Μπόραθ το μυστικό όπλο Η Συνωμοσία

Page 1

Γ Ι Α Ν Ν Η Σ

Κ Α Μ Π Ο Υ Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λότ ο ς


Τιτλος Μπόραθ, Το Μυστικό όπλο Μέρος Πρώτο – Συνωμοσία Συγγραφέας Γιάννης Καμπουρόπουλος Σειρα Λογοτεχνία [1358]0311/02 Σχεδιασmοσ πρωτοτυπου εξωφυλλου Βασίλης Ζογκόλης Σχεδιασmοσ Τιτλων Γιάννης Καμπουρόπουλος Επιmελεια κειmένου Όλγα Παλαμίδη

Επιmελεια εκδοσησ εκδόσεις οσελότος Copyright© 2011 Γιάννης Καμπουρόπουλος

Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Μάρτιος 2011 ISBN 978-960-9499-93-4

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσί­ ας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχα­ νικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, ανα­ μετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


Γ ι ά ν ν η ς

Κ α μ π ο υ ρ ό π ο υ λ ο ς

Μέρος Πρώτο

ΣΥΝ Ω ΜΟΣΙΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ελότο ς


Ο

Γιάννης Καμπουρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα.

Αγάπησε την Ιστορία, τη Μυθολογία, την Επιστημονική Φαντασία, τις περιπέτειες. Από μικρό παιδάκι έπλαθε ιστορίες, επηρεασμένος από τα βιβλία που διάβαζε και τις ταινίες που έβλεπε στην τηλεόραση. Αγάπησε τη μουσική. Σπούδασε ηχολήπτης, ασχο­ λήθηκε ενεργά με τη μουσική, και κατάφερε να βγάλει δίσκο ως τραγουδιστής-μέλος μιας ταλαντούχας μπάντας. Για πολύ καιρό δεν είχε σκεφτεί ποτέ να κάνει πράξη τη δημιουργία μιας ιστορίας, γιατί ήταν απασχολημένος με τις μελωδίες του. Τώρα όμως πήρε φόρα, γράφει και σενάρια, παίζει και μουσική. Όχι, δεν έχει βγάλει προσωπικό δίσκο ακόμη. Γνωρίζει πολύ καλά δυο ξένες γλώσσες και έχει φτιάξει άλλες δυο δικές του.


«Αγόρι μου... Έλα κοντά μου...» ψιθύρισε η γυναικεία φωνή. «Μητέρα...» απάντησε ο νεαρός. «Έλα στην αγκαλιά μου!» «Μα έχεις πεθάνει, μητέρα!» «Δεν με ξέρεις... Δεν με γνώρισες, παιδί μου...» είπε ξανά η γυναίκα. Άρχισε να απομακρύνεται. Ο νεαρός έμοιαζε να χάνεται μέσα σε ένα καφετί τοπίο, το οποίο του θύμισε την ελιά στο μέτωπό του. Τρό­ μαξε. Σαν να τον καλούσαν τα πάντα γύρω του. «Λοριάθ!... Λοριάθ!...» φώναξε ο νεαρός. Ο νεαρός Ράμπαρ Τόαν κοιμόταν βαθιά. Ένα σκούντημα τον ξύ­ πνησε απότομα, πετάχτηκε μισοζαλισμένος. Κατάλαβε ότι βρισκό­ ταν στη φάρμα του βιοκαλλιεργητή Σκόρες Τόαν, του πατέρα του. «Μικρέ, σήκω! Σήκω γρήγορα!» Μπροστά στα πονεμένα μάτια του είδε τον πατέρα του αναμαλ­ λιασμένο και ανήσυχο. «Πατέρα;» «Μια άκατος έπεσε στα χωράφια. Γρήγορα! Και βρες το πυροσβε­ στικό κανόνι! Βιάσου!» Τα λόγια του ηχούσαν σαν κεραυνοί στο μισοκοιμισμένο μυαλό του νεαρού. «Βιάσου, σου λέω!» επανέλαβε ο πατέρας. Άρπαξε ένα ρούχο λεπτό, ανθεκτικό στο κρύο, και πήρε το κα­ νόνι με τη μικροσυμπιεσμένη μεταλλόσκονη – ένα πυροσβεστικό μέσο, ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις φωτιάς. Βγήκαν έξω. «Στο βορειοανατολικό τμήμα!» φώναξε ο Σκόρες Τόαν. «Έχει τσα­ κιστεί άσχημα!» Έδειξε με το δάχτυλό του το σημείο. Επιτάχυναν το βήμα τους και πλησίασαν κι άλλο. Φωσφορίζοντες πορτοκαλί καπνοί είχαν τυ­ λίξει την άκατο, οι καλλιέργειες στο χώμα είχαν ήδη απανθρακωθεί. Οι εγκαταστάσεις μικροϋγραντήρων είχαν ξηλωθεί βάναυσα και οι αγωγοί ιοντικών σωματιδίων πετούσαν σπίθες ολόγυρα.


6

Γι ά ν ν η ς Κ α μπο υρό πο υ λο ς

«Πατέρα, καίγονται και τα υγρά περιαγωγής των αντιδραστήρων! Θα γεμίσουμε δηλητηριώδη αέρια!» είπε γρήγορα ο Ράμπαρ. «Έλα, μικρέ!» έκανε αποφασιστικά ο πατέρας. Έτρεξαν πολύ κο­ ντά στο σημείο. «Φόρα τη μάσκα σου!» τον πρόσταξε. Δυο ανδροειδή ήταν ήδη εκεί και ρουφούσαν πρόχειρα με μι­ κρές αντλίες τα αέρια. «Δώσ’ μου το πυροσβεστικό κανόνι!» φώναξε. Ο πατέρας άρπαξε από τα χέρια του γιου του το κανόνι και έβαλ­ λε με αυτό τη μηχανή της ατράκτου. Σύντομα ένα λευκό νέφος φα­ νέρωνε ότι η φωτιά έσβησε εντελώς. Ο Σκόρες Τόαν πέταξε το άδειο πλέον κανόνι. «Στην καμπίνα!» φώναξε. Μέσα στην καμπίνα φαινόταν ένας άνδρας εγκλωβισμένος. Πλη­ σίασαν κοντά με κίνδυνο να καούν από τις αναθυμιάσεις των μηχα­ νών. Ο πατέρας του Ράμπαρ με ειδικά γάντια απομάκρυνε τα φύλλα μόνωσης της καμπίνας. Είδαν τον εγκλωβισμένο αμέσως, ενώ ο Ρά­ μπαρ, πιο ευέλικτος, είχε ήδη σκαρφαλώσει. «Μπορείς να τον τραβήξεις;» του φώναξε. «Ναι... Αλλά είναι... πολύ... βαρύς!...» είπε πνιχτά ο Ράμπαρ ενώ προσπαθούσε να τον μετακινήσει. Αμέσως ο γιος κράτησε τον άνδρα από το χέρι. Εκείνος είχε ακό­ μη τις αισθήσεις του, βόγγηξε κιόλας. Κρατήθηκε επάνω του και άνοιξε τα μάτια. «Ωωω... Τι έγινε;...» ρώτησε ξέπνοα. «Κρατηθείτε!» του είπε ο νεαρός. Εκείνος έγειρε στο μέρος του. «Να είσαι καλά, νεαρέ!» ψέλλισε. Τον τράβηξε σταθερά, αλλά όσο μπορούσε έβαζε δύναμη δίχως να τον καταπονεί. Ο νεαρός ζορίστηκε αρκετά για να βγάλει τον με­ γαλόσωμο άνδρα από την καμπίνα. «Στάσου, να βάλω ένα χεράκι...» πρότεινε ο Σκόρες Τόαν και τρά­ βηξε κι αυτός πιο δυνατά. Βοήθησε κι ο τραυματίας λίγο, και έτσι τον ανέσυραν από τα συντρίμμια της καμπίνας και των οργάνων ελέγχου, τα οποία είχαν κομματιαστεί στα πόδια και στο στήθος του άγαρμπα. Οι αντικραδα­


Μ π όραθ το μυ σ τι κό ό πλο

7

σμικοί αερόσακοι κρέμονταν αχρηστευμένοι. Οι υαλοπίνακες είχαν συνθλιβεί, κόβοντάς τον στο πρόσωπο, ευτυχώς όχι σοβαρά. Ο πατέρας του Ράμπαρ τον ζαλώθηκε και τον μετέφεραν στο σπί­ τι, μέχρι να έρθει η αστυνομία και η άκατος-ασθενοφόρο. Κάθε επιβατική άκατος διέθετε υπερηχητικό πομπό με δικό της κωδικό, ο οποίος δεν καταστρεφόταν, ακόμη κι αν εκείνη διαλυόταν από θερμοϊοντικό λέιζερ. Έτσι, η αστυνομία και οι ομάδες βοήθειας μάθαιναν τις ακριβείς συντεταγμένες κάθε ατυχήματος. Τον ξάπλωσαν στον χώρο υποδοχής. Παρ’ όλο που ο άνδρας υπέ­ φερε, χαμογέλασε. «Ήμουν τυχερός αυτή τη φορά!» είπε. «Ησυχάστε, κύριε... Όλα καλά. Σε λίγο θα σας διακομίσουν!» απο­ κρίθηκε ήρεμα ο Σκόρες Τόαν, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του. «Ωστό­ σο, κάπου σας ξέρω εσάς...» Ο άνδρας έβηξε. Μόρφασε. Ο Σκόρες Τόαν τον κοίταζε, αλλά δεν επέμεινε. «Πάω να σας φέρω νερό... Ράμπαρ, μείνε εδώ...» συμπλήρωσε γρήγορα και προχώρησε προς την κουζίνα. «Νεαρέ!...» είπε ο άγνωστος κοιτάζοντάς τον. «Σ’ ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ και τους δυο». Το βλέμμα του σταμάτησε θολό στο σημάδι του νεαρού στο μέ­ τωπο. Συνοφρυώθηκε. Το παρατήρησε καλά παρά τους πόνους του. Εκείνος του καθάρισε το πρόσωπο από το αίμα και τα κομμάτια γυαλί. «Μικρέ κύριε, τι είναι αυτό στο μέτωπό σου;» ρώτησε ατάραχα. «Ένα σημάδι που κουβαλάω από τότε που γεννήθηκα, κύριε...» του απάντησε κάπως αμήχανα. Ο άγνωστος τον κοίταξε με επιμονή. Το βλέμμα του περιεργαζό­ ταν αλλόκοτα το μέτωπο του νεαρού. «Παράξενο σημάδι, μικρέ!» επεσήμανε αινιγματικά. Ο Ράμπαρ τον κοίταξε γελώντας. «Νομίζετε; Εγώ το έχω συνηθίσει!» Ο πατέρας ήρθε κοντά και έδωσε στον άνδρα να πιει νερό. Ο Σκόρες τον κοίταξε, σαν να τον αναγνώρισε τελικά. Κοίταξε τα ρούχα του, τα οποία φαίνονταν επίσημα, όπως τα ρούχα των αξιωματούχων της Πλανητικής Κυβέρνησης. Με τρόπο πήρε τον γιο του παράμερα.


8

Γι ά ν ν η ς Κ α μπο υρό πο υ λο ς

«Κάποιος επίσημος είναι... Κοίτα και το αριστερό μανίκι του, εκεί κοντά στο σκίσιμο, στην πληγή... Φαίνονται και τα διακριτικά της Μάρλες, απ’ τη γειτονική φατρία των Αράς», ψιθύρισε συνωμοτικά σηκώνοντας τα φρύδια του. Ο Ράμπαρ κοίταξε τον πατέρα του αμίλητος. Ο άγνωστος τους κοίταζε πάλι. Ίσως να κατάλαβε πως συζητού­ σαν για εκείνον. Δεν μίλησε όμως. Σε μια στιγμή, ο Σκόρες Τόαν φωτίστηκε. Χαμογέλασε παράξενα. «Διάβολε, μου φαίνεται πως είναι ο...» Απέξω ακούστηκε ο θόρυβος μιας προωθητικής μηχανής. Κι ύστερα και δεύτερης. Ο άνδρας έβγαλε από την τσέπη του, με τρε­ μάμενα χέρια, μια μικρή ράβδο με έναν ανιχνευτή αποτυπώματος και έσυρε το ματωμένο του δάχτυλο επάνω του. Ένα υψίσυχνο σήμα ακούστηκε. Ήταν ο αυτόματος Εντοπιστής Διακόμισης Ατόμου. Τα ανδροειδή της αστυνομίας και οι νοσοκόμοι ειδοποιήθηκαν να έρ­ θουν στο συγκεκριμένο σπίτι. Οι μηχανές χαμήλωσαν στροφές και δυο μικροί γδούποι φανέ­ ρωσαν ότι οι άκατοι προσγειώθηκαν. Σε λίγο θα έρχονταν στην πόρ­ τα της φάρμας. Ο πατέρας άφησε τον πληγωμένο και κετευθύνθηκε προς το δω­ μάτιό του. Ο άνδρας ξανακοίταξε τον νεαρό. Ο μικρός παρατήρησε καλύτε­ ρα τότε το πρόσωπό του. Ήταν μεσήλικας και είχε κάτι το αριστοκρατικό στο ύφος του. Δυο έξυπνα μάτια περιεργάζονταν αδιάκοπα τον χώρο γύρω του. Το σώμα του έμοιαζε αρκετά στιβαρό, αλλά μαρτυρούσε την ηλικία του. Στο χέρι του φορούσε ένα οπτικό δαχτυλίδι, από εκείνα που φορούν οι διακεκριμένοι. Ο νεαρός φάνηκε να τον συμπαθεί αρχικά. Είχε, πράγματι, τα χαρακτηριστικά προσώπου της φατρίας των Αράς: υψηλά ζυγωματικά και ολόισια μύτη, με μικρή κλίση προς τα έξω. Η φατρία των Αράς υπήρξε άλλοτε κυβερνήτρια, όμως διαφθά­ ρηκε και κατέρρευσε, δίνοντας τη θέση της στη φατρία των Άμεθ, στην οποία ανήκε ο Ράμπαρ και ο πατέρας του. «Το όνομά σου; Πώς σε λένε, μικρέ;» «Ράμπαρ», απάντησε εκείνος ευγενικά. «Λοιπόν, Ράμπαρ», είπε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το ση­ μάδι στο μέτωπο του μικρού, «αν με χρειαστείς στο μέλλον, να ξέρεις


Μ π όραθ το μυ σ τι κό ό πλο

9

πως θα ζητήσεις τον κύριο Ουλ Φέρια, από το υπουργείο Διπλωμα­ τίας και Διαπλανητικών Σχέσεων. Είσαι...» ξεροκατάπιε με δυσκολία, «είσαι καλό παιδί και σ’ ευχαριστώ που με έβγαλες έξω. Δεν ήταν μέ­ ρος για κάποιον της ηλικίας μου εκεί μέσα!» γέλασε εγκάρδια, αλλά με πόνο. Εκείνη την ώρα μπήκαν στο δωμάτιο τα ανδροειδή και οι νοσο­ κόμοι συνοδευόμενοι από τον Σκόρες. Τα ανδροειδή της αστυνομίας ήταν κλώνοι, μισοί άνθρωποι και μισοί μηχανές, άνδρες και γυναίκες. Το σώμα τους ήταν ανθρώπινο, όμως πολλά ζωτικά τους όργα­ να ήταν τεχνητά. Οι κλώνοι αυτοί δεν κοιμούνταν, δεν έτρωγαν, δεν αναπαράγονταν. Είχαν ημερομηνία λήξης και αντικαθίσταντο κάθε δέκα χρόνους. Ήταν άρτια εκπαιδευμένοι στη χρήση κάθε όπλου και μέσου καταστολής, κατείχαν τη γνώση πλοήγησης διαστημόπλοιων και ήταν ασύγκριτα δυνατοί σε περιστάσεις ανάγκης. Οι νοσοκόμοι ήταν άνθρωποι. Πολύ ευσυνείδητοι και καλά εκ­ παιδευμένοι στο αντικείμενό τους. «Περάστε... Από δω. Τον έχουμε ξαπλώσει και πονάει...» είπε ο Σκόρες ζωηρά. Οι αστυνομικοί πλησίασαν τον πατέρα του Ράμπαρ, κοιτώντας αυτόν αλλά και τον τραυματία. «Τον είδατε να πέφτει, κύριε Τόαν;» ρώτησε ανέκφραστος μα ήπια ο ένας. «Όχι. Άκουσα τον κρότο της έκρηξης μόνο...» Ένας άλλος ρώτησε με την ίδια ακριβώς φωνή με τον πρώτο: «Τι ώρα περίπου;» σημειώνοντας κάτι στο ολογραφικό δελτίο συμβάντων του, χρώματος κυανού, το χρώμα της αστυνομίας. «Πριν από είκοσι πέντε χρονοτίκς1, κύριε Αστυνόμε». «Πολύ καλά», απάντησε ευγενικά. Ο πρώτος στράφηκε στον τραυματία. «Τα στοιχεία σας, παρακαλώ», είπε με την ίδια ηρεμία. «Ουλ Φέρια, διπλωματικός αξιωματικός. Δελτίο...» σώπασε για λίγο. Ο νοσοκόμος που εξέταζε τον πληγωμένο, πλησίασε τον αστυ­ νομικό. 1

Χρονοτίκς: υπομονάδα μέτρησης του χρόνου, περίπου ίσο με ένα λεπτό της δ ­ κής μας ώρας.


10

Γι ά ν ν η ς Κ α μπο υρό πο υ λο ς

«Μην τον κουράσετε, αστυνόμε...» του συνέστησε ήσυχα πιάνο­ ντάς τον από το μπράτσο. «Μην ανησυχείς, νοσοκόμε. Αν και τεχνητή η νοημοσύνη μου, καταλαβαίνω...» απάντησε το ίδιο μαλακά, το ίδιο απαράλλαχτα ήσυχα. «Πολύ καλά», συνέχισε ο άλλος αστυνομικός. «Το δελτίο σας θα το βρούμε. Πατήστε εδώ, κύριε Φέρια». Του έδωσε έναν μαγνητικό κρύσταλλο επάνω στον οποίο ο Φέρια έβαλε το δάχτυλό του. Αμέσως ακούστηκε ένα σήμα και στο ολογραφικό δελτίο εμφανίστηκε ένα παράθυρο με το πρόσωπο και τα στοιχεία του. Ο αστυνομικός τα κοίταξε γρήγορα. «Μάλιστα, κύριε Φέρια. Θα περισυλλέξουμε την άκατό σας. Και τώρα ξεκουραστείτε. Θα σας επισκεφθεί ο Επιθεωρητής Συμβάντων σε δύο μέ­ ρες. Αν δηλώσετε νοσοκομείο, θα έρθει εκεί την ώρα που σας βολεύει. Όσο για τα αίτια, μην ανησυχείτε. Θα αποκωδικοποιήσουμε τα δεδομένα του Ημερολογίου Μνήμης και θα σας στείλουμε την αναφορά. Καλή σας ανάρρωση!» Οι νοσοκόμοι πήραν το μαγνητικό φορείο με τον Φέρια επάνω. «Αναστατωθήκατε απόψε...» γέλασε ελαφρά ο ένας νοσοκόμος. «Δεν πειράζει. Να είναι καλά εκείνος. Τα άλλα θα τα φτιάξουμε!» γέλα­ σε ο πατέρας Τόαν. Ο Φέρια δεν σταμάτησε να κοιτάζει πότε τον νεαρό και πότε το ση­ μάδι του. «Και τώρα, κύριε Φέρια, θα σας κάνω δύο μαγνητικές ενέσεις. Έχετε χάσει λίγο αίμα...» είπε ο ένας νοσοκόμος. «Ορίστε η ενδορφίνη ΤιΕΡ-1... και το πλάσμα...» είπε ο άλλος, καθώς πατούσε τη σκανδάλη του φορέα. Ο Φέρια στεκόταν ήρεμος, παρά τον πόνο που ένιωθε. Ο άλλος νοσοκόμος, αφού καθάρισε κάπως τις πληγές του τραυματία ανοίγοντας τα ρούχα του, τοποθέτησε πάνω του μερικά αιωρούμενα πα­ ραβολικά κάτοπτρα με μικροενισχυτές, τα οποία και ενεργοποίησε. Ζω­ ηρές ακτίνες άρχισαν να διαπερνούν τους ιστούς του Φέρια, χωρίς όμως εκείνος να αισθάνεται πόνο. Έπειτα τον έδεσε με προσοχή στο φορείο και ένευσε στον συνάδελφό του. Ξεκίνησαν προσεκτικά προς την έξοδο. Ο Φέρια έμοιαζε αναστατω­ μένος.


Μ π όραθ το μυ σ τι κό ό πλο

11

«Μη βγάλεις το σημάδι, γιε μου! Κάποτε...» έκανε νόημα στους νοσο­ κόμους και σταματήσανε στην πόρτα. Οι αστυνομικοί έμειναν μαζί με τον κύριο Τόαν πιο πίσω, στην υπο­ δοχή. «Κάποτε, έλα να με βρεις... Κατάλαβες;» είπε έντονα. «Και πώς θα σας βρω;» ρώτησε ο νέος ανέμελα. «Με το όνομά μου!» απάντησε αινιγματικά. Τον κοίταξε και χαμογέλασε· ήταν σαν να τον νοιαζόταν, σαν να ενδιαφερόταν για εκείνον, χωρίς καν να τον γνωρίζει. Ο Ράμπαρ μπερδεύτηκε κάπως. «Καλή σου νύχτα!» είπε κρατώντας του το χέρι. «Καλή σας νύχτα, κύριε...» αποκρίθηκε ήσυχα κι ο Ράμπαρ. Ένευσε στους νοσοκόμους. Ακολούθησαν και οι αστυνομικοί, χαιρετώ­ ντας τυπικά τον Σκόρες. Ο Ράμπαρ και ο πατέρας του βγήκαν στην πόρτα. Κοιτούσαν τους αστυνομικούς που έπαιρναν δείγματα και κατέγρα­ φαν τα συντρίμμια, μέχρι που ήρθε το ρυμουλκό και ανέσυρε μαγνητικά από το έδαφος την κατεστραμμένη άκατο. Κάποια κομμάτια της καρφώ­ θηκαν με κρότο επάνω στη μεγάλη στρογγυλή μαγνητική πλατφόρμα. Η άκατος αποσπάστηκε από το οργωμένο έδαφος και αφού αιωρήθηκε για λίγο, κόλλησε επάνω της. Ύστερα το ρυμουλκό απομακρύνθηκε ξανά μπαίνοντας στις οπτομαγνητικές τροχιές της Βόρειας Λεωφόρου. Οι αι­ ωρούμενοι φάροι άναψαν και κλείδωσαν το σκάφος σε προεπιλεγμένη πορεία. Το ασθενοφόρο είχε ήδη φύγει. Ακολούθησαν οι αστυνομικοί. «Ήταν πολύ τυχερός, αυτός. Κι εσύ, ήσουν πολύ γενναίος!» είπε χα­ μογελαστά ο Σκόρες γονατίζοντας στο ύψος του νεαρού. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο πατρική αγάπη. Ο Ράμπαρ τον κοίταξε, και παρά την υπερέντασή του, φαινόταν νυ­ σταγμένος. Ο γερο-Τόαν τον κατάλαβε. Σηκώθηκε απότομα και τον τσί­ μπησε στο μάγουλο. «Πάμε, ώρα για ύπνο!» Μπήκε μέσα στο σπίτι. «Έλα, Ράμπαρ!» Ο νέος γύρισε αργά, φέρνοντας στον νου του τον καλό αλλά μυστηρι­ ώδη κύριο Ουλ Φέρια, και την εμμονή του για το σημάδι στο μέτωπό του. Χασμουρήθηκε.


[...] Επίσης, κάτι άλλο του τριβελίζει το μυαλό. Σε εκείνα τα παγωμένα μέρη, υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό, θαμμένο για εκατοντάδες χρόνια από το πρόσωπο της γης, ακόμη και από τους ανθρώπους. Ένα παλιό καταφύγιο. Ένα ιερό. Η ύπαρξή του αγνοήθηκε. Οι κάτοικοί του έσβησαν, λένε. Οι παγετώνες της Δεύτερης Εποχής κάλυψαν τα άλλοτε εύφορα λιβάδια και κοίτες νερό πλημμύρισαν τις γύρω περιοχές. Τα ηφαίστεια δημιούργησαν την μετέπειτα γη των Κρελτ, της πιο «νεαρής» χώρας του πλανήτη, ηλικίας μόλις τετρακοσίων χρόνων. Ο Ουλ Φέρια γνωρίζει αόριστα για εκείνη την κρύπτη. Αλλά και δεν θέλει να γνωρίζει, ταυτόχρονα. [...]



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.