Το μουσικό μου κουτί

Page 1

ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΡΩΝΑ

Το μουσικό μου κουτί

μυθιστορημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς



Μαρία Τσιρωνά

Το μουσικό μου κουτί

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Το εξώφυλλο είναι photo της φωτογράφου Ελένης Βράκα. Τιτλος To μουσικό μου κουτί Συγγραφέας Μαρία Τσιρωνά Σειρα Λογοτεχνία [1358eb]1112/01

Copyright© 2012 Μαρία Τσιρωνά

Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Δεκέμβριος 2012 ISBN 978-960-564-013-2

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Για τη Ζωή και τον Μίμη


Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω Γιώργος Σεφέρης, Κίχλη Α΄ Το σπίτι κοντά στη θάλασσα


Εισαγωγή Πρελούδιο: εισαγωγικό κομμάτι, προηγείται μιας άλλης, σημαντικότερης σύνθεσης. Για το λόγο αυτό είναι σύνθεση ελεύθερη στη δομή και περισσότερο αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα.

Αμάραντος Αμαραντίδης, Η Μορφολογία της Μουσικής Wikipedia



Vivace

(ζωντανά, γρήγορα)

Ανοίγω την αυλόπορτα και – κόκκινες, θυμάμαι. Οι αγαπημένες μου, οι πιο αγαπημένες απ’ όλες: ένα ζευγάρι κόκκινες πλαστικές σαγιονάρες - ολόκληρο καλοκαίρι περνά με τις σαγιονάρες αυτές κολλημένες στα πόδια μου. Κι ακόμη, το ψάθινό μου καπέλο με μεγάλα, γυαλιστερά κεράσια περασμένα στο γείσο του, το χρωματιστό μου μαγιώ, το τζην μου σορτσάκι, η αγαπημένη μου φουξια μακώ μπλούζα με τα φουσκωτά μανίκια - εγώ και το μαγικό καλοκαίρι των έξι μου χρόνων. «Περάστε…» της λέω και τραβιέμαι στην άκρη για να περάσει πρώτη. – τα βιαστικά μου βήματα από την εξώπορτα της αυλής στο νερό, ακριβώς εικοσιδύο μετρημένα βήματα. Την ακολουθώ, αβέβαια. Είναι τόσο αποφασιστικό το περπάτημά της, σκέφτομαι, λες και το σπίτι είναι δικό της κι όχι δικό μου. Την ακολουθώ αργά, τρία μεγάλα βήματα πίσω της, στην αυλή με τον στρωμένο με βότσαλα διάδρομο που οδηγεί στις σκάλες του σπιτιού. - τα βότσαλα τα μαζεύουμε καθημερινά, οι τρεις μας, εγώ, ο Μιχάλης κι ο Γιώργος και κάθε Σαββατοκύριακο τα κολλάμε με επιμέλεια στο τσιμέντο, με το μπαμπά. Μέχρι να γεμίσει όλος ο διάδρομος, το μισό καλοκαίρι έχει τελειώσει. Σ’ αυτό το βοτσαλωτό διάδρομο περπατώ αυτή την στιγμή καθώς κατευθυνόμαστε, εγώ κι η μεσίτρια, προς την είσοδο του σπιτιού, προς τη μπλε σκούρη πόρτα που χρόνια τώρα δεν την έχω ανοίξει - τελευταία φοτο μουσικο μου κουτι

™9


ρά έρχομαι εδώ με το Χρήστο, πάνε, νομίζω, δεκαπέντε χρόνια, ένα καταστροφικό, βροχερό σαββατοκύριακο. Είναι Ιούνιος και μεσημέρι τώρα, το φως του καλοκαιριού είναι εκτυφλωτικό. Με κάθε βήμα οι αναμνήσεις φτεροκοπούν ολόγυρα σαν πουλιά που τα τρομάζουν τα βήματά μου. Κοιτάζω γύρω μου: ο φροντισμένος τότε κήπος, τώρα γεμάτος με αγριόχορτα που μου φτάνουν σχεδόν ως τη μέση. Ανάμεσα στα δύο τεράστια πεύκα, υπάρχει τότε κρεμασμένη μια αιώρα – κάθε απόγευμα καθόμαστε ξυπόλητοι εδώ με το Μιχάλη και τρώμε αυγόφετες, καρπούζι, ή παγωτό. Ανεβαίνω σιωπηρή τα δύο σκαλιά, ξεκλειδώνω την εξώπορτα και τότε συμβαίνει αυτό ακριβώς που φοβόμουν. Με το άνοιγμα πετάγονται έξω, όλοι μαζί, με αλαλαγμούς: φωνές, ψίθυροι, τσιρίδες, ουρλιαχτά ενθουσιασμού, γέλια, καβγάδες, τραγούδια, κλάματα, λυγμοί και θριαμβευτικές κραυγές. Είμαι σίγουρη πως στριμώχνονται πίσω από την πόρτα για το ποιος θα βγει πρώτος και, μόλις αυτή ανοίγει, πέφτουν όλοι μαζί κάτω. Την ίδια στιγμή, από την άλλη μεριά, έρχεται να προστεθεί στην παρέα, φουριόζος, ο φλοίσβος των κυμάτων, αυτό το αγαπημένο και τόσο οικείο περιοδικό σύρσιμο που μετά από λίγη ώρα το συνηθίζεις τόσο πολύ ώστε δεν καταλαβαίνεις καν ότι υπάρχει. Στρέφομαι βιαστικά στη μεσίτρια, αναστατωμένη, θέλοντας να της ζητήσω συγνώμη για όλo αυτό που συμβαίνει. Εκείνη δε με κοιτάζει - μου έχει γυρισμένη την πλάτη μαγεμένη από την αποστομωτική θέα της θάλασσας που βρίσκεται τόσο κοντά στο σπίτι, μόλις εικοσιδύο βήματα απόσταση. Στα ξανθά της μαλιά έχει σκάλώσει ένα μπερδεμένο κουβάρι ηλιαχτίδες. Σκέφτο-

10™

μαρια τσιρωνα


μαι ν’ απλώσω το χέρι να το ξεσκαλώσω ή, απλά, να τις ξεμπερδέψω. Δεν κάνω τίποτε από τα δύο, ωστόσο. Κι έτσι, καθώς στέκομαι διστακτική, αμίλητη, έρχονται όλοι γύρω μου, με περικυκλώνουν – όλη αυτή η αλλοπρόσαλλη, φασαρτζίδικη παρέα που με υποδέχεται. Και φέρνει κι άλλους μαζί της - έντεκα ολόκληρα αστραφτερά καλοκαίρια εκτυφλωτικών αναμνήσεων: η μέδουσα που με τσιμπά στον αριστερό μου καρπό και κάνει το χέρι μου να πρηστεί κι εμένα με το μπαμπά να τρέχουμε στο νοσοκομείο του Πολυγύρου για κορτιζόνη, η πρώτη μου βουτιά από την πλάτη του Γιώργου, η μυρωδιά του σιμιγδαλένιου χαλβά με τα καβουρντισμένα καρύδια που γεμίζει το σπίτι τα απογεύματα, Καλόγρια, σπίτι - οι τρεις χρωματιστοί μαρκαδόροι με τους οποίους γράφουμε πίσω από τις καλοκαιρινές φωτογραφίες κι οι τρεις μας, πάντα, την ίδια φράση, το δόντι μου που σπάει όταν πέφτω από το ποδήλατο σε μια στροφή μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι, τα γόνατά μου που είναι μόνιμα γδαρμένα, το φιλί του Κωνσταντίνου στο κόκκινο από τον ήλιο μάγουλό μου ένα απόγευμα που τρώμε καρπούζι στην αμμουδιά. Κι ακόμη κι άλλα, κι άλλα, τόσα πολλά, μου επιτίθονται με βία, με ζαλίζουν ψιθυρίζουν, μουρμουρίζουν, μιλούν, φωνάζουν όλα μαζί. Απλώνω τα χέρια μου να τα κάνω πέρα όμως συνειδητοποιώ πως αυτό είναι αδύνατο. Κάθε χρόνο, κάθε καλοκαίρι ανεβαίνουμε από την Αθήνα στο πατρικό της μαμάς στη Θεσσαλονίκη και από κει, εδώ, στην ακτή Καλογριάς, στη Χαλκιδική. Εδώ, στο σπίτι μου. «Δεν μπορώ να το πουλήσω…» ψιθυρίζω ξέπνοα – πόσο πολύ θα ήθελα να είναι εδώ, μαζί μου, ο Χρήστος, σκέφτομαι. Στρέφομαι στη μεσίτρια.

το μουσικο μου κουτι

™11


«Τελικά, δεν θα το πουλήσω…» μουρμουρίζω σχεδόν λαχανιασμένη προσπαθώντας να τους κάνω όλους να πάψουν. Τις αναμνήσεις, τις σκέψεις, τα χαχανητά τους ψιθύρους, τα ξέφτια από τα χρώματα και τα σχήματα. Της παίρνει λίγη ώρα να μαζέψει τη σκέψη της από το νερό και να την συγκεντρώσει σε μένα. Την περιμένω με υπομονή, ξέρω πως είναι σχεδόν αδύνατο να συμμαζέψεις τη σκέψη σου σ’ αυτή τη βεράντα. «Δε θα το πουλήσετε;» ρωτά σχεδόν απογοητευμένη. «Λυπάμαι, σας ζητώ συγνώμη για την αναστάτωση, όμως, πραγματικά, δεν μπορώ…» λέω με θέρμη, κι ύστερα ξαφνικά, θυμάμαι πως χρειάζομαι απελπισμένα, χρήματα. Δεν θα μπορούσα να τα βρω από πουθενά αλλού. Με στεναχωρεί τόσο πολύ, η σκέψη μου. Ταυτόχρονα, αισθάνομαι πως με ζαλίζει όλο αυτό το μουρμουρητό, με αποσυντονίζει όλη αυτή η βαβούρα. «Σταματήστε, επιτέλους!» φωνάζω σ’ αυτούς που μόνον εγώ βλέπω. Η μεσίτρια με κοιτάζει απορημένη. Την δικαιολογώ, απόλυτα.’ Επειτα της χαμογελώ απολογητικά. «Θα μπορούσα να το νοικιάσω, ίσως…» προτείνω διστακτικά. «Είναι ευκολότερο να το αποχωριστώ, απλά, για λίγο…» Κρατούν όλοι την αναπνοή τους – οι ψίθυροι σταματούν για λίγο. Εκείνη με κοιτάζει με απροκάλυπτη περιέργεια λες και με περιεργάζεται. Δε μιλά – άραγε τους ακούει; αναρωτιέμαι. Ύστερα στρέφεται ξανά στη θάλασσα λες κι εκείνη είναι που έχει την πραγματική σημασία κι αξίζει να την

12™

μαρια τσιρωνα


προσέξει κανείς, γεγονός που, αν το καλοσκεφτείς, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Και το μουρμουρητό ξαναρχίζει, απελπιστικά πιο έντονο από πριν.

το μουσικο μου κουτι

™13


Andante cantabile (ήρεμα, με τραγουδιστικό ύφος)

Παίζω για λίγο τη φωτογραφία στο χέρι μου. Ύστερα την αφήνω να πέσει, μπροστά μου, στο γραφείο μου. Γιατί; αναρωτιέμαι. Γιατί δέχθηκα; Ακουμπώ βαρύς, πίσω, στην πολυθρόνα μου. Δεν αναλαμβάνω τέτοιες υποθέσεις εδώ και χρόνια, είναι χαμένος κόπος για μένα. Και πεταμένα λεφτά για τον πελάτη, αυτό όμως δεν του το λέω ποτέ. Κι όμως, έχω δεχθεί. «Και ποιος μου εγγυάται πως δεν θα τον σκοτώσετε εσείς, αν τον βρούμε…» της λέω εκνευρισμένος, κάποια στιγμή στην πορεία της συζήτησης, μιας συζήτησης που ξεκινά άσχημα και προχωρά ανάποδα κι εκείνη με κοιτάζει έκπληκτη «να τον σκοτώσω;» ρωτά σα να μην άκουσε καλά – με κάνει να νιώσω τόσο φθηνός, αυτή η τόσο αυθόρμητη έκπληξή της. Η αλήθεια είναι πως η παρουσία της και μόνο στο γραφείο μου, μου έχει δημιουργήσει έναν ακαθόριστου σχήματος και ποσότητας εκνευρισμό: η διακριτική της σιωπή, ο αδιόρατος δισταγμός πριν από κάθε της κίνηση, το τρυφερό, ωστόσο σχεδόν απροσπέλαστο της εικόνας της. Και κάτι ακόμη – η παράδοξη αίσθηση πως βρισκόμαστε μεν κι οι δυο στον ίδιο χώρο, ωστόσο κανείς από τους δυο μας δεν αντιλαμβάνεται ουσιαστικά την παρουσία του άλλου. Ο καθένας από εμάς είναι μόνος του. Είναι ένα κόκκινο χλιαρό απόγευμα Τρίτης στη μέση σχεδόν του Ιουλίου. Το πορφυρό χρώμα του δειλινού βά-

14™

μαρια τσιρωνα


φει τους τοίχους του γραφείου μου και στάζει στο ξύλινο δάπεδο. Το γραφείο μου είναι μεγάλο – ολόκληρη η πρόσοψή του αποτελείται από μεγάλα παράθυρα που βλέπουν κατευθείαν στην Τσιμισκή, στην αρχή της, από τον πέμπτο όροφο – αυτή την στιγμή του απογεύματος έχω μισάνοιχτα τα παράθυρα κι ο θόρυβος των αυτοκινήτων φτάνει αμυδρά ως εδώ. Είναι ο μόνος εξάλλου που ακούγεται στο χώρο. Ξαφνικά, εκείνη, υπακούοντας σε κάποιο αόρατο σε μένα σινιάλο, σηκώνεται από τη θέση της - φορά ένα φόρεμα με τιράντες στο χρώμα της φρέσκιας κρέμας μέσα την οποία κάποιος έχει σκορπίσει μια χούφτα γαλάζια λουλούδια –νομίζω πως κλείνω τα μάτια στη θέα του: έχει μια εξωπραγματική τρυφερότητα που με ταράζει. «Ίσως θα ήταν σωστότερο να έχει έρθει εδώ ο δικηγόρος μου» μουρμουρίζει. «Υποθέτω πως Θα ήταν ευκολότερο για σας να μιλήσετε μαζί του…» Δε σχολιάζω. Με κοιτάζει κατάματα. «Ίσως να δεχόσασταν, τότε…» Σηκώνω τους ώμους μου. Οι υποθέσεις μένουν για πάντα υποθέσεις, αυτό ξέρω εγώ. «Ίσως…» μουρμουρίζω χωρίς να σηκωθώ. Καφές, σκέφτομαι κοιτάζοντάς την. Καφές, με μια μόλις σταγόνα γάλα μέσα του. Αυτό είναι το χρώμα στα μάτια της – το γάλα βρίσκεται ακόμη στις άκρες των ματιών γι’ αυτό και το συγκεκριμένο χρώμα δεν είναι ομοιόμορφο. «Να μη σας καθυστερώ άλλο λοιπόν …» απλώνει το χέρι της σε μια χειραψία χαιρετισμού. Σηκώνομαι από τη θέση μου τώρα κι ανταποδιδω το χαιρετισμό.«Καλή τύχη» της εύχομαι σοβαρός. Κι ύστερα μου χαμογελά. «Σας ευχαριστώ…» λέει και φεύγει.

το μουσικο μου κουτι

™15


Δεν τη συνοδεύω στην πόρτα, όχι επειδή δεν θέλω αλλά, επειδή, απλά, δεν μπορώ. Στέκομαι εκεί όρθιος, δεν κάθομαι στην πολυθρόνα μου, δεν κάθομαι επειδή αυτό το απαλό, υπόγλυκο, διστακτικό χαμόγελο έχει κάτι που, εντελώς ξαφνικά, κόβει στα δύο τη μέρα, την πραγματικότητα, την καθημερινότητά μου, με τον ίδιο τρόπο που ένα μεγάλο μαχαίρι κόβει με μια αποφασιστική κίνηση στα δύο ένα καρπούζι – δεν είμαι απόλυτα σίγουρος τι ακριβώς κόβεται, ωστόσο είμαι βέβαιος πως κάτι κομματιάζεται μέσα μου επειδή βγαίνω από το γραφείο μου βιαστικά, «έφυγε;» ρωτώ με αγωνία την Έλλη, τη γραμματέα μου και, αδιαφορώντας για τον κόσμο που με περιμένει στην τόσο κομψή αίθουσα αναμονής – είναι απίστευτο πόσος κόσμος ψάχνει για πόσο κόσμο – βγαίνω από το γραφείο, κατεβαίνω βιαστικά με το ασανσέρ, τρέχω στην είσοδο κι από κει μ’ ένα τεράστιο βήμα πετάγομαι στο πεζοδρόμιο της Τσιμισκή ψάχνοντας τη φιγούρα της σα χαμένος. Τη βρίσκω. Τρέχω πίσω της και την αρπάζω σφιχτά από το μπράτσο. Εκείνη στρέφεται τρομαγμένη. «Δέχομαι» της λέω λαχανιασμένα, μ’ έναν σχεδόν απελπισμένο τόνο, λες κι έχω καθυστερήσει ν’ απαντήσω στην πρόταση γάμου που μου έχει κάνει και τώρα το έχω μετανιώσει πικρά. Περνούν μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου μέχρι εκείνη να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχει συμβεί – είμαι απόλυτα σίγουρος πως εγώ θα χρειαστώ λίγο περισσότερο χρόνο για να το συνειδητοποιήσω, ωστόσο «…δέχομαι» επαναλαμβάνω με έναν πιο φυσιολογικό τόνο αυτή τη φορά λες και προσπαθώ να εξηγήσω μια φράση στα ελληνικά, σε κάποιον αλλοδαπό ο οποίος δεν ξέρει ούτε μια λέξη από τη γλώσσα αυτή. Καταλαβαίνει, τελικά. Μου χαμογελά. Μου χαμογελά αβίαστα και πλατιά. Σκέφτομαι πως με τον ίδιο απλό και αμετάκλητο τρόπο ο ήλιος

16™

μαρια τσιρωνα


ξεφεύγοντας πάνω από την κορυφή ενός βουνού σκορπίζει απλόχερα το φως του στην πλαγιά και στον κόσμο. Εντάξει, σκέφτομαι. Δεν έχω ξεκουτιάνει τελείως – ο καθένας μας έχει το δικαίωμα, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του, να την πατήσει. Αυτή είναι η δική μου φορά, καταλήγω με ψυχραιμία. Το κόκκινο απόγευμα έχει βάψει πορφυρό το φόρεμά της με τα γαλάζια λουλούδια. Αφήνω αμήχανα το μπράτσο της που τόση ώρα κρατώ σφιχτά στο χέρι μου. Κοιτάζουμε κι οι δυο το δέρμα της, τα σημάδια που έχουν αφήσει τα δάχτυλά μου πάνω του.

το μουσικο μου κουτι

™17


Allegro con brio (γρήγορα,με λαμπρότητα)

Ο Χάρης κάθεται στο σκαμνάκι του πιάνου του. Περιμένει λίγο μέχρι να σταματήσουν τα χειροκροτήματα. Το Μέγαρο Μουσικής είναι κατάμεστο – είναι η πρώτη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας για φέτος. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Τσαικόφσκι –κοντσέρτο για πιάνο ν.1 σε σι ύφεση ελάσονα, op23. - Παύλου Μελά 2, στον δεύτερο όροφο. Το πάτωμα είναι στρωμένο με άσπρα μάρμαρα. Ο ήλιος βουτά ολόκληρος στη θάλασσα πίσω από τον Λευκό Πύργο και το μεσημεριανό, εκτυφλωτικό φως του αντανακλάται πάνω τους. Παρόμοια μάρμαρα υπάρχουν και στα μπαλκόνια τα οποία αντί για κάγκελα έχουν λευκά κολωνάκια. Η ορχήστρα ξεκινά. - Από το μπροστινό μπαλκόνι ο συμπαγής όγκος του Λευκού Πύργου σχεδόν κόβει την ανάσα. Μοιάζει σχεδόν απίστευτο να τον βλέπεις από τόσο κοντά, σκέφτεται ο Χάρης καθώς προχωρά πίσω από το μεσίτη, ο οποίος του δείχνει, στην πραγματικότητα μονάχα σ’ εκείνον επειδή η Ρέα φαίνεται να μη συμμετέχει καθόλου στη διαδικασία, τους χώρους του σπιτιού. Κοιτάζει το διευθυντή της ορχήστρας, και με ένα νεύμα του Μπαίνει.

18™

μαρια τσιρωνα


- Η Ρέα μετρά με τα μακριά της πόδια το σαλόνι. Τώρα στέκεται στη μπροστινή μπαλκονόπορτα και κοιτάζει την ίδια θέα που πριν από λίγο απολάμβανε ο Χάρης, την κοιτάζει με αδιαφορία, αν όχι με απέχθεια: τον τρόπο που η Παύλου Μελά γλυστρά μαλακά σε μια στροφή, τη στάση των λεωφορείων απέναντι, κι ύστερα, πίσω από ένα μεγάλο πλατάνι στο πάρκο μπροστά από το Ζύθο - ΝτοΡε, τον Λευκό Πύργο και τη θάλασσα που απλώνεται μόλις μερικά βήματα πιο πέρα, στα πόδια του και στα πόδια τα δικά της και της πόλης ταυτόχρονα. Allegro non troppo e molto maestoso. - Η Ρέα δε μιλά, λύνει μόνο τα μακριά κόκκινα μαλιά της από το μικρό χορευτικό κοτσάκι που τα έχει μαζεμένα, περνά μέσα τους τα δάχτυλά της κι ύστερα τα πλέκει μια γρήγορη πλεξούδα – αυτό είναι σημάδι εκνευρισμού, σκέφτεται με απογοήτευση ο Χάρης: δεν της άρεσε το σπίτι. «Λοιπόν…Έχεις ένα τεράστιο κόλλημα με το κέντρο της πόλης…» του μουρμουρίζει εκνευρισμένη όταν εκείνος την πλησιάζει γεμάτος ενθουσιασμό γι’ αυτό που τους περιβάλει. «Είναι τόσο κλισέ όλο αυτό που βλέπουμε εδώ και μέρες…» Ύστερα κοιτάζει το ρολόι της – «έχουμε ακόμη ένα ραντεβού, ας βιαστούμε, σε ένα τέταρτο πρέπει να είμαστε στο Ασβεστοχώρι…» Ο Χάρης προχωρά στεναχωρημένος για να συναντήσει το μεσίτη που ετοιμάζεται να του δείξει το δεύτερο μπάνιο του σπιτιού. Allegro con spirito. - Έχουμε πόλεμο, σκέφτεται με απόλυτη διαύγεια. Πόλεμο μέχρι τελικής πτώσης. «Σας ευχαριστούμε πολύ, όμως δεν είναι αυτό που ψάχνουμε…» του λέει ευγενικά, ψέματα. Αν ήταν στο

το μουσικο μου κουτι

™19


Τι είναι η μουσική; Τι είναι το παρελθόν; Η Βάλια μόλις προσλαμβάνεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Εκεί γνωρίζεται με το Χάρη, καθηγητή μουσικής και πιανίστα. Με έναν παράξενο τρόπο και με οδηγό τη μουσική, ξεκινούν οι δυο τους ένα μαγικό ταξίδι που τους φέρνει αντιμέτωπους με τον έρωτα, το σκοτεινό τους παρελθόν και τον εαυτό τους. Ένα βιβλίο για τη μοναξιά, τη φιλία και την τρυφερότητα των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας.

ISBN 978-960-564-013-2

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.