οδός δηµιουργικής γραφής διηγηματα
Ελένη Αναστασοπούλου Ελένη Βουρνάζου ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Άννα-Μαρία Γραμμένου Άννα Κακουλλή Αναστασία Κωνσταντοπούλου Ελένη Αναστασοπούλου Σόφη Μιχαηλίδου Ελένη Βουρνάζου Αρτέμης Μούλος Άννα-Μαρία Γραμμένου Άννα Κωνσταντίνος Κακουλλή Σακκάς Έμυ Τζάβρα Μπούλοκ Αναστασία Κωνσταντοπούλου Άνθια Χριστοδούλου Θεοφίλου Σόφη Μιχαηλίδου Αρτέμης Μούλος Κωνσταντίνος Σακκάς Έμυ Τζάβρα Μπούλοκ Άνθια Χριστοδούλου Θεοφίλου ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς ο σ ε λ ότ ο ς Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
Τιτλος Συγγραφέις Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2011
Οδός Δημιουργικής Γραφής Ελένη Αναστασοπούλου Ελένη Βουρνάζου Άννα Μαρία Γραμμένου Άννα Κακουλλή Αναστασία Κωνσταντοπούλου Σόφη Μιχαηλίδου Αρτέμης Μούλος Κωνσταντίνος Σακκάς Έμυ Τζάβρα Μπούλοκ Άνθια Χριστοδούλου-Θεοφίλου Ελληνική λογοτεχνία [1358]1211/28 Shutterstock photos Ελένη Αναστασοπούλου, Ελένη Βουρνάζου, Άννα Μαρία, Γραμμένου, Άννα Κακουλλή, Αναστασία Κωνσταντοπούλου, Σόφη Μιχαηλίδου, Αρτέμης Μούλος, Κωνσταντίνος Σακκάς, Έμυ Τζάβρα Μπούλοκ, Άνθια Χριστοδούλου-Θεοφίλου
Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Δεκέμβριος 2011 ISBN 978-960-9607-18-6 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Περιεχόμενα Ελένη Αναστασοπούλου
7
Ελένη Βουρνάζου
37
Άννα Μαρία Γραμμένου
63
Άννα Κακουλλή
91
Αναστασία Κωνσταντοπούλου
117
Σόφη Μιχαηλίδου
129
Αρτέμης Μούλος
153
Κωνσταντίνος Σακκάς
183
Έμυ Τζάβρα Μπούλοκ
211
Άνθια Χριστοδούλου-Θεοφίλου
245
Η περιπέτεια της γραφής, μια απόλαυση για όλους
Μ
ια συλλογή διηγημάτων από δέκα «μαθήτριες και μαθητές» δημιουργικής γραφής και δη διαδικτυακής δημιουργικής γραφής, με κείμενα, κάποια απ’ αυτά βασισμένα σε μια κοινή προτροπή, που συνδιαλέγονται ευχάριστα μεταξύ τους και που αξιώνουν τη λογοτεχνικότητά τους, όχι τόσο γιατί αποτελούν κατ’ αρχήν ασκήσεις γραφής με συγκεκριμένες μεθόδους, ύφη και τρόπους ούτε γιατί διεκδικούν καμιά πρωτοτυπία, όσο γιατί είναι αναντίρρητα δομημένος λόγος που υπακούει στις λογοτεχνικές συμβάσεις, γιατί είναι κείμενα γραμμένα από ψυχής, με κέφι και με ειλικρίνεια. Το ενδιαφέρον και το πρωτότυπο με τα διηγήματα της συλλογής είναι πως οι συγγραφείς τους, αφού καταρχήν ασκήθηκαν στην ανάγνωση και αγάπησαν τη γλώσσα και τις δυνατότητές της, διερεύνησαν έπειτα τη γραπτή έκφραση με το θάρρος ενός εξερευνητή, ασκήθηκαν με επιμονή και κόπο στο γράψιμο, εμπνεύστηκαν από έναν ικανό αριθμό διηγημάτων, οργάνωσαν τις ιδέες τους και έγραψαν έχοντας αξιώσεις από την «συγγραφική» τους πλευρά. Και όλα αυτά με κοινή συνισταμένη την απόλαυση της εμπειρίας αυτής. Τα διηγήματά τους, όσα συναπαρτίζουν τη συλλογή, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν διηγήματα συγγραφέων που οδηγήθηκαν μόνοι τους στην ωριμότητά τους. Οι ασκήσεις δημιουργικής γραφής δεν έχουν απαραίτητα ως αποτέλεσμα αδόκιμα κείμενα που παράγονται από μια διαδικα-
σία προπόνησης στο γράψιμο, αλλά και αν έχουν, δεν κρύβονται πίσω απ’ αυτήν τη διαδικασία αποζητώντας την επιείκεια του αναγνώστη. Η συγγραφή είναι τέχνη και όπως κάθε άλλη τέχνη, εκτός από ταλέντο, προϋποθέτει τεχνική. Και η τεχνική μαθαίνεται κι εξελίσσεται συνεχώς. Τα διηγήματα λοιπόν που ακολουθούν, αποδεικνύουν πως μια ικανοποιητική γνώση της τεχνικής αυτής, μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά αποτελέσματα. Η έκδοση της συλλογής αυτών των διηγημάτων, έρχεται να ολοκληρώσει το τόλμημα των δέκα εν δυνάμει συγγραφέων της, αφού ό,τι δε διαβάζεται είναι σα να μη γράφτηκε ποτέ. Η συλλογή των διηγημάτων τους, θέλει ν’ αναμετρηθεί με την ιδέα πως ο γραπτός λόγος, ως δικαίωμα όλων, μπορεί ν’ απελευθερωθεί από το στερεότυπο του όποιου ταλέντου και προσδοκά να ταξιδέψει και τον υποψήφιο αναγνώστη της στο εξίσου τολμηρό, απολαυστικό και δημιουργικό εγχείρημα της ανάγνωσής τους. Διαβάζοντας εξάλλου, μπορεί κανείς να οδηγηθεί και στο γράψιμο όπως και γράφοντας μεθοδικά μπορεί να κατακτήσει την ικανότητα μιας ουσιαστικότερης ανάγνωσης. Καλή και δημιουργική ανάγνωση λοιπόν, Γιώργος Παναγιωτίδης
Ελένη Αναστασοπούλου
Τα «ιδιαίτερα» 8 Ξένος άνδρας στην πόλη 11 Το τελευταίο τμήμα 14 Ο «έμπορας» 21 Η ταμίας των φτωχών 24 Ο έρωτας ως απειλή 27 Οι μπαλαρίνες 30 Θέατρο σκιών 33
Γεννήθηκα ανάμεσα στα 1960ά και 1970ά γενέθλια του Χριστού. Θα μ’ έλεγαν Χριστίνα, αν δεν έλεγαν τον πατέρα μου Χρήστο. Κι έτσι πιστοποιήθηκα ως Ελένη. Ελένη Αναστασοπούλου. Μικρή, έπαιζα όλους τους ρόλους. Ήθελε να γίνω «τα πάντα». Μεγάλη, «διά το ζην» παίζω ρόλο διδασκαλικό, και «διά το ευ ζην» πειραματίζομαι σε ρόλο συγγραφικό. Επέλεξα, όσο μπορεί κανείς να επιλέξει στα 18 του, να γίνω νηπιαγωγός. Την ψυχική δύναμη, να υπερασπίζομαι ακόμη την επιλογή μου, την αντλώ από τις άδολες αγκαλιές των παιδιών. Την επιστημονική γνώση, την αντλώ από τις μεταπτυχιακές σπουδές μου(Ψυχολογική και Διδακτική Μεθοδολογία-Ιταλία και Οργάνωση και Διοίκηση στην Εκπαίδευση-Βόλος). Για να κατανοήσω τον κόσμο, μιλάω τρεις γλώσσες: Ιταλικά-Αγγλικά-Ισπανικά. Για να κατανοήσω τον εαυτό μου, γράφω σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ψυχολογικής αποσυμπίεσης.
Τα «ιδιαίτερα»
«T
ζίνα απ’ το Γεωργία» του συστήθηκε, την πρώτη κιόλας εβδομάδα, στο αμφιθέατρο της Μαθηματικής σχολής, του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ήθελε να γίνει καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Θα εύρισκε και μια καθηγήτρια... Τον εντυπωσίασε η Τζίνα. Σ’ αντίθεση με τα περισσότερα πρωτοετή κορίτσια της επαρχίας, είχε μιαν «άνεση». Δύο μήνες τη φλέρταρε. Μετά είχαν «δεσμό». Ζούσαν στο ίδιο σπίτι και συστήνονταν ως «ο άντρας μου» κι «η γυναίκα μου». Πρόβα για το έργο της κοινής ζωής τους. Πήρε πτυχίο στα τέσσερα χρόνια. Οι αδιαθεσίες της εγκυμοσύνης ανέβαλαν, για λίγο, το πτυχίο της Τζίνας. «Όσο για ένα μικρό μισθό, τον έχει εξασφαλισμένο απ’ το δυάρι και το νοίκι του μαγαζιού από κάτω» είπε ο πεθερός του στα συμπεθερικά, όταν έγιναν οι αρραβώνες. Επιστέγασαν τον έρωτά τους, προσωρινά, στο δυάρι και κρέμασαν στο σαλόνι τα κορνιζαρισμένα όνειρά τους. Πτυχίο του Χρήστου, πτυχίο αγγλικών, Elementary, της Τζίνας, αρραβώνας, γάμος, παιδιά. Η «άνεση» της γυναίκας του σύντομα άρχισε να περιορίζεται στο μικρό δυάρι. Ο διορισμός στο δημόσιο δεν έδωσε και σπουδαία ώθηση στην ποθητή έξοδο απ’ τη μικρομεσαία τάξη. «Τόσα παιδιά στο σχολείο έχουν ελλείψεις στα μαθηματικά. Θα τους δώσω την ευκαιρία να τις καλύψουν» δικαιολόγησε στη συνείδησή του, την απόφασή του για ιδιαίτερα μαθήματα ο Χρήστος. «Ο πατέρας του Δήμου μου ζήτησε να του κάνω ιδιαίτερα» ανακοίνωσε στην Τζίνα, ένα μεσημέρι, γυρίζοντας απ’ το σχολείο. «Ο Δήμου είναι ο ατίθασος γιος του βενζινοπώλη, με τους χαμηλούς βαθμούς;» ρώτησε η γυναίκα του. «Ναι αυτός. Πόσα λες να του ζητήσω;» «Εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά. Βέβαια δεν είσαι και κανένας τυχαίος. Η τιμή πρέπει να είναι αντίστοιχη της αξίας σου. Όσο πιο ακριβός, τόσο πιο καλός» είπε η γυναίκα του κι έκλεισε τη συζήτηση. Η φήμη ως ακριβού καθηγητή αλλά που «αξίζει τα λεφτά
8™ Ελένη Αναστασοπούλου
του», εξαπλωνόταν. Το ένα ιδιαίτερο έφερνε το άλλο. Στο τέλος, έδιωχνε παιδιά γιατί δεν είχε άλλο χρόνο. Τέλειωνε το σχολείο κι έτρεχε από σπίτι σε σπίτι. Ούτε να φάει δεν προλάβαινε. Βέβαια οι μαμάδες των παιδιών τον περιποιούνταν δεόντως. Με τα καφεδάκια, τα κουλουράκια, τις πίτες. Δεν κατάλαβε πότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια. Η ζωή του ήταν σχολείο, ιδιαίτερα, σπίτι. Δικό τους πια. Μεζονέτα στην καλή συνοικία της πόλης. Στο σαλόνι οι φωτογραφίες και τα πτυχία του παλιού δυαριού αντικαταστάθηκαν από πίνακες ζωγραφικής. Με κήπο, γκαράζ και δύο αυτοκίνητα. Ένα μικρό για την πόλη και το μεγάλο για τις διακοπές. Τον υπόλοιπο χρόνο δεν προλάβαινε να πάει ούτε μια εκδρομή. Το έπαιρνε η Τζίνα μερικές φορές, μόνο και μόνο για να μη ξελιγώνεται η μπαταρία. Έριχνε στο πίσω κάθισμα την επώνυμη τσάντα και το παλτό της, διπλωμένο απ’ την ανάποδη, ίσα να φαίνεται η φίρμα του γνωστού, ακριβού μαγαζιού και πήγαινε τις φίλες της για καφέ. «Κάνε κι εσύ κανένα μάθημα, ν’ αξιοποιήσεις αυτό το έρμο το πτυχίο, να μειώσω κι εγώ λίγο τα δικά μου» τόλμησε να πει ο Χρήστος στη γυναίκα του, ένα βράδυ που γύρισε στο σπίτι κατά τις έντεκα. Τελευταία ένιωθε εξαντλημένος. «Τώρα πίσω-πίσω. Και πώς ν’ ανταγωνιστώ εγώ τους διορισμένους ιδιαιτεράκηδες, άλλωστε» του απάντησε εκείνη, με το ύφος της νέας τάξης στην οποία ανήκε. Ο Χρήστος ήταν πολύ κουρασμένος και προτίμησε να μην της απαντήσει. Κάθε μέρα ένιωθε χειρότερα. Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να καταφέρει να πάει στο γιατρό. Του σύστησε να κάνει μια σειρά εξετάσεων. Μετά, του ζήτησε να τις επαναλάβει και να κάνει κι άλλες. Τέλος του τηλεφώνησε για να τον καλέσει στο ιατρείο, διότι απασχολημένος καθώς ήταν με τα ιδιαίτερα δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Ο γιατρός του μίλησε ξεκάθαρα. «Οι στατιστικές σε αυτές τις περιπτώσεις δίνουν έξη μήνες ζωή. Βέβαια η επιστήμη εξελίσσεται και πάντα περιμένουμε ένα νέο φάρμακο που θ’ αυξήσει το προσδόκιμο ζωής.» Ζήτησε απ’ το γιατρό να μη πει τίποτα σε κανέναν. Ήθελε πρώτα να βάλει σε «τάξη» τη ζωή του. Έφυγε απ’ το ιατρείο Τα «ιδιαίτερα»
™9
και περπάτησε για ώρες. Ξέχασε τα φροντιστήρια κι έκλεισε το κινητό του. Τα βήματά του αντηχούσαν μονότονα. Κάθε βήμα αντιστοιχούσε σε μία, ίδια κι απαράλλαχτη, μέρα της ζωής του, χρόνια τώρα. Σχολείο, ιδιαίτερα, σπίτι, σχολείο ιδιαίτερα σπίτι. Θύμωσε με το εαυτό του, με τη γυναίκα του, με το γιο του. «Το κωλόπαιδο, μια μέρα δεν μου ζήτησε να πάμε για μπάλα. Μόνο λεφτά, λεφτά, λεφτά. Πέσε πατέρα για το τελευταίο μοντέλο κινητό… δώσε μου γιατί θα βγούμε σήμερα… Κι ούτε που μου τηλεφώνησε ποτέ, να με ρωτήσει γιατί αργώ τα βράδια». Θεωρούσε κι ο γιός του, δεδομένο τον τρόπο της ζωής του μπαμπά. Ήταν εξάλλου τόσο προσοδοφόρος για ’κείνον. Σχολείο, ιδιαίτερα, σπίτι. Έφτασε αργά στο σπίτι. Όλοι κοιμούνταν. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Δεν τον ένοιαξε να κάνει ησυχία, όπως τ’ άλλα βράδια. Πήρε ένα σάκο απ’ την αποθήκη κι έριξε μέσα μερικά ρούχα απ’ τη ντουλάπα του. Η γυναίκα του ξύπνησε απ’ το θόρυβο. «Γιατί κάνεις τόση φασαρία, δε βλέπεις ότι κοιμάμαι;» «Συγνώμη που σου χάλασα τον ύπνο. Δεν θα το ξανακάνω. Όλο το κρεβάτι, όπως και το σπίτι, δικό σου. Εγώ φεύγω. Μη μ’ αναζητήσεις και μη ξεσηκώσεις τον κόσμο. Θα γυρίσω όταν θέλω εγώ» απάντησε θυμωμένος. Πήρε το σάκο του και βγήκε. Η γυναίκα του, κούνησε το κεφάλι της και γύρισε πλευρό. Το πρωί έλειπαν κι ο Χρήστος και το μεγάλο αυτοκίνητο. Η απάθειά της κλονίστηκε λίγο με τα πρώτα τηλεφωνήματα απ’ το σχολείο και τα «ιδιαίτερα». Στην αρχή εκνευρίστηκε. Όμως περνούσαν οι μέρες και δεν έλεγε να φανεί. Άρχισε ν’ ανησυχεί μα όταν θυμόταν τις δηλώσεις του, εκείνο το βράδυ που έφτιαχνε το σάκο του, θύμωνε όλο και περισσότερο. Περιέφερε την αγανάκτησή της σε γνωστούς και φίλους. Ζητούσε κατανόηση και συμπαράσταση για την ανευθυνότητα του Χρήστου. «Πού είναι ο πατέρας, ρε μάνα; Μέρες έχει να φανεί» αναρωτήθηκε ο γιος του μετά από μια βδομάδα. «Ο πατέρας σου έφυγε κι απαίτησε να μην τον ψάξουμε. Θα γυρίσει, είπε, όταν θέλει εκείνος. Τα παρατάει όλα και σηκώνεται και φεύγει λες και δεν έχει οικογένεια, υποχρεώσεις». Για ένα μήνα ο Χρήστος ταξίδευε από τόπο σε τόπο. Έκανε 10™ Ελένη Αναστασοπούλου
όλες, τις «λόγω έλλειψης χρόνου», εκδρομές που είχε αναβάλλει ως τώρα. Στο μεταξύ η γυναίκα του παρηγόρησε την αγανάκτησή της στην αγκαλιά του Πέτρου. Καιρό τώρα γύρευε μια δικαιολογία για να το κάνει. Ο Χρήστος κάποτε, αποφάσισε να επιστρέψει και να εξηγήσει την κατάσταση. Άνοιξε το απενεργοποιημένο, απ’ την ημέρα της επίσκεψης στο γιατρό, κινητό του. Οι αναπάντητες κλήσεις ερχότανε η μία μετά την άλλη. Οι πιο πολλές απ’ τα «ιδιαίτερα» και το σχολείο. Λίγες απ’ τη γυναίκα του. Εννοείται ότι δεν απάντησε σε καμία. Υπήρχαν κι αρκετές κλήσεις των τελευταίων δύο ημερών από ένα άγνωστο νούμερο. Απ’ το ίδιο νούμερο είχε κι αρκετά μηνύματα. «Λες να έχω κανένα φίλο που με σκέφτεται και δεν το ξέρω;» μουρμούρισε. «Έλα απ’ το ιατρείο επειγόντως. Έχει γίνει κάποιο λάθος» ακούστηκε η φωνή του γιατρού. Δεν θύμωσε, δεν έβρισε, δεν έκλαψε. Χώρισε με τη Τζίνα, απ’ το Γεωργία και της άφησε το μεγάλο σπίτι και το μεγάλο αυτοκίνητο. Βρήκε ένα μικρό σπίτι για τον εαυτό του μόνον και «λόγω περισσού χρόνου» πραγματοποίησε όλες του τις επιθυμίες.
Ξένος άνδρας στην πόλη
Τ
ο φως του ήλιου καρφώθηκε στα μάτια μου. Χώθηκα κάτω από την κουβέρτα. Στα σκοτάδια. Σαν τον ασβό. «Κρύψου» σκέφτηκα κι έσφιξα με δύναμη τα δόντια μου. Σταμάτησαν να χτυπούν. Έπιασα τα γόνατά μου με τα δυο χέρια και τα έφτασα μέχρι το κεφάλι. Κουνιόμουνα μπρος πίσω κι ένιωθα έναν - έναν τους σπόνδυλους να τρυπάνε το πάτωμα. Ένα, δύο, τρία… Κάθε σπόνδυλος κι ένας χρόνος. Ο πόνος με συνέφερε. Τράβηξα την κουβέρτα και βγήκα απ’ την κρυψώνα μου. Έχω τόσα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα κι όμως είναι μέρες που ξυπνάω μούσκεμα στον ιδρώτα. Όπως τον πρώτο καιρό. Τον παράνομο. Απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούγονται φωνές. Χαρούμενες φωΞένος άνδρας στην πόλη
™11
Είναι Το φως του ήλιου «Καλημέρα. καρφώθηκε Άντε στα μάτια μου. Χώθηκα κάτω νές. οι καινούριοι. τυχεροί είστε. Μόλις από την κουβέρτα. Στα σκοτάδια. Σαν τον ασβό. «Κρύψου» ήρθατε και βρήκατε σπίτι και δουλειά. Πάμε». σκέφτηκα κι έσφιξα δύναμη μου.στον άλλο. Βαδίζουν ένα βήμα πίσωμε μου, σχεδόνταοδόντια ένας πάνω Ο ήλιος φίλησε την άμμο. Η άμμος ρίγησε απόπλάτη πόθομου. και Έξι σώματα, μια ελπίδα. Βλέμματα γαντζωμένα στην στέναξε ηδονικά. Η θάλασσα άνοιξε την αγκαλιά της κι Σανίδα σωτηρίας. έκλεισε δυο κοχύλια. Φτάνουμε στον περιφερειακό δρόμο. Το πεζοδρόμιο γεμάτο Κατέβασα την Του τέντα στο μπαλκόνι αρκετά χαμηλά, ώστε να κόσμο. Ίδιες φάτσες. μετανάστη. Οι περισσότεροι, γνωστοί μην μπορεί να εισβάλει καμιά συμμορία ηλιαχτίδων. από παλιά. Ήταν εδώ όταν πουλιόμουνα κι όταν αγόραζα. Εδώ Ανοίγω την κατσαρόλα και δε νιώθω τίποτα. Απέραντη και τώρα που πουλάω. ησυχία. να μην υπάρχει μέσα φαγητό. Πριν ακόμαΣα ξημερώσει για τα καλά, έγινε η αλλαγή βάρδιας Η ερώτησή του έσβησε στον αέρα της στο πεζοδρόμιο. Οι πουτάνες βραδινές, οιαφήνοντας μετανάστεςπίσω πρωινοί. πολλά ερωτηματικά. Επικράτησε απόλυτη σιωπή. Μια κοΚαταφθάνουν κι οι πρώτοι πελάτες. Χωρίς πολλές διαπραγμαφτή την έσπασε λίγο και μετά τίποτα. τεύσεις, ταανάσα «εργατικά χέρια» για φορτώνονται στις καρότσες. Σε Κι αν έφυγα και δεν ξαναγύρισα, κανείς δεν το κατάλαβε. λίγο φθάνει κι ο δικός μου. Μόνο η μικρή κατάσκοπος. Αυτή με είδε να πηδάω απ’ το «Καλημέρα. Τι μου έχεις σήμερα;» μπαλκόνι. «Καλημέρα αφεντικό. Να, αυτοί εντώ. Ντυνατοί και με όρεξη Πότε θα ανέβω ξανά τις σκάλες; Μου έλειψαν. Πάλι πρέπει για ντουλειά». το ασανσέρ. Πάλι τα ίδια. Ίδια μονότονη μέρα. «Θανατοκαλέσω δούμε αυτό. Πόσα θες;» «Γκια Ήταν κατά το ήμισυ σεβασμός και κατάπλερώνουν το ήμισυ φόβος. σένα είκοσ’ πέντε το κεφάλι. Σαράντα άλλοι Μια σχέση ισοβαρής. Ο ένας είναι υπέμενε, άλλος παίδευε. για μισή μέρα». Ξέρω τι τσιγκούνης αλλάοδεν θα τους που-Και οι δύο συνεπείς. λήσω και τζάμπα. Στο κάτω κάτω θα δουλεύουν μέχρι το βράδυ. φαΐ Εδώ είμαι.Ντεν Έξωτέλουν απ’ τις πολύ. πύλεςΕίναι της κολάσεως. Hotel Paradise. «Και λίγκο. ματημένοι.» Στ’ αλήθεια τώραπου δενθα έχει Θα Και το «Πάρε είκοσι καιτοτ’κάνω; άλλα Έλα, το βράδυ σουγυρισμό. τους φέρω. κάνεις. Αυτό ήταν. πολλά είναι». Είναι έξι, θα δουλέψουν για δώδεκα κι αυτός θα πληρώσει για Σύντομα διηγήματα, αναπάντεχα ανατρεπτικά, κι ανατρεις. Σφίγγω τις γροθιές μου καικι δε μιλάω. Ξέρειαγωνιώδη πολύ κόσμο. τριχιαστικά, απολαυστικά κι ανθρώπινα. πολλών διαθέΌ,τι χάνω απ’ αυτόν θα το κερδίσω απ’ Διηγήματα τις γνωριμίες του. Τον σεων για κάθε διάθεση. Με μια λέξη διηγήματα που περιμένουν να έχω ακόμα ανάγκη. σας αποπλανήσουν, ν’ αγαπηθούν και ν’ αγαπήσουν. «Δεν ήθελε να σας πάρει» τους εξηγώ «αλλά τον κατάφερα, για σήμερα τουλάχιστον». Τους φόρτωσα. Ήταν χαρούμενοι. Μέχρι να ξυπνήσουν κι αυISBNδεν 978-960-9607-18-6 τοί. Δέκα ευρώ τη μέρα, ούτε στον ύπνο τους τα ’χουν δει. Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ ο σ τους ε λ ότ οπερισσεύουν. ς Τους φτάνουν και Ύπνος και δουλειά είναι η ζωή τους. Περισσότερα δεν χρειάζονται. Εγώ τον πρώτο καιρό την έβγαζα με πέντε ευρώ. Κοιμόμουν κάτω απ’ τις γέφυρες κι Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
12™ Ελένη Αναστασοπούλου
ήμουν κι ευχαριστημένος. Αυτοί με σπίτι, δουλειά και λεφτά είναι στον παράδεισο. Από το ένα πεζοδρόμιο στ’ άλλο. Έξω απ’ το γραφείο αλλοδαπών, η ουρά κυκλώνει το τετράγωνο. Ίδιες φάτσες, γνωστές. Φοβισμένες, θυμωμένες, απογοητευμένες. Πλησιάζω προς το τέλος της ουράς. Με περιτριγυρίζουν. Με το ένα χέρι μαζεύω τις αιτήσεις, με τ’ άλλο τα πεντάευρα. Ένα για μένα, ένα για τον υπάλληλο. Ένα μεροκάματο. Το δίνουν με προθυμία. Ξέρουν ότι αν δεν τους βοηθήσω, θα χάσουν πολλά περισσότερα περιμένοντας στην ουρά. Ανοίγω δρόμο ανάμεσα στον κόσμο που στριμώχνεται στις σκάλες. «Τρεις μέρες στην ουρά, από πέντε το πρωί και τώρα που έφτασα εντώ λες τέλεις άλλο καρτί. Γκιατί ντεν το γκράψεις έξω.» Οι φωνές ακούγονται μέχρι κάτω. «Ντεν φεύγκω. Κάτεσαι στο γκραφείο σου και ντεν σε νοιάζει που ντεν έκουμε φάμε». Φτάνοντας στον τρίτο όροφο, είχε βγει απ’ το γραφείο του ο ανώτερος υπάλληλος και προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εξοργισμένο μετανάστη. Περίμενα λίγο παράμερα κι αφού έφυγε, πήγα προς το γραφείο του γνωστού μου. Χτυπάω την πόρτα, ανοίγω πριν ακούσω το «εμπρός» και βρίσκομαι μπροστά σε μιαν άγνωστη. «Παρακαλώ, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» με ρωτάει μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα. Κοίταξα πίσω, να δω μήπως μπήκε και κανείς άλλος μαζί μου. Όχι, σε μένα το έλεγε. «Ντεν είναι γκραφείο κύριου Τόλη;». «Δεν είναι πια. Αλλά μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ» συνεχίζει, χαμογελώντας. «Πότε έρτει κύριο Τόλη;» μ’ έφαγε η αγωνία. «Θα τον βρείτε στον επάνω όροφο, γραφείο δύο – τρία – ένα. Έγινε προϊστάμενος» μου απαντά. «Ευκαριστώ, εσύ πολύ ευγκενική». Πρώτη φορά χαμογέλασα σ’ αυτό το γραφείο. Η πόρτα του γραφείου διακόσια τριάντα ένα είναι ανοιχτή. Απ’ έξω περιμένει αρκετός κόσμος. Τον ακούω που μιλάει σε κάποιον. Δυνατά και θυμωμένα. Ο άλλος δεν ακούγεται. Θα είναι στις κακές του. Ανησυχώ. Σηκώνομαι στις μύτες, με βλέπει και μου γνέφει «περίμενε». Κάθομαι στα σκαλιά και περιμένω. Είναι κάτι που έμαθα να το κάνω πολύ καλά. Έχει πάει μεσημέρι όταν βγαίνω απ’ το κτίριο. Τραβάω κατά το λιμάνι. Έχω μαζί μου τσιγάρα, ψωμί, νερό. Ξένος άνδρας στην πόλη
™13