Γ Ι Α Ν Ν Η Σ
Μ Α Ρ Γ Ε Τ Η Σ
Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ελότο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
Παράδοξη περιπέτεια Γιάννης Μαργέτης Λογοτεχνία [1358]0411/06 Shutterstock photobank Γιάννης Μαργέτης Αθήνα, Απρίλιος 2011 978–960–9499–53-8
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e–mail:
Στη Μυρσίνη, χάρη στην οποία η πραγματικότητα καθίσταται εφικτή…
περιεχόμενα Πρόλογος Σημείωμα του συγγραφέα Άγγιγμα Στο γκρίζο του χρόνου Ο λαβύρινθος Η παράδοξη περιπέτεια Το τελευταίο όνειρο Αντίπαλοι Νοσταλγία Περί τύχης Η ιστορία μιας αυτοχειρίας Tο Φάντασμα κι Εγώ
11 13 17 23 29 35 41 47 53 57 63 83
Πρόλογος
Κ
Κραυγή ευαισθησίας και διαμαρτυρίας
άθε αυθεντικό έργο τέχνης φέρνει πάντα μέσα του μια διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικότητας: Διαμαρτυρία συνειδητή ή ασυνείδητη, ενεργητική ή παθητική, αισιόδοξη ή απαισιόδοξη. Τα διηγήματα του Γιάννη Μαργέτη είναι μια τέτοια κραυγή διαμαρτυρίας. Κραυγή, η οποία εκφράζει την απαίτηση της αρμονίας και της πληρότητας της ύπαρξης και αποτυπώνει το χάσμα αυτής της καλλιτεχνικής απαίτησης με την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα που ζούμε είναι η φρίκη που ακρωτηριάζει πολλαπλά και απαθλιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα της θλίψης και της κατάθλιψης, ο συγγραφέας κάνει το άλμα της υπέρβασης στο φανταστικό, στο όνειρο, συχνά και στο παραλήρημα… Τα διηγήματα αυτά καταγράφουν την αγωνιώδη διάσταση του Ανθρώπου προς τη θλιβερή και ζοφερή πραγματικότητα, την αναζήτηση της ζωής στο όνειρο. Είναι απαισιόδοξη, βεβαίως, αυτή η φυγή προς το «φανταστικό», αλλά είναι μια κραυγή απελπισμένης καταγγελίας και απόρριψης αυτού που ζούμε. Και αυτό που ζούμε ο συγγραφέας το αποτυπώνει ζωνταπεριεχόμενα
11
νά, με καλλιτεχνική ευρηματικότητα, ευαισθησία και κοφτερή οξύτητα. Αποτυπώνει τη βαθύτατη κοινωνική παρακμή, την ασάφεια, τη σκοτεινότητα και την ασυναρτησία της εποχής μας. Αποτυπώνει την «ερμητικότητα» αυτού του κόσμου, την ιδεολογική και ηθική του γύμνια, τη βαθιά ανηθικότητά του. Με δύο λόγια τα διηγήματα του Γιάννη Μαργέτη «ζωγραφίζουν» την ψυχολογία της εποχής μας: Την ψυχολογία του κενού, του «μετέωρου» και απομονωμένου ανθρώπου, την ψυχολογία ενός κόσμου χαώδους, χωρίς ειρμό, παράλογου, αυθαίρετου, ασυνάρτητου και ζοφερού... Θύμιος Παπανικολάου Αθήνα, 14 Φεβρουαρίου 2011
Ο Θύμιος Παπανικολάου γεννήθηκε στη Φωκίδα το 1944. Σπούδασε στη Βιομηχανική Σχολή Πειραιά. Ζει στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Χούντας φυλακίζεται για αντιδικτατορική δράση. Το 1970 ιδρύει τον εκδοτικό οίκο «Νέοι Στόχοι» που αργότερα (1980) πήρε το όνομα «Θεωρία» και εκδίδει το πολιτικό περιοδικό «Νέοι Στόχοι». Ασχολήθηκε με την προώθηση της κλασικής και σύγχρονης μαρξιστικής σκέψης. Από το 1983 μέχρι σήμερα εργάζεται ως δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης, αρθρογράφος και κριτικός βιβλίου) σε εφημερίδες, περιοδικά και στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Μελετά και γράφει για τα προβλήματα της πολιτικής, της κοινωνικής ψυχολογίας και της αισθητικής. Μέχρι πρόσφατα (τέλη 2010) εξέδιδε το περιοδικό «Ρεσάλτο».
Η
Σημείωμα του συγγραφέα
σύλληψη, η δόμηση και τελικά η συγγραφή μερικών ιστοριών είναι το ευκολότερο μέρος της συγγραφικής πράξης. Το δυσκολότερο κομμάτι το συναντάς όταν πλέον έχεις ολοκληρώσει ή, τέλος πάντων, νομίζεις πως έχεις ολοκληρώσει τη δουλειά σου και καλείσαι να γράψεις μερικές γραμμές ως εισαγωγή, ώστε να κατατοπίσεις τον αναγνώστη σου σχετικά με τα κείμενα, τα οποία πρόκειται, αν είναι υπομονετικός και επιεικής μαζί σου, να διαβάσει. Είναι δύσκολη η δουλειά αυτή, διότι, αν στις ιστορίες σου, άφησες τη φαντασία σου και την έμπνευσή σου να μιλήσουν –για την ακρίβεια να γράψουν– στο μέρος τούτο, που, αν και ιεραρχικά τοποθετείται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, εν τούτοις το γράφεις τελευταίο, πρέπει να είσαι περισσότερο συγκεκριμένος και απολύτως κατανοητός. Στις ιστορίες σου έχεις τη δυνατότητα, την οποία σου παρέχει η σεσημασμένη ποιητική άδεια, να είσαι σιβυλλικός, εσκεμμένα ασαφής, υπονοητικός, αινιγματικός και ίσως και αναβλητικός ως προς τη λύση και το τέλος της ιστορίας σου. Έχεις τη δυνατότητα, εν ολίγοις, να αφήνεις τον υπομονετικό αναγνώστη σου να πλάθει περαιτέρω την ιστορία σου στα όνειρά του ή να προβληματίζεται σχετικά με το… τι θέλει να πει εδώ ο ποιητής! Μέχρι ενός
σημείου διαθέτεις τούτη την ευχέρεια, αρκεί να μην καταντάς κουραστικός και να μην το κάνεις απλώς για να το κάνεις. Όμως, στην εισαγωγή σου, εφ’ όσον θέλεις να γράψεις μιαν εισαγωγή, δεν δικαιούσαι να γράφεις υπονοούμενα και ασάφειες. Πρέπει να αφήσεις στην άκρη για λίγο τη φαντασία σου, η οποία συνήθως λειτουργεί για σένα ως προστασία ή ως φυγή από την αδυσώπητη και σκληρή πραγματικότητα και να χρησιμοποιήσεις τη λογική. Τη λογική που επιτάσσει η σύνταξη ενός κειμένου, το οποίο θα παρουσιάζει επιγραμματικά αλλά με καθάριο και σαφή λόγο το παρόν ανάγνωσμα ή, για να είμαι ακριβέστερος, τα παρόντα αναγνώσματα. Δεν ξέρω, βέβαια, αν θα τα καταφέρω, αλλά οφείλω να προσπαθήσω για χάρη τόσο της Λογικής όσο και του υπομονετικού αναγνώστη. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί μια μικρή συλλογή από δέκα συνολικά κείμενα, τα οποία γράφτηκαν σε περίοδο δύο περίπου ετών. Τα εννέα από τα δέκα κείμενα είναι ιστορίες, αφηγήματα. Το ένα, που τιτλοφορείται «Λαβύρινθος», είναι η αποτύπωση στο χαρτί μιας δαιδαλώδους διαδρομής της σκέψης και της ψυχής. Δεν θα το χαρακτήριζα δοκίμιο. Τα εννέα αυτά διηγήματα, τα οποία ποικίλλουν σε μέγεθος και θεματολογία, θα επιθυμούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία του φανταστικού διηγήματος ή του μαγικού ρεαλισμού. Δεν ξέρω αν το επιτυγχάνουν. Πάντως, προσπάθησα ώστε η ατμόσφαιρα των ιστοριών να προκαλεί την αρμόζουσα εντύπωση στο πνεύμα και να αφήνει την ανάλογη γεύση στο στόμα του αναγνώστη, όχι για να εντυπωσιάσω, αλλά για να μεταφέρω τα συναισθήματα που ένιωθα εγώ καθώς τις έγραφα. Δεν γνωρίζω αν το πέτυχα. Σημείωσα ότι τα διηγήματα προσπαθούν να ενταχθούν στο φανταστικό ή στο μαγικό ρεαλισμό. Τούτο ίσως να είναι πολύ φιλόδοξο, αλλά έχοντας στο νου μου τις επιρροές που δέχθηκα προτού ξεκινήσω να τα γράφω, αλλά και καθώς τα έγραφα, θεωρώ ότι είναι ειλικρινές ως προς την πρόθεση. Πρώτα και 14
Γιαννησ μαργετησ
κύρια, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Αργεντίνος συγγραφέας και ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς στο χώρο του μαγικού ρεαλισμού, με ενέπνευσε να επιχειρήσω τη λογοτεχνική αυτή απόπειρα. Τα έργα του με ενέπνευσαν. Ακόμη κι αν δεν πλησίασα ούτε σε ορατή απόσταση το μαγικό ρεαλισμό, θα τον ευγνωμονώ για πάντα, διότι τα έργα του– μού αποκάλυψαν ένα κρυμμένο μα απίστευτα όμορφο λογοτεχνικό σύμπαν. Το αφήγημα «Το φάντασμα κι Εγώ» είναι αφιερωμένο σ’ εκείνον. Αυτός ήταν και είναι, λοιπόν, η βασική μου επιρροή. Ακολούθως, είναι καλό να αναφέρω ότι το ύφος και το στιλ του Πορτογάλου νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου, αλλά και οι λογοτεχνικές του ιδέες, δεν με άφησαν αδιάφορο. Κάθε άλλο. Όπου κι αν κοιτάξω, όποια γραμμή των ιστοριών μου κι αν διαβάσω, συναντώ τον Σαραμάγκου! Επίσης, δεν είναι συνετό να κρύψω ή, καλύτερα, δεν είναι ντροπή να πω, ότι μια–δυο από τις ιστορίες μου τις σκέφτηκα εντελώς κινηματογραφικά. Εννοώ ότι αφού συνέλαβα την πρώτη ιδέα, την κεντρική ιδέα, ακολούθως, καθώς έπλαθα τον μύθο, έβλεπα την ιστορία να εξελίσσεται ως ταινία του κινηματογράφου. Το λογοτεχνικό μέρος ήρθε λίγο αργότερα. Πρώτα ήρθαν οι εικόνες και η σκηνοθεσία, οι φανταστικοί ηθοποιοί, τα φανταστικά σκηνικά κι ύστερα οι λέξεις, οι προτάσεις και οι περιγραφές. Τέλος πάντων, δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, απλά ήθελα να τονίσω ότι σαφώς κάποιες στιγμές λειτουργούσα περισσότερο ως θεατής μιας μικρού μήκους ταινίας, παρά ως στιχοπλόκος μιας ιστορίας. Προφανώς, είναι πρόβλημα του καιρού μας η ανάγκη απεικόνισης των πάντων. Ζούμε στην εποχή της εικόνας βλέπετε! Το άλλο ζήτημα που με απασχόλησε κατά τη διάρκεια της συγγραφής των ιστοριών τούτων ήταν το ζήτημα του μεγέθους, της έκτασης. Εδώ επηρεάστηκα από τον Αμερικανό συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο οποίος στο δοκίμιό του «Η Φιλοσοφία της Σύνθεσης» γράφει ότι η έκταση ενός έργου πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να είναι εφικτή η μειάς ανάγνωσή του. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Ώστε, στο τέλος της
Σημείωμα του συγγραφέα
15
ανάγνωσης, ο αναγνώστης να αποκομίζει από το έργο ενιαία εντύπωση και όχι νοθευμένη, πράγμα που για τον Πόε συμβαίνει όταν η ανάγνωση δεν μπορεί να γίνει μεμιάς, αλλά διακόπτεται εξαιτίας του μεγάλου μήκους του έργου και νοθεύεται από ένα σωρό εξωτερικά ερεθίσματα, άσχετα λίγο έως πολύ με το έργο. Την ίδια θέση, του μικρού σε έκταση έργου, είχε υιοθετήσει και ο Μπόρχες και που την εξέφρασε με σαφήνεια στον πρόλογό του για το βιβλίο του «Μυθοπλασίες», όπου έγραφε: «Τι κοπιώδης και εκφυλιστική που ’ναι κι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία και ν’ αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα που η τέλεια προφορική έκθεσή της δε θα ’παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! Δεν είναι καλύτερο να φαντάζεσαι πως αυτά τα βιβλία υπάρχουν ήδη και να προσφέρεις μια περίληψή τους, ένα σχόλιο;». Ακολούθησα, λοιπόν, στο πρόβλημα τούτο, τη γραμμή αυτών των δύο γιγάντων της αμερικανικής λογοτεχνίας. Τουλάχιστον προσπάθησα. Το τελευταίο ζήτημα, το οποίο με απασχόλησε, ήταν εκείνο του τίτλου, του γενικού τίτλου αυτής της μικρής λογοτεχνικής απόπειρας. Αποφάσισα να δανειστώ τον τίτλο μιας εκ των ιστοριών που θα συναντήσει ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσής του. «Η Παράδοξη Περιπέτεια» πιθανόν δεν είναι το καλύτερο αφήγημα της συλλογής αυτής, αλλά το όνομά της εκφράζει σε πολύ μεγάλο βαθμό το τι υπήρξε για μένα η συλλογή αυτή κατά τη συγγραφή της, αλλά και το τι θα εξακολουθήσει να είναι. Μια παράξενη, παράδοξη περιπέτεια!
16
Γιαννησ μαργετησ
άγγιγμα
Η
όμορφη κοπέλα ήρθε και στάθηκε γυμνή ενώπιόν του. Ολόγυμνη! Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω. Το βλέμμα της ήταν διερευνητικό, σαν να έψαχνε κάτι. Εκείνος, αμίλητος και με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσε. Πλησίασε δυο βήματα. Τον κοίταξε ξανά διερευνητικά. Ήταν πανέμορφη! Αν του επιτρεπόταν, θα άπλωνε το χέρι να την αγγίξει. Εκείνη έστρεψε τα νώτα της σαν για να φύγει, αλλά αμέσως σταμάτησε, γύρισε το κεφάλι της και τον ξανακοίταξε, καθώς ήταν έτσι γυρισμένη, πάνω από τον ώμο της. Έπειτα, όντως απομακρύνθηκε από το βλέμμα του. Επέστρεψε φορώντας τούτη τη φορά αισθησιακά εσώρουχα. Τον κοίταξε από πάνω έως κάτω. Αμίλητος και με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε. Τα εσώρουχα τής προσέδιδαν περισσότερο αισθησιασμό, σκέφτηκε, εν αντιθέσει με την πρότερη γυμνότητα, αλλά δεν της το είπε. Αν του επιτρεπόταν, όμως, θα άπλωνε το χέρι να την αγγίξει. Πήρε στα χέρια της το καλσόν της. Το φορούσε μπροστά του, αργά και προσεκτικά. Τα δάχτυλα των χεριών της ξεκίνησαν από τους αστραγάλους και έφτασαν μέχρι τη λαγόνιο ακρολοφία για να ελέγξουν την αρτιότητα του καλσόν. Με διαπεραστικό βλέμμα τον ξανακοίταξε. Έψαχνε πάνω του κάτι. Τελικά, απομακρύνθηκε από το βλέμμα του. Ήρθε εκ νέου και στάθηκε μπροστά του. Κρατούσε στα χέρια της ένα φόρεμα. Άρχισε να το φοράει. Αμίλητος και με κομμέάγγιγμα
19
νη την ανάσα παρακολουθούσε. «Είναι τόσο στενό! Σαν άλλο δέρμα» σκέφτηκε, αλλά δεν της το είπε. Τόνιζε όλο το σώμα της. Δεν έκρυβε τις ατέλειές της και υπερτόνιζε τις ομορφιές της. Αν του επιτρεπόταν, θα άπλωνε το χέρι να την αγγίξει. Τον πλησίασε. Τον κοίταζε επίμονα. Πλησίασε κι άλλο. Συνέχιζε να τον κοιτάζει επίμονα. Τη στιγμή τούτη δεν θα χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσπάθεια για να την αγγίξει. Δεν θα χρειαζόταν καν να τεντώσει το χέρι του. Αλλά δεν του επιτρεπόταν! Έκανε μερικά πίσω βήματα, του χαμογέλασε και απομακρύνθηκε από κοντά του. Κρατούσε τώρα στα χέρια της δύο ζευγάρια γόβες. Του τα έδειξε και μετά τα κοίταξε και εκείνη. Τέντωσε το ένα χέρι και κατόπιν το άλλο προς το μέρος του σαν να τον ρωτούσε: «Αυτές ή αυτές;». «Σίγουρα αυτές εδώ ταιριάζουν καλύτερα», σκέφτηκε, αλλά δεν της το είπε. Διάλεξε μόνη της τις άλλες. Τις φόρεσε. «Είχε δίκιο, αυτές είναι καλύτερες» είπε στον εαυτό του, ενώ εκείνη με διάφορες κινήσεις των ποδιών τού τις έδειχνε. Ήρθε και πάλι πολύ κοντά του. Σαν να ήθελε να τον βασανίσει. Αλλά μήπως γνώριζε ότι δεν του επιτρεπόταν να απλώσει το χέρι για να την αγγίξει; Ίσως να τον πλησίαζε κάθε φορά αναμένοντας ένα του άγγιγμα. Αλλά δεν του επιτρεπόταν. Έφυγε και πάλι. Όταν γύρισε φορούσε ήδη ένα σακάκι. «Αρκετά συμπαθητικό» σκέφτηκε εκείνος, όμως δεν τόλμησε να της το πει. Τον κοίταξε διερευνητικά και με δύο τρία βήματα βρέθηκε πολύ κοντά του. Ήθελε να απλώσει το χέρι και να την αγγίξει, αλλά δεν του επιτρεπόταν. Άγγιζε με τα χέρια της το σακάκι, το τέντωνε το χάιδευε. Ήταν σαν να του έλεγε: «Είναι πολύ απαλό. Ας το ισιώσω εδώ». Ακολούθως απομακρύνθηκε από κοντά του. «Αυτό ή αυτό;» τον ρώτησε δείχνοντάς του τα δυο τσαντάκια που είχε στα χέρια της. Ένα στο καθένα. «Νομίζω, εκείνο που κάνει αντίθεση με το φόρεμά σου…» ήταν έτοιμος να πει, όταν εκείνη διάλεξε το άλλο. «Κρίμα, σκέφτηκε. Το άλλο θα σου ταίριαζε περισσότερο», αλλά δεν διατύπωσε την αντίρρησή του. Όπως ένα έργο ζωγραφικής, το οποίο σταδιακά ολοκληρώνεται, έτσι και εκείνη, ολοκληρωμένη τώρα, στεκόταν μπροστά 20
Γιαννησ μαργετησ
του. Την κοίταζε όσο καλύτερα μπορούσε. Με κάθε λεπτομέρεια. Κάθε σπιθαμή της. Κάθε ψεγάδι της, αλλά και κάθε ομορφιά της ήθελε να την καταγράψει στη μνήμη του. Τον πλησίασε όσο πιο κοντά γινόταν. Το πρόσωπό της σχεδόν άγγιξε το δικό του. Τον κοίταζε επίμονα. Ήταν έτοιμος να διανύσει τα λίγα χιλιοστά που χώριζαν τα πρόσωπά τους και να τη φιλήσει. Τότε εκείνη τραβήχτηκε! Του έριξε μια γρήγορη ματιά από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Του χαμογέλασε. Ύστερα, γύρισε να φύγει. Έσβησε το φως και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Τη στιγμή εκείνη ο καθρέφτης ευχόταν να μπορούσε να την αγγίξει.
άγγιγμα
21
Ξ
αφνικά, στέκομαι στο χείλος του πεζοδρομίου μιας πολυσύχναστης λεωφόρου. Δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στο συγκεκριμένο σημείο. Δεν υπάρχει κάποιος πρόλογος για την ιστορία τούτη. Απλά στέκομαι εκεί που στέκομαι. Νιώθω πως το σώμα μου έφτασε στον τόπο αυτό πριν αφιχθεί η συνείδησή μου. Υποθέτω ότι θέλω να διασχίσω κάθετα τη λεωφόρο, αλλά δεν στέκομαι καν σε διάβαση πεζών. Στρέφομαι προς τα εκεί όπου νόμιζα ότι ήταν η διάβαση και αρχίζω να περπατώ. Η πορεία μου δεν θα έπρεπε να διαρκέσει πολύ, αλλά κατά έναν παράξενο λόγο, η διάβαση, που νόμιζα ότι είχα δει, δεν υπήρχε.
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL : ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
22
Γιαννησ μαργετησ
ISBN 978–960–9499–53-8
στο γκρίζο του χρόνου