3 minute read
Ο ΘΥΡΩΡΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
GunblueΠολλά χρόνια πριν...
ΤΟ GUNBLUE είναι ειδικό χρώµα που χρησιµοποιείται στη συντήρηση των όπλων χειρός. ∆εν µπορεί να το περιγράψει κανείς παρά σαν το χρώµα της θάλασσας πριν τη φθινοπωρινή καταιγίδα, καθώς όµοια µε ατσάλι κι εκείνη, ψυχρή και απόµακρη, ανατριχιάζει και ανταριάζεται από το νοτιοδυτικό άνεµο που έρχεται από τον Κόλπο της Μεγάλης Σύρτης.
Εκεί, στην εσχατιά της Πελοποννήσου, απέναντι από το φανάρι της Σαπιέντζας, στη σκιά του βενετσιάνικου κάστρου της Μεθώνης, στο κλειστό από ώρα µπαρ της παραλίας, έγραφε στο φορητό του υπολογιστή τιθασεύοντας τις σκέψεις που αρνιούνταν να γίνουν λογικά νοήµατα και να µπουν σε µια κατανοητή, για τους άλλους, σειρά. Τα λόγια και οι λέξεις, πάµφτωχα µέσα στο σηµειολογικό τους µεγαλείο, αδυνατούσαν να αποδώσουν –και ίσως, τελικά, ηθεληµένα να έκρυβαν από τα αδιάκριτα µάτια και τις αναίσθητες ψυχές– το νόηµα και την ουσία.
Πώς θα µπορούσε να περιγράψει µε λόγια, ή έστω µε εικόνες και ήχους, τη µυρωδιά της θάλασσας που άλλαζε λεπτό το λεπτό, καθώς µαστιγωνόταν από τις πρώτες σταγόνες της βροχής που όσο πήγαινε και δυνάµωνε; Πώς θα µπορούσε να µεταφέρει στον αναγνώστη την τεράστια διαφορά µιας σκέψης ή έννοιας που έγινε φράση µε το ξέσπασµα της φθινοπωρινής κα-
ταιγίδας, ενώ κάπου εκεί κατά το Νοτιά αχνόφεγγε το φως του φάρου;
Θα έπρεπε ο αναγνώστης, χάρη σε µια απίστευτη τεχνολογία, η οποία και πάλι απλώς θα αποτύπωνε κατά προσέγγιση αυτό που στην πραγµατικότητα αισθανόταν και σκεφτόταν ο συγγραφέας, ο οποίος επίσης αποτελούσε κοµµάτι του σκηνικού που ο ∆ηµιουργός προαποφάσισε και έστησε, να ανοίγει τις σελίδες του βιβλίου και να µπορεί να µυρίζει την αρµύρα της θάλασσας, να ακούει ταυτόχρονα τους κεραυνούς, να βλέπει τις αστραπές και το αχνό φως του φάρου, να συναισθάνεται την αγωνία του φαροφύλακα, να νιώθει την υγρή άµµο στα γυµνά πέλµατά του, τα µάτια του να πονούν από το φως της οθόνης υγρών κρυστάλλων στο µισοσκόταδο.
Καθώς η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς πια και το φως της µέρας υποχωρούσε µπροστά σε µια νύχτα που προαγγελλόταν άγρια, σκιές άρχισαν να ορθώνονται και να προχωρούν από την αµµουδιά προς τους εξωτερικούς τοίχους του κάστρου και την ψυχή του. Ιππότες, δράκοντες, πολιτείες φανταστικές, πλάσµατα του νου σαν τους δροσουλίτες στο Φραγκοκάστελο της Νότιας Κρήτης.
Τα χρόνια εκείνα της δηµιουργίας και της αθωότητας, τότε που ο έρωτας και η επιθυµία φώτιζαν την καθηµερινότητά του, τότε που η νιότη είχε το πρόσταγµα, τότε που κάθε του κύτταρο ζούσε µε απόλαυση την κάθε µέρα σαν να ήταν η τελευταία, δεν µπορούσε να φανταστεί την άλλη καταιγίδα που θα ξεσπούσε, αµετάκλητα σχεδιασµένη, εγγεγραµµένη, θαρρείς, στο γενετικό του υλικό. Ανατρίχιασε...
Σηκώθηκε και κινήθηκε προς την πέτρινη γέφυρα µε τις κα- µάρες που οδηγούσε στο Μπούρτζι. Η βροχή τον έκλεισε στην αγκαλιά της, κι έτσι καθώς αποµακρύνονταν αντάµα, η οθόνη του υπολογιστή τούς έστελνε τη φεγγοβολή της, φωτεινό σηµάδι στη
στοιχειωµένη νύχτα, σηµάδι της παρουσίας του πνεύµατος στην επικράτεια της ορµής. «Μέχρι πότε, άραγε, η ζωή µου θα κυλάει µέσα στην ξεγνοιασιά και την ασφάλεια, την αφέλεια και την αίσθηση παντοδυναµίας της νιότης; Μέχρι πότε ο έρωτας και το κορµί θα αποτελούν πυξίδα;» σκέφτηκε.
Σαν αντίλογος σε αυτές τις τόσο γήινες σκέψεις, σαν αντιστάθ- µισµα στην κυριαρχία της σάρκας και του πάθους, ήρθε να ηχήσει µέσα του ήχος βυζαντινός, ήχος ψαλτηρίου από το αγιορείτικο µοναστήρι που είχε επισκεφθεί νωρίτερα εκείνη τη χρονιά: «...Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή µου ὡς θυµίαµα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν µου θυσία ἑσπερινή... εἰσάκουσόν µου Κύριε». Γλυκάθηκε η ψυχή του, για λίγο όµως. Τα νιάτα νοµίζουν πως... είναι νωρίς ακόµα για το Θεό.
Τώρα, αυτή τη νύχτα που τα στοιχειά της φύσης λες και βγήκαν από τις υποθαλάσσιες σπηλιές τους, που οι αδικοσκοτωµένοι λες και ουρλιάζουν από τους τάφους τους, περπατούσε προς τον αόρατο από τους αφρούς των κυµάτων θαλασσόπυργο, την παλιά φυλακή που στα σπλάχνα της πήρε την τελευταία ανάσα τόσων και τόσων εθνοµαρτύρων· κινούνταν σαν αερικό, πετώντας τα βρεγµένα ρούχα του ένα ένα στη θάλασσα που λυσσοµανούσε δίπλα του.
Εκείνη, ο έρωτας της ζωής του, τον περίµενε ακουµπισµένη στο λειασµένο από τα κύµατα τοίχο, γυµνή, γεµάτη ζωή και όνειρα. Στο απόκοσµο φως µιας αστραπής την είδε... Οπτασία και νεράιδα. Το φωτεινό υποκείµενο του πόθου του. Συναντήθηκαν τρέχοντας στη µέση της πέτρινης γέφυρας και στο παθιασµένο αγκάλιασµά τους ανταποκρίθηκαν ο ουρανός και η θάλασσα µε κεραυνούς και κύµατα που έσπαζαν, θεριά σωστά, πάνω στα τείχη. Γεύση αρµύρας στο φιλί, αδρό το χάδι από την άµµο που σκέπαζε τα δυο κορµιά. Μάχη σωστή ο έρωτας. ∆ύο λαοί, δύο πανάρχαιες κουλτούρες της Μεσογείου, αυτής της λίµνης φωτός, συναντιού-
νταν στη µέση της καταιγίδας, επικοινωνώντας χωρίς να µιλούν, στη µόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν όλοι οι άνθρωποι: τη γλώσσα του πάθους και της σάρκας.