
2 minute read
Μητέρα
from Μητέρα
Ήταν περασμένες 1:00π.μ. και ο δωδεκάχρονος Λουκάς, καθισμένος μπροστά στο γραφείο του, με το πορτατίφ αναμμένο, προσπαθούσε να λύσει τις ασκήσεις ποσοστών στην άλγεβρα, που είχε να παραδώσει το πρωί στον κύριο Αλεξίου, τον μαθηματικό του δεύτερου τμήματος, της πρώτης γυμνασίου.
Δεν υπήρχε ηλεκτρονικός υπολογιστής μπροστά του, ούτε τάμπλετ, ούτε κινητό. Μόνο ένα μικρό κομπιουτεράκι μαθηματικών υπολογισμών, που το είχε βρει ένα απόγευμα έξω από έναν κάδο ανακύκλωσης και, αφού το πήρε, το επιδιόρθωσε όσο μπορούσε. Δεν τον είχε προδώσει ακόμα… Λειτουργούσε αξιοπρεπώς, σαν να του ξεπλήρωνε τη χάρη της διάσωσής του.
Το μικρό αγόρι το κοίταξε και στη σκέψη αυτή χαμογέλασε. Το χαμόγελό του όμως έσβησε απότομα, καθώς άκουσε την πόρτα του διαμερίσματος, όπου έμενε με τον πατέρα του, να ανοίγει.
Το γνωστό τρίξιμο της ξύλινης πόρτας και μετά ο δυνατός χτύπος που συνόδευε το κλείσιμό της. Δύο τρία βαριά, συρτά βήματα και μετά, ο ήχος από τα κλειδιά που έπεσαν με δύναμη πάνω στο μικρό βοηθητικό τραπεζάκι, που υπήρχε δίπλα στην εξώπορτα. Πάνω του, το κεραμικό μαύρο βάζο με τα ζωγραφισμένα χρυσαφί λουλούδια, παρέμενε άδειο τα τελευταία έξι χρόνια.
Η μητέρα του συνήθιζε να το στολίζει με αμάραντους κάθε Σάββατο, καθώς επέστρεφε από τη λαϊκή αγορά, που πήγαινε για να προμηθευτεί τα λιγοστά φρούτα και λαχανικά που της επέτρεπε το πενιχρό της εισόδημα.
Έμεινε ασάλευτος, αφουγκραζόμενος τους ήχους του σπιτιού. Ο πατέρας του κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, ξάπλωσε στον παλιό, καμένο από τα τσιγάρα του σε πολλά σημεία, καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση.
Δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στον μικρό. Δεν τον ένοιαξε αν ήταν καλά, αν κοιμόταν ή αν ήταν στο σπίτι την ώρα που αυτός επέστρεψε. Ποτέ δεν τον υπολόγιζε, αντιθέτως, πάντοτε έδειχνε να τον ενοχλεί η παρουσία του.
Ποτέ δεν του είχε δείξει ίχνος στοργής ή αγάπης. Το μόνο που πάντα έκανε ήταν να του φωνάζει να πάει να του πάρει τσιγάρα ή να του φέρει κάποια παγωμένη μπίρα από το ψυγείο και πάντα η παράδοση συνοδευόταν από ένα άδειο τσαλακωμένο τενεκεδάκι, που εκσφενδόνιζε ο παχύσαρκος μεσήλικας, προς το μέρος του γιου του.