ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΣ-ΠΛΑΤΩΝ ∆ΕΛΤΑ
Τ
Αλέξανδρος-Πλάτων Δέλτα
αξιδεύοντας με το χρυσάνθεμο Ταξιδεύοντας με το χρυσάνθεμο ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
Ταξιδεύοντας με το χρυσάνθεμο Αλέξανδρος-Πλάτων Δέλτα Θεατρικό [1061]0311/01 Shutterstock photobank Αλέξανδρος-Πλάτων Δέλτα Αθήνα, Mάρτιος 2011 978-960-9499-46-0
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e–mail:
Ταξιδεύοντας με το χρυσάνθεμο
Τα δάκρυα της νύχτας (Καλοκαιρινό βράδυ. Μικρό δωμάτιο. Μια νέα κάθεται σε ένα μικρό γραφείο, έχει ανάψει μόνο το μικρό φωτιστικό του γραφείου. Από το παράθυρο που βλέπει στην πλατεία έρχονται οι φωνές των περιπατητών. Η νέα μπροστά της έχει ένα τετράδιο. Αρχίζει να γράφει.) Αγαπημένη μου, σήμερα κλείνει ένας χρόνος απ’ το φευγιό σου. Ένας χρόνος χωρίς εσένα. Ένας χρόνος χωρίς την ανάσα σου. Ένας χρόνος χωρίς να μυρίζω το άρωμα του κορμιού σου. Ένας χρόνος χωρίς το λαμπερό σου χαμόγελο. Ένας χρόνος... Αγάπη μου ένα χρόνο κάθομαι στα σκοτάδια και το χάος. Ένα χρόνο έχω για συντροφιά μου τη σιωπή. Ένα χρόνο παλεύω στα λασπόνερα με τους δαίμονές μου. Ένα χρόνο αισθάνομαι σαν παρατημένη και σκουριασμένη άγκυρα σε καρνάγιο εγκαταλελειμμένο. Ο χώρος μου, τούτο το μικρό δωμάτιο, έγινε και το κολαστήριό μου. Τα μαλλιά μου μακρύνανε, πήρα και μερικά κιλά. Η καρέκλα που κάθομαι τρίζει, είναι κι ο μόνος ήχος μέσα στη σιωπή του κολαστηρίου μου και το κρεβάτι μου τρίζει αλλά, δεν αφήνω να το επιδιορθώσουν, δεν θέλω να έχω ύπνο ελαφρύ, δεν θέλω. Έξω από το παράθυρο ακούγονται φωνές. Είναι από την πλατεία. Απόψε η μικρή μας συνοικία γιορτάζει. Όλοι είναι μαζεμένοι στην πλατεία που χωρίς να βαρυγκωμά, αντέχει πάνω της, όλους εμάς τους ανθρώπους, με τις καλοσύνες μα και τις κακίες μας, με τα όνειρα για μια ζωή καλύτΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ
5
τερη, με το δόξα σοι ο Θεός ή το βοήθα Παναγιά, με το δάκρυ του ανέργου ή το απλωμένο χέρι του μετοίκου. Στην πλατεία υπάρχουν κλόουν, ξυλοπόδαροι, ακροβάτες, ζογκλέρ, θεατρίνοι, όλοι μασκαρεμένοι με μάσκες και μπογιατισμένα πρόσωπα και κόσμος πολύς κι από άλλα μέρη και παιδιά αγέλαστα. Αλήθεια! Γιατί δεν γελάνε τα παιδιά; Κάποτε, είπες: — Τα παιδιά τούτης της εποχής και της μελλούμενης, θα γεννιούνται αγέλαστα. Θυμάσαι; Όταν, μέσα στην αφέλειά μου, σε ρώτησα τι εννοείς, είπες: — Τα παιδιά για να μεγαλώσουν, θέλουν και τους δύο γονείς. Είναι η τροφή τους. Θέλουνε και το χώμα για να παίζουν. Οι σκανδαλιές τους επί τούτου καμωμένες για να δοκιμάζονται οι αντοχές των γονιών τους. Και αποζητάνε, –τα παιδιά– το μάλωμα, μόνον τότε βαθμολογούνε τους γονείς τους. Θυμάσαι; Από την πλατεία ρίχνονται φωτοβολίδες και πυροτεχνήματα, ο ουρανός φλέγεται, η σελήνη φοβισμένη έτρεξε να κρυφτεί πίσω από ένα έκπτωτο σύννεφο. Τα πυροτεχνήματα με αναστατώνουν. Οι γέψεις των είναι γλυκές και γιορτινές, όμως εγώ πενθώ. Πενθώ το αμείλικτο φευγιό σου μονάκριβή μου αγάπη. Γιατί με άφηκες πίσω; Λέγαμε μαζί στη ζωή, μαζί θε να περάσουμε και τον Αχέροντα. Θυμάσαι; Αυτές τις ερινύες στιγμές κι αυτές που θα ’ρθουν, πάνω μου κουβαλώντας τα χρόνια δε θα νιώσω, γύρωθε και μέσα μου να γεννοβολάνε αθώα άνθη της αμυγδαλιάς. Τούτο το πικρόγλυκο καλοκαιρινό βράδυ, το γιομάτο από τις μνήμες σου, αρμέγω, –μέχρι να στραγγίξουν– τα βυζιά της νύχτας και πίνω γουλιά τη γουλιά το αιμάτινο γάλα σαν γιατρικό ή σαν φαρμάκι. 6
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΠΛΑΤΩΝ ΔΕΛΤΑ
Αγάπη μου εμείς ήμασταν ταμένες η μια για την άλλη, πολύ πριν οι καμπάνες και τα κελαϊδίσματα των πουλιών αναγγείλουνε τη γέννησή μας. Ήμασταν ταμένες η μια για την άλλη πολύ πριν ενωθούν οι ωκεανοί ή το πορφυρό του ηλιοβασιλέματος ανακατεμένο με το μπλε της θάλασσας γίνουνε πράσινες σταγόνες στα μάτια σου. Παρ’ όλα τα εμπόδια, από την εποχή που την πέτρα ακονίζανε, για να γίνει μαχαίρι, μέχρι το κάψιμο των πρώτων γυναικών στην πυρά, σ’ έψαχνα. Συχνά – πυκνά, ερχόσουνα σαν οπτασία στα όνειρά μου, και με οδηγούσες στις λεωφόρους της ευτυχίας. Ωστόσο στο φως της μέρας, της κάθε μέρας σε αναζητούσα μέσα, αλλά και έξω από τις ανοιχτές πόρτες της πόλης. Και τότε, ήρθες. Ήταν εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό που η Θεσσαλονίκη, μέσα στο κάλλος της, έριχνε τα ανοιξιάτικα βέλη του έρωτα πάνωθε σε όποιον ή όποια μπορούσε να τ’ αφουγκραστεί. Καθώς σε αντίκρισα να στέκεσαι κοντά στο Λευκό Πύργο και να αγναντεύεις τη θάλασσα, ταράχτηκα, οι αχτίδες του ήλιου διαπερνώντας το μεταξένιο σου φόρεμα, έβγαζαν σε κοινή θέα, τις λεπτές γραμμές του κορμιού σου, τα πλούσια κόκκινα μαλλιά σου, ανέμιζαν σαν σημαία, ερωτική. Οι γόβες που φορούσες, το σχήμα είχανε του φονικού στιλέτου. Τότε, η γλυκιά, πανάρχαια ανατριχίλα διαπέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη, το κορμί μου. Σαν υπνωτισμένη –απ’ το αφιόνι του έρωτα– σε πλησίασα, γύρισες και με κοίταξες. Η ματιά σου διαπεραστική, σαν δόρυ σταλμένο από θεούς αρχέγονους, μαστορεμένο με υλικά, πυρετού και χυμένης ηδονής παρμένα από τη σαπφική υψικάμινο και σφυρηλατημένα στο αμόνι της ζωής και του θανάτου. Συνεσταλμένα και δειλά, σου χαμογέλασα. Θυμάσαι; τΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ
7
Εσύ, κοιτώντας τα κοντά μαλλιά και το σχεδόν άβαφτο πρόσωπό μου, με ρώτησες. — Είσαι Σαπφίδα; Άνοιξα το στόμα να μιλήσω, αλλά ήχοι βγήκανε αδιευκρίνιστοι. Τότε με ξαναρώτησες. — Είσαι; Το μόνο που κατάφερα είναι, το κεφάλι να κουνήσω καταφατικά. Μου άπλωσες το χέρι, να με χαιρετήσεις. Εγώ, ασάλευτη καθόμουνα, σαν απομεινάρι μαδημένης μαργαρίτας. Έβαλες τα γέλια, –Θεέ μου, αυτά σου τα γέλια– λες κι ερχόντουσαν από τη μαγεμένη Εδέμ. Τέλεια, αθώα, σαν διαφανές κρύσταλλο και παιχνιδιάρικα, –σαν τους κυματισμούς του Θερμαϊκού, στο φεγγαρόφωτο. Σου άπλωσα το χέρι κι ελαφρά άγγιξα την παλάμη και τα ακροδάχτυλά σου, ένας κόμπος διαπέρασε τον ουρανίσκο και διαχύθηκε στο κορμί μου, – ήταν και το φίνο κι ακριβό άρωμα που φορούσες που χαρχάλεψε τα ρουθούνια μου, μου αποδεκάτισε όλες, μα όλες τις αντοχές μου. — Είμαι η Δανάη, συστήθηκες. Εγώ, δε μίλησα, απλώς είχα ξεχαστεί κοιτώντας τις καταπράσινες στέπες των ματιών σου. Από τη ρέμβη με έβγαλες ρωτώντας με. — Δε θα μου πεις το όνομά σου; Ζήτησα συγγνώμη, λέγοντας: Απλώς ξεχάστηκα μέσα στα μάτια σου. Είμαι η Αμφιτρίτη. Εσύ χαμογέλασες, μισανοίγοντας τα χυμώδη χείλη σου, αφήνοντας να φανούν τα κατάλευκα δόντια σου. Θυμάσαι; — Η Θεσσαλονίκη είναι υπέροχη και πολύ ερωτική την άνοιξη, μου αποκρίθηκες, κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. Η Σαλονίκη πάντοτε ήταν ερωτική κι αν περιδιαβείς βράδυ, έχοντας το χάρισμα της εσωτερικής ακοής, θα γευθείς ήχους από ερωτικούς μενεξέδες, να φεύγουν απ’ τα σωθικά της και 8
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΠΛΑΤΩΝ ΔΕΛΤΑ
να ταξιδεύουν μέχρι τ’ αστέρια, σου απάντησα, ξεπερνώντας έτσι, την αρχική μου αμηχανία. Θυμάσαι; Ύστερα, σαν από χρόνια φίλες, κάμαμε περιπάτους σε μέρη γνωστά, αλλά και άγνωστα. Πήγαμε και στα κάστρα απ’ όπου είδαμε τη Σαλονίκη, – σαν νύφη,– να απλώνει κάτωθέ μας το κορμί της πάνω σε κρεβάτι νυφικό, έτοιμο να το διακορέψουν οι άνθρωποι. Σε λίγο, ντυθήκαμε με τον άνεμο και τη φωτιά. Το πάθος, μας έδεσε με αλυσίδες αόρατες και ερωτικές. Ζούσαμε το ζευγάρωμα της καρδιάς με το πνεύμα, μέσα από την ανθρώπινη υπόστασή μας, οι νύχτες, απλώς μετρούσανε τη συγκομιδή από τις χαρωπές κραυγές των ψυχών μας. Ο καιρός πέρναγε κι εμείς γυροφέρναμε τον φράχτη του παραδείσου, για να βρούμε την πύλη, όπου μας περίμενε ένα σπίτι στο δάσος, με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή,– όπως λέει ο ποιητής,– για να μην μπορεί να δραπετεύσει ο έρωτάς μας. Θυμάσαι; Ο παιχνιδιάρης έρωτας, έστελνε κυματιστά τα βέλη του για να μας βρίσκει, έστω κι αν εμείς του κρυβόμασταν ξεχωριστά. Θυμάσαι; — Η Άνοιξη του έρωτα, μας ακολουθεί ή εμείς την ακολουθούμε, έλεγες. Εγώ δεν μιλούσα. Μου έφτανε μόνο, να είμαι βουτηγμένη μέχρι τη φτέρνα στο γλυκό σορόπι της ευτυχίας και κλειδωμένη στο χρυσό όστρακο των ηδονών μας. Αγάπη μου, οι μέρες που φεύγανε ήταν ο πρόλογος του έρωτά μας του αιώνιου, – ωσάν την πρώτη πινελιά του ζωγράφου που διαισθάνεται μάλλον, ότι το έργο που δημιουργεί, θα τον κάνει αθάνατο, – έτσι κι εμείς μέσα απ’ το βαθύ και αγνό ερωτικό μας δεσμό, στέλναμε σ’ όλη την πλάση αόρατους, μα, λαλίστατους μαντατοφόρους, να προαναγγείλουν, τον έρωτά μας, νυν και αεί μέσα στους αιώνες. Τριανταφυλλένια μου, για χρόνια ήμουν άνυδρη, κι ήρθες να με ποτίσεις με τα χάδια και τα φιλιά σου, όπως η βροχή ποτίζει τα λουλούδια, για να μην πεθάνουν. Κάθε φορά που σε τΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ
9
θωρούσα έτσι αλαβάστρινη, αγαλλίαζαν οι αισθήσεις μου και τότε, «πέθαινα» απ’ την πυρακτωμένη μου ανάγκη να αγγίξω κάθε χιλιοστό του κορμιού σου. Κι όπως κάποτε σου είπα: — Είσαι ευλογημένη που νεράιδες μυροφόρες λούσανε το κορμί σου και πλέξανε σε σένα, φωτοστέφανο από μύρο συλλεγμένο απ’ των θεών τις ανάσες. Μπήκες –σαν πετράδι πολύτιμο– στη ζωή μου, φέρνοντας μαζί σου, –σαν προίκα– το άγιο φως του έρωτα και της αγάπης, συγκεντρωμένο χρόνια και χρόνια, απ’ τις κορφές των βουνών, έως τις εύφορες πεδιάδες κι από τους στίχους της Σαπφούς μέχρι, τις επιγραφές των αρχαίων τάφων της Μακεδονίας, που λούζουνε, με τη λαλίστατη ιστορία τους, τον ταπεινό προσκυνητή, έστω, κι αν βάρβαροι, ιδιοτελείς και μικρόψυχοι, πολιορκούνε τα τείχη της Ελλάδας, για να σφετεριστούν μεγάλα κομμάτια από την αρχαία αίγλη της. Μα, για μικρόψυχους βάρβαρους θα σου μιλάω τώρα! Περιπόθητή μου αγάπη, ήρθες όπως ακριβώς σε πρόσμενα, θεϊκή με ζύμη και νότες από φράουλα και σοκολάτα. Όταν διψούσα με άφηνες να βυζαίνω και να ρουφάω το γλυκό νέκταρ του αιδοίου σου, οι αντίλαλοι απ’ τις ηδονικές κραυγές μας, κυματίζανε στων ματιών σου τους ωκεανούς και χυνόντουσαν, –σαν ήχοι από βιολιά και άλλα έγχορδα– πέρα κι απ’ τον ορίζοντα. Θυμάσαι; Στο πέρασμά μας, τα περιστέρια και τ’ άλλα πετούμενα, κατέβαιναν ως κάτω για να μας συντροφεύουν. Τα άνθη –καθώς ανθίζανε– να στέλνουν τις ευωδιές τους μυστικά, ξεσηκώνοντας πάθη και ζήλιες που θυμίζανε, σκοτάδι και ο Βαρδάρης –αν και ψυχρός– όταν μας αντάμωνε, έβρισκε απάγκιο στα κορμιά μας για λίγη ζεστή ηδονή, έστω κι αν εμείς θέλοντας να παίξουμε μαζί του, κρυβόμασταν η μια ISBN 978-960-9499-46-0 μέσα στην άλλη και τότε, ολάκερο το κορμί σου ένας ουρανός ξάστερος, με οδηγούς τα μακρινά αστέρια. ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ο σ ε ος Μα και τηνλ ότ ύστερη ώρα της νύχτας, η σελήνη δειχνότανε γυμνή και ερωτική σα ζωγραφιά σε νυφικό δωμάτιο. 10
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΠΛΑΤΩΝ ΔΕΛΤΑ E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
Όμως αγαπημένη υπάρχουν κι άλλες θύμησες. Οι μαστοί σου, οι καλοζευγαρωμένοι, οι υπέροχοι, πιότερο καλλίγραμμοι, απ’ τους μαστούς της Αφροδίτης. Οι γλουτοί σου σμιλευμένοι από χέρια θεϊκά, κινούνται σαλευόμενοι σε σώμα υγρότερο κι απ’ τα νερά του Αξιού. Τα ταξίδια που έκαμα, στο κορμί σου, για της ηδονής την αναζήτηση. Απ’ τα χείλη σου, μέχρι τα γαλακτερά σου στήθη κι απ’ το αιδοίο σου, έως τις πατούσες των ποδιών σου. Κάτι τέτοιες στιγμές εσύ φάνταζες τεράστια κι εγώ, σαν ένα μικρό σαμιαμίδι. Να ξεκινάω το οδοιπορικό μου σε μέρη μυστικά και ανεξερεύνητα, που άλλαζαν κάθε φορά, σχήματα, μορφές και συναισθήματα. Θυμάσαι; Μαζί από τα ρηχά ξεκινήσαμε και φτάσαμε στα άπατα των απολαύσεων του νου και των κορμιών μας. Κι όταν αγκαλιασμένες, στις «μάχες» ριχτήκαμε˙ εμείς, βγήκαμε νικήτριες, τα πρότυπα σπάζοντας με θυσίες, το τίμημα ήταν, να σπάσουν και οι ζωές μας, αλλά, ήμασταν μαζί προσπαθώντας να επουλώσουμε τις πληγές με γιατρικό παρμένο από τη ράχη του καθωσπρεπισμού της υποκρισίας. Και όταν ήρθε ο χρόνος, που το χνώτο μου, έγινε ένα με το δικό σου, είπες: — Τώρα πρέπει να μαστορέψουμε ένα τόσο δα μικρό σκαφάκι, για να μας ταξιδεύει σε μέρη άγνωστα και εξωτικά. Κι όταν ο καιρός γουρμάσει ν’ αναζητήσουμε και την Ιθάκη μας. Και σαν από χρόνια μυημένη στα μυστήρια του ποιητικού λόγου, έγραφες ένα ποίημα με τίτλο, «Το τρεχαντήρι». Του έρωτα το σκάφος να καλαφατίσουμε στο καρνάγιο, και να σου φωνάζω: Αγάπη μου, με δύναμη τη ματσόλα, κάνε κουράγιο. Παλαμισμένο και βαμμένο τΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ
11