Υπεύθυνοι καθηγητές: Πατρίκιος Γιώργος Κόκκορης Παναγιώτης Παπαγιαννόπουλος Γιώργος
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Εισαγωγή στην αρχιτεκτονική έρευνα -Διάλεξη
Ζώτου Παναγιώτα || Σμυρνιού Αγάπη-Ελισάβετ
στεγαστικές ανάγκες και αυτόνομες κοινωνικές πρακτικές
Ξάνθη 2017
Περιεχόμενα Εισαγωγή Introduction Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα Περιφράξεις, Υφαρπαγή γης και Αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο Ορίζοντας τις πρακτικές αυτοστέγασης Torre David Καράκας||Βενέζουέλα||2007-2014 La Victoria Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα Movimiento dos Trabalhadores Sem Terra Βραζιλία||1984-Σήμερα Οικονομικές κρίσεις: ο ρόλος του κεφαλαίου στην κρίση κατοικίας Τα νέα slums του ανεπτυγμένου κόσμου Communauté Milton-Parc Μόντρεαλ||Καναδάς||’60-Σήμερα Walled City Kowloon City||Κίνα||’40-1994 Συμπερασματικές σκέψεις Βιβλιογραφία
7 11 15 27 41 47 63 79 87 97 105 117 129 139
Εισαγωγή Αφορμή για την παρούσα εργασία υπήρξαν οι διάφορες συζητήσεις για την κρίση κατοικίας, που είναι ξανά στο προσκήνιο, ιδιαίτερα στις χώρες του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού νότου. Το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε άσχημες συνθήκες παρουσιάζοντας αυτό που θα χαρακτηρίζαμε έλλειψη επαρκούς κατοικία. Ως κατοικία δεν εννοούμε απλά το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος καλύπτει την ανάγκη του για στέγη, αλλά όλες εκείνες τις παροχές και υποδομές που την κάνουν βιώσιμη, καθώς και τις πτυχές της καθημερινής ζωής που εκτυλίσσονται γύρω από αυτήν. Η κατοικία αποτελεί τον χώρο έκφρασης του ιδιωτικού και δημόσιου βίου και της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Ανέκαθεν η οργάνωση, η μορφή, η δομή του χώρου, και τα σύνολα που δημιουργούνταν εντός του, μαρτυρούσαν τις οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες από τις οποίες μορφώθηκε τόσο αυτός όσο και η κατοικία. Οι ριζικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τον 19ο αιώνα και μετά, άφησαν και αυτές το αποτύπωμά τους στην κατοικία, τόσο στην υλική και ιδεολογική έκφρασή της, όσο και στην αξία χρήσης της. Η Βιομηχανική Επανάσταση και η εξάπλωση και εγκαθίδρυση του καπιταλισμού, ως οικονομικό και οργανωτικό σύστημα, συνοδευόμενου από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, άλλαξαν τις αναλογίες πόλης-υπαίθρου και προκάλεσαν τεράστιες συγκεντρώσεις πληθυσμών, αυξάνοντας την ανάγκη για στέγη στις πόλεις. Παράλληλα η πρόοδος που παρουσίασαν η επιστήμη και η τεχνολογία, άλλαξαν την κατοικία τόσο ως προς την κατασκευή, όσο και ως προς τις νέες ανέσεις που εισήγαγε στα νοικοκυριά, αυξάνοντας τις απαιτήσεις που καθιστούσαν μια κατοικία επαρκή. Η κατοικία, μετατράπηκε σταδιακά από δικαίωμα και βασική 7
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
ανάγκη, σε εμπόρευμα προς κατανάλωση, και ολόκληροι τομείς της οικονομίας κερδοφορούν ακόμα γύρω από αυτή. Η αύξηση της ζήτησης για στέγη στις πόλεις και η βελτίωση της κατοικίας δεν είναι δύο φαινόμενα που εξελίχθηκαν αναλογικά το ένα σε σχέση με το άλλο. Αντίθετα, οι ταξικές διαφορές οξύνονταν όλο και περισσότερο, αφήνοντας το αποτύπωμά τους και στην ίδια την κατοικία. Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν ένα σημείο των καιρών που έχει εξαλειφθεί σήμερα. Η δημιουργία ανισοτήτων είναι δομικό στοιχείο του καπιταλισμού και μεταφράζεται σε όλους τους τομείς του κοινωνικού. Σήμερα αυτές οι ανισότητες γίνονται πιο έντονες από ποτέ. Από τη μία η μερίδα του πληθυσμού, που έχει πρόσβαση στο εμπόρευμα κατοικία, έχει την ευχέρεια αναρίθμητων ανέσεων. Από την άλλη μεριά το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, ζει σε άθλιες συνθήκες παρουσιάζοντας αυτό που θα χαρακτηρίζαμε έλλειψη επαρκούς κατοικίας, συχνά κάτω από το όριο της φτώχειας, στα περισσεύματα της καταναλωτικής κοινωνίας. Σκοπός αυτής της εργασίας, είναι να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους η κατοικία, αν και κατοχυρωμένη βασική ανάγκη1, δεν είναι δεδομένη για όλους και τις διεργασίες που την έχουν μετατρέψει σε εμπόρευμα. Την ίδια στιγμή επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια τους τρόπους με τους οποίους οι αποκλεισμένοι έχουν καλύψει την ανάγκη τους για στέγη, έξω από όρους εμπορευματοποίησης και στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα μελετάμε τις περιπτώσεις εκείνες που οι «από κάτω» έχουν οργανωθεί γύρω από αυτή τους την ανάγκη, αφιερώνοντας συλλογικό χρόνο και έργο για να την ικανοποιήσουν, και όχι εκείνες που με χαοτικό τρόπο εχουν εξαπλωθεί στο χώρο, ανεξάρτητα με το αν η τελική έκβασή τους θεωρείται επιτυχής ή όχι. Τέλος, πολύ συχνά όταν αναφερόμαστε σε στέρηση κατοικίας ή σε κακές συνθήκες στέγασης, η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό, είναι από φτωχογειτονιές στις υποανάπτυκτες χώρες, τις λεγόμενες και χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πρόθεσή μας είναι να αποδομήσουμε αυτή τη γνώμη και να αναδείξουμε την ευρύτητα του φαινομένου. Άλλωστε όπως θα δούμε η οικονομική πρόοδος μιας χώρας, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών της. Για να γίνει εμφανής η παγκόσμια διάσταση του φαινομένου, έχουμε επιλέξει ένα 1- Οικουμενική Διακύρηξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: Άρθρο 25.- 1. Καθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένεια του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες. Έχει ακόμα δικαίωμα σε ασφάλιση για την ανεργία, την αρρώστια, την αναπηρία, τη χηρεία, τη γεροντική ηλικία, όπως και για όλες τις άλλες περιπτώσεις που στερεί ται τα μέσα της συντήρησής του, εξαιτίας περιστάσεων ανεξαρτήτων της θέλησης του. Από την ιστοσελίδα του Περιφερειακού κέντρου πληροφόρησης των Ηνωμένων Εθνών, http://www.unric.org/ [πρόσβαση:27/01/2017]
8
πλήθος παραδειγμάτων, ετερόκλητων και ταυτόχρονα συγγενικών, από όλο τον κόσμο. Αναλύονται λοιπόν ένα κατειλημμένο κτίριο γραφείων στη Βενεζουέλα, ένας αυτόνομος οικισμός στη Χιλή, ένας αγροοικισμός ακτημόνων στη Βραζιλία, μια στεγαστική κοοπερατίβα στον Καναδά και μια καθ’ ύψος παραγκούπολη στην Κίνα.
9
10
Introduction Motivated by the numerous discussions regarding the housing crisis, which once again is popular among the countries of the South not only in Europe but worldwide, we decided to carry out this project. The greatest part of the world’s population lives in bad conditions presenting an image which we would describe as lack of sufficient housing. The term housing, refers not only to the means with which people answer to their need for a house, but also to all the facilities and state infrastructure that make a house viable, as well as the aspects of everyday life that evolve around it. The organisation, the shape, the structure of space and assemblages that are created within, have always stated the economical, cultural and social conditions in which space, as well as society, were evolved. The profound changes that occurred after the 19th century, had an important impact on housing, on its physical and ideological expression and also on its use value. The Industrial Revolution and the spread and establishment of capitalism as a financial and political system, accompanied by the globalization of economy, changed the urban-rural relation and led to massive congregations of population, increasing the need for housing in the cities. At the same time, progress in science and technology brought changes in the way houses were constructed, while new commodities were imported in households, increasing the demand of what was considered to be sufficient housing. House was gradually turned from a right and basic need, to a product for consumption, and entire sectors of the economy still profit from it. 11
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
The increased demand for housing in the cities and the improvement of houses, are two parts that are not evolving in relation to one another. On the contrary, class differences, continue to escalate, leaving a mark on housing as well. This phenomenon doesn’t belong to the past. Generating inequality is a basic characteristic of capitalism and affects all social aspects. Today inequalities are becoming more intense than ever. On one hand, the part of the population that has access to the commodityhouse, takes advantage of unnumbered amenities. On the other hand, the greatest part of the population, lives under terrible conditions, usually below poverty levels, at the leftovers of the consumer’s society. The purpose of this essay is to demonstrate the reasons why housing, although is an established human right, is not a given for everyone, besides explaining the procedures that have turned it into a product. At the same time it attempts to reveal the ways in which, those who are socially excluded, have covered their need for housing, outside commercialisation and depending on their own abilities. Specifically, we study those cases that the «less privileged» have been self-organised around that need, dedicating cooperative time and work to satisfy it, and not those who have spread through space in a chaotic way, regardless of whether the final result is successful or not. Finally, very often when we refer to lack of housing or bad housing conditions, the first image that comes to mind is from the underdeveloped countries, the so called Third World countries. Our intention is to deconstruct this opinion and stress the great scale of the phenomenon. Besides, as we are going to see, the economic growth of a country doesn’t necessarily mean the improvement of the living conditions for its citizens. To demonstrate the effect of this phenomenon we have chosen a variety of examples, different but similar in a way, from all over the world. As a result, we analyse a commercial building squatted in Venezuela, an autonomous settlement in Chile, an «agrovilla» of the Landless workers movement in Brazil, a housing cooperatve in Canada and a vertical shanty town in China.
12
14
Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα Για να κατανοήσουμε το ζήτημα της κατοικίας είναι σημαντική μια σύντομη ανάλυση στην ιστορία παγκοσμίως. Θα ξεκινήσουμε την αναδρομή μας από τον 19ο αιώνα, καθώς αποτελεί κομβικό σημείο για τη σύγχρονη ιστορία και ανθρωπογεωγραφία, ιδιαιτέρα λόγω των αλλαγών που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση σε διάφορους τομείς. Μέχρι τότε οι πόλεις αναπτύσσονται, λιγότερο ή περισσότερο, ως ολοκληρωμένα σύνολα που αποτελούν τόπους συγκέντρωσης της εξουσίας και της κουλτούρας των ανθρώπινων κοινοτήτων, αλλά δεν αντιτίθενται στην περιβάλλουσα ύπαιθρο, η οποία λειτουργούσε υπό διαφορετικές δομές εξουσίας και παραγωγής. Στο κοινωνικό και χωρικό περιβάλλον της πόλης η κατοικία αποτελούσε οργανικό στοιχείο του συνόλου, συνυπήρχε με την εργασία, το εμπόριο και όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής ζωής. Διαμόρφωνε το χώρο της πόλης, χωρίς να επιβαλλόταν όμως στη μορφή της λόγω και της περιορισμένης της κλίμακας, και διαπλεκόταν με το δημόσιο χώρο ώστε να προκύπτει μια πυκνή αλληλοϋφανση δημόσιου-ιδιωτικού. Η Βιομηχανική Επανάσταση αναφέρεται στην ιστορική περίοδο μεταξύ των ετών 1760-1860 οπότε και συνέβησαν ραγδαίες μεταβολές και ανακατατάξεις –τεχνολογικές, οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές. Η μηχανή εισήχθη στην παραγωγική διαδικασία και οι μικρές οικοτεχνίες εξελίχθηκαν ή αντικαταστάθηκαν από εργοστασιακές μονάδες. Αρχικά στη Βρετανία και, στη συνέχεια στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης και στις Η.Π.Α., ο τρόπος λειτουργίας και ανάπτυξης της οικονομίας και η δομή της κοινωνίας άλλαξε και εδραιώθηκε ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής. εικ1: Εργατική γειτονιά στην περιοχή Providence Place του Λονδίνου, 1909.
15
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Η αλλαγή αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστο το χώρο. Η βιομηχανική έκρηξη προκάλεσε την απότομη και γρήγορη ανάπτυξη παλαιών και νέων αστικών κέντρων, λόγω της αύξησης των παραγωγικών επιχειρήσεων και των εργοστασίων, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας που προσέλκυσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού της υπαίθρου. Τα εργοστάσια εγκαταστάθηκαν, εκτός από τα ήδη ανεπτυγμένα αστικά κέντρα, στα περίχωρα των πόλεων ιδρύοντας εκεί νέες πόλεις2. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περιοχή Λανκσάιρ της Αγγλίας, που, ενώ παλαιότερα ήταν ένα έλος με ελάχιστους κατοίκους, μετατράπηκε σε μια περιοχή γεμάτη πόλεις, με σημαντικότερο κέντρο της το Μάντσεστερ, το βιομηχανικό πυρήνα της χώρας3. Η μηχανοποιημένη σε μεγάλο βαθμό βιομηχανία απαιτούσε όλο και πιο μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίων και ο καταμερισμός της εργασίας4 προϋπέθετε τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού εργατών. Οι επενδύσεις στο χώρο, με τις αγοραπωλησίες γης, την ανοικοδόμηση και τις ενοικιάσεις, γίνονται πλέον ένα σημαντικό μέσο αναπαραγωγής και
2- Αυτό έγινε τόσο λόγω της επιλογής της θέσης σε σχέση με την απόσταση από τις πηγές πρώτων υλών, όσο και λόγω του συντεχνιακού καθεστώτος που εμπόδιζε στις μεσαιωνικές πόλεις την επένδυση κεφαλαίου στη βιομηχανία. Για το λόγο αυτό, οι βιομηχανικές πόλεις σχηματίστηκαν μακριά από τις ήδη υπάρχουσες. Πηγή: Κερεστέτζη, Σ. (2000), «Η Εργατική κατοικία κατά τον Πρώτο Αιώνα της Εκβιομηχάνισης στη Δυτική Ευρώπη: Η Περίπτωση της Γερμανίας», Τεχνικά Χρονικά Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ, τεύχος 1-2, σελ. 31-46 και Μαρξ, Κ. 2002, Το Κεφάλαιο- τόμος 1ος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 772-774 από απόσπασμα στη φοιτητική διάλεξη Καραμέτου & Τσικούρα, (2015), Πόλη-Ύπαιθρος-Κατοίκηση: Ο χώρος στην κλασική μαρξιστική θεώρηση, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης 3- Ο Engels στο βιβλίο του «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» εξηγεί ακριβώς τη διαδικασία ανάπτυξης των νέων πόλεων: «Η μεγάλη βιομηχανική επιχείρηση απαιτεί πολλούς εργάτες που να εργάζονται από κοινού σε ένα οίκημα. Πρέπει ακόμα να κατοικούν από κοινού: για ένα μεσαίο εργοστάσιο συγκροτούν ήδη ένα χωριό. Έχουν ανάγκες και, για την ικανοποίησή τους, τους χρειάζονται άλλα άτομα. Καταφθάνουν χειροτέχνες, ράφτες, υποδηματοποιοί, φουρναραίοι, χτίστες και επιπλοποιοί». Διαμορφώνεται έτσι ένα διαθέσιμο εργατικό δυναμικό που προσελκύει και άλλους νέους βιομήχανους. 4- Ο καταμερισμός εργασίας είναι ο διαχωρισμός των δραστηριοτήτων σε τομείς/ τύπους απασχόλησης/ ρόλους ευθύνης και η εξειδίκευση των εργατών στους ρόλους αυτούς. Άτομα, οργανώσεις ή έθνη κατέχουν ή αποκτούν εξειδικευμένες ικανότητες. Στις εξειδικευμένες ικανότητες μπορεί να συμπεριλαμβάνονται ο εξοπλισμός ή οι φυσικοί πόροι εκτός από τις ικανότητες ή την εκπαίδευση. O περίπλοκος συνδυασμός των στοιχείων αυτών παράγει ένα ενιαίο προϊόν. Η ιστορικά ολοένα και αυξανόμενη πολυπλοκότητα του καταμερισμού εργασίας, είναι συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της συνολικής παραγωγής και εμπορίου, την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και του καπιταλισμού, και την πολυπλοκότητα των βιομηχανικών διαδικασιών παραγωγής. Πηγή: wikipedia
16
Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα
εικ2: Εργοστάσιο και εργατικές κατοικίες στο Μαντσεστερ, Αγγλία, τέλη 19ου αι.
κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το laissez faire5 της αγοράς σήμαινε, στο επίπεδο του χώρου, απεριόριστη επέκταση χωρίς κανόνες και ρυθμίσεις, καταστρέφοντας τη συνοχή των ιστορικών πόλεων. Το παραπάνω σε συνδυασμό με την ανάγκη για στέγαση των όλο και αυξανόμενων ροών προς τα βιομηχανικά κέντρα δημιούργησε ένα μεγάλο κύμα κερδοσκοπίας στην οικοδομή και την ελεύθερη γη: υπερκοστολογημένες τιμές γης, πολύ υψηλά ενοίκια, έλλειψη πρόνοιας για τις συνθήκες υγιεινής και συνωστισμός. Παράλληλα, η εισροή πληθυσμού πολύ σύντομα έγινε δυσανάλογη με τη ζήτηση που υπήρχε για εργατικό δυναμικό. Οι νέες θέσεις εργασίας δεν ήταν επαρκείς για να αφομοιώσουν τις στρατιές ανέργων που κατέφθαναν συνεχώς. Παρά την οικονομική ανάπτυξη της εποχής, που οφειλόταν στην πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και ακολουθήθηκε από δημογραφική ανάπτυξη, αύξηση της παραγωγής και νέες ανάγκες για εργατικά χέρια, το περίσσευμα των εργατών συνέχιζε να υπάρχει. Ο Μαρξ θα το ονομάσει αργότερα «εφεδρικό στρατό» υποστηρίζοντας ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, που ως σκοπό έχει τη συνολική υποτίμηση της εργατικής αξίας λόγω της αυξημένης προσφοράς εργατών. Όσο λοιπόν αυξάνονταν τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, τόσο μειώνονταν οι μισθοί, και παράλληλα, όσο αυξανόταν η ζήτηση για κατοικία τόσο αυξάνονταν τα ενοίκια, ενώ την ίδια στιγμή δεν υπήρχαν υποδομές ή 5- Το laissez faire, laissez passer είναι ένα οικονομικό σύστημα όπου οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών δεν επηρεάζονται από την κρατική παρέμβαση όπως νομοθεσίες, προνόμια, δασμολογία ή διατιμήσεις, και επιχορηγήσεις. Η γαλλική αυτή φράση μεταφράζεται ως «αφήστε το/τα ελεύθερα».
17
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
κτιριακό απόθεμα για να μπορέσουν να στεγαστούν όλοι. Εφόσον οι νεοαφιχθέντες παρέμεναν άνεργοι ή εργάζονταν με εξευτελιστικό μισθό και σε εποχιακές δουλειές όπου τα χρήματα ήταν λιγοστά, δεν υπήρχε η δυνατότητα ενοικίασης κατοικίας, πόσο μάλλον αγοράς ή δημιουργίας κατοικίας εκ του μηδενός. Οι προλεταριοποιημένες μάζες επομένως δεν είχαν κανένα δικαίωμα στην πόλη ούτε στην κατοικία. Οι ταξικές και κοινωνικές διαφορές που προ-υπήρχαν στην ιστορική πόλη, με τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές της εκβιομηχάνισης, οξύνθηκαν και αποτυπώθηκαν πιο έντονα στο χώρο. Οι συνθήκες κατοικίας των εργατών είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα που αποδεικνύει το παραπάνω. Ο Engels (2012) επιβεβαιώνει πως «η περίοδος που μια παλιά πολιτισμένη χώρα περνάει από τη μικροεπιχείρηση στη μεγάλη βιομηχανία, όταν μάλιστα το πέρασμα αυτό επιτυγχάνεται από τόσο ευνοϊκές συνθήκες, είναι επίσης και περίοδος “στενότητας κατοικίας”». Το πλήθος των εργατών και ανέργων κατέφευγε είτε σε εργατικά μπλοκ κατοικιών χαμηλών προδιαγραφών –τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις παρέχονταν στους εργάτες από τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων για όσο χρονικό διάστημα εργάζονταν σε αυτούς, και σε κακής ποιότητας κατοικίες στα εγκαταλελειμμένα κέντρα των πόλεων, είτε σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς σε αστικά κενά, και αλλού. Ο συνωστισμός αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των εργατικών γειτονιών, αλλά και των ίδιων των κατοικιών. Η ατμόσφαιρα στο κέντρο των πόλεων έγινε ασφυκτική εξαιτίας του καπνού και της συνολικής ρύπανσης. Η πείνα και η απελπισία υποδαύλιζαν την εγκληματικότητα, τη βία και την πορνεία. Η θνησιμότητα, ειδικά η παιδική, και τα ξεσπάσματα επιδημιών ήταν ιδιαίτερα αυξημένα, λόγω των κακών συνθηκών υγιεινής και των ελλιπών υποδομών. Όλες οι παραπάνω εικόνες συγκροτούν τις φτωχογειτονιές των νέων βιομηχανικών πόλεων που αποτελούν ιστορικά τα πρώτα slums6. Παρά τις άσχημες συνθήκες ζωής των εργατών, ο Engels (2012) έβλεπε υπό θετικό πρίσμα την κοινωνική αυτή αλλαγή, καθώς υποστήριζε ότι όσο ο εργάτης αποσυνδέεται από τα δεσμά της γης και προλεταριοποιείται μέσω της σύνδεσής του με τη μεγάλη βιομηχανία, καλλιεργεί ταξική συνείδηση και αποκτά επαναστατικές προοπτικές. Ο Θάνος Ανδρίτσος7 σχολιάζει πώς ο Engels κοίταζε τη σύγχρονη πόλη και τους κολασμένους 6 - Η λέξη slum εμφανίστηκε από τα τέλη του 18ου έως περίπου τις αρχές του 19ου αιώνα στον προφορικό λόγο στην Μεγάλη Βρετανία υποδηλώνοντας παράνομες ενέργειες και εκβιαστικές πράξεις που διενεργούνται από άτομα χαμηλής κοινωνικής τάξης. Ο πρώτος δημοσιευμένος ορισμός του «slum» είναι από το 1812, στο Vocabulary of the Flash Language του Vaux, και είναι συνώνυμος με τον «σαματά» ή το «εγκληματικό εμπόριο». 7- Ανδρίτσος, Θ. (2015), «Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού: Βασικά στοιχεία μιας θεωρητικής-ιστορικής τοποθέτησης», συλλογικό, Urban Conflicts, Θεσσαλονίκη: Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη, σελ. 47-60
18
Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα
της και έβλεπε τον τόπο που θα διεξαγόταν η κοινωνική επανάσταση που οραματιζόταν και το υποκείμενο που θα την έφερνε εις πέρας. Απέναντι στη γενικευμένη εξαθλίωση οι εργάτες αντέδρασαν με διάφορους τρόπους: αυτοκαταστροφικές συνήθειες, αύξηση των εγκλημάτων, ατομικές και συλλογικές διεκδικήσεις. Η κομβική θέση που έχει η εργατική δύναμη στον κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου8 σε συνδυασμό με την οικονομική ανάπτυξη και τους συνεχώς αυξημένους ρυθμούς παραγωγής, έδωσε στους εργάτες εκείνης της εποχής ένα ισχυρό μέσο διαπραγμάτευσης και άρα τη δυνατότητα αντίστασης και αγώνα. Το εργατικό κίνημα περνά διάφορα στάδια, από την ατομική εξέγερση μέχρι την οργάνωσή του. Ο σχηματισμός συνδικάτων και οι απεργίες ήταν οι πρώτες γενικευμένες μορφές πάλης που υιοθετήθηκαν από αυτό. Το ζήτημα της κατοικίας αναδείχθηκε στην επίσημη ρητορική της εποχής όταν οι συνθήκες των εργατών άρχισαν να επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τις υπόλοιπες τάξεις. Από τη μία οι αυξημένοι ρυθμοί της παραγωγής έκαναν πιο έντονη τη ζήτηση για εργατικά χέρια, οπότε η αστική τάξη δε θα επωφελούνταν αν άφηνε τους εργάτες τόσο εκτεθειμένους στην αθλιότητα, και από την άλλη οι αρρώστιες και οι επιδημίες δεν ήταν
εικ3: Αυθαίρετα καταλύματα σε κατοικία στη Bayard Street, Νέα Υόρκη , τέλη 19ου αι. Ο τίτλος της φωτογραφίας είναι Five cent a spot, υποδηλώνοντας το κόστος διαμονής στο κατάλυμα. Από το βιβλίο How the other half lives του Jacob A Riis. 8- Απλά μαθήματα οικονομικής θεωρίας: «Ένα αφεντικό με το κεφάλαιό του (Χ) αγοράζει τα μέσα παραγωγής (ΜΠ) και την εργασία των εργατών (Ε). Με αυτά παράγει προϊόντα (Π), τα οποία τα πουλάει και παίρνει το εμπορευματικό κεφάλαιο (Έ). Αυτό είναι μεγαλύτερο από το αρχικό κεφάλαιο γιατί περιλαμβάνει και την υπεραξία της εργασίας (Υ). Έτσι, ένα μέρος του εμπορευματικού κεφαλαίου, ίσο ή και μεγαλύτερο με το αρχικό κεφάλαιο, αν η επιχείρηση θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική, επανεπενδύεται για να ξαναρχίσει η διαδικασία παραγωγής και ένα άλλο μέρος το εισπράττει ως κέρδος. Η διαδικασία που περιγράφουμε είναι σχηματική, αλλά περιγράφει σε γενικές γραμμές την παραγωγή κέρδους από όλες τις εργασίες. Έχουμε δηλαδή έναν κύκλο, μια απαραίτητη διαδοχή γεγονότων που παράγει κέρδος για τον ιδιο- κτήτη. Τώρα, κάθε κόλλημα σε αυτή τη διαδικασία θα εμποδίσει και θα παγώσει τον κύκλο του εμπορεύματος και άρα την παραγωγή κέρδους για τα αφεντικά.» Πηγή: ομάδα Σαχ, (2010), The Panic is On… θέσεις για την παγκόσμια κρίση, την ιστορία και το μέλλον της, Αθήνα: Σαχ
19
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
δυνατό να περιοριστούν στα εδαφικά όρια των εργατικών γειτονιών. «Αυτό που εννοούν σήμερα όταν μιλούν για στενότητα κατοικίας των εργατών είναι η ιδιόμορφη επιδείνωση που σημειώθηκε στις κακές συνθήκες κατοικίας των εργατών, ως αποτέλεσμα της απότομης συρροής πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις, της τεράστιας αύξησης των ενοικίων, του ακόμη μεγαλύτερου συνωστισμού ενοίκων στα σπίτια, και για μερικούς, της αδυναμίας γενικά να βρουν κατάλυμα. Και γίνεται τόσο πολύς λόγος γι’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας γιατί δεν περιορίστηκε μόνο στην εργατική τάξη αλλά και στη μικροαστική τάξη».9 Για να επιλύσει η αστική τάξη το πρόβλημα της στέγασης και των κακών συνθηκών κατοικίας πρότεινε την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας της κατοικίας στους εργάτες, κάτι όμως που δεν απευθυνόταν στις φτωχές μάζες που δεν είχαν τους πόρους ούτε για την αυτοσυντήρησή τους. Παράλληλα στην αστική ρητορική αγνοήθηκε η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο. Σύμφωνα με τους κλασικούς μαρξιστές, η βασική αντίθεση κεφαλαίουεργασίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αποτυπώθηκε και σε άλλους τομείς, με βασικό την ανάπτυξη της πόλης εις βάρος της υπαίθρου. Ο καταμερισμός της εργασίας όξυνε την εν λόγω αντίθεση, με δεδομένο ότι η πόλη συγκέντρωνε την εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα και κατ’ επέκταση τη διοικητική και πολιτιστική, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού και του κεφαλαίου. Από την άλλη στην ύπαιθρο επικρατούσε η αγροτική δραστηριότητα που, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης γης από τους γαιοκτήμονες, της εκβιομηχάνισης της παραγωγής και ταυτόχρονα της οικονομικής υπαγωγής της υπαίθρου στην αστική ανάπτυξη, εκτόπιζε τους μικροϊδιοκτήτες και τους οδηγούσε στην εξαθλίωση. Η δημιουργία βιομηχανικών οικισμών αποτέλεσε και την πρώτη σημαντική παρέμβαση στην αγορά εργασίας με χωροταξικά μέσα. Ούτως ή άλλως η πλειοψηφία των εργοστασίων εγκαταστάθηκαν σε λιμάνια και σε περιοχές που δεν υπήρχαν πρότερες υποδομές. Σύμφωνα με την Κερεστέτζη10 οι νεοϊδρυόμενες μεγάλες μονάδες παραγωγής που ήταν χωροθετημένες έξω από τον ιστό των πόλεων, εκτός από τις εκτάσεις που απαιτούσαν για την ανάπτυξη των παραγωγικών και διοικητικών τους δραστηριοτήτων, δημιούργησαν και νέες απαιτήσεις χώρου για την κατοικία. Το αυξημένο εργατικό δυναμικό απαιτούσε χώρο κατοικίας με τη μέγιστη δυνατή χωρική εγγύτητα προς τη βιομηχανική εγκατάσταση. Δημιουργήθηκε έτσι ένα εργατικό δυναμικό γεωγραφικά καθηλωμένο, εξαρτημένο άμεσα και σχεδόν ολοκληρωτικά από την επιχείρηση και τον 9- Engels, F. (2012), Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή (ο τονισμός είναι δικός μας) 10- Κερεστέτζη, Σ. (2000), «Η Εργατική κατοικία κατά τον Πρώτο Αιώνα της Εκβιομηχάνισης στη Δυτική Ευρώπη: Η Περίπτωση της Γερμανίας», Τεχνικά Χρονικά Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ, τεύχος 1-2, σελ. 31-46
20
Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα
εργοδότη. Ο ίδιος ο Sax11, που ο Engels (2012) τον έβλεπε ως εκπρόσωπο της αστικής ρητορικής πάνω στο ζήτημα της κατοικίας, παραδεχόταν ότι συμφέρει και τους ίδιους τους εργοστασιάρχες να βοηθούν στην παροχή εργατικής κατοικίας, τόσο από άποψη καλής επένδυσης, όσο και για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Οι κεφαλαιοκράτες, με δεδομένο ότι είχαν το μονοπώλιο, μπορούσαν να αυξάνουν το ενοίκιο με μοναδικό γνώμονα το κέρδος τους και επιπλέον να χρησιμοποιούν την έξωση ως μέσο εκφοβισμού των εργατών σε περίπτωση απεργίας12. Τα ίδια τα συνδικάτα των εργατών είχαν αναγνωρίσει τα κίνητρα των μεγαλοβιομήχανων και για αυτό ήταν αρχικά αντίθετα προς αυτού του είδους τη βοήθεια.
εικ4: Εικονογράφηση που απεικονίζει το συνωστισμό που επικρατούσε στις κατοικίες του Λονδίνου, εικονογράφος: Gustave Doré. Από το βιβλίο Pilgrimage του William Blanchard Jerrold, 1872. 11- Emil Sax (08/02/1845 – 25/03/1927), Αυστριακός οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «Οι συνθήκες κατοικίας των εργαζομένων τάξεων και η μεταρρύθμισή τους», (1869), Βιέννη. 12- «Όχι μόνο υποχρεώνονται να πληρώνουν μονοπωλιακές τιμές για τα σπίτια, επειδή ο εργοστασιάρχης δεν έχει κανέναν που τον συναγωνίζεται, αλλά και σε κάθε απεργία γίνονται αμέσως άστεγοι, επειδή ο εργοστασιάρχης χωρίς καμία συζήτηση τους πετά στο δρόμο και αυτό δυσκολεύει κάθε αντίσταση», απόσπασμα από Engels, F. (2012), Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
21
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Παράλληλα, για να εξυπηρετηθούν τα αστικά συμφέρονται της εποχής αναπτύχθηκε η επιστήμη της οργάνωσης του χώρου. Πολεοδόμοι, πολιτικοί και εργολάβοι προσπάθησαν να διαμελίσουν τις εργατικές συνοικίες με τις μεγάλες χαράξεις, τις λεωφόρους και τις γραμμές των τρένων που περνούν μέσα από τις γειτονιές των εργατών ισοπεδώνοντάς τες κυριολεκτικά και εκδιώχνοντας τους κατοίκους. Τη μέθοδο αυτή ο Engels (2012) την αποκαλεί Haussman και την ορίζει ως «το σύστημα που έχει γενικευτεί στην πράξη να δημιουργούνται ρήγματα στις εργατικές συνοικίες, ιδίως σ’ αυτές που βρίσκονται στο κέντρο των μεγαλουπόλεων μας, άσχετα αν γίνεται αυτό για λόγους δημόσιας υγιεινής και καλλωπισμού ή γιατί υπάρχει ζήτηση για μεγάλα κεντρικά καταστήματα ή για συγκοινωνιακές ανάγκες, για σιδηροδρομικές γραμμές, δρόμους κ.λπ.»13. Στην πράξη, δηλαδή, η μέθοδος αυτή δεν είχε σαν σκοπό την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι εργάτες, αλλά την εκδίωξή τους από τα κέντρα των πόλεων με σκοπό αυτά να αποδοθούν στην εμπορική δραστηριότητα και την παράλληλη μετακίνηση των εργατών και των άσχημων συνθηκών ζωής τους σε κάποιο άλλο, λιγότερο ή περισσότερο αφανές σημείο. Άλλωστε ο Engels (2012) σημειώνει πως «οι εστίες των λοιμωδών νόσων, οι πιο φριχτές σπηλιές και τρύπες όπου ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής κλείνει κάθε νύχτα τους εργάτες μας δεν εξαφανίζονται αλλά μόνο αλλάζουν θέση! Η ίδια η οικονομική ανάγκη που τις δημιούργησε στο πρώτο μέρος, τις δημιουργεί 13- Στις σύγχρονες αστικές αναλύσεις η μέθοδος Haussman μπορεί να βρει την αντιστοιχία της στον όρο «gentrification». Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τη Ruth Glass το 1964, και υποδηλώνει τη διαδικασία της βίαιης αλλαγής των χρήσεων γης, της εκδίωξης των παλιών κατοίκων και της εισβολής του κεφαλαίου. Ο Neil Smith (1979) χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει την εγκατάσταση πλούσιων κοινωνικών στρωμάτων στο κέντρο των αμερικάνικων πόλεων και την παράλληλη εκδίωξη των φτωχών, οι οποίοι δε μπορούν πλέον να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην αύξηση των τιμών γης. Όλα τα παραπάνω συμβάλλουν στην αύξηση της αστικής γαιοπροσόδου (κέρδος) που καταλήγει στις τσέπες των αφεντικών. Στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «εξευγενισμός», μια μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια καθώς δεν αποδίδει με σαφήνεια την σημασία του όρου «gentrification». Η λέξη gentry αφορά την αγγλική ταξική διαστρωμάτωση και αναφέρεται στους ευγενείς της Αγγλικής υπαίθρου που βρίσκονται κατώτερα στην κοινωνική ιεραρχία από τους κατεξοχήν ευγενείς του παλατιού, αν και σήμερα μπορεί να αφορά εν γένει σε ανθρώπους υψηλότερης κοινωνικής τάξης. Ωστόσο στην ελληνική γλώσσα, η μετάφραση του όρου «εξευγενισμός» παραπέμπει σε κάτι εντελώς διαφορετικό καθώς υποδηλώνει το ευγενές και όχι τους ευγενείς, οι οποίοι άλλωστε ως τέτοιοι δεν υπήρξαν ποτέ στην ελληνική κοινωνία. Μάλλον ο γαλλικός όρος, embourgoisement, είναι πιο κατάλληλος καθώς υποδηλώνει μια μετακίνηση της αστικής τάξης, αλλά μια μετάφρασή του πάλι θα έπεφτε σε παρερμηνείες μεταξύ της αστικής τάξης και του αστικού χώρου. Για την απόδοση του όρου συμβουλευτήκαμε το άρθρο «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας», Κομπρεσέρ: για την πόλη και το χώρο, τεύχος 4, Νοέμβρης 2012, σελ. 36-51
22
Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα
και στο δεύτερο14.» Χαρακτηριστικό παράδειγμα αστικής πολεοδομικής οργάνωσης ήταν το Μάντσεστερ, που ως νέα βιομηχανική πόλη, συγκέντρωνε με τον καθαρότερο τρόπο τόσο τις έντονες αντιθέσεις του καπιταλισμού, όσο και την προσπάθειά του να τις καλύψει. Ο Engels στο «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία» περιγράφει πώς η πολεοδομική διάταξη του Μάντσεστερ είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε ένας περιπατητής να μην έρχεται σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα των εργατικών κατοικιών. Κατά μήκος των βασικών οδικών αξόνων αρθρώνεται η εμπορική ζώνη με τις κατοικίες της μεσαίας τάξης, κρύβοντας τους άστεγους και τις εργατικές κατοικίες, οι οποίες συγκεντρώνονταν άναρχα γύρω από τις βιομηχανίες. Οι φαρδιοί άξονες είχαν χρησιμοποιηθεί στο σχεδιασμό με σκοπό να οριοθετήσουν τις συνοικίες των εργατών. Από την άλλη, οι μεγαλοαστοί είχαν εγκατασταθεί σε επαύλεις στα προάστια, που είχαν τη δυνατότητα να τους προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής. Οι ταξικές αντιθέσεις λοιπόν αποτυπώθηκαν στην κατάσταση και τη χωροθέτηση της κατοικίας και ο κατακερματισμός της παραγωγής στον κατακερματισμό του ίδιου του χώρου. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν πως η βελτίωση των συνθηκών κατοικίας αποτέλεσε μια σημαντική διεκδίκηση από τη μεριά των εργατών. Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, ανάλογα και με το μέγεθος της πόλης, την έκταση της βιομηχανίας και τον κλάδο, το υπάρχον κτιριακό απόθεμα δεν επαρκούσε για το πλήθος των εργατών και οι συνθήκες της ανθρώπινης επιβίωσης χειροτέρευαν. Οι απαιτήσεις των εργατών για φθηνά διαμερίσματα, καλύτερες συνθήκες υγιεινής και ξεχωριστά υπνοδωμάτια για τους γονείς και τα παιδιά15 αποτέλεσαν από τα αρχικά αιτήματα της επανάστασης του 184816. Υπό το φόβο των εργατικών εξεγέρσεων, οι κυβερνήσεις επεδίωξαν βελτιώσεις και οικοδόμηση κατοικίων για τους εργάτες, με ταυτόχρονη εκβιομηχάνιση της κατασκευής. Αν και ο Engles στο «Για το ζήτημα της κατοικίας» αναγνωρίζει μια βελτίωση όσον αφορά τις συνθήκες κατοικίας των προλετάριων, σημειώνει ότι η κρατική βοήθεια δεν κάλυπτε ούτε κατά διάνοια τις τεράστιες ανάγκες των εργατών. 14- Engels, F. (2012), Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 15- Το παραπάνω επιβεβαιώνεται μόνο από την εξής πηγή: Κερεστέτζη, Σ. (2000), «Η Εργατική κατοικία κατά τον Πρώτο Αιώνα της Εκβιομηχάνισης στη Δυτική Ευρώπη: Η Περίπτωση της Γερμανίας», Τεχνικά Χρονικά Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ, τεύχος 1-2, σελ. 31-46. Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη που ισχυρίζεται πώς το αίτημα αυτό εξέφραζε περισσότερο τη μικροαστική άποψη για τη κατοίκηση. 16- Η Ευρωπαϊκή Επανάσταση του 1848 αναφέρεται και ως Άνοιξη των Λαών ή Έτος της Επανάστασης και περιγράφει ένα επαναστατικό κύμα χωρίς ενιαία χαρακτηριστικά, που με αφετηρία τη Γαλλία εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η επανάσταση αναδύθηκε και σφυρηλατήθηκε από τις έντονες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές της περιόδου, που έδωσαν το βήμα για να αναπτυχθούν οι ιδέες της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού, του εθνικισμού και του φιλελευθερισμού.
23
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Καταλήγουμε λοιπόν ότι ο χώρος δεν είναι ανεξάρτητος από τον τρόπο παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις. Οι ριζικές αλλαγές που έφερε η ανάπτυξη της βιομηχανίας έκαναν ακόμα πιο έντονες τις αντιθέσεις ανάμεσα στις τάξεις και αυτό αποτυπώθηκε με τρόπο ξεκάθαρο στις συνθήκες κατοικίας τους. Τα φαινόμενα που πρωτοεμφανίστηκαν στις νέες βιομηχανικές πόλεις και παρατηρούνται μέχρι και σήμερα, όπως η φτώχεια και οι κακές συνθήκες ζωής, η περιβαλλοντική καταστροφή και η γκετοποίηση των εργατών, είναι απόρροια του καπιταλισμού. Δεν αποτελούν ούτε μεμονωμένα περιστατικά ούτε αμέλεια της εξουσίας. Άλλωστε οι κινήσεις που έκανε για την επίλυση του ζητήματος της κατοικίας αποτελούσαν απλά κινήσεις κάλυψής του και σχεδιάστηκαν με βάση το συμφέρον και το κέρδος των κεφαλαιοκρατών. Ακόμα και αν αναγνωρίζουμε ως σημαντικές τις κινήσεις για τη βελτίωση των συνθηκών κατοίκησης, είναι απαραίτητη η συνολική ανάγνωση των κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών που γέννησαν το πρόβλημα εξ αρχής και συνεχίζουν να το αναπαράγουν. «Από πού προέρχεται λοιπόν η στενότητα κατοικίας; Πώς δημιουργήθηκε; (…) είναι αναγκαίο δημιούργημα της αστικής κοινωνικής μορφής, ότι δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς στενότητα κατοικίας μια κοινωνία όπου η μεγάλη εργαζόμενη μάζα εξαρτάται αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας, δηλαδή από το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή της, όπου οι τελειοποιήσεις των μηχανών κ.λπ. διώχνουν διαρκώς από τη δουλειά μάζες από εργάτες, όπου ισχυρές τακτικά επαναλαμβανόμενες βιομηχανικές διακυμάνσεις, από το ένα μέρος προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας πολυάριθμης στρατιάς από εργάτες ανέργους και από το άλλο ρίχνουν κατά περιόδους στο δρόμο άνεργη τη μεγάλη μάζα των εργατών, όπου οι εργάτες συνωστίζονται κατά μάζες στις μεγάλες πόλεις, και μάλιστα κάτω από τις σημερινές συνθήκες, με ρυθμό γρηγορότερο απ’ ό,τι κατασκευάζονται γι’ αυτούς οι νέες κατοικίες, όπου επομένως θα βρίσκονται πάντα ενοικιαστές για τα πιο απαίσια χοιροστάσια και όπου τέλος ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, με την ιδιότητά του ως κεφαλαιοκράτη, δεν έχει μόνο το δικαίωμα –αλλά εξαιτίας του συναγωνισμού -ίσαμε ένα βαθμό και την υποχρέωση να παίρνει από το σπίτι του χωρίς καμιά επιφύλαξη όσο μπορεί μεγαλύτερο ενοίκιο. Σε μια τέτοια κοινωνία δεν είναι τυχαία η στενότητα κατοικίας˙ είναι μια αναγκαία κατάσταση.»17
17- Engels, F. (2012), Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
24
εικ5: Εικονογράφηση από τεύχος του 1847, του περιοδικού, The poor man’s guardian. Στο εν λόγω τεύχος ερευνούνταν οι συνθήκες ζωής στο κατάλυμα της οδού Field Lane.
25
26
Περιφράξεις, Υφαρπαγή γης και Αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο Παρά την εδραίωση του καπιταλισμού μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η πορεία του στο χρόνο δεν είναι ομαλή. Αντιθέτως, ο κύκλος του χαρακτηρίζεται από ποιοτικές και ποσοτικές μεταβολές18. Όταν οι απαραίτητες διαδικασίες πρωταρχικής συσσώρευσης δεν μπόρεσαν να ικανοποιηθούν, ο καπιταλισμός αναζήτησε εξωοικονομικές διεξόδους. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 20ου αιώνα, εξαιτίας της ανάπτυξης της παραγωγής που προηγήθηκε, συσσωρεύτηκε στις λίγες πλούσιες χώρες πολύ μεγάλο κεφάλαιο. Παρόλα αυτά, δεν υπήρχε εκεί πια πεδίο για «επικερδή» τοποθέτηση, δημιουργώντας έτσι ένα μεγάλο «περίσσευμα κεφαλαίου» και κώλυμα στον καπιταλιστικό κύκλο. Για αυτό το λόγο, οι χώρες αυτές στράφηκαν προς την εξαγωγή του κεφαλαίου τους προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, όπου υπήρχαν λίγα μικρά κεφάλαια, άρα μικρός εσωτερικός ανταγωνισμός, η τιμή της γης δεν ήταν μεγάλη και η αμοιβή εργασίας χαμηλή. Επιπλέον κίνητρα εντοπίζονται στην ανάγκη των εκβιομηχανισμένων κρατών της Ευρώπης να βρουν νέες αγορές για τη διοχέτευση του βιομηχανικού προϊόντος τους19 και νέες πηγές πρώτων 18- Οι περίοδοι ανάπτυξης με τις αντίστοιχες ύφεσης εναλλάσσονται από την αρχή του καπιταλιστικού συστήματος. Ενδεικτικά ως περιόδους ύφεσης της Αγγλίας της εκβιομηχάνισης θεωρούνται οι εξής χρονικοί περίοδοι: 1815-1843, 1873-1896, 19201941. Πηγή: Engels, Fr. (1974), Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Αθήνα: ΜΠΑΪΡΟΝ 19- Για το λόγο αυτό προσανατολίστηκαν σε υποανάπτυκτες, τεχνικά τουλάχιστον, χώρες, ώστε η προώθηση των βιομηχανικών προϊόντων τους να είναι πιο γόνιμη. εικ6: Σκίτσο του Edward Linley Sambourne όπου απεικονίζεται ο βρετανός αποικιοκράτης Cecil Rhodes ως νέος Κολοσσός της Ρόδου να στέκει επιβλητικά πάνω από την Αφρική.
27
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
υλών (μεταλλεύματα, μαλλί, βαμβάκι) και καυσίμων (πετρέλαιο). Ακόμη, η κατάληψη νέων εδαφών, εμπορικών σταθμών-κόμβων και βάσεων εξασφάλιζε τον έλεγχο των θαλασσών, τόσο για εμπορικούς λόγους όσο και για στρατιωτικούς-γεωπολιτικούς αφού επέτρεπε τον απρόσκοπτο εφοδιασμό των πολεμικών τους πλοίων. Από τα μέσα του 18ου έως τα τέλη του 19ου αιώνα αυτό επιτεύχθηκε μέσω της αποικιοκρατίας. Η Wily20 περιγράφει πώς παλαιότερα οι Άγγλοι υλοποίησαν στη Βόρεια Αμερική το 1772 την υφαρπαγή γης από τους αυτόχθονες με βάση το λεγόμενο «δίκαιο της ανακάλυψης» σύμφωνα με το οποίο η «ανακαλυφθείσα» χώρα θεωρείται ακατοίκητη, ή τουλάχιστον ακατοίκητη από «πολιτισμένους» ανθρώπους. Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης με τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 1873-1896 που οδήγησε τις τότε ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις21, στο συνέδριο του Βερολίνου το 1884-1885, σε αποφάσεις ως προς τις σφαίρες οικονομικής επιρροής στην Αφρική με σκοπό να επαναφέρουν το «δίκαιο του ακατοίκητου». Η βίαιη υφαρπαγή της γης αποτελεί διέξοδο για την επιβίωση του κεφαλαίου, στην αρχή με την καταλήστευση των κοινών και έκτοτε με αναδιανομές και κλοπές ιδιοκτησίας. «Από τις περιφράξεις του 17ου-19ου αιώνα στην Αγγλία και την Ιρλανδία μέχρι τους αποικιοκράτες στη βόρεια και νότια Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία και στην Αυστραλία, η αρπαγή γης ήταν μέρος των διαδικασιών πρωταρχικής συσσώρευσης, της προλεταριοποίησης των μικροκαλλιεργητών και της εκδίωξης των αυτοχθόνων. Απαιτούσε την εξωοικονομική βία της εξουσίας και επειδή αποστερούσε από τους αρχικούς χρήστες τα μέσα για τη βιολογική αναπαραγωγή τους, ήταν μια πρώιμη εφαρμογή της βιοπολιτικής εξουσίας».22
εικ7: Εμπόριο ελεφαντοστού, Καμερούν, τέλη 19ου αιώνα. Από άρθρο της Washington Post. 20- Liz Alden Wily (1948-): πολιτική οικονομολόγος, ερευνήτρια που ειδικεύεται σε θέματα γαιοκτησίας. 21- Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία 22- Χατζημιχάλης, Κ. (2014), Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, Αθήνα: ΚΨΜ
28
Περιφράξεις, Υφαρπαγή γης και Αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο
Κάπως έτσι οι περισσότερες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου αποτελούσαν κάποτε αποικίες του Παγκόσμιου Βορρά23. Αν και η αποικιοκρατία προκάλεσε ένα είδος έντασης στη χωρική ανάπτυξη των πόλεων του Νότου και βίαιη μετακίνηση των αυτόχθονων από τις περιοχές τους, δεν διατάραξε σημαντικά την ισορροπία της σχέσης πόλης-υπαίθρου, όπως έγινε στο Βορρά λόγω της ανάπτυξης της βιομηχανίας, με δεδομένο ότι η οικονομία των αποικιών στηριζόταν στην γη: την καλλιέργεια ή την εξόρυξή της. Επίσης, στην περίπτωση της Αφρικής, που οι αρχές της κοινοκτημοσύνης έχουν βαθιές ρίζες, απέτυχε να καταστρέψει την σχέση των ανθρώπων με τη γη24. Παρόλα αυτά, η εκμετάλλευση από τις μητροπόλεις25 εμπόδισε την οικονομική ανάπτυξη των αποικιών και τη συνέδεσε με τη δική της ευμάρεια. Ταυτόχρονα, η αποικιοκρατία έφερε μαζί της ένα σύστημα πολιτικής, εθνικής και φυλετικής καταπίεσης που εμπόδισε την ανεξάρτητη ανάπτυξη -πολιτική, οικονομική, πολιτιστική- των υποδουλωμένων λαών. Η ανεξαρτητοποίηση των αποικιών ήρθε μετά την αποδυνάμωση των μεγάλων δυνάμεων εξαιτίας των παγκόσμιων πολέμων. Τότε πολλές από τις χώρες αυτές, ειδικά οι μικρότερες, βρέθηκαν αντιμέτωπες με την εθνική και θεσμική τους ανοικοδόμηση. Η πολιτική και οικονομική κατάσταση των πρώην αποικιών ήταν ιδιαίτερα ρευστή, ειδικά όπου ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στις διαφορετικές εθνοφυλετικές ομάδες με στόχο την κατάληψη εδαφών και τη δημιουργία νέων ορίων καθώς τα παλαιότερα είχαν ανακατασκευαστεί από τους αποικιοκράτες. Παρά την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας τους, η οικονομία των πρώην αποικιών συνέχισε να είναι στενά συνδεμένη με αυτή των χωρών του κέντρου με αποτέλεσμα το χάσμα Βορρά-Νότου να γίνει πιο βαθύ. Πιο αναλυτικά, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε εισάγει τις αρχές της ελεύθερης αγοράς26, κάτι που, 23- Ο διαχωρισμός Βορρά-Νότου αποτελεί έναν κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό διαχωρισμό, παρά γεωγραφικό. Γενικά, ο όρος Παγκόσμιος Βορράς περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και τη Δυτική Ευρώπη, καθώς και τα ανεπτυγμένα κομμάτια της Ασίας, όπως επίσης την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία που, αν και δεν εντοπίζονται γεωγραφικά στο βορρά, έχουν παρόμοια οικονομικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά με τις βορινές χώρες. Ο Παγκόσμιος Νότος αποτελείται από την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, την αναπτυσσόμενη Ασία συμπεριλαμβανομένου και τη Μέση Ανατολή. Ο Βορράς ορίζεται ως η πιο πλούσια και ανεπτυγμένη περιοχή τόσο οικονομικά όσο και σε επίπεδο τεχνολογικών εξελίξεων, ενώ από την άλλη ο Νότος χαρακτηρίζεται από πολιτική και οικονομική αστάθεια, με μόνο το 5% του συνολικού πληθυσμού του να έχει πρόσβαση σε επαρκές φαγητό και στέγη, και έλλειψη προηγμένης τεχνολογίας. 24- Federici, S. (1990), «Η κρίση χρέους, η Αφρική, και οι νέες περιφράξεις», Sarajevo (μετάφραση του αρχικού κειμένου που δημοσιεύτηκε στο Midnight Notes vol 10), τεύχος 14, Ιούλης 2007 25- Μητροπόλεις εδώ ονομάζονται τα κράτη που κυριαρχούν στις αποικίες. 26- H ελεύθερη αγορά είναι ένα σύστημα της οικονομίας της αγοράς, στο οποίο
29
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
σε συνδυασμό με την οικονομική εξάρτηση από την αποικιοκρατική χώρα, έφερε τις αποικίες σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τον οικονομικό ανταγωνισμό ανάμεσα σε αυτές και τις χώρες του βορρά. Η προσαρμογή του αναπτυσσόμενου κόσμου στις επιταγές του καπιταλιστικού συστήματος μόνο βίαιη μπορεί να χαρακτηριστεί, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν ότι ο Τρίτος Κόσμος αντιμετωπίστηκε ως πηγή εκμετάλλευσης πρώτων υλών και φθηνού εργατικού δυναμικού. Η οικονομία του, βασιζόμενη εξολοκλήρου στις εξαγωγές πρωτογενών προϊόντων για τις χώρες του κέντρου, συμμορφώνεται πλέον ανάλογα με τις απαιτήσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτή ακριβώς η σχέση εξάρτησης είναι και ο λόγος της υπανάπτυξης των συγκεκριμένων χωρών καθώς αποτελεί εμπόδιο στην εσωτερική συσσώρευση, πολλαπλασιάζει τη φυγή των κεφαλαίων και δυσχεραίνει κατά πολύ την εφαρμογή πολιτικών που προσβλέπουν στην απενεργοποίηση της εσωτερικής ζήτησης. Παράλληλα, εφόσον τα παραγόμενα προϊόντα προορίζονται για εξαγωγή, οι περισσότερες χώρες του Νότου αντιμετωπίζουν πρόβλημα αυτάρκειας και αυτοσυντήρησης27. Συγχρόνως, οι τεχνολογικές εξελίξεις ήρθαν να σαρώσουν την παραγωγή στην ύπαιθρο, καθώς και την ίδια την ύπαιθρο, με πολύ διαφορετικό τρόπο από ότι το έκαναν έναν αιώνα πριν στο βορρά. Η εκβιομηχάνιση της υπαίθρου και η πλήρης αλλαγή τόσο του τρόπου παραγωγής, όσο και του παραγόμενου προϊόντος, κατέστησε το μεγαλύτερο ποσοστό των εργατών αχρείαστο. Αυτή η κατάσταση δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών καθορίζονται ελεύθερα από τη συναίνεση μεταξύ των προμηθευτών και των καταναλωτών και στο οποίο οι νόμοι και οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι απαλλαγμένες από οποιαδήποτε παρέμβαση από την κυβέρνηση, το μονοπωλιακό καθορισμό των τιμών, ή άλλη αρχή. Μια ελεύθερη αγορά έρχεται σε αντίθεση με μια ρυθμιζόμενη αγορά, στην οποία η κυβέρνηση παρεμβαίνει στην προσφορά και τη ζήτηση μέσω μεθόδων που δεν υπακούν στους νόμους της αγοράς, όπως οι νόμοι για τη δημιουργία φραγμών εισόδου στην αγορά ή καθορισμού των τιμών. Η ελεύθερη αγορά, ουσιαστικά, είναι η συνέχιση του laissez faire, laissez passer και ευνοεί την ανάπτυξη μονοπωλίων και τη δημιουργία συσσώρευσης πλούτου σε λίγους. 27- Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο λιμός στην Ινδία τον 19ο αιώνα. «Στο λιμάνι του Μαντράς, που είχε γεμίσει με 100.000 πρόσφυγες από την ξηρασία, οι χωρικοί που λιμοκτονούσαν έπεφταν νεκροί μπροστά σε στρατιώτες που φύλαγαν πυραμίδες ολόκληρες από εισαγόμενο ρύζι, ενώ κάθε μέρα μπορούσες να δείς μητέρες στο δρόμο να πουλάν τα ίδια τους τα παιδιά. Τα εκατομμύρια που πέθαναν, δεν πέθαναν εκτός του συστήματος του σύγχρονου κόσμου, αλλά στην ίδια ακριβώς τη διαδικασία της καταναγκαστικής ένταξης στις οικονομικές και πολιτικές δομές αυτού του κόσμου. Πέθαναν τη χρυσή εποχή του Φιλελεύθερου Καπιταλισμού.». Η παράθεση είναι από τον Mike Davis «Who is killing New Orleans?» όπως αναφέρεται στο βιβλίο Αρνητικές επιστήμες: Αυτόνομη Πολιτική Ομάδα στη Σ.Θ.Ε., (Νοέμβρης 2015), Looters Will Be Shot: Φυσικές καταστροφές, δημόσια τάξη και πρωταρχική συσσώρευση, Αθήνα: ΑΡΧΕΙΟ 71, σελ 33-36
30
Περιφράξεις, Υφαρπαγή γης και Αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο
συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Η νέα καλλιέργεια υπερβαίνει τις τοπικές δυνατότητες, εφόσον χρειάζεται τεράστιες εκτάσεις γης, καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες νερού και ρυπαίνει το γύρω περιβάλλον. Εκτός από την αναμενόμενη εκδίωξή τους από τα καλύτερα αρδευόμενα χωράφια, η δυνατότητα απασχόλησης που προσφέρουν οι ξένες επενδύσεις είναι κατά πολύ μικρότερη από την παραδοσιακή οικογενειακή παραγωγή. Επιπλέον, ο Χατζημιχάλης (2014) προσθέτει ότι με τη διατροφική κρίση του 2008, ο Νότος έχει υποστεί ακόμα μεγαλύτερες υφαρπαγές γης που επεκτείνονται και στον έλεγχο των δανείων, στη διάδοση των νέων τεχνολογιών και των μεταλλαγμένων σπόρων και στον έλεγχο των μεγάλων αγοραστών με τις αποθήκες, τα δίκτυα διανομής και τις εμπορικές αλυσίδες. Τεράστιες εκτάσεις γης, κυρίως στην Αφρική, αγοράζονται ή νοικιάζονται με πολυετή συμβόλαια από λογιών λογιών εταιρείες, με την φανερή ή υπόγεια υποστήριξη των κρατών, με σκοπό την αγροτική εκμετάλλευση28. Άμεσο αποτέλεσμα, η εκδίωξη των ιθαγενών από το χώρο κατοικίας και εργασίας τους29, και κατ’ επέκταση η διάρρηξη των μεταξύ τους κοινωνικών σχέσεων και δομών, εφόσον οι εκτάσεις και οι πόροι τους αρπάζονται για τη δραστηριότητα του κεφαλαίου. Συνεπώς, η δραματική εκβιομηχάνιση του νότου προκάλεσε ένα ρεύμα αστικοποίησης εντός του όχι για τις νέες θέσεις εργασίας στα κέντρα των πόλεων, αλλά ουσιαστικά λόγω της εκδίωξης του πληθυσμού από την ύπαιθρο, που αναζήτησε στα αστικά κέντρα ένα τρόπο να επιβιώσει από τη ριζική αυτή αλλαγή. Με βάση τα παραπάνω, καταλήγουμε ότι υπήρχε ένα τεράστιο χάσμα, πολύ μεγαλύτερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο του Βορρά, ανάμεσα στη δυνατότητα απορρόφησης του εργατικού δυναμικού και της συνεχούς, και όλο αυξανόμενης ροής του προς τις πόλεις. Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά της εκβιομηχάνισης, και της αστικοποίησης ως αποτέλεσμά της, μεταξύ του Βορρά του 19ου αιώνα και του Νότου του 20ου. Το εργατικό δυναμικό στην Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης, αν και επιβίωνε σε άσχημες συνθήκες, εξακολουθούσε να είναι χρήσιμο για την παραγωγή και απλά βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής μέχρις ότου να καλεστεί ξανά να εργαστεί. Σε αυτή ακριβώς τη συνθήκη στηρίχθηκαν και οι κομμουνιστικές θεωρήσεις για την επανάσταση του προλεταριάτου. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο προηγούμενο κεφάλαιο οι εργάτες, τόσο ως αναπόσπαστο κομμάτι της 28- Sarajevo, «Latifundia: μερικές ακόμα κατακτήσεις», Sarajevo, τεύχος 35, Δεκέμβρης 2009 29- Εδώ αξίζει να αναφερθεί η ιδιαίτερη σχέση που έχουν διάφορες ομάδες αυτοχθόνων με τη γη, για τη συμβολική σχέση της με ιερά και θεότητες, όπως είναι τα βουνά και τα ποτάμια, που εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως θεότητες στη Λατινική Αμερική και Αφρική. Παραπάνω πληροφορίες για την πολλαπλή υπόσταση της γης μπορούμε να βρούμε στο δεύτερο κεφάλαιο του Χατζημιχάλης, Κ. (2014), Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, Αθήνα: ΚΨΜ
31
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
παραγωγικής διαδικασίας όσο και ως καταναλωτές των παραγόμενων αγαθών, ήταν απαραίτητοι. Κατέχοντας ένα τόσο κομβικό ρόλο για την κίνηση του καπιταλιστικού κύκλου χρησιμοποίησαν την εργασία τους ως διαπραγματευτική δύναμη για να εκβιάσουν τους κεφαλαιοκράτες με στόχο την ικανοποίηση των διεκδικήσεών τους. Οι προνοιακές πολιτικές, όπως οι εργατικές κατοικίες, ήταν ένα από τα επιτεύγματα αυτής της διαπραγματευτικής δυνατότητας. Αντίθετα, το εργατικό δυναμικό που εκδιώχτηκε από την ύπαιθρο του Νότου δεν έχει τη δυνατότητα να απορροφηθεί κάπου αλλού, ούτε έχει να αναμένει κάποια εκ νέου ζήτηση. Είναι ουσιαστικά περισσευούμενο με οικονομικούς όρους και αφήνεται στην εξαθλίωσή του. Η μόνη δύναμή του είναι η μάζα του, που από τη μία όμως έχει να αντιμετωπίσει πρώτα και κύρια τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωσής της απέναντι στην ασιτία, τη φτώχεια, τις αρρώστιες και τους πολέμους, και από την άλλη αποπροσανατολίζεται από την ανακούφιση που μπορεί να της προσφέρουν η δραστηριότητα των Μ.Κ.Ο. ή διάφορων ιεραποστολών, που δεν μπορούν όμως ούτε κατά διάνοια να καλύψουν το πραγματικό μέγεθος των αναγκών και λειτουργούν μόνο συμπτωματικά καθώς δεν θίγουν τα αίτια της εξαθλίωσης τους. Συνεπώς, η συνεχιζόμενη μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις, χωρίς να υπάρχει προοπτική εύρεσης εργασίας ή αποκατάστασης με οποιοδήποτε τρόπο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αστικοποίηση διαχωρίζεται όλο και πιο γρήγορα από την βιομηχανοποίηση, ακόμη κι απ’ την ανάπτυξη την ίδια. Πράγματι, ο M. Davis(2006) στο βιβλίο του «The Planet of Slums» καταπιάνεται με τους γρήγορους ρυθμούς αστικοποίησης της γης και τα αίτιά της, αναδεικνύοντας ως κομβική την οικονομική κρίση του 1980. Ο Χατζημιχάλης(2014) συμπληρώνει πως από τότε και μετά, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν μπει σε προγράμματα βοήθειας τα οποία προβλέπουν επώδυνες νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στις οποίες, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται ιδιωτικοποιήσεις κοινωνικών υπηρεσιών, κρατικής και κοινής γης30. Συγκεκριμένα, στην υποσαχάρια Αφρική, τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή και σε μέρη της Ασίας, η αστικοποίηση χωρίς ανάπτυξη οφείλεται περισσότερο στις παγκόσμιες πολιτικές συνθήκες -την κρίση χρέους της 30- «(…) οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος γίνονται ευκολότεροι στόχοι υφαρπαγής της γης γιατί το χρέος λειτουργεί ταυτόχρονα ως μηχανισμός καθοδήγησης των κυβερνητικών επιλογών, ως μηχανισμός εξασθένισης της δημοκρατίας και της εθνικής κυριαρχίας και ως μηχανισμός απαξίωσης της ανταλλακτικής αξίας της γης. Σημαντικό νέο δεδομένο είναι ο ρόλος ανόμοιων επενδυτών-ραντιέρηδων που σπεύδουν να υφαρπάξουν γη στις χρεωμένες χώρες. Εκτός από τους κλασικούς κερδοσκόπους, περιλαμβάνονται σ’ αυτούς νέοι θεσμικοί επενδυτές, όπως μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, τράπεζες, hedge funds, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία, δήμοι και πανεπιστήμια.» Πηγή: Χατζημιχάλης, Κ. (2014), Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, Αθήνα: ΚΨΜ
32
Περιφράξεις, Υφαρπαγή γης και Αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο
εικ8: Εσωτερική άποψη της παραγκούπολης Kibera, Ναϊρόμπι, Κένυα. Η Kibera είναι το μεγαλύτερο αστικό slum στην Αφρική και ένας από τους μεγαλύτερους άτυπους οικισμούς στον κόσμο. Από τη συλλογή φωτογραφιών: Kibera: The permanent squatters, Nairobi, του Francesco Zizola.
δεκαετίας του ’70 και την συνακόλουθη αναδιάρθρωση των οικονομιών του Παγκόσμιου Νότου υπό το ΔΝΤ τη δεκαετία του ’80, παρά σε κάποια τεχνολογική έκρηξη. Επιπλέον, η αστικοποίηση του Τρίτου Κόσμου συνεχίστηκε με ξέφρενο ρυθμό (3,8% κάθε χρόνο από το 1963 ως το 1990) κατά τα δύσκολα χρόνια του ’80 και των αρχών του ’90 παρά την πτώση των πραγματικών μισθών, τις αυξανόμενες τιμές και την πανύψηλη ανεργία στις πόλεις31. Αποτέλεσμα της μετακίνησης αυτής είναι ένας συνωστισμός δίχως προηγούμενο στα αστικά κέντρα του αναπτυσσόμενου κόσμου, με τις μάζες των φτωχών να καταλαμβάνουν και το μικρότερο δυνατό κενό στις παρυφές των πόλεων για να στεγαστούν με οποιοδήποτε τρόπο μπορούνε. Όλα τα παραπάνω αποτελούν το λόγο για τον οποίο το φαινόμενο της αστεγίας εμφανίζεται σε πιο ακραίες μορφές στον Παγκόσμιο Νότο. Η έντονη αστικοποίηση σε συνδυασμό με την αδυναμία εξασφάλισης εργασίας, και άρα του μέσου για μια αξιοπρεπή ζωή, είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ολόκληρων πόλεων των εξαθλιωμένων, στις παρυφές των αστικών κέντρων. «Οι επίσημες αγορές κατοικίας στον Τρίτο Κόσμο σπάνια προμηθεύουν πάνω από το 20% του νέου οικιστικού αποθέματος, οπότε από ανάγκη, οι άνθρωποι στρέφονται σε αυτοσχέδιες παράγκες, ανεπίσημα ενοίκια, πειρατικές υποδιαιρέσεις περιοχών ή το πεζοδρόμιο» Davis (2006)32. Αυτή είναι η συνέχεια των slums της βικτωριανής περιόδου: 31- Τα στοιχεία αυτής της παραγράφου αντλήθηκαν από: Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/New York: VERSO 32- Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/New York: VERSO
33
<1950
1970 Η ανάπτυξη της αστικοποίησης παγοσμίως από το 1950 μέχρι το 2020. Πηγή: UN (the economist)
34
2000
2020< Η βάση δεδομένων περιλαμβάνει αστικούς οικισμούς από 300.000 κατοίκους το 2014. Τα δεδομένα αφορούν τις χώρες που υπάρχουν το 2014, με τα ισχύοντα σύνορα. Όλα τα στοιχεία ισχύουν το 2014.
35
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
περιοχές όπου συγκεντρώνονται οι φτωχές μάζες, με μεγάλη πυκνότητα κατοίκησης, συνήθως παράνομη κατάληψη γης και αυθαίρετες κατασκευές, έλλειψη βασικών παροχών και υποδομών, τόσο σε επίπεδο οικίας όσο και ολόκληρου οικισμού, και ανασφάλεια νομής. Οι φτωχοί πια δε μένουν σε φτωχογειτονιές αλλά τις κατασκευάζουν οι ίδιοι. Ενώ το κλασσικό slum ήταν μια πόλη σε αποσάρθρωση στο εσωτερικό της πόλης, τα νέα slums εντοπίζονται περισσότερο στις παρυφές της πολεοδομικής εξάπλωσης. Η πλειονότητα των φτωχών των πόλεων παγκόσμια δε μένει πλέον στο κέντρο. Στις επεκτεινόμενες πόλεις του Τρίτου Κόσμου η «περιφέρεια» είναι ένας όρος ιδιαίτερα σχετικός και εξαρτώμενος από τον χρόνο: Αυτό που σήμερα αποτελεί άκρη της πόλης, γειτονικά χωράφια, δάση ή έρημο μπορεί αύριο να γίνει μέρος ενός πυκνού μητροπολιτικού πυρήνα. Οι ταξικές αντιθέσεις γίνονται εμφανείς ακόμα και στη χωροθέτηση της κατοικίας, αφού οι φτωχοί, μην έχοντας άλλη επιλογή, καταλαμβάνουν τα πιο δυσμενή και επικίνδυνα κομμάτια του χώρου που έχουν απορριφτεί από τους υπόλοιπους. Οι παραγκουπόλεις βρίσκονται συνήθως σε λόφους με τον κίνδυνο κατολισθήσεων, σε ρέματα υπό την απειλή των πλημμύρων και πλάι σε μολυσμένες περιοχές. Η ανάπτυξη αυτή στα όρια των πόλεων παίρνει δύο κύριες μορφές: οικισμούς καταληψιών και πειρατικές αστικοποιήσεις. Και οι δύο έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, τις εκτεταμένες παραγκουπόλεις. Η κατάληψη είναι η κατοχή γης χωρίς αγορά ή τίτλο ιδιοκτησίας. Η πειρατική αστικοποίηση είναι, επί της ουσίας, η ιδιωτικοποίηση της κατάληψης. Ο Davis(2006) χρησιμοποιεί αυτό τον όρο όταν αναφέρεται σε εκείνες τις διαδικασίες αόρατης αγοράς ακινήτων που απευθύνεται στα χαμηλά εισοδήματα, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και αυτοί που αναφέρονται ως καταληψίες συχνά αναγκάζονται να πληρώνουν αρκετά μεγάλες δωροδοκίες σε πολιτικούς, μαφιόζους ή την αστυνομία. Σε αντίθεση με τους πραγματικούς καταληψίες, οι κάτοικοι των πειρατικών οικισμών έχουν αποκτήσει έναν φαινομενικά νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας του οικοπέδου τους από κάποιον κερδοσκόπο, μεγαλογαιοκτήμονα, ή από ισχυρούς πολιτικούς, αρχηγούς φυλών ή εγκληματίες. Ο τίτλος αυτός, μπορεί να μην υπάρχει εξαρχής αλλά η απόκτησή του να έρχεται με τη νομιμοποίηση των οικισμών μετά από πιέσεις των κατοίκων. Βέβαια, αυτή η πρακτική ενθαρρύνεται και από τους ιδιοκτήτες της συνολικής περιοχής προσδοκώντας ότι το κράτος θα αναγκαστεί να τους εξασφαλίσει κάποια μελλοντική αποζημίωση. Μολονότι τα ίδια τα σπίτια είναι σχεδόν πάντα αυθαίρετα, οι πειρατικοί οικισμοί, σε αντίθεση με πολλές κατειλημμένες περιοχές, είναι γενικά υποδιαιρεμένοι σε ομοιόμορφα οικόπεδα με συμβατικά οδικά δίκτυα. Αν και μερικές παραγκουπόλεις έχουν μεγάλη προϊστορία –η πρώτη φαβέλα του Ρίο Ντε Τζανέιρο, η Morro de Providencia, ιδρύθηκε τη δεκαετία
36
Περιφράξεις, Υφαρπαγή γης και Αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο
του 1880– οι περισσότερες επεκτάθηκαν από το 1960 και μετά33. Η Ciudad Nezahualcoyotl, για παράδειγμα, είχε το πολύ 10.000 κατοίκους το 1957, ενώ σήμερα αυτό το φτωχό προάστιο της Πόλης του Μεξικό έχει 3 εκατομμύρια κατοίκους. Η Villa El Salvador –μία από τις μεγαλύτερες barriadas της Λίμα– ιδρύθηκε το 1971 με τη χορηγία της στρατιωτικής κυβέρνησης του Περού και μέσα σε μερικά χρόνια είχε πληθυσμό πάνω από 300.000. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε πως οι κάτοικοι των φτωχογειτονιών, ενώ είναι μόνο το 6% του πληθυσμού της πόλης των ανεπτυγμένων χωρών, αποτελούν το συγκλονιστικό 78,2% των άστεων στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό ισούται ακριβώς με το ένα τρίτο του παγκόσμιου αστικού πληθυσμού34. «Οι παγκόσμιες δυνάμεις διώχνουν τους ανθρώπους από την ύπαιθρο –η μηχανοποίηση της γεωργίας στην Ιάβα και την Ινδία, οι εισαγωγές τροφίμων στο Μεξικό, την Αϊτή και την Κένυα, οι εμφύλιοι και η ξηρασία στην Αφρική, και παντού η παγίωση των μικρών περιουσιών σε μεγάλες και ο ανταγωνισμός των αγροτικών επιχειρήσεων βιομηχανικής κλίμακας– μοιάζουν να συντηρούν την αστικοποίηση ακόμα και όταν η “έλξη” της πόλης έχει αποδυναμωθεί δραστικά από το χρέος και την οικονομική ύφεση. Σαν αποτέλεσμα, η ραγδαία αστική ανάπτυξη στο ευρύτερο πλαίσιο της δομικής αναπροσαρμογής, της υποτίμησης του νομίσματος και της κρατικής οικονομικής λιτότητας έχουν γίνει η αναπόφευκτη συνταγή για τη μαζική παραγωγή παραγκουπόλεων.»35 Οι σύγχρονοι αναλυτές υποστηρίζουν πώς η αστικοποίηση και η συνεπακόλουθη μεγέθυνση των πόλεων θα ενισχυθεί μέσα στα επόμενα χρόνια με ανησυχητικούς ρυθμούς, αποσυνδεμένη μάλιστα από την οικονομική ανάπτυξη και την αγορά εργασίας.
darhavi
phnom pehn
rocinha
33- Όπως προαναφέραμε, το οικονομικό σοκ του 1980 οδήγησε σε ακόμη πιο έντονους ρυθμούς αστικοποίησης και επέκταση των παραγκουπόλεων σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο. 34- Τα στοιχεία αυτής της παραγράφου αντλήθηκαν από: Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/New York: VERSO 35- Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/New York: VERSO (μετάφραση δική μας)
ho chi minh 37
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Σύμφωνα με τον M.Davis (2006) οι πόλεις έχουν απορροφήσει σχεδόν τα 2/3 της παγκόσμιας αύξησης του πληθυσμού από το 1950 και συνεχώς αυξάνονται. Εντωμεταξύ, οι αγροτικές περιοχές παγκόσμια έχουν αγγίξει τον μάξιμουμ πληθυσμό τους (3,2 δις), ο οποίος θα αρχίσει να μειώνεται μετά το 2020. Όσο πιο αδυσώπητος γίνεται ο καπιταλισμός, τόσο οξύνονται οι αντιθέσεις του: Η ύπαιθρος ερημώνεται πληθυσμιακά, ενώ οι πόλεις καλούνται να αναλάβουν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα θα είναι οι πόλεις να πιστώνονται όλη την μελλοντική πληθυσμιακή αύξηση, που αναμένεται να φτάσει στην ακμή της το 2050. Το 95% της τελικής αύξησης της ανθρωπότητας θα συντελεστεί στις αστικές περιοχές των αναπτυσσόμενων χωρών, των οποίων ο πληθυσμός θα διπλασιαστεί φτάνοντας σχεδόν τα 4 δισεκατομμύρια μέσα στην επόμενη γενιά36. Η ανάπτυξη μεγα-πόλεων με πληθυσμό μεγαλύτερο των 8 εκατομμυρίων και υπερ-πόλεων με μεγαλύτερο των 20 εκατομμυρίων θα είναι σίγουρα το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, τα τρίτα τέταρτα του βάρους της πληθυσμιακής αύξησης θα το σηκώσουν δευτερεύουσες πόλεις που περνούν απαρατήρητες και μικρότερες αστικές περιοχές. Μέρη όπου, όπως τονίζουν οι ερευνητές του ΟΗΕ, «υπάρχουν λίγα ή καθόλου σχέδια για φροντίδα αυτών των ανθρώπων ή για παροχή υπηρεσιών σε αυτούς». Ήδη οι μικρές πόλεις και οι πρόσφατα αστικοποιημένες κωμοπόλεις απορροφούν την πλειοψηφία της εργατικής δύναμης της υπαίθρου που πλεονάζει ύστερα από την αναδιάρθρωση της αγοράς μετά το 197937. Άμεσο αποτέλεσμα θα είναι η γιγάντωση του ζητήματος της κατοικίας και των παραγκουπόλεων. Ήδη μπορεί να υπάρχουν περισσότερα από 250.000 slums στον πλανήτη. Μόνο οι πέντε μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της νότιας Ασίας (Καράτσι, Μουμπάι, Δελχί, Καλκούτα και Ντάκα) περιλαμβάνουν σχεδόν 15.000 διακριτές κοινότητες slums με συνολικό πληθυσμό μεγαλύτερο των 20 εκατομμυρίων. Ένας ακόμη μεγαλύτερος πληθυσμός στριμώχνεται στην αστικοποιημένη παράκτια ζώνη της δυτικής Αφρικής, και η λίστα επεκτείνεται σε όλο το μήκος του Παγκόσμιου Νότου. Τα slums φαίνεται να απομένουν ως μια διαρκώς επεκτεινόμενη λύση, τη μοναδική ίσως, στο πρόβλημα της πλεονάζουσας ανθρωπότητας. Οι φτωχοί δεν έχουν άλλη επιλογή από την αυτοστέγαση. Δημιουργείται, έτσι, ένας ολόκληρος κόσμος αποκλεισμένων πλάι στις ανεπτυγμένες μητροπόλεις. 36- Πράγματι, ο συνολικός πληθυσμός της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας ήδη αντιστοιχεί σχεδόν στον πληθυσμό της Ευρώπης μαζί με την Βόρεια Αμερική. M.Davis (2006) 37- Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/New York: VERSO (μετάφραση δική μας) εικ11: Η Boca la Caja δίπλα απ’ το οικονομικό κέντρο του Panama City, Σεπτέμβρης 2013.
38
«Οι πόλεις του μέλλοντος, αντί να είναι φτιαγμένες από γυαλί και μέταλλο όπως οραματίζονταν προηγούμενες γενιές πολεοδόμων (urbanists), είναι κυρίως κατασκευασμένες από ακατέργαστο τούβλο, άχυρο, ανακυκλωμένο πλαστικό, κομμάτια τσιμέντο και παλιά ξύλα. Αντί για πόλεις φωτός που εκτοξεύονται προς τον παράδεισο, μεγάλο μέρος του αστικού κόσμου του 21ου αιώνα πραγματοποιούν αυθαίρετες καταλήψεις στην αθλιότητα, περιβαλλόμενοι από μόλυνση, περιττώματα και σήψη.» (Davis,2006).
39
Ορίζοντας τις πρακτικές αυτοστέγασης Όπως βλέπουμε από τα προηγούμενα κεφάλαια πάνω στη γη εγγράφονται πιο φανερά και γίνονται καλύτερα κατανοητές από όλους οι κοινωνικές αδικίες. Το ζήτημα της κατοικίας είναι ένα πρόβλημα διευρυμένο τόσο χωρικά όσο και χρονικά. Ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές) η κρίση της κατοικίας παίρνει διαφορετικές μορφές και μέγεθος. Πιο συγκεκριμένα, η υφαρπαγή γης στον Παγκόσμιο Νότο έχει τρομακτική ένταση και γεωγραφική εξάπλωση σε σύγκριση με τον Παγκόσμιο Βορρά, από τα χρόνια της αποικιοκρατίας μέχρι τις σύγχρονες οικονομικές, και όχι μόνο, επεμβάσεις. Τα slums του Τρίτου Κόσμου αποκτούν άλλες διαστάσεις από τα πρώτα της Βιομηχανικής Επανάστασης, τόσο από χωρική, υλική διάσταση όσο και από κοινωνική. Οι διαφορές αυτές εκτός από τη μορφή που παίρνει η κρίση της κατοικίας εντοπίζονται και ως προς το είδος της απάντησης. Ο αναρχικός αρχιτέκτονας John Turner είχε δηλώσει πως «η κατοικία είναι ρήμα» στην προσπάθειά του να εξηγήσει τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί στην κάλυψη της ανάγκης κατοικίας και τις διάφορες παραμέτρους που πρέπει να λάβουν υπόψιν. «Οι φτωχοί των πόλεων πρέπει να λύσουν μια περίπλοκη εξίσωση, καθώς πρέπει να βελτιστοποιήσουν το κόστος, την ασφάλεια της διαμονής, την ποιότητα της στέγασης, τη διαδρομή προς τη δουλειά, και μερικές φορές την προσωπική ασφάλεια.»38 38- Κομπρεσέρ, (2014), «Mike Davis – Η εξάπλωση των φτωχογειτονιών», http:// kompreser.espivblogs.net/2016/07/11/mike-davis-η-εξάπλωση-των-φτωχογειτονιών, [πρόσβαση 28/11/2016] εικ12: Σκηνές από καταληψίες στο Brooklyn, οι οποίοι κάνουν επισκευές στο κτίριο όπου διαμένουν, Νέα Υόρκη, δεκαετία του ‘90.
41
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Πολλές φορές οι αποκλεισμένοι δεν έχουν άλλη λύση πέρα από την αυτοστέγαση, δηλαδή, την κάλυψη της ανάγκης τους για στέγαση με οποιοδήποτε διαθέσιμο μέσο και τρόπο, χωρίς κάποια εξωτερική βοήθεια. Εδώ κρίναμε σκόπιμο να κατηγοριοποιήσουμε με έναν απλό και ευκρινή τρόπο τις πρακτικές αυτοστέγασης. Τα όρια των παρακάτω υποομάδων στην πρακτική τους εφαρμογή δεν είναι τόσο καθαρά, μιας που το έννομο καθεστώς μπορεί από τη μία να αλλάξει ή να είναι θολό εξ αρχής, ή μιας που η κατάληψη ενός κτιρίου δεν αποκλείει την αυτοκατασκευή εντός του ή στα όριά του, κ.ο.κ. Οι υποομάδες δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, αντιθέτως στην πραγματικότητα διαπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται με διάφορους τρόπους. Η κατηγοριοποίηση έχει γίνει με βάση το αντίστοιχο διάγραμμα των Βρυχέα/Λωράν (1993). Επομένως, η αυτοστέγαση μπορεί να διακριθεί ως νόμιμη ή παράνομη ανάλογα με το νομικό καθεστώς, αν υπάρχει δηλαδή έννομος τίτλος ιδιοκτησίας, άδεια ανοικοδόμησης ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο. Παραδείγματος χάριν, όπως έχουμε αναφέρει και στο προηγούμενο κεφάλαιο, στις περιπτώσεις πειρατικής αστικοποίησης ενώ υπάρχει τίτλος ιδιοκτησίας των οικοπέδων, τα κτίσματα είναι, στην πλειοψηφία τους, αυθαίρετα. Στη συνέχεια, αυτοστέγαση μπορεί να σημαίνει ιδιοκατασκευή, δηλαδή την περίπτωση που οι χρήστες αναλαμβάνουν οι ίδιοι το σχεδιασμό, την παραγωγή, τη διαχείριση και τη συντήρηση του δομημένου χώρου με ό,τι μέσο, φυσικό ή βιομηχανικό, έχουν διαθέσιμο, ή κατάληψη. Η κατάληψη μπορεί να περιλαμβάνει καταλήψεις κτιρίων, όπως το κύμα των καταλήψεων στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’60 και μετά, που αναπτύχθηκε στα πλαίσια μιας γενικότερης πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, ή καταλήψεις γης, όπως είναι οι παραγκουπόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Στις καταλήψεις γης πάντα εμπεριέχεται η ιδιοκατασκευή της κατοικίας. Τέλος, μπορεί να είναι μία λύση ατομική ή συλλογική. Από όλο το φάσμα των πρακτικών αυτοστέγασης, επιλέξαμε να ασχοληθούμε με παραδείγματα συλλογικής αυτοστέγασης. Εδώ δεν εξετάζουμε τόσο το πώς ξεκίνησαν, μιας που οι συνθήκες αφετηρίας τέτοιων εγχειρημάτων δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρες ή γνωστές. Ακόμα κι αν αφετηρία ήταν η πρωτοβουλία κάποιων ατομικοτήτων, ως συλλογική αυτοστέγαση εννοούμε τα εγχειρήματα που κατά τη διάρκεια του χρόνου ζωής τους αγκαλιάστηκαν και οικειοποιήθηκαν και από άλλους, και που οι χρήστες ανέπτυξαν δεσμούς μεταξύ τους δημιουργώντας εν τέλει μια ζωντανή κοινότητα. Αυτό που χαρακτηρίζει μια κοινότητα είναι η συνεχής αλληλεπίδραση μεταξύ των στοιχείων που την αποτελούν. Η ζύμωση αυτή μεταξύ των ατόμων-μελών της κοινότητας διαμορφώνει την καθημερινότητά τους και τις κοινωνικές σχέσεις και δημιουργεί δομές και δίκτυα αλληλοϋποστήριξης. Επιπλέον, θελήσαμε να αναδείξουμε τις περιπτώσεις εκείνες που 42
Ορίζοντας τις πρακτικές αυτοστέγασης
εμπεριέχουνε, ακόμα κι αν δεν το επεδίωξαν εξ αρχής οι ίδιοι, ένα, μικρό έστω, επίπεδο αυτοοργάνωσης των κατοίκων. Ως αυτοοργάνωση αναφερόμαστε σε εκείνες τις διαδικασίες που έχουν σαν αποτέλεσμα τη συλλογική συμπεριφορά μέσω της αλληλεπίδρασης των στοιχείων μεταξύ τους. Αποκλείονται, δηλαδή, όσες υπακούουν σε ένα κέντρο ελέγχου και λήψεως αποφάσεων, που ως στόχο έχει την προκαθορισμένη συμπεριφορά των μελών ενός συστήματος, και κατ’ επέκταση του ίδιου του συστήματος. Επομένως η αυτοοργάνωση περιγράφει όλες εκείνες τις διεργασίες, τουλάχιστον θεωρητικά, που καθορίζουν τα bottom-up39 (από-κάτω-προςτα-επάνω) φυσικά και τεχνητά φαινόμενα40. Η αυτοοργάνωση εμπεριέχει και την αυτοδιαχείριση με σκοπό τη συντήρηση του συστήματος, αλλά όχι το αντίθετο, καθώς η αυτοδιαχείριση μπορεί να υφίσταται μέσα στα όρια ενός ήδη εγκαθιδρυμένου και οργανωμένου από άλλους συστήματος. Η παραπάνω επιλογή προέκυψε από την επιθυμία μας να εξετάσουμε παραδείγματα που οι ίδιοι οι χρήστες, λόγω των αντίξοων συνθηκών, καλέστηκαν και αποφάσισαν να καλύψουν μόνοι τους την ανάγκη για στέγαση, και κατ’ επέκταση κατοικία, αυτοοργανωμένα, δηλαδή χωρίς κάποια εξωτερική βοήθεια, και καθαρά λόγω ανάγκης41. Ορίζοντας την αυτοοργάνωση ως τρόπο οργάνωσης και συλλογικοποίησης ατομικοτήτων και ομάδων, στόχος μας να είναι ερευνήσουμε τόσο τις μεθόδους αυτοδιοίκησής τους όσο και τον αντίκτυπό της στο χώρο και το αντίστροφο, τη χωρική τους οργάνωση με βάση τη διοικητική τους, μιας που τα δύο αυτά έχουν μια αμφίδρομη σχέση και αλληλοεπηρεάζονται. Επιπλέον, επιχειρούμε να διερευνήσουμε τις προοπτικές και τις αδυναμίες τέτοιων εγχειρημάτων, και, τέλος, να ορίσουμε τα όριά τους σε σύγκριση με το συνολικό αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση, αφού πολλές φορές συναντώνται περιπτώσεις που είτε έχουν επηρεαστεί εξ αρχής, είτε έχουν υιοθετήσει στην πορεία, στοιχεία από ριζοσπαστικές ιδεολογίες, ενισχύοντας τους αγώνες τους. Πότε, δηλαδή, περιορίζονται στον αποσπασματικό, μονοθεματικό, διεκδικητικό τους χαρακτήρα, καλύπτοντας απλώς τα κενά της κρατικής οργάνωσης, και πότε σπάνε τα όρια του αγώνα για επιβίωση, δημιουργώντας σχέσεις με 39- Bottom-up VS Up-to-bottom: οι δύο αυτοί ορισμοί περιγράφουν δύο αντίθετες διαδικασίες. Η πρώτη περιγράφει τη σύνθεση ενός συστήματος από το κάθε στοιχείο ξεχωριστά και τη σύνδεση μεταξύ τους, ενώ η δεύτερη την αποσύνθεση ενός συστήματος στο κάθε ένα στοιχείο-μέλος του. Οι δύο αυτές διαδικασίες μπορούν να βρουν εφαρμογή σε ένα τεράστιο εύρος τομέων από την αρχιτεκτονική, μέχρι οποιοδήποτε είδους προγραμματισμό. Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Top-down_and_bottom-up_design 40- Αν και η αυτοοργάνωση είναι μια διαδικασία οριζόντια και όχι κάθετη, υπάρχουν διάφορα επίπεδα και δεν αποκλείονται άτυπες ιεραρχίες εντός της. 41- Για το λόγο αυτό, δε θα εξετάσουμε εδώ το κίνημα των καταλήψεων στη βόρεια κατά κύριο λόγο Ευρώπη κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60-’70, που αν και μαζικό, είχε περισσότερο ιδεολογικές καταβολές.
43
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
την υπόλοιπη κοινωνία και παράγοντας ριζοσπαστικό λόγο και πρακτικές. Τα παραδείγματα που έχουμε διαλέξει πέρα από το κριτήριο της συλλογικής αυτοοργάνωσης, προσπαθήσαμε να καλύπτουν το μεγαλύτερο δυνατό φάσμα των πρακτικών αυτοστέγασης και να αναφέρονται σε διαφορετικές περιοχές με διαφορετικές τοπικές ιδιαιτερότητες, ώστε να έχουμε μια πιο σφαιρική και ολοκληρωμένη άποψη εξετάζοντας τις ομοιότητες αλλά και τις διαφορές τους. Τα εγχειρήματα λοιπόν που θα αναλυθούν παρακάτω είναι τα εξής: μια κατάληψη σε έναν ουρανοξύστη στο κέντρο του Καράκας της Βενεζουέλας, μια αυτόνομη κοινότητα στο Σαντιάγκο της Χιλής και το κίνημα των ακτημόνων MST της Βραζιλίας. Από τον ανεπτυγμένο κόσμο θα αναλύσουμε τη στεγαστική κοοπερατίβα Milton Parc του Καναδά και την μία «κατακόρυφη» παραγκούπολη δίπλα στο Hong Kong της Κίνας.
44
45
Torre David Καράκας||Βενέζουέλα||2007-2014 Το Centro Financiero Confinanzas42, γνωστό και ως Torre David43, είναι ένα ημιτελές σύμπλεγμα κτιρίων στο Καράκας, την πρωτεύουσα της Βενεζουέλας. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1990 από τον επενδυτή David Brillembourg με τη φιλοδοξία να αποτελέσει ένα εμβληματικό σύμβολο στην καρδιά της τότε αναπτυσσόμενης μητρόπολης. Περιλαμβάνει έναν πύργο 45 ορόφων, που θα στέγαζε ένα ξενοδοχείο και τα γραφεία μιας χρηματοπιστωτικής εταιρείας, ένα κτίριο 19 ορόφων που προοριζόταν για πολυτελή διαμερίσματα, ένα κτίριο-παρκινγκ 10 ορόφων, και ένα τέταρτο κτίριο με εσωτερικό αίθριο ύψους 30 μέτρων που θα αποτελούσε τον κεντρικό ημι-δημόσιο χώρο του συγκροτήματος. Ο πρόωρος θάνατος του επενδυτή του το 1993, και η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη Βενεζουέλα το 1994, ανάγκασε την αρμόδια για την ανέγερση του κτιρίου εταιρία να εγκαταλείψει το έργο λόγω πτώχευσης. Οι οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούσαν πλέον τέτοιες επενδύσεις, οπότε καμία άλλη εταιρία δεν ανέλαβε τη συνέχιση του έργου. Από τότε το κτίριο έχει μείνει ανολοκλήρωτο επ’ αόριστον, μόνο με το φορέα από μπετόν ολοκληρωμένο και κατά τόπους τη γυάλινη όψη. Πέντε χρόνια μετά το κτίριο πέρασε στην ιδιοκτησία κάποιου κρατικού φορέα και παρέμεινε κενό για περισσότερο από μια δεκαετία, ώσπου, το φθινόπωρο 42- Ο κύριος όγκος των πληροφοριών έχει βασιστεί στο άρθρο «Torre David: (ανά)κτηση ενός καπιταλιστικού χώρου», Κομπρεσέρ: για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014, σελ. 27-35. 43- Ελληνική μετάφραση: «Πύργος του Δαβίδ» εικ14: Τμήμα της όψης του κεντρικού κτιρίου του συγκροτήματος. Η ποικιλία που παρουσίαζε στο εσωτερικό του μεταφράστηκε αντίστοιχα και στις όψεις του.
47
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
του 2007, μια ομάδα ανθρώπων το κατέλαβε με σκοπό να καλύψει την ανάγκη της για στέγη. Σύντομα ο Torre David αποτέλεσε το σπίτι πολλών άστεγων και κατοίκων των παραγκουπόλεων που αναζητούσαν τρόπο να ξεφύγουν από τις συχνές πλημμύρες και τις κατολισθήσεις που ταλαιπωρούσαν τους καταυλισμούς τους. Το χαρακτηριστικό της κατάληψης που προσέλκυσε τόσους δεν ήταν τόσο η δυνατότητα να μοιραστεί ο τεράστιος κτιριακός όγκος σε πολλές επαρκείς κατοικίες, όσο η θέση του κοντά στο κέντρο της πόλης όπου οι ευκαιρίες για εργασία ήταν περισσότερες. Μέχρι το 2009 περίπου 200 οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στον κεντρικό πύργο, ενώ μέχρι το 2014, ο αριθμός τους είχε φτάσει περίπου τις 1.200 οικογένειες και τους 3.000 ανθρώπους. Για αυτούς ο ουρανοξύστης μετατράπηκε σε μια κατάληψη στέγης όπου έζησαν για επτά περίπου χρόνια έως την έξωσή τους. Μια κατακόρυφη «παραγκούπολη» όχι στις παρυφές κάποιου λόφου ή στην περιφέρεια κάποιας μητρόπολης, όπως μέχρι τότε ήταν σύνηθες44, αλλά ακριβώς στο κέντρο της. Το 2014 το κράτος της Βενεζουέλας αποφάσισε στο πλαίσιο της νέας στεγαστικής πολιτικής να εκκενώσει την κατάληψη παρά τις διαμαρτυρίες των κατοίκων της και να τους μεταφέρει σε νεόδμητα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας σχεδόν 50 χιλιόμετρα έξω από την πόλη45. Οι τελευταίες οικογένειες εκδιώχθηκαν από τον Torre David στις 28 Μαΐου 201546. Η πολιτικοοικονομική κατάσταση των τελευταίων χρόνων του Καράκας και της Βενεζουέλας προσέδωσε στην κατάληψη του Torre David έναν έντονο συμβολισμό, ακόμα και αν αυτός δεν επιδιώχθηκε από τους κατοίκους. 44- «(…)κυρίως στην αστική γη χαμηλής αξίας, συνήθως σε επικίνδυνες ή ακραία περιθωριακές τοποθεσίες, όπως σε πλημμυρικές πεδιάδες, πλαγιές λόφων, βάλτους ή μολυσμένες και εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές περιοχές.» και «Οι φτωχοί των πόλεων, εν τω μεταξύ, υποχρεώνονται να εγκατασταθούν σε μέρη επικίνδυνα και κατά τ’ άλλα εντελώς ακατάλληλα για χτίσιμο, σε απόκρημνες πλαγιές, όχθες ποταμών και εδάφη που πλημμυρίζουν διαρκώς. Αλλιώς καταλαμβάνουν χώρους στις θανατηφόρες πλαγιές, όχθες ποταμών και εδάφη χημικών εργοστασίων, χωματερών με τοξικά ή στα όρια αυτοκινητόδρομων και σιδηρόδρομων. Σαν αποτέλεσμα, έχει “παραχθεί” από τη φτώχια ένα πρόβλημα αστικών καταστροφών πολύ συχνό (…) όπως οι καταστροφικές πλημμύρες λάσπης στο Καράκας». Πηγή: Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/ New York: VERSO. 45- «Με εκπληκτική ταχύτητα, η κυβέρνηση ξεκίνησε την διαδικασία εκκένωσης πριν δύο ημέρες και δήλωσε την πρόθεσή της να μεταφέρει τις 1200 οικογένειες σε ένα νέο πρόγραμμα κοινωνικής κατοίκησης από τον Σεπτέμβριο. (…) Αυτό που ξέρουμε είναι ότι από τις περίπου 100 οικογένειες που ήδη έχουν απομακρυνθεί από τον «Πύργο», όλες έχουν σταλεί σε κυβερνητικά κτίρια κατοικίες σε μία μικρή πόλη 50 χιλιόμετρα από το Καράκας.», ανακοίνωση του University of Trinidad and Tobago στην ιστοσελίδα // torredavid.com στις 23 Ιουλίου 2014, μετάφραση δική μας. 46- Πηγή: https://es.wikipedia.org/wiki/Centro_Financiero_Confinanzas
48
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε το εν λόγω εγχείρημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στην αρχή της ανέγερσης του ουρανοξύστη -συνοδευόμενες από τις φιλοδοξίες του επενδυτή- με την πραγματικότητα που δημιούργησαν εντός του οι καταληψίες. Το πώς ένα κτίριο σύμβολο του καπιταλισμού μετατράπηκε σε πρότυπο αυτοοργανωμένης κατοίκησης. Εξετάζοντας την ιστορία της πόλης, αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι πρόκειται για μία πόλη με έντονο το πρόβλημα του υπερπληθυσμού47, κάτι που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο το ζήτημα της κατοικίας. Ήδη από τον 20ο αιώνα παρατηρείται το φαινόμενο της αστικοποίησης με τους πληθυσμούς της υπαίθρου να αναζητούν στα αστικά κέντρα τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους. Ειδικότερα, η πόλη διήνυσε μια περίοδο έντονης οικονομικής ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του συγκεκριμένου αιώνα, λόγω της εκμετάλλευσης των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου. Στη συνέχεια , η περίοδος μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε νέο κύμα μεταναστών48. Μέσα σε πενήντα χρόνια ο πληθυσμός τετραπλασι-
εικ15: Άποψη του «Πύργου».
47- Το Καράκας έχει υπερβεί την περίμετρο των διοικητικών του ορίων λόγω της συνεχούς αύξησης του πληθυσμού του. Από το 1936 μέχρι το 1990 ο τελευταίος αυξήθηκε 11,6 φορές. Σύμφωνα με την απογραφή του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής 2011, η μητροπολιτική πόλη είχε πληθυσμό 3.904.376 κατοίκους, ενώ η Μπολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας το 2016 εκτιμάται ότι έχει πληθυσμό 31.028.637. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 1% του πληθυσμού κατοικεί στην πρωτεύουσα. Πηγή: // wikipedia.org 48- Μεταξύ του 1940 και του 1950, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει ένα αυξημένο κύμα ευρωπαϊκών μεταναστών, κυρίως Ισπανών, Πορτογάλων, Ιταλών και, σε μικρότερο βαθμό κοινότητες Γερμανών, Γάλλων, Βρετανών και της Ανατολικής Ευρώπης (κυρίως Εβραίων). Πηγή: //wikipedia.org
49
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
άστηκε και η πόλη βίωσε μια περίοδο έντονης αστικής ανάπτυξης. Από τότε και μετά παρατηρείται μια συνεχώς αυξανόμενη ροή μεταναστών, από το εσωτερικό της χώρας και το εξωτερικό, προς το Καράκας και τις υπόλοιπες μητροπολιτικές πόλεις της Βενεζουέλας. Ωστόσο, το Καράκας, όπως και πολλές άλλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής, διαθέτει περιορισμένο χώρο καθώς περιβάλλεται από βουνά και λόφους, γεγονός που δεν επέτρεψε τη διάχυσή του. Το παραπάνω, μαζί με τον μεγάλο πληθυσμό του και τις συνεπακόλουθα αυξημένες ανάγκες για στέγαση, οδήγησαν σε αύξηση της αστικής πυκνότητας, κάλυψη κάθε αδόμητου χώρου και καθ’ ύψος ανάπτυξη. Παράλληλα, για όσους η ενοικίαση ή η αγορά ενός διαμερίσματος στο κέντρο της πόλης ήταν απαγορευτική, μοναδική λύση ήταν η αυτοστέγαση. Ήδη από τη δεκαετία του ’60 μεγάλο μέρος του πληθυσμού που ερχόταν στο Καράκας άρχισε να εγκαθίσταται, με όποιο τρόπο μπορούσε, στους πρόποδες των γύρω λόφων, οι οποίοι καλύφθηκαν σταδιακά από παραγκουπόλεις «ranchos» παρά τις συχνές κατολισθήσεις και πλημμύρες λάσπης. Σύμφωνα με τον R. Zibechi(2010) το 50% του πληθυσμού στο Καράκας ζει σε οικισμούς πρόχειρης εγκατάστασης, χωρίς νόμιμη ιδιοκτησία γης και με άθλιες υπηρεσίες παροχής νερού. Έτσι από τη μία έχουμε τη ραγδαία ανοικοδόμηση του καπιταλιστικού Καράκας και από την άλλη την εξάπλωση των φτωχογειτονιών. Ο Torre David ήρθε να κατασκευαστεί σε αυτή τη χρονική περίοδο με σκοπό να αποτελέσει ένα ακόμα τυπικό παράδειγμα της ηγεμονικής αρχιτεκτονικής και να κυριαρχήσει στην αγορά ακινήτων. Το στεγαστικό πρόβλημα του Καράκας διογκώθηκε σημαντικά με την
εικ16(πάνω): Άποψη παραγκούπολης στο κέντρο του Καράκας. εικ17(δεξιά): Κατανομή χρήσεων στην όμορη περιοχή του συγκροτήματος.
50
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις αρχές του ’90. Από τη μία λοιπόν η κρίση προκάλεσε την αναμενόμενη αύξηση της ανεργίας, και από την άλλη, η εσωτερική μετανάστευση συνεχιζόταν με σταθερό ρυθμό καθώς η επιβίωση στην ύπαιθρο έγινε ακόμα πιο δύσκολη. Η αντίφαση αυτή είχε ως συνέπεια την κατακόρυφη αύξηση των αστέγων και των κατοίκων των παραγκουπόλεων. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της κρίσης προκάλεσαν κοινωνικές εξεγέρσεις με αποτέλεσμα την ανάληψη της εξουσίας από τον Ούγκο Τσάβες το 199949. Το νέο καθεστώς προσπάθησε να εφαρμόσει διάφορες προνοιακές στεγαστικές πολιτικές οι οποίες όμως αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Για να αποφύγει η κυβέρνηση το πολιτικό αδιέξοδο και να διατηρήσει την κοινωνική συναίνεση, επέτρεψε και παρότρυνε τους άστεγους να καταλάβουν τα κενά κελύφη και οικόπεδα, κυρίως πρώην βιομηχανικές και αγροτικές εκτάσεις που είχαν εγκαταλειφτεί μετά την οικονομική κατάρρευση της προηγούμενης δεκαετίας. Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, η κατάληψη μετατράπηκε σε κοινή πρακτική για τη στέγαση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων. Με δεδομένο ότι, όπως περιγράφηκε προηγουμένως, οι αδόμητες εκτάσεις στην περιφέρεια του Καράκας λιγόστευαν, οι άστεγοι στράφηκαν προς τα εγκαταλελειμμένα κτίρια του κέντρου της πόλης. Μέσα από αυτές τις συνθήκες και αυτή την παράδοση στις καταλήψεις, αναδύθηκε η κατάληψη του Torre David. 49- Ο Hugo Rafael Chávez Frías (28 Ιουλίου 1954 - 5 Μαρτίου 2013) ήταν στρατιωτικός και πολιτικός με σοσιαλιστικές ιδέες. Εξελέγη Πρόεδρος της Βενεζουέλας το 1998 και επανεξελέγη το 2006 και το 2012. Πηγή: //wikipedia.org
πηγή: U-TT
51
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Τους πρώτους μήνες της κατάληψης oι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο ισόγειο του πύργου όπου έστησαν σκηνές και άλλες πρόχειρες κατασκευές με σκοπό να καλύψουν άμεσα τις ατομικές τους ανάγκες. Ο βαθμός του εκ των προτέρων σχεδιασμού της κατάληψης δεν είναι γνωστός, παρόλα αυτά η ανάγκη της διαχείρισής της αναγνωρίστηκε εξαρχής από όλους τους κατοίκους που άρχισαν να αναζητούν τρόπους και δομές οργάνωσης. Τα πρώτα δείγματα συλλογικής (αυτό)οργάνωσης ήταν η δημιουργία δομών όπως κουζίνες, καθαριότητα και περιφρούρηση με σκοπό την κάλυψη των συλλογικών, αυτή τη φορά, αναγκών. Παράλληλα, άρχισε να συγκροτείται μια συλλογικότητα με την ονομασία «Asociación Cooperativa de Vivienda: Caciques de Venezuela» («Συνεργατικός Σύνδεσμος Κατοίκων») με στόχο την προώθηση της νομιμοποίησης της κατάληψης50, τη διαχείριση του χώρου και τη ρύθμιση της καθημερινής ζωής των κατοίκων51. Η νομική αναγνώριση εν τέλει επήλθε μέσω των δεσμών της συλλογικότητας με το κόμμα του Τσάβες. Τέλος, η ίδια συλλογικότητα ήταν αυτή που διαπραγματεύτηκε με το κράτος για την εκκένωση της κατάληψης και τη μετεγκατάσταση των κατοίκων. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους βίωναν την κατάληψη ως μόνιμη κατοικία και αυτό επιβεβαιώνεται από την συνεχή επιμέλεια με την οποία αντιμετώπισαν τόσο το κτίριο καθαυτό όσο και τα συλλογικά τους όργανα. Βέβαια οι διαδικασίες τους δεν ήταν στη βάση της ομοφωνίας και σύντομα διαμορφώθηκαν ιεραρχίες. Η οργάνωση της συλλογικότητας είχε μάλλον πατερναλιστικό χαρακτήρα και γραφειοκρατική δομή, αφού μέχρι το τέλος αποτελούνταν κυρίως από την ίδια ομάδα των πρώτων κατοίκων και είχε τον ίδιο πρόεδρο, ενώ λειτουργούσε με αυστηρό καταστατικό και τακτικές διαδικασίες. Η οργάνωση της κοινότητας θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ομόκεντρους κύκλους εξουσίας. Το κέντρο τους αποτελούσε η «la Directiva» («η Διοίκηση») με τον πρόεδρό52 της. Ο πυρήνας αυτός συνεδρίαζε δύο φορές τη βδομάδα και έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τα καθημερινά ζητήματα της κατάληψης. Στη συνέχεια, η διαχείριση του Torre David ήταν χωρισμένη σε τρείς σημαντικούς τομείς: την υγεία, τη ψυχαγωγία και την ασφάλεια. Συνεπώς τον αμέσως επόμενο κύκλο αποτελούσαν οι υπεύθυνοι του κάθε τομέα. Αυτοί αποτελούσαν 50- Ήδη έχουμε αναφέρει ότι οι πολιτικές αυτές ήταν ανεκτές -ως ένα βαθμό και για κάποιο χρονικό διάστημα- από την κεντρική εξουσία. 51- Σκοπός του συνδέσμου, όπως αναφέρει το καταστατικό του, είναι «να προωθήσει την κατασκευή ενός αστικού περιβάλλοντος το οποίο να παρέχει αξιοπρεπή κατοικία». Πηγή: «Torre David: (ανά)κτηση ενός καπιταλιστικού χώρου», Κομπρεσέρ: για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014, σελ. 27-35. 52- Ο πρόεδρος ήταν αυτός που είχε πολιτικές επαφές με τον Τσάβες χάρη στις οποίες επετεύχθην η νομιμοποίηση –για κάποια χρόνια– της κατάληψης.
52
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
ουσιαστικά τον διαμεσολαβητή μεταξύ των κατοίκων και της Διοίκησης. Ο αμέσως επόμενος κύκλος εξουσίας ήταν οι συντονιστές του ορόφου, που διαχειρίζονταν τη κατανομή του χώρου σε κάθε επίπεδο, τον έλεγχο λειτουργίας των υποδομών και την προώθηση στη Διοίκηση των ζητημάτων που απασχολούσαν τους κατοίκους που αντιπροσώπευε. Κάθε όροφος είχε τη δικιά του υποχρεωτική εβδομαδιαία συνέλευση. Ο συντονιστής είχε το δικαίωμα να διακόψει την ηλεκτροδότηση όποιου διαμερίσματος δεν συμμετείχε στη συνέλευση μέχρι την επόμενη. Από την αυστηρή οργανωτική της δομή, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο έλεγχος ήταν βασικό χαρακτηριστικό της κοινότητας. Με τη δικαιολογία του περιορισμού των φαινομένων εγκληματικότητας, που συναντώνται στις γειτονικές παραγκουπόλεις, η Διοίκηση είχε υπό τον έλεγχό της την πρόσβαση και την κυκλοφορία στο συγκρότημα. Σε κάθε είσοδο εγκατέστησαν πόρτα ασφαλείας με ηλεκτρονικό σύστημα. Δημιούργησαν, επίσης, μια ομάδα περιφρούρησης, οι οποία μάλιστα μισθωνόταν από την κοινότητα, και είχαν τη δικαιοδοσία να ελέγχουν τα στοιχεία οποιουδήποτε θεωρούσαν ύποπτο ή άγνωστο, ζητώντας του το λόγο για τον οποίο βρίσκεται στο συγκρότημα. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η κατάληψη δεν ήταν ανοιχτή σε όλους. Αντιθέτως, ειδικά μετά τα πρώτα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου χώρου είχε ήδη καλυφθεί, για να αποκτήσει μια οικογένεια διαμέρισμα έπρεπε πρώτα να κάνει αίτηση στο Σύνδεσμο Κατοίκων, να πάρει την έγκρισή του και να περιμένει μέχρι να βρεθεί ο διαθέσιμος χώρος. Επιπροσθέτως, ο Σύνδεσμος ήταν αρμόδιος για την εκδίωξη όσων παρέβαιναν τον γενικό κανόνα συμπεριφοράς53 πάνω από τρεις φορές. Για να βγάλουν εις πέρας τα λειτουργικά έξοδα54 της κατάληψης, ο Σύνδεσμος έπαιρνε μια μικρή μηνιαία χρηματική εισφορά. Η ουσιαστική συντήρηση των κτιριακών υποδομών και η διαμόρφωση των εσωτερικών τους χώρων άρχισε μετά το πέρας του πρώτου κρίσιμου διαστήματος της κατάληψης και αφού η άμεση απειλή της έξωσης υποχώρησε. Μέσα σε επτά χρόνια, η κατάληψη κατάφερε να δημιουργήσει μια ζωντανή μικρο-πόλη εντός της. Ο Torre David ήταν πλέον το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της κοινότητας με το χώρο. «Αυτό που βρήκαμε δεν ήταν ούτε ένα άντρο εγκληματικότητας, ούτε μια ρομαντική ουτοπία. Ο “Πύργος του Δαβίδ” είναι ένα κτίριο που έχει την πολυπλοκότητα μιας πόλης. Αναμειγνύει τυπικές δομές και άτυπες προσαρμογές για να παρέχει λύση στις επείγουσες ανάγκες και μας δείχνει πώς η από τα κάτω 53- Ακόμα και στο χώρο του γηπέδου ίσχυαν συγκεκριμένοι κανόνες που αφορούσαν τη συμπεριφορά των παιχτών και το δικαίωμα χρήσης του χώρου. 54- Σε αυτά περιλαμβάνονται η συντήρηση και η βελτίωση του κτιρίου, τα έξοδα για τις κοινωνικές δραστηριότητες, ο μισθός για τους φύλακες της κατάληψης και τέλος, μια οικονομική βοήθεια για να χτίσουν οι νέοι κάτοικοι το διαμέρισμά τους.
53
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
επινοητικότητα έχει την ικανότητα να κατευθύνει τις επικρατούσες αστικές ανεπάρκειες.»55 Όσον αφορά την κατανομή των χρήσεων, η πλειονότητα των κατοίκων έμενε στο κεντρικό κτίριο, τον «Πύργο», όπου είχαν καταληφθεί οι 28 από τους 45 ορόφους. Στους υπόλοιπους ορόφους η πρόσβαση είχε απαγορευθεί ύστερα από απόφαση της Διοίκησης για λόγους ασφάλειας και λειτουργικότητας, καθώς δεν υπήρχαν κάγκελα ούτε ανελκυστήρες. Στο ίδιο κτίριο συγκεντρώνονταν και οι εμπορικές υπηρεσίες του συγκροτήματος, διάσπαρτες καθ’ ύψος για να μπορέσουν να εξυπηρετηθούν όλοι οι όροφοι του συγκροτήματος. Στο δεύτερο κτίριο, αυτό των 19 ορόφων, το ισόγειο επιχειρήθηκε να μετατραπεί σε εκκλησία, της οποίας πάστορας ήταν ο πρόεδρος της Διοίκησης, αλλά δεν η κατασκευή της ολοκληρώθηκε ποτέ παρόλο που λειτουργούσε. Ο πρώτος όροφος χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τη Διοίκηση και οι υπόλοιποι είχαν κυρίως διαμερίσματα. Το τέταρτο κτίριο του συγκροτήματος, αυτό με το μεγάλο αίθριο, στέγαζε τις κοινωνικές δραστηριότητες της κοινότητας, καθώς και έναν μικρό αριθμό διαμερισμάτων.
55- Ανακοίνωση του University of Trinidad and Tobago στην ιστοσελίδα //torredavid.com στις 23 Ιουλίου 2014, μετάφραση δική μας.
54
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
εικ18(δεξιά): Kατανομή της κατάληψης στο συγκρότημα. εικ19(πάνω): H κατανομή των χρήσεων ανά όροφο στο κεντρικό κτίριο 45 ορόφων.
55
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Η προσβασιμότητα ήταν ένα μόνιμο πρόβλημα για την κοινότητα με δεδομένο ότι κανένα από τα κτίρια δεν εξυπηρετούνταν από ανελκυστήρες. «Πρέπει να κατέβω 26 ορόφους και να πάρω το λεωφορείο. Το πρόβλημα με τις σκάλες είναι μεγάλο, και πάντα παραπονιέμαι γιατί είναι δύσκολο. Μερικές φορές πρέπει να ανεβοκατέβω και τα 26 επίπεδα δύο, τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα μαζί με τα παιδιά μου. Δεν είναι εύκολο.»56 Για το λόγο αυτό το δεκαόροφο γκαράζ συνδέθηκε στους αντίστοιχους ορόφους με τα δύο μεγαλύτερα κτίρια ώστε να δημιουργηθεί μια ενιαία ράμπα μηχανοκίνητης πρόσβασης. Τέλος, ολόκληρο το συγκρότημα είχε τέσσερις εισόδους. Οι τρεις από αυτές χρησιμοποιούνταν σε καθημερινή βάση, μια αποκλειστικά για πεζούς και δύο για οχήματα. Σχετικά με τη λειτουργικότητα του κτιρίου, με δεδομένο ότι είχε εγκαταλειφθεί η κατασκευή του πριν ολοκληρωθεί, δεν υπήρχαν εξαρχής εγκατεστημένα δίκτυα, τουλάχιστον τελειωμένα. Έτσι, έπρεπε οι ίδιοι οι κάτοικοι να κατασκευάσουν τα αντίστοιχα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτρικού. Όπως ήταν αναμενόμενο αυτό δεν έγινε χωρίς προβλήματα, παρόλα αυτά οι συνθήκες ήταν αισθητά καλύτερες σε σύγκριση με τις γειτονικές παραγκουπόλεις. Κάποιοι όροφοι είχαν εγκατεστημένο αποχετευτικό δίκτυο συνδεδεμένο με το κεντρικό σύστημα της πόλης, το οποίο οι κάτοικοι επέκτειναν με αυτοσχέδια μέσα για να εξυπηρετούνται και οι υπόλοιποι όροφοι. Για τις ανάγκες ύδρευσης είχε κατασκευαστεί εξαρχής αυτοσχέδιο δίκτυο, το οποίο συνδεόταν με το κεντρικό σύστημα της πόλης και χρησιμοποιώντας αντλίες νερού και μια κεντρική δεξαμενή εγκατεστημένη στον δέκατο έκτο όροφο, μετέφερε νερό σε μικρές δεξαμενές εγκατεστημένες σε κάθε διαμέρισμα. Η ηλεκτροδότηση γινόταν επίσης μέσω αυτοσχέδιου δικτύου που συνέδεε κάθε όροφο, και έπειτα κάθε διαμέρισμα, με το κεντρικό δίκτυο της πόλης. Τα προβλήματα βέβαια 56- BBC, BBC Our World, (2014), «Venezuela’s Tower of Dreams»-απόσπασμα μαρτυρίας κατοίκου σε δική μας ελεύθερη μετάφραση.
56
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
ήταν αρκετά συχνά, οπότε είχε φτιαχτεί μια ομάδα ηλεκτρολόγων που ασχολούνταν σε μόνιμη βάση με την επιδιόρθωση βλαβών. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια η συλλογικότητα βρισκόταν σε επικοινωνία με το δημόσιο φορέα παροχής ηλεκτρισμού, προκειμένου να βελτιωθεί η σταθερότητα της ηλεκτρικής παροχής την οποία όμως πλέον την πληρώνανε στο κράτος. Τις παρεμβάσεις στο χώρο μπορούμε να τις διακρίνουμε με βάση δύο κριτήρια που εμφανίζουν ορισμένες ποιοτικές διαφορές: αυτές που τις ανέλαβε το Συμβούλιο, και οι πρωτοβουλιακές κινήσεις των κατοίκων στο πλαίσιο που έθετε η συλλογικότητα. Οι πρώτες περιλαμβάνουν αρχικά την τακτοποίηση σε επίπεδο κάτοψης των χώρων που καταλάμβαναν οι κατοικίες και τη διαμόρφωση δύο κοινόχρηστων χώρων στο ισόγειο του συγκροτήματος: της εκκλησίας και του κεντρικού χώρου συνάντησης στο κεντρικό κτίριο–αίθριο, που φιλοξενούσε όλες τις συλλογικές δραστηριότητες της κοινότητας. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και το γήπεδο. Οι ατομικές πρωτοβουλίες έρχονται να συμπληρώσουν και να ανανεώσουν το χαρακτήρα του χώρου, μιας που η αρμοδιότητα της Διοίκησης έφτανε μέχρι την παράδοση του διαμερίσματος στους νέους του κατοίκους. Από εκεί και πέρα οι ίδιοι αναλάμβαναν να διαμορφώσουν το εσωτερικό και την εξωτερική του όψη, προσδίδοντας τελικά τις μεταβολές στο κέλυφος της κατασκευής. Οι παρεμβάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από μία ιδιαίτερα έντονη ποικιλία. Ενώ για κάποια διαμερίσματα, λόγω έλλειψης χρημάτων, η διαδικασία της μετατροπής του χώρου σε κατοικία ήταν αργή και με ευτελή υλικά, μπορούσε ταυτόχρονα να συναντήσει κανείς διαμερίσματα με χαρακτηριστική μικροαστική διακόσμηση και πλήρη οικιακό εξοπλισμό, ενώ δεν έλειπαν περιπτώσεις με ανέσεις και παροχές που αγγίζουν τα όρια της πολυτέλειας, όπως τζακούζι και μαρμάρινη επικάλυψη σε ταβάνι και τοίχους57! Αυτή η διαφοροποίηση που αποτυπώ57- Πηγή: BBC, BBC Our World, (2014), «Venezuela’s Tower of Dreams» εικ20: Κολάζ φωτογραφιών από το εσωτερικό της κατάληψης.
57
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
νεται στο χώρο είναι αντανάκλαση της πολλαπλότητας και διαταξικότητας της κοινότητας58. Ωστόσο, οι επεμβάσεις των κατοίκων δεν περιορίζονταν μόνο στο εσωτερικό των διαμερισμάτων τους. Κοινόχρηστοι χώροι με πιο ανεπίσημο χαρακτήρα σε σχέση με αυτούς που ελέγχονταν απευθείας από τη συλλογικότητα, όπως είναι ένα αυτοσχέδιο γυμναστήριο στο δώμα59 ή τα μικρά κοινόχρηστα καθιστικά σε κάθε όροφο. Επίσης, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έκαναν διάφορες άτυπες δουλειές εντός της κατάληψης, στήνοντας μικρά καταστήματα για να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των κατοίκων, όπως κρεοπωλείο, κουρείο, ραφείο, κατάστημα με χαρτικά, ιντερνέτ καφέ, σνακ μπαρ, και προσέφεραν υπηρεσίες σε τιμές που ρυθμίζονταν από τη Διοίκηση ανάλογα με την απόσταση των καταστημάτων από το έδαφος και το επιπλέον κόστος μεταφοράς των προϊόντων. Άλλοι μέσω του κτιρίουπάρκινγκ μετέφεραν με αυτοκίνητα ή μηχανάκια προϊόντα, υλικά και επιβάτες μέχρι τον 10ο όροφο, έναντι κάποιας αμοιβής. Όλα αυτά δείχνουν ότι η κατάληψη προσπαθούσε να βρει τρόπους για την εύρυθμη εσωτερική λειτουργία της χωρίς την άμεση εξάρτηση από το έξω. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι συνθήκες ζωής στην κατάληψη ήταν ποιοτικά ανώτερες σε σχέση με τις αντίστοιχες των παραγκουπόλεων. Ο «Πύργος», εκτός από τη σημαντική του θέση στο κέντρο της πόλης και κατά συνέπεια κοντά στις ευκαιρίες εργασίας, προσέφερε στους χρήστες του τις βασικές παροχές, ρεύμα και νερό, που κάνουν μια κατοικία βιώσιμη, την αίσθηση της κοινότητας και την ασφάλεια μακριά από την εγκληματικότητα των παραγκουπόλεων. Οι φτωχοί δεν έμεναν πια στα πιο αφανή και σκληροτράχηλα μέρη της γης υπό τον κίνδυνο των συνεχών πλημμύρων, αλλά στην καρδιά της αστικής και οικονομικής ανάπτυξης. Όταν ο Torre David άρχισε να χτίζεται συμβόλιζε για το κεφάλαιο τη δυναμική της αναπτυσσόμενης οικονομίας της χώρας και την μετατροπή του Καράκας σε μητροπολιτικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Μετά την οικονομική κατάρρευση της χώρας και την εγκατάλειψη του κτιρίου, η συνθήκη αυτή άλλαξε, και με το πέρασμα του χρόνου η κατάληψη κατάφερε να εδραιώσει μια διαφορετική καθημερινότητα από αυτή που επιβάλει ο καπιταλισμός. Συνέδεσε τη δύναμη της κοινότητας και την αυτοδιαχείριση με τον «Πύργο» με τέτοιο τρόπο που πέτυχε να αλλάξει εξ ολοκλήρου τον αρχι58- Στην κοινότητα συναντά κανείς από ανθρώπους που εργάζονται εσωτερικά της κατάληψης, όπως φρουροί, κομμωτές, έμποροι, μεταφορείς, κ.λπ., εργάτες με χαμηλό μισθό μέχρι και πυροσβέστες, δημόσιους υπάλληλους και υπάλληλους σε κυβερνητικά γραφεία. Πηγή: BBC, BBC Our World, (2014), «Venezuela’s Tower of Dreams» 59- Πηγή: Saieh, N. (2012), «Venice Biennale 2012: Torre David, Gran Horizonte / Urban Think Tank + Justin McGuirk + Iwan Baan», http://www.archdaily.com/269481/venicebiennale-2012-torre-david-gran-horizonte-urban-think-tank-justin-mcguirk-iwan-baan [πρόσβαση 07/02/2017]
58
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
κό συμβολισμό του. Αποτελούσε πλέον για τους κατοίκους του, και πολλούς άλλους, τη δυνατότητα να παράγουν οι ίδιοι το χώρο που κατοικούν ως υλικό και κοινωνικό ταυτόχρονα. Επιπροσθέτως, ακόμα και αν δεν το επιδίωξαν οι χρήστες, έθετε σε αμφισβήτηση το δικαίωμα της ιδιοκτησίας χωρίς χρήση, αξιοποιώντας το αχρησιμοποίητο κτιριακό απόθεμα για την κάλυψη των αναγκών τους. Παράλληλα, όμως, αυτές οι δύο απόψεις συμπληρώνονται και με άλλες διαφορετικές, συχνά αντιφατικές, ρητορικές που λίγο πολύ εκφράζουν και την πολιτική κατάσταση της χώρας των τελευταίων χρόνων. Η πρώτη αφήγηση είναι αυτή που εξέφραζε το καθεστώς του Τσάβες και έβλεπε τον «Πύργο» ως σύμβολο της αποτυχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της ελεύθερης οικονομίας. Η δεύτερη, που εξέφραζε την αντιπολίτευση, ισχυριζόταν ότι αποτελούσε απλά την αποτυχία της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης. Φορέας της τρίτης ρητορικής είναι η μεσαία τάξη, η λεγόμενη «κοινή γνώμη», η οποία εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της αστικής, προέταξε και υπερασπίστηκε το δόγμα της νομιμότητας. Εκεί βασίστηκε η ρητορική περί «εστία ανομίας» και κέντρο παρανομίας, οργανωμένου εγκλήματος, διακίνησης ναρκωτικών και πορνείας60. Στοιχεία που ναι μεν χαρακτηρίζουν τις παραγκουπόλεις, αλλά η Διοίκηση του Torre David προσπαθούσε να τα αποτρέψει, με τους κάτοικους να επιβεβαιώνουν πώς οι συνθήκες στον «Πύργο» ήταν κατά πολύ καλύτερες από τα γειτονικά slums61. Διαφορετική θέση παίρνει η ερευνητική ομάδα Urban Thinking που προέβαλε την κατάληψη στο δημόσιο λόγο δίνοντας θετική χροιά, προτάσσοντας όμως μια παράδοξη συνεργασία διαφορετικών ταξικών στρωμάτων: «Εκεί όπου κάποιοι βλέπουν μόνο ένα αποτυχημένο αναπτυξιακό εγχείρημα, το U-TT (University of Trinidad and Tobago) το έχει εκλάβει ως ένα πείραμα για τη μελέτη των άτυπων κατακόρυφων κοινοτήτων. Σε εκθέσεις και στο βιβλίο, οι αρχιτέκτονες παραθέτουν το όραμά τους για πρακτικές βιώσιμων παρεμβάσων στον “Πύργο” και για παρόμοιους άτυπους οικισμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Υποστηρίζουν ότι το μέλλον της αστικής ανάπτυξης έγκειται στην συνεργασία ανάμεσα σε αρχιτέκτονες, ιδιωτικά εγχειρήματα (ή επιχειρήσεις) και τον παγκόσμιο 60- Η αναπαράσταση του Torre David ως εστία ανομίας τροφοδότησε το 2012 μια γενικευμένη επιχείρηση στρατιωτικού τύπου, κατά την οποία η αστυνομία εισέβαλε στην κατάληψη για να αναζητήσει έναν διπλωμάτη που είχε πέσει θύμα απαγωγής˙ τελικά δεν βρήκαν τίποτα, αλλά έκαναν ελέγχους σε κάθε σπίτι και σε κάθε δωμάτιο. Η ίδια εικόνα αναπαράχθηκε και στην αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά «Homeland», όπου ο πρωταγωνιστής βρίσκεται βαριά τραυματισμένος και όμηρος της συμμορίας που διοικεί τον Torre David, της οποίας ο αρχηγός στη σειρά είχε το ίδιο παρατσούκλι με τον πραγματικό πρόεδρο της συλλογικότητας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα γυρίσματα δεν έγιναν στον πραγματικό Πύργο, λόγω εναντίωσης των κατοίκων του. 61- Πηγή: BBC, BBC Our World, (2014), «Venezuela’s Tower of Dreams»
59
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
πληθυσμό των κατοίκων των παραγκουπόλεων. Το U-TT καλεί τους συνάδελφους-σύντροφους αρχιτέκτονες να δουν στους άτυπους οικισμούς του κόσμου την δυνατότητα για καινοτομία και πειραματισμό, με στόχο την εναπόθεση του σχεδιασμού στην υπηρεσία ενός πιο δίκαιου και βιώσιμου μέλλοντος.»62 Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η προβολή του «Πύργου» στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής το 2012, εξετάζοντάς τον υπό ένα επιστημονικό πρίσμα ντυμένο με μία υποψία ανθρωπιστικής ευαισθησίας, αγνοώντας πλήρως, όμως, τις κοινωνικές προεκτάσεις του εγχειρήματος. Ίσως να μην είναι τυχαίο που μετά από αυτή την έκθεση στη δημοσιότητα επήλθε η εκκένωση, καθώς ανανέωσε το οικονομικό ενδιαφέρον για τον «Πύργο». Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι ιδρυτής της συγκεκριμένης ομάδας είναι απόγονος του αρχικού επενδυτή David Brillembourg. Τελευταία έρχεται η επίσημη αφήγηση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης που, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποί της, παρακινείται από «ανθρωπιστικές ανησυχίες» και όχι από οικονομικά συμφέροντα63. Ως παράδειγμα αναφέρθηκαν ατυχήματα που προκλήθηκαν λόγω της έλλειψης προστατευτικών στηθαίων σε πολλά σημεία της κατασκευής και είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο μικρών παιδιών. Βέβαια, η απάντηση σ’ αυτήν και σε άλλες ελλείψεις των κατοίκων δεν αναζητήθηκε στις δυνατότητες της ίδιας της κοινότητας και της κατασκευής που την στέγαζε, αλλά στη μεταφορά τους σε κατοικίες μακριά από το κέντρο. Η αντίφαση της κρατικής διαχείρισης έγκειται στο γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του κτιρίου προοριζόταν εξαρχής για διαμερίσματα και ξενοδοχεία. Δεν προοριζόταν όμως για κατοικία προλετάριων. Καταλήγοντας, η κατάληψη δεν μπόρεσε –και ίσως δεν θέλησε– να διεκδικήσει την ύπαρξή της απέναντι στην στρατηγική του κράτους. Η συνοχή της στηριζόταν μόνο στον άμεσο υλικό σκοπό της κάλυψης της ανάγκης για στέγαση, και γι’ αυτό αποδείχθηκε εύθραυστη. Παρότι κάποια στιγμή η κατάληψη φάνηκε να υπερβαίνει κάποια όρια, με τις εσωτερικές σχέσεις που δημιούργησε και το συμβολισμό του εγχειρήματος, δεν κατάφερε τελικά να δημιουργήσει μια σταθερή δυναμική ούτε ένα συνεκτικό πλαίσιο δράσης. Μια από τις αιτίες σίγουρα είναι το βάρος της καθημερινής πάλης για την κάλυψη των βασικών αναγκών. Ίσως ακόμα ο τρόπος οργάνωσής της δεν ενθάρρυνε την πολιτική αυτοσυνείδηση που θα της επέτρεπε τη διορατικότητα και την επιλογή να αμφισβητήσει την 62- Πηγή: //torredavid.com 63- «Ο Ερνέστο Βιέλγας, υπουργός της πολιτείας για την επαναστατική μεταμόρφωση του ευρύτερου Καράκας, ανακοίνωσε ότι οι δράσεις της κυβέρνησης δεν υποκινούνται από οικονομικά συμφέροντα, αλλά από ανθρωπιστικές ανησυχίες. Για το καλό του Καράκας, ελπίζουμε ότι όντως ισχύει.» Πηγή: ανακοίνωση του University of Trinidad and Tobago στην ιστοσελίδα //torredavid.com στις 23 Ιουλίου 2014, μετάφραση δική μας. εικ21: Το κεντρικό αίθριο του συγκροτήματος.
60
Torre David||Καράκας||Βενεζουέλα||2007-2014
κατοικία ως εμπορευματικό προϊόν, αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις έξω από αυτή. Όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η αυτοοργάνωση από μόνη της δεν αποτρέπει τη δημιουργία ιεραρχικών δομών, που στην περίπτωση του «Πύργου» μεταφράζεται στον σκληρό έλεγχο της Διοίκησης που είχε εν τέλει και το τελικό λόγο στη μεταφορά των κατοίκων από την κατάληψη. Όσο κι αν η κοινότητα προσπάθησε να δημιουργήσει εντός της μια διαφορετική πραγματικότητα, εν τέλει η βάση της δεν ήταν σταθερή και συνεκτική αρκετά ώστε να μη διαλυθεί υπό την απειλή της έξωσης.
61
62
La Victoria Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα Ο οικισμός της La Victoria64 στο Σαντιάγο της Χιλής, θα γιορτάσει σύντομα την 60η επέτειό του. Είναι μία από τις πρώτες οργανωμένες καταλήψεις αστικής γης στην ήπειρο και μέσα σε μισό αιώνα οι κάτοικοί της κατάφεραν να χτίσουν μία εναλλακτική πόλη, να αψηφήσουν τη δικτατορία και συνεχίζουν να βρίσκουν τρόπους ώστε να ξεφεύγουν από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα στο Σαντιάγο, παρατηρείται έντονη εισρροή αγροτικών πληθυσμών από το νότο της Χιλής, οι οποίοι μετακινήθηκαν στην πόλη για να εργαστούν στην αναδυόμενη τότε βιομηχανία και στις υπό κατασκευή σιδηροδρομικές γραμμές, και εγκαταστάθηκαν στις παρυφές της πόλης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Σαντιάγο μετατράπηκε σε οικονομική, εμπορική και διοικητική πρωτεύουσα, συνοδευόμενη από την εγκατάσταση πολλών επιχειρήσεων και την πραγματοποίηση μεγάλων έργων υποδομής. Το αίσθημα οικονομικής ανάπτυξης, που ευθυνόταν στην έντονη τεχνολογική αναδιάρθρωση της εποχής, ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν τα λαϊκά στρώματα. Η ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών, οδήγησε σε μία δυσανάλογη έκρηξη πληθυσμού, που άρχισε το 1929. Ο αντίκτυπος της Μεγάλης Ύφεσης65 64-Ο κύριος όγκος πληροφοριών για τη La Victoria, προέρχεται απο το βιβλίο του Zibechi, R. (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα. 65- Αναφερόμαστε στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, που διήρκησε από ένα έως και δέκα χρόνια σε κάποιες χώρες. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας. Ο χαρακτηρισμός «Μεγάλη Ύφεση» της δόθηκε στην Αμερική. εικ22: Εορταστική τοιχογραφία (graffiti) από την 29η επέτειο του οικισμού.
63
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
στη χώρα, άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού άνεργο, ενώ αντίστοιχα μειώθηκαν οι εξαγωγές σε αγροτικά προϊόντα, καταστρέφοντας οικονομικά τους αγροτικούς πληθυσμούς. Η μεγάλη μάζα άνεργου πληθυσμού, είδε στην βιομηχανική ανάπτυξη του Σαντιάγο το μόνο τρόπο επιβίωσης. Μεγάλος αριθμός εσωτερικών μεταναστών κατέφτασε στην πόλη, χωρίς καμία περιουσία, ενώ χιλιάδες ήταν αυτοί που έμεναν στο δρόμο λόγο της δυσκολίας να βρουν χώρους που να έχουν τη δυνατότητα να νοικιάσουν. Η εξάπλωση ασθενιών και η πείνα κατακερμάτισε τους άστεγους πληθυσμούς και το κόστος ζωής αυξήθηκε δραματικά, όταν ταυτόχρονα οι μισθοί και ο πληθυσμός της πρωτεύουσας μειώνονταν. Λίγα χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, η κατάσταση βελτιώθηκε χάρη σε μία δεύτερη βιομηχανική έκρηξη, μορφώνοντας μία πιο στοιβαρή μεσαία τάξη και βελτιώνοντας τη ζωή των κατώτερων στρωμάτων. Τις επόμενες δεκαετίες, ο πληθυσμός του Σαντιάγο συνέχισε να αυξάνεται με αμείωτους ρυθμούς. Μέσα σε είκοσι χρόνια, από το 1940 μέχρι το 1960, ο πληθυσμός υπερδιπλασιάστηκε, φτάνοντας σχεδόν τα δύο εκατομμύρια κατοίκους. Αυτή η αύξηση αποτυπώθηκε στην αστικοποίηση αγροτικών περιοχών της περιφέρειας του Σαντιάγο, με ανεξέλεγκτο τρόπο, όπου εγκαταστάθηκαν μόνιμα οικογένειες των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων. Μέσα σε αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, αναπτύχθηκαν και οι αυτοσχέδιοι καταυλισμοί των πιο φτωχών και περιθωριοποιημένων, οι λεγόμενοι campamentos ή cordones de la miseria ή callampas66. Αυτοί οι καταυλισμοί, διεσπαρμένοι στις χειρότερες γωνιές της πρωτεύουσας, στέγαζαν (και κάποιες στεγάζουν ακόμα) χιλιάδες κατοίκους του Σαντιάγο, σε άθλιες συνθήκες.
εικ23: Ο καταυλισμός στο Zanjón de la Aguada από όπου ξεκίνησε η πρώτη ομάδα που δημιούργησε τον οικισμό, 1950.
66- Campamentos ή cordones de la miseria: Καταυλισμοί ή κορδόνια της μιζέριας αντίστοιχα. Έτσι ονομάζονται οι καταυλισμοί των κατώτερων στρωμάτων στη Λατινική Αμερική. Τα cordones είναι campamentos με δυσανάλογα μεγάλο μήκος και μικρό φάρδος. Τα callampas είναι αντίστοιχοι πρόχειροι οικισμοί που πήραν το όνομά τους από ένα μανιτάρι που μεγαλώνει μέσα σε μία νύχτα.
64
La Victoria||Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα
εικ24: Ένας από τους καταυλισμούς (callampas) του Σαντιάγο, 14.04.1952.
Ο οικισμός της La Victoria, στήθηκε το 1957, από μία ομάδα κατοίκων που προερχόταν από έναν από αυτούς τους καταυλισμούς, τον Zanjón de la Aguada, η οποία πήρε την απόφαση να πραγματοποιήσει την πρώτη μαζική και οργανωμένη κατάληψη αστικής έκτασης στη χώρα. Το Zanjón de la Aguada ή στα ελληνικά «ο γκρεμός του ρέματος», είναι ένα από τα Cordὸnes de la Miseria, που εκτείνεται κατά μήκος της όχθης ενός ρέματος. Αυτό το θυλάκιο εξαθλίωσης εκείνη την περίοδο είχε μήκος 5 χιλιόμετρα και φάρδος 100 μέτρα, και στέγαζε σε αυτοσχέδια καταλύματα 35.000 κάτοικους. Το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου, η παραπάνω ομάδα αποσυναρμολόγησε τα καταλύματά της και κρυφά μέσα στη νύχτα μετακινήθηκε προς μία κρατική έκταση στο νότιο τμήμα της πόλης. Ένας από τους συμμετέχοντες αφηγείται: «Στις οκτώ το βράδυ μαζεύτηκαν οι πιο αποφασισμένοι στο μέρος όπου είχε συμφωνηθεί: τα τρία κοντάρια και η σημαία, μερικά έπιπλα και σκεπάσματα, σχηματίστηκε σιγά σιγά ένα καραβάνι(...) Η πομπή προχωρούσε ενώ συνέχιζε να συρρέει κόσμος(...) Φτάσαμε αθόρυβα στον προορισμό μας. Με τους προβολείς του αεροδρομίου Λος Σερίλιος μες τη σκοτεινή νύχτα, χωρίς φεγγάρι, νιώθαμε σαν τους εβραίους που τους κυνηγούν οι ναζί. Με το πρώτο φως της μέρας ο καθένας άρχισε να καθαρίζει από ένα κομμάτι γης τα αγριόχορτα, να φτιάχνει την καλύβα του και να υψώνει τη σημαία.»67 Σε αυτή την έκταση 550 στρεμμάτων, συγκεντρώθηκαν μέχρι το πρωί της 30ης Οκτωβρίου 1200 οικογένειες από διάφορους καταυλισμούς της 67- Απόσπασμα από το Garcès, M. (2002). Tomando su sitio. El movimiento de las pobladores de Santiago,(1957-1998). Σαντιάγο, βρίσκεται στο Zibechi, Raùl (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα,σελ 225.
65
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
εικ25: Ο οικισμός της La Victoria το 1959.
ευρύτερης περιοχής, οι οποίες, αφού αντιστάθηκαν στην αστυνομία που προσπαθούσε να τις απομακρύνει, άρχισαν να οικοδομούν τον οικισμό. Η δημιουργία της La Victoria, ήταν ένα αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας και «μία τεράστια άσκηση αυτοοργάνωσης των κατοίκων της»68. Ο κάθε ένας και η καθεμία που συμμετείχε στον οικισμό, συνέβαλε ανάλογα με τις γνώσεις και με τις ικανότητές του, αφού η κυβέρνηση αν και δεν τους έδιωξε εν τέλει από την περιοχή, δεν τους προσέφερε καμία βοήθεια ή παροχή. Στην κατάληψη της αστικής γης από τους κατοίκους της La Victoria διακρίνονται δύο βασικά στοιχεία: η αυτοοργάνωση και η αυτοκατασκευή. «Το πρώτο βράδυ οργανώθηκε μια μεγάλη συνέλευση, στην οποία αποφασίστηκε η δημιουργία επιτροπών περιφρούρησης, προμηθειών, υγείας και άλλων. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα όλες οι αποφάσεις περνάνε από τη βάσανο της συλλογικής διαβούλευσης (...) Τα πρώτα δημόσια κτίρια, χτισμένα επίσης από τους κατοίκους, ήταν το σχολείο και το πολυϊατρείο, κάτι που αντικατοπτρίζει τις προτεραιότητές τους. Για το σχολείο κάθε κάτοικος έπρεπε να φτιάξει δεκαπέντε πλίνθους. Οι γυναίκες έβρισκαν τα άχυρα, οι νέοι έφτιαχναν τους πλίνθους και οι δάσκαλοι τους έχτιζαν. Το πολυϊατρείο ξεκίνησε να λειτουργεί σε μία σκηνή, μέχρι που χτίστηκε το κτίριο με τον ίδιο τρόπο όπως το σχολείο. Δύο χρόνια μετά την κατάληψη η Βικτόρια είχε 18 χιλιάδες κατοίκους και κάτι παραπάνω από τρεις χιλιάδες κατοικίες69». Τα δύο αυτά στοιχεία συνεπάγονται την ιδιοποίηση του χώρου, ο οποίος δεν κατοικείται από ατομικότητες, αλλά από ένα συλλογικό «εμείς», το 68- Zibechi, R. (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα,σελ 225. 69- ο.π. Zibechi, R. (2010), σελ. 225-226.
66
La Victoria||Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα
εικ26: Το σχολείο με την κυκλική δομή που κατασκευάστηκε από τους κατοίκους 1959.
οποίο αποτελεί το συλλογικό νου της κοινότητας και την κεντρική οργάνωσή της. Οι κάτοικοι της La Victoria έφτιαξαν από το μηδέν έναν ολόκληρο οικισμό. Εκτός από τις κατοικίες τους, έχτισαν όπως προαναφέρθηκε το σχολείο (Escuela La Victoria), το οποίο έχει μία ιδιαίτερη, κυκλική δομή, και το πολυϊατρείο (Consultorio La Feria). Κατασκεύασαν επίσης τους δρόμους, τις πλατείες (με πιο σημαντική την Plaza Uno de Mayo), το δίκτυο ύδρευσης και ηλεκτρισμού. Πλέον, σχεδόν 60 χρόνια μετά, έχουν δημιουργηθεί κοινόχρηστοι χώροι συνελεύσεων γειτονιάς, εργαστήρια, ένα πολιτιστικό κέντρο (Pedro Mariqueo), που στεγάζει το ραδιοφωνικό σταθμό (Primero de Mayo), βιβλιοθήκη και χώρους για τις ομάδες που δραστηριοποιούνται στη γειτονιά, καθώς και ένα τηλεοπτικό κανάλι (Canal 3), με εμβέλεια αναμετάδοσης 9 χιλιομέτρων, το οποίο λειτουργεί συγκεκριμένες ώρες και μέρες της εβδομάδας και το πρόγραμμα του δημιουργείται εξ’ολοκλήρου από τα μέλη της κοινότητας70. To παλιό κυκλικό κτίριο του σχολείου δε γνωρίζουμε πότε σταμάτησε να χρησιμοποιείται, αλλά ένα νέο κτίριο δημιουργήθηκε το 2014 με κρατική χρηματοδότηση, ενώ χτίστηκε και ένα νοσοκομείο για την εξυπηρέτηση της κοινότητας. Αυτά είναι και τα μόνα κρατικά κτίρια στον οικισμό. Τέλος, κατά μήκος της περιοχής όπου ο οικισμός συνορεύει με τις σιδηροδρομικές γραμμές, οι κάτοικοι έχουν φροντίσει ένα διαμήκη χώρο πρασίνου που εκτείνεται παράλληλα με τις γραμμές των τρένων (Parque vecinal Ferrocarril), εντός του οποίου εντοπίζονται κάποιες διαμορφώσεις και τρία μικρά γηπεδάκια71. 70- Zibechi, R.(13/09/2007), La Victoria, Chile: Half a Century Building Another World, https://courses.arch.ntua.gr/el/katoikia_kai_polh_/h_katoikia_ston_kosmo/xili/la_victoria__chile__half_a_century_of_building_another_world.html, [πρόσβαση 07/02/2017] 71- πηγή: Wikimapia
67
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Ο σχεδιασμός του οικισμού, έχει προκύψει με τρόπο πολύ διαφορετικό από αυτόν του ηγεμονικού κόσμου. Δεν υπάρχουν πολεοδομικά σχέδια ή έτοιμες ιδέες από ειδικούς που να προκαθορίζουν την οργάνωση του χώρου. Ο χώρος δεν σχεδιάζεται με βάση κάποιο μακροπρόθεσμο συνολικό για την περιοχή στόχο, αλλά προκύπτει με βάση τις καθημερινές διεργασίες και ανάγκες. Ο Raùl Zibechi εντοπίζει οχτώ άξονες όσον αφορά το σχεδιασμό του χώρου: -ο λαβυρινθώδης χαρακτήρας της δομής -η διαπερατότητα των ορίων του -η μη ορατότητα του εσωτερικού του οικισμού -η διασύνδεση των κατοικιών -η μη κανονικότητα των εσωτερικών ορίων -η χρήση σημαδιών για την ιεράρχιση χώρων -η ύπαρξη σημείων παρατήρησης -και η ύπαρξη εστιακών χώρων. Παρατηρώντας τον οικισμό από δορυφόρο, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να είναι οργανωμένος σύμφωνα με τις αρχές του ιπποδάμειου συστήματος. Πλησιάζοντας όμως, διακρίνεται σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο ένα δεύτερο εσωτερικό σύστημα από δρομάκια και κατοικίες που συνδέονται η μία με την άλλη. Υπάρχει έλλειψη ελεύθερου χώρου, δεν παρατηρούνται αυλές ή εσωτερικά κοινόχρηστα αίθρια ή ακάλυπτοι, παρά μόνο το άναρχο δίκτυο που συνδέει τις κατοικίες και διατρέχει τα οικοδομικά τετράγωνα και που αποτελεί το δίκτυο διασύνδεσης ολόκληρου του οικισμού. Η πλειοψηφία των κτισμάτων στον οικισμό αποτελείται από κατοικίες, είναι χαμηλά σε ύψος (1-3 ορόφους) και μικρά σε έκταση, με εξαίρεση το σχολείο και το πολυϊατρείο. Επίσης, πολλά από αυτά, διατηρούνται από την αρχή της ίδρυσης της La Victoria, καθιστώντας το κτιριακό απόθεμα του οικισμού το παλιότερο σε ολόκληρο το Σαντιάγο, αφού τα περισσότερα είναι κατασκευασμένα περί το 196672. Ο οικισμός βρίσκεται νότια του κέντρου της πόλης και ανήκει στην διοικητική κοινότητα του Pedro Aguirre Cerda. Περιβάλλεται από τον οικισμό του San Joaquin, δύο μεγάλες λεωφόρους, την Av. Departamental και την Av. Clotario Blest, και το πυκνό σιδηροδρομικό δίκτυο της πόλης. Τα σκληρά όρια που δημιουργούνται από τις τριγύρω υποδομές, λειτουργούν σαν ένα είδος «τείχους» που περικλείει τον οικισμό στις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του, και αποτρέπει την άμεση επαφή με τις γύρω γειτονιές. Αυτή η δομή, σε συνδυασμό με το εσωτερικό δίκτυο από ροές και περάσματα που συναντάται στα οικοδομικά τετράγωνα, εξασφαλίζει την αυτονομία της κοινότητας, λόγω της μη ορατότητας, αλλά και τον εσωτερικό κοινωνικό έλεγχο, δημιουργώντας δύο απόλυτα διακριτούς πόλους: Ένα «μέσα» και 72- Carvajal C. (23/03/2010). Disintegrated urban pieces Q Lo Valledor- La Victoria. άρθρο/έρευνα [16/02/2017]
68
La Victoria||Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα
ένα «έξω». Οι κάτοικοι προστατεύονται από το «έξω», ενώ το «μέσα», ελέγχεται «μέσω της κυριαρχίας της ακοής, της όρασης και της όσφρησης, συβάλλοντας έτσι στη δημιουργία ενός πορώδους περιβάλλοντος που ενισχύει την πρόσμιξη των ατομικών ζωών73». Η έλλειψη άμεσης επαφής με τα γύρω, όμως δεν είναι μόνο οπτική και προκαλεί κάποιες δυσκολίες στην κοινότητα. Ενώ βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το κέντρο της πόλης -περίπου 4 χιλιόμετρα- τα πλεονεκτήματα της συγκοινωνίας και της αμεσότητας με το κέντρο δεν εξυπηρετούν τη La Victoria. Επίσης, παρά το γεγονός ότι στην απέναντι πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών αναπτύσσεται έντονη εμπορική δραστηριότητα λόγω της αγοράς Lo Valledor, του μεγαλύτερου κέντρου διανομής φρούτων και λαχανικών του Σαντιάγο, οι κάτοικοι δεν έχουν καμία άμεση πρόσβαση σε αυτή, ούτε μπορούν να εκμεταλλευτούν την εμπορική της κινητικότητα. Συνολικά η διοικητική κοινότητα στην οποία ανήκει ο οικισμός, όχι μόνο δεν δείχνει σημάδια οικονομικής ανάπτυξης, αλλά οι κατοικοί της ανήκουν στους πιο φτωχούς του Σαντιάγο. Σύμφωνα με μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2010 το 15,6% του πληθυσμού της La Victoria ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας, το 8,1% ήταν άνεργοι, και το 7% δεν είχε λάβει επαρκή εκπαίδευση, ενώ συναντώνται σοβαρά προβλήματα εγκληματικότητας και διακίνησης ναρκωτικών74. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντελούν ένα παρακμάζον αστικό τοπίο, που χαρακτηρίζεται από χαμηλής ποιότητας δομημένο περιβάλλον και έλλειψη υποδομών. Οι ελλείψεις όμως που παρατηρούνται σε οικονομική ανάπτυξη και παροχές, αντισταθμίζονται από τη δύναμη της κοινότητας. «Την κατακτημένη γη, τα σπίτια και τον οικισμό που δημιούργησαν με τη δική τους προσπάθεια, τα ζουν και τα νιώθουν ως αξίες χρήσης, εν μέσω μιας κοινωνίας που δίνει προτεραιότητα στις αξίες ανταλλαγής. Είναι πολλοί οι κάτοικοι που δηλώνουν ότι δε θα πουλήσουν το σπίτι τους, ό,τι αντίτιμο και να τους προσφέρουν(...) Η κυριαρχία της αξίας χρήση, ή καλύτερα η αποδόμηση της ανταλλακτικής αξίας σε αξία χρήση, είναι στενά συνδεδεμένη με το πρόθεμα “αυτό-”, ενώ και τα δύο μαζί συνδέονται με τον προεξάρχοντα ρόλο των γυναικών. Η λογική του οίκου, του χώρου στον οποίο είχε περιοριστεί για ένα διάστημα η παραγωγή αξιών χρήσης, άρχισε να επεκτείνεται στον δημόσιο χώρο, να εξαπλώνεται σταδιακά στον κοινωνικό ιστό, ιδιαίτερα σε κρίσιμες στιγμές για την επιβίωση των κοινοτήτων75». 73- Skews, J.C. (2005). De invasor a deudor: el èxodo desde los campamentos a las viviendas socials en Chile. Στο Zibechi, Raùl (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα,σελ 236. 74- Carvajal C. (23/03/2010). Disintegrated urban pieces Q Lo Valledor- La Victoria. άρθρο/έρευνα, [16/02/2017] 75- ο.π. Zibechi, Raùl (2010), σελ.230
69
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Χάρτης του μητροπολιτικού Σαντιάγο La Victoria Αγορά Lo Valledor Παλιά Βιομηχανική περιοχή Διοικητικό κέντρο Περιοχές κατοικίας υψηλού εισοδήματος
Το καινούργιο σχολείο
Το κτίριο συνελεύσεων 70
Χώροι πρασίνου/ ελεύθεροι χώροι/ πλατείες/ γήπεδα Εκπαιδευτικοί χώροι/ χώροι συνελεύσεων Νοσοκομείο Αγορά Lo Valledor Λεωφόροι Σιδηροδρομικές γραμμές
71
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Τα λαϊκά στρώματα, και με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων, εξέλιξαν νέες ικανότητες, με πρωταρχική αυτή της παραγωγής και αναπαραγωγής της ζωής, χωρίς να εξαρτώνται από την αγορά, ή με άλλα λόγια χωρίς να ακολουθούν πρότυπα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο, πραγματοποιεί συνελεύσεις στις οποίες συζητάει τα προβλήματα και τις ανάγκες της κοινότητας, από ελλείψεις μέχρι επισκευές, και οργανώνεται για να τα επιλύσει. Οι συλλογικές κουζίνες, όπου μέλη της κοινότητας μαζεύονται σε ένα χώρο και μαγειρεύουν από κοινού με ό,τι διαθέτει ο καθένας, είναι καθημερινότητα και είναι ένας τρόπος ώστε να καλύπτεται πάντα η ανάγκη για φαγητό. Αλλά και στις περιπτώσεις που κάποιος πεθαίνει, η κοινότητα θα φροντίσει να μαζέψει λεφτά για να πραγματοποιήσει την κηδεία. «Αν πεθάνει κάποιος γείτονας είμαι η πρώτη που θα βγω με ένα καλάθι για να συγκεντρώσω χρήματα, ό,τι ώρα και να είναι, γιατί έτσι μάθαμε να κάνουμε όταν πέθαιναν τα παιδιά και δεν υπήρχαν χρήματα για να τα θάψουμε76». Στη La Victoria, όταν πεθαίνει ένα παιδί και ενίοτε και κάποιος ενήλικας, σχηματίζεται ένα καραβάνι που πηγαίνει μέχρι το νεκροταφείο, διασχίζοντας τους δρόμους του οικισμού. Η ταυτότητα των μελών της La Victoria είναι διαμορφωμένη με βάση τα συναισθήματα και τα κοινά βιώματα. Κάθε χρόνο στις 30 Οκτωβρίου, γιορτάζουν την επέτειο ίδρυσης του οικισμού, αναπαριστώντας την κατάληψη. Όλος ο οικισμός στολίζεται, ο κόσμος γιορτάζει στους δρόμους, ενώ η λεωφόρος της 30ης Οκτωβρίου, που έχει πάρει το όνομά της από αυτή τη μέρα, περήφανα φιλοξενεί δεκάδες τοιχογραφίες φιλοτεχνημένες από τις «ταξιαρχίες τοιχογράφων» του οικισμού που αναπαριστούν θεματα από τους αγώνες της κοινότητας. «Συμμετέχω κάθε χρόνο στην αναπαράσταση (...) θυμόμαστε το πόσο σημαντική ήταν στη ζωή μας αυτή η κατάληψη77», λέει η Ρόσα Λάγος, που όταν ιδρύθηκε ο οικισμός ήταν 16 χρονών. 76- Grupo Identidad de Memoria Popoular,(2007) Memorias de la Victoria,Σαντιάγο:Quimantù, στο Zibechi, Raùl (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα,σελ 230. 77- ο.π. σελ.230
72
La Victoria||Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα
Η δημιουργία της La Victoria δεν είναι ένα μεμονωμένο παράδειγμα. Το μοντέλο κοινωνικής δράσης που προέβαλε, αποτέλεσε -και αποτελεί ακόμα- έμπνευση και πρότυπο για την ίδρυση πολλών κοινοτήτων στη Χιλή, αλλά και στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική. Σύμφωνα με τον Zibechi, το μοντέλο αυτό συνίσταται στην συλλογική οργάνωση πριν την κατάληψη, την προσεκτική επιλογή του κατάλληλου χώρου, την αιφνιδιαστική δράση – κατά προτίμηση νύχτα, την αναζήτηση μιας νομικής ομπρέλας στη βάση των σχέσεων είτε με τις εκκλησίες, είτε με κόμματα78 και την επεξεργασία ενός λόγου που θα νομιμοποιεί την παράνομη ενέργεια στην κοινή γνώμη. Εάν οι πρώτες απόπειρες εκκένωσης του κατειλημμένου χώρου από τις αρχές αποτύχουν, οι πιθανότητες της εδραίωσης της κοινότητας είναι μεγάλες. Η τακτική της επέκτασης στην πόλη μέσω των καταλήψεων γης, που ακολούθησαν τα λαϊκά στρώματα, αντιπαρήλθε τη στεγαστική πολιτική του κράτους που προσπαθούσε να τους οργανώσει και να τους ελέγξει. Το Σεπτέμβριο του 1970 «η πόλη βρισκόταν σε μία διαδικασία πλήρους μετασχηματισμού χάρη στους αυτοσχέδιους οικισμούς (...), που ήταν η κοινωνική δύναμη με τη μεγαλύτερη επιρροή στην αστική κοινότητα του μείζονος Σαντιάγο (...) Όταν ολοκληρώθηκε η δεκαετία του ΄70 οι κάτοικοι των καταλήψεων είχαν λάβει θέσεις στην πόλη, και παράλληλα, είχαν λάβει μία νέα θέση στη χιλιάνικη κοινωνία. Συγκεκριμένα η πιο ριζική αλλαγή που μπορέσαμε να καταγράψουμε σε αυτή την εργασία είναι η μετάβαση από τα συγκροτήματα ενοικιαζόμενων δωματίων με κοινή τουαλέτα και κουζίνα (con-ventillos), καθώς και τις παραγκουπόλεις (callampas) στους 78- Οι σχέσεις που αναπτύσσονται με το κράτος, τα κόμματα και την εκκλησία, είναι εργαλειακές, καθώς τα άτομα εμπιστεύονται μόνο την αυτοοργάνωση και την αυτοκυβέρνηση. Οι ίδιοι οι κάτοικοι δηλώνουν ότι δεν περιμένουν «τα ψίχουλα της κυβέρνησης» για να επιβιώσουν και ότι βασίζονται μόνο στις δικές τους δυνάμεις για να καλύψουν τις ανάγκες τους. (βλ. Subversive action films, (2007): The Chigago conspiracy). εικ28: Κολάζ με τις επετειακές τοιχογραφίες του οικισμού που απεικονίζουν θέματα από την καθημερινή ζωή, τους αγώνες και την ιστορία του.
73
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
οριστικούς οικισμούς (...) Αυτό που οι κάτοικοι των καταλήψεων κατάφεραν τη δεκαετία του ΄70, ήταν όχι μόνο μία νέα εδαφική τοποθέτηση αλλά , την ίδια στιγμή, και μια νέα κοινωνική και πολιτική τοποθέτηση79». Τη δεκαετία του ’80, οι καταληψίες δεν οργανώνονταν με σκοπό να καταλάβουν μια περιοχή και να στήσουν ένα καταυλισμό, περιμένοντας κάποιο κυβερνητικό διάταγμα. «Οργανώνονταν αναμεταξύ τους, και μαζί με άλλους καταληψίες , ώστε να παράγουν (σχηματίζοντας κολλεκτίβες παρασκευής ψωμιού, πλυντήρια, κέντρα υφαντουργίας κ.α.), να συντηρούνται (συλλογικές κουζίνες, οικογενειακά περιβόλια, από κοινού αγορές), να εκπαιδεύουν τους εαυτούς τους (γυναικείες κολλεκτίβες, πολιτιστικές ομάδες), αλλά και να αντιστέκονται (ακτιβιστές, ομάδες υγείας). Όλα αυτά, τα φέραν εις πέρας όχι μόνο χωρίς το κράτος, αλλά και ενάντια σε αυτό»80. Η ύπαρξη αυτοσχέδιων οικισμών όπως αυτός της La Victoria, ήταν ασύμβατη με το κράτος και το κεφάλαιο, το οποίο πραγματοποίησε πληθώρα στεγαστικών προγραμμάτων με σκοπό την εξάλειψη τους και τον κατακερματισμό των κοινοτήτων. Αυτό που οδήγησε σε αυτή την κρατική στρατηγική δεν ήταν η αναγνώριση από το κράτος ότι οι κάτοικοι του Σαντιάγο ζούσαν εξαθλιωμένοι και χρειαζόντουσαν στέγη και παροχές, αλλά η απειλητική στάση των κοινοτήτων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Αουγούστο Πινοσέτ. Από το 1983 οι οικισμοί, που δημιουργήθηκαν από τα λαϊκά στρώματα μετά την κατάληψη της La Victoria, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αντίσταση ενάντια στη δικτατορία. Οι αυτοκατασκευασμένες, αυτοδιοικούμενες γειτονιές αντικατέστησαν τα εργοστάσια ως το επίκεντρο της λαϊκής δράσης. Μετά από δέκα χρόνια δικτατορίας, τα λαϊκά στρώματα αψήφησαν το καθεστώς στο δρόμο, συγκαλώντας 11 εθνικές διαμαρτυρίες μεταξύ της 11ης Μαΐου του 1983 και της 30ης Οκτώβρη του 1984, καθοδηγούμενες από νέους ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν οδοφράγματα και φωτιά ώστε να οριοθετήσουν την περιοχή τους. Γυναίκες και νέοι σχημάτισαν κοινωνικο-πολιτιστικές οργανώσεις και άλλες που αφορούσαν ζητήματα επιβίωσης, και αντέδρασαν στις απόπειρες της δικτατορίας να διαμελίσει το λαϊκό κόσμο. Η πολεοδομική οργάνωση των περιοχών κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, όπου τα οδοφράγματα όρθωναν όρια στην κρατική παρουσία, υπήρξε το μέσο απόρριψης της εξωτερικής εξουσίας μέσα στους 79- Garcès, M. (2002). Tomando su sitio. El movimiento de las pobladores de Santiago,(1957-1998). Σαντιάγο: LOM, σελ.416,423-424, όπως παρατίθεται στο Zibechi, R. (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα, σελ 232. 80- Gabriel Salazar και Julio Pinto (2002), Historia contemporánea de Chile IV: Hombrìa y feminidad, όπως παρατίθεται στο Zibechi, R. (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα, σελ 246-247.
74
La Victoria||Σαντιάγο||Χιλή||1957-Σήμερα
αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, αλλά συνέβαλε και στην «επιβεβαίωση της λαϊκής κοινότητας σαν εναλλακτική στην κρατική εξουσία, και την απόρριψη του ολοκληρωτισμού της δικτατορίας81». Η απάντηση του κράτους στις διαμαρτυρίες ήταν κτηνώδης. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, οι διαδηλωτές μετρούσαν τουλάχιστον 75 νεκρούς, πάνω από 1.000 τραυματίες και 6.000 συλληφθέντες. 18.000 στρατιώτες συμμετείχαν στην καταστολή, σε συνδυασμό με πολίτες και την αστυνομία, υπογραμμίζοντας την ένταση των διαδηλώσεων. Παρά τη βίαιη καταστολή, δεν ηττήθηκαν. Η ταυτότητα της κοινότητας αποκαταστάθηκε, και η επιτυχία ενσαρκώθηκε στην ίδια την ύπαρξη των διαδηλώσεων και στην ικανότητα να προκαλούν επαναλαμβανόμενα και με διάρκεια το σύστημα για ενάμιση χρόνο, έπειτα από μία δεκαετία καταστολής, βασανιστηρίων και εξαφανίσεων. Την περίοδο 1980-2000 χτίστηκαν από το κράτος στο Σαντιάγο 202 χιλιάδες «κοινωνικές κατοικίες» με στόχο να μεταφερθούν σε αυτές, ένα εκατομμύριο κάτοικοι των καταυλισμών και των αυτόνομων οικισμών, αριθμός που αντιστοιχούσε εκείνη την περίοδο στο ένα πέμπτο του πληθυσμού της πρωτεύουσας. Τα συγκροτήματα αυτά ήταν απομονωμένα μεταξύ τους και μακριά από το κέντρο. Τα 120 χιλιάδες περίπου άτομα που μετεγκαταστήθηκαν δια της βίας, την περίοδο 1979-1983, από τις εκτάσεις που είχαν καταλάβει τις δεκαετίες του ’60 και ’70, «έχασαν τις δουλειές τους, αυξήθηκε το κόστος των μετακινήσεών τους, ενώ άρχισαν να αντιμετωπίζουν ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια στην πρόσβασή τους στις υπηρεσίες της υγείας, της εκπαίδευσης και στις κοινωνικές παροχές»82. Το 81- ο.π. σελ. 261 82- ο.π. Zibechi, Raùl (2010), σελ.234
εικ29,30: Φωτογραφίες από κινητοποιήσεις ενάντια στη δικτατορία του Πινοσέτ. Η εικόνα αριστερά είναι από μέσα από τον οικισμό της La Victoria, το 1983.
75
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
σημαντικότερο πρόβλημα όμως που αντιμετώπιζαν, ήταν ο κατακερματισμός του δικτύου βοήθειας και υποστήριξης που είχαν δημιουργήσει στις κοινότητές τους όλα αυτά τα χρόνια, η μείωση της συμμετοχής τους σε κοινοτικές οργανώσεις και η αίσθηση απομόνωσης μέσω της γκετοποίησης. Πρόκειται για απώλεια της αίσθησης της κοινοτικής προστασίας. Αυτός ήταν και ο στόχος της μετεγκατάστασης. Το πέρασμα από την αυτονομία και την αυτοδιαχείριση, στην εξάρτηση από το κράτος και τις προνοιακές παροχές –οι οποίες ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, από «την περιπλοκότητα του χώρου των αυτοσχέδιων λαϊκών οικισμών στην ομοιομορφία των συγκροτημάτων κοινωνικής κατοικίας», από την «οργάνωση στον κατακερματισμό» και τέλος, «από την κατάληψη ως ενέργεια, που στοχεύει στην ένταξή τους στην πόλη, στην εκδίωξή τους από την πόλη, αίσθηση την οποία βιώνουν οι κάτοικοι των κοινωνικών κατοικιών»83. Με αυτό τον τρόπο, ο χωρικός διαχωρισμός των λαϊκών στρωμάτων θα επέφερε ασφάλεια, ενώ η αξία της γης στο κέντρο θα αυξανόταν με την εξάλειψη των οικισμών.
83- Rodrìguez A και Sugranyes A. (2005). Los con techo. Un desafìo para la polìtica de vivienda social. Σαντιάγο Ediciones Sur, στο Zibechi, Raùl (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα,σελ 233. εικ31: Ακόμα μία από τις εορταστικές τοιχογραφίες της οδού 30 de Octubre. Το σύνθημα λέει: “Από το Zanjon στη La Victoria, με αγώνα και οργάνωση συνεχίζουμε. Χτίζοντας τη λαϊκή εξουσία.”
76
77
78
Movimiento dos Trabalhadores Sem Terra Βραζιλία||1984-Σήμερα Το κίνημα των ακτημόνων84 (MST), παλεύει πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα, για την αγροτική μεταρρύθμιση και την αποκατάσταση των χωρίς γη στη Βραζιλία. Οι αγώνες για τη γη στη χώρα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’50 με μικρά και αποσπασματικά κινήματα ιθαγενών, που αντιστέκονταν στην εκδίωξή τους από τη γη που ζούσαν και καλλιεργούσαν μέχρι τότε. Η αντίσταση άρχισε να εντείνεται τη δεκαετία του ’70, όταν η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής έκανε μη βιώσιμες τις συνθήκες για τους αγρότες και ανάγκασε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να μεταναστεύσει στα αστικά κέντρα, οι περισσότεροι εκ των οποίων κατέληξαν στις παραγκουπόλεις (φαβέλες). Το 1984 σχηματίστηκε επίσημα το Κίνημα Ακτημόνων Εργατών Βραζιλίας, το οποίο σήμερα είναι από τα μεγαλύτερα κινήματα που έχει να επιδείξει η Λατινική Αμερική. Η Βραζιλία χαρακτηρίζεται από ακραίες ανισότητες, με το 2% των γαιοκτημόνων να κατέχουν σχεδόν τη μισή καλλιεργήσιμη γη της χώρας85. Μέχρι το 2014, το MST πραγματοποίησε πάνω από 2.500 καταλήψεις γης, αποκαθιστώντας περίπου 370.000 οικογένειες86. Στόχος όμως του κινήματος δεν είναι απλά η απόκτηση γης, αλλά η δημιουργία καλύτερων συνθηκών διαβίωσης για τα μέλη του. Δεν αντιμετωπίζουν τη γη απλά ως μέσο παραγωγής και δεν αποσυνδέουν το χώρο εργασίας τους από το χώρο της 84- Κίνημα Ακτημόνων Εργατών: Movimiento dos Trabalhadores Sem Terra (MST) 85- πηγή: εγκυκλοπαίδεια Britannica (www.britannica.com/topic/Landless-Workers-Movement) [πρόσβαση:24/2/2017] 86- ο.π. εικ32: Φωτογραφία από τοπική διαμαρτυρία του MST, 1991.
79
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
κατοικίας και των δραστηριοτήτων της καθημερινότητας, σε αντίθεση με τα καπιταλιστικά πρότυπα που κατακερματίζουν το χώρο -και το χρόνο- σε εργασιακό, οικιακό, ελεύθερο κ.α. Οι αγρότες που οργανώθηκαν στο MST παλεύουν να κατακτήσουν τη γη τους, και ταυτόχρονα μέσω αυτού να επιλύσουν τα προβλήματα της διατροφής των παιδιών τους, της μόρφωσης και εκπαίδευσης των μελών τους, της υγείας και της στέγασής τους, μέσω της σκληρής, πλην τίμιας, εργασίας στο χωράφι. Από την αρχή της δημιουργίας του, το κίνημα έχει επηρεαστεί από τη Θεολογία της Απελευθέρωσης87, το μαρξισμό, την επανάσταση της Κούβας και από άλλες ποικίλες ριζοσπαστικές ιδεολογίες, οι οποίες έχουν διαμορφώσει και χαρακτηρίσει τον τρόπο που δραστηριοποιούνται και οργανώνονται. Ο αγώνας τους ενάντια στις πολυεθνικές εταιρίες γεωργίας, η συγκρότηση αυτόνομων -με την έννοια της αυτάρκειας- οικισμών, σχεδιασμένων και υλοποιημένων εξολοκλήρου από την κοινότητα, και η οργάνωση της εκπαίδευσης και της υγείας τους ως στοιχείο χειραφέτησης, είναι μόνο ένα μέρος της καθημερινότητάς τους που έχει πολιτικοποιηθεί. Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς οικισμούς του MST, είναι ο Filhos do Sepé88 είναι ο μεγαλύτερος οικισμός της πολιτείας του Rio Grande do Sul, της νοτιότερης πολιτείας της Βραζιλίας και δημιουργήθηκε το 1999. Εκτείνεται σε περισσότερα από έξι χιλιάδες εκτάρια89, βρίσκεται 40 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της πολιτείας και συνορεύει με τον υγροβιότοπο Banhado dos Pachecos90, στα έλη του οποίου βρίσκουν καταφύγιο χιλιάδες πάπιες και διάφορα είδη ψαριών και θηλαστικών. Τον οικισμό αποτελούν 87- Η Θεολογία τη Απελευθέρωσης είναι ένα θεολογικό ρεύμα (στα πλαίσια κυρίως της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας) που αναπτύχθηκε στην Λατινική Αμερική την δεκαετία του ’60. Ο όρος εισήχθη από τον Περουβιανό ιερέα και θεολόγο Gustavo Gutiérrez το 1971. Έχει πολιτικές προεκτάσεις και θεωρεί ότι η διδασκαλία του Χριστού πρέπει να κινητοποιεί σε αγώνα για κοινωνική, οικονομική και πολιτική απελευθέρωση από την ανισότητα και την αδικία. Ως Φτωχοί για τη Θεολογία της Απελευθέρωσης είναι όλες οι καταπιεσμένες τάξεις, φυλές, φύλα, κοινότητες, κ.λ.π. Επίσης είναι και όλοι οι άνθρωποι που στερούνται της πίστης και της αγάπης του Θεού, που ως δωρεά, γίνεται δυνατότητα σωτηρίας του ανθρώπου. Σήμερα, αν και έχει χάσει την αρχική της δυναμική, εντούτοις παραμένει παρούσα στις ιστορικές εξελίξεις, στρατευμένη στην υπόθεση των φτωχών για την απελευθέρωσή τους, μέσα από μια αγωνιστική πορεία πενήντα περίπου χρόνων. Πηγή: Γουνόπουλος, Α.(2013), διπλωματική εργασία μεταπτυχιακού «Θεολογία της Απελευθέρωσης και Πολιτική» 88- Μεταφράζεται ως «Τα παιδιά του Σεπέ». Το μεγαλύτερο των πληροφοριών για τον οικισμό είναι από το άρθρο MST: η δύσκολη οικοδόμηση ενός νέου κόσμου που δημοσιεύτηκε αρχικά στο Programa de las Américas, International Relations Center, 12/06/2006. www.ircamericas.org και περιέχεται στο βιβλίο Zibechi , R.(2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: η Λατινική Αμερική σε κίνηση, εκδόσεις Αλάνα, Αθήνα 89- Ένα εκτάριο αντιστοιχεί σε 10 στρέμματα. 90- Το μπάνιο των παπιών (σ.τ.μ.).
80
Movimiento dos Trabalhadores Sem Terra||Βραζιλία||1984-Σήμερα
376 οικογένειες91, οι οποίες πριν τη δημιουργία του, έμεναν σε παραγκουπόλεις στις άκρες των μεγάλων αυτοκινητόδρομων, σε παραπήγματα από μαύρο πλαστικό, τα οποία δεν προστάτευαν από το κρύο το χειμώνα και ήταν υπερβολικά ζεστά το καλοκαίρι. Κάθε οικογένεια δικαιούται, σύμφωνα με του κανόνες του MST, τουλάχιστον δέκα εκτάρια γης, η διαχείριση των οποίων αφορά τον αντίστοιχο οικισμό και τα μέλη του. Οι αγρότες στον Filhos do Sepé, έχουν επιλέξει μία διαφορετική οργάνωση από άλλους οικισμούς, που το MST ονομάζει αγρο-οικισμό (agrovila). Οι κατοικίες είναι κατασκευασμένες από ξύλο ή τούβλο ή από πέτρα και λάσπη -με τη μέθοδο του cob. Bρίσκονται συγκεντρωμένες η μία δίπλα στην άλλη, όχι όμως πάνω στο ατομικό αγροτεμάχιο του κάθε αγρότη. Έτσι, η γειτνίαση διευκολύνει την πρόσβαση στην παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος και του πόσιμου νερού, ενώ παροτρύνει την κοινωνικοποίηση και εξυπηρετεί στον καλύτερο έλεγχο για την ασφάλεια του οικισμού. Δίπλα σε κάθε κατοικία υπάρχει ένα μικρό χωράφι αρκετό για την καλλιέργεια κηπευτικών και οπωροφόρων, και όλοι έχουν οικόσιτα ζώα, όπως κότες για τα αυγά τους και αγελάδες για το γάλα τους. Παράγουν με αυτό τον τρόπο ένα βασικό μέρος της διατροφής τους. Ο οικισμός όμως δεν αποτελείται μόνο από κατοικίες. Εντός του λειτουργεί το κέντρο κατάρτισης του MST, το οποίο διαθέτει τραπεζαρία, συνεδριακούς χώρους και χώρους με πρόσβαση στο διαδίκτυο, καθώς και υπνοδωμάτια και τουαλέτες με τη δυνατότητα να φιλοξενήσει μέχρι 120 άτομα. Λειτουργεί επίσης ένα σχολείο, όπου φοιτούν τα 230 παιδιά του οικισμού. Το σχολείο αποτελείται από πλίνθους που έφτιαξαν οι κάτοικοι του οικισμού και κατασκευάστηκε εξολοκλήρου από αυτούς, οι οποίοι οργανώθηκαν σε ομάδες εθελοντικής εργασίας και εργάζονταν σε βάρδιες μέχρι να ολοκληρωθεί το κτίριο. Με αυτή τη μέθοδο έχουν κατασκευαστεί τα σχολεία σε όλους τους οικισμούς. Ο αγροοικισμός χωρίζεται σε τέσσερεις τομείς ή συνοικίες, με γειτονικά σπίτια όπως περιγράψαμε παραπάνω. Από τα σπίτια του κάθε τομέα βγαίνει ένας δρόμος που συνδέει τον οικισμό με την κοντινότερη πόλη και τα ιδιωτικά χωράφια τους, που έχουν έκταση κατά μέσο όρο 17 εκτάρια το καθένα. Τα χωράφια ποτίζονται από τα έλη του βιότοπου μέσω ενός συστήματος άρδευσης κατασκευασμένο από την κοινότητα και προσφέρονται μόνο για καλλιέργεια ρυζιού. «Αν κανείς επισκεφτεί έναν αγροοικισμό, με τις απλές και όμορφες κατοικίες του, τα σπαρμένα χωράφια, στολισμένα με πολύχρωμα λουλούδια, και τα κατοικίδια ζώα τους που βόσκουν και κακαρίζουν στον ήλιο, έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε ένα βουκολικό περιβάλλον, όπου όλα δουλεύουν στην εντέλεια. Κι όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική.» (Zicechi,2010). Ο οικισμός 91- Τα ποσά που αναφέρονται στο κείμενο αντιστοιχούν στο έτος που γράφτηκε το άρθρο (βλ υποσημείωση 88), δηλαδή το 2006, εκτός εάν αναφέρεται άλλη πηγή.
81
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα. Σε πολλές περιπτώσεις οικογένειες εγκαταλείπουν τα χωράφια τους, τα οποία βρίσκονται πολύ μακρυά από τον οικισμό και τα νοικιάζουν σε άλλες οικογένειες. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, το MST τα τελευταία χρόνια έχει εφεύρει μία νέα τυπολογία οικισμού, που αποτελείται από πυρήνες 15-20 οικογενειών. «Τα ατομικά αγροτεμάχια βρίσκονται εντός ενός νοητού τριγωνικού πλαισίου, οι μεσοκάθετοι των πλευρών του οποίου οδηγούν σε ένα “κέντρο”, έτσι ώστε και οι κατοικίες να ισαπέχουν μεταξύ τους και τα χωράφια να βρίσκονται πολύ κοντά στις κατοικίες. Αυτό συνεπάγεται την αποκέντρωση του οικισμού και τη δημιουργία μονάδων που ονομάζονται “οικιστικοί πυρήνες”» (Zibechi,2010). Δεδομένου ότι κάθε οικισμός οργανώνεται με βάση τη δική του συνέλευση -ακολουθώντας πάντα τους κανόνες του κινήματος, παρατηρούνται πολλές διαφορές ανάμεσα στους οικισμούς. Αυτές οι διαφορές συνήθως εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από του πόρους που έχουν στη διάθεσή τους τα μέλη, αλλά και από τη μακροβιότητα του κάθε οικισμού. Έτσι, υπάρχουν πολλοί καταυλισμοί που αποτελούνται ακόμα από σκηνές κοντά στις καλλιέργειες, συχνά χωρίς ρεύμα ή τρεχούμενο νερό μέχρι να μπορέσουν οι κάτοικοί του να προχωρήσουν με την εγκατάσταση του οικισμού. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι η εξάρτηση από τις πολυεθνικές, οι οποίες επιβάλλουν τη χρήση τοξικών φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες, «δηλητηριάζοντας» τη γη, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Αλλά ακόμα και όσοι έχουν επιλέξει την βιολογική καλλιέργεια εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις πολυεθνικές, αφού εκείνες αναλαμβάνουν την πιστοποίηση των βιολογικών προϊόντων, ώστε να μπορούν να διοχετευτούν στην αγορά, η οποία είναι πολύ κοστοβόρα για τους παραγωγούς. Οι αγρότες του MST καταλήγουν ότι παρά τους πολυετείς αγώνες τους, το εμπόδιο των πολυεθνικών μοιάζει αξεπέραστο, εικ33: (αριστερά) κατοικίες στον οικισμό του Filhos do Sepe , (δεξιά) το κέντρο κατάρτισης του ίδιου οικισμού
82
Movimiento dos Trabalhadores Sem Terra||Βραζιλία||1984-Σήμερα
αφού πλέον οι πολυεθνικές δεν έχουν ανάγκη την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ή τον έλεγχο της εργασίας για να τους εκμεταλλευτούν. Η ανάπτυξη και ο έλεγχος της γνώσης και των νέων τεχνολογιών παραγωγής, έχει δημιουργήσει ένα νέο τύπο καταπίεσης και ελέγχου, με την υποστήριξη του κράτους. Αν και οι οικισμοί παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό αυτάρκειας, πολλές φορές τα εισοδήματα από την καλλιέργεια δεν είναι επαρκή για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Για παράδειγμα στον Filhos do Sepé, πέρα από τα οικογενειακά χωράφια και την παραγωγή ρυζιού, οι αγρότες είναι αναγκασμένοι πολύ συχνά να εργάζονται και στην πόλη του Βιαμάο, κυρίως ως καθαρίστριες ή οικοδόμοι. Εν τέλει η μεγαλύτερη επιτυχία του MST είναι ότι οι αγρότες ζουν αξιοπρεπώς στους οικισμούς που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει, αντί να ζουν στα εξαθλιωμένα περίχωρα των μεγάλων πόλεων. Παρά τα εμπόδια και τις δυσκολίες που προκύπτουν, το κίνημα συνεχίζει να προσπαθεί να επιλύσει τα προβλήματα των μελών της και να βελτιώσει τις συνθήκες. Σε αυτή την προσπάθεια συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό το σύστημα εκπαίδευσης που έχει δημιουργηθεί για τα μέλη του, το οποίο λειτουργεί σαν μέσο αυτοσυντήρησης και συνέχειας του αγώνα τους. Το MST από την αρχή της δημιουργίας του έχει δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στο ζήτημα της εκπαίδευσης, αναγνωρίζοντας ότι η αγροτική μεταρρύθμιση είναι πολλά περισσότερα από την κατάκτηση της γης. Από το 1986, που σχηματίστηκε ο εκπαιδευτικός τομέας του κινήματος, μέχρι το 2001, περίπου 150.000 παιδιά είχαν εγγραφεί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στα 1.200 σχολεία των οικισμών και των καταυλισμών92. Στα σχολεία αυτά εργάζονται 3.800 δάσκαλοι, εκ των οποίων πολλοί έχουν επιμορφωθεί στα ίδια τα σχολεία του MST. Οι περισσότεροι οικισμοί διαθέτουν κέντρο κατάρτισης, όπου επιμορφώνονται οι κάτοικοι 92- πηγή Wikipedia, λήμμα: Landless Workers’ Movement. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica ο αριθμός των σχολείων των ακτημόνων μέχρι το 2014 έφτασε τα 1.500. [16/02/2017]
83
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
πάνω σε ζητήματα που αφορούν τις καλλιέργειές τους, ενώ σε άλλους λειτουργούν σχολεία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου διδάσκονται επαγγέλματα όπως αυτό του δασκάλου. Τέλος, έχει δοθεί μεγάλη φροντίδα στην εξάλειψη του αναλφαβητισμού ανάμεσα στους ενήλικες του κινήματος, ένα πρόβλημα που είναι πολύ έντονο ανάμεσα στους αγροτικούς πληθυσμούς της Βραζιλίας. Τα σχολεία χρηματοδοτούνται -και τυπικά διευθύνονται- από τις δημοτικές ή πολιτειακές κυβερνήσεις, αλλά ακολουθούν τη δική τους ξεχωριστή εκπαιδευτική φιλοσοφία. Τα μαθήματα στοχεύουν στην ανάπτυξη των γνώσεων και των ικανοτήτων που είναι χρήσιμα για την αγροτική και κοινοτική ζωή, και διδάσκεται η ιστορία των αγώνων του MST και άλλων κινημάτων, με στόχο την προώθηση του αγώνα για την αγροτική μεταρρύθμιση και την κοινωνική δικαιοσύνη γενικότερα. Αν και πολλοί αντίπαλοι του MST το κατηγορούν για προπαγάνδα και δογματισμό στα σχολεία, πολλοί ακαδημαϊκοί υποστηρίζουν ότι τα κοινοτικά σχολεία είναι αισθητά καλύτερα από τα αντίστοιχα συμβατικά των αγροτικών περιοχών, όπου αυτά υπάρχουν, τόσο ως προς τον αριθμό των σχολείων όσο και ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν93. Έτσι η εκπαίδευση, μαζί με την αυτάρκεια και την αυτοκατασκευή των οικισμών και τους πολύμορφους αγώνες που πραγματοποιεί το κίνημα των ακτημόνων, συμβάλλουν στην χειραφέτησή των μελών του.
93- πηγή: εγκυκλοπαίδεια Britannica (www.britannica.com/topic/Landless-WorkersMovement) [16/02/2017] εικ34: Πρόχειρος καταυλισμός του MST, Santa Catarina, 2015. Πηγή: www.mst.org
84
85
86
Οικονομικές κρίσεις: ο ρόλος του κεφαλαίου στην κρίση κατοικίας Πριν την ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, ο όρος οικονομική κρίση αναφερόταν στη ματαίωση των οικονομικών προσπαθειών των ανθρώπων, είτε λόγω πολέμων, είτε λόγω καταστροφής των παραγόμενων αγαθών από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, φυσικές καταστροφές, λεηλασίες και άλλα παρόμοια αίτια. Με την εδραίωση του καπιταλισμού ως οργανωτικό σύστημα, η συνθήκη αυτή άλλαξε. Παρότι ο καπιταλισμός παρουσιάζεται από την κυρίαρχη αφήγηση ως ένα σταθερό σύστημα, αυτό στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Οι σημερινές κρίσεις προέρχονται από την ίδια τη λειτουργία του και όχι από κάποιον εξωοικονομικό παράγοντα. «Ο καπιταλισμός, δεν εμφανίζεται ως ένα σύστημα που βρίσκεται “κανονικά” σε κατάσταση ισορροπίας, για να διαταραχθεί προσωρινά από σύντομες κρίσεις, αλλά εντελώς αντίθετα, ως ένα σύστημα οργανικά ασταθές, “χαοτικό”, όπου οι καταστάσεις σχετικά σταθερής ανάπτυξης...αποτελούν την εξαίρεση...»94 Από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τώρα, το καπιταλιστικό σύστημα έχει περάσει από διαδοχικές περιόδους ανάπτυξης και ύφεσης. Από τη Μακρυά Ύφεση του 1873-1893 μέχρι και την Παγκόσμια Οικονομική Κρίση του 2008, αλλά και τις διάφορες τοπικές κρίσεις που συμβαίνουν μέχρι και σήμερα, η οικονομία σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζεται από μία διαρκή και αισθητή μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Η μείωση αυτή δεν επηρεάζει μόνο τις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά όλα τα μεγέθη της οικονομίας, όπως 94- Παπακωνσταντίνου, Π. (2008). Το χρυσό παραπέτασμα: η γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, Αθήνα, Α.Α. Λιβάνη. Από το άρθρο του Ανδρίτσου Θ. (2011), Κρίση στην αγορά κατοικίας και σύγχρονος καπιταλισμός, ilesxi.wordpress.com., [πρόσβαση 07/02/2017]
87
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
την απασχόληση (αύξηση της ανεργίας), το εθνικό προϊόν, τις επενδύσεις και άλλα. Ο Frederic S. Mishkin95 στο άρθρο του με τίτλο «Anatomy of a Financial crisis» εξηγεί ότι: «Οικονομική κρίση είναι μια διαταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές στις οποίες οι λανθασμένες επιλογές και τα προβλήματα οικονομικού κινδύνου αυξάνονται με αποτέλεσμα να αδυνατούν να διοχετεύσουν τα κεφάλαιά τους σε παραγωγικές επενδύσεις και σε αποδοτικούς τομείς. Μια οικονομική κρίση μπορεί να οδηγήσει μια οικονομία μακριά από την ισορροπία και να στρέψει σε μια καθοδική πορεία τους δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης. Οι οικονομικές κρίσεις μπορεί να έχουν διάφορες επιπτώσεις πέρα του τραπεζικού πανικού». Ειδικά μετά το 1973, ξέσπασαν εκατοντάδες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, αρκετές από τις οποίες σχετίζονταν με την ιδιοκτησία ή την ανάπτυξη των πόλεων. Σύμφωνα με το Χατζημιχάλη, οι πόλεις και η ύπαιθρος ήταν πάντα υποδοχείς επενδύσεων και μέσω της αστικοποίησης αποτελούσαν βασικό πυλώνα για τη συσσώρευση κεφαλαίου. «Από τη δεκαετία του 1990 και κυρίως μετά το 2000 συνδυασμός παραγόντων, όπως η αποβιομηχάνιση που συντελείται στον παγκόσμιο Βορρά, η μετακίνηση της παραγωγής σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, κυρίως στην Ασία, η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους στις βιομηχανικές επενδύσεις και η δημιουργία νέων χρηματιστηριακών προϊόντων, έχουν οδηγήσει σε μια κούρσα επενδύσεων στη γη είτε μέσω υφαρπαγής είτε μέσω εκτεταμένου real estate». (Χατζημιχάλης, 2014) Κατά συνέπεια η κατοικία ως κοινωνικό αγαθό απειλείται, είτε μέσω των επιπτώσεων της κρίσης καθ’αυτής -ανεργία, επισφάλεια, είτε μέσω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και αναδιαρθρώσεων που γίνονται για το ξεπέρασμά της96. Για να ξεπεράσει ο καπιταλισμός την εκάστοτε κρίση και να αντιστρέψει την πτωτική τάση στην οποία βρίσκεται, αναδιαρθρώνεται τεχνολογικά, αλλάζοντας τις παραγωγικές διαδικασίες, μειώνει το κόστος της εργασίας, αναζητά νέες αγορές και ανασυγκροτείται συνολικά, ώστε να βρει νέους δρόμους κερδοφορίας. Ο Harvey (2012) υποστηρίζει ότι «η αστικοποίηση αποτελεί βασικό μέσο απορρόφησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου και της πλεονάζουσας εργασίας σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του καπιταλισμού». Πράγματι, η έκρηξη του πληθυσμού στις πόλεις αυξάνει συνεχώς το μέγεθος του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, δημιουργώντας το εξής δίπολο: Από τη μια, η δυσαναλογία προσφοράς και ζήτησης εργασίας μειώνει το κόστος της και τις σχετικές παροχές, από την άλλη το νέο πλήθος χρειάζεται να στεγαστεί και να καταναλώσει για την επιβίωσή του. Η ενοικίαση διαμερισμάτων, τα οποία βρίσκονται σε 95- Mishkin S Frederic, NBER WORKING PAPERS SERIES,WORKING PAPER NO 3934, 1991(μετάφραση financialcrises20thcentury.blogspot.gr) [16/02/2017] 96- Από το άρθρο «Κινήματα για την κατοικία σε Ισπανία και Ιταλία», Κομπρεσέρ για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014.
88
Οικονομικές κρίσεις: ο ρόλος του κεφαλαίου στην κρίση κατοικίας
πολύ κακή κατάσταση, σε πολύ υψηλές τιμές σε σχέση με την πραγματική τους αξία, ή η ανέγερση εργατικών κατοικιών χαμηλών προδιαγραφών, αποτελούν τέτοια παραδείγματα εκμετάλλευσης. Δημιουργείται συνεπώς μία εξαιρετικά προσοδοφόρα κατάσταση συσσώρευσης κεφαλαίου για τις ανώτερες τάξεις, σε αντιδιαστολή με την οριακή κατάσταση επιβίωσης των λιγότερο προνομιούχων, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης ούτε σε υποτυπώδεις χώρους κατοικίας. Από τη συνθήκη αυτή έχουν προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες κύματα άστεγων, αλλά και μεγάλος αριθμός αυτοστεγαζόμενου πληθυσμού σε καταυλισμούς, παραγκουπόλεις, αυτοσχέδιους οικισμούς και κατειλημμένα κτίρια. Όσο πιο έντονη και διαρκής είναι η ύφεση, σε τόσο μεγαλύτερο φάσμα της κοινωνίας εξαπλώνεται η έλλειψη προσβάσιμης κατοικίας. Η παρούσα οικονομική κρίση, ξεκινώντας από την κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων του 2006 στις Η.Π.Α, έχει χτυπήσει την κατοικία σε πολύ ευρύ φάσμα, οδηγώντας σε μεγάλο αριθμό κατασχέσεων κατοικιών από τις τράπεζες. Μπορεί οι επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας να αποτέλεσαν κομβικό πεδίο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού πριν από την κρίση, αποτελούν όμως και βασικό πεδίο εκδήλωσής της. Σήμερα, μεγάλα τμήματα των κατώτερων και μεσαίων τάξεων κινδυνεύουν, όχι μόνο από τη φτώχεια, αλλά και από το να μείνουν χωρίς στέγη. Σημαντικό παράδειγμα η περίπτωση της Αμερικής. Καθ’όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα στην Αμερική πραγματοποιούνταν διαφόρων ειδών μεταρρυθμίσεις για την τόνωση του στεγαστικού τομέα 97. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, αναζωογόνησαν την αμερικανική οικονομία, ειδικά τους τομείς που σχετίζονταν με τις κατασκευές και τη στέγαση γενικότερα, προσέφεραν νέες θέσεις εργασίας, και ταυτόχρονα εδραίωσαν την ιδιοκτησία σαν βασικό στοιχείο του «American dream». Όσοι ανήκαν στη μεσοαστική τάξη της Αμερικής, αργά ή γρήγορα θα έκαναν αίτηση για στεγαστικό δάνειο, ώστε να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι στα προάστια, ανεβάζοντας έτσι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα. Με την έξαρση στον κατασκευαστικό τομέα, η αστικοποίηση άρχισε να εξαπλώνεται με δυναμικό, αλλά ανορθολογικό, περιβαλλοντικά και γεωγραφικά, τρόπο, δημιουργώντας τεράστιες ανισότητες ανάμεσα στα ακμάζοντα προάστια και τα υποβαθμισμένα κέντρα των πόλεων. Παράλληλα, όλοι οι καλοπληρωμένοι αμερικανοί εργάτες, δεσμεύτηκαν με δάνεια και υποθηκευμένα σπίτια, οι κατασκευαστικές εταιρίες έκαναν χρυσές δου97- Ο Harvey στο βιβλίο του Εξεγερμένες Πόλεις διατυπώνει την άποψη ότι η κρίση των ενυπόθηκων δανείων ήταν αποτέλεσμα μίας σειράς πολιτικών των αμερικανικών κυβερνήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν σαν απάντηση στο οικονομικό κράχ του 1929. Η κυβέρνηση Ρούσβελτ προέβη σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων στη χρηματοδότηση ενυπόθηκων δανείων, ώστε να τονώσει τον στεγαστικό τομέα, ενώ οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν αργότερα κατέληξαν στην στεγαστική «φούσκα» του 2006.
89
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
λειές και οι τράπεζες κέρδιζαν από τα δάνεια που έπαιρναν όλοι οι παραπάνω. Κομβικό σημείο αποτέλεσε η ιδιαίτερη αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης, από το 2000 και μετά. Η Κεντρική Αμερικανική Τράπεζα άρχισε να εκδίδει δάνεια με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο και μάλιστα σε επισφαλείς δανειολήπτες. Αυτά τα δάνεια δεν ήταν απλώς στεγαστικά δάνεια, αλλά το εισητήριο των αποκλεισμένων μέχρι τότε ομάδων στον κόσμο της κατανάλωσης και της κοινωνικής αναγνώρισης. Το 2004 το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Αμερική είχε φτάσει το 70%, από το 40% που βρισκόταν το 1940(Harvey,2012). Ένας δανειολήπτης όμως, με περιορισμένο εισόδημα δεν έχει αντίστοιχα και τη δυνατότητα να αποπληρώσει το δάνειο, ειδικά σε μία περίοδο όπου η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση και η ανεργία σε πολύ υψηλά επίπεδα. Από την μεριά τους, οι τράπεζες δεν αντιμετώπιζαν κάποιον κίνδυνο, αφού το κέρδος τους δεν εξαρτώνταν άμεσα από την αποπληρωμή του δανείου. Οι τράπεζες έφτιαχναν χρηματοπιστωτικά πακέτα που αποτελούνταν από αυτά τα δάνεια, μαζί με άλλα πιο ασφαλή, και τα μεταπωλούσαν μαζί με το ρίσκο τους. Αυτομάτως το δάνειο θεωρούταν εξοφληθέν και προσμετριόταν στα κέρδη της τράπεζας. «Η υπερτίµηση (“φούσκα”) και η µετέπειτα πτώση των τιµών των ακινήτων σε πολλές αµερικανικές πολιτείες, σε συνδυασµό µε τα πολλαπλά παράγωγα χρηµατοοικονοµικά προϊόντα που είχαν δοµηθεί σε µορφή αντεστραµµένης πυραµίδας µε βάση τις τιµές αυτές, και µάλιστα επί δανείων χαµηλής εξασφάλισης, οδήγησαν σε ένα ντόµινο πανικού και έλλειψης ρευστότητας στην τραπεζική αγορά, το οποίο, σε συνδυασµό µε την υψηλή µόχλευση, προξένησε την παρ’ ολίγον κατάρρευση του αµερικανικού χρηµατοπιστωτικού συστήµατος και τη µετέπειτα ύφεση»98. Η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού άνεργο, ενώ η βαριά φορολογία, σε συνδυασμό με τα κόκκινα δάνεια, οδήγησαν σε αδυναμία πληρωμής χρεών και τελών, και από εκεί στις κατασχέσεις, την ερήμωση και την καταστροφή99. Πλέον ο τομέας των κατασκευών στην Αμερική είναι στάσιμος και δεν φαίνεται να ανακάμπτει, ενώ η κακή κατάσταση των τοπικών οικονομιών οδηγεί σε περεταίρω άνοδο της ανεργίας και άγριες περικοπές στις κοινωνικές παροχές. Ο Harvey θεωρεί ότι έχει φτάσει το τέλος της μεταπολεμικής περιόδου κατά την οποία η Αμερική είχε μακροοικονομική σταθερότητα, μέσω της προαστιοποίησης και της ανάπτυξης της κατοικίας και της ιδιοκτησίας. Σήμερα η Αμερική χαρακτηρίζεται από «ραγδαία υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής στα 98- Από το Σαμπανιώτης και Χαρδούβελης, Θ. και Γκ. (2012), «Η ελληνική αγορά ακινήτων στα χρόνια της κρίσης», Οικονομία & αγορές, τόμος VII, τεύχος 2, Ιούλιος 2012 99- Από το άρθρο Θεωδόρου Κ. «Το νέο παράδειγμα. Οι αμερικανικές πόλεις ή Μετά τις κατασχέσεις τι;», περιοδικό αρχιτέκτονες, τεύχος 08, Δεκέμβριος 2013- Ιανουάριος 2014
90
Οικονομικές κρίσεις: ο ρόλος του κεφαλαίου στην κρίση κατοικίας
αστικά κέντρα λόγω των κατασχέσεων, διατήρηση ληστρικών πρακτικών στις αγορές ακινήτων των πόλεων, μειώσεις στις υπηρεσίες, και πάνω απ’ όλα έλλειψη βιώσιμων ευκαιριών απασχόλησης στην αγορά εργασίας». (Harvey,2012) Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της Ιρλανδίας. Κατά την περίοδο της οικονομικής άνθισης στην Ιρλανδία (1995-2000), συνέβη μία έκρηξη στον τομέα των κατασκευών. Η αύξηση της απασχόλησης και των μισθών, άρχισε να ανεβάζει τις τιμές των κατοικιών και τον αριθμό των κατασκευών. Η αύξηση των κατασκευών οδήγησε και αυτή με τη σειρά της σε αύξηση των μισθών, αλλά και της ζήτησης κατοικιών, καθώς πλήθος εργατών ήρθαν μετανάστες στην Ιρλανδία για να εργαστούν ως οικοδόμοι. Αυτή η κυκλική διαδικασία, ενισχύθηκε από το τραπεζικό σύστημα, αφού το τελευταίο κέρδισε δανείζοντας τόσο στους αγοραστές όσο και στους κατασκευαστές. Τα κέρδη από το δανεισμό στις οικοδομικές επιχειρήσεις ήταν τόσο μεγάλα που άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι και τράπεζες από το εξωτερικό, όμως όπως ήταν αναμενόμενο, η κατασκευαστική μανία οδήγησε σε υπερπροσφορά κατοικιών και οι τιμές τους άρχισαν να πέφτουν. Το 2010 η Ιρλανδική Κυβέρνηση υπολόγισε ότι οι κενές κατοικίες είναι περισσότερες από 300.000, και οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται σε προάστια«φάντασμα», που δημιουργήθηκαν την περίοδο της κατασκευαστικής έκρηξης100. Οι κατασκευαστές ήταν αυτοί που επηρεάστηκαν περισσότερο, δεδομένου ότι δεν μπορούσαν πλέον να πουλήσουν στις προϋπολογισμένες τιμές τις κατοικίες και κατά συνέπεια αδυνατούσαν να αποπληρώσουν 100- πηγή Wikipedia.org
91
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
τα δάνεια προς τις τράπεζες. Όταν οι τράπεζες κατάσχεσαν αυτές τις ιδιοκτησίες, δεν ήταν ούτε εκείνες πλέον σε θέση να τις πουλήσουν για κέρδος. Το σκάσιµο αυτής της «φούσκας» στην αγορά ακινήτων προκάλεσε τη χρεοκοπία των µεγαλύτερων τραπεζών της χώρας, οδηγώντας το τραπεζικό σύστημα της Ιρλανδίας στα πρόθυρα κατάρρευσης το 2008101, ενώ παράλληλα υπήρχε κρίση και στην αγορά εργασίας102. Οι χειρισμοί του Ιρλανδικού κράτους για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος, κατέστησαν απαραίτητο το να γίνουν περικοπές από το κράτος. Περικοπές που εφαρμόστηκαν στους μισθούς, τις κοινωνικές παροχές και τις δημόσιες υπηρεσίες ή πραγματοποιήθηκαν μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Στη νότια Ευρώπη103, η οικονομική κρίση δεν ήταν αποτέλεσμα κάποια δυσανάλογης έκρηξης στον τομέα των κατασκευών, όπως στην Ιρλανδία ή στις Η.Π.Α. Παρ’όλα αυτά, η κατοικία βρίσκεται από την αρχή της κρίσης στο μάτι του κυκλώνα. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νοτου ανέκαθεν παρουσίαζαν μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης, τόσο στα χωριά και τους οικισμούς της υπαίθρου όσο και στα αστικά κέντρα. Ο ρόλος της οικογένειας ενίσχυε τη συνθήκη αυτή και η ιδιοκτησία έγινε μέσο οικονομικής εξασφάλισης και αποκατάστασής της, σε σημείο που θεωρείται πλέον στοιχείο της κουλτούρας104 των χωρών της νότιας ευρώπης. Τις δεκαετίες πριν την κρίση, το μοντέλο της ιδιοκατοίκησης προωθήθηκε χάρη στην απελευθέρωση του τραπεζικού τομέα και την έκρηξη του ιδιωτικού δανεισμού. Η κατοικία για τα εργατικά και μεσαία στρώματα άλλαξε ποιοτικά με την αναβάθμιση των ανέσεων και της ποιότητας της κατασκευής. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νοτιοευρωπαϊκού τύπου «American dream», που εξοικείωσε ολόκληρες 101- Από το Σαμπανιώτης και Χαρδούβελης, Θ. και Γκ. (2012), «Η ελληνική αγορά ακινήτων στα χρόνια της κρίσης», Οικονομία & αγορές, τόμος VII, τεύχος 2, Ιούλιος 2012 102- Κουγιάννου, A. 2015, «Η περίπτωση της Ιρλανδίας: Πόσο επιτυχημένο είναι το success story του Βορρά;» http://www.huffingtonpost.gr/2015/04/22/oikonomiairlandia_n_7103646 .html [πρόσβαση 22/04/2015] 103- Στην η Ισπανία, η οποία είναι χώρα με πιο προηγμένο καπιταλισμό, η ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα και η αστικοποίησης πλησιάζουν περισσότερο τα δυτικά πρότυπα και ο τρόπος που εκδηλώθηκε η κρίση εκεί παρουσιάζει περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά με τις ΗΠΑ, την Ιρλανδία και τη Βρετανία. Γι΄αυτο στην Ισπανία υπάρχουν επίσης προάστια-«φαντάσματα». Παρόλα αυτά μοιράζεται και πολλά χαρακτηριστικά με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, ειδικά ως προς την κουλτούρα, τις πολιτικές επίθεσης στην κατοικία και τις κινητοποιήσεις των πολιτών. 104- «Στη Νότια Ευρώπη τα υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης είναι θέµα ιδιοσυγκρασίας και κουλτούρας, αλλά εξαρτώνται και από έναν άλλο σηµαντικό παράγοντα. Ιστορικά, τα ακίνητα θεωρούνται στην Ελλάδα ως µια ασφαλής επένδυση, που παρέχει προστασία από τον πληθωρισµό και τις διάφορες πολιτικές και οικονοµικές κρίσεις». Από Σαμπανιώτης και Χαρδούβελης, Θ. και Γκ. (2012), «Η ελληνική αγορά ακινήτων στα χρόνια της κρίσης», Οικονομία & αγορές, τόμος VII, τεύχος 2, Ιούλιος 2012
92
Οικονομικές κρίσεις: ο ρόλος του κεφαλαίου στην κρίση κατοικίας
εικ37: Προάστιο-«φάντασμα» στην Ιρλανδία, πηγή: The Huffington Post.
κοινωνικές ομάδες με την κουλτούρα της εμπορευματοποίησης της ανάγκης για στέγη. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008, ο θεσμός της κατοικίας στην νότια Ευρώπη κλονίστηκε. Η επίθεση στην κατοικία πραγματοποιήθηκε με πολλούς τρόπους και σε μαζικά επιπέδα, με πιο έντονα τα φαινόμενα στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Εδώ να σημειώσουμε ότι η επίθεση στην κατοικία στον Ευρωπαϊκό Νότο δεν είναι επίθεση καθαρά στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά καλύπτει ένα μεγαλύτερο εύρος συμπεριλαμβάνοντας και τις μικρομεσαίες τάξεις105. Κατοικίες που ήταν υποθηκευμένες στις τράπεζες κατασχέθηκαν, αφού οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούσαν να καταβάλλουν τις δόσεις των στεγαστικών δανείων, δεδομένων των οικονομικών συνθηκών, ενώ αυξήθηκε και η φορολογία στην ιδιόκτητη κατοικία. Πρόβλημα όμως δεν αντιμετώπιζαν μόνο οι ιδιοκτήτες, αφού πραγματοποιήθηκαν και μαζικές εξώσεις ενοικιαστών που δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν ενοίκιο. Επιπλέον, συνολικά στην Ευρώπη, παρατηρείται αύξηση των νεο-άστεγων, οι οποίοι μένουν είτε στο δρόμο, είτε σε συγγενείς, έχουν συχνά υψηλό μορφωτικό επίπεδο και σε πολλές περιπτώσεις εργάζονται106. Μια πολύ διαφορετική από 105- Από το ηλεκτρονικό άρθρο Τι ισχύει με τους πλειστηριασμούς κατοικιών στην Ισπανία -500 άνθρωποι χάνουν καθημερινά το σπίτι τους, 21/08/2013, www.iefimerida. gr και «Κινήματα για την κατοικία σε Ισπανία και Ιταλία», Κομπρεσέρ, για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβριος 2014. 106- Καραγιάννη και Καψάλη, Μ. και Μ. (2015), «Η ανάδυση μιας νέας χωροχρονικής τάξης στην Ελλάδα της κρίσης: η νομιμοποίηση της κρίσης κατοικίας και η ορατότητα των νέων περιθωριακών ομάδων», συλλογικό, Urban Conflicts, Θεσσαλονίκη: Εργαστήριο
93
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
τη στερεοτυπική εικόνα του άθλιου, μετανάστη ή τοξικομανή άστεγου, η οποία είναι ακόμα ένα στοιχείο που δείχνει την εξάπλωση της επίθεσης του κεφαλαίου σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σε πρώτο χρόνο, όσοι βλέπουν τα σπίτια τους να χάνονται, στρέφονται προς το κράτος αναζητώντας βοήθεια. Η προσδοκία τους είναι ότι το κράτος θα παρέχει πολιτική ώθηση για να βρουν κάποια διέξοδο από τα δάνεια μέσω διακανονισμών. Οι πρώτες απόπειρες να υπερασπιστούν τις ιδιοκτησίες τους, είναι κατά κύριο λόγο ατομικές λύσεις που επιχειρούν τη διάσωση της περιουσίας τους μέσω νομικών διαδικασιών. Δε λείπουν όμως και οι περιπτώσεις όπου -είτε επειδή απέτυχαν ή εξαντλήθηκαν οι πιθανότητες για νόμιμες διεκδικήσεις, είτε σαν αρχική επιλογή- ο κόσμος αναζήτησε άλλες διεξόδους. Πολλές φορές η αντίσταση εκφράζεται μέσω της οργάνωσης των πολιτών σε επιτροπές και συνελεύσεις με στόχο τη διεκδίκηση των αιτημάτων τους ή σε άλλες περιπτώσεις, πιο ριζοσπαστικές, επιχειρείται η κατάληψη κτιρίων, συλλογικά οργανωμένη ή ως ατομική επιλογή, μιας που το εγκαταλειμμένο κτιριακό απόθεμα στις πόλεις, είναι μεγάλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συλλογικής οργάνωσης είναι η Πλατφόρμα Επηρεαζόμενων από Υποθήκες που ιδρύθηκε στην Ισπανία το 2009107 . Στόχος της είναι η δημιουργία ενός δικτύου αλληλοβοήθειας, που να παρέχει νομική και κινηματική υποστήριξη σε όσους βρίσκονται υπό την απειλή έξωσης, μέσω πολύμορφης δράσης που περιλαμβάνει από διαμαρτυρίες μέχρι καταλήψεις στέγης.
συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη, σελ. 99-114 107- Αυτή δεν είναι η πρώτη μορφή συλλογικής οργάνωσης για την κατοικία που συναντάμε στην Ισπανία τα τελευταία χρόνια. Το 2003 συγκροτήθηκε σε όλη τη χώρα η Πλατφόρμα για Αξιοπρεπή Κατοικία (Plataforma de Afectados por la Hipoteca) στην οποία συμμετέχουν συλλογικότητες και γειτονιές. Πηγή: «Κινήματα για την κατοικία σε Ισπανία και Ιταλία», Κομπρεσέρ για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014 εικ38: Προπαγανδιστική αφίσα υπέρ των καταλήψεων στέγης, από τη στεγαστική κατάληψη ΑΝΤΙΒΙΩΣΗ, Γιάννενα. εικ39 (σελ 95): Φωτογραφία από κινητοποίηση ενάντια στις εξώσεις, Ισπανία.
94
95
96
Τα νέα slums του ανεπτυγμένου κόσμου Η επίθεση λοιπόν στην κατοικία στις ανεπτυγμένες χώρες γίνεται στα πλαίσια μιας συνολικότερης πολιτικής που περιλαμβάνει την ιδιωτικοποίηση μεγάλων εκτάσεων δημόσιας γης108, τον περιορισμό της μικροϊδιοκτησίας και την αναίρεση των κοινωνικών κεκτημένων των προηγούμενων χρόνων. Οι εξώσεις, οι κατασχέσεις, η κατάργηση των πολιτικών πρόνοιας, τα άδεια σπίτια και τα υψηλά ενοίκια συνθέτουν την κατάσταση της κατοικίας στον Παγκόσμιο Βορρά. Όπως περιγράφηκε προηγουμένως, η προσφυγή σε εξατομικευμένες λύσεις είναι η συνηθέστερη επιλογή που παρατηρείται γενικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική, όπου η επίλυση των προβλημάτων μέσω της κοινότητας είναι βασικό στοιχείο της κουλτούρας των λαϊκών και ιθαγενικών στρωμάτων, στον υπόλοιπο κόσμο η συλλογική οργάνωση για την αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως είναι η έλλειψη κατοικίας, είναι πιο σπάνιο φαινόμενο και συνήθως συνοδεύεται από κάποιο πολιτικό υπόβαθρο που να την υποστηρίζει. Παρόλα αυτά, η οικονομική κρίση και η συνεχιζόμενη αστικοποίηση έχουν οδηγήσει σε φαινόμενα αυτοστέγασης στον Παγκόσμιο Βορρά, αν και με μικρότερη ένταση και έκταση σε σχέση με τα αντίστοιχα slums στον Παγκόσμιο Νότο, και διαφορετική, πιο ήπια ίσως, αντιμετώπιση από τις αρχές. 108- Ο Χατζημιχάλης Κ. (2014) κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην δημόσια-κρατική γη και στην κοινή γη, η οποία ως κτήση και ως χρήση ανήκει σε όλους τους πολίτες. Τα Κοινά είναι πολιτιστικοί και φυσικοί πόροι προσβάσιμοι σε όλα τα μέλη μιας κοινωνίας. Συμπεριλαμβάνονται υλικά και άυλα αγαθά. Αυτοί οι πόροι είναι κοινοί και δεν ανήκουν σε ιδιώτες, ή κράτη (ή τουλάχιστον θα έπρεπε). εικ40: Φωτογραφία από κατάληψη σκηνών σε πάρκο της Ιαπωνίας.
97
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, μετά την οικονομική κρίση του 2003 ο αριθμός των άστεγων έχει διογκωθεί109, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν ότι ο αντίστοιχος αριθμός το 1980 ήταν σχεδόν μηδενικός. Μέχρι το 2000 η ιαπωνική κυβέρνηση δεν είχε συμπεριλάβει στον προϋπολογισμό της κάποιο ποσό για τη μέριμνα του άστεγου πληθυσμού, και ούτε έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα μια συγκεκριμένη πολιτική για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Για το λόγο αυτό οι αρχές έχουν κρατήσει στάση ανοχής απέναντι στις πρακτικές αυτοστέγασης. Οι άστεγοι συνήθως κατευθύνονται στα πάρκα των πόλεων όπου και κατασκηνώνουν. Στο Nishinari Park βρίσκεται η πιο παλιά και εδραιωμένη κατάληψη πάρκου. Η κυβέρνηση προσπάθησε η ίδια να στήσει μια οργάνωση και να προωθήσει δικιές της σκηνές με σκοπό να οριοθετήσει και να απομακρύνει τους καταληψίες γης σε πιο αφανή σημεία110. Παρόλα αυτά η κίνηση αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τους ίδιους τους αστέγους111. Στις Η.Π.Α., όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, η οικονομική κρίση, και το γεγονός ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι χάσανε το σπίτι τους, δημιούργησε μία τεράστια ζήτηση για οικονομικά προσιτή κατοικία. Μία ικανοποιητική λύση για τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα, και όσους γενικά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο οικονομικό κόστος μιας κατοικίας, αποτελεί η διαμονή σε τροχόσπιτο. Στα πλεονεκτήματά της συμπεριλαμβάνονται το χαμηλό κόστος σε σύγκριση με άλλες μορφές στέγασης, και η γρήγορη και εύκολη μετάβαση σε μια νέα περιοχή 109- Το 2003 σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις οι άστεγοι υπολογίζονται γύρω στους 25.000 σε ολόκληρη τη χώρα, αν και οι ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι το πραγματικό μέγεθος είναι αρκετές φορές μεγαλύτερο. Πηγή: wikipedia 110- Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις που οι άστεγοι την ημέρα, που το πάρκο είναι γεμάτο από επισκέπτες, υπάλληλους γραφείων και φύλακες, μαζεύουν τα πράγματά τους και τη νύχτα τα ξαναστήνουν. Αν και οι συντάκτες του άρθρου το αποδίδουν στην ιδιαίτερη ιαπωνική κουλτούρα, εμείς δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε ότι το παραπάνω πιθανώς είναι μία απαραίτητη άτυπη συμφωνία μεταξύ των άστεγων και των αρχών για την εγκατάσταση και διατήρηση των καταλυμάτων. Πηγή: Spacey, J. (2014), «Homelessness in Japan: Invisible and Tolerated», http://www.japan-talk.com/jt/new/ homelessness-in-japan, [πρόσβαση 05/12/2016] 111- Σύμφωνα με μαρτυρίες διάφορων καταληψίων, το κύριο πρόβλημα είναι ότι τα προγράμματα δεν είναι οργανωμένα επαρκώς ώστε να τους προσφέρουν την εξασφάλιση ότι αν συμμετέχουν σε αυτά θα μπορέσουν να αυτοσυντηρηθούν μετά. Η διάρκεια των προγραμμάτων είναι περιορισμένη σε τρεις μήνες. «Στο καταφύγιο πρέπει να βρω μια δουλειά και να φύγω μετά από 3 μήνες, αλλά δεν υπάρχει σχεδόν καμία για μεγάλους (σ.σ. εννοεί ηλικιακά) άνδρες». Πηγή: Dvorak, P. 2003, «The Homeless in Japan Find A Place in Cities’ Public Parks», http://www.wsj.com/articles/SB105588265142208900 (The Wall Street Journal, διαδικτυακή έκδοση), [πρόσβαση 05/12/2016], και παράθεση από: BBC news, «In pictures: Japan’s homeless», http://news.bbc.co.uk/2/shared/spl/hi/ asia_pac/04/japans_homeless/html/1.stm, [πρόσβαση 05/12/2016]
98
Τα νέα slums του ανεπτυγμένου κόσμου
εικ41: Σκηνές στο πάρκο Shinjuku, Τόκυο, Ιαπωνία.
σε περίπτωση εύρεσης εργασίας σε ένα μακρινό μέρος, διατηρώντας παράλληλα το ίδιο σπίτι. Η πρακτική αυτή γνώρισε μεγάλη αποδοχή από τη δεκαετία του ’80 λόγω της περικοπής της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για κοινωνική κατοικία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Απογραφής των Η.Π.Α.112 περισσότεροι από 20 εκατομμύρια άνθρωποι, ή το 6% του πληθυσμού, ζουν σε trailer park113. Η πλειοψηφία τους δεν βρίσκεται στην απομακρυσμένη ύπαιθρο όπως θα περίμενε κανείς, αλλά στις πιο πυκνοκατοικημένες μητροπολιτικές περιοχές. Εξαπλώνονται κυρίως στις πολιτείες που ανήκουν στη Ζώνη του Ήλιου114, όπως το Τέξας, η Φλόριντα και η Καλιφόρνια, αλλά υπάρχουν επίσης κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης ή το Κλήβελαντ ή το Σηάτλ. Επιπλέον, οι κάτοικοι των trailer park συνήθως είναι οι ιδιοκτήτες των κινητών σπιτιών τους, αλλά όχι της γης κάτω από αυτά. Αυτό ακριβώς 112- Τα στοιχεία αντλήθηκαν από: theguardian (2015), «America’s trailer parks: the residents may be poor but the owners are getting rich», [πρόσβαση 25/01/2017] 113- Ως trailer (τροχόσπιτο) park ορίζεται μία ημι-μόνιμη ή μόνιμη περιοχή για τροχόσπιτα ή ρυμουλκούμενα. 114- Η Ζώνη του Ήλιου είναι γνωστή ως η νοτιότερη βαθμίδα των ΗΠΑ, και περιλαμβάνει τις ακόλουθες πολιτείες της Αλαμπάμα, της Αριζόνα, της Φλόριντα, της Τζόρτζια, της Λουιζιάνα, του Αρκάνσας, του Κολοράντο, της Γιούτα, του Μισισίπι, της Οκλαχόμα, της Νεβάδα, του Νέου Μεξικού, του Τενεσσί, του Τέξας, της Βόρειας Καρολίνας, της Νότιας Καρολίνας, και εκτείνεται τόσο βόρεια όσο είναι η Βιρτζίνια.Ένα άλλο χοντρικό όριο της περιοχής είναι ο χώρος νότια του 37ου ή του 38ου παραλλήλου, βόρειο γεωγραφικό πλάτος. Πηγή: wikipedia
99
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
το μοντέλο ξεχωριστής ιδιοκτησίας κάνει αυτή τη μορφή κατοίκησης οικονομική, αλλά επίσης αφήνει τους κατοίκους εκτεθειμένους σε έξωση. Τα τελευταία χρόνια τα trailer parks έχουν αναδειχθεί για κάποιους σε μία ιδιαίτερα κερδοφόρα επιχείρηση115, αγοράζοντας τεράστιες περιοχές για τροχόσπιτα και, στη συνέχεια, ανεβάζοντας τα ενοίκια. Η οργάνωση και η αντίσταση δεν είναι εύκολη καθώς δεν υπάρχει κάποια νομική προστασία για αυτή τη μορφή κατοικίας. Παρόλα αυτά, υπάρχουν παραδείγματα όπως αυτό στο Ώστιν του Τέξας, όπου οι κάτοικοι της Κοινότητας Mobile Home Park του Βόρειου Λάμαρ ίδρυσαν την Οργάνωση Κατοίκων του Βόρειου Λάμαρ (Asociación de los Residentes de North Lamar) και μήνυσαν τους ιδιοκτήτες116 του πάρκου για παραβίαση των μισθωτηρίων τους, λόγω της αύξησης των ενοικίων, και για απειλές εξώσεων. 115- Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Sam Zell’s Equity LifeStyle Properties (ELS) είναι η μεγαλύτερη εταιρία που έχει στη διαχείρισή της περίπου 140.000 trailer park και το 2014 είχε έσοδα 777$ εκ. Πηγή: theguardian (2015), «America’s trailer parks: the residents may be poor but the owners are getting rich», https://www.theguardian.com/ lifeandstyle/2015/may/03/owning-trailer-parks-mobile-home-university-investment [πρόσβαση 25/01/2017] 116- Ιδιοκτήτες είναι οι Frank Rolfe και Dave Reynolds οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο. Η μέθοδος της αγοράς οικοπέδων για τροχόσπιτα και στην συνέχεια αύξησης των ενοικίων φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερα σε ταχέως αναπτυσσόμενες περιοχές όπως το Ώστιν, όπου η οικονομικά προσιτή στέγαση είναι όλο και πιο σπάνια και οι οικογένειες της εργατικής τάξης έχουν λίγες επιλογές. Πηγή: ο.π.
εικ42: Ο καταυλισμός Camp Hope στο Las Cruces, New Mexico, 2015. Περίπου 50 άτομα μένουν στον οικισμό, πηγή: theatlantic.com
100
Τα νέα slums του ανεπτυγμένου κόσμου
νόμιμα tent cities παράνομα tent cities
εικ43: Χάρτης που δείχνει τα καταγεγραμμένα tent cities στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο, 2009-2014. Πηγή: Heben A. (2014) Tent citites Urbanism: From selforganized camps to tiny house villages, The Village Collaborative.
Επιπλέον στις Η.Π.Α. τα διάφορα προγράμματα μέριμνας για τους άστεγους, κρατικά ή μη, φαίνεται να μην ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες, ειδικά μακροπρόθεσμα. Η ανικανότητα τους να φιλοξενήσουν ζευγάρια, ο διαχωρισμός της οικογένειας, τα ζητήματα ασφάλειας, οι περιορισμοί στην αποθήκευση περιουσιακών στοιχείων, οι συγκεκριμένες ώρες λειτουργίας που μπορεί να διαφέρουν από τις ώρες εργασίας κάποιων, είναι μόνο κάποια από τα προβλήματα που αποτρέπουν τις οικογένειες από τους ξενώνες. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν στη δημιουργία καταυλισμών σκηνών, tent cities117, σε αστικές και περιαστικές περιοχές εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και εκτείνονται σε ολόκληρη τη χώρα, σε πολιτείες τόσο διαφορετικές όσο η Χαβάη, η Αλάσκα, η Καλιφόρνια και το Κονέκτικατ. Οι tent cities προσφέρουν στα άτομα και τις οικογένειες αυτονομία, την αίσθηση της κοινότητας, περισσότερη ασφάλεια και ιδιωτικότητα, και διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους σε αντίθεση με τους ξενώνες φιλοξενίας 117- Πηγή: Hunter, Linden-Retek, Shebaya και Halpert, 2014, Welcome Home: The Rise of Tent Cities in the United States, National Law Center on Homelessness & Poverty
101
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Το αίσθημα ασφάλειας που προσφέρουν οι καταυλισμοί σκηνών βασίζεται είτε στον αυστηρό εσωτερικό έλεγχο118 των κατοίκων από τους ιδιοκτήτες –όπου αυτοί υπάρχουν, είτε στο αίσθημα κοινότητας ανάμεσα στους κατοίκους τους, παρά σε κάποια ουσιαστική νομιμοποίηση. Ακόμα κι αν κάποιοι δήμοι έχουν ανταποκριθεί με περιπτώσεις ολικής ή μερικής νομιμοποίησης των σκηνών, στην πλειοψηφία τους έχουν επιλέξει να τους κλείσουν, χωρίς να παρέχουν εναλλακτικές επιλογές στέγασης ή φιλοξενίας, συχνά συλλαμβάνοντας τους κατοίκους και καταστρέφοντας τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια. Οι πρακτικές αυτές γίνονται αποδεκτές από την υπόλοιπη αμερικάνικη κοινωνία, που βλέπει εχθρικά τους κατοίκους των καταυλισμών σκηνών, με προφάσεις που συμπυκνώνονται στη ρητορική περί εγκληματικότητας και αισθητικής ρύπανσης119. Παρόλα αυτά, κάποια ομοσπονδιακά δικαστήρια έφεραν στη δημοσιότητα τροπολογίες που προστατεύουν το δικαίωμα των άστεγων ατόμων να πραγματοποιήσουν ενέργειες επιβίωσης σε δημόσιους χώρους, όπου δεν παρέχεται άλλη εναλλακτική λύση, ορίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι φέρουν το δικαίωμα να μη στερούνται της ελευθερίας τους ή των περιουσιακών τους στοιχείων, χωρίς τη συνήθη νόμιμη διαδικασία και να είναι ελεύθεροι από βάναυσες και ασυνήθιστες τιμωρίες120. Η ύπαρξή όλων των παραπάνω καταυλισμών αντανακλά τη σοβαρή έλλειψη οικονομικά προσβάσιμης κατοικίας και προνοιακής πολιτικής, και ως εκ τούτου παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος για επαρκή στέγη. Είναι αποτέλεσμα έλλειψης άλλων λογικών επιλογών και δεν καλούνται να υποκαταστήσουν τη μόνιμη στέγαση ή τις κοινοτικές επενδύσεις για ικανοποιητικές μακροπρόθεσμες λύσεις. Ακόμα και στις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά, οι ταξικές αντιθέσεις είναι εμφανείς στην κατάσταση κατοικίας των κατώτερων στρωμάτων και οι άστεγοι, εφόσον παύουν να είναι εκμεταλλεύσιμοι οικονομικά, εκτοπίζονται και περιθωριοποιούνται.
118- «Πρώτον, όχι ξένοι. Δεύτερον, αυστηρός αριθμός «μελών». Tρίτον, όχι αλκοόλ, φούντες, κλπ. Tέταρτον, κάποιος εκ των ενόντων chief» Πηγή: Sarajevo 2008, «tent cities», Sarajevo, τεύχος 23, Νοέμβρης 2008 119- ο.π. 120- Πηγή: Hunter, Linden-Retek, Shebaya και Halpert, 2014, Welcome Home: The Rise of Tent Cities in the United States, National Law Center on Homelessness & Poverty εικ44: Γυναίκα στο τροχόσπιτό της σε ένα από τα trailer parks της Αμερικής.
102
103
104
Communauté Milton-Parc Μόντρεαλ||Καναδάς||’60-Σήμερα Στον Καναδά υπάρχει ένα παράδειγμα αυτοστέγασης πολύ διαφορετικό από ό,τι έχουμε περιγράψει μέχρι τώρα, το οποίο προωθεί μία μόνιμη λύση στο ζήτημα της έλλειψης κατοικίας121. Στο κέντρο του Μόντρεαλ, έχει δημιουργηθεί από τη δεκαετία του ’70 ένα μοναδικό δίκτυο συνεργατικής κατοίκησης, με το όνομα Communauté Milton-Parc122. Από τότε, οι κάτοικοι της κοινότητας αντιστάθηκαν στη μαζική καταστροφή της γειτονιάς τους, με κίνητρο αφενός τη διατήρηση οικονομικά προσβάσιμης κατοικίας στο κέντρο του Μόντρεαλ, και αφετέρου τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής. Η οικιστική περιοχή του Milton-Parc123, και οι δρόμοι που την περιβάλλουν, αποτελείται από μονοκατοικίες της βικτοριανής περιόδου, οι οποίες κατασκευάστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα με σκοπό να στεγάσουν οικογένειες της αστική τάξης της εποχής. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κάτοικοι άφησαν την περιοχή και μεταφέρθηκαν στα προάστια, πουλώντας τις κατοικίες τους ή νοικιάζοντάς τες σε άλλες οικογένειες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όπου οι κατεδαφίσεις 121- Σε αντίθεση με τα trailer parks και tent cities που προαναφέραμε τα οποία δεν μπορούν παρά να αποτελούν προσωρινές τακτικές. 122- πηγή: Kowaluk and Piché-Burton, L. and C. (2012), Communauté Milton-Parc, The Story of Saving and Rebuilding a Montreal Neighborhood. How we did it and how it works now, Montreal 123- Το όνομα της περιοχής και του εγχειρήματος προέρχεται από τα ονόματα των δύο κεντρικών δρόμων που τη διατρέχουν, Milton Road και Parc Avenue. εικ45: Φωτογραφία από κινητοποίηση των κατοίκων τη δεκαετία του 1970. Πηγή: Kickstarter: The Milton-Parc Story: a battle for low-rent housing.
105
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
και η ανοικοδόμηση ήταν η μόδα στις αστικές αναπλάσεις, μια ομάδα εργολάβων, της εταιρίας Concordia Estates Ltd, ξεκίνησε να αγοράζει τα κτίρια της περιοχής, αποκτώντας μέσα σε λίγα χρόνια το 90% των κτιρίων, σε έκταση έξι οικοδομικών τετραγώνων. Στόχος ήταν η κατεδάφιση των κατοικιών και η ανέγερση πολυτελών συγκροτημάτων, πολλών ορόφων, που θα φιλοξενούσαν κατά κύριο λόγο κτίρια γραφείων και εμπορικά καταστήματα μαζί με κατοικίες στους ορόφους. Μια τακτική gentrification πολύ διαδεδομένη εκείνη την εποχή, αφού άνοιγε δρόμους κερδοφορίας για τον κατασκευαστικό τομέα. Εκείνη την περίοδο, οι πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής είχε πολύ χαμηλό εισόδημα –και κάποιες φορές μηδενικό– και η ενοικίαση διαμερισμάτων στα παλιά βικτωριανά σπίτια ήταν για πολλά άτομα και οικογένειες η μόνη λύση για οικονομική κατοικία στο κέντρο της πόλης ώστε να έχουν εύκολη πρόσβαση σε δουλειές και υπηρεσίες. Ταυτόχρονα, η εγγύτητά της στο Πανεπιστήμιο της περιοχής, St Urbain, είχε σαν αποτέλεσμα να κατοικούν σε αυτήν και πολλοί φοιτητές, ενώ το ίδιο το Πανεπιστήμιο είχε στήσει ένα ίδρυμα για την αρωγή των φτωχών της περιοχής, που τους προσέφερε υπηρεσίες αναψυχής και στέγασης. Επιπλέον, αυτή η περίοδος χαρακτηριζόταν από ένα συνολικό κλίμα που γεννούσε κινήματα και αγώνες για την κοινωνική αλλαγή και τη δικαιοσύνη, και πολλοί από τους κατοίκους ήταν κομμάτι αυτών των κινημάτων. Έτσι όταν έγιναν γνωστά τα πλάνα της Concordia, αυτό το μείγμα φτωχών, ακτιβιστών, φοιτητών, κοινωνικών λειτουργών και άλλων που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή, άρχισαν να αντιδρούν, ενώ σταδιακά συνενώθηκαν μαζί τους και οι ιδιοκτήτες των οικημάτων. Οι εργολάβοι της Concordia είχαν ήδη ξεκινήσει την πρώτη φάση του έργου τους, εκδιώχνοντας με τη βία τους ενοικιαστές από τα κτίρια όπου διέμεναν, τα οποία προβλέπονταν να κατεδαφιστούν. Έτσι μετά από μία σειρά διαμαρτυριών και κινητοποιήσεων, το Μάιο του 1972, οι κάτοικοι -που ήδη είχαν σχηματίσει μία μορφή επιτροπής πολιτών- κατέλαβαν κάποια από τα άδεια οικήματα, ενώ την ίδια στιγμή, κάποιοι από αυτούς προέβησαν στην κατάληψη των γραφείων της Concordia. Οι καταληψίες και κάποιοι υποστηρικτές τους συνελήφθησαν λίγες μέρες μετά και κατηγορήθηκαν για πολιτική ανυπακοή. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, το δικαστήριο τους αθώωσε, το περιστατικό όμως επηρέασε το ηθικό των εμπλεκόμενων. Παρόλα αυτά οι κάτοικοι δε σταμάτησαν τις κινητοποιήσεις, ενώ στο δυναμικό τους προστέθηκε και η υποστήριξη φορέων, όπως το ίδρυμα πολιτιστικής κληρονομιάς Heritage Montreal το οποίο ενδιαφερόταν για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της γειτονιάς, συμβάλλοντας με αυτό το χαρακτηριστικό στις διεκδικήσεις των κατοίκων, αυξάνοντας την εικ46(δεξιά): Το συγκρότημα La Cité κατά την ανέγερσή του τον Φεβρουάριο του 1978. Φωτογραφία Gerry Davidson, πηγή:Public Archives of Canada.
106
Communauté Milton-Parc||Μόντρεαλ||Καναδάς||’60-Σήμερα
107
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
εικ47: Διαμαρτυρία μπροστά από κτίριο της οδού Prince Arthur, 23 Μαΐου 1972. Φωτογραφία του David Miller, πηγή: www.cca.qb.ca
κοινωνική ευαισθητοποίηση και αποδοχή του εγχειρήματος. Σχεδόν μια δεκαετία μετά, το 1979 συγχρονίστηκαν κάποιοι παράγοντες που ευνόησαν τον αγώνα της γειτονιάς. Αρχικά, τα οικονομικά πλάνα της Concordia απέτυχαν αναγκάζοντας την εταιρία να αφαιρέσει από το σχεδιασμό τα 2/3 της αρχικής περιοχής και να τα βγάλει προς πώληση. Οι πολιτικές εξελίξεις έκαναν ακόμα πιο δυσμενείς τις συνθήκες για την Concordia. Η ανάδειξη στην εξουσία της επαρχίας του Κεμπέκ του κόμματος Parti Quebecois124, ενώ ήταν πολύ θετική για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, δεν ήταν τόσο ευνοϊκή για τις επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες έφυγαν από την επαρχία, ενώ οι αξίες των ακινήτων έπεσαν ή παρουσίαζαν στασιμότητα. Έτσι, δεν υπήρχε πλέον διαθέσιμη αγορά για το παλιό πλάνο της Concordia. Παράλληλα, η γειτονιά είχε ήδη αποκτήσει σχεδόν δέκα χρόνια εμπειρίας στη στρατευμένη δράση: Δουλεύοντας μαζί, κατανοώντας το ρόλο της άμεσης δράσης χωρίς βία, με εμπιστοσύνη ανάμεσά τους, κατανοώντας πόσο απαραίτητο είναι να αφιερώνουν εθελοντικά χρόνο, να χρησιμοποιούν τις αρχές της διαφανούς και δημοκρατικής λειτουργίας, αλλά και της ικανότητας να αναλύουν το πώς λειτουργεί η κοινωνία και η οικονομία. Η πλειοψηφία των κατοίκων επιθυμούσε να σχηματίσει 124- Κεντροαριστερό κόμμα που επιθυμεί την ανεξαρτησία της επαρχίας του Κεμπέκ από τον Καναδά.
108
Communauté Milton-Parc||Μόντρεαλ||Καναδάς||’60-Σήμερα
εικ48: Διαμαρτυρία έξω από τα γραφεία της Concordia Estates Ltd, 26 Μαΐου 1972. Φωτογραφία του David Miller, πηγή: www.cca.qb.ca
στεγαστικές κοοπερατίβες. Έτσι, μέσω μιας χορηγίας από το Heritage Montreal, και με περισσότερη βοήθεια από κρατικούς στεγαστικούς φορείς, πραγματοποιήθηκε έρευνα για τις νομικές προϋποθέσεις διαμόρφωσης στεγαστικών κοοπερατίβων και την ύπαρξη πολιτικής διάθεσης από την κυβέρνηση για την υποστήριξη και χρηματοδότηση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η έρευνα απέδωσε καρπούς, αφού όχι μόνο υπήρξε πολιτική υποστήριξη, αλλά και πολύ μεγάλη βοήθεια από το κίνημα διατήρησης πολιτιστικής κληρονομιάς. Τον Μάιο του 1979 η κυβέρνηση του Καναδά, με το τμήμα της Canada Mortgage and Housing Corporation125 (CMHC), αγόρασε τα ακίνητα της περιοχής για 5.5 εκατομύρια δολάρια, μέσω ενός διακαναδικού προγράμματος που ήδη υπήρχε για τη βοήθεια κατοίκων που επιθυμούν να νοικιάσουν ακίνητα ώστε να σχηματίσουν κοοπερατίβες. Η ιδιοκτησία πωλήθηκε στην Societe du Patrimoine Urbain, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που δημιουργήθηκε από το Heritage Montreal για αυτό το σκοπό, και η οποία ανέλαβε πλήρη ευθύνη να διαχειρίζεται τα ακίνητα και να παρέχει οικονομική βοήθεια στις κοοπερατίβες της γειτονιάς. Σταδιακά η γειτονιά 125- Κρατική υπηρεσία που αναλαμβάνει να βοηθήσει του Καναδούς πολίτες να ενοικιάσουν ή να αποκτήσουν στέγη. Περισσότερες πληροφορίες στο www.cmhc-schl. gc.ca [03/01/2017]
109
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
διεκδίκησε και κατάφερε να αποσυνδέσει τα ενοίκια που θα δίνονταν από την αγορά ακινήτων, διατηρώντας τις παρούσες τιμές ενοικίου και κάνοντας συμφωνία πρώτον για μικρές αυξήσεις στο ενοίκιο και δεύτερον για εξασφάλιση ότι κανένας κάτοικος δε θα ερχόταν αντιμέτωπος με έξωση λόγω της αδυναμίας του να πληρώσει ενοίκιο. Υπήρχαν σχεδόν 600 κατοικίες σε 135 κτήρια στο Milton Parc. Το συνολικό κόστος του εγχειρήματος ήταν 30.7 εκ δολάρια. Το CMHC, ο δήμος του Μόντρεαλ και η κυβέρνηση του Κεμπέκ συνεισέφεραν με 6 εκατομμύρια δολάρια σε κρατικές επιχορηγήσεις. Για το υπόλοιπο ποσό, πάρθηκε δάνειο με υποθήκη των ακινήτων και το CMHC συμφώνησε να χορηγεί το ποσό που αντιστοιχεί στο επιτόκιο. Οι πρώτες οχτώ κοοπερατίβες αυτο-οργανώθηκαν γρήγορα, μιας και ήταν τα κτίρια όπου ήδη διέμεναν οι ακτιβιστές της κοινότητας. Η προϋπόθεση για τη δημιουργία της κοοπερατίβας ήταν να συμφωνεί το 50% συν ένας από τους κατοίκους. Αυτές οι πρώτες κοοπερατίβες, κινητοποιήθηκαν έγκαιρα για την έγκριση των δανείων τους, ώστε να μπορούν να διαχειρίζονται εξ αρχής οι ίδιοι τα οικονομικά τους. Για να προστατευτεί το εγχείρημα και τα μέλη του νομικά και να εξασφαλιστεί η αποσύνδεση των οικημάτων από την αγορά ακινήτων, επιστρατεύτηκε ένας από τους πιο διακεκριμένους συμβολαιογράφους του Κεμπέκ και ειδικός στο ζήτημα, με σκοπό να βοηθήσει στη δόμηση του εγχειρήματος συνεργατικής στέγασης του Milton Parc. Πρότεινε την ιδέα μίας «πολυκατοικίας» στην οποία κάθε κοοπερατίβα και μη κερδοσκοπική οργάνωση θα έχει την ιδιοκτησία του κτιρίου και της γης κάτω από αυτό. Η παρακείμενη γη, μπροστά και πίσω από το κτίριο, θα διατηρηθεί σαν κοινό κτήμα όλων των κοοπερατίβων και Μ.Κ.Ο της κοινότητας και μόνο οι κάτοικοι θα μπορούν να τη χρησιμοποιούν. Ένα προσχέδιο της «Διακήρυξη Συν-ιδιοκτησίας» παρουσιάστηκε επίσημα στην κοινότητα τον Μάιο του 1986. Η Διακήρυξη περιγράφει τη διοικητική δομή που με νομικούς όρους είναι ένα νομικό πρόσωπο που αποκαλείται συνδικάτο. Στο Milton Parc αυτό το νομικό πρόσωπο είναι το Communauté Milton-Parc. Το CMP δεν είναι ιδιοκτήτης της γης. Αντ’αυτού η γη ανήκει στις κοοπερατίβες και τις Μ.Κ.Ο., εκτός από κάποια κομμάτια που ανήκουν σε όλους από κοινού. Το CMP είναι η δομή διαχείρισης126 αυτής της σύμπραξης, αποτελούμενη από αντιπρόσωπους όλων των κοοπερατίβων και των Μ.Κ.Ο, και έχει μια συλλογική ευθύνη: Να διατηρεί τις ιδιοκτησίες, να εξασφαλίζει ότι τιμώνται οι αρχές της Διακύρηξης από όλες τις κοοπερατίβες και τις M.K.O., να συντηρεί και να διαχειρίζεται τα κοινόχρηστα μέρη, να προστατεύει τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία και να λαμβάνει όλων των ειδών μέτρα προς το συμφέρον όλων. Αυτό που κάνει το CMP μοναδικό είναι ότι 126- Governing structure στο πρωτότυπο.
110
Communauté Milton-Parc||Μόντρεαλ||Καναδάς||’60-Σήμερα
Το πρόγραμμα δράσης που ετοιμάστηκε από το Societe du Patrimoine Urbain και την κοινότητα είχε τις εξής δέκα αρχές: • Κανένας από τους αρχικούς ιδιοκτήτες δεν θα αναγκάζεται σε έξωση για οικονομικούς λόγους. • Η διαχείριση και η ιδιοκτησία των ακινήτων θα γίνεται σε μη κερδοσκοπική βάση. • Ο έλεγχος της κοινότητας ανήκει εξολοκλήρου στους κατοίκους. • Η διαχείριση και η ιδιοκτησία των ακινήτων θα πραγματοποιείται με το σχηματισμό μικρών ομάδων για το σκοπό αυτό. • Κανένας από τους αρχικούς ιδιοκτήτες δε θα αναγκαστεί σε έξωση επειδή δεν επιθυμεί να συμμετέχει στην διαχείριση του οικήματος στο οποίο διαμένει. • Το κτίριο πρέπει να ανακαινιστεί. • Θα χρησιμοποιούνται κυβερνητικές επιχορηγήσεις. • Οι πρώτες ύλες καθώς και οι δεξιότητες που είναι απαραίτες για την επίτευξη των πλάνων θα παρέχονται. • Πρώτες ύλες που προϋπάρχουν στο εγχείρημα και στην τριγύρω περιοχή θα χρησιμοποιούνται. • Για να επιτευχθούν οι οικονομικοί στόχοι και ο στόχος για έλεγχο από τους κατοίκους, όλα τα ακίνητα θα πρέπει να μεταβιβαστούν στις κοοπερατίβες μέχρι το Μάιο του 1982. Επιπλέον αρχές που ακολουθήθηκαν εξ αρχής ήταν οι εξής: • Τα κτίρια που ήταν ήδη χωρισμένα σε μικρά διαμερίσματα θα παρέμεναν έτσι, αφού παρείχαν απαραίτητη στέγαση σε άτομα που έμεναν μόνα τους και είχαν πολύ χαμηλό εισόδημα. • Τα στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς του κτιρίου θα διατηρηθούν και θα συντηρηθούν. • Τα κτίρια που χρησιμοποιούνται σαν κατοικίες δε θα αλλάξουν χρήση για να στεγάσουν εμπορικούς σκοπούς. 111
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
112
Communauté Milton-Parc||Μόντρεαλ||Καναδάς||’60-Σήμερα
συμπεριλαμβάνει την κοινωνική ευθύνη και μη κερδοσκοπικούς περιορισμούς στη συλλογική ιδιοκτησία του ακινήτου. Και υπό ένα νομικό καθεστώς αποδεκτό παντού σε όλη τη Βόρεια Αμερική. Η περίοδος από το 1979-1987, που όλες οι ιδιοκτησίες είχαν πλέον δοθεί στις κοοπερατίβες και τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, ήταν οχτώ χρόνια σκληρής δουλειάς από το προσωπικό και τους εθελοντές οι οποίοι έμαθαν να επιλύουν τα προβλήματά τους μόνοι τους, έμαθαν πώς να υλοποιήσουν τις ανακαινίσεις των σπιτιών τους, πώς να διαχειριστούν μια κοοπερατίβα και άλλες μη κερδοσκοπικές μορφές οργάνωσης, με αφοσίωση στη δημοκρατική λειτουργία. Όταν ανάμεσα στους χίλιους περίπου κατοίκους του Milton Parc, μία ομάδα δώδεκα ατόμων δήλωσε ενδιαφέρον στο να αποκτήσουν την ιδιοκτησία –όχι πλέον σαν κοοπερατίβα αλλά σαν άτομα– των κτιρίων στα οποία διέμεναν, η απόφαση που πάρθηκε ήταν αρνητική και εξέφραζε τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων. Οι λόγοι που αρνήθηκαν να πουλήσουν τα ακίνητα είχαν ως εξής. Ο δεκαετής αγώνας τους για τη διάσωση της γειτονιάς καθοδηγούνταν από την αρχή ότι όσοι έμεναν ήδη εκεί -οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν πολύ χαμηλό εισόδημα εκείνη την περίοδο- θα μπορούσαν να συνεχίσουν να μένουν εκεί, και μάλιστα με ενοίκια στα οποία θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Οι ακτιβιστές της κοινότητας δεν είχαν διαθέσει χιλιάδες ώρες εθελοντικής εργασίας, ώστε μια μερίδα ατομικοτήτων να μπορέσει να αγοράσει ακίνητα σε πολύ χαμηλές τιμές για την αγορά και έπειτα να βγάλει κέρδος από την αύξηση στην τιμή της γης που θα προέκυπτε αναμφίβολα τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τους ακτιβιστές, δεν έσωσαν τη γειτονιά από τους εργολάβους ώστε κάποιοι άλλοι να κερδοσκοπήσουν. Άλλωστε η συμφωνία ανάμεσα στους φορείς και τους ακτιβιστές ήταν ότι εικ51: Διάγραμμα κατανομής χρήσεων του Communauté Milton-Parc, πηγή: Lucia Kowaluk and Carolle Piché-Burton (2012), Communauté Milton-Parc, The Story of Saving and Rebuilding a Montreal Neighborhood. How we did it and how it works now, Montreal. Μη Κερδοσκοπικές Οργανώσεις Διοικητικό κτίριο του Communauté Milton-Parc Στεγαστικές κοοπερατίβες (Coopérative d’ Habitation) Στεγαστικές οργανώσεις* (Société d’Habitation) La Cité Ακίνητα με εμπορικές χρήσεις *Οι στεγαστικές οργανώσεις υπόκεινται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο από τις κοοπερατίβες. Στην ουσία η κοοπερατίβα και η οργάνωση είναι δύο διαφορετικά νομικά πρόσωπα, που στην περίπτωση του Milton-Parc εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό.
113
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
τα ακίνητα θα ανήκαν στις κοοπερατίβες και τις Μ.Κ.Ο. Αυτό αναγράφεται και στο πλάνο δράσης που έχει συμφωνηθεί και εγκριθεί και από το κράτος. Έχουν περάσει σχεδόν 35 χρόνια, που οι κάτοικοι είχαν να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους, να γίνουν ιδιοκτήτες γης πολύ μεγάλης αξίας όπως και ενοικιαστές και μέλη κοοπερατίβων ή Μ.Κ.Ο., να μάθουν να δουλεύουν μαζί για να διαχειρίζονται τη γη που κατέχουν από κοινού, και να μάθουν να διαχειρίζονται τα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν όταν οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων έχει να διαχειριστεί ένα μέρος της ζωής της με συλλογικό τρόπο. Η κοοπερατίβα του Milton Parc στεγάζει πάνω από 1.500 άτομα σε κατοικίες χαμηλού ή μέτριου κόστους, σε 616 διαμερίσματα. Περιλαμβάνει 146 κτίρια κατοικιών και δύο κτίρια εμπορικής δραστηριότητας. Η κοινότητα του έχει χτιστεί πάνω σε στέρεες βάσεις που φτάνουν πίσω στους αγώνες που ξεκίνησαν το ‘60. Έχει γίνει πρότυπο μοντέλο που διοχετεύει τις αξίες και τις δεσμεύσεις των κατοίκων της ώστε να ελέγχουν την κοινότητα, να διαχειρίζονται τα σπίτια τους συλλογικά και να λειτουργούν δημοκρατικά. Το CMP είναι μοναδικό στη Βόρεια Αμερική, είναι η μεγαλύτερη σύμπραξη γης στον Καναδά και είναι η μοναδική όπου οι κοοπερατίβες και οι Μ.Κ.Ο. «διοικούνται» από μια Διακήρυξη Συνιδιοκτησίας. Είναι επίσης μοναδική, αφού είναι αποτέλεσμα αγώνων πολλών δεκαετιών από τους κατοίκους της και η κληρονομιά της πρέπει να διατηρηθεί.
εικ52: Σειρά κατοικιών επί της οδού Parc. Στο βάθος φαίνεται το συγκρότημα La Cité.
114
115
116
Walled City Kowloon City||Κίνα||’40-1994 Το παράδειγμα που θα εξετάσουμε εδώ είναι η Kowloon Walled City127 (KWC) που βρίσκεται στη Kowloon City, δίπλα στο Hong Kong στη Κίνα. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί βρίσκεται σε μία αναδυόμενη οικονομικά και βιομηχανικά χώρα της Ανατολής, όπου ενώ η οικονομική της κατάσταση εμφανίζει μία σχετική σταθερότητα, όπως στις υπόλοιπες χώρες του Βορρά, ταυτόχρονα παρατηρούνται τα μαζικά ακραία φαινόμενα φτώχιας του αναπτυσσόμενου κόσμου. Η περιοχή αρχικά, κατά τον 17ο αιώνα, υπήρξε περιτειχισμένο κινεζικό στρατόπεδο, και για αυτό το λόγο μετέπειτα εγκαθιδρύθηκε ένα ιδιόμορφο νομικό καθεστώς. Έτσι, η πόλη, που αναπτύχθηκε εντός των παλαιών τειχών και διατήρησε τα ίχνη τους ακόμα κι όταν αυτά κατεδαφίζονται, ήταν έξω από τον κρατικό και αποικιακό έλεγχο. Αποτελούσε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές παγκοσμίως και ανυψωνόταν απότομα από το γυμνό έδαφος σε πολυώροφα κτίρια ύψους 10-12 ορόφων, σημειακά έως 14. Ο πληθυσμός της αυξήθηκε δραματικά μετά την ιαπωνική κατοχή του Hong Kong κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το 1987, η Walled City είχε 33.000 κατοίκους σε έκταση 6,4 στρεμμάτων128.
127- Ο κύριος όγκος των πληροφοριών βασίστηκε στο ερευνητικό Αρβανίτη και Κοτσιρίλος, Γ. και Σ. (2012), KOWLOON WALLED CITY: διαδικασίες αυτοοργάνωσης, σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. 128- Πηγή: wikipedia εικ53: Το εξωτερικό μέτωπο-όριο της Kowloon Walled City.
117
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Ιστορικά, η πόλη που μας ενδιαφέρει είναι αυτή που δομήθηκε μετά το 1940129. Οι ροές των πληθυσμών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ενεργοποίησαν την πόλη του Hong Kong που βρισκόταν σε σταθερή κατάσταση εγκατάλειψης τα προηγούμενα χρόνια. Η αστικοποίηση έφερε και αντίστοιχη ανάπτυξη της KWC καθώς εξαρτιόταν άμεσα από τη μοίρα της κινέζικης μητρόπολης και την πρόοδό της. Η εισροή των μεταναστών μεταφράστηκε σε φθηνό εργατικό δυναμικό έτοιμο να υποστηρίξει την εκβιομηχάνιση του Hong Kong. Η κινητικότητα από εργοστάσια και επιχειρήσεις που υπήρχε στη μητρόπολη, αντιστοιχήθηκε σε μικρότερης κλίμακας κινητικότητα στο εσωτερικό της KWL. Ο χώρος της Περιτειχισμένης Πόλης άρχισε να μετασχηματίζεται όταν ένα τμήμα του τείχους κατεδαφίζεται, ενώ παράλληλα και έως το 1970, η εξωτερική περίμετρος της πόλης πύκνωσε σταδιακά από τη χαμηλή ανάπτυξη αυθαίρετων παραγκών των εξωτερικών και εσωτερικών μεταναστών που έφθαναν στην περιοχή, με την πρόθεση να περάσουν μετέπειτα στο Hong Kong. 129- Αν και ίχνη της εντοπίζονται στη Δυναστεία Σονγκ (960-1279) ως κέντρο διαχείρισης του εμπορίου αλατιού, οι πρώτοι επιβεβαιωμένοι κάτοικοί της ήταν 30 φρουροί το 1668. Ως φρούριο αναφέρεται από το 1810 και από τότε η πόλη αναπτύσσεται υπό πολλές και διαφορετικές κατοχές. Το 1912 αποκτά την κυριότητά της η Βρετανική Αυτοκρατορία. Το 1933 οι αρχές του Hong Kong ανακοίνωσαν τα πλάνα τους για την κατεδάφισή της καθώς η πόλη παρήκμασε με τα περισσότερα κτίρια ερείπια και πολλούς καταληψίες. Μέχρι το 1940 είχαν μείνει μόνο το κεντρικό δημόσιο κτίριο Yamen, ένα σχολείο και μία οικία. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται ξανά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
118
Walled City||Kowloon City||Κίνα||’40-1994
Κατά τη δεκαετία του 1970, η ανάπτυξή της χαρακτηρίζεται από αυξημένη ζήτηση κατοικιών και ριζική ανοικοδόμηση της περιοχής. Αρχικά κατεδαφίστηκαν τα περισσότερα παλαιά κτίρια. Oι κάτοικοι, σε συνεργασία με «μεγαλοεργολάβους» του Hong Kong, ανέπτυξαν τα οικόπεδα της KWC σε όλα τα πιθανά μέγιστα κάλυψης και δομών, και όλα αυτά χωρίς εγκεκριμένα σχέδια130. Λόγω της ανυπαρξίας νομικού πλαισίου για την περιοχή, η ανεξέλεγκτη αυτή ανοικοδόμηση αψήφησε κάθε κτιριακό κώδικα και κανονισμό σχεδιασμού, με εξαίρεση το όριο ύψους που οφείλεται στην γειτνίαση τους με το αεροδρόμιο Kai Tak. Τα χωρικά κενά αλλά και οι παλιές χαράξεις «αντικαθίστανται» μαζικά από κάθετα πολυώροφα κτίρια (7-10 ορόφων), προορισμένα κυρίως για κατοικίες. Τα πρώτα αυτά κάθετα μπλοκ τοποθετήθηκαν στα γεωγραφικά όρια της πόλης και αποτελούσαν τους αρχικούς σταθερούς πυλώνες για τη μετέπειτα οργανική και παρασιτική ανάπτυξή της. Περνώντας στη δεκαετία του 1980, εμφανίζονται όλο και πιο συστηματικά, σε πολλαπλές θέσεις και επίπεδα, τα πρώτα «κτίριαπαράσιτα» μεικτών χρήσεων. Τότε είναι που ο κτιριακός όγκος της φθάνει το ανώτατο ύψος των 14 ορόφων. 130- Εδώ να αναφέρουμε ότι η γαιοκτησία της εντός των τειχών πόλης βασίζεται στην αναγνώριση των δικαιωμάτων κατάληψης που μπορούν να «πωλούνται» ή να ενοικιάζονται, μόνο που δεν είναι έννομα ή αναγνωρισμένα από την κυβέρνηση και τους διάφορους φορείς του Hong Kong. εικ54: Διάγραμμα της χρονικής εξέλιξης της Kowloon Walled City.
119
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Πυκνότητα πληθυσμού
ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο KWC 1.920.000
120
Mong kok Hong Kong 130.000 6.700
Walled City||Kowloon City||Κίνα||’40-1994
Υπόμνημα
500
κτίρια σε 27.000m2
1- Στα δώματα οι κάτοικοι πολλές φορές πετούσαν τα άχρηστα πράγματα τους, όπως στρώματα, παλιές τηλεοράσεις, κ.λπ., μιας που δεν υπήρχε η κατάλληλη υπηρεσία συγκομιδής απορριμμάτων. 2- Άλλα δώματα χρησιμοποιούνταν για δραστηριότητες. 3- Υπήρχαν σχολεία και παιδικοί σταθμοί, κάποιοι υπό την ευθύνη του Στρατού της Σωτηρίας. 4- Η επεξεργασία ήταν η κυρίαρχη βιομηχανική δραστηριότητα. Τα περισσότερα εργαστήρια ήταν από το ισόγειο μέχρι τον πέμπτο όροφο. 5- Εμπόριο ναρκωτικών. Η αστυνομία δεν μπορούσε να συλλάβει τους κατοίκους. 6- Οι αρχές εγκατέστησαν 8 αγωγούς –έναν στο εσωτερικό της πόλης και οι υπόλοιποι στην περίμετρο. 7- Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν ομπρέλες για να προστατευτούν από τις συνεχείς διαρροές νερού από τους σωλήνες. 8Παράνομες δραστηριότητες: πορνεία & τζόγος. 9- Τα μαγαζιά στο επίπεδο του δρόμου περιελάμβαναν ιατρεία χωρίς άδεια, εμπόριο και καφενεία. Οι εγκαταστάσεις μικροβιοτεχνιών φαγητού δεν ακολουθούσαν τους κανόνες υγιεινής. 10- Τα ηλεκτρικά καλώδια ήταν εξωτερικά για την αποφυγή πυρκαγιών, 11- Υπήρχαν 77 πηγάδια στην πόλη, μερικά με 90m βάθος. Ηλεκτρικές αντλίες μετέφεραν το νερό σε δεξαμενές στα δώματα. Από εκεί έφθανε στα σπίτια μέσω στενών σωλήνων.
121
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Η KWC ανεγέρθη σχεδόν εξολοκλήρου από τους κατοίκους της131. Οι εργολάβοι της πόλης σαφώς και ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλουν σχέδια, αλλά ήταν αδύνατον να εφαρμοστούν οι συνήθεις οικοδομικοί κανόνες λόγω του ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος της περιοχής. Τα πιο πολλά κτίσματα λοιπόν χτίστηκαν εμπειρικά, χρησιμοποιώντας απλά σκίτσα. Η κατασκευή προχωρούσε ουσιαστικά οπτικά και χειρονακτικά, με αποτέλεσμα οι χώροι ενός ορόφου, ή διαφορετικών ορόφων του ίδιου κτιρίου, να ήταν συχνά πολύ διαφορετικοί. Οι χτίστες μπορούσαν να καταλάβουν οποιοδήποτε κενό χώρο, χωρίς να ανησυχούν για θέμα εξαερισμού και στατικών επιπλοκών. Η εικόνα των κτιρίων έδινε την εντύπωση ότι αν καταρρεύσει το ένα, τότε θα πέσουν σα ντόμινο και όλα εκείνα που συνδέονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο μαζί του. Ολόκληρη η δομή της Περιτειχισμένης Πόλης μπορεί να μεταφραστεί σε ένα περίπλοκο οργανικό σύστημα κτιρίων-μονάδων που συνθέτουν μια, σχεδόν, συμπαγή μάζα. Κανένα κτίσμα δε έστεκε αυτόνομα, τα περισσότερα κολλούσαν παρασιτικά πάνω σε άλλα. Ο κάθε νέος χώρος έβρισκε ένα δυνητικό κενό και προσαρμοζόταν σε αυτό αντί να αναζητήσει την αποκοπή του από το σύνολο. Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ανάπτυξη της πόλης ακολούθησε μια δενδρώδη πορεία: κάθε νέο κτίσμα, διαδρομή ή στάση, συναρθρώθηκε στην μέχρι τότε κατασκευή της KWC, αναδιαμορφώνοντάς την και δίνοντας εκ νέου «ρίζες» για να παρασιτήσουν νέοι χώροι επάνω του. 131- «Ζω εδώ από τα παιδικά μου χρόνια και έχω χτίσει αυτό το μέρος με τα χέρια μου» -Chan Kwong (Girard and Lambot, 1993) όπως παρατέθηκε στην προπτυχιακή διάλεξη Αρβανίτη & Κοτσιρίλος, Γ. &. Σ.(2012), KOWLOON WALLED CITY: διαδικασίες αυτοοργάνωσης, σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π.
122
Walled City||Kowloon City||Κίνα||’40-1994
Παρόλα αυτά η ανάπτυξη της KWC, ακόμα και κατά την περίοδο της πιο εντατικοποιημένης ανοικοδόμησής της, δείχνει να έγινε βάσει δύο σημαντικών παραμέτρων. Η πρώτη είναι το παραδοσιακό, κοινόχρηστο κτίριο Yamen132, με το χαρακτηριστικό του αίθριο, που κατασκευάστηκε το 1843 ως αντιγραφή ενός παλιού δημαρχείου στο Hong Kong από αρχιτέκτονες της δημοτικής αρχής στον ελεύθερό τους χρόνο. Η πόλη αναπτύχθηκε γύρω από το κτίριο αυτό ασφυκτικά, χωρίς πρόνοια για ελεύθερους αδόμητους χώρους. Αποτέλεσμα, το μοναδικό κενό σε ολόκληρη την πόλη να ήταν αυτό του αίθριου του Yamen. Η δεύτερη παράμετρος είναι τα τείχη του τότε στρατοπέδου, που αποτελούσαν και τα όρια της, περικλείοντας τη ζωή εντός τους. Η μεγάλη αστική πληθυσμιακή συσσώρευση και η πύκνωση του αστικού ιστού χαρακτηρίζει και τη συνεπακόλουθη πύκνωση των χρήσεων και την πολυπλοκότητα των δικτύων τροφοδοσίας και μεταφοράς. Εσωτερικά τα πάντα ήταν ενωμένα σε δίκτυα, επικοινωνούσαν με λαβυρινθώδη στενά, βρώμικα δρομάκια και σκάλες σε πολλαπλά επίπεδα. Με δεδομένο ότι οι δρόμοι και τα σοκάκια ήταν στενά, τα περισσότερα όχι μεγαλύτερα από 2 μέτρα, ενώ για να προσπελάσεις κάποια άλλα έπρεπε να περπατήσεις στο πλάι, ο ήλιος σπάνια έφτανε μέχρι το έδαφος. Το παραπάνω, σε συνδυασμό με το τεράστιο δίκτυο από σωλήνες , καλώδια και υδρορροές, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μικροκλίματος στην KWC με τα χαμηλότερα επίπεδα διαρκώς ζεστά και με υγρασία. Έτσι, ο φυσικός αέρας 132- Στα κινέζικα σημαίνει «διοικητικό γραφείο». εικ56: Απόψεις από το εσωτερικό της KWC. Από τα δεξιά προς τα αριστερά: διανομή ταχυδρομίου στο επίπεδο του ισογείου, κατάστημα, κατάστημα, παιχνίδι στο δώμα.
123
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
βρισκόταν σχεδόν για όλους ψηλά στα δώματα, φτιάχνοντας εκεί ένα νέο έδαφος δραστηριότητας και κοινωνικοποίησης. Αξιοσημείωτο ήταν, επίσης, ότι η περιοχή, σε όλη της την έκταση, εξυπηρετούταν μόνο από δύο ανελκυστήρες. Η χωροθέτηση των χρήσεων δεν υπάκουε σε κάποιου είδους (προ) σχεδιασμό, αντίθετα χαρακτηρίζεται από τυχαιότητα χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η φύση τους. Η συνύπαρξη αυτή λάμβανε χώρα σε οποιοδήποτε από τα επίπεδα της πόλης και προσέφερε τη βάση για την κοινωνικοποίηση του πλήθους της. Εσωτερικά της είχε στηθεί ένας ολόκληρος μικρόκοσμος επιχειρήσεων, εργαστηρίων, μικροβιοτεχνιών φαγητού, παιχνιδιών, υφασμάτων, ιατρείων, κουρείων, κ.ά. Η επαγγελματική αυτή δραστηριότητα εντός των τειχών με τις διάφορες μικροεπιχειρήσεις προσέδωσε ως ένα βαθμό αυτάρκεια στην πόλη, αλλά και στα ίδια τα υποκείμενα, με την παραγωγή των άυλων και υλικών προϊόντων προς εσωτερική κατανάλωση. Τέλος, άξια αναφοράς είναι η εθελοντική εργασία και πρωτοβουλία. Η διανομή του ταχυδρομείου και η διαλογή απορριμμάτων πραγματοποιούνταν από ανθρώπους που είχαν την ανάλογη εμπειρία και εργάζονταν εκτός των τειχών της πόλης, σε συνεργασία πάντα με τους κατοίκους της. Η παροχή σε βασικές υπηρεσίες δεν ήταν εύκολη στην Περιτειχισμένη Πόλη, όπως και στο σύνολο των παραδειγμάτων που έχουμε παρουσιάσει σε αυτή την εργασία. Όσον αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς επέτρεψαν τη μόνιμη και νόμιμη ηλεκτροδότηση στην πόλη, διευκολύνοντας τη συνεργασία της εταιρίας ηλεκτροδότησης China Electric με τους κατοίκους, μόλις το 1977 και αυτό μετά από πυρκαγιά που ξέσπασε στο εσωτερικό της πόλης. Μέχρι τότε οι ανάγκες της καλύπτονταν, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους, από την κλοπή ηλεκτρικού ρεύματος από το κεντρικό δίκτυο της ευρύτερης περιοχής . Αντίστοιχα, η παροχή πόσιμου νερού επετεύχθη μόνο μετά από συντονισμένες πιέσεις προς την κυβέρνηση133. Μέχρι τότε, οι κάτοικοι είχαν στραφεί στην ιδιοκτησία πηγαδιών της πόλης από εξωτερικούς επιχειρηματίες, ή την εκμετάλλευση των πηγών από παράνομες οργανώσεις. Οι ιδιοκτήτες πηγαδιών είχαν στην κατοχή τους οικόπεδα και άρα τη δυνατότητα των γεωτρήσεων. Σε ότι αφορά το υδραυλικό αποχετευτικό σύστημα των λυμάτων της πόλης, ακολουθήθηκε μια ανάλογη διαδικασία με τη δικτύωση του νερού. Η τελική όμως εγκατάσταση του κεντρικού συστήματος αποχέτευσης οργανώθηκε από τις αρχές του Hong Kong για να αποφευχθεί η μολυσματική ροή τους στο νερό των πηγαδιών. 133- Η πρώτη επίσημη σταθερή πηγή εγκαταστάθηκε μέσα στην KWC το 1963, ενώ μέχρι το 1987 το σύνολο τους αριθμούσε 6 πηγές για όλη την πόλη. Το 1987, καταγράφονται 8 σταθεροί σωλήνες κύριας τροφοδοσίας καθαρού νερού, εκ των οποίων μόνο ο ένας βρισκόταν στο εσωτερικό της πόλης ενώ οι άλλοι στην περίμετρο της.
124
Walled City||Kowloon City||Κίνα||’40-1994
Από την παραπάνω περιγραφή της δομής της KWC, συμπεραίνουμε ότι η έννοια της αυτοοργάνωσης και της συλλογικοποίησης σε αυτή την περίπτωση δεν ταυτίζεται πλήρως με τον ορισμό που έχουμε δώσει για τα προηγούμενα παραδείγματα. Αν και η πρακτική της αυτοκατασκευής υιοθετήθηκε και εδώ μαζικά, εφόσον η εύρεση κατοικίας στο κέντρο ήταν ακατόρθωτη, στην πράξη αναφέρεται ως ατομικές λύσεις, πρωτοβουλίες που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια του συνόλου, παρά ως αποτέλεσμα παραγόμενο από μία ομάδα συλλογικά. Η δημιουργία και η ζωή της πόλης στηρίχθηκε περισσότερο στην άτυπη αλληλοβοήθεια των κατοίκων και παρά στη συλλογικοποίηση της κοινότητας. Το παραπάνω απορρέει από το γεγονός ότι το κοινωνικό σώμα που αποτελούσε την KWC δεν υπάκουε σε κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές νόρμες, ούτε εξωτερίκευε μια ενιαία συμπεριφορά, παρά μόνο το σκοπό της (αυτο)συντήρησης και της επιβίωσης, τη διευθέτηση της διαχείρισης των κοινών του. Αν και υπήρχαν εσωτερικές συνελεύσεις γειτονιών134 που 134- «[…] κάνουμε συνελεύσεις όταν υπάρχουν θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Μιλάμε για στρατηγική - υπάρχουν περίπου 200 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των υπεύθυνων φορέων για τα καταστήματα καθώς και πολλοί κάτοικοι.» Cheng San, κάτοικος της KWC και μέλος μιας τοπικής συνέλευσης στη γειτονική περιοχή του δρόμου Tai Chang, (Girard Lambot 1993) όπως παρατέθηκε στην προπτυχιακή διάλεξη Αρβανίτη & Κοτσιρίλος, Γ. &. Σ.(2012), KOWLOON WALLED CITY: διαδικασίες αυτοοργάνωσης, σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. εικ57: Το μοναδικό κενό της πόλης που δημιουργείται από το αίθριο του κτιρίου Yamen.
125
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
προέβησαν ακόμα και σε κινητοποιήσεις τη στιγμή όταν εμφανίστηκε η απειλή της έξωσης, αυτές δεν απέκτησαν ποτέ κάποια συγκροτημένη συλλογική ταυτότητα και οι διεκδικήσεις τους δεν ξέφυγαν από τα όρια του τείχους και της επιβίωσής τους. Δεν υπήρξε από τους πολίτες της ένας κοινός τρόπος αντίληψης του παρελθόντος που να σχετίζεται με τις προσδοκίες του μέλλοντος. Τα μόνα σημάδια που θα μπορούσαν να φέρουν την αρχή της βιωματικής οργανωτικής συνέχειας, αλλά δεν αφομοιώθηκαν από το σύνολο με ρητό τρόπο και σταθερή μορφή οργάνωσης, υπήρξαν αυτά της αλληλέγγυας οργάνωσης Kai Fong. Η ένωση Kai Fong είναι μία παραδοσιακή οργάνωση αμοιβαίας βοήθειας που εμφανίστηκε στο Hong Kong το 1949135 και δραστηριοποιήθηκε έντονα στην Περιτειχισμένη Πόλη υποστηρίζοντας τις εκάστοτε διεκδικήσεις της. Δεν μπορούμε εδώ να μην αναφέρουμε την ύπαρξη των εγκληματικών συμμοριών, Τριάδες136, που ενεργούσαν στην περιοχή και ήλεγχαν διάφορους τομείς εκμεταλλευόμενες την απουσία νομικού καθεστώτος. Με την υποστήριξη όμως του κοινού, ιδιαίτερα των νέων κατοίκων της KWC, η δραστηριότητάς τους μειώθηκε σημαντικά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αλλά η φήμη του «εγκληματικού παράδεισου» δεν ξεθώριασε ποτέ. Τον Ιανουάριο του 1987, η κυβέρνηση του Hong Kong ανακοίνωσε τα σχέδια της για κατεδάφιση της KWC και τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου. Το πρώτο βήμα έγινε με τη συνολική εκκαθάριση της περιμέτρου της και την κατεδάφιση των παραγκών. Στη συνέχεια, δημιούργησε αμμώδη πάρκα στα δύο από τα τέσσερα πλευρικά όρια της περιοχής με σκοπό να αποτελέσει μια πρώτη μορφή πίεσης προς τους κατοίκους, ανεβάζοντας τις αξίες γης στην όμορη περιοχή. Ο πληθυσμός της σταδιακά αποζημιώθηκε137, μέσω διαπραγματεύσεων και συγκρούσεων. Η αποχώρηση των 33.000 κατοίκων προσανατολίστηκε κυρίως στην ενδοχώρα με κύριους προορισμούς τις μεγαπόλεις Guangzhou και Shenzhen ή ακόμα σε υποπεριοχές του Hong Kong. Η πόλη πέρασε στο στάδιο της κοινωνικής και λειτουργικής παρακμής. Η κατεδάφιση άρχισε το Μάρτιο του 1993 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1994. Τα μόνα ίχνη πλέον από αυτή είναι αυτά του κεντρικού κτιρίου Yamen και ένα κομμάτι από τη νότια πύλη του τείχους, τα οποία υπάρχουν στο παρόν ως ιστορική «ατραξιόν» του νέου ομώνυμου πάρκου. 135- Αναφέρεται σε ανθρώπους που ζουν συνήθως στην ίδια γειτονιά και στοχεύουν κυρίως στην εξυπηρέτηση των κατοίκων των συγκεκριμένων γειτονιών, προσφέροντας δωρεάν ή με χαμηλό κόστος υπηρεσίες. 136- Η Τριάδα είναι μία διεθνική κινέζικη εγκληματική οργάνωση με βάση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, το Χονγκ Κονγκ, το Μακάο και τη Ταϊβάν. 137- Εδώ να προσθέσουμε ότι η διαδικασία αξιολόγησης των αποζημιώσεων ήταν μια διαδικασία ιδιαίτερα χρονοβόρα, καθώς οι μη τυποποιημένες κατόψεις προκάλεσαν πρόβλημα στην αυτοματοποίησή της.
126
Walled City||Kowloon City||Κίνα||’40-1994
Η καταστολή της KWC ήλθε όχι τόσο λόγω της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας και των διεκδικήσεων των κατοίκων της, αλλά λόγω της ύπαρξής της καθαυτής. Το παράδειγμα αυτό αναδεικνύει το πώς μια εξώνομη, συνεχώς αναπτυσσόμενη δομή, μπορεί από μόνη της να προκαλέσει ανασφάλεια, στρατηγικές gentrification και κατασταλτικούς μηχανισμούς με στόχο τον έλεγχό της από τις εξουσιαστικές αρχές. Παράλληλα, μας κάνει φανερά και τα όρια της οργάνωσης με σκοπό τη διεκδίκηση της κατοικίας όταν δε θίγει τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που την περιβάλλουν και διατηρεί εσωστρεφή δράση. Εν τέλει, η KWC αποτελούσε μια ιδιότυπη περίπτωση «κατακόρυφης» παραγκούπολης πολυκατοικιών. Η υποτυπώδης οργανωτική δομή των κατοίκων της αποτυπώθηκε τόσο στο χώρο από όπου απουσίαζε η οργάνωση και χαρακτηριζόταν από τυχαιότητα και προσωρινότητα, όσο και στις συνθήκες διαβίωσής τους. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα παραδείγματα εδώ επικρατούσαν εμφανέστερα τα γενικά χαρακτηριστικά των παραγκουπόλεων του αναπτυσσόμενου κόσμου όπως η αστική πυκνότητα, η εγκληματική δραστηριότητα και χαμηλό επίπεδο των υποδομών και της ποιότητας ζωής.
εικ58: Αεροπλάνο πάνω από την Kowloon Walled City.
127
128
Συμπερασματικές σκέψεις Από τη μελέτη των παραπάνω παραδειγμάτων επιβεβαιώνεται ότι η κρίση κατοικίας δεν είναι κάποιου είδους ανωμαλία ή λάθος, αλλά δομικό στοιχείο του παρόντος οργανωτικού και οικονομικού συστήματος, η «ισορροπία» του οποίου βασίζεται στις κοινωνικές ανισότητες. Σαφώς το φαινόμενο παρουσιάζει διαφορές στην ένταση, την έκφραση και την αντιμετώπισή του, ανάλογα με τόπο όπου εκφράζεται, την ιστορία και το βαθμό οικονομικής ανάπτυξής του. Η αστικοποίηση όμως, σαν αποτέλεσμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, συνεχίζει να διογκώνεται, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, οδηγώντας στην ερήμωση της υπαίθρου από κατοίκους, μέχρι και σε χώρες όπου οι μητροπόλεις δεν παρουσιάζουν πια βιώσιμες λύσεις για εργασία ή κατοικία. Ακόμα και στις χώρες του κέντρου, όπου οι περιπτώσεις εκτεταμένης αστεγίας είχαν εξαλειφθεί μέσω των προνοιακών πολιτικών που αναπτύχθηκαν μετά από κοινωνικούς αγώνες και διεκδικήσεις, το ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο λόγω και των οικονομικών κρίσεων, επηρεάζοντας και τις μεσαίες τάξεις. Η κρίση στην κατοικία είναι πλέον παγκόσμια. Παντού οι πιο φτωχοί και περιθωριοποιημένοι των πόλεων, ερχόμενοι αντιμέτωποι με την έλλειψη επαρκούς στέγης έχουν λάβει μέτρα για την αυτοστέγασή τους. Οι απαντήσεις που έχουν δώσει στο πρόβλημα, όπως είδαμε, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, ανάλογα με την κουλτούρα τους, το παρελθόν τους και το είδος της επίθεσης που έχουν να αντιμετωπίσουν. Παράλληλα διαφέρουν ως προς τον τρόπο που τοποθετήθηκαν χωρικά και εκμεταλλεύθηκαν ή χρησιμοποίησαν πιθανές υποδομές –όπου αυτές υπήρχαν, δημιουργώντας νέες εδαφικές πραγματικότητες. 129
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Τα εγχειρήματα που τοποθετήθηκαν εντός των αστικών κέντρων, συχνά ακολούθησαν την πρακτική της κατάληψης και χρήσης υφιστάμενων κελυφών. Στον Torre David αυτό πραγματοποιήθηκε με την εγκατάσταση και επέμβαση στο εγκαταλελειμμένο κτίριο του Centro Financiero Confinanzas, αμφισβητώντας το δικαίωμα ιδιοκτησίας χωρίς χρήση, ενώ στο Communauté Milton-Parc τα κτίρια που καταλήφθηκαν δεν απαιτούσαν μεγάλες παρεμβάσεις ή επισκευές για να κατασταθούν βιώσιμα. Άλλωστε στα περισσότερα από αυτά οι «καταληψίες» ήταν οι πρώην ενοικιαστές που εκδιώχθηκαν με τη βία. Στην KWC, αν και δεν υπήρχαν αρχικά κτίρια που να προσφέρονται για κατάληψη, το πρώτο κύμα κατοίκων εκμεταλλεύθηκε την έλλειψη νομικού καθεστώτος και κατέλαβε τη γη εντός των τειχών του παλαιού στρατοπέδου. Αρχικά, έχτισαν παράγκες, μικρές σε έκταση και ύψος, οι οποίες αντικαταστάθηκαν αργότερα με πολυώροφα κτίρια κατοικιών, ενώ τα επόμενα κύματα κατοίκων εγκαταστάθηκαν σε κατασκευές που αναπτύχθηκαν παρασιτικά ανάμεσα και πάνω στις πολυκατοικίες καταλαμβάνοντας κάθε σπιθαμή ελεύθερου χώρου. Επίσης, σε περιπτώσεις όπου η κατάληψη κτιρίων δεν είναι εφικτή ή δεν επιλέγεται σαν πρακτική, οι άστεγοι έχουν προβεί στην κατάληψη αστικών κενών και τη δημιουργία μικρών καταυλισμών με σκηνές ή τροχόσπιτα, όπως για παράδειγμα στις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία. Αυτή η πρακτική μπορεί να εμφανίζεται με όλο και αυξανόμενη συχνότητα στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά διαφέρει πάρα πολύ από τις παραγκουπόλεις του Νότου που εκτείνονται στις παρυφές των αστικών κέντρων, καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη έκταση και στεγάζουν ασύγκριτα μεγαλύτερο πληθυσμό σε πολύ άσχημες συνθήκες. Όσο απομακρυνόμαστε από τα μητροπολιτικά κέντρα η πρακτική που εφαρμόζεται απαιτεί τη δημιουργία οικισμών από το μηδέν. Στη La Victoria επιλέχθηκε μια κενή κρατική έκταση κοντά στα τότε όρια της πόλης, η οποία με την πάροδο των χρόνων και την επέκταση του Σαντιάγο εντάχθηκε στον αστικό ιστό. Για την εγκατάστασή τους στην περιοχή, οι κάτοικοι έπρεπε να χτίσουν τις κατοικίες τους και τα δημόσια κτίρια, καθώς και υποδομές όπως δρόμους ή δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης χωρίς καμία κρατική βοήθεια. Παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν σε αυτή την απόπειρα, ο οικισμός όχι μόνο πέτυχε το σκοπό του, αλλά αποτέλεσε και παράδειγμα για μεγάλο αριθμό εγχειρημάτων στη Λατινική Αμερική που ακολούθησαν την ίδια μέθοδο για τη δημιουργία των οικισμών τους. Με παρόμοιο τρόπο, αλλά σε διαφορετική κατεύθυνση, κινήθηκε το MST. Δημιούργησε ένα δίκτυο οικισμών σε ολόκληρη τη Βραζιλία, μακριά από τα αστικά κέντρα, σε αχρησιμοποίητες αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν σε γαιοκτήμονες ή στο κράτος. Έτσι, όχι μόνο κάλυψαν την ανάγκη τους για στέγη, αλλά κατάφεραν και την εξασφάλιση της διατροφής και της εργασίας τους, συνδυάζοντας το εγχείρημα με τον αγώνα για αγροτική μεταρρύθμιση. Με εξαίρεση το Milton-Parc στον Καναδά, όλα τα υπόλοιπα 130
Συμπερασματικές Σκέψεις
παραδείγματα αντιμετώπισαν πολύ μεγάλες δυσκολίες αναφορικά με τα δίκτυα παροχών. Δεδομένου ότι ενέχουν μεγάλο βαθμό αυτοκατασκευής, αλλά και λόγω της «παράνομης» φύσης τους, η σύνδεση με τα κεντρικά δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης και ηλεκτρισμού δεν ήταν εφικτή χωρίς τη μεσολάβηση του κράτους. Στη La Victoria η σύνδεση με τα κεντρικά δίκτυα ήρθε χρόνια μετά τη δημιουργία της, με τη «φυσική» ένταξη του οικισμού στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, ενώ ο Torre David και η KWC κατάφεραν τη σύνδεσή τους μετά από επανειλημμένες προσπάθειες συνεννόησης με κρατικούς φορείς. Μάλιστα στην KWC, έπρεπε να προηγηθεί πυρκαγιά εντός της, εξαιτίας των αυτοσχέδιων δικτύων, για να αποφέρουν καρπούς οι εκκλήσεις στο κράτος. Από την άλλη, το MST σε πολλές περιοχές ακόμα εξαρτάται από τις υποτυπώδεις υποδομές που το ίδιο έχει δημιουργήσει, με πολλούς από τους οικισμούς και καταυλισμούς του να μην έχουν ρεύμα ή τρεχούμενο νερό. Παρόλα αυτά, δε λείπουν και οι περιπτώσεις καταυλισμών, όπως ο Filhos do Sepé που, είτε λόγω της παλαιότητάς τους, είτε λόγω της καλύτερης οργάνωσής, τους έχουν καταφέρει να συνδεθούν με τα κεντρικά δίκτυα και να προσφέρουν εμφανώς καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τα μέλη τους. Αξιοσημείωτη είναι η εσωτερική αυτάρκεια που επιτεύχθηκε σε κάθε περίπτωση, σε διαφορετικό βαθμό και με ποικίλους τρόπους. Η La Victoria, ο Torre David και η KWC, περιλάμβαναν εκτός από τις κατοικίες, μεγάλο αριθμό καταστημάτων εντός τους για την εξυπηρέτησή τους σε επίπεδο γειτονιάς. Έτσι, οι κάτοικοί τους δημιουργούσαν ευκαιρίες εργασίας για τους εαυτούς τους και παρείχαν υπηρεσίες και προϊόντα στους υπόλοιπους σε τιμές πιο προσιτές από αυτές της πόλης, παρουσιάζοντας μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Κάτι αντίστοιχο σε πολύ μικρότερη κλίμακα, συμβαίνει και στο Milton-Parc , όπου κάποια κτίρια λειτουργούν ως εμπορικές κοοπερατίβες. Αυτή η ανάπτυξη της μικρο-επιχειρηματικότητας εντός των οικιστικών συνόλων, αποτελεί μέσο αυτοσυντήρησης και για τα άτομα και για τον οικισμό. Στην περίπτωση του MST η αυτονομία τους προέρχεται από την εκμετάλλευση της γης, επιλύοντας με αυτό τον τρόπο μέχρι κάποιο βαθμό τόσο το ζήτημα της εργασίας όσο και το πρόβλημα της διατροφής τους. Δεν περιορίζονται όμως μόνο σε αυτό. Στο MST, και στη La Victoria, οι κάτοικοι θεωρούν βασικό συστατικό της χειραφέτησής τους, την αυτονόμηση όλων των στοιχείων της καθημερινότητάς τους, από τα πρότυπα που επιβάλει το κεφάλαιο. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι η αυτονομία έχει μακρά παράδοση στα λαϊκά και ιθαγενικά στρώματα της Λατινικής Αμερικής και μέσω αυτής προστατεύουν την κουλτούρα τους και την κοσμοαντίληψή τους από τον ηγεμονικό κόσμο. Για το λόγο αυτό, έχουν δώσει μεγάλη βαρύτητα στην εκπαίδευση των μελών τους και στην παροχή υγειονομικής περίθαλψης εντός των οικισμών, ενώ πολύ συχνά φροντίζουν για τη διατροφή όλων 131
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
πραγματοποιώντας συλλογικές κουζίνες. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι για τους οικισμούς της λατινοαμερικάνικής ηπείρου είναι σημαντική η συλλογική εξασφάλιση των αναγκών της κοινότητας, και όχι η ατομική. Αναπτύσσονται έτσι ολόκληρα δίκτυα αλληλοϋποστήριξης και αλληλοβοήθειας, τα οποία αναπαράγουν την καθημερινή οικογενειακή και κοινοτική ζωή. Αυτά τα δίκτυα αλληλεγγύης μπορεί να σχετίζονται με την κουλτούρα την Λατινικής Αμερικής, αλλά δεν συναντώνται μόνο εντός των γεωγραφικών ορίων της. Όλα τα παραδείγματα αυτοστέγασης ενέχουν σε κάποιο βαθμό τέτοια δίκτυα για την επιβίωσή τους. Αυτό διαφαίνεται από την ομαδική και εθελοντική εργασία που κατέβαλαν στο στάδιο της οικοδόμησης, μέχρι τον αυτοέλεγχο των χώρων τους και των περιοχών τους για τη αντιμετώπιση των φαινομένων εγκληματικότητας. Πράγματι, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρά τη ρητορική που θέλει να υποστηρίζει ότι οι «εκτός νόμου» οικισμοί είναι «εστίες ανομίας», οι ίδιοι οι κάτοικοι κατέβαλαν οργανωμένες προσπάθειες για την εξάλειψη τέτοιων φαινομένων. Η μόνη περίπτωση που η εγκληματικότητα ήταν ανεξέλεγκτη, ήταν αυτή της KWC, γεγονός που οφείλεται κατά πολύ στο μεγάλο πληθυσμό της, τη μεγάλη πυκνότητα και το ιδιότυπο νομικό πλαίσιο που την περιέβαλλε. Αλλά ακόμα και εκεί, τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της οι κάτοικοι είχαν καταφέρει να μετριάσουν σημαντικά την εγκληματική δραστηριότητα στην περιοχή. Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι η συσπείρωση των ατόμων για την κάλυψη της ανάγκης τους για στέγη διαμορφώνει κοινωνικές σχέσεις με γνώμονα τα προβλήματα της καθημερινότητας. Η πορεία όμως των εγχειρημάτων απέδειξε ότι οι σχέσεις από μόνες τους δεν επαρκούν για την υποστήριξη τους απέναντι σε επιθέσεις από εξωτερικούς παράγοντες. Πιο συγκεκριμένα παρατηρούμε ότι τα παραδείγματα με στιβαρή οριζόντια οργάνωση μέσω συνελεύσεων, όπου η συνέλευση είναι το κέντρο λήψης αποφάσεων, άντεξαν στο χρόνο και υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Στον αντίποδα, η KWC οι κάτοικοι της οποίας δεν επιχείρησαν κάποιου είδους συλλογική οργάνωση –πέραν της βιωματικής– και ο Torre David που οργανωνόταν με βάση μία πιο ιεραρχική δομή, ήταν πιο εκτεθειμένοι στις επιθέσεις του κράτους, με τελικό αποτέλεσμα να μην έχουν τα μέσα και την εμπειρία να διεκδικήσουν τη ύπαρξή τους. Τα εγχειρήματα που μέσω των συλλογικών τους οργάνων δραστηριοποιήθηκαν πολιτικά και κοινωνικά, καταδεικνύοντας την έλλειψη κατοικίας και την κατάσταση που βιώνουν ως εγγενές στοιχείο του κυρίαρχου οργανωτικού συστήματος, κατάφεραν να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες σχέσεις και να ενισχύσουν με πολιτικό λόγο και πράξεις τις δομές τους. Τα μακροβιότερα εγχειρήματα είναι αυτά που έχουν συνδυάσει με επιτυχία τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, όπως το παράδειγμα των αυτο-κατασκευασμένων και αυτο-διαχειριζόμενων οικισμών στη Χιλή και το MST στη Βραζιλία. Μια επιπλέον σημαντική παράμετρος για την υπεράσπιση και 132
Συμπερασματικές Σκέψεις
διατήρηση του εκάστοτε εγχειρήματος, είναι η αποδοχή του από το κοινωνικό σύνολο και η «νομιμοποίησή» του απέναντι στην κοινή γνώμη. Τα περισσότερα παραδείγματα που παρουσιάζουν συλλογική οργάνωση πραγματοποιούν και εξώστρεφες δράσεις προς την κοινωνία και παράγουν λόγο για το σκοπό αυτό. Με αυτό τον τρόπο βρίσκουν και άλλους εξωτερικούς υποστηρικτές στις προσπάθειές τους, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις παρείχαν πολύ σημαντική βοήθεια κατά τη διάρκεια επιθέσεων από το κράτος ή από ιδιώτες. Οι εξώστρεφες δράσεις όμως ανάλογα και με τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται, ενέχουν και τον κίνδυνο υπερβολικής έκθεσης του εγχειρήματος. Στην περίπτωση του Torre David, το άνοιγμα προς την κοινωνία δεν ήταν εξαρχής πρόθεση της συνέλευσης των κατοίκων. Ήδη από τα πρώτα χρόνια ζωής του, ο Torre David είχε αναπτύξει σχέσεις με το κράτος και πιο συγκεκριμένα με τον πρόεδρο Ούγκο Τσάβες, ο οποίος κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία πραγματοποίησε πολιτικές για την νομιμοποίηση της πρακτικής της κατάληψης. Η απόπειρα ανάπτυξης σχέσεων με την κοινωνία, επήλθε μόνο τα τελευταία χρόνια, με τη μεσολάβηση της ερευνητικής ομάδας Urban Thinking. Η προβολή της κατάληψης, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του ερευνητικού, ανανέωσε το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για το κτίριο, γεγονός που σε συνδυασμό με την αλλαγή της κυβέρνησης, οδήγησε τελικά στην εκκένωσή του. Οι εξώστρεφες δράσεις κάποιων εγχειρημάτων δεν περιορίζονται μόνο στην αναζήτηση κοινωνικής νομιμοποίησής τους. Το MST για παράδειγμα, δραστηριοποιείται ενάντια στο κεφάλαιο και ασκεί συνεχώς πιέσεις προς το κράτος, στοχεύοντας συνολικά στην αγροτική μεταρρύθμιση. Αντίστοιχα, η La Victoria από την αρχή της δημιουργίας της έχει πολύ σημαντικό ρόλο στα κοινωνικά κινήματα και τους αγώνες στη Χιλή. Ειδικά κατά την περίοδο της δικτατορίας του Πινοσέτ, συνολικά οι οικισμοί των φτωχών της χώρας, προκαλούσαν συνεχώς πλήγματα στη δικτατορία με βίαιες εξεγέρσεις, διαδηλώσεις και απεργίες. «Από το 1983, οι αυτοσχέδιοι οικισμοί που είχαν δημιουργήσει τα λαϊκά στρώματα μετά την κατάληψη της La Victoria, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην αντίσταση στη δικτατορία. Συνοικίες χτισμένες από τους ίδιους του κατοίκους και με αυτοκυβέρνηση, αντικατέστησαν τα εργοστάσια στο επίκεντρο της λαϊκής δράσης.»(Zibechi,2010,σελ.244) Η απάντηση του κράτους, δεν περιορίστηκε μόνο στην κτηνώδη καταστολή των υποκειμένων κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων. Όπως περιγράψαμε και νωρίτερα, χιλιάδες «κοινωνικές κατοικίες» κατασκευάστηκαν ώστε να μεταφερθούν σε αυτές ένα εκατομμύριο κάτοικοι των καταυλισμών. Ο στόχος της μετεγκατάστασης δεν ήταν η αρωγή ή η αποκατάσταση των φτωχών, αλλά η απομάκρυνσή τους και η καταστροφή του φυσικού χώρου όπου κοινωνικοποιούνταν. Έτσι κατάφεραν τον κατακερματισμό του δικτύου βοήθειας και αλληλοϋποστήριξης που είχαν χτίσει στις κοινότητές τους, τη μείωση της συμμετοχής τους σε 133
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
κοινοτικές οργανώσεις και την απομόνωσή τους μέσω της γκετοποίησης. Η απομόνωση και η γκετοποίηση είναι μια πρακτική που έχει επιλεχθεί πολλές φορές ώστε να εξασφαλίζεται η επιβολή της κρατικής εξουσίας. Με παρόμοιο τρόπο είδαμε ότι λειτούργησε το κράτος και στην περίπτωση του Torre David, όπου οι εκδιωγμένες οικογένειες μεταφέρθηκαν 50 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, ενώ στην περίπτωση της KWC οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές. Πολύ διαφορετική σχέση με το κράτος ανέπτυξαν τα υποκείμενα του Communauté Milton-Parc. Παρά τις αρχικές κινητοποιήσεις τους που περιελάμβαναν καταλήψεις, μπλοκαρίσματα δρόμων, διαδηλώσεις κ.α., οι κάτοικοι του Milton-Parc επέλεξαν σύντομα να ακολουθήσουν τη νομική οδό και να ζητήσουν βοήθεια από το κράτος. Η προσέγγιση αυτή βέβαια δεν είναι εφικτή σε όλες τις περιπτώσεις. Το καναδικό κράτος διέθετε ήδη νομοθεσίες που να υποστηρίζουν τέτοια εγχειρήματα, ενώ υπήρχε πολύ μεγάλη υποστήριξη από το κίνημα πολιτιστικής κληρονομιάς, κάνοντας πιο ευνοϊκές τις συνθήκες εγκαθίδρυσής του. Ταυτόχρονα η πολιτική ηγεσία που αναδείχθηκε εκείνη την περίοδο στην εξουσία είχε να αποκομίσει πολιτικό όφελος από την υποστήριξη του εγχειρήματος, αφού προέβαλλε μία συνολικότερη στάση εναντίωσης στις μεγάλες εταιρίες και τις πολυεθνικές και υποστήριξης των κατώτερων στρωμάτων. Η συνεργασία με το κράτος και τους κοινωνικούς φορείς καθώς και η πρότερη ύπαρξη, από μέρος του κράτους, νομικών διεξόδων, φαίνεται να καθιστούν μέχρι στιγμής το παράδειγμα του Milton-Parc την πιο «ικανή» απάντηση στο ζήτημα της έλλειψης κατοικίας, από άποψη μονιμότητας και σταθερότητας. Ακόμα και το MSΤ που παρουσιάζει μία συγκροτημένη κεντρική οργάνωση, δεν έχει καταφέρει να εξασφαλίσει σε όλους τους οικισμούς του τον ίδιο βαθμό ασφάλειας κατοίκησης. Με την παρατήρηση αυτή δεν προσπαθούμε να υποτιμήσουμε τα υπόλοιπα εγχειρήματα αυτοστέγασης, αλλά ούτε μπορούμε να αποκρύψουμε το γεγονός ότι η αναζήτηση μιας νομικής οδού, όπου αυτή είναι εφικτή, προσδίδει μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας και μονιμότητας στα υποκείμενα, αφού, έχοντας αφομοιωθεί εν μέρει από τις κυρίαρχες δομές, δεν ζουν υπό τη συνεχή απειλή της κρατικής καταστολής. Από την άλλη, δεν πρέπει να συγχέεται η ιδιαίτερη περίπτωση του Milton Parc με την ανοχή που δείχνει το κράτος απέναντι σε καταλήψεις και παρόμοιες πρακτικές, καθώς όπως επιβεβαιώνει και το παράδειγμα του Torre David, πρόκειται μόνο για πρόσκαιρες νομιμοποιήσεις που ακολουθεί είτε για οικονομικούς λόγους είτε για να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση. Ακόμα, η οποιαδήποτε νομιμοποίηση δε συνεπάγεται την κρατική βοήθεια, όπως παρατηρούμε για παράδειγμα στη La Victoria, η οποία αν και έχει αναγνωριστεί σαν οικισμός, δεν είχε λάβει καμία βοήθεια από το κράτος, παρά μόνο τα τελευταία χρόνια. Η ασφάλεια που προσφέρει η La Victoria 134
Συμπερασματικές Σκέψεις
δεν προέρχεται τόσο από την αναγνώρισή της του από τους θεσμούς όσο από τις εσωτερικές σχέσεις που δημιούργησαν τα υποκείμενα μεταξύ τους και τα δίκτυα αλληλοβοήθειας. Για τα παραδείγματα αυτοστέγασης ισχύει αυτό που ο συγγραφέας και κοινωνικός αναλυτής Jeremy Seabrook είχε πει για τις παραγκουπόλεις: «Θα ήταν ανόητο να περάσεις από την μία διαστρέβλωση ότι οι παραγκουπόλεις είναι τόποι εγκλήματος, ασθενειών και απόγνωσης στο αντίθετο: ότι μπορούν να αφεθούν να φροντίζουν τους εαυτούς τους»(Davis,2006). Η αξιοθαύμαστη ικανότητα των φτωχών να οργανώνονται κοινοτικά και συλλογικά, είτε μέσω συνελεύσεων, είτε με βιωματικό τρόπο πολλές φορές έχει προκαλέσει «ρομαντικές» αντιδράσεις από τους αναλυτές που τάσσονται υπέρ τους. Οι φτωχοί επιδεικνύουν μεγάλη ευρηματικότητα στους τρόπους με τους οποίους καλούνται να οικοδομήσουν τους χώρους τους και να αναπαράγουν τη ζωή τους καθημερινά, αλλά και να διαχειριστούν κοινόχρηστους πόρους, μεριμνώντας τόσο για το ατομικό, όσο και για το συλλογικό συμφέρον. Οι καταλήψεις των πόλεων είναι ο τρόπος με τον οποίο ιδιοποιούνται ένα ξένο και ανοίκειο χώρο, για να του προσδώσουν άλλες σημασίες και να ζήσουν μέσα σε αυτόν. Σύμφωνα με τον Davis, ο Turner είχε «μαγευτεί» από τη δημιουργική ευφυΐα των κατειλημμένων σπιτιών του Περού και την ικανότητά τους για «έξυπνες κατασκευές», ενώ γάλλοι αποικιακοί αρχιτέκτονες και σχεδιαστές εκθείαζαν την αυθόρμητη τάξη, την προσαρμοστικότητα των χώρων και την οργανική σχέση των κτισμάτων με το τοπίο στις παραγκουπόλεις. Οι παραπάνω προσεγγίσεις όμως, παρά τις αγνές προθέσεις τους, συνήθως αποκρύπτουν τα πραγματικά αίτια που οδηγούν στην έλλειψη κατοικίας, ανοίγοντας δρόμο για την απόσυρση των κυβερνήσεων από την καταπολέμηση του φαινομένου και της φτώχειας γενικότερα. Η τωρινή κρίση κατοικίας αποτελεί ένα κομμάτι της αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού και του κράτους με στόχο το πέρασμα στον νεοφιλελευθερισμό. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της κοινωνικής και αστικής αναδιάρθρωσης που μειώνει το ζήτημα της κατοικίας από κοινωνικό και πολιτικό σε οικονομικό και νομικό. Με την καθαρά οικονομική ανάλυση της κατοικίας και με την απόλυτα τεχνοκρατική αντιμετώπιση, τα κράτη, άλλα περισσότερο άλλα λιγότερο, έχουν καταφέρει να αποποιηθούν την ευθύνη απέναντι στην επίλυση του ζητήματος. Στις χώρες του Βορρά η κατοικία είχε προβληθεί, μέσω του δανεισμού, ως ένα ατομικό όνειρο και κατά συνέπεια η αστεγία εκλαμβάνεται και παρουσιάζεται ως προσωπική αποτυχία, όπως και η ανεργία ή η αδυναμία πρόσβασης σε παροχές, ιατρική περίθαλψη κ.λπ. Αντίστοιχα, στις χώρες του Νότου, οι μάζες των άστεγων ως περισσευούμενοι εργάτες αφήνονται στην εξαθλίωσή τους. Πλέον, στην κυρίαρχη ρητορική, η ύπαρξη των χωρίς στέγη δε συνδέεται με την αποτυχία του κράτους να εξασφαλίσει χαμηλού κόστους κατοικία ούτε με διαρθρωτικές ανισότητες 135
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
και αποκλεισμούς. Από την άλλη, δυστυχώς τα πολύτιμα παραδείγματα συλλογικής οργάνωσης μικρής κλίμακας σύμφωνα με τις αρχές της κοινοκτημοσύνης, δεν μπορούν να εφαρμοστούν ώστε να προκύψουν λύσεις σε πολύ μεγάλο εύρος. Αφενός, η συνεννόηση σε μεγαλύτερη κλίμακα προϋποθέτει τη δημιουργία δικτύων επικοινωνίας εντός των οποίων θα πρέπει να υιοθετηθούν λογικές αντιπροσώπευσης και μεσολάβησης, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό των πιο επιτυχημένων εγχειρημάτων των από κάτω: Την οριζόντια οργάνωση. Αφετέρου, καμία αυτοργανωμένη λύση, μεγάλη η μικρή, δεν μπορεί να κατασταθεί απόλυτα βιώσιμη, όσο υπάρχει εξάρτηση από το κυρίαρχο σύστημα και τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Από μεριάς μας, δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε αυτά τα εγχειρήματα ως μέρος του συνολικότερου αγώνα για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, ακόμα και στις περιπτώσεις που τα ίδια τα υποκείμενα δε συνειδητοποιούν αυτή τους την ιδιότητα. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες τους, τα λάθη και τα σωστά τους, αφήνουν παρακαταθήκες για τις επόμενες γενιές, τόσο ως προς την οργάνωση των από κάτω και τους δεσμούς που αναπτύσσουν με την κοινωνία, όσο και ως προς τους τρόπους με τους οποίους έχουν αντιμετωπίσει την καταστολή, διεκδικώντας το δικαίωμά τους για ζωή. Παράλληλα, επαναπροσδιορίζουν τη σημασία της συλλογικής κατοίκησης και της παραγωγής του χώρου από τα ίδια τα υποκείμενα που τον χρησιμοποιούν. Άλλωστε όπως έλεγε και ο Henri Lefebvre, το δικαίωμα στην πόλη: «Είναι ταξικό αίτημα, είναι μια επανανοηματοδότηση της ταξικής πάλης για διεκδίκηση της καθημερινής ζωής και της πόλης που είναι το έδαφός της.»(Harvey, 2012). Άλλωστε, αν η πόλη και το έδαφος αποτελούν πεδία εκμετάλλευσης για το κεφάλαιο και παίζουν καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες συσσώρευσής του, τότε η ίδια η διεκδίκηση και η επανανοηματοδότηση του χώρου από τα υποκείμενα που το κεφάλαιο έχει ωθήσει στο περιθώριο, βρίσκεται στο κέντρο του αγώνα για την οικοδόμηση μιας νέας πραγματικότητας, διαφορετικής από αυτή τους ηγεμονικού κόσμου.
136
Βιβλιογραφία Ξένη, Μεταφρασμένη και Ελληνική: Engels, F. (2012), Για το ζήτημα της κατοικίας, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή Engels, Fr. (1974), Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, Αθήνα: ΜΠΑΪΡΟΝ Davis, M. (2006), The Planet of Slums, London/New York: VERSO Harvey, D. (2012), Εξεγερμένες πόλεις: Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, Αθήνα: ΚΨΜ Hunter, Linden-Retek, S., Η. (2014), Welcome Home: The Rise of Tent Cities in the United States, National Law Center on Homelessness & Poverty Kowaluk and Piché-Burton, L. and C. (2012), Communauté Milton-Parc, The Story of Saving and Rebuilding a Montreal Neighborhood. How we did it and how it works now, Montreal Zibechi, R. (2010), Αυτονομίες και χειραφετήσεις: Η Λατινική Αμερική σε κίνηση, Αθήνα: Αλάνα Αρνητικές επιστήμες: Αυτόνομη Πολιτική Ομάδα στη Σ.Θ.Ε., Νοέμβρης (2015), Looters Will Be Shot: Φυσικές καταστροφές, δημόσια τάξη και πρωταρχική συσσώρευση, Αθήνα: ΑΡΧΕΙΟ 71 Βρυχέα και Λωράν, Α. και Κ. (1993), Συμμετοχικός Σχεδιασμός: Θεωρητικές διερευνήσεις, ιστορία των ιδεών και των πρακτικών, μεθοδολογικές προσεγγίσεις, Αθήνα: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ 137
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Σαχ, (2010), The Panic is On… θέσεις για την παγκόσμια κρίση, την ιστορία και το μέλλον της, Αθήνα Χατζημιχάλης, Κ. (2014), Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, Αθήνα: ΚΨΜ
Άρθρα/Δημοσιεύσεις: Brian, R. (2010), «Urban Japan: Considering Homelessness, Characterizing Shelter and Contemplating Culture», ARCC/EAAE 2010 International Conference on Architectural Research, University of Calgary, Canada: Architectural Research Centers Consortium (ARCC) Gilbert, A. (2000), «Housing in Third World Cities: The Critical Issues», Geography, vol. 85, σελ. 145-155 Federici, S. (1990), «Η κρίση χρέους, η Αφρική, και οι νέες περιφράξεις», Sarajevo (μετάφραση του αρχικού κειμένου που δημοσιεύτηκε στο Midnight Notes vol 10), τεύχος 14, Ιούλης 2007 Sarajevo (2008), «tent cities», Sarajevo, τεύχος 23, Νοέμβρης 2008 Sarajevo, (2009), «Latifundia: μερικές ακόμα κατακτήσεις», Sarajevo, τεύχος 35, Δεκέμβρης 2009 Κερεστέτζη, Σ. (2000), «Η Εργατική κατοικία κατά τον Πρώτο Αιώνα της Εκβιομηχάνισης στη Δυτική Ευρώπη: Η Περίπτωση της Γερμανίας», Τεχνικά Χρονικά Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ, τεύχος 1-2, σελ. 31-46 Ανδρίτσος, Θ. (2015), «Η πόλη, η κατοικία και η ανατροπή του καπιταλισμού: Βασικά στοιχεία μιας θεωρητικής-ιστορικής τοποθέτησης», συλλογικό, Urban Conflicts, Θεσσαλονίκη: Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη, σελ. 47-60 Καραγιάννη και Καψάλη, Μ. και Μ. (2015), «Η ανάδυση μιας νέας χωροχρονικής τάξης στην Ελλάδα της κρίσης: η νομιμοποίησητης κρίσης κατοικίας και η ορατότητα των νέων περιθωριακών ομάδων», συλλογικό, Urban Conflicts, Θεσσαλονίκη: Εργαστήριο συναντήσεις και συγκρούσεις στην πόλη, σελ. 99-114 Καραγεωργάκης, Στ. (2010), «Συνέντευξη του Δημήτρη Ρουσόπουλου στην Ευτοπία», Ευτοπία, τεύχος 19 Θεωδόρου, Κ. (2013), «Το νέο παράδειγμα. Οι αμερικανικές πόλεις ή Μετά τις κατασχέσεις τι;», Αρχιτέκτονες, τεύχος 08, Δεκέμβριος 2013- Ιανουάριος 2014, σελ. 6-7 Σαμπανιώτης και Χαρδούβελης, Θ. και Γκ. (2012), «Η ελληνική αγορά ακι138
Βιβλιογραφία
νήτων στα χρόνια της κρίσης», Οικονομία & αγορές, τόμος VII τεύχος 2, Ιούλιος 2012 Συλλογικό, «Mike Davis: Η εξάπλωση των φτωχογειτονιών», Κομπρεσέρ: για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014, σελ. 7-25 Συλλογικό, «Torre David: (ανά)κτηση ενός καπιταλιστικού χώρου», Κομπρεσέρ: για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014, σελ. 27-35 Συλλογικό, «Κινήματα για την κατοικία σε Ισπανία και Ιταλία», Κομπρεσέρ για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014, σελ.101-112 Συλλογικό, «Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας», Κομπρεσέρ: για την πόλη και το χώρο, τεύχος 4, Νοέμβρης 2012, σελ. 36-51
Διαλέξεις: Αρβανίτη και Κοτσιρίλος, Γ. και Σ. (2012), KOWLOON WALLED CITY: διαδικασίες αυτοοργάνωσης, σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Καλαμά, Β. (2013), Κρίση κατοικίας στην Ελλάδα: παρελθόν και παρόν, οικιστικό απόθεμα και διαδικασίες πρόσβασης, σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π. Καραμέτου και Τσικούρα, Ε. και Π. (2015), Ο χώρος στην κλασική μαρξιστική θεώρηση: Κατοίκηση-Ύπαιθρος-Πόλη, τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Δ.Π.Θ. Οικονομοπούλου, Ε. (2011), Τα slums ως αστικές δομές, τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Πατρών
139
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία: //wikipedia.org // wikimapia.org // britannica.com //torredavid.com //cmhc-schl.gc.ca //miltonparc.org //cityofdarkness.co.uk //projects.wsj.com/kwc BBC news, «In pictures: Japan’s homeless», http://news.bbc.co.uk/2/shared/ spl/hi/asia_pac/04/japans_homeless/html/1.stm, [πρόσβαση 05/12/2016] Berg, N. 2016, «Inside the Tower of David, Venezuela’s Vertical Slums, http://www.thedailybeast.com/articles/2016/04/24/inside-the-tower-ofdavid-venezuela-s-vertical-slum.html, [πρόσβαση 03/03/2016] Carvajal C. (2010), «Disintegrated urban pieces: Lo Valledor- La Victoria», goo.gl/gh3NrB [πρόσβαση 16/02/2017] Girard, G., «26 photos of Hong Kong›s chaotic Kowloon Walled City, once the most crowded place on earth», http://www.businessinsider.com/kowloonwalled-city-photos-2015-2#kowloon-walled-city-was-a-densely-populatedungoverned-settlement-in-kowloon-an-area-north-of-hong-kongisland-what-began-as-a-chinese-military-fort-evolved-into-a-squattersvillage-comprising-a-mass-of-300-interconnected-high-rise-buildings-1, [πρόσβαση 03/03/2017] Davis, M. (2006), «PLANET OF SLUMS: Ο εκφυλισμός των πόλεων και το άτυπο προλεταριάτο, //sarajevomag.gr/vivliothiki/davis.html [πρόσβαση 03/03/2017] Denvir, D. (2015), «The Other Affordable Housing Crisis», http://www. citylab.com/housing/2015/09/the-other-affordable-housing-crisis/406405/ [πρόσβαση 03/03/2017] Dvorak, P. (2003), «The Homeless in Japan Find A Place in Cities’ Public Parks», //wsj.com/articles/SB105588265142208900 (The Wall Street Journal, διαδικτυακή έκδοση), [πρόσβαση 05/12/2016] Geoghegan, Τ. (2013), «Why do so many Americans live in mobile homes?», http://www.bbc.com/news/magazine-24135022, [πρόσβαση 03/03/2017] 140
Βιβλιογραφία
Janusas, T. (2013), «How the other half lives: Exploring Trailer Parks in American Sun Belt», //ced.berkeley.edu/bpj/2013/04/how-the-other-half-lives-exploring-trailer-parks-in-the-american-sunbelt/,[πρόσβαση 01/03/2017] Jonhson, E. (2015), «Homeless in America’s tent cities», //widerimage.reuters. com/story/homeless-in-americas-tent-cities, [πρόσβαση 15/01/2017] Mishkin, F. (1991), «Anatomy of a Financial Crisis», NBER WORKING PAPERS SERIES NO 3934, http://www.nber.org/papers/w3934, [πρόσβαση 16/02/2017] Nate, R. (2015), «America’s trailer parks: the residents may be poor but the owners are getting rich», https://www.theguardian.com/lifeandstyle/2015/ may/03/owning-trailer-parks-mobile-home-university-investment» [πρόσβαση 25/01/2017] Owen, P. )2012), «Inside the Kowloon Walled City where 50,000 residents eked out a grimy living in the most densely populated place on earth», [πρόσβαση 03/03/2017] Saieh, Ν. (2012), «Venice Biennale 2012: Torre David, Gran Horizonte / Urban Think Tank + Justin McGuirk + Iwan Baan», http://www.archdaily. com/269481/venice-biennale-2012-torre-david-gran-horizonte-urbanthink-tank-justin-mcguirk-iwan-baan [πρόσβαση 07/02/2017] Spacey, J. (2014), «Homelessness in Japan: Invisible and Tolerated», //japantalk.com/jt/new/homelessness-in-japan,[πρόσβαση 05/12/2016] Taylor, A. (2016), «America’s Tent Cities for Homeless», https:// www.theatlantic.com/photo/2016/02/americas-tent-cities-for-thehomeless/462450/ [πρόσβαση 03/03/2017] Zibechi, R. (2007), «La Victoria, Chile: Half a Century Building Another World», https://courses.arch.ntua.gr/el/katoikia_kai_polh_/h_katoikia_ ston_kosmo/xili/la_victoria__chile__half_a_century_of_building_another_ world.html, [πρόσβαση 03/03/2017] Άγνωστο (2013), «Inside America’s largest homeless camp: Makeshift hut city houses 175 people in the shadow of Silicon Valley’s best areas», http://www. dailymail.co.uk/news/article-2415602/The-Jungle-Inside-Americas-largesthomeless-camp-shadows-Silicon-Valley.html, [πρόσβαση 23/12/2016] Άγνωστο, (2013), «Τι ισχύει με τους πλειστηριασμούς κατοικιών στην Ισπανία – 500 άνθρωποι χάνουν καθημερινά το σπίτι τους», http://www. iefimerida.gr, [πρόσβαση 20/12/2016] Ανδρίτσος, Θ. (2011), «Κρίση στην αγορά κατοικίας και σύγχρονος καπιταλι141
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
σμός», https://ilesxi.wordpress.com, [πρόσβαση 07/02/2017] Βώρος, Φ.Κ. , «Ιστορία παγκόσμια και ελληνική κατά τον 20ο αιώνα», http:// www.siatistanews.gr/Voros/21os-olo.pdf, [πρόσβαση 03/03/2017] Κουγιάννου, A. (2015), «Η περίπτωση της Ιρλανδίας: Πόσο επιτυχημένο είναι το success story του Βορρά;» http://www.huffingtonpost.gr/2015/04/22/ oikonomia-irlandia_n_7103646 .html [πρόσβαση 22/04/2015]
Οπτικοακουστικό υλικό: εκπομπή Αυτοψία, Στις φαβέλες της Αθήνας, 23/02/2016 BBC, BBC Our World, 2014, «Venezuela’s Tower of Dreams» Subversive Action Films, 2010, «The Chicago Conspiracy»
142
Βιβλιογραφία
Βιβλιογραφία εικόνων: Εξώφυλλο: τοιχογραφία της street artist Swoon, πηγή: Google
Στενότητα κατοικίας στην Ευρώπη του 19ου αιώνα εικ1 //bl.uk (The British Library, διαδικτυακή έκδοση) εικ2 //worldstogether.wikispaces.com εικ3 //flickr.com/photos/preusmuseum/ (ψηφιοποιημένες φωτογραφίες από το Jacob A. Riis 1890, How the other half lives, New York) εικ4 //bl.uk (Doré, G. 1872, Pilgrimage του William Blanchard Jerrold) εικ5 //bl.uk («Field Lane Lodging-House», περιοδικό The Poor Man’s Guardian, 20 Νοεμβρίου 1847)
Περιφράξεις, υφαρπαγή γης και αστικοποίηση στον Παγκόσμιο Νότο εικ6 //wikipedia.org (Edward Linley Sambourne, «The Rhodes Colossus») εικ7 //washingtonpost.com εικ8 //noorimages.com (Francesco Zizola, Kibera: The permanent squatters, Nairobi) εικ9 (σελ.34-35) //economist.com εικ10 (κολάζ σελ.37) //google.com εικ11 //www.dailymaverick.co.za (Boca la Caja, Panama City, 17/09/2013)
Ορίζοντας τις πρακτικές αυτοστέγασης εικ12 Thayer, A. Kill City: Lower East Side Squatters,1992-2000,Powerhouse Books, Brooklyn NY εικ13 //google.com
Torre David || Καράκας || Βενεζουέλα || 2007 - 2014 εικ14 «Torre David: (ανά)κτηση ενός καπιταλιστικού χώρου», Κομπρεσέρ: για την πόλη και την κατοικία, τεύχος 6, Δεκέμβρης 2014, σελ. 26 εικ15 //futureurbanism.com εικ16 //google.com εικ17 //u-tt.com εικ18 //torredavid-organization.blogspot.gr εικ19 //u-tt.com 143
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΝΟΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
εικ20 (κολλάζ σελ.56-57) //theguardian.com εικ21 //archdaily.com
La Victoria || Σαντιάγο || Χιλή || 1957 - σήμερα εικ22//jvlavictoria.blogspot.gr εικ23-26//mingaonline.uach.cl εικ27 (σελ. 70-71) //maps.google.com (η επεξεργασία δικιά μας) εικ28 (κολάζ σελ. 72-73) //lamaldiciondelpais.blogspot.gr εικ29-30//flickr.com/photos/marcelo_montecino εικ31 //lamaldiciondelpais.blogspot.gr
Movimiento dos Trabalhadores Sem Terra || Βραζιλία || 1984 σήμερα εικ32 //rightlivelihoodaward.org εικ33 (κολάζ σελ. 82-83) //maps.google.com εικ34 //www.mst.org.br
Οικονομικές κρίσεις: ο ρόλος του κεφαλαίου στην κρίση κατοικίας εικ35 //illustrationdaily.com/maus-bullhorst εικ36 //darkthirtynews.com εικ37 //huffingtonpost.com εικ38 //antiviosi.squat.gr εικ39 //tvxs.gr
Τα νέα slums του ανεπτυγμένου κόσμου εικ40 //america.aljazeera.com εικ41 //japan-talk.com εικ42 //theatlantic.com εικ.43 Heben A. (2014) Tent citites Urbanism: From selforganized camps to tiny house villages, The Village Collaborative. εικ44 //seattlepi.com
Communauté Milton-Parc || Μόντρεαλ || Καναδάς || ’60 - σήμερα εικ45 Kickstarter: The Milton-Parc Story: a battle for low-rent housing. εικ46 //bac-lac.gc.ca (Public Archives of Canada) εικ47-48 //cca.qb.ca (David Miller) 144
Βιβλιογραφία
εικ49-51 Kowaluk & Piché-Burton, L. & C. (2012), Communauté MiltonParc, The Story of Saving and Rebuilding a Montreal Neighborhood. How we did it and how it works now, Montreal στο //miltonparkstory.com εικ52 //maps.google.com
Walled City || Kowloon City|| Κίνα || ’40 – 1994 εικ53 //dailymail.com εικ54 (σελ.118-119) //visual.ly/city-anarchy εικ55 (σελ.120-121) //visual.ly/city-anarchy εικ56 (κολάζ σελ. 122-123) //dailymail.com εικ57 //projects.wsj.com/kwc εικ58 //dailymail.com
145