ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ
Μια σειρά από φανταστικές και πραγματικές ιστορίες σε έναν ωραίο λογοτεχνικό μπουφέ, είναι τα «μεζεδάκια» αυτού του βιβλίου που δοσμένες άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με σοβαρότητα, προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις πνευματικές ορέξεις σας, ταξιδεύοντας στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Καλή όρεξη…
Ένας λ ογοτεχ νικός μπουφ ές... για όλες τις ορέ ξεις ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
978-960-98931-4-5
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
O Δημήτρης Σταδάς γεννήθηκε στην Αθήνα το Μάιο του ‘78 και από τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με το θέατρο. Το 1994 λαμβάνοντας μέρος στην ερασιτεχνική θεατρική παράσταση «Ματωμένος γάμος», του Λόρκα, είχε την έμπνευση να γράψει το θεατρικό έργο «Το φάντασμα». Ήταν η πρώτη του συγγραφική απόπειρα. Το 2003, εμπλούτισε «Το φάντασμα» με καινούριες σκηνές, έργο για το οποίο βραβεύτηκε με έπαινο στο 22ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό, από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμό του. Από τότε δεν έχει σταματήσει να γράφει θεατρικά, διηγήματα και μυθιστορήματα. «Τα μεζεδάκια» είναι το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Σταδά που εκδίδεται.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ
ΤΑ ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ Ένας λογοτεχνικός μπουφές... για όλες τις ορέξεις
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος: Τα Μεζεδάκια Συγγραφεασ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ Copyright© 2009 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Οκτώβριος 2009 ISBN 978-960-98931-4-5
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσία (Ν.2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΤΟ ΝΤΟΥΕΝΤΕ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Όλοι οι συγγραφείς κάποια στιγμή έχουνε μια έμπνευση, μια αναλαμπή. Έρχεται στο μυαλό μας κάτι, μια λεπτομέρεια, μια φράση και το προσθέτουμε στο έργο μας. Ίσως αυτή η έμπνευση γίνει και η αφορμή για ένα καινούριο έργο… Όμως πέρα από την φράση, την λεπτομέρεια που θα προσθέσουμε, τα υπόλοιπα τα γράφουμε με σκέψη, βάζουμε το μυαλό μας κάτω για να εφαρμόσουμε την ιδέα που είχαμε, να γράψουμε την συνέχεια, το μολύβι σταματάει, περιμένει την σκέψη να υπαγορεύσει την επόμενη λέξη … Αλλά είναι και κάποιες φορές που δεν υπάρχει μόνο η έμπνευση είναι και κάτι άλλο. Είναι η στιγμή που νιώθεις μια έκσταση, ένα μεθύσι και το μολύβι δεν περιμένει πια τη σκέψη αλλά αρχίζει και τρέχει· γράφει τη μία λέξη μετά την άλλη χωρίς σταματημό, χωρίς να καταλάβει ποια δύναμη το οδηγεί και υπαγορεύει τις λέξεις, χωρίς να προλάβει ο συγγραφέας να σκεφτεί τι γράφει και να φιλτράρει το μυαλό αυτό το νέο κείμενο που δημιουργείται και άθελά του, ίσως να το λογοκρίνει. Το μολύβι κινείται με μεγάλη ταχύτητα και δεν περιμένει, βγάζοντας μια αγνή δημιουργία δίχως το φιλτράρισμα που θα έκανε συνήθως ο συγγραφέας, γιατί έχει γραφτεί με ντουέντε. Είναι το ίδιο ντουέντε που περιγράφει και Φερντινάντο Γκαρσία Λόρκα, η ίδια έκσταση, πού μόνο την ώρα της κορύφωσης της ερωτικής πράξης μπορεί κάποιος να νιώσει…
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
Δεν είναι η μούσα, όπως λέει και ο Λόρκα. Είναι κάτι άλλο. Είναι μια πανάρχαια δύναμη που μοιάζει να βγαίνει από τα έγκατα της γης, σαν τη λάβα ενός ηφαιστείου, με την ίδια ορμή και ένταση. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που δε θα ήθελε να νιώσει μέσα του αυτόν τον αναβρασμό, την αίσθηση ότι το ζεστό αίμα κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες του…ίσως του κόβεται η αναπνοή και η καρδία του χτυπάει τρελά και δημιουργεί… Αυτό είναι το ντουέντε…Μια αγνή δημιουργία που ούτε ο δημιουργός της ξέρει από πού ξεπετάχτηκε και που μετά το ντουέντε, θα αρχίσει να απορεί και ο ίδιος με τον εαυτό του όταν καταλάβει τι γέννησε η ψυχή του…. Αυτό το ντουέντε χτυπά απροειδοποίητα και δυστυχώς δεν χτυπάει πάντα. Ο καλλιτέχνης που θα έχει ντουέντε κάποια στιγμή, μπορεί ποτέ ξανά στην ζωή του να μην νιώσει το ίδιο συναίσθημα. Γι’ αυτό όταν έρθει και φύγει, δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε θα επαναληφθεί αλλά θα πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι ως καλλιτέχνες που νιώσαμε και εμείς το ντουέντε….
4
Ο
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤ
… Σ Ε Δ Ε Ζ Ε Μ Ι Ο
1 Δεκάρα την έβαλα δεκάρα …την πήρα [1966]
Ε
κείνη την εποχή, την έχω ακουστά, σαν την εποχή του «μουντζούρη». Ο «μουντζούρης», για όσους αυτό, είναι κάτι άγνωστο, ήταν η ονομασία της αμαξο-
στοιχίας του τρένου της εποχής, που αν είχες την ατυχία, να διασταυρωθείς μαζί του σε κάποια γέφυρα, τότε ως δια μαγείας, θα γινόσουν «αράπης», από τον καπνό που ξεφούρνιζε το φουγάρο του. Σε αυτή την εποχή, σε μια γειτονία κοντά στης γραμμές του τρένου, η παλιοπαρέα μας, έπαιζε ένα γνωστό ριψοκίνδυνο παιχνίδι: βάζαμε την δεκάρα, το νόμισμα της εποχής, πάνω στης γραμμές του τρένου και περιμέναμε τον «μουντζούρη» να περάσει και να την λιώσει, με αποτέλεσμα να μείνει από αυτήν, μόνο ένα κομμάτι λιωμένο μέταλλο. Αυτό το θέαμα έτυχε να το παρακολουθήσει ο μικρός της παρέας, και του έκανε μεγάλη εντύπωση. — Γιατί το κάνετε αυτό; ρώτησε ο μικρός. — Γιατί αν βάλουμε την δεκάρα στις γραμμές του τρένου, μόλις περάσει ο μουντζούρης θα την κόψει στα δυο και … θα έχουμε δυο δεκάρες! Απάντησε ο πονηρός της παρέας και συμπλήρωσε: Αν βάλουμε μια δεκάρα θα το δεις ότι έχω δίκιο … Τότε μας έκλεισε το μάτι και συνέχισε: — Δώσε μου μια δεκάρα! 7
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
Ο μικρός έδωσε την δεκάρα του ανυποψίαστος, στον φίλο μας κι αυτός με μια αστραπιαία κίνηση, έκανε ένα σάλτο στις γραμμές του τρένου και άφησε την δεκάρα πάνω στις ράγες. Μετά από αυτό, όλοι μας περιμέναμε τον μουντζούρη γεμάτοι αγωνία και περιέργεια. Τι είχε σκαρφιστεί ο πονηρός μας φίλος; Η περισσότερη αγωνία από όλους καθρεφτιζόταν στα μάτια του μικρού, που σε εκείνα τα λεπτά της αναμονής, έμοιαζε σαν να του είχε κοπεί η αναπνοή. Σε λίγο όλοι κατάπιαμε το σάλιο μας, μόλις είδαμε τα πρώτα ίχνη καπνού στον ουρανό. Ήταν ο μουντζούρης! Η αμαξοστοιχία ερχόταν περήφανη από μακριά, μαυρίζοντας τον περίγυρο. Όλοι κοιτούσαμε τον «μουντζούρη» με δέος και με κάποιον κρυφό θαυμασμό, να μας πλησίαζε σιγά—σιγά. Σε λίγο πέρασε καμαρωτά από μπροστά μας, δίνοντάς μας τάχα την εντύπωση, ότι αδιαφορεί για την παρουσία μας. Λίγο αργότερα το τελευταίο βαγόνι του τρένου, εξαφανιζόταν στον ορίζοντα. Τότε ο φίλος μας έκανε ένα ακόμα σάλτο στις ράγες και αδιαφορώντας για το λιωμένο μέταλλο που πετάχτηκε μακριά, έβγαλε κρυφά από την τσέπη του, δυο γυαλιστερές δεκάρες, και άρχισε να φωνάζει στον μικρό. — Πέτυχε ! Κάτσε να σου δείξω … Σε λίγο το πρόσωπο του μικρού, φωτίστηκε με ένα χαμόγελο όταν είδε ότι κρατούσε στα χέρια του όχι μια, αλλά δύο δεκάρες! Ήταν γι’ αυτόν κάτι σα θαύμα … Η ιστορία θα τελείωνε εδώ, αν η παλιοπαρέα δεν μετάτρεπε αυτήν τη φάρσα σε συνήθεια. Κι αυτό, γιατί από τότε, ο μικρός έδινε δεκάρες σε όποιον
8
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
από εμάς έβρισκε, για να τον βοηθήσει στον πολυπόθητο πολλαπλασιασμό· έναν πολλαπλασιασμό που για εμάς δεν ήταν πάντα τόσο ευχάριστος, αλλά αντίθετα είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός. Έτσι ο μικρός μπόμπιρας κατέληγε θυμωμένος γιατί δεν έβρισκε κάποιον να πάρει την δεκάρα του και να την τοποθετήσει ευλαβικά πάνω στις γραμμές του τρένου. Αυτό που συνέβη λίγες μέρες αργότερα, θα έπρεπε να το είχαμε προβλέψει και να είχαμε καταλάβει ότι μια μέρα ο μικρός, θα μάζευε όλο του το θάρρος και θα τολμούσε... να βάλει μόνος του την δεκάρα στις ράγες … Λίγα λεπτά μετά το πέρασμα του τρομερού «μουντζούρη», είδαμε τον μικρό μπόμπιρα να πηγαίνει κλαίγοντας προς την μητέρα του, φωνάζοντας: — Δεκάρα την έβαλα δεκάρα την πήρα! Λίγο αργότερα, όταν δώσαμε γελώντας τις απαραίτητες εξηγήσεις στην μητέρα του, παραδεχτήκαμε ότι δεν θα έπρεπε να κοροϊδέψουμε έτσι τον μικρό, γιατί θα μπορούσε να είχε πάθει κάτι κακό. Όμως τότε πως θα διαβάζατε αυτήν την χαριτωμένη ιστορία;
9
2 …λίγο κομμάτι βούτυρο (1959)
Α
υτήν την εποχή η Ελλάδα, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Οι μνήμες της κατοχής ήταν νωπές. Η πείνα δεν είχε ακόμα νικηθεί στους φτωχικούς
δρόμους της Αθήνας. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυστυχισμένα σοκάκια, αν προσέξεις καλά, θα ξεχωρίσεις δυο αδύναμα πόδια να προσπαθούν να τα διασχίσουν. Είναι ένας άντρας, πολύ μεσόκοπος για την ηλικία του, που γύριζε στους δρόμους ψάχνοντας να βρει καμιά δουλειά για να ζήσει τα παιδιά του. Τα βήματα του είναι αργά, αλλά υπομονετικά. Ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαια περήφανος, γιατί τα πόδια του δεν λύγιζαν στο βάρος που κρατούσε. Η θέληση του, έκανε την ανάγκη για επιβίωση πιο ελαφριά. Στα μάτια του διέκρινες μια περίεργη δύναμη. Ήταν δυο περίεργα μάτια που σού ‘διναν κουράγιο και σε έκαναν να τα θαυμάζεις. Αυτά τα μάτια ήταν που έλαμψαν από χαρά, όταν χάιδεψαν ένα πολύ μικρό τενεκεδάκι στην άκρη του δρόμου. Τα δυο αδύναμα πόδια λύγισαν και το μάζεψαν. Τα λαμπερά μάτια του άρχισαν να το εξετάζουν προσεχτικά. Δεν ήταν άδειο, είχε κάτι λασπώδες στον πάτο... Η άσπρη ουσία που ήταν κολλημένη στα τοιχώματα του φαίνονταν γνωστή. — Βούτυρο…. Πρέπει να είναι βούτυρο! 10
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
Στα μάτια του διέκρινες τώρα μια σιγουριά. Ναι ήταν βούτυρο. Δεν ήταν πολύ, όμως τα παιδιά θα χαίρονταν. Με μια γρήγορη κίνηση σκέπασε με λίγο χαρτί το τενεκεδάκι και κρατώντας το σφιχτά, ξεκίνησε με γρήγορα βήματα για το σπίτι. Σε λίγο ήταν έξω από την πόρτα του. Η οικογένειά του τον καλωσόρισε κι αυτός ανήγγειλε ότι τους έχει μια έκπληξη. Ξετύλιξε το τενεκεδάκι και δοκίμασε με το δάχτυλό του το «βούτυρο». Μα... έφτυσε απότομα στο πάτωμα. — Παρκετίνη ! Το βούτυρο δεν ήταν τίποτα άλλο από λευκή παρκετίνη. Τα μάτια του σκοτείνιασαν ξαφνικά. —Τι έχεις, μπαμπά; φώναξε ένα από τα παιδιά. —Τίποτα, δεν είναι τίποτα. Απάντησε και τους χαμογέλασε ξαναβρίσκοντας την λάμψη στα μάτια του.
11
3 Τα λεφτά δεν φυτρώνουν στις γλάστρες
Μ
ια φορά και έναν καιρό ήταν μια οικογένεια που ζούσε κάπου στην Αττική. Ο πατέρας της οικογένειας, συνήθιζε να φωνάζει στην γυναίκα του για-
τί ξόδευε πολλά χρήματα. — Πως τα ξοδεύεις τόσο γρήγορα τα χρήματα, φτερά έχουν; Τότε η σύζυγος εξηγούσε ότι πήρε ψωμί, φαγητό, ότι οι τιμές έχουν ανέβει, ότι ούτε και αυτή δεν ξέρει πως τα βόλεψε. — Μα επιτέλους, νομίζεις ότι είμαι τράπεζα, ή μήπως νομίζεις ότι φυτεύω τις δραχμές στις γλάστρες και φυτρώνουνε λεφτά; Αυτή η… «συζήτηση» γινόταν κάθε μέρα και το μικρό παιδί τους, που καθόταν κάπου απόμερα κόντευε να μάθει τους διάλογους τους απέξω, γιατί και την επόμενη, η ιστορία θα ξανάρχιζε από την αρχή. Από μια μέρα και μετά, συνέβη κάτι περίεργο. Τα χρήματα άρχισαν να χάνονται μυστηριωδώς. — Γυναίκα που είναι τα χρήματα που άφησα στο τραπέζι; Τα είχα φυλάξει για να πάρω εφημερίδες… — Δεν ξέρω … —Μα αφού εδώ τα είχα αφήσει! — Τι να σου πω … μήπως έπεσαν κάτω από το τραπέζι; Κι άρχιζαν όλοι να ψάχνουν κάτω από το τραπέζι, μαζί και ο μικρός, χωρίς κανένα αποτέλεσμα…
12
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Πολύ περίεργα πράγματα συμβαίνουν εδώ μέσα, έλεγε ο πατέρας, και συνέχιζε... Μα από που νομίζετε ότι βγαίνουν τα λεφτά και τα εξαφανίζετε; από τις γλάστρες; Πραγματικά στο μπαλκόνι του διαμερίσματός τους, υπήρχαν ένα σωρό γλάστρες, όμως σας διαβεβαιώνω ότι η γλάστρα με το λουλούδι που βγάζει χρήματα δεν ήταν ανάμεσα τους. Όμως ας γυρίσουμε στο μυστήριο με τα χρήματα που χάνονταν χωρίς κανένα ίχνος… Γιατί ο μικρός χαμογελούσε περίεργα μετά από κάθε εξαφάνιση; Ξαφνικά οι υποψίες στράφηκαν σ’ αυτόν. Μήπως… μήπως τα κατάπινε; φυσικά και όχι. Αυτό είναι κάτι που κάνουν μόνο τα πολύ μικρά παιδιά και αυτή ήταν μια ιδέα που έφυγε γρήγορα από το μυαλό τους. Εξάλλου όλοι ξέρουμε, ότι τα χρήματα δεν είναι τόσο ωραία λιχουδιά, όσο φαίνεται ότι είναι στην αρχή. Τώρα θα με ρωτήσετε, τι στο καλό συνέβαινε … την απάντηση την βρήκε η μητέρα εντελώς τυχαία, όταν παρατήρησε το πονηρό χαμόγελο του μικρού καθώς πότιζε της γλάστρες. Σε μια από αυτές πρόσεξε ότι υπήρχε ένα δεκάδραχμο. Αποφάσισε να του στήσει παγίδα. Έβαλε για δόλωμα λίγα χρήματα στο τραπέζι κι η αλήθεια αποκαλύφθηκε: ο μικρός πήρε τα χρήματα και … τα φύτεψε στις γλάστρες! Η μητέρα του τον τσάκωσε κι εξήγησε τη λύση του μυστήριου στον άντρα της. Εκείνος με την σειρά του εξήγησε την πικρή αλήθεια στον μικρό. Ο μπόμπιρας από τότε δεν επανέλαβε το λάθος του ποτέ, γιατί τώρα το ήξερε καλά και σας το λέω και εσάς για να το ξέρετε: Τα λεφτά δεν φυτρώνουν στις γλάστρες !
13
4 Οι δυο ρακοσυλλέκτες (199; )
Ε
δώ και 50 χρόνια ήταν ρακοσυλλέκτες, εκείνο το συμπαθητικό ζευγαράκι γερόντων. Είχαν ζήσει μαζί πολλά βασανιστικά καλοκαίρια, όταν έψαχναν σαν
τα σκυλιά, στα σκουπίδια για λίγο φαΐ με τον ήλιο να στέκονται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια τους. Είχαν ζήσει και πολλούς χειμώνες, κυνηγημένοι από το κρύο και τους ανθρώπους, χωρίς να έχουν δεύτερο ρούχο. Η μόνη περιούσια τους, ήταν η μικρή κάμαρη ενός ερειπωμένου σπιτιού. Είχαν όμως ο ένας τον άλλον, ένα χέρι να σε κρατά στο παραπάτημα. 50 χρόνια αυτά τα χέρια κρατούσαν το ένα το άλλο. Πώς να τ’ αφήσει τώρα; Η γριά κοίταξε γλυκά τον όμορφο άντρα της. Τα μάτια του είχαν μια περίεργη ζωντάνια. Τον έβλεπε, έκλαιγε και χαμογελούσε. Παρόλο που ήταν τα ρούχα του ξεφτισμένα, παρόλο που το δέρμα του είχε ξεφλουδίσει, για εκείνη ήταν το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου. Χάιδεψε το μαραζωμένο δέρμα του και τον φίλησε. — Σε αγαπώ! Είπε αδύναμα, και του κράτησε το χέρι πιο σφιχτά. Τον άφησε για λίγο μόνο, για να του βάλει ένα ρούχο καλύτερο και να τον στολίσει. 14
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
Σε λίγο ήρθε η ώρα του φαγητού, όμως δεν έφαγε κανείς. Δεν του άφησε τα χέρια ούτε για να πιει αυτή, λίγο νερό. Δεν θα τρώγανε ούτε το βράδυ. Μόνο θα κράταγε τα χέρια του σφιχτά. Τα λεπτά περνούσαν γρήγορα, χωρίς να περιμένουν κανένα, ύστερα οι ώρες, και ύστερα… δεν είχε σημασία το ύστερα. Μόνο ότι του κρατούσε τα χέρια σφιχτά... αυτό είχε σημασία. Ήταν μόνο μια είδηση, στα ψηλά γράμματα. Ο ρεπόρτερ την παρουσίασε στο βραδινό δελτίο κι εμείς την ακούσαμε: Δυο ρακοσυλλέκτες βρέθηκαν νεκροί, χέρι-χέρι στην κάμαρα του σπιτιού τους. Φαίνεται πως πέθανε ο άνθρωπός της και η γυναίκα, δεν άντεξε την μοναξιά και έμεινε δίπλα του πεθαίνοντας από ασιτία. Ο θάνατος τους λυπήθηκε και τους ένωσε. Και τώρα μια πιο ευχάριστη είδηση… (….)
15
5 Τα όρια της φαντασίας .
(...) Ήταν πραγματικά κάτι εκπληκτικό, δεν πίστευε στα μάτια του. Πως είναι δυνατόν να έχει ένα τέτοιο θέαμα απέναντι του; Προσπάθησε να ηρεμήσει και να προφέρει μια λέξη, αλλά δεν τα κατάφερε. Το σοκ που έπαθε όταν άνοιξε την πόρτα και τον είδε, ήταν μεγάλο. Μήπως «αυτός» ήταν μόνο ένα πλάσμα γεννημένο από την φαντασία του; Σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει κάτι, μα πριν να αποφασίσει τι, «αυτός» πρόλαβε και του αποκρίθηκε. — Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Ήθελα μόνο να δω τον πατέρα μου. Είχε αρχίσει τώρα, να παρατηρεί τις λεπτομέρειες. Ναι, εκτός απ’ το μουστάκι που είχε «αυτός» στο πρόσωπό του, όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά, ακόμα και η ελιά στην άκρη των χειλιών του, όλα ήταν όμοια με... Τότε θυμήθηκε ότι «αυτός» μόλις του είχε πει κάτι. — Με συγχωρείς, τι είπες;... Ποιον ζητάς; θέλω να πω,... Ψάχνεις τον πατέρα σου; Κοντοστάθηκε και τον παρατήρησε. Σκέφτηκε λίγο και αμέσως συμπλήρωσε: — Μήπως..., μήπως είμαστε αδέρφια; Ναι, αδέρφια πρέπει να ήταν. Δεν έβρισκε άλλη λογική εξήγηση. — Αδέρφια;... Ναι θα μπορούσες να πεις ότι είμαστε 16
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
αδέρφια. Αν και νομίζω ότι πιο σωστό είναι να σε φωνάζω πατέρα... Τώρα είχε μπερδευτεί πολύ περισσότερο. — Ώστε δεν ξέρεις;... Το περίμενα. Άφησέ με να περάσω, και θα στα εξηγήσω όλα. Παρόλο που του φαίνονταν περίεργα όλα αυτά, άνοιξε τη μισάνοιχτη πόρτα ολότελα και προχώρησαν και οι δυο τους στο σαλόνι για να καθίσουν. Μέσα στα λίγα λεπτά που είχαν περάσει, του είχε προσφέρει κιόλας το πρώτο ποτό και είχε καθίσει να συζητήσει μαζί του. Τώρα που ήταν ήρεμος, σκεφτόταν ότι δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό του να τρομάξει τόσο πολύ από έναν... Σωσία! Ρούφηξε δυο γουλιές από το ποτήρι που κρατούσε και αμέσως έπεσε το βλέμμα του στον ξένο. Ποιος ήταν αυτός ο «σωσίας», που φαινόταν να έχει την ίδια ηλικία με αυτόν; τότε «αυτός», σαν να διάβασε την σκέψη του, άρχισε να διηγείται. — Όταν γεννήθηκες, o γιατρός που σε παρακολουθούσε, σου αφαίρεσε ένα κομμάτι από τα νύχια σου, για να επαναλάβει κάτι αποτυχημένα πειράματα γενετικής. Δεν θα σου πω τις λεπτομέρειες. Θα σου πω μόνο αυτό: ο γιατρός πήρε το κομμάτι, εκείνο από το νύχι σου και...τον διέκοψε απότομα, αφήνοντας κάτω το ποτήρι που κρατούσε. — Και γεννήθηκες εσύ;... Θέλεις να πεις ότι είσαι κάτι σαν την... «dolly»; — Ναι, μόνο που εγώ, γεννήθηκα πιο πριν. Όλα αυτά που του έλεγε ο «σωσίας», του φαινόντουσαν
17
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
παράλογα και συνέχισε την συζήτηση πιστεύοντας ότι ήταν κάποιο αστείο. — Οι « πατέρες « της «dolly» θα είχαν σκάσει από το κακό τους αν το ήξεραν! —Μα το ήξεραν! Ήθελαν να προετοιμάσουν τον κόσμο σιγά-σιγά... — Για στάσου..., εσύ πως τα ξέρεις αυτά; — Από τον κύκλο του πατέρα μου. Όλοι αυτοί το ξέρουν. Τότε γέλασε ειρωνικά. «Νομίζει ότι θα τα πιστέψω όλα αυτά;», σκέφτηκε από μέσα του. — Μα μου είπες ότι εγώ είμαι ο πατέρας σου ! — Ο βιολογικός... Βλέπεις ο γιατρός που ανέλαβε το «πείραμα», ανέλαβε και την διαπαιδαγώγησή μου... — Ανοησίες ! είπε και σηκώθηκε θυμωμένος. Το μάτι του έπεσε στο παράθυρο και προχώρησε ενστικτωδώς προς τα εκεί. Είχε λιακάδα και όλα φαίνονταν πολύ ήρεμα έξω. — Όλα αυτά είναι ανοησίες! Νομίζεις ότι θα πίστευα ένα τέτοιο παραμύθι; Αντί να απαντήσει «αυτός», έβγαλε ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί και του το έδωσε. Αυτός το πήρε και το διάβασε προσεκτικά. Σε λίγο είχε αναγνωρίσει τους χαρακτήρες... Τα γράμματα ήταν της μητέρας του. Τα μάτια του τότε, άρχισαν να ρουφούν της λέξεις με μανία. — Σε αυτό το χαρτί η μητέρα σου, τα γράφει όλα. Θα στο έδινε ο πατέρας μου, όπως της είχε υποσχεθεί. Σταμάτησε να διαβάζει και του αποκρίθηκε.
18
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Ακόμη και αν είναι έτσι και το γράμμα αυτό είναι αυθεντικό και αν είσαι φυσικά αυτός που λες, δεν εξηγείται γιατί δεν με βρήκες τόσο καιρό. Ο άγνωστος απάντησε χωρίς να χάσει χρόνο. — Γιατί δεν μπορούσα. Ήμουνα βλέπεις ένα πολύτιμο πείραμα! Δεν είχα φίλους ούτε γνωστούς... Ήμουν τυχερός που ο πατέρας μου κατάφερε να τους πείσει να του επιτρέψουν να με πάρει σπίτι του. Όμως και πάλι ήμουν περιορισμένος. Ήπιε μια ρουφηξιά από το ποτήρι του και συνέχισε. — Τώρα φαντάζομαι, θ’ αναρωτιέσαι...(...) eee Η φωνή της μητέρας μου ακούστηκε από το χολ: — Γιαννάκη, άσε κάτω το βιβλίο και άκου λίγο, που θέλω να σου πω…ναι! (Εγώ ο γαρδούμπας Γιάννης –20 πλέον χρόνων–, στο κάλεσμα της μητέρας μου, είχα μεταμορφωθεί σε... «Γιαννάκη»!) — Τι θέλεις μαμά πάλι; — Τίποτα το δύσκολο. Εγώ θα φύγω και... —... Θέλεις να έχω τον νου μου στο τηλέφωνο μπας και πάρει κανείς. Εντάξει, εντάξει, θα τον έχω... Ωραία. Η μητέρα μου, έφυγε, έμεινα μόνος, και μπορώ να συνεχίσω το διάβασμα. eee
19
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(...) Τώρα φαντάζομαι θ’ αναρωτιέσαι τι άλλαξε και ήρθα να σε βρω... Ήταν ο θάνατος του πατέρα μου που με ώθησε να σε ψάξω. Μόλις πέθανε εξαφάνισα κάθε στοιχείο που υπήρχε για μένα. Ο πατέρας μου βλέπεις είχε φροντίσει να μείνει μόνο ένας φάκελος που έλεγε για την ύπαρξή μου. Όπως καταλαβαίνεις, τώρα πια δεν έχω που να πάω και έτσι ήρθα σε σένα. Καθώς άκουγε τον επίλογο, χαμογελούσε, και όταν ολοκλήρωσε, ήρθε η σειρά του να αποκριθεί. — Μπράβο... Σπουδαίο παραμύθι! Δεν πιστεύω να περιμένεις να το πιστέψω; Λοιπόν αγαπητέ μου σωσία, αν και η ιστορία σου, μου άρεσε πολύ, θα πρέπει να σου ζητήσω να φύγεις. Ό,τι σκοπούς και να έχεις, ξέχνα τους. Δε θα με πείσεις. Πριν όμως φύγεις θα ήθελα να μου εξηγήσεις κάτι... Πήρε ξανά το γράμμα της μητέρας του στα χέρια και πλησίασε το παράθυρο για να δει πιο καθαρά. Δεν μπορούσε να καταλάβει, πως κατάφερε να μιμηθεί τα γράμματα της μητέρας του. Προσπάθησε να δει καλύτερα, μα την ίδια στιγμή ένιωσε έναν έντονο πόνο στο κεφάλι, και όλα θόλωσαν. Ήταν το μόνο που πρόλαβε να του αφήσει η σφαίρα που του διαπέρασε το κρανίο. — Φίλε μου δεν είχα σκοπό να με πιστέψεις ήθελα μόνο να γίνεις η καινούρια μου, ταυτότητα! (...) eee Άφησα το βιβλίο στο τραπέζι και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Ήξερα ότι αυτές οι μικρές ιστορίες —Μεζεδάκια ξεπερνού-
20
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
σαν τα όρια της φαντασίας, όμως αυτή μου φάνηκε ιδιαίτερα περίεργη. Η ιδέα του «ανθρώπου—dolly» ίσως να έστεκε στο μέλλον, όμως δεν θα ήταν δυνατό σήμερα ! Άνοιξα την τηλεόραση. Έδειχνε ειδήσεις.... Δεν είχε τίποτα το καινούργιο: πείνα, ανεργία ….μόνο αυτό το «σύστημα-ζώνη» για τους ανάπηρους είχε ενδιαφέρον. «Είναι ένα σύστημα καλωδίων που συνδέει μεταξύ τους τα νεύρα των ποδιών προσπερνώντας τα ήδη κατεστραμμένα», έλεγε η γιατρός. «Ο πρώτος βιονικός άνθρωπος !», έλεγε ο παρουσιαστής. Σε λίγο ο παρουσιαστής αναγγέλλει μια άλλη ενδιαφέρουσα είδηση : «Αποκρυπτογραφήσαμε το DNA και γνωρίζουμε πλέον το 98% του αλφάβητου του DNA, τώρα μαθαίνουμε και την γραμματική!», λέει ο ειδικός. Τελικά αυτές οι ειδήσεις σε κάνουν να πιστεύεις απίθανα πράγματα. Χμ,μ... Mάλλον διαβάζω πολύ. Μετά από αυτό, νομίζω ότι πρέπει να σε κλείσω! — κλικ — Ησυχία... Αυτό μ’ αρέσει. Χωρίς να το καταλάβω, η γαλήνη με έσπρωξε στο παράθυρο. Έχει λιακάδα και όλα φαίνονται πολύ ήρεμα. Ίσως αν έβγαινα λίγο ως την πλατεία, να μην το καταλάβαινε κανείς. Ναι, νομίζω ότι ένας περίπατος θα μου έκανε καλό... eee Ωραία... Είμαι ντυμένος και έτοιμος για την βόλτα μου. Το μαλλί μου είναι καλοχτενισμένο και μυρίζω ελαφρά κο-
21
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
λόνια. Περίεργο! Συνήθως νιώθω υπέροχα μετά από ένα φρεσκάρισμα. Tι είναι αυτό το περίεργο συναίσθημα; Δεν δίνω περισσότερη σημασία και πλησιάζω την πόρτα. Tην ανοίγω απαλά. Τι είναι αυτό; eee Απίστευτο!... Μπροστά μου έχω,....... Κάποιον σωσία! Είναι απίστευτο, μα «αυτός» που είναι απέναντι μου, μου μοιάζει καταπληκτικά! Ακόμα και εκείνη η ελιά στην άκρη των χειλιών μου... (…)
22
6 Ας λαδώσει κάποιος το κρεβάτι
Χ
τες δεν κοιμήθηκα. Ούτε χτες, ούτε προχθές … ούτε αντιπροχθές! Είναι αρκετές μέρες που συμβαίνει αυτό. Δεν ήταν κάποιος θόρυβος απ’ έξω, που διέκοπτε
τον ύπνο μου… Ήταν ένας θόρυβος που ερχόταν, ακριβώς από πάνω. Ήταν ένα κριτς… μετά ακολουθούσε ένα κρατς μετά πάλι ένα κριτς … ένα κρατς … Ήταν κάτι που σου έπαιρνε το κεφάλι! Είχαν βλέπεις ολονυχτία οι από πάνω… Και να ήταν μονάχα ένα βράδυ…, κάθε νύχτα η ίδια ιστορία! Κρατς, κριτς, κριτς, κρατς…! ώρες-ώρες, μου ‘ρχεται να ανοίξω το παράθυρο και να φωνάξω: ας λαδώσει κάποιος το κρεβάτι ρε !!! Το περίεργο ήταν ότι ακούγονταν μόνο το κριτς και το κρατς …και καλά αυτός … μπορεί να μην είχε την ανάγκη να είναι θορυβώδης. Αλλά εκείνη; Ούτε ένα βογκητό; Πως είναι δυνατόν να μην βγάζει κιχ; Τέλος πάντων … Μια νύχτα αποφάσισα να ανέβω πάνω να τους κάνω την παρατήρηση …Έτσι λοιπόν σηκώνομαι, ανοίγω την πόρτα, ανεβαίνω τις σκάλες, σιγά-σιγά…, και βρίσκομαι έξω από την πόρτα τους. Χτυπάω το κουδούνι και περιμένω να μου ανοίξει αυτή
23
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
η… ακατονόμαστη. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει ένας μαντράχαλος. —Χαίρεται … του λέω. —Χαίρεται … μου λέει. —Με συγχωρείτε, αλλά θα μπορούσατε, αυτό που κάνετε … να το κάνετε πιο σιγά; —Να κάνουμε πιο σιγά τι; μου λέει. —Να… τι κάνουνε δυο άτομα όταν είναι μόνα τους; —Παίζουνε χαρτιά, μου λέει, σκάκι, ντάμα τάβλι… —Ε, όχι, του λέω, παίζουνε και πλακωτό! ...Και μου ‘κλεισε την πόρτα κατάμουτρα… Κατέβηκα τις σκάλες, έκλεισα την πόρτα του σπιτιού μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι, περιμένοντας να πάει τέσσερις, για να μπορέσω επιτέλους να κοιμηθώ. Την επόμενη μέρα ξύπνησα φωνάζοντας: — Δήμητρα …φτιάξε καφέ και ξύπνα με σε λίγο… Και σταμάτα αυτό το καταραμένο ξυπνητήρι ! …Δήμητρα ! … Δήμητρα; Αυτό το είχα ξεχάσει, εδώ και κάτι μέρες έχουμε χωρίσει. Στο καλό! Ποιος χρειάζεται την Δήμητρα; και κάθε Δήμητρα δηλαδή … — Σκάσε, σκασμένο … Το καταραμένο ξυπνητήρι! Αλήθεια γιατί το αγόρασα; … και που είναι το παντελόνι μου; Νάτο, το βρήκα! Είδατε κυρία μου… μπορούμε και μόνοι μας, να τα βγάλουμε πέρα. Βέβαια, είναι λιγάκι τσαλακωμένο …. Ε, θα το σιδερώσω αύριο …
24
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
Δεν μου πήρε πολύ ώρα να ντυθώ και μου έμεινε να φορέσω μόνο την γραβάτα. Να πάρει! Ποτέ δεν μου άρεσαν οι γραβάτες! … Μόνο για αυτό ήσουν άξια κορίτσι μου! Να δένεις γραβάτες … αμάν άργησα! eee Έτσι περνούσαν οι μέρες… ξύπναγα το πρωί, ντυνόμουν, πήγαινα στη δουλειά, γυρνούσα και το βράδυ περίμενα ξανά το κρατς και το κριτς για να κοιμηθώ. Βλέπετε, μετά από λίγο καιρό το συνηθίζεις … Όμως εδώ και λίγες βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ. Όλα άρχισαν πριν τέσσερις ακριβώς μέρες. Εκείνη την νύχτα ήταν όλα ήσυχα. Δεν ακούστηκε ούτε κριτς, ούτε κρατς! Είχε μια τρομαχτική ησυχία. Δεν κοιμήθηκα από την αγωνία μου! Τι είχε συμβεί; Το πρωί έμαθα την τρομαχτική αλήθεια. Οι από πάνω μετακόμισαν. Ναι! Τέρμα πια οι από πάνω. Θα εμένα χωρίς κριτς και κρατς… Μόνος μου … Τώρα;… Τώρα τι θα κάνω τα βράδια; Τώρα τι θα φαντάζομαι; Τίποτα… Απλά θα είμαι μόνος μου, χωρίς κριτς και χωρίς κρατς και χωρίς … ……χωρίς την Δήμητρα.
25
7 Ο ταξιτζής (2002)
Φ
αντάζομαι ότι όλοι μας χρειαστήκαμε ταξί κάποια στιγμή. Φαντάζομαι ακόμα, ότι όλοι μας θα έχουμε παρατηρήσει το εξής παράδοξο φαινόμενο: Βγαίνεις
ήρεμα και καλά στο δρόμο και περιμένεις το φίλο σου που θα σε πετάξει με το αυτοκίνητο στη δουλειά σου. Περνάνε δίπλα σου δυο-τρία άδεια ταξί που δεν τα χρειάζεσαι. Περιμένεις χαζεύοντας τα άδεια ταξί που περνούν, ώσπου μετά από αρκετή ώρα, αντιλαμβάνεσαι ότι ο φίλος που θα σε πέταγε στη δουλειά δεν πρόκειται να έρθει, γιατί προφανώς κάτι του έτυχε. Έτσι του τηλεφωνείς και του λες: «δεν πειράζει, θα πάρω ταξί». Όμως, δυστυχώς για σένα, το ταξί δεν φαίνεται πουθενά και αρχίζεις να ωρύεσαι: «τόση ώρα, περνούσαν δέκα-δέκα. Πως είναι δυνατόν να μην εμφανίζεται ούτε ένα τώρα;». Αν αυτό το φαινόμενο έχει συμβεί και σε εσάς, μην ανησυχείτε δεν είστε …γκαντέμης. Απλά είναι κάτι που συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους της πόλης και που κάνει την επιστήμη να σηκώνει τα χέρια ψηλά. eee Μια τέτοια κατάσταση, έζησα και εγώ μια μέρα και μου χάλασε όλη την καλή μου διάθεση. Θυμάμαι ότι περίμενα αρκετή ώρα, ώσπου τελικά, κάπου στην άκρη του δρόμου
26
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
φάνηκε ένα ταξί να πλησιάζει. Δυστυχώς όταν πλησίασε αρκετά, κατάλαβα ότι ήταν γεμάτο και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πήρα δυο-τρεις βαθιές ανάσες, για το καλό της υγείας μου και ηρέμησα κάπως. Μετά από λίγο φάνηκε ένα δεύτερο ταξί. — Που θέλετε να πάτε κύριε; ρώτησε ο ταξιτζής. — Κηφισιά ! Του απάντησα. — Λυπάμαι δεν με βολεύει, μου αποκρίθηκε. Κοίταξα το ρόλοι μου και του είπα: — Μήπως σας «βολεύει» να με αφήσετε στον ηλεκτρικό; — Δεν ξέρω… τέτοια ώρα; — Τι έχει η ώρα; — Η ώρα τίποτα, εγώ έχω δουλειά και σχολάω πιο νωρίς. — Τότε γιατί σταματήσατε κύριε; διαμαρτυρήθηκα. — Μα για να σας εξυπηρετήσω κύριε! — Ε, ας το διάολο, κύριε! — Σας παρακαλώ εγώ δεν σας έβρισα και θέλετε να σας βάλω και στο ταξί μου! Με αυτή την κουβέντα, ξεκίνησε το αμάξι του και με άφησε σύξυλο στον δρόμο. eee Συνήλθα από το ξάφνιασμα και βλέποντας ένα άλλο ταξί να πλησιάζει του έκανα σήμα. — Που θα πάτε κύριε; μου είπε ο οδηγός. Εγώ, χωρίς να χάσω στιγμή, ανοίγω την πόρτα, κάθομαι
27
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
στην θέση του συνοδηγού, κλείνω την πόρτα, φοράω την ζώνη μου και λέω με περήφανο ύφος: — Στην Κηφισιά, παρακαλώ. — Που είπατε; — Στην Κηφισιά παρακαλώ… — Στην Κηφισιά είπατε; — Ναι στην Κηφισιά! Τότε ο οδηγός, άρχισε να παίζει με το γκάζι και το φρένο και να κάνει το αμάξι να χοροπηδάει. — Τι συμβαίνει; τον ρώτησα με απορία, και πήρα δυοτρεις αναπνοές. — Χάλασε το αμάξι. Δεν βλέπεις τους καπνούς; — Ποιους καπνούς; — Μπροστά δεν τους βλέπεις; Εγώ, ίσως επειδή έχω μυωπία, δεν έβλεπα κανένα καπνό. — Μα που είναι ο καπνός; δε βλέπω τίποτα! — Το αμάξι δεν πάει. Κατέβα. — Να κατεβώ; — Να κατεβείς! Αφού βλέπεις δεν πάει. Έτσι κατέβηκα συγχυσμένος, βρίζοντας την κακή μου μοίρα. Όχι όμως τόσο πολύ, όσο έγινα μετά, βλέποντας το ταξί να απομακρύνεται στα γρήγορα. Τι να κάνω, έπρεπε να περιμένω το επόμενο ταξί. Σε λίγο, σταμάτησε ένα μπροστά μου. Χωρίς να χάσω στιγμή, ανοίγω την πόρτα, και ρωτάω : — Το ταξί σας δουλεύει καλά; — Με συγχωρείτε … δεν κατάλαβα.
28
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Λέω, το ταξί σας δουλεύει καλά; έχει βενζίνη, η μηχανή είναι σε καλή κατάσταση ή θα σταματήσει ξαφνικά; — Ηρεμήστε κύριε, όλα στο ταξί μου δουλεύουν μια χαρά! Μόλις πήρα αυτήν την διαβεβαίωση, κάθισα, έκλεισα την πόρτα και έβαλα χαρούμενος την ζώνη μου. — Που πάμε κύριε; με ρώτησε ο οδηγός. — Κηφισιά. Πάμε στην Κηφισιά! Δεν πιστεύω να μην σας βολεύει; — Μα τι λέτε! Ταξιτζής είμαι και πάω όπου θέλετε! Τότε ένιωσα ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου και είδα τον οδηγό να βάζει εμπρός και σε λίγο να βγάζει ένα τσιγάρο από το πακέτο που είχε δίπλα του. — Με συγχωρείτε…, του είπα, αλλά δεν έχετε πινακίδα που λέει «απαγορεύεται το κάπνισμα»; — Ξέρετε, αυτή υπήρχε από όταν αγόρασα το ταξί… σας ενοχλεί το τσιγάρο; —Όχι. Αυτό που με ενοχλεί, είναι ότι μερικοί ταξιτζήδες, βάζουν την πινακίδα «απαγορεύεται το κάπνισμα», και δεν αφήνουν να καπνίσει ο πελάτης τους μη τυχόν και λερωθεί το ταξί, ενώ αυτοί καπνίζουν όταν τους δοθεί η πρώτη ευκαιρία! — Σας είπα ότι έτσι το πήρα το ταξί. Θέλετε να καπνίσετε; — Όχι δεν καπνίζω… — Τότε τι διαμαρτύρεστε; Έμεινα σιωπηλός, χωρίς να σχολιάσω. Τι να του πω, αφού
29
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
δεν κάπνιζα; Τότε είδα μια εύσωμη καλοντυμένη κύρια, να μας κάνει σήμα, κουνώντας άγαρμπα το λιπαρό της χέρι. — Να την πάρουμε; μου είπε ο οδηγός. Εγώ, θέλοντας να φανώ ευγενικός, παρά τη βιασύνη μου, του απάντησα «βεβαίως, να την πάρουμε», αφού σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είμαι και εγώ σε αυτή την θέση και να περιμένω ένα ταξί. Σε λίγο, έμαθα ότι η εύσωμη κύρια θα μας ξαλάφρωνε από το βάρος της κάπου στην Κηφισίας και ότι δεν έπρεπε να ανησυχώ, γιατί δεν θα μας έβγαζε καθόλου, από την πορεία μας. Σκέφτηκα πως ήμουν τυχερός και τελικά θα έφτανα στην ώρα μου. Αργότερα κατάλαβα το λάθος μου, αφού με αυτόν τον ταξιτζή που έμπλεξα, κάθε λίγο και λιγάκι, αλλάζαμε επιβάτες. Έτσι, κάποια στιγμή που μείναμε οι δυο μας, του λέω με θυμωμένο ύφος: — Το βλέπεις το μάτι μου; — Τι έχει; — Γυαλίζει! Πρόσεξε μην πάρεις κανέναν άλλον γιατί θα γίνουμε από δυο χώρια χωριάτες! Ο ταξιτζής με κοίταξε περίεργα, τον κοίταξα και εγώ, και γύρισε το βλέμμα του μπροστά. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, με ξανακοίταξε και μου είπε: — Το ήξερα! Από την στιγμή που μπήκες εδώ μέσα το κατάλαβα! — Τι κατάλαβες; τον ρώτησα. — Ότι με εσένα κάτι δεν πήγαινε καλά! — Τι θες να πεις; — Ένας φυσιολογικός άνθρωπος, όταν σταματήσει ένα
30
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ταξί, δεν ρωτάει τον οδηγό αν έχει βενζίνη το όχημα και αν η μηχανή δουλεύει καλά! — Ε, ναι λοιπόν κάτι δεν πάει καλά με εμένα. Πήγαινέ με στον προορισμό μου όσο πιο γρήγορα γίνεται γιατί… γιατί και εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω! Ο ταξιτζής, λιγάκι ανήσυχος, πάτησε λίγο ακόμα το γκάζι και έκανε τον σταυρό του που σήμερα δεν είχε κίνηση ο δρόμος. Αρκετή ώρα αργότερα, είχα φτάσει στον προορισμό μου και έβγαλα το πορτοφόλι μου, για να πληρώσω. — Μισό λεπτό…, του είπα. — Όχι. — Όχι τι; — Δεν θέλω ούτε μισό λεπτό, μόνο να βγεις από το ταξί! — Μα δεν υπάρχει μισό λεπτό στα ευρώ! — Δεν με νοιάζει! Κατέβα αμέσως από το αμάξι! — Καλά πως κανείς έτσι! …Κι έτσι κατέβηκα από το «όχημα», εγώ χαρούμενος που έφτασα στον προορισμό μου και ο ταξιτζής, ευτυχισμένος που με ξεφορτώθηκε. Τώρα θα αναρωτιέστε, ποιος ήταν ο ακριβής προορισμός μου στην Κηφισιά και… με συγχωρείτε, θα σας έλεγα αλλά είμαι λιγάκι βιαστικός. Μόλις κατάλαβα ότι ξέχασα τον χαρτοφύλακά μου σπίτι… Ταξί!
31
8 Μια ιστορία για… τα πανηγύρια! .
Ε
κείνη την μέρα ή μάλλον εκείνη την νύχτα για να είμαι πιο ακριβής, η εκκλησία της περιοχής μας, ο ΑιΓιώργης είχε πανηγύρι. Οι έμποροι είχαν από ώρα,
στήσει την πραμάτεια τους στα αριστερά και δεξιά του δρόμου και είχαν ήδη εξυπηρετήσει τους πρώτους τους πελάτες. Στο πανηγύρι, όπως σε όλα τα πανηγύρια, μπορούσες να βρεις παρά πολλά ενδιαφέροντα πράγματα. Ας πούμε, μπορούσες να βρεις είδη κουζίνας, διάφορα εργαλεία, ακόμα και διάφορα ενδύματα, παπούτσια για κυρίες, παπούτσια και ρούχα για κύριους, ρουχαλάκια και παπουτσάκια για τα παιδάκια. Μπορούσες όμως, να βρεις και αλλά, όχι τόσο χρήσιμα πραγματάκια, όπως τα διάφορα μπιχλιμπιδάκια ή τα διάφορα αλλά παιχνιδάκια. Ανάμεσα σε δυο πάγκους με εμπορεύματα, για να είμαι πιο ακριβής, μεταξύ ενός πάγκου με ξύλινα στολίδια και ενός πάγκου με ρούχα, ήταν μια μικρή σκηνή με μια ταμπελίτσα: «Μαντάμ Μελλόντικα. Μάθετε το μέλλον σας τώρα. Ξέρω τη μοίρα σας, πριν από σας, για εσάς. Πληροφορίες εντός.» Αυτή η επιγραφή μου έκανε μεγάλη εντύπωση, (ξέρετε… το να ξέρεις το μέλλον σου είναι μεγάλος πειρασμός) και έτσι βρέθηκα «εντός». Εντός της σκηνής, για να είμαι πιο ακριβής. Η σκηνή «εντός», φαίνονταν πολύ μεγαλύτερη από ότι 32
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
φαινόταν «εκτός». Γύρω μου υπήρχαν διάφορα εξωτικά στολίδια και διάφορα μικρά πραγματάκια που με έκαναν να ανατριχιάζω. Η «μαντάμ μελλόντικα» που ήταν σκυμμένη δίπλα από το τραπεζάκι με την γνωστή κρυστάλλινη γυάλα, φαινόταν κουρασμένη και μάζευε διάφορα αντικείμενα με βιασύνη. — Μαντάμ Μελλόντικα; είπα. — Ναι; τι θέλετε παρακαλώ; — Το γραμμένο μου… — Ποιο γραμμένο; — Την μοίρα μου;… το ριζικό μου;… το μέλλον μου, βρε αδελφέ! — Δεν μπορώ τώρα έχω δουλειά… — Σας παρακαλώ…, πέστε μου το μέλλον μου, δεν θα σας πάρω πολύ ώρα… — Δεν μπορώ χριστιανέ μου, έλα αύριο… — Μα σήμερα είναι η τελευταία μέρα, του πανηγυριού! — Τι; έχεις δίκιο, το είχα ξεχάσει… — Λοιπόν; θα μου πεις το μέλλον μου; — Όχι. — Γιατί; — Γιατί έχω δουλειά, δεν το βλέπεις; — Μα σας παρακαλώ… μόνο λίγο ριζικό… Τότε η Μαντάμ Μελλόντικα, σταμάτησε να μαζεύει πράγματα και μου αποκρίθηκε εκνευρισμένη: — Το μέλλον σου μπορεί να είναι και άσχημο, θα το αντέξεις; — Ναι, είπα περήφανα, θα το αντέξω!
33
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
— Τότε κοίτα το ντοσιέ που έχω πάνω στο τραπέζι, αυτό στην γυάλα δεξιά και σε λίγο έρχομαι να τα πούμε… eee Το ντοσιέ για το οποίο μίλησε η Μαντάμ Μελλόντικα, ήταν γεμάτο με διάφορα πτυχία και διάφορες φωτογραφίες από τις επιβραβεύσεις που πήρε. «Πτυχίο μελλοντολογίας», «Πτυχίο αστρολογίας», «Πτυχίο ψυχολογίας»…, ένα πτυχίο με ακαταλαβίστικες λέξεις εκτός από την λέξη Ινδία, ένα άλλο με αιγυπτιακά γράμματα και πολλά άλλα. Σίγουρα αυτή η κυρία ήταν άξια θαυμασμού με τόσα πτυχία… σωστός πανεπιστήμονας! eee — Όπως βλέπεις στο book μου, δεν είμαι καμία τυχαία…, είπε η Μαντάμ Μελλόντικα καθώς ερχόταν στο τραπέζι. Τώρα για να δούμε το μέλλον σου… Είπε και άρχισε να κοιτάει προσεκτικά την κρυστάλλινη γυάλα και τότε τα μάτια της σκοτείνιασαν ξαφνικά: — Πω, πω, τι βλέπω… — Τι βλέπεις; — Σκοτάδι… — Τόσο μαύρο είναι το μέλλον μου; — Όχι, έχει συννεφιά και δεν πιάνω τον άλλο κόσμο με την μια… — Τι σχέση έχει ο άλλος κόσμος;
34
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Εκεί πέρα, μέσα στα ιερά βιβλία γράφουνε το μέλλον… εσύ πρέπει να είσαι στον δέκατο τρίτο τόμο…. Κακό σημάδι. — Γιατί; — Γιατί το δεκατρία είναι άτυχος αριθμός, δεν το ξέρεις; — Εγώ νόμιζα ότι το δεκατρία ήταν το τυχερό μου νούμερο! — Τόσο καιρό νόμιζες λάθος… Συνεχίζω. Ανοίγω τον τόμο, γυρίζω τις σελίδες … και να σε! Σε πέτυχα! — Που; που; δεν βλέπω! — Βλέπεις στην γυάλα, ένα μαύρο σημάδι; — Αυτό που μοιάζει με σκόνη; — Δεν είναι σκόνη, εσύ είσαι! — Αυτή η κουκκίδα;… Αυτή η κουκκίδα είμαι εγώ; — Όλοι οι άνθρωποι μια κουκκίδα είμαστε. Λοιπόν συνεχίζω… Ποσά λεφτά έχεις; — Μόνο αυτά τα δεκαπέντε ευρώ, γιατί;… — Μόνο δεκαπέντε ευρώ είπες; — Ναι!, της απάντησα. Τότε μου τα πήρε από τα χέρια και ολοκλήρωσε: — Το μέλλον σου είναι απλό, θα πεθάνεις. Άδειασε μου την γωνία τώρα… Έμεινα κόκαλο, γιατί δεν πίστευα στα αυτιά μου. Προσπάθησα να συγκρατήσω την ψυχραιμία μου και της είπα: — Είπατε…, θα πεθάνω; όπως λέμε, θα με βρούνε τέζα; — Δόξα το θεό, το κατάλαβες και για να είμαι ακριβής, έχεις περίπου δυο ώρες. — Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα;
35
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
— Όχι, αφού είναι το γραμμένο σου… — Σίγουρα; Δεν μπορεί κάπως να αλλάξει; — Μα πως να αλλάξει, αφού είναι το ριζικό σου, η μοίρα σου… το μέλλον σου βρε αδελφέ!… Άντε πήγαινε τώρα έξω να διασκεδάσεις λίγο… eee Βγήκα έξω με σκυμμένο το κεφάλι… Να διασκεδάσω λέει. Πως να διασκεδάσω αφού μου είχαν μείνει μόνο δυο ώρες ζωής! Δηλαδή, μια ώρα και πενήντα οχτώ λεπτά και τριάντα δυο δευτερόλεπτα, για να είμαι πιο ακριβής. Τι μπορείς να κανείς μέσα σε μια ώρα και πενήντα οχτώ λεπτά; διέσχιζα το πανηγύρι γοργά, χωρίς να βλέπω που πηγαίνω και τότε σκόνταψα πάνω σε έναν τύπο με κάτι μαύρα περίεργα παπούτσια που μου φώναξε τσαντισμένος: — Μην βιάζεσαι τόσο, θα πεθάνεις γρήγορα… «Πόσο δίκιο έχεις!» του αποκρίθηκα και συνέχισα τον δρόμο μου. Σε λίγο βρέθηκα μπροστά σε ένα σιντριβάνι. Μπροστά από το σιντριβάνι ήταν μια κοπέλα. Μια παρά πολύ ωραία κοπέλα για να είμαι πιο ακριβής. Είχε πολύ όμορφα ποδιά, άψογες αναλογίες, το τέλειο (για μένα) μέτριο στήθος και ένα υπέροχο πρόσωπο. Την πλησίασα και την ρώτησα: — Περιμένετε κανέναν; — Δεν κατάλαβα; μου είπε. — Από το ύφος σας συμπέρανα ότι περιμένατε κάποιον και δεν φάνηκε…
36
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Και εσάς τι σας νοιάζει κύριε; Κοίταξα το ρόλοι μου. Μου έμενε μόνο μια ώρα και σαράντα δυο λεπτά. — Συγνώμη, δεν ήθελα να φανώ αγενής… απλός σας είδα από μακριά και σκέφτηκα πως μια όμορφη κοπέλα σαν και εσάς, είναι κρίμα να είναι μόνη της. Θα σας ζητούσα να βλέπαμε το πανηγύρι μαζί, αλλά εσείς περιμένετε… — … το ζώον! — Τι είπατε; — Περίμενα το ζώον! Αυτόν τον βλάκα, τον αχαΐρευτο που μου πούλαγε αγάπη με το ζύγι! — Ώστε είχα δίκιο λοιπόν! Τότε νομίζω πως επιβάλλεται να έρθετε μαζί μου! — Γιατί; — Γιατί; Μα για να τον εκδικηθείτε! Αν αρχίσετε να διασκεδάζετε, ενώ αυτός θα τα χάνει όλα αυτά, θα νιώσετε καλύτερα με τον εαυτό σας και…, και… — Πάμε! — Ε; — Πάμε να φύγουμε, λέω! Σε λίγο περπατούσαμε μαζί τον δρόμο του πανηγυριού και εγώ κοίταξα το ρόλοι μου, με άγχος. Μου έμενε λιγότερο από μιάμιση ώρα και δεν μπορούσα να χάνω έτσι τον χρόνο μου! Έπρεπε να κάνω κάτι! eee Εντωμεταξύ η κύρια που συνόδευα μουρμούριζε: — Τον ηλίθιο! Το ζώον!…
37
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
Εγώ προσπαθούσα μάταια, να κατεβάσω μια ιδέα, για να πραγματοποιήσω την τελευταία μου, επιθυμία: να πεθάνω στο κρεβάτι, κάνοντας έρωτα! Η κυρία που ήταν δίπλα μου, συνέχισε το μουρμουρητό: — Ε, όχι! Δεν θα του περάσει! Δεν μου λες, ρε φίλε… — Τι; — Θες να κάνουμε έρωτα; — Τι; — Λέω, υπάρχει ένα ξενοδοχείο παρακάτω. Θες να πάμε; — Τι; — Λέω…, θες να κάνουμε έρωτα; — Ε…, ναι! Βεβαίως! Οπωσδήποτε! Πάμε! — Φύγαμε! Επιταχύναμε το βήμα μας, και το πρόσωπο μου απόχτησε ένα ηλίθιο ύφος. Τότε πρόσεξα, ότι είχαμε φτάσει σχεδόν στο μέρος που είχε την σκηνή της η μαντάμ μελλόντικα. Όταν πλησιάσαμε πιο κοντά, βρέθηκα προ μεγάλης εκπλήξεως. Δυο αστυφύλακες κρατάγανε αγκαζέ, την μελλοντολόγο μελλόντικα. Ρώτησα κάποιον τι συμβαίνει: — Η κυρία είχε κατασκευάσει διάφορα πτυχία και κορόιδευε τον κάθε αφελή ότι θα του πει το μέλλον. Κανένας από αυτούς δεν είχε καταλάβει, ότι το μέλλον το φτιάχνουμε μόνοι μας! «Τους αφελείς», είπα και χαμογέλασα. Άρα θα έμενα ζωντανός! Ο χρόνος δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία πλέον! — Τι θα γίνει; θα πάμε στο ξενοδοχείο;
38
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Τι; — Α, μην αρχίζεις πάλι τα ίδια! — Όχι. — Τι; — Όχι, λέω, δεν αρχίζω τα ίδια! Αυτά είπα και ένιωσα ανάλαφρος σαν πουλί και το βήμα μας πήρε ξανά τον γοργό ρυθμό του. Όμως όταν κοντεύαμε στο ξενοδοχείο, άρχισαν να μου περνούν διάφορες σκέψεις από το μυαλό. — Ποιος θα πληρώσει το ξενοδοχείο; εγώ δεν έχω ούτε ένα ευρώ! — Έχω εγώ, πάμε… — Περίμενε ! — Τι είναι πάλι; — Έχεις κάποια προφύλαξη; γιατί εγώ δεν έχω τίποτα! — Ναι έχω, πάμε τώρα! — Περίμενε! Ξέρεις εγώ πάω να κάνω πρώτη φορά αυτό που πάμε να κάνουμε… δηλαδή με μια γυναίκα που δεν την γνωρίζω, έτσι στα κουτουρού…δεν πιστεύω να έχεις καμία ασθένεια; — Τι; ε, είσαι ζώον! — Μην μιλάς άλλο για αυτόν τον ηλίθιο που σε έστησε! — Για εσένα λέω, βλάκα! — Πως; Για πρόσεχε τι λες! Εγώ φταίω που ήρθα μαζί σου! — Ε, είσαι για τα πανηγύρια! —Εσύ δεν ντρέπεσαι να πηγαίνεις με τον οποιοδήποτε; Εκείνη την μέρα, ή μάλλον εκείνη την νύχτα για να κυρι-
39
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ολεκτώ, έφαγα ένα δυνατό χαστούκι, ακριβώς στο δεξί μάγουλο. Η κυρία με σημάδεψε με απίστευτη δύναμη και ακρίβεια. Λιποθύμησα και ξύπνησα στο ίδιο σημείο το πρωί, έχοντας αρπάξει ένα βαρύ κρυολόγημα. Όμως δεν παραπονέθηκα... Μου αρκούσε μόνο, που έβλεπα τον ήλιο της επόμενης ημέρας.
40
9 Ο Σαράφης
Ο
Μανώλης, σαράφης στο επάγγελμα, είναι μαζί με την γυναίκα του, ταμία του σαράφικου και καθυστερούν για την παραδοσιακή βόλτα με τον πατέρα του, που
περιμένει έξω από το μαγαζί να τελειώσει ο Μανώλης και η Μαρία με το ταμείο. — Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! Έχεις τον πατέρα σου και περιμένει στο κρύο Μανώλη! Ο Μανώλης όμως έχει μεγάλα σχέδια, δεν θα μείνει, λέει, στο μικρό σαράφικο… Και να που τα σχέδια του Μανώλη δεν αργούν να πραγματοποιηθούν: «Χρυσοχοείο ο Μανώλης» — Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! Και χρυσοχοείο ο Μανώλης!
Μα ο Μανώλης λέει στην γυναίκα του την Μαρία: Γιατί να μείνουμε μόνο με ένα χρυσοχοείο Μαρία; Δεν κάνουμε μια επέκταση με ένα άλλο μαγαζί; Και έτσι έγινε, αλλά δεν φτιάχνει ένα, αλλά πέντε: «Αλυσίδα χρυσοχοείων ο Μανώλης». — Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! Και αλυσίδα χρυσοχοείων, ο Μανώλης!
41
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
Όμως η γυναίκα του, όλο παραπονιέται για τον πατέρα του που έχει γεράσει και δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του και μπλέκεται μέσα στα δικά τους πόδια και καλύτερα θα ήταν να πάει σε ένα γηροκομείο. Κι ο Μανώλης σαν άβουλο πλάσμα τον βάζει σε γηροκομείο. — Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! Τον πατέρα σου σε γηροκομείο Μανώλη! …
— … Πατέρα! Ε, πατέρα, ξύπνα! Κοιμάσαι;... Και ο πατέρας μέσα από τον ύπνο του και το όνειρο του, για αλυσίδες χρυσοχοείων και γηροκομεία, απαντάει: — Ε; …Τι είναι, τι θες; — Άκουσες τι μου είπε η γυναίκα μου; Της λέω, πάμε γιατί περιμένει ο πατέρας μου από έξω, μέσα στο κρύο και μου είπε να τον βράσω τον πατέρα σου! Ακούς η ανόητη, η ηλίθια!
— Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! — Μα αν δεν κλείσουμε ταμείο και δεν προσέξουμε λίγο την δουλειά μας, πως θα φτιάξουμε αύριο ένα χρυσοχοείο που τόσο θέλουμε; — Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! Μα τι νόμιζες; ότι έχω γεράσει και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου; Δεν είμαι
42
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
και του γεροκομείου! Και πρώτα, πρώτα, πως μιλάς έτσι στη μέλλουσα γυναίκα σου; — Έχεις δίκιο πατέρα, συγνώμη! — Συγνώμη να ζητήσεις από την γυναίκα σου! — Έχεις δίκιο…, συγνώμη Μαρία! —Μπράβο Μανώλη! Εύγε Μανώλη! Έτσι αγαπημένοι να είστε, να δω και εγώ κανένα εγγονάκι!
Έτσι έφυγε ο Μανώλης με την μνηστή του και τον πατέρα του, γελώντας, κάνοντας την συνηθισμένη τους βόλτα, και κάνοντας σχέδια για το μέλλον που δεν ήταν και τόσο μακρινό.
43
1 0 Το θαυματουργό μανουσάκι
Ή
ταν αλήθεια ότι ο πατέρας μου κάπνιζε πολύ… και είχε αρχίσει το κάπνισμα σαν αστείο, από δύο φίλους που κάπνιζαν και αυτοί… «Είσαι δειλός και
φοβάσαι μη σε πιάσουν;» του είχαν πει… «Δείξε λίγο θάρρος!» …Και έτσι για να δείξει την παλικαριά του, κάπνισε το πρώτο τσιγάρο. «Ρούφα τον καπνό!» του έλεγαν… Οι μέρες περνούσαν και το ένα τσιγάρο έφερνε το άλλο. Κάποια στιγμή ένας καλός φίλος του είπε: «Αν συνεχίσεις έτσι δεν θα μπορείς να το κόψεις ποτέ!» …και τότε αυτός είπε: «Μπορώ να το κόψω όποτε θέλω!...» Πέρναγε όμως ο καιρός και το ένα τσιγάρο έγινε ένα πακέτο την ημέρα, το ένα πακέτο έγιναν δύο, τρία, τέσσερα… Μέχρι που έφτασε τα έξι πακέτα την ημέρα… Άρχισε να δοκιμάζει να το κόψει, αλλά μετά από μια βδομάδα το ξανάρχιζε… «Μπορώ να το κόψω όποτε θέλω» είχε πει… Όμως δεν μπορούσε. Είχε εθιστεί και το τσιγάρο τού ήταν πια αναγκαίο… Άρχισε να βήχει… Στην αρχή δεν πήγε ο νους του στο τσιγάρο. Όμως άρχισε να βήχει όλο και πιο συχνά… Μέχρι που σε ένα βήχα έφτυσε αίμα. Τότε ο γιατρός του είπε να το κόψει… Αυτός όμως κάπνιζε κρυφά… Έτσι ήταν ο πατέρας μου και έτσι τον θυμάμαι… Να βήχει συνέχεια και να καπνίζει κρυφά. eee 44
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
Όταν πια έβαλε οξυγόνο, ο γιατρός του το έκοψε μαχαίρι… «Ή θα συνεχίσεις να καπνίζεις και αύριο-μεθαύριο θα πεθάνεις ή θα το κόψεις και θα ζήσεις»… Τώρα ο πατέρας δεν καπνίζει πια, αλλά και δεν μπορεί να πάει μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα… Τώρα αναπνέει με δυσκολία και πάντα με την βοήθεια του οξυγόνου… Πότε πότε φτύνει και λίγο αίμα… έχει καρκίνο στους πνεύμονες και ο γιατρός είπε ότι δεν θα ζήσει για πολύ… Όταν κάποιος μου είπε πριν λίγες μέρες, , για ένα θαυματουργό άγριο μενεξέ, ένα μικρό μανουσάκι, οι ελπίδες για τον πατέρα μου ξανάνθισαν και μύρισαν σαν τον μενεξέ. Μου είπε για ένα βάλτο που θα πέρναγα, για κάτι βράχια, για ένα βουνό, να έμπαινα μετά βαθιά στο δάσος και κάπου εκεί θα έβρισκα τον μενεξέ… Ξεκίνησα το ταξίδι μου γρήγορα… Δεν είχα πολύ χρόνο, αν ήθελα να βρω τον πατέρα μου ζωντανό στο γυρισμό… Οι φίλοι μου, μου έλεγαν να μην φύγω και να μείνω μαζί με τον πατέρα μου στις τελευταίες του ώρες… όμως είμαι άνθρωπος που του αρέσουν τα όνειρα και γι’ αυτό έκανα το ταξίδι… Μετά από πολύ ταλαιπωρία έφτασα στον προορισμό μου, όμως αντί για μενεξέ… βρήκα... ποιος θα το πίστευε! μια νεράιδα! Σαστισμένος της εξήγησα τι γύρευα εκεί. Εκείνη μου έδωσε ένα μανουσάκι… «Πάρε και λιώσε τους σπόρους του και κάντο αφέψημα…», μου είπε. «Όταν το πιει θα γιατρευτεί.» Ξεκίνησα για το ταξίδι του γυρισμού και τώρα, δύο μέρες μετά, έχοντας λιώσει τους σπόρους έφτιαξα το αφέψημα.
45
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
Τρέμοντας πήρα το ποτήρι και βοήθησα τον ετοιμοθάνατο πια πατέρα μου να το πιει… Του έδωσα μια γουλιά, ύστερα μια δεύτερη και μια τρίτη, μέχρι που το ήπιε όλο… Μετά περίμενα… Ο χρόνος κυλούσε αργά και βασανιστικά και ο λεπτοδείκτης μου φαινόταν ότι ήταν καρφωμένος… Η αγωνία μου ήταν μεγάλη… Όμως η ώρα πέρασε και δύο ώρες αργότερα ο πατέρας μου ήταν καλά… είχε βγάλει τα σωληνάκια από το οξυγόνο και είχε αρχίσει να λέει διάφορα αστεία. Αργότερα ήρθε ο γιατρός και τον εξέτασε. «Φαίνετε σαν να έγινε κάποιο θαύμα! Όπως και να έχει ο πατέρας σου τώρα είναι γερός σαν ταύρος…» είπε ο γιατρός. «Νομίζω ότι αυτή η φιάλη δεν σας χρειάζεται πια!» συμπλήρωσε και έδειξε την φιάλη του οξυγόνου… Λένε ότι το τσιγάρο κόβεται εύκολα, αλλά δεν είναι αλήθεια. Άλλοι λένε ότι κάνει καλό στα νεύρα… όμως μόνο κακό κάνει στην υγεία. Πιστέψτε με εγώ ξέρω… Και πιο πολύ ο πατέρας μου. Αν αρχίσετε να καπνίζετε και εσείς, πιστεύετε ότι μπορείτε να το σταματήσετε εύκολα; Ή μήπως λέτε ότι δεν θα πάθετε ποτέ καρκίνο ή δεν θα γίνετε σαν τον πατέρα μου, με σάπιους πνεύμονες και φτύνοντας αίμα; Θα πρέπει να ξέρετε ότι στην εποχή μας οι καιροί είναι δύσκολοι και οι άνθρωποι δεν ονειρεύονται… μπορεί λοιπόν να μην βρείτε ποτέ το μανουσάκι σας… Γι’ αυτό, σας το λέω σαν συμβουλή, μην καπνίσετε ποτέ ή… απλά αρχίστε να ονειρεύεστε… και ποιος ξέρει ίσως κάποτε βρείτε και εσείς την νεράιδα που γυρεύετε.
46
ΕΡΟ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤ
Σ Ω Ι Ρ Υ Κ Ο Τ ΠΙΑΤΟ...
Όνειρα και συντρίμμια
Έ
νας άνθρωπος με όνειρα σβησμένα, περπατώντας μέσα σε μια θορυβώδη πόλη, βρόμικη από τα καυσαέρια της βιομηχανοποιημένης μας ζωής, βρέθηκε
τυχαία στον κήπο ενός ερειπωμένου σπιτιού. Στάθηκε μπροστά από ένα ελκυστικό γυναικείο άγαλμα και μαγεμένος από τον μύθο που το τύλιγε, πλησίασε ανόητα τα χείλη του στο παγωμένο μάρμαρο και έδωσε ένα υγρό φιλί, πιστεύοντας πως θα το ζωντάνευε. Νομίζω, θα πρέπει να είναι πραγματικά πολύ ηλίθιος και ευκολόπιστος κανείς, για να κάνει κάτι τέτοιο, δεν νομίζετε; Θέλω να πω, πως μόνο κάποιος πραγματικά αφελής θα πίστευε, ότι μπορεί να ζωντανέψει μ’ αυτό τον τρόπο κάτι τόσο …τόσο άψυχο. Θα είναι προτιμότερο λοιπόν να σταματήσετε να διαβάζετε αυτή την ιστορία, που μας κάνει να υποθέσουμε την απογοήτευση του ήρωα, αφού ξέρουμε ότι ζει σε ένα κόσμο που δεν ζωντανεύουν τα αγάλματα και να πιάσετε κάποιο άλλο βιβλίο, πιο … κουλτουριάρικο. Μα τι; Συνεχίζετε; Εγώ πάντως σας προειδοποίησα...
49
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(α. Στο σπίτι ) Με λένε Λευτέρη και δεν μένω σ’ αυτή την πολιτεία πολύ καιρό. Οι πολιτείες είναι κάτι σαν τα μελίσσια. Οι μέλισσες γυρνάνε τριγύρω τους, όπως οι άνθρωποι γύρω από μια πολιτεία και λαχταρούν και κοπιάζουν για το μέλι, όπως οι άνθρωποι για τα λεφτά. Το μέλι είναι δικό τους δημιούργημα, δικιά τους κατασκευή. Παρόλα αυτά το γεύονται λίγοι κηφήνες. Στο μυαλό μου η κυψέλη θα έμοιαζε με την πολιτεία που ζω, αν δεν ήξερα πόσο υγιεινή κατασκευή φτιάχνουν οι μέλισσες. Βλέπετε τα οχήματα που περνάνε έξω από το παράθυρό μου, δεν βουίζουν μόνο αλλά και αφήνουν μια ανθυγιεινή ουσία πίσω τους, που αν βρισκόταν κάποιος άνθρωπος εκεί κοντά, θα κάλυπτε το πρόσωπο του, από την δυσωδία εκτός… Εκτός κι αν έχει συνηθίσει. Μη με παρεξηγείτε, δεν είμαι κανένας φανατικός οικολόγος, απλά είμαι καινούριος στην πόλη κι ακόμα «άπειρος». Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του μικρού (ενοικιασμένου από σήμερα) δωματίου μου, άλλοτε τρομάζω και άλλοτε παραξενεύομαι. Νομίζω ότι οποιοσδήποτε στην θέση μου θα είχε τα ίδια συναισθήματα. Αυτή η πόλη μου φαίνεται αρκετά μεγάλη, όπως και σε οποιονδήποτε άλλο που θα έρθει εδώ, από ένα κόσμο μικρότερο. Από ένα μικρό χωριό ας πούμε. Φαντάζομαι ότι κάποιος που με γνωρίζει, θα παραξενευτεί, αν με άκουγε να τα λέω αυτά, γιατί θα γνώριζε ότι έχω
50
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ξαναζήσει σε πόλη. Η αλήθεια είναι κάπως έτσι: έφυγα από το μικρό χωριό μου, και πήγα να ζήσω σε μια μακρινή πόλη, κυνηγώντας το γλυκό όνειρο μου, την ζωγραφική. Σπούδαζα λογιστής, αλλά αυτό ήταν μια απλή δικαιολογία στους γονείς μου, γιατί στα κρυφά σπούδαζα σε μια σχολή καλών τεχνών· αυτό που λάτρευα. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Πως μπορεί κάποιος να σπουδάζει σε δυο σχολές, να δουλεύει, να βρίσκει χρόνο να διαβάζει, να πληρώνει νοίκι και όλα τα αναγκαία και να επιζεί; Τα χρήματα που σου στέλνουν οι δικοί σου ποτέ δεν αρκούν. Έτσι, εκείνο τον καιρό άλλαξα πολλές δουλειές, όπως πολλοί όμοιοί μου και πάλευα να επιβιώσω. Όμως δεν άντεξα, γιατί αυτό, δεν ήταν αρκετό για να οχυρώσει τις αντοχές μου. Κατάλαβα πως έπρεπε ν’ αφήσω κάτι. Μια από τις δύο σχολές ας πούμε... Ποια όμως; Αυτή που αγάπησα ή αυτή που σπούδαζα από ανάγκη; Το δίλημμα φαίνεται οικείο σε όλους μας, όμως είναι διαφορετικά όταν πρέπει να αποφασίσεις για τον εαυτό σου. Η απόφαση που πήρα δεν ήταν θαρραλέα. Φοβήθηκα! Τι μέλλον μπορεί να έχει ένας ζωγράφος σ’ έναν κόσμο άχρωμο; Δεν μπορούσα να το ρισκάρω κι άφησα το δρόμο της άστατης ψυχής ακολουθώντας τη λογική. Πέρασε ο καιρός και πήρα το πτυχίο μου. Επιτέλους, σκεφτόμουν, με αυτό το χαρτί θα μου ανοίξουν όλες οι πόρτες … Τι ανόητος που ήμουν. Άρχισα να ψάχνω για δουλειά που να καθρεφτίζει τις σπουδές μου. Σύντομα κατάλαβα ότι έπρεπε να συμβιβάσω την ορμή μου σε δουλειές που δεν τιμούν το πτυχίο. Πέρασαν τρία με τέσσερα χρόνια, χωρίς
51
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
αναγνώριση, μέχρι που χάρις σε έναν γνωστό μου βρήκα δουλειά σε μια καλή εταιρεία και έγινα από κλητήρας, υπάλληλος λογιστηρίου. Είμαι από τους λίγους τυχερούς που είχαν κάποιον να τους βοηθήσει. Τώρα είχα ένα καλό ωράριο και ένα καλό μισθό. Ένα μήνα μετά έγινα υποδιευθυντής στο παράρτημα της εταιρείας εδώ, κι έτσι μετακόμισα. Τρεις μέρες έχουν περάσει από τότε που εγκαταστάθηκα... Τρεις μέρες; και δεν έχω δει καθόλου την πόλη; Μάλλον πρέπει να κάνω έναν περίπατο…
52
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
(β. Περιπλάνηση) …Και να, που τριγυρίζω μέσα στην πόλη, ανάμεσα σε τόσα βουητά, περιπλανώμενος σε ένα κόσμο άγριο, που με το πέρασμα του χρόνου γίνεται πιο απειλητικός. Τι το όμορφο μπορείς να βρεις εδώ; Αυτές οι σκέψεις μου περνούσαν από το μυαλό, ώσπου το μάτι μου έπεσε σ’ ένα λουλούδι φυτρωμένο ανάμεσα σε δυο πλάκες του πεζοδρομίου, κοντά στον τοίχο. Τι ανόητος που είμαι! Όπου και να βρίσκεσαι όπως και να είσαι, πάντα θα μπορείς να δεις το «ωραίο», αρκεί να κοιτάξεις καλά. Τώρα ήμουν ανάλαφρος, γιατί στον περίπατο μου, μπορούσα να δω πράγματα που δεν έβλεπα πριν. Όπως κάποια παιδιά που έπαιζαν χαρούμενα ή έναν κύριο που είχε αρχίσει να βάφει το εξωτερικό του μαγαζιού του με τόσο αργό ρυθμό και αφοσίωση, που έμοιαζε με ιεροτελεστία… Προχωρώντας, παρατήρησα δυο δέντρα, που χάιδευαν το ένα το άλλο, σαν εραστές και για μια στιγμή ένιωσα υπέροχα. Συνέχισα τον περίπατό μου για ώρα, ώσπου βρέθηκα μπροστά στον μεγάλο κήπο ενός παλιού ερειπωμένου σπιτιού. Η περιέργεια, με παρέσυρε, και τα βήματά μου με οδήγησαν στο μικρό χορταριασμένο μονοπάτι που έφτανε στο εσωτερικό του κήπου.
53
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(γ. Το μαρμάρινο άγαλμα) Βρέθηκα σε μια ολάνθιστη αυλή. Τριαντάφυλλα, βιολέτες, τουλίπες και διάφορα παράξενα φυτά, που δεν έχω ξαναδεί. Στην μέση, υπάρχει ένα γυναικείο άγαλμα. Έψαξα γύρω, αναζητώντας κάποια επιγραφή, μα δεν υπήρχε τίποτα πουθενά. «Κάπου θα πρέπει να υπάρχει μια επιγραφή!» μονολόγησα φωναχτά χωρίς να το καταλάβω. «Όχι, δεν υπάρχει…», άκουσα κάποιον ν’ απαντά πίσω από τους θάμνους. Ήταν η φωνή ενός φτωχού ζητιάνου. — Πως βρέθηκες εδώ; με ρώτησε. — Εγκαταστάθηκα πρόσφατα, σε ένα σπίτι, μερικά τετράγωνα πιο πάνω. Είμαι από την φύση μου περίεργος και είπα να κάνω μια μικρή εξερεύνηση. — … Κι έτσι, βρέθηκες εδώ. Ακούστηκε η σκεπτική φωνή του αλήτη. — Δικό σου είναι το σπίτι; ρώτησα. — Φυσικά και όχι! είπε και συνέχισε… Μα πιάσαμε την κουβέντα, χωρίς να συστηθούμε. Με λένε Ιλάριο. — Περίεργο όνομα, είπα. —Εγώ είμαι ο Λευτέρης. —Βλέπω ότι παρατηρούσες το άγαλμα, αποκρίθηκε ο Ιλάριος και συμπλήρωσε, έχει την ιστορία του κι αυτό. —Και ποια είναι αυτή; ρώτησα περίεργος όπως πάντα. Ο αλήτης γέλασε αχνά κι άρχισε να διηγείται…
54
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
( δ. Ο μύθος ) Η ιστορία ξεκίνησε πριν παρά πολύ καιρό σ’ αυτή την γη. Αν και η εποχή ήταν πολύ παλιά, υπήρχε κάτι που δεν άλλαξε μέσα στα χρόνια: οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Πολλοί λένε «αν ζούσαμε σε άλλες εποχές». Δεν καταλαβαίνουν ότι όλες οι εποχές μοιάζουν μεταξύ τους και ότι αν αλλάζει κάτι, είμαστε εμείς, οι ίδιοι οι άνθρωποι… Παλιότερα εδώ υπήρχε ένα παλάτι. Σ’ αυτό, ζούσε και βασίλευε, μια πριγκίπισσα. Αυτή, δεν ήταν όπως όλοι οι άλλοι, που κρατούν την εξουσία. Δεν ήταν απάνθρωπη. Βέβαια, τα είχε όλα. Όμορφο σπίτι, φορέματα, υπηρέτες…είχε δηλαδή, ό,τι θα επιθυμούσε ένας άνθρωπος. Η ίδια όμως δεν ήταν ευτυχισμένη και τίποτα δεν γέμιζε την ψυχή της. Στο παλάτι υπήρχαν κάποιοι ευγενείς, που εκμεταλλεύονταν κάθε κατάσταση και άνθρωπο. Ένας νεαρός συγγραφέας ξεσήκωσε τους χωρικούς, κατά των δυναστών τους και αυτό δεν άρεσε καθόλου στους άρχοντες. Έπρεπε να τον ξεφορτωθούν. Η ορμή αυτού του νεαρού μάγεψε την καρδιά της πριγκίπισσας. Έτσι όταν ο Αγήνορας –ο συγγραφέας– πήγε να συναντήσει την πριγκίπισσα Αγνή, για να την ενημερώσει για τους ύπουλους υπηκόους της, συνέβη το αναπόφευκτο. Αντί να πει, αυτά που ήθελε να πει, άρχισε να μιλάει για τα μάτια της. Άρχισαν να βγαίνουν από το στόμα του, αχαλίνωτα ερωτικά λόγια. — Γιατί ήρθες εδώ; τι ήρθες να μου πεις; — Τίποτα… θα σου το πω αύριο, αποκρίθηκε εκείνος και την έπνιξε στα φιλιά. Την επόμενη μέρα ο Αγήνορας, ένιω-
55
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
θε όπως κάθε ερωτευμένος, που σηκώνεται από το κρεβάτι. Κοίταξε τη γυναίκα που ήταν δίπλα του. Όχι, δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Αποφάσισε να κάνει έναν περίπατο στον κήπο. Αυτό ήταν λάθος, γιατί έδωσε την ευκαιρία, σε αυτούς που τον ήθελαν νεκρό, να τον δολοφονήσουν. Έτσι ο Αγήνορας, έπεσε γεμάτος αίματα, ανάμεσα στα τριαντάφυλλα και της τουλίπες. Όταν ξύπνησε η Αγνή, είδε ότι ήταν μόνη της κι αναρωτήθηκε μήπως ήταν όνειρο. Ύστερα χαμογέλασε, όταν το βλέμμα της έπεσε στα τριαντάφυλλα που είχαν μαζέψει μαζί με τον Αγήνορα. Θα βγήκε στον κήπο, σκέφτηκε και άρχισε να βαδίζει ανάμεσα στα πολύχρωμα λουλούδια. Τότε ο Αγήνορας την είδε. Δεν ήθελε να σχιστεί η καρδιά της όταν θα τον έβλεπε. «Μακάρι να γινόταν κάτι και να μην μπορούσε ν’ αγγίξει η δυστυχία την ψυχή της» ευχήθηκε ο ερωτευμένος άντρας. Ξαφνικά το απαλό δέρμα της Αγνής, έγινε πέτρα… Ο Αγήνορας ξεψύχησε, ξέροντας ότι η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί.
56
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
(ε. Το φιλί) —Θέλεις να πεις, ότι αυτό το άγαλμα, είναι η Αγνή; ρώτησα. Ο αλήτης όμως συνέχισε, σα να μην άκουσε την ερώτησή μου. — Ένας μύθος λέει, ότι θα ζωντανέψει, αν κάποιος δώσει στα μαρμάρινα χείλη της, ένα φιλί αγάπης. Άρχισε να ψιχαλίζει. Είχα νιώσει για πολλές γυναίκες ερωτική έλξη και είχα κάνει πολλές σχέσεις ως τώρα και νόμιζα ότι αυτό ήταν αγάπη. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Ο τρόπος που οι σταγόνες έπεφταν στο μαρμάρινο άγαλμα, το έκανε να φαίνεται ζωντανό. Τα λόγια του αλήτη και το ελκυστικό περίγραμμα της μαρμάρινης γυναίκας, με έκανε να νιώσω ρίγη. Τα χείλη μου ενώθηκαν με τα δικά της. Τα χείλη της ήταν παγωμένα. Τραβήχτηκα και περίμενα. Αν ήταν να γίνει κάτι, θα γινόταν στα επόμενα δευτερόλεπτα... Περίμενα με αγωνία... (εμβόλιμο σημείωμα του συγγραφέα) Εγώ σας το είχα πει, όμως εσείς επιμένατε να διαβάσετε την συνέχεια. Τι καταλάβατε; Μάθετε λοιπόν πως δεν έγινε τίποτα! Το άγαλμα έμεινε ασάλευτο και άψυχο. Μα γιατί νομίζετε πως μερικές φορές κάτι απλό, σαν το φιλί, μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Ανόητοι είστε; … ορίστε λοιπόν, διαβάστε και απολαύστε την «υπέροχη» συνέχεια, που μόνο «υπέροχη» δεν είναι!
57
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(στ. Συντρίμμια) Από το βάθος του μονοπατιού είδα μια μπουλντόζα να πλησιάζει… Η βροχή, που μόλις είχε δυναμώσει, τις έκανε να φαίνονται σαν γιγάντια τέρατα… —Ε, εσείς!…, φύγετε από μπροστά! Ακούστηκε μια φωνή, μέσα από το σιδερένιο κουβούκλιο. — Ποιος είσαι; ρώτησα. — Πρέπει να γκρεμίσουμε το σπίτι… Είναι προς κατεδάφιση!, μου απάντησε ο οδηγός της μπουλντόζας. — Μην τους αφήσεις να ρίξουν το άγαλμα! μου φώναξε ο αλήτης. — Μα, θα καταστρέψετε αυτό το άγαλμα; ρώτησα. — Πρέπει να τα ρίξουμε όλα! απάντησε ο οδηγός. — Αν τα ρίξουν, θα σκοτώσουν το άγαλμα! είπε ο αλήτης, έχοντας μια περίεργη λάμψη στα μάτια. — Φύγετε από εκεί! ακούστηκε άλλη μια φορά η φωνή του οδηγού. Ακούγοντας αυτά τραβήχτηκα, όμως ο αλήτης γαντζώθηκε στο άγαλμα. Κάποιοι προσπάθησαν να τον τραβήξουν, όμως εκείνος έκανε σαν τρελός. Σε λίγο έριξαν το άγαλμα. Το έκαναν σκόνη. Τότε ο αλήτης φώναξε: — Επιτέλους! Η Αγνή είναι τώρα μαζί του! Ακούστηκε η σειρήνα ενός ασθενοφόρου. Το όχημα, σταμάτησε σχεδόν μπροστά μου. Άγνωστοι ασπροντυμένοι άντρες άρπαξαν τον Ιλάριο και τον έσπρωξαν μέσα στο αυτοκίνητο. — Φαντάζομαι πως θα σου είπε, ότι τον λένε Ιλάριο. Του
58
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
αρέσει αυτό το όνομα, μου είπε ένας από τους νοσοκόμους καθώς έφευγε. Ο Ιλάριος ήταν τρελός! Έπρεπε να το είχα καταλάβει! — Το φιλί που της έδωσες δεν ήταν φιλί αγάπης γι’ αυτό δε ζωντάνεψε! Κάποτε όμως θα το δώσεις, και μαζί με αυτό θα δώσεις και ζωή, μου φώναξε ο Ιλάριος γέρνοντας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου καθώς εξαφανιζόταν στο βάθος του μονοπατιού.
59
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(ζ. Μετά την βροχή) Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Μουσκεμένος από την βροχή, έβριζα και κατηγορούσα τον εαυτό μου που είχα πιστέψει έναν τρελό. Τόσο πολύ με είχε μαγέψει ο μύθος; Κατηφόριζα τον μικρό πεζόδρομο κι η βροχή έδειχνε να κοπάζει. Παρηγοριόμουν σκεπτόμενος πως ο καθένας θα μπορούσε να γελαστεί. Πως να καταλάβει κάποιος, μέσα σε λίγη ώρα, ότι αυτός που έχει δίπλα του είναι τρελός; Έφτασα στα σκαλοπάτια του καινούργιου μου σπιτιού. Άνοιξα την πόρτα και πέταξα το σακάκι μου σε μια καρέκλα. Αυτό το σπίτι ήταν μεγαλύτερο από το παλιό και είχε κομψά έπιπλα. Ωστόσο, κάτι του έλειπε. Όμως δεν ήξερα τι ακριβώς. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένος, αλλά δεν ήμουν. Ίσως επειδή η κούραση δεν μ’ αφήνει να σκεφτώ. Άλλαξα τα βρεγμένα μου ρούχα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Τα βλέφαρά μου βάρυναν αμέσως.
60
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
(η. Ο εφιάλτης) Βρέθηκα σε κάποιο περίεργο μέρος. Σ’ έναν δρόμο με πολύ υγρασία. Ένας άγνωστος με αρρωστημένο πρόσωπο με πλησίασε και προσπάθησα να καταλάβω ποιος είναι. Με κοίταζε επίμονα. Κιτρίνισα από το φόβο μου. Υπήρχε κάτι στο πρόσωπο του που μου φαινόταν γνωστό. Προσπάθησα να αρθρώσω κάτι αλλά κατάλαβα ότι δεν μπορούσα. Προσπάθησα να κουνηθώ, μα τίποτα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν ένα άγαλμα και ο άντρας απέναντί μου δεν ήταν άλλος από τον γερασμένο εαυτό μου. Προσπάθησα να του πω να σταματήσει όμως δεν έβγαινε ήχος από τα χείλη μου. Είδα τον εαυτό μου να καταρρέει και να πέφτει νεκρός στο χώμα. Μα πως κατέληξα εδώ; Η ώρα περνούσε και κανείς δεν με πλησίαζε. Το άψυχο κορμί μου τους άφηνε αδιάφορους. Ένιωσα μια απέραντη μοναξιά. Ακούστηκαν βήματα να πλησιάζουν. Στα χείλη μου χαράχτηκε ένα χαμόγελο. Κάποιος ίσως νοιαζόταν για μένα τελικά. Πάγωσα βλέποντας τους σκουπιδιάρηδες να πετούν στο απορριμματοφόρο το κορμί μου. Ξύπνησα ιδρωμένος. Τι εφιάλτης!!!
61
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(θ. Η κλέφτρα) Ήμουν στο γραφείο μου μαζεύοντας διάφορα χαρτιά, όταν πρόσεξα ότι κάποιος βρισκόταν στο γραφείο του διευθυντή. Ήταν μια γυναίκα που έβγαλε ένα πακέτο από το συρτάρι. Ξαφνιάστηκα. Κανονικά θα έπρεπε να ειδοποιήσω την αστυνομία ωστόσο προτίμησα να πάω εγώ ο ίδιος να της μιλήσω. Μου είχαν πει ότι αυτό το συρτάρι το ανοίγει μόνο ο διευθυντής. Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Αποφάσισα να την ακολουθήσω. Εκείνη, πήγε σε ένα άλλο γραφείο όπου άφησε τα πράγματα που είχε πάρει. Με είδε απότομα και τρόμαξε. — Είδα τι κάνατε !!! Δεν ξέρω όμως το γιατί, της είπα. — Δεν κατάλαβα; τι λέτε; — Είμαι ο υποδιευθυντής της εταιρείας, της απάντησα μάλλον επιθετικά. Το πακέτο που πήρατε ανήκει στον διευθυντή. Το συρτάρι που ανοίξατε το ανοίγει μόνο ο ίδιος. Μόλις άκουσε τα λόγια μου εκείνη άρχισε να γελάει, ξαφνιάζοντάς με. — Γελάτε! — Θα ήτανε καλύτερα να συστηθούμε πρώτα. — Δεν μπορώ να πω χαίρω πολύ!!! — Είπατε ότι είστε ο υποδιευθυντής. Έχετε δει ποτέ τον διευθυντή; — Είμαι λίγες μέρες εδώ και δεν έχω προλάβει να τον γνωρίσω ακόμα. — Μόλις τον γνωρίσατε !!! — Τι εννοείτε; είπα ξαφνιασμένος.
62
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
— Ότι εγώ είμαι ο διευθυντής. Δεν άρθρωσα λέξη. — Μην απολογείστε και εγώ λίγες μέρες είμαι εδώ. Μένω προσωρινά σε ξενοδοχείο. — Μπορώ να επανορθώσω; — Δηλαδή; — Μπορούμε να μένουμε μαζί στο σπίτι που έχω νοικιάσει. Η Φωτεινή, έτσι την έλεγαν, δέχτηκε ευχαρίστως. Μιλήσαμε για ώρες και πάντα χαμογελώντας.
63
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(ι. Η πρώτη μέρα) Εγώ κουβάλησα τα μισά πράγματά της. Τα αλλά μισά τα κουβάλησε εκείνη. Ξαφνικά λιποθύμησε. — Είσαι καλά; — Ναι, δεν είναι τίποτα. Σηκώθηκε αργά. Της έδειξα το δωμάτιο της. Μου είπε ευχαριστώ και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Πήγα κι εγώ στο δικό μου, χωρίς να φύγει το χαμόγελο από τα χείλη μου. Το βράδυ ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος. Πήγα να δω τι ήταν. Είδα τότε την Φωτεινή να σηκώνεται από το πάτωμα. — Ήθελα να πιω λίγο νερό και γλίστρησα. — Καλά. Καληνύχτα. — Καληνύχτα.
64
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
(κ. Η συγκατοίκηση) Είχε περάσει καιρός που είμαστε μαζί και είχαμε γίνει ένα. Μαζί πηγαίναμε στη δουλειά, μαζί τρώγαμε, μαζί γελάγαμε, μαζί... Μια μέρα όμως είδα την Φωτεινή να είναι θλιμμένη και να έχει ετοιμάσει δυο βαλίτσες με τα πράγματά της. — Τι συμβαίνει; — Τίποτα απλά στάθηκα τυχερή. — Δηλαδή; — Βρήκα σπίτι να μείνω, να μην σου γίνομαι βάρος. — Μα δεν γίνεσαι καθόλου βάρος. — Άφησε με να φύγω σε παρακαλώ!!! — Μα γιατί; Τι βοήθησα να πάει κάτω τις βαλίτσες αν και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Σε λίγο ήρθε ένα ταξί και την πήρε και χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Για άλλη μια φορά έμεινα μόνος.
65
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(λ. Μπροστά στον καθρέφτη) Κοιτούσα στον καθρέφτη. Γατί την άφησα να φύγει και γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά; Δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ήξερα ότι κάτι είχε συμβεί. Μήπως ήταν άλλος ένας εφιάλτης; Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα πρέπει να την βρω. Πρέπει να την βρω οπωσδήποτε. Δεν μπορεί, δουλεύουμε κι οι δυο στην ίδια δουλειά, είμαστε κι οι δυο στο προσκεφάλι του ίδιου φεγγαριού! Θα έκανα άνω-κάτω την εταιρία μέχρι να την βρω και να μιλήσω μαζί της. Το είχα αποφασίσει…
66
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
(μ. Ψάχνοντας) Έψαχνα τους ορόφους με κάποια δικαιολογία. Όμως τίποτα. Δεν εμφανίστηκε ξανά στην εταιρία. Κάποιος συνάδελφος είπε ότι φερόμουνα περίεργα. Μια μέρα μετά την δουλειά γυρίζοντας με το αυτοκίνητο συνέβη κάτι αναπάντεχο. Είδα την Φωτεινή να μπαίνει σ’ ένα ξενοδοχείο. Είχε πει ψέματα ότι είχε βρει σπίτι. Από την υποδοχή έμαθα το νούμερο του δωματίου της. Σε λίγο, χωρίς δισταγμό χτύπησα την πόρτα της. Μόλις άνοιξε κοιταχτήκαμε και οι δυο στα μάτια. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο Δεν μιλούσαμε, δεν ξέραμε τι να πούμε. Τη σιωπή την έσπασε εκείνη μιλώντας αργά και αδύναμα. — Δεν έπρεπε να έρθεις, κοίτα με πως είμαι, ένα κουρέλι!!! Ήταν η σειρά μου να μιλήσω — Τι συμβαίνει; πως έγινες έτσι; — Πως έγινα έτσι; η αρρώστια μου. Έχω καρκίνο. —Έπρεπε να μου το πεις. Πάμε να πιούμε κάτι; Έλα δε θα σε αφήσω όπως και να ’σαι. Η Φωτεινή κούνησε το κεφάλι καταφατικά και βγήκαμε έξω.
67
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
(ν. Περπατώντας) Περπατούσαμε και οι περαστικοί κοίταζαν το πρόσωπό της με κάποια φρίκη. Ήταν άχρωμο σαν άγαλμα. Η Φωτεινή έκανε να σκύψει το κεφάλι της όμως είδε για μια στιγμή το χαμόγελο του συνοδού της και το ύψωσε κάνοντας το πρόσωπο της πιο φωτεινό. Στα μάτια του το πρόσωπο της δεν ήτανε καθόλου άσχημο, τα μάτια της ήτανε ακόμα μαγευτικά. Ήτανε περίεργο μα η αρρώστια της την έκανε πιο όμορφη. Τη φίλησα, και θυμήθηκα τα λόγια του ζητιάνου «κάποτε με το φιλί αγάπης που θα δώσεις, θα δώσεις μαζί και την ζωή». Χαμογέλασα ελπιδοφόρα…
68
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
(επίλογος) Μετά από καιρό η αρρώστια νικήθηκε από την αγάπη ως διά μαγείας και εξαφανίστηκε τόσο απότομα όσο ήρθε... Μα πως μπορεί να εξαφανιστεί ένας όγκος στον εγκέφαλο τόσο γρήγορα και ξαφνικά; Άραγε ήταν σύμπτωση ή έλεγε αλήθεια ο ζητιάνος; Δεν είχε σημασία πια, γιατί τελικά είχα βρει τι μου έλειπε. Ήταν η Φωτεινή. Ένας άνθρωπος δίπλα μου, να μου κρατήσει το χέρι…
69
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΤΟ ΓΛΥΚΟ…
Μια ιστορία για… τα πανηγύρια!
ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ Πρόσωπα:
1. 2. 3. 4. 5.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ΜΑΝΤΑΜ ΜΕΛΟΝΤΙΚΑ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΚΥΡΙΑ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ (ΠΗΝΕΛΟΠΗ)
74
ΜΕΡΟΣ 1Ο
[ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ, ΠΙΣΩ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΓΚΑΚΙ. ΦΟΡΑΕΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΦΟΡΕΜΑ. ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ». ΒΓΑΙΝΕΙ Ο “ΕΥΠΙΣΤΟΣ” ΜΕ ΕΝΑ ΑΣΠΡΟ ΚΟΥΣΤΟΥΜΙ, ΑΣΠΡΟ ΠΑΝTΕΛΟΝΙ, ΑΣΠΡΟ ΣΑΚΑΚΙ ΚΑΙ ΑΣΠΡΟ ΚΑΠΕΛΟ ΚΑΙ ΠΑΠΙΓΙΟΝ, ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ, ΧOΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΟΥΣIΚΗ. ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΛΥ
ΦΩΣ…]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ —Ωωωω! Γεια σας! Βλέπω όλοι φοράτε τα καλά σας! Βέβαια! Σε μια τέτοια περίσταση!… Μην σας ξεγελάει όμως το «χορεύοντας στη βροχή» που άρχισα να χορεύω! Είναι μια υπέροχη μέρα χωρίς σύννεφα! Είπα μέρα; …( Χτυπάει παλαμάκια. Τώρα με μια αλλαγή με τα φώτα, γίνεται νύχτα.) Μια υπέροχη νύχτα ήθελα να πω! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ — Ό,τι πρέπει για το τοπικό πανηγύρι… Αυτός δεν είναι ο λόγος που φοράτε τα καλά σας; Ωραίο κουστούμι φοράει ο κύριος … και η κυρία ωραίο φόρεμα… Και η νεαρή με τον νεαρό, πολύ ωραίο συνολάκι…
Είστε όλοι ζευγάρια ε;… Kι εγώ που πάω μόνος; (Βλέπει την κυρία που κάθεται στο παγκάκι.) Α! Μια κυρία κά-
75
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
θεται σε εκείνο το παγκάκι… Αναρωτιέμαι αν… (πλησιάζει και την περιεργάζεται λίγο. Κάνει ένα γύρο, γύρω από το παγκάκι και μετά κάνει ότι ψάχνει τις τσέπες του…) Με συγχωρείτε έχετε φωτιά; ΓΥΝΑΙΚΑ (ΑΠΟΤΟΜΑ) — Όχι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΞΑΝΑΨΑΧΝΕΤΑΙ ) — Μήπως έχετε τσιγάρο; ΓΥΝΑΙΚΑ ( ΠΑΛΙ ΑΠΟΤΟΜΑ ) — Όχι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ (ΚΑΘΕΤΑΙ ΔΙΠΛΑ ΤΗΣ)— … Καλά, έτσι και αλλιώς δεν καπνίζω! … τι ώρα είναι; ΓΥΝΑΙΚΑ — Δεν έχω ώρα! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ — Μα φοράτε ρολόι! ΓΥΝΑΙΚΑ — Το προσέξατε ε; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Ωραία νύχτα ε; ΓΥΝΑΙΚΑ — Καλή είναι… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Μοναξιά που υπάρχει στον κόσμο ε; ( ΣΙΓΗ)— Εσείς είστε μόνη; ΓΥΝΑΙΚΑ — Όχι ! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Περιμένετε κανένα; ΓΥΝΑΙΚΑ — Ναι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Mήπως έχει αργήσει; ΓΥΝΑΙΚΑ — Όχι. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Και… δεν μου λες … Πως είναι αυτός που περιμένεις; ( ΣΙΓΗ)— Είναι κοντός, ψηλός; ΓΥΝΑΙΚΑ — Ναι είναι ψηλός ! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Είναι και μελαχρινός; ΓΥΝΑΙΚΑ — Τι; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Λέω… του μοιάζω;
76
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ — Καθόλου! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ ( ΣΙΓΗ)— Aυτός που περιμένεις… είναι… είναι… γυμνασμένος; ΓΥΝΑΙΚΑ — Nαι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ —Δηλαδή; Έχει καθόλου μπράτσα; ΓΥΝΑΙΚΑ — Ναι! Έχει και κάτι ποντίκια να! (Δείχνει πόσο είναι τα ποντίκια του με τα χέρια…) ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ — Είναι σαν να λέμε… (Υπολογίζει με τα χέρια του) αρκετά γεροδεμένος… ΓΥΝΑΙΚΑ — Ναι ξέρει και καράτε! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ — Ε; … Ξέρει και καράτε;… Τότε με συγχωρείτε δεσποινίς μου, αλλά έχω μια δουλειά… ( Φεύγει από την σκηνή) ΓΥΝΑΙΚΑ — Τον βλάκα… Έφυγε… Και ο δικός μου ακόμα να έρθει… (Σηκώνεται όρθια) Δεν είναι η πρώτη φορά που καθυστερεί έτσι… Το έχει ξανακάνει πολλές φορές! Είναι από τους τύπους που καθυστερούν! Θυμάμαι πριν τα φτιάξουμε, με κοίταζε σαν χάνος και καθυστερούσε να με πλησιάσει… Nαι, με κοίταζε με αυτά τα ηλίθια μάτια… και εγώ, η ακόμα πιο ηλίθια, ερωτεύτηκα αυτό το βλακώδες βλέμμα της κουκουβάγιας! — Και τελικά με τα πολλά… αυτός να με κοιτά και εγώ να χαμογελώ σαν την ΜΟΝΑ ΛΙΖΑ, έγινε το πρώτο βήμα…
(Μπαίνει ο ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ με καπέλο και μία εφημερίδα στην μασχάλη μέσα στην σκηνή και προσπαθεί αδίκως να μιλήσει στην κοπέλα… )
77
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Με συγχωρείτε… ΓΥΝΑΙΚΑ— … Και φυσικά αυτό το πρώτο βήμα έγινε από εμένα! ….Τέλος πάντων… Έτσι μιλήσαμε και κανονίσαμε το πρώτο ραντεβού… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Με συγχωρείτε… ΓΥΝΑΙΚΑ— Kαι τι έγινε τότε; Φυσικά και καθυστέρησε… «Συγγνώμη δεν θα αργήσω ξανά, Πηνελοπίτσα μου…», μου είπε και καθυστερούσε συνεχώς… Να έρθει στα ραντεβού του, να βρει δουλειά, να τελειώσει τις σπουδές του! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Με συγχωρείτε… ΓΥΝΑΙΚΑ— Μια μέρα τoν ρώτησα : «Πότε θα παντρευτούμε;», «Να τελειώσω τις σπουδές μου πρώτα, Πηνελοπίτσα μου...», μού απάντησε… Kαι το καθυστερούσε… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Μα με συγχωρείτε! ΓΥΝΑΙΚΑ— …και όταν τελείωσε τις σπουδές του μού είπε: «Κάτσε να βρω μια καλή δουλειά Πηνελοπίτσα μου…» και συνέχιζε την καθυστέρηση!
(Η γυναίκα συνεχίζει, και ο περαστικός κάθεται θυμωμένος στο παγκάκι, αφού βλέπει ότι δεν του δίνει σημασία. )
ΓΥΝΑΙΚΑ— … Kαι μετά;… Mετά, αφού βρήκε δουλειά, άρχισε καινούριο τροπάριο… «Τώρα δεν έχουμε λεφτά για έξοδα και γάμους, Πηνελόπη κάτσε να πάρω αύξηση και βλέπουμε…» ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Α… Καλά!… (Βγάζει την εφημερίδα από την μασχάλη και την διαβάζει.) ΓΥΝΑΙΚΑ— Λες και δεν παντρεύτηκαν οι παππούδες μας που είχαν να φορέσουν μόνο δυο σώβρακα… και μάλιστα
78
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
τρύπια! … Αλλά δεν θέλει να παντρευτεί! Και έτσι το καθυστερεί!... Αλλά ως εδώ! Κανόνισα αυτό το ραντεβού και του είπα: «Θα έρθεις και θα μιλήσουμε για τον γάμο μας, αλλιώς μην έρθεις καθόλου!» ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— (Κατεβάζει την εφημερίδα του και σχολιάζει…) Και δεν ήρθε τελικά ε; ΓΥΝΑΙΚΑ — Ποιος μίλησε; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — ΕΓΩ! ΓΥΝΑΙΚΑ — Εσείς; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Ναι, εγώ! ΓΥΝΑΙΚΑ — Πρώτα από όλα, μάθε ότι θα έρθει! Καθυστερημένος αλλά θα έρθει! Και δεύτερον τι θέλετε εσείς και ανακατεύεστε; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Ηρεμήστε κυρία μου. (Διπλώνει την εφημερίδα του και σηκώνεται.) Εγώ ένας απλός περαστικός είμαι που θέλω να ρωτήσω προς τα που είναι το πανηγύρι… ΓΥΝΑΙΚΑ — Το πανηγύρι; Και γιατί δεν το λες τόση ώρα; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Μα δεν με αφήνατε να μιλήσω!!! ΓΥΝΑΙΚΑ — Καλά μην κάνεις έτσι! (ΣΙΓΗ) ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Λοιπόν; ΓΥΝΑΙΚΑ — Τι λοιπόν; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ! ΓΥΝΑΙΚΑ — Αα…(Δείχνει την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που πήρε ο εύπιστος.) Νομίζω από εκεί… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Ευχαριστώ.( Καθώς το λέει βγάζει το καπέλο του ευγενικά και το ξαναφορά κι έπειτα φεύγει από την σκηνή.)
79
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ — Καλά γιατί συγχύστηκε αυτός;… Δηλαδή τι να πω εγώ; Που έχω και έγνοιες; Τέλος πάντων…( Πάει και κάθεται στο παγκάκι.) Άντε να δούμε πότε θα έρθει και αυτός, ο ανεπρόκοπος… Άντε γιατί με έχει κάνει άνω -κάτω…
(Μπαίνει στην σκηνή ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ.)
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ — Καλή σας, νύχτα κυρία Πηνελόπη… Ε, Συγγνώμη, δεσποινίς Πηνελόπη. ΓΥΝΑΙΚΑ — Αυτό το δεσποινίς με έχει φάει κύριε αστυνόμε! … Πως πάνε τα πράγματα; ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ — Δουλειές…, δουλειές κυρία Πηνελόπη… Βλέπετε η αστυνομία δεν κοιμάται ποτέ!... Όμως εσείς δεν φαίνεστε καλά… Έχετε τίποτα; ΓΥΝΑΙΚΑ— Όχι τίποτα… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Α… Είπα και εγώ… ΓΥΝΑΙΚΑ— Προς το παρόν, τουλάχιστον… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Τι είπατε; ΓΥΝΑΙΚΑ— Τίποτα αστυνόμε, είπα καληνύχτα… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ — Μάλιστα… ε, καληνύχτα και σε σάς δεσποινίς Πηνελόπη…
( Κατεβαίνει από την σκηνή σιγά—σιγά στην πλατεία, και καθώς μιλάει η αυλαία πίσω του κλείνει, δίνοντας την ευκαιρία για αλλαγή του σκηνικού όσο αυτή θα είναι κλειστή.)
ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Είναι ωραία νύχτα όμως … και περασμένη η ώρα… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Πρέπει να πάω στο πανηγύρι… Να βάλω μια τάξη εκεί πέρα… Βλέπετε εκεί έχει πολύ κόσμο και θα είναι γεμάτο κλεφτρόνια… Έχει γεμίσει η χώρα με
80
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
δαύτους!!! Α, Και δεν είναι μόνο αυτό… (Μπαίνει ο ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ στην πλατεία, και ο αστυνόμος δεν τον παίρνει χαμπάρι.) Θα έχει γεμίσει και η αγορά αλλοεθνείς που θα πουλάνε την πραμάτεια τους… Έμποροι με διάφορα, μικρά και μεγάλα εμπορεύματα. Μαύροι, κόκκινοι, κίτρινοι, λευκοί… Και φυσικά κανένας τους δεν θα έχει άδεια!... Ευτυχώς που υπάρχει το μακρύ χέρι του νόμου και… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Μα φτωχοί άνθρωποι είναι που βγάζουν το ψωμάκι τους… (Ο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ γυρίζει γουρλώνοντας τα μάτια προς το μέρος του ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΥ.) ...και ναι δεν λέω δεν έχουν άδεια όπως οι ντόπιοι έμποροι όμως δεν αντιμετωπίζουν τα ίδια πράγματα, Απλά προσπαθούν να επιβιώσουν. ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — (Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ αγριεύει και τον πλησιάζει πιο πολύ) και στο κάτω-κάτω και οι δικοί μας μετανάστες τα ίδια έκαναν! ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Και ποιος είσαι εσύ; Ύποπτος μου φαίνεσαι… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— ΕΓΩ;… (Καταλαβαίνει την θέση του και μαλακώνει.) Εγώ… είμαι ένας απλός περαστικός που θέλει να πάει στο πανηγύρι… Από πού είναι το πανηγύρι; ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— (ΑΓΡΙΑ — Δείχνοντας την κατεύθυνση που είχε πάρει ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ) Από εκεί! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ξέρετε με είχαν στείλει στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση και… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— (ΠΙΟ ΑΓΡΙΑ) Από εκεί είναι! Θα δεις και τον κόσμο. Πήγαινε!
81
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Μάλιστα, αστυνόμε πηγαίνω… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Άσε, καλύτερα να έρθω μαζί σου μην χαθείς πάλι… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ο… όχι, δεν χρειάζεται… να πηγαίνω… ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ— Περίμενε έρχομαι και εγώ περίμενε!...
(Φεύγουν και οι δύο και σβήνουν τα φώτα)
82
ΜΕΡΟΣ 2ο
[ΤΑ ΦΩΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΑ. ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ».ΤΑ ΦΩΤΑ ΑΝΑΒΟΥΝ. ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ, ΕΝΑ ΤΡΑΠΕΖΙ ΜΕ ΔΥΟ ΚΑΡΕΚΛΕΣ. ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΕΝΑ ΝΤΟΣΙΕ ΚΑΙ Η ΓΥΑΛΑ ΤΗΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ. ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ.Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ, ΠΟΥ ΦΟΡΑΕΙ ΡΟΛΟΙ, ΒΓΑΙΝΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑ:]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Γεια σας. Ήρθατε και εσείς; Βιαζόμουν τόσο να έρθω στο πανηγύρι, που δεν πρόλαβα ούτε να συστηθώ… Με λένε Γιάννη Εύπιστο και αυτή είναι η ιστορία μου. Εκείνη την μέρα, η μάλλον εκείνη την νύχτα για να είμαι πιο ακριβής, περπατώντας στους δρόμους του πανηγυριού, το μάτι μου πήρε μια ταμπελίτσα μπροστά από μια σκηνή. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Η ταμπελίτσα έγραφε: Μαντάμ Μελλόντικα. Μάθετε το μέλλον σας, τώρα. Ξέρω τη μοίρα σας, πριν από σας, για εσάς. Πληροφορίες εντός.
Αυτή η επιγραφή μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ξέρετε! (Αρχίζει να ανεβαίνει τα σκαλιά της σκηνής και να προχωρά στο εσωτερικό τους.) Το να ξέρεις το μέλλον σου εί-
83
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ναι μεγάλος πειρασμός. Έτσι βρέθηκα «εντός». Εντός της σκηνής, για να είμαι πιο ακριβής.
(Η Μελλόντικα με μια σκούπα σκουπίζει.)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μαντάμ Μελλόντικα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ (ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ)— Ναι; τι θέλετε παρακαλώ; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Το γραμμένο μου… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ποιο γραμμένο; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Την μοίρα μου;… το ριζικό μου;… το μέλλον μου, βρε αδελφέ! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Δεν μπορώ τώρα έχω δουλειά… (Ξαναρχίζει το σκούπισμα.) ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Σας παρακαλώ…, πείτε μου το μέλλον μου, δεν θα σας πάρω πολύ ώρα… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ — Δεν μπορώ χριστιανέ μου, έλα αύριο… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μα αύριο δεν θα έχει πανηγύρι γιατί θα έχει τελειώσει! (Η Μελλόντικα δεν απαντά.) Εξάλλου, δεν είμαι από εδώ και θα φύγω σήμερα. και έκανα τόσο δρόμο… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Αλήθεια; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ναι!.. Λοιπόν; θα μου πεις το μέλλον μου; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Όχι. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Γιατί; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Γιατί έχω δουλειά, δεν το βλέπεις; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μα σας παρακαλώ… μόνο λίγο ριζικό…
84
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ (ΣΤΑΜΑΤΑ ΤΟ ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ ΚΑΙ ΛΕΕΙ ΕΚΝΕΥΡΙΣΜΕΝΗ) — Το μέλλον σου μπορεί να είναι και άσχημο, θα το αντέξεις; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ναι, θα το αντέξω! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ — Τότε κοίτα το ντοσιέ που έχω πάνω στο τραπέζι και σε λίγο έρχομαι να τα πούμε…(Φεύγει πάει ν’ αφήσει τη σκούπα) ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ (ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ)— Το ντοσιέ για το οποίο μίλησε η Μαντάμ Μελλόντικα, ήταν γεμάτο με διάφορα πτυχία και διάφορες φωτογραφίες από τις επιβραβεύσεις που πήρε. «πτυχίο μελλοντολογίας», «πτυχίο αστρολογίας», «πτυχίο ψυχολογίας»…, ένα πτυχίο με ακαταλαβίστικες λέξεις εκτός από την λέξη Ινδία, ένα άλλο με αιγυπτιακά γράμματα και πολλά άλλα. Σίγουρα αυτή η κυρία ήταν άξια θαυμασμού με τόσα πτυχία… σωστός πανεπιστήμων! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ (Μιλάει καθώς έρχεται)— Όπως βλέπεις στο book μου, δεν είμαι καμιά τυχαία… Τώρα για να δούμε το μέλλον σου… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ (ΚΑΘΕΤΕ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΓΥΑΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΕΙ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ.)— Πω-πω, τι βλέπω… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι βλέπεις; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Σκοτάδι… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τόσο μαύρο είναι το μέλλον μου; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Όχι, έχει συννεφιά και δεν πιάνω τον άλλο κόσμο με την μια… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι σχέση έχει ο άλλος κόσμος;
85
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Εκεί πέρα, μέσα στα ιερά βιβλία γράφουνε το μέλλον… εσύ πρέπει να είσαι στο δέκατο τρίτο τόμο…. Κακό σημάδι. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Γιατί; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Γιατί το δεκατρία είναι άτυχος αριθμός, δεν το ξέρεις; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Εγώ νόμιζα ότι το δεκατρία ήταν το τυχερό μου νούμερο! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Τόσο καιρό νόμιζες λάθος… συνεχίζω. Ανοίγω τον τόμο, γυρίζω τις σελίδες … και να σε! Σε πέτυχα! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Που; που; δεν βλέπω! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Βλέπεις εδώ, ένα μαύρο σημάδι; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Αυτό που μοιάζει με σκόνη; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Δεν είναι σκόνη, εσύ είσαι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Αυτή η κουκκίδα;… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Αυτή η μαύρη κουκκίδα είμαι εγώ; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Αυτό το κατράμι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μα κουκκίδα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Όλοι οι άνθρωποι μια κουκκίδα είμαστε. Λοιπόν συνεχίζω… Πόσα λεφτά έχεις; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μισό λεπτό να δω. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ (ΒΓΑΖΕΙ ΤΟ ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ ΤΟΥ, ΚΟΙΤΑΕΙ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΒΓΑΖΕΙ 15 ΕΥΡΩ.)— Μόνο αυτά τα δεκαπέντε ευρώ, γιατί;… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μόνο δεκαπέντε ευρώ είπες; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ναι!
86
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ (ΑΡΠΑΖΕΙ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ)— Είσαι σίγουρος ότι έχεις μόνο αυτά; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ναι, δεν έχω άλλα... ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Τότε…. Το μέλλον σου είναι απλό. Θα πεθάνεις. Άδειασε μου την γωνία τώρα… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ (ΨΕΛΛΙΖΕΙ ΣΑΣΤΙΣΜΕΝΟΣ) — Είπατε…, θα πεθάνω; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Όπως λέμε, θα με βρούνε τέζα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Δόξα τον θεό το κατάλαβες! …και για να είμαι πιο ακριβής, έχεις περίπου Τέσσερις ώρες. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τέσσερις ώρες; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι, τέσσερις ώρες! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Όχι, αφού είναι το γραμμένο σου… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Σίγουρα; δεν μπορεί κάπως να αλλάξει; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Τι να αλλάξει; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Να, στο σινεμά σε παρόμοιες περιστάσεις, κάτι γίνεται την τελευταία στιγμή… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μα πως να αλλάξει, αφού είναι το ριζικό σου, η μοίρα σου… το μέλλον σου βρε αδερφέ!… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μα στις ταινίες… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μην πιστεύεις ότι βλέπεις στις ταινίες. ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μα...
87
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Έλα τώρα μην κάνεις έτσι… Άντε πήγαινε τώρα έξω να διασκεδάσεις λίγο… (Ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΕΞΩ. ΚΑΙ ΜΙΛΑΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ.) ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Να διασκεδάσω λέει! Πως να διασκεδάσω αφού μου έχουν μείνει μόνο Τέσσερις ώρες ζωής!
(ΚΟΙΤΑΕΙ ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΤΟΥ.)— Δηλαδή, τρεις ώρες και πενήντα εννέα λεπτά και τριάντα δύο δευτερόλεπτα, για να είμαι πιο ακριβής. Τι μπορείς να κανείς μέσα σε τρεις ώρες και πενήντα εννέα λεπτά;
[ΚΑΘΩΣ ΛΕΕΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΤΑΚΑ, ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΡΟΣΤΑ, ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΠΕΡΝΑΕΙ ΕΝΑΣ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ, ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΟΝΤΑΙ.]
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ — Μη βιάζεσαι τόσο, θα πεθάνεις γρήγορα… (Ο περαστικός μπαίνει στη σκηνή της Μελλόντικα.) ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Πόσο δίκιο έχεις! (Ο Εύπιστος φεύγει από τη σκηνή.) ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Με συγχωρείτε… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι, ποιος είναι; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Εγώ… Ήμουν περαστικός από δω και είδα την πινακίδα σας… Μαντάμ Μελλόντικα. ...Μάθετε το μέλλον σας… Ε, λοιπόν θέλω να μάθω το μέλλον μου! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Άντε πάλι… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Πάλι; Πρώτη φορά έρχομαι εδώ! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι, το ξέρω… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Πως το ξέρεις; 88
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Το ήξερα πριν έρθεις… Κοτζάμ πτυχίο μελλοντολογίας έχω! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Αλήθεια; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Αμ τι, παίζουμε! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ξέρετε γιατί ήρθα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Γιατί; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Πρόκειται για την γυναίκα που αγαπώ… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Θέλετε να μάθετε, αν σας αγαπά και αυτή, ε; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ναι! Πως το καταλάβατε; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Το ήξερα δεν το κατάλαβα… Κοτζάμ πτυχίο μελλοντολογίας έχω! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Πολύ ωραία… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ας αρχίσουμε λοιπόν… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ—Ας αρχίσουμε… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— (Περιμένει λίγο και μετά λέει :) Ασήμωσε κάτι παλικάρι μου! Πως θα αρχίσουμε; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ααα… Ορίστε… (Δίνει 10 ευρώ.) ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Για να δούμε … ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ναι, για να δούμε… ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Λοιπόν… βλέπω… βλέπω… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Τι βλέπεις λοιπόν; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Βλέπω μια γυναίκα… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Η αγάπη μου θα είναι! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μια γυναίκα μελαχρινή… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Μα η δική μου είναι κοκκινομάλλα! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Κοκκινομάλλα; Μήπως είναι βαμμένη; ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Όχι, το κόκκινο είναι το φυσικό της!
89
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ωχ, ωχ… Χάνονται τα χρώματα, χάνεται η εικόνα… Να γιατί μπέρδεψα τα χρώματα! Τα πνεύματα είναι ταραγμένα… Ασήμωσε 20 ευρώ να ηρεμήσουν… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ε; … Καλά να πάρε. (Βγάζει 20 ευρώ και τα δίνει.) ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Τώρα βλέπω καθαρά… Μια κοκκινομάλλα γυναίκα κάθεται σε ένα τραπέζι και… και… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Και με σκέπτεται; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Κάποιον σκέπτεται, αλλά… αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι είσαι εσύ. ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Σίγουρα ήταν αυτός ο άλλος, που επειδή περνάνε από τα χέρια του τόσα χρήματα νομίζει ότι είναι κάποιος! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι το βλέπω! Ένας πλούσιος φαντασμένος! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ποιος πλούσιος; Τραπεζίτης είναι! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ—Ε;… Ναι, ναι… Πω, πω… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Τι είναι; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Τίποτα, χάθηκε η σύνδεση με τον άλλο κόσμο… Ασήμωσε άλλα 20 ευρώ για να ξανασυνδεθώ… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Αλλά 20; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι, άμα θες να μάθεις την συνέχεια… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Καλά ορίστε… (Βγάζει 20 ευρώ και τα δίνει.) ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ωραία… μμμ… μάλιστα.. ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ—Τι είναι;
90
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Θα χάσεις την αγαπημένη σου από αυτόν τον άλλο. ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Και… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Τι τα έχω τα πτυχία, αν δεν μπορούσα να σου πω τι να κάνεις! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Τι να κάνω; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Θα σου δώσω ένα μαντζούνι, να το δώσεις να το πιει η δικιά σου και να σε ερωτευτεί… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ—Μαντζούνι; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ναι… με το αζημίωτο βέβαια… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Δηλαδή πόσο κάνει αυτό το μαντζούνι; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— 250 ευρώ… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Ορίστε, δώστο μου… (δίνει τα λεφτά) ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Ωραία… αλά μην ξεχνάς, για να πιάσει πρέπει να είσαι το πρώτο άτομο που θα δει άμα το πιει… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Και θα πιάσει σίγουρα; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Σίγουρα! Τι τα έχω τα πτυχία! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ—Και που είναι τέλος πάντων αυτά τα πτυχία; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Να μέσα στο book μου… (Του δίνει το ντοσιέ με τα πτυχία.) ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Α, μάλιστα… πτυχίο μελλοντολογίας, ψυχολογίας, ένα αγγλικό, ένα ιταλικό… Αυτό τι είναι; ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— … Στα αραβικά, από την Συρία… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Μα ξέρω αραβικά, και αυτά που γράφει εδώ είναι αλαμπουρνέζικα! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— (Μαζεύει γρήγορα το ντοσιέ και λέει:) Μπορεί να είναι σε διάλεκτο που δεν ξέρεις!
91
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Με δουλεύετε;... Μαντάμ Μελλόντικα! Είστε απατεώνας! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μα τι λέτε… ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Είστε απατεώνας και θέλω πίσω τα λεφτά μου! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ — Σταματήστε πως κάνετε έτσι! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Τα λεφτά μου η φωνάζω την αστυνομία! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ — Ε, φώναξε την αστυνομία! ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Πολύ καλά λοιπόν… ΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΠΑΝΙΔΕΙΝ ! (φεύγει…) ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ — Ώχου τι με βρήκε! (Αρχίζει να μαζεύει, τα φώτα σβήνουν σιγά—σιγά και κλείνει η αυλαία…)
92
ΜΕΡΟΣ 3Ο
[ΤΑ ΦΩΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΙΣΤΑ. ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ». ΑΝΟΙΓΟΥΝ ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΙΓΑ—ΣΙΓΑ, ΑΝΟΙΓΕΙ ΚΑΙ Η ΑΥΛΑΙΑ. ΠΙΣΩ ΕΙΝΑΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ. Ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟΛΟΓΕΙ…]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Θεέ μου… Πόση ώρα πέρασε; (Κοιτάζει το ρολόι του.) Μου έμειναν δυο ώρες! (Το ξανακοιτάζει) Δηλαδή μια ώρα και 55 λεπτά! Σπατάλησα στο δρόμο περίπου μια ώρα ζωής! Πόσο πολύτιμα είναι τα λεπτά όταν δεν θες να περάσουν! Δεν πρέπει να σπαταλήσω άλλο χρόνο! Πρέπει να σκεφτώ πως θέλω να περάσω τις τελευταίες μου ώρες… Πως μπορεί να περάσει κάποιος τις τελευταίες ώρες της ζωής του; (Το βλέμμα του πέφτει στην κυρία Πηνελόπη.) Μα ναι ξέρω πως θέλω να πεθάνω! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— (Πλησιάζει την Πηνελόπη και της λέει:) Περιμένετε κανένα; ΓΥΝΑΙΚΑ— Δεν κατάλαβα; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Από το ύφος σας καταλαβαίνω ότι αυτός που περιμένατε δεν φάνηκε… ΓΥΝΑΙΚΑ— Και εσάς τι σας νοιάζει κύριε;
93
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Συγνώμη, δεν ήθελα να φανώ αγενής… Απλώς σας είδα από μακριά και σκέφτηκα πως μια όμορφη κοπέλα σαν και εσάς, είναι κρίμα να είναι μόνη της... Θα σας ζητούσα να πάμε έναν περίπατο αλλά εσείς περιμένετε… ΓΥΝΑΙΚΑ— … το ζώον! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι είπατε; ΓΥΝΑΙΚΑ— Περίμενα το ζώον! Αυτόν τον βλάκα, τον αχαΐρευτο που μου πούλαγε αγάπη με το ζύγι! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ώστε είχα δίκιο λοιπόν! Τότε νομίζω πως επιβάλλεται να έρθετε μαζί μου! ΓΥΝΑΙΚΑ— Γιατί; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Γιατί; Μα για να τον εκδικηθείτε! Θα αρχίσετε να διασκεδάζετε, ενώ αυτός θα τα χάνει όλα αυτά, θα αρχίσετε να νιώθετε καλύτερα με τον εαυτό σας και…, και… ΓΥΝΑΙΚΑ— Πάμε! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ε; ΓΥΝΑΙΚΑ— Πάμε να φύγουμε, λέω!
[ΠΡΟΧΩΡΑΝΕ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΛΙΓΑ ΒΗΜΑΤΑ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΚΟΙΤΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΚΑΙ ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ ΝΑ ΜΙΛΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΑΤΕΣ:] ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ (ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ)— Καθώς προχωρούσαμε, και εγώ προσπαθούσα μάταια, να κατεβάσω μια ιδέα, για να πραγματοποιήσω την τελευταία μου, επιθυμία, να πεθάνω δηλαδή στο κρεβάτι, κάνοντας έρωτα, η κύρια που ήταν δίπλα μου, συνέχιζε το μουρμουρητό: ΓΥΝΑΙΚΑ— Ε, όχι! Δεν θα του περάσει!... Δεν μου λες, ρε φίλε… 94
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι; ΓΥΝΑΙΚΑ — Θες να κάνουμε έρωτα; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι;(!!!) ΓΥΝΑΙΚΑ— Λέω, υπάρχει ένα ξενοδοχείο παρακάτω. Θες να πάμε; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι; ΓΥΝΑΙΚΑ— Λέω…, θες να κάνουμε έρωτα; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Αν κατάλαβα καλά, θέλεις εσύ και εγώ… ΓΥΝΑΙΚΑ— Να την κουνήσουμε την αχλαδιά! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ε…, ναι! Βεβαίως! Οπωσδήποτε! Πάμε! ΓΥΝΑΙΚΑ— Φύγαμε! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ (ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ)— Επιταχύναμε το βήμα μας, και το πρόσωπο μου απόκτησε ένα ηλίθιο ύφος. Τότε πρόσεξα έναν αστυνόμο να έρχεται προς το μέρος μας. Όταν πλησιάσαμε πιο κοντά, βρέθηκα προ μεγάλης εκπλήξεως…
[ΕΝΑΣ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΠΡΩΧΝΕΙ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ:] ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ— Προχώρα ! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μα δεν έκανα τίποτα! Αφήστε με κύριε αστυφύλακα! ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ— Βρε προχώρα !
[ΤΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ Ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΡΩΤΑΕΙ ΤΟΝ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ:]
95
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι συμβαίνει; ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ — Η κυρία είχε κατασκευάσει διάφορα πτυχία και κορόιδευε τον κάθε αφελή ότι θα του πει το μέλλον. Κανένας από αυτούς δεν είχε καταλάβει, ότι το μέλλον το φτιάχνουμε μόνοι μας! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τούς αφελείς! ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΑ— Μα δεν έκανα τίποτα κύριε αστυφύλακα! ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑΣ— Βρε προχώρα σου είπα! (Ο αστυφύλακας απομακρύνεται με τη Μελλόντικα.) ΓΥΝΑΙΚΑ— Τι θα γίνει; θα πάμε στο ξενοδοχείο; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Τι; ΓΥΝΑΙΚΑ— Α, μην αρχίζεις πάλι τα ίδια! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Όχι. ΓΥΝΑΙΚΑ— Τι; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Όχι, λέω, δεν αρχίζω τα ίδια! (ΠΡΟΧΩΡΑΝΕ ΛΙΓΟ, ΚΑΙ Ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΕΙ ΚΑΙ ΛΕΕΙ:) ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ποιος θα πληρώσει το ξενοδοχείο; εγώ δεν έχω ούτε ένα ευρώ! ΓΥΝΑΙΚΑ— Έχω εγώ, πάμε… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Περίμενε ! ΓΥΝΑΙΚΑ— Τι είναι πάλι; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ—Το καπελάκι! ΓΥΝΑΙΚΑ— Ποιο καπελάκι; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Το καπέλο για το κεφαλάκι… ΓΥΝΑΙΚΑ— Θες καπέλο; Μα δεν έχει ήλιο… ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Όχι αυτό το κεφάλι… Εννοώ το αδιάβροχο… ΓΥΝΑΙΚΑ— Ποιο αδιάβροχο;
96
ΜΕΖΕΔΑΚΙΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Να μωρέ την ασπίδα για… ΓΥΝΑΙΚΑ— Το καπέλο, το αδιάβροχο, την ασπίδα… τη θέλεις να πεις τέλος πάντων; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Έχεις κάποια προφύλαξη; Γιατί εγώ δεν έχω τίποτα! ΓΥΝΑΙΚΑ— Αυτό ήταν; ναι έχω, πάμε τώρα! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Περίμενε! ΓΥΝΑΙΚΑ— Τι είναι πάλι; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ξέρεις εγώ πάω να κάνω πρώτη φορά αυτό που πάμε να κάνουμε… ΓΥΝΑΙΚΑ— Τι είσαι παρθένος; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ—Ναι στο ζώδιο! ΓΥΝΑΙΚΑ— Αλήθεια; Και εγώ είμαι ταύρος ταιριάζουμε, πάμε τώρα! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Περίμενε! Άφησε με να τελειώσω! ΓΥΝΑΙΚΑ— Μα το θέμα δεν είναι να μην τελειώσεις εδώ και μάλιστα τόσο γρήγορα; ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Το παραβλέπω αυτό και συνεχίζω, αυτό που πάμε να κάνουμε το κάνω πρώτη φορά… Δηλαδή με μια γυναίκα που δεν την γνωρίζω, έτσι στα κουτουρού… δεν πιστεύω να έχεις καμία ασθένεια; ΓΥΝΑΙΚΑ— Τι; ε, είσαι ζώον! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Μην μιλάς άλλο για αυτόν τον ηλίθιο που σε έστησε! ΓΥΝΑΙΚΑ— Για εσένα λέω, βλάκα! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Πως; Για πρόσεχε τι λες! Εγώ φταίω που ήρθα μαζί σου! ΓΥΝΑΙΚΑ— Ε, είσαι για τα πανηγύρια!
97
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΔΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ—Εσύ δεν ντρέπεσαι να πηγαίνεις με τον οποιοδήποτε; ΓΥΝΑΙΚΑ— Ε, να! (Τον χαστουκίζει κι αυτός πέφτει κάτω ενώ εκείνη φεύγει. Την ίδια στιγμή αρχίζει να βρέχει.)
[ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΣΚΗΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΦΕΡΕΙ ΤΟΝ
ΕΥΠΙΣΤΟ.]
ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Κύριε … ε κύριε… Τι πάθατε; (Ακούγεται το «ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ») ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΠΙΣΤΟΣ— Ε… Έφαγα ένα χαστούκι, στο μάγουλο. Στο δεξί μάγουλο για να είμαι πιο ακριβής. Όμως δεν παραπονιέμαι... Μου αρκεί μόνο, που ζω και βλέπω τον ήλιο της επόμενης ημέρας… (Αρχίζει να χορεύει… Ο περαστικός κάνει το σταυρό του…) ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ— Μνήσθητι μου Κύριε!
[Ο ΕΥΠΙΣΤΟΣ φεύγει χορεύοντας, ο περαστικός ξεσκονίζεται και φεύγει από
την άλλη μεριά ενώ τα φώτα σβήνουν σιγά — σιγά…]
ΤΕΛΟΣ
98
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ
Μια σειρά από φανταστικές και πραγματικές ιστορίες σε έναν ωραίο λογοτεχνικό μπουφέ, είναι τα «μεζεδάκια» αυτού του βιβλίου που δοσμένες άλλοτε με χιούμορ και άλλοτε με σοβαρότητα, προσπαθούν να ικανοποιήσουν τις πνευματικές ορέξεις σας, ταξιδεύοντας στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Καλή όρεξη…
Ένας λ ογοτεχ νικός μπουφ ές... για όλες τις ορέ ξεις ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
978-960-98931-4-5
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
O Δημήτρης Σταδάς γεννήθηκε στην Αθήνα το Μάιο του ‘78 και από τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με το θέατρο. Το 1994 λαμβάνοντας μέρος στην ερασιτεχνική θεατρική παράσταση «Ματωμένος γάμος», του Λόρκα, είχε την έμπνευση να γράψει το θεατρικό έργο «Το φάντασμα». Ήταν η πρώτη του συγγραφική απόπειρα. Το 2003, εμπλούτισε «Το φάντασμα» με καινούριες σκηνές, έργο για το οποίο βραβεύτηκε με έπαινο στο 22ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό, από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Τότε χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμό του. Από τότε δεν έχει σταματήσει να γράφει θεατρικά, διηγήματα και μυθιστορήματα. «Τα μεζεδάκια» είναι το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Σταδά που εκδίδεται.