ΘΗΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ ΑΝΤΡΙΟΥ ΛΑΝΓΚ
ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΘΗΣΕΑΣ ΚΑΙ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
/// 01 /
Βρισκόμαστε στην εποχή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, περίπου 2500 πχ. Ο Ανδρόγεως, (γιός του βασιλία Μίνωα) κέρδισε 7 απο τα 11 αγωνίσματα των ολυμπιακών αγώνων. Οι αθηναίοι απο ζήλια και μόνο τον σκότωσαν. Ο Μίνωας όταν το έμαθε, έγινε έξαλος και ευθύς αμέσως κατέλαβε την Αθήνα, και έβαλε τιμώρια στους Αθηναίους. Η τιμώρια ήταν ένας ετήσιος φόρος τίμης ύπερ του Ανδρόγεου, που μεταφράζονταν σε φαγήτο για τον Μινώταυρο, ένα τέρας που είχε προκύψει μέτα την συνουσία της Πασιφάης (γυναίκας του Μίνωα) με έναν ωραίο άσπρο ταύρο που είχε ζητήσει ο ίδιος ο Μίνωας απο τον Θεό της θάλασσας Ποσειδώνα για να τον θυσιάσει στον Θεό της θάλασσας Ποσειδώνα. Η τιμωρία λοιπόν περιορίζονταν μόνο σε 7 νέους και 7 νέες οι οποίοι προορίζονταν να γευματιστούν απο τον Μινώταυρο, αυτό το συμπαθητικό άτυχο και ανύπαρκτο τέρας που βρήκε τραγικό θάνατο.
/// 02 /
ΑΘΗΝΑΙ
ΚΝΩΣΣΟΣ /// 03 /
Σε αυτό το βιβλίο θα διαβάσετε: - Πώς έγινε η πετυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Μινώταυρου απο τον Θησέα - Μέρικα παρασκήνια - Τον θάνατο της Αριάδνης
/// 04 /
/// 05 /
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΕΔΕΣΕ ΠΡΩΤΑ ΤΗ ΜΙΑ άκρη του νήματος σ' ένα μυτερό βράχο κι έπειτα άρχισε να κοιτάζει γύρω του. Ο λαβύρινθος ήταν σκοτεινός. Προχωρούσε αργά κρατώντας το νήμα και κατέβηκε το πιο φαρδύ μονοπάτι, απ' όπου ξεκινούσαν άλλα, δεξιά κι αριστερά. Μετρούσε τα βήματα του κι όταν πια είχε προχωρήσει σχεδόν εννιακόσια βήματα είδε το χλομό ουρανό από έναν μικρό, στρογγυλό φεγγίτη στην πέτρινη οροφή τ' άστρα ξεθώριαζαν. Γύρω του υψώνονταν απότομα βράχια κι από πάνοι του ο φεγγίτης που ήταν κλεισμένος με βαριά κάγκελα. Γρήγορα θα 'ρχόταν το φως της μέρας.
/// 06 /
Ο Θησέας απόθεσε το λυχνάρι κάτω, σε μια γωνιά του βράχου και περίμενε συλλογισμένος εκεί όπου ένα στενό, σκοτεινό μονοπάτι έστριβε απότομα προς τ' αριστερά. Κοιτάζοντας προσεκτικά τριγύρω είδε ένα σωρό αποφάγια, όχι ανθρώπινα, αλλά κρανία βοδιών και προβάτων, οπλές ζώων, και μεγάλα κόκαλα. «Εδώ» σκέφτηκε, «είναι το μέρος που του ρίχνουν φαΐ. Δεν έχουν Αθηναίους να τον ταΐζουν κάθε μέρα. Εδώ θα περιμένω». Μινώταυρος θα 'χε πεινάσει. Μονολογώντας σηκώθηκε κι έστριψε αριστερά, στο σκοτεινό μονοπάτι που ήταν σκαλισμένο στο βράχο. Κάθισε κι έφαγε πρωινό, από το φαγητό που του είχε δώσει η Αριάδνη, κι έπειτα αναλογίστηκε πως κι ο Μινώταυρος θα 'χε πεινάσει.
/// 07 /
Έμεινε ακίνητος κι αφουγκράστηκε από μακριά ν' ανεβαίνει ένας ήχος πνιχτός, σαν αντίλαλος από μουγκρητό. Σηκώθηκε, έσυρε το σπαθί, κι έστησε αυτί. Ο ήχος πλησίαζε και δυνάμωνε. Ακουγόταν παράξενα, όχι βαθύς σαν το μουγκρητό του ταύρου, αλλά πιο λεπτός και διαπεραστικός. Ο Θησέας γέλασε σιγανά. Ένα τέρας με κεφάλι και γλώσσα βοδιού, αλλά στήθια ανθρώπινα, δεν θα μπορούσε να βγάλει καλύτερο μουγκρητό! Ο ήχος γινόταν ολοένα πιο κοντινός και δυνατός, αλλά πάντα με κείνη τη λεπτή διαπεραστική νότα. Ο Θησέας έβγαλε από τον κόρφο το χρυσό μπουκαλάκι που του είχε δώσει η Μήδεια στην Αθήνα όταν του μίλησε για το Μινώταυρο. Έβγαλε το πώμα κι έκλεισε το στόμιο με τον αντίχειρα του δεξιού χεριού, έπειτα άδραξε το μακρύ σπαθί με τ' αριστερό χέρι, αφού πρώτα έδεσε την άκρη του νήματος στη ζώνη του.
/// 08 /
Τα μουγκρητά του πεινασμένου τέρατος πλησίαζαν τώρα ακουγόταν κι ο αντίλαλος των βημάτων του στο λαβύρινθο. Ο Θησέας κρύφτηκε στη σκιερή γωνία του στενού μονοπατιού που οδηγούσε στο ξέφωτο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά.
/// 09 /
Ένα τέρας με κεφάλι και γλώσσα βοδιού, αλλά στήθια ανθρώπινα,
/// 10 /
/// 11 /
Μόλις πρόβαλε ο Μινώταυρος, ο Θησέας όρμησε κι άδειασε το μπουκάλι στα μάτια του τέρατος. Μια άσπρη σκόνη πετάχτηκε κι ο Θησέας ξαναχώθηκε στην κρυψώνα του. Στο μεταξύ ο Μινώταυρος έβγαζε αλλόκοτα ουρλιαχτά πόνου. Με τα τερατώδη χέρια του έτριβε τα μάτια, σήκωνε το κεφάλι ψηλά προς τον ουρανό, μουγκρίζοντας ξαφνιασμένος, και το τίναζε πέρα δώθε, στριφογυρνούσε το κορμί και ψαχούλευε με τα χέρια του τοίχους. Είχε τυφλωθεί εντελώς. Ο Θησέας τράβηξε το κοντό σπαθί, γλίστρησε ξυπόλυτος πίσω από το τέρας κι έκοψε τα νεύρα των ποδιών πίσω από τα γόνατα. Ο Μινώταυρος σωριάστηκε με βρόντο αφήνοντας ένα βρυχηθμό και δαγκώνοντας τα βράχια με τα λιονταρίσια του δόντια, ενώ τα χέρια του στριφογυρνούσαν και χτυπούσαν τον αέρα.
/// 12 /
/// 13 /
O Θησέας περίμενε να του δοθεί η ευκαιρία. Μόλις ησύχασαν τα χέρια έμπηξε τη μυτερή, μπρούντζινη λεπίδα τρεις φορές στην καρδιά του Μινώταυρου. Το κορμί σπαρτάρισε κι έπειτα έμεινε ακίνητο...
/// 14 /
Όχι βία στους λαβύρινθους ρε ^%$&## %^#@^#&!! *$&&*<(f)x^2&#%@#$&=!!
/// 15 /
Ο Θησέας γονάτισε κι ευχαρίστησε τους Θεούς. Υποσχέθηκε πλούσιες θυσίες κι έναν καινούριο ναό στην Παλλάδα Αθηνά, πολιούχο της Αθήνας. Όταν τέλειωσε την προσευχή, έσυρε το κοντό σπαθί κι έκοψε το κεφάλι του Μινώταυρου. Έβαλε και τα δυο σπαθιά στις θήκες, πήρε το κεφάλι στα χέρια του κι ακολουθώντας το νήμα έφτασε ως το βράχο που είχε απιθώσει το λυχνάρι του. Με τη βοήθεια του νήματος εύκολα βρήκε το δρόμο προς την έξοδο. Ξεκλειδώνοντας πρόσεξε πως τα χοντρά, μπρούντζινα φύλλα της πόρτας ήταν γεμάτα χαρακιές και σημάδια από τα κέρατα του Μινώταυρου που δοκίμαζε να βγει έξω.
/// 16 /
/// 17 /
Βγήκε στο δροσερό αέρα του πρωινού. Τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα όπως χαρούμενη ήταν κι η καρδιά του Θησέα. Κλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο παλάτι ακουμπώντας το κλειδί στην κρυψώνα που του είχε δείξει η Αριάδνη. Εκείνη τον περίμενε με το φόβο και τη χαρά ζωγραφισμένη στα μάτια. «Μη μ' αγγίξεις», είπε ο Θησέας, «γιατί είμαι μιασμένος με το αίμα του Μινώταυρου». Η κοπέλα τον οδήγησε στο λουτρό του ισογείου και χάθηκε βιαστική από μια μυστική σκάλα. Στο λουτρό ο Θησέας καθαρίστηκε και φόρεσε τα ρούχα που του είχαν ετοιμάσει.
/// 18 /
/// 19 /
Έπειτα έδεσε ένα σκοινί από βύβλο γύρω από τα κέρατα του Μινώταυρου κι έφερε γύρο την πίσω μεριά του παλατιού σέρνοντας κάτω το κεφάλι του τέρατος, ώσπου έφτασε μπροστά σ' ένα φρουρό. «Θέλω να δω το βασιλιά Μίνωα», είπε, «"Ανδρόγεως!" είναι το σύνθημα». Αποσβολωμένος ο φρουρός τον άφησε. Ο Θησέας πέρασε τη φρουρά κι έφτασε στη μεγάλη πύλη του παλατιού. Εκεί οι υπηρέτες τύλιξαν το ματωμένο κεφάλι με ύφασμα, για να μη στάξει και κηλιδώσει τα πατώματα. Ο Θησέας πρόσταξε να τον οδηγήσουν στον Μίνωα, που καθισμένος στο θρόνο του έβγαζε κρίση για τους τέσσερις φύλακες που πιάστηκαν κοιμισμένοι.
/// 20 /
/// 21 /
Όταν ο Θησέας μπήκε στην αίθουσα, με τους υπηρέτες ν' ακολουθούν βαστώντας το παράξενο φορτίο, ο βασιλιάς δεν σάλεψε καθόλου στο θρόνο του μόνο τα γκρίζα μάτια έστρεψε προς τον Θησέα. «Άρχοντα μου, αυτό που ήταν να γίνει έγινε», είπε ο Θησέας. Οι υπηρέτες ακούμπησαν το φορτίο στα πόδια του Μίνωα, και τράβηξαν την άκρη του καλύμματος. Ο βασιλιάς στράφηκε στον αρχηγό της φρουράς του. «Μια βδομάδα στο μπουντρούμι ο καθένας», είπε. Οι τέσσερις στρατιώτες που περίμεναν ν' ακούσουν απόφαση για σκληρό θάνατο οδηγήθηκαν έξω. «Κάψτε το κεφάλι και το σώμα του τέρατος και σκορπιστέ τις στάχτες στ' ανοιχτό πέλαγος, μακριά από την ακτή», πρόσταξε ο Μίνωας. Χωρίς να πουν λέξη, οι υπηρέτες κάλυψαν πάλι το κεφάλι και το πήραν μακριά από την αίθουσα του θρόνου.
/// 22 /
/// 23 /
Έπειτα ο Μίνωας σηκώθηκε από το θρόνο του, πήρε στα χέρια του το χέρι του Θησέα και είπε: «Σ' ευχαριστώ, παλικάρι μου. Οι σύντροφοι σου τώρα δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Τους αφήνω ελεύθερους. Το μίσος πια δε θα με χωρίζει με το λαό σου. Ειρήνη θα βασιλέψει μεταξύ μας. Δε θα μείνετε όμως λίγο να σας φιλοξενήσουμε;» Ο Θησέας δέχτηκε με χαρά. Έμεινε με τους συντρόφους του στο παλάτι, όπου τους φέρονταν πολύ καλά. Ο Μίνωας έδειχνε στον Θησέα όλα τα καλά και θαυμαστά πράγματα του ισχυρού βασιλείου του, το στόλο του, τον εξοπλισμό του στρατού κάθε λογής όπλα: οι ονομασίες και ο αριθμός τους είναι ακόμη γνωστά. Ήταν καταγραμμένα σε πήλινες πλάκες που βρέθηκαν στις αποθήκες του παλατιού. Αργότερα, σαν έγερνε η μέρα, ο Θησέας και η Αριάδνη περπατούσαν μαζί στους ευωδιαστούς κήπους όπου κελαηδούσαν τ' αηδόνια. O Μίνωας το ήξερε και χαιρόταν γι' αυτό.
/// 24 /
/// 25 /
Σκεφτόταν ότι πουθενά στον κόσμο δεν θα έβρισκε καλύτερο άντρα για την κόρη του και θα ήταν σοφό να έχει συγγενικούς δεσμούς με τον Θησέα, που όλα έδειχναν ότι θα γινόταν τόσο μεγάλος βασιλιάς.
/// 26 /
/// 27 /
Όμως δεν ήθελε ν' αποχωριστεί την κόρη του και κρατούσε πολύ καιρό τον Θησέα, ώσπου το αρχοντόπουλο ντράπηκε για την καθυστέρηση. Ήξερε ότι ο πατέρας του ο βασιλιάς Αιγέας κι ο λαός της χώρας του περίμεναν με αγωνία την επιστροφή. Άνοιξε την καρδιά του στον Μίνωα κι εκείνος έβγαλε ένα στεναγμό: «Ξέρω τι κρύβεις στην καρδιά και δεν μπορώ να σου αρνηθώ. Σου δίνω με χαρά την κόρη μου, όσο μπορεί να χαρεί ένας πατέρας που χάνει το παιδί του». Έπειτα μίλησαν για κρατικές υποθέσεις και σύναψαν μόνιμη ειρήνη μεταξύ Κνωσού και Αθήνας όσο ζούσαν οι δυο τους. Ακολούθησε ο γάμος με μεγάλη λαμπρότητα και, τέλος, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι σύντροφοι τους, ανέβηκαν στο καράβι και σαλπάρισαν από την Κρήτη.
/// 28 /
/// 29 /
Είχαν και μια ατυχία: ο καπετάνιος του καραβιού τους πέθανε από αρρώστια στην Κρήτη, αλλά ο Μίνωας τους έδωσε τον καλύτερο από τους δικούς του καπετάνιους. Ωστόσο, έπεσαν σε θύελλες και τρομερές φουρτούνες, καθυστέρησαν πολύ κι οδηγήθηκαν σε θάλασσες εχθρικές και παράξενες. Όταν, με τα πολλά, ξαναβρήκαν την πορεία τους, μια άσχημη αρρώστια έτυχε στην όμορφη Αριάδνη. Μέρα με τη μέρα έχανε δυνάμεις, ώσπου ο Θησέας, με ραγισμένη καρδιά, είπε ν' αράξει το καράβι σ' ένα νησί, που βρισκόταν δυο μέρες ταξίδι από την Αθήνα. Κατέβασαν την Αριάδνη στην ξηρά και την έβαλαν σ' ένα κρεβάτι στο σπίτι του βασιλιά εκείνου του νησιού. Οι γιατροί και οι σοφές γυναίκες έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους. Η κοπέλα όμως ξεψύχησε με τα χέρια της ακουμπισμένα στα χέρια του Θησέα και τα χείλη της στα δικά του. Την έθαψαν σ' εκείνο το νησί. Ο Θησέας ανέβηκε στο καράβι και κάλυψε με το χιτώνα το κεφάλι του. Έτσι απόμεινε δυο μέρες, χωρίς να σαλεύει ή να βγάζει λέξη από το στόμα, χωρίς ν' αγγίξει φαΐ ή ποτό. Κανείς δεν βρήκε το κουράγιο να του μιλήσει, μόλις όμως το πλοίο έδεσε στο λιμάνι της Αθήνας, σηκώθηκε και κοίταξε γύρω.
/// 30 /
/// 31 /
Η ακτή ήταν μελαγχολική και το μαζεμένο πλήθος φορούσε πένθιμα ρούχα. Ο κήρυκας από την πόλη τους έφερε την είδηση πως ο βασιλιάς Αιγέας ήταν νεκρός. Ο καπετάνιος από την Κρήτη δεν ήξερε ότι είχε συμφωνηθεί να σηκώσουν το πορφυρό πανί, αν ο Θησέας επέστρεφε θριαμβευτής. Κοιτάζοντας με προσμονή το πέλαγος ο Αιγέας, ξεχώρισε από μακριά το μαύρο άρμπουρο, τον άδραξε η λύπη, ρίχτηκε από το βράχο και πνίγηκε στα νερά. Έτσι τέλειωσε το ταξίδι του. Αντί να πεθάνει έγινε ο μεγαλύτερος βασιλιάς των Αθηνών, κυριάρχησε στις γύρω πόλεις και τις κυβέρνησε με σύνεση. Η πρώτη του φροντίδα ήταν να φτιάξει ισχυρό στόλο σε μακρινά λιμάνια· πήρε όλες τις προφυλάξεις να μη μαθευτεί γιατί, μολονότι αυτός κι ο Μίνωας είχαν δεσμούς φιλίας όσο ζούσαν κι οι δυο, ήταν πολύ πιθανό μόλις πέθαινε ο Μίνωας, ο νέος βασιλιάς της Κρήτης να ήθελε να εξουσιάσει την Αθήνα.
/// 32 /
/// 33 /
Τελικά, ο Μίνωας πέθανε, κι ο γιος του βρήκε αφορμή να ξεκινήσει διαμάχη με τον Θησέα, επειδή αρνήθηκε να του παραδώσει έναν κατάδικο που κατέφυγε στην Αθήνα για να γλιτώσει από τη θανατική ποινή που του είχε επιβάλει ο καινούριος βασιλιάς. Ο Θησέας έμαθε ότι μεγάλος στόλος ετοιμαζόταν να ξεκινήσει από την Κρήτη για να επιτεθεί στην Αθήνα. Τότε έστειλε κήρυκες στον βασιλιά ενός πολεμικού λαού, των Δωριέων, που μετακινούνταν στην ύπαιθρο της βορειοδυτικής Ελλάδας, κατακτούσαν περιοχές, τις αποικούσαν, και μόλις περνούσαν λίγα χρόνια προχωρούσαν ακόμη νοτιότερα. Ήταν άγριοι, δυνατοί και γενναίοι, κι είχαν, όπως λένε, σπαθιά από σίδερο, που 'ναι καλύτερα από τα μπρούντζινα όπλα των Ελλήνων. Πήγαν οι κήρυκες του Θησέα και τους είπαν: «Αν μπείτε στην υπηρεσία τού βασιλιά μας, εκείνος θα σας πάει σ' ένα μέρος πέρ' από τη θάλασσα να βρείτε λάφυρα πολλά. Μα πρώτα θα ορκιστείτε πως το δικό του το βασίλειο δε θα το πειράξετε».
/// 34 /
KATAZHTHTAI - WANTED O κατάδικος που κατέφυγε στην Αθήνα για να γλιτώσει από τη θανατική ποινή που επέβαλε ο καινούριος βασιλιάς.
/// 35 /
Ικανοποιημένοι οι Δωριείς, μπήκαν στα πλοία του Θησέα κι ήρθαν πρώτα στην Αθήνα, όπου συναντήθηκαν με τον βασιλιά και τους άντρες του, κι έδωσαν τον όρκο. Αμέσως σαλπάρισαν για την Κρήτη, όπου, μπαίνοντας βράδυ στο λιμάνι, ξεγέλασαν τους κρητικούς καπεταναίους πως τάχα ήταν κομμάτι από το δικό τους ναυτικό, κι έρχονταν να λάβουν μέρος στην επίθεση κατά της Αθήνας· γιατί οι Κρητικοί δεν ήξεραν ότι ο Θησέας είχε δικά του καράβια- τα είχε φτιάξει κρυφά *. Νύχτα μπήκε με τους άντρες του στην Κνωσό, κι αιφνιδιάζοντας τη φρουρά, έβαλε φωτιά στα ανάκτορα και τα λεηλάτησε. Ακόμη και τώρα φαίνονται τα ίχνη της φωτιάς και της λεηλασίας από κάποιον απρόσμενο εχθρό.
* AΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΕΣ!!
/// 36 /
/// 37 /
Οι Δωριείς έμειναν στην Κρήτη, κι ως την εποχή του Οδυσσέα ξέρουμε πως κρατούσαν ένα κομμάτι του νησιού, ενώ οι γνήσιοι Κρητικοί κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος του. Ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε την Ιππολύτη, βασίλισσα των Αμαζόνων. Πέρασε πολλές ακόμη περιπέτειες ο Θησέας, και πολλά βάσανα, αλλά πεθαίνοντας άφησε την Αθήνα πλούσια και δυνατή, Aπαλλαγμένη από την απειλή του βασιλείου της Κρήτης.
/// 38 /
Κατανομή Πλυθησμού Δωριείς 27,36% Κρητικοί 72,64% Θάλασσα 0 %
/// 39 /
Όσο για τους Δωριείς, μετά την εποχή του Οδυσσέα, απλώθηκαν σ' ολόκληρη την υπόλοιπη Ελλάδα, πήραν τα κάστρα των Μυκηνών και της Σπάρτης, τις πολιτείες του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, όμως τον όρκο τους στον Θησέα τον κράτησαν, και άφησαν την Αθήνα στα χέρια των Αθηναίων.
Αθηναικό Κράτος Κράτος των Δωριαίων
/// 40 /
/// 41 /
Αγαπητέ αναγνώστη, η μυθολογία (και τα πάντα γενικότερα) είναι κατι το οποίο ανακατασκευάζεται συνεχώς και πάντα ισχύει. Δεν είναι καθόλου στάσιμη και όμως η ουσία της παραμένει ίδια για περισότερο απο 3000 χρόνια. Η ουσία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας είναι η εκλαικευμένη πολιτική της τότε πολιτικής κατάστασης του ευρύτερου κόσμου. Κάτι το οποίο έχει μεταμορφωθεί ως παραμύθι για τα παιδία μας, όχι απο τους ξένους που δεν ξέρουν την ιστορία μας, αλλα απο εμάς τους ίδιους που ούτε εμείς ξέρουμε την ιστορία μας. Η σύγχρονή ιστορία γελοιοποιήται την στιγμή που συμβένει απο διάφορους γελοιογράφους και δημοσιογράφους. Η μυθολόγια (που δεν είναι ιστορία) μπορεί κάλιστα να γελοιοποιηθεί εξίσου, αφού είναι γεμάτη ασάφειες και πολλές φορές απο γελοία γεγονότα δηλαδή πράγματα που υπάρχουν και στην ιστορία.
/// 42 /
/// 43 /
/// 44 /
Θα ήθελα να ευχαρηστίσω τους παράγοντες αυτης της γελοίας έκδοσης που γελοιποίει την μυθολογία: -Το ελληνικό σύστημα εκ(παίδευσης) το οποίο μου δίδαξε οτι η ιστορία και η μυθολογία είναι μια ασάφεια. -Τον Διογένη τον Κυνικό ο οποίος ξεκίνησε αυτο το project γελοιοποίησης. -Την Lost Fragment inc. η οποία ως υβριστικός παράγοντας πρόοθησε την γελοιοποιήση. -Την Γεωργία Γασπαρινάτου για τις ψηφιακές εκτυπώσεις (Κερκύρας 7 τηλ. 2108847779).
/// 45 /
1. H πορεία του Θησέα μέχρι τον εντοπισμό του Μινώταυρου (900 βήματα) 2. H πορεία του Μινώταυρου μέχρι τον εντοπισμό του δολοφόνου του (4 βήματα) 3. You are NOT here - ΔΕΝ είστε εδώ (32.34Ν 25.12Ε)
/// 46 /
1
2
3
/// 47 /
265563737637
63