Δέσποινα Τσιτάκη
Χτύπα ξύλο
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τίτλος Χτύπα Ξύλο Συγγραφέας Δέσποινα Τσιτάκη Σειρά Μυθιστόρημα [1358]0812/16 Φιλολογική επιμέλεια Χριστίνα Λιναρδάκη Πίνακας Εξωφύλλου Περικλής Τσιροπινάς Copyright© 2012 Δέσποινα Τσιτάκη Πρώτη Έκδοση Αθήνα, Οκτώβριος 2012 ISBN 978-960-9607-88-9 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα), καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Δέσποινα Τσιτάκη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
4 ™δεσποινα τσιτακη
1
Ο
ουρανός είναι ζεστός με απαλά κίτρινα και πορτοκαλί χρώματα να αναμειγνύονται, σκορπίζοντας φωτεινές δέσμες απαλού κόκκινου στη γαλάζια θάλασσα. Η Δάφνη κολυμπάει με απλωτές κινήσεις, νιώθοντας τα μέλη της να γλυκαίνονται κάτω από το φως και την αλμύρα. Είναι ήρεμη, χαλαρή κι ευτυχισμένη. Είναι εκεί που πρέπει να είναι. Ένα με τη θάλασσα. Ένα με τον ουρανό. Χαμογελάει στη θέα του ακανόνιστου άσπρου βράχου που ξεμυτίζει από τα βάθη της θάλασσας. Κλείνει τα μάτια και κατευθύνεται προς το μέρος του. Ήδη νιώθει την πετρώδη επιφάνεια να της πιέζει ευχάριστα τα πέλματα κι επιταχύνει τις κινήσεις της. Θέλει λίγο, πολύ λίγο για να φθάσει, όταν κάτι σκοτεινό αναδύεται από το πλάι του βράχου και στέκεται εμπόδιο ανάμεσά τους. Χάνει το ρυθμό των κινήσεών της, ενώ το στομάχι της σφίγγεται σε μια μπάλα αγωνίας. Ο ουρανός αλλάζει χρώματα με μια ταχύτητα που τη σοκάρει και αστραπές τον διαπερνούν μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι της. Η θάλασσα ανταριάζει, νιώθει το βουητό της και ξέρει, τώρα ξέρει, τώρα θυμάται τι είναι αυτό που αναδύθηκε τόσο απρόσμενα από τα βάθη της θάλασσας. Παλεύει να φύγει… παλεύει να ξεφύγει… να ξυπνήσει. • Φέτος ο Ιούλης είναι δροσερός. Ευχάριστος. Τουλάχιστον τα πρωινά του. Νιώθει η Δάφνη το ελαφρύ αεράκι που μπαίνει από την ανοικτή μπαλκονόπορτα και τεντώνεται νωχελικά στο κρεβάτι. Δεν θυμάται καθόλου το όνειρο. Με το πόδι της αγγίζει κάτι γούνινο που κοιμάται στο κρεβάτι της και τo χαϊδεύει με τα δάχτυλα των ποδιών της, προσπαθώντας να καταλάβει ποια από τις δύο γάτες είναι. Χτύπα Ξύλο ™5
Μμ, μαλακιά. Η Νανούκα λοιπόν. Μπορεί να την πιέσει περισσότερο, αν θέλει. Η Νανούκα ποτέ δεν τη χτυπάει. Κρατάει τα μάτια μισόκλειστα και κάνει ότι δεν ακούει τη Μάγια, το μελένιο Λαμπραντόρ που, καθισμένη στα δύο της πόδια, κλαψουρίζει μπροστά στην κλειστή πόρτα της κουζίνας. «Πάλι ξεχάστηκα και την έκλεισα», δυσανασχετεί η Δάφνη. «Ας ελπίσω ότι θα αναλάβει η Μπέλα και δεν θα σηκωθώ». Παραμένει με τα μάτια μισόκλειστα και χαμογελάει άθελά της, περιμένοντας να δει τι θα γίνει. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας είναι ακριβώς απέναντι από εκείνες της κουζίνας και του μπάνιου. Έτσι έχει την ευχέρεια να απολαύσει αυτό που θα διαδραματιστεί, ελπίζει, σε λίγο. Όταν πια είναι σίγουρη ότι δεν αντέχει άλλο το κλαψούρισμα της Μάγια και πρέπει να σηκωθεί, σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται από το πουθενά η Μπέλα, η όμορφη μακρύτριχη γάτα, προχωρώντας με εξοργιστική βραδύτητα λες κι απολαμβάνει την αδημονία της Μάγια που κλαψουρίζει πνιχτά. Στέκεται μπροστά στην πόρτα και με ένα σάλτο κρέμεται από το χερούλι της. Το κατεβάζει με τη δύναμη του σώματός της και, πάντα κρεμασμένη, χώνει το αριστερό της ποδαράκι στο άνοιγμα και αφήνεται να πέσει κάτω κρατώντας έτσι την πόρτα ανοικτή. Με το που ανοίγει η πόρτα, η Μάγια τρέχει στο πιάτο της και καταβροχθίζει την ξηρά τροφή. Η Μπέλα με ύφος βαριεστημένο αρχίζει να γλείφει το πόδι της σαν να μην την αφορά το θέμα. Απλώς την εκνευρίζει το κλαψούρισμα του σκύλου. Χαμογελάει με το θέαμα η Δάφνη και τεντώνεται νωχελικά. Η Νανούκα, η δεύτερη γάτα του σπιτιού, ξεπροβάλει κάτω από το σεντόνι, κάπου κοντά στα πόδια της. Είναι ολόιδια με τη Μπέλα κι αυτό είναι πάντα κάτι που κάνει τη Δάφνη ν’ αναρωτιέται. Δεν είναι ούτε αδελφές, ούτε τις βρήκαν στη ίδια πόλη. Πρέπει όμως να τις κοιτάξεις προσεκτικά, όχι η Δάφνη βέβαια, οι άλλοι, για να καταλάβεις ποια 6 ™δεσποινα τσιτακη
είναι ποια. Η Νανούκα είναι απλώς πιο μαλακιά. Στη γούνα και στους τρόπους. Καλύτερα να σηκωθεί πριν έρθει η Μάγια με το λουρί στο στόμα να της υπενθυμίσει ότι πρέπει να βγουν. Την έχει ικανή να περιφέρεται στο σπίτι κρατώντας το λουρί στο στόμα της, ενώ οι γάτες το κυνηγάνε, και να πηγαινοέρχεται μια στα πόδια της μια στην πόρτα, γρυλίζοντας και κλαψουρίζοντας ταυτόχρονα. Της ανοίγει την πόρτα και τη στέλνει έξω. Ο δρόμος είναι έρημος ακόμη και πιθανόν έτσι θα παραμείνει. Οι περισσότεροι φεύγουν από την Παρασκευή για τη θάλασσα και η Αθήνα ερημώνει τα Σαββατοκύριακα. Ξέρει ότι δεν έχει τίποτε να φοβάται. Η Μάγια είναι τόσο καλά εκπαιδευμένη που δεν υπάρχει περίπτωση να παρεκκλίνει από τις συνηθισμένες της κινήσεις: πηγαίνει μέχρι την άκρη του δρόμου, εκεί όπου έχει ένα μικρό σκάμμα με λίγα δέντρα, κάνει τις ανάγκες της και γυρίζει τρέχοντας. Βάζει στις γάτες φαγητό κι επιστρέφει ξανά στο χολ. Θα ήθελε πολύ απλά να πέσει ξανά στο κρεβάτι της, να προσπεράσει το κόκκινο φωτάκι του τηλεφωνητή που την προσκαλεί, να προσπαθήσει να βρει ξανά εκείνη την αίσθηση της ζεστασιάς και της γλυκύτητας που ένιωθε κάτω από το δροσερό σεντόνι, να μην ακούσει το μήνυμα, να μην κάνει τίποτε που να περιέχει την έννοια «οικογένεια». Δεν τα καταφέρνει να ασχολείται με άγνωστες λέξεις. Απλά δεν τα καταφέρνει. «Θα σε περιμένω εκεί. Φέρνω το κονιάκ», ακούει τη φωνή της Μαίρης στον τηλεφωνητή, αφύσικα δυνατή. Το «εκεί» είναι το πατρικό τους στη Ραφήνα και σήμερα είναι η Κυριακή του μήνα που τρώνε όλοι μαζί. Η Δάφνη ξεχνάει το κρεβάτι και πλησιάζει τον καθρέφτη αρχίζοντας τη συνηθισμένη, πρωινή διαδικασία. Το χέρι, από μόνο του, διαλέγει τα μπουκαλάκια που θα χρησιμοποιήσει για να καθαρίσει το πρόσωπο, τις κρέμες που θα απλώσει, το ρίμελ, το κραγιόν. «Πάλι τα φρύδια θέλουν βγάλσιμο», σκέφτεται και μια ρυτίδα χαράζει το μέτωπο της οριζόντια. Την κοιτάζει συνοφρυωμένη, ενώ μια δεύτερη απαλή γραμΧτύπα Ξύλο ™7
μή εμφανίζεται από κάτω, σαν μια ξαφνική αστραπή, μια ρυτίδα του τώρα, πρωινή. Νιώθει ένα σκίρτημα πανικού μέσα της, αλλά το διώχνει γρήγορα. Χαμογελάει στον καθρέφτη με το αποτέλεσμα και για μια στιγμή, μια απειροελάχιστη στιγμή, το βλέμμα της αιχμαλωτίζεται στο γυαλί. «Ποια είμαι;», σχηματίζεται η φράση στο μυαλό της και, αμήχανη, τη σπρώχνει πιο κει. «Τι έπαθα σήμερα;», αναρωτιέται και αποστρέφει το βλέμμα της σαν να την τσάκωσαν να κάνει κάτι. Γύρω στα σαράντα δύο, όχι ιδιαίτερα ψηλή ούτε ιδιαίτερα όμορφη, καθόλου εντυπωσιακή, αλλά απλά τι; Με ίσια καστανά μαλλιά μέχρι τους ώμους κι ένα σώμα που έχει ήδη αρχίσει να ξεφεύγει από τα όρια του «όπως πρέπει» –ακούει τη φωνή της μάνας της στα αυτιά της. Έτσι κι αλλιώς, ακόμη και τώρα βλέπει τον εαυτό της με τα μάτια της μάνας της. Ξέρει τι δεν είναι, αλλά ακόμη δεν ξέρει τι είναι. Πάντως το σώμα της είναι ο ξεκάθαρος ορισμός του αχλαδιού. «Δεν είναι καλό να ξεκινάω τη μέρα μου με τη φωνή της», σκέφτεται κι ανατριχιάζει ολόκληρη. Χτενίζει τα φρύδια προς τα πάνω με το ειδικό βουρτσάκι και τα τονίζει με ένα μολύβι λίγο πιο σκούρο από το φυσικό τους χρώμα. Με την πούδρα ταμπονάρει τοπικά τα σημεία της επιδερμίδας της που γυαλίζουν. Επιθεωρεί ξανά και ξανά το αποτέλεσμα και μένει ικανοποιημένη. Είναι σίγουρη πως δεν φαίνεται ποια είναι, πως δεν είναι εκείνη. Είναι απλά ένα καλοσχηματισμένο πρόσωπο. Τα μάτια της, ίδια ρευστή σοκολάτα, μοιάζουν τόσο λυπημένα που κι η ίδια δεν αντέχει να τα βλέπει. Είναι σαν να κοιτάει τη μοναξιά κατάματα. Παρ’ όλα αυτά, κάθε τόσο έχουν ένα κατεργάρικο λαμπύρισμα, όπως τώρα, που σε λίγο θα σβήσει έτσι απλά, σαν τη φλόγα ενός κεριού. Η Δάφνη, όταν κοιτάζει τον καθρέφτη, νομίζει πως βλέπει τον εαυτό της. Η Μάγια αποφεύγει να κοιτάξει μέσα του, θαρρείς κι έχει αποφασίσει πως ό,τι είναι πέρα από κει δεν θα το λάβει υπόψη της. Έτσι και αλλιώς το όνομά της σημαίνει ψευδαίσθηση, κάτι που φαίνεται πως είναι εν γνώσει της. Το ίδιο όμως αδιάφορα περνούν από μπροστά του 8 ™δεσποινα τσιτακη
κι οι γάτες. Είναι σοφά τα ζώα, όχι σαν και εκείνη που μένει κολλημένη πάνω του να αναρωτιέται ποια είναι και πώς είναι! Αλλάζει το μπλουζάκι με ένα άσπρο πουκάμισο και περνάει στο λαιμό ένα κολιέ από κατάλευκα κοχύλια. Στα χέρια περνάει ένα μάτσο βραχιόλια που ο ήχος τους θυμίζει καταρράχτη. Χαμογελάει από τώρα απολαμβάνοντας τη δυσαρέσκεια του πατέρα της που αποτυπώνεται στο πρόσωπό του κάθε φορά που τα ακούει. Είναι σαν σήμα κινδύνου.
Χτύπα Ξύλο ™9
2
Φ
τάνει σχεδόν συγχρόνως με την αδελφή της. Η Μαίρη κοντοστέκεται στο κήπο με τα μαλλιά της να λαμπυρίζουν κάτω από τον ήλιο και την περιμένει να παρκάρει. Φοράει ένα φόρεμα γαλάζιο μέχρι το γόνατο και χρυσά πέδιλα με λουράκια. Τα μαλλιά της, όπως πάντα ατίθασα, με χοντρές, καστανοκόκκινες μπούκλες, πλαισιώνουν ένα πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Την τρομάζει το πόσο μοιάζει με τη μητέρα τους. Έχει καλές αναλογίες, με ίσιους ώμους που είναι τόσο φαρδιοί όσο και οι γοφοί. Έτσι αποφεύγει εύκολα τη σύγκριση με ένα φρούτο. Είναι πάντα τόσο αψεγάδιαστη, όλα πάνω της είναι τόσο «όπως πρέπει» που θαρρείς είναι επαγγελματίας γυναίκα, αν μπορεί ποτέ να υπάρξει τέτοιος όρος. Παίρνει η Δάφνη από το κάθισμα του συνοδηγού το κουτί με τα σοκολατάκια, εκείνα τα γεμιστά με ποτό που είναι τα αγαπημένα της μητέρας της, και βγαίνει με μια γκριμάτσα χαμόγελου από το αυτοκίνητο. Η καρδιά της πεταρίζει άτακτα στη θέα της μονοκατοικίας που την εποχή αυτή είναι πνιγμένη στο πράσινο. Η Μάγια βγαίνει ξοπίσω της και τρέχει προς τη Μαίρη που της κάνει χαρές. Είναι η καλύτερή της όταν έρχεται εδώ. Της αρέσει ο κήπος και ιδίως τα δύο μπολάκια με νερό και τροφή που την περιμένουν. Συνήθως την περιμένει κι ένα τεράστιο βρασμένο κόκαλο που την απασχολεί σχεδόν όλη την ώρα που μένουν εκεί. Ας είναι καλά η Χαρίκλεια! Το τραπέζι βρίσκεται στο πιο σκιερό μέρος της βεράντας κι ένας ανεμιστήρας οροφής γυρίζει από πάνω του. Είναι ήδη στρωμένο για φαγητό αλλά κανείς δεν κάθεται γύρω του. Πρέπει να πάνε μέσα. Φιλιούνται και πιάνονται αγκαζέ. Έντεκα χρόνια διαφορά
10 ™δεσποινα τσιτακη
είναι μεγάλη απόσταση να διανύσεις. Ιδίως όταν δεν θέλεις ή όταν δεν πρέπει. Η καλή και η κακή κόρη, όπως τις λέει στα κρυφά η Χαρίκλεια, πιασμένες πάντοτε σαν με χειροπέδες, ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν χωρίς να χτυπήσουν. Έτσι κάνουν όταν είναι μαζί. Μπαίνουν στο σπίτι τους χωρίς να χτυπήσουν. Η Δάφνη πάντα χτυπάει το κουδούνι όταν αναγκάζεται, σπάνια είναι αλήθεια, να έρθει μόνη της. Η Μαίρη έχει κλειδιά. Για το σπίτι, για το γραφείο, για την καρδιά τους. Είναι η κόρη- κλειδοκράτορας. Η μικρή, αγαπημένη κόρη που βαδίζει στο μέλλον γεμάτη υποσχέσεις. Μόνο που τώρα, στα τριάντα της πια, αρχίζουν αυτές οι υποσχέσεις να σκάνε σαν μπαλόνια παιδικού πάρτι κι ο θόρυβος που κάνουν τρομάζει τους γονείς τους που αλαφιασμένοι φέρνουν πάντα το χέρι στο μέρος της καρδιάς. Το σαλόνι είναι δροσερό και άδειο. Αφήνουν τα χέρια τους και κοιτάζονται με συνωμοτικό ύφος. Για λίγη ώρα ή και για πολύ, ανάλογα, γίνονται οι αδελφές που θα ήθελαν. Χαμογελάνε. «Ήρθαμε!», φωνάζει τελικά η Μαίρη. Ακούγονται κατσαρόλια να βροντάνε κι η χαμηλή φωνή της μητέρας τους φτάνει σαν συριγμός στα αυτιά τους. Η Μαίρη δρασκελίζει το σαλόνι, βγαίνει στο χολ. Στη δεξιά μεριά του μερικά σκαλάκια οδηγούν στις κρεβατοκάμαρες του πάνω πατώματος και στην αριστερή κάποια άλλα οδηγούν στην κουζίνα και στο πίσω δωμάτιο που βλέπει στον κήπο και που τώρα πια εκτελεί χρέη αποθήκης. Η Δάφνη παγώνει στο κατώφλι του χολ, απρόθυμη να προχωρήσει παραπέρα και, κάνοντας μεταβολή, βγαίνει ξανά στη βεράντα και κάθεται στη συνηθισμένη της θέση στο τραπέζι. Στη θέση εκείνη που είναι πιο βαθιά στη σκιά. Ένας λεκές ιδρώτα εμφανίζεται στο άσπρο της πουκάμισο και νιώθει το τζιν να τη σφίγγει αισθητά. Όπως πάντα, οι αναμνήσεις την κατακλύζουν σαν παλιρροιακό κύμα, όμως αυτή τη φορά αρνείται να χαθεί μέσα τους. Νιώθει τα χέρια της να τρέμουν, παρά τη θέλησή της, και τα κουνάει σχεδόν σπασμωδικά για να ησυχάσουν. Τα πολλά βραχιόλια στα χέρια της κουδουνίζουν ευχάριστα στα Χτύπα Ξύλο ™11
αυτιά της, ενώ βγάζει από την τσάντα της το μικρό της καθρεφτάκι με το κραγιόν. Περνάει ξανά τα χείλη της με το κόκκινο χρώμα του και διορθώνει την καφέ σκιά στα μάτια της. Για μια στιγμή νιώθει πανικό. Με τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι αψεγάδιαστη όπως η Μαίρη. Όπως η μητέρα τους. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της, διορθώνει και διορθώνει συνέχεια. Της περνάει η σκέψη ότι το μακιγιάζ για κείνη λειτουργεί ίσως σαν μάσκα. Σαν να κρύβεται πίσω του. Δεν την ευχαριστεί αυτή η σκέψη, αλλά δεν προλαβαίνει να την επεξεργαστεί περισσότερο. Μπαίνει στον κήπο ο πατέρας της με έναν πάκο εφημερίδες. Η δική του προστασία. Ενώ όλες τις άλλες Κυριακές που δεν έρχονται οι κόρες του για φαγητό, τις αγοράζει το πρωί και περνάει όλη του τη μέρα φυλλομετρώντας τις, αυτή την Κυριακή τις αγοράζει πάντα το μεσημέρι για να τις διαβάσει ακριβώς μετά το γεύμα. Τις κρατάει δίπλα του σε ένα τραπεζάκι και μπορείς να δεις, κάθε τόσο, το χέρι του να τις ψάχνει, ασυναίσθητα θαρρείς. Έτσι και τώρα. Ανεβαίνει στη βεράντα και τις αφήνει στο τραπεζάκι. Είναι ιδρωμένος κι αγκομαχεί. Λεκέδες ιδρώτα απλώνονται γύρω από τις μασχάλες του. «Α! ήρθατε», λέει, θαρρείς και είναι έκπληξη. «Πάω να αλλάξω κι έρχομαι», δηλώνει βιαστικά κι εξαφανίζεται στο σπίτι. Ανασαίνει με ανακούφιση η Δάφνη και μαζεύει το παγωμένο χαμόγελο από το πρόσωπό της. Ωραία, έγινε ο πρώτος χαιρετισμός. Ο δεύτερος γίνεται όταν έρχεται η μητέρα της στη βεράντα για να ακουμπήσει στη μέση του τραπεζιού ένα φαρδύ μπολ με νερό όπου μέσα του επιπλέουν, ανάμεσα σε κόκκινα υφασμάτινα λουλούδια, αναμμένα κεράκια. Φοράει μια κρεμ χυτή φούστα κι ένα άσπρο πουκαμισάκι. Τα γκρίζα μαλλιά της είναι τακτοποιημένα σε ένα χαλαρό σινιόν. Η Δάφνη μπορεί να «δει» πώς θα είναι η Μαίρη ηλικιωμένη. Της μοιάζει πολύ. Το πρόσωπο της μητέρας, όπως πάντα, δείχνει υπερβολική επιφυλακτικότητα και τσιγγουνιά. Τα τραβηγμένα χείλη και οι άκαμπτες κινήσεις της υπογραμμίζουν τη στενότητα αντιλήψεων που η Δάφνη 12 ™δεσποινα τσιτακη
ένιωσε στο πετσί της. Ευτυχώς η Μαίρη της μοιάζει μόνο εξωτερικά, γιατί είναι από τη φύση της κοινωνική και ακτινοβολεί χαρά. «Αχ, τι καλά που είναι εδώ έξω, δροσερά», λέει ανέμελα τάχα και κάθεται στη θέση της. «Όλα καλά;», απευθύνεται στη Δάφνη. Η Δάφνη χαμογελάει με τα χείλη τραβηγμένα μέχρι τα αυτιά και κουνάει το κεφάλι με ένα γνέψιμο. Σηκώνεται όρθια στη στιγμή. «Πάω να βοηθήσω τη Χαρίκλεια», λέει με ψεύτικο ενθουσιασμό. Πάει κι αυτό. Μόνη της στο σκιερό σαλόνι, παίρνει βαθιές αναπνοές και διασχίζει το χολ. Κατεβαίνει τα τρία φαρδιά σκαλιά που οδηγούν στην κουζίνα, ενώ σκέφτεται «αυτό ήταν, τέλειωσε» και βρίσκεται μπροστά στη Χαρίκλεια. Τη βοηθό του σπιτιού, μητέρα όλων. Πέφτει η μια στη αγκαλιά της άλλης και σφίγγονται. «Γέρασε», σκέφτεται η Δάφνη και της χαμογελάει γλυκά. Η Χαρίκλεια, γύρω στα εβδομήντα, έχει μαλλιά γκρίζα που ιριδίζουν σαν γαλάζια και ένα πρόσωπο σταράτο, βουτηγμένο στις ρυτίδες. Eίναι ο συνδετικός κρίκος της οικογένειας. Μια ικανή μεσολαβήτρια, καλή στο να συμβιβάζει καταστάσεις. Έλεγε πάντα αυτό που ήθελες να ακούσεις και την ευγνωμονούσες γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήταν φύσει γενναιόδωρη και η παρουσία της για τη Δάφνη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που της έκανε η ζωή. Από την πρώτη μέρα που μετακόμισαν στη Ραφήνα, ανέλαβε όλη την οικογένεια. Πρακτικά και συναισθηματικά. Η παρουσία της σήμερα το αποδεικνύει. Πώς θα περάσει ένα οικογενειακό γεύμα χωρίς την καθησυχαστική παρουσία της Χαρίκλειας; «Σου έφτιαξα κανελόνια που σου αρέσουν», της ψιθυρίζει συνωμοτικά. Έχει ανάγκη να της δείχνει με κάθε τρόπο ότι είναι η αγαπημένη της. Είναι πολύ εκφραστική όταν μιλάει κι έχει έναν τρόπο μοναδικό να διακωμωδεί τον εαυτό της και τις καταστάσεις. Προσέχει όμως πολύ, όταν μιλάει για τους άλλους. Χτύπα Ξύλο ™13
«Μμ, πόσο τα έχω αποθυμήσει», της απαντά ευχαριστημένη η Δάφνη. «Άντε πάρτε τις σαλάτες και φευγάτε. Έρχομαι και εγώ τώρα», τις σπρώχνει έξω από την κουζίνα και τις πετάει βορά στο οικογενειακό τραπέζι. Οι γονείς της ήδη κάθονται έξω. Παρ’ όλη την ηλικία τους, το παράστημά τους παραμένει στητό και λεπτό. Τα λευκά μαλλιά μπορεί να πλαισιώνουν πρόσωπα γερασμένα, γεμάτα ρυτίδες και κηλίδες, αλλά η μάσκα της στημένης έκφρασης παραμένει η ίδια. Η επικριτική μάνα κι ο αυστηρός, απών πατέρας. Όπως στις ταινίες. Το γεύμα εξελίσσεται ακριβώς όπως ήταν αναμενόμενο. Ο καθένας κοιτάζει το πιάτο του. Σαν καλοκουρδισμένες μηχανές τρώνε με προσήλωση πεινασμένων πολέμου. Καταβροχθίζουν αυτό που έχουν μπροστά τους σαν να κάνουν εξορκισμό. Μασούν με πάθος και ψευτοχαμογελούν τις φορές που, σαν τις κότες, σηκώνουν τα ποτήρια τους να πιουν λίγο κρασί. «Είπα στη Χαρίκλεια να φτιάξει κάτι ανάλαφρο και δροσερό, αλλά πού να ακούσει εκείνη. Έφτιαξε κανελόνια, θαρρείς και δεν πρέπει να προσέχουμε καθόλου», ακούγεται μονότονα η φωνή της μητέρας τους. Έτρωγε πάντοτε λίγο, μικρές μερίδες και με το παραμικρό της κοβόταν η όρεξη, αντίθετα με τη Δάφνη που με το παραμικρό της άνοιγε η όρεξη. Όταν ήταν μικρή φοβόταν ότι, αν η μαμά της πέθαινε από ασιτία, θα έφταιγε σίγουρα εκείνη γιατί τη στενοχώρησε. Η Δάφνη νιώθει το στομάχι της να συσπάται και μόνο στο άκουσμα της φωνής της και πιέζει τον εαυτό της να καταβροχθίσει με μεγαλύτερη μανία το περιεχόμενο του πιάτου της. Είναι σίγουρη ότι η πρωινή λάμψη στα μάτια της έχει σβήσει προ πολλού και ότι το βλέμμα της θα μπορεί πλέον να ανταγωνιστεί εκείνο ενός νεκρού ψαριού. Ακόμη φοβάται μην κάνει εμετό μπροστά τους. Βλέπει τη Μαίρη απέναντί της να τρώει με αμήχανη προ-
14 ™δεσποινα τσιτακη
σήλωση και το χαμόγελο να πλανάται ακόμη στο πρόσωπο της. «Δεν χρειάζεται να φας όλο το πιάτο», της λέει τώρα η μητέρα. «Τι στο καλό, νέες γυναίκες είστε, δεν ξέρετε ότι πρέπει να προσέχετε; Πώς θα πάς διακοπές;», κατεβάζει λίγο τον τόνο της φωνής και βάζει το χέρι πάνω σε κείνο της Μαίρης, ελαφρύνοντας τα υπονοούμενα πίσω από τα λόγια της. Το χαμόγελο της Μαίρης τραμπαλίζεται για λίγο στο πρόσωπό της και μικραίνει. Σπρώχνει το πιάτο με τα κανελόνια μακριά της και σερβίρεται λίγη σαλάτα. Αδυνατεί να καταλάβει την αρνητική ατμόσφαιρα που τυλίγει τα πάντα σ’ αυτά τα κυριακάτικα γεύματα. Ποτέ δεν είναι έτσι, όταν έρχεται μόνη της. Ποτέ δεν της κάνουν προσβλητικές παρατηρήσεις παρά μόνο όταν είναι μπροστά και η Δάφνη. Θαρρείς και η παρουσία της αμαυρώνει τα πάντα. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, όσο κι αν ρώτησε, κανείς ποτέ δεν της είπε τίποτε. Ούτε η ίδια η Δάφνη που πάντα την αντιμετωπίζει με επιφυλακτική τρυφερότητα, αλλά ποτέ τίποτε παραπάνω. Νιώθει την οργή να υποβόσκει από το μέρος του πατέρα της. Αν δεν τον ήξερε, θα έλεγε ότι είναι ένας απαθής άνθρωπος. Ίσως και να είναι, κι εκείνη να μην το έχει καταλάβει. Με τη Δάφνη, πάντως, είναι. Αδιάφορος και απαθής για τη ζωή της. Το μόνο που τον κάνει να ζωηρεύει είναι η οργή που ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του και μόνο με τη θέα της. Δεν το καταλαβαίνει η Μαίρη. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, εκείνη τον ξέρει περισσότερο σαν δικηγόρο παρά σαν πατέρα. Ναι βέβαια, τώρα που το σκέφτεται, έτσι είναι. Στο γραφείο νιώθει άνετα μαζί του να διεκπεραιώνει υποθέσεις που χρειάζονται ψυχραιμία και λογική. Στο σπίτι δεν τον αναγνωρίζει. Πραγματικά δεν καταλαβαίνει και τώρα πρέπει να υποστεί και το επόμενο στάδιο, που δεν αργεί να έρθει. «Έχουμε κανένα καλό νέο;», της απευθύνει το λόγο η μητέρα της. Αφήνει το πιρούνι της κάτω και γυρίζει τα μάτια της προς τα πάνω σε ένδειξη δίκαιης αγανάκτησης. Χτύπα Ξύλο ™15
«Φτάνει πια μ’ αυτή την ιστορία. Είναι δυνατόν να ρωτάς κάτι τέτοιο; Αν υπήρχε κάτι, θα το έλεγα. Δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι κουραστικό να με ρωτάς συνέχεια; Γιατί δεν λες για τη Δάφνη που είναι και μεγαλύτερη; Αν είναι να παντρευτεί κάποιος, θα πρέπει να είναι εκείνη». «Χα, η Δάφνη τελείωσε μ’ αυτά. Σιγά μην πάρει κάποιος τη Δάφνη!», ακούγεται σαρκαστική η φωνή του πατέρα τους. Τα λόγια του πέφτουν στο τραπέζι βαριά σαν σφαίρες. Το χαμόγελο σβήνει εντελώς από το πρόσωπο της Μαίρης κι ένα κοροϊδευτικό σχηματίζεται σε κείνο της Δάφνης. «Δεν έχουμε επιδόρπιο;», ρωτάει και κουδουνίζει με πάθος τα βραχιόλια της. Χωρίς να περιμένει απάντηση, σπρώχνει την καρέκλα της προς τα πίσω και σηκώνεται. Το μακρύ κολιέ που φοράει πιάνεται στο μπράτσο της καρέκλας, κόβεται κι εκσφενδονίζει μικρά, κατάλευκα κοχύλια τριγύρω. Ένα απ’ αυτά χτυπάει με δύναμη τα μυωπικά γυαλιά του και, καθώς τον βρίσκει απροετοίμαστο, αρχίζει να ξεφωνίζει οργισμένος. «Τι στο διάολο γίνεται;», απλώνει το χέρι του σαν τυφλός προς το μέρος της Μαίρης. Η Δάφνη έχει μείνει ασάλευτη, όρθια και λαχανιασμένη σαν να έτρεξε χιλιόμετρα, ενώ το χρώμα από το πρόσωπό της την εγκαταλείπει σιγά-σιγά. Για λίγα δευτερόλεπτα, όλα μένουν μετέωρα στον αέρα, για να ακολουθήσει ένας πανικός από φωνές της μητέρας που σπεύδει να σηκωθεί να τον βοηθήσει. Η Δάφνη είναι σαν να βλέπει ταινία. Σαν να βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και σαν όλα να διαδραματίζονται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Εκείνο που θέλει είναι να γελάσει κι αυτό κάνει. Το γέλιο της σχίζει τον αέρα σαν μαστίγιο, ενώ ξανακάθεται στην καρέκλα της, αυτή τη φορά διπλωμένη στα δύο από τα γέλια. Η Μαίρη ακολουθεί με απόσταση αναπνοής και, δείχνοντας η μια την άλλη, γελάνε σπασμωδικά και νευρικά, χωρίς να μπορούν να σταματήσουν. Το έκαναν από μικρές αυτό. Να παρασύρει η μια την άλλη στο γέλιο σε άκαιρες στιγμές. 16 ™δεσποινα τσιτακη
Ο πατέρας τους γίνεται κατακόκκινος από την προσβολή, ενώ το ένα του μάτι, που τους κοιτάζει πίσω από το ραγισμένο φακό του γυαλιού, του δίνει μια ακόμη πιο γελοία έκφραση. Η μητέρα τους είναι όρθια δίπλα του και σφίγγει με σπασμωδικές κινήσεις τον ώμο του. Η έκφρασή της είναι εκείνη της απέχθειας. «Ντροπή σας, ντροπή σας», επαναλαμβάνει σαν λιτανεία, ενώ η οργή τής παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά. Το γέλιο τους κόβεται απότομα, όπως άρχισε. Η Μαίρη ψιθυρίζει, «Συγνώμη, δεν το θέλαμε», ενώ η Δάφνη αναστενάζει και καρφώνει το βλέμμα στα πόδια της. Πεθαίνει να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Εκείνος βγάζει τα ραγισμένα γυαλιά κι αμίλητος σηκώνεται από το τραπέζι. Η μητέρα τους τον οδηγεί μέσα και η σιωπή πέφτει αμείλικτη πάνω τους. Η Μαίρη αρπάζει το πιάτο με τα κανελόνια που άφησε στην άκρη και τρώει μηχανικά. «Τι έγινε πάλι;», βγαίνει στη βεράντα η Χαρίκλεια. Ανασηκώνουν κι οι δυο τους ώμους και δεν μιλούν. «Κάποια πράγματα απλώς πρέπει να τα κάνεις, αν όχι από αγάπη, τουλάχιστον για να ζεις ήρεμα», λέει μαλακά η Χαρίκλεια, ενώ κάθεται σε μια καρέκλα και με το χέρι της σκεπάζει εκείνο της Δάφνης. «Αρνούμαι να μπω στο παιχνίδι», απαντάει εντελώς απερίσκεπτα εκείνη. «Μήπως να λέγατε και σε μένα τι παιχνίδι παίζουμε γιατί δεν έχω καταλάβει ακόμη; Θα μου πει ποτέ κανείς τι συμβαίνει σ’ αυτή την οικογένεια;», ρωτάει η Μαίρη με το πιρούνι μετέωρο πάνω στο πιάτο. «Απλώς απεχθάνομαι το ύφος τους», δηλώνει η Δάφνη και σηκώνεται. «Ώρα για αντίο. Φεύγω». Σκύβει και φιλάει τη Μαίρη, ενώ η Χαρίκλεια της σφίγγει με νόημα το μπράτσο και τη φιλάει σταυρωτά. «Μάγια, φεύγουμε», καλεί το σκυλί που τριγυρίζει στον κήπο. Κάθε φορά φεύγει πιο γρήγορα κι αποφασιστικά απ’ όταν έρχεται. «Ο Θεός μαζί σου», ψιθυρίζει χαμηλόφωνα η Χαρίκλεια. Χτύπα Ξύλο ™17
3
Τ
ο απόγευμα είναι μουντό και δείχνει ότι θα βρέξει. Θα προτιμούσε να είχε γυρίσει σπίτι τόσο εξουθενωμένη που νιώθει. Τέτοια κουραστική μέρα είχε καιρό να ζήσει. Τόσες διαπραγματεύσεις και συμβόλαια, τόσος κόσμος με το μακρύ και το κοντό του την έφεραν στα πρόθυρα της εξάντλησης. Έκαναν όμως καλή δουλειά με το Στέλιο. Δουλειά που τους έφερε απρόσμενα κέρδη. Το μόνο που ήθελε ήταν να μπει στο ασανσέρ και να πέσει στο κρεβάτι της, ήξερε όμως πως, αν το έκανε, δεν θα είχε το κουράγιο να βγει έξω μετά. Κι έπρεπε να πάει. Κάποια στιγμή μόνο, προς το μεσημέρι, κατάφερε να ανέβει στο σπίτι για να ετοιμάσει τα πράγματά της για το ταξίδι, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κατεβάσει απλά τη βαλίτσα και το σάκο που παίρνει συνήθως μαζί της, με την προοπτική να τα γεμίσει το βράδυ. Πόσο θα ’θελε να ήταν ήδη αύριο ώστε να φύγει. Ένας Θεός ξέρει πόσο χρειάζεται ένα ταξίδι. Ρίχνει η Δάφνη μια ματιά στο μαγαζί που βρίσκεται ακριβώς κάτω από το σπίτι της, περισσότερο από συνήθεια, και νιώθει όπως πάντα μια γλυκιά ζεστασιά να την τυλίγει στη θέα της ξύλινης πινακίδας που κρέμεται στην πρόσοψή του: «Παλαιοπωλείο Το Απτό Παρελθόν». «Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται η γιαγιά Μαίρη», εύχεται από μέσα της η Δάφνη και στέλνει ένα φιλί προς τον ουρανό. Απ’ έξω μοιάζει όμορφο, φιλικό. Μέσα, καθρέφτες με χρυσές, ξυλόγλυπτες κορνίζες, μοναδικά κομμάτια επίπλων άλλων εποχών, μικρά αντικείμενα, μπιμπελό και βάζα, χαλιά τοίχου και πίνακες του δίνουν μια μοναδική αίσθηση πλούτου και κομψότητας.
18 ™δεσποινα τσιτακη
Αναστενάζει από ευχαρίστηση και μπαίνει μέσα. Σκέφτεται ότι τελικά στάθηκε πολύ τυχερή στη ζωή της. Όσον αφορά τη δουλειά τουλάχιστον, γιατί όλα τα άλλα δεν θέλει ούτε να τα σκέφτεται. Τη δουλειά και τα ταξίδια. Ναι, τώρα που το σκέφτεται, η Δάφνη είναι σίγουρη. Πρέπει να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι. Ένα ωραίο, μεγάλο ταξίδι παρέα με τη Μάγια. Έχει ανάγκη την αλλαγή. Παράγιναν όλα «γνωστά». Αυτό θα κάνει. Θα τελειώσει με κάτι εκκρεμότητες που έχει, θα πάρει κάποιες εξετάσεις που περιμένει, «και φύγαμε» λέει με ενθουσιασμό στη Μάγια που κουνάει την ουρά της δίπλα της. Γεμίζουν τα πνευμόνια της προσμονή. Το ξέρει μέχρι τα μύχια της ψυχής της ότι αυτό το ταξίδι θα είναι αλλιώτικο από τα άλλα. Ίσως γιατί νιώθει εκείνη να αλλάζει. Να γίνεται πιο «εκείνη» και ίσως επιτέλους να συνηθίζει να είναι μόνη. Πιάνει τον εαυτό της να χαίρεται ξανά με μικροπράγματα κι αυτό της χαρίζει μια αίσθηση ελευθερίας. Ελευθερία από την ανάγκη να καθρεφτίζεται συνέχεια μέσα στα μάτια κάποιου. «Θα φύγω ταξίδι», ανακοινώνει στο Στέλιο, το βοηθό της, που την πλησιάζει κρατώντας το φραπέ του ξέχειλο στο ποτήρι. «Καιρός είναι, να ανασάνουμε και λίγο», της απαντάει χαρίζοντάς της ένα στραβό χαμόγελο. «Καλά πήγαμε σήμερα, ε! Περισσότερο από καλά, θα έλεγα. Άντε φύγε, πήγαινε, θα κλείσω εγώ». Τη σπρώχνει σχεδόν, ευχαριστημένος από την όλη μέρα. • «Μείνε εδώ», προστάζει η Δάφνη τη Μάγια που την κοιτάζει παραπονεμένα μέσα από το αυτοκίνητο. «Δεν θα αργήσω». Το πόσο τη βαραίνει το δεκάποντο τακούνι δεν λέγεται. Θα μπορούσε να έχει αλλάξει παπούτσια, αλλά βαρέθηκε να ανέβει πάνω. Προτίμησε να χώσει τη Μάγια στο αυτοκίνητο, ο Στέλιος είχε να τακτοποιήσει ένα σωρό εκκρεμότητες ακόμη, και να έρθει να πάρει τις εξετάσεις της. Βλέπει μπροστά της το κτήριο του νοσοκομείου να ορΧτύπα Ξύλο ™19
θώνεται κίτρινο σαν καχεκτικό και την τρομάζει όλη αυτή η διαδρομή μέχρι το γκισέ. Νιώθει τα πόδια της σχεδόν να λυγίζουν από την κούραση. Να τελειώνει και μ’ αυτό και να γυρίσει σπίτι. Να ξεντυθεί, να βγάλει τα παπούτσια και «Γιατί εγώ; ρωτούσα καιμπροστά ξαναρωτούσα όλον αυτό τοχωρίς μήνα. απλά να μείνει καθισμένη στην τηλεόραση, Γιατί εγώ; Γιατί σε εμένα; ρώτησα το σύμπαν και τι ήθελα και να κάνει τίποτε. Το ονειρεύεται αυτό το τίποτε. Ακόμη καιτο έκανα. τις βαλίτσες γι’ αύριο θα τις αφήσει. Δεν χάθηκε ο κόσμος. «Και γιατίταόχι;», άκουσατης πολύ λέω, το άκουσα Ακούει τακούνια νακαθαρά, χτυπούναλήθεια στο πεζοδρόμιο και πολύ καθαρά όπως ακούω και τη Μάγια να γαυγίζει έξω. Εγώ που μετά να ηχούν παράταιρα στους σιωπηλούς, άδειους διαδρόδεν ακούω ποτέ, που νομίζω ότι κάνω προσευχές στον βρόντο μους του νοσοκομείου. τοαμετάκλητη γκισέ με τιςφωνή πληροφοκαι κανείς δεν με ακούει,Πλησιάζει άκουσα μια να λέει ρίες και ρωτάει από πού μπορεί να παραλάβει τις εξετάσεις «και γιατί όχι;». της. Τη στέλνουν στο γραφείο τρία όπου λέει το όνομά της σε μια νοσοκόμα κι εκείνη, έτσι της φαίνεται της Δάφνης, σαν να αντιδράει σπασμωδικά. Εσείς είστε; Σας συνοδεύει ρωτάει αλαΤο «Α! εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κανείς;», κίτρινουτηφακέλου οδηφιασμένα, ενώ βάζει βγάζει τους ίδιους φακέλους από γεί την ηρωίδα στα και απρόσμενα μονοπάτια μιας αποκάένα ντοσιέ. λυψης. «Πώς πεθαίνει κανείς;», αναρωτιέται. Έρχεται Η Δάφνη κουνάει κεφάλι της αρνητικά. Δεν τη συνοέτσι αντιμέτωπη με το τους μεγαλύτερους φόβους και ψευδεύει κανείς. δαισθήσεις της, που την οδηγούν στο πιο βαθύ και ιερό «Δεν Οξέρω, μήπως ερχόσασταν αύριο;», προτείνει η ταξίδι. μέχρι τότε να κόσμος της καταρρέει, οι σχέσεις νοσοκόμα κι αποφεύγει το βλέμμα της. διαρρηγνύονται, οι πεποιθήσεις αλλάζουν. Μέσα από μπορώ αύριο. ταξίδι», απαντάει όσο πιο ευένα«Δεν μαγευτικό ταξίδι Φεύγω περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα γενικά μπορεί. ζώα– σε έρημα δάση και γραφικά χωριά, δίνει αγώνα επι«Στείλτε κάποιονψυχικό δικό σας τότε», της λέει σχεδόν αναβίωσης σωματικό, όσο και πνευματικό. Παράλληκουφισμένη η νοσοκόμα. «Καλύτερα έτσι, ας έρθει κάποιος λα εξερευνεί τα όρια των δυνατοτήτων που κρύβει μέσα της να τιςέτσι πάρει». της,οικογένειας ξεδιπλώνοντας το πραγματικό νόημα της ζωής Η Δάφνη νιώθει τον σε όλο του το μεγαλείο.εκνευρισμό της να γιγαντώνεται. Τα πόδια της πονούν μέσα στα παπούτσια, ενώ της περνάει η ιδέα ότι οι εξετάσεις της δεν είναι ακόμη έτοιμες και τζάμπα έκανε τόσο δρόμο. Στηρίζεται πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι για να αντέξει τα τακούνια και κατά έναν ISBN 978-960-9607-88-9 περίεργο τρόπο νιώθει σαν έφηβη που πήγε σε κινηματογράφο για ενηλίκους. ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ο σ ε λ ότ ο ς Παίρνοντας μια ανάσα της εξηγεί ότι δεν έχει συγγενείς πρώτου βαθμού, οι γονείς έχουν πεθάνει, δεν έχει αδέλφια ούτε παντρεύτηκε ποτέ. «Δεν έχω κανέναν, βρε αδελφέ, Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 απαγορεύεται;», φώναξε λίγο πιο δυνατά από ό,τι θα ήθελε. E-MAIL : ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr 20 ™δεσποινα τσιτακη
«Εγώ θα τις πάρω. Δεν είναι έτοιμες;». Νιώθει να κοκκινίζει ολόκληρη χωρίς να μπορεί να καταλάβει από πού προέρχεται όλη αυτή η έξαψη. «Έτοιμες είναι, αλλά καλύτερα να μιλήσετε με το γιατρό». Τη στιγμή εκείνη ένιωσε το δεύτερο τσίμπημα πανικού γιατί το πρώτο το ένιωσε νωρίτερα, όταν αποκήρυττε την οικογένειά της και προχωρούσε μόνη της. Πολύ αργότερα, θα ήθελε να μπορούσε να ξαναγυρίσει στη στιγμή εκείνη, να κάνει πίσω, να τους επινοήσει ξανά και να τους κουβαλήσει την επόμενη μέρα μαζί της, ώστε να μην γινόταν αυτό που τελικά έγινε. Αλλά, τι λέει; Ποιον θα μπορούσε να φέρει μαζί της; Η εικόνα του πατέρα της με τα ραγισμένα γυαλιά περνάει μια στιγμή από τη σκέψη της, όπως και η συνηθισμένη γκριμάτσα αποδοκιμασίας της μάνας της. Αδιανόητο να τους φέρει μαζί της για να πάρει εξετάσεις. Αδιανόητο να φέρει τη Μαίρη. Αδιανόητο να φέρει κάποιον, οποιονδήποτε, μαζί της. Απλές εξετάσεις πήγε να πάρει, διάολε, απλές εξετάσεις. Την πέρασαν σε ένα διπλανό γραφείο και η νοσοκόμα, τουλάχιστον έτσι φάνηκε στη Δάφνη, κούνησε με νόημα το κεφάλι της στο γιατρό, ίσως να του έκλεισε και το μάτι, λέγοντας του πάλι με νόημα: «Γιατρέ, η κυρία που… με τις εξετάσεις», αποτέλειωσε τη φράση της κι εξαφανίστηκε γρήγορα κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Έτσι η Δάφνη βρέθηκε φάτσα-κάρτα με το γιατρό που στάθηκε στην αρχή αμήχανος μπροστά της και ταμπουρώθηκε έπειτα πίσω από το γραφείο του, πλέκοντας αμήχανα τα χέρια του κι αποφεύγοντας το βλέμμα της όσο μπορούσε. Όλη του η στάση εξέπεμπε το σήμα του κινδύνου. Το έβλεπε η Δάφνη, αλλά την ίδια στιγμή το αρνιόταν πάλι. «Κάτι δεν πάει καλά», σκεφτόταν και μετά αμέσως, «Μπα, ιδέα μου είναι, απλά ο άνθρωπος είναι κουρασμένος». Δυσνόητοι ιατρικοί όροι άρχισαν να φτάνουν στα αυτιά της, αλλά κι ένας τόνος αφύσικα απολογητικός, που όσο περνούσε η ώρα, μεταμορφωνόταν σε βόμβο ενοχλητικό. Καθόταν απέναντι του βουβή κι ακίνητη και αναρωτιόταν Χτύπα Ξύλο ™21