140 × 210 SPINE: 24 FLAPS: 80
ISBN 978-960-564-105-4 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Προσδοκώντας την ευτυχία
Σήκωσα το βλέμμα στον ουράνιο θόλο. Με κομμένη την ανάσα άκουγα τη σκέψη μου να συνθέτει τη μελωδία. Μου ’βαλες στο χέρι το κλειδί, και η ψυχή μου σε ακολούθησε προσδοκώντας την ευτυχία…
ΣΟΦΙΑ ΠΟΥΛΗ
Με το βήμα βαρύ και πονεμένο, κουβαλάω στις πλάτες μου τα βάσανα όλων των ετών. Ο δρόμος, πάντοτε ανηφορικός ήτανε για μένα. Από μικρό παιδί. Μα το κεφάλι κάτω δεν το έβαλα. Μέσα μου κράταγε καλά αναμμένη η ελπίδα. Στο τέλος της πορείας έπρεπε να βρισκόταν ο παράδεισος. Αλλιώς, τι νόημα θα είχε η ζωή; Έπαιρνα κουράγιο καθώς σωνόντουσαν τα βήματα, καθώς λιγόστευε ο χρόνος. Μέχρι που σε συνάντησα… και τα μάτια μου άρχισαν να τα βλέπουν όλα αλλιώτικα ένα γύρω. Ο ρυθμός μου ζωντάνεψε δίπλα σου, ενώ τρέχαμε ανάλαφρα στην κατηφοριά. «Κοίτα!» μου είπες μια φορά και μου ‘δειξες τα χρώματα του δειλινού. «Έτσι θα είναι το σπίτι μας…»
ΣΟΦΙΑ ΠΟΥΛΗ
Προσδοκώντας την ευτυχία ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Η Σοφία Πούλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Αποφοίτησε από το τμήμα Βιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1996 απέκτησε το μεταπτυχιακό τίτλο ειδίκευσης, πάνω στις σύγχρονες τάσεις στη διδακτική της Βιολογίας και τις νέες τεχνολογίες. Από το 1992 ασκεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού. Κατά το παρελθόν έχει ασχοληθεί με τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών και εξωσχολικών βοηθημάτων για τους μαθητές. Το παρόν βιβλίο αποτελεί την πρώτη της συγγραφική προσπάθεια στο χώρο του μυθιστορήματος για ενήλικες, ενώ βρίσκεται υπό έκδοση το δεύτερο μυθιστόρημά της «Κλεμμένη ζωή». Είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει δυο παιδιά.
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_prosdokontas tin eytixia.indd 1
12/4/2013 6:34:08 PM
ΤιΤλος Προσδοκώντας την ευτυχία ςυγγραφέας Σοφία Πούλη ςέιρα Ελληνική λογοτεχνία Διορθώςέις Βάνια Αλεξανδρή Μαρίνα Μαντέλη Copyright© 2013 Σοφία Πούλη ΠρώΤη έκΔοςη Αθήνα, Δεκέμβριος 2013 ISBN 978-960-564-105-4
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
H συγγραφέας φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την ορθογραφική και φιλολογική επιμέλεια των κειμένων.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗ:
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Στους τρεις άντρες της ζωής μου, που εκπλήρωσαν με την παρουσία τους τις δικές μου προσδοκίες ευτυχίας…
1
Ο
Απρίλιος γεμάτος χρώματα και μυρωδιές, είχε εγκατασταθεί στα ημερολόγια του κόσμου εδώ και λίγες μέρες. Ο καιρός όμως, ξεχασμένος στην αναποφασιστικότητα του Μάρτη, δυσκολευόταν ακόμα να προσαρμοστεί στις επιταγές της άνοιξης. Εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό, φλέρταρε με ένα ζωηρό βοριαδάκι, που εισέβαλε απότομα μέσα από τις ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες του παλιού αρχοντικού στην κάτω Κηφισιά. Ήταν Παρασκευή και η Γιολάντα, όπως κάθε μέρα της εβδομάδας, έκανε ευσυνείδητα το καθήκον της. Άνοιγε όλα τα παράθυρα του ισογείου, τίναζε τα βαριά βελούδινα μαξιλάρια των καναπέδων, ξεσκόνιζε τις λουστραρισμένες επιφάνειες των πανάκριβων επίπλων. Το σπίτι πέτρινο και ψηλοτάβανο, απλωνόταν σε δύο εκτεταμένα επίπεδα, που τα ένωνε μια παλιά χειροποίητη ξύλινη σκάλα. Κατασκευασμένο σύμφωνα με τα πρότυπα της αρχιτεκτονικής περασμένων δεκαετιών, ήταν ένα από τα λίγα πλέον στολίδια που είχαν απομείνει στο άλλοτε προάστιο της Αττικής, κάνοντας περήφανους τους ιδιοκτήτες του με την ύπαρξή του. Στο εσωτερικό του σπιτιού και συγκεκριμένα στο κυρίως σαλόνι, βρισκόταν η αγαπημένη γωνιά του κυρίου Τσιλιβή. Ήταν το επιβλητικό τζάκι, επενδεδυμένο ολοκληρωτικά με εξαιρετικής ποιότητας πεντελικό μάρμαρο. Παρατηρώντας το κανείς προσεκτικά, για ένα πράγμα μπορούσε να είναι σίγουρος. Για την εκπληκτική ικανότητα των τεχνιτών του προηγούμενου αιώνα να μεταφέρουν τη χάρη και τη ζωντάνια εικόνων από την X5
φύση, μέσα στον περιορισμένο χώρο μιας οικίας. Δύο λιοντάρια, καθισμένα στα πίσω τους πόδια δεξιά και αριστερά της εστίας με τα στόματα ανοιχτά, βρυχούνταν με ρώμη. Οι πτυχές της γούνας τους γύρω από το κεφάλι καθώς αγκάλιαζαν τον κορμό, απέδιδαν με ανατριχιαστική λεπτομέρεια την ομοιότητά τους με την πραγματικότητα. Το ίδιο και η έκφραση των ματιών. Απέπνεε ψυχρότητα, μα συνάμα πάθος. Πάθος φλογερό, που θαρρείς πύρωνε το μάρμαρο και του ’δινε πνοή ζωής. Σ’ αυτό το βλέμμα συνήθως, χανόταν ο κύριος Άρης, σαν αντανακλούσε η λάμψη από τον τρελό χορό της φωτιάς στο πρόσωπό του, κάποια αξημέρωτα βράδια... Οι περίτεχνες γύψινες κατασκευές στις ενώσεις των τοίχων με τα ταβάνια και οι ανάγλυφες ροζέτες γύρω από τους κρυστάλλινους πολυελαίους, υπερθεμάτιζαν την κλασική γοητεία του οικοδομήματος. Τα δάπεδα, αλλού καλυμμένα με δρύινα πατώματα και αλλού με μαρμάρινα ψηφιδωτά, παράβγαιναν στην αρχοντιά και την πολυτέλεια. Ο πεθερός του κυρίου Τσιλιβή, είχε διατελέσει αντιδήμαρχος για κάποια χρόνια και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να είχε αρκεστεί σε κάτι λιγότερο από το καλύτερο που θα μπορούσε να απολαμβάνει εκείνους τους καιρούς. Ολόγυρα του ισογείου κτίσματος υπήρχαν μεγάλες ξύλινες μπαλκονόπορτες με λευκά καΐτια. Σχεδόν όλες τους, οδηγούσαν στον πελώριο κήπο. Η ματιά της Γιολάντας, πάντα παγιδευόταν όταν κοιτούσε την ατέλειωτη πράσινη θέα του γκαζόν, που κάλυπτε όλη την έκταση του εξωτερικού χώρου, αφήνοντας ελεύθερη μόνο την επιφάνεια της πισίνας, ενώ συνεχιζόταν πολλά μέτρα ακόμα πιο πίσω, μέχρι τη συστοιχία με τους φοίνικες, που οριοθετούσαν το βόρειο μέρος του κτήματος. Η οικιακή βοηθός, ξεκινούσε την εργασία της πάντα από τον όροφο αυτό. Στη συνέχεια θα ανέβαινε στο επάνω πάτωμα, όπου την περίμεναν οι κρεβατοκάμαρες, το δωμάτιο 6X
της βιβλιοθήκης, οι ξενώνες… Κρατώντας το πούπουλο του ξεσκονίσματος στο χέρι και δουλεύοντας με μηχανικές κινήσεις, σιγοτραγουδούσε ανάλαφρες μουσικές επιτυχίες της εποχής, χαμένη στα δικά της. Δεκάξι χρόνια τώρα και ακόμα οι ίδιες σκέψεις την συντρόφευαν τις ώρες τις δουλειάς. Τι κι αν ήταν γλυκόπικρες… σπρώχναν το χρόνο να κυλά πιο γρήγορα. Δεκάξι ολόκληρα χρόνια βρισκόταν στην Ελλάδα. Θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαπέντε ετών όταν ήρθε και τώρα, σωστή γυναίκα! Από τους λασπωμένους χωματόδρομους στο χωριό της στην Αλβανία με τα ρημαγμένα σπίτια χωρίς τις βασικές υποδομές, βρέθηκε να πατάει πάνω σε παχιά χειροποίητα χαλιά και να θαυμάζει αυθεντικά έργα διάσημων ζωγράφων, που διακοσμούσαν τα πολυτελή σαλόνια. Πολλές φορές, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς απεικόνιζαν οι πίνακες αυτοί, μα σχεδόν πάντα, ένιωθε όμορφα να τους κοιτάζει. Τίποτα από όλα αυτά δεν της ανήκε, φυσικά. Μα αν δεν λάμβανε κανείς υπόψη του το δεδομένο αυτό, η μέχρι εδώ πορεία της ζωής της, αποτελούσε σαφέστατα εικόνα προόδου. Ήταν κάτι για το οποίο παινευόταν και οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην εργατικότητά της. Δούλευε από πάντα ασταμάτητα, χωρίς ωράριο, χωρίς απαιτήσεις στον ξένο τόπο που τις περισσότερες φορές ορθωνόταν μπροστά της αφιλόξενος και σκληρός και λιγοστές γινόταν πατρική αγκαλιά για να την περιθάλψει. Κι όμως. Όσο κι αν έστρωσε η ζωή της και βελτιώθηκε σε σχέση με τους συμπατριώτες της που μείναν πίσω, ο πόνος από το κόψιμο του ομφάλιου λώρου δεν έγιανε ποτέ. Άτιμο πράγμα ο ξεριζωμός! Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα πως κατά βάθος δεν είχε πατρίδα. Ξεκινούσε με τόση λαχτάρα να επισκεφτεί τη γενέθλια γη, μα από την πρώτη στιγμή που περνούσε τα σύνορα, όλα της φώναζαν πως δεν άνηκε εκεί πέρα. Δεν ήταν πλέον μια από αυτούς. Και ποια ήταν; Τα χρόνια που έλειπε από κεινα τα μέρη, ήταν μάλλον X7
αρκετά για να τη μεταμορφώσουν σε μια ξένη. Οι δικοί της άνθρωποι την κοιτούσαν με φθόνο, γιατί ερχόταν από πλουσιότερη χώρα. Θεωρούσαν πως είχε τακτοποιηθεί οικονομικά και δεν άντεχαν τη σύγκριση. Μα ακόμα και οι άγνωστοι, μόλις έβλεπαν τις ελληνικές πινακίδες του αυτοκινήτου τους, κοιτούσαν πώς θα αισχροκερδίσουν πουλώντας τους τα πάντα σε ακριβότερες τιμές απ’ ότι στους ντόπιους. Όχι, αυτό δεν μπορούσε να το παραδεί... Και ερχόταν και πάλι η ώρα της επιστροφής. Πίσω λοιπόν ξανά στη νέα πατρίδα. Στη σωτήρια γη. Και εδώ όμως, δεν την αποδέχονταν. Δεν την θέλαν. Τό ’βλεπε στα υποτιμητικά μάτια που την κοιτούσαν. Στον άξεστο τρόπο που της φέρονταν. Την αποκαλούσαν “Αλβανίδα” με ύφος γεμάτο περιφρόνηση. Πολλές φορές είχε λυγίσει. Ήθελε να το βάλει στα πόδια, να εξαφανιστεί, ενώ το μυαλό της πάλευε αδιάκοπα. Μήπως τελικά δεν είχε διαλέξει το σωστό δρόμο; Τι να το έκανε το καλύτερο επίπεδο ζωής αν δεν είχε ταυτότητα, αν δεν ήξερε ποια ήταν… Μα από την άλλη και ο άντρας της είχε δίκιο: «Να σκέφτεσαι μόνο το παιδί. Για κείνο θα τα υπομένουμε όλα!» Το παιδί… Μα βέβαια, όλα γίνονταν για κείνο. Αυτό της έδινε τη δύναμη να ανέχεται τον εξευτελισμό που εισέπραττε καθημερινά απ’ όλους γύρω της. Το παιδί… Η εικόνα από το γλυκό του χαμόγελο, της γαλήνεψε το μυαλό. Ευτυχώς που ’ταν καλός ο Τζουλιάνος της! Σεβαστικό αγόρι και μετρημένο. Όλη μέρα διάβαζε. «Πρώτος μαθητής και σοβαρός» της έλεγαν στο γυμνάσιο οι δάσκαλοι. Είναι αλήθεια πως της έδινε πολλές χαρές με το ήθος και τις επιδόσεις του, και το κουράγιο να συνεχίζει να μοχθεί… Μόνο, να! Ετούτο το περιστατικό δεν μπορούσε να του το συγχωρέσει! Τον ρώτησε μια φορά ένας καθηγητής, αν είναι από την Αλβανία και εκείνος ταράχτηκε και βιάστηκε να του απαντήσει: «Όχι εγώ κύριε, οι γονείς μου είναι!» Αυτή την κουβέντα είπε ο Τζουλιάνος της μπροστά 8X
σε όλη την τάξη. Της το πρόφτασε ο Ίαν, ο κολλητός του, που το ’πε στη δική του μάνα και εκείνη με τη σειρά της, της το μετέφερε. Και από την πρώτη στιγμή που το άκουσε, της έκαψε τα αυτιά και κάθε φορά που το ξαναθυμάται στάζει η ψυχή της ζεστό αίμα. «Σκληρό πράγμα η ξενιτιά!» σκεφτόταν ξανά και ξανά και ολοένα μελαγχολούσε. Γρήγορα, όμως, αναγκαζόταν να συνέρθει, γιατί η εύχαρή της παρουσία σε κείνο το σπίτι, αποτελούσε μέρος των καθηκόντων της. Γι’ αυτό έκλεινε αμέσως το κουτάκι με τις θύμησες, συμβουλεύοντας το μαραζωμένο της εαυτό: «Μην κοιτάς πίσω. Δεν ωφελεί. Άφησες τα πόδια εκεί και τέντωσες τα χέρια στην Ελλάδα για να γίνει το κορμί σου γέφυρα και να πατήσει το παιδί. Μην αναρωτιέσαι πού ανήκεις. Το παιδί σου γεννήθηκε εδώ, ανήκει εδώ. Τα αλβανικά με δυσκολία τα καταλαβαίνει και καθόλου δεν τα μιλά. Αυτή είναι η χώρα του. Ανήκετε εδώ…» και άρχιζε τότε σιγά σιγά να χαλαρώνει ακολουθώντας τη φαντασία της σ’ ένα αγαπημένο της παιχνίδι για να αλλάξει μονομιάς τη διάθεσή της και να ξεχαστεί. Η ονειροπόληση, είχε μόλις αρχίσει! Κάθε αντικείμενο, χρώμα, ή μυρωδιά που της κέντριζε την προσοχή, γινόταν ο πυρήνας του δικού της παραμυθιού. Έπλεκε γύρω του ανέμελες ιστορίες, στις οποίες πάντα πρωταγωνιστούσε η ίδια. Και έτσι, ξέφευγε από την πραγματικότητα και τις θλιμμένες σκέψεις. Για όση ώρα κρατούσε αυτό, αισθανόταν ευτυχισμένη. Το μυαλό της δραπέτευε μακριά, έξω από το δικό της σώμα και τρύπωνε μυστικά σε κάποιο άλλο ζηλευτό κορμί. Βίωνε έτσι μέσα από εκεί, μοναδικές υπέροχες εμπειρίες, που εκείνη ποτέ δεν έζησε και που προφανώς ποτέ δε θα ζούσε. Κι αυτή την απόλαυση την βίωνε με την φαντασία της τόσο έντονα και τόσο δυνατά, που ήταν απολύτως πεπεισμένη, πως δεν απείχε καθόλου από το αυθεντικό συναίσθημα του ανθρώπου που υποδυόταν. Για εκείνη ειδικά την Παρασκευή, η δημιουργικότητά της είχε διαλέξει να την χρήσει οικοδέσποινα του σπιτιού. X9
140 × 210 SPINE: 24 FLAPS: 80
ISBN 978-960-564-105-4 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Προσδοκώντας την ευτυχία
Σήκωσα το βλέμμα στον ουράνιο θόλο. Με κομμένη την ανάσα άκουγα τη σκέψη μου να συνθέτει τη μελωδία. Μου ’βαλες στο χέρι το κλειδί, και η ψυχή μου σε ακολούθησε προσδοκώντας την ευτυχία…
ΣΟΦΙΑ ΠΟΥΛΗ
Με το βήμα βαρύ και πονεμένο, κουβαλάω στις πλάτες μου τα βάσανα όλων των ετών. Ο δρόμος, πάντοτε ανηφορικός ήτανε για μένα. Από μικρό παιδί. Μα το κεφάλι κάτω δεν το έβαλα. Μέσα μου κράταγε καλά αναμμένη η ελπίδα. Στο τέλος της πορείας έπρεπε να βρισκόταν ο παράδεισος. Αλλιώς, τι νόημα θα είχε η ζωή; Έπαιρνα κουράγιο καθώς σωνόντουσαν τα βήματα, καθώς λιγόστευε ο χρόνος. Μέχρι που σε συνάντησα… και τα μάτια μου άρχισαν να τα βλέπουν όλα αλλιώτικα ένα γύρω. Ο ρυθμός μου ζωντάνεψε δίπλα σου, ενώ τρέχαμε ανάλαφρα στην κατηφοριά. «Κοίτα!» μου είπες μια φορά και μου ‘δειξες τα χρώματα του δειλινού. «Έτσι θα είναι το σπίτι μας…»
ΣΟΦΙΑ ΠΟΥΛΗ
Προσδοκώντας την ευτυχία ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Η Σοφία Πούλη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Αποφοίτησε από το τμήμα Βιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1996 απέκτησε το μεταπτυχιακό τίτλο ειδίκευσης, πάνω στις σύγχρονες τάσεις στη διδακτική της Βιολογίας και τις νέες τεχνολογίες. Από το 1992 ασκεί το λειτούργημα του εκπαιδευτικού. Κατά το παρελθόν έχει ασχοληθεί με τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών και εξωσχολικών βοηθημάτων για τους μαθητές. Το παρόν βιβλίο αποτελεί την πρώτη της συγγραφική προσπάθεια στο χώρο του μυθιστορήματος για ενήλικες, ενώ βρίσκεται υπό έκδοση το δεύτερο μυθιστόρημά της «Κλεμμένη ζωή». Είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει δυο παιδιά.
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς 0_cover_prosdokontas tin eytixia.indd 1
12/4/2013 6:34:08 PM