Ουρανός από χώμα, Γη από σύννεφα

Page 1

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΛΑ ΓΕΩΡΓΑΛΑ ΜΑΡΙΑ

Ουρανός Χώµα Ουρανόςαπό απόΧώμα ΓηΓηαπό απόΣύννεφα Σύννεφα ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Μ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΥΘ Ι Σ ΤΟ Ρ Η Μ Α

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ οο σ ε λ ότ ο ς οσελότος


Εξώφυλλο: Η Τρικέρατη Κυρία των Λεοντόκαρδων, ακουαρέλα με μολύβια της Μαρίας Γεωργαλά.

Τιτλος: Ουρανός από χώμα Γη από σύννεφα Συγγραφεασ: Μαρία Γεωργαλά (mariageorgala1@hotmail.com) Σειρα: Ελληνική Λογοτεχνία [093] Copyright© 2009 Εκδόσεις οσελότος και Μαρία Γεωργαλά Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Νοέμβριος 2009 ISBN 978-960-98931-3-8 Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από το επιτελείο των εκδόσεων οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσία (Ν.2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατατζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 e-mail: ocelotos@otenet.gr • •

www.ocelotos.gr


Αφιερωμένο με μεγάλη αγάπη στους φωτεινούς αγγέλους της ζωής μου, τα παιδιά μου, Βενέτη και Άννα, και στον πατέρα τους Γιάννη


Παράκληση αντί προλόγου... (—Από εμάς, τα ξωτικά και πνεύματα των «πολλαπλών κόσμων», παρακαλείται ο αναγνώστης της «γρήγορης εποχής» να μη βιαστεί να καταλάβει... —Το

βιβλίο μας είναι γραμμένο σαν παζλ που στροβιλίζεται... — Ας αφεθεί, όλα συμβαίνουν στην ώρα τους... και... μακάρι ν’ αναληφθεί μαζί μας στους Ουρανούς της Φαντασίας..., στις αιθέριες χώρες της Άγνωστης, της Τρικέρατης Κυρίας των Λεοντόκαρδων, του Αγί...

Ε, φτάνει πια, μη τον ζαλίζεις τον άνθρωπο και σηκωθεί και φύγει... Δρόμο τώρα, πάμε να καταπιούμε γυάλινους βώλους και καλαμάκια από πορτοκαλάδες...)


«Επειδή η Ζωή είναι αλλού, αποφάσισα να πέσω για ύπνο νωρίς», είπα χτυπώντας τις παλάμες μου. Με κοίταξε αποκαμωμένη, χωρίς να μιλάει. «Με ξύπνησε κατά το χάραμα η βροχή – τι λέω, καταιγίδα ήταν, κατακλυσμός...» «Μου τα ’χετε διηγηθεί αυτά˙ είναι η τρίτη φορά», μουρμούρισε χωρίς να κινηθεί. «Μάλιστα..., μάλιστα», είπα αφηρημένα. «Ας ανακεφαλαιώσουμε λοιπόν. Είχαμε μείνει στο σημείο που..., α, ναι. Ήταν σχεδόν χαράματα˙ εκείνη την ώρα, ο ύπνος των ανθρώπων μπορεί να διακοπεί από το σφίξιμο κάποιας σωματικής ανάγκης ή από ξαφνική νεροποντή – σ’ εμένα συνέβη το δεύτερο. Ξύπνησα και οι αισθήσεις μου απέκτησαν μεμιάς τρομερή διαύγεια και απορροφητικότητα. Αφουγκραζόμουν και οσφραινόμουν τη βροχή που ανάδινε από το χώμα, τα δέντρα και τις κοιμισμένες καπνοδόχους ένα αψύ άρωμα». Με άκουγε από τα όρια της υπομονής. Πήρα ανάσα και συνέχισα: «Σηκώθηκα λοιπόν και προχώρησα ζαλισμένος προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Κάποια επιθυμία μ’ έσπρωχνε προς τη μυστηριώδη υγρή Συμφωνία. Και πριν καλά καλά νιώσω την πρώτη ψιχαλιστή ανάσα πάνω μου, ποιον αντικρίζουν τα μάτια μου; Εσάς, στο μπαλκόνι μου». «Έτσι είναι, όπως τα λέτε», σκίρτησε ανυπόμονα. «Μουσκεμένη από τη βροχή – τι λέω, καταιγίδα ήτανε, κα-τα-κλυσμός... Κι εγώ, σαστισμένος, σας ρωτάω πώς βρεθήκατε ’δω πάνω, τέτοιαν ώρα μάλιστα και με τέτοια βροχή... Κι εσείς, τι μου απαντήσατε, ε;... “Ε καλά, από πού θέλατε ν’ ανέβω; Από την υδρορροή βέβαια”». «Καταλαβαίνετε τι κάνετε τόσην ώρα;», φώναξε με ξαφνικό θυμό. «Τι ατυχία για ένα ναυαγό της βροχής να βγαίνει στο νησί κάποιου ιδιότροπου και περίεργου Κυρίου...», μονολόγησε λυπημένα.


Mαρία Γεωργαλά

Τινάχτηκα. Την κοίταξα με υποψία. Πώς γνώριζε το παραμύθι που πάνω του με είχε πάρει ο ύπνος το προηγούμενο βράδυ; «Ποια είσαι;», ρώτησα βραχνά.

Με κοίταξε με βλέμμα αιολικό: «Πήγαινα στα ορυχεία του Φαραώ», είπε με βαθιά φωνή. «Κατέβηκα στη θάλασσα. Μπαρκάρησα σ’ ένα καράβι μαζί με εκατόν πενήντα ναύτες από τους καλύτερους που έχει η Αίγυπτος. Όλοι τους είχαν δει τον Ουρανό και τη Γη. Η καρδιά τους ήταν σαν του λιονταριού. Έλεγαν πως ο άνεμος δεν θα ήταν αντίθετος. Πως δε θα φύσαγε καθόλου. Καθώς όμως πλησιάζαμε στη Γη, ο αγέρας δυνάμωσε. Σήκωσε κύματα που έφταναν τις οκτώ πήχεις. Το καράβι βούλιαξε. Εκείνοι που βρίσκονταν μέσα, χάθηκαν, ούτε ένας δε σώθηκε. ΄Οσο για μένα, άρπαξα ένα κομμάτι ξύλο. Ύστερα από τρεις μέρες που πάλεψα χωρίς κανένα σύντροφο παρά μόνο την καρδιά μου, ένα μεγάλο κύμα μ’ έριξε πάνω σε ένα νησί*». Απίστευτο... Απάγγελλε το παραμύθι χωρίς κανένα λάθος. «Κι εγώ, ποιος θα είμαι στο παραμύθι;», ρώτησα. «Θα είσαι το Ζαφειρόχρυσο Φίδι, ο Πρίγκιπας της Πουντ που έχει πολλά αρώματα. Ο άρχοντας του νησιού που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα και που οι ακτές του βρέχονται από τα κύματα. Μου είπες: “Τι σε έφερε εδώ; Τι σε έφερε εδώ, μικρούλη; Αν δε μου πεις γρήγορα τι σε έφερε εδώ, θα σε κάνω να καταλάβεις τον εαυτό σου. Θα χαθείς όπως σβήνει μια φλόγα αν δε μου πεις κάτι που δεν έχω ξανακούσει, που δεν έχω γνωρίσει πριν από σένα”». Σαν από ένστικτο έπεσα στα γόνατα. «Ποια είστε λοιπόν;», διατύ*«Λαϊκά Παραμύθια και Τραγούδια της Φαραωνικής Εποχής», Τρύφωνα Μαραγκού, Εκδόσεις Θουκυδίδης (1983)

6


Oυρανοσ Απο Χωma Γη Απο Συννεφα

πωσα τη βιβλική ερώτηση με δέος. Μπροστά μου η Άγνωστη στεκόταν μέσα σε μια λίμνη νερών που έσταζαν από τα μαλλιά και τα ρούχα της. Ανασηκώθηκα σκυφτά και, καθώς ύψωνα υποταγμένα το βλέμμα μου, ένα ρεύμα θερμού και φωτεινού αέρα στροβιλίστηκε γύρω από τα σώματά μας κι η Άγνωστη αναδύθηκε από μέσα του στεγνή και άψογη. Κάτι σαν κούραση τύλιξε το μυαλό μου και παρέλυσε το σκίρτημα ενός φόβου στην ψυχή μου.

y0t

Τ

ι λες λοιπόν; Αρχίζουμε από την αρχή; Μη με τραβάς απ’ το μανίκι: «Πού πας;» Δεν πάω πουθενά. Θυμήθηκα μόνο την Άγνωστη που ήρθε προς το τέλος της ιστορίας μου, την καταπληκτική αίσθηση παιχνιδιού... Εκείνο το βράδυ ήμουν στα κέφια μου˙ στις δόξες μιας εμπνευστικής μοναξιάς. Πώς θα μπορούσα να μην θυμηθώ πρώτο αυτό το πυροτέχνημα; Τη σπαρταριστή εκείνη βραδιά πιάνω και ζωντανεύω˙ η ουδέτερη γεύση της –ούτε πόνος ούτε χαρά, μόνο παιχνίδι και κατάπληξη– ζεσταίνει την καρδιά μου. Μέσα στη ροή των γεγονότων ήρθε αργά˙ μα τώρα πια που έχω μπροστά μου όλες τις ψηφίδες, δεν έχει «νωρίς» και «αργά», δεν έχει «πριν» και «μετά». Όλα είναι αραδιασμένα και μπορούν να «ξαναδιαβαστούν» μέσα στο παρόν. Αυτό το απόσταγμα του χρόνου ή, καλύτερα, αυτούς τους σταλακτίτες, το πετρωμένο νερό θαυμάζω μέσα στη σπηλιά του νου. Σε μερικούς ανθρώπους υπάρχουν σαν ακατέργαστες πέτρες. Μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κανείς για να φτιάξει φράχτες ή εστίες φωτιάς ή ακόμη και για να λιθοβολήσει τον αδελφό του. Κι αν τύχει και γνωρίζει την τέχνη του γλυπτού και του ανάγλυ7


Mαρία Γεωργαλά

φου, καμιά φορά επεξεργάζεται αυτές τις πέτρες. Οι εμπειρίες είναι ένα υλικό που μπορεί να μεταμορφωθεί και να μεταμορφώσει. Αρκεί να ξέρεις να φτιάχνεις αγάλματα... Αγάλματα... Έχω μπροστά μου ένα τόσο δα γλυπτό που έφτιαξα πριν από καιρό, όταν συγκατοικούσα με μια ζωγράφο. Είχα πλάσει αλατισμένη ζύμη και της έδωσα τη μορφή ενός άνθους λωτού. Ανάμεσα στα πέταλά του έκλεινε ένα μωρό με τέσσερα κεφάλια. Έτσι έδωσα μορφή σε μια μυθολογική εικόνα που μ’ είχε εντυπωσιάσει βαθιά.

y0t

Ο

λωτός ήταν το παιδικό λίκνο του Βράχμα. Κουρνιασμένος στον κάλυκα του λουλουδιού ο θεός, μάταια άνοιγε τα μάτια των τεσσάρων κεφαλιών του μέσα σ’ ένα απόλυτο σκοτάδι. Δεν ήξερε ακόμη ότι είχε γεννηθεί κι αυτή η γεμάτη μυστήριο εικόνα τον κρατούσε απορροφημένο σε διαλογισμό κι ονειροπόληση για πολύ καιρό. Αργότερα αποκαλύφθηκε στη Μάγια, τη δύναμη της αυταπάτης, της ζωής. Τη Ζωή τη γνώρισα την εποχή που κοιμόμουν κι εγώ μέσα σ’ έναν κάλυκα – γιατί δεν ήξερα ακόμη ότι είχα γεννηθεί. (Ευτυχώς, δεν είχα παρά ένα κεφάλι κι έτσι, νομίζω, δεν άργησα πολύ να ξυπνήσω – ή μήπως είχα τέσσερα;) Η Ζωή, η Αθηνά, η Ελένη... Μήπως είναι καλύτερα ν’ αρχίσουμε από την αρχή;

8


λαιο π ά φ ε Κ

ρώτο και μοναδ

Σ

ικό

την κατάφωτη αίθουσα δεσπόζει η Αθηνά. Ποιος θα μπορούσε να το αρνηθεί; Δεν είναι απλώς ωραία, είναι η ίδια η αρχαία θεά, με ξέπλεκα μαλλιά (χωρίς περικεφαλαία) και με μάλλινο άσπρο πουλόβερ. Η μύτη είναι της θεάς, όπως και η καθαρή μαρμάρινη επιδερμίδα και το σχήμα των ματιών. Τα μαλλιά; Ένας χρυσοκάστανος χείμαρρος. Και τα μάτια... Τούτης εδώ της σύγχρονης είναι μελιά – θα της πήγαιναν πολύ και της αρχαίας! Και τ’ άσπρα δόντια και τα όμορφα χείλη... Όλα, σου λέω, όλα..., ένα έργο κλασικής τέχνης. Την πρωτοείδα από τα νώτα. Καθόταν δυο σειρές μπροστά από μένα σε μια παράδοση για τη ζωγραφική του 19ου αιώνα. Παρατηρούσα τα όμορφα πλούσια μαλλιά της όταν γύρισε και κάτι ψιθύρισε σε κάποιον πίσω της. Αισθάνθηκα σαν αρχαιολόγος που βλέπει να ξεπροβάλει, άφωνος από χαρά, μέσ’ από τα χώματα, ένα λαμπρό άγαλμα. Το κλασικό προφίλ χάνεται στρέφοντας πάλι προς το μέρος μου την πλούσια κόμη. Η παράδοση προχωράει από το ρομαντισμό στο ρεαλισμό. Στην αίθουσα μπαίνει με αργό βήμα ο Κουρμπέ με μια ντουζίνα τελάρα τυλιγμένα σε άσπρα πανιά. Κάθε φορά στήνει από ένα τελάρο στο καβαλέτο και τραβάει σαν ταχυδακτυλουργός το σεντόνι. 9


Mαρία Γεωργαλά

«Το εργαστήρι του ζωγράφου», κι ύστερα «Καλημέρα, κύριε Κουρμπέ», και μετά «Οι εργάτες που σπάνε την πέτρα», και «Η ταφή στο Ορνάν»... Ο Κουρμπέ... Ο γιος των αμπελουργών, ο αγρότης διανοούμενος. Μια φυσική δύναμη, ένας ρωμαλέος νους. Δέκα χρόνια αργότερα θα μαλώναμε για χάρη του με την Αθηνά, επειδή θα τον αγαπούσαμε κι οι δύο – για διαφορετικούς όμως λόγους. Ταπ ταπ, με βήμα σοβαρό και πνεύμα λαμπερό, ο κύριος Κουρμπέ φεύγει από τη σκηνή με τους πίνακές του παραμάσχαλα. «Παρακαλώ, κύριε Ντωμιέ», ακούγεται η βαθιά φωνή του καθηγητή που απλώνει το χέρι με μια ελαφρά υπόκλιση στο πλάι. Νευρικός ανήσυχος και μικροκαμωμένος, μπαίνει με μερικά ρολά στο ένα χέρι και στο άλλο δυο τρία τελάρα ο ζωγράφος. «Ο κύριος Ονορέ Ντωμιέ είναι δεινός σχεδιαστής και πολύ ευαίσθητος άνθρωπος», συστήνει ο καθηγητής με σεβασμό. «Δείξτε μας λοιπόν», κάνει μια ευγενική χειρονομία. Κατακόκκινος από αμηχανία ο κύριος Ντωμιέ ξετυλίγει τα ρολά με τα σκίτσα του και τα στρέφει προς τις πτέρυγες των θρανίων. Δυο τρεις σχολιάζουν μεταξύ τους χαμηλόφωνα, ένας πνίγει το βήχα του κι ένας άλλος ξύνει το κεφάλι του, αλλά οι άλλοι παρατηρούν ακίνητοι. Ο ζωγράφος τυλίγει τα ρολά και τ’ απιθώνει πάνω στο τραπέζι. Παίρνει από κάτω τα λιγοστά τελάρα και τ’ αραδιάζει με τη σειρά στο καβαλέτο. «Η παρέλαση των θαυματοποιών», «Το Δράμα», «ο Δον Κιχώτης»... Ένα από τα δαιμονικά πορτρέτα του ιππότη. Ποιο χέρι έγραφε εκείνη τη στιγμή τη μοίρα μου; Ποιος κοίτα10


Oυρανοσ Απο Χωma Γη Απο Συννεφα

ξε βαθιά μες στην ψυχή μου και είδε αυτό που εγώ αγνοούσα γιατί δεν είχε φανερωθεί ακόμη; Εγώ, ο μελλοντικός γιος του Θερβάντες, δέκα χρόνια αργότερα θα φορούσα την πανοπλία μου και θα κυνηγούσα το άπιαστο. Ο ανυποψίαστος ακόμη Δον Κιχώτης, θα έκανα τα πάντα για μια Δουλτσινέα που δεν θα μου ανήκε ποτέ. Και λίγους μήνες αργότερα από κείνη την παράδοση, σε μια παραισθητική απόπειρα, ερωτική κι «αναχωρητική», θα ντυνόμουν φαντασμαγορικό πουλί στον αποκριάτικο χορό των φοιτητών «πολεμώντας» για την καρδιά της Αθηνάς. (Πώς δεν μου ήρθε στο νου να ντυθώ Δον Κιχώτης;) Μου φαίνεται τώρα, χρόνια μετά, ότι όλα παίχτηκαν, όλα προαποφασίστηκαν σ’ εκείνη την παράδοση του κοκκινομάλλη φινετσάτου καθηγητή. Ο Κουρμπέ και η «Ταφή στο Ορνάν», ο «Δον Κιχώτης» του Ντωμιέ τότε..., την ημέρα που πρωτοείδα την Αθηνά. Και δέκα χρόνια αργότερα η διαφωνία μας για τον Κουρμπέ, κι ο φόβος της Αθηνάς για το μη ρεαλιστικό, κι ο Δον Κιχώτης, που ήμουν εγώ. Ως σιβυλλική σύνοψη των μελλοντικών μου βασάνων φανερώθηκαν τα σημάδια που θα καταλάβαινα αργά˙ όταν θα είχαν χάσει την προειδοποιητική τους αξία. Την ώρα που διδασκόταν η Ιστορία της Τέχνης ερωτεύτηκα την κλασική κατατομή μιας γυναίκας στο μεταίχμιο του γαλλικού ρομαντισμού και ρεαλισμού. Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, μέσα στη ζεστή αίθουσα, ένα ρίγος διέτρεξε το κορμί μου. Ο Κουρμπέ μ’ έκανε να ριγήσω με τη ρωμαλέα του ευφυΐα. Ήταν ένα ανατρίχιασμα ευφορίας. Όμως ο Ντωμιέ ξύπνησε μέσα μου ένα ρίγος λύπης που με την

11


Mαρία Γεωργαλά

ώρα γινόταν τρυφερή συμπόνια. Αυτός ο ντελικάτος ανθρωπάκος είχε πάνω του κάτι σπαραχτικό. Το κλάμα και το γέλιο. Και ξαφνικά, βγαίνοντας ο Ντωμιέ από την αίθουσα, μπήκε, μόνο για μένα, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς άλλος, ο Άλκης!... Κάπου τρία χρόνια μετά το θάνατό του, ξεχασμένος, θαμμένος για τα καλά μέσα μου, κι όμως ήρθε και στάθηκε μπροστά μου χρισμένος με χώμα. Τον κοίταξα πανικόβλητος και χωρίς να πω λέξη γλίστρησα έξω από την αίθουσα. Κι έτσι έχασα την πρώτη ευκαιρία να γνωρίσω την Αθηνά.

y0t

Δ

εν παρακολουθούσε κανονικά τα μαθήματα. Ήμουν στο τρίτο έτος κι εκείνη στο τέταρτο, όμως δεν μου είχε τύχει να την ξαναδώ. Ρώτησα τον Ζιάντ, τον Ιορδανό, για κείνη την κοπέλα με το προφίλ αρχαίας θεάς κι όταν κατάλαβε με ρώτησε: «Ατηνά;» Σήκωσα τους ώμους: «Ξέρω γω..., Ατηνά». Και σκέφτηκα πως μόνο Αθηνά θα μπορούσε να τη λένε. Ο Ζιάντ έκανε μμμ... με νόημα σκύβοντας πάνω στο βιβλίο του και ρουφώντας τον καφέ του. Περιμέναμε κι οι δυο τη Χάντρα, μια Λιβανέζα που μάθαινε ελληνικά στη Φιλοσοφική. Η Χάντρα ήταν απροσδιόριστα μεγαλύτερή μας. Είχε βαμμένα τα μαλλιά της κόκκινα, μα όταν υποχωρούσε η βαφή οι ρίζες έδειχναν σχεδόν κάτασπρες. Τα χαρακτηριστικά της ήταν σουβλερά και το δέρμα της σπασμένο. Έλεγε ότι ήταν είκοσι πέντε, όμως την ακούγαμε με μεγάλη καχυποψία και της προσθέταμε νοερά από δέκα μέχρι και δεκαπέντε χρόνια. 12


Oυρανοσ Απο Χωma Γη Απο Συννεφα

Ένα αξιολύπητο μυστήριο, κάτι αντιφατικό που με αναστάτωνε απέπνεε η κοπέλα εκείνη καθώς προσπαθούσε να κρύψει τα χρόνια της με πολύ αέρα. Μαγνήτιζε το βλέμμα μου η παράξενη μορφή της, όμως το αίνιγμα έχανε τη δύναμή του –και την άλλη στιγμή την ξανακέρδιζε– από τα μεγάλα, ζωηρά, μαύρα μάτια της. Ήταν ο τύπος της σουβλερής μάγισσας που είχε ξεπέσει με τα χρόνια από το καζάνι με τα βοτάνια και τα μαγικά δεσίματα σε μια αποβάθρα λιμανιού. Δεν είχα την εμπειρία των γυναικών του λιμανιού, όμως η Χάντρα μ’ έκανε να τις φαντάζομαι κάπως έτσι κι ομολογώ πως μάγεψε μέσα μου την εικόνα τους και την τύλιξε με συμπάθεια. Είχα πλαγιάσει μαζί της κάμποσες φορές όπως και ο Ζιάντ κι οι μισοί περίπου απ’ όσους τη χαιρετούσαν στο κυλικείο της Σχολής. Ήταν η μόνη γυναίκα που έκανα έρωτα στα τέσσερα χρόνια του πανεπιστημίου κι αυτό, επειδή εκείνη με κάλεσε στο σπίτι της κι εκείνη πήρε την πρωτοβουλία να μου ξεκουμπώσει το πουκάμισο. «Λένε για σένα ότι σου αρέσουν τ’ αγόρια», είχε πει χαμογελώντας. Χαμογέλασα κι εγώ χωρίς να ξαφνιάζομαι. «Το ξέρω», είπα κάπως δειλά. «Και λοιπόν; Σου αρέσουν;», με ξαναρώτησε. «Δεν ξέρω», αποκρίθηκα. «Θα πρέπει να μου αρέσουν, όπως αρέσουν τα όμοια κρυφά από τον εαυτό του στον καθένα. Πάντως, δεν ένιωσα ποτέ μου την επιθυμία...» Με κοίταξε προσπαθώντας να κάνει το βλέμμα της παιχνιδιάρικο και το πρόσωπό της πήρε μια καταπληκτική έκφραση, αλλόκοτη – άλλος θα την έβρισκε γελοία, όμως ξαφνικά είχαν ενωθεί όλα μαζί, το κρυφτό με τα χρόνια της, οι άσπρες τρίχες που την πρόδιδαν, τα κόκκινα λιμανίσια μαλλιά της και τα μαύρα ζωηρά της μάτια, η 13


Mαρία Γεωργαλά

προσπάθειά της να μεταμορφωθεί σε μοιραία γυναίκα, να σαγηνέψει, και ηε συγκλονιστική αποτυχία της..., όλ’ αυτά ζυμωμένα έδιναν φόντο φό όντ ντο ο τη Θεσσαλονίκη της μεταπολίτευσης, ο Αλέξανένα αποτέλεσμα πουάνθρωπος δεν είναι εύκολο να περιγράψω μετηλόγια και δρος, δρ ρος,, μισός μ σός μι μισός ξωτικό, αφηγείται ζωή του που συνάρπαζε εκπληρώνοντας εκπλ πληρώνοντας ηρτο βλέμμα ς την τημου. αποστολή ή που του ανέθεσαν τα ξωξ τικά κάΤη χχρίζο χρίζοντάς οντ ν άςγρήγορα τον Πρεσβευτή τους: ξαναφέρει, μ’ ένα να βιβλίο, φίλησα στην άκρη τηςνα μύτης μην προλάβει διαστ του ους την αν νθκατάπληξή ρώπους τονμου. ξεχασμένο της φαντασίας, των ενώ Μύστους ανθρώπους βάσει «Και μεκόσμο τις γυναίκες;», με ρώτησε θων και θω κα αι των παραμυθιών. παρα ραμυ μυθιών. ξεθύμαινε το αλλόκοτο βλέμμα της. Η συγγραφέας συγγραφ φέα έ ς μά μάςς μεταφέρει, με αριστουργηματικό τρόπο, σε αλλά δεν τιςκαι κυνηγώ», αποκρίθηκα μια«Τις ατ τμόονειρεύομαι σφαι σφ αιρα ρ μετ ε αξ ετ αξύ ονείρου πραγματικότητας. Τοκοιτάζοκείμενο ατμόσφαιρα μεταξύ ντας αι τον τοίχο. «σαν παζλ που στροβιλίζεται». Ο ήρωας είναι α αισιόδοξο σιόδ σι όαπέναντι οξο οξ ο κι αέρινο, να σε κυνηγάν’ εκείνες;», συνέχισε μάς«Προτιμάς κα αλεεί,ί μέσ’ μέσ μ έσ’’ απ απ’ τον έρωτα και τη Φαντασία, να ξαναπαίρνοντας γνωρίσουμε τον καλεί, μαςςτην και την εαυτό μ μα κα αιίδια τη ην έκφραση. αληθινή ζωή. αλ ελαφρώς («Πώ (« («Πώς Πώ ώτο ς γί γίνεται ίνε νετα ται κανείς ξωτικό;», είχα ρωτήσει παιδίδε με κυΚούνησα κεφάλι. «Αλλά, όπως βλέπεις, μέχρι τώρα ακόμη η το γγέρ γέρικο έρικ ι ο ττε ικ τελώνιο ελώ ώνι ν ο μιας βελανιδιάς. «Να παραμείνεις παιδί. νήγησε καμιά – ην εκτός από σένα». Ν’ απο αποφύγεις πο οφύ φύγε γ ις ττην γε παραμόρφωση παρ αραμ αμ μόρφωση που παθαίνουν τα παιδιά σαν Το πρόσωπό της έλαμψε. ενώ ξαφνικάμε συνειδητοποιούσα μεγα με μεγαλώνουν», γαλώ λώνο νο ουν υν», » μ », μεε εείχε ίχεΚισυμβουλέψει ξύλινη φωνή την γκάφα μου, έμενα εμβρόντητος από τον ενθουσιασμό της. Δεν θα που μύριζε πο υγρασία.) έπρεπε κανονικά να νιώσει παρακατιανή πιάνοντας ένα θήραμα για λλόγια δεν δενν περιγράφεται περ π ερ ριγγρά ράφε φετα ται αυτό το αριστούργημα. Μόνο με μια τεράστια τοΜε οποίο κανένας κυνηγός δεν είχε χαλαλίσει ούτε μία σφαίρα; … ξωτική ξω κή π παλ παλέτα α έτα γεμάτη ηφ φως φως, ως,, αρώματα και χρώματα… ως Όμως η Χάντρα έδειχνε να πανηγυρίζει. «Δηλαδή, είσαι παρθέΝτέμη Κοζα Κοζαδίνου, ζαδί δίνο νου, υ, ζω ζ ζωγράφος ω γρ ρ άφ φ ος νος;», με ρώτησε στ’ αγγλικά. κουνώντας το αυτή την «Αν Είπα ήμουν ήμου υνναι ξωτικό ξω ωτι τικό κό θα θα ‘θελα ‘θελλα να α ζω ζκεφάλι. ω μέσα μ σα σ’Γι’αυτό μέ το λοιπόν βιβλίο. βιβλ βι βλίο ίο. Επειδή Επ πει ειδή δή ήεμπειρία, κκιι εεγ εγώ γώ τητην ζζωή ωή την γνώρισα μέ έενός σα α σ’ απάτητου ένανν κκάλυκα άλλυκ υκα αοχυρού, καιι θε κα θεωρ ωρώ ωρ ώξεπουλούσε πω ως έν να χέ χχέρι ριι έέγραψε γραψεεφθηνά και ττη κα η δικ μου μο μέσα θεωρώ πως ένα δική εκπόρθηση τόσο τοκήγόμοίρα, προτείνω σε όλους υςς όσοι ό θέλλο θέ λουν να να ταξιδέψουν τα αξι ξιδέέψο ψ υνν σε σε μια μ α άλλη μι άλλλλη η διάσταση διά άστασ ση να ν θέλουν ητρό της; κιΘ’όχιχιαργούσα την ρουφήξουν διαβάσ σου οκαταλάβω. υνν αυτό α τό το αριστούργημα. αυ αριστούρ αρ ύργη ύρ γημα γη η α. Το διάβασα διά ιάβα άβ σα κάκάάαπλώς νανα διαβάσουν τω από ύ ένα έσυνηθισμένο αυγ υγου ου υστ στιάτικο ά είδος ο φεγγάρι φεγγγά γάρι άυπερηφάνειας. κάπ άπου ου στο σ το Αιγαίο, Α Έδειί και και α Ηό Χάντρα είχε το το φως τουδεν φεγγαριού, αυγουστιάτικο κάπου ταξίδεψα έπλα έπ λασε σ σε ε γ ι α μαγεμένος στον κόσμο που η Μαρία έπλασε για μας». χνε να μην την ενοχλεί το κόστος της ζωής της, η φήμη που έσερνε Μένανδρος Μιχαηλίδης, GR4URadio, Polis Magazine, Mag agaz azin ine, Nτύσσελντορφ Nτύ ύσσ σ ελλννττορφ σαν ουρά μαζεύοντας ειρωνικά χαμόγελα πίσω από την πλάτη της. Για την ξεπεσμένη μάγισσα ο έρωτας συνέχιζε να κρύβει κάτι από τις μαγγανείες της νεότητάς της που αρνιόταν ότι είχε περάσει. Κι ανάμεσα σ’ αυτούς τους μύθους ήταν κι η αποπλάνηση ενός παρISBN 978-960-98931-3-8 θένου.

Μ

14


Ουρανός από Χώµα Γη από Σύννεφα

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΛΑ

Oυρανοσ Απο Χωma Γη Απο Συννεφα

Ξαφνικά λοιπόν, η αποχή μου από τα μυστήρια του έρωτα γινόταν για μένα προνόμιο και μ’ έμπαζε στο άδυτο του ναού. Η παρθενιά μου, στα χέρια μιας έμπειρης γυναίκας, έγινε κομματάκια και το βαρύ άρωμα με το οποίο είχε τυλίξει το κορμί της η Χάντρα δεν ήταν παρά το λιβάνι αυτής της τελετουργίας. Σφάδαζα στο ντιβάνι της για ώρες και το λιβάνι πάνω στα σώματά μας ανακατεύτηκε τόσο με το αλάτι που στο τέλος εξατμίστηκε. Το τελετουργικό της μύησης είχε ολοκληρωθεί κι αυτό που συνεχίζαμε να κάνουμε είχε ξεφύγει πια από τα όρια του ιερού.

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΛΑ

Το βράδυ είχε τρυπώσει απ’ το παράθυρο κι έκρυβε από τα μάτια μας τα πράγματα του δωματίου˙ μέσα στο σκοτάδι η Χάντρα μπορούσε να συνειδητοποιήσει καλύτερα την έκπληξή της. «Φαίνεσαι αρχάριος αλλά..., καλά τα κατάφερες για πρώτη φορά», μου είπε στ’ αγγλικά. Κι ύστερα, ψάχνοντας τα μάτια μου στα σκοτεινά, «μήπως με δουλεύεις;» «Καθόλου», αποκρίθηκα. «Δεν είχα λόγο να σου πω ψέματα. Όμως, κάτι ήξερα από πριν – κι ας μην το είχα κάνει... όπως σήμερα». Ήταν αλήθεια. Κάτι ήξερα από καιρό, από αναρίθμητα ταξίδια μου στις πιο παθητικές ερωτικές χώρες. Αμέτρητες Ξωτικές και Σαλαμάντρες μού είχαν διδάξει τα μυστικά του έρωτα πάνω στο κορμί τους. Κι ακόμη, το προηγούμενο βράδυ, νιώθοντας πως θα μου δινόταν το χρίσμα του έρωτα πάνω σε γήινο γυναικείο κορμί, είχα φροντίσει να καλέσω τις αόρατες φίλες μου για ένα τελευταίο σεμινάριο. Το απόγευμα, στο κυλικείο της Σχολής, η Χάντρα με είχε καλέσει στο σπίτι της κοιτάζοντάς με στα μάτια μ’ έναν τρόπο τόσο εκφραστικό που δεν είχα δει σε καμιά Σαλαμάντρα ως τότε. ΣυνήΜ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΥΘ Ι Σ ΤΟ Ρ Η Μ Α θως στα πνεύματα αρέσουν περισσότερο οι υπαινιγμοί και τα υπο-

Ουρανός από Χώ Γη από Σύννεφ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος ο

15

οσελότος ο


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.