Δήμητρα Τράκα
Αλεξάνδρα
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Δήμητρα Τράκα ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς ο σ ε λ ότ ο ς Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Διορθωση Copyright© 2012 Πρώτη Εκδοση ISBN
Αλεξάνδρα Δήμητρα Τράκα Λογοτεχνία [1358]0512/09 Όλγα Παλαμήδη
Δήμητρα Τράκα Αθήνα, Μάιος 2012 978-960-9607-54-4
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Στον σύζυγό μου με αγάπη Για την αγάπη, τον σεβασμό και την αφοσίωση που μου χαρίζει όλα αυτά τα χρόνια που ζήσαμε αλλά και που θα ζήσουμε μαζί!
Πρόλογος
Ί
σως κάποτε να ήταν απλώς κάτι σαν όνειρο, σαν μια επιθυμία που δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Εξακολουθεί να είναι, ίσως. Μπορεί να πραγματοποιηθεί όμως, ποιος να το ξέρει. Λίγες λέξεις σε άσπρο χαρτί. Σκέψεις, γεγονότα που ανήκουν στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά και σ’ ένα παρελθόν που δεν ξεπερνάει τα τελευταία τριάντα χρόνια. Μια ιδέα που σφήνωσε στο μυαλό μου πριν από πολύ καιρό, με αρκετές απόπειρες να γίνει πράξη. Όταν εγκλωβιστείς όμως σε μια πραγματικότητα που δεν σου δίνει πολλά περιθώρια να ξεφύγεις, τότε ίσως να είναι η μοναδική σου δραπέτευση. Κάπως έτσι και στο μυαλό σου δίνεται η ευκαιρία να ταξιδέψει. Να ξεθάψει από το χρονοντούλαπο όλα εκείνα που ονειρεύτηκες όταν ήσουν παιδί. Και όχι μόνο. Όλα όσα έζησες και μάλλον άξιζαν να τα κρατήσεις στο άλμπουμ της καρδιάς σου σαν παλιές φωτογραφίες. Να κάνεις έναν απολογισμό, όχι για να δεις αν δικαίως συνέβησαν σ’ εσένα όλα τούτα, αλλά μάλλον για να μην ξεχάσεις. Να τσεκάρεις μήπως σου λείπει κάτι. Μην τυχόν το μυαλό σου έχει παίξει κάποιο παράξενο παιχνίδι και έσβησε, χωρίς να σε ρωτήσει, κάτι πολύτιμο. Πολύτιμο για σένα, άχρηστο για εκείνο. Καμιά φορά, αυτά που θεωρεί άχρηστα το μυαλό μας, η καρδιά μας τα κρατά καλά κρυμμένα σαν φυλαχτό. Κάτι παραπάνω θα ξέρει εκείνη. Άλλες φορές πάλι, συμβαίνει το αντίθετο. Η καρδιά μας πονάει και προσπαθεί να αποβάλει το άσχημο, ενώ το μυαλό δεν ξεχνά. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσες φορές θέλουμε να κάνουμε μια οριστική Αλεξανδρα
5
διαγραφή, ένα άδειασμα του μυαλού μας, όταν εκείνο είναι έτοιμο να εκραγεί από τον φόρτο των πληροφοριών. Μπορεί αυτός να είναι και ο λόγος αυτής της κίνησής μου. Πολλές πληροφορίες. Πάρα πολλές. Πληροφορίες που αναφέρονται σε χιλιάδες συναισθήματα, γεγονότα, πρόσωπα, καταστάσεις και όλα όσα απαρτίζουν τη ζωή ενός ενήλικα που ζει εγκλωβισμένος σε μια καθημερινότητα που δεν θέλει, για την οποία όμως είναι υπεύθυνος στο μεγαλύτερο βαθμό της, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που δεν τους διάλεξε όλους ο ίδιος, αλλά κάποιοι εισέβαλαν με τη βία. Όλα λοιπόν τα παραπάνω είναι άχρηστες πληροφορίες σ’ έναν εγκέφαλο που πιθανόν σχεδιάστηκε για κάποιον άλλον σκοπό. Ποιο σκοπό; Εκείνον της δημιουργίας. Δημιουργία, βέβαια, δεν σημαίνει πάντα ότι ήρθαμε σε αυτόν τον κόσμο απλώς να διαιωνίσουμε το ανθρώπινο είδος. Είναι κι αυτό στο πρόγραμμα, εννοείται. Αλλά όχι το μόνο. Μπορούμε να δημιουργήσουμε τόσα πράγματα γύρω μας και κυρίως να εξελιχθούμε μέσα από αυτά. Πράγματα όπως όνειρα –πραγματοποιήσιμα πάντα–, συναισθήματα, γεγονότα για τα οποία θα φέρουμε την πλήρη ευθύνη, όμως θα μας αντιπροσωπεύουν και δεν θα ζούμε δανειζόμενοι στιγμές ευτυχίας ή δυστυχίας που ζηλέψαμε από άλλους. Είναι ίσως το μοναδικό που θα έπρεπε να μας απασχολεί όλους μας και είμαι σίγουρη πως για κάποια δευτερόλεπτα το έχουμε σκεφτεί, έστω και κρυφά, ή μάλλον όταν φτάσαμε σε κορεσμό και δεν υπήρχε διέξοδος. Αυτό ακριβώς αναζητά και η Αλεξάνδρα. Εκείνη όμως το αναζητά ακόμα και περιφέρεται ανάμεσά μας ψάχνοντας τη δική της «Αλεξάνδρεια» της δημιουργίας. Αν γυρίσεις το κεφάλι σου στο πλάι, μπορεί να τη δεις να περνά δίπλα σου και να σου χαμογελά…
6
Δημητρα τρακα
Σ
την επαρχία, τη δεκαετία του εβδομήντα, ο έρωτας ήταν κάτι απαγορευμένο για τα μόλις ενηλικιωμένα κορίτσια. Πόσο μάλλον στη δεκαετία του είκοσι. Γιατί αν θέλουμε να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η ιστορία μας ξεκινάει κάπου εκεί. Όταν σε καιρό πολέμου ένα ζευγάρι αγαπήθηκε πολύ και με σθένος αποφάσισε να το επιβάλει. Ο νεαρός φαντάρος τότε κινδύνεψε αρκετές φορές στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, για να κλέψει μία και μόνο ματιά της κοπέλας που αγαπούσε. Σκαρφάλωνε σε μπαλκόνια ως άλλος Ρωμαίος κι εκείνη που –όπως λένε οι παλιοί– το έλεγε η περδικούλα της, το έσκαγε κρυφά για να τον συναντήσει. Η αγάπη τους ήταν τόσο δυνατή, πράγμα σπάνιο στις μέρες μας, όπως παραδέχεται πολλές φορές και η ίδια η Αλεξάνδρα, και γι’ αυτό παρά τις αντιξοότητες, οι δυο τους κατάφεραν να την κρατήσουν μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος. Αυτό το ζευγάρι είναι η γιαγιά και ο παππούς της Αλεξάνδρας. Το μοναδικό που τόλμησε να γνωρίσει τον έρωτα εκείνη την εποχή, τότε που ο γάμος προερχόταν αυστηρά και μόνο από προξενιό. Έρωτας, ο χρυσός κανόνας του παππού και της γιαγιάς μέχρι και την τρίτη
Αλεξανδρα
7
γενιά. Όρος απαράβατος για όποιον ήθελε να παντρευτεί. Κανένα παιδί και κανένα εγγόνι δεν επιτρεπόταν να δεσμευτεί με γάμο, αν δεν ερωτευόταν το ταίρι του και δεν το αγαπούσε αληθινά πρώτα. Γεγονός είναι ότι παιδιά και εγγόνια μέχρι στιγμής παντρεύτηκαν από έρωτα και μάλιστα όλοι πέρασαν από διάφορες δοκιμασίες, μικρές και μεγάλες, μέχρι ν’ ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Η λέξη «διαζύγιο» είναι άγνωστη στην οικογένεια. Μόνο σε κάτι κρίσεις πανικού έρχεται στο προσκήνιο, αλλά μένει μόνο στα λόγια του θυμού, όπως θυμάται να μας πει η Αλεξάνδρα. Ο παππούς και η γιαγιά λοιπόν παντρεύτηκαν και έκαναν δυο υγιέστατα παιδάκια. Ένα κορίτσι πρώτα και ένα αγόρι, τον Ανδρέα, τον πατέρα της Αλεξάνδρας. Η οικογένεια ήταν αρκετά ευκατάστατη, ο πόλεμος όμως έφερε και τις απώλειές του. Ο παππούς, φιλεύσπλαχνος όπως ήταν, εκτός από τα παιδιά του μάζεψε γύρω του και όλα τα ορφανά ανίψια. Τα μεγάλωσε, τα σπούδασε, τα πάντρεψε, τα προίκισε σαν να ήταν δικά του παιδιά. Οπότε, η περιουσία μοιράστηκε και τα έσοδά τους, που προέρχονταν από ένα παντοπωλείο που είχαν, έφταναν απλώς για να επιβιώσουν. Στην άλλη άκρη του χωριού, υπήρχε μια οικογένεια φτωχή αλλά το ίδιο αξιοπρεπής. Ένα ζευγάρι που παντρεύτηκε κι αυτό στα χρόνια του πολέμου. Μάλιστα, κουμπάρος τους έγινε ο άνθρωπος που έκρυψε το φανταράκι σ’ ένα πιθάρι με σιτηρά, για να τον γλιτώσει από τους αντάρτες. Από τότε τον είχε κοντά του, του βρήκε μια καλή κοπέλα και τους στεφάνωσε ο ίδιος. Κι αυτό το ζευγάρι έκανε δυο παιδιά, ένα κορίτσι πρώτα, την Ελπίδα, τη μαμά της Αλεξάνδρας κι ένα αγόρι. Το κορίτσι, αφού τελείωσε το δημοτικό, το ζήτησαν να πάει υπηρέτρια σε κάποια κοντινή πόλη. Έτσι συνηθιζό-
8
Δημητρα τρακα
ταν τότε. Τα κορίτσια που δεν πήγαιναν γυμνάσιο, κάτι που ίσχυε μόνο για τους πλούσιους της εποχής, τα έστελναν υπηρέτριες, για να ελαφρύνουν λίγο τη φτώχεια της οικογένειας. Ο πατέρας της δεν το επέτρεψε ποτέ. Δεν κατάφερε βέβαια να τη στείλει να σπουδάσει, αλλά κοντά στη μητέρα της έμαθε την τέχνη της οικοκυρικής. Έφτασε στα δεκαέξι, τα προξενιά έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο. Όλοι όμως έφευγαν με την ίδια απάντηση από τον πατέρα, «ό,τι πει η κόρη μου». Ο πατέρας της πίστευε ότι η γυναίκα στην οικογένεια είναι ίση με τον άντρα, πράγμα σπάνιο τότε. Η άποψη, λοιπόν, της κόρης του είχε βαρύτητα. Κατάλαβε τη δυναμικότητα του χαρακτήρα της και της επέτρεψε να εργαστεί στο εργοστάσιο που ήταν κι εκείνος φύλακας. Όταν η Ελπίδα έφτασε στα είκοσι δύο κι ο Ανδρέας ήταν περίπου είκοσι πέντε, αντάλλαξαν το πρώτο τους βλέμμα στη βόλτα που γινόταν στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Εκείνος ψηλός, αδύνατος, μορφωμένος για την εποχή, από γνωστή εύπορη οικογένεια. Εκείνη απρόσιτη, πάντα περιποιημένη και προσεγμένη, με τις καστανές της μπούκλες στους ώμους. Όμως, κανένας τους δεν έκανε το πρώτο βήμα. Εκείνη δεν επιτρεπόταν ούτε να τον κοιτάξει, εκείνος ντροπαλός. Ο έρωτας είχε κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα. Και ο εγωισμός, επίσης. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, την ώρα που έφτασε στο χωριό το λεωφορείο του εργοστασίου να φέρει τους εργάτες της απογευματινής βάρδιας, εκείνος ήταν εκεί, για να τη δει να κατεβαίνει. Δεν ήταν μόνος του. Ήταν μαζί με έναν κολλητό του και ξάδερφό της. Τον μεσολαβητή, θα τον πω εγώ. Τα παλικάρια τότε, νυν πεθεροί τώρα, πλησίασαν την κοπέλα και ο ξάδερφος της είπε: «Θα έρθουμε να πούμε στον πατέρα σου απόψε ότι αύ-
Αλεξανδρα
9
ριο βράδυ θα έρθει ο φίλος μου με τον πατέρα του να σε ζητήσουν». Η Ελπίδα τους κοίταξε αδιάφορη λέγοντάς τους να κάνουν ό,τι θέλουν. Το θέμα «γάμος» δεν την είχε απασχολήσει μέχρι τότε. Ο Ανδρέας όμως ήταν για τα καλά ερωτευμένος. Όχι ότι κι εκείνη δεν είχε τσιμπηθεί, όπως λέμε, αλλά η ιδέα της δέσμευσης δεν είχε ωριμάσει ακόμα. Πραγματικά, το επόμενο βράδυ, ο Ανδρέας πήγε με τον πατέρα του με κάθε επισημότητα στο σπίτι της, για να τη ζητήσουν. Η οικογένεια τους περίμενε με αγωνία και άγχος, αφού η Ελπίδα ήταν από ώρα κλειδωμένη στο δωμάτιό της και δεν έλεγε να βγει. Την παρακάλεσε ο πατέρας, την παρακάλεσε η μάνα, ο θείος της, η γιαγιά της, μα εκείνη τίποτα. Στο τέλος, ο πατέρας της στάθηκε έξω από την πόρτα και τη ρώτησε τι ήθελε να κάνει. Η Ελπίδα του απάντησε να τους διώξει. Ντροπιασμένος ο άνθρωπος της είπε: «Κορίτσι μου, εσύ όταν σε ρώτησα χθες το βράδυ, μου είπες να τους πω να έρθουν, τώρα τι άλλαξε; Δε σε πίεσε κανένας». «Δεν τον θέλω, διώξ’ τον», αποκρίθηκε εκείνη. Ο πατέρας γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε για το σαλόνι, όπου τον περίμεναν. Στο μεταξύ, την Ελπίδα κατάφερε να προσεγγίσει η γιαγιά, η οποία και την έβγαλε από το δωμάτιο λίγο πριν φύγουν οι καλεσμένοι. Ο πεθερός χαμογέλασε και για να σπάσει τον πάγο, την πλησίασε παινεύοντας την ομορφιά και το ήθος της. Ο καημένος ο Ανδρέας μόνο ξεφυσούσε, δεν ήταν και λίγο αυτό που έπαθε. Αφού δώσανε λόγο εκείνο το βράδυ, μετά από λίγο καιρό αρραβωνιάστηκαν και σε ενάμιση χρόνο περίπου παντρεύτηκαν – στις 24 του Ιούνη. Δούλεψαν πολύ και οι
10
Δημητρα τρακα
δύο κι έχτισαν ένα σπίτι στο χωριό. Στο μεταξύ, ήρθε και το πρώτο τους παιδί. Η Αλεξάνδρα. Τότε ήταν που άρχισαν τα προβλήματα. Ο κλοιός έσφιγγε και οι λύσεις ήταν δύο, ή το διαζύγιο ή η απόδραση απ’ όλους και απ’ όλα. Ευτυχώς, κανένας από τους δύο δεν ήθελε την πρώτη. Μετακόμιση στην πόλη, λοιπόν. Δουλειά με βάρδιες, αφού υπήρχε το παιδί, και απομονωμένοι απ’ όλους, για να υπάρχει ηρεμία. Σε δυο τρία χρόνια, τα πνεύματα ηρέμησαν. Ακολούθησε μια δεύτερη μετακόμιση στο πατρικό σπίτι του Ανδρέα στην πόλη, που τους το παραχώρησαν. Οπότε, το σπίτι στο χωριό πέρασε σε δεύτερη μοίρα και έγινε εξοχικό. Όλα αυτά βέβαια για να τα καταφέρουν, πόνεσαν πολύ, κουράστηκαν πολύ, δούλεψαν πολύ και ακόμα δουλεύουν, πλέον όχι όμως για να φτιαχτούν, αλλά για να προσφέρουν στα παιδιά τους. Γιατί μετά το πρώτο τους παιδί, σε εφτά ακριβώς χρόνια ήρθε και το δεύτερο, ένα κοριτσάκι, η Μαρία. Με τον ερχομό του, έκλεισε ο κύκλος, ολοκληρώθηκε το σπίτι στο χωριό και στήθηκε μια μεγάλη γιορτή για τα βαφτίσια της δεύτερης κόρης της οικογένειας. Μιας οικογένειας που δημιουργήθηκε με θεμέλια την αγάπη.
Η Αλεξάνδρα μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου ναι μεν την αγαπούσαν όλοι και ασχολούνταν μόνο μαζί της μέχρι να γεννηθεί η αδερφή της, αλλά και σ’ ένα σπίτι όπου τα προβλήματα της οικογένειας τα θυμάται ακόμα, κι ας ήτανε πολύ μικρή. Δεν αμφισβήτησε την αγάπη των γονιών της ούτε μια στιγμή, της το έδειχναν άλλωστε συνέχεια και με κάθε τρόπο. Ήξερε πάντα πως ό,τι κι αν γινόταν, η αγκαλιά τους ήταν πάντα ανοιχτή για εκείνη. Οι καβγάδες όμως ήταν πολύ συχνοί. Την τρόμαζαν. Οι
Αλεξανδρα
11
γονείς της δεν μάλωναν ποτέ γιατί μισούσαν ο ένας τον άλλον, ούτε γιατί είχαν προβλήματα μεταξύ τους, μα άλλοτε γιατί τα χρήματα δεν έφταναν για να βγει ο μήνας, κι άλλοτε γιατί κάποιος τρίτος είχε βάλει το χέρι του. Τα πρόσωπα που θυμάται πολύ έντονα να στηρίζουν το ζευγάρι, ήταν δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι που τους αγαπούσαν πάρα πολύ, η νονά και ο νονός της Αλεξάνδρας. Το ανδρόγυνο αυτό τους πάντρεψε, βάφτισε τον πατέρα της αλλά και την ίδια. Ήταν μεγάλοι σε ηλικία, αλλά ήταν πάντα εκεί για την οικογένειά της. Λίγες μέρες πριν κλείσει τα πέντε της χρόνια, έχασε τον νονό της. Ένα γεγονός που έμεινε στην παιδική ψυχούλα της αρκετά έντονο. Ένα γεγονός που δεν ήξερε τότε ότι θα παραλληλιζόταν με κάποια άλλα που συνέβησαν αρκετά χρόνια αργότερα, τις μέρες των γενεθλίων της και της ονομαστικής της εορτής. Η Αλεξάνδρα μεγάλωνε. Αρίστευσε αρκετές φορές ως μαθήτρια. Σπούδασε αυτό που αγαπούσε. Αρίστευσε κι εκεί. Υπήρξε ένα φρόνιμο και τακτικό παιδί, αντίθετα από την αδερφούλα της που ήταν πάντα ζωηρή και σκανταλιάρα. Η Μαρία δεν αγαπούσε από μικρή το σχολείο, κατάφερε όμως να σπουδάσει επάξια. Η διαφορά των εφτά χρόνων που είχαν, δεν τις έκανε φίλες παρά μόνο όταν η μικρή έφτασε στα δεκαοκτώ. Η Αλεξάνδρα υπήρξε πάντα η αυστηρή υπερπροστατευτική μεγάλη αδερφή, κάτι που δεν αλλάζει και μέχρι σήμερα. Οι δυο τους έχουν ένα ιδιαίτερο δέσιμο, αν και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο αναφοράς σε ενδιαφέροντα και απόψεις. Αν χρειαστεί όμως, η μία δίνει και τη ζωή της για την άλλη. Δεν το βλέπει κανείς εύκολα, ειδικά αν τις πετύχεις να τσακώνονται – πραγματικές μάχες έχουν δοθεί στον βωμό μιας ιδέας, μέχρι και μιας γόβας, κατά καιρούς.
12
Δημητρα τρακα
Η αληθινή ανεξάρτητη ζωή της Αλεξάνδρας ξεκινάει στα δεκαοκτώ περίπου. Όχι γιατί έφυγε απ’ το σπίτι, αλλά γιατί τέλειωσε το λύκειο και έπρεπε ν’ αποφασίσει μόνη της πλέον τι θα έκανε από εδώ και πέρα. Οι γονείς της της ξεκαθάρισαν πως όποια κι αν ήταν η επιλογή της, θα στέκονταν δίπλα της. Θα τη στήριζαν σε ό,τι χρειαστεί, αλλά μέχρι εκεί. Η ζωή είναι αποκλειστικά και μόνο δική της, κι εκείνη έπρεπε πια ν’ αποφασίσει τη συνέχεια. Έδωσε πανελλήνιες και απέτυχε την πρώτη φορά. Έδωσε και δεύτερη, με το ίδιο αποτέλεσμα. Κανένας δεν της έριξε ευθύνες, ούτε και την κατηγόρησε. Όλοι ήξεραν πως διάβασε αρκετά, αλλά ήταν προφανώς άτυχη. Δεν το έβαλε κάτω και έκανε αίτηση σε μια δύσκολη σχολή, όπου και μπήκε από τους πρώτους με την καλύτερη βαθμολογία. Στα δύο χρόνια που διήρκεσε η φοίτηση, έβαλε πείσμα και αποφοίτησε ανάμεσα στους πρώτους. Γιατί αυτό που αποφάσισε να σπουδάσει, το αγαπούσε. Δεν της το επέβαλε κανείς. Το διάλεξε μόνη της. Δεν ήταν το μάθημα της ιστορίας που σιχαινόταν να διαβάζει στο σχολείο και που δεν συμφωνούσε κιόλας, αφού ιστορία μάθαινε από τον παππού της και ήταν βγαλμένη από τη ζωή. Όλα αυτά τα χρόνια ο έρωτας της ήταν παγερά αδιάφορος. Είχε πάντα πολλούς φίλους. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν αγόρια. Βαριόταν τις συζητήσεις των κοριτσιών εύκολα. Είχαν πιο ενδιαφέρον γι’ αυτήν τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι μηχανές, παρά τα αρώματα, οι φούστες και τα κραγιόν. Κραγιόν φόρεσε πρώτη φορά στα δεκαεφτά, δεν της άρεσε η αίσθηση και το έφαγε για να μην την κοροϊδεύουν. Τακούνια φόρεσε επίσης στα δεκαεφτά, σκόνταψε και πήγε και αγόρασε ένα ζευγάρι καουμπόικες μπότες σε πείσμα όλων. Ο μπαμπάς της τη φώναζε «Τιμωνίδη», γιατί ήταν πάντα εύσωμη και έμοιαζε με παλαιστή. Οδηγούσε από τα δεκαέξι της και λάτρευε την ταχύτητα.
Αλεξανδρα
13
Στα δεκαεννέα, έγινε η μεταμόρφωση. Μπήκε στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων, όπως την έλεγε ο παππούς της, ο οποίος είχε φροντίσει να της περάσει από πολύ μιΑκουγόταν ένα τραγούδι από το ράδιο που κρή το μικρόβιο της ταχύτητας, του «σαβουάρ βιβρ» και είχαν ανοίξει πριν από πολλέςτης ώρες καιέκλεισε δεν το της κομψής εμφάνισης. Ο παππούς όταν του έδιναν πιαράφτης, καμιά σημασία. Ήταν ένα παντοπωλείο, έγινε ο καλύτερος της περιοχής, με πελατεία εκλεκτή και, δεν υπήρχε περίπτωση ξένο τραγούδι πουεννοείται, έλεγε: «Θα σ’ αγαπώ μέλος οικογένειάς του να ήταν κακοντυμένο. γιατης πάντα!» Τι όμορφο που ήταν, τι γλυκιά Όσο σπούδαζε η Αλεξάνδρα, έκανε κάποιες εμφαμελωδία, τι ουσιαστικές λέξεις! Άπλωσε το χέρι νίσεις και εξόδους όπου έπρεπε να είναι αυστηρά αλλά του κι άγγιξε τοΑυτό πρόσωπό της. Εκείνη πήγε Έμακαι θηλυκά ντυμένη. το ανέλαβε ο παππούς. και κάθισε να δίπλα του και εκείνος άνοιξε την θε ταυτόχρονα περιποιείται και το πρόσωπό της και γενικά να προσέχει τηνμέσα εμφάνισή της. Συμαγκαλιά του καιπάρα την πολύ έκλεισε της, τόσο φιλιωμένη με τα μεγάλα μεγέθη των ρούχων τηςηκαι με τρυφερά. Σαν να ήταν η πρώτη, αλλά και τον καθρέφτη της, κατάφερε να τραβάει αρκετά τελευταία τους αγκαλιά. Τι ειρωνεία! Κι αντρικά όμως βλέμματα, αφού το ύψος της και το σουλούπι της δεν την μπορεί να ήταν. Δεν το ήξεραν... αδικούσαν. Τα βλέμματα αυτά όμως ήταν αδιάφορα για εκείνη. Η ζωή της ήταν αρκετά γεμάτη. Φίλοι, παρέες, βόλτες, ξενύχτια, δουλειά, και βέβαια μια οικογένεια, που τη γέμιζαν τόσο πολύ, που όλα τα άλλα απλώς περίσσευαν. Αλλά ήρθε κάποια στιγμή που ένα απ’ όλα αυτά της το πήραν. Τη δουλειά. Ένα κομμάτι πολύτιμο για εκείνη. Η ιδέα ότι θα απλώσει πάλι το χέρι στον μπαμπά και θα ζητήσει χρήματα να πάει για καφέ, την τρόμαζε. Άρχισαν τα ζόρια. Ο πατέρας της δεν την πίεσε, η αλήθεια είναι, ποτέ να εργαστεί. Για να καταλάβει κανείς, όταν εκείνη πήγε να δουλέψει μόλις τελείωσε το λύκειο –γιατί ήθελε να πάει διακοπές το επόμενο καλοκαίρι μόνη της με μια φίλη 960-9607-94-4 της–, ο μπαμπάς της θύμωσε και δενISBN της μιλούσε. Εκείνο τον χειμώνα διάβαζε για να ξαναδώσει πανελλήνιες και πήγε φροντιστήριο, το οποίο και πλήρωνε ο μπαμπάς. Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com Δημητρα τρακα 14 www. ocelotos. gr
Θεωρούσε λοιπόν ότι τις διακοπές της έπρεπε να τις πληρώσει μόνη της. Έτσι κι έγινε. Ήταν αρκετά δυναμική, ό,τι έβαζε στόχο, σχεδόν πάντα το πετύχαινε, δεν της άρεσε να χάνει. Αν τυχόν έχανε, κάτι που πολύ δύσκολα αποδεχόταν, το έκανε με αξιοπρέπεια, όπως ακριβώς της είχαν μάθει. Ήταν ήσυχη, δεν τραβούσε την προσοχή εύκολα, παρά μόνο με την επιβλητική της παρουσία, λόγω όγκου και ύφους. Λίγοι τη συμπαθούσαν με την πρώτη ματιά, με τη δεύτερη όμως όλοι. Δύσκολα χαμογελούσε, ήταν κλειστός χαρακτήρας, πάντα σε μια πρώτη γνωριμία ανίχνευε αρχικά και μετά μιλούσε. Δεν ήταν ποτέ η ψυχή της παρέας, αλλά είχε πολλές παρέες και από διαφορετικούς χώρους. Διασκέδαζε σε καφετέριες, μπαρ, κλαμπ, συναυλίες, κουτούκια, μπουζούκια, οπουδήποτε ήθελε η παρέα. Δεν χαλούσε χατίρι, αρκεί να είχε καλή συντροφιά, αυτό την ένοιαζε. Ερωτεύτηκε για πρώτη φορά στα δώδεκα, για ένα μόνο εικοσιτετράωρο. Ένα αγόρι που ερχόταν κάτω απ’ το μπαλκόνι της στο χωριό το καλοκαίρι και της έκανε καντάδα. Είκοσι τέσσερις ώρες κράτησε ο έρωτας. Το επόμενο μεσημέρι τον κυνήγησε ο παππούς με το σκουπόξυλο, γιατί έκανε φασαρία στη γειτονιά. Εκείνη δεν τον άφησε να της πιάσει ούτε το χέρι, μόνο να την κουνήσει στην κούνια, όταν πήγαν βόλτα στην παιδική χαρά. Και αυτό ήταν όλο. Την άλλη μέρα, έστειλε την κολλητή της να του πει πως τον βαρέθηκε και πως είναι καλύτερα να χωρίσουν τώρα, γιατί όταν θα τελειώσει το καλοκαίρι και γυρίσει στην πόλη, θα είναι δύσκολο να είναι μαζί. Παιδικές σαχλαμάρες. Απλώς, ήθελε να πηγαίνει βόλτα με το ποδήλατο με τις φίλες της και όχι να παίζει στις κούνιες μαζί του. Ο έρωτας χτύπησε την πόρτα ξανά στα δεκαεφτά, όταν πήγε για το Σαββατοκύριακο στο χωριό της φίλης
Αλεξανδρα
15