην πλήρη επιρροή και κυριαρχία

της όλες τις ναυτικές πόλεις-νησιά και όλη την

ανατολική Στερεά Ελλάδα (Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα). Αυτή την κατάσταση αναγνώρισε και η Σπάρτη. Ξαφνικά, όμως, το 447 π.Χ. αυτή η κυριαρχία δέχτηκε το πρώτο πλήγμα. Σε κάθε «σύμμαχο» πόλη η Αθήνα εγκαθιστούσε δημοκρατικό καθεστώς - άρχοντα. Οι άρχοντες φρόντιζαν να εξουθενώνουν τους κυριότερους αντιπάλους τους ολιγαρχικούς, εξορίζοντάς τους. Αυτοί οι τελευταίοι δεν κατέθεταν τα όπλα. Αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να επανέλθουν στα πράγματα της πατρίδας τους. Αυτό έπραξαν και πολλοί φυγάδες Βοιωτοί. Ελπίζοντας στην υποστήριξη της Σπάρτης, προσεταιρίστηκαν πολλούς φυγάδες Φωκαείς, Λοκρούς, Ευβοείς, Αιγινήτες κ.ά., κυρίευσαν ξαφνικά τον Ορχομενό, τη Χαιρώνεια κ.ά. μικρότερες βοιωτικές πόλεις. Οι Αθηναίοι αντέδρασαν. Έστειλαν το στρατηγό Τολμίδη με 1.000 Αθηναίους και μερικούς συμμάχους. Αυτή η δύναμη, ανεπαρκής όπως ήταν, δέχτηκε επίθεση στην Κορώνεια και διαλύθηκε. Οι Αθηναίοι για να ελευθερώσουν τους αιχμαλώτους αναγκάστηκαν να έρθουν σε συμφωνία και να φύγουν από τη Βοιωτία, της οποίας οι πόλεις έπεσαν στα χέρια των ολιγαρχικών. Η επιτυχία τους επεκτάθηκε και στη Λοκρίδα, τη Φωκίδα, μέχρι και την Εύβοια. Εναντίον της τελευταίας στάλθηκε ο Περικλής. Πριν, όμως, ολοκληρώσει το έργο του πληροφορήθηκε ότι αποστάτησαν και οι Μεγαρείς. Έσπευσε να γυρίσει στην Αττική. Ταυτόχρονα εισέβαλε σ’ αυτή μέσω των Μεγάρων ο βασιλιάς της Σπάρτης Πλειστοάναξ. Ευτυχώς οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους δεν προχώρησαν πέρα από την Ελευσίνα, είτε διότι δωροδοκήθηκαν είτε επειδή δεν είχαν αρκετή δύναμη. Ο Περικλής ξαναγύρισε στην Εύβοια και την υπέταξε. Είχε όμως την άποψη ότι ήταν μάταιος κάθε αγώνας επανάκτησης των πόλεων της ξηράς. Αντίθετα μάλιστα, όφειλαν ν’ απαγκιστρωθούν και από όσες κατείχαν στην Πελοπόννησο. Όφειλαν να περιοριστούν μόνο στα νησιά και στις μακρινές παράλιες πόλεις. Έτσι, στις αρχές του 445 π.Χ. οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες σύναψαν 30ετή συνθήκη. Ο Περικλής έλπιζε ότι, θυσιάζοντας τις ηπειρωτικές κτήσεις, θα εξασφάλιζε τις ναυτικές κτήσεις των Αθηναίων, καθώς αυτό μπορούσαν να κάνουν ευχερέστερα. Και είχε κατ’ αρχήν δίκαιο. Και αυτό γιατί δεν υπήρχε καμία ταυτότητα, ενότητα και ισότητα δικαιωμάτων και συμφερόντων ανάμεσα στην Αθήνα και τις υποτελείς πόλεις.


2. Ψήφισμα για την ένωση του ελληνισμού Η Αθήνα κατά τον Ε΄ αι. π.Χ. είχε αναδειχθεί η αναμφισβήτητη πνευματική πρωτεύουσα του ελληνικού έθνους. Πέρα από τους ανυπέρβλητους Αθηναίους σοφούς και δημιουργούς (Περικλή, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Θουκυδίδη, Σωκράτη, Μέτωνα κ.λπ.) κατέφθαναν σ’ αυτή τα εξοχότερα πνεύματα του όλου ελληνισμού (Ηρόδοτος, Αναξαγόρας, Ζήνωνας, Πρωταγόρας, Πολύγνωτος κ.ά.). Ενόψει αυτής της υπέροχης πραγματικότητας, ο Περικλής λίγο μετά την έναρξη της 30ετούς

συνθήκης

προώθησε

ψήφισμα,

το

οποίο

φιλοδοξούσε

να

πραγματοποιήσει το παλιό και μεγάλο όνειρο της ένωσης όλων των Ελλήνων. Με αυτό καλούνταν όλοι οι Έλληνες, της Ευρώπης και της Ασίας, να στείλουν στην Αθήνα αντιπροσώπους για να συσκεφθούν και να αποφασίσουν για 1) την ανοικοδόμηση των ιερών που κατέστρεψαν οι βάρβαροι, 2) την εκπλήρωση των «ταμάτων» που έγιναν στους θεούς κατά την περσική επιδρομή, και 3) την ελεύθερη κι ασφαλή πλεύση της θάλασσας. Δυστυχώς, οι Πελοποννήσιοι και πολλοί άλλοι δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση, θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα τέχνασμα του Περικλή και των Αθηναίων για να κυριαρχήσουν σε όλους τους Έλληνες. Η μη παροχή από τον Περικλή διευκρινήσεων και διαβεβαιώσεων περί του αντιθέτου, δεν απέκλειε, τουλάχιστον, αυτές τις προθέσεις των Αθηναίων. Έτσι το μέγα αυτό εγχείρημα απέτυχε. Ο δρόμος για τον εμφύλιο σπαραγμό έμεινε ανοιχτός.


3. Η επανάσταση της Σάμου Τα νησιά της Χίου, της Σάμου και της Λέσβου υπάγονταν στην ηγεμονία των Αθηναίων, αλλά λόγω της ισχύος τους διατήρησαν τα αρχικά δικαιώματα της ομοσπονδίας της Δήλου. Ισχυρότερη φαίνεται να ήταν η Σάμος. Το 441 - 439 π.Χ. ανέκυψαν διαφορές με τη Μίλητο, την οποία κατατρόπωσε. Αυτή ζήτησε τη βοήθεια

της

συμμάχου

της

Αθήνας.

Οι

Αθηναίοι

ζήτησαν

από

τους

αντιμαχόμενους να υποβάλουν σ’ αυτούς τη διαφορά τους και να περιμένουν την απόφασή τους. Οι Σάμιοι δεν υπάκουσαν. Οι Αθηναίοι επενέβησαν με 40 πλοία, εγκατέστησαν εκεί δημοκρατία, άφησαν φρουρά και πήραν ως ομήρους 50 παιδιά, ενώ 50 άνδρες ολιγαρχικούς τους οδήγησαν στη Λήμνο. Μερικοί απ’ αυτούς κατέφυγαν στην Ασία, ήρθαν σε συνεννόηση με το σατράπη Πισσούθνη, πήραν από αυτόν ενίσχυση 700 ανδρών, επιτέθηκαν νύχτα στη Σάμο, συνέλαβαν τους Αθηναίους

φρουρούς

και

τους

έστειλαν

αιχμαλώτους

στον

Πισσούθνη⋅

κατήργησαν τη δημοκρατία, επανέφεραν τους φυγάδες από τη Λήμνο και αμέσως διέρρηξαν τις σχέσεις της Σάμου με την Αθήνα. Τους μιμήθηκαν και οι Βυζάντιοι. Όταν τα έμαθαν αυτά οι Αθηναίοι, έστειλαν δύναμη 60 πλοίων με τους 10 στρατηγούς, ανάμεσά τους και οι Περικλής και Σοφοκλής. Ο στόλος αυτός συγκρούστηκε στο νησί Τραγία με το σαμιακό στόλο, που γύριζε από τη Μίλητο και τον κατανίκησε. Μετά, ενισχυμένος και με Χίους και Λέσβιους, αποβιβάστηκε στη Σάμο, έφραξε την πόλη με τρία τείχη και την πολιόρκησε από τη θάλασσα. Οι Σάμιοι ζήτησαν εσπευσμένη βοήθεια από το φοινικικό στόλο. Η έντονη φήμη ότι αυτός ο στόλος πλησιάζει, ανάγκασε τον Περικλή να πάρει 60 τριήρεις και να πάει στην Καύνο της Καρίας. Τελικά ο φοινικικός στόλος δεν ήρθε ποτέ, οι Σάμιοι όμως βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν στην εξασθενημένη αθηναϊκή δύναμη που έμεινε στο νησί και να τη διαλύσουν. Αρχηγός των Σαμίων ήταν ο φιλόσοφος Μέλισσος. Σε 15 μέρες επέστρεψε ο Περικλής και οι Σάμιοι ξανακλείστηκαν στο νησί. Ο Περικλής, έχοντας πλέον 200 τριήρεις, πολιόρκησε τη Σάμο επί 9 μήνες. Τελικά αναγκάστηκαν να υποταχθούν, να γκρεμίσουν το τείχος, να δώσουν ομήρους, να παραδώσουν τα πολεμικά τους πλοία και να καταβάλουν τα έξοδα του πολέμου.


4. Το ψήφισμα κατά των Μεγαρέων Μετά τη συντριβή της Σάμου, στην Αθήνα, με πρόταση του Περικλή, εκδόθηκε καταστροφικό ψήφισμα με το οποίο οι Μεγαρείς αποκλείονταν από όλα τα λιμάνια του κράτους των Αθηνών και από την αγορά της Αττικής. Ως δικαιολογία προβλήθηκε ότι οι Μεγαρείς δέχονταν φυγάδες δούλους από την Αθήνα και ότι καλλιεργούσαν ιερά χωράφια. Στην πραγματικότητα όμως ήθελαν να τους τιμωρήσουν για την αποστασία τους. Είχαν δικαίωμα να πάρουν αυτά τα μέτρα οι Αθηναίοι; Ο Περικλής απαντούσε θετικά. Εντούτοις δήλωσε ότι ήταν πρόθυμος να καταργήσει το ψήφισμα, αν και οι Λακεδαιμόνιοι καταργούσαν το θεσμό της ξενηλασίας, ένα θεσμό πανάρχαιο που αποσκοπούσε στην πρόληψη αλλοίωσης των ηθών των Λακεδαιμονίων από τις επιμιξίες. Ήταν ως τότε αναγνωρισμένος και σεβαστός από όλους σχεδόν τους Έλληνες.


5. Πόλεμος Κορινθίων και Κερκυραίων Η Επίδαμνος (σημ. Δυρράχιο) ήταν αποικία των Κορινθίων και των Κερκυραίων. Επειδή ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στους ολιγαρχικούς και το δήμο της Επιδάμνου, οι πρώτοι ζήτησαν τη βοήθεια των Κερκυραίων και οι δεύτεροι των Κορινθίων. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή-αιτία να εκραγεί πόλεμος ανάμεσα στους Κερκυραίους και τους Κορίνθιους (435 π.Χ.). Οι Κορίνθιοι, έχοντας στο πλευρό τους αρκετούς συμμάχους (Λευκάδιους, Αμβρακιώτες, Ερμιονείς, Φλιασίους, Ηλείους, Μεγαρείς κ.ά.), ανέλαβαν πόλεμο κατά των Κερκυραίων. Η Κέρκυρα, ισχυρότατη ναυτική δύναμη (120 τριήρεις) όπως ήταν, νίκησε. Οι Κορίνθιοι δεν ανέχτηκαν την ήττα. Επί 2 χρόνια ετοίμασαν με τους συμμάχους τους στόλο 150 πλοίων. Οι Κερκυραίοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν συμμάχους. Έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα. Οι πρέσβεις μόλις έφθασαν ανακοίνωσαν στους στρατηγούς το λόγο της αποστολής τους. Συγκλήθηκε η εκκλησία του δήμου για να ακούσει το αίτημά τους. Στο μεταξύ κατέφθασαν και πρέσβεις των Κορινθίων. Οι δύο αντιπροσωπίες εξέθεσαν στο δήμο τα επιχειρήματά τους. Η Κέρκυρα ως τότε δεν ήταν σύμμαχος ούτε της Αθήνας ούτε της Σπάρτης, άρα δεν εμποδιζόταν από την 30ετή συνθήκη να προσχωρήσει στη συμμαχία των Αθηναίων. Όμως ήταν αποικία της συμμάχου των Λακεδαιμονίων Κορίνθου, άρα όφειλε πολιτική υπακοή στη μητρόπολή της. Αυτό, όμως, σπάνια μπορούσε να τηρηθεί. Εξάλλου ήδη ανάμεσα στις δύο πόλεις υπήρχε πόλεμος. Όλα αυτά προβλήθηκαν. Οι Αθηναίοι, όμως, όχι μόνο δεν ήθελαν να δώσουν αφορμές διένεξης με τους Πελοποννήσιους, ιδιαίτερα με τους γείτονές τους Κορίνθιους, αλλά όφειλαν κι ευγνωμοσύνη σε αυτούς για τη συμπαράστασή τους κατά τη διένεξή τους με τους Σάμιους. Δύο μέρες κράτησε η συζήτηση. Την πρώτη ημέρα η πλειοψηφία δέχτηκε την άποψη των Κορινθίων, ενώ την επομένη άλλαξε γνώμη. Δε συνήψε βέβαια συμμαχία με την Κέρκυρα αλλά απλή επιμαχία, δέσμευση δηλ. να αλληλοβοηθούνται σε περίπτωση επίθεσης, ένα είδος αμυντικής συμμαχίας. Αυτή ήταν μια ενδιάμεση λύση που υιοθέτησαν οι Αθηναίοι. Αυτή η αλλαγή θέσης των Αθηναίων και η παράπλευρη αθέτηση της 30ετούς συνθήκης οφείλεται στο ότι έβλεπαν αναπόφευκτο τον πόλεμο με τους Πελοποννήσιους. Μετά τη σύναψη της επιμαχίας (433 - 432 π.Χ.), οι Αθηναίοι έστειλαν στην Κέρκυρα μικρή δύναμη από 10 τριήρεις. Είχε ήδη συναφθεί ναυμαχία Κερκυραίων και Κορίνθιων στη θάλασσα ανάμεσα στην Κέρκυρα και την Ήπειρο. Η δεξιά πτέρυγα των Κερκυραίων νικιέται, οπότε επεμβαίνουν οι Αθηναίοι. Οι Κορίνθιοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τον πόλεμο με τους Κερκυραίους, αλλά μετέβαλαν και τις φιλικές τους διαθέσεις. Τώρα πλέον απαιτούσαν την ανάμιξη στη διένεξη των Πελοποννησίων συμμάχων τους.


6. Ανάμιξη των Μακεδόνων Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας ήταν φίλος και σύμμαχος των Αθηναίων. Επειδή, όμως, οι τελευταίοι σύναψαν συμμαχία και με άλλους δύο Μακεδόνες βασιλείς, το Φίλιππο και το Δέρδα, αντιπάλους του Περδίκκα, ο τελευταίος αντέδρασε υποκινώντας σε επανάσταση τους συμμάχους των Αθηναίων στη Μακεδονία, στους οποίους περιλαμβανόταν και η αποικία των Κορινθίων Ποτίδαια. Ο Περδίκκας έστειλε πρέσβεις στην Κόρινθο και στη Σπάρτη ζητώντας την κήρυξη πολέμου κατά της Αθήνας. Οι Αθηναίοι διέταξαν τους Ποτιδαιάτες να γκρεμίσουν το μέρος του τείχους προς τη θάλασσα, να παραδώσουν τους αιχμαλώτους, να διώξουν τους κατ’ έτος αποστελλόμενους άρχοντες και να μην τους ξαναδεχθούν. Οι Ποτιδαιάτες, όταν απέτυχαν να πείσουν τους Αθηναίους ν’ ανακαλέσουν αυτές τις διαταγές, έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη μαζί με Κορίνθιους. Οι άρχοντες της Σπάρτης υποσχέθηκαν ότι αν οι Αθηναίοι εκστρατεύσουν εναντίον τους, αυτοί θα εισβάλουν στην Αττική. Οι Αθηναίοι στο μεταξύ έστειλαν στρατό στα μακεδονικά παράλια, κατέβαλαν τους Ποτιδαιάτες και τους Κορίνθιους που πήγαν να τους βοηθήσουν και πολιόρκησαν την Ποτίδαια. Αυτά έγιναν το 432 π.Χ. Οι αφορμές για πόλεμο Αθηναίαν – Λακεδαιμόνιων κ.ά. διαρκώς πλήθαιναν. Οι δυσαρέσκειες πολλές: των Μεγαρέων για το ψήφισμα, των Κορίνθιων για παράβαση των συνθηκών, των Αιγινητών για καταπίεση από τους Αθηναίους κ.λπ. Όλοι αυτοί παραπονούνταν στη Σπάρτη.


7. Συζητήσεις στη Σπάρτη. Κήρυξη του πολέμου Οι Σπαρτιάτες, αν και διστακτικοί ν’ αναλάβουν τέτοιες δράσεις, τώρα, πιεζόμενοι και από την κοινή γνώμη, νόμισαν ότι έπρεπε εν προκειμένω να πάρουν μια οριστική απόφαση. Η Σπάρτη δε συνήθιζε να συζητεί εκ των προτέρων με τους συμμάχους. Αποφάσιζαν οι άρχοντές της και ζητούσαν από τους συμμάχους τους να δεχθούν τις αποφάσεις τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, έκανε ό,τι η ίδια αποφάσιζε. Έτσι και τώρα. Οι Κορίνθιοι και οι άλλοι, παραπονούμενοι κατά των Αθηνών, υπέβαλαν στη συνέλευση των πολιτών της Σπάρτης τα παράπονά τους. Το ζήτημα, όμως, ήταν πολύ σοβαρό κι έπρεπε ν’ αποφασίσει η ολομέλεια των Σπαρτιατών (όσων δηλ. είχαν δικαίωμα ψήφου). Εκεί εκτέθηκαν οι απόψεις των παραπονούμενων. Στη συζήτηση πήραν μέρος εκτός από τους παραπονούμενους Κορίνθιους, Μεγαρείς κ.ά. και εκπρόσωποι της Αθήνας, που κατά τύχη βρίσκονταν στη Σπάρτη. Καθένας κατέθεσε τα δικά του επιχειρήματα. Μετά απομακρύνθηκαν όλοι οι ξένοι, για να αποφασίσουν μόνοι τους οι Σπαρτιάτες. Οι Λακεδαιμόνιοι, αφού άκουσαν τις εκκλήσεις των συμμάχων τους και την απολογία των Αθηναίων, αποφάνθηκαν ότι οι Αθηναίοι παραβαίνουν τις συνθήκες και γρήγορα πρέπει να κηρυχθεί πόλεμος. Ακούστηκε και μια διαφωνία, του γέροντα και συνετού βασιλιά Αρχίδαμου. Αυτός υποστήριξε ότι δε συμφέρει τη Σπάρτη να κηρύξει αμέσως πόλεμο γιατί υπολείπεται πολύ των Αθηναίων σε πολεμικά μέσα και προπαρασκευή. Τελευταίος μίλησε ο έφορος Σθενελαΐδας. Υποστήριξε ότι οι παρανομίες των Αθηναίων ήταν αναμφισβήτητες. Γιαυτό η Σπάρτη όφειλε χωρίς καμία αναβολή να πολεμήσει για τους συμμάχους της και να μην αφήσει την Αθήνα να γίνει ισχυρότερη από ό,τι είναι. Το ζήτημα τέθηκε στη συνέλευση σε ψηφοφορία. Η απόφαση λαμβανόταν δια βοής. Η υπέρ του πολέμου ήταν καταφανώς ισχυρότερη. Ο Σθενελαΐδας, όμως, ζήτησε την επανάληψη της διαδικασίας για να γίνει σαφέστερη η βούληση της συνέλευσης. Ρωτήθηκε και το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός ήταν ευνοϊκός. Σε λίγο συνήλθε στη Σπάρτη σύνοδος των συμμάχων. Οι Κορίνθιοι μίλησαν τελευταίοι και επίμονα ζήτησαν πόλεμο κατά των Αθηναίων. Μετά οι Λακεδαιμόνιοι έθεσαν το ζήτημα σε ψηφοφορία. Οι περισσότεροι ψήφισαν πόλεμο. Αυτό έγινε στα τέλη του 432 ή τις αρχές του 431 π.Χ.


8. Ο αίτιος του πολέμου. Απαιτήσεις των Σπαρτιατών Πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν ν’ απαλλάξουν τον Περικλή και τους Αθηναίους από κάθε ευθύνη για τον πόλεμο. Ως επιχείρημα προέβαλαν το ότι οι Αθηναίοι δεν παραβίασαν τις ρητές διατάξεις της 30ετούς συνθήκης. Άσχετο αν αυτό είναι ορθό ή όχι, γεγονός πάντως είναι ότι οι Αθηναίοι με τις ενέργειές τους έβλαψαν τους Μεγαρείς, συγκρούσθηκαν με τους Κορίνθιους και παραβίασαν ως ένα βαθμό τις ειρηνικές συνθήκες με τους Πελοπονήσιους, και προπάντων δεν αντέκρουσαν τη φήμη ότι επιδίωκαν να κυριαρχήσουν σε όλη την Ελλάδα. Και ο Θουκυδίδης θεωρεί

τους

Αθηναίους

πρωταίτιους.

Παράλληλα,

όμως,

θεωρεί

ότι

οι

Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να κηρύξουν τον πόλεμο, από φόβο μήπως οι Αθηναίοι γίνουν ισχυρότεροι. Δικαιολογεί τον Περικλή επειδή τον πόλεμο δεν τον επιδίωκε για δικό του συμφέρον. Εξάλλου είναι προφανές ότι οι Σπαρτιάτες,

που

ανέκαθεν

φθονούσαν

το

μεγαλείο

των

Αθηνών,

θα

εκμεταλλεύονταν οπωσδήποτε μια ευκαιρία για να της κηρύξουν τον πόλεμο. Οι Αθηναίοι, όμως, δε θα έπρεπε να τους δώσουν τέτοια αφορμή. Οι Λακεδαιμόνιοι δεν άρχισαν αμέσως τις εχθροπραξίες, είτε για να προετοιμαστούν οι σύμμαχοί τους είτε για να αποκτήσουν ένα ακόμα δικαιολογητικό για τον πόλεμο. Γιαυτό έστειλαν τρεις συνεχείς πρεσβείες στην Αθήνα με ορισμένες απαιτήσεις, από την αποδοχή των οποίων, έλεγαν, εξαρτάται η ειρήνη. Με την πρώτη απαιτούσαν την εξορία των Αλκμαιωνιδών, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Περικλής, η παρουσία του οποίου απέκλειε κάθε συμβιβασμό. Με τη δεύτερη πρεσβεία απαιτούσαν να φύγουν από την Ποτίδαια και να αφήσουν την Αίγινα ελεύθερη. Η απλή ανάκληση του ψηφίσματος κατά των Μεγαρέων ήταν το ελάχιστο για να αποφευχθεί ο πόλεμος. Η τρίτη πρεσβεία, αποτελούμενη από τους Ράμφιο, Μελήσιππο και Αγήσανδρο, προχώρησε ακόμα περισσότερο. Αξίωσε από τους Αθηναίους να καταργήσουν όλες τις σχέσεις τους με τους συμμάχους τους. Οι Αθηναίοι απέρριψαν όλες αυτές τις αξιώσεις των Λακεδαιμονίων, αν και υπήρχε ισχυρή υποστήριξη της αποφυγής του πολέμου, με την ελπίδα ότι η Σπάρτη τελικά θα δεχόταν κάποιο συμβιβασμό. Ο Περικλής όμως, είτε επειδή ήθελε τον πόλεμο είτε επειδή τον θεωρούσε αναπόφευκτο, υποστήριξε με το τεράστιο κύρος του τον πόλεμο.


9. Η Ασπασία Κόρη του Αξίοχου. Γεννήθηκε στη Μίλητο. Διαβόητη για τα κάλλη και την παιδεία της. Ανήκε στην ειδική γυναικεία τάξη των «εταίρων». Αυτές ζούσαν ελεύθερα, ανατρέφονταν λαμπρώς και είχαν μερικές φορές εξέχουσα θέση στην αρχαία κοινωνία. Οι περισσότερες, βεβαίως, εκτρέπονταν σε βίο ακόλαστο. Η Ασπασία είναι απίθανο να ανήκε σ’ αυτές αλλά στις πρώτες. Ο Περικλής αρχικά παντρεύτηκε μια συγγενή του, από την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ξάνθιππο και τον Πάραλο. Μετά το διαζύγιό του και με την έγκριση των αρρένων συγγενών της Ασπασίας, συγκατοίκησε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του. Στο σπίτι τους, κοντά στην Ασπασία (η οποία κατά κάποιο τρόπο προήδρευε), συγκεντρώνονταν γύρω από τον Περικλή οι επιφανέστεροι για την παιδεία τους Αθηναίοι: Αναξαγόρας, Φειδίας, Πυθοκλείδης, Δάμων, Πρωταγόρας, Ζήνων κ.ά.. Υπήρχαν και οι επικριτές του Περικλή γι’ αυτές τις ενασχολήσεις και δραστηριότητές του, στους οποίους πρωτοστατούσε ο γιος του Ξάνθιππος. Οι κωμικοί ποιητές, εξογκώνοντας τις φήμες για όσα γίνονταν στο σπίτι του Περικλή, διακωμωδούσαν πάνω στη σκηνή τον Περικλή και την Ασπασία. Στο τέλος οδήγησαν σε δίκη την Ασπασία και τον Αναξαγόρα. Ο Περικλής συμβούλεψε τον Αναξαγόρα να φύγει γρήγορα από την Αθήνα. Για να σώσει την Ασπασία, που κατηγορήθηκε όχι μόνο για ασέβεια αλλά και για υποδοχή στο σπίτι της γυναικών ελευθερίων ηθών χάριν του Περικλή, αγόρευσε ο ίδιος στο δικαστήριο. Και είναι εκπληκτικό ότι αυτός ο αγέρωχος και ατάραχος άνδρας, που ποτέ δε δέχτηκε να υπερασπιστεί ο ίδιος ούτε καν τον εαυτό του, κατάντησε να παρακαλεί κλαίγοντας τους ενόρκους να αθωώσουν τη φίλη του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΝΙΚΙΕΙΟ ΕΙΡΗΝΗ

1. Έναρξη του πολέμου. Οι σύμμαχοι των Αθηναίων Όλα ήταν έτοιμα για την έναρξη του πολέμου, αλλά κανένας δεν έκανε το αποφασιστικό πρώτο βήμα. Ένας μικρός σπινθήρας χρειαζόταν. Οι Θηβαίοι, βλέποντας τον πόλεμο να έρχεται και θέλοντας να προλάβουν τους συμμάχους των Αθηναίων Πλαταιείς, συνεννοήθηκαν με τους εντός της πόλης ολιγαρχικούς, στην αρχή Απριλίου 431 π.Χ., και έβαλαν τη νύχτα σε αυτή 300 άνδρες, κάλεσαν δε με κήρυκα τους Πλαταιείς να επιστρέψουν στη βοιωτική συμμαχία. Οι Πλαταιείς όρμησαν κατά των εισβολέων και άλλους μεν τους φόνευσαν, άλλους δε τους έπιασαν και τους εκτέλεσαν. Οι Θηβαίοι κινήθηκαν εναντίον τους με ισχυρές δυνάμεις και αξίωναν να τους δοθούν οι αιχμάλωτοι. Τέτοιοι, όμως, πλέον δεν υπήρχαν. Άρα αντικείμενο διαπραγμάτευσης δεν υπήρχε. Με αυτό το επεισόδιο καταλύθηκαν πανηγυρικά οι όροι της συνθήκης. Ήρθε η ώρα της σύγκρουσης Αθήνας και Σπάρτης και των συμμάχων τους. Το κράτος των Αθηνών τη συγκεκριμένη στιγμή αποτελούνταν από τους ελεύθερουςισότιμους συμμάχους και από τις φόρου υποτελείς πόλεις. Αυτοί ήταν: οι Χιώτες, οι Λέσβιοι, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, οι Κεφαλλήνιοι, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, δηλ. οι υπερασπιστές του φρουρίου της Ιθώμης που το 455 π.Χ. μετά την πτώση της αναγκάστηκαν σε εξορία, και οι Ακαρνάνες. Οι Αθηναίοι διέθεταν 300 τριήρεις, 1.200 ιππείς, 1.600 πεζούς τοξότες και 29.000 οπλίτες. Το ταμείο τους διέθετε το σημαντικότατο ποσό των 6.000 ταλάντων. Επιπλέον υπήρχαν στους ναούς της Ακρόπολης και της πόλης αναθήματα, λάφυρα κ.λπ. αξίας 5.000 ταλάντων.

2. Οι δυνάμεις των Πελοποννησίων Εξίσου ισχυρή ήταν και η μεγάλη συμμαχία των Πελοποννησίων. Εδώ υπήρχαν μόνο ελεύθεροι σύμμαχοι και όχι πόλεις φόρου υποτελείς. Η συμμαχία περιελάμβανε ολόκληρη την Πελοπόννησο, εκτός από τους Αργείους και τους Αχαιούς. Σύμμαχοι εκτός Πελοποννήσου ήταν οι Μεγαρείς, Βοιωτοί, Φωκαείς, Οπούντιοι Λοκροί, Αμβρακιώτες, Λευκάδιοι και Ανακτόριοι. Από αυτούς ναυτικό διέθεταν οι Κορίνθιοι, Μεγαρείς, Σικυώνιοι, Πελληνείς, Ηλείοι, Αμβρακιώτες και Λευκάδιοι. Ιππικό είχαν οι Βοιωτοί, Φωκείς και Λοκροί. Οι Λακεδαιμόνιοι, θέλοντας ν’ αυξήσουν το στόλο τους σε 500 τριήρεις, έσπευσαν να ζητήσουν τη βοήθεια των δωρικών πόλεων της Ιταλίας και της Σικελίας. Άρα, οι δύο δυνάμεις ήταν τουλάχιστον ισοδύναμες.


3. Το πρώτο έτος του πολέμου Στις αρχές Ιουνίου του 431 π.Χ. ο βασιλιάς Αρχίδαμος, έχοντας 60.000 (ή κατά άλλη εκδοχή 100.000) οπλίτες, ξεκίνησε από τον Ισθμό και περνώντας από τα Μέγαρα κινήθηκε αργά προς την Αττική. Έστειλε στην Αθήνα το Μελήσιππο με κάποιες τελευταίες προτάσεις. Οι Αθηναίοι ούτε καν δέχτηκαν το Μελήσιππο. Τον διέταξαν να φύγει αμέσως εκτός ορίων. Μετά από αυτό ο Αρχίδαμος μπήκε στην Αττική και κατευθύνθηκε στην Οινόη, φρούριο κοντά στον Κιθαιρώνα. Εκεί έμεινε λίγες μέρες. Αφού μάταια περίμενε κάποια κίνηση φιλειρηνική εκ μέρους των Αθηναίων, κατέβηκε στην Ελευσίνα και το Θριάσιο πεδίο, λεηλάτησε την περιοχή, νίκησε μερικούς ιππείς που του επιτέθηκαν στην περιοχή των λιμνών και μετά στράφηκε ανατολικά και μέσα από την Κεκροπία έφτασε στις Αχαρνές, το μεγαλύτερο δήμο της αρχαίας Αττικής. Μέσα στην Αθήνα επικρατούσε αναβρασμός. Και οι δύο πλευρές περίμεναν από την άλλη έστω και την τελευταία στιγμή μια κίνηση που θα απέτρεπε τη μοιραία σύγκρουση. Όταν, όμως, οι Αθηναίοι έβλεπαν από μακριά τους Πελοποννήσιους να καταστρέφουν κτήρια, καρποφόρα δέντρα κ.λπ. καταλήφθηκαν από θλίψη και οργή. Οι γεωργοί, βλέποντας την αδράνεια του Περικλή, αγανακτούσαν εναντίον του. Τη δυσαρέσκειά τους συδαύλιζαν και οι πολιτικοί του αντίπαλοι με επικεφαλής το δημαγωγό Κλέωνα. Ο λαός βγήκε στους δρόμους και με κραυγές ζητούσε τη σύγκληση της εκκλησίας του δήμου για ν’ αποφασίσει δυναμική αντίδραση. Για να συγκληθεί η εκκλησία του δήμου έπρεπε να το αποφασίσουν οι 10 στρατηγοί. Ο Περικλής δεν το ήθελε. Αρκέστηκε να στείλει μερικούς ιππείς για να περιορίσουν τις επιδρομές και να προφυλάξουν τα γύρω από την πόλη κτήματα. Παράλληλα προετοίμασε ισχυρό στόλο και τον έστειλε να λεηλατήσει τα παράλια της Πελοποννήσου. Ο Αρχίδαμος, αφού λεηλάτησε τις Αχαρνές και άλλους δήμους της περιοχής, περί τα τέλη Ιουλίου, δηλ. μετά 30 ή 40 μέρες παραμονής στην Αττική, αναχώρησε δια του Ωρωπού στη Βοιωτία και από εκεί στην Πελοπόννησο. Ο αθηναϊκός στόλος μετά από 3 μήνες λεηλασίες επανήλθε στην Αθήνα. Μια άλλη ναυτική δύναμη λεηλάτησε τα λοκρικά παράλια. Ταυτόχρονα στράφηκαν κατά των άσπονδων εχθρών τους Αιγινητών, τους οποίους έδιωξαν από το νησί τους και τους ανάγκασαν να καταφύγουν απέναντι στην Πελοπόννησο. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο ίδιος ο Περικλής με ολόκληρο το πεζικό εισέβαλε στα Μέγαρα και επί αρκετό χρόνο λεηλάτησε άγρια τη χώρα.


4. Το δεύτερο έτος του πολέμου. Ο λοιμός. Ο θάνατος του Περικλή Στα τέλη Μαρτίου ή τις αρχές Απριλίου του 430 π.Χ. όλο το πεζικό των Πελοποννησίων εισέβαλε στην Αττική και μέσα σε 40 μέρες επιχείρησε να την καταστρέψει ολοκληρωτικά μέχρι το Λαύριο. Η χώρα ήταν έρημη. Οι κάτοικοι είχαν καταφύγει, όπως και στην προηγούμενη επιδρομή, στην πόλη. Από εκεί παρακολουθούσαν την καταστροφή. Υπήρχε φήμη ότι θανατηφόρα επιδημική νόσος είχε πλήξει χώρες της Β. Αφρικής και της Ασίας. Παρόμοια συμφορά είχε πλήξει πριν 16 χρόνια τη Ρώμη και πολλά μέρη της Ιταλίας. Πρόσφατα το νόσημα είχε εμφανιστεί στη Λήμνο και σε μερικά άλλα νησιά του Αιγαίου αλλά σε ήπια μορφή. Την άνοιξη του 430 π.Χ. χτύπησε τον Πειραιά και την Αθήνα. Όλα ευνοούσαν την ανάπτυξη της νόσου, προπάντων η συσσώρευση όλων των κατοίκων μέσα στα τείχη των πόλεων. Αυτό ευνόησε όχι μόνο την ταχεία εξάπλωση αλλά και την όξυνση της επιδημίας. Τα συμπτώματα της νόσου ήταν: αιφνίδια προσβολή, δυνατοί πονοκέφαλοι, κοκκίνισμα και φλόγωση των ματιών, δυνατός βήχας, φλέματα, λόξιγκας, δυνατός σπασμός, το δέρμα κοκκίνιζε και καλυπτόταν από φουσκάλες και πληγές, αφόρητος εσωεντερικός καύσωνας, που δεν ανεχόταν ούτε το ελαφρότερο ρούχο, γιαυτό και πολλοί, ασυγκράτητοι, βουτούσαν σε κρύο νερό. Οι περισσότεροι την 7 η ή την 9η μέρα

πέθαιναν.

Η

Πελοπόννησος

έμεινε

απρόσβλητη.

Κάθε

απόπειρα

αντιμετώπισης της νόσου απέτυχε. Εξαιτίας αυτής της συμφοράς προκλήθηκε και γενική κοινωνική και ηθική παραλυσία. Ο σπαρτιατικός στρατός πανικοβλήθηκε και επέσπευσε την αποχώρησή του. Πρωτύτερα, όμως, και πριν εμφανιστεί το μέγεθος της συμφοράς από την επιδημία, ο Περικλής με 150 αθηναϊκές και συμμαχικές τριήρεις και πολύ στρατό επιχείρησε λεηλασία της Πελοποννήσου. Όταν γύρισε, έστειλε αυτή τη δύναμη –με άλλους στρατηγούς– στη Μακεδονία για να επισπευσθεί η άλωση της Ποτίδαιας. Όχι μόνο δεν κατάφεραν τίποτε, αλλά μετέδωσαν και στο εκεί στρατόπεδο την ασθένεια. Οι αλλεπάλληλες συμφορές ανάγκασαν τους Αθηναίους να στείλουν στη Σπάρτη πρέσβεις ζητώντας ειρήνη. Η Σπάρτη αδιαφόρησε, ενώ υπήρχε γενική δυσφορία στην Αθήνα κατά του Περικλή. Αυτός έδειξε για μια ακόμη φορά το μεγαλείο και το ακατάβλητο του χαρακτήρα του. Συγκάλεσε την εκκλησία του δήμου, στην οποία και μίλησε.


Ο λόγος του εντυπωσίασε και έπεισε. Αποφασίστηκε να μην ξαναστείλουν προτάσεις ειρήνης στη Σπάρτη και να συνεχίσουν πεισματικά τον πόλεμο. Οι αντίπαλοί του όμως Κλέωνας, Σιμμίας και Λακρατίδας εκμεταλλεύτηκαν τις συμφορές, ξεσήκωναν το λαό κατά του Περικλή και πέτυχαν την τιμωρία του. Πολλοί συγγενείς και φίλοι του πέθαναν από το λοιμό, ανάμεσά τους και οι γιοι του Ξάνθιππος και Πάραλος. Ο δήμος τον αποκατέστησε μεν αλλά όντας ήδη 60 ετών και εξασθενημένος από τα χτυπήματα, τίποτε το αξιόλογο δεν μπόρεσε έκτοτε να πράξει. Ωσότου το Σεπτέμβριο του 429 π.Χ. πέθανε, όχι από το λοιμό, αλλά από κάποιο κρυφό πυρετό που τον κατέβαλλε σιγά-σιγά.


5. Ο πόλεμος από το 3ο ως το 7ο έτος Τον Ιανουάριο του 429 π.Χ. οι Αθηναίοι κυρίευσαν την Ποτίδαια. Οι Πελοποννήσιοι το Μάρτιο του ίδιου έτους πολιόρκησαν τις Πλαταιές και το θέρος του 427 τις ανάγκασαν να παραδοθούν. Το 428 η Λέσβος εγκατέλειψε τους Αθηναίους αλλά τον επόμενο χρόνο υποτάχθηκε και πάλι. Οι αριστοκρατικοί της Κέρκυρας προσπάθησαν,

με

τη

βοήθεια

των

Πελοποννήσιων,

να

διώξουν

τους

δημοκρατικούς με αποτέλεσμα να παρέμβει ο ισχυρός αθηναϊκός στόλος. Οι αριστοκρατικοί κατέλαβαν μια ισχυρή τοποθεσία και αντιστάθηκαν επί 2 χρόνια. Τελικά νικήθηκαν το 425 π.Χ. Παρά τις όποιες επιτυχίες, τα πράγματα για τους Αθηναίους δεν ήταν ευοίωνα, διότι α) υπήρχαν έντονα σημάδια εξασθένησης της αθηναϊκής ηγεμονίας, β) το αποθεματικό των 6.000 ταλάντων σχεδόν εξαντλήθηκε κι αναγκάστηκαν να επιβάλουν στους συμμάχους τους έκτατες εισφορές, γ) οι Πελοποννήσιοι ενισχύονταν και κατά θάλασσα και επιπλέον ασκούνταν στον πόλεμο. Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της περιόδου ήταν η κατάληψη της Πύλου από τους Αθηναίους. Την άνοιξη του 425 οι Πελοποννήσιοι μπήκαν στην Αττική, όπως συνήθως. Αρχηγός τους ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις. Αλλά ούτε αυτή η επιδρομή κράτησε πολύ, διότι δεν υπήρχαν τροφές για το στράτευμα, προπάντων όμως γιατί συνέβη κάτι που τους προξένησε μεγάλη ανησυχία. Ταυτόχρονα με την είσοδο των Λακεδαιμονίων στην Αττική, από τον Πειραιά αναχωρούσαν 40 πλοία υπό τους Ευρυμέδοντα και Σοφοκλή για να βοηθήσουν τους οπαδούς της Αθήνας στη Σικελία. Αυτή η δύναμη είχε εντολή περνώντας από την Κέρκυρα να βοηθήσει τους εκεί δημοκρατικούς. Πήρε, όμως, και μια άλλη εντολή, αρχικά ως δευτερεύουσα, που αποδείχτηκε όμως πολύ σημαντική. Την περίοδο αυτή υπήρχε στην Αθήνα ένας δεινότατος στρατηγός, ο Δημοσθένης. Το προηγούμενο έτος είχε θριαμβεύσει στη δυτική Ελλάδα. Σύμμαχοι των Αθηναίων εκεί ήταν οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου και οι Ακαρνάνες, αντίπαλοι οι Αιτωλοί και οι Αμβρακιώτες. Αρχικά ο Δημοσθένης νικήθηκε από τους Αιτωλούς, αλλά σε λίγο εξουδετέρωσε την αποτυχία του με τη διάσωση της Ναυπάκτου από τους Αιτωλούς και τους Πελοποννήσιους. Ακόμη έσπευσε να βοηθήσει μαζί με τους Ακαρνάνες το αμφιλοχικό Άργος κατά της επίθεσης που δέχτηκε από τους Αμβρακιώτες και τους Πελοποννήσιους, τους οποίους και κατατρόπωσε. Από αυτά το κύρος του Δημοσθένη στην Αθήνα απογειώθηκε. Αυτό τον ώθησε, σε συνεννόηση με τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου, να πάρει μια μεγάλη απόφαση: να καταλάβουν οι Αθηναίοι μια οχυρή θέση στη Μεσσηνία. Από εκεί με τη βοήθεια και των Μεσσήνιων θα πίεζαν τους Λακεδαιμόνιους. Είναι περίεργο ότι κάτι ανάλογο δεν το είχε σκεφτεί κανείς ως τότε. Ούτε και εκείνη τη στιγμή πάντως οι Αθηναίοι έδωσαν την πρέπουσα σημασία στο εγχείρημα. Γιαυτό απλώς επετράπη στο Δημοσθένη να επιβιβαστεί ως ιδιώτης στα πλοία που πήγαιναν στη Σικελία και περνώντας από τα παράλια της Πελοποννήσου να κάνει την επιχείρησή του.


Όταν η ναυτική μοίρα έφτασε στην παραλία της Λακωνίας απέναντι από την Πύλο, ο Δημοσθένης ζήτησε να αποβιβαστεί με τους άνδρες του. Οι δύο στρατηγοί όμως δεν το δέχτηκαν. Τους έπιασε, ευτυχώς, τρικυμία κι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Πύλο. Ούτε κι εκεί όμως τον άφησαν ν’ αποβιβαστεί οι στρατηγοί, λέγοντας ότι υπάρχουν πολλές έρημες παραλίες για να το κάνει. Η τρικυμία όμως επέμενε. Οι στρατιώτες του Δημοσθένη επιχείρησαν δυναμική έξοδο. Κατασκεύασαν μικρό οχύρωμα στην παραλία σε θέση που ο Δημοσθένης έκρινε κατάλληλη. Έξι ημέρες κράτησε η κατασκευή του οχυρώματος. Τότε ο Ευρυμέδοντας άφησε στο Δημοσθένη 5 πλοία κι αναχώρησε για την Κέρκυρα. Όταν ο Άγις έμαθε την κατάληψη της Πύλου, έσπευσε να επιστρέψει από την Αττική. Το ίδιο έκανε και ο πελοποννησιακός στόλος που στάλθηκε στην Κέρκυρα για να βοηθήσει τους ολιγαρχικούς. Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ανακουφίστηκαν. Οι δυνάμεις όμως του Δημοσθένη ήταν ανεπαρκέστατες. Είχε να αντιμετωπίσει ασύγκριτα

ισχυρότερες.

Δεν

αποθαρρύνθηκε

εντούτοις.

Οχυρώθηκε.

Οι

Σπαρτιάτες κατέλαβαν τη Σφακτηρία. Ακολούθησαν απανωτές επιθέσεις κατά του Δημοσθένη. Όλες αποκρούσθηκαν. Αναμίχθηκε στη σύγκρουση και ο Βρασίδας, ο οποίος και τραυματίστηκε σε μια έφοδο. Μετά από δύο μέρες οι Πελοποννήσιοι έπαυσαν τον πόλεμο, για να κατασκευάσουν νέα πλοία. Στο μεταξύ όμως ήρθαν από τη Ζάκυνθο 50 πλοία των Αθηναίων υπό τον Ευρυμέδοντα. Μέσα στο λιμάνι της Πύλου συνάφθηκε φοβερή ναυμαχία με πλήρη επικράτηση των Αθηναίων, αποκλείοντας τελείως τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας. Στη Σπάρτη θορυβήθηκαν στη σκέψη ότι κινδυνεύουν να χαθούν οι επιφανείς Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας. Οι ίδιοι οι άρχοντες κατέβηκαν να δουν από κοντά την κατάσταση. Όταν πείσθηκαν ότι δεν υπάρχει τρόπος να βοηθήσουν τους έγκλειστους, πρότειναν στους Αθηναίους ανακωχή για να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα και να συζητήσουν για σύναψη ειρήνης. Οι Ευρυμέδοντας και Δημοσθένης δέχτηκαν την πρόταση με τον όρο όλα τα πλοία τους που βρίσκονται στα λακωνικά λιμάνια να τους παραδοθούν μέχρι να γυρίσουν οι πρέσβεις. Έγινε δεκτή η αξίωση των Αθηναίων.


6. Απόρριψη των προτάσεων. Συνέχιση του πολέμου Οι προτάσεις που έφεραν στην εκκλησία του δήμου οι Σπαρτιάτες πρέσβεις ήταν απλές: α) δώστε μας τους πολιορκημένους άντρες μας, β) ως αντάλλαγμα προσφέρουμε ειρήνη και τη συμμαχία της Σπάρτης. Όταν έφυγαν οι πρέσβεις έγινε συζήτηση στο δήμο. Ο Κλέων πρότεινε να μη βιαστούν, αφού έχουν «το πάνω χέρι», αλλά να ζητήσουν περισσότερα, δηλαδή: α) οι πολιορκημένοι να παραδώσουν τα όπλα και να μεταφερθούν στην Αθήνα, β) οι Λακεδαιμόνιοι να αποδώσουν στην Αθήνα τη Νίσαια, τις Πηγές, την Τροιζήνα και τη Αχαΐα, γ) όταν όλα αυτά γίνουν, τότε θα δοθούν σ’ αυτούς οι άνδρες και θα συναφθεί ειρήνη. Αυτή ήταν μια ασύνετη απάντηση. Ισοδυναμούσε με απόρριψη της πρότασης για ειρήνη. Οι πρέσβεις επιχείρησαν εκ νέου να βρεθεί λύση αλλά απέτυχαν. Έφυγαν άπρακτοι. Μετά από 20 μέρες άρχισαν πάλι οι μάχες. Οι Αθηναίοι δεν επέστρεψαν τα πλοία στους Σπαρτιάτες. Οι έγκλειστοι της Σφακτηρίας δεν

παραδίδονταν. Οι

πολιορκητές άρχισαν να στερούνται τροφών και νερού. Ο χειμώνας πλησίαζε. Αγανάκτηση στην Αθήνα για την απόρριψη της ειρήνης. Ο Κλέωνας επέρριψε ευθύνες στους εκεί στρατηγούς για τη μη κατάληψη ακόμα της Σφακτηρίας. Οι Αθηναίοι τού προτείνουν να πάει ο ίδιος με προεξέχοντα το Νικία. Παρά τους δισταγμούς του και κάτω από την αμείωτη πίεση του λαού και των αρχόντων, η εκκλησία ενέκρινε την αποστολή του. Διορίστηκε συστράτηγος του Δημοσθένη. Στο μεταξύ ο Δημοσθένης είχε προετοιμάσει κατάλληλα την τελική έφοδο για την κατάληψη του νησιού. Η έφοδος έγινε πριν καν φθάσει ο Κλέων. Οι Λακεδαιμόνιοι αντιστάθηκαν με πείσμα μια ολόκληρη μέρα. Τελικά παραδόθηκαν κι οδηγήθηκαν στην Αθήνα. Ήταν 292. Νέες προτάσεις των Σπαρτιατών για ειρήνη απορρίφθηκαν. Οι Αθηναίοι κατέλαβαν και οχύρωσαν τη χερσόνησο της Μεθώνης (Μεθάνων), πήραν από τους Μεγαρείς το λιμάνι τους Νίσαια και κυρίευσαν τα Κύθηρα, περικυκλώνοντας έτσι τους Σπαρτιάτες.


7. Ο Βρασίδας. Εκστρατεία του στη Μακεδονία Πολλές φορές ο Βρασίδας διέπρεψε κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Δεν ήταν μόνο ένας κλασικός Σπαρτιάτης πολεμιστής, αλλά ταυτόχρονα αναδείχτηκε και ένας μεγαλεπήβολος άνδρας, πράγμα σπάνιο για Σπαρτιάτη. Ο Βρασίδας υπήρξε δίκαιος και ειλικρινής προς τους συμμάχους της Σπάρτης. Ήταν ένας πανελλήνιος άνδρας, μολονότι αυτό δεν ήταν σύμφωνο με την πολιτική της Σπάρτης και τη νοοτροπία των Σπαρτιατών. Ο Βρασίδας έμοιαζε να είναι προϊόν ολόκληρης της Ελλάδας. Ο Βρασίδας στις αρχές του 424 π.Χ. αντιλήφθηκε ότι το αποτελεσματικότερο χτύπημα που θα μπορούσε να καταφέρει κατά των Αθηναίων θα ήταν να εξεγείρει εναντίον τους τους συμμάχους τους και να τους συμπαρασταθεί. Γιαυτό αποτόλμησε να μεταφέρει δια ξηράς τον πόλεμο εναντίον των συμμάχων των Αθηνών στα παράλια της Μακεδονίας. Συνέπεσε εκείνη την περίοδο ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας, οι κάτοικοι της Χαλκιδικής και μερικές από τις εκεί σύμμαχες της Αθήνας πόλεις να ζητήσουν τη βοήθεια της Σπάρτης. Οι άρχοντες της Σπάρτης επέτρεψαν στο Βρασίδα να πάει αλλά του έδωσαν μόνο 700 είλωτες οπλίτες και όσους άλλους ο ίδιος θα μπορούσε να στρατολογήσει από την Πελοπόννησο με χρήματα που στάλθηκαν από τη Χαλκιδική. Συγκεντρώθηκαν όλοι-όλοι 1.700. Αναχώρησε το καλοκαίρι του 424. Πέρασε από την ανατολική Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Στη Μακεδονία ενώθηκε με τον Περδίκκα και απέσπασε πόλεις από τις συμμάχους των Αθηνών. Από τις σημαντικότερες ήταν η Αμφίπολη. Ο ιστορικός Θουκυδίδης

ήταν τότε στρατηγός των Αθηναίων στη Θάσο. Έσπευσε να

βοηθήσει την Αμφίπολη, αλλά δεν πρόλαβε. Γιαυτό κατηγορήθηκε στην Αθήνα για παράβαση καθήκοντος και εξορίστηκε. Έμεινε εξόριστος 20 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έγραψε το αθάνατο έργο του. Η πρόθυμη προσχώρηση στο στρατόπεδο της Σπάρτης των συμμάχων τους στη Μακεδονία ξάφνιασε τους Αθηναίους.

8. Ήττα στο Δήλιο Αντιδρώντας σπασμωδικά οι Αθηναίοι και παρασυρόμενοι διαρκώς από τον ασύνετο λαοπλάνο Κλέωνα, αντί να σπεύσουν στη Χαλκιδική αποφάσισαν στα μέσα του 424 να επανακτήσουν τη Βοιωτία. Πολυάριθμος αθηναϊκός στρατός από 7.000 οπλίτες, πολλές εκατοντάδες ιππείς και 25.000 ψιλούς και σκευοφόρους με αρχηγό τον Ιπποκράτη κυρίευσε το Δήλιο, λιμάνι της Ταναγρικής. Προτού όμως αυτός ο στρατός προλάβει να οχυρωθεί, οι ολιγαρχικοί άρχοντες της περιοχής με 7.000 οπλίτες, 1.000 ιππείς, 500 πελταστές και 10.000 ψιλούς επιτέθηκαν στο Δήλιο και μετά από πεισματώδη και φονική μάχη οι Αθηναίοι νικήθηκαν κατά κράτος με χιλιάδες απώλειες.


9. Βραχύβια ανακωχή Το 424 ήταν ένα πολύ κακό έτος για τους Αθηναίους. Αντέδρασαν οι συνετότεροι υπό το Νικία. Έπεισαν την εκκλησία του δήμου ότι ήταν ανάγκη να έρθουν σε διαπραγματεύσεις για ειρήνη, προτού τα πράγματα γίνουν τραγικά για την Αθήνα. Τα πράγματα ήταν ακόμα πρόσφορα για ειρήνη. Οι Σπαρτιάτες ήταν πρόθυμοι να καταθέσουν τα όπλα προκειμένου να επανακτήσουν τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας και να αναστείλουν τις δραστηριότητες του Βρασίδα, που η ολιγαρχία της Σπάρτης φθονούσε. Για όλους αυτούς τους λόγους υπερίσχυσε η κατευναστική πολιτική του Νικία και στις αρχές του 423 συνάφθηκε ανακωχή. Δυστυχώς αυτή η ανακωχή δε λειτούργησε στη Χαλκιδική, όπου οι πόλεις συνέχιζαν να αποστατούν από τους Αθηναίους. Παράλληλα οι Σπαρτιάτες έστειλαν εκεί ενισχύσεις. Ο Περδίκκας, όμως, προσχώρησε στην Αθήνα κι εμπόδισε την έλευση βοήθειας. Η ανακωχή κράτησε ένα έτος χωρίς να αποφέρει τίποτα το ουσιαστικό. Ο Κλέωνας ξαναβγήκε στο προσκήνιο.

10. Ήττα των Αθηναίων στην Αμφίπολη Τον Αύγουστο του 322 ο Κλέωνας, έχοντας 1.200 Αθηναίους, Ίμβριους και Λημνίους οπλίτες, 300 ιππείς, αρκετούς συμμάχους και 30 τριήρεις αναχώρησε για τη Μακεδονία. Έφθασαν στη Χαλκιδική. Σε λίγες μέρες συγκρούστηκαν στην Αμφίπολη με το Βρασίδα όπου έπαθαν οδυνηρή ήττα, φονεύθηκε ο Κλέωνας καθώς έφευγε πανικόβλητος, αλλά και ο Βρασίδας μαχόμενος έπεσε ηρωικά.


11. Η Νικίειος ειρήνη Ο θάνατος του Κλέωνα άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης στο συνετό Νικία. Ξεκίνησε νέα επιχείρηση ειρήνης. Πλησίασε τον επίσης φιλειρηνιστή βασιλιά της Σπάρτης Πλειστοάνακτα κι άρχισαν διαπραγματεύσεις. Κράτησαν όλο το χειμώνα. Την άνοιξη του 421 συμφώνησαν σε 50ετή ειρήνη. Αυτή η συμφωνία έμεινε στην Ιστορία ως «Νικίειος ειρήνη» και οι όροι της ήταν: 1) οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους να παραδώσουν στην Αθήνα την Αμφίπολη και ακόμη να μείνουν αυτόνομες οι πόλεις Άργιλο, Στάγειρος, Άκανθος, Σκώλον, Όλυνθος και Σπάρτωλος, αλλά αυτές θα συνέχιζαν να πληρώνουν το φόρο που επιβλήθηκε από τον Αριστείδη. Οι Λακεδαιμόνιοι θα παρέδιδαν ακόμη στους Αθηναίους το Πάνακτο, στα όρια της Αττικής και της Βοιωτίας, και όλους τους αιχμαλώτους. 2) Οι Αθηναίοι θα απέδιδαν στους Λακεδαιμόνιους το Κορυφάσι, τα Κύθηρα, τη Μεθώνη, το Πτελεό, την Αταλάντη και όλους τους αιχμαλώτους. 3) Η Αθήνα ήταν ελεύθερη να πολιτευτεί όπως ήθελε προς τις άλλες υποτελείς της πόλεις. Η Συνθήκη έγινε δεκτή μόνο από την πλειοψηφία των συμμάχων πόλεων της Σπάρτης. Οι Βοιωτοί, οι Μεγαρείς, οι Κορίνθιοι και οι Ηλείοι την απέρριψαν ρητώς. Και αυτό αποτέλεσε νάρκη στα θεμέλια αυτής της συνθήκης. Οι αδυναμίες της δεν άργησαν να φανούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ


1. Η αθέτηση της συνθήκης Οι Σπαρτιάτες συναντούσαν δυσχέρειες στην εφαρμογή των όρων της «Νικιείου ειρήνης». Οι Βοιωτοί αρνούνταν να παραδώσουν το φρούριο του Πανάκτου στους Αθηναίους. Οι Σπαρτιάτες, προκειμένου να πάρουν τους αιχμαλώτους τους, αναγκάστηκαν να συνάψουν νέα συνθήκη συμμαχίας και επιμαχίας με τους Αθηναίους. Ούτε κι αυτούς, όμως, τους όρους μπορούσαν να εκπληρώσουν. Γιαυτό ούτε οι Αθηναίοι τους εκπληρούσαν. Οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να πιέζουν τους Βοιωτούς να αποδώσουν στους Αθηναίους τους αιχμαλώτους και το Πάνακτο. Οι Βοιωτοί προσποιήθηκαν ότι δέχονται, αρκεί να συνάψουν με τη Σπάρτη συνθήκη συμμαχίας και επιμαχίας, επιδιώκοντας έτσι να αποδυναμώσουν τη συνθήκη Αθηνών - Σπάρτης. Οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν. Οι Βοιωτοί, όμως, έσπευσαν να κατεδαφίσουν το Πάνακτο. Όταν ήρθε η ώρα της παραλαβής από τους Αθηναίους των αιχμαλώτων και του φρουρίου προέκυψε εμπλοκή. Τότε οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν τη χωριστή συμμαχία Λακεδαιμονίων - Βοιωτών. Θεώρησαν ότι εμπαίχτηκαν, αφού αυτοί παρέδωσαν ήδη τους αιχμαλώτους Σπαρτιάτες. Η εκκλησία του δήμου αρνήθηκε να δεχτεί τις προτάσεις των Σπαρτιατών πρέσβεων. Σ’ αυτό συντέλεσε αποφασιστικά και ένας νέος πολιτικός άντρας, ο Αλκιβιάδης, που έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στα αθηναϊκά αλλά και τα γενικότερα πράγματα.

2. Ο Αλκιβιάδης Καταγόταν από το γένος των Αιακιδών, γιος του Κλεινία και της Δεινομάχης. Ήταν πλουσιότατος και από τους γονείς του και από τη σύζυγό του Ιππαρέτη. Ήταν προικισμένος με σπάνια πνευματικά και σωματικά χαρίσματα, αλλά παράλληλα ακόρεστος σε απολαύσεις και φιλοδοξίες, ευφυέστατος και γενναιότατος. Σε πολλά θύμιζε το Θεμιστοκλή. Είχε ως διδασκάλους του τους επιφανέστερους σοφούς της εποχής του (Πρόδικο, Σωκράτη, Περικλή κ.λπ.). Όλα αυτά κατέληξαν, δυστυχώς, στο να διαμορφώσουν έναν άντρα αυθάδη, παραβάτη των νόμων, ασεβή και προδότη της πατρίδας. Πολλά ήταν τα δείγματα περιφρόνησής του προς τους νόμους. Εισήλθε νεότατος στον πολιτικό βίο. Αυτό σε συνδυασμό με την παραλυσία των κοινωνικών και πολιτικών ηθών επέδρασαν δυσμενέστατα στο χαρακτήρα του. Με τα ασυνήθιστα προσόντα της ευφυΐας και της ρητορείας κατόρθωνε να αιχμαλωτίζει τα πλήθη και την εκκλησία του δήμου. Κανένας δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει το νεαρό, παρά μόνο ως ένα βαθμό ο Σωκράτης.


3. Συμμαχία Αθηναίων και Αργείων. Σφαγή των Μηλίων Τη στιγμή που ο Αλκιβιάδης τορπίλιζε στην εκκλησία του δήμου κάθε συμβιβασμό με τους Σπαρτιάτες, ταυτόχρονα ζητούσε κρυφά από τους Αργείους να στείλουν πρέσβεις στην Αθήνα για να συνάψουν συνθήκη. Ως τώρα το Άργος έμενε ουδέτερο στη σύγκρουση. Θέλοντας να επανακτήσει την παλιά του αίγλη δέχτηκε ευχαρίστως την πρόσκληση. Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν εσπευσμένα πρέσβεις για να αποτρέψουν την προωθούμενη συμμαχία. Στην Αθήνα, όμως, υπήρχε δυσαρέσκεια κατά της Σπάρτης. Η βουλή εντούτοις άκουσε ευμενώς τους πρέσβεις. Αλλά ο Αλκιβιάδης αγρυπνούσε για να αποτρέψει αυτή τη νέα προσέγγιση. Η βουλή προωθούσε την υπόθεση στην εκκλησία του δήμου. Ο Αλκιβιάδης έστησε παγίδα στους πρέσβεις. Τους πλησίασε και τους έπεισε να μην πουν στην εκκλησία του δήμου πως έχουν απεριόριστη πληρεξουσιότητα για να συνομολογήσουν ειρήνη, αλλά ότι θα πετύχουν περισσότερα αν πουν ότι ήρθαν απλώς να υποβάλουν προτάσεις, να τις συζητήσουν και να ενημερώσουν τους άρχοντές τους. Έτσι θα τον εύρισκαν υποστηρικτή τους. Μόλις είπαν αυτό στην εκκλησία του δήμου, ο Αλκιβιάδης σηκώθηκε κι αναφώνησε: «Βλέπετε πόσο αναξιόπιστοι είναι οι άνθρωποι; Χθες άλλα είπαν στη Βουλή…». Οι πρέσβεις έμειναν άναυδοι. Τελικά διώχτηκαν. Με πρόταση του Αλκιβιάδη και παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, συνάφθηκε ειρήνη και συμμαχία με τους Αργείους και τους συμμάχους τους το Μάϊο του 420. Αυτή η συμμαχία είχε ως συνέπεια πολυετείς εχθροπραξίες Σπαρτιατών και Αργείων, πολλές εμφύλιες διενέξεις στο Άργος και πολιτικές μεταβολές, που έληξαν το 416. Το ίδιο έτος και οι Μήλιοι, που ως τότε ήταν ουδέτεροι, κλήθηκαν από τους Αθηναίους να υποταχθούν σ’ αυτούς. Αρνήθηκαν, προβάλοιντας ισχυρή αντίσταση, αλλά τελικά υποτάχθηκαν με βαρύτατο τίμημα: όλοι οι άντρες σφάχτηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά αιχμαλωτίστηκαν, ενώ τα κτήματα δόθηκαν σε Αθηναίους κληρούχους.


4. Η εκστρατεία στη Σικελία Η συνθήκη Αθηνών - Σπάρτης κράτησε ως το 416 π.Χ. Καταργήθηκε εξαιτίας όσων συνέβησαν στη Σικελία. Στη Σικελία και μετά τη συντριβή των Καρχηδονίων εξακολουθούσαν να είναι πρωτεύουσα οι Συρακούσες, στις οποίες κυβερνούσε η δυναστεία του Γέλωνα μέχρι

το

466

π.Χ.

Τότε

εγκαταστάθηκε

στις

Συρακούσες

δημοκρατία.

Προσπάθησαν να εγκαταστήσουν το ίδιο πολίτευμα και σε άλλες πόλεις. Εξακολούθησαν να είναι ισχυρές, κατέστειλαν μια γενική επανάσταση των ντόπιων Σικελών, ταπείνωσαν τη δεύτερη σε ισχύ πόλη του νησιού, τον Ακράγαντα, και συνέλαβαν την ιδέα να υποτάξουν όλο το νησί. Αναγκάστηκαν έτσι να πολεμήσουν κατά των Λεοντίνων, επικεφαλής της δωρικής συμμαχίας της Σικελίας. Οι Λεοντίνοι το 427 π.Χ. ζήτησαν βοήθεια από τους Αθηναίους. Από τότε οι Αθηναίοι άρχισαν να αναμιγνύονται στα σικελικά πράγματα. Το 424 ο Συρακούσιος Ερμοκράτης έπεισε τις ελληνικές πόλεις της Σικελίας να ειρηνεύσουν. Ύστερα από 8 χρόνια, όμως, ξέσπασαν εχθροπραξίες ανάμεσα στους Εγεσταίους και στους Σελινούντιους. Το 415 οι πρώτοι ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, ενώ οι δεύτεροι δέχτηκαν βοήθεια από τους Συρακούσιους. Στην πρώτη περίοδο του πολέμου οι Αθηναίοι έστειλαν μερικές ναυτικές μονάδες. Όταν όμως έφθασε στην Αθήνα το αίτημα δε γινόταν λόγος για μικρή βοήθεια. Ο Αλκιβιάδης βρήκε την ευκαιρία να προτείνει την αποστολή δύναμης ικανής να κυριεύσει τις Συρακούσες, να κυριαρχήσει σ’ ολόκληρη τη Σικελία και να εξουσιάσει ολόκληρη τη Δύση. Ο Νικίας και οι συνετότεροι των Αθηναίων διατύπωσαν ισχυρές αντιρρήσεις. Ποιος μπορούσε, όμως, να αντιμετωπίσει το θυελλώδη Αλκιβιάδη; Ο Νικίας πρόβαλε τις μεγάλες δυσχέρειες του εγχειρήματος και τους κινδύνους από την αναπόφευκτη αποδυνάμωση της Αθήνας. Ούτε αυτός, ούτε ο Σωκράτης, ούτε ο αστρονόμος Μέτων κατάφεραν να αναχαιτίσουν τον Αλκιβιάδη. Τον Απρίλιο του 415 π.Χ. αποφασίστηκε η εκστρατεία. Αφού έγιναν οι κατάλληλες προετοιμασίες, το καλοκαίρι του 415 π.Χ. αναχώρησε από τον Πειραιά η λαμπρότερη και τελειότερη δύναμη που ετοίμασε ποτέ ελληνική πόλη. Ο στόλος συμπληρώθηκε στην Κέρκυρα

και αποτελούνταν από 134

τριήρεις, 5.100 οπλίτες και 1.300 ψιλούς. Στρατηγοί ήταν ο Αλκιβιάδης, ο Λάμαχος και ο Νικίας. Ο στόλος έφτασε στο Ρήγιο της Ιταλίας και από εκεί στην Κατάνη της Σικελίας. Ξαφνικά έφτασε από την Αθήνα διαταγή να επιστρέψει αμέσως ο Αλκιβιάδης για ν’ απολογηθεί για μια πολύ σοβαρή κατηγορία.


Είχε πολλούς εχθρούς ο Αλκιβιάδης. Ήταν ισχυρός αλλά όχι και παντοδύναμος. Τι είχε συμβεί;

Λίγο

πριν

αναχωρήσει

αποκεφαλισμένες οι περισσότερες

το

εκστρατευτικό

σώμα,

βρέθηκαν

Ερμές της Αθήνας. Οι αντίπαλοί του

απέδωσαν το ανοσιούργημα στον Αλκιβιάδη. Αυτός ζήτησε να δικαστεί προτού αναχωρήσει, αλλά αυτό δε συνέφερε τους αντιπάλους του. Ζήτησαν αναβολή. Μετά όμως την αναχώρηση συνεχίστηκε η ανάκριση. Ο Αλκιβιάδης, αντί να έρθει στην Αθήνα, κατέφυγε στο Άργος κι από εκεί στη Σπάρτη, όπου ζήτησε: α) να σταλεί στη Σικελία βοήθεια κατά των Αθηναίων, και β) να ξαναρχίσει

ο

πόλεμος

στην

κυρίως

Ελλάδα,

υποδεικνύοντας

μεθόδους

καταστρεπτικές για την Αθήνα. Στο μεταξύ στη Σικελία ο Λάμαχος φονεύθηκε. Μόνος αρχηγός απέμεινε ο Νικίας, άντρας συντηρητικός και άτολμος. Εντούτοις πολιόρκησε τις Συρακούσες και τις έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. Τον άλλο χρόνο έφτασε στις Συρακούσες σπαρτιατική βοήθεια 3.000 ανδρών με αρχηγό το Γύλιππο, άνδρα έμπειρο, δραστήριο και πολυμήχανο. Στάλθηκε και στο Νικία βοήθεια, αρχές 413 π.Χ., από 70 τριήρεις και 5.000 οπλίτες και αρχηγό το Δημοσθένη. Η επίθεση, όμως, κατά των Συρακουσών απέτυχε. Σε τέσσερις ναυμαχίες ο στόλος των Αθηναίων καταστράφηκε, ενώ ο στρατός της ξηράς αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει στο εσωτερικό του νησιού, όπου είτε αποδεκατίστηκε είτε αιχμαλωτίστηκε. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο Νικίας και ο Δημοσθένης, τους οποίους οι Συρακούσιοι εκτέλεσαν. Οι άλλοι αιχμάλωτοι (7.000 περίπου) κλείστηκαν στα λατομεία, όπου κάτω

από

απερίγραπτες

συνθήκες

πέθαιναν

σωρηδόν.

Όσοι

επέζησαν

πουλήθηκαν ως δούλοι, πλην των Αθηναίων, των Σικελιωτών και Ιταλιωτών. Γι’ αυτούς δεν υπάρχουν πληροφορίες τι απέγιναν. Μόνο λίγοι Αθηναίοι κατάφεραν να επανέλθουν στην πατρίδα τους.


5. Επανάληψη των εχθροπραξιών Από τις αρχές του 413 ο πόλεμος στην κυρίως Ελλάδα γενικεύτηκε. Ο πελοποννησιακός στρατός υπό τον Άγι εισέβαλε στην Αττική. Αυτή τη φορά οι εισβολείς, καθ’ υπόδειξη του Αλκιβιάδη, οχύρωσαν τη Δεκέλεια και εγκατέστησαν εκεί φρουρά που έμεινε επί 9 χρόνια. Από εκεί εξορμούσαν και λεηλατούσαν συνεχώς την Αττική, αιχμαλώτισαν χιλιάδες δούλους και διέκοψαν την επικοινωνία Αθηνών - Εύβοιας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Αθηναίοι αντί να ανακαλέσουν το στρατό από τη Σικελία, έστειλαν και το Δημοσθένη! Το θλιβερό άγγελμα της καταστροφής έφτασε στην Αθήνα τον Οκτώβρη. Οι Πελοποννήσιοι, ενισχυμένοι από την καταστροφή της Σικελίας, αντί να φύγουν από τη Δεκέλεια, όπως συνήθιζαν, ετοίμασαν στόλο 100 τριήρων, αποφασισμένοι ν’ αντιμετωπίσουν την Αθήνα και στη θάλασσα. Ταυτόχρονα οι σπουδαιότεροι σύμμαχοι

των

Αθηνών

(Εύβοια,

Λέσβος,

Χίος,

Ερυθρές)

άρχισαν

διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Β΄ βρήκε την ευκαιρία να επιδιώξει την υποταγή των Ελλήνων της Ασίας. Έστειλε στη Σπάρτη πρέσβεις καλώντας τη ν’ αναμιχθεί στον επικείμενο μεγάλο αγώνα.

6. Συμμαχία Σπάρτης και Περσίας Οι Λακεδαιμόνιοι και παλιότερα επιζητούσαν τη συμμαχία του μεγάλου βασιλιά, αλλά εκείνη η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε. Τώρα έσπευσαν να δεχτούν τις προτάσεις του Δαρείου και το 412 π.Χ. σύναψαν με τον αντιπρόσωπό του σατράπη της Ιωνίας Τισσαφέρνη δύο συνθήκες. Με τη μία, αυτοί αναγνώρισαν την περσική κυριαρχία στις ελληνικές πόλεις της Ασίας, ο Τισσαφέρνης ανέλαβε να πληρώνει τους μισθούς των πληρωμάτων του πελοποννησιακού στόλου. Τα προβλήματα για τους Αθηναίους μεγάλωσαν και πλήθυναν. Στις αρχές του 412 όλα έδειχναν ότι η Αθήνα δεν είχε καμία ελπίδα σωτηρίας.


7. Τροποποίηση του πολιτεύματος. Επάνοδος του Αλκιβιάδη Ευτυχώς που ο δήμος των Αθηναίων δεν είχε τελείως εξαχρειωθεί. Το μέγεθος της συμφοράς και των κινδύνων τον βοήθησε ν’ ανοίξει τα μάτια του. Επιχείρησε να αντιστρέψει την κατάσταση. Άρχισε από το πολίτευμα. Συγκρότησε 12μελή επιτροπή από άνδρες συνετούς και έμπειρους, που ονομάστηκαν πρόβουλοι, με αποστολή να εξετάζουν κάθε πρόταση προτού υποβληθεί στην εκκλησία του δήμου για συζήτηση και έγκριση. Συζητούνταν μόνο οι προτάσεις που ενέκριναν οι πρόβουλοι. Έγινε περιστολή διαφόρων δαπανών, κατασκευάστηκε νέος στόλος, οχυρώθηκε το Σούνιο και ανακλήθηκαν όλες οι εκτός Αττικής φρουρές, εκτός από εκείνη της Πύλου. Αμνηστεύτηκε το έγκλημα του αποκεφαλισμού των Ερμών και αποδόθηκαν πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους εξόριστους εκτός από τους προδότες. Τα αποτελέσματα από όλα αυτά τα μέτρα ήταν άμεσα κι ευεργετικά. Η επιτροπή των προβούλων όμως δε διατηρήθηκε μετά το 412 π.Χ. Ο φυγάς Αλκιβιάδης διαπραγματεύεται με τους Αθηναίους τριηράρχους της Σάμου την επάνοδό του στην Αθήνα, υποσχόμενος να αποσπάσει τον Τισσαφέρνη από τη συμμαχία των Σπαρτιατών, αρκεί να τροποποιηθεί το πολίτευμα, ώστε να απομονωθούν οι δημαγωγοί που τον καταδίωκαν. Οι τριήραρχοι άκουσαν ευμενώς το αίτημα και έκριναν χρήσιμη την παρουσία του Αλκιβιάδη στην παρούσα κρίσιμη κατάσταση. Έτσι, στις αρχές του 411 έστειλαν στην Αθήνα τον Πείσανδρο για να πετύχουν την αλλαγή που ζητούσε ο Αλκιβιάδης. Ο δήμος υποχώρησε. Έστειλε τον Πείσανδρο με άλλους 10 πολίτες για να συμφωνήσουν με τον Αλκιβιάδη και τον Τισσαφέρνη. Όταν πήγαν, όμως, ο Τισσαφέρνης εγκατέλειψε τον Αλκιβιάδη, προτιμώντας τη συμμαχία της Σπάρτης, βάζοντας όρους που απορρίφθηκαν. Ο Πείσανδρος διέκοψε τις επαφές του με τον Αλκιβιάδη, συνέχισε όμως την προσπάθεια αλλαγής του πολιτεύματος, που επήλθε το Μάρτιο του 411 π.Χ. Η μεταβολή επιχειρούσε επάνοδο στην προ του Περικλή εποχή, με διατήρηση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Καταργήθηκαν: α) οι μισθοδοτικές διατάξεις και β) η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Θεσπίστηκε νέα βουλή από 400 άνδρες, αλλά η εκλογή της κανονίστηκε έτσι που δεν παρείχε καμία εγγύηση για το κοινό συμφέρον: ο δήμος εξέλεξε 5 μόνο άνδρες, τους προέδρους. Αυτοί εξέλεξαν αυθαίρετα άλλους 95. Καθένας από αυτούς τους 100 εξέλεξε άλλους 3. Η νέα αυτή βουλή ανέλαβε τη διακυβέρνηση της πολιτείας.


Ο στόλος της Σάμου, πρωτοστατούντων των γενναίων και φιλότιμων Θρασυβούλου και Θρασύλλου, απέρριψαν τις αλλαγές. Προσέγγισαν τον Αλκιβιάδη. Αξίωσαν: 1) παραίτηση της νέας βουλής, 2) την επάνοδο της αρχαίας βουλής των 500, 3) κατάργηση κάθε πολιτειακής μισθοδοσίας, 4) τη συγκρότηση πραγματικής εκκλησίας από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να αγοράσουν την πανοπλία τους,

και

5)

τη

διακοπή

προσωρινά

κάθε

διαπραγμάτευσης

με

τους

Πελοποννήσιους. Αυτές οι αξιώσεις έγιναν δεκτές με ανακούφιση από τους πολίτες, οι οποίοι, στα τέλη Ιουνίου του 411, κατήργησαν το ολιγαρχικό οικοδόμημα, και ρύθμισαν το πολίτευμα κατά τις υποδείξεις του στρατού και αποφάσισαν την επάνοδο του Αλκιβιάδη. Ο στόλος των Αθηναίων, έχοντας στο τιμόνι του δυο νέους ηγεμόνες, το Θράσυλλο και το Θρασύβουλο, και την παρουσία του Αλκιβιάδη α) τον Ιούλιο 411 κατανίκησε τον πελοπονησσιακό στόλο στο λεγόμενο «Κυνός σήμα» κοντά στη Σηστό και β) το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους κατατρόπωσε τους Πελοποννήσιους στην Άβυδο.

8. Νίκη των Αθηναίων στην Κύζικο. Προτάσεις ειρήνης Οι καλές στιγμές των Αθηναίων διατηρήθηκαν ακόμα λίγο. Τον Απρίλιο του 410 πέτυχαν στην Κύζικο λαμπρή νίκη. Εκεί αναδείχθηκε η μεγαλοφυΐα του Αλκιβιάδη. Καταστράφηκαν και αιχμαλωτίστηκαν όλα τα πλοία των Πελοποννήσιων και σκοτώθηκε μαχόμενος γενναία ο ναύαρχος Μίνδαρος. Η καταστροφή προκάλεσε σοκ στη Σπάρτη. Υπέβαλαν στην Αθήνα νέες προτάσεις ειρήνης: α) καθένας κρατάει ό,τι κατέχει, β) αμοιβαία ανάκληση των φρουρών από Πύλο και Δεκέλεια, γ) αμοιβαία ανταλλαγή αιχμαλώτων. Η σύνεση επέβαλλε αποδοχή των προτάσεων αλλά στην Αθήνα επικρατούσε η επιπολαιότητα του πλήθους και η δημαγωγία του διαβόητου Κλεοφώντα. Η ειρήνη απορρίφθηκε. Ο πόλεμος συνεχίστηκε και στα τέλη του 410 ο Αλκιβιάδης έγινε κύριος του Βοσπόρου. Οι Λακεδαιμόνιοι διώχθηκαν από τη Θάσο. Το 409 οι Αθηναίοι έχασαν την Πύλο και τη Νίσαια. Το 408 ο Αλκιβιάδης κατέλαβε τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο. Εντούτοις δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στην Αθήνα. Το έκαμε το 407 π.Χ. και έγινε δεκτός με λαμπρές τιμές, ανακηρύχθηκε ηγεμόνας αυτοκράτορας όλων. Προικοδοτήθηκε με 100 πλοία και 1.500 οπλίτες για να συνεχίσει τον αγώνα.


9. Ο Λύσανδρος Στα τέλη του 408 ή αρχές του 407 έφτασε στα παράλια της Μ. Ασίας ο Λύσανδρος ως νέος αρχηγός των Λακεδαιμονίων. Καταγόταν από φτωχούς αλλά έντιμους γονείς. Διέθετε εξαίρετα φυσικά χαρίσματα. Ήταν όμως διατεθειμένος να διαπράξει τα στυγερότερα εγκλήματα χάριν της Σπάρτης και για να πετύχει τους σκοπούς του. Γνήσιος Σπαρτιάτης. Αυτόν είχαν πλέον απέναντί τους η Αθήνα και ο Αλκιβιάδης. Εκτός από αυτόν προέκυψε κι άλλος φοβερός αντίπαλος, ο Κύρος, διοικητής των δυτικών χωρών της Μ. Ασίας και προετοιμασμένος για το θρόνο του μεγάλου βασιλιά. Διαδέχθηκε τον Τισσαφέρνη. Ο Λύσανδρος ευθύς εξαρχής πήγε στην Έφεσο και από εκεί στις Σάρδεις στον Κύρο. Ζήτησε αύξηση του μισθού των ναυτών του. Το πέτυχε. Αυτό συντέλεσε στην προσχώρηση στο σπαρτιατικό ναυτικό πολλών Αθηναίων ναυτών που αμείβονταν χειρότερα. Ο Αλκιβιάδης θεώρησε ότι μπορεί να απουσιάσει. Ανέθεσε προσωρινά την αρχηγία του στόλου στον κυβερνήτη Αντίοχο, με την εντολή όμως να μην εμπλακεί, όσο θα λείπει, σε μάχη με το Λύσανδρο. Δε συμμορφώθηκε. Συγκρούστηκε στην Έφεσο με το Λύσανδρο και νικήθηκε. Αυτή η ήττα είχε σοβαρές συνέπειες. Οι Αθηναίοι θεώρησαν τη φυγή του Αλκιβιάδη ως νέα προδοσία, γιαυτό τον καθαίρεσαν και όρισαν 10 στρατηγούς, μεταξύ των οποίων και οι Κόνωνας και Θράσυλλος. Ο Αλκιβιάδης αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Θράκη.

10. Ο Καλλικρατίδας Στο τέλος του 407 έληξε η θητεία του Λύσανδρου. Αντικαταστάτης του ορίστηκε ο Καλλικρατίδας. Αυτός απεχθανόταν τις σχέσεις με τους Πέρσες και πονούσε για τον εμφύλιο που κατέστρεφε την Ελλάδα. Επιθυμούσε έντιμη ειρήνη. Γιαυτό μπήκε στο στόχαστρο του Λύσανδρου. Ο Κύρος αρνήθηκε να τον δεχθεί. Αναζήτησε αλλού πόρους. Κυρίευσε από τους Αθηναίους τη Μήθυμνα. Μετά κατεδίωξε τον Κόνωνα, που έσπευσε να βοηθήσει τους αμυνόμενους, μέχρι τη Μυτιλήνη, ναυμάχησαν στο λιμάνι, κυρίευσε 30 από τα 70 πλοία του Κόνωνα και τον απέκλεισε στο λιμάνι. Έσπευσε σε βοήθεια ο Διομέδοντας αλλά ο Καλλικρατίδας συνέτριψε και αυτόν.


11. Αργινούσες: Η τελευταία νίκη των Αθηναίων Η ήττα του Κόνωνα συγκλόνισε τους Αθηναίους. Σε 30 μέρες κατασκευάστηκε νέος στόλος από 130 τριήρεις και στάλθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας για να ελευθερώσουν τον Κόνωνα. Εκεί ενώθηκε και με άλλες 20 των Σαμίων και τον Ιούλιο του 406 αντιπαρατάχθηκε με τους εχθρούς του στα νησιά Αργινούσες, ανάμεσα στη Λέσβο και στη Μ. Ασία. Ο Καλλικρατίδας δέχθηκε την αναμέτρηση. Διεξήχθη ναυμαχία. Παρόντες ήταν οι 8 από τους 10 Αθηναίους στρατηγούς. Οι Αθηναίοι πέτυχαν νίκη λαμπρή. Έπεσε μαχόμενος και ο Καλλικρατίδας. Μετά τη νίκη οι Αθηναίοι στρατηγοί συσκέφθηκαν αν θα έπρεπε να σπεύσουν να ελευθερώσουν τον Κόνωνα ή να ασχοληθούν με την περισυλλογή των ναυαγών και των πτωμάτων των νεκρών τους, που επέπλεαν στη θάλασσα. Αποφάσισαν το πρώτο. Άφησαν, όμως, 46 τριήρεις με τους τριήραρχους Θρασύβουλο και Θηραμένη για την περισυλλογή των ναυαγών. Εξαιτίας, όμως, μεγάλης τρικυμίας και κακοκαιρίας που ενέσκηψε δεν κατορθώθηκε να γίνει τίποτα από αυτά. Επειδή, όμως, οι ναυαγοί και οι νεκροί, που δεν τάφηκαν όπως άρμοζε, ήταν πολλοί, οι δημαγωγοί έστρεψαν το δήμο κατά των νικητών στρατηγών. Τους καθαίρεσαν και τους διέταξαν να επανέλθουν στην Αθήνα για να απολογηθούν. Δύο δεν πειθάρχησαν. Οι υπόλοιποι έξι επέστρεψαν. Δικάστηκαν από τη βουλή και την εκκλησία του δήμου και μέσα από αρκετές παρανομίες καταδικάστηκαν σε θάνατο και δήμευση της περιουσίας τους. Μόνο ο Σωκράτης αντέδρασε στην καταδίωξή τους. Πέθαναν πίνοντας κώνειο.


12. Ο θρίαμβος των Λακεδαιμονίων στους Αιγός Ποταμούς Μετά την ήττα τους στις Αργινούσες, οι Σπαρτιάτες, οι Χίοι και οι άλλοι σύμμαχοί τους συγκάλεσαν συμβούλιο στην Έφεσο. Αποφασίστηκε να ζητήσουν από τους Εφόρους να διορίσουν και πάλι το Λύσανδρο ναύαρχο. Το αίτημα έγινε δεκτό παρά το έθιμο. Στην αρχή του 405 αυτός έφτασε στην Έφεσο. Μετά πήγε στον Κύρο στις Σάρδεις. Πήρε άφθονα χρήματα. Κατασκεύασε και εξόπλισε νέες τριήρεις. Οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές γι’ αυτόν. Μετά εισήλθε στον Ελλήσποντο και πολιόρκησε τη Λάμψακο. Τότε αφυπνίστηκαν οι στρατηγοί των Αθηναίων και με 180 τριήρεις κινήθηκαν κι αυτοί. Ο Λύσανδρος κατέλαβε ήδη τη Λάμψακο. Οι Αθηναίοι έπλευσαν στα ευρωπαϊκά παράλια του Ελλήσποντου και κατέφυγαν σε τοποθεσία ονόματι «Αιγός ποταμοί», απέναντι ακριβώς από τη Λάμψακο. Ο Λύσανδρος ήταν έτοιμος για μάχη, αλλά απρόθυμος να επιτεθεί. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να τον παρασύρουν σε ναυμαχία αλλά εις μάτην. Επανήλθαν στους Αιγός ποταμούς. Αυτό επαναλήφθηκε επί τέσσερις μέρες. Οι Αθηναίοι απέκτησαν αίσθηση υπεροχής. Τα πληρώματα χαλάρωσαν. Ο Αλκιβιάδης που έμενε εκεί κοντά έβλεπε τα γενόμενα και υπέδειξε στους στρατηγούς πως είναι πολύ επικίνδυνο να μένουν τα πλοία χωρίς πληρώματα και τους συνέστησε να πάνε στη Σηστό για ασφάλεια. Τον αγνόησαν. Την 5 η ημέρα, όπως και τις προηγούμενες, ο Λύσανδρος διέταξε ταχύπλοα να παρακολουθούν τον αθηναϊκό στόλο και μόλις δουν τα πληρώματα να εγκαταλείπουν τα πλοία, να τους δώσουν σήμα. Έτσι και έγινε. Αμέσως εξόρμησε από τη Λάμψακο και επιτέθηκε στα αθηναϊκά πλοία. Πλήρης αιφνιδιασμός. Άλλα ήταν τελείως κενά και άλλα είχαν το πολύ δυο από τις τρεις σειρές των κωπηλατών τους. Κυρίευσε 170 από αυτές και συνέλαβε τους περισσότερους από τα πληρώματά τους που διασκέδαζαν στην παραλία. Μόνο ένα τμήμα 12 τριήρων υπό τον Κόνωνα κατάφερε να φύγει και να πάει στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Ο Λύσανδρος έσφαξε όλους τους Αθηναίους αιχμαλώτους, 3.000-4.000.


13. Άλωση των Αθηνών. Τέλος του πολέμου Μετά από αυτή την καταστροφή ο δρόμος του νικητή για την Αθήνα ήταν ελεύθερος. Αυτός δεν βιάστηκε. Για να κάνει το έργο του ευκολότερο προτίμησε πρώτα να καταστρέψει όλη την Αττική για να αναγκάσει όλους τους κατοίκους της να καταφύγουν στην πόλη. Πρώτα, όμως, κυρίευσε τη Χαλκηδόνα και το Βυζάντιο. Εγκατέστησε σε όλες τις αθηναϊκές κτήσεις ολιγαρχικά καθεστώτα. Μόνο η Σάμος αντιστάθηκε. Το Νοέμβριο του 405 έφτασε στο Σαρωνικό με 200 τριήρεις. Στη συνέχεια επιχείρησε την πολιορκία των Αθηνών με τη βοήθεια και των βασιλέων Άγι και Παυσανία, που ηγούνταν του πεζικού. Η πόλη περικυκλώθηκε. Εντούτοις οι Αθηναίοι αντιστάθηκαν επί πολλούς μήνες. Υπέβαλαν και προτάσεις για συνθηκολόγηση. Οι Σπαρτιάτες τις απέρριψαν κι αξίωσαν το γκρέμισμα των μακρών τειχών. Η πείνα θέριζε το λαό. Ο Θηραμένης ζήτησε να συναντήσει το Λύσανδρο για να διαπιστώσει τι ζητάει. Σκοπός του ήταν η παράταση της κατάστασης. Έμεινε κοντά στο Λύσανδρο 3 μήνες. Στο τέλος ο Λύσανδρος του είπε ότι θα πρέπει να διαπραγματευθεί με τους Εφόρους, γιατί αυτός ήταν αναρμόδιος. Ανάμεσα στους πολιορκημένους η ιδέα της ειρήνης κατακτούσε διαρκώς έδαφος. Έτσι έγινε εύκολα δεκτή η πρόταση του Θηραμένη για αποστολή αντιπροσωπίας στη Σπάρτη. Πήγε με πλήρη εξουσιοδότηση. Το θέμα εξετάσθηκε σε σύνοδο των Πελοποννησίων. Πολλοί από τους συμμάχους αξίωσαν να μη δοθεί καμία συνθήκη στο μισητό εχθρό. Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, είπαν ότι δε δέχονται να υποδουλωθεί πόλη ελληνική, που τόσα πρόσφερε στην Ελλάδα. Η πλειοψηφία συμφώνησε μαζί τους και έτσι η συνθήκη υπογράφτηκε στα τέλη Μαρτίου του 404. Η πόλη παραδόθηκε. Οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν α) να γκρεμίσουν τα μακρά τείχη, β) να παραδώσουν τα πλοία τους, πλην 12, γ) να ανακαλέσουν τους εξόριστους φυγάδες, δ) να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς με τους Σπαρτιάτες και να τους ακολουθούν οπουδήποτε αυτοί πολεμούν, και το χειρότερο ε) να δεχθούν την κατάργηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και την αντικατάστασή του με ολιγαρχία 30 ανδρών. Ο Λύσανδρος, αφού για κάποιο χρόνο επέβλεψε την εφαρμογή των όρων της συνθήκης, αναχώρησε στη Σάμο την οποία σε λίγο υπέταξε.


ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ


1. Η Τυραννία των Τριάκοντα Ο Λύσανδρος γύρισε στη Σπάρτη και έτυχε αποθεωτικής υποδοχής. Τιμήθηκε από όλη την Ελλάδα: ανδριάντες, φερώνυμες γιορτές, ύμνοι από ποιητές κ.ά. Όπως είδαμε, μετά την παράδοση της πόλης ο Λύσανδρος παρέδωσε την Αθήνα στην απόλυτη εξουσία 30 ανδρών. Αποστολή τους να συντάξουν νέους νόμους και νέο πολίτευμα.

Αντ’

επιχείρησαν

να

αυτού

εγκατέστησαν

τιμωρήσουν

τους

ένα

πράγματι

τυραννικό φαύλους

καθεστώς. του

Αρχικά

δημοκρατικού

καθεστώτος⋅ δεν αρκέστηκαν όμως σ’ αυτό. Στη συνέχεια αποφάσισαν να θανατώσουν και όλους τους επιφανείς άνδρες της δημοκρατικής παράταξης. Και για να το πετύχουν ζήτησαν ενισχύσεις από το Λύσανδρο. Σώθηκαν μόνο όσοι κατάφεραν να δραπετεύσουν, ανάμεσά τους και ο Θρασύβουλος. Ούτε και σε αυτό αρκέστηκαν. Σειρά είχαν τώρα όλοι όσοι είχαν πλούτη κι αξιώματα σε οποιαδήποτε πολιτική μερίδα κι αν ανήκαν. Με όλα αυτά συμφωνούσαν και οι 30. Ένας από αυτούς ήταν και ο Θηραμένης. Σκληρότερος από όλους ήταν ο Κριτίας. Βλέποντας ο Θηραμένης να συνεχίζονται οι φόνοι και οι δημεύσεις, πρότεινε να μετέχουν στην εξουσία όλοι όσοι μπορούν με ίδια έξοδα να υπηρετήσουν στρατιωτικώς την πολιτεία. Ο Κριτίας το απέρριψε, συμφώνησε όμως να συνταχθεί κατάλογος 3.000 ανδρών, στους οποίους θα δίνονταν πολιτικά δικαιώματα. Όταν καταρτίστηκε ο κατάλογος, ο Κριτίας και οι δικοί του αφόπλισαν όλους τους άλλους Αθηναίους οπλίτες. Θεώρησαν ότι πλέον μπορούσαν να κάνουν ό,τι θέλουν. Σκόρπισαν τον τρόμο. Επειδή ο Θηραμένης συνέχιζε ν’ αντιδρά, γιαυτό ο Κριτίας αποφάσισε να τον «βγάλει από τη μέση». Τον διέγραψε από τον κατάλογο των 3.000 και τον καταδίκασε σε θάνατο.


Αυτά κράτησαν ως το Δεκέμβριο του 404. Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Όπως είδαμε, πολλοί Αθηναίοι έφυγαν και σώθηκαν. Ένας από αυτούς και ο Θρασύβουλος. Αυτοί βρήκαν άσυλο στη Θήβα και στα Μέγαρα, που είχαν δυσαρεστηθεί από την αγέρωχη συμπεριφορά του Λύσανδρου και της Σπάρτης. Ο Θρασύβουλος, λοιπόν, και οι φίλοι του, έχοντας και την προστασία της Θήβας, κατέλαβαν τη Φυλή. 70 ήταν όλοι κι όλοι. Γιαυτό οι τύραννοι τους αγνόησαν. Ο Θρασύβουλος πήρε ενισχύσεις. Έτσι απέκρουσε την επίθεση που δέχτηκε. Σε λίγο κυρίευσε τον Πειραιά. Έγινε μάχη ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Ο Κριτίας σκοτώνεται. Οι δικοί του αποθαρρύνονται. Την επομένη πήγαν ταπεινωμένοι στο συνέδριο. Επήλθε διάσπαση στις τάξεις τους. Πολλοί απ’ αυτούς, αθώοι, επιθυμούσαν την απομάκρυνση των 30 κι επάνοδο των φυγάδων. Μετά την καθαίρεση των τυράννων διόρισαν στη θέση τους άλλους 10, έναν από κάθε φυλή. Οι συγκρούσεις στον Πειραιά συνεχίστηκαν. Οι 30 κατέφυγαν στην Ελευσίνα, όπου παρέμειναν ελπίζοντας κι επιδιώκοντας την επάνοδό τους. Ο Θρασύβουλος στον Πειραιά ενισχυόταν. Οι 30 και οι 10 σε αγαστή σύμπνοια έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη ζητώντας βοήθεια. Τους έδωσαν 100 τάλαντα και έστειλαν δυνάμεις να πολιορκήσουν τον Πειραιά. Η καταστροφή θεωρούνταν βέβαιη και μεγάλη. Όμως οι Βοιωτοί και οι Κορίνθιοι διαφώνησαν με τους Σπαρτιάτες, επειδή οι Αθηναίοι δεν αθέτησαν τη συνθήκη. Αλλά και στη Σπάρτη προέκυψε διχόνοια. Γιαυτό στάλθηκε και ο Παυσανίας στην Αττική. Αυτός ήρθε σε επαφή με τους αντιπάλους των 30. Έτσι κατάφερε να επαναφέρει την ειρήνη το Σεπτέμβρη του 403. Μετά την αποχώρηση των Λακεδαιμονίων ο Θρασύβουλος επικράτησε κι αποκατέστησε τη δημοκρατία, επανακτήθηκε η Ελευσίνα και χορηγήθηκε αμνηστία, εκτός από τους 30 και τους στενούς τους συνεργάτες. 18 μήνες κράτησε η απόλυτη ηγεμονία της Σπάρτης. Τα πρώτα πλήγματα που δέχτηκε ήταν α) η αποστασιοποίηση της Κορίνθου και της Θήβας, β) η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αθήνα και γ) η σύγκρουσή της με τους Πέρσες.


2. Ο Σωκράτης Γεννήθηκε το 469 π.Χ. Γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης. Ήταν ο πρακτικότερος από τους φιλοσόφους της αρχαιότητας. Δεν ασχολήθηκε με τα μεταφυσικά ζητήματα της αρχής και της προέλευσης του κόσμου. Πίστευε ότι οι θεοί δεν επέτρεψαν στον άνθρωπο την ανεύρεση της αλήθεια γύρω από αυτά. Η μόνη άξια φιλοσοφία συνίσταται στην έρευνα, στην εκτίμηση και εξακρίβωση των κοινωνικών καθηκόντων και δικαίων. Γιαυτό δεν έπαυε να ερευνά τι είναι ευσεβές και τι ασεβές, τι καλό και τι κακό, τι δίκαιο και τι άδικο· τι σωφροσύνη, τι μανία, τι ανδρεία, τι δειλία· τι είναι πόλη, ποιος πρέπει να είναι ο πολίτης κτλ. Υπήρξε πιστός και άκαμπτος τηρητής των αρχών του. Ως άνθρωπος ήταν εγκρατέστατος και απλός· υπηρέτησε ως οπλίτης· διακινδύνευσε τη ζωή του υποστηρίζοντας τους στρατηγούς της ναυμαχίας των Αργινουσών· διακινδύνευσε και πάλι όταν μόνος αυτός από τους επίσημους Αθηναίους καταδίκαζε τα εγκλήματα των Τριάκοντα. Εντούτοις κατηγορήθηκε ότι δε σέβεται τους θεούς της πόλης και ότι εισάγει νέους θεούς. Η αλήθεια είναι ότι εκπληρούσε με ακρίβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Βέβαια έλεγε ότι άκουε μέσα του μια θεία φωνή, το δαιμόνιο, που τον προέτρεπε και τον κατεύθυνε στο τι να κάμει, αλλ’ αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο ειμή η έμπνευση της μεγαλοφυΐας του. Κατηγορήθηκε ακόμη ότι διαφθείρει τους νέους και έφερναν ως επιχείρημα οι περιπτώσεις του Αλκιβιάδη και του Κριτία!… Τι κρυβόταν πίσω από αυτές τις κατηγορίες; Ο φθόνος των σοφιστών και η κοινή πεποίθηση ότι ο Σωκράτης δεν ήταν φίλος της απόλυτης δημοκρατίας. Ίσως, όμως, και περισσότερο από αυτά να συνέβαλε το γεγονός ότι το διαλεκτικό κι ερευνητικό του σύστημα δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει άθικτα τα θεμέλια του κρατούντος θρησκεύματος. Όλα αυτά οδήγησαν στη θανατική του καταδίκη το 399 π.Χ. Ο ανυποχώρητος στις αρχές του γέροντας φιλόσοφος δέχθηκε ατάραχος και ήρεμος την καταδίκη και το θάνατο, αφήνοντας αιώνιο υπόδειγμα συνέπειας και εναρμόνισης πεποιθήσεων και ζωής, διδασκαλίας και πράξης.


3. Κύρου ανάβαση. Κάθοδος των μυρίων Το 404 πέθανε ο βασιλιάς της Περσίας Δαρείος Β΄. Δε διόρισε διάδοχο. Φυσιολογικά έπρεπε να τον διαδεχθεί ο πρεσβύτερος γιος του Αρταξέρξης Β΄. Η μητέρα του, όμως, προτιμούσε και προωθούσε το νεότερο γιο της Κύρο.Τελικά κατέλαβε την αρχή ο Αρταξέρξης Β΄. Ο Κύρος, όμως, δεν παραιτήθηκε από τις βλέψεις του. Ο Αλκιβιάδης, μη αισθανόμενος ασφαλής στη Θράκη, κατέφυγε στη Φρυγία κοντά στο Φαρνάβαζο, στον οποίο αποκάλυψε τις προθέσεις του Κύρου και ήθελε να πάει στα Σούσα στον Αρταξέρξη για να αναμιχθεί στα περσικά πράγματα. Οι Σπαρτιάτες, όμως, τον πρόλαβαν. Ζήτησαν από το Φαρνάβαζο να τον θανατώσει. Αυτό κι έγινε. Ήταν ο θάνατος που του άξιζε. Ο Κύρος συνέχισε και συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του με πλήρη μυστικότητα. Στην Ελλάδα, μετά τη λήξη του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχαν πολλοί «άνεργοι» και ριψοκίνδυνοι

άνδρες

πρόθυμοι

να

στρατολογηθούν.

Χρήματα

είχε.

Προφασιζόμενος ότι θα εκστρατεύσει κατά των Πισιδών, συγκέντρωσε τα στρατεύματά του στις Σάρδεις. Από εκεί ξεκίνησε στις αρχές του 401, προχώρησε στο Ικόνιο, στις Ταρσό και Ισσό, όπου βρήκε το ναύαρχο Πυθαγόρα σταλμένο από τους Σπαρτιάτες, που αποφάσισαν να υποστηρίξουν την επιχείρηση του Κύρου. Ο ελληνικός αυτός στόλος, και άλλος αιγυπτιακός, εμπόδισαν τους σατράπες της Κιλικίας και της Συρίας ν’ αντισταθούν στον Κύρο. 700 Σπαρτιάτες, εξάλλου, υπό τον Χειρίσοφο προστέθηκαν στο στρατό του Κύρου, ο οποίος έφτασε εύκολα μέχρι τον Ευφράτη ποταμό κι αφού τον διέβη έφτασε στα Κούναξα, όπου τον περίμενε ο Αρταξέρξης, που είχε ήδη πληροφορηθεί τις προθέσεις του Κύρου κι ετοιμάστηκε κατάλληλα διαθέτοντας 1.000.000 στρατό. Έναντι αυτού του όγκου ο Κύρος είχε αντιπαρατάξει μόνο 112.500 στρατιώτες, από τους οποίους 12.900 Έλληνες. Στα Κούναξα το Σεπτέμβριο του 401 έγινε η μεγάλη σύγκρουση. Ο Κύρος φονεύθηκε. Οι Ασιάτες στρατιώτες του τράπηκαν σε φυγή. Μόνο οι Έλληνες αντιστάθηκαν και νίκησαν στο μέτωπο, όπου ήταν ταγμένοι. Παρά την αρνητική έκβαση της μάχης αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και αποφάσισαν να γυρίσουν συνταγμένοι στην πατρίδα τους. Αυτή είναι η περίφημη «κάθοδος των μυρίων», την οποία περιγράφει ο ιστορικός Ξενοφών, που ήταν επικεφαλής της μονάδας και όλης της περιπετειώδους πορείας της. Η πορεία που ακολούθησαν ήταν Μεσοποταμία, Μηδία, Αρμενία, Πόντος, Θράκη. Η πορεία κράτησε 12 μήνες και αυτοί που επέστρεψαν ήταν οι μισοί από εκείνους που ξεκίνησαν.


4. Πόλεμος με τους Πέρσες. Εκστρατεία του Αγησίλαου Μετά την επικράτησή του στα Κούναξα, ο Αρταξέρξης, για να επιβραβεύσει τον Τισσαφέρνη, του επέστρεψε τις περιοχές που είχε ο Κύρος. Ο Τισσαφέρνης ετοιμάστηκε να τιμωρήσει τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας που βοήθησαν τον Κύρο. Αυτές ζήτησαν τη βοήθεια της Σπάρτης, η οποία στα τέλη του 400 π.Χ. έστειλε το Θρίμβωνα με 2.000 Σπαρτιάτες (πρώην είλωτες), 4.000 άλλους Πελοποννήσιους και 300 Αθηναίους ιππείς. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και όσοι από τους «μύριους» κατόρθωσαν να επιστρέψουν. Εντούτοις τίποτα δεν κατάφερε ο Θρίμβωνας. Γιαυτό ανακλήθηκε, και αντ’ αυτού στάλθηκε, στα τέλη του 399, ο Δερκυλίδας. Αυτός το καλοκαίρι του 398 κατέλαβε τη Λάρισα (της Μ. Ασίας) και άλλες 8 πόλεις, τις οποίες κατέστησε αυτόνομες. Λόγω αυτών των επιτυχιών παρατάθηκε η θητεία του κατά ένα έτος. Διατάχθηκε να επιτεθεί κατά του Τισσαφέρνη. Ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος ενώνονται εναντίον του. Έρχονται στη πεδιάδα του Μαιάνδρου για να αιφνιδιάσουν το Δερκυλίδα. Αυτός απέφυγε τη διάλυση, ζήτησε όμως συνθήκη ειρήνης. Τελικά συμφωνήθηκε απλή ανακωχή για να απευθυνθούν στη Σπάρτη. Αυτά συνέβησαν στα τέλη του 397. Στη Σπάρτη έγιναν συσκέψεις για ν’ αποφασίσουν τι θα πράξουν. Ο Αγησίλαος προσφέρθηκε ν’ αναλάβει την ηγεσία του αγώνα εναντίον των Περσών. Ήθελε μόνο 30 Σπαρτιάτες ως συμβούλους, 2.000 οπλίτες (πρώην είλωτες) και 6.000 οπλίτες από τους συμμάχους. Έγινε δεκτή η πρότασή του. Η Σπάρτη επιδίωκε ν’ απαλλάξει τις ελληνικές πόλεις της Ασίας από την περσική κυριαρχία. Ο Αγησίλαος πήγαινε παραπέρα: ήθελε την κατάλυση του περσικού κράτους. Ο Αγησίλαος παρομοίασε την εκστρατεία του με ένα νέο τρωικό πόλεμο. Γιαυτό και επέλεξε ν’ αναχωρήσει από την Αυλίδα. Αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν

οι

Αθηναίοι,

οι

Κορίνθιοι

και

οι

Θηβαίοι.

Ο

Κόνωνας

επανεμφανίστηκε στο πλευρό του μεγάλου βασιλιά. Πήρε χρήματα, κατασκεύασε στόλο και με 40 τριήρεις έπλεε στα νότια παράλια της Μ. Ασίας, από την Κιλικία μέχρι τον Καύνο. Ο Αγησίλαος στους πρώτους μήνες του 396 έφτασε στην Έφεσο. Ζήτησε από τον Τισσαφέρνη και πάλι την αυτονομία των ελληνικών πόλεων. Αυτός πρότεινε να παραταθεί επί τρίμηνο η ανακωχή για να υποβάλει το αίτημα στην περσική αυλή. Έτσι και έγινε. Στην Έφεσο ο Αγησίλαος δεχόταν την αφοσίωση και το θαυμασμό των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Αυτό ενόχλησε τον αντίζηλό του Λύσανδρο. Ο Αγησίλαος έδειξε πυγμή. Έστειλε το Λύσανδρο στον Ελλήσποντο.


Ο Τισσαφέρνης, αφού πήρε πολλές ενισχύσεις, ζήτησε από τον Αγησίλαο να φύγει αμέσως από την Ασία απειλώντας τον με πόλεμο. Ο Αγησίλαος αντί να φύγει ετοιμάστηκε να περάσει το Μαίανδρο και να επιτεθεί στον Τισσαφέρνη. Τελικά, όμως, στράφηκε προς βορρά εναντίον του Φαρνάβαζου, μπήκε στη Φρυγία, κυρίευσε πόλεις και συγκέντρωσε άφθονες τροφές και δούλους. Μέχρι τους πρώτους μήνες του 395 ασχολήθηκε με την εκπαίδευση και τη συγκρότηση του στρατού του. Περίμενε, όμως, την άνοιξη για να αρχίσει τις επιχειρήσεις του. Ήδη είχε συμπληρωθεί το πρώτο έτος της στρατηγίας του χωρίς να ολοκληρώσει την αποστολή του. Τότε έφθασαν από τη Σπάρτη στην Έφεσο 30 νέοι σύμβουλοι. Οι εμπειρότεροι από αυτούς ανέλαβαν την αρχηγία των διαφόρων μονάδων. Ο Αγησίλαος διέρρευσε ότι σκέφτεται να προχωρήσει προς τις Σάρδεις. Ο Τισσαφέρνης έκρινε ότι αυτή τη φορά δεν έπρεπε να τον πιστέψει. Υπέθεσε

ότι πρόκειται και πάλι για

παραπλανητικό ελιγμό και ότι η πρόθεση του Αγησίλαου ήταν να επιτεθεί στην Καρία. Ο Αγησίλαος όρμησε κατά των Σάρδεων και βρήκε την πόλη έρημη. Τη λεηλάτησε. Δέχθηκε επίθεση περσικού ιππικού, αλλά το έτρεψε σε φυγή και του προξένησε μεγάλη φθορά. Ο Αρταξέρξης αντικατέστησε τον Τισσαφέρνη με τον Τιθραύστη. Αυτός διαμήνυσε στον Αγησίλαο ότι ο μεγάλος βασιλιάς είναι πρόθυμος ν’ αναγνωρίσει την αυτονομία των ελληνικών πόλεων με μόνη υποχρέωση να πληρώνουν δασμούς. Ο Αγησίλαος ζήτησε προθεσμία για να ρωτήσει τις αρχές της Σπάρτης. Συνάφθηκε

γιαυτό

6μηνη

ανακωχή.

Ταυτόχρονα

με

παρότρυνση

και

χρηματοδότηση του Τιθραύστη ο Αγησίλαος στράφηκε κατά του Φαρνάβαζου. Έτσι, το φθινόπωρο του 395 στη χώρα του Φαρνάβαζου, τη Φρυγία, κατέλαβε πολλές πόλεις. Μετά επιτέθηκε στην Παφλαγονία και παίρνοντας από εκεί ενισχύσεις συνέχισε τον πόλεμο κατά του Φαρνάβαζου. Στις αρχές του 394, με παράκληση του Φαρνάβαζου, ο Αγησίλαος έφυγε από εκεί και στρατοπέδευσε στην Αιολίδα. Εκεί συγκέντρωσε δυνάμεις για να εισβάλει στο εσωτερικό της Ασίας. Και ενώ όλα αυτά ήταν έτοιμα, προσκλήθηκε να γυρίσει στη Σπάρτη, προς αντιμετώπιση μεγάλης επανάστασης. Τι είχε συμβεί; Ο Τιθραύστης, ενώ διαρκούσε η 6μηνη ανακωχή, έστειλε στην Ελλάδα το Ρόδιο Τιμοκράτη για να εξάψει τη δυσαρέσκεια που υπήρχε κατά της Σπάρτης. Το έδαφος ήταν πολύ πρόσφορο. Οι σημαντικότερες ελληνικές πόλεις-κράτη έσπασαν τους δεσμούς τους με τη Σπάρτη. Στη συνέχεια θα δούμε ό,τι επακολούθησε.


5. Ο Βοιωτικός πόλεμος Οι Θηβαίοι πρωτοστάτησαν στη διάλυση της σπαρτιατικής συμμαχίας. Έπεισαν τους Οπόντιους Λοκρούς να επιτεθούν σε κάποια περιοχή που την κατείχαν μεν οι Φωκαείς, τη διεκδικούσαν όμως οι Λοκροί. Οι Φωκαείς εισέβαλαν με τη σειρά τους στη Λοκρίδα. Οι Βοιωτοί βοηθούν ανοιχτά τους Λοκρούς. Οι Φωκαείς ζητούν τη βοήθεια της Σπάρτης. Έτσι το 395 άρχισε στην Ελλάδα ένας νέος πόλεμος, που ονομάστηκε «Βοιωτικός πόλεμος». Οι Σπαρτιάτες βρήκαν αφορμή να ταπεινώσουν τους Θηβαίους. Έστειλαν το Λύσανδρο στους Φωκαείς. Οι Θηβαίοι ζήτησαν βοήθεια από την Αθήνα. Οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα. Ο Λύσανδρος έκαμε το λάθος να βασιστεί στο στρατό που συγκέντρωσε από φιλικές πόλεις της Στερεάς Ελλάδας και να μην περιμένει τον Παυσανία που ερχόταν. Έτσι επιτέθηκε μόνος στην Αλίαρτο. Όχι μόνο νικήθηκε αλλά και φονεύθηκε. Ο στρατός του διαλύθηκε. Όταν ήρθε ο Παυσανίας δεν τόλμησε να επιτεθεί στους Θηβαίους, με τους οποίους ενώθηκαν ήδη και οι Αθηναίοι. Γιαυτό καταδικάστηκε για ανανδρία σε θάνατο και έφυγε στην Τεγέα της Αρκαδίας. Τον διαδέχθηκε ο Αγησίπολης.

6. Ο Κορινθιακός πόλεμος Αυτές οι αποτυχίες ενίσχυσαν τις αποσχιστικές τάσεις από τη Σπάρτη. Έτσι η Θήβα, η Αθήνα, η Κόρινθος και το Άργος συγκρότησαν συμμαχία κατά της Σπάρτης. Συγκλήθηκε σύνοδος στην Κόρινθο. Ο πόλεμος ονομάσθηκε τώρα «κορινθιακός» και

κράτησε

ως

την

Ανταλκίδειο

ειρήνη.

Στη

συμμαχία

έσπευσαν

να

συμμετάσχουν και οι Ευβοείς, οι Ακαρνάνες, οι Οζολοί Λοκροί, οι Αμβρακιώτες, οι Λευκάδιοι και οι Χαλκιδείς της Θράκης. Τότε εμφανίστηκε ένας νέος ηγέτης, πλούσιος, ο Ισμηνίας. Αυτός, έχοντας Βοιωτούς και Αργείους πολεμιστές, κατέλυσε την ηγεμονία της Σπάρτης στις χώρες βόρεια της Βοιωτίας, διώχνοντας τους Λακεδαιμόνιους διοικητές από τα Φάρσαλα, την Ηράκλεια και τη Φωκίδα και φέρνοντας στη συμμαχία τους περισσότερους Θεσσαλούς, όλους τους Μαλιείς, τους Αινιάνες και τους Αθαμάνες. Όλοι αυτοί οι σύμμαχοι συνήλθαν το 395 - 394 στην Κόρινθο κι αποφάσισαν να συγκροτήσουν πολυάριθμο στρατό για να καταργήσουν την ηγεμονία της Σπάρτης. Αυτή μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο ζήτησε, όπως είδαμε, από τον Αγησίλαο να γυρίσει εσπευσμένα από την Ασία. Στο μεταξύ όμως στην Κόρινθο, τον Ιούλιο του 394, συνάφθηκε μεγάλη μάχη, όπου ο Αριστόδημος τελικά νίκησε και διασφάλισε την ηγεμονία της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, αλλά όχι και στο σύνολο της Ελλάδας.


7. Η μάχη της Κορώνειας Ο Αγησίλαος υπάκουσε στην πρόσκληση, έστω και με δυσφορία. Υποσχέθηκε πάντως στους φίλους του ότι θα επανέλθει στην Ασία για να συνεχίσει την εκστρατεία του κατά των Περσών. Άφησε εκεί δύναμη 4.000 ανδρών. Κατά την επιστροφή του ακολούθησε την πορεία του Ξέρξη πριν 100 χρόνια. Δυσκολίες συνάντησε μόνο στη Θεσσαλία. Πέρασε από τις Θερμοπύλες, πήρε ενισχύσεις από τους Φωκαείς και τους Ορχομένιους κι έφθασε στην Κορώνεια. Οι αντίπαλοι σύμμαχοι πληροφορήθηκαν τον ερχομό του Αγησίλαου και έφυγαν έγκαιρα από την Κόρινθο και κατέλαβαν τα υψώματα γύρω από τον Ελικώνα. Εκεί στις πεδιάδες της Κορώνειας ο Αγησίλαος κινούμενος από τον Κηφισό, οι Θηβαίοι, Αθηναίοι, Αργείοι και οι άλλοι σύμμαχοι κατεβαίνοντας από τον Ελικώνα έδωσαν μάχη κατά το β΄ ήμισυ του Αυγούστου του 394, μάχη που όμοιά της δεν είχε ξαναγίνει. Οι δύο αντίπαλοι πλησίασαν με απόλυτη σιωπή. Πρώτοι επιτέθηκαν οι Θηβαίοι, που σήκωσαν το μεγάλο βάρος της μάχης, αφού οι Αργείοι και οι άλλοι σύμμαχοι υποχώρησαν γρήγορα στον Ελικώνα. Εκεί κατόρθωσαν να φθάσουν τελικά και οι Θηβαίοι. Ο Αγησίλαος τραυματίστηκε. Νύχτωσε. Η εικόνα του πεδίου της μάχης ήταν φοβερή: αίματα, νεκροί, ασπίδες σπασμένες, μαχαίρια γυμνά. Νικητές αναδείχθηκαν οι Σπαρτιάτες αλλά δεν πέτυχαν συντριπτική νίκη.

8. Η ναυμαχία της Κνίδου. Κατάλυση της ναυτικής ηγεμονίας της Σπάρτης Είδαμε ήδη ότι ο Κόνωνας με χρήματα του Αρταξέρξη παρασκεύασε στόλο. Συνάντησε, όμως, πολλές δυσκολίες στη συνεργασία του με τους σατράπες. Στο μεταξύ και ο Αγησίλαος, όντας στην Ασία, κατασκεύασε πολλές νέες τριήρεις, αποκτώντας περισσότερα πλοία από τον Κόνωνα. Τελικά, όμως, εξομάλυνε τις σχέσεις του με το μεγάλο βασιλιά και πέτυχε να διοριστεί συνάρχοντάς του ο Φαρνάβαζος. Μετά από αυτό ο Κόνωνας, έχοντας 90 τριήρεις, αναχώρησε για την Κνίδο. Εκεί του επιτέθηκε ο αρχηγός του σπαρτιάτικου στόλου Πείσανδρος. Ο Πείσανδρος πολέμησε ηρωικά, έπεσε μαχόμενος, αλλά νικήθηκε κατά κράτος. Η σημαντική αυτή νίκη του Κόνωνα είχε ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική κατάργηση της ναυτικής ηγεμονίας των Λακεδαιμόνιων. Ο Φαρνάβαζος και ο Κόνωνας μετά τη νίκη τους έπλευσαν στα νησιά και τις παράλιες πόλεις για να διώξουν τους φιλολάκωνες διοικητές και να καταργήσουν την εξουσία της Σπάρτης. Μόνο η Άβυδος έμεινε πιστή στη Σπάρτη.


9. Ο Κόνωνας. Αποκατάσταση των τειχών των Αθηνών Την επόμενη άνοιξη ο Κόνωνας και ο Φαρνάβαζος με ισχυρό στόλο εκστράτευσαν κατά διαφόρων νησιών των Κυκλάδων, κατέλαβαν και τα Κύθηρα, λεηλάτησαν τα παράλια της Λακωνίας και της Μεσσηνίας και μετά έφτασαν στον Ισθμό. Εκεί βρήκαν τους συμμάχους Κορίνθιους, Βοιωτούς, Αθηναίους κ.ά. Η παρουσία του Φαρνάβαζου στο Σαρωνικό ήταν ένα θλιβερό γεγονός. Ο Φαρνάβαζος συνομίλησε φιλικά με τους συμμάχους, τους υποσχέθηκε κάθε βοήθεια από το βασιλιά, τους άφησε αρκετά χρήματα κι έφυγε. Ο Κόνωνας του ζήτησε την άδεια να ξαναχτίσουν τα τείχη των Αθηνών. Όχι μόνο συμφώνησε, αλλά άφησε και αξιόλογο ποσό προς τούτο και έθεσε στη διάθεση του Κόνωνα και το στόλο του. Μετά, το 393, ο Κόνωνας κατέπλευσε στον Πειραιά και ξανάχτισε τα τείχη που οι Λακεδαιμόνιοι κατεδάφισαν το 404 π.Χ., πλην του φαληρικού. Στην ανέγερση βοήθησαν και οι Βοιωτοί και άλλοι γείτονες. Οι Αθηναίοι εξέδωσαν ψήφισμα που εξυμνούσαν τα κατορθώματα του Κόνωνα και του κατασκεύασαν άγαλμα.


10. Καταστροφή μιας σπαρτιατική μονάδας Ο πόλεμος συνεχιζόταν γύρω από την Κόρινθο (έδρα της συμμαχίας) και τη Σικυώνα (έδρα των Λακεδαιμόνιων). Την ηγεσία των δεύτερων ανέλαβε και πάλι ο Αγησίλαος. Κατείχε ήδη το Λέχαιο, τον Κρομμυώνα και το Σιδούντα και τον Απρίλιο ή το Μάϊο του 392 κατέλαβε και το Πείραιο και την Οινόη. Επιπλέον περικύκλωσε την Κόρινθο και την απέκοψε από τη Βοιωτία. Οι σύμμαχοι έστειλαν πρέσβεις για ειρήνη. Ο Αγησίλαος ήθελε να ταπεινώσει τους νικημένους. Την ώρα που καθόταν ο Αγησίλαος στο λιμάνι σε κυκλοτερές οίκημα κι απολάμβανε τους θριάμβους του, ήρθε κάθιδρος ένας ιππέας και του έφερε μήνυμα πολύ ανησυχητικό.

Σήμανε

συναγερμό.

Κάλεσε

τα

στρατεύματά

του

να

τον

ακολουθήσουν εσπευσμένα. Αναχώρησε σαν αστραπή. Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει λίγο και έρχονται τρεις άλλοι ιππείς που είπαν ότι όλα είχαν τελειώσει. Ήταν πράγματι θλιβερή η είδηση που ήρθε. Οι πελταστές του Ιφικράτη (Αθηναίου στρατηγού στο συμμαχικό στρατό) είχαν νικήσει και καταστρέψει ολόκληρη λακεδαιμονική μόρα (= σπαρτιατική μονάδα – τάγμα 400 - 900 οπλιτών, ιππέων κτλ). Τι είχε συμβεί; Οι Αμυλκαίοι οπλίτες έφυγαν από το Λέχαιο για να επανέλθουν στην πατρίδα τους και να τελέσουν το μεγάλο τους πανηγύρι, τα Υακίνθια. Ο δρόμος που ακολούθησαν από το Λέχαιο προς τη Σικυώνα περνούσε έξω από τα τείχη της Κορίνθου. Ο πολέμαρχος του Λεχαίου, φοβούμενος ότι οι οπλίτες αυτοί θα δέχονταν επίθεση στην Κόρινθο, τους συνόδευσε με μια μόνο μόρα 600 οπλιτών. Όταν πέρασαν την Κόρινθο και νόμισε ότι πέρασε ο κίνδυνος, αυτός επέστρεψε με τη μόρα του στο Λέχαιο. Διέταξε όμως τον αρχηγό του ιππικού του να συνοδεύσει τους Αμυκλαίους, όσο εκείνοι θα το ήθελαν. Ο Ιφικράτης παρακολουθούσε τα πάντα από τα τείχη της Κορίνθου. Άφησε τους Λακεδαιμόνιους να περάσουν χωρίς να τους ενοχλήσει. Όταν είδε όμως τους 600 οπλίτες να επιστρέφουν χωρίς ιππικό και ψιλούς, τους επιτέθηκε με τους πελταστές του. Φόνευσε και τραυμάτισε πολλούς. Επακολούθησαν αλλεπάλληλες μάχες και καταδιώξεις. Μόνο ελάχιστοι σώθηκαν.


11. Ο Ανταλκίδας στην Ασία. Θάνατος Κόνωνα. Ανταλκίδειος ειρήνη Η Σπάρτη, φοβούμενη μη χάσει και την ηγεμονία της Πελοποννήσου, το 392 αποφάσισε με κάθε τρόπο να αποσπάσει τον Πέρση βασιλιά από τη συμμαχία των Αθηναίων. Γιαυτό έστειλε στην Ασία τον πανούργο Ανταλκίδα. Αυτός πρότεινε στο μεγάλο βασιλιά να του δώσει όλους τους Έλληνες της Ασίας. Αυτή η προσφορά ήταν αρκετή να αποσπάσει το βασιλιά από την αθηναϊκή συμμαχία, όχι ομως και να τον κάμει σύμμαχο της Σπάρτης. Γιαυτό οι Σπαρτιάτες έδωσαν εντολή στον Ανταλκίδα να υποσχεθεί και κάτι ακόμη: ότι η Σπάρτη δεν επιδιώκει την ανόρθωση της ηγεμονίας αλλά της αυτονομίας όλων των ελληνικών πόλεων. Ήταν και αυτή μια συμφέρουσα πρόταση για τον Πέρση βασιλιά. Για να γίνει αυτό, όμως, ήταν αναγκαία η σύναψη συμμαχίας Σπάρτης και Περσίας. Αυτές ήταν οι περιβόητες ανταλκίδειες προτάσεις. Ήταν, όμως, τόση η αντιπάθεια του Αρταξέρξη προς τους Σπαρτιάτες, που χρειάστηκε να περάσουν 5 χρόνια για ν’ αποφασίσει αν θ’ αποδεχτεί ή όχι εκείνους τους όρους. Έτσι υποχρεώθηκε να ξαναπάει στην Ασία ο Ανταλκίδας. Τώρα σατράπης της Ιωνίας ήταν ο Τιρίβαζος. Ο Φαρνάβαζος όμως υπήρχε. Σ’ αυτόν κατέφθασαν πρέσβεις των Αθηναίων, Θηβαίων, Κορίνθιων και Αργείων, συνοδευόμενοι και από τον Κόνωνα, για ν’ αποτρέψουν τη συμμαχία Σπάρτης και Περσίας. Ο Τιρίβαζος, όμως, ήταν υπέρμαχος αυτής παρά τις αντιρρήσεις της βασιλικής αυλής. Γιαυτό συνέλαβε και φυλάκισε τον Κόνωνα που σε λίγο πέθανε στη φυλακή, ίσως στην Κύπρο. Ο Τιρίβαζος πήγε στο βασιλιά για να προωθήσει το αίτημα του Αγησίλαου.

Πίσω του άφησε το Στρούθα, φίλο των Αθηναίων. Αυτός

εξακολούθησε τις εχθροπραξίες με τους Λακεδαιμόνιους και κατατρόπωσε το στρατό τους, που επιτέθηκε από την Έφεσο. Φονεύθηκε και ο ηγέτης των Σπαρτιατών Θίμβρωνας. Οι Αθηναίοι δεν έπαψαν να κυριαρχούν στη θάλασσα και μετά το θάνατο του ηγέτη τους Θρασύβουλου (389). Τον διαδέχθηκε ο Ιφικράτης. Το 388 στάλθηκε στα παράλια της Μ. Ασίας ο Ανταλκίδας, στην ουσία για να επαναλάβει τις διαπραγματεύσεις με τους Πέρσες. Πήγε στα Σούσα μαζί με τον Τιρίβαζο και κατάφερε, με την έντονη συνηγορία του τελευταίου, να πείσει το μεγάλο βασιλιά να υπογράψει τη συνθήκη. Και για να εξασφαλιστεί η τήρησή της ανακάλεσε το Φαρνάβαζο, που αντιδρούσε, στη βασιλική αυλή. Την άνοιξη του 387 οι δύο άνδρες επανήλθαν στα παράλια της Μ. Ασίας, φέρνοντας όχι μόνο τη συνθήκη ειρήνης αλλά και πολλά χρήματα. Με αυτά ο Ανταλκίδας συγκρότησε ισχυρότατο στόλο, ανώτερο των Αθηναίων. Παράλληλα φρόντισε να δελεάσει τους Αθηναίους, δίνοντάς τους, πέρα από την αυτονομία, και τα νησιά Λήμνο, Ίμβρο και Σκύρο. Την ειρήνη ήθελαν και οι Αργείοι, αφού τόσα υπέφεραν.


Στην ουσία με την «Ανταλκίδειο ειρήνη» ούτε ειρήνη συνομολογήθηκε ούτε συνθήκες έγιναν. Ήταν πρόσταγμα του μεγάλου βασιλιά. Την εφαρμογή αναλάμβαναν οι Σπαρτιάτες. Οι Λάκωνες μήδισαν. Ευτυχώς που ο Αρταξέρξης δεν ήταν πλέον σε θέση να επωφεληθεί όσο θα μπορούσε. Αλλά και της Σπάρτης η ηγεμονία που τελευταίως αναβίωσε δε θα κρατούσε πολύ. Με τη συνθήκη αυτή α) μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού έθνους παραδόθηκε στους βαρβάρους, β) η Ελλάδα υπέγραψε με τα ίδια της τα χέρια την πολιτική της καταδίκη και γ) ανακηρύχθηκε η ατίμωση και η υποδούλωση της Ελλάδας. Δεν επήλθε μόνο η πλήρης υποδούλωση των Ελλήνων της Μ. Ασίας στους Πέρσες σατράπες, αλλά και η εξάπλωση της σπαρτιατικής τυραννίας σε όλη την Ελλάδα.

12. Κατάλυση της ολυνθιακής ομοσπονδίας Όπως είδαμε, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκκας Β΄ ενίσχυσε τους αγώνες των ελληνικών αποικιών της Χαλκιδικής κατά της Αθήνας. Τους συμβούλεψε να οχυρώσουν την Όλυνθο και να την καταστήσουν κοινό τους ορμητήριο. Έτσι συγκροτήθηκε μια ισχυρότατη ομοσπονδία, στην οποία δε μετείχαν μόνο πολλές από τις παραλιακές πόλεις της Χαλκιδικής αλλά και πολλές μακεδονικές. Σ’ αυτή εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η αρχή της ισοπολιτείας. Οι Άκανθος και Απολλωνία δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να ενταχθούν στην ομοσπονδία. Και για ν’ αποκρούσουν τις πιέσεις των Ολυνθίων

ζήτησαν τη

βοήθεια της Σπάρτης. Την ίδια βοήθεια ζήτησε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αμύντας Β΄. Η Σπάρτη έστειλε στη Χαλκιδική τον Ευδαιμίδα με 2.000 άνδρες. Ταυτόχρονα διέταξε έναν άλλο στρατηγό της, το Φοιβίδα, να συγκροτήσει δεύτερο στρατό και να εκστρατεύσει στη Μακεδονία για να διαλύσει την ολυνθιακή ομοσπονδία. Στάλθηκε κι άλλος σπαρτιατικός στρατός στη Μακεδονία, υπό τον Τελευτία αυτός. Οι Ολύνθιοι αντιστάθηκαν γενναία, κατατρόπωσαν τους Λακεδαιμόνιους σε κρίσιμη μάχη, φονεύθηκε ο Τελευτίας. Οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν κι άλλο στρατό με τον Αγησίπολη. Και αυτός απέτυχε. Ο Αγησίπολης σε λίγο πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο Πολυβιάδης, που το 379 ανάγκασε τους Ολύνθιους να ζητήσουν ειρήνη, να διαλύσουν την ομοσπονδία και να γίνουν σύμμαχοι των Σπαρτιατών. Αυτό έκαμαν και όλες οι άλλες πόλεις-μέλη της ομοσπονδίας. Οι άλλες μακεδονικές πόλεις υποτάχθηκαν στον Αμύντα.


13. Κατάληψη των Θηβών. Απελευθέρωση Ο Φοιβίδας, περνώντας από τη Βοιωτία για να πάει στη Χαλκιδική, προσκλήθηκε από τον πολέμαρχο των Θηβών Λεοντιάδη, φίλο των Σπαρτιατών, να καταλάβει την ακρόπολη Καδμεία, για να κατατροπωθεί και ο αντίπαλός του Ισμηνίας. Ο Φοιβίδας, αν και δεν είχε τέτοια εντολή, κατέλαβε την Καδμεία. Μετά έστειλε το Λεοντιάδη στη Σπάρτη για να αναγγείλει το γεγονός. Η Σπάρτη, παρά τους δισταγμούς της και με την προτροπή του Αγησίλαου, επικύρωσε την πράξη του Φοιβίδα και διέταξε τη θανάτωση του Ισμηνία. Έτσι η Σπάρτη έγινε κύρια των Θηβών το 382 π.Χ. Οι Θηβαίοι υπέφεραν τα πάνδεινα επί 3 χρόνια από την τυραννία του Λεοντιάδη και των

ολιγαρχικών.

Οι

τελευταίοι

επιχείρησαν

μάλιστα

επανειλημμένα

να

θανατώσουν και τους αντιπάλους τους, που κατέφυγαν στην Αθήνα. Μόνο τον Ανδροκλείδα κατάφεραν να φονεύσουν. Αντίθετα, οι φυγάδες από τη μεριά τους επιδίωκαν την απελευθέρωση της πατρίδας τους. Είχαν εκεί πολλούς φίλους. Ανάμεσά τους και ο Φυλλίδας, ο οποίος μάλιστα στάλθηκε από το θηβαϊκό καθεστώς στην Αθήνα για υποθέσεις της Θήβας. Εκεί επικοινώνησε με το φυγάδα Μέλλωνα και κατέστρωσαν τα σχέδια για την ανατροπή της τυραννίας. Έτσι, το Δεκέμβριο του 379 οι επιφανέστεροι των φυγάδων, ανάμεσά τους και οι Πελοπίδας και Μέλλων, συνολικά 7 ή 12, μπήκαν νύχτα στη Θήβα, έστησαν ενέδρα και με τη βοήθεια εσωτερικών ομοϊδεατών τους έσφαξαν τους δύο πολέμαρχους, τον Αρχία και το Φίλιππο, που βρίσκονταν σε συμπόσιο, και το Λεοντιάδη στο σπίτι του⋅ ελευθέρωσαν τους φυλακισμένους και ανακήρυξαν την ελευθερία της πόλης. Στην επιχείρηση πήρε μέρος και ο Επαμεινώνδας. Επέστρεψαν και οι άλλοι φυγάδες αλλά κατέφθασαν και πολλοί Αθηναίοι εθελοντές. Ανακηρύχθηκαν

Βοιωτάρχες οι Πελοπίδας, Μέλλων και Χάρων.

Πολιορκήθηκε η ακρόπολη και μην έχοντας άλλες τροφές παραδόθηκε τον Ιανουάριο του 378. Η Σπάρτη έστειλε εσπευσμένα στρατό εναντίον των Θηβαίων. Ο Αγησίλαος αρνήθηκε να ηγηθεί. Αντ’ αυτού πήγε ο Κλεόμβροτος. Αυτός ήρθε στη Βοιωτία, έμεινε λίγες μέρες και επέστρεψε άπραγος. Άσκησε, όμως, αποτελεσματικές πιέσεις στους Αθηναίους. Η ηγεσία του πολέμου κατά των Θηβαίων ανατέθηκε στο Σφοδρία. Αυτός επιχείρησε να κυριεύσει τον Πειραιά. Οι Αθηναίοι αγανάκτησαν και συμμάχησαν με τους Θηβαίους. Οι στρατηγοί Χάβριος, Τιμόθεος και Καλλίστρατος ανέλαβαν να επεκτείνουν τη νέα ναυτική συμμαχία των Αθηνών. Αυτή, όμως, δε θύμιζε τίποτε από την παλιά δόξα. Επιπλέον αποδείχτηκε και ασταθής, γι’ αυτό και σε λίγο διαλύθηκε. Αντίθετα, η Θήβα ήταν η νέα αναδυόμενη πανελλήνια δύναμη. Από αυτή θα προέλθει η απελευθέρωση της Ελλάδας από τη σπαρτιατική δεσποτεία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ

Οι Θηβαίοι δεν ανήκαν στις ευγενέστερες ελληνικές φυλές. Επί αρκετό ήταν μειωμένο σ’ αυτούς και το συναίσθημα της ελληνικής αυτονομίας. Το έδειξαν, άλλωστε, και κατά τη διάρκεια των περσικών πολέμων με τη φιλοπερσική τους στάση. Υπήρξαν, όμως, πάντοτε γενναίοι στρατιώτες. Των Θηβαίων ο βίος και η πολιτεία έμειναν για πολύ καιρό άγονοι, ωσότου ξαφνικά αναπήδησε από τα στήθη τους σαν κεφαλόβρυσο το αίσθημα της αυτονομίας και φιλοτιμίας. Ένα από τα εξαίσια προϊόντα αυτής της ηθικής έξαρσης υπήρξε και ο Επαμεινώνδας, άντρας που διέπρεψε για την πολεμική του μεγαλοφυΐα, την πολιτική του επιτηδειότητα και τη ρητορική του δεινότητα.

1. Ο Επαμεινώνδας Υπήρξε o στυλοβάτης του θηβαϊκού μεγαλείου. Όταν το 371 π.Χ. ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική ιστορία ήταν ήδη 40 ετών. Ήταν γιος του Πολύμνιδος. Καταγόταν από άσημο γένος. Από νέος ασκήθηκε στην πολεμική τέχνη. Επιζητούσε σχέσεις με πολλούς φιλοσόφους, όπως το Θηβαίο Σιμμία και τον Ταραντίνο Σπίνθαρο. Ιδιαίτερα δε συνδέθηκε, του οποίου υπήρξε και μαθητής, με το Λύση, πυθαγόρειο φιλόσοφο από τον Τάραντα, εξόριστο στη Θήβα. Αυτός τον απάλλαξε, συν τοις άλλοις, και από τις ποικίλες προλήψεις της εποχής του. Ως χαρακτήρας o Επαμεινώνδας ήταν ταπεινός, ακενόδοξος, αφιλοχρήματος, αδωροδόκητος, πράος και απαλλαγμένος από τα πολιτικά πάθη. Συνέβαλε αποφασιστικά, όπως είδαμε, στην απαλλαγή της Θήβας από τη σπαρτιατική εξάρτηση και το τυραννικό καθεστώς. Συνεργάστηκε με τον Πελοπίδα στην ίδρυση και συγκρότηση του περίφημου «ιερού λόχου» που αποτελούνταν από 300 επίλεκτους άνδρες που συνδέονταν ανά δύο με στενή φιλία και αποτέλεσε το κυριότερο όργανο-συντελεστή του μεγαλείου της Θήβας. Προπάντων συνέβαλε στη δημιουργία των τάφρων και στην περίφραξη της εύφορης πεδιάδας στα βόρεια της Θήβας, τροφοδότρας των κατοίκων.


2. Εκστρατείες των Σπαρτιατών κατά των Θηβών. Ο Πελοπίδας. Νίκη των Αθηναίων Ο Πελοπίδας προηγήθηκε του Επαμεινώνδα στη δημόσια δράση κατά 7 χρόνια. Αυτός: α) κατέλυσε το τυραννικό καθεστώς του Λεοντιάδη, β) πρώτος νίκησε τους Σπαρτιάτες, γ) ανόρθωσε την ηγεμονία των Θηβαίων στη Βοιωτία. Ήταν γιος του Ιππόκλου. Διέφερε σε πολλά από τον Επαμεινώνδα: ήταν νεότερος, πλούσιος, δημιούργησε οικογένεια, αγαπούσε τη γυμναστική. Κι όμως υπήρξαν υποδειγματικοί συνάρχοντες. Ήταν καθαρόαιμος Θηβαίος, ενώ o Επαμεινώνδας ήταν Έλληνας. Το έργο του Πελοπίδα συνέχισε επάξια ο Επαμεινώνδας. Και μετά το θάνατό του η Θήβα εξακολουθούσε να ακμάζει υπό τον Επαμεινώνδα, ενώ μαζί με το θάνατο του τελευταίου έσβησε και το μεγαλείο της Θήβας. Όταν γύρισε άπρακτος στη Σπάρτη ο Κλεόμβροτος, οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Αγησίλαο για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Θηβών. Εκστράτευσε το 378 και 377 στη Βοιωτία. οι Θηβαίοι όμως και οι Αθηναίοι δεν του επέτρεψαν να πετύχει κάτι σημαντικό. Το 377 επιστρέφοντας στη Σπάρτη στο δρόμο έσπασε μια φλέβα του και τον άφησε ανάπηρο. Επανήλθε ο Κλεόμβροτος. Το 376 εκστράτευσε στη Βοιωτία, αλλά ούτε τον Κιθαιρώνα κατόρθωσε να διαβεί. Επέστρεψε άπρακτος. Μετά από αυτά οι Σπαρτιάτες στράφηκαν στη θάλασσα για ν’ αποσπάσουν τους Αθηναίους από τη συμμαχία των Θηβαίων. Όμως ο ναύαρχός τους Πόλλης το Σεπτέμβρη του 376 κατατροπώθηκε στη Νάξο από τον Αθηναίο Χάβριο. Από αυτή την επιτυχία άρχισε η νέα ναυτική ηγεμονία των Αθηνών.


3. Θεσσαλικά. Ο Ιάσονας Την ώρα που η Σπάρτη έφθινε, η Θήβα αναδυόταν και η Αθήνα συγκροτούσε γύρω της μια νέα συμμαχία, ενώ κάπου εκεί στη Θεσσαλία εκκολαπτόταν αθόρυβα μια νέα δύναμη. Πρωταγωνιστής ο τύραννος των Φερών Ιάσονας, διάδοχος του Λυκόφρονα. Κληρονόμησε γύρω στο 380 π.Χ. ένα μικρό κράτος γύρω από τις Φερές και Παγασές. Ο Ιάσονας ήταν άνδρας με ισχυρή προσωπικότητα, ακούραστη ενεργητικότητα και διέθετε: α) προσόντα ηγετικά και στρατηγικά (πρώτος αυτός χρησιμοποίησε το ιππικό σε ρομβοειδή σχηματισμό), β) πλούτο και δ) ισχυρό στρατό. Μία από τις πρώτες του ενέργειες: βοήθησε το Νεογένη να γίνει τύραννος του Ωρεού. Το 375 προσχώρησε στη συμμαχία των Αθηνών, χωρίς, όμως, να διακόψει τις σχέσεις του με τους Θηβαίους. Προχώρησε στην υλοποίηση των σχεδίων του προκατόχου του Λυκόφρονα. Ως το τέλος του 375 υπέταξε το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και κατέστησε τους Δόλοπες και Μαρακούς υποτελείς του. Για τις επιδιώξεις του ο Ιάσονας χρησιμοποιούσε πρώτα τη διπλωματία, έπειτα τη συγκαλυμμένη απειλή και πολύ σπάνια τη βία. Η λεπτότητα των διπλωματικών του χειρισμών και η οξυδέρκειά του απεικονίζονται στο διάβημά του προς τον άρχοντα της Φαρσάλου Πολυδάμαντα για να τον πείσει να του παραδώσει τη χώρα του. Αρχικά του παρέθεσε ένα πλήθος λόγων που θα έπρεπε να το κάμει, συνοδευόμενες και με τις δελεαστικές υποσχέσεις. Ο Πολυδάμαντας απάντησε ότι του ήταν αδύνατο να εγκαταλείψει τους Σπαρτιάτες χωρίς να τον έχουν βλάψει σε κάτι. Ο Ιάσονας, αφού τον επαίνεσε για τη στάση του, του συνέστησε να πάει στη Σπάρτη και να τους ζητήσει βοήθεια, επειδή απειλείται από τον τύραννο των Φερών. Ο Ιάσονας ήταν βέβαιος ότι οι Σπαρτιάτες δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσουν. Πράγματι ο Πολυδάμαντας πήγε στη Σπάρτη. Οι Λακεδαιμόνιοι, μολονότι γνώριζαν τι συμβαίνει στη Θεσσαλία με τον Ιάσονα, όχι μόνο δεν έστειλαν βοήθεια, αλλά του συνέστησαν να τα βρει με τον Ιάσονα. Όταν ο Πολυδάμαντας επέστρεψε, έπεισε τους συμπατριώτες του ότι τους συνέφερε να πάνε με τον Ιάσονα. Σε λίγο οι Θεσσαλοί ενώθηκαν υπό τον Ιάσονα. Η ταγεία της εποχής των Αλευάδων Πύρρου και Σκόπα επανερχόταν. Ο νέος ταγός επανέφερε τα συστήματα φορολογίας και στρατολογίας που είχαν θεσπίσει οι Αλευάδες. Ο Ιάσονας συγκρότησε σημαντικό στρατό. Διέθετε τόσον όσο κανένα άλλο ελληνικό κράτος. Ποιοτικά ίσως υπερτερούσε εκείνου των Σπαρτιατών, των Αθηναίων και των Βοιωτών. Εκεί, όμως, που υστερούσε ο Ιάσονας σαφώς και ποιοτικά όλων ήταν το ιππικό του.


4. Η μάχη των Τεγύρων Η δύναμη των Θηβαίων στη Βοιωτία διαρκώς εδραιωνόταν. Μόνος αντίπαλός τους ήταν πλέον οι Λακεδαιμόνιοι φρουροί και οι αρμοστές που εγκαταλείφθηκαν εδώ, τους οποίους πολλές φορές νίκησαν. Η σημαντικότερη από αυτές τις νίκες ήταν εκείνη του Πελοπίδα στις Τεγύρες. Ο Πελοπίδας, όταν έμαθε ότι ο Λακεδαιμόνιος αρμοστής με τις δύο μόρες του που φρουρούσαν τον Ορχομενό επιχείρησε εκδρομή στη Λοκρίδα, σκέφτηκε να επωφεληθεί από την απουσία των εχθρών για να καταλάβει την πόλη.

Το

επιχείρησε με τον Ιερό Λόχο. Όταν όμως πλησίασε στον Ορχομενό, διαπίστωσε ότι υπήρχε φρουρά. Άρα δυνατότητα αιφνιδιασμού δεν υπήρχε. Θεώρησε φρόνιμο να οπισθοχωρήσει. Όταν έφθασε στις Τεγύρες συνάντησε απρόσμενα τους δύο Σπαρτιάτες πολέμαρχους, το Γοργολέοντα και το Θεόπομπο. Αυτοί είχαν διπλάσιες δυνάμεις από τον Πελοπίδα. Αρχικά οι άνδρες του Πελοπίδα ήταν διστακτικοί, αλλά ο αρχηγός τους τους εμψύχωσε. Η σύγκρουση ήταν πεισματώδης σε στενό χώρο, εκεί που οι ιερολοχίτες ήταν ακαταμάχητοι. Από την αρχή της συμπλοκής φονεύθηκαν και οι δύο αρχηγοί των Σπαρτιατών. Τότε οι Σπαρτιάτες άνοιξαν διάδρομο για να περάσουν οι Θηβαίοι. Ο Πελοπίδας, όμως, περιφρόνησε την προσφερθείσα σωτηρία. Συνέχισε τη μάχη μέχρι που διέλυσε και έτρεψε σε φυγή όλους τους εχθρούς. Δεν τους κατεδίωξε όμως. Στο χώρο της μάχης έστησε τρόπαιο. Αυτή η νίκη προκάλεσε πανελλήνια αίσθηση. Το 374 η Θήβα κυριάρχησε σε όλη τη Βοιωτία, πλην του Ορχομενού και της Χαιρώνειας. Επιχείρησαν να πιέσουν και τους συμμάχους της Σπάρτης Φωκαείς αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Από την άλλη οι Αθηναίοι άρχισαν να φθονούν την ανερχόμενη νέα δύναμη. Γιαυτό έσπευσε να υποβάλει στη Σπάρτη δικές της προτάσεις ειρήνης. Η Σπάρτη τις δέχτηκε αμέσως. Ευτυχώς για τους Θηβαίους που αυτή η ειρήνη και η προσέγγιση των δύο «υπερδυνάμεων» δεν κράτησε πολύ.


5. Περιπλοκές. Μεγάλη εθνική συνέλευση στη Σπάρτη Ο Αθηναίος ναύαρχος Τιμόθεος, περιοδεύοντας το Ιόνιο, κατέστησε συμμάχους των Αθηναίων την Κέρκυρα και την Κεφαλληνία. Διατάχθηκε να επιστρέψει. Επιστρέφοντας αποβίβασε στη Ζάκυνθο, σύμμαχο της Σπάρτης, κάποιους Ζακύνθιους

πρόσφυγες

που

συνεργάστηκαν

μαζί

του.

Οι

Ζακύνθιοι

παραπονέθηκαν στη Σπάρτη. Αυτή ζήτησε από την Αθήνα τη διόρθωση του πράγματος, αλλά δεν εισακούστηκε. Έτσι άρχισαν νέες εχθροπραξίες. Το 373 σπαρτιατικός στόλος πολιόρκησε την Κέρκυρα. Οι Κερκυραίοι, βοηθούμενοι και από τους Αθηναίους, ανάγκασαν τους Λακεδαιμόνιους ν’ αποχωρήσουν. Έκτοτε οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στο Ιόνιο με τον Ιφικράτη. Οι Σπαρτιάτες ένιωθαν ταπεινωμένοι. Στις ήττες το έτος αυτό, 372, προστέθηκαν και φοβεροί σεισμοί και κατακλυσμοί. Δύο πόλεις της Αχαΐας, η Ελίκη και η Βούρα, αφανίστηκαν εντελώς. Κάτω από την πίεση αυτών των αποτυχιών η Σπάρτη έστειλε και πάλι στην Περσία τον Ανταλκίδα για να ζητήσει χρήματα και νέα ανάμιξη του μεγάλου βασιλιά. Εκείνος αρκέστηκε να στείλει πρέσβεις και να συστήσει κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η Αθήνα ανέκτησε ήδη τη ναυτική της ηγεμονία και συνεπώς δεν είχε κανένα λόγο να καταδαπανάται για τη συνέχιση του πολέμου. Ο πόλεμος μόνο τους Θηβαίους ευνοούσε. Γιαυτό ψηφίστηκε πρώτα από την Αθήνα και σε λίγο από την πλειοψηφία των ναυτικών τους δυνάμεων που ήταν συγκεντρωμένοι στην Αθήνα να γίνουν προτάσεις ειρήνης στη Σπάρτη.

Προσκλήθηκαν και οι Θηβαίοι να

στείλουν κι αυτοί Πρέσβεις. Έτσι, την άνοιξη του 371 που συνεδρίαζαν στη Σπάρτη οι σύμμαχοί της έφτασαν εκεί και πρέσβεις των Αθηνών, των Θηβών κ.ά. συμμαχικών τους πόλεων. Επικεφαλής των Αθηναίων ήταν οι Καλλίας, Αυτοκλής και Καλλίστρατος, των δε Θηβαίων ο Επαμεινώνδας. Δεν έχουμε πολλές ειδήσεις για τα όσα συνέβησαν σ’ αυτό το συνέδριο. Πάντως ο Καλλίας μίλησε ως φίλος των Λακεδαιμόνιων, ο Αυτοκλής τους επέκρινε για το παλιό τους πολίτευμα, ενώ ο Καλλίστρατος τήρησε μέση στάση, λέγοντας ότι και τους δύο τους συμφέρει η ειρήνη. Οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν τις προτάσεις των Αθηναίων. Κατά την ώρα, όμως, των νενομισμένων για τη συνθήκη όρκων η Αθήνα και οι σύμμαχοί της ορκίστηκαν

καθένας για τον εαυτό του. Οι

Λακεδαιμόνιοι, αντίθετα, ορκίστηκαν και για τον εαυτό τους και για τους συμμάχους τους. Ο Επαμεινώνδας δήλωσε ότι η Θήβα θα ορκιστεί και για όλες τις Βοιωτικές πόλεις. Ο Αγησίλαος απαίτησε η Θήβα να ορκιστεί μόνο για τον εαυτό της. Έτσι τα πράγματα περιπλέχτηκαν. Ο Επαμεινώνδας αντιτάχθηκε σθεναρά. Κάλεσε τη Σπάρτη ν’ απαρνηθεί τις ηγεμονικές της αξιώσεις. Αλλιώς ειρήνη δε θα υπάρξει. Δήλωσε δε ότι μόνο αν και η Σπάρτη ορκι στεί μόνο για λογαριασμό της θα πράξει και η Θήβα το ίδιο. Σφοδρή αντιπαράθεση Αγησίλαου - Επαμεινώνδα. Ο πρώτος τελικά διέγραψε από τον κατάλογο τους Θηβαίους δηλώνοντας ότι αυτοί αποκλείονται της ειρήνης.



6. Η μάχη των Λεύκτρων. Λοξή φάλαγγα Η Σπάρτη νόμιζε ότι η Θήβα θα υποκύψει. Πολύ γρήγορα, όμως, διαψεύστηκε. Οι Αθηναίοι έθεσαν αμέσως σ’ εφαρμογή τη συνθήκη, γιαυτό ανακάλεσαν από το Ιόνιο τον Ιφικράτη. Δεν αναμίχθηκαν, όμως, αρχικά στη διένεξη Σπάρτης και Θήβας. Εφαρμόζοντας και οι Λακεδαιμόνιοι τη συνθήκη, ανακάλεσαν τις φρουρές τους από όλες τις πόλεις. Ταυτόχρονα, όμως, εστίασαν το ενδιαφέρον τους στη γρήγορη κατατρόπωση της Θήβας. Γιαυτό διατάχθηκε ο Κλεόμβροτος που βρισκόταν ακόμα στη Φωκίδα να εκστρατεύσει κατά των Θηβαίων για να τους αναγκάσει να παραιτηθούν από την ηγεμονία των άλλων βοιωτικών πόλεων. Οι Θηβαίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποκύψουν. Με ισχυρότατο στρατό και αρχηγό τον Επαμεινώνδα κατέλαβαν τη στενή δίοδο γύρω από την Κορώνεια. Ο Κλεόμβροτος, όμως, απέφυγε να περάσει από εκεί. Στράφηκε νότια και κινήθηκε από ορεινή δίοδο, την οποία οι Θηβαίοι θεωρούσαν ακίνδυνη και γιαυτό τη φύλαγαν με μικρή φρουρά. Ο Κλεόμβροτος εύκολα τη νίκησε και έφτασε στο βοιωτικό λιμανάκι Κρεύση. Πήρε από εκεί 12 θηβαϊκές τριήρεις, άφησε φρουρά και συνεχίζοντας εισέβαλε στις Θεσπιές και στρατοπέδευσε στα Λεύκτρα, μια τοποθεσία στ’ ανατολικά του Ελικώνα. Αυτή η κίνηση προκάλεσε τόση αθυμία στους Θηβαίους, που χρειάστηκε να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια οι Πελοπίδας και Επαμεινώνδας για να τους ανορθώσουν το ηθικό και τη διάθεση για αντίσταση. Τελικά πείσθηκαν οι Θηβαίοι να κινηθούν προς τα Λεύκτρα όπου στρατοπέδευσαν πάνω σε λόφο, απέναντι από τους Λακεδαιμόνιους. Ακόμα και τότε υπήρχαν δισταγμοί αν θα έπρεπε να αναμετρηθούν εκεί ή στη Θήβα. Επικράτησε η άποψη του Επαμεινώνδα. Οι Σπαρτιάτες ήταν πολύ περισσότεροι. Άρα μια αναμέτρηση με τη γνωστή ως τότε στρατηγική τούς ευνοούσε. Τότε ήταν που φάνηκε η στρατηγική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα. Σκέφθηκε, λοιπόν, ο Επαμεινώνδας ότι για να νικήσει κάποιος τον αντίπαλο δεν είναι απαραίτητο να τον νικήσει συγχρόνως σε όλη του την παράταξη. Αν συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη στο κέντρο της παράταξης του αντίπαλου και το διασπάσει, είναι φυσικό τα δύο άκρα του εχθρού, που θ’ αποκοπούν κι απομονωθούν, να τρομοκρατηθούν και να νικηθούν. Επίσης αν συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη σε ένα από τα άκρα του αντιπάλου και τη νικήσει, θα βρεθεί στα μετόπισθεν του κέντρου του και της άλλης πτέρυγας και εύκολα θα τους νικήσει. Αυτές τις σκέψεις αποφάσισε να εφαρμόσει στην εν όψει μάχη ο μεγάλος στρατηγός. Παρουσίασε πολύ ενισχυμένη την αριστερή του πτέρυγα και η παράταξή του προχωρούσε προς τα δεξιά, κλιμακωτά αποδυναμούμενη. Η πρωτοφανής αυτή διάταξη έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως «λοξή φάλαγγα/ παράταξη». Το στρατήγημα έκτοτε εφαρμόστηκε πολλάκις.


Όταν ο Κλεόμβροτος είδε τους Θηβαίους έτοιμους για μάχη σε πεδινό σημείο, έσπευσε κι αυτός ν’ αντιπαραταχθεί στην πεδιάδα με τον κλασικό τρόπο. Ο Επαμεινώνδας, αφού παρέταξε τους οπλίτες του κατά το δικό σχέδιο, είχε την ευφυή έμπνευση να τοποθετήσει πίσω από τη φάλαγγα των 50 ζυγών ως εφεδρεία την επίλεκτη μονάδα του, τον Ιερό Λόχο, υπό τον Πελοπίδα, ώστε να παρέμβει και να εξουδετερώσει τυχόν κυκλωτική κίνηση του εχθρού. Μπροστά, όμως, έβαλε το άριστο ιππικό του, που υπερείχε του σπαρτιατικού. Και ο Κλεόμβροτος, μιμούμενος τον Επαμεινώνδα, παρέταξε μπροστά από το πεζικό του το ιππικό. Όταν άρχισε η μάχη συνέβη ό,τι προέβλεψε ο Επαμεινώνδας: οι Θηβαίοι εύκολα κατατρόπωσαν τις κατώτερες ιππικές δυνάμεις των Σπαρτιατών και τις έσπρωξαν πάνω στους πεζούς. Επακολούθησε σύγχυση.

Τότε ο Κλεόμβροτος, για να

αποκαταστήσει τα πράγματα, διέταξε το πεζικό να βαδίζει μπροστά, ο ίδιος οδηγώντας τη δεξιά του πτέρυγα. Τότε ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας με την τεράστια δύναμή τους της αριστερής πτέρυγας έπεσαν με ορμή στον Κλεόμβροτο και τη δεξιά του πτέρυγα. Η σύγκρουση υπήρξε φοβερή. Οι Σπαρτιάτες, όσο γενναία κι αν πολέμησαν, ήταν αδύνατο ν’ αντισταθούν στην 4πλάσια δύναμη που είχαν απέναντί τους. Σκοτώθηκε ο Κλεόμβροτος, ο πολέμαρχος Δείνων και ο Σφοδρίας και άλλοι πολλοί αξιωματούχοι. Η δεξιά πτέρυγα των Σπαρτιατών τράπηκε σε φυγή και γύρισε στο στρατόπεδό της. Μετά από αυτό τους μιμήθηκαν και οι άλλες δύο πτέρυγές τους καταφεύγοντας στα χαρακώματά τους. Από τους 700 που πριν λίγο εξήλθαν του στρατοπέδου επανήλθαν οι 300. 1.000 και πλέον Λακεδαιμόνιοι έμειναν νεκροί στο πεδίο της μάχης. Οι Σπαρτιάτες ζήτησαν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς τους. Οι Θηβαίοι κράτησαν τα όπλα των πεσόντων. Η είδηση της μεγάλης νίκης ακούστηκε σαν κεραυνός σε όλη την Ελλάδα. Αυτή η ήττα των Σπαρτιατών ήταν ανάλογη με εκείνη των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς. Οι Θηβαίοι μετά τη νίκη τους δεν επιχείρησαν να χτυπήσουν τους εναπομείναντες Σπαρτιάτες στα χαρακώματά τους. Ζήτησαν βοήθεια από την Αθήνα αλλ’ αυτή αρνήθηκε. Τη βρήκαν, όμως, στο πρόσωπο του ηγεμόνα των Φερών Ιάσονα. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν τον Αρχίδαμο για να βοηθήσει τους πολιορκημένους στα Λεύκτρα. Οι Θηβαίοι στο μεταξύ επέτρεψαν στους έγκλειστους Λακεδαιμόνιους να φύγουν. Αυτοί συναντήθηκαν με τον Αρχίδαμο στα Μέγαρα. Όταν οι νικημένοι των Λεύκτρων επέστρεψαν στη Σπάρτη συνέβη κάτι πρωτοφανές: με πρόταση του Αγησίλαου απαλλάσσονταν από κάθε κύρωση οι ηττημένοι μαχητές! Μετά τη συμφορά των Λεύκτρων πράγματι χάθηκε η Σπάρτη. Εδραιώθηκε η ηγεμονία της Θήβας στη Βοιωτία, προσχώρησε σ’ αυτή ο Ορχομενός και διώχτηκαν από τη Βοιωτία οι Θεσπιείς. Ο Επαμεινώνδας προσάρτησε στην ηγεμονία του και τα γειτονικά έθνη: Φωκαείς, Ευβοείς, Λοκρούς, Ακαρνάνες, Ηρακλεώτες και Μαλιείς.


Μόλις ο τύραννος των Φερών – Θεσσαλίας Ιάσονας πληροφορήθηκε από τους Θηβαίους την έκβαση της μάχης των Λεύκτρων α) έδωσε διαταγή για τη στελέχωση των πολεμικών πλοίων, και β) ο ίδιος έσπευσε στη Βοιωτία με 1.500 οπλίτες και 500 ιππείς. Οι αρχηγοί των Βοιωτών του πρότειναν να στραφούν από κοινού κατά των υπολοίπων του στρατού του Κλεόμβροτου. Τους απέτρεψε. Ταυτόχρονα επικοινώνησε με τους Λακεδαιμόνιους και α) τους έπεισε να μη συνεχίσουν τον πόλεμο, β) τους συμβούλευσε να φροντίσουν ν’ ανακτήσουν δυνάμεις, γ) τους προκάλεσε αμφιβολίες για την αφοσίωση των συμμάχων τους, δ) τους υπέδειξε να ζητήσουν ανακωχή, και ε) τους διαβεβαίωσε ότι ήθελε το καλό τους. Αυτά δείχνουν ότι ο Ιάσονας δεν ήθελε την περαιτέρω ενδυνάμωση των Θηβαίων. Οι Σπαρτιάτες τού ζήτησαν να μεσολαβήσει για τη σύναψη ανακωχής. Ο Ιάσονας επιστρέφοντας στη χώρα του: α) λεηλάτησε τη χώρα των Υαπολιτών, β) διέσχισε τμήμα της Λοκρίδας, γ) κατέλαβε την Ηράκλεια, αποικία και σύμμαχο των Σπαρτιατών, κατεδάφισε τα τείχη της και μοίρασε την πόλη και ένα μέρος της χώρας ανάμεσα στους Οιταίους και τους Μαλιείς. Μετά την επιστροφή του στη Θεσσαλία ο Ιάσονας στράφηκε κατά των Περραιβών, που πρόσφατα αποτίναξαν το θεσσαλικό ζυγό και συμμάχησαν με τον Αμμύντα Γ΄, βασιλιά των Μακεδόνων. Κατά τη γιορτή των Πυθίων του 370 μ.Χ. διέταξε τις θεσσαλικές πόλεις να στείλουν στους Δελφούς 1.000 βόδια και 10.000 μικρότερα ζώα. Σκόπευε, φαίνεται, να ηγηθεί ο ίδιος των εορταστικών εκδηλώσεων. Δεν πρόλαβε, όμως, να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του.

Την ώρα που

παρακολουθούσε αφρούρητος ασκήσεις του ιππικού του δολοφονήθηκε από 7 νεαρούς (370 π.Χ.). Ο θάνατός του ανακούφισε πολλούς στην Ελλάδα. Δεν άφησε διαδόχους. Την ίδια χρονιά πέθανε και ο Αμύντα Γ΄. Άφησε τρεις γιους: τον Αλέξανδρο, τον Περδίκκα και το Φίλιππο.


7. Εκστρατείες του Επαμεινώνδα στην Πελοπόννησο Διαλυτικές τάσεις και κινήσεις επικράτησαν στην πελοποννησιακή συμμαχία μετά τη συντριβή στα Λεύκτρα. Οι Αρκάδες, για ν’ απαλλαγούν οριστικά από το σπαρτιατικό εναγκαλισμό, ζήτησαν εξωτερική βοήθεια. Η Αθήνα αρνήθηκε. Μετά απευθύνθηκαν στον Επαμεινώνδα. Αυτός ανταποκρίθηκε αμέσως και με στρατό Θηβαίων και των συμμάχων τους εισέβαλε στην Πελοπόννησο. Αυτή η επιχείρηση είχε ευρύτερες επιδιώξεις κι όχι μόνο τη βοήθεια των Αρκάδων. Όχι, βέβαια, να καταλάβει κι εκδικηθεί τη Σπάρτη, αλλά να καταλύσει οριστικά την ηγεμονία της επί της Ελλάδας και να επαναφέρει την αυτονομία των Μεσσήνιων. Αρχικά δε σκόπευε να εισβάλει στη Λακωνική, δέχτηκε, όμως, πιεστικές αιτήσεις των συμμάχων του Αρκάδων, Ηλείων και Αργείων, και υποχώρησε. Ήταν χειμώνας όταν το επιχείρησε. Διαίρεσε το στρατό του σε τέσσερα τμήματα, καθένα από τα οποία μπήκε κι από διαφορετικό σημείο: οι Ηλείοι από δυτικά, οι Αργείοι από ανατολικά, οι Θηβαίοι και οι Αρκάδες στο μέσο. Μόνο οι Αρκάδες συνάντησαν κάποια αξιόλογη αντίσταση στη Σκιρίτιδα. Τελικά τα τέσσερα τμήματα ενώθηκαν στη Σελλασία. Την επομένη συνέχισαν την πορεία τους κι έφθασαν στα γιοφύρια του Ευρώτα. Τα παρέκαμψε ο Επαμεινώνδας γιατί φρουρούνταν. Έφθασε στις Αμύκλες όπου βρήκε ένα πέρασμα. Στην άλλη όχθη βρισκόταν η Σπάρτη. Πλησίασε ανεμπόδιστα στην πόλη. Πλην των Θηβαίων, οι άλλοι επιδόθηκαν σε λεηλασία της περιοχής. Στη Σπάρτη επικράτησε ταραχή. Επί 6 αιώνες, αφότου αναφάνηκε στην Ιστορία, όχι μόνο δεν πάτησε εχθρός τα χώματά της, αλλά ούτε καν απειλήθηκε. Κι αυτό έγινε τώρα. Δεν ήταν μόνο η ταπείνωση μεγάλη αλλά και ο κίνδυνος. Μόνο μερικοί Ορχομένιοι και Φλιάσιοι έφτασαν εγκαίρως να βοηθήσουν. Δεν αρκούσαν όμως. Πολλοί περίοικοι και είλωτες προσχώρησαν στους Θηβαίους. Και αρκετοί Σπαρτιάτες, αυτοί που είχαν μειωμένα πολιτικά δικαιώματα, κινούνταν ύποπτα. Ο Επαμεινώνδας δε θέλησε να κυριεύσει την πόλη. Του αρκούσε να τη φοβίσει. Στράφηκε νότια μέχρι το Έλος του Γυθείου, λεηλάτησε την περιοχή κι επέστρεψε στην Αρκαδία. Θεμελίωσε την αυτονομία των Αρκάδων, ανακήρυξε την ελευθερία όλων των ειλώτων και περιοίκων της Μεσσηνίας και προσκάλεσε όλους τους φυγάδες Μεσσήνιους να επιστρέψουν στη γη τους. Αφού ταπείνωσε και απογύμνωσε τη Σπάρτη από τους συμμάχους της, επέστρεψε στη Θήβα. Προσπάθεια των Αθηναίων να τον παρεμποδίσουν στον Ισθμό απέτυχε. Όλα τα παραπάνω συνέβησαν από τον Ιούνιο του 371 ως την άνοιξη του 369.


Τον ηγεμόνα της Θεσσαλίας Ιάσονα διαδέχθηκαν διαδοχικά τα αδέλφια του Πολύφρονας, Πολύδωρος και Αλέξανδρος. Ο τελευταίος υπήρξε σκληρός προς τους αντιπάλους του. Γιαυτό πολλοί Λαρισαίοι εξόριστοι κατέφυγαν στο βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο. Αυτός κατέλαβε τη Λάρισα και την Κραννώνα. Οι θεσσαλικές πόλεις ζήτησαν ταυτόχρονα και τη βοήθεια των Θηβαίων. Το 369 ο Πελοπίδας εισέβαλε στη Θεσσαλία και υπέταξε το μεγαλύτερο μέρος της και έδιωξε εντελώς από τη Θεσσαλία το Μακεδόνα Αλέξανδρο. Αυτός το 368 δολοφονήθηκε με αποτέλεσμα νέες εμφύλιες διαμάχες στη Μακεδονία. Η χήρα του Αμύντα Ευρυδίκη, ως επίτροπος των γιων της Περδίκκα και Φιλίππου, ζήτησε βοήθεια από την Αθήνα. Στάλθηκε ο Ιφικράτης στα παράλια της Μακεδονίας και της Θράκης. Η Ευρυδίκη θύμισε στον Ιφικράτη τους δεσμούς του με τον άνδρα της. Του παρέδωσε το γιο της Περδίκκα (ο Φίλιππος τότε ήταν 13 ή 14 ετών) και τον παρακάλεσε να αναλάβει υπό την προστασία του τα παιδιά της, να νικήσει τον κύριο αντίπαλό τους Παυσανία και να παραδώσει τη βασιλεία στον οίκο του Αμύντα με επίτροπο τον Πτολεμαίο τον Αλωρίτη. Οι Αθηναίοι τότε θεωρούσαν ως επικίνδυνους εχθρούς τους τη Σπάρτη και τη Θήβα. Επειδή η Θήβα ενισχύθηκε πολύ προτίμησαν να συμμαχήσουν με τη Σπάρτη με υποχρέωση να πολεμήσουν από κοινού κατά της Θήβας. Μολονότι, όμως, οι δυνάμεις τους κατέλαβαν την Κόρινθο και το Όνειο όρος, καθόλου δε δυσκολεύτηκε ο Επαμεινώνδας να περάσει κατ’ επανάληψη τον Ισθμό και να εισβάλει στην Πελοπόννησο και πάλι κατά τα έτη 368 και 367. Κατ’ αυτές κατέστησε υπηκόους της Θήβας τους Αχαιούς. Και προς βορράν οι Θηβαίοι είχαν επιτυχίες. Το 368 ο Πελοπίδας εισέβαλε και πάλι στη Θεσσαλία και περιόρισε ακόμα περισσότερο την εξουσία του Αλέξανδρου. Μετά πήγε στη Μακεδονία και υποχρέωσε τον επίτροπο της αρχής Πτολεμαίο να εγκαταλείψει τους Αθηναίους και να προσχωρήσει στους Θηβαίους. Ως εγγύηση πήρε μαζί του 30 ομήρους· ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο γιος του Αμύντα Φίλιππος, που έμεινε για μερικά χρόνια στη Θήβα έχοντας την επιμέλεια του Παμμένη. Από το 368 οι Αρκάδες αξίωσαν από τους Σπαρτιάτες συγκυριαρχία στην ηγεμονία τους, όπως συνέβαινε με την Αθήνα. Γι’ αυτή τους την «αυθάδεια» στα τέλη του 368 τους τιμώρησε παραδειγματικά ο Αρχίδαμος στη Μιδέα. Οι Αρκάδες, όμως, δε συνετίστηκαν. Δεν έπαυσαν μεν να ’ναι σύμμαχοι της Θήβας, αλλ’ όχι πια τόσο πρόθυμοι. Και κατά του Επαμεινώνδα εμφανίστηκαν στη Θήβα επικρίσεις. Επικράτησε η αντίπαλη παράταξη που κατήργησε όσα αυτός είχε ρυθμίσει στην Αχαΐα. Εγκαταστάθηκαν δημοκρατικά πολιτεύματα και στάλθηκαν Θηβαίοι αρμοστές, ο δε Επαμεινώνδας αποκλείστηκε του βοιωταρχικού αξιώματος κατά το επόμενο έτος. Οι ολιγαρχικοί, όμως, σε λίγο επανήλθαν ισχυρότεροι και συμμάχησαν με τη Σπάρτη.


Οι Σπαρτιάτες επανέλαβαν τις επαφές τους με την περσική αυλή. Οι Θηβαίοι αντέδρασαν. Το 366 έστειλαν τον Πελοπίδα στα Σούσα. Αυτός πέτυχε την έκδοση διατάγματος που: α) αναγνωριζόταν η αυτονομία κι ανεξαρτησία της Μεσσήνης, β) διατάσσονταν οι Αθηναίοι ν’ ανακαλέσουν στον Πειραιά τα πλοία τους και να τα αφοπλίσουν, και γ) ανακήρυσσε τους Θηβαίους ηγεμόνες της Ελλάδας. Όταν όμως αυτό το διάταγμα αναγνώστηκε στη Θήβα παρουσία όλων των συμμάχων της, απορρίφθηκε, ιδίως από τους Αρκάδες. Ο Πελοπίδας στάλθηκε στη Θεσσαλία για να επιβάλει το διάταγμα. Εκεί αιχμαλωτίστηκε από τον Αλέξανδρο. Στάλθηκε στρατός για να τον ελευθερώσει. Σ’ αυτόν ο Επαμεινώνδας μετείχε ως απλός οπλίτης. Οι ανίκανοι ηγέτες οδήγησαν το στράτευμα σε απόγνωση. Ο στρατός καθαίρεσε αυτούς και παρέδωσε την εξουσία στον Επαμεινώνδα. Αυτός επανέφερε το στράτευμα στη Θήβα. Οργάνωσε νέα εκστρατεία και απελευθέρωσε τον Πελοπίδα.

8. Η κατά θάλασσα ηγεμονία της Θήβας Πολύ γρήγορα άρχισε να φθίνει η ηγεμονία της Θήβας. Και τούτο γιατί στηρίχθηκε στην κυριαρχία και όχι στην ισοπολιτεία. Το 366 οι Κορίνθιοι, οι Φλιάσιοι, οι Επιδαύριοι κ.ά. εγκατέλειψαν τη Σπάρτη, υπέγραψαν ειρήνη με τους Θηβαίους και αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Μεσσήνης. Την ίδια περίοδο όμως (365-364), ο Αλέξανδρος ισχυροποιούνταν στη Θεσσαλία και οι Αθηναίοι επεξέτειναν τη ναυτική τους ηγεμονία και ανέκτησαν τη θρακική χερσόνησο, τη Σάμο και κυρίευσαν πολλές πόλεις της Χαλκιδικής. Αυτές οι επιδόσεις των Αθηναίων ερέθισαν τους Θηβαίους. Έτσι, κατά τα έτη 363 και 362 ο μεν Πελοπίδας ανέλαβε να επαναφέρει την επιρροή της Θήβας στη Θεσσαλία, ο δε Επαμεινώνδας να καταλύσει τη ναυτική δύναμη των Αθηνών! Συνάντησε εσωτερικές αντιδράσεις, αλλά τις ξεπέρασε. Εγκρίθηκε η κατασκευή 100 τριήρων. Όταν ετοιμάστηκαν, το 363, ο Επαμεινώνδας εξεστράτευσε στο Βυζάντιο και τις γειτονικές πόλεις, σύμμαχες της Αθήνας. Δεν πέτυχε ούτε μία νίκη. Ο συμβολισμός της παρουσίας του, όμως, ήταν έντονος.


9. Μάχη στις Κυνός Κεφαλές. Θάνατος του Πελοπίδα Όπως είδαμε, ο Πελοπίδας ανέλαβε να υποτάξει τον δεσπότη της Θεσσαλίας Αλέξανδρο. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στη θέση Κυνός Κεφαλές. Ο Πελοπίδας κατατρόπωσε μεν το στρατό του Αλεξάνδρου, αλλ’ έπεσε στο πεδίο της μάχης μαχόμενος παράτολμα. Ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να περιοριστεί στις Φερές και στον κόλπο Παγασητικό και να αναγνωρίσει την ηγεμονία της Θήβας. Ο Πελοπίδας υπήρξε ο πρώτος στρατηγός που χρησιμοποίησε το ιππικό τόσο και όπως κανένας άλλος πριν απ’ αυτόν. Δίκαια δε θεωρείται ως προς αυτό πρόδρομος του Μ. Αλεξάνδρου, διότι, χρησιμοποιώντας επιδέξια και ευρύτατα το ιππικό, α) του ανέθεσε την καταδίωξη του εχθρικού ιππικού, β) όταν η συνέχιση της καταδίωξης δεν είχε νόημα, το ανακάλεσε για να το χρησιμοποιήσει αλλού που υπήρχε ανάγκη, και γ) του ανέθεσε την αποστολή να πλευροκοπήσει το εχθρικό πεζικό.


10. Η μάχη της Μαντίνειας. Τεχνάσματα του Επαμεινώνδα Ενώ ο Επαμεινώνδας βρισκόταν στο Βυζάντιο (και ο Πελοπίδας στη Θεσσαλία) τα πράγματα στην Πελοπόννησο άρχισαν να περιπλέκονται και να απειλούνται η εκεί παρουσία και ο ρόλος των Θηβαίων. Εκτός από τους Αχαιούς και οι Ηλείοι πήγαν με τους Σπαρτιάτες. Οι Αρκάδες χωρίστηκαν στα δύο. Μια ομάδα υπό τους Μαντινείς ειρήνευσε με τους Ηλείους και συμμάχησε με τη Σπάρτη, ενώ μια άλλη γύρω από τους Τεγεάτες έμεινε με τους Θηβαίους.

Αυτό ανάγκασε τον

Επαμεινώνδα να εκστρατεύσει και πάλι, στα τέλη Απριλίου ή τις αρχές Μαϊου του 362, στην Πελοπόννησο. Έφθασε στην Τεγέα. Ο στρατός που οδηγούσε ήταν πολυάριθμος και περιλάμβανε Βοιωτούς, Ευβοείς, Θεσσαλούς, Λοκρούς και Αινιάνες. Μετά τον Ισθμό προστέθηκαν και Σικυώνιοι, Αρκάδες, Μεσσήνιοι και Αργείοι. Στη Μαντινεία συγκεντρώθηκαν οι αντίπαλοι: Αρκάδες, Αχαιοί και Ηλείοι. Αναμένονταν οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες. Ο Επαμεινώνδας από την Τεγέα αποφάσισε

αρχικά να προκαλέσει τους

συγκεντρωμένους στη Μαντίνεια σε μάχη προτού φτάσουν οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι, γιαυτό πήγε ως εκεί. Όμως εκείνοι απέφυγαν τη μάχη. Ξαναγύρισε στην Τεγέα κι άλλαξε γνώμη. Επειδή πληροφορήθηκε ότι ο Αγησίλαος αναχώρησε με το στρατό του για τη Μαντίνεια. Ο Επαμεινώνδας σκέφθηκε ότι είναι ευκαιρία να κυριεύσει εύκολα τη Σπάρτη προς την οποία ξεκίνησε. Ένας Κρητικός όμως είδε την κίνηση του Επαμεινώνδα και έτρεξε να το αναγγείλει στον Αγησίλαο. Αυτός επέστρεψε εσπευσμένα και πρόλαβε τον Επαμεινώνδα. Γύρω από την πόλη έγιναν αρκετές αψιμαχίες. Ο Επαμεινώνδας μηχανεύτηκε τότε άλλο στρατήγημα. Σκέφτηκε πως όταν οι συγκεντρωμένοι στη Μαντίνεια σύμμαχοι της Σπάρτης μάθουν ότι κινδυνεύει και η ίδια η Σπάρτη, θα τρέξουν να βοηθήσουν. Έτσι και έγινε. Έφυγε για να επιτεθεί στη Μαντίνεια. Όταν, όμως, έφτασε στην Τεγέα διαπίστωσε ότι ο στρατός του ήταν καταπονημένος. Γιαυτό έστειλε στη Μαντίνεια το ιππικό του. Και πάλι στάθηκε άτυχος. Πριν μια ώρα είχε φθάσει στην πόλη το αθηναϊκό ιππικό. Έγινε συμπλοκή. Οι καταπονημένοι Θηβαίοι νικήθηκαν. Σκοτώθηκαν ο ίππαρχος των Αθηναίων Κηφισόδωρος και ο γιος του Ξενοφώντα Γρύλλος.

Οι

Πελοποννήσιοι

συγκεντρώθηκαν

πάλι

στη

Μαντίνεια

και

στρατοπέδευσαν στο στενότερο μέρος του οροπεδίου. Ο Επαμεινώνδας ετοιμάστηκε και αναχώρησε από την Τεγέα για κατά μέτωπο μάχη. Μετά από δαιδαλώδη πορεία έφτασε στη δεξιά των αντιπάλων του πτέρυγα. Εκεί προσποιήθηκε ότι προτίθεται να στρατοπεδεύσει. Οι αντίπαλοί του που τον παρακολουθούσαν συνεχώς νόμισαν ότι πορεύεται εναντίον τους κι ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν. Όταν, όμως, τον είδαν ν’ αλλάζει πορεία, υπέθεσαν ότι δε σκοπεύει να επιτεθεί εκείνη τη μέρα, γιαυτό χαλάρωσαν. Όταν διαπίστωσε αυτό ο Επαμεινώνδας, διέταξε τους στρατιώτες του να πάρουν τα όπλα τους και να προχωρήσουν.


Οι αντίπαλοι όταν αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο, ενέργησαν βιαστικά και έτσι ούτε η στρατιωτική τους προπαρασκευή ήταν η κατάλληλη ούτε το ηθικό του στρατού τους. Παρατάχθηκαν σε μάχη. Ήταν άραγε εκεί ο Αγησίλαος; Ο Επαμεινώνδας εφάρμοσε κι εδώ τη στρατηγική της λοξής παράταξης όπως και στα Λεύκτρα. Αξιόπιστες πληροφορίες για τα μεγέθη των αντιπάλων δυνάμεων δεν έχουμε. Πρώτος επιτέθηκε ο Επαμεινώνδας με το αριστερό του. Το θηβαϊκό ιππικό έτρεψε σε φυγή το εχθρικό. Μετά στράφηκε στη δεξιά πεζική φάλαγγα όπου ήδη είχε επιτεθεί ο Επαμεινώνδας με το φοβερό του όγκο. Ακολούθησε μάχη ασπίδα με ασπίδα, ξίφος με ξίφος και λόγχη με λόγχη. Οι Πελοποννήσιοι υποχώρησαν. Το ίδιο συνέβη σε λίγο και στο κέντρο. Ο Επαμεινώνδας νίκησε ολοσχερώς.

11. Θάνατος του Επαμεινώνδα Την ώρα που ο Επαμεινώνδας θριάμβευε στη Μαντίνεια και όλα έδειχναν ότι στερεώνει αμετακίνητα την ηγεμονία της Θήβας, ξαφνικά δέχθηκε θανατηφόρο χτύπημα στο θώρακα. Μαζί με το πληγωμένο σώμα του μεγάλου στρατηγού έπεσαν καταγής και τα όπλα των μέχρι στιγμής ακαταγώνιστων μαχητών του. Έτσι σταμάτησε η καταδίωξη των νικημένων. Οι Αθηναίοι, που είχαν αντέξει στην αριστερή πτέρυγα, θεώρησαν τους εαυτούς τους νικητές.

Οι νικημένοι

συγκεντρώθηκαν στη Μαντίνεια, ισχυριζόμενοι ότι νίκησαν. Νικητές, όμως, στο πεδίο της μάχης αναδείχθηκαν στην πραγματικότητα οι Θηβαίοι. Γιαυτό και οι Λακεδαιμόνιοι ζήτησαν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς τους. Ο τραυματισμένος Επαμεινώνδας μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο. Οι γιατροί είπαν ότι αν αφαιρεθεί το δόρυ από το στήθος του θα πεθάνει. Ο στρατηγός άκουσε ατάραχος την άποψη των γιατρών. Ρώτησε αν σώθηκε η ασπίδα του. Ναι, του είπαν και του την έδειξαν. Μετά ρώτησε για την έκβαση της μάχης. Όταν του είπαν πως ήταν νικηφόρα, ζήτησε να δει τους Ιδολαΐδα και Δαΐφαντο για να τους αναθέσει τη στρατηγία. Όταν του είπαν ότι και οι δύο είναι νεκροί, τότε τους είπε: «Δε σας μένει πλέον τίποτε άλλο ειμή να ειρηνεύσετε με τους εχθρούς». Μετά διέταξε να βγάλουν το δόρυ και σε λίγο πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία, σε ηλικία 56 ή 57 ετών. Ήταν Ιούνιος ή Ιούλιος του 362.


12. Η «κοινή ειρήνη» του 362 π.Χ. Δεν πέρασε πολύς χρόνος από τη μάχη της Μαντινείας και όλοι οι εμπόλεμοι συνειδητοποίησαν την ανάγκη μιας ειρήνης, με τη σύναψη αμυντικών συμφωνιών μεταξύ κρατών με κοινά συμφέροντα. Γιαυτό όλοι, εκτός από τη Σπάρτη, παραιτήθηκαν από εδαφικές διεκδικήσεις ή δέχθηκαν να τις υποβάλλουν σε διαιτησία οσάκις ανακύπτουν. Η Σπάρτη επέμεινε στην επιστροφή της Μεσσηνίας. Η αξίωσή της απορρίφθηκε. Αποχώρησε από τη διάσκεψη. Οι υπόλοιποι προχώρησαν στη σύναψη «κοινής ειρήνης» και συμμαχίας. Ανάλογες συνθήκες συνάφθηκαν το 386, το 375 και το 371 π.Χ. Με αυτές απειλούνταν μεν με κυρώσεις οι παραβάτες της συνθήκης, δεν υποχρεώνονταν όμως οι υπόλοιποι να στραφούν εναντίον του παραβάτη. Αυτό στην παρούσα συνθήκη κατέστη υποχρεωτικό. Ακόμη με τη νέα συνθήκη διευκρινιζόταν η έννοια των διεκδικήσεων με τον όρο ότι τα πράγματα μένουν ως είχαν πριν την μάχη της Μαντινείας ( status quo). Επίσης, δεν αναγνωριζόταν σε κανένα κράτος προνόμιο υπεροχής. Έτσι καταργούνταν αντίθετος όρος της «βασιλείου συνθήκης» του 386. Πριν συμβούν τα παραπάνω κι αμέσως μετά τη μάχη της Μαντινείας, οι Αθηναίοι, δηλ. το σύνολο των μελών της Αθηναϊκής συμμαχίας, σύναψαν μια αμυντική συμμαχία με το Κοινό των Αρκάδων: τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Φλιάσιους. Όροι: 1) Τα πελοποννησιακά κράτη θα βοηθούσαν τους Αθηναίους αν δέχονταν επίθεση ή απειλούνταν το δημοκρατικό τους πολίτευμα. 2) Οι Αθηναίοι δεσμεύονταν να βοηθήσουν καθένα από τα συμβαλλόμενα κράτη αν απειληθεί το πολίτευμά του, αν υποστεί επίθεση ή αν εξοριστούν πολίτες του. Την αρχιστρατηγία θα είχε το κράτος που δέχθηκε την απειλή.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

1. Θάνατος του Αγησίλαου Η προτροπή του Επαμεινώνδα εισακούστηκε. Είδαμε αμέσως παραπάνω πώς συνάφθηκε και τι προέβλεπε η συνθήκη «κοινής ειρήνης» του 362. Αναγνωρίστηκε και η ανεξαρτησία της Μεσσήνης. Είναι προφανές ότι οι Θηβαίοι δεν κυριάρχησαν μεν στην Πελοπόννησο, διατήρησαν όμως αξιόλογα πλεονεκτήματα, διότι προστέθηκαν στη συμμαχία τους το Άργος, η Τεγέα, η Μεσσήνη (στην Πελοπόννησο) και εκτός αυτής οι Φωκαείς, οι Λοκροί, οι Μαλιείς, οι Ηρακλεώτες, οι περισσότεροι Θεσσαλοί και Ευβοείς, και οι Ακαρνάνες. Αντίθετα, η Σπάρτη αποδυναμώθηκε. Ο Αγησίλαος, 80τούτης πλέον, ζήτησε αλλού τύχη. Παρέλαβε 1.000 Λακεδαιμόνιους κτλ. και πήγε στην Αίγυπτο να βοηθήσει το βασιλιά Ταγώ εναντίον του περσικού στρατού. Όταν έφτασε στην Αίγυπτο ήρθε σε ρήξη με τον Ταγώ, εναντίον του οποίου στασίασε ο ανιψιός του Νεκτεναβώ. Ο Αγησίλαος πήγε με τον δεύτερο, τον οποίο βοήθησε να επικρατήσει. Μετά αποφάσισε να επιστρέψει στη Σπάρτη. Καθ’ οδόν, όμως, πέθανε πριν από την Κυρήνη σε ηλικία 84 ετών. Οι σύντροφοί του έφεραν τη σορό του στη Σπάρτη.

2. «Συμμαχικός πόλεμος». Ναυτική παρακμή των Αθηνών Η νέα ναυτική ηγεμονία της Αθήνας άρχισε μετά την αποκατάσταση των μακρών τειχών. Το 358 απέσπασε από τη Θήβα την Εύβοια και συμπλήρωσε την κατάκτηση της θρακικής χερσονήσου. Αυτό το οικοδόμημα, όμως, δεν είχε γερές βάσεις, γιαυτό κατέρρευσε γρήγορα. Τη στιγμή που επεκτεινόταν, το 358, αποχωρούσαν από τη σφαίρα επιρροής της η Κως, η Χίος, η Ρόδος και το Βυζάντιο. Οι Αθηναίοι προσπάθησαν να τους υποτάξουν και πάλι, αλλά νικήθηκαν από τη Χίο και αποκρούστηκαν από το Βυζάντιο το 355. Το άδοξο τέλος για την Αθήνα του 3ετούς αυτού πολέμου, που ονομάζεται «συμμαχικός πόλεμος», απέδειξε την ηθική και υλική παρακμή της. Δεν ενέπνεε πλέον κανένα σεβασμό στους συμμάχους της ούτε φόβο στους εχθρούς της. Η μητροπολιτική Ελλάδα δεν είχε πλέον ηγεμόνα. Γιαυτό ήταν αδύνατο να συγκροτήσει ενιαίο κράτος. Η λύση θα ερχόταν από τον άφθαρτο βορρά, τη Μακεδονία, που κατοικούνταν ανέκαθεν από φύλα συγγενή με την ελληνική φυλή. Θα μεσολαβούσε, όμως, ως τότε μια περίοδος αναρχίας, ηθικής και υλικής. Είναι η γνωστή περίοδος των «ιερών πολέμων».


3. Το αμφικτι(υ)ονικό συνέδριο Στην ως τώρα εξιστόρηση συναντήσαμε το μεγάλο αμφικτιονικό συνέδριο της Φωκίδας. Είχε μεν πάντα θρησκευτικό, και σ’ ένα βαθμό πολιτικό, χαρακτήρα, αλλά επί δύο αιώνες έμεινε αμέτοχο στα κοινά της Ελλάδας, κυρίως για λόγους εσωτερικής λειτουργίας. Ως κύριο έργο είχε την εποπτεία του ναού των Δελφών και την προεδρία των Πυθίων. Από τότε, όμως, που οι Θηβαίοι κυριάρχησαν στη Βοιωτία, αποφάσισαν να μεταχειριστούν και το συνέδριο για τα συμφέροντά τους. Έτσι, μετά τη μάχη των Λεύκτρων οι Θηβαίοι έπεισαν το αμφικτιονικό συνέδριο να καταδικάσει τη Σπάρτη σε χρηματική ποινή 500 ταλάντων. Το πρόστιμο δεν πληρώθηκε ποτέ. Το 357 οι Θηβαίοι έπεισαν πάλι το συνέδριο να τιμωρήσει τους Φωκείς με βαριά χρηματική ποινή. Επειδή οι Φωκείς ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν να καταβάλουν το ποσό, οι Αμφικτίονες αποφάσισαν ν’ αφαιρεθεί από τους Φωκείς η γη τους και ν’ αφιερωθεί στο θεό των Δελφών. Ανάλογη απειλή απευθύνθηκε και στους Λακεδαιμόνιους.


4. Κατάληψη και λεηλασία των Δελφών από τους Φωκείς Ενόψει αυτής της απειλής, οι Φωκείς αναζήτησαν συμμάχους. Έλαβαν υποσχέσεις βοήθειας από τους Αθηναίους, Σπαρτιάτες κ.ά. Οι Θηβαίοι, όμως, οι Θεσσαλοί, οι Δωριείς, οι Αχαιοί της Φθιώτιδας, οι Αινιάνες, οι Μαγνήσιοι, οι Περραιβοί, οι Αθαμάνες και οι Δόλοπες ανέλαβαν

την εκτέλεση της απόφασης. Οι Φωκείς

βρέθηκαν περικυκλωμένοι. Όφειλαν να στηριχθούν στις δικές τους δυνάμεις. Με εισήγηση του στρατηγού Φιλομήλου αποφάσισαν να κυριέψουν τους Δελφούς. Μετά την καταστροφή της Κίρρας οι Δελφοί έγιναν πόλη αυτοτελής. Μετείχε του κοινού συνεδρίου των Φωκέων. Οι κάτοικοί τους διαχειρίζονταν κυριαρχικώς τα του ναού του μαντείου. Σ’ αυτό αντιδρούσαν οι Φωκείς. Αυτό το καθεστώς ήθελε ο Φιλόμηλος να ανατρέψουν κυριεύοντας τους Δελφούς, αφενός για να έχουν την Πυθία του χεριού τους, και αφετέρου για να πάρουν τους αμύθητους θησαυρούς των Δελφών. Ο Φιλόμηλος κατόρθωσε να καταλάβει τους Δελφούς. Ακολούθησαν πράξεις ασεβείς: ληστεύθηκε το μεγαλύτερο και σεβαστότερο των Ελλήνων ιερό· θανατώθηκαν οι «θρακίδες», δηλαδή τα ιερά εκείνα γένη που ανέκαθεν κυβερνούσαν τις πολιτικές και θρησκευτικές υποθέσεις των Δελφών. Ο Φιλόμηλος διέταξε την Πυθία να επικυρώσει τις πράξεις του. Αυτή αρνήθηκε. Την ανάγκασε με απειλές να χρησμοδοτήσει. Το ποσό των συσσωρευμένων στους Δελφούς χρημάτων υπολογίζεται στο τεράστιο ποσό των 10.000 ταλάντων. Αυτά τα χρήματα τόλμησε να ιδιοποιηθεί ο Φιλόμηλος. Το ίδιο επιχείρησαν πριν από αυτόν και άλλοι. Επειδή κανένας έντιμος άνθρωπος δε θα δεχόταν να μισθοδοτηθεί από χρήματα ιεροσυλίας, οι στρατοί που συγκρότησαν ο Φιλόμηλος και οι διάδοχοί του στρατηγοί των Φωκέων απαρτίστηκαν από κακοποιά στοιχεία. Με τα χρήματα αυτά δωροδοκήθηκαν οι άρχοντες πολλών πόλεων για να μείνουν πιστοί στη συμμαχία τους. Η λεηλασία συμπληρώθηκε από το στρατηγό Φάυλο. Μεγάλα δε ποσά κατασπαταλούνταν στις ερωμένες των αρχόντων.


5. Πρώτος Ιερός πόλεμος. Εμφάνιση του Φιλίππου Αυτές ήταν οι αφορμές που οδήγησαν στον Ιερό πόλεμο που κράτησε μια 10ετία (355 – 346 π.Χ.). Κατ’ αυτόν οι μεν Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους εμφανίστηκαν ως υπέρμαχοι του ιερού των Δελφών, οι δε Φωκείς και οι σύμμαχοί τους, επειδή αγωνίζονταν για την αυτονομία της Φωκίδας, συνέχιζαν να ληστεύουν το ιερό. Αρχικά ο Φιλόμηλος νικούσε, στο δεύτερο, όμως, έτος (354) αιφνιδιάστηκε κοντά στην πόλη Νέωνα, νικήθηκε, αποκλείστηκε σε απόκρημνη τοποθεσία και, μην μπορώντας να φύγει, αυτοκτόνησε. Τον διαδέχτηκε ο Οινόμαχος, άνδρας ικανότατος. Στις μέρες του αναμίχθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά πράγματα ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς επέστρεψε από τη Θήβα στη Μακεδονία ο Φίλιππος. Όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Περδίκκας φονεύτηκε σε μάχη με τους Ιλλυριούς, ο Φίλιππος κατέλαβε αμέσως την εξουσία. Βρήκε τη Μακεδονία να απειλείται από παντού. Οι Ιλλυριοί, οι Παίονες, οι Αθηναίοι και οι Θράκες ή λήστευαν ή ετοιμάζονταν να κατακτήσουν τη χώρα ή ήθελαν άλλο βασιλιά. Κατόρθωσε τελικά, όμως, να επιβάλει την εξουσία του είτε με τους πολέμους είτε με δωροδοκίες είτε με υποσχέσεις. Αφού ο Φίλιππος έδιωξε από τη Μακεδονία τους Ιλλυριούς και υπέταξε τους Παίονες, στράφηκε στην κατάληψη των παραλίων της χώρας του, πολιτεύθηκε δε στην προσπάθειά του αυτή με πολλή επιτηδειότητα. Όταν είδε τους Αθηναίους να μπλέκονται στο συμμαχικό πόλεμο, κυρίευσε την Αμφίπολη. Για να καταπραΰνει τους Ολύνθιους, τους παρέδωσε την Ποτίδαια και άλλες περιοχές. Κυρίευσε την πλούσια σε μεταλλεία χρυσού περιοχή μεταξύ Νέστου και Στρυμόνα στη Θράκη. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν το 353 οι Αλευάδες της Θεσσαλίας, καταδυναστευόμενοι, ζήτησαν τη βοήθεια του Φιλίππου, ενώ οι αντίπαλοί τους υπό το Λυκόφρονα ζήτησαν τη βοήθεια των Φωκέων. Πρώτος εισέβαλε στη Θεσσαλία ο Φίλιππος. Κατέλαβε διάφορες περιοχές. Κινήθηκε εναντίον τους ο Λυκόφρονας, έχοντας και σημαντική δύναμη των Φωκέων με το Φάυλλο. Νικήθηκε και διώχθηκε από τη χώρα του. Στη συνέχεια, όμως, κατέφθασε ο Οινόμαχος που τον νίκησε και τον ανάγκασε να επιστρέψει στη Μακεδονία. Μετά ο Οινόμαχος ήρθε στη Βοιωτία και νίκησε τους Θηβαίους. Το 352 ο Φίλιππος εισέβαλε εκ νέου στη Θεσσαλία. Το ίδιο έκαμε και ο Οινόμαχος. Συνάφθηκε μάχη, κατά την οποία οι Φωκείς συντρίφτηκαν με απώλειες 6.000 ανδρών, στους οποίους και ο Οινόμαχος. Ο Φίλιππος σταδιακά έγινε κυρίαρχος της Θεσσαλίας. Πήρε ακόμα εκδίκηση για το ιερό των Δελφών και αναδείχτηκε υπερασπιστής της ελληνικής θρησκείας. Προσπάθησε να εισέλθει και στην κυρίως Ελλάδα, αλλ’ αποκρούστηκε από τους Αθηναίους που έσπευσαν να καταλάβουν τις Θερμοπύλες.


Ο καταστροφικός φωκικός πόλεμος συνεχιζόταν. Επεκτάθηκε μάλιστα και στην Πελοπόννησο. Τον Οινόμαχο διαδέχθηκε ο Φάϋλλος και αυτόν το 351 ο γιος τού Οινόμαχου Φάλαικος. Επ’ αυτού επιχειρήθηκε η λεηλασία και του ίδιου του ναού των Δελφών, της εστίας και του τρίποδα. Ταυτόχρονα οι Σπαρτιάτες επιχείρησαν να υποτάξουν και πάλι τους Μεσσήνιους, αλλ’ απέτυχαν.


6. Δημοσθένης και Φίλιππος Ενώ αυτά συνέβαιναν στην κεντρική και νότια Ελλάδα, ο Φίλιππος ετοιμαζόταν να γίνει ηγεμόνας όλης της Ελλάδας. Βρισκόμαστε στις τελευταίες μέρες του πρώτου Ελληνισμού. Αυτή ακριβώς τη στιγμή έμελλε, ως κύκνειο άσμα της ένδοξης και συγχρόνως θλιβερής αυτής περιόδου, ν’ ακουστεί στην Ελλάδα μια δυνατή κι ευγενική φωνή υπεράσπισης της ελληνικής αυτονομίας. Ήταν του Δημοσθένη. Ο Δημοσθένης πρέπει να γεννήθηκε κατά το 382 – 381 π.Χ. Ο πατέρας του Δημοσθένης ήταν πλούσιος. Το ίδιο και η μητέρα του Κλεοβούλη. Με αυτές τις προϋποθέσεις έτυχε ανάλογης γραμματικής και ρητορικής παιδείας. Ήταν αδύνατος και φιλάσθενος κατά το σώμα, αλλ’ όχι και στις πνευματικές ικανότητες. Έτσι εξηγείται και το επίγραμμα του ανδριάντα του: Είπερ ίσην ρώμην γνώμη, Δημόσθενες, είχες, Ούποτ’ αν Ελλήνων ήρξεν Άρης Μακεδών. Δάσκαλός του στη ρητορική ήταν κυρίως ο Ισαίος. Πολύ όμως ωφελήθηκε και από τη συναναστροφή και τις συνομιλίες του με τους Πλάτωνα και Ισοκράτη. Μεγάλη ήταν η ενασχόλησή του με τη μελέτη του Θουκυδίδη. Ο Δημοσθένης γνώριζε μεν την τέχνη του λόγου, αλλ’ ούτε την καθαρή φωνή του Αισχίνη είχε ούτε την ανεξάντλητη ετοιμότητα λόγου του Δημάδη. Η φωνή του ήταν αδύναμη, ο λόγος του ασαφής, η αναπνοή του ελλιπής. Κι όμως, ο Δημοσθένης με την ακατάβλητη θέλησή του κατάφερε να δαμάσει και να ξεπεράσει όλα αυτά τα μειονεκτήματα. Για να καταστεί τελικά το αιώνιο πρότυπο - υπόδειγμα του ρήτορα. Ως πολιτικός σύμβουλος της εκκλησίας του δήμου πρωτοεμφανίστηκε το 354 – 353 π.Χ., όταν εκφώνησε την «Περι των συμμοριών» δημηγορία του, εξ αφορμής της φήμης ότι ο Πέρσης βασιλιάς ετοιμάζεται να εκστρατεύσει και πάλι κατά της Ελλάδας. Το κυριότερο, όμως, ρητορικό και πολιτικό στάδιο άρχισε το 352 – 351, όταν εκφώνησε τον πρώτο του «Φιλιππικό» λόγο. Ο Φίλιππος μετά την αποτυχία του στις Θερμοπύλες δεν αδράνησε. Δίπλα στο ισχυρό του πεζικό συγκρότησε και αξιόλογο ναυτικό, με το οποίο λεηλατούσε τους συμμάχους και τις κτήσεις των Αθηναίων, αλλά και τα παράλια της Αττικής. Ακόμη, επιχείρησε την επέκταση, και παγίωση της κυριαρχίας του στη Θράκη. Το Νοέμβριο του 352 έφθασε στην Αθήνα η είδηση ότι πολιορκεί το Ηραίο τείχος, κοντά στη θρακική χερσόνησο. Τότε εκφωνήθηκε ο πρώτος «Φιλιππικός».


Για πολλούς ο Δημοσθένης ήταν ο τελευταίος υπερασπιστής του Ελληνισμού. Και είναι όντως αξιοθαύμαστη η φιλοπατρία και η αφιλοκερδεία του. Εντούτοις δεν κατάφερε να διακρίνει τη λαμπρή και μεγάλη τύχη που προετοίμασε για το ελληνικό έθνος η μακεδονική ηγεμονία, ούτε ποια καταστροφή το περίμενε αν αυτή η ηγεμονία δεν το ένωνε και δεν του άνοιγε νέους ορίζοντες. Και ο Δημοσθένης ονειρεύτηκε μια Ελλάδα ενωμένη με ηγεμόνα την Αθήνα, αλλά περιορίστηκε να βλέπει αυτή την ενότητα ως μια γενική ισορροπία των ελληνικών πόλεων. Αυτή η ισορροπία δεν ήταν παρά ο κατακερματισμός της Ελλάδας σε μικρά κράτη - πόλεις, χωρίς κανέναν ισχυρό πολιτικό δεσμό. Εκείνη τη στιγμή ούτε η Αθήνα ούτε η Σπάρτη ούτε κάποιος άλλος είχε τις προϋποθέσεις να διαδραματίσει τέτοιο ενωτικό ρόλο. Ρωτούν κάποιοι: Κι επειδή η Αθήνα, η Σπάρτη κι άλλες ελληνικές ηγεμονίες ήταν ανίσχυρες έπρεπε να υποκύψουν σε μια ξενική κυριαρχία; Ο Δημοσθένης για να περάσει τις ιδέες του, αποκαλούσε το Φίλιππο βάρβαρο, δηλ. μη Έλληνα. Η ελληνική καταγωγή, όμως, του Φιλίππου μαρτυρείται από πολλούς και είναι αναμφισβήτητη. Άλλωστε, σε λίγο ο γιος του Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του θα διέδιδαν στην Ασία την ελληνική γλώσσα, τους ελληνικούς θεσμούς, την ελληνική τέχνη, τον ελληνικό πολιτισμό γενικότερα. Ο Φίλιππος προσπάθησε να ενώσει τον Ελληνισμό, για να εκστρατεύσει κατόπιν στην Ασία. Ο Δημοσθένης, συνεπώς, καταπολεμώντας αυτή την προσπάθεια, στην ουσία αντιδρούσε στο μόνο τρόπο με τον οποίο το έθνος θα μπορούσε ακόμα να πρωταγωνιστήσει, και πέραν μάλιστα των ορίων του. Γιαυτό και απέτυχε ως πολιτικός οραματιστής.

7. Ο Φωκίωνας Στην Αθήνα όμως –και στην Ελλάδα γενικότερα– πολλοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν καταστροφικό τον πόλεμο κατά του Φιλίππου. Τέτοιος ήταν προπάντων ο Φωκίωνας. Γεννήθηκε το 402 π.Χ. Πρωτοεμφανίστηκε το 376 ως υποστράτηγος του Χαβρίου στη ναυμαχία της Νάξου. Εκλέχτηκε 45 φορές στο αξίωμα του στρατηγού και πάντοτε διέπρεψε. Ήταν και λαμπρός ρήτορας. Ηγήθηκε της αντίπαλης του Δημοσθένη παρατάξεως, υποστηρίζοντας ότι είναι ασύμφορος ο πόλεμος κατά του Φιλίππου. Έβλεπε την αδήριτη ανάγκη της ενώσεως της Ελλήνων υπό την ηγεμονία του Φιλίππου. Δεν ήταν φυσικά ο μόνος. Θερμός κήρυκας αυτής της ιδέας υπήρξε και ο Ισοκράτης.


8. Η άλωση της Ολύνθου Ο Δημοσθένης δεν κατόρθωσε να πείσει τους Αθηναίους να αναλάβουν πόλεμο κατά του Φιλίππου. Χρειάστηκαν αρκετοί μήνες για να στείλουν μια ασήμαντη δύναμη στη Χερσόνησο. Οι Ολύνθιοι υπήρξαν για πολύ φίλοι και σύμμαχοι του Φιλίππου. Αυτή την περίοδο, όμως, βλέποντας ότι κινδυνεύουν να πάθουν ό,τι και γείτονές τους, αποφάσισαν να έρθουν σε ρήξη μαζί του. Άσκοπα πάσχιζε ο Δημοσθένης να πείσει τους Αθηναίους να τους στείλουν βοήθεια. Το 350 ο Φίλιππος επιχείρησε να υποτάξει τους Ολύνθιους. Μόλις το 348 οι Αθηναίοι έστειλαν ενισχύσεις. Είτε όμως επειδή αυτές έφθασαν αργά, είτε διότι ήταν άσχημα οργανωμένες δεν κατόρθωσαν να σώσουν την πόλη. Στις αρχές του 347 η Όλυνθος έπεσε στα χέρια του Φιλίππου καθώς και άλλες 32 πόλεις της περιοχής.

9. Νέος ιερός πόλεμος Μετά την έκπτωση του Φάλαικου, αρχηγοί των Φωκέων αναδείχτηκαν οι Δεινοκράτης, Καλλίας και Σωφάνης. Αυτοί πολιόρκησαν τον Ορχομενό και την Κορώνεια. Έτσι αναγκάστηκαν οι Θηβαίοι να ζητήσουν βοήθεια από το Φίλιππο. Αυτός μαζί με τους Θεσσαλούς εισέβαλε στη Φωκίδα, την οποία κατέλαβε και αμέσως συγκάλεσε το αμφικτιονικό συνέδριο. Αυτό εξέδωσε δυο αποφάσεις: α) Όλες οι φωκικές πόλεις που συμμετείχαν στην ιεροσυλία να κατασκαφούν, οι κάτοικοί τους να μεταφερθούν και να προσφέρουν στο ναό κάθε χρόνο φόρο 60 ταλάντων ώσπου ν’ αποκατασταθούν οι λεηλασίες, και οι φυγάδες τους να θεωρούνται παντού μολυσμένοι. β) Οι δύο ψήφοι των Φωκέων στο συνέδριο περιέρχονται στο Φίλιππο. Έτσι το 346 ο Φίλιππος τιμώρησε την ιεροσυλία των Φωκέων. Οι Αθηναίοι αδράνησαν. Ο Φίλιππος δεν αρκέστηκε σ’ αυτά. Έβλεπε και στο νότο και στο βορρά. Το 344 προστάτευσε τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους από τις επιθέσεις των Σπαρτιατών. Το 341 πολιόρκησε στη Θράκη την Πέρινθο και το Βυζάντιο. Η βοήθεια που έστειλαν οι Αθηναίοι ήταν και πάλι ανεπαρκής. Ο αντιπαθής στρατηγός Χάρης που στείλανε δεν έγινε δεκτός από τους συμμάχους τους. Οι Αθηναίοι ήταν έτοιμοι να τους εγκαταλείψουν. Παρενέβη, όμως, ο Φωκίωνας και τους εμπόδισε. Ο δήμος έστειλε το Φωκίωνα. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία των πόλεων. Το 339 υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του.


10. Η μάχη της Χαιρώνειας Σ’ αυτό βρήκε σύμμαχό του τον Αθηναίο ρήτορα Αισχίνη. Αυτός προκάλεσε την καταδίκη από το αμφικτιονικό συνέδριο των Λοκρών της Άμφισσας επειδή γεώργησαν ιερή γη. Επειδή αυτοί δεν εκτελούσαν την απόφαση, κλήθηκε ο Φίλιππος να επιβάλει την απόφαση. Εισέβαλε στη Φωκίδα με 30.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Κατέλαβε την Άμφισσα και την Ελάτεια. Οι Αθηναίοι, με συμβουλή του Δημοσθένη, προσπάθησαν να συγκροτήσουν κοινή συμμαχία των Ελλήνων. Ο Φωκίωνας τους συμβούλεψε ν’ αποφύγουν τη σύγκρουση. Οι Αθηναίοι ετοιμάστηκαν γρήγορα για πόλεμο. Έχοντας μαζί τους τη Θήβα και μερικές άλλες πόλεις, στις 3 Αυγούστου του 338 έφθασαν στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας. Εκεί αντιπαρατάχθηκαν οι δύο στρατοί. Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ήταν περισσότεροι. Χάρη στην εξαίρετη τακτική του Φιλίππου και το εμπειροπόλεμό του ο μακεδονικός στρατός απέκτησε μεγάλη υπεροχή. Παρά τη γενναιότητά τους, οι αντίπαλοί του νικήθηκαν. Σ’ αυτή τη μάχη έπεσαν και οι 300 του ιερού λόχου των Θηβαίων, χωρίς να υποχωρήσει ούτε ένας. Κύριος αίτιος της νίκης υπήρξε ο γιος του Φιλίππου Αλέξανδρος, που κατατρόπωσε τους Θηβαίους. Μετά το θρίαμβό του στη Χαιρώνεια ο Φίλιππος έγινε κύριος όλης της Ελλάδας. Τιμώρησε αυστηρά τους Θηβαίους. Με τους Αθηναίους σύναψε επιεική ειρήνη, οι οποίοι τον αναγνώρισαν ηγεμόνα της Ελλάδας. Από τους Πελοποννήσιους μόνο η Σπάρτη δε θέλησε να υποταχθεί. Αναγκάστηκε ο Φίλιππος να εισβάλει στη Λακωνική και να ταπεινώσει τους Λακεδαιμόνιους. Ο Φίλιππος, όμως, δεν αρκούνταν στις δηλώσεις υποταγής των μεμονωμένων πόλεων. Ήθελε αυτή η αναγνώριση να γίνει πανηγυρικά. Γιαυτό συγκάλεσε στην Κόρινθο συνέδριο των πανελλήνων. Παρευρέθηκε και ο ίδιος. Αφού διακήρυξε ότι σχεδιάζει να στρατεύσει εναντίον του μεγάλου βασιλιά για να ελευθερώσει τους Έλληνες της Ασίας και να εκδικηθεί για την κατά της Ελλάδας επιδρομή του Ξέρξη, ανακηρύχθηκε παμψηφεί στρατηγός αυτοκράτορας της Ελλάδας. Μόνο η ψήφος της Σπάρτης έλειπε. Αλλ’ αυτή ήταν πλέον πολύ μικρή κι ασήμαντη. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ


1. Πίνδαρος, Σωκράτης, Αριστοτέλης Η ευλογημένη αυτή χώρα γέννησε μερικούς άνδρες που έμοιαζε ν’ ανήκουν σε άλλους κόσμους και σε άλλες κοινωνίες/εποχές. Ένας από αυτούς ήταν και ο Πίνδαρος. Στα ποιήματά του ελεεινολογεί τις ψυχές των ασεβών, που περιφέρονται στον Άδη και βασανίζονται, αντίθετα με εκείνες των ευσεβών που κατοικούν στον ουρανό. Θα μπορούσε να δει κανείς σ’ αυτόν και προφητικά στοιχεία για τη μελλοντική έλευση στον κόσμο του Σωτήρα του, γιατί προφανώς αυτόν αποκαλεί «μέγαν μακάρα» και όχι το μυθικό Δία. Ο Πίνδαρος ανήκει στα μέγιστα εκείνα πνεύματα που μοιάζουν με τις κορυφές των βουνών. Μετά τον Πίνδαρο έρχεται ο Σωκράτης, που υποστήριζε ότι καθοδηγείται από κάποια εσωτερική θεία φωνή, το περίφημο «δαιμόνιον». Να ήταν άραγε αυτή η φωνή προάγγελος της διδασκαλίας του Ναζωραίου; Ποτέ δεν μας το είπε καθαρά. Εκείνο που κήρυττε ήταν ότι οι θεοί δεν άφησαν τον άνθρωπο να βρει την αλήθεια για την αρχή του κόσμου και ότι η μόνη αξιόλογη φιλοσοφία είναι η έρευνα για τα κοινωνικά καθήκοντα και για τα δίκαια. Κατηγορήθηκε ότι εισάγει στην κοινωνία νέους θεούς, και αυτό ήταν μια καθαρή συκοφαντία. Ο Σωκράτης πρώτα – πρώτα ήταν αυστηρός τηρητής του νόμου και του καθήκοντος. Πήρε το μέρος των δικαζόμενων στρατηγών για την εκστρατεία των Αργινουσών

και αντιστάθηκε

στην τυραννία των Τριάκοντα. Αυτά ήταν στην ουσία τα «εγκλήματά» του που έφεραν την καταδίκη του σε θάνατο το 399 π.Χ. Προετοίμασε μεν τις ψυχές να δεχθούν μετά τέσσερις αιώνες τη θεία αποκάλυψη, αλλά δεν βρήκε το θάρρος ή δεν είχε το προφητικό χάρισμα να την προαναγγείλει. Ένας τρίτος από τους άνδρες της αρχαίας Ελλάδας που ξεπέρασαν τους συγχρόνους τους και την εποχή τους ήταν ο Αριστοτέλης. Αυτός ήταν που διακήρυξε την ανάγκη της πολιτικής ενότητας του Ελληνικού Έθνους, αλλά, δυστυχώς, το τόσο έξοχο αυτό έθνος δεν κατανόησε την ανάγκη της πολιτικής του ενότητας, όπως και τόσοι άλλοι της αρχαιότητας και σύγχρονοι. Αυτό που έκαναν δηλαδή οι φυλετικά συγγενείς των Ελλήνων, οι Ρωμαίοι. Οι δύο λαοί ακολούθησαν διαμετρικά αντίθετες πορείες. Η Ρώμη, μετά από μακροχρόνιους αγώνες, κυριάρχησε στην ιταλική χερσόνησο αρχικά, και μετά άπλωσε τα σιδερένια χέρια της και κυριάρχησε σ’ ολόκληρο τον αρχαίο ιστορικό κόσμο, την ώρα που η Σπάρτη και η Αθήνα δεν μπόρεσαν να ενώσουν σε μια πολιτεία τη μικρή Ελλάδα. (βλ. και σελ. … και …).


2. Αρχαίος Ελληνισμός και Ρωμαίοι Η μη επίτευξη της πολιτικής ενότητας του αρχαίου Ελληνικού Έθνους αποδόθηκε ή στο γεωγραφικό διαμελισμό της

χώρας ή σε κάποια εθνική ιδιαιτερότητα. Η

ιταλική χερσόνησος, όμως, δεν ήταν λιγότερο διαμελισμένη από την Ελλάδα. Από την άλλη, τη Σπάρτη και την Αθήνα το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν ποια θα κυριαρχήσει στην Ελλάδα, αδιαφορώντας για την ενότητά της. Και στην Ιταλία τα πράγματα δεν ήταν ευκολότερα για την ένωσή της. Εάν κατά της ηγεμονίας των Αθηνών ή της Σπάρτης εξεγείρονταν κατά καιρούς οι Αργείοι, οι Κορίνθιοι, οι Θηβαίοι, οι Ευβοείς, οι Σάμιοι, οι Χίοι κ.ά., το ίδιο συνέβαινε και κατά της Ρώμης από τους Ετρούσκους, τους Σαβίνους, τους Αίκουους, του Ουόλσκους, τους Σαμνίτες και τους Έλληνες της κάτω Ιταλίας. Ακόμη: οι μεν Σπάρτη και Αθήνα επιδίωκαν την ένωση των ομοφύλων και ομογλώσσων τους, η δε Ρώμη ομογενείς είχε μόνο τους Λατίνους. Άρα η Ρώμη χρειάστηκε να διεξάγει διπλούν αγώνα , αφ’ ενός για την καθυπόταξη των Ιταλικών εθνών και αφετέρου για τον εκλατινισμό τους. Άλλη είναι συνεπώς η εξήγηση αυτής της διαφορετικής στάσης απέναντι στην εθνική ενότητα, άσχετη με την αναζήτηση της αιτία της στη δήθεν ύπαρξη λαών και χώρών ανεπίδεκτων ενότητας. Η αρχαία Ελλάδα αναζήτησε την ενότητά της με τρόπους που την κατέστησαν απραγματοποίητη. Η Σπάρτη και η Αθήνα φιλοδοξούσαν να κυβερνήσουν την Ελλάδα με τους ολιγάριθμους πολεμιστές τους (9.000 είχε η πρώτη, 30.000 η δεύτερη). Ο γνωστότερος και σημαντικότερος αγώνας που διεξήγαγαν η Αθήνα και η Σπάρτη για την ενότητα του Ελληνικού Έθνους είναι ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Κράτησε ένα τέταρτο του αιώνα και χάθηκαν στη διάρκειά του άνδρες που θα τους ζήλευαν αρχικά μεν η Ρώμη, μεταγενέστερα δε η Αγγλία. Τέτοιοι ήταν από τους Αθηναίους μεν ο Περικλής, ο Νικίας, ο Δημοσθένης κι ο Φορμίωνας. Από τους Σπαρτιάτες δε ο Βρασίδας, ο Γύλιππος, ο Καλλικρατίδας και ο Λύσανδρος. Άσκοπες θυσίες. Επικράτησαν οι Σπαρτιάτες, αλλά ο θρίαμβός τους κράτησε πολύ λίγο και συνιδεύτηκε από την παρακμή, όπως είδαμε. Οι Ρωμαίοι αποδείχθηκαν πρακτικότεροι. Κι αυτοί πολέμησαν εναντίον των φυλών και των πόλεων της Ιταλίας και μάλιστα περισσότερο από τους Σπαρτιάτες και τους Αθηναίους. Μόνο που οι πρώτοι κατάλαβαν ότι θα διασφαλίσουν τη νίκη τους μόνο αν καταστήσουν Ρωμαίους πολίτες τους καλύτερους από τους αντιπάλους τους πολεμιστές, καθιστώντας τους έτσι μετόχους του κυριαρχικού δικαιώματος της πολιτικής

ενότητας,

αφαιρώντας

τους

τις αφορμές

για

μελλοντικές

επαναστάσεις. Έτσι, ο ρωμαϊκός στρατός από 20.000 που ήταν στο τέλος της βασιλείας έφθασε περί το τέλος της 5 ης εκατοεντηρίδας από κτίσεως Ρώμης τις 200.000. Αυτό οφειλόταν στην εκτεταμένη παραχώρηση των δικαιωμάτων του Ρωμαίου πολίτη στους λαούς της Ιταλίας.


Τι γινόταν την ίδια εποχή στην Ελλάδα; Στις αρχές του Ε΄ π.Χ. αι. οι Σπαρτιάτες ήταν 8.000. Επειδή έκαναν διαρκώς πολέμους και ταυτόχρονα δεν επέτρεπαν σε κανέναν άλλο Έλληνα να γίνει Σπαρτιάτης, στα τέλη του Δ΄ π.Χ. αι. απέμειναν 1.000 και στα μέσα του Γ΄ π.Χ. αι. 700. Την αποτροπή του τέλειου αφανισμού τους επιχείρησαν ο Άγις και ο Κλεομένης, τους πρόλαβε όμως ο Μακεδόνας βασιλιάς Αντίγονος που διόρισε το Βοιωτό Βραχύλλη «επιστάτη» της Σπάρτης. Ακολούθησαν οι αισχρές τυραννίδες του Μαχανίδα και του Νάβιδα. Η Αθήνα δεν ακολούθησε την πολιτική της Σπάρτης. Εδώ εύκολα οι μέτοικοι μεταπηδούσαν στην τάξη των ισοτελών (αυτών που είχαν τις ίδιες φορολογικές και δασμολογικές υποχρεώσεις) και στη συνέχεια στην τάξη των πολιτών. Έτσι, οι απώλειες από τους πολέμους αναπληρώνονταν. Μόνο που οι νέοι πολίτες διέφεραν κατά πολύ σε ήθος, στο σεβασμό στη νομιμότητα και συναίσθηση του βάρους της ιστορικής τους ευθύνης. Τρανό παράδειγμα η δίκη των Αθηναίων στρατηγών μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών, όπου συνέτριψαν τους Σπαρτιάτες του Καλλικρατίδα. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα τρόπαια του αθηναϊκού ναυτικού. Κι όμως ο θρίαμβος μετατράπηκε σε πένθος. Η έκθεση των στρατηγών έλεγε ότι ο πελοποννησιακός στόλος νικήθηκε κατά κράτος, έχασε 70 πλοία και το ναύαρχό του. Δυστυχώς, όμως, δεν κατάφεραν οι Αθηναίοι στρατηγοί να περισυλλέξουν τους νεκρούς τους και τους ναυαγούς εξαιτίας του δυνατού ανέμου και της μεγάλης τρικυμίας. Οι δημαγωγοί, όμως, αγνόησαν τη μεγάλη νίκη και κατηγόρησαν τους στρατηγούς για παράβαση καθήκοντος. Η συνέλευση του δήμου, πριν εξετάσει τα γεγονότα, καθαίρεσε τους στρατηγούς και διέταξε να γυρίσουν στην Αθήνα. Οι δύο από τους οκτώ στρατηγούς, ξέροντας τι τους περιμένει, δε γύρισαν. Οι υπόλοιποι έξι εμφανίστηκαν στη βουλή για να λογοδοτήσουν. Συζήτηση δεν έγινε, αλλά με πρόταση ενός βουλευτή, του Τιμοκράτη, η βουλή διέταξε τη σύλληψη και την παράδοσή τους στο δήμο. Εκεί ακούστηκαν εναντίον τους κατηγορίες από πολλούς, αλλά αυτοί με τις απολογίες τους και τις μαρτυρίες των κυβερνητών των πλοίων απέδειξαν ότι η τρικυμία ήταν τέτοια που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Νύχτωσε κι αποφασίστηκε η εξέταση της υπόθεσης σε άλλη συνεδρίαση, αφού πρώτα η βουλή καθορίσει τον τρόπο εκδίκασης της υπόθεσης. Η βουλή αντ’ αυτού, και μετά από πρόταση του Καλλιξένη, αποφάσισε ότι δεν υπήρχε λόγος να ξαναπάει η υπόθεση στην εκκλησία του δήμου. Δεν απέμενε παρά να στηθούν για κάθε φυλή δύο κάλπες, και στη μια να ρίχνουν τις αθωωτικές και στην άλλη τις καταδικαστικές ψήφους. Επρόκειτο για μια αυθαιρεσία και για παραβίαση του ψηφίσματος του Καννωνού, που όριζε ότι έπρεπε να γίνεται χωριστή ψηφοφορία για κάθε κατηγορούμενο και όχι μια ψήφος για όλους τους κατηγορούμενους. Εν προκειμένω τουλάχιστον ο στρατηγός Λυσίας ήταν αποδεδειγμένα αθώος, αφού υπήρξε και ο ίδιος ναυαγός.


Το θέμα ήρθε και πάλι στη συνέλευση. Μερικοί από τους πολίτες ισχυρίστηκαν ότι η καταγγελία του Καλλιξένη ήταν παράνομη. Το πλήθος όμως φώναζε: «αλίμονο σ’ εκείνον που δε θ’ αφήσει το λαό να κάμει ό,τι θέλει». Ο δημοκόπος Λυκίσκος φοβέρισε τους αντιρρησίες πως κινδύνευαν να έχουν την τύχη των στρατηγών. Ο λαός τον επικρότησε. Τότε μερικοί από τους Πρυτάνεις τόλμησαν να πουν ότι δε θα προτείνουν την εκδίκαση μιας παράνομης υπόθεσης. Ο Καλλίξενος τους απείλησε με όσα είπε ο Λυκίσκος. Τότε όλοι σώπασαν εκτός από έναν, το Σωκράτη, που πήρε το μέρος των Στρατηγών. Προσπάθησε και ο Ευρυπτόλεμος, γιος του Πεισιάνακτα, να υπερασπιστεί τους κατηγορούμενους, προειδοποιώντας τον έξαλλο όχλο να προσέξει μήπως γίνει υπερασπιστής των Λακεδαιμόνιων καταδικάζοντας παράνομα τους νικητές τους. Χαμένα λόγια. Η συνέλευση καταδίκασε σε θάνατο και τους οκτώ αλλά εκτελέστηκαν οι έξι παρόντες. Για να καταφανεί το μέγεθος του εγκλήματος των αρχαίων Αθηναίων πρέπει να το αντιπαραβάλει κανείς με μια ανάλογη περίπτωση του 17 ου αι. μ.Χ., εκείνη του Άγγλου λόρδου Clive, του δημιουργού του αχανούς αγγλικού κράτους των Ινδιών. Καταχράστηκε τεράστια ποσά εκεί. Μετά από πολύχρονη διαδικασία, η αγγλική βουλή τον αθώωσε, επειδή «ο λόρδος Clive προσέφερε συγχρόνως εις την πατρίδα του μεγάλας αναμφισβητήτως υπηρεσίας».


3. Θλιβερές συνέπειες από την έλλειψη εθνικής ενότητας των Ελλήνων Πολλές και βαριές ήταν οι συνέπειες από την αδυναμία του Ελληνισμού να ενωθεί. Κατά την επιδρομή του Ξέρξη κατά της Ελλάδας οι Ίωνες της Μ. Ασίας, οι Δωριείς και οι Ελλησπόντιοι αποτέλεσαν σημαντικό τμήμα του στόλου του. Αντίθετα, από τα ισχυρά ελληνικά κέντρα της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας η μόνη βοήθεια που προσφέρθηκε ήταν ένα μόνο πλοίο των Κροτονιατών που ήρθε στη Σαλαμίνα. Και ακόμη: από την Πελοπόννησο βοήθησαν μόνο οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αρκάδες, οι Ηλείοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι και οι Ερμιονείς. Από τα Ιόνια νησιά πήραν μέρος μόνο οι Λευκάδιοι και οι Κεφαλλήνες, από τη δυτική Στερεά οι Ανακτόριοι και οι Αμπρακιώτες, από την ανατολική μόνο οι Αθηναίοι, οι Μεγαρείς, οι Θεσπιείς και οι Πλαταιείς. Από τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και τα γειτονικά τους ενδιάμεσα μικρά έθνη ή κανένα δε συμμετείχε ή συντάχθηκαν με τον εχθρό. Από τα ανατολικά νησιά βοήθησαν μόνο οι Στυρείς, οι Κίθνιοι, οι Κείοι, οι Αιγινήτες, οι Νάξιοι, οι Μήλιοι, οι Σίφνιοι και οι Σερίφιοι. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στον αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας μας από τους Τούρκους. Πολλές ήταν οι περιοχές που απουσίασαν από αυτόν ελλείψει εθνικής ενότητας: «Αυτά που συμβαίνουν εκεί δε μας αφορούν! Ας τα βγάλουν μόνοι τους πέρα…..» Υπάρχουν και χειρότερα παραδείγματα για το πού οδηγεί η έλλειψη εθνικής ενότητας. Μόλις από τις αρχές του Δ΄ π.Χ. αι. η Αθήνα υπό τον Κόνωνα συμμάχησε με τους Πέρσες για να καταλύσει το κράτος της Σπάρτης. Ο Κόνωνας σε σύμπραξη με τον Πέρση Φαρνάβαζο, αφού κατέστρεψαν στην Κνίδο το στόλο των Λακεδαιμόνιων, έφθασαν στην Κόρινθο όπου οι Αθηναίοι συγκρούονταν με τους συμμάχους της Σπάρτης. Εκεί ο Φαρνάβαζος βεβαίωσε τους Αθηναίους ότι έχουν την εύνοια του Πέρση βασιλιά και τους κατέβαλε αρκετά χρήματα. Και το ακόμα χειρότερο: σε λίγο η Σπάρτη και η Αθήνα, αφού είδαν ότι καμιά δε θα μπορούσε να κυριαρχήσει στην Ελλάδα, δέχθηκαν τον Πέρση βασιλιά ως επιδιαιτητή των διαφορών τους! Αυτός πρόσφερε τις «καλές του υπηρεσίες» ώσπου έλαβε ως ανταμοιβή τις ελληνικές πόλεις της Ασίας, τις Κλαζομενές και την Κύπρο!…. Γιαυτό σε λίγο οι εμφύλιοι πόλεμοι θα επαναλαμβάνονταν. Για να ολοκληρωθεί έτσι η ηθική και πολιτική διαφθορά του Έθνους. Αυτή η διαφθορά έδειξε το πρόσωπό της πολύ σύντομα, στη διάρκεια του ιερού πολέμου. Κατ’ αυτόν αρπάχτηκαν όλα τ’ αφιερώματα που υπήρχαν στο Ιερό των Δελφών. Τα περισσότερα απ’ αυτά χρησιμοποιήθηκαν για δωροδοκίες

των αρχόντων των Αθηναίων, των

Θεσσαλών, του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου και της συζύγου του, των εφόρων και των πρόκριτων. Τα υπόλοιπα σπαταλήθηκαν στις ερωμένες των στρατηγών και των άλλων ισχυρών ανδρών της Φωκίδας. Αυτή την πολυπόθητη και σωτήρια ενότητα του Ελληνισμού πέτυχαν, εν μέρει τουλάχιστο, οι Μακεδόνες με τους άξιους και οραματιστές ηγέτες Φίλιππο και – προπάντων – Αλέξανδρο, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.



ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

ΔΥΟ ΑΙΩΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΔΙΑΤΡΕΧΟΥΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Οι Ε΄ και Δ΄ ελληνικοί αιώνες π.Χ. έμειναν στην παγκόσμια ιστορία των πολιτισμών ως «κλασικοί χρόνοι» και τα προϊόντα του ελληνικού πνεύματος αυτής της περιόδου ως «κλασικός πολιτισμός» ή –με μια ευρύτερη διάσταση– «αρχαίος ελληνικός πολιτισμός». Αυτοί οι όροι κλείνουν μέσα τους τόσο και τέτοιο πλούτο, τόσα και τέτοια δημιουργήματα του πνεύματος στις πιο ακραίες του εκφράσεις και πτήσεις, που είναι αδύνατο να περικλειστούν σε μια κατ’ ανάγκη συντετμημένη ιστορική αναφορά. Ούτε καν λογιστική καταγραφή της ποικιλίας και της πολλαπλότητας αυτού του συσσωρευμένου πνευματικού θησαυρού είναι δυνατή εδώ. Θα περιοριστούμε, κατ’ ανάγκη, στη συνέχεια στην παράθεση των πλέον αναγκαίων πληροφοριών γύρω από ορισμένες πτυχές αυτού του εκπάγλου ωραιότητας κι ανυπέρβλητης αξίας πολιτισμού.

Α΄ ΘΕΑΤΡΟ - ΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΥΣΙΚΗ Για την πορεία εξέλιξης της θεατρικής τέχνης πριν από τον Ε΄ αι. π.Χ. οι πληροφορίες είναι από ανύπαρκτες έως ελάχιστες. Ίσως τα πρώτα σπέρματά της να βρίσκονται στις διάφορες θρησκευτικές εορτές που είχαν λαϊκή απήχηση, κυρίως στην ύπαιθρο. Οπωσδήποτε, όμως, με τα Μεγάλα Διονύσια συνδέεται η εμφάνιση του δράματος. Πάντως στο 534 π.Χ. τοποθετείται η πρώτη επίσημη παράσταση δράματος και στο 472 π.X. έχουμε την εμφάνιση του πρώτου ακέραιου κειμένου δράματος. Οι θεατρικές μορφές που κυριάρχησαν στην αρχαιότητα ήταν η τραγωδία-δράμα και η κωμωδία - σάτιρα.


ΤΡΑΓΩΔΙΑ Βασική πηγή πληροφοριών για το θεατρικό αυτό είδος είναι η «Ποιητική» του Αριστοτέλη. Κατά τον Αριστοτέλη, λοιπόν, η τραγωδία: α) ξεκίνησε από το επίπεδο των

αυτοσχεδιασμών·

β)

δημιουργήθηκε

από

τους

«εξάρχοντες»

του

διθυράμβου»· γ) πέρασε από μια εξελικτική διαδικασία ώσπου να διαμορφωθεί στο γνωστικό μας άρτιο ποιητικό είδος· δ) με την εισαγωγή του διαλόγου απέκτησε το μετρικό της όργανο, και ε) ολοκληρώθηκε τεχνικά με την προσθήκη τρίτου προσώπου στο διάλογο. Πρόδρομος της τραγωδίας υπήρξε το λυρικό ποιητικό είδος του διθυράμβου, με κύριο εκφραστή εν προκειμένω το Μηθύμνιο κιθαρωδό Αρίωνα (ΣΤ΄ αι.). Ο Αριστοτέλης συνδέει τη γένεση της τραγωδίας, έμμεσα, με τη λατρεία του Διονύσου, με την οποία συνδέεται και ο διθύραμβος. Η σύνδεση της τραγωδίας με το διονυσιακό διθύραμβο προκύπτει και από την πιθανότερη ετυμολόγηση των όρων τραγωδία και τραγικός: τράγος + ωδή. Και τούτο διότι η απαγγελία αυτών των ποιημάτων γινόταν από ένα χορό σατύρων που λέγονταν τράγοι, είτε διότι έφεραν τη μορφή τράγων είτε διότι χόρευαν για να πάρουν ως αμοιβή έναν τράγο. Άρα στην αρχική της μορφή της η τραγωδία ήταν μια σύνθεση καθαρά λυρική, που η ερμηνεία της, όμως, προϋπέθετε το χορό και τη μιμική. Η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτή τη μορφή και την κλασική τραγωδία είναι πολύ μεγάλη. Το αποφασιστικό βήμα έγινε στην Αττική με πρωταγωνιστή το Θέσπι, ένα αμφίβολη ιστορικότητας πρόσωπο. Κατά τον Αριστοτέλη ο Θέσπις πρόσθεσε στους διονυσιακούς διθυράμβους «πρόλογο» και «ρήσι», στοιχεία πιο θεατρικά, που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στα χορικά κομμάτια και κάνανε το ποίημα πιο αφηγηματικό, κατάλληλο για το μύθο της τραγωδίας. Η απώτερη προέλευση των χορικών είναι δωρική. Είναι αυτονόητο ότι οι αρχικές μορφές της τραγωδίας ήταν άτεχνες. Στους πρωτοπόρους αυτής της περιόδου αναφέρονται οι Χοιρίλος και Φρύνιχος. Από το «πάριο Μάρμαρο» (μια επιγραφή του 3ου π.Χ. αι.) πληροφορούμαστε ότι ο Θέσπις, το 535/34 π.Χ., στη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων νίκησε και πήρε ως έπαθλο έναν τράγο, εγκαινιάζοντας ίσως την επίσημη εισαγωγή της τραγωδίας στη γιορτή. Ο Φρύνιχος ήταν ένας καινοτόμος ποιητής. Μία από τις καινοτομίες του είναι η παρουσίαση γυναικείων προσώπων. Και μια άλλη πρωτοπορία του: σε δύο τουλάχιστο περιπτώσεις άντλησε τα θέματά του όχι από τη μυθολογία, αλλά από την άμεση ιστορική πραγματικότητα. Πρόκειται για τα έργα του «Μιλήτου άλωσις» και «Φοίνισσες» (προπομπός και πρότυπο για τους «Πέρσες» του Αισχύλου).


ΣΑΤΥΡΙΚΟ ΔΡΑΜΑ Πρόκειται για δραματικό είδος συγγενικό με την τραγωδία. Διαφέρει δε από αυτήν λόγω της παρουσίας ενός χορού σατύρων, οι οποίοι δεν εκπροσωπούσαν μόνο το διονυσιακό στοιχείο, αλλά δημιουργούσαν με τη βωμολοχία, την αφέλεια και τον αχαλίνωτο ερωτισμό μια ατμόσφαιρα κεφιού. Έγινε έτσι το σατυρικό δράμα ο αντίποδας της τραγωδίας: απέναντι στην οδυνηρή εμπειρία αυτής αντιπαρέθετε μια καταπραϋντική κάθαρση. Γιαυτό και μετά την παράσταση τριών τραγωδιών παρουσιαζόταν και ένα σατυρικό δράμα. Εξάλλου, πέρα από τις άλλες συγγένειες, και τα δύο θεατρικά είδη αντλούσαν τα θέματά τους από την ίδια δεξαμενή, τη μυθολογία. Το σατυρικό δράμα έχει ως κοιτίδα την Πελοπόννησο απόπου ήρθε ατελές στην Αττική, όπου και τελειοποιήθηκε με σημαντική επίδραση της τραγωδίας. Αυτή δε η μετακίνησή του οφείλεται –κατά πάσα πιθανότητα– στον ποιητή Προτίνα, ο οποίος συντέλεσε και στη διαμόρφωσή του και την εισαγωγή του στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων. ΚΩΜΩΔΙΑ Είναι μεταγενέστερο της τραγωδίας θεατρικό είδος. Εντάχθηκε στις εκδηλώσεις των Μεγάλων Διονυσίων το 486 π.Χ. Το αρχαιότερο ακέραιο δείγμα του είδους είναι οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη (πρώτη παράσταση το 426 π.Χ.). Γιαυτό σ’ αυτόν ανάγεται ουσιαστικά η αρχή της ιστορίας της Κωμωδίας. Για την πριν περίοδο οι πληροφορίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μπορεί η κωμωδία να δέχθηκε πολλές επιδράσεις από την τραγωδία, αλλά έχουν και σημαντικές διαφορές, όπως: α) η κωμωδία αντλούσε συνήθως τα θέματά της από την τρέχουσα πραγματικότητα, γιαυτό και λειτουργούσε αμεσότερα· β) ως προς τη μορφή, στη μεν τραγωδία παρατηρείται μια τάση για συνοχή, η κωμωδία χαρακτηρίζεται από μια χαλαρότητα στη διάρθρωση, μια τάση αυτοσχεδιασμού. Στοιχεία της κλασικής κωμωδίας που τη συνδέουν με προγενέστερες περιόδους και προδραματικά στάδια: α) ο χορός, β) η αμφίεση των κωμικών ερμηνευτών μοιάζει μ’ εκείνη των χορευτών σε παραστάσεις αγγείων του ΣΤ’ αι., είτε ανθρώπων είτε θηριομορφικών, γ) ο «αγών» (κωμική αναμέτρηση δύο αντιπάλων) και η «επιρρηματική συζυγία» (ο συνδυασμός λυρικών και διαλογικών μέτρων).


ΤΑ ΘΕΑΤΡΑ Αρχικά οι παραστάσεις γίνονταν στο ύπαιθρο ενώπιον λίγων θεατών. Πολύ σύντομα, όμως, και καθώς το θέαμα βελτιωνόταν οι ενδιαφερόμενοι να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις πολλαπλασιάστηκαν. Καθώς δε παρακολουθούσαν όρθιοι την παράσταση δημιουργούνταν θόρυβος, διαγκωνισμοί για κατάληψη καλύτερης θέσης, και αταξία. Έτσι προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας και μεγάλων και κατάλληλων χώρων όπου και οι συνθήκες παρακολούθησης θα βελτιώνονταν και η χωρητικότητα θα μεγάλωνε και οι σκηνικές κ.ά. απαιτήσεις των παραστάσεων θα ικανοποιούνταν. Κατασκευαστικά πρότυπα για θεατρικά οικοδομήματα δεν υπήρχαν. Εξ όσων γνωρίζουμε το πρώτο θέατρο του κόσμου κατασκευάστηκε στην Αθήνα, μέσα στο ιερό του Διονύσου Ελευθερέως, κάτω από την Ακρόπολη, στα νότια· η κατασκευή του άρχισε περί τα μέσα του Ε΄ αι. π.Χ. και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 340, επί άρχοντος Λυκούργου. Ήταν χωρητικότητας 17.000 θεατών. Στην αρχική του μορφή ήταν ξύλινο. Με βάση έμμεσων πληροφοριών και την αξιοποίηση των σκηνοθετικών αναγκών των θεατρικών έργων της εποχής –αφού αυτούσια περιγραφή του θεάτρου δεν υπάρχει– μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής ως προς την αρχιτεκτονική του θεάτρου: α) περιείχε εξ αρχής τα τρία βασικά αρχιτεκτονικά μέρη: την «ορχήστρα» (ένα κυκλικό αλώνι για τις κινήσεις του χορού), τη «σκηνή» (ένα επίμηκες κτίσμα για αλλαγές υποκριτών) και το «θέατρο» ή «κοίλον» (οι θέσεις των θεατών)· β) άλλο τμήμα του θεάτρου, πολύ σημαντικό, ήταν η σκηνή: ένα απλό επίμηκες οικοδόμημα από ξύλο, στηριγμένο σε γερά θεμέλια· αυτός ο τύπος της σκηνής διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του Δ’ αι.· παράλληλα προς αυτή υπήρχε στα νότια και μια άλλη εφαπτομένη της ορχήστρας· γ) μια παραλληλόγραμμη στοά, ανάμεσα στον αρχαϊκό ναό του Διονύσου και στο θέατρο. Αυτά ήταν τα μέρη και όλων των άλλων αρχαίων θεάτρων. Για τις ανάγκες δε των παραστάσεων υπήρχαν και πολλά μηχανικά μέσα. Αυτά ήταν: Οι «περίακτοι», οι «χαρώνειοι κλίμακες», η «κράδη» ή «αιώρημα», η «εξώστρα» ή «εκκύκλημα» και το «βροντείον». Μετά τον Δ’ αι. σημειώθηκαν πολλές κατασκευαστικές αλλαγές στα θέατρα, και ως προς την αρχιτεκτονική τους και ως προς τα υλικά κατασκευής τους. Άλλα αρχαία θέατρα: α) της Επιδαύρου: κτίστηκε περί το 350 π.Χ., χωρητικότητας 17.000

θέσεων·

είναι

το

καλύτερα

σωζόμενο

αρχαίο

θέατρο·

β)

της

Μεγαλοπόλεως, γ) του Άργους, δ) της Δωδώνης, ε) του Ωρωπού, στ) της Εφέσου στη Μ. Ασία, 30.000 θέσεων, ζ) των Δελφών (του Ε΄ π.Χ. αι.) κ.ά.


Πέρα, όμως, από τα κυρίως θέατρα υπήρχαν και τα λεγόμενα «Ωδεία», τα οποία αρχικά χρησιμοποιούνταν για τους μουσικούς αγώνες των ραψωδών και κιθαρωδών. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει το γνωστό και περίφημο «Ηρώδειο» κάτω από την Ακρόπολη, το μεγαλύτερο και καλύτερα σωζόμενο. Κτίστηκε το Β΄ μ.Χ. αι., από τον Αθηναίο ρήτορα Ηρώδη τον Αττικό εις μνήμην της συζύγου του Ρηγίλης. Χωρητικότητας 6.000 θέσεων.


ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΙ – ΤΡΑΓΩΔΟΙ 1. Αισχύλος: Γεννήθηκε στην Ελευσίνα το 525 π.Χ. και πέθανε στη Γέλα της Σικελίας το 456. Έγραψε περί τα 90 έργα. Πρωτοεμφανίστηκε επί σκηνής το 500 π.Χ. Την πρώτη από τις 12 θεατρικές του νίκες κέρδισε το 486 π.Χ. Από τα έργα του σώζονται μόνο τα 7: α) «Προμηθεύς Δεσμώτης», β) «Επτά επί Θήβας», γ) «Πέρσαι», δ) «Ικέτιδες», ε) «Αγαμέμνων», στ) «Χοηφόροι» και στ) «Ευμενίδες». Πολλά από τα έργα του είχαν τριλογική ή τετραλογική μορφή. Από τις γνωστότερες τριλογίες του είναι η θηβαϊκή («Λάιος», «Οιδίπους» και «Σφίγξ») και η Ορέστεια («Αγαμέμνων», «Χοηφόροι» και «Ευμενίδες»). Είκοσι από τα έργα του ανήκουν στην κατηγορία των σατυρικών δραμάτων. Πολλών απολεσθέντων έργων του σώθηκαν αποσπάσματα. Από τις σημαντικότερες καινοτομίες στο θέατρο που του αποδίδονται είναι: α) η προσθήκη του δεύτερου υποκριτή, ενός ακόμη προσώπου δηλαδή στα διαλογικά μέρη που προετοίμασε το έδαφος για τη δημιουργία σκηνών με ατομικές συγκρούσεις· β) η εύρεση της τραγικής τριλογίας. Θεωρείται ο θεμελιωτής της κλασικής τραγωδίας. 2. Σοφοκλής (496-405 π.Χ.): Γιος του Σοφίλου. Γεννήθηκε στο δήμο του Ιππίου Κολωνού. Ακολούθησε τα ίχνη του Αισχύλου. Πρωτοεμφανίστηκε ως τραγικός ποιητής το 468 π.Χ. με το έργο του «Τριπτόλεμος». Έγραψε συνολικά 123 έργα, νίκησε 20 φορές σε δραματικούς αγώνες, πήρε πολλές δεύτερες νίκες και καμία τρίτη. Σώθηκαν μόνο 7 από τις τραγωδίες του: Αίας, Ηλέκτρα, Οιδίπους Τύραννος, Αντιγόνη,

Τραχίνιαι,

Φιλοκτήτης

και

Οιδίπους

επί

Κολωνώ)

και

πολλά

αποσπάσματα από τα απολεσθέντα. Έγραψε και αυτός σε μορφή τριλογιών και τετραλογιών. Μία από τις τετραλογίες του ονομαζόταν «Τηλέφεια». Έδωσε μια περαιτέρω ώθηση στη μορφή της τραγωδίας που παρέλαβε από τον Αισχύλο. Ανάμεσα στις καινοτομίες που επέφερε είναι η αύξηση του αριθμού των χορευτών από 12 σε 15, η προσθήκη και τρίτου υποκριτή και η απόσπαση του ήρωα από το χορό. Πέρα απ’ αυτά ο Σοφοκλής ασχολήθηκε και θεωρητικά με τα προβλήματα του θεάτρου στο έργο του «Περί χορού». 3. Ευριπίδης: Γεννήθηκε στο δήμο Φλυείας/Φλύας της Αθήνας το 484/480 π.Χ. Γιος του Μνησάρχου/Μνησαρχίδη και της Κλειτούς. Πέθανε το 406 π.Χ. στην Πέλλα, πρωτεύουσα της Μακεδονίας, όπου είχε προσκληθεί από το βασιλιά Αρχέλαο μαζί με άλλους καλλιτέχνες, για να βοηθήσει τον αναπτυσσόμενο και εκεί ελληνικό πολιτισμό και να ψάλει τα κατορθώματα του βασιλιά.


Την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στο ποιητικό προσκήνιο έκαμε το 455 π.Χ. με το έργο του «Πελιάδες». Από το έτος αυτό μέχρι το 438 που εμφάνισε το «Άλκηστις», το αρχαιότερο από τα σωζόμενα έργα του, δε γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για τον ποιητή. Η επόμενη 10ετία ήταν η κορυφαία της δραματουργικής του δημιουργίας. Έγραψε 88 τραγωδίες ή 22 τετραλογίες. Από αυτές σώθηκαν ολόκληρες μόνο οι εξής: 1) «Άλκηστις» (διδάχθηκε το 438 π.Χ.), 2) «Μήδεια» (διδάχθηκε το 431), 3) «Ηρακλείδαι» (πρώτη παράσταση το 430), 4) «Ιππόλυτος» (πρώτη παράσταση το 428), 5) «Ανδρομάχη» (πρώτη παράσταση το 420 ή 417), 6) «Εκάβη» (πρώτη παράσταση το 425), 7) «Ικέτιδες»: το όνομά τους προέρχεται από το χορό, που αποτελείται από τις μητέρες των Αργείων λοχαγών, οι οποίοι έπεσαν προ των Θηβών (πρώτη παράσταση το 420 ή 421), 8) «Ηρακλής» (πρώτη παράσταση μεταξύ 421 και 416), 9) «Ίων» (πρώτη παράσταση το 419 ή 418), 10) «Τρωάδες»: αποτελούσε τριλογία με τις χαμένες τραγωδίες «Αλέξανδρος» και «Παλαμήδης» (διδάχθηκαν το 415), 11) «Ηλέκτρα» (πρώτη παράσταση το 413), 12) «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» (πρώτη παράσταση το 412), 13) «Ελένη» (πρώτη παράσταση το 412), 14) «Ορέστης» (πρώτη παράσταση το 408). Η τελευταία τραγωδία που ο Ευριπίδης παρέστησε στην Αθήνα ζων και 15) «Βάκχαι»: Διδάχθηκε το 405 από το γιο του ποιητή, μετά το θάνατό του. Υπάρχουν και δύο έργα που δε θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν ευθέως ή εξ ολοκλήρου ή ασφαλώς στον Ευριπίδη: 1) «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι»: Δεν έφθασε σ’ εμάς ως έργο έτοιμο για παράσταση. 2) «Ρήσος»: Εκφράζονται σοβαρές αντιρρήσεις αν είναι έργο του Ευριπίδη ή μεταγενέστερο. Ο Ευριπίδης είναι ο μεγαλύτερος καινοτόμος στο χώρο της τραγωδίας. Οι κυριότερες από τις καινοτομικές του παρεμβάσεις είναι: α) Εισήγαγε τους προλόγους: ένας θεός ή ήρωας στη σκηνή διηγείται μονολογώντας βιογραφικά του στοιχεία κτλ. β) Εισήγαγε τον «από μηχανής θεό». Με το εφεύρημα αυτό κλείνει το δράμα. Με αυτό δίδεται διέξοδος στην πορεία του δράματος. γ) Τρίτη καινοτομία είναι η θέση του χορού στο δράμα. Από τον Ευριπίδη ο χορός υποβαθμίζεται. Από ρόλο παρεμβατικό και εξισορροπητικό ανάμεσα στις αντίπαλες αξιώσεις που έπαιζε πριν με αποτέλεσμα τελικό τη συνδιαλλαγή και ειρήνευση των ανταγωνιζομένων, τώρα ο χορός εκφράζει προσωπικές γνώμες του ποιητή, συχνά ελάχιστα σχετικές με την υπόθεση του δράματος ή τον μεταβάλλει σε πιστό εταίρο και συνένοχο του πρωταγωνιστή. Ο Ευριπίδης θεωρείται, δίκαια, ο μέγιστος των τραγικών. Με αυτόν κλείνει ο κύκλος των μεγάλων τραγωδών. Ο Ευριπίδης χαρακτηρίστηκε «ο από σκηνής φιλόσοφος» εξαιτίας των βαθύτατων ιδεών που περνάει μέσα από τα έργα του. Σημαντική ήταν η επίδραση που δέχτηκε από τη σοφιστική φιλοσοφία. Έντονο είναι, επίσης, στο έργο του το μισογυνικό του στοιχείο.


Άλλες μορφές ποίησης (λυρική, επική κτλ.) δεν έχουν αξιόλογη παρουσία κατά την περίοδο αυτή, όπως συνέβη κατά τους αμέσως προηγούμενους δύο αιώνες, κατά τους οποίους ήκμασαν. ΚΩΜΩΔΙΑ Και μόνο στο άκουσμα αυτού του έργου ο νους μας πάει κατευθείαν στον πατριάρχη και πρωθιερέα του είδους, το μεγάλο Αριστοφάνη. Κι όμως, δεν ήταν ο πρώτος διδάξας. Πριν απ’ αυτόν υπήρξαν αρκετοί και σημαντικοί υπηρέτες του θεατρικού αυτού είδους, όπως ο Μάγνητας, ο Κρατίνος, ο Εύπολις (446-411 π.Χ.) κ.ά. Αναντίρρητα με τον Αριστοφάνη η κωμωδία έφθασε στην αποθέωσή της, στην ανυπέρβλητη τελειότητα. Ακόμα και σήμερα τα έργα του έχουν μια καταπληκτική επικαιρότητα και παρακολουθούνται μ’ ενδιαφέρον. Για τη ζωή του Αριστοφάνη δε γνωρίζουμε πολλά. Γεννήθηκε περί το 445 και πέθανε το 385. Πρέπει να συνδεόταν με την Αίγινα, όπου είχε κτήματα. Συντηρητικός και ειρηνόφιλος. Σατίρισε καυστικά όλους σχεδόν τους σημαίνοντες άντρες της εποχής του (ιδιαίτερα μάλιστα τους δημαγωγούς με τους οποίους ήταν πολύ σκληρός), αλλά και πολλά φαινόμενα κοινωνικής παρακμής. Μέχρι τους Αλεξανδρινούς έφθασαν 44 από τα έργα του· από αυτά διασώθηκαν ως εμάς πλήρη μόνο 11 (σε παρένθεση το έτος πρώτης εμφάνισής τους και η αφορμή): 1) «Αχαρνής» (425), 2) «Ιππής» (στα Λήναια το 424), 3) «Νεφέλαι» (στα Διονύσια, το 423), 4) «Σφήκες» (Λήναια, το 422), 5) «Ειρήνη» (στα Διονύσια, το 421), 6) «Όρνιθες» (στα Διονύσια, το 414), 7) «Λυσιστράτη» (στα Λήναια, το 411), 8) «Θεσμοφοριάζουσαι» (το 411), 9) «Πλούτος» (388), 10) «Βάτραχοι» (405) και 11) «Εκκλησιάζουσαι» (392). Διασώθηκαν αποσπάσματα και πολλών από τα απολεσθέντα έργα του.


ΜΟΥΣΙΚΗ Συνεχώς και περισσότερο η έρευνα ανακαλύπτει ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν σημαντικές επιδόσεις και στο χώρο της μουσικής. Ως εμάς σε μια μακρά εξελικτική πορεία έφθασε αυτή η μουσική στη μορφή της λεγόμενης βυζαντινής μουσικής, που ορθότερο είναι να λέγεται ελληνική. Οι όροι μουσική, αρμονία, ρυθμός και νόμος, αλλά και όλη η τεχνική ορολογία της βυζαντινής μουσικής (στίξις, αντίστιξις, ύφεσις κ.ά.) είναι ελληνικοί. Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να μπορούμε σήμερα να προβούμε σε μια ανασύσταση της ελληνικής μουσικής στην αρχαία της μορφή. Στην ομηρική εποχή οι αοιδοί προσκαλούσαν τη μούσα να τους διδάξει πώς να ψάλουν. Συνήθως το τραγούδι συνδεόταν με το χορό. Κάτι ανάλογο με τη σημερινή δημοτική μουσική. Το όργανο που συναντάμε συχνότερα να συνοδεύει τον τραγουδιστή (αοιδό) είναι η φόρμιγγα. Είναι ένα 4χορδο όργανο που ενδέχεται να είναι το ίδιο με την κίθαριν. Άλλα όργανα που αναφέρονται στον Όμηρο: α) ο αυλός, δύο φορές, β) η σύριγγα, μία φορά ως όργανο των Τρώων και άλλη μία ως όργανο των βοσκών (όπως και μεταγενέστερα) και γ) η σάλπιγγα, μία φορά. Μετά τον Όμηρο εμφανίζονται οι ραψωδοί. Περιέρχονταν όλη την Ελλάδα και απήγγελλαν, χωρίς όμως τη συνοδεία μουσικών οργάνων, τμήματα από τα ομηρικά έπη, αλλά και δικούς τους στίχους. Ένα σύνολο μουσικών οργάνων της εποχής έχουν πολλά κοινά σημεία, είτε ως προς τη μορφή είτε (προπάντων) ως προς τον παραγόμενο ήχο είτε και ως προς τα δύο. Αυτά είναι τα: φόρμιγξ, κίθαρις, λύρα, κιθάρα και βάρβιτος. Η λύρα μπορεί να τα καλύπτει όλα. Η βάρβιτος διέφερε από τη λύρα μόνο στο σχήμα. Ο ήχος στον αυλό παράγεται όπως η ανθρώπινη φωνή, με την αναπνοή, και διαφέρει εκείνου της λύρας. Το πιθανότερο είναι ότι οι αρχαίοι αγνοούσαν την πολυφωνική μουσική όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι υπήρχε ένα στυγνό μονοφωνικό σύστημα. Επικρατούσε μεν η μονοφωνία, αλλά με αρκετά πολυφωνικά στοιχεία, ποικίλματα. Δηλαδή υπήρχε ένα κράμα μονοφωνίας και πολυφωνίας, χωρίς τις αυστηρές διαχωριστικές γραμμές που επέβαλε ο μουσικός πολιτισμός της Δύσης. Μέχρι την κλασική εποχή η οργανική μουσική ήταν συνδεδεμένη με το τραγούδι. Η κιθαρωδία (δηλαδή τραγούδι με συνοδεία κιθάρας) συστηματοποιήθηκε κατά τον Ζ΄ αι. από τον Τέρπανδρο. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και ο πιο θαυμαστός κιθαρωδός, ο Αρίωνας από τη Μήθυμνα, που σχετίζεται με το διθύραμβο. Άλλος συνδυασμός οργάνου (αυλού) και τραγουδιού ήταν η αυλωδία. Περί τον ΣΤ΄ αι. έχουμε την εμφάνιση και οργανικής μουσικής χωρίς τραγούδι. Την εξέχουσα θέση της μουσικής στην αρχαιότητα υπογραμμίζει και ο θεσμός των μουσικών αγώνων. Αυτοί διεξάγονταν κατά τη διάρκεια πανηγυριών και των διαφόρων πανελλήνιων εορτών.


Η μουσικότητα συνυπήρχε στην ποίηση, ιδιαίτερα τη λυρική. Ο όρος «λυρική ποίησις» καθιερώθηκε από τους Αλεξανδρινούς. Παλαιότερα λεγόταν «μέλος/μέλη». Ο Πίνδαρος χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «μουσική», μόνο που τότε δε σήμαινε ό,τι ακριβώς και σήμερα, αλλά την οργανική συνύπαρξη μουσικής και λόγου στο στίχο. Με τη σημερινή έννοια ο όρος μουσική πρωτοχρησιμοποιήθηκε μετά τον Πλάτωνα. Μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική έχει ο όρος «αρμονία». Τον καθιέρωσαν στο χώρο αυτό οι Πυθαγόρειοι, ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Έτσι, η οκτάβα (ως βασικό συστατικό της μουσικής) ονομάστηκε αρμονία· το ίδιο και οι διαφορετικές διατάξεις των ήχων μέσα σε μια οκτάβα. Στον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα συναντούμε τον όρο «ρυθμός» με μουσική σημασία. Ο μαθητής του Αριστοτέλη Αριστόξενος, θεωρητικός της μουσικής, διευκρινίζει τη σχέση μεταξύ μουσικού ρυθμού και «ρυθμιζόμενου» υλικού (ήχου, συλλαβών, χορού) με τη σχέση μεταξύ «σχήματος» και «σχηματιζόμενου» υλικού. Ο ρυθμός της αρχαίας μουσικής προέκυπτε αθροιστικά από την ποικιλία στην παράθεση των δύο σταθερών ρυθμικών στοιχείων, του βραχέος και του μακρού. Μια άλλη μουσική έννοια που διαμόρφωσαν οι αρχαίοι Έλληνες είναι ο «νόμος», όπως «κιθαρωδικοί νόμοι» (βοιώτιος, οξύς, όρθιος κτλ.) ή «αυλωδικοί νόμοι» (π.χ. «πολυκέφαλος νόμος»). Ο Πλάτωνας, παράλληλα με άλλους νόμους, μιλάει και για «μουσικούς νόμους». Από τα τέλη του Ε΄ αι. ο μουσικός ρυθμός άρχισε ν’ αυτονομείται από το ρυθμό του λόγου. Από τότε οι χορδές της κιθάρας ξεπέρασαν τις 7. Επιφανέστεροι εκπρόσωποι αυτής της τάσης ήταν οι Κινησίας, Φρύνις και Τιμόθεος.


Β΄ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Είδαμε ήδη την ελληνική αρχιτεκτονική να διαπρέπει ακόμα από την πρώτη ιστορική περίοδο. Την είδαμε από τότε (στα τέλη των αρχαϊκών χρόνων) να ολοκληρώνει τη μορφή του δωρικού ναού. Κορυφαίο δημιούργημα αυτής της εξέλιξης ο ναός της Αφαίας στην Αίγινα. Κατά τον Ε΄ αι. έχουμε την απογείωση. Στον ελληνικό ναό συναντούμε την αποπνευματοποίηση των υλικών στοιχείων που τον συγκροτούν. Αυτό είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό στην ελληνική αρχιτεκτονική και του Ε΄ και του Δ΄ αι. Αναζητώντας τ’ αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της υπέροχης ελληνικής αρχιτεκτονικής αυτής της περιόδου, θα χρειαστεί να πάμε στη Μ. Ελλάδα, στην Ιωνία της Μ. Ασίας, στην Αθήνα-Αττική, στην Πελοπόννησο κ.α. 1. Ας ξεκινήσουμε από την κοιτίδα, αλλά και την κορωνίδα, του αρχιτεκτονικού θαύματος, την Αθήνα. Από εδώ ξεκίνησε και εδώ έφθασε στην αποθέωσή της τον Ε΄ αι. η μεγαλειώδης ελληνική αρχιτεκτονική. Η αρχή έγινε μετά τη μάχη του Μαραθώνα (590 π.Χ.) με την έναρξη κατασκευής στην Ακρόπολη του επιβλητικού ναού της Πολιάδος ή Παρθένου Αθηνάς, του προδρόμου του Παρθενώνα. Όταν αργότερα (480 π.Χ.) οι Πέρσες κατέλαβαν την Αθήνα, έκαψαν την Ακρόπολη και όλα τα κτίσματά της. Οι Έλληνες ορκίστηκαν ν’ αφήσουν τ’ αποκαΐδια σαν αιώνιο δείγμα της βαρβαρότητας. Αυτό κράτησε ως το 448 π.Χ. Ο Περικλής τότε έκαμε έκκληση στους Έλληνες να ξανακτίσουν τους ναούς. Αμέσως μετά, όμως, τους περσικούς πολέμους τειχίστηκε ο Πειραιάς. Αργότερα ο Κίμωνας κατασκεύασε τα περίφημα μακρά τείχη. Ο ίδιος ηγέτης ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Κόροιβο να κατασκευάσει ένα νέο μεγαλοπρεπή ναό στην Ελευσίνα αντί για το Τελεστήριο που έκαυσαν οι Πέρσες. Το έργο ολοκλήρωσε ο Περικλής. Στην Αθήνα, στην Αγορά, κτίστηκε περί το 465 η καμένη «Θόλος»: δημόσιο κτίριο όπου γευμάτιζαν οι πρυτάνεις. Στην ίδια περιοχή και την ίδια εποχή κτίστηκε η Ποικίλη Στοά, ένα από τα λαμπρότερα οικοδομήματα. Η μεγάλη έκρηξη όμως, η πραγματική αποθέωση του ελληνικού δαιμονίου συντελέστηκε κατά την 50ετία 450-400 π.Χ. Ήταν αρκετή αυτή η περίοδος ν’ αλώσει την αιωνιότητα. Έτσι, μέσα στην πόλη κτίστηκαν: το «Στρατηγείον», το Νέο Βουλευτήριο, το Νομισματοκοπείο, το Ωδείο του Περικλή, το Πομπείο, η Ιωνική στοά του Ασκληπιείου, η Χαλκοθήκη, η Στοά του Ελευθερίου Δία, η Στοά της Βραυρώνας Αρτέμιδας στην Ακρόπολη, η Νοτία στοά της Αγοράς και το Μνημείο των Επωνύμων ηρώων, ο ναός του Ιλισού, το Θησείο (ναός του Ηφαίστου) και ο ναός του Δελφινίου Απόλλωνα. Πάνω στην και περί την Ακρόπολη κτίστηκαν:


α) Ο περίφημος Παρθενώνας: Ναός αφιερωμένος στην παρθένο Αθηνά. Η κατασκευή του άρχισε το 447. Για την οικοδόμησή του εργάστηκαν οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικρατίδας σε συνεργασία με το Φειδία. Στο οικοδόμημα αυτό έχουμε το συγκερασμό κατά τρόπο μεγαλοφυή όλων των στοιχείων της ελληνικής αρχιτεκτονικής: δωρικά και ιωνικά. Χρειάστηκαν 9 χρόνια για την κατασκευή του και άλλα 6 για τη διακόσμησή του από το Φειδία. Διαστάσεις του στυλοβάτη: 30,88 Χ 69,50, ο μεγαλύτερος ολοκληρωμένος δωρικός ναός του ελληνικού κόσμου. Μερικοί μεγαλύτεροί του (όπως π.χ. ο ναός του Σελινούντα και του Δία στον Ακράγαντα) δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ εκείνος του Ολυμπίου Δία ολοκληρώθηκε από το Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Ο ναός ήταν ολομάρμαρος και διέθετε 92 μετόπες κοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Στο μέσο του ναού υπήρχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, ύψους 12 μ. Κατά πλάτος φέρει 8 κίονες και κατά μήκος 17. Το μοναδικό αυτό αρχιτεκτόνημα έχει πολλές μοναδικότητες και αρχιτεκτονικές καινοτομίες που είναι αδύνατο να παρατεθούν εδώ. β) Τα Προπύλαια: Η κατασκευή τους άρχισε το 437 π.Χ. Αποτελούν τη μεγαλοπρεπή είσοδο στην Ακρόπολη. Χαρακτηρίστηκε ως το τελειότερο μη λατρευτικό αρχιτεκτόνημα όλων των εποχών, όχι άδικα. Ήταν στην ουσία ένας περίκομψος χώρος αναμονής πριν τον Παρθενώνα. Δημιουργός του ο αρχιτέκτονας Μνησικλής. Το καθαυτό πρόπυλο πλαισιώνεται από την «Πινακοθήκη», αποτελείται δε από δύο δωρικές εξάστυλες προσόψεις· ανάμεσά τους υπάρχουν 5 πύλες, από τις οποίες η μεσαία είναι μεγαλύτερη. γ) Ο ναός της Αθηνάς Νίκης (γνωστότερος ως ναός της Απτέρου Νίκης): Μικρός αμφιπρόστυλος ναός, με 4 ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη και άλλους 4 στο πίσω μέρος. Η κατασκευή του άρχισε το 427 π.Χ. Βρίσκεται στα δεξιά των Προπυλαίων, πάνω στον πύργο που στα μυκηναϊκά χρόνια προστάτευε τα τείχη της Ακρόπολης.


δ) Το Ερέχθειο: Το περιπλοκότερο από τα οικοδομήματα της Ακρόπολης. Η οικοδόμησή του άρχισε το 421 και ολοκληρώθηκε το 407. Έργο του αρχιτέκτονα Φιλοκλή. Κτίστηκε για να περιλάβει προϋπάρχοντες μικρούς ναούς. Το όνομά του πήρε από τον Ερεχθέα, ενώ ο ναός είναι κυρίως ναός της Αθηνάς (συλλατρευόταν εδώ με τον Ερεχθέα). Πήρε τη θέση του προγενέστερου Εκατόμπεδου. Ο ανατολικός τοίχος σήμερα δεν υπάρχει. Το δυτικό τμήμα αποτελούσε δωμάτιο διαστάσεων 11 Χ 11 (ιερό του Ερεχθέα-Ποσειδώνα), ήταν δε το κυρίως Ερέχθειο. Σχεδιάστηκε

χωρίς

κίονες.

Ήταν

ναός

ιωνικού

ρυθμού.

Ένα

από

τα

χαρακτηριστικότερα αρχιτεκτονικά γνωρίσματα του Ερεχθείου είναι οι Καρυάτιδες: 6 γυναικεία αγάλματα (κόρες), οι οποίες φέρουν στα κεφάλια τους κάνιστρα στα οποία στηρίζεται η στέγη της Πρόστασης. Καρυάτιδες λέγονταν στην αρχαία αρχιτεκτονική γυναικείες μορφές που αντικαθιστούσαν σε διάφορες οικοδομές τις κολόνες. Οφείλουν δε το όνομά τους στις Κόρες που συμμετείχαν στις διάφορες λατρευτικές τελετές ως λουτροφόρες ή κανηφόρες. Στο Ερέχθειο λατρευόταν κατ’ αρχήν η Πολιάδα Αθηνά, αλλ’ υπήρχαν και βωμοί του Ύπατου Δία, του Ποσειδώνα, του Ερεχθέα, του ήρωα Βούτη και του Ηφαίστου, ο τάφος του Κέκροπα, η «Ερεχθηίς θάλασσα», τα σημεία της τρίαινας του Ποσειδώνα πάνω στο βράχο και τα σημεία του κεραυνού του Δία. Στα δυτικά του Ερεχθείου υπήρχε η ιερή ελιά της Αθηνάς, δίπλα στο βωμό του Δία. Στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής κατασκευάστηκαν οι ναοί: του Ποσειδώνα στο Σούνιο, της Νέμεσης στο Ραμνούντα, του Άρη στις Αχαρνές, της Δήμητρας στο Θορικό· η Στοά των Άρκτων στη Βραυρώνα, το υπέροχο Τελεστήριο της Ελευσίνας σε σχέδιο του Ικτίνου. Ακόμη οι Αθηναίοι αφιέρωσαν στη Δήλο ένα ναό του Απόλλωνα (ναός των Αθηναίων). 2. Στη Μ. Ελλάδα. Εξαίρετα δείγματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής θα βρούμε και στη Μ. Ελλάδα: α) Στις Συρακούσες: Ναός της Αθηνάς, οικοδομημένος από τους τυράννους Γέλωνα και Ιέρωνα το 480 π.Χ. β) Στην Ιμέρα: Ναός της Νίκης, κατασκευάστηκε από τον τύραννο Θήρωνα, το 480 π.Χ. γ) Στον Ακράγαντα: Ναός του Ολυμπίου Διός: άρχισε να κτίζεται στις αρχές του Ε΄ αι. π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 406· είναι ο μεγαλύτερος ναός δωρικού ρυθμού, διαστάσεων 56,30 Χ 113,45 μ. Παρουσιάζει πολλές ιδιορρυθμίες αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές. δ) Στο Σελινούντα, το 460-450 π.Χ., κτίζεται ο ναός της Ήρας (ναός Ε), διαστάσεων 25,32 Χ 67,74, και στην Ποσειδωνία άλλος ναός της Ήρας (γνωστός ως ναός του Ποσειδώνα), διαστάσεων 24,31 Χ 59,93. Στους ναούς αυτούς είναι έκδηλη η επίδραση της αρχιτεκτονικής του ναού του Ολυμπίου Διός της Ολυμπίας. Είναι δωρικού ρυθμού, έχει 6 κολόνες στο πλάτος και 14 στο μήκος. ε) Στον Ακράγαντα συναντούμε άλλους δύο ναούς, έναν της Ήρας Λακινίας (ναός D), χτισμένο το 450, διαστάσεων 16,91 Χ 38,10 μ., και ένα μεταγενέστερο (του 425) ναό της Ομόνοιας (ναός F), διαστάσεων 16,92 Χ 39,42 μ.


3. Στην Πελοπόννησο: α) Ολυμπία: Κυρίαρχο οικοδόμημα εδώ ο περίφημος ναός του Ολυμπίου Διός, που αποτελεί την πληρέστερη έκφραση του λεγόμενου «αυστηρού ρυθμού», δωρικού. Η κατασκευή του άρχισε το 470 π.Χ. και τελείωσε πριν από το 456. Σχεδιαστής του ο Λίβωνας από την Ηλεία. Διαστάσεις: 27,68 Χ 64,12 μ. Κολόνες: 6 στο πλάτος και 13 στο μήκος. Διαιρείται σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες. Ο ναός διέθετε και πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, έργο του γλύπτη Παιωνίου. Το ανυπέρβλητο στολίδι του, όμως, ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, έργο του μεγάλου Φειδία, το υπεροχότερο δημιούργημα του αρχαίου κόσμου· κατασκευάστηκε 25 χρόνια αργότερα. Τοποθετήθηκε στο σηκό του ναού. β) Επίδαυρος: Ναός του Ασκληπιού, δωρικού ρυθμού, από τους μικρότερους περίπτερους ναούς της Ελλάδας (11,76 Χ 23,06 μ.). Είναι έργο του αρχιτέκτονα Θεοδότου και χτίστηκε το 380 π.Χ. Αποτελείται μόνο από σηκό και πρόναο. Είναι απλό στην κατασκευή του οικοδόμημα, κοσμείται, όμως, με υπέροχα γλυπτά του γλύπτη Τιμοθέου, ένα ελεφαντοστέινο λατρευτικό άγαλμα του γλύπτη του Θρασυμήδη και μια πολυτελέστατη θύρα του ναού. γ) Τεγέα: Ναός της Αλέας Αθηνάς, ολόκληρος από μάρμαρο, ίσως ο τελειότερος ναός της Πελοποννήσου. Χτίστηκε γύρω στο 350 π.Χ. Διαστάσεις: 19,9 Χ 47,55. Αρχιτέκτονας του ναού ο περίφημος Σκόπας, που ήταν και ο δημιουργός της πλούσιας διακόσμησής του. Το σημαντικότερο στοιχείο αυτού του διάκοσμου είναι οι ιωνικού ρυθμού με κορινθιακά κιονόκρανα ημικίονες που περιβάλλουν τους τοίχους του σηκού. Ως πρότυπο είχε εν προκειμένω ο Σκόπας το ναό της Φιγαλείας. δ) Στη Νεμέα: Ναός του Δία. Έργο και αυτό του Σκόπα, γιαυτό και πολύ συγγενικός με τον προηγούμενο, αλλ’ αρκετά αποδυναμωμένο στα βασικά του στοιχεία. ε) Φιγαλεία, στην περιοχή Βάσσες: Επιβλητικός ναός του Επικούρου Απόλλωνα. Κτίστηκε μετά το 429 π.Χ. σε σχέδια του Ικτίνου. Ο κλασικότερος δωρικός ναός στην Πελοπόννησο. Συνδυάζει ιωνικά και δωρικά στοιχεία. Στο εσωτερικό του υπάρχει πλήρης ιωνική κιονοστοιχία και ζωφόρος. 4. Ιωνία: α) Εδώ δεσπόζει το Αρτεμίσιο, ναός αφιερωμένος στην θεά Άρτεμη, της Εφέσου. Ο πρώτος ναός κάηκε από τον Ηρόστρατο το 356 π.Χ., πάνω στα σχέδια του οποίου ξαναχτίστηκε, με αρκετούς, όμως, νεωτερισμούς. Χρειάστηκαν 100 χρόνια για να ολοκληρωθεί, γιαυτό συνδέει την κλασική εποχή με την ελληνιστική. β) Ναός της Πολιάδος Αθηνάς στην Πριήνη. Έργο του αρχιτέκτονα Πυθεού. Αποπερατώθηκε με χρήματα που έδωσε ο Μ. Αλέξανδρος όταν έφθασε στην Πριήνη το 324. Από το μελετητή της προβλέφθηκε κάθε κατασκευαστική λεπτομέρεια. Διαστάσεις 17,64 Χ 35,28 μ.


5. Μηναϊκά οικοδομήματα: Όταν στους ναούς εξαντλήθηκαν όλες οι αρχιτεκτονικές επινοήσεις των αρχαίων Ελλήνων αρχιτεκτόνων, στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις για να δείξουν και κει τον ανεξάντλητο πλούτο της φαντασίας και της πρωτοτυπίας τους. Έτσι προέκυψαν μερικά άλλα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, όπως: α) «Αι θόλοι»: κυκλικά οικοδομήματα. Ως οικοδομικό σχήμα προέρχεται από την προκλαστική περίοδο, όχι όμως και ως αρχιτεκτονική έκφραση αξιώσεων. Τρεις είναι οι σημαντικότερες θόλοι του 4ου αι. π.Χ.: της Ολυμπίας, των Δελφών και της Επιδαύρου. Η πρώτη είναι γνωστή ως Φιλίππειο. Κτίστηκε περί το 335 π.Χ. για να στεγάσει τα χρυσελεφάντινα αγάλματα της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας. Ως προς την εξωτερική κιονοστοιχία είναι ιωνική, ενώ στο εσωτερικό υπάρχουν κορινθιακού ρυθμού ημικίονες. Η θόλος των Δελφών κτίστηκε γύρω στο 380 π.Χ. και είναι οίκημα για θρησκευτικές ανάγκες. Έργο του αρχιτέκτονα Θεόδωρου. Η εξωτερική κιονοστοιχία είναι δωρική και η εσωτερική κορινθιακή, δηλ. ιωνική με κορινθιακό κιονόκρανο. Εξοχότερη απ’ όλες, όμως, είναι η θόλος της Επιδαύρου, έργο του αρχιτέκτονα Πολύκλειτου: ένα όργιο πλαστικότητας, φαντασίας και συνθετικότητας. β) Τα Μαυσωλεία: Έτσι ονομάζονται τα μεγαλοπρεπή και πολυτελούς –με συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό στυλ– κατασκευής ταφικά μνημεία. Το όνομά τους οφείλεται στο κορυφαίο του είδους ταφικό μνημείο του δυνάστη της Αλικαρνασσού Μαυσώλου. Άρχισε να το χτίζει ο ίδιος ο Μαύσωλος περί το 350 π.Χ. και το ολοκλήρωσε η σύζυγός του Αρτεμισία. Θεωρείται ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Το κτίσμα είναι έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Πυθεού και του συνεργάτη του Σατύρου. Αν αυτό συνδυασθεί με το γεγονός ότι για το διάκοσμό του εργάστηκαν τα ιερά τέρατα της γλυπτικής (Σκόπας, Τιμόθεος, Βρύαξις και Λεωχάρης), αντιλαμβανόμαστε το μεγαλοπρεπές της κατασκευής. Στη γενική μορφή του ήταν ένα ναόσχημο τετράπλευρο οικοδόμημα. Ο σηκός του περιβαλλόταν από 36 ιωνικούς κίονες, πάνω δε από το θριγκό υψωνόταν μια πυραμίδα από 24 σκαλοπάτια· η στέψη της πυραμίδας σχηματιζόταν από ένα πλάτωμα όπου πατούσε ένα τέθριππο με τους αναβάτες του. Το ύψος του μνημείου έφθανε τα 40 μ. Ως πρόδρομος του μαυσωλείου μπορεί να θεωρηθεί ένα ανάλογο οικοδόμημα, λείψανα του οποίου βρέθηκαν στην Ξάνθο της Λυκίας τέλος του Ε΄ π.Χ. αι., γνωστό ως «Μνημείο των Νηρηίδων». Λίγο μεταγενέστερό του είναι ένα άλλο ταφικό μνημείο, το «ηρώον του Γιούλμπασι», στη Λυκία.


γ) Η στοά: ανοιχτό στενόμακρο οικοδόμημα με τοίχο στη μία μακρά πλευρά και κιονοστοιχία στην άλλη. Γνωστότερα δείγματα του είδους στην Αθήνα είναι η Ποικίλη Στοά και η Στοά του Δία, έργα του Ε΄ αι., υποταγμένα στο κλασικό αρχιτεκτονικό στυλ. Κατά τον Δ΄ αι. οι στοές και πληθύνονται και παίρνουν τεράστιες διαστάσεις και διαφοροποιούνται κατασκευαστικά: γίνονται διώροφες, προστίθεται και μια δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία και συχνά στο βάθος δημιουργούνται χώροι για άλλες χρήσεις. Τέτοια οικοδομήματα συναντούμε σε όλα σχεδόν τα ιερά και τις αγορές. Άλλα δείγματα στοών: η Στοά της Ηχούς στην Ολυμπία (98 μ.)· η στοά που έκλεινε τη νότια πλευρά της αγοράς της Κορίνθου (165 μ.) με 71 δωρικούς κίονες στο εξωτερικό, 33 καταστήματα στο βάθος και ιωνικούς κίονες στο εσωτερικό. δ) Άλλα οικοδομήματα: 1) Το Πομπείο των Αθηνών: ορθογώνιο οικοδόμημα με 4 στοές και δωμάτια στις βόρεια και δυτική πλευρές, χτισμένο το 400 π.Χ. Χρησίμευε για τις προετοιμασίες των Παναθηναίων και Ελευσινίων. Ως αρχιτεκτόνημα συγγενεύει με τα μεγάλα τετράπλευρα οικοδομήματα του Δ΄ και ιδίως του Γ΄ αι. 2) Το «Θερσίλειον»: βουλευτήριο της Μεγαλοπόλεως, της 10ετίας του 330 π.Χ. Απλής κατασκευής: υπόστυλη τετράπλευρη αίθουσα διαστάσεων 67,71 Χ 86,10 και χωρητικότητας 6.000 καθημένων. 3) Η «Σκευοθήκη του Φίλωνος» στον Πειραιά. Έργο της ίδιας εποχής (340-330 π.Χ.). Χρησίμευε ως αποθήκη εξαρτημάτων των πολεμικών πλοίων. Διαστάσεις: 18 Χ 133 μ.


Γ΄. ΓΛΥΠΤΙΚΗ Η ελληνική γλυπτική των δύο χρυσών αιώνων του παγκόσμιου πολιτισμού είναι η ανυπέρβλητη έκφραση του εικαστικού πολιτισμού της ανθρωπότητας, η αποθέωση της καλλιτεχνικής τελειότητας. Ο κανόνας και το αιώνιο σημείο αναφοράς. Ενδεικτικά θα μνημονεύσουμε μερικούς από τους κορυφαίους δημιουργούς και αντιπροσωπευτικά δημιουργήματά τους. Κυριότερες εκφράσεις αυτής της οργιώδους καλλιτεχνικής δημιουργίας ήταν τα «περίβλεπτα» αγάλματα από μάρμαρο ή χαλκό ή (σπάνια) ξύλο και οι ανάγλυφοι διάκοσμοι

των

διαφόρων

λαμπρών

οικοδομημάτων.

Γενέτειρα

δε

της

αγαλματοποιίας δικαιούνται να θεωρούνται οι Κυκλάδες, αφού σ’ αυτές βρέθηκαν τα αρχαιότερα (που μπορεί να φθάνουν και ως το 6000 π.Χ.) δείγματα, πρωτόγονα φυσικά. 1. Μύρων: Κατά τον Πλίνιο καταγόταν από τις Ελευθερές. Δάσκαλός του θεωρείται ο Αργείος γλύπτης Αγελάδας. Χρονολογίες σαφείς γέννησης και θανάτου δεν υπάρχουν. Ως περίοδος δημιουργίας του θεωρείται το 480-445 π.Χ. Δυστυχώς μόνο ρωμαϊκά αντίγραφα των έργων του σώθηκαν, και αυτά ελάχιστα, με κορυφαίο

το

«Δυσκοβόλο».

Από

τους

αρχαίους

συγγραφείς,

όμως,

πληροφορούμαστε ότι μερικά από τα περιφημότερα έργα του ήταν: 1) ο Απόλλωνας της Εφέσου, 2) ο Διόνυσος του Ορχομενού των Μινύων, 3) τα Κολοσσιαία αγάλματα του Δία, της Αθηνάς και του Ηρακλή στο Ηραίο της Σάμου, 4) ο Ερεχθέας στην Αθήνα, 5) η καθισμένη σε ταύρο Νίκη, 6) αγάλματα νικητών στις Ολυμπιάδες, π.χ. του Λακεδαιμόνιου Λυκίου, του Ολυμπιονίκη Λάδα, του από τις Κλεωνές Τιμάνθους κ.ά., 7) συνθέσεις με ζώα κ.ά. Ο Μύρωνας τεχνούργησε και πολλά ανάγλυφα. 2. Πολύκλειτος: Καταγόταν από το Άργος. Και ο πατέρας του Πατροκλή, επίσης γλύπτη. Τα πρώτα του αγάλματα ανάγονται στο 460 και 452 π.Χ. και έχουν ως θέμα αθλητές. Μόνο αντίγραφα των έργων του σώθηκαν, και από αυτά μόνο δύο αναγνωρίζονται με βεβαιότητα ως δικά του: α) ο «Δορυφόρος»: Παριστάνει τον Αχιλλέα να ενσαρκώνει τον ιδανικό νέο, ονομάστηκε δε από τους συγχρόνους του «Κανών», καθώς αποτελούσε υπόδειγμα για τους γλύπτες. Στο έργο αυτό συνυπάρχουν η αρμονία, η τελειότητα της μορφής, η πλαστικότητα, η χάρη στην κίνηση, η απόλυτη αναλογία. β) Ο «Διαδούμενος». Έργο του 420 π.Χ. Παριστάνει έφηβο που δένει με ταινία την κόμη του. Το τελειότερο αντίγραφό του, μαρμάρινο, βρέθηκε στη Δήλο το 1877 και βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.


Αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ακόμη ως έργα του Πολύκλειτου και τα: α) «Ήρα», έργο του 422. Λατρευτικό άγαλμα στο ναό της Ήρας στο Άργος: 8 μ. ύψος, χρυσελεφάντινο. Παρίστανε την Ήρα καθισμένη. β) «Αμαζών» ή «Πληγωμένη Αμαζών» στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο. Χαρακτηρίστηκε ως το άριστο. γ) «Κυνίσκος». Ένα από τα πρώιμα έργα (του 462) του καλλιτέχνη. Παρίστανε τον αθλητή Κυνίσκο και βρισκόταν στην Ολυμπία. Υπάρχουν, όμως, και άλλα έργα του Πολύκλειτου, όπως: α) το μαρμάρινο σύμπλεγμα του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητούς, που βρισκόταν στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος στο όρος Λυκώνη, ανάμεσα στο Άργος και στην Τεγέα· β) τα αγάλματα των Ολυμπιονικών Αριστίωνα από την Επίδαυρο, Θερσίλοχου από την Κέρκυρα, Αντίπατρου από τη Μίλητο κ.ά.· γ) το άγαλμα δύο παιδιών που παίζουν ζάρια κ.ά. Ο Πολύκλειτος έγραψε και ειδικό σύγγραμμα («Πολυκλείτου Κανών»), στο οποίο ανέπτυσσε τις θεωρίες του για τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος στην πλαστική. Είχε και πολλούς μαθητές, όπως: Άλεξις, Άλυπος, Αντιφάνης, Αριστείδης, Αθηνόδωρος, Φρυνώ, Πισώ κ.ά. 3. Φειδίας: Ο μέγιστος των γλυπτών. Μεγαλοφυής δημιουργός. Γιος του Χαρμίδη. Γεννήθηκε στην Αθήνα στο τέλος του ΣΤ’ ή τις αρχές του Ε΄ αι. π.Χ. Η περίοδος της μεγάλης του ακμής τοποθετείται στα μέσα του Ε΄ π.Χ. αι. Ξεκίνησε ως ζωγράφος. Σ’ αυτόν ο μέγας Περικλής ανέθεσε την εποπτεία κατασκευής και διακόσμησης των αθάνατων έργων του στην Ακρόπολη. Στα πλαίσια αυτά ξεδίπλωσε προπάντων το απαράμιλλο ταλέντο και τις τεράστιες ικανότητές του. Για τις μνημειώδεις γλυπτικές συνθέσεις του Παρθενώνα αφιέρωσε 15 χρόνια. Και μόνο γι’ αυτές θα περνούσε στην αθανασία. Δυστυχώς ούτε αυτού του γίγαντα σώθηκαν τα πρωτότυπα των αριστουργημάτων του, ούτε καν τα δύο κορυφαία: Αθηνά Παρθένος και Ολύμπιος Ζευς. Γνωρίζουμε, όμως, τα σημαντικότερα από αυτά, τα οποία κατονομάζουμε με στοιχειώδεις πληροφορίες: α) Αρεία Αθηνά: επίχρυσο άγαλμα, κατασκευασμένο από ξύλο (ο κορμός) και μάρμαρο (κεφάλι, πόδια και χέρια): ακρόλιθο ξόανο. Βρισκόταν στο ομώνυμο ιερό των Πλαταιών· κατασκευάστηκε από τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. β) Αθηνά της Ήλιδας: Χρυσελεφάντινο άγαλμα στο ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη των Ηλείων. Το έργο αποδίδεται και στον Κολώτα.


γ) Αθηνά Παρθένος: Από τα κορυφαία δημιουργήματα των αιώνων. Χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα, πολύτιμο ανάθημα της πόλης των Αθηνών στον Παρθενώνα (438 π.Χ.). Το ύψους 12 μ. αυτό άγαλμα παριστούσε τη θεά όρθια, η οποία φορούσε ποδήρη χιτώνα και στο κεφάλι έφερε κράνος κοσμημένο με εικόνα Σφίγγας κτλ. Ήταν τοποθετημένο στο βάθος του σηκού, μπροστά του δε έκαιε επτάφωτη χρυσή λυχνία. Η όλη σύνθεση ήταν πολύπλοκη, πλούσια και μεγαλοπρεπής. Το άγαλμα παρέμεινε στη θέση τουλάχιστον μέχρι το 375 μ.Χ. Πολλά είναι τα σωζόμενα αντίγραφα είτε ολόκληρου είτε μόνο της κεφαλής. Το σπουδαιότερο από αυτά, ύψους 0,95 μ., βρέθηκε στην Αθήνα, στο Βαρβάκειο, και βρίσκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο. δ) Αθηνά Λημνία: Χάλκινο άγαλμα. Ονομάστηκε έτσι διότι ήταν αφιέρωμα των Αθηναίων κληρούχων της Λήμνου στην Ακρόπολη (451-447). Παρίστανε τη θεά ως ειρηνική παρθένο. ε) Αθηνά της Πελλήνης. Αφιερωμένο στο ναό της Αθηνάς στην Πελλήνη της Αχαϊας. Χρυσελεφάντινο. στ) Αθηνά Πρόμαχος. Ήταν τοποθετημένο στο ύπαιθρο πάνω στην Ακρόπολη, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στο Ερέχθειο, αφιέρωμα της πόλης από τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Κολοσσικό άγαλμα, χάλκινο, ύψους 7 μ. Η κατασκευή του τοποθετείται ανάμεσα στο 470-460 π.Χ. ζ) Αφροδίτη η Ουρανία των Αθηνών: μαρμάρινο άγαλμα, τοποθετημένο στο ομώνυμο ιερό της Βασιλείου Στοάς πάνω από τον Κεραμεικό. Αμφισβητείται η πατρότητά του. η) Ζευς της Ολυμπίας: Χρυσελεφάντινο άγαλμα, κορυφαίο δείγμα του παγκόσμιου πολιτισμού, που βρισκόταν στο ναό του Ολυμπίου Διός στην Ολυμπία, έργο του 430 π.Χ. Ανάθημα πολύτιμο των Ηλείων. Παριστούσε το Δία να κάθεται σε θρόνο και να κρατεί εις μεν το δεξί του χέρι Νίκη, εις δε το αριστερό σκήπτρο. Το κεφάλι κοσμούσε

χρυσό

στεφάνι

σε

σχήμα

κλάδου

ελιάς.

Ο

θρόνος

ήταν

κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο, ενώ το όλο άγαλμα από χρυσό, έβενο και πολύτιμους λίθους, πλούσια δε διακοσμημένο. Ήταν τοποθετημένο στο βάθος του σηκού μέσα σε περιφραγμένο τετράγωνο 6,25 Χ 3,25. Η πλήρης περιγραφή του έργου θα παραβίαζε την οικονομία της παρούσας εργασίας. θ) Σύμπλεγμα Αθηναίων ηρώων: Χάλκινο αφιέρωμα των Αθηναίων στους Δελφούς, από τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. Αποτελούνταν από 13 αγάλματα και παρίστανε την αποθέωση του Μιλτιάδη. Η κατασκευή του τοποθετείται στο 470 π.Χ. Αμφισβητείται η πατρότητά του. ι) Αμαζών: Άγαλμα τοποθετημένο στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο πριν από το 450 π.Χ. Στο ναό αυτό υπήρχαν 5 αγάλματα Αμαζόνων (του Πολύκλειτου, του Φειδία, του Κρεσίλα, του Κύδωνα και του Φράμωνα).


Και τώρα μια μικρή ξενάγηση στη ζωφόρο και στις ανάγλυφες παραστάσεις των 92 μετοπών του Παρθενώνα: Κατ’ αρχήν αυτό το γιγάντιο έργο είναι αδύνατο να κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από το Φειδία, οπωσδήποτε, όμως, όλα φέρνουν την προσωπική του σφραγίδα, είτε διότι σχεδιάστηκαν από αυτόν είτε διότι γίνανε υπό την επίβλεψή του. Πρόκειται για ένα γαλαξία παραστάσεων: ανθρώπων, θεών, ζώων, ηρώων. Μόνο στη ζωφόρο υπάρχουν 12 θεοί, 10 ήρωες, πάνω από 300 άνθρωποι και πάνω από 200 ζώα. Τα θέματα των μετοπών τα μοίρασε σε 4 κύκλους: Γιγαντομαχία, Κενταυρομαχία, Αμαζονομαχία και Ιλίου Πέρσις. Εκεί, όμως, που απογειώνεται η έμπνευση και η πρωτοτυπία του Φειδία είναι η ζωφόρος των 160 μ. Σπάζοντας την ως τότε παράδοση, στη θέση των παλαιών μύθων βάζει την εορταστική πομπή των Παναθηναίων, όπου «όλος ο αθηναϊκός λαός, σεμνός και χαρούμενος, ευσεβής αλλά συνάμα περήφανος, πειθαρχημένος αλλά ελεύθερος, πάνω από όλους οι τρισεύγενοι νέοι καβάλα στα ατίθασα και αγέρωχα άλογά τους». Λιγότερο πρωτότυπη είναι η θεματολογία των αετωμάτων: στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η γέννηση της Αθηνάς, ενώ στη δυτική η σύγκρουση του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την κυριαρχία στην Αθήνα. Για την επίτευξη αυτού του πολυσύνθετου θαύματος που λέγεται Παρθενώνας ασφαλώς εργάστηκαν και πολλοί και έξοχοι τεχνίτες. Εκείνοι, όμως, που πρωτοστατούσαν κοντά στο μεγάλο Φειδία ήταν μερικοί από τους καλύτερους μαθητές του, όπως οι: Αγοράκριτος από την Πάρο, Αλκαμένης ο Λήμνιος, ο Κολώτης από την Ηλεία, ο Κρησίλας από την Κυδωνία κ.ά. Όλοι αυτοί άφησαν δείγματα της μεγάλης τους αξίας. 4. Πραξιτέλης: Το δεύτερο ιερό τέρας της ελληνικής και της παγκόσμιας γλυπτικής. Μεταγενέστερος του Φειδία. Γεννήθηκε πιθανώς στην Αθήνα. Γιος του επίσης γλύπτη

Κηφισόδοτου

και

πατέρας

των

επίσης

γλυπτών

Τιμάρχου

και

Κηφισόδοτου. Ήκμασε στα μέσα περίπου του Δ΄ αι., μετά το 370. Εκτός από την αγαλματοποιία ασχολήθηκε και με τη διακόσμηση του Μαυσωλείου (μετά το 351 π.Χ.) και του βωμού του Αρτεμισίου της Εφέσου. Ο Πραξιτέλης εργάστηκε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και της Μ. Ασίας. Τα θέματά του είναι αγάλματα θεών κυρίως, λίγα δε εικονικές ή αλληγορικές παραστάσεις ερωτικού περιεχομένου. Τα σημαντικότερα, χρονολογικώς, έργα του είναι: α) Ένα σύμπλεγμα της Λητούς και των παιδιών της Απόλλωνα και Άρτεμης. Βρισκόταν στον ομώνυμο ναό της Μαντινείας που κτίστηκε το 370 π.Χ. Πρόκειται για ένα πρωτόλειο έργο. Βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. β) Ερμής της Ολυμπίας: Έργο του 350 π.Χ. Το πρωτότυπο βρέθηκε στο Ηραίο της Ολυμπίας στις 8 Μαΐου του 1877. Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας. Παριστάνει τον Ερμή –σε λευκότατο μάρμαρο– ως νέο εύρωστο και ωραίο να κρατά στην αγκαλιά του το Διόνυσο ως παιδί να του προσφέρει τσαμπί από σταφύλι. Ο Ερμής στέκεται χαλαρά ακουμπώντας σε κορμό δέντρου, στρέφει δε προς το Διόνυσο. Πρόκειται για τον περίφημο Ερμή του Πραξιτέλη.


γ) Αφροδίτη της Κνίδου: Έργο του 350 π.Χ. Το σημαντικότερο έργο του καλλιτέχνη. Πρόκειται για λατρευτικό άγαλμα τοποθετημένο στο ναό της Αφροδίτης της Κνίδου της Μ. Ασίας. Το καλύτερο από τα διασωθέντα αντίγραφά του βρίσκεται στο Βατικανό. Παρίστανε τη θεά ολόγυμνη, έτοιμη να λουσθεί. Με το αριστερό χέρι ακουμπάει το ένδυμα πάνω σε μυροδόχο υδρία, ενώ με το αριστερό προσπαθεί ενστικτωδώς να κρύψει το αιδοίο της. Λέγεται ότι ο βασιλιάς της Βιθυνίας Νικόδημος (90-74 π.Χ.) θέλησε ν’ αγοράσει το άγαλμα προσφέροντας στην πόλη όλο το δημόσιο χρέος της, αλλ’ οι Κνίδιοι απέρριψαν την προσφορά του. Αργότερα το έργο μεταφέρθηκε στην Κων/λη όπου καταστράφηκε από πυρκαγιά. δ) Έρως Θεσπιών: Μαρμάρινο άγαλμα. Παριστάνει το φτερωτό Έρωτα ως παιδί. Από τον ίδιο θεωρούνταν ως αριστούργημα. Ήταν δώρο του Πραξιτέλη στη φίλη του Φρύνη. Αυτή το αφιέρωσε στη γενέτειρά της μικρή βοιωτική πόλη Θεσπιές. ε) Φρύνη: Επίχρυσο άγαλμα της εταίρας Φρύνης. Το αφιέρωσε η ίδια στο ναό του Απόλλωνα των Δελφών. στ) Απόλλων Σαυροκτόνος: Χάλκινο άγαλμα. Παριστάνει τον Απόλλωνα σαν παιδί τοξοφόρο να παρακολουθεί μια σαύρα και να ετοιμάζεται να τη χτυπήσει με το βέλος. Το έργο δε σώζεται. ζ) Σάτυροι: Πολλά αγάλματά του έχουν αυτό το θέμα: ο οινοχοών Σάτυρος, ο αναπαυόμενος Σάτυρος κ.ά. η) Η δημιουργική του περίοδος φαίνεται να έκλεισε το 330 π.Χ. με μια τετράγωνη βάση αγάλματος, ανεπίγραφη, που βρέθηκε στα Λεύκτρα. 5. Άλλοι γλύπτες του Δ΄ π.Χ. αι.: Σκόπας, Λεωχάρης, Τιμόθεος, Βρύαξις (τους είδαμε στο Μαυσωλείο), Λύσιππος ο Σικυώνιος (ευνοούμενος του Μ. Αλεξάνδρου), Σιλανίωνας (πορτρετίστας) κ.ά.

Δ΄ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Και στη ζωγραφική διέπρεψαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ο Θεόφραστος θεωρούσε εφευρέτη της ζωγραφικής τον Πολύγνωτο από τη Θάσο. Ίσως να εννοεί τη ζωγραφική σ’ ένα πολύ προχωρημένο μορφολογικά και τεχνοτροπικά στάδιο. Διότι συναντούμε πολλά δείγματα ελληνικής ζωγραφικής (κυρίως σε αγγεία και τάφους) αιώνες πριν από τον Πολύγνωτο, από τη λεγόμενη αρχαϊκή ζωγραφική.


Ίσως ο Πολύγνωτος να ήταν ο πρώτος επώνυμος και με την κλασική έννοια ζωγράφος. Ανήκει στον Ε΄ αι. π.Χ. Σύγχρονοί του και δύο άλλοι σημαντικοί ζωγράφοι, ο Μίκωνας και ο Πάναινος. Εργάστηκαν στην Αθήνα, στους Δελφούς, στις Πλαταιές και στις Θεσπιές. Περίφημες είναι οι τοιχογραφίες του Πολύγνωτου στη Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς: η Ιλίου Πέρσις και η Νέκυια. Ο Πολύγνωτος άσκησε σημαντική επίδραση στη ζωγραφική της εποχής του (μέσα Ε΄ αι.). Αυτή θα τη συναντήσουμε εναργέστερη στο «ζωγράφο των Νιοβιδών» και στο «ζωγράφο της Πενθεσίλειας» κ.ά. Αξίζει ακόμη να μνημονευθούν εδώ ο «ζωγράφος της Villa Giulia» και ο Ερμώνακας, που ολοκληρώνουν υπό κάποια έννοια την εικόνα του αυστηρού ρυθμού στην αγγειογραφία. Εντούτοις οι ζωγράφοι με την αυστηρή έννοια και αυτοί που δημιούργησαν την κλασική ζωγραφική τέχνη εμφανίστηκαν λίγο αργότερα. Στους πρωτοπόρους ανανεωτές της ζωγραφικής δικαιούνται να καταταγούν οι Παρράσιος και Ζεύξις, οι πιο φημισμένοι σ’ όλη την αρχαιότητα, έχοντας δίπλα τους ως άξιους συνεργάτες και συνδημιουργούς τους Τιμάνθη από την Κύθνο, Εύπομπο από τη Σικυώνα, προπάντων όμως τους έξοχους Απολλόδωρο τον Αθηναίο και Αγάθαργο από τη Σάμο. Ο Παρράσιος καταγόταν από την Έφεσο και είχε δάσκαλό του τον πατέρα του Ευήνορα. Για το θαυμάσιο έργο του έχουμε πληροφορίες από αρχαίους συγγραφείς, το ίδιο όμως χάθηκε· εκτός αν οι παραστάσεις της «ομάδας R» λευκών ληκύθων που βρέθηκαν εκφράζουν τη δική του τεχνοτροπία, όπως ισχυρίζονται οι αρχαιολόγοι. Νέους δρόμους στο χώρο της παγκόσμιας –και όχι μόνο της ελληνικής– ζωγραφικής άνοιξαν ο Αθηναίος Απολλόδωρος, γνωστός και ως «σκιαγράφος», και ο Σάμιος Αγάθαρχος. Για τον τελευταίο και για την ιστορία της τέχνης ιδιαίτερη σημασία έχει η πληροφορία του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Βιτρούβιου, ότι ο Αισχύλος τού ανέθεσε να κατασκευάσει τα σκηνικά της παράστασης μιας τραγωδίας του. Ο Αγάθαρχος άφησε γι’ αυτή τη σκηνογραφία ένα υπόμνημα. Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτό οι Δημόκριτος και Αναξαγόρας έγραψαν για την τεχνική της «προοπτικής», με την οποία φαίνεται ότι ο Αγάθαρχος ασχολήθηκε όχι μόνο πρακτικά αλλά και θεωρητικά. Από την άλλη ο Απολλόδωρος θεωρείται ο εφευρέτης της ζωγραφικής με σκιά, γιαυτό και «σκιαγράφος» αποκλήθηκε. Αυτό προκύπτει και από τις λευκές ληκύθους που προαναφέραμε. Ο Πλίνιος μας πληροφορεί ότι «στις θύρες της τέχνης που ανοίχθηκαν από τον Απολλόδωρο μπήκε... ο Ζεύξις από την Ηράκλεια, που οδήγησε σε μεγάλη δόξα το ήδη δοξασμένο πινέλο».


Ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της αρχαίας ζωγραφικής αποτελεί η έξοχη αγγειογραφία. Μια τεχνοτροπία που άγγιξε την τελειότητα και δίκαια θαυμάζεται. Πολλοί ζωγράφοι του είδους αυτού είναι γνωστοί με το όνομα της θεματογραφίας τους, όπως π.χ. «ζωγράφος του Αχιλλέως», «ζωγράφος του Θανάτου», «ζωγράφος της Ερετρίας», «ζωγράφος του δίνου» κτλ. Το κεφάλαιο, όμως, των αγγειογραφιών είναι πολύ μεγάλο και δεν καλύπτεται με επιγραμματικές αναφορές. Θα ήταν ασυγχώρητο να μη γίνει έστω και απλή νύξη για τις περίφημες τοιχογραφίεςνωπογραφίες που βρέθηκαν διάσπαρτες σε όλη την Ελλάδα ( μινωικά ανάκτορα, Ακρωτήρι της Θήρας, ταφικά/βασιλικά συγκροτήματα κτλ.).


Ε΄ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΙΑ Οι Μηδικοί πόλεμοι δεν προκάλεσαν μόνο συμφορές στους Έλληνες, αλλά και ένα πνευματικό συγκλονισμό, δημιούργησε ένα ρήγμα στην ελληνική ψυχή από το οποίο αναπήδησε μια πυρακτωμένη λάβα με πολλούς πίδακες φλογώδεις που έφεραν την επανάσταση σε όλα τα πεδία του πνεύματος. Αυτό συνέβη και στο χώρο της γνώσης. Πριν αρκούσε ο Όμηρος, που τον συμπλήρωναν ο Ησίοδος, ο Σόλωνας και ο Θέογνις, αλλά και η πείρα των γονιών και γενικότερα των γερόντων. Αυτά αποτελούσαν τις γνωστικές πηγές τού προ των Μηδικών Έλληνα. Και του ήταν αρκετά. Μετά, όμως, όλα αλλάξανε. Οι Έλληνες, και προπάντων οι Αθηναίοι, συνειδητοποίησαν την αξία και την ανάγκη διεύρυνσης της παιδείας και της γνώσης· ότι η παιδεία ήταν το αναγκαιότερο για την επιτυχία στη ζωή και όχι οι τίτλοι καταγωγής. Σ’ αυτό βοήθησαν πολύ κάποιοι φωτισμένοι άνθρωποι που ονομάστηκαν σοφιστές. Ο όρος αυτός αρχικά σήμαινε το σοφό, τον κάτοχο μιας τέχνης ή μιας επιστήμης. Κατά τον Ε΄, όμως, αιώνα η σημασία του όρου εξειδικεύεται και σημαίνει το δάσκαλο και μεταδότη κάθε είδους γνώσης, ιδίως δε των πολιτικών πραγμάτων. Από την εμφάνιση, όμως, του Σωκράτη τα πράγματα αλλάζουν. Φιλόσοφος πια είναι μόνο ο Σωκράτης, ενώ οι σοφιστές ήταν το εντελώς αντίθετο. Έγιναν, κατά τον Πλάτωνα, «έμποροι ή κάπηλοι» παιδείας. Ο Σωκράτης τούς πολέμησε σκληρά. Οι σοφιστές δε δίδασκαν για να προσφέρουν παιδεία, αλλά γνώσεις χρηστικές, κατάλληλες για επιβίωση και επαγγελματική ανέλιξη. Ακόμη και για την επίδειξη «πνεύματος». Προπάντων δε για την ανάπτυξη ικανοτήτων επικράτησης στον πολιτικό στίβο. Οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως φορείς της διαφώτισης και της προόδου. Η πολεμική του μεγάλου Σωκράτη κατά των σοφιστών και της Σοφιστικής επηρεάζει αρνητικά ακόμη και σήμερα τη στάση μας απέναντί τους. Αυτή, όμως, είναι μια κατάφωρη αδικία εις βάρος τους, διότι η προσφορά τους, αντικειμενικά και ψύχραιμα κρινόμενη, δεν ήταν καθόλου ασήμαντη. Διότι επιδίωξαν και πέτυχαν: α) να δώσουν παιδεία: πρωτοπόροι της παιδαγωγικής και της τέχνης του διδάσκειν· β) να πολλαπλασιάσουν τα μορφωτικά αγαθά, και γ) να ικανοποιήσουν τη δίψα των νέων για μάθηση. Δημιούργησαν τη γραμματική, τη ρητορική, τη διαλεκτική και ετοίμασαν το έδαφος για την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία και την πολιτειολογία. Ο χαρακτηρισμός των σοφιστών από τον Πλάτωνα ως εμπόρων ή καπήλων της γνώσης οφειλόταν στο γεγονός ότι για τη διδασκαλία τους πληρώνονταν αδρά, αφού πριν απ’ αυτούς η διδασκαλία των νέων γινόταν δωρεάν. Θ’ αναφερθούμε με συντομία στη συνέχεια στους σημαντικότερους και γνωστότερους σοφιστές.


1. Πρωταγόρας: Ο κορυφαίος της Σοφιστικής. Γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης μεταξύ του 490 και 485 π.Χ. και πέθανε μετά το 420. Είναι γνωστός και ως Τήιος, επειδή τα Άβδηρα, μετά την καταστροφή τους από τους Θράκες, κατοικήθηκαν από αποίκους της ιωνικής πόλης Τέω. Ο πατέρας του ήταν πλούσιος. Ως δάσκαλος περιόδευσε πολλές πόλεις, ακόμη δε και περιοχές της Μ. Ελλάδας. Συχνότερα, όμως, και διαρκέστερα επισκεπτόταν την Αθήνα. Συνδέθηκε με τον Περικλή και τον Ευριπίδη, τον οποίο επηρέασε σημαντικά. Κατά το τελευταίο έτος της ζωής του κατηγορήθηκε για αθεΐα, γιαυτό αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα. Ταξιδεύοντας, όμως, προς τη Σικελία πέθανε. Η συγγραφική του παραγωγή φαίνεται να ήταν εκπληκτική. Με τη διδασκαλία του γοήτευε τους μαθητές του. Σκοπός του ήταν να διδάξει τους νέους την αρετή, προπάντων δε να τους κάμει ικανούς να διαπρέψουν στην πολιτική. Υποστήριζε ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου συμβάλλουν τρεις παράγοντες: το φυσικό χάρισμα, η διδαχή και η άσκηση. Διέπρεψε προπάντων ως δάσκαλος της ρητορικής, καθότι ήταν ικανός «τον ήττω λόγον κρείττω ποιείν». Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και ο ιδρυτής της Γραμματικής. Η φιλοσοφία του ήταν καθαρά ανθρωποκεντρική: «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Άρα δεν υπάρχει αντικειμενική και καθολική αλήθεια. Υπάρχουν τόσα είδη αλήθειας, όσοι και οι άνθρωποι. Από τον Ηράκλειτο ο Πρωταγόρας υιοθέτησε τη διδασκαλία του για τη ρευστότητα των πάντων προκειμένου να διαμορφώσει τη δική του θεωρία για τη γνώση: γνώση είναι ό,τι μου φαίνεται κάθε φορά, ό,τι αισθάνομαι κάθε στιγμή, το οποίο μπορεί να διαφέρει από ό,τι αισθανόμουν πριν για το ίδιο πράγμα και από αυτό που αισθάνονται για το ίδιο πράγμα οι άλλοι. Αυτό σημαίνει ότι εισάγει τη σχετικότητα και του υποκειμένου και του αντικειμένου της γνώσης. Ο φιλοσοφικός λόγος

του

Πρωταγόρα

είναι

υποταγμένος

στις

αισθήσεις,

είναι

ένας

αισθησιοκράτης φιλόσοφος. Απέναντι στη θρησκεία τήρησε κριτική στάση, χωρίς όμως ν’ αρνείται τη λατρεία των θεών. Είχε περί πολλού και τις ηθικές αξίες του δικαίου και της δικαιοσύνης. Σημαντική ήταν και η διδασκαλία του Πρωταγόρα για τον πολιτισμό, όπως μας την παραδίδει ο Πλάτωνας στον «Πρωταγόρα» του. Υποστηρίζει ότι η πολιτιστική πορεία του ανθρώπου είναι διαρκώς ανοδική, και όχι καθοδική, όπως την εμφανίζει ο Ησίοδος. 2. Γοργίας (483-376 π.Χ.): Γεννήθηκε στους Λεοντίνους της Σικελίας. Γιος του Χαρμαντίδη. Μαθητής του Εμπεδοκλή. Μαθητής δε της ρητορικής των Τι(ει)σία και Κόρακα. Για πρώτη φορά ήρθε στην Αθήνα το 427 ως πρεσβευτής. Έφυγε, αλλ’ επανήλθε και ίδρυσε σχολή ρητορικής. Περιόδευσε σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, επ’ αρκετό όμως έμεινε στη Θεσσαλία. Πέθανε στη Λάρισα.


Εκτός από τη ρητορική, ασχολήθηκε και με τη φιλοσοφία. Στο έργο του «Περί του μηόντος ή περί φύσεως» υποστηρίζει ότι: α) δεν υπάρχει τίποτε, β) και αν υπάρχει κάτι, αδυνατούμε να το γνωρίσουμε, και γ) κι αν ακόμη ήταν δυνατόν να το γνωρίσουμε, δε θα μπορούσε αυτό ν’ ανακοινωθεί, να λεχθεί. Ο Γοργίας, όμως, ήταν κατ’ εξοχήν ρήτορας. Δίκαια θεωρείται ο ιδρυτής της ρητορικής. Σώζονται δύο υποδειγματικά έργα του ρητορικής: α) «Ελένης εγκώμιον» και β) «Υπέρ Παλαμήδους Απολογία». Θεωρούσε τη ρητορική ως πρωταρχικής σημασίας για τη μόρφωση των νέων. Η ρητορική είναι η ανώτατη τέχνη, λέει. Μόνο αυτή δίνει τη δυνατότητα στον κάτοχό της να εξουσιάσει απολύτως τους ανθρώπους και να τους οδηγήσει όπου αυτός θέλει. Για να γίνει, όμως, αυτό δε θα πρέπει η ρητορική να εμποδίζεται από ηθικούς φραγμούς. 3. Πρόδικος: Γεννήθηκε στην Κέα (Τζιά) το 460 π.Χ. Μαθητής του Πρωταγόρα. Εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα όπου δίδασκε ρητορική. Η διδασκαλία του είχε αυστηρά ως αρχή των όντων το άπειρο μίγμα από τα ομοιομερή σωματίδια. Δε δεχόταν, όμως, την άποψη του Αναξαγόρα ότι ο Νους είναι απαλλαγμένος από κάθε πρόσμιξη. Ο Θεός είναι η ενιαία ουσία που παράγεται από το συγκερασμό του νου και του αέρα. Από όσα λέει ο Πλάτωνας στο Λάχη, καθώς και από διασωθέντα αποσπάσματα δικών του έργων συνάγεται ότι η όλη

διδασκαλία και βιοθεωρία του Προδίκου είχε

αυστηρά ηθικό χαρακτήρα. Ανέπτυξε τη δική του θεωρία για τη γένεση του πολιτισμού: αφετηρία και βάση του πολιτισμού είναι η γεωργία. Σχετικό έργο του το «Ώραι» (: Οι εποχές). Σ’ αυτό το έργο αναφέρεται και ο γνωστός μύθος για την Αρετή και την Κακία. Κατά τον Πρόδικο οι θεοί προέκυψαν από πράγματα χρήσιμα στον άνθρωπο: σελήνη, ήλιος, ύδωρ, πυρ κ.ά. Εντούτοις γνωστότερος έμεινε για τη θεωρία του περί των συνωνύμων. 4. Ιππίας: Καταγόταν από την Ήλιδα. Μαθητής κι αυτός του Πρωταγόρα. Διασημότερος του Πρόκλου. Περιόδευε τις πόλεις και δίδασκε επ’ αμοιβή: μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ηθική, μουσική κ.ά. Καυχόταν ότι κέρδιζε περισσότερα απ’ όλους τους άλλους σοφιστές. Ήταν ο πολυμαθέστερος όλων των άλλων της εποχής του. Είναι ο εισηγητής της έννοιας του φυσικού δικαίου. Ενδέχεται οι σχετικές ιδέες του να τον οδήγησαν στην κατάργηση της διάκρισης μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων. 5. Αρχέλαος: Έζησε τον Ε΄ αι. π.Χ. Αθηναίος ή Μιλήσιος· μαθητής του Αναξαγόρα. Σημαντική ήταν η ενασχόλησή του με τα ηθικά ζητήματα προϋποθέτει την αυτογνωσία και έχει ως αποτέλεσμα την αρετή. Πηγή της ευδαιμονίας, της αυτονομίας και της αυτάρκειας είναι η αρετή. Στην αρετή φθάνει κανείς και μέσα από την αυτογνωσία. Κατά μία άποψη μετέφερε από την Ιωνία στην Αθήνα τη φυσική φιλοσοφία. Αποδεχόταν τις απόψεις του δασκάλου του περί «νου» και «ύλης».


6. Κρατύλος: Οπαδός του Ηράκλειτου. Δίδαξε στην Αθήνα στα τέλη του Ε΄ αι. Ο πρώτος δάσκαλος του Πλάτωνα. Αρνιόταν ν’ απαντήσει σ’ ερωτήματα, διότι, όπως έλεγε, η ροή των αισθητών μάς εμποδίζει να διατυπώσουμε οποιαδήποτε γι’ αυτά κρίση. Διορθώνοντας τον Ηράκλειτο, έλεγε: ούτε μία φορά δεν μπορεί κανείς να μπει στο ίδιο ποτάμι. 7. Αντιφών: Αθηναίος σοφιστής του τέλους του Ε΄ αι. Δεν πρέπει να συγχέεται με το σύγχρονό του σχεδόν ομώνυμο ρήτορα. Ανήκει στους μαθητές του Πρωταγόρα. Προήγαγε περαιτέρω την έννοια του φυσικού δικαίου, το οποίο στο βιβλίο του «Αλήθεια» αντιθέτει προς το θετό. Η τήρηση των φυσικών νόμων, σε αντίθεση με τους θετούς (γραπτούς ή άγραφους), εγγυάται την αυτονομία του ατόμου. Από το άλλο βιβλίο του, «Περί ομονοίας», προκύπτει ότι δεν έτρεφε και ιδιαίτερη εκτίμηση στην αξία της ζωής του ανθρώπου. Το σημαντικότερο πράγμα είναι η παιδεία. Η αρετή συνίσταται όχι στην απουσία παθών, αλλά στην υπερνίκησή τους. Θεωρείται ότι πρώτος αυτός εισήγαγε την έννοια της ενοχής. Εμφανής είναι στις αντιλήψεις του η επίδραση των Ελεατών και του Εμπεδοκλή. 8. Ο «κύκλος» των μαθητών/οπαδών του Γοργία: Οι γνωστότεροι από αυτούς που τον αποτελούσαν είναι οι Πώλος, Καλλικλής, Θρασύμαχος και Κριτίας. Κοινό ιδεολογικό-συνδετικό τους στοιχείο η πίστη στο δίκαιο του ισχυρότερου, η άρνηση κάθε ηθικού, αντικειμενικού, κανόνα ζωής και η αποδοχή της αυθαιρεσίας στη ζωή. Ο νόμος δεν είναι μόνο άδικος, αλλά και ανήθικος. Παντού μέσα στη φύση επικρατεί το δίκαιο/νόμος του ισχυρότερου. Αυτό είναι το φυσικό δίκαιο. Οι ανθρώπινοι νόμοι τιμωρούν μόνο το φανερό κακό, αφήνοντας ατιμώρητο το αφανέρωτο. Κύριοι εκφραστές αυτών των ακραίων απόψεων ήταν ο Κριτίας και ο Καλλικλής. ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Βρίσκεται στον αντίποδα των σοφιστών. Ο Σωκράτης ψάχνει για τη μία και καθολική αλήθεια, ενώ οι σοφιστές αρκούνται στο ν’ ακούγονται πολλές γνώμες για το ίδιο πράγμα. Το μόνο που τους ένωνε ήταν η διαπίστωση ότι η μόρφωση που δινόταν στους νέους ήταν ατελής, ανεπαρκής. Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτε. Μόνο συζητούσε με τους μαθητές-ακροατές του. Τις ιδέες του τις αντλούμε από τα έργα του σημαντικότερου μαθητή του, του Πλάτωνα, και, δευτερευόντως, από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα. Πληροφορίες, όμως, για το Σωκράτη βρίσκουμε και σε έργα άλλων Σωκρατικών φιλοσόφων, όπως του Αντισθένη, του Αρίστιππου, του Ευκλείδη και του Αισχίνη, καθώς και στον Αριστοτέλη.


Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι κατ’ εξοχήν ηθική: αναζήτηση του ηθικού αγαθού, της αρετής και της δικαιοσύνης, που στην ουσία είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Ούτε ρήτορας ήταν, ούτε μαθήματα παρέδιδε επ’ αμοιβή. Έμεινε διά βίου στην Αθήνα. Την ευδαιμονία την ταύτισε με την ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου. Το ανώτατο αγαθό δεν είναι η ζωή, αλλά το ορθώς ζην. Καλύτερα ν’ αδικείται κανείς παρά ν’ αδικεί. Εστίασε το ενδιαφέρον του στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, δηλαδή στην ανθρώπινη προσωπικότητα. Για τον ηθικό άνθρωπο δεν υπάρχει κανένα κακό, ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο. Ταυτίζει την αρετή με τη γνώση, τη σοφία, γιαυτό και η αρετή είναι διδακτή, μία και ενιαία: «ουδείς εκών κακός». Αιτία του κακού είναι η άγνοια. Ο άνθρωπος πράττει το κακό όχι από ενσυνείδητη επιλογή, αλλά από αδυναμία να διακρίνει τι είναι καλό και τι κακό. Η αρετή προϋποθέτει τη νόηση. Χωρίς ορθή γνώση δεν μπορούμε να έχουμε ορθή πράξη. Γνώση δε για το Σωκράτη είναι η συνείδηση της αξίας του αντικειμένου της γνώσης και η πεποίθηση ότι η αξία αυτή επιδρά ευεργετικά στη ζωή του ατόμου και της κοινωνίας. Ο δρόμος που ακολούθησε ο Σωκράτης για να φθάσουν οι ιδέες του στους νέους και να τους πείσει για την ορθότητά τους ήταν ο διάλογος. Ο ίδιος αυτός δρόμος είναι ο μοναδικός που φθάνει ασφαλώς στην αλήθεια. Αυτός ο διάλογος, όμως, δεν μπορεί να γίνεται άναρχα κι αμεθόδευτα, αλλ’ οφείλει ν’ ακολουθεί ορισμένους παραμόνιμους κανόνες και μια παραγωγική μέθοδο. Αυτή τη διαλογική διαδικασία ο ίδιος την ονόμασε «μαιευτική τέχνη». Αυτή η τέχνη συμπληρωνόταν και από μια άλλη, την ελεγκτική, με την οποία έλεγχε το συλλογισμό του συνομιλητή του αν είναι ορθός και σύμφωνος με την αλήθεια ή όχι. Ακόμη, την ελεγκτική συνόδευε η λεγόμενη «σωκρατική ειρωνεία». Αυτή συνίστατο στη συνήθεια του Σωκράτη να παρουσιάζει τον εαυτό του ως ανίδεο, οδηγώντας το συνομιλητή του σε κομπασμό. Στη διαδρομή της συζήτησης, όμως, τα πράγματα ανατρέπονταν, χωρίς εντούτοις ο ίδιος να μετατραπεί σε κομπαστή. Βασικό εργαλείο του διαλόγου ήταν η ερώτηση, ακριβέστερα οι αλλεπάλληλες ερωτήσεις ωσότου οδηγήσει το συνομιλητή του να αναγνωρίσει την εσφαλμένη αρχική του θέση και να φθάσει στη συγκεκριμένη αλήθεια. Το μεγαλείο του μεγάλου φιλοσόφου δεν έγκειται κυρίως στο, αναμφισβήτητο, μεγαλείο της διδασκαλίας του, αλλά στη συμπόρευση της ζωής του με αυτή. Για τα βιογραφικά του Σωκράτη έχουμε ήδη μιλήσει. Στη συνέχεια θα μνημονεύσουμε τους σημαντικότερους της «σχολής» του.


1. Αντισθένης (445-360 π.Χ.): Γεννήθηκε στην Αθήνα. Και ο πατέρας λεγόταν Αντισθένης. Ιδρυτής της Σχολής των Κυνικών. Αρχικά υπήρξε μαθητής του Γοργία. Κατοικούσε στον Πειραιά, αλλά συχνά ανέβαινε στην Αθήνα για ν’ ακούσει το Σωκράτη, του οποίου τελικά ακολούθησε τη διδασκαλία. Ως κύριο επάγγελμά του είχε τη ρητορική και την επ’ αμοιβή ερμηνεία των ποιητών. Μετά το θάνατο του Σωκράτη (399 π.Χ.) εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Δίδαξε στο ιερό του Ηρακλή και στο «γυμνάσιον» του Κυνοσάργους. Η διδασκαλία του είχε ως επίκεντρο την ανθρώπινη συμπεριφορά, η οποία προϋποθέτει τη σωκρατική αυτογνωσία. Από την αυτογνωσία και δι’ αυτής φθάνουμε στην αρετή, η οποία είναι η πηγή της ευδαιμονίας, της αυτονομίας και της αυτάρκειας. Η αρετή κατακτιέται ακομη με την εργασία, τη σκληραγωγία και την αυτοπειθαρχία. Δεχόταν και αυτός, όπως ο Σωκράτης, το διδακτό της αρετής. Οι ανάγκες, οι επιθυμίες και τα πάθη υποδουλώνουν τον άνθρωπο. Γιαυτό πρέπει να περιορίζονται, η δε ικανοποίησή τους να ‘ναι μετρημένη. Η ολιγάρκεια είναι μέγα αγαθό της ζωής. Η ηδονή είναι το χειρότερο από όλα τα κακά. Σοφός είναι όποιος αποκτά την ηθική αυτονομία. Ο σοφός δεν ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας αλλά με γνώμονα τους νόμους της αρετής. Απέρριπτε τη γεωμετρία, τη μουσική και τις άλλες τέχνες. Ο πολιτισμός είναι εχθρός της αρετής, επειδή αντιστρατεύεται στην άκρα ολιγάρκεια. Είχε πολλούς εχθρούς. Οι σοφιστές δεν του συγχωρούσαν τη μεταπήδησή του στο σωκρατικό στρατόπεδο. Τον πολέμησε και ο Πλάτωνας για την απλοϊκότητα της φιλοσοφίας του. 2. Διογένης ο Κυνικός (412 ή 404-323 π.Χ.): Καταγόταν από τη Σινώπη της Παφλαγονίας του Πόντου. Στην Αθήνα ήρθε νέος, διωγμένος από την πατρίδα του ως παραχαράκτης. Κατ’ άλλη εκδοχή, ο πατέρας του Ικεσίας ήταν ο παραχαράκτης κι όχι ο Διογένης. Υπήρξε μαθητής του Αντισθένη. Στην Αθήνα ήταν γνωστός ως Διογένης ο Κύων, επειδή περιφερόταν στην Αθήνα ξυπόλυτος, συχνά χωρίς τροφή, κρατώντας μακρύ ραβδί κι έχοντας στον ώμο ένα σακούλι, κοιμόταν δε εδώ κι εκεί μέσα σ’ ένα βαρέλι. Κατά μία άποψη αυτός ήταν ο ιδρυτής της Κυνικής Σχολής και όχι ο Αντισθένης. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι ήταν ο σπουδαιότερος κυνικός και ότι από αυτόν η Σχολή ονομάσθηκε Κυνική. Κι ακόμη ότι αυτός ασπάστηκε κι εφήρμοσε τις ιδέες περί λιτότητας και ένδειας του Αντισθένη. Εισήγαγε έναν εντελώς φυσικό και πρωτόγονο τρόπο ζωής. Αυτό δίδασκε κι έτσι ζούσε. Επίκεντρο της φιλοσοφίας του ήταν η αρετή, η οποία ταυτίζεται με τη φυσική ζωή. Περιφρονούσε τις ιδέες του Πλάτωνα, τον οποίο και χλεύαζε. Ο Πλάτωνας από την πλευρά του χαρακτήριζε ως πολιτεία των χοίρων τον τρόπο ζωής που πρότεινε και ζούσε ο Διογένης. Ως μαθητές του Διογένη αναφέρονται οι Μόνιμος, Ονησίκριτος, Φιλίσκος και ο Κράτης από τη Θήβα.


Πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Κόρινθο. Ο ερχομός του εδώ υπήρξε περιπετειώδης. Πηγαίνοντας στην Αίγινα συνελήφθη από πειρατές. Τον πήγαν στην Κρήτη για να τον πουλήσουν ως δούλο. Κατά τη διαδικασία της πώλησής του είδε εκεί έναν καλοντυμένο κύριο, τον Ξενιάδη. «Σ’ αυτόν εκεί να με πουλήσεις» είπε στον κήρυκα. «Αυτός χρειάζεται δεσπότη...». Ο Ξενιάδης τον πήρε μαζί του στην Κόρινθο και του ανέθεσε την ανατροφή των παιδιών του. Οι Αθηναίοι προσφέρθηκαν να τον εξαγοράσουν. Ο Διογένης αρνήθηκε την προσφορά λέγοντας: ένα αιχμάλωτο λιοντάρι δεν είναι δούλος του τροφοδότη του, αλλ’ αυτός είναι δούλος του λιονταριού... 3. Αρίστιππος (435-356 π.Χ.): Γεννήθηκε στην Κυρήνη της Β. Αφρικής. Ο πατέρας του Αριτάδης ήταν έμπορος. Είναι ο ιδρυτής της Κυρηναϊκής φιλοσοφικής σχολής. Όντας ακόμα στην πατρίδα του επιδόθηκε σε φιλοσοφικές μελέτες. Ξεκίνησε ως μαθητής του Πρωταγόρα. Στην Αθήνα ήρθε σε αντρική ηλικία και φιλοσοφικώς συγκροτημένος. Παρακολούθησε τις διδασκαλίες του Σωκράτη και ασπάστηκε τις ιδέες του μεγάλου φιλοσόφου. Εισάγοντας, όμως, ο ίδιος την έννοια της ηδονής ως ανώτατο αγαθό της ζωής, στην ουσία ακύρωσε στο σύνολό τους τις διαμετρικά αντίθετες ιδέες και αρχές του Σωκράτη. Υποστήριζε ότι ο άνθρωπος ρέπει από τη φύση του προς την ηδονή κι από τη φύση του πάλι αποφεύγει τα δυσάρεστα. Σε τρεις καταστάσεις μπορεί να βρεθεί ο άνθρωπος: τον πόνο, την ηδονή και την ουδέτερη, τη νηνεμία.

Η ηδονή είναι η θετική κατάσταση, ενώ ο πόνος η

αρνητική. Μέσα στις ηδονές κατέτασσε και τις πνευματικές. Προτιμά, εντούτοις, τις σωματικές ηδονές. Προτιμότερη, επίσης, είναι η εύκολα αποκτώμενη ηδονή από τη δυσαπόκτητη. Δέχεται μεν την αξία της σωκρατικής εσωτερικής ελευθερίας, αλλά και αυτή την εντάσσει στα πλαίσια της ηδονής. Η γνώση είναι χρήσιμη, διότι αυτή μας βοηθεί να επιλέξουμε μια ηδονή, ανάλογα με τις συνέπειες που θα έχει σ’ εμάς, αν πρόκειται δηλαδή να μας φέρει μεγαλύτερο πόνο την απορρίπτουμε. Δεν πρέπει ο άνθρωπος να υποκύπτει σε κάθε ηδονικό ερεθισμό. Εντεύθεν και το γνωστό απόφθεγμα: «έχω και ουκ έχομαι»: έχω δηλ. την ηδονή αλλά δεν υποτάσσομαι σε αυτή. Η γνώση εξαρτάται από τις υποκειμενικές καταστάσεις. Ο ίδιος ερεθισμός στον ίδιο άνθρωπο σε διαφορετικές στιγμές ή σε άλλον άνθρωπο κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να προκαλεί διαφορετικές ψυχικές καταστάσεις.


4. Θεόδωρος: Έζησε ανάμεσα στους Γ΄ και Δ΄ αι. Υπήρξε μαθητής του Αρίστιππου του νεότερου. Ονομάστηκε άθεος, επειδή στο έργο του «Περί θεών», επηρεασμένος από τον Κριτία, αμφισβήτησε την ύπαρξη των θεών της αρχαίας θρησκείας, και του θεού γενικότερα. Δίδασκε ότι σκοπός της ζωής είναι η διατήρηση αδιατάρακτης της ψυχικής γαλήνης. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τη γνώση και τη φρόνηση. Το πραγματικό αγαθό της ζωής είναι η φρόνηση, και το πραγματικό κακό η αφροσύνη. Σοφός είναι ο αυτάρκης. Δεν υπάρχει αντικειμενική ηθική. Αν πρόκειται κάποιος να ωφεληθεί, μπορεί και να κλέβει και να μοιχεύει και να βεβηλώνει τα ιερά! Αυτές οι ιδέες του στοίχισαν την εξορία από την Αθήνα. 5. Ηγησίας ο Πεισιθάνατος: Σύγχρονος περίπου του προηγουμένου. Δίδασκε ότι η ζωή δεν έχει καμία αξία, είναι κάτι το αδιάφορο. Η τάση και η λαχράρα του ανθρώπου να εξασφαλίσει την ηδονή μένει ανικανοποίητες. Επειδή δε δίδασκε ότι δεν αξίζει κανείς να ζει και έπειθε τους ανθρώπους να αυτοκτονούν, ονομάστηκε Πεισιθάνατος. Πρωτοπόρος της απαισιοδοξίας, του πεσιμισμού, της αποστροφής προς τη ζωή. Έδρασε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Οι κοινωνικά επικίνδυνες ιδέες του ανάγκασαν τον Πτολεμαίο Α΄, το βασιλιά της Αιγύπτου, να του απαγορεύσει τη διδασκαλία. 6. Αννίκερις: Μαθητής του Αρίστιππου και πιστός στη θεωρία του: σκοπός της ζωής είναι η ηδονή. Δίδει, όμως, μεγαλύτερη σημασία στις ψυχικές και πνευματικές ηδονές. 7. Ευκλείδης (450-380 π.Χ.): Γεννήθηκε στα Μέγαρα, γιαυτό και Μεγαρικός λέγεται. Λέγεται ακπομα και Σωκρατικός, επειδή υπήρξε μαθητής του Σωκράτη. Γιαυτό πολλοί μαθητές του τελευταίου, μετά το θάνατό του, κατέφυγαν στα Μέγαρα κοντά στον Ευκλείδη. Ο Ευκλείδης στη φιλοσοφία του συνδύαζε τη σωκρατική με την ελεατική φιλοσοφία. Ταύτιζε, δηλ., το αγαθό ως το υπέρτατο αντικείμενο της φιλοσοφίας (σωκρατική αντίληψη) με το Ένα των Ελεατών. Το ανώτατο αγαθό το ονόμασε νου, φρόνηση, θεό. Όσα κινούνται, μεταβάλλονται, γεννιούνται και φθείρονται δεν υπάρχουν. Η προσπάθειά του ν’ αποδείξει ότι η αισθητή εικόνα είναι απατηλή τον οδήγησε στη Διαλεκτική και την Εριστική. Ο Ευκλείδης είναι ο ιδρυτής της Μεγαρικής Σχολής, η οποία εξελίχθηκε σε Εριστική. Στη σχολή αυτή ανήκουν οι Ευβουλίδης, Διόδωρος ο Κρόνος από την Καρία και Στίλπωνας. Ο Διόδωρος έμεινε γνωστός για τη θεωρία του για το αδύνατο της κίνησης και της φθοράς, καθώς και για την απόδειξή του για το δυνατό: η άποψη ότι τίποτε που δεν υπάρχει ή δε θα υπάρξει δεν είναι δυνατόν, επαληθεύεται από το επιχείρημα ότι από το δυνατόν δεν προέρχεται τίποτε το αδύνατο. Αν από δύο περιπτώσεις που αλληλοαποκλείονται η μία πραγματοποιηθεί, τότε η άλλη είναι αδύνατη. Ο Στίλπωνας πολέμησε τη θεωρία περί αξιών του Πλάτωνα, στράφηκε δε προς την ηθική φιλοσοφία και ιδιαίτερα την κυνική. Ανώτατο αγαθό είναι η απάθεια. Μαθητής του ήταν ο ιδρυτής της Στοάς Ζήνων ο Κιτιέας.


8. Πλάτωνας: Γεννήθηκε στην Αθήνα το 428 ή 427 π.Χ. Γιος του Αρίστωνα (που η γενεαλογία του έφθανε ως τον Κόδρο) και της Περικτιόνης (που η γενεαλογία της ανέβαινε ως το Σόλωνα). Η μητέρα του ήταν αδελφή του Χαρμίδη και ξαδέλφη του αρχηγού των Τριάκοντα Κριτία. Έλαβε ευρύτατη παιδεία, σύμφωνη με την καταγωγή του. Δάσκαλός του ο φιλόσοφος Κρατύλος, μα προπάντων ο Σωκράτης, κοντά στον οποίο μαθήτευσε επί 9 έτη. Ως νέος έζησε συγκλονιστικά πολιτικά γεγονότα. Και λόγω της καταγωγής του αλλά και από προσωπική του κλίση, προοριζόταν για την πολιτική. Δυστυχώς, όμως, γι’ αυτόν –ευτυχώς εντούτοις για την Ελλάδα και τον πανανθρώπινο πολιτισμό– τα κρίσιμα χρόνια της οριστικής επιλογής έζησε την αυθαιρεσία των Τριάκοντα και την αποσύνθεση που ακολούθησε την πτώση τους. Αυτά τον απέτρεψαν από την πολιτική για να τον κερδίσει οριστικά η φιλοσοφία και ο πολιτισμός. Το κομβικό σημείο στη ζωή και την εξέλιξη του Πλάτωνα ήταν η γνωριμία του και η μαθητεία του (407-399 π.Χ.) με το Σωκράτη. Μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου πήγε κι αυτός στα Μέγαρα. Εκεί δεν έμεινε πολύ. Επέστρεψε στην Αθήνα όπου έμεινε μέχρι το 390 π.Χ. Μετά άρχισε να ταξιδεύει. Πρώτο ταξίδι του στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. Μετά πήγε στην Κυρήνη και την Αίγυπτο, όπου εντυπωσιάστηκε από τον πολιτειακό πολιτισμό της και τη σοφία των ιερέων της. Στα ταξίδια του αυτά γνώρισε πολλούς και πολλά (ηγεμόνες, σοφούς, Πυθαγόρειους,

Ελεατική

Σχολή

κτλ.).

Γνωρίστηκε

με

τον

τύραννο

των

Συρακουσών Διονύσιο Α΄, ο οποίος, μολονότι τον συμπάθησε, υποκύπτοντας σε εισηγήσεις των κολάκων της αυλής, τον έδιωξε με ειδικό πλοίο που τον μετέφερε στην Αίγινα. Λόγω της εχθρότητας μεταξύ Αιγινητών και Αθηναίων, πουλήθηκε ως δούλος. Κατά την πώληση έτυχε να παρευρίσκεται και ο φιλόσοφος Αννίκερις, ο οποίος τον αγόρασε και στη συνέχεια τον ελευθέρωσε. Σε ηλικία 40 ετών, το 388 π.Χ., ίδρυσε την περιώνυμη Ακαδημία του. Την ιδέα μετέφερε από τη Μ. Ελλάδα, όπου ήκμαζε η κοινότητα των Πυθαγορείων. Οι οπαδοί – ακροατές – μαθητές του ζούσαν κοινοβιακά. Απέβλεπε στη συγκρότηση μιας κοινωνίας–πολιτείας βασισμένης στην εφαρμογή των δικών του πολιτικοκοινωνικο-φιλοσοφικών αρχών. Το κύριο έργο της Ακαδημίας, όμως, ήταν φιλοσοφικό κι επιστημονικό. Ήταν το πρώτο επιστημονικό ίδρυμα και το πρότυπο, για όλα τα ανάλογα μεταγενέστερα ιδρύματα μέχρι σήμερα. Αποστολή της η αναζήτηση της καθαρής γνώσης. Μέλη της Ακαδημίας δεν ήταν μόνο νέοι αλλά και ώριμοι. Το κύρος της σχολής του ήταν τεράστιο. Τόσο που ο μαθηματικός Εύδοξος από την Κνίδο έκλεισε τη σχολή του μαθηματικών και αστρονομίας στην Κύζικο το 366 και με τους μαθητές του ήρθε στην Αθήνα και εισήλθε στην Ακαδημία, φέρνοντας μαζί του τα διδάγματα του Ζωροαστρισμού.


Ποτέ ο Πλάτωνας δεν απαλλάχτηκε από το μικρόβιο της πολιτικής. Γιαυτό υποχώρησε στην επίμονη παράκληση του φίλου του τυράννου των Συρακουσών Δίωνα και το 366 πήγε στη Σικελία για να διδάξει το γιο του και διάδοχό του Διονύσιο Β΄. Λίγο μετά, όμως, από την άφιξη του Πλάτωνα από τις Συρακούσες ο Διονύσιος Β΄ έδιωξε το Δίωνα από τη Σικελία. Ο Πλάτωνας επανήλθε στην Αθήνα. Το 362 όμως ξαναπήγε στις Συρακούσες. Αυτή τη φορά τον κάλεσε ο ίδιος ο Διονύσιος Β΄. Τα πράγματα για τον Πλάτωνα πήγαν πολύ χειρότερα, αφού δυσκολεύτηκε να φύγει από τις Συρακούσες. Ο Δίωνας ήρθε στην Αθήνα κι εντάχθηκε στην Ακαδημία. Αργότερα επιχείρησε ν’ ανατρέψει το Διονύσιο και να εφαρμόσει τις πολιτειακές ιδέες του Πλάτωνα. Κατά την επιχείρηση αυτή δολοφονήθηκε. Μετά την τελευταία επιστροφή του στην Αθήνα επιδόθηκε με αφοσίωση στην ολοκλήρωση του φιλοσοφικο-ιδεολογικού του συστήματος και στη συγγραφή του ογκώδους έργου του. Το 347 πέθανε και τάφηκε στον κήπο της Ακαδημίας. Συγγράμματα: Ίσως είναι ο μεγαλύτερος σε

παραγωγή από τους αρχαίους

συγγραφείς. Εν πάση, όμως, περιπτώσει άνετα κατατάσσεται μέσα στους πολυγραφότερους. Από πλευράς δε ποιοτικής/αξιολογικής μόνο με τον άλλο γίγαντα, τον Αριστοτέλη, θα μπορούσε να συγκριθεί. Τα γνήσια γνωστά διασωθέντα έργα του ανέρχονται σε 36/48, καταταγμένα στις εξής 9 τετράδες. Ευθύμων, Απολογία, Κρίτων, Φαίδων. Κρατύλος, Θεαίτητος, Σοφιστής, Πολιτικός. Παρμενίδης, Φίληβος, Συμπόσιον, Φαίδρος. Αλκιβιάδης, Αλκιβιάδης δεύτερος, Ίππαρχος, Ερασταί. Θεάγης, Χαρμίδης, Λάχης, Λύσις. Ευθύδημος, Πρωταγόρας, Γοργίας, Μένων. Ιππίας μείζων, Ιππίας ελάσσων, Ίων, Μενέξενος. Κλειτοφών, Πολιτεία, Τίμαπος, Κριτίας. Μίνως, Νόμοι, Επινομίς, Επιστολαί (13). Πνευματική δημιουργία-φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνα: Είναι τόσο πολύπλοκο και τόσο εκτενές το έργο του μεγάλου αυτού φιλοσόφου που θα ήταν όχι μόνο ματαιοπονία, αλλά και αναίδεια να επιχειρήσει κανείς να το κλείσει σε μερικές σελίδες ενός συνοπτικού ιστορικού πονήματος. Γιαυτό θα παραθέσουμε εδώ μερικές πτυχές του εντελώς υπαινικτικά, για μια στοιχειώδη ενημέρωση του αναγνώστη.


α) Ορισμός της φιλοσοφίας: Πρώτη εκδοχή: Η φιλοσοφία ταυτίζεται με τη θεωρία. Ως θεωρία οι Έλληνες εννοούσαν την αισθητική απόλαυση που προέρχεται από την παρακολούθηση αγώνων ή γιορτών, αλλά και την περιήγηση ξένων χωρών για να δούμε αξιοθέατα. Πρόκειται, δηλ., για έναν τρόπο ζωής. Άρα η φιλοσοφία ως θεωρία απαιτεί την απαλλαγή του φιλοσοφούντος από κάθε βιοτική μέριμνα και τη δυνατότητά του να επιδίδεται στη θεωρία. Αυτό, όμως, όλοι θα το ήθελαν, οπότε σε τι θα διέφερε ο φιλόσοφος από τον κοινό άνθρωπο; Για να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα, ο Πλάτωνας διαχωρίζει το «φιλοθεάμονα» από το φιλόσοφο. Δεύτερη εκδοχή: Αρχή της φιλοσοφίας είναι ο θαυμασμός, το θαυμάζειν. Ο θαυμασμός προκαλείται στην ψυχή μας όταν βρεθούμε μπροστά σε μια εξαιρετική κατάσταση των πραγμάτων. Αυτό συμβαίνει όταν τα πράγματα δεν ακολουθούν τη συνηθισμένη κι αναμενόμενη ροή/πορεία. Αυτό προκαλεί το θαυμασμό. Η στροφή προς τη φιλοσοφία συντελείται όταν παύσουν τα πράγματα να θεωρούνται ως αυτονόητα, όταν η ψυχή απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση ότι δύναται να κατανοεί κι εξηγεί τα πάντα. Η συνειδητοποίηση της ανεπάρκειας της ανθρώπινης γνώσης αποτελεί την αρχή της φιλοσοφίας. Ο άνθρωπος δεν είναι σοφός· μόνο ο θεός είναι σοφός. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι μόνο φίλος της σοφίας, «φιλόσοφος». Σοφία είναι η πλήρης κατανόηση της ουσίας των όντων, ενώ φιλοσοφία η διαρκής τάση για την απόκτηση αυτής της κατανόησης. Αυτή η τάση εκδηλώνεται με ισχυρό

συναισθηματικό

τόνο

ως

νοσταλγία

και

έρωτας.

Ο

καταλαμβάνεται από ισχυρό έρωτα, που διαρκώς σπρώχνει

φιλόσοφος

την ψυχή να

πλησιάσει το ον. Η αναζήτηση της αλήθειας και ο Έρωτας είναι αυτά που κατευθύνουν την ανθρώπινη ψυχή στη γνήσια σφαίρα της ύπαρξης. β) Μέθοδος της φιλοσοφίας: η διαλεκτική: Η διαλεκτική του Πλάτωνα διαφέρει από εκείνη του Ζήνωνα. Κατ’ αρχάς για τον Πλάτωνα δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα αλλά δωρεά του Προμηθέα στους ανθρώπους. Η διαλεκτική του Πλάτωνα είναι εποπτική «διαίσθηση, όραση που βλέπει την ενότητα μέσα από την ποικιλία. γ) Αντικείμενο της φιλοσοφίας: Πρώτο θέμα της φιλοσοφικής ενασχόλησης πρέπει να είναι ο ατομικός βίος του ανθρώπου. Η αρχή γίνεται από την αυτοεξέταση και προχωρεί στην εξέταση του βίου των άλλων. Δεύτερο θέμα είναι η κατανόηση της ουσίας του κόσμου στη σταθερή και αμετακίνητη μορφή του. Πώς θα φθάσει ο άνθρωπος σ’ αυτό; Με την επιστήμη, απαντά ο φιλόσοφος. Κάθε επιστήμη μπορεί από μια άποψη να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφία. Η φιλοσοφία, όμως, υπερβαίνει όλες τις επιστήμες. Άρα οι δύο έννοιες δεν ταυτίζονται. δ) Διαίρεση της πλατωνικής φιλοσοφίας: Συνήθως η πλατωνική φιλοσοφία διαιρείται σε τρία μεγάλα τμήματα: 1) το διαλεκτικό ή λογικό, 2) το φυσικό και 3) το ηθικό. ε) Η πλατωνική διαλεκτική: 1) Διαλεκτική είναι η τέχνη του διαλέγεσθαι. Το διαλέγεσθαι συνίσταται στην εξέταση ενός προβλήματος με τη μέθοδο της ερωταποκρίσεως. Αυτή η διαδικασία για την επεξεργασία των φιλοσοφικών προβλημάτων καθιερώθηκε με τα συγγράμματα του Πλάτωνα.


Εξέλιξη της πλατωνικής διαλεκτικής: Η πλατωνική διαλεκτική διαμορφώθηκε σε πέντε φάσεις: 1) Στην πρώτη της, πρώιμη, φάση ταυτίζεται με τη σωκρατική διαλεκτική. Σκοπός αυτής της διαλεκτικής ήταν η απόκτηση γνώσης, κυρίως η επίγνωση του αγαθού και η υπό την καθοδήγηση αυτού απόκτηση της αρετής. Αυτό ήταν το απορητικό στάδιο. 2) Κατά τη δεύτερη φάση επιδιώκει με τη χρησιμοποίηση των λόγων να ανεύρει τις αιτίες που εξηγούν τη γένεση, τη φθορά και την ύπαρξη των όντων. 3) Σ’ αυτή τη φάση το κύριο πρόβλημα είναι η διασαφήνιση του ιδεώδους κόσμου που ανακαλύφθηκε κατά τις προηγούμενες φάσεις: δηλ. ο καθορισμός της σχέσης του με τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου. 4) Στη νέα αυτή φάση της η διαλεκτική είναι η φιλοσοφική μάθηση που μας κάνει ικανούς ν’ αντικρίσουμε τις ιδέες και να κατανοήσουμε τις μεταξύ τους σχέσεις, την «κοινωνία των ιδεών». 5) Στο στάδιο αυτό η διαλεκτική παίρνει χαρακτήρα αριθμολογικό και οντολογικό. Οι ιδέες χαρακτηρίζονται ως αριθμητικές ενότητες, «ενάδες» ή «μονάδες», και τίθεται προς συζήτηση το πρόβλημα της ύπαρξής τους, της γενικής τους ενότητας και της παρουσίας τους στα αισθητά αντικείμενα. στ) Οι λογικές έρευνες του Πλάτωνα: Θέματα προς εξέταση εν προκειμένω είναι: 1) η θεμελίωση της λογικής πάνω στους γενικότερους νόμους της διανόησης· 2) η λεκτική πρόταση (έκφραση) και η λογική κρίση· 3) οι λογικές έννοιες και οι πλατωνικές ιδέες· 4) οι λειτουργίες της λογικής κρίσης· 5) η συλλογιστική μέθοδος στους πλατωνικούς διαλόγους· 6) η διδασκαλία του Πλάτωνα περί λογικής διαιρέσεως· 7) η μέθοδος του καταρτισμού των ορισμών, άρα η μέθοδος της πλατωνικής απόδειξης. ζ) Οι γνωσιολογικές έρευνες του Πλάτωνα. Εδώ παρεμβάλλονται τα ακόλουθα γνωστικά αντικείμενα

(βαθμίδες της γνώσης) γύρω από τον Πλάτωνα: 1) τα

θέματα της πλατωνικής γνωσιολογίας· 2) η αίσθηση (αποτελεί κατά τον Πλάτωνα ιδιαίτερη λειτουργία, κοινή και στους ανθρώπους και στα ζώα)· 3) η διάνοια (αντικείμενο αυτής είναι τα «μαθηματικά»)· 4) νόηση: είναι η ύψιστη βαθμίδα της γνώσης. Όταν φθάσουμε σ’ αυτή, μπορούμε πλέον να κοιτάξουμε τη σφαίρα των ιδεών, την ύψιστη αρχή του ιδεώδους κόσμου, που δεν είναι άλλη από την ιδέα του αγαθού. Άλλες γνωσιολογικές παράμετροι: 1) οι πηγές και οι μέθοδοι της γνώσης· 2) ψυχολογική προπαρασκευή της μάθησης. Απορία και Έρωτας· 3) Η διδασκαλία του Πλάτωνα για την αλήθεια.


η) Οι οντολογικές έρευνες του Πλάτωνα: Στον τομέα αυτό τίθενται προς εξέταση: 1) τα οντολογικά προβλήματα που τέθηκαν από τον Πλάτωνα· 2) το πρόβλημα των κατηγοριών. Οι γενικότερες κατηγορίες των όντων, «τα μέγιστα γένη», κατά τον Πλάτωνα είναι πέντε: «το ον» «η στάσις», «η κίνηση», «το ταυτόν» και «το έτερον ή θάτερον». 3) η διδασκαλία του Πλάτωνα για τις Ιδέες· 4) η θέση του υλικού στοιχείου στην πλατωνική οντολογία· 5) η περί χρόνου διδασκαλία του Πλάτωνα· 6) η πλατωνική κοσμολογία, ανθρωπολογία και ψυχολογία· 7) η πλατωνική θεολογία. θ) Η διαίρεση των επιστημών κατά τον Πλάτωνα: 1) Γνωστικές: α) Επιτακτικές (πολιτικές επιστήμες), β) Κριτικές (ελεγκτικές, καθαρτικές και διδακτικές)· 2) Πρακτικές: α) ποιητικές: i) μέρος θείο, ii)

μέρος ανθρώπινο [αυτοποιητική

(τεχνολογία), ειδωλοποιητική (καλλιτεχνία)]· β) κτητικές (μεταβλητικές, χειρωτική). Τελειώνουμε την αναφορά μας στον Πλάτωνα με μία γρήγορη, τελευταία, ματιά στη θεωρία του Πλάτωνα περί Ιδεών και στη διδασκαλία του περί ψυχής. Αυτή αποτελεί τον κορμό της πλατωνικής φιλοσοφίας. Την ανέπτυξε στην ώριμη ηλικία του. Κίνητρα για τη δημιουργία της ήταν πρώτα το ηθικό κι έπειτα το γνωσιολογικό πρόβλημα. Στην κορυφή του συστήματος των ιδεών ο Πλάτωνας τοποθετεί την ιδέα του Αγαθού που είναι αιτία της γνώσης και της αλήθειας. Το αγαθό συμπίπτει με την έννοια του θεού. Η έννοια του θεού τοποθετείται πέρα από την ουσία. Η σχέση των νοητών με τα αισθητά ονομάζεται κοινωνία· όταν όμως αυτή η σχέση ιδωθεί από την πλευρά των πραγμάτων ονομάζεται μίμηση ή μέθεξη. Σημαντικό κεφάλαιο στη διδασκαλία του Πλάτωνα αποτελούν όσα υποστηρίζει για την ψυχή. Βασικό τμήμα της διδασκαλίας αυτής είναι οι περί αθανασίας της θέσεις του. Η ψυχή είναι αθάνατη. Παραθέτει 4 αποδείξεις για να στηρίξει αυτή τη θέση: α) Το Γίγνεσθαι αποτελείται από αντιθέσεις, η μία δε αντίθεση προκύπτει από την άλλη. Ζωή και θάνατος είναι αντίθετα. Όπως από τη ζωή καταλήγουμε στο θάνατο, έτσι μπορεί κι από το θάνατο να προέλθει η ζωή. β) Η αθανασία στηρίζεται και στον παραλληλισμό ιδέας και ψυχής, από τη μια, και κατ’ ιδίαν πράγματα και σώματα, από την άλλη. γ)

Για κάθε πράγμα υπάρχει το οικείο κακό, που το βλάπτει και

τελικά το καταστρέφει (για το σώμα, π.χ., είναι η ασθένεια) και το οικείο καλό. Όταν ένα πράγμα δεν καταστρέφεται από το οικείο κακό, ούτε από κάτι άλλο καταστρέφεται. Τα κακά της ψυχής είναι η αδικία, η ακολασία, η δειλία κ.ά. Αυτά τη βλάπτουν, αλλά δεν την καταστρέφουν. δ) Η ουσία της ψυχής βρίσκεται στην αυτοκινησία. Τα άψυχα κινούνται απ’ έξω. Το αυτοκινούμενο είναι και αγέννητο. Το αγέννητο είναι και άφθαρτο. Στον Πλάτωνα οφείλουμε και την τριμερή διαίρεση της ψυχής: λογιστικό, θυμοειδές κι επιθυμητό.


9. Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.): Γεννήθηκε στη μικρή πόλη Στάγιρα, στη βορειοανατολική πλευρά της Χαλκιδικής. Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Β’. Για την περίοδο της ζωής του Αριστοτέλη μέχρι της εισόδου του στην πλατωνική Ακαδημία δεν υπάρχουν πληροφορίες. Μετά το θάνατο των γονέων του, την αγωγή του ανέλαβε ο Πρόξενος, συγγενής της οικογενείας του. Προτού εισέλθει στην Ακαδημία ασφαλώς δέχθηκε την παραδοσιακή παιδεία (μουσική, γυμναστική, εξοικείωση με τον Όμηρο κτλ.). Στην Ακαδημία εισήλθε το 367 σε ηλικία 18 ετών. Παρέμεινε ως τρόφιμός της ως το θάνατο του Πλάτωνα (347 π.Χ.). Είναι προφανές ότι

στα 20 αυτά χρόνια

γαλουχήθηκε με τη σκέψη και τις φιλοσοφικές ιδέες του Πλάτωνα. Όντας, όμως, ακόμα φοιτητής άρχισε ν’ αυτονομείται ιδεολογικά από το μεγάλο δάσκαλό του. Άρχισε μάλιστα να γράφει διαλόγους και να παραδίδει μαθήματα στους νεότερους συμφοιτητές του. Την πολεμική του, όμως, κατά των Ιδεών του Πλάτωνα την άσκησε πολύ αργότερα. Μετά το θάνατο του Πλάτωνα ανέκυψε θέμα εκλογής διαδόχου του στην Ακαδημία. Οι τρεις επιφανέστεροι μαθητές του ήταν ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης από τη Χαλκηδόνα και ο ανιψιός του Πλάτωνα Σπεύσιππος. Προτιμήθηκε ο τελευταίος. Μετά από αυτό οι Αριστοτέλης και Ξενοκράτης έφυγαν από την Αθήνα κι εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, απέναντι από τη Λέσβο επί της ασιατκής ακτής. Εκεί ίδρυσαν την πρώτη αριστοτελική Ακαδημία – σχολή ως παράρτημα της πλατωνικής. Σκοπός του Αριστοτέλη ήταν να επηρεάσει τον άρχοντα της περιοχής Ερμία, ώστε να εφαρμόσει την πλατωνική πολιτική στην καθημερινότητα των ανθρώπων του τόπου του. Τρία χρόνια έμεινε στην Άσσο. Μετά πήγε στη Μυτιλήνη. Εκεί συνδέθηκε με το Θεόφραστο, τον μετέπειτα μαθητή και διάδοχό του. Εκεί έμεινε μέχρι το 342 π.Χ. Τότε έλαβε πρόσκληση από το Φίλιππο, το βασιλιά, της Μακεδονίας να πάει στην Πέλλα για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, 13 ετών τότε. Ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση. Η εκπαίδευση κράτησε ως το 340, όταν ο Αλέξανδρος αναπλήρωσε τον απουσιάζοντα στο Βυζάντιο πατέρα του στο θρόνο ως αντιβασιλεύς.


Ο Αριστοτέλης μετέδωσε στο βασιλόπουλο το πάθος για τη φιλοσοφία και τον κατάρτισε πολιτικά και ηθικά. Μετά ο Αριστοτέλης επέστρεψε στη γενέτειρά του. Οι δεσμοί ανάμεσα στους δύο μεγάλους άντρες άρχισαν σταδιακά να χαλαρώνουν, ιδιαίτερα μετά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των περσών και την κατάργηση της διαφοράς μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων, την εισαγωγή δηλ. του κοσμοπολιτισμού, του οποίου ο Αριστοτέλης ήταν πολέμιος. Ο Αριστοτέλης υπέδειξε στον Αλέξανδρο το μαθητή και ανιψιό του Καλλισθένη, ο οποίος συνόδευσε το στρατηλάτη στην εκστρατεία του ως μέλος του επιστημονικού του επιτελείου. Οι χαλαροί δεσμοί Αλεξάνδρου – Αριστοτέλη διατηρήθηκαν, για να σπάσουν τελείως, όταν ο Αλέξανδρος φόνευσε τον ανιψιό του Αριστοτέλη Καλλισθένη. Το 335 η Αθήνα υποδεχόταν και πάλι το μεγάλο φιλόσοφο. Αυτή τη φορά δεν πήγε στην Ακαδημία. Ίδρυσε τη δική του σχολή στο Λύκειο: τόπος ιερός αφιερωμένος στο Λύκειο Απόλλωνα στα ΒΑ της αρχαίας πόλης. Από την τοποθεσία πήρε το όνομά της αρχικά και η σχολή, που αργότερα ονομάστηκε και Περίπατος, οι δε φοιτητές της και οπαδοί «Περιπατητικοί». Θα μπορούσε κανείς σήμερα να ονομάσει ή παρομοιάσει τον Περίπατο ομάδα έρευνας ή ερευνητικό εργαστήριο ή κάτι ανάλογο. Η είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) προκάλεσε αναταραχή και εξεγέρσεις σε όλη την Ελλάδα, και στην Αθήνα. Διώκονταν όλοι όσοι έτρεφαν συμπάθεια στους Μακεδόνες. Από τους πρώτους στόχους και ο Αριστοτέλης. Αποφάσισε να φύγει. Κατέφυγε στη Χαλκιδική όπου τον επόμενο χρόνο (322) πέθανε από αρρώστια. Συγγράμματα: Η συγγραφική παραγωγή του Αριστοτέλη είναι ανάλογη μ’ εκείνη του Πλάτωνα. Τα σωθέντα γνήσια έργα του ανέρχονται σε 30 και αριθμούνται – κατατάσσονται ως εξής: Λογικά ή «Όργανον»: α) Κατηγορίαι β) Περί ερμηνείας γ) Τοπικά δ) Αναλυτικά Πρότερα ε) Αναλυτικά Ύστερα στ) Σοφιστικοί έλεγχοι Ρητορική Ποιητική Φυσικά ή Φυσική ακρόασις Περί ουρανού· Περί γενέσεως και φθοράς. Μετεωρολογικά Ψυχολογικά ή Μικρά Φυσικά:


α) Περί ψυχής β) Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος γ) Περί αισθήσεως και αισθητών δ) Περί ύπνου και εγρηγόρσεως ε) Περί ενυπνίων στ) Περί της καθ’ ύπνον μαντικής ζ) Περί νεότητος και γήρως και ζωής και θανάτου η) Περί μνήμης και αναμνήσεως θ) Περί αναπνοής Βιολογικά έργα: α) Περί τα ζώα ιστορίαι β) Περί ζώων μορίων γ) Περί ζώων γενέσεως δ) Περί ζώων πορείας Περί ζώωνν κινήσεως Τα μετά τα Φυσικά – Πρώτη φιλοσοφία Ηθικά συγγράματα: α) Ηθικά Μεγάλα β) Ηθικά Νικομάχεια γ) Ηθικά Ευδήμεια δ) Πολιτικά· Πέρα από τα παραπάνω: α) Υπάρχουν και άλλα 17 περίπου έργα που αποδίδονται στον Αριστοτέλη χωρίς να είναι. β) Σώζονται αποσπάσματα από άλλα 20 περίπου έργα του. Ο Αριστοτέλης άνοιξε καινούργιους δρόμους στο χώρο της γνώσης (επιστήμης) και της φιλοσοφίας. Ήταν ένας πανεπιστήμων. Ασχολήθηκε με τα σημαντικότερα γνωστικά αντικείμενα. Αυτό γίνεται αντιληπτό και μόνο από μια απλή ανάγνωση των τίτλων των έργω του. Γιαυτό η προσέγγιση της σκέψης και του έργου του είναι μια πολύ δυσχερής υπόθεση. Πολλώ μάλλον όταν είναι κανείς υποχρεωμένος να μιλήσει συνοπτικά. Δεν απομένει παρά να μνημονεύσουμε μερικές μόνο πτυχές του πελάγους της σοφίας και του έργου του για έναν πρώτο υποψιασμό του αναγνώστη.


α) Η αριστοτελική μέθοδος: Ήταν ο πρώτος μεγάλος συστηματικός φιλόσοφος. Αυτό το βλέπει κανείς στον τρόπο που διαπραγματεύεται τα μεγάλα και ποικίλα θέματα προβλήματα που τον απασχόλησαν. Αυτή η δουλειά συγκροτεί ένα τεράστιο επιστημονικό

σύστημα

που

για

να

οικοδομηθεί

προϋποθέτει

συλλογή,

παρατήρηση, ταξινόμηση, έρευνα και ερμηνεία του απέραντου γνωστικού αντικειμένου. Από την ανόργανη φύση προχωρεί στην ποικιλία των μορφών της ζωής κι από εκεί ανεβαίνει στα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού. Δε θα έσφαλε κανείς αν υποστήριζε ότι ο Αριστοτέλης είναι ο μεγαλύτερος συστηματικός νους του κόσμου. β) Γενετική μέθοδος: Διαπραγματευόμενος ένα θέμα προχωρεί από τα ειδικά στα γενικά και από τα φαινόμενα στην ουσία, χωρίς ν’ αποκλείει και το αντίστροφο. γ) Επιστημονική ορολογία: Ο Αριστοτέλης είναι ο δημιουργός της επιστημονικής ορολογίας. Η γνώση, η επιστήμη, είναι κάτι το θείο. δ) Διαίρεση της φιλοσοφίας: Επηρεασμένος από την Ακαδημία, δέχεται την τριμερή διαίρεση της φιλοσοφίας: λογική, φυσική και ηθική. Εντούτοις ο ίδιος προτιμά τη διαίρεση σε: 1) θεωρητική (σκοπός της η ανεύρεση της αλήθειας), και 2) πρακτική (σκοπός της η πράξη, η ηθική ενέργεια). ε) Η Λογική: Η σημαντικότερη από τις επιστήμες που ίδρυσε, αλλά και αυτή που τον δόξασε όσο καμιά άλλη. Πτυχές-κεφάλαια αυτού του τεράστιου επιστημονικού κλάδου: 1) Η Λογική ως διαλεκτική τέχνη ή συζητητική Λογική. 2) Συλλογισμός (αποτελείται από προτάσεις, δηλ. κρίσεις), κρίση, έννοια. 3) Κατηγορίες: Κάθε κρίση αποτελείται από δύο όρους: την έννοια του υποκειμένου κι εκείνη του κατηγορουμένου. Οι κατηγορίες του Αριστοτέλη είναι 10: ουσία, ποσό, ποιό, σχέση (προς τι) χώρος (πού), χρόνος, κατάσταση (κείσθαι), τρόπος (έχειν), ενέργεια (ποιείν) και πάθημα (πάσχειν). 4) Οι αρχές της αντίφασης και του αποκλειόμενου τρίτου. Ειδικότερα για το τελευταίο: α) αντίφαση: Είναι αδύνατο να είναι το Είναι και το μη-Είναι ταυτόχρονα: απόλυτη ανώτατη αρχή. β) αρχή του αποκλειόμενου τρίτου: ι) οντολογικά: κάτι ή είναι ή δεν είναι: ii) λογικά, σημαίνει: ή η κατάφαση ή η

άρνηση είναι αληθινή, τρίτο ενδεχόμενο δεν υπάρχει. 5)

Κατηγορικός συλλογισμός. 6) Επαγωγικός συλλογισμός. 7) Απόδειξη: Η απόδειξη είναι συλλογισμός από αναγκαίες προϋποθέσεις, είναι ο συλλογισμός που μας προσπορίζει τη γνώση. στ) «Πρώτη φιλοσοφία»: Σ’ αυτή περιέχονται οι βασικές αρχές του αριστοτελικού συστήματος και της κοσμοθεωρίας του. Πτυχές της: 1) Το πρόβλημα της ουσίας και των ειδών της. 2) Το πρώτο κινούν ακίνητο = ο θεός. 3) Η ύλη και η μορφή: Είναι αγέννητα και άφθαρτα. 4) Δύναμη και Ενέργεια. 5) Η κινούσα αιτία («εντελέχεια») και η τελική αιτία: εκείνη ένεκα της οποίας γίνεται κάτι. 6) Το όντως ον και η κριτική της θεωρίας των Ιδεών. 7) Η ουσία ως μορφή και ενέργεια («πρώτη ουσία»). 8) Ο Θεός ως πρώτη αρχή και ουσία. 9) Η γνώση του όντως όντος και των αισθητών. Αυτές είναι και οι πηγές της γνώσης.


ζ) Φυσική: Την οικοδομεί στο δίδυμο ύλη και μορφή. 1) Τα τέσσερα στοιχεία: η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά είναι τα απλούστερα είδη του Είναι. 2) Κοσμολογία: η Γη είναι σφαιρική, αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος και είναι ακίνητη. 3) Χώρος και χρόνος. Χώρος είναι αυτό που περιέχει ένα σώμα. Χρόνος είναι η κίνηση από το πριν στο μετά, χωρίς όμως να ταυτίζεται με αυτή. η) Ψυχολογία: 1) Η ουσία της ψυχής: αρχή των συνειδησιακών καταστάσεων και της ζωής. Έμψυχα είναι και τα ζώα και τα φυτά. 2) Η ψυχή ως εντελέχεια (κινούσα αιτία) του σώματος. 3) Η σχέση σώματος και ψυχής: ψυχή και σώμα και δεν έχουν χωριστή ύπαρξη· είναι κατά την ουσία τους αχώριστες αρχές· εννοιολογικά, όμως, είναι διαφορετικά πράγματα. 4) Διαίρεση της ψυχής: θρεπτική, αισθητική και νοητική. 5) Θεωρητικός νους (ασχολείται με τα πράγματα του ισχύουν αιώνια) και πρακτικός νους (προϋποθέτει τη μεταβολή, είναι θνητός). θ) Ηθική: Αποσυνδέει την ηθική από τη θρησκευτικότητα: 1) Η διδασκαλία της ευδαιμονίας: πηγή της ευδαιμονίας του ανθρώπου είναι η χρήση του νου και η συνείδηση που τη συνοδεύει. 2) Οι αρετές του θεωρητικού και του πρακτικού νου. 3) Η αριστοτελική μεσότητα: η ουσία της ηθικής αρετής έγκειται στην τήρηση του μέτρου, στη μεσότητα. Αυτό μόνο ο ορθός λόγος το πετυχαίνει. 4) Το «εκούσιον» και η «προαίρεσις» στην αρετή: η αξία και η ουσία της αρετής εξαρτάται και προσδιορίζεται από την ελευθερία άσκησής της. ι) Πολιτική: 1) Πολιτική κοινωνία: ο άνθρωπος από τη φύση του τείνει να ζήσει σε κοινωνία και να δημιουργήσει πολιτεία και οικονομία. 2) Η γένεση της πόλης. 3) Προορισμός της πόλης. 4) Η κοινωνική σύσταση της Πολιτείας και η δουλεία. 5) Ο ελεύθερος πολίτης. 6) Μορφές πολιτευμάτων: βασιλεία, αριστοκρατία, πολιτεία: ορθά· τυραννία, ολιγαρχία, δημοκρατία: ημαρτημένα ή παρεκβάσεις. 7) Το άριστο πολίτευμα. 8) Η ιδεώδης αριστοτελική πολιτεία.

ΣΤ΄ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ 1. Οι πρώτοι λογογράφοι έγραφαν συνήθως «Περίπλους» ή «Περιηγήσεις»: περιγραφές ταξιδιών: ένα μίγμα γεωγραφικών και ιστορικών - εθνολογικών πληροφοριών. Σε αυτούς κατατάσσονται οι: Κάδμος, Εκαταίος, Σκύλαξ (από τα Καρύανδα της Καρίας), Ευθυμένης, Άννων, Ακουσίλαος από το Άργος, Ξάνθος από τη Λυδία, Χάρων από τη Λάμψακο και Διονύσιος από τη Μίλητο. 2. Ελλάνικος (περίπου 480-405 π.Χ.): Καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Χρησιμοποίησε την ιωνική διάλεκτο. Έλαβε υπόψη και προγενέστερο ιστορικό υλικό άλλων συγγραφέων. Άρχισε το συγγραφικό του έργο σε μεγάλη ηλικία. Γνωρίζουμε για 23 έργα του, που κατατάσσονται σε: α) γενεολογικά («Ασωπίς», «Ατλαντίς» κ.ά.), β) καθαρώς εθνογραφικά και εθνολογικά («Βαρβαρικά Νόμιμα», «Λυδικά», «Αιολικά», «Αργολικά» κ.ά.).


3. Ηρόδοτος: Η γέννησή του χρονολογικά τοποθετείται μέσα στην περίοδο των Μηδικών πολέμων. Πατρίδα του η Αλικαρνασσός της Μ. Ασίας. Γιος του Λύξη (καρικής καταγωγής) και της Δρυούς ή Ροιούς (Ελληνίδας). Από νέος εκδήλωσε ενδιαφέρον για όσα συνέβαιναν στην πατρίδα του. Πήρε μέρος σε συνωμοσία κατά του τυράννου της πατρίδας του περσόφιλου Λύγδαμι. Η ανταρσία απέτυχε. Ο Ηρόδοτος κατέφυγε στη Σάμο. Μετά την απελευθέρωση των πόλεων της Μ. Ασίας επέστρεψε στην Αλικαρνασσό. Έπεσε, όμως, στη δυσμένεια των συμπατριωτών του και περί το 450 αναχώρησε για την Αθήνα όπου ολοκλήρωσε την πνευματική του συγκρότηση. Πέρι το 444/43 πήρε μέρος στον αποικισμό των Θουρίων, που ιδρύθηκε στα ερείπια της Σύβαρης. Εκεί έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Και το έτος του θανάτου του είναι εξίσου ασαφές όσο και της γέννησής του. Ίσως να ζούσε κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Το σημαντικότερο στη ζωή του Ηρόδοτου είναι τα πολλά του ταξίδια. Αυτά τοποθετούνται στην περίοδο 455-443 π.Χ. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, στην Κ. Ιταλία, στα νησιά του Αιγαίου, σε πόλεις της Μ. Ασίας, στον Εύξεινο Πόντο, στην Κολχίδα, στο Δούναβι, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, στη Φοινίκη, στη Βαβυλώνα κ.α. Σ’ αυτό τον ωθούσε η φλογερή επιθυμία του να ιδεί και να μάθει. Στην Αθήνα γνώρισε τους Σοφοκλή, Περικλή, Πρωταγόρα κ.ά. σημαίνοντες. Τα περί «φιλαθηναϊσμού» του δεν έχουν βασιμότητα. Από την άλλη, ο Πλούταρχος

κατηγορεί

τον

Ηρόδοτο

ως

«φιλοβάρβαρο»,

επειδή

μιλάει

κολακευτικά για τους Αιγύπτιους. Το έργο του: Χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας της ιστορίας, όχι όμως τόσο για την επιστημονικότητα του έργου του, αλλά διότι ήταν ο πρώτος που έγραψε πραγματική Ιστορία. Τίτλος του ιστορικού του έργου είναι «Ηροδότου Μούσαι», διότι το βιβλίο του διαιρείται σε 9 βιβλία, καθένα των οποίων φέρει το όνομα μιας από τις 9 Μούσες. Η διαίρεση αυτή δεν είναι του συγγραφέα. Το περιεχόμενο του έργου κατά βιβλίο έχει ως εξής: 1) Βιβλίο Α΄ (Κλειώ): α) Προοίμιο (κεφ. 1-5), β) Ιστορία του λυδικού βασιλείου (κεφ. 6-94), γ) Ιστορία του Κύρου (κεφ. 95 – 216). 2) Βιβλίο Β΄ (Ευτέρπη) – Βιβλίο Γ’ (Θάλεια) κεφ. 60: Η βασιλεία του Καμβύση. 3) Βιβλία Γ΄ κεφ. 61 – Βιβλίο Ζ’ (Δ΄ Μελπομένης, Ε΄ Τερψιχόρη, ΣΤ΄ Ερατώ, Ζ΄ Πολύμνια): Βασιλεία του Δαρείου. 4) Βιβλίο Η΄ (Ουρανία): Μηδικοί πόλεμοι μέχρι τη μάχη των Θερμοπυλών. 5) Βιβλίο Θ΄ (Καλλιόπη): Συνέχεια περί περσικών πολέμων ως το τέλος με αναφορά και στα της μακεδονικής βασιλικής οικογένειας (κεφ. 137-139).


Πολλά έχουν γραφεί για την έλλειψη στον Ηρόδοτο ιστορικής αμεροληψίας και επιστημονικότητας στη συγκρότηση του έργου του. Η αλήθεια είναι ότι και στα δύο αυτά υστερεί μεν του μεγάλου Θουκυδίδη, αυτό όμως δε θα πρέπει να τον απαξιώνει ως ιστορικό. Η λογοτεχνική αξία, πάντως, του έργου του είναι αναμφισβήτητη. Το ίδιο σημαντική είναι και η γενικότερη ιστορική αξία του έργου του. Απόδειξη αυτού αποτελεί η διαχρονικότητά του και η επίδρασή του στους μεταγενεστέρους του. Άλλωστε για τα ιστορούμενα αποτελεί τη μόνη πηγή. Και ναυτό αποτελεί ανυπολόγιστη συνεισφορά τον παγκόσμιο πολιτισμό. 4. Θουκυδίδης: Γεννήθηκε στο δήμο Αλιμούντα της Αθήνας, γύρω στο 460 π.Χ. Γιος του Ολόρου. Έζησε μεν κυρίως στην Αθήνα αλλά στο όρος Παγγαίο είχε μεταλλεία χρυσού. Τα βιογραφικά του στοιχεία είναι πολύ πενιχρά. Μας παραδόθηκαν δύο βιογραφίες του. Εκτενέστερη είναι εκείνη του Μαρκελλίνο. Και οι δύο είναι γεμάτες ανακρίβειες. Το 424 εκλέχτηκε στρατηγός και ηγήθηκε στόλου στο βόρειο Αιγαίο και τη Θάσο. Επειδή, όμως, απέτυχε ν’ αποτρέψει την κατάληψη της Αμφίπολης από το Βρασίδα, εξορίστηκε. Μετά την ήττα της Αθήνας και την κατάλυση της δημοκρατίας (404 π.Χ.) επέστρεψε στην Αθήνα όπου και πέθανε ύστερα από λίγα χρόνια. Στο μοναδικό και ανυπερβλητο έργο του ο Θουκυδίδης εξιστορεί κατά τρόπο εκπληκτικό και μοναδικό τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου. Είναι ο πρώτος επιστήμονας ιστορικός. Είναι ο πρώτος που εξιστόρησε σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα κατά τρόπο απόλυτα αντικειμενικό. Όλα αυτά του χάρισαν στον τίτλο του πραγματικού ιστορικού, του πραγματικού πατέρα της Ιστορίας. Αποτελεί το -ανυπέρβλητο ίσως– πρότυπο για όλους τους μετέπειτα ιστορικούς. Η εξιστόρηση του Θουκυδίδη σταματά απότομα το 411, ενώ ο πόλεμος τελείωσε 7 χρόνια αργότερα. Γιατί; Τον βρήκε ο θάνατος; Δεν είχε πληροφόρηση για τις επόμενες φάσεις του πολέμου λόγω ασθενείας ή για κάποια άλλη αιτία; Άγνωστο. Η Ιστορία του Θουκυδίδη χωρίζεται σε 8 βιβλία. Το περιεχόμενο του έργου κατά βιβλίο είναι το εξής: Βιβλίο Α΄: α) Εισαγωγή (κεφ. 1-23)· β) εξωτερικές αιτίες του πολέμου – κερκυραϊκά (κεφ. 2466)· γ) το συνέδριο των Πελοποννησίων στη Σπάρτη (κεφ. 67-88) · ε) οι δυνάμεις των Αθηναίων (κεφ. 89-118)· στ) το δεύτερο συνέδριο των Πελοποννησίων (κεφ. 119-146). Βιβλίο Β΄: Τα τρία πρώτα χρόνια του πολέμου – Επιτάφιος του Περικλή – Λοιμός. Βιβλίο Γ΄: Τα μέχρι το 425 π.Χ. γεγονότα. Βιβλίο Δ΄: Τα γεγονότα των ετών 7ου-9ου - κατάληψη της Αμφίπολης το 424. Βιβλίο Ε΄ : Θάνατοι Κλέωνα και Βρασίδα – Νικίειος ειρήνη – Τα μέχρι το 415 γεγονότα. Βιβλίο Στ΄: Σικελική εκστρατεία, μέρος πρώτο – Αλκιβιάδης – Άφιξη Γυλίππου. Βιβλίο Ζ΄: Σικελική εκστρατεία, μέρος δεύτερο. Βιβλίο Η΄: Τα γεγονότα από το 413 έως το 411 π.Χ.


Ο Θουκυδίδης δεν επιδίωξε με το έργο του την τέρψη των αναγνωστών του, όπως ο Ηρόδοτος, αλλά να παραδώσει στην ανθρωπότητα ένα πνευματικό δημιούργημα για το διηνεκές («κτήμα ες αιεί», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει). Και δικαιώθηκε απολύτως ο μεγάλος ιστορικός. 5. Ξενοφώντας: Γεννήθηκε στο δήμο των Ερχιέων της Αθήνας το 430 π.Χ. Γιος του Γρύλλου και της Διοδώρας. Το πιθανότερο είναι ότι στη νεανική του ηλικία επιδόθηκε στις αγαπημένες του ενασχολήσεις: την ιππασία και το κυνήγι. Την ίδια περίοδο βρέθηκε δίπλα στο μεγάλο φιλόσοφο Σωκράτη. Για την περίοδο αυτή της ζωής του δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες. Το 401, ανταποκρινόμενος στην πρόταση του φίλου του από τη Βοιωτία Προξένου, που βρισκόταν ήδη στις Σάρδεις, μετέβη και αυτός εκεί για να πάρει μέρος στην εκστρατεία του Κύρου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη Β΄. Στις τάξεις του Κύρου υπήρχαν ήδη και περί τις 10.000 Έλληνες μισθοφόροι. Στη μάχη στα Κούναξα ο Κύρος ηττήθηκε και θανατώθηκε. Συλλήφθηκαν με δόλο κι εκτελέστηκαν και οι στρατηγοί των Ελλήνων. Οι Έλληνες μισθοφόροι μείνανε ακέφαλοι. Δόθηκε έτσι η ευκαιρία στον Ξενοφώντα να δείξει τις ηγετικές του ικανότητες και το θάρρος του. Τέθηκε επικεφαλής των Ελλήνων μισθοφόρων τους οποίους μετά από μια περιπετειώδη πορεία στ’ αφιλόξενα βουνά των Καρδουχίων και τα χιόνια της Αρμενίας, και τους οδήγησε στο όρος Θήχη του Πόντου, όπου έφθασαν 7000 από αυτούς, όσοι άντεξαν τις μεγάλες ταλαιπωρίες. Αυτούς το 399 τους έθεσε στη διάθεση του βασιλιά της Θράκης Σεύθου. Αργότερα τους παρέδωσε στο Λακεδαιμόνιο αρμοστή Θίβρωνα, που βρισκόταν στη Μ. Ασία. Ενόσω βρισκόταν στη Θράκη νυμφεύθηκε τη Φιλησία. Το 396 συνάντησε τον Αγησίλαο, τον οποίο και θαύμαζε για τις στρατιωτικές του αρετές. Γίνανε φίλοι. Τον ακολούθησε στους αγώνες του κατά των σατραπών της Περσίας. Επέστρεψε μαζί του στην Ελλάδα όταν οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν ν’ ανακαλέσουν τον Αλκιβιάδη εξαιτίας του Κορινθιακού ή του Βοιωτικού πολέμου. Η συμμετοχή του στη μάχη της Κορώνειας εναντίον των Αθηναίων σημάδεψε τη ζωή του. Εξαιτίας αυτού και για προηγούμενες ενέργειές του κατηγορήθηκε για φιλολακωνισμό και καταδικάστηκε σε εξορία και δήμευση της περιουσίας του. Οι Σπαρτιάτες, όμως, τον αποζημίωσαν με «προξενία» και μ’ ένα κτήμα κοντά στην Ολυμπία, όπου έμεινε μέχρι το 370. Τότε κατέφυγε στην Κόρινθο όπου και πέθανε το 355. Πριν από το θάνατό του, όμως, το 369, συμφιλιώθηκε με τους Αθηναίους, οι οποίοι ανακάλεσαν το διάταγμα της εξορίας του. Τα παιδιά του Γρύλλος και Διόδωρος υπηρέτησαν στο ιππικό των Αθηνών. Το συγγραφικό του έργο: Ανήκει στους πολυγραφότερους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Τα έργα του κατάσσονται σε τρεις κατηγορίες.


Α) Ιστορικά: 1) Κύρου Ανάβασις: Περιγράφει τον πόλεμο του Κύρου κατά του Αρταξέρξη Β΄ και την «Κάθοδο των μυρίων». Διαιρείται σε 7 βιβλία. 2) Τα Ελληνικά: Το καθ’ αυτό ιστορικό του έργο. Χωρίζεται σε 7 βιβλία. Συνεχίζει

την εξιστόρηση του

Πελοποννησιακού πολέμου από το 411 όπου την άφησε ο Θουκυδίδης και προχωρεί ως τη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.). 3) Αγησίλαος: Εγκώμιο στο φίλο του βασιλιά της Σπάρτης. Β) Φιλοσοφικά: 1) Απολογία Σωκράτους: Αμφισβητήθηκε η γνησιότητά του, αλλά όχι επιτυχώς. Είναι η ξενοφόντεια εκδοχή της Απολογίας του Σωκράτη ενώπιον του δικαστηρίου. Δε διαφέρει σημαντικά εκείνης του Πλάτωνα. 2) Απομνημονεύματα: Για τη συγγραφή του αφορμή υπήρξε η χλευαστική διατριβή του σοφιστή Πολυκράτη κατά του Σωκράτη. Περιλαμβάνει την εκδοχή του Ξενοφώντα για τη διδασκαλία του Σωκράτη στα θρησκευτικά, ηθικά και πολιτικά ζητήματα. 3) Οικονομικός: Συμπληρώνει τ’ Απομνημονεύματα, αλλ’ αρκετά αρτιότερο έργο. Σ’ αυτό περιέχονται οι ευστοχότατες σκέψεις και παρατηρήσεις σχετικά με την καλύτερη διεξαγωγή της οικιακής διοίκησης με έμφαση στη γεωργία. 4) Συμπόσιον: Αναφέρεται στο συμπόσιο που διοργάνωσε στον Πειραιά το 421 ο Καλλίας προς τιμήν του Αυτόλυκου, νικητή του παγκρατίου στα μεγάλα Παναθήναια. Σ’ αυτό κεντρικό πρόσωπο είναι ο Σωκράτης και μιλάει για το κάλλος και τον έρωτα. 5) Ιέρων ή Τυραννικά: Διάλογος ανάμεσα στον ποιητή Σιμωνίδη και τον τύραννο των Συρακουσών Ιέρωνα. Θέμα του η σχέση του ιδιωτικού και του τυραννικού βίου. Γ) Διδακτικά: 1) Λακεδαιμονίων Πολιτεία: Αναφέρεται κυρίως στο εφαρμοζόμενο στη Σπάρτη

παιδαγωγικό

σύστημα

βάσει

της

λυκουργείου

νομοθεσίας,

και

δευτερευόντως στο σπαρτιατικό πολίτευμα. 2) Aθηναίων Πολιτεία: Έργο κάποιου ολιγαρχικού και μάλλον όχι του Ξενοφώντα. Συμπληρώνει το «Λακεδαιμονίων πολιτεία». Πολιτικό έργο εμπαθούς και πολεμικής διάθεσης. 3) Πόροι ή Περί προσόδων: Με αυτό ο Ξενοφώντας επιχειρεί να περάσει στην πολιτεία την αντίληψη ότι μόνο αυτή με άμεση επέμβαση επί της οικονομικής δράσης μπορεί να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού. 4) Ιππαρχικός: Διδάσκει τον αρχηγό του ιππικού τα καθήκοντά του σε περιόδους ειρήνης και πολέμου. 5) Περί ιππικής: Στο έργο αυτό, σε αντίθεση με το προηγούμενο, απευθύνεται σε έναν ιδιώτη ιππέα, στον οποίο, ως έμπειρος της ιππικής, δίνει τις αναγκαίες οδηγίες και συμβουλές. 6) Κυνηγετικός: Εγχειρίδιο με πρακτικές οδηγίες προς τους κυνηγούς. 7) Κύρου παιδεία: Διαιρείται σε 8 βιβλία. Διηγείται την αγωγή και την ιστορία ενός υποδειγματικού βασιλιά, του Κύρου του πρεσβυτέρου, τον οποίο εξιδανλικευσεμε προφανή πρόθεση να εκθέσει τις δικές του απόψεις πάνω στο επίμαχο τότε (και σήμερα φυσικά) πρόβλημα, για το καλύτερο πολίτευμα. Δίνει και πρακτικές συμβουλές.


6) Δαμάστης: Καταγόταν από το Σίγειο. Άκμασε στα τέλη του Ε΄ ή τις αρχές του Δ΄ αι. Έγραψε – κυρίως- μυθολογικά, γενεαλογικά κι εθνολογικά έργα. Του αποδίδεται και ένα ιστορικό, το «Περί των εν Ελλάδι γενομένων». 7) Κτησίας: Από την Κνίδο. Της ίδιας εποχής με τον προηγούμενο. Ανήκε στην αδελφότητα των γιατρών. Έμεινε στην αυλή του Αρταξέρξη του Μνήμονα επί 17 περίπου χρόνια (405-387) ως προσωπικός γιατρός της Παρυσάτιδας. Ο Αρταξέρξης το 387 τον έστειλε πρεσβευτή στη Σπάρτη, χωρίς να ξαναγυρίσει στην Περσία. Έργο του τα Περσικά, διαιρεμένο σε 23 βιβλία. Διηγείται την περσινή ιστορία από το μυθικό βασιλιά Νίνο ως το 398 π.Χ. Μόνο αποσπάσματα του έργου αυτού διασώθηκαν. Ευχάριστος συγγραφέας αλλ’ όχι καλός ιστορικός. 8) Θεόπομπος: Γεννήθηκε το 378 π.Χ. στη Χίο. Εξορίσθηκε νωρίς μαζί με τον πατέρα του. Ταξίδεψε πολύ: Αθήνα, Αίγυπτος, Μακεδονία κ.ά. Πρώτο του ιστορικό έργο μια επιτομή του έργου του Ηροδότου σε δύο βιβλία. Έγραψε και αυτός Ελληνικά, όπου συνεχίζει την ιστορία του Θουκυδίδη από το 411-394 π.Χ. Το κύριο ιστορικό του έργο είναι το Φιλιππικά. Σε 58 βιβλία διηγείται την ιστορία της Ελλάδας όταν κυριαρχούσε ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος (359-336 π.Χ.). 9) Έφορος: Καταγόταν μεν από την Κύμη της Αιολίδας, έζησε, όμως, στην Αθήνα. Γεννήθηκε το πρώτο τέταρτο του Δ΄ αι. Ξεκίνησε ως ρήτορας. Κύριο έργο του είναι οι Ιστορίες, διαιρεμένο σε 30 βιβλία. Θέμα του η ιστορία των διαφόρων ελληνικών φύλων από την κάθοδο των Δωριέων ως τις αρχές της βασιλείας του Φιλίππου. Έργο ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα. 10) Καλλισθένης: Γεννήθηκε περί το 370 π.Χ. στην Όλυνθο. Συγγενής και μαθητής του Αριστοτέλη. Ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην Ασία. Το 327 καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή αντιτάχθηκε στη θεοποίηση του Μ. Αλεξάνδρου. Αυτό σήμανε και την οριστική ρήξη των δεσμών Αριστοτέλη – Αλεξάνδρου. Έργα του: 1) Ελληνικά σε 10 βιβλία. Εξιστορούσε τα γεγονότα από την Ανταλκίδειο ειρήνη μέχρι την αρχή του Ιερού Πολέμου. Δε διασώθηκε. 2) Αλεξάνδρου πράξεις: Σ’ αυτό εξυμνούσε τα κατορθώματα του μεγάλου στρατηλάτη. Ούτε αυτό διασώθηκε. 11) Αναξιμένης: Καταγόταν από τη Λάμψακο. Έγραψε Ελληνικά: Εξιστορούσε τα γεγονότα από τη μυθική εποχή ως τη μάχη της Μαντινείας. Έγραψε άλλες δύο ιστορίες, μία για το Φίλιππο και μία για το Μ. Αλέξανδρο. Μόνο αποσπάσματα σώζονται. 12) Ιστοριογράφοι τοπικής (εμβέλειας): Κλείδημος ή Κλειτόδημος, από την Αθήνα· Ανδροτίωνας, από την Αθήνα· Φανόδημος, Φίλιστος (340-355 π.Χ.) και Αντίοχος από τις Συρακούσες.


ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ


1. Μακεδονία και Μακεδόνες Η πριν το Φίλιππο Μακεδονία ήταν πολύ μικρή. Περιοριζόταν στις περιοχές του άνω Αλιάκμονα και του άνω Εριγόνα. Οι περιοχές γύρω από τον Αξιό ανήκαν, ως φαίνεται, στους Παίονες. Αυτός ήταν ο πυρήνας της Μακεδονίας. Οι αρχαιότεροι Μακεδόνες κατοικούσαν στα οροπέδια των Βιτωλίων και του Αλιάκμονα. Οι μακεδονικές φυλές διακρίνονταν μεν μεταξύ τους, αλλά είχαν κάποιο κοινό χαρακτήρα και λέγονταν όλοι Μακεδόνες. Φέρονται με τα ονόματα: Ελιμειώτες Μακεδόνες, Λυγκηστές Μακεδόνες κτλ. Η γλώσσα τους διέφερε μεν της ιλλυρικής, της θρακικής, πιθανώς και της παιονικής, αλλά ήταν συγγενής με την ελληνική. Οι Μακεδόνες φυλετικά πλησίαζαν πολύ με τους Θεσσαλούς και τα άλλα κατώτερα ελληνικά φύλα. Αρχικά κάθε φύλο είχε το δικό του ηγεμόνα. Το φύλο που κυρίως λεγόταν Μακεδόνες – και τελικά επιβλήθηκε– κατοικούσε αρχικά στις Αιγές ή Έδεσσα. Αργότερα μετακινήθηκε μεν στην Πέλλα, αλλ’ η Έδεσσα εξακολουθούσε να τιμάται ως ιερός χώρος. Ιδρυτές του μακεδονικού μεγαλείου υπήρξαν κάποιοι φυγάδες Έλληνες κατά τον 7 ο π.Χ. αι. που μεταλαμπάδευσαν κι εκεί τα προηγμένα πολιτιστικά στοιχεία της νοτιότερης Ελλάδας. Για τους προγόνους του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου υπάρχουν δύο εκδοχέςπαραδόσεις. Και οι δύο, όμως, θεωρούσαν ότι ανήκαν στον οίκο των Ηρακλειδών, ιδίως του Άργους. Κατά την πρώτη, ο Κάρανος, αδελφός του Αργείου δυνάστη Φείδωνα, μετανάστευσε στη Μακεδονία και κυρίευσε την Έδεσσα. Κατά την άλλη, τρεις αδελφοί Ηρακλείδες, οι Γαυάνης, Αέροπος και Περδίκκας, έφυγαν από το Άργος πηγαίνοντας στους Ιλλυριούς και από εκεί στην άνω Μακεδονία. Εκεί υποχρεώθηκαν να υπηρετήσουν ως ποιμένες το βασιλιά της πόλης Λεβαίας. Διώχθηκαν, όμως, από εκεί και εγκαταστάθηκαν κοντά στο όρος Βέρμιο. Από τον Περδίκκα προέρχεται το βασιλικό γένος της Έδεσσας. Η δεύτερη εκδοχή φαίνεται πιθανότερη. Κατά τον Ηρόδοτο, από τον Περδίκκα ως τον Αλέξανδρο που συναντήσαμε στους περσικούς πολέμους έχουμε 5 βασιλείς: Περδίκκα, Αργαίο, Φίλιππο, Αέροπο και Αλκέτα, πατέρα του Αμύντα Α΄. Ο Αμύντας βασίλευσε μεταξύ του 520 και 500 π.Χ. και συνδέθηκε με τους Πεισιστρατίδες των Αθηνών. Ο Περδίκκας Β΄ σχετίστηκε στενότερα με τους νότιους Έλληνες. Πολλές διαμάχες αναπτύχθηκαν γύρω από το θρόνο της Μακεδονίας. Το 413, μετά το θάνατο του Περδίκκα Β΄, τον διαδέχθηκε ο νόθος γιος του Αρχέλαος. Επ’ αυτού αυξήθηκε η στρατιωτική δύναμη της Μακεδονίας. Επίσης ίδρυσε πολυτελή περιοδικό ολυμπιακό αγώνα προς τιμήν του Ολυμπίου Διός και των Μουσών, σύναψε δε φιλικότατες σχέσεις με τους ποιητές και φιλοσόφους των Αθηνών. Προσκάλεσε μάλιστα στη χώρα του τον Ευριπίδη, το Σωκράτη και ίσως τον Πλάτωνα. Δολοφονήθηκε το 399 π.Χ.


Τον Αρχέλαο διαδέχθηκε ο ανήλικος γιος του Ορέστης με επίτροπο τον Αέροπο. Αυτός δολοφόνησε τον Ορέστη και πήρε την αρχή. Τον διαδέχθηκε ο Παυσανίας. Μετά ένα έτος τον δολοφόνησε ο Αμύντας Β΄. Αυτός βασίλευσε από το 393 ως το 369 με διακοπές. Μετά το θάνατό του επακολούθησε αναταραχή. Βασίλευσαν διαδοχικά ο γιος του Αλέξανδρος, η χήρα του Ευριδίκη ως επίτροπος των γιων της Περδίκκα και Φιλίππου, ο Πτολεμαίος ο Αλωρίτης, ως επίτροπος ο Περδίκκας (360 – 359) και ο Φίλιππος, πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου. Περί του Φιλίππου αυτού μιλήσαμε ήδη.

2. Σάρισα. Φάλαγγα Επί Φιλίππου συντελέστηκε πλήρης αναδιοργάνωση του μακεδονικού στρατού. Πριν από αυτόν το στρατό αποτελούσε ένα άριστο ιππικό από τους εύπορους γαιοκτήμονες. Το πεζικό ήταν άθλιο, αν και οι άντρες είχαν τα σωματικά και ψυχικά προσόντα να το καταστήσουν ισχυρότατο. Τους έλειπε ο οπλισμός, ο ιματισμός, η πειθαρχία και η άσκηση. Πρώτο μέλημα του Φιλίππου ήταν να βελτιώσει αυτήν την κατάσταση. Γιαυτό εισήγαγε ένα νέο όπλο, βαρύτερο, που ήταν ένα είδος λόγχης και ονομαζόταν σάρισα. Γινόταν εύχρηστο μόνο αν το κρατούσε συμπαγές

και

συμπυκνωμένο

στρατιωτικό

σώμα,

η

φάλαγγα.

Τη

χρησιμοποιούσαν και το πεζικό και το ιππικό. Της πεζικής φάλαγγας η σάρισα είχε μήκος 21 ποδιών. Οι φαλαγγίτες παρατάσσονταν κατά στοίχους ορθούς με βάθος 16 ανδρών. Μεταξύ των στρατιωτών υπήρχε κενό 3 ποδιών. Κάθε φαλαγγίτης έφερε ακόμη κοντό ξίφος, στρογγυλή ασπίδα, θώρακα, κνημίδες και καπέλο, τον «καυσία». Η μακεδονική φάλαγγα, οι καλούμενοι «πεζέταιροι», δηλ. οι πεζοί σωματοφύλακες του βασιλιά, αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από ιθαγενείς Μακεδόνες.


3. Ο Αλέξανδρος κυρίαρχος στην Ελλάδα Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 356 π.Χ. Παιδαγωγοί του υπήρξαν ο συγγενής της μητέρας του Λεωνίδας και ο Ακαρνάνας Λυσίμαχος. Αγαπημένο του ανάγνωσμα η Ιλιάδα. Ίνδαλμά του ο Αχιλλέας. Ήταν 10 ετών όταν αθηναϊκή αντιπροσωπία υπό τους Αισχίνη και Δημοσθένη πήγε στην Πέλλα για να διαπραγματευθεί την ειρήνη. Σε ηλικία 13 ετών η μη στρατιωτική-πολεμική εκπαίδευσή του ανατέθηκε στον Αριστοτέλη. Το 340 ο πατέρας του, εκστρατεύοντας στο Βυζάντιο, τον άφησε αντικαταστάτη του στη Μακεδονία. Τότε κατέστειλε επανάσταση των Μεδάρων, κατέλαβε μια πόλη τους, την ανοικοδόμησε και την ονόμασε Αλεξανδρούπολη. Το 338 τον συναντήσαμε με τον πατέρα του στη μάχη της Χαιρώνειας και αργότερα στο συνέδριο της Κορίνθου. Τα μεγάλα του ηγετικά προσόντα έδειξε και κατά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Πολλοί ήταν οι νόμιμοι και μη μνηστήρες του θρόνου. Ο Αλέξανδρος, όμως, που ήταν παρών και αναγορεύθηκε αμέσως από τους φίλους του βασιλιάς, αποδείχθηκε αντάξιος των δύσκολων στιγμών. Επιθεώρησε, περιποιήθηκε και πήρε με το μέρος του τα διάφορα τμήματα του μακεδονικού στρατού. Τους μίλησε συνετά κι αποφασιστικά, υποσχεθείς να διατηρήσει ατσαλάκωτο το βασιλικό αξίωμα και προπάντων να πραγματοποιήσει την εκστρατεία στην Ασία. Έθαψε με λαμπρές τιμές τον πατέρα του και διέταξε την ανακάλυψη και τιμωρία των ενεχόμενων στη δολοφονία του Φιλίππου. Ως τέτοιοι εκτελέστηκαν ο Παυσανίας και τ’ αδέλφια Ηρομένης και Αρραβαίος. Θανάτωσε ακόμα και το γιο του Περδίκκα Αμύντα για συνωμοσία κ.ά. Με το θάνατο του Φιλίππου επικράτησε αναταραχή στην Αθήνα που επιχείρησε, με μπροστάρη το Δημοσθένη, να ξεσηκώσει κι άλλους Έλληνες κατά των Μακεδόνων. Όταν έμαθε αυτές τις κινήσεις ο Αλέξανδρος, κινήθηκε δραστήρια και έφθασε ως την Πελοπόννησο χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση. Αντίθετα, όλοι έσπευσαν με ψήφισμα να ζητήσουν συγνώμη, να δηλώσουν υποταγή, να τον αναγνωρίσουν ηγεμόνα της Ελλάδας και να του απονείμουν θείες τιμές. Το ψήφισμα του επιδόθηκε στη Θήβα. Μετά την περιοδεία του στην Πελοπόννησο συγκάλεσε στην Κόρινθο πανελλήνιο συνέδριο, το οποίο του παραχώρησε, όπως και στον πατέρα του, την ηγεμονία της εκστρατείας στην Ασία. Απείχαν μόνο οι Λακεδαιμόνιοι. Το 335 ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Μακεδονία για να προετοιμαστεί για το μεγάλο εγχείρημα. Προτού, όμως, το αναλάβει θεώρησε φρόνιμο να επιβάλει την εξουσία του στους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες. Έτσι, τον ίδιο χρόνο εξεστράτευσε προς βορρά και προς δυσμάς. Πιο δυσυπότακτος αποδείχθηκε ο Ιλλυριός Κλείτος. Τον κατανίκησε και τον ανάγκασε να καταφύγει προς δυσμάς στη χώρα του Γλαυκίου.


4. Η επανάσταση της Θήβας Ενώ τον Αύγουστο του 335 ξεμπέρδευε με τους βορειοδυτικούς ατίθασους γείτονές του, έρχεται από την Ελλάδα αγγελία ότι οι Θηβαίοι αποστάτησαν και πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας. Έπραξαν τούτο οι Θηβαίοι επειδή πίστεψαν στη φήμη ότι ο Αλέξανδρος όχι μόνο νικήθηκε αλλά και φονεύθηκε. Είχαν την υποστήριξη και της αντιμακεδονικής μερίδας των Αθηναίων. Έτσι, συγκρότησαν εκκλησία, εξέδωσαν ψήφισμα με το οποίο ανακήρυξαν την ελευθερία τους και την αποστασία τους από τον Αλέξανδρο και πολιόρκησαν την Καδμεία. Ζήτησαν τη βοήθεια και όλων των άλλων Ελλήνων, αλλά μικρή ανταπόκριση βρήκαν. Κι ενώ έμειναν μόνοι, σαν κεραυνός ήρθε η είδηση ότι ο Αλέξανδρος κατέφθασε στον Ογχηστό της Βοιωτίας. Σε δύο μέρες οδήγησε το στρατό του στη Θήβα. Ακόμη και τώρα οι Θηβαίοι μπορούσαν να σωθούν, γιατί ο Αλέξανδρος δεν επιθυμούσε την αιματοχυσία. Γιαυτό προκήρυξε γενική αμνηστία των Θηβαίων και υποσχέθηκε την τήρηση όσων το προηγούμενο έτος συμφωνήθηκαν στην Κόρινθο, αρκεί να του παραδώσουν τους Φοίνικα και Πρόθυτο, αρχηγούς της αντιμακεδονικής μερίδας. Οι Θηβαίοι όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκαν, αλλά και τον εξύβρισαν. Ο Αλέξανδρος εξοργίστηκε. Έφερε πλησίον τις πολιορκητικές μηχανές και ετοιμάστηκε για την κατάληψη της πόλης. Ο αγώνας υπήρξε φοβερός. Η ορμή, όμως, των Μακεδόνων ήταν ασυγκράτητη. Την άλωση της πόλης ακολούθησε αλύπητη σφαγή των ηττημένων. Από τους Μακεδόνες έπεσαν 500, ενώ των Θηβαίων οι νεκροί υπολογίζονται σε περίπου 6.000. Οι άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και κατέληξαν δούλοι. Η πόλη ανασκάφηκε, πλην της Καδμείας, και διανεμήθηκε στους συμμάχους των Μακεδόνων. Με εντολή του Αλεξάνδρου διατηρήθηκε και η οικία του μεγάλου ποιητή Πινδάρου. Στην Πέλλα επέστρεψε το φθινόπωρο του 335 και κατά τον επακολουθήσαντα χειμώνα προετοιμάστηκε δραστήρια για τη μεγάλη εκστρατεία. Τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες και τελετές. Στις πρώτες μέρες της άνοιξης του 334 συγκέντρωσε, ανάμεσα στην Πέλλα και την Αμφίπολη, και επιθεώρησε το στρατό που θα μετείχε στην εκστρατεία. Έτοιμος ήταν και ο στόλος.


5. Παραμονές της αναχώρησης. Αντίπαλες δυνάμεις Πριν φύγει ο Αλέξανδρος είχε εξασφαλίσει τα νώτα του. Η Θήβα είχε καταστραφεί, η Αθήνα επανειλημμένα ταπεινώθηκε, η Σπάρτη με δυσκολία αντιμετώπιζε τους Μεσσήνιους και τους Αρκάδες. Το πριν λίγο διαλυμένο περσικό κράτος άρχισε να ανακάμπτει και φαινόταν ικανό ν’ αντέξει. Ο βασιλιάς της Περσίας Ώχος, που μετονομάστηκε σε Αρταξέρξη, κατάφερε να καθυποτάξει την Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Το 338 δολοφονήθηκε ο Αρταξέρξης. Από το 336 βασιλιάς ανακηρύχθηκε ο Δαρείος ο Κοδομανός. Αυτός επιχείρησε ν’ αναμιχθεί στα της Ελλάδας και μέχρι το θάνατο του Φιλίππου προετοίμασε την άμυνα της χώρας του. Αρχικά περιφρόνησε τον Αλέξανδρο. Όταν, όμως, έμαθε τα κατορθώματά του, επανέλαβε τις ετοιμασίες του. Ο φοινικικός στόλος διατάχθηκε να ετοιμαστεί. Οι σατράπες της Φρυγίας και της Λυδίας συγκρότησαν αξιόλογη δύναμη. Ο Μέμνονας πήρε χρήματα και συγκρότησε στην παραλία άλλο στρατό από 5.000 Έλληνες μισθοφόρους. Ο Αλέξανδρος προτού αναχωρήσει για την Ασία όρισε επίτροπό του στη Μακεδονία έναν από τους ικανότερους αξιωματικούς του Φιλίππου, τον Αντίπατρο. Και για να επιτελέσει το έργο του τον προίκισε με 12.000 πεζούς και 1.500 ιππείς, δύναμη αρκετή για ν’ αποκρούσει κάθε επίθεση. Ο ίδιος από την Πέλλα πήγε στην Αμφίπολη και από εκεί στα Άβδηρα και τη Μαρώνεια. Πέρασε τους ποταμούς Έβρο και Μέλανα κι έφθασε στη Σηστό. Εκεί βρήκε το στόλο του από 160 τριήρεις και πολλά εμπορικά. Από τη Σηστό πέρασε στην ασιανή Άβυδο. Κατά το διάπλου του Ελλήσποντου θυσίασε στον Ποσειδώνα. Εκεί καταμετρήθηκε ο στρατός του και βρέθηκε ν’ αποτελείται από 30.000 πεζούς και 4.500 ιππείς. Κατ’ άλλη αρίθμηση, το πεζικό ήταν 43.000 και 5.500 οι ιππείς. Το ισχυρότερο όπλο του ελληνικού στρατού ήταν ο αρχηγός του, ο Αλέξανδρος. Η στρατηγική του μεγαλοφυΐα, η τόλμη και η ανδρεία του, η αδάμαστη δραστηριότητά του, η υπομονή του και η αντοχή του σε κάθε ταλαιπωρία. Ο Αλέξανδρος φρονούσε ότι υπερέχει μεν κατά το πεζικό, υπολειπόταν όμως στο ναυτικό των Περσών.


6. Η μάχη στο Γρανικό Ο Αλέξανδρος πέρασε στην Ασία το Μάρτιο ή Απρίλιο του 334 χωρίς καμιά αντίσταση. Κι ήταν μεγάλο σφάλμα αυτό των Περσών. Δεύτερο σφάλμα τους το ότι αποφάσισαν να πολεμήσουν εκ παρατάξεως, παρόλον ότι ο Ρόδιος Μέμνονας τους συμβούλεψε να περιοριστούν σε απλή άμυνα, σε πόλεμο φθοράς. Αντ’ αυτού αποφάσισαν να περιμένουν τον Αλέξανδρο στις όχθες του Γρανικού ποταμού. Οι Πέρσες κατέλαβαν την υπερυψωμένη δεξιά όχθη του ποταμού. Ο Αλέξανδρος αναχώρησε από τη Αρίσβη και πέρασε από την Περκώτη, διάβηκε τον ποταμό Προσάκτιο και την τέταρτη μέρα έφθασε στο Γρανικό. Μόλις πλησίασε στο ποτάμι παρατάχθηκε αμέσως για μάχη, παρά τη συμβουλή του Παρμενίωνα να αναβληθεί για την επομένη ο αγώνας. Παράταξη μακεδονικού στρατού: στο μέσο τοποθετήθηκαν οι 6 τάξεις της φάλαγγας, δεξιά της φάλαγγας ήταν οι υπασπιστές, μετά οι σαρισσοφόροι, οι Παίονες, η ίλη των εταίρων και στη συνέχεια οι υπόλοιποι εταίροι, οι τοξότες και οι αγριάνες ακοντιστές. Αριστερά της φάλαγγας παρατάχθηκαν τρεις μοίρες ιππέων. Τη δεξιά πτέρυγα διοικούσε ο Αλέξανδρος και την αριστερή ο Παρμενίωνας. Στην απέναντι όχθη παρατάχθηκε μπροστά μεν το περσικό ιππικό, πίσω του δε το πεζικό. Οι δύο αντίπαλοι έμειναν για λίγο σε αγωνιώδη αναμονή και σιωπή παρακολουθώντας ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Ο Αλέξανδρος, αφού ενθάρρυνε με λίγα λόγια τους στρατιώτες του, διέταξε επίθεση. Πρώτη επιτέθηκε η ίλη των εταίρων, υποστηριζόμενη από τους σαρισσοφόρους ιππείς κτλ. Αμέσως μετά πήδησε στο ποτάμι ο Αλέξανδρος, σαλπίζοντας και αλαλάζοντας, και στη συνέχεια ο Παρμενίωνας με το αριστερό του. Η αντίσταση των Περσών πεισματώδης, ευνοούμενοι και από τη θέση που κατείχαν (υπερυψωμένη), για να εμποδίσουν τους Έλληνες να ανέβουν την όχθη. Η μάχη έμοιαζε με γιγαντομαχία: άνδρας με άνδρα, ίππος με ίππο. Πρώτοι διέσπασαν τις γραμμές οι περί τον Αλέξανδρο και βγήκαν στην απέναντι πεδιάδα. Ευκολότερα πέρασαν οι μεσαία και αριστερή πτέρυγες. Ο αγώνας μεταφέρθηκε πλέον πέρα από τις όχθες του ποταμού. Στην πρώτη γραμμή μαχόταν ο Αλέξανδρος. Μονομαχεί με το Μιθιδράτη και τον φονεύει, μετά χτύπησε το Ροίσακο. Δέχθηκε την επίθεση του Σπιθριδάτη αλλ’ αυτόν τον εξουδετέρωσε ο Κλείτος προτού πετύχει το σκοπό του. Συνασπίστηκαν εναντίον του πολλοί Πέρσες ηγεμόνες και διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο. Τον έσωσαν, όμως, οι φρουροί του. Το περσικό ιππικό διασπάστηκε, προκλήθηκε σύγχυση στις τάξεις του εχθρού που σε λίγο τράπηκε σε φυγή. Δεν καταδιώχθηκε γιατί έπρεπε ν’ αντιμετωπισθεί και το πεζικό, που ως τώρα παρακολουθούσε αμέτοχο. Διατάχθηκε κατά μέτωπο επίθεση. Αντιστάθηκε με γενναιότητα, αφού στην πλειονότητά του αποτελούνταν από Έλληνες μισθοφόρους, αλλ’ ήταν ολιγαριθμότερο κι εύκολα καταστράφηκε. Οι Πέρσες στρατηγοί έσφαλαν που δε χρησιμοποίησαν κατά την κρίσιμη φάση της διάβασης του ποταμού το μαχητικότατο πεζικό τους.


Η νίκη του Αλεξάνδρου ήταν περιφανής και ολοκληρωτική, όχι όμως και χωρίς κόστος. Έχασε 1.265 περίπου άνδρες. Οι απώλειες των Περσών ήταν, κατά τον Αρριανό, 19.000. Μετά

τη μάχη ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε ο Αλέξανδρος για τους

τραυματίες. Την επομένη έθαψε με τιμές τους νεκρούς του. Έθαψε, όμως, και τους νεκρούς ηγεμόνες των Περσών και τους μισθοφόρους τους Έλληνες. Μετά φρόντισε για τις ποινές και τις αμοιβές.

7. Άλωση της Μιλήτου και της Αλικαρνασσού Με τη νίκη του στο Γρανικό ο Αλέξανδρος έγινε κύριος όλης της Μ. Ασίας. Ο θρίαμβός του μαθεύτηκε παντού και προκάλεσε δέος, προπάντων στην αυλή του Δαρείου. Αυτό το εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο ο Αλέξανδρος. Η ακρόπολη των Σάρδεων παραδόθηκε αμέσως. Την Έφεσο την κατέλαβε αμαχητί. Μετά επιτέθηκε στη Μίλητο. Η φρουρά της προσπάθησε ν’ αμυνθεί ελπίζοντας στη βοήθεια 400 περσικών τριήρων, αλλά ο περσικός στόλος καθυστέρησε να κινηθεί. Όταν μετά από 3 μέρες έφθασε στο λιμάνι της Μιλήτου, βρήκε εκεί το μακεδονικό στόλο υπό το Νικάνορα. Η φρουρά των Μιλησίων βρέθηκε κυκλωμένη από παντού και παραδόθηκε. Μετά κινήθηκε νότια κατά της Αλικαρνασσού. Εδώ συνάντησε μεγαλύτερη αντίσταση. Εξαιτίας του περσικού στόλου αναγκάστηκε να επιτεθεί μόνο από την ξηρά. Χρειάστηκαν πολλές έφοδοι για να διασπάσει την άμυνα. Είχε και πολλούς νεκρούς. Εισήλθε τελικά νικητής στην πόλη. Άφησε εκεί τον Πτολεμαίο για να ολοκληρώσει την κατάληψη της πόλης. Ο ίδιος μ’ ένα μέρος του στρατού του κατά τους τελευταίους μήνες του χειμώνα ασχολήθηκε με την κατάληψη της Λυκίας, της Παμφυλίας και της Πισιδίας.

8. Ο Γόρδιος δεσμός Μετά την κυρίευση κι αυτών των περιοχών έφθασε στο Γόρδιο, το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο του 333, όπου έμεινε για λίγο χρόνο για να ξεκουραστεί ο στρατός του. Στο άκρο αυτής της πόλης φυλασσόταν μια άμαξα, η οποία, κατά την παράδοση, ανήκε στο γεωργό Γόρδιο και το γιο του Μίδα, τους πρώτους βασιλείς της Φρυγίας. Η ταινία που συνέδεε το ζυγό του αμαξιού με το εγκάρσιο ξύλο ήταν φτιαγμένη από φλούδα κρανιάς και ο κόμπος ήταν τόσο περίπλοκος που ούτε αρχή ούτε τέλος έβρισκες, γι’ αυτό το λύσιμό του θεωρούνταν ακατόρθωτο. Υπήρχε δε χρησμός, που έλεγε ότι όποιος λύσει αυτό τον κόμπο θα εξουσιάσει την Ασία. Όταν πλησίασε ο Αλέξανδρος όλοι περίμεναν αν θα λύσει τον κόμπο για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του. Αφού έμεινε για λίγο αμήχανος, τράβηξε το ξίφος του και έκοψε τον κόμπο. Δείγμα κι αυτό της αποφασιστικότητάς του. Αυτό θεωρήθηκε καλός οιωνός.


9. Αντιπερισπασμός του Μέμνονα. Κινήσεις του Δαρείου Μετά την άλωση της Μιλήτου ο Αλέξανδρος αποφάσισε τη διάλυση του στόλου του, επειδή έκρινε ότι δε δύναται ν’ αντιπαρατεθεί με τον περσικό. Έτσι, ο ικανότατος Πέρσης ναύαρχος Μέμνονας βρήκε την ευκαιρία να κινηθεί πιο άνετα. Μετά την άλωση της Αλικαρνασσού επιχείρησε να κυριαρχήσει στα νησιά του Αιγαίου, μεταφέροντας τον πόλεμο στην Ελλάδα και τη Μακεδονία. Κατέλαβε τη Χίο και τη Λέσβο και άρχισε επαφές και με άλλα νησιά και την Εύβοια, αλλ’ αρρώστησε ξαφνικά και πέθανε. Έτσι ματαιώθηκαν τα σχέδιά του. Άξιος αντικαταστάτης του δεν υπήρχε· γιαυτό τα σχέδια του Δαρείου άλλαξαν ριζικά. Ετοιμάστηκε ν’ αντιμετωπίσει τους Μακεδόνες εκ παρατάξεως. Η δύναμη που συγκέντρωσε στις πεδιάδες της Μεσοποταμίας, χωρίς τα στρατεύματα της Σογδιανής, της Βακτριανής και της Ινδικής, αποτελούνταν από 400.000 πεζούς και 100.000 ιππείς. Όλοι θεωρούσαν τη νίκη τους βεβαία. Πάλι αγνόησε τη συμβουλή του Μέμνονα! Επιπλέον διέπραξε το σφάλμα να μην αποκόψει τα περάσματα από όπου θα μπορούσε να περάσει ο Αλέξανδρος. Κατά την παραμονή του στο Γόρδιο ο Αλέξανδρος δέχτηκε ενισχύσεις από τη Μακεδονία. Αμέσως μετά, αφού υπέταξε την Παφλαγονία και την Καππαδοκία, στράφηκε νότια για να περάσει τον Ταύρο. Έφθασε σε τοποθεσία που ονομαζόταν «Κύρου στρατόπεδο» και αποτελούσε τη δίοδο που συνέδεε προς βορρά την Καππαδοκία με την προς νότο Κιλικία. Το σημείο αυτό αντί να φρουρείται ισχυρώς, υπήρχαν λίγοι μόνο Πέρσες στρατιώτες που τράπηκαν σε φυγή. Ανεμπόδιστος έφθασε στην Ταρσό. Στην Ταρσό η τύχη τον εγκατέλειψε. Χτυπήθηκε από επικίνδυνο πυρετό. Κατήφεια κατέλαβε το στρατό του. Οι γιατροί δίσταζαν ν’ αναλάβουν την ευθύνη της θεραπείας του. Μόνο ο Ακαρνάνας Φίλιππος το αποτόλμησε κι ετοίμασε το κατάλληλο φάρμακο. Προτού πάρει το φάρμακο, έλαβε απόρρητη επιστολή από τον Παρμενίωνα που τον συμβούλευε να φυλάγεται από το Φίλιππο, διότι φημολογείται ότι δωροδοκήθηκε από το Δαρείο για να τον δολοφονήσει. Ο Αλέξανδρος δε φανέρωσε το περιεχόμενό της σε κανέναν. Όταν σε λίγο έφθασε ο Φίλιππος

με το φάρμακο, ο Αλέξανδρος, χωρίς να του πει τίποτε, πήρε το

φάρμακο και τη στιγμή που το έπινε έδωσε το γράμμα στο Φίλιππο παρατηρώντας τον ταυτόχρονα προσεκτικά την ώρα που το διάβαζε. Οι αντιδράσεις του γιατρού, δηλ. η αταραξία του, μαρτυρούσαν την αθωότητά του. Σε λίγες μέρες έγινε τελείως καλά. Μετά από μικρές κοντινές επιχειρήσεις έφτασε στην πόλη Μαλλόν, την οποία απάλλαξε από κάθε φόρο και τίμησε, επειδή θεωρούνταν αποικία των Αργείων. Εδώ είχε τις πρώτες ασφαλείς πληροφορίες για το Δαρείο και τον πολυάριθμο στρατό του.


Έσπευσε να τον συναντήσει περνώντας από τις λεγόμενες Αμανίδες ή Κιλίκιες ή Σύριες πύλες. Πέρασε πρώτα από την Ισσό όπου άφησε τους ασθενείς και τραυματίες του. Έφτασε στο λιμάνι Μυρίανδρο, τη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Εκεί πληροφορήθηκε ότι ο περσικός στρατός έφυγε από τους Σώχους και βρισκόταν ήδη στην Κιλικία, στην Ισσό, πίσω από τους Μακεδόνες. Αναγκάστηκε να μεταβάλει τα σχέδιά του.


10. Η μάχη της Ισσού Ο Δαρείος όταν έφθασε στην Ισσό σκότωσε τους Μακεδόνες ασθενείς και τραυματίες που βρήκε εκεί. Μετά κινήθηκε παραλιακώς και έφθασε στον ποταμό Πίναρο όπου στρατοπέδευσε. Στα στενά αυτά μέρη ουσιαστικά αχρήστευσε τον ογκώδη στρατό του. Απίστευτη φάνηκε στον Αλέξανδρο αυτή η ανόητη κίνηση του Δαρείου. Μίλησε γιαυτό σε όλους τους επιτελείς του. Τους θύμισε ότι μάχονται για το κοινό συμφέρον των Ελλήνων. Απείχε από τους Πέρσες 18,5 χλμ. Αναχώρησε το βράδυ και τα μεσάνυχτα έφτασε στην πάροδο ανάμεσα στο Αμανού και στη θάλασσα, στις Κιλίκιες ή Σύριες πύλες. Άφησε τους άνδρες του να ξεκουραστούν. Την αυγή όρμησε προς βορρά εναντίον του Δαρείου. Όταν έφτασε στον Πίναρο παρατάχθηκε σε μάχη. Το πλάτος του πεδίου της μάχης δεν ξεπερνούσε τα 2,5 χλμ. Μερίμνησε ώστε να μην περικυκλωθεί. Ο Δαρείος αποφάσισε να δώσει τη μάχη εκεί που ήταν στρατοπεδευμένος, στον Πίναρο, όπου έφτιαξε και χαρακώματα. Εκεί διέταξε τις δυνάμεις του. Ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να διακρίνει την οριστική παράταξη του αντιπάλου. Όταν, όμως, μετά την οπισθοχώρηση της περσικής εμπροσθοφυλακής το είδε, θεώρησε αναγκαίο να τροποποιήσει την αρχική του διάταξη. Οι διατάξεις των δυνάμεων του Αλεξάνδρου ήταν ασύγκριτα καταλληλότερες από εκείνες του Δαρείου. Ο Αλέξανδρος, αφού ανέπαυσε για λίγο τα στρατεύματά του, προχώρησε περπατώντας προς τα εμπρός, υποθέτοντας ότι οι εχθροί θα περνούσαν το ποτάμι και θα επιτίθεντο πρώτοι. Αλλά εκείνοι έμειναν ακίνητοι πίσω από το ποτάμι. Προχώρησε κι άλλο. Όταν έφτασε σε απόσταση βέλους επιτάχυνε το βήμα, πέρασε το ποτάμι κι επιτέθηκε σαν κεραυνός στην αριστερή πτέρυγα των Περσών. Μετά από μικρή αντίσταση τράπηκαν σε φυγή. Ο Δαρείος, σαν είδε τη φυγή τους, νόμισε πως κινδυνεύει η ζωή του κι όπως ήταν στο άρμα ακολούθησε τους φυγάδες. Καταλήφθηκε από τόσο πανικό που φεύγοντας πήδησε από το άρμα, ανέβηκε σε άλογο και τρέχοντας πέταξε την ασπίδα, το τόξο και το βασιλικό του μανδύα. Το μέσο και η δεξιά πτέρυγα των Περσών αγωνίζονταν γενναία όσο θεωρούσαν παρόντα το Δαρείο. Όταν, όμως, ο Αλέξανδρος εγκατέλειψε την καταδίωξη και στράφηκε εναντίον τους και μάθανε για την εξαφάνιση του Δαρείου, τράπηκαν κι αυτοί σε άτακτη φυγή. Έπεσε, όμως, το σκοτάδι κι έτσι η καταδίωξη δεν κράτησε πολύ. Ο Αλέξανδρος ξαναγύρισε στο στρατόπεδό του. Ο περσικός στρατός διαλύθηκε, εκτός από 4.000 άνδρες που πέρασαν με το Δαρείο τον Ευφράτη, και 8.000 Έλληνες μισθοφόρους που σώθηκαν και κατέφυγαν στην Αίγυπτο. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν 300 πεζοί και 150 ιππείς. Ο Αλέξανδρος είχε τραυματιστεί στο μηρό.


11. Προτάσεις ειρήνης Μεγαλόψυχη και φιλάνθρωπη ήταν η συμπεριφορά του μεγάλου στρατηλάτη προς τη μητέρα, τη σύζυγο και τα παιδιά του Δαρείου που εγκαταλείφθηκαν στη σκηνή του αυτοκράτορα. Τους βεβαίωσε ότι ο Δαρείος ζει και ότι ως αιχμάλωτοι θα έχουν βασιλική μεταχείριση. Μετά ο Αλέξανδρος βάδισε δια της Κοίλης Συρίας προς τα φοινικικά παράλια. Έστειλε μια μονάδα με τον Παρμενίωνα στη Δαμασκό. Την κυρίευσε εύκολα. Όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στη φοινικική πόλη Μάραθον δέχτηκε πρεσβεία του Δαρείου και επιστολή του. Ζητούσε την απόδοση των μελών της οικογενείας του και πρότεινε φιλία και συμμαχία. Εξάλλου, του έλεγε, ο πατέρας σου άρχισε πρώτος αδικίες προς τους Πέρσες και εγώ πολεμώ αμυνόμενος. Η απάντηση του Αλεξάνδρου ήταν αφοπλιστική. Αναφέρεται στο ιστορικό των ελληνοπερσικών αντιπαραθέσεων. Μετά του λέει: Νίκησα και τους στρατηγούς σου και σένα. Έγινα κύριος όλης της Ασίας. Μπορείς να έρθεις να πάρεις τους οικείους σου. Αν φοβάσαι, στείλε αντιπροσώπους σου. Κι αν κάτι άλλο θέλεις, ζήτησέ το και θα το πάρεις. Στο εξής, όταν απευθύνεσαι σε μένα, να το κάνεις ως προς το βασιλέα της Ασίας και ως σε κύριό σου και όχι σαν ίσος προς ίσο. Αλλιώς θα σου φερθώ σαν εχθρό. Αν θέλεις βασιλεία, δεν έχεις παρά να πολεμήσεις και να την πάρεις. Όπως θα σε πολεμήσω εγώ.

12. Πολιορκία της Τύρου και της Γάζας Οι Τύριοι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν την κυριαρχία του Αλεξάνδρου, αρκεί να μπουν οι Μακεδόνες στην πόλη τους. Ο Αλέξανδρος εξοργίστηκε και το Φεβρουάριο του 332 πολιόρκησε την πόλη επί 7 μήνες. Η αντίσταση των Τυρίων υπήρξε μνημειώδης. Αλλ’ ο Δαρείος ούτε αυτή την ευκαιρία εκμεταλλεύθηκε. Αντ’ αυτού έστειλε δεύτερη επιστολή στον Αλέξανδρο και του υποσχόταν 10.000 τάλαντα, του παραχωρούσε όλη τη χώρα του από τον Ευφράτη ως τη θάλασσα την ελληνική και του έδινε ως σύζυγο την κόρη του με μόνο όρο στο εξής να είναι φίλοι και σύμμαχοι. Του απάντησε: Δεν έχω ανάγκη από χρήματα· δεν ανταλλάσσω ολόκληρη την Ασία με τη μισή· αν θέλεις έλα να την πάρεις. Σε λίγο κυρίευσε την Τύρο και πολιόρκησε τη Γάζα. Αυτή, όμως, η πολιορκία ήταν δύσκολη. Κράτησε 2 μήνες. Γενναίος υπερασπιστής της ο ευνούχος Βάτις. Τελικά την κυρίευσε ο ασυγκράτητος Μακεδόνας και προχώρησε ανεμπόδιστα προς την Αίγυπτο.


13. Κατάληψη της Αιγύπτου Οι Αιγύπτιοι επί μακρό στέναζαν κάτω από την περσική κυριαρχία. Άρα καμία διάθεση και κανένα λόγο δεν είχαν να υπερασπιστούν το περσικό καθεστώς. Ο Αλέξανδρος μπήκε αμαχητί στο Πηλούσιο. Εκεί έφτασε και ο στόλος του. Τον έστειλε δια του ποταμού στη Μέμφιδα. Ο ίδιος δια της ξηράς έφτασε στην πόλη, όπου υποτάχθηκε ο Μαζάκης και του παρέδωσε 800 τάλαντα. Από τη Μέμφιδα κατευθύνθηκε στη νήσο Φάρο και στη λίμνη Μαρεώτιδα.

Τότε αποφάσισε να

κτίσει στην πλησίον της Φάρου στερεά νέα πόλη, την οποία ονόμασε Αλεξάνδρεια, για να την κάμει πρωτεύουσα της χώρας αντί της Μέμφιδας. Η θέση ήταν θαυμάσια. Και η νέα πόλη επρόκειτο να μεγαλουργήσει. Μετά πήγε στη Λιβύη, στο ναό του Δία Άμμωνα, περίφημο μαντείο. Εκεί δέχτηκε χρησμό ευνοϊκό. Η υποδοχή του ιερατείου ήταν αποθεωτική. Από αυτό προέκυψε η φήμη ότι ο Αλέξανδρος θέλησε ν’ αποδώσει την καταγωγή του στο Δία. Ισχυρισμός αβάσιμος. Στην Αίγυπτο έμεινε 4 ή 5 μήνες. Την άνοιξη του 331, αφού ρύθμισε τα της διοίκησης της χώρας, αναχώρησε για τη Φοινίκη. Εδώ ρύθμισε τις υποθέσεις της Φοινίκης, της Συρίας και της Ελλάδας προτού ξεκινήσει για τα ενδότερα της Ασίας. Πέρασε τον Ευφράτη στη Θάψακο και τον Τίγρη στη Νίνο πολύ εύκολα. Ο Δαρείος, καίτοι είχε υπέρτερες δυνάμεις, δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Ο Δαρείος, αφού πείσθηκε ότι ο Αλέξανδρος δεν προτίθεται να υπογράψει συνθήκη, αποφάσισε να δοκιμάσει και πάλι τα όπλα. Συγκέντρωσε υπέρογκο στρατό γύρω από τα Άρβηλα, ανατολικά του Τίγρη.


14. Η μάχη στα Γαυγάμηλα Μόλις ο Δαρείος πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος πέρασε τον Τίγρη, άφησε τα Άρβηλα και πήγε στα Γαυγάμηλα, 30 μίλια δυτικά των Αρβήλων. Εκεί παρέταξε τις πολυπληθείς δυνάμεις του σε μάχη. Ο Αλέξανδρος μετά τον Τίγρη περπατούσε επί 4 μέρες. Όταν απείχε 7 μίλια από τον περσικό στρατό έμαθε από Πέρσες αιχμαλώτους πόσο κοντά ήταν στον εχθρό. Αμέσως σταμάτησε και οργανώθηκε. Το βράδυ της 4 ης μέρας άφησε στο στρατόπεδο τα σκεύη, τους αιχμαλώτους και τους απόμαχους και συνέχισε την πορεία του. Περπατούσε όλη νύχτα μέσα από γηλόφους. Όταν το πρωί ανέβηκε στα υψώματα απ’ όπου έβλεπε τον εχθρό διαπίστωσε ότι απείχαν 5,5 χλμ. Προβληματίστηκε αν θα ’πρεπε να επιτεθεί αμέσως

ή όχι. Οι περισσότεροι

σύμβουλοί του πρότειναν το πρώτο. Ο Παρμενίωνας τον συμβούλεψε να μη βιαστεί. Αυτή τη φορά τον άκουσε. Ο Παρμενίωνας τον συμβούλεψε να επιτεθεί τη νύχτα. Δεν τον άκουσε. Δεν ήθελε να «κλέψει» τη νίκη. Την επομένη –ήταν Οκτώβριος του 331– παρέταξε σε δύο τάξεις το στρατό του: 40.000 πεζοί και 7.000 ιππείς. Τους παρέταξε με δικό του τρόπο. Κάποιος λιποτάκτης τον πληροφόρησε ότι στο ενδιάμεσο των δύο αντιπάλων είχαν μπηχθεί σιδηρένιοι πάσσαλοι για να εμποδίσουν τον Αλέξανδρο. Φρόντισε ν’ αποφύγει αυτά τα εμπόδια. Βρέθηκε απέναντι στο Δαρείο. Οι Πέρσες επιχείρησαν να κυκλώσουν τους Μακεδόνες και να προσβάλουν τη δεξιά τους πλευρά. Ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον τους το Μενίδα με τους ιππείς του. Άρχισε η μάχη.


Οι αντίπαλοι μόλις είδαν το Μενίδα να προελαύνει, εγκατέλειψαν την κυκλοτερή τους κίνηση κι επιτέθηκαν. Αρχικά ο Μενίδας οπισθοχώρησε. Πήρε, όμως, ενισχύσεις κι επανήλθε. Οι Βάκτριοι αποκρούστηκαν. Δέχτηκαν κι αυτοί, όμως, ενισχύσεις. Μετέσχε κι ο Δαρείος. Ο αγώνας εξελίχθηκε πεισματώδης. Αρχικά οι Έλληνες είχαν απώλειες, αλλά κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στον εχθρό. Ο Δαρείος έριξε στη μάχη τα δρεπανηφόρα. Σε λίγο, όμως, τα άρματα αποδείχτηκαν άχρηστα. Όταν ο Αλέξανδρος εξουδετέρωσε τα άρματα και βλέποντας την κύρια δύναμη των Περσών να επιτίθεται, έριξε στη μάχη τα στρατεύματά του της πρώτης τάξης που ως τότε έμειναν ακίνητα. Ο ίδιος επιτέθηκε με όλους τους εταίρους στο κέντρο της περσικής παράταξης και αφού διέσπασε το μέτωπο στράφηκε κατευθείαν εναντίον του Δαρείου. Επακολούθησε ό,τι και στο Γρανικό. Ο Πέρσης, σαν είδε τον Αλέξανδρο να ορμά ακάθεκτος επάνω του, τα έχασε. Έδωσε πρώτος το παράδειγμα της φυγής. Στο κέντρο και στη δεξιά πτέρυγα οι Πέρσες κατατροπώθηκαν. Στ’ αριστερά όμως η μάχη ακόμα μαινόταν. Ο Παρμενίωνας αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Αλεξάνδρου. Αυτός, καίτοι αγανάκτησε που ανέστειλε έτσι την καταδίωξη του Δαρείου, έσπευσε να βοηθήσει. Πριν όμως φθάσει αυτός, ο Παρμενίωνας διέσπασε το μέτωπο του εχθρού και τον έτρεψε εις φυγήν. Ο Αλέξανδρος καθυστέρησε, γιατί στη διαδρομή του συνάντησε εστίες ισχυρής αντίστασης. Τώρα ενώθηκε με τον Παρμενίωνα και συνέχισαν την καταδίωξη των Περσών. Πολλές χιλιάδες νεκροί έμειναν τλοσο στο πεδίο της μάχης όσο και κατά τη διάρκεια της καταδίωξης. Η ήττα στα Γαυγάμηλα προκάλεσε ανεπανόρθωτη πληγή στο περσικό κράτος. Αντίθετα, με τη νίκη του στα Γαυγάμηλα ο μεν Αλέξανδρος αναδείχτηκε μεγάλος βασιλιάς, ενώ ο Δαρείος ελεεινός φυγάς.

15. Άλωση των Σούσων, της Βαβυλώνας και της Περσέπολης Πόσο κρίσιμη ήταν η έκβαση της μάχης των Γαυγάμηλων αποδείχτηκε αμέσως. Οι δύο μεγάλες πρωτεύουσες του περσικού κράτους, η Βαβυλώνα και τα Σούσα, παραδόθηκαν αμαχητί. Στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος βρήκε αξιόλογο χρηματικό ποσό που το είχε ανάγκη. Μεγαλύτεροι ήταν οι θησαυροί που βρήκε στα Σούσα. Σε λίγο στην Περσέπολη θα εύρισκε ακόμα μεγαλύτερο αποταμίευμα. Στη Βαβυλώνα ανέπαυσε το στρατό του επί 30 μέρες. Μετά πήγε στα Σούσα. Από εκεί παρέλαβε ενισχύσεις 15.000 ανδρών και έφυγε για την Περσίδα, εκπόρθησε τις λεγόμενες Περσίδες πύλες και κυρίευσε την Περσέπολη. Στα τέλη του χειμώνα 331 προς 330 ξεκούρασε και πάλι το στρατό του για ένα μήνα και πλέον. Αφού άφησε στην Περσέπολη φρουρά 3.000 Μακεδόνων και σατράπη τον Τιριδάτη, το Μάρτιο του 330 αναχώρησε με όλο το στρατό του για τα Εκβάτανα της Μηδίας προς καταδίωξη του Δαρείου.


16. Κατάκτηση των χωρών της Κασπίας. Κτίση πόλεων Καταδιωκόμενος ο Δαρείος στη Μηδία φονεύθηκε, στα μέσα του 330, από το σατράπη της Βακτριανής Βήσσο. Ο Αλέξανδρος, αφού έθαψε πολυτελώς το Δαρείο στους βασιλικούς τάφους των Περσών, κυρίευσε το ίδιο έτος τη Μηδία, την Παρθυηνή, τη Δραγγιανή, τη Γεδρωσία, την Αραχωσία και τους Παροπαμισάδες. Στις χώρες αυτές έχτισε τρεις μεγάλες πόλεις επωνύμους του: την Αλεξάνδρεια των Αρείων, την Αλεξάνδρεια των Αραχώτων και την Αλεξάνδρεια του Καυκάσου. Πρώτοι κάτοικοι των πόλεων αυτών ήταν τα πολυάριθμα στρατιωτικά τμήματα που άφηνε εκεί

ως

φρουρές.

Μετά

συγκεντρώνονταν

και

πολλοί

ιθαγενείς

που

συγχωνεύονταν με τους Έλληνες. Η τακτική του Αλεξάνδρου να διορίζει στα ανώτατα αξιώματα του κράτους Πέρσες και Έλληνες, που συνεργάζονταν για την επιβολή της περσικής εθιμοτυπίας στη βασιλική αυλή, προκάλεσε δυσαρέσκεια ανάμεσα σε πολλούς στρατηγούς του.

17. Θάνατος των Φιλώτα και Παρμενίωνα Επειδή ο Παρμενίωνας ήταν ηλικιωμένος και δεν μπορούσε να αντέξει τις συχνές και μεγάλες ταλαιπωρίες, αφέθηκε στα Εκβάτανα ως αρχηγός της πόλης. Στην ιεραρχία του μακεδονικού στρατού κατείχε τη δεύτερη θέση μετά τον Αλέξανδρο. Είχε 3 γιους, όλους στρατιωτικούς. Μεγαλύτερος ήταν ο Φιλώτας· οι άλλοι δύο είχαν πεθάνει. Στο Φιλώτα είχε καταγγελθεί ότι κάποιος στρατιώτης συνωμότησε κατά του Αλεξάνδρου. Δεν το ανέφερε στον Αλέξανδρο. Όμως, ο μηνυτής το είπε και στο βασιλιά. Ο συνωμότης συνελήφθη αλλά προτού ανακριθεί αυτοκτόνησε. Ο Φιλώτας δικαιολογήθηκε στο βασιλιά ότι θεώρησε μη σπουδαία την καταγγελία, γιαυτό δεν τον ενημέρωσε. Αυτή μεν η δικαιολογία έγινε δεκτή, αλλ’ ο Φιλώτας είχε και άλλες επιβαρύνσεις, π.χ. ισχυριζόταν ότι οι μεγάλες επιτυχίες οφείλονταν κυρίως σ’ αυτόν και τον πατέρα του, είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του ότι ο Αλέξανδρος τιμούσε τους Πέρσες ηγεμόνες το ίδιο με τους Μακεδόνες κτλ. Όλα αυτά τα εκμεταλλεύτηκαν ο Κρατερός και οι άλλοι αντίζηλοί του και τον παρουσίασαν στον Αλέξανδρο σαν αυτουργό της συνωμοσίας. Ο Αλέξανδρος, μην έχοντας χρόνο για διερεύνηση της καταγγελίας, διέταξε αμέσως τη σύλληψη, τη δίκη και την καταδίκη του Φιλώτα. Κι όχι μόνο αυτό, ταυτόχρονα διέταξε και το φόνο του γέροντα Παρμενίωνα. Οι πράξεις του αυτές καταδικάσθηκαν από την Ιστορία ως αταίριαστες στο ήθος και το μεγαλείο του.


18. Κατάκτηση της Βακτριανής και της Σογδιανής Το 329 και 328 ο Αλέξανδρος κατέκτησε τη Βακτριανή και τη Σογδιανή, τις ανατολικότερες δηλ. προς βορράν της μέσης Ασίας χώρες που κατέλαβε. Αυτές οι χώρες στασίασαν κατ’ επανάληψη και ανάγκασαν το βασιλιά να στραφεί εναντίον τους και να τις τιμωρήσει. Πάντως αυτές οι κατακτήσεις δυσκόλεψαν τον Αλέξανδρο περισσότερο απ’ όλες, τόσο ένεκα του δυσπρόσιτου του εδάφους, όσο και ένεκα του σκληροτράχηλου των κατοίκων τους. Εκεί έκτισε μια νέα Αλεξάνδρεια, κοντά στον Ιαξάρτη ποταμό. Εκεί συνέλαβε και θανάτωσε το Βήσσο, το φονιά του Δαρείου, επειδή ονόμαζε τον εαυτό του βασιλιά της Ασίας.

19. Θάνατος του Κλείτου Όπως θυμάται ο αναγνώστης, ο Κλείτος αυτός έσωσε τη ζωή του Αλεξάνδρου στη μάχη του Γρανικού. Μετά το θάνατο του Φιλώτα σ’ αυτόν ανετέθηκε η ηγεσία της μιας μοίρας των εταίρων. Σχέσεις στοργής κι ευγνωμοσύνης συνέδεαν τον Αλέξανδρο και τον Κλείτο. Ο Κλείτος, όμως, ήταν από εκείνους που αποδοκίμαζαν την πολιτική του βασιλιά για τις παραχωρήσεις του προς τους κατακτώμενους βαρβάρους, αποδεχόμενος μερικά από τα έθιμά τους. Ιδιαίτερα τον ενοχλούσε η εισαγωγή στη βασιλική αυλή της περσικής εθιμοτυπίας και οι άμετρες κολακίες που δεχόταν ο βασιλιάς και τις αποδεχόταν. Κάποτε, μάλιστα, στην πρωτεύουσα της Σογδιανής Μαράκανδα κάποιοι μεθυσμένοι κόλακες χαρακτήρισαν τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου ανώτερα από τα έργα των Πολυδεύκη και Κάστορα, του Ηρακλή και του Φιλίππου. Ο Κλείτος εξέφρασε φανερά τη διαφωνία του. Αυτό ενόχλησε τον Αλέξανδρο που επέπληξε τον Κλείτο, ονομάζοντάς τον μάλιστα δειλό. Αυτός ο χαρακτηρισμός πείραξε τον Κλείτο κι αντέδρασε με οργή. Κατηγόρησε, μάλιστα, το βασιλιά και για τους θανάτους του Φιλώτα και του Παρμενίωνα. Ο Αλέξανδρος εξαγριώθηκε και όρμησε κατά του Κλείτου, τον χτύπησε με τη σάρισσα και τον έριξε καταγής

νεκρό. Οι παριστάμενοι δεν

μπόρεσαν ή δεν τόλμησαν ν’ αποτρέψουν το φονικό. Ο Αλέξανδρος μετάνιωσε αμέσως και θρήνησε το φίλο του, απαλύνοντας έτσι τη βαρύτητα της πράξης του.


20. Γάμος του Αλεξάνδρου. Θάνατος του Καλλισθένη Αυτή την εποχή ο Αλέξανδρος νυμφεύθηκε στα Βάκτρα τη Ρωξάνη, βακτριανής καταγωγής. Οι τελετές του γάμου είχαν την ασιανή μεγαλοπρέπεια. Ο Αλέξανδρος απαίτησε να τον προσκυνήσουν όπως τον άλλοτε Πέρση βασιλιά. Αυτό έδωσε αφορμή για νέες δυσαρέσκειες. Άλλοι το δέχτηκαν κι άλλοι αντέδρασαν, όπως ο φιλόσοφος Καλλισθένης, ανιψιός του Αριστοτέλη. Αρχικά ο Αλέξανδρος δίστασε να τιμωρήσει τον Καλλισθένη, αλλ’ αργότερα εξ αιτίας άλλου, πιο σοβαρού, περιστατικού τον οδήγησε στη θανάτωσή του. Κατηγορήθηκε, δηλαδή, για συμμετοχή στη συνωμοσία των γύρω από τον Αλέξανδρο παιδιών, ένας από τους πρωταίτιους ήταν και ο Ερμόλαος, στενός φίλος και θαυμαστής του Καλλισθένη.

21. Κατάκτηση της Ινδικής Οι συνωμοσίες, αμφισβητήσεις και οι άλλες εσωτερικές δυσχέρειες δεν πτόησαν τον Αλέξανδρο, ούτε ανέκοψαν την κατακτητική του ορμή. Στους πρώτους μήνες του 327 αναχώρησε από τη Βακτριανή για να κατακτήσει την Ινδική. Το ίδιο έτος έφτασε ως τον Ινδό ποταμό. Την άνοιξη του 326 πέρασε τον Ινδό και στη συνέχεια τον Υδάσπη, στην απέναντι όχθη του οποίου αιχμαλώτισε τον Ινδό ηγεμόνα Πώρο και έχτισε τις ελληνικές αποικίες Βουκεφάλα και Νίκαια. Συνεχίζοντας ανατολικά πέρασε τον Ακεσίνη, τον Υδραώτη κι έφτασε στον Ίφαση. Κι ενώ ήταν έτοιμος να διαβεί και αυτό το ποτάμι, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά έντονη δυσαρέσκεια από το στρατό και τους αξιωματικούς για την ακατάπαυστη καταπόνησή τους, με ταυτόχρονη άρνηση να προχωρήσουν. Ο Αλέξανδρος δεν κατάφερε να τους μεταπείσει. Έτσι αποφασίστηκε η επιστροφή. Πριν αρχίσει η υποχώρηση προσφέρθηκαν ευχαριστήριες θυσίες και τελέστηκαν αγώνες. Αναχωρώντας από εκεί έφτασε στον Υδάσπη όπου έχτισε την παρά τον Ινδό Αλεξάνδρεια. Το Φεβρουάριο του 325 αναχώρησε και κατευθύνθηκε στην πρωτεύουσα των Σόγδων, την οποία μετονόμασε σε Αλεξάνδρεια. Σατράπης της Ινδικής ορίστηκε ο Πύθωνας και έμεινε εκεί με 10.000 στρατιώτες. Στα τέλη Ιουλίου έφτασε στα Πάταλα όπου κατασκεύασε ναύσταθμο. Από τα Πάταλα ο στρατός κινήθηκε δια ξηράς. Ο Νέαρχος διατάχθηκε να οδηγήσει το στόλο και να ελέγξει το διάπλουν από τον Ινδό ως τον Ευφράτη.


22. Το τελευταίο έτος ζωής του Αλεξάνδρου Από τα Πάταλα αναχώρησε τον Αύγουστο του 325. Έφτασε στη χώρα των Ωρειτών και κατέλαβε την πρωτεύουσά της Ραμβακία, όπου έκτισε την Αλεξάνδρεια των Ωρειτών, την οποία όρισε πρωτεύουσα της σατραπείας των Ωρειτών. Μετά από εδώ περιπλανήθηκαν σε φοβερές ερήμους κι έφτασαν στα Πούρα, πρωτεύουσα της Γεδρωσίας. Αρχές Δεκεμβρίου έφτασαν στην Καρμανία, στα παράλια της οποίας έφτασε και ο Νέαρχος με το στόλο του. Ο στόλος διατάχθηκε να συνεχίσει τον πλου στον Περσικό κόλπο μέχρι τον Πασιτίγριο ποταμό και πλέοντας αυτόν να φτάσει στα Σούσα. Ο Ηφαιστίωνας διατάχθηκε να πάει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στην Περσίδα· μέσα από την Περσέπολη έφτασε στα Σούσα το Φε βρουάριο του 324. Ο Αλέξανδρος έμεινε στα Σούσα και τη Σουσιανή μερικούς μήνες άπραγος, για πρώτη φορά τόσο πολύ. Την τελευταία περίοδο πολλές φήμες κυκλοφόρησαν γι’ αυτόν ότι πέθανε ή κατ’ άλλο τρόπο χάθηκε και γιαυτό πολλοί σατράπες παρουσίασαν τάσεις ανεξαρτησίας. Η εμφάνιση του Αλεξάνδρου διέλυσε τις φήμες και σκόρπισε φόβους. Τιμώρησε τους κινηματίες και λοιπούς ενόχους. Προώθησε γάμους Ελλήνων με Περσίδες, πήρε στο στρατό του ντόπιους, παντρεύτηκε και ο ίδιος πάλι άλλες δύο γυναίκες, τη Στάτειρα, κόρη του Δαρείου, και την Παρύσατη, κόρη του Ώχου. Παρότρυνε και άλλους επιφανείς Έλληνες να πράξουν το ίδιο. Αυτές οι μεγαλοφυείς κινήσεις του προκάλεσαν και πάλι δυσαρέσκεια στο στρατό. Για να κατευνάσει τα πνεύματα πλήρωσε όλα τα χρέη των στρατιωτών του. Η δυσαρέσκεια όμως δεν κόπαζε. Στρατολόγησε άλλους 30.000 ντόπιους και τους ονόμασε «επιγόνους». Για όλα αυτά οι Μακεδόνες αγανακτούσαν. Προκλήθηκε στάση. Ο Αλέξανδρος, εμπιστευόμενος πλέον στη δύναμη που συγκρότησε από ντόπιους, αποφάσισε να ξεκουράσει τους γεροντότερους από τους Μακεδόνες στρατιώτες του, ανήγγειλε ότι θα τους ανταμείψει για τις σημαντικές τους υπηρεσίες και θα τους αφήσει να γυρίσουν στην πατρίδα. Γενική κραυγή αποδοκιμασίας ακούστηκε από το στρατό. Με αποφασιστικές κινήσεις ο βασιλιάς επανέφερε την πειθαρχία. Μετά, 10.000 άνδρες υπό τον Κρατερό επέστρεψαν στη Μακεδονία. Στα τέλη Αυγούστου 324 έφτασε στα Εκβάτανα. Εδώ αρρώστησε και πέθανε ο Ηφαιστίωνας. Η απώλειά του προκάλεσε βαθιά λύπη στον Αλέξανδρο, η οποία τον εξέτρεψε σε άμετρες ηδονικές επιδόσεις που του προκάλεσαν μεγάλη σωματική καταπόνηση. Έτσι, καταβεβλημένος στα μέσα του χειμώνα αναχώρησε για τη Βαβυλώνα, την οποία σκεφτόταν να καταστήσει πρωτεύουσα του όλου κράτους. Καθ’ οδόν έφτασαν σ’ αυτόν πρέσβεις από πολυάριθμα έθνη και μέρη και από πολλές ελληνικές πόλεις. Διέταξε να δοθούν στους Έλληνες πρέσβεις όλα τα αγάλματα και όλα τα αναθήματα που είχε πάρει από την Ελλάδα ο Ξέρξης.


Έφτασε στη Βαβυλώνα, παρά τους κακούς οιωνούς και τις δυσμενείς προβλέψεις των ντόπιων σοφών. Κινήθηκε δραστήρια για να προετοιμάσει τις νέες του επιχειρήσεις. Ήδη, όμως, η καταπόνηση και οι μεγάλες καταχρήσεις είχαν θέσει τη σφραγίδα τους στον οργανισμό του. Το τέλος του πλησίαζε. Κατά σύμπτωση, πριν από αυτόν έφτασε στη Βαβυλώνα ο νεαρός Κάσσανδρος από τη Μακεδονία. Απόρησε για όσα είδε να γίνονται γύρω από τον Αλέξανδρο και δεν απέφυγε το ειρωνικό γέλιο. Αυτό του στοίχισε ένα γερό ξυλοδαρμό από τον Αλέξανδρο.

23. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου Ευρισκόμενος στη Βαβυλώνα το Μάη του 323 προσβλήθηκε από καταστροφικό πυρετό. Η αρρώστια ήταν βαριά, αλλά ο άσωτος τρόπος ζωής του την έκαμε ανίατη. Όταν φάνηκε ότι δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας, ο στρατός επιθύμησε να τον δει για τελευταία φορά. Άνοιξαν τα ανάκτορα και όλοι πέρασαν μπροστά από τον ετοιμοθάνατο βασιλιά. Τους παρακολουθούσε άφωνος. Όταν ρωτήθηκε σε ποιον αφήνει τη βασιλεία, απάντησε «στον καλύτερο». Μετά έβγαλε το δαχτυλίδι του και το πρόσφερε στον Περδίκκα. Πέθανε τον Ιούνιο του 323. Η είδηση του θανάτου του Αλεξάνδρου στην ακμή του μεγαλείου και της ηλικίας του προκάλεσε συγκλονισμό σε όλη την τότε οικουμένη. Τόσο που θεωρήθηκε απίθανο. Οι συνέπειες, ελληνικές και παγκόσμιες, από το θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη, του παγκόσμιου ηγέτη, υπήρξαν πολλές και καταλυτικές, ανάλογες μ’ εκείνες που ανακύπτουν από τα μεγάλα και πρωτοφανή επιτεύγματά του. Η λεπτομερής, όμως, αναφορά σ’ αυτές ξεφεύγει από τη στενότητα της παρούσας εργασίας. Οι συνισταμένες αυτών πάντως αναφέρονται στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού εκτός Ελλάδος και στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την επικράτηση και διάδοση, μετά από τρεις αιώνες, του Χριστιανισμού, του σωτηρίου μηνύματος του Ναζωραίου, και στην οριστική αποτροπή μιας νέας ασιανής απειλής για την Ευρώπη. Λέγοντας ότι δια του Μ. Αλεξάνδρου μεταδόθηκε στην Ανατολή ο ελληνικός πολιτισμός, δεν εννοούμε τον πολιτισμό αυτό στο σύνολό του, αφού δεν ήταν δυνατόν να μεταδοθούν εκεί και τα δύο ιδιάζοντα στους Έλληνες στοιχεία του: α) οι ελεύθερες πολιτείες και β) ο περίτεχνος γραπτός λόγος και οι καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές του πτήσεις. Ήταν, όμως, υπεραρκετά εκείνα που μεταφυτεύθηκαν (η γλώσσα, το πολυμήχανο πνεύμα, οι θρησκευτικές δοξασίες και πολλοί αστικοί θεσμοί) για την ελληνοποίηση αυτών των κοινωνιών σε μεγάλο βαθμό.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ Η ΚΑΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ


1. Η διαδοχή. Ο Περδίκκας διορίζεται αντιβασιλέας Ο θάνατος του Αλεξάνδρου δεν επέφερε αμέσως και τη διάλυση του απέραντου κράτους του. Την επομένη από το θάνατό του συνήλθαν «οι επτά σωματοφύλακες» για ν’ αποφασίσουν τι θα πράξουν. Το πρώτο που αποφάσισαν ήταν να καλέσουν τους «πρώτους των φίλων», δηλ. τους ανώτατους άρχοντες που έρχονταν μετά τους «σωματοφύλακες» και τους άλλους ηγεμόνες του στρατού, σε γενική συνέλευση για να ορίσουν το διάδοχο του βασιλιά. Η συνεδρίαση υπήρξε πανηγυρική και ταυτόχρονα πένθιμη. Μετά πήρε το λόγο ο πρώτος των σωματοφυλάκων Περδίκκας και κάλεσε τη συνέλευση ν’ αποφασίσει για τη σφραγίδα κτλ. Δήλωσε ότι πρέπει να τηρηθεί η μακεδονική τάξη της διαδοχής· η βασίλισσα Ρωξάνη είναι έγκυος κι αν γεννήσει γιο, σ’ αυτόν ανήκει το στέμμα. Στο μεταξύ, όμως, πρέπει να διοριστεί Επίτροπος του αγέννητου διαδόχου. Διαφώνησε ο Νέαρχος. Πρότεινε ν’ αναγορευθεί βασιλιάς ο γιος του Αλεξάνδρου Ηρακλής από τη Βαρσίνη. Γενική ήταν η αντίδραση και κατ’ αυτής της πρότασης. Ο ηγέτης της φάλαγγας Μελέαγρος πρότεινε ν’ αναδειχτεί βασιλιάς ο γιος του Φιλίππου Αρριδαίος. Σ’ αυτή την πρόταση αντέδρασε ο Πτολεμαίος ο Λάγος. Αυτός πρότεινε ν’ ασκεί την εξουσία το σύνηθες συμβούλιο του Αλεξάνδρου. Κι αυτή η πρόταση απορρίφθηκε. Τελικά έγινε δεκτή η αρχική πρόταση του Περδίκκα. Μετά προχώρησαν στην εκλογή του Αντιβασιλέα. Η πρόταση του Αριστόνους του Πελλαίου αυτός να είναι ο Περδίκκας έγινε από όλους δεκτή. Όμως ο Περδίκκας φάνηκε πολύ διστακτικός. Ο Μελέαγρος τον δικαιολόγησε και πρότεινε να εκλεγεί από το στρατό, γιατί μόνο έτσι θα είχε την πλήρη νομιμοποίηση και το απαιτούμενο κύρος. Επακολούθησε αναταραχή έξω από τη φάλαγγα κι ακούστηκαν έντονες φωνές υπέρ του Αρριδαίου. Βγήκε από τα ανάκτορα ο Μελέαγρος και τέθηκε επικεφαλής της φάλαγγας και του αιτήματος. Βρήκαν τον Αρριδαίο και τον αποκαλούσαν βασιλιά. Οι σύνεδροι αντέδρασαν. Έσπευσαν να προσεταιριστούν το ιππικό. Διορίστηκαν ο Πύθωνας σωματοφύλακας, ο Περδίκκας και ο Λεοννάτος κηδεμόνες του αγέννητου παιδιού της Ρωξάνης, ενώ ο Αντίπατρος και ο Κρατερός κύριοι των πραγμάτων της Ευρώπης. Όλοι ορκίστηκαν πίστη στο γιο της Ρωξάνης. Εκείνη τη στιγμή όρμησε στ’ ανάκτορα ο Μελέαγρος με τους φαλαγγίτες και τον Αρριδαίο που τον αναφωνούσαν βασιλιά. Μέσα στο σάλο υπερίσχυσαν οι υποστηρικτές του Αρριδαίου. Αυτός σε λίγο χάθηκε μέσα στους θαλάμους. Τον επανέφεραν σχεδόν σέρνοντας οι φίλοι του.


Οι περί τον Περδίκκα, 600 περίπου άνδρες, κατέφυγαν στην αίθουσα όπου βρισκόταν η σορός του Αλεξάνδρου. Κατέφθασε σε λίγο και ο Μελέαγρος με τους δικούς του. Φονικός αγώνας συνάφθηκε γύρω από το νεκρό βασιλιά. Επικράτησαν οι περί το Μελέαγρο. Ο Περδίκκας δεν προσχώρησε. Βγήκε στην πόλη με την ελπίδα να προσεταιριστεί τους φαλαγγίτες. Ο Μελέαγρος επιχείρησε να τον φονεύσει αλλ’ απέτυχε. Οι ιππείς έκλεισαν τις εισόδους της πόλης. Έγιναν προσπάθειες συμβιβασμού ιππέων και φαλαγγιτών. Το συμβιβασμό ήθελε και ο Περδίκκας. Τις διαπραγματεύσεις

έκανε

ο

Ευμένης

του

Καρδιανού.

Τελικά

τον

Ιούλιο

συμφωνήθηκε ο Αρριδαίος να μετονομαστεί σε Φίλιππο και να παραμείνει βασιλιάς, αλλά να μετάσχει στη βασιλεία και ο αναμενόμενος γιος της Ρωξάνης. Στρατηγός της Ευρώπης ορίστηκε ο Αντίπατρος και προστάτης της βασιλείας ο Κρατερός. Και το σημαντικότερο: ο Περδίκκας αναγορεύθηκε χιλίαρχος, ο δε Μελέαγρος ύπαρχός του. Ο χιλίαρχος ήταν ο δεύτερος τη τάξει μετά το βασιλιά. Μετά επήλθε ενότητα στους ηγέτες και το στρατό. Αυτό, όμως, δεν κράτησε πολύ. Ο Περδίκκας δεν ήταν ευχαριστημένος μ’ αυτό το συμβιβασμό. Διέταξε κάθαρση στο στρατό από τους στασιάσαντες, τη λεγόμενη αγνεία. Αυτή γινόταν με ειδική διαδικασία. Αντιπαρατάχθηκαν βασιλιάς > Περδίκκας > ιππείς και ελέφαντες > Μελέαγρος > πεζοί. Με επιδέξια κίνηση ο βασιλιάς και ο Περδίκκας αιφνιδίασαν. Θυσιάστηκαν 300 περίπου Μακεδόνες ως πρωτοστάτες της στάσης. Την ίδια τύχη είχε και ο Μελέαγρος. Έτσι απαλλάχθηκε ο Περδίκκας από το Μελέαγρο. Ο δρόμος, όμως, για την εξουσία είχε πολλά εμπόδια ακόμη: πολλοί και δυνατοί ήταν οι συνδιεκδικητές. Κι έπρεπε να τους εξουδετερώσει. Και το πέτυχε με τη νέα διανομή των σατραπειών. Αμέσως, λοιπόν, μετά την «αγνεία» προσκάλεσε όλους τους στρατηγούς σε σύσκεψη. Εκεί, εν ονόματι του βασιλιά, τους ανακοίνωσε ότι επιβάλλονταν οι ακόλουθες αλλαγές στη διοίκηση των σατραπειών: Ο Περδίκκας θα παρέμενε κοντά στο βασιλιά και αρχηγός των βασιλικών στρατευμάτων, θα κρατούσε κρατούσε τη σφραγίδα και μέσω αυτού θα διαβιβάζονταν οι βασιλικές διαταγές προς όλες τις αρχές· χιλίαρχος οριζόταν ο Σέλευκος· ηγεμόνας των παιδιών οριζόταν ο Κάσσανδρος. Σατράπης της Αιγύπτου ορίστηκε ο Πτολεμαίος Λάγου· σατράπης της εντός του Ευφράτη Συρίας ορίστηκε ο Λεομέδων· η σατραπεία της Κιλικίας ανατέθηκε στον ταξίαρχο Φιλώτα· την Παμφυλία και τη Λυκία ανέλαβε ο Αντίγονος. Στον Ευμένη τον Καρδιανό δόθηκαν η Παφλαγονία, η μεγάλη Καππαδοκία και η πλησίον του Πόντου Καππαδοκία. Σατράπης της Καρίας ορίστηκε ο Άσανδρος, ενώ της Λυδίας ο Μένανδρος και της μικρής Φρυγίας ο Λεοννάτος. Όσον αφορά την Ευρώπη ορίστηκαν: στη Θράκη ο Λυσίμαχος, στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά εδάφη ο Αντίπατρος, ενώ στρατηγός αυτοκράτορας και προστάτης της βασιλείας αναγορεύθηκε ο Κρατερός. Στην ανατολικότερη Ασία δεν έγιναν σημαντικές αλλαγές.


2. Στάσεις στην Ασία Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατος του Αλεξάνδρου, οι στρατιωτικές αποικίες των βορειοανατολικότερων σατραπειών αποστάτησαν. Οι περισσότεροι άνδρες αυτών των μονάδων ήταν Έλληνες, ανέρχονταν δε σε 20.000 πεζούς και 3.000 ιππείς. Έχοντας αρχηγό τον Αινιάνα Φίλωνα, ξεκίνησαν για την πατρίδα. Ο Περδίκκας για ν’ αντιμετωπίσει την κατάσταση όρισε στρατηγό το σατράπη της Μηδίας Πείθωνα με εντολή να καταστείλει την ανταρσία, να φονεύσει όλους τους στασιαστές και να μνοιράσει τα λάφυρα στους άντρες του. Το πέτυχε με δόλο και απάτη. Μετά από αυτό επέστρεψε το 323 στη Βαβυλώνα. Ταυτόχρονα στην Ελλάδα (κυρίως από τους Αιτωλούς και τους Αθηναίους) εξερράγη μεγάλη εξέγερση κατά της μακεδονικής κυριαρχίας. Πρωτοστατούσαν οι δημαγωγοί και η αντιμακεδονική μερίδα. Ο Δημοσθένης απουσίαζε. Μάταια ο συνετός Φωκίωνας προσπάθησε να κατευνάσει την αντιμακεδονική έξαψη, καλώντας τους να μη βιάζονται, γιατί «ο Αλέξανδρος και αύριο νεκρός θα είναι…»! Το κίνημα αυτό προετοιμάστηκε στην Αθήνα.

Ο σατράπης της Βαβυλώνας

Άρπαλος είχε καταφύγει στην Αθήνα ζητώντας άσυλο, προσφέροντας χρήματα για να οργανωθεί κίνημα κατά του βασιλιά. Αρκετοί δέχτηκαν τις προτάσεις του. Ο Φωκίωνας, όμως, και ο Δημοσθένης αντιστάθηκαν. Ο Αντίπατρος ζήτησε την παράδοση

του

φυγάδα.

Ο

Δημοσθένης

διαφώνησε.

Αυτό

κατέληξε

σε

συκοφάντησή του, καταδίκη και δραπέτευσή του στην Τροιζήνα. Γι’ αυτό απουσίαζε. Της αντιμακεδονικής μερίδας ηγούνταν ο Υπερείδης και ο στρατηγός Λεωσθένης, ενώ της αντίθετης ο Φωκίωνας. Η εκκλησία του δήμου εξέδωσε ψήφισμα υπέρ διεξαγωγής πολέμου. Στρατηγός ορίστηκε ο Λεωσθένης.


3. Ο «Λαμιακός πόλεμος» Ο Λεωσθένης με τα χρήματα του Αρπάλου συγκρότησε αξιόλογη δύναμη, ανάμεσά της και 8.000 μισθοφόροι. Πήγαν μαζί του οι Αιτωλοί και αρκετοί άλλοι Έλληνες, αλλά και πολλοί απείχαν. Κατέλαβε τις Θρμοπύλες. Αντίπαλό του θα είχε τον Αντίπατρο με 13.000 πεζούς και 600 ιππείς. Στη μάχη που συνάφθηκε στα τέλη του καλοκαιριού νικήθηκαν οι Μακεδόνες κι ο Αντίπατρος αναγκάστηκε να καταφύγει μέσα στην οχυρωμένη Λαμία. Πολιορκήθηκε από το Λεωσθένη, ο οποίος όμως κατά την πολιορκία τραυματίστηκε στο κεφάλι και πέθανε. Αυτό αποτέλεσε βαρύ πλήγμα για τους Αθηναίους, που επιδεινώθηκε από την εγκατάλειψή τους από τους Αιτωλούς και άλλους μαχητές. Ο μόνος άξιος να διαδεχθεί το Λεωσθένη ήταν ο Φωκίωνας, αλλ’ αυτός το απέφυγε. Έτσι, στρατηγός αναδείχτηκε ο Αντίφιλος, άνδρας κατώτερος των περιστάσεων. Ο Αντίπατρος ζήτησε από παντού βοήθεια. Ο μόνος, όμως, που ήταν διαθέσιμος και προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει ήταν ο ηγεμόνας της κατ’ Ελλήσποντον Φρυγίας Λεοννάτος. Αυτός έτρεξε να τον βοηθήσει έχοντας 20.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Έφθασε στη Θεσσαλία το Φεβρουάριο του 322. Ο Αντίφιλος αναγκάστηκε να λύσει αμέσως την πολιορκία της Λαμίας για ν’ αντιμετωπίσει το Λεοννάτο προτού ενσωματωθεί με τον Αντίπατρο.. Στο μεταξύ οι Θεσσαλοί είχαν προσχωρήσει στην παράταξη των Αθηναίων. Σε ιππομαχία που συνάφθηκε υποχώρησαν οι Μακεδόνες και φονεύθηκε ο Λεοννάτος. Το πεζικό, όμως, των Μακεδόνων είχε μείνει άθικτο. Ο Αντίπατρος που βγήκε από τη Λαμία ενώθηκε μαζί του και κατέλαβε κάποια οχυρά υψώματα όπου περίμενε τον Κρατερό. Στο μεταξύ οι Αθηναίοι γνώρισαν επανειλημμένες ήττες στη θάλασσα. Οι Μακεδόνες είχαν συγκροτήσει ισχυρό στόλο από 240 πλοία υπό τον Κλείτο, ενώ ο αθηναϊκός στόλος αποτελούνταν από 170 πλοία και είχε αρχηγό τον Ηετίωνα. Χάρη στην παρέμβαση του Φωκίωνα σώθηκε η Αττική από κατάληψη. Στις αρχές καλοκαιριού του 322 έφθασε στη Θεσσαλία ο Κρατερός με αρκετές δυνάμεις. Τώρα πλέον ο Αντίπατρος βρέθηκε σε θέση ισχύος, έχοντας στη διάθεσή του 40.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 3.000 τοξότες. Σε μάχη που συνάφθηκε στην Κραννώνα της Θεσσαλίας ο Αντίφιλος νικήθηκε, οι σύμμαχοι διαλύθηκαν και οι πόλεις καταστράφηκαν. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις – εκτός από τους Αθηναίους και τους Αιτωλούς– επιδίωξαν και υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τους Μακεδόνες. Οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην Αθήνα. Ο Αντίπατρος εισήλθε εύκολα στη Βοιωτία και κατέλαβε την Καδμεία. Στην Αθήνα επικράτησε σκυθρωπότητα κι ανησυχία. Οι ηγέτες της αντιμακεδονικής παράταξης (Δημοσθένης, Υπερείδης, Ευκράτης κ.ά.) έσπευσαν να φύγουν από την πόλη. Επικράτησαν οι φιλομακεδόνες, οι οποίοι έστειλαν πρέσβεις στον Αντίπατρο, ανάμεσα στους οποίους και οι Δημάδης και Φωκίωνας.


Πρώτο αίτημα του Φωκίωνα ήταν να μην κατέβει στην Αττική ο μακεδονικός στρατός, αλλά να μείνει στη Βοιωτία όπου θα υπογραφεί και η συνθήκη ειρήνης. Ο Κρατερός, με παρότρυνση του Αντίπατρου, το δέχθηκε. Απαίτησε, όμως, να τεθούν οι Αθηναίοι στη διάθεσή του. Το αίτημα μεταβιβάσθηκε στην Αθήνα. Γίνονται νέες διαπραγματεύσεις. Οι νικητές επιβάλλουν τους όρους τους: παράδοση των ηγετών της αντιμακεδονικής παράταξης, εγκατάσταση μακεδονικής φρουράς στη Μουνιχία, μεταβολή του πολιτεύματος σε τιμοκρατικό, καταβολή των εξόδων του πολέμου και χρηματική ποινή για αποστασία από τη συμμαχία, απόσπαση των νησιών Λήμνος, Ίμβρος, Σκύρος και ο Ωρωπός. Για τη Σάμο θ’ αποφάσιζε ο βασιλιάς. Το Σεπτέμβρη του 322 καταλήφθηκε η Μουνιχία και ταυτόχρονα άλλαξε το πολίτευμα. Ο Περδίκκας αποφάσισε η Σάμος ν’ αποδοθεί στους κατοίκους της. Οι φυγάδες ηγέτες της αντιμακεδονικής μερίδας καταδικάστηκαν ερήμην σε θάνατο. Ο Αντίπατρος εισήλθε θριαμβευτικά στην Πελοπόννησο. Άλλαξε παντού τα πολιτεύματα. Αυτός ήταν κι έτσι έληξε ο λεγόμενος «Λαμιακός πόλεμος».

4. Θάνατος του Δημοσθένη Ο Αντίπατρος μετά επιδόθηκε στην καταδίωξη των φυγάδων. Οι Υπερείδης, Ιμεραίος, Αριστόνικος και Ευκράτης συνελήφθηκαν στην Αίγινα, οδηγήθηκαν στις Κλωνές της Αργολίδας και θανατώθηκαν. Ο Δημοσθένης κατέφυγε στο ιερό του Ποσειδώνα στην Καλαυρία, ελπίζοντας να σωθεί. Σε λίγο, όμως, ο Αρχίας εμφανίστηκε στο άγαλμα του θεού όπου καθόταν ο Δημοσθένης και με διάφορες υποσχέσεις προσπάθησε να τον αποσπάσει από το ιερό. «Περίμενε λίγο να στείλω κάτι στους δικούς μου», είπε ο Δημοσθένης και προχώρησε στο εσωτερικό του ναού. Εκεί ήπιε δηλητήριο και κάθισε. Ο Αρχίας τον πλησίασε και τον προσκαλούσε να σηκωθεί. Το δηλητήριο άρχισε να δρα· σε λίγο πέθανε.

5. Προσπάθεια υποταγής των Αιτωλών Ο Αντίπατρος ήταν πλέον παντοδύναμος στην Ευρώπη. Προσεταιρίστηκε μάλιστα και τον έξοχο στρατηγό Κρατερό, τον οποίο έκαμε γαμπρό του. Οι μόνοι που αντιστέκονταν ακόμα στην Ελλάδα ήταν οι Αιτωλοί. Αυτούς επιχείρησαν να δαμάσουν στα τέλη του 322 οι δύο στρατηγοί, που εισέβαλαν στην Αιτωλία με 30.000 πεζούς και 2.500 ιππείς. Συνάφθηκαν σκληροί αγώνες. Οι Αιτωλοί βρέθηκαν σε απόγνωση. Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε, ως φυγάς, ο σατράπης της Φρυγίας Αντίγονος φέρνοντας αγγελίες, οι οποίες υποχρέωσαν τον Αντίπατρο να εκστρατεύσει αμέσως κατά της Ασίας. Έτσι δεν ολοκληρώθηκε η υποταγή των Αιτωλών.


6. Συγκρούσεις για την εξουσία: Ευμένη και Κρατερού Είδαμε ότι ο Ευμένης ορίστηκε ηγεμόνας της Καππαδοκίας. Ο Αντίγονος, αφού ήρθε σε διαφωνία με τον Περδίκκα, πήρε το γιο του Δημήτριο και τους φίλους του και κατέφυγε στην Ευρώπη κοντά στον Αντίπατρο, ελπίζοντας να τον κάμει σύμμαχό του. Ο Αντίπατρος, θέλοντας να συνάψει στενές σχέσεις με τον Περδίκκα, του πρόσφερε ως σύζυγο την κόρη του Νίκαια. Η μητέρα, όμως, του Αλεξάνδρου Ολυμπιάδα, που μισούσε τον Αντίπατρο, παρενέβη και πρόσφερε στον Περδίκκα ως σύζυγο την κόρη της Κλεοπάτρα. Ο Περδίκκας νυμφεύθηκε αρχικά τη Νίκαια, σκόπευε όμως, όταν καταστεί κύριος των πραγμάτων της Ασίας, να διώξει τη Νίκαια, να νυμφευθεί την Κλεοπάτρα και να εκστρατεύσει εναντίον του Αντιπάτρου. Ο τελευταίος πληροφορήθηκε τα σχέδια του Περδίκκα. Εγκατέλειψε τον πόλεμο κατά των Αιτωλών, άφησε στρατηγό της Μακεδονίας τον Πολυσπέρχοντα και την άνοιξη του 321 εκστράτευσε κατά του Κρατερού στην Ασία. Ο Περδίκκας, όμως, απέκτησε κι άλλον αντίπαλο –εκτός από τον Αντίπατρο–, πιο επικίνδυνο αυτό, το σατράπη της Αιγύπτου Πτολεμαίο. Γιαυτό στις αρχές του 321 στράτευσε εναντίον του Πτολεμαίου. Τη διεύθυνση των πραγμάτων της Μ. Ασίας ανέθεσε στον έμπιστό του Ευμένη, στον οποίο έδωσε, εκτός από την Καππαδοκία και την Παφλαγονία, και τη μικρή και τη μεγάλη Φρυγία, που χήρευσαν. Ο Ευμένης είχε ν’ αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες. Ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει εναντίον του Αντιπάτρου και του Κρατερού. Ο αδελφός του Περδίκκα Αλκέτας αρνήθηκε να τον βοηθήσει. Ο Ευμένης, διαπιστώνοντας ότι οι μακεδονικές δυνάμεις ήταν απρόθυμες να τον βοηθήσουν και ότι μόνο με τους Ασιάτες θα έπρεπε να πολεμήσει, κατέφυγε στην Καππαδοκία κι άφησε τους αντιπάλους του να προχωρήσουν στη Μ. Ασία και να τους χτυπήσει από τα πλευρά. Όταν αυτοί έφτασαν στη μεγάλη Φρυγία, προσκάλεσε το Νεοπτόλεμο να πάει αμέσως με το στρατό του στην Καππαδοκία. Επειδή αυτός δεν υπάκουσε, του επιτέθηκε και τον διέλυσε, αναγκάζοντας και το μακεδονικό πεζικό να παραδώσει τα όπλα και να δηλώσει πίστη στον Περδίκκα. Λίγο πριν από αυτή τη μάχη ο Αντίπατρος και ο Κρατερός είχαν κάμει στον Ευμένη πολύ ευνοϊκές προτάσεις, αν ήθελε εγκαταλείψει τον Περδίκκα. Αυτός αρνήθηκε. Ο Νεοπτόλεμος τους συμβούλεψε να επιτεθούν στον Ευμένη αμέσως, διαβεβαιώνοντάς

τους

ότι

οι

συνθήκες

είναι

ευνοϊκές.

Τον

άκουσαν.

Αποφασίστηκε: ο Αντίπατρος να συνεχίσει την πορεία του προς την Κιλικία, ο δε Κρατερός με το Νεοπτόλεμο και 20.000 ιππείς να επιτεθεί κατά του Ευμένη.


Ο Ευμένης, όμως, δεν ήταν απροετοίμαστος. Κινήθηκε με μεγάλη μυστικότητα. Ο Κρατερός υπολόγιζε ότι θα κάμει περίπατο. Αυτό μετέδωσε και στο στρατό του. Οι δύο αντίπαλοι παρατάχθηκαν σε μάχη. Ο Ευμένης βασιζόταν κυρίως στο ιππικό του. Μ’ αυτό επιτέθηκε ακάθεκτος αλαλάζοντας.

Ο Κρατερός αιφνιδιάστηκε.

Διέταξε αντεπίθεση. Συνάφθηκε μάχη φονική και αμφίρροπη. Ο Κρατερός δέχθηκε θανατηφόρο χτύπημα από ένα Θράκα. Οι Μακεδόνες έχασαν το ηθικό τους και υποχώρησαν με πολλές απώλειες. Ο αγώνας συνεχίστηκε στην άλλη πτέρυγα· εκεί συναντήθηκαν ο Ευμένης και ο Νεοπτόλεμος και αναμετρήθηκαν σαν σε μονομαχία. Ο Νεοπτόλεμος δέχθηκε χτύπημα στον τράχηλο, έπεσε αναίσθητος και σε λίγο ξεψύχησε. Και ο Ευμένης δέχθηκε πολλά τραύματα. Παρά ταύτα έτρεξε κοντά στον ετοιμοθάνατο Κρατερό και τον ασπάστηκε. Εκείνος δάκρυσε, καταράστηκε το Νεοπτόλεμο και ξεψύχησε στην αγκαλιά του. Μετά από αυτό ο Ευμένης έμεινε κύριος της Μ. Ασίας. Δεν αρκέστηκε, όμως, σ’ αυτό. Παρακίνησε σε επανάσταση τους Αιτωλούς. Αυτοί, ως σύμμαχοι πλέον του Περδίκκα, σε λίγο επικράτησαν σε όλη σχεδόν τη Θεσσαλία.

7. Θάνατος του Περδίκκα. Ο Αντίπατρος Επιμελητής Όπως είδαμε, ο Περδίκκας εξεστράτευσε στην Αίγυπτο εναντίον του Πτολεμαίου. Είχε μαζί του δύο βασιλείς, το Φίλιππο Αρριδαίο και τον Αλέξανδρο. Όταν έφθασε στη Δαμασκό, κάλεσε το στρατό του να καταδικάσει τον Πτολεμαίο. Ενώ, όμως, βρισκόταν κοντά στο Πηλούσιο, πολλά από τα στελέχη του αυτομόλησαν στον Πτολεμαίο. Ο υπόλοιπος στρατός επιχείρησε να περάσει το Νείλο, αποκρούστηκε όμως επανειλημμένως από τον Πτολεμαίο με πολλές απώλειες. Η συμφορά προκάλεσε εξέγερση των ηγεμόνων του κατά του Περδίκκα που τον κατέσφαξαν. Την επομένη ο Πτολεμαίος, αφού έμαθε τι συνέβη, πήγε στο στρατόπεδο, χαιρέτησε με σεβασμό τους βασιλείς, λογοδότησε στο στρατό και όλοι θέλησαν να του δώσουν την επιμέλεια της βασιλείας. Την αποποιήθηκε. Προτίμησε να μείνει εκεί σατράπης. Πρότεινε τους φίλους του στρατηγούς Πείθωνα και Αρριδαίο. Ο στρατός καταδίκασε σε θάνατο τον Ευμένη και τους άλλους στρατηγούς του Περδίκκα. Μετά στάλθηκε διαταγή στους Αντίπατρο και Αντίγονο να μεταβούν γρήγορα στον Τριπαράδεισο της άνω Συρίας. Ο Πτολεμαίος έμεινε στην Αίγυπτο. Καθ’ οδόν η Ευρυδίκη απαίτησε ως σύζυγος του βασιλιά Αρριδαίου Φιλίππου να μετάσχει στην υπέρτατη αρχή. Οι Επιμελητές αρνήθηκαν. Ο στρατός, όμως, την αγαπούσε. Όταν έφθασαν στον Τριπαράδεισο, η Ευρυδίκη ανάγκασε τους Επιμελητές να παραιτηθούν. Επίτροπος αναγορεύτηκε ο

Αντίπατρος. Ούτε αυτόν ήθελε η

Ευρυδίκη. Τον καθαίρεσε. Ο στρατός αντέδρασε· απειλήθηκε σύρραξη· η Ευρυδίκη υποχώρησε και την επομένη ο Αντίπατρος αναγορεύθηκε πάλι Επιμελητής- αυτοκράτορας.


8. Νέα διανομή των σατραπειών Πρώτη ενέργεια του νέου Επιμελητή ήταν η εκ νέου διανομή των σατραπειών. Ο Πτολεμαίος διατήρησε την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Αραβία. Η Βαβυλωνία δόθηκε στο Σέλευκο, η Σουσιανή στον Αντιγένη, στον Αντίγονο δόθηκαν η μεγάλη Φρυγία, η Λυκία, η Λυκαονία και η Παμφυλία. Ο Κάσσανδρος, γιος του Αντιπάτρου, διορίστηκε χιλίαρχος. Ο Αντίπατρος κράτησε τις ευρωπαϊκές χώρες. Μαζί του έμειναν ο βασιλιάς Φίλιππος και η σύζυγός του Ευριδίκη, ο 3ετής βασιλιάς Αλέξανδρος και η μητέρα του Ρωξάνη. Η Κλεοπάτρα έμεινε στις Σάρδεις. Οι Αιτωλοί και οι Θεσσαλοί εύκολα υπήχθησαν στον Πολυσπέρχοντα/Πολυπέρχοντα. Στην Ασία, όμως, υπήρχαν μεγάλες αντιστάσεις στις αλλαγές: Ευμένης, Αλκέτας, Άτταλος, Πολέμων κ.ά. αρνούνταν να παραδώσουν στον Αντίγονο τις πριοχές τους. Δυστυχώς, όμως, κι αυτοί διασπάστηκαν.

9. Η ήττα του Ευμένη Στα μέσα του 320 άρχισαν εχθροπραξίες. Ο Αντίγονος στράφηκε εναντίον του Ευμένη. Ο Ευμένης περιβαλλόταν από σημαντική δύναμη. Ο Αντίγονος δε δίστασε να επιτεθεί εναντίον του στα Ορκύνια της Καππαδοκίας. Ο υποστράτηγος του Ευμένη Απολλωνίδης αυτομόλησε στον Αντίγονο και συντέλεσε στην ήττα του Ευμένη, που έχασε 8.000 άνδρες. Ο Ευμένης θεώρησε φρόνιμο να υποχωρήσει στην Αρμενία για να βρει συμμάχους. Ο Αντίγονος, όμως, του έφραξε το δρόμο και τον ανάγκασε να καταφύγει με 500 ιππείς και 200 οπλίτες στα Νώρα, τοποθεσία απόρθητη ανάμεσα στη Λυκαονία και την Καππαδοκία. Ο Αντίγονος δεν αισθανόταν ασφαλής όσο θα βρισκόταν εκεί ο Ευμένης. Γι’ αυτό αποφάσισε να τον πάρει με το μέρος του. Πλησίασε στα Νώρα και κάλεσε τον Ευμένη να κατεβεί στο στρατόπεδό του για να διαπραγματευθούν. Δέχθηκε, αλλά ζήτησε από τον Αντίγονο να του στείλει ομήρους. Του έστειλε τον ανιψιό του Πτολεμαίο. Κατά τη συνάντησή τους οι δύο άνδρες φιλήθηκαν ως παλιοί συναγωνιστές. Ο Ευμένης απαίτησε ν’ αποκατασταθεί στ’ αξιώματά του. Οι φίλοι του Αντίγονου θαύμασαν τη γενναιότητα του Ευμένη, πολλοί δε Μακεδόνες έτρεχαν να δουν τον ξακουστό άνδρα. Ο Αντίγονος ανησύχησε από αυτές τις εκδηλώσεις και φρόντισε να διώξει τον Ευμένη. Η απόπειρα συνδιαλλαγής απέτυχε. Ο Αντίγονος δεν προσπάθησε να εκπορθήσει τα Νώρα. Τα πολιόρκησε με ένα από τα σώματα του στρατού του και στα τέλη του 320 στράφηκε έναντίον των άλλων οπαδών του Περδίκκα. Η μάχη έγινε στη λεγόμενη Κρητών πόλη. Επικράτησε πλήρως ο Αντίγονος. Από τους αντιπάλους του άλλοι μεν φονεύθηκαν, οι περισσότεροι παραδόθηκαν, οι Άτταλος, Πολέμων και Δόκιμος αιχμαλωτίσθηκαν. Ο Αντίγονος επέστρεψε στη Φρυγία νικητής και τροπαιούχος. Ο Ευμένης, όμως, πάντα θα καραδοκούσε.


10. Τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα Όταν γύρισε ο Αντίπατρος στην Ελλάδα επικρατούσε γαλήνη. Εξακολουθούσαν, όμως, να υπάρχουν οι δύο παρατάξεις: εκείνοι που θεωρούσαν τη μακεδονική ηγεμονία ως συμφορά, και εκείνοι που δέχονταν την προστασία των Μακεδόνων. Αντικειμενικώς θεωρούμενα τα πράγματα, είναι προφανές ότι η μακεδονική παρέμβαση υπήρξε όχι μόνο άκρως ευεργετική αλλά και σωτήρια για τον Ελληνισμό. Άλλη δύναμη για να ηγεθεί του Ελληνισμού δεν υπήρχε, η ενότητά του όμως ήταν πάντα μια δύσκολη υπόθεση. Κορυφαίος της φιλομακεδονικής παράταξης ήταν ο αγαθότατος Φωκίωνας. Σ’ αυτήν όμως ανήκε και ο κακοήθης, άσωτος, άπιστος και ευφυής Δημάδης. Η μακεδονική φρουρά στη Μουνιχία είχε μεν αγαθές επιπτώσεις, αλλ’ αποτελούσε και μια ενόχληση για τους Αθηναίους και ως εκ τούτου επιθυμούσαν ν’ απαλλαγούν από τη θεωρούμενη ξενική κατοχή. Γιαυτό παρακάλεσαν το Φωκίωνα να μεσιτεύσει στον Αντίπατρο ν’ αποσύρει τη φρουρά. Αυτός δεν δέχτηκε τη μεσολάβηση. Την ανέλαβε ο Δημάδης. Πήγε στη Μακεδονία, τέλη του 320, κι εκεί ο Κάσσανδρος, που αναπληρούσε τον Αντίπατρο, συνέλαβε το Δημάδη και τον φόνευσε. Πέθανε και ο ασθενής Αντίπατρος, σε ηλικία 80 ετών, στις αρχές του 319. Επιμελητή των βασιλέων άφησε τον Πολυσπέρχοντα. Ο Κάσσανδρος χολώθηκε που ο πατέρας του διόρισε τον Πολυσπέρχοντα Επιμελητή των βασιλέων και όχι τον ίδιο κι αποφάσισε ν’ αντιδράσει. Συνεννοήθηκε με τους ελλαδίτες ολιγαρχικούς, καθώς και με τους σατράπες της Ανατολής, ιδιαίτερα με τους Αντίγονο και Πτολεμαίο. Μετά αναχώρησε κι ίδιος στην Ασία για να προωθήσει τα σχέδιά του. Ούτε ο Πολυσπέρχοντας έμεινε άπραγος. Προπάντων προσεταιρίστηκε τον Ευμένη, τον οποίο αναγόρευσε στρατηγό αυτοκράτορα όλης της Ασίας. Αυτός κινήθηκε στην Ασία δραστηρίως. Στις αρχές του 318 συγκέντρωσε αξιόλογο στρατό. Το θέρος του 319 ο Κάσσανδρος έφθασε στο στρατόπεδο του Αντιγόνου και συμφώνησαν να δράσουν στην Ελλάδα κατά του Πολυσπέρχοντα.


Στο μεταξύ ο τελευταίος φρόντισε να καταλύσει όλα τα ολιγαρχικά πολιτεύματα που ίδρυσε ο Αντίπατρος στην Ελλάδα, για να κερδίσει τους Έλληνες. Εξέδωσε και σχετικό διάταγμα. Με αυτό καταργούνταν μεν τα ολιγαρχικά πολιτεύματα, ανακαλούνταν οι εξόριστοι και αποδυναμωνόταν η επιρροή του Κασσάνδρου στην Ελλάδα· ταυτόχρονα, όμως, επρόκειτο να προκαλέσει και γενική και φοβερή αναρχία. Οι Αθηναίοι απαίτησαν από το Νικάνορα να φύγει από τη Μουνιχία. Αυτός, αντί να φύγει, κατέλαβε και τα τείχη του λιμένα του Πειραιά, περιμένοντας τον Κάσσανδρο. Το πλήθος ξεσηκώθηκε κατά του Φωκίωνα. Ο Πολυσπέρχοντας έστειλε το γιο του Αλέξανδρο να διώξει το Νικάνορα. Αντ’ αυτού αυτός στρατοπέδευσε στον Πειραιά και άρχισε επαφές με το Νικάνορα. Οι Αθηναίοι εξοργίστηκαν. Συγκάλεσαν εκκλησία που καθαίρεσε το Φωκίωνα, ο οποίος κατέφυγε με τους φίλους του στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου. Αυτός τους έστειλε στον Πολυσπέρχοντα. Εκεί συναντήθηκαν με αντιπροσωπία των Αθηναίων που πήγε να κατηγορήσει το Φωκίωνα.

11. Θάνατος του Φωκίωνα Η συνάντηση έγινε στις Φάρυγγες της Φωκίδας. Εκεί έγινε η δίκη. Ζητήθηκε η παραπομπή του Φωκίωνα στην Αθήνα για να δικαστεί. Η δίκη έγινε εκεί. Ο Πολυσπέρχοντας ήθελε την καταστροφή των ολιγαρχικών. Ο Φωκίωνας και οι φίλοι του κρίθηκαν ένοχοι. Μετά τους έστειλε δέσμιους στην Αθήνα. Οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν μπροστά στα Προπύλαια, δίπλα στο θέατρο του Διονύσου. Εκεί αναγνώσθηκε το παραπεμπτήριο Επιχείρησε ν’ απολογηθεί

του βασιλιά και το κατηγορητήριο.

ο Φωκίωνας αλλ’ από το θόρυβο δεν ακουγόταν.

Τελευταία του προσπάθεια να σώσει τους συντρόφους του. Ο όχλος τον ανάγκασε να σιωπήσει. Ο όχλος καταδίκασε παμψηφεί τους κατηγορούμενους σε θάνατο. Στις 10 Μαΐου του 318 φονεύθηκαν με κώνειο.


12. Πολυσπέρχων/Πολυπέρχων και Κάσσανδρος Αυτές οι καταδίκες των ολιγαρχικών ούτε την ελευθερία των Αθηναίων έσωσαν ούτε και τον Πολυσπέρχοντα ωφέλησαν. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στον Πειραιά ο Κάσσανδρος με 35 πλοία και 4.000 οπλίτες. Αμέσως κατέβηκε στην Αττική ο Πολυσπέρχοντας με 30.000 Μακεδόνες πεζούς, 4.000 συμμάχους, 1.000 ιππείς και 65 ελέφαντες. Αφού δεν κατόρθωσε να κυριεύσει τα τείχη του Πειραιά, κατευθύνθηκε στην Πελοπόννησο για να προσελκύσει νέους συμμάχους. Απέτυχε όμως. Δυσάρεστες ήταν οι ειδήσεις από την Ασία, τόσο για τους φίλους του (Ευμένη κ.ά.), όσο και για τους αντιπάλους του. Πικρότερη απ’ όλες εντούτοις ήταν η είδηση, της συντριβής στο Βυζάντιο της ναυτικής του δύναμης υπό τον Κλείτο. Ακόμη μάθανε ότι πολλές πόλεις της Ελλάδας πήγαιναν με τον Κάσσανδρο και ότι αυτός είχε κυριεύσει την Αίγινα και τη Σαλαμίνα, συνθηκολόγησαν δε μαζί του ακόμα και οι Αθηναίοι (άνοιξη του 317). Η συνθηκολόγηση (υποταγή στην ουσία) αυτή επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Φαληρέα. Έγινε δε με τους όρους του Κασσάνδρου: η Μουνιχία παρέμενε μέχρι τη λήξη του πολέμου στον Κάσσανδρο, το πολίτευμα γινόταν ολιγαρχικό και επιμελητής της πόλης οριζόταν ο Δημήτριος ο Φαληρέας. Ενώπιον του διαφαινόμενου κινδύνου ο Πολυσπέρχων/Πολυπέρχων επέστρεψε εσπευσμένα στη Μακεδονία για να προλάβει την επέλαση του Αντιγόνου. Καθ’ οδόν έμαθε ότι η φιλόδοξη Ευρυδίκη, μετά την επιστροφή κοντά της του Αρριδαίου Φιλίππου, κατέλαβε την αρχή, συμμάχησε με τον Κάσσανδρο, τον διόρισε Επιμελητή του Κράτους και διέταξε τον Πολυσπέρχοντα να του παραδώσει το στρατό. Ο Πολυσπέρχων αρχικά στράφηκε στην Αιτωλία και στη συνέχεια πήγε στην Ήπειρο όπου συμμάχησε με το βασιλιά Αιακίδη. Ο Κάσσανδρος πήγε στο τέλος του 318 στη Μακεδονία, πήρε ενισχύσεις και στην αρχή του 317 επανήλθε στην Ελλάδα για να παγιώσει την εξουσία του. Ο Πολυσπέρχων, έχοντας στο πλευρό του και την Ολυμπιάδα, επιχείρησε εναντίον της Μακεδονίας. Βγήκε να τον αντιμετωπίσει η Ευρυδίκη. Οι Μακεδόνες, όμως, αρνήθηκαν να πολεμήσουν τη μάνα του ένδοξου κατακτητή της Ανατολής και πήγαν με το μέρος της. Η Ολυμπιάδα έγινε κύρια της Μακεδονίας, συνέλαβε τον Αρριδαίο και την Ευρυδίκη και τους θανάτωσε, καθώς και άλλους 100 φίλους του Κασσάνδρου. Ο τελευταίος επιστρέφει στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 317. Πολιόρκησε την Ολυμπιάδα στην Πύδνα. Ο Αιακίδης από την Ήπειρο έσπευσε να τη βοηθήσει, αλλ’ ο στρατός του στασίασε, καθαίρεσε το βασιλιά και συμμάχησε με τον Κάσσανδρο. Την άνοιξη του 316 η Ολυμπιάδα παραδόθηκε. Ο Κάσσανδρος τη σκότωσε κι ανάγκασε τον Πολυσπέρχοντα να ζητήσει άσυλο στους Αιτωλούς.


13. Ο Αντίγονος κατά του Ευμένη Ο Πείθωνας, μετά την παραίτησή του από Επιμελητής, διατήρησε μεν τη σατραπεία της μικρής Μηδίας, αναγορεύθηκε δε ακόμα και γενικός διοικητής των ανατολικών ή των άνω σατραπειών. Την άνοιξη μάλιστα του 318 σκέφθηκε να γίνει απόλυτος κύριος των άνω σατραπειών. Γιαυτό εισέβαλε αρχικά στην Παρθυαία, συνέλαβε κι εκτέλεσε το σατράπη της Φίλιππο. Ενώθηκαν εναντίον του όλοι οι σατράπες, τον νίκησαν (φθινόπωρο) και τον ανάγκασαν να καταφύγει στο Σέλευκο. Στο μεταξύ, ο Ευμένης, καίτοι συγκρότησε σημαντική δύναμη στην Κιλικία, υπολειπόταν όμως εκείνης του Αντίγονου. Για να τον ανταγωνιστεί έπρεπε ν’ αποκτήσει και στόλο. Γιαυτό την άνοιξη του 318 εισέβαλε στη Φοινίκη, την κυρίευσε, συγκρότησε ναυτική δύναμη και σχεδίαζε τις αρχές του χειμώνα να πλεύσει στην ελληνική θάλασσα, να ενωθεί με το μακεδονικό στόλο και να καταστείλει την επανάσταση κατά της βασιλείας, οπότε βλέπει να έρχεται εναντίον του ο στόλος του Αντιγόνου. Μόλις οι Φοίνικες είδαν αυτή την ισχυρή δύναμη, εγκατέλειψαν τον Ευμένη και συντάχθηκαν με τον Αντίγονο. Ο Ευμένης περιήλθε σε δύσκολη θέση αλλά δεν απελπίστηκε. Κατευθύνθηκε προς τ’ ανατολικά όπου οι σατράπες συνασπίστηκαν κατά του Πείθωνα και του Σελεύκου. Έφτασε και παραχείμασε στη Βαβυλωνία. Συνάντησε τους Πείθωνα και Σέλευκο, τους οποίους κάλεσε να ενωθούν μαζί του κατά του Αντιγόνου και υπέρ της βασιλείας. Εκείνοι του είπαν ότι θέλουν να υπερασπιστούν τους βασιλείς αλλά δε δέχονται να υποταχθούν στις δικές του διαταγές, αφού είχε ήδη καταδικαστεί από τους Μακεδόνες σε θάνατο. Κι αμέσως ειδοποίησαν τον Αντίγονο, ο οποίος, καταδιώκοντας τον Ευμένη, ήταν ήδη στη Μεσοποταμία. Ο Ευμένης εισήλθε στη Σουσιανή (αρχές του 317) και προσκάλεσε εκεί τους ηγεμόνες των άνω σατραπειών, οι οποίοι και προσήλθαν με σημαντικές δυνάμεις. Αμέσως ανέκυψε ζήτημα μεταξύ τους για την ηγεμονία του στρατεύματος. Ο Αντίγονος το Μάη του 317 έφτασε στη Βαβυλώνα και ενώθηκε με το Σέλευκο και τον Πείθωνα. Μαζί τους συντάχτηκε και ο ναύαρχος Νέαρχος, ο οποίος έφτασε στα Σούσα. Από εκεί εκστράτευσε εναντίον των αντιπάλων τους. Διερχόμενος, όμως, τις πεδιάδες της Σουσιανής, υπέστη φθορές, χτυπήθηκε δε από τον Ευμένη καθώς περνούσε το ποτάμι Κόπρανο και υπέστη μεγάλη ήττα, χάνοντας 8.000 άνδρες. Με τη βοήθεια του Αντιγόνου υποχώρησαν ως τη Μηδία.


Όταν οι σύμμαχοι του Ευμένη έμαθαν ότι ο Αντίγονος υποχώρησε ως τη Μηδία δεν ήξεραν τι να πράξουν. Ο Ευμένης συμβούλευε να επιτεθούν στον Αντίγονο και να γίνουν κύριοι της Ασίας, οι άλλοι αντιπρότειναν να υποχωρήσουν προσωρινά στην Περσίδα. Αυτό και έγινε. Εγκαταστάθηκαν στην Περσέπολη. Το φθινόπωρο του 317 ήρθε η είδηση ότι ο Αντίγονος κινείται εναντίον της Περσίδας. Ταυτόχρονα αρρώστησε ο Ευμένης. Εντούτοις διέταξε να κινηθούν εναντίον του Αντιγόνου. Όταν, όμως, οι εμπροσθοφυλακές αντίκρισαν τις επερχόμενες με πάταγο λαμπρές δυνάμεις του Αντιγόνου, σταμάτησαν την πορεία τους κι απαίτησαν να έρθει εκεί ο Ευμένης. Τον έφεραν στο φορείο. Οι στρατιώτες του ενθουσιάστηκαν. Παρέταξε το στρατό του σε μάχη. Ο Αντίγονος προβληματίστηκε. Διέταξε το στρατό του να στρατοπεδεύσει σε ασφαλές μέρος. Σχεδίαζε να φύγει από την Περσίδα και να πάει στη Γαβιηνή της Σουσιανής. Ο Ευμένης αποφάσισε να του φράξει το δρόμο. Η σύγκρουση ήταν πεισματώδης. Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές πολλές. Οι πολυπληθέστερες, όμως, δυνάμεις του Αντιγόνου συνέχισαν ανεμπόδιστα την πορεία τους προς τη Μηδία. Επικράτησαν διαλυτικές τάσεις στο στρατό του Ευμένη που έδρευε στη Γαβιηνή. Ο Αντίγονος αποφάσισε να επιτεθεί ξαφνικά μέσα στο χειμώνα. Διέταξε να γίνουν οι αναγκαίες προετοιμασίες. Η αναχώρηση έγινε στα μέσα Δεκεμβρίου του 317. Πορεία μέσα από την έρημο. Το ψύχος ήταν δριμύ. Αναγκάστηκαν ν’ ανάψουν φωτιές. Έγιναν αντιληπτοί από τους κατοίκους της περιοχής. Ειδοποιήθηκε ο Ευμένης και οι σύμμαχοί του. Ετοιμάστηκαν να προσβάλουν τον καταπονημένο στρατό του Αντιγόνου. Αυτός έλαβε είδηση για το τι τον περιμένει. Άλλαξε πορεία. Επιχείρησε αιφνιδιασμό, αλλά ο Ευμένης αγρυπνούσε. Κι ενώ ο Αντίγονος πίστευε ότι πέτυχε ο αιφνιδιασμός, επιτέθηκε ξαφνικά επίλεκτη δύναμη του Ευμένη και του ματαίωσε τα σχέδια. Αποκαταστάθηκε έτσι η γαλήνη και η ενότητα στο στρατό του Ευμένη. Ο ηγεμόνας απέσπασε το θαυμασμό όλων των στρατιωτών. Από τους αντίζηλους, όμως, στρατηγούς ετοιμαζόταν συνωμοσία για τη θανάτωσή του. Πρωτοστατούσαν οι Αντιγένης και Τεύταμος. Ο Ευμένης δεν πτοήθηκε. Αποφάσισε να αναμετρηθεί έστω και χωρίς αυτούς με τον Αντίγονο. Ο Ευμένης διέθετε μεγαλύτερες δυνάμεις. Κήρυκας του Ευμένη στάλθηκε προς το στρατόπεδο του Αντιγόνου και τους ελεεινολόγησε που στρέφονται εναντίον των συμμαχητών του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Από την πλευρά του Αντιγόνου ανταπάντησαν ότι πράττουν τούτο αναγκαζόμενοι. Στο στρατόπεδο του Ευμένη επικράτησε ενθουσιασμός και κλίμα θριάμβου. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν άρδην όταν άρχισε η μάχη. Ο Πευκέστης με σημαντικές δυνάμεις προσχώρησε στον Αντίγονο. Ο τελευταίος επιτίθεται και κυριεύει το στρατόπεδο του Ευμένη αιχμαλωτίζοντας τις γυναίκες και τα παιδιά των αργυράσπιδων. Οι δυνάμεις του Ευμένη εγκαταλείπουν τη μάχη και καταφεύγουν σε ασφαλέστερη θέση, παρά τη γενναιότητα που επέδειξαν, κυρίως οι αργυράσπιδες.


Ο Ευμένης συγκάλεσε σύσκεψη. Μιλώντας σ’ αυτή εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι, αν η μάχη επαναληφθεί την επομένη, θα είναι νικητές. Οι σατράπες, όμως, άλλα σκέφτονταν. Προπάντων: οι αργυράσπιδες ήθελαν να ανακτήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Ζήτησαν να γίνουν διαπραγματεύσεις με τον Αντίγονο, έτοιμοι να δώσουν οποιοδήποτε αντάλλαγμα για να πάρουν τους δικούς τους. Ο Αντίγονος ζήτησε τον Ευμένη. Του τον παρέδωσαν. Μετά οι άλλοι σατράπες και το περισσότερο στράτευμα αυτομόλησαν στον Αντίγονο. Παρά τις προσπάθειες του Νεάρχου και του γιου του Αντιγόνου, Δημητρίου, ο Αντίγονος αναγκάσθηκε από το στρατό να σκοτώσει τον Ευμένη. Ο Ευμένης απέτυχε, διότι: α) θέλησε να μείνει πιστός στη βασιλική σημαία, στην ενότητα του κράτους·

β) ίσως, επειδή ήταν Έλληνας, τον φθονούσαν οι

Μακεδόνες στρατηγοί. Αν όμως ο Ευμένης υπήρξε ο ατυχέστερος των διαδόχων, κανένας εντούτοις από αυτούς δεν αναδείχθηκε ενδοξότερος, αγαθότερος και εντιμότερος από αυτόν. Ο Αντίγονος, αφού κατέστη έτσι κύριος όλου του στρατού της άνω Ασίας, τον Ιανουάριο του 316 έφυγε για τη Μηδία και ξεχείμασε κοντά στα Εκβάτανα.

14. Τετραετής πόλεμος κατά του Αντιγόνου Από τα Εκβάτανα πήγε στην Περσέπολη. Αφού εγκατέστησε σατράπες σε διάφορες ασιανές σατραπείες, έφυγε για τη Σουσιανή. Εκεί διόρισε σατράπη τον Ασπίδα στη θέση του Σελεύκου. Παρέλαβε τους θησαυρούς και πήγε στη Βαβυλώνα. Εδώ συγκρούστηκε με το Σέλευκο, ο οποίος σε λίγο, φοβούμενος μην πάθει ό,τι και ο Πείθωνας, δραπέτευσε στον Πτολεμαίο. Διόρισε σατράπη Βαβυλωνίας τον Πείθωνα του Αγήρα, και το Νοέμβριο του 316 έφυγε εσπευσμένα στις δυτικές χώρες. Διαχείμασε στη Μαλλόν. Ο Αντίγονος κατέστη πλέον ο ισχυρότερος των στρατηγών του Μ. Αλεξάνδρου, ελέγχοντας όλες τις χώρες από την Ινδική ως τη Μεσόγειο. Ευτύχησε να έχει συμπαραστάτη γιο κοσμούμενο –παράλληλα με τα μεγάλα του πάθη– από εξαίρετα πολεμικά προτερήματα, τον περίφημο Δημήτριο. Τον ευνόησε και το γεγονός ότι εξέλιπαν και όλοι οι σημαντικοί αντιπρόσωποι του βασιλικού οίκου. Η εκτεταμένη αυτή, όμως, κυριαρχία του στην Ασία δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Οι άλλοι στρατηγοί δε θ’ ανέχονταν την υπεροχή του. Κάποτε θα συνασπίζονταν εναντίον του. Γνώριζε ότι δε θα υποκύψουν στις δικές του φιλοδοξίες, επιδιώξεις κι εξουσία ο πανίσχυρος δυνάστης της Αιγύπτου Πτολεμαίος, ο δυνάστης της Θράκης Λυσίμαχος και ο άρχοντας της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και του πλείστου της Ελλάδας Κάσσανδρος.


Κινητήριος μοχλός τής κατά του Αντιγόνου συμμαχίας ήταν ο Σέλευκος. Πρώτα έπεισε τον Πτολεμαίο, έπειτα τους Κάσσανδρο και Λυσίμαχο. Μαζί τους ήταν και ο σατράπης της Καρίας Άσανδρος. Στις αρχές του 315 άρχισε ένας πόλεμος που κράτησε 4 χρόνια. Θέατρο του πολέμου αυτού ήταν η Ασία, η Ευρώπη και η Αφρική. Πρώτη ενέργεια του Αντιγόνου να κατασκευάσει αξιόμαχο στόλο στη Ρόδο, στην Κιλικία και στη Φοινίκη. Πρώτες κινήσεις του Αντιγόνου: επιχείρησε να καταλάβει την Τύρο, έστειλε τον ανιψιό του Πτολεμαίο στη Μ. Ασία για να καταβάλει τον Άσανδρο, τον δε Αριστόδημο στην Πελοπόννησο για να συμμαχήσει με τους Πολυσπέρχοντα και Αλέξανδρο και να καταργήσει το κράτος του Κασσάνδρου. Κινήσεις από την πλευρά της συμμαχίας: ο Πτολεμαίος έστειλε το Σέλευκο για να καταλάβει την Κύπρο, ο Κάσσανδρος εξουδετέρωσε στην Πελοπόννησο τις επιδιώξεις του Αριστόδημου, ο Άσανδρος πήρε ενισχύσεις από τον Πτολεμαίο της Αιγύπτου και ματαίωσε την αποστολή του Πτολεμαίου, ανιψιού τού Αντιγόνου. Ακόμη: Παρά την 8μηνη πολιορκία της, η Τύρος δεν έπεφτε, ενώ ο στόλος του Αντιγόνου κατατροπώθηκε από τον αιγυπτιακό στα παράλια της Λυκίας. Έτσι είχαν τα πράγματα στα τέλη του 315. Κατά το 314 τα πράγματα για τον Αντίγονο πήγαν καλύτερα. Ο Αριστόδημος στην Πελοπόννησο, με τη βοήθεια των Αιτωλών, αποκατέστησε τα πράγματα, το φρούριο της Τύρου καταλήφθηκε και εγκαταστάθηκε σ’ αυτό φρούραρχος ο Δημήτριος, ο ίδιος δε ο Αντίγονος εξόρμησε στη Μ. Ασία και παραχείμασε στις Κελαινές της Φρυγίας. Κατά το 313: Ο Αντίγονος δάμασε τον Άσανδρο και ματαίωσε τη σύμπραξη του Λυσιμάχου με τους συμμάχους του, διότι αποστάτησαν οι ελληνικές πόλεις του Ευξείνου και ο βασιλιάς των

Οδρυσών Σεύθης. Μόλις στο τέλος του 313

κατάφερε ο Λυσίμαχος να δαμάσει εν μέρει αυτούς. Ο Κάσσανδρος αναγκάσθηκε να πολεμήσει κατά των Ηπειρωτών που στασίασαν (τελικά τους υπέταξε) και κατά των ενισχύσεων που έστειλε στην Ελλάδα ο Αντίγονος. Ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου ασχολήθηκε με την καταστολή δύο μεγάλων στάσεων, της Κυρήνης και των Κυπρίων ηγεμόνων, που πιθανότατα υποκίνησε ο Αντίγονος. Έτσι κατέστη ο κύριος ανταγωνιστής του Αντιγόνου στην Ασία, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει τις επιδιώξεις του στην Ευρώπη.


Την άνοιξη του 312 ο Πτολεμαίος με ισχυρό στρατό έφτασε και στρατοπέδευσε στη Γάζα. Μόλις το έμαθε ο φρούραρχος της Τύρου Δημήτριος, όρμησε εναντίον του. Παρά τη γενναιότητα που επέδειξε έπαθε συντριβή, με τεράστιες απώλειες σε άνδρες, αξιωματικούς και αποσκευές. Ο Δημήτριος μετέβη στην άνω Συρία κι από εκεί στην Κιλικία, για να ζητήσει από τον πατέρα του νέα στρατιά. Βλέποντας ο Σέλευκος ότι ο δρόμος προς τη Βαβυλώνα ήταν ανοιχτός και γνωρίζοντας ότι οι κάτοικοι της περιοχής τον αγαπούσαν, πήρε από τον Πτολεμαίο λίγες δυνάμεις και εισήλθε θριαμβευτής στην πόλη. Εξεστράτευσε εναντίον του ο φίλος του Αντιγόνου, σατράπης της Μηδίας,

Νικάνορας με σημαντικές δυνάμεις. Ο

Σέλευκος, όμως, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα και τον κατατρόπωσε. Στην κυριαρχία του Σελεύκου περιήλθαν η Μηδία, η Περσίδα και η Σουσιανή. Ο Δημήτριος με νέο στρατό επανήλθε στην άνω Συρία και κατατρόπωσε τον απεσταλμένο του Πτολεμαίου Κίλλη. Σε λίγο κατέβηκε στη Συρία ο Αντίγονος με όλη του τη δύναμη. Ο Πτολεμαίος θεώρησε φρόνιμο να επανέλθει στην Αίγυπτο. Ο Αντίγονος αρκέστηκε να εκκαθαρίσει την περιοχή από μερικές εστίες αντίστασης Αράβων, κυρίως τους Ναβαταίους. Μετά έστειλε το γιο του Δημήτριο κατά του Σελεύκου. Ο Δημήτριος μπήκε στη Βαβυλώνα και κυρίευσε τη μία από τις δύο άκρες της. Επειδή η άλλη επέμενε ν’ αντιστέκεται, επέστρεψε, άγνωστο γιατί, στη Συρία, αναθέτοντας την ολοκλήρωση της κατάληψης της πόλης στον Αρχέλαο. Αυτά συνέβησαν στο ανατολικό μέτωπο κατά το 312. Στην Ευρώπη κατά το έτος αυτό ο Λυσίμαχος δεν αναφέρεται καθόλου. Ο Κάσσανδρος, όμως, έχασε εδάφη. Στο τέλος του προηγούμενου έτους ο Πτολεμαίος (ανιψιός του Αντιγόνου) κυρίευσε εύκολα την Εύβοια, τη Βοιωτία, τη Φωκίδα, τη Λοκρίδα, μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου και την Αττική, αναγκάζοντας το Δημήτριο Φαληρέα να διαπραγματευτεί με τον Αντίοχο. Στην Ήπειρο στασίασε ο αδελφός του Αιακίδη Αλκέτας. Νικήθηκε μεν από το Λυκίσκο, αλλ’ ο Κάσσανδρος θεώρησε καλό να ειρηνεύσει μαζί του αφήνοντάς του την Ήπειρο.


15. Η ειρήνη του 311 Έτσι, στο τέλος του 4ου έτους του πολέμου, τα πράγματα βρίσκονταν στην ίδια σχεδόν κατάσταση όπως στην αρχή του. Ο κύριος σκοπός για τον οποίο κηρύχθηκε ο πόλεμος φαινόταν απραγματοποίητος. Κανενός η πλήρης επικράτηση δεν ήταν ορατή. Γιαυτό όλοι θεώρησαν ανώφελο να συνεχίσουν τον πόλεμο. Γιαυτό οι Κάσσανδρος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος πρότειναν στον Αντίοχο τη σύναψη ειρήνης που προέβλεπε: ο Κάσσανδρος να παραμείνει στρατηγός της Ευρώπης μέχρι να ενηλικιωθεί ο Αλέξανδρος της Ρωξάνης, ο Λυσίμαχος να είναι κύριος της Θράκης, ο Πτολεμαίος να ηγεμονεύει στην Αίγυπτο και στις πόλεις που συνόρευαν μαζί της. Στον Αντίγονο παραχωρείται ολόκληρη η Ασία. Οι Έλληνες παραμένουν αυτόνομοι. Η συνθήκη αυτή υπογράφηκε αλλ’ είχε μέσα της τα σπέρματα των διενέξεων. Διότι ούτε οι αντιζηλίες των αντιπάλων εξέλιπαν ούτε οι δυνάμεις τους εξαντλήθηκαν. Άρα υπήρχε το έδαφος για νέες ρήξεις. Πρώτη ενέργεια του Κασσάνδρου μετά την ειρήνευση ήταν να φονεύσει τον Αλέξανδρο και τη μάνα του Ρωξάνη. Άνοιξε έτσι ο δρόμος για τις φιλοδοξίες των στρατηγών. Ακόμη: η συνθήκη δεν περιλάμβανε τίποτα για το Σέλευκο. Την εποχή εκείνη αυτός ασχολούνταν με την επιβολή της κυριαρχίας του στις ανατολικότερες σατραπείες της Ασίας. Για τα επόμενα 10 χρόνια δε γνωρίζουμε τίποτα για τις δραστηριότητές του. Το 302 εμφανίζεται ξαφνικά να εξουσιάζει ολόκληρη την ανατολική Ασία.


16. Αγώνας του Πτολεμαίου για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων 1. Όπως είδαμε, ένας από τους όρους της συνθήκης του 311 ήταν η αυτονομία των Ελλήνων. Όλοι, όμως, είχαν στην κυριαρχία τους ελληνικές πόλεις. Άρα κανένα δε συνέφερε η εφαρμογή αυτού του όρου, εκτός από τον Πτολεμαίο που μετά την αποστασία της Κυρήνης το 312 δεν είχε στη δικαιοδοσία του καμιά ελληνική πόλη. Γιαυτό εμφανίσθηκε ως προστάτης της ελληνικής ελευθερίας. 2. Το 310 ο Πτολεμαίος εξέδωσε διακήρυξη περί απελευθερώσεως των ελληνικών πόλεων. Με αυτό ως πρόφαση εισέβαλε στην Κιλικία. Αποκρούστηκε από το Δημήτριο και το 309 έπλευσε στη Λυκία, κυρίευσε τη Φάσηλη και την Ξάνθο· μετά πήγε στην Καρία κι αφού κυρίευσε την Καύνο κατευθύνθηκε στην Κω, για να επιδιώξει την άλωση της Αλικαρνασσού. Ο Πτολεμαίος, ανιψιός του Αντιγόνου, επειδή δυσαρεστήθηκε από το θείο του, προσχώρησε στον Κάσσανδρο, ελπίζοντας να πάρει την Πελοπόννησο. Ο γέροντας Πολυσπέρχων ύψωσε πάλι τη βασιλική σημαία στην Ελλάδα εν ονόματι του Ηρακλή, γιου του Μ. Αλεξάνδρου και της Βαρσίνης. Ο Κάσσανδρος φοβήθηκε και αντέδρασε. Κατάφερε με πολλές δωρεές να πάρει με το μέρος του τον Πολυσπέρχοντα, διορίζοντάς τον στρατηγό Πελοποννήσου. Έτσι όμως δυσαρέστησε τον Πτολεμαίο, ο οποίος κατέφυγε στην Κω, στον άλλο Πτολεμαίο, μαζί με το στρατό του. Εκείνος τον σκότωσε, πήρε το στρατό του και πολιόρκησε την Αλικαρνασσό. Πιέστηκε, όμως, από το Δημήτριο κι αναγκάσθηκε να υποχωρήσει στη Μύδνο. Ο κίνδυνος εκστρατείας του Αντιγόνου στην Ευρώπη είναι πλέον σοβαρός. Γιαυτό ο Λυσίμαχος ετοιμάζεται να του ανακόψει το δρόμο στη θρακική χερσόνησο, και ειδικά στην πόλη Λυσιμάχεια. Ο Αντίγονος, από την άλλη, επιχείρησε αυτό το ταξίδι. Ο Πτολεμαίος, όμως, το 308 εκστράτευσε από τα ασιατικά παράλια στην Ελλάδα, κυρίευσε την Άνδρο, την Κόρινθο και τη Σικυώνα. Ξαφνικά, όμως, υπέγραψε συνθήκη με τον Κάσσανδρο κι επέστρεψε στην Αίγυπτο, αφού διατήρησε τα κεκτημένα στην Ελλάδα. 3. Το 312 ηγεμόνας της Κυρήνης μετά από στάση αναδείχτηκε ο Οφέλλας. Αργότερα, όμως, θα επιχειρούσε επέκταση της κυριαρχίας του. Το 311 οι Καρχηδόνιοι κυρίευσαν τη Σικελία, πλην των Συρακουσών. Τότε ο τύραννος των Συρακουσών Αγαθοκλής άφησε στις Συρακούσες τον αδελφό του Άντανδρο κι επιχείρησε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Αφρική όπου αποβιβάστηκε το 310. Κυρίευσε ολόκληρη την ύπαιθρο και απείλησε την ίδια την Καρχηδόνα. Ζητεί, το 308, τη βοήθεια του Οφέλλα, υποσχόμενος να του παραχωρήσει όλες τις κατακτήσεις στη Λιβύη. Ο Οφέλλας ανταποκρίθηκε κι έσπευσε προς την Καρχηδόνα. Καθ’ οδόν ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα από τον καύσωνα κτλ. Έφτασε καταπονημένος μετά από δίμηνο στον Αγαθοκλή που τον σκότωσε και προσεταιρίστηκε το στρατό του. Τελικά, όμως, και του Αγαθοκλή το εγχείρημα απέτυχε. Διατήρησε εντούτοις την εξουσία του στη Σικελία μέχρι το 289, όταν πέθανε. Υπήρξε ο τελευταίος –και χειρότερος– Έλληνας ηγεμόνας της Σικελίας.


Αυτές οι κινήσεις ήταν που προκάλεσαν την αιφνίδια επιστροφή του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο. Αμέσως μετά έγινε κύριος της Κυρηναϊκής. Τότε είναι που η αδελφή του Αλεξάνδρου Κλεοπάτρα, βρισκόμενη στις Σάρδεις, εκδήλωσε την πρόθεση να παντρευτεί τον Πτολεμαίο. Ο Αντίγονος, όμως, πρόλαβε και τη σκότωσε.

17. Τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα Παρά το δεκαετή αυτό πόλεμο για την ελευθερία, δήθεν, των Ελλήνων, οι Έλληνες δεν έπαυσαν να φρουρούνται, να φορολογούνται και να διοικούνται από Μακεδόνες δυνάστες. Οι ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας, της Θράκης, του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου ήταν ευτυχέστερες. Μερικές μάλιστα (Ρόδος, Κύζικος, Βυζάντιο) όχι μόνο άκμασαν αλλά και πολιτική αξία απέκτησαν. Μόνο οι Αιτωλοί εξακολουθούσαν να είναι πραγματικά αυτόνομοι και ανεξάρτητοι. Από τους γείτονές τους, οι μεν Οζολοί Λοκροί ήταν σύμμαχοί τους, ενώ οι Ακαρνάνες ήταν πιστοί οπαδοί των Μακεδόνων. Η συμπολιτεία των Βοιωτών υποβαθμίστηκε. Μετά το 335 έγινε σύμμαχος των Μακεδόνων. Αποτελούνταν από 8 πόλεις. Από το 316 που ο Κάσσανδρος ανοικοδόμησε τη Θήβα, η συμπολιτεία πήγε με τους αντιπάλους του. Γιαυτό ο Κάσσανδρος εγκατέστησε σ’ αυτή φρουρά. Η αρκαδική ομοσπονδία ήταν χαλαρή. Η πρωτεύουσά της Μεγαλόπολη έμεινε πιστή στον Κάσσανδρο, ενώ άλλες αρκαδικές πόλεις ήταν αντίπαλές του. Το κήρυγμα του Πτολεμαίου για ανεξαρτησία τις άφησε αδιάφορες.


18. Σπάρτη και Αθήνα. Δημήτριος ο Φαληρέας Παράδοξα ήταν τα πράγματα στη Σπάρτη κατά την περίοδο αυτή. Εξακολουθούσαν μεν να ισχύουν οι αρχαίοι νόμοι και το Λυκούργειο πολίτευμα, αλλά το αρχαίο σπαρτιατικό πνεύμα είχε εκλείψει. Ο αριθμός των πολιτών περιορίσθηκε σε μερικές εκατοντάδες, το δε κράτος περιλάμβανε μόνο τη Λακωνική. Μια επιχείρηση του Ακρότατου εναντίον του Αγαθοκλή στη Σικελία απέτυχε οικτρά. Η μόνη αξιόλογη αρχή ήταν των Εφόρων. Η Σπάρτη δεν είχε πλέον καμία επιρροή στα πράγματα της Πελοποννήσου. Και της Αθήνας, όμως, η αρχαία όψη άλλαξε. Όχι βεβαίως στο βαθμό που συνέβη αυτό στη Σπάρτη. Από το 318 και για 10 χρόνια την κυβέρνησε ο εκλεκτός του Κασσάνδρου Δημήτριος ο Φαληρέας. Καίτοι ταπεινής καταγωγής, έτυχε εξαιρετικής αγωγής κοντά σε επιφανείς σοφούς κι αναδείχθηκε ένας από τους λογιότερους άνδρες του αιώνα του. Στερούνταν, όμως, ανάλογης χρηστότητας στη ζωή του, όχι στους λόγους του. Δε δίσταζε να καταχράται μεγάλα ποσά από τα έσοδα της πόλης. Αυτά του εξασφάλιζαν μια πολυτελή διαβίωση. Δε δίσταζε, εντούτοις, να ψηφίζει νόμους κατά της πολυτέλειας. Κι όμως, στις μέρες του οι Αθηναίοι ευημερούσαν. Ίσως εξαιτίας της συρροής στην Αθήνα πολλών επισκεπτών κτλ. από όλη την οικουμένη. Τα διάφορα εργαστήρια δέχονταν παραγγελίες από όλο τον κόσμο. Μόνο για το Δημήτριο κατασκευάστηκαν 360 αγάλματα. Όταν το 312 πλησίασε ο ανιψιός του Αντιγόνου Πτολεμαίος, ο Δημήτριος δε δίστασε να συμβιβαστεί μαζί του. Κατά την ειρήνη του 311 η μακεδονική φρουρά της Μουνιχίας, όπως είδαμε, δε θίχτηκε. Την ίδια διαγωγή τήρησε ο Δημήτριος και το 307 όταν έφθασε στον Πειραιά ξαφνικά ο Δημήτριος του Αντιγόνου. Έσπευσε και πάλι να συνεννοηθεί με τον επιδρομέα. Εκείνος τον έστειλε στη Θήβα. Από εκεί πήγε στη Μακεδονία όπου έμεινε μέχρι το θάνατο του Κασσάνδρου. Μετά κατέφυγε στην Αίγυπτο στον Πτολεμαίο. Ο Δημήτριος του Αντιγόνου δε θέλησε να μπει στην πόλη προτού την ελευθερώσει. Γιαυτό πολιόρκησε τη Μουνιχία και τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο του 307 την κυρίευσε, την κατέσκαψε και αιχμαλώτισε το φρούραρχο Διονύσιο. Μετά εισήλθε θριαμβευτικά στην Αθήνα και ανήγγειλε την επαναφορά στην πόλη του λαμπρού της αρχαίου πολιτεύματος.


19. Ο Αντίγονος εναντίον του Πτολεμαίου Η οριστική διανομή του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου ήταν αναπόφευκτη. Η ειρήνη του 311, παρ’ όλα όσα συνέβησαν αμέσως μετά, δεν είχε πεθάνει. Μετά τη δολοφονία όλων των άμεσων κληρονόμων του βασιλιά, το κληρονομικό δικαίωμα περιήλθε στον Κάσσανδρο. Αυτός, όμως, δε θεωρούνταν κατάλληλος να γίνει ο μόνος κληρονόμος του απέραντου κράτους. Ανέκυψε έτσι το θέμα αν θα έπρεπε να διατηρηθεί η ενότητα του κράτους με έναν ηγεμόνα ή να συμφωνηθεί μία μοιρασιά και σε κάθε μερίδιο να υπάρχει και ένας βασιλιάς. Ο μόνος από τους στρατηγούς που αξιούσε να αναλάβει ολόκληρη τη μεγάλη αυτοκρατορία ήταν ο Αντίγονος. Κανείς, όμως, από τους τρεις άλλους ισχυρούς (Πτολεμαίο, Σέλευκο, Λυσίμαχο) δε δεχόταν κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερα δε ο Πτολεμαίος. Γιαυτό ετοιμάσθηκε για πόλεμο. Συνάθροισε αρκετές δυνάμεις στην Κύπρο.


20. Νίκη Δημητρίου στην Κύπρο Αυτό ανάγκασε τον Αντίγονο να ανακαλέσει από την Ελλάδα το γιο του Δημήτριο. Αυτός έφθασε αμέσως στην Καρία και Κιλικία. Αφού συγκέντρωσε αρκετό στρατό, στις αρχές του 306 έπλευσε εναντίον της Κύπρου. Αποβιβάσθηκε στα βορειοανατολικά της νήσου και κυρίευσε την Ουρανία και την Καρπασία. Μετά στράφηκε προς την πρωτεύουσα Σαλαμίνα. Εδώ συνάντησε τον αδελφό του Πτολεμαίου Μενέλαο, τον κατατρόπωσε και τον έκλεισε μέσα στην πόλη, που την πολιόρκησε. Τότε του δόθηκε η ευκαιρία να επινοήσει και κατασκευάσει νέες και φοβερές πολιορκητικές μηχανές, εντεύθεν και το προσωνύμιο «Πολιορκητής». Κατασκεύασε λιθοβόλους, καταπέλτες (όργανα που εκτόξευαν βέλη, λόγχες κ.ά.), κριούς, χελώνες κτλ., προπάντων δε την ελέπολη (τεράστιο κατασκεύασμα, φερόμενο επί 4 σταθερών τροχών). Τα τείχη της πόλης ήταν αδύνατο ν’ αντέξουν στα χτυπήματα τέτοιων όπλων. Βλέποντας ο Μενέλαος ότι η πόλη θα κυριευόταν, επιχείρησε νυχτερινή επίθεση και κατέκαυσε τις περισσότερες από εκείνες τις μηχανές. Εντούτοις ο Δημήτριος δεν έλυσε την πολιορκία. Έσπευσε να βοηθήσει το Μενέλαο ο Πτολεμαίος. Έφθασε στο Κίτιο με ισχυρότατες δυνάμεις, πεζικού και ναυτικού. Ο Δημήτριος, όμως, δεν περίμενε. Άφησε μέρος των δυνάμεών του στην πολιορκία και αυτός με τις υπόλοιπες έσπευσε να προϋπαντήσει τον Πτολεμαίο. Υπολειπόταν κατά πολύ του αντιπάλου του σε δυνάμεις, όχι μόνο αριθμητικώς αλλά και ποιοτικώς. Ο Πτολεμαίος έσπευσε προς τη Σαλαμίνα, ενώ ο Δημήτριος ετοιμαζόταν να τον υποδεχτεί στο πέλαγος. Οι δύο δυνάμεις παρατάχθηκαν σε μάχη. Μεσολάβησαν οι τελετουργικές διαδικασίες. Μετά ο Δημήτριος πρώτος έδωσε το σύνθημα της επίθεσης υψώνοντας ασπίδα χρυσωμένη. Τον μιμήθηκε κι ο Πτολεμαίος. Οι αντίπαλοι όρμησαν εναντίον αλλήλων. Κορυφαίος πολεμιστής αναδεικνύεται ο Δημήτριος. Κι ο Πτολεμαίος τον μιμείται σε γενναιότητα. Κι ενώ στην πτέρυγά του σημειώνει λαμπρές επιτυχίες κι όλα δείχνουν πως πάει για θρίαμβο, ξαφνικά βλέπει την αριστερή του πλευρά και το κέντρο να έχουν συντριβεί από το Δημήτριο. Χάνοντας κάθε ελπίδα νίκης, τρέπεται σε φυγή για να περισώσει ό,τι μπορέσει. Ο Δημήτριος διατάζει τους στρατηγούς του Νέωνα και Βούριχο να τον καταδιώξουν. Ο ίδιος επέστρεψε στο λιμάνι της Σαλαμίνας. Οι απώλειες του Πτολεμαίου άγγιζαν τα όρια της συμφοράς. Ο Δημήτριος έχασε μόνο 20 πλοία.


Ακόμη, η Σαλαμίνα κυριεύθηκε, ο Μενέλαος παραδόθηκε, όλες οι πόλεις της Κύπρου υποτάχθηκαν στο Δημήτριο, ο Πτολεμαίος αναχώρησε για την Αίγυπτο. Ο Δημήτριος έστειλε το Μιλήσιο Αριστόδημο στη Συρία για ν’ αναγγείλει στον πατέρα του το θρίαμβό του. Ο Αντίγονος αγωνιούσε. Τόσο που δεν ανέμενε τον Αριστόδημο, αλλά κατέβηκε μέχρι τα θυσιαστήρια της πόλης για να τον προϋπαντήσει και να μάθει τι είδους ειδήσεις τού φέρνει. Η αναγγελία του θριάμβου υπήρξε μεγαλοπρεπής και ο ενθουσιασμός που προκάλεσε η είδηση ασυγκράτητος. Μετά έστειλε στον τροπαιούχο γιο του συγχαρητήρια επιστολή και διάδημα, αποκαλώντας τον βασιλιά. Όλα έδειχναν ότι ο Αντίγονος πλησίασε στο σκοπό του: να γίνει μονοκράτορας. Την ίδια όμως στιγμή (306 π.Χ.) και οι άλλοι συνδιεκδικητές της εξουσίας ανακήρυσσαν τους εαυτούς τους βασιλείς: ο Λυσίμαχος της Θράκης, ο Κάσσανδρος της Μακεδονίας, ο Σέλευκος που ήδη βασιλιάς αποκαλούνταν στην Ανατολή από τους βαρβάρους, και ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου.

21. Ο Αντίγονος στην Αίγυπτο. Αποτυχία Ο Αντίγονος πίστευε ότι για να γίνει μονοκράτορας έπρεπε πρώτα να ξεμπερδεύει με τον Πτολεμαίο. Διέταξε τον Ορόντη να προετοιμαστεί. Ανακάλεσε από την Κύπρο το Δημήτριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε επιδοθεί σε ζωή διασκεδάσεων και κραιπάλης. Το φθινόπωρο του 306 ξεκίνησαν για την Αίγυπτο, το πεζικό υπό τον Αντίγονο και ο στόλος υπό το Δημήτριο. Το πεζικό έφθασε στο Πηλούσιο, αλλά ο στόλος συνάντησε

μεγάλη

τρικυμία

ανάμεσα

στη

Γάζα

και

το

Πηλούσιο

και

ταλαιπωρήθηκε, και απώλειες είχε και καθυστέρησε να φθάσει στο Πηλούσιο. Από εκεί οι δύο δυνάμεις επιχείρησαν να περάσουν τον ανατολικό βραχίονα του Νείλου και να επιτεθούν από τη θάλασσα. Ο Πτολεμαίος, όμως, είχε οχυρωθεί και στην παραλία και στην όχθη του ποταμού και ματαίωσε τα σχέδια του Αντιγόνου.

Ο

τελευταίος, βλέποντας να τελειώνουν οι τροφές και την απροθυμία του στρατού του, αποφάσισε να επιστρέψει στη Συρία. Ήταν αυτή η χειρότερη επιλογή. Θα μπορούσε να επανέλθει στο Πηλούσιο, να ανασυνταχθεί και την άνοιξη να επαναλάβει το εγχείρημα.


26. Ο Δημήτριος πολιορκεί τη Ρόδο. Μεσολαβήσεις Στα μέσα του 305 βλέπουμε ξαφνικά τον Αντίγονο να επιτίθεται κατά της Ρόδου. Γιατί; Άγνωστο. Κατείχε ήδη την Κύπρο, κι αν κυρίευε και τη Ρόδο, ασφαλώς θα πλεονεκτούσε στη θάλασσα. Είχε, όμως, ανοιχτό το δύσκολο μέτωπο της Αιγύπτου. Διότι η Ρόδος δεν ήταν εύκολος αντίπαλος, διαθέτοντας πολύ πλούτο κι αξιόλογη ναυτική δύναμη. Απαίτησε να σταματήσει η Ρόδος κάθε συναλλαγή με την Αίγυπτο. Οι Ρόδιοι προσπάθησαν με κάθε τρόπο ν’ αποτρέψουν την επικείμενη συμφορά, προσφέροντας στον Αντίγονο και το Δημήτριο εξαιρετικές τιμές. Οι προτάσεις τους αποκρούστηκαν και ο Αντίγονος ανέθεσε στο Δημήτριο την κατάληψη του νησιού. Αυτός συγκρότησε τεράστια δύναμη και κινήθηκε προς πολιορκία του νησιού. Οι Ρόδιοι, βλέποντας αυτή την πολεμική μηχανή, υποχώρησαν και δήλωσαν ότι θα πολεμήσουν μαζί του κατά του Πτολεμαίου. Ο Δημήτριος, όμως, ζήτησε κι άλλα: 100 επιφανείς Ροδίους ως ομήρους και την άδεια να μπει ο στόλος του στα λιμάνια του νησιού. Οι Ρόδιοι απέρριψαν τις νέες του αξιώσεις κι αποφάσισαν ν’ αμυνθούν. Ζήτησαν βοήθεια από τους Πτολεμαίο, Κάσσανδρο και Λυσίμαχο. Στο μεταξύ ο Δημήτριος αποβιβάστηκε στα βόρεια του νησιού κι άρχισε την πολιορκία με τον προσφιλή σ’ αυτόν τρόπο. Κατέλαβε το λιμάνι του βορρά. Στόχος του, όμως, ήταν το μεγάλο λιμάνι της πόλης. Κατασκεύασε κι εδώ πολιορκητικές μηχανές. Ούτε, φυσικά, οι Ρόδιοι έμειναν άπραγοι. Οργάνωσαν κι αυτοί την άμυνά τους. Ο Δημήτριος εισήλθε νύχτα στο λιμάνι, κατέλαβε το άκρο του κρηπιδώματος και οχυρώθηκε εκεί. Την επομένη έφερε τα μηχανήματα εν μέσω πατάγου στο λιμάνι. Άρχισε η αναμέτρηση αμυνόμενων κι επιτιθέμενων. Ο Δημήτριος, χωρίς να διακόψει τις επιθέσεις από τη θάλασσα, διέταξε επίθεση και από την ξηρά. Μετά 8ήμερη πολιορκία προκάλεσε μεγάλες ζημιές στην οχύρωση του λιμανιού, κατέλαβε δε και τμήμα του τείχους του. Τότε αντεπιτέθηκαν οι Ρόδιοι και ανάγκασαν τους επιτιθέμενους να οπισθοχωρήσουν και πυρπόλησαν αρκετά σκάφη τους. Οι δυνάμεις του Δημήτριου, όμως, ανασυντάχθηκαν κι αντεπιτέθηκαν και από ξηρά. Σκληρές μάχες διεξήχθησαν. Τελικά υπερίσχυσαν οι Ρόδιοι. Ο Δημήτριος αποσύρθηκε στο δικό του λιμάνι για ν’ αποκαταστήσει τις ζημιές του. Ύστερα από 7 μέρες επανήλθε. Η επίθεσή του ήταν καταιγιστική, αλλά και η άμυνα των Ροδίων εκπληκτική. Οργάνωσαν επίθεση καταδρομική. Επίλεκτοι εθελοντές επάνδρωσαν τρία πλοία με εντολή να εμβολίσουν τα πλοία που μετέφεραν τις μηχανές των αντιπάλων. Αφού πέτυχαν στην αποστολή, τελικά αιχμαλωτίστηκαν. Ο Δημήτριος στη θέση των καταστραφεισών μηχανών κατασκεύασε άλλες τριπλάσιες σε μέγεθος. Τρικυμία, όμως, αιφνίδια κατέστρεψε κι αυτήν και τα πλοία που τη μετέφεραν. Οι Ρόδιοι εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και με συνεχείς επιθέσεις ανάγκασαν τους πολεμιστές του Δημητρίου να παραδοθούν. Ήταν 400.


Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για το Δημήτριο. Παράλληλα οι Ρόδιοι έλαβαν και σημαντικές ενισχύσεις. Ήρθε και ο χειμώνας. Αλλ’ ο Δημήτριος δεν εννοούσε να σταματήσει την επιχείρηση. Κατασκεύασε νέα ελέπολη, τεραστίων διαστάσεων. Αλλά και άλλα καταπληκτικά πολιορκητικά μηχανήματα, που προκαλούσαν φόβο. Έμειναν έκπληκτοι οι Ρόδιοι όταν είδαν αυτά τα κολοσσιαία κατασκευάσματα, αλλά δε φοβήθηκαν. Έλαβαν και αυτοί τα μέτρα τους. Έστειλαν 9 πλοία στη γύρω θάλασσα και κατέστρεψαν πολλά πλοία του Δημητρίου, ενίσχυσαν τα τείχη τους, τρύπησαν με μεταλλέωνα το τείχος του Δημητρίου κτλ. Όταν ολοκληρώθηκε το στήσιμο των ογκωδών μηχανημάτων του Δημητρίου, δόθηκε εντολή επίθεσης κατά της πόλης από όλες τις μεριές. Κνίδιοι πρέσβεις ζήτησαν από το Δημήτριο ν’ ανακόψει την επίθεση και από τους Ροδίους να δεχθούν τις αξιώσεις του. Ο βασιλιάς δέχθηκε αλλ’ όχι και οι Ρόδιοι. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν. Ο Δημήτριος απέτυχε να διατρυπήσει το διπλό τείχος. Οι Ρόδιοι έλαβαν εφόδια από τους Πτολεμαίο, Κάσσανδρο και Λυσίμαχο. Κατασκεύασαν πυρφόρα βέλη κτλ. κι επιδόθηκαν στην καταστροφή των πολιορκητικών μηχανών. Ο Δημήτριος αναγκάστηκε ν’ απομακρύνει εκτός βολής τις μηχανές του. Οι επιθέσεις κι αντεπιθέσεις συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση. Στο Δημήτριο ήρθαν πρέσβεις από την Αθήνα κι άλλες ελληνικές πόλεις ζητώντας του να σταματήσει τον πόλεμο εναντίον των Ροδίων. Η μεσολάβηση απέτυχε. Ο Δημήτριος επιχείρησε νέα έφοδο από κάποιο ρήγμα. Απέτυχε κι αυτή. Συμπληρώθηκε έτος αφότου άρχισε η πολιορκία. Αν δε αναλογιστούμε τα μέσα που διέθετε ο Δημήτριος, τελικά –όσο γενναίοι κι αν ήταν ο Ρόδιοι– θα πετύχαινε το σκοπό του. Ενώ δε ετοιμαζόταν για νέες επιθέσεις, έλαβε γράμμα από τον πατέρα του με την εντολή να λύσει την πολιορκία με όσο γινόταν ευνοϊκότερους όρους, γιατί τον χρειαζόταν για άλλες κρίσιμες αποστολές. Αλλά και οι Ρόδιοι, λόγω της μεγάλης ταλαιπωρίας τους, ήταν διαθέσιμοι για ειρήνη. Έτσι, στα μέσα του 304 συνάφθηκε με τη μεσολάβηση των Αιτωλών πρέσβεων η εξής συνθήκη: α) Η Ρόδος να μείνει αυτόνομη και αφρούρητη· β) οι Ρόδιοι να είναι σύμμαχοι του Αντιγόνου, αλλ’ όχι εναντίον του Πτολεμαίου, και γ) να δώσουν στο Δημήτριο 100 ομήρους, αλλ’ όχι από τους άρχοντες. Έτσι τελείωσε η περίφημη αυτή πολιορκία.


23. Ο Δημήτριος στην Ελλάδα και πάλι Ο Δημήτριος από τη Ρόδο κατευθύνθηκε στην Ελλάδα, όπου οι Κάσσανδρος και Πολυσπέρχων είχαν πολλές επιτυχίες. Αποβιβάστηκε στα τέλη του 304 στη Βοιωτία. Ανάγκασε τον Κάσσανδρο να λύσει την πολιορκία των Αθηνών και να υποχωρήσει στη Θεσσαλία. Αφού συμμάχησε με τους Αιτωλούς κατά του Κασσάνδρου και του Πολυσπέρχοντα, πήγε στην Αθήνα όπου διαχείμασε. Την άνοιξη του 303 εισέβαλε στην Πελοπόννησο, ανακηρύσσοντας τις πόλεις της ελεύθερες και διώχνοντας τις αιγυπτιακές και μακεδονικές φρουρές από τις πόλεις που υπήρχαν τέτοιες. Μετά συγκάλεσε στον Ισθμό συνέδριο των Ελλήνων, το οποίο τον ανακήρυξε βασιλιά της Ελλάδας κατά του Κασσάνδρου. Την άνοιξη του 302 γύρισε στην Αθήνα. Εδώ απαίτησε και έγινε η μύησή του στα Ελευσίνια μυστήρια, παρά τις όποιες αντιδράσεις και κατά παράβαση κανόνων της μύησης.

24. Μέτωπο ηγεμόνων κατά του Αντιγόνου Το θέρος του 302 ο Δημήτριος, ως βασιλιάς των Ελλήνων, εξεστράτευσε κατά του Κασσάνδρου. Αυτός, γνωρίζοντας ότι δε θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στο Δημήτριο, ζήτησε με πρέσβεις από τον Αντίγονο να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Αυτός έβαλε ως όρο την πλήρη υποταγή του Κασσάνδρου. Ο Δημήτριος συνάντησε στη Θεσσαλία τον Κάσσανδρο, όμως αυτός με επιτήδειες κινήσεις απέφευγε να δώσει μαζί του κρίσιμη μάχη. Ωσότου ο Αντίγονος, βλέποντας ν’ απειλείται, κάλεσε το γιο του στην Ασία, στα τέλη του 302. Έφθασε στην Έφεσο. Η αγέρωχη στάση του Αντιγόνου δεν εξέπληξε μόνο τον Κάσσανδρο, αλλά και τους υπόλοιπους τρεις ηγεμόνες, τον Πτολεμαίο, το Λυσίμαχο και το Σέλευκο. Διότι γνώριζαν ότι αν νικηθεί ο Κάσσανδρος δύσκολα θα σώζονταν και οι ίδιοι. Συνεπώς τους ένωνε ο κοινός κίνδυνος, γιαυτό με αίτηση του Κασσάνδρου συνάφθηκε 4πλή συμμαχία μεταξύ των βασιλέων της Μακεδονίας, της Θράκης, της Αιγύπτου και της Ανατολής κατά του Αντιγόνου. Αποφάσισαν να τον χτυπήσουν στην Ασία. Γιαυτό ο Λυσίμαχος πέρασε από τον Ελλήσποντο προς την απέναντι χερσόνησο όπου έσπευσαν και οι Σέλευκος και Πτολεμαίος. Ο Κάσσανδρος έμεινε στην Ευρώπη, έστειλε δε στην Ασία τον αδελφό του Πλείσταρχο. Ο Πτολεμαίος, όπως συνήθως, άργησε να φθάσει.


25. Μάχη στην Ιψό. Ήττα και θάνατος του Αντιγόνου Κατά το θέρος του 301 συνάφθηκε μάχη στην Ιψό της Φρυγίας. Αντίπαλοι: Αντίγονος και Δημήτριος εναντίον Λυσίμαχου και Σελεύκου. Εκεί κρίθηκε η τύχη της Ασίας.Ο Αντίγονος παρέταξε: 70.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 75 ελέφαντες. Οι αντίπαλοί του: 64.000 πεζούς, 10.500 ιππείς και 400 (ή 480) ελέφαντες. Ο Αντίγονος με πολλή περίσκεψη αντιμετώπιζε τη σύγκρουση, σαν να μην πίστευε σε ευνοϊκή γι’ αυτόν έκβαση. Όταν άρχισε η μάχη, ο μεν Δημήτριος οδηγώντας το ιππικό του μετά από ηρωική μάχη προς το ιππικό του Σελεύκου υπό τον υιό του Αντίοχο το έτρεψε σε φυγή, αλλ’ έκαμε το σφάλμα να το καταδιώξει· ο δε Σέλευκος, βλέποντας τη φάλαγγα του Αντιγόνου χωρίς ιππείς, την περικύκλωσε από παντού και άλλοι μεν τράπηκαν σε φυγή, άλλοι δε αυτομόλησαν σ’ αυτόν. Μόνο ο Αντίγονος με λιγοστούς πολεμιστές του έμεινε να πολεμά. Ο κλοιός διαρκώς έσφιγγε γύρω του. Ένας-ένας οι φίλοι και οι σύντροφοί του τον εγκατέλειπαν. Τέλος, έπεσε νεκρός ο γενναίος γέροντας. Δίπλα στον νεκρό έμεινε μόνο ο Λαρισαίος Θώρακας. Αυτή η μάχη (22 χρόνια μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου) υπήρξε εξαιρετικής σημασίας, διότι μετά από αυτή αποφασίστηκε οριστικά και αμετάκλητα η τύχη της Ασίας και της Αφρικής. Έκτοτε ως άρχοντες των περιοχών αυτών καθιερώθηκαν ο Σέλευκος, ο Πτολεμαίος και οι απόγονοί τους. Αντίθετα, στην Ευρώπη θα επικρατούσαν οι απόγονοι του Αντιγόνου.


26. Νέα – τελική διανομή του κράτους Ο Δημήτριος, μην έχοντας πλέον καμιά ελπίδα ν’ αποκαταστήσει τα πράγματα, έφυγε αμέσως για την Έφεσο, πλαισιούμενος από 5000 πεζούς και 4000 ιππείς. Οι νικητές, αφού κήδεψαν τον Αντίγονο με βασιλικές τιμές, προχώρησαν στη διανομή του κράτους του. Αυτό μοιράστηκε κυρίως μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, του Σελεύκου και του Λυσίμαχου, διότι ο μεν Πτολεμαίος με τη μηδαμινή συμμετοχή του στη νίκη δε δικαιούνταν τίποτα, ο δε Κάσσανδρος λόγω της γεωγραφικής θέσης των χωρών δεν ήταν δυνατόν να επεκταθεί στην Ασία. Μόνο στον αδελφό του Πλείσταρχο παραχωρήθηκε η Κιλικία. Έτσι, ο μεν Σέλευκος πήρε ολόκληρη τη Συρία και τ’ ανατολικότερα της Μ. Ασίας, ο δε Λυσίμαχος τα δυτικότερα αυτής. Έμειναν όμως και μερικές χώρες ουδέτερες (εκτός της Κιλικίας), και αυτές ήταν η Καππαδοκία υπό τον Αριαράθη Γ΄, η Αρμενία υπό τον Ορόντη και ο Πόντος υπό τους Μιθριδάτες. Από αυτές οι Καππαδοκία και Αρμενία πέρασαν στην επιρροή του Σελεύκου, ο δε Πόντος και η Κιλικία στην επιρροή του Λυσίμαχου. Ο Δημήτριος αναχώρησε από την Έφεσο για την Ελλάδα, ελπίζοντας να βρει τους Αθηναίους πρόθυμους να τον υποδεχθούν και υποστηρίξουν. Στις Κυκλάδες, όμως, τον συνάντησαν Αθηναίοι πρέσβεις που του μετέφεραν εντολή να μη μεταβεί στην πόλη τους, αφού ο δήμος αποφάσισε να μη δεχθεί κανένα βασιλιά. Αυτή η στάση τον πλήγωσε βαθύτατα. Αλλ’ είχε κι άλλες λύσεις. Στην Πελοπόννησο υπήρχαν αρκετές φιλικές του πόλεις (π.χ. η Κόρινθος) που θα μπορούσαν να τον δεχθούν. Είχε και μερικές πόλεις στη Μ. Ασία, την Κύπρο και τη Φοινίκη. Εξάλλου διέθετε ακόμη και τον ισχυρότερο στόλο με τον οποίο έλεγχε τις θάλασσες. Με αυτόν πίεσε στη Θράκη το Λυσίμαχο, ο οποίος φοβόταν και το Σέλευκο στην Ασία. Γιαυτό το 300 πρότεινε στον Πτολεμαίο συμμαχία. Αυτός, δυσαρεστημένος από το Σέλευκο που δεν του έδωσε τίποτα, ανταποκρίθηκε πρόθυμα. Αυτό ανησύχησε το Σέλευκο. Ήρθε σε συνεννόηση με τον πανίσχυρο στη θάλασσα Δημήτριο, του οποίου ζήτησε τη θυγατέρα Στρατονίκη για σύζυγο. Άλλο που δεν ήθελε ο Δημήτριος. Έσπευσε κοντά του στη Συρία, απ’ όπου έδιωξε τον Πλείσταρχο. Αυτή η συμμαχία προκάλεσε τη διάλυση εκείνης των Λυσίμαχου – Πτολεμαίου. Ο Πτολεμαίος, λόγω χαρακτήρος, έσπευσε να συνδιαλλαγεί με τους δύο αντιπάλους του. Τα βρήκαν. Έτσι, ο μεν Δημήτριος νυμφεύθηκε την κόρη του Πτολεμαίου, Πτολεμαΐδα, ο δε Πτολεμαίος, για να εξασφαλίσει τη ναυσιπλοΐα, πήρε από το Δημήτριο μερικούς ομήρους, ανάμεσα στους οποίους και το βασιλόπουλο της Ηπείρου Πύρρο, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Δημητρίου. Φαίνεται ότι ο Πτολεμαίος αναγνώρισε το Δημήτριο ως βασιλιά Κύπρου, Κιλικίας και Φοινίκης.


Αυτή η ειρήνη, όμως, δε θα κρατούσε πολύ. Ο Δημήτριος, κατέχοντας τα κράσπεδα του μεγάλου κράτους του Σελεύκου, αισθανόταν ανασφαλής. Δεν άργησαν να έρθουν οι αξιώσεις του Σελεύκου. Ούτε ο Πτολεμαίος έπαυε ποτέ να έχει βλέψεις στην Κύπρο. Μία μόνο λύση τού απέμεινε: να κυριεύσει την Ελλάδα, και ως ασφαλή εγκατάσταση και ως ορμητήριο εναντίον των αντιπάλων του. Την πρόφαση του την έδωσε ο Κάσσανδρος με την ανάμιξή του στα ελληνικά πράγματα. Το 298 ξεκίνησε ο Δημήτριος για το νέο εγχείρημά του.


27. Θάνατος του Κασσάνδρου. Ο Δημήτριος κύριος της Μακεδονίας Ο Κάσσανδρος θεώρησε κατάλληλη την ευκαιρία να προωθήσει τα σχέδιά του. Απείλησε να καταλάβει την Αθήνα. Η Αθήνα υπό τον Ολυμπιόδωρο και τη βοήθεια των Αιτωλών ματαίωσε τα σχέδιά του. Αλλ’ ο Κάσσανδρος δεν παραιτήθηκε από την επιδίωξή του. Ο Δημήτριος καραδοκούσε. Όρμησε από την Κύπρο με ισχυρότατο στόλο. Αρχικά κατευθύνθηκε στην Πελοπόννησο και αφού κατέλαβε τη Μεσσήνη και μερικές άλλες πόλεις, ετοιμαζόταν στις αρχές του 296 να εκστρατεύσει κατά της Αθήνας όπου άρχοντας ήταν ο εκλεκτός του Κασσάνδρου Λαχάρης, που είχε ετοιμάσει την άμυνα της πόλης. Στο μεταξύ (στα τέλη του 297) πέθανε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος. Αυτό άλλαξε άρδην τα πράγματα. Ο Δημήτριος πολιόρκησε και κυρίευσε την Αθήνα. Εγκατέστησε φρουρές στον Πειραιά και στη Μουνιχία. Οι τρεις άλλοι (Σέλευκος, Λυσίμαχος και Πτολεμαίος) σύμπηξαν συμμαχία και του αφαίρεσαν όλα όσα είχε εκτός Ελλάδας. Ο Δημήτριος, που στο μεταξύ είχε πολιορκήσει και τη Σπάρτη, έλυσε αυτή την πολιορκία και στράφηκε προς την κεντρική και βόρεια Ελλάδα για να διασφαλίσει την κυριαρχία του. Διαμάχη ανάμεσα στους διαδόχους-γιους του Κασσάνδρου Αντίπατρο και Αλέξανδρο. Ο πρώτος φόνευσε (295) τη μητέρα του Θεσσαλονίκη και, κάτω από τη γενική κατακραυγή, κατέφυγε στο Λυσίμαχο. Ο Αλέξανδρος, φοβούμενος διεκδίκηση του βασιλείου εκ μέρους του αδελφού του, ζήτησε τη βοήθεια του Δημητρίου και του Πύρρου, που στο μεταξύ ανέκτησε το βασίλειο της Ηπείρου. Σπεύσανε και οι δύο. Ώσπου να φθάσει ο Δημήτριος, ο Πύρρος είχε καταλάβει μέρος της Μακεδονίας. Ο Λυσίμαχος φόνευσε τον Αντίπατρο για επιβουλή εναντίον του. Ο Αλέξανδρος αναθάρρησε και θέλησε ν’ απαλλαγεί με κάθε τρόπο από τους δύο υποστηρικτές του. Στον μεν Πύρρο έδωσε τμήμα της Μακεδονίας, τον δε Δημήτριο σκέφτηκε να δολοφονήσει. Ο Δημήτριος το έμαθε. Σε συνάντηση που είχαν στη Λάρισα διέταξε τη θανάτωσή του (294). Ο μακεδονικός στρατός αναγόρευσε βασιλιά του το Δημήτριο. Έτσι κάθισε στον αιμόφυρτο θρόνο της Μακεδονίας ο Δημήτριος ο Πολιορκητής. Εδώ έμελλε να συναντήσει εκ νέου την προδομένη

σύζυγό του Φίλα, αδελφή του

Κασσάνδρου· έφτασε μετά την απελευθέρωσή της από τον Πτολεμαίο που την αιχμαλώτισε στην Κύπρο. Δίπλα του πλέον αγωνίστηκε να στεριώσει το θρόνο του στη Μακεδονία.


28. Θάνατος των Δημητρίου, Πτολεμαίου, Λυσιμάχου και Σελεύκου Οι

φιλοδοξίες του Δημητρίου δεν ικανοποιούνταν με το νέο του βασίλειο.

Περιφρονούσε τη Μακεδονία. Γιαυτό και την παραμέλησε. Έτσι, όταν το 289 αρρώστησε, βρήκε την ευκαιρία ο Πύρρος να εισβάλει στη Μακεδονία και να την καταλάβει αμαχητί. Και ναι μεν τον έδιωξε ο Δημήτριος όταν ανέρρωσε, αλλά συνέχισε να φέρεται στους πολίτες καταπιεστικά. Ήδη δε συγκρότησε στόλο 500 πλοίων και στρατό 112.000 ανδρών και ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει στην Ασία. Ενόψει του κινδύνου αυτού οι τρεις ηγεμόνες της Ασίας και Αιγύπτου αναβίωσαν τη συμμαχία τους, στην οποία εντάχθηκε και ο Πύρρος. Όταν πλησίασαν οι εχθροί, ο μακεδονικός στρατός εγκατέλειψε το Δημήτριο. Αυτός το 287 εγκατέλειψε το θρόνο κι έφυγε στην Ελλάδα. Η Φίλα αυτοκτόνησε. Η Μακεδονία μοιράστηκε ανάμεσα στον Πύρρο και το Λυσίμαχο. Ο άρχοντας της Αθήνας βρήκε την ευκαιρία να διώξει τη μακεδονική φρουρά. Σε λίγο έφθασε στην Αθήνα ο Δημήτριος και την πολιόρκησε με ελληνικό στρατό. Έφυγε άπρακτος. Άφησε τις κτήσεις του στην Ελλάδα στο γιο του Αντίγονο το Γονατά και με 11.000 άνδρες έφυγε να κατακτήσει την Ασία. Εκεί βρήκε απέναντί του το γιο του Λυσίμαχου Αγαθοκλή. Ο τελευταίος απέφυγε κάθε κρίσιμη αναμέτρηση, αλλά φρόντισε να τον αποκόψει από τη θάλασσα στερώντας τον από εφόδια, και με συνεχείς παρενοχλήσεις και φθορά τον ανάγκασε να προχωρήσει στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Εκεί περιήλθε σε δεινή θέση κι αναγκάστηκε ν’ αφεθεί στη διάθεση του Σελεύκου. Σε λίγο προκλήθηκε διχόνοια μεταξύ τους. Ο Δημήτριος το 286 έφθασε στα πρόθυρα αυτοκτονίας. Ο Σέλευκος πάλι φέρθηκε σ’ αυτόν με συμπάθεια. Του διέθεσε μια οχυρή πόλη, χρήματα και φρουρά. Εκεί έμεινε τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, ώσπου το 283 π.Χ. αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία 54 ετών. Λίγο μετά πέθανε και ο ηγεμόνας της Θράκης Λυσίμαχος. Αυτός είχε λάβει 4 συζύγους, από τις οποίες απέκτησε 7 παιδιά, 5 γιους και 2 θυγατέρες. Διάδοχος του θρόνου της Θράκης ήταν ο γιος του Αγαθοκλής, αλλά η τελευταία σύζυγος του Λυσίμαχου Αρσινόη τον συκοφάντησε στον πατέρα του (για να περιέλθει ο θρόνος στα δικά της παιδιά), ο οποίος και τον σκότωσε. Η σύζυγος του Αγαθοκλή Λυσάνδρα είχε αδελφό ονόματι Πτολεμαίο, τον αποκαλούμενο Κεραυνό. Μετά το θάνατο του Αγαθοκλή, η σύζυγός του και ο αδελφός του Αλέξανδρος κατέφυγαν στο Σέλευκο. Βρήκαν σ’ αυτόν προστασία, αφού επιδίωκε να προσαρτήσει στο κράτος του το τμήμα της Μ. Ασίας που ανήκε στο Λυσίμαχο. Οι συνθήκες ευνόησαν αυτή την επιδίωξή του αφού σε λίγο, το 283, πέθανε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος ο Σωτήρ.


Ο Λυσίμαχος μετάνιωσε για το φόνο του γιου του. Τώρα βλέπει να κινδυνεύει από το Σέλευκο. Η σύγκρουση μεταξύ τους δεν άργησε. Οι πόλεις της Μ. Ασίας περιήρχοντο η μία μετά την άλλη στο Σέλευκο. Ο Λυσίμαχος αναγκάστηκε να μεταβεί ο ίδιος στην Ασία για μια τελική αναμέτρηση. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στη Φρυγία του Ελλήσποντου, το θέρος του 281. Με την έναρξη της σύγκρουσης ο Λυσίμαχος τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο στρατός του κατατροπώθηκε. Τον νεκρό παρέλαβε ο γιος του Αλέξανδρος και τον έθαψε στη Λυσιμάχεια της Θράκης.

29. Πτολεμαίος ο Κεραυνός βασιλιάς της Μακεδονίας Ο Σέλευκος πέρασε τον Ελλήσποντο και υπέταξε τις αντίπαλες ευρωπαϊκές κτήσεις. Δε θα χαιρόταν, όμως, για πολύ την επιτυχία του. Ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός, που βρήκε καταφύγιο κοντά του και τον συνόδευε στην τελευταία του εκστρατεία στη Θράκη και τη Μακεδονία, στράφηκε ύπουλα εναντίον του. Έπεισε τους στρατιώτες του Σελεύκου –πρώην στρατιώτες του Λυσίμαχου και του Αγαθοκλή– ν’ απαλλαγούν από τον ξένο δυνάστη. Αμέσως μετά δολοφονεί το Σέλευκο (280), σε ηλικία 73 ετών. Μετά: πηγαίνει στη Λυσιμάχεια, αναγορεύεται βασιλιάς της Θράκης, κατευθύνεται με στρατό στη Μακεδονία και αναγνωρίζεται βασιλιάς και των Μακεδόνων. Διάδοχος του Σελεύκου ήταν ο γιος του Αντίοχος ο Α΄. Αρχικά σκέφτηκε να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Τα δεδομένα, όμως, δεν τον ευνοούσαν. Θεώρησε συνετότερο να αναγνωρίσει τον Πτολεμαίο Κεραυνό ως βασιλιά της Μακεδονίας και της Θράκης, αφού κι αυτός δεν είχε βλέψεις στην Ασία.


30. Επιδρομή των Γαλατών. Θάνατος Πτολεμαίου του Κεραυνού Ο Πτολεμαίος Κεραυνός κατάφερε με δόλο ν’ απαλλαγεί και από τη χήρα του Αγαθοκλή κι ετεροθαλή αδελφή του Αρσινόη και τα παιδιά της. Αυτοί κατέφυγαν στην οχυρή Κασσάνδρεια. Ο Πτολεμαίος πρότεινε στην Αρσινόη να τον παντρευτεί. Δέχθηκε. Η Κασσάνδρεια περιήλθε στον Πτολεμαίο. Φονεύει τα παιδιά της Αρσινόης και φυλακίζει την ίδια. Αυτή διέφυγε στην Αίγυπτο και παντρεύτηκε τον άλλο αδελφό της Πτολεμαίο Β΄, βασιλιά της Αιγύπτου. Τώρα πλέον το κράτος του Πτολεμαίου του Κεραυνού έμοιαζε ασφαλές από παντού. Εντελώς ξαφνικά, όμως, εμφανίζεται ένας νέος εχθρός, οι Κελτοί ή Γαλάτες, οι οποίοι τον 4ο π.Χ. αι. είχαν εμφανιστεί και στα βόρεια της ελληνικής χερσονήσου. Ειδικά δε στους χρόνους που βρισκόμαστε (284 π.Χ.) τα κελτικά στίφη της Ιταλίας κατατροπώθηκαν από τους Ρωμαίους και τράπηκαν προς ανατολάς. Ο Λυσίμαχος στα τέλη της ζωής του δεν κατάφερε να διασφαλίσει τα βόρεια σύνορά του. Οι Γαλάτες γνώριζαν την κατάσταση του κράτους του Λυσίμαχου γιαυτό και προτίμησαν να εκστρατεύσουν κατ’ αυτού, ιδιαίτερα μετά τους θανάτους του Λυσίμαχου και του Σελεύκου. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός υποεκτίμησε τον κίνδυνο, γιαυτό αντιπαρέταξε ανεπαρκείς δυνάμεις. Σε μάχη που συνάφθηκε το Νοέμβριο του 280 οι Μακεδόνες κατατροπώθηκαν. Σκοτώθηκε και ο Πτολεμαίος ο Κεραυνός.


31.

Γαλατικοί

πόλεμοι.

Ο

Αντίγονος

Α΄

Γονατάς

βασιλιάς

της

Μακεδονίας Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού βασιλιάς της Μακεδονίας αναγορεύτηκε ο αδελφός του Μελέαγρος. Απέτυχε να σώσει τη χώρα του από τους Γαλάτες. Οι Μακεδόνες τον καθαίρεσαν κι ανακήρυξαν βασιλιά τους τον Αντίπατρο, αλλά αποδείχθηκε κι αυτός ανίκανος και καθαιρέθηκε. Αναλαμβάνει να σώσει τη χώρα ο ευπατρίδης Μακεδόνας Σωσθένης. Αυτός απώθησε τους

βαρβάρους στην

Παννονία και Θράκη. Δεν αποδέχθηκε, όμως, το βασιλικό διάδημα. Αρκέστηκε να είναι στρατηγός της Μακεδονίας. Την άνοιξη του 279 η Μακεδονία δέχεται νέα επίθεση από τον ηγέτη των Γαλατών Βρέννο, με ισχυρότατες δυνάμεις. Η ύπαιθρος χώρα λεηλατήθηκε. Προχώρησαν νότια προς τη Θεσσαλία. Η Ελλάδα θορυβήθηκε. Οι χώρες πάνω από τον Ισθμό έσπευσαν να συμπήξουν συμμαχία. Ενισχύσεις στάλθηκαν και από τους Αντίγονο και Αντίοχο (βασιλιά της Συρίας). Στρατηγός ορίστηκε ο Αθηναίος Κάλλιππος ο Μοιροκλέους. Παρατάχθηκε στις Θερμοπύλες. Ο Βρέννος, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, έστειλε μια ισχυρή μονάδα στην Αιτωλία. Πράγματι η είδηση ανάγκασε 7.000 Αιτωλούς να εγκαταλείψουν το συμμαχικό στρατό και να σπεύσουν εκεί. Άλλη μονάδα υπό το Βρέννο επιτέθηκε στις Θερμοπύλες από τα νώτα των Ελλήνων, όπως άλλοτε οι Πέρσες. Οι φύλακες της διόδου Φωκείς αιφνιδιάστηκαν και κατέφυγαν στον πλησίον στόλο κι από εκεί στην πατρίδα τους. Ο Βρέννος κατευθύνθηκε στους Δελφούς. Εδώ όμως οι Γαλάτες ενεπλάκησαν σε ορεινό πόλεμο, έπαθαν φοβερές ζημιές, έχασαν και τον αρχηγό τους Βρέννο. Τράπηκαν σε φυγή. Με νέο ηγεμόνα τον Κομοντόριο επέστρεψαν στη Θράκη. Εκεί συνενώθηκαν και με άλλα γαλατικά στίφη και ίδρυσαν δικό τους βασίλειο υπό τον Τύλη. Αυτό το βασίλειο διατηρήθηκε επί 60 χρόνια, μέχρι που επί του τελευταίου ηγεμόνα Καυάρου οι Θράκες επαναστάτησαν και ανέκτησαν την αυτονομία τους. Ο στρατηγός της Μακεδονίας Σωσθένης πέθανε στα τέλη του 279. Ακολούθησε αναρχία. Ο Αντίγονος Γονατάς επιτέθηκε από την Ελλάδα στα μέσα του 278 και κατέλαβε το πατρικό βασίλειο, το διέσωσε και το άφησε στους απογόνους του. Βοήθησε σ’ αυτό και ο ηγεμόνας της Βιθυνίας Νικομήδης Α΄, ο οποίος πήρε στην υπηρεσία του μερικά γαλατικά στίφη. Μετά από αυτά κατέφθασαν στη Μ.Ασία και άλλοι Γαλάτες που τη λεηλατούσαν. Μετά εγκαταστάθηκαν οριστικά στην περιοχήχώρα

ανάμεσα

στις

ονομάστηκε Γαλατία.

Καππαδοκία-Παφλαγονία-Βιθυνία

και

Φρυγία,

που


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ Γ΄ ΚΑΙ Β΄ ΑΙΩΝΕΣ π.Χ. ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ

1. Το κράτος του Μ. Αλεξάνδρου κατά το 280 π.Χ. Τελική διαίρεση Η Ινδική (δηλαδή οι χώρες γύρω από τον Ινδό ποταμό) είχε ήδη αποσπασθεί από το κράτος με ηγεμόνα το Σανδροκόττο, χωρίς όμως να διαρρήξουν τους δεσμούς τους με τον Ελληνισμό. Όλες οι άλλες χώρες, από τις Παραπαμισάδες μέχρι το Βόσπορο, την Προποντίδα, τον Ελλήσποντο, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, αποτελούσαν το τεράστιο κράτος των Σελευκιδών. Μερικές, όμως, από αυτές τις περιοχές (Ατροπατηνή, Αρμενία, Καππαδοκία, Πόντος, Παφλαγονία, Βιθυνία, Πέργαμο) διατηρούσαν μια ισχυρή αυτονομία με δικό τους ηγεμόνα. Η Αίγυπτος, η Λιβύη και πολλά νησιά του Αιγαίου αποτελούν το κράτος των Πτολεμαίων. Η Ρόδος συνεχίζει να ακμάζει ως αυτόνομη πολιτεία. Αντί του βασιλείου του Λυσίμαχου δημιουργήθηκε το γαλατικό βασίλειο της Τύλης. Το βασίλειο της Μακεδονίας, μετά από μια περίοδο κάμψης, υπό τον Αντίγονο Γονατά ισχυροποιήθηκε, αφού περιέλαβε και τη Θεσσαλία, την Εύβοια και μερικές πόλεις της Πελοποννήσου. Οι υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας διατήρησανμια εξασθενημένη αυτονομία, εκτός από τους ανδρείους Αιτωλούς.


2. Ήπειρος και Πύρρος Αυτή την εποχή ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιοχή της Ηπείρου. Οι φυλές που κατοικούσαν την Ήπειρο είχαν την ίδια καταγωγή, την ίδια γλώσσα και θρησκεία με τους υπόλοιπους κατοίκους της Ελλάδας. Δεν παρακολούθησαν, όμως, την πολιτιστική ανάπτυξη των άλλων Ελλήνων, γιαυτό μερικές φορές κατά τους Ε΄ και Δ΄ αι. αποκαλούνται βάρβαροι. Το βασιλικό αξίωμα της ηρωικής εποχής διατηρήθηκε εδώ και κατά τους ιστορικούς χρόνους, ιδιαίτερα στους Μολοσσούς. Όταν ο Αρχέλαος της Μακεδονίας άρχισε να εκπολιτίζει τους κατοίκους της περιοχής του, την ίδια εποχή κάτι ανάλογο επιχείρησε και ο βασιλιάς των Μολοσσών Αρρύβας ή Θαρρύτας –που ανατράφηκε στην Αθήνα– για το λαό του. Χρειάστηκε, όμως, να περάσει ένας αιώνας ωσότου η Ήπειρος αποκτήσει κάποια αξιόλογη δύναμη. Όταν το 317 π.Χ. ο βασιλιάς των Μολοσσών Αιακίδης θέλησε να βοηθήσει την Ολυμπιάδα εναντίον του Κασσάνδρου, ο στρατός του τον καθαίρεσε από το θρόνο. Ο Αιακίδης απέκτησε γιο, τον Πύρρο, ο οποίος κατά την αποπομπή του πατέρα του ήταν 2 ετών και μόλις σώθηκε από τη μανία των αντιπάλων του πατέρα του. Κατέφυγε στον ηγεμόνα των Ιλλυριών Γλαυκία. Έμεινε κοντά του 10 χρόνια. Στο μεταξύ ο Αιακίδης ανέκτησε το θρόνο του. Σε λίγο, όμως, πέθανε και τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Αλκέτας. Για την αγριότητά του, όμως, προκάλεσε το μίσος των υπηκόων του και το 307 δολοφονήθηκε. Βρήκε την ευκαιρία ο Γλαυκίας να προωθήσει στον πατρικό του θρόνο τον προστατευόμενό του Πύρρο. Νέα εξέγερση των Ηπειρωτών το 302 έφερε στο θρόνο το Νεοπτόλεμο. Ο Πύρρος πρόλαβε να σωθεί, καταφεύγοντας αυτή τη φορά στο γαμπρό του (επ’ αδελφή) Δημήτριο τον Πολιορκητή, κοντά στον οποίο έμαθε να πολεμά. Ο Δημήτριος τον έδωσε ως όμηρο στο βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο το Σωτήρα. Αυτός βοήθησε τον Πύρρο με χρήματα και με στρατό να επανέλθει στην Ήπειρο, όπου αρχικά μεν, το 296, μοιράστηκε την εξουσία με το Νεοπτόλεμο· σε λίγο όμως έμεινε μόνος στην εξουσία και άρχισε μακροχρόνιους και σκληρούς αγώνες επέκτασης του κράτους του. Προς βορράν έφτασε μέχρι τα σύνορα του Γλαυκία, προς νότο μέχρι την Αιτωλία, στα δυτικά κατέλαβε επανειλημμένα την Κέρκυρα, ενώ στ’ ανατολικά είχε πρόσκαιρες καταλήψεις της Μακεδονίας. Οι Ηπειρώτες ονόμασαν τον Πύρρο Αετό για τα πολεμικά του κατορθώματα. Κόσμησε την πρωτεύουσα του κράτους του Αμβρακία με λαμπρά έργα τέχνης. Αν ο Πύρρος διέθετε και την απαιτούμενη σταθερότητα στη ζωή και την πολιτική του, θα είχε καταστήσει την Ήπειρο ηγεμονίδα της Ελλάδας. Επιζητούσε διαρκώς και νέες περιπέτειες, ως αντάξιος μαθητής του Δημητρίου του Πολιορκητή. Αυτό το ανικανοποίητο του χαρακτήρα του και το τυχοδιωκτικό τον οδήγησαν το 280 π.Χ. στην καταστροφική εκστρατεία κατά των Ρωμαίων.


3. Ρωμαϊκή κατάληψη της Μ. Ελλάδας Είδαμε ως τώρα όχι μόνο τη σταδιακή εγκατάσταση πολλών Ελλήνων στη Σικελία και σε περιοχές της Κ. Ιταλίας και την ίδρυση πολλών ελληνικών πόλεων, αλλά και τις αναταράξεις που προκλήθηκαν στο χώρο της Μ. Ελλάδας και τις επεμβάσεις χωρών της μητροπολιτικής Ελλάδας, είτε προσκαλούμενων είτε όχι. Μια τέτοια παρέμβαση ήταν κι εκείνη του Κλεώνυμου, γιου του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη, κατόπιν αιτήσεως των Ταραντίνων κατά των ντόπιων Λευκανών. Στη συνέχεια, όμως, ο Κλεώνυμος συμμάχησε με τους Λευκανούς και στράφηκε εναντίον των ελληνικών πόλεων. Αυτό ανάγκασε τις ελληνικές πόλεις για πρώτη φορά να ζητήσουν παρέμβαση των Ρωμαίων στα πράγματα των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας. Αυτοί υποχρέωσαν τον Κλεώνυμο να γυρίσει στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας αυτοί πλέον την προστασία των ελληνικών πόλεων κατά των Λευκανών και των Βρεττίων. Ο Τάραντας προσπάθησε ν’ αντιδράσει στην κηδεμονία των Ρωμαίων. Αυτό οδήγησε σε σύγκρουση των δύο πόλεων. Οι Θούριοι, στον κόλπο του Τάραντα, ήταν μία από τις πόλεις που δέχθηκαν ρωμαϊκή φρουρά. Επειδή η δια ξηράς επικοινωνία τους με τη Ρώμη αποκόπηκε από τους Λευκανούς, αυτή γινόταν μόνο δια θαλάσσης. Έτσι, οι Ρωμαίοι έστειλαν10 πλοία στον κόλπο του Τάραντα. Αρχικά οι Ταραντίνοι δεν αντέδρασαν, έπειτα όμως επιτέθηκαν στα πλοία και τα έδιωξαν από τον κόλπο. Στη συνέχεια έστειλαν στρατό και κατέλαβαν τους Θούριους, και: α) τη ρωμαϊκή φρουρά την άφησαν ελεύθερη με όρους, β) εκείνους που κάλεσαν τους Ρωμαίους απήλασαν, και γ) μοίρασαν τα κτήματά των τελευταίων στους δημότες. Οι Ρωμαίοι έστειλαν στον Τάραντα πρέσβεις και ζήτησαν: α) την επάνοδο των εξορισθέντων, β) την απόδοση των δημευθέντων κτημάτων, και γ) την παράδοση στους Ρωμαίους των Ταραντίνων δημαγωγών. Η υποδοχή των πρέσβεων στην εκκλησία του δήμου ήταν αθλιότατη, υβριστική και περιφρονητική. Έφυγαν εξαγριωμένοι. Μόλις επανήλθαν στη Ρώμη το 281 π.Χ., ισχυρός ρωμαϊκός στρατός στάλθηκε εναντίον του Τάραντα. Οι Ταραντίνοι έσπευσαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Πύρρου. Αυτός έδειξε πρόθυμος να δεχθεί το αίτημα όχι μόνο των Ταραντίνων πια, αλλά και όλων των Ιταλιωτών. Ο συνετός Κυνέας προσπάθησε ν’ αποτρέψει τον Πύρρο από ένα τέτοιο εγχείρημα, αλλά τα επιχειρήματά του δεν έπεισαν το βασιλιά. Έτσι, στην αρχή του 280 π.Χ., έχοντας 25.000 στρατό και 20 ελέφαντες, έφυγε για την Ιταλία. Τα δύο πρώτα έτη νικούσε τους Ρωμαίους, αλλά είχε τόσες απώλειες που, όπως λέγεται, είπε: «Αν σε μια ακόμη μάχη νικήσουμε τους Ρωμαίους, θα καταστραφούμε εντελώς». Εντεύθεν και η ρήση «Πύρρειος νίκη». Γιαυτό με ανακούφιση δέχθηκε το 278 π.Χ. πρόσκληση των Συρακουσίων να τους βοηθήσει κατά των Καρχηδονίων.


Τρία χρόνια έμεινε ο Πύρρος στη Σικελία. Στο διάστημα αυτό οι Ρωμαίοι βρήκαν την ευκαιρία να καταστείλουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στα ιταλικά έθνη και να επιβληθούν στις ελληνικές αποικίες. Οι τελευταίες παρακαλούσαν τον Πύρρο να επανέλθει. Αυτός όμως ζητούσε αφορμή για ν’ απαγκιστρωθεί από τη Σικελία. Έτσι, το 275 επέστρεψε στον Τάραντα, έχοντας 23.000 στρατό, κατά το πλείστον όμως απειροπόλεμο. Το αποτέλεσμα προφανές: κατατροπώθηκε από τους Ρωμαίους. Το επόμενο έτος επανήλθε στην Ήπειρο. Μετά τη φυγή του Πύρρου οι Ρωμαίοι ήλεγχαν πλέον απολύτως όχι μόνο τα ιταλικά έθνη αλλά και τις ελληνικές αποικίες. Ύστερα από 10 χρόνια άρχισε ο πρώτος (γνωστός ως Α΄ Καρχηδονιακός) πόλεμος ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Καρχηδόνιους με κύριο θέατρο τη Σικελία. Όταν το 241 έληξε αυτός ο πόλεμος, η Σικελία και όλες οι επ’ αυτής ελληνικές αποικίες πέρασαν στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Μόνο οι Συρακούσες διατήρησαν την αυτονομία τους με βασιλιά τον Ιέρωνα Β΄ από το 269 π.Χ. Οι Συρακούσες υποτάχθηκαν στη Ρώμη το 212 π.Χ., κατά το Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο. Μόνο η Μασσαλία διατήρησε για μερικά ακόμη χρόνια την αυτοτέλειά της. Υπέταξε δε τα γειτονικά της βάρβαρα έθνη χάρη στον περίφημο θαλασσοπόρο της Πύθεο, ο οποίος διέπλευσε τα παράλια της Ισπανίας, της Γαλατίας, της Βρετανίας, της Γερμανίας και προχώρησε περαιτέρω στο Βορρά. Όντας, όμως, απομονωμένη από τις συμπαγείς ελληνικές εστίες δεν μπορούσε ν’ αποβεί σημαντικό κέντρο του Ελληνισμού. Τελικά, στα μέσα του α΄ π.Χ. αι., κυριεύθηκε κι αυτή από τους Ρωμαίους. Μπορεί να υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους όλες οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας κτλ., ο Ελληνισμός τους, όμως, θα επιβίωνε για πολλούς αιώνες ακόμα και μετά τους Ρωμαίους. Οι ελληνικές σχολές που συνέχιζαν να ακμάζουν σε πολλές από αυτές ήταν εφάμιλλες

εκείνων της Αθήνας. Ο μεγαλύτερος μαθηματικός και

μηχανικός του αρχαίου κόσμου, ο Αρχιμήδης, ήταν Συρακούσιος, θανατώθηκε δε κατά την άλωση της πατρίδας του (212). Συρακούσιος ήταν και ο θαυμάσιος βουκολικός ποιητής Θεόκριτος (περί το 270 π.Χ.). Ο ιστορικός Τίμαιος ήταν Ταυρομενίτης. Από το Αργύριο της Σικελίας καταγόταν ο επίσης ιστορικός Διόδωρος (έζησε κατά τον α΄ π.Χ. αι.).


4. Εξελληνισμός της Ανατολής: Βιθυνία, Πόντος, Καππαδοκία Καίτοι οι ηγεμόνες πολλών απ’ αυτές τις χώρες δεν ήταν ελληνικής καταγωγής, εντούτοις προώθησαν στις περιοχές τους τον Ελληνισμό τουλάχιστον σαν να ήταν Έλληνες. Κάτι τέτοιο συνέβη με τη Βιθυνία. Μετά την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο ο σατράπης της Βίας κατέφυγε στα βουνά· ο γιος του Ζιποίτης, μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, ανακατέλαβε τη χώρα. Αυτός ίδρυσε στα ερείπια της Αστάκου τη Νικομήδεια, την οποία κατοίκισε σχεδόν εξ ολοκλήρου από Έλληνες. Το ίδιο συνέβη και με τη βασιλική αυλή. Άλλες ελληνικές πόλεις στην περιοχή: Νίκαια, Προύσα, Απάμεια, Αντιγόνεια, Νικομήδεια, Επιφάνεια. Ανάλογη ήταν η πορεία του Πόντου και της Παφλαγονίας. Κι εδώ υπήρχαν ντόπιοι δυνάστες. Της μεν Παφλαγονίας υπήρξαν κατά καιρούς υποτελείς άλλοτε των ηγεμόνων του Πόντου και άλλοτε της Βιθυνίας, του δε Πόντου έγιναν ισχυροί και ένδοξοι· μετέφεραν στη χώρα τους ολόκληρο τον πλούτο της ελληνικής παιδείας και του τρόπου ζωής. Είδαμε ήδη πόσες ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν στην περιοχή. Νέες πόλεις: Άμαστρις, Φαρνακία και Ευπατορία. Στην Καππαδοκία ο Ελληνισμός ήρθε αργότερα, περίπου στα μέσα του β΄ π.Χ. αι. Πρώτος μύστης του έγινε ο ελληνοτραφής βασιλιάς της Αριάραθος Ε΄, ο οποίος τον μεταφύτευσε και στη χώρα του. Ελληνικές πόλεις: Αριαράθεια, Ευσέβεια ή Μάζακα, Ευσέβεια πλησίον του Ταύρου, Αρχελαΐδα κ.ά. Η Φρυγία, λόγω θέσης, υπήρξε για πολύ καιρό υποτελής στους Σελευκίδες. Γιαυτό και οι νέες ελληνικές πόλεις ήταν πολλές: Λαοδίκεια, Φιλομήλιο, Πολύβοτος, Σύνναδα, Ευμένεια, Απάμεια, Αντιόχεια, Σελεύκεια κ.ά.


5. Το βασίλειο του Περγάμου Πρόκειται για νέο κράτος, καθαρά ελληνικό, στα δυτικά της Μ. Ασίας. Ιδρυτής του ο θησαυροφύλακας του Λυσίμαχου Φιλέταιρος από το Τίειο του Πόντου. Ο Φιλέταιρος, μετά τη δολοφονία του Αγαθοκλή, κατέφυγε στο Σέλευκο Α΄. Μετά το θάνατο αυτού ανεξαρτητοποιήθηκε και κατέλαβε πολλές παράλιες πόλεις. Αυτές τις κτήσεις διεύρυνε ο διάδοχός του Ευμένης Α΄. Ο διάδοχος αυτού και ξάδελφός του Άτταλος αναγορεύτηκε βασιλιάς, νίκησε τους Γαλάτες σε αποφασιστική μάχη και ισχυροποίησε σημαντικά το βασίλειό του. Ο Άτταλος και οι διάδοχοί του Ευμένης Β΄, Άτταλος Β΄ και Άτταλος Γ΄ προστατεύτηκαν ποικιλοτρόπως από τους Ρωμαίους. Η ισχυρότατη, όμως, πολιτική παρουσία των Ρωμαίων δεν μπόρεσε να εμποδίσει την εξάπλωση και ανάπτυξη του Ελληνισμού, τον οποίο εισήγαγαν και διέσωσαν οι διάδοχοι του Φιλέταιρου. Οι βασιλείς αυτοί ανέπτυξαν τόσο πολύ την επιστήμη και την τέχνη, ώστε η Πέργαμος να θεωρείται νέα Ελλάδα. Ο Ευμένης Β΄ ίδρυσε την περίφημη βιβλιοθήκη της Περγάμου. Αντικατέστησαν ως γραφική ύλη τον αιγυπτιακό πάπυρο με την περγαμηνή διφθέρα, η οποία μεν ήταν γνωστή από τον 6ο π.Χ. αι., αλλά η επεξεργασία και ευρεία χρήση της ως γραφικής ύλης έγινε κατά την περίοδο αυτή στην Πέργαμο. Στο βασίλειο τούτο άκμασαν η μηχανική, η ναυτική και το εμπόριο· τα μαθηματικά, η αστρονομία, η φιλοσοφία και η φιλολογία. Τη χώρα, όμως, δόξασαν προπάντων τα περίφημα κέντρα του Ελληνισμού:

Λυσιμάχεια,

Θυάτειρα, Νάκρασσα κ.ά.

Αττάλειες,

Ελληνόπολη,

Φιλαδέλφεια,

Αρσινόη,


6. Το βασίλειο των Πτολεμαίων Ενώ στην Ασία ο Ελληνισμός διαδόθηκε και παγιώθηκε κυρίως με τη βοήθεια των 150 ελληνικών πόλεων που ιδρύθηκαν εκεί και λιγότερο με τη συνδρομή των διαφόρων ηγεμόνων και κυβερνήσεων, στην Αίγυπτο έγινε το εντελώς αντίθετο. Εδώ οι νέες –ελληνικές– πόλεις ήταν λίγες. Κύριοι φορείς του ελληνικού πνεύματος ήταν οι άξιοι ηγεμόνες, η κυβέρνηση, η αυλή και ο στρατός. Ευτύχησε η Αίγυπτος να έχει άξιους ηγεμόνες-βασιλείς. Τέτοιοι ήταν οι διάδοχοι του Πτολεμαίου του Σωτήρα, Πτολεμαίος Β΄(μέχρι το 246) και Πτολεμαίος Γ΄ (μέχρι το 221), οι οποίοι επέδειξαν σύνεση και επιτηδειότητα στη διακυβέρνηση του κράτους και στη διατήρηση της ενότητάς του. Οι Πτολεμαίοι δεν έχασαν ποτέ τον έλεγχο της Αιγύπτου και της γειτονικής Κυρηναϊκής. Η Κυρηναϊκή είχε προ πολλού εξελληνιστεί. Οι νέες ελληνικές πόλεις είναι: η Βερενίκη και η Αρσινόη. Πολλές πόλεις, όμως, της παραλίας και μέσα στο Δέλτα είχαν ελληνικά ονόματα, π.χ. Προξενούπολη, Ελευσίνα, Λυκόπολη κτλ. Πλην της Αλεξάνδρειας, τρεις ήταν οι αξιόλογες πόλεις της Αιγύπτου: η Φιλαδέλφεια, η Πτολεμαΐδα και η

Αρσινόη. Περισσότερες πόλεις ιδρύθηκαν από τους

Πτολεμαίους στην Ερυθρά Θάλασσα: Φιλωτέρα, Αρσινόη, Βερενίκη, Διδύμη, Απολλωνίδα, Πτολεμαΐδα Θηρών, Αντιφίλου λιμένας, Αρέθουσα, Λάρισα, Χαλκίδα κ.ά. Τα σημαντικότερα αξιώματα στην Αίγυπτο ήταν τα στρατιωτικά. Ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής λεγόταν «επιστράτηγος». Υπήρχαν 3 επιστράτηγοι. Άλλοι στρατιωτικοί άρχοντες ήταν οι «επιστολογράφοι»: στρατηγοί, ίππαρχοι, ηγεμόνες, φρούραρχοι.

Πολιτικοί

άρχοντες

ήταν

οι

νομάρχες,

επιστάτες

(επί

της

δικαιοσύνης), βασιλικός γραμματέας, « ο επί των προσόδων», που υπαγόταν στο συνέδριο των διοικητών που έδρευε στην Αλεξάνδρεια, που ήταν το κέντρο της όλης διοικήσεως. Ο βασιλιάς ήταν ανεξέλεγκτος. Καίριας σημασίας στη ζωή του βασιλείου των Πτολεμαίων υπήρξε η συγχώνευση των δύο πληθυσμών, του ελληνικού και του αιγυπτιακού. Σ’ αυτή δε συντέλεσε πολύ η συγχώνευση των θρησκειών των δύο λαών. Σ’ αυτό συνέβαλαν πολύ οι Πτολεμαίοι, με την ποικίλη προστασία που προσέφεραν στους ναούς, τις τελετές και τα ιερά γράμματα των Αιγυπτίων. Αυτή η πολιτική συμπληρώθηκε με τη μεταφορά στο μέσο της Αιγύπτου της λατρείας του ελληνικού Δία Άδη.


Δεν ήταν καθόλου λιγότερα τα όσα έπραξαν οι Πτολεμαίοι στην επιστήμη, στην τέχνη, στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Έργα λαμπρά του πολιτισμού και του πνεύματος είδαν το φως. Ως τέτοια αναφέρουμε: α) Το Μουσείο: Ιδρυτής του ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος. Χώρος: τα αχανή και μεγαλοπρεπέστατα βασιλικά ανάκτορα της Αλεξάνδρειας. Περιλάμβανε: βιβλιοθήκη, πολλά επιστημονικά ιδρύματα, κατοικία και συσσίτιο των φιλολόγων, αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοδετεία, στοές, κήπους. Σημαντικότερο δε από όλα τα τμήματα του Μουσείου ήταν η Βιβλιοθήκη. β) Ο Φάρος: Ο πρώτος γνωστός στην ιστορία φανοφόρος πύργος κατασκευάστηκε πάνω στο μικρό νησί Φάρος, μπροστά από το κύριο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Από το νησί πήρε το όνομά του και το κατασκεύασμα, μέχρι και τα σημερινά αντίστοιχα κτίσματα. Απαιτήθηκαν πολλά χρήματα και 12 χρόνια για την κατασκευή του. Κατασκευαστής του ο περίφημος Κνίδιος τεχνίτης Σώστρατος. Κατατάχθηκε στα 7 θαύματα του κόσμου για το μέγεθος και τη λαμπρότητά του. Είχε ύψος 300 πήχεων. Αποτελεί δε ένδειξη πόσο αναπτύχθηκε επί Πτολεμαίων η ναυτιλία. γ) Ο Πτολεμαίος Δ΄ κατασκεύασε το μεγαλύτερο πλοίο που είχε κατασκευαστεί ως τότε, μια τεσσαρακοντήρη δηλαδή: ένα πλοίο τεραστίων διαστάσεων, που στην κάθε πλευρά του είχε 40 σειρές κωπηλατών! Το έκαμε δε για να υπερνικήσει την εικοσήρη του Ιέρωνα Β΄ και του Αρχιμήδη.


7. Αιτωλική και Αχαϊκή Συμπολιτείες 1. Και οι δύο αυτές ενώσεις απέβλεψαν στην ενότητα του ελληνικού Έθνους, όπως παλαιότερα η Αθήνα, η Σπάρτη και η Θήβα. Ακολούθησαν, όμως, εντελώς διαφορετικό δρόμο για να το πετύχουν: όχι μέσω της ηγεμονίας μιας πόληςκράτους, αλλά με τη συνένωση πολλών πόλεων με ίσα δικαιώματα και διατήρηση της αυτονομίας τους. Αυτή η αρχή της ισοπολιτείας ήταν ένα ασφαλές θεμέλιο, γιατί έτσι καμία από τις πόλεις-μέλη της συμμαχίας δεν είχε λόγο για διασπαστικές κινήσεις. Όσο σφιχτός, όμως, κι αν ήταν ο μεταξύ των μελών της Συμπολιτείας δεσμός, οι δύο Συμπολιτείες δεν απέφυγαν την έξωθεν πολεμική, είτε από τους Μακεδόνες βασιλείς, είτε από εμφύλιους αντιπάλους, είτε και τις μεταξύ τους προστριβές. Αυτά προετοίμασαν το έδαφος για την εύκολη επιβολή των Ρωμαίων. 2. Οι Αιτωλοί, χωρισμένοι σε πολλές φυλές όπως ήταν, κατά τους ηρωικούς χρόνους έγιναν ονομαστοί. Κατά τους ιστορικούς, όμως, χρόνους και μέχρι τον Πελοποννησιακό πόλεμο έμειναν στη σκιά της Ιστορίας. Έκτοτε επανέρχονται μεν στο προσκήνιο, αλλ’ εμφανίζονται από το Θουκυδίδη να έχουν τραχιά ήθη, να μιλούν γλώσσα ακατάληπτη, να τρώνε κρέας ωμό κτλ., δηλαδή σχεδόν βάρβαροι. Ουδέποτε εντούτοις αμφισβητήθηκε η ελληνικότητά τους. Από τα μέσα του δ΄ π.Χ. αι. κάνουν έντονη την παρουσία τους στα ελληνικά πράγματα. Τους βλέπουμε πλέον να πολεμούν γενναία κατά της μακεδονικής ηγεμονίας για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας τους. Οι Αιτωλοί πάντοτε είχαν ένα είδος συμπολιτείας, από το 280 π.Χ., όμως, αυτό το πολιτειακό μόρφωμα αποκτά πιο συγκεκριμένο τύπο. Ανώτατο όργανο ήταν οι κοινές σύνοδοι όλων των Αιτωλών πολιτών· συνέρχονταν κάθε Σεπτέμβριο στα Θερμά και αποφάσιζαν για ειρήνη, πόλεμο, συμμαχίες και προέβαιναν σε αρχαιρεσίες. Αν προέκυπτε ανάγκη, πραγματοποιούνταν κι έκτακτες συνελεύσεις. Υπήρχε και ένα άλλο συνέδριο, οι λεγόμενοι «Απόκλητοι»· αυτοί εκπροσωπούσαν τους ευπατρίδες κι ασχολούνταν με τα τρέχοντα πολιτικά πράγματα. Ο ανώτατος ετήσιος άρχοντας ονομαζόταν «στρατηγός» και λαμβανόταν από τους απόκλητους και η εκλογή του επικυρωνόταν από την κοινή σύνοδο. Δεύτερος άρχοντας ήταν ο «ίππαρχος» και τρίτος ο «δημόσιος γραμματέας».


Μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας ήταν: δυτικά η Κεφαλληνία, νότια: η Ήλιδα, η Μεσσηνία και μερικές αρκαδικές πόλεις, ανατολικά: οι Λοκροί, οι Φωκείς και οι Βοιωτοί, και βόρεια: μερικές θεσσαλικές πόλεις. Δυστυχώς οι Αιτωλοί δεν είχαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις να ηγηθούν ευρύτερων περιοχών, περισσότερο προηγμένων πολιτικά. Θα τους δούμε να προβαίνουν στις χειρότερες λεηλασίες στην Ακαρνανία, στη Βοιωτία και στην Πελοπόννησο, δηλαδή σε πόλεις και περιοχές που συνδέονταν μαζί τους, είτε ως σύμμαχοι είτε ως μέλη της Συμπολιτείας τους. Άλλο χαρακτηριστικό των Αιτωλών: αν συνέβαινε διένεξη ανάμεσα σε φίλους ή συμμάχους τους, θεωρούσαν καλό να βοηθούν και τους δύο αντιπάλους και να λεηλατούν τις χώρες τους. Ακόμη, όχι μόνο υστερούσαν σε πολιτισμό όλων των άλλων Ελλήνων, αλλά και ουδεμία διάθεση έδειχναν να οικειοποιηθούν τα αγαθά του πολιτισμού. Η πρωτεύουσά τους, τα Θερμά, έμεινε για πάντα ατείχιστη. 3. Οι Αχαιοί, μετά την κατάλυση της ηρωικής βασιλείας, συγκρότησαν μια χαλαρή συμπολιτεία από 12 αυτόνομες πόλεις, με κέντρο το ναό του Δία Ομαρίου στο Αίγιο. Αυτή η ένωση διατηρήθηκε έτσι χαλαρή μέχρι τις αρχές του γ΄ π.Χ. αι. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, μάλιστα, άρχισε να διαλύεται. Μετά δε το γνωστό μας «Λαμιακό πόλεμο» καταλύθηκε. Από το 281 π.Χ. άρχισε σιγά - σιγά να δημιουργείται νέα ένωση περισσότερο συμπαγής, ανάλογη μ’ εκείνη των Αιτωλών. Τον πρώτο πυρήνα αποτέλεσαν (281) η Δύμη και η Πάτρα· αμέσως μετά προστέθηκαν η Τριταία και οι Φαρές· η ολοκλήρωση συντελέστηκε με το Αίγιο, τα Βούρα, την Κερύνεια, την Πελλήνη, την Αίγειρα και το Λεόντιο. Το συνέδριό τους συνερχόταν δύο φορές το χρόνο στο Αίγιο κι αποφάσιζε για πόλεμο, ειρήνη, είσοδο νέων μελών, συμμαχίες και γενικά για τις εξωτερικές υποθέσεις. Γίνονταν και έκτακτες σύνοδοι. Δικαίωμα συμμετοχής σε αυτό είχαν όλοι οι πολίτες, αλλά συνήθως πήγαιναν οι επιφανέστεροι και πλουσιότεροι. Αυτό δεν έχει σχέση με κάποιο αντιπροσωπευτικό πολιτειακό σύστημα. Την εκτελεστική εξουσία ασκούσαν αρχικά δύο στρατηγοί και ένας γραμματέας, αλλά από το 253 έμεινε ένας στρατηγός· ο άλλος υποβιβάστηκε σε δεύτερο άρχοντα, τον «ίππαρχο». Δίπλα στο στρατηγό υπήρχε συμβούλιο 10 ανδρών, τους «δημιουργούς», έναν από κάθε πόλη-μέλος. Αυτοί καλούνταν και «συνάρχοντες».


8. Ο Άρατος Κατά τα έτη 280 - 250 π.Χ. η Αχαϊκή Συμπολιτεία εκμεταλλεύτηκε την έλλειψη εξωτερικών παρενοχλήσεων κι ανανεώθηκε. Το 250 διευρύνθηκε με την είσοδο και της Σικυώνας, η οποία ως τότε είχε τυραννικό πολίτευμα. Το έτος αυτό ο Σικυώνιος Άρατος έδιωξε τον τύραννο Νικοκλέα κι ενέταξε την πόλη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ο Άρατος δεν αρκέστηκε σ’ αυτό. Εκλεγείς στρατηγός κατά το 245 και 243, κατάφερε ν’ απαλλάξει τον Ακροκόρινθο (243) από τη μακεδονική κυριαρχία και να τον εντάξει στη Συμπολιτεία. Τον ίδιο δρόμο πήραν και τα Μέγαρα, η Τροιζήνα, η Επίδαυρος και οι Κλεωνές. Παρά τη διεύρυνση, όμως, της Συμπολιτείας, το συμβούλιο των 10 «δημιουργών» εξακολουθούσε να το ελέγχει ο αρχικός πυρήνας των 10 ιδρυτικών πόλεων, και αυτό αποτελούσε μία από τις αιτίες προστριβών. Άλλη αιτία: Στο κοινό συνέδριο μετείχαν μεν όλοι οι πολίτες, οι ψήφοι όμως αντιστοιχούσαν στην πόλη και όχι στους μετέχοντες. Όλες δε οι πόλεις, μικρές και μεγάλες, είχαν την ίδια ψήφο. Αυτό ανέτρεπε ουσιαστικά την αρχή της ισηγορίας εις βάρος των μεγαλύτερων πόλεων. Αυτός ήταν, ίσως, ο λόγος που αυτή η συμπολιτεία ουδέποτε διέπρεψε στα πολεμικά, ταλανίστηκε δε από εμφύλιες κι εξωτερικές διενέξεις. Πιστή προσωποποίηση της όλης εικόνας της Αχαϊκής Συμπολιτείας υπήρξε ο Άρατος. Μια αδρή ψυχοχαρακτηρογράφηση και απεικόνιση της πολιτείας του: Αφενός πράος στη διευθέτηση διαφορών, ικανός στη δημιουργία φίλων και συμμάχων και ασυναγώνιστος σε επινοήσεις, απάτες και ραδιουργίες σε βάρος των εχθρών του· αφετέρου νωθρός, άτολμος και ανίκανος να δει τον κίνδυνο κατάματα. Αφενός αφιλοχρήματος, τόσο που πολλάκις διέθεσε την περιουσία του για το κοινό καλό· από την άλλη ευχαρίστως έπαιρνε χρήματα από τον Πτολεμαίο το Φιλάδελφο, μάλιστα δε ετήσια σύνταξη 6 ταλάντων. Από τη μια αγωνίστηκε ν’ απαλλάξει την Πελοπόννησο από τη μακεδονική κυριαρχία, από την άλλη λίγο αργότερα παρέδιδε στους Μακεδόνες την κυριαρχία της Πελοποννήσου. Ενώ καυχώνταν για την ισηγορία και ισοπολιτεία του αχαϊκού συστήματος, παράλληλα ο ίδιος είναι που εισηγήθηκε στους Αχαιούς τις δύο εκείνες διατάξεις που πρόβλεπαν τη διαρκή διατήρηση των 10 «δημιουργών» και την κατά πόλεις ψηφοφορία στις κοινές συνόδους.


Πώς εξηγούνται αυτές οι αντιφάσεις του χαρακτήρα και των ενεργειών του; α) Τα χρήματα από τον Πτολεμαίο δεν τα έπαιρνε για τον εαυτό του, αλλά για τις ανάγκες των πελοποννησιακών πόλεων. β) Παρέδωσε στους Μακεδόνες την ηγεμονία της Πελοποννήσου για ν’ αποφύγει εκείνη των Σπαρτιατών, την οποία θεωρούσαν χειρότερη. γ) Εκείνο που τον έκαμε, φαίνεται, να προτείνει την παγίωση των προνομίων των 10 ιδρυτικών πόλεων της Συμπολιτείας ήταν για να δώσει μεγαλύτερο κύρος στο αρχαίο κέντρο της Συμπολιτείας, όσο δε για την ισοψηφία για ν’ αποτρέψει την επικράτηση των μεγάλων πόλεων εις βάρος των μικρότερων. δ) Όσον αφορά δε την ατολμία κι απροθυμία του σε εκ παρατάξεως αγώνες, δεν πρέπει να οφειλόταν σε γνώρισμα ίδιο του χαρακτήρα του, αλλ’ επειδή πίστευε ότι οι Αχαιοί δεν τα καταφέρνουν σε τέοιους αγώνες. Με άλλα λόγια: ο Άρατος εξέφραζε και διέθετε το «ανάστημα» της Συμπολιτείας της οποία ηγείτο.

9. Δημήτριος Γονατάς και Αντίγονος Δώσων Τον Αντίγονο Γονατά διαδέχτηκε ο γιος του Δημήτριος (240-230 π.X.), ο πιο ανάξιος από τους Αντιγονίδες. Με τους Αχαιούς ελάχιστα συγκρούστηκε. Ούτε κατά των Αιτωλών τα κατάφερε. Μόνο τους Βοιωτούς κέρδισε. Αντίθετα, οι Αιτωλοί επεκτάθηκαν στη νότια Θεσσαλία (Υπάτη, Λαμία, Φάρσαλο) και στις αρκαδικές πόλεις Ορχομενό, Μαντίνεια και Τεγέα. Μετά το θάνατο του Δημητρίου (230) τον διαδέχθηκε ο εξάδελφός του Αντίγονος Δώσων, ως επίτροπος του Φιλίππου (γιου του Δημητρίου), άντρας ικανός περί την πολιτική και την πολεμική. Έχοντας ν’ αντιμετωπίσει στο βορρά τους Δαρδανούς και στο νότο τους Αιτωλούς και Θεσσαλούς, εγκατέλειψε την Πελοπόννησο επ’ επωφελεία της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Και οι Αθηναίοι ευνοήθηκαν με την αποχώρηση των μακεδονικών φρουρών υπό το Διογένη.


10. Άγις και Κλεομένης: βασιλείς της Σπάρτης Από τα μέσα του δ΄ αι. π.Χ. η κυριαρχία της Σπάρτης περιορίστηκε μόνο στη Λακωνική. Στα μέσα του γ΄ αιώνα π.Χ. οι πολίτες της Σπάρτης ήταν μόνο 700. Τότε ακριβώς έγινε μια παράδοξη απόπειρα αναβίωσης του προηγούμενου πολιτεύματος. Ο Άγις, βλέποντας αυτή τη θλιβερή κατάσταση, νόμισε ότι μπορεί να τη θεραπεύσει με την αναβίωση των νόμων του Λυκούργου. Ως πρώτο μέτρο προς την κατεύθυνση αυτή θεώρησε την επίτευξη μιας ισότητας περιουσιών ανάμεσα στους πολίτες της, μέσα από την άφεση όλων των χρεών και τον αναδασμό της γης στους Σπαρτιάτες και τους περιοίκους, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα. Αυτά γίνονταν το 244 π.Χ. Aυτές οι προθέσεις προκάλεσαν φρίκη στους πλούσιους. Με τη βοήθεια δε του Λεωνίδα, δεύτερου βασιλιά από το άλλο γένος, κατάφεραν να ματαιώσουν τις προθέσεις του Άγι και να τον σκοτώσουν (241). Ο Λεωνίδας αμέσως μετά πάντρεψε το γιο του Κλεομένη με τη χήρα του Άγι, πολύ πλούσια. Ο Κλεομένης είχε όλα τα προσόντα και τις προϋποθέσεις που απαιτούνταν για να πραγματοποιηθούν τα σχέδια του Άγι. Αυτό ήταν και στις δικές του προθέσεις. Αν ήταν δυνατή η ανάσταση της Ελλάδας, ο Κλεομένης ήταν ο καταλληλότερος να το κάμει. Ο Κλεομένης δεν ήταν άνθρωπος των ελιγμών και των δόλιων μεθόδων. Βάδιζε κατευθείαν στο σκοπό του.


Ο Κλεομένης ως βασιλιάς έθεσε δύο στόχους: α) την εσωτερική ενδυνάμωση της Σπάρτης, και β) την ένταξή της στην αχαϊκή Συμπολιτεία με τον όρο να του δοθεί η ηγεμονία της Συμπολιτείας. Και τα δύο δύσκολα. Απέναντί του ήταν ο πανίσχυρος Άρατος.

Θέλοντας

ο

Κλεομένης

να

δηλώσει

τις

προθέσεις

και

την

αποφασιστικότητά του, εισέβαλε στην Αρκαδία, κατέλαβε τις πόλεις Μαντίνεια, Τεγέα και Ορχομενό (αιτωλικής επιρροής). Ίσως η επιχείρηση έγινε σε συνεννόηση με τους Αιτωλούς. Το ίδιο έκαμε το 227 και ο Άρατος. Όταν ήρθε η στιγμή της αναμέτρησης, ο Άρατος υποχώρησε. Το επόμενο έτος ο Άρατος διώχθηκε και από την Ήλιδα, αλλά και από τη Μεγαλόπολη. Μετά από αυτές τις επιτυχίες στράφηκε στην εσωτερική της χώρας του αναδιοργάνωση. Μετά το θάνατο (ή δολοφονία) του Αρχίδαμου, αδελφού του Άγι, έμεινε μόνος βασιλιάς. Ο καταπονημένος στρατός τού ζήτησε να παραμείνει στην Αρκαδία προς ανάπαυση. Ο ίδιος στο τέλος του 224 βάδισε προς τη Σπάρτη έχοντας μαζί του μισθοφόρους και όσους δεν αντιδρούσαν στις προθέσεις του. Με προαπεσταλμένους του φόνευσε τους Εφόρους την ώρα του συσσιτίου και όσους επιχείρησαν ν’ αντιδράσουν. Την επομένη συγκάλεσε συνέλευση και εξήγησε την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεών του. Αμέσως προχώρησε στην εφαρμογή των μέτρων του: εξίσωση περιουσιών, άφεση χρεών, αναδασμό γης, επαναφορά της Λυκουργείου αγωγής και προπάντων την αύξηση του αριθμού των πολιτών. Ακόμη α) μεταρρύθμισε τη Γερουσία, β) κατάργησε τους Εφόρους, γ) ανέδειξε δεύτερο βασιλιά τον αδελφό του Ευκλείδα (πρωτοφανές), και δ) μετέβαλε τον οπλισμό του στρατού.

Αμέσως μετά κατέλαβε τη Μεγαλόπολη, το δε επόμενο έτος εισέβαλε

στην Αχαΐα και κατατρόπωσε τους Αχαιούς στις Δύμες. Κατέλαβε τις Καφύες, την Πελλήνη και το Άργος. Το δημιούργημα του Αράτου κατέρρευσε. Σε λίγο προσχώρησαν στη Σπάρτη ο Φλιούς, οι Κλεωνές, η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ερμιόνη. Οι Αχαιοί, πανικόβλητοι, ανακήρυξαν τον Άρατο στρατηγό αυτοκράτορα. Αυτός ζήτησε τη βοήθεια των Μακεδόνων. Την άνοιξη του 223 καταφθάνει στον Ισθμό ο Αντίγονος. Νικήθηκε μεν από τον Κλεομένη στο Λέχαιο, αλλά με την παρέμβαση και του Αριστοτέλη, φίλου του Αράτου, αναγκάστηκε ο Κλεομένης να επανέλθει στη Σπάρτη. Ο Αντίγονος στη συνέχεια έδιωξε τους Σπαρτιάτες από όλες σχεδόν τις πελοποννησιακές πόλεις που είχαν καταλάβει και κατά το 223-22 παραχείμασε στο Άργος.


Ο Κλεομένης δεν έμεινε άπραγος. Ζήτησε τη βοήθεια του Πτολεμαίου Γ΄του Ευεργέτη, επανακατέλαβε τη Μεγαλόπολη και τη λεηλάτησε. Το 222, όμως, κατατροπώθηκε από τον Αντίγονο. Ο Κλεομένης κατέλαβε τα στενά της Σελλασίας απόπου υποπτευόταν ότι θα μπει στη Λακωνία ο Αντίγονος. Εκεί δόθηκε η κρίσιμη μάχη. Αγωνίστηκε γενναία, αλλά προδόθηκε

από την ανικανότητα του αδελφού του

Ευκλείδα. Στη μάχη αυτή αναδείχθηκε η προσωπικότητα και η στρατηγικότητα του Μεγαλοπολίτη Φιλοποίμενα. Στην άλλη πτέρυγα ο Κλεομένης αντιστεκόταν ακόμα απέναντι στον Αντίγονο, αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να εγκαταλείψει τη Σπάρτη, φεύγοντας από το Γύθειο στην Αίγυπτο. Εκεί αναγκάστηκε ν’ αυτοκτονήσει, αφού ο Πτολεμαίος Δ΄ ο Φιλοπάτορας αρνήθηκε να τον βοηθήσει να επανακτήσει τα απωλεσθέντα.


11. Εμφύλιες συγκρούσεις. Επεμβάσεις των Ρωμαίων Ενώ ο Αντίγονος βρισκόταν στην Πελοπόννησο, οι Ιλλυριοί εισέβαλαν στη Μακεδονία. Γιαυτό ο Αντίγονος όρισε διοικητή/επιστάτη της Σπάρτης το Βοιωτό Βραχύλλη κι έσπευσε να γυρίσει στη Μακεδονία. Έδιωξε τους Ιλλυριούς, αλλά το Φθινόπωρο του 221 πέθανε. Βασιλιάς έγινε ο ανιψιός του Φίλιππος, γιος του Δημητρίου. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου οι Ρωμαίοι κατέλαβαν τα παράλια της Ιλλυρίας. Οι Ιλλυριοί είχαν καταστεί ένα πειρατικό κράτος, ιδίως υπό τον Άγρωνα. Εναντίον τους οι Ρωμαίοι βοηθήθηκαν και από το Δημήτριο το Φάριο. Πολλοί ανακουφίστηκαν από την καταβολή των Ιλλυριών. Το 219 οι Ρωμαίοι έδιωξαν το Δημήτριο από τις κτήσεις του, ο οποίος κατέφυγε στο Φίλιππο της Μακεδονίας. Ενώ, λοιπόν, ο κίνδυνος από δυτικά (Ρωμαίους) ήταν άμεσος, σκληρός εμφύλιος εξερράγη ανάμεσα στους Αιτωλούς και Αχαιούς (220-217 π.Χ.). Αφορμή στάθηκαν οι ληστρικές επιδρομές των Αιτωλών κατά της συμμάχου τους Μεσσηνίας. Αυτή ζήτησε τη βοήθεια των Αχαιών. Αρχικά θριάμβευσαν οι Αιτωλοί. Με την παρέμβαση του Φιλίππου, όμως, κατατροπώθηκαν. Ο Δημήτριος συμβούλευε το Φίλιππο να επιτεθεί κατά των Ρωμαίων, συμμαχώντας με τον Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα που βρισκόταν ήδη στην Ιταλία. Ο Φίλιππος αδράνησε. Αυτό διευκόλυνε τους Ρωμαίους. Συμμάχησαν με τους Αιτωλούς και τους έστρεψαν κατά του Φιλίππου. Ο πόλεμος μεταξύ Αιτωλών και Μακεδόνων κράτησε από το 211 ως το 204. Κατ’ αυτόν οι μεν Αχαιοί πήγαν με τους Μακεδόνες, οι δε Σπαρτιάτες και ο Άτταλος Α΄του Περγάμου με τους Αιτωλούς, δηλ. στην ουσία με τους Ρωμαίους. Το 213 πέθανε ο Άρατος. Τον διαδέχθηκε στην ηγεσία της Αχαϊκής Συμπολιτείας (208 π.Χ.) ο Φιλοποίμην, έξοχος στρατηγός αλλά και λαμπρός κατά την αρετή. Οκτώ φορές αναδείχθηκε ηγέτης της Συμπολιτείας. Ονομάστηκε «ο έσχατος των Ελλήνων». Στη Σπάρτη τον Κλεομένη τον διαδέχθηκε κάποιος Λυκούργος και αυτόν κάποιος άλλος άγνωστος, ο Μαχανίδας. Αυτόν νίκησε στη Μαντίνεια (207) ο Φιλοποίμην. Μετά επιτέθηκε στη Σπάρτη και διευκόλυνε την άνοδο στην εξουσίας του τυράννου Νάβιδα, ο οποίος μετέβαλε τη Σπάρτη σε ορμητήριο των πειρατών. Ο Φίλιππος, αντί να επιδιώξει τη συνένωση των Ελλήνων ώστε ν’ αντισταθούν στο Ρωμαίο επιδρομέα, ανέλαβε πόλεμο κατά των βασιλέων της Αιγύπτου και του Περγάμου κτλ. Αυτή η τακτική ώθησε τους Ρόδιους, τους Αθηναίους και το βασιλιά του Περγάμου να ζητήσουν την παρέμβαση των Ρωμαίων. Αυτοί άλλο που δεν ήθελαν: κήρυξαν πόλεμο κατά του Φιλίππου (200 π.Χ.).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΚΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

Η εκτυφλωτική λάμψη του ελληνικού πνεύματος των δύο κλασικών αιώνων, Ε΄ κααι Δ΄, δεν ήταν, βέβαια, δυνατόν ούτε να συνεχιστεί επάπειρον με την ίδια ένταση, αλλ’ ούτε καί να σβήσει απότομα και για πάντα. Όπως δε παρατηρήσαμε κατά την εξέταση της λαμπρής εκείνης -κι ανεπανάληπτης- περιόδου, η ένταση της πνευματικής δημιουργίας έβαινε διαρκώς μειούμενη καθώς προχωρούσε πρός τη λήξη του ο Δ΄ αι., και από πλευράς ποσότητας και από πλευράς ποιότητας. Όλα δείχνανε ότι και εν προκειμένω θα λειτουργούσε ο σχεδόν άτεγκτος νόμος της ακμής και παρακμής. Κι όμως αυτή η καθοδική πορεία όχι μόνο ανακόπηκε, αλλά σε σημαντικό βαθμό και αντιστράφηκε. Αυτό οφειλόταν όχι μόνο στον ανεξάντλητο πνευματικό δυναμισμό της φυλής, αλλά και στις νέες αντικειμενικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την παγκοσμιότητα που πήρε ο Ελληνισμός με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου.Η πρωτοφανής αυτή πρόσμιξη ανθρώπων και πολιτισμών έδωσε νέα ώθηση στο γονιμοποιό ελληνικό πνεύμα. Προέκυψαν νέες ανάγκες, νέες ιδέες, νέες εμπειρίες, νέα ερεθίσματα και νέες προκλήσεις. Όλα αυτά μετουσιώθηκαν σέ ένα νέο υπέροχο ελληνικό πολιτιμό, αυτόν της Ελληνιστικής περιόδου. Εναν πολιτισμό, όμως, αρκετά υπολειπόμενο του κλασικού σε πρωτοτυπία, λάμψη και ρωμαλεότητα.


Α΄. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της χρυσής εποχής ήταν, όπως είδαμε, ο γίγαντας Αριστοτέλης. Οι φιλοσοφικές ιδέες, όμως, των δύο κορυφαίων φιλοσόφων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, δεν πέθαναν μαζί τους. Πρώτον, διότι αυτές καθ’ εαυτές ήταν αθάνατες. Δεύτερον, διότι εμφανίστηκαν άξιοι διάδοχοι και συνεχιστές του έργου και της σκέψης τους, οι οποίοι προήλθαν μέσα από τις περίφημες Σχολές που εκείνοι ίδρυσαν (την Ακαδημία ο Πλάτωνας και τον Περίπατο ο Αριστοτέλης) και έτσι δεν παρασύρθηκαν στον αφανισμό μετά το θάνατο των γεννητόρων τους. Αυτών των Σχολών οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι-συνεχιστές ήταν: α) Της πλατωνικής Ακαδημίας. 1. Σ π ε ύ σ ι π π ο ς. Διαδέχθηκε τον Πλάτωνα στη διεύθυνση της Σχολής από το 347 ως το 339. Ανιψιός του Πλάτωνα. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 407 π.Χ. όπου και πέθανε το 339. Του καταλογίζουν πολλά ελαττώματα. Ως φιλόσοφος ασχολήθηκε κυρίως με τη διερεύνηση των ιδεατών αριθμών, στους οποίους είχε καταλήξει η πλατωνική θεωρία των Ιδεών, η οποία στην τελευταία φάση της δημιούργησε και μια ενδιάμεση κατηγορία του όντος, τους μαθηματικούς αριθμούς. Συνέχισε ακόμη τη μέθοδο της λογικής διαίρεσης που εισήγαγε ο Πλάτωνας. Δίδασκε ότι για να διατυπώσει κανείς τον ορισμό ενός πράγματος πρέπει να γνωρίζει όλες τις διαφορές που το διακρίνουν από όλα τα άλλα. Άρα η μερική γνώση ενός πράγματος προϋποθέτει τη συνολική γνώση όλης της πραγματικότητας, Οι ιδέες του αυτές περιέχονται στο έργο του ‘Ομοια‘ (= Ομοιότητες). Διαφωνούσε με τον Πλάτωνα ότι το Aγαθό υπάρχει στην αρχή, υποστηρίζοντας ότι το αγαθό προκύπτει στο τέλος, ως αποτέλεσμα μακροτάτης εξελικτικής διαδικασίας. Για την ευδαιμονία δεχόταν ότι είναι «έξις», βρισκόμενη στο «κατά φύσιν ζην». Οι Aρετές είναι όργανα με τα οποία επιτυγχάνεται η ευδαιμονία. 2. Ξ ε ν ο κ ρ ά τ η ς ο Χ α λ κ η δό ν ι ο ς (394-314 π.Χ.). Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα. Διαδέχτηκε το Σπεύσιππο στη διεύθυνση της Ακαδημίας (339-314). Συνόδεψε τον Πλάτωνα στο ταξίδι του στις Συρακούσες. Μετά το θάνατο του Πλάτωνα αναχώρησε από την Αθήνα και μαζί με το Αριστοτέλη πήγαν στην Άσσο στα παράλια της Τροίας. Εκεί επιδόθηκε σε φιλοσοφικές μελέτες σε συνεργασία με τους πλατωνικούς Έραστο και Κορίσκο που ζούσαν εκεί.


Ο Ξ. ήταν μια φιλήσυχη φύση, αγνός, έντιμος, ακέραιος και συντηρητικός. Πολυγραφότατος.Η μεγαλύτερη, ίσως, προσφορά του είναι ότι αυτός πρώτος επιμελήθηκε της, ας πούμε, έκδοσης των έργων του Πλάτωνα. Ως φιλόσοφος, όμως, στερούνταν πρωτοτυπίας. Αρκούνταν στο να επενδύει και παρουσιάζει την πλατωνική διδασκαλία με τα Πυθαγόρεια μαθηματικά σύμβολα. Η ιδιαίτερη ενεσχόλησή του με τα Μαθηματικά και η εκτίμηση που τους έτρεφε καταδεικνύεται από τα πολλά συναφή του συγγράμματα, όπως: α) Λογιστικά (σε 9 βιβλία), β) Τα περί τα μαθήματα (σε 6 βιβλία), γ) Περί αριθμών θεωρία, δ) Περί διαστημάτων, ε) Τα περί αστρολογίαν, στ) Περί γεωμετρίας, ζ) Πυθαγόρεια κ. ά. Κατατάσσει σε τρεις χωριστές κατηγορίες τις φιλοσοφικές μαθήσεις: 1) Τη «διαλεκτική» (λογική, γλωσσολογία, διαιρετική), 2) τη «φυσική», και 3) την «ηθική». Διακρίνει σε τρεις βαθμίδες τη γνώση: στη νόηση, στην αίσθηση και στη δόξα. Ακολουθώντας τους Πυθαγόρειους, δέχεται ως πρώτες αρχές το ένα ή το περιττό και τη δυάδα ή το άρτιο. Το ένα το ονομάζει πρώτον ή αρσενικό θεό και το ταυτίζει με το νου ή το Δία, τη δυάδα την ονομάζει θήλεια θεά και μητέρα των θεών. Από αυτές τις δύο αρχές γαννήθηκαν οι αριθμοί, τους οποίους ταυτίζει με τις Ιδέες και τους μαθηματικούς αριθμούς. Ο κόσμος διαιρείται στον κάτω από τη Σελήνη, στον ουρανό και στον πάνω από τον ουρανό. Σε αυτά τα μέρη του κόσμου κυριαρχούν θείες δυνάμεις, καλές και κακές, οι δαίμονες. Τα κύρια μέρη του κόσμου έγιναν από την ύλη. Σε αυτή διακρίνει μια ποιοτική διαβάθμιση από τα τελειότερα στοιχεία προς τα ατελέστερα. Στα 4 γνωστά στοιχεια (ύδωρ, γη κτλ.) πρόσθεσε και πέμπτο, τον αιθέρα. Το κύριο όμως πεδίο ενασχόλησής του ήταν η ηθική. Πολλά είναι τα συγγράμματά του γύρω από αυτή, όπως: «Περί σοφίας», «Περί πλούτου», «Περί εγκρατίας», «Περί φιλίας», «Περί σωφροσύνης» κ. ά. 3. Η ρ α κ λ ε ί δ η ς ο Π ο ν τ ι κ ό ς: Γεννήθηκε στις αρχές του Δ΄ αι. στην Ηράκλεια του Πόντου, όπου και πέθανε το 330 π.Χ. Νέος ακόμη ήρθε στην Αθήνα όπου χρημάτισε μαθητής του Πλάτωνα και του Σπευσίππου με σημαντικές επιδόσεις. Σε μία από τις αποδημίες του ο Πλάτωνας τον όρισε Aντικαταστάτη του. Αργότερα μαθήτευσε και στον Αριστοτέλη και σε μερικούς Πυθαγόρειους. Επανήλθε στην πατρίδα του και ίδρυσε Σχολή. Ζούσε πολυτελώς. Ως φιλόσοφος θεόν θεωρούσε άλλοτε μεν τον κόσμο, άλλοτε δε το νου. Την ψυχή εκλάμβανε ως «αιθέριον σώμα και φωτοειδές». Ως προς την ηθική ακολουθούσε καθ’ όλα τον Πλάτωνα. Τον κόσμο τον θεωρούσε άπειρο, τους πλανήτες θεούς που κινούνται γύρω από τη Γη, τη δε Γη ως κινούμενη γύρω από τον εαυτό της από Δυσμάς πρός Ανατολάς.


Υπήρξε και αυτός πολυγραφότατος. Από τα πολυάριθμα έργα του σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Κατατάσσονται δε θεματολογικά σε: α) Ηθικά: «Περί ηδονής» κ. ά., β) Φυσικά: «Περί νου και ψυχής» κ.ά., γ) Γραμματικά: «Περί Αρχιλόχου καί Ομήρου» κ.ά., δ) Μουσικά: «Περι μουσικής» κ.ά., ε) Ρητορικά και στ) Ιστορικά: «Περί ευρημάτων» κ.ά.. 4. Π ο λ έ μ ω ν: Αθηναίος φιλόσοφος. Ήκαμασε στα τέλη το Δ΄ και στις αρχές το Γ΄ αι. Διαδέχθηκε τον Ξενοκράτη στη διεύθυνση της Ακαδημίας (314-270 π.Χ.). Ως νέος ζούσε άσωτα. Επιδόθηκε κυρίως στην ηθική φιλοσοφία, με προσήλωση στις σωκρατικές ιδέες. Δίδασκε δε ότι η φυσική ζωή είναι το ύψιστο αγαθό, η ίδια η αρετή. 5. Κ ρ ά τ η ς: Αθηναίος φιλόσοφος. Μαθητής και στενός φίλος του προηγουμένου. Τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας (269-265). Πέθανε το 265 π. Χ. Μετέσχε σε πρεσβευτικές αποστολές των Αθηναίων προς Δημήτριο τον Πολιορκητή και τον Πύρρο.

Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του ιδρυτή της Στοάς Ζήνωνα. Έτσι

εξηγούνται τα στωικά στοιχεία στη φιλοσοφία του. Έγραψε: «Πρεσβευτικοί» λόγοι, «Περί κωμωδίας» και «Φιλοσοφούμενα». 6. Φ ί λ ι π π ο ς: Οπούντιος. Ήταν περισσότερο μαθηματικός και αστρονόμος παρά φιλόσοφος. 7. Κ ρ ά ν τ ω ρ: Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας. Άκμασε από το 330 ως το 270 π.Χ. Ήρθε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του Ξενοκράτη. Αργότερα ίδρυσε δική του Σχολή, στην οποία φοίτησε ο ιδρυτής της Νέας ή Μέσης Ακαδημίας Αρκεσίλαος. Κήρυκας της ηθικής, αλλά αντίθετος με τις ακρότητες των Στωικών και των Κυνικών. Οι φιλοσοφικές του ιδέες είναι ένα κράμα ορφικών και πυθαγόρειων δοξασιών. Από τα έργα του σώθηκαν μόνο μερικά αποσπάσματα.


β) Της Νέας ή Μέση Ακαδημίας: 1. Α ρ κ ε σ ί λ α ο ς (315-241 π.Χ.). Γεννήθηκε στην Πετάνη της Αιολίδας της Μ. Ασίας. Πρώτος δάσκαλός του υπήρξε ο Αυτόλυκος. Όταν ήρθε στην Αθήνα έγινε ο πρώτος μαθητής του Θεοφράστου. Μετά τον προσέλκυσε ο Κράντορας στην Ακαδημία. Μέσω αυτού γνώρισε τους Πολέμωνα και Κράτητα, από τους οποίους εντυπωσιάστηκε. Είναι ο ίδρυτής της Νέας ή Μέσης Ακαδημίας, μια εξέλιξη της πλατωνικής Ακαδημίας, της οποίας άνοιξε τις πύλες στην πυρρωνική ( το όνομά της από τον Πύρρωνα) σκέψη, στο Σκεπτικισμό. Διαδέχθηκε τον Κράτητα στη διεύθυνση της Ακαδημίας. Στράφηκε κυρίως κατά του δογματισμού του Ζήνωνα, πιστεύοντας ότι έτσι μένει πιστός στη σωκρατική διαλεκτική και διασώζει την επιστήμη. Αντί να βάλει στη σχολή του την προσωπική του σφραγίδα, αναπτύσσοντας δικές του θεωρίες, συζητούσε και σχολίαζε κριτικώς τις θεωρίες των άλλων. Για την πορεία του προς το Σκεπτικισμό υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλ.: α) η σωκρατική «άγνοια», β) η πλατωνική αμφισβήτηση της πραγματικότητας του υλικού κόσμου, και γ) οι γνωσιοθεωρητικές της Μεγαρικής Σχολής. Σε αυτόν ανήκει η τιμή της απόδειξης της σχετικής με το φαύλο κύκλο, ο οποίος παρουσιάζεται οσάκις αναζητώντας κριτήριο, νομίζουμε ότι δεν υπάρχει αλήθεια, την οποία δεν μπορούμε να υποτάξουμε σε αυτό. Γιαυτό οι ομοϊδεάτες και συνεχιστές του δεν όρισαν κανένα κριτήριο της αλήθειας. 2. Λ α κ ύ δ η ς: Γιος του Αλεξάνδρου. Καταγόταν από την Κυρήνη. Διαδέχθηκε τον Αρκεσίλαο στη διεύθυνση της Νέας Ακαδημίας (241-215/14 π. Χ.). Δε δίδασκε στην Ακαδημία του Πλάτωνα, αλλά σε πλησίον κήπο που ονομάστηκε Λακύδειον, το οποίο κατασκεύασε ο βασιλιάς του Περγάμου Άτταλος ο Φιλομήτορας. Διήγε λιτότατο βίο. Ποιητική φύση ασθενικής κράσης. Απέκτησε πολλούς μαθητές. 3. Κ α ρ ν ε ά δ η ς: Έλληνας από την Κυρήνη. Γεννήθηκε περί το 214/12 π.Χ και πέθανε στην Αθήνα το 129 ή 128 π.Χ. Γιος του Φιλοκώμου ή Επικώμου. Όταν ήρθε στην Αθήνα φοίτησε στην Ακαδημία, η οποία μετά το θάνατο του Αρκεσιλάου περιήλθε επ’

αρκετό σε ανυποληψία. Με τους Διογένη (στωικό) και τον

περιπατητικό Κριτόλαο αποτέλεσαν πρεσβεία των Αθηναίων που στάλθηκε το 156 π.Χ. στη Ρώμη. Η ρωμαϊκή νεολαία σαγηνεύτηκε από τη διαλεκτική του δεινότητα. Η Σύγκλητος τον έδιωξε για να μη διαφθείρει τη νεολαία. Τη Νέα Ακαδημία διηύθυνε από το 156 ως το 131 π.Χ. Επί των ημερών του η Ακαδημία αναγεννήθηκε.


Δεν έγραψε τίποτε. Η διδασκαλία του εμφανίζει δύο όψεις: α) την αρνητική: άσκησε δριμεία κριτική κατά του δογματικού στωικισμού με κύριο στόχο του το Χρύσιππο. β) Τη θετική: διατύπωσε την περί πιθανότητας διδασκαλία του. Πολεμώντας τους Στωικούς, υποστήριξε ότι δεν μπορεί να υπάρξει βεβαία γνώση, διότι ούτε οι αισθήσεις μας ούτε η απόδειξη παράγουν βεβαιότητα. Ακόμη και η απόδειξη αφήνει αμφιβολίες, αφού στηρίζεται σε αναπόδεικτες αξιωματικές προτάσεις. Αλλά και τις περί θεού προνοίας και λόγου δοξασίες των Στωικών ανέτρεπε. Υποστηρίζει ότι οι αντιλήψεις τους γι’ αυτά περιέχουν αντιφάσεις. Στην περί σχετικότητας θεωρία του υποστηρίζει ότι μόνο στον άνθρωπο είναι δυνατή η γνώση των πιθανοτήτων. Υπάρχουν τρεις βαθμοί πιθανότητας που συνοδεύουν τις «φαντασίες» (δηλ. τις παραστάσεις που μας παρέχει ο εξωτερικός κόσμος): α) Τον κατώτατο βαθμό παρουσιάζουν οι παραστάσεις που φαίνονται «πιθανές», β) στον αμέσως ανώτερο βαθμό αξιοπιστίας ανήκουν εκείνες που η πιθανότητα αξιοπιστίας τους δεν αμφισβητείται από άλλες παραστάσεις, είναι δηλ. απαλλαγμένες από αντιφάσεις. γ) Στόν τρίτο και υπέρτατο βαθμό αξιοπιστίας φθάνουν οι παραστάσεις όταν είναι βεβαιωμένες από κάθε πλευρά, ονομάζονται δε «πιθαναί και απερίσπαστοι και περιωδευμέναι». Το γενικό διδαγμά του ήταν ότι η επιστήμη είναι δυνατή αλλ’ όχι ως γνώση του πραγματικού, αλλ’

ως

πιθανολόγηση βασιζόμενη στο σύνολο των παραστάσεών μας. 4. Κ λ ε ι τ ό μ α χ ο ς (187-109 π.Χ.): Γεννήθηκε στην Καρχηδόνα. Στην Αθήνα ήρθε το 147. Ήταν μαθητής του Καρνεάδη, τον οποίο και διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας (το 127). Ακολούθησε κατά βάση τη διδασκαλία του Καρνεάδη, την οποία ανέπτυξε στα περί τα 400 συγγράμματά του. Κανένα από αυτά, δυστυχώς, δε διασώθηκε. 5. Φ ί λ ω ν: Καταγόταν από τη Λάρισα. Το 88 π.Χ. πήγε στη Ρώμη. όπου χρημάτισε δάσκαλος του Κικέρωνα. Επανήλθε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 80 π.Χ. 6. Α ν τ ί ο χ ο ς ο Α σ κ α λ ω ν ί τ η ς: Επ’ αυτού η Ακαδημία επέστρεψε στην παλαιά πλατωνική παράδοση, χωρίς όμως τις έντονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε αυτή, στον Περίπατο και στη Στοά. Ο Αντίοχος μάλιστα έγραψε και μια έκθεση περί της ακαδημαϊκής, της περιπατητικής και της στωικής φιλοσοφίας, για να καταδείξει ότι οι διαφορές τους είναι μόνο λεκτικές και όχι ουσιαστικές. Πολέμησε με λογικά επιχειρήματα την πιθανοκρατία του Καρνεάδη και την αντίληψη των Σκεπτικών ότι είναι αδύνατη η γνώση. Η αλήθεια, λέει, πρέπει να ζητηθεί εκεί που συμφωνούν οι άξιοι φιλόσοφοι..


γ) Του Περιπάτου - Περιπατητικών: 1. Θ ε ό φ ρ α σ τ ο ς: Γεννήθηκε το 372 π.Χ. στην Ερεσό της Λέσβου. Νεότατος ήρθε στην Αθήνα. Μαθητής και στενός φίλος του Αριστοτέλη, μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής. Στην Αθήνα διατέλεσε και μαθητής του Πλάτωνα. Πέθανε το 286 π.Χ. Ο Αριστοτέλης του κληροδότησε τη βιβλιοθήκη του και αυτός την άφησε στο Νηλέα το Σκήψιο. Μετά από αυτό χάθηκε. Ο Θεόφραστος τιμήθηκε εξαιρετικά όχι μόνο από τους συγχρόνους του Αθηναίους, αλλά και από μεγάλους ηγεμόνες της εποχής του (Κάσσανδρο της Μακεδονίας, Πτολεμαίο της Αιγύπτου κ.ά.). Απέκτησε περί τους 2000 μαθητές. Από τα έργα του αναδύεται η δύναμη του πνεύματός του: παρατηρητικότητα, ευθυκρισία, ορθοφροσύνη. Ως πρός τις ιδέες του παρέμεινε προσηλωμένος στον Αριστοτέλη. Δεν περιφρονούσε τις υλικές απολαύσεις, τις ηδονές τις θεωρούσε ως χρήσιμη ανάπαυση, ενώ η απόλυτη ευτυχία ανήκει μόνο στο θείο. Πολύ σημαντικότερο υπήρξε, όμως, το επιστημονικό του έργο. Σε αυτό προχώρησε πέρα από τον Αριστοτέλη. Ασχολήθηκε με όλους τους κλάδους της επιστήμης. Διασώθηκε κατάλογος των 240 περίπου έργων του: Ως εμάς από αυτά διασώθηκαν μόνο τα εξής: 1) «Αι περί φυτών ιστορίαι», 2) «Περί φυτών αιτιών», 3) «Περί λίθων», 4) «Περί αισθήσεων και αισθητών» και 5) «Χαρακτήρες». Διασώθηκαν καί πολλά αποσπάσματα από άλλα έργα του. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια συνολική, κατά το δυνατόν, εικίνα για τις ιδέες και θεωρίες του. 2. Άλλοι μαθητές του Αριστοτέλη: α) Εύδημος από τη Ρόδο, β) Αριστόξενος από τον Τάραντα, γ) Δικαίαρχος από τη Μεσσήνη, δ) Δημήτριος ο Φαληρέας (ήταν και πολιτικός), ε) Διοκλής, γιατρός, από την Κάρυστο, καί στ) Φαινίας από την Ερεσό. Αυτοί συνέχισαν την έρευνα και την προαγωγή των επιστημών, σύμφωνα με τις παραδόσεις της Σχολής. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε ν’ ασκούν κριτική σε ορισμένα σημεία της αριστοτελικής διδασκαλίας. 3. Σ τ ρ ά τ ω ν: Μαθητής και διάδοχος του Θεοφράστου στη διεύθυνση της Σχολής (286-270 π.Χ.). Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη των φυσικών προβλημάτων, γιαυτό ονομάστηκε «φυσικός». Εγραψε πολλά έργα φυσικής, ηθικής και λογικής. Θεωρείται ιδρυτής του φυσιοκρατικού πανθεϊσμού. 4. Λ ύ κ ω ν: Γεννήθηκε περί το 300 στην Τρωάδα. Ηγήθηκε της Περιπατητικής Σχολής από το 270 ως το 225 π.Χ., ως διάδοχος του Στράτωνα. Οργάνωνε εύθυνα συμπόσια. Ζούσε πολυτελώς κι επιδεικτικά. Συνδέθηκε φιλικά με τους βασιλείς Ευμένη και Άτταλο, από τους οποίους απέσπασε γενναίες χορηγίες για τη Σχολή του. Ήταν φιλαθλος. Επί των ημερών του η φιλοσοφία παρήκμασε. 5. Κ ρ ι τ ό λ α ο ς: Γεννήθηκε στη Φάσηλι της Λυκίας. Άκμασε κατά το Β΄ αι. π.Χ. Διευθυντής της Σχολής χρημάτισε από το 180 ως το 170 π.Χ., ως διάδοχος του Αριστίωνα του Κείου. Σε αντίθεση με το Λύκωνα, χαρακτηρίζεται για την πρωτοτυπία στη διδασκαλία του, άνοιξε δε επιστημονικούς δρόμους στην έρευνα.


6. Δ ι ό δ ω ρ ο ς: Καταγόταν από την Τύρο. Έζησε κατά το Β΄ π.Χ. αι. Μαθητής του Κριτολάου, τον οποίο και διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Σχολής. 7. Ι ε ρ ώ ν υ μ ο ς: Γεννήθηκε στη Ρόδο και έζησε στην Αθήνα ανάμεσα στο 290 και το 230 π.Χ. Έγραψε πολλά έργα, όπως: α) «Περί εποχής» (όπου υποστηρίζει το αδύνατο της γνώσης και της εύρεσης της αλήθειας), β) «Περί μέθης», γ) «Περί Ισοκράτους», δ) «Περί ηθικής» (όπου υποστηρίζει ότι ύψιστο αγαθό είναι το να ζει κανείς άκοπα και ήρεμα, χωρίς να επιδιώκει την ηδονή) κ.ά. Μόνο αποσπάσματα από έργα του διασώθηκαν. 8. Άλλοι σχολάρχες: α) Αρίστων ο Κείος, διάδοχος του Λύκωνα (225-180 π.Χ.), β) Έρμιππος από τη Σμύρνη, και γ) Σωτίων από την Αλεξάνδρεια. Από τα παραπάνω προκύπτει εύκολα ο σταδιακός μαρασμός της αριστοτελικής φιλοσοφίας μετά το θάνατο του μεγάλου ιδρυτή της. Και τούτο διότι ο Περίπατος δεν έγινε ποτέ σύστημα με δεσμευτικές αρχές. Ίσως, όμως, η βαθύτερη αιτία να βρίσκεται στον ίδιο τον αριστοτελισμό, δηλ. στο πολυσήμαντο του αριστοτελικού έργου. Έτσι, και στον Περίπατο την πρώτη θέση πήρε σταδιακά η Ηθική. Την ανόθευτη αριστοτελική παράδοση συνέχισαν μόνο οι Εύδημος, Θεόφραστος και μερικοί από τους άμεσους μαθητές τους. δ) Των Κυνικών: 1. Κ ρ ά τ η ς: Γεννήθηκε στη Θήβα. Γιος του Ασκώνδα. Άκμασε περί το 330 π.Χ. Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη. Καίτοι πλουσίας καταγωγής, έζησε φτωχικά. Έμπαινε αυθαίρετα στα ξένα σπίτια, γιαυτό αποκλήθηκε από τους συγχρόνους του «θυρεπανοίκτης». Επειδή, όμως, ήταν πράος, ήταν σε όλους αγαπητός. Επισκέφθηκε πολλές φορές την Αθήνα. Ο τελευταίος σημαντικός εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας. Δάσκαλος του στωικού Ζήνωνα. 2. Δ η μ ή τ ρ ι ο ς: Έζησε τον Α΄ μ.Χ. αι. Κατ’ αυτόν, το μόνο αγαθό στον κόσμο είναι η αρετή. Αυτή αποκτιέται με την υλική και πνευματική αυτάρκεια. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να επιδιώκει: τον πλούτο, τη φήμη, τη δόξα, τη σοφία και τις γνώσεις. Ν’ αρκείται σε όσα έχει, στα στοιχειώδη. Ήταν αθυρόστομος, βωμολόχος, υβριστής και περιπαίχτης όλων, ακόμη και του Νέρωνα. Γιαυτό υπέστη διωγμούς κι εξορίες. 3. Δ η μ ώ ν α ξ (Β΄ αι. μ.Χ.): Γεννήθηκε στην Κύπρο κι έζησε στην Αθήνα. Ήταν ευγενικής καταγωγής, έζησε όμως λιτά. Μαθητής των Αγαθοβούλου, Δημητρίου, Επικτήτου και Τιμοκράτη. Δεν ήταν καθαρόαιμος κυνικός φιλόσοφος, αλλά μάλλον εκλεκτικός: ως πρός ήθος σωκρατικός, ενώ ως προς τον τρόπο διαβίωσης κυνικός. Πράος, εύθυμος, ακέραιος, αθυρόστομος και ταπεινός. Φρονούσε ότι ευδαίμονας είναι ο ελεύθερος. Πνεύμα σπινθηροβόλο και φιλοσοφημένο.


ε) Των Επικουρείων: Μαζί με τους στωικούς αποτελούν κατά την Ελληνιστική περίοδο τα κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα. Ανάμεσα στις δύο φιλοσοφικές σχολές υπάρχουν και ομοιότητες και διαφορές. Κοινά σημεία: Στο πρόβλημα της ουσίας και στο πρόβλημα της πράξης: Καταπολεμούν την ιδεοκρατία, με την ηθική τους επιδιώκουν να οδηγήσουν το άτομο στη γαλήνη της ψυχής. Διαφορές: Οι στωικοί αντλούν ιδέες και από την Ανατολή, ενώ οι Επικούρειοι αρκούνται στις ενδοελληνικές πηγές (ιωνική Φυσική και αρχαϊκή λιτότητα και αυτάρκεια του ανθρώπου). Ακόμη: οι πρώτοι αποδέχονται την πρόνοια και την ειμαρμένη, ενώ οι δεύτεροι αντιτάσσουν την ελευθερία της βούλησης. 1. Ε π ί κ ο υ ρ ο ς (341-270 π.Χ.): Γεννήθηκε στη Σάμο. Γιος του Νεοκλή και της Χαιρεστράτης, κληρούχων Αθηναίων που εγκαστάθηκαν στη Σάμο το 352 π.Χ. Ιδρυτής της Σχολής και αρχηγός των Επικούρειων. Στην Αθήνα ήρθε στα 18 του, σε μια σημαντική χρονική στιγμή (θάνατος Μ. Αλεξάνδρου, αγώνες των Αθηναίων για ανεξαρτησία έναντι των Μακεδόνων, η οικογένειά του καταδιωγμένη βρέθηκε στον Κολοφώνα, όπου πήγε αργότερα και ο ίδιος). Επανήλθε , όμως, στην Αθήνα γύρω στα 35 του, αφού πέρασε (και έζησε) από τη Λάμψακο και τη Μυτιλήνη. Στην τελευταία το 310 ίδρυσε Σχολή, την οποία αργότερα μετέφερε στή Λάμψακο και το 306 στην Αθήνα, όπου ήκμασε με το όνομα «Κήπος», από την ονομασία της θέσης όπου εγκαταστάθηκε. Έμεινε άγαμος. Η διδασκαλία του βρήκε μεγάλη ανταπόκριση. Ο «Κήπος» εξελίχθηκε σε ειρηνική κοινότητα, μακριά από την πολιτική, συντηρητική της ελληνικότητας και της ανθρωπιάς. Η φιλοσοφία για τον Επίκουρο πρέπει να συμβάλλει στην ευτυχία του ανθρώπου. Σκληρός επικριτής όλων των προ αυτού μεγάλων (Ομήρου, Αισχύλο, Σοφιστών, Σωκράτη. Πλάτωνα κτλ.), κατηγορώντας τους ότι με τα μυθεύματά τους έφεραν στο νου των ανθρώπων το σκοτάδι και στην ψυχή το φόβο. Η ουσία βρίσκεται στην αίσθηση. Οι γνώσεις βασίζονται στις αισθήσεις. Αυτές δεν μας απατούν. Νόηση και αίσθηση συμβαδίζουν. Τα πράγματα εκπέμπουν σωματίδια και οι αισθήσεις μας αντιδρούν σαν δέκτες σε αυτές τις «ακτινοβολίες». Στη φυσική ακολουθεί τους Ατομικούς. Ο κόσμος αποτελείται από άτομα και κενό. Τα άτομα είναι σταθερά κι αμετάβλητα μέρη της ύλης. Τίποτε δε γίνεται από το μηδέν. Το σύμπαν είναι άναρχο και αιώνιο. Υπάρχουν αμέτρητοι κόσμοι, ίδιοι ή διαφορετικοί μέ/από το δικό μας. Ζωή υπάρχει παντού. Και η ψυχή είναι σώμα, αποτελούμενη από λεπτά μόρια και είναι διάχυτη σε όλο το σώμα. Όταν χωριστεί από το σώμα σκορπίζεται: ούτε κινείται ούτε αισθάνεται πλέον. Υπάρχουν θεοί, αλλ’ αδιαφορούν για τους ανθρώπους και τον κόσμο.


Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη Μετεωρολογία, γιατί πίστευε ότι με τις εξηγήσεις που δίνει στα φυσικά φαινόμενα διαλύει τους μύθους και λυτρώνει τον άνθρωπο από το άγχος. Διερευνά όλα τα φυσικά φαινόμενα και δίνει απαντήσεις. Δέχεται ότι ο Ηλιος και τ’ αστέρια έχουν το μέγεθος που βλέπουμε. Η Σελήνη είναι αυτόφωτη, μπορεί όμως και να δανείζεται το φως της από τον Ηλιο. Οι αστραπές προκακλούνται από την τριβή ή τη σύγκρουση των νεφών κ.ά. Ηθική διδασκαλία του: Δεν υπάρχει ευτυχία χωρίς καθαρή καρδιά. Κορυφαίο ιδανικό είναι η γαλήνη της ψυχής.Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην ψυχική γαλήνη και στην οργανική ηδονή. Η ηδονή είναι δεμένη με τη φύση μας, ενώ ο πόνος είναι εχθρός της. Βάζοντας την ηδονή ως σκοπό της ζωής, διευκρινίζει ότι δεν εννοεί τις απολαύσεις των ασώτων αλλά την απονία του σώματος και την απραξία της ψυχής. Αυτά κρύβονται στο «Λάθε βιώσας», μακριά από τη δημοσιότητα και την πολυπραγμοσύνη, στην αφάνεια. Όσο για το θάνατο, είναι ανοησία να τον φοβάσαι. Χρειάζεται συμφιλίωση με την ιδέα του. Θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Όσο ζούμε απουσιάζει. Όταν εκείνος είναι παρών εμείς δε ζούμε. Συγγράμματα: Κατατάσσεται στους πολυγραφότερους συγγραφείς της αρχαιότητας. Εργα του: Περί φύσεως, Περί ατόμων και κενού, Περί έρωτος, Συμπόσιον, Προγνωστικόν κ.ά.π. Από αυτό το συγγραφικό του όγκο σώθηκαν μόνο τρεις επιστολές: α) Προς Ηρόδοτον (αποτελεί περίληψη των φυσικών του δοξασιών), β) Προς Πυθοκλέα (περιέχει τα της Μετεωρολογίας του), και γ) Πρός Μενοικέα (περιέχει τις δοξασίες του «περί βίων»). Σώθηκαν και πολλά αποφθέγματά του. 2. Διάδοι - Μαθητές: Το έργο του Επικούρου συνέχισαν (ως διευθυντές του «Κήπου») κατά την αντίστοιχη περίοδο οι: α) Έρμαρχος (271-240 μ.Χ.), β) Πολύστρατος (240-210 π.Χ.), γ) Διονύσιος (210-180 π.Χ.), δ) Βασιλείδης ((180-150 π.Χ.) που επιδόθηκε στα Μαθηματικά, ε) Απολλόδωρος ο Αθηναίος, γνωστός και ως Κηποτύραννος (150-120 π.Χ.), ο οποίος έγραψε περισσότερα από 400 βιβλία, το δε έργο του «Συναγωγή των δογμάτων» αποτέλεσε την ιστορία της φιλοσοφίας από την επικουρική σκοπιά, στ) Δημήτριος ο Λάκωνας (120-90 π.Χ.) που έγραψε: «Περί ρητορικής», «Περί γεωμετρίας», «Περί Πολυαίνου απορίας» κ.ά., ζ) Ζήνων ο Σιδώνιος, ο κορυφαίος Επικούρειος του Α΄

π.Χ. αι., με κύρια

ενασχόληση το λογικά, τα φυσικά και ηθικά προβλήματα, η) Φαίδρος (περί το 90 π.Χ. δίδασκε στη Ρώμη επικουρισμό), θ) Σίρων, δάσκαλος του Βιργιλίου και του Βάρου, και ι) Φιλόδημος (έζησε το 110-28 π.Χ.), από τα Γάδαρα της Κοίλης Συρίας. Επηρέασε τους Οράτιο, Βάρο και Βιργίλιο. 3. Μ η τ ρ ό δ ω ρ ο ς (330-277 π.Χ.): Από τους προσφιλέστερους μαθητές του Επικούρου. Εγραψε: «Περί αισθήσεων», «Περί Επικούρου αρρωστίας», «Περί πλούτου» κ.ά. Σώζονται μόνο ελάχιστα αποσπάσματα.


4. Λ ο υ κ ρ ή τ ι ο ς ή Λ ο κ ρ ή τ ι ο ς Τ ί τ ο ς Κ ά ρ ο ς (98-54 π.Χ.): Συνδέεται με τη μεταφύτευση του Επικουρισμού στη Ρώμη. Η δυνατότερη επικουρική φωνή στο λατινικό κόσμο. Ποιητής. Τραγούδησε την επικουρική Φυσική και πολέμησε το μίσος, την αμάθεια και τις δισειδαιμονίες στο μεγαλόπνοο φιλοσοφικό του ποιήμα «Περί φύσεως». Το ποίημα αυτό προσφωνείται ως απευθυνόμενο προς κάποιον Γάιο Μόμμιο. Ανήκε στην τάξη των ιππέων, αλλά δεν αναμίχθηκε στην πολιτική. Απαισιόδοξος και μελαγχολικός εκ φύσεως. 5. Επικούρεια επίδραση είχαν και οι: Βιργίλιος, Μάρκος Αυρήλιος, Οράτιος, Τίβουλλος, Σενέκας και Μουσσώνιος στ) Της Στοάς - Στωικών: Ιδρύθηκε από το Ζήνωνα τον Κιτιέα το 301 π.Χ. και στεγάστηκε στην Ποικίλη Στοά της Αγοράς των Αθηνών. Εντεύθεν και το όνομά της. Προϊόν καθ’ αυτό των Ελληνιστικών χρόνων και των συνθηκών που κατ’ αυτούς δημιουργήθηκαν. Ενώ δε είναι εξωελληνικής προέλευσης και φιλοσοφικό ρεύμα έξω από το ελληνικό πνεύμα, εντούτοις η ένταξη της Στοάς στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση υπήρξε πλήρης. Ο Στωικισμός διαμορφώθηκε ως αντίδραση στα σύγχρονά του συστήματα του Επικουρισμού και του Σκεπτικισμού. Στον ατομικό-μηχανιστικό υλισμό του Επικούρου αντέταξε τον δικό του τελεολογικό

υλισμό,

και

στο

σκεπτικισμό

του

Πύρρωνα

αντέταξε

έναν

πνευματικότερο ορθολογικό εμπειρισμό. Τρεις είναι οι βασικοί πυλώνες της στωικής φιλοσοφίας: α) Η στωική Λογική: Διαμορφώθηκε με αφετηρία την ονοματοκριτική διδασκαλία του κυνικού Αντισθένη και των Μεγαριτών φιλοσόφων ότι δεν υπάρχει τίποτε το νοητό, ειμή μόνο τα αισθητά. Η Λογική είναι αυτόνομος φιλοσοφικός κλάδος. Αποστολή της η απόκτηση της γνώσης των αποδεικτικών μεθόδων, με τις οποίες φθάνουμε στην αλήθεια. Η Λογική διαιρείται σε ρητορική και διαλεκτική. Νέοι όροι: «κατάληψις» και «καταληπτική φαντασία». Θεμελιωτής της στωικής Λογικής ήταν ο Χρύσιππος. β) Η στωική Φυσική: Η μόνη αληθινή ουσία είναι η φύση. Γιαυτό το σύστημά του λέγεται μονιστικό. Επειδή δε η ουσία είναι υλική, ο στωικός μονισμός είναι υλιστικός. Επειδή, ακόμη, η αρχή των όντων, ο θεός, και ο κόσμος ταυτίζονται, ο μονιστικός υλισμός γίνεται πανθεϊστικός. Στο βαθμό που η φύση προσδιορίζεται απολύτως από το λόγο, είναι αιώνια, όταν όμως εξετάζεται κατά την ύλη, τη στοιχειακή υπόστασή της, γίνεται φθαρτή. γ) Η στωική Ηθική: Αποτελεί το κέντρο προς το οποίο συγκλίνουν οι άλλες δραστηριότητες της Στοάς. Κεντρικές έννοιες της στωικής Ηθικής: η φύση και ο λόγος. Απορρίπτουν την αισθησιακή απόλαυση του Επικούρου. Εισάγουν τις έννοιες του καθήκοντος και του κατορθώματος.


1. Ζ ή ν ω ν ο Κ ι τ ι ε ύ ς (334-262 π.Χ.): Γεννήθηκε στο Κίτιο της Κύπρου. Εξαιτίας ενός ναυαγίου κατέληξε στην Αθήνα στα 22 του χρόνια. Εδώ γνώρισε την παιδεία κοντά στους Κράτητα τον κυνικό, Στίλπωνα και Διόδωρος τους Μεγαρείς, και Πολέμωνα και Ξενοκράτη, τους Ακαδημαϊκούς. Η Αθήνα, αν και ξένος, τον τίμησε με τα κλειδιά του άστεως, με χρυσό στεφάνι και με δημόσια ταφή. Τη Σχολή του, όπως είπαμε, τη στέγασε στην «Ποικίλη Στοά» της Αγοράς των Αθηνών. Οι μαθητές του αρχικά λέγονταν Ζηνώνειοι, νωρίς όμως καθιερώθηκε το «Στωικοί». Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε κυρίως στην Ηθική. Εντούτοις αυτός είναι που έβαλε τις βάσεις της στωικής Φυσικής και Λογικής. Σε αυτόν ανήκει και η διαίρεση της φιλοσοφίας σε Λογική, Φυσική καί Ηθική, αντί της αριστοτελικής σε θεωρητική, πρακτική και ποιητική. Αυτός εισήγαγε την «αυτάρκεια» της αρετής ως σκοπό της ζωής. Οι όροι «καθήκον» και «κατόρθωμα» είναι δικοί του. Αυτός διαμόρφωσε την πανθεϊστική θεολογία της Στοάς. Εργα του: Εγραψε πολλά, αλλά μόνο τους τίτλους τους γνωρίζουμε από το Διογένη το Λαέρτιο: «Περί του κατά φύσιν βίου», «Πολιτεία», «Περί ορμής», «Περί παθών», «Περί νόμου», «Περί όψεως», «Περί του όλου», «Καθολικά περί λέξεων» κ.ά. 2. Κ λ ε ά ν θ η ς (330-232 π.Χ): Γεννήθηκε στην Άσσο της Τρωάδας. Στην Αθήνα ήρθε ως πυγμάχος. Έγινε ο πιο αφοσιωμένος μαθητής του Ζήνωνα. Το 262 π.Χ. διαδέχτηκε τον τελευταίο στη διεύθυνση της Στοάς. Ήταν ο θρησκευτικότερος στωικός. Διαμόρφωσε τη Θεολογία σε ειδικό κλάδο της Φιλοσοφίας. Διακρινόταν για τη συστηματικότητα της σκέψης του και για τη βραχύλογη διατύπωση της διδασκαλίας του. Ζούσε αυστηρά και ηθικότατα. Έβγαλε εξάνθημα στο χείλος του και αφέθηκε (οικειοθελώς) χωρίς τροφή και φάρμακα για να πεθάνει. Διδασκαλία: Αυτός πρώτος ονόμασε τη θεϊκή ουσία «πνεύμα». Αυτός διατύπωσε το δόγμα της «εκπυρώσεως» και της «ζωτικής θερμότητος» που συνέχει τον κόσμο. Πρώτος αυτός, επίσης, εισήγαγε τη σημαντικότατη έννοια του «λεκτού»: αντιστοιχεί στη θεωρία της εποχής μας περί ιδεωδών* η σημασία που αντιστοιχεί στις λεκτικές εκφράσεις. Η σημασία αυτής της θεωρίας έγκειται στο ότι αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός αυτόνομου κόσμου που απαρτίζεται από τό σύνολο των «ουσιωδώς νοουμένων σημασιών». Εισήγαγε νέα, εξαμερή, διαίρεση της φιλοσοφίας: διαλεκτική, ρητορική, ηθική, πολιτική, φυσική και θεολογία. Θεωρεί το πυρ ως ένεργητική και παθητική πρώτη αρχή και αιτία* το ταυτίζει με την άποιο ύλη και το θεό. Ως ηθικό προορισμό του ανθρώπου θεωρεί το να ζει σε αρμονία με τη φύση: «ομολογουμένως τη φύσει ζην», θεωρώντας ως φύση τη λογική και αρμονική τάξη που επικρατεί στο σύμπαν. Συγγράμματα: Διασώθηκαν περί τους 25 τίτλους συγγραμμάτων του: «Περί ορμής», «Περί αισθήσεως», «Προς Δημόκριτον», «Αρχαιολογία», «Περί αρετών», «Περί έρωτος», «Περί των απόρων» κ.ά.


3. Χ ρ ύ σ ι π π ο ς (280-210 π.Χ.): Ο κορυφαίος της στωικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στους Σόλους της Κιλικίας (κατ’ άλλη εκδοχή στην Ταρσό). Ήρθε στην Αθήνα και μαθήτευσε κοντά στο Ζήνωνα και τον Κλεάνθη. Τον τελευταίο διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Στοάς περί το 230 π.Χ., όπου δίδαξε περί το 20 χρόνια. Γνώριζε όλη την προ αυτού φιλοσοφία. Ο κατ’ εξοχήν λογικός φιλόσοφος. Θεμελίωσε λογικά όλα τα δόγματα του Στωικισμού. Οι Αθηναίοι, τιμώντας τον, του απένειμαν πολιτικά δικαιώματα, τα οποία και αποδέχτηκε. Τη διδασκαλία του τη γνωρίζουμε από αποσπάσματα των έργων του που διασώθηκαν. Τη Λογική τη δεχόταν ως αλλοίωση (ετεροίωση) της ψυχής, που προκαλείται από τα όντα. Η αντίληψη μας πληροφορεί για τις εσωτερικές καταστάσεις και ενέργειες. Από την αντίληψη παράγονται οι αναμνήσεις και από αυτές η εμπειρία, ενώ με τους συλλογισμούς φθάνουμε στις γενικές παραστάσεις (τις έννοιες). Ο κατηγορίες κατά το Χρ. ήταν 4: α) το «υποκείμενο» (η ουσία), 2) το ποιον ή ποιός (λόγος): «κοινώς ποιόν» και «ιδίως ποιόν». 3) το «πώς έχον» και 4) το «προς τι πώς έχον». Ως εσχάτη αιτία του κόσμου δεχόταν τον τελειότατο λόγο, το φιλανθρωπότατο ον, τη θεότητα. Συγγράμματα: Είναι παροιμιώδης η εργατικότητά του. Φέρεται ότι έγραψε περί τα 700 έργα, που όλα χάθηκαν. Σώθηκαν, όμως, πολλά αποσπάσματα, κυρίως από το «Περί αποφατικών προς Αρισταγόραν». Μερικοί από τους τίτλους των έργων του: «Περί των προσηγοριών», «Περί των πέντε πτώσεων», «Περί σολοικισμών», «Περί των ενικών και πληθυντικών εκφορών» κ.ά. 4. Άλλοι μαθητές του Ζήνωνα: α) Αρίστωνας από τη Χίο, β) Ήριλλος από την Καρχηδόνα, γ) Περσαίος από το Κίτιο, δ) Σφαίρος ο Βορυσθενίτης, ε) Διονύσιος ο Ηρακλεώτης και στ) Άρατος από τους Σόλους. 5. Μαθητές και διάδοχοι του Χυσίππου: α) Ζήνωνας από την Ταρσό, β) Διογένης από τη Βαβυλώνα, γ) Αρχέδημος από την Ταρσό (ιδρυτής της Στοάς στη Βαβυλώνα), δ) Αντίπατρος από την Ταρσό, ε) Ερατοσθένης και στ) Βόηθος από τη Σιδώνα: εισήγαγε αριστοτελικά στοιχεία στη στωική φιλοσοφία. ζ) Της Μέσης Στοάς (Β΄ και Α΄ αι. π.Χ.): Από το Ρόδιο Παναίτιο αρχίζει μια νέα περίοδος της στωικής φιλοσοφίας, γνωστή ως Μέση Στοά. Παρεκκλίσεις της από την κλασική στωική φιλοσοφία: α) στη διαίρεση της Φιλοσοφίας (κέντρο της γίνεται πλέον η Φυσική), β) απόρριψη της περιοδικής γένεσης και καταστροφής του κόσμου, γ) απόρριψη της θεωρίας για την εκπύρωση, δ) ο κόσμος δεν είναι ζωντανός οργανισμός, είναι όμως αιώνιος, ε) ο θεός βρίσκεται στον αιθέρα, στ) η ψυχή διαιρείται σε 6 μέρη. Αυτή η περίοδος κράτησε δύο αιώνες.


1. Π α ν α ί τ ι ο ς (180-110 π.Χ.): Καταγόταν από τη Ρόδο. Υπήρξε μαθητής του Αντιπάτρου και του Διογένη. Έζησε επ’ αρκετό στη Ρώμη, όπου ίδρυσε Στοά. Όταν το 137 πέθανε ο Αντίπατρος επέστρεψε στη Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση της Στοάς. Ήταν ο διασημότερος στωικός της εποχής του. Έγραψε πολλές πραγματείες: «Περί καθήκοντος», «Περί δικαστών», «Περί ησυχίας της ψυχής» κ.ά. Ως προς τα εξωτερικά στοιχεία του έργου τού Παναιτίου: συναντούμε σε αυτό τον πιο καλλιεργημένο λόγο* ως προς τα εσωτερικά το χαρακτήριζε η μεγαλύτερη ελευθερία απέναντι στην αρχαία παράδοση της Στοάς. Οι οπαδοί της νέας τάσης ήταν καθαρόαιμοι στωικοί. Πρόβαλλαν ως διαφορετικό έναν ηθικό νόμο, που με ελεύθερη αυτοδέσμευση καθορίζει η ανθρώπινη θέληση και αφήνει περιθώρια στην ανθρώπινη συνεργασία. 2. Π ο σ ε ι δ ώ ν ι ο ς (135-51 π.Χ.): Γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας. Μαθητής του Παναιτίου. Έζησε κυρίως και δίδαξε στη Ρόδο. Το 87 π.Χ. στάλθηκε με πρεσβευτική αποστολή στη Ρώμη. Πριν όμως εγκατασταθεί (το 97 π.Χ.) στη Ρόδο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο, στη Νουβία, στη Μασαλία και στην Ισπανία. Λόγω της ευρύτητας του επιστημονικού του έργου, δικαιούται το χαρακτηρισμό της οικουμενικότερης μετά τον Αριστοτέλη μορφής της ελληνικής επιστήμης. Διότι εκτός από τη Λογική, τη Φυσική και την Ηθική, ασχολήθηκε και με τα Μαθηματικά, τη Μαθηματική Γεωγραφία, τη Σεισμολογία, την Υδρολογία, την Ορυκτολογία, την Εθνογραφία, την Ιστορία, τη Γραμματική, την Αισθητική κτλ. Επανέφερε πολλές αντιλήψεις της κλασικής Στοάς. Άσκησε κριτική στην Ψυχολογία του Χρυσίππου. Κατ’ αυτόν, κόσμος είναι το σύστημα του ουρανού και της Γης και το σύνολο των φυσικών όντων ή ένα σύστημα αποτελούμενο από θεούς, ανθρώπους και από όσα προέρχονται από αυτούς. η) Της Σκεπτικής φιλοσοφίας ή Σκεπτικισμού ή Πυρρωνισμού: Πρόκειται για το φιλοσοφικό σύστημα που βασίστηκε στη διδασκαλία του Πύρρωνα του Ηλείου. 1. Π ύ ρ ρ ω ν. Γεννήθηκε περίπου το 360 π.Χ. στην Ηλεία όπου και πέθανε περίπου το 270 π.Χ. Μαθητής του Μεγαρικού φιλοσόφου Βρύσσωνα και του Αναξάρχου. Επηρεάστηκε και από τους δύο. Δεν έγραψε τίποτε. Η διδασκαλία του όμως, ιδίως μετά το θάνατό του, επεηρέσασε σημαντικά τη γενικότερη φιλοσοφική σκέψη. Σε αυτό συντέλεσαν οι πολυάριθμοι μαθητές του, μεταξύ των οποίων και οι: α) Τίμωνας (320-230 π.Χ.) από το Φλιάσιο, β) Εκαταίος από τα Αβδηρα, γ) Φίλωνας από την Αθήνα, δ) Νουμήνιος κ.ά.


Την ονομασία της αυτή η φιλοσοφία (Σκέψη) οφείλει στην απλή παρατήρηση μόνο των φαινομένων (σκέπτομαι = περισκοπεύω, κατοπτεύω, θεωρώ, ερευνώ). Σκοπός της αντίληψης αυτής είναι η «αταραξία». Όλα τα πράγματα είναι εξίσου αβέβαια και κατά την ουσία τους άγνωστα, γιαυτό και αδιάφορα. Οι κρίσεις και αντιλήψεις μας γι’ αυτά δεν είναι ούτε ορθές ούτε εσφαλμένες. Δεν απομένει συνεπώς παρά ν’ απέχουμε από την ερμηνεία των φαινομένων, αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν. Ο Σκεπτικισμός έχει ορισμένα κοινά σημεία με το Στωικισμό και τον Επικουρισμό. Μεταγενέστερος Σκεπτικισμός: Ο αρχικός Πυρρωνισμός δεν έμεινε στατικός. Μετά την πρώτη γενιά των μαθητών του Πύρρωνα, εμφανίστηκαν οπαδοί της σχολής του που έβαλαν τη δική τους σφραγίδα, οι κυριότεροι από αυτούς είναι: α) Αινησίδημος: ο κυριότερος συστηματικός του Σκεπτικισμού. Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια στα τέλη του Α’ π.Χ. αι., β) Αγρίππας, και προπάντων γ) Σέξτος Εμπειρικός (Β΄ π.Χ. αι.): η κυριότερη συστηματική πηγή για τη σκεπτική φιλοσοφία. Αυτός παρουσίασε το λογικό μέρος του Πυρρωνισμού ως την ιστορική βάση του Σκεπτικισμού, θεωρώντας ως τον κύριο και τελικό λόγο γένεσής του το άλυτο του γνωσεωθεωρητικού προβλήματος. Ο Σέξτος στο έργο του «Πυρρώνειοι υποτυπώσεις» καταλήγει σε δέκα «σκεπτικούς τρόπους»: α) στην ομάδα των πρώτων τεσσάρων («ο παρά την των ζώων εξαλλαγήν τρόπος», «ο παρά την των ανθρώπων διαφοράν», «ο παρά τας διαφόρους των αισθητηρίων κατασκευάς» και «ο παρά τας περιστάσεις») ανήκουν εκείνοι που αντιμετωπίζουν τις σκεπτικές ενστάσεις για την αβεβαιότητα της γνώσης από τη σκοπιά αυτού που κρίνει* β) οι υπόλοιποι έξι τρόποι («ο παρά τας θέσεις και τα διαστήματα και τους τρόπους», «ο παρά τας επιμιγάς», «ο παρά τας ποιότητας», «ο παρά το προς τι», «ο κατά τας συνεχείς /η σπανίους συγκυρήσεις» και «ο παρά τα ηθικά») αντιπροσωπεύουν τις σκεπτικές ενστάσεις από τη σκοπιά αυτού που κρίνεται. Ο τελευταίος από αυτούς στηρίζεται στις διαφορές και τις αντιθέσεις των ηθών, των μυθικών πίστεων των νόμων, των ηθικών διδασκαλιών κτλ. δ) Τίμωνας ο Φλιάσιος: Γεννήθηκε περί το 320-315 π.Χ.στα Μέγαρα όπου μαθήτευσε κοντά στο Στίλπωνα. Επανήλθε στη Φλιούντα όπου συνάντησε τον Πύρρωνα. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κατέληξε στην Αθήνα όπου δίδασκε μέχρι του θανάτου του. Πεζά έργα δεν έγραψε, ειμή ποιήματα: έπη, κωμωδίες, σατιρικά, δράματα κτλ. Πέθανε περί το 230 π.Χ. θ) Των Κυνικών: Οι κυνικοί αυτής της περιόδου κηρύσσουν την προσαρμογή στις διάφορες καταστάσεις της ζωής. Παρουσιάζουν τη ζωή με θεατρικό έργο, όπου καθένας παίζει το ρόλο του.


Από τους γνωστότερους κυνικούς αυτής της εποχής είναι: α) Βίων ο Βορυσθενίτης (Γ΄ π.Χ. αι.). Έγραψε με τρόπο σαρκαστικό διατριβές για το θυμό, την ταφή, τη σκλαβιά κτλ. β) Τέλης: Έγραψε για τη φτώχεια, τον πλούτο, την εξορία κτλ. γ) Μένιππος (Γ΄ π.Χ. αι.): Ο κυριότερος εκπρόσωπος της ανανεωμένης κυνικής φιλοσοφίας. Επηρέσε το Σενέκα, τον Ουάρρωνα και το Λουκιανό. Μαθητής του επικούρειου Κολώτη. Στον Κυνισμό οφείλεται η αναβίωση της γνωμολογικής ποίησης, που εκπροσωπείται από τους Φοίνικα, Κολοφώνιο, Μεγαλοπολίτη, Μελέγρο κ.ά.


Β΄. Π Α Ι Δ Ε Ι Α Βασικές αρχές: α) Παραμένουν ίδιες μ’ εκείνες των προηγούμενων εποχών, ιδιαίτερα δε της κλασικής: η παιδεία είναι χάρισμα θεϊκό και η αθανασία εξασφαλίζεται με τη μόρφωση. β) Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου: επιδιώκει την ισορροπία ανάμεσα στην πνευματική και στη φυσική αγωγή. 1. Π ρ ο σ χ ο λ ι κ ή α γ ω γ ή: Προσφερόταν από τους γονείς. Παραμένει εντούτοις ο ρόλος των τροφών, που συνήθως ήταν δούλες μη Ελληνίδες. Τα παιδιά μεγαλώνουν ακούγοντας παραμύθια. Παιγνίδια: κυρίως τα «κότσια», αλλά και μπάλες, κούκλες, ξύλινα αμαξάκια ή αλογάκια. Ιδιαίτερη πολιτειακή μέριμνα λαμαβανόταν για τα ορφανά παιδιά. 2. Β α σ ι κ ή ε κ π α ί δ ε υ σ η: Άρχιζε γύρω στα 7 χρόνια και κρατούσε ως τα 14. Για τους πλουσίους μπορούσε να παραταθεί και ως τα 21. Δεν ήταν υποχεωτική. Κεντρικό πρόσωπο ο παιδαγωγός: αυτός οδηγούσε το μικρό μαθητή στο σχολείο, προστατεύοντάς τον από κινδύνους. Συχνά ο παιδαγωγός-δούλος γινόταν και σύμβουλος του κυρίου του, επειδή λόγω της παρατεταμένης συναναστροφής τους, αναπτυσσόταν μια ιδιαίτερη σχέση. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα χωριζόταν σε τρεις παιδευτικούς κλάδους: του γραμματιστή, του κιθαριστή και του παιδοτρίβη. Κύκλοι μαθημάτων: α) Μουσική: λύρα, κιθάρα, κιθαρωδία (= τραγούδι με συνοδία κιθάρας), χορός. β) Φυσική αγωγή: Επίκεντρό της το «Γυμνάσιον» = γυμναστήριο. Η σωματική άσκηση ταυτιζόταν με τη σημερινή γυμναστική. Η φυσική αγωγή είχε χαρακτήρα αγωνιστικό και αθλητικό. Περιλάμβανε τ’ αγωνίσματα: δρόμος (στάδιο, δίαυλος = 2 στάδια, ίππιος = 4 στάδια, δόλιχος = δρόμος αντοχής), άλμα εις μήκος, δισκοβολία, ακόντιο, πάλη, πηγμαχία και παγκράτιο. γ) Μαθήματα του γραμματιστή: ανάγνωση και γραφή, καλλιγραφία και ορθογραφία. Αναπόσπαστο στοιχείο της σχολικής αγωγής οι σωματικές τιμωρίες, ενίοτε σκληρές. 3. Μ έ σ η ε κ π α ί δ ε υ σ η: Άρχιζε μετά τα 14 και διαρκούσε 3 χρόνια. Οι βάσεις αυτής της εκπαίδευσης τέθηκαν στην Αθήνα κατά τους μετακλασικούς χρόνους, συνδέεται δε με το πρόγραμμα των φιλοσοφικών σπουδών της. Δεν υπήρχε ενιαίο πρόγραμμα διδασκαλίας για όλα τα σχολεία. Κυρίαρχο ρόλο είχε ο «γραμματικός» (στη θέση του γραμματιστή της προηγούμενης φάσης), ένα είδος σημερινού φιλολόγου. Δίδασκε την παλαιά αττική διάλεκτο κι εκείνη του έπους. Η διδασκαλία συνδυαζόταν με ανάγνωση κι ερμηνεία ποιητικών έργων (ομηρικά έπη, τραγωδία, κωμωδία). Πεζογραφία δε διδασκόταν. Ο μαθητής μάθαινε να κλίνει ονόματα και ρήματα σε όλους τους τύπους. Το έργο της εκπαίδευσης συμπλήρωναν ο ρητοροδιδάσκαλος και ο μαθηματικός με αντίστοιχα μαθήματα.


4. Α ν ώ τ ε ρ η ε κ π α ί δ ε υ σ η: Δεν υπήρχαν πανεπιστήμια. Ανώτερης βαθμίδας μαθήματα και γνώσεις προσφέρονταν από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές, στις οποίες αναφερθήκαμε ήδη. Αυτή η δραστηριότητα αναπτύχθηκε κυρίως στην Αθήνα. Δεύτερο σε σπουδαιότητα κέντρο ανωτάτης παιδείας αναδείχθηκε κατά την υπόψη περίοδο η Αλεξάνδρεια. Εδώ συναντούμε το μοναδικό στην αρχαιότητα πνευματικό ίδρυμα με αμιγή δημόσιο χαρακτήρα, το Μουσείο. Περίφημη έγινε η Αλεξάνδρεια για τις ιατρικές σπουδές που αναπτύχθηκαν εκεί, με πρωτοπόρα τη σχολή του Ηροφίλου από τη Χαλκηδόνα, που άκμασε από τις αρχές του Γ μέχρι το τέλος του Α΄ π.Χ. αι. Στη Μ.Ασία σε σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο αναδείχτηκε η Πέργαμος. Από το τέλος του Β΄ π.Χ. αι. το σπουδαιότερο ελληνικό εκπαιδευτικό κέντρο, μετά την Αθήνα, ήταν η Ρόδος.

Γ΄. Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ε Σ Οι Πτολεμαίοι υπήρξαν οι συντελεστές της άνθησης της φιλολογικής επιστήμης στη/στα: α) Φιλολογία: Ως επιστήμη εμφανίζεται τον Γ΄ π.Χ. Φιλολογικές, όμως, ενασχολήσεις προϋπήρχαν, από την ομηρική σχεδόν εποχή. Στους προδρόμους της φιλολογικής επιστήμης ανήκει και ο Αριστοτέλης. Πραγματικός, εντούτοις, πρόδρομός της υπήρξε ο επικός και ελεγειακός ποιητής του Ε΄ π.Χ. αι. Αντίμαχος ο Κολοφώνιος. Η πλήρης άνδρωσή της, όμως, έγινε στην Αλεξάνδρεια των Ελληνιστικών χρόνων. Ο πρώτος αυθεντικός κριτικός των κλασικών κειμένων υπήρξε ο ποιητής Φιλιτάς από την Κω (β΄ μισό Δ΄ και αρχές Γ΄ π.Χ. αι.). Σε αυτόν ο Πτολεμαίος Α΄ ανέθεσε την εκπαίδευση του γιου του. Έργο του το «Ατακτοι γλώσσαι». Δεν έχει καμιά σχεση με την αλεξανδρινή σχολή. Εντούτοις το όνομά του συνδέθηκε άμεσα σχεδόν με την Αλεξάνδρεια. Και τούτο διότι η περίοδος της παραμονής του στην Αίγυπτο ως διδασκάλου του γιου του Πτολεμαίου συνέπεσε με τη μεταφορά στην Αλεξάνδρεια της πρωτεύουσας του κράτους. Κεφαλαιώδης ήταν η συμβολή των βασιλέων της Αιγύπτου της ανάδειξης της Αλεξάνδρειας σε πνευματικό φάρο για μια μακρά περίοδο. Αναδείχτηκαν σε μεγάλους προστάτες των γραμμάτων. Μετακάλεσαν κοντά τους διάσημους σοφούς. Διέθεσαν τεράστια ποσά για τη δημιουργία κέντρων φιλολογικών και άλλων σπουδών. Ανάμεσα σε αυτά περίλαμπρη θέση κατέχουν το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη. Στους πρωτεργάτες-θεμελιωτές της φιλολογικής επιστήμης ανήκουν, περισσότερο ή λιγότερο, οι παρακάτω: 1. Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς: Καταγόταν από την Πλευρώνα της Αιτωλίας. Τραγικός ποιητής. Αρχικά έζησε στην Αλεξάνδρεια και μετά το 283 π.Χ. μετέβη στη Μακεδονία, στην αυλή του Αντιγόνου Γοναρά.


2. Λ υ κ ό φ ρ ο ν α ς: Από τη Χαλκίδα. Ποιητής. Σώθηκε η τραγωδία του «Αλεξάνδρα». Έγραψε, μεταξύ άλλων, και το «Περί κωμωδίας»: πρόκειται μάλλον για κριτική ιστορία της κωμωδίας. Αποτελούνταν από 11 βιβλία. Το έργο είχε πολλά λάθη, γιαυτό και επικρίθηκε από τον Ερατοσθένη. 3. Ζ η ν ό δ ο τ ο ς: Γεννήθηκε περί το 325 π.Χ. στην Έφεσο. Μαθητής του Φιλιτά και δάσκαλος

του

Πτολεμαίου

Β΄.

Πρώτος

προϊστάμενος

της

Βιβλιοθήκης.

Δεσπόζουσα μορφή της αλεξανδρινής φιλολογικής επιστήμης. Στο γλωσσολογικό του έργο «Γλώσσαι» περιέλαβε δυσερμήνευτες ομηρικές λέξεις. Στο έργο του «Εθνικαί ονομασίαι» συγκέντρωσε διαλεκτικές εκφράσεις από λογοτεχνικά κείμενα. Οι διορθώσεις του στα έργα του Ομήρου είναι η πρώτη επιστημονική προσπάθεια προσέγγισης του αρχικού ομηρικού κειμένου. Αυτός πρώτος χρησιμοποίησε το κριτικό σημείο του οβελού (→). Με αυτό απέρριπτε όσους στίχους

είχαν

προστεθεί

στο

αυθεντικό

κείμενο.

Υπήρξε

πραγματικός

πρωτοπόρος. 4. Α π ο λ λ ώ ν ι ο ς ο Ρ ό δ ι ο ς: Ήκμασε κατά τον Γ΄ αι. π.Χ. Ποιητής και λόγιος. Επέκρινε το Ζηνόδοτο. Εκτός από τον Όμηρο ασχολήθηκε και με τους Αρχίλοχο και Ησίοδο. 5. Κ α λ λ ί μ α χ ο ς (305-240 π.Χ. περίπου): Καταγόταν από την Κυρήνη. Νέος ακόμη πήγε στην Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του στη Βιβλιοθήκη έγραψε το έργο του «Πίνακες των εν πάση παιδεία διαλαμψάντων και ων συνέγραψαν» σε 120 βιβλία. Πρόκειται για κατάλογο βιογραφιών συγγραφέων. Άλλο έργο του: «Πίναξ και αναγραφή των κατά χρόνους και απ’ αρχής γενομένων διδασκάλων». 6. Ε ρ α τ ο σ θ έ ν η ς (285-205 π.Χ. περίπου): Από την Κυρήνη. Διαδέχθηκε τον Απολλώνιο στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Αυτός πρώτος αυτοονομάστηκε «φιλόλογος». Κύριο έργο του το «Περί αρχαίας τραγωδίας» σε 12 βιβλία. Συνέχισε το έργο του Λυκόφρονα. Θεωρείται ως ο μεθοδικότερος κριτικός των κειμένων. Με το έργο του «Χρονογραφίαι» έβαλε τα θεμέλια της επιστημονικής χρονολόγησης. 7. Α ρ ι σ τ ο φ ά ν η ς (257-180 π.Χ. περίπου): Από το Βυζάντιο. Διαδέχτηκε τον Ερατοσθένη στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης. Μαθητής του Ζηνοδότου και του Καλλιμάχου και δάσκαλος του Αριστάρχου από τη Σαμοθράκη. Διέθετε τεράστια φιλολογική πολυμέρεια. Προώθησε σημαντικά τις φιλολογικές σπουδές. Στις κριτικές του παρατηρήσεις αντί ν’ απορρίπτει στίχους ως νόθους, έβαζε στο περιθώριο τη γνώμη του με κριτικά σημεία. Ήταν αυτός που καθιέρωσε τα σημεία στίξης, αν και πολλά από αυτά προϋπήρχαν. Σε αυτόν, όμως, οφείλεται ο τονισμός των λέξεων. Το έργο του που άφησε εποχή ήταν η κριτική έκδοση των λυρικών ποιητών. Γενικά με το έργο του άνοιξε μια καινούργια περίοδο στη φιλολογική επιστήμη.


8. Α ρ ί σ τ α ρ χ ο ς (217-145 π.Χ. περίπου): Από τη Σαμοθράκη. Διαδέχθηκε το 153 π.Χ. στη διεύθυνση της Βιβλιοθήκης τον Απολλώνιο. Ήταν ο περιφημότερος από τους μαθητές του Αριστοφάνη. Το 145 πήγε στην Κύπρο όπου κι έμεινε ως το θάνατό του. Οδήγησε τη φιλολογική επιστήμη στο αποκορύφωμά της. Ονομάστηκε «γραμματικότατος». Το έργο του περιλαμβάνει «διορθώσεις», «υπομνήματα» και «συγγράμματα» στον Όμηρο και άλλους συγγραφείς. Καίτοι είναι κατ’ εξοχήν ομηρικός φιλόλογος, σημαντική είναι η αξία των επισημάνσεών του και πάνω σε άλλους συγγραφείς: επικούς, λυρικούς και δραματικούς ποιητές, αλλά και στους Ηρόδοτο και Θουκυδίδη. Άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο εκπρόσωπος ολόκληρης της αλεξανδρινής σχολής. 9. Άλλοι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι: α) Αμμώνιος (β’ μισό Β’ π.Χ. αι.). Διάδοχος του Αριστάρχου. β) Απολλόδωρος: Γεννήθηκε στην Αθήνα περί το 180 π.Χ. Έζησε στην Αθήνα, στην Αλεξάνδρεια (156-‘45 π.Χ.) και στο Πέργαμο (144/3-138/33) και πάλι στην Αθήνα. Ο ικανότερος από τους μαθητές του Αριστάρχου. Άνδρας λόγιος με ευρύτατη γνώση και πλατιά ενδιαφέροντα. γ) Διονύσιος (170-90 π.Χ. περίπου): Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Θράκες γονείς κληρούχους. Είναι ο μόνος συγγραφέας των Ελληνιστικών του οποίου σώζεται ολόκληρο το συγγραφικό έργο, η «Τέχνη γραμματική». Μαθητής του Αριστάρχου. Ορίζει τη γραμματική ως «εμπειρία των παρά ποιηταίς τε και συγγραφεύσιν ως επί των λεγομένων». Το έργο αυτό καθιερώθηκε έκτοτε και διατηρήθηκε σε χρήση μέχρι την Αναγέννηση. δ) Δίδυμος (80-10 π.Χ.): Αλεξανδρέας την καταγωγή. Συνόψισε το έργο των Αλεξανδρινών φιλολόγων. Οπαδός του Αριστάρχου. Διέπρεψε κυρίως στη λεξικογραφία. Ανεκτίμητη είναι η προσφορά του για το απέραντο λογοτεχνικό, ιστορικό, μυθολογικό και βιογραφικό υλικό που περιέλαβε στα υπομνήματά του. 10. Κ ρ ά τ η ς: Από το Μαλό της Κιλικίας. Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των γραμμάτων στο Πέργαμο, που άνθησαν ως το 133 π.Χ. Κρίσιμο ρόλο σε αυτό έπαιξε η περίφημη βιβλιοθήκη του Περγάμου που ίδρυσε ο Ευμένης Β΄ με τη συμβολή και του Κράτη. Το 168 π.Χ. στάλθηκε στη Ρώμη από τον Ευμένη Β΄, ικανοποιώντας επιθυμία των Ρωμαίων προκειμένου να μεταφέρει κι εκεί τις ελληνικές φιλολογικές αναζητήσεις. Δεν είναι βέβαια αν υπήρξε ομηριστής. Ακολούθησε τις γλωσσικές αρχές των στωικών, υιοθετώντας εκείνη της «ανωμαλίας» (ακραία εκδοχή της αλληγορικής μεθόδου ερμηνείας) παράλληλα με την αλληγορική, αντιμαχόμενος έτσι τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους.

Του

αποδίδονται δυο μονογραφίες: τα «Διορθωτικά» (κριτική του ομηρικού κειμένου), τα «Ομηρικά» (κοσμολογικά και γεωγραφικά προβλήματα). Υπήρξε πάντως πολυμερέστατος φιλόλογος, ασχοληθείς και με τα ποιήματα του Ησιόδου,, την κωμωδία, τα «Φαινόμενα» του Αράτου και τον Αλκμάνα.


β) Μαθηματικά: Η Ελληνιστική εποχή δεν ήταν μόνο η γενέτειρα της φιλολογικής επιστήμης αλλά και της άνθησης των ελληνικών Μαθηματικών. Για την προηγούμενη περίοδο ελάχιστα γνωρίζουμε, και αυτά κυρίως από το μαθητή του Αριστοτέλη Εύδημο (π.χ. από αυτόν μαθαίνουμε ότι οι Πυθαγόρειοι απέδειξαν ότι το άθροισμα των γωνιών κάθε τριγώνου ισούται με δύο ορθές). Επίσης κατ’ αυτή διασώθηκε ένα πολύτιμο για την ιστορία των Μαθηματικών απόσπασμα από το έργο του Ιπποκράτη του Χίου, μεγάλου προευκλείδειου μαθηματικού. Πρόκειται για μαθηματική απόδειξη του Ιπποκράτη. Δύο μαθηματικές φυσιογνωμίες δεσπόζουν κατά την περίοδο αυτή, οι οποίες και διεμβόλισαν έκτοτε και μέχρι σήμερα τη μαθηματική επιστήμη, οι Ευκλείδης και Αρχιμήδης. Προηγουμένως όμως δυο λόγια για μια προγενέστερη σημαντική μαθηματική φυσιογνωμία, το Μέναιχμο: Μαθητής του Πλάτωνα. Έζησε τον Δ΄ π.Χ. αι. Διάσημος γεωμέτρης, αλλά και αστρονόμος. Αυτός έλυσε το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου. Θεωρείται ως ένας από αυτούς που ανακάλυψαν τις κωνικές τομές. 1. Ε υ κ λ ε ί δ η ς: Δεν πρέπει να συγχέεται με τον προγενέστερό του συνώνυμο Μεγαρικό φιλόσοφο και μαθητή του Σωκράτη. Ο παρών ήκμασε γύρω στο 300 π.Χ. Εζησε στην Αλεξάνδρεια. Ηταν ένας από τους πρώτους λογίου που εργάστηκαν στο Μουσείο και τη Βιβλποθήκη. Πιθανόν να δίδαξε και Μαθηματικά. Κέρδισε την επιστημονική αθανασία ως γεωμέτρης, και ειδικότερα από το σχετικό έργο του «Στοιχεία». Είναι κάτι ανάλογο με τις σύγχρονες «Επιτομές» ή «Εισαγωγές» σε κάποιο επιστημονικό κλάδο. Τα «Στοιχεία» χωρίζονται σε δύο μέρη: Στο πρώτο παρατίθενται αναπόδεικτες αρχές: ορισμοί, αξιώματα και αιτήματα. Στο δεύτερο περιλαμβάνονται μαθηματικοί ισχυρισμοί: προτάσεις, θέσεις ή θεωρήματα (προβλήματα). Οι προτάσεις-θεωρήματα αποδεικνύονται από τις προηγηθείσες αρχές, ενώ τα προβλήματα-θέματα λύνονται με τη βοήθεια των αναπόδεικτων αρχών. Χάρη κυρίως στο έργο του Ευκλείδη τα Μαθηματικά έγιναν αληθινή επιστήμη όπως την εννοούμε σήμερα. Πολύ συντέλεσε σε αυτό και η Ελεατική φιλοσοφία. Η ανθρωπότητα έκτοτε και μέχρι πρόσφατα διδασκόταν (χωρίς φυσικά ακόμα ν’ αντικατασταθεί πλήρως, απλά σε πολλά ξεπεράστηκε από τη σύγχρονη πρόοδο) την περίφημη «Ευκλείδεια Γεωμετρία». Πρόκειται για μοναδικό επίτευγμα για την εποχή. Τα «Στοιχεία» αποτελούνται από 15 βιβλία, αλλά τα δύο τελευταία είναι μεταγενέστερα του Ευκλείδη. Τ πρώτα 6 βιβλία αναφέρονται στη στοιχειώδη Γεωμετρία. Τα τρία επόμενα ασχολούνται με την Αριθμητική, όπου επικρατεί η θεωρία των αναλογιών. Το 10ο («Περί των ασσυμέτρων») είναι το εξοχότερο από όλα. Τα 11 ο13ο ασχολούνται με τη Στερεομετρία.


Η συνεισφορά, όμως, του Ευκλείδη δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό. Σημαντική θέση για τη ιστορία της Άλγεβρας κατέχει το έργο του «Διδόμενα». Εγραψε ακόμη: α) Το «Ψευδάρια» (αναφέρεται στα λογικά λάθη στα Μαθηματικά) και β) το «Πορίσματα». 2. Α ρ χ ι μ ή δ η ς (287-212 π.Χ.): Γεννήθηκε στις Συρακούσες. Ο πατέρας του ήταν αστρονόμος, πλούσιος. Πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου σπούδασε. Εκεί γνώρισε τον αστρονόμο Κόνωνα από τη Σάμο. Πρόκειται για τον κορυφαίο μαθηματικό της αρχαιότητας. Πολλές από τις μαθηματικές ανακαλύψεις του ανακοίνωνε με επιστολές στο φίλο του Κόνωνα, χωρίς όμως τις αντίστοιχες λύσεις-αποδείξεις. Τους συγχρόνους του εντυπωσίασε προπάντων με τις τεχνικές εφευρέσεις του. Ο ίδιος όμως δεν έτρεφε εκτίμηση γι’ αυτές, χαρακτηρίζοντάς τες ως «Γεωματρίας παιζούσης πάρεργα». Ο τύραννος, όμως, των Συρακουσών Ιέρωνας τον έπεισε να καταγίνει με τις μηχανικές κατασκευές-εφευρέσεις. Ανέθεσε δε στον Αρχιμήδη να προσδιορίσει την περιεκτικότητα του χρυσού στο χρυσό του στεφάνι, αν δηλ. κατα την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ο χρυσός που συμφωνήθηκε και διατέθηκε. Αυτό το πρόβλημα έδωσε στον Αρχιμήδη την αφορμή να ανακαλύψει και διατυπώσει τη γνωστή αρχή: Κάθε σώμα που βυθίζεται στο νερό χάνει από το βάρος του τόσο, όσο είναι το βάρος του νερού που εκτοπίζει = ειδικό βάρος κάθε σώματος. Μολονότι τα έργα του που αναφέρονται στη Στατική των απλών μηχανών και στην Υδροστατική χάθηκαν, εντούτοις μπορούμε να τα ανασυνθέσουμε εν πολλοίς με βάση τα έργα των Αλεξανδρινών Ήρωνα και Πάππου. Άλλες επινοήσεις του Αρχιμήδη: α) το μοχλό (Δος μοι πα στω και τα γαν κινάσω»)* β) την ελικοειδή αντλία, τον «κοχλία», για την τεχνική ανύψωσης του νερού κτλ.* γ) το Πλανητάριο: λειτουργούσε με νερό, είχε τη μορφή κοίλης σφαίρας και μπορούσε λόγω της κατασκευής της ν’ αναπαραστήσει τις κινήσεις του Ηλίου, της Σελήνης και των πέντε (γνωστών τότε) πλανητών* δ) πολεμικές μηχανές που χρησιμοποιήθηκαν για την άμυνα των Συρακουσών κατά των Ρωμαίων. Τη δοξα του, εντούτοις, την οφείλει στις επιδόσεις του στα Μαθηματικά. Τα σχετικά έργα του είναι μνημεία μαθηματικής συγγραφικής δεξιότητας. Λύνει τα δυσκολότερα και συνθετότερα προβλήματα της Γεωμετρίας με αποδείξεις που είναι διατυπωμένες με τις απλούστερες και σαφέστερες προτάσεις. Μόνο που ο τρόπος που το πέτυχε δεν αποκαλύπτεται στα έργα του. Βρήκε το θάνατο κατά την πολιορκία των Συρακουσών από τους Ρωμαίους. Ο στρατιώτης που τον σκότωσε τον βρήκε βουτηγμένο σε γεωμετρικές ασκήσεις. Αν ήξερε τι έκανε…..


3. Α π ο λ λ ώ ν ι ο ς: Από την Πέργη της Παμφυλίας. Έζησε κατά το β’ μισό του Γ΄ π.Χ. αι. Μαθητής του Αρχιμήδη. Γνωστός και ως «ο μεγάλος γεωμέτρης». Πήγε στην Α΄λεγάνδρεια όπου δίδαξε Μαθηματικά. Αργότερα γύρισε στην πατρίδα του όπου συνέγραψε το μοναδικό του έργο «Κωνικά», σε 8 βιβλία, από τα οποία σώθηκα τα 7. Αυτός καθιέρωσε τις μαθηματικές έννοιες «παραβολή», «έλλειψη» και «υπερβολή». Είτε ασχολήθηκε με την Αστρονομία είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι με τη μαθηματική του σκέψη και μεθοδολογία την επηρέασε. 4. Άλλοι μαθηματικοί: α) Δ ι ο κ λ ή ς (Β΄ π.Χ. αι.): Έλυσε το «αρχιμήδειο πρόβλημα», δηλ. τη διαίρεση της σφαίρας σε δύο σφαιρικά τμήματα σε δοσμένο λόγο, καθώς και το «δήλειο πρόβλημα»: το διπλασιασμό του κύβου με τη βοήθεια μιας νέας καμπύλης, της «κισσοειδούς». β) Ζ η ν ό δ ω ρ ο ς: Λίγο μεταγενέστερος του Αρχιμήδη.

Ασχολήθηκε

προβλημάτων.

Δύο

με

άλλοι

τη

λύση

των

αξιομνημόνευτοι

λεγόμενων μαθηματικοί,

ισοπεριμετρικών αλλά

αρκετά

μεταγενέστεροι είναι γ) ο Δ ι ό φ α ν τ ο ς, από την Αλεξάνδρεια. Πολύ πρωτότυπος μαθηματικός. Βασικό έργο του είναι η «Αριθμητική»* δ) ο Π ά π π ο ς: Εντελώς άγνωστο πότε έζησε. Αλεξανδρινός και αυτός. Υπολείπεται σε αξία των άλλων μαθηματικών. γ) Αστρονομία: Σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της περιόδου: 1) Ι κ έ τ α ς και Ε κ φ ά ν τ ο ρ α ς. Συρακούσιοι. Άγνωστο πότε ακριβώς έζησαν. Δίδασκαν την περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της. 2) Α ρ ί σ τ α ρ χ ο ς ο Σάμιος (β μισό του Γ΄ π.Χ. αι.): Διατύπωσε τη θεωρία ότι η Γη όχι μόνο περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της αλλά και κατ’ έτος γύρω από τον Ήλιο. 3) Ί π π α ρ χ ο ς: Καταγόταν από τη Νικαια της Βιθυνίας. Έζησε το Β΄ π.Χ. αι. Θεωρείται ο δημιουργός της αληθινής επιστημονικής Αστρονομίας της αρχαιότητας, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό πεδίο. Με όργανα, μάλιστα, δικής του επινόησης τελειοποίησε την ακρίβεια των αστρονομικών του παρατηρήσεων. 4) Κ λ α ύ δ ι ο ς Π τ ο λ ε μ α ί ος (Β΄ μ.Χ. αι.): Έζησε στην Αλεξάνδρεια. Είναι αυτός που με το έργο του «Σύνταξις μαθηματική» μετέβαλε την ελληνική αστρονομία σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα. Μέχρι τον Κοπέρνικο θεωρούνταν αυθεντία στο χώρο. Προώθησε περαιτέρω τις ιδέες του Ιππάρχου, ιδίως στο ζήτημα των κινήσεων του Ηλίου, της Σελήνης και των πλανητών. Με ένα άλλο έργο του, το «Κανών βασιλέων», έθεσε τη Αστρονομία στην υπηρεσία της χρονολόγησης. Ως μαθηματικός και αστρονόμος, που ήταν, έγραψε αξιόλογα έργα για τη μαθηματική Γεωγραφία, την Οπτική και τη Μουσική. Με το ίδιο πάθος ασχολήθηκε και με την Αστρολογία. δ) Φυσική: Στο χώρο της Φυσικής ένα από τα πρώτα αντικείμενα που απασχόλησαν τους αρχαίους Ελληνες -πολύ νωρίς μάλιστα- ήταν η Ακουστική, πάντα σχεδόν σε συνδυασμό με τη Μουσική. Παρατηρήσεις μάλιστα των Πυθαγορείων του Ε΄ π.Χ. αι. διατηρούν ακόμα και σήμερα την αξία τους. Παραθέτουμε μερικούς από τους πρωτοπόρους του επιστημονικού αυτού χώρου:


1. Α ρ χ ύ τ α ς: Από τον Τάραντα. Σύγχρονος σχεδόν του Πλάτωνα. Πυθαγόρειος. Ό,τι γνωρίζουμε γι’ αυτόν το οφείλουμε στον Πορφύριο, έναν υπομνηματιστή των «Αρμονικών» του Πτολεμαίου, που έζησε κατό Γ΄ μ.Χ. αι. Οι αρχαίοι Πυθαγόρειοι ανακάλυψαν ένα είδος συνάρτησης του ήχου με την κίνηση. Διαπίστωσαν ότι ο ήχος παράγεται από κρούση και μεταδίδεται δια μέσου του αέρα ως το αφτί. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρησή τους ότι οι μουσικές συμφωνίες εξαρτώνται από αριθμητικούς λόγους. Οι μουσικές και ακουστικές αναζητήσεις συντέλεσαν ακόμη και στην πρόοδο των Μαθηματικών. Σχετικές πληροφορίες βρίσκουμε στο έργο «Κατανομή κανόνος» με το όνομα του Ευκλείδη. Στη Σχολή των Πυθαγορείων ανάγεται και η θεωρία των αναλογιών που περιλαμβάνεται στα «Στοιχεία» του Ευκλείδη. 2. Α ρ ι σ τ ό ξ ε ν ο ς: Από τον Τάραντα. Εζησε τον Δ΄ π.Χ. αι. Ανήκε στην αντιπυθαγόρεια τάση, που προσπασπαθούσε ν’ αυτονομήσει τη Μουσική από τα Μαθηματικά, δουλεύοντας με καθαρά εμπειρικό τρόπο. 3. Ε υ κ λ ε ί δ η ς (ο συγγραφέας των «Στοιχείων»): Έγραψε «Οπτική» όπου πραγματεύεται προβλήματα Προοπτικής. Περισσότερα αναφέραμε ήδη. 4. Ή ρ ω ν α ς: Αλεξανδρινός την καταγωγή. Έζησε πιθανότατα τον Α΄ μ.Χ. αι. Ασχολήθηκε κυρίως με το πρόβλημα των κατόπτρων. Έγραψε: «Μηχανικά», «Πνευματικά» (=υδραυλικά), «Βελοποιητικά» και «Περί αυτοματοποιητικής». 5. Π τ ο λ ε μ α ί ο ς Κ λ α ύ δ ι ο ς: Έγραψε και μια «Οπτική» σε 5 βιβλία. Στα δύο πρώτα πραγαματεύεται τα της όρασης, στα δύο επόμενα τα των κατόπτρων, και στο 5ο το πρόβλημα της διάθλασης του φωτός. Διασώθηκε το ελληνικό πρωτότυπο. 6. Κ τ η σ ί β ι ο ς: Γεννήθηκε στο Βυζάντιο, αλλ’ έζησε στη Αλεξανδρεια περί το 150 π.Χ. Οι επιδόσεις του αναφέρονται στη Μηχανική. Εφεύρε: μηχανές που λειτουργούσαν με την πίεση του αέρα, αντλίες, το κυρό σιφώνι και την καταθλιπτική αντλία («σφαίρα του Ηρωνος»). 7. Φ ί λ ω ν: Βυζάντιος και αυτός. Μαθητής του Κτησιβίου. Έργα του: α) «Μηχανική σύνταξις»: Σώζεται ολόκληρο το 4ο βιβλίο για την κατασκευή πυροβόλων, και αποσπάσματα από τα 7ο και 8ο για την πολιορκητική* β) «Πνευματικά»: περιγράφονται σε αυτό 78 κατασκευές που λειτουργούν με ατμό και θερμό αέρα. 8. Α ρ χι μή δ η ς: Ο γνωστός μας ήδη. Πολυμερής καθώς ήταν, έχει κι εδώ τη θέση του. Είναι ο θεμελιωτής της Υδροστατικής με το έργο του «Περί των ύδατι εφισταμένων ή περί ωχουμένων». Από τους επινοητές και χρήστες της έννοιας του «ειδικού βάρους», στο οποίο στήριξε την ανακάλυψη της περίφημης «υδροστατικής αρχής» όπως μας τη διασώζει ο Βιτρούβιος.


ε) Ιστοριοφραφία: Ο χώρος της Ιστοριογραφίας δεν ευτύχησε κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους να έχει αντιπροσώπους του μεγέθους της προηγούμενης περιόδου, και άρα ούτε και έργα τόσο εκτεταμένης κάλυψης γεγονότων και τόσης επιστημονικής βαρύτητας. Τα περισσότερα ιστοριογραφικά έργα της Ελληνιστικής εποχής αναφέρονται σε τοπικές ιστορίες. Πάνω σε αυτή τη βάση ας δούμε τους σημαντικότερους ιστοριογράφους της εποχής κατά ιστορούμενο γεγονός: 1. Ιστοριογράφοι του Μ. Αλεξάνδρου: α) Κ α λ λ ι σ θ έ ν η ς: Ανήκε στο στενό περιβάλλον του Μ. Αλεξάνδρου και διηγείται φανταστικά περιστατικά για τον άνδρα. β) Χ ά ρ η ς: Από τη Μυτιλήνη. Και αυτός ανήκε στο στενό περιβάλλον του στρατηλάτη. Περιγράφει λεπτομερώς τα της ιδιωτικής ζωής του βασιλιά, αλλά και τους ομαδικούς γάμους Μακεδόνβων - Περσίδων. γ) Π ο λ ύ κ λ ε ι τ ο ς: Αξιωματικός ιππικού από τη Λάρισα. Διηγείται τη συνάντη Αλεξ. και της βασίλισσας των Αμαζόνων. δ) Ο ν η σ ί κ ρ ι τ ο ς: Από την Αστυπάλαια. Αξιωματικός του ναυτικού, οπαδός της Κυνικής φιλοσοφίας. Αφηγείται κυρίως φανταστικά περιστατικά. ε) Ν έ α ρ χ ο ς: Ναύαρχος του Μ. Αλεξ. Δίνει σημαντικές πληροφορίες, εθνολογικού κυρίως χαρακτήρα. στ) Α ρ ι σ τ ό β ο υ λ ο ς: Από την Κασσάνδρεια. ζ) Π τ ο λ ε μ α ί ο ς: Γιος Πτολεμαίου του Λάγου, φίλου του Μ. Αλεξ. Ο αξιοπιστότερος από τους βιογράφους του Μ. Αλεξ. Έγραψε το έργο του σε μεγάλη ηλικία. Αποτέλεσε την κύρια πηγή του Αρριανού στη συγγραφή του έργου «Αλεξάνδρου ανάβασις». 2. Ιστορικοί των Διαδόχων: α) Ι ε ρ ώ ν υ μ ο ς ο Κ α ρ δ ι α ν ό ς: Γράφει από προσωπικές εμπειρίες. Δίνει βαρύτητα στην ακρίβεια και την αντικειμενικότητα. Το έργο του αποτέλεσε πηγή για τους Διόδωρο, Αρριανό και Πλούταρχο. Έζησε κατά το β΄ μισό του Γ΄ π.Χ. αι. Κάλυψε τα γεγονότα ως το 220 π.Χ. 3. Ιστορικοί γεγονότων της Δύσης: α) Φ ι λ ί ν ο ς ο Ακραγαντίνος: Έγραψε για τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.) με αντιρωμαϊκό πνεύμα. β) Σ ω σ ύ λ ο ς ο Λακεδαιμόνιος: Έγραψε μια πραγματεία για το Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (218-201 π.Χ.), της οποίας διασώθηκαν μόνο λίγα αποσπάσματα.


4. Ιστορικοί τοπικών ιστοριών: α) Ν ε ά ν θ η ς από την Κύζικο: Έγραψε για την ιστορία της Κυζίκου, για το βασιλιά του Περγάμου Άτταλο Α΄, καθώς και για άλλους άνδρες. β) Δ ε ι ν ί α ς και Σ ω κ ρ ά τ η ς από το Άργος, Α ρ χ έ μ α χ ο ς από την Εύβοια και Δ ω σ ι ά δ η ς: Έγραψαν ιστορίες για το Άργος (οι δύο πρώτοι), για την Εύβοια (ο τρίτος) και για την Κρήτη (ο τελευταίος). γ) Φ ι λ ό χ ο ρ ο ς: Με το έργο του «Ατθίδες» αναφέρεται στην ιστορία των Αθηνών, Αθηναίος και ο ίδιος. δ) Ί σ τ ρ ο ς, από την Κυρήνη ή τη Μακεδονία: Έγραψε για την Αθήνα. ε) Σ ω σί β ι ο ς: Από τη Λακωνία. Στη «Λακωνική πολιτεία» του ασχολείται με την ιστορία της Σπάρτης, ιδιαίτερα με το πολίτευμά της. στ) Τ ί μ α ι ο ς ο Ταυρομενίτης (350-254 π.Χ.): Καταδιωγμένος από τόν τύραννο των Συρακουσών Αγαθοκλή, αναγκάστηκε να καταφύγει στον Ακράγαντα και από να έρθει στην Αθήνα όπου έζησε 50 χρόνια. Έγραψε για τον Ελληνισμό της Δύσης, από την εγκατάστασή του εκεί ως το 264 π.Χ. (Α΄ Καρχηδονιακός πόλεμος), τονίζοντας την αντίθεση Ελλήνων και βαβρβάρων. Κατέγινε αρκετά και με την ιστορία της Ρώμης. Χρονολόγησε τα γεγονότα με βάση τις Ολυμπιάδες. 5. Π ο λ ύ β ι ο ς: Κατέχει ξεχωριστή θέση στην Ιστοριογραφία της εποχής. Χαρακτηρίζει το έργο του «πραγματική Ιστορία». Γεννήθηκε στη Μεγαλόπολη λίγο πριν από το 200 π.Χ. Γιος του Λυκόρτα, στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Το 170/69 π.Χ. κατείχε το 2ο τη τάξει αξίωμα της Συμπολιτείας, το του υπάρχου. Ήταν ανάμεσα στους 1000 επιφανείς συμπολίτες του που οδηγήθηκαν όμηροι στη Ρώμη. Ο ίδιος, όμως, στάθηκε τυχερός, γιατί γνωρίστηκε με την οικογένεια του νικητή του Περσέα, Αιμιλίου Παύλου, και στη συνέχεια έγινε στενός φίλος με το θετό γιο τού Σκιπίωνα, Αιμιλιανό. Έτσι έμεινε στη Ρώμη. Από εκεί ταξίδεψε στη Β. Ιταλία, στις Αλπεις, στη Ν. Γαλατία και δυο φορές στην Ισπανία συνοδεύοντας το Σκιπίωνα. Το 150 επέστρεψε μαζί και με τους άλλους εξορίστους στην πατρίδα του. Για λίγο όμως. Γίνεται και πάλι σύμβουλος του Σκιπίωνα, μετέχοντας μαζί του στην άλωση της Καρχηδόνας. Μετά την καταστροφή της Κορίνθου έρχεται στην Πελοπόννησο, αγωνιζόμενος να συγκρατήσει την εκδικητική οργή των Ρωμαίων κατά των συμπατριωτών του. Ταξιδεύει στην Αλεξάνδρεια, στις Σάρδεις και στη Ρόδο. Γύρω στο 120 π.Χ., γέροντας αλλά ακμαίος, πεθαίνει.


Τ ο έ ρ γ ο του: Η μεγάλη ιστορία του φέρει ως τίτλο «Ιστορίαι», χωρισμένο σε 40 βιβλία, 5πλάσιο εκείνου του Θουκυδίδη. Τα βιβλία 1-5 σώθηκαν ολόκληρα, και μικρότερα ή μεγαλύτερα αποσπάσματα από τα υπόλοιπα. Πρόκειται για μια παγκόσμια (για την εποχή της) ιστορία από το 264 ωςτο 146 π.Χ. Στα βιβλία 1 και 2 εξιστορούνται τα του Α΄ Καρχηδονιακού πολέμου και άλλα γεγονότα της Μεσογείου ως τον Κλεομενικό πόλεμο. Κύριο θέμα του έργου του (βιβλία 3-29) είναι πώς η Ρώμη κατέκτησε τον κόσμο (καλύπτει την περίοδο 220-168 π.Χ.). Το τμήμα αυτό γράφτηκε στη Ρώμη. Στα βιβλία 30-39 αναφέρεται στα γεγονότα μέχρι την καταστροφή της Καρχηδόνας και της Κορίνθου (168-146 π.Χ.). Το τελευταίο βιβλίο, 40ό, αποτελούσε ανακεφαλαίωση του όλου έργου. Ιδιαίτερες περιπτώσεις αποτελούν τα βιβλία 6, 12 και 34, στα οποία περιλαμβάνονται παρεκβάσεις. Συγκεκριμένα: α) Στο 6ο βιβλίο επιχειρείται η εξήγηση του βασικού σκοπού του όλου έργου: πώς και με ποιο πολίτευμα κατακτήθηκε η οικουμένη. Μιλάει και για την ανακύκλωση των γνωστών πολιτευμάτων, καθώς και για το μικτό πολίτευμα του Λυκούργου. Σε δύο μεγάλα τμήματα του βιβλίου, στο μεν α΄ γίνεται λόγος για την οργάνωση και λειτουργία του ρωμαϊκού στρατού, ενώ στο β΄ επιχειρείται σύγκριση του ρωμαϊκού πολιτεύματος με άλλα σύγχρονα ή προγενέστερά του. β) Το 12ο βιβλίο στο σύνολό του αποτελεί λίβελλο κριτικό κατά του ιστορικού Τιμαίου του Ταυρομενίτη, κυρίως, και δευτερευόντως ασκείται κριτική και κατ’ άλλων ιστορικών. Ταυτόχρονα ο Πολύβιος βρίσκει την ευκαιρία να αναπτύξει τις δικές του απόψεις-αρχές για μια επιστημονική Ιστοριογραφία. γ) Το 34ο βιβλίο (που όλο σχεδόν έχει χαθεί) περιλάμβανε τοπογραφία των ηπείρων, χωρογραφία της Ευρώπης και περιήγηση της Αφρικής, της Ισπανίας και της Γαλατίας. Ο Πολύβιος ανήκει στους επιφανέστερους ιστορικούς της αρχαιότητας. Χαρακτηρίστηκε ως ο Θεουκυδίδης της Ελληνιστικής περιόδου. 6. Δ ι ό δ ω ρ ο ς Σ ι κ ε λ ι ώ τ η ς: Γεννήθηκε στο Αργύριο. Σύγχρονος του Αυγούστου. Βασικό έργο του το «Βιβλιοθήκη ιστορική». Είναι ένα είδος παγκόσμιας -με τα κριτήρια της εποχής του- ιστορίας. Για τη συγγραφή της αφιέρωσε 24 χρόνια (5531 π.Χ.). Ασχολείται όχι μόνο με την ιστορία του ελληνικού κόσμου, αλλά και των Ρωμαίων και άλλων λαών. Από τα 40 βιβλία του έργου του σώζονται μόνο τα 1-5 και 11-20, ενώ από τα άλλα σώζονται σημαντικά αποσπάσματα. Αρχίζει από τον Τρωικό πόλεμο και φθάνει ως το 59 π.Χ.. Ακολουθεί κατά την εξιστόρησή του χρονολογική σειρά. 7. Π ο σ ε ι δ ώ ν ι ο ς (περίπου 135-51 π.Χ.): Ένας από τους συνεχιστές του έργου του Πολυβίου. Στο έργο του «Ιστορία η μετά τον Πολύβιο» (σε 52 βιβλία) συνεχίζει την εξιστόρηση των γεγονότων από εκεί που σταμάτησε ο Πολύβιος (145 π.Χ.) και φθάνει ως το 82 π.Χ., αναφέρεται δε στην ιστορία της Ρώμης και των λαών που ήρθαν σε επαφή μαζί της. Το βιβλίο του χάθηκε μεν, χρησιμοποιήθηκε όμως ευρύτατα από μεταγενεστέρους του ιστορικούς.


8. Άλλοι ιστορικοί: α) Α γ α θ α ρ χ ί δ η ς: Από την Κνίδο. Έζησε το Β΄ π.Χ. αι. Έγραψε ογκώδη ιστορικά έργα: «Τα κατα την Ασίαν» (ιστορία των Διαδόχων) και «Τα κατά την Ευρώπην» (από το 323 π.Χ. ως την επουδούλωση της Μακεδονίας). β) Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς ο Π ο λ υ ϊ σ τ ο ρ α ς: Γεννήθηκε περί το 105 π.Χ. στη Μίλητο ή στην Καρία.

Σύρθηκε

αιχμάλωτος

στη

Ρώμη.

Του

αποδίδονται

πολυάριθμα

συγγράμματα. γ) Ν ι κ ό λ α ο ς από τη Δαμασκό. Σχετίστηκε με τον αυτοκράτορα Αντώνιο, την Κλεοπάτρα και τον Ηρώδη. Από τα πολλά του συγγράμματα το ογκωδέστερο και σημαντικότερο είναι το «Ιστορίαι» σε 144 βιβλία. Η Ιστορία του σταματάει με το θάνατο του Ηρώδη (4 π.Χ.). στ) Ιατρική: 1. Η ρ ό φ ι λ ο ς: Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας. Γεννήθηκε περί τα τέλη του Δ΄ π.Χ. αι. Ήκμασε στις αρχές του Γ΄ αι. Δάσκαλός του της Ιατρικής ο Πραξαγόρας ο Κώος, τον οποίο, όμως, ξεπέρασε. Συνέβαλε πολύ στην ανάπτυξη της ανατομίας. Σε αυτό βοηθήθηκε από το γεγονός ότι οι Πτολεμαίοι επέτρεψαν τις τομές ανθρώπινων πτωμάτων. Δίκαια χαρακτηρίστηκε πατέρας της ανατομίας, αφιερώνβοντάς της μάλιστα και ειδικό σύγγραμμα. Αυτός πρώτος αναγνώρισε την αληθινή φύση των νεύρων* ακόμη: θεώρησε τον εγκέφαλο κεντρικό όργανο του νευρικού συστήματος και έδρα της


νόησης. Μεγάλη ήταν η συνεισφορά του και στη θεραπευτική. Κατέχει εξέχουσα θέση στην πρόοδο και στην ιστορία της Ιατρικής. 2. Ε ρ α σ ί σ τ ρ α τ ο ς: Γεννήθηκε στην Ιουλίδα της Τζιάς. Λίγο νεότερος του Ηροφίλου. Σπούδασε Ιατρική στην Κω, στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια, όπου άσκησε και το ιατρικό του επάγγελμα. Δάσκαλοί του οι Θεόφραστος, Μητρόδωρος, Στράτωνας, Πραξαγόρας και Χρύσιππος ο νεότερος. Ασχολήθηκε μεν και με την ανατομία, εκεί όμως που διέπρεψε ήταν η φυσιολογία (της οποίας θεωρείται πατέρας), η παθολογία και η παθολογική ανατομία. Πίστευε ότι όλα τα όργανα του ανθρώπινου σώματος είναι εφοδιασμένα με φλέβες, αρτηρίες και νεύρα. Μόνο που τις αρτηρίες τις φανταζόταν χωρίς αίμα. Τις αρρώστιες τις απέδιδε σε κακή λειτουργία των αγγείων. Απέφευγε τη μεγάλη χρήση φαρμάκων. 3. Εμπειρικοί γιατροί: α) Φ ι λ ί ν ο ς, από την Κω: Έζησε γύρω στο 250 π.Χ. Μαθητής του

Ηροφίλου.

Θεωρούσε

επίκεντρο

της

Ιατρικής

τη

θεραπευτική

και

φαρμακολογία. Επίκεντρο της δράσης του η Αλεξάνδρεια. β) Σ ε ρ α π ί ω ν α ς: Ήκμασε γύρω στο 200 π.Χ. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια. Θεωρείται πατέρας των εμπειρικών (κατ’ άλλους ο Φιλίνος). γ) Η ρ α κ λ ε ί δ η ς ο Ταραντίνος: Ήκμασε το 75 π.Χ. Ο σημαντικότερος ίσως από τους εμπειρικούς. δ) Α π ο λ λ ώ ν ι ο ς από το Κίτιο της Κύπρου. Έζησε περί το 50 π.Χ. Σημαντικότατη θεωρείται η διάσωση του υπομνήματός πάνω στο ιπποκρατικό έργο «Περί άρθρων εμβολής».Χειρουργός κατά βάση, αλλά και υπηρέτης της θεραπευτικής. 4. Η ελληνιστική ιατρική δεν περιορίστηκε μόνο στην Αλεξάνδρεια. Έφτασε και στη Ρώμη. Πρώτος Έλληνας γιατρός που πήγε στη Ρώμη ήταν ο Πελοποννήσιος χειρουργός Α ρ γ ά γ α θ ο ς (219 π.Χ.). Σημαντικότερος όμως ήταν ο Α σ κ λ η π ι ά δ η ς από την Προύσα της Βιθυνίας. Έφθασε στη Ρώμη γύρω στο 91 π.Χ. Πίστευε στη διαιτητική θεαραπεία κι ελάχιστα στη φαρμακευτική. 5. Γ α λ η ν ό ς: Γεννήθηκε στο Πέργαμο το 129 μ.Χ. Ο τελευταίος από τους μεγάλους γιατρούς της αρχαιότητας. Τις πρώτες ιατρικές σπουδές του πραγματοποίησε στην πατρίδα του. Δάσκαλοί του οι Σάτυρος, Στρατόνικος και Αισχρίωνας. Αργότερα (148-157 μ.Χ.) συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Σμύρνη (κοντά στον Πέλοπα), στην Κόρινθο και στην Αλεξάνδρεια. Όταν γύρισε στο Πέργαμο (157) όπου διορίστηκε γιατρός των μονομάχων. Εκεί, όμως, που μεγαλούργησε ήταν η Ρώμη (όπου έφτασε το 162 μ.Χ.). Το 166 επανήλθε ξαφνικά στο Πέργαμο. Επέστρεψε, όμως, σύντομα στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του Μ. Αυρηλίου. Εκεί έμεινε ως το θάνατό του (199 μ.Χ.). Επιδόθηκε σε όλους τους τομείς της Ιατρικής. Τιμούσε και θαύμαζε πάνω απ’ όλους τον Ιπποκράτη.


Σ υ γ γ ρ ά μ μ α τ ά του: Υπήρξε πολυγραφότατος. Σημαντικότερα έργα του: α) «Ανατομικαί εγχειρήσεις» (σε 15 βιβλία), β) «Περί των πεπονθότων τόπων» (6 βιβλία), γ) «Μέθοδος θεραπευτική» (σε 14 βιβλία), δ) «Περί της των απλών φαρμάκων δυνάμεως», ε) «Περί συνθέσεως φαρμάκων κατά τόπους» (σε 10 βιβλία), στ) «Περί συνθέσεως φαρμάκων κατά γένη» (σε 7 βιβλία), ζ) «Περί χρείας μορίων» (σε 17 βιβλία) και η) «Περίσφυγμών» (σε 16 βιβλία). ζ) Δίκαιο: Οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου προσπάθησαν να μεταφέρουν το ελληνικό δίκαιο στις κατακτημένες περιοχές. Συνάντησαν όμως την αντίσταση των κατά τόπους εδραιωμένων δικαίων. Εντούτοις τελικά, από την επαφή, τη συνύπαρξη, τη σύγκρουση και προπάντων τη ζύμωση των δύο διαφορετικών δικαιικών αντιλήψεων, προέκυψε κάτι καινούργιο, το ελληνιστικό δίκαιο. Αυτό έμελλε να σταδιοδρομήσει επί 1000 χρόνια. 1. Π ε ρ ί ο δ ο ς τ ο υ Ε λ η ν ι σ τ ι κ ο ύ δ ι κ α ί ο υ: α) Πτολεμαϊκή (332-30 π.Χ.): Οι Πτολεμαίοι, για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε στρατό,

ευνόησαν

τη

μετακίνηση

Ελλήνων

στην

Αίγυπτο,

οι

οποίοι

εγκαταστάθηκαν στις νέες πόλεις: Αλεξάνδρεια, Πτολεμαϊδα και Ναύκρατι. Αυτοί έφεραν μαζί τους και το δικό τους, το ελληνικό, δίκαιο. β) Της ρωμαϊκής κυριαρχίας (30 π.Χ - 330 μ.Χ.): 1) Την πριν από την Constitutio antoniniana (30 π.Χ. - 212 μ.Χ.): Κατ’ αυτήν τα δύο δίκαια (αιγυπτιακό και ελληνικό) εξακολουθούσαν να συνυπάρχουν και να αλληλοεπηρεάζονται χωρίς την παρουσία του Ρωμαίου κατακτητή. Το τελευταίο εφαρμοζόταν μόνο στους Ρωμαίους πολίτες. 2) Κατά την ημιπερίοδο 212-330 μ.Χ., που άρχισε με το περίφημο διάταγμα του Καρακάλλα με το οποίο απονεμήθηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μπήκε στή δίδυμη δικαιική αναμέτρηση και το ρωμαϊκό δίκαιο. Σε αυτή την τριμερή αναμέτρηση δεν υπήρξε τελικά νικητής. γ) Β υ ζ α ν τ ι ν ή (330-640 μ.Χ.): Κατά την περίοδο αυτή κυριάρχησαν οι δύο μεγάλοι Κώδικες, ο Θεοδοσιανός και ο Ιουστινιάνειος. Επί μέρους νομικά μορφώματα ήταν οι Πανδέκτες, οι Εισηγήσεις και οι Νεαρές.


Δ΄. Π Ο Ι Η Σ Η Η ποίηση αυτής της περιόδου αναπτύχθηκε μεν κατά κύριο λόγο σε άλλο τόπο, αλλ’ έχει την ίδια προέλευση, την Ελλάδα και τους Ελληνες. Χώρος άνθησής της η Ανατολή, τα μέρη που κατέκτησε ο Μ.Αλέξανδρος, όλως δε ιδιαιτέρως η Αλεξάνδρεια. Η χρονική δε περίοδος που καλύπτει είναι από το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) ως τον Αύγουστο (30 π.Χ.). Δε θα συναντήσουμε σε αυτή την περίοδο μεγαλόπνοη ποίηση, συνεπώς ούτε λαμπρούς δημιουργούς. Το σημαντικότερο που έγινε ίσως είναι η φιλολογική δουλειά που συντελέστηκε στα ξακουστά φιλολογικά «εργαστήρια» της Αλεξάνδρειας από εξόχους φιλολόγους και

ποιητές που

συγκέντρωσαν

εκεί

οι

Πτολεμαίοι,

όπως

είδαμε.

Θα

επιχειρήσουμε μια σύντομη γνωριμία τόσο με τα είδη ποίησης που καλλιεργήθηκε, όσο και με τους δημιουργούς της, τους επιφανέστερους τουλάχιστον.. α) Ελεγειακή ποίηση: 1. Α ν τ ί μ α χ ο ς ο Κ ο λ ο φ ώ ν ι ο ς: Δεν ανήκει σε αυτήν την περίοδο. Τον αναφέρουμε γιατί αποτελεί το συνδετικό κρίκο της προηγούμνης, κλασικής, με την παρούσα. Γεννήθηκε στην Κάρο, αλλ’ εγκαταστάθηκε στον Κολοφώνα, γιαυτό και Κολοφώνιος. Ήκμασε γύρω στο 400 π.Χ. Αποτελεί σημαντικό σταθμό στην αρχαία ελληνική ποίηση. Είναι ο πρώτος που ανέμιξε στοιχεία των διαφόρων ποιητικών ειδών. Όχι μόνο επειδή έγραψε ο ίδιος ελεγείες, έπη κτλ., αλλά και διότι πρόσθεσε στην ποιητική γλώσσα λόγια στοιχεία και «γλώσσες» (δηλ. σπάνιες αρχαϊκές και διαλεκτικές λέξεις). Πήρε μέρος σε ποιητικό διαγωνισμό στη γιορτή των Λυσανδρείων της Σάμου. Στο έπος του «Θηβαϊς», σε 5 βιβλία, διηγούνταν την εκστρατεία των Επτά εναντίον των Θηβών, βασισμένο στον επικό κύκλο. Το έργο δε σώθηκε. Δεύτερο μεγάλο έργο του -ελεγεία- είναι το «Εις Λύδην». Σε αυτό διηγούνταν την Αργοναυτική εκστρατεία, τις περιπλανήσεις της Δήμητρας, το ταξίδι του Οιδίποδα στη Θήβα κτλ. Εδώ έχουμε ένα επικού περιεχομένου έργο σε μέτρο ελεγειακό δίμετρο. Αυτός ο συνδυασμός-συνένωση χωριστών ιστοριών σε ένα σύνολο, τον αναδεικνύει σε πατέρα της διηγηματικής ελεγείας, η οποία ήκμασε κατά τους Αλεξανδρινούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Ποσείδιππος θεωρεί τον Αντίμαχο για μεν τις ελεγείες του ισάξιο του Μιμνέρμου, για δε τα έπη του ίσο με τον Όμηρο και τον Ησίοδο! 2. Φ ι λ ι τ ά ς (περ. 320-270 π.Χ.): Γεννήθηκε στη Κω. Γιος του Τηλέφου. Θεωρείται ο ιδρυτής της ελληνιστικής ελεγείας, αλλά και ολόκληρης της ποίησης της ελληνιστικής περιόδου. Στο πρόσωπό του έχουμε τον τύπο του λόγιου-ποιητή που κυριάρχησε καθ’ όλη αυτή την περίοδο. Είναι ο ιδρυτής της Αλεξανδρινής ποιητικής Σχολής, στην οποία φοίτησαν σημαίνοντες άνθρωποι της εποχής. Μετά από μακρά παραμομή του στην Αλεξάνδρεια, επέστρεψε στην Κω όπου και πέθανε. Κι εδώ απέκτησε επιφανείς μαθητές: Αλέξανδρος ο Αιτωλός, Φανοκλής, Ασκληπιάδης, Άρατος, Λεωνίδας ο Ταραντίνος, Ηρώνδας, Θεόκριτος κ.ά. Διέπρεψε στην ελεγειακή ποίηση. Εκτός από ποιητικά έργα έγραψε και πεζά, όπως το «Άτακτοι γλώσσαι».


3. Ε ρ μ η σ ι ά ν α κ τ α ς από την Κολοφώνα: Έζησε κατά το α΄ μισό του Γ΄ π.Χ. αι. Φίλος και μαθητής του Φιλιτά. Από το γνωστότερο έργο του «Λεόντιον» (από το όνομα της ερωμένης του) σώθηκαν μόνο 98 στίχοι. Μιλάει για τους έρωτες διαφόρων μεγάλων φιλοσόφων και ποιητών. 4. Φ α ν ο κ λ ή ς: Έζησε και αυτός κατά τον Γ΄ π.Χ. αι. Το μόνο έργο του που γνωρίζουμε είναι το «Έρωτες ή Καλοί». Περιγράφονται οι παιδικοί έρωτες διαφόρων θεών και ηρώων. 5. Κ α λ λ ί μ α χ ο ς (περ. 305-240 π.Χ.): Γεννήθηκε στην Κυρήνη, αλλά πολύ νέος και φτωχός πήγε σ’ ένα προάστιο της Αλεξάνδρειας, την Ελευσίνα. Εισήλθε στον κύκλο του Μουσείου και της Αυλής. Γρήγορα επιδόθηκε στην ποίηση όπου και διέπρεψε. Έργα του: α) Στο «Απάντησις εις Τελχίνας», που αποτελεί εισαγωγή στην έκδοση των έργων του, περιλαμβάνεται το «πιστεύω» του για την ποίηση. β) Εκτενέστερο και σημαντικότερο από όλα τα έργα του είναι το «Αίτια»: ελεγεία από 7000 περίπου στίχους, χωρισμένο σε 4 βιβλία.

Το έργο αυτό έγινε αιτία φιλολογικής διαμάχης

του με τον Απολλώνιο το Ρόδιο, μαθητή του, που ήταν μια σύγκρουση ανάμεσα στο σύντομο έπος (του Καλλιμάχου) και στο μακροσκελές (του Απολλωνίου). Νικητής από αυτή τη σύγκρουση φαίνεται να αναδείχθηκε ο Καλλίμαχος. γ) Στο «Ιαμβοι» (1000 στ.) πειραματίστηκε με διάφορα ιαμβικά μέτρα. δ) Το «Εκθέωσις Αρσινόης» ανήκει στα λυρικά του έργα. Αναφερόταν στο θάνατο, την ταφή και την εκθέωση της βασίλισσας Αρσινόης Β΄, αδελφής και γυναίκας του Πτολεμαίου Β΄. Πρόκειται για το σπουδαιότερο από τα αυλικά του ποιήματα. ε) Οι «Ύμνοι» του: «Εις Δίαν», «Εις Απόλλωνα», «Εις Αρτεμιν», «Εις Δήλον», «Εις Λουτρά Παλλάδος» και «Εις Δήμητραν» είναι τα μόνα ποιήματά του που σώθηκαν ολόκληρα. Έφθασαν δε σε μας από μεσαιωνικά χειρόγραφα. Δεν είναι λατρευτικά ποιήματα. Γραμμένα σε επική κυρίως γλώσσα. στ) Επιγράμματα. Σώθηκαν 60. ζ) Στα πεζά του ανήκουν οι «Πίνακες» και οι συλλογές του «Παράδοξα» κ.ά. Πέρα από αυτά, του αποδίδεται η συγγραφή περισσότερων από 800 βιβλίων. Ως ποιητής ο Καλλίμαχος διακρίνεται για την πρωτοτυπία του και για την εξαιρετική μετρική και γλωσσική του δεξιότητα. 6. Ε ρ α τ ο σ θ έ ν η ς (περ. 276-196 π.Χ.): Από την Κυρήνη. Μαθητής του Καλλιμάχου. Χρημάτισε προϊστάμενος της Βιβλιοθήκης. Εκτός από ποιητής, ήταν και μεγάλος μαθηματικός, γεωγράφος, ιστορικός κτλ. Το περιφημότερο από τα έργα του ήταν η ελεγεία «Ηριγόνη». Θέμα του η μεταμόρφωση του Ικαρίου και της κόρης του Ηριγόνης σε αστερισμούς. 7. Π α ρ θ έ ν ι ο ς, από τη Νίκαια: Έζησε τον Α΄ π.Χ. αι. Ο τελευταίος «κλασικός» της αρχαίας ελεγείας. Μετά τον Γ΄ Μιθριδατικό πόλεμο, το 73 π.Χ., οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Ρώμη. Η επίδρασή του στους εκεί πνευματικούς κύκλους (Κορνήλιος Γάλλος, Βιργίλιος, Τίβουλλος, Οβίδιος, Προπέρτιος κ.ά.) υπήρξε σημαντική.


β) Επική ποίηση: 1) Ε υ φ ο ρ ί ω ν α ς: Γεννήθηκε το 276/5 π.Χ. στη Χαλκίδα. Ο σημαντικότερος ποιητής επυλλίων του Γ΄ π.Χ. αι. Επειδή χρησιμοποιούσε σπάνιες λέξεις και νεολογισμούς ήταν πολύ δυσνόητος. Τα επύλλιά του ήταν ένα είδος καταλόγων από τοπικούς, αιτιολογικούς και γεωγραφικούς μύθους. Μόνο αποσπάσματα διασώθηκαν από τα έργα του. 2. Α π ο λ λ ώ ν ι ο ς ο Ρ ό δ ι ο ς (295-215 π.Χ.): Γεννήθηκε πιθανότητα στη Ναύκρατι ή στην Αλεξάνδρεια. Έργα του: « Αργοναυτικά». Το σπουδαιότερο -και μεγαλύτερο- αλεξανδρινό μεγάλο έπος (5.834 στ. σε δακτυλικό εξάμετρο). Το θέμα του προκύπτει από τον τίτλο του. Χωρισμένο από τον ίδιο σε 4 βιβλία. Λόγω κυρίως της επίδρασής του στους μεταγενεστέρους (κυρίως στο Βιργίλιο) κατέκτησε μια σημαντική θέση στην παγκόσμια φιλολογία. Καίτοι έγραψε και έπη σε εξάμετρους στ., εντούτοις τα «Αργοναυτικά» είναι εκείνα που τον καθιέρωσαν. 3. Ρ ι α ν ό ς: Γεννήθηκε το 275 π.Χ. στη Βήνη της Κρήτης. Μαθητής του Απολλωνίου. Έγραψε ιστορικά έπη («Μεσσηνιακά», «Θεσσαλικά», «Αχαϊκά» και «Ηλιακά»), δράματα κι επιγράμματα. 4. Ά ρ α τ ο ς (περ. 313-239 π.Χ.): Γεννήθηκε στους Σόλους. Ο σπουδαιότερος διδακτικός ποιητής των Ελληνιστικών χρόνων. Έζησε στην αυλή του Μακεδόνα βασιλιά Αντιγόνου Γονατά. Έγραψε ύμνους, ελεγείες, επιγράμματα κ.ά. Το σπουδαιότερο (και μόνο που σώθηκε) έργο του είναι το «Φαινόμενα», στο οποίο αποδίδει με εξάμετρους στ. το πεζό αστρονομικό έργο του Ευδόξου από την Κνίδο. Το έργο είναι δυσνόητο. Είναι γραμμένο στο ομηρικό ιδίωμα με αρκετούς νεολογισμούς. 5. Ν ί κ α ν δ ρ ο ς: Καταγόταν από την Κολοφώνα. Έζησε στα μέσα του Β΄ π.Χ. Σώθηκαν δύο έργα του: α) Τα «Θηριακά» (περιγράφει αφενός τα δηλητηριώδη ζώα, και, αφετέρου, τα φάρμακα που εξουδετερώνουν το δηλητήριο)* β) τα «Αλεξιφάρμακα» (αναφέρει φυτικά, ζωικά και μεταλλικά δηλητήρια και τα αντίδοτά τους). γ) Δράμα: Τίποτε το σημαντικό δε διασώθηκε από το ποιητικό αυτό είδος της Ελληνιστικής περιόδου. Ούτε, βέβαια, και θα υπήρξε κάτι αξιόλογο. Αυτό συνάγεται από

αποσπάσματα Ελληνιστικών δραμάτων που μας διέσωσαν οι

κωμωδίες. Πρόκειται για μερικές εκατοντάδες στ. Τα θέματά τους προέρχονται κατά το μέγιστο ποσοστό από την Αττική. Παρά ταύτα μνημονεύουμε μερικούς εκπροσώπους του είδους: 1. Μ ά χ ω ν α ς: Σικυώνιος (ή Κορίνθιος). Κωμικός ποιητής. Έζησε στα μέσα του Γ’ π.Χ. αιώνα.


2. Λ υ κ ό φ ρ ο ν α ς: Ένας από τη λεγόμενη «Πλειάδα» των επτά τραγικών ποιητών (Όμηρος, Φιλικός, Σωσίθεος, Αλέξανδρος, Λυκόφρονας και δύο άλλοι άγνωστοι) που εμφανίστηκαν στην αρχή της πτολεμαϊκής περιόδου. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα περί το 320 π.Χ. Το δράμα του «Αλεξάνδρα» είναι το μόνο που σώθηκε ολόκληρο από όλο το δραματικό έργο της περιόδου. Πρόκειται για έναν παράδοξο και σκοτεινό διάλογο από 1474 ιαμβικούς στ. Είναι το σκοτεινότερο από τα ελληνιστικά ποιήματα. 3. Σ ω σ ί θ ε ο ς: Ήκμασε περί το 285 π.Χ. Πρόσθεσε στο δράμα το ερωτικό στοιχείο της Νέας Κωμωδίας, καθώς και στοιχεία της βουκολικής ποίησης. 4. Θ ε ό κ ρ ι τ ο ς: Συρακούσιος. Γεννήθηκε πριν από το 300 π.Χ. και πέθανε μετά το 260. Έζησε μακριά από τη Σικελία: στην Κάτω Ιταλία, στην Κω και στην Αλεξάνδρεια. Αναζητούσε κοντά στους ισχυρούς προστασία. Τη βρήκε στο πρόσωπο του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου, στον οποίο αφιέρωσε το ειδύλλιό του 17. Από τα έργα του σώθηκαν 30 εκτενή, τα περισσότερα από τα οποία αργότερα ονομάστηκαν «ειδύλλια» (δηλ. μικρά περιγραφικά ποιήματα με δραματική πλοκή). Τα σημαντικότερα από αυτά τα ποιήματα είναι οι 10 αγροτικοί και οι 3 αστικοί μίμοι. Είναι ο εισηγητής της ειδυλλιακής ποίησης που τη συνέχισε κυρίως ο Βιργίλιος. Το 7ο βουκολικό ειδύλλιό του με το όνομα «Θαλύσια» είναι πράγματι αριστούργημα. Περιγράφει σε αυτό έναν ωραίο καλοκαιριάτικο περίπατο σε κτήμα φίλου του στην Κω, καθώς και την πλούσια αγροτική γιορτή Θαλύσια. Μια άλλη ομάδα ποιημάτων του, τα «Αιολικά», έχουν ως θέμα τον παιδικό έρωτα και είναι γραμμένα σε λυρικά μέτρα. Ο Θεόκριτος πειραματιζόταν διαρκώς με τα μέτρα, τη γλώσσα και το περιεχόμενο των ποιημάτων του. Αυτοί οι πειραματισμοί τον οδήγησαν στην ανάμιξη στην ποίησή του στοιχείων της επικής, της λυρικής και της δραματικής ποίησης. Όλα αυτά πειθαρχούν στην ποιητική δεξιοτεχνία του Θεοκρίτου. 5. Η ρ ώ (ν) δ α ς: Ο σπουδαιότερος μετά Θεόκριτο μιμογράφος των Ελληνιστικών χρόνων. Έζησε τον Γ΄ π.Χ αι. Ένα μέρος της ζωής του το πέρασε στην Κω. Οι μίμοι του Ηρώ(ν)δα είναι σύντομα, έξυπνα και διασκεδαστικά έργα. Μερικοί τίτλοι: «Πορνοβοσκός», «Μαστροπός», «ζηλότυπος» κ.ά. Υπολείπονται ποιοτικά των αστικών μίμων του Θεοκρίτου. 6. Β ί ω ν α ς: Γεννήθηκε στη Φλώσσα κοντά στη Σμύρνη. Έζησε περί το 100 π.Χ. Μαζί με το Θεόκριτο και το Μόσχο αποτελούν την κορυφαία τριάδα των βουκολικών ποιητών της εποχής. Στα βουκολικά ποιήματά του κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο. Το σημαντικότερο από τα έργα του είναι το «Αδώνιδος επιτάφιος». Μετά από αυτόν τελειώνει το βίο της η ελληνική βουκολική ποίηση. δ) Σκωπτική ποίηση: Οι γενικότερες κοινωνικές συνθήκες αυτής της περιόδου ευνοούσαν την ανάπτυξη αυτού του ποιητικού είδους. Ανάμεσα στους κυριότερους εκπροσώπους της περιλαμβάνονται οι:


1. Τ ί μ ω ν α ς (περ. 320-230 π.Χ.): Από το Φλιάσιο. Σκεπτικός φιλόσοφος. Ειρωνευόταν τους δογματικούς φιλοσόφους, τους οποίους και αντιπαθούσε. 2. Σ ω τ ά δ η ς ο Μαρωνίτης: Έζησε τον Γ΄ αι. π.Χ. Δε δίστασε να σαρκάσει κι αυτόν τον Πτολεμαίο Β΄ για το γάμο του με την αδελφή του Αρσινόη. Αυτό το πλήρωσε, όπως λέγεται, με τον πνιγμό του στη θάλασσα. 3. Κ ε ρ κ ί δ α ς (περ. 290-220 π.Χ.): Από τη Μεγαλόπολη. Τα ποιήματά του είναι γνωστά ως «μελίανβοι» (δηλ. ποιήματα σατιρικά σε λυρική μορφή). Ήταν ένας πλούσιος φιλόπτωχος. Βαθιά επηρεασμένος από τις ιδέες της κοινωνικής φιλοσοφίας. 4. Φ ο ί ν ι κ α ς ο Κολοφώνιος: Έζησε τον Γ΄ π.Χ. αι. Με τους χωλιάμβους του (ιαμβικοί τρίμετροι στίχοι που ο τελευταίος πόδας τους είναι σπονδείος ή τροχαίος) φαίνεται να επηρέασε και τον Καλλίμαχο. Όμως πολύ πιο υποτονικός ως ποιητής από τον Κερκίδα. ε) Λυρική ποίηση: Η λυρική λατρευτική ποίηση αυτής της περιόδου υστερεί ποιοτικώς σημαντικά εκείνης των προηγούμενων περιόδων. Αντιπροσωπεύεται από τους: 1. Ί σ υ λ λ ο: Καταγόταν από την Επίδαυρο. Έζησε περί το 300 π.Χ. Έγραψε μόνο 6 ύμνους. 2. Α ρ ι σ τ ό ο ( περ. 222 π.Χ.): Έγραψε δύο λατρευτικά ποιήματα, τα: «Παιάν εις Απόλλωνα» και «Υμνος εις Εστίαν». 3. Λ ι μ ή ν ι ο (περ. 128 π.Χ.): Έργο του το «Δελφικός παιάν». στ) Επίγραμμα: Τα επιγράμματα αυτής της περιόδου διαφέρουν σημαντικά από τα αντίστοιχα των κλασικών χρόνων. Τώρα πλέον παρουσιάζονται ως αυτόνομο ποιητικό είδος και όχι συνδεδεμένα με κάποιο μνημείο. Οι Αλεξανδρινοί παρουσίασαν έξοχα δείγματα της επιγραμματικής ποίησης. Βρήκε θέση στην Αυλή και στο Μουσείο. Κατά τους Γ΄ και Β΄ αι. π.Χ. η επιγραμματική ποίηση καλλιεργήθηκε από δύο διαφορετικές σχολές, την Ιωνική-Αλεξανδρινή και τη Δωρική-Πελοποννησιακή. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από εξαιρετική λεπτότητα, ευστροφία και χάρη* η δεύτερη από απλότητα και αφέλεια. Εκπρόσωποι της πρώτης Σχολής: α) Α σ κ λ η π ι ά δ η ς ο Σάμιος: Έζησε περί το 290 π.Χ. β) Π ο σ ε ί δ ι π π ο ς: Από την Πέλλα. Ο μόνος σημαντικός Μακεδόνας ποιητής αυτής της περιόδου. Ήκμασε περί το 280 π.Χ. γ) Κ α λ λ ί μ α χ ο ς και Δ ι ο σ κ ο ρ ί δ η ς: Έζησαν και οι δύο στις αρχές του Β΄ π.Χ. αι. Κύρια θέματα των επιγραμμάτων τους ο έρωτας, το κρασί και η τέχνη, αλλά και η αυλοκολακεία. Ανάμεσα

στα

επιγράμματα

αυτής

της

Σχολής

υπάρχουν

και

μερικά

αριστουργηματικά επιτύμβια. Εκπρόσωποι της δεύτερης Σχολής: α) Α ν ύ τ η (η) από την Τεγέα και η Ν ο σ σ ί δ α από τους Λοκρούς της Ν. Ιταλίας. Και οι δύο έζησαν περί το 300 π.Χ. β) Π έ ρ σ η ς: Από τη Θήβα. Έζησε περί το 310 π.Χ. γ) Λ ε ω ν ί δ α ς ο Ταραντίνος: Έζησε περί το 275 π.Χ. Στο ενεργητικό αυτής Σχολής καταγράφεται το καθαρό βουκολικό επίγραμμα.


Μετά το 200 π.Χ. η επιγραμματική ποίηση αρχίζει να παρακμάζει. Την περίοδο αυτή διαμορφώνεται μια τρίτη Σχολή του επιγράμματος, η Συριακή-Φοινικική. Αυτή εκπροσωπείται από τους: α) Α ν τ ί π α τ ρ ο το Σιδώνιο (120 π.Χ. περ.). β) Μ ε λ έ α γ ρ ο από τα Γάδαρα.

Έζησε περί το 90 π.Χ. ‘Εγραψε περί τα130

επιγράμματα που περιλήφθηκαν στην ανθολογία «Στέφανος». γ) Φ ι λ ό δ η μ ο (περ. 110-40/35 π.Χ.).


Ε΄. Θ Ε Α Τ Ρ Ο α) Δράμα: Στους χώρους των παραστάσεων, τα θέατρα, συντελέστηκε μια σημαντική αλλαγή: η δράση των ηθοποιών εγκαταλείπει την επιφάνεια της ορχήστρας και ανεβαίνει 4 μ. ψηλότερά της, στο ύψος του οικήματος της σκηνής. Από εκεί οι ηθοποιοί φαίνονται και ακούγονται καλύτερα Κατά τον Γ΄ αι. η Αλεξάνδρεια γίνεται το επίκεντρο των δραματικών αγώνων, συγκεντρώνοντας από παντού δραματικούς ποιητές. Ανάμεσά τους οι Φίλικος, Όμηρος ο Βυζάντιος, Σωσίθεος, Λυκόφρονας από την Ερέτρια και Αλέξανδρος ο Αιτωλός. Έργα τους: α) Φίλικος: Έγραψε 42 τραγωδίες που χάθηκαν όλες. β) Ομήρου από το Βυζάντιο: Έγραψε 45 τραγωδίες* δε σώζεται καμία. γ) Σωσιθέου: Γνωρίζουμε δύο τίτλους δραμάτων του: 1) «Αέθλιος» και 2) «Δάφνις ή Λιτυέρσης», από τα οποία σώζονται 4 μόνο αποσπάσματα. Στα έργα του χρησιμοποίησε πρωτότυπους μύθους και έγραψε σε αυστηρή μετρική. δ) Αλεξάνδρου του Αιτωλού: Πήγε στην Αλεξάνδρεια για ν’ ασχοληθεί με τά κείμενα των τραγικών. Η μόνη τραγωδία του της οποίας γνωρίζουμε τον τίτλο είναι οι «Αστραγαλισταί». Τίποτε δε σώζεται από τις τραγωδίες του. ε) Λυκόφρονα: Πήγε στην Αλεξάνδρεια για ν’ ασχοληθεί με τα κείμενα των κωμικών. Μερικές από τις τραγωδίες του παίχτηκαν στην Αλεξάνδρεια. Από το σατιρικό του δράμα «Μενέδημος» σώθηκαν μερικά μικρά αποσπάσματα. Από τις άλλες τραγωδίες του γνωρίζουμε τους τίτλους μόνο τριών: «Κασσανδρείς», «Ορφανός» και «Σύμμαχοι». Επισημαίνεται ότι κανένας από τους παραπάνω δεν είναι τραγικός με την κλασική του έννοια,

πολλώ

μάλλον

του

μεγέθους

εκείνων

της

κλασικής

περιόδου.

Ασχολήθηκαν και με άλλα γραμματειακά είδη. Η κλασική εποχή κράτησε την τραγωδία, σε αντίθεση με την κωμωδία, ζηλότυπα ως αποκλειστικά δικό της είδος. Μετά από τότε πέθανε. β) Νέα κωμωδία: Γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της από το 325 ως το 270 π.Χ. Την εποχή αυτή: α) χτίζονται νέα θέατρα πάνω σε νέες αντιλήψεις, β) ξαναχτίζεται το θέατρο Διονύσου (330 π.Χ.), γ) δημιουργούνται νέα προσωπεία και αλλάζουν τα παλαιά, και δ) συντελούνται σημαντικές αλλαγές στις στολές των ηθοποιών. Χαρακτηριστικά στοιχεία της Νέας Κωμωδίας: 1) δέχτηκε την έντονη επίδραση της τραγωδίας* 2) η σεμνή εμφάνιση των ηθοποιών* 3) η αποφόρτισή της από την αισχρολογία της παλαιάς* 4) η διακωμώδηση μελών της «υψηλής κοινωνίας» της εποχής* 5) ο ρεαλισμός και 6) η παντελής σχεδόν απουσία πολιτικής σάτιρας. Μνημονεύουμε τους κυριότερους δημιουργούς-εκπροσώπους της Νέας Κωμωδίας: 1. Μ έ ν α ν δ ρ ο ς: Γεννήθηκε στην Κηφισιά περί το 341 π.Χ. και πνίγηκε στον Πειραιά ενώ κολυμπούσε το 291/90 π.Χ. Δάσκαλοί του οι Άλεξις στο δράμα και Θεόφραστος στη φιλοσοφία. Ήταν συμμαθητής και φίλος του Δημητρίου του Φαληρέα, γιαυτό και τον συνέλαβε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής όταν το 307 κατέλαβε την Αθήνα.


Έργα του: Στα 21 του έγραψε την πρώτη του κωμωδία, την «Οργή» (321/20). Το 317 νίκησε στα Λήναια με το έργο του «Δύσκολος». Τον επόμενο χρόνο κέρδισε την πρώτη του νίκη στα Μεγάλα Διονύσια. Έγραψε περισσότερες από 100 κωμωδίες. Σήμερα γνωρίζουμε τους τίτλους 96 από αυτές. Μόνο η κωμωδία «Δύσκολος» σώθηκε ολόκληρη. Αποσπάσματα, περισσότερα ή λιγότερα, σώθηκαν από τις εξής: 1) «Σαμία»,

σχεδόν

πλήρης*

2)

«Ασπίς»,

εκτεταμένα

αποσπάσματα*

3)

«Περικειρομένη», σημαντικά αποσπάσματα* 4) «Σικυώνιος» ή «Σικυώνιοι»* 5) «Μισούμενος». Ο Μένανδρος ταυτίζεται σχεδόν με τη Νέα Κωμωδία. Τον τίτλο του πατέρα της του τον δίνει όχι τόσο το μέγεθος του έργου του, όσο η ποιότητά του. Ο Μένανδρος αποφεύγει να κάμει τους ήρωές του αντιπαθητικούς ή γελοίους ή αξιολύπητους. 2. Φ ι λ ή μ ο ν α ς: Πιθανή πατρίδα του ήταν οι Συρακούσες. Γεννήθηκε γύρω στο 365 π.Χ. Νέος ακόμα ήρθε στην Αθήνα. Το 327 νίκησε για πρώτη φορά σε δραματικό αγώνα. Το 307 προς 306 έγινε Αθηναίος πολίτης. Από τα έργα του σώζονται μόνο περί τα 180 αποσπάσματα. Γνωρίζουμε όμως τους τίτλους 60 έργων του. Κυρίαρχο στοιχείο στα έργα του η ηθικολογία, δείχνοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στο δεσμό της φιλίας. Στις κωμωδίες του σπάνια προβάλλεται η διαφθορά. Γενικά μένει πιστός στην παράδοση της κωμωδίας. 3. Δ ί φ ι λ ο ς: Καταγόταν από τη Σινώπη του Πόντου. Γεννήθηκε γύρω στο 360 με 350 π.Χ. Στην Αθήνα ήρθε περί το 340 π.Χ. όπου και εγκαταστάθηκε. Πέθανε στις αρχές του Γ΄ π.Χ. αι. Από τις 100 κωμωδίες που έγραψε σώθηκαν μόνο 130 μικρά αποσπάσματα. Γνωρίζουμε τους τίτλους 54 κωμωδιών του.Όλες σχεδόν οι πληροφορίες που έχουμε για το Δίφιλο προέρχονται από τις κωμωδίες του Πλαύτου. 4. Α π ο λ λ ό δ ω ρ ο ς: Καταγόταν από την Κάρυστο. Δεν αποκλείεται να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο. Ήταν σύγχρονος του Μενάνδρου. Πήρε μέρος σε 5 δραματικούς αγώνες. Έγραψε 47 κωμωδίες. Ήρθε στην Αθήνα και έγινε πολίτης της. Ελάχιστα αποσπάσματα σώθηκαν από τα έργα του. Στην κωμωδία του έχει ως πρότυπο το Μένανδρο. Με τα έργα τους οι ανωτέρω δημιούργησαν το χρυσό αιώνα της Νέας Κωμωδίας, η οποία τελικά ανήχθη σε κλασικό είδος.


ΣΤ΄. Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η Χαρακτηριστικά της ζωγραφικής αυτής της περιόδου: 1. Στενότερη διασύνδεσή της με τις άλλες τέχνες, ιδιαίτερα με την πλαστική και την αρχιτεκτονική* 2. προσπάθειες ν’ αποδοθεί η προοπτική, κυρίως με συνιζήσεις των μορφών και τοποθέτησή

τους

σε

διαφορετικά

επίπεδα,

κλιμακωτά*

3.

καταβάλλεται

προσπάθεια ν’ αποδοθεί ο εσωτερικός κόσμος των προσώπων* 4. διευρύνθηκε η κλίμακα των χρησιμοποιούμενων χρωστικών ουσιών και των χρωμάτων. Για τη ζωγραφική των Ελληνιστικών χρόνων αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι ενώ γνωρίζουμε μεγάλες συνθέσεις του χρωστήρα και της ψηφίδας (ψηφιδωτά), ελάχιστα ονόματα μεγάλων ζωγράφων διασώθηκαν. Έργα-συνθέσεις ζωγραφικής και ψηφιδωτά: α) Οι παραστάσεις του τάφου των Λευκάδιων (έργο του 275 π.Χ. περ.) είναι ένα από τα σημαντικότερα ζωγραφικά σύνολα της πρώιμης ελληνιστικής ζωγραφικής. β) Η διακόσμηση του κυψελωτού τάφου Καζανλάκ της Βουλγαρίας, της ίδιας εποχής, παριστάνει: το νεκρό καθισμένο σε θρόνο και τη σύζυγό του, περιστοιχισμένους από υπηρέτες, άλογα και υποκόμους. Έργο Έλληνα ζωγράφου. γ) Οι γραπτές στήλες: 1) της Αλεξάνδρειας: απλή σύνθεση: συνήθως ένας έφιππος πολεμιστής με τον πεζό συνοδό του ή τον πεζό αντίπαλό του* 2) της Δημητριάδας: Ανήκει στο β΄ μισό του Γ΄ π.Χ. αι. Δείγμα μεγάλης ζωγραφικής, όπως προκύπτει από ολόκληρη σειρά στηλών του μουσείου του Βόλου. Η στήλη του Δημητρίου εμφανίζει την παραδοσιακή θεματογραφία: το νεκρό και το μικρό υπηρέτη τοποθετημένους αντικριστά* 3) της Ηδίστης: Λύνει κατά θαυμάσιο τρόπο το πρόβλημα του χώρου, χαρακτηριστικό της μεγάλης ζωγραφικής. Η Ηδίστη ήταν μια νεαρή μητέρα που πέθανε κατά τον τοκετό. Παριστάνεται η νεκρή στο νεκρικό της κρεβάτι περιστοιχισμένη από τον άντρα της, την τροφό που κρατάει στην αγκαλιά της το νεογέννητο, και δύο υπηρέτριες. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της παράστασης έγκειται στη διευθέτηση του εσωτερικού χώρου, όπου και διαδραματίζεται η σκηνή. δ) Εξαιρετικής σημασίας είναι ημεγάλη ψηφιδωτή σύνθεση της Πέλλας. Χρονολογείται μετά το 300 π.Χ. Το έργο ανήκει στον έξοχο τεχνίτη Γνώσι. Είναι φτιαγμένο από μικρές φυσικές ψηφίδες (χαλίκια). Παριστάνει κυνήγι ελαφιού (δύο κυνηγοί, ένας σκύλος, ένα ελάφι). Στις μορφές είναι έκδηλη η φυσικότητα που αποδίδεται με τη χρησιμοποίηση της σκιας και τις συνιζήσεις των μελών. Πρόκειται για πρωτοποριακό έργο. Είναι το προοδευτικότερο από τα ψηφιδωτά της Πέλλας. ε) Η παράδοση της Βισηίδας στον Αγαμέμνονα μπροστά στον Αχιλλέα (σώζεται σε αντίγραφο). στ) Η ανακάλυψη του Αχιλλέα από τον Οδυσσέα στο ανάκτορο του βασιλιά της Σκύρου Λυκομήδη. Κεντρικά πρόσωπα ο Αχιλλέας, ο Λυκομήδης και η Δηιδάμεια. Η σύνθεση αποπνέει ένταση, χάρη και κίνηση. Πρόκειται για τοιχογραφία της Πομπηίας. Κατά μία εκδοχή είναι έργο του Αθηνίωνα.


ζ) Μια μεγάλη σύνθεση με πρόσωπα της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας (Αντίγονος Γονατάς και Φίλα). η) Η παράσταση του θριαμβευτή Θησέα μετά τη θανάτωση του Μινωταύρου. Η σκηνή εκτυλίσσεται σε ανοιχτό χώρο. θ) Το μεγάλο ψηφιδωτο του Σοφίλου με την προσωποποίηση της Αλεξάνδρειας. Έργο των μέσων του Β΄ π.Χ. αι. Εδώ πλέον δε χρησιμοποιήθηκαν φυσικές ψηφίδες, αλλά πολύχρωμες ψηφίδες από λίθο, γυάλινη μάζα ή κεραμίδι, κομμένες τετράγωνες. ι) Μια τεράστια σύνθεση με θέμα την ανακάλυψη του γιού του Τηλέφου. Επειδή ο Τήλεφος ήταν ο ιδρυτής του Περγάμου, θεωρήθηκε ότι το έργο προέρχεται από τη Σχολή του Περγάμου. Μολονότι το έργο σώζεται σε αντίγραφο, εντούτοις και από αυτό καταφαίνεται η υψηλή τέχνη του δημιουργού του. ια) Στο Β΄ αι. π.Χ. ανήκουν και οι νεκρές φύσεις του διάσημου ψηφοθέτη Σώσου. Τα δύο διασημότερα από αυτά είναι 1) τα περιστέρια που πίνουν νερό από μια λεκάνη, και 2) ο «ασάρωτος οίκος». Αυτών των έργων σώζονται πολλά αντίγραφα. ιβ) Στην ύστερη Ελληνιστική περίοδο ανήκει το μεγάλο ψηφιδωτο του ιερού Fortuna Primigenia στην Παλαιστρίνα (80 π.Χ.), που έχει ως θέμα τοπία του Νείλου, σκηνές από την καθημερινή αιγυπτιακή ζωή, φυτά κι εξωτικά ζώα. Το σωζόμενο αντίγραφο μαρτυρεί την αλεξανδρινή προέλευση του έργου.

Ζ΄. Γ Λ Υ Π Τ Ι Κ Η - Π Λ Α Σ Τ Ι Κ Η Αφετηρία για τις δημιουργίες αυτής της περιόδου αποτέλεσαν βασικά τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών του τέλους της προηγούμενης περιόδου Λυσίππου και Πραξιτέλη, που εξέφραζαν δύο διαφορετικές τάσεις μέσα στην ευρύτερη κλασική τεχνοτροπία. Η είσοδος στην Ελληνιστική γλυπτική-πλαστική σημαδεύεται με έξοχα πορτρέτα. Το σπουδαιότερο από αυτά είναι το χάλκινο του Δημοσθένη. Κατασκευάστηκε το 280 π.Χ. από το γλύπτη Πολύευκτο και τοποθετήθηκε στην Αγορά. Εντούτοις γνωστότερα είναι τα λίγο προγενέστερα πορτρέτα των Μενάνδρου και Επικούρου. Βασίζονται στην κλασική παράδοση. Το πρώτο είναι έργο των γιων του Πραξιτέλη, ίσως και το δεύτερο. Από τα χέρια του Ευβουλίδη προέρχεται ένας καθιστός αντριάντας του στωικού φιλοσόφου Χρυσίππου του τέλους του Γ΄ π.Χ. αι. Την ίδια εποχή εμφανίζεται στα κέντρα της Ανατολής μια νέα τάση-τεχνοτροπία: τα εξιδανικευμένα πορτρέτα των νέων ηγεμόνων (π.χ. Σελεύκου Α΄, Λυσιμάχου, Πτολεμαίου Α΄ κ.ά.) Αρκετά απομακρυσμένη από τα κλασικά πρότυπα είναι μια σύνθεση του Γ΄ (;) π.Χ. αι., γνωστή ως «το κορίτσι του Anzio», με τόπο καταγωγής τις ανατολικές περιοχές του Ελληνισμού.


Αξιομνημόνευτοι είναι δύο μαθητές του Χρυσίππου: α) ο Ε υ τ υ χ ί δ η ς, του οποίου έργο είναι το η Τύχη της Αντιόχειας (του 280 π.Χ.): μια αλληγορική σύνθεση* β) ο Χ ά ρ η ς, από τη Λίνδο. Σε αυτόν αποδίδεται η κατασκευή του Κολοσσού της Ρόδου (άγαλμα του Ηλίου). Στον Γ΄ π.Χ. αι. ανήκει η περίφημη δημιουργία του Δοιδάλσα από τη Βιθυνία με θέμα τη γυμνή Αφροδίτη. Έργα του Βοήθου είναι «Το παιδί με τη χήνα» και ο χάλκινος Έρωτας που κοιμάται. Μεγάλη άνθηση στην τέχνη γνώρισε το Πέργαμο με τη γενναία συμβολή των βασιλέων του. Η τεχνοτροπία που καλλιεργήθηκε είναι ένα κράμα όλων των άλλων τάσεων της εποχής. Πηγές έμπνευσης των δημιουργών οι πόλεμοι των βασιλέων του Περγάμου κατά των Γαλατών. Κυριότερα έργα αυτού του κύκλου: α) ανάθημα του στρατηγού Επιγένη στη Δήλο (250 π.Χ.)* β) ανάθημα του Αττάλου Α΄ στο ιερό της Αθηνάς στο Πέργαμο (235-30 πΧ.)* γ) τα μνημεία 2 και 3 του Επιγόνου (τελευταίο τέταρτο του Γ΄ αι. π.Χ)* δ) τα «μικρά ατταλικά αναθήματα» στο Πέργαμο και στην Ακρόπολη των Αθηνών (γύρω στο 200 π.Χ.). Δεσπόζουσα θέση στην καλλιτεχνική δημιουργία της εποχής κατέχει η μεγαλειώδης σύνθεση από ανάγλυφα του μεγάλου βωμού του Περγάμου (έργο του Β΄ π.Χ. αι.). Πρόκειται για μεγαλοφυή σύλληψη και εκτέλεση. Έργο τεραστίων διαστάσεων. Μπορούν να παρατηρηθούν κάποιες αναλογίες-ομοιότητες με τις αντίστοιχες συνθέσεις-κατασκευές του

Παρθενώνα.

Δεν είναι

έργο

ενός καλλιτέχνη.

Οπωσδήποτε, όμως, ένας είχε τη γενική εποπτεία. Γλυπτά του Β΄ π.Χ. αι.: α) Νίκη της Σαμοθράκης. Πιθανόν να πρόκειται για ανάθημα των Ροδίων για τη νίκη τους κατά του Αντιόχου Γ΄ (190 π.Χ.). Ήταν στημένο σε πλώρη πλοίου. Φέρει πλούσιες και λεπτοδουλεμένες πτυχώσεις, συχνά διαφανείς. Χάλκινο. β) Η τεραστίων διαστάσεων σύνθεση της Λυκόσουρας, έργο του Δημοφώντα από τη Μεσσήνη. Έργο, πιθανότατα, των μέσων του Β΄ π.Χ. αι. Παριστάνει τέσσερις μορφές καθήμενες και δύο όρθιες (την Αρτεμη και τον τιτάνα Άνυτο). γ) Το πορτρέτο του τυφλού Ομήρου* έργο του τέλους του Β΄ π.Χ. αι. δ) Κλασικιστές γλύπτες του Α’ π.Χ. αι.: 1) Πασιτέλης: Περί το 89 π.Χ. απέκτησε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Διατηρούσε στη Ρώμη άριστα συγκροτημένο εργαστήριο. 2) Αρκεσίλαος: Κατασκευαστής και έμπορος προπλασμάτων. 3) Στέφανος: μαθητής του Πασιτέλη. ε) Έργα του Α΄ π.Χ. αι. που προέρχονται από μετάπλαση παλαιότερων έργων: ο Ερμής της Αταλάντης, ο Ερμής του Κλεομένη, ο Δορυφόρος του Πολυκλείτου ή ο Ποσειδώνας της Μήλου. στ) Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα. Έργο τριών τεχνιτών από τη Ρόδο: των Αγησάνδρου, Πολυδώρου και Αθηνοδώρου.


Κλείνοντας αυτή τη μικρή -και ελλιπή φυσικά- περιπλάνηση στην καλλιτεχνική παραγωγή των Ελληνιστικών χρόνων, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το χαρακτηριστικότερο και προσφιλέστερο δημιούργημα αυτής της περιόδου είναι η προσωπογραφία. Τη χαρακτηρίζει αφενός το πλήθος των πορτρέτων που συναντούμε και εφετέρου η υψηλή ποιοτική τους στάθμη.


Η΄. Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Η σημαντικότερη εξέλιξη στο χώρο της Αρχιτεκτονικής κατ’ αυτή την περίοδο με γενικότερες επιπτώσεις ήταν η επικράτηση του ιωνικού ρυθμού έναντι του δωρικού, που υποχώρησε. Σε αυτό πρωτοστάτησαν δύο μεγάλοι αρχιτέκτονες και θεωρητικοί: ο Πυθεός, αρχικά, και ο Ερμογένης, αργότερα. Όλο και συχνότερα χρησιμοποιείται δε και ο κορινθιακός ρυθμός -που στην ουσία σημαίνει το κομψότατο κορινθιακό κιονόκρανο. Κατά την κλασική περίοδο -κυρίως τον Δ΄ αι.το κιονόκρανο αυτό χρησιμοποιούνταν σε εσωτερικές κιονοστοιχίες πολυτελών οικοδομημάτων. Τώρα πλέον χρησιμοποιούνται σταδιακά και σε υπαίθριες κιονοστοιχίες. Παραθέτουμε στη συνέχεια τα σημαντικότερα δημιουργήματα και τους δημιουργούς τους της Ελληνιστικής αρχιτεκτονικής: α) Ο νέος ναός της Άρτεμης στις Σάρδεις. Ολοκληρώθηκε σε τρεις οικοδομικές φάσειςπεριόδους: Η πρώτη περίοδος συμπίπτει με το α΄ μισό του Γ΄ π.Χ. αι. και φέρει τη σφραγίδα επίδρασης του μεγάλου αρχιτέκτονα των μέσων του Δ΄ π.Χ. αι. Πυθέου. Η δεύτερη έρχεται έναν αιώνα αργότερα. Κατ’ αυτήν ο ναός αναμορφώνεται με βάση τις ιδέες του Ερμογένη. Η τρίτη φάση, της ολοκλήρωσης, συντελείται κατά το Β΄ μ.Χ. αιώνα. Κατ’ αυτήν δεν επέρχονται σημαντικές αλλαγές ή συνθήκες. Οι αλλαγές που επιφέρονται είναι στο σηκό, ενώ ολοκληρώνεται το ιωνικό πτερό. β) Το σημαντικότερο αρχιτεκτόνημα του Γ΄ π.Χ. αι. είναι ο ναός του Απόλλωνα στα Δίδυμα, κοντά στη Μίλητο. Ναός δίπτερος με 210 κίονες, τεραστίων διαστάσεων (103χ57 μ.). Σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Δάφνι (ντόπιο) και Παιόνιο, από την Έφεσο. Σε αυτό το ναό έχουμε τον τελειότερο συνδυασμό της κλασικής αρμονίας και της τάσης της Ελληνιστικής αρχιτεκτονικής για μνημειώδη κατασκευάσματα. Εκφραστής των νέων τάσεων της αρχιτεκτονικής είναι ο Ερμογένης (Β΄ π.Χ. αι.). Αυτές τις βρίσκουμε αποτυπωμένες σε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως: ο ναός του Διονύσου στην Τέω (έντονες αττικές επιδράσεις), ο ναός της Λευκοφρυηνής Άρτεμης στη Μαγνησία (ανακαίνιση) κ.ά. Τις ερμογένειες αντιλήψεις εκφράζουν και οι ναοί της Εκάτης στα Λαγινά, του Απόλλωνα Σμινθέα στη χρύση της Τρωάδας και του Απόλλωνα στα Αλάβανδα. γ) Για τη θόλο μιλήσαμε ήδη σε άλλο σημείο. Ένα άλλο κατασκεύασμα ήταν οι βωμοί. Αντιπροσωπευτικότερο δείγμα ήταν ο μεγάλος βωμός της Αθηνάς και του Δία στο Πέργαμο, έργο που κατασκευάστηκε από το 181 ως το 159 π.Χ. Προδρομικάπρογενέστερα δημιουργήματα ήταν οι βωμοί της Ήρας στη Σάμο και του Ποσειδώνα στο Μονοδέντρι της Μιλήτου. Συναφή βωμικά κτίσματα βρέθηκαν στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, στην Κω και στην Πριήνη.


δ) Ταφικά μνημεία: Αφετηρία γι’ αυτά τα κτίσματα αποτέλεσαν τα πολυτελή μνημεία των τοπικών αρχόντων (όπως π.χ. τα μνημεία των Νηρηίδων και του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού. Το σπουδαιότερο ανάλογο κτίσμα της εποχής (ναόσχημο ταφικό μνημείο) είναι το Μαυσωλείο του Μπελεβί (κοντά στη Σμύρνη). Πρόκειται πιθανώς για τάφο του βασιλιά της Συρίας Αντιόχου Β΄ (πέθανε το 246 π.Χ.). Σε μια ξεχωριστή κατηγορία ταφικών κτισμάτων κατατάσσονται οι μακεδονικοί τάφοι. Προέρχονται από τη Μακεδονία του Δ΄ π.Χ. αι., αλλά κατά την Ελληνιστική περίοδο διαδόθηκαν και σε άλλες περιοχές. Περιγράφονται ως μεγάλοι τυμβόχωστοι τάφοι, μονοθάλαμοι ή διθάλαμοι, με καμαρωτή συνήθως σκεπή. Οι πολυτελέστεροι από αυτούς έχουν ναόσχημη πρόσοψη, δωρικού ή ιωνικού ρυθμού. Άλλο χαρακτηριστικό τους ο πλούσιος διάκοσμος (γραπτές ή ανάγλυφες ζωφόροι, μεγάλα μαρμάρινα θυρόφυλλα, γραπτές παραστάσεις κ.ά.). Σημαντικά, τα σημαντικότερα ίσως, σωζόμενα δείγματα μακεδονικών τάφων είναι ο τάφος των Λευκάδιων και οι περίφημοι πια βασιλικοί, κυρίως, τάφοι της Βεργίνας. Στη Μακεδονία ανακαλύπτονται όλο και νέοι τάφοι, αλλά και άλλα αρχαιολογικά μνημεία. Ναι μεν τα τόξα και οι καμάρες εμφανίστηκαν κατά τον Δ΄ αι., την υπόψη, όμως, περίοδο η χρήση τους γενικεύτηκε. Τα αρχιτεκτονικά αυτά στοιχεία δε χρησιμοποιήθηκαν πάντα

για

κάλυψη

κάποιας ανάγκης,

αλλά

και σαν

καλλωπιστικά στοιχεία. Κοιτίδες τους πρέπει να θεωρηθούν η Ήπειρος και η Μακεδονία. Εκτεταμένη χρήση τους βρίσκουμε στο Νεκρομαντείο της Εφύρας στην Ήπειρο. Χρήση της καμάρας βρίσκουμε στο Πτολεμαίειο της Σαμοθράκης, που στην ουσία είναι το πρόπυλο του ιερού των Καβείρων. Όσο για την αρχιτεκτονική των οικιών δεν παρατηρούνται κατά την περίοδο αυτή δραματικές αλλαγές. Διατηρήθηκε μεν ο βασικός τύπος της οικίας με περιστύλιο, αλλά παρατηρείται και η μεταφορά στοιχείων της μνημειακής αρχιτεκτονικής, όπως κολόνες, κιονόκρανα, παραστάδες, διακοσμήσεις κτλ. Εννοείται ότι τα βασιλικά ανάκτορα οικοδομούνται πολυτελέστερα και μεγαλοπρεπέστερα, με έκδηλα συχνά τα στοιχεία της χλιδής.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ Β΄ ΚΑΙ Α΄ ΑΙΩΝΕΣ π.Χ.

1. Οι Ρωμαίοι ‘βάζουν πόδι’ στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια


Μετά το θάνατο του Πύρρου και του διαδόχου -γιού του Αλεξάνδρου ήρθε η παρακμή και η ουσιαστική διάλυση του βασιλείου της Ηπείρου. Αυτό ευνόησε την εμφάνιση στην περιοχή της Ιλλυρίας (στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, κάπου από κάποιο σημείο της Δαλματίας και νότια) την ίδρυση ενός ισχυρού Ιλλυρικού κράτους. Η ενδοξότερη περίοδος αυτού του κράτους εκτείνεται από το 240 (περίπου) ως το 229 π.Χ. Βασιλιάς αυτού του κράτους, ως το 231/230 που πέθανε, ήταν ο ΄Αγρων. Ο Δημήτριος ο δεύτερος όχι μόνο απέφυγε να στραφεί εναντίον του, αλλά επιζήτησε και συνεννόηση μαζί του. Το 231 οι Αιτωλοί πολιορκούσαν την πόλη των Μεδιωνίων στον Αμβρακικό για να την αναγκάσουν να προσχωρήσει στο Κοινό τους. Ενώ οι πολιορκούμενοι ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν, καταφθάνει δύναμη των Ιλλυριών. Αιφνιδίασε τους Αιτωλούς και τους συνέτριψε. Κατά τα επινίκια πέθανε αιφνίδια ο Άγρων. Τον διαδέχθηκε η σύζυγός του Τεύτα ως επίτροπος του ανήλικου γιού του. Η φιλόδοξη Τεύτα πληροφόρησε τους υπηκόους της που ταξίδευαν στα πελάγη ότι παραμένει άθικτο το δικαίωμά τους

ν’ ασκούν οπουδήποτε την

πειρατεία. Ταυτόχρονα έστειλε και η ίδια στόλο από λέμβους για να κουρσέψει όποια χώρα ήθελε. Αυτός ο στόλος αλλά και οι ιδιώτες Ιλλυριοί παρενοχλούσαν και λήστευαν συνεχώς τα εμπορικά πλοία που ταξίδευαν από και προς την Ιταλία. Η Ρώμη αντέδρασε στη βαριά αυτή πρόκληση. Υποκύπτοντας δε στη λαϊκή αξίωση, έστειλε δυο πρεσβευτές στην Τεύτα. Τους υποδέχτηκε αγέρωχα. Της ζήτησαν να παύσει αυτή τη συμπεριφορά κατά των ρωμαϊκών συμφερόντων. Τους υποσχέθηκε ότι δε θα ξαναπειραχτεί κανένας πολίτης τους από τα κρατικά της όργανα, δεν μπορεί όμως να βάλει περιορισμούς στους ιδιώτες πολίτες της. Στη Ρώμη, της είπαν, υπάγονται εξίσου και οι ιδιώτες στους νόμους του κράτους. Η βασίλισσα οργίστηκε, και, παρά τα ισχύοντα στις διεθνείς σχέσεις, την ώρα που οι πρεσβευτές ταξίδευαν για τη Ρώμη έστειλε ανθρώπους της και σκότωσαν τον ένα.


Η ρωμαϊκή οργή ήταν μεγάλη. Απάντησε στην αφροσύνη της Τεύτας αποστέλλοντας εναντίον της στόλο και στρατό. Αυτή αιφνιδιάστηκε από αυτή την αντίδραση, δεν ανέστειλε όμως την επεκτατική της πολιτική. Αφού απέτυχε να κυριεύσει την Επίδαμνο (σημερινό Δυρράχιο), έστειλε δυνάμεις να πολιορκήσουν και καταλάβουν την Κέρκυρα. Οι Κερκυραίοι ζήτησαν βοήθεια από τους Αχαιούς και τους Αιτωλούς. Ανταποκρίθηκαν κυρίως οι πρώτοι με 10 «ναύς καταφράκτους» (τα μόνα που είχαν ίσως), έχοντας, όμως, και Αιτωλούς ως πληρώματα. Αυτή η δύναμη έξω από τους Παξούς δέχτηκε επίθεση από Ιλλυριούς και Ακαρνάνες και νικήθηκε. Οι Κερκυραίοι υποχρεώθηκαν να συνθηκολογήσουν. Αυτή ήταν μια από τις στιγμές που περιμένει η Ιστορία: ήρθε η σειρά της Ρώμης να επέμβει, απρόσκλητη, για πρώτη φορά στο Ιόνιο. Ήταν το 229 π.Χ. Φρούραρχο της Κέρκυρας, ατυχώς, η Τεύτα διόρισε ένα Δημήτριο, ξεριζωμένο Έλληνα άρχοντα από τη Φάρο (νησί στις ακτές της Δαλαμτίας), που ενδιαφερόταν μόνο για την επανάκτηση της εξουσίας του στη Φάρο. Αυτός δέχτηκε να συνεργαστεί με τους Ρωμαίους. Επικεφαλής της ρωμαϊκής εκστρατευτικής δύναμης ήταν ο ανθ’υπατος Γναίος Φούλβιος. Αυτός αγνοούσε προτού πλησιάσει την Κέρκυρα ότι αυτή ήδη συνθηκολόγησε με τους Ιλλυριούς. Έλαβε μήνυμα από το Δημήτριο ότι είναι πρόθυμος να παραδώσει την πόλη. Οι Κερκυραίοι, με προτροπή και του Δημητρίου, υποδέχθηκαν ευχαρίστως τους Ρωμαίους και παρέδωσαν την ιλλυρική φρουρά. Μετά τη Νεάπολη, η Κέρκυρα ήταν η πρώτη ελληνική πόλη που συνέδεσε την τύχη της με τη Ρώμη, και αυτή εκουσίως. Από την Κέρκυρα ο Γναίος Φούλβιος, έχοντας οδηγό το Δημήτριο, διαπεραιώθηκε στην απέναντι ξηρά και κατέλαβε (μετά από παράδοση) την Απολλωνία (ελληνική πόλη στις ανατολικές ακτές του Αδρία) όπου συνενώθηκε με τη δεύτερη ρωμαϊκή εκστρατευτική δύναμη. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την πολιορκούμενη από τους Ιλλυριούς Επίδαμνο. Έτσι, Κερκυραίοι, Απολλώνιοι και Επιδάμνιοι (και αρκετές ακόμη μικρές παράκτιες πόλεις, ιλλυρικές ή μη) ήταν οι πρώτοι Έλληνες που εντάχθηκαν στο σύστημα συμμαχιών της Ρώμης. Μετά από αυτά η Τεύτα συνθηκολόγησε. Το βασίλειό της δε θ’ αργούσε να εκλείψει. Μετά οι Ρωμαίοι έστειλαν πρέσβεις στους Αχαιούς, τους Αιτωλούς, τους Κορινθίους και τους Αθηναίους για να αιτιολογήσουν την ενέργειά τους. Όχι, όμως, και στο βασιλιά της Μακεδονίας, επειδή ίσως τον θεωρούσαν σύμμαχο της Τεύτας.


2. Οι Ρωμαίοι συντρίβουν το Μακεδόνα βασιλιά Φίλιππο Ως αιτία επικράτησης των Ρωμαίων προβάλλεται σχεδόν παγίως η άριστη στρατιωτική τους οργάνωση. Και αυτό είναι εν πολλοίς αληθές. Όμως δε συνέβαλε λιγότερο σε αυτό

και

η

πολυδιάσπαση,

οι

εμφύλιοι

σπαραγμοί

και

η

εσωτερική

αποδιοργάνωση των Ελλήνων. Και όχι μόνο αυτά. Ο πόλεμος των Ρωμαίων κατά του Φιλίππου κράτησε περίπου 4 χρόνια (200-197π.Χ.). Κατά τα δύο πρώτα δεν πέτυχαν τίποτα. Γιαυτό αποφάσισαν να τον απογυμνώσουν από την υποστήριξη των άλλων ελληνικών πόλεων. Προς τούτο στο τρίτο έτος έστειλαν στην Ελλάδα το γνώστη των ελληνικών πραγμάτων Τίτο Κοΐντιο Φλαμινίνο. Αυτός κατάφερε ν’ αποσπάσει από τη στήριξη του Φιλίππου όλα τα ελληνικά έθνη, εκτός από τους Ακαρνάνες. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε να υποβάλει προτάσεις ειρήνης. Επειδή, όμως, η ρωμαϊκή βουλή τις απέρριψε, ο πόλεμος επαναλήφθηκε. Μοναδικός σύμμαχος του Φιλίππου απέμειναν οι Ακαρνάνες, αλλ’ αυτός δε φοβήθηκε. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε το 197 στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας. Νικήθηκε, και άρχισε διαπραγματεύσεις περί ειρήνης με στόχο ν’ αποφύγει τους σκληρότερους όρους που είχαν υποβληθεί πριν τη μάχη. Τελικά αναγκάστηκε : α) ν’ αναγνωρίσει την ανεξαρτησία όλων των ελληνικών πόλεων, β) να παραδώσει το στόλο του, γ) να παραδώσει ως όμηρο έναν από τους γιους του, και δ) να καταβάλει ως αποζημίωση 1000 τάλαντα. Τιμωρήθηκαν οι Ακαρνάνες για την αφοσίωσή τους στο Φίλιππο. Ο α΄ όρος της συνθήκης ήταν ο ευνοϊκότερος για τους Ρωμαίους και ο διαλυτικότερος για τους Έλληνες. Με αυτόν ανοίγονταν οι δρόμοι στους Ρωμαίους για να διεμβολίσουν τον απανταχού (προς ανατολάς και νότο) Ελληνισμό. Βασιλιάς της Συρίας, μετά το Σέλευκο Γ΄ (224), αναδείχθηκε ο Αντίοχος Γ΄. Το 217 νικήθηκε μεν στην Παλαιστίνη από τον Πτολεμαίο Δ΄, αλλ’ αυτό δεν τον εμπόδισε να σημειώσει επιτυχίες στην Ασία. Μετά συμμάχησε με το Φίλιππο κατά της Αιγύπτου. Έτσι, ο μεν Φίλιππος κυρίευσε τις κτήσεις του Πτολεμαίου στη Θράκη και στη Μ. Ασία, ενώ ο Αντίοχος επανέκτησε τη Φοινίκη και την Παλαιστίνη. Αντί δε την κρίσιμη στιγμή να σπεύσει σε βοήθεια του συμμάχου του Φιλίππου, εξαπατήθηκε από τους Ρωμαίους να συνεχίσει τον πόλεμο κατά της Αιγύπτου. Σε λίγο οι Ρωμαίοι τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στο βασιλιά της Αιγύπτου ό,τι κατέλαβε. Σιγά-σιγά ο Αντίοχος απομονωνόταν. Απροσδόκητο σύμμαχο βρήκε τους Αιτωλούς, που δυσαρεστήθηκαν με τους Ρωμαίους .


3. Οι Ρωμαίοι υποτάσσουν τη Μακεδονία και την Ελλάδα Έχοντας, λοιπόν, στο πλευρό του τους Αιτωλούς, ο Αντίοχος το χειμώνα του 192 άρχισε πόλεμο κατά των Ρωμαίων. Πέρασε στην Ευρώπη και κυρίευσε την Εύβοια. Αντί να επιδιώξει συμμαχία με το Φίλιππο, ήγειρε αξιώσεις στο θρόνο της Μακεδονίας. Ανάγκασε έτσι το Φίλιππο να προσχωρήσει στους Ρωμαίους. Ο ρωμαϊκός στρατός χωρίς χρονοτριβή εκστρατεύει στην Ελλάδα υπό τον ύπατο Γλαβρίωνα, ενώνεται μ’ εκείνον του Φιλίππου και κατακτά τη Θεσσαλία (191). Ο Αντίοχος, μετά από μια γελοία κίνηση, νικήθηκε στις Θερμοπύλες κι επέστρεψε στην Ασία. Οι Ρωμαίοι υπό τον ύπατο Σκιπίωνα τον ακολούθησαν κι εκεί (190). Σε μάχη που έγινε στη λυδική Μαγνησία (190) νικήθηκε. Έτσι οι Ρωμαίοι εδραιώθηκαν και στην Ασία. Ο βασιλιάς του Περγάμου Ευμένης Β΄μετέβη στη Ρώμη εκλιπαρώντας την εύνοια των νέων κοσμοκρατόρων. Με ανάλογη συμπεριφορά προηγήθηκε ο Πτολεμαίος Ε΄. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε μετά την ήττα του και ο Αντίοχος, σύναψε δε ειρήνη με βαρύτατους όρους. Το επόμενο έτος (189) οι πάμπτωχοι Αιτωλοί υποχρεώθηκαν να υπογράψουν συνθήκη, πληρώνοντας 500 ευβοϊκά τάλαντα, παρά την παρέμβαση των Αθηναίων και Ροδίων. Όταν ο Φίλιππος συνειδητοποίησε ότι κατέστη υποτελής, προσπάθησε με συνετές κινήσεις να μαζέψει τα συντρίμμια του και να ενισχύσει τις δυνάμεις του δημιουργώντας συμμαχίες, ώστε σε δεδομένη στιγμή ν’ αντιδράσει. Οι Ρωμαίοι, όμως, αγρυπνούσαν. Ο πόλεμος φαινόταν επικείμενος, αλλ’ ο Φίλιππος τον ανέβαλλε γιατί δεν ήταν έτοιμος. Το 179 πέθανε. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Περσέας. Δεν είχε, όμως, τις ικανότητες του πατέρα του. Ούτε την εξωτερική στήριξη (από Ιλλυριούς και Βαστάρνες) που του προσφέρθηκε δέχθηκε, ούτε τις προετοιμασίες του πατέρα του συνέχισε. Το 171 άρχισε ο πόλεμος Περσέα-Ρωμαίων. Ο Μακεδόνας ήταν μόνος. Εντούτοις επί 3 χρόνια οι επιχειρήσεις των Ρωμαίων δεν ευδοκιμούσαν. Γι’ αυτό το 168 αναθέτουν τον πόλεμο στο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Αυτός με ισχυρότατες δυνάμεις ανάγκασε τους Μακεδόνες να υποχωρήσουν ως την Πύδνα και κει κατανίκησε τον Περσέα, ο οποίος κατέφυγε στη Σαμοθράκη και από εκεί οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Ρώμη όπου πέθανε μετά 4 έτη. Η Μακεδονία περιήλθε οριστικά στην εξουσία των Ρωμαίων. Δεν τη μετέβαλαν, όμως, αμέσως σε ρωμαϊκή επαρχία. Φρόντισαν απλά με μέτρα διοικητικά να την καταστήσουν ακίνδυνη για τη Ρώμη. Η μεταχείριση δε των κατακτημένων δεν υπήρξε καθόλου επιεικής: λεηλασίες, εξορίες, αναγκαστική στράτευση, καταστροφές πόλεων, εξανδραποδισμοί κτλ. Τα αντίποινα δεν περιορίστηκαν μόνο στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Περιέλαβαν και τους ηγεμόνες της Ασίας.


4. Το χρονικό της πλήρους υποταγής της Ελλάδας Οι Αθηναίοι ως τώρα δε γνώρισαν τη ρωμαϊκή αγριότητα. Αντίθετα μάλιστα. Επιχείρησαν να επωφεληθούν από τις συμφορές των άλλων περιοχών. Πέτυχαν να τους παραχωρηθούν η Δήλος και η Λήμνος. Την όλη δε συμφορά ολοκλήρωναν οι άθλιες συμπεριφορές και επιδιώξεις μεταξύ των ίδιων των Ελλήνων. Πολλοί Αιτωλοί, Ακαρνάνες και Βοιωτοί με απλές καταμηνύσεις αντιπάλων τους οδηγήθηκαν δέσμιοι στην Ιταλία. Στα πλαίσια της Αχαϊκής Συμπολιτείας, μετά το θάνατο του Φιλοποίμενα (183 π.Χ.) αρχηγός της μετριοπαθούς μερίδας αναδείχθηκε ο αγαθός Λυκόρτας. Οι αντίπαλοί του υπό τον Καλλικράτη συκοφάντησαν περί τους 1000 έγκριτους συμπολίτες τους, οι οποίοι οδηγήθηκαν στη Ρώμη⋅ ανάμεσά τους και ο ιστορικός Πολύβιος. Επανήλθαν μετά 17 χρόνια (το 151) όσοι επέζησαν, περί τους 300. Ένας από αυτούς, ο Δίαιος, ορίζεται στρατηγός. Κατηγορήθηκε για δωροδοκία και απόπειρα απόσπασης της Σπάρτης από την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το επόμενο έτος οι Αχαιοί υπό το Δαμόκριτο επιτίθενται κατά της Σπάρτης για να τη συνετίσουν. Οι Ρωμαίοι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν άλλο, οξύτερο, πρόβλημα. Το 150 ένας τολμηρός Μακεδόνας, ο Ανδρίσκος, ο καλούμενος και «ψευδοφίλιππος», εκμεταλλεύθηκε τη γενική δυσαρέσκεια που επικρατούσε στη χώρα του και αναγόρευσε τον εαυτό του βασιλέα και με τη βοήθεια μερικών Θρακών ηγεμόνων κατέλαβε ολόκληρη τη Μακεδονία, απείλησε τη Θεσσαλία και το 149 νίκησε το Ρωμαίο στρατηγό Ιουβέντιο. Το 148, όμως, ένας άλλος Ρωμαίος στρατηγός, ο Μέτελλος, τον νίκησε και τον αιχμαλώτισε. Αυτό είχε ως συνέπεια να σταματήσουν και οι εχθροπραξίες γύρω από τη Σπάρτη.


Το 147 έφθασε στην Κόρινθο η από διετίας αναμενόμενη ρωμαϊκή πρεσβεία για την επίλυση της διένεξης Σπάρτης και Αχαϊκής Συμπολιτείας. Σε σύνοδο που έγινε στην Κόρινθο, ο επικεφαλής της πρεσβείας Αυρήλιος Ορέστης δήλωσε ότι η βουλή των Ρωμαίων φρονεί ότι όχι μόνο η Σπάρτη, αλλά και η Κόρινθος, το Άργος, η Ηράκλεια της Οίτης και οι Ορχομένιοι της Αρκαδίας πρέπει ν’ αποχωρήσουν από τη Συμπολιτεία. Αυτό προκάλεσε αγανάκτηση. Οι Ρωμαίοι, υπό την πίεση του εξελισσόμενου Γ΄ Καρχηδονιακού πολέμου, δεν επέμεναν. Στα τέλη του 147 ήρθε άλλη πρεσβεία με εντολή να συμβιβάσει τη διένεξη ΣπάρτηςΣυμπολιτείας. Έφυγε κι αυτή άπρακτη. Στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας για το 146 εκλέχτηκε ο Κριτόλαος, ο οποίος έπεισε το συνέδριο της Κορίνθου να του αναθέσει τον πόλεμο κατά της Σπάρτης. Συμμάχησε με τους Βοιωτούς και Χαλκιδείς και στα μέσα του 146 πολιόρκησε την Ηράκλεια της Οίτης, που αποχώρησε από τη Συμπολιτεία. Ο στρατηγός Μέτελλος προσπάθησε με μετριοπάθεια να πείσει τους Αχαιούς να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, γιατί αυτές στην ουσία στρέφονται κατά της Ρώμης. Δεν εισακούστηκε. Τότε άφησε τη Μακεδονία κι επιτέθηκε κατά του Κριτόλαου που πολιορκούσε την Ηράκλεια. Η σύγκρουση έγινε στη Σκάρφεια της Λοκρίδας. Ο Κριτόλαος συντρίβεται κι αφανίζεται. Αυτοκτόνησε; Τη στρατηγία των Αχαιών αναλαμβάνει και πάλι ο Δίαιος. Ο Μέτελλος σε λίγο φθάνει στον Ισθμό. Προτείνει ειρήνη υπό τον όρο η Αχαϊκή Συμπολιτεία να περιορισθεί μόνο στις αχαϊκές πόλεις. Ο Δίαιος πρωτοστατεί στην απόρριψη της πρότασης.


Η ρωμαϊκή βουλή ανέθεσε στον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο τον τερματισμό του αχαϊκού πολέμου. Μέσα στο 146 αυτός φθάνει στον Ισθμό με άλλο στρατό. Ο Μόμμιος διέφερε ριζικά κατά το χαρακτήρα και την παιδεία από το Μέτελλο. Πρώτη του ενέργεια ήταν να εξαποστείλει το Μέτελλο στη Μακεδονία, η οποία από τότε μεταβλήθηκε σε ρωμαϊκή επαρχία. Στη συνέχεια: κατατρόπωσε το Δίαιο στον Ισθμό, κυρίευσε αμαχητί την Κόρινθο, φόνευσε όλους τους πολίτες της, πήρε ως δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά, πήρε τα σημαντικότερα έργα τέχνης και στο τέλος πυρπόλησε την πόλη, που στα επόμενα 100 χρόνια έμεινε ακατοίκητη. Ακολούθως περιέρχεται την Πελοπόννησο και: γκρεμίζει τα τείχη των πόλεων που πήραν μέρος στον πόλεμο, αφοπλίζει τους κατοίκους, διαλύει τα συνέδρια των Αχαιών, Φωκέων και Βοιωτών, καταργεί τα δημοκρατικά πολιτεύματα, απαγορεύει την απόκτηση κτημάτων σε ξένη χώρα/περιοχή, υποχρεώνει τους μεν Βοιωτούς και Χαλκιδείς να καταβάλουν στην Ηράκλεια 100 τάλαντα, και τους Αχαιούς στη Σπάρτη 200, σε όλες δε τις εμπόλεμες πόλεις επιβάλει ετήσιο φόρο υποτέλειας στη Ρώμη. Εντούτοις η μετατροπή της κυρίως Ελλάδας σε ρωμαϊκή επαρχία φαίνεται ότι έγινε –τυπικά τουλάχιστο– πολύ αργότερα, επί αυτοκράτορα Αυγούστου.

Εξάλλου

πολλοί

από

τους

σκληρούς

όρους

του

Μόμμιου

ανακλήθηκαν λίγο αργότερα με τη μεσολάβηση του Πολύβιου. Οι ελληνικές πόλεις συνέχισαν μεν να έχουν κάποια αυτονομία κάτω από την ομπρέλα της Ρώμης, στην ουσία όμως ήταν υπόδουλες.

5. Σύγκρουση Ελληνισμού και Ιουδαϊσμού Ενώ ο ελλαδικός Ελληνισμός κατατριβόταν με άσκοπους εμφύλιους σπαραγμούς, που τον οδήγησαν στον αφανισμό, ο πέραν του Αιγαίου αγωνιζόταν για την εδραίωση και εξάπλωσή του. Και εκεί δυστυχώς οι άρχοντές του αποδείχτηκαν κατώτεροι της αποστολής τους. Ο υπερόριος Ελληνισμός έκρυβε μέσα του ακατάβλητο δυναμισμό. Γιαυτό και κατάφερε να επικρατήσει παρά τις σφοδρές αντιστάσεις/αντιδράσεις που συνάντησε. Αυτές οι δυσκολίες πολλαπλασιάστηκαν μετά τα μέσα του β΄ π.Χ. αι., όταν επιβλήθηκε στην Ελλάδα η ρωμαϊκή κυριαρχία. Αντιδράσεις σημειώθηκαν στην Ινδική, αλλά και στην Αίγυπτο με συνεχείς εξεγέρσεις των ντόπιων, με αναβίωση της αρχαίας θρησκείας και προπάντων με την παράδοξη επικράτηση στην αυλή και στο στρατό των Ιουδαίων. Η μεγαλύτερη, όμως, αντίδραση και αντίσταση συνάντησε ο Ελληνισμός από τον Ιουδαϊσμό της Παλαιστίνης.


Οι Ιουδαίοι, εξαιτίας της διαμάχης των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών για την Παλαιστίνη και τη Φοινίκη, άλλοτε ταυτίστηκαν με την Αίγυπτο (ολόκληρο τον γ΄ π.Χ. αι.) και άλλοτε με τη Συρία (από τις αρχές του β΄ π.Χ. αι.). Κατάφεραν να διατηρήσουν το εθνικό τους πολίτευμα πληρώνοντας φόρο στους αντίστοιχους βασιλείς. Προϊστάμενος του λαού ήταν ο αρχιερέας και γύρω από αυτόν στην Ιερουσαλήμ υπήρχε το «Συνέδριο των Πρεσβυτέρων», που αποφάσιζε για όλα τα σοβαρά ζητήματα. Ο Ελληνισμός, όμως, με το δυναμισμό του άρχισε αθόρυβα να εισχωρεί στις νεότερες γενιές των Ισραηλιτών. Έτσι, κατά τους δύο τελευταίους π.Χ. αιώνες, συγκροτήθηκε μια σημαντική μερίδα Ισραηλιτών που υιοθέτησαν τα ελληνικά

ήθη

και

συγκρούονταν

με

τους

ζηλωτές

του

παραδοσιακού

θρησκεύματος και πολιτεύματος. Τελικά αυτή η καινοτόμος παράταξη απέκτησε τόση δύναμη που κατόρθωσε να καταλάβει και το αρχιερατικό αξίωμα. Ο βασιλιάς της Συρίας, μάλιστα, Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής (175 – 164 π.Χ.) διεκδίκησε το δικαίωμα να διορίζει αυτός τον αρχιερέα, αντιμετωπίζοντας τους ζηλωτές σαν στασιαστές. Προκειμένου δε να εξασφαλίσει το φόρο που είχαν επιβάλει οι Ρωμαίοι στον Αντίοχο Γ΄, το 170 κυρίευσε την Ιερουσαλήμ, κατέλαβε το ναό, έκαψε τα βιβλία και υποχρέωσε τους Ιουδαίους να λατρεύουν τους ελληνικούς θεούς. Η αντίδραση των Ιουδαίων ήταν δυναμική. Αυτή άρχισε το 167 με επικεφαλής το Ματταθία και συνεχίστηκε από τους 5 γιους του, από τους οποίους κορυφαίος αναδείχθηκε Ιούδας ο Μακκαβαίος. Τρία χρόνια κράτησε αυτή η εξέγερση. Τελικά οι στασιαστές υπέκυψαν στον Αντίοχο Ε΄ τον Ευπάτορα. Και ναι μεν η συνθήκη που υπογράφηκε επέτρεπε στους Ιουδαίους ν’ ακολουθούν τα πάτρια ήθη τους κτλ., στην Ιερουσαλήμ όμως κυριαρχούσε η ελληνίζουσα παράταξη. Η αντίπαλη παράταξη, των Μακκαβαίων, ετοιμαζόταν να ξαναρχίσει τον αγώνα. Έστειλαν πρεσβεία στη Ρώμη και προσέφεραν τη φιλία τους για ν’ απαλλαγούν από τη «δουλεία των Ελλήνων».


Ο αγώνας τους επαναλαμβάνεται επί Δημητρίου Α΄ και Αλεξάνδρου Α΄. Αρχικά νικάει Ιούδας ο Μακκαβαίος. Το 160, όμως, νικιέται και η Ιουδαία τιθασεύεται από τους Έλληνες με δυναμικά μέσα. Η διαμάχη, όμως, ανάμεσα στους Δημήτριο Α΄ και Αλέξανδρο Α΄ για την εξουσία, οι οποίοι επιδίωκαν με διάφορες παροχές να προσεταιριστούν, καθένας για λογαριασμό του, τον Ιωνάθαν, διάδοχο του Ιούδα, προσέφερε την κατάλληλη ευκαιρία στους ζηλωτές να προωθήσουν τις επιδιώξεις τους. Μετά το θάνατο του Δημητρίου, ο Αλέξανδρος κατέταξε τον Ιωνάθαν στους καλύτερους φίλους του και το 150 τον διόρισε «στρατηγόν και μεριδάρχην της Ιουδαίας». Οι Μακκαβαίοι προχώρησαν και παραπέρα. Η αστάθεια της συριακής βασιλείας τούς επέτρεψε με τον Ιωνάθαν και το διάδοχό του Σίμωνα να καταλάβουν και τη Φοινίκη και να γίνουν ανεξάρτητοι ηγεμόνες τους. Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε και αυτούς τους Μακκαβαίους να εξελληνίζονται, κι αυτό γιατί έτσι ευκολύνονταν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Έτσι, επί Σίμωνα ολόκληρος ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος των Ιουδαίων είχε εμποτιστεί από τον Ελληνισμό. Η εμβάθυνση του εξελληνισμού τους συνεχίστηκε και στους διαδόχους του Σίμωνα, αλλά και στη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας. Το Σίμωνα διαδέχθηκε στη βασιλεία των Ιουδαίων ο γιος του Ιωάννης Υρκανός (107105), αυτόν δε ο γιος του Αριστόβουλος (105-104) και αυτόν ο αδελφός του Αλέξανδρος Ιαναίος (104-78), ο οποίος στηρίχθηκε σε μισθοφόρους και μεγάλωσε το

κράτος

του,

αλλά

ο

Ιουδαϊσμός

ως

πολιτισμικό

μέγεθος

διαρκώς

συρρικνωνόταν. Οι Ιουδαίοι βασιλείς με τη βοήθεια των Ρωμαίων και εξαιτίας των ερίδων των διαδόχων του μεγάλου Σελεύκου απαλλάχτηκαν εντελώς από την ελληνική κυριαρχία. Το 64 π.Χ. ο Αντίοχος Α΄ νικήθηκε από τον Πομπήιο και η Συρία έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Ο Αντίοχος περιορίστηκε στην Κομαγηνή. Το 57 δολοφονήθηκε ο τελευταίος των Σελευκιδών Σέλευκος Κυβιόσακτος και έτσι αφανίστηκε οριστικά η αχανής ηγεμονία των Σελεύκων και Αντιόχων.


6. Το τέλος των ελληνικών κρατών της Ανατολής Κανένα από τα ελληνικά κράτη της Ανατολής δε γλίτωσε από τη ρωμαϊκή λαίλαπα. Η Μ. Ασία,

μετά την ειρήνη που προσέφεραν στον Αντίοχο Γ΄ οι Ρωμαίοι,

κατακερματίστηκε σε πολλά κρατίδια, τα οποία οι αντιζηλίες και η διχόνοια οδήγησαν σε λίγο στην απώλεια της αυτοτελούς εθνικής τους ύπαρξης. Τα πιο αξιόλογα απ’ αυτά ήταν το Πέργαμο, η Βιθυνία, η Ρόδος και ο Πόντος. Οι βασιλείς του Περγάμου εκμεταλλεύτηκαν με αισχρό τρόπο τη ρωμαϊκή προστασία για να επεκτείνουν τα όρια του βασιλείου τους. Ο Άτταλος Γ΄ που διαδέχθηκε το 138 π.Χ. το θείο του Άτταλο Β΄, όχι μόνο τις ικανότητες εκείνου δεν είχε, αλλά και από άγρια ένστικτα εμφορούνταν. Αφού φόνευσε όλους τους συγγενείς του, άφησε το 133 με διαθήκη το κράτος του στους Ρωμαίους. Η προσπάθεια του Αριστόνικου να διατηρήσει την αυτονομία της χώρας απέτυχε. Το 130 κατατροπώθηκε και το Πέργαμο μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία. Η Βιθυνία με τους ανάξιους ηγεμόνες της είχε αρχίσει ήδη να σκύβει τον αυχένα στον κατακτητή. Ανάξιος του αξιώματός του, δουλοπρεπής και κόλακας των Ρωμαίων δεν υπήρξε μόνο ο Προυσίας Α΄, αλλά και ο γιος του Προυσίας Β΄ και ο εγγονός του Νικομήδης Β΄. Ο Νικομήδης Γ΄ αρχικά μεν έδειξε να συμπράττει με το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄, σε λίγο όμως άλλαξε στάση, δήλωσε νομιμοφροσύνη στους κατακτητές και το 75 π.Χ. παρέδωσε το κράτος του στους Ρωμαίους. Τους Ροδίους οι Ρωμαίοι αρχικά μεν τους μεταχειρίστηκαν ως συμμάχους κατά του Φιλίππου της Μακεδονίας και του Αντιόχου Γ΄, αργότερα όμως έκαμαν το παν για να τους αποδυναμώσουν και καθυποτάξουν. Προς τούτο προσεταιρίστηκαν τη Δήλο, την οποία μετέβαλαν στο σημαντικότερο εμπορικό και διακομιστικό κέντρο ολόκληρου του Αιγαίου. Το πλήγμα για τη Ρόδο ήταν κέραιο. Τα έσοδά της ελαττώθηκαν δραματικά. Συνέχισε, όμως, ν’ απολαμβάνει την απονευρωμένη αυτονομία της. Ρωμαϊκή επαρχία κατέστη πολύ αργότερα, επί αυτοκράτορα Ουεσπασιανού, κατά το δεύτερο μισό του α΄ μ.Χ. αι.


Σημαντικότερη εστία αντίστασης και ισχυρότερο από τα κράτη της Μ. Ασίας κατά την υπόψη περίοδο αναδείχθηκε ο Πόντος. Αυτό το όφειλε κυρίως στον άξιο ηγέτη του - βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ΄. Αυτός διαδέχθηκε, ανήλικος ακόμη, το 124 π.Χ. τον πατέρα του. Διέθετε πολλά προσόντα, ψυχικά και σωματικά. Μελέτησε κι έμαθε πολλά. Τον ευνόησαν, όμως, και οι συνθήκες. Οι μεν Ρωμαίοι επί πολλές δεκαετίες ήταν μπλεγμένοι με πολέμους και εμφύλιες επαναστάσεις, το δε συριακό κράτος είχε αποδυναμωθεί ένεκα των ερίδων των ηγεμόνων του για την εξουσία. Ακόμη: η μετατροπή του Περγάμου σε ρωμαϊκή επαρχία και η Βιθυνία και η Καππαδοκία ένεκα της στενής εξάρτησής τους από τη ρωμαϊκή εξουσία υπέφεραν τα πάνδεινα εξαιτίας της απληστίας των στρατηγών και υπαλλήλων του δυνάστη. Η

Αρμενία

ανεξαρτητοποιήθηκε

τελείως

από

το

συριακό

βασίλειο

και

διχοτομήθηκε σε δύο κράτη, της μικρής Αρμενίας και της καθ’ αυτό Αρμενίας στ’ ανατολικά. Τα δύο αυτά κράτη είχαν κάθε συμφέρον να βοηθήσουν το Μιθριδάτη ν’ αντισταθεί στους Ρωμαίους. Το ίδιο ίσχυε και για τους Πάρθους του Αρσακίδα. Αυτά ώθησαν το Μιθριδάτη να συλλάβει τη συγκρότηση μιας νέας ασιανής αυτοκρατορίας, εκμεταλλευόμενος και όλες τις τεχνολογικές, πολιτειακές και πολιτισμικές δυνατότητες του ελληνικού πολιτισμού. Δεν επιτέθηκε κατά των Ρωμαίων. Πρώτα ήθελε να υποτάξει όλα τα βάρβαρα έθνη γύρω από τον Εύξεινο πόντο και όλες τις ελληνικές αποικίες της περιοχής. Οι βόρειες αποικίες, υποφέροντας από τις ληστρικές επιδρομές της νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, πρόθυμα δέχθηκαν την κυριαρχία του εξελληνισμένου ποντικού κράτους. Έτσι, το 111 π.Χ. ο Μιθριδάτης ήλεγχε, εκτός από τη δική του εντός της Μ. Ασίας χώρα, και ένα βασίλειο που εκτεινόταν από τα ανατολικότερα σύνορα του Πόντου ως τη Θράκη, που ονομάστηκε Βοσπόριο κράτος, στο οποίο βρίσκονταν οι δύο κυριότερες πόλεις (ελληνικές αποικίες), το Παντικάπαιο και η Φαναγόρεια. Μετά στράφηκε προς δυσμάς και νότο, για να υποτάξει τη Μ. Ασία. Έτσι ξέσπασε ανάμεσα σ’ αυτόν και τους Ρωμαίους

ένας μακροχρόνιος και εξουθενωτικός

πόλεμος, στον οποίο έλαβε μέρος και η Ελλάδα και ο οποίος έληξε το 66 π.Χ. με τη μετατροπή του Πόντου σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 67 π.Χ. η Κρήτη έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Το 58 μια δυσαρεστημένη κυπριακή μερίδα προκάλεσε την επέμβαση των Ρωμαίων και την υποδούλωση του νησιού. Τελευταία η Αίγυπτος (καίτοι προ πολλού ήταν υποταγμένη στα κελεύσματα της Ρώμης), το 30 π.Χ., επί του πρώτου αυτοκράτορα Αυγούστου, μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, μετά το θάνατο του τελευταίου των Πτολεμαίων, του ΙΒ΄, και της αδελφής του Κλεοπάτρας.


ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΕΠΙ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ

1. Τρόπος διοικήσεως Στα 300 και πλέον χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, ο Ελληνισμός δεν έμεινε ανέπαφος κι αναλλοίωτος. Αυτό θα ήταν αδύνατο οσεσδήποτε ψυχικές, εθνικές, πολιτισμικές και θεσμικές αντοχές κι αντιστάσεις κι αν διέθετε. Πολλώ μάλλον που ο κατακτητής χρησιμοποίησε τους ισχυρότερους διοικητικούς και αφομοιωτικούς μηχανισμούς της εποχής. Εκείνο που συνέβη και ισοδυναμεί με θαύμα είναι ότι ο Ελληνισμός δεν εκλατινίστηκε. Κι αυτό οφείλεται αφ’ ενός μεν στην υπεροχικότητα του ελληνικού πολιτισμού, και αφ’ ετέρου στο σεβασμό και το θαυμασμό που έτρεφε προς αυτόν ο κατακτητής και στην ανεκτικότητα που έδειξε απέναντί του. Η Ρώμη δε διοικούσε ομοιόμορφα τις απέραντες κατακτημένες περιοχές. Βασική διοικητική αρχή που έφάρμοζε ήταν ότι οι κατακτημένες περιοχές διοικούνταν ως επαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι: σε κάθε επαρχία στελνόταν κατ’ έτος ανώτατος επίτροπος της ρωμαϊκής αρχής, που οι Έλληνες ονόμαζαν «στρατηγό» ή «ανθύπατο». Αυτός επικουρούνταν στο έργο του από έναν ή περισσότερους βοηθούς, τους «παρέδρους» ή «πρεσβευτές», και τον «ταμία» για την είσπραξη των φόρων – εσόδων. Σε πολλές επαρχίες υπήρχε και κατοχικός στρατός. Ως επαρχίες διοικούνταν η Μακεδονία, η Μ. Ασία, η Συρία, η Κρήτη, η Κύπρος και η Αίγυπτος· άρα όχι η κυρίως Ελλάδα και η Ρόδος. Εν μέρει μόνο είναι σωστή η άποψη ότι η Ελλάδα υποτάχθηκε στους Ρωμαίους το 146 (κατά τον Παπαρρηγόπουλο το 145) π.Χ., όταν ο Μόμμιος κατέλαβε την Κόρινθο. Και δεν είναι αυτό απολύτως ακριβές, διότι: α) με την κατάληψη της Κορίνθου ρυθμίστηκαν οι σχέσεις της Ρώμης μόνο με την Αχαϊκή Συμπολιτεία και τους συμμάχους της Βοιωτούς, Ηρακλειώτες και Ευβοείς, όχι δε με ολόκληρη την Ελλάδα. β) Πολλές περιοχές είχαν ήδη προ πολλού κατακτηθεί ή είχαν δηλώσει υποταγή στη Ρώμη, όπως η Σπάρτη, οι Ακαρνάνες (197 π.Χ.) και οι Αιτωλοί (189 π.Χ.), αλλά παρέμειναν αυτόνομες. γ) Η Ελλάδα την εποχή εκείνη δεν πλήρωνε φόρο υποτέλειας. Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η υποταγή της Ελλάδας συντελέστηκε μαζί μ’ εκείνη της Μακεδονίας της οποίας θεωρούνταν παράρτημα. Είναι πάντως αναντίρρητο ότι μετά το 145 ή 146 π.Χ. έπαυσε να υπάρχει στην Ελλάδα πολιτικός βίος.


2. Η ακμή της Δήλου Μετά το 146/145 π.Χ. και για 60 περίπου χρόνια τίποτε το αξιόλογο δε φαίνεται να συνέβη στον ελλαδικό χώρο. Ίσως το μόνο άξιο μνείας είναι η ανάδειξη της Δήλου σε πρώτο εμπορικό κέντρο του Αιγαίου στις θέσεις της Κορίνθου και της Ρόδου. Οι έμποροι μετέφεραν – πάντα στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής της Ρώμης αποδυνάμωσης των παλαιών ελληνικών κέντρων– τις δραστηριότητές τους στο νησί. Η Δήλος ούτε πριν ήταν άγνωστη. Ήταν ήδη ένδοξη για το ιερό του Απόλλωνα, το ιερό της Λητούς (Λητώο) και τα περίφημα πανηγύρια των Κυκλάδων που τελούνταν σ’ αυτή. Ιδιαίτερα συνέβαλε στην ανάπτυξή της η κατά την εποχή αυτή έξαρση του δουλεμπόριου, που για πολλούς λόγους εξελίχθηκε σε επικερδέστατη

επιχείρηση.

Έτσι

η

Δήλος

κατέστη

εμπορείο

«μέγα

πολυχρήματον». Μόνο που αυτή η λάμψη της Δήλου δε θα κρατούσε για πολύ.

και


3. Ανάμιξη στον πόλεμο του Μιθριδάτη ΣΤ΄ Γνωρίζουμε ήδη ποιος ήταν ο Μυθριδάτης ΣΤ΄ και ποιες οι αρχικές του δραστηριότητες. Αυτές στο πολεμικό πεδίο ήταν και πολλές και διάρκεια είχαν. Οι επιδιώξεις του δυναμικού ηγέτη ήταν μεγαλεπήβολες. Το 107 π.Χ., αποφασίζοντας να υποτάξει τη Μ. Ασία, κυρίευσε την Παφλαγονία, την οποία οι Ρωμαίοι, αφού αρχικά την παραχώρησαν, αργότερα την απέσπασαν και πάλι από το ποντικό κράτος. Στη συνέχεια, αφού σκότωσε τρεις αλληλοδιαδόχους βασιλείς της –τους Αριαράθη Ζ΄, Η΄ και Θ΄– το 94 π.Χ. κατέλαβε την Καππαδοκία. Αυτό προκάλεσε την επέμβαση των Ρωμαίων. Αρχικά έδιωξαν το βασιλιά που εγκατέστησε ο Μιθριδάτης κι έδωσαν στους Καππαδόκες το δικαίωμα να εκλέξουν νέο βασιλιά. Εξέλεξαν τον Αριοβαρζάνη. Σε λίγο, όμως, ο Μιθριδάτης, εξαιτίας της απασχόλησης των Ρωμαίων με το λεγόμενο «πατριωτικό πόλεμο», έχοντας ως σύμμαχο το βασιλιά της μεγάλης Αρμενίας Τιγράνη Β΄ και γαμπρό του, το 89 π.Χ. επανέρχεται και κυριεύει όχι μόνο την Καππαδοκία, αλλά και τις Φρυγία, Βιθυνία και ολόκληρη την υπόλοιπη Μ. Ασία. Στην επιχείρηση αυτή κατατρόπωσε όλους τους Ρωμαίους στρατηγούς που στάλθηκαν εναντίον του. Τότε συνέλαβε την ιδέα να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλία, χρησιμοποιώντας σαν γέφυρα τα νησιά του Αιγαίου και την Ελλάδα. Κατέλαβε όλα τα νησιά, πλην της Ρόδου, έσφαξε σε μια μέρα όλους τους Ρωμαίους κι έστειλε στρατεύματα στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Αττική. Οι Αθηναίοι, στο σύνολό τους, την περίοδο αυτή ήταν απρόθυμοι για πολεμικές περιπέτειες. Πρώτον, γιατί πίστευαν ότι δεν υπάρχει δύναμη ικανή ν’ ανατρέψει το ρωμαϊκό καθεστώς· δεύτερον, διότι κι αν ακόμη ο Μιθριδάτης κατάφερνε να επικρατήσει, ερχόταν ως ένας άλλος κατακτητής. Δεν ήταν διατεθειμένοι να κάμουν επιλογή τυράννων. Υπήρχαν, όμως, και λίγοι από την άρχουσα τάξη που ήταν πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν τη βολή τους προκειμένου ν’ ανακτήσουν το χαμένο τους μεγαλείο. Λίγοι μεν αυτοί, αλλά ικανοί να παρασύρουν το λαό σε μια πολεμική περιπέτεια. Κατά τα τελευταία 60 χρόνια συνέβησαν στην Αθήνα δύο δουλικές εξεγέρσεις που συντάραξαν την κοινωνία· η μία μεταξύ του 134 και 131 π.Χ. και ήταν ασήμαντη (δεν κινήθηκαν περισσότεροι από 1.000 δούλοι) και κατεστάλη εύκολα και γρήγορα· η δεύτερη μεταξύ του 104 και 101 π.Χ. και ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη: εξεγέρθηκαν πολλές χιλιάδες δούλων που εργάζονταν δεμένοι στα μεταλλεία του Λαυρίου, φόνευσαν τους φύλακες, κατέλαβαν την ακρόπολη του Σουνίου και για αρκετό διάστημα κατέλαβαν την Αττική.


Άρα ο Μιθριδάτης δεν μπορούσε να περιμένει κάποια σημαντική βοήθεια από μια τέτοια κοινωνία. Η Αττική, όμως, και η Αθήνα – Πειραιάς του πρόσφεραν ασφαλή ορμητήρια που καμιά άλλη περιοχή δε διέθετε τη συγκεκριμένη στιγμή. Υπήρχε τότε στην Αθήνα ένας νόθος πολίτης ονόματι Αθηνίωνας ή Αριστίονας, σοφιστής. Σ’ αυτόν τον άσημο κι ασήμαντο άνθρωπο ανέθεσαν όσοι Αθηναίοι ήθελαν τη σύμπραξη με το Μιθριδάτη να διαπραγματευτεί τα συμφέροντά τους με το βασιλιά του Πόντου. Πήγε στην Καππαδοκία. Κολάκευσε το βασιλιά κι έγινε φίλος του. Έστειλε γράμματα στους Αθηναίους, τους Λακεδαιμόνιους και τους Αχαιούς, εκθειάζοντας τα μεγάλα οφέλη αν συμπράξουν με το Μιθριδάτη. Σε λίγο ο Μιθριδάτης έστειλε στην Ελλάδα πολύ στρατό και στόλο με στρατηγό τον Αρχέλαο. Μαζί του και ο Αθηνίωνας. Η εντολή στον Αρχέλαο ήταν να καταληφθούν τα νησιά και ο Πειραιάς κι από εκεί να εξορμήσει και να αναγκάσει και τις υπόλοιπες περιοχές να πάνε με το μέρος του. Στη Θεσσαλία θα συναντούσε το στρατηγό Μητροφάνη, που θα ερχόταν από την Ασία, και το γιο του Μιθριδάτη Αρκάθιο (Αριαράθη;), που θα κατέβαινε από τη Θράκη. Μετά από κοινού θα δρούσαν για να καταλύσουν τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ελλάδα. Πρώτος έφθασε στην Αττική ο Αθηνίωνας με 2.000 άνδρες. Η υποδοχή που του επιφύλαξαν οι Αθηναίοι ήταν οχλοκρατική - ενθουσιώδης. Στον Κεραμεικό μίλησε σε πολυπληθή συγκέντρωση Αθηναίων, εξιστορώντας τα κατορθώματα του Μιθριδάτη. Τα ενθουσιώντα πλήθη τον εξέλεξαν στρατηγό «επί των όπλων». Σε λίγες μέρες, όμως, μεταβλήθηκε σε τύραννό τους: εκτόπισε τους αντιπάλους του εκ των επισήμων, εγκατέστησε φύλακες στις πύλες, κυνηγούσε με ιππικό όσους δραπέτευαν και υποχρέωσε όλους τους Αθηναίους να μένουν στα σπίτια τους μετά τη δύση του Ηλίου. Δεν αρκέστηκε σε αυτά. Κατηγόρησε πολλούς φιλήσυχους Αθηναίους για προδοσία και τους δήμευσε την περιουσία. Κι ακόμη: με τις άφρονες ενέργειές του προκάλεσε την έλλειψη τροφίμων, τα οποία μοίραζε με το δελτίο.


4. Καταστροφή της Δήλου Ούτε και σ’ αυτά αρκέστηκε. Θέλησε να μεταφέρει και στην ευημερούσα Δήλο τη δράση κι επιρροή του. Η Δήλος, καίτοι υπαγόταν στην Αθήνα, δε θέλησε ν’ ακολουθήσει τον επαναστατικό της οίστρο. Ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη λεηλασία/αρπαγή από τον Αρχέλαο των ιερών της χρημάτων και την ενίσχυση με αυτά του Αθηνίωνα. Ο τελευταίος θεώρησε καλό να ολοκληρώσει τη λεηλασία της, στέλνοντας προς τούτο τον περιπατητικό φιλόσοφο και βιβλιόφιλο Απελλίκοντα με στρατό. Έφθασε στο νησί, αλλ’ αμέλησε να λάβει τα αναγκαία στρατιωτικά μέτρα. Συνέπεσε να βρίσκεται πλησίον της Δήλου ο Ρωμαίος στρατηγός Ορόβιος. Αυτός κάποια ασέληνη νύχτα αποβίβασε τους στρατιώτες του στη Δήλο κι επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά των κοιμωμένων και μεθυσμένων Αθηναίων. Άλλους τους έσφαξε κι άλλους τους αιχμαλώτισε. Ο Απελλίκοντας ξέφυγε. Οι δοκιμασίες της Δήλου δεν τελείωσαν. Σε λίγο δέχτηκε την επίθεση του στρατηγού του Μιθριδάτη, Μητροφάνη, ο οποίος: φόνευσε ξένους και ντόπιους, λήστεψε τα χρήματα κι αναθήματα της νήσου, την κατεδάφισε κι αιχμαλώτισε τα γυναικόπαιδα. Όσοι σώθηκαν τον περίμεναν στ’ ανοιχτά του νησιού και σε ναυμαχία τον σκότωσαν.


5. Ο Σύλλας πολιορκεί και κυριεύει την Αθήνα και τον Πειραιά. Μιθριδατικοί πόλεμοι Αφού εξασφάλισε την κυριαρχία στο Αιγαίο, ο Αρχέλαος κατέπλευσε στον Πειραιά, κατέλαβε και αυτόν και την Αθήνα· μετά, έχοντας μαζί του και τον Αθηνίωνα, εξεστράτευσε στη Βοιωτία. Εκεί επρόκειτο να ενωθούν μαζί του τα συμμαχικά στρατεύματα των Λακεδαιμόνιων και των Αχαιών. Μόνο οι Θεσπιείς δεν πίστεψαν στα κηρύγματά του περί ελευθερίας. Τους πολιόρκησε. Ο Σύλλας, που είχε οριστεί από τη Ρώμη ως στρατηγός του πολέμου κατά του Μιθριδάτη, δεν είχε ακόμη έρθει στην Ελλάδα. Ο Ρωμαίος στρατηγός της Μακεδονίας Σέντιος, όταν έμαθε τις κινήσεις του Αρχελάου, έστειλε το βοηθό του Βρέτιο Σούρα με μια πρόχειρα συγκροτημένη

δύναμη. Αυτός κατέβηκε στη

Θεσσαλία· αρχικά στράφηκε στη Μαγνησία όπου ναυμάχησε με το Μητροφάνη, κι αφού τον ανάγκασε να φύγει, κυρίευσε τη Σκιάθο· έπειτα στράφηκε κατά της Βοιωτίας. Εκεί ενώθηκαν μαζί του άλλοι 1.000 πεζοί και ιππείς από τη Μακεδονία. Σε μάχη που συνάφθηκε με τις υπέρτερες δυνάμεις του Αρχελάου και του Αθηνίωνα στη Χαιρώνεια δεν υπήρξε νικητής. Μετά ο μεν Αρχέλαος επανήλθε στην Αττική, ο δε Σούρας στη Μακεδονία. Σε λίγο τον πόλεμο κατά του Μιθιδράτη ΣΤ΄ θ’ αναλάμβανε ο ικανότατος στρατηγός Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας. Έφθασε στην Αθήνα την άνοιξη του 87 π.Χ. με μικρές δυνάμεις. Πρώτη του κίνηση η πολιόρκηση των Αθηνών, την οποία υπεράσπιζε ο Αθηνίωνας· ο Αρχέλαος είχε καταφύγει στον Πειραιά. Ο Σύλλας έστρεψε εναντίον του τις περισσότερες δυνάμεις του. Οι επιθέσεις του κατά του λιμανιού υπήρξαν αλλεπάλληλες αλλά ο Αρχέλαος τις απέκρουε. Αναγκάστηκε να μεταβεί στην Ελευσίνα και στα Μέγαρα για να προετοιμάσει οργανωμένη πολιορκία του Πειραιά. Είχε ανάγκη και χρημάτων ο Σύλλας, αφού η πολιτική κατάσταση στη Ρώμη άλλαξε εις βάρος του. Προς τούτο έστειλε στην Πελοπόννησο το Λούκουλλο, ο οποίος άρπαξε όλα τα αναθήματα και όσα χρήματα βρήκε. Το ίδιο έγινε και στη Βοιωτία, ιδιαίτερα δε στους Δελφούς. Οι επιθέσεις του αποκρούονταν. Όσα, όμως, συνέβαιναν στο στρατόπεδο του Αρχελάου τα μάθαινε ο Σύλλας από δύο προδότες. Έτσι, ήταν σε θέση κάθε φορά ν’ αντιμετωπίζει τα στρατηγήματα του Αρχελάου, ο οποίος έλαβε και σημαντικές ενισχύσεις από το Μιθριδάτη. Σε σφοδρή σύγκρουση που έλαβε χώρα επικράτησε ο Αρχέλαος αλλ’ οι Ρωμαίοι δεν αποχώρησαν.


Στο μεταξύ ήρθε ο χειμώνας του 87 προς 86 π.Χ. και οι επιχειρήσεις κόπασαν. Η κατάσταση στην πλευρά του Σύλλα ήταν δυσχερής. Ενισχύσεις από τη Ρώμη δεν έρχονταν. Απόπειρα να πάρει ενισχύσεις από την Αλεξάνδρεια και τη Συρία δε φαίνεται ν’ απέδωσε. Ευτυχώς, όμως, γι’ αυτόν που δεν κινήθηκαν εναντίον του οι άλλοι Έλληνες. Η επιμονή, η καρτερία, η τόλμη και οι ικανότητες του Σύλλα, όμως, τελικά υπερίσχυσαν. Πρώτα καταλήφθηκαν η Αθήνα και η Ακρόπολη, λόγω της έλλειψης εφοδίων. Προσπάθειες του Αρχελαου να στείλει τρόφιμα απέτυχαν. Οι εξαντλημένοι από την ασιτία υπερασπιστές δεν ήταν δυνατόν ν’ αντέξουν στις επιθέσεις του Σύλλα. Η κατάληψη συνοδεύτηκε από σφαγές και αγριότητες. ΄

Μετά την άλωση της Αθήνας, ο Σύλλας έστρεψε όλες του τις δυνάμεις στον Πειραιά. Εκεί είχε αποτύχει πολλάκις.

Οι Ρωμαίοι αυτή τη φορά ήταν κατάλληλα

προετοιμασμένοι και η επίθεσή τους υπήρξε σφοδρή. Ο Αρχέλαος αναγκάστηκε να καταφύγει σε σημείο καλά οχυρωμένο και από τη θάλασσα περιβαλλόμενο. Το υπόλοιπο του Πειραιά κυριεύτηκε. Στο μεταξύ νέες ισχυρές δυνάμεις του Μιθριδάτη υπό τον Ταξίλλη έφθασαν στη Βοιωτία. Εκεί έφθασε ο Σύλλας και σε λίγο ο Αρχέλαος με όλες τις δυνάμεις του. Συνάφθηκε μεγάλη μάχη στη Χαιρώνεια. Ο Σύλλας κατατρόπωσε τους αντιπάλους του. Αυτοί κατέφυγαν στη Χαλκίδα. Ο Αρχέλαος πήρε νέες ενισχύσεις από το Μιθριδάτη. Νέα σύγκρουσή του στον Ορχομενό με το Σύλλα. Πάλι νικητής ο Ρωμαίος. Ο Μιθριδάτης πείστηκε πλέον ότι δεν είχε ελπίδες να καταβάλει τους Ρωμαίους. Ο Σύλλας μέσω Θεσσαλίας και Μακεδονίας πέρασε στην Ασία. Το 84 π.Χ. υπέγραψε συνθήκη με το Μιθριδάτη ΣΤ΄, με την οποία ο τελευταίος θα επέστρεφε τη μεν Βιθυνία και Καππαδοκία στους προηγούμενους ηγεμόνες, τη δε Παφλαγονία και Μ. Ασία στους Ρωμαίους.

6. Πειρατικός πόλεμος


Μετά την κατάληψη πολλών σημαντικών πόλεων στην Ελλάδα και την αποδιοργάνωση κι αποδυνάμωση των βασιλείων της Ασίας και της Αιγύπτου, η αστυνόμευση του Αιγαίου εξέλιπε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το φούντωμα της πειρατείας, με επίκεντρο και ορμητήριο την Κιλικία. Κατά την περίοδο των Μιθριδατικών πολέμων είχαμε έξαρση της πειρατείας, διότι ο Μιθριδάτης συμμάχησε μαζί τους, οι δε Ρωμαίοι δε διέθεταν τότε ναυτική δύναμη στην περιοχή. Αργότερα ναυμάχησαν με το Λούκουλλο και τον νίκησαν. Μετά την ήττα του Μιθριδάτη, οι Ρωμαίοι ήταν απασχολημένοι με εμφύλιους πολέμους. Έτσι οι πειρατές βρήκαν ελεύθερο έδαφος δράσης. Επιτέθηκαν στις παράλιες περιοχές, τα λιμάνια και τα νησιά του Αιγαίου λεηλατώντας πόλεις, αρπάζοντας πλοία και ασεβώντας σε ιερά (Κλάριο, Διδύμαιο, Σαμοθράκιο κ.ά.). Διαθέτοντας περί τα 1.000 πλοία, ήταν ακατάβλητοι. Πρόβαλλαν απειλητικοί ακόμα και για την Ιταλία. Γιαυτό το 67 π.Χ. η βουλή αναγκάστηκε ν’ αναθέσει στον Πομπήιο την καταπολέμησή τους, εφοδιάζοντάς τον με τεράστια δύναμη, και στρατιωτική κι εξουσιαστική. Με 500 πλοία και 120.000 οπλίτες και ιππείς καθάρισε πρώτα τη Σικελία, τη Σαρδηνία και την Ιταλία από τους ληστές. Μετά ήρθε στην Ελλάδα. Αφού θυσίασε στην Αθήνα, εξόρμησε από τον Πειραιά. Καταδίωξε τους πειρατές στο Αιγαίο. Οι περισσότεροι πειρατές παραδόθηκαν, πολλοί θανατώθηκαν και 20.000 αιχμαλωτίστηκαν. Πολλούς μεν από αυτούς εγκατέστησε στη Δύμη της Αχαΐας, τους άλλους δε διασκόρπισε σε διάφορες πόλεις της Κιλικίας.

7. Η υποδούλωση της Κρήτης Οι πόλεις της Κρήτης αρχικά είχαν συμμαχήσει με το Μιθριδάτη, μετά δε συνεργάστηκαν με τους πειρατές, διότι πίστευαν ότι αυτοί μάχονταν κατά της ρωμαιοκρατίας. Αρχικά επιχείρησε να υποτάξει το νησί ο Μάρκος Αντώνιος, ηττήθηκε όμως από τους Κρήτες υπό το Λασθένη. Νέα ρωμαϊκή απόπειρα υπό το Μέτελλο. Πρεσβεία των Κρητών στη Ρώμη για συνδιαλλαγή. Οι Ρωμαίοι βάζουν βαρύτατους όρους. Απορρίπτονται. Ο Μέτελλος κατατροπώνεται μεν από το Λασθένη, ο άλλος όμως στρατηγός των Κρητών, ο Πανάρης, συνθηκολογεί με το Μέτελλο. Όταν οι Κρήτες πληροφορήθηκαν ότι ο Πομπήιος δείχνει επιείκεια στους αντιπάλους του, ανέθεσαν σ’ αυτόν τις τύχες τους. Αυτός διέταξε το Μέτελλο να φύγει από την Κρήτη. Δεν υπάκουσε. Επέμεινε μέχρι που ανάγκασε το Λασθένη να συνθηκολογήσει, οπότε υπέταξε την Κρήτη και απεκλήθη «Κρητικός». Ο Πομπήιος, αφού καθάρισε την πειρατεία, πέρασε και στην Ασία όπου υποχρέωσε το Μιθριδάτη να καταφύγει στο Βοσπόριο κράτος του, μεταβάλλοντας τον Πόντο και τη Συρία σε ρωμαϊκές επαρχίες. Το 62 π.Χ. πήρε το δρόμο της επιστροφής στη Ρώμη. Καθ’ οδόν πέρασε από τη Μυτιλήνη και της χάρισε την ελευθερία. Στην Αθήνα έδωσε 50 τάλαντα για αποκατάσταση των ζημιών της.


8. Σύγκρουση Καίσαρα και Πομπηίου Η πολιτική που άσκησε ο Πομπήιος στις ανατολικές χώρες – περιοχές που κατέλαβε ήταν φιλικότατη και επιεικής. Αυτό του έδινε το δικαίωμα να ελπίζει σε στήριξη των κατοίκων των περιοχών αυτών στον αγώνα του κατά του Ιουλίου Καίσαρα για τον έλεγχο της εξουσίας. Και δε διαψεύστηκε. Ο Καίσαρας έλεγχε τη Δύση (Γαλατία, Ιταλία, Ισπανία), ενώ ο Πομπήιος συγκροτούσε στην ελληνική χερσόνησο πολεμική δύναμη. Η Αθήνα, οι Κυκλάδες, η Κέρκυρα, η Ρόδος και η Αχαΐα συνεισέφεραν σε πλοία. Η Κρήτη και η Λακωνική τού έστειλαν τοξότες. Και από άλλες περιοχές (Βοιωτία, Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία) προσφέρθηκαν σημαντικές ενισχύσεις. Αποδείχτηκαν –ούτως ή άλλως ήταν τέτοιες για τους Έλληνες– ανώφελες οι προσφορές και οι θυσίες. Στις 20 Ιουνίου του 48 π.Χ. έγινε στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας η μεγάλη αναμέτρηση. Ο Πομπήιος κατατροπώθηκε. Ευτυχώς που ο Καίσαρας δε φέρθηκε εκδικητικά προς τους Έλληνες. Το 44 π.Χ., μάλιστα, ανοικοδόμησε την Κόρινθο που πριν 100 χρόνια κατέστρεψε ο Μόμμιος. Η νέα Κόρινθος έγινε και πάλι λαμπρά και έδρα του Ρωμαίου στρατηγού της επαρχίας της Ελλάδας.

9. Σύγκρουση Οκταβίου και Αντωνίου Οι Αθηναίοι υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό τους δολοφόνους του Καίσαρα Βρούτο και Κάσσιο. Μα και όλες σχεδόν οι ελληνικές πόλεις τάχθηκαν στο πλευρό τους στον αγώνα τους κατά του Οκτάβιου, ανιψιού του Καίσαρα, και του συμμάχου του Αντώνιου. Πάλι ατύχησαν στην επιλογή τους οι Έλληνες. Στους Φιλίππους της Μακεδονίας οι Βρούτος και Κάσσιος κατατροπώθηκαν (42 π.Χ.). Ευτυχώς, όμως, που ο Αντώνιος ήταν Ελληνοτραφής. Ιδιαίτερη εύνοια έδειξε στην Αθήνα, στην οποία πολλάκις ήρθε και διέμεινε. Αλλά και πάλι τα πράγματα εξελίχθηκαν εις βάρος των Ελλήνων. Σε λίγο επήλθε ρήξη στις σχέσεις Οκτάβιου και Αντώνιου. Οι περισσότεροι Έλληνες πήραν το μέρος του δεύτερου. Ο Αντώνιος, για να καλύψει τις ανάγκες του σε ναύτες, προχώρησε σε γενική επιστράτευση ανθρώπων ανίδεων (θεριστές, γεωργούς, αγωγιάτες κτλ.) και σε καταπιέσεις. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στο Άκτιο (2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.). Ο Αντώνιος κατατροπώθηκε και κατέφυγε στην Αίγυπτο, όπου το 30 αυτοκτόνησε. Ο Οκτάβιος απέβη μόνος κύριος της απέραντης αυτοκρατορίας.


10. Ο Οκτάβιος και οι Έλληνες Παράλληλα, όμως, ολοκλήρωσε τη στοά της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, που είχε αρχίσει ο Καίσαρας, και συνέχισε τις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ολυμπίου Διός που είχε θεμελιώσει ο Πεισίστρατος. Ο νικητής δεν εκδικήθηκε τους Έλληνες. Ενέργησε μάλιστα ανακουφιστικά σε περιοχές που λιμοκτονούσαν. Ούτε στην Αθήνα φέρθηκε σκληρά. Μόνο της απαγόρευσε να αυξάνει τους πολίτες της επί χρήμασι και της αφαίρεσε την Αίγινα και την Ερέτρια. Έκτισε τη Νικόπολη, η οποία πήρε τη θέση των Μαλιέων, των Μαγνήτων κ.ά. θεσσαλικών φυλών στο αμφικτιονικό συνέδριο. Από ευγνωμοσύνη στους Λακεδαιμόνιους: α) τους ανέθεσε την προεδρία των αγώνων Άκτια που ο ίδιος ίδρυσε και τελούνταν στο Άκτιο· β) τους έδωσε τις μεσσηνιακές πόλεις Κύθηρα, Καρδαμύλη, Φερές και Θουρία και γ) ενίσχυσε και διεύρυνε τη Συμπολιτεία των Ελευθερολακώνων (που υπήρχε ήδη από την εποχή των Φιλοποίμενα, Νάβιδα και Φλαμινίνου). Ακόμη: α) Έδειξε ιδιαίτερη εύνοια στην Πάτρα, στην οποία εγκατέστησε σημαντικό μέρος της στρατιάς που πολέμησε στο Άκτιο. Η Πάτρα ανακηρύχθηκε ελεύθερη, έγιναν δε υποτελείς της η Δύμη, οι Φαρές, η Τριταία και η χώρα των Οζολών Λοκρών, πλην της Άμφισσας.

β) Ανακήρυξε αυτόνομη και ελεύθερη τη Σάμο. γ)

Η Ελλάδα κατέστη ρωμαϊκή επαρχία. Έδρα του ανθύπατου (που αντικαθίστατο κατ’ έτος) ορίστηκε η Κόρινθος. Πολλές, όμως, ελληνικές πόλεις και χώρες δεν υπάγονταν σ’ αυτόν, διότι εξακολουθούσαν να θεωρούνται ελεύθερες και σύμμαχοι. Αυτές ήταν: η Αθήνα, η Σπάρτη, η Συμπολιτεία των Ελευθερολακώνων, το Άργος, η Ελάτεια, οι Αβές, οι Θεσπιές, η Τανάγρα, η Αιτωλία, η Ακαρνανία και η Θεσσαλία. Ειδικά η Αθήνα διατήρησε το αρχαίο πολίτευμά της μέχρι το Μ. Κωνσταντίνο και τους διαδόχους του. Επί των διαδόχων δε του Αυγούστου είχε τα δικαιώματα ελεύθερου συμμάχου κράτους. Φυσικά αυτές οι θεωρούμενες ως «ελεύθερες» περιοχές δεν ήταν ανεξέλεγκτες. Είτε απευθείας από τη Ρώμη είτε δια του ανθυπάτου της Κορίνθου επενέβαινε στα εσωτερικά τους. δ) Στο Λακεδαιμόνιο Ευρυκλή Λαχάρη, που αντιστάθηκε στον Αντώνιο, έδωσε τα Κύθηρα ως προσωπικό του κτήμα και τον όρισε ηγεμόνα των Λακεδαιμόνιων. Αυτός, όμως, σε λίγο πήγε στην Ιουδαία. Μετά περιήλθε τη Μ. Ασία, και αφού συγκέντρωσε χρήματα, επανήλθε στη Σπάρτη. Ζούσε πολυτελώς. Σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου έκτισε λαμπρά κτήρια, από τα οποία ονομαστότερα κατέστησαν τα Λουτρά της Κορίνθου. Όταν τελείωσαν τα λεφτά του, επιδόθηκε σε καταπίεση των Σπαρτιατών και των Πελοποννήσιων. Ο Αύγουστος τον εξόρισε. Πέθανε εξόριστος. ε) Διασώθηκε μια μοναδική πληροφορία: οι κάτοικοι της Γυάρου, ψαράδες, πλήρωναν ετήσιο φόρο 150 δρχ., ενώ μόνο 100 από αυτούς είχαν αυτή τη δυνατότητα.


11. Οι Έλληνες επί των διαδόχων του Αυγούστου Ο Τιβέριος συνέχισε (14 – 37 μ.Χ.) την ίδια επιεική πολιτική προς τους Έλληνες. Η Μακεδονία και η Αχαΐα, επειδή παραπονούνταν για αυθαιρεσίες των ανθυπάτων, μεταβλήθηκαν, προσωρινά, σε καισαρικές αποικίες (μέχρι το 44 μ.Χ.). Ο Τιβέριος είχε διαιρέσει το ρωμαϊκό κράτος σε δύο μέρη, το ένα κράτησε στην άμεση δικαιοδοσία του (καισαρικές επαρχίες), ενώ το άλλο ανέθεσε στο δήμο και στη σύγκλητο (δημόσιες επαρχίες). Τις πρώτες τις διηύθυνε ο ίδιος με πρεσβευτές, ενώ οι δεύτερες διοικούνταν με ανθυπάτους που στέλνονταν κατ’ έτος. Επί Κλαυδίου η Μακεδονία και η Αχαΐα ξανάγιναν διοικητικές επαρχίες. Το Αίγιο, μετά από μεγάλο σεισμό και πρόταση του Τιβέριου, απαλλάχτηκε επί 3 χρόνια από κάθε φόρο. Ο ανιψιός του Τιβέριου Γερμανικός, πηγαίνοντας στην Ασία, πέρασε και από την Αθήνα. Τόσος ήταν ο σεβασμός του προς την πόλη, που εισήλθε σε αυτή ταπεινά, συνοδευόμενος μόνο από ένα ραβδούχο. Αντίθετη συμπεριφορά: Ο Διοικητής της Ασίας Πείσωνας, διερχόμενος από την πόλη, επέπληξε τους Αθηναίους επειδή συμμάχησαν με το Μιθριδάτη και τον Αντώνιο. Τα πράγματα, όμως, για τους Έλληνες δεν ήταν πάντα τόσο ευνοϊκά. Ο Νέρωνας ( 54 – 68 μ.Χ.) θέλησε το 66 να κηρύξει ελεύθερη την Ελλάδα. Αναφέρεται ως ο πλέον ανισόρροπος αυτοκράτορας – τύραννος. Φόνευσε το γιο του πατριού του Βρετανικό και τη μητέρα του Αγριππίνα. Είχε τη μανία ν’ αγωνίζεται στους δημόσιους αγώνες ως κιθαρωδός και αρματηλάτης. Οι ελληνικές πόλεις με τις κολακείες τους εξέτρεφαν την κουφότητα και αλαζονεία του. Τον κάλεσαν μάλιστα στην Ελλάδα για ν’ απολαύσουν και οι φιλόμουσοι Έλληνες τις υπέροχες τραγουδιστικές του ικανότητες!… Δέχτηκε. Διέταξε μάλιστα ν’ αναβληθούν όλοι οι αγώνες: Ίσθμια, Πύθια, Νέμεα και Ολύμπια μέχρι που να έρθει. Και ήρθε συνοδευόμενος από ολόκληρη στρατιά ακολούθων. Έλαβε μέρος σε όλους τους αγώνες και σε όλους αναδείχθηκε νικητής!… Στις 28 Νοεμβρίου του 67 μ.Χ. εξέδωσε διαταγή προς όλους τους Έλληνες να συναχθούν στην Κόρινθο. Εκεί, στους αγώνες των Ισθμίων, μιλώντας από το βήμα, ανακήρυξε όλους τους Έλληνες ελεύθερους και αυτόνομους. Τι έκαμε στη συνέχεια; Λεηλάτησε όλη την Ελλάδα, φόνευσε αναρίθμητους άνδρες, γυναίκες και παιδιά για να κληρονομήσει τις περιουσίες τους κ.ά.π. Κι όσο περισσότερες και μεγαλύτερες ωμότητες κι απανθρωπίες διέπραττε, τόσο πλήθαιναν οι κολακείες πολλών Ελλήνων στο απαίσιο πρόσωπό του. Ο Νέρωνας επιχείρησε να διανοίξει τον Ισθμό της Κορίνθου. Πριν απ’ αυτόν ασχολήθηκαν με το έργο αυτό οι Περίανδρος, Δημήτριος ο Πολιορκητής, Ιούλιος Καίσαρας και ο Γάιος Καλιγούλας. Ό Νέρωνας, όμως, ήταν εκείνος που άρχισε το έργο ενώπιον πλήθους ανθρώπων, σκάβοντας πρώτος τη γη με χρυσό τσαπί. Επιστράτευσε για το έργο πολυάριθμους εργάτες, στρατιώτες και 6.000 Εβραίους. Σε λίγο, όμως, το εγχείρημα διακόπηκε απότομα. Άγνωστο γιατί. Σε λίγο ο Νέρωνας γύρισε στη Ρώμη όπου και φονεύθηκε.


Ο επόμενος αξιομνημόνευτος αυτοκράτορας ήταν ο Ουεσπεσιανός (69 – 79 μ.Χ.). Επ’ αυτού: α) Η Ελλάδα επανήλθε στο διοικητικό τύπο της ρωμαϊκής επαρχίας. β) Ο τρόπος διοίκησης έγινε περισσότερο καταπιεστικός. γ) Όσες πόλεις ή χώρες ήταν προηγουμένως ελεύθερες και αυτόνομες διατήρησαν αυτό το καθεστώς, με όλους φυσικά τους περιορισμούς και τις καταστρατηγήσεις. δ) Ο γιος του Ουεσπεσιανού Δομιτιανός και ο αυτοκράτορας Αδριανός ζήτησαν και έλαβαν το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα των Αθηνών. ε) Διατηρήθηκαν πολλά απ’ τα αρχαία θέσμια: αμφικτιονικό συνέδριο, συνέδρια Βοιωτών, Φωκέων και Αχαιών, οι μεγάλοι αγώνες και εορτές κ.ά. στ) Διώχθηκαν από τη Ρώμη όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι, ή καλύτερα σοφιστές. Ανάμεσα στους σοφιστές της εποχής αναφέρονται: Σεκούνδος, Πολέμωνας, Ούαρος, κ.ά. Κοντά σ’ αυτούς και ο στωικός Πρίσκος Ελουίδιος, ο κυνικός Δημήτριος κ.ά. Ο Τραϊανός (98 – 117 μ.Χ.) ήταν ένας από τους ευεργετικότερους για τους Έλληνες αυτοκράτορες. Επ’ αυτού: α) Στάλθηκε στην Ελλάδα ο Μάξιμος με εντολή να ρυθμίσει τα πράγματα των ελληνικών πόλεων. β) Αυξήθηκε ο αριθμός των ελεύθερων πόλεων. γ) Κτίστηκε το μνημείο του Φιλοπάππου. Τον Τραϊανό διαδέχθηκε ο Αδριανός (117 – 138 μ.Χ.): ένα κράμα ανθρώπινου χαρακτήρα και άρχοντα. Σ’ αυτόν συνυπήρχαν η αρετή και η κακία, η σύνεση και η επιπολαιότητα, η πραότητα και η τραχύτητα. Πέντε φορές επισκέφθηκε την Αθήνα, τρεις από τις οποίες έμεινε επ’ αρκετό σαν Αθηναίος πολίτης. Υπήρξε ευεργετικός προς την πόλη. Ανάμεσα στους νόμους που συνέταξε επ’ ωφελεία τους γνωστοί είναι δύο: α) περί της εξαγωγής του λαδιού και β) περί απαγόρευσης σε όλους τους βουλευτές να ενοικιάζουν, άμεσα ή έμμεσα, τα δημόσια έσοδα. Ακόμη, βράβευσε με τιμές και δωρεές τους φιλοσόφους και σοφιστές που άκμαζαν τότε στην Αθήνα (Φαβωρίνος, Καλουίσιος Ταύρος, Σκοπελιανός, Λολιανός, Σεκούνδος, Ηρώδης ο αττικός).

Προς τον Αδριανό η Αθήνα είχε κάθε λόγο να είναι

ευγνώμων, γιατί προπάντων κόσμησε την πόλη με λαμπρά οικοδομήματα και άλλα έργα: ναός της Ήρας, ναός του Πανελληνίου Διός, κοινό ιερό στους θεούς, γυμνάσιο, στοά με 120 κίονες, ομώνυμη πόλη στις όχθες του Ιλισού στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, ολοκλήρωση του Ολυμπιείου (ναού του Ολύμπιου Δία) που θεμελιώθηκε επί Πεισίστρατου. Για όλα αυτά τον αποκάλεσαν Σωτήρα και Κτίστη. Και σε άλλες πόλεις έκανε ανάλογα έργα ο Αδριανός: στα Μέγαρα τον πέτρινο ναό του Απόλλωνα, στην Κόρινθο λουτρά, στη Μαντίνεια ναό του Ποσειδώνα, στις Άβες της Φωκίδας ναό του Απόλλωνα και στην Υάμπολη της Φωκίδας στοά. Ένα από τα σπουδαιότατα έργα του Αδριανού ήταν η ίδρυση πανελληνίων αγώνων στους οποίους μετείχαν και οι Έλληνες που κατοικούσαν πέρα από το Αιγαίο, οι οποίοι συγκροτούσαν «σύνοδο Πανελλήνων».


12. Ηρώδης ο Αττικός Ανάμεσα στους σοφιστές που τίμησε ο Αδριανός ήταν ο Ηρώδης ο Αττικός. Πολλά λέγονταν για την καταγωγή του. Το βέβαιο είναι ότι ήταν πλουσιότατος και όχι ευτελούς καταγωγής. Ο πατέρας του Ιουλιανός βρήκε αμύθητο θησαυρό σε κάποιο σπίτι του κοντά στο ομώνυμο θέατρο κάτω από την Ακρόπολη, ίσως κρυμμένο σε κάποιο πηγάδι από τον περιβόητο Αθηνίωνα πριν από δύο αιώνες. Ο Ιουλιανός αύξησε περαιτέρω τον πλούτο του με τη μεγάλη προίκα που πήρε. Έζησε πολυτελή ζωή. Πρόσφερε στο γιο του Ηρώδη πλούσια παιδεία. Εικοσιπέντε ακόμη ετών διορίστηκε από τον Αδριανό έφορος των ελεύθερων πόλεων της Ασίας. Επί Αντωνίνου του Ευσεβούς έγινε ανθύπατος στη Ρώμη (143 μ.Χ.). Κύριο ενδιαίτημά του, όμως, ήταν η Αθήνα, στις πολυτελείς επαύλεις του. Στόλισε την Αθήνα και την Ελλάδα με αθάνατα κατασκευάσματα: στη μνήμη της συζύγου του Ρηγίλης έκτισε στους πρόποδες της Ακρόπολης το περίφημο Θέατρο ή Ωδείο, θέατρο στην Κόρινθο, πλούσια αναθήματα και κοσμήματα στο ναό του Ποσειδώνα στον Ισθμό, λουτρά στις Θερμοπύλες και άλλα στην Ιταλία, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία, στην Εύβοια, ση Βοιωτία, στην Πελοπόννησο κ.α. Πέθανε σε ηλικία 76 ετών στο Μαραθώνα και τάφηκε μεγαλοπρεπώς στο Παναθηναϊκό στάδιο που εκείνος κατασκεύασε.

13. Οι Έλληνες επί Αντωνίνων Τον Αδριανό διαδέχθηκε στο θρόνο ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (137 – 161 μ.Χ.) και αυτόν ο Μάρκος Αυρήλιος ή Μάρκος Αίλιος Αυρήλιος Ουήρος (161 – 180 μ.Χ.) που είναι γνωστός και ως Αντωνίνος φιλόσοφος. Και οι δύο θεωρούνται ως οι άριστοι των ηγεμόνων. Επί των ημερών τους η Ελλάδα ευτύχησε. Οι ελληνικές πόλεις γέμισαν με γυμνάσια, κρήνες, στοές, ναούς, σχολές κ.ά. Ίδρυσαν νέες πόλεις και ανόρθωσαν τις παλιές. Στις αρχαίες ηγεμονίδες πόλεις έδωσαν αυτονομία. Ειδικά ο Μάρκος Αυρήλιος έγινε αυθεντικός σχεδόν Έλληνας, έγραψε δε ελληνιστί για τις αρχές της στωικής φιλοσοφίας. Συγκρότησε την ανώτατη εκπαίδευση (ένα είδος πανεπιστήμιου) από δυο σχολές, τη φιλοσοφική και τη σοφιστική. Στην πρώτη διδάσκονταν Στωικοί, Πλατωνικοί, Περιπατητικοί και Επικούρειοι· στη δεύτερη η ρητορική και η πολιτική (νομική) επιστήμη. Οι φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά, η Ιστορία και η Ιατρική διδάσκονταν εν μέρει στη μία και εν μέρει στην άλλη σχολή.


14. Βαρβαρικές επιδρομές. Οι Γότθοι στην Αθήνα Κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες παρατηρήθηκε μεγάλη κίνηση βαρβαρικών εθνών που κατοικούσαν στις βορειότερες χώρες της Ευρώπης. Τι προκάλεσε αυτή την κίνηση; Άγνωστο. Το βέβαιο είναι ότι αυτοί οι λαοί (γερμανικά φύλα κυρίως) κινήθηκαν νότια και άρχισαν να επιτίθενται κατά του ρωμαϊκού κράτους. Στη δική μας χερσόνησο άρχισαν να εισβάλουν εντονότερα επί Φιλίππου του Άραβα (244 – 249 μ.Χ.). Όταν ο Φίλιππος γιόρταζε στη Ρώμη τα 1.000 χρόνια της ίδρυσής της, μονάδα Γότθων εισέβαλε ανεμπόδιστα στη Δακία, πέρασε τον Ίστρο και αφού λεηλάτησε τη Μοισία (σημερινή Σερβία και Βουλγαρία) και τη Θράκη, έφτασε στη Μαρκιανούπολη, πρωτεύουσα της κάτω Μοισίας. Ο Φίλιππος απέτυχε να τους αναχαιτίσει. Εκμεταλλευόμενοι δε οι Γότθοι την επί Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) αναρχία καταπλημμύρισαν τη Θράκη και τη Μοισία. Η κύρια δύναμή τους, αποτελούμενη από 70.000 Γερμανούς και Σαρματούς, έφτασε μέχρι τη Νικόπολη. Ο Δέκιος επιχείρησε με κάθε τρόπο ν’ ανακόψει την προέλασή τους. Έστειλε το χιλίαρχο Κλαύδιο με αρκετές δυνάμεις να υπερασπιστεί τις Θερμοπύλες και την Πελοπόννησο. Σε μάχη που συνάφθηκε στη Φιλιππούπολη οι Ρωμαίοι υπό το Δέκιο νικήθηκαν. Σε λίγο ο Δέκιος προδόθηκε από τους υποστρατήγους του και σε νέα μάχη στα τέλη του 251 σκοτώθηκε.

Ο πρωτεργάτης της προδοσίας και

διάδοχός του Γάιος Ουίβιος Τριβωνιανός Γάλλος (251 – 253 μ.Χ.) έπεισε με παροχές τους επιδρομείς να επιστρέψουν στη βάση τους. Αυτό, όμως, κράτησε μόνο λίγο. Αναρίθμητα στίφη βαρβάρων: Γότθοι, Βορανοί, Ουρουγούνδοι, Κάρποι, Αίρουλοι κατέλυσαν την Ιλλυρία, τη Μοισία, τη Θράκη, τη Μ. Ασία μέχρι το Βόσπορο. Σε μάχη που έγινε στη Μοισία (253 μ.Χ.) οι βάρβαροι νικήθηκαν. Επί Ουαλεριανού (253 – 260 μ.Χ.), όμως, επανέρχονται. Διασχίζουν τη Θράκη και τη Μακεδονία και απειλούν τη Θεσσαλονίκη. Η κυρίως Ελλάδα ανησυχεί και ετοιμάζεται.


Οι Γότθοι δεν κατόρθωσαν να κυριεύσουν τη Θεσσαλονίκη κι επανήλθαν στη βάση τους, επαναλαμβάνοντας κατ’ έτος τις επιχειρήσεις τους. Ταυτόχρονα άλλα βάρβαρα φύλα κατέλαβαν ελληνικές πόλεις στη Μ. Ασία και τις λεηλάτησαν. Στο μεταξύ ο Γαλλιηνός διαδέχθηκε τον πατέρα του Ουαλεριανό. Ο Γαλλιηνός (260 – 268 μ.Χ.) έδειξε εξαιρετική εύνοια προς τους Έλληνες. Αναδείχθηκε προστάτης των γραμμάτων και των επιστημών. Ήρθε στην Αθήνα, έγινε επώνυμος άρχοντας και κατατάχθηκε στους αρεοπαγίτες. Αυτά, όμως, δεν αρκούσαν για να σωθεί η Ελλάδα. Στο τέλος της βασιλείας του (267) νέα στίφη Γότθων με 500 πλοία πέρασαν τη Μαιώτιδα λίμνη και τον Εύξεινο, εισέβαλαν στο Βόσπορο, κατέλαβαν το Βυζάντιο και τη Χρυσόπολη, μπήκαν στην Προποντίδα, κατέστρεψαν εκεί την Κύζικο, πέρασαν στο Αιγαίο, αποβιβάστηκαν στη Λήμνο και τη Σκύρο και από εκεί, αφού διαιρέθηκαν σε πολλά τμήματα, επιτέθηκαν στα νοτιότερα ελληνικά παράλια. Από τις επιδρομές τους δεν εξαιρέθηκε η Αττική, η Πελοπόννησος και τα ενδότερα της χώρας. Οι πειρατές, αφού αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, κατέλαβαν με έφοδο και την Αθήνα, παρά την πρόσφατη οχύρωσή της από τον Κλεόδαμο. Άρχοντας της πόλης ήταν ο ιστοριογράφος Δέξιππος. Αυτός, αφού συγκρότησε δύναμη 1.000 ανδρών,

προσπάθησε ν’

αντισταθεί,

εμψυχώνοντας τους

Αθηναίους. Οι Αθηναίοι ανταποκρίθηκαν. Οργάνωσε ένα είδος ανταρτοπόλεμου κι ανάγκασε τους Γότθους να φύγουν από την Αττική. Στο μεταξύ κατέφθασαν στην Ελλάδα σημαντικές ρωμαϊκές δυνάμεις. Οι βάρβαροι κατατροπώθηκαν. Ανταρσία του ιππάρχου Αυριόλου στο Μεδιόλανο ανάγκασε το Γαλλιηνό να γυρίσει στην Ιταλία. Τη συνέχιση του πολέμου κατά των Γότθων ανέθεσε στο Μαρκιανό. Σ’ αυτή τη φάση η ελληνική χερσόνησος απαλλάχτηκε από τους βαρβάρους. Δεν άργησαν, όμως, να επανέλθουν. Μετά τη δολοφονία του Γαλλιηνού στο Μεδιόλανα (268), ανέλαβαν, περί το 270, νέα επιδρομή κατά του ρωμαϊκού κράτους με ογκώδεις δυνάμεις. Τους αντιμετώπισαν επιτυχώς ο νέος αυτοκράτορας Κλαύδιος (268 – 270 μ.Χ.) και ο διάδοχός του Αυρηλιανός (270 – 275 μ.Χ.). Ο τελευταίος, όμως, παραχώρησε στους Γότθους τη Δακία, ο δε διάδοχός του Πρόβος (276 – 286 μ.Χ.) εγκατέστησε πολλούς απ’ αυτούς στη Θράκη ως υπηκόους του. Την ίδια εποχή τα ελληνικά παράλια λεηλατήθηκαν από άλλη γερμανική φυλή, τους Φράγκους. Αυτοί κατοικούσαν γύρω από το Ρήνο. Ο Πρόβος τούς κατατρόπωσε κι αυτούς, ένα τμήμα των οποίων εγκατέστησε στον Εύξεινο πόντο.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ


1. Οι συνθήκες κατά την ενανθρώπηση του Σωτήρα Στο προηγούμενο κεφάλαιο καταδείχθηκε ποια ήταν η κατάσταση του Ελληνισμού κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Οι πόλεις της Ανατολής ήταν όλες ελληνικές και όλη η χώρα συνεχώς εξελληνιζόταν. Κατά το 30ό έτος της βασιλείας του Αυγούστου γεννήθηκε στην Παλαιστίνη ο Λυτρωτής του κόσμου Κύριος Ιησούς. Από εδώ θα άρχιζε μια ανάλογη, αντίστροφη, πορεία –του Ναζωραίου αυτή τη φορά– ανάλογη με εκείνη προ 300 ετών του Μ. Αλεξάνδρου. Τότε για την κατάκτηση της Ανατολής. Τώρα για την κατάκτηση της Δύσης, αλλά διαφορετικής υφής. Τότε με την ισχύ των όπλων και του υπέροχου ελληνικού πολιτισμού. Τώρα με την Αγάπη και την Αλήθεια. Και στις δύο περιπτώσεις συνεργός η Θεία Πρόνοια. Πολλά συνέβαλαν στην επικράτηση του Χριστιανισμού. Ανάμεσά τους: α) Η τελειότητα των δογμάτων του· β) η εξασθένηση των αρχαίων δοξασιών εξαιτίας της μακροχρόνιας διαπάλης ανάμεσα στη φιλοσοφία και τα θρησκεύματα· γ) η απογύμνωση της κοινωνίας από κάθε πίστη και ηθικές αρχές και η εντεύθεν αναζήτηση κάποιας διεξόδου από αυτή την κατάσταση· δ) η συγχώνευση των διαφόρων θεοτήτων δια των ελληνικών κατακτήσεων· αυτό διευκόλυνε την αποδοχή του κηρύγματος περί ενός Θεού, ε) ο εναγκαλισμός από τη νέα θρησκεία των καταφρονεμένων, και προπάντων ε) η ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά πολιτεύματα. Και η μεν γλώσσα α) διότι ήταν η καταλληλότερη για να εκφράσει τις λεπτότατες έννοιες της νέας διδασκαλίας και πίστης, και β) λόγω της ευρύτατης διάδοσής της έγινε το κοινό όχημα μεταφοράς της νέας θρησκείας/διδασκαλίας σε όλον σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Τα δε πολιτεύματα διότι αποτέλεσαν υπόδειγμα για την ίδρυση και οργάνωση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών. Θα πρέπει να ομολογηθεί ότι στο θρίαμβο του Χριστιανισμού συνέβαλε πολύ και η ρωμαϊκή κυριαρχία που είχε, μετά το Μ. Αλέξανδρο, γκρεμίσει τα σύνορα ανάμεσα στους λαούς και στα κράτη, διευκολύνοντας έτσι την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, των αγαθών, εν πολλοίς δε και των ανθρώπων. Συναφές, ή και επιβεβαίωση, με τα ανωτέρω είναι το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα ιερά κείμενα της Καινής Διαθήκης γράφτηκαν στην Ελληνική, πολλοί από τους Αποστόλους και οι περισσότεροι από τους επτά διακόνους (Στέφανος, Φίλλιπος, Πρόχορος, Νικάνορας, Τίμωνας, Παρμενάς, Νικόλαος) ήταν ελληνιστές και οι περισσότεροι, ίσως, κήρυκες του Ευαγγελίου μιλούσαν και δίδασκαν στην Ελληνική. Κορυφαία δε περίπτωση και καταλυτικής σημασίας για την εξάπλωση και εδραίωση της Εκκλησίας ήταν ο εβραϊκής καταγωγής, κάτοχος όμως της ελληνικής παιδείας και γλώσσας, απόστολος των εθνών Παύλος.


Η διασύνδεση, όμως, του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού ούτε εξαντλείται στα παραπάνω ούτε σταμάτησε ως εκεί. Κάθε άλλο μάλιστα. Διότι όχημα του Χριστιανισμού δεν υπήρξε μόνο η ελληνική γλώσσα και το ελληνικό πνεύμα. Τα μεγαλύτερα στελέχη της Εκκλησίας και οι μαχητικότεροι υπερασπιστές της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας και ταυτόχρονα πολέμιοι της πλάνης, της ειδωλολατρίας και των ποικίλων αιρέσεων ήταν ή ακραιφνείς Έλληνες ή ελληνοτραφείς ή τουλάχιστο ελληνόγλωσσοι. Αυτοί πλαισίωσαν την Εκκλησία από τις πρώτες στιγμές της, τους συναντούμε δε τόσο κατά τον α΄ μ.Χ. αι. στους λεγόμενους Αποστολικούς χρόνους, όσο και αμέσως μετά, σε αδιάκοπη συνέχεια και διαδοχή των Αποστόλων. Σε πρώτη τάξη έρχονται όσοι υπήρξαν μαθητές των Αποστόλων και χειροτονήθηκαν από αυτούς (Κλήμεντας Ρώμης, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ερμάς κ.ά.) και οι οποίοι είναι γνωστοί ως Αποστολικοί Πατέρες. Σε δεύτερη τάξη έρχονται οι Απολογητές (Κοδράτος, Αριστείδης, Ιουστίνος, Αθηναγόρας, Τατιανός, Θεόφιλος κ.ά.), οι οποίοι ήταν στο σύνολό τους φιλόσοφοι και κάτοχοι της ελληνικής παιδείας, ασπάστηκαν δε και υπερασπίστηκαν με σθένος το Χριστιανισμό τόσο έναντι των ιδεολογικών πολεμίων του, όσο και έναντι των αρχόντων – διωκτών του. Όλοι οι παραπάνω έζησαν και έδρασαν κατά το β΄ μ.Χ. αι. Αυτούς διαδέχθηκαν άλλοι, σε μια αδιάκοπη αλυσίδα.


2. Η ίδρυση των πρώτων εκκλησιών. Ο απόστολος Παύλος Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι Απόστολοι, σύμφωνα με την εντολή Του, εξαπολύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις για να μεταφέρουν στους ανθρώπους τη νέα διδασκαλία. Αρχικά απευθύνονταν μόνο στους Ιουδαίους, εμφανιζόμενοι στις συναγωγές τους. Το ιουδαϊκό θρησκευτικό κατεστημένο τούς πολέμησε λυσσαλέα. Η πρώτη ιδρυτική πράξη της Εκκλησίας έγινε κατά την Πεντηκοστή στα Ιεροσόλυμα, όπου με το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου πίστεψαν στο Χριστό περισσότεροι από 3.000. Έτσι ιδρύθηκε στα Ιεροσόλυμα η πρώτη τοπική Εκκλησία. Ακολούθησε η ραγδαία ίδρυση τοπικών εκκλησιών: της Δαμασκού, της Βέροιας (της Συρίας), της Αντιόχειας, της Εφέσου κ.ά. Μεγάλη ώθηση στην ίδρυση εκκλησιών έδωσε η «επιστροφή» του Παύλου. Οι κήρυκες πληθαίνουν. Το κήρυγμα απεγκλωβίζεται από τα στενά όρια και τις αγκιλώσεις του Ιουδαϊσμού και απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους, οποιασδήποτε φυλής ή θρησκεύματος. Στο έργο αυτό αρχιστράτηγος, ένας νέος Μ. Αλέξανδρος, αναδεικνύεται ο Παύλος. Ιδρύει παντού εκκλησίες: στη Μ. Ασία, στη Μακεδονία, στην Αθήνα, στην Κόρινθο, στην Κύπρο. Συγκρούεται με τον Πέτρο για το θέμα της περιτομής. Συγκροτείται Αποστολική Σύνοδος όπου επικρατούν οι απόψεις του Παύλου. Περιοδεύει 2 – 3 φορές κάθε μία από τις εκκλησίες που ίδρυσε. Καταδιώκεται –κυρίως από τους συμπατριώτες του Ιουδαίους– συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, αποφυλακίζεται, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή η ζωή του. Τίποτε δεν τον καταβάλλει. Με τις επιστολές του προς διάφορες τοπικές εκκλησίες διατυπώνει ανατρεπτικές για την εποχή ιδέες, θεμελιώνει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, χαράζει πορεία πλεύσης στις νεοσύστατες εκκλησίες, αποκωδικοποιεί κατά τρόπο θεόπνευστο τη διδασκαλία του Χριστού, καθιστώντας τη βιωματική. Ο ερχομός του Παύλου στη Μακεδονία και στην Αθήνα περί το 53 ή 54 μ.Χ. αποτέλεσε σταθμό για την εξάπλωση και την επικράτηση του Χριστιανισμού σε όλο τον κόσμο. Στα τέλη της δεκαετίας του 50 συνελήφθη στα Ιεροσόλυμα από τους Ρωμαίους κατ’ απαίτηση της ηγεσίας των Ιουδαίων. Έμεινε φυλακισμένος στην Καισάρεια επί δύο χρόνια. Ζήτησε, ως Ρωμαίος πολίτης, να δικαστεί στη Ρώμη. Οδηγήθηκε στη Ρώμη. Εκεί κρατήθηκε επί δύο χρόνια (60 – 62 ή 61 – 63). Από τη Ρώμη έγραψε 5 από τις επιστολές του. Όταν αφέθηκε ελεύθερος περιόδευσε στην Κρήτη, Κόρινθο, Μακεδονία, Φιλίππους, Τρωάδα, Έφεσο, πάλι στη Μακεδονία και κατέληξε κατά το φθινόπωρο του 66 στη Νικόπολη

της Ηπείρου. Εκεί

παραχείμασε. Από εκεί πήγε στη Ρώμη, όπου συνελήφθη και κλείστηκε στις απαίσιες φυλακές Μαμερτίνης. Ήταν ο τόπος του μαρτυρίου και του θανάτου του.


Παράλληλα με τον Παύλο εργάζονταν, φυσικά, και όλοι οι άλλοι Απόστολοι και λοιποί κήρυκες του Ευαγγελίου. Θα τους βρούμε στην Ανατολή, στη Δύση, στο Βορρά και στο Νότο. Ταυτόχρονα το αίμα των μαρτύρων της νέας πίστης έρεε άφθονο, εξαιτίας του θρησκευτικού φανατισμού των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών, των φόβων των αυτοκρατόρων και λοιπών αρχόντων ότι απεργάζονται την ανατροπή τους ετοιμάζοντας επανάσταση, και της δικής τους εμμονής στην πίστη τους στο Χριστό.

3. Η οργάνωση της Εκκλησίας Όσο πλήθαιναν οι πιστοί και οι τοπικές εκκλησίες, τόσο γινόταν επιτακτικότερη η ανάγκη συγκρότησης ενός μηχανισμού - συστήματος διοίκησης της Εκκλησίας με τη δημιουργία δομών και θεσμών. Ακόμη, όσο πλησίαζε η ώρα έκλειψης των Αποστόλων ανέκυπτε η ανάγκη ανάδειξης των διαδόχων τους. Η αρχή έγινε με την εκλογή των επτά διακόνων. Στη συνέχεια κάθε τοπική χριστιανική κοινότητα, που ονομάστηκε τοπική εκκλησία, εξέλεγε μερικούς άνδρες, που ονομάζονταν πρεσβύτεροι και διοικούσαν την τοπική εκκλησία. Από αυτούς προήλθαν δια χειροτονίας από τους Αποστόλους οι πρώτοι βαθμοί της ιεροσύνης, του πρεσβυτέρου ιερέως ως επικεφαλής της μικρής χριστιανικής κοινότητας – εκκλησίας, και του επισκόπου ως επικεφαλής συνόλου τοπικών εκκλησιών και διαδόχου των Αποστόλων. Έτσι συγκροτήθηκε η αρχική δομή διοίκησης της Εκκλησίας. Σταδιακά, όμως, ανέκυπταν συνεχώς καινούριες διοικητικές ανάγκες, π.χ. συντονισμού της διοίκησης πολλών όμορων επισκοπών, και έτσι προέκυψε το διοικητικό αξίωμα του Μητροπολίτη (: πολλές επισκοπές = Μητρόπολη). Από τα τέλη του 2ου μ.Χ. αι. ποικίλα προβλήματα (π.χ. αιρέσεις, διαφορές ως προς τη ρύθμιση διαφόρων θεμάτων κτλ.) ανέδειξαν την ανάγκη χαράξεως ενιαίας γραμμής επ’ αυτών, κάτι που θα μπορούσε να γίνει μόνο αν οι επικεφαλής των τοπικών εκκλησιών (επίσκοποι και μητροπολίτες) συνέρχονταν και αποφάσιζαν από κοινού. Έτσι προέκυψε ο θεσμός των επαρχιακών/τοπικών συνόδων. Οι αποφάσεις αυτών των συνόδων καταγράφονταν και καθίσταντο υποχρεωτικές για όλες τις τοπικές εκκλησίες. Αυτές οι αποφάσεις αποτέλεσαν τους Κανόνες των τοπικών συνόδων. Όταν αργότερα, κατά τον 4 ο αι., κάτω από την έντονη πίεση επιθετικών και ύπουλων αιρέσεων εμφανίστηκε ο θεσμός της Οικουμενικής Συνόδου, το οπλοστάσιο της Εκκλησίας διαφοροποιήθηκε: οι αποφάσεις αυτών των συνόδων είχαν αυξημένη δύναμη και διακρίνονταν σε Κανόνες (δηλ. ρυθμίσεις διοικητικών – λειτουργικών θεμάτων) και σε Όρους (δηλ. αποφάσεις που έλυναν περίπλοκα

δογματικά ζητήματα). Οι Καανόνες αποτελούν τους

νόμους διοίκησης της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα δε εκείνοι των Οικουμενικών Συνόδων έχουν διαιώνια και αμετάθετη ισχύ. Είναι όμως δυνατή η τροποίηση ή κατάργησή τους, αλλά μόνο με νεότερη απόφαση Οικουμενικής Συνόδου.


4. Διωγμοί κατά των χριστιανών Η οργανωμένη και γενικευμένη μέχρι θανάτου καταδίωξη των χριστιανών άρχισε επί του ανισόρροπου αυτοκράτορα Νέρωνα. Ως τότε οι εναντίον τους αγριότητες προέρχονταν κυρίως από τους Ιουδαίους, ήταν δε μεμονωμένες και κυρίως ασυντόνιστες. Αφορμή για τον πρώτο μεγάλο διωγμό στάθηκε μια πυρκαγιά που εκδηλώθηκε το 64 μ.Χ. στη Ρώμη, η οποία κράτησε 6 μέρες και 7 νύχτες κι αποτέφρωσε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η πυρκαγιά αποδόθηκε από το δήμο στο μανιώδη φιλοθεάμονα Νέρωνα, για να τον αναγκάσει να την ανοικοδομήσει. Εκείνος, όμως, για ν’ αποφύγει το μίσος των πολιτών, ενοχοποίησε τους χριστιανούς. Πολλοί ήταν αυτοί που οδηγήθηκαν στο μαρτύριο και το θάνατο. Ανάμεσά τους –κατά πάσαν πιθανότητα- και οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Δεύτερος μεγάλος διωγμός έγινε επί αυτοκράτορα Δομιτιανού (81 – 96 μ.Χ.). Κατ’ αυτό το διωγμό εξορίστηκε στην Πάτμο και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπου έγραψε την Αποκάλυψη. Οι διάδοχοι του Δομιτιανού δείχθηκαν ανεκτικότεροι απέναντι στους χριστιανούς. Δεν έμειναν φυσικά ανενόχλητοι. Διότι οι τοπικοί άρχοντες πάντοτε και παντού, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, έδειχναν τις άγριες διαθέσεις τους απέναντί τους. Απλά σταμάτησαν οι οργανωμένοι, γενικευμένοι και με αυτοκρατορική διαταγή διωγμοί. Εντούτοις πολλοί αυτοκράτορες, όπως ο Τραϊανός (98 – 117), Αδριανός (117 – 138), Μάρκος Αυρήλιος (161 – 180), Κόμμοδος (180 – 192), Σεπτίμιος Σεβήρος (193 – 211) και ο Καρακάλλας (211 – 218) διενέργησαν κατά των χριστιανών ήπιας μορφής διωγμούς. Οι επόμενοι γενικοί και βάναυσοι διωγμοί έγιναν επί Δεκίου (249 – 251) και Αυρηλιανού (270 – 275).


Ο αγριότερος, όμως, και διαρκέστερος διωγμός κατά των χριστιανών έγινε επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305). Την εποχή αυτή όχι μόνο είχαν πληθυνθεί υπερβολικά οι χριστιανοί, αλλ’ είχαν εισδύσει και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, τις κρατικές υπηρεσίες, στο στρατό και σε αυτά ακόμη τα ανάκτορα. Αυτό τους έκανε

ιδιαίτερα

ενοχλητικούς και επικίνδυνους

για το θρησκευτικό

κτλ.

κατεστημένο. Σε αυτό συνέτειναν και οι ίδιοι με τη δημόσια προβολή των θέσεων και των πεποιθήσεών τους. Αρχικά ο αυτοκράτορας ένιωθε απέχθεια στη βιαιοπραγία. Ο δεισιδαίμονας, όμως, και αιμοβόρος γαμπρός του Γαλέριος κατάφερε να του αλλάξει φρόνημα έναντι των χριστιανών και να τους θέσει «εκτός νόμου». Έτσι, στις 23 Ιανουαρίου του 303 υπογράφηκε στη Νικομήδεια (πρωτεύουσα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους) το πρώτο διάταγμα του διωγμού, με το οποίο εντελλόταν την καταστροφή των

εκκλησιών και την

αφαίρεση από τους χριστιανούς των πολιτικών και αστικών τους δικαιωμάτων. Η Νικομήδεια συγκλονίστηκε από τις αντιδράσεις των πολυπληθών χριστιανών και τις εναντίον τους επιθέσεις και συκοφαντίες των ειδωλολατρών. Πυρκαγιές εξερράγησαν, αποδιδόμενες από τους μεν στους χριστιανούς, από τους δε στο Γαλέριο. Αποδείχθηκε ότι το διάταγμα δεν έλυνε το πρόβλημα. Ή θα έπρεπε ν’ ανακληθεί ή να παρθούν αυστηρότερα μέτρα. Έγινε το δεύτερο. Εκδόθηκαν τρία αλλεπάλληλα διατάγματα, με τα οποία επιβάλλονταν κλιμακωτά όλο και αυστηρότερες κυρώσεις σε όσους δεν αρνούνταν την πίστη τους: εξορία, θάνατος, φοβερά βασανιστήρια. Το αθώο αίμα έρεε ποταμηδόν, οι θηριωδίες δεν είχαν όρια. Η συμφορά δε θα σταματούσε αν δεν εμφανιζόταν, Θεία Προνοία, ο Κωνσταντίνος.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ

ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ. Ο ΠΡΩΙΜΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ – ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ


1. Η διοικητική διαίρεση του κράτους Ο Διοκλητιανός πολύ νωρίς αντιλήφθηκε ότι το απέραντο εκείνο ρωμαϊκό κράτος, απειλούμενο από παντού, δεν ήταν δυνατόν να διοικηθεί από τη Ρώμη και από ένα μόνο αυτοκράτορα. Γι’ αυτό από το 286 κιόλας όρισε ως συνάρχοντά του το σκληρό Πανόνιο Μαξιμιανό, στον οποίο ανέθεσε την άμυνα του Ρήνου, ενώ ο ίδιος ανέλαβε τη διοίκηση των ανατολικών επαρχιών. Και οι δύο ονομάζονταν αύγουστοι. Σε λίγο ο Διοκλητιανός θα έκανε ένα ακόμα βήμα αποκέντρωσης της εξουσίας. Το 291 από κοινού με το Μαξιμιανό διόρισαν δύο Καίσαρες, τον Κωνστάντιο το Χλωρό από τη Δαρδανία και το Γαλέριο από τη Μοισία. Ταυτόχρονα όρισε ότι το αξίωμα του καίσαρα θα ήταν κατώτερο του αυγούστου. Ο Γαλέριος ορίστηκε βοηθός του Διοκλητιανού στην Ανατολή, ενώ ο Κωνστάντιος συγκυβερνήτης του Μαξιμιανού στη Δύση, με έδρα τη Βρετανία.


2. Ο Μ. Κωνσταντίνος Γιος του Κωνστάντιου υπήρξε ο Κωνσταντίνος, ο οποίος γεννήθηκε κατ’ άλλους στην Ταρσό, κατ’ άλλους στη Δρεπάνη της Βιθυνίας, ενώ το πιθανότερο είναι ότι γεννήθηκε στη Νίσσα της Μοισίας, το 274 μ.Χ. Ο πατέρας του ως στρατηγός συζούσε με μια άσημη κόρη, την Ελένη, τη μητέρα του Κωνσταντίνου. Όταν, όμως, έγινε καίσαρας υποχρεώθηκε από το Μαξιμιανό να διαζευχθεί την Ελένη και να νυμφευθεί κάποια συγγενή του, τον δε Κωνσταντίνο να δώσει ως όμηρο στον αυτοκράτορα. Ο τελευταίος, εντούτοις, τιμούσε ιδιαιτέρως τον Κωνσταντίνο· γι’ αυτο, όταν το 296 πήγε στην Παλαιστίνη να καταστείλει μια αιγυπτιακή επανάσταση τον πήρε μαζί του. Ακόμη, επιβραβεύοντας τα πολλά προτερήματά του, τον προήγαγε πολύ νωρίς σε χιλίαρχο πρώτης τάξης. Κατά την έκδοση του διατάγματος κατά των χριστιανών ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στη Νικομήδεια και αισθάνθηκε μεγάλη δυσφορία για τις αγριότητες κατά των χριστιανών. Το 305 παραιτήθηκαν –εκόντες ή άκοντες– οι δύο αυτοκράτορες, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός. Τις θέσεις τους κατέλαβαν οι δύο καίσαρες Γαλέριος και Κωνστάντιος, αντίστοιχα. Έτσι κενώθηκαν οι δύο θέσεις των καισάρων. Κανονικά τη μία από αυτές θα έπρεπε να καταλάβει ο Κωνσταντίνος. Ο Γαλέριος, όμως, τον αγνόησε και εκμεταλλευόμενος την απουσία του Κωνσταντίου προήγαγε στις θέσεις τον κακοήθη Φλάβιο Σεβήρο και τον ανιψιό του Μαξιμίνο, άνθρωπο βάρβαρο. Όταν ο Γαλέριος ανακοίνωσε τις επιλογές του στη Νικομήδεια ενώπιον του λαού και του στρατού, προκλήθηκε αίσθηση, απορία, αναστάτωση. Αρχικά νόμισαν ότι ο Γαλέριος έκαμε λάθος στο όνομα. Οι ελπίδες τους, όμως, διαψεύστηκαν όταν είδαν τον αυτοκράτορα να παραμερίζει τον εκλεκτό τους Κωνσταντίνο και να τους παρουσιάζει το Σεβήρο. Ο Κωνσταντίνος δεν εκδήλωσε τη οργή του. Σε λίγο, όμως, πληροφορήθηκε την ασθένεια του πατέρα του και ζήτησε από το Γαλέριο ν’ απουσιάσει για να επισκεφθεί τον άρρωστο πατέρα του. Λίγο μετά την άφιξή του, στα μέσα του 306, ο Κωνστάντιος πέθανε στο Εβόρακο (σημερινό Υόρκ) της Βρετανίας. Ο στρατός αναγόρευσε αμέσως αύγουστο τον Κωνσταντίνο.

Ο Γαλέριος, όμως, δεν

αναγνώρισε αυτή την εκλογή. Αντ’ αυτού όρισε αύγουστο μεν το Σεβήρο, πρώτο καίσαρα δε το Μαξιμίνο. Ο Κωνσταντίνος κατέλαβε τη θέση του δεύτερου καίσαρα. Και πάλι δεν αντέδρασε στις άδικες γι’ αυτόν επιλογές του Γαλέριου. Ανέμενε. Ο Κωνστάντιος δεν εφάρμοσε πιστά το διάταγμα της Νικομήδειας. Δείχνοντας ανοχή στους χριστιανούς της Γαλατίας, της Ιβηρίας και της Βρετανίας κέρδισε την αγάπη τους. Κατά τον ίδιο, και επιεικέστερο, τρόπο πολιτεύτηκε και ο γιος του, διαθέτοντας τη διορατικότητα ενός μεγάλου ηγέτη, τόσο για το δυναμισμό του Χριστιανισμού όσο και για το επικείμενο τέλος της κραταιάς αυτοκρατορίας. Αυτή η στάση του δυσαρέστησε το Γαλέριο.

ρωμαϊκής


Το ίδιο έτος (306), η Ρώμη στασίασε. Είχε χάσει τα παλαιά μεγαλεία της: δεν ήταν πλέον έδρα του αυτοκράτορα. Οι στασιαστές αναγόρευσαν αύγουστο το Μαξέντιο, ο οποίος κάλεσε στο αξίωμα και το γηραιό πατέρα του Μαξιμιανό. Ο Γαλέριος έστειλε εναντίον τους το Σεβήρο. Στη Ραβέννα, όμως, τον εγκατέλειψε ο στρατός του, πολιορκήθηκε και σκοτώθηκε. Ο Μαξιμίνος, για ν’ αντιμετωπίσει την επίθεση του Γαλέριου, ζήτησε τη συμμαχία του Κωνσταντίνου, προσφέροντάς του ως σύζυγο την κόρη του Φαύστα. Τη νυμφεύθηκε, αλλά βοήθεια δεν υποσχέθηκε. Ούτε τη χρειάστηκε ο Μαξιμιανός. Διότι ο Γαλέριος ήρθε μεν στην Ιταλία, αλλά σε λίγο υποχώρησε αμαχητί, φοβούμενος μήπως πάθει ό,τι και ο Σεβήρος. Μαξιμιανός και Μαξέντιος ήρθαν σε ρήξη. Τότε ο πρώτος καταφεύγει στον Κωνσταντίνο. Και εκεί σχεδίαζε τη ζωή και την εξουσία του γαμπρού του. Ο Κωνσταντίνος τον φονεύει το 310. Στο μεταξύ ο Γαλέριος αρρώστησε βαριά και όντας ασθενής ανακάλεσε τα διατάγματα κατά των χριστιανών. Το 311 πέθανε. Το κράτος του μοιράστηκε ανάμεσα στο Μαξιμίνο και τον Ιλλυριό Λικίνιο, τον οποίο το 307 είχε αναγορεύσει αύγουστο. Οι Κωνσταντίνος και Μαξέντιος είχαν κάθε λόγο να έχουν φιλικές σχέσεις. Όμως πολύ γρήγορα οι διαθέσεις του Μαξέντιου άλλαξαν. Θέλοντας να κατακτήσει τη Δύση, διακήρυξε ότι θα εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του. Ο Κωνσταντίνος για να τον προλάβει, ανέλαβε εκστρατεία κατά της Ιταλίας. Φθάνοντας, όμως, στους πρόποδες των Άλπεων περιήλθε σε αμηχανία. Ο στρατός του υπολειπόταν σημαντικά εκείνου του Μαξέντιου. Αλλά και η διαφορά ανάμεσα στους δύο ηγέτες ήταν χαώδης. Υπέρ του Κωνσταντίνου, φυσικά. Οι συνθήκες και οι προοπτικές ήταν απαίσιες για τον Κωνσταντίνο. Οι στρατηγοί του δίσταζαν. Ο Λικίνιος, στον οποίο ο Κωνσταντίνος υποσχέθηκε ως σύζυγο την αδελφή του Κωνσταντία, ανέλαβε να επιτηρεί τις γειτονικές της βόρειας Ιταλίας χώρες. Ο Κωνσταντίνος είχε επαφές και με το εσωτερικό της Ρώμης. Το ναυτικό του μπορούσε να καταλάβει τη Σαρδηνία, την Κορσική και τα λιμάνια της Ιταλίας. Όμως η επίθεση κατά της Ρώμης, ενόψει και των κακών οιωνών, προκαλούσε πολλούς δισταγμούς στον Κωνσταντίνο με τα παλιά δεδομένα. Επανεκτίμησε τα πρόσφατα γεγονότα: Οι Σεβήρος και Γαλέριος απέτυχαν να κυριεύσουν τη Ρώμη. Οι Μαξιμιανός και Σεβήρος φονεύθηκαν, ενώ ο Γαλέριος πέθανε εν μέσω φρικτών πόνων. Κι όμως όλοι αυτοί πίστευαν κι ακολουθούσαν την αρχαία θρησκεία. Μόνο ο πατέρας του Κωνστάντιος πέθανε ήρεμα που έδειχνε τουλάχιστο ευμένεια στη νέα θρησκεία των χριστιανών. Έτσι, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να προσχωρήσει στο Θεό του πατέρα του. Σ’ αυτό το Θεό αποφάσισε, λοιπόν, να προσευχηθεί. Κι ενώ προσευχόταν θερμά ζητώντας να τον βοηθήσει ο Θεός στο εγχείρημά του, ξαφνικά κατά το μεσημέρι είδε ένα παράξενο όραμα. Καθώς προχωρούσε με το στρατό του, ξαφνικά βλέπει ολοκάθαρα στον ουρανό ένα σταυρό φτιαγμένο από φως και με την επιγραφή «Τούτω νίκα».


Το όραμα προκάλεσε έκπληξη στον Κωνσταντίνο και το στρατό του. Τις επόμενες ώρες τον βασάνιζε η απορία τι τάχα να σημαίνει αυτό. Το βράδυ, όμως, είδε στον ύπνο του το Χριστό με το ίδιο σύμβολο, ο οποίος του είπε να κατασκευάσει ένα λάβαρο όμοιο με αυτό που είδε και αυτό να χρησιμοποιεί στο εξής στους πολέμους του. Έτσι και έκαμε. Τότε κατασκευάστηκε η πρώτη χριστιανική σημαία. Αυτό το λάβαρο προπορευόταν του στρατού του Κωνσταντίνου. Οι χριστιανοί εκ των στρατιωτών του βλέποντάς το προχωρούσαν ενθουσιωδώς στη μάχη, ενώ οι μη χριστιανοί ακολουθούσαν με ανήσυχη προσδοκία. Ο Κωνσταντίνος προχωρούσε πλέον ακάθεκτος. Εμφανίστηκε ξαφνικά στις πεδιάδες της βόρειας Ιταλίας. Στο Τουρίνο πέτυχε την πρώτη του νίκη. Κατέλαβε πολύ εύκολα και το Μεδιόλανο. Αφού κατάφερε μεγάλη νίκη κοντά στην Ουηρώνα, πλησίασε στη Ρώμη. Εκεί τον περίμενε ο Μαξέντιος. Μόνο, ευτυχώς, που διέπραξε το σφάλμα ν’ αντιμετωπίσει τον Κωνσταντίνο στις πεδιάδες έξω από τη Ρώμη και όχι οχυρωμένος πίσω από τα τείχη της πόλης. Η μάχη έγινε στις 28 Οκτωβρίου του 312 και ο Μαξέντιος κατατροπώθηκε. Ο Κωνσταντίνος εισήλθε θριαμβευτής στη Ρώμη. Ο νικητής φέρθηκε πολύ συνετά στη Ρώμη. Τήρησε ισόρροπη στάση απέναντι στην ειδωλολατρία και το Χριστιανισμό. Δεν άλλαξε τα νομίσματα. Διατήρησε το αξίωμα του Ιερέα - Ποντίφικα. Από την άλλη, δε θυσίασε στους θεούς, ούτε ανέβηκε στο Καπιτώλιο. Στο κέντρο δε της πόλης κατασκεύασε ανδριάντα του στον οποίο φέρεται να κρατά δόρυ σε σχήμα σταυρού. Τον Ιανουάριο του 313 ανέβηκε στο Μεδιόλανο. Εκεί ήρθε και ο ισχυρότερος των αρχόντων της Ανατολής Λικίνιος. Εκεί έγιναν οι γάμοι του Λικίνιου με την Κωνσταντία, ενώ οι δύο ηγεμόνες εξέδωσαν το περίφημο διάταγμα των Μεδιολάνων «περί ανεξιθρησκίας». Αυτό ευνοούσε κατά κύριο λόγο τους χριστιανούς. Διατάχθηκε δε η άμεση επιστροφή των εκκλησιών και των κτημάτων στους χριστιανούς. Το διάταγμα αυτό το υιοθέτησε αμέσως και ο τρίτος αυτοκράτορας, ο Μαξιμίνος.


Ο Μαξιμίνος, όμως, θέλησε να εκμεταλλευθεί την απουσία του Λικινίου και, αφού καταλάβει τις περιοχές του, να στραφεί μετά κατά του Κωνσταντίνου. Την 1 η Μαρτίου 313, όμως, καταφθάνει ο Λικίνιος. Σε σύγκρουση που έγινε στην Αδριανούπολη, ο Μαξιμίνος κατατροπώνεται, επιστρέφει στη Μ. Ασία και απελπισμένος αυτοκτονεί. Ο Λικίνιος γίνεται κύριος όλης της Ανατολής. Η αυτοκρατορία χωρίζεται στα δύο. Οι αυτοκράτορες και πάλι δύο, Ανατολής και Δύσης. Ο Κωνσταντίνος δεν είδε ευνοϊκά την ισχυροποίηση του Λικίνιου· απ’ την άλλη ο Λικίνιος ήταν άνθρωπος ραδιούργος και φθονερός. Το 314 οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν. Δύο ήττες γνώρισε ο Λικίνιος. Έτσι αναγκάστηκε να συμβιβαστεί, παραχωρώντας στον Κωνσταντίνο την Ιλλυρία, τη Μακεδονία, τη Δαρδανία, την κυρίως Ελλάδα και μέρος της Μοισίας. Ακολούθησαν 9 έτη ειρήνης. Ο Κωνσταντίνος κινούνταν ανάμεσα στη Γαλατία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα (κυρίως τη Θεσσαλονίκη), προωθώντας και διαρρυθμίζοντας τις υποθέσεις του κράτους, έχοντας ως γνώμονα και τις αρχές του Ευαγγελίου. Εντούτοις η ειδωλολατρία συνέχιζε να υπάρχει.


3. Σύγκρουση Κωνσταντίνου και Λικινίου Ο Λικίνιος δεν ανεχόταν την ήττα και τη συρρίκνωσή του. Βλέποντας δε τον Κωνσταντίνο να στηρίζεται στους χριστιανούς, αποφάσισε να προσεταιριστεί το αντίθετο

στρατόπεδο,

της

αρχαίας

θρησκείας.

Νομίζοντας

δε

ότι

έτσι

ισχυροποιήθηκε, αποφάσισε να έλθει το 323 σε αποφασιστική αναμέτρηση με τον αντίπαλό του. Οι δυνάμεις που παρέταξαν και οι δύο ήταν φοβερές. Το πεζικό του Κωνσταντίνου συγκεντρώθηκε υπό τις διαταγές του στη Θεσσαλονίκη, ενώ το ναυτικό του στον Πειραιά υπό το γιο του Κρίσπο. Οι δυνάμεις του Λικινίου συγκεντρώθηκαν, αντίστοιχα, στην Αδριανούπολη και τον Ελλήσποντο. Ο Κωνσταντίνος κινήθηκε από τη Θεσσαλονίκη προς την Αδριανούπολη περί το τέλος Μαΐου του 323 όπου συνάντησε το Λικίνιο. Στο στρατό του υπήρχε πλήθος χριστιανών

ιερέων.

Προπορευόταν

το

γνωστό

λάβαρό

περιστοιχιζόταν από μάγους, μάντεις, γόητες κτλ., τα

του.

Ο

Λικίνιος

απομεινάρια της

ειδωλολατρίας. Η αναμέτρηση έγινε στις 3/7/323. Ήταν πεισματώδης. Ο Λικίνιος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Βυζάντιο. Εκεί τον πολιόρκησε ο Κωνσταντίνος. Έφθασε και ο Κρίσπος από τα παράλια της Μακεδονίας. Στον Ελλήσποντο, χάρη στη ευφυή στρατηγική του και την ανδρεία των ναυτών του, ο Κρίσπος κατανίκησε τον υπέρτερο στόλο του Λικινίου. Έτσι κατάφερε να φθάσει στο Βυζάντιο. Ο Λικίνιος θεώρησε συμφέρον να περάσει στην απέναντι παραλία, ελπίζοντας σε κάποιο στρατηγικό σφάλμα του Κωνσταντίνου. Αυτός, όμως, τον ακολούθησε. Σε δεύτερη μάχη που έγινε στις 10 Σεπτεμβρίου του 323 στη Χρυσούπολη συντρίφτηκε ο Λικίνιος και κατέφυγε στη Νικομήδεια. Με τη μεσολάβηση της αδελφής του Κωνσταντίας –συζύγου του Λικινίου- ο Κωνσταντίνος επιτρέπει στον ηττημένο να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του στη Θεσσαλονίκη. Τον επόμενο χρόνο, όμως, απαγχονίζεται με διαταγή του Κωνσταντίνου. Έτσι, στα τέλη του 323 ο Κωνσταντίνος, σε ηλικία 49 ετών, απέμεινε μόνος κυρίαρχος του ρωμαϊκού κράτους. Πρώτη του ενέργεια η επαναφορά των χριστιανών της Ανατολής στην προ του Λικινίου ευνοϊκή κατάσταση, αποζημιώνοντας αυτούς για όσα υπέφεραν. Με δεύτερο διάταγμα προσδιόριζε σαφέστερα το Θεό υπό την προστασία του οποίου έθετε τον εαυτόν του και του οποίου επικαλούνταν την ευλογία.


4. Αιρέσεις: η μεγάλη αντίδραση του Ελληνισμού Ας μη νομισθεί ότι ο Ελληνισμός υποδέχθηκε «μετά βαΐων και κλάδων» το Χριστιανισμό! Απλά: α) ως θρήσκευμα είχε αποδυναμωθεί, είχε χάσει τις αντοχές του, δεν ικανοποιούσε τις αναζητήσεις, τις απαιτήσεις και τις αντίστοιχε ανάγκες των ανθρώπων της εποχής. Συνεπώς δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην επέλαση του νέου που έφερε ο Χριστός. β) Ως ένα σύνολο πολιτισμού και μηχανισμών σκέψης χρησιμοποιήθηκε από το Χριστιανισμό, που πρόσφερε ή υποσχόταν στους ανθρώπους αυτό που τους έλειπε, αυτό που ήθελαν. Οι εκφραστές του Ελληνισμού, τα στηρίγματά του, δεν παραδόθηκαν αμαχητί. Αντίθετα μάλιστα, πάσχισαν να τον κρατήσουν στη ζωή, ν’ αποτρέψουν το μοιραίο. Κι αυτό έγινε είτε με την εσωτερική δυναμική του υπερχιλιόχρονου παρελθόντος του, είτε επιχειρώντας να διαβρώσει από μέσα το Χριστιανισμό. Αυτό έγινε κατά δύο τρόπους: είτε με την απορρόφηση του Χριστιανισμού και τη μετατροπή του σε έκφραση ή αίρεση του Ελληνισμού, είτε με την κατακερμάτιση του Χριστιανισμού σε μια πληθώρα αιρετικών ομάδων αλληλοσπαρασσόμενων, γύρω από απόψεις και θεωρίες θεολογικο-φιλοσοφικές, με κύριο χαρακτηριστικό το συγκρητισμό: ανάμιξη και σύζευξη όλων των ειδών τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις. Ανάλογα δε με τη στάση που τήρησαν οι άνθρωποι απέναντι στο κήρυγμα του Ευαγγελίου μπορούν να καταταγούν σε τρεις ομάδες: α) Σ’ εκείνους που κατανόησαν εγκαίρως την ανεπάρκεια της φιλοσοφίας να τους καλύψει όλες τις αναζητήσεις, και το ανεδαφικό και μάταιο της πολυθεϊστικής θρησκείας. β) Σ’ εκείνους -κυρίως των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, αλλά και αρκετούς λόγιους– που έμεναν προσκολλημένοι στα αρχαία θέσμια. γ) Σε μια ολιγάριθμη τάξη ευγενών πνευμάτων, έτοιμων ν’ αμφισβητήσουν τα πάντα και να συζητήσουν για όλα. Αυτοί κατά κάποιο τρόπο στέκονταν στα όρια του παλαιού και του νέου. Αυτοί αγωνίζονταν αφ’ ενός μεν να καταστήσουν λογικότερα τα παράλογα της πολυθεΐας, αφετέρου δε να ερμηνεύσουν φιλοσοφικώς ό,τι χριστιανικό υπερέβαινε τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Από αυτή την τρίτη τάξη και τάση προήλθαν οι σημαντικότερες χριστιανικές αιρέσεις, κορυφαία από τις οποίες αναδείχθηκε εκείνη του αλεξανδρινού πρεσβύτερου Αρείου, που συγκλόνισε Εκκλησία και κράτος επί ένα σχεδόν αιώνα.


5. Ο Αρειανισμός Ο Αρειανισμός εμφανίστηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο ιδρυτής της αίρεσης, Άρειος, ήταν λόγιος ιερέας της Αλεξάνδρειας και δεινός ρήτορας, οξυνούστατος, λόγιος. Γεννήθηκε περί τα μέσα του γ΄ μ.Χ. αι.

Αρχικά προσχώρησε στο

Μελετιανό σχίσμα. Αποχώρησε όμως, από αυτό και το 310 χειροτονήθηκε ιερέας. Κατά μία άποψη ο Άρειος επηρεάστηκε στη διδασκαλία του από το καινοφανές φιλοσοφικό σύστημα του νεοπλατωνισμού που ήκμαζε τότε στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια. Ο νεοπλατωνισμός δανείστηκε στοιχεία-ιδέες και από τη χριστιανική διδασκαλία. Αυτό τον έκανε συμπαθή σε πολλούς χριστιανούς. Κατ’ άλλη άποψη, όμως, ο Αρειανισμός ήταν ένα από τα αποτελέσματα της σύγκρουσης δυο χριστιανικών – θεολογικών-ερμηνευτικών σχολών, της αντιοχειανής και της αλεξανδρινής. Η μεν πρώτη εστίαζε το ενδιαφέρον της στην ηθική και πρακτική διδασκαλία του Χριστιανισμού, ενώ η δεύτερη στη θεολογική –φιλοσοφική– δογματική του έκφραση. Η Αντιοχειανή, την οποία ακολουθούσε και ο Άρειος, ήθελε να δώσει στο δόγμα μια απλούστερη ερμηνεία, να το κάμει πιο φυσικό, πιο κατανοητό. Ο πυρήνας της διδασκαλίας του έπληττε καίρια

τη θεότητα του

Χριστού, θεωρώντας τον ως κτίσμα του Θεού, ως «ψιλόν άνθρωπον» και όχι Υιόν του Θεού και Θεόν αληθινόν· ομοιούσιο του Πατρός και όχι ομοούσιο (δηλ. της αυτής ουσίας). Αυτή η διδασκαλία βρήκε έδαφος ανάμεσα σε πολλούς χριστιανούς, ακόμα και στον κατώτερο κι ανώτερο κλήρο. Η Εκκλησία συγκλονίστηκε. Ευτυχώς που οι επικεφαλής της Εκκλησίας αντέδρασαν έγκαιρα και έντονα. Πρώτα ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος επιχείρησε με νουθεσίες να συνετίσει τον Άρειο, καλώντας τον να σταματήσει την εκτροπή του. Αυτός, μολονότι αρχικά δήλωσε ότι συμφωνεί με τον επίσκοπό του, παρουσιάστηκε ανυποχώρητος. Ο ήπιος όμως και ηλικιωμένος Αλέξανδρος ήταν αδύνατο ν’ αναχαιτίσει τη θύελλα. Ευτυχώς που την κρίσιμη αυτή στιγμή βρέθηκε δίπλα του ο κατάλληλος άνθρωπος, ο διάκονος Αθανάσιος, άνδρας δυναμικός, θεολόγος διαπρεπής και νους ρωμαλέος. Ήδη με δύο περίφημους λόγους του: «Λόγος κατά Ελλήνων» και «Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου και της δια σώματος προς ημάς επιφανείας αυτού» έδειξε τα μεγάλα του προτερήματα, παρά το νεαρό της ηλικίας του. Στον Αθανάσιο, λοιπόν, επιφύλασσε η Θεία Πρόνοια την τιμή του μεγάλου αγώνα κατά του Αρείου και του Αρειανισμού. Αρχικά αγωνίστηκε ως βοηθός και σύμβουλος του Αλεξάνδρου. Τον αγώνα του συνέχισε ε ως ο μεγάλος στρατηγός, είτε ως απλώς ιερέας είτε ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Άλλοτε εντελώς μόνος έχοντας απέναντί του αυτοκράτορες και επισκόπους, και άλλοτε έχοντας στο πλευρό του άξιους συμπολεμιστές. Ήλθαν περίοδοι που ο κατακλυσμός φάνηκε να είχε καλύψει ολόκληρη την Εκκλησία. Μόνο ελάχιστες νησίδες αντίστασης υπήρχαν. Η πιο εμφανής ήταν εκείνη του Αθανασίου. Η πλημμυρίδα, όμως, ήταν σαρωτική και δυσανασχέσιμη.


Όταν ο Κωνσταντίνος, μετά τη νίκη του επί του Λικινίου, έφτασε στη Νικομήδεια, βρήκε την Εκκλησία χωρισμένη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Τον πλησίασαν και οι δύο παρατάξεις για να κερδίσουν την εύνοιά του. Αγανάκτησε. Προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα, υποβαθμίζοντας τη σοβαρότητα του θέματος. Επιδίωξε τη συνδιαλλαγή. Γιαυτό έστειλε επιστολή στους δύο πρωταγωνιστές, τον Αλέξανδρο και τον Άρειο. Ο Άρειος

απάντησε με αυθάδεια. Η Αλεξάνδρεια

συγκλονιζόταν από τις ταραχές. Ο Κωνσταντίνος απάντησε με αυστηρότητα στον Άρειο και τον κάλεσε να προσέλθει στη συζήτηση. Προσήλθε, αλλ’ επιχείρησε να επιβάλει τις απόψεις του.

6. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος Ενόψει της κρίσιμης καταστάσεως, ο Κωνσταντίνος συνέλαβε τη σωτήρια και μεγαλοφυή ιδέα της σύγκλησης στη Νίκαια της Βιθυνίας μιας Οικουμενικής Συνόδου της Εκκλησίας. Ο θεσμός της Συνόδου δεν ήταν φυσικά άγνωστος στην Εκκλησία. Μόνο που ως τώρα λειτουργούσε μόνο σε επίπεδο τοπικών εκκλησιών. Ο θεσμός όμως της Οικουμενικής Συνόδου είναι καινοφανής. Καρπός, βεβαίως, της σοβαρής κατάστασης που δημιουργήθηκε. Έστειλε, λοιπόν, ο βασιλιάς σε όλες τις τοπικές εκκλησίες και καλούσε τους επισκόπους τους να προσέλθουν στ’ ανάκτορα της Νίκαιας. Έδωσε δε κάθε διευκόλυνση για τη μετακίνησή τους. Οι επίσκοποι –ή οι εκπρόσωποι των αδυνατούντων να προσέλθουν επισκόπων– έφθασαν στη Νίκαια στα μέσα Ιουνίου του 325. Οι συνεδριάσεις άρχισαν στις 5 ή 6 Ιουλίου. Παραβρέθηκε και ο Κωνσταντίνος που εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο. Στη Σύνοδο έλαμψε το αστέρι του Αθανασίου, του οποίου η διδασκαλία περί του ομοουσίου του Υιού προς τον Πατέρα έγινε δεκτή. Η Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τη διδασκαλία του. Πολλά και σοβαρά ήταν και τα άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα που συζήτησε και επέλυσε η Σύνοδος. Κυρίως, όμως, ασχολήθηκε με τη σύνταξη ενός πλαισίου δογματικής διδασκαλίας, η οποία συνοψίστηκε στα 7 πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, το γνωστό ως Σύμβολο της Νίκαιας. Οι εργασίες της Συνόδου έληξαν περί το τέλος Ιουλίου. Ο αυτοκράτορας έκλεισε τις εργασίες της, προτρέποντας τους επισκόπους με πραότητα και σύνεση να έχουν μεταξύ τους ειρήνη και ν’ αποφεύγουν τις έριδες. Όλες οι αποφάσεις της Συνόδου έγιναν δεκτές και επικυρώθηκαν με αυτοκρατορικό διάταγμα. Άρα έτσι κατέστησαν για όλους υποχρεωτικές. Εντούτοις η αρειανική λαίλαπα δε θα κόπαζε.


7. Ο Κωνσταντίνος στη Ρώμη. Οικογενειακή τραγωδία Μετά τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής κρίσης, ο Κωνσταντίνος έκρινε αναγκαίο να επιστρέψει στη Ρώμη, που εξακολουθούσε ν’ αποτελεί το κέντρο του ρωμαϊκού κράτους. Εκεί όλοι οι πολιτειακοί οργανισμοί εξακολουθούσαν να ελέγχονται από τους ειδωλολατρικούς θεσμούς. Ο ίδιος δεν είχε κόμη βαπτιστεί. Βεβαίως προωθούσε και προτιμούσε στα αξιώματα του κράτους του τους χριστιανούς. Έφθασε στην πόλη τον Ιούλιο του 326. Πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε η ρήξη με το παρελθόν. Στις 13 Ιουλίου θα γινόταν η μεγάλη παρέλαση των ιππέων. Κατά το τυπικό προβλεπόταν θυσία στο Δία στο Καπιτώλιο. Ο Κωνσταντίνος όχι μόνο δεν πήγε στην τελετή, αλλά και την ειρωνεύτηκε. Ο όχλος εκστόμισε βλασφημίες εναντίον του. Ο Κωνσταντίνος ενοχλήθηκε, αλλά συγκρατήθηκε, αποφεύοντας μια κατά μέτωπο και ευθεία σύγκρουση με τους εκφραστές των παλαιών θεσμίων. Είχε, όμως, ο αυτοκράτορας ν’ αντιμετωπίσει και σοβαρά ενδοοικογενειακά προβλήματα. Από το δεύτερο γάμο του πατέρα του είχε τρία αδέλφια: το Δαλμάτιο, τον Αννιβαλιανό και τον Ιούλιο Κωνστάντιο, προς τους οποίους ποτέ δε φέρθηκε καλά. Ο ίδιος είχε από την πρώτη του σύζυγο, τη Μινερβίνη, ένα γιο, το χαρισματικό Κρίσπο· από τη δεύτερη, τη Φαύστα, είχε και άλλα παιδιά, ανάμεσά τους τους Κωνσταντίνο και Κώνστα. Η Φαύστα αποστρεφόταν τον Κρίσπο, ενώ η Ελένη τον υπεραγαπούσε. Είναι άγνωστο και ανεξήγητο πώς ο νους και η ψυχή του Κωνσταντίνου κατακλύστηκε από μίσος κατά του Κρίσπου. Ήταν οι υπέρ αυτού επευφημίες του πλήθους που έβριζε τον αυτοκράτορα; Ήταν οι συνεχείς διαβολές της Φαύστας εναντίον του; Γεγονός πάντως είναι ότι με διαταγή του Κωνσταντίνου ο Κρίσπος συνελήφθη, οδηγήθηκε σε φυλακή εκτός της Ρώμης κι εκτελέστηκε. Ταυτόχρονα από την Ανατολή ήρθε η είδηση ότι ο

12ετής γιος της αδελφής του Κωνσταντίας

δολοφονήθηκε. Η μητέρα του Ελένη που βρισκόταν στην Ανατολή έσπευσε να εκφράσει την αγανάκτηση και τη θλίψη της για το θάνατο του προσφιλούς της Κρίσπου. Οι οδυρμοί της μητέρας του τον συγκλόνισαν. Δε φαίνεται αληθές ότι αυτό τον οδήγησε στο φόνο της συζύγου του Φαύστας. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι, μη υποφέροντας την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί τόσο στο οικογενειακό του περιβάλλον όσο και μέσα στην πόλη, αναχώρησε από τη Ρώμη και δεν επανήλθε πλέον.


8. Η αγία Ελένη Τα όσα συνέβησαν στο οικογενειακό της περιβάλλον προκάλεσαν –ή μάλλον ενίσχυσαν– στην ψυχή της Ελένης την επιθυμία να επισκεφθεί την Παλαιστίνη. Πρόθεσή της να βοηθήσει, αφενός, την αγία αυτή γη της ζωής και των Παθών του Σωτήρα να βγει από την αθλιότητα που βρισκόταν, και, αφετέρου, να ζητήσει εξιλέωση για τ’ αμαρτήματα του γιου της. Στη θέση της ερειπωμένης Ιερουσαλήμ ανοικοδομήθηκε νέα πόλη με το όνομα Αιλεία Καπιτωλίνα, ενώ στη θέση του ναού του Σολομώντα κατασκευάστηκε ιερό στον Καπιτώλιο Δία. Ούτε Ιουδαίοι, ούτε χριστιανοί πολλοί υπήρχαν στην ιερή πόλη. Η συρρικνωμένη επισκοπή υπαγόταν στο Μητροπολίτη Καισαρείας. Όταν το 327 έφθασε η βασίλισσα στην Ιερουσαλήμ, κανένας δεν μπορούσε να της δείξει τον τάφο του Σωτήρα. Χρειάστηκε πολλή έρευνα για να εντοπιστεί ο ιερός τόπος. Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε για το γεγονός, διέταξε την ανέγερση επί του τάφου περικαλλούς ναού της Ανάστασης. Πριν αναχωρήσει η Ελένη φρόντισε να θεμελιώσει όχι μόνο αυτό το ναό, αλλά και πολλούς άλλους. Μετά έσπευσε να συναντήσει το γιο της που διαρκώς κινούνταν προς ανατολάς. Η συνάντησή τους ήταν συγκινητική. Ο γιος της την τίμησε πολλαπλώς. Σε λίγο, το 328 μ.Χ., θα πέθαινε σε ηλικία 80 ετών. Κηδεύτηκε μεγαλοπρεπώς. Σε λίγα χρόνια τα οστά της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη.


9. Τα γενέθλια της Βασιλεύουσας. Το νέο κέντρο του Ελληνισμού Είχε έρθει πλέον η πιο μεγάλη στιγμή του Κωνσταντίνου. Κι αυτή ήταν η απόφασή του να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους στην Ανατολή ιδρύοντας μια καινούρια πόλη στις ακτές του Βοσπόρου, στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου. Εκεί, για πρώτη φορά, θα έρχονταν σε γόνιμη επαφή ο Ελληνισμός, η Ρώμη και ο Χριστιανισμός. Πρώτος συνέλαβε την ιδέα μεταφοράς της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή ο Οκταβιανός Αύγουστος. Δεν το αποτόλμησε όμως. Οι λόγοι της απόφασης αυτής του Κωνσταντίνου ήταν σοβαροί: Πρώτον, η Ρώμη με τη δημοκρατική της παράδοση δεν μπορούσε να ανεχθεί εύκολα το νέο ύφος της αυτοκρατορικής εξουσίας, το οποίο περισσότερο έμοιαζε πλέον με την ανατολικού τύπου Δεσποτεία, έχοντας εγκαταλείψει όλα σχεδόν τα στοιχεία της δημοκρατικής ρωμαϊκής παράδοσης. Δεύτερον, η Ρώμη αποτελούσε το κέντρο της παλαιάς ειδωλολατρίας. Ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να θεμελιώσει το κράτος σε νέα και πιο υγιή θεμέλια, τα οποία βρήκε στη χριστιανική θρησκεία και εκκλησία. Η παλιά πρωτεύουσα όχι απλώς ήταν ξένη με το νέο πνεύμα, αλλά και το κέντρο της αντίδρασης εναντίον του. Τρίτον, η κατάσταση στα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Μέχρι τον

3ο

μ.Χ. αιώνα τα ανατολικά σύνορα δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερα

προβλήματα. Στα μέσα, όμως, του 3ου αιώνα στην Περσία παρουσιάστηκε μια νέα δυναστεία, των Σασανιδών, οι οποίοι θα απασχολήσουν την Αυτοκρατορία για τέσσερις αιώνες. Τον 3° αιώνα κατατρόπωσαν τέσσερις αυτοκράτορες και η δύναμή

τους

αυξανόταν

διαρκώς.

Επιπλέον

στις

όχθες

του

Δούναβη

εμφανίστηκαν νέα γερμανικά φύλα, κυρίως οι Γότθοι, οι οποίοι σε λίγο θα περάσουν τον ποταμό πιεζόμενοι από μεταναστεύσεις άλλων φύλων, κυρίως των Ούννων, και θα ξεχυθούν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Οι λόγοι αυτοί εδραίωσαν την πεποίθηση του Κωνσταντίνου πως το μέλλον της Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν πλέον από την Ανατολή. Η Αυτοκρατορία θα άλλαζε προσανατολισμό και αυτός θα σηματοδοτούνταν από δύο νέα στοιχεία: καινούρια πρωτεύουσα και άλλη θρησκεία. Η νέα πρωτεύουσα χτίστηκε μεν στο έδαφος της αρχαίας ελληνικής πόλης του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος, όμως, ενέργησε ώστε να προσδώσει εντονότερο ελληνικό χρώμα στη νέα πρωτεύουσα. Το δυσκολότερο, ίσως, πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Κωνσταντίνος ήταν η επιλογή του χώρου όπου θα χτιζόταν η νέα πρωτεύουσα. Φαίνεται ότι αρχικά σκέφθηκε τη θέση της σημερινής Σόφιας. Μία άλλη ιδέα του ήταν κάποια τοποθεσία ανάμεσα στο Ίλιο και στην Πέργαμο. Η τελική του επιλογή ήταν η ιδανικότερη, και για λόγους γεωγραφικούς και για λόγους ευχερέστερης διοίκησης της αυτοκρατορίας και για λόγους αισθητικής του χώρου.


Η πρωτεύουσα, όμως, ενός αχανούς και πανίσχυρου κράτους πρέπει ν’ απεικονίζει τη δύναμη, τον πλούτο και τον πολιτισμό του. Αυτό το ήξερε ο Κωνσταντίνος. Γιαυτό έχτισε βιβλιοθήκες και τη γέμισε με αρχαία ελληνικά χειρόγραφα. Επίσης γέμισε τους δρόμους και τις πλατείες με έργα τέχνης, τα οποία έφερε απ’ όλα τα μέρη της ελληνικής ανατολής. Έχτισε νέα τείχη, κυρίως από την πλευρά της Προποντίδας, δύο λιμάνια στην Προποντίδα (των Σοφιών και του Ελευθερίου), τον πολυθρύλητο Ιππόδρομο, το μέγα συγκρότημα του Παλατίου, τρεις αχανείς πλατείες, ναούς και πολυάριθμα άλλα μεγαλοπρεπή δημόσια και ιδιωτικά οικοδομήματα. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας θα ζούσαν σε περιβάλλον έντονα ελληνικό. Τα ελληνικά στοιχεία έπρεπε να συνυπάρξουν και με τη λατινική παράδοση: τη γλώσσα, η οποία στους πρώτους αιώνες ήταν επισήμως η λατινική, τα διοικητικά πρότυπα, τη στρατιωτική οργάνωση και, κυρίως, το νομικό πολιτισμό των Ρωμαίων. Σ’ αυτά θα προστεθεί και η νέα θρησκεία: ο Χριστιανισμός. Ο

Κωνσταντίνος

ήταν

αποφασισμένος: η νέα πρωτεύουσα θα ήταν χριστιανική. Οι ειδωλολατρικοί ναοί του Βυζαντίου διατηρήθηκαν για λίγο καιρό, αλλά μετά το πέρας των εργασιών της ανοικοδόμησης δε χτίστηκαν άλλοι. Η νέα Ιστορία είχε δρομολογηθεί. Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας έγιναν στις 11 Μαΐου 330. Οι τελετές ήταν μεγαλειώδεις και ποικίλες. Το όνομα της νέας πόλης ήταν «Νέα Ρώμη», αλλά ο λαός την αποκαλούσε με το όνομα του ιδρυτή της: «Κωνσταντινούπουλις».


10. Αλλαγή του πολιτεύματος Αρκετά στοιχεία του ρωμαϊκού πολιτεύματος μεταφέρθηκαν και στην Κωνσταντινούπολη: σύγκλητος, ύπατοι, πραίτωρες, κοιαίστωρ, δήμαρχοι. Αυτή, όμως, η μεταφύτευση θεσμών που σε άλλο κλίμα ευδοκίμησαν ήταν μοιραίο να καταλήξουν στην απαξίωση και το μαρασμό τους. Άλλωστε η σύγκλητος είχε ήδη και στη γενέτειρά

της εκφυλιστεί σε απλό συμβουλευτικό σώμα. Ο βασιλιάς

ασκούσε όλη τη νομοθετική κι εκτελεστική εξουσία. Μετά τη μεταφορά του δε στη νέα πρωτεύουσα ισχυροποιήθηκε περαιτέρω η βασιλική εξουσία. Στην ενίσχυση της βασιλικής εξουσίας συντέλεσαν και μερικές αλλαγές που επέφερε στο πολίτευμα ο Κωνσταντίνος, όπως: α) την κατάργηση των πολύ επικίνδυνων πραιτωριανών, δηλαδή της αυτοκρατορικής φρουράς· β) τη διαίρεση του κράτους σε μικρότερες επαρχίες και την ταυτόχρονη μείωση των δικαιοδοσιών των αρχόντων τους· γ) την πληθωρική απονομή τίτλων ή βαθμών στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις (ιδιαίτερα δε στα μέλη της βασιλικής οικογένειας), πολλές φορές χωρίς να συνδέονται με πραγματικό αξίωμα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μιμήθηκε σε φαντασμαγορία τους βασιλείς της Περσίας. Αυτές οι τελευταίες αλλαγές λειτούργησαν αρνητικά. Τα τελευταία 7 έτη της ζωής του Κωνσταντίνου δεν υπήρξαν τόσο ευτυχή όσο τα προηγούμενα. Μετά το 330 τον βλέπουμε ωσάν να θέλει να κατεδαφίσει ό,τι με τόσο μόχθο και δεξιότητα έχτισε. Το πιο μεγάλο του ολίσθημα ήταν η ανοχή ή η διευκόλυνση της ενδοεκκλησιαστικής διαίρεσης με την αναζωπύρωση του Αρειανισμού.


11. Κωνσταντίνος – Αθανάσιος - Άρειος Μετά τη σύνοδο της Νίκαιας και εξαιτίας των αποφάσεών της που κύρωσε ο αυτοκράτορας επικράτησε γαλήνη και ενότητα στην εκκλησία. Αυτή ήρθε να διαταράξει ο ίδιος ο αυτοκράτορας με άστοχες ενέργειές του. Ο Άρειος δεν άλλαξε ιδέες. Διέθετε δε και πολλούς και ισχυρούς φίλους, όπως ήταν οι επίσκοποι Ευσέβιος της Νικομήδειας και

Ευσέβιος της Καισάρειας. Ο

αυτοκράτορας, αδυνατώντας να κατανοήσει τις λεπτές θεολογικές αποκλίσεις, νόμιζε ότι μπορούσε να εξαλείψει τις αιτίες των διενέξεων με την πειθώ και την αυτοκρατορική του δύναμη. Έτσι, στο τέλος του 330 πείσθηκε με εισηγήσεις του Νικομηδείας Ευσεβίου και κάλεσε τον Άρειο στ’ ανάκτορα. Τον ρώτησε αν δέχεται το Σύμβολο της Νίκαιας. Εκείνος απάντησε Ναι. Τον κάλεσε να δηλώσει εγγράφως την ομολογία. Το έπραξε, αλλά χωρίς να περιλάβει σ’ αυτή το ομοούσιος. Ο Κωνσταντίνος δεν τον υποχρέωσε να το περιλάβει. Γιατί; Δεν το αντελήφθη; Μάλλον για να πετύχει το σκοπό του. Έκτοτε διέκειτο συμπαθώς προς τον Άρειο, ενώ επέκρινε ως αδιάλλακτους όσους δε δέχονταν την ομολογία του. Ο Άρειος όφειλεκαι δικαιούνταν πλέον να επανέλθει στην έδρα του, την Αλεξάνδρεια. Εκεί είχε ήδη αποβιώσει ο γηραιός επίσκοπος Αλέξανδρος. Πριν, όμως, ή οριστικώς κλείσει τα μάτια ψιθύρισε ως διάδοχό του το όνομα του Αθανασίου. Ο Αθανάσιος τις στιγμές εκείνες βρισκόταν σε αποστολή στην Κωνσταντινούπολη. Η επιθυμία του Αλεξάνδρου λειτούργησε ευεργετικά. Συνήλθαν στην Αλεξάνδρεια οι 54 επίσκοποι της περιφέρειας της Αιγύπτου. Αυτοί, πιεζόμενοι από τις εκδηλώσεις του λαού, εξέλεξαν τον Αθανάσιο. Από το ξεκίνημα της άσκησης των υψηλών καθηκόντων του ο Αθανάσιος κλήθηκε ν’ αντιμετωπίσει και πάλι το μεγάλο πρόβλημα του Αρείου. Έλαβε φιλικότατη επιστολή από τον Ευσέβιο Νικομηδείας που του εξιστορούσε τα όσα συνέβησαν στο παλάτι και τον παρακαλούσε να δεχθεί ευμενώς τον Άρειο, για να ευχαριστήσει και τον αυτοκράτορα… Αντιλήφθηκε αμέσως τη νέα περιπέτεια που ανέμενε την Εκκλησία, αφού ήταν βέβαιος ότι ο Άρειος δεν απαρνήθηκε τις πλάνες του. Απέρριψε την παράκληση του Ευσεβίου. Αμέσως μετά έλαβε επιστολή του αυτοκράτορα. Απάντησε ότι του ζητεί πράγματα αδύνατα. Ήρθε και δεύτερη επιστολή, απειλώντας τον με καθαίρεση αν δεν υποχωρήσει. Ο ιεράρχης δεν πτοήθηκε. Δεν υποχώρησε. Ο Κωνσταντίνος θεώρησε φρόνιμο να υποχωρήσει προσωρινά. Ο Ευσέβιος δραστηριοποιήθηκε για να επικρατήσουν οι ενδόμυχες και οι εκδηλωμένες προθέσεις του βασιλιά υπέρ του Αρείου. Φρόντισε ν’ απομακρύνει από το θρόνο της Αντιόχειας τον ομόφρονα του Αθανασίου Ευστάθιο, για να τον αναπληρώσει με φίλο του. Ο Κωνσταντίνος, όμως, δε δέχτηκε το διορισμό του εκλεκτού του Ευσεβίου. Φρόντισε να προωθήσει στο θρόνο της Αντιόχειας τον Ευφρόνιο. Εν μέρει πέτυχε η επιδίωξη του Ευσεβίου.


Για λίγο ηρέμησαν τα πράγματα. Ο Κωνσταντίνος ασχολήθηκε με διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Το 332 κατατρόπωσε τους Γότθους και τους Σαρμάτες, 300.000 από τους οποίους μοίρασε στην Ιταλία, Μοισία και Μακεδονία. Έπειτα δέχθηκε πρεσβείες από την Ινδική, την Αιθιοπία, την Περσία κτλ. Ασχολήθηκε δε και με την προστασία των πολυάριθμων χριστιανών της Περσίας που βρίσκονταν σε διαμάχη με το ζωροαστρισμό. Η δολιότητα, όμως, του Ευσεβίου δεν έπαυσε να κινείται δραστήρια, φανερά ή παρασκηνιακά, κατά του Αθανασίου. Έθεσε σε λειτουργία μηχανισμούς συκοφάντησής του, αφενός, και εξήγειρε εναντίον του ποικίλες αιρετικές ομάδες κτλ., αφετέρου. Τον κατηγόρησαν για καταπίεση, ιεροσυλία και δολοφονία! Αυτά έφτασαν ως τον αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος πρότεινε τη σύγκληση Συνόδου στην Καισάρεια της Παλαιστίνης όλων των επισκόπων της Ανατολής. Ο Αθανάσιος, γνωρίζοντας το σκοπό της συνόδου, δεν προσήλθε. Ο Κωνσταντίνος όρισε νέα σύνοδο στην Τύρο. Συνήλθε το 335. Ο βασιλιάς δεν παρέστη αυτοπροσώπως. Παρευρέθηκαν 60 περίπου επίσκοποι, οι περισσότεροι φίλοι του Ευσεβίου. Ο Αθανάσιος αναγκάστηκε να προσέλθει. Συνοδευόταν από 50 περίπου ορθοφρονούντας επισκόπους της Αιγύπτου. Αυτό κατατάραξε τους δόλιους, οι οποίοι μηχανεύονταν τρόπους να πετύχουν το σκοπό τους. Προκλήθηκαν αντεγκλήσεις ανάμεσα στους δύο αντιμαχόμενους. Στη δίκη που τελικά έγινε, ο Αθανάσιος ανασκεύασε μία προς μία τις εναντίον του κατηγορίες. Οι κατήγοροί του, όμως, μεθόδευαν με σατανικές τακτικές την καταδίκη του. Σε λίγες μέρες ο Αθανάσιος έφυγε κρυφά και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Ζήτησε ακρόαση από το βασιλιά. Τον δέχθηκε με πολλή καχυποψία και ψυχρότητα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι τόνοι ανέβηκαν. Τελικά άρχισε ν’ αμφιβάλλει αν όλες οι κατηγορίες εναντίον του αλήθευαν. Έστειλε στη σύνοδο επιστολή καλώντας τη να έρθουν ενώπιόν του για του εξηγήσουν το αίτιο της διαμάχης. Τα πράγματα, όμως, στη σύνοδο είχαν προχωρήσει. Όλες οι άθλιες κινήσεις και μεθοδεύσεις λειτουργούσαν άψογα. Αποφασίστηκε η καθαίρεση του Αθανασίου, κήρυξε χηρεύοντα το θρόνο της Αλεξάνδρειας και επανέφερε στους κόλπους της Εκκλησίας τον Άρειο. Διέλυσαν δε τη σύνοδο εσπευσμένα για ν’ αποφύγουν τη μετάβασή τους στην Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή του χειμώνα του 336 ο εκθρονισθείς Αθανάσιος κατέφυγε στον επίσκοπο των Τρηβιρών. Ο Άρειος θέλησε να επανέλθει στην Αλεξάνδρεια, αλλ’ οι αντιδράσεις των πιστών τον απέτρεψαν. Οι φίλοι του αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στην Κωνσταντινούπολη και κει να τον δεχθούν στην Αγία Τράπεζα. Ο Άρειος κατέφθασε. Ο επίσκοπος, όμως, της πόλης Αλέξανδρος αρνήθηκε επίμονα να τον δεχθεί. Ο βασιλιάς δε βιάστηκε να υποστηρίξει τον Άρειο. Τον κάλεσε στ’ ανάκτορα. Ο δόλιος αιρετικός για άλλη μια φορά διαβεβαίωνε ενόρκως τον αυτοκράτορα ότι δέχεται την πίστη της Εκκλησίας.


Όντας βέβαιος ο Κωνσταντίνος ότι οι διαβεβαιώσεις του Αρείου ήταν ειλικρινείς, κάλεσε τον Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρο και τον διέταξε την επομένη να κοινωνήσει τον Άρειο. Ο επίσκοπος έφυγε ταραγμένος. Κατευθύνθηκε στον πλησιέστερο ναό για να προσευχηθεί. Σε λίγο βγήκε από τ’ ανάκτορα ως θριαμβευτής και ο Άρειος. Καθώς περιδιάβαινε περιχαρής τους δρόμους της πόλης καταλήφθηκε αιφνίδια από σωματική ανάγκη και αποσύρθηκε προς ικανοποίησή της. Καθώς όμως καθυστερούσε να επανέλθει ο υπηρέτης του έσπευσε να δει τι συμβαίνει. Όταν βρέθηκε στο συγκεκριμένο χώρο ένιωσε φρίκη βλέποντας τον αιρεσιάρχη καταγής νεκρό. Το γεγονός προκάλεσε δέος. Περισσότερο από όλους ταράχθηκε ο Κωνσταντίνος. Μεγαλύτερη, όμως, και από την ταραχή ήταν η απογοήτευσή του. Όλες οι επιλογές του γύρω από τον Άρειο αποδείχθηκαν εσφαλμένες…

12. Διανομή του κράτους. Βάπτιση και θάνατος του Κωνσταντίνου Ο Κωνσταντίνος είχε 3 γιους, αλλά και δύο ανιψιούς, γιους του ετεροθαλούς αδελφού του Αννιβαλιανού. Είναι προφανές τι θα συνέβαινε μετά το θάνατό του. Γιαυτό, προαισθανόμενος

το

τέλος

του

και

προκειμένου

ν’

αποτρέψει

μια

αλληλοεξόντωση, αποφάσισε το 336 να μοιράσει το κράτος. Έτσι, έδωσε α) στο μεγαλύτερο γιο του Κωνσταντίνο τη Γαλατία, την Ισπανία και τη Βρετανία· β) στο νεότερο Κώνσταντα την Ιταλία, την Ιλλυρία και την Αφρική· γ) στο μεσαίο Κωνστάντιο την Ανατολή: Μ. Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο. Τον ανιψιό του Δαλμάτιο όρισε ηγεμόνα της Θράκης, της Μακεδονίας και της Αχαΐας (κυρίως Ελλάδας), ενώ τον άλλο ανιψιό του, τον Αννιβαλιανό, όρισε ηγεμόνα της Αρμενίας, του Πόντου και της μεγάλης Καππαδοκίας με πρωτεύουσα την Καισάρεια. Καίτοι υγιής έβλεπε, ο βασιλιά, διαρκώς ερχόμενο το θάνατο. Κατασκεύασε τον τάφο του εντός του νεόδμητου ναού των Αγ. Αποστόλων. Ψυχολογικώς ήταν πολύ καταβεβλημένος. Στις αρχές του 337 σημειώθηκε αιφνίδια επιδρομή του βασιλιά των Περσών στη Μεσοποταμία. Ο Κωνσταντίνος ήταν απρόθυμος πλέον για πολέμους. Μετά το Πάσχα αισθάνθηκε μικρή ενόχληση. Οι γιατροί του τον συμβούλεψαν να πάει στα λουτρά Ελονοπόλεως στη Βιθυνία. Ώσπου να φθάσει, όμως, στα λουτρά η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Γιαυτό προσήλθε στην εκκλησία και εξομολογήθηκε δημοσία. Μετά ζήτησε να μυηθεί στα μυστήρια της Εκκλησίας. Καθώς έβλεπε να εγγίζει το τέλος του, ζήτησε να βαπτισθεί. Αυτό θα γινόταν στ’ ανάκτορα της Νικομήδειας. Μετά τη βάπτισή του δεν ξαναφόρεσε την αυτοκρατορική πορφύρα, προτιμώντας να φορά το λευκότατο ιματισμό του κατηχούμενου. Κάλεσε κοντά του και τους σημαντικότερους των αξιωματικών και τους ζήτησε να ορκισθούν ότι δε θα πράξουν τίποτε εις βάρος των παιδιών του και της Εκκλησίας.


Αφού επικύρωσε τη διαίρεση του κράτους, πέθανε στις 21 Μαΐου του 337, σε ηλικία 63 ετών, 2 μηνών και 20 ημερών και αφού κυριάρχησε επί 30 χρόνια, 9 μήνες και 27 ημέρες. Το έργο του μεγάλου ηγέτη υπήρξε σημαντικό και πολυσχιδές. Και τα σφάλματά του, όμως, μεγάλα. Από κανένα δεν αμφισβητείται ότι υπήρξε πράγματι «μέγας». Πολλές επιφυλάξεις (που συχνά γίνονται αντιρρήσεις) διατυπώνονται για την κατάταξή του στους αγίους της Εκκλησίας. Πειστικότερη εξήγηση θα ήταν ίσως το «τιμής ένεκεν»….


13. Η επόμενη μέρα. Η βασιλεία του Κωνσταντίου Δε συμπληρώθηκαν 4 μήνες από το θάνατο του Κωνσταντίνου και ο Κωνστάντιος, προφασιζόμενος ότι ο πατέρας του δηλητηριάστηκε από τ’ αδέρφιά του, έσφαξε τους δύο θείους του, επτά ξαδέρφιά του (ανάμεσά τους και τους Δαλμάτιο και Αννιβαλιανό) και πολλούς άλλους. Σώθηκαν μόνο δύο παιδιά, ο Γάλλος και ο Ιουλιανός, γιοι του άλλου ετεροθαλούς αδελφού του Μ. Κωνσταντίνου. Έτσι, οι περιοχές που έλεγχαν τα εξαδέρφια περιήλθαν στην εξουσία του. Στην Ανατολή η βασιλεία του Κωνστάντιου σημαδεύτηκε κυρίως από τους αγώνες του κατά των Περσών. Με επικεφαλής το βασιλιά τους Σαπώρ διενεργούσαν συνεχείς επιδρομές κατ’ ανατολικών περιοχών της αυτοκρατορίας· έχοντας δε σύμμαχο και την Αρμενία

πολιόρκησε

τη

συριακή

πόλη

αποτελεσματικά ο επίσκοπός της Ιάκωβος.

Νίσιβι.

Την υπερασπίστηκε

Ο Κωνστάντιος ακολούθησε έναντι

των Περσών καθαρά αμυντική πολιτική. Μόνο το 343 πέρασε τον Τίγρη. Το 346 οι Πέρσες επιχείρησαν νέα ανεπιτυχή πολιορκία της Νισίβεως. Η μεγαλύτερη μάχη, όμως, δόθηκε το 348 έξω από τα Σίγγαρα. Ο Κωνστάντιος νικήθηκε. Το 350 οι Πέρσες πολιόρκησαν για τρίτη φορά την απόρθητη Νίσιβι. Η αποτυχία αυτής της επιδρομής μπορεί ν’ αποδοθεί εν πολλοίς στη θεία Πρόνοια. Διότι το ίδιο έτος οι Χιονίτες Ούννοι προέβησαν σε καταστρεπτικές επιδρομές στα βορειοανατολικά σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Σαπώρ υποχρεώθηκε να σπεύσει εκεί, αφήνοντας τη Νίσιβι. Στη Δύση ο Κωνσταντίνος Β΄ αποφάσισε ν’ αρπάξει το τμήμα της αυτοκρατορίας που είχε δοθεί στο μικρότερο αδελφό του Κώνστα. Εισέβαλε, λοιπόν, από τη Γαλατία στην Ιταλία. Έπεσε, όμως, σε ενέδρα στις 9 Απριλίου 340 και δολοφονήθηκε. Μόνος Κύριος στη Δύση έμεινε ο Κώνστας. Κι αυτός, όμως, το 350 δολοφονήθηκε στα Πυρηναία από τον αρχηγό των σωματοφυλάκων του Μαγνέντιο. Ο Κωνστάντιος κινήθηκε εναντίον του Μαγνεντίου. Χρειάστηκε, όμως, τη συμμαχία των Φράγκων και των Αλαμανών για να καταφέρει το 353 να τον καταβάλει. Μόνος κυρίαρχος πλέον της αυτοκρατορίας ο Κωνστάντιος. Στις 28 Απριλίου του 357 εισήλθε για πρώτη και τελευταία φορά στη Ρώμη. Στο μεταξύ ο Σαπώρ το 356 υπέγραψε ειρήνη με τους Χιονίτες και τους Γελανούς Ούννους.

Είχε

έτσι

τη

δυνατότητα

να

διατυπώσει

αξιώσεις

κατά

της

αυτοκρατορίας. Αυτό ανάγκασε τον Κωνστάντιο το 359 να γυρίσει εσπευσμένα στην Ανατολή. Πέρασε από την Κωνσταντινούπολη όπου παραχείμασε. Βρισκόταν στην Καππαδοκία όταν την άνοιξη του 360 του αναγγέλθηκε ότι ο καίσαρας της Δύσης και ξάδελφός του Ιουλιανός σφετερίστηκε το θρόνο. Υποεκτίμησε όμως τον κίνδυνο και βάδισε κατά των Περσών, που κατέλαβαν τις πόλεις Άμιδα, Σίγγαρα και Βιζάβδη, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Ρωμαίους. Το φθινόπωρο νυμφεύθηκε στην Αντιόχεια τη Φαύστα.


Όλα έδειχναν ότι οι Πέρσες κατά το 361 θα ανέστελλαν τις επιθέσεις τους. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα στον Κωνστάντιο ν’ αντιμετωπίσει τον Ιουλιανό. Στην Ταρσό της Κιλικίας, όμως, αρρώστησε και σε λίγες μέρες (στις 5 Νοεμβρίου 361), αφού βαπτίστηκε και υπέδειξε ως διάδοχό του τον Ιουλιανό, πέθανε στη Μοψουκρήνη.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.