Τα πάθη της ρόγας του Θάνου Καλαμίδα

Page 1

Τα πάθη της ρόγας

Τα πάθη της ρόγας

Μια ακόμα μικρή ιστορία από το πολύ τρυφερό χτες

Θάνος Κ α λ αμ ί δα ς


Θάνος Καλαμίδας

An Ovi Magazine Books Publication

C 2022 Ovi Project Publication - All material is copyright of the Ovi magazine & the writer

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, τοπωνύμια, γεγονότα ή καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία και στη φαντασία του συγγραφέα. Τα βιβλία των εκδόσεων Ovi magazine & Ovi Greece μπορείτε να τα βρείτε μόνο στις σελίδες του διαδικτυακού περιοδικού www.ovimagazine.com & Ovi Bookshelves Όλο το υλικό είναι copyright του Ovi Magazine και των συγγραφέων Για λεπτομέρειες και πληροφορίες επικοινωνήστε: info@ovimagazine.com Δεν επιτρέπεται η πώληση, ανατύπωση και χρήση του παρόντος βιβλίου απο όποιο μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό, εκτυπωση, ραδιοφωνική η τηλεοπτική αναγνωση) χωρίς την προηγούμενη άδεια του υπευθυνου της έκδοσης και του συγγραφέα. Το συγκεκριμένο βιβλίο διατίθεται δωρεάν. Αν σας ζητηθεί οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, παρακαλούμε επικοινωνήστε άμεσα μαζί μας


Τα πάθη της ρόγας

Θάνος Καλαμίδας

Τα πάθη της ρόγας Μια ακόμα μικρή ιστορία από το πολύ τρυφερό χτες

Στην Λητώ και την Δανάη


Θάνος Καλαμίδας

4


Τα πάθη της ρόγας

Μέρος 1ο

Η χήρα και η ρόγα

Ο

κυρ-Νίκος κοίταξε την Όλγα, τη γυναίκα του, κούνησε το κεφάλι δεξιά-αριστερά αργά κι έριξε μια δυνατή με το μπαλταδάκι στο κοτόπουλο που ήταν στο πάγκο χωρίζοντας το στα δυο. Μετά αναστέναξε βαριά κι έκλεισε τα μάτια. Η χήρα του ‘χε πάρει το μυαλό. Μ’ άλλες δυο γρήγορες μπαλταδιές χώρισε τα δυο μπούτια από το σώμα και τα έβαλε στην άκρη μαζί με τ’ άλλα μπούτια. «Στήθος μόνο, κυρ-Νίκο μου.» Κι ο κυρ-Νίκος ίδρωνε και ξεΐδρωνε προσπαθώντας να πάρει τα μάτια του από το στήθος της χήρας και να συγκεντρωθεί στο στήθος της κότας. Κάθε φορά τα ίδια. Την άλλη φορά που είχε έρθει πάλι η χήρα για ψώνια τυφλωμένος ο κυρ-Νίκος έπιασε κατά λάθος το μαχαίρι ανάποδα και κόντεψε να κόψει το δάχτυλό του. Έκλεισε τα μάτια μπας και ξεχαστεί, μπας και μέσα στο σκοτάδι των βλεφαρίδων δει κάτι άλλο. Αλλά η ρόγα εκεί, τρύπαγε το πλεχτό μπλουζάκι κι ο κυρ-Νίκος τρελαινόταν.


Θάνος Καλαμίδας

Όχι ότι ήταν και κανένας άγγελος ο κυρ-Νίκος, αλλά να, ποτέ στην αγορά. Ποτέ κοντά στην Όλγα του. Να μην δει τίποτα η βέρα του. Να μην καταλάβει το στεφάνι του. Κι όταν του κουνήθηκε εκείνη η Κατερίνα, -τότε που είχε έρθει να δουλέψει το ταμείο γιατί χρειάστηκε η Όλγα να πάει στο χωριό για να κοιτάξει τον πατέρα της τον παπλωματά, είχε πιαστεί η μέση του τόσες ώρες στο πάπλωμα και έλεγε ότι θα πεθάνει, ο κυρ-Νίκος την απέλυσε αμέσως. Δεν ήθελε τέτοια πράγματα ο κυρ-Νίκος μέσ’ στο σπίτι του, και το μαγαζί ήταν το σπίτι του. Το άλλο, το σπίτι, το τριάρι, ήταν της Όλγας. Εκείνη είχε διαλέξει τις κουρτίνες, εκείνη είχε διαλέξει τον καναπέ, εκείνη είχε διαλέξει και την τηλεόραση. Η Όλγα αρχόντισσα στο σπίτι και ο κυρ-Νίκος άρχοντας στο μαγαζί του. Κοτόπουλα Μεσογείων και αλανιάρικα Ηπείρου. Ηπείρου, γιατί ο κυρ-Νίκος ήταν από την Άρτα αλλά τότε στο πόλεμο κατέβηκε η οικογένεια Αθήνα. Ο κυρ-Νίκος και η Όλγα με την κοιλιά, οικογένεια. Ήταν ζόρικα τα πράγματα τότε. Από τη μια ο Ζέρβας κι από την άλλη οι αντάρτες του ΕΑΜ που όλο ακουγόταν ότι θα ΄ρθουν να τους σφάξουν, ήταν κι ο κυρ-Νίκος νιόγαμπρος και σώγαμπρος και η Όλγα με τον Μήτσο στη κοιλιά, δεν ήθελε να μείνει άλλο στην Άρτα. Ούτε να συνεχίσει σώγαμπρος του παπλωματά, ήθελε. Παπλωματάς ο πεθερός του γιατί όλη την ώρα στο πάπλωμα την έβγαζε. Μόνο για να ρουφιανέψει έβγαινε τα βράδια κι αυτό μέχρι το καφενείο. Μετά πάλι πίσω στο πάπλωμα. Πως τα ‘βγαζε πέρα ο παπλωματάς μυστήριο αλλά κι ο Ζέρβας είχε λίρες πολλές, τουλάχιστον έτσι λέγανε, κι από τις λίρες όλο και κάτι έπεφτε και στο πάπλωμα του παπλωματά. Έτσι ψιθυρίζανε στο καφενείο και κάθε φορά που έμπαινε ο παπλωματάς κοβόντουσαν μαχαίρι όλες οι συζητήσεις γιατί με τον ρουφιάνο τριγύρω ποτέ δεν ξέρεις τι θα πεις και τι θ’ ακούσει.


Τα πάθη της ρόγας

Ο κυρ-Νίκος πάλι δεν ήταν δεξιός από ιδεολογία. Ήταν δεξιός από παράδοση, επειδή έτσι του ‘λεγε ο πατέρας του από τότε που ήταν παιδί. Δεξιό τον είχε μάθει ο πατέρας του όπως του είχε μάθει και τα κοτόπουλα. Έτσι τα ξεπουπουλίζεις, έτσι καις τα φτερά, έτσι τα κόβεις για να γλυτώσεις τον λαιμό. Γι’ αυτούς που ξέρουν ο λαιμός είναι μεζές. Κι όταν ξεβγήκε κάπως, τέλειωσε και το φανταριλίκι ο Νικόλας είδε την Όλγα και του γύρισε το μάτι. Ήταν η Όλγα πεταχτούλα και τροφαντή στα σωστά της μέρη, πάει κι αποτρελάθηκε ο Νικόλας που είχε και μια λόξα με τα μεγάλα μαστάρια. Του άρεσε να τα χουφτώνει και η Όλγα είχε πράμα με περιθώρια. Αλλά κι Όλγα δεν βαστιόταν. Ψηλός ο Νικόλας με μουστάκι στριφτό και μαύρο τσακίρικο μάτι, άλλο δεν ήθελε η Όλγα που ήταν και στην ηλικία της μεγάλης κάψας. Ήσαν και οι καιροί περίεργοι, πολλά από τα παλικάρια είχαν πάει με τους αντάρτες, δεξιά κι αριστερά, κι ο πατέρας της, ο παπλωματάς ήταν άλλος του βρώμαγε κι άλλος του ξίνιζε από αυτούς που είχαν μείνει. Ενώ για τον Νίκο, για τον Νίκο της, έλεγε ότι «φαίνεται καλό παλικάρι, καλός δεξιός, δικός μας, από καλή εθνικόφρονα οικογένεια». Με το που τ’ άκουσε αυτό η Όλγα αναθάρρησε κι έδειξε περισσότερο βυζί στον Νίκο. Κι ο Νίκος δεν κρατήθηκε. Μόνο που Άρτα ο Νίκος δεν ήθελε. Ο Νίκος ήθελε Αθήνα, άντε Θεσσαλονίκη. Αλλά ήθελε και η Όλγα, οπότε πήγε και την ζήτησε από τον παπλωματά που αμέσως όρισε ημερομηνία. Ο παπλωματάς έδωσε και μια χούφτα λίρες προίκα. Αρκετές για να ξεκινήσουν, έτσι είπε, κι αφού δεν θέλουν τα παιδιά να μείνουν στην Άρτα να πάνε στη συμπρωτεύουσα. Είχε και κάτι γνωστούς στη Θεσσαλονίκη, τους είπε κλείνοντας με νόημα το μάτι.


Θάνος Καλαμίδας

Στη Θεσσαλονίκη γνωστούς ο παπλωματάς, στην Αθήνα αποφάσισε ο Νίκος και χωρίς πολλά λόγια μην μεταπείσει ο παπλωματάς την Όλγα, κατέβηκε Αθήνα να βρει σπίτι και μαγαζί. Ενοίκιο. Οι λίρες ήταν για άλλο σκοπό. Και ψάχνοντας κάτι βολικό και φτηνό κατέληξε στον Κοπανά, στον Βύρωνα. Για μαγαζί ονειρευόταν κάτι απλό, κάτι σαν μπακάλικο με Ηπειρώτικα προϊόντα. Η Όλγα ήρθε μετά από δυο μήνες. Με τη κοιλιά και τα βυζιά στρογγυλά, μεγαλωμένα. Έγκυος επτά μηνών. Πνίγηκε ο Νίκος και δεν ήξερε τι να κάνει, να βαράει το κεφάλι στο τοίχο γιατί τα λεφτά δεν θα φτάσουν ή να χουφτώσει τα βυζιά έτσι που είχαν θεριέψει. Αποφάσισε να χουφτώσει τα βυζιά και να πουλάει κοτόπουλα, πράγματα που το κατείχε κι ο πατέρας του μπορούσε να του προμηθεύει παρακαταθήκη. Πούλα εσύ και τα βρίσκουμε, του ‘πε κι αυτό ήταν. Η ταμπέλα έγραψε: κοτόπουλα Ηπειρώτικα, αλανιάρικα. «Τρία κομμάτια στήθος κυρ-Νίκο, για τα παιδιά. Ξέρεις πως είναι. Μόνο το στήθος τρώνε». Κι έλιωνε ο κυρ-Νίκος με τη χήρα. Τύλιγε σε λαδόκολλα τρία κομμάτια στήθος και μετά τα πίεζε ασυναίσθητα πριν τα βάλλει στη πλαστική σακούλα σαν να ‘ταν το στήθος της χήρας. «Να τα κάνεις λεμονάτα στον φούρνο με πατάτες,» ψέλλιζε και τα μάτια του με προσπάθεια κοιτούσαν τι χτυπούσε στη μηχανή. Ας μην ήταν η Όλγα μπροστά και τσάμπα θα της τα έδινε. Μπας και να ‘ταν η πρώτη η φορά; ***********


Τα πάθη της ρόγας

Η Όλγα τον κοίταζε στα βουβά κι ήθελε να του πετάξει την πετσέτα που σκούπιζε εκείνη τη στιγμή τα χέρια της. ‘Βρε γέρο-μπιζμπίκη, στα βυζιά είναι καρφωμένα τα μάτια σου πάλι’, σκέφτηκε και κοίταξε την χήρα. ‘Αμ δεν σε ξέρω τι πουτάνα είσαι κι εσύ; Σμυρνιά πουτάνα ανάθεμά σε, που ‘χεις βάλει στο μάτι τον άντρα μου για κοτόπουλο τσάμπα. Φτηνιάρα. Αλλά δεν ξέρεις από Αρτινιά. Αμ κι αυτός ο ηλίθιος. Θα πιάσω το μπαλτά και θα του κόψω το πουλί στο τέλος.’ Αυτά τα έλεγε από μέσα της η Όλγα κι είχαν κοκκινίσει τα αυτιά της γιατί στην απ’ έξω της ήταν όλο χαμόγελο και ευγένεια για την πελάτισσα. «Να βάλλεις και μπόλικο λάδι καλή μου, και ρίγανη. Αλλά να μην τ’ αφήσεις πολύ, μην ξεραθούν. Είπε χαμογελαστά κι απέξω της στη χήρα. «Σ’ ευχαριστώ κυρία Όλγα. Ευχαριστώ πολύ κύριε Νίκο, καλή σας μέρα!» ‘Κεριά και καντήλια, στα τσακίδια,’ είπε η Όλγα από μέσα της αλλά απ’ έξω της χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι κι αγριοκοίταξε στα κρυφά τον κυρ-Νίκο. «Πάω να πάρω λίγα χόρτα και μετά θα περάσω κι από την Λένα να δω αν φέρανε φρέσκια μαρίδα για το μεσημέρι. Λέω να την κάνω στο φούρνο. Τη μαρίδα. Με λεμόνι και ρίγανη.» Το ‘ρίγανη’ το είπε τονισμένο και με χείλια σουφρωμένα. Αλλά που να χαμπαριάσει αυτός. Σίγουρα την χήρα έβλεπε πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρα. ‘Θα στο κόψω το πουλί στο τέλος,’ σκέφτηκε η Όλγα έτοιμη να εκραγεί. «Ότι πεις εσύ Όλγα μου.» Της απάντησε χωρίς να την κοιτάξει ο κυρ-Νίκος καθώς έπιανε την αθλητική εφημερίδα και θρο-


Θάνος Καλαμίδας

νιάστηκε στη καρέκλα του ταμείου, αυτήν με τα ροδάκια. Πίσω-μπρος στα ροδάκια ο κυρ-Νίκος έκανε πως διάβαζε για τον Άρη Θεσσαλονίκης αλλά τα μάτια του γράμματα δεν βλέπανε, τα βυζιά της χήρας βλέπανε και καίγονταν χωρίς να φαντάζεται τι σχεδίαζε η Όλγα για το κοτοπουλί του και τι αναμνήσεις της ξύπναγε η χήρα. *********** Ένα ξημέρωμα πριν από μερικά χρόνια, πάει και δεκαπενταετία, και πριν καλά-καλά ξυπνήσει ο Νικόλας, έφυγε η Όλγα από το σπίτι στον Κοπανά έτσι στο ξαφνικό. Έτσι, χωρίς εξηγήσεις και πολλά λόγια πήγε στον πατέρα της στην Άρτα. Με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και τον γιο στο άλλο έφτασε στην Άρτα αργά το βράδυ και δεν είπε κουβέντα, πήρε το μισοκοιμισμένο παιδί στην κάμαρη και ξάπλωσε διπλά του να κοιμηθεί χωρίς καν να βγάλει τα ρούχα της που βρωμάγανε μετά από τόσες ώρες σε λεωφορεία, στην τσιγαρίλα και σε σταθμούς του ΚΤΕΛ. Όσο κι αν ρώταγε ο πατέρας της, η μάνα της και η θειά της, η Όλγα κουβέντα δεν είπε. Ούτε εκείνο το βράδυ ούτε την επομένη μέρα, ούτε ολόκληρη βδομάδα. Έκανε βόλτες στην Άρτα μόνη της, πήγαινε στην εκκλησιά και προσευχόταν, πήγαινε με το παιδί στο πάρκο κι όταν γυρνούσε σπίτι ξάπλωνε γιατί ..ένιωθε πολύ κουρασμένη και δεν ήθελε να μιλήσει με κανέναν. Την δεύτερη βδομάδα και μετά από σειρά βραδινά τηλεφωνήματα που η Όλγα αρνιόταν να απαντήσει και περιοριζόντουσαν σε μονοσύλλαβα με τον πατέρα της, κατέφθασε ο κυρ-Νίκος. «Τη χαστούκωσες ρε, είμαι σίγουρος.» «Στο λόγο μου Λάμπρο, ποτέ δεν θα χτύπαγα τη γυναίκα μου.» Όπου Λάμπρος ο παπλωματάς.


Τα πάθη της ρόγας

«Άντρας είσαι και ξέρω ‘γώ, αλλά η Όλγα το χαστούκωμα δεν το χωράει.» «Λάμπρο δεν την πείραξα.» «Βρε μπας κι έχεις γκόμενα;» Ρώτησε δήθεν χαμηλόφωνα ο πεθερός. Ο κυρ-Νίκος δεν απάντησε κι ο Λάμπρος τράβηξε βαριά ρουφηξιά από το άφιλτρο και δεν μίλησε. Το πρώτο βράδυ ο κυρ-Νίκος στρωματσάδα στη κουζίνα δίπλα στην μασιά να καπνίζει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Στην κρεβατοκάμαρα ο Λάμπρος με την Λάμπρενα να μουρμουρίζει χωρίς να βγαίνει λέξη και να εκνευρίζει τον Λάμπρο. Η Όλγα στη παλιά της κάμαρη που είχε γίνει στο μεταξύ και αποθήκη με τον μικρό να ζητάει τον μπαμπά του. Πριν ξημερώσει ο Λάμπρος είχε σηκωθεί από το πάπλωμα, πρώτη φορά στην ιστορία του, και πήγε στο χωράφι. Ποιο χωράφι και πότε ο Λάμπρος έγινε χωρικός, κανένας δεν ήξερε αλλά έτσι είπε στην Λάμπρενα πριν φύγει. Δεύτερο βράδυ ο Λάμπρος κατέφτασε φορτωμένος, κατακόκκινος και με το σακάκι στον ώμο. Ο κυρ-Νίκος μια στην κουζίνα και μια στον κήπο να καπνίζει και να περιμένει την Όλγα να του μιλήσει. Εκνευρισμένος ο πεθερός παίρνει τον γαμπρό και πήγανε στον καφενέ να πιούνε τσίπουρο. Δηλαδή ο Λάμπρος έπινε τσίπουρο, ο κυρ-Νίκος έκανε πως έπινε μιας και στο τρίτο τον έπαιρνε ο ύπνος από πάντα. «Πήρα πληροφορίες,» είπε βαρύς στον κυρ-Νίκο. «Τι πληροφορίες;» Ρώτησε νευρικά ο κυρ-Νίκος. «Για τον Βύρωνα.» Ο κυρ-Νίκος τον κοίταξε σοβαρά. «Γεμάτος κομμούνια. Το ‘ξερες όταν μετακόμισες εκεί;» Ανάσανε ανακουφισμένος ο Νίκος. «Έλα ρε Λάμπρο, εσύ παντού κομουνιστές βλέπεις.» Ο Λά-


Θάνος Καλαμίδας

μπρος τον αγριοκοίταξε. «Δεν έχεις δει όσα έχουν δει τα μάτια μου. Να μας σφάξουν και να πάρουν το σπίτι μας θέλουν.» Ο κυρ-Νίκος κούνησε το κεφάλι και πήρε ρουφηξιά τσίπουρο. «Έμαθα ότι είναι μάλιστα τουρκόσποροι κομουνιστές.» Συνέχισε ο Λάμπρος. «Φωτιά και τσεκούρι μωρέ, φωτιά και τσεκούρι τους πρέπει. Εχθροί της πατρίδας.» Κι ο Νικόλας πήρε βαθιά ανάσα γιατί είχε ανησυχήσει. Τι να του ‘χε πει η Όλγα, πως τα είχε μπερδέψει και τι είχε πάρει το αυτί του ρουφιάνου. Αυτός θα του χάλαγε το σπίτι για το πολιτικά. Τον είχε ικανό. Αλλά από το άλλο καλύτερα αυτό κι ο Λάμπρος δεν είπε λέξη. Συνέχισε να πίνει τσίπουρο και να μασουλάει κάτι φυστίκια στα σιωπηλά. Ο κυρ-Νίκος σε αναμμένα κάρβουνα. Λίγο πριν τις έντεκα γυρίσανε, Λάμπρενα και Όλγα είχαν χαθεί στα δωμάτια τους και στο τραπέζι υπήρχε ένα πιάτο με λουκάνικα και ψωμί. Ο Λάμπρος ήταν γεμάτος τσίπουρο να μην ανάψεις σπίρτο δίπλα του, και πήγε κατ’ ευθεία στην κάμαρη. Ο κυρ-Νίκος κάθισε στο πάτωμα μπροστά στη κάμαρη-αποθήκη που ήταν η Όλγα με τον Μήτσο και άρχισε στο σιγανό τη μουρμούρα. Και μουρμούριζε και μουρμούριζε κι ότι ρομαντικό μπορούσε να φέρει στο μυαλό του το κατέβασε, μέχρι ποιήματα για την αγάπη και την οικογένεια έφτιαξε, υποσχέσεις κι όρκους ένα κάρο, μέχρι που η Όλγα άνοιξε την πόρτα. Η Όλγα επέστρεψε στον Βύρωνα μετά από μια βδομάδα μαζί με τον κυρ-Νίκο και τον Μήτσο στη μέση. Με την επιστροφή ο κυρ-Νίκος έκοψε ακόμα και το καφενείο. Σπίτι μετά τις οκτώ που έκλεινε το μαγαζί, να φάνε κάτι παρέα και μετά ΥΕΝΕΔ. Κι ούτε κουβέντα ξανά για το τι είχε συμβεί κι ας είχε κοντέψει να χάσει ο Νίκος την Όλγα για τα μαστάρια μιας Πατρινιάς που δεν


Τα πάθη της ρόγας

τα είχε καν αγγίξει. Στη θύμηση εκείνης της περιόδου χαμογέλασε άθελά της η Όλγα. Στο σπίτι ο Νίκος να μην κουνιέται μόνος του ούτε μέχρι το περίπτερο για να πάρει εφημερίδα. Παντού με την Όλγα, ακόμα και στην τουαλέτα που λέει ο λόγος. Μ’ αυτά και μ΄ αυτά όμως έφτασε μια μέρα που κόντεψε από μόνη της να του πει να πάει στον καφενέ γιατί είχε κουραστεί να τον έχει κάθε μέρα από νωρίς στη ποδιά της. Κάθε μέρα μετά το μαγαζί και τις Κυριακές ολόκληρες. Και καλά τις Τρίτες και τις Παρασκευές, τις Δευτέρες και τις Τετάρτες όμως ήταν ανυπόφορος που το μαγαζί έκλεινε από νωρίς. Από τις τρεις στο σπίτι και να γυρνάει σαν λιοντάρι στο κλουβί. Να διαβάζει και να ματαδιαβάζει την ίδια εφημερίδα και να βρίζει πότε τον Ολυμπιακό και πότε τον ΠΑΟΚ. Πως έγινε αυτό; Για μαρίδες ξεκίνησε και στην άδεια Αγία Τριάδα βρέθηκε. Ούτε που κατάλαβε πως την φέρανε τα ποδάρια της εδώ. Λες και είχαν δικιά τους σκέψη και βούληση. Άναψε αργά κερί, φίλησε την εικόνα της Παναγιάς και κάθισε στο ξύλινο καρεκλάκι, εκεί δίπλα στην εικόνα. Έκανε το σταυρό της πάλι και έσκυψε το κεφάλι σε προσευχή. Σε ποιόν να προσευχηθεί, τι να πει και θα την καταλάβει η Παναγιά; Αχ αυτή η χήρα, αυτή φταίει για όλα. *********** «Όλγα, πάω μια βόλτα από το καφενείο και μετά θα ‘ρθω σπίτι. Κλείδωσε εσύ.» Και λέγοντάς τα αυτά έβγαλε την ποδιά την


Θάνος Καλαμίδας

δίπλωσε προσεκτικά και την πήγε στο πίσω δωμάτιο που ήταν τα ψυγεία, ο πάγκος για να κόβει τα κοτόπουλα και η ντουλάπα για τις ποδιές και τις πετσέτες. Η Όλγα δεν μίλησε απλά τον κοίταξε. «Το μεσημέρι που έλειπες πέρασε ο Μανώλης ο λουστραδόρος και είπαμε να πιούμε ένα ούζο παρέα.» Χρειαζόταν δικαιολογία για να πάει στο καφενείο ο Νίκος; Περίεργο της φάνηκε της Όλγας αλλά πάλι δεν είπε τίποτα. Έβρεξε στον μικρό νιπτήρα το πανί που κρατούσε κι έπιασε να καθαρίζει τη βιτρίνα. Μετά θα έπιανε μια-μια τις πιατέλες με τα κοτόπουλα, τα κομμάτια το στήθος και τα συκωτάκια. Θα τις πήγαινε στο δωματιάκι, θα μοίραζε τα κομμάτια στα πλαστικά κουτιά και μετά στο ψυγείο. Μέτραγε με το μυαλό της μια-μια τις δουλειές που έπρεπε να κάνει. Ο Μήτσος ήταν ακόμα στη δουλειά. Μεγάλωσε ο γιος κι ο Νίκος δεν λέει να ωριμάσει. «Δεν σε πειράζει; Ε;» Την κοίταξε, τον κοίταξε και μετά αυτή έσφιξε το πανί, έριξε ακόμα μια γρήγορη στη βιτρίνα κι αυτός πήρε τα κλειδιά του, δίπλα από το ταμείο και έφυγε. Για λίγο η Όλγα δούλεψε μηχανικά, στον αυτόματο πιλότο. Χρόνια τώρα αυτή καθάριζε την βιτρίνα και ο Νίκος έβαζε τα κομμάτια στα πλαστικά και μετά στα ψυγεία. Συντονισμένα και συγχρονισμένα. Εκείνη θα καθάριζε τη βιτρίνα και θα τον περίμενε να τελειώσει με τις πιατέλες για να τις πλύνει. Κάθε βράδυ το ίδιο πράγμα. Στρατιωτάκια πειθαρχημένα σε χορογραφία. Ακόμα κι όταν ο Μήτσος ήταν μωρό τα ίδια. Στην αρχή ο Μήτσος στο καρότσι δίπλα στο ταμείο, μετά στον πάγκο με αυτοκινητάκια και στη συνέχεια στη καρέκλα με τα ροδάκια και με Μίκυ Μάους. Τα σημερινά παιδιά τα μεγαλώνει ο Μίκυ Μάους και τα μορφώνει η ΕΙΡΤ με καουμπόικα, σκέφτηκε με πίκρα.


Τα πάθη της ρόγας

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Οκτώ παρά τέταρτο. Δεν μπορούσε να περιμένει ένα τέταρτο να τελειώσουν μαζί με τις πιατέλες; Όχι, τον περίμενε ο Μανώλης. Γιατί; Ραντεβού στον δρόμο είχανε και δεν θα μπορούσε ο Μανώλης να περιμένει άλλα δέκα λεπτά; Έσφιξε κι άλλο το πανί και έτσι με θυμό που το πέρασε πάνω από το τζάμι φοβήθηκε ότι θα το σπάσει. Έξω σκοτάδι. Κάποια από τα μαγαζιά είχαν ήδη κλείσει και το απέναντι με τα πλαστικά είχε κατεβάσει τα ρολά από τις επτά. Οι περαστικοί λίγοι και μάλλον για το σουβλατζίδικο του Γιάννη πήγαιναν, που ήταν και ο μόνος σε όλη την αγορά που θα έμενε ανοιχτός μέχρι τις έντεκα. «Κλείνεις, κυρά Όλγα;» Ξαφνιάστηκε η γυναίκα κι έπιασε το στήθος της με το βρεγμένο πανί. «Μανώλη;» Της ξέφυγε σαν βογκητό και κραυγή ταυτόχρονα. «Σε τρόμαξα βρε Όλγα; Συγνώμη, δεν το ήθελα. Μέσα είναι ο Νίκος;» Στο καφενείο, μπόρεσε να ψελλίσει η Όλγα. «Καλά, θα τα πούμε μετά. Συγνώμη που σε τρόμαξα βρε Όλγα. Καληνύχτα.» «Δεν ήταν να συναντηθείτε;» Τον πρόλαβε η Όλγα. «Είχαμε πει κάτι για την Παρασκευή αν τύχει αλλά μιας και τέλειωσα νωρίς με μια δουλειά που έκανα εδώ κοντά και είπα να περάσω να δω αν θέλει να πάμε για καμιά πρέφα τώρα.» «Την Παρασκευή;» Σα να σάστισε η Όλγα κι ο Μανώλης την κοίταξε περίεργα. «Γιατί δεν περνάς μέσα βρε Μανώλη; Είσαι βιαστικός;» Ο Μανώλης δεν απάντησε, απλά την ξανακοίταξε περίεργα και πέρασε μέσα στο μαγαζί σχεδόν μηχανικά χωρίς να είναι σίγουρος αν το ήθελε η όχι. Η Όλγα του είχε γυρισμένη την πλάτη και κοίταζε το πρόσωπο της στον καθρέφτη δίπλα στη


Θάνος Καλαμίδας

πόρτα για τα ψυγεία. «Δύσκολη μέρα, Μανώλη;» Ρώτησε η Όλγα με την πλάτη ακόμα γυρισμένη. «Μπα, κάτι μερεμέτια είχα σε τελειωμένη δουλειά και στο τέλος μάζεψα και τα εργαλεία γιατί αύριο ξεκινά πάλι η οικοδομή. Κουφώματα. Ξέρεις.» Ο Μανώλης άναψε τσιγάρο περισσότερο από νευρικότητα παρά γιατί το ήθελε. Κάτι συνέβαινε εδώ. Το καταλάβαινε, το διαισθανόταν αλλά δεν ήξερε τι ήταν. «Καλό πράμα η οικοδομή, ε;» Ρώτησε η Όλγα, δήθεν με ενδιαφέρον. «Πολυκατοικία Όλγα μου, εκεί είναι τα λεφτά. Τι να βγάλεις τώρα από τα νοικοκυριά και τους μεροκαματιάρηδες; Ενώ η πολυκατοικία άλλο πράγμα. Ένα σωρό πόρτες, παράθυρα και μέτρα τα ντουλάπια.» Ο Μανώλης την κοίταξε ύποπτα. Τώρα είχε γυρίσει και σκούπιζε τον πάγκο, αλλά συνέχιζε να μην τον κοιτά. «Ε, να μην σας κρατάω άλλο, έχεις να συντάσσεις και τον Νίκο,» του το είπε τόσο απότομα που ξαφνιάστηκε ακόμα κι εκείνη. Εκείνος περίμενε να τον ερωτήσει για την οικοδομή κι εκείνη τον έδιωχνε. Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι δίπλα στο ταμείο και κούμπωσε σχεδόν μηχανικά κι από αμηχανία το σακάκι, «άντε καληνύχτα Όλγα μου, καλή ξεκούραση.» Είπε και βγήκε σχεδόν τρέχοντας έξω. Κάτι συνέβαινε εδώ αλλά δεν μπορούσε να το καταλάβει. Μπορεί πάλι να ήταν τίποτα από αυτά τα γυναικεία, σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλι του και έστριψε την γωνιά στην ευθεία για το καφενείο. Στο μαγαζί η Όλγα κοίταξε πάλι το πρόσωπο της στον καθρέφτη. Είχε παχύνει μετά τη γέννα κι ήταν τα ματιά της σαν πρησμένα.


Τα πάθη της ρόγας

Άθελα της κοίταξε και το στήθος της. Μεγάλο. Αλλά πεσμένο. Ντράπηκε και κοίταξε έξω από τη βιτρίνα στο σκοτάδι. Κανένας. Κοίταξε πάλι στον καθρέφτη το στήθος της και το σύγκρινε στη φαντασία της με το στήθος την χήρας. Της ήρθε να κλάψει. «Δεν θα κλάψω,» είπε δυνατά τρομάζοντας ακόμα και τον εαυτό της. Κοίταξε έξω από τη γυάλινη βιτρίνα του μαγαζιού, σκοτάδι. Κανένας. Έβαλε τη ζακέτα της, πήρε την τσάντα της, έσβησε τα φώτα και αφού κατέβασε το ρολό έβαλε και το λουκέτο. Μετά άρχισε να περπατάει. Ίσια, προς τη λεωφόρο. Το σπίτι τους ήταν στη γωνιά αριστερά και δυο είσοδοι μετά. Αλλά ή Όλγα δεν πήγαινε σπίτι απόψε. *********** Όταν ο κυρ-Νίκος βγήκε από το μαγαζί δεν έστριψε στη πρώτη γωνία αριστερά και όλο ευθεία όπως θα έπρεπε αν πήγαινε στο καφενείο να συναντήσει τον Μανώλη, πήγε ευθεία. Ευθεία μέχρι την λεωφόρο και απέναντι στο παλιό σινεμά που κάποιοι θέλανε να κάνουν σουπερμάρκετ. Κοίταξε πίσω του σίγουρος ότι θα δει στις σκιές την Όλγα να πετάγεται και αφού δεν είδε τίποτα περίεργο έκανε αριστερά πέρα από το περίπτερο και τον φούρνο. Μετά έκανε πάλι αριστερά και έπιασε ανηφόρα. «Α, βρε χαμένε θα σε τρελάνει η χήρα,» μουρμούρισε μισό από μέσα του μισό απ’ έξω. Κοίταξε γύρω του και είδε ένα παγκάκι σε ένα μικρο τριγωνικό παρκάκι, εκεί που χώριζε στα δυο ο δρόμος. Μετανιώνοντας που δεν καπνίζει πια άρχισε να παίζει μηχανικά με ένα χαρτάκι που βρήκε στη τσέπη του. «Το ‘κλεισε το μαγαζί; Έκλεισε καλά; Έπιασε το λουκέτο καλά;» Ξαναμουρμούρισε στον βραδινό αεράκι. Έπρεπε να βάλει συ-


Θάνος Καλαμίδας

ναγερμό. Καινούργιο μαραφέτι και του είχε μιλήσει και Μανώλης γι αυτό. Εκσυγχρονισμός το είπε και που να σταματήσει ένα λουκέτο τους κλέφτες; Αλλά και τι να πάρουν οι κλέφτες απ’ αυτόν; Δέκα μερίδες μπούτια και τρεις φτερούγες; Τέλος πάντων, πήραν κάποιοι άλλοι αλλά αυτός δυσκολευόταν με τον εκσυχρονισμό. Για να βάλλει συναγερμό, θα σκεφτόταν ο κλέφτης, κάτι πολύτιμο θα έχει για να του κλέψουμε. Και πάρε κάτω τη βιτρίνα. Κι η βιτρίνα είναι πιο ακριβή από τον συναγερμό. Ανατρίχιασε στη σκέψη ο κυρ-Νίκος. Κι έτσι με το λουκέτο και τον συναγερμό να το και το σπίτι της χήρας στη γωνιά. Αυτό με την μεταλλική είσοδο. Υπήρχε φως σε δυο παράθυρα. Στο πάνω δυο σκιές, η μία σκυφτή η άλλη καθισμένη. Στο ισόγειο σκοτάδια, στον πρώτο κουρτίνες τραβηγμένες. Το δωμάτιο των παιδιών; Να χτυπήσει το κουδούνι; Και τι να πει; «Καλησπέρα ήρθα να δω αν ήταν καλό το στήθος σας;» Χρειαζόταν τσιγάρο επειγόντως, αλλά πάει αυτό. Το έκοψε πριν από δυο χρόνια. Έτσι είναι η καρδιά, είχε πει ο γιατρός αλλά δεν είχε υπολογίσει την χήρα. Έτσι είναι οι γιατροί. Κι έμεινε εκεί στη γωνιά να κοιτάζει το αναμμένο φως και να σκέφτεται χωρίς να σκέφτεται. Μέχρι που ακούστηκε η σειρήνα και έστριψε το ασθενοφόρο στη γωνιά με όλα τα φώτα να αναβοσβήνουν και να φωτίζουν την Όλγα που τον κοίταζε σιωπηλά από το τριγωνικό παρκάκι εκείνο με το μοναχικό παγκάκι.


Τα πάθη της ρόγας

Μέρος 2ο

Το σκουπιδάκι στο παντελόνι

Ο

άνθρωπος που στεκόταν αυτή τη στιγμή μπροστά της και ο άνθρωπος που έλεγε ότι ήταν ο πατέρας της και που καταλάμβανε ακριβώς το ίδιο σημείο στον τόπο και στον χρόνο δεν μπορούσε να είναι οι ίδιοι. Ο πατέρας της ήταν πάντα σιωπηλός και πάντα ιδιότροπος μέσα στη σιωπή του. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ευγενικός και μόλις της είχε πει: «σε παρακαλώ πολύ». Γι’ αυτό και δεν είχε απαντήσει αμέσως. Είχε μείνει εκεί ακίνητη και τον παρατηρούσε. Παρατηρούσε τα βαθιά μπλε μάτια του, το πολυρυτιδιασμένο κούτελό του, τα λίγα λευκά μαλλιά γύρω από τα αυτιά του, τις έντονες πανάδες στα μάγουλά του. «Σε παρακαλώ πολύ, κάτσε λίγο μαζί μου,» επανέλαβε εκείνος κι εκείνη απλά ξεφούσκωσε στη καρέκλα δίπλα του. «Είσαι καλά;» Τον ρώτησε σιγά. Εκείνος χαμογέλασε και δεν απάντησε.


Θάνος Καλαμίδας

«Να καλέσω τον γιατρό;» «Όχι,» της είπε σιγανά, «να, απλά ήθελα να κάτσεις εδώ κοντά μου.» «Μήπως θέλεις να σου φέρω κάτι;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και ίσιωσε τον γιακά του πουκαμίσου του. Μια κίνηση που θυμόταν, την είχε ξαναδεί. Είχε δει την μάνα της να την κάνει, συχνά. Τον κοίταξε τρομαγμένη. Από πότε κάνει κινήσεις της μάνας της; Ίσως από πάντα κι εκείνη δεν το είχε προσέξει. Δεν λένε ότι μετά από χρόνια συμβίωσης όλα τα ζευγάρια αρχίζουν να μοιάζουν; Να λένε τα ίδια πράγματα, να κάνουν τα ίδια πράγματα; Ίσως αυτό είχε συμβεί με την μάνα της και τον πατέρα της. Ίσως μετά από τόσες δεκαετίες είχαν ενωθεί σε ένα. Ίσως τώρα που η μάνα της είχε φύγει να είχαν γίνει ένα. Να γύρισε μέσα του. Αλλά πως έγινε μ΄ αυτούς τους δυο; Ποτέ δεν είχαν συμβιώσει η μάνα της με τον πατέρα της. Παντρεμένοι ήταν, παιδί είχαν και σπίτι δικό τους είχαν αλλά ποτέ δεν είχαν συμβιώσει με τον τρόπο που τον εννοεί η λέξη. Κοίταξε το σκυμμένο κεφάλι που κοιτούσε κάπου στο βρώμικο πάτωμα του μπαλκονιού. Δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ. Κι όταν πέθανε η μάνα της δεν κατάλαβε γιατί ο θεός είχε πάρει εκείνην κι είχε αφήσει αυτόν εδώ. Όχι δεν είναι αλήθεια ότι τα παιδιά αγαπάνε το ίδιο και τους δυο γονείς. Αυτή δεν είχε αγαπήσει ποτέ τον πατέρα της. Που να τον δει για να τον αγαπήσει; Σάμπως και την είχε αγκαλιάσει ποτέ, ή την είχε κρατήσει όταν την έκαιγε ο πυρετός; Σάμπως κι ήταν εκεί στα γενέθλια της ή να την περιμένει όταν τελειώνει το σχολείο; Ποτέ. Ποτέ, ποτέ, ποτέ!


Τα πάθη της ρόγας

Περαστικός από όλη τη ζωή τους. Να φέρει χρήματα, να μείνει τρεις μέρες για να πλύνει η μάνα τα βρώμικά του, να ψιθυρίσουν στο δωμάτιο με τη πόρτα κλειστή, να φορέσει τα καθαρά και καλοσιδερομένα και μετά να φύγει πάλι μεσ’ τη νύχτα. Πάντα μεσ’ τη νύχτα. Σαν κλέφτης. Όλες οι αναμνήσεις της από το κεφάλαιο πατέρας μια βαλίτσα με βρόμικα ρούχα, μια πόρτα να κλείνει πριν ξημερώσει και τη μάνα της να κλαίει κοιτώντας το σκοτάδι έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Δεν είναι έτσι οι πατεράδες. Οι πατεράδες είναι εκεί σε όλα τα γενέθλια και σε όλα τα πρωινά των παιδιών τους. «Τι μαγειρέψεις σήμερα;» Την ρώτησε με αυτή τη βραχνή από τα τσιγάρα φωνή που θύμιζε πριονοκορδέλα, κι έβηξε. «Θες να σου φέρω;» Απάντησε με ερώτηση, ανακουφισμένη που γυρνούσαμε σε εκείνο τον πατέρα που ήξερε μόνο να ζητά και να απαιτεί. «Όχι,» της απάντησε μονολεκτικά και τίναξε ένα αόρατο σκουπιδάκι από το παντελόνι του σε μια κίνηση που πάλι της θύμισε τη μητέρα της. Κοίταξε τα χέρια του που τρέμανε ελαφρά. «Τι θες να φας;» τον ρώτησε περισσότερο για να συνεχίσει τη συζήτηση παρά γιατί την ενδιέφερε πραγματικά. «Έχουν μείνει μακαρόνια από χτες.» Τα μακαρόνια που του είχε φέρει εκείνη. «Χτες δεν αισθανόμουν καλά και δεν τα έφαγα όλα. Ίσως και λίγη σαλάτα.» Τώρα αυτό τι ήταν; Παράπονο; Προσπάθησε να μη το ακούσει σαν παράπονο. «Φτάνουν;» «Ναι φτάνουν, είχες φτιάξει πολλά.» Που να ξέρει τι είναι πολλά και τι είναι λίγα; Αυτή τον θυμάται τις ημέρες που ερχόταν να αδειάζει τα πιάτα το ένα μετά το άλλο λες κι εκεί που ήταν όλες τις άλλες μέρες δεν είχε φαγητό.


Θάνος Καλαμίδας

Και πάντα αδύνατος. Πάντα να φαίνονται τα κόκαλα του. Στο πρόσωπο του, στα μπράτσα του, στα δάχτυλά του. Ήταν σίγουρη ότι ούτε στην αγκαλιά του δεν θα μπορούσε να την σηκώσει. «Τι ώρα θα γυρίσει ο Παντελής;» Ερώτηση και βήχας. «Κατά τις έξη. Πέμπτη σήμερα, θα πάει κι από τη μάνα του. Τον πήρε χτες τηλέφωνο και του είπε ότι της φέρανε λαδί και φρέσκα αυγά από το χωριό.» Έτσι είναι οι μανάδες, ήθελε να του πει. Φροντίζουν τα παιδιά τους και τα φροντίζουν ακόμα κι όταν έχουν παντρευτεί. «Είναι καλή η μάνα του και σας σκέφτεται.» Την ξάφνιασε. Νόμιζε ότι δεν συμπαθούσε τη πεθερά της τις λίγες φορές που την είχε δει. Αλλά αυτός δεν συμπαθούσε ούτε τα άντερά του. Κοίταζε τους ανθρώπους με ένα βλέμμα σκοτεινό που το κάνανε πιο σκοτεινό τα πυκνά του φρύδια και τα βαθουλωμένα του μάτια. «Ναι, είναι καλή,» μονολόγησε κι εκείνη κοιτώντας πάλι τα χέρια του. Τα δάχτυλα του, αδύνατα ρυτιδιασμένα, ψάχνανε νευρικά στο παντελόνι ένα άλλο αόρατο σκουπίδι. Μετά σαν να το βρήκε, το τίναξε με μια κίνηση, απ αυτές που μόνο η μάνα της ήξερε να κάνει, και τα σταύρωσε μπροστά του. «Ξέρεις τι ώρα είναι;» Σειρά της να ξεκινήσει. Νευρικά κοίταξε το καρπό του αλλά το ρολόι του δεν ήταν εκεί. Κοίταξε γύρω του χαμένος, που να το είχε αφήσει; «Θα το άφησα στη κουζίνα όταν έπλενα το φλιτζάνι,» της είπε απολογητικά εννοώντας το ρολόι του. «Είναι ώρα να πάρεις το χάπι σου,» του απάντησε εκείνη δείχνοντας του το δικό της ρολόι στον καρπό της.


Τα πάθη της ρόγας

Εκείνος την κοίταξε λυπημένος και χαμογέλασε. «Νόμισα ότι ήθελες να σου πω τι ώρα είναι.» «Πάω να στο φέρω με ένα ποτήρι νερό,» είπε εκείνη και σηκώθηκε. Εκείνος ξανακοίταξε το παντελόνι ψάχνοντας απελπισμένα να βρει το αόρατο σκουπιδάκι. Άφησε στη δεξιά του παλάμη το χαπάκι με το αριστερό της χέρι ενώ στο δεξί κρατούσε το ποτήρι το νερό. Τον περίμενε να βάλει το χαπάκι στο στόμα του και μετά του έδωσε το νερό. Ήπιε δυο βιαστικές γουλιές και μετά αργά το ακούμπησε στο τραπεζάκι δίπλα του. «Σου έβγαλα την κουβέρτα που μου ζήτησες. Την έβαλα στο κρεβάτι σου.» Της χαμογέλασε. «Σ’ ευχαριστώ κόρη μου.» «Κρύωνες πάλι το βράδυ;» «Είμαι σίγουρος ότι τώρα με την κουβέρτα που έφερες δεν θα κρυώνω. «Θες κάτι άλλο από μένα; Να φύγω γιατί άφησα και τα παιδιά μόνα τους;» «Να πας παιδί μου, εγώ θα κοιτάξω λίγο τηλεόραση και μετά θα φάω. «Καλά, όταν γυρίσει ο Παντελής θα έρθω πάλι να σε δω.» «Όχι να κάτσεις με τα παιδιά σου, θα με δεις αύριο.» «Καλά.» «Άντε, πήγαινε. Μην αφήνεις τα παιδιά μόνα τους.» «Καλά.» Τον κοίταξε να την κοιτάει και παίρνοντας το μπουφάν της τράβηξε για την πόρτα. «Όλα καλά πατέρα;» «Πάγαινε σπίτι σου και στα παιδιά σου.» Της χαμογέλασε πάλι και πάλι την ξάφνιασε γιατί το χαμόγελό του για μια στιγμή του θύμισε τη μάνα της.


Θάνος Καλαμίδας

*********** Ήθελε να κοιμηθεί. Ήθελε τόσο πολύ να κλείσει τα μάτια του και να χαθεί στο μαύρο της νύχτας. Να μην βλέπει άλλο την λύπηση στα μάτια του Παντελή. Να μην βλέπει την κόρη του να βασανίζεται στη φροντίδα του. Να της λείπει η μάνα της και να της έχει μείνει στη θέση της ο βήχας του. Ήθελε τόσο πολύ να κοιμηθεί. Ήθελε να πάει κοντά της. Της μοιάζει τόσο πολύ της συγχωρεμένης, αλλά είχε πάρει κι απ’ αυτόν. Το πείσμα του που φαινόταν σκληράδα στους άλλους, το σμήγμα των φρυδιών, το χρώμα των ματιών. Ευτυχώς από εκείνη είχε πάρει όλα τ’ άλλα. «Γιατί έπρεπε να φύγεις εσύ πρώτη βρε Ρηνιώ;» Ούρλιαξε από μέσα του. Μόνο από μέσα του μπορούσε να ουρλιάζει, απ’ έξω ο βήχας άφηνε μόνο αναστεναγμούς να βγουν. Κάτι σαν δάκρυ κύλισε ανάμεσα στις χαράδρες που σχημάτιζαν οι ρυτίδες στο πρόσωπο του. Ένα δάκρυ τιμωρία για όσα δάκρυα είχε ρίξει εκείνη. Κοίταξε τ’ αστέρια, «είσαι εκεί Ρηνιώ;» Ψιθύρισε. «Με βλέπεις; Βλέπεις πως τυραννιέμαι; Πάρε με κοντά σου βρε Ρηνιώ, δεν αντέχω άλλο πια.» Και ο βήχας τον έπνιξε. Κι ο πόνος που δεν έλεγε να φύγει πια. Έτσι είναι, καπνίζεις για να φανείς άντρας, μετά καπνίζεις γιατί είσαι άντρας αλλά στο τέλος έρχεται ο καρκίνος και σε καπνίζει για όλα τα καπνίσματα που έκανες. «Α, βρε Ρηνιώ, αφού είχα κερδίσει το δικαίωμα να φύγω πρώτος. Γιατί βρε Ρηνιώ;» Κάθε βράδυ το ίδιο. Σαν μοιρολόι για την Ρηνιώ που έφυγε πρώτη. Αφού φύγει η Ελένη. Δεν ήθελε να


Τα πάθη της ρόγας

τον ακούει η κόρη του. Δεν ήθελε να δει τα δάκρυα του. Έπρεπε να τον θυμάται αλλιώς. Έβηξε και καταράστηκε αυτό το αλλιώς που είχε πια χαθεί από το σώμα του. Που να ‘χει πάει ο άντρακλας από τα βουνά της Ρούμελης; Τον πάτησε το τραίνο, σκέφτηκε και χασκογέλασε με το αστείο του. Σαρκασμός ήταν η λέξη που αρμόζει αλλά... να τος πάλι ο πόνος να κάνει το σαρκασμό ειρωνεία σε μια πράξη. Τίναξε το αόρατο σκουπιδάκι από το παντελόνι, έτσι από αντίδραση. Έτσι για να κάνει κάτι. Για να νιώσει τον άντρακλα, το παλικάρι πριν το πατήσει το τραίνο. Και τι τραίνο ήταν αυτό, έξη χρόνια Γιούρα. Υπερσιβηρικός και ο Στάθης ράγες για να περνάνε από πάνω κτήνη τα βαγόνια. Να πολεμάς με τον κατακτητή για να σώσεις τη πατρίδα και μετά να ‘ρχονται οι χαφιέδες και τα τσιράκια του δυνάστη και να βαφτίζονται σωτήρες. Κι αυτός, το παλικάρι, κουρελού στα βράχια της Γυάρου να τον ποδοπατάνε με καινούργιες αρβύλες, δώρο του αμερικανικού στρατού. Κι Ρηνιώ μόνη της μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά να κλαίει για τη δική του σωτηρία. Να τος πάλι ο πόνος, να διώξει το σκουπιδάκι να φύγει και η σουβλιά που τον τρυπάει στο στήθος. «Α, βρε Ρηνιώ, μαζί στο βουνό, μαζί στη φυλακή, μαζί και στην εξορία.» Μουρμούρισε αλλά αυτή τη φορά ίσα που ακουστήκαν στη νύχτα τα φωνήεντα. Ο πόνος είχε φάει τα σύμφωνα. Όπως είχε φάει το τραίνο το παλικάρι. Έκλεισε τα μάτια και για μια στιγμή νόμισε ότι την ένιωσε, εκεί δίπλα του να του πιάνει το χέρι. «Ρηνιώ μου;» Ψέλλισε κι άνοιξε τα μάτια. Ο πόνος ήρθε πιο σουβλερός αλλά ο Στάθης χαμογέλαγε και το χέρι του σαν να κρατούσε το αόρατο χέρι της και να είχε μείνει ακίνητο στο γόνατό του και στον χρόνο.


Θάνος Καλαμίδας

*********** «Βρε πατέρα, ακόμα στο μπαλκόνι είσαι; Τι κάνεις, θέλεις να μας φέρεις κι άλλες λαχτάρες;» Ήταν εκείνη η παράξενη συζήτηση που την έκανε ν’ αφήσει τα παιδιά με τον Παντελή και να τρέξει να δει τι κάνει ο πατέρας της. Κάτι μέσα της χτυπούσε καμπανάκια. Δεν ήταν τα παιδιά, παιδιά-παιδιά πια. Σχεδόν έφηβη η Ρηνούλα κι έφηβος με τα όλα του και με άτριχο μουστακάκι ο Γιώργος, αλλά γι αυτήν ήταν παιδιά που καποιος πρέπει συνέχεια να τα προσέχει. Η μάνα της το έλεγε αυτό. Της έλειψε η μάνα της. Πολύ. «Πατέρα, έλα μέσα,» ξαναφώναξε από την κουζίνα ενώ έβαζε το τάπερ με το κοτόπουλο στο ψυγείο. «Τελικά δεν τα έφαγες τα μακαρόνια;» Καμιά απάντηση κι η Ελένη σαν να ένιωσε πάλι τη καούρα στο στομάχι. Οξεία Ρηνιώ την λέγανε. Την καούρα. Κάθε φορά που κάτι συνέβαινε στον Στάθη η Ρηνιώ είχε μια καούρα στο στομάχι. «Δεν είναι καλά σου λέω, κάτι του συμβαίνει, έχω καούρα.» Κι όταν ήρθε η μεταπολίτευση και θα ‘ρχόταν ο Στάθης επιτέλους μετά από χρόνια εξορίες και φυλακές στο σπίτι και θα σταματούσαν οι καούρες, έφυγε η Ρηνιώ. «Α, βρε μάνα,» αναστέναξε η Ελένη κι έκανε προς το μπαλκόνι. Πάγωσε. Δεν χρειάστηκε να τον αγγίξει, δεν χρειάστηκε να του μιλήσει, ήξερε. Απλά κάθισε δίπλα του. Ήταν χαμογελαστός. Θα βρήκε την Ρηνιώ του. Ήρθε να τον πάρει. «Α, βρε μάνα,» ψιθύρισε και με το κινητό της κάλεσε ασθενοφόρο. Ύστερα κοίταξε ήρεμη τ΄ αστέρια και τίναξε απαλά το αόρατο σκουπιδάκι από τη φούστα της.


Τα πάθη της ρόγας

Μέρος 3ο

Ε

Ασθενοφόρου πάθη

δώ και μερικές μέρες είχε ξεκινήσει μια περίεργη συζήτηση περί θανάτου που σταδιακά τους άγγιξε όλους στη βραδινή βάρδια με την ερώτηση: «εσύ πως θα ήθελες να πεθάνεις;» Ο Φώτης που ξεκίνησε τη συζήτηση ήταν τριανταπέντε χρονών και ο Μήτσος, συνοδηγός και συνεταίρος στο ασθενοφόρο, ετών μόλις εικοσιδύο. Ο Φώτης πρώτος ξεκαθάρισε ότι θα ήθελε να πεθάνει στο ύπνο του. Να μην καταλάβει τίποτα. Επίσης έκανε σαφές ότι περίμενε να του συμβεί μετά τα ενενηκοστά γενέθλια του και αφού είχε παντρέψει τον δισέγγονο του, τον ποδοσφαιριστή. Είχε επίσης αποφασίσει ότι ήθελε να θαφτεί στο χωριό του, στην Κλινδιά Ηλείας, δίπλα στον παππού του τον Φώτη. Απ’ αυτόν και το όνομα. Ο Μήτσος ετών είκοσι και δύο και στα εικοσιδύο ο θάνατος είναι ένα θέμα που συζητιέται στο σπίτι έτσι αόριστα καμιά φορά για τον παππού άντε καμιά μακρινή θεία, όχι ο δικός του. Έτσι έμενε να κοιτάζει τον Φώτη άλαλος και χαμένος κάθε φορά που


Θάνος Καλαμίδας

ξεκίναγε τη συζήτηση χωρίς να ξέρει τι να πει. Μετά όμως από πίεση ημερών αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι κι αυτός στον ύπνο του θέλει να πεθάνει. Όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί καταλάβαινε την λογική του. Ούτε νοσοκομεία, ούτε πόνος, ούτε κλάματα, ούτε ουρλιαχτά. Σε παίρνει ο ύπνος και ξυπνάς κάπου αλλού. «Αλλά που αλλού;» Ρώταγε συνέχεια ο Φώτης που είχε περάσει στην επόμενη φάση ερωτήσεων, αυτή με τις μεταφυσικές ανησυχίες. «Στη κόλαση ή στον παράδεισο; Σε τρώνε τα σκουλήκια ή γίνεσαι φάντασμα και στοιχειώνεις αυτούς που σε παίδεψαν όσο ήσουν ζωντανός;» Και κάθε φορά που ο Φώτης έμπαινε σ’ αυτές τις σκέψεις γινόταν η καμπίνα του ασθενοφόρου σαν θάλαμος αερίων από το ντουμάνι των τσιγάρων, γιατί ο Φώτης χρειαζόταν τσιγάρο για να σκεφτεί τα μεταθανάτια. «Ρε συ Φώτη, άσε που απαγορεύεται κι αν μας πιάσουν θα μας κόψουν τον κώλο αλλά στο τέλος μας βλέπω να παθαίνουμε και καμιά ασφυξία και να χρειαζόμαστε γιατρούς κι ασθενοφόρο έτσι που το έχεις ντουμανιάσει,» παραπονιόταν ο Μήτσος αλλά ο Φώτης τον αγνοούσε. «Το ξέρεις ότι στην Αμερική καίνε τους νεκρούς;» «Και ξέρεις κάτι ακόμα ρε Μήτσο;» συνέχισε ακάθεκτος ο Φώτης ενώ είχαν παρκάρει σε μια πλατεία μέχρι να τους καλέσουν πάλι. «Εκείνη την μέρα δεν θέλω να ‘ναι μελαγχολική, δεν θέλω μιζέρια στη κηδεία μου. Ενενήντα τόσο με παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, μόνο γιορτή μπορεί να είναι.» Ο Μήτσος κούνησε το κεφάλι κι άνοιξε περισσότερο το παράθυρο να φύγει το ντουμάνι. «Το ΄χω δει και σε ταινία,» συμπλήρωσε ο Φώτης και μετά χάθηκε στις σκέψεις του και στο μέτρημα για του ποιους θα καλέσει στην κηδεία του.


Τα πάθη της ρόγας

Στη σιωπή που έπεσε ο Μήτσος σκέφτηκε τους γονείς του. Ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι θα πεθάνουν. Κι οι δυο στο μαγαζί από το πρωί μέχρι το βράδυ όπως τους θυμόταν από τα πολύ μικρά του, αν ήταν να πεθάνουν ήταν σίγουρος ότι εκεί θα πεθαίνανε. Ανάμεσα στα κοτόπουλα. Άλλωστε κι αυτόν στο μαγαζί ανάμεσα στα κοτόπουλα τον είχαν μεγαλώσει. Πότε στον πάγκο και πότε δίπλα στο ταμείο, ο Μήτσος ήταν κάτι ανάμεσα στην διακόσμηση, στα μπούτια κοτόπουλο και προσωπικό του μαγαζιού. Εκεί διάβαζε για το σχολείο κι εκεί πέρασε δημοτικό, γυμνάσιο και στο τέλος μικρο πολυτεχνείο. Ακτινολογία ακτινοθεραπεία ο τίτλος μόνο που στο ΙΚΑ δεν υπήρχε θέση ακόμα κι έπρεπε και να υπηρετήσει και την πατρίδα για σχεδόν δυο χρόνια πρώτα. «Ετοιμάζεται, να όπου να ναι έρχεται ο διορισμός, αλλά μέχρι να ετοιμαστεί η θέση και να έρθει ο διορισμός με τον βουλευτή που ξέρει ο παππούς, να τελειώσεις και με τον στρατό,» του έλεγε η μάνα του κι έτσι στην προετοιμασία για το ΙΚΑ και να τελειώσει η αναβολή για τον στρατό, ο Μήτσος έγινε συνοδηγός και βοηθητικός σε ασθενοφόρο. Και γι αυτό είχε φροντίσει ο βουλευτής. Μέχρι τις επόμενες εκλογές, υποσχέθηκε στον παππού ο βουλευτής και τι να κάνει ο Μήτσος, ασθενοφόρο με παρέα τα υπαρξιακά του Φώτη. Αλλά απίθανος κι αυτός ο παππούς, όλους τους ήξερε. Δημάρχους, βουλευτές και χωροφυλάκους. Όλους με τα μικρά τους. Τέτοια οικειότητα ο παππούς με την εξουσία. Κι όχι μόνο στην Άρτα, κάθε φορά που κατέβαινε Αθήνα όλο και κάποιο πολιτικό γραφείο έπρεπε να επισκεφτεί. Μόνο τον Βύρωνα δεν ήθελε να επισκεφτεί. «Έχει κομμουνιστές παιδί μου,» έλεγε και κάθε φορά έμενε στην ξαδέρφη του τη Δέσποινα στην Καλλιθέα. Επισκέπτες τον βλέπανε αυτός κι η μάνα του. Ο πατέρας του τον


Θάνος Καλαμίδας

απέφευγε. Μια φορά, εκεί στα δεκάξι του αναθάρρησε ο Μήτσος, ένιωσε τα νιάτα και την επανάσταση να βράζουν μέσα του και αντιμίλησε στον παππού. «Τι κομμουνιστές ρε παππού, φτωχοί άνθρωποι είναι που παλεύουν για το μεροκάματο κι όλο τους βαράει η εξουσία.» Πάγωσε το δωμάτιο, κατάπιε στραβά η μάνα του αλλά ο παππούς δεν μίλησε. Μόνο για μια στιγμή και μετά αφού τον κοιτάζει πολύ σοβαρά και στρίβοντας το μουστάκι του είπε. «Οι φτωχοί είχαν τον βασιλιά για να τους προστατεύει αλλά τον διώξανε για να γενούμε σαν τους κουτόφραγκους που κοροϊδεύαμε, Ευρωπαίοι.» Ύστερα πήρε την μάνα του Μήτσου και κόρη του στην κουζίνα και για μισή ώρα της έλεγε, της έλεγε, της έλεγε χωρίς σταματημό. Μετά έφυγε για το καφενείο χωρίς να πει άλλη κουβέντα. Το βράδυ στο σπίτι η μάνα του είπε στον πατέρα του τα καθέκαστα, άλλοτε ψιθυριστά κι άλλοτε πιο σιγά για να μην ακούσει το παιδί. Ο Μήτσος στο σαλόνι να βλέπει ΕΙΡΤ περιμένοντας την κατσάδα να έρχεται. Αλλά δεν έγινε τίποτα. Ο πατέρας του βγήκε από την κουζίνα ελαφρά αναψοκοκκινισμένος στ’ αυτιά, τον κοίταξε πολύ σοβαρά και του είπε: «μην ξεσυνορίζεσαι τον παππού, είναι γέρος και μερικά πράγματα τα ‘χει χαμένα.» Κι αυτό ήταν. Συζήτηση τελειωμένη και την μάνα να μουρμουρίζει από την κουζίνα αλλά τα αθλητικά ξεκίναγαν κι ο Άρης είναι η οικογενειακή θρησκεία, όχι ο παππούς από την Άρτα. Το γρύλισμα του ασυρμάτου και η φωνή αντρική ή γυναικεία, ποτέ κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, τους ξάφνιασε και τους δυο έτσι που ήταν χαμένοι στις σκέψεις τους. «Ρε συ, αυτό είναι στη γειτονιά μου,» έκανε ο Μήτσος κι ο Φώτης έβαλε μπροστά μηχανή και σειρήνα. ***********


Τα πάθη της ρόγας

Ο Μήτσος ήταν σίγουρος ότι είδε τον πατέρα του κάτω από τον φανοστάτη στη γωνιά αλλά τι να κάνει ο πατέρας του εδώ τέτοια ώρα και το έβγαλε από το μυαλό την ίδια ώρα που ο Φώτης φρέναρε μπροστά από το τριώροφο με τη μαύρη μεταλλική πόρτα. Άνοιξε γρήγορα την πόρτα του, άρπαξε τη τσάντα με τα ‘εργαλεία’ της δουλειάς κι έτρεξε πίσω από τον Φώτη που ήδη χτύπαγε τα κουδούνια. «Στον δεύτερο, στον δεύτερο,» ακούστηκε γυναικεία φωνή κι ο Μήτσος κοίταξε πίσω του στην πόρτα που έκλεινε έχοντας ακόμα στο μυαλό του την εικόνα του πατέρα του στη γωνιά σαν άγαλμα κάτω από τον φανοστάτη. Τις σκάλες τις ανεβήκαν με μια πνοή, η πόρτα ανοιχτή, μικρός διάδρομος, γρήγορα από το σαλόνι και στη γυναίκα που στεκόταν στην μπαλκονόπορτα με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της να κοιτάζει μια αυτούς και μια της καθισμένη φιγούρα πίσω της στο μπαλκόνι. Ο Φώτης έμπειρος κατάλαβε αμέσως κι έβαλε το δάχτυλο στην αρτηρία στον λαιμό του γέρου άντρα που καθόταν και σαν να χαμογέλαγε στ’ αστέρια. «Κυρ Στάθη...» έκανε χαμένος ο Μήτσος. Ο Φώτης του έκανε νόημα κι ο Μήτσος του έδωσε τα ακουστικά που είχε βγάλει ήδη από τη τσάντα. Κανένας δεν μιλούσε καθώς ο Φώτης αφουγκραζόταν το στήθος του κυρ-Στάθη. Ύστερα έπιασε το σφυγμό στο χέρι και έμεινε να κοιτάζει το ρυτιδιασμένο πρόσωπο προσπαθώντας να σκεφτεί τι άλλο του έμενε να κάνει απαριθμώντας στο μυαλό του μια λίστα με τα πρέπει και τα μη. «Λυπάμαι,» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει μετά από λίγη ακόμα σιωπή και να κλείσει του γέρου τα μάτια.


Θάνος Καλαμίδας

«Να τον βάλουμε μέσα;» Ρώτησε τρέμοντας η Ελένη αλλά ο Φώτης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Να έρθει πρώτα ο γιατρός για τη βεβαίωση και μετά.» Ο Μήτσος ένιωσε χαμένος και μουδιασμένος. Ο Φώτης ρώτησε την Ελένη που είναι το τηλέφωνο για να τηλεφωνήσει στο κέντρο να στείλουν γιατρό και η Ελένη μπήκε μαζί του μέσα στο σπίτι για να του το δείξει. Ο Μήτσος έμεινε μόνος του με τον νεκρό στο μπαλκόνι κι ασυναίσθητα κοίταξε κάτω, στο δρόμο. Κόσμος της γειτονιάς είχε αρχίσει να μαζεύεται και στη γωνιά κάτω από τον φανοστάτη ο πατέρας του και πιο πίσω στη σκιά η μάνα του. Δυο δυο τα κατέβηκε τα σκαλιά. *********** «Πατέρα, μάνα, τι κάνετε εδώ;» Ο Μήτσος έφτασε τον πατέρα του τρέχοντας. Η Όλγα στην αρχή κοντοστάθηκε βλέποντας τον Μήτσο να τρέχει προς τον πατέρα του, αλλά μετά πλησίασε κι εκείνη. «Όλγα;» Μουρμούρισε χαμένος ο κυρ-Νίκος βλέποντας την γυναίκα του να πλησιάζει. «Είδαμε τον κόσμο και την ταραχή και πλησιάσαμε,” απάντησε η Όλγα κοιτώντας τον κυρ-Νίκο στα μάτια. Και πριν προλάβει ο κυρ-Νίκος να πει κάτι, καινούργια φωνή ήρθε να συμπληρώσει την ταραχή του. «Κυρ-Νίκο, κυρία Όλγα, καλέ τι κάνετε εδώ στη γειτονιά μου;» Η χήρα. «Μα...» πήγε να ψελλίσει ο κυρ-Νίκος αλλά μάτια και ρόγες είχαν στραφεί προς τον Μήτσο. «Μήτσο μου, καλέ πόσο έχεις μεγαλώσει,» είπε η χήρα κι η Όλγα ασυναίσθητα χαμογέλασε βλέποντας του κυρ-Νίκου την


Τα πάθη της ρόγας

κοκκινίλα από τα αυτιά να απλώνεται γρήγορα σε όλο το πρόσωπο και τον λαιμό. «Και πόσο σου πάει η στολή του νοσοκόμου,» συνέχισε ακάθεκτη η χήρα με τις ρόγες να βγάζουν μάτι από την ημιδιαφανή μπλούζα. «Να, βλέπεις, από την ταραχή μου μόλις άκουσα την σειρήνα βγήκα έτσι όπως ήμουν. Μην προλάβω να φορέσω κάτι τι από πάνω. Για το κρύο καλέ,» τώρα κοκκίνισαν και τ’ αυτιά του Μήτσου. «Ε, μη σε κρατάμε, κάνει και κρύο,» είπε η Όλγα κοιτάζοντας μια τον Μήτσο και μια τον κυρ-Νίκο. «Όχι καλέ, μη με βλέπετε έτσι λεπτή κι ευαίσθητη, αντέχω εγώ.» Απάντησε η χήρα ναζιάρικα και χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον Μήτσο. «Να ΄ρθεις κανένα απόγευμα μετά τη δουλειά να πιούμε καφέ, Μήτσο μου. Να μου πεις όλες τις περιπέτειες σου με το ασθενοφόρο.» Αυτό ήταν και που ν’ αντέξει άλλο ο κυρ-Νίκος. Ανέβαινε κι ο πυρετός από τα πάθη της ρόγας και του βγήκε απότομα. «Άντε, πάμε. Να πάει κι η χήρα στα μικρά παιδιά της μην μένουν μόνα τους τέτοια ώρα. Κι εσύ Μήτσο, στη δουλειά σου, ίσως να σε χρειάζονται εκεί μέσα.» Και χωρίς άλλη λέξη πήρε την Όλγα αγκαζέ και φύγανε αφήνοντας πίσω τους χήρα και Μήτσο να τους κοιτάνε αποσβολωμένοι. «Όλγα, θα το κόψω το καφενείο,» μουρμούρισε ο κυρ-Νίκος μετά από λίγο αλλά η Όλγα δεν απάντησε, προσευχόταν στην Αγία Τριάδα από μέσα της. ΤΕΛΟΣ


Θάνος Καλαμίδας

An Ovi Magazine Books Publication

C 2022 Ovi Project Publication - All material is copyright of the Ovi magazine & the writer

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, τοπωνύμια, γεγονότα ή καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία και στη φαντασία του συγγραφέα. Τα βιβλία των εκδόσεων Ovi magazine & Ovi Greece μπορείτε να τα βρείτε μόνο στις σελίδες του διαδικτυακού περιοδικού www.ovimagazine.com & Ovi Bookshelves Όλο το υλικό είναι copyright του Ovi Magazine και των συγγραφέων Για λεπτομέρειες και πληροφορίες επικοινωνήστε: info@ovimagazine.com Δεν επιτρέπεται η πώληση, ανατύπωση και χρήση του παρόντος βιβλίου απο όποιο μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό, εκτυπωση, ραδιοφωνική η τηλεοπτική αναγνωση) χωρίς την προηγούμενη άδεια του υπευθυνου της έκδοσης και του συγγραφέα. Το συγκεκριμένο βιβλίο διατίθεται δωρεάν. Αν σας ζητηθεί οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, παρακαλούμε επικοινωνήστε άμεσα μαζί μας


Τα πάθη της ρόγας

Τα πάθη της ρόγας

Θάνος Καλαμίδας Απρίλιος 2022 Ovi magazine Design: Thanos


Θάνος Καλαμίδας

Οι άνθρωποι είναι μια αλυσίδα που όλοι παντρεύονται και συγγενεύουν. Ο κυρΝίκος κι ο κυρ-Στάθης, η Όλγα και η χήρα, η πέτρα και η ρόγα. Και το πάθος είναι το αίμα που ρέει στις φλέβες, στα σοκάκια, στις μικρές πλατείες, στον Μήτσο και την Ελένη. Τα πάθη της ρόγας είναι μια ακόμα τρυφερή αλλά και πικρή μυθιστορία από μια μικρή γωνιά της Αθήνας του ‘70 που δεν πρέπει να χαθεί. - Θάνος Καλαμίδας

An Ovi Project Books Publication


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.