ΜΜΑαΡρΙ Α ί α ∆ΔΑαΝνΙ Η ι ήΛλ
υπό το φως της υπό το φως της πανσελήνου πανσελήνου ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα εξωφυλλου
Επιmελεια εκδοσησ Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
Υπό το φως της πανσελήνου Μαρία Δανιήλ Λογοτεχνία [1358] Μαρία Δανιήλ εκδόσεις οσελότος Μαρία Δανιήλ Αθήνα, Δεκέμβριος 2011 978-960-9607-22-3
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
Μ
ουσκεμένα φύλλα είχαν κολλήσει στις μπότες μου. Δεν νοιάστηκα. Συνέχισα να παίζω με τα πέταλα του κόκκινου τριαντάφυλλου που του έφερα παρά το χιόνι. Κοίταξα την πλάκα από λευκό μάρμαρο που έγραφε το όνομά του και την ημερομηνία γέννησης μαζί με την ημερομηνία θανάτου του. Σηκώθηκα, χάιδεψα τη φωτογραφία του. Κοίταξα γύρω μου μήπως και δω το φάντασμά του. Τζίφος. Μύρισα το τριαντάφυλλο για μια ακόμα φορά, το άφησα πάνω στον τάφο και γύρισα να φύγω. Είχα ήδη αργήσει. Έπρεπε να πάω για κυνήγι… Εντάξει, είμαι κολλημένη με τις ταινίες θρίλερ, με τους βρικόλακες και μ’ ό,τι έχει να κάνει με το υπερφυσικό, αλλά δεν διάλεξα τυχαία αυτό το θέμα για την εργασία μου. Ήθελα να φρικάρω την καθηγήτρια και να πάρω και καλό βαθμό. Μόλις την παρέδωσα και η κυρία Δουκοπούλου διάβασε τον τίτλο που αναγραφόταν στο εξώφυλλο «Βρικόλακες: μύθος ή πραγματικότητα;», με κοίταξε με ξινισμένο ύφος και είπε: «Αλίκη, είπα να γράψετε για ό,τι θέλετε και ν’ αποδείξετε ότι υπάρχει αυτό για το οποίο γράψατε για να δω πόσο έχει εμπλουτιστεί το λεξιλόγιό σας, αλλά για βρικόλακες, βρε παιδί μου;» Κι εγώ φυσικά δεν το άφησα έτσι: «Νόμιζα ότι είχαμε ελευθερία λόγου, κυρία, κι άλλωστε νομίζω ότι θα μείνετε πολύ ευχαριστημένη. Έχω βρει πολλούς μύθους και μαρτυρίες ανθρώπων που υποστηρίζουν ότι έχουν έρθει σ’ επαφή με απέθαντους», είπα και την είδα ν’ ανατριχιάζει στο άκουσμα της τελευταίας λέξης. Την κοίταξα, με κοίταξε κι έφυγα. Πιο σπαστικιά καθηγήτρια δεν υπάρχει στο σχολείο. Έχει ένα κοντό κούρεμα και τα μαύρα της μαλλιά είναι πάντα καλοχτενισμένα. Είναι πιο κοντή από μένα, κι εγώ δεν είμαι και πρώτο μπόι, επίσης είναι αδύνατη κι έχει πάντα ξινισμένη μούρη. Ακριβώς από πίσω μου καθόταν η Νάντια, η κολλητή μου, στην οποία η Δουκοπούλου θα κάνει επίσης παράπονα όπως έκανε σ’ εμένα, γιατί η Νάντια έχει ανάλογο κόλλημα με το δικό μου με οτιδήποτε έχει να κάνει με μαγεία και μάγισσες. Πιο παλιά, προσπαθούσε να βρει αν
στην οικογένειά της υπήρχαν ποτέ μάγισσες, αλλά δυστυχώς για κείνη δεν υπήρξε ούτε ένα τέτοιο περιστατικό στην οικογένεια. Πάντως, αν την έβλεπε κάποιος που δεν την ξέρει τόσο καλά όσο εγώ κι οι φίλοι μου, μπορεί και να την πέρναγε για μάγισσα μ’ αυτά τα μπλε μάτια που μέρες μέρες είναι πιο σκούρα και μέρες μέρες πιο ανοιχτόχρωμα (κάτι που εκπλήσσει και την ίδια), με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της, με τα κατάμαυρα μαλλιά της και με το μυστήριο που εκπέμπει. Πήγα κι έκατσα στη θέση μου, στο πρώτο θρανίο δίπλα στον αδερφό της Νάντιας, το Γιάννη. Ο Γιάννης δεν μοιάζει τόσο πολύ με τη Νάντια, αν και είναι δίδυμοι. Έχει κι αυτός ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα αλλά τα μάτια του είναι καστανά όπως και τα μαλλιά του, τα οποία είναι ολόισια, σε αντίθεση με της Νάντιας που είναι σγουρά. Επίσης, ο Γιάννης δεν είναι αδύνατος σαν την αδερφή του, είναι γεματούλης και γλυκούλης. Αυτά τα παιδιά τα ξέρω πάρα πολλά χρόνια, τους αισθάνομαι σαν αδέρφια μου. Η Νάντια ήρθε νευριασμένη κι έκατσε στο θρανίο πίσω μας. «Αν μπορούσα θα την είχα δολοφονήσει και θα το έκανα να φανεί σαν ατύχημα!» είπε. Αρχίσαμε να γελάμε. H Νάντια συνήθως έχει ένα μαύρο χιούμορ που αν κάποιος δεν την ξέρει τόσο καλά όσο εμείς μπορεί και να την περάσει για σνομπ. «Σε πόση ώρα χτυπάει;» ρώτησε το άλλο μέλος της παρέας μας, το πιο φυσιολογικό, η Μαργαρίτα. Κι αυτήν την γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια, ωστόσο δεθήκαμε περισσότερο τον τελευταίο καιρό. Είναι πιο ψηλή από μένα κι έχει καστανά μαλλιά και μάτια. Εκείνη κι εγώ είμαστε τα μοναδικά μοναχοπαίδια στην παρέα. Κοίταξα το ρολόι και της είπα πως το κουδούνι θα χτυπήσει σε δέκα λεπτά. Έκανε μια γκριμάτσα κι έβαλε το κεφάλι της πάνω στα χέρια της κλείνοντας τα μάτια. Αλλά έκανα λάθος, μόλις γύρισα να ρωτήσω κάτι τη Νάντια, το πολυπόθητο κουδούνι χτύπησε και είκοσι τέσσερις οργισμένοι έφηβοι ξεχύθηκαν στο διάδρομο. Οργισμένοι από το πιο δύσκολο εφτάωρο της βδομάδας. Εμείς, όπως πάντα, τελευταίοι. «Γαμώτο, έχω γαλλικά σήμερα», είπε η Μαργαρίτα. Την κοίταξα απολογητικά επειδή παλιά πηγαίναμε μαζί αλλά εγώ έκανα το καλοκαίρι και τελείωσα. Χαιρετηθήκαμε και μπήκα στο ταξί μου. Ο ταξιτζής που με πηγαινοφέρνει μου έπιασε την κουβέντα σχετικά με τις διακοπές των Χριστουγέννων που πλησίαζαν. Μπήκα μέσα στο σπίτι και βρήκα το τραπέζι στρωμένο, ευτυχώς. Η μαμά μου ήταν πολύ κουρασμένη από τη δουλειά. Δουλεύει στη γούνα. Στην Καστοριά έχουμε παράδοση
στην παραγωγή γούνας. Παλιά υπήρχε πιο πολύ δουλειά αλλά σήμερα δουλεύουν μόνο τέσσερα μαγαζιά. Αφού αρχίσαμε να τρώμε, η γιαγιά μου άρχισε να μας διηγείται τα κουτσομπολιά της γειτονιάς. «Ήρθε μια οικογένεια απέναντι στο διώροφο», είπε. Εγώ κι η μαμά μου σταματήσαμε να τρώμε στο άκουσμα του γεγονότος. Το απέναντι σπίτι ήταν μια πολυτελέστατη βίλα με κήπο και πισίνα. Ήταν χτισμένο σε κλασική γραμμή για να μη διαφέρει και τόσο από τα υπόλοιπα σπίτια στην περιοχή. Η γιαγιά μου μάς κοίταξε με τα γαλανά της μάτια, τα οποία δεν πήρε κανένα από τα παιδιά της ή τα εγγόνια της, και συνέχισε: «Σήμερα ήρθαν, φαίνονται πλούσιοι. Να βλέπατε με ένα αυτοκίνητο που ήρθαν!» «Για ν’ αγοράσουν το απέναντι σπίτι σίγουρα θα είναι πλούσιοι», σχολίασα. Έφαγα την τελευταία μπουκιά μου και σηκώθηκα. «Πω πω… πείνες που έπεσαν!» είπε η μητέρα μου κοιτώντας το πιάτο μου. Της έδωσα ένα φιλί κι ανέβηκα στον πάνω όροφο. Πήγα στο δωμάτιό μου. Από το παράθυρό μου κοίταξα απέναντι. Ένα κοκκινομάλλικο κορίτσι καθόταν στον κήπο και διάβαζε. Μόνο του. Δεν έδωσα παραπάνω σημασία. Άνοιξα τα αρχαία να διαβάσω. Ευτυχώς, επειδή έχουν μείνει λίγες μέρες για τις διακοπές των Χριστουγέννων, δεν μας παραφορτώνουν. Τέλειωσα γρήγορα και πήρα την κιθάρα μου την οποία είχα παραμελήσει τελευταία. Άρχισα να παίζω χωρίς τον ενισχυτή για να μην ενοχλώ. Έπαιξα δυο τραγούδια των Linkin Park και στο τρίτο σταμάτησα. Δεν ήθελα να το παίξω εκείνο το τραγούδι. Μου θύμιζε… Δεν το σκέφτηκα άλλο και κατέβηκα κάτω. Η ζωή μου έχει αλλάξει τόσο πολύ τελευταία που αν κάτσω και θυμηθώ τα παλιά θα πέσω σίγουρα σε κατάθλιψη. Μόλις βούλιαξα στον καναπέ με το laptop αγκαλιά, έπιασα τον πατέρα μου να με κοιτάζει από τη φωτογραφία. Χαμογέλασα προς τα κει. Μου λείπει πολύ από πρόπερσι που “έφυγε”. Μοιάζω περισσότερο σ’ εκείνον παρά στη μητέρα μου. Είχε σκούρα καστανά μαλλιά όπως κι εγώ και τα μάτια του ήταν καστανά αλλά τα τελευταία χρόνια το χρώμα τους είχε γίνει καστανό ανοιχτό προς πράσινο ενώ τα δικά μου δεν έχουν ανοίξει τόσο πολύ ακόμα, γι’ αυτό θα ’λεγα ότι είναι καστανά ανοιχτά προς λαδιά. Έχω πάρει τη μύτη του και γενικά το σχήμα του προσώπου του. Εκτός απ’ αυτά έχω πάρει και το χαρακτήρα του, απ ό,τι λέει η μαμά μου τουλάχιστον. Άνοιξα τον υπολογιστή να δω κανένα επεισόδιο από το “The vampire diaries”, αλλά δεν πρόλαβα. «Αλίκη…» είπε η μητέρα μου.
6
Μαρία Δανιήλ
«Τι;» απάντησα. «Πάνε, ρε, στο μίνι-μάρκετ να πάρεις ένα γάλα να κάνω καμιά σοκολατίνα». Την αγριοκοίταξα και σηκώθηκα να βάλω το μπουφάν μου. Μου έδωσε λεφτά κι έφυγα. Δεν κρατήθηκα και πήρα την αντίθετη κατεύθυνση, που περνάει μπροστά απ’ το διώροφο. Θα έκανα πιο πολύ δρόμο αλλά είχα περιέργεια. Περπατούσα αργά μέσα στον κρύο αέρα και κοίταζα με προσοχή μήπως και δω τίποτα, αλλά δεν φαινόταν το παραμικρό. Μέχρι που άκουσα μια γλυκιά φωνή να με χαιρετάει μ’ ένα γεια. Κατατρόμαξα. Γύρισα να δω ποιος είναι. Ήταν το κορίτσι που είχα δει από το δωμάτιό μου. «Γεια…» είπα με κομμένη την ανάσα. «Είμαι η Εβελίνα, εσύ ποια είσαι;» με ρώτησε το κορίτσι τείνοντας μου το κατάλευκο χέρι της. Της έδωσα κι εγώ το δικό μου. «Είμαι η Αλίκη, μένω απέναντι», απάντησα δείχνοντας το σπίτι μου. Το χέρι της ήταν πολύ κρύο. Αλλά τι περίμενα κι εγώ μες στο καταχείμωνο; «Ωραία, θα ’χω κάποιον να κάνω παρέα λοιπόν!» είπε γεμάτη χαρά. Είχε κατακόκκινα μαλλιά μπούκλες τα οποία έφταναν μέχρι τη μέση της. Τα μάτια της είχαν ένα βαθύ πράσινο χρώμα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Ήταν αδύνατη σαν εμένα και στο ίδιο ύψος μ’ εμένα. Είχε ένα οβάλ, γλυκό και λεπτό πρόσωπο και κατάλευκη επιδερμίδα, πιο λευκή από τη δική μου. Φορούσε ένα λευκό πουλόβερ με βε κι ένα κολλητό τζιν παντελόνι με μπότες που έφταναν μέχρι το γόνατο. Από πάνω φορούσε ένα μαύρο μακρύ μπουφάν. «Θες να ’ρθεις μέσα;» είπε πηγαίνοντας να μου ανοίξει την ξύλινη αυλόπορτα. «Έχω μια δουλειά τώρα, πρέπει να πάω στο σούπερ να πάρω γάλα. Ίσως μια άλλη φορά, εδώ θα είστε άλλωστε, δεν θα χαθούμε», αρνήθηκα ευγενικά. Το πρόσωπό της συννέφιασε και τα μάτια της έγιναν θλιμμένα. «Συγγνώμη…» πρόσθεσα κι η φωνή μου αργόσβησε στο τέλος. «Δεν πειράζει, θα τα πούμε…» είπε εκείνη χαμογελώντας μελαγχολικά. Την χαιρέτησα κι έκανα να φύγω, αλλά το μετάνιωσα και γύρισα. «Εβελίνα…» είπα. Γύρισε αμέσως και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια μικρού παιδιού. «Θες να ’ρθεις μαζί μου να κάνουμε καμιά βόλτα να τα πούμε και λίγο;» της πρότεινα.
ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
7
«Αφού έχεις δουλειά» είπε. «Δεν πειράζει, θα πάρω τη μαμά μου να της πω ότι θ’ αργήσω λίγο», απάντησα κοιτώντας τα καταπράσινα μάτια της. «ΟΚ, πάμε τότε», είπε και βγήκε από την αυλή. «Δεν θα το πεις στους γονείς σου;» ρώτησα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε. «Πάμε τότε», είπα κι εγώ και ξεκίνησα. Με πλησίασε και μ’ έπιασε αγκαζέ χαμογελώντας. Έβγαλα το κινητό για να ειδοποιήσω τη μητέρα μου. «Ωραίο τηλέφωνο», αναφώνησε. Της χαμογέλασα. Τηλεφώνησα σπίτι κι ευτυχώς η γλυκιά μου μαμά μ’ άφησε να πάω βόλτα με την Εβελίνα. «Θέλω να σου πω κάτι…» μου είπε η Εβελίνα και το πρόσωπό της ήταν στεναχωρημένο. Την κοίταξα και κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι. «Να… ξέρεις…» δίστασε. «Πες το, Εβελίνα», την παρότρυνα. Ξεφύσηξε. «Ωραία, λοιπόν», συνέχισε, «εγώ… εμένα έχουν πεθάνει οι γονείς μου και ζω με τους θείους μου», είπε και περίμενε την αντίδρασή μου. «Λυπάμαι. Κι εγώ έχασα τον πατέρα μου πριν δυο χρόνια περίπου, οπότε σε καταλαβαίνω», της είπα κοιτώντας την στα μάτια. Το χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό της. Μ’ αγκάλιασε και συνεχίσαμε να περπατάμε. Είχαμε καμιά ώρα που καθόμασταν στην καφετέρια της γειτονιάς κι είχα μάθει τα πάντα γι’ αυτήν. Οι γονείς της είχαν πεθάνει όταν εκείνη ήταν οχτώ κι ο αδερφός της εννιά, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Τον αδερφό της τον λέγανε Αλέξη, αλλά δεν ζούσε μαζί τους, κι όταν τη ρώτησα γιατί μου είπε πως είναι μεγάλη ιστορία. Η Εβελίνα είχε σκοπό να ’ρθει στο δικό μου σχολείο κι επειδή δεν θα πήγαινε στο τμήμα του αθλητικού θα είμαστε μαζί. Μετά απ’ όλα αυτά βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω κάτι που με βασάνιζε: «Πώς περίμενες ν’ αντιδράσω όταν μου είπες πως οι γονείς σου έχουν πεθάνει;». «Χμμ… όταν ήμουν στο προηγούμενο σχολείο, στην Αθήνα, με κοιτούσαν κάπως. Και με λυπόντουσαν. Κι ήταν ένα κορίτσι το οποίο με φώναζε συνέχεια ορφανό. Δε λέω, είμαι ορφανή, αλλά δεν δέχομαι τον οίκτο κανενός», μου απάντησε. Την κοίταξα και χαμογέλασα. Ήταν λες κι άκουγα τον εαυτό μου ένα χρόνο πριν, λίγο καιρό μετά το θάνατο του
8
Μαρία Δανιήλ
πατέρα μου, όταν κάποια μέρα η ξινή της τάξης ρώτησε την παρέα μου αν έχει έρθει τ’ ορφανό. Δεν άντεξα και της τα ’ψαλα κανονικότατα. «Τώρα που θυμήθηκα κάτι, εεε… τι ταινίες βλέπεις;» με ρώτησε. «Θρίλερ, κυρίως θρίλερ. Γενικά ό,τι έχει να κάνει με βρικόλακες, ζόμπι και αίματα το βλέπω», τελείωσα την πρότασή μου κι αμέσως την είδα ν’ ασπρίζει στο άκουσμα της λέξης βρικόλακες. «Μμμ… δηλαδή σου αρέσουν τα φρικουλιάρικα;» είπε προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της. Δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω και συνέχισε: «Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε, έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει κιόλας…» και ταυτόχρονα πήρε το πορτοφόλι της απ’ το τραπέζι κι έφυγε τρέχοντας σχεδόν από την αίθουσα, αφήνοντάς με να την κοιτάζω σα χάνος, μην ξέροντας τι συμβαίνει. Έφυγα κι εγώ μετά από λίγο. Μάλλον θα είχε φρικάρει με τις ταινίες που βλέπω. Ψώνισα το γάλα και γύρισα σπίτι. Η ώρα ήταν οχτώ οπότε έκανα ένα καυτό μπάνιο κι άραξα στο σαλόνι με το laptop μου αγκαλιά. Αλλά κάποιος είχε όρεξη για κουβεντούλα. «Και πώς είναι αυτή η Εβελίνα;» ρώτησε η μητέρα μου την ώρα που μάζευε τα μαύρα σγουρά μαλλιά της με ένα κλάμερ. Πάντα έτσι τα μαζεύει όταν ζεσταίνεται. «Είναι πολύ καλή. Έχει περάσει κι αυτή πολλά. Οι γονείς της σκοτώθηκαν όταν εκείνη ήταν οχτώ κι ο αδερφός της εννιά. Τον αδερφό της τον λένε Αλέξη, αλλά δεν ζει μαζί της, κι όταν τη ρώτησα γιατί μου είπε πως είναι μεγάλη ιστορία. Μου είπε πως τον αγαπάει πολύ αλλά εκείνος είναι λίγο κωλόπαιδο, δεν τον είπε έτσι ακριβώς αλλά εγώ αυτό κατάλαβα. Θα ’ρθει στο δικό μας το γυμνάσιο και θα είμαστε στην ίδια τάξη γιατί δεν θα πάει στο αθλητικό», απάντησα με μια ανάσα. «Αρέσουν και σ’ αυτήν οι βρικόλακες;» ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον η μητέρα μου. «Μπα…. δε νομίζω. Για να πω την αλήθεια όταν της είπα ότι μου αρέσουν τέτοιες ταινίες, έφυγε τρέχοντας», είπα απορημένη ακόμα από κείνο τον εκνευρισμό της. «Μπορεί η κοπέλα να είναι φυσιολογική κι ο μόνος βρικόλακας που συμπαθεί να είναι ο Έντουαρντ», είπε με πονηρό βλέμμα η μητέρα μου. «Υπονοείς ότι εγώ και οι φίλοι μου που βλέπουμε τέτοια δεν είμαστε φυσιολογικά άτομα;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο, αλλά κάθε φυσιολογικός άνθρωπος αηδιάζει τουλάχιστον με μερικές σκηνές από τα έργα που βλέπετε. Ειδικά στο
ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
9
“True Blood” υπάρχουν πολλές αηδιαστικές σκηνές, κι όχι μόνο». Την κοίταξα κι άλλαξα θέμα. Τη ρώτησα αν είχε γίνει τίποτα ενδιαφέρον στο μαγαζί. Άρχισε να μου λέει για τα ρούχα που της πήγε μια κοπέλα να της τα μαζέψει από κάτω επειδή της ήταν μακριά. Μετά από λίγο πήγα για ύπνο γιατί δεν ξυπνάω εύκολα το πρωί. Χώθηκα κάτω από το χοντρό κόκκινο πάπλωμα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Μόλις με πήρε ο ύπνος, περίεργες εικόνες άρχισαν να ξεπηδούν μπροστά στα μάτια μου. Η Εβελίνα με μάτια πιο ανοιχτόχρωμα και κόκκινα γύρω γύρω και… και… τι δόντια βρικόλακα ήταν αυτά κάτω από τ’ ανοιχτά κόκκινα χείλια της! Η εικόνα άλλαζε πολύ γρήγορα κι η Εβελίνα γινόταν πάλι το γλυκό κι όμορφο κορίτσι που είχα γνωρίσει την προηγούμενη μέρα . Τα ρούχα της όμως δεν ήταν συνηθισμένα όπως το στενό τζιν και το άσπρο πουλόβερ, συνδυασμένο με μαύρες ψηλές μπότες και μαύρο παλτό, όπως όταν τη γνώρισα. Φορούσε ένα μαύρο φουστάνι στενό στο πάνω μέρος και πιο φαρδύ προς τα κάτω και στο τελείωμα υπήρχαν κόκκινα σχέδια που έμοιαζαν με παράξενα λουλούδια. Μια κατακόκκινη κάπα ήταν ριγμένη στους ώμους της κι ανέμιζε στον δυνατό άνεμο. Στο λαιμό της ήταν κρεμασμένο ένα περίεργο κόσμημα το οποίο κάπου το ’χα ξαναδεί. Έμοιαζε με γίδα με πολύ μεγάλα κέρατα μόνο που τα πίσω πόδια της είχαν αντικατασταθεί από μια ουρά φιδιού ή γοργόνας ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Μετά η Εβελίνα εξαφανίστηκε και ένα παλιό βιβλίο με ξύλινο εξώφυλλο ήρθε σε πρώτο πλάνο. Στο εξώφυλλό του ήταν χαραγμένο το ίδιο σύμβολο που έφερε το κόσμημα της Εβελίνας. Ύστερα ένα αγόρι εμφανίστηκε, ένα γνωστό αγόρι. Το είχα ξαναδεί πιο παλιά. Το πρόσωπό του μού ενέπνεε ασφάλεια κι εμπιστοσύνη. Αλλά αυτή τη φορά κάτι μέσα μου έλεγε πως τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Σ’ αυτό το πρόσωπο υπήρχαν δύο καταπράσινα μάτια , δύο σκούρα χείλη και κατάμαυρα μαλλιά. Το πρόσωπο χαμογέλασε και μετά η έκφραση αλλοιώθηκε, τα μάτια γύρω γύρω έγιναν κατακόκκινα και δύο μυτεροί κυνόδοντες έκαναν την εμφάνισή τους. Το αγόρι άρχισε να ’ρχεται προς το μέρος μου γρυλίζοντας. Άρχισα να τρέχω, κάπου σκόνταψα κι έπεσα. Εκείνος ήρθε από πάνω μου και πλησίασε το λαιμό μου. Ξύπνησα μες στον ιδρώτα χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα. Έψαξα στο κομοδίνο μου για το σπρέι με το φάρμακο για το άσθμα μου. Ψέκασα δυο φορές μέσα στο στόμα μου κι έκανα ωραίες σκέψεις για να ηρεμήσω. Προσπάθησα να κοιμηθώ και μετά από λίγο τα κατάφερα. Αλλά, οι εφιάλτες δεν μ’ άφηναν σε ησυχία. Παρόλ’ αυτά προσπάθησα
10
Μαρία Δανιήλ
πάλι να ηρεμήσω. Αυτό έκανα πάντα άλλωστε, ό,τι πρόβλημα υπήρχε στη ζωή μου προσπαθούσα να το κάνω να μοιάζει με ρουτίνα, με κάτι συνηθισμένο. Τα έχω καταφέρει σε πιο δύσκολες καταστάσεις, δε θα με πτοήσουν τώρα μερικοί ηλίθιοι εφιάλτες… Το φως από τη μπαλκονόπορτα με ξύπνησε προτού χτυπήσει το ξυπνητήρι του κινητού μου. Για την ακρίβεια, μιάμιση ώρα πριν το κανονικό. Σηκώθηκα και ντύθηκα αργά αργά μια και δεν υπήρχε λόγος να βιάζομαι αφού είχα σηκωθεί πιο νωρίς απ’ το συνηθισμένο. Φόρεσα μια κοντή τζιν φούστα με μαύρο κολάν και ένα μαύρο πουλόβερ με ζιβάγκο επειδή είμαι και λίγο κρυουλιάρα. Τράβηξα την κουρτίνα για να μπει λίγο φως κι έκατσα να χαζεύω το χειμωνιάτικο τοπίο. Τα δέντρα φαίνονταν σαν να ήταν πασπαλισμένα με άχνη έτσι όπως είχε ήδη αρχίσει να λιώνει το χιόνι που είχε πέσει την προηγούμενη βδομάδα. Ο ήλιος που είχε βγει σήμερα μετά από πολλές μέρες γυάλιζε στους μουσκεμένους δρόμους κι έκανε το χιόνι που είχε απομείνει να λαμπυρίζει Το μάτι μου έπεσε στο απέναντι σπίτι. Δεν φαινόταν ψυχή. Αλλά ξέχασα, ήταν πολύ νωρίς για να είναι κάποιος όρθιος. Πήρα να διαβάσω μερικές σελίδες από το βιβλίο που άρχισα πριν δύο μέρες. Το είχα φτάσει στη μέση σχεδόν. Κοίταξα για λίγο το εξώφυλλο, ο τίτλος του ήταν “Το σώμα” της Stephenie Meyer. Είχα διαβάσει “Το Έπος του Λυκόφωτος” –και τους δύο τόμους– πάνω από δύο φορές, αφού είχα μάθει σχεδόν όλους τους διαλόγους, έχουν βοηθήσει βέβαια κι οι ταινίες, αλλά γενικά τα βιβλία της μού φαίνονται πολύ ωραία. Το μετάνιωσα και το ξανάκλεισα. Άνοιξα τη μπαλκονόπορτα και βγήκα έξω στον κρύο αέρα. Μπορούσα να μυρίσω τον καπνό που έβγαινε από τις καμινάδες των τζακιών. Από κάποιο σπίτι άνοιξε μια πόρτα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία αλλά μετά είδα στον απέναντι κήπο μια λεπτή σιλουέτα να περιφέρεται. Ίσως να ήταν της Εβελίνας. Αν δεν φορούσε σκούφο θα μπορούσα να μιλήσω με περισσότερη σιγουριά. Άρχισε να φυσάει κι αποφάσισα να μπω μέσα και να πάω να ετοιμαστώ. Πήγα στο μπάνιο, βούρτσισα τα δόντια μου κι άνοιξα το νεσεσέρ μου για να πάρω το ρουζ μου. Άπλωσα λίγο με το πινέλο στα μήλα του προσώπου μου και μετά τόνισα το περίγραμμα των ματιών με ένα μαύρο μολύβι. Χτένισα τα μαλλιά μου ανάποδα για να πάρουν όγκο, έβαλα την αγαπημένη μου κολόνια και κατέβηκα κάτω. Η μητέρα μου είχε φτιάξει πρωινό και για τις δυο μας.
ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
11
«Καλημέρα», είπα «Κάποιος δεν κοιμήθηκε καλά κι έχει κόκκινα μάτια», μου απάντησε. Την κοίταξα και ξεφύσηξα, ύστερα άρχισα να της εξιστορώ το όνειρό μου. Όταν τελείωσα μου είπε πως θα ’πρεπε να το πω στη γιαγιά μου που ξέρει να ερμηνεύει τα όνειρα. Μετά από λίγο κόρναρε το ταξί που με πηγαίνει στο σχολείο. Άρπαξα την τσάντα μου που ήταν ελαφριά, λόγω των λίγων ωρών που θα κάναμε σήμερα, και βγήκα έξω. Από απέναντι ακουγόντουσαν πόρτες αυτοκινήτου που έκλειναν. Μπήκα στο ταξί κι ενημέρωσα τον οδηγό για το πρόγραμμα της ημέρας και για την έξοδο που είχαμε προγραμματίσει μετά τα σχόλασμα με τους φίλους μου, ώστε να μην έρθει μετά να με πάρει. Η μουσκεμένη αυλή του σχολείου ήταν άδεια λόγω του κρύου. Μέσα, η κοπέλα που έχει αναλάβει το κυλικείο έψηνε τυρόπιτες τραγουδώντας μαζί με το ραδιόφωνο. Η Αγγέλα , που μας είχε απαγορεύσει να τη φωνάζουμε κυρία Αγγέλα επειδή μας ένιωθε σαν παιδιά της, έχει κατάξανθα μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Είναι αδύνατη και πάντα χαμογελαστή. Σιγά σιγά το σχολείο άρχισε να γεμίζει. Έξω καθόντουσαν τ’ αγόρια, παρ’ όλο το κρύο που έφτανε μέχρι το κόκαλο, μέσα είχαμε μαζευτεί τα κορίτσια και μερικά αγόρια που είχαν μυαλό στο κεφάλι τους και δεν ήθελαν να ξεπαγιάσουν. Κι ενώ παρατηρούσα τα παιδιά των άλλων τάξεων, επιτέλους ήρθε η Μαργαρίτα με λίγη καθυστέρηση. «Γεια», είπε ξερά, από τη νύστα. «Μην είσαι τόσο χαρούμενη, θα πάθεις τίποτα και δεν θα το πιστεύουν ότι δεν είναι εξαιτίας μου!» της είπα πειραχτικά. «Μμμ… εξυπνάδες. Γιατί δεν μπήκες χθες καθόλου facebook, ρε; Βαριόμουνα και δεν ήταν κανένας μέσα για να μιλήσω». «Εγώ ήθελα να μπω αλλά τη μία μ’ έστειλε η μάνα μου στο σούπερ, πηγαίνοντας στο σούπερ γνώρισα την καινούργια γειτόνισσα και πήγαμε για καφέ στο “Μio”, μετά γύρισα σπίτι, έκανα μπάνιο, κι όταν κατέβηκα κάτω η μάνα μου είχε διάθεση για κουβέντα. Γι’ αυτό δεν μπήκα». «Νέα γειτόνισσα άκουσα!» Αυτή ήταν η φωνή της Νάντιας. «Καλημέρα λέει ο κόσμος», της είπε η Μαργαρίτα. Η Νάντια της έστειλε ένα φιλί από μακριά και με κοίταξε όλο περιέργεια περιμένοντας να τους πω για τη νέα γειτόνισσα. Κι εγώ τους τα διηγήθηκα όλα, πώς τη γνώρισα και τι είπαμε – εντάξει, δεν τους είπα κι ακριβώς τι είπαμε, αλλά τέλος πάντων.
Κ
«Και θατην ’ρθει εδώ,από στο λευκό καλύτερο σχολείο τουέγραφε νομού, το λέμε τώρα!» οίταξα πλάκα μάρμαρο που όνομά Το σχολείο μας είναι το πιο παλιό στο νομό και το αποκαλούμε “καλύτου και την ημερομηνία γέννησης μαζί με την ημερομηνία τερο σχολείο του νομού” γιατί στα μάτια μας είναι το καλύτερο. θανάτου του. Σηκώθηκα, χάιδεψα τη φωτογραφία του. Κοίταξα «Και πάει στο αθλητικό ή θα μας κάνει την τιμή να την έχουμε γύρω μουθα μήπως και δω το φάντασμά του. Τζίφος. Μύρισα το τρισυμμαθήτριά μας την… την… πώς την είπες, μωρέ;» ρώτησε η Νάαντάφυλλο για μια ακόμα φορά, το άφησα πάνω στον τάφο και ντια. γύρισα να φύγω. Είχα ήδη αργήσει. Έπρεπε να πάω για κυνήγι… «Εβελίνα τη λένε την κοπέλα», της είπε η Μαργαρίτα. «Ναι, θα έχουμε την τιμή να την έχουμε συμμαθήτριά μας», έκανα κοροϊδευτικά. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και το χαμογελαστό πρόσωπο της Εβελίνας ξεπρόβαλε όλο αμηχανία καθώς αντίκρισε τη ...ένα ιδιαίτερα δυνατό μυθιστόρημα. Λάτρεγεμάτη με παιδιάεφευρετικό αίθουσα. «Νακαι τη», είπα στα κορίτσια δείχνοντας προς ψα της εικόνες, που ξεπηδούσαν διαβάζοντας τομετά κείμενο και το μέρος της. Η Μαργαρίτα απλά γύρισε και κοίταξε, ακούμπησε ενθουσιάστηκα με την πουτα μεμάτια. υποχρέωσε, στην κυριπάλι το κεφάλι στον τοίχοπλοκή, κι έκλεισε Η Νάντια την κοιτούσε ολεξία, να τοανοιχτό. αφήσωΓιατί απόάραγε; τα χέρια μου μόνο στο τέλος, όταν με το στόμα πιά είχε χαράξει. «Αχά, καταλαβαίνω γιατί δεν μας την περιέγραψες με λεπτομέρειες. Έχει κι αδερφό είπες! Θα ’ταν εύκολοΑγνή να τονΚανδύλη, γνωρίσω,δικηγόρος παρακαλώ;» είπε κλείνοντάς μου το μάτι. Γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος της Ένα μυθιστόρημα μετατρέπει την κοντά καθημερινή ζωήεκείνη της είχε Εβελίνας για να τηςπου κάνω νόημα να ’ρθει μου, αλλά έφηβης Αλίκης τωνπριν φίλων της σεεκεί μιακαι απίστευτη, γεμάτη δια εξαφανιστεί. Ένακαι λεπτό στεκόταν τώρα εξαφανίστηκε ένταση καταστάσεις μαγείας!και Δεναπρόβλεπτες θα χανόμασταν, σκέφτηκα, θαπεριπέτεια. την έβλεπα στην προσευχή. Μαρούλα Ιγναντιάδου Αυτό που μ’ ενδιέφερε ήταν να τη ρωτήσω για κείνο το σύμβολο που είδα στο όνειρό μου. Το διάβασα δίχως ανάσα μέχρι τηννατελευταία Προσωρινά έπρεπε να βρω τρόπο ρωτήσω τησελίδα Νάντιακαι πουφυασχοσικά περιμένω με σύμβολα. ανυπομονησία τη συνέχεια... λείται με περίεργα Την κοίταξα από πάνω ως κάτω μέχρι που Φώτης σπουδαστής ΤΕΙαυτί Αθήνα είδα την πεντάλφα στο σκουλαρίκι που Κ., φορούσε στο δεξί της. Η Νάντια μας είχε εξηγήσει πιο παλιά την πραγματική σημασία του συμβόλου που σήμερα θεωρείται σύμβολο σατανισμού και παγανιστικών ενεργειών. Σε κάθε θρησκεία έχει διαφορετική σημασία. Είχα μείνει έκπληκτη όμως όταν μας είπε πως στο χριστιανισμό, τους τελευταίους αιώνες, έχει αλλάξει η σημασία της. Παλιά, τα πέντε άλφα συμβόλιζαν ISBN 978-960-9607-22-3 ΔΟ Σ Ε Ι Σ τις πέντε αρετές τηςΕ ΚΠαναγίας σε μια περιοχή που δεν θυμάμαι το όνομά ε λ ότ ο ς της, αλλά όχι μόνοο σεκεί. Επίσης, σε μια άλλη περιοχή συμβόλιζε τα πάθη του Χριστού. Και σε κάποια άλλη θρησκεία συμβολίζει τα κυρίαρχα στοιχεία στη φύση όπως το νερό, ο ήλιος και κάποια άλλα. Αλλά, Βατάτζη 114 73 πάνω απ’ όλα55,ήταν καιΑθήνα είναι το ιερό σύμβολο των μαγισσών, γιατί αν ΤΗΛ. : 210 6431108 δενE-MAIL ήταν μπλεγμένες οι μάγισσες δεν θα μας είχε μιλήσει καθόλου για : ekdoseis.ocelotos@gmail.com όλα αυτά www. η Νάντια. μετά απ’ όλες αυτές τις πληροφορίες που ocelotos.Έτσι, gr
ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
13
ήρθαν πάλι στο μυαλό μου, βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω αυτό που μ’ έκαιγε: «Σαμπρίνα, ξέρεις μήπως τι συμβολίζει μια γίδα με μεγάλα κέρατα της οποίας τα πίσω πόδια δεν υπάρχουν και τη θέση τους έχει πάρει μια ουρά γοργόνας ή ψαριού ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων;» “Σαμπρίνα” τη φωνάζω πού και πού επειδή όταν παιζόταν η ομώνυμη σειρά κινούμενων σχεδίων είχε φάει μεγάλο κόλλημα. Ήθελε μάλιστα να βάψει τα μαλλιά της ξανθά για να μοιάζει με την κεντρική ηρωίδα. Η Μαργαρίτα άρχισε να γελάει με την προσφώνηση, επιτέλους είχε αρχίσει να φτιάχνει το κέφι της. Η “Σαμπρίνα” με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, ύστερα κοίταξε πλάγια και προς τα πάνω – αυτό το είχε δει σε μια ταινία όπου μια κοπέλα, που έβλεπε το μέλλον, όταν έβλεπε ένα όραμα κοιτούσε μ’ αυτόν τον τρόπο τον ουρανό ή το ταβάνι, αν βρισκόταν σε εσωτερικό χώρο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, η Νάντια με κοίταξε στα μάτια με μια απογοητευμένη έκφραση. «Αλίκη, τι ζώδιο είσαι;» με ρώτησε. «Αιγόκερος», απάντησα και κατάλαβα γιατί με ρωτούσε. Η γίδα είναι το σύμβολο του ζωδίου μου, μόνο που συμβολίζει το ζώδιό μου όταν έχει όλα της τα πόδια, όχι μόνο τα δύο μπροστινά. Η Νάντια με κοίταξε στραβώνοντας τα χείλη της. «Ναι, αλλά η ουρά που κολλάει; Εδώ σε θέλω», την προκάλεσα. «Μήπως συμβολίζει το ότι ήσουν άσχετη μ’ όλα αυτά και τώρα που αποφάσισες ν’ ασχοληθείς θα μου σπάσεις τα τόσο ευαίσθητα νεύρα μου;» είπε. «Καλά, θα ψάξω στο ίντερνετ», είπα απογοητευμένη. Το κουδούνι χτύπησε κι αφού η διευθύντρια μας τα ’ψαλε λιγάκι, μας επέτρεψε τελικά να περάσουμε στις τάξεις μας. Πήγα κι έκατσα βαριεστημένη στο θρανίο μου περιμένοντας την απουσιολόγο να ’ρθει να πάρει παρουσίες και να πάμε μετά στον κάτω όροφο για γυμναστική που τόσο λατρεύω. «Ρε, τελικά δεν μπορώ να βγω. Θα κάνω αγγλικά γιατί αυτή τη βδομάδα την έκανα κοπάνα και η κοντή που μου κάνει μάθημα τα ’χει πάρει στο κρανίο», είπε η Μαργαρίτα. «Έλα, ρε, δεν πειράζει. Εσείς θα έρθετε, εεε;» ρώτησα τους υπόλοιπους. «Μωρέ, θέλει η μάνα μας να πάμε στη γιαγιά μας σήμερα και δεν θα ’ρθουμε ούτε εμείς», είπε ο Γιάννης κοκκινίζοντας επειδή μάλλον ακυρώνονταν τα σχέδιά μας. Ωραία, κι από κει που ήταν να βγούμε και