Κυριακάτικες ραψωδίες

Page 1

140 × 210  SPINE: 21.6  FLAPS: 80

(Από το ποίημα «Η μουσική» του Τ. Λειβαδίτη)

ISBN 978-960-564-825-1

Κυριακάτικες ραψωδίες

Η

Ζωή, που λάτρευε τον πατέρα της και τη μουσική. Η Χαρίκλεια, που έστεκε για χρόνια μπροστά στο παράθυρο, θαύμα μαζί και θλίψη για τους περαστικούς. Η Στεργιανή, που το μόνο που ζητούσε τελικά ήταν να βρει έναν σκοπό για να πορεύεται στη ζωή της. Ο Βασίλης, που ό,τι έκανε, το έκανε για τα παιδιά του. Η Άννα κι ο Σταύρος, που ζήτησαν να κάνουν ένα ταξίδι, μονάχα ένα τελευταίο ταξίδι, πέρα από εκείνο τον θλιβερό λόφο που όριζε τον τόπο και τη ζωή τους. Κι άλλοι πολλοί. Επτά ιστορίες με ήρωες που δεν θα κατέγραφε ποτέ η Ιστορία για τα τρανά τους κατορθώματα. Με ήρωες όπως εγώ, όπως οι περισσότεροι από εσάς, που η μεγαλοσύνη τους βρίσκεται στην καθημερινή τους πάλη με τα όσα τους φέρνει η ζωή. Για να ζουν, για να υπάρχουν, για να χαίρονται, για να υπομένουν τον πόνο όταν αυτός έρχεται. Επτά ιστορίες γεμάτες με ήρωες που θα σας κάνουν ίσως να νιώσετε θλίψη για εκείνους και φόβο για τον εαυτό σας. Αυτές είναι οι «ραψωδίες» μου. Γιατί «κυριακάτικες»; Γιατί για μένα η Κυριακή συμβολίζει πάντα το τέλος.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ

«… Αλλά όταν μετά το μάθημα έμπαινε η μητέρα στην κάμαρα (για χάρη της ίσως) έπαιζε κάτι διαφορετικό – μια μελωδία ήρεμη και σοβαρή που μας έκανε να σοβαρευόμαστε κι εμείς άξαφνα, σα να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός αλλά μια άλλη δικαιοσύνη».

Ο Κωνσταντίνος Θεοφανέλης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στο νησί της Θάσου. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η αλμύρα που μίσησα» (εκδόσεις Οσελότος), το 2014 το δεύτερο με τίτλο «Στην άκρη του φόβου» (εκδόσεις Οσελότος) και το 2017 το τρίτο με τίτλο «Μαριονέτες του κόσμου». Οι «Κυριακάτικες ραψωδίες» είναι το τέταρτο έργο του συγγραφέα.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr

0_cover_kyriakatikes.indd 1

9/3/2019 4:42:50 PM


ΤΙΤΛΟΣ

Κυριακάτικες ραψωδίες ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ

Κωνσταντίνος Θεοφανέλης ΣΕΙΡΑ

Λογοτεχνία [1358]0819/19 ΕΠΙMΕΛΕΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ

Όλγα Παλαμήδη LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα Παντοπούλου COPYRIGHT© 2019 Κωνσταντίνος Θεοφανέλης ΠΡΏΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αθήνα, Σεπτέμβριος 2019 ISBN 978-960-564-825-1

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ.: 210 6431108 E-MAIL: ocelotos@ ocelotos.gr www. ocelotos. gr


ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΈΛΗΣ

Κυριακάτικες ραψωδίες

ΑΘΗΝΑ 2019



Πάει σχεδόν ένας χρόνος, πατέρα. Αυτό το βιβλίο αφιερώνεται σε σένα. Δεν γινόταν αλλιώς. Μου πήρε τόσες σελίδες! Έπρεπε τελικά να γράψω επτά ολόκληρες ιστορίες, για να αποδώσω εκείνες τις δυο κουβέντες σου, εκείνο το «σας αγαπώ», τότε που τελείωνε πια ο χρόνος σου κι εσύ, νικημένος απ` την αρρώστια που κάνει σφουγγάρι το μυαλό τ` ανθρώπου, δεν αναγνώριζες καν στο πρόσωπό μου το πρόσωπο του γιου σου.



Α Ρε μινόρε

Ή

ταν ένα όμορφο κορίτσι. Γεννήθηκε ένα εξίσου όμορφο και γλυκό απόγευμα του Μάη, σε κάποια από εκείνες τις μικρές πόλεις της ελληνικής επαρχίας, που παρά το μικρό τους μέγεθος, τους λείπει ξεκάθαρα η γλυκύτητα και η γραφικότητα που οφείλει ίσως να έχει καθετί μικρό. Στενάχωροι δρόμοι με μεγαλεπήβολα ονόματα, γκρίζα τετράγωνα κτίρια, φουσκωμένοι σοβάδες, λερές πινακίδες κι ένα μάτσο άνθρωποι να ζουν τη ζωή τους αγωνιώντας για καθετί ανούσιο, χαραμίζοντας τον χρόνο που τους δόθηκε με το να τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι ενοχλητικό που πρέπει να τρέξει προς τα μπρος εν αναμονή κάποιου άλλου. Πρέπει να τρέξει προς τα μπρος, που με άλλα λόγια πάει να πει πως πρέπει να τελειώσει. Μα εκείνη η μέρα ήταν όμορφη, ίσως με κάποια καταθλιπτική ομορφιά έτσι όπως έτρεχε στους δρόμους εκείνης της πόλης, μα αναμφίβολα όμορφη. Κι εκείνο το κοριτσάκι έμελλε να τη φωτίσει και να τη γλυκάνει ακόμη περισσότερο μέσα στην ψυχή του πατέρα και της μάνας του. «Δεν είναι όμορφο, Λάμπρο μου; Κοίταξέ το τι όμορφο που είναι!» Και καμάρωνε ο Λάμπρος, κι όλο καμωνόταν πως φορτωνόταν με άγχος και αδεξιότητα για τον τρόπο που θα το έπαιρνε στην αγκαλιά του, για το πώς θα στήριζε το κεφαλάκι, πώς θα κρατούσε την εύθραυστη μεσούλα. «Και σου μοιάζει, Λάμπρο μου, κοίταξε πόσο σου μοιάζει! Έτσι όμορφος κι εσύ. Τα μάτια, το στόμα, το βλέμμα σου. Καθετί σε τούτο δω το πλασματάκι, εσένα μου θυμίζει». Τον αγαπούσε πολύ τον άντρα της η Παναγιώτα. Αν ήταν κάτι που της έλειπε στα πέντε σχεδόν χρόνια του γάμου τους, αυτό ήταν ένα παιδί, που θα ολοκλήρωνε και θα επισφράγιζε

d7 s


κυριακατικεσ ραψωδιεσ

την ευτυχία τους. Κατά τ’ άλλα, παράπονα σοβαρά δεν είχε – ήταν άλλωστε κι από τη φύση της ολιγαρκής. Ούτε βεβαίως κι ο Λάμπρος είχε, που ως καλλιτέχνης ήταν μαθημένος να μην υπολογίζει και πολύ τα πράγματα που πουλιούνται και αγοράζονται. Από εκείνο το απόγευμα δεν της έλειπε πια τίποτε της Παναγιώτας. «Είμαι σίγουρη, αγάπη μου, ότι με το που θα γυρίσεις σήμερα στο σπίτι, όσο αργά κι αν είναι, θα καθίσεις και θα γράψεις ένα τραγούδι για το παιδί σου! Για τούτο εδώ το πλασματάκι! Ή μήπως κάνω λάθος;» Ο Λάμπρος ήταν μουσικός. Από μικρό παιδί λάτρευε τη μουσική. Μόλις είχε κλείσει τα έξι του, όταν ζήτησε για πρώτη φορά από τον πατέρα του να του αγοράσει μια κιθάρα. «Τι κιθάρα, βρε μπόμπιρα! Ακόμη μικρός είσαι, βρε», του έλεγε ο πατέρας του χτυπώντας τον ελαφρά, σαν για χάδι και παιχνίδι, στο κεφάλι. «Κάτσε να μεγαλώσεις λίγο κι έπειτα βλέπουμε. Κάτσε να μεγαλώσεις λίγο». Να μαζέψω κι εγώ κανένα φράγκο, σκεφτόταν, μα αυτό δεν το έλεγε φωναχτά. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο πατέρας του Λάμπρου δεν μπορούσε να το μαζέψει εκείνο το φράγκο που του έλειπε, γιατί τα εισοδήματά του ήταν μικρά κι οι υποχρεώσεις βαριές, ασήκωτες και γκαστρωμένες. Κι όλο να ζητάει ο Λάμπρος, κι όλο να του επισημαίνει ο πατέρας του το μικρό της ηλικίας του, δίχως να παραδέχεται ποτέ τη φτώχεια τους. Ένα μεσημέρι, καθώς επέστρεφε από το σχολείο, αντίκρισε μια κιθάρα πεταμένη πλάι σε έναν κάδο απορριμμάτων. Δεν πίστευε στα μάτια του. Μα είναι δυνατόν! Είναι δυνατόν να πετάει κανείς στα σκουπίδια μια κιθάρα; Μια τόσο όμορφη κιθάρα; Χριστέ μου, πώς είναι δυνατόν να πετάει κανείς στα σκουπίδια εκείνο που ονειρεύεται τόσο πολύ κάποιος άλλος άνθρωπος; Ποιος είναι εκείνος που μοιράζει τα όνειρα και τα πράγματα στους ανθρώπους και δεν στέκεται δυο στιγμές για να σκεφτεί και να κάνει σωστά και δίκαια τη μοιρασιά;

d8 s


Α Ρε μινόρε

Τέτοια συλλογιζόταν ο μικρός Λάμπρος· την κιθάρα του, του πεινασμένου το φαΐ, του διψασμένου το νερό, του ταλαίπωρου τον ύπνο και το καθαρό σεντόνι. Πλησίασε διστακτικά, σαν να έκανε το μεγαλύτερο έγκλημα του κόσμου, και στάθηκε μερικές στιγμές να την κοιτά. Ήταν μια κλασική κιθάρα, δίχως χορδές, με το ξύλο της κάπως σκεβρωμένο. Μα αυτά ίσως να τα λογάριαζε εκείνος που την είχε πετάξει στα σκουπίδια. Για τον Λάμπρο ήταν απλώς μια όμορφη κιθάρα, που θα γινόταν η δική του κιθάρα, η πρώτη του κιθάρα, γιατί ήταν βέβαιος πως ο πατέρας του θα του έκανε τελικά εκείνο το δώρο που τόσο έκαιγε την ψυχή του. Μια δική του ολοκαίνουρια κιθάρα. Ολόισια, απαστράπτουσα, με όμορφα σχέδια ζωγραφισμένα πάνω της. Μα μέχρι τότε, τι κακό να υπήρχε άραγε στο να κρατήσει εκείνη την πεταμένη κιθάρα, για να μάθει, να εξασκηθεί, να πειραματιστεί, για να χορτάσει την πείνα και τη δίψα του για μουσική; «Ένα σετ χορδές, πατέρα, σε παρακαλώ. Ένα σετ χορδές». Εντάξει, σκέφτηκε ο πατέρας του, άλλο πράγμα το όργανο, άλλο πράγμα οι χορδές. Το σηκώνει η τσέπη μου. Κι έτσι, την επόμενη κιόλας ημέρα, η σκεβρωμένη κιθάρα είχε ντυθεί με ένα ολοκαίνουριο σετ χορδές, που μπορεί να μην έβγαζαν πολύ σωστά τις νότες –ήταν κι εκείνο το άτιμο το σκέβρωμα, βλέπεις–, μα αναμφίβολα γεννούσαν μουσική, που τόσο τη λάτρευε η ψυχή του Λάμπρου. Το πρώτο βράδυ, αφού την καθάρισε σχολαστικά, την έστησε στο κρεβάτι του, τη σκέπασε με τα σκεπάσματά του και κοιμήθηκε έχοντάς την όλη τη νύχτα στην αγκαλιά του, σαν μάνα, κόρη και ερωμένη μαζί. Από την επομένη κιόλας, με το που επέστρεφε από το σχολείο, έπαιρνε το πολυκαιρισμένο όργανο στα χέρια του και προσπαθούσε να το κάνει να κελαηδήσει, δίχως να γνωρίζει ακόμη τα μινόρε και τα ματζόρε, μην έχοντας ιδέα από διέσεις και υφέσεις. Μόνο τη λαχτάρα της ψυχής του άκουγε δυνατά μέσα του να βροντοφωνάζει πως αν υπάρχει κάτι που αξίζει σε

d9 s


κυριακατικεσ ραψωδιεσ

τούτον τον μονότονο κόσμο, είναι η μουσική, η ερωτική πράξη των αγγέλων που στερούνται το σώμα τ’ ανθρωπινό. Οι επιδόσεις στο σχολείο έπεφταν και το μόνο βιβλίο που μονοπωλούσε πλέον το ενδιαφέρον του ήταν μια «κιθάρα άνευ διδασκάλου», που του είχε κάνει δώρο κάποιος φίλος του στα γενέθλιά του. «Τα φόρτωσες στον κόκορα», διαμαρτυρόταν ο πατέρας του. «Οι καθηγητές σου μου λένε ότι πηγαίνεις σχεδόν αδιάβαστος στο σχολείο. Κανόνισε, κακομοίρη μου, γιατί θα τηνε πάρω τούτην εδώ την ξεμυαλίστρα και θα την επιστρέψω εκεί που τη βρήκες». «Εγώ τη μουσική αγαπώ, πατέρα, και μη μου φωνάζεις, γιατί το ξέρω, το νιώθω… Θα έρθει η μέρα που θα γίνω μεγάλος μουσικός και τότε θα καμαρώνεις για μένα». Κουνούσε με αποδοκιμασία το κεφάλι ο πατέρας του, μα δεν ήταν κακός άνθρωπος, ούτε από εκείνους που καμώνονταν πως τα ήξεραν όλα. Γράμματα πολλά δεν ήξερε, ήταν ωστόσο απ’ τους ανθρώπους που καταλάβαιναν πως τ’ ανθρώπου η ψυχή έχει δικούς της νόμους κι ορμή, και σαν πει να ανταριάσει και να παθιαστεί, τότε τίποτε δεν είναι ικανό να της αλλάξει ρότα, παρά μόνο οι δάσκαλοι και η βία. Μα κι οι δάσκαλοι που σβήνουν το πάθος της ψυχής, δήμιοι και σατανάδες είναι, σκεφτόταν. Κι έτσι, τον άφηνε ήσυχο τον γιο του, να ακολουθεί το ανταριασμένο μονοπάτι της δικής του ψυχής. Βεβαίως, κάπου κάπου, του γκρίνιαζε, τον μάλωνε, διαμαρτυρόταν, όμως όλα αυτά από καθαρό καθήκον. Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Στο σπίτι ήταν μόνοι πατέρας και γιος. Μοναχοπαίδι και ορφανός από μάνα ο Λάμπρος, χήρος και καμπουριασμένος από τη σκληρή δουλειά ο πατέρας του. Το τζάκι έκαιγε, τα φώτα ήταν χαμηλωμένα κι ο Λάμπρος πολεμούσε με όπλο του την «κιθάρα άνευ διδασκάλου» να βγάλει καμιά νότα της προκοπής, να γλυκάνει η δική του η ψυχή, να μερέψει μια στάλα κι εκείνη του δόλιου του πατέρα του, που ξάπλωνε στον καναπέ πλάι στον γιο του με κλειστά τα μάτια. Μ’ άφησες κι εσύ… σκεφτόταν εκείνος, σάμπως

d 10 s


Α Ρε μινόρε

και να μάλωνε τη γυναίκα του για την αρρώστια και το πρόωρο φευγιό της. Μ’ άφησες κι εσύ μονάχο. Κι είμαι τόσο αδύναμος να δώσω φτερά σ’ αυτό το κακόμοιρο για να πετάξει ψηλά, όπως θα το ’θελα. Γιατί αλλιώς θα ήταν αν ήσουν κι εσύ εδώ. Μόνο που θα με παρηγορούσε η κουβέντα και το άγγιγμά σου. Και κάτι εκείνες οι σκέψεις, κάτι το φιλότιμο του γιου του, που πάλευε να κάνει να κελαηδήσει όπως τ’ αηδόνι ένας μαδημένος κόρακας, δεν άντεξε τις φάλτσες μουσικές που έβγαζε το στραπατσαρισμένο όργανο, δεν άντεξε να βλέπει άλλο εκείνη την «κιθάρα άνευ διδασκάλου». Δεν άντεξε τη φτώχεια, τη μιζέρια, την πατρική αποτυχία. «Την αγαπάς πολύ τη μουσική, ρε φουκαρά, ε;» ρώτησε τον γιο του. «Ναι, πατέρα». «Α, ρε καημένο! Και πώς παίζεις τόσο χάλια, ρε κακομοίρη; Μη θες κιόλας να βγάζεις και λεφτά, να σε ζει η μουσική; Να το κάνεις επάγγελμα ένα πράμα;» «Ναι, πατέρα, αυτό θέλω να κάνω. Να γίνω μουσικός». «Και πώς θα γίνεις μουσικός, ρε χαϊβάνι; Μ’ ένα βιβλίο θα γίνεις μουσικός; Μ’ ένα βιβλίο θα βγάζεις λεφτά; Εδώ άλλοι κι άλλοι έχουν διαβάσει τόσα βιβλία, που άμα τα βάλεις το ’να πάνω στ’ άλλο, ανεβαίνεις σε τριώροφο! Χωρίς δάσκαλο… χωρίς δάσκαλο, δεν γίνεται τίποτα». Ο Λάμπρος δεν πίστευε στ’ αυτιά του – ένιωσε την καρδιά να χορεύει μες στο στήθος του. Καταλάβαινε πως μέσα στο μυαλό του πατέρα του είχαν παρθεί ήδη οι μεγάλες αποφάσεις. Γνώριζε καλά την επιτηδευμένη σκληρότητα και την ειρωνεία εκείνου. Υπάρχουν άνθρωποι που παρά το ότι δεν έχουν κακή ψυχή, δεν αντέχουν να εκφράσουν ανοιχτά την τρυφερότητά τους. Ο Λάμπρος κατακλύστηκε από ένα πελώριο κύμα αγάπης και τρυφερότητας για τον πατέρα του. «Γι’ αυτό σου λέω, ρε μπουνταλά! Πρέπει να πας σε δάσκαλο. Δεν αντέχω άλλο με τις φαλτσαδούρες σου! Θα πας σε δάσκαλο και κανόνισε, κακομοίρη μου, να μάθεις να παίζεις

d 11 s


κυριακατικεσ ραψωδιεσ

καλά, γιατί αλλιώς, σ’ το λέω, θα το αρπάξω τούτο το μαραφέτι και θα το γυρίσω εκεί που το βρήκες…» «Μα πώς… πού θα βρούμε τα λεφτά, πατέρα;» «Αυτό να μη σε νοιάζει εσένα. Αυτό άσε να τρώει εμένα. Εσύ μόνο να μελετάς και να μάθεις να παίζεις. Αυτό το χρέος σου. Τ’ άλλα δικά μου». Κι ήταν καλός μαθητής ο Λάμπρος και αποδείχτηκε πραγματικό ταλέντο στη μουσική. Κι έτσι όπως ήταν ευγενικός και αγαπητός σε όσους τον γνώριζαν, μόλις ο δάσκαλός του αντιλήφθηκε το όργανο με το οποίο μελετούσε στο σπίτι του, του έκανε δώρο μια παλιά δική του κιθάρα, που μπορεί να μην ήταν κάτι το ιδιαίτερο, μα τουλάχιστον ήταν ένα όργανο σε καλή κατάσταση που έκανε τις νότες να ηχούν όπως έπρεπε. Κι αυτό από μόνο του ήταν κάτι που αρκούσε για να γεμίσει για άλλη μια φορά την καρδιά του Λάμπρου με χαρά κι ευγνωμοσύνη. Τα χρόνια περνούσαν, ο Λάμπρος έμαθε να παίζει πολύ καλά κιθάρα κι έπιασε δουλειά σε κάποιο νυχτερινό κέντρο. Βεβαίως το ρεπερτόριο του μαγαζιού δεν είχε καμία σχέση με τα μουσικά του γούστα, ωστόσο πολύ νωρίς αντιλήφθηκε πως θα έπρεπε να διαχωρίσει τον βιοπορισμό από την ευχαρίστηση, την ανάγκη από την τέχνη. Στο μαγαζί έπαιζε για να ζήσει, στο σπίτι ζούσε για να παίζει, έπαιζε για να είναι ευτυχισμένος. Αυτό έμελλε να γίνει το ταξίδι της ζωής του. Πάντως τα χρήματα που κέρδιζε ήταν αρκετά, τόσα που με πολλή οικονομία, κατάφερε αργότερα να αγοράσει κι ένα αξιοπρεπές πιάνο. Με τις μουσικές γνώσεις που είχε ήδη αποκτήσει και με μερικά μαθήματα πιάνου που παρακολούθησε αργότερα, κατόρθωσε να παίζει με έναν επίσης αξιοπρεπή τρόπο και το δεύτερο εκείνο μουσικό όργανο. Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μουσική ήταν εκείνη που τον έκανε να αντιπαλέψει το πνιγερό συναίσθημα της απόλυτης μοναξιάς. Έφτιαχνε μελαγχολικές μελωδίες, που σε άρπαζαν, θαρρείς, απ’ τα μαλλιά και σε έριχναν μέσα στο φθινοπωρινό τοπίο, να σέρνεις το βήμα σου πάνω σε νοτισμένα χώματα και

d 12 s


Α Ρε μινόρε

κίτρινα φύλλα. Ο Λάμπρος είχε χάσει όλους τους αγαπημένους του ανθρώπους, όμως είχε πάντα τη μουσική, να τον παίρνει απ’ το χέρι, να τον παρηγορεί, να του δίνει το κουράγιο και τη θέληση να τραβήξει τον δρόμο παραπέρα. Καλό σου ταξίδι, πατέρα. Και σ’ ευγνωμονώ που μου επέτρεψες να γίνω εκείνο που πάντα ποθούσε η ψυχή μου. Για να μπορώ ν’ αντέχω. Και οι μινόρε μελωδίες γέμιζαν την κάμαρα και το σπίτι ολόκληρο, κι εκείνος γινόταν, θαρρείς, άυλος κι αέρινος – να αιωρείται, να κλαίει, να χαίρεται και να ζει. dqs Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, γνώρισε την Παναγιώτα. Φαινόταν ήσυχο και συνεσταλμένο κορίτσι, τόσο αταίριαστη με το περιβάλλον του «σκυλάδικου» όπου δούλευε τότε εκείνος ως κιθαρίστας. «Δεν σηκώθηκες ούτε μια στιγμή για να χορέψεις», της είχε πει κάποια στιγμή. «Δεν μου αρέσει αυτή η μουσική». «Και τότε γιατί ήρθες;» «Για την παρέα». «Και σαν τι μουσική ακούς δηλαδή, Παναγιώτα; Ποια μουσική σ’ αρέσει;» «Εκείνη που με κάνει να μελαγχολώ». Δεν χρειάζονταν περισσότερα λόγια. Καλλιτέχνης ήταν άλλωστε ο Λάμπρος, κατάλαβε αμέσως πως στο πρόσωπό της είχε βρει το άλλο του μισό, τον άνθρωπο που γύρευε για να μην είναι μόνος, για να τραβήξει μαζί του τον δρόμο παραπέρα. Παντρεύτηκαν τρεις μήνες αργότερα και πέντε χρόνια μετά τον γάμο τους, ένα όμορφο και γλυκό απόγευμα του Μάη, σε κάποια από εκείνες τις μικρές πόλεις της ελληνικής επαρχίας, γεννήθηκε ένα όμορφο κοριτσάκι. Κι ο Λάμπρος καμωνόταν τον ανήσυχο και τον αγχωμένο για το πώς θα καταφέρει να το κρατήσει στην αγκαλιά του, να στηρίξει το κεφαλάκι του, να

d 13 s


κυριακατικεσ ραψωδιεσ

το ταΐσει, να το κάνει να ρευτεί τον παραπανίσιο αέρα που κατάπινε με το γάλα που έπινε. Το κορίτσι το βάφτισαν Ζωή και το μικρό τους σπιτικό γέμισε ξέχειλα από ζωή. Κι οι μελωδίες του πιάνου και της κιθάρας χάιδευαν τρυφερά ψυχές και σώματα και έπιπλα, ζωντανά και άψυχα, ανάσες, ελπίδες και αγωνίες. Τα βράδια ο Λάμπρος δούλευε σε διάφορα κέντρα. Εκείνα τα χρόνια η νυχτερινή διασκέδαση βρισκόταν ακόμη στην ακμή της, κι έτσι σπάνια υπήρχε βράδυ που να μένει στο σπίτι του. Δόξαζε φυσικά τον Θεό που υπήρχε δουλειά, αλλά συγχρόνως τον στεναχωρούσε το ότι δεν μπορούσε να νανουρίσει τα βράδια το κοριτσάκι του με τη μουσική του. Όσο η Ζωή ήταν ακόμη μικρή και κοιμόταν τα μεσημέρια, το μετά μουσικής νανούρισμα γινόταν τις μεσημεριανές ώρες. Και το κοριτσάκι έμοιαζε εκστασιασμένο από τις απαλές μελωδίες του πατέρα του. Εκείνες ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του Λάμπρου, εκείνες οι ώρες που οι μεγάλες αγάπες της ζωής του έδεναν μεταξύ τους τόσο αρμονικά. Κι έπαιζε μουσική και έβλεπε συγχρόνως το γλυκό προσωπάκι, πότε να τον κοιτά με τα μάτια ορθάνοιχτα, πότε να χασμουριέται και να τεντώνεται, κι έπειτα πάλι να κοιμάται γαληνεμένο. Κι έλεγε πως αν υπήρχε αθανασία πάνω, κάτω ή πέρα από τη Γη, αυτός ήταν ο μόνος δρόμος, ο σίγουρος, για να την κερδίσει η ψυχή του. Κι ο θάνατος, έλεγε, σε μια τέτοια ώρα να τον έπαιρνε, όταν θα ερχόταν κι η δική του η σειρά. Το κοριτσάκι μεγάλωνε και γρήγορα έγινε φανερό ότι η μουσική είχε ριζώσει βαθιά στο μυαλό και στην ψυχή της. Από πολύ νωρίς είχε ζητήσει από τον πατέρα της να της μάθει κι εκείνης να παίζει. Κι ήταν απόγευμα Σαββάτου, το κορίτσι μικρό –στις πρώτες τάξεις του δημοτικού– κι η ψυχή του πατέρα της πετούσε στους επτά ουρανούς. Από εκείνο το απόγευμα και κάθε απόγευμα, μετά τα μαθήματα του σχολείου, πατέρας και κόρη κλείνονταν με τις ώρες στο στενάχωρο δωματιάκι που διαμόρφωσε ο Λάμπρος και το βάφτισε «δωματιάκι της μουσικής», και έπαιζαν και μάθαιναν ο ένας από τον

d 14 s


Α Ρε μινόρε

άλλο τη δύναμη της μουσικής και της αγάπης. Κι η Παναγιώτα χαιρόταν το αλλιώτικο αυτό δέσιμο του πατέρα με την κόρη κι ένιωθε ευτυχισμένη, αν και όσο ο χρόνος περνούσε και ασφαλώς το κορίτσι αγαπούσε πολύ τη μητέρα του, φαινόταν πως κάτι άλλο, κάτι μια στάλα πιο δυνατό και ιδιαίτερο ένωνε την καρδιά της Ζωής με τον πατέρα της. «Προτιμώ τα μινόρε, μπαμπά», του είχε πει ένα βροχερό απόγευμα, κάμποσα χρόνια αργότερα. «Γιατί το λες;» «Δεν έχει “γιατί” στην τέχνη, μπαμπά! Εσύ δεν μου το έμαθες αυτό; Δεν έχει ούτε “γιατί”, ούτε “καλό”, ούτε “κακό” στην τέχνη, μόνο “μ’ αρέσει” ή “δεν μ’ αρέσει”, μόνο “μου ταιριάζει”, “δεν μου ταιριάζει”. Έτσι δεν λες πάντα; Ε, λοιπόν, εμένα μ’ αρέσουν τα μινόρε». «Συμφωνώ. Μα τα μινόρε είναι πιο λυπητερά κι εγώ θέλω να είσαι χαρούμενη κι ευτυχισμένη». «Μα είμαι ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη! Κι αυτές οι μελωδίες είναι που κάνουν την ευτυχία και τη χαρά μου να δυναμώνουν μέσα στην ψυχή μου». «Είναι η ψυχούλα σου, αγάπη μου... Ίσως να φταίει που κι εγώ τέτοιες μελωδίες προτιμώ και με τέτοιες σε νανούριζα στον μεσημεριάτικο ύπνο σου για χρόνια. Ίσως να φταίω εγώ λοιπόν! Μα κι εμένα μ’ αυτές γεμίζει περισσότερο η ψυχή μου. Πιάσε λοιπόν μια ρε –μινόρε φυσικά– και πάμε. Πάμε να παίξουμε…» dqs Η Ζωή τα κατάφερνε θαυμάσια στη μουσική και η μόνη διαφορά με τον πατέρα της ήταν ότι ήταν αρκετά καλή και στα μαθήματα του σχολείου. Πάντως, κάθε απόγευμα, μετά τη μελέτη των μαθημάτων του σχολείου και για αρκετές ώρες, όσες της επέτρεπε κάθε φορά το σχολικό της πρόγραμμα, η Ζωή μελετούσε μουσική και έκανε εξάσκηση μαζί με τον πατέρα της στο «δωματιάκι της μουσικής». Κάπου κάπου χτυπούσε δει-

d 15 s


140 × 210  SPINE: 21.6  FLAPS: 80

(Από το ποίημα «Η μουσική» του Τ. Λειβαδίτη)

ISBN 978-960-564-825-1

Κυριακάτικες ραψωδίες

Η

Ζωή, που λάτρευε τον πατέρα της και τη μουσική. Η Χαρίκλεια, που έστεκε για χρόνια μπροστά στο παράθυρο, θαύμα μαζί και θλίψη για τους περαστικούς. Η Στεργιανή, που το μόνο που ζητούσε τελικά ήταν να βρει έναν σκοπό για να πορεύεται στη ζωή της. Ο Βασίλης, που ό,τι έκανε, το έκανε για τα παιδιά του. Η Άννα κι ο Σταύρος, που ζήτησαν να κάνουν ένα ταξίδι, μονάχα ένα τελευταίο ταξίδι, πέρα από εκείνο τον θλιβερό λόφο που όριζε τον τόπο και τη ζωή τους. Κι άλλοι πολλοί. Επτά ιστορίες με ήρωες που δεν θα κατέγραφε ποτέ η Ιστορία για τα τρανά τους κατορθώματα. Με ήρωες όπως εγώ, όπως οι περισσότεροι από εσάς, που η μεγαλοσύνη τους βρίσκεται στην καθημερινή τους πάλη με τα όσα τους φέρνει η ζωή. Για να ζουν, για να υπάρχουν, για να χαίρονται, για να υπομένουν τον πόνο όταν αυτός έρχεται. Επτά ιστορίες γεμάτες με ήρωες που θα σας κάνουν ίσως να νιώσετε θλίψη για εκείνους και φόβο για τον εαυτό σας. Αυτές είναι οι «ραψωδίες» μου. Γιατί «κυριακάτικες»; Γιατί για μένα η Κυριακή συμβολίζει πάντα το τέλος.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ

«… Αλλά όταν μετά το μάθημα έμπαινε η μητέρα στην κάμαρα (για χάρη της ίσως) έπαιζε κάτι διαφορετικό – μια μελωδία ήρεμη και σοβαρή που μας έκανε να σοβαρευόμαστε κι εμείς άξαφνα, σα να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός αλλά μια άλλη δικαιοσύνη».

Ο Κωνσταντίνος Θεοφανέλης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στο νησί της Θάσου. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η αλμύρα που μίσησα» (εκδόσεις Οσελότος), το 2014 το δεύτερο με τίτλο «Στην άκρη του φόβου» (εκδόσεις Οσελότος) και το 2017 το τρίτο με τίτλο «Μαριονέτες του κόσμου». Οι «Κυριακάτικες ραψωδίες» είναι το τέταρτο έργο του συγγραφέα.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr

0_cover_kyriakatikes.indd 1

9/3/2019 4:42:50 PM


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.